Βάσω Σταμ ατ ίο υ
Μιά Ελληνίδα στ Ά υσβιτς
ΒΑΡΟΥΜ? γιατί;
2η Έκδοση
Στυλίδα 2018
Β΄ Έκδοση © Βάσω Σταματίου Σκίτσα: Μάκης Καραντίνος Σχεδιασμός - Εκτύπωση: Γραφικές Τέχνες “Παλμός” palmosprint.gr Επιμέλεια: Απόστολος Χρ. Βαβύλης / Ορθόδοξο Δίκτυο Ενημέρωσης Με την ευγενική υποστήριξη της
www.agape.gr ISBN: 978-960-93-9812-1
Πρόλογος στην Β΄ Έκδοση
Ό
20 χρόνια μετά ...
ταν το 1980 περίπου, η στρατοπεδική λογοτεχνία άρχισε να κερδίζει έδαφος στην Ευρώπη, ο κόσμος σιγά-σιγά άρχισε να πείθεται πως οι μαρτυρίες τις οποίες αμφισβητούσαν ήταν αληθινές. Ήταν μια αρχή ελπίδας ότι ο φασισμός δεν θα ξαναγύριζε. Το 1997 κυκλοφόρησε το ΒΑΡΟΥΜ. Σήμερα, 20 χρόνια μετά, με βαθύτατο πόνο διαπιστώνω, πως ούτε η δική μου πέννα και η μικρή προσπάθειά μου να αναδείξω μέσα από την προσωπική μου περιπέτεια την ποιοτική διαφορά του υγιούς πολιτισμένου ατόμου από αυτήν που ανακάλυψαν τα σατανικά ναζιστικά μυαλά, είχαν το αποτέλεσμα που περίμενα. 20 χρόνια μετά και οι απόγονοι των αρρωστημένων δολοφόνων εκλέγονται βουλευτές και μπαίνουν νόμιμα στο Κοινοβούλιο. Ντροπή της ανθρωπότητας! Ντροπή γιατί δεν ανεβαίνουν στην εξουσία με μια συγνώμην έστω για ότι λανθασμένο, εγκληματικό και φυσικά καταδικαστέο έπραξε ο πρόγονός τους αλλά με την βεβαιότητα πως θα ξαναπάρουν την δύναμη να συνεχίσουν το... «κατόρθωμα» του Χίτλερ. Εμείς τι θα κάνουμε; Θα ξεχάσουμε; Θα το αφήσουμε να πάρει το δρόμο του όπως τη δεκαετία του ΄40; 20 χρόνια μετά, παρουσιάζεται ξανά το ΒΑΡΟΥΜ με τη βοήθεια φωτισμένων ανθρώπων όπως του Μανώλη Τουφεξή, Διευθυντού του Οργανισμού AGAPE HELLAS, του Απόστολου Βαβύλη, Γεν. Γραμμ. του Ορθοδόξου Δικτύου Ενημέρωσης, της Μαρίας Τσελεμπή, του Γιώργου Πηλιχού και βεβαίως του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Δημητριάδος κ. Ιγνατίου. Η δεύτερη αυτή έκδοση παρουσιάζεται ενώπιον της Α.Ε. του Προέδρου της Δημοκρατίας κυρίου Προκοπίου Παυλόπουλου, που είναι ιδιαίτερα ευαίσθητος σ’ αυτά τα θέματα και του εγγονού του Ρούντολφ ΕΣ, στρατοπεδάρχη, εγκληματία του Άουσβιτς, κ. Χάνς Ράϊνερ ΕΣ, γνωστού δημοκράτη και αξιέπαινου για την αντιφασιστική εκστρατεία του σε όλο τον κόσμο. Ας κάνουμε άλλη μια προσπάθεια να μην αφήνουμε να μας ξανασυντρίψει η φασιστική μπότα!
ΠΟΤΕ ΞΑΝΑ ΦΑΣΙΣΜΟΣ ΣΤΗ ΓΗ! Προσέξτε άνθρωποι γιατί αυτή τη φορά η καταστροφή θα είναι τελειωτική! Βάσω Σταματίου
Στυλίδα, 15 Ιανουαρίου 2018.
Για το βιβλίο αυτό Ευχαριστώ Την ποιήτρια-συγγραφέα και αγωνίστρια Έφη Πανσέληνου, φίλη που μ’ άρπαξε κυριολεκτικά από τ’ αυτί για να με καθίσει στο γράψιμο.
Χειρόγραφο του εκλεκτού συγγραφέα Αντώνη Σαμαράκη που διάβασε το χειρόγραφό μου. Τον ευχαριστώ Β.Σ.
6
Βάσω Σταματίου
ΒΑ Ρ Ο Υ Μ ?
γιατί;
Προλεγόμενα ... στην Α΄ Έκδοση 1997 Είναι δύσκολο να τολμήσεις να γράψεις ύστερα από τόσα χρόνια τις τρομαχτικές εμπειρίες σου, όχι τόσο γιατί έχουν σβήσει πολλές λεπτομέρειες που όλες μαζί σχημάτιζαν τον τρομαχτικό κλοιό που κάποτε είχε εξουδετερώσει την ύπαρξή σου, όσο γιατί όλην εκείνη την απίθανη καταστροφική πτώση το σώματος και του νου, την αντιμετωπίζεις σήμερα με τα χορτασμένα μάτια ενός ουδέτερου θεατή. Τόσο που να πιστεύεις πως όλα εκείνα ήταν ένα συγκλονιστικό ανάγνωσμα που αφορά πρόσωπα άλλα, εκτός του δικού σου. Όλα αυτά τα χρόνια, έγιναν, στην προσπάθεια να μη μιλάς και πολύ περισσότερο να μην γράφεις, καταλυτικά για την αμεσότητα που πρέπει να χαρακτηρίζει μια θύμηση. Έτσι, όταν θέλησα να γράψω, έπρεπε για πολλούς μήνες πριν, να επιστρατεύω τη μνήμη που αντιστεκόταν, κάθε βράδυ, κάθε πρωί, -και το τίμημα ήταν επώδυνο- για να σταθώ, όσο ήταν δυνατόν, και πάλι στο κέντρο της ιστορίας αυτής όπως πριν χρόνια. Ένα άλλο δύσκολο σημείο ήταν, το ότι σήμερα, γνωρίζω από διαβάσματα, όλες τις λεπτομέρειες για τα Γερμανικά στρατόπεδα που τότε δεν γνώριζα. Και δεν θα ήθελα μέσα στη διήγησή μου ν’ αναφέρονται γεγονότα που τότε αγνοούσα. Θα έχανε η διήγηση την αυθεντικότητα και αμεσότητά της, γιατί είναι πολύ σημαντικά τραγικό, η άγνοια για όσα φριχτότερα συνέβαιναν λίγα μέτρα πιο πέρα από την φρίκη όσων έβλεπα και ζούσα. Ζούσα σε μια κόλαση, δεν ήξερα όμως την έκταση της κόλασης αυτής. Έτσι κι αλλιώς όμως, οι απορίες ήταν τεράστιες και αναπάντητες και καμμιά επί πλέον πληροφόρηση δεν θα διαφοροποιούσε τη διάλυση που μεθοδικά είχε συντελεστεί. Αρκέστηκα λοιπόν στη διήγηση πολύ λίγων απ’ όσα έζησα προσωπικά. Θα ήταν κουραστικό να αναφερθώ σε χιλιάδες βασανιστήρια κι εξευτελισμούς που ζούσα κάθε μέρα, απ’ το ένα πρωί ως το άλλο πρωί. Θα γέμιζαν χιλιάδες σελίδες και το αποτέλεσμα θα ήταν το ίδιο. Όσο για κείνα που τότε δεν γνώριζα, νομίζω πως θάταν χρήσιμο να σημειώσω όσο σύντομα γίνεται, ορισμένα ντοκουμέντα και στοιχεία στο τέλος του βιβλίου. Για να ξαναθυμηθούν όσοι τα έχουν κάποτε διαβάσει, μα πιότερο για να τα γνωρίσουν οι νεώτεροι που ξέρουν τι σημαίνει φασισμός, δεν ξέρουν όμως μέχρι ποιο σημείο έφτασε κάποτε η μεθόδευση εξαφανισμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Με την ελπίδα πως αυτή η μαρτυρία θα συμβάλλει ίσως στον αγώνα για την πλήρη εξαφάνιση του φασισμού, που δυστυχώς, πλανιέται ακόμα απειλητικά, σε διάφορα σημεία του πλανήτη Γη. Β.Σ.
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ ΜΠΑΝΙΤΣΑ
(Φυλακή έξω από το Βελιγράδι)
Μέ ρ ο ς 1 ο
Μ Π Α Ν Ι ΤΣΑ
(Φυλακή έξω από το Βελιγράδι)
Ό
Γιατί δεν τον φοβόμουν;;; ταν η βαριά πατημασιά του στους πλακόστρωτους διαδρόμους πίσω απ’ την αμπαρωμένη πόρτα του κελιού μας, ειδοποιούσε για την έφοδό του, τα κορίτσια προσπαθούσαν να κρυφτούν η μιά πίσω απ’ την άλλη, έτρεμαν, Ράντοβαν... ψιθύριζαν μα κάτασπρα τρεμουλιαστά χείλη, τα έντρομα μάτια απόφευγαν την πόρτα που έτριζε στη μετατόπιση της αμπάρας, το κροτάλισμα των κλειδιών έσπρωχνε όσο γινόταν πιο βαθιά τα κεφάλια ανάμεσα στους ώμους, ο τρόμος στη σπονδυλική στήλη, ρίγος στη σκέψη του χοντρού λάστιχου. Ράντοβαν... Ράντοβαν... και θανατερή σιωπή. Κάποια α δοκίμαζε στα παγωμένα μέλη, την καυτερή μανία του λάστιχου. Όμως εγώ, γιατί δεν τον φοβόμουν; Όχι, δεν ήταν απ’ το φτηνό καυχησιάρικο συναίσθημα να φανώ γενναία. Αναρτιόμουν, γιατί δεν θεωρούσα απειλή για τη σωματική μας ακεραιότητα, την αγριάδα της όψης του, τις τρομερές κραυγές του, ή έστω, τον πόνο στα πόδια και στα χέρια απ’ τα χτυπήματά του. Ήταν ακατανόητο. Δεν πίστευα καν απειλή για την κοριτσίστικη περηφάνια μας, την ύπαρξη αυτού ειδικά του δεσμοφύλακα, που είχε τη φήμη του φοβερότερου δεσμοφύλακα στη γυναικεία πτέρυγα της Μπάνιτσας. Ο Ράντοβαν... ο πανύψηλος Σέρβος με τα σμιχτά μάτια, μια πρωτόγονη φιγούρα που ’μοιαζε νά’χει ξεκολλήσει από τ’ αδέξια σχεδιάσματα των σπηλαίων της λίθινης εποχής, κάτι μεταξύ ζώου και ανθρώπου, κάτι που και χωρίς ήχο, σούφερνε στο νου, κατασπαραγμένα ελάφια, γδαρμένα
10
Βάσω Σταματίου
ΒΑ Ρ Ο Υ Μ ?
γιατί;
τομάρια βουβάλων, ματωμένα τοπία σκοτεινών σπηλαίων. Όμως δεν υπήρχε περίπτωση φιγούρας χωρίς ήχο. Η βροντή που ξέφευγε απ’ αυτό το κτήνος, ξεκινούσε απ’ το πιο ξέμακρο βήμα του κι όσο πλησίαζε, ο πλακόστρωτος διάδρομος έτριζε κι οι τοίχοι πολλαπλασίαζαν τα ξεφωνητά του. Έτσι, όταν τραβούσε τη σιδερένια αμπάρα, μας έβρισκε όλες όρθιες, σε στάση προσοχής, αμίλητες. Προφταίναμε να κρύψουμε, ότι, σύμφωνα με το νόμο της φυλακής, απαγορευόταν. Κάτι μου ’λεγε, πως μας ειδοποιούσε για τον ερχομό του. Κάτι μου ’λεγε πως και να σήκωνα τα μάτια να τον κοιτάξω ίσια στο πρόσωπο, δεν θα μου άνοιγε το κεφάλι με το χοντρό μαστίγιό του. Κάτι μου ’λεγε πως δεν έπρεπε να τον φοβάμαι... Τεράστιο κτίριο γεροχτισμένο, οι φυλακές της Μπάνιτσε, έξω από το Βελιγράδι. Έτσι φωτισμένο απ’ τους προβολείς που έριχναν οι σκοπιές ένα γύρω, έτσι κάτασπρο που παρουσιάστηκε ξαφνικά με το άνοιγμα της πόρτας της κλούβας, φάνταξε στα θολά απ’ το σκοτάδι και την αγρύπνια μάτια μας, σαν ίδρυμα νοσοκομειακής περίθαλψης. Επί τέλους... επί τέλους... ψιθυρίζαμε. Ήταν στ’ αλήθεια μιά υπόσχεση παρήγορη εκείνη τη στιγμή, η εμφάνιση αυτού του μεγαλειώδη όγκου, που είχε σκεπή, που είχε πάτωμα, που πιθανόν να είχε κι ένα στρώμα, που ακόμα, ώ λαχτάρα, ίσως να είχε κι ένα πιάτο ζεστή σούπα, αχ και να μας άφηναν πια να καθίσουμε καταγής, τα πόδια της Τούλας έτρεμαν απ’ την κούραση κι από το κρύο της νύχτας που τρυπούσε τις μουσκεμένες από το κάτουρο κάλτσες της. Δεν κρατιόταν η Τούλα όπως όλες μας, κάτι είχε φαίνεται στα νεφρά. Κάθε τόσο σταματούσε για να κατουρήσει στη διάρκεια της μεγάλης νυχτερινής πορείας μας προς το Βελιγράδι κι έτρεχε μετά να προλάβει τη σειρά της, γιατί ούτε δευτερόλεπτο δεν έπρεπε να σταματήσει το περπάτημα, βιάζονταν, βιάζονταν, λες και το φτάσιμο το δικό μας στο όποιο μέρος, θα έκρινε την τύχη του πολέμου. Σνελλ... σνελλλ... κι η Τούλα να κατουράει φορτωμένη τους μπόγους της και ν’ ανοίγει η καπελιέρα που είχε τα νεσεσέρ της και να της μαζεύομε χίλια δύο αγαπημένα της μικροαντικείμενα, που τα ποδοπατούσαν οι άλλες κρατούμενες που ακολουθούσαν.
Μιά Ελληνίδα στ
Ά υσβιτς
11
- Μαμάκα... μαμακούλα μου... μη πατάτε τη φωτογραφία της μαμάκας μου μα ποια ν’ ακούσει το κλάμα της, οι άλλες βάδιζαν, έπρεπε να βαδίζουν, γιατί οι Γερμανοί χτύπαγαν αλύπητα όποια σταματούσε να μαζέψει τα όσα ξέφευγαν από τα κατάκοπα μελανιασμένα χέρια. Μέσα στις λάσπες ξεχώριζες σκούφους, γάντια, κασκόλ, σακούλες με αυγά, τυριά, ψωμί, κέικ, σοκολάτες, όλα τα καλούδια που οι δύστυχες μάνες μας είχαν φορτώσει, για να μην πεινάμε και να μην κρυώνουμε, στην εκδρομή για το άγνωστο, στο ταξίδι για θάνατο. Ακόμα και βαλίτσες ολόκληρες είδα παρατημένες και κουβέρτες ολόμαλλες και μπόγους άσπρους με ρουχισμό, όλα ανάκατα με λάσπη, ήταν ένα τραγικό θέαμα, έτσι όπως το φώτιζαν οι προβολείς απ’ τα καμιόνια των Γερμανών που μας συνόδευαν. Σνελλ... σνελλ... ούρλιαζαν ασταμάτητα. Είχαμε περί τις τρεισήμισι ώρες που βαδίζαμε φορτωμένες τα πράγματά μας, μ’ ένα μονότονο ψιλόβροχο να δυσκολεύει το βήμα στο χωματόδρομο. Έσφιγγα τα δόντια να μην πετάξω τίποτα. Κράταγα γερά τις βαλίτσες, σήκωνα με πείσμα τους μπόγους που γλιστρούσαν απ’ την πλάτη μου, κάθε που έσκυβα να μαζέψω τα μικροπράγματα της Τούλας μέσα απ’ τη λάσπη. - Αγάντα κοριτσάκι μου, μην κλαις μικρό μου, θα την ξαναβρείς τη μανούλα σου και θα δεις που θα σου αγοράσει καινούργιο χτενάκι, ένα κατακόκκινο χτενάκι που θα ταιριάζει στα ξανθά σου... Στη Σαλονίκη μας, εκεί στο Μπεζεστένι, έχει ένα σωρό χτενάκια, πιο όμορφα απ’ αυτό που σου ποδοπάτησαν. Και το καθρεφτάκι σου, τι να το κάνεις έτσι που σε κατάντησαν μ’ ένα μουτράκι χαρακωμένο απ’ τις λάσπες και τα δάκρυα... Σώπα, σώπα, μην κλαις... Τα ’λεγα φωναχτά; Τα ’λεγα μέσα μου; Αυτά κι ένα σωρό άλλα λόγια στοργής και αγάπης. Από εκείνη τη στιγμή τάχτηκα προστάτης αυτού του γαλανομάτικου κοριτσιού των 18 χρόνων. Είναι ένας ωραίος ρόλος. Πιστεύεις και πολλαπλασιάζεις τη δύναμή σου μπροστά στη διαλυμένη ψυχούλα. Αγνοείς τα δικά σου ρίγη, μπροστά στα χείλη που τρέμουν από κρύο και φόβο, χουχουλίζεις τη φούχτα σου να ζεστάνει το παγωμένο μάγουλο
12
Βάσω Σταματίου
ΒΑ Ρ Ο Υ Μ ?
γιατί;
και πιστεύεις πως έτσι σαν από ηλεκτρικό καλώδιο, θα μεταδοθεί το δικό σου κουράγιο στην αγαπημένη φίλη που παραπατάει. Αγάντα κοριτσάκι μου... Δεν υπάρχουν προγνωστικά γι’ αυτό το ρόλο. Ούτε κι ο ίδιος ο ταγμένος γι’ αυτό, δεν το ξέρει από πριν. Οι συντρόφισσές μου στου Παύλου Μελά, κεφάτες, αισιόδοξες. Ήταν η φυλακή μέσα στην ίδια την πατρίδα, μισή ώρα απ’ το πατρικό σπίτι, ή έστω τρεις ώρες απ’ το όποιο χωριό. Τα αυγά και τα λουκάνικα, ερχόταν καθημερινά στο επισκεπτήριο απ’ τους συγγενείς. Έλεγες, κρίμα να μην έχω μπει νωρίτερα στη φυλακή, να μην περάσω όλην εκείνη την πείνα στο σπίτι μας. Καμιά δεν φαινόταν να φοβάται. Όλες γενναίες, όλες με ξεχωριστή δράση στην οργάνωση, όλες κάναν’ φιγουρατζίδικη επίδειξη θάρρους «θα τους φάμε τους Γερμανούς»... «εγώ ξέρεις...». Ίσως καμιά δεν υποπτευόταν πως δεν είχε γνωρίσει ακόμα τον ίδιο τον εαυτό της. Πως η δοκιμασία που θα ’ρχόταν, θα ξεσκέπαζε χαρακτήρες κι ενώ άλλες τις έλεγαν ειρωνικά «μουλωχτές» θα ήταν οι πιο ψύχραιμες και δυναμικές, ενώ άλλες που έπαιζαν μέσα στους χορτασμένους θαλάμους της Σαλονικιώτικης φυλακής, ρόλους αρχηγών, θα καταντούσαν κουρέλια ξετιναγμένα στην κατάρρευση. Το φαινόμενο είχε αρχίσει να διαφαίνεται απ’ τη στιγμή που μας φόρτωσαν στα βαγόνια. Κοίταζα γύρω μου πως ούρλιαζαν υστερικά, διεκδικώντας μια θέση στη μισάνοιχτη πόρτα. Η Κατίνα, είχε πάρει την καλύτερη θέση και δεν έλεγε να ξεκολλήσει από κει, ν’ αφήσει και καμιά άλλη να πει δυο λόγια με τα αγαπημένα πρόσωπα που συνωστίζονταν έξω από το βαγόνι. Ήταν βλέπεις ο καλός της εκεί, ο Τάκης της, τ’ όνομα το θυμάμαι, γιατί το ’λεγε συνέχεια, ώσπου η καλοστημένη μηχανή του φασιστικού θαύματος, άλεσε ονόματα και μνήμες, έρωτες και όνειρα, σκέψεις και επιθυμίες, κάπου εκεί στο Άουσβιτς. Όμως ο Τάκης τώρα ήταν εκεί κι η Κατίνα έκλαιγε και του ’λεγε πως τον αγαπάει, πως θα του γράψει από κει που θα την πήγαιναν και πως να ενεργήσει να την ελευθερώσουν με τον τάδε γνωστό κι ο γνωστός είχε τον Φύρερ πρώτο φίλο. Αυτά όλα εκείνη τη στιγμή θα ’βγαζαν τραγικό γέλιο, αλλά ήθελα κι εγώ να δω τη μαμά μου που ήταν
Μιά Ελληνίδα στ
Ά υσβιτς
13
απ’ έξω κι ήταν αδύνατον, γιατί δεκαπέντε γυναίκες σε μια πυραμίδα κεφαλιών, έφραζαν το μικρό άνοιγμα, καθώς και το σιδερόφραχτο παραθυράκι. Το μόνο δικό μου απ’ αυτή τη σκηνή του αποχωρισμού, ήταν ένα κλαδί ανθισμένης μυγδαλιάς, που τόδωσε η γιαγιά μου απ’ έξω και χέρι-χέρι, έφτασε σε μένα στο βάθος. Άκου ανθισμένη μυγδαλιά... Καημένη μου γιαγιάκα αγαπημένη μου... Η άνοιξη ερχόταν. Είχε έρθει. Ήταν 1η του Απρίλη 1944. Μήπως ήταν ένα χοντρό πρωταπριλιάτικο ψέμα; Μήπως θα ’νοιγαν τώρα διάπλατα οι πόρτες και θα μας άφηναν να ξαναγυρίσουμε στα σπίτια μας; Το ταξίδι από τη Θεσσαλονίκη στη Γιουγκοσλαβία, είχε κρατήσει τέσσερεις μέρες. Τέσσερες μέρες μέσα στα βαγόνια εκείνα της μπόχας. Έχουν γραφεί πολλά γι’ αυτά τα βαγόνια, για το μικρό διχτυωτό παράθυρο, απ’ όπου έπαιρναν αέρα -τι αέρα- οι τριανταπέντε γυναίκες ριγμένες η μιά πάνω στην άλλη, για τη «βούτα» το περίφημο βαρέλι, που γεμίζαμε κάτουρο, κι εμετό. Για την αβεβαιότητα του προορισμού μας και το πιο σοβαρό για μένα, για τα ένστικτα αγρίων θηρίων, που ποτέ δεν φανταζόμουν να υπάρχουν τόσο άφθονα και χωρίς ντροπή στα φερσίματα των νεαρών γυναικών που μοιάζανε να μην ενδιαφέρονται για τίποτε, πέρα από το πως θα κατασπαράξουν τη διπλανή τους. Έχουν γραφεί πολλά γι’ αυτά τα βαγόνια των μετακινήσεων από στρατόπεδο σε στρατόπεδο κι ίσως θα τα ξαναπώ κι εγώ κάπου παρακάτω, γιατί αυτό ήταν το σημείο ξεκινήματος ενός τέλειου συστήματος για την εξαφάνιση της ανθρωπιάς, για τον στραγγαλισμό της σκέψης, για την εκμηδένιση της όποιας προσωπικότητας που υπήρχε σ’ αυτό το ανακάτεμα τόσων διαφορετικών χαρακτήρων, αισθημάτων, συμπεριφοράς και γνώσεων, ως που στο έλος, ύστερα από αλλεπάλληλα σατανικά σοφά φιλτραρίσματα, να βγαίνουν μάζες ανθρώπων, άβουλες, με εντελώς όμοιες σκέψεις και στο τέλος-τέλος, με καθόλου σκέψεις. Να βγαίνουν φιγούρες αδιάφορες, ανέκφραστες, χωρίς βλέμμα, χωρίς χαμόγελο, χωρίς αισθήσεις, χωρίς μνήμη, χωρίς όνειρα, με μιά μοναδική ως τη στιγμή που ξεψυχούσαν επιθυμία, να βρουν κάτι να δαγκάσουν...
14
Βάσω Σταματίου
ΒΑ Ρ Ο Υ Μ ?
γιατί;
Μια φλούδα πατάτας, ένα μπαγιάτικο μουχλιασμένο ξεροκόμματο, ή έστω το αυτί της διπλανής κρατούμενης. Το απόλυτα εκμηδενισμένο άτομο, όταν δεν μπορεί να βλάψει εκείνον που τον έχει βλάψει, όταν δεν μπορεί να προσφέρει στον εαυτό του την ικανοποίηση έστω μιας ήττας ύστερα από τίμια μάχη, καταφεύγει σε μιά παράλογη ανακούφιση, βλάπτοντας τον άμεσα πιο κοντινό του ευάλωτο. Έτσι, βλέπομε και μάνες ακόμα, να ματώνουν στο ξύλο τ’ αθώα παιδιά τους, ύστερα από ταπεινώσεις και μαρτύρια που οι ίδιες υπόμεναν από τον βάρβαρο σύζυγο. Αυτό το ζωώδικο ξέσπασμα, το ήξεραν οι δημιουργοί των φασιστικών στρατοπέδων και φρόντισαν να το ενισχύσουν, με απόλυτη επιτυχία. Με ξεκίνημα λοιπόν τα κλειστά βαγόνια των μετακινήσεων, έφτασα στο αποκορύφωμα του απίθανου αυτού παιχνιδιού εγκλήματος πάνω σε ομάδες ανθρώπων, που δεν ήταν πια ούτε άνθρωποι, αλλά ούτε ζώα. Στο στρατόπεδο του Άουσβιτς. Το στρατόπεδο που για να μπεις, έπρεπε ν’ αφήσεις έξω στις ράγες του τραίνου, μπρος στη συρματοπλεγμένη περίφραξη, κάθε διάθεση για όνειρο, για θύμηση, για ελπίδα, για αίσθημα και πάνω απ’ όλα, για ανθρωπιά. Όμως η Μπάνιτσα στη Γιουγκοσλαβία, σ’ άφηνε να ονειρεύεσαι και να θυμάσαι. Σ’ άφηνε πάνω απ’ όλα να μισείς με στόχο. Σου έδινε ένα είδωλο που μπορούσες μέσα σου να το βρίσεις, να το ζωγραφίσεις με μολύβι και να το μπήξεις μετά καρφίτσες στην καρδιά και στα μάτια, να το μουντζώνεις από πίσω κρυφά και να κάνεις τραγουδάκια για τα μαρτύρια που πέρναγες εξ αιτίας του. Η Μπάνιτσα είχε τον Ράντοβαν. Κι εσύ είχες τον Ράντοβαν για ν’ αποθέτεις πάνω στην ογκώδη παρουσία του, τις χιλιάδες μικροεκδικήσεις που με ηδονή ετοίμαζες κάθε βράδυ στην κουβέρτα που απλωμένη χάμω στα πλακάκια της φυλακής, κράταγε ακόμα τη ζεστασιά και την τρυφερότητα του Σαλονικώτικου σπιτιού. Ήταν δυο ή τρεις η ώρα τη νύχτα, όταν μπήκαμε στην Μπάνιτσα. Τα δάκρυα και τα μουσκεμένα ρούχα, είχαν παγώσει πάνω στην ακινησία μας, μπρος στους προβολείς. Ήμασταν έτοιμες θαρρείς για τη
Μιά Ελληνίδα στ
Ά υσβιτς
15
μεγάλη φωτογραφία της νέας φάσης του παιχνιδιού. - Τι είναι τούτο το νοσοκομείο; Ψιθύρισε η Τούλα δίπλα μου, με τα πελώρια μάτια της ν’ ακτινοβολούν ελπίδα και τα σαρκώδη χείλη της να τρεμουλιάζουν δύσπιστα. Έτρεμε ολόκληρη μες στ’ αγιάζι της βροχερής νύχτας. Μα ούτε να της απαντήσω δεν μπορούσα, γιατί ένα σωρό οπλισμένοι Γερμανοί πηγαινοέρχονταν πλάι μας και τίναζαν τα λαστιχένια μαστίγια σ’ όποια έβγαζε έστω κι έναν ψίθυρο. Κι άλλωστε τι να της απαντήσω; Ότι μόνο νοσοκομείο δεν μπορούσε να ήταν αυτό; Που να βρισκόμαστε μαμά μου;... Η Τούλα σ’ ότι ερώτημα είχε, έβαζε πάντα τη λέξη «μαμά μου» σα να ήταν εκεί δίπλα, η καλή της μάνα, η φίλη της. Ήθελε να ψιθυρίζει, ήθελε ν’ ακούει την κουβέντα μου που τη συνόδευε σε όλη την πορεία και της κακοφαινόταν τώρα αυτή η νεκρική σιωπή κάπου εκατό γυναίκες να μην ακούς ούτε ένα βηχάκι, ούτε την ανάσα τους καλά – καλά. - Που είμαστε μαμάκα μου; Και γύριζε με κοίταζε απορημένη για τη σιωπή μου. Με μια δυνατή αγκωνιά, την ειδοποίησα να σταματήσει να κουνιέται μα ο Γερμανός την είχε δει μέσα στα εκτυφλωτικά φώτα. Μ’ ένα σάλτο πεινασμένου θηρίου, όρμησε πάνω στο κακόμοιρο κορίτσι και ευτυχώς περιορίστηκε σε μια μόνο σιωπηλή βουρδουλιά, γιατί δεν έπρεπε τίποτε να γίνεται με θόρυβο, ακόμα και τα «ρούε» τους, έβγαιναν ψιθυριστά, αντίθετα με κείνα τα «ρούε» τα «λος» τα «σνελλ» της πορείας, που ξέσχιζαν τ’ αυτιά. Αργότερα μάθαμε ότι αυτό γινόταν πάντα τις νύχτες όταν έφερναν καινούργιους, για να μην αντιληφθούν οι κρατούμενοι της πρόσοψης, πόσους ή και ποιους έφεραν. Όμως οι κρατούμενοι της πρόσοψης, αγρυπνούσαν αυτές τις νύχτες πίσω απ’ τα σιδερόφραχτα παράθυρα και μετρούσαν από την κάτω μεριά του παράθυρου, όπου οι προβολείς έφταναν πιο αδύνατοι, αυτούς που έμπαιναν στην τρομερή φυλακή, όπως επίσης κι αυτούς που έβγαιναν, σφίγγοντας τα δόντια και μπήγοντας τα νύχια στα γυμνά μπράτσα. Το τρομερό δεν ήταν τόσο το πως ένοιωθαν στην πρόσοψη γι’ αυτούς που έμπαιναν, όσο γι’ αυτούς που έβγαιναν. Γιατί ήξεραν, ότι όσοι έβγαιναν νύχτα από την Μπάνιτσα, πήγαιναν για εκτέλεση.
16
Βάσω Σταματίου
ΒΑ Ρ Ο Υ Μ ?
γιατί;
Στη διάρκεια ένα μήνα που έτυχα κι εγώ σ’ έναν απ’ τους μεγάλους θαλάμους της πρόσοψης, έζησα παρόμοιες νύχτες αγρύπνιας, παρακολουθώντας τις Σερβίδες να μετρούν και πολύ συχνά ν’ αναγνωρίζουν γνωστές τους που έφταναν, μέσα σε μια σιωπή θανάτου. Ακούγονταν τα θροΐσματα των ρούχων καθώς προσπαθούσαν μπουσουλώντας να φτάσουν στη γωνιά του παραθύρου, να κάνουν μια εκτίναξη του κεφαλιού και ξανά κάτω, γιατί αμέτρητοι Γερμανοί στην αυλή, κοίταζαν τα παράθυρα, μήπως δουν τίποτα κεφάλια. Μα εκείνο που δεν θα ξεχάσω ποτέ στο μήνα της πρόσοψης, ήταν μια νύχτα που πήραν Σέρβους αντάρτες για εκτέλεση. Ήταν τα αδέρφια μας εκεί οι γαλάζιες αγάπες μας, που ανέβαιναν στο καμιόνι μες στη θανατερή σιωπή του μισοσκόταδου. Τ’ αδέρφια που έβγαιναν για πάντα κι απ’ τη Μπάνιτσα κι απ’ τη ζωή. Μας παρακολουθούσαν λοιπόν οι Σερβίδες κι εκείνη τη νύχτα που φτάσαμε στην Μπάνιτσα, πίσω απ’ τα σιδερένια κάγκελα και σίγουρα ψιθύριζαν «Γκίρτσκι παρτιζάν». Οι παρτιζάνες ήμασταν εμείς. Τ’ αξιολύπητα κοριτσάκια που έτρεμαν απ’ την παγωνιά, την πείνα και την αγωνία. Οι κουμουνίστριες ήμασταν εμείς. Έτσι μας φώναζαν οι Γερμανοί στην πορεία. «Λος Γκρίχις κουμουνίστ». Στο τέλος είχαμε πιστέψει κι εμείς, πως ήμασταν αντάρτισσες κουμουνίστριες κι ας μην είχαμε διαβάσει τότε ούτε μια λέξη απ’ τα Μαρξιστικά Λενινιστικά βιβλία -που να τα βρίσκαμε άλλωστε στην κατοχή- ούτε ξέραμε ποια είναι αυτή η κουμουνιστική θεωρία που τόσο έμοιαζε να την φοβούνται οι Γερμανοί. Εμείς, το μόνο που είχαμε φωνάξει μ’ όλη τη φλόγα του νεανικού ενθουσιασμού μας, ήταν, να φύγουν οι Γερμανοί απ’ τη χώρα μας, να μην έχουμε αυτούς τους απρόσκλητους αφεντικούς να κουμαντάρουν τη ζωή μας, να μπορούμε να σπουδάζουμε, να δουλεύουμε, να τραγουδάμε, χωρίς να ’χουμε την κομαντατούρα να διατάζει, «θα το κάνετε έτσι», «θα το πείτε έτσι». «Γκίρτσκι παρτιζάν» λοιπόν είχαν φτάσει εκείνη την Απριλιάτικη νύχτα του ’44 στη Μπάνιτσα κι ανάμεσά τους, η χλωμή Τούλα, με πρησμένο το πάνω χείλος της απ’ τη βουρδουλιά που είχε αρπάξει. Δεν ξαναμίλησε, δεν ξανακουνήθηκε, ως που τελείωσε η καταμέτρηση. Οι ομοιόμορφες σιλουέτες των Γερμανών, άλλαζαν χαρτιά και οδη-
Μιά Ελληνίδα στ
Ά υσβιτς
17
γίες, πόσην ώρα Θεέ μου, ήταν τόσο δύσκολο να γίνει αυτή η παράδοση των κρατουμένων; Τόσο πολύ έπρεπε να μας κρατούν εκεί όρθιες, ακίνητες στην παγωνιά, αφού το κτίριο ήταν δυο μέτρα μπροστά μας; Κάποτε, παρουσιάστηκε επιτέλους, αυτός που περίμεναν. Ήταν ένας κοντός, αδύνατος Γερμανός αξιωματικός, ο διοικητής της Μπάνιτσε. Ω, τα μάτια αυτού του ανθρώπου... Όλη η περιφρόνηση γι’ αυτό το κοπάδι των γυναικών που είχε μπροστά του, ήταν αποτυπωμένη σ’ αυτή τη σουβλερή ματιά που τρυπούσε πέρα για πέρα την όποια διάθεση να τον κοιτάξεις καλύτερα. Νοιώσαμε ένα ρίγος, αλλιώτικο απ’ αυτό της παγωμένης νύχτας στην πλάτη και στην καρδιά μας. Στην εξουσία αυτού του ξέθωρου, ατσάκιστου διοικητή, θα ήμασταν λοιπόν και ασφαλώς δεν θάταν και τόσο εύκολο. Και ναι, δεν ήταν. Γιατί πως να πείσεις τον εαυτό σου, πως ήταν μεγάλο έγκλημα να τολμήσεις να κοιτάξεις, όχι κατάματα, αλλά έστω και κάπου στις μπότες, τον διοικητή της φυλακής σου. Το βλέμμα σου έπρεπε να είναι χαμηλά, στα δικά σου πόδια και μόνο, όταν αυτός πέρναγε μπρος σου. Κι οι Γερμανοί ακόμα, είχαν κοκκαλώσει κι οι κινήσεις όσων έδιναν αναφορά, είχαν μια τρομοκρατημένη σπασμωδικότητα, καταλάβαινες πως μια ελάχιστη παρατυπία, θα είχε τ’ αποτελέσματά της μόλις ξημέρωνε. Εκείνη τη στιγμή, ο βουβός θίασος, έπαιζε με συνέπεια, το πρώτο μέρος του παράλογου έργου. Οι Γερμανοί συνοδοί μας στο ταξίδι από την Ελλάδα, ούρλιαζαν, χτύπαγαν, αλλά μπορούσες τουλάχιστον να τους κοιτάξεις κατάματα και να τους ρωτήσεις, «πού μας πάνε;» ή «πότε θα φτάσουμε;» αν ήξερες τη γλώσσα τους, χωρίς να σε σκοτώσουν. Η Χρυσούλα μάλιστα που ήξερε τα Γερμανικά, έπαιρνε αμέσως θέση στο άνοιγμα της πόρτας μόλις σταματούσε το τραίνο, έπιανε κουβέντα με τους Γερμανούς και τους ζητούσε ν’ ανοίξουν την πόρτα να ξεβρομίσει το βαγόνι, να μας αφήσουν να κατεβούμε κάτω να πηδήξομε λιγάκι να ξεμουδιάσομε, ν’ αδειάσομε τη βούτα, να μας φέρουν μια πιο μεγάλη, να μας δώσουν νερό για τις άρρωστες, να τους πάρει κάτι περισσότερο απ’ το συσσίτιο κι όλο νάζι και τσακίσματα έτσι αφράτη κι άσπρη που ήταν, τα κατάφερνε μια χαρά να είναι το βαγόνι μας, το ευνοούμενο βαγόνι του συρμού.
18
Βάσω Σταματίου
ΒΑ Ρ Ο Υ Μ ?
γιατί;
Προσπαθούσε με χίλια κόλπα να τους αποσπάσει μια πληροφορία κι όλες μαζί από πίσω της να φωνάζομε, ρώτησέ τον μπορούμε να τηλεφωνήσομε στα σπίτια μας; ρώτησέ τον θα δουλεύομε στα εργοστάσια στην Γερμανία; Ρώτησέ τον θα μας δώσει ο Ερυθρός Σταυρός λίγο ψωμί εκεί που θα πάμε; Κι ένα σωρό άλλες ανόητες ερωτήσεις, ανόητες κι αναπάντητες αφού κι οι ίδιοι οι συνοδοί μας, δεν ήξεραν τον προορισμό μας. Απόδειξη, πως μόλις μπήκαμε στα Γιουγκοσλαβικά σύνορα, άλλαξαν όλοι και το πρωί που μας άνοιξαν, είδαμε καινούργιες φάτσες και ξανά καινούργια ουρλιαχτά και ξανά καινούργια επίθεση της Χρυσούλας να τους φέρει στα νερά της με τσαχπινιές και χαμόγελα και δώστου να λέει πόσο καλοί ήταν οι προηγούμενοι συνοδοί μας, πόσες χάρες μας έκαναν. Και πως μας άφηναν κιόλας να κατεβαίνομε και να κατουράμε στο ύπαιθρο. Το ψέμα της αυτό όμως δεν έπιασε. Οι διαταγές ήταν ρητές. Τια ανάγκες μας, στη βούτα. Γιατί από ένα άλλο τράνσπορτ, άφησαν να κατέβουν μερικοί άντρες κρατούμενοι και τρεις το είχαν σκάσει. Τα βουνά της Γιουγκοσλαβίας εκεί, ήταν γεμάτα αντάρτες, γι’ αυτό και το τραίνο πήγαινε πολύ αργά και κάθε λίγο, σταματούσε. Πεταγόμασταν σε κάθε σταμάτημα μες στη νύχτα κι ορμούσαμε στο σιδερόφραχτο παράθυρο, μήπως διακρίνομε τους αντάρτες που ερχόταν να μας ελευθερώσουν. Μάταια. Οι αντάρτες, μας είχαν ξεχάσει. Οι αντάρτες, δεν ενδιαφερόταν για μας. Πέφταμε πάλι χάμω απογοητευμένες, όταν μετά μισή ή και δυο ώρες, το τραίνο κουνιόταν ξαφνικά και ξαναξεκινούσε. Η Χρυσούλα, μόλις έφεγγε, έπαιρνε θέση μήπως μάθει τι ήταν αυτά τα συχνά σταματήματα μέσα στη νύχτα. Κι αφού δεν μάθαινε τίποτα, άρχιζε το τροπάρι για την καλοσύνη των Γερμανών και για τα αιτήματά μας. Οι Γερμανοί γελούσαν και κάνανε χάζι μ’ αυτήν την ομορφούλα Ελληνίδα. Μια φορά κιόλας της ζήτησαν να τους πει ένα Ελληνικό τραγούδι. Κι η Χρυσούλα άρχισε αμέσως «ιχ μπράουχε κάινε μιλλιόνεν... ιχ μπράουχε νουρ μάιν λίμπε, ουντ μουζίκ, μουζίκ, μουζίκ...». Γέλια οι Γερμανοί που τους κορόιδεψε. - Ντας νιχτ Γκρίχις ζίγγεν... και δώστου να γελάνε... Να γελάνε... Έμοιαζε σα να μην είχε συμβεί ποτέ αυτό, εδώ μπροστά στον διοικητή της Μπάνιτσας, μ’ όλους αυτούς τους Γερμαναράδες σε
Μιά Ελληνίδα στ
Ά υσβιτς
19
στάση προσοχής, ξέμακρους απ’ την ανθρώπινη προσέγγιση, τυφλούς στην κακομοιριά κουρδισμένες ατσαλόβεργες, μπρος στο κοντόλιγνο ανθρωπάκι, που σημάδευε τα πάντα, με την από χίλιους οδυνηρούς θανάτους ματιά του. Η μυρωδιά του κλίβανου, ήταν τόσο έντονη στους λουτήρες της Μπάνιτσα, όσο σε κανένα άλλο στρατόπεδο απ’ όσα πέρασα. Στην αρχή, δεν μπορούσα ν’ αναπνεύσω. Κατέβαινα τα σκαλιά του υπογείου και κάθε σκαλί, η μυρωδιά γινόταν πιο δυνατή. Πως να περιγράψεις μια μυρωδιά; Η μνήμη της, είναι μια αφήγηση από μέσα σου, προς τα μέσα σου. Δεν υπάρχουν λόγια που να μπορούν να μεταδώσουν στον ακροατή ή στον αναγνώστη, αυτό που είναι κολλημένο στο πετσί σου για χρόνια. Γύρισα στην Ελλάδα. Τελείωσαν όλα. Τα βασανιστήρια, η πείνα, το ξύλο, η εκμηδένιση. Βρέθηκα ξανά στο σπίτι μου, στο κρεββάτι μου, στις φίλες μου. Τα χρόνια περνούσαν κι έμοιαζαν όλα να θέλουν να χαθούν, για ν’ αφήσουν χώρο στον έρωτα, στο διάβασμα, στην Τέχνη, στο μάζεμα των σκορπισμένων ενδιαφερόντων μου, σε μια πατρίδα χωρίς Γερμανούς. Έμοιαζαν όλα, ένα κακό όνειρο που απόφευγα να το φέρω στη σκέψη μου και πιότερο στην κουβέντα μου. Προσπαθούσα τις ώρες της περισυλλογής, όταν τα φώτα έσβηναν, να συλλογιστώ το βιβλίο που διάβαζα, να φτιάχνω στίχους για τον Αντώνη, να ξαναπαίζω τους «φιλοσοφικούς διαξιφισμούς» με τη Στέλλα και να ετοιμάζω τα επιχειρήματα που θα πρόβαλλα στην άλλη μας συνάντηση, ως που μ’ έβρισκε ο ύπνος στα καλοσιδερωμένα μυρωδάτα σεντόνια. Αυτό το πείραμα το δοκίμαζα με επιτυχία κάθε βράδυ. Απόφευγα τις λέξεις «ελευθερία», «μαρτύριο» κι όσες μπορούσαν να με γυρίσουν εκεί στις φριχτές αναμνήσεις τις τυλιγμένες με μυρωδιά κλίβανου. Όμως, μια νύχτα, έτσι απρόσκλητη, η μυρωδιά ξαναγύρισε. Μια μυρωδιά σαν τρόμος, καταπιεστική, εκδικητική σα λυσσασμένη για την απιστία μου, με τύλιξε στα πλοκάμια της και με κράτησε για σχεδόν 20 χρόνια. Η γλυκιά ζεστασιά των ατμών, χάιδεψε τα ταλαιπωρημένα κορμιά
20
Βάσω Σταματίου
ΒΑ Ρ Ο Υ Μ ?
γιατί;
μας κι οι καρδιές ξαναβρήκαν το σωστό τους χτύπο με τη χαρά πως ξαναμιλούσαμε, ξαναφωνάζαμε, ξανατρωγόμασταν. Η Μαργαρίτα σκουντούσε να περάσει πρώτη μέσα στο λουτρό. Βιαζόταν να ξεβρωμίσει, γιατί αυτή μπορούσε να εκτιμήσει την αξία της καθαριότητας. - Άντε σκουλήκια βρωμερά και να μην πλυθείτε εσείς, το ίδιο σας κάνει. Μαθημένες στο κάτουρο και το σκατό, το καθαρό ρούχο σας φέρνει φαγούρα. Εγώ έκανα πέντε φορές μπάνιο στο σπίτι μου και τι να καθαρίσω απ’ το πετσί μου που έλαμπε από καθαριότητα. Έτριζε το σαπούνι απ’ τη ντροπή του σαν άγγιζε τ’ αστραφτερά μπούτια μου... - Εγώ λέω, πως θα ντρεπόταν το σαπούνι σου να καθαρίζει τα ψωλοχυσίματα του κρεμανταλά σου... πετάχτηκε η Όλγα. Η Μαργαρίτα άφριζε. Δυο πράγματα ιερά είχε στη ζωή της. Τη μαγειρική και την καθαριότητα. Μην τύχη καμιά κι αμφέβαλλε για τα πεντακάθαρα κυλοτάκια που άπλωνε στην αυλή το σπιτιού της στην Κατερίνη, ή για το ότι το τσιγαρισμένο κρομμυδάκι, χρειαζόταν να μπει στη σάλτσα το 25ο λεπτό από τη βράση αλλοίμονό της. Άφριζε ολόκληρη και μπούκωνε το στόμα της, για να τα πει όλα μαζεμένα τα επιχειρήματά της, ώσπου να αποδείξει πως αυτή που αμφέβαλλε, ήταν πολύ βλαμμένη, βρωμιάρα και κακονοικοκυρά. Με την ποντιακή προφορά της, ήταν χάρμα να την ακούς να διηγείται τις διάφορες σπεσιαλιτέ και να γλύφει τα δάχτυλά της παραστατική με κάθε γωνιά του προσώπου και του σώματός της να συμμετέχει στην εξαίσια πανδαισία. Είχε μια τέτοια πρωτόγονη δύναμη στο να μεταδίνει την ευδαιμονία που ένοιωθε, που κάθε φορά που ξεδίπλωνε μπροστά στα πεινασμένα στομάχια μας το άσπρο κατακάθαρο μπουγαδιασμένο και αζουροκεντημένο τραπεζομάντηλο με τα χίλια καλούδια πάνω του, η μοσχοβολιά της μπουγάδας απ’ τη μια και των καλοψημένων μεζέδων απ’ την άλλη, γέμιζαν τους γυμνούς τοίχους του κελιού μας κι όλες τρώγαμε μαζί της, χωρίς να κουνιόμαστε, χωρίς ν’ ανασαίνομε, μήπως και χαθεί απ’ τη γλώσσα μας εκείνη η εξαίσια νοστιμιά του στιφάδου, μήπως προσπεράσει τα ρουθούνια μας, εκείνη η μεθυστική μυρωδιά του ρόστου, μήπως φύγει από τα μάτια μας εκείνη η χιονάτη ασπράδα του
Μιά Ελληνίδα στ
Ά υσβιτς
21
κεντητού τραπεζομάντηλου με τ’ αστραφτερά κρυστάλλινα ποτήρια πάνω του, που έβγαζαν μπλε, πράσινες, πορτοκαλιές σπιθίτσες από την καθαριότητα και όχι, να μη χαθούν ποτέ αυτά τ’ αχνιστά πιάτα με τη μακαρονάδα, όπως μόνο η Μαργαρίτα ήξερε να τη φτιάχνει έτσι, άσπρα ολοζώντανα φιδάκια, με την κόκκινη πιπεράτη σάλτσα, χρώμα ξανθό καφέ δίπλα τα κεφτεδάκια με τις γλωσσίτσες του κρεμμυδιού να πετάνε κοροϊδευτικά, σαν να λένε, ε, ποιος μπορεί να η φάει αυτό το κεφτεδάκι; Πράσινος ολόδροσος μπαξές πιο εκεί, το μαρούλι, ψιλό-ψιλό κομμένο. Ε; ποιος μάγειρας του πιο μεγάλου εστιατόριου, μπορεί να κόψει έτσι ψιλό το μαρούλι ε; - Κι από πάνω κορίτσια, έβαζα στη σειρά, μια ντομάτα, μια ελιά, ένα ρεπανάκι ως που να γίνει η πιατέλα, ένα μεγάλο λιβάδι με πεταμένες από έναν παράξενο θεό, παράξενες κόκκινες, μαύρες, άσπρες πέτρες... Περιέγραφε χωρίς να κουράζεται, όχι μόνο τι φαγητά είχε το τραπέζι, αλλά και το πως μαγειρευόταν το καθένα. - Πως έφτιαχνα τη χορτόπιτα; Θέλετε να σας πω; Τι χορτόπιτα όμως... άλλο πράμα. Να τρως ένα ταψί και να λες φέρε κι άλλο... Καμιά δεν απαντούσε, είτε πες, είτε μη λες. Ξέραμε ότι όταν η Μαργαρίτα ήταν μεθυσμένη απ’ τη διήγησή της, τίποτα δεν την σταματούσε. Τίποτα εκτός από τον Ράντοβαν που με τις φωνάρες του, ερχόταν να δει, γιατί τόση ησυχία αυτός ο θάλαμος. Κι άλλωστε –όπως είπα– όλες ήμασταν τόσο μαγνητισμένες, καμία δεν τολμούσε να την διακόψει. Μέναμε σαν κουτάβια, με τα μάτια μισόκλειστα, τα στόματα ανοιχτά, ψάχνοντας με μια ανήσυχη γλώσσα που μια χτύπαγε στον ουρανίσκο, μια κρεμόταν πάνω στα χείλη, μια τραγανιστή πετσούλα από τ’ αρνάκι του γάλακτος, που ήταν τόσο νόστιμο και τόσο τρυφερό, αφού έβοσκε μέχρι προχτές στις όμορφες πλαγιές του Ολύμπου. Άντε λοιπόν, της άξιζε της Μαργαρίτας να μπει πρώτη κάτω από το ζεστό ντους, χαλάκι κι οι σκουντιές και οι προσβολές της για την αμφίβολη πίστη μας στην καθαριότητα. Ας είναι ευλογημένη η Κατερινιώτισσα καλονοικοκυρά, για τις μα-
22
Βάσω Σταματίου
ΒΑ Ρ Ο Υ Μ ?
γιατί;
γικές στιγμές που μας χάρισε, όταν η τρομερή πείνα της φυλακής Μπάνιτσε σφυροκοπούσε αλύπητα τις νεανικές κοιλιές μας. Αχ καημένη μου Μαργαρίτα, τότε δεν μπορούσες ακόμα να υποψιαστείς, πως σ’ ένα στρατόπεδο που το λέγανε Άουσβιτς, δεν θα είχες, ούτε καν τη μικρή αυτή ευχαρίστηση, να δίνεις διαλέξεις μαγειρικής σ’ ένα δικό σου πιστό ακροατήριο μιλώντας τη γλώσσα σου, τα Ποντοελληνικά σου. Περιμένοντας να βγουν απ’ τον κλίβανο τα ρούχα μας, καθόμασταν γυμνές, κρυφοκοιτάζοντας η μια τ’ απόκρυφα της άλλης. - Βλέπεις πως κρέμονται τα βυζιά της; Μούπε ψιθυριστά η Μαργαρίτα. Θα της τάχουν μαλάξει πάνω από εκατό άντρες. Και κοίτα τις ραγάδες πούχει στην κοιλιά της. Αυτή να ξέρεις, θάχει γεννήσει κιόλας. Ποιος ξέρει και πόσες εκτρώσεις θάχει κάνει... Ξεκωλιάρα όνομα και πράμα... Κοίτα τι μαυριδερό το πετσί της. Ποιος ξέρει πόσα χρόνια θάχει να πλυθεί... Καλά που την πιάσαν οι Γερμανοί και την έφεραν στη Γιουγκοσλαβία να την πλύνουν. Όμως αυτηνής τινα της κάνει ένας κλίβανος... Αυτή θέλει απολύμανση τρεις φορές τη μέρα, επί ένα μήνα... Αμ τον κώλο της... κοίτα τη χαμηλοκώλα κώλο που τον έχει... Κοίταξα τη Μαίρη που τέντωνε τα χέρια ψηλά, σα να γυμναζόταν. Έτσι όπως στεκόταν, αδιαφορώντας για τη γύμνια της, έμοιαζε μ’ ένα χάλκινο άγαλμα πούψαχνε απ’ τα στόματα των ντους, την ασπράδα και τη δικαίωσή της. Δεν χώνευε τη Μαργαρίτα και η Μαργαρίτα δεν χώνευε αυτήν. Τίποτα δεν είχε μεσολαβήσει για να γεννηθεί αυτή η αντιπάθεια. Απλά, δεν χωνευόντουσαν και δεν έχαναν ευκαιρία κι οι δυο, να το δείχνουν. Η Μαίρη από την Καστοριά, έκρυβε έναν Ιταλό στο υπόγειο του σπιτιού της ως που τον ανακάλυψαν οι Γερμανοί. Η Μαίρη, δεν ήξερε τι απόγινε ο αγαπημένος της, γιατί φυσικά συνέλαβαν και την ίδια. Ήξερε άπταιστα τα Ιταλικά και σ’ αυτήν οφείλω τα πρώτα τραγουδάκια που έμαθα στα Ιταλικά. Ήταν σωστός χαρακτήρας, εύθυμη, καλόβολη, ψύχραιμη και ριψοκίνδυνη. Καταδίκαζε τον πανικό και σ’ αυτό ταιριάζαμε οι δυο μας. Όταν βλέπαμε τις άλλες να στριγγλίζουν και να κάνουν σαν τρελές, κοιταζόμασταν με τη Μαίρη κι ένα συνωμοτικό μισοχαμόγελο, μας παρηγορούσε για το τρελοκομείο γύρω μας.
Μιά Ελληνίδα στ
Ά υσβιτς
23
Επίσης ταιριάζαμε στο τραγούδι. Οι τρεις μας μαζί και η Τούλα – ήμασταν τα φωνητικά ταλέντα της φυλακής. Τις ώρες, τις ατέλειωτες ώρες, καθισμένες κατάχαμα στις κουβέρτες μας, άεργες, πεινασμένες, λυπημένες πιάναμε το τραγούδι και τότε όλες και οι Σερβίδες ακόμα, σώπαιναν και μας άκουγαν. Ήμασταν δεκαεφτά Ελληνίδες κι άλλες τόσες περίπου Σερβίδες, στο θάλαμο που μας τοποθέτησαν μετά από τον κλίβανο και το μπάνιο. Στην αρχή κοιταζόμασταν με καχυποψία. Ποιες νάταν αυτές; Μήπως τις είχαν βάλει επίτηδες, για να παρακολουθούνε τι λέμε; Είχαμε πιάσει τον ένα τοίχο οι Ελληνίδες και τον απέναντι οι Σερβίδες. Δεν έλειψαν οι σχετικοί τσακωμοί, για το ποια θα πάρει τη θέση δίπλα στο παράθυρο. Η Κατίνα όπως πάντα, άρχισε τις κλάψες, ότι η υγεία της ήταν κλονισμένη, ότι είχε ανάγκη από αέρα κι αχ, νάταν ο Τάκης εδώ, πως θα με περιποιόταν, πως με πρόσεχε πάντα μην κρυώσω, μην ιδρώσω, μην κουραστώ. -«Δεν θυμάστε που σας είπε στο τραίνο, να την προσέχετε την Κατερίνα μου». Η Γλύκα, ήταν κοντά μου και του έδωσε το λόγο της, πως θα την προσέχει την Κατερίνα του. - Κι εσείς τώρα, πρέπει να μ’ αφήσετε να στρώσω πλάι στο παράθυρο. Έτσι που βρωμάει εδώ μέσα, εγώ θα πεθάνω σε λίγες μέρες, αν δεν με φροντίσετε. Μίλησέ τους Γλύκα, μίλησέ τους λοιπόν... Έλεγε, έλεγε μιξοκλαίγοντας και σ’ όλες τις κουβέντες της, ανακάτευε τ’ όνομα «Κατερίνα». Δεν ξέρετε ακόμα ποια είναι η Κατερίνα, τι μόρφωση έχει η Κατερίνα... Επαναστατούσε στο άκουσμα του ονόματος «Κατίνα». Όλες τη φωνάζαμε Κατίνα, εκτός από την Γλύκα. - Άκου «Κατίνα...», λες κι είμαι καμιά πλύστρα... Εγώ σπούδαζα γεωπόνος, είμαι επιστήμων και να με λέτε Κατερίνα. Αυτό το όνομα μου ταιριάζει κι έτσι με φώναζε κι ο Τάκης...» - Ο Τάκης... ο Τάκης... ο Τάκης... άει σιχτίρι κι εσύ κι ο Τάκης σου. Της είπε μια μέρα η Μαίρη. Τα μάτια της Κατίνας γούρλωσαν από
24
Βάσω Σταματίου
ΒΑ Ρ Ο Υ Μ ?
γιατί;
αγανάκτηση, αλλά μόνο καβγατζού δεν ήταν η Κατίνα. Κι έτσι έβαλε τα κλάματα, δάκρυα ποτάμι κι αναστεναγμοί και σπασμοί, γιατί σιχτίρισε τον Τάκη της, ποια; αυτή η μαυριδερή Καστοριανή που έγραφε τη μαύρη μοίρα μας στα παλιά της τα παπούτσια κι όλο τραγουδούσε. Η κακομοίρα η Γλύκα, είδε κι έπαθε να την συνεφέρει. Παρ’ όλο που ήταν αρκετά μικρότερη απ’ την Κατίνα, έπαιζε το ρόλο της προστάτιδας με πολύ ευθύνη και συνέπεια. Έβλεπες στα μάτια της, σε κάθε έκρηξη δακρύων της Κατίνας, τον τρόμο μήπως πάθη τίποτα η φίλη της κι η Κατίνα, όσο έβλεπε την αγωνία της Γλύκας, τόσο υποκρινόταν πως, μια την έπιανε η καρδιά της, μια λιποθυμούσε και στο τέλος κατάφερνε να στερείται η Γλύκα κάποιο καλό φαγώσιμο, για να σωθεί η εύθραυστη υγεία της Κατίνας, να μείνει ξέσκεπη η Γλύκα, για να σκεπάσει την Κατίνα που κρύωνε κι ένα σωρό παραχωρήσεις - που να τις θυμάμαι - κι ενώ η Γλύκα δεν ήταν καμιά χαζούλα, δεν κατάλαβα ποτέ, σε ποια ευαίσθητη χορδή της ψυχούλας της χτύπησε η Κατίνα και κατάφερε να την υποτάξει έτσι. Η Κατίνα ήταν η πρώτη που συνάντησα, μόλις με συνέλαβαν οι Γερμανοί. Όταν με ρίξαν σ’ εκείνο το κατασκότεινο μπουντρούμι της Ες Ντε, εκείνη ήταν ήδη μέσα. Παρηγορήθηκα όταν κατάλαβα ότι αυτό που μ’ άγγιξε δεν ήταν ποντικός, αλλά μια ζεστή γυναικεία παρουσία, που έκλαιγε πνιχτά. Δεν θυμάμαι τι ειπώθηκε ανάμεσά μας εκείνες τις στιγμές. Ήμουν τόσο τσακισμένη απ’ την παράλογη ανάκριση. Και μόνο που δεν ήταν πια μπροστά μου, εκείνοι οι Γερμαναράδες με τα πέταλα μπροστά στο στήθος και τ’ αγριεμένα... μάτια και μόνο που δεν άκουγα όλους μαζί να μου φωνάζουν «κουμμουνίστ... κουμμουνίστ...» και μόνο που δεν ένοιωθα τα τρυφερά μου μπράτσα να κλωτσάνε, σε κάθε χτύπημα του χοντρού λαστιχένιου βούρδουλα, ένοιωθα ήρεμη και σίγουρη για τον εαυτό μου. Δεν είχα ρίξει ούτε ένα δάκρυ, όσο με δέρνανε κι αυτό ήταν που τους ερέθιζε περισσότερο. Το μόνο που θυμάμαι ότι μου είπε η Κατίνα, ήταν «γιατί εσένα σε δείρανε, εμένα μου φέρθηκαν πολύ ευγενικά...» Τότε, δεν έδωσα σημασία κι ούτε είχα μυαλό ν’ αναλύω γεγονότα και να βγάζω συμπεράσματα.
Μιά Ελληνίδα στ
Ά υσβιτς
25
Αργότερα, όταν την έζησα την Κατίνα, κατάλαβα. Κατάλαβα, πως η Κατίνα θάκλαιγε στην ανάκριση, μ’ όλους τους ανεξάντλητους ποταμούς δακρύων που διέθετε. Γλύτωσε το ξύλο η Κατίνα τότε, Γλύτωσε και πολλά άλλα, φορτώνοντάς τα στους αδύνατους ώμους της Γλύκας. Δεν γλύτωσε όμως, από την ανεξήγητη έχθρα του Ράντοβαν, σαν πρώτη δόση και τελικά από την ισοπέδωση του Άουσβιτς. Έτσι, πήρε τη θέση στο παράθυρο και δίπλα της φυσικά η Γλύκα. Καμία δεν αντέδρασε γιατί όσο νάναι, όταν ακούς μια νέα κοπέλα να επαναλαμβάνει πως θα πεθάνει σύντομα, δεν πρέπει να την λυπήσεις, τις τελευταίες στιγμές της ζωής της. Όσο έστρωνε τις κουβέρτες της, έλεγε τα ίδια και τα ίδια, από φόβο μήπως διαφωνήσει τελικά καμία μας. Εγώ είχα σταθεί με τους μπόγους μου και πλάι μου η Τούλα διστακτική σα ν’ αναρωτιόταν, μήπως η θέση κοντά στην πόρτα, ήταν τόσο επικίνδυνη για να την αποφεύγουν όλες. Δεν είχαμε προφτάσει ακόμα να τακτοποιήσομε τα ρούχα μας, όταν μια ασυνήθιστη φασαρία έξω από την πόρτα, μας έκανε να σωπάσομε. Ράντοβαν... είπαν οι Σερβίδες που ήξεραν περισσότερα. Ο Ράντοβαν, δεν κινιόταν ποτέ, χωρίς να φωνάζει κιόλας. Το πέρασμά του, ήταν σα να γκρέμιζαν βράχοι. Ξεμαντάλωσε η πόρτα, ενώ όλες τραβιόντουσαν προς το παράθυρο. Τότε είδα για πρώτη φορά αυτή την περίεργη φυσιογνωμία. Μόλις τον είδα να μπαίνει με ορμή, μου φάνηκε πως είδα τον Κύκλωπα. Οι δυο χερούκλες του, σηκωμένες ψηλά, σα να σήκωνε το βράχο, για να τον εκσφενδονίσει με δύναμη στα κεφάλια αυτών που του χάλασαν την ησυχία. Μετά απότομα, τα χέρια του πέταγαν μπροστά, οι ώμοι του έγερναν πίσω, σα να τράβαγε μια χοντρή αλυσίδα κάποιου δυσκολοκίνητου πλοίου, μετά πάλι εκείνα τ’ αεικίνητα χέρια κρέμονταν χαμηλά, φτάνοντας σχεδόν το πάτωμα κι έμοιαζαν να μαζεύουν πέτρες και χώματα, στοιβάζοντάς τα σ’ ένα μέρος, κι ύστερα, εκείνο ήταν το πιο τρομερό, τα χέρια έσχιζαν πέρα δώθε τον αέρα κάνοντας ασυγχρόνιστες κινήσεις, λες και, μια προφυλασσόταν απ’ τον Δονκιχωτικό αερόμυλο, μια άρπαζε φανταστικά σκοινιά που μπλέκανε στα
26
Βάσω Σταματίου
ΒΑ Ρ Ο Υ Μ ?
γιατί;
δάχτυλά του και πάσχιζε να τα ξεμπλέξει και μια σα να διέσχιζε ένα φανταστικό φουρτουνιασμένο πέλαγος. Είχα μείνει παγωμένη μπροστά σχεδόν στην πόρτα που έχασκε θεοσκότεινο κάδρο, γύρω απ’ τη γιγάντια φιγούρα του Ράντοβαν, μην έχοντας μάτια για τις Σερβίδες που μου έκαναν απεγνωσμένα νοήματα, να τραβηχτώ γρήγορα από εκεί. Σε δευτερόλεπτα συνειδητοποίησα, πως είχα μείνει ολομόναχη, πλάι σ’ ένα κεραυνό, όμως δεν μου πέρασε στιγμή απ’ το μυαλό, να τρέξω στο σωρό των κοριτσιών που είχαν στριμωχτεί προς το παράθυρο, η μια πάνω στην άλλη, κρύβοντας το κεφάλι με τα χέρια τους. Παρακολούθησα μια μοναδική παράσταση επίδειξης δύναμης, με μάτια διάπλατα ανοιγμένα μη χάσω καμία κίνηση του καταπληκτικού ηθοποιού, σ’ έναν απίθανο μαγνητικό ρόλο, χωρίς ω θαύμα, να αισθανθώ το παραμικρό άγγιγμα μέσα στον ανεμοστρόβιλο της κίνησής του. Πως τα κατάφερε και δεν με γκρέμισε κάτω; Πως τα κατάφερε και δεν μούδωσε καμία ανάποδη μέσα σ’ εκείνο τον βολοδαρμό; Τα δυο μικρά του μάτια, τόσο σμιχτά με κοίταζαν σα νάταν ένα μοναδικό μάτι κι ήταν τόσο αγριεμένο αυτό το μάτι, που όλα τ’ άγρια θηρία του δάσους, θάπεφταν κάτω, υποταγμένα. Αυτός, ναι, ήταν ο Κύκλωπας. Και δεν ήταν αυτή την ώρα στο δάσος, αλλά στη θάλασσα, στη δικιά του θάλασσα, που του την κούρσευαν. Κι είδα σ’ αυτό το μάτι, την παθολογική αρρωστημένη αγάπη, για τη θάλασσά του. Ποιος ξέρει, μάλλον είχα λάθος, αλλά έτσι το είδα εκείνη τη στιγμή. Ο Ράντοβαν, με προσπέρασε, μ’ άφησε πίσω του, εκεί στην πόρτα, όρθια, σαν άγαλμα και προχώρησε προς το σωρό των γυναικών. Απ’ το σωρό δεν ξεχώριζες πρόσωπα. Σώματα κουβαριασμένα, που προσπαθούσαν να κρυφτούν, το ένα, κάτω απ’ το άλλο. Άρπαξε κάτι μαλλιά. Όλο μαύρες μπούκλες, τα τράβηξε, και πρόβαλλε το πρόσωπο, πελιδνό και βρεγμένο απ’ τα δάκρυα. Η Κατίνα... Έβλεπα το σβέρκο του Ράντοβαν και πολύ θάθελα νάβλεπα την έκφρασή του. Η Κατίνα ψέλλισε τρέμοντας. - Δεν έκανα τίποτα κύριε... εγώ...
Μιά Ελληνίδα στ
Ά υσβιτς
PANTOBAN Μπάνιτσε Βελιγραδίου
27
28
Βάσω Σταματίου
ΒΑ Ρ Ο Υ Μ ?
γιατί;
Πάλι καλά που δεν είπε: «Εγώ είμαι η Κατερίνα»... Ο Ράντοβαν, έδωσε μια, κρατώντας πάντα τις μπούκλες της Κατίνας, το κεφάλι της πήγε μια δεξιά, μια αριστερά και μετά τίποτα. Ο Ράντοβαν, με δυο σάλτα, ξαναβρέθηκε δίπλα μου, κοντοστάθηκε, είπε, «α, Γκίρτσκι παρτιζάν», και σαν βράχος που κύλαγε, εξαφανίστηκε πίσω από την πόρτα του θαλάμου. Οι βαριές αμπάρες που τράβαγε, ήταν ο επίλογος αυτής της πρώτης μου γνωριμίας, με τον πρώτο και τελευταίο δεσμοφύλακα, ολόκληρης της ομηρίας μου. Πρώτο, γιατί στις τρεις μέρες που έμεινα στη φυλακή του Παύλου Μελά στη Θεσσαλονίκη, δεν γνώρισα, ή δεν θυμάμαι κανέναν δεσμοφύλακα. Τελευταίο, γιατί από την Μπάνιτσα και πέρα, το σύστημα ήταν τελείως διαφορετικό. Δεν υπήρχε αυτός ο ένας που σε επέβλεπε. Σε επέβλεπε το σύστημα. Δεν υπήρχε αυτός ο ένας που σε εκμηδένιζε. Σ’ εκμηδένιζε το σύστημα. Δεν ήταν απαραίτητες οι δρασκελιές και οι χειρονομίες ενός Ράντοβαν. Εκεί υπήρχαν χιλιάδες αόρατα υποκατάστατα του Ράντοβαν, που δρασκέλαγαν τις πετρωμένες ψυχές, χωρίς να έχουν όνομα, άλλο από το σύστημα. Σιγά-σιγά, οι σχέσεις μας με τις Σερβίδες ζεστάθηκαν. Βγήκαν φωτογραφίες που χοροπήδησαν από χέρι σε χέρι, να εκεί η μαμά μου, να ο αδελφός μου, να ο άντρας μου, όλες προσπαθούσαν να δείξουν, τι είχαν αφήσει έξω, μακριά απ’ αυτό το κτίριο. Με ανακατεμένες λέξεις, απ’ όλες τις γλώσσες, η συνεννόηση γινόταν τέλεια. Κι όπου όλες οι γλώσσες της γης, γινόταν άχρηστες, μπαίνανε τα μεγάλα μέσα. Η γλώσσα των χεριών, η γλώσσα της παντομίμας. Μια Σερβίδα, η Ντέσσα, ήταν μοναδική. Μας διηγήθηκε σχεδόν μια ολόκληρη περίπλοκη ιστορία, με χειρονομίες, με κινήσεις των ποδιών, της κοιλιάς, του λαιμού. Άσε πια τα μάτια, την έκφραση το προσώπου, τους μυς του λαιμού που πηδούσαν και τις κραυγές, τους ήχους, με τη διεθνή πανεύκολη μετάφραση. Ήταν νύχτα, όταν την πιάσανε. Η Ντέσσα, όταν σπάσανε την πόρτα του σπιτιού της, εντελώς ξαφ-
Μιά Ελληνίδα στ
Ά υσβιτς
29
νικά πρόφτασε και κρύφτηκε μέσα στη ντουλάπα. Τυλίχτηκε μ’ ένα χοντρό παλτό κι έσυρε μπρος στα πόδια της, για να μη φαίνονται, μια βαλίτσα. Η μάνα της φώναζε «τι να τους πω, αν θα με ρωτήσουν που είσαι...» Πες τους, πως έφυγα στο βουνό... είπε η Ντέσσα. Οι Γερμανοί όμως που μπήκαν μέσα, δε ρώτησαν τίποτα τη μάνα της. Άρχισαν να ψάχνουν το σπίτι σαν τρελοί, να πετάνε στρώματα ξεκοιλιάζοντάς τα με τις ξιφολόγχες τους, να τραβάνε τα συρτάρια, να σηκώνουν τα χαλιά και να ψάχνουν τα σανίδια. Δεν άφησαν ούτε τον νεροχύτη, χωρίς να κοιτάξουν μέσα στο σωλήνα, ούτε τη στάχτη της σβησμένης σόμπας, ούτε την τουαλέτα, μέχρι το καλάθι με τ’ ακάθαρτα χαρτιά αδειάσανε. - Τι ψάχνετε... τι ψάχνετε... ψιθύριζε η μάνα της Ντέσσας. Μα αυτοί την παραμέριζαν και συνέχιζαν με μανία το ψάξιμο. Κι ήρθε και η στιγμή της κρεβατοκάμαρας. Η μάνα, μπήκε μπροστά, χλωμή ξέπνοη. Τότε αυτοί, -η Ντέσσα τάβλεπε μέσα απ’ τη ντουλάπα- την έπιασαν από το λαιμό και της έδωσαν να καταλάβει, πως αν δεν τους έλεγε που είχε κρύψει ο γιος της, ένα μικρό δέμα με χαρτιά, θα την σκότωναν. - Ο γιος μου, δεν είναι εδώ, έχω να τον δω και να μάθω γι’ αυτόν τρεις μήνες. - Ο γιος σου, κατέβηκε στο χωριό, χτες βράδυ. Μάθαμε πως έφερε κάτι χαρτιά, πολύτιμα για μας, που πρέπει αμέσως να τα βρούμε. Της μάνας το πρόσωπο φωτίστηκε από χαρά. - Ώστε ο γιος μου, είναι καλά; Καλά; Τα χέρια όμως έσφιγγαν το λαιμό της. Η μάνα έπεσε κάτω χλωμή. - Κακούργοι, τέρατα, ψιθύρισε. Ο γιος μου, είναι αντάρτης, ο γιος μου σας πολεμάει κι αν είχε έρθει κι αν είχε κρύψει κάτι εδώ, εγώ, εγώ, ποτέ δεν θα σας το έλεγα... Ένας ψηλός Σέρβος με παλτό, που στεκόταν παράμερα και δεν έπαιρνε μέρος στο ψάξιμο, μετέφρασε στους αφρισμένους Γερμανούς, αυτά που είπε η μάνα. Τότε τα χέρια του Γερμανού, έφυγαν απ’ το λαιμό κι άρχισε να χτυ-
30
Βάσω Σταματίου
ΒΑ Ρ Ο Υ Μ ?
γιατί;
πάει αλύπητα, με όλη το τη δύναμη, την ανήμπορη γυναίκα. Η Ντέσσα, πετάχτηκε απ’ τη ντουλάπα, κρατώντας τη μεγάλη βαλίτσα που είχε στα πόδια της. Σε κλάσμα δευτερολέπτου, την κατέβασε στο κεφάλι του Γερμανού. Πρέπει αυτός να έπεσε. Δεν θυμόταν τίποτε άλλο. Όταν συνήλθε βρισκόταν σ’ ένα μπουντρούμι, μ’ ένα κορμί πληγιασμένο. Σα να της είχαν στρίψει τη μέση. Ήταν αδύνατο να κάνει την παραμικρή κίνηση μπρος, πίσω, αριστερά, δεξιά. Η Ντέσσα, μας διηγήθηκε ακόμα τις ανακρίσεις. Πως την παίρνανε κάθε μέρα από το μπουντρούμι, για να την πάνε στο πάνω πάτωμα, όπου και γινόταν τα βασανιστήρια. Μετρούσαμε μαζί της, μια – μια τις σκάλες, πως τις ανέβαινε κάθε φορά. Πως τις ανέβαινε, γιατί το πως κατέβαινε, δεν το θυμόταν ποτέ η Ντέσσα. Κι οι ερωτήσεις ήταν πάντα οι ίδιες. Τα χαρτιά που άφησε ο αδελφός της. Το σπίτι είχε ξηλωθεί ολόκληρο και χαρτιά δεν βρέθηκαν. Άρα κάπου τα είχε δώσει η Ντέσσα. Κι οι απαντήσεις φυσικά ήταν οι ίδιες. «Δεν τον είδα... δεν ξέρω...» Ως που μια μέρα εξαντλημένη κι έξαλλη από μίσος η Ντέσσα, τους είπε. - Μη βαράτε άλλο. Θα σας πω που είναι τα χαρτιά... Οι Γερμανοί πισωπάτησαν ξαφνιασμένοι. Νάτο λοιπόν που το βγάζαν το μυστικό. Νάτο, πόσο αποδοτικό ήταν, το ξύλο και τα μαρτύρια. Τι διάολο, έτσι έσπασαν όλοι και πιο σπουδαίου από τούτο το αχαμνό κορίτσι. Ως πότε θα τους κορόιδευε αυτό το σαμιαμίδι; Ω!... ω!... κάνανε όλοι μαζί. Γκουτ, γκουτ... Και στάθηκαν αμίλητοι περιμένοντας. Τότε η Ντέσσα τους είπε σοβαρά, σα να μην υπήρχε άλλη αλήθεια απ’ αυτήν την εξομολόγηση, σα να μην επιδεχόταν αμφιβολίες και τα ρέστα. - Τάφαγα... Αυτοί κοιτάχτηκαν, μήπως δεν άκουσαν καλά τη μετάφραση.
Μιά Ελληνίδα στ
Ά υσβιτς
31
Η Ντέσσα επανέλαβε πιο καθαρά. - Τα... φα... γα... Κι αν θέλετε να τα βρείτε, ψάχτε μες στα σκατά, ψάχτε, ψάχτε, ως που να βουλιάξετε και να εξαφανιστείτε μες στο Γιουγκοσλάβικο σκατό... Το τι έγινε τότε, δεν χρειάζεται να το περιγράψω. Και τελικά, η Ντέσσα στο κλουβί, των μελλοθανάτων. Πέντε μέρες έμεινε εκεί, περιμένοντας ατάραχη στη στιγμή της εκτέλεσής της. Την πέμπτη όμως μέρα, ήρθαν σε μια παράξενη ακατάλληλη ώρα. Ο ήλιος είχε βγει και την τράβηξαν έξω από το σκοτεινό κελί. Όχι τέτοια ώρα, ήταν αδύνατο να γίνει εκτέλεση. Την βάλανε σ’ ένα καμιόνι. Κανείς δεν της μιλούσε, κανείς δεν της απαντούσε. Οι συνοδοί της φορούσαν όλοι τις παγωμένες μάσκες τους. Δεν έβλεπε απ’ την κλειστή κλούβα, άλλο απ’ τ’ αγέλαστα πρόσωπα και τα σταθερά χέρια που κρατούσαν τα πολυβόλα στραμμένα πάνω της. Κάποτε το καμιόνι σταμάτησε απότομα. Η πόρτα της κλούβας άνοιξε. Την πιάσανε απ’ τους ώμους και με κλωτσιές την κατέβασαν κάτω. Και τότε είδε... Είδε τον αδελφό της να κρέμεται από ένα χοντρό δέντρο. Ο άνεμος σκιρτούσε πάνω στο ξεσχισμένο πουκάμισό του, που έκανε μικρές χαριτωμένες κινήσεις, γεμάτες κόκκινες ανταύγειες. Το αίμα του αδερφού της χόρευε στον άνεμο. Το αίμα του αδερφού της τραγούδαγε στον ουρανό, ένα βροντερό αντάρτικο τραγούδι. Αδέρφια, δεν θα ’μαι μόνος εκεί που πάω... Αδέρφια δεν θα ’στε μόνοι εσείς που μείνατε. Αδέρφια νεκρά και ζωντανά Είμαστε όλοι μια παρέα Κι όλοι μαζί είμαστε πιο δυνατοί Για ν’ αποκτήσουμε τη λευτεριά... Σλομπότα... Σλομπότα... Μαζί με την Ντέσσα που τραγουδούσε, αρχίσαμε να τραγουδάμε η Μαίρη κι εγώ: Σλομπότα... Σλομπότα... Μερικά κορίτσια έκλαιγαν. Από κείνη την στιγμή, Ελληνίδες και Σερβίδες, ήμασταν αδερφές. Ήμασταν τα ζωντανά αδέρφια του εκτελεσμένο Σέρβου αντάρτη. Και
32
Βάσω Σταματίου
ΒΑ Ρ Ο Υ Μ ?
γιατί;
μαζί με όλα τα σκοτωμένα μας αδέρφια, θα την κερδίζαμε αυτήν την πολυπόθητη λευτεριά, που πρέπει πια να ’ταν πολύ κοντά. Ήμασταν απόλυτα βέβαιες, ότι ήταν πολύ κοντά. Το έδειχναν όλα τα σημάδια. Τα σημάδια ήταν τα όνειρα της Μαργαρίτας. Τη ζήλευα αυτήν την κοπέλα, για τα όνειρα που έβλεπε. Αχ!..., ας ήταν κι εγώ να ’βλεπα τη μαμά μου, τον μπαμπά μου, το σπίτι μου, μ’ όλα τα καθημερινά αντικείμενα, που δεν μπορούσα να τα εκτιμήσω, όταν τα είχα γύρω μου. Κάθε πρωί που ξύπναγα απ’ τις φωνές του Ράντοβαν, ακινητούσα μια στιγμή, βάζοντας όλη τη δύναμη της θέλησής μου, να θυμηθώ μήπως είδα κανένα όνειρο. Μάταια. Δεν μπορούσα να θυμηθώ άλλο από τους στίχους που είχα φτιάσει. Έτσι, περίμενα την ώρα που θα γυρίζαμε από την τουαλέτα, θα μας έδιναν το πρωινό, θα ξαναμαντάλωνε η πόρτα, για να πάρω θέση πλάι στην Μαργαρίτα, ξέροντας πως σε λίγο θα ’ρχιζε να διηγείται, το χθεσινοβραδινό όνειρό της. Καμιά φορά η Μαργαρίτα, άρχιζε να διηγείται για κάποιο κέικ με σταφίδες που το ’φτιαχνε για τον πρωινό καφέ. Στριφογύριζα τότε ξεφυσώντας, δεν είχα όρεξη ν’ ακούω για το κέικ. Ήθελα τ’ όνειρο... Τ’ όνειρο της Μαργαρίτας, ήταν πάντα ένα ολόκληρο παραμύθι. Είχε δράση, είχε μαγεία, είχε χρώματα, είχε ήχο και το σπουδαιότερο, είχε χάπυ εντ. Το συμπέρασμα ήταν κάθε μέρα το ίδιο. - Κορίτσια, γρήγορα θα πάμε στα σπίτια μας. Το όνειρο αυτό είναι σημαδιακό. Είναι ολοφάνερο, πως το πολύ σε μια βδομάδα, θα ελευθερωθούμε. Κορίτσια, σε μια βδομάδα σας λέω, θα ’μαστε σπίτια μας. Και θα ’ρθείτε να σας κάνω ένα γλυκό με καρύδια και αμύγδαλα...» - Πες μας, πες μας τι είδες... την έκοβα εγώ, από φόβο μήπως αρχίσει να διηγείται, πως γίνεται αυτό το γλυκό με τα καρύδια και τ’ αμύγδαλα. Εγώ καιγόμουν ν’ ακούσω το όνειρο. Κι όχι τόσο γιατί πίστευα πως τα όνειρα είναι προάγγελοι πραγματικών γεγονότων, όσο γιατί με
Μιά Ελληνίδα στ
Ά υσβιτς
33
μάγευαν αυτοί οι οραματισμοί της Μαργαρίτας, που είτε τους έβαζε σάλτσα, είτε όχι ήταν τόσο στρωτοί, που μέσα στην παραμυθένια τους θαμπάδα, είχαν αληθοφανή λάμψη. »- Λοιπόν κορίτσια... αρχίζω... Η Μαργαρίτα αργούσε πάντα ν’ αρχίσει την διήγηση. Έπρεπε το ακροατήριο, να μαζευτεί, να βολευτεί καλά, να σταματήσουν να σκαλίζουν τις σακούλες, να βήξουν όλες να ηρεμήσει ο λάρυγγας, να βγάλει καλά τη μύξα της η Δέσποινα κι όταν έκρινε, πως ήμασταν πια έτοιμες, όλο αυτά και μάτια, άρχιζε. »- Λοιπόν κορίτσια, βρισκόμουν σ’ ένα μεγάλο χωράφι, ξερό σαν πέτρα. Έπρεπε λέει, να το οργώσω όλο αυτό, μέχρι ένα μεγάλο κάρο με κρεμμύδια. Τα χέρια μου, δεν ήταν αυτά τα συνηθισμένα χέρια που έχουμε οι άνθρωποι αλλά ήταν κάτι πλατιά πτερύγια, σαν μεγάλα πόδια βατράχου. Ήταν όμως τόσο σκληρά, που έμπαιναν μέσα στο πετρωμένο χώμα κι έβγαζαν μεγάλα κομμάτια, σαν κιβώτια. Είχα ιδρώσει απ’ την προσπάθεια, αλλά το κάρο με τα κρεμμύδια, ήταν ακόμα πολύ μακριά. Τώρα, γιατί έπρεπε να φτάσω εκεί και γιατί ήταν τόσο σπουδαίο βραβείο, το κάρο με τα κρεμμύδια, δεν ξέρω. Θα πρέπει ν’ αγωνιούσα έτσι πολύ ώρα. Και τότε κορίτσια, παρουσιάζονται από τον ουρανό, δυο άσπρα άλογα, τόσο όμορφα, σαν δυο λυγερές χορεύτριες. Τα μάτια τους, ήταν τρυφερά καστανά κι η τρίχα τους μεταξωτή. Ήταν ασέλωτα κι αθόρυβα κι απ’ το λαιμό τους ανέμιζαν κόκκινες κορδέλες... Μ’ άρπαξαν με τις κόκκινες κορδέλες και με σήκωσαν σα να ήμουν ένα πούπουλο. Σ’ ένα λεπτό, φτάσαμε το κάρο με τα κρεμμύδια. Αλλά το κάρο δεν είχε πια κρεμμύδια. Ήταν γεμάτο κατακόκκινα γυαλιστερά μήλα. Οι κορδέλες των αλόγων, άγγιξαν τα μήλα κι ο ουρανός γέμισε από τα μήλα, που στροβιλίζονταν ανάλαφρα σαν μπαλόνια κι εγώ κρεμασμένη απ’ τις κορδέλες των αλόγων, έτρεχα ξωπίσω απ’ τα άσπρα άλογα, ανάμεσα στα κόκκινα μήλα. Εδώ τέλειωσε... Λοιπόν τώρα, πέστε μου, δεν είναι σημαδιακό τ’ όνειρο; Οι κόκκινες κορδέλες, είναι γρήγορος δρόμος. Γρήγορος και χαρούμενος. Τ’ άσπρα άλογα, είναι η λευτεριά...»
34
Βάσω Σταματίου
ΒΑ Ρ Ο Υ Μ ?
γιατί;
- Και τα κόκκινα μήλα, ρώτησα. Η Μαργαρίτα κόμπιασε, «ε... να... τα μήλα, είστε σεις βρε κορόιδα... Γρήγορα κι εσείς θα ’στε λεύτερες. Εμ τι, θα λευτερωθώ εγώ κι εσείς θα μείνετε στη φυλακή;» Έ... ρε και νάχα τώρα ένα κόκκινο μυρωδάτο μήλο... είπε η Μαίρη. Ξαναθυμηθήκαμε την πείνα μας. Η πείνα στη Μπάνιτσα, ήταν κάτι τρομερό. Το πρωί που μας άνοιγε ο Ράντοβαν, δυο άλλοι φύλακες μας μοίραζαν ένα μαυροζούμι, που μόνο καφές δεν μπορούσε να λέγεται. Το κυρίως φαγητό, ήταν το μεσημέρι ένας ζωμός, με κάτι χοντρουλά σκουλήκια μέσα. Το φαγητό αυτό το λέγανε «ταράνα». Όταν το πρωτοδοκιμάσαμε, η αηδία ζωγραφίστηκε ταυτόχρονα στα πρόσωπά μας. Όχι... ήταν αδύνατον να πάει κάτω αυτό το κατασκεύασμα. Ο Ράντοβαν, είχε σταθεί στην πόρτα και μ’ ένα μορφασμό σαν γέλιο, μας χάζευε, που μια-μια αφήναμε κατάχαμα τις κούπες. Ήταν σα να ’λεγε, «αύριο - μεθαύριο, θα φάτε». Κι αλήθεια, μετά από δυο μέρες νηστεία, τη φάγαμε την ταράνα, και την τρώγαμε, επί τρεις μήνες συνέχεια, κάθε μέρα. Στην αρχή, σπρώχναμε τα σκουλήκια στην άκρη και κουταλίζαμε το σιχαμερό ζουμί. Μετά λέγαμε, ας φάω κι ένα σκουλήκι, τι θα πάθω; Ας φάω άλλο ένα, χωρίς ν’ αναπνέω και στο τέλος τα τρώγαμε όλα. Κι ο Ράντοβαν γελούσε κι έλεγε στην Κατίνα, που ετοιμαζόταν να κάνει εμετό. «Ντόμπρο... ντόμπρο...» Η Κατίνα, από φόβο μη τη δείρει, απαντούσε, για, για, ντόμπρο. Κι έτρωγε. Εγώ πάλι, που όλα τα ’κανα στίχο και τραγούδι, σκάρωσα ένα τραγουδάκι, που το μάθανε και το τραγούδαγαν όλα τα κορίτσια. Ταράνα... ταράνα... φαΐ Σερβικό που πλέει το σκουλήκι, στο σάπιο νερό... Είχε κι άλλα λόγια, που δεν τα θυμάμαι πια, όπως δεν θυμάμαι κανέναν από τους στίχους που έγραφα σε μια ανθολογία ποιημάτων, που είχα μαζί μου. Η ανθολογία άφηνε πολλές σελίδες σχεδόν λευκές
Μιά Ελληνίδα στ
Ά υσβιτς
35
κι έτσι, κάτω από έναν στίχο του Παλαμά, είχε χώρο, για να γράψω. Όχι μόνο στίχους για τη ζωή μας εκεί, αλλά και σκίτσα των κοριτσιών. Πόσο θα ’θελα να το είχα αυτό το βιβλίο... Θυμάμαι, κάτω από τη «βάρκα» του Χατζόπουλου, είχε χώρο σχεδόν μια σελίδα. Είχα σκιτσάρει, όλα τα κορίτσια, την ώρα που έτρωγαν την ταράνα. Και φυσικά, τον Ράντοβαν, όρθιο, μια φιγούρα που έπιανε όλη τη σελίδα, δυσανάλογα μεγαλύτερο από μας, που παρακολουθούσε το μαρτύριό μας, χαμογελώντας, πονηρά. Η Κατίνα, με τις μαύρες μπούκλες, ξερνούσε, ενώ η Γλύκα, σφουγγάριζε τους εμετούς. Η Μαργαρίτα, έκανε φακιρικά νοήματα κι απ’ την κατσαρόλα της ταράνας, έβγαινε ένα αχνιστό αρνίσιο μπουτάκι. Η Μαίρη, τραγουδούσε την άρια, κάστα ντίβα, ταράνα μία. Η Όλγα, αγκάλιαζε την κατσαρόλα κι έλεγε «Βαγγέλη μ’, χρυσό μ’ παιδί». Η Τούλα, έκανε ποδόλουτρο, χώνοντας τα πόδια, μέσα στο δικό της τάσι. Η χοντροΝίκη, με το κοντόχοντρο αντρικό σώμα, με το ένα χέρι έδειχνε την ταράνα και με το άλλο τους μυς της. Η Τουλάρα, έκλεβε την ταράνα της Χρυσούλας, ενώ αυτή μιλούσε στην Δέσποινα. Κι οι άλλες όλες, είχαν κάτι, μια κίνηση, μια έκφραση από τον χαρακτήρα τους. Κρίμα στ’ αλήθεια να μην το ’χω αυτό το βιβλίο τώρα. Θα ξαναθυμόμουν τόσες σβησμένες λεπτομέρειες. Υπήρχε όμως κι ένα -καλό ας το πω- σχετικά με την ταράνα. Όποια ήθελε, μπορούσε να ξαναγεμίσει το κατσαρόλι της. Τις πρώτες μέρες βέβαια, αντέχαμε ακόμα στην πείνα, είχαμε και κάτι απομεινάρια ξεροκόμματα μπομπότας από τη Θεσσαλονίκη και περιφρονούσαμε την προσφορά του δεύτερου πιάτου. Ύστερα από λίγες μέρες όμως, παρακαλάγαμε και για τρίτη μερίδα. Σε καμιά όμως περίπτωση, δεν περίσσευε για τρίτη δόση. Μεγάλη γιορτή, όταν μια φορά τον μήνα, οι Σερβίδες, είχαν επισκεπτήριο. Όσοι συγγενείς ήταν κοντά στο Βελιγράδι, κουβαλούσαν διάφορα φαγώσιμα, που ’φταναν στα χέρια των κοριτσιών, σε μια μάζα σκουπιδιών. Τα δέματα ανοίγονταν στον έλεγχο της εισόδου και γινόταν λεπτομερής έρευνα, μήπως περάσει κανένα σημείωμα, τίποτα κοφτερά αντικείμενα ή ακόμα τσιγάρα.
36
Βάσω Σταματίου
ΒΑ Ρ Ο Υ Μ ?
γιατί;
Οι φραντζόλες του ψωμιού, κόβονταν κομμάτια-κομμάτια, τα τυριά καταντούσαν τρίμματα, τα κουτιά με το μέλι, χύνονταν, πασαλείβοντας τα πάντα, ως και τα βρασμένα αυγά, τα ’νοιγαν. Όλα αυτά, ανάκατα με ψίχουλα από κέικ με σταφίδες και καρύδια κι άλλα πράγματα, που χάνανε την αρχική τους όψη μέσα στο μπέρδεμα αυτό. Όμως η χαρά, ήταν τόσο μεγάλη, όταν απλώνανε το στρατσόχαρτο με τ’ ανάκατα καλούδια και λέγανε, «φάτε κορίτσια...» Στα δάχτυλα μπερδεύονταν οι μαρμελάδες με τα σαλάμια, α κασέρια με τα τουρσιά, τα λιωμένα βούτυρα με τα χαρτιά που τα ’χαν τυλίξει ι Σερβίδες μανάδες. Τα μασουλάγαμε κι αυτά τα βουτυρωμένα χαρτιά, με την αναισθησία του πεινασμένου που δε θέλει ν’ αφήσει τίποτε αμάσητο. Η μια, δεν κοίταζε την άλλη, για να δει, πως έγλυφε τα δάχτυλα και πως τρέχανε τα χρωματισμένα σάλια στο πηγούνι. Δεν έχανε καιρό, γιατί γρήγορα, ο σωρός στο πάτωμα χαμήλωνε κι αν χασομερούσες να βλέπεις δεξιά αριστερά, θα ’ρπαζε άλλη, εκείνο το άσπρο κομματάκι εκεί δεξιά, που έμοιαζε κοτόπουλο. Τριάντα γυναίκες, ίδια όρνια, που κατασπάραζαν ένα ήδη κατασπαραγμένο γεύμα. Μια παράφρονη βιασύνη, κινούσε τα δέκα δάχτυλα, πότε για ν’ αρπάξουν μια ελιά, πότε για να σκουντάνε ένα κορίτσι που τους έφραζε το δρόμο προς το υπέροχο θέαμα του σωρού. Δεν μιλούσανε. Με τα μάτια καρφωμένα εκεί, στο κέντρο, μαγνητισμένες, ενώ μασούλαγαν σκέφτονταν την επόμενη κίνηση. - Να, τώρα, θ’ αρπάξω εκείνο εκεί το καφέ, που εξέχει. Όμως, ένα άλλο χέρι, είχε προφτάσει ήδη, να το αρπάξει, αλλά πού καιρός να δεις ποια ήταν. Για μια μόνο, ελάχιστη στιγμή, σταμάτησα, και είδα, αυτά τ’ αφοσιωμένα στην ιεροτελεστία πρόσωπα. Μοιάζανε θηρία, κακόμοιρα πεινασμένα θηρία, μιας παράξενης ανθρώπινης ζούγκλας. Κι όταν πια στο πάτωμα, δεν υπήρχε, παρά το στρατσόχαρτο, τότε τα πασαλειμμένα πρόσωπα, αλληλοκοιτάζονταν, μ’ ένα αδιόρατο χα-
Μιά Ελληνίδα στ
Ά υσβιτς
37
μόγελο ικανοποίησης. Μικρές σύντομες φωνούλες «θαύμα», «όνειρο», «τρέλα», «μαγεία», ξέφευγαν απ’ τα χαρούμενα λαρύγγια και σίγουρα η ταυτόχρονη σκέψη, ήταν, «πότε πάλι; Πότε ξανά αυτή η τύχη;» Αυτή η τύχη όμως για μας τις Ελληνίδες, δεν επαναλείφθηκε. Και να γιατί. Στον πρώτο θάλαμο, τον πρώτο μήνα, οι σχέσεις μας με τις Σερβίδες –όπως είπα- ήταν κάτι παραπάνω από αδερφικές. Τα καλά αυτά κορίτσια μας αγκάλιασαν με μια εμπιστοσύνη, με μια τρυφερότητα, λες κι αυτές ήταν οι μάνες μας. Οι στοργικές περιποιήσεις τους, αληθινές, χωρίς καμιά προσποίηση, τα φωτεινά μάτια τους, γεμάτα αγάπη και συγχώρεση, για τις τυχόν στραβοξυλιές μας. Αυτά τα μάτια όμως, μια μέρα, γέμισαν κακία, καχυποψία και αδιαφορία. Και πέρασαν αρκετές μέρες, ώσπου να γλυκάνουν πάλι. Είχε χαθεί ένα χειροτέχνημα. Οι Σερβίδες, στις ατέλειωτες ώρες της αργίας, κατασκεύαζαν κάτι μπιζουτιέρες κουτάκια, που παρίσταναν τη φυλακή της Μπάνιτσας. Ήταν καταπληκτικά και τέλεια φτιαγμένα. Καθόμουν κοντά στη Μπόσσα και παρακολουθούσα με θαυμασμό, πώς κόλλαγε τα πανάκια, πώς τσάκιζε τα χαρτονάκια, πώς περνούσες τις χρωματιστές κλωστούλες και πώς αυτός ο σωρός από διάφορα κομματάκια, συναρμολογιόταν, για να παρουσιαστεί στο τέλος, ένα πραγματικό αριστούργημα, απ’ αυτά, που μόνον η ανθρώπινη υπομονή του λαϊκού τεχνίτη, μπορεί να δώσει. Απ’ τη μικρογραφία του πολύπλοκου τεράστιου κτιρίου, δεν έλειπε τίποτα. Ακόμα κι οι σιδεριές των παραθύρων, λες κι ήταν μετρημένες. Οι διάφορες εσοχές ή εξοχές, οι σκάλες, οι μικροί σιδερόφραχτοι φεγγίτες, σύριζα στη γη, που άφηναν τις τελευταίες αχτίνες του ήλιου, να τραγουδούν στα υπόγεια των μελλοθανάτων, η αυλή με τα ατροφικά δεντράκια, που πλάι τους κάναμε την καθημερινή περιστροφική βόλτα μας, ο ψηλός μαντρότοιχος με τις ψηλότερες σκοπιές, που μοιάζανε σκαλωσιές, έτοιμες για το χτίσιμο του καινούργιου κόσμου, όπως το ονειρεύτηκε το Γ΄ Ράιχ και στο κάτω-κάτω μέρος του κουτιού, κεντημένο με κόκκινη κλωστή «Μπάνιτσα Απρίλιος 1944».
38
Βάσω Σταματίου
ΒΑ Ρ Ο Υ Μ ?
γιατί;
Ένα τέτοιο χειροτέχνημα, τελειωμένο, είχε χαθεί απ’ το καλάθι των υλικών μας Σερβίδας. Οι υποψίες βάραιναν, τόσο τις Σερβίδες, όσο κι εμάς. Πέρασε ολόκληρη εκείνη η μέρα, μέσα σε μια καταθλιπτική ατμόσφαιρα. Μικρές ομάδες γυναικών, τραβιόντουσαν στην άκρη, σιγοκουβεντιάζοντας. Οι Σερβίδες μας στραβοκοίταζαν κι η κάθε μια δικιά μας, που νόμιζε πως το βλέμμα της ομάδας, έπεφτε πάνω της, άρχιζε να διαμαρτύρεται τσιρίζοντας, πως το παρελθόν της ήταν καθαρό, πως δεν είχε κλέψει παρά το νεραντζάκι γλυκό απ’ το ντουλάπι της μάνας της κάποτε και παρασυρμένες απ’ την εκμυστήρευση άρχιζαν κι οι υπόλοιπες, να περιγράφουν πως και γιατί έκλεψαν κάποτε. Μια διάθεση καυγά πλανιόταν γύρω μας. Από κάθε ιστορία κλοπής, έβγαινε το συμπέρασμα, πως αυτό δα, ήταν το πρώτο σημάδι, πως αυτή που είχε κλέψει την χαρτοκοπτική της συμμαθήτριάς της, θα ήταν και η πιθανή τωρινή κλέφτρα και ακόμα πιο πιθανή αυριανή κλέφτρα και θα ’πρεπε να προσέχουμε πολύ, όταν βγαίναμε τη βόλτα το απόγευμα, ποιες μένανε ξαπλωμένες στο θάλαμο, προσποιούμενες τις άρρωστες. Οι ίδιες κινήσεις και στη συντροφιά των Σερβίδων. Μόλις κάποια ένοιωθε, να σταματούν πάνω της τα βλέμματα δυο τριών άλλων, άρχιζε τις διαμαρτυρίες και την υπεράσπιση της φήμης της. Ξαφνικά είχαμε γίνει, δυο εχθρικά στρατόπεδα, που είχαν τραβηχτεί το καθένα στον τοίχο του, έτοιμα για επίθεση, ή υπεράσπιση. Δυο στρατόπεδα που αντίστοιχα διέθεταν έναν προδότη, που έπρεπε με κάθε θυσία να συλληφθεί και να εκτελεστεί, στη μέση του δωματίου. Οι προτάσεις για βασανιστήρια, έπεφταν βροχή. Άλλη, έλεγε, να της τραβήξουν τα μαλλιά και οι τριάντα γυναίκες συγχρόνως από μια τούφα, ώσπου να της τα ξεριζώσουν. Άλλη, έλεγε, να τη γδύσουν και να τη βαρέσουν με το τσόκαρο της Δέσποινας, όλες από μια δυνατή τσοκαριά. Άλλη, να μην την αφήνουν να τρώει την ταράνα της, μια βδομάδα. Άλλη, να την παραδώσουν στον Ράντοβαν. Αυτό το τελευταίο όμως το μετάνιωσε αυτή που το ’πε, γιατί όλες,
Μιά Ελληνίδα στ
Ά υσβιτς
39
μ’ ένα στόμα, της θύμισαν πως ο Ράντοβαν, θα τις έδερνε όλες στη σειρά κι ίσως να έβγαζε όλο το θάλαμο σε αναφορά. Και ξέραμε καλά τι σήμαινε αναφορά. Όταν ήρθε η ώρα για ύπνο, ο Ράντοβαν που μπήκε για την τελευταία επιθεώρηση, μας βγήκε, τόσο ήσυχα μελαγχολικές, την κάθε μια στην κουβέρτα της, κάτι πολύ ύποπτο γι’ αυτόν, που συνήθως μας έβρισκε ανακατωμένες να κουβεντιάζουμε και χρειαζόταν να ρίξει μερικές ξυλιές με το βούρδουλα για να πάει η κάθε μια στη θέση της. Κοίταξε, μια το ένα στρατόπεδο, μια το άλλο. Κάτι έτρεχε εδώ. Έπρεπε να το μάθει. Όμως εμείς όλες, είχαμε κάνει μια βουβή συμφωνία, μια συμφωνία χωρίς πρόταση και υπογραφές. Όχι..., ο Ράντοβαν, δεν έπρεπε να μάθει τίποτα. Θα ξεκαθαρίζαμε μόνες μας το ζήτημα, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Ο Ράντοβαν, είχε γίνει πελιδνός από τη λύσσα του. Τράβαγε, πότε τη μια, πότε την άλλη απ’ τα μαλλιά. - Τι έγινε; Πες μου, τι έγινε; Ρωτούσε. - Νίστο... νίστο, απαντούσαν ο Σερβίδες. Τίποτα... απαντούσαμε εμείς. Μας γύριζε σαν παλιόρουχο για ξεπούλημα στον παλιατζή μπρος, πίσω, να δει αν ήταν ξεσχισμένο το φουστάνι, αν είχαμε γρατζουνιές από κάποιο καυγά και όπως δεν ανακάλυπτε τίποτα, το αίμα είχε ανέβει στο κεφάλι του και τραβολόγαγε δυο Σερβίδες, που συχνά μαντάτευαν τις σκανταλιές των συγκρατουμένων τους. Αλλά κι αυτές, «νίστο... νίστο», του απαντούσαν. Το λάστιχο σφύριζε στον αέρα κατεβαίνοντας με ορμή, στην πλάτη, στα χέρια, στα πόδια των κοριτσιών. «Νίστο» συνέχιζαν ν’ απαντούν κλαίγοντας, πεισμωμένες αυτές. Κατάφερε μια, στα πόδια της Κατίνας, που είχε κουλουριαστεί στη γωνιά του τοίχου, προς το παράθυρο. Κάθε φορά που θύμωνε ο Ράντοβαν θα χάριζε έτσι κουτουρού και μια ξυλιά στην Κατίνα, που μυξόκλαιγε ώρες μετά, μουρμουρίζοντας, «μα τι του έκανα; Γιατί δεν με χωνεύει; Γιατί όλο εμένα χτυπάει...». Και πραγματικά ήταν ακατανόητο, γιατί η Κατίνα και φρόνιμη ήταν και πειθαρχική και δεν προκαλούσε ποτέ τους δυνάστες της.
40
Βάσω Σταματίου
ΒΑ Ρ Ο Υ Μ ?
γιατί;
Αφού η εξέταση, δεν έδωσε καρπούς, ο Ράντοβαν αγανακτισμένος, έφυγε, βροντώντας την πόρτα πίσω του. Τον ακούγαμε να σκαλίζει το μάτσο τα κλειδιά, που ήταν κρεμασμένα πάντα, στη μαύρη πέτσινη ζώνη του και να κλειδώνει. Περιμέναμε να μπει και η σιδερένια αμπάρα στην πόρτα, για να πάρει το ρυθμό της η ανάσα μας. Η αμπάρα όμως, δεν μπήκε. Κοιταχτήκαμε μ’ ένα νεύμα συνεννόησης και ξαπλώσαμε στις κουβέρτες μας, δήθεν για ύπνο, σιωπηλές και ήρεμες. Ο Ράντοβαν, θα ξαναγύριζε. Ήταν βέβαιο. Τις ξέραμε τις πονηριές του. Το ’χε κάνει δυο τρεις φορές. Έφευγε, κλείδωνε, αλλά δεν τραβούσε την αμπάρα. Άφηνε το κλειδί πάνω στην πόρτα και προφανώς παραμόνευε πότε πέντε λεπτά, πότε, ακόμα και δεκαπέντε και ξαφνικά νάτον, μ’ ένα γύρισμα του κλειδιού, παρουσιαζόταν μπροστά μας, για να τσακώσει αυτήν που έκανε τη φασαρία, να της φορτώσει μερικές βουρδουλιές και να φύγει ικανοποιημένος, που δεν του ξέφευγε τίποτε. Το πελώριο μούτρο του, έλαμπε τότε απ’ την επιτυχημένη επίδειξη της εξυπνάδας του, έτριβε τα χέρια του κι έκανε τις δρασκελιές του, σαν μεθυσμένο θηρίο, που τα κατάφερε να κυριαρχήσει στην αγέλη. Και νάτο... ο Ράντοβαν που ξαναγύρισε. Η αποτυχία όμως του αιφνιδιασμού του, ήταν κάτι αδιανόητο γι’ αυτόν. Τι έγινε; Γιατί κοιμούνται κιόλας, έτσι χωρίς κουβέντα, χωρίς τα τραγούδια τους, χωρίς τις συνηθισμένες μικροδουλίτσες τους και έτσι αδιάφορες όλες, σα να έγιναν πέτρες; Δεν θα το μάθαινε ποτέ ο Ράντοβαν. Δεν θα το συγχωρούσε όμως, και ποτέ στον εαυτό του, που τριάντα κορίτσια, πέρασαν έτσι στο ντούκου ένα μυστικό, που θα ’δινε το παν, για να το μάθει. Κι έφυγε βλοσυρός, κλειδώνοντας και με την αμπάρα. Όταν πια σιγουρευτήκαμε, πως ο Ράντοβαν, δεν θα ξαναγύριζε, ανακαθίσαμε όλες στα στρωσίδια μας και περιμέναμε τη Σάια να μιλήσει. Η Σάια, όσο ήταν μικρούλα στο σώμα, τόσο ήταν μεγάλη στο μυαλό. Η οξύτητα, η τιμιότητα κι η σπινθηροβόλα κουβέντα της, είχαν τη γοητεία του χαρισματικού ηγέτη. Αντάρτισσα στα βουνά της Γιουγκοσλαβίας, βαθμούχος και με μεγάλη δράση απ’ ό,τι καταλάβαινα στον αντιφασιστικό αγώνα της πατρίδας της, επενέβαινε, όταν τα πράγματα
Μιά Ελληνίδα στ
Ά υσβιτς
41
έφταναν σε κάποια οξύτητα, χωρίς επιδεικτικές πόζες, απλά και μαλακά και η απόφασή της, ήταν νόμος. Ποτέ, μια απόφασή της δεν είχε την προχειρότητα, την εμπάθεια ή τον ενθουσιασμό μιας στιγμής. Τετράγωνο, θετικό μυαλό, χωρίς παραφορές, έδινε τη σωστή λύση σε κάθε πρόβλημα που χρειαζόταν την επέμβασή της. Ήταν η αρχηγός, όχι μόνο των Σερβίδων, αλλά και η δική μας. Την αγαπούσαμε και την θαυμάζαμε όχι μόνο για το σωστό χαρακτήρα της, αλλά και για τον ήμερο καταδεχτικό τρόπο που κινιόταν ανάμεσα στους διαφορετικούς χαρακτήρες που την τριγυρνούσαν, ξέροντας να τους προσεγγίζει, με το ίδιο χαρτί που εκείνες διέθεταν, μετατρέποντας όμως το χαρτί τους, σε σύμβολο ήθους και σε φως. Σάια Ίλλιτς, από τη Μιτροβίτσα. Ένα κορίτσι μοναδικό, από τις ελάχιστες, αν όχι η μόνη που γνώρισα σ’ αυτήν την περιπέτειά μου, μ’ αυτήν την ασυμβίβαστη με την εμφάνισή της δύναμη. Και μίλησε η Σάια. Χωρίς να καταλαβαίνουμε εντελώς τη γλώσσα της, καταλαβαίναμε, πως αυτό που έλεγε, αυτό θα γινόταν, γιατί αυτό ήταν το σωστό. Αυτή που είχε κλέψει το κουτάκι, θα ’πρεπε να παραμείνει ξύπνια προσποιούμενη την κοιμισμένη, για να μην την καταλάβουν. Κι όταν όλες θα είχαν κοιμηθεί, με μια μικρή ανεπαίσθητη κίνηση θα ’βαζε το κουτάκι στη μέση του χώρου, που άφηναν τα ξαπλωμένα κορμιά μας. Καμιά δεν θα καταλάβαινε, ποια το είχε αφήσει. Το επεισόδιο, θα ήταν έτσι τελειωμένο και καμιά δεν θα ξαναμιλούσε γι’ αυτό. Αυτό, ήταν το πρώτο σκέλος της πρότασής της. Το δεύτερο, ήταν τρομερό και καλό θα ’ταν, να μην προχωρούσε σε εκτέλεση. Αν, για τον άλφα ή βήτα λόγο, το κουτάκι δεν υπήρχε στη μέση του θαλάμου το άλλο πρωί, εγώ, θα αναλάμβανα να κάνω σωματική έρευνα στη Σάια και στα πράγματά της και στη συνέχεια, τι ίδιο θα έκανε η Σάια σε μένα, μπροστά σε όλες. Ύστερα απ’ αυτό, αν φυσικά το κουτάκι δεν το είχε καμιά από τις
42
Βάσω Σταματίου
ΒΑ Ρ Ο Υ Μ ?
γιατί;
δυο μας, θα στεριώναμε μια κουβέρτα στη γωνιά, πίσω απ’ την πόρτα και θα περνούσαν πίσω απ’ αυτό το πρόχειρο παραβάν, μια-μια με τα πράγματά τους, όλα τα κορίτσια, ενώ η Σάια κι εγώ, αντιπροσωπεύοντας τις δυο ομάδες, θα κάναμε την ανάλογη έρευνα. Όσο, για το ποια θα το είχε, αυτό πάλι δεν θα μαθευόταν, πέρα από μας τις δυο, που δώσαμε τον λόγο μας, να μην ανακοινωθεί, για να μην χαλάσει απ’ αυτήν την ανόητη ιστορία μιας επιπολαιότητας, η όμορφη, γλυκιά συντροφικότητα, που είχε αγκαλιάσει μέχρι τώρα, τις βασανισμένες ψυχούλες μας. Για ν’ αποφύγουμε όμως τον εξευτελισμό της έρευνας, καλό θα ’ταν, το κουτάκι, να βρισκόταν το άλλο πρωί, πάνω στις πλάκες, στο κέντρο του θαλάμου. Αυτά είπε η Σάια και μ’ ένα «Λάκανοτσε» ξάπλωσε στο μέρος της. - Καληνύχτα, απαντήσαμε όλες και σαν αυτόματα, την μιμηθήκαμε. Σε λίγο, δεν ακουγόταν ούτε βήξιμο, ούτε τράβηγμα μύξας, ούτε στριφογυρίσματα, ούτε καν ανάσα. Ο θάλαμος έμοιαζε νεκροταφείο. Οι φαινομενικοί νεκροί όμως, ήταν, όχι μόνο ολοζώντανοι, αλλά και σε εγρήγορση. Ποια θα ’ταν άραγε; Αυτή που θα ανασηκωνόταν αθόρυβα, για να γλιστρήσει το κουτάκι στις πλάκες; Ποια θα ’ταν; Το σκοτάδι, δεν ήταν και τόσο πυκνό. Οι προβολείς που φώτιζαν συνεχώς το κτίριο, έφταναν με τη δύναμή τους, ως το παράθυρο του θαλάμου μας, που βρισκόταν στη δεξιά από την πρόσοψη πλευρά. Θα μπορούσες εύκολα, να αναγνωρίσεις, τη φιγούρα αυτής που θα γλιστρούσε από τη θέση της. Σκεφτόμουν, όχι αυτήν την ένοχη, αλλά το ρόλο μου να γδύσω τη Σάια, μπροστά σε όλα τα κορίτσια, ν’ αδειάσω το σακούλι με τα προσωπικά της, να τινάξω τις κουβέρτες, τα σεντόνια της, να χώσω το χέρι μου στις τσέπες της ζακέτας, ν’ ανοίξω τα κατσαρόλια της, ενώ τόσα μάτια θα με κοίταζαν να κάνω μια δουλειά τόσο άχαρη, που μόνο στους κατακτητές μας ταίριαζε. Γιατί τουλάχιστον, το ευλογημένο κορίτσι, δεν αποφάσιζε να ψάξει πρώτα εμένα; Πρώτα εμένα... Άλλο πάλι αυτό... Ανατρίχιαζα στη σκέψη να ψάχνουν τα σακούλια μου, να μου βγά-
Μιά Ελληνίδα στ
Ά υσβιτς
43
ζουν τα τόσα αγαπημένα δικά μου πράγματα κάτω στο πάτωμα και στο τέλος να βγάζουν τη μπλούζα μου, το σουτιέν μου, την κυλόττα μου... Φρίκη... Άδικα προσπαθούσα να κοιμηθώ. Χάραζε, όταν ανασήκωσα το κεφάλι, ψάχνοντας με αγωνία, για το μικρό σκοτεινό αντικείμενο, στα πλακάκια. Τίποτα... Δεν υπήρχε τίποτα. Κι άλλα κεφάλια ανασηκώνονταν, με την ίδια έκφραση αγωνίας. Βρεθήκαμε καθισμένες, όλες συγχρόνως, αγκαλιάζοντας τα γόνατά μας, με ανέκφραστα πρησμένα μάτια απ’ την αγρύπνια, να κοιτάμε τα γυαλιστερά πλακάκια του δωματίου. Τίποτα... Δεν υπήρχε τίποτα εκεί. Η Σάια, σηκώθηκε όρθια. Σε λίγο, θ’ άρχιζε η δεύτερη φάση. Μάζεψε όλους τους μπόγους της, τους έριξε στο κέντρο της κουβέρτας της και κρατώντας από τις τέσσερις γωνιές την κουβέρτα, την έσυρε στο κέντρο του δωματίου. Με κοίταξε, σα να με ειδοποιούσε ότι ήταν έτοιμη. Εγώ, δεν αποφάσιζα να σηκωθώ όρθια. Κάτι έπρεπε να βρεθεί, για ν’ αποφύγει τέτοιον εξευτελισμό, αυτή η αψεγάδιαστη κοπέλα. Κι αυτό το κάτι, ήρθε, έτσι αναπάντεχα, έτσι σαν ουρανοκατέβατο. Μέσα στην νεκρική σιωπή, στο μισοσκόταδο της καινούργιας μέρας που ερχόταν, ξαφνικά η Μαργαρίτα, έβγαλε μια βραχνή φωνή. - Γρήγορα, εδώ... ψάχτε την... Είχε σηκωθεί όρθια, κι έδειχνε την Τουλάρα, που έκανε ύποπτες κινήσεις κάτω απ’ τα ρούχα που είχε ρίξει πάνω της, την νύχτα. Η Μαργαρίτα, όπως μας είπε αργότερα, είχε μια προαίσθηση όλη τη μέρα κι είχε βαλθεί να παρακολουθεί το χωριατοκόριτσο, με τους χοντροκομμένους τρόπους. Όλη τη νύχτα, είχε στηθεί κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να μην χάσει καμιά κίνηση της Τουλάρας. Εκείνη πάλι, σίγουρη πως καμιά δεν κοιμόταν, παρέμεινε ακίνητη μη τολμώντας να προδοθεί έτσι χαζά. Και τώρα, προσπαθούσε, να βάλει το κουτάκι, κάπου, που ίσως κατά τη γνώμη της, δεν θα ’ψαχναν. Με σηκωμένες τις άκρες των χειλιών, απειλητικές, οι μισές σχεδόν
44
Βάσω Σταματίου
ΒΑ Ρ Ο Υ Μ ?
γιατί;
γυναίκες, περικύκλωσαν την Τουλάρα. Δεν έβλεπα την έκφρασή της, άκουγα όμως τις στριγκλιές της. Αφήστε με... μη... βοήθεια..., για λίγο όμως. Κάποια, της είχε δέσει το στόμα, με μια πετσέτα, ήταν κι ο Ράντοβαν βέβαια, που μπορεί να παρουσιαζόταν, και πια δεν άκουγες, παρά τα λαχανιάσματα των κοριτσιών, καθώς έψαχναν τις σακούλες και τα σακουλάκια. Κάποια, κρατούσε την Τουλάρα ακίνητη και μια άλλη την έγδυνε. Το κουτάκι, βρέθηκε, μέσα στο βρακί της, πατικωμένο, σχεδόν λιωμένο. Όταν ο Ράντοβαν, άνοιξε την πόρτα, για τον πρωινό έλεγχο, μας βρήκε πάλι το ίδιο, όπως το βράδυ, κατσουφιασμένες, αμίλητες. Βγήκαμε, μια-μια, για να πάμε στ’ αποχωρητήρια, ενώ αυτός μας κοίταζε με ορθάνοιχτα, απορημένα μάτια. Η Κατίνα, πέρασε από μπρος του, καμπουριάζοντας, κρυμμένη, όσο μπορούσε, πλάι στη Γλύκα. Όμως, ο Ράντοβαν, δεν την πρόσεξε. Το μυστικό της σιωπής μας, τον ερέθιζε και φαινόταν να σκέφτεται, πως, δεν θα το κέρδιζε το παιχνίδι αυτή τη φορά. - Μπρζο, μπρζο, φώναζε μηχανικά, ενώ άδειαζε ο θάλαμος. Μετά δυο μέρες, είχε επισκεπτήριο. Οι δυο Σερβίδες όμως που είχαν δέματα, δεν θέλησαν να μας καλέσουν στο τσιμπούσι. Παρακολουθούσαμε, με τ’ αχόρταγα μάτια και τα στεγνά χείλη, τα σαγόνια που δούλευαν, τα δάχτυλα που σκάλιζαν, τα ευχαριστημένα πρόσωπα ενώ το στομάχι, γουργούριζε τις διαμαρτυρίες του και άλλη, έκρυβε τα μάτια με τις παλάμες, άλλη αγριοκοίταζε την Τουλάρα, που ήταν η αιτία αυτού του μαρτυρίου, άλλη ξάπλωνε να κοιμηθεί, για να ξεχάσει. Η Σάια, ήταν έτοιμη να κλάψει. Το περήφανο πρόσωπό της, είχε όλα τα σπασίματα της πίκρας και της άκαρπης προσπάθειας, να μεταπείσει τις συντρόφισσές της. Σχεδόν δεν έτρωγε, νοιώθοντας το μαρτύριό μας και το θλιμμένο βλέμμα της έτρεχε, μια στις δυο Σερβίδες, σαν να ταις εκλιπαρούσε για οίκτο, μια σε μας, σα να μας έλεγε, «μακάρι να υπήρχε μερίδιο δικό μου, να σας το έδινα, φτωχές μου συντρόφισσες, που πληρώνετε την ασυλλογισιά μιας ασήμαντης κλέφτρας».
Μιά Ελληνίδα στ
Ά υσβιτς
45
Την κοίταζα που υπέφερε, την πλησίασα, της έσφιξα το χέρι σιωπηλά και ξαναγύρισα στη θέση μου βιαστικά. Όταν όμως υπάρχουν, σοβαρές, κοινές δοκιμασίες, οι έχθρες και τα πείσματα, καταλαγιάζουν. Τα χαμόγελα κατανόησης, αρχίζουν να στολίζουν τα θυμωμένα πρόσωπα και οι παγωμένες καρδιές να ζεσταίνονται, γυρεύοντας το χάδι της συντροφικότητας. Και τι άλλο αγαθό είχαμε σ’ αυτή την φυλακή μας, από τη συντροφικότητα; Τι άλλη παρηγοριά, για τη στέρηση των αγαπημένων, απ’ τη φιλία και την αφοσίωση, που φούντωνε σκιερό πλατάνι μέσα μας; Τώρα, όλα, ήταν πιο όμορφα από πριν. Οι χαρούλες, τα γελάκια, τα καλοκάγαθα πειράγματα, θρόνιασαν στο θάλαμό μας, που έμοιαζε γραφείο συνάντησης γυναικείου σωματείου, που αφού έλυσαν όλα τα προβλήματά τους και ήπιαν το καφεδάκι τους, τώρα χαχάνιζαν ευχαριστημένες, από την ταύτιση των απόψεων και τα ομόφωνα συμπεράσματα, αραδιάζοντας, χίλιες μικροσαχλαμάρες, από την καθημερινή τους ζωή. Ένα αρχινισμένο πλεχτό, που είχα στη Θεσσαλονίκη, γνώρισε μεγάλες δόξες. Είχα παραγγείλει της μαμάς μου, να μου το φέρει στου Παύλου Μελά. Το πλεχτό, είχε μείνει στη βαλίτσα μου, για να ταξιδέψει ως τη Γιουγκοσλαβία. Το θυμάμαι ακόμα, γιατί έγινε δείγμα και το ξεσήκωναν όσα κορίτσια είχαν βελόνες και μαλλί μαζί τους. Ήταν μπεζ, και όλος ο ωμίτης ήταν ζακάρ, με αποχρώσεις καφέ, πορτοκαλί, όμορφα συνδυασμένους, σχηματίζοντας ένα σχέδιο λαϊκής τέχνης από το μουσείο Μπενάκη. Το αξιοθαύμαστο όμως, ήταν, το πως σχηματίζονταν οι ώμοι. Διάφορα παρσίματα, ένωναν χωρίς ραφές τα μανίκια με το σώμα, οι χρωματιστές κλωστές, περνούσαν από κάτω και το ζακάρ το σώματος, σχηματίζοντας ένα πράγμα σαν κάπα πάνω στον μπεζ κορμό. Τα κουβάρια με τα εφτά-οχτώ χρώματα, μπέρδευαν, ενώ μετρούσα συνέχεια δουλεύοντας και τα πρόθυμα κορίτσια, με χάζευαν, ξεμπλέκοντας τα κουβάρια. Όσες προσπαθούσαν να το ξεσηκώσουν, δεν τα κατάφερναν κι εγώ καμάρωνα λίγο, δίνοντας οδηγίες, γιατί ήμουν αυθεντία στο πλέξιμο.
46
Βάσω Σταματίου
ΒΑ Ρ Ο Υ Μ ?
γιατί;
Τι κρίμα, να μου στείλει η μάνα μου στην φυλακή, όλα τα όμορφα πλεχτά, που είχα φτιάξει... Όταν ειδοποιήθηκε, ότι μας μεταφέρουν στη Γερμανία, μάζεψε όλα εκείνα τα αριστουργηματικά πλεχτά μου, για να με ζεσταίνουν, εκεί που πήγαινα. Που να ’ξερες, καημένη μανούλα, πως δεν θα ’μενε τίποτα, μα τίποτα απ’ την χρωματιστή εκείνη ζεστασιά... Πιότερο απ’ όλα αγαπούσα ένα φόρεμα, με γαλάζιες και μπλε διαγώνιες ρίγες, που το φορούσα κι όλα τα κορίτσια μ’ έβαζαν να στριφογυρίζω, για να καμαρώνουν την τέλεια εφαρμογή του και να διαπιστώνουν πόσο θάμπωνε τα μάτια, αυτό το παιχνίδι των γαλαζομπλέ τεθλασμένων. Η Τούλα, με παρακαλούσε να το φοράω, σχεδόν κάθε απόγευμα στον περίπατο. - Ταιριάζει πολύ με τα γαλάζια μάτια σου, μου ’λεγε. Μα και τα δικά της καταγάλανα πανέμορφα μάτια, έλαμπαν θαλασσινή δροσιά πλάι στο σμαραγδί της πουκάμισο, με τις κεντημένες στο χέρι μπλε μυοσωτίδες. Η Τούλα, ήταν το ομορφότερο κορίτσι του θαλάμου. Χωρίς πατέρα, με μια μάνα, που την ένωνε ένας αδερφικός δεσμός. Απ’ τις διηγήσεις της, ένιωθα πως η Τούλα, είχε ζήσει μια ευτυχία, που δεν την ζουν τόσο εύκολα τα νέα κορίτσια. Όλες αγαπούσαμε βέβαια τις μάνες μας και αγαπιόμασταν πιότερο από κείνες. Όλες όμως, είχαμε ένα ντουλαπάκι κλειδωμένο, με τα τολμηρά όνειρά μας, τις επιπόλαιες πράξεις μας και την δήθεν πείρα μας. Σ’ αυτό το ντουλαπάκι, καμιά μάνα, δεν έμπαινε. Το κρατούσαμε πεισματικά κλειδωμένο, για να το ανοίγουμε, τα βράδια, στο κοριτσίστικο ξαγρύπνι. Ούτε κι εγώ ξέφευγα απ’ τον κανόνα. Δεν φανταζόμουν καν, ότι είναι δυνατόν να συμβαίνει, μια εφηβική καρδιά, να ξεδιπλώνεται χωρίς ντροπή μπροστά στα μάτια της μητέρας και ν’ αραδιάζει τις μύχιες σκέψεις, που ένας επιπόλαιος ακροατής, θα ονόμαζε πρόστυχες. Όχι... Μόνο πρόστυχες δεν ήταν οι επιθυμίες, οι ονειροπολήσεις, και τα παράτολμα καταστρωμένα σχέδια, της νεανικής φούντωσης.
Μιά Ελληνίδα στ
Ά υσβιτς
47
Πρόστυχα, γινόταν, καθώς μένανε μέσα σου, να σιτέψουν, μέχρι που να σαπίσουν. Η αμαρτία, γίνεται αμαρτία, αν δεν την δεις απ’ όλες τις μεριές, με όλες τις φωτοσκιάσεις, να γυρίσεις γύρω της επίμονα, παρατηρώντας, όλα τα σχήματα σκιάς που ρίχνει να την δεις με το χρυσό μανδύα της και χωρίς αυτόν, με το φως του ήλιου και με την παγωνιά της χειμωνιάτικης νύχτας. Τότε, αν τότε την αποδεχτείς, αυτή η αμαρτία, σίγουρα, είναι μια μοναδική ευτυχία. Συνειδητά, με χίλιες αγκαλιές την αγκαλιάζεις, την κάνεις δική σου, την περνάς στην επιδερμίδα σου, την θρονιάζεις στην ψυχή σου και την κρατάς, όσο οι θωπευτικές καμπύλες της, σε μαγεύουν. Ύστερα, μου πέρασε, θα πουν τα κορίτσια, Μου πέρασε όμως, λέει ολόκληρη η ζωή, αφού με τόσο γρήγορο ρυθμό, αλλάζουν τα ζωντανά και το περιβάλλον τους. Το παιχνίδι, μπορεί να ξαναρχίσει και να ξαναρχίσει, σαν τις περιστροφές του πλανήτη μας. Γιατί λοιπόν, όλη αυτή η συνωμοτική απόκρυψη από την πλευρά μας, ποιος μας δίδαξε ότι ήταν ντροπή οι πονηρές σκέψεις μας, ή μάλλον, ποιος δεν μας δίδαξε, πως ήταν μια φυσιολογική μεταβατική στιγμή, που όμως χτυπούσες με όλα της τα καμπανάκια, τη σημαντική παρουσία της; Και τη στιγμή αυτή την περνούσαμε ολομόναχες. Οι μάνες, κάνανε τις αδιάφορες. «-Φάε, ντύσου καλά, διάβασε, μη χτυπάς, μην αργήσεις», κι άλλες τέτοιες φρασούλες αγάπης, μιας αγάπης στεγνής, που ύψωνε τα συρματοπλέγματα ανάμεσά μας. Αυτές οι μάνες, δεν θα ’πρεπε να ’ναι αυτές, που θα ’καναν το μεγάλο βήμα, για να σταματήσει αυτή η απόκρυψη; Αχ, δόλιες μανάδες, πόσο αλήθεια δύσκολο ήταν για σας, να κάνετε τον διαχωρισμό των θεμάτων, κρατώντας την ισορροπία και το βάρος του κάθε θέματος. Ναι... »φάε, ντύσου, κ.λ.π. για την πρακτική, ας πούμε τοποθέτηση απέναντί μας Αλλά κάποια στιγμή, δεν θα ’πρεπε να χαμηλώνουν τα φώτα στη σκηνή, για ν’ ακουστεί η θεία μουσική των ανθρώπινων εκμυστηρεύσεων; Και να διηγηθεί η μάνα, μια δική της αδυναμία, πως μια φορά, έτσι κι έτσι, ποιος ξέρει κι ίσως και να ’ταν μια ιστορία, γέννημα της
48
Βάσω Σταματίου
ΒΑ Ρ Ο Υ Μ ?
γιατί;
φαντασίας της, απλώς και μόνο, ια να ξεδιπλωθεί στα μάτια της κόρης. Και να κάνει την κόρη να ξεκουμπωθεί, να της μιλήσει, να ψηλαφίσουν μαζί, αυτήν την μεγάλη ύποπτη, την αμαρτία, και να βρουν, κατά πόσο ήταν σπατάλημα χρόνου, ή θεϊκή ευτυχία. Ευτυχία πάντως, σίγουρα, θα ήταν αυτό το ψάξιμο, που αντάμα, μάνα και κόρη, θα έκαναν. Κι αυτήν την σπάνια ευτυχία, την είχε αποκτήσει η Τούλα. Ρουφούσα τις ιστορίες της, για τα προβλήματα που είχε μοιραστεί με τη μαμά της, όσο και για κείνα, που η μαμά της, είχε μοιραστεί μ’ αυτήν. Ιστορίες οικογενειακές, οικονομικές, επαγγελματικές, ερωτικές. Κι η ζωή της Τούλας, είχε γίνει για μένα, σύμβολο προόδου και πολιτισμού. Δεν είχαν όμως την ίδια γνώμη και οι άλλες. Άκουγαν την Τούλα, με έντονη διάθεση, πρόχειρης και κακόβουλης κριτικής, για τις λεπτομέρειες μιας ερωτικής ιστορίας και όχι για την ουσία της. Όλες ανεξαιρέτως, έβγαλαν το συμπέρασμα. «Η μάνα της Τούλας, ήταν πουτάνα, είχε γκόμενους, που τους έμπαζε στο σπίτι και τους πάσαρε και στην κόρη». Πόσο εύκολα αλήθεια οι άνθρωποι, μπορούν να ρίχνουν λάσπη, πάνω στις φωτεινές κατακτήσεις των άλλων... Άκουγα τα σιγοψιθυρίσματα, τα σταματημένα πάνω σε κάποιες στιγμές –να, είδες, που το ’πε μόνη της, πως ένα βράδυ, κάθισαν μάνα, κόρη και κείνος ο κύριος Παύλος κι έπιναν με χαμηλωμένα φώτα, ακούγοντας μουσική, ως τα μεσάνυχτα;;; Άκουγα τα εύκολα συμπεράσματα, τα εξοργιστικά υποτιθέμενα επακόλουθα, όπως τα ήθελαν αυτά τα κορίτσια στο υποσυνείδητό τους και δεν ήξερα, πως να τις σταματήσω, πως να κάνω, ώστε να μην ακούσει η Τούλα αυτά που έλεγαν. - Αυτή η μάνα, που αφήνει το κορίτσι της να καπνίζει μπροστά της, είναι πρόστυχη. Που να δεις, τι σεβασμό έχουμε εμείς στο σπίτι μας, που όταν μιλάνε οι μεγάλοι, εμείς τσιμουδιά.. όχι να καπνίσουμε κιόλας... Κοίτα δεκαεφτά χρονώ, να ’ναι πουτανάκι και να το λέει πως είχε κι εραστή αντί να το κρύβει... Θά ’ταν μάταιο, να τις μεταπείσω. Ας τις, σκέφτηκα. Θα συνηθίσουν
Μιά Ελληνίδα στ
Ά υσβιτς
49
όπως συνήθισαν την ταράνα. Θα συνηθίσουν και την συμπάθειά μου για την Τούλα. Και θα πάψουν να με παίρνουν παράμερα και να μου κάνουν συστάσεις γιατί τάχα η Τούλα, ήταν φυματική και θα κολλούσα κι εγώ, που ήμουν τόσο γερό κορίτσι. - Δεν το άκουσες που το είπε μόνη της, πως το ένα πλεμόνι της, είναι καταστραμμένο από τότε που αρρώστησε βαριά; Δεν σκέφτεσαι λίγο τα νιάτα σου, που κοιμάστε κοντά-κοντά και τρως με το δικό της κουτάλι; Αλλά εμένα, πολύ λίγο μ’ ένοιαζαν οι συστάσεις τους. Κι ας παραδεχόμουν πως η Τούλα, ήταν φυματική. Όλες τάχα, δεν χάναμε κάθε μέρα κι από λίγο, τα όμορφα κιλά μας, πλησιάζοντας βήμα-βήμα, στο χτικιό; Πόσο θα αντέχαμε αυτήν την πείνα της Μπάνιτσας; Μακάρι, λέγαμε, να μας πάνε σ’ ένα στρατόπεδο εργασίας. Ίσως να τρώγαμε καλύτερα. Κάθε μέρα, βγάζαμε δυο τρεις άρρωστες, από πείνα. Κάθε μέρα, έβλεπες τα χρώματα, να θαμπώνουν στην όψη μας. Όσο για το αν η Τούλα, ήταν ή δεν ήταν πουτανάκι, ούτε με απασχόλησε, ούτε έκανα καμιά προσπάθεια να ερευνήσω, κατά πόσο σήκωνε άνετα στους νεαρούς ώμους της, τον τίτλο. Την αγαπούσα πολύ την Τούλα. Και το μόνο που ήθελα, ήταν, να μην νιώθει την έλλειψη της μαμάς της. - Μαμά μου, πόσο πεινάω..., την άκουγα να ψιθυρίζει. - Γιατί μας χώρισαν μαμά μου... - Έλα βρε κουτό, μια βδομάδα έμεινε για το επισκεπτήριο και κάτι λίγες βδομάδες μένουν, για να ξαναγυρίσουμε σπίτια μας. Κι αρχινούσα ένα τραγούδι, που απάνω του γάντζωνε η Τούλα, σαν το μικρό παιδί, που το ξεγελάνε μ’ ένα παιχνιδάκι, για να υποταχτεί. »Βρέχει, πόσο μ’ αρέσει όταν βρέχει, Και τι μελαγχολία έχει, Του φθινοπώρου η εποχή..., τραγουδούσε η Τούλα, με τη βραχνή, ιδιόρρυθμη φωνή της. - Μωρέ Τούλα, τι παραπάνω έχει η Ζάρα Λεάντερ από σένα; Της έλεγα, θαυμάζοντας, όχι μόνο την έκφραση της φωνής, αλλά και τις αρ-
50
Βάσω Σταματίου
ΒΑ Ρ Ο Υ Μ ?
γιατί;
μονικές κινήσεις του σώματος και των χεριών της, καθώς βυθιζόταν στο μεθύσι του ρυθμού. Τα μάτια της Τούλας τότε, γίνονταν πιο φωτεινά και μέσα στο φως τους, δεν έβλεπες σκιά, ούτε από την απουσία της κ. Φωτίκας, ούτε από την παρουσία του Ράντοβαν. Η Τούλα όμως, ήταν στ’ αλήθεια άρρωστη. Συχνά βασανιζόταν από πυρετό, παραμιλούσε, δεν είχε όρεξη να φάει ούτε δύναμη για να κατεβεί για τον τακτικό περίπατο στην αυλή. - Τι να κάνω, έλεγε, να κατέβω, γύρω-γύρω η μια πίσω απ’ την άλλη με τα χέρια σταυρωμένα πίσω στην μέση και με τον Ράντοβαν στο κέντρο του κύκλου, ν’ ανεμίζει το μαστίγιο, μη μιλήσει καμιά, μη γελάσει καμιά, βόλτα είναι αυτή, ή θλιβερό γαϊτανάκι; - Όχι, επέμενα εγώ, θα κατέβεις να ξεμουδιάσεις. Δεν μπορεί να κάθεσαι όλη μέρα και τόσες μέρες κατάχαμα, ακίνητη, μέσα σ’ αυτό το μικρό δωμάτιο, να πηγαίνεις πέντε βήματα απ’ το παράθυρο ως την πόρτα και πέντε βήματα απ’ την πόρτα, ως το παράθυρο κι ύστερα πάλι κατάχαμα στην κουβέρτα σου. Δεν έχεις το δικαίωμα να χειροτερεύεις την αθλιότητα που μας έτυχε, με το να αφήνεσαι να σε παρασύρει, το θολό ποτάμι της τελικής κατάπτωσης. Πρέπει ν’ αντιδράσουμε Τούλα, πρέπει να κρατήσουμε καλά λαδωμένες τις κλειδώσεις μας, ζωντανές τις φλέβες μας, ξύπνιο το μυαλό μας, γιατί δεν ξέρεις τι μπορεί ν’ αντιμετωπίσουμε τις επόμενες μέρες. Για σκέψου, να μας ελευθέρωναν λέει, οι Σέρβοι παρτιζάνοι και να ’πρεπε να τρέξουμε μαζί τους πίσω τους, μέσα στα χωράφια, ώσπου να φτάσουμε στα βουνά, μη μας φτάσουν οι Γερμανοί που ασφαλώς θα μας κυνηγούσαν. Για σκέψου πως θα ’τρεχες τότε, ε; έτσι σκουριασμένη που πας να καταντήσεις απ’ την ακινησία; Μπρος, μπρος, σήκω, ντύσου, βάλε το σμαραγδί πουκάμισο, έτσι μπράβο... και με κινήσεις πεταχτές, όχι νωθρές, έτσι σα να ετοιμάζεσαι για τον πιο χαρούμενο χορό της ζωής σου. Μη σταματάς να κινείσαι... Πάμε κάτω στην αυλή να κάνουμε τις στροφές μας, με ζωντανό τεντωμένο κορμί και αλύγιστη πίστη για επιβίωση. Έλεγα, έλεγα, ώσπου να καταφέρω να δω τη σπιθίτσα, στη μελαγχολική ματιά της, να δω τα πόδια και τα χέρια της να ξυπνάνε από την νάρκη τους τ’ αρρωστημένο κορμί της, έτοιμο ν’ ακολουθήσει την
Μιά Ελληνίδα στ
Ά υσβιτς
51
κίνηση στο θλιβερό γαϊτανάκι. Και τότε ένιωθα πως κατέρρεα. Η Τούλα, δεν έπρεπε να καταλάβει τίποτα. Κατέρρεα, απ’ όλες αυτές τις μπούρδες για αντάρτες και βουνά, που αράδιαζα. Μήπως ήθελα να κοροϊδέψω και τον εαυτό μου με τα παραμύθια; Οι Γερμανοί, φύλαγαν πολύ καλά το θησαυρό τους, μέσα στην Μπάνιτσα. Δεν θα τον άφηναν έτσι εύκολα, να τους τον αρπάξουν. Είχαν έτοιμες τις βόμβες σ’ όλες τις γωνιές του κτιρίου, για να το ανατινάξουν μαζί με το ζωντανό περιεχόμενό του, αν έπρεπε να φύγουν βιαστικά, πριν τους περικυκλώσουν οι αντάρτες. Είχε δίκιο, εκείνη η Σερβίδα, που το είχε πει. Δεν θα γλύτωνε καμιά μας, αν έκαναν πως κατέβαιναν οι αντάρτες. Η Τούλα, περπατούσε σαν μεθυσμένη, κατεβαίνοντας τα σκαλιά. Ξωπίσω της, εγώ, στηριγμένη στην κουπαστή της σκάλας, πιο άρρωστη από κείνην, μια σκιά είχε σκεπάσει τ’ ανθρώπινα κορμιά, που πειθήνια κατέβαιναν τα μαρμάρινα σκαλοπάτια, δεν άκουσα, δεν αντιλήφθηκα, τον Γερμανό διοικητή, που ερχόταν σαν σίφουνας από πάνω. Δεν έπρεπε να βρεθεί τίποτα, που να εμποδίσει το αφηνιασμένο ροβόλημα, του απαίσιου ανθρώπου. Πρέπει να ήμουν πολύ φευγάτη, για να μην δω το γυναικείο μπουλούκι, που παραμέρισε προς τον τοίχο της σκάλας, για ν’ αφήσει ελεύθερο το δρόμο στο υψηλό τέρας που θα περνούσε. Τον ένιωσα πίσω μου, σχεδόν μ’ ακούμπησε και δεν θα πίστευε ούτε κι ο ίδιος, πώς ήταν δυνατόν, μια κρατούμενη, να του φράζει το δρόμο. Δεν πρόφτασα να ξεθολώσω και μια δυνατή κλωτσιά, με κατρακύλησε ως το τέρμα της σκάλας. Όμως αυτό, δεν ήταν η τέλεια εκδίκηση, για την προσβολή που του είχα κάνει. Πηδώντας δυο-δυο τα σκαλιά, μ’ έφτασε, όπως ήμουν πεσμένη, σχεδόν αναίσθητη κι άρχισε να με χτυπάει με λύσσα, ουρλιάζοντας, ενώ δυο φύλακες, είχαν τρέξει να το προσφέρουν ενίσχυση. Δεν θυμάμαι, αν με χτύπησαν κι εκείνοι. Τα κορίτσια, λέγανε μετά, ότι πίστευαν πως πέθανα από το ξύλο και των τριών. - Μαμά μου, τι σου έκαναν... τραύλιζε η Τούλα, όταν συνήρθα στο θάλαμο, σκυμμένη πάνω στο πρησμένο σώμα μου. - Μαμά μου... μαμάκα μου... και τα μάτια της γυάλιζαν απ’ τον πυρετό και την οργή.
52
Βάσω Σταματίου
ΒΑ Ρ Ο Υ Μ ?
γιατί;
Έκανα να σηκώσω το χέρι, να της χαϊδέψω τα ξανθά μαλλιά, που ακούμπαγαν στο στήθος μου, αλλά το χέρι μου, δεν υπάκουγε. Δεν μπορούσα να ξεχωρίσω, ποιο ήταν το δεξί και ποιο τ’ αριστερό χέρι. Ένιωθα να βυθίζομαι σε μια μαλακιά λάσπη, τόσο μαλακιά, σαν αφράτο στρώμα, γλυκιά, λυτρωτική λάσπη. Πάλι πετάχτηκα. Ξεκλείδωναν. Ναι... ήταν τα κλειδιά του Ράντοβαν. Τώρα θα ’ρχόταν να βυθίσει κι αυτός, το σουβλερό του μάτι, στο πονεμένο κορμί μου κι όπως θα ’σκυβε πάνω μου, θα κουδούνιζε η αρμαθιά των κλειδιών σα να μου γαργαλούσαν τη μεγάλη εφιαλτική σκέψη, ν’ αρπάξω αυτά τα κλειδιά, που κλείδωναν, αλλά και ξεκλείδωναν, όλες τις πόρτες. Η Μαίρη, έσκυβε πάνω μου, κι ακούμπαγε κάτι δροσερό στο μέτωπό μου. - Κοίτα Μαίρη το ταβάνι, πως γέμισε φιδωτά μαστίγια, μπλε, μαβιά, κίτρινα, κόκκινα. Χορεύουν μανιασμένα το χορό τους, μπλέκονται, σαν σερπαντίνες σ’ αποκριάτικο σαλόνι, ξεκολλάνε, σα να μπήκαν ανάμεσα χιλιάδες κοφτερά μαχαίρια, τόσο γρήγορα και παλαβά, που δεν βρίσκω αυτό που έκαψε το κορμί μου... Όμως τα κλειδιά... να δεις Μαίρη πως θα τρομάξουν τα μαστίγια, μόλις κουδουνίσουν όμορφα, τα κλειδιά του Ράντοβαν... Μάνα, μανούλα, πως πονάω... Η μανούλα, δεν ήταν εκεί. Η μανούλα είχε πει ένα πρωί. «Πάμε να παίξεις κούκλες με τις φιληναδούλες». Έτρεχα να βρω τις φιληναδούλες, σκουντουφλώντας στους ορφανούς τοίχους που καίγανε. Δρασκελούσα λακκούβες, που άχνιζαν κοριτσίστικο αίμα. Να λοιπόν τι έγιναν οι φιληναδούλες... Πήδηξα πάνω σ’ ένα κόκκινο άλογο, που ’τρεχε κατά τον Βορρά. Εκεί, είχε απάντηση για όλα... Αλήθεια, γιατί δεν ήθελα πια να παίξω κούκλες; - Ούρα, κοριτσόπουλα... καβαλήστε στα γρήγορα και φεύγουμε. Όμορφο ρήμα, γαρμπάτο. Ακούς προβατάκια που ξεχύνονται απ’ την ασφυκτική στάνη και κατρακυλάνε φουριόζικα στην πεδιάδα, να κυλιστούν μες στα χρυσά φτερά του ήλιου. - Φεύγουμε... Φεύγουμε... Στιβαχθείτε σουσουράδες μου και το άσπρο τρένο δεν περιμένει ν’ αποτελειώσετε τα καυγαδάκια, για το ποια θα πρωτοπατήσει ποδάρι στο φτάσιμο.
Μιά Ελληνίδα στ
Ά υσβιτς
53
- Άντε και φεύγουμε... άλλος για τη Σαλονίκη... τσαφ τσουφ, τσαφ τσουφ... Ουστ, να ψοφήστε κελιά του Άδη... - Να μας θυμάστε... - Καλέ τι λέτε αυτού; Και τ’ όνομά σας θα λησμονήσουμε, ουστ ουστ... Αύριο, που θα ξεφύτρωνε το λευκό τρένο. Γελαστό κι ανάλαφρο το λευκό τρένο. Με μιας η σάρκα μου θα γιόμιζε ζουμί και τριαντάφυλλο. Οι φλέβες μου, θα παράβγαιναν τις σιδερόβεργες των παραθύρων. Τσιμπήθηκα, για να δω αν είχα πεθάνει. Μωρέ μπράβο τομάρι... Ο πατέρας, βουτούσε το δάχτυλο στο κρασί και έδινε στο μωράκι του να βυζάξει. «Θα το κάνω γερό κόκκαλο τούτο το πιτσιρδέλι». Πούντος, να του σφίξω το χέρι, για τα συγχαρητήρια. Η βαριά ανάσα της Μαίρης, που κοιμάται δίπλα μου, χαϊδεύει δροσερή το ιδρωμένο αυτί μου. Δεν πρέπει να παραμιλώ και ξυπνάω τη Μαίρη. Δεν πρέπει να ’μαι άρρωστη. Δεν πρέπει να πεθάνω. Δε θέλω... Ξανατσιμπήθηκα, κι υψώθηκε ένας λεπτός, πέτσινος πύργος, που σε λίγο, σωριάστηκε αργά κι αθόρυβα, στην τρεμουλιαστή βάση του. Μια φορά, πεθαμένη, δεν ήμουν. Η άνοιξη, έχει φουντώσει για τα καλά, πίσω απ’ τον ψηλό μαντρότοιχο κι ανεμίζει τα λευκά κλαδάκια των ακακιών, σαν ένα κρυφό συνθηματικό μήνυμα. - Πάρτε τα κλειδιά, τώρα... είναι δικά σας... τώρα... Κι ανοίγουν όλες οι πόρτες και τα νέα κορίτσια χύνονται στα χωράφια, μυρίζουν τη ζεστή γη, τραγουδούν στο μυρωδάτο αέρα, μαζεύουν μαργαρίτες που τους λένε όλες, πως ναι, ζει ο καλός τους ακόμη, ω μεθύσι, ω ζωή... Θα κατέβαινα ακόμα στα υπόγεια των μελλοθανάτων. Σκάλες, σκάλες...Να παιδιά... η πόρτα είναι ανοιχτή, τραβάτε... Οι ανθισμένες ακακίες, μας ραντίζουν τη μυρωδάτη ασπράδα του. Συναγερμός... Προβολείς... Σφυρίχτρες... Αμ δε... Τα στάρια, είναι πολύ ψηλά και θα μας κρύψουν. Η γη μοσχοβολάει. Δεν θα μας πιάσουν...
54
Βάσω Σταματίου
ΒΑ Ρ Ο Υ Μ ?
γιατί;
Φώτα..., άγριες οι φωνές του Ράντοβαν. Τα κορίτσια, πετάγονται απ’ τα αχυροστρώματα. Τι συμβαίνει; Μας έπιασαν; Ντουφέκι. - Μια στιγμή, να μαζέψω τις φωτογραφίες των γονιών μου. Όλες φτιάχνουν μπόγους. - Μπρζο... μπρζο... Φωνές, ποδοπατήματα. Με σκουντιές, μια-μια, βγαίνουν με τους μπόγους στο διάδρομο. Κάποια, με βαστάει από τους ώμους. - Βιάσου λοιπόν... Δεν βλέπεις πως μας μεταφέρουν; Μας μεταφέρουν... μας μεταφέρουν... Για που; Για το σπίτι μας. για τις ακακίες. Για το θάνατο; Μια σκουντιά με φέρνει στη θλιβερή ουρά, το κεφάλι μου γυρίζει, γυρίζει, πυρκαγιά μέσα μου. Οι σκάλες μοιάζουν τεράστια πηδήματα σε φρεσκοσκαμμένους λάκκους. Γιατί τόσοι πολλοί θάνατοι Θεέ μου;... Ο θάλαμος, ήταν αρκετά μεγαλύτερος από τον προηγούμενο, στο πίσω μέρος της φυλακής, αλλά πιο σκοτεινός και θλιβερός, χωρίς ανθισμένα κλαδάκια ακακιών και το ίδιο στενάχωρος, αφού έφεραν καμιά δεκαπενταριά καινούργιες. Ανάμεσά τους, πέντε Ελληνίδες Κρητικές. Θολά θυμάμαι την καινούργια αναστάτωση ώσπου να τακτοποιηθούν, τη φασαρία, τις φωνές από τις καινούργιες γνωριμίες, τη βοή από τις Σερβικές κι Ελληνικές ερωτοαπαντήσεις. Μια περίεργη ηρεμία, είχε διαδεχθεί την αρρώστια μου. Αλλόκοτες δυνάμεις, μου μετέδιδαν την πίστη, πως δεν θ’ αρρωστήσω ποτέ ξανά, πως θα παραμείνω όρθια ν’ αντικρίζω χωρίς ξαφνιάσματα, τις οποιεσδήποτε παράλογες φάσεις μιας τρελής εφεύρεσης κι ένοιωθα σχεδόν ευτυχισμένη, που είχα γλιτώσει τον κλίβανο χάρη στην αρρώστια μου, που ο Ράντοβαν, όχι μόνο δεν με είχε χτυπήσει, αλλά είχε φέρει και μια κατσαρόλα παγωμένο νερό για κομπρέσες, που η Μπόσσα μου ’χωσε κρυφά ένα δαμάσκηνο στο στόμα, που η Τούλα μου τραγουδούσε τα τραγούδια που αγαπούσα και που η Εύα η Κρητικιά, αισχρολογούσε
Μιά Ελληνίδα στ
Ά υσβιτς
55
χαριτωμένα. Φαίνεται παράξενο πως μια νεαρή ξανθή κοπελίτσα, είναι χαριτωμένη, καθώς αισχρολογεί. Αυτό το ταλέντο που είχε η Εύα, να λέει τις βρωμιές της, απλά φυσικά, σα να έλεγε κοινότυπες φράσεις, δεν το είχα ξανασυναντήσει μέχρι σήμερα. Αυτοί που αισχρολογούν, συνήθως υποβάλλουν στον εαυτό τους την ανάγκη αυτή, είτε για μια εκτόνωση, είτε για μια επίδειξη μαγκιάς. Στην Εύα, η αισχρολογία, ήταν εξάρτημα του εαυτού της. Ήταν μια συλλαβή απ’ την καλημέρα της. Ήταν η φιοριτούρα, τόσο της ευθυμίας, όσο και της θλίψης της. Από την πρώτη στιγμή που βρέθηκε ανάμεσά μας, άφησε τον εαυτό της να φανεί αυτός που ήταν, χωρίς καθόλου να υποκριθεί, ή να θελήσει να βολιδοσκοπήσει το γυναικείο τσούρμο. Ένα χαριτωμένο τσουλί, που δούλευε σε Γερμανικές κουζίνες στα Χανιά. Ένα χαριτωμένο βρωμόστομα, που σ’ έκανε ν’ αναρωτιέσαι, πως τα σοφιζόταν, όλα αυτά που αράδιαζε, σα να διάβαζε Καζαντζάκη, έτσι, χωρίς να υπογραμμίζει τις επικίνδυνες λέξεις, αφού οι επικίνδυνες λέξεις, ήταν διάσπαρτες σε μακριές φράσεις, που ακολουθούσαν η μια την άλλη, χωρίς κόμπιασμα ώστε να βγαίνει μια ομιλία στρωτή, σαν ρόλος ηθοποιού, που διαβάστηκε πολλές φορές, για να κυλάει έτσι σαν ποταμάκι. Στο τέλος αυτό που κατάφερνε η Εύα, ήταν να μη θυμάσαι μια-μια τις βρωμολέξεις που έπεφταν σαν βροχή, αλλά ν’ απολαμβάνεις το μύθο της ιστορίας της, όπως απολαμβάνεις την ίδια την βροχή. Κι ο μύθος της, ήταν πάντα εξωπραγματικός. Ποτέ δεν μας διηγήθηκε κάτι απ’ τη ζωή της, κάτι απ’ τις περιπέτειές της, που ασφαλώς θα ’ταν ξέχειλες από σεξ. Δεν χρειαζόταν η Εύα τις αναμνήσεις της σεξουαλικής της ζωής για να βρωμολογήσει. Η Εύα χρειαζόταν κάτι που να διασκεδάζει τις πιο ζωτικές ανάγκες της. Το φαΐ, τον ύπνο, τον απόπατο και τα στολίδια της. Αυτά την ενδιέφεραν μόνο, και γύρω απ’ αυτά, έπλεκε τις πιο εξωφρενικές σκηνές, που είχαν όμως δράση, νεύρο, διάλογο, έτσι, ώστε αν μπορούσε κανείς να μαγνητοφωνήσει και μετά ν’ αντικαταστήσει τις αισχρές λέξεις, με άλλες, ανάλογα με το θέμα λέξεις, θα έβγαινε ένα αληθινό λογοτέχνημα.
56
Βάσω Σταματίου
ΒΑ Ρ Ο Υ Μ ?
γιατί;
Την ένιωθα να διασκεδάζει πραγματικά και να σου μεταδίδει με σαχλαμάρες ουσιαστικά, τη διασκέδασή της. Οι μέρες έφευγαν τόσο όμοιες η μια με την άλλη. Κλείδωμα, ξεκλείδωμα, αποχωρητήριο, καφέ το πρωί, ταράνα το μεσημέρι, βόλτα το απόγευμα, πάλι αποχωρητήριο, πάλι ταράνα το βράδυ, ξεμούδιασμα και ποικιλία στις ατέλειωτες ώρες, που καθισμένες στο μελαγχολικό κελί μας, δεν ξέραμε τι να κάνουμε, από το ένα κλείδωμα, ως το επόμενο ξεκλείδωμα. Η Χρυσούλα η Κρητικιά, είχε καταφέρει να περάσει μερικά τσιγάρα και η επιτυχία της αυτή χειροκροτήθηκε από τη Μαίρη και την Τούλα, που ήταν θεριακλούδες. Τα τσιγάρα, γύριζαν από χέρι σε χέρι, μια ρουφηξιά η κάθε μια και στο τέλος μ’ ένα τσιμπιδάκι των μαλλιών, ρούφηγμα από απόσταση, γιατί η καύτρα, έκαιγε τα χείλη. - Βρε κοίτα τις βλαμμένες, μ’ αυτό το ψωλάκι στο στόμα... έλεγε η Εύα. Και μια Σερβίδα που είχε πάρει πακέτο, μυστήριο πως έγινε και πέρασε λίγος καπνός, που με διάφορα χοντρόχαρτα, έστριψαν τσιγάρα, σε ατμόσφαιρα ιεροτελεστίας. Έτσι, οι καπνίστριες εκεί μέσα, πέρασαν λίγες μέρες κατευχαριστημένες, που ικανοποίησαν για λίγο το πάθος τους. Η Χρυσούλα, η Κρητικιά, ήταν το αντίθετο της δικιάς μας Χρυσούλας. Η δικιά μας, αφράτη, ροζ, πολύ ρευστή, πολύ ανεδαφική. Η Κρητικιά, μαύρη, στεγνή, με αετίσιο βλέμμα, πολύ αυταρχική, πολύ επιγραμματική. Η αδερφή της η Άννα, πιο μαύρη και ζαρωμένη, ίδιο πιθηκάκι, ήταν το θύμα της Χρυσούλας. Δεν είχε καμιά γνώμη. Οι πρωτοβουλίες και οι διαταγές, ανήκαν στη Χρυσούλα, που μέχρι στιγμής εξουσίαζε όχι μόνο την αδερφή της, αλλά και τις υπόλοιπες δυο Κρητικές, τη Μαρίκα, μια ψηλή μελαχρινή και την κυρά Μαρίκα την «Τσουδερού», μια ηλικιωμένη κακότροπη ενοχλητική γυναίκα. Την Εύα, δεν είχε καταφέρει να την υποδουλώσει και έδειχνε να μην ενδιαφέρεται για τις κινήσεις της, μα φώναζε το πράγμα από μακριά, πως η Εύα, ήξερε να γλυστράει και με καραγκιοζίστικο πρωτογονισμό είχε κατορθώσει, ο εαυτός της, να είναι κτήμα του εαυτού της, ή μάλλον κτήμα μιας ρεζιλοσάτυρας, χωρίς κανόνες, εκτός χώρου και χρόνου.
Μιά Ελληνίδα στ
Ά υσβιτς
57
Οι δικές μου, όπως ήταν φυσικό, κουμπώθηκαν, ακόνισαν τα δόντια τους, πήραν το ανάλογο ύφος, να κρατήσουν γερά το δελτίο προτεραιότητας με τα προνόμιά του, που έμοιαζε να το διεκδικεί αυτή η Χρυσούλα η Κρητικιά. Στις προσπάθειές της να πάρει την αρχηγία πάνω σ’ όλες μας, βρήκε μια απροθυμία και αντίδραση, που την εξόργιζε, βλέποντας πως δεν μπορούσε ν’ αυξήσει τους υποτακτικούς της. Η πιο εχθρική απέναντι των Κρητικών, ήταν η κυρά Όλγα, η μεγαλύτερη της ομάδας μας, φανατική Ρωσσόφιλη, που και μόνο το ότι οι Κρητικές ήταν μέσα για Εγγλεζοδουλειές, τις έκανε σκουλήκια στα μάτια της. Το αίμα ανέβαινε κι έβαφε το πρόσωπό της, καθώς αράδιαζε τ’ αγαθά του Σοβιετικού λαού και τις ατιμίες των Εγγλέζων. «- Έλα Όλγα, ησύχασε», την τραβούσαν απ’ το μανίκι να κάτσει κάτω, η Ευτυχία και η Ελένη, που ήταν κολλητές της. Μα η κυρα Όλγα, άφριζε ολόκληρη αν της έθιγες τα Ρωσσάκια της. «- Που θα μου πει αυτή η παλιοκρητικιά, πως είναι αγράμματοι... Ξέρεις μωρέ τι πολιτισμό έχουν στην Ρωσία; Επειδή φάγατε δυο σοκολάτες Εγγλέζικες, νομίσατε κιόλας πως αυτό είναι πολιτισμός... Προδότισσες, εσείς μας πουλήσατε και στους Τούρκους και στους Γερμανούς...» Εκείνη που βάραγε ύπουλα, χωρίς να μιλάει, ήταν η πιθηκίνα η Άννα. Όρμησε πάνω της, μ’ ένα τίναγμα του ζαρωμένου κορμιού της, ξεμάλλιασε και γρατζούνισε την Όλγα, εκεί που δεν το περίμενε και σε λίγο, είχαν πέσει ένα μάτσο σώματα, που χτύπαγαν η μια την άλλη. Είδαν κι έπαθαν, να γλυτώσουν την Όλγα, απ’ τα νύχια της Άννας, της Μαρίκας και της «Τσουδερού». Η Χρυσούλα, δεν είχε ορμήσει για ξύλο. Δεν καταδεχόταν να συνετίσει αυτήν την ανισόρροπη. Όσο για την αδερφή της, δεν πα να την σκότωναν, δεν την ένοιαζε καθόλου. Οι Σερβίδες, είχαν μείνει, χωρίς να καταλαβαίνουν την αιτία του καυγά κι όλο φώναζαν «σιγά, σιγά, ο Ράντοβαν...». Μα οι άνθρωποι, την ώρα που χτυπιούνται, δεν ακούν, δεν ενδιαφέρονται για τίποτα, εκτός από το ότι πρέπει να καταφέρουν αυτοί, την τελευταία γροθιά. Την τελευταία γροθιά όμως, την κατάφερε ο Ράντοβαν, που όρμησε στο θάλαμο πανευτυχής που του δινόταν η ευκαιρία να ξεσκουριάσει λίγο.
58
Βάσω Σταματίου
ΒΑ Ρ Ο Υ Μ ?
γιατί;
Με τις δυο χερούκλες του υψωμένες σαν φτυάρια, έπεσε ν’ ανοίξει το λάκκο, για να παραχώσει το φονικό. «Insequitur clamorgue virum, stridorgue rudentum...» Αυτή η ένταση του «ρ» από τον Βιργίλιο, ήρθε στο νου μου καθώς άκουγα αυτό το βόμβο της λαχανιασμένης ανάσας, που αγωνίζεται να ξεφύγει από τον θάνατο, αυτό το πάλεμα ανθρώπινων κορμιών που αναζητούν τα μέλη τους και πάνω απ’ όλα, κάλυψη όλων, το μανιασμένο βρυχηθμό του Ράντοβαν, εξουσιαστή στοιχειωμένης νύχτας, ίδια η τρικυμία του Βιργίλιου. Και καθώς έψαχνα τη συνέχεια των στίχων, η κοροϊδευτική φωνή της Εύας, ψιθύρισε στο αυτί μου. «- Και τώρα, Ρωσσόφιλα κι Αγγλόφιλα μουνάκια, θα γαμιούνται στο ίδιο μπορντέλο...». Κι ήταν έτσι. Ένα ήταν το μπορντέλο, για κάθε ποιότητα, φτηνή ή ακριβή, κοινή ή σπάνια κι ο Βιργίλιος, ήταν μέσα κι αυτός, ισοπεδωμένος, ακινητοποιημένος, σχεδόν νεκρός, με τα σκέλια της ποίησής του, παραδομένα. Οι Μαγιάτικες μέρες, όρμησαν στη νιότη μου, που ζήταγε το μερτικό της. Όταν έφτανε η ώρα του περιπάτου, τα δάχτυλά μου στριφογύριζαν ανυπόμονα και καθυστερούσαν την ετοιμασία μου. Μια διψασμένη βιασύνη στις κινήσεις μου και τα μάτια καρφωμένα στην πόρτα, που όπου να ’ναι θα ξεκλείδωνε. Ο περίπατος, είχε γίνει η ανάσα μου, η ένεσή μου. Μόνο εκεί, ένιωθα το στήθος μου ν’ ανοίγεται, έτοιμο να πετάξει. Τα δεντράκια, όσο ατροφικά κι αν ήταν, είχαν πράσινα φύλλα, που ένα χλιαρό αεράκι, τα κινούσε ασταμάτητα. Πίσω απ’ την ψηλή μάντρα, οι ανθισμένες ακακίες, στέλνανε τη μεθυστική ευωδιά τους, ίσα μέσα στην αυλή της φυλακής. Τα χέρια πίσω στην πλάτη. Έστω. Αλλά την αναπνοή, κανείς δεν μπορούσε να τη δέσει. Ρουφούσα το Μάη, ρουφούσα κάτι μυστηριώδες, που σπαρταρούσε μέσα μου, χαμογελούσα στα δεντράκια, χαμογελούσα στο γιγάντιο κτίριο της Μπάνιτσας, χαμογελούσα στις σκάλες, χαμογελούσα στους
Μιά Ελληνίδα στ
Ά υσβιτς
59
σιδερόφραχτους φεγγίτες του υπογείου. Ειδικά εκεί, σ’ αυτούς τους φεγγίτες, το χαμόγελο, δεν χώραγε στην καρδιά μου. Απλωνόταν σ’ όλο μου το κορμί, που μούδιαζε από μια παράξενη μέθη. Τα πόδια μου συμπεριφερόταν περίεργα, πότε ήθελαν να χοροπηδήσουν στις σκάλες, πότε έμοιαζαν παράλυτα, καρφωμένα πάνω σ’ αυτές. Όχι, δεν ήταν μόνον η γεύση του Μάη. Ήταν ένα κρασί πιο δυνατό απ’ αυτόν τον φυλακισμένο Μάη. Ήταν τα γαλάζια μάτια αυτού του αγοριού πίσω απ’ τον σιδερόφραχτο φεγγίτη του υπογείου. Ο Μίσσα... Στην κάτω δεξιά πτέρυγα της Μπάνιτσας, απ’ όπου μας κατέβαζαν, πίσω απ’ τους μικρούς φεγγίτες που μόλις ξεπηδούσαν απ’ την γη, μαραίνονταν τα παλληκάρια με τις βαριές κατηγορίες. Πεινασμένα, δαρμένα, πρόσμεναν το ντουφέκι, που θα ξάπλωνε για πάντα, τα παρτιζάνικα νιάτα τους. Μόνη πια χαρά, μόνη αχτίδα τους, μες στα σκοτεινά μπουντρούμια τους, ήταν ένα τέταρτο. Το τέταρτο που κατέβαζαν τα χλωμά κορίτσια, για τον υποχρεωτικό περίπατο. Μόλις τρία μέτρα, τους χώριζαν απ’ την σκάλα που τραγουδούσε κάτω απ’ τα μικρά ποδαράκια τους. Κι ώρες πριν, έπιαναν την θέση τους πίσω απ’ τα σίδερα. Τα χέρια τους, μ’ όλη τη δύναμη, χούφτωναν τις χοντρές σιδερόβεργες και μήτε θάνατος δεν μπορούσε να τους απομακρύνει κείνη την ώρα απ’ τα μικρά παράθυρα. Πίσω τους, μάντευες τους άλλους, να παλεύουν δυστυχισμένοι για την ατυχία τους που δεν ήταν μπροστά. Το καθένα απ’ αυτά τα μελλοθάνατα παιδιά, είχε διαλέξει το κορίτσι του. Μια τρυφερή ματιά, ένα φωτεινό χαμόγελο, το δευτερόλεπτο στη σκάλα κι όλη τη νύχτα, λαχτάρα, να ξημερώσει, να ’ρθει η ώρα να πιάσουν τις θέσεις, να γιομίσουν τα μάτια, σγουρά μαλλάκια, τρυφερά πρόσωπα, νεραϊδένια κορμιά. Παλληκάρια μου, που λιγοστεύατε κάθε μέρα, που κάθε μέρα, κάποιου κοριτσιού τα μάτια, πενθούσαν ορφανεμένα και χαμήλωναν στην σκάλα, μη έχοντας πια, σε ποιον να ρίξουν τη θηλυκιά τους ζεστασιά. Ο Μίσσα... ο Μίσσα μου... Ήμουν βέβαιη, πως τον αγαπούσα απ’ τη στιγμή που γεννήθηκα, πως είχαμε ζήσει μαζί, μια ολόκληρη ζωή, πως ήξερα τα πάντα γι’ αυτόν, πως δεν θα χωρίζαμε ποτέ πια. Τα γαλάζια του μάτια, ήταν η πατρίδα μου, η λευτεριά μου.
60
Βάσω Σταματίου
ΒΑ Ρ Ο Υ Μ ?
γιατί;
Όταν μια μέρα μου φώναξε τ’ όνομά του και του φώναξα κι εγώ το δικό μου, ήταν, σαν να είχαμε παντρευτεί. Οι άλλοι, κάνανε χειρονομίες, φωνάζανε, στέλνανε φιλιά στα κορίτσια τους. Ο Μίσσα, με κοίταζε μόνο, μ’ εκείνο το ατέλειωτο σύμπαν της γαλάζιας ματιάς του, χωρίς να λέει τίποτα, μόνο κοίταζε, κοίταζε, μέχρι που οι πλάτες των κοριτσιών, μπαίνανε ανάμεσά μας. Δεν ζούσα, παρά για κείνη τη ματιά. Ούτε την πείνα μου σκεφτόμουν, ούτε το χάος που μέσα του πορευόμουν. Πότε θα ξημέρωνε; Πότε θα ξανακατεβαίναμε τα σκαλιά; Πότε θα ξανάβλεπα τα γαλάζια μάτια του Μίσσα, που μου χάριζαν έναν έρωτα που δεν είχα φανταστεί; Είχαν περάσει σχεδόν δέκα μέρες που ένιωθα βυθισμένη σ’ αυτήν την αναστάτωση της καρδιάς μου. Έγραφα ποιήματα γι’ αυτόν και ζούσα μαζί του, μες απ’ τους στίχους μου. Μια μέρα, δεν βρήκα τα μάτια του Μίσσα πίσω απ’ τα κάγκελα. Δεν πίστεψα. Την άλλη μέρα, έπρεπε να πιστέψω. Οι φεγγίτες, σαν να είχανε αδειάσει, χωρίς τη θερμή ματιά, που με τύλιγε για ένα δευτερόλεπτο, κάθε μέρα, τρυφεράδα κι έρωτα. Μίσσα, λεβέντη μου, γλυκό μου αγόρι, σε τρύπησαν... Τρυπημένο τ’ ανοιχτό σου όμορφο στήθος, τρυπημένα τα γερά σου δάχτυλα, που έσφιγγαν τα σίδερα για να με καμαρώσεις, τρυπημένα τα φωτεινά σου μάτια που λάτρεψα... Μίσσα, τι να ’φταιξες και τρύπησαν τα νιάτα σου; Μίσσα, πολύ νωρίς, αντίο... Όταν γυρίσαμε στο θάλαμο, ένα κουβαριασμένο κορίτσι, έκλαιγε με σπαραγμό σε μια άκρη. Με τα βουρκωμένα απ’ το βουβό κλάμα μάτια μου, όρμησα ν’ αγγίξω το κορίτσι, με μια προαίσθηση παραπανίσιου πόνου. Ήταν η Μπόσσα, το «κοκοράκι μου» που χύμηξε στην αγκαλιά μου σπαρταρώντας. Τον σκότωσαν... Τον Μίσσα μου... τον αδερφό μου... τον σκότωσαν... Το τσουλούφι στο μέτωπό της, κρεμόταν, μουσκεμένο από ιδρώτα και δάκρυ, πάνω στην κατακόκκινη μύτη που έτρεχε. Τα δάχτυλά της, έσφιγγαν σαν τρελά τα ρούχα μου, λες και θα της έφευγα.
Μιά Ελληνίδα στ
Ά υσβιτς
61
- Σέρτσε μόια σέρτσε μόια, ξεχώριζα ανάμεσα σε άλλες άγνωστες λέξεις. Δεν το ήξερα, ότι η Μπόσσα, ήταν αδερφή του Μίσσα. Τώρα καταλάβαινα, γιατί ένιωθα αυτή την τρυφερότητα γι’ αυτό το κορίτσι. Ήταν ένα χαριτωμένο αεικίνητο παιδί, που όταν ήθελε να σου μιλήσει, ανασήκωνε το κοκκινωπό τσουλούφι, που κουνιόταν σαν ελατήριο ανάμεσα στα φρύδια. Μόλις σταματούσε, το τσουλούφι ξανάπεφτε σαν λειρί μέχρι τη μέση της μύτης. Γι’ αυτό την είχα βαφτίσει «κοκοράκι», κι όταν της εξήγησα το παρατσούκλι, είχε λιγωθεί από τα γέλια και δώστου και τράβαγε το λειρί της, το τέντωνε να φτάσει μέχρι το στόμα. Κι όπως αυτό δεν έφτανε, αλληθώριζε τα μάτια, για να δει πόσο ξεπερνούσε την άκρη της μύτης. Ήταν ένα από τα καλά παιδιά του θαλάμου. Τώρα όμως, ήταν, ένα παραπάνω αγαπημένη. Ήταν η «σέρσε μόια» μου, η αγκάπη «μόια», όπως το ’λεγε εκείνη. Ήταν η αδερφή του χαμένου Μίσσα. Μείναμε αγκαλιασμένες χωρίς να μιλάμε, με βαριά βλέφαρα, η κάθε μια στο δικό της ταξίδι παρέα με τον γαλανομάτη αντάρτη. Μ’ έπαιρνε ένας λυτρωτικός ύπνος, όταν ένοιωσα κάτι ανάμεσα στα χείλη μου. Η Μπόσσα, προσπαθούσε να μου χώσει στο στόμα, ένα μαύρο στεγνό δαμάσκηνο. Στη μνήμη του αδερφού της. Στη μνήμη της σύντομης Μαγιάτικης γιορτής μου. Δεν μπορούσα πια να γράψω, ούτε έναν στίχο. Σαν να είχαν σωθεί όλα εντός μου. Τσάκωνα το μυαλό μου, να γυρίζει αποκλειστικά σε αρνίσια παϊδάκια, σε μαγιονέζες και σοκολατίνες. - Έλα Μαργαρίτα, πες μου για κανένα ρόστο, έστω για μια φασουλάδα. Θυμόμουν εκείνη τη φασουλάδα που είχε φτιάξει η μαμά, κάποια πεινασμένη μέρα του Απρίλη 1942. Η πείνα, ένα χρόνο τώρα, μας είχε εξαντλήσει. Μαζεύαμε τα ψίχουλα από τα 140 δράμια ψωμί του δελτίου μέσα σ’ ένα κουτάκι κι όταν
62
Βάσω Σταματίου
ΒΑ Ρ Ο Υ Μ ?
γιατί;
οι φούρνοι δεν έδιναν ψωμί, πιπιλούσαμε εκείνα τα μουχλιασμένα σχεδόν ψίχουλα. Εγώ κι ο αδερφός μου, όλο παραμιλούσαμε για μια μυρωδάτη φασουλάδα. Ώσπου μια μέρα η μαμά, φορτώθηκε τη μηχανή Σίγγερ και πήγε στην Αριδαία, να την ανταλλάξει με την λαχταριστή φασολάδα. Ήταν πρωί και κοιμόμασταν ακόμα, όταν ήρθε απ’ το ταξίδι της. Πάντα μας έλεγε η μαμά, «μη σηκώνεστε, όσο είστε ξαπλωμένοι, πεινάτε λιγότερο». Κι εμείς καθόμασταν κάτω απ’ τις κουβέρτες, γιατί δεν είχαμε και κάρβουνα για το μαγκάλι. Ήρθε λοιπόν κι ακούμπησε στο κρεβάτι μας, τα στρογγυλά ψωμιά κι είπε. «Φάτε, ώσπου να πείτε δεν θέλω άλλο». - Φασόλια έφερες; - Έφερα παιδιά μου, έφερα. Φάτε τώρα ψωμί και το μεσημέρι θα ’χετε τη φασολάδα σας. Και τι φασολάδα Θεέ μου και με κρεμμύδι μέσα και με λάδι που είχε φέρει η καλή μαμά. Λέγαμε θα φάμε τρία πιάτα ο καθένας, αλλά και το πρώτο, με δυσκολία το τελειώσαμε. Τα στομαχάκια, είχαν ζαρώσει από τόση πείνα και δεν γινόταν να τεντώσουν άλλο. - Μαμάκα, θα μας κάνεις και αύριο φασόλια; - Κι αύριο και μεθαύριο αν θέλετε. 15 κιλά έφερα. Και καλαμπόκι έφερα και πλιγούρι έφερα και πατάτες και κρομμύδια. Κι όταν τελειώσουν, θα δούμε τι θα γίνει... Δεν έγινε τίποτα όμως, όταν τελείωσαν όλα. Το μαρτύριο της πείνας, άρχισε πάλι να μπλέκει με τα οράματα της ζεστής φασολάδας. Και τώρα, γιατί δηλαδή για δεύτερη φορά στην εφηβεία της ζωής μου, μια τέτοια τρομαχτική πείνα, μόλις δυο χρόνια μετά; Και χωρίς ίχνος ελπίδας, για ένα θαύμα μιας μαμάς κουβαλήτρας; - Έλα μαργαρίτα, λέγε... λέγε... - τα μουσκεύω από το βράδυ. Το πρωί αφού τα ξεπλύνω δυο τρία νερά τους δίνω μια βράση, και τα βάζω σε δεύτερο νερό, έτσι, για να μη γίνουν πολύ βαριά στο στομάχι. Κόβω δυο ωραία μωβ κρομμύδια. Τα κρομμύδια πάντα τα ’κοβα στο μπαλκόνι της κουζίνας, για να μη δακρύζουν τα μάτια μου. Το μπαλκόνι μου, ήταν γεμάτο γλάστρες. Εκείνες οι γαρδένιες βρε
Μιά Ελληνίδα στ
Ά υσβιτς
63
παιδί μου όλες ζήλευαν τις γαρδένιες μου. Τι τους βάζεις μου έλεγαν κι είναι έτσι καταπράσινα τα φύλλα. Αλλά και οι νεραντζούλες μου, ήταν πολύ ωραίες, με τα χρώματα σαν... - Κι αφού έκοβες το κρεμμύδι; - Α, ναι... Το ’ριχνα μέσα στην κατσαρόλα. Ώσπου να βράσουν, κατέβαινα στον κήπο κι έκοβα σέλινο. Είχα φυτέψει σέλινο, άνηθο, μαϊντανό, φασολάκια, κρομμυδάκια και μαρούλια. Σε ολόισιες γραμμές, φουντωμένα τα πράσινα μυριστικά, ήταν χάρμα να τα βλέπεις. Τα πιο όμορφα, ήταν τα μαρουλάκια. Τι σαλάτα ήταν εκείνη βρε κορίτσια... Τέτοια μαρουλάκια, δεν θα ’χετε φάει... Έλεγα να φυτέψω και καρότα, αλλά δεν μ’ άφησαν οι Γερμανοί. Στη λέξη «Γερμανοί», τα μάτια μου, έφευγαν απ’ τη Μαργαρίτα. Τι το ’θελε τώρα η ευλογημένη και το χάλαγε; - Είχα όμως ψωνίσει απ’ το μανάβη μου ολόφρεσκα καρότα -συνέχιζε ευτυχώς γρήγορα- κι αφού τα έκοβα σε λεπτές φέτες με τη ντομάτα και το σέλινο, τα ’ριχνα στην κατσαρόλα με τα μισοβρασμένα φασόλια, λάδι, αλάτι και μια καυτερή κόκκινη πιπεριά, απ’ το κήπο μου κι αυτή. Σε λίγο, τα φασόλια είχαν χυλώσει. Έπαιρνα μια κουταλιά να δοκιμάσω αν ήταν καλό το αλάτι. Η Μαργαρίτα, έκανε πως φυσάει την φανταστική καυτή κουτάλα, πως δοκίμαζε και το πρόσωπό της φωτιζόταν απ’ την ικανοποίηση. - Ναι, ήταν τέλεια όλα... Νόστιμη!!! Στον ουρανίσκο μας έκαιγε η καυτερή πιπεριά κι ο θάλαμος άχνιζε απ’ την έτοιμη για σερβίρισμα φασολάδα. Σιωπή... Ήταν σαν να καταβροχθίζαμε αμίλητες το ξέχειλο πιάτο μας. - Και μετά, να το δεύτερο πιάτο... -έκανε κοροϊδευτικά η Εύα-. Όλες γυρίσαμε ξαφνιασμένες ν’ ακούσομε. Ε, μια κι είχε δουλέψει σε κουζίνες, κάτι θα ήξερε κι αυτή από φαγητά. Κάποια σπεσιαλιτέ της Κρήτης. - Να το δεύτερο πιάτο..., ξανάπε σοβαρή, μιμούμενη την Μαργαρίτα. - Μια πιατέλα από άσπρη πορσελάνη και στη μέση ένας βαρβάτος πούτσος, ξεροτηγανισμένος. Γύρω-γύρω, αρχιδάκια με σάλτσα από τραγίσιο σπέρμα, πασπαλισμένα με τρίχες από δω...
64
Βάσω Σταματίου
ΒΑ Ρ Ο Υ Μ ?
γιατί;
Κι έκανε τη σχετική χειρονομία. Η Μαργαρίτα, έκανε ένα μορφασμό αποδοκιμασίας. - Δεν θα σας ξαναπώ τίποτα, όσο είναι αυτή μπροστά, είπε, κι έπεσε στο στρώμα της, τρέμοντας από οργή. Και πάλι σιωπή στον θάλαμο. Αλλά αυτή τη φορά, χωρίς το όραμα της φανταστικής φασολάδας. Η κάθε μια, στη σιωπή της, η κάθε μια, σε δικές της σκέψεις. Σκέφτηκα μια μέρα στο Φλόκα. Είχαμε πάει για γλυκό με τη Δέσπω. Τότε στη Θεσσαλονίκη, δεν έφερναν μια πάστα στο πιατάκι, αλλά έναν μεγάλο δίσκο με ποικιλία κι έτρωγες όσες πάστες ήθελες. Και να ξαφνικά μια ανεπιθύμητη φιληνάδα, πολυλογού και φιγουρατζού. Την ξέραμε ότι κάνει πολύ την μη μου άπτου και τη σιχασιάρα. Κάθισε απρόσκλητη στο τραπέζι μας και πήρε στο πιάτο της, δυο πάστες, λέγοντας τις βλακείες της. Και τότε, σαν συνεννοημένες, εγώ και η Δέσπω, αρχίσαμε τον ύμνο των γλυκών της, με αισχρολογίες. Τη ζάχαρη, την έλιωσαν με κάτουρο. Τη σοκολάτα την ανακάτωσαν με σκατό. Τα νεραντζάκια, ήταν κακαράντζες κατσίκας. Τα βυσσινάκια, ρόγες από γουρούνια. Και άλλα τέτοια, ό,τι μας κατέβαινε στο κεφάλι. Η φιληνάδα, κρατούσε το κουτάλι μετέωρο και ένας σπασμός αηδίας, είχε σταματήσει στο πρόσωπό της. Πλήρωσε κι έφυγε, χωρίς ούτε για σας να πει. Εμείς, φάγαμε φυσικά τις πάστες της, που μας φάνηκαν και νοστιμότερες απ’ τις δικές μας. Η σιχαμάρα, είναι συνήθως χαρακτηριστικό του χορτασμένου. Δεν τρώει, λέει, ταραμοσαλάτα, μελιτζανοσαλάτα κι ό,τι λιωμένο, γιατί του θυμίζει ευκοιλιότητα. Μα και βέβαια, δεν πείνασε, δεν σκάλισε σε σκουπίδια, δεν γιόρτασε μ’ ένα μουσκεμένο σε βρωμόνερα ξεροκόμματο. Σιχαίνονται, γιατί δεν υποψιάζονται τι ατρόμητες διαταγές, μπορεί να δώσει ένα στομάχι αδειανό, που μετακομίζει στη θέση του εγκεφάλου και εξουσιάζει όλες τις ανθρώπινες λειτουργίες. Δεν μπορούν να ξέρουν την τυφλή δύναμη μιας κοιλιάς που γουργουρίζει, ζητώντας να της ρίξουν κάτι, έστω σάπιο, έστω σιχαμερό, αλλά κάτι. Και γι’ αυτό το κάτι, ν’ αφιερώνουν ώρες σκέψης, σκέψεις κατευθυνόμενες απ’ αυτό το παντοδύναμο στομάχι, που κυριεύει και ισοπεδώνει το μυαλό. Σι-
Μιά Ελληνίδα στ
Ά υσβιτς
65
χαίνονται, βολεμένοι στην αφθονία τους, στην κατανάλωσή τους. Δεν θέλουν αυτό, υπάρχει όμως το άλλο. Δαγκώνουν αυτό, τ’ αφήνουν για το άλλο. Κι ο άλλος δεν τρώει εκείνο το δαγκωμένο, γιατί έχει το άλλο, το ολόκληρο, μα κι αυτό το ολόκληρο, δεν ήταν σαν το άλλο, που έφαγε κάπου αλλού. Ας μείνει λοιπόν κι αυτό, αφού υπάρχει το άλλο. Τώρα, όσοι νιώθουν σιχαμάρα, με το δεύτερο πιάτο της Εύας, δεν ξέρω τι παραπάνω θα νιώσουν, αν τους βεβαιώσω, ότι πολύ ευχαρίστως θα καταβροχθίζαμε αυτόν τον απίθανο μεζέ, φτάνει να τον είχαμε κείνη την ώρα, έτσι τραγανιστόν και μυρωδάτον, να γοητεύει τα άρρωστα στομάχια μας. - Βολευτείτε τώρα με την ταράνα, πουτανίτσες μου, -συμπλήρωσε η Εύα-, ξεχωρίζοντας το θόρυβο στο διάδρομο, απ’ το καζάνι που ερχόταν να ξεγελάσει την πείνα μας, με τον περίεργο ζωμό των μαύρων σκουληκιών. «Γιατί βρε αδερφέ, δεν μας βάζουν κάπου να τους δουλέψομε; Αν δουλεύαμε, ίσως θα μας έδιναν και κανένα κομμάτι ψωμί». Αυτές οι φράσεις τριγυρνούσαν από στόμα σε στόμα. Να τους δουλέψομε βρε αδερφέ... Όλες τις δουλειές μπορούμε να τις κάνουμε. Τι διάβολο, νέα κορίτσια είμαστε. Η μια, κοίταζε την άλλη, λες κι αυτή η άλλη, ήταν η αρμόδια, για να δοθεί το σύνθημα «δουλειά» κι αμέσως έπειτα, «ψωμί», «ψωμί», «ψωμί». - Να προσέξετε κορίτσια -είπε η Μαργαρίτα-, όταν μας μοιράσουν ψωμί, να μην το φάτε απότομα, γιατί θα κάτσει στο στομάχι σας σαν πέτρα. - Να το τρώτε σιγά-σιγά. Να το καλομασάτε και να το καταπίνετε σε μικρές δόσεις. - Εν τάξει Μαργαρίτα, αλλά πότε θα μας δώσουν λίγο ψωμάκι; - Να, μόλις θα μας πάνε για καμιά δουλειά. - Αλήθεια, ρωτάμε τον Ράντοβαν; Κάτι θα ξέρει αυτός. Αν τον πετυχαίναμε σε μια στιγμή που δεν θα ήταν στα νεύρα του, ποιος ξέρει, ίσως να βγάζαμε κάτι. Συμφωνήσαμε να τον ρωτήσει η Χρυσούλα, που ήξερε να φέρνει
66
Βάσω Σταματίου
ΒΑ Ρ Ο Υ Μ ?
γιατί;
βόλτα τους φύλακες. Κι η Χρυσούλα, τα κατάφερε για άλλη μια φορά, να βγάλει είδηση. Είδηση ψυχρολουσία όμως. «Νέμα ραμπότα, νέμα χλέπα». Ούτε δουλειά, ούτε ψωμί, στην Μπάνιτσα. Βολευτείτε με την ταράνα, πουτανίτσες μου, όπως είπε η Εύα. Τίποτα δεν μπορούσε να μας αποτραβήξει, από τη σκέψη της πείνας μας, για περισσότερο από πέντε λεπτά. Ούτε η πατρίδα, ούτε οι αγαπημένοι, ούτε η ομορφιά των αναμνήσεων, ούτε οι καυγάδες μας για τιποτένιες αιτίες. Όλα έμοιαζαν άχρωμα κι ασήμαντα, ανίκανα να απασχολήσουν το μυαλό μας, για πολύ. Η κεντρική σκέψη, σαν βαρύς σιδερένιος στύλος, είχε σφηνωθεί στο κέντρο της ύπαρξής μας. Στην κορυφή του, ανέμιζε μια σημαία, πιο μαύρη κι από τον αγκυλωτό σταυρό κι η μαυρίλα της, άγγιζε τα μάτια μας, γλιστρούσε στο σώμα μας, λιποθυμούσαμε, χανόμασταν, έτσι άδοξα να πεθάνουμε, τουλάχιστον να ’ταν στο μεθύσι μιας μάχης, τουλάχιστον να ’ταν μ’ ένα «ούρα» παραφροσύνης, νάταν μέσα σε κίνηση τέλος πάντων, όχι έτσι πεσμένες στις κουβέρτες, πιο ακίνητες κι από τα σχέδια του μωσαϊκού στο πάτωμα, νεκρές, χωρίς ακόμα να ’μαστε νεκρές. Η δεύτερη μερίδα της ταράνας, είχε καταργηθεί. Η φυλακή, είχε ξεχειλίσει από κρατούμενους. Οι Γερμανοί, μάζευαν, μάζευαν ψυχές, που αφού δεν τους ήταν χρήσιμες, ας πέθαιναν, με όποιον τρόπο νάτανε. Ούτε θα χαλάλιζαν τα ωραία τους τρόφιμα, γι’ αυτές τις επαναστάτριες. Μια Σερβίδα, που ήταν φαίνεται σπουδαία παρτιζάνα, την είχαν ξεθεώσει στις ανακρίσεις και την πίεση να γίνει όργανό τους. Κάθε φορά που η Μάμιτσε γύριζε στο θάλαμο, δαρμένη, ματωμένη, διηγιόταν στις συντρόφισσές της, αυτά που της ζητούσε ο διοικητής. Την άκουγα και εγώ και την καταλάβαινα καλά, γιατί η Μάμιτσε, μιλούσε αργά και καθαρά. Θα την έβαζε στο προνομιούχο δωμάτιο, θα της έδινε πρωινό με ψωμί, βούτυρο, μαρμελάδα. Το μεσημέρι, κρέας και σαλάτα, καφέ, όσο ήθελε και για βραδινό, χορτόσουπα ή μακαρόνια ή πιλάφι ή ό,τι άλλο ήθελε. Φτάνει να το έλεγε, αυτά που της ζητούσε, για την οργάνωση της ομάδας που τον τρόμαζε και που είχε ορκιστεί, να παραδώσει τρόπαιο, στον αχόρταγο δίσκο του Φύρερ, που ζητούσε, ζητούσε διαρκώς
Μιά Ελληνίδα στ
Ά υσβιτς
67
ονόματα, για να τα μεταβάλει σε ανώνυμα θύματα. Η Μάμιτσε όμως, δεν έδινε ονόματα στον μεσολαβητή του Χίτλερ. Ήταν καταδικασμένη σε θάνατο «υπό δοκιμήν». Αυτό το «υπό δοκιμήν» ήταν, μια σειρά ακόμα από βασανιστήρια και ανακρίσεις, ύστερα από κάποιο διάστημα, πείνας και αδράνειας. Έπαθλο, το κρέας... Τι αστείο... Το σάπιο βρωμοκρέας τους, αντάλλαγμα της ζωντανής σάρκας των συντρόφων της Μάμιτσε... Χα... Την άκουγα και όχι, δεν είναι αστείο, ζήλευα. Ζήλευα, γιατί εμένα με είχαν μαντρώσει έτσι γρήγορα και δεν είχα προφτάσει να προσφέρω υπηρεσία θετικότερη στην οργάνωση, ώστε να κρατάω μυστικά του αγώνα, που να μην μπορούν να τα αποσπάσουν, οποιεσδήποτε ανακρίσεις και βασανιστήρια. Νόμισα ότι με λίγα κουπόνια της ΕΠΟΝ, στην τσέπη, έγινα αγωνίστρια. Σκατά ήμουν... Να εδώ, το μεγαλείο της αυτοθυσίας, που σερνόταν απανωτά στα υπόγεια της Μπάνιτσε και βασανιζόταν τόσο, όσο να μπορεί να παραμένει ζωντανή και τα μυστικά, μένανε μυστικά, καλά παραχωμένα στο μυαλό της Μάμιτσε, που κι αν το θρυμμάτιζαν ακόμα, δεν θα μπορούσαν να τα αποκρυπτογραφήσουν. Ξαναθυμόμουν την ανάκρισή μυ, στην S.D. - Ποιος σου είπε να πας στην διαδήλωση της 25ης Μαρτίου; Έλεγε ο διερμηνέας. - Κανένας. Μόνη μου πήγα. Το λαστιχένιο μαστίγιο του Γερμανού, χάραζε τα μπράτσα μου. - Ποιος ήταν μαζί σου, όταν ξεκινήσατε; Για την διαδήλωση; - Δεν ξέρω... Δεν είδα. - Είσαι κουμμουνίστρια; - Τι σημαίνει αυτό; Άγριο ξύλο... - Μας κοροϊδεύει κιόλας η βρωμιάρα, είπε ο διερμηνέας. Ίσως δεν ήμουν και τόσο σκατά. Ο χρόνος μου, σήμανε πολύ γρήγορα στοπ. Γιατί να με μαντρώσουν έτσι γρήγορα; Να κάθομαι τώρα και να σκαλίζω τα νύχια μου και να μην έχω, έστω αυτήν την ικανοποίηση της Μάμιτσε, την προσφορά ενός πλούσιου γεύματος, για να τους το πετάξω στα μούτρα...
68
Βάσω Σταματίου
ΒΑ Ρ Ο Υ Μ ?
γιατί;
- Εγώ, είπε η Εύα, θα τους έλεγα μπούρδες και θα μάσαγα τα βούτυρα και τις μαρμελάδες. Ως που να ψάξουν να βρουν άκρη, θα είχε στυλώσει το αντεράκι μου, που γουργουρίζει το άτιμο, χειρότερα από κρυωμένο πισινό. Για δες μια λογική... Αν το καλοσκεφτείς, έτσι κι αλλιώς χαμένη να πεις είμαι, στάσου να φάω και μετά, δεν πα να με σκοτώσουν... Χάρη θα μου κάνουν, να συντομέψουν τα μαρτύρια. Εγώ όμως, θα έχω πάει χορτάτη στον άλλο κόσμο. Α ρε Εύα... Το στόμα της Εύας, βρήκε έδαφος μια μέρα, για να αραδιάσει τα μαργαριτάρια του. Μια μουνόψειρα... Ναι... Πάνω στα ρούχα μιας Σερβίδας, είχε βρεθεί μια μουνόψειρα. Την είχαν φέρει οι Κρητικές; Ή οι άλλες; Και ποια ακριβώς τις είχε; Κοίταξα κι εγώ, όπως όλες, αυτό το περίεργο μαμούνι. Δεν ήταν πιο μεγάλο από τις κοινές ψείρες, μόνο που είχε τα πόδια στα πλάγια πιο πεταχτά και μεγάλα. Ναι, λέγαν τα κορίτσια, είναι μουνόψειρα. Δεν ήταν όμως πρόβλημα, που μπορούσε να λυθεί, από μας τις ίδιες, σαν το κουτάκι της Τουλάρας. Η Σάια, είπε να το αναφέρουν στη γιατρίνα, που περνούσε πότε-πότε, να δει τις άρρωστες. Δεν υπήρχε άλλη λύση. Η γιατρίνα, ήταν μια ήμερη γυναίκα, πολύ ευσυνείδητη στην δουλειά της κι αν δεν της διέθεταν, όσα φάρμακα χρειαζόταν για τις άρρωστές της διέθετε, άφθονα τρυφερά λόγια συμπάθειας και συμπαράστασης από τον δικό της εσωτερικό πλούτο. Κρατούμενη κι αυτή, επιτηρούμενη κι αυτή, αλλά όταν η δροσερή της παλάμη ακουμπούσε στα φλογισμένα μάγουλα, η άρρωστη αναλυόταν σε δάκρυα ευγνωμοσύνης και την ένιωθε σαν ένα ανώτερο πλάσμα, που μπορούσε να της δώσει την γιατρειά, με μόνο φάρμακο τα μαγικά της δάχτυλα. Η γιατρίνα, κουβέντιασε με τη Σάια και σε λίγο η βοηθός της, είχε μια κατσαρόλα ζεστό νερό, σαπούνια και ξυράφια. Με την επίβλεψη ενός φύλακα, πού κλείδωνε και ξεκλείδωνε, η βοηθός, έπαιρνε πέντε γυναίκες και τις συνόδευε στην τουαλέτα. Εκεί, τις ξύριζαν τα απόκρυφα και η γιατρίνα, έψαχνε τη σάρκα, για να βρει τα απαίσια ζωύφια.
Μιά Ελληνίδα στ
Ά υσβιτς
69
Θα ’χαν βγει, καμιά εικοσαριά γυναίκες, όταν η γιατρίνα, αμίλητη, πήρε τις σαπουνάδες και τα ξυράφια της κι έφυγε. Δεν μάθαμε κι ούτε θέλαμε να μάθουμε τίποτα. Η Εύα, όμως, το γλέντησε με την ψυχή της. Η μουνόψειρα αυτή, έγινε βεντέτα, σούπερ σταρ των διηγήσεών της, για αρκετές μέρες. Αρχές του Ιούνη, μας μετέφεραν σε θάλαμο της πρόσοψης, στον πρώτο όροφο. Μα αυτό, δεν ήταν θάλαμος, ούτε θύμιζε σε τίποτα τα κελιά των φυλακών. Δεν ξέρω για ποια χρήση, είχε χτιστεί αυτό το κτίριο της Μπάνιτσας. Αυτή η αίθουσα πάντως, πρέπει να είχε γίνει για συναυλίες, για χορούς ή για θεατρικές παραστάσεις. Πέντε μεγάλα παράθυρα, έβλεπαν στην αυλή με την κεντρική πύλη της εισόδου, όπου, ένα σωρό Γερμανοί οπλισμένοι, πηγαινοέρχονταν ασταμάτητα. Δεξιά κι αριστερά από την πύλη, οι πύργοι ελέγχου, πιο ψηλά από τον μαντρότοιχο, με έναν Γερμανό στο πολυβόλο κι έναν στον προβολέα που γύριζε ασταμάτητα τις νύχτες, ψάχνοντας, πότε τα παράθυρα του κτιρίου, πότε τον δρόμο, έξω από αυτό. Ο ψηλός μαντρότοιχος, με τα γυαλιά και τα συρματοπλέγματα στην καμπούρα του και στις δυο γωνίες, εκεί που ο μαντρότοιχος έστριβε, για την ανατολική και δυτική πλευρά του, άλλοι δυο πύργοι ελέγχου, με τα πολυβόλα και τους προβολείς τους. Χρειάστηκαν πολλές παρακλήσεις κι ευχαριστίες, για να κατορθώσω να πλησιάσω, έστω για λίγο, ένα από τα μεγάλα παράθυρα και να ξαναδώ την μεγάλη πύλη, απ’ όπου είχα μπει μια νύχτα στην Μπάνιτσα. Κατά μήκος των παραθύρων και απέναντι απ’ αυτά, τα καθισμένα ή ξαπλωμένα κορμιά, ξεπερνούσαν τα εκατό. Παρ’ όλα τα παράθυρα, μια μυρωδιά ξυνίλας, γέμιζε την ατμόσφαιρα. Η βοή από τις φωνές τόσων γυναικών ήταν κάτι που σου τσάκιζε το μυαλό. Τι ωραία ήταν στον πρώτο θάλαμο με τις τριανταπέντε γυναίκες, που όταν έλεγαν «καληνύχτα» και απαντούσαν «λάκα νότσε» ήξερες, πως θα γίνει ησυχία και θα κοιμηθείς.
70
Βάσω Σταματίου
ΒΑ Ρ Ο Υ Μ ?
γιατί;
Εδώ, δεν γινόταν σιωπή, ούτε για μια στιγμή. Ακόμα και στην βαθιά νύχτα, όταν οι προβολείς των πύργων, φώτιζαν σε γοργά χρονικά διαστήματα, το πάνω μέρος των τοίχων, άκουγες να μιλάνε, να τσακώνονται να χαχανίζουν, να βγάζουν φλέγματα να φτύνουν και να πηγαινοέρχονται ακόμα πάνω κάτω, όσες δεν είχαν ύπνο, να πατάνε καθώς δρασκέλαγαν τα ξαπλωμένα κορμιά, για να δεχθούν την επίθεση των πατημένων. Δεν υπήρχε τίποτα σε αυτήν την πελώρια αίθουσα, που να θυμίζει την οικογενειακή ατμόσφαιρα του πρώτου θαλάμου. Ακόμα κι οι δικές μας Σερβίδες, που επί δυο μήνες ήμασταν έτσι κοντά, βρέθηκαν στην άλλη άκρη σχεδόν της αίθουσας, μακριά μας, αφού εκεί υπήρχε κάποιο άνοιγμα για να ακουμπήσουν. Η Μπόσσα, μου έκανε απεγνωσμένες χειρονομίες να με καλεί κοντά της. Είχε χώρο, να πάμε εκεί. Πήγα να δω τι χώρος υπήρχε. Μα ήταν ζήτημα αν μπορούσαν να χωρέσουν τέσσερις γυναίκες. - Έλα, μου έλεγε η Μπόσσα, έλα, έλεγε και το τσουλούφι της. Πάρε την Τούλα, την Μαίρη, την Μαργαρίτα κι ελάτε εδώ. Χωράτε. - Κοκκοράκι, δεν γίνεται αυτό που λες. Δεν θα χωρίσουμε από τις συμπατριώτισσες. Δεν πειράζει, θα ερχόμαστε να σας κάνουμε επίσκεψη συχνά. Και πραγματικά, σαν επίσκεψη, σαν εκδρομή, ήταν η κάθε φορά που λέγαμε «πάμε στην Σάια»; Ήταν σα να λέγαμε «πάμε στην Αρετσού; Εκεί, έχει καθαρό αέρα και φρέσκο ψαράκι». Κι αλήθεια καθαρός αέρας ήταν αυτή ιδιαίτερη αγάπη των καλών κοριτσιών κι ήταν σαν φρέσκο ψαράκι νόστιμα, τα μικρά πράγματα που μας κερνούσαν, αφού τώρα πια δεν υπήρχε το τσούρμο πίσω μας. Ένιωθα λίγο ένοχη, καθώς η μαργαρίτα, μάσαγε γρήγορα τη βουκίτσα του παξιμαδιού. - Κοίτα, μην πεις πως μας έδωσαν παξιμάδι... μου ’λεγε. Τίναξε τα ψίχουλα από την μπλούζα σου, να μην φαίνονται. Κι εγώ, μάσαγα γρήγορα κατάπινα, γρήγορα, τίναζα τα ψιχουλάκια κι ήμουν έτοιμη, φορτωμένη τις ενοχές μου, να αντικρύσω τα βλέμματα των άλλων, που ρωτούσαν.
Μιά Ελληνίδα στ
Ά υσβιτς
71
- Σας κέρασαν τίποτα; - Μπα... τίποτα.... τίποτα. Τα κόκκινα από τον πυρετό μάτια της Τούλας, με κοίταξαν με ερωτηματικά ελπίδας. Ναι, έχω μικρό μου, μια βουκίτσα και για σένα, αλλά όχι τώρα. Η Τούλα, κουκουλωνόταν με την κουβέρτα της, μαντεύοντας πως θα της χώσω την πολυπόθητη βουκίτσα, για να την μουλιάσει με το πικρό σάλιο της και να την στείλει έτσι, χωρίς θόρυβο στο άδειο στομάχι της, κάτω απ’ την κουβέρτα που σκέπαζε και τις δικές της ενοχές. Μια μέρα όμως, η Τούλα, δέχτηκε ένα κομμάτι κέικ, που η Σάια μου το ’δωσε αποκλειστικά γι’ αυτήν. Αφού το είχε στείλει συστημένο η Σάια, μπορούσε να το φάει ελεύθερα. Βολεύτηκε καλά, ακουμπώντας στον τοίχο, χωρίς να προσέχει τα κορμιά που βολεύονταν γύρω της και δάγκωσε. Οι μαύρες μπούκλες της Κατίνας, έριχναν τη σκούρα σκιά τους, πάνω στο ξανθό κομμάτι του κέικ. Τα διεσταλμένα ρουθούνια της Όλγας έτρεμαν, από πόθο να πλησιάσουν την μυρωδιά της βανίλιας. Τα δάχτυλα της Νίκης, περπατούσαν, σαν καβούρια στην άμμο, με τις δαγκάνες έτοιμες. Είδα το κακό που πλησίαζε. Μ’ ένα πήδημα, βρέθηκα όρθια. Άρπαξα απ’ τα μαλλιά τις πρώτες δύο, μετά κι άλλες δυό κι άλλες δυό και τις ξάπλωσα προς τα πίσω, ελευθερώνοντας την απόσταση απ’ το κέικ και δίνοντας χρόνο στην Τούλα, να δαγκώσει πάλι. - Τελείωνε λοιπόν ηλίθια... της φώναξα οργισμένη, ενώ οι άλλες σηκώνονταν απειλητικές, με τα κοφτερά δόντια της πείνας τους, έτοιμα για να με τραγανίσουν. Μόλις είχαν προφτάσει να πέσουν πάνω μου, κι η πόρτα, άνοιξε. Ο Ράντοβαν, στάθηκε λίγο ακίνητος, σα να ζύγιαζε το ταμπλώ βιβάν, σα να προσπαθούσε απ’ τις στάσεις και την έκφραση της κάθε μιας, ν’ ανακαλύψει τις πλάτες, που θα δέχονταν τις βουρδουλιές του κι όρμησε. Έκλεισα τα μάτια και θυμήθηκα την πρώτη έφοδο, στον πρώτο θάλαμο, όταν, μόνη, όρθια, κοντά στην πόρτα, έβλεπα το θηρίο να με προσπερνάει, χωρίς να με κατασπαράζει. Δεν είχα αισθανθεί τότε κανέναν φόβο, πράγμα ακατανόητο και δεν αισθανόμουν και τώρα, τίποτα απ’
72
Βάσω Σταματίου
ΒΑ Ρ Ο Υ Μ ?
γιατί;
αυτήν την παγωνιά, που παραλύει τα άκρα και το νου. Γιατί δεν τον φοβόμουν; Τι ήταν αυτό που μ’ έκανε να στέκω ορθή και να τον κοιτάω κατάφατσα, χωρίς να τρέμω; Ήμουν αποφασισμένη για το ξύλο που θα ’πρεπε να δεχτώ, αφού όλα έδειχναν, πως εγώ ήμουν ο στόχος των γυναικών, που είχαν πέσει πάνω μου; Ή ήμουν ήρεμη, πιστεύοντας σε μια θεία επέμβαση, που θα δικαίωνε την αθωότητά μου; Ή δεν ήταν τίποτα απ’ τα δύο κι ήταν μόνο, μια ανεξήγητη διαίσθηση, πως απ’ τον Ράντοβαν, δεν κινδύνευα, ούτε εγώ μα ούτε και καμιά άλλη, αν βέβαια, δεν υπήρχε σοβαρό αδίκημα; Τούτος ο οργισμένος πάντα γίγαντας, δεν είχε τραβήξει ποτέ γυναίκα στην αναφορά, δεν είχε παραδώσει ποτέ, στα δολοφόνα χέρια του Διοικητή, κρατούμενη, για μια μικροσυμπλοκή. Είχε τη φήμη δημίου, αλλά αν ονομάζεται κανείς δήμιος, για τις βουρδουλιές και τις αγριοφωνάρες μόνο, τότε, δήμιοι ήταν, όλες αυτές οι γυναίκες, οι αδερφές μου, που τ’ άγρια ξεφωνητά του σαλεμένου νου τους, ζητούσαν το κέικ της ανήμπορης Τούλας κι όλες οι βουρδουλιές τους, σφυρίζοντας μέσα στο θολό βλέμμα τους, είχαν ήδη πέσει με λύσσα, στο σώμα μου και στην ψυχή μου. Ένιωθα, δαρμένη, καταπληγωμένη απ’ αυτές κι ας είχαν σταματήσει τα μαστίγια, μόνο μέσα στα μάτια τους. Ένα πράγμα μ’ ένοιαζε εκείνη τη στιγμή. Η Τούλα. Αν χτυπούσε κανείς την Τούλα, μα ο Ράντοβαν ήταν, μα οι αδερφές μου ήταν, τα νύχια μου, είχαν σκληρύνει, τα ’νιωθα σαν καρφιά, σαν σφυριά, σαν όγκους μπετόν, έτοιμα να σκοτώσουν. Κι ο Ράντοβαν, όρμησε. Μπήκε ανάμεσα σ’ εμένα και στις καθισμένες γυναίκες. Κοίταξε άγρια, όλα τα πρόσωπα και μου ’δωσε μια ελαφριά σκουντιά, κάνοντάς με να πέσω πλάι στην καθισμένη Τούλα. Ήταν σαν να μου ’λεγε: Ε, όχι δα να στέκεσαι και όρθια πάντα... άντε κοντά στη συνεταίρα σου. Ξανακοίταξε, μια τις δυο μας και μια τις άλλες, χωρίς να λέει τίποτα κι έπειτα με μια κραυγή που έτριξε στους τοίχους, φώναξε: -«Τούαλετ...» Μια καινούργια φιληνάδα, μπήκε στην καρδιά μου, γλυκαίνοντάς την με το τραγούδι της.
Μιά Ελληνίδα στ
Ά υσβιτς
73
Όσο καλά κι αν τραγουδούσαμε οι άλλες, η Ρόζα, ήταν η φωνή που ακινητοποιούσε. Οι ανάσες σταματούσαν, οι καυγάδες μαλάκωναν, η φυλακή γινόταν παραμυθένιο παλάτι, όταν η Ρόζα τραγουδούσε, αυτοσχεδιάζοντας. Έκλεινα τα μάτια στο μισοσκόταδο και ρουφούσα την εξαίσια φωνή. Οι προβολείς συνέχιζαν το ρυθμικό πέρασμά τους, στους γυμνούς τοίχους ασταμάτητα, όπως οι μέρες διαδέχονται τις νύχτες οι νύχτες, διαδέχονται τις μέρες, η ζωή δεν σταματάει το δρόμο της, το θαύμα του σύμπαντος, εδώ, σ’ αυτή την αίθουσα των συναυλιών, τα κοριτσίστικα κορμιά, ένα με τη γη, να κουνιούνται ρυθμικά, σαν την ακούραστη κίνηση των ωκεανών, η κυοφορία, η ανάπλαση, ο θαυματουργός λόγος του δημιουργού στον αιώνιο κύκλο της Φύσης, γη, νερό, αέρας, φωτιά, άνοιξη, καλοκαίρι, φθινόπωρο, χειμώνας. Και το σκεπτόμενο ζωντανό, αφέντης και υπόδουλος του θαύματος, αφομοιευτής κι αφομοιούμενος, εξολοθρευτής κι εξολοθρευμένος, η σκεπτόμενη κίνηση, μέσα στην αυτοματοποιημένη κίνηση, χωρίς να μπορεί να σταματήσει τίποτα, να μην μπορεί να χουφτώσει μια μοναδική στιγμή και να την κρατήσει για πάντα. Η νύχτα, θα διαδεχτεί τη μέρα και πάλι, η αγωνία τη γαλήνη, ο φόβος της φθοράς, την πληρότητα μιας ανάτασης. Η Ρόζα τραγουδούσε αυτά τα πάντα. Για τον κύκλο της Φύσης που δεν τελειώνει. Για τον κύκλο του Ανθρώπου, που τελειώνει. Σε παράσερνε σε αντιθέσεις που συγκρούονταν, για να καταλήξει πάντα, μα πάντα στο τέλος, σ’ ένα τρέμουλο αναφιλητού, που ξεθώριαζε, ξεθώριαζε, ως που να εξαφανιστεί, χωρίς ν’ αφήσει ένα ίχνος, από τις τόσες διαφορετικές στιγμές της ανθρώπινης ζωής. Η φθορά, ερχόταν να διαλύσει, όλα τα προηγούμενα συναισθήματα. Η φθορά, ήταν το κλείσιμο, στο ηχητικό σύμπαν της Ρόζας. Μια πικρή γεύση ντελβέ, κατακάθονταν στο στόμα μου, κάθε φορά που οι τελευταίες στιγμές της φθοράς και της εξαφάνισης, ακούμπαγαν την καρδιά μου. Είχα περάσει τόσα μαγευτικά μονοπάτια, τέτοιες μεγαλειώδεις καμάρες, γιατί πάντα μου άφηνε, έναν τέτοιο πικρό ντελβέ, αυτή η μικρή ανεπαίσθητη κουκίδα του τέλους; Κι όμως, την ίδια κιόλας στιγμή, που έβλεπα τους προβολείς να
74
Βάσω Σταματίου
ΒΑ Ρ Ο Υ Μ ?
γιατί;
περπατούν στους τοίχους, να χάνονται, να ξανάρχονται, εκατομμύρια φορές, ήξερα πως κι η μια, η μοναδική ανθρώπινη ζωή που χάνεται, είναι μέρος του κύκλου της φύσης, χιλιάδες ζωές χάνονται, άλλες όμως ξεπηδάνε και συνεχίζουν το θαύμα της δημιουργίας, αυτά μας τα ’παν τόσοι δάσκαλοι σοφοί. Αυτό που δεν μας είπαν, είναι, πως εύχεσαι ν’ ακούς πάλι και πάλι το πικρό σου τέλος, αρκεί να κάνεις τη χιλιόμορφη διαδρομή, μέσα απ’ τα μαγικά κανάλια της Ρόζας, που τραγουδάει. Ήταν ξανθή, από κείνες τις άσπρες ξανθές, που η άσπρη τρίχα έχει απλωθεί στα φρύδια και στα ματοτσίνορα. Η απορία της Εύας βέβαια, ήταν, αν και στ’ απόκρυφα, είχε το ίδιο χρώμα τρίχες και δεν έβλεπε την ώρα, που θα μας κατέβαζαν στον κλίβανο, για να δει τη Ρόζα γυμνή. Η ασπρορόζ επιδερμίδα της, την έκανε να φαίνεται πάντα σαν να ντρεπόταν για κάτι. Σα σχολιαροκόριτσο, στο πρώτο της ποίημα. Δεν μιλούσε πολύ. Χαμογελούσε όμως σε όλες. Αυτό το χαμόγελο, μου έδωσε το θάρρος να την πλησιάσω και να την παρακαλέσω να μυ γράψει τα λόγια, κάποιου τρυφερού, ερωτικού τραγουδιού. »Σέρτσε πλάτσε, σέρτσε γκόρκο πάτι... Αχ, ζάρμπε σούζα, νέμα λιούμπα βι...» Γίναμε φίλες, χωρίς να μιλάμε. Η θέση της Ρόζας, ήταν σ’ ένα απ’ τα παράθυρα της πρόσοψης. Κοντά-κοντά τα κεφάλια μας, έβλεπαν τους Γερμανούς στην αυλή, την ατσάκιστη κίνησή τους, τις φωνές τους, τα τζιπ που μπαινόβγαιναν απ’ την πύλη, τις χαιρετούρες τους και πολλές φορές, τις κλειστές κλούβες, που δεν ξέραμε, αν είχαν έναν, ή τριάντα μέσα. Κοιταζόμασταν τότε με τη Ρόζα και τα μάτια μας γυάλιζαν απ’ τα δάκρυα, που δεν έτρεχαν. Δίπλα στη Ρόζα, ήταν μια μάνα με την κόρη της. Σχεδόν όλη μέρα, αυτή η μάνα, χτένιζε κι έκανε διάφορες χτενισιές, στα όμορφα, μακριά μαλλιά του κοριτσιού της. Χαζεύαμε μαζί με τη Ρόζα, τη δεξιοτεχνία της, μα και την υπομονή του κοριτσιού, να κάθεται τόσες ώρες, να της πασπατεύουν το κεφάλι. Είχαν όλες πάρει μυρωδιά το ψώνιο τους κι άλλη της έφερνε κορδελίτσες, άλλη χτενάκια, άλλη τσιμπιδάκια, φιλέδες, φτερά κι ότι άλλο μπορούσε να μπει στο κεφάλι του κοριτσιού. Μέχρι βελόνες πλεξίματος καρφώθηκαν για μια γιαπωνέζικη κόμμωση. Το πιο πρωτότυπο όμως, ήταν μια πλεξούδα. Την ξεκινούσε πάνω
Μιά Ελληνίδα στ
Ά υσβιτς
75
από τ’ αυτί, έπαιρνε λίγα μαλλιά σε κάθε στρίψιμο και την συνέχιζε να κάνει ένα γύρο πάνω στους ώμους, την έφερνε ως το άλλο αυτί και τη συνέχιζε σαν φωτοστέφανο, πάνω απ’ το κεφάλι. Τέτοια χτενισιά, δεν είδα ποτέ στην Ελλάδα. Δοκίμασα κι εγώ στο πειθήνιο κεφάλι, το παράξενο χτένισμα, χωρίς όμως επιτυχία. Μια μέρα όμως, το κορίτσι, έμεινε ξεχτένιστο. Πήραν πρωί-πρωί τη μάνα, για ανάκριση, χωρίς να προφτάσει η δόλια, να κάνει την καθημερινή ιεροτελεστία, στο κεφάλι του παιδιού, που έμεινε, ως το μεσημέρι, με κρεμασμένα χέρια και μάτια απλανή, καρφωμένα στην πόρτα, περιμένοντας την επιστροφή της. Είχε μπει στην αίθουσα, ένας δεσμοφύλακας κοντόχοντρος, που φώναξε τ’ όνομά της και της είπε να ετοιμαστεί. Σε πέντε λεπτά, ξαναγύρισε κι όταν εκείνη του είπε, πως ναι, ήταν έτοιμη, ο κοντόχοντρος, πήρε στην πόρτα και φώναξε, Μαξ... κι ύστερα πιο δυνατά. Μαξ... Στο άκουσμα αυτού του ονόματος, αναστατώθηκα τόσο, που εν έβλεπα τίποτα γύρω μου. Τρεις μήνες τώρα, δεν το είχα σκεφτεί καθόλου κι ούτε το είχα αναφέρει σε κανένα κορίτσι. Και να τώρα, η σκηνή της σύλληψής μου, που η σκέψη της τώρα, με ανατρίχιαζε, όσο, δεν με είχε ταράξει τότε. Χτύπησε το κουδούνι. Έλα, μου φώναξε η μητέρα μου, σε ζητάει μια κοπέλα. Δεν την ήξερα αυτήν την ψηλή ξανθιά. - Θά ’ρθεις, μου λέει, για μια ανάκριση στη Γκεστάπο. - Και ποια είσαι εσύ, που θέλεις να ’ρθω μαζί σου χωρίς να σε ξέρω; - Έχω εντολή να σε πάρω μαζί μου. Φόρεσε το παλτό σου και πάμε γρήγορα, με περιμένουν. - Ούτε το παλτό μου βάζω, ούτε έρχομαι μαζί σου. Χαίρετε... και της έκλεισα την πόρτα κατάμουτρα. Το διαμερισματάκι που ζούσαμε στην Τσιμισκή, ήταν στον έκτο όροφο. Άνοιξα λίγο το τζαμωτό παραθυράκι που είχε η πόρτα. Η ξανθιά, είχε πάει στη σκάλα. Είδα τα μισά οπίσθιά της και τις όμορφες γάμπες που χτύπαγαν νευρικά η μια την άλλη, κάνοντας τις μεταξωτές κάλτσες, να τρίζουν στη σιωπή της πολυκατοικίας. Το άλλο μισό της
76
Βάσω Σταματίου
ΒΑ Ρ Ο Υ Μ ?
γιατί;
σώμα, είχε σκύψει στο κενό που σχημάτιζαν οι σκάλες των έξη ορόφων. - Μαξ... φώναξε. Κι έπειτα, πιο δυνατά, Μαξ... Ξανάκλεισα το τζαμάκι και περίμενα το καινούργιο χτύπημα στην πόρτα. Δεν ένιωθα τίποτα, πέρα από ένα ψάξιμο καθησυχαστικών φράσεων, στην αγωνία της μάνας μου. - Τι έκανες; Τι σε θέλουν; - Δεν έκανα τίποτα καλέ μαμά... κάποιο λάθος θα είναι... Και να το χτύπημα, δυνατό, παρατεταμένο. Γροθιές στην πόρτα. Στο άνοιγμα, είδα ένα πέταλο που γυάλιζε, πάνω στην Γερμανική στολή του Μαξ. Είπε τ’ όνομά μου, βγάζοντας απ’ την τσέπη του μια πλακέτα, που θα ’ταν η εξουσιοδότηση για αρπαγή ανθρώπων, το σήμα της S.D. ή της Γκεστάπο δεν πρόσεξα καλά. Τι να προσέξω άλλωστε. Έπρεπε να τον ακολουθήσω. Φόρεσα το παλτό μου κι όπως έχωσα τα χέρια στις τσέπες, έπιασα τα παράνομα χαρτάκια. Η μαμά έκλαιγε. - Έλα μωρά μαμά, μια ανάκριση θα γίνει και θα γυρίσω, τι κάνεις έτσι; ...Μπα σε καλό σου... Αν έπιαναν τα χαρτάκια πάνω μου, θα με τουφέκιζαν επί τόπου. Το είχαν γράψει επανειλημμένα οι Ελληνόφωνες κολοεφημερίδες τους. Η ξανθιά, τσίριξε ικανοποιημένη, πίσω απ’ τον Μαξ. - Δεν θα πάρεις τίποτα μαζί σου, δεν χρειάζεται η τσάντα, φόρεσες το παλτό σου, ωραία... πάμε. Μπρος ...προχώρα, δεν χρειάζεσαι τίποτα άλλο, δεν θα αργήσεις να γυρίσεις, προχώρα λοιπόν... Το πρώτο που μου ήρθε στο νου, σαν φωτεινή ελπίδα, ήταν το κασκόλ. - Δυο λεπτά, της λέω, να πάρω το κασκόλ μου, γιατί πονά ο λαιμός μου. Το μετέφρασε στον Μαξ, που έγνεψε καταφατικά, προσθέτοντας μερινά «σνελλ». Έτρεξα στην κρεββατοκάμαρα και πέταξα όλα τα κουπόνια, πίσω απ’ το τραπεζάκι της τουαλέτας της μαμάς, με την ελπίδα, να κάνει γρήγορα μια γενική καθαριότητα, να τα βρει και να τα εξαφανίσει, αφού αυτές τις εντολές, ήταν αδύνατον να τις μεταδώσω μπροστά στον Μαξ και τη βρωμοξανθιά του.
Μιά Ελληνίδα στ
Ά υσβιτς
77
Μπροστά στο σπίτι μας, ήταν σταματημένο, ένα ανοιχτό τζιπ με δυο Γερμανούς με στολή και πέταλα. Μ’ έβαλαν να καθίσω ανάμεσα στους δυο αρματωμένους Γερμανούς, πίσω. Ο Μαξ, κάθισε στο τιμόνι κι η ξανθιά δίπλα του. Περάσαμε την Τσιμισκή μ’ αυτό το ανοιχτό τζιπ κι εγώ ένιωθα ντροπή. - Ναι, ίσως είναι αστείο, αλλά δεν ένιωθα, ούτε φόβο, ούτε οργή. Μόνο ντροπή, ένιωθα. Που να τους πάρει ο διάβολος, σκεφτόμουν, μέσα απ’ την Τσιμισκή βρήκαν να με περάσουν;;; Ένα σωρό γνωστοί, θα με δουν τώρα, να κάθομαι παρέα μ’ αυτούς τους πεταλάδες και θα κάνουν »τς... τς..., κρίμα και φαινόταν σοβαρή κοπέλα», θα γυρνάς ίσως και θα φτύνουν, με περιφρόνηση, ακόμα κι αυτοί που δεν είναι γνωστοί και θα λένε, «να δυο ξανθές, που πάνε να γλεντήσουν με τα καθάρματα...» Δεν ήξερα, πως να κρύψω το πρόσωπό μου, ανάμεσα στους ογκώδεις, γαλονάτους ώμους. Δεν μπορούσαν τουλάχιστον, να με βάλουν σ’ ένα κλειστό τζιπ... Θεέ μου, τι ντροπή... Μια φωνή, μέσα μου, επαναλάμβανε »Άντε Μαξ, άντε Μαξ, οδήγα πιο γρήγορα, άντε να φτάσουμε γρήγορα Μαξ, άντε Μαξ, Μαξ... Όσο κανένα άλλο βράδυ, αναζήτησα το τραγούδι της Ρόζας, εκείνο το βράδυ. Η Ρόζα όμως, δεν τραγούδησε. Η διπλανή της μάνα, γύρισε ξεψυχισμένη απ’ το ξύλο. Το κορίτσι έμεινε ξεχτένιστο, να την κοιτάει ηλίθια κι εγώ, μ’ εκείνον τον ντελβέ στο στόμα, να κοιτάω το ίδιο ηλίθια, το ρυθμικό πέρασμα των προβολέων, πάνω στους τοίχους της λυπημένης νύχτας. Μια αίσθηση ερωτισμού, είχε απλωθεί τελευταία στην ατμόσφαιρα. Η ξαφνική έφοδος του ζεστού καλοκαιριού, είχε στείλει τα μπλουζάκια και τις φουστίτσες, ιδρωμένα, στην άκρη της κουβέρτας. Οι τρυφερές ρογίτσες, σπαρταρούσαν, κάτω απ’ τα λεπτά κομπινεζόν. Τα ρόδινα μπούτια, σχημάτιζαν, ένα σάρκινο χαράκωμα, έτσι παρατεταγμένα κατά μήκος των τοίχων, κινούμενη πρόκληση. Που είσαι εχθρέ, να καταλάβεις τούτο το ευκολόπαρτο χαράκωμα. Στ’ αγκαλιάσματά τους τα κορίτσια τώρα, πρόσεχαν. Εκείνη η τσαπατσουλιά των επαφών, είχε δώσει τη θέση της, σε μελετημένα
78
Βάσω Σταματίου
ΒΑ Ρ Ο Υ Μ ?
γιατί;
πιασίματα. Ακριβώς αυτή η προσοχή, μην ακουμπήσουν το βυζί της φίλης, έδειχνε, πόσο, μα πόσο πολύ, ήθελαν να το ακουμπήσουν. Μόλις κάποιος μηρός, ακούμπαγε σε άλλον, τραβιόταν βιαστικά, ενώ μια ηλεκτρική φόρτιση, προκαλούσε τη μαγνητική έλξη, που απέφευγαν. - Ουφ, έσκασα... έλεγε η Εύα δυνατά, και κατέβαζε τις τιράντες του κομπινεζόν, για να τεντωθεί πιο λέφτερα. Ήξερε, πως όλες, θα γυρίσουν να χαζέψουν, το καλοσχηματισμένο στηθάκι κι η Εύα, λικνιζόταν, με μισόκλειστα ηδονικά μάτια, βγάζοντας μικρές φωνίτσες, απολαμβάνοντας την φανταστική της συνουσία. Πόσο τρομερή είναι η δύναμη της ερωτικής επιθυμίας, δεν μπορούσα να καταλάβω τότε. Παρατηρούσα όλην αυτή την μεταστροφή στα φερσίματα των γυναικών χωρίς να υποψιάζομαι την αιτία. - Αχ, ξύσε μου λίγο την πλάτη... Η Μαίρη, είχε γείρει μισόγυμνη, στην ποδιά μου. Της έξυνα την πλάτη και τα τραβηγμένα χείλη της Μαίρης, έβγαζαν την ανασαιμιά της ηδονής, που περπατούσε στο σώμα της, διαχέονταν κι έφτανε μες απ’ την πλάτη της, στις ρόγες των χεριών μου, μεταδίδοντάς τους την παράξενη αίσθηση, πως κάποιο αμάρτημα γινόταν εδώ πέρα. Οι ονειροπολήσεις, με το ηδονικό περιεχόμενό της, ξεσήκωναν ανεπαίσθητους κυματισμούς, πάνω στα γυμνά μέλη, που έπλεαν σαν γλάροι παραδομένοι στη θαλασσινή κούνια. Η ζέστη, είχε παραλύσει τη βαβούρα κι είχε αυξήσει τη μυρωδιά. Τα κορίτσια, έμεναν συνέχεια ξαπλωμένα, αμίλητα, αναπνέοντας την έντονη μυρωδιά βρακίλας, που τα ζάλιζε και τα οδηγούσε στα μισοσκότεινα δωμάτια με τα τσαλακωμένα σεντόνια. Αν μιλούσε κάποια, ήταν για ν’ ακούσει την ίδια της φωνή, να επιβεβαιώνει κάποια μοναδική εμπειρία, που έμενε αιωρούμενη και ατέλειωτη, για ν’ αναπτυχθεί και να ολοκληρωθεί, κάτω απ’ την επιδερμίδα των ακροατριών. Παρατεταμένες σιωπές, ξεφυσήματα από συγκρατημένες εισπνοές, ο πόθος, καινούργιος κατακτητής, είχε εκτοπίσει εκείνον της πείνας. Οι παντρεμένες, ζητούσαν τους άντρες τους, οι ανύπαντρες, τους εραστές τους και οι παρθένες, τις φαντασιώσεις τους. Ήταν, μια ακόμα πολυτέλεια της Μπάνιτσας και όλων των φυλα-
Μιά Ελληνίδα στ
Ά υσβιτς
79
κών που κρατούν μέσα στον ίδιο χώρο, άεργα άτομα, που μπορούν να επικοινωνούνε, να μιλούνε, ν’ ακουμπιούνται. Μέσα στην πιο οδυνηρή περίπτωση, υπάρχει μια χαραμάδα φως. Είναι, αυτή η τύχη να βρίσκεσαι δίπλα σε ίδιες οδυνηρές περιπτώσεις, να μπορείς να ψηλαφίσεις, να ερμηνεύσεις την περίπτωση του διπλανού σου, να μπορείς να κοιτάς τις διάφορες μεταπτώσεις, τις απίθανες εκδηλώσεις συμπεριφοράς, ν’ ακουμπάς και ν’ ακουμπιέσαι από χέρια που σε γνωρίζουν, να μιλάς τη γλώσσα σου, να είσαι συντροφευμένος με δυο λόγια, έστω και παράταιρα. Κι αν ίσως γίνει, αυτό που λέμε «ταίριαξαν τα χνώτα», τότε η χαραμάδα του φωτός, γίνεται ήλιος, λάμψη δημιουργική, που, είτε ερωτικά, είτε φιλικά, συνοδεύει ολόκληρη την υπόλοιπη ζωή, με μια γλυκιά ανακούφιση και την πιο βαριά μορφή, πικρής ανάμνησης. Ο Μ.Γ., σε μια πρωινή ραδιοφωνική εκπομπή του 1981, έλεγε, πως ανασήκωνε το κεφάλι τις νύχτες, στις φυλακές Αβέρωφ κι έβλεπε τον Μίκη καθισμένον, να γράφει τη μοναδική μουσική του. Μπορεί άραγε να συνειδητοποιήσει τη μεγάλη του τύχη κι ευτυχία, να έχει ζήσει μια τέτοια στιγμή; Προσπάθησε άραγε ποτέ, ο τυχερός κρατούμενος, να βάλει στην πλάστιγγα, όλες τις φυλακές του κόσμου, Αβέρωφ, Χαϊδάρι, Παύλου Μελά, Μπάνιτσα και χιλιάδες άλλες σκληρές φυλακές από τη μια μεριά κι από την άλλη μόνο του, το Άουσβιτς, για να δει, πόσο βαραίνει και μόνο του, αυτό το παράλογο Άουσβιτς, που δεν σου ’δινε ούτε σταγόνα, ανθρώπινης επικοινωνίας; Ούτε καν τη δυνατότητα, ν’ αναλογιστείς και να νοσταλγήσεις την επικοινωνία; Ακόμα, ούτε την αίσθηση, ότι είσαι ένα πλάσμα, φτιαγμένο για επικοινωνία; Όλες οι γυναίκες, είχαν γίνει διαχυτικές, υποχωρητικές, με μια τάση να δείχνουν τις καλύτερες πλευρές του χαρακτήρα τους, ακριβώς όπως κάνει ένας ερωτευμένος, στην πρώτη φάση του έρωτά του, όταν συγκεντρώνει τις μικρές σπίθες, στο κάτοπτρο του εαυτού του, χωρίς να συνειδητοποιεί πως εκείνη τη στιγμή, είναι γοητευμένος, από το ωραίο είδωλό του, πως, όχι τόσο με τον άλλον, όσο, με τον ίδιο τον εαυτό του, είναι ερωτευμένος. Το κάθε κορίτσι, πάσχιζε να βρει, με τι τρόπο θ’ αποσπούσε, τις επιδοκιμασίες των άλλων. Το ’νιωθες, ότι στη ζεστή ατμόσφαιρα της
80
Βάσω Σταματίου
ΒΑ Ρ Ο Υ Μ ?
γιατί;
μπόχας, κυκλοφορούσε ένα αερικό, που μετέτρεπε τα γκρίζα τείχη, σε γαλάζιες διαφάνειες. Κι εκεί μέσα, τα κορίτσια έπλεαν, με τ’ άσπρα φτερά τους, σε απαλές χορευτικές φιγούρες, αυτοσχεδιάζοντας, την καλοσύνη. Η καλοσύνη... Το επακόλουθο του έρωτα. Που απλώνει, απλώνει, φτάνει παντού, χαϊδεύει τα πάντα, περνά τη γραμμή του ορίζοντα, τρυπάει το πλέγμα των άστρων, βυθίζεται μέχρι το βυθό των ωκεανών και μετά, δεν έχει πια, τι άλλο να βρει ν’ ακουμπήσει. Και τότε, προβάλλει η Τέχνη. Μέσα στη χούφτα της, κρατάει, την τελική έκφραση, το τελικό επίτευγμα. Το παν. Ο ερωτευμένος αισθάνεται πως ξεπέρασε, όλα τα στάδια. Αγάπησε τον εαυτό του, αγάπησε τα πράγματα, αγάπησε τον έναν άλλον άνθρωπο, αγάπησε τους όλους άλλους ανθρώπους και τώρα, μ’ όλες αυτές τις αγάπες-εναύσματα, θέλει να δημιουργήσει. Και δημιουργεί. Μακάρι, να είχαν σωθεί και καταγραφεί, όλες οι δημιουργικές στιγμές, που γεννήθηκαν μέσα στα κελιά των φυλακών, απ’ τα ταλαιπωρημένα άτομα, που πλάι στην πίκρα των βασανιστηρίων, της πείνας, της αθλιότητας και το άδικου ξεπεσμού, διατήρησαν, ή μάλλον, είχαν την ευχέρεια να διατηρήσουν, το πιο ωραίο, απ’ όλα τα ωραία συναισθήματα. Τον έρωτα. Αυτόν τον έρωτα, που με χίλιους τρόπους κρένει, ώσπου να γεμίσει η γούρνα της Τέχνης. Μυριζόμουν στον αέρα, την ερωτική διάθεση των κοριτσιών και περίμενα. Κάτι έπρεπε να γίνει. Αυτήν την ημεράδα, την καλοσύνη, την τρυφερότητα, θα ’πρεπε να την διαδεχθεί, μια δημιουργία. Το ’νιωθα. Κάτι έπρεπε να γίνει. Μια ικανοποίηση. Γι’ αυτόν τον αφέντη έρωτα. Περπάτησα τη ματιά μου, για χιλιοστή φορά, στα μισοξαπλωμένα κορμιά, μέχρι την άλλη άκρη της αίθουσας. Είδα τη Σάια, να μου σηκώνει το χέρι. Μόλις η ματιά μου, στάθηκε πάνω της, χτύπησε το δείχτη του χεριού της, δυο τρεις φορές στα χείλη της κι ύστερα, τον σταμάτησε κάθετα, πάνω σ’ αυτά, σα να μου ’λεγε, «Θέλω να σου μιλήσω, αλλά ιδιαιτέρως». Της έγνεψα, πως κατάλαβα. Ανταμώσαμε, στη μέση της αίθουσας, μπροστά στην πόρτα, απ’ όπου έμπαιναν οι δεσμοφύλακες. - Σλούσαϊ, μου είπε η Σάια. Άκουσε. Σε τρεις μέρες, έχουμε την
Μιά Ελληνίδα στ
Ά υσβιτς
81
εθνική μας γιορτή. Σκέφτομαι, να διοργανώσω μια παράσταση. Θα ’θελες να παρουσιάσετε κι εσείς οι Ελληνίδες κάτι; - Αν θα ’θελα, λέει... Και βέβαια, καλή μου Σάια. Σ’ ευχαριστώ... - Κάνε το μυστικά, πρόσθεσε η Σάια, να είναι μια έκπληξη για τις συντρόφισσές μου. Εκείνη τη νύχτα, δεν κοιμήθηκα. Έστρωσα στο μυαλό μου, το πλάνο της παράστασής μας κι από την άλλη μέρα, ο πυρετός της δημιουργίας, μεταδόθηκε, από μένα, στις άλλες Ελληνίδες. Βαλίτσες άνοιξαν, ρούχα ψαλιδίστηκαν και ράφτηκαν, ρόλοι διδάχτηκαν. Γράφτηκαν στίχοι, μαθεύτηκαν τραγούδια. Τα κορίτσια, είχαν μεθύσει απ’ το κρασί της δημιουργίας. Οι ιδέες, έφταναν απανωτές σε μένα κι εγώ πια θα ’θελα να ’χα, ένα μεγάλο θέατρο, να κάνω ένα τρίωρο πρόγραμμα, για να χωρέσω, όλα αυτά που ζητούσαν οι συντρόφισσές μου. Ο χρόνος όμως, έπρεπε να ’ναι περιορισμένος. Μου το είχε επισημάνει η Σάια. Απ’ την στιγμή που ο Ράντοβαν, θα έκλεινε για τελευταία φορά την πόρτα, μέχρι που θα τελείωναν κάτω στην αυλή, οι αλλαγές φρουράς, τα σύρε κι έλα των Γερμανών, τα μπες βγες των τζιπ κι όλη η φασαρία που κρατούσε καμιά ώρα και θα κάλυπτε τους ήχους της παράστασής μας. Μετά, μόνο ψίθυροι, θα μπορούσαν να βγουν. Εντάξει... Δυο σκετς, φτάνουν. Στην απογευματινή βόλτα, οι πιο σβέλτες, ανέλαβαν την αποστολή, να κόψουν μερικά φυλλαράκια, απ’ τα τέσσερα ασθενικά δεντράκια που προσπαθούσαν να ζήσουν, στην ανήλιαγη αυλή. Όταν ο Ράντοβαν κι ο άλλος φύλακας, είχαν γυρισμένη την πλάτη, η Χρυσούλα, η Κρητικιά, μ’ ένα σάλτο, έφτανε το δεντράκι κι έκοβε το φυλλαράκι του. Το ’κρυβε βιαστικά στην τσέπη, ξανάβαζε τα χέρια πίσω στη μέση, ξαναμπαίνοντας στη γραμμή. Η Ελένη και η Ευτυχία, κάνανε το ίδιο κι έβλεπες τον ιδρώτα της αγωνίας, να γυαλίζει τη μύτη τους. Ήταν πολύ τολμηρό, αυτό που έκαναν. Απαγορευόταν να φύγεις από τη γραμμή σου, απαγορευόταν να βγάλεις τα χέρια πίσω από την πλάτη, πόσο μάλλον απαγορευμένο ήταν, να κόψεις ένα φυλλαράκι, από τ’ άτυχα φυλακισμένα δεντράκια. Όταν μετρήσαμε τα πράσινα φυλλαράκια, δεν ήταν πάνω από οκτώ.
82
Βάσω Σταματίου
ΒΑ Ρ Ο Υ Μ ?
γιατί;
Χρειαζόμουν τουλάχιστον τριάντα. Τα κορίτσια, μελαγχόλησαν. Είχαμε άλλα δυο απογεύματα. Πως θα τα καταφέρναμε; Του Ράντοβαν το μάτι, έπαιζε, μπρος πίσω. Δεν σταματούσε ακίνητος, ποτέ. Έτσι και μας τσάκωνε, ποιος ξέρει, ίσως κι ο θάνατος να ήταν η τιμωρία. Η Ευτυχία και η Ελένη, παραιτήθηκαν. Δεν έπαιζαν το κεφάλι τους. Πέσαμε σε βαθιά συλλογή. Κάτι έπρεπε να βρεθεί, αφού εγώ, δεν εννοούσα να παραιτηθώ, από την φιλοπράσινη απαίτησή μου. Η Χρυσούλα, είχε μια ιδέα, που συζητήθηκε και αποφασίστηκε. Δεν θα μπαίναμε όλες οι Ελληνίδες, σε συνεχόμενη σειρά στον κύκλο, αλλά θα χωριζόμασταν σε δυο αντικριστά γκρουπ. Κάποια στιγμή, που το άλφα γκρουπ, θα βρισκόταν μπροστά στα δεντράκια, το βήτα γκρουπ από απέναντι θα δημιουργούσε το επεισόδιο, που θα αποσπούσε την προσοχή των επιτηρητών. Βέβαια, κάποιες, θα ’πρεπε να το πάρουν απόφαση, πως θα φάνε ξύλο. Η ανυπομονησία μας, ώσπου να ’ρθει η ώρα της βόλτας, δεν περιγράφεται. Οι καρδιές μας, χτυπούσαν δυνατά. Η Τούλα, κόντευε να μου μπήξει τα νύχια στο χέρι, καθώς κατεβαίναμε τις σκάλες. - Φοβάμαι για σένα... ψιθύριζε. Βοήθα μας μαμά μου... Η Μαργαρίτα γκρίνιαζε. - Τι τα θες τόσα μπερδέματα; Δεν έβρισκες κάτι πιο εύκολο; Η Εύα, προσπαθούσε να πει τα αισχρά της. - Δεν μαδούσατε το πράμα μου καλύτερα, που επιτρέπεται; Όπως πάντα, ο Ράντοβαν κι ο άλλος κοντόχοντρος φύλακας, στήθηκαν στο κέντρο του κύκλου. Ήρεμα, με σταθερό βήμα, άρχισε ο περίπατος. Δεν είχαμε, παρά ένα τέταρτο στη διάθεσή μας, κι ο βούρδουλας του Ράντοβαν, χτύπαγε απειλητικά στο πλάι της μπότας του. Άγγιξα συνθηματικά το μπράτσο της Μαίρης, την ώρα που η Χρυσούλα από απέναντι, μου ’στειλε την συνθηματική ματιά της. Έβαλα την τρικλοποδιά και η Μαίρη, έπεσε έξυπνα, ανάμεσα σε μένα και στην Τούλα. Πέσαμε πάνω της με φωνές, παρασέρνοντας απ’ τη φούστα, την Δέσποινα και την Όλγα. Ο Ράντοβαν, με υψωμένο το μαστίγιο, περιποιήθηκε την πλάτη μας, μα ποια νοιαζόταν τώρα, για τέτοια ψιλοπράγματα. Βρίζοντας, μας
Μιά Ελληνίδα στ
Ά υσβιτς
83
έστησε βίαια όρθιες και ξαναπήραμε το βήμα, ακολουθώντας τον κύκλο, που είχε σταθεί να χαζέψει το μπουρδούκλωμα, με τα χέρια στην πλάτη και το κεφάλι χαμηλωμένο, σαν κακόμοιρα δαρμένα σκυλάκια. Ένα πλατύ χαμόγελο, άνθιζε, πίσω απ’ τα τσουλούφια των μαλλιών. Είχαμε πετύχει. Πάνω από τριάντα φυλλαράκια, βρέθηκαν στην καταμέτρηση. Θρίαμβος... Όμως, ήταν κι άλλα αντικείμενα, που έπρεπε να βρεθούν με κόπο και κίνδυνο. Και βρέθηκαν όλα. Κι όταν έφτασε η βραδιά της γιορτής, ήμασταν πανέτοιμες. Κουρασμένες απ’ την ένταση, αλλά ευτυχισμένες. Θα δείχναμε στις Σερβίδες, τι μπορεί να πετύχει το Ελληνικό δαιμόνιο και στις πιο αντίξοες συνθήκες. Μα πιο πολύ, θα δείχναμε στους εαυτούς μας, τα αποτελέσματα της αγάπης και της καλοσύνης, που υπάρχουν σκόρπια, ανεκμετάλλευτα, σε κάθε ανθρώπινη ψυχή. Μόλις ο Ράντοβαν απόσωσε τις φωνές του, το «λάκα νότσε του» και τράβηξε την αμπάρα, οι Σερβίδες πετάχτηκαν επάνω. Κασόνια τραβήχτηκαν κι ενώθηκαν. Στήθηκαν στο λεπτό, τρεις ενωμένες κουβέρτες. Η σκηνή, ήταν κιόλας έτοιμη. Η Σάια, στάθηκε μπροστά στις κουβέρτες και μίλησε. Είπε, για τη σημασία της επετείου, για τον αγώνα, για τη λευτεριά, για τις συντρόφισσες και για τη δύναμη και την πίστη, που δεν πρέπει να μας εγκαταλείψει. Η Σάια, μιλούσε, μέσα σε μια απόλυτη σιωπή, με τη βελουδένια κρουστή φωνή της τσακισμένη. Οι Σερβίδες, μόλις συγκρατούσαν τα δάκρυα στις άκρες των ματιών. Μα κι εμείς, είχαμε συγκινηθεί, σα να καταλαβαίναμε τα εμπνευσμένα λόγια της, λέξη προς λέξη. Τελειώνοντας η Σάια, είπε, πως και οι Ελληνίδες συντρόφισσες, θα παρουσίαζαν κάτι, για να τιμήσουν τη γιορτή τους. Τα εκατόν είκοσι κορίτσια του θαλάμου, ύψωσαν τα χέρια, έτοιμα να χειροκροτήσουν. Οι διαταγές της Σάιας όμως, ήταν ρητές, «όχι χειροκροτήματα». Τα χέρια, κατέβηκαν άπρακτα, μαλακά, πάνω στα γόνατα. Τραβήχτηκαν αργά οι κουβέρτες της σκηνής. Δυο μαυροφορεμένες μάνες, οι μάνες δυο σκοτωμένων Σέρβων
84
Βάσω Σταματίου
ΒΑ Ρ Ο Υ Μ ?
γιατί;
ανταρτών. Μιλούσαν, για την εποχή που ευτυχισμένες, κρατούσαν τα μωρά τους, πάνω στο στήθος τους, κατάδικά τους. Χαμογελούσαν, μες στις τρυφερές αναμνήσεις τους, ώσπου, ξαφνικά προσγειώνονταν. Τα παλληκάρια τους τώρα, δεν υπήρχαν. Κι άρχιζε ο θρήνος. Και το θρήνο, ακολουθούσαν οι κατάρες. Καταριόντουσαν τον πόλεμο, που τους στέρησε τα παιδιά τους, τους κατακτητές, την ατυχία τους να είναι χαροκαμένες μάνες και μόλις είχαν αρχίσει να καταριούνται τον αγώνα και το κόμμα, ακούστηκε απ’ το ραδιόφωνο, η φωνή του παράνομου αντάρτικου Σέρβικου σταθμού, να δίνει τα γεμάτα κουράγιο συνθήματα. «Τιμή, στον αντάρτη που έπεσε για τη λευτεριά της πατρίδας μας», έλεγε η φωνή. Οι δυο χαροκαμένες μάνες, στύλωσαν τα σκυφτά κορμιά, σήκωσαν τα κεφάλια, κι άρχισαν να τραγουδούν, το τραγούδι της πίστης, της περηφάνιας και της λευτεριάς, που συνόδευε τα λόγια του εκφωνητή. «Σλομπότα, σλομπότα, σντράβο παρτιζάν», ήταν η επωδός του τραγουδιού. Οι μάνες, σηκώθηκαν όρθιες, πήραν από ένα ρόπαλο και κίνησαν να υπερασπίσουν τη λευτεριά της πατρίδας τους, τραγουδώντας, «σλομπότα, σλομπότα». Όλα τα κορίτσια στην αίθουσα, σιγοτραγουδούσαν. Άλλη, σκούπιζε τα μάτια της, με την άκρη του σεντονιού, άλλη, καθάριζε τα γυαλιά της, άλλη ύψωνε τη γροθιά της τραγουδώντας, «σλομπότα, σλομπότα, σντράβο παρτιζάν». Γύρισα κοίταξα τις δικές μου. Και νόμιζα, πως μόνον εγώ έκλαιγα. Όλες μας, είχαμε έναν κόμπο στο λαιμό. Τα λόγια, κολλούσαν στις ψυχές μας, σα να είχαν γραφτεί, για την δική μας πατρίδα, για την δική μας παθιασμένη αγάπη για λευτεριά. Αφήσαμε τα δάκρυα, να τρέχουν λεύτερα, να φτάνουν μέχρι τα χείλη που σιγοτραγουδούσαν, όπως και οι αδερφές μας οι Σερβίδες, «σλομπότα, σλομπότα, σντράβο παρτιζάν». Μετά ήρθε η σειρά μας. Οι κουβέρτες ξανατραβήχτηκαν, μέσα σε μια απόλυτη σιωπή. Στη μια άκρη της σκηνής, η Τούλα, το κατάξανθο, όμορφο κορίτσι
Μιά Ελληνίδα στ
Ά υσβιτς
85
της Θεσσαλονίκης, ντυμένη τσολιάς. Ένα σεντόνι, είχε γίνει η φουστανέλα, πάνω σ’ ένα μάλλινο κολλητό σώβρακο. Στα χοντροπάπουτσα, φούντες ασπρογάλαζες. Ένα μαύρο βελουδένιο γιλέκο. Ένας κόκκινος μπερές με φούντα, σιρίτια και κορδόνια. Ψηλή κι όμορφη, η Τούλα είχε γίνει ο ιδανικός τσολιάς. Στα χέρια της κρατούσε το κοντάρι, με την Ελληνική ασπρογάλαζη σημαία, που έγερνε πάνω σ’ ένα ασάλευτο, νεκρό κορμί. Όλες οι γυναίκες σηκώθηκαν όρθιες, με ορθάνοιχτα μάτια, να δουν καλύτερα τον νεκρό αντάρτη. Δεν θα μπορούσε να γίνει καλύτερος αντάρτης από την Δέσποινα. Το αγορίστικο πρόσωπο, τα κοντά ίσια μαλλιά και το σχεδόν πλάκα στήθος της Δέσποινας από τα Καϊλάρια, ήταν αυτά που έκαναν αυτό το ακίνητο σώμα του νεκρού αντάρτη να μοιάζει αληθινό. Η αντάρτικη στολή, ανοιγμένη στο αριστερό στήθος, άφηνε να φαίνεται η πληγή. Πεσμένη ακίνητη, χωρίς σχεδόν ν’ αναπνέει, η Δέσποινα μας έκανε να νοιώθουμε στη σπονδυλική στήλη το ρίγος χιλιάδων θανάτων. Η σημαία χαμήλωσε ακόμα λίγο, πάνω στον νεκρό. Πίσω στη σκηνή εμείς οι άλλες σ’ ένα ημικύκλιο. Αφού τα κορίτσια στην αίθουσα συνήλθαν από την πρώτη έκπληξη, προχώρησα αργά εγώ, μ’ ένα δάφνινο στεφάνι στο χέρι, αυτό που είχαμε φτιάξει, με τα φυλλαράκια των χαμόδεντρων της αυλής. Στάθηκα μπρος στον νεκρό και απήγγειλα στίχους γραμμένους, ειδικά γι’ αυτήν τη σκηνή. Έλεγα αυτά τα γνωστά, για τον αγώνα, την τιμή, τη λευτεριά κ.λ.π. αυτά τα χιλιοειπωμένα ιερά λόγια, που κι εκατομμύρια φορές να τα σκέφτεσαι, να τα λες ή να τ’ ακούς, σε κάνουν να αισθάνεσαι αυτήν την αλλιώτικη συγκίνηση, που είναι ζυμωμένη μ’ ένα σωρό αντίθετα συναισθήματα, απορία, αποφασιστικότητα, πόνο, χαρά, μίσος, αυτοθυσία, περηφάνια. Τελειώνοντας, πλησίασα μ’ ένα ακόμα βήμα το ιερό κορμί κι ακούμπησα το δάφνινο στεφάνι. Η σημαία χαμήλωσε κι άλλο κι η άκρη της ακούμπησε την κόκκινη πληγή. Οπισθοχώρησα αργά έχοντας πάντα τα μάτια καρφωμένα στον αντάρτη. Μπήκα στη θέση μου στην χορωδία και στην τρίλεπτη σιωπή δεν άκουγες ούτε ανασαιμιά.
86
Βάσω Σταματίου
ΒΑ Ρ Ο Υ Μ ?
γιατί;
Οι γυναίκες στην αίθουσα λες κι είχαν μαρμαρώσει. Τα δάκρυα που κυλούσαν στα μάγουλα ήταν η μόνη κίνηση, αθόρυβη κι αυτή. Και μετά την τρίλεπτη σιωπή, αρχίσαμε σχεδόν ψιθυριστά το ιερό τραγούδι για τα σκοτωμένα αδέρφια, που θυσιάστηκαν στην αντίστασή τους για ειρήνη και λευτεριά. «Πέσατε θύματα αδέρφια εσείς...» Τραγουδάγαμε έτσι απαλά, λες κι ένα θυμιατό έβγαινε σαν μυστήριο απ’ τις ψυχές μας και σκέπαζε στοργικά το σκοτωμένο κορμί, την ελληνική σημαία που ακουμπούσε την ξεραμένη πληγή κι έφτανε πέρα, ως την άλλη άκρη του θαλάμου, διαπερνώντας τις ψυχούλες των φυλακισμένων κοριτσιών. Κάπου-κάπου, ένας λυγμός συνόδευε τ’ αθόρυβα δάκρυά τους. «Αιώνια η μνήμη σ’ εσάς αδερφοί...» Κι οι φωνές μας δυνάμωσαν, σα να δίναμε τον όρκο της αιώνιας θύμησης. Οι προβολείς, απ’ τα παρατηρητήρια, γλιστρούσαν στους τοίχους τον δαιμονικό χορό τους. Το φως τους αντανακλούσε, με διαλείμματα, στην τραγική σκηνή το φόρου τιμής, που προσφέραμε κείνη τη στιγμή. Η φωτεινή δέσμη έπιανε την πάνω άκρη του ιστού της σημαίας κι έκανε το χρυσό σταυρό να λάμπει θαυματουργά, μέσα στο ημίφως. Δεν ήταν σκηνοθετικό εύρημα. Βγήκε μόνο του, εκείνη τη στιγμή. Η Τούλα το ’νιωσε. Και κάθε φορά, που τα φώτα των προβολέων, στον κύκλο τους, πέρναγαν από κει, ανασήκωνε τη σημαία από την πληγή κι ο χρυσός σταυρός άστραφτε, σα να ευλογούσε τη μεγάλη θυσία. Όταν η αυλαία με τις κουβέρτες τραβήχτηκε, για κάμποσα λεπτά τα κορίτσια δεν μπορούσαν ούτε να κινηθούν. Είχαν τόσο εντυπωσιαστεί, που έκλειναν τα μάτια για να κρατήσουν ακόμα την άμετρη συγκίνηση. Και ξαφνικά, σαν σε παράγγελμα, ύψωσαν τις σφιγμένες γροθιές, μια και το χειροκρότημα ήταν απαγορευμένο κι όρμησαν στη σκηνή με σκουντιές, να δουν από κοντά πως ήταν όλα τούτα τα θάματα. Άλλη ακουμπούσε την πληγή της Δέσποινας, που χαμογελούσε σαν επιτυχημένη πρωταγωνίστρια, για να διαπιστώσει ότι δεν ήταν αίμα αλλά το κραγιόν της Μαίρης, άλλη εξέταζε τη φουστανέλα και τις φούντες της Τούλας, άλλη την ασπρογάλαζη σημαία κι άλλη το δάφνινο στεφάνι με τη μαύρη κορδέλα.
Μιά Ελληνίδα στ
Ά υσβιτς
87
- Στις θέσεις σας κορίτσια... φώναζαν, όσο μπορούσαν πιο σιγά, η Μάμιτσε και η Σάια. Δεν πρέπει ν’ αργούμε... Χέρια μ’ αγκάλιαζαν, δεν έβρισκα αυτές που με φιλούσαν για να τις ευχαριστήσω κι έτσι σκόρπαγα δεξιά κι αριστερά τα «ευχαριστώ». «Χβάλα... Χβάλα λέπο...» Όλη η αίθουσα είχε γεμίσει από ένα χιλιόστομο ευχαριστώ. Χβάλα, λέγανε οι Σερβίδες, που έσφιγγαν τα χέρια μας, χβάλα, λέγαμε κι εμείς για το ευχαριστώ τους. - Στη θέση σας κορίτσια, φώναζε πνιχτά η Μάμιτσε, τραβώντας μερικές απ’ το μαλλί. Όμως καμμιά δεν πρόσεχε πια τις απαγγελίες και τους χορούς των Σερβίδων, στη δεύτερη εμφάνισή τους. Όλες κουβέντιαζαν τη δική μας εμφάνιση. Μετά από τους σερβικούς χορούς θα δείχναμε κι εμείς δικούς μας χορούς και τραγούδια, με αποκορύφωμα το χορό του Ζαλόγγου. Χορεύαμε και τραγουδάγαμε «Σαν πας κυρά μου για νερό κι εγώ στη βρύση καρτερώ, να σου τσακίσω το σταμνί, να πας στη μάνα σου αδειανή». Ξαφνικά εκεί που καμιά δεν το περίμενε, γιατί κανένας ιδιαίτερος θόρυβος δεν είχε προηγηθεί, ακούμε τη βαριά αμπάρα να τραβιέται και το μάτσο τα κλειδιά να χτυπούν προειδοποιητικά. Οι κουβέρτες της σκηνής ξηλώθηκαν σαν αστραπή. Σκεπάστηκαν όλα τα αντικείμενα που πρόδιναν το ασυνήθιστο της νύχτας. Οι βαμμένες-ντυμένες κοπέλες τρύπωσαν κάτω απ’ τα σεντόνια τους. Για πότε εξαφανίστηκαν όλα, απορώ ακόμα. Ώσπου να τραβηχτεί η αμπάρα, να γυρίσει το κλειδί και να παρουσιαστεί ο Ράντοβαν στην πόρτα, ο θάλαμος έδινε την εντύπωση ησυχαστηρίου, που το κούρσευαν νυχτιάτικα. Κεφάλια ανασηκώθηκαν, με χασμουρητά, να δουν τι τάχα γύρευε ο δεσμοφύλακας, σε μια ασυνήθιστη ώρα. Ο Ράντοβαν κοίταξε αμίλητος, ένα γύρω, την ύποπτη σιωπή, μετά προχώρησε κι έκλεισε την πόρτα πίσω του. Οι καρδιές μας κόντευαν να εκραγούν κάτω απ’ τα σεντόνια. Γιατί δεν φώναζε; Γιατί δεν έβριζε; Τι προμηνούσε αυτή η σιωπή του;
88
Βάσω Σταματίου
ΒΑ Ρ Ο Υ Μ ?
γιατί;
Στεκόταν ακίνητος και κοίταζε τ’ ασάλευτα κορμιά, σαν κάτι να τον προβλημάτιζε. Έβλεπα την όρθια φιγούρα του γίγαντα κι ανατρίχιαζα στη σκέψη μήπως ξεσκεπάσει κάτι από κείνα που θα πρόδιναν όσα είχαν γίνει. Μα δεν ήταν δα και τόσο αναγκαίο ένα ξεσκέπασμα. Το χοντροπάπουτσο της Δέσποινας έβγαινε από μια άκρη του σεντονιού. Ο σταυρός της σημαία είχε μείνει έξω απ’ τις κουβέρτες. Το στεφάνι φαινόταν καθαρά, πεταμένο πάνω στις πλάκες, στα πόδια μου. Αν έκανα την παραμικρή κίνηση να κρύψω όλα όσα είχαν μείνει ακάλυπτα στην βιαστική επιχείρηση του βίαιου φινάλε, θα τραβούσα την προσοχή του Ράντοβαν. Η αγωνία μου είχε παραλύσει το κορμί. Γιατί δεν έφευγε; Και πιο πολύ, γιατί δεν φώναζε; Ο Ράντοβαν προχώρησε. Προχώρησε αργά, με προσοχή, προς τη μεριά μας. Οι Σερβίδες, από την άλλη άκρη, σήκωναν τα κεφάλια, με τα ορθάνοιχτα από την αγωνία μάτια, για το κακό που ερχόταν. Προχώρησε ακόμα, Τα πράσινα φυλλαράκια του στεφανιού ακούμπαγαν την καθάρια σκούρα λάμψη τους στις άσπρες πλάκες, ανυποψίαστα. Το ακίνητο χοντροπάπουτσο μάταια προστάτευε την παγωνιά στο σώμα της Δέσποινας. Κι ο σταυρός έλαμπε. Έλαμπε, στέλνοντας το θεϊκό φως της ελπίδας στις καρδιές μας. Ο Ράντοβαν στάθηκε. Στάθηκε μερικά λεπτά, που μου φάνηκαν αιώνες. Ύστερα έσκυψε. Πήρε το στεφάνι, το κοίταξε. Το γύρισε στα χέρια του. Η κυκλώπεια μορφή του ήταν ανέκφραστη. Τα χέρια του δεν είχαν την τρομερή κινητικότητά τους. Περπατούσαν πάνω στα φυλλαράκια, σαν να μετρούσαν τις χάντρες ενός κομπολογιού. Ήταν σα να μέτραγε τις χάντρες της σκέψης του. Έσκυψε ξαφνικά κι ανασήκωσε με μια απότομη κίνηση την κουβέρτα. Η ελληνική σημαία φάνηκε, με το τσαλακωμένο της μεγαλείο. Ο Ράντοβαν δίστασε για λίγο. Μετά ακούμπησε το στεφάνι πάνω στη σημαία, έκανε απότομα μεταβολή και, σα να παραπατούσε, έφτασε στην πόρτα, την άνοιξε, κοντοστάθηκε σαν Χριστός στο άνοιγμα, βροντοφώναξε με τη γνωστή φωνή του «λάκα νότσε» κι έπειτα βιαστικά
Μιά Ελληνίδα στ
Ά υσβιτς
89
κλείδωσε, αφήνοντάς μας κατάπληκτες να κοιτάζει η μια την άλλη. Σηκώθηκα μουδιασμένη, έκανα το σταυρό μου και φίλησα τον μισοσκεπασμένο απ’ το στεφάνι σταυρό της σημαίας, ψιθυρίζοντας. - Χβάλα λέπο Χριστέ μου... Ένα γύρω τα κορίτσια όλα κάνανε το σταυρό τους, ψιθυρίζοντας προσευχές. Ακόμα και η πρόστυχα άθεη Εύα είχε ενώσει τα χέρια, κοίταζε ψηλά το ταβάνι, κινούσε τα χείλη και ασφαλώς αυτά που μουρμούριζε δεν ήταν τα γνωστά αισχρά της. Το θαύμα που είχε γίνει μας είχε ανακόψει την προηγούμενη σβέλτη δραστηριότητα. Βρεθήκαμε όλες καθιστές, μ’ αγκαλιασμένα τα γόνατα, με απλανή μάτια, χωρίς καμιά να κινείται για να συμμαζέψει όλο εκείνο το ανακάτωμα των ρούχων. Μοιάζαμε γριές, που είχαν χειροπιαστό το θαύμα τους και δεν ξέρανε τι να το κάνουν. Το πρώτο, το μεγάλο θαύμα της δημιουργίας, που είχε ξεπηδήσει από μέσα μας, είχε με ένα εξουδετερωτικό υγρό εξαφανιστεί, δίνοντας τη θέση του σ’ αυτό το άλλο θαύμα, που ήρθε, μας ταρακούνησε κι έφυγε, αφήνοντάς μας πιο χαμένες από πριν. Μάντευα, ήξερα, πως απ’ την άλλη μέρα τα νύχια των κοριτσιών θα ήταν έτοιμα να μπηχτούν στις συντροφικές σάρκες με λύσσα. Το θαύμα των τριών ημερών δεν θα ξαναρχόταν, ποτέ πια. Κι αυτό της συμπεριφοράς του Ράντοβαν θα εξηγιόταν με την μεγαλύτερη επιπολαιότητα και αλαφράδα. Μια θα ’λεγε πως ο βλάκας δεν θα είχε καταλάβει τίποτα. Άλλη πως το κτήνος ήταν στις καλές του. Κι άλλη πως το ξύλο μας το φύλαγε για μια άλλη φορά. Όμως εγώ είχα μείνει να κοιτάζω την πόρτα, όπου είχε σταθεί η θεόρατη φιγούρα με τα ορθάνοιχτα, σα να μας ευλογούσε, χέρια και τώρα ήξερα ακόμα κάτι. Ήξερα, πως αυτός ο σωρός από αστραπές και βροντές είχε καλά κρυμμένον, πίσω από την σκοτεινιά της όψης, έναν ολόλαμπρο ήλιο, έναν ήλιο καταπιεσμένο, έτοιμο να ζεστάνει την παγωνιά, σε πρώτη ευκαιρία. Ήμουν βέβαιη πως ο Ράντοβαν, πανέξυπνος, είχε αντιληφθεί και το παιχνίδι για να κοπούν τα φυλλαράκια στην αυλή και γιατί είχε χαθεί η σκούπα με το πάσαλο και την προετοιμασία της παράστασης. Θα τον παίδευε η περιέργεια να δει τι ετοιμάζουν αυτές οι παρτιζάνες.θα τον
90
Βάσω Σταματίου
ΒΑ Ρ Ο Υ Μ ?
γιατί;
παίδευε πιο πολύ η επιθυμία να πάρει κι αυτός μέρος σε μια γιορτή, που ήταν η γιορτή της πατρίδας του. Καημένε κρατούμενε Ράντοβαν, που πήρες την τιμητική θέση του δεσμοφύλακα της Μπάνιτσε και τώρα δεν μπορούσες με τίποτα να την πετάξεις από πάνω σου. Μαγκωμένε στις αρπάγες των S.S., πήρα το μήνυμά σου. Χβάλα λέπο Ράντοβαν... Όπως το είχα προβλέψει, από την άλλη μέρα κιόλας, τα κορίτσια χώθηκαν πιο βαθιά στο καβούκι της απελπισίας και του εκνευρισμού. Έκλαιγαν, έβριζαν, τρώγαν τις σάρκες τους, ενοχλούσαν τις πιο ψύχραιμες, έτσι, για να ’χουν την ικανοποίηση πως βουλιάζουν ομαδικά. Και οι πιο ψύχραιμες αφήνονταν να παρασυρθούν στο βάθος του σκοτεινού τούνελ, μη έχοντας πια την αντοχή να παραμείνουν γραπωμένες στο χείλος της ελπίδας. Είχαν σπάσει τα νύχια, είχαν σωπάσει οι φλέβες, είχε κοιμηθεί η σκέψη. Ερχόταν η νύχτα. Η μεγάλη πηχτή νύχτα του αύριο. Η εκμηδένιση. Η αποσύνθεση. Η ήττα. Τα νέα του πολέμου διόλου ενθαρρυντικά, όσα φτάνανε στο θάλαμο. Πάψαμε πια και να ρωτάμε αν υπήρχαν νέα. Τα μόνα νέα που ενδιέφεραν ήταν σε πόσην ώρα θα φέρουν την ταράνα, σε πόσην ώρα θα μας ξεκλειδώσουν για την υποχρεωτική βόλτα, πόσην ώρα θέλει για την τουαλέτα. Η ώρα κρατούσε τώρα πρωταγωνιστικό ρόλο. Είχαμε ακόμα τα ρολόγια μας, είχαμε ακόμα την ικανοποίηση να κοιτάζουμε τους λεπτοδείκτες να κινούνται αργά και ν’ αμφιβάλλουμε για την ακρίβεια του ρολογιού της διπλανής μας. - Ουφ, άσε με πια, όλο τι ώρα είναι με ρωτάς... Πέταξε τότε το κρεμμύδι σου στον καμπινέ... γκρίνιαζε η Μαίρη με την Όλγα. - θα πετάξω τα μυαλά σου στον αέρα, καμιά ώρα, ξεσχισμένη, αντίλεγε η Όλγα. Είχαμε ακόμα τα δικά μας βρακιά, που τα ξεπλέναμε βιαστικά στην τουαλέτα, είχαμε ακόμα την περίοδό μας, σαν άχρηστη ταμπέλα θηλυκότητας, να την περιφέρουμε αχνιστή στις ψυχρές πλάκες του θαλάμου.
Μιά Ελληνίδα στ
Ά υσβιτς
91
- Σα να μου φαίνεται πως είναι γκαστρωμένη, έλεγε η Εύα. Έχω τρεις μέρες καθυστέρηση... και γέλαγε μόνη της. Η μπηχτή ήταν για την χοντροΝίκη, που μας είχε κρύψει την εγκυμοσύνη της. Τώρα πια ήταν 5-6 μηνών, η κοιλιά της είχε φουσκώσει για καλά και πάλι δεν ήθελε να το ομολογήσει. - Έχω αέρα στην κοιλιά, έλεγε. Κανείς δεν έμαθε πως συνέλαβε αυτό το παιδί. Ίσως και η ίδια, δεν πίστευε πως έχει παιδί. Όταν το γέννησε νεκρό, στο Άουσβιτς, ίσως να ξανασκέφτηκε με απέχθεια μια σκηνή που θα ’θελε να σβήσει από τη μνήμη της. Κι είχαμε ακόμα, για ποικιλία, την ώρα του απαίσιου κλίβανου με την αβάσταχτη μυρωδιά, που σημάδεψε τη ζωή μου. Κάτι ήταν κι αυτό. Ένας άλλος χώρος. Άλλου είδους κινήσεις, σε άλλου είδους βήματα, με άλλου είδους καβγάδες. Για πέμπτη και τελευταία φορά. Δεν το ’ξερα πως ήταν η τελευταία φορά που πνίγηκα στις περίεργες αναθυμιάσεις, που σταμάταγαν την αναπνοή. Ζωώδικα, χωρίς υποθέσεις, γευόμουν, όπως κι οι άλλες, την ελάχιστη ικανοποίηση που πρόσφερε ο σατανικός χώρος για το σπάσιμο της μονοτονίας. Ζωώδικα, χωρίς υποθέσεις κι ερωτηματικά, για τη διαταγή να πάρουμε στον κλίβανο όλα ανεξαιρέτως τα ρούχα μας. Όταν γυρίσαμε στο θάλαμο, με το πετσί μας ν’ αποπνέει ζεστές εκτελέσεις, με τα μάτια κόκκινα από βίαιους πνιγμούς, με την ψυχή νεκρή μέσα στους πολλαπλούς θανάτους, μηχανικά, βαλθήκαμε να τακτοποιούμε τα κλιβανισμένα ρούχα. Δεν μ’ ένοιαζε τίποτ’ άλλο, παρά το ότι θα περνούσαν πάλι μέρες για να ξεκολλήσει από πάνω μου η μυρωδιά. Ξεκόλλαγε άραγε ή την συνήθιζα; Τα κλειδιά κροτάλισαν στην πόρτα. Τραβήχτηκε η αμπάρα. Ο Ράντοβαν μου φάνηκε πολύ επίσημος, όπως στάθηκε σαν ακινητοποιημένος Προμηθέας να μας αναγγείλει τη διαταγή. «Την άλλη μέρα, τα ξημερώματα, να ήμασταν έτοιμες, με όλα τα πράγματά μας. θα μας μετέφεραν. Θα φεύγαμε από την Μπάνιτσα». Φωνές... Ερωτήσεις... Τρέλα... Για πού; Μήπως για εκτέλεση;
92
Βάσω Σταματίου
ΒΑ Ρ Ο Υ Μ ?
γιατί;
Ο Ράντοβαν δεν ήξερε τίποτα. - Νε ζνάι νίστο, είπε κι έφυγε ατσάκιστος, όπως είχε μπει. Τελευταία νύχτα στην Μπάνιτσα. Μια νύχτα κενό στην μνήμη μου. Τι έκανα αυτή τη νύχτα που ήταν το πέρασμα σε μια άλλη νύχτα; Έκλαψα; Σκέφτηκα; Πως τακτοποίησα τα πράγματά μου στη βαλίτσα; Ξαγρύπνησα; Κοιμήθηκα; Μιλούσα; Σώπαινα; Φοβόμουν; Ήμουν ψύχραιμη; Τι έκανα αυτή τη νύχτα; Κενό... Λάκα νότσε Μπάνιτσα...
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ ΑΟΥΣΒ Ι ΤΣ
(Ναζιστικό στρατόπεδο στην Πολωνία)
Μέ ρ ο ς 2 ο
ΑΟ Υ Σ ΒΙΤΣ
(Ναζιστικό στρατόπεδο στην Πολωνία)
Ε
ίκοσι δύο Ελληνίδες κι εκατόν ογδόντα πέντε Γιουγκοσλάβες, μεταφέρονται, με τα βρωμερά βαγόνια, από το Βελιγράδι στο Άουσβιτς της Πολωνίας. --28.6.44 -- Τέταρτη και τελευταία νύχτα.
ΕΓΩ: Παρατήστε τους καβγάδες κι ελάτε να κουβεντιάσουμε ήσυχα-ήσυχα. Δεν ξέρουμε αν θα ’χουμε την τύχη να ξαναβρεθούμε έτσι όλες μαζί. ΜΑΙΡΗ: Για να τα πούμε ήσυχα-ήσυχα, όπως λες, πρέπει αυτή η χτικιάρα να τραβήξει την ποδάρα της από πάνω μου. ΤΟΥΛΑ: Και που να το βάλω το πόδι μου, αφού από ’κει είναι η κοιλιά της Όλγας. ΟΛΓΑ: Ξεμπερδέψτε τα όπως θέλετε εσείς από ’κει. Μόνο την κοιλιά μου να μην ζουλάτε, γιατί μου ’ρχεται πάλι κατούρημα. ΜΑΙΡΗ: Κάνε μου τη χάρη και ν’ αφήσεις και για τις άλλες λίγους πόντους στη βούτα. Δεν βλέπεις που κοντεύει να ξεχειλίσει και θα χυθούν τα σκατά να μας πνίξουν; ΤΟΥΛΑ: Εγώ λέω πως αυτή τη φορά θα προτιμήσω να τα κάνω πάνω μου, παρά να σκαρφαλώνω πάλι στου βούτα. ΕΓΩ: Όχι, όχι, μην το κάνεις αυτό Τούλα μου. Έλα, αν θες, να σε βοηθήσω. ΧΡΥΣΟΥΛΑ: Απ’ τη μέρα που ξεκινήσαμε, όλο αυτή κατουράει. Εμείς, τι κάνουμε δηλαδή που κρατιόμαστε; ΕΓΩ: Έλα τώρα, αφού ξέρεις πως η Τούλα, δεν κρατιόταν ποτέ. Να σκάσει δηλαδή; Δείξε λίγη κατανόηση κι εσύ.
96
Βάσω Σταματίου
ΒΑ Ρ Ο Υ Μ ?
γιατί;
ΕΥΑ: Πολύ το κάνω κέφι ρε παιδιά αυτό το εσάνς ντε πονταρίλ, ντεσκατίλ, ντελαμποχέ. Αν γυρίσω, θα βγάλω πολλά λεφτά, τώρα που ξέρω τη συνταγή. Σκεφτείτε πόσα μπουκαλάκια με χρυσή ετικέτα γεμίζει μια βούτα. ΤΟΥΛΑ: θα μου φύγουν, δεν αντέχω, αχ μαμά μου... ΕΓΩ: Έλα, θα σου κάνουμε σκαμνάκι με την Μαργαρίτα, να πατήσεις πάνω στα χέρια μας ν’ ανεβείς. ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Εμένα να μ’ αφήσεις ήσυχη, να κοιμηθώ λίγο, που πονάει η μέση μου όλη μέρα, έτσι κουβαριασμένη. ΚΑΤΙΝΑ: Εγώ δεν νιώθω όλη τη δεξιά μου πλευρά, έτσι που πέφτει η Όλγα πάνω μου. Όλες θέλουμε να κοιμηθούμε. ΧΡΥΣΟΥΛΑ: Βρε παιδιά, γιατί δεν μαζευόμαστε οι μισές, να ξαπλώσουν οι άλλες μισές κι ύστερα από δυο τρεις ώρες, ν’ αλλάξουμε βάρδια. Έτσι, τουλάχιστον ν’ απλώνουμε λίγο τα πόδια, να ξεμουδιάζουν. ΕΓΩ: Καλά λέει η Χρυσούλα. Ελάτε να κόψουμε χαρτάκια στα μισά, όποιες έχουν το Χ, θα είναι αυτές που θα ξαπλώσουν. Θέλετε; ΜΑΡΙΚΑ: Εγώ θ’ απλώσω τα πόδια μου, είτε Χ είτε Ψ μου λέτε. Και δεν με νοιάζει όποια κλωτσήσω. ΕΥΤΥΧΙΑ: Μ’ έχεις καταμελανιάσει απ’ τις κλωτσιές και μιλάς ακόμα; ΜΑΡΙΚΑ: Είχα μια σκασίλα να προσέχω κι εσένα βλαμμένο... ΤΟΥΛΑ: Δεν κρατιέμαι άλλο... Δεν μπορώ... ΕΓΩ: Έλα, να σκύψω να πατήσεις στην πλάτη μου, ν’ ανέβεις στη βούτα. ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Ας το διάβολο, μου πατήσατε το αυτί. Που πάτε πάλι και πηδάτε από πάνω μας. Παλουκωθείτε πια. ΤΟΥΛΑ: Τσίσα μου, τσίσα μου, αχ, θα μου φύγουν ώσπου να κατεβάσω τα βρακιά μου. ΜΑΙΡΗ: Τώρα που θ’ ανακατωθούν πάλι τα σκατά, θα μου ξανάρθει λιποθυμία. ΚΑΤΙΝΑ: Εγώ πάω ως το φεγγίτη. Μαζέψτε τα κανιά σας. ΕΥΑ: Κάτσε καλέ κάτω, ν’ ακούσεις τη γλυκιά μουσική του κάτουρου, που μας έχεις πάρει αγκαζέ τον φεγγίτη.
Μιά Ελληνίδα στ
Ά υσβιτς
97
ΚΑΤΙΝΑ: Εσένα δεν σου μιλάνε, Βούλωσ’ το. ΕΓΩ: Δεν λέτε κανένα τραγουδάκι, να μην ακούγονται τουλάχιστον οι πορδές. Έλα, ανέβα, κάθισες στο βαρέλι; ΤΟΥΛΑ: Ως, κρύο που είναι... και μου πληγώνει τα μπούτια. Αχ Θεέ μου, δεν θέλω να κλαίω πάλι. Αχ Θεέ μου... ΕΓΩ: Έλα, τραγούδα... «Με το χαμόγελο στα χείλη...» ΤΟΥΛΑ: «Πάνε τα τσίσα μου μπροστά...» Και πιτσιλίστηκα πάλι να πάρει η ευχή. Παραγέμισε η βούτα. Κι αυτή η βρόμα... Πότε θα ξημερώσει να την αδειάσουν... Αλλά έφυγε ένα βάρος από πάνω μου. Τώρα, πως πάμε πάλι στο μέρος μας; Έχουμε ν’ ακούσουμε βρισίδι, καθώς είναι και βρεγμένη... ΜΑΡΙΚΑ: Τόσο μακριά πια είναι αυτή η Γερμανία... Πάμε-πάμε και δεν φτάνουμε. Κυρά-ΜΑΡΙΚΑ: Τους εμετούς σου μπορούσες να τους κάνεις στη βούτα κι όχι πάνω μου ξεφτιλισμένη. Τρίτη φορά είναι που με λερώνεις με τις ξινίλες σου. Κυρά-ΟΛΓΑ: Εσύ κάθεσαι κοντά μου, για να μου κλέβεις το ψωμί. Νομίζεις πως δεν σε μυρίστηκα παλιογύναικο, που χτες το βράδυ μασούλαγες κρυφά, κάτω απ’ τον μπόγο σου; ΕΛΕΝΗ: Δεν λέτε που μας δώσαν και ψωμί, ύστερα από τρεις μήνες ταράνα. Κυρά-ΜΑΡΙΚΑ: Ψωμί είναι αυτό, που μυρίζει «βούτα»; Χαρά στο ψωμί. Να της το κλέψω κιόλας... Να... θες να σου δώσω και το δικό μου, μουλιασμένο απ’ τους εμετούς σου; ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Θα σκάστε πια, να κοιμηθώ μια στάλα; ΜΑΙΡΗ: Τι να κοιμηθείς, που όπου να ’ναι θα φέξει. Βλέπεις Κατίνα τίποτα απ’ τον φεγγίτη; ΚΑΤΙΝΑ: Απ’ ό,τι βλέπω, ούτε ένα βουναλάκι δεν υπάρχει, ως πέρα. Πεδιάδα... Πεδιάδα. Που να ’μαστε άραγε; ΓΛΥΚΑ: Έμεινε άραγε καθόλου νερό στο βαρέλι; Διψάω πάρα πολύ. Αλλά και να ’μεινε, βρομάει, όπως όλα εδώ μέσα. ΚΑΤΙΝΑ: Να ’κανες λίγο υπομονή κι όταν ξημερώσει κι αδειάσουν τη βούτα θα μας γεμίσουν και το βαρέλι με νερό. Αλήθεια, τι ουσία έχουν τα πορτοκάλια; Ξέχασα...
98
Βάσω Σταματίου
ΒΑ Ρ Ο Υ Μ ?
γιατί;
ΕΥΑ: Εγώ προτιμώ μια παγωμένη σουμάδα... ΜΑΡΙΚΑ: Πφ... η αριστοκρατία μίλησε... ΟΛΓΑ: Τι θα γίνει τώρα, που θέλω να κατουρήσω; Ποια θα βοηθήσει κι εμένα; ΜΑΙΡΗ: Άντε πάλι!... Πανάθεμά σας, δεν ήξερα να φέρω μερικές τάπες, να σας βουλώσω πάνω και κάτω, να σκάστε, να ησυχάσω απ’ όλες σας, να ξαπλώσω την αρίδα μου και να κοιμηθώ μια στάλα. ΟΛΓΑ: Να σου πω κάτι, να χαρείς πολύ. Δεν θέλω να κατουρήσω. Θέλω να χέσω. Κι αν δεν παραμερίσεις να περάσω, θα μου φύγουν, γιατί έχω και ευκοιλιότητα. ΕΥΤΥΧΙΑ: Έλα, ασ’ την να περάσει γρήγορα, δεν βαστάει ως το ξημέρωμα. ΔΕΣΠΟΙΝΑ: Ωχ, μ’ έλιωσες πανάθεμά σε... ΚΑΤΙΝΑ: Άρχισε να φέγγει... Η ομίχλη διαλύθηκε... Πεδιάδα... ΕΓΩ: να ρίξω μια ματιά. Ναι... πεδιάδα... Πεδιάδα... Τι ήταν αυτό το πλαφ Κατίνα; ΚΑΤΙΝΑ: Σίγουρα η Όλγα έπεσε στη βούτα. Πεδιάδα... Που να ’μαστε; ΧΡΥΣΟΥΛΑ: Άντε παραπέρα ν’ αναπνεύσουμε κι εμείς, που φράξατε τον φεγγίτη. ΕΓΩ: Έχω μια προαίσθηση πως τελειώνει το ταξίδι. Γι’ αυτό ήθελα να κουβεντιάσουμε ήσυχα-ήσυχα, όλες μαζί, για τελευταία φορά, αλλά δεν βλέπω να γίνεται. Πως θα την καθαρίσουμε τώρα αυτήν, που θα μας μαγαρίσει όλες; ΟΛΓΑ: Θα κυλιστώ πάνω σας. Σκουπίστε με, με τα μαλλιά σας, με τις γλώσσες σας, με ό,τι θέλετε, αλλά σκουπίστε με... Βοήθεια... ΟΛΕΣ ΜΑΖΙ: Βοήθεια... Μας γέμισε σκατά... ΕΓΩ: Πεδιάδα... Πεδιάδα... Το τραίνο έτριξε και σταμάτησε, μ’ εκείνη τη γνωστή το μαχαιριά που ξεσχίζει το μυαλό. Τόσα χρόνια πέρασαν από τότε, ήρθαν τα κομπιούτερ κι άλλες μυστήριες μηχανές, που στόλισαν την πολιτισμένη ζωή μας, μ’ ανακουφιστικές έγνοιες κι όμως αυτό το τρίξιμο του τραίνου που σταματάει,
Μιά Ελληνίδα στ
Ά υσβιτς
99
δεν μπόρεσαν να το βελτιώσουν τα εφευρετικά μυαλά των μοντέρνων μπίζνεσμαν. Κάθε φορά που το τραίνο σταματούσε, εκείνο το στρίψιμο του μυτερού μαχαιριού, ανάμεσα στα μάτια. Δεν μπόραγα να το συνηθίσω, όπως οι άλλες και ζήλευα που έβλεπα την απάθειά τους, ενώ εμένα χτυπούσαν στους κροτάφους τα ματωμένα τύμπανα, τα μάτια μου κλείναν, ζαρωμένα απ’ το πολύ σφίξιμο, λες κι ο θανατερός ήχος, θα περνούσε ανάμεσα απ’ τα βλέφαρα. Βούλωνα τ’ αυτιά με τους δυο δείχτες, να περάσει, όσο το δυνατόν μικρότερη δόση, απ’ αυτόν τον ακατανόητο για τις άλλες θάνατο. Δεν μπορούσα ν’ ανεχθώ αυτό το μακρόσυρτο τρίξιμο, σαν ουρλιαχτό συρμάτινου θηρίου που προσγειώνεται, ούτε τότε, ούτε σήμερα. Μισώ τους θορύβους. Με πληγώνουν, με χίλιες αόρατες πληγές. Παρέες που μιλούν όλοι μαζί και δυνατά. Μουσική δυνατή, τη στιγμή που κουβεντιάζουν. Παπούτσια με καρφιά, που χτυπούν στο πεζοδρόμιο. Ακόμα και η μπάλα, που πηδάει στο χώμα, απ’ τα χτυπήματα των πιτσιρίκων ποδοσφαιριστών. Ίσως είναι υπερβολή, αλλά δεν μπορώ να πείσω τον εαυτό μου, πως, αφού τους άλλους δεν τους ενοχλεί, δεν πρέπει να ενοχλεί κι εμένα. Υποφέρω, σε κάθε, έξω απ’ τα συνηθισμένα θόρυβο, όπως κι αυτόν ενός τραίνου που σταματάει τσιρίζοντας. Παρ’ όλο που βρισκόμασταν στο τέλος του Ιούνη, πυκνές ομίχλες συνόδευαν το ταξίδι μας, κάνοντας συχνότερα τα σταματήματα του τραίνου. Στην Ελλάδα, τέτοια εποχή, ξεροψήνονται στις αμμουδιές. Τι γύρευα παιδί του ήλιου και της θάλασσας εγώ, να ταξιδεύω στο Βορρά, μες στις ομίχλες; Αχ! και να φόραγα το κίτρινο μαγιό μου τώρα, τόσο φωτεινό πάνω στη σοκολατένια σφιχτή σάρκα και να ’μουν ξάπλα στην αμμουδιά της Μηχανιώνας... Προσπαθούσα να γεμίσω τη σκέψη μου απ’ ό,τι πιο γλυκό και ηρεμιστικό, υπήρχε για μένα, όπως το χάδι του ήλιου πλάι στη θάλασσα, για να εξουδετερώσω αυτό το τρίξιμο των βαγονιών, που με ξετίναζε. Η ομίχλη διαλυόταν ξαφνικά, σαν διωγμένη από αόρατα φυσερά κι η πεδιάδα, χωρίς ούτε μια τόση δα καμπούρα στην πλάτη της, ξεδίπλωνε όσο χώραγε, στην πίσω απ’ τον φεγγίτη ματιά μου.
100
Βάσω Σταματίου
ΒΑ Ρ Ο Υ Μ ?
γιατί;
Που είσαι πατρίδα με τα βουναλάκια, τα λοφάκια, τους θάμνους και τα πευκάκια σου... Κι ύστερα πάλι ομίχλη τύλιγε το αφιλόξενο εχθρικό τοπίο, το τραίνο φρενάριζε, το τραίνο έτριζε και η σιωπή πάγωνε μια κρούστα απελπισίας πάνω στα ερωτηματικά μας. Που είμαστε; Πού πάμε; Πόσο ακόμα θα κρατήσει αυτό το στριμωγμένο ταξίδι της μπόχας; Όσο κι αν είχε σκουπιστεί η Όλγα, οι πασαλειμμένες ακαθαρσίες στάζαν στη φούστα της κι η Όλγα έκλαιγε. Η σκέψη ενός μπάνιου, που θα έδιωχνε απ’ το πετσί μας, αυτή τη μυρωδιά της λιποθυμιάς, τριγυρνούσε από στόμα σε στόμα. Το σταματημένο τραίνο έβγαζε θυμωμένα ξεφυσήματα. Θα ’πρεπε να μας ανοίξουν. Είχε φέξει για καλά. Πέρασε μισή ώρα αγωνίας με τα μάτια καρφωμένα στην πόρτα. Γιατί δεν μας άνοιγαν; Να πάρουμε λίγο αέρα τουλάχιστον... Γερμανοί πηγαινοέρχονταν έξω, φωνάζοντας παραγγέλματα. Αν είχαμε φτάσει, θα ’πρεπε να βλέπαμε κάποια πόλη, ένα σταθμό, σπίτια, ανθρώπους. Εδώ δεν βλέπαμε τίποτα. Μόνο πεδιάδα, μ’ ένα ίχνος παρέας από 5-6 δέντρα στο βάθος και ράγες, πολλές ράγες τραίνων. - Πολύ περίεργα πράγματα θα συμβούν μου φαίνεται, είπε η Χρυσούλα Ρ., που μάταια προσπαθούσε απ’ τον φεγγίτη, να πάρει μια πληροφορία. Το τραίνο ξαναγλίστρησε στις ράγες του, πολύ σιγά, σαν κουρασμένος αθλητής, που κάνει τα τελευταία δέκα ξέπνοα μέτρα του μετά απ’ την γραμμή του τέρματος. Οι Γερμανοί, που δεν είχαν ανεβεί στα βαγόνια, προχωρούσαν πλάι σ’ αυτά, φωνάζοντας συνέχεια, για το σωστό πέρασμα του συρμού, στις κατάλληλες γραμμές. - Φτάσαμε, φτάσαμε, λέγαν τα κορίτσια, με μια κάποια τρεμουλιαστή ελπίδα πάνω στην παγωνιά της προαίσθησης. Είχαμε μαζέψει τους μπόγους μας. Η Τούλα κράταγε την καπελιέρα της, όρθια, τρέμοντας και σφίγγοντας τους μηρούς. Ήταν φανερό πως κατουριόταν πάλι, αλλά ούτε σκέψη για βούτα. Όπου να ’ναι θα ’νοιγαν. Κάτι περίεργα, ψηλά συρματοπλέγματα φάνηκαν και πίσω τους, σε απόσταση, κάτι πιο περίεργες φιγούρες, σαν άνθρωποι. Αναρωτιό-
Μιά Ελληνίδα στ
Ά υσβιτς
101
μουν αν είναι κανένα μοντέρνο γλυπτό, έτσι γκρίζο, στην ομοιόμορφη ακινησία του. Τα διεσταλμένα μάτια των παράξενων γυναικών μας κοίταζαν, χωρίς ν’ ανοιγοκλείνουν σα να ’βλεπαν κάποιο εκτυφλωτικό νούμερο επιθεώρησης. Ήμασταν εμείς, με τα χαρούμενα φουστάνια, ο θίασος που χάζευαν, καθώς οι Γερμανοί άνοιγαν τις πόρτες των βαγονιών μας. Ήμασταν εμείς, με την πολύχρωμη κίνηση της άγνοιας, που τις έκανε ν’ αναπολούν ίσως, έτσι μαρμαρωμένες, τον αλλοτινό εαυτό τους. Το τραίνο μας όλο και προχωρούσε, αργά-αργά μ’ ορθάνοιχτες πόρτες. Ένα άλλο τραίνο μπήκε μπροστά μας, μ’ ορθάνοιχτες κι αυτό πόρτες. Μέσα στα βαγόνια στέκονταν όρθιες, στριμωγμένες, γυναίκες, με ριγέ γκριζομπλέ σάκους, που έπλεαν στα σκελετωμένα κορμιά, με ξυρισμένο σύριζα το κεφάλι και με τα ίδια σαν τις προηγούμενες, απλανή, ακίνητα μάτια, που μας κοιτούσαν σα να ’μασταν κάτι περίεργο. Τρία βήματα μας χώριζαν απ’ το βαγόνι των φαντασμάτων. Μπορούσαμε να μιλήσουμε, να χαιρετιστούμε, ν’ ανταλλάξουμε πληροφορίες. Να μάθουμε ποιες είναι αυτές, γιατί είναι έτσι, πού βρισκόμαστε, τι θα μας κάνουν εμάς και να τους πούμε κι εμείς ποιες είμαστε, τι παράπονα έχουμε και χίλια δυο που κρέμονται στα χείλη των ταξιδιωτών. Κουνήσαμε σε χαιρετισμό τα χέρια χαμογελώντας, χωρίς να πάρουμε απάντηση. Μήπως ήταν τίποτα τρελές, που τις πήγαιναν στο φρενοκομείο και δεν καταλάβαιναν τι γίνεται γύρω τους; Τα μάτια όμως, μας κοίταζαν συνέχεια, ακίνητα, διεσταλμένα. - Τι μέρος είναι εδώ; Φώναξε η Χρυσούλα γερμανικά. Καμιά απάντηση. Τους κάναμε την σημαντικότερη ερώτησή μας, σε όλες τις γλώσσες που ξέραμε. - Τι είναι αυτό το μέρος; Ούτε ένα βλέφαρο δεν κίνησε. Ούτε ένα μπράτσο δεν μετακινήθηκε. Δεν έβλεπαν; Δεν άκουγαν; Τι είδους αρρώστια είχαν; Η Τουλάρα, νευριασμένη, τους έβγαλε τη γλώσσα. - Μαλακισμένα όντα, στρίγκλισε. Ένας Γερμανός πλησίασε το βαγόνι τους, έκανε ένα νόημα κι οι
102
Βάσω Σταματίου
ΒΑ Ρ Ο Υ Μ ?
γιατί;
γυναίκες οπισθοχώρησαν αδιαμαρτύρητα, σιωπηλές, ανέκφραστες, σα να ήταν συνηθισμένες σ’ αυτό. Κι ο Γερμανός έκλεισε την πόρτα του βαγονιού τους. Το τραίνο με το παράξενο φορτίο του πέρασε με το ρυθμικό χτύπο του και τα ψηλά συρματοπλέγματα ξαναπρόβαλαν μπροστά μας. Κοιταχτήκαμε, μη ξέροντας από που, τέλος πάντων, θα ξεπήδαγε μια πληροφορία. - Εσύ τι λες; Είπε η Μαίρη, μήπως είναι στρατόπεδο για λεπρές; - Τώρα, γιατί δεν μας κατεβάζουν, να μάθουμε πια, τι μας θέλουν εμάς; Έλεγε και ξανάλεγε η Κατίνα. - Εγώ λέω, είπε η Ελένη, πως μας έφεραν για να περιποιηθούμε αυτά τα κακομοιριασμένα πλάσματα. Ράγισε η καρδιά μου, είδατε κάτι ποδαράκια σαν βέργες... - Καλέ άντε που τα λυπάσαι κιόλας, πετάχτηκε η Όλγα, δεν είδες με τι μίσος μας κοίταζαν; Λες κι ήρθαμε να τις αποτελειώσουμε. Το τραίνο μας ξανατσούλησε, πηγαίνοντας όλο παραπέρα, ώσπου σταμάτησε, μέσα σ’ ένα πανδαιμόνιο από γυναικείες φωνές. Ένα τσούρμο, με διάφορες φορεσιές, σωστές γυναίκες, με τη ροδαλή σάρκα τους, πλησίασε χειρονομώντας εύθυμα την ανοιχτή πόρτα μας. Μίλαγαν μια άγνωστη γλώσσα, που δεν έμοιαζε μ’ αυτές που ξέραμε. Η Χρυσούλα Ρ. τόλμησε πάλι την καυτή ερώτηση. - Που είμαστε; Τι είναι ’δω πέρα; - Χα, έκανε μια αφράτη μ’ ένα παρδαλό εμπριμέ. Αυτές κοιμούνται όρθιες. Μα δεν έγραφε το εισιτήριό σας ποιος είναι ο προορισμός του ταξιδιού σας; Θα το αναφέρω στην ανώτερή μου, να τιμωρηθούν αυτοί που σας έστειλαν εδώ, έτσι, χωρίς να σας πουν και δυο καλά λόγια για το ξακουστό στρατόπεδό μας. Μιλούσε χαχανίζοντας ειρωνικά και η Χρυσούλα, αξιοθαύμαστα συγκρατημένη, ξαναρώτησε μαλακά. - Μπίτε, παρακαλώ, μας λέτε που βρισκόμαστε; Μπίτε, μπίτε φροϊλάιν. - Στην Πολωνία. Στο Άουσβιτς της Πολωνίας καθάρματα και θα καλοπεράστε, στρίγκλισε, με κόκκινα από θυμό μάτια, η παρδαλή Πολωνέζα.
Μιά Ελληνίδα στ
Ά υσβιτς
103
Τώρα, γιατί ήμασταν καθάρματα και γιατί θύμωσε επειδή ρωτούσαμε να μάθουμε κάτι, δεν κατάλαβα. Αλλά αυτό ήταν το πρώτο «δεν κατάλαβα». Από ’κει και πέρα, τα «δεν κατάλαβα» πύκνωσαν, στριμώχτηκαν τόσο, που χάσανε την ιδιαιτερότητα που είχαν ξέχωρα το καθένα, γίναν ένας τεράστιος όγκος ταφόπλακας, που σκέπασε την απάντηση. Την ανύπαρκτη απάντηση. Η Χρυσούλα τόλμησε μια δεύτερη ερώτηση, μα η Πολωνέζα μας είχε κιόλας γυρίσει την πλάτη γελώντας με τις άλλες. Τι ρόλο έπαιζαν πάλι αυτές οι χορτασμένες γυναίκες; Το όνομα Άουσβιτς δεν μας έλεγε τίποτα. Εμείς ξέραμε το Μόναχο, τη Βιέννη, το Βερολίνο, τις πόλεις που έλεγαν πω θα μας πήγαιναν. Τώρα, αυτό το Άουσβιτς της Πολωνίας, δεν το ’χαμε ξανακούσει. Στεκόμασταν εκεί σαν χαμένες, στο ανοιγμένο βρώμικο βαγόνι μας χωρίς να μπορούμε να κατεβούμε, αφού μια Σερβίδα που τόλμησε να πηδήξει κάτω, οι παρδαλές γυναίκες, την ξανανέβασαν στο βαγόνι, αφού της μάτωσαν τη μύτη και το στόμα. Βλέπαμε το άδικο ξύλο, χωρίς να μπορούμε να κάνουμε τίποτ’ άλλο, απ’ το να περιμένουμε χαζεύοντας ηλίθια τις Πολωνέζες, που ποιος ξέρει τι λέγαν και διασκέδαζαν. Κάποια στιγμή, η ίδια η Πολωνέζα μας ξαναθυμήθηκε. - Γκρίχελαντ, απάντησε η Χρυσούλα, στην ερώτησή της από που ερχόμαστε. - Εβραίες; - Όχι... Χριστιανές. Πολιτικές κρατούμενες. Η Πολωνέζα ξανατραντάχτηκε από γέλια. - Εδώ είναι στρατόπεδο για Εβραίους, αλλά κι όσοι έρχονται εδώ είναι σα να γίνονται Εβραίοι. Η ακαταλαβίστικη πληροφορία της μας μπέρδεψε. Μας φέραν σ’ ένα στρατόπεδο για Εβραίους. Εμείς τώρα θα ’πρεπε να τους πούμε, πως έκαναν λάθος, γιατί εμείς δεν ήμασταν Εβραίες. Αλλά πάλι εκείνο το «όσοι έρχονται εδώ, γίνονται σαν Εβραίοι» τι σήμαινε; Η Πολωνέζα ξανάφυγε από κοντά μας και την ακούσαμε να φωνάζει σε μια άλλη, πως σ’ αυτό το βαγόνι υπάρχουν Ελληνίδες και να φωνάξουν την Νταίζη.
104
Βάσω Σταματίου
ΒΑ Ρ Ο Υ Μ ?
γιατί;
Η Νταίζη, καλοφτιαγμένη, με φανταχτερό φουστάνι και ροδαλά μάγουλα, έφτασε τρέχοντας, με δυο τρεις άλλες Θεσσαλονικιές Εβραίες. - Γεια σαααας..., έκανε γελώντας με μια υπόκλιση, σαν να υποδεχόταν την ακολουθία κάποιας πριγκίπισσας. Η καρδιά μου γέμισε τριαντάφυλλο και δροσιά. Επιτέλους. Κι άλλες Ελληνίδες. Χαρούμενα κορίτσια, αδερφάδες, που θα μας γλύκαιναν τον ερχομό με την κουβεντούλα τους, θα μας καθοδηγούσαν με τι συμβουλές τους, σαν παλιότερες. - Είμαστε απ’ την Θεσσαλονίκη, της φώναξα. - Α, Σαλονίκη... άρχισε να τραγουδάει η Νταίζη, κάνοντας στροφές χορεύοντας. Σαλονίκη, Σαλονίκη, έξτρα πρίμα φίκι - φίκι. Τι είδους χαρά ήταν αυτή της Νταίζης; Το δροσερό τριαντάφυλλο έγειρε με μιας μαραμένο το κεφαλάκι του. Η Νταίζη έδινε διαταγές, ανεβοκατεβάζοντας το μπράτσο με το σήμα της βαθμούχου. Απ’ τα γερμανικά πηδούσε στα σπασμένα ελληνικά, για να μας δίνει, χωρίς να την ρωτήσουμε, πληροφορίες, για ό,τι μας περίμενε, με μια χαιρεκακία στη φωνή, σαν να ήθελε να μας δολοφονήσει εκείνη τη στιγμή με τα ίδια της τα χέρια. - Είστε Αριάνες εέ; Καλά, ξεχάστε το... Εδώ θα ’στε νούμερα, όπως όλες. Θα καταραστείτε τη μέρα που γεννηθήκατε. Τα μαρτύριά σας, θα ’ναι πολύ πρωτότυπα. Οι Γερμανοί ξέρουν κόλπα, που ούτε τα φαντάζεστε. Έλεγε, έλεγε, σαν φίδι που ξερνάει το φαρμάκι, κάνοντας πότε-πότε και τις στροφές της τραγουδώντας «Σαλονίκη, Σαλονίκη, έξτρα πρίμα φίκι-φίκι». Οι Γερμανοί με τις νεκροκεφαλές και το σήμα των ΕΣ-ΕΣ, που είχαν καταφτάσει εν τω μεταξύ, έδωσαν τη διαταγή να κατεβούμε. Άρπαξα τη βαλίτσα μου, να ξεμπουκάρω πια, ανακουφισμένη, αλλά είδα τις πρώτες που κατέβαιναν με τα πράγματά τους, να δέρνονται απ’ τις Θεσσαλονικιές Εβραίες και τις Πολωνέζες. - Ποιος σας είπε παλιοπουτάνες να πάρετε βαλίτσες; Φώναζε η Νταίζη, χτυπώντας όπου έβρισκε. Όλα τα πράγματα θα μείνουν στο βαγόνι και θα τα πάρετε μετά το μπάνιο κι αφού περάσουν όλα απ’ τον κλίβανο.
Μιά Ελληνίδα στ
Ά υσβιτς
105
Ωχ, σκέφτηκα με αναγούλα, κλίβανος κι εδώ. Ένα συνεργείο από πέντε γυναίκες, περίμεναν δίπλα στην πόρτα και μόλις άδειασε το βαγόνι μας, ανέβηκαν επάνω κι άρχισαν να πετάνε τις βαλίτσες και τους μπόγους μας κάτω. Έστριψα το κεφάλι, καθώς μας οδηγούσαν προς την είσοδο του λάγκερ κι είδα την άσπρη βαλίτσα μου, στην τελευταία της βουτιά, να μ’ αποχαιρετάει. Εκείνη τη στιγμή, δεν μου είχε περάσει καθόλου απ’ το μυαλό πως τη βαλίτσα με τα όμορφα πλεχτά μου κι όλα τα αγαπημένα κατάδικά μου πραγματάκια δεν θα την ξανάβλεπα ποτέ πια. Ένα μεγάλο κτίριο, το μπάνιο μας είπαν οι Θεσσαλονικιές, ξεχώριζε μπροστά απ’ τις πεντάδες του σέρβικου τρανσπόρτ, όπως το ’λεγαν. Οι Θεσσαλονικιές δεν πίστευαν ότι δεν είμαστε Εβραίες. - Μα δεν έχουν ξαναφέρει Ελληνίδες χριστιανές εδώ. Μήπως είστε Εβραίες και δεν μας το λέτε; Έλεγαν και ξανάλεγαν. Τα πόδια μου, απ’ την τετραήμερη ακινησία στο καταραμένο βαγόνι δεν με υπάκουαν. Όμως, το δικό μου σούρσιμο δεν ήταν τίποτα, μπρος στην τραγική φιγούρα της καλής μου Τούλας. Η Τούλα παραπατούσε σαν μεθυσμένη και κάθε που έγερνε έξω απ’ την πεντάδα, χαστούκια την έστελναν στη σωστή θέση. Κάποια στιγμή, που δεν έβλεπαν οι Πολωνέζες, την τράβηξα στη μέση και πήγα εγώ στην έξω γραμμή. Τα γαλανά μάτια της Τούλας με κοίταξαν υγρά, με τη βαθιά ζεστή μιλιά τους κουρσεμένη. Το μεγάλο κτίριο μου θύμισε τη βραδιά που φτάσαμε στην Μπάνιτσα. Και τώρα, όπως και πριν τρεις μήνες, τα ταλαιπωρημένα κορίτσια έδιναν τη μισή τους ζωή για ένα μπάνιο κι ένα πιάτο ζεστή σούπα. Μόνο το ντεκόρ είχε αλλάξει. Εκεί νύχτα, σιωπή, το ψηλό κτίριο με τα σιδερόφραχτα παράθυρα, εδώ πρωινό, φωνές και το κτίριο, μακρύ, μονόπατο, χωρίς ίχνος σιδεριές στα παράθυρα. - Πολύ περίεργα πράγματα θα συμβούν μου φαίνεται, ξανάπε η Χρυσούλα Ρ. που τέντωνε το αυτί στις γερμανικές λέξεις. - Βρωμάω... θα σωριαστώ χάμω... ήταν οι δικοί μας ψίθυροι, μέσα στα ξέφρενα γερμανοπολωνέζικα παραγγέλματα. Καθώς βρέθηκα μέσα στη μεγάλη αίθουσα του κτιρίου, είδα ξαφνιασμένη Σερβίδες, που είχαν προηγηθεί, να στέκονται ολόγυμνες, προ-
106
Βάσω Σταματίου
ΒΑ Ρ Ο Υ Μ ?
γιατί;
σπαθώντας με τις δυο ανοιχτές παλάμες, να κρύψουν το σγουρόμαυρο τρίγωνο της γύμνιας τους από μια σειρά Γερμανούς αξιωματικούς, που έγραφαν καθισμένοι στα γραφεία τους. Προτού προφτάσω να σκεφτώ κάτι, δυνατά χαστούκια μου ’δωσαν να καταλάβω ότι έπρεπε να γδυθώ χωρίς καθυστέρηση. Στο Άουσβιτς, το ότι δεν καταλάβαινες πολωνέζικα και γερμανικά ήταν μια ωραία ευκαιρία για τις κάπο, τις βαθμούχες δηλ., που έπρεπε να δέρνουν, όσο μπορούσαν πιο πολύ. Πολλές φορές είχα αναρωτηθεί πως δεν πονούσαν τα δάχτυλά τους από τόσο μανιασμένο ξύλο. Ακατανόητο πώς είχαν βρεθεί τόσες πολλές νέες γυναίκες, αφιονισμένες από μίσος για άλλες γυναίκες, όμοιές τους. Όχι, δεν ήταν μόνον η προσπάθεια να κρατήσουν γερά το πόστο που τους είχαν παραχωρήσει οι κατακτητές τους. Αυτό θα ήταν μια -παραδεκτή ας πούμε- διαπίστωση, αν το λυσσαλέο ξύλο, περιοριζόταν στις στιγμές που ήταν παρόντες οι γερμανοί αξιωματικοί. Όμως, το περίεργο ήταν πως, κι όταν δεν υπήρχε κανείς Γερμανός μπροστά, η μανία για ξύλο εξακολουθούσε με το ίδιο πάθος. Όλο το διάστημα που έμεινα μέσα στο Μπιργκενάου του Άουσβιτς το ανεξήγητο αυτό φαινόμενο με απασχόλησε πάρα πολύ. Δεν ήθελα με κανέναν τρόπο ν’ αφήσω τον εαυτό μου να παραδεχτεί πως ήταν μια κατάσταση με τις δικαιολογίες της, έστω αρρωστημένες κι ανώμαλες. Δεν υπήρχε αμφιβολία πως η ρουφιανιά είχε καλλιεργηθεί πολύ έντεχνα μέσα στο Άουσβιτς από τα τέρατα αυτά, που ήξεραν τόσο σοφά να ιχνογραφούν σχεδιαγράμματα διεστραμμένων συστημάτων, για να βλέπουν έπειτα πόσο τέλεια ξέμπλεκε το νήμα των πολύπλοκων διασταυρώσεων, ώσπου να μείνει πάνω στο σχεδιάγραμμά τους η μορφή του υπάνθρωπου, όπως ακριβώς την είχαν φανταστεί. Θα ’ταν λοιπόν -σκεφτόμουν- ο φόβος της ρουφιανιάς που τις έκανες να συμπεριφέρονται το ίδιο άγρια. Αν κάποια πήγαινε και τις κατέδιδε, πως δεν ήταν αρκετά σκληρές, όχι μόνο θα ’χαναν το πόστο, όχι μόνο θα ’χαναν το κάποιο καλύτερο απ’ τις άλλες συσσίτιο, αλλά το σπουδαιότερο, θα ’χαναν τη ζωή τους και πώς, συρμένες άγρια στους φούρνους των κρεματορίων. Θέλοντας να διαπιστώσω κατά πόσο ευσταθούσε αυτή η δεύτερη
Μιά Ελληνίδα στ
Ά υσβιτς
107
δικαιολογία για τη σκληρότητά τους, διάλεξα τον περίεργο δρόμο του πειραματόζωου (θα το διηγηθώ αργότερα). Εγώ, μόνη, αντιμέτωπη με μια κακούργα, αιμοβόρα εβραία κάπο. Από ’κει, βγήκε η τελική απάντηση. Η ακατανόητη απάντηση. Όχι, δεν ήταν μόνο για χάρη των Γερμανών. Όχι, δεν ήταν μόνο για το φόβο της ρουφιανιάς. Δεν ήταν μόνο για να σώσουν την μαγκωμένη ζωή τους με τα ουφίκια. Ήταν και το δικό τους εαυτό. Για τη δική τους ανάγκη να κυριαρχήσουν πάνω σε μια άλλη μαγκωμένη ζωή. Ναι, ήταν η τραγική διαπίστωσή μου. Έδερναν, επειδή είχαν δαρθεί. Ταπείνωναν, επειδή είχαν ταπεινωθεί. Έπρεπε να διαλυθούν κι άλλες, όπως είχαν διαλυθεί κι αυτές. Ένα παράλογο είδος εκδίκησης για τον ξεπεσμό τους. Τα χαστούκια πέφτανε αντάμα με βρισιές σε όσες δεν είχαν γδυθεί ακόμα και κοίταζαν αναποφάσιστες σαν χαμένες γύρω τους. Πως ήταν δυνατόν να βγάλομε τα ρούχα μας μπροστά σε τόσους Γερμανούς; Που ήταν το μπάνιο, να πάμε να γδυθούμε; Τι θα μας έκαναν... Θεέ μου, πως μας κλωτσούσαν το κορμί και την αξιοπρέπεια... Έβγαλα όλα τα ρούχα μου, όσο πιο αργά μπορούσα, παρ’ όλα τα «σνελλ» και τα «λος άλες». Ο Γερμανός στο πρώτο γραφείο έδωσε μια δυνατή γροθιά στο τραπέζι και τα μολύβια χοροπήδησαν. «Όλα γαϊδούρια, όλα», μια Πολωνέζα επαναλάμβανε τη διαταγή, δέρνοντας. Ένιωθα τόσο ταπεινωμένη κι εξουθενωμένη μπρος στα γυάλινα αντρικά μάτια, που κάρφωναν την παρθενιά μου. Καινούργια χαστούκια και βρισιές, για δυο τσιμπιδάκια, που είχα ξεχάσει να βγάλω απ’ τα μαλλιά μου. Έβγαλα και τα τσιμπιδάκια και βρέθηκα φάτσα στον πρώτο Γερμανό, καθώς η σειρά των γυμνών γυναικών προχωρούσε. Ζούληξε το κορμί μου σε διάφορα σημεία, όπως η θεία Θεανώ ζούλαγε την ανεβασμένη ζύμη της, έγραψε κάτι κι έκανε νόημα να περάσω στον δεύτερο. Αυτός έγραψε τι ρούχα έβγαλα με κάθε λεπτομέρεια. Άλλος έγραψε όλα τα στοιχεία της φυλάκισής μου. Άλλος ρωτούσε αν είχα καμία ειδικότητα. Κι άλλος κι άλλος, όλοι με πετρωμένα πρόσωπα και παγωμένο βλέμμα, σαν να μην έβλεπαν νεανικά κοριτσίστικα γυμνά κορμιά, αλλά σφαγμένα μοσχάρια, που έπρεπε να καταγραφούν με κάθε σχολαστικότητα.
108
Βάσω Σταματίου
ΒΑ Ρ Ο Υ Μ ?
γιατί;
Ύστερα από μια ώρα κοσκίνισμα μπήκαμε σ’ άλλο δωμάτιο, Μια λυσσασμένη Πολωνέζα έπαιζε το ρόλο το κουρέα. Αξέχαστη φιγούρα θηρίου που ηδονιζόταν να μεταβάλλει τα χαριτωμένα κεφαλάκια με τις χωρίστρες και τις μπούκλες, σε φαλακρές μπάλες του μπάσκετ. Αν έκρινε ότι το κεφάλι θα είχε ψείρες, το περνούσε με την ψιλή μηχανή σύρριζα. Αν έβλεπε όμορφα περιποιημένα μαλλιά και πάλι δούλευε ψιλή μηχανή. Συγκαταβατική με τα πρασόμαλλα, που τα ’κοβε με το ψαλίδι, αφήνοντάς τα ένα δάχτυλο μακριά. Μα το αποτέλεσμα ήταν χειρότερο απ’ τα ξυρισμένα κεφάλια, έτσι ανόμοια που πατούσε της ψαλιδιές. Το φοβερό όμως ήταν ο τρόπος που κούρευε. Έβλεπα το ψαλίδι στο χέρι της να χορεύει τρελά κι έλεγα, να , τώρα θα χωθεί στο μάτι της Γλύκας, να τώρα θα ξεσχίσει το λαιμό της Μαίρης. Άρπαζε τα κεφάλια από μια τούφα κι έδινε μια, ώστε η κοπέλα να παραπατήσει. Επειδή, όμως, δεν έπρεπε να παραπατούν, την χτύπαγε με το ψαλίδι ή με τη μηχανή στο κεφάλι, βέβαια. Τα ζαλισμένα κεφάλια έγερναν μπροστά, αλλά επειδή δεν έπρεπε να γέρνουν, τους τράβαγε μια τούφα, εξαναγκάζοντάς τες να γείρουν πίσω, όσο γινόταν πίσω. Γλεντούσε με την ψυχή της, παίζοντας με τις μπάλες της. Αλλά κι όταν αποφάσιζε να βάλει την πρώτη ψαλιδιά, έκανες τέτοια παλαβά κόλπα με το ψαλίδι μετά από κάθε «χρατς», που σου ’κοβε την ανάσα. Όταν τελείωνε ένα κεφάλι, το χόρευε μες στις παλάμες της κι αλλοίμονο σ’ αυτήν που άφηνε κάποιον αναστεναγμό ή κάποια κραυγή απόγνωσης. Τις παράφρονες κινήσεις, συνόδευαν ακατανόητες φράσεις και τρεις λέξεις -οι λέξεις της μόδας στο Άουσβιτς- επαναλαμβάνονταν στην αρχή και το τέλος κάθε φράσης. «Χολέρα», «Ιντιότκα», «Βαριάτκα». Προαισθανόμουν, ότι το κεφάλι μου, θα ’παιζε στο τερέν της πρωταγωνιστικό ρόλο. Εγώ και η Ελένη είχαμε τα ομορφότερα μαλλιά απ’ όλες τις Ελληνίδες. Είχε βέβαια και η Κατίνα τις περιποιημένες μαύρες μπούκλες της, αλλά τα δικά μου ξανθόχρυσα κυματιστά μαλλιά, σαν φωτοστέφανο στην άσπρη επιδερμίδα, ήταν κάτι άλλο. Στάθηκε για μια στιγμή ακίνητη, ψάχνοντας ίσως τρόπο να καταστρέψει αυτό τ’ ωραίο κεφάλι με κάποια πρωτοτυπία. Φαίνεται, όμως, πως δεν είχε έμπνευση ή δεν είχε χρόνο για να εκτελέσει την έμπνευσή της. Δεν της έμελε άλλο απ’ το να παίξει το τρελό της μπάσκετ με
Μιά Ελληνίδα στ
Ά υσβιτς
109
περισσότερο πάθος. Αποχαιρέτησα τα χρυσά μαλλιά που έλαμπαν στο πάτωμα και πέρασα στην επόμενη αίθουσα, διπλά γυμνή. Περιμέναμε σχεδόν μια ώρα, έτσι γυμνές, κακομοιριασμένες, χωρίς να τολμάμε να κοιταχτούμε, ώσπου να μπούμε στο μπάνιο. Μα τι μπάνιο ήταν εκείνο... Μόλις άρχισαν τα χωνιά απ’ το ταβάνι να κατεβάζουν το ζεστό νερό, μόλις πρόφτασαν μερικές να κάνουν τη σαπουνάδα στα μούτρα τους, το νερό κόπηκες απότομα κι αυτές που είχαν σαπούνια στα μάτια έκλαιγαν φωνάζοντας. –Νερό... βάσερ μπίτε... Αλλά μια Πολωνέζα, πού χτύπαγε τα βρεγμένα κορμιά, μας περνούσε σε άλλη αίθουσα με ανοιχτά παράθυρα. Το αεράκι, που έμπαινε ελεύθερα απ’ όλα τα παράθυρα, έκανε τα χλιαρά βρεγμένα κορμιά να τρέμουν. - Ένα πανάκι, ένα πανάκι να σκουπίσω τα μάτια μου, τσούζουν, δεν βλέπω τίποτα... ψιθύριζε η Ευτυχία. Πανάκι... Όλη η αίθουσα ήταν εντελώς άδεια. Δεν υπήρχε ούτε ένα καρφί στους τοίχους. Κι εμείς δεν είχαμε ούτε μαλλιά πια, για να σκουπίσουμε τις σαπουνάδες και τα νερά. Δεν είχαμε ούτε τη φωνή μας, δεν είχαμε ούτε το κουράγιο να χοροπηδήσουμε, να κάνουμε τη γυμναστική μας, πάνω τα χεράκια, κάτω τα χεράκια, για να εξουδετερώσουμε αυτό το παγωμένο πρωινό αεράκι. Κάτι κεφάλια φάνηκαν στ’ ανοιχτά παράθυρα. - Γιατί μας βασανίζουν έτσι; Έτρεξε να ρωτήσει η Χρυσούλα. Βαρούμ; Βαρούμ; Οι γυναίκες, μας κοίταζαν αμίλητες, ώσπου κάποια διαταγή απ’ έξω τις έκανε ν’ απομακρυνθούν. Μια απ’ αυτές είπε σιγά στη Χρυσούλα «Δεν είδατε τίποτα ακόμα...», και χάθηκε απ’ το παράθυρο. Μείναμε κάπου μια ώρα εκεί, πεσμένες χάμω στο τσιμέντο, τρέμοντας και να, επιτέλους η διαταγή να περάσουμε στην επόμενη αίθουσα. Ανακουφισμένες, τρέξαμε με σκουντιές να περάσουμε γρήγορα να ντυθούμε. - Επιτέλους, θα πάρω τα καθαρά μου εσώρουχα, είπε η Μαργαρί-
110
Βάσω Σταματίου
ΒΑ Ρ Ο Υ Μ ?
γιατί;
τα. Καλέ δεν ακούσατε πως θα τα περνούσαν από κλίβανο; Εμ, γιατί νομίζατε πως καθόμασταν γυμνές μια ώρα... Θα ξεχνούσαμε αμέσως το ρεζίλεμα, μόλις τα καθαρά σπιτικά μας ρούχα σκέπαζαν την παγωμένη γύμνια μας. Η ελπίδα ζωντάνευε τα παγωμένα πόδια. Όμως κι η άλλη αίθουσα ήταν το ίδιο γυμνή, με μόνο στολίδι τρία τραπέζια γεμάτα ψαλίδια και ξυράφια. Τι θα γινόταν πάλι; Κι άλλο κούρεμα; Αυτή τη φορά, όμως, ένα πιο ειδικό κούρεμα, μας μετέβαλε σε τέλεια αγάλματα. Αγάλματα απόγνωσης και απορίας, στην παθητική ακινησία τους. Απ’ το θολωμένο μυαλό μου περνούσαν όλες οι Αφροδίτες της αρχαιότητας, στην άτριχη ακτινοβολία τους, μόνο που εκείνες, είχαν, άλλη σηκωμένο το χέρι, άλλη σπαστό το ένα γόνατο, άλλη προτεταμένο ένα γοφό κι όλες, μια αίσθηση περηφάνιας και σιγουριάς, για την εκτεθειμένη γύμνια τους. Τώρα εδώ, όλα αυτά τα ζωντανά αγάλματα είχαν τη σφραγίδα της υποταγής στην εξαθλίωση, έτσι όπως τα ’βλεπα σε στάση άκαμπτης προσοχής, με τα χέρια κρεμασμένα στα πλάγια, τρομαχτικά στην απουσία, που ήδη είχε αρχίσει να τρυπώνει μέσα τους. Πιο πέρα, περίμενε κάποια μ’ ένα φλιτ, σαν αυτό που σκοτώναμε τους κοριούς. Φλιτάριζε στις φρεσκοξυρισμένες μασχάλες και στ’ ανοιγμένα σκέλη, τραβώντας το χέρι ή το πόδι, σαν κλαδί που την εμπόδιζε στη δουλειά της, με αγριάδα κι απότομα, έτσι που οι γυναίκες χάναν’ την ισορροπία τους, παραπατούσαν, βγάζοντας φωνές διαμαρτυρίας κι αυτό γινόταν μια ωραία ευκαιρία για να ξαμολήσει από το άγνωστο υγρό του φλιτ και στ’ ανοιχτά στόματα, που μισοκατάπιναν το πικρό απολυμαντικό. Μετά, περίμενε μια άλλη Πολωνέζα μπροστά σε έναν μεγάλο κουβά, με ένα άσπρο υγρό σαν ασβέστη. Στο χέρι της κρατούσε μια φαρδιά βούρτσα. Άρπαζε τα κορίτσια από το σβέρκο γελώντας, τα ’κανε να σκύψουν πάνω στον κουβά και τους ασβέστωνε το κεφάλι. Η λύσσα αυτής της γυναίκας, τραγικά εξωπραγματική έτσι όπως γελούσε τρανταχτά κι ασταμάτητα, μένει βαθιά χαραγμένη στη μνήμη μου.
Μιά Ελληνίδα στ
Ά υσβιτς
111
Μερικά κορίτσια ζαλισμένα δεν έσκυβαν σωστά πάνω στον κουβά ή θέλανε να ξεφύγουν. Τότε η Πολωνέζα τους ασβέστωνε και το πρόσωπο, βρίζοντας, αλλά γελώντας πάντα. Τα δύστυχα κορίτσια κλαίγανε, γιατί φαίνεται τσούζαν τα μάτια τους. Χολέρα... Χολέρα... Είδα την Μαίρη, τυφλή από τους ασβέστες που τρέχανε από τα ματοτσίνορά της, να ουρλιάζει με έναν περίεργο ήχο, που σε τίποτα δεν θύμιζε τη φωνή της. Ασυνάρτητες συλλαβές, μπλέκανε με άλλες παρόμοιες άλλων τυφλωμένων, ένα περίεργο μουγκανιτό ετοιμοθάνατων ζώων, κάτω απ’ τη βούρτσα της παρανοϊκής Πολωνέζας, που έβριζε και γελούσε. - Θεέ μου... Θεέ μου... ήταν τα μόνα λόγια που έλεγε καθαρά η Μαίρη. Δεν ήταν εκεί ο Θεός εκείνη την ώρα, αφού είχε φύγει από μέσα μας, αφού καμιά δεν άπλωνε τη στεγνή της φούχτα να σκουπίσει τα μάτια της Μαίρη, αφού η κάθε μια κοίταζε να απομακρυνθεί βιαστικά, μακριά από αυτήν την δολοφόνα βούρτσα που χόρευε στον αέρα. Το κεφάλι μου πονούσε. Ήθελα να ξαπλώσω. Ήθελα να κοιμηθώ. Ώρες πολλές. Για πάντα. Μα θα αργούσε πολύ ακόμα η ώρα που θα ’παυαν να ασχολούνται με την μικρή μας ύπαρξη. Στην επόμενη μικρή αίθουσα, ένας Γερμανός γιατρός, ειδικός ζωέμπορας, ξαναζούληξε πάλι τα κορμιά, για να διαπιστώσει και αυτός πόση δουλειά θα μπορούσαν να προσφέρουν αυτά τα ζώα και σε γραμμή πάντα μπήκαμε σε μια άλλη μεγάλη αίθουσα. Ένα πελώριο τραπέζι με βιβλία και μελάνια. Τι θα γινόταν πάλι; Α, εδώ ήταν ο πυρήνας του κτιρίου. Εδώ ήταν το κέντρο, η καρδιά του Άουσβιτς, που υποδεχόταν τα θύματά του. Εδώ πια αποκτούσες την ειδική στάμπα του μοναδικού στρατοπέδου. Εδώ σε στιγμάτιζαν, για πάντα. Δυο στιβαρές Πολωνέζες ακινητοποίησαν το αριστερό μου μπράτσο. Δεν είχα καμιά δύναμη να αμυνθώ. Κι ούτε ήξερα, γιατί μου πιάσαν κι οι δυο έτσι σφιχτά το χέρι, ώσπου μια άλλη, με ένα πράγμα σαν στυλό, τσίμπησε το χέρι μου. Έκανα να πεταχτώ τρομαγμένη, αλλά οι δυο σιωπηλές Πολωνέζες κρατούσαν γερά. Εξήντα δυο φορές η βελόνα τρύπησε το μπράτσο μου, κεντώντας αυτό που θα γινόταν το όνομά μου, από κείνη τη στιγμή. Ένας αριθμός... Δεν είχα πια το όνομα που είχα. Μ’ έναν αριθμό θα
112
Βάσω Σταματίου
ΒΑ Ρ Ο Υ Μ ?
γιατί;
με φώναζαν στα άπελ, μ’ έναν αριθμό θα γραφόμουν στα καθημερινά χαρτιά για αρμπάιτ, μ’ αυτόν θα με τιμωρούσαν κι αυτό θα τοιχοκολλούσαν για καμιά αγγαρεία. Κι αν πέθαινα, θα πέθαινε ένας αριθμός, όχι εγώ. Εξήντα δυο βελονιές, εξήντα δυο γκριμάτσες πόνου, εξήντα δύο σταγόνες δάκρυα, για να μεταμορφωθώ σε νούμερο 82224. Εκείνη τη στιγμή, οι δυο Πολωνέζες που κρατούσαν το χέρι μου Η Γερμανίδα που το κεντούσε, ο χερ οφιτσίαλ που έγραφε, ήξεραν το καινούργιο μου όνομα. Εγώ δεν το ήξερα. Ούτε γινόταν να ρωτήσω, τι μου γράφετε ’δω πέρα, μέσα στην απόλυτη σιωπή της ιεροτελεστίας, αντίθετης από τις θορυβώδεις προηγούμενες σκηνές. Με διάφορα υγρά μπαμπάκια, που μύριζαν περίεργα, σκούπιζαν τα αίματα και τα μελάνια. Τα πετούσαν κάτω, το ένα πίσω από το άλλο, ώσπου να σταματήσουν το αίμα. Όταν πια τα κοκκινόμαυρα μπαμπάκια σχημάτιζαν ένα ενοχλητικό για την Γερμανίδα βουναλάκι, ερχόταν μια άλλη και τα μάζευε με ένα καρότσι. Καθώς η Γερμανίδα σκούπιζε συνεχώς το μπράτσο μου, γύρισα αργά το κεφάλι μου να δω το σημείο της πληγής. Δεν μπορούσα να καταλάβω τι μου έκαναν. Ένα ερεθισμένο δέρμα, ήταν το μόνο που μπορούσα να δω. Ο πόνος ήταν πιο δυνατός από την περιέργεια. Ο πόνος είχε στεγνώσει το σάλιο στο στόμα μου. Η Γερμανίδα, πολύ ικανοποιημένη από τις καλλιτεχνικές της επιτυχίες, μουρμούριζε, «γκουτ, ζερ σεεν». Κι ήταν πραγματικά καλλιτέχνης στην απάνθρωπη ειδικότητά της. Όσες βγήκαμε εκείνη τη μέρα από τα χέρια της είχαμε τον κομψό, καλογραμμένο αριθμό μας, αντίθετα με πολλές παλιότερες που είχαν ένα τεράστιο άτσαλο νούμερο, να σκεπάζει το μισό τους μπράτσο. Ο χερ οφιτσίαλ έγραφε, επαναλαμβάνοντας, «Τσβάϊ άχτσιχ τάουζεν, τσβάι χούντερ, φιρ ουντ τσβάντσιχ». Δεν καταλάβαινα ότι αυτό σήμαινε, ογδόντα δύο, διακόσια είκοσι τέσσερα. Μια βοηθός του Πολωνέζα, έγραφε κι αυτή επαναλαμβάνοντας, «Οσαμντέσετ ντβα, ντβάντισετ, ντβαντέσετ τσιτέρι» και πάλι δεν καταλάβαινα ότι έλεγε 82224.
Μιά Ελληνίδα στ
Ά υσβιτς
113
Παρ’ όλη τη θολούρα του μυαλού μου, ξανάδα τις στιλπνές Αφροδίτες, να μου χαμογελούν, δείχνοντάς μου τον δικό τους αριθμό, που έλαμπε με χρυσά γράμματα, στον ουρανό «5ος π.Χ. αιών». Επιτέλους, στην επόμενη αίθουσα θα ντυνόμασταν. Μια στοίβα ρούχα σχημάτιζε ένα πολύχρωμο βουναλάκι στη μια πλευρά. Άδικα, όμως, ψάχναμε με αγωνία να ανακαλύψουμε κάποιο γνώριμο δικό μας μπλουζάκι. Αυτά όλα ήταν ρούχα άλλων γυναικών, που ποιος ξέρει γιατί δεν τα ήθελαν πια. Την αλήθεια θα την μαθαίναμε, μόλις βγαίναμε από το κτίριο του μπάνιου. Αμέτρητα βαγόνια, φορτωμένα ανύποπτες γυναίκες και άντρες, με όλα τα μπαγκάζια τους, είχαν οδηγηθεί γυμνοί, όπως ήμασταν τώρα εμείς, στα κρεματόρια, για να λιώσουν μέσα στις φλόγες. Οι βαλίτσες τους είχαν ξετιναχτεί από τα ειδικά κομάντος και ότι ήταν χωρίς ιδιαίτερη αξία για τους Γερμανούς στελνόταν εδώ, για να ντύσει τους καινούργιους, που με τη σειρά τους, έστω και χωρίς να φτάσουν στους φούρνους, άφηναν τα μπαγκάζια τους για την επόμενη διαλογή. Μια πανύψηλη γυναίκα άρπαζε από το σωρό τυχαία τα ρούχα και τα πέταγε στα ξαφνιασμένα πρόσωπα των κοριτσιών, φωνάζοντας να ντυθούμε γρήγορα. Εμένα μου έτυχε, ένα αντρικό σώβρακο, που ’φτανε κάτω από το γόνατο κι έδενε με κορδόνια στη μέση. Μια αντρίκια επίσης πουκαμίσα, μακριά με κοντά μανίκια, φαρδιά-φαρδιά στο σώμα μου κι ένα καφέ φουστάνι μακρύ ως τον αστράγαλο. Τίποτα άλλο. Ήμουν πραγματικά γελοία. Κοίταζα τα γυμνά δάκτυλα των ποδιών μου, που ξεχώριζαν κάτασπρα, τρυφερά, κάτω από το καφέ ράσο και τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα. Εγώ ήμουν εκείνη η κομψή Θεσσαλονικιά, που με απλά, σωστά βαλμένα ρούχα, σκόρπαγε κάποτε γύρω της μια αίσθηση αρμονίας; Αυτός ο καραγκιόζης με το φαρδύ σουρωτό σώβρακο και το άχαρο φουστάνι, κάποιας ψηλής Ρωσίδας ίσως, ήμουν εγώ ή κάποιο αστείο του καρναβαλιού για να γελάσουμε; Κοίταξα τις άλλες γύρω μου, αλλά καμιά δεν γελούσε. Δεν γελούσαν, απλούστατα, γιατί όλες είχαν το ίδιο εξαναγκαστεί σ’ αυτό το μασκάρεμα. Η Μαργαρίτα, φορούσε ένα μακρύ μάλλινο σώβρακο, από κείνα που
114
Βάσω Σταματίου
ΒΑ Ρ Ο Υ Μ ?
γιατί;
φορούσαν οι παλιοί παππούδες κι από πάνω, ένα στενό φουστάνι με καρό πράσινα και μπλε. Η Τούλα μια φαρδιά, αντρική επίσης, βράκα κι από πάνω ένα κοντό μπεζ φορεματάκι, με πολλές σούρες σαν μπαλαρινούλα. Η Όλγα ριγωτές μπιτζάμες, αντί για φόρεμα κι η Χρυσούλα σαν μαρκησία, με μαύρες δαντέλλες και ατλάζια. Η Δέσποινα σαν χωριατοπούλα με μακρύ φαρδύ φουστάνι, που σούρωνε στην μέση και η Μαρίκα με ένα κοντό και στενό κίτρινο φουστάνι, που πατίκωνε το στήθος της κι άφηνε ξέσκεπο το μισό της μπούτι. Ήταν η πιο γελοία από όλες μας, όπως ήταν ψηλή και μαύρη, με αυτό το κωμικό κίτρινο ρούχο, που δεν την άφηνε ούτε να αναπνεύσει. Άρχισε να κλαίει δυνατά και να χτυπιέται, δεν θα ’φευγε, έλεγε, από ’κει με αυτό το πράγμα πάνω της κι ας την σκότωναν. Δεν άντεχε άλλο τα μαρτύρια, ήθελε τα δικά της ρούχα ή δεν θα την βγάζαν από ’κει, παρά πεθαμένη. Έκλαιγε τόσο δυνατά και σπαραχτικά κι ήταν πραγματικά για λύπηση έτσι που την πίεζε το μανίκι και δεν μπορούσε να κινήσει τα χέρια κι έδειχνε τα γυμνά της πόδια, εσάς τουλάχιστον σας έτυχε ένα μακρύ σώβρακο να σκεπάσετε τα μπούτια σας, εμένα και το σώβρακο, είναι μια σταλιά πανάκι. Θα ντρέπομαι να γυρνάω έτσι, να γελάει η Εύα κάθε που με κοιτάζει... Σα να ήταν μια σπίθα η παρατήρησή της, η Εύα, άρχισε να γελάει. Τέτοιο γέλιο, πούθε βγήκε κείνες τις κολασμένες ώρες; Η Εύα γελούσε τόσο, που έλεγες πως θα μείνει στον τόπο. Στην αρχή γελούσε για το κίτρινο φόρεμα της Μαρίκας. Μετά έπιανε μιαμία τις άλλες, τις κοίταζε από την κορυφή ως τα νύχια και ανάμεσα στα γέλια που την τράνταζαν, ξεχώριζαν κοφτές οι λέξεις «για δες, για δες, ε ρε γλέντι... ώχου Χριστούλη μου...» και στο τέλος, όταν κόπαζε, «αχ, να μου ζήσετε ρε Γερμανοί, με κάνατε και γέλασα...». Το γέλιο της Εύας, σιγά-σιγά, σκαρφάλωνε σαν κισσός επάνω μας. Έφτασε στην καρδιά ταρακούνησε τη νεκρική σιωπή της, έφτασε στα τραβηγμένα απ’ την οδύνη χείλη και να το θαύμα. Γελούσαμε. Και γελούσαμε με τέτοιο υστερικό κέφι, λες κι είχαμε έρθει εδώ μια βόλτα, έτσι, μόνο για να κάνομε σαχλαμάρες και να διασκεδάσομε. Ένα γέλιο αφύσικα τρανταχτό, το γέλιο της παντοδύναμης νιότης, που ξέρει να δρασκελά το χάος με τα ανάλαφρα φτερά της, που ξέρει να παλεύει το θάνατο μ’ ένα κλαδί μυρωδάτης αγριοπασχαλιάς.
Μιά Ελληνίδα στ
Ά υσβιτς
115
Γελούσαμε σαν αρρωστημένες για γέλιο, παράφωνα εύθυμες. Κοίταζε η μια την άλλη με λιγωμένα μάτια, τραβούσαμε τις ατλαζένιες κορδέλες της Χρυσούλας, σηκώναμε τις φαρδιές φούστες της Δέσποινας, κοιτάζαμε κάτω από το μίνι φόρεμα της Μαίρης κι εκεί που δεν χώραγε πια τόσο γέλιο ήταν η κίτρινη φιγούρα της Μαρίκας, που έκλαιγε. Ευτυχώς και η Πολωνέζα εδώ δεν ήταν τόσο άγρια και μας άφηνε να γελούμε, ίσως διασκέδαζε κι αυτή με τα καμώματα της Εύας, που παρίστανε την τροτέζα, με το εφαρμοστό ασπροκόκκινο φόρεμά της. - Μπίτε δεσποινίς, δώστε μου κάτι άλλο, λυπηθείτε με δεσποινίς, μπίτε, μπίτε, έλεγε και ξανάλεγε η Μαρίκα, ενώνοντας τα χέρια παρακλητικά. Και η Πολωνέζα διάλεξε από τον σωρό ένα μπλε φαρδύ φόρεμα, κοίταξε την Μαρίκα και κρίνοντας πως αυτό ήταν το κατάλληλο για το μπόι της, της έκανε νόημα να το πάρει. - Τάνκεσεν, τάνκεσεν, είσαι πολύ καλή, έλεγε η Μαρίκα κατευχαριστημένη κι άρπαξε το χέρι τις Πολωνέζας και το φιλούσε. Ξεθαρρεύοντας η Όλγα άρχισε να παρακαλάει κι αυτή για ένα οποιοδήποτε φόρεμα, αντί για τις ριγωτές πιτζάμες η Πολωνέζα όμως, φώναξε ένα «γκενούχ» κι αγρίεψε. «Λος, λος βάϊτα» κι έκανε να αρπάξει πίσω το μπλε φουστάνι, από τα χέρια της Μαρίκας. Η φουκαριάρα η Μαρίκα, έσφιγγε το θησαυρό πάνω της ξαναρχίζοντας τα «μπίτε» και τα κλάματα. - Σιχαμένη, στο διάβολο, τα ’βαλε με την Όλγα, πας να μου τα χαλάσεις ζηλιάρα, χολέρα... Το γέλιο πάγωσε στα χείλη μου. Φρίκη... Μόλις μισή μέρα στο Άουσβιτς και μια από εμάς είχε αρχίσει να βρίζει πολωνέζικα. Βγαίνοντας από κείνη την αίθουσα καμιά πια δεν γελούσε. Υποταγμένες, με σκυφτό κεφάλι, θλιβεροί μασκαράδες, προσπαθούσαμε ν’ αφήσομε μια πορτούλα στην ψυχή μας ανοιχτή. Ίσως σκεφτόμασταν, αυτά τα ρούχα να ’ναι προσωρινά. Ίσως αύριο να μας έδιναν τα δικά μας. Και πάμε για παπούτσια, Ένας πελώριος σωρός ξεβαμμένων, πατικωμένων παπουτσιών. Και μια Πολωνέζα πάλι κοίταζε το πόδι σου, έκανες τάχα πως σκέφτεται ποια να σου δώσει από τον σωρό, τέλος,
116
Βάσω Σταματίου
ΒΑ Ρ Ο Υ Μ ?
γιατί;
άρπαζε δυο στην τύχη και στα πετούσε όπως τις καρφωτές μπαλιές στο βόλεϊ. Κάναμε τα σχετικά πλονζόν για να τα πιάσομε. Αλίμονο αν καμιά έλεγε δεν μου αρέσουν ή είναι μεγάλα. Χαστούκιζε και με τα δυο της χέρια και πολύ θα το ’θελε να ’χε δέκα χέρια, για να προφταίνει να τις δέρνει όλες. Μου ’τυχε ένα δεξιό μαύρο σπορ παπούτσι κι ένα αριστερό καφέ μυτερό, σε σχήμα γόβας. Το ένα χωρίς τακούνι, το άλλο με τακούνι. Αν είναι δυνατόν, σκέφτηκα, αν είναι δυνατόν. Βούρκωσα. Όχι δεν είναι δυνατόν... Παραπατούσα σαν κουτσή. Και στον πιο φτωχό κακομοίρη άνθρωπο του κόσμου θα ’καναν ελεημοσύνη ένα ζευγάρι παλιά παπούτσια για τα παγωμένα πόδια του. Ζευγάρι όμως. Εξάς, εδώ στο Άουσβιτς, μας έδιναν ένα καφέ κι ένα μαύρο. Ένα με τακούνι, ένα χωρίς τακούνι. Ένα κλειστό εντελώς κι ένα ανοιχτό. Κάποια Σερβίδα παραπονέθηκε για την διαφορά των παπουτσιών της. Η Πολωνέζα, αφρίζοντας από τον θυμό της, της τα άρπαξε από το χέρι και η δύστυχη κοπέλα μετανιωμένη για το παραπάνω που έκανε, είχε καθίσει στο τσιμέντο κι έκλαιγε με λυγμούς. Την είχε εκεί κάτω σαν ετοιμοθάνατο σκυλί στα πόδια της, να ουρλιάζει μια ώρα, ενώ η Πολωνέζα επαναλάμβανε καθώς πέταγε στις άλλες τα παπούτσια, «Θα σε κανονίσω εγώ, μόλις τελειώσω τη δουλειά μου». Ποιος ξέρει τι λογάριαζε να της κάνει, μα κάποτε φαίνεται πέρασε ο θυμός της και της πετάει στα μούτρα, ένα ζευγάρι πελώρια ξυλοπάπουτσα. Ήταν ένα από τα ελάχιστα ζευγάρια που δόθηκαν. Καταραμένο τέτοιο ζευγάρι. Γιατί όταν ξανάδα το ίδιο εκείνο βράδυ τη μικρή Σερβίδα, μου ’δειξε κλαίγοντας τις φουσκάλες που είχαν σχηματιστεί στα πόδια της, από τ’ ασήκωτα ξυλοπάπουτσα. Κουτσαίνοντας οι μασκαράδες διατάχτηκαν κάποτε να βγουν κι από κείνη την αίθουσα. Δεν βλέπαμε τίποτα. Δεν ξέραμε τίποτα. Να κοιμηθούμε μόνο. Φτάνει πια. Ούτε που σκεφτόμασταν την πείνα και τη δίψα μας. Ούτε που προσέχαμε πια, την ακατανόητη γύρω γελοιογραφία. Να κοιμηθούμε μόνο... Τα μάτια έκλειναν, έτσι όπως στεκόμασταν όρθιες. Τρεκλίζαμε... Δεν έφταιγε το αριστερό τακούνι. Να κοιμηθούμε... Ο ήλιος είχε φτάσει στη δύση. Πόσες ώρες απανωτά μαρτύρια. Να κοιμηθούμε πια...
Μιά Ελληνίδα στ
Ά υσβιτς
117
Ένα μεγάλο καζάνι με μια κόκκινη μπογιά μας περίμενε τώρα. Ένα βάναυσο χέρι μας γύριζε ανάποδα, με την πλάτη στο μεγάλο καζάνι και μια γυναίκα με μια βούρτσα σαν αυτές που ασπρίζουμε, τραβούσε στην πλάτη μας δυο χοντρές βουρτσιές κόκκινη λαδομπογιά, σχηματίζοντας ένα πελώριο Χ. Τι σημασία να είχε για τους φασίστες αυτό το κόκκινο Χ; Σε τι θα τους χρησίμευε, αφού, όπως θα μάθαινα αργότερα, ήμασταν μαντρωμένες σε ένα απέραντο στρατόπεδο, περιτριγυρισμένο με ηλεκτροφόρα σύρματα, έτσι που καμιά δεν θα μπορούσε να το σκάσει κι όσες παράφρονες το τόλμησαν έγιναν κάρβουνο, πριν βγουν από το Μπιργκενάου. Ένα Χ πάνω σε κάτι σημαίνει λάθος. Διαγράφεται. Κάποτε, όταν ήθελα να διαγράψω ένα γραφτό μου ή μια ζωγραφιά μου που δεν μου άρεσε, τραβούσα ένα Χ. Το γραφτό και ζωγραφιά, περνούσαν στην ανυπαρξία. Ήταν σα να μην είχαν αποτυπωθεί ποτέ πάνω στο χαρτί. Ήταν σα να είχαν γίνει σε μια άτυχη στιγμή, από ένα λάθος του δημιουργού τους. Ένα θυμωμένο ΧΔ για το αποτυχημένο κατασκεύασμα. Τώρα, ένα άγνωστο χέρι διέγραφε με ένα μεγάλο έντονο Χ τη μικρή μου νιότη. Ένα άγνωστο σύστημα έκρινε απαράδεκτη την ανθρώπινη υπόστασή μου και την έσβηνε, έτσι, ακριβώς, όπως έσβηνα τα σχεδιάκια και τα στιχάκια μου. Σκέφτηκα να τσιμπηθώ πάλι, όπως κάποτε στην Μπάνιτσα, για να δω μήπως ονειρευόμουν. Αλλά μια αρρωστημένη αδράνεια είχε αχρηστεύσει κάθε κίνηση κι ούτε που με ένοιαζε άλλωστε να ξέρω, αν είμαι ξύπνια και ζωντανή. Ήμουν διαγραμμένη. Από κείνη τη στιγμή, πέρασα στην ανυπαρξία, όχι μόνο γι’ αυτούς αλλά και για τον εαυτό μου. Καταπληκτικό στ’ αλήθεια σχέδιο διαγραφής ανθρώπινης υπόστασης. Με αλλεπάλληλες κατραπακιές, μέσα σε δέκα μόλις ώρες, το ον άλλαζε, γινόταν ζώο κι από ζώο μεταμορφωνόταν σε πράμα. Ένα πράμα στα χέρια αυτού που το μεταμόρφωνε έτσι εμπνευσμένα. Ένα πράμα για τα μεγαλόπνοα πειράματα αυτού, του τόσο περήφανου, για την πάνω απ’ τις προσδοκίες επιτυχία του σχεδίου. Αυτό το σύστημα θα ήταν το αποτέλεσμα μακροχρόνιων συσκέψεων, συνεδριάσεων, συμβουλίων, προτάσεων, αποφάσεων, των μεγαλύτερων αντιπροσώπων
118
Βάσω Σταματίου
ΒΑ Ρ Ο Υ Μ ?
γιατί;
της γερμανικής βιτσιόζας κουλτούρας. Οι διακεκριμένοι ψυχολόγοι θα είχαν ασφαλώς διαθέσει όλη την πολύτιμη πείρα τους κι ακόμα τη σοφή διορατικότητά τους για τις περιπτώσεις που σπάνιζαν στις φυσιολογικές συνθήκες διαβίωσης. Όλες τις απορίες τους, τα «άραγέ» τους, αυτοί οι σπουδαίοι ψυχολόγοι θα τα αράδιασαν στα πολύπλοκα πλάνα τους και στους μαθηματικούς υπολογισμούς για το ποθητό εξαγόμενο. Το εξαγόμενο αυτό έπρεπε να είναι το ίδιο ακριβώς με αυτό που θα εξαγόταν από τις συνεδριάσεις των ανθρωπολόγων, γιατρών, των μόνων κατάλληλων να αποφανθούν μέχρι πόσο μπορεί να κρατηθεί στη ζωή ένα βασανιζόμενο ον και πόση αντοχή είχε κάθε σημείο του σώματος, σε πόσους βαθμούς οδύνης μπορούσε να αχρηστευτεί το συγκεκριμένο σημείο και μαθηματικοί υπολογισμοί που έρχονταν σε σύγκρουση με το μεγάλο εμπόδιο της διαφοράς ανθεκτικότητας από οργανισμό σε οργανισμό και τότε έρχονταν συνεπίκουροι οι σύνεδροι της φυσικής και της χημείας, για να δώσουν λύση εκεί που ο παράγοντα σθένος εννοούσε να υποχωρήσει. Χρήσιμοι θα φάνηκαν σ’ αυτές τις συνεδριάσεις και οι απλοί αμόρφωτοι άνθρωποι, όπως δεσμοφύλακες σε εγκληματικές φυλακές, σύζυγοι – πατεράδες ανήθικοι, κακούργοι, γυναίκες ξοφλημένες κι αιμοβόρες, που θα πρόσφεραν τις άπλαστες πρωτόγονες σκέψεις τους, για να ζυμωθούν στα τραπέζια των επιστημόνων σοφών. Πόση δουλειά... Το γερμανικό θαύμα... Το είπαν έτσι και το πίστευαν έτσι. Κι ο στόχος; Α, βέβαια. Κάθε δουλειά πρέπει να ’χει το στόχο της. Πόσες κατακτήσεις, πόσες θυσίες της ανθρωπότητας για τον εκάστοτε στόχο. Θρησκείες, πατρίδες, όλα χρησιμοποιήθηκαν για να είναι πιο ευδιάκριτος ο στόχος. Κι ο στόχος του φασισμού λοιπόν; Βέβαια, έπρεπε να είναι κάτι που να συγκινεί και την πιο αδιαμόρφωτη ψυχή. Κάτι που να ’ναι πέρα από τις θρησκείες και τις πατρίδες που είχαν παραχρησιμοποιηθεί. Το βρήκαν οι μοναδικοί εγκέφαλοι των ιδιαίτερων μεθόδων. Θα ’ταν ένα σύμβολο, που να εμπνέει περηφάνια και μοναδικότητα, στις ανερμάτιστες μάζες. Η άρια καταγωγή. Όσοι ανήκαν σε αυτήν την καθαρή φυλή θα ζούσαν και θα μεγαλουργούσαν. Οι άλλοι, θα ’πρεπε να λείψουν, για να μη μολύνουν τον αυριανό τέλειο κόσμο. Και τέτοια άρια φυλή μόνο η Γερμανία την είχε. Προτού φτάσουν στις ομαδικές δολοφονίες για χάρη της περίφημης άριας φυλής, φω-
Μιά Ελληνίδα στ
Ά υσβιτς
119
τογράφιζαν και κάνανε μαθήματα πάνω στα ανθρώπινα προφίλ, για ν’ αποδείξουν πόσο διαφορετικά ήταν και τα χαρακτηριστικά ακόμα, όσων δεν ανήκαν σ’ αυτήν. Στην εξέλιξη των μαθημάτων, ανακάλυψαν τον Εβραίο, που παρουσίαζε τις πιο χτυπητές διαφορές. Ο Εβραίος λοιπόν πρώτος. Το παιχνίδι ήταν συναρπαστικό. Ας προχωρήσομε, ακόμα κι ακόμα, όλη η Ευρώπη, όλοι οι λαοί στην υπηρεσία μας, στα πόδια της υπέροχης άριας φυλής μας. Το γερμανικό θαύμα μας... Καημένη Γερμανία... Χώρα του Μπετόβεν, του δημιουργού που βάζω πάνω απ’ όλους που γεννήθηκαν και θα γεννηθούν, σ’ ολόκληρη τη γη. Κι εγώ, τόσο ρόδινη ξανθή, γαλανομάτα, άρια κι εγώ σύμφωνα με τους νόμους τους, να ’μαι εδώ στο Άουσβιτς, το στρατόπεδο που έφτιαξαν για τους Εβραίους, ανάμεσα σε χιλιάδες άλλα κατάξανθα, καταγάλανα, καστανόξανθα και ασπρορόδινα κορίτσια απ’ όλη την Ευρώπη, στο βάθος της μηχανής που στήσανε για ν’ αλέθει τον άνθρωπο. Δεν χρειάζεται τώρα πια η δικαιολογία της άριας φυλής. Το αφιόνι έκανε σωστά τη δουλειά του. Τώρα στην ουσία του παιχνιδιού. Εξαφάνιση ανθρώπινης υπόστασης παντός μη Γερμανού. Τώρα, μέσα σ’ αυτό το γυμνό άχαρο κτίριο, το αλάθητο πείραμα, ενεργούσε γύρω μου, πάνω μου, μέσα μου. Και περνούμε σ’ ένα επίσημο γραφείο. Γερμανοί αξιωματικοί και ηλικιωμένες Πολωνέζες, καθισμένοι σε γραφεία, με μεγάλα ντοσιέ μπροστά τους. Οι διερμηνείς, όρθιοι δίπλα τους. Και η Νταίζη εκεί, χαρούμενη που θα μπορούσε να φανεί χρήσιμη στ’ αφεντικά της. Εμένα, όμως, με παρέλαβε μια άλλη Θεσσαλονικιά Εβραία, η Στέλλα. Πολύ ωραία, πολύ καλοντυμένη, μ’ ένα πριγκιπικό τουπέ, με κοίταξε με περιφρόνηση, απ’ το κουρεμένο κεφάλι, μέχρι τα παράταιρα παπούτσια και τα λεπτά χείλη της τσάκισαν σ’ ένα μισό χαμόγελο. - Από που είσαι; - Απ’ τη Θεσσαλονίκη. - Αχ, ωραία Σαλονίκη, τι ωραίους νέους που είχες... Που καθόσουν; - Τσιμισκή.
120
Βάσω Σταματίου
ΒΑ Ρ Ο Υ Μ ?
γιατί;
- Αχ, τρελή Τσιμισκή... Ωραία Τσιμισκή. Τι βόλτες, τι μαγαζιά, Τσιμισκή... Τσιμισκή..., επαναλάμβανε ρυθμικά και κουνιόταν, ώσπου ν’ αποφασίσει να γράψει τα στοιχεία. - Και τι έκανες και σε βάλαν μέσα; - Δεν ήθελα τους Γερμανούς στη χώρα μου. Ένα δυνατό γέλιο ήταν η απάντησή της. - Και γιατί να μην τους αγαπάς τους Γερμανούς; Δεν θα τους γνώρισες φαίνεται καλά. Να δεις τι καλοί άνθρωποι είναι... χίλιες φορές, να ’χεις έναν Γερμανό φίλο, παρά εκατό Έλληνες. Όλοι οι Έλληνες είναι σκάρτοι. Την κοίταξα, χωρίς να ξέρω τι να της απαντήσω. Η Στέλλα γελούσε κι όλο κουνιόταν όπως επαναλάμβανε «σκάρτοι, σκάρτοι». Θα ’θελα να σηκώσω ένα καλαμάρι και να της σπάσω τα μούτρα. Να ’χα τη δύναμη να γινόμουν δολοφόνος εκείνη τη στιγμή. Στον ίδιο ρυθμό, πήρε όλα τα στοιχεία μου. - Νταίζη, Νταίζη, φώναξε στην άλλη μορφονιά, τούτη εδώ είναι και μορφωμένη, να την έχουμε υπ’ όψιν μας για τις πιο δύσκολες αγγαρείες. - Βέβαια, βέβαια, απάντησε η Νταίζη και χαχάνισαν ενθουσιασμένες. Όταν τελείωσε μαζί μου, ενώ έδινε τα στοιχεία στον Γερμανό, μου σφύριξε στ’ αυτί σαν έχιδνα. - Καλή επιτυχία στην καινούργια σου ζωή κι ας είσαι κουμμουνίστρια. Δεν κρατήθηκα πια και σταματώντας ένα λεπτό, την κάρφωσα με μια παγωμένη ματιά. - Ευχαριστώ δεσποινίς, αλλά εγώ είναι πατριώτισσα, ενώ εσύ είσαι προδότισσα, είπα. Ένα δυνατό χαστούκι μ’ έστειλε δυο βήματα πέρα, στην αγκαλιά της Νταίζης που χωρίς να έχει ακούσει τι έγινε, παρατάει τη Μαίρη που ανέκρινε, για να με ξαναστείλει μ’ ένα χαστούκι στη Στέλλα. Ο Γερμανός σταμάτησε να γράφει και κοίταζε χαμογελώντας. - Κάθαρμα, βρώμα, έλεγε η Στέλλα, θα σε κάνω να φτύσεις αίμα, παλιοπουτάνα του κερατά. Καθώς τρίκλιζα ανάμεσα στις δυο, μου ’φυγε το παπούτσι με το
Μιά Ελληνίδα στ
Ά υσβιτς
121
τακούνι. Η Στέλλα το πήρε και το πέταξε μ’ όλη της τη δύναμη στο κεφάλι μου. Τα γυαλιά μου, που τα είχα σώσει μέχρι εκείνη τη στιγμή, έπεσαν κάτω κι έγιναν χίλια κομμάτια. Η απελπισία μου ήταν απέραντη. Τι θα ’κανα με την αβοήθητη μυωπία μου; Τώρα ήμουν πιο μόνη, πιο χαμένη, μέσα σ’ αυτόν τον παραδαρμό. Και η Στέλλα έπαιρνε όρκο πίσω μου, πως θα εκδικηθεί. Τα μάγουλά μου καίγαν, απ’ τα χαστούκια δυο Ελληνίδων. Το παράλογο, του παρανοϊκού, τον παραλογισμό, ω παράκρουση... Και περιμένουμε άλλη μια ώρα, ώσπου να μας φέρον τα πανάκια για τα μανίκια μας. Άσπρα, στενόμακρα πανάκια, με τυπωμένα μαύρα, το νούμερό μας. Και μαζί ένα κόκκινο τρίγωνο, με τυπωμένο πάλι ένα G που σήμαινε Ελλάδα. Έπρεπε να ράψομε τα πανάκια στ’ αριστερό μας μανίκι, το κόκκινο, κάτω απ’ το άσπρο. Τα τρεμουλιαστά δάχτυλά μας με κόπο κρατούσαν τη βελόνα με την κλωστή. Η Τούλα δεν μπορούσε να ράψει το δικό της. Έκλαιγε και τιναζόταν από σπασμούς. Δεν έλεγε πια «μαμά μου». Μόνον έκλαιγε και με κοίταζε. Με κοίταζε και το κάτω χείλος της, έτρεμε, σαν κουρτινάκι μπροστά σ’ έναν ανεμιστήρα. Έραψα το νούμερο στο μανίκι της. Έραψα και το κόκκινο τρίγωνο χωρίς να μιλώ. Μετά, έβγαλα το καφέ μου ράσο κ έραψα και το δικό μου. Απ’ το άσπρο πανάκι που έραβα στο μανίκι μου μάθαινα επιτέλους κι εγώ το καινούργιο μου όνομα. Ίσως το είπα φωναχτά, ίσως το σκέφτηκα όπως έραβα το κόκκινο G. Γκρίχελαν. Ελλάδα. Να ένα παιδί σου. Το ογδόντα δύο διακόσια είκοσι τέσσερα! Δέκα ολόκληρες ώρες, μέσα σε κείνο το κτίριο των μαρτυρίων, χωρίς να ’χομε βάλει μια μπουκιά στα ζαρωμένα απ’ την πείνα στομάχια μας. Τώρα που βγαίναμε πια από ’κει, το νιώθαμε φριχτό το μαρτύριο της πείνας. Ε, δεν μπορεί, κάτι θα μας έδιναν, κάποια σούπα τέλος πάντων, έστω μια ταράνα. Όμως, ήταν ακόμα μακριά η ώρα του φαγητού και του ύπνου.
122
Βάσω Σταματίου
ΒΑ Ρ Ο Υ Μ ?
γιατί;
Βγαίνοντας, με τα καρναβαλίστικα θλιβερά μας ρούχα, απ’ την αντίθετη πλευρά του κτιρίου, είδαμε το απέραντο λάγκερ με τα ομοιόμορφα μπλοκ και στο βάθος τις ψιλόλιγνες καμινάδες που κάπνιζαν. Θα ’χει εργοστάσια φαίνεται εδώ, σκέφτηκα και την ίδια σκέψη έκαναν και τ’ άλλα κορίτσια, που παρατηρούσαν τις καμινάδες. Κοντοσταθήκαμε για να μας τοποθετήσουν σε πεντάδες. Θα μας πήγαιναν, όπως μας είπαν, στο μπλοκ Νο 10. Το μπλοκ της καραντίνας. Με πλησίασε μια μικρόσωμη Ελληνίδα, απ’ αυτές που ήταν μαζί με την Νταίζη. Δεν την ξαναείδα αυτήν την κοπέλα κι ούτε έμαθα τ’ όνομά της. Πλησίασε τόσος το αυτί μου, που νόμιζα πως ετοιμαζόταν να μου το δαγκώσει. - Είδα τι έγινε, μου είπε, κι οι δυο τους είναι χολέρες. Μόλις ευκαιρήσεις ένα βράδυ, μετά το άπελ, έλα στο λάγκερ των εσωτερικών κομάντος και ζήτησε το μπλοκ της διαλογής. Εκεί δουλεύω. Θα σε βοηθήσω για παπούτσια και γυαλιά. Δεν πρόφτασα να ρωτήσω τίποτα και το μικρόσωμο κορίτσι έτρεξε πίσω στο κτίριο κι εξαφανίστηκε. Δεν χάθηκαν λοιπόν τα πάντα. Κάποιοι ατίθασοι παλμοί, είχαν ξεφύγει από την μέγγενη και κυκλοφορούσαν καμουφλαρισμένοι, ανάμεσα στην καταστροφή. - Ευχαριστώ... ψιθύρισα ζεσταμένη, παρ’ όλο που το κορίτσι δεν φαινόταν πια. Η Νταίζη και η Στέλλα χάθηκαν απ’ το νου μου. Δεν υπήρχε τώρα εκεί παρά αυτό τ’ ανώνυμο κορίτσι, που χάιδευε την απελπισία μου. Με συνέφερε να την κρατήσω, σαν ασπίδα στην μαρτυρική πορεία μου. Κάτι τέτοιες προστατευτικές ασπίδες, ίσως, μ’ έσωσαν απ’ την τέλεια κατάπτωση και την τρέλα. Όσο περνούσαν τα λεπτά, το σημαδεμένο χέρι μου πρηζόταν κι έκαιγε. Το φάρμακο κυκλοφορούσε κι ο πυρετός ερχόταν ν’ αποτελειώσει την εξάντληση. Οι γυναίκες που μας συνόδευαν, φώναζαν συνεχώς «σνέλ σνέλ». Μας φάνηκε πως περπατούσαμε έναν αιώνα, ώσπου να φτάσουμε στο μπλοκ 10. Μας είπαν να σταθούμε σε πεντάδες μπροστά στο μπλοκ, για να ’ρθει η μπλοκόβα να παραλάβει τα καινουργιοφερμένα νούμερα. Δεν Έπρεπε να κινιόμαστε, δεν έπρεπε ν’ ακουμπάμε η μια
Μιά Ελληνίδα στ
Ά υσβιτς
123
πάνω στην άλλη, δεν έπρεπε να μιλάμε, δεν έπρεπε να ρωτάμε. Ήταν φοβερότερη απ’ το προηγούμενο δεκάωρο αυτή η ορθοστασία. Μόλις έκανε μια να κινήσει τα χέρια ή τα πόδια με την επιθυμία να στηριχτεί κάπου, οι στουμπόβες φώναζαν «άχτουγκ χέντ ρούντα» κι αν επιχειρούσε άλλη να μιλήσει, ούρλιαζαν «ρούε μέντς ρούε ζολζάιν» και για ποικιλία χάριζαν στα τυφλά και κανένα χαστούκι. Πως δεν είχαμε πέσει ακόμα νεκρές καταγής, πώς γινόταν να στεκόμαστε τόσην ώρα ακίνητες, ύστερα από τόσα και τόσα; Θα πέρασαν τρία τέταρτα, ώσπου επιτέλους εμφανίστηκε η τρομερή μπλοκόβα του μπλοκ 10. Ένα μελαχρινό κορίτσι 23 χρονών με μια σταράτη λεία επιδερμίδα, κομψή μύτη, καλοσχηματισμένα χείλια. Τα κατάμαυρα μαλλιά της, που κάποτε θα είχαν κουρευτεί σύρριζα, τώρα, είχαν μεγαλώσει τόσο, ώστε να σχηματίζουν ομοιόμορφα δαχτυλίδια γύρω απ’ το ωραίο πρόσωπο. Φορούσε ένα σατέν μπλε φόρεμα με άσπρα πουά, που κολάκευε με την γυαλιστερή εφαρμογή του το τέλειο σώμα. Και δυο γάμπες, δυο τέλειες γάμπες, που θα τις ζήλευε η πιο διάσημη σταρ. Πως ήταν δυνατόν σε μια τέτοια ομορφιά να κατοικεί ένα τέρας; Δυο κάθετες ρυτίδες οργής ανάμεσα στα τοξωτά φρύδια κι ένα πηχτό μαύρο σκοτάδι στο βλέμμα, ήταν τα μόνα που μαρτυρούσαν τη διαβολική θρησκεία της. - Ρούε, σιωπή, έρχεται η μπλοκόβα... φώναξαν οι τρομοκρατημένες στουμπόβενς και στάθηκαν προσοχή. Η όμορφη μπλοκόβα, μ’ ένα χοντρό μαστίγιο στο χέρι, έκανε αεράτη μια βόλτα, επιθεωρώντας τις στουμπόβες που κοίταζαν χαμηλά και μετά άρχισε να κινείται μπρος μας, κοιτάζοντας με βαθιά περιφρόνηση το καταπονημένο μπουλούκι. Μα αυτό δεν ήταν μια επιθεώρηση, πέρασε, είδε και τελείωσε. Έκανε πως περνάει και ξαναγύριζε πίσω, να διαπιστώσει αν αυτή που προσπέρασε κούνησε λίγο το κεφάλι ή το χέρι της. Το μαστίγιο κατέβαινε σφυρίζοντας στο λαιμό που κινήθηκε. Τραβούσε μια, μπροστά απ’ την πεντάδα και την έδερνε γιατί είχε ράψει λίγο στραβά το νούμερο στο μανίκι. Παρατούσε αυτήν, γιατί διέκρινε πιο πίσω, μια που έκλαιγε. Τίποτα που να μαρτυράει ζωντάνια, δεν έπρεπε να γίνεται, όσο αυτή επιθεωρούσε.
124
Βάσω Σταματίου
ΒΑ Ρ Ο Υ Μ ?
γιατί;
Τραβούσε σαν τυχερός ψαράς το κλαμένο κορίτσι και το μαύριζε στα χαστούκια. Ξαναπροχωρούσε, ξαναγύριζε πίσω, ψάχνοντας κάτι που να την προκαλεί για το φριχτό σπορ της. Αν κάποια από πιο μακριά γύριζε κάπως να κοιτάξει ποιο ήταν το θύμα της, μ’ ένα τρελό πήδημα βρισκόταν πάνω στο καινούργιο θύμα. Έφευγε από μπρος και πήγαινε από πίσω. Άκουγα τις βρισιές της σε τέλεια Γερμανικά και τις βουρδουλιές για άγνωστες αιτίες. Άλλην γιατί είχε βγάλει το παπούτσι που την στένευε, άλλην γιατί ο πυρετός που την έκαιγε την είχε αναγκάσει να ξεκουμπώσει τη φαρδιά πουκαμίσα της που έπεφτε από τον ένα ώμο, άλλην γιατί τα γυμνά πόδια δεν ήταν εντελώς κολλητά το ένα με τ’ άλλο. Ξαναρχόταν από μπρος και διόρθωνε τις αστείες στολές μας, σαν ιδιότροπη ενδυματολόγος που έβλεπε τα κακοραμμένα κουστούμια του θιάσου της. Τα μάτια της παίζανε, δεξιά αριστερά κι αφροί βγαίνανε απ’ τ’ όμορφο στόμα, που όλο έλεγε «ρούε μέντς, ρούε ζολάιν», παρ’ όλο που δεν ακουγόταν ούτε ανάσα. Οι καρδιές μας δεν χτυπούσαν, το αίμα είχε παγώσει στις φλέβες. Όταν πέρασε και ξαναστάθηκε μπροστά μου, τόλμησα να την κοιτάξω. Όχι ψηλά. Εκεί στις τέλειες γάμπες. Το μαστίγιο μου χάραξε το πρόσωπο, τα μάτια μου υψώθηκαν απορημένα, την κοίταξα στα μάτια. Το βλέμμα του μύωπα, χωρίς γυαλιά, είναι γνωστό πως δεν κοντρολάρεται σωστά απ’ τον εγκέφαλο. Την κοίταξα στα μάτια κι ω έγκλημά μου, μου ξέφυγε ένα «βαρούμ». Ένα τόσο σιγανό «γιατί». Ήθελα να μάθω, τι έκανα τόσο κακό και με χτυπούσε. Αυτό όμως ήταν το μεγαλύτερο έγκλημα που μπορούσε να κάνει μια κρατούμενη. Να τολμήσει ένα «βαρούμ» την ώρα που την χτυπούσαν. Είδα τα μαύρα μάτια της μπλοκόβας να πετάνε σπίθες. Ένα άλλο έγκλημα ήταν να την κοιτάξεις στα μάτια την ώρα που επιθεωρούσε. Τόσα εγκλήματα μαζεμένα... Μ’ άρπαξε απ’ το ρούχο και μ’ ανάγκασε να βγω απ’ την πεντάδα, ένα βήμα μπροστά. Άρχισε να χτυπάει σαν μεθυσμένη φωνάζοντας «βαρούμ ε; βαρούμε ε;» κι άλλες γερμανικές λέξεις που δεν καταλάβαινα. Όταν κουραζόταν να δουλεύει το μαστίγιο, το περνούσε στ’ αριστερό της χέρι και μ’ ελεύθερο το δεξί, χαστούκιζε, μ’ όλη τη σατανική δύναμή της, τα φλογισμένα μου μά-
Μιά Ελληνίδα στ
Ά υσβιτς
125
γουλα. Δεν μ’ άφηνε να πέσω κάτω. Με στύλωνε με το ένα χέρι και χτυπούσε προς την αντίθετη κατεύθυνση. Κάποτε βαρέθηκε ή τράβηξε κάποια άλλη την οργή της. Στεκόμουν ακόμα όρθια. Να που γινόταν. Να που ζούσα. Γιατί ζούσα; Βαρούμ; Βαρούμ; Η Πολωνέζα μπλοκόβα έφυγε, αλλά δεν είχε δοθεί ακόμα η διαταγή να ξαποστάσουμε. Ο νόμος του Άουσβιτς έλεγε πως έπρεπε να γυρίσουν όλες οι κρατούμενες από τα Άους Κομάντος, αυτές δηλ. που δούλευαν έξω από το στρατόπεδο, να καταμετρηθούν όλες οι χιλιάδες γυναίκες μπροστά στα μπλοκ τους, να διαπιστωθεί πόσες έλειπαν άρρωστες ή πεθαμένες, αν ήταν όλα σωστά στο καλοκουρδισμένο ρολόι του συστήματος. Οι στουμπόβες έκαναν την αναφορά τους στις μπλοκόβες και οι μπλοκόβες στις Όμπερ κάπο. Από ανώτερο σε ανώτερο, το Ο.Κ. έφτανε στον Διοικητή του στρατοπέδου. Αφού όλες οι αναφορές γίνονταν με τόσο τέλεια τυπικότητα, χωρίς υποψία λάθους, απορώ γιατί στο τέλος έβγαινε και μια Γερμανίδα με συνοδεία από γερμανούς αξιωματικούς κι έκανε κι αυτή η σπουδαία το γύρο όλου του στρατοπέδου για μια τελευταία επιθεώρηση. Αν δεν περνούσε κι αυτή, με κανέναν τρόπο δεν άκουγες το «απτρέτεν», διαλυθείτε. Αν, όμως, σε ένα απ’ τα μπλοκ υπήρχε κάποια ανωμαλία, όλες οι χιλιάδες εξαντλημένες γυναίκες, έπρεπε να περιμένουν όρθιες, ακίνητες, αμίλητες, ώσπου να βρεθεί το λάθος. Εμάς εδώ μας είχαν στήσει, προτού γυρίσουν τα Άους Κομάντος. Δυο κάπο είχαν καταγράψει τα νούμερα και η μπλοκόβα πήρε τα χαρτιά φεύγοντας. Και περιμέναμε και περιμέναμε κι όποια έκλεινε τα μάτια να κοιμηθεί, έστω όρθια, οι επιβλέπουσες κάπο, με τις κόκκινες ταινίες στα μανίκια την ξυπνούσαν με το γνωστό τρόπο. Και ξαναπαρουσιάστηκε κάποτε η μπλοκόβα, αλύγιστη, χωρίς να δέρνει πια. Στάθηκε προσοχή με τα χαρτιά της, έβγαλε ένα φοβερό «άχτουγκ...» και κοκκάλωσε. Ήταν φανερό πως αυτή ήταν η πιο επίσημη στιγμή της μέρας. Σε λίγο οι μαυροπράσινες στολές των αξιωματικών πλησίασαν με γοργά βήματα. Είπαν δυο λόγια με την μπλοκόβα που τους ακολούθησε στη
126
Βάσω Σταματίου
ΒΑ Ρ Ο Υ Μ ?
γιατί;
γρήγορη επιθεώρηση. Αυτό ήταν. Γι’ αυτά τα πέντε λεπτά, δυο ώρες ορθοστασία. Απτρέτεν, επιτέλους. Σωριαστήκαμε καταγής, εκεί που βρισκόμασταν και μερικές κοιμήθηκαν κιόλας μόλις ακούμπησαν στο χώρα. Το»διαλυθείτε», συνήθως το ακολουθεί χαρούμενη φασαρία, φωνές, κίνηση. Εδώ ήταν σαν να γκρεμίστηκε ο πύργος με την τράπουλα. Όλες πεσμένες κάτω. Ούτε μια όρθια. Σα να ψάχναμε από την επαφή της μάνας γης καινούργια δύναμη για τα παραπέρα. Ένα παράξενο βούισμα από μικρούς, αδύναμους αναστεναγμούς, συγκρατημένους λυγμούς, χασμουρητά και άρρυθμα ξεφυσήματα κοιμισμένων. Ο τρόμος καλά γαντζωμένος πάνω μας δεν έφευγε, ούτε με το «απτρέτεν».Το ένα πόδι μου, αυτό με το τακούνι, ήταν εντελώς μουδιασμένο, αφού σήκωνε τόσην ώρα όλο το βάρος του σώματος. Έβγαλα τα παράταιρα παπούτσια και πήρα μια βαθιά ανάσα. Μόλις μου περάσει ο ψηλός πυρετός, θα πρέπει να πάω αμέσως για παπούτσια και γυαλιά. Το σκεφτόμουν έτσι απλά, σα να ’λεγα, αύριο θα πάω στο μπακάλη ν’ αγοράσω ζάχαρη. Μα δεν ήταν τόσο απλό. Τίποτα δεν ήταν απλό μέσα στο Άουσβιτς. Και ιδιαίτερα στο μπλοκ της καραντίνας, όπου το άπελ δεν γινόταν μια φορά το πρωί και μια φορά το βράδυ, όπως σ’ ολόκληρο το στρατόπεδο, αλλά πέντε και δέκα φορές τη μέρα, πότε γιατί θα περνούσε ο γιατρός με το στηθοσκόπιο, πότε γιατί περνούσε άλλος γιατρός που κοίταζε μέσα στο στόμα, πότε για να διαλέξουν μερικές για αγγαρεία, πότε γιατί της κάπνιζε της μπλόκοβας να κάνει μια ενδιάμεση άσκηση στο σπορ της, πότε γιατί θα μας μοίραζαν κάτι παράξενες παστίλιες, πότε για να μας βάλουν θερμόμετρο κι άλλες κι άλλες αιτίες, ακατανόητες, μόνο και μόνο γιατί στο μπλοκ 10 οι γυναίκες δεν δούλευαν κι έπρεπε να υποφέρουν με οποιουσδήποτε άλλους τρόπους, ώσπου να γίνει το ξεσκαρτάρισμά τους. Η Τούλα, η Μαργαρίτα και η Δέσποινα κοντά μου ψιλοροχάλιζαν ακανόνιστα. Πόσο ήθελα να κοιμηθώ κι εγώ... Άπλωσα το χέρι στο μέτωπο της Τούλας πο ζεματούσε. Το κορίτσι πετάχτηκε έντρομο. - Τι έγινε; Αχ... Την είχε τρομάξει ένα απλό ακούμπημα φιλικής φούχτας.
Μιά Ελληνίδα στ
Ά υσβιτς
127
- Τίποτα, τίποτα, της είπα χαϊδεύοντάς την. - Πόσο καίει το χέρι σου, μου είπε και ξαναβούτηξε στον τρομαγμένο ύπνο. Εγώ, δεν είχα προφτάσει να κοιμηθώ, γι’ αυτό είμαι βέβαιη πως δεν πέρασαν ούτε δέκα λεπτά, όταν φώναξαν «άουφστεν φλαχφλούχτεν», όλες στη γραμμή, για να μας μοιράσουν τα μινσκ. Μικρά κατσαρόλια, με μια τρύπα για να κρεμαστούν στη μέση, και μαζί ένα κουτάλι. Τώρα, πως να κρεμαστούν στη μέση, αφού δεν υπήρχαν ζώνες; Η Χρυσούλα, τα ’δεσε στις κορδέλες του φουστανιού της κι αυτά κάνανε νταν-νταν, χτυπώντας ακριβώς μπροστά της. - Να κι ένα μουνί με κουδούνια, είπε η Εύα, που ολόκληρη τη μέρα δεν είχε την ευκαιρία να αισχρολογήσει. Η Δέσποινα έκοψε μια λουρίδα απ’ τη μακριά, χωριάτικη φορεσιά της και κάνοντας ζώνη, πέρασε την καραβάνα και το κουτάλι. - Βρε κόψε κι εμένα καμιά λουρίδα, έλεγαν όσες είχαν κοντά φουστάνια. Το δικό μου, επίσης μακρύ, χρησιμοποιήθηκε για να ζώσει, όσες ήθελαν. Τώρα ήμασταν και πολύ ωραιότερες τέλος πάντων, με τις μεσούλες μας να ξεχωρίζουν και τα χρωματιστά ως το γόνατο φουστανάκια, χαμογελούσαμε ευχαριστημένες και διορθώναμε η μια την άλλη, για να κάνει λίγο μπουφάν πάνω απ’ τη ζώνη, έλεγαν, ωχ, πολύ μου την έσφιξες, δεν μπορώ να πάρω ανάσα, ή δώσε μωρά μια λουρίδα από το δικό σου που ταιριάζει καλύτερα με το πράσινο ή μη μου τραβάς άλλη λουρίδα καλέ, μου το παρακόντυνες. Ξαφνικό ζωντάνεμα, χάρη στην κοριτσίστικη κοκεταρία, μα πιο πολύ χάρη στην καμπανιστή παρουσία του κατσαρολοκούταλου, που προμηνούσε τον ερχομό της αχνιστής σούπας... Αχνιστή σούπα... Το μαγική λέξη... Τι σούπα να ’τανε άραγε αυτή το Άουσβιτς; Θα έμοιαζε την ταράνα; Θα ’χε μπόλικες πατάτες μέσα, μια κι η Γερμανία είχε μεγάλη παραγωγή καρτόφεν; Η γλώσσα κολλούσε στον ουρανίσκο απ’ την αγωνία, το καρυδάκι στο λαιμό, ανεβοκατέβαινε απ’ το κατάπιμα του πηχτού σάλιου. Τα καζάνια, είχαν έρθει. Δυο γυναίκες κρατούσαν ένα χοντρό ξύλο, περασμένο στο τόξο του μαύρου καζανιού, που κουνιόταν δεξιά αριστερά και η σούπα έκανε πλαφ-πλαφ και πιτσιλούσε, χαράζοντας με καφετιά σημάδια τη διαδρομή, σαν τα πετραδάκια του κοντορεβυθούλη.
128
Βάσω Σταματίου
ΒΑ Ρ Ο Υ Μ ?
γιατί;
Με γουρλωμένα μάτια κοίταζα την σούπα που χυνόταν κι αχ, έλεγα δεν θα μείνει θα τη χύσουν όλην, έτσι που πάνε. Δεν ξέρω πως, ειδοποιήθηκε η μπλοκόβα κι έκανε ξαφνικά την εμφάνισή της, προμηνύοντας καινούργια καθυστέρηση. Ναι. Τα δύο κορίτσια της αγγαρείας, έπρεπε να φάνε το ξύλο τους, αν και δεν νομίζω πως θα γινόταν να μην κουνιέται το καζάνι μ’ αυτόν τον τρόπο κουβαλήματος. Δεν είχε πάντως σημασία. Σημασία είχε πως αυτές οι δυο τρώγαν γερό ξύλο, είτε έφταιγαν, είτε δεν έφταιγαν κι εμείς καταπίναμε το πικρό σάλιο μας και σκεφτόμασταν, θα μας δώσουν ή δεν θα μας δώσουν. Τέλος, αφού ξανακάναμε τη σειρά κι αφού ξανάπεσαν τυφλές βουρδουλιές, με βρισιές και ουρλιαχτά, τα προτεταμένα μινσκ πέρασαν ένα-ένα μπροστά απ’ την κουτάλα, που μοίραζε μισογεμάτη το πολυπόθητο ζουμί. - Μωρέ ντιπ ζουμί... έλεγαν τα κορίτσια, που σ’ ένα παίξιμο του βλέφαρο είχαν αδειάσει, ρουφώντας σαν τσάι, τα μινσκ τους. Δυο κομμάτια είχαν μείνει στον πάτο το κατσαρολιού μου και με τα τρία δάχτυλα τα τράβηξα, με την ελπίδα πως θα ήταν κρέας. Γογγύλια ήταν; Λάχανα ήταν; Δεν υπήρχε καμιά ουσία. Το ζουμί, ήταν καφεκόκκινο και είχε μια περίεργη γεύση. Κοιταχτήκαμε. Δεν μας ενδιέφερε η ποιότητα. Στα μάτια των κοριτσιών τρεμούλιαζε η λαχτάρα να στείλουν ακόμα δέκα τέτοια μινσκ στα στομάχια που τώρα είχαν επαναστατήσει και γουργούριζαν λυσσασμένα στην πρώτη επαφή τροφής. Η Μαρίκα, με το πιο ικετευτικό της ύφος, είχε πλησιάσει τα άδεια καζάνια και εκλιπαρούσε να τα γείρουν λίγο, για να μαζέψει με το κουτάλι ό,τι είχε απομείνει. Τα κατάφερε και ήρθε κοντά μας κατενθουσιασμένη με την καπατσοσύνη της. - Να κορόιδα... έλεγε, δέστε και τι πηχτό που είναι στον πάτο, μωρέ τι είμαι εγώ... Δεν θα πεθάνω εγώ. Εγώ δεν είμαι μαλακισμένη σαν εσάς. Η Εύα, που δεν ανεχότανε να την λέει μαλακισμένη αυτή η «κλαψομούνα», όπως έλεγε στην κάπο και σε λίγο την είδαμε φορτωμένη μαζί με μια άλλη το χοντρό παλούκι μ’ ένα καζάνι, να βγαίνει απ’ το χώρο του μπλοκ. Είχε προθυμοποιηθεί η διαβόλισσα, να κουβαλήσει πίσω στις κουζίνες το καζάνι. Εκεί έφαγε τόση σούπα που δεν χώραγε
Μιά Ελληνίδα στ
Ά υσβιτς
129
πια το στομάχι της και βούτηξε κι ένα κομμάτι ψωμί και μια βραστή πατάτα. - Και τώρα ποια είναι μαλακισμένη, μωρή ταβανόσκουπα; Έλεγε στη Μαρίκα, όταν γύρισε, με το θριαμβευτικό της ύφος. Εμείς οι άλλες, κοιτάζαμε αποβλακωμένες τις δυο Κρητικές, που βριζόντουσαν χυδαία. Με το καφεκόκκινο ζουμί πέρασε στα σωθικά μας και η πρώτη δόση με το φάρμακο που εξουδετέρωνε κάθε σεξουαλικότητα. Θα ’ταν αστείο βέβαια, κάτω από τέτοιες συνθήκες, να υπήρχαν επιθυμίες, να υπήρχε περίοδος κι όλα όσα τρελά και παράτολμα υπαγορεύει η αυτονομία του ερωτικού πάθους. Το ’χαν καλομελετήσει βέβαια κι αυτό το θέμα. Ήξεραν, πως και στις πιο άθλιες στιγμές πόνου και ψυχικής κατάπτωσης, εκεί κάτω, μέσα στο βρακί υπάρχει μια αυτοκρατορία με δικούς της νόμους και πράξεις. Καμιά απ’ τις άλλες σωματικές λειτουργίες δεν βρίσκεται σε συνάρτηση με την σεξουαλική λειτουργία. Στο βασίλειό της κανείς άλλος απ’ τον πόθο δεν μπαίνει. Κανείς άλλος απ’ την ηδονή δεν ηρεμεί. Δεν πα να σου ’χει πεθάνει η μάνα, να ’σαι πτώμα από εξάντληση, να χάνεσαι από αγωνία, να ’σαι τραυματίας στο νοσοκομείο, καταδικασμένος σε θάνατο, τίποτα δεν βουβαίνει τις φωνές εκεί κάτω, παρά μόνο, η ικανοποίηση, η παντοδύναμη ηδονή και ο πονεμένος ντρέπεται, «για δες, λέει, πεθαίνει η μάνα μου κι εγώ...» Έπρεπε να πολεμηθεί αυτό το αδούλωτο, το ατίθασο, το ανεξέλεγκτο σεξ. Το φάρμακο στον πρωινό καφέ και στην μεσημεριανή σούπα, καθημερινά τακτοποίησε το θέμα. Τα πάνα νεκρά μέσα στις φαρδιές βράκες. Το παντοδύναμο βασίλειο, ισοπεδωμένο λες απ’ τα γερμανικά τανκς των σοφών κουρσάρων της Φύσης. Σιωπή. Παγωνιά! Τα ωράρια στις ωοθήκες, δεν γεννιόνταν πια. Δεν πέθαιναν πια κατεβάζοντας τον ματωμένο θάνατό τους στον κόσμο, για να διαλαλήσει τον κύκλο της γονιμότητας. Ένας αφύσικος θάνατος, σταλμένος από το στόμα, κατευθύνθηκε γρήγορα και μούδιασε τη γεννητική περιοχή. Και η Εύα, που είχε τέτοια υπόληψη στο πράμα της, είχε στείλει πενταπλάσια τα βόλια πάνω του.
130
Βάσω Σταματίου
ΒΑ Ρ Ο Υ Μ ?
γιατί;
- Άλες σλάφεν... φώναζαν τώρα οι στομπόβες, στέλνοντάς μας στο λυτρωτικό μολυβένιο ύπνο. Δεν θυμάμαι ούτε που κοιμήθηκα, ούτε μαζί με ποιες κοιμήθηκα, ούτε αν πήρα κουβέρτα. Μόνο για μια φευγαλέα στιγμή, οι διώροφοι ξύλινοι χώροι, που φιλοξενούσαν έξη γυναίκες ο καθένας, μου θύμιζαν τις κρεβατίνες με τα κουκούλια του παππού μου, στο χωριό. Πιτσιρικάκι εγώ, έβαζα φρέσκα φύλλα μουριάς και χάζευα ώρες τα βελουδένια άσπρα κορμάκια, που τρώγανε σε δαντελωτά ημικύκλια, βγάζοντας έναν υπέροχο ανεπαίσθητο ήχο, γεμάτον μυστήριο. Θα χρειαζόταν τρεις μέρες ύπνου, για να συνέλθω απ’ τις ταλαιπωρίες της πρώτης αυτής μέρας στο Άουσβιτς. Όμως, στις έξη το πρωί, σφυρίχτρες και άγρια «άουφστεν», μας πέταξαν κάτω απ’ τα κρεβάτια. Όποια αργούσε να κατεβεί, την τράβαγαν απ’ το ποδάρι και οι γυναίκες έπεφταν κάτω σαν πατσαβούρες. Πάλι άπελ, πάλι μπλοκόβα και ξύλο, πάλι γιατροί. Πήραν κάμποσες γυναίκες, για το ρεβύ, το νοσοκομείο. Από μας πήραν την Νίκη. Μάθαμε ότι γέννησε ένα πεθαμένο παιδί κι αυτήν την κράτησαν για πειράματα στείρωσης ή ποιος ξέρει τι άλλο. Μετά από κάμποσο καιρό μάθαμε ότι η Νίκη πέθανε. Μοιράστηκε και ο ερζάτς καφές, κι ευτυχώς μας άφησαν ελεύθερες να τριγυρνάμε ή να καθόμαστε στην αυλή του μπλοκ και να κοιτάμε τα πρησμένα χέρια με τα νούμερα. Μια φίλη Σερβίδα με φώναξε εκεί που καθόμουν σαν ηλίθια, ζαλισμένη απ’ τον υψηλό πυρετό. - Έλα να γνωρίσεις Ελληνίδες. Να μου λείπουν, σκέφτηκα. Να μου λείπουν, αν είναι σαν την Ναίζη και την Στέλλα. Η Σερβίδα επέμενε. – Ντόμπρο Γκρεκίνα, καλή Ελληνίδα. Πως το είχε καταλάβει το «ντόμπρο»; Είχε καμιά σφραγίδα στο κούτελο η Υβέτ; Ήταν κι αυτή απ’ τη Θεσσαλονίκη και ήταν εκεί από τότε που είχαν μαζέψει τους Σαλονικιούς Εβραίους, μαζί με την αδελφή της, τη Λίλη. Ήρθε με τη γλυκιά της κουβέντα κοντά μου, σαν δροσερό πανάκι στον πυρετό μου. Η Υβέτ με κατατόπισε, χωρίς μελοδραματισμούς, σε ό,τι
Μιά Ελληνίδα στ
Ά υσβιτς
131
συνέβαινε μέσα στο στρατόπεδο. Σα να μου διάβαζε ένα βιβλίο, που δεν μας αφορούσε. - Όσο μπορείς ψυχρά και με απάθεια να τ’ αντιμετωπίσεις όλα, έλεγε. Σαν να είναι μια κινηματογραφική ταινία και κάπου μέσα στο πλήθος εκείνη η κουκίδα είσαι εσύ. Κανείς δεν θα προσέχει τις ευαισθησίες και τα ταλέντα σου, γι’ αυτό καλό είναι να τα ξεχάσεις. Όταν θα περνούν πλάι σου τα κάρα με τους σκελετωμένους νεκρούς, μην κλάψεις. Φωτογράφιζε μόνο στη μνήμη σου τις εικόνες που θα σου χρειαστούν, αν επιζήσεις. - Και να τις κάνω τι, Υβέτ, σε μια επιβίωση που θα ’χω κερδίσει όταν δεν θα ’χω κινήσει ούτε το μικρό μου δαχτυλάκι για να τις εμποδίσω; Η Υβέτ γέλασε. – Ιδεολόγος, ονειροπόλος, Αστείες λέξεις για το Άουσβιτς. Αλήθεια, μήπως παίζεις κανένα όργανο; Η Υβέτ έπαιζε βιολοντσέλο στην ορχήστρα, πλάι στην μεγάλη πόρτα που περνούσαν οι αμέτρητες γυναίκες των Άους Κομάντος. Η μαέστρος τους ήταν μια πολύ καλή Ρωσίδα και θα της μιλούσε για μένα, αφού ήξερα λίγο κιθάρα. - Πρέπει, όμως, να ’ρθεις να σε ακούσει. Προηγουμένως, εγώ θα σου δώσω να μελετήσεις για λίγο τ’ ακομπανιαμέντο από ένα εύκολο τραγουδάκι. Τα υπόλοιπα είναι δική μου δουλειά. Θα δεις, θα τα καταφέρεις. Φτάνει να μπορέσεις να ’ρθεις την ώρα που θα σου πω. Είναι ξέρεις λίγο επικίνδυνο, αλλά κουράγιο ιδεολόγα μου, θάρρος. Η Υβέτ έφυγε τρέχοντας. Ήταν ώρα για τη μεσημεριανή σούπα και είχε και πρόβα. - Θα ξανάρθω μεθαύριο, που θα έχει υποχωρήσει ο πυρετός σου απ’ το τατουάζ. Και ξανάρθε, μ’ ένα ζευγάρι μαύρα παπούτσια και δυο βραστές πατάτες κάτω απ’ το φουστάνι της. Κοίταζε τριγύρω φοβισμένη, μην την αντιληφθεί καμιά απ’ τις επιβλέπουσες, που κόβαν βόλτες συνέχεια τριγύρω μας. - Αύριο, στις τρεις και μισή, έχουμε πρόβα. Μίλησα κιόλας στη μαέστρο και μου είπε πως θα σε ακούσει αύριο. Είναι η μεγάλη σου ευκαιρία. Κανόνισε πως θα το σκάσεις από ’δω, χωρίς να σε δει καμιά κάπο. Στις πέντε πρέπει να είσαι πίσω στο μπλοκ σου για το άπελ.
132
Βάσω Σταματίου
ΒΑ Ρ Ο Υ Μ ?
γιατί;
Και πως θα ήξερα την ώρα, αφού ρολόγια δεν υπήρχαν; Σ’ αυτό η Υβέτ δεν μπορούσε να βοηθήσει. - Στις δώδεκα σας δίνουν τη μεσημεριανή σούπα, στις πέντε αρχίζει η καταμέτρηση. Κοίταξε σήμερα τη σκιά που ρίχνει το μπλοκ απ’ τις δώδεκα ως τις πέντε, για να βρεις το τρεισήμισι. Θεέ μου, ας τα κατάφερνα... Φάγαμε τις δυο πατάτες με την Τούλα που αγωνιούσε μαζί μου. - Κι αν μπεις στην ορχήστρα, θα τρως και καλύτερα και θα φέρνεις και σε μένα το κακόμοιρο κάτι, όπως έφερε η Υβέτ τις δυο πατάτες. - Ναι... ναι, έλεγα εγώ μηχανικά. Η έννοια μου ήταν σ’ αυτό το τρεισήμισι. Κοίταξα τον ουρανό. Ας μην συννέφιαζε τουλάχιστον για να μελετήσω τα σημάδια μου. Απ’ τη στιγμή της διανομής της σούπας μέχρι το άπελ, παρακολουθούσα την πορεία του ήλιου πάνω στα πετραδάκια. Κι αν γινόταν κανένα ενδιάμεσο άπελ, απ’ αυτά που συνηθιζόταν στο μπλοκ της καραντίνας; Ε αυτό πια... αν ήμουν τόσο άτυχη... Εκτός απ’ την Τούλα, η Μαργαρίτα και η Μαίρη, είχαν ενημερωθεί γι’ αυτό το παράτολμο σχέδιο. - Βρε παιδάκι μου, ας τελείωνε η καραντίνα σου και μετά..., έλεγε η Μαργαρίτα. - Ναι, μάλιστα, απαντούσε η Τούλα. Και μετά θα έλεγαν, περάστε να διαλέξτε σε τι πόσο θέλετε να δουλέψτε. Η Υβέτ το είπε ξεκάθαρα: Έπρεπε να κανονιστεί, προτού μας ρίξουν σε κανένα Άους Κομάντο. Η μαέστρα θα ’λεγε χρειάζομαι μια κιθάρα και το αίτημα θα ήταν έγκαιρο στην ταξινόμηση για εργασία. Όταν μας μοίρασαν το συνηθισμένο βραδινό, που ήταν, μια φέτα ψωμί ένα κομμάτι μαργαρίνη και μια φέτα βουρστ -κάτι σαν σαλάμικαι πήγαμε για ύπνο, δεν θυμόμουν πια, σε ποιο πετραδάκι ήταν η ώρα τρεισήμισι. Έφαγα τη μισή φετούλα με τη μαργαρίνη και την άλλη μισή, με το βουρστ, την έβαλα κάτω από το κεφάλι μου, τυλιγμένη σ’ ένα κουρέλι, για το πρωί. Δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Ίσως ήταν κι απ’ την πείνα. Ανασηκώθηκα κι έφαγα και το υπόλοιπο ψωμί. Στο μισοσκόταδο του μπλοκ, τα στριμωγμένα κορμιά στις διώροφες κρεβατίνες έμοιαζαν πεθαμένοι μεταξοσκώληκες. Κατέβηκα αθόρυβα απ’ τη θέση μου και τράβηξα προς την έξοδο.
Μιά Ελληνίδα στ
Ά υσβιτς
ΜΠΙΡΓΚΕΝΑΟΥ - ΑΟΥΣΒΙΤΣ Εσωτερικό Μπλόκ
133
134
Βάσω Σταματίου
ΒΑ Ρ Ο Υ Μ ?
γιατί;
Ας δω έξω το κοιμισμένο λάγκερ. Τσάκωσα τον εαυτό μου να μου λέει ψέματα. Ήθελα να ψάξω το πετραδάκι, που πάνω του η γραμμή της σκεπής του μπλοκ θα σήμαινε τρεισήμισι. Στην ανοιχτή πόρτα του μπλοκ καθόντουσαν δυο γυναίκες αντικριστά, με σκυμμένα κεφάλια. Φύλακες της νύχτας που μισοκοιμόνταν στην άχαρη αγγαρεία τους. - Βο χίντε; Που πας; Πετάχτηκε όρθια η μια κι αμέσως κι η άλλη. Φερμπότεν. Απαγορεύεται η έξοδος τη νύχτα στο μπλοκ της καραντίνας. Έφαγα δυο ελαφριά χαστούκια και ξαναγύρισα στη θέση μου. Οι δικές μου, είχε συμφωνηθεί να κρύψουν με τα κορμιά τους το δικό μου, που θα δρασκελούσε τα σύρματα. Όλη η δυσκολία ήταν, πως θα ’βγαινα απ’ το μπλοκ της καραντίνας, γιατί μετά, σ’ όλο το στρατόπεδο, οι γυναίκες κυκλοφορούσαν ελεύθερα. Η καρδιά της Μαργαρίτας έκανε ντουκ ντουκ. - Θα μας σκοτώσουν όλες τρελοκόριτσο, έλεγε. Δεν θα ’θελα να δοκιμάσω τον βούρδουλα αυτής της μανιακής μπλοκόβας. Εγώ γκρίνιαζε, έδινε και σωστές οδηγίες. – Εκεί, στην άκρη το μπλοκ, που έχει και σκιά κι είναι χαλαρωμένο το σύρμα. Εσύ Τούλα θα κοιτάς από κει. Εγώ από εκεί και η Μαίρη, με τα χέρια πίσω, θα σηκώσει το σύρμα, μόλις πούμε «τώρα». Μην τυχόν και τρέξεις όταν βγεις. Πήγαινε απ’ την πίσω μεριά του μπλοκ και μετά στρίψε κανονικά δεξιά. Όλα γίνηκαν σωστά και όμορφα. Φτερά οδηγούσαν τα πόδια μου και αισιοδοξία την καρδιά μου. Η Ρωσίδα, όμως, ήταν κιόλας εκεί και με παρέλαβε, προτού μπορέσει η Υβέτ να μου δώσει να δοκιμάσω κάποιο τραγούδι. Ήταν μια κοντή χαριτωμένη γυναίκα, μ’ ένα συγκαταβατικό γλυκό χαμόγελο. Δεν με φόβιζε τίποτα σ’ αυτήν. ΟΙ νότες με φόβιζαν, γιατί δεν ήμουν δα και σαΐνι στην κιθάρα. Η Υβέτ κατάλαβε τους δισταγμούς μου. - Δεν της δίνετε το «Ρόζαμουντέ» που είναι εύκολο; Η μαέστρος έγνεψε «εντάξει» και η Υβέτ τσακίστηκε να ψάχνει τις παρτιτούρες των τραγουδιών. Τα δάχτυλά μου έπαιζαν σφιγμένα, εντελώς χωρίς μέτρο. Πάει, σκεφτόμουν, δεν πρόκειται να με προσλάβει. Να ήταν άλλη, θα με είχε στείλει στο διάβολο, απ’ τις πρώτες νότες. Όμως αυτή η πονόψυχη Ρω-
Μιά Ελληνίδα στ
Ά υσβιτς
135
σίδα με είχε συμπαθήσει φαίνεται κι όλο επέμενε «τέμπο, τέμπο, δύο τέταρτα» και χτύπαγε το πόδι στο ρυθμό. «Τη δεύτερη φορά θα πας καλύτερα» και μου χτύπησε ενθαρρυντικά την πλάτη. «Θα πρέπει να κάνεις δυο τρεις πρόβες. Όταν σε παρουσιάσω στη Γερμανίδα υπεύθυνη, θα πρέπει να είσαι τέλεια, αλλιώς θα τιμωρηθώ κι εγώ μαζί σου». Όχι, δεν θα ’θελα καθόλου να τιμωρηθεί η γλυκομίλητη μαέστρα. Μιλούσε τα γαλλικά, με μια ρωσική προορά και ήταν χάρμα να την ακούς. Πετούσε και κανένα «χαρασό», «νταβάϊ» και στη θέση του δεσποινίς «ντέβοσκα». Αχ, τι καλά, σκεφτόμουν, κοντά της θα μάθω και τα ρωσικά. Να, όπως η Υβέτ, που της έλεγε, εκτός από τα γαλλικά, ολόκληρες φράσεις στα Ρωσικά. Πήρα θάρρος και της εξήγησα ότι δεν ξεχώριζα καλά τις νότες, γιατί μου είχαν σπάσει τα γυαλιά. - Ποβρ φιγ, ποβρ ντέβοσκα, ψιθύριζε η μαέστρα. Α ντεμαίν. Αύριο. Είχα τελειώσει πολύ νωρίτερα. Ευκαιρία, λοιπόν, να πάω στο μπλοκ της διαλογής, για τα γυαλιά μου. Η Υβέτ μου έδειξε το δρόμο και μου ’πε να ζητήσω μια γνωστή της. Δεν ήταν μακριά. Αναζήτησα την κοπελίτσα του λουτρού, ανάμεσα στις γυναίκες που μπαινόβγαιναν. Ούτε αυτή, ούτε η γνωστή της Υβέτ, ήταν εκεί. Ευτυχώς, ανακάλυψα μια που είχε F στο κόκκινο τρίγωνο. Θα ήταν Γαλλίδα. Της είπα τι ζητούσα. Με πήρε μέσα και μου ’πε, διάλεξε. Τρόμαξα από αυτό που είδα. Ένα ολόκληρο βουνό από γυαλιά. Ένας ολόκληρος κρυστάλλινος πύργος που άστραφτε στο φως του ήλιου, μπλε, πορτοκαλιές, πράσινες χρυσές ανταύγειες. Ένας πύργος, όμως, όχι του ονείρου, αλλά του θανάτου. Δεν τόλμαγα να τ’ αγγίξω. Ανατρίχιαζα στη σκέψη ότι, πίσω από κάθε φακό, τα τρομαγμένα, μάτια των ανθρώπων είχαν δει το φρικτό απροσδόκητο τέλος τους. - Διάλεξε, μου ξανάπε η Γαλλίδα, βλέποντας τον δισταγμό μου. - Των νεκρών; Την ρώτησα. - Δεν έχει σημασία, κοίτα να κάνεις τη δουλειά σου. Ναι, των νεκρών. Και ήταν ξέρεις, τα τελευταία δικά τους πράγματα, που έπαιρναν μαζί τους μέσα στους θαλάμους των αερίων. Όλα τ’ άλλα τα είχαν αφήσει έξω, για να κάνουν δήθεν μπάνιο. Τα γυαλιά τους όμως... Κοίτα να κάνεις τη δουλειά σου και μη σκέφτεσαι. Τα άγγιξα γονατιστή κι όπως τράβηξα ένα, οι σκελετοί με τις ταρ-
136
Βάσω Σταματίου
ΒΑ Ρ Ο Υ Μ ?
γιατί;
ταρούγες μετακινήθηκαν, κάνοντας έναν ξερό απόκοσμο θόρυβο. Ένα σταμάτησε μπροστά στα γόνατά μου. Κάποια Σάρρα θέλει να ξαναδεί τον κόσμο, μέσα απ’ τα μάτια μου σκέφτηκα. Τα φόρεσα, αλλά δεν έβλεπα τίποτα. Κρίμα Σάρρα... Ήσουν γριά και πρεσβύωψ. Δεν μου κάνεις. Χρειάζομαι την κόρη σου τη Ρεβέκκα, που ήταν νέα, όμορφη και μύωψ σαν εμένα. Τράβαγα στην τύχη και δοκίμαζα κι αναρωτιόμουν γιατί ήθελα να βλέπω καλύτερα, μέσα σε αυτό το τρελό στρατόπεδο. Τι θα με ωφελούσε, αν έβλεπα καθαρότερα τις καμινάδες των κρεματορίων και τα γυάλινα μάτια των χερ οφιτσίαλ και των κάπο, άσε που αυτά δεν επιτρεπόταν να τα κοιτάξεις κατάματα. Η Γαλλίδα αδημονούσε. «Βιτ, βιτ» μου φώναζε από την πόρτα. Τελικά, βρήκα ένα ζευγάρι που μου ταίριαζε σχετικά, ευχαρίστησα κι έφυγα τρέχοντας. Τι ώρα να ήταν άραγε; Κι αν; Έφτασα στο μπλοκ μου καταλαχανιασμένη και μόλις αντίκρισα τις γυναίκες στις πεντάδες τους ακίνητες, πάγωσα. Άπελ... Όλων τα μάτια, ήταν καρφωμένα πάνω μου, καθώς δρασκελούσα τα σύρματα. Τρεις κάπο προχώρησαν κατά πάνω μου και με άρπαξαν. Με έσυραν, χτυπώντας και βρίζοντας και κατάλαβα πως έλεγαν, τώρα θα δεις, τι θα σου κάνει η μπλοκόβα. Έβγαλα με τρόπο τα γυαλιά αι τα έστειλα με μια κλωτσιά προς τις παραταγμένες κοπέλες, που έτρεμαν πιο πολύ από μένα. Τώρα ό,τι θέλει ας γίνει, σκέφτηκα. Αν ζήσω, θα έχω σώσει τουλάχιστον τα γυαλιά. Πράγμα περίεργο, οι κάπο δεν έδωσαν σημασία στην κίνησή μυ αυτή, ίσως γιατί πίστευαν πως έτσι κι αλλιώς ήμουν καταδικασμένη. Και να η μπλοκόβα με την αστραφτερή ομορφιά. Ούρλιαζε, λες και της είχαν βάλει φωτιά να της κάψουν το ωραίο της στρατόπεδο. Κάτι με ρώταγε καθώς μου τσάκιζε το πρόσωπο και το σώμα με το βούρδουλά της. Θα ρωτούσε φαίνεται που ήμουν. Και της πετάω ένα «νιξ φαστέν», για να μου επιτεθούν σε ένα νόημά της και οι τέσσερις μαζί. Ένιωθα το κορμί μου σάπιο απ’ το πολύ ξύλο. Απ’ τις μύτες και το στόμα μου έτρεχε αίμα που το γευόμουν ανακατεμένο με το χώμα, καθώς κυλιόμουν κάτω σπαρταρώντας. Κάποτε, κουράστηκαν, τραβή-
Μιά Ελληνίδα στ
Ά υσβιτς
137
χτηκαν από πάνω μου και κάτι συζητούσαν δείχνοντάς με. Η μια κάπο με έσυρε άγρια προς τα σύρματα. Με έβαλε γονατιστή μπροστά στο αγκαθωτό σύρμα, ενώ η άλλη, έφερε δυο χοντρά τούβλα. Μου ύψωσε τα χέρια, μου ’βαλε από ένα τούβλο σε κάθε παλάμη κι έφυγε. Πίσω μου, η διαδικασία του άπελ συνεχιζόταν. Το σώμα μου ταλαντευόταν, μα αν έπεφτα μπρος τα μυτερά σύρματα θα με αποτελείωναν. Άραγε για πόση ώρα ήταν η διαταγή να με αφήσουν εκεί; Τα βαριά τούβλα πίεζαν τα χέρια μου προς τα κάτω, μα μόλις έκανα να τα χαλαρώσω, αυτή που με επέβλεπε με ένα μυτερό σίδερο μου τα τσιμπούσε και τα τράβαγε προς τα πάνω. Έμοιαζα προσκυνητής που προσεύχεται γονατιστός ζητώντας έλεος από τον πατέρα Θεό του. Μόνο που εκείνου το κεφάλι, θα ’ταν υψωμένο προς τον ουρανό, ενώ το δικό μου, έπεφτε βαρύ στο στήθος τραβηγμένο από την έλξη της μάνας γης. Τελείωσε το άπελ. Μοιράστηκε η σούπα. Οι σφυρίχτρες και τα «άλες σλάφεν», έστειλαν τις γυναίκες μέσα στα μπλοκ για ύπνο. Νύχτωσε. Κι εγώ έμεινα εκεί, γονατιστή στα πετραδάκια που μου τρυπούσαν τα γόνατα με τα χέρια υψωμένα, με τα τούβλα που μοιάζανε δέκα κιλά το καθένα να πονάνε τις κλειδώσεις μου, με το χαρακωμένο από το ξύλο σώμα να βυθίζεται στην πηχτή λάσπη του εφιαλτικού ύπνου που δεν έπρεπε με κανέναν τρόπο να με βουτήξει εκείνη την ώρα, γιατί τα σύρματα παραμόνευαν με τα μυτερά δόντια τους και με την άγνωστη φύλακα πίσω μου, να τσιμπάει τα μπράτσα μου όταν χαμήλωναν. Δεν μπορώ να ξέρω πόσον ώρα έμεινα έτσι. Όταν το συλλογιέμαι μέχρι σήμερα, απορώ πως έγινε και δεν σωριάστηκα. Και κάποτε, η γυναίκα πίσω μου, μου πήρε τα τούβλα, γρύλλισε «λος σνέλ σλάφεν» κι έφυγε. Σύρθηκα με τα τέσσερα, σαν πληγωμένο ζώο. Η Τούλα δεν κοιμόταν. Με βοήθησε να ανέβω στη θέση μου, μου ’πε «πονάς;» ή «πεινάς;» δεν κατάλαβα. Όμως εγώ ούτε απάντησα, γιατί με είχε κιόλας σκεπάσει η πηχτή λησμονιά του ύπνου. Πόσο εύκολο είναι να τα διηγείται κανείς, να λέει σε δέκα αράδες τα φριχτά μαρτύρια στα οποία μπορεί να υποβάλλει ο άνθρωπος των άνθρωπο, τον πόνο που μπορεί να δοκιμάσει ο άνθρωπος από τον άνθρωπο. Τόσο δύσκολο, λοιπόν, είναι να κατανοηθεί αυτή η περίφημη
138
Βάσω Σταματίου
ΒΑ Ρ Ο Υ Μ ?
γιατί;
αδερφοσύνη που την τραγουδούν όλες οι φυλές, για να την αγνοήσουν αμέσως στην πρώτη σπίθα κάποιου πολέμου; Τόσο δύσκολο είναι να πεισθούν οι λαοί, πως οι ωραίες ιδέες είναι ωραίες όταν γίνονται πράξη; Αν η φιλοσοφία της ανθρωπιάς παραμένει γρίφος σε ολόκληρη τη γη και ψάχνεται και κοσκινίζεται αιώνες τώρα, εδώ, σε αυτή την βορεινή γωνιά της Πολωνίας, δεν έχει καν περάσει από την μεγάλη πόρτα του λάγκερ. Όταν στις έξι το άλλο πρωί, τα άγρια άουφστεν, σηκωθείτε, έβγαλαν τις γυναίκες έξω για το άπελ, εμένα με οδήγησαν στην ίδια θέση μπροστά στα σύρματα. Αυτή τη φορά, όμως, χωρίς τούβλα και υψωμένα χέρια. Γονατιστή με τα χέρια πίσω από την πλάτη. Τώρα τα γόνατά μου πονούσαν πιο πολύ από την προηγούμενη μέρα. Μύριζα κάτουρο, ιδρώτα και αίμα. Και πεινούσα. Πεινούσα και δίψαγα. Άκουσα πίσω μου τα μινσκ να κουδουνίζουν στην παρέλαση για καφέ. Τα ξανάκουσα το μεσημέρι για τη φαρμακωμένη σούπα και το απόγευμα στις έξι, ένιωθα στην ξεραμένη γλώσσα μου την ουσία του ψωμιού με την μαργαρίνη. Δώδεκα ολόκληρες ώρες ήμουν εκεί, στην ίδια στάση, χωρίς να σκέφτομαι τίποτα, πέρα από ένα μινσκ γεμάτο νερό, γεμάτο καφέ ή γεμάτο σούπα. Μετά το βραδινό άπελ, με ξανάδιωξαν. Τα κορίτσια μου ’δωσαν λίγο νερό και δυο μπουκιές ψωμί που στάθηκαν σαν τα δυο μεγάλα τούβλα στο λαρύγγι μου. Δεν ξέρω για ποιο παράπτωμα την άλλη μέρα το πρωί, μαστίγωσαν μια Σερβίδα. Κι έτσι, χάρη στο νέο αμόκ της μπλοκόβας, η μικρή Ελληνίδα ξεχάστηκε. - Φτηνά τη γλίτωσες, έλεγαν τα κορίτσια. Θα μπορούσε να σε είχε εκεί μέχρι που να πεθάνεις. - Ναι... ήμουν τυχερή, απάντησα κι ανατρίχιασα από την απάντησή μου. Τυχερή... Δηλαδή το να γλιτώσεις τον θάνατο, τον έναν, τον μοναδικό, παραχωρώντας την ύπαρξή σου σε χιλιάδες δευτερεύοντες θανάτους, θεωρείται τύχη. - Και γλίτωσα και τα γυαλιά μου, συμπλήρωσα, έτσι για να πεισθώ εντελώς για το τυχερό μου άστρο. Η ρωσίδα μαέστρος άδικα θα περίμενε να δώσει τη μικρή βοήθειά της, για να καλυτερέψει τη μοίρα ενός άγνωστου κοριτσιού. Κι εγώ, δεν
Μιά Ελληνίδα στ
Ά υσβιτς
139
θα ξανασκεφτόμουν πια τις θαμπές νότες. Η συμβουλή της Υβέτ ήταν ρητή. Να ξεχάσεις τις ευαισθησίες και τα ταλέντα σου. Τα είχα κιόλας ξεχάσει. Απόδειξη ότι δεν είχα καν σκεφτεί δυο στίχους, από την μέρα που μπήκα στο Άουσβιτς. Κι άλλωστε το χαρτί και το μολύβι ήταν άγνωστα αντικείμενα. Και η αγάπη μου στη ζωγραφική περιορίστηκε στο να φτιάχνω κύκλους και σταυρούς με μια μυτερή πέτρα, στο χώμα της αυλής του μπλοκ της καραντίνας. Μα η πιο θλιβερή απόδειξη ήταν ότι δεν είχα καν σιγομουρμουρίσει ένα τραγουδάκι της πατρίδας. Αυτό το μικρό, παρήγορο δώρο στον εαυτό μου, που δεν χρειαζόταν τα χαρτιά και τα μολύβια, παρά μόνο το παράγγελμα της νεανικής αισιοδοξίας, δεν υπήρχε πια. Οι μέρες της Μπάνιτσας, με τα ντουέτα και τις χορωδίες, έμοιαζαν φωτάκια μακρινά που όσο πήγαιναν ξεθώριαζαν, σα να μην μας είχαν ποτέ ζεστάνει. Η αιμοβόρα μπλοκόβα με ξαναθυμήθηκε σε λίγες μέρες. Έφτασε βιαστική η Νταίζη, που μάλλον είχε ξεχάσει την απειλή της και ζητούσε τέσσερις γυναίκες για αγγαρεία. Κρύφτηκα πίσω από τα κορμιά των κοριτσιών, αλλά ήταν μάταιο. Η μπλοκόβα ξεχώρισε δυο Ρωσίδες, μια Γιουγκοσλάβα, που την είχαν επίσης απασχολήσει κι εμένα. Μόλις με είδε η Νταίζη, φωτίστηκε το πρόσωπό της. - Έλα μου ’δω πουλάκι μου που μου κρύβεσαι... Το ’κανες κι εδώ το θαύμα σου ε; Έλα να σου φορτώσω μια ωραία αγγαρεία να την ευχαριστηθείς... Η Ρωσίδα η Βάλια, μου ’πε στο δρόμο. «Ελληνίδα είναι αυτή;» κι είχε μια απορία στο μακρύ της πρόσωπο. Έκανα μια κίνηση να τινάξω το γιακά μου, όπως κάναμε στην Ελλάδα για τα καθάρματα. Αλλά η Νταίζη πρόφτασε και μου άστραψε ένα χαστούκι. Πήραμε από ένα γραφείο έναν Γερμανό Ες Ες με τον τεράστιο σκύλο του. Από ένα υπόστεγο μας διέταξαν να φορτωθούμε μια μεγάλη σχεδία από τάβλες, με τέσσερα κοντάρια για να την κρατάμε. Πιάσαμε από ένα κοντάρι η κάθε μια. Ήταν ασήκωτη. Κοίταξα την Βάλια, σα να τη ρωτούσα τι πρόκειται να γίνει, μα κι η Βάλια κοίταζε την άλλη ρωσίδα, με την ίδια απορία. Περάσαμε πολλά μπλοκ, μια μεγάλη πύλη κι άλλα μπλοκ, μπροστά η Νταίζη και πίσω μας ο Γερμανός με το
140
Βάσω Σταματίου
ΒΑ Ρ Ο Υ Μ ?
γιατί;
σκύλο. Το στρατόπεδο ήταν γεμάτο γυναίκες με ριγέ ξεθωριασμένες στολές, που άλλες κουβαλούσαν καζάνια, άλλες σέρνανε καρότσια με πέτρες, άλλες φορτωμένες τεράστιους μπόγους, όλες κιτρινιάρες και σκελετωμένε, σε μια χτυπητή αντίθεση με άλλες καλοντυμένες, ως επί τον πλείστον με σατέν μπλε με άσπρα πουάν, που είχαν την κόκκινη ταινία της κάπο στο μανίκι. Είδα από πολύ κοντά τα κρεματόρια που κάπνιζαν και παρηγοριόμουν με την ευχή να καίνε τουλάχιστον πεθαμένους παρά ζωντανούς. Φτάσαμε σε ένα στενόμακρο μπλοκ, χωρίς νούμερο, κοντά στα ηλεκτροφόρα σύρματα. Η Νταίζη ξεκλείδωσε τη φαρδιά πόρτα και μας διέταξε γερμανικά να μπούμε. Μια κολώνα πάγου σύρθηκε στην σπονδυλική μου στήλη. Τα δάχτυλά μου μούδιασαν και το κοντάρι έφυγε από τα χέρια μου. Ένα βουνό από γυμνούς σκελετούς γυναικών, που είχαν πεταχτεί εκεί με φτυάρια. Δίνοντας στο μακάβριο σωρό παράξενα σχήματα, σαν ξεραμένα αγκωνάρια άτσαλα στοιβαγμένα. Πόδια, χέρια, κοιλιές, κεφάλια, όλα μαυροκίτρινα, σε ένα τρελό μπέρδεμα, που ποτέ κανείς καλλιτέχνης δεν θα είχε διανοηθεί να ζωγραφίσει. Ένα χέρι πεταγόταν παράλληλα με ένα πόδι. Πάνω σε ένα τσακισμένο γόνατο, στεκόταν ανάσκελα αιωρούμενο ένα κορμί που το ’βλεπα από τη μέση και κάτω. Σε πρώτο πλάνο, το μαύρο τρίγωνο της φύσης, έλεγε πως η γυναίκα ήταν νέα. Τα ρουφηγμένα μάγουλα πλάι στα ανοιχτά στόματα, όμοια σχεδόν σε όλα τα κεφάλια, που κρέμονταν άλλο κοιτάζοντας πάνω, άλλο πλάι κι άλλο προς τα κάτω. Στο ανοιγμένο στόμα ενός κεφαλιού πάταγε ένα πόδι, σα να ’θελε να σταματήσει το ουρλιαχτό. Άλλη στη θέση του στήθους, είχε μόνο τα θωρακικά τόξα το σκελετού κι από άλλη κρεμόταν κάτι ζαρωμένα πουγκιά, που κάποτε θα ήταν αφράτα, ρόδινα, πλούσια, σεξουαλικά στήθη. Το φτυάρι είχε στείλει κάποια μπρούμυτα πάνω σε μια άλλη με ανοιχτά πόδια. Ήταν σαν ένα τραγικό ερωτικά αγκάλιασμα από αυτά που καταδικάζουν οι ηθικολόγοι. Τα δάχτυλα, κλαριά δέντρων πεινασμένα για ζωή, έμοιαζαν να απολιθώθηκαν τη στιγμή που πήγαιναν να την αρπάξουν. Η μάταιη προσπάθεια είχε ακινητοποιήσει τις σκληρές τεθλασμένες τους, και τα μάτια, άλλα κλειστά, άλλα μισόκλειστα και άλλα ορθάνοιχτα, έστελναν το ανατριχιαστικό τους μήνυμα στην ανθρωπότητα.
Μιά Ελληνίδα στ
Ά υσβιτς
141
«Φτάνει... Είμαστε αθώες... Μη μας σκοτώνετε... Δεν θα σας ωφελήσει ο θάνατός μας. Σταματήστε το έγκλημα... Φτάνει...». Η διαταγή ήταν να φορτώσουμε πάνω στη σχεδία όσα κορμιά χώραγαν. Θα ’πρεπε να τραβήξουμε χέρια, πόδια, να βλέπουμε το βουνό να αλλάζει σχήμα, να ακούμε το θόρυβο που κάνανε τα κόκαλα καθώς ξέμπλεκαν. Κάναμε να οπισθοχωρήσομε προς τα έξω, αλλά ο Γερμανός με το πολυβόλο προς τα πάνω μας, μας έφραξε τον δρόμο φωνάζοντας «λος σνελ» και το λυκόσκυλο έδειχνε τα κοφτερά δόντια του. «Σνελ αρμπάιτ», φώναξε και η Νταίζη κι έδινε χαστούκια στα άσπρα από την αγωνία πρόσωπά μας. Σα να μην ήτα δικά μου τα χέρια που τράβαγαν τα παγωμένα πόδια. Είχαμε πιάσει κι εγώ και η Σερβίδα από ένα πόδι και τραβάγαμε. Το σώμα ξεκόλλησε και βγήκε στην επιφάνεια. Είχαμε πιάσει τα πόδια του ίδιου σκελετού, σαν να θέλαμε να ξεσχίσουμε τη νεκρή στα δύο. Ο ιδρώτας έτρεχε κρύος από το μέτωπό μας και ο σωρός έτριζε, κροτάλιζε στην εφιαλτική το μετατόπιση. Δούλευα με κλειστά σχεδόν μάτια αποφεύγοντας να κοιτάξω τα πρόσωπα των πεθαμένων γυναικών. Πιάναμε τα κορμιά με τη Σερβίδα, η μια από τις μασχάλες, η άλλη από τα πόδια και τα βάζαμε πάνω στην σχεδία με τάξη. Όταν ο Γερμανός έκρινε ότι ήταν αρκετά, είπε «γκενούχ», φτάνει. Η Νταίζη έφερε έναν μαύρο μουσαμά και σκέπασε τα κορμιά. Βγήκαμε έξω από το λάγκερ από μια καμουφλαρισμένη πόρτα. Ένα ζεστό καλοκαιριάτικο αεράκι ανέμιζε τον μαύρο μουσαμά και τον ανασήκωνε στη μια άκρη, αφήνοντας να φαίνεται ένα κουρεμένο κεφάλι, τριγωνικό, με μισόκλειστα μάτια. Δεν ξέρω πόσο προχωρήσαμε. Σταματήσαμε σ’ ένα μέρος με κάτι θάμνους αλλά όχι σαν αυτούς με τα σκίνα που έχομε στην Ελλάδα. Ήταν ανοιγμένος ένας μεγάλος λάκκος. Απ’ την απέναντι μεριά, ήταν ένα συνεργείο με καμιά δεκαριά άνδρες αιχμαλώτους με ριγέ στολές κι αυτοί και με το ίδιο βλακώδες βλέμμα σαν τις γυναίκες που είχα δει. Τους επέβλεπαν ανάλογοι Γερμανοί, κάπο και σκυλιά. Κρατούσαν τα φτυάρια κι ήταν φανερό πως αυτοί θα φτυάριζαν για να σκεπάσουν τις πεθαμένες. Αδειάσαμε το βαρύ φορτίο στην άκρη του λάκκου
142
Βάσω Σταματίου
ΒΑ Ρ Ο Υ Μ ?
γιατί;
γέρνοντας τη σχεδία, όπως άδειαζα τις ποταμίσιες πετρούλες απ’ το κοσκινάκι μου, όταν ήμουν μικρούλα, στα λουτρά το Πόζαρ. Κάναμε τρεις φορές το ίδιο δρομολόγιο, ώσπου άδειασε ο νεκροθάλαμος. Ο Γερμανός συνοδός μας χάρισε από μια βουρδουλιά για ευχαριστώ και η Νταίζη μας ξαναγύρισε στο μπλοκ. Στο δρόμο τη ρώτησα γιατί δεν κάψανε τις πεθαμένες στους φούρνους. «Έχουν πολλή δουλειά και δεν προφταίνουν», μου απάντησε. «Χιλιάδες πεθαίνουν κάθε μέρα και βρωμάνε βλέπεις οι πεθαμένοι». Είχα μια απορία, που δεν την είπα όμως στην Νταίζη, γιατί ήταν κατσουφιασμένη. «Γιατί τότε τόσες συλλήψεις, αφού ούτε τόσο φαγητό διέθεταν, ούτε τόσα κρεβάτια, ούτε τόσους φούρνους για να καίνε τα πτώματα. Γιατί δεν σκότωναν αμέσως με το πολυβόλο, να τελειώνει η υπόθεση και γι’ αυτούς και για μας. Ποιος ο λόγος να κουβαλάνε ως εδώ τις γυναίκες από όλες τις χώρες της Ευρώπης, αφού ο τελικός σκοπός ήταν η εξόντωσή τους». Τι να γινόταν άραγε στην Ελλάδα; Θα είχαν άραγε οι πατριώτες μου εκεί την τύχη να πήγαιναν κατ’ ευθείαν στο πολυβόλο ή θα τους βασάνιζαν με παρόμοιους σατανικούς τρόπους, σαν αυτούς εδώ στο Άουσβιτς; Τι να γινόταν άραγε στην πατρίδα; Στα κορίτσια, που με ρώτησαν τι αγγαρεία μου έβαλαν, είπα ότι κουβαλήσαμε πετραδάκια. Όχι άσπρα σαν του Πόζαρ, αλλά κιτρινόμαυρα, παράξενα πετραδάκια. Φαίνεται, όμως, πως το βλέμμα μου ήταν βλέμμα τρελής, γιατί με κοίταζαν από την κορυφή ως τα νύχια να ανακαλύψουν μελανιές από ξύλο. Όμως μελανιές δεν είχα. Είχα μια μόνο μεγάλη μελανιά στην ψυχή μου. Δεν μιλούσα. Άκουσα την Όλγα να λέει, «από τότε που την χτύπησε η μπλοκόβα στο κεφάλι τα ’χει χαμένα». Μήπως αλήθεια είχα αρχίσει να τρελαίνομαι; Οι μέρες της καραντίνας, τελείωσαν, κριθήκαμε έτοιμες για δουλειά και μετά το σχετικό μπάνιο, την αντικατάσταση των καρναβαλίστικων με ριγέ σάκους και διάφορες εξαντλητικές διαδικασίες, οι μισές από μας της Ελληνίδες οδηγηθήκαμε στο μπλοκ 32 το λάγκερ εργασίας. Το μπλοκ ήταν γεμάτο γυναίκες, Ρωσίδες, Ουγγαρέζες, Πολωνέζες οι περισσότερες, που είχαν τα πάνω κρεβάτια. Χωθήκαμε όπως όπως σε ένα από τα κάτω κρεβάτια μαζί με την Τούλα. Υπήρχαν άλλες τέσ-
Μιά Ελληνίδα στ
Ά υσβιτς
143
σερις γυναίκες εκεί, που άρχισαν να μας βρίζουν γιατί τις στριμώξαμε. Η Τούλα έκανε μια βόλτα μήπως βρει τίποτα καλύτερο, αλλά παντού υπήρχαν πέντε ή έξι γυναίκες σε κάθε κρεβάτι. Πέσαμε έτσι ίσιες, σαν λαμπάδες χωρίς να μπορούμε να απλώσουμε λίγο το χέρι ή το πόδι. Η Τούλα είχε ρίγη. Έπρεπε να της βρω μια κουβέρτα. Σηκώθηκα, έκανα ένα γύρο και ξεχώρισα την γωνιά μιας κουβέρτας, να κρέμεται από ένα ψηλό κρεβάτι. Με μια αποφασιστική κίνηση, τράβηξα την κουβέρτα και το ’βαλα στα πόδια. Η Πολωνέζα, που είχε ξεσκεπαστεί, έμπηξε τις φωνές, χολέρα και τέτοια, αλλά ώσπου να κατεβεί απ’ το κρεβάτι να με κυνηγήσει, εγώ είχα χωθεί στην θέση μου, με την κουβέρτα κουβάρι στην μέσα μεριά για να μην φαίνεται. Κάναμε τις κοιμισμένες και οι διπλανές μας άγνωστες δεν ενδιαφέρθηκαν για τις φωνές της Πολωνέζας που ζητούσε την κουβέρτα της. Ήταν κάτι πολύ συνηθισμένο στο Άουσβιτς, τις νύχτες, να κλέβονται κουβέρτες, τρόφιμα, φορέματα, παπούτσια. Κάποιο βράδυ, δεν ξέρω γιατί, αποφάσισα να κρύψω την μισή φέτα το ψωμί για το πρωί. Είχα βάλει τη φετούλα μέσα στα παπούτσια μου και τα ’βαλα για μαξιλάρι. Ε, σκέφτηκα, δεν είναι εύκολο να μου σηκώσουν το κεφάλι για να μου κλέψουν το ψωμί ή τα παπούτσια. Ε, λοιπόν, το πρωί βρήκα τα παπούτσια μπροστά στο σανιδένιο κρεβάτι, χωρίς βέβαια το ψωμάκι μέσα. Από τότε, δεν ξανάκρυψα ψωμί για το πρωί. Μέσα στο στομάχι μου ήταν σίγουρο πως δεν θα μου το ’κλεβαν. Στα μπλοκ εργασίας, οι γυναίκες, μπορούσαν να βγουν από το μπλοκ τους τη νύχτα, για να πάνε στις τουαλέτες. Φύλαγαν βέβαια στην πόρτα δυο Πολωνέζες, που δεν κάναν’ άλλο απ’ το να παρακολουθούν τις σκιές που έμπαιναν κι έβγαιναν. Έτσι, μπορούσες θαυμάσια να μπεις σ’ οποιοδήποτε μπλοκ ήθελες, αφού μες στο σκοτάδι, δεν διακρίνονταν τα νούμερα στα μανίκια. Το αδιάκοπο σούρσιμο των σκιών όλη νύχτα ήταν κάτι εφιαλτικό. Διέκρινα τα φαντάσματα να γλιστράνε, ψάχνοντας το θύμα τους. Αν διέκριναν κάποιο μπογαλάκι λίγο φουσκωμένο, το άρπαζαν αμέσως, χωρίς καθυστέρηση. Είδα με τα μάτια μου, να παίρνουν το μαντίλι από ένα κοιμισμένο κεφάλι στ’ απέναντι κρεβάτι κι άλλο βράδυ μια σκιά να σκαρφαλώνει στο πάνω κρεβάτι και να τραβάει το φόρεμα που απερίσκεπτα είχε βγάλει η κοιμισμένη. Φορούσαν το κλεμμένο ρούχο πάνω απ’ το δικό τους κι έβγαιναν ανενόχλητες απ’
144
Βάσω Σταματίου
ΒΑ Ρ Ο Υ Μ ?
γιατί;
το ξένο μπλοκ για να μπουν στο δικό τους. Μπροστά απ’ τις μισοκοιμισμένες φύλακες της πόρτας, περνούσαν αθόρυβα οι φουσκωμένες σκιές με τα κλεμμένα πράγματα κάτω απ’ τα φουστάνια τους. Έτσι, τα φορέματα, τα παπούτσια και τα σακουλάκια που εξαφανίζονταν την νύχτα, έπρεπε ν’ αντικατασταθούν την ίδια εκείνη τη νύχτα, πριν ξημερώσει, με τον ίδιο τρόπο, όσο γινόταν σύντομα. Και όχι λίγες φορές, το πρωί στο άπελ, είδα κορίτσια να βγαίνουν μόνο με το σώβρακο και ξυπόλητες και στο βάθος ήταν πολύ ευχαριστημένες προσωρινά, γιατί δεν θα τις έστελναν για δουλειά, ώσπου να τους φέρουν φουστάνι, παπούτσια και καινούργιο νούμερο για το μανίκι. Μετά το ντύσιμο, όμως, τις έστελναν σε βαριές αγγαρείες, πολύ χειρότερες απ’ την κανονική τους δουλειά. Όταν οι σφυρίχτρες έστελναν τις γυναίκες για ύπνο, γινόταν σκοτωμός, να μπουν γρήγορα στο μπλοκ, για ν’ αρπάξουν κουβέρτες. Φυσικά οι τελευταίες μένανε ξέσκεπες και παραμόνευαν ποια κοιμήθηκε, για να της τραβήξουν την κουβέρτα. Ένα βράδυ, κρύωνα και σηκώθηκα να κάνω κι εγώ το ίδιο. Είδα μια άθλια κουβαριασμένη κουβέρτα, που ήταν παρατημένη στην άκρη ενός κρεβατιού, χωρίς να σκεπάζει καμιά. Την πήρα, όλο χαρά για το απίθανο εύρημά μου, αλλά όταν την έριξα πάνω μου, έφριξα. Η κουβέρτα ήταν γεμάτη σκατά. Το πρώτο εκείνο βράδυ, στο μπλοκ εργασίας, που άρπαξα την κουβέρτα για την Τούλα, είχα μπει κι εγώ από ένστικτο σ’ αυτό το τρελό παιχνίδι της κλεψιάς. Η Τούλα έτρεμε, παρ’ όλη την κουβέρτα που της έριξα. Τα δόντια της χτυπούσαν και δεν ήξερα τι να κάνω, πως να την βοηθήσω. «Κοιμήσου... κοιμήσου» της έλεγα μόνο, πιστεύοντας ότι αν κοιμόταν, θα σταματούσε αυτό το ρίγος. - Μούδιασε το χέρι μου, έλεγε, και τα δόντια της χτυπούσαν. Εμ πως να μην μουδιάσουν, έτσι που είμαστε σαν σαρδέλες στο κουτί τους. Η Ρωσίδα απ’ την άλλη μεριά μουρμούριζε, δυσαρεστημένη που δεν κοιμόμασταν. Μου ’δωσε να καταλάβω, πως για να είμαστε πιο άνετα θα ’πρεπε να παίξουμε τα κουταλάκια. Να είμαστε δηλαδή και οι έξι γυναίκες γυρισμένες στα δεξιά κι όταν κάποια έδινε το σύνθημα γι’ αλλαγή, να γυρίζαμε όλες αριστερά.
Μιά Ελληνίδα στ
Ά υσβιτς
145
Το πρωί στις έξι, σφυρίχτρες, άουφστεν, μπετν μάχεν (φτιάχτε τα κρεβάτια). Έσκυψα να στρώσω την κουβέρτα, αλλά η Ρωσίδα χαμογελώντας μου είπε, πως εν είναι δικό μου κανένα κρεβάτι και καμιά κουβέρτα και να τ’ αφήσω όπως ήταν. Την έλεγαν Βάλια κι αυτήν και ήξερε τα πάντα για το Άουσβιτς, μια και βρισκόταν δυο χρόνια εκεί. Μου έδειξε τις φούχτες της. Ήταν σκληρές, σα μια γκρίζα πέτρα. - Το Άους Κομάντος... - Και τι είναι λοιπόν αυτό το Άους Κομάντος; Ρώτησα. Μιλώντας, έκανε νοήματα, για να καταλάβω πως ήταν το χειρότερο απ’ όλα τα κομάντος. - Δέκα ώρες κάτω απ’ τον καυτό καλοκαιριάτικο ήλιο της Πολωνίας. Κάτι μεγάλες βαριές τσάπες. Ένα σκληρό πετρωμένο χώμα. Μια απόσταση που έπρεπε υποχρεωτικά να την σκάψεις. Δουλειά χωρίς σταματημό. Ραμπότα, χωρίς κουβέντες. Γερμανοί, κάπο, μαντρόσκυλα, ξύλο. Και μόνο το μεσημέρι, μισή ώρα στάση, για να μοιραστεί η σούπα. Υπομονή... γρήγορα πασλί νταμόϊ. Γρήγορα θα πάμε σπίτι μας, συμπλήρωσε η Βάλια, ρουφώντας τον ερζάτς καφέ. - Δεν θα ’ναι δα και τόσο τρομερό να δουλεύομε στο ύπαιθρο, είπα στην Τούλα. - Ναι, αλλά άκουσες για τις βαριές τσάπες; Εγώ δεν έχω ποτέ τσαπίσει. - Εγώ τσάπιζα μικρή στον κήπο του παππού μου στο χωριό. Ήταν πολύ ωραία. Θα δεις, δεν θα ’ναι κι άσχημα. Σκέφτηκα το κτήμα του παππού στην Αριδαία, με τις φασολιές που τυλιγόντουσαν στις βέργες, τις κολοκυθιές, τα καρπούζια, που πηγαίναμε τις νύχτες να τ’ ακούσομε πως τρίζανε καθώς μεγάλωναν, τις ντοματιές και τόσα άλλα λουλούδια και φρούτα, που δεν θα ’φτανε ένα τετράδιο να τα απαριθμήσω. «Σκάλιξε εδώ να φυτέψομε τα κρομμυδάκια», έλεγε ο παππούς. Κι όλο περηφάνια εγώ, έπαιρνα το μικρό τσαπάκι κι άνοιγα το αυλάκι. - Θα δεις, ξανάπα, θα ’ναι πολύ ωραία. Η Τούλα κουνούσε το κεφάλι, αμφιβάλλοντας. Είναι πολύ περίεργο, σκεφτόμουν. Είναι η τρίτη φορά σ’ αυτό το στρατόπεδο, που φέρνω εικόνες απ’ τα πολύ μικρά μου χρόνια. Δεν σκέφτηκα ούτε μια φορά,
146
Βάσω Σταματίου
ΒΑ Ρ Ο Υ Μ ?
γιατί;
το πρόσφατο παρελθόν, το σπίτι μου, τους γονείς μου, τις φίλες μου. Ποια πρωτόγονη ανάγκη με ξαναγυρίζει τόσο πολύ πίσω, συνδέοντας τα τρομερά πράγματα που σου συμβαίνουν τώρα, μ’ εκείνες τις ειδυλλιακές εικόνες του χωριού. «Τα μεν πέρατα ψυχής, ουκ αν εξεύροιο. Τοσούτον βάθος έχει». Έγινε η καταμέτρηση. Βγάλανε όσες ήταν για το ρεβύ (το νοσοκομείο). Πήρανε και πέντε που είχαν πεθάνει τη νύχτα, πέρασε και η λάγκερ κάπο για τον τελευταίο έλεγχο και ξεκινήσαμε. Το θέαμα, ήταν εντυπωσιακό. Χιλιάδες γυναίκες, απ’ όλα τα μπλοκ των Άους Κομάντος, είχαν παραταχθεί σε κανονικές πεντάδες, κατά μήκος του μεγάλου κεντρικού δρόμου, περιμένοντας το σύνθημα για την έξοδο. Είδα την Δέσποινα, την Ευτυχία και την Όλγα, που ήταν σε άλλο μπλοκ, που μας κουνούσαν τα χέρια. Η Μαργαρίτα που είχε γερά μάτια, έψαχνε τις υπόλοιπες, αλλά δεν τις έβρισκε. Που να είναι άραγε η Ελένη και η κυρα-Όλγα. Που να είναι η Κατίνα και η Γλύκα και τεντωνόταν ψάχνοντας τ’ αναρίθμητα κεφάλια. - Μα τι στην ευχή, τις πυραμίδες χτίζουν τόσες γυναίκες; Έλεγε η Μαίρη. - Δεν χτίζουν... είπε η Τούλα. Μόνο σκάβουν και κουβαλάνε πέτρες. Έτσι έλεγε η Βάλια. - Ναι, αλλά τώρα που ήρθε και το σέρβικο τρανσπόρτ και το ουγγαρέζικο, μπορεί ν’ αρχίσει το χτίσιμο. Λέτε να γίνει εδώ στην Πολωνία, κανένας καινούργιος Παρθενώνας; - Κι εσείς οι παρθένες θα ’στε οι κολώνες του... είπε γελώντας η Μαργαρίτα. Η Βάλια, που ήταν δυο σειρές πίσω μου, ήρθε δίπλα και μου είπε σοβαρή. «Τεάτρο... Μνόγκο τεάτρο...» Εννοούσε προφανώς την εντυπωσιακή παρέλαση της εξόδου που θα ακολουθούσε. Η Βάλια είχε ένα ρουφηγμένο μακρύ πρόσωπο, ακαθόριστης ηλικίας. Μόλις την πρωτοκοίταζες, θα της έδινες σαράντα. Αλλά δεν ήταν παρά εικοσιπέντε. Είχε όρεξη για κουβέντα μαζί μου, εγώ, όμως, προτιμούσα να κοιτάζω την έξαψη των κάπο, που μετρούσαν συνέχεια «τσιτιρντέσετ ντβα, τσιτιρντέσετ τσι, τσιτιρντέσετ τσιτέρι κ.λ.π.
Μιά Ελληνίδα στ
Ά υσβιτς
147
- Ένα χρόνο έχω εδώ μέσα, συνέχισε η Βάλια, αγνοώντας την αδιαφορία μου και ξέρω τα πάντα. Σήμερα, θα περάσεις για πρώτη φορά τη μεγάλη πόρτα, για να βγεις στα χωράφια. Βλοσυροί αξιωματικοί των Ες Ες θα σε κοιτάζουν καθώς περνάς. Μην τρομάξεις και χάσεις το βήμα σου. Η τιμωρία είναι μεγαλύτερη από την αντοχή σου. Οι πράσινοι αξιωματικοί με τα άγρια μάτια και τα λαστιχωτά μαστίγια, θα ’ναι έτοιμοι να χαράξουν ματωμένα αυλάκια στα μπράτσα σου, αν τα κινήσεις. Την κοίταξα απορώντας πως έβγαινε αυτή η τρυφερή φωνίτσα απ’ αυτό το σταφιδιασμένο άχρωμο στόμα. Τα μαλλιά της Βάλιας, πεταγόντουσαν σαν σκούπες στο κεφάλι της κι η όλη άθλια εμφάνιση γινόταν κωμική, αν έβλεπες τα πόδια της που ήταν τυλιγμένα με χαρτιά. Οι περισσότερες γυναίκες είχαν τυλιγμένα με χαρτιά τα πόδια τους. - Ο χαμηλός ήλιος της Πολωνίας, είναι κι αυτός εχθρός μας, συνέχισε η Βάλια, που είχε δει τη ματιά μου. Σημαδεύει με κακία τη σάρκα κι αμολάει κάτι πύρινα βέλη, που ανοίγουν κάτι μελανοκόκκινους κύκλους απ’ όπου τρυπώνει η αποσύνθεση. Κάτω από τα χαρτιά που βλέπεις, υπάρχουν τα πληγιασμένα παράσημά του. Αλίμονό σου αν εκτεθείς πολύ ώρα στις πυρωμένες ακτίνες του, χωρίς προφύλαξη... Μμμ σκέφτηκα, γι’ αυτό τρέχαν όλες οι γυναίκες στην σκιά του μπλοκ της καραντίνας. Όμως εγώ με τον ήλιο είχα καλές σχέσεις, σχεδόν ερωτικές. Δεν θα με πείραζε ο πιστός εραστής μου... - Έχεις μαντίλι για το κεφάλι; Συνέχισε η Βάλια. Αύριο, θα σου βρω ένα. Σφυρίχτρες, ρούε και άχτουγκ, ειδοποίησαν πως έφτασε η στιγμή του ξεκινήματος. - Και μην ξεχάσεις... τα χέρια ακίνητα, ώσπου να βγεις από την μεγάλη πόρτα, συμπλήρωσε η Βάλια. Μόνον ο ελεύθερος άνθρωπος κινεί τα χέρια όταν περπατάει κι εμείς αλίμονο, τη χάσαμε τη λευτεριά... Ένα ένα τα γκρουπ των μπλοκ, με τις μπλοκόβες τους δίπλα, ξεκολλούσαν από τις θέσεις της αναμονής, για να μπουν στην ουρά του μεγάλου κοπαδιού. Πόσες γυναίκες Θεέ μου... Δεν είχα δει ποτέ μου τέτοια παρέλαση... Άκουσα τους ήχους της ορχήστρας να παίζει ένα χαρούμενο εμβατήριο και η μπλοκόβα μας επαναλάμβανε «ρας, ντβα, τσι, τσιτέρι, λέβα... λέβα», ένα, δύο, τρία, τέσσερα, αριστερό... αριστερό.
148
Βάσω Σταματίου
ΒΑ Ρ Ο Υ Μ ?
γιατί;
Όσο προχωρούσα προς την έξοδο, οι Γερμανοί με τις νεκροκεφαλές πλήθαιναν και η μουσική, ακούγονταν καθαρά. Η μεγάλη πόρτα... Στολισμένη με κόκκινα λάβαρα, με τους αγκυλωτούς σταυρούς, τα σήματα των Ες Ες, τις νεκροκεφαλές με τα σταυρωτά κόκαλα και τα σήματα κινδύνου στα ηλεκτροφόρα σύρματα. Από την μεριά της ορχήστρας και μπρος από αυτήν, οι επίσημοι, με τις στολές τους γεμάτες παράσημα, κοίταζαν ανέκφραστοι το κοπάδι που περνούσε, ενώ, από την αντίθετη πλευρά, άλλοι Γερμανοί αξιωματικοί μετρούσαν τις πεντάδες, έχοντας πλάι τους τα τεράστια φοβερά σκυλιά που μας κοίταζαν κι αυτά γεμάτα μίσος. Κρατούσαν χοντρά μαύρα λαστιχωτά μαστίγια που τα ανεβοκατέβαζαν ανάμεσα στις πεντάδες, καθώς μετρούσαν «Τράι χούντερ, φιμφ, τράι χούντερ τσεν, τράι χούντερ φιμφτσεν». Ένας άλλος, έδινε με την σφυρίχτρα, τον ρυθμό του βήματος κι άλλος έλεγε συνέχεια «λινκξ, τσβάι, τράι, φυρ, λινκξ... λινκξ... ια να μην ξεχνάμε ότι το λινκξ ήταν για το αριστερό πόδι. Δεν είχα περπατήσει τόσες μέρες, έτσι ζωηρά και τώρα, τα χοντρά παπούτσια με ενοχλούσαν. Το κουτάλι, χτύπαγε το μινσκ πάνω στον γοφό μου κι έκανε έναν θόρυβο που δεν είχε θέση πλάι στα λονκξ. Διαταγή, τα κεφάλια να γυρίσουν προς τους επισήμους και τα χέρια να μην κινούνται. Αυτούς δεν ήθελα να τους κοιτάξω. Τέντωσα το κεφάλι δεξιά, ψάχνοντας την Υβέτ. Είδα πρώτα την πλάτη της ρωσίδας μαέστρας και την Υβέτ όρθια να παίζει το βιολοντσέλο της. Για φαντάσου, σκέφτηκα, παρά τρίχα να βρισκόμουν τώρα, πάνω σε αυτό το βάθρο και να χτυπάω σολ, σι, στην κιθάρα μου, ώσπου να περάσουν τα πλήθη αυτά των κακομοιριασμένων γυναικών και να νοιώθω τη φιλάσθενη Τούλα να με βλέπει, χωρίς να την βλέπω και να περιμένει τη βραστή πατάτα από το βελτιωμένο μου συσσίτιο, το βράδυ που θα γύριζε πτώμα από το δεκάωρο σκάψιμο. Δεκάωρο... Αλήθεια, ήταν πολλές ώρες. Θα γινόταν να μην ισιώσεις το κορμί, να μην τεντωθείς, να μην καθίσεις χάμω για λίγο; Κι αυτό το κουτάλι πως δεν το ’δεσα λίγο πιο μακριά από το μινσκ... να η διπλανή μου, το είχε μαγκωμένο στο ζωνάρι της. Λινκξ, τσβάι, τράι, φυρ, λινκξ... Η σφυρίχτρα έπαιζε το χαρούμενο εμβατήριο και στάλαζε στον
Μιά Ελληνίδα στ
Ά υσβιτς
149
φόβο μου διάφανες σταγόνες αισιοδοξίας. Λες να ’ταν παραμύθια οι πληροφορίες της Βάλιας; Τι στολίδια η μεγάλη πόρτα... Οι αγκυλωτοί σταυροί, χόρευαν, στο ρυθμό του τραγουδιού. Τεάτρο, πολύ τεάτρο... Συνταγή σίγουρης επιτυχίας. Μ’ αυτήν άλλωστε ξεκίνησαν και μέθυσαν τα πλήθη, κυρίως τα πλήθη των νέων ανθρώπων, που έχουν στο τσεπάκι τους πρόχειρη τη σημαία του ενθουσιασμού για να την ανεμίσουν στην πρώτη ευκαιρία. Οι άψογες παρελάσεις, τα ομαδικά τέλεια τραγουδισμένα εμβατήρια, η τάξη και η σοβαροφάνεια παράσερναν τις εύπλαστες ψυχές, που ψάχναν ένα ιδανικό να ντύσουν τη γύμνια τους. Πάνω απ’ όλα η μουσική, με τη μαγική της δύναμη, που τυλίγει με χαρά και αισιοδοξία όλες ανεξαίρετα τις ανθρώπινες καρδιές. Να, κι εμένα τώρα δα, μες στις αντίξοες συνθήκες, με λίκνιζε καθησυχάζοντάς με έτσι, που να φτάσω να σκέφτομαι πως μπορεί και να ’ταν παραμύθια οι πληροφορίες της Βάλιας. Λινκξ, τσβάι τράι φυρ, λινκξ... Το χοντρό μαστίγιο, κατέβηκε με δύναμη στο αριστερό μου μπράτσο. Φαίνεται πως το είχα κάπως κινήσει. Δεν ξέρω. Δεν μπορώ να ξέρω. Σφίχτηκα και προχώρησα στον ξέφρενο από τις σφυρίχτρες ρυθμό, χωρίς να κοιτάξω το χέρι μου, που το πίστευα κομμένο απ’ τον ώμο και πεταμένο κάτω, να ποδοπατιέται από τα χιλιάδες χοντροπάπουτσα που ακολουθούσαν. Το μούδιασμα είχε φτάσει ως την καρδιά μου. Μόνον όταν περάσαμε τη μεγάλη πόρτα, έξω από το λάγκερ, γύρισα να κοιτάξω. Το χέρι μου ήταν στη θέση του. Μια χοντρή κόκκινη φουσκωμένη κορδέλα, ήταν η πληρωμή για τη μικρή μου επανάσταση. Μόνον ο ελεύθερος άνθρωπος κινεί τα χέρια όταν παρελαύνει, είχε πει η ψιλή φωνίτσα της Βάλιας. Τώρα όμως, ήμουν έξω στο ύπαιθρο, μακριά από τα συρματοπλέγματα και τις νεκροκεφαλές και μπορούσα να κουνώ τα χέρια όσο ήθελα. Εν δυο, εν δυο, έλεγα μέσα μου και κουνούσα ζωηρά χέρια και πόδια. Να, παλιογερμανέ... Να, παλιόσκυλα, να δήμιοι, γέννας υστερικής... να, βλαμμένοι του κερατά...
150
Βάσω Σταματίου
ΒΑ Ρ Ο Υ Μ ?
γιατί;
Ανίσκιωτη έκταση πέρα ως πέρα. Που είσαι Ελληνικέ κάμπε, με τους πράσινους ίσκιους σου, που χάιδευαν με δροσερή γαλήνη αυτόν που έβγαζε το φρέσκο ψωμάκι απ’ τον ντορβά, τις ζαρωμένες νόστιμες θρούμπες, το παγουράκι ξέχειλο νεράκι της κοντινής πηγής κι άπλωνε τα ξυπόλητα πόδια πάνω στις χλιαρές πευκοβελόνες που τρύπωναν σαν πριονάκια ανάμεσα στα δάχτυλα. Όλα μαζί τα στερηθήκαμε διάβολε... Να φασίστες... να, καταραμένε πόλεμε... Κάρφωσα τα μάτια στα πόδια μου, αφού αυτός ο κάμπος μ’ έκανε να θυμάμαι. Και δεν έπρεπε να θυμάμαι. Τότε κατάλαβα τι ήταν αυτό που μ’ έκανε να κουτσαίνω. Φουσκάλες είχαν φυτρώσει στα τρυφερά, απ’ την ακινησία της Μπάνιτσας, πόδια μου. Το βράδυ, θα σκάσουν όλες και θα γεμίσουν τις κουβέρτες με πύον. Με τις κουβέρτες κάτι έπρεπε να γίνει. Και με την πείνα κάτι έπρεπε να γίνει. Και με όλα κάτι έπρεπε να γίνει. Όμως τι; Πόσο ακόμα αυτός ο δρόμος; Οι γυναίκες, περπατούσαν με τα κεφάλια σκυμμένα, τα μαντίλια κατεβασμένα ως τα μάτια, σέρνοντας τα χοντροπάπουτσα στο πετρωμένο στεγνό χώμα που ζητούσε φρέσκο αίμα, να φρεσκάρει το σκούρο καφεκόκκινο χώμα του. Μια γυναίκα μπρος μου σταμάτησε. Έτσι, χωρίς καν να κάνει τον κόπο να σηκώσει το φουστάνι της, κατουρούσε. Το κίτρινο υγρό, έπεφτε αφρίζοντας στη σκληρή γη και πιτσιλούσε τις άλλες, που περνούσαν δίπλα της αδιάφορες. Μερικές άλλες θυμόντουσαν και κάνανε το ίδιο. Έμοιαζαν τις συλλογισμένες βουλάτες γελάδες του χωριού, μόνο που εκείνες τις περίμενε ο γλυκός μου παππούς, να τις φροντίσει. Τα τεράστια σκυλιά των Γερμανών συνοδών κοντοστεκόντουσαν και παρακολουθούσαν τη γυναίκα που είχε σταματήσει. Τα ματωμένα μάτια τους έλεγαν αυτό που τους είχαν διδάξει. «Λος, σνελ» γρήγορα... μερικά κατουρούσαν, σηκώνοντας λίγο το ένα πόδι. Αν κάποιος μου ’λεγε εκείνη τη στιγμή, πως από την επόμενη μέρα, θα ’κανα κι εγώ το ίδιο και χωρίς να σηκώσω όπως τα σκυλιά το πόδι και πως δεν θα μ’ ένοιαζε αν πιτσιλιόμουν κάτουρο, δικό μου, ή των άλλων, θα ’λεγα πως είναι τρελός. Κάποτε, φτάσαμε, Οι τσάπες περίμεναν απ’ τη χθεσινή μέρα, αραδιασμένες με τάξη, σ’ έναν πάσαλο. Πήρα μια. Πόσες οκάδες να ζύγιζε; Ήταν πολύ βαριά.
Μιά Ελληνίδα στ
Ά υσβιτς
151
Τα σβολάκια της σκούρας σκληρής γης πετάγονταν σα αιμάτινες σταγόνες στο πρόσωπό μου, λέρωναν τα γυαλιά μου, κάθονταν στα χείλη μου, έτσι που χτύπαγα την τσάπα, δίνοντάς της μια κλίση. Ήρθε μια από τις επιβλέπουσες Πολωνέζες και με διόρθωσε. Έπρεπε η κόψη της τσάπας, να πέφτει κάθετα πάνω στη γη. Ήταν δύσκολο, γιατί η σκληρή γη κλωτσούσε, δεν δεχόταν τις μαχαιριές. Έσφιγγα με τα δέκα δάχτυλα το χοντρό ξύλο, να υποτάξω το βαρύ εργαλείο, αλλά αυτό όλο έγερνα. Οι Γερμανοί, κρατώντας τα λουριά των σκυλιών, φώναζαν «λος σνελ αρμπάιτ» κι όλο έδειχναν την απόσταση που θα ’πρεπε να σκάψουμε. Ο ήλιος έκαιγε τώρα, ανεβασμένος στον καθαρό ουρανό και ο ιδρώτας άρχισε να τρέχει ανάμεσα απ’ τα γυρτά μου στήθη, που πήγαιναν σαν κούνιες δεξιά ζερβά, έτσι, χωρίς το σουτιέν τους. Έβλεπα τα μπράτσα μου καθώς κατέβαιναν με δύναμη προς τα κάτω. Έβλεπα κυρίως το αριστερό με το νούμερο. Δίπλα στο νούμερο, τη φλογισμένη χαρακιά από το μαστίγιο στη μεγάλη πόρτα. Τώρα, πάνω στον ώμο, η κλείδωση έτριζε απ’ την προσπάθεια. Και το χειρότερο, μέσα στις φούχτες, είχαν αρχίσει να φυτρώνουν οι γεμάτες υγρό φουσκάλες που θα πόναγαν, ώσπου να γίνουνε ρόζοι σκληροί, σαν την τσάπα που κρατούσα. Ένιωθα να ’μαι ολόκληρη ένα πύον. Από τα πόδια μέσα στα σκληρά παπούτσια, μέχρι το μυαλό. Για ξαπόσταμα, ούτε κουβέντα. Μόλις όρθωνες το κορμί, μόλις έκανες ν’ ακουμπήσεις λίγο στο ξύλο της τσάπας, οι κάπο ούρλιαζαν «αρμπάιτ» και χτύπαγαν με τα μαστίγια. Το παράξενο ήταν, πως αν ξέφευγες απ’ αυτών τη ματιά δεν ξέφευγες απ’ των εκπαιδευμένων σκυλιών την παρακολούθηση, που ενώ τα αφεντικά τους κουβέντιαζαν μεταξύ τους, αυτά έψαχναν να βρουν, ποια γυναίκα δεν ήταν σκυμμένη και γάβγιζαν για να ειδοποιήσουν τις κάπο, πως έπρεπε να επέμβουν με τα μαστίγιά τους. Και μόνον όταν η δαρμένη γυναίκα ξανάσκυβε, αυτά ησύχαζαν και ξεφυσούσαν, ικανοποιημένα που εκτελούσαν τόσο πιστά το καθήκον τους. Καθώς έσκαβα, κοίταζα λοξά αυτά τα καταπληκτικά σκυλιά – στρατιώτες που σκεφτόμουν, τι κρίμα στ’ αλήθεια να χρησιμοποιείται η τόση εξυπνάδα τους στον απίστευτο παραλογισμό της εξόντωσης ανθρώπων.
152
Βάσω Σταματίου
ΒΑ Ρ Ο Υ Μ ?
γιατί;
Οι Γερμανοί τα κρατούσαν μόλις ένα μέτρο μακριά από τις γυναίκες κι όπως αυτά τέντωναν το λουρί γαβγίζοντας, ο καυτός ιδρώτας στο μέτωπό μου πάγωνε. Αν ξέφευγαν από το χέρι που τα κρατούσε, κάποια δυστυχισμένη θα γινόταν ένα ματωμένο κομμάτι κρέας στα σουβλερά δόντια τους. Κοίταξα κατάματα, ένα, το πιο κοντινό μου. Αυτό το άθλιο, είδε τη ματιά μου και παρ’ όλο που ήμουν σκυμμένη, μου γρύλισε, τεντώνοντας το λουρί. Ο Γερμανός γύρισε να δει τι επισήμανε το σκυλί του, αλλά όλα ήταν εντάξει και το τράβηξε να ησυχάσει. Λοιπόν, όχι μόνο τους χερ οφιτσίαλ, τις κάπο και τις μπλοκόβες δεν έπρεπε να κοιτάζω κατάματα, αλλά κι αυτά τα καταραμένα ζωντανά τους. Η σούπα μοιράστηκε στο ημίωρο της ανάπαυσης και δεν μπόρεσα να μην ξανασκεφτώ τα σκιερά πλατάνια. Μια γυναίκα έμπηξε στη γη ανάποδα την τσάπα της και τοποθετήθηκε έτσι, που η σκιά του εργαλείου, να προστατεύει μια ιδέα το κεφάλι της. Η κάψα έβγαινε σε σγουρούς κυματισμούς από τη γη. Πήγα κοντά στις δικές μου και κοίταζα τα μουσκεμένα από ιδρώτα ρούχα τους. Καμιά δεν μιλούσε. Όλες αναζητούσαν μάταια μια σκιά. Η μοναδική σκιά στην ασφυξία τους ήταν η σκιά του θανάτου μέσα στα μάτια τους. Και μετά τη μικρή ανάπαυλα μες στο καμίνι τα πράγματα ήταν χειρότερα. Η μεσημεριανή σιέστα, που ήταν παράδοση στην οικογένειά μου και σχεδόν σ’ όλο το ρωμαίικο με τις ανατολίτικες επιδράσεις, γυρόφερνε στο κεφάλι, στα μάτια, στα μέλη μου, χωρίς να μπορεί να τ’ ακουμπήσει. Μου πέρασε η σκέψη να τα βροντήξω, να ξαπλωθώ μες στο αυλάκι που άνοιγα και να πεθάνω, μα έτρεμα στην πιθανότητα να με ξεσχίσουν τα σκυλιά ζωντανή. Όταν ύστερα από δέκα ώρες δουλειά οι σφυρίχτρες έδωσαν το σύνθημα του γυρισμού, το σώμα μου δεν ίσιωνε. Πόντο-πόντο το ανάγκασα να φτάσει στην όρθια θέση του. Ο δρόμος μου φάνηκε ακόμα πιο μακρύς. Η μεγάλη πόρτα κατάπινε το βουβό κοπάδι, που σερνόταν από την εξάντληση. Τα λάβαρα είχαν πάρει ένα μαβί χρώμα από το χαμηλωμένο ήλιο. Η ορχήστρα έπαιζε
Μιά Ελληνίδα στ
Ά υσβιτς
153
τα χαρούμενα τραγουδάκια της και οι Γερμανοί μετρούσαν, φιμφ ουντ ζέχτσιχ, ζίπτσιχ, φιμφ ουν ζίπτσιχ. Είχα τα χέρια κολλημένα στα πλάγια, ακίνητα, πεθαμένα αι δεν είχα άλλη σκέψη από το ότι, λινκξ, έπρεπε να ’ναι το αριστερό πόδι. Το αριστερό πόδι, που ήταν γεμάτο πληγές. Όπως και το δεξί. Όπως και το αριστερό χέρι. Και το δεξί χέρι. Όπως και η δεκαοχτάχρονη ζωή μου, εδώ, σ’ αυτό το πέρα από την αντοχή μου στρατόπεδο. Η μεγάλη πόρτα με κατάπιε, με την υπόσχεση να με ξεράσει πάλι. Τα ομοιόμορφα μπλοκ στη σειρά μοιάζανε τεράστια κεφάλια, μ’ ένα μόνο άνοιγμα σαν πεινασμένες ρουφήχτρες. Κι ένα άσπρο δόντι ο αριθμός τους. Παράθυρα δεν υπήρχαν. Ούτε τζάμια πουθενά. Η καταμέτρηση αργούσε. Θα πέθαιναν κι άλλες εκείνη τη νύχτα. Και τις άλλες νύχτες. Στην αρχή, μετρούσα πόσες πεθαμένες βγάζανε κάθε πρωί. Αργότερα, έπαψα ν’ ασχολούμαι και με αυτό. Έλεγα «εγώ, είμαι ζωντανή, εγώ, είμαι ζωντανή». Κάτι χέρια έκαναν κάτι στις φουσκάλες των χεριών μου. Δεν αντιδρούσα, ούτε ρωτούσα. Θαρρώ πως ήταν η σταφιδιασμένη Ρωσίδα. Ξάπλωσα, χωρίς να ενδιαφέρομαι ούτε για το στριμωγμένο ύπνο ούτε για την αμφίβολης καθαριότητας κουβέρτα, που δεν ξέρω πως βρέθηκε πάνω στο σώμα μου. Βούλιαξα σαν μολύβι στο βυθό του πηχτού σκοτεινού κενού, μ’ ένα πελώριο «βαρούμ» δεμένο στο λαιμό. Την επόμενη όμως μέρα, ξεχάστηκαν όλα τα δικά μου βάσανα, μπροστά σ’ αυτό της Τούλας. Το καλό μου παιδί ήταν αδύνατον να σηκωθεί. Ήταν κίτρινη σαν λεμόνι. Τα γαλάζια μάτια της κατακόκκινα κι έτρεμε σαν πουλάκι που ξεψυχάει. - Σήκω Τούλα... δεν ακούς πως ουρλιάζουν «ζεξ ουρ, άουφστεν»... - Δεν μπορώ... δεν μπορώ, ψιθύριζε η Τούλα, με θαμπή φωνή. - Σήκω Τούλα, της έλεγε και η Βάλια. Όσες βρουν στο κρεβάτι, τις μαζεύουν με τις πεθαμένες και πάνε κατ’ ευθείαν στο κρεματόριο. Την πιάσαμε με το ζόρι και τη σύραμε μέχρι έξω. Η Τούλα έγερνε, σαν βαρύς κορμός κομμένου δέντρου πότε δεξιά, πότε αριστερά κι έλεγε μόνο, «δεν μπορώ... δεν μπορώ...». - Να πούμε ότι είναι άρρωστη, να την πάνε στο νοσοκομείο, είπα.
154
Βάσω Σταματίου
ΒΑ Ρ Ο Υ Μ ?
γιατί;
- Στο ρεβύ, ποτέ... έλεγε η Βάλια. Στο ρεβύ θα πεθάνει σίγουρα. Όχι ρεβύ... Όχι ρεβύ... - Και πως θα γίνει να δουλέψει σ’ αυτό το χάλι; - Όχι ρεβύ, όχι ρεβύ, επαναλάμβανε η Βάλια. Της δώσαμε να πιεί το χλιαρό ζουμί του καφέ, της κάναμε αέρα ν’ αναπνέει, όμως η τρεμούλα δεν σταματούσε με τίποτα. Στην επιθεώρηση η μπλοκόβα είδε το ψιλό λυγερό κορμάκι που έτρεμε. Η μπλοκόβα σ’ αυτό το μπλοκ δεν ήταν και τόσο κακή. Μιλιόταν. Κι ούτε έδερνε έτσι χωρίς λόγο σαν την άλλη. Η Βάλια την πλησίασε και της έλεγε ένα σωρό, να κάνει τα στραβά μάτια και να μην την βγάλει ανίκανη εργασίας. Πρόσθεσα κι εγώ μερικά «πρόσο πάνυ», παρακαλώ δεσποινίς, στα πολωνέζικα, αλλά δεν γινόταν τίποτα. Αν δεν έτρεμε έτσι έντονα, κάτι θα μπορούσε να κάνει. Ο πυρετός κρυβόταν, αλλά αυτό... θα ’βρισκε τον μπελά της. Όχι, δεν γινόταν. Τι να είχε η Τούλα; Είχε ελονοσία; Είχε τύφο; Είχε πνευμονία; Τι να είχε και δεν μπορούσε να πιέσει τον εαυτό της να σταματήσει αυτό το ρίγος; Και την έβγαλε από τη σειρά. Κοίταζα με παράπονο τη συντρόφισσα που έχανα, καθώς της έδινα κουράγιο. - Θα δεις, θα ξεκουραστείς στο νοσοκομείο... θα σου δώσουν φάρμακα. Θα γίνεις καλά... Θα ξαναγυρίσεις κοντά μου... θα γυρίσουμε μαζί στην πατρίδα, θα ζήσομε Τούλα... Προσπαθούσε να μου χαμογελάσει. Το γέλιο της ήταν μορφασμός πικρής αγωνίας. - Θα ’ρχεσαι να με βλέπεις εκεί; - Κάθε μέρα... κάθε μέρα... της έλεγα και την φιλούσα. Θα ζήσεις Τούλα. Θα ζήσεις Τούλα... Κι έζησε. Μόνο μια φορά μπόρεσα να την δω τότε στο άθλιο ρεβύ. Μετά έμαθα ότι την πήρανε στο εργαστήριο πειραμάτων. Κανείς δεν μπορούσε να περάσει εκεί μέσα που παιζότανε τα πιο τρομαχτικά παιχνίδια της επιστήμης τους.
Μιά Ελληνίδα στ
Ά υσβιτς
155
Κι έζησε η Τούλα. Και την ξανά ’δα στην μεταπολεμική Θεσσαλονίκη, όταν ο εφιάλτης είχε τελειώσει. Μια χλωμή, αδύνατη γριά, με μια τρύπα σαν πορτοκάλι μπροστά κι άλλη μια πίσω, στη θέση του πνεύμονα. Μου είπε πως της χώνανε κάτι σωλήνες στους πνεύμονες, με παράξενα μπλε και κόκκινα υγρά. Τα σωθικά της καίγανε. Κι ο πόνος της χωρίς ήχο. Είχα γυρίσει τότε την κουβέντα, σε άλλα πιο χαρούμενα πράγματα. «Τι τσολιάς είχες γίνει στην Μπάνιτσα...», «το θυμάσαι το τραγούδι για την ταράνα;» κι άλλα τέτοια, για να της σταματήσω την εξομολόγηση που την έκανε να υποφέρει. Η Τούλα, το ομορφότερο κορίτσι της συντροφιάς μας, ανάπηρη, στο περιθώριο της ζωής, ανίκανη για δουλειά, σ’ ένα φτωχό υπόγειο κοντά στην Αγία Σοφία, με την πιστή της φίλη, τη μάνα της, να την κοιτάζει με σπαραγμό χωρίς δουλειά κι αυτή. «Πως θα ζήσομε; Πως θα ζήσομε, έλεγε, με το παιδί μου έτσι που μου το κατάντησαν». Σχεδόν ντρεπόμουν γιατί ήμουν κατάγερη, με τη σάρκα μου λουλουδιασμένη, με τ’ αστραφτερά ντεκολτέ μου και την ίσια πλάτη μου να προσπαθεί μάταια να κυρτώσει, για να δείξει σε αυτήν την καμπούρα γριά που είχα μπροστά μου, πως δεν ήταν η μόνη που κατάντησε έτσι. Η διαφορά όμως ήταν μεγάλη. Τίποτα δεν τη λιγόστευε. Τίποτα από αυτά τα τρομερά δεν υποπτευόμουν τότε, μπροστά στο μπλοκ 32, όταν της έλεγα, «θα ζήσεις Τούλα...». Από την άλλη μέρα οργάνωσα την άμυνά μου ενάντια σε όσα μπορούσαν να πολεμηθούν. Τύλιξα με χαρτιά τα πόδια μου, βρήκα κουρέλια και προστάτεψα τις χούφτες μου την ώρα της δουλειάς, ένα μαντίλι για το κεφάλι, ένα σακουλάκι που το κρέμαγα μ’ ένα σπάγκο στον ώμο και το γέμιζα σιγά-σιγά με τα υποτυπώδη όπλα της απεγνωσμένης μάχης μου για επιβίωση. Τα χαρτιά γλίστραγαν, έπεφταν στο περπάτημα και προσπαθούσα να τα ξανατυλίξω βαδίζοντας, γιατί αυτοί φώναζαν διαρκώς «σνελ». Τα κουρέλια κόλλαγαν στις φουσκάλες που έσπαζαν μέσα στου φούχτα και το σακούλι μου το ’κλεψαν μια νύχτα κάτω από το κεφάλι μου.
156
Βάσω Σταματίου
ΒΑ Ρ Ο Υ Μ ?
γιατί;
Μου κλέψανε και τα παπούτσια ένα βράδυ. Τι τους ζήλεψαν; Βγήκα στο άπελ ξυπόλυτη, αφού δεν πρόφταινα να κλέψω κι εγώ άλλα. Δεν είχα και κουρέλια να τυλίξω τα πόδια μου. Πως θα βάδιζα τόσο δρόμο στα κοφτερά χαλίκια; Ευτυχώς η καταμέτρηση αργούσε και μια στουμπόβα, μου ’φερε κάτι ξυλοπάπουτσα, που τα είχε φαίνεται ρεζέρβα για τέτοιες περιπτώσεις. Η κλεψιά οργίαζε. Καμιά όμως δεν παραξενευόταν, αφού όλες κάνανε το ίδιο. Η δράση, όμως, της Εύας άγγιζε τα όρια της τρελής επιστημονικής φαντασίας. Παρακολουθούσε συστηματικά στα διάφορα μπλοκ, να βρει τις Πολωνέζες που έτρωγαν καλά. Σημάδευε η πονηρή τα μέρη που έβαζαν τις χαρτοκούτες με τα τρόφιμα και τη νύχτα πήγαινε και τράβαγε ολόκληρη τη χαρτοκούτα. Το τρελό ήταν ότι σκαρφάλωνε στα πάνω κρεβάτια, χωνόταν ανάμεσα στις κοιμισμένες Πολωνέζες, που παραμέριζαν, νομίζοντας πως είναι η διπλανή τους που γύριζε από την τουαλέτα, ξάπλωνε ακίνητη πέντε λεπτά κι ύστερα, έπαιρνε την χαρτοκούτα, που ήταν στη μέσα μεριά προς τον τοίχο, την έβαζε στη μεριά των ποδιών προς τα έξω και μετά σαν φίδι, κατέβαινε κάτω και τράβαγε αθόρυβα τη χαρτοκούτα από το χείλος του κρεβατιού. Τώρα, πως κατάφερνε να περάσει από την πόρτα που φύλαγαν οι δυο μισοκοιμισμένες, χωρίς ποτέ να την επισημάνουν, ήταν θαύμα. Καθόταν κάπου στα σκοτεινά, έτρωγε όσο μπορούσε και τα υπόλοιπα τα έκρυβε σε μια κρυψώνα που είχε ανακαλύψει, σίγουρη, όπως έλεγε. Αρκετές φορές, όταν είχε κάνει καλή μπάζα, μου ’δινε καμιά πατάτα καμιά φέτα ψωμί, σαλάμι και μια φορά μαρμελάδα. Να, μου ’λεγε, φάε, που χτίκιασες από φόβο. Τι θα πάθεις; Το πολύ-πολύ να φας ένα γερό ξύλο. Πως θ’ αντέξουμε σε τόση δουλειά, αν δεν γεμίσουμε τη στομάχα; Με πιάσανε ποτέ; Δεν με πιάσανε! Κι ούτε θα με πιάσουνε. Χρειάζεται τόλμη. Το πολύ-πολύ, θα σε μαυρίσουν στο ξύλο. Εδώ τρώμε ξύλο, για ψύλλου πήδημα. Δεν αξίζει να τις φας και μια φορά, για τέτοιον ξεχωριστό λόγο; Ήταν νόστιμη η βρασμένη πατάτα και με το αλάτι μάλιστα που διέθετε η χαρτοκούτα της Εύας. Γλειφόμουν ακούγοντάς την και οι αντιρρήσεις μου όλο λιγόστευαν. Αλήθεια, τι παραπάνω από ένα γερό
Μιά Ελληνίδα στ
Ά υσβιτς
157
ξύλο θα ’ταν η τιμωρία; Επειδή έτυχε μια φορά η σκατωμένη κουβέρτα κι είπα να μην ξανακλέψω; Η κουβέρτα ήταν άλλο και η τροφή άλλο. Τι μήπως ήταν καλύτερο που είχα πάει δυο φορές, πίσω απ’ τις κουζίνες που πέταγαν τα σκουπίδια κι έψαχνα μαζί με άλλες να ανακαλύψω κάτι που να μασιέται; Ήταν καλύτερες οι φλούδες από πατάτες που έφαγα μια φορά, εκεί στους σκουπιδοντενεκέδες, από ένα γερό ξύλο; Και δεν μου ’κλεψαν κι εμένα το μισό ψωμάκι κάτω απ’ το κεφάλι μου; Η Εύα όμως δεν συμφωνούσε μ’ αυτές τις μεσοβέζικες λέξεις. - Αν την κάνεις τη δουλειά, να την κάνεις σωστή. Όχι μικροσακουλάκια και μαλακίες. Στο μπλοκ 24 είναι όλες οι Πολωνέζες μαυραγορίτισσες, Έχει μπόλικο πράγμα εκεί. Όρμα, γδύσ’ τις τις παλιοπουτάνες. Το πολύ-πολύ, θα φας ένα γερό ξύλο. Επαναλάμβανε σε κάθε φράση αυτό «το πολύ πολύ», ώσπου το χώνεψα για καλά, πως κι αν την πάθαινα δεν θα ’ταν δα και τόσο τρομερό. Και μια νύχτα που η κοιλιά μου πονούσε απ’ την πείνα και δεν ησύχαζα με τίποτα, βγήκα από το μπλοκ, αποφασισμένη για όλα. Ήταν φρικτό... Τριγύριζα μες στα σκοτεινά, ανέβαινα κι έψαχνα στα πάνω κρεβάτια, μήπως ανακαλύψω την ποθητή χαρτοκούτα, σαν υπνωτισμένη, σαν κουρδισμένη μαριονέτα, που έπρεπε να κάνει τους γύρους της, ώσπου να ξεκουρδιστεί και να σωριαστεί στο χώμα. Δεν είχα συναίσθηση της ώρας. Ούτε ξέρω πόσα κρεβάτια με κοιμισμένες ερεύνησα. Μια αρρωστημένη υπερένταση, μου ’λεγε, ψάξε, ψάξε, ακόμα, κι άλλο. Θα τρελαινόμουν αν αποτύγχανα. Ώσπου, να μια χαρτοκούτα στο πλάι μιας γυναίκας. Θα ’πρεπε, με το ένα χέρι να στηρίζομαι στο γείσο του πάνω κρεβατιού και με το άλλο, να τραβήξω το θησαυρό. Ήταν πολύ δύσκολο. Όσο ένιωθα την αντίσταση της βαριάς χαρτοκούτας, τόσο θέριευε το όνειρο της απόκτησής της. Ένιωθα κιόλας τις διάφορες γεύσεις στη γλώσσα μου. Η Πολωνέζα κινήθηκε κάποια στιγμή. Γύρισε απ’ την αριστερή πλευρά κι αυτό με διευκόλυνε, γιατί έτσι δεν ακούμπαγε καθόλου την κούτα. Την τραβούσα λίγο λίγο, πόντο-πόντο, με κομμένη ανάσα και διαλείμματα για να κοιτάξω πίσω μου το διάδρομο. Πού και πού, περνού-
158
Βάσω Σταματίου
ΒΑ Ρ Ο Υ Μ ?
γιατί;
σαν οι σιωπηλές σκιές, αδιάφορες γι’ αυτήν που ήταν σκαρφαλωμένη εκεί, χωρίς να κουνιέται. Όταν η χαρτοκούτα έφτασε στο χείλος του κρεβατιού, κατέβηκα κάτω. Κοίταξα στο διάδρομο, να μην περνάει καμιά και με τα δυο χέρια την κατέβασα ίσια στην αγκαλιά μου. Ωραία... Και τώρα; Πως την έβγαζα απ’ το ξένο μπλοκ και πως την έμπαζα στο δικό μου; «Δεν με πιάσανε ποτέ, είχε πει η Εύα. Γιατί δηλαδή να πιάσουνε εμένα; Δεν ήθελα να την αφήσω κάτω, για να πάω ως την είσοδο να δω αν κοιμούνται οι φύλακες. Ήταν σίγουρο ότι θα έκανε φτερά. Έλυσα τη ζώνη μου, έχωσα τη χαρτοκούτα κάτω απ’ το φουστάνι μου και προχώρησα γρήγορα προς την έξοδο. Έμοιαζα έγκυος εννέα μηνών που κρατάει την κοιλιά της. Μια τετράγωνη κοιλιά, με το γευστικό παιδί να κουνιέται ανήσυχα κι ανυπόμονο να βγει και να ξαναπάει στη θέση του, περνώντας όμως μέσα απ’ το στόμα μου. Οι δυο αντικριστές γυναίκες στην πόρτα, είχαν τα κεφάλια, σκυμμένα στο στήθος. Θαύμα... Σχεδόν είχα περάσει από μπροστά τους, όταν, δεν ξέρω πως, ξεφύτρωσε μια που γύριζε φουριόζα, να πέσει για ύπνο. Τρακάραμε, στο στενό πέρασμα, ανάμεσα στα πόδια των κοιμισμένων φυλάκων. Το δεξί χέρι, έφυγε απ’ την τετράγωνη κοιλιά και η χαρτοκούτα έπεσε, ξεσχίζοντας με το θόρυβό της τη σιωπή της νύχτας. Οι δυο Πολωνέζες, πετάχτηκαν απ’ τη θέση τους, έξαλλες, ουρλιάζοντας όμως με κυνηγούσαν. Μ’ έπιασαν πολύ γρήγορα. Έδερναν πιο πολύ, γιατί έγινα αιτία, να διακόψουν τον ύπνο τους. Καθόμουν και τις έτρωγα, χωρίς αντίσταση, σα να ήταν κι αυτό κανονισμένη σκηνή στο παρανοϊκό έργο. Ο ρόλος μου έλεγε να δαρθώ και σε λίγο ο ρόλος μου έλεγε να το βάλω στα πόδια. Ήξερα, πως δεν θα με ξανακυνηγήσουν. Βαριεστημένες, ξαναγύρισαν στη θέση τους στην είσοδο. Κι εγώ, στο μπλοκ μου, με το «πολύ-πολύ» που είχα κερδίσει. Η Εύα θα μ’ έλεγε «ατζαμού», «βλαμμένο» κι άλλα. Όχι δεν θα της έλεγα την αποτυχία μου. Καλύτερα να μ’ έλεγε φοβιτσιάρα, ηλίθια, «το πολύ-πολύ» να μ’ έλεγε μαλακισμένη. «Το πολύ-πολύ» να ήμουν στ αλήθεια μαλακισμένη. Είχαν περάσει δυο μήνες, που δούλευα στο Άους κομάντο. Οι φούχτες μου είχαν σκληρύνει. Τα νεύρα μου το ίδιο. Δεν μιλούσα σχεδόν
Μιά Ελληνίδα στ
Ά υσβιτς
159
καθόλου. Απαντούσα με μονοσύλλαβα στη Μαργαρίτα, που ανακουφιζόταν να ακούει τη φωνή της, να λέει και να ξαναλέει, το πόσο πονάει η μέση της, το πόσο γουργουρίζει η κοιλιά της. Στο τέλος, όμως, θύμωνε γιατί δεν απαντούσα έστω ένα «κι εγώ πονάω, ναι, κι εμένα πονάει η μέση μου» κι έφευγε με ένα παχύ «ασιχτίρ», που στούμπωνε το στόμα της. Πόσες φορές αργότερα, στο Μπούχενβαλντ, αναζήτησα αυτό το «ασιχτίρ» της Μαργαρίτας. Μπορείτε άνθρωποι να καταλάβετε, τι αβάσταχτο μαρτύριο είναι να βρίσκεσαι έξι μήνες μόνη ανάμεσα σ’ ένα πλήθος ανθρώπων, που μιλάνε όλες τις γλώσσες του κόσμου εκτός από Ελληνικά; Αναρωτιέσαι αν τη θυμάσαι ακόμα τη γλώσσα σου, πας σε μια άκρη και λες «καλημέρα» κι ύστερα «τι κάνετε», κατεβάζεις το κεφάλι, γυρίζεις στη Βαβυλωνία και σωπαίνεις, σωπαίνεις... Έξι μήνες αναγκαστική σιωπή, αφού με είχανε ρίξει σ’ ένα κομάντο, μόνη, κατάμονη στο στρατόπεδο του Μάγκντεμπουργκ. Αυτή η θεληματική σιωπή μου στο Άουσβιτς ήταν ένα παιχνίδι των νεύρων, χωρίς ιδιαίτερη βαρύτητα στο πλήθος των βασανιστηρίων. Δεν είναι βασανιστήριο μια στέρηση που ο ίδιος έχεις επιβάλει στον εαυτό σου, όταν υποσυνείδητα ξέρεις πως την κάθε στιγμή, την όποια στιγμή που εσύ θ’ αποφασίσεις, διαγράφεις τη στέρηση. Βασανιστήριο είναι να δουλεύουν οι μηχανές της φάμπρικας των πολεμικών εξαρτημάτων και να βγάζεις ένα δυνατό «α», που χάνεται μες στο θόρυβο, μόνο και μόνο για να δεις αν λειτουργούν ακόμα οι φωνητικές χορδές σου. Βασανιστήριο είναι να βρίσκεσαι σ’ ένα θάλαμο και ν’ ακούς να μιλάνε ανάκατα διάφορες γλώσσες και να μην έχεις τη Μαργαρίτα να σου λέει με την ποντιακή προφορά της, πόσο αστεία γουργουρίζει η κοιλιά της. Να μην έχεις καμιά, καμιά συμπατριώτισσα, να σου πει έστω ένα άστοδιάβολο ή ένα ασιχτίρ. Στο Άουσβιτς, τότε που είχα ακόμα δίπλα μου, έστω κουτσουρεμένη, την ελληνική κουβέντα, ήταν αδύνατο ν’ αναλογισθώ ένα τέτοιο μαρτύριο που με περίμενε στο Μπούχενβαλντ. Στο Άουσβιτς, δεν ήθελα πια να μιλάω, γιατί το ’βρισκα μάταιο να λέω τα ίδια και τα ίδια. Κι ούτε ήθελα να τ’ ακούω πια. Φωτογράφιζα μόνο, όπως μου ’χε πει η Υβέτ, τις εικόνες της αθλιότητας. Τα χιλιάδες μέτρα φιλμ που με είχαν περιτυλίξει, με είχαν απομονώσει απ’ την
160
Βάσω Σταματίου
ΒΑ Ρ Ο Υ Μ ?
γιατί;
ελληνική κουβέντα, που ήταν δίπλα μου και δεν άπλωνα να την πάρω. «Ας την αυτήν... της έστριψε», άκουγα να λένε, και δεν με ταρακουνούσε ούτε κι αυτή η παρατήρηση απ’ την απομόνωσή μου. Η Ρενέ... Ας άκουγα μόνο τη Ρενέ να τραγουδάει και μου ’φτανε. Δεν ήταν η φωνή της Ρόζας, με τις μαγεμένες περιπλανήσεις. Ήταν μια φωνή μονότονη, βραχνή που έβγαινε από ένα σκελετωμένο πλάσμα, που καθόταν πάντα κατάχαμα στην είσοδο του μπλοκ. Τα γόνατα, ακουμπούσαν σχεδόν το σαγόνι και τα χέρια περιτύλιγαν σφιχτά τα καλαμένια πόδια. Δεν θυμάμαι να είδα τη Ρενέ, σε άλλη στάση απ’ αυτήν. Σα να μην είχε χαρακτηριστικά η μικρή Ουγγαρέζα άλλα από δυο τεράστια μάτια, που δεν ανοιγόκλειναν. Δεν κοίταζε τίποτα. Είχε μόνο τα ανέκφραστα πελώρια μάτια ανοιχτά και τραγουδούσε πάντα το ίδιο τραγούδι. «Ίγκεν σερετλέκ...» Καθόμουν σε μια απόσταση και παρατηρούσα αυτό το φαινόμενο. Το να τραγουδάς στο Άουσβιτς, ήταν σα να επιχειρούσες τον όγδοο και μεγαλύτερο άθλο του Ηρακλή. Αντηχούσε τόσο παράξενα το μονότονο τραγούδι της Ουγγαρέζας εβραίας, που μάλλον τρόμο μου έφερνε, παρά χαρά. Οι γυναίκες κόβανε βόλτες μπροστά της, χωρίς να της δίνουν σημασία. Την πατούσανε και η Ρενέ δεν άλλαζε την απαθή έκφρασή της. Ίσως, με αργές κινήσεις, να μάζευε ακόμα λίγο τα λυγισμένα πόδια. Γινόταν ένα μπογαλάκι από κόκκαλα και συνέχιζε το μονότονο άχρωμο τραγούδι. Ήξερα πως αν της μιλούσα, δεν θα γύριζε καν να με κοιτάξει. Έμοιαζε ένα τρανζιστοράκι πεταμένο, σκονισμένο, λιωμένο, που εξακολουθούσε να βγάζει το σκουριασμένο ήχο του. Πέντε μέρες παρακολουθούσα τη Ρενέ, μετά τα απογευματινά άπελ να λέει το θλιβερό τραγούδι της, από την ίδια θέση. Και πήγα. Κάθισα σχεδόν κολλητά της. Πήρα την ίδια με αυτήν στάση κι άρχισα να τραγουδάω στο σκοπό του «καταραμένε κάπελα, και κλέφτη ταβερνιάρη» - «καταραμένε Γερμανέ, φασίστα, δολοφόνε...». Τόνισα ιδιαίτερα το «φασίστα». Η Ρενέ σταμάτησε. Δεν γύρισε να κοιτάξει προς το μέρος μου, ούτε άλλαξε την πελώρια, ανέκφραστη ματιά της που κοίταζε το κενό. Μόνο
Μιά Ελληνίδα στ
Ά υσβιτς
161
σταμάτησε, σα να μου έδινε το σήμα πως είναι ζωντανή κι ακούει, αλλά μια τόσο παγωμένη ψυχή με τίποτα πια δεν μπορεί να ζεσταθεί. Το τραγούδι που τόλμησα έμεινε μετέωρο, σπασμένο και η Ρενέ έμοιαζε ένα κρύο χάλκινο άγαλμα, στραμμένο προς τα κρεματόρια που κάπνιζαν συνέχεια. Δίπλα της, εγώ, ύστερα από την άδοξη έξοδο απ’ τη σιωπή, στην ίδια ακινησία, μεγάλωσα τη ματιά μου να χωρέσει την εικόνα των συγγενών της Ρενέ και όλων των άλλων που είχαν δολοφονηθεί εκεί μέσα. Τα «σελεξιόν» είχαν σταματήσει όταν πήγα εγώ στο Άουσβιτς, γιατί ήταν τόσα πολλά τα τρανσπόρτ που έφερναν τους αθώους μελλοθανάτους και οι φούρνοι δεν πρόφταιναν. Τι ήταν τα «σελεξιόν»; Και μόνο η λέξη έκανε τις παλιότερες να ανατριχιάζουν. Συνήθως τις ώρες του ύπνου, ορμούσαν στο μπλοκ φωνάζοντας «άλες ράους», όλες έξω. Τα κορίτσια ούρλιαζαν, έκλαιγαν κι έλεγαν «σελεξιόν... σελεξιόν...» κάνοντας προσευχές για τη σωτηρία τους. Τις έβαζαν στη σειρά, περνούσε ο Γερμανός και μετρούσε, ένα, δύο, τρία, τέσσερα, πέντε, έξω... Αυτό το «έξω», σήμαινε, «θα πεθάνεις». Οι διαλεγμένες, έκλαιγαν μέσα στη νύχτα, οι σωσμένες έλεγαν, τη γλιτώσαμε κι αυτή τη φορά κι όλα ξαναγύριζαν γρήγορα στη σιωπή. Πολλές φορές, ακούγονταν τα ουρλιαχτά μέσα στη νύχτα από άλλο μπλοκ κι έλεγαν τότε, «στο μπλοκ 13 γίνεται σελεξιόν». Γύριζαν κουβαριασμένες από την άλλη μεριά, ψάχνοντας μες στην εφιαλτική σιωπή που ακολουθούσε την προσευχή, που ίσως θα τις προστάτευε από τέτοιον θάνατο. Μια μέρα, είπα, έφτασε το τέλος μου, αφού τόσον καιρό δεν είχα βρει κι εγώ μια προσευχή προστάτιδα. Ο γιατρός με έβγαλε από τη σειρά, κοιτάζοντας τα πόδια μου, που είχαν γεμίσει μελανοκόκκινες περίεργες, μικρές και μεγάλες στρογγυλές κηλίδες. Τα ’κρυβα με χαρτιά, από το φόβο του ρεβύ. Μα το κακό είχε προχωρήσει και δεν κρυβόταν πια. Οι κηλίδες είχαν απλωθεί στην κοιλιά μου, στα χέρια μου και μια στο λαιμό μου. Τι να είχα; Κάτι λέγανε Γερμανικά, δεν καταλάβαινα. Μαζί με τρεις άλλες γυναίκες και μια κάπο πήραμε τον αντίθετο απ’ τον συνηθισμένο δρόμο. Που μας πήγαιναν; Θα μας σκότωναν; Μια Τσέχα απ’ τις τρεις, φώναζε
162
Βάσω Σταματίου
ΒΑ Ρ Ο Υ Μ ?
γιατί;
πως ήθελε να πάει στη δουλειά, πως ήταν γερή και θα δούλευε καλά. Η κάπο όμως δεν απαντούσε. Περνούσαμε διάφορα μπλοκ, ενώ οι άλλες γυναίκες τραβούσαν για τον κεντρικό δρόμο, στις κανονικές τους πεντάδες. Η Τσέχα έκανε να τρέξει και να χωθεί ανάμεσα σ’ αυτές που πήγαιναν για δουλειά, αλλά η κάπο την άρπαξε στα χαστούκια. Τα αηδιαστικά όμως εκείνα παράσημα στο σώμα μου, αποδείχτηκαν σωτήρια. Φτάσαμε σ’ ένα μπλοκ που το ’λεγαν μπλοκ «κρέτσα», δηλαδή μπλοκ ψώρας. Εγώ όμως δεν είχα ψώρα. Είχα απλώς, αβιταμίνωση. Έμεινα πέντε μέρες σ’ εκείνο το μπλοκ κι αισθανόμουν σα να είχα κερδίσει ένα βασίλειο. Για φαντάσου, σκεφτόμουν, έτσι στα καλά καθούμενα να βγουν αυτές οι πληγές και να με γλυτώσουν από την σκληρή δουλειά στα χωράφια. Τι καλά... τι καλά... να κάθεσαι έτσι χωρίς να κάνεις τίποτα στη σκιά του αυγουστιάτικου ήλιου και να προσέχεις να μη τρέξουν τα σκούρα παχύρρευστα σαν λάσπη μαντζούνια από τις πληγές σου. Αφού δεν με σκότωσαν τώρα, δεν θα με σκοτώσουν ποτέ. «Τις αριάνες, δεν τις καίνε ζωντανές», είχε πει η Βάλια. Στο μπλοκ της «κρέτσα», όλα ήταν χαλαρωμένα. Η μπλοκόβα, σα να μην υπήρχε. Ούτε φωνές, ούτε άουφστεν, ούτε πολύωρα άπελ. Σαν να ήμασταν ξεκομμένες από το ρυθμό του στρατοπέδου. Τα καζάνια με τις σούπες έφταναν ξέχειλα και περίσσευαν και για δεύτερη μερίδα. Η φέτα του ψωμιού ήταν μεγαλύτερη, η μαργαρίνη και το σαλάμι απαραίτητα και είχε εξτρά και καμιά πατάτα. Θαύμα... Ας μην έφευγαν αυτές οι πληγές από πάνω μου... Ας ήταν να άπλωναν και στα μούτρα και στα μπράτσα μου, να ’μενα πάντα σ’ αυτό το ησυχαστήριο του μπλοκ της ψώρας. Η ευτυχία μου συμπληρώθηκε, όταν την τρίτη μέρα έφεραν και την Μαίρη. Παρατηρούσαμε τις ξεσχισμένες απ’ τις πληγές γυναίκες γύρω μας. Άλλη είχε φαγωμένο το μισό πρόσωπο, άλλη σαν να είχε ανοίξει ο εγκέφαλος και χύνονταν τα μυαλά, άλλη με τα άκρα σαν ματωμένο κρέας σε αποσύνθεση, μια μυρωδιά αίματος, πύου, σαπίλας, ανάκατα με τη βρώμα του σαν θειάφι φάρμακου, στην κλειστή αυλή του μπλοκ, διόλου δεν μας ενοχλούσε. Τι ωραία... τι ωραία... λέγαμε. Γλυτώσαμε το Άους Κομάντο. Προσφερθήκαμε να μεταφέρομαι τ’ άδεια καζάνια στις κουζίνες, έτσι, για
Μιά Ελληνίδα στ
Ά υσβιτς
163
να κάνομε και την τσάρκα μας. Σχεδόν ήμασταν κι έτοιμες ν’ αρχίσομε το τραγούδι με την Μαίρη, απ’ τη χαρά μας. Τριγυρίσαμε στο απέραντο στρατόπεδο, χωρίς βιασύνη κι αγωνία. Πάμε στο ρεβύ; Έλεγε η Μαίρη. – Πάμε. – Πάμε στο νεκροθάλαμο; Έλεγα εγώ. – Πάμε. Είδαμε τη ζωή του λάγκερ, από τα μπάνια, απ’ τα μπλοκ διαλογής μέχρι τα εργαστήρια πειραμάτων, το μπορντέλο και τα διαμερίσματα των Γερμανών. Όλα ατά από έξω βέβαια, αλλά ξέραμε τι γινόταν μέσα ή νομίζαμε μάλλον ότι ξέραμε. Μόνο τα κρεματόρια δεν μπορέσαμε να πλησιάσομε. Φτάσαμε σε συρματοπλέγματα. - Δες, μου ’πε η Μαίρη. Άντρες... Πενήντα μέτρα πίσω απ’ τα συρματοπλέγματα, πέντε έξι Πολωνοί, πίσω απ’ τα δικά τους συρματοπλέγματα κι αυτοί, είχαν σταθεί και μας κοίταζαν κουνώντας τα χέρια. Από ’κει άρχιζε το αντρικό στρατόπεδο. - Για δες τι αστείοι είναι οι άντρες με κουρεμένα κεφάλια, είπε η Μαίρη. Γέλασα, κοιτάζοντας το δικό της κουρεμένο κεφάλι. - Ξέρεις τι λέω Μαίρη; Μόλις μας βάζουν το φάρμακο πάνω στις πληγές να πηγαίνομε σε μιαν άκρη και να... - Ναι, ναι... έτσι να κάνομε, βιάστηκε να συμφωνήσει η Μαίρη. Δεν τα καταφέραμε όμως και την πέμπτη μέρα, μ’ έβγαλαν ικανή για εργασία. Πήρα το δρόμο, με σκυμμένο κεφάλι. Στο μπάνιο, κοίταζα το γυμνό κορμί μου αποκρουστικό, μ’ αυτά τα καφεκόκκινα σαν φιρίκια σημάδια. Τώρα δεν έτρεχαν πια υγρό. Είχαν πιάσει μια κρούστα – κακάδι, το ’λεγε η γιαγιά μου κι αν έκανες να ξηλώσεις το κακάδι, έτρεχε αίμα. Άργησαν να επουλωθούν εκείνες οι πληγές. Υπέφερα πολύ με αυτές γιατί εκεί που έλεγα κλείσανε, να ’σου κι από κάποια άκρη ξεπήδαγε αίμα και πύον. Αργότερα στο Μάγκντεμπουργκ, ξανάνοιξαν και κινδύνεψα να μου κόψουν το δεξί πόδι, που ήταν σχεδόν σάπιο. Μ’ αυτό το σάπιο πόδι είχα πηδήξει από το παράθυρο του ιατρείου, με κίνδυνο να σκοτωθώ. Το ’σκασα και το πόδι μου σώθηκε, χάρη σε μια Ρωσίδα χωριάτισσα, την Όλια, που με διάφορα βότανα μ’ έσωσε απ’ τη μόλυνση και τη γάγγραινα. Και σήμερα, ύστερα από πενήντα χρόνια, έχω τα σημάδια στο δεξί
164
Βάσω Σταματίου
ΒΑ Ρ Ο Υ Μ ?
γιατί;
μου πόδι, όπου ήταν και οι βαθύτερες πληγές. Στο μπάνιο, μου έδωσαν να φορέσω τους γνωστούς σάκους, με τις γκρι και μπλε ξεβαμμένες ρίγες. Δεν μπορούσα να καταλάβω στο Μπιργκενάου του Άουσβιτς, τι γινόταν με το ντύσιμο. Πότε και γιατί δίνανε τις ριγέ ρόμπες. Μάλλον όμως, δεν είχε γι’ αυτούς σημασία. Όταν θα είχαν έλλειψη απ’ αυτές, έντυναν τις γυναίκες, με τα διάφορα ρούχα των πεθαμένων. Γι’ αυτό έβλεπες παντού, αυτό το μπέρδεμα, άλλες με τα ριγέ κι άλλες με παρδαλά, γι’ αυτό και κλέβανε συνέχεια φουστάνια, αφού ό,τι και να ’βαζες, θα ξεχώριζες απ’ την λάγκερ κάπο, με την μαύρη στολή της και από τις μπλοκόβες, με τα μπλε-άσπρα πουά σατέν φουστάνια τους. Πού είχαν βρεθεί τόσα πουά σατέν; Ήταν ακατανόητο. Η μόδα αυτή είχε ξετρελάνει τις βαθμούχες, την εποχή τουλάχιστον που ήμουν εγώ εκεί, ως και οι στουμπόβες, οι κατώτερες βαθμούχες, έδιναν τη ζωή τους για ένα τέτοιο φουστάνι. Έτσι, ανάμεσα στα γκρίζα απ’ τη σκόνη και τσαλακωμένα διάφορα χρώματα, κινιόντουσαν τα εκτυφλωτικά μπλε στατέν με τα λευκά πουά. Μίσησα αυτό το ρούχο, γιατί αυτό το ρούχο ήταν που έδερνε. Δεν φόρεσα ποτέ μέχρι σήμερα φόρεμα μπλε με άσπρα πουά. Και ξαναγύρισα στο μπλοκ 32, στο Άους Κομάντο και στη σιωπή μου. Τώρα είχαμε μείνει εκεί, μόνον εγώ, η Μαργαρίτα και η Μαίρη, που γύρισε κι αυτή σε δυο μέρες, από το μπλοκ «κρέτσα». Ένα άλλο πράγμα, που δεν καταλάβαινα καθόλου τι εξυπηρετούσαν, στα γερμανικά στρατόπεδα, ήταν αυτές οι συνεχείς μετακινήσεις. Δεν άφηναν ποτέ παραπάνω από δέκα είκοσι μέρες τις ίδιες γυναίκες στο ίδιο μπλοκ. Ίσως για να μην αναπτυχθούν φιλίες και ανθρώπινες επαφές. Κι αν τυχόν έφταναν τίποτα μάνα και κόρη ή αδελφές, τις χώριζαν από την πρώτη μέρα. Και πρέπει να θεωρηθώ τυχερή που έμεινα ως τις τελευταίες μου μέρες στο Άουσβιτς, με δυο Ελληνίδες. Κι όπως κάπου ξανασημείωσα, βρέθηκα κι εγώ στο τέλος μόνη στο Μάγκντε μπουργκ, μέχρι τις 8 του Απρίλη του ’45, που ξανασυνάντησα στο εγκαταλειμμένο από τους Γερμανούς στρατόπεδο, από τις εικοσιδύο Ελληνίδες, τη Μαργαρίτα, τη Μαίρη, τις Κρητικές την Ευτυχία με την
Μιά Ελληνίδα στ
Ά υσβιτς
165
Ελένη, που τραυματίστηκαν στο βομβαρδισμό της μαρτυρικής πορείας έξω από το Μάγκντεμπουργκ και την κυρά Όλγα, που σκοτώθηκε στον ίδιο βομβαρδισμό. - Καλά που σε φέρανε πάλι εδώ, έλεγε με χαρά η Μαργαρίτα, είχα μείνει ολομόναχη και κόντευα να τρελαθώ. Την Εύα την πήγανε σ’ ένα μπλοκ εδώ κοντά. Την βλέπω που και που, αν κι αυτή τ’ απογεύματα ασχολείται με το να τριγυρίζει και να κατασκοπεύει, για τις νυχτερινές επιχειρήσεις της. Σκέψου, ότι έχει βρει καθρεφτάκι κι ένα χτένι και δώσ’ του κοιτάζεται κάθε τόσο. Α, ναι... ανακάλυψε κι ένα κτίριο, που έχει τζάμι σ’ ένα παράθυρο. Πήγαμε χτες και γυαλιστήκαμε. Θέλεις να σε πάω να κοιταχτείς; Έλεγε κι άλλα πολλά η Μαργαρίτα. Για ένα γερό ξύλο που έφαγε η Μαρίκα γιατί μιλούσε στο άπελ, για την καινούργια μπλοκόβα που ήταν πιο άγρια από την προηγούμενη, για τις γόπες που είχε μαζέψει η Χρυσούλα από έναν Γερμανό που κάπνιζε, για κάτι κουβέντες των Ρωσίδων ότι τελειώνει ο πόλεμος. Αυτό το τελευταίο, δεν ξέρω γιατί, αυτή τη φορά με άγγιξε. - Δηλαδή; Δηλαδή τι λέγανε; - Που να καταλάβω μωρέ, πολλά λέγανε και φιλιόντουσαν μάλιστα από χαρά. Αχ, Παναγία μου, ας ήταν αλήθεια, δεν αντέχω άλλο, θα πεθάνω, κι άρχισε τα γνωστά, της πείνας, της δουλειάς, των μαρτυρίων. Και η Βάλια δεν ήταν πια σ αυτό το μπλοκ, για να την ρωτήσω. - Να βρούμε την κυρά Όλγα να την ρωτήσομε... - Ναι... να πάμε, να πάμε, απαντούσε η Μαργαρίτα, που εκείνη τη στιγμή ό,τι και να της έλεγα, θα συμφωνούσε, έτσι που ήταν ευχαριστημένη που με πέτυχε και ξεσκούριαζε τη φωνή της. - Θέλεις να πάμε τώρα; Εγώ δεν νυστάζω ακόμα. - Ούτε κι εγώ... Και... δεν περνάμε να μου δείξεις κι εκείνο το τζάμι; Ναι... έλα, πάμε, περπάτα γρήγορα, γιατί είναι λίγο μακριά. Η κυρά Όλγα, με τη λευκορωσική καταγωγή, ήταν ίσως ο μόνος άνθρωπος μέσα στο Άουσβιτς, που δεν καταριόταν την τύχη του. Το ότι είχε συναντήσει Ρωσίδες και μιλούσε μαζί τους, ήταν γεγονός που εξουδετέρωνε κάθε κακουχία. Κοίταζε στα μάτια τις Ρωσίδες της με
166
Βάσω Σταματίου
ΒΑ Ρ Ο Υ Μ ?
γιατί;
μια λατρεία, που ξεπερνούσε το φυσιολογικό. Ποτέ δεν την άκουσα να λέει «την κακομοίρα εμένα». Έλεγε «τα κακόμοιρα τα κοριτσάκια μου» και δεν εννοούσε εμάς. Ήταν ικανή να βγάλει τη μια και μοναδική μπουκιά από το στόμα της, για μια ρωσίδα που θα ’λεγε πεινάω. Κι αυτό γινόταν για όποια ήταν Ρωσίδα και μόνο Ρωσίδα. Κι επειδή δεν είναι δα άγγελοι όλα τα θηλυκά της Σοβιετικής Ένωσης, πολλές εκμεταλλεύτριες άρπαζαν το ψωμάκι της, ή της φόρτωναν την αγγαρεία τους και αλίμονο αν καμιά από μας της έλεγε ότι την κορόϊδευαν από πίσω. Για την κυρά Όλγα, το να είναι τομάρι μια Ρωσίδα ήταν το πιο απίθανο πράγμα στον κόσμο. - Εσείς δεν είστε άξιες ούτε το μικρό τους δαχτυλάκι ν’ αγγίξτε, έλεγε. Η παθολογική αυτή αφοσίωση, όπως ήταν φυσικό, δεν ήταν αρεστή σ’ εμάς, τις συμπατριώτισσές της. Γι’ αυτό και μου ’κανε εντύπωση, πως η Μαργαρίτα δέχτηκε πρόθυμα να πάμε να ρωτήσομε την κυρά Όλγα. Περάσαμε από άγνωστα δρομάκια. Κι εγώ που πίστευα πως είχα γυρίσει όλα τα μπλοκ, μαζί με τη Μαίρη. Το τζάμι ήταν ψηλά. Έπρεπε να πηδάμε, για να βλέπομε για ένα κλάσμα δευτερολέπτου το πρόσωπό μας. Οι δυνάμεις μας, δεν έφταναν για τέτοια γυμναστική. Η Μαργαρίτα δίπλωσε την πλάτη της χαμηλά και πάτησα πάνω. Μετά, στηριγμένη στα χέρια και τα πόδια της, ψήλωνε σιγά-σιγά με μεγάλη προσπάθεια, ώσπου εγώ, γραπωμένη στον τοίχο, έφτασα απέναντι απ’ το τζάμι μέχρι τη μέση σχεδόν. Για μια στιγμή νόμισα ότι από τη μέσα μεριά του τζαμιού, με κοίταζε με κείνο το γνωστό πια, αποκομμένο βλέμμα ένα κακομοιριασμένο πλάσμα. Το πλάσμα όμως αυτό ήταν, έπρεπε να ’ναι, εκείνο το ρόδινο κορίτσι της Θεσσαλονίκης, με την τριζάτη επιδερμίδα και τα χρυσαφένια μαλλιά. Στάθηκα, με το πιο ηλίθιο βλέμμα απ’ όλα που είχα δει μέσα στο λάγκερ τρεις μήνες τώρα και κοίταζα ακίνητη το ανατριχιαστικό είδωλό μου. Τρεις μήνες πείνα στην Μπάνιτσα κι άλλους τρεις πείνα και μαρτύρια στο Μπιργκενάου του Άουσβιτς, κάνουν έξι, σκεφτόμουν. Είναι δυνατόν ν’ αλλάζει έτσι ένας άνθρωπος, μέσα σ’ έξι μήνες;
Μιά Ελληνίδα στ
Ά υσβιτς
167
Κοιταζόμουν αμίλητη, με σφιγμένο στόμα, στο αδυσώπητο τζάμι, με ένα παγωμένο ερπετό στην πλάτη μου. Κατέβασα με το ένα χέρι το τσεμπέρι που έδενε το κεφάλι μου και η εικόνα έγινε ακόμα πιο ξένη. Στο ρουφηγμένο πρόσωπο, το μόνο που έμοιαζε να έχει μεγαλώσει ήταν τα μάτια μου, όπως τα μάτια της Ρενέ, όπως τα μάτια όλων των κοριτσιών του Άουσβιτς. Άνοιξα το στόμα, σα να ετοιμαζόμουν να βγάλω μια κραυγή πόνου. Μια μορφή του Γκόγια πέρασε στο τζάμι και κόλλησε πάνω στη δική μου. Φτάνει, κατέβα, είπε η Μαργαρίτα, χαμηλώνοντας την πλάτη. Να ’ταν τα τριάντα μου κιλά ή βιαζόταν να δει κι αυτή το δικό της χάλι; - Μισό λεπτό ακόμα, την παρακάλεσα. Κόλλησα τη μύτη στο τζάμι και κοίταξα μέσα. Τεράστια πανό με αγκυλωτούς σταυρούς, δικέφαλους αετούς κι άλλα ασπρομαυροκόκκινα πανιά ήταν στοιβαγμένα μέσα στην αποθήκη. Φαινόντουσαν μάλλον αχρηστευμένα και για μένα αδιάφορα. Κατέβηκα κι έσκυψα στο χώμα, για ν’ ανέβει η Μαργαρίτα. Ένα χοντρό δάκρυ σα να ζυγιαζόταν πίσω απ’ τους βολβούς, χωρίς να βρίσκει έξοδο. Τι παράξενο, σκεφτόμουν, να ’χω τόσο κλάμα μέσα μου και να μη βγαίνει ούτε ένα δάκρυ... Είπαν πως ο πόλεμος κοντεύει να τελειώσει. Θα ζω άραγε τότε; Ούτε εγώ, ούτε η Μαργαρίτα είχαμε πια διάθεση να πάμε να ρωτήσομε την κυρά Όλγα τι έλεγαν οι Ρωσίδες για το τέλος του πολέμου. Και να μας έλεγε ποια ήταν τα γεγονότα που προμηνούσαν το τέλος του, τι έγινε; Ποιος θα βρισκόταν να μας πει, αν θα κράταγε η χιλιοπληγωμένη ζωή μας ως τότε; Χιλιάδες νεκροί κάθε μέρα, όχι πια από το κρεματόριο που κατάπινε τους ανίδεους εισερχόμενους, τους τυχερότερους νεκρούς του Άουσβιτς, αλλά από την εξάντληση, την πείνα, τον τύφο κι ένα σωρό άλλες αρρώστιες, που θέριζαν τα καταπονημένα κορμιά. Πόσο θα ζούσαμε ακόμα; Θα ζούσαμε ως το τέλος του πολέμου; Πήραμε το δρόμο για το μπλοκ μας, με σκυμμένα κεφάλια, χωρίς να μιλάμε. Καθώς περνούσαμε από ένα μπλοκ, χωρίς να προφτάσω να δω από
168
Βάσω Σταματίου
ΒΑ Ρ Ο Υ Μ ?
γιατί;
που ξεφύτρωσε, μια κάπο με χούφτωσε απ’ το μανίκι, διατάζοντας να την ακολουθήσω. Η Μαργαρίτα το ’βαλε στα πόδια, ενώ εγώ σερνόμουν παραπατώντας από την Πολωνέζα. Μπήκαμε σ’ ένα χώρο, με στοιβαγμένες πλακέ σανίδες. Έπρεπε να κουβαλήσω, δεν ξέρω πόσες από κείνες τις σανίδες. Δεν ξέρω που. Οποιαδήποτε βαθμούχος στο Άουσβιτς είχε την άδεια να αρπάζει όποια κρατούμενη τύχαινε μπροστά της και να την κάνει ό,τι θέλει. Μπορούσε να της φορτώσει ότι αγγαρεία της γούσταρε, να την ξεσχίσει, να την στείλει μισοπεθαμένη στο νοσοκομείο, χωρίς να φοβάται μήπως τιμωρηθεί για την αγριότητά της. Ποτέ και σε καμιά περίπτωση δεν τιμωρήθηκε η αγριότητα των βαθμούχων, ακόμα κι αν άδικα είχαν κακοποιήσει ένα νούμερο. Το να ματώσει ένα στόμα, να καταστραφεί ένα νεφρό, να χαθεί το ένα μάτι, να τσακιστεί κάποια άρθρωση, δεν ήταν πράξη που ενοχλούσε κανέναν κι ούτε το πρόσεχαν καν, τόσο συνηθισμένο θέαμα ήταν, να σέρνεται αναίσθητο ένα κορίτσι, από ένα άλλο κορίτσι, που είχε κόκκινη ταινία στο αριστερό μανίκι. Το επιτυχημένο σύστημα αυτού του στρατοπέδου, που φρόντισαν να μιμηθούν, όχι όμως απόλυτα, και τ’ άλλα ναζιστικά στρατόπεδα, ήταν ακριβώς αυτό. Το ξαναλέω. Η ανάθεση εξουσίας σε κρατούμενους. Εξουσίας όμως πρόσκαιρης, γιατί συχνά και χωρίς πολλές φορές αιτία, αφαιρούσαν τα προνόμια κι έριχναν τη βαθμούχο της δυσμένειας, στην ίδια αθλιότητα με τα θύματά της. Μου είχαν δείξει μια απ’ τις σκληρότερες πρώην μπλοκόβες, να δουλεύει στο Άους Κομάντο. Άγνωστο γιατί την είχαν υποβιβάσει. Η διαγωγή της ήταν άμεμπτη. Δηλαδή έδερνε όσο πιο πολύ και πιο άγρια μπορούσε. Είχε στείλει πολλά κορίτσια σακατεμένα στο νοσοκομείο. Κι όμως την είχαν ρίξει στο Άους Κομάντο. Το τραγικό αστείο στην περίπτωση ήταν ότι κανένα από τα θύματα της πρώην οργής της δεν ενοχλήθηκε, που μια βασανίστρια δούλευε πλάι τους κι ούτε υπήρχε θέση στην μπερδεμένη κατάσταση του νου, για σκέψη μίσους ή εκδίκησης. Η αρρώστια, η μεγάλη αρρώστια του Άουσβιτς, ήταν αυτή η απάθεια, η αδιαφορία, η αδειοσύνη, το άφεμα. Αυτό το νεκρικό άφεμα, να σέρνεσαι, να κουμαντάρεσαι αδιαμαρτύρητα, χωρίς αντίδραση. Έτσι κι εγώ βρέθηκα μπρος στις στοιβαγμένες σανίδες, έτοιμη να
Μιά Ελληνίδα στ
Ά υσβιτς
169
υπακούσω μέχρι τέλους την Πολωνέζα που φώναζε αφρίζοντας. Ήμασταν μόνο οι δυο μας μέσα στην αποθήκη. Ξαφνικά, κάτι άστραψε στο μυαλό μου. Αν αρνιόμουν; Το σώμα μου πονούσε απ’ τη δεκάωρη δουλειά της τσάπας. Κι εκείνη η θλιβερή βόλτα στο τζάμι με είχε αποτελειώσει. Στάθηκα απέναντί της, αποφασισμένη ν’ αρνηθώ. - Ιχ μπιν κραγκ, είμαι άρρωστη, της είπα, ενώνοντας παρακλητικά τα χέρια. Αφήστε με παρακαλώ να γυρίσω στο μπλοκ μου. Η Πολωνέζα γούρλωσε τα μάτια. - Κραγκ, ούρλιαξε. Κραγκ... Σήκωσε μια σανίδα και μου την κατέβασε με λύσσα στο κεφάλι. Άλλη μια αστραπή στο μυαλό μου. Αν τη σκότωνα; Κανείς δεν ήταν εκεί. Κανείς δεν θα ’παιρνε μυρωδιά. Να τη σκότωνα... Αλλά πως; Αυτή σήκωσε εύκολα τη σανίδα και μου την κατάφερε στο κεφάλι. Εγώ, που θα ’βρισκα αυτή τη δύναμη να κάνω το ίδιο, ή πως θα ’σφιγγα τα τσακισμένα μου δάχτυλα γύρω από τον λαιμό της; Δεν γινόταν τίποτα... - Ιχ μπιν κραγκ... ξαναείπα. Δεν μπορώ... Παρακαλώ... Αφού δε γινόταν φόνος, ας έβαζα όλη την τρυφερή κακομοιριά στη φωνή μου. Ίσως να υπήρχε ένα παραθυράκι ανοιχτό, να τρυπώσει μες στην ψυχή αυτής της αγριεμένης κοπέλας, λίγο απ’ το χαϊδευτικό αεράκι της καλοσύνης. - Πρόσο πάνυ, παρακαλώ δεσποινίς, αφήστε με να πάω στο μπλοκ μου. Είμαι πολύ άρρωστη πάνυ. Πρόσο πάνυ... Έπεσε πάνω μου, καθώς βρισκόμουν ακόμα πεσμένη καταγής απ’ το πρώτο της χτύπημα κι άρχισε να με χτυπάει και με τα δυο χέρια. Έκανε να με σηκώσει όρθια, μα εγώ ξανάπεσα βαριά, αποφασισμένη να μην κουνηθώ από ’κει που βρισκόμουν. Κουράστηκαν τα χέρια της κι άρχισε τις κλωτσιές, ενώ στρίγκλιζε «χολέρα, ιντιότκα, βαριάτκα» κι άλλα που δεν καταλάβαινα. Έμοιαζα πεισμωμένος γάϊδαρος, που δεν εννοεί να σηκωθεί, παρ’ όλες τις ξυλιές του αφεντικού. Όχι... δεν θα σηκωνόμουν. Για να δούμε, θα υποχωρούσε ή θα ξεψυχούσα εκεί πάνω στις πλακέ, ωραία πλανισμένες για να χτιστεί ένα ακόμα μπλοκ, σανίδες.
170
Βάσω Σταματίου
ΒΑ Ρ Ο Υ Μ ?
γιατί;
Με χτυπούσε μισή ώρα περίπου, ώσπου κάποτε ξαφνικά σταμάτησε κι έφυγε τρέχοντας ουρλιάζοντας. Σίγουρα, θα πήγαινε να φωνάξει κι άλλες για ενίσχυση. Έπρεπε να μαζέψω τις δυνάμεις που μου απόμεναν και να φύγω από ’κει. Σύρθηκα με το μελανιασμένο κορμί στο χώμα και βγήκα από την αποθήκη. Να πάω μέχρι το μπλοκ μου ήταν εντελώς αδύνατον. Πονούσα παντού. Σαν λιωμένο σκουλήκι, σύρθηκα κατά μήκος της αποθήκης, έστριψα στην ανατολική πλευρά της κι έπεσα σ’ ένα χαντάκι. Είχε πια σκοτεινιάσει. Φαίνεται πως εκεί έχασα τις αισθήσεις μου ή κοιμήθηκα δεν ξέρω. Άνοιξα τα μάτια μου, καθώς χάραζε, ζαλισμένη ακόμα απ’ τις πολλές κλωτσιές. Ζούσα λοιπόν... Για πρώτη φορά, μέσα σ’ αυτό το απάνθρωπο στρατόπεδο, δεν είχε εκτελεστεί η διαταγή μιας βαθμούχας κι η ανυπάκουη κρατούμενη ζούσε ακόμα. Ένιωσα χαρούμενη, σχεδόν ευτυχισμένη. Είχα νικήσει. Είχα αναγκάσει με την άρνησή μου την Πολωνέζα κάπο να οπισθοχωρήσει. Άραγε να ήρθε πίσω με άλλες; Άραγε να ν’ έψαξε; Πάντως, ένα πράγμα ήταν γεγονός. Ότι η Πολωνέζα δεν κατάφερε να με σηκώσει όρθια και να μου φορτώσει τις σανίδες, παρ’ όλο το ξύλο. Πόσο χαρούμενη ήμουνα... Η πόρτα της αποθήκης ανοιχτή και οι όμορφες σανίδες, στοιβαγμένες, όπως τις είχα αντικρύσει το προηγούμενο βραδάκι. Η αποθήκη, μοσχοβολούσε από κείνη τη μεθυστική μυρωδιά του ξύλου. Αισθανόμουν θαυμάσια, σα να είχα πιεί μια μεγάλη κούπα παλιό κονιάκ από τα μυρωδάτα ξύλινα βαρέλια της κάβας που είχα ανακαλύψει. Κάθισα πάνω στις σανίδες, με βαθιές εισπνοές. Πως εχτές το βράδυ, όταν έτρωγα το ξύλο, δεν με πλησίασε αυτή η μοναδική μυρωδιά του δάσους; Ακούμπησα το πρόσωπο πάνω σε μια σανίδα και την φίλησα. Αγαπημένο δέντρο, γεννημένο λεύτερο. Να που σε κουβάλησαν κι εσένα εδώ μέσα, σε οδήγησαν στην πλάνη και τώρα θα ’φτιαχναν με το τεμαχισμένο κορμί σου, τα καινούργια, πάντα χωρίς παράθυρα, κτίρια, που θα στέγαζαν κι άλλες κι άλλες ακόμα ανθρώπινες βασανισμένες ζωές. Πετάχτηκα έντρομη έξω από την αποθήκη. Ανόητη... Τι κάθεσαι και
Μιά Ελληνίδα στ
Ά υσβιτς
171
χασομεράς εδώ ρεμβάζοντας. Αν έρθει εκείνη η Πολωνέζα και σε βρει εδώ; Πήρα το δρόμο για το λάγκερ εργασίας με σκυμμένο κεφάλι. Έπρεπε να πάω, να στηθώ στο άπελ των έξι. Έπρεπε να πάω στην δουλειά. Η χαρά και το μεθύσι, που λίγο πριν με είχαν ακουμπήσει, χανόντουσαν, λιγόστευαν στο κάθε βήμα. Μόνο δυο τρεις φράσεις τριγυρνούσαν τώρα επίμονα στο μυαλό μου. «Έφαγα ξύλο από μια Εβραία Πολωνέζα. Εβραία... Κι ήμασταν μόνες οι δυο μας. Έφαγα ξύλο από μια κρατούμενη Εβραία κι ήμασταν οι δυο μας, χωρίς επιβλέποντες...». Σαν από θαύμα εκείνη την μέρα, ξεχώρισαν γυναίκες για να βοηθήσουν τα κομάντος που δούλευαν στο λινάρι. Ήταν πιο μακριά απ’ τη συνηθισμένη περιοχή που τσαπίζαμε, αλλά το τοπίο με αποζημίωσε. Από τις δυο μεριές του μεγάλου χωραφιού με το λινάρι, υπήρχαν σειρές δέντρων, καταπράσινων δέντρων, που και μόνο που τα ’βλεπα και σκεφτόμουν πως θα φάω την μεσημεριανή σούπα, εκεί, στην ξεκουραστική σκιά τους, γέμιζα χαρά και δύναμη. Άλλωστε, κι η δουλειά ήταν πολύ πιο ευχάριστη κι ελαφριά. Είχαν πάρει απ’ τις Ελληνίδες εμένα και τη Χρυσούλα την Κρητικιά που γελούσαν και τ’ αυτιά της για τη μεγάλη τύχη μας. Η τύχη για τη Χρυσούλα ήταν τ’ αποτσίγαρα. Σχεδόν δεν έφαγε, για να τριγυρίζει όπου είχαν σταθεί οι γερμανοί φρουροί και να μαζεύει τις γόπες. Μάζεψε δεκάξι γόπες. Δεκάξι... Το θυμάμαι, γιατί το ’λεγε συνέχεια, στο δρόμο της επιστροφής, μες στο καμίνι του Αυγούστου. Εγώ όμως, είχα μαζέψει χίλιες δεκάξι ανάσες δροσερής σκιάς. Δυστυχώς, οι μέρες του λιναριού ήταν μόνο τρεις. Ξαναγυρίσαμε στη βαριά τσάπα και το άδεντρο τοπίο του δυνατού ήλιου, με την καρδιά γεμάτη κλάμα. Άους Κομάντο... Ήλιος... Ήλιος που θρυμματιζόταν σ’ εκατομμύρια σκοτεινές κηλίδες ένα γύρω. Το κλάμα, μια κηλίδα σκοτεινή κι αυτό, στέγνωνε στην πυρά, προτού ακόμα τολμήσει να την αντιμετωπίσει. Εγκαύματα από τον ήλιο, υπήρχαν σ’ όλες σχεδόν τις γυναίκες, που έστω και μια φορά είχαν αφήσει ακάλυπτα τα πόδια και τα χέρια τους.
172
Βάσω Σταματίου
ΒΑ Ρ Ο Υ Μ ?
γιατί;
Οι παλιές λέγανε πως αυτό δεν ήταν τίποτα. Πως με τα χαρτιά που τύλιγαν, το πρόβλημα έβρισκε την λύση του. Εκείνο που δεν πολεμιόταν με τίποτα ήταν το χιόνι και η παγωνιά του χειμώνα. Ανατρίχιαζα και μόνο στην σκέψη μήπως με βρει ο χειμώνας σ’ ένα τέτοιο σατανικό στρατόπεδο. Ο χειμώνας, που ακόμα και στη δικιά μου γλυκιά πατρίδα και στο δικό μου ζεσταμένο σπίτι ήταν πάντα ένας εχθρός μου. Και αλλοίμονο, δεν την γλύτωσα κι αυτήν την καταδίκη. Πέρασα το χειμώνα στο λάγκερ του Μάγκντεμπουργκ, μ’ ένα ριγέ ρούχο, ένα σώβρακο, ένα μαντίλι στο κεφάλι και ξυλοπάπουτσα. Τίποτ’ άλλο. Ούτε κάλτσες, ούτε σουτιέν, ούτε κομπινεζόν, ούτε κασκόλ, ούτε σάλι, ούτε παλτό, ούτε καμπαρντίνα, ώρες στημένη ακίνητη στα άπελ στην μεγάλη πλατεία του λάγκερ, με το χιόνι, τον άνεμο και την απελπισία μου. Και δεν πέθανα. Πως έγινε και δεν πέθανα; Το ριγέ ρούχο βρεγμένο, κολλούσε πάνω στο σώμα, σαν παγωμένη κομπρέσα. Τα γυμνά πόδια αναίσθητα απ’ το χιόνι που τρύπωνε μέσα στα ξυλοπάπουτσα. Και δεν πέθανα. Σ’ ολόκληρη την μέχρι σήμερα ζωή μου, το μεγαλύτερο θαύμα που έχω ζήσει και δεν μπόρεσα ποτέ να το εξηγήσω, ήταν αυτό. Πως δεν πέθανα. Όχι τόσο απ’ τα ποικίλα καθημερινά βασανιστήρια, όσο από κείνον τον ανελέητο χειμώνα του ’44-’45, στο Μπούχενβαλντ, Κομάντο Μάγκντεμπουργκ. Όσο άκουγα τις Ρωσίδες, εδώ μέσα στην κάψα, να διηγούνται τη δραματική ζωή τους από τον περασμένο χειμώνα, μου ήταν αδύνατο να φανταστώ τον εαυτό μου, σκελετωμένο κι ανυπεράσπιστο, σ’ ένα χιονισμένο, ανεμοδαρμένο, ναζιστικό στρατόπεδο. Το κορμί μου ζεματούσε. Ο ιδρώτας, που γυάλιζε στο πρόσωπό μου, εμπόδιζε το όραμα των αναισθητοποιημένων μελών το χειμώνα. Οι πληγές απ’ τα κρυοπαγήματα και τα σημάδια τους, που τώρα μου έδειχναν οι Ρωσίδες, περνούσαν μπρος στα μάτια μου σαν απλές φωτογραφίες. Ήταν κάτι που ποτέ δεν το είχα δοκιμάσει, ούτε μπορούσα -κι ούτε ήθελα άλλωστε- να το αναλογιστώ. Για μένα, μετρούσαν μόνο τα σημάδια απ’ τα εγκαύματα και την αβιταμίνωση. Έκανα προσπάθειες να διώχνω τις εικόνες που αράδιαζαν μπρος μου τα κακόμοιρα αυτά κορίτσια, που μοιάζανε να μην φοβούνται τί-
Μιά Ελληνίδα στ
Ά υσβιτς
173
ποτ’ άλλο τόσο πολύ όσο άλλον έναν χειμώνα στο Άουσβιτς. - Όμως ο πόλεμος τελειώνει ντέβοσκα, έλεγε η Σάσα. Είσαι τυχερή που δεν θα μάθεις τι είναι να στέκεσαι όλη τη νύχτα ακίνητη, στην παγωνιά, ώσπου να περάσουν οι χιλιάδες γυναίκες, μπροστά από τα κρεμασμένα κορμιά των τριών Ρωσίδων, που κουνιόνταν στον άνεμο τυλιγμένα στο χιόνι. Είσαι τυχερή που δεν θα νιώσεις, εκείνη την αλλιώτικη κρυάδα του θανάτου να περπατάει στην ήδη παγωμένη πλάτη σου. Ποιος θα μπορούσε τότε να πει στη Σάσα, πως κι αυτή «η τυχερή» Γκρετσιάνκα θα ζούσε μια ανατριχιαστική παγωμένη νύχτα χιονιού, περιμένοντας τη σειρά της για να περάσει μπροστά από το κρεμασμένο κορμάκι της μικρής Ρωσίδας, που είχε χτυπήσει τον γερμανό μαέστρο της στη φάμπρικα και είχε τιμωρηθεί με το να δείξει τον απαίσιο θάνατό της στις χιλιάδες κρατούμενες του Μάγκντεμπουργκ. Η Σάσινκα δεν ήθελε να σκεφτεί πως θα πέθαιναν κι άλλες γυναίκες, πολλές ακόμα γυναίκες, κρεμασμένες ή παγωμένες ή πεινασμένες ή από χίλιες δυο άλλες αιτίες. Δεν ήθελε, δεν μπορούσε η Σάσα τότε, να φανταστεί πως θ’ αντιμετώπιζε άλλον ένα χειμώνα, τον τελευταίο και τον χειρότερο. Κι εγώ τώρα, δεν ξέρω, αν θα τον άντεξε αυτόν τον τελευταίο χειμώνα ή θα άφησε το άσαρκο κορμάκι της, εκεί, στο μακάβριο στρατόπεδο του Άουσβιτς, μακριά απ’ το αγαπημένο ρωσικό χωριό της. Κι έλεγε και ξανάλεγε η Σάσα, με σίγουρη βεβαιότητα στη φωνή, «δεν θα περάσομε άλλον χειμώνα ντέβοσκα. Γρήγορα θα πάμε στα σπίτια μας. Πριν απ’ τον χειμώνα. Όχι άλλον χειμώνα εδώ». Βρε άσε τον χειμώνα τώρα, σκεφτόμουν εγώ. Μ’ αυτήν την ζέστη τι θα γίνει τώρα. Ο Σεπτέμβριος ήταν το ίδιο ασφυκτικός με τον Αύγουστο. Η ατμόσφαιρα, οι γυναίκες και οι στήλες καπνού, που έφευγαν χωρίς σταματημό από τις καμινάδες, έσμιγαν τη σιωπή και την ακινησία τους πάνω στο γκρίζο τελάρο της τρέλας. Είχαμε τουλάχιστον έναν μολυβένιο ύπνο να μας ξεκουράζει λίγο απ’ την πολύωρη δουλειά. Αλλά τώρα, μόνον όποια ήθελε να πεθάνει από ασφυξία κοιμόταν μέσα στο μπλοκ. Ανάκατες οι μυρωδιές του ιδρώτα και της σαπίλας είχαν κατακάτσει στις ξύλινες κρεβατίνες, τις είχαν ποτίσει βαθιά κι έλεγα πως αυτή η απαίσια μυρωδιά, δεν
174
Βάσω Σταματίου
ΒΑ Ρ Ο Υ Μ ?
γιατί;
θα ’φευγε από ’κει μέσα, ούτε αν τρυπούσαν τους τοίχους κι άνοιγαν δέκα παράθυρα, ούτε αν φλιτάριζαν με κολώνια. Γύριζα απ’ τη σκληρή δουλειά και σκεφτόμουν την καινούργια εφιαλτική νύχτα που θα πέρναγα. Ερχόταν η στιγμή που οι σφυρίχτρες και οι φωνές ειδοποιούσαν πως έπρεπε να μπούμε όλες στο μπλοκ για ύπνο. Τα φαντάσματα έμπαιναν υποχρεωτικά μέσα, ξάπλωναν πρόχειρα σ’ όποιο κρεβάτι έβρισκαν για μισή σχεδόν ώρα, ώσπου να φύγουν οι βαθμούχες και ύστερα, μια μια, σηκώνονταν και γλιστρούσαν έξω απ’ τον τάφο τους. Όσες δεν κατάφερναν απ’ την εξάντληση να συρθούν έξω, τις μάζευαν νεκρές στο πρωινό άπελ. Κι έξω από το μπλοκ όμως τα πράγματα δεν ήταν καλύτερα. Τα κορμιά έπεφταν σαν άψυχα δέματα, όπου έβρισκαν, πάνω στο πυρωμένο χώμα που τσουρούφλιζε τα πλευρά τους και ο θάνατος δρασκελούσε ακούραστος την ακινησία τους, διαλέγοντας τις εκλεκτές του. Το πόδι μιας γυναίκας ακουμπούσε βαρύ στον ώμο μου. Κοιμάται ή πέθανε, σκεφτόμουν. Δεν είχα τη δύναμη ν’ ανασηκωθώ και να τραβήξω το ποδάρι από πάνω μου. Κι αν το τράβαγα, πάλι δεν θα καταλάβαινα αν ήταν ένα πόδι ζωντανό ή νεκρό. Η γυναίκα πάλι που είχε απλώσει αυτό το ποδάρι απάνω μου, αν ήταν ξύπνια θα σκεφτόταν, είναι άραγε ζωντανός ή πεθαμένος αυτός ο ώμος που έχω κάτω απ’ το πόδι μου. Όχι δηλαδή πως είχε κάποια ιδιαίτερη σημασία, το ότι κοιμόσουν πλάι σε μια πεθαμένη. Αυτό ήταν κάτι συνηθισμένο. Η πεθαμένη, δεν αντιδρά, δεν τινάζεται, δεν βρίζει όταν την πατάνε, γιατί πια, δεν αισθάνεται τίποτα. Αυτές όμως οι ζωντανές που τις πατούσαν όσες σηκωνόντουσαν για κατούρημα και δεν κάνανε ούτε μια κίνηση ενόχλησης, δεν βγάζαν ούτε έναν ήχο αγανάκτησης, ατά τα ξαπλωμένα όπως έπεσαν κορμιά, παραδομένα στην απάθεια, στην αφύσικη ακινησία τους, ήταν κάτι που με τρόμαζε περισσότερο κι απ’ τις πεθαμένες. Με τρόμαζε λέω... Αλλά κι εγώ η ίδια συμπεριφερόμουν με τον ίδιο τρόπο. Καμιά αντίδραση. Καμιά περιττή κίνηση. Οι κινήσεις, είχαν κάνει τον κύκλο τους στο Άους Κομάντο κι ο κύκλος τους, είχε κλείσει εδώ, πάνω στο καυτό χώμα της νύχτας, έξω απ’ το μπλοκ. Ένας τρόμος διαφορετικός απ’ τον τρόμο του θανάτου που περπατούσε πάνω στα σκελετωμένα κορμιά.
Μιά Ελληνίδα στ
Ά υσβιτς
175
Ο αχόρταγος ήλιος είχε καταβροχθίσει και την τελευταία σταγόνα υγρασίας απ’ τη γη. Το πετρωμένο χώμα χύμαγε με τα διψασμένα πλοκάμια του στα ιδρωμένα κορμιά που ξάπλωναν πάνω του. Για λίγα λεπτά ξεχώριζες τις κηλίδες της υγρασίας, μα γρήγορα όλα ήταν πάλι στεγνή καυτή γη, που προκαλούσε άλλο ένα ίδρωμα για να το ξανακαταπιεί και πάλι και πάλι, ως τις έξι τα ξημερώματα, που οι σφυρίχτρες ανάγκαζαν τ’ αποστραγγισμένα κορμιά να σηκωθούνε και ν’ αφήσουνε τη γη, να πονάει από τις σαϊτιές ενός τόσο κακού ήλιου, χωρίς έστω κι αυτές τις λίγες σταγόνες του δικού μας ιδρώτα. Τόσο πέτρινο είχε γίνει το χώμα, που με δυσκολία χάραζα μια γραμμή, με την μυτερή πέτρα που είχα βρει. Ήταν ένα ασφυκτικό απόγευμα. Είχε μοιραστεί κι είχε φαγωθεί η φετούλα του ψωμιού με τη μαργαρίνη. Είχα τραβηχτεί σε μια άκρη, πιο μακριά απ’ τις άλλες κοπέλες και με αυτήν τη μυτερή πέτρα, προσπαθούσα να χαράξω τη γη. Η πρώτη χαρακιά ήταν πολύ αδύνατη. Μόλις ξεχώριζε. Ξαναπέρασα και ξαναπέρασα τη γραμμή. Με την ίδια προσπάθεια σχημάτισα ένα τετράγωνο. Έβαλα και δυο πλάγιες γραμμές πάνω του κι έγινε ένα σπιτάκι. Έβαλα και μια πόρτα κι ένα μικρό τετραγωνάκι για παράθυρο. Ο ιδρώτας έτρεχε από τις μασχάλες μου κι από το μέτωπό μου, αλλά δεν ένιωθα τίποτα. Είχα φτιάσει ένα σπιτάκι, σαν αυτά που κάνουν τα παιδάκια στις πρώτες τάξεις του Δημοτικού. Ένα σπιτάκι απλό, χτισμένο με πολύ αγώνα, πάνω στο γκρίζο σκληρό χώμα του Άουσβιτς. Ένιωθα το χαμόγελο να χαϊδεύει τα χείλη μου και τότε, την είδα. Καθόταν λίγο πιο πίσω από πλάι μου και με παρακολουθούσε, με τα γαλάζια μάτια της γεμάτα φως. Παράξενο αυτό το γαλάζιο φως, μέσα στα τόσα σβησμένα βλέμματα που με τριγύριζαν. Ίσως και το δικό μου βλέμμα, καθώς την κοίταξα, είχε μια ζεστασιά παράξενη, γιατί η κοπέλα σύρθηκε και ήρθε πιο κοντά μου. Κοιταζόμασταν για λίγα λεπτά, χωρίς να μιλάμε κι ήταν αυτό σαν κάποια αόρατη δύναμη να έκανε τις συστάσεις στις δυο συγγενικές ψυχές μας. Κάπως ανάλογα μ’ αυτό που συμβαίνει στον έρωτα, ένιωσα εκείνη τη στιγμή να με δένει κάτι μ’ αυτήν την κοπέλα, ένιωσα πως με πλησί-
176
Βάσω Σταματίου
ΒΑ Ρ Ο Υ Μ ?
γιατί;
ασε κάτι δικό μου, ένιωσα αυτήν την ακαθόριστη χαρά που υπερισχύει του πόνου, να σπαρταράει στην καρδιά μου. Κοίταξε με αγάπη τις άγαρμπες χαραξιές που ’χα κάνει στη γη και μου ’πε «Οικία...» Το ξάφνιασμά μου την έκανε να χαμογελάσει. Το βλέμμα της ακολούθησε το δικό μου που είχε σταματήσει στο κίτρινο U, στο μανίκι της. - Ούγγαρ... Βούνταπεστ..., είπε πιάνοντας με το δεξί χέρι την ταμπελίτσα του μανικιού της. Ξανάπλωσε το χέρι και χάιδεψε τις χαραξιές στη γη, επαναλαμβάνοντας στα χαριτωμένα διασκεδαστικά Ελληνικά, έτσι που τα μιλούν οι ξένοι και σε κάνουν να γελάς. - Οικία... - Μιλάς Ελληνικά; Είπα, ενώ η απορία, η συγκίνηση, η συμπάθεια, η περιέργεια κι ένα σωρό ανθρώπινα συναισθήματα, μαζεμένα μια στοίβα στην ψυχή μου, ύστερα από την αδειοσύνη τόσων μηνών, μου ’φερνε μια διάθεση να γελάσω δυνατά, να φωνάξω, να χειροκροτήσω, να χορέψω ακόμα αν με βάσταγαν τα πόδια μου. - Ελάχιστον... Αρχαία Ελληνικά. Ελάχιστον... απάντησε. Σφυρίχτρες, οι κακές παρατεταμένες σφυρίχτρες που ξέσχιζαν τη ζεστή ατμόσφαιρα, ειδοποιούσαν μαζί με της στριγκλιές πως έπρεπε να χωθούμε στα βρωμερά μπλοκ μας, για σλάφεν. Στηθήκαμε όρθιες αντικριστά, εγώ και η Ουγγαρέζα Εβραία μου, εγώ κι η θεόσταλτη αχτίδα μου κι αγκαλιαστήκαμε σαν δυο αδελφές που χώριζαν βιαστικά. - Αύριον... είπε, σφίγγοντας το χέρι μου. - Αύριον... είπα, φιλώντας την και τραβήξαμε, εκείνη προς τα δεξιά εγώ προς τα αριστερά τρέχοντας να προλάβουμε τα απαίσια σφυρίγματα. Εκείνη τη νύχτα, η ζεστή γη κάτω μου είχε αποκτήσει μια δροσερή φλέβα, που με χάιδευε. Σα να ήταν μια φλέβα από τον γαλάζιο Δούναβη που διέσχιζε τη Βουδαπέστη. Βουδαπέστη... Για κοίτα που δεν ξέρω τίποτα γι’ αυτήν την πόλη... Μάζεψα τις σχολικές γνώσεις μου. Έκτασις, πληθυσμός, κλίμα. Τίποτα. Δεν έβγαινε τίποτα «Αύριον» είπα στον αναστατωμένο εαυτό μου. Κοιμήσου τώρα...
Μιά Ελληνίδα στ
Ά υσβιτς
177
Την επομένη, κοίταζα κάθε τόσο τη σκιά του ήλιου, πότε πίσω από τις φιγούρες των Γερμανών, πότε πίσω από την τσάπα μου κι υπολόγιζα την ώρα. Πόσο ακόμα μένει, ώσπου να ξαναβρώ την Ουγγαρέζα; Τι είχα πάθει; Δεν μπορούσα να το εξηγήσω. Τι έγινε δηλαδή; Επειδή έπεσε πάνω μου ένα γαλάζιο ζεστό βλέμμα, επειδή χάιδεψε το σχεδίασμά μου στη γη, επειδή ήξερε λίγα Αρχαία Ελληνικά, έπρεπε εγώ τώρα, να δουλεύω με τέτοια υπερένταση σα να επρόκειτο με αυτό να φέρω την ώρα γρηγορότερα εκεί που ήθελα; Στο γυρισμό, έβλεπα τα κορίτσια γύρω μου να σέρνονται με τα ξυλοπάπουτσα που κάναν έναν μεταλλικό θόρυβο πάνω στην πέτρινη γη και θύμωσα γιατί περπατούσαν τόσο αργά. Σκούπισα τον ιδρώτα που έτρεχε στο πρόσωπό μου με τις δυο ανοιχτές παλάμες και οι ρόζοι γρατσούνισαν τα μάγουλά μου. Έπρεπε να προσέξω, όταν θα την αγκάλιαζα, να μην την γρατζουνίσω. Η ορχήστρα στη μεγάλη πόρτα, έπαιζε τους χαρούμενους σκοπούς της. «Ρας, ντβα, τσι, τσιτέρι, λέβα λέβα...», φώναζαν οι Πολωνέζες και το λάγκερ κατάπινε, όπως κάθε μέρα, τα ετοιμόρροπα κορμιά. Που να δούλευε εκείνη; Και πως να την έλεγαν άραγε; Μόλις μοιράστηκε το βραδινό ψωμί με τη μαργαρίνη, σχεδόν τρέχοντας, έφτασα στο μέρος μας. Ήταν κιόλας εκεί και με περίμενε όρθια. Κρατούσε κι αυτή το ψωμάκι με τη μαργαρίνη στο ένα χέρι και στο άλλο, που είχε κρεμασμένο από τον ώμο το σακουλάκι, κρατούσε μια μακρουλή μυτερή πέτρα. Μου φαινόταν σαχλό τώρα να πέσω στην αγκαλιά της. Μα κι εκείνη δεν έκανε κίνηση. Μου γελούσε μόνο κι είχε εκείνο το χαμόγελο, τη μεγάλη και ζεστή αγκαλιά του κόσμου της αγάπης. Συγχρόνως, σχεδόν, καθίσαμε κατάχαμα και δαγκώσαμε τις φετούλες μας. Η πείνα και η ηδονή το μασήματος ήταν πιο δυνατή από κάθε τι άλλο εκείνη τη στιγμή. Σε λίγα δευτερόλεπτα, όμως, τα χέρια και τα δόντια μας είχαν σταματήσει τη δουλειά. Πόσο γρήγορα Θεέ μου... Πόσο λίγο... Κοίταξα την Ουγγαρέζα μου και διάβασα στα μάτια της, την ίδια με τη δική μου σκέψη. Πεινάω... Θέλω κι άλλο... Πεινάω...
178
Βάσω Σταματίου
ΒΑ Ρ Ο Υ Μ ?
γιατί;
Βιαστικά, οι σκέψεις μας αυτές σπρώχτηκαν και κλειδώθηκαν στο βάθος της ψυχής μας. Δεν κατάφερνα τίποτα οι αντάρτισσες. Ας τες στο μπουντρούμι τους, να μην μας ενοχλούν τουλάχιστον. Χαμογελάσαμε ανακουφισμένες η μια στην άλλη. Ήμασταν έτοιμες να δοθούμε στη χαρά της γνωριμίας μας. Η κοπέλα πήρε τη μυτερή πέτρα, που είχε ακουμπήσει πλάι της, όσο έτρωγε και δείχνοντας μ’ αυτήν το στεγνό χώμα, είπε. - Πάπυρος... γραφίς... Χωρίς να μιλάει, άρχισε να χαράζει την γη. Την έβλεπα σκυμμένη πλάι της να ιδρώνει, ενώ περνούσε τρεις και τέσσερεις φορές την κάθε γραμμή. Φάνηκε ένα G κι ύστερα ένα R. Κατάλαβα πως έγραφε τ’ όνομά της. Τώρα, αν είχα μια παρόμοια πέτρα, δεν θα ’γραφα κι εγώ ένα γράμμα απ’ τ’ όνομά μου; Το V ήταν και πολύ εύκολο να χαραχτεί. Κρίμα να μην σκεφτώ να ψάξω κι εγώ μια τέτοια μυτερή πέτρα. Όταν το κορίτσι τελείωσε, ακούμπησε την πέτρα μπροστά μου χαμογελώντας ευχαριστημένη και μου είπε, με ανάκατα Γερμανικά, Γαλλικά, Ιταλικά κι Αρχαία Ελληνικά, πως ήταν εντελώς αδύνατον να βρεθεί χαρτί και μολύβι στο Άουσβιτς, πως κι αν ακόμα βρισκόταν, δεν θα μπορούσε να κρατηθεί ως το τέλος, ένα χαρτάκι με τ’ όνομα και την διεύθυνσή μας και πως ο καλύτερος τρόπος για να τα θυμόμαστε ήταν να τα γράφομε κάθε μέρα, εκείνη τα δικά μου κι εγώ τα δικά της πάνω στην γη. Έσκυψα πάνω στο χώμα και διάβασα: GRACIA - Ναι Γκράτσια, της απάντησα. Εν τάξει Γκράτσια. Σύμφωνη Γκράτσια, Γκουτ Γκράτσια... Γκράτσια... Τι όμορφο όνομα. Το επαναλάμβανα με τόση ευχαρίστηση, σα να ήταν η πιο γλυκιά μουσική φράση, ο πιο εύηχος στίχος, που είχα ποτέ μάθει. - Γκράτσια... σέεν νάμεν, της είπα και στα Γερμανικά, αφού είχα εξαντλήσει όλες τις λέξεις για το «ωραίο». Μου φαινόταν τόσο κοινό αυτό που έλεγα. Οι μεγάλοι ρωτάνε τα μικρά κοριτσάκια, «πως σε λένε;» και βιάζονται να συμπληρώσουν, «τι ωραίο όνομα» κι ας ήταν αυτό το πιο ανατριχιαστικό όνομα για κοριτσάκι. Βαρβάρα, ας πούμε.
Μιά Ελληνίδα στ
Ά υσβιτς
179
- Γκράτσια, ξανάπα. Νόμε ποέτικο. Τα μάτια της Γκράτσια με χάιδεψαν με φανερή ικανοποίηση. - Je suis poete, είπε. Αυτό ήταν... Γι’ αυτό λοιπόν... Γι’ αυτό. Να η εξήγηση αυτής της ακατανόητης έλξης. - Κι εγώ... et mois aussi..., βιάστηκα να την ενημερώσω. - Κι εσύ... κι εσύ..., έλεγε η Γκράτσια. Τι ευτυχία μάι γκοτ. Πήρε την πέτρα από κάτω και μου την έβαλε στο χέρι, σα να μου έλεγε «γράψε». Μια μαύρη σκιά πέρασε στη μνήμη μου, καθώς χάραζα το V, εκείνο το τεράστιο V στη στέγη του κινηματογράφου «Τιτάνια», απέναντι απ’ το σπίτι μου στην Τσιμισκή, που ήμουν υποχρεωμένη να βλέπω κάθε μέρα κι όλη μέρα. Τελείωσα πιο γρήγορα από κείνην. Ήταν πιο εύκολες οι γραμμές για το δικό μου όνομα, που δεν ήταν τόσο ωραίο σαν το δικό της, αλλά εκείνη την ώρα μου φάνηκε πως πρόσεχα για πρώτη φορά τ’ όνομά μου, καθώς η Γκράτσια το ’λεγε κοιτάζοντάς με βαθιά στα μάτια. Είχαμε τελειώσει τα επώνυμά μας, όταν οι σφυρίχτρες ειδοποίησαν για το τέλος της ανάπαυσης. Τι γρήγορα... Κι είχαμε τόσα να πούμε... Ε, αυτό πια, ήταν το πιο απίθανο παραμύθι. Να βρω μια ποιήτρια μέσα σ’ αυτήν την κόλαση. Μια ποιήτρια, με όμορφα γαλάζια μάτια κι όμορφο όνομα. Χωρίσαμε, με το «αύριον Γκράτσια», «αύριον Βάσω» και δεν υπήρχε πια τίποτα πιο ενδιαφέρον, τις επόμενες πέντε μέρες, απ’ αυτήν την προσμονή του «αύριον». Είχα φτάσει πρώτη, όταν είδα την Γκράτσια να ’ρχεται τρέχοντας ξαναμμένη. Στα χλωμά μάγουλά της υπήρχε μια υποψία ρόδινου. Τα μάτια της έλαμπαν. - Ειμί, ει, εστί, είπε ψιθυριστά, σα να ’λεγε το μάθημά της για το σχολείο. Κι ύστερα, δυνατά. - Εστί φήμη τις, Χίτλερ απεβίωσεν. - Τι λες Γκράτσια... ξέρεις τι λες Γκράτσια... αυτό σημαίνει πως ο πόλεμος τελείωσε.
180
Βάσω Σταματίου
ΒΑ Ρ Ο Υ Μ ?
γιατί;
Την είχα πιάσει από τους ώμους και την κούναγα, θέλοντας να βγάλω είδηση με λεπτομέρειες, αλλά δεν υπήρχε τίποτ’ άλλο. Πήραμε η κάθε μια τις πέτρες μας και βιαστικά χαράξαμε τις διευθύνσεις μας, λες κι από στιγμή σε στιγμή, θα μας ειδοποιούσαν πως ήμασταν ελεύθερες να γυρίσομε, εκείνη στη Βουδαπέστη, εγώ στη Θεσσαλονίκη κι έπρεπε να ολοκληρωθεί στα γρήγορα η αρχική συμφωνία μας. Μετά αλλάξαμε θέσεις. Εγώ κάθισα μπρος στις δικές της χαραξιές, εκείνη μπρος στις δικές μου και ξαναπεράσαμε τις δυσδιάκριτες γραμμές, συλλαβίζοντας η κάθε μια, τ’ όνομα και την διεύθυνση της άλλης. Ο Χίτλερ δεν είχε αποβιώσει. Όμως το σίγουρο ήταν πως η κυριαρχία του στον κόσμο ήταν ετοιμοθάνατη και δεν θ’ αργούσε να φανεί η μέρα που δεν θα ’μασταν υποχρεωμένες ν’ αντικρίζομε απ’ το πρωί ως το βράδυ τις νεκροκεφαλές με τα χιαστί κόκκαλα και τους αγκυλωτούς σταυρούς του. Ναι... οι δρόμοι θα ’ταν ανοιχτοί, ελεύθεροι και τα τρένα με τα μεγάλα χωρίς σίδερα παράθυρα θα πήγαιναν τους γελαστούς ευτυχισμένους ταξιδιώτες, όπου ήθελαν. Εμένα π.χ. θα με πήγαιναν στη Βουδαπέστη, όπου θα με περίμενε μια φίλη, να μου δείξει τα μουσεία με τις απίθανες δημιουργίες των Μαγυάρων απ’ την μια και τις πιο απίθανες ακόμα δημιουργίες - θαύματα της φύσης απ’ την άλλη. - Ελθείν..., έλεγε η Γκράτσια. Ναι... θα πήγαινα σίγουρα στη Βουδαπέστη. Οι πέντε μέρες που πέρασα με την Ουγγαρέζα φίλη, ήταν ένα θαυμαστό ταξίδι στην ομορφιά ενός κόσμου, χωρίς τη σκιά το πολέμου. Μπήκα μαζί της στη γοητεία παλιών ουγγαρέζικων θρύλων. Την πήρα μαζί μου πλάι στ’ άσπρα ζωντανά μάρμαρα των δικών μου αρχαίων προγόνων. Με πήρε και την πήρα και σκύψαμε πάνω στα παλιά κεντήματα με τα φυτικά χρώματα και πάνω στις ξυλόγλυπτες κασέλες με τα φυλαγμένα γιορντάνια. Μπήκαμε στους μυστηριακούς ουγγαρέζικους πύργους με τα ζωγραφιστά ταβάνια κι αγκαλιάσαμε τους χλιαρούς, σαν ζωντανά κορμιά, δωρικούς κίονες. Παντρέψαμε τον ορμητικό Δούναβη με το ήμερο Αιγαίο. Βιολιά, λαγούτα, νταούλια, ζουρνάδες, διαλάλησαν τους γάμους στα πέρατα της γης.
Μιά Ελληνίδα στ
Ά υσβιτς
181
Η χαρά πέταξε στα μουσεία της Ευρώπης, σε ό,τι μοναδικό υπήρχε και το ξέραμε απ’ τα βιβλία και της φωτογραφίες. Ναι... θα πηγαίναμε μόλις τελείωνε ο πόλεμος, να τα βλέπαμε όλα από κοντά, κι όλο επέμενα να θυμίζω στην Γκράτσια, πόσα αριστουργήματα ελληνικά βρίσκονταν διάσπαρτα εδώ κι εκεί, αν και η Γκράτσια το ήξερε καλύτερα κι από μένα. Από την Ευρώπη, πηδούσαμε στην Ανατολή και ψάχναμε τις αιτίες που διαφοροποιούσαν την Τέχνη και τον τρόπο ζωής των ανθρώπων. Πόσο διαφορετικές είναι οι δυνατότητες των δημιουργών, ανάλογα με τις κλιματολογικές συνθήκες και τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις. Συρθήκαμε μέσα σε χριστιανικά σπήλαια, περάσαμε κάτω από αραβικές αψίδες για να ξαναβγούμε στο φως της Αναγέννησης. Ατέλειωτο ταξίδι μέσα στους αιώνες και στα κατορθώματα της ανθρωπότητας κι όλα αυτά, σε πέντε μέρες. Πέντε μέρες, δυο κακομοιριασμένα κορίτσια, πεταγμένα σαν άχρηστα αντικείμενα σ’ έναν μαντρωμένο χώρο θανάτου, στόλισαν την καταδίκη τους, μ’ ό,τι πιο όμορφο μπορούσαν να μαζέψουν, για να γλυκάνουν την πίκρα τους. Πως χώρεσαν σε πέντε απογεύματα, τόσες εικόνες; Πως βρέθηκαν απανωτές τόσες ταυτότητες προτίμησης; Οι ίδιοι ζωγράφοι, οι ίδιοι συγγραφείς, οι ίδιοι ποιητές, είχαν κάτσει δίπλα στην ανήσυχη νιότη μας και την είχαν διαμορφώσει, έτσι όπως έβγαινε τώρα, τέλειος δέκτης και πομπός. Δέκα χρονών κι εγώ κι η Γκράτσια είχαμε διαβάσει Ντοστογιέφσκι, Κνουτ Χάμσουν, Ζολά κ.ά. Ήταν μια μεγάλη συγκίνηση, να βλέπω να ξεδιπλώνεται μπρος μου, ένας άλλος εαυτός μου. Ό,τι ήξερα, το ήξερε. Ό,τι αγαπούσε, το αγαπούσα. Τα είχαμε πει σχεδόν όλα, στις τέσσερις γλώσσες που γινόταν η συνεννόησή μας. Και καθώς κουβεντιάζαμε, καθισμένες η κάθε μια, μπρος στη χαραγμένη διεύθυνση της άλλης, περνούσαμε και ξαναπερνούσαμε τις χαραξιές, που θα ’πρεπε να μείνουν στην μνήμη πάνω απ’ όλες τις αγαπημένες κοινές μνήμες. Τα είχαμε πει σχεδόν όλα, εκτός απ’ την δική μας ποίηση. Σαν συνεννοημένες, αυτό τ’ αφήναμε τελευταίο.
182
Βάσω Σταματίου
ΒΑ Ρ Ο Υ Μ ?
γιατί;
Ήμασταν σκαρφαλωμένες στους στίχους της Αντιγόνης όταν πια νιώσαμε, πως έπρεπε να κατεβούμε, εδώ, μπρος σ’ αυτήν την πυρωμένη ξερή γη και ν’ απλώσομε τις δικές καρδιές. - Εσύ πρώτη, την παρακάλεσα. Τι να ’λεγε σ’ αυτήν την περίεργη γλώσσα... Προσπαθούσα να παρασυρθώ απ’ τη μουσική των στίχων και ν’ αδιαφορήσω για το περιεχόμενο, μια και δεν καταλάβαινα λέξη άλλη από το «σέρετεμ» που σημαίνει αγάπη. Για ποια αγάπη άραγε μιλούσε η Γκράτσια; Τα γαλάζια μάτια της ήταν πιο φωτεινά όσο απάγγελνε. Είχε αφήσει κάτω τη μυτερή της πέτρα και τα χέρια της συνόδευαν με αργές κινήσεις τη χαμηλωμένη φωνή της, πηγαίνοντας πότε προς τον ουρανό, πότε προς τον ορίζοντα πέρα, πότε πάνω στην καρδιά της. Σέρετεμ... Μια λέξη άσχετη μ’ αυτό το κολασμένο στρατόπεδο, που το μίσος και η μοχθηρία είχαν τρυπώσει -μυστήριο πως- σε όλα τα σκελετωμένα φαντάσματα που τριγυρνούσαν. Τριγυρνούσαν... κι εγώ έτρεμα κάθε φορά που κάποια, περνούσε κάπως κοντά μας. Σκουντούσα την Γκράτσια κι αυτή μου γύριζε την πλάτη κι έκανε πως ψάχνει το σακούλι της, ενώ εγώ έδενα καλύτερα τα χαρτιά στα πόδια μου σαν να ’μασταν δυο άγνωστες, που κατά τύχη βρεθήκαμε να καθόμαστε κοντά. Σέρετεμ... Για ποια αγάπη μιλάς Γκράτσια; Για την αγάπη της δικής σου γης; Για την αγάπη του Θεού σου; Για της καρδιάς και του κορμιού σου την αγάπη; Ή για όλα μαζί τα όμορφα κι αγαπημένα που είχαν ακουμπήσει την ευαίσθητη ψυχούλα σου πριν σ’ αρπάξουν οι δαγκάνες του φασισμού; Όχι... μη μου μεταφράσεις Γκράτσια. Δεν χρειάζεται. Το σέρετεμ και η μουσική των στίχων σου, μου φτάνει. Άσε με να πλανηθώ σαν τυφλή και κωφάλαλη στους δρόμους της φαντασίας, της αίσθησης, του ένστικτου. Να σε ακολουθήσω στις περιπλανήσεις σου σε μέρες και νύχτες ανυποψίαστες γι’ αυτήν τη φρίκη που σ’ έκανε λιώμα. Αλλά γι’ αυτό το απίθανο σέρετεμ το δικό μας Γκράτσια, τι είδους χαρτί και μολύβι πρέπει να βρεθεί; Θα μπορέσεις ποτέ; Θα μπορέσω ποτέ; Ό,τι κι αν τολμήσουμε ποτέ να πούμε, δεν θα μοιάζει με την ποίηση που εκπέμπουν τα δυο παράλληλα ονόματα, οι δυο παράλληλες
Μιά Ελληνίδα στ
Ά υσβιτς
183
διευθύνσεις, που περνάμε και ξαναπερνάμε τώρα στην ξερή γη, ενώ τα κρεματόρια καπνίζουν πίσω μας, ενώ τρέμομε για τις σφυρίχτρες που θα μας χωρίσουν και θα μας γυρίσουν βίαια, πίσω, από τους κόσμους της αγάπης και της ομορφιάς, που οι δυο μας για πέντε μέρες ζήσαμε. Αγάπη, πάνω απ’ όλες τις αγάπες. Το σέρετεμ των σέρετεμ... Η Γκράτσια είχε σταματήσει ν’ απαγγέλλει και με κοίταζε σαν να σκάλιζε να βρει τι ένιωθα. Γύρευε το βλέμμα μου. Γύρευε την κουβέντα μου, όμως εγώ, έμενα βουβή, με τα μάτια καρφωμένα πάνω στα ονόματά μας. Είχα τόσα πολλά να πω, που δεν ήθελα να πω τίποτα. Δεν μπορούσα να πω τίποτα. Αυτό που σκεφτόμουν έντονα εκείνη την στιγμή ήταν κάτι έξω απ’ την ατμόσφαιρά μας. Αν, σκεφτόμουν, ήξεραν οι Γερμανοί πως δυο νέα κορίτσια, απ’ αυτά που είχαν καταδικάσει να πάψουν να λέγονται άνθρωποι με σκέψη και δικαιώματα, έδιναν επί πέντε μέρες ραντεβού σε μια γωνιά του απέραντου στρατοπέδου και λησμονούσαν την καταδίκη τους, για να υψωθούν στο φως της Τέχνης, της Ομορφιάς και της Αγάπης, αν ήξεραν, σκεφτόμουν, πως δεν μετρούσε για μας εκείνα τ’ απογεύματα, το ότι ήμασταν θύματά τους, αλλά μόνο, ότι οι ψυχές μας ήταν ελεύθερες να το σκάσουν και να πλανηθούν, όπου είχε φως, αν ήξεραν, τι είδους θάνατο θα διάλεγαν για να μας τιμωρήσουν; Αυτοί, οι διπλωματούχοι νέων μεθόδων τεμαχισμού ανθρώπινης αξιοπρέπειας, τι βασανιστήριο που να οδηγεί στον πιο πονεμένο θάνατο, τι είδους χαραξιές στα κορμιά μας, τι είδους οδύνη που ν’ αναποδογυρίζει πρωτότυπα τα μάτια και να προκαλεί περίεργες γκριμάτσες, θα διάλεγαν για μας; Αυτή η αλλιώτικη παρακοή στο σύστημά τους, σίγουρα θα τους προβλημάτιζε. Μια Ουγγαρέζα Εβραία και μια Ορθόδοξη Ελληνίδα. Ξεχνούσαν, πως έγινε και πέταξαν τα μήλα του προσώπου, η λεκάνη των γοφών, πως έγιναν οι πληγές στα άσαρκα κορμιά τους, πως φύτρωσαν αυτοί οι ρόζοι στις παλάμες, ξεχνούσαν κι ούτε μια φορά δεν ανέφεραν τα μαρτύρια ή έστω ένα απ’ τα μαρτύρια που ζούσαν καθημερινά. Ξεχνούσαν και γλιστρούσαν απ’ την πρέσα του συστήματος, για να βρεθούν στο κλειδί, στη λύση του προβλήματος της ασυνεννο-
184
Βάσω Σταματίου
ΒΑ Ρ Ο Υ Μ ?
γιατί;
ησίας των λαών, στη μόνη και πραγματοποιήσιμη μέθοδο για Ειρήνη, Αδερφοσύνη, Αγάπη, Ομόνοια, πάνω στον κόσμο. Στην Τέχνη. Και στην ανθρώπινη ευτυχία που φιλτράρεται από την Τέχνη. - Qu’ est ce qu’ il y a Vasso? Η ανήσυχη φωνή της Γράτσια, ανακατώθηκε, χάθηκε, μες στις σφυρίχτρες και τα ουρλιαχτά του δαιμονισμένου στρατοπέδου. Έλεγες πως το χώμα ήταν διάσπαρτο σφυρίχτρες και στριγκλιές, που μαστίγωναν τις παρήκοες. - Τι συμβαίνει; Τι σου συμβαίνει Βάσω; Η βιασύνη χίμηξε πάνω στα μπράτσα μου, στα μάτια μου, στο στόμα μου. Όχι η βιασύνη της φυγής, της υπακοής στα παραγγέλματα. Η βιασύνη να πω στην Γκράτσια, πως αυτό που συνέβαινε δεν ήταν άλλο από μακροβούτι στα οράματα που η δική της ποίηση έφερε. Την έπιασα απ’ τους ώμους, ενώ εκείνη προσπαθούσε να ξεφύγει και με έναν χείμαρρο από λόγια που δεν θυμάμαι, πάλευα να την πείσω πως δεν ήμουν απούσα, πως ήμουν εκεί, γαντζωμένη στο δικό της σέρετεμ, στο δικό μας σέρετεμ, στο σέρετεμ όλου του κόσμου. - Αύριον, αύριον, έλεγε και ξανάλεγε η Γκράτσια, ενώ οι σφυρίχτρες ξέσχιζαν το μυαλό. Ξεκόλλησε απ’ τα χέρια μου κι έτρεξε προς την κατεύθυνση του μπλοκ της. Κοίταξα για μια στιγμή την ακαθόριστη σιλουέτα, με το ριγέ φόρεμα, το τσεμπέρι στο κεφάλι, τα δεμένα με χαρτιά πόδια και τα ξυλοπάπουτσα που κροτάλιζαν στο χώμα. Αυτή η αστεία φιγούρα, όμοια με χιλιάδες άλλες κωμικοτραγικές φιγούρες, ήταν η φίλη μου η Γκράτσια, που λίγο πριν μου είχε απαγγείλει τους στίχους της. - Ναι... αύριον... Εκείνη την νύχτα, είχε κάπως υποχωρήσει η τρομερή ζέστη και η Μαργαρίτα που μου’ κανε μούτρα τελευταία, ξάπλωσε δίπλα μου κι όλο έλεγε να μείνομε μέσα. Είχε αποφασίσει να συγχωρέσει την εξαφάνισή μου τις τελευταίες μέρες και είχε απόλυτη ανάγκη κουβέντας. - Εγώ μέσα τουλάχιστον δεν σε ποδοπατάνε. Όλο και τρέμω έξω
Μιά Ελληνίδα στ
Ά υσβιτς
185
μη με ξαναπατήσουνε στα μούτρα, όπως εκείνη τη φορά. Είναι και πιο ήσυχα μια και οι περισσότερες βγήκαν έξω. Πήξαμε αδερφέ μου. Όλο και χτίζουν καινούργια μπλοκ, οι φούρνοι καίνε συνέχεια και πάλι πήχτρα είμαστε. Αλλά εσύ, που εξαφανίζεσαι κάθε απόγευμα; Σήμερα μάλιστα, έλεγαν πως ήρθε άλλο ένα τράνσπορτ από τη Γιουγκοσλαβία. Κι έλεγαν ακόμα -άκου να δεις- πως κάψανε στα κρεματόρια και Γερμανίδες. Ξέρεις, αυτές τις Γερμανίδες με το μαύρο στο μανίκι, κατάδικες για κλοπή, απάτη, πορνεία κι άλλα τέτοια, απ’ τις γερμανικές φυλακές. Αν είναι αλήθεια αυτό, καλά τις κάνανε τις παλιοβρώμες. Σε είχαν πάρει για αγγαρεία; Πέντε μέρες θα σε ξεπάτωσαν φουκαριάρα, γι’ αυτό είσαι έτσι ζαβλακωμένη. Σήμερα, όμως, έχασες ένα θέαμα, άλλο να στο λέω κι άλλο να το βλέπεις. Αρπάχτηκαν μια Ρωσίδα και μια Πολωνέζα. Δεν ξέρω ποιος ήταν ο τόσο σοβαρός λόγος κι αποφάσισαν να σπαταλήσουν δυνάμεις σε καβγά. Όλες οι άλλες εμείς, Ρωσίδες, Πολωνέζες κ.λ.π. τις κοιτάζαμε αδιάφορες, όπως φαντάζεσαι και λέγαμε, «τι χαζές που είναι, αφού σίγουρα τώρα θα φάνε κατακέφαλα το «στράιφε». Κι άκου να δεις ένα στράιφε, απ’ τη μια να γελάς κι απ’ την άλλη να κλαις. Τις έδεσαν σφιχτά, τη μια πάνω στην άλλη, αντικριστά, έτσι που η κοιλιά και τα βυζιά της μιας να είναι πατικωτά πάνω στην κοιλιά και τα βυζιά της άλλης. Τα σχοινιά φτάνανε μέχρι τους λαιμούς και μόνο τα κεφάλια μέναν’ ελεύθερα να κινηθούν δεξιά αριστερά. Ε!... εκεί ήταν η μεγάλη πλάκα. Ή θα ’πρεπε να φιλιούνται ή θα ’πρεπε να δαγκώνονται, έτσι που τα κεφάλια ήταν υποχρεωτικά το ένα, απέναντι στο άλλο. Κι αυτές βέβαια δαγκώνονταν. Ο λαιμός της Ρωσίδας, έτρεχε αίματα απ’ τα δόντια της άλλης. Και το αυτί της Πολωνέζας δεν ξεχώριζε. Γέλια οι Γερμανοί... Ειδοποιήθηκαν να ’ρθουν κι άλλοι ν’ απολαύσουν και να θαυμάσουν το έξυπνο τέχνασμα του θεάματος. Θα είσαι και αύριο αγγαρεία;;; Πες καμιά κουβέντα βρε αδερφέ... Τι σκέφτεσαι; Τι σκέφτεσαι επιτέλους; - Ναι Μαργαρίτα. Σκέφτομαι, οίους στίχους ειπείν αύριον. - Ώσου... Αυτηνής της έστριψε εντελώς... μουρμούρισε μες στα δόντια της η Μαργαρίτα και γύρισε απ’ την άλλη μεριά, για ν’ αποκοιμηθεί αμέσως. Άουφστεν... ζεξ ουρ, άλες ράους... σνελ, σνελ... Όπως κάθε πρωί,
186
Βάσω Σταματίου
ΒΑ Ρ Ο Υ Μ ?
γιατί;
πετάχτηκα σαν ελατήριο απ’ τ’ ανελέητα παραγγέλματα. Οι στουμπόβες γύριζαν στο θάλαμο κι αν ήταν καμιά σε οριζόντια ακόμα θέση, της τράβαγαν τα ποδάρια και την πέταγαν κάτω. Πολλές όμως, και κάτω που έπεφταν, διατηρούσαν την οριζοντίωσή τους κι έμεναν εκεί στους διαδρόμους, σε διάφορες αστείες στάσεις, ώσπου να τελειώσει το άπελ και να’ ρθει το ξύλινο καρότσι που μάζευε τα κουφάρια. Μια μέρα, που το κουτάλι μου είχε μείνει στην κρεβατίνα και ξαναμπήκα στο μπλοκ πριν την καταμέτρηση, πάγωσα απ’ το φριχτό θέαμα. Πήδηξα τρία κορμιά, για να φτάσω ως το κουτάλι μου. Τρία κορμιά, που ήταν άνθρωποι κάποτε. Τώρα, ήταν τρία κουρελάκια ριγέ με τεράστια κεφάλια, κάτι τέρατα με τσακισμένα ξυλοπόδαρα, που κοιτούσαν με ορθάνοιχτα από απορία μάτια το κενό. Εκείνο το πρωί, μετά την καταμέτρηση, ένας Γερμανός φώναζε διάφορα νούμερα. Η πολωνέζα μπλοκόβα, τα επαναλάμβανε στη γλώσσα της και με κλωτσιές οι γυναίκες, μια-μια, ξεκολλούσαν απ’ τη σειρά τους, για να βρεθούν σε μια άλλη σειρά. Άλλος Γερμανός εκεί κοίταζε τα νούμερα στο μανίκι και τα σημείωνε στα χαρτιά του. Όταν άκουσα να φωνάζουν το νούμερό μου, ένιωθα τόσο παγωμένη, που δεν μπορούσα να προχωρήσω. Μια κάπο, όμως, μου ’δωσε μια τέτοια σκουντιά, που χωρίς να το καταλάβω βρέθηκα απέναντι. Τι θα γινόταν; Καμιά δεν μιλούσε και φυσικά καμιά δεν ρωτούσε τι θα μας έκαναν. Βλέπαμε μόνο, ανέκφραστες, τις ψηλές καμινάδες που κάπνιζαν συνέχεια. Ένας κίτρινος πηχτός καπνός, που μαύριζε καθώς υψωνόταν προς την γαλάζιο ουρανό. Ολόκληρο το στρατόπεδο, είχε την μυρωδιά αυτού του απαίσιου συνοδού ανθρώπινων ψυχών, προς την ανυπαρξία. Εκείνο το πρωί όμως βλέπαμε τον καπνό και νιώθαμε τη μυρωδιά να διαπερνάει τα σκελετωμένα κορμιά μας πιο έντονα. Πήραμε την αντίθετη απ’ τα κρεματόρια κατεύθυνση. Θα ζούσαμε λοιπόν ακόμα. Θα ζούσαμε ακόμα κι άλλο και μακριά απ’ αυτό το στρατόπεδο, που χειρότερο, δεν θα ’ταν δυνατόν να υπάρχει. Σχεδόν με γιορτινή διάθεση, φορτωθήκαμε στα βαγόνια. Θα ’μασταν μέχρι πενήντα στο βαγόνι μου. Πενήντα γυναίκες, που ούρλιαζαν
Μιά Ελληνίδα στ
Ά υσβιτς
187
ποδοπατημένες, στραμπουλιγμένες, μαγκωμένες, όλες σε μια μάταιη προσπάθεια να ελευθερώσουν τα μέλη τους. Μόνον ίσως, αν στεκόμασταν όρθιες, τότε ίσως, ίσως. Όλες, όμως, είχαν τέτοια καλαμένια ποδαράκια, ποιος ξέρει πόσες ώρες ή μέρες θα κράταγε το ταξίδι. Ούτε σκέψη για ορθοστασία... Και που έβρισκαν τόση δύναμη αυτά τα καλαμένια ποδαράκια και κλώτσαγαν με τέτοια μανία; Κλώτσαγα κι εγώ και πάλευα με τα ζωντανά φίδια που με τριγύριζαν. - Χολέρα, κούρβα στάρα, στρίγκλισε μια γυναίκα και μου κατάφερε μια δυνατή γροθιά στα μούτρα. Η «κούρβα στάρα», η «γερασμένη πουτάνα», ήμουν εγώ. Σχεδόν λιπόθυμη, είδα για μια τελευταία στιγμή τη φιγούρα της Γκράτσια, που απομακρυνόταν γνέφοντάς μου «αύριον». Μια άλλη δεκαεννιάχρονη κούρβα στάρα, που θα μνημόνευε με τη μυτερή της πέτρα τ’ όνομά μου, στην πέτρινη απάνθρωπη γη του Άουσβιτς κι ίσως το στόλιζε μ’ ένα στίχο, μ’ ένα της δάκρυ. Από ’κει και πέρα, τίποτα... Σκοτάδι... Μέσα στο σωρό των μαρτυρίων που πίεζαν τη ζωή μου, δεν υπήρχε χώρος για τίποτα... Ούτε για τη διάφανη ακτινοβολία μιας απαράδεκτα γελοιοποιημένης φιγούρας. Σκοτάδι...
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...
188
Βάσω Σταματίου
ΒΑ Ρ Ο Υ Μ ?
γιατί;
Gracia Kerenyi Αφηνιασμένες εικόνες γύρω στη μνήμη σου Σχήμα λευκό παραδομένο στην καπνιά Χειραψία κατακρεουργημένη. Ματωμένα δάχτυλα ιχνογραφούν το πρόσωπό σου Μπλεγμένα σύρματα συνοδεύουν τον ήχο σου Ω Gracia, γιατί να ’ρθεις μαζί τους... Ερέβινα τέλματα στρώσαμε κοιτίδα Δίδυμο θάνατο προτάξαμε σκοπό Όρκος μουγκός πάνω στην δακρυοκούπα τρέμιζε Μ’ εκατομμύρια τηλεβόες στα γαλάζια μάτια μας. Τα σπάργανα των νταντελένιων ονείρων μας Χαζεύαν τη μικρή εκφορά τους Στις τεντωμένες φλέβες μας ακροβατούσε η απορία Άνοιξη σταφιδιασμένη σημάδευε το κοχύλι του στήθους Κι έσταζε χλωροφύλλη κι υπνωτικό στο κοριτσίστικο αίμα. Έτσι αλυσόδετη πόδισα στο ιερό μας Μηδέ μιας ατροφικής λέξης θωπεία δεν σου ’δωσα Μπρος στο μεγαλείο σου ξεδίπλωσα τη λαίμαργη καρδιά Και ρούφηξα την προσφορά σου Δίχως αντάλλαγμα. Αδέσμευτα στερνοφτερούγια τα δάχτυλά σου Gracia Αναμασούσαν σφηνωμένα στο μπρούτζινο χώμα Τ’ όνομα, την οδό, την πολιτεία μου. Κάτω από κάπνα οι στίχοι σου κράζαν τον ήλιο Με βροντή που μόλις τρυπούσε τα δόντια Λες κι ήταν έγκλημα η ποίησή μας Gracia. Δεν μπορώ να σε τραγουδήσω Γύρω μου χοροπηδούν αθέλητες οπτασίες Τεμαχισμένα κορμιά. Τρυπημένα μάτια. Μ’ ένα στόμα τεράστιο η καρδιά μου εναγώνια Ζητιανεύει την απομόνωση της παρουσίας σου Για να μην ανταριάζει το στήθος μου Παρά μόνο Για τις διάφανες αγάπες που οξειδώνονται. Βάσω Σταματίου Θεσ/νίκη 1946
Μιά Ελληνίδα στ
Ά υσβιτς
189
Και μερικά στοιχεία Ένα από τα σχέδια της εξάπλωσης του ναζισμού, ήταν η ύπαρξη πολλών στρατοπέδων, σα μέσον για την υποδούλωση της Ευρώπης και τη γερμανική εξάπλωση προς την Ανατολή. Διαπιστώθηκε πως απ’ τον καιρό της ειρήνης ακόμα, στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως γινόταν συνεχώς μετατροπές, για να είναι στην περίοδο του πολέμου, έτοιμα να συνεισφέρουν την πολύτιμη υπηρεσία τους στο Γ΄ Ράιχ. Έτσι, από τα πρώτα χρόνια του πολέμου, ήταν ήδη γνωστά πολλά απ’ αυτά, όπως το Ράβενσμπρυκ, το Άουσβιτς κ.ά. Τα ντοκουμέντα των γερμανικών αρχείων, οι απολογίες των κατηγορουμένων στη δίκη της Νυρεμβέργης και οι καταθέσεις μαρτύρων, απέδειξαν ότι τα εγκλήματα αυτά είχαν προσχεδιαστεί πολύ πιο πριν από την έκρηξη του πολέμου. Τα πάντα είχαν οργανωθεί ως τις παραμικρότερες λεπτομέρειές τους. Χαρακτηριστικό είναι ότι τα σχέδια των φούρνων και άλλων εργαστηρίων είχαν χρονολογία 1937. Οι ναζιστές πρωτοτύπησαν στο πως αποφάσισαν να εξολοθρεύσουν τους εχθρούς τους. Αντί να γίνει αυτό μετά τη νίκη τους, άρχισαν να εκτοπίζουν και να εξοντώνουν το εργατικό και προοδευτικό δυναμικό της κάθε κατεχόμενης χώρας, ιδιαίτερα των κομμουνιστών. Αυτός ήταν και ο μόνος και πραγματικός σκοπός τους και η αρχική αντισημιτική θεωρία, ήταν για να αποσπάσουν την προσοχή των πληθυσμών απ’ τους πραγματικούς στόχους τους. Τα εκατομμύρια των νεκρών στο Άουσβιτς, όσο κι αν φαίνεται απίστευτο, δεν ήταν παρά η αρχή. Ένα απλό πείραμα. Η καθαυτό βιολογική εξόντωση, ιδιαίτερα των σλαβικών λαών, θα άρχιζε μετά τη νίκη του ναζισμού. Σε κανένα άλλο στρατόπεδο συγκεντρώσεως οι ναζί δεν αποκάλυψαν τόσο ωμά τις προθέσεις τους, όπως στο Μπιρκενάου. Εδώ έφτασε στο κατακόρυφο η προσπάθεια της συστηματικής εξόντωσης των λαών. Τα εκατομμύρια θύματα του Μπιρκενάου ζητούν από μας που βγή-
190
Βάσω Σταματίου
ΒΑ Ρ Ο Υ Μ ?
γιατί;
καμε ζωντανοί από κει και που ζούμε ακόμα, να μιλάμε, να μιλάμε όσο μπορούμε στους νέους ανθρώπους που δεν ξέρουν και δεν φαντάζονται τα όσα έγιναν εκεί. Το μεγάλο τραστ του Άουσβιτς ιδρύθηκε την άνοιξη του 1940 κι αμέσως έφτασε εκεί η πρώτη αποστολή με Πολωνούς πολιτικούς κρατουμένους. Ήταν ένα πραγματικό υπερτράστ. Ένα σύστημα από 39 στρατόπεδα συγκεντρώσεως που χωριζόταν σε τρία βασικά συγκροτήματα. 1) Άουσβιτς Ι. Ήταν το κεντρικό στρατόπεδο. Εδώ βρισκόταν η κεντρική διοίκηση των τμημάτων της Γκεστάπο, οι οικονομικές επιχειρήσεις κ.λ.π. 2) Το Άουσβιτς ΙΙ. Ήταν το γνωστό Μπιρκενάου, δυο περίπου χιλιόμετρα δυτικά του Άουσβιτς, κι εδώ γινόταν η μαζική εξόντωση ανθρώπων στους θαλάμους των αερίων. Στο Μπιρκενάου υπάγονταν μερικά μικρότερα στρατόπεδα όπως το Μπούντυ, το Χάρμεντζε, το Ράισκο και τα χημικά εργαστήρια. 3) Το Άουσβιτς ΙΙΙ, ή Μπούνα, ήταν στρατόπεδο συγκεντρώσεως με αρμοδιότητα την οικοδόμηση γιγαντιαίων εργοστασιακών συγκροτημάτων. Απ’ αυτό το στρατόπεδο πάλι εξαρτιόνταν άλλα μικρότερα στρατόπεδα. Η Μπούνα, αποτελούσε τμήμα του μεγάλου τραστ Ι. Γκ. Φάρμπεν, που είχε την έδρα του στην Φρανκφούρτη. Ήταν το πρώτο ναζιστικό υπερτράστ που πήρε την έγκριση από το υπουργείο του Γκαίριγκ να χτίσει κοντά στο Άουσβιτς ένα χημικό βιομηχανικό συγκρότημα, για την παραγωγή συνθετικού καουτσούκ και βενζίνης και χρησιμοποιούσε κρατούμενους από το Άουσβιτς, κάτω από εξοντωτικές συνθήκες. Το τραστ Ι. Γκ. Φάρμπεν αγόραζε κρατούμενους με ελάχιστη αμοιβή από τους Ες Ες και αφού τους καταντούσαν ανίκανους για δουλειά, τους ξανάστελναν στους Ες Ες για να τους οδηγήσουν στα κρεματόρια του Μπιρκενάου. Τα κρεματόρια δε αυτά συντηρούσε η ίδια αυτή εταιρία Ι. Γκ. Φάρμπεν, προμηθεύοντας στη διοίκηση του στρατοπέδου το δηλητηριώδες αέριο Συκλόν Β. Εδώ στη Μπούνα υπήρχαν 63 εργαστήρια χημείας όπου γινόταν τα πειράματα με το ζωντανό ανθρώπινο υλικό που πρόσφερε το Μπιρκενάου.
Μιά Ελληνίδα στ
Ά υσβιτς
191
Το Άουσβιτς ΙΙ. Το Μπιρκενάου, όπου βρέθηκα κι εγώ, ήταν μια μεγάλη πόλη κρατουμένων, όπου την ίδια στιγμή που έφταναν χιλιάδες άνθρωποι, άλλοι τόσοι το εγκατέλειπαν. Υπήρχαν κρατούμενοι από 27 ευρωπαϊκές εθνότητες και η θνησιμότητα ήταν η μεγαλύτερη απ’ όλα τα γερμανικά στρατόπεδα. Έπρεπε ο κρατούμενος να είναι πολύ δυνατός ψυχικά για ν’ αντέξει τουλάχιστον 5 μήνες. Όλοι οι νεοφερμένοι πάθαιναν συνήθως ισχυρό κλονισμό και δεν μπορούσαν να προσαρμοσθούν στις σκληρές συνθήκες ζωής. Το στρατόπεδο ήταν χωρισμένο σε διάφορους τομείς, ήταν ορθογώνιο και χρειαζόταν μιάμιση περίπου ώρα για να περπατήσεις την περιφέρειά του. Όλοι οι τομείς ήταν περικυκλωμένοι με συρματοπλέγματα ηλεκτροδοτημένα με ρεύμα και σε κάθε 50 περίπου μέτρα, ήταν οι ξύλινες σκοπιές όπου στέκονταν οι φρουροί. Αν κανείς στην απόγνωσή του προσπαθούσε να πλησιάσει τα αγκαθωτά σύρματα, οι φρουροί πρόφταιναν και του έριχναν με το πολυβόλο. Το στρατόπεδο Μπιρκενάου, όπως και όλα τα στρατόπεδα που είχαν επιλεγεί σαν οι χειρότερες για ζωή περιοχές, βρισκόταν σε μια βαλτώδη περιοχή μ’ ένα θανατηφόρο κλίμα. Τα πουλιά είχαν εξαφανιστεί απ’ τον ουρανό του στρατοπέδου. Τα μικρόβια του τύφου, της ελονοσίας, της δυσεντερίας και άλλων ασθενειών, αποτέλειωναν τα εξαντλημένα κορμιά. Δεν υπήρχε πόσιμο νερό στο Μπιρκενάου. Τα πρωινά και το σούρουπο η μπόχα των βάλτων ανακατεμένη με τον καπνό και τη μυρωδιά που έβγαινε από τα κρεματόρια έκαναν δύσκολη την αναπνοή των πεινασμένων και διψασμένων. Προορισμός του Μπιρκενάου ήταν να εξαντλεί τους κρατουμένους σωματικά και ψυχικά ώστε να τροφοδοτούνται συνεχώς τα 4 κρεματόρια. Τα 4 κρεματόρια του Μπιρκενάου, με 46 φούρνους και 8 θαλάμους αερίων, μελετημένα σ’ όλες τις λεπτομέρειες, άρχισαν να χτίζονται το φθινόπωρο του ’42. Από την εξωτερική τους εμφάνιση, τα κτίρια φαινόντουσαν σαν μεγάλα αρτοποιεία. Οι αυλές ήταν περιφραγμένες με φράχτες από αγκαθωτό ηλεκτροφόρο συρματόπλεγμα. Οι δρόμοι τους ήταν στρωμένοι με αμμοχάλικο και είχαν παρτέρια πολύ περιποιημένα με ωραιότατα λουλούδια.
192
Βάσω Σταματίου
ΒΑ Ρ Ο Υ Μ ?
γιατί;
Τα κρεματόρια 1 και 2, φαινόταν απ’ όλες τις μεριές του στρατοπέδου. Ήταν μεγάλα και οι θάλαμοι αερίων βρίσκονταν στα υπόγειά τους. Είχαν από μια καμινάδα, όχι πολύ ψηλή. Τα κρεματόρια 3 και 4 ήταν μικρότερα, είχαν από δυο καμινάδες το καθένα και οι θάλαμοι αερίων σ’ αυτά ήταν ισόγειοι. Εκτός από τους 8 θαλάμους αερίων, στο πίσω μέρος του στρατοπέδου, υπήρχαν άλλα δυο κτίρια εξοπλισμένα κατάλληλα, ώστε να χρησιμεύουν και σαν θάλαμοι αερίων. Η πρώτη εξόντωση με αέρια έγινε την άνοιξη του ’42 στο κρεματόριο του Άουσβιτς Ι, που ήταν και το μοναδικό εκείνη την εποχή. Διέθετε ένα θάλαμο αερίων για 600 έως 800 άτομα και 6 φούρνους. Ο Χίμλερ, όμως που το επισκέφθηκε, βρήκε ό,τι δεν ήταν τόσο καλά οργανωμένο. Έτσι, αμέσως, καταπιάστηκαν με το κτίσιμο των 4 κρεματορίων του Μπιρκενάου. Το πρώτο εκείνο κρεματόριο του Άουσβιτς καταργήθηκε τον Ιούνιο του ’43. Τα κρεματόρια 1 και 2, είχαν μήκος 104 μ. και πλάτος 52 μ. Τα θύματα κατέβαιναν από τη σκάλα στο υπόγειο, όπου βρίσκονταν δυο αίθουσες. Τα αποδυτήρια και ο θάλαμος αερίων. Το αποδυτήριο ήταν ασπρισμένο. Στο κέντρο της αίθουσας υπήρχαν 4 τετράγωνες κολώνες από μπετόν, περίπου 4 μέτρα η μια από την άλλη. Γύρω γύρω στους τοίχους και γύρω από τις κολώνες, υπήρχαν πάγκοι και από πάνω τους αριθμημένες κρεμάστρες. Παντού στο αποδυτήριο, υπήρχαν ταμπέλες σε διάφορες γλώσσες που έγραφαν «κάντε ησυχία», «διατηρείτε τάξη και καθαριότητα», και κοντά στην πόρτα για τον επόμενο θάλαμο, δείκτες που έγραφαν «προς την απολύμανση», «προς το λουτρό». Δινόταν η διαταγή να γδυθούν όλοι σε 10 λεπτά. Ηλικιωμένοι και κορίτσια, κοιτάζονταν με φρίκη. Η διαταγή όμως έπρεπε να εκτελεστεί. Σε 10 λεπτά τα ρούχα έμπαιναν με τάξη στις κρεμάστρες, τα παπούτσια δεμένα καλά το ένα με το άλλο. Όταν έμπαιναν όλοι στο θάλαμο αερίων, οι διπλές βαριές σιδερένιες πόρτες, έκλειναν ερμητικά. Ο θάλαμος αερίων έμοιαζε με ένα μεγάλο λουτρό, αλλά από τα ντους που υπήρχαν στο ταβάνι, εν έτρεξε ποτέ νερό. Χωρούσαν μέχρι 2.000 άτομα. Ήταν λιγότερο μακρύς από το αποδυτήριο. Ανάμεσα στις κολώνες από μπετόν, υπήρχαν δυο σιδερένιοι τετράγωνοι σωλήνες, πλάτους 30 πε-
Μιά Ελληνίδα στ
Ά υσβιτς
193
ρίπου εκατοστά στην κάθε πλευρά, ντυμένοι με ένα πυκνό συρμάτινο δίκτυ. Οι σωλήνες αυτοί έβγαιναν έξω από το ταβάνι και έκλειναν ερμητικά με σκέπαστρα. Ώσπου να συνειδητοποιήσουν τα θύματα πως κάτι φοβερό τους περίμενε, από έξω έσβηναν το φως. Οι Ες Ες άνοιγαν τα σκέπαστρα, φορώντας τις αντιασφυξιογόνες μάσκες τους, άδειαζαν τους ίσαμε ένα φασόλι πρασινομώβ κρυστάλλους του Συκλόν Β, που μόλις ερχόταν σε επαφή με τον αέρα, ξέχυναν ένα αέριο. Τα κρύσταλλα γλιστρούσαν από τους σωλήνες μέσα στους σιδερένιους στύλους του θαλάμου και το αέριο ξεχυνόταν απ’ τις πυκνές τρύπες των στύλων. Σε λίγο όλα είχαν τελειώσει. Η αγωνία διαρκούσε 20 με 30 λεπτά. Όταν οι Ες Ες που παρακολουθούσαν τη θανάτωση από κάτι φινιστρίνια, διαπίστωναν ότι τα θύματα είχαν πεθάνει, έβαζαν σε λειτουργία κάτι ανεμιστήρες που έδιωχναν το αέριο απ’ τους θαλάμους. Όταν μετά 20 λεπτά ανοίγουν οι πόρτες και μπαίνουν οι άντρες του Ζοντερκομάντο για να πάρουν τα πτώματα, με τα λάστιχα του νερού στα χέρια. Πρέπει να φορούν αντιασφυξιογόνες μάσκες, γιατί τα υπολείμματα του αερίου, που έχουν μείνει στους τοίχους, φέρνουν ένα αποπνικτικό βήχα. Η εικόνα που παρουσιάζεται με το άνοιγμα της πόρτας, είναι φριχτή. Τα ολόγυμνα πτώματα στέκονται όρθια γιατί το στρίμωγμα τα εμποδίζει να πέσουν, συσπασμένα σε φοβερές στάσεις, με καταξεσχισμένο δέρμα, με σφιγμένες γροθιές. Τα χέρια και τα πόδια είναι στραμπουλιγμένα και πληγωμένα από τις δαγκωματιές. Απ’ τη μύτη και το στόμα έχουν κυλήσει αυλάκια αίματος. Τα πρόσωπα είναι παραμορφωμένα και μελανιασμένα. Μετά την εκτέλεση, τα πτώματα μεταφέρονται με ένα ασανσέρ στο ισόγειο. Εκεί καίγονται στο θάλαμο των φούρνων. Ο θάλαμος περιείχε 15 φούρνους με 3 διαμερίσματα ο καθένας. Στο κάτω μέρος των φούρνων υπήρχαν ηλεκτρικοί ανεμιστήρες που τροφοδοτούσαν με αέρα. Στο μεσαίο τμήμα ήταν το καμίνι του φούρνου. Στο πάνω μέρος υπήρχαν κάτι χοντρές σχάρες, όπου τοποθετούνταν 2-3 πτώματα. Έκλειναν με χοντρές πόρτες από χυτοσίδηρο και ανοιγόκλειναν με ειδικούς μοχλούς. Οι φούρνοι δούλευαν συνεχώς και οι φλόγες τους συχνά πετούσαν πάνω από τα στόμια των καμινάδων που
194
Βάσω Σταματίου
ΒΑ Ρ Ο Υ Μ ?
γιατί;
από την υψηλή θερμοκρασία έσκαζαν. Γι’ αυτό και είχαν ενισχυθεί με σιδερένια στεφάνια. Όταν οι φούρνοι πολύ συχνά δεν πρόφταιναν να καίνε τα θύματα, έβαζαν φωτιές με ξύλα. Μετά από κάθε καύση οι θάλαμοι καθαρίζονταν σχολαστικά και πολλές φορές αρωματίζονταν με κολόνιες που είχαν αφήσει τα θύματα στις τσάντες τους. Στον κάθε φούρνο μέσα σε 20 λεπτά καίγονταν 9 θύματα. Στους 30 φούρνους των κρεματορίων 1 και 2 οι Γερμανοί μπορούσαν να καίνε 6.500 πτώματα το 24άωρο, 2.000.000 το χρόνο. Τα κρεματόρια 3 και 4 είχαν μήκος 67 μ. και πλάτος 13 μ. Όλες οι εγκαταστάσεις βρίσκονταν στο ισόγειο. Υπήρχαν 3 θάλαμοι αερίων και 8 φούρνοι. Στα δυο αυτά κρεματόρια και στους 16 φούρνους τους μπορούσαν να καούν 3.500 άτομα το 24άωρο, 1.000.000 το χρόνο. Από τα στοιχεία της δίκης της Νυρεμβέργης προέκυψε ότι στα 5 κρεματόρια του Άουσβιτς θανατώθηκαν συνολικά 5.121.000 άνθρωποι. Στο ισόγειο υπήρχε επίσης η αίθουσα ανατομίας όπου κρατούμενοι γιατροί του Ζοντερκομάντο, έκαναν διάφορες αυτοψίες και πειράματα με την επίβλεψη των γιατρών Ες Ες. Δίπλα στην αίθουσα ανατομίας ήταν ο θάλαμος των εκτελέσεων. Το πάτωμα του θαλάμου αυτού ήταν επικλινές προς το στόμιο ενός καναλιού, για να τρέχει το αίμα των θυμάτων. Μια πόρτα, οδηγούσε στο ασανσέρ που μετέφερε τα πτώματα στους φούρνους. Αξιοσημείωτο είναι ότι το αίμα που έπαιρναν από τους νέους ανθρώπους προορίζονταν για το γερμανικό στρατό. Έτσι άνθρωποι της καθαρής «άριας ράτσας», έπαιρναν με ενέσεις εβραϊκό αίμα. Οι Ες Ες γιατροί Φίσερ, Κλάιν, Μέγκελε κ.ά. διάλεγαν απ’ τις αποστολές 100-150 άνδρες και γυναίκες νέους και αντί να τους εκτελέσουν με αέρια, τους τουφέκιζαν. Αμέσως μετά, έκοβαν απ’ τα θύματα ένα κομμάτι σάρκα από το μηρό και το έστελναν στο βακτηριολογικό ινστιτούτο του Ράισκο για καλλιέργεια βακτηριδίων. Απ’ τις πιο νέες γυναίκες έπαιρναν μεγάλες ποσότητες αίμα και όπως ήταν μισολιπόθυμες, τις έριχναν στη φωτιά. Είναι γνωστή η δραστηριότητα του αρχίατρου Ες Ες του Μπιρκενάου Δρ Μέγκελε. Για τις επιστημονικές
Μιά Ελληνίδα στ
Ά υσβιτς
195
του έρευνες στον τομέα της βιολογίας των διδύμων και τριδύμων και την πρωτοφανή του σκληρότητα, παρασημοφορήθηκε με τον Σιδηρούν Σταυρό. Η έρευνά του αφορούσε κυρίως την επίδραση του περιβάλλοντος, πάνω σε άτομα με κοινή κληρονομικότητα. Τα θύματα του Μέγκελε, ήταν κυρίως παιδιά που φυσικά υπέκυπταν στους αλλεπάλληλους εργαστηριακούς πειραματισμούς που σκοπό είχαν να αντιγράψουν τις αντιδράσεις του οργανισμού. Ο Μολ που ανέλαβε διοικητής των κρεματορίων το καλοκαίρι του ’44, όταν υπήρχε πολλή δουλειά, βοηθούσε και ο ίδιος, πετώντας τα πτώματα μέσα στους λάκκους που με διαταγή του είχαν ανοίξει, για την καύση πτωμάτων. Δεν χόρταινε να σκοτώνει και να βλέπει αίμα παντού γύρω του. Ιδιαίτερη αδυναμία είχε στα μικρά παιδιά. Έπαιρνε ο ίδιος τα παιδιά απ’ τις μάνες τους και τα πετούσε ζωντανά μέσα στους λάκκους που έκαιγαν ανθρώπους, ή τα έριχνε ο ίδιος στα χαντάκια που ο ίδιος είχε διατάξει να ανοίξουν για να τρέχει το καυτό ανθρώπινο λίπος απ’ τα κορμιά που καίγονταν. Εκείνους που επιχειρούσαν να αυτοκτονήσουν ο Ες Ες Μολ τους έριχνε ζωντανούς στους φούρνους. Κάποτε έριξε κάποιον μέχρι τη μέση, ενώ το άλλο μισό κορμί ήταν έξω από την πόρτα του φούρνου, την οποία ο ίδιος κρατούσε σφιχτά. Άλλη φορά έχυσε βενζίνη στα ρούχα ενός κρατουμένου, του έβαλε φωτιά και τον κυνηγούσε με το μαστίγιο στην αυλή του κρεματορίου, ώσπου το δύστυχο θύμα, έπεσε πάνω στο ηλεκτροφόρο σύρμα και πέθανε. Ο Μολ, έβρισκε πάντα καινούργιους τρόπους για να ικανοποιεί τα δολοφονικά του ένστικτα και οι δολοφονίες να γίνονται πιο διασκεδαστικές για τον εαυτό του και πιο χρήσιμες για το Γ΄ Ράιχ. Μεθούσε κυριολεκτικά με τις εκτελέσεις. Παρόμοια κτήνη ήταν ο Κράμερ, στρατοπεδάρχης το καλοκαίρι του ’44, η Ίρμα Γκρέσε Εσεσίτισσα της φρουράς, οι Σβαρτχούμπερ, Έσλερ, Μαρία Μάντελς Ντρέσλερ, Μπραντλ, Μπόρμαν, Κίτσμαν, Κλάους, Τάουμπε, αμέτρητα στη σειρά ονόματα τεράτων, εγκληματιών που συνέβαλαν στη δημιουργία και διατήρηση του στρατοπέδου του Άουσβιτς και που πολλοί απ’ αυτούς, καθώς και ιθύνοντες του υπερτράστ Φάρμπεν και Κρουπ, σήμερα ζουν, βρίσκονται σε υψηλές πολιτικές θέσεις
196
Βάσω Σταματίου
ΒΑ Ρ Ο Υ Μ ?
γιατί;
και πιστεύουν πως θα επιβάλουν και πάλι την κυριαρχία τους για μια νέα υποδούλωση και εξόντωση των λαών. Τα πειράματα με ισχυρές ακτινοβολίες για τεχνιτή στείρωση σε νέους άνδρες και γυναίκες, ήταν ένα από τα σπορ του Δρ Σούμαν. Από τις ισχυρές επαναλαμβανόμενες δόσεις, οι κρατούμενοι ούρλιαζαν από τους αφόρητους πόνους και λίγο καιρό μετά τη στείρωση πέθαιναν. Τα πειράματα της στείρωσης άρχισαν το Δεκέμβριο του 1943 και τα περισσότερα θύματα υπήρξαν κυρίως Ελληνίδες και Ολλανδέζες. Οι ενέσεις με ιωδιφίνη και κητοβάριο στη μήτρα, έφερνε υψηλό πυρετό, ωοθηκίτιδα, φλόγωση του περιτοναίου και ισχυρούς πόνους. Αφαιρούσαν τη μια ή και τις δυο ωοθήκες, καθώς και άλλα μέρη των γεννητικών οργάνων, τα φωτογράφιζαν και τα έστελναν στο Βερολίνο. Σκοπός των πειραμάτων αυτών ήταν η μαζική στείρωση των ευρωπαϊκών λαών μετά τον πόλεμο και η τεχνιτή γονιμοποίηση. Το Ζοντερκομάντο ήταν το ειδικό κομάντο από κρατουμένους που είχε την πιο τραγική ίσως εργασία σε ολόκληρο το στρατόπεδο. Αυτοί επιλέγονταν προσωπικά από τον Σβαρτσχούμπερ, τον διοικητή το στρατοπέδου του Μπιρκενάου, και ήταν και οι ίδιοι καταδικασμένοι στον ίδιο θάνατο. Βοηθούσαν τους ανθρώπους στο γδύσιμό τους πριν μπουν στην αίθουσα αερίων, μετέφεραν τα πτώματα στους φούρνους, μάζευαν τη στάχτη των καμένων ανθρώπων, καθάριζαν τους θαλάμους των αερίων, συγκέντρωναν τα ρούχα, έβγαζαν τα χρυσά δόντια από τα πτώματα. Ο χρυσός καθαριζόταν, λιωνόταν από ειδικούς και συγκεντρωνόταν σε καλούπια σχήματος βέργας, βάρους μισού κιλού η κάθε μια. Από μαρτυρία οδοντοτεχνίτη κρατουμένου το φθινόπωρο του 1944 είχαν λιώσει 2.000 κιλά χρυσού. Οι άνδρες του Ζοντερκομάντο ήταν εντελώς απομονωμένοι από τους άλλους κρατουμένους. Η απαίσια δουλειά τους στο τέλος τους αποκτήνωνε, τους έκανε αναίσθητους για όσα συνέβαιναν μπρος στα μάτια τους, αφού σε πολλούς είχε τύχει να βοηθήσουν για τη θανάτωση των ίδιων των αδελφών, των γονιών ή της γυναίκας τους. Όσοι καινούργιοι δεν απέφευγαν το σοκ και αρνιούνταν να δουλέψουν, έμπαιναν εθελοντικά στους θαλάμους αερίων, ή επιχειρούσαν να περάσουν τη ζώνη των σκοπών, για να τουφεκιστούν.
Μιά Ελληνίδα στ
Ά υσβιτς
197
Η μοναδική οργανωμένη εξέγερση στο Μπικερνάου, ήταν εκείνη στις αρχές Οκτώβρη του 1944 από άνδρες του Ζόντερκομάντο. Προηγουμένως είχαν εκτελεστεί 300 κρατούμενοι του τομέα αυτού. Διακόσιοι κρατούμενοι έδωσαν τη ζωή τους σ’ αυτή την απελπισμένη μάχη για λευτεριά. Ελάχιστοι κατόρθωσαν να διαφύγουν. Υπήρξαν και άλλες απόπειρες απόδρασης κρατουμένων, ανεπιτυχείς όμως. Άλλο σημαντικό κτίριο, ήταν ο σταθμός απολύμανσης, και τα λουτρά. Βρισκόταν ανάμεσα στα κρεματόρια 2 και 3. Από δω περνούσαν όλοι όσοι από τους νεοφερμένους κρίνονταν κατάλληλοι για δουλειά. Εδώ έπαιρναν την πρώτη δόση από την εκμηδένισή τους όπως το περιγράφω και στη δική μου προσωπική εμπειρία. Το σταθμό απολύμανσης διηύθυναν οι Εσεσίτισσες και οι μαύρες, δηλαδή οι γερμανίδες πόρνες. Οι κρατούμενες στέκονταν ολόγυμνες για πολλές ώρες, ώσπου να ’ρθει η σειρά τους για απολύμανση. Ανάμεσα στις διάφορες ταλαιπωρίες της απολύμανσης, ήταν και το να τις βουτούν σε κάδους με διάλυση Συκλόν Β, του ίδιου δηλητηρίου δηλαδή που χρησιμοποιούνταν και στους θαλάμους των αερίων. Κάθε απολύμανση, ήταν και μια ευκαιρία για διαλογή. Ο Ες Ες γιατρός με μια ματιά έκρινε την τύχη των γυναικών. Το μπλοκ 25, ήταν το κτίριο, όπου σύμφωνα με τη γνώμη του γιατρού, οι καταδικασμένες γυναίκες περίμεναν την εκτέλεσή τους. Τις άφηναν εντελώς νηστικές για κάμποσες συχνά μέρες και οι τραγικές σκηνές των δυστυχισμένων που ήξεραν γιατί είναι εκεί. Είναι κάτι, που με τίποτα δεν μπορεί να περιγραφεί. Τα μπλοκ, οι παράγκες δηλαδή, όπου έμεναν οι κρατούμενες, προορίζονταν αρχικά για στάβλοι αλόγων του γερμανικού στρατού. Κάθε μπλοκ είχε διαστάσεις 9Χ40 μέτρα. Δεν είχαν παράθυρα και ο αερισμός τους γινόταν από φωταγωγούς που υπήρχαν στη σκεπή. Το εσωτερικό του μπλοκ είχε δεξιά και αριστερά από 3 σειρές σανιδένια πατάρια για κρεβάτια. Κάθε κρεβάτι είχε 1,80 επί 2,60 μέτρα και προοριζόταν για 6 άτομα. Δηλαδή κάθε άτομο, είχε το 1/6 του παραπάνω χώρου, για να φάει, να κοιμηθεί, να βάλει τα πράγματά του ή να καθίσει. Να καθίσει, είναι τρόπος του λέγειν, γιατί η απόσταση το ενός ξυλοκρέβατου από το άλλο ήταν τόσο χαμηλή, ώστε μόνο ξαπλω-
198
Βάσω Σταματίου
ΒΑ Ρ Ο Υ Μ ?
γιατί;
μένος μπορούσες να σταθείς. Άλλα καθίσματα ή έπιπλα δεν υπήρχαν μέσα στο μπλοκ. Δεν χρειαζόταν όμως, ούτε ντύσιμο ούτε γδύσιμο, γιατί οι κρατούμενοι χώνονταν εκεί συνήθως βρώμικοι όπως γύριζαν απ’ τη δουλειά, ντυμένοι κι άπλυτοι. Το πρόβλημα ήταν μόνο για το φαγητό. Καθόντουσαν στην άκρη του μεσαίου κρεβατιού, ενώ οι ώμοι και το κεφάλι ακουμπούσαν στο ξύλο το πάνω κρεβατιού. Είχαν όμως το πλεονέκτημα να έχουν τα πόδια κρεμασμένα ελεύθερα. Τα πόδια τους όμως έρχονταν στα μούτρα των ενοίκων του κάτω κρεβατιού που έτρωγαν το ψωμί τους μαζί με κλωτσιές απ’ τα πόδια των επάνω. Αυτές των κάτω κρεβατιών άπλωναν τα πόδια στους διαδρόμους, εμπόδιζαν όμως τα συνεχή πηγαινέλα των γυναικών κι αυτό γινόταν αφορμή να βρίζονται να ξεμαλλιάζονται και να τους κλέβουνε τελικά το ψωμί. Τα προνομιούχα κρεβάτια ήταν της τρίτης πάνω σειράς, που ήταν, βέβαια κατειλημμένα απ’ τις παλιότερες. Αποχωρητήρια στα μπλοκ δεν υπήρχαν. Το 1942-43 απαγορευόταν η έξοδος τη νύχτα από τα μπλοκ. Οι ανάγκες των κρατουμένων γίνονταν σε 2 βούτες. Αργότερα, επετράπη να βγαίνουν τη νύχτα για τα αποχωρητήρια. Αυτά ήταν μια ξύλινη παράγκα 9Χ40 μέτρα, με 6 τσιμεντένια βάθρα τρύπες. Ο συνωστισμός και η δυσοσμία που επικρατούσε το πρωί ήταν κάτι εφιαλτικό. Απέναντι από τα αποχωρητήρια, μια άλλη παράγκα με τις ίδιες διαστάσεις χρησίμευε για πλυντήριο. Το νερό έτρεχε από μικρές τρύπες σε κάτι ξύλινες σκάφες και με κανέναν τρόπο δεν άντεχες να το γευτείς. Στο πλυντήριο δεν υπήρχε συνωστισμός γιατί οι περισσότερες κρατούμενες δεν πλένονταν. Τα κομάντος που δούλευαν έξω από το στρατόπεδο ήταν τα χειρότερα όλων. Έφτιαχναν δρόμους, έσκαβαν κανάλια, μετέφεραν χώμα, τσιμέντα, σίδερα ή πέτρες, με γυμνά χέρια το χειμώνα, με τρομερά βασανιστήρια από τους Ες Ες και τις Εσεσίτισσες της φρουράς με τα σκυλιά τους. Ελάχιστες γυναίκες μπόρεσαν ν’ αντέξουν πάνω από τρεις μήνες σ’ αυτά τα κομάντος. Η φρουρά που επέβλεπε την εργασία ήταν απ’ τους πιο βάναυσους παλιότερους κρατούμενους. Ήταν εξουσιοδοτημένοι να βασανίζουν τις εξαντλημένες γυναίκες, για να έχουν τέτοια απόδοση που δεν θα μπορούσε ποτέ να έχει ούτε ο πιο έμπει-
Μιά Ελληνίδα στ
Ά υσβιτς
199
ρος εργάτης σε ομαλές συνθήκες. Συνηθισμένο θέαμα ήταν, κάθε απόγευμα, στην επιστροφή των Άους κομάντο, οι τελευταίες κρατούμενες να κουβαλούν στην πλάτη τις νεκρές ή τραυματισμένες συντρόφους από την κακομεταχείριση των επιβλεπόντων. Το προσκλητήριο γινόταν πριν από την ανατολή του ήλιου. Το προσωπικό το κάθε κτιρίου, χιμούσε τότε, κυριολεκτικά, να σηκώσει τους κοιμισμένους, έστω κι αν ήταν άρρωστοι, με τη βοήθεια του ρόπαλου. Γινόταν η διανομή του ερζάτς καφέ και στήνονταν για την καταμέτρηση. Πολλοί που επιχειρούσαν να κρυφτούν για να μην πάνε στη δουλειά, ανακαλύπτονταν εύκολα από έναν γερμανό ομαδάρχη, που όσους δεν σκότωνε από το ξύλο, τους έστελνε με τη βία στη δουλειά. Οι λόγοι δουλειάς του Άους κομάντο έβγαιναν τα χαράματα κατά πεντάδες από την πόρτα του στρατοπέδου, με τους ρυθμούς που έπαιζε η ορχήστρα. Η τελική καταμέτρηση των κρατουμένων που έβγαιναν απ’ το στρατόπεδο έπρεπε να γίνεται ενώ ακριβώς βρίσκονταν σε κίνηση. Το ίδιο γινόταν και στην επιστροφή. Το βραδινό προσκλητήριο διαρκούσε συνήθως πολύ, κάμποσες φορές κι ως τη νύχτα, αν τύχαινε να μην συμφωνεί ο αριθμός των κρατουμένων μ’ αυτόν που ήταν γραμμένος στα χαρτιά και οι κρατούμενοι έπρεπε να στέκονται όρθιοι, ακίνητοι ετοιμόρροποι απ’ τη δουλειά, βρώμικοι, διψασμένοι, πεινασμένοι. Αυτό γινόταν σχεδόν πάντα, ανεξάρτητα απ’ το κρύο, τη ζέστη ή τη βροχή. Οι άρρωστοι ή ετοιμοθάνατοι που περίμεναν κι αυτοί αριστερά των παραταγμένων σκλάβων ξαπλωμένοι κάτω μέσα στις λάσπες, τα χιόνια ή την αφόρητη ζέστη, πολλές φορές δεν πρόφταιναν να δουν το τέλος του προσκλητηρίου. Οι περισσότεροι θάνατοι στο στρατόπεδο οφείλονταν στον υποσιτισμό και τη βαριά δουλειά. Σε όλα τα γερμανικά στρατόπεδα η τροφή ήταν ίδια. Το πρωί μισό λίτρο ερζάτς καφέ ή τσάι χόρτων. Το μεσημέρι ένα λίτρο σούπα από κτηνοτροφικά παντζάρια με ίχνη πατάτας. Το βράδυ μια φέτα ψωμιού με 1/2 του πακέτου μαργαρίνη και αντί μαργαρίνης μερικές φορές 30 γραμμάρια σαλάμι «βουρστ». Δυο φορές την εβδομάδα, ένα κουταλάκι μαρμελάδα παντζαριού. Με την τροφή αυτή ένας γερός κρατούμενος μπορούσε ν’ αντέξει τρεις μήνες, αν δεν πέθαινε προηγουμένως απ’ τις διάφορες μολυσματικές αρρώστιες (δυ-
200
Βάσω Σταματίου
ΒΑ Ρ Ο Υ Μ ?
γιατί;
σεντερία, τύφος κ.λ.π.) ή από το ξύλο. Το τραγικό ήταν ότι στο Μπιρκενάου, εκτός απ’ τα σημαντικά τρόφιμα που κατάσχονταν απ’ τους νεοφερμένους κι έφευγαν για την Γερμανία, άλλες μεγάλες ποσότητες, έμεναν και πάθαιναν αλλοίωση, ενώ χιλιάδες κρατούμενοι πέθαιναν από πείνα. Άλλοι πολλοί θάνατοι, οφείλονταν στις αρρώστιες, που έστελναν καθημερινά τους κρατούμενους στο δήθεν νοσοκομείο, απ’ όπου δύσκολα ξανάβγαινε κανείς. Ο άρρωστος, μετά το βραδινό προσκλητήριο, μπορούσε να παρουσιαστεί στο ιατρείο για να ζητήσει βοήθεια. Εκεί, του κατέβαζαν τα βρακιά κι αν τα έβρισκαν λερωμένα από δυσεντερία, τον έστελναν σ’ ένα κτίριο, όπου οι κρατούμενοι δεν έπαιρναν καθόλου συσσίτιο. Αυτή ήταν η κούρα της δυσεντερίας. Την ελονοσία, που είχαν φέρει οι εβραίοι της Ελλάδας, την «θεράπευαν» με πολύ απλό τρόπο. Μάζευαν όσους είχαν αυτήν την ασθένεια, λέγοντάς τους ότι θα κάνουν θεραπεία στο αναρρωτήριο και τους έστελναν κατευθείαν στους θαλάμους αερίων. Ο Δρ. Μέγκελε έλεγε ότι αυτός ο τρόπος εξόντωσης ήταν ανθρωπιστικός. Τους αρρώστους από τύφο στις αρχές τους σκότωναν με μια ένεση. Αργότερα σκέφτηκαν ότι δεν ήταν έξυπνο να ξοδεύουν τις ενέσεις τους κι έφτιαξαν τη «ριβιέρ», ή «ρεβύ» το αναρρωτήριο δηλαδή, που σήμαινε βέβαιο θάνατο, γιατί οι συνθήκες παραμονής σ’ αυτό, ήταν κάτι παραπάνω από απαράδεκτες. Μια παράγκα που στο σκοτεινό εσωτερικό της κυριαρχούσε μια ανυπόφορη μυρωδιά από ανάκατα πηγμένα αίματα, ούρα, ακαθαρσίες, εμετούς και πύον. Τα χτιστά κρεβάτια με τ’ αχυρένια στρώματα άχνιζαν απ’ τους πυρετούς και τις ακαθαρσίες των ξαπλωμένων στοιβαγμένων κορμιών. Κανείς δεν ήξερε τι αρρώστια είχε ο διπλανός του, αλλά και κανείς δεν νοιάζονταν. Κανείς δεν ήξερε αν ο διπλανός του ήταν ετοιμοθάνατος ή πεθαμένος και κανείς δεν νοιάζονταν. Ιατρική περίθαλψη δεν υπήρχε. Ούτε φάρμακα ούτε νερό ή σαπούνι. Το φαγητό ήταν το ίδιο όπως σ’ ολόκληρο το στρατόπεδο, είτε είχες τύφο, είτε πνευμονία, μολυσματική αρρώστια ή οτιδήποτε άλλο. Κατά τη διάρκεια των επιδημιών του χειμώνα 1943-44, στο αναρρωτήριο του Μπιρκενάου πέθαιναν καθημερινά 200-350 γυναίκες. Ορισμένες φορές, ο αριθμός των ανθρώπων που ήταν μέσα, έφτανε
Μιά Ελληνίδα στ
Ά υσβιτς
201
τους 800, ενώ άλλοι 600 περίμεναν στην αυλή, έξω απ’ το μπλοκ, μέρα και νύχτα μ’ οποιονδήποτε καιρό. Μια φορά τη βδομάδα, φτάνανε τ’ αυτοκίνητα με τους Ες Ες και κουβαλούσαν τους αρρώστους στους θαλάμους αερίων. Ήταν φορές που άδειαζαν ολόκληρο το μπλοκ, έστω κι αν υπήρχαν γεροί άνθρωποι, όπως π.χ. όσοι είχαν κλειστεί εκεί τραυματισμένοι απ’ το πολύ ξύλο. Η θανάτωση στους θαλάμους των αερίων, λεγόταν από τους Ες Ες, «ειδική θεραπεία» όταν αφορούσε τους κρατουμένους της «ριβιέρ» ή «ρεβύ». Στα τέλη Φεβρουαρίου 1943, έγινε μια πρωτοφανής μαζική εκκαθάριση στο αναρρωτήριο. Φόρτωσαν στ’ αυτοκίνητα, όχι μόνο τους αρρώστους, αλλά και τον κρατούμενο γιατρό και τους νοσοκόμους που βοηθούσαν ως την τελευταία στιγμή για το φόρτωμα των κρατουμένων. Κι αυτό έγινε, γιατί λείπανε μερικά άτομα για να συμπληρωθεί ο αριθμός που είχαν προκαθορίσει. Αλλά και με αυτούς, δεν συμπληρώθηκε ο αριθμός. Έλειπαν ακόμα δυο άτομα. Τότε οι Ες Ες φώναξαν κάποιους γερούς κρατουμένους, που κατά τύχη περνούσαν από ’κει. Αφού τους χτύπησαν και τους σκότωσαν, επειδή οι άνθρωποι αντιστέκονταν τους έριξαν κι αυτούς στ’ αυτοκίνητα. Αλλά αυτή η μαζική εκκαθάριση γινόταν σ’ ολόκληρο το Άουσβιτς όταν παραγέμιζε και δημιουργούνταν πρόβλημα χώρου για τις νέες αποστολές που έφταναν συνεχώς. Τότε δινόταν διαταγή να γίνει διαλογή. Ο αριθμός αυτών που στέλνονταν στα κρεματόρια ήταν προκαταβολικά καθορισμένος. Η «διαλογή» γινόταν από τους γιατρούς Ες Ες, που με μια κίνηση του δάχτυλου, έστελναν στη μια άκρη όσους θεωρούσαν αδύνατους για δουλειά. Τα αδύνατα εξαντλημένα άτομα, λέγονταν «μουσουλμάνοι» στη γλώσσα του στρατοπέδου. Είχαν χάσει απ’ την μεγάλη εξάντληση, κάθε ανθρώπινη διάθεση για αντίσταση και ακολουθούσαν συνήθως άβουλοι και απαθείς το δρόμο για το κρεματόριο. Το υπερπλήρες στρατόπεδο του Μπιρκενάου ήταν κυρίως η αιτία της εξαθλίωσης και κατάρρευσης κάθε ανθρώπινου συναισθήματος. Κουρελιασμένα ρούχα, ελάχιστη τροφή, έλλειψη νερού και σαπουνιού, σκληρή δουλειά, ξύλο βασανιστήρια και εξευτελισμοί, είχαν σαν αποτέλεσμα το σπάσιμο του ηθικού,
202
Βάσω Σταματίου
ΒΑ Ρ Ο Υ Μ ?
γιατί;
την έλλειψη σεβασμού για όποια ζωή, ξένη ή δική τους, τον εγωισμό, την απεγνωσμένη προσπάθεια για επιβίωση με ποταπά μέσα, όπως μάχες για μια πατάτα, άγριες συμπλοκές για μια πιθαμή χώρο στο κρεβάτι, μια συνεχή τάση για τσακωμούς και ξύλο ανάμεσα στα δύστυχα αυτά πλάσματα, που ήταν ήδη δαρμένα και ξευτελισμένα από τους Ες Ες ή από τους βαθμούχους με τα θηριώδη ένστικτα. Στο τέλος, για τους πιο ανίσχυρους, ερχόταν η στιγμή να γίνουν «μουσουλμάνοι» δηλ. πετσί και κόκαλο, χωρίς θέληση, να σέρνουν τα πόδια τους, να τρέχει συνέχεια η μύτη τους, χωρίς να κάνουν μια κίνηση για να την σκουπίσουν με βρώμικα ρούχα από την μόνιμη διάρροια, με μάτια είτε βαθουλωμένα στις κόγχες τους είτε πεταμένα έξω, με καθολική απάθεια, σίγουροι υποψήφιοι για τον θάλαμο των αερίων. Πορνείο υπήρχε φυσικά και στο Άουσβιτς, όπως σ’ όλα τα μεγάλα φασιστικά στρατόπεδα. Η διοίκηση του στρατοπέδου εφοδίαζε το πορνείο εκτός από πολυτελή ρούχα και ασπρόρουχα και με αυξημένες μερίδες φαγητού. Οι «καθαρόαιμες» πόρνες έπρεπε να δέχονται στα 40 ειδικά διαρρυθμισμένα δωμάτια έξι επισκέψεις την ημέρα, εκτός από τους αξιωματικούς και τους κρατουμένους βαθμούχους που είχαν δείξει υπέρμετρο ζήλο στην κακοποίηση των κρατουμένων. Οι κρατούμενοι του κομάντο «Καναδά» είχαν διαταγή να ξεχωρίζουν τα εκλεκτά είδη από τις διάφορες αποστολές για τις γυναίκες του πορνείου. «Καναδάς» είχε ονομαστεί το κομάντο που παραλάμβανε και ταξινομούσε τα πράγματα των νεοφερμένων. Η βάρδια της ημέρας, προς τις αρχές του ’44, έφτανε τις 300 γυναίκες, γιατί οι αποστολές απ’ όλη την Ευρώπη, είχαν σημαντικά πυκνώσει. Σε πολλά κατεχόμενα εδάφη οι ναζί έκαναν προπαγάνδα για να πείσουν τους ανθρώπους ότι θα αποκτούσαν μια νέα γη, κατάδική τους, όπου θα δούλευε ο καθένας στην ειδικότητά του με όλα τα προσωπικά πράγματά του κι άλλα τέτοια. Έτσι, πολλοί όμηροι είχαν μαζί τους τα πιο σπάνια και πολύτιμα αντικείμενα και ακόμη πολλοί ζητούσαν να φύγουν εθελοντικά με αυτές τις αποστολές. Το καλοκαίρι του ’44, οι αποθήκες των πραγμάτων από τις αποστολές, μεταφέρθηκαν από το Άουσβιτς Ι στο Άουσβιτς ΙΙ, δηλ. στο Μπιρ-
Μιά Ελληνίδα στ
Ά υσβιτς
203
κενάου. Τα διάφορα είδη, κουβέρτες, σεντόνια κ.λ.π. ήταν, κάποτε τόσα πολλά, που περιμένοντας τη σειρά για ταξινόμηση και αποστολή στη Γερμανία, παρέμεναν για μέρες έξω στο ύπαιθρο και σάπιζαν από τις βροχές και τον ήλιο, την στιγμή που οι λαοί της Ευρώπης αντιμετώπιζαν κάθε είδους ελλείψεις. Ένα μέρος από αυτά κλέβονταν από τους κρατουμένους του λόχου «Καναδάς» και διοχετεύονταν σε ολόκληρο το στρατόπεδο, είτε για δώρο, είτε για μαύρη αγορά. Ένα ειδικό συνεργείο του «Καναδά», ξήλωνε ρούχα και παπούτσια, έψαχνε τα σωληνάρια με τις κρέμες, για ν’ ανακαλύψει τυχόν κρυμμένα πολύτιμα αντικείμενα, κάτω από την επίβλεψη των Ες Ες, που ήταν σχεδόν πάνα μεθυσμένοι από τα διάφορα ποτέ που υπήρχαν στις αποσκευές των νεοφερμένων. Έτσι πολλοί του κομάντο αυτού, κατέστρεφαν ρολόγια κι άλλα είδη αξίας έσχιζαν δολάρια ή έκρυβαν πολύτιμες πέτρες και φάρμακα που παρ’ όλη τη σωματική έρευνα που γινόταν, έβρισκαν τρόπο να τα βγάζουν στη μαύρη αγορά. Χάρη στο κομάντο «Καναδά» η ζωή στο στρατόπεδο γινόταν πιο υποφερτή, αφού αυτή ήταν η πηγή για να προμηθευτείς ένα ζευγάρι παπούτσια, ένα ρούχο πιο καθαρό ή κάποιο φάρμακο. Για πολλούς όμως κρατουμένους του λόχου «Καναδά» η δραστηριότητα αυτή υπήρξε μοιραία, αφού η ποινή ήταν ο θάνατος. Αν και πολλοί κάπο πίστευαν πως δωροδοκώντας τους φρουρούς Ες Ες με αντικείμενα ανυπολόγιστης αξίας, θα κατάφερναν να επιζήσουν, στο τέλος τουφεκίζονταν για κάποια μικροπαράβαση. Οι Ες Ες ενδιαφέρονταν να πλουτίσουν, σκεφτόμενοι ίσως, πως αν έχανε η Γερμανία τον πόλεμο, αυτοί θα ’πρεπε να έχουν εξασφαλιστεί οικονομικά. Έτσι, αυτοί οι ίδιοι ήταν που καθιέρωσαν το όργιο του λαθρεμπορίου μέσα στο στρατόπεδο. Οι πιο φανατικοί Ες Ες ήταν και οι μεγαλύτεροι έμποροι που πουλούσαν μόνον χονδρικά τα τσιγάρα ή τα ποτά, ανταλλάσσοντας με πολύτιμα αντικείμενα που τους προμήθευαν οι «καναδέζοι» κάπο. Συγχρόνως με το όργιο της μαύρης αγοράς, βγαίνανε απ’ το στρατόπεδο, παρ’ όλη την ενίσχυση της φρουράς της Γκεστάπο, εκτός από τρόφιμα και πληροφορίες, για την ζωή το στρατοπέδου. Στάλθηκαν σε πολλά αντίγραφα μηνύματα στις χώρες της Δύσης, ακόμα και στον Λευκό Οίκο της Ουάσινγκτον. Αλλοίμονο, η Δύση έμεινε αδιάφορη.
204
Βάσω Σταματίου
ΒΑ Ρ Ο Υ Μ ?
γιατί;
Στις αποθήκες του «Καναδά» δούλεψαν 900-1000 κρατούμενοι. Από τις 35 αποθήκες, οι ναζί πρόφτασαν κατά την εκκένωση του στρατοπέδου να κάψουν τις 29. Στις 6 και μόνον αποθήκες που έμειναν άθικτες, βρέθηκαν 800.000 γυναικείες φούστες, 350.000 ανδρικά κοστούμια, 44.000 ζεύγη παπούτσια και πολλά άλλα είδη. Σύμφωνα με καταθέσεις μαρτύρων, στάλθηκαν στην Γερμανία 60.000 κιλά γυναικεία μαλλιά, 6.000 περίπου κιλά χρυσά δόντια κι άλλα, αριθμοί μιας μακάβριας λίστας. Ως τον Ιούνιο του 1944, τα τραίνα έφταναν στο Άουσβιτς Ι σε μια ειδική εξέδρα, όπου γινόταν αμέσως η διαλογή. Τον Ιούνιο όμως του 44 -ημέρες της άφιξής μου εκεί- κατασκευάστηκε μια σιδηροδρομική γραμμή απ’ το σταθμό του Άουσβιτς ως το Μπιρκενάου, που κατέληγε σε μια εξέδρα με τρεις διακλαδώσεις, 300 μέτρα από τα κρεματόρια 1 και 2, έτσι ώστε να ξεφορτώνονται περισσότερα τραίνα συγχρόνως. Εκείνη την περίοδο η δράση του Μπιρκενάου, είχε φτάσει στο αποκορύφωμά της. Τα τραίνα πολλές φορές στέκονταν φορτωμένα από το Άουσβιτς ως το Μπιρκενάου κι έφτασε σε μια και μόνη μέρα, με τις αποστολές από την Ουγγαρία, να διαλεχτούν και να θανατωθούν 20.000 περίπου άτομα. Πολλοί είχαν ήδη πεθάνει από την τρομερή ζέστη εκείνου του καλοκαιριού, την πείνα ή τη δίψα του ταξιδιού. Με τις αποστολές της Ουγγαρίας γέμισε και το στρατόπεδο εργασίας. Τα μπλοκ, από 500 άτομα που στέγαζαν συνήθως, έπρεπε να χωρέσουν τώρα 1.200. Οι γυναίκες αναγκάζονταν, οι μισές να κάθονται και οι μισές να κοιμούνται με βάρδιες. Τον Ιούλη του ’44 και με την προέλαση των Σοβιετικών, οι αποστολές στο Μπιρκενάου κατέφθαναν χωρίς διακοπή. Φάλαγγές χιλιάδων ανθρώπων περίμεναν τη σειρά τους μπροστά στα κρεματόρια. Ξαναμπήκαν σε λειτουργία, ακόμα και οι παλιοί ατελείς θάλαμοι αερίων στο Άουσβιτς Ι (όπου είχε γίνει στις 15-9-1941 από τον Φον Ες σε συνεργασία με το Άϊχμάν, η πρώτη αποτυχημένη δοκιμή θανάτωσης με 600 Σοβιετικούς και 250 Πολωνούς. Αποτυχημένη, γιατί και μετά 24 ώρες, βρέθηκαν ορισμένοι ζωντανοί ακόμα, που χαροπάλευαν. Αμέσως μετά, άρχισε η ανοικοδόμηση των 4 κρεματορίων στο Μπιρκενάου).
Μιά Ελληνίδα στ
Ά υσβιτς
205
Μερικές φορές ο καπνός από τα φουγάρα σκέπαζε τον ήλιο. Σωροί από πτώματα, που δεν πρόφταιναν να καούν στα κρεματόρια, καίγονταν μέσα σε λάκκους. Τα πάντα μύριζαν καμένη σάρκα. Σύμφωνα με υπολογισμούς, ο αριθμός των εβραίων της Ουγγαρίας, που στάλθηκαν αυτήν την περίοδο στο Μπιρκενάου, φτάνει τις 400.000. Μέσα σε ένα και μόνο 24ωρο χάθηκαν -επαναλαμβάνω- στα κρεματόρια 20.000 άτομα. Αυτό το τελευταίο καλοκαίρι, επειδή όλοι οι νέοι Γερμανοί είχαν επιστρατευτεί, χιλιάδες ικανά για εργασία άτομα του Μπιρκενάου στέλνονταν να δουλέψουν σε στρατόπεδα ή πολεμικά εργοστάσια της Γερμανίας (η δική μου περίπτωση). Ουσιαστικά όμως ανήκαν στη δύναμη του Μπιρκενάου, γιατί αφού απομυζούσαν και την τελευταία σταγόνα της δύναμής τους και είχαν καταντήσει «μουσουλμάνοι», δηλ. άνθρωποι λείψανα, τους ξαναγύριζαν στο Μπιρκενάου από όπου είχαν λείψει 2-3 μήνες, για να καούν. Και τα ίδια βαγόνια φόρτωναν τους φρέσκους, για το μακάβριο πηγαινέλα της εξόντωσης. Η ζωή του Μπιρκενάου ήταν γεμάτη αντιθέσεις και ακατανόητες διαταγές που σε δυο μέρες ξεχνιόταν εντελώς... Χαρακτηριστικό είναι πως στους Ουγγαρέζους που πήγαιναν κατευθείαν στο κρεματόριο μοιράζονταν ταχυδρομικά δελτάρια, με την διαταγή να γράψουν στους δικούς ότι είναι καλά. Διεύθυνση αποστολέα, είχαν έναν ανύπαρκτο τόπο. Μια από τις πιο παράφρονες επινοήσεις των διοικητών του Άουσβιτς ήταν το αυτοκίνητο με το τεράστιο σήμα του Ερυθρού Σταυρού, που περίμενε την κάθε διαλογή και ακολουθούσε την μακάβρια πομπή των φορτηγών με τα υποψήφια θύματα. Δεν μετέφερε όμως, ούτε αρρώστους, ούτε φάρμακα. Μετέφερε τα ντενεκεδένια κουτιά με τους πρασινομώβ κρυστάλλους του Συκλόν Β, του δηλητηρίου για την θανάτωση των αθώων θυμάτων. Πραγματική Βαβυλωνία η ζωή στο Μπιρκενάου,με τις αξεπέραστες διαφορές των κρατουμένων εβραίων, χριστιανών καθολικών, πολιτικών κρατουμένων ή ποινικών καταδίκων, δεν άφηνε περιθώρια για ν’ αναπτυχθεί μια κάποια οργάνωση αλληλοβοήθειας ή εξέγερσης. Όσοι είχαν
206
Βάσω Σταματίου
ΒΑ Ρ Ο Υ Μ ?
γιατί;
συλληφθεί για πολιτικά, είχαν την ίδια μεταχείριση με τους εβραίους, ίσως και χειρότερη, όταν επρόκειτο για Ρώσους και Ρωσίδες αιχμαλώτους. Από τις πιο σημαντικές επιχειρήσεις εξόντωσης, ήταν και οι αποστολές απ’ την Ελλάδα, από τον χειμώνα του ’42 ως την άνοιξη του ’43. Από τους 70.000 έλληνες, εβραίους, κυρίως της Θεσσαλονίκης, δεν επέζησαν παρά 1.000. Η τελευταία εκτέλεση με αέρια έγινε τη νύχτα της 28 προς 29 Οκτώβρη 1944, με 2.000 άτομα. Λίγες μέρες μετά, αρχές του Νοέμβρη, άρχισε η κατεδάφιση των κρεματορίων 1 και 2. Ολόκληρος ο τεχνικός εξοπλισμός φούρνοι, ανεμιστήρες, μοτέρ κ.λ.π. λύθηκαν, φορτώθηκαν σε βαγόνια και στάλθηκαν σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως στην Γερμανία. Είχε ήδη αρχίσει η εκκένωση του Άουσβιτς. Πολλούς άνδρες του Ζοντερκομάντο τους έστειλαν στην Γερμανία, για να «εκκαθαριστούν» εκεί. Μερικοί έμειναν στο Μπιρκενάου και με την εκκένωση του στρατοπέδου, κατάφεραν να δραπετεύσουν. Όταν οι θάλαμοι των αερίων έπαψαν να λειτουργούν, ο διοικητής Κράμερ, μετετέθη στο Μπέργεν Μπέλσεν, ένα στρατόπεδο που προοριζόταν να γίνει ένα νέο Μπιρκενάου. Εν τω μεταξύ, ανατινάχθηκε και το κρεματόριο 4 και πυρπολήθηκαν τα κτίρια απολύμανσης, αποθήκες κ.λ.π. Στις 18 Γενάρη του 1945, άρχισε η γενική εκκένωση του στρατοπέδου του Άουσβιτς, με κρατουμένους εκείνης της περιόδου 50.000 περίπου. Ο σοβιετικός στρατός, μπήκε στο Άουσβιτς, στις 27 Γενάρη 1945 απελευθερώνοντας 2.819 κρατουμένους αρρώστους, τους οποίους οι Ες Ες δεν πρόφτασαν να δολοφονήσουν. 30.000 άτομα, είχαν εν τω μεταξύ μεταφερθεί στην Γερμανία. Αυτά ήταν τα υπόλοιπα από τους 40.000 επίσημα ζωντανούς του Άουσβιτς. Όσο για τους επίσημους νεκρούς, τους κουβαλάει η ανθρωπότητα στην πλάτη της, σαν την μεγαλύτερη ντροπή της, ντροπή που δυστυχώς για αρκετούς, σήμερα, 52 χρόνια μετά, γίνεται σημαία μαύρη με τον αγκυλωτό στρατό του φασισμού στο κέντρο. Προλάβετε λαοί...
Μιά Ελληνίδα στ
Ά υσβιτς
207
Το... βιογραφικό των Στρατοπέδων Η Βάσω Σταματίου γεν νήθηκε στην Αριδαία του Ν. Πέλλης και μεγάλωσε στην Θεσσαλονίκη. 19 χρονη φοιτήτρια Νομικής, συνε λήφθη στις 28.3.1944 από τους Γερμα νούς και την 1.4.1 944 μετα φέρθη κε από τις φυλακές του Παύλου Μελά, στις φυ Το γελαστό κορίτσι με το 82224 λακές Μπάνιτσε, έξω από το ένα χρόνο μετά την απελευθέρωση. Βελιγράδι της Γιουγκοσλα βίας. Στις 28.6.1944 μεταφέρθηκε στο Άου σβιτς (Auschwiz) Μπιργκενάου της Πολωνίας με αριθμό 82224. Στις 30.9.1944 μεταφέρθηκε στο Ράβενσμπρυκ (Ravensbruck) της Γερμανίας με αριθμό 73542. Στις 27.10.1944 μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο Μπούχενβαλντ (Buchenwald) κομάντο Μάγκντεμπουργκ (Magdeburt) με αριθμό 32487 ή 38487. Στις 8.4.1945 οι Γερμανοί φρουροί εγκα τέ λειψαν το στρατόπεδο του Μάγκντεμπουργκ που καιγότανε και μετά από πολλές περιπέτειες, ως που να οργανωθούν οι αποστολές μετα φοράς αιχμαλώτων στις πατρίδες τους η Β.Σ. επιστρέφει στην Θεσσαλονίκη στις 14.9.1945. Είναι από τις ελάχιστες Ελληνίδες που χωρίς να είναι Εβραίες, έφτασαν ως το στρατόπεδο του Άουσβιτς. Δεν πήρε από την Ελληνική Πολιτεία ποτέ ούτε καν την αντιστασιακή σύνταξη.