Papaki Sti Mpaniera 4

Page 1

το παπάκι τα λέει με τον συγγραφέ α Χρήστο Μπουλώτη

και την εικονογράφο Ίριδα Σαμαρτζή

διαβάζει βιβλία για τα χριστούγεννα και βιβλία γενικώς, πάει στo Βελιγράδι και αναρωτιέται για τα μάρμαρα που βούτηξε ο Έλ Γκέιν...


το παπάκι διαβάζει o βάτραχος στην όχθη της μπανιέρας το παπάκι συνομιλεί με τoν Χρήστο Μπουλώτη το παπάκι συνομιλεί με την Ίριδα Σαμαρτζή η μικρή γκαλερί της Ίριδας το παπάκι στην 54η Διεθνή Έκθεση Βιβλίου στo Βελιγράδι

χριστούγεννα στην μπανιέρα


Στις όχθες της μπανιέρας μας από εδώ και στο εξής θα ζει ένας βάτραχος. Είναι κάπως μουρτζούφλης αλλά διαβάζει πολύ. Θα σκοντάψετε πάνω του ξεφυλλίζοντας. Δύο εκθέσεις βιβλίου: στην 54η Διεθνή Έκθεση στο Βελιγράδι με τιμώμενη χώρα την Ελλάδα, το παπάκι ήταν εκεί και μεταφέρει το κλίμα και στην 3η Έκθεση Παιδικού και Εφηβικού Βιβλίου, θα πάει Helexpo. Από αυτό το τεύχος, ο φιλοξενούμενος εικονογράφος θα φέρνει και το παπάκι του μαζί, το οποίο θα ποζάρει στο εξώφυλλο. Εδώ, το παπάκι της Ίριδας Σαμαρτζή. Με το 4ο τεύχος του το παπάκι κλείνει ένα χρόνο. Εκείνο που μπορούμε να υποσχεθούμε με σιγουριά είναι ότι θα συνεχίσει να διαβάζει πολλά βιβλία, βιβλία για να κοιμάσαι, να ξυπνάς, να ονειρεύεσαι.

Ελένη Κατσαμά www.papakistimpaniera.gr/katsama Μυρτώ Δεληβοριά www.papakistimpaniera.gr/delivoria Αντώνης Παπαθεοδούλου www.papatheodoulou.gr το παπάκι ευχαριστεί τον Νίκο Παπαθεοδούλου για την βοήθειά του στο στήσιμο του site.




Η περιπέτεια των 4 εποχών Μαρίζα Γεωργάλου εικονογράφηση: Κατερίνα Χαδουλού εκδόσεις Καρυδάκη

Το καλοκαίρι ένα άτακτο κι άπιαστο πιτσιρίκι η Άνοιξη μια κοπελίτσα που ‘χε ήλιο στο μανίκι το Φθινόπωρο νέος μελαγχολικός, θλιμμένος και χλωμός και ο Χειμώνας ο τρανός, ο γέροντας απ’ όλους πιο σοφός. Παλιά τα όμορφα έμμετρα βιβλία χρησίμευαν στο να μάθουμε τις εποχές. Σήμερα χρησιμεύουν στο να σώσουμε τις εποχές που χάνονται, γι’ αυτό Μαρίζα Γεωργάλου με την Κατερίνα Χαδουλού βάζουν τα δυνατά τους. Αντώνης Παπαθεοδούλου


The Hat

Carol Ann Duffy εικονογράφηση: David Whittle εκδόσεις faber and faber Λοιπόν, ας με συγχωρέσουν οι λαμπρές εξαιρέσεις, αλλά η “ποίηση για παιδιά” στην Ελλάδα φαίνεται να έχει μείνει στο “φεγγαράκι μου λαμπρό φέγγε μου να περπατώ”. Θεωρώ λοιπόν αναγκαίο να σας συστήσω την ποιητική συλλογή Τhe hat της ποιήτριας Carol Ann Duffy που βρίσκω ε-ξαι-ρε-τι-κή. Αντί άλλης παρουσίασης κάνω μια απόπειρα να αποδώσω ένα απόσπασμα: ΠΟΣΟΥΣ ΝΑΥΤΕΣ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΕΝΑ ΚΑΡΑΒΙ Έναν με καρδιά ραγισμένη να κλαίει θλιμμένους κουβάδες Δύο με τέσσερα μάτια μπλε να καθρεφτίζουν τη θάλασσα Έναν με πικάντικη γλώσσα να αρχίζει καβγάδες Δύο με τέσσερα μάτια μπλε να καθρεφτίζουν τη θάλασσα Έναν με ξύλινο πόδι χορεύοντας τη σκάλα να ανεβαίνει Δύο με τέσσερα μάτια μπλε να καθρεφτίζουν τη θάλασσα Έναν με καρδιά τοξεμένη στο μπράτσο με τατού ζωγραφισμένη Δύο με τέσσερα μάτια μπλε να καθρεφτίζουν τη θάλασσα Βίρα την άγκυρα, βίρα μαντάρι ετούτο το πλοίο μακριά θα μας πάρει... Και ένα αμετάφραστο... THE SOCK Most feet stink and those that don’t unfortunately, pong Dang ding. Dang ding. Dang ding. Dang ding dong. Α.Π.


Πίτερ Παν

Τζέιμς Μάθιου Μπάρι διασκευή: Μαρία Αγγελίδου εικονογράφηση: Σβετλίν Βασίλεβ εκδόσεις Παπαδόπουλος Μπορεί ο Πίτερ Παν να έκλεισε φέτος τα 107 χρόνια από τότε που γεννήθηκε στη φαντασία του Τζέιμς Μάθιου Μπάρι, όμως αρνείται πεισματικά να μεγαλώσει και δεν μεγαλώνει. Οι τσέπες του είναι πάντα γεμάτες με καλούδια (δεν ξέρεις πότε θα χρειαστούν οι φίλοι σου λίγη από τη νεραϊδόσκονη που τους κάνει να πετούν). Ζει στη Χώρα του ΠοτέΜαΠοτέ, ένα ολοζώντανο νησί γεμάτο Ινδιάνους, πειρατές, παιδιά που έχουν χαθεί και άγρια θηρία. Το νησί κοιμάται όταν ο Πίτερ φεύγει και ξυπνάει μόνον όταν εκείνος επιστρέφει σ’ αυτό. Έτσι ο Πίτερ δεν χάνει ούτε μία από τις συναρπαστικές περιπέτειες με τους φίλους του. Η Μαρία Αγγελίδου έκανε μια εξαιρετική και τόσο απολαυστική διασκευή από το πρωτότυπο έργο και ο Σβετλίν Βασίλεβ εικονογράφησε εντυπωσιακά τις περιπέτειές του. Ο Μπάρι μεταβίβασε τα πνευματικά δικαιώματα του βιβλίου του Πίτερ Παν στο Νοσοκομείο Παίδων Όρμοντ Στριτ του Λονδίνου, μία κίνηση που έχει βοηθήσει μέχρι σήμερα χιλιάδες παιδιά. Έγραψε την ιστορία του Πίτερ Παν για να μην ξεχάσει ποτέ τα όνειρα που έκανε παιδί. Ελένη Κατσαμά


Υπάρχουν αρκούδες στην Αφρική; Σατόμι Ισικάουα μετάφραση: Έφη Μαρκοζάνε εκδόσεις Κάστωρ

Ο Μέτο ζει σε ένα χωριό της Αφρικής. Μια οικογένεια τουριστών επισκέπτεται το σπίτι του και το κοριτσάκι τους ξεχνά το μικρό της λούτρινο αρκουδάκι. Ο Μέτο τρέχει μέσα από τη σαβάνα για να τους προφτάσει και να του το επιστρέψει και ξεσηκώνει μαζί του κι όλα τα ζώα. Δεν είναι δα και μικρό γεγονός ότι έστω και για λίγο έζησε στη σαβάνα μια… αρκούδα! Το ότι ένας μικρός από την αφρικάνικη σαβάνα και ένα δυτικό κορίτσι αντιμετωπίζονται από την αφήγηση σαν ίσος προς ίσο δεν είναι το μόνο υπέροχο στοιχείο αυτής της ιστορίας. Υπάρχουν κι άλλα. Όπως η απλή γλώσσα, η όμορφη εικονογράφηση και οι πρωταγωνιστές: τα ζώα της σαβάνας με τα -παραδόξως γνώριμα σε μαςονόματά τους στα σουαχίλι. Α.Π.


Blankets

λογοτέχνες, έτσι και στα κόμικς υπάρχει μια ολόκληρη σχολή, διαρκώς διογκούμενη μάλιστα, με άλμπουμ Craig Thompson (graphic novels είναι ο αγγλικός όρος και, για να μη μετάφραση: Μπέλλα Σπυροπούλου μπλέκουμε σε καυγάδες για την ελληνική του απόδοση, εκδόσεις ΚΨΜ πέστε τον εσείς όπως θέλετε μια που ακόμα δεν υπάρχει δόκιμος όρος), τα οποία ανήκουν σε κατηγορίες (ή δεν Ένα ασπρόμαυρο κόμικς 583 σελίδων; Κι όλο αυτό ανήκουν σε καμιά απολύτως κατηγορία), αντίστοιχες με μια και μοναδική ιστορία; Και δεν θα μας κουράσει; Όχι, τις «κατηγορίες» που ανήκουν (ή που δεν ανήκουν) οι αν πρόκειται για το «Blankets» του αμερικανού Craig παραπάνω συγγραφείς. Μια ματιά σε τίτλους που έχουν Thompson, γεννημένου το 1975, που κυκλοφόρησε κυκλοφορήσει ήδη στη χώρα μας όπως τα «Συμβόλαιο τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ελλάδα το 2007. Εδώ από με τον Θεό», «Παλαιστίνη», «Το Θανατάδικο» ή το τις δραστήριες εκδόσεις ΚΨΜ. ελληνικό “Logicomix”, για να αναφέρω μερικά μόνο, θα σας πείσουν για του λόγου το αληθές.

Ελπίζω οι περισσότεροι από εσάς να έχετε πλέον κατανοήσει ότι τα κόμικς έχουν προ πολλού πάψει να απευθύνονται σε παιδιά (ή, τέλος πάντων, μόνο σε παιδιά). Εμείς το ξέρουμε αυτό ήδη από τη δεκαετία του 70, όταν στη χώρα μας άρχισαν να κυκλοφορούν τα πρώτα ενήλικα περιοδικά της τέχνης αυτής. «Ενήλικο» όμως δεν σημαίνει αποκλειστικά «ακατάλληλο μέχρι κάποια ηλικία». Κάτι που περιέχει δηλαδή βία ή σεξ ή πολιτική ή ό,τι άλλο τέλος πάντων θεωρεί η κοινωνία μας ενήλικο. Το γράφω αυτό γιατί, ακόμα και σήμερα, ακόμα και όσοι έχουν χωνέψει ότι υπάρχουν ενήλικα κόμικς, τα ταυτίζουν με τα υπερηρωικά ή, έστω, την εξ ίσου υπερηρωική μεταμοντέρνα αμφισβήτησή τους (βλ. Watchmen). Μερικά από τα παραπάνω μπορεί να είναι εξαιρετικά, δεν παύει όμως η βία να έχει τον κύριο λόγο. Ένας παραλληλισμός με τη λογοτεχνία – τηρουμένων των αναλογιών – θα ήταν χρήσιμος. Όπως ακριβώς ενήλικη λογοτεχνία δεν είναι προφανώς μόνο τα αστυνομικά, τα βιβλία τρόμου ή τα πολεμικά ή / και αντιπολεμικά, αλλά, ακόμα πιο προφανώς, και ο Τζόϊς, ο Μελβίλ, ο Κάφκα, ο Μάρκες ή εκατοντάδες άλλοι μεγάλοι

Τι είναι λοιπόν το «Blankets»; Ένα ογκώδες, αυτοβιογραφικό έργο, που αφηγείται την παιδική και εφηβική ηλικία του δημιουργού του σε μια απομονωμένη, παγωμένη πόλη της Αμερικής. Ρεαλιστική, καθημερινή και ποιητική ταυτόχρονα, καταφέρνει να καθηλώνει με την ειλικρίνεια και ταυτόχρονα να απογειώνει με την ποίησή της. Φυσικά δεν μπορούμε να ξέρουμε κατά πόσον όλη αυτή η ιστορία είναι απόλυτα αυτοβιογραφική ή πόσο έχει επέμβει η φαντασία του δημιουργού. Τι σημασία έχει όμως; Ο σπάνιος συνδυασμός ωμής αλήθειας και έντονης ευαισθησίας είναι πανταχού παρόν. Ο ήρωας έχει την ατυχία να γεννηθεί σε μια απόλυτα καταπιεστική, θρησκόληπτη οικογένεια. Γι’


αυτήν ο χριστιανισμός είναι κάτι απόλυτα μαζοχιστικό, μια φοβική μάλλον παρά οτιδήποτε άλλο θρησκεία, που γεμίζει τον πιστό ενοχές και τύψεις για οτιδήποτε έχει πράξει που μπορεί να του φέρει χαρά και ηδονή, που πλημμυρίζει την ψυχή με τον τρόμο της αμαρτίας. Φυσικά ο αφηγητής περνά μια εξαιρετικά δύσκολη, τραυματική παιδική ηλικία, που γίνεται ακόμα δυσκολότερη εξ αιτίας της ευαισθησίας του. Και η αρχή της εφηβείας του δεν φαίνεται καλύτερη. Η τέχνη, η ζωγραφική στην συγκεκριμένη περίπτωση, είναι η μόνη διέξοδος. Το κόμικς καταγράφει την πορεία χειραφέτησης από τον ασφυκτικό αυτόν κόσμο, τη δύσκολη ενηλικίωση, την σταδιακή αμφισβήτηση των αξιών με τις οποίες διαποτίστηκε και την τελική λύτρωση μέσω του έρωτα. Όχι μέσω ενός ιδανικού έρωτα, όπου όλα είναι τέλεια «και στο τέλος παντρευόμαστε», αλλά μέσω ενός δυνατού έρωτα όπως όλοι σχεδόν οι πρώτοι έρωτες της ζωής μας, καθόλου αιώνιου όμως. Φυσικά η απόρριψη της αρρωστημένης μορφής πίστης που περιγράψαμε παραπάνω είναι για τον συγκεκριμένο άνθρωπο η απόλυτη επανάσταση και το τελικό ζητούμενο για μια ομαλή ένταξη στην κοινωνία. Ναι, «αμαρτίες γονέων παιδεύουσι τέκνα», ποιος είπε όμως ότι δεν μπορεί κανείς να ξεφύγει απ’ αυτό;

Ο δημιουργός / αφηγητής έχει το θάρρος να αυτοσαρκάζεται, να είναι απόλυτα ειλικρινής σε «ευαίσθητες» προσωπικές περιοχές, να καταγράφει και να εκθέτει τα βιώματά του. Ταυτόχρονα πετυχαίνει θεαματικές ποιητικές απογειώσεις. Το ενδιαφέρον είναι ότι αυτές δίνονται με έναν άψογο συνδυασμό λόγου και εικόνας. Η εικόνα γίνεται συχνά αφαιρετική – έως και αφηρημένη – εκφράζοντας συναισθήματα

περισσότερο και εσωτερικές καταστάσεις παρά γεγονότα. Κι άλλες φορές ο λόγος ελαττώνεται βαθμιαία και τελικά εξαφανίζεται εντελώς και τη θέση του παίρνουν σειρές από μεγάλα, βουβά καρέ που η εκφραστικότητά τους αφήνει κατάπληκτο τον αναγνώστη.

Το σχέδιο του Thompson είναι απλό και ελεύθερο. Χοντρά περιγράμματα, μεγάλες επιφάνειες άσπρου και μαύρου, ποικιλία στα σχήματα των καρέ, δεν διστάζει να φτάνει μερικές φορές στα όρια του καρτουνίστικου. Να λοιπόν που υπάρχουν ακόμα και τέτοιου είδους σχέδια που το βασικό τους γνώρισμα είναι η ευαισθησία! Ειδική μνεία πρέπει να γίνει τόσο για τη μετάφραση της Μπέλλλας Σπυροπούλου όσο και για τον ενδιαφέροντα πρόλογο του Γιάννη Κουκουλά. Συνιστώ να δοκιμάσετε αυτές τις τόσο ποιητικές «Κουβέρτες». Μπορεί να σας ενθουσιάσουν, μπορεί και όχι. Είτε το ένα συμβεί όμως είτε το άλλο, το σίγουρο είναι ότι στο τέλος θα αποδεχτείτε ότι υπάρχουν ενήλικα, σκεπτόμενα κόμικς. Ότι πλέον η τέχνη αυτή έχει προ πολλού ωριμάσει. Δημήτρης Βανέλλης


Ο Σίσυφος στο μπαλκόνι

Πέτρος Τατσόπουλος εικονογράφηση: Ναταλία Καπατσούλια εκδόσεις Μεταίχμιο Ο Σίσυφος στο μπαλκόνι. Ο αδέσποτος Σίσυφος δανείζεται την ανθρώπινη φωνή και το αφηγηματικό ταλέντο του Τατσόπουλου για να μας μιλήσει για τη ζωή του. Όχι τη ζωή με τα στριμμένα παιδιά, τα επιθετικά κοπρόσκυλα και τις μοναχικές γριούλες αλλά τη ζωή με την Κυβέλη, με τα σοφά βιβλία, τους αλλεργικούς συμμαθητές, τις όμορφες και τις άσχημες στιγμές της. Πολλά ειπώθηκαν και γράφτηκαν για το πανέμορφο αυτό βιβλίο, γι’ αυτό θα αρκεστώ να πω τρεις επιπλέον λόγους για τους οποίους μου αρέσει: Λόγος 1 Η Κυβέλη κι ο Σίσυφος είναι κι οι δυό τόσο “ανθρώπινοι” κι αληθινοί χαρακτήρες που είναι σαν ο Τατσόπουλος να παίζει ένα πινγκ πονγκ τάυτισης με τον αναγνώστη. Πότε ταυτίζεσαι με την Κυβέλη και την -πολύ οικεία σε σένα- καθημερινότητά της και πότε με τον Σίσυφο και τα -εξίσου οικεία- βάσανά του. Αυτό το γεγονός έκανε για μένα το βιβλίο διπλά απολαυστικό. Λόγος 2 Όσοι γράφουμε για παιδιά έχουμε ακούσει πολλές φορές να μας ρωτούν όσοι θεωρούν την λογοτεχνία για παιδιά απλά μια πιο εύκολη λογοτεχνία: Γράφετε μόνο για παιδιά ή σκέφτεστε να γράψετε στο μέλλον και κάτι σοβαρό;Συγχωρέστε με αλλά το πρώτο πράγμα που διάβασα σε αυτό το βιβλίο και με έκανε να χαμογελάσω από ικανοποίηση ήταν η σελίδα με την εργογραφία του Τατσόπουλου και τις ημερομηνίες έκδοσης: 15 “σοβαρά” βιβλία κι έπειτα ο Σίσυφος. Ευχαριστούμε Πέτρο! Λόγος 3 Η Ναταλία Καπατσούλια που διάλεξε δύο μόνο χρώματα και τα έκανε να είναι υπεραρκετά για να ζωντανέψουν η Κυβέλη, ο γάτος της και οι περιπέτειές τους. Α.Π.


Ο Τραμ

Κώστας Μάγος εικονογράφηση: Γιώργος Σγουρός εκδόσεις Πατάκη Ο Κώστας Μάγος γράφει την τρυφερή ιστορία ενός μικρού σκύλου που μπορεί να είναι αδέσποτος, είναι όμως αρκετά τυχερός ώστε να συναντήσει ανθρώπους που θα του βρουν όνομα και σπίτι και θα τον φροντίσουν όπως του αξίζει. Άν όλοι είχαν διαβάσει μικροί ένα τόσο απλό βιβλίο ίσως οι δρόμοι να ήταν λίγο πιο φιλόξενοι για ζώα και ανθρώπους που έχουν ανάγκη. Ο Γιώργος Σγουρός διαλέγει έναν πολύ διαφορετικό τρόπο να εικονογραφήσει τον Τραμ χρησιμοποιώντας αληθινές φωτογραφίες, ίσως για να μας πει ότι η ιστορία του Τραμ μπορεί να είναι φανταστική αλλά οι δρόμοι που τον φιλοξένησαν υπάρχουν πραγματικά, όπως υπάρχουν πραγματικά αδέσποτα ζώα και άνθρωποι που δεν αδιαφορούν γι’ αυτά. Α.Π.


Ο παππούς μας άφησε

Φίλιππος Μανδηλαράς εικονογράφηση: Κατερίνα Χαδουλού εκδόσεις Πατάκη Τώρα κατάλαβα γιατί η σειρά αυτή λέγεται “στα βαθιά”. Πολλά βιβλία βουτούν στα βαθιά για να μιλήσουν στα παιδιά για την απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου. Και δυσκολεύονται. Γ ιατί καλούνται να δώσουν στα παιδιά απαντήσεις που οι μεγάλοι ακόμη δεν έχουν βρει -τους ανήλικους παίρνουν στον ώμο, ενώ κι αυτοί ψάχνουν το δρόμο… που λέει και ο Σαββόπουλος σε ένα τραγούδι του. Όταν όμως η μικρή ηρωίδα ρωτά “που είναι ο παππούς;”, ο Φίλιππος Μανδήλαράς τολμά να της δώσει μια απάντηση αληθινή: ο παππούς Μαρίνα, είναι με ένα τρόπο διαφορετικό ζωντανός όσο ποτέ. Μέσα μας. Α.Π.


Το ταξίδι των Τρολ

Ιωάννα Μπουραζοπούλου εικονογράφηση: Σοφία Τουλιάτου εκδόσεις Καστανιώτη Ο Ντο, ο Ρε, η Μι, ο Φα, ο Σολ, η Λα και ο Σι είναι εφτά Τρολ που ζουν στην ήσυχη αρμονία. Σε μια καλύβα-βάρκα με μπουγαδόσχοινα για ξάρτια και σωσίβια για κρεβάτια. Όλα έχουν αχτένιστα μαλλιά και το καθένα την παραξενιά του. Δεν ξέρουν γιατί όμως. Και μαζί τους θα ανακαλύψουμε το γιατί και τις μυστικές δυνάμεις που κρύβουν. Ένα βιβλίο που μιλάει για τη μουσική και τη δύναμή της με τον πιο πρωτότυπο τρόπο που έχω διαβάσει ποτέ. Το ωραίο όμως είναι πως και χωρίς τις μουσικές αντιστοιχίες και τους συμβολισμούς του (ξάρτια-πεντάγραμμο, τρολ-νότες κλπ), “Το ταξίδι των Τρολ” είναι από μόνο του ένα παράξενα υπέροχο παραμύθι, τόσο γεμάτο χρώματα που η εικονογράφηση έρχεται και το ξεχειλίζει. Προσοχή μη λερωθείτε από το χρώμα. Α.Π.


N awesome book by Dallas Clayton

Αυτό το βιβλίο είναι ένας ύμνος στη δύναμη του να ονειρεύεσαι. Κι άλλο να ονειρεύεσαι. Κι όταν νομίζεις ότι ονειρεύτηκες αρκετά να προσπαθείς κι άλλο να ονειρεύεσαι και να συνεχίζεις να ονειρεύεσαι... Στη δύναμη του να φαντάζεσαι τόσο δυνατά που δε φαντάζεσαι τι πρόκειται να φανταστείς. Η σύλληψη, το ποιητικό κείμενο και η εικονογράφηση είναι υπέροχα πραγματικά (το λέει και ο τίτλος άλλωστε) και ο συγγραφέας και εικονογράφος Dallas Clayton ανέβασε όλο το βιβλίο του εδώ http://veryawesomeworld.com/awesomebook/inside.html για να το διαβάσουν όλοι δωρεάν και όποιος το αγαπήσει τότε να το αγοράσει. Άν είστε αναγνώστης αξίζει να βουτήξετε μέσα στις πολύχρωμες εικόνες του, αν είστε εκδότης βρείτε γρήγορα το τηλέφωνο του κυρίου Clayton πριν σας προλάβει άλλος! Α.Π.


Το μαγικό άλογο του Χαν Γκαν Chen Jiang Hong εκδόσεις Αερόστατο

Ο Χαν Γκαν ζωγραφίζει άλογα από μικρός. Και τόσο πολύ λατρεύουν όλοι τη δουλειά του που καταφέρνει ενώ είναι πάμφτωχος να σπουδάσει στην Αυτοκρατορική Ακαδημία Ζωγραφικής της Κίνας. Πάντα όμως ζωγραφίζει τα άλογά του δεμένα. Όταν τον ρωτήσουν γιατί, θα απαντήσει πως αν τα ζωγράφιζε λυτά τότε θα ‘φευγαν από τις ζωγραφιές του και θα ‘τρεχαν ελεύθερα. Ένα βράδυ ένας πολεμιστής τού ζητά να ζωντανέψει με τη ζωγραφική του ένα θαρραλέο και δυνατό άλογο. Ο Χαν Γκαν τα καταφέρνει, αλλά δεν ξέρει ότι έδωσε ζωή σε ένα άλογο ανίκητο, ταυτόχρονα, όμως, ευγενικό και αδάμαστο… Η ιστορία ενός πραγματικού κινέζου ζωγράφου και ενός κινέζικου μύθου ενώνονται και φτιάχνουν ένα πολύ ατμοσφαιρικό κείμενο εικονογραφημένο σε μετάξι, με την ίδια τεχνική που χρησιμοποιούσε και ο Χαν Γκαν. Α.Π.


Φτιάξε τη δική σου παραμυθοσαλάτα Hilary Robinson εικονογράφηση: Nick Sharratt απόδοση: Δυο πάπιες μα ποιές πάπιες; εκδόσεις Άμμος

Και μια και μιλούσαμε παραπάνω για αναπάντεχα βιβλία, αν δεν έχετε δει την παραμυθοσαλάτα τότε μπείτε σε ένα βιβλιοπωλείο και παίξτε με αυτό το βιβλίο που κρύβει σε 26 σελίδες 2.304 αναπάντεχες ιστορίες. Μπερδέψτε την αρχή, τη μέση και το τέλος γνωστών παραμυθιών και φτιάξτε καινούργια απείρως πιο αστεία, διασκεδαστικά και ενδιαφέροντα αλλά και αρκετές φορές πιο διδακτικά από τα αυθεντικά. Α.Π.


Αυτός που αγαπώ έχει μια κόκκινη μυτούλα Michael Schober απόδοση: Μαρία Αγγελίδου εκδόσεις Αίσωπος

Λοιπόν, αν έχετε πάρει έστω και λίγο χαμπάρι τί βιβλία διαλέγει το παπάκι να παρουσιάσει θα εκπλαγείτε που διάλεξε κάτι με τόσο γλυκούλικο τίτλο. Δεν πειράζει όμως γιατί θα εκπλαγείτε ακόμη περισσότερο με τον αναπάντεχο χαρακτήρα αυτού του βιβλίου (και των 2 άλλων της σειράς) που παίζει με τη φαντασία του μικρού αναγνώστη του και την γυμνάζει σαν καλός προπονητής. Μας παραπλανεί με την εικόνα και τη ρίμα του κι εκεί που είμαστε σίγουροι ότι ξέρουμε τί θα δούμε μόλις γυρίσουμε σελίδα ξεδιπλώνεται και μας ξεγελά ξανά και ξανά! Α.Π.


Γιατί να μας επιστρέψουν τα μάρμαρα; Με αφορμή ένα λαμπερό μουσείο κι ένα παιδικό βιβλίο.

του Αντώνη Παπαθεοδούλου

Είναι νύχτα βαθειά και κατασκότεινη. Ο Μιχαήλ αγρυπνεί. Ο πόνος για τον τόπο του διώχνει τον ύπνο απ’ τα βλέφαρά του. [...] Κάθε τόσο αστράφτει και τότες, από τα δυό παράθυρα που βλέπουν κατά την ακρόπολι, φαίνεται αυτή και πάλι χάνεται. Δ. Καμπούρογλου, Η Νεράιδα του Κάστρου, Αθήνα, Δημητράκος, 1925.

Μία + 5 Καρυάτιδες Αλέξης Κυριτσόπουλος εκδόσεις Κέδρος

Ο λόρδος Έλγιν άφησε για μήνες την Καρυάτιδα που αφαίρεσε από το Ερεχθείο στο Ριζόκαστρο (Πλάκα) πριν τη μεταφέρει στο εξωτερικό. Η λαϊκή παράδοση λέει ότι οι κάτοικοι της Πλάκας άκουγαν τις μαρμάρινες κόρες να κλαίνε τη νύχτα για την αδελφή τους που τους την πήραν. Εκατό περίπου χρόνια μετά την αφαίρεση της Καρυάτιδας ο ιστορικός και συγγραφέας της Αθήνας Δημήτρης Καμπούρογλου (γνωστός και ως Αναδρομάρης της Αττικής) εμπνέεται από την παράδοση αυτή και από την αγάπη του για την Αθήνα και τα μνημεία της και γράφει ένα θεατρικό έργο με πρωταγωνιστή τον νεαρό δημογέροντα Μιχαήλ που ερωτεύεται την πετρωμένη νεράιδα του κάστρου.

Άλλα εκατό χρόνια αργότερα ο εικαστικός και συγγραφέας Αλέξης Κυριτσόπουλος εμπνέεται από τον Καμπούρογλου κι από τη δική του αγάπη για την Αθήνα του χθες και του σήμερα και γράφει με λέξεις και εικόνες το δικό του παραμύθι. Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσαν στο Ερέχθειο, πάνω στην Ακρόπολη των Αθηνών, έξι κοπέλες. Τις προστάτευε ένα λιοντάρι, ο φύλακας του Πειραιά (του Πόρτο Λεόνε). Μια μέρα ήρθε ένας πειρατής αρχαιοκάπηλος, ο Ελ Γκέιν και θέλησε να πάρει μία από αυτές, την όμορφη Αθηνά, για σκλάβα. Όταν όμως την αιχμαλώτισε, αιχμαλωτίστηκε κι εκείνος από την ομορφιά της και θέλησε να την κάνει γυναίκα του. Η όμορφη κόρη δε δέχτηκε κι έτσι εκείνος τη φυλάκισε στον Πύργο των Ανέμων, στους Αέρηδες. Και τότε εμφανίστηκε ο όμορφος πρίγκηπας Μιχαήλ για να τη γλυτώσει από τον Ελ Γκέιν που αγρίεψε, άρπαξε ό,τι μάρμαρο βρήκε μπροστά του και έφυγε παίρνοντας μαζί του και το λιοντάρι του Πειραιά... (η συνέχεια στο βιβλίο).


Και σκέφτομαι πως ίσως να είναι ετούτη η έμπνευση, η πιο τρανή απόδειξη ότι τα μάρμαρα μας ανήκουν και πρέπει να γυρίσουν σε μάς. Όχι γιατί φτιάξαμε ένα υπέροχο, λαμπερό μουσείο με μια κενή προθήκη που τα περιμένει ή γιατί είμαστε πιο καλοί στις διαπραγματεύσεις. Oύτε γιατί αν δε μας τα δώσουν δεν τους δίνουμε την Ολυμπιακή Φλόγα (να μάθουν) όπως προτείνει το πολυπληθές facebook group “no marbles, no flame”. Αλλά γιατί ίσως κανείς δεν είναι κι ούτε θα ‘ναι ποτέ, τόσο ερωτευμένος όσο εμείς, ώστε να πλάθει ασταμάτητα καινούργια πράγματα με αφορμή τούτα τα μάρμαρα, τόσες χιλιάδες χρόνια μετά. Κι ίσως το να συνεχίσουν να μας εμπνέουν και στο μέλλον τα μάρμαρα του Παρθενώνα, να ‘ναι πιο σημαντικό κι από το να επιστρέψουν ακόμη, γιατί όπως λέει κι ο Κυριτσόπουλος στο βιβλίο του ...Αλλιώς βαριέσαι. Και η αγάπη μαραίνεται.

Οι λέξεις -και οι εικόνες του Κυριτσόπουλου που αφηγούνται ακόμη περισσότερα- με μαγεύουν. Mε μαγεύει όμως πιο πολύ το γεγονός ότι η αγάπη γι’αυτά τα μάρμαρα δε σταματά να εμπνέει και να γεννά μέσα μας νέες ιστορίες όσα χρόνια κι αν περάσουν.

Υ.Γ. Κύριε Κέδρε αν συμφωνείτε έστω και λίγο με όλα αυτά, κι αν δεν το έχετε κάνει ήδη, φροντίστε τέτοια βιβλία να πουλιούνται στο νέο μας Μουσείο σε όσο πιο πολλές γλώσσες γίνεται... ίσως και να αποδεικνύουν στους επισκέπτες μας πιό πολλά, από τα βιβλία με στοιχεία αρχαιολογικά και ιστορικά ντοκουμέντα.


Το Σούπερ Ντούπερ γουρουνάκι • Ο κύριος Μπρουμ οδηγεί τρένο Daniel Napp μετάφραση: Ευαγγελία Γεωργούλα εκδόσεις Αερόστατο

Φανταστείτε ότι είστε Γερμανός εκδότης παιδικών βιβλίων. Ένα ωραίο πρωί έρχεται ο νεαρός κύριος της φωτογραφίας που ονομάζεται Daniel Napp και σας λέει: “Έχω γράψει μια ιστορία για ένα γουρουνάκι υπερήρωα της φάρμας που προσπαθεί να σώσει ένα πουλόβερ αλλά τελικά το καταστρέφει και μια άλλη με έναν αρκούδο που θέλει να γίνει μηχανοδηγός και μαζί με το χρυσόψαρό του βάζουν μπρος ένα τρένο αλλά αφού τρακάρουν σε ένα κοτέτσι ο αρκούδος αποφασίζει να γίνει χειριστής γερανού και αστροναύτης.” Σίγουρα θα τον περνούσατε για τρελό. Όταν πήγε στον εκδότη του όμως ο Daniel Napp είχε μαζί του τις πιο τρανταχτές αποδείξεις του, ότι όλα αυτά συνέβησαν πραγματικά: τις ζωγραφιές του. Τα βιβλία του εικονογράφου και συγγραφέα Daniel Napp κυκλοφορούν στην Ελλάδα από τις εκδόσεις Αερόστατο. Α.Π.

Ανατολή Ανατολών Ε. Ζάχος Παπαζαχαρίου εκδόσεις Αλήστου Μνήμης

Εντάξει το έχουμε παρακάνει. Παρουσιάζουμε στο παπάκι βιβλία για μεγάλους. Και δεν είναι η πρώτη φορά. Πριν δύο τεύχη γράφαμε για το Οριζόντιο Ύψος του Χιόνη. Έχουμε μια δικαιολογία όμως: είναι που έχουμε μια αδυναμία στους μύθους και τα παραμύθια, στις αφηγήσεις που συνεπαίρνουν μικρούς και μεγάλους και τους ταξιδεύουν στο χώρο και το χρόνο, στις ιστορίες που από αυτί σε αυτί μεγάλωσαν χιλιάδες παιδιά. Και αυτή η συλλογή τραγουδιών του Ε. Ζάχου είναι γεμάτη τέτοιες ιστορίες. Κάθε λέξη στα τραγούδια του, είναι και μια παραπομπή σε μια αληθινή ιστορία, ένα ιστορικό γεγονός ή σε ένα χορταστικό παραμύθι από την Ανατολή. Αλλά και τα ίδια τα τραγούδια μοιάζουν παραμύθια για μεγάλους, με αρχή και τέλος, με δράση και φανταστικούς ή πραγματικούς ήρωες. Αξίζει να το διαβάσετε. Και αν δεν είστε διαβαστεροί αξίζει να ακούσετε μελοποιημένα τα τραγούδια του στον δίσκο των Χειμερινών Κολυμβητών “Η μαστοράντζα του Ερντεμπίλ”. Αυτά και θα προσπαθήσουμε να μην ξανασυμβεί ;-) Α.Π.


τον βάτραχο στην μπανιέρα φωτογράφισε η

Σοφία Τουλιάτου

Στις όχθες της μπανιέρας μας ζει ένας βάτραχος. Πράσινος, φωνακλάς, ρομαντικός και λαίμαργος όπως όλοι οι βάτραχοι. Η μόνη διαφορά του από τ’ άλλα βατράχια (τα βατράχια της λίμνης, του βάλτου και του ποταμού, εννοώ), είναι πως, αντί για κουνούπια, του αρέσει να καταβροχθίζει βιβλία. Και μετά να μιλάει γι αυτά. Να τα υπερασπίζεται, να τα πολεμά, να τα χαϊδεύει και να τα πονά. Το παράδοξο με το βάτραχο, όμως, είναι πως, παρά το ξεθωριασμένο πράσινο του δέρματός του, παρά τις ρυτίδες που πολλαπλασιάζονται κάτω από τα μάτια του και το βαθύ του κόασμα που, μέρα με τη μέρα, γίνεται όλο και πιο βραχνό, του αρέσει ακόμα να διαβάζει ιστορίες απ’ αυτές που λέμε «για παιδιά». Βιβλία, δηλαδή, που απευθύνονται σε μεγάλα παιδιά, σε εφήβους και σε νέους, όπως γράφουν οι εκδότες στα οπισθόφυλλά τους. Και του αρέσει, επίσης, να τα κρίνει με κριτήρια που είναι λογοτεχνικά. Όπως κρίνει, δηλαδή και τα βιβλία που είναι για την ηλικία του, δίχως να ξεχνάει, βέβαια, το κοινό στο οποίο απευθύνονται. Tου ζήτησα, λοιπόν, να γράφει από εδώ και μπρος τη γνώμη του για τα βιβλία που διαβάζει και, πράγματι, τον είδα να στοιβάζει στην όχθη της μπανιέρας μας βιβλία ολοκαίνουργια, απ’ αυτά που μυρίζεις ακόμα την κόλλα στη ράχη τους. Μετά τον είδα να τα διαβάζει με μανία και, τέλος, τον είδα να γράφει ασταμάτητα, να σκίζει σελίδες και να ξαναγράφει, μέχρι που, μια μέρα, μου έδωσε επιτέλους το κείμενό του. Φανταστείτε, τώρα, την έκπληξή μου, όταν διαπίστωσα ότι ο βάτραχος δεν αναφερόταν σε κανένα από τα βιβλία που είχε διαβάσει (κι ήταν πολλά –να ‘στε βέβαιοι)! Θα μου πείτε, τι έγραφε τόσον καιρό; Διαβάστε και θα καταλάβετε!

Το παπάκι


Αγαπημένο μου παπάκι, όταν μου ζήτησες να σου γράφω τη γνώμη μου για τα βιβλία που διαβάζω (δηλαδή για βιβλία που απευθύνονται σε παιδιά από 9 χρονών και πάνω, έφηβους και νέους), ήταν Ιούνιος και δεν είχαν πιάσει ακόμα οι ζέστες. Η μπανιέρα μας, λοιπόν, δεν ήταν αυτό που λέμε «πολυσύχναστη». Πέταξα τη σκούφια μου με την πρότασή σου και στρώθηκα στη δουλειά. Στην πορεία, όμως, διαπίστωσα ότι δεν είναι καθόλου εύκολο αυτό που μου είχες ζητήσει. Πρώτα πρώτα, άλλο είναι να λες τη γνώμη σου σε κάποιον που γνωρίζεις (σ’ εσένα, δηλαδή, αλλά και στον ιπποπόταμο ή στον κουρδιστό δύτη και στον πιγκουίνο) για ένα βιβλίο που έχει διαβάσει κι αυτός, κι άλλο σε κάποιον που δεν γνωρίζεις και μπορεί και να σε παρεξηγήσει και να πει «γιατί διάλεξες αυτό το βιβλίο κι όχι εκείνο;». Πώς θα διάλεγα, λοιπόν, τα βιβλία; Μεγάλο πρόβλημα... Βασανιζόμουν μέρες και νύχτες για να βρω μια λύση κι έτσι πέρασε όλος ο Ιούνιος, μπήκε ο Ιούλιος, η μπανιέρα μας έγινε πολυσύχναστη (δεν είχε φύγει κανείς για διακοπές ακόμα, βλέπεις), μέχρι που ένα βράδυ, στα τέλη του Ιουλίου, απ’ αυτά που όλοι λείπουν από την μπανιέρα (αλλά όχι κι εσύ, αγαπημένο μου, παπάκι) γιατί προτιμούν τη δροσιά της θάλασσας κι ας καίγονται από τον ήλιο, τη βρήκα τη λύση. Αντί να διαλέγω εγώ τα βιβλία, θα τα άφηνα να με διαλέγουν εκείνα! Ακούγεται παράξενο, ε; Δεν είναι, όμως... Απλώς, αποφάσισα να γράφω τη γνώμη μου για τα βιβλία που μπαίνουν στην κατηγορία

«νέες κυκλοφορίες». Άντε, και κανένα εξαιρετικό χειρόγραφο που θα μου πέσει στα χέρια. Τίποτε άλλο. Άρα, αυτά θα με διαλέγουν κι όχι εγώ –έτσι δεν είναι; Αφού έλυσα αυτό το πρόβλημα, προμηθεύτηκα, που λες, τα βιβλία που είχαν κυκλοφορήσει τον Ιούνιο και τον Ιούλιο και έπεσα στην ανάγνωση. Μου άρεσαν - δεν μου άρεσαν δεν έχει σημασία. Σημασία έχει πως όταν άνοιξα το τετράδιο που μου είχες χαρίσει για να γράψω γι αυτά, συνάντησα ένα άλλο πρόβλημα. Πιο μεγάλο από το προηγούμενο. Και να σου πω ποιο ήταν αυτό: Όταν μιλάμε μεταξύ μας για βιβλία (τις βραδιές εκείνες που όλοι κοιμούνται και κανείς δεν ταράσσει την ησυχία στις όχθες της μπανιέρας), δεν χρειάζεται να αναφερόμαστε στα κριτήρια με τα οποία τα διαβάζουμε. Γνωριζόμαστε, άλλωστε τόσον καιρό κι είχαμε το χρόνο να μιλήσουμε ώρες και ώρες γι αυτά. Κι τύχει να διαφωνούμε, έχουμε πάντα την καλή διάθεση να επιχειρηματολογήσουμε υπέρ ή κατά, προβάλλοντας ο καθένας τη δική του άποψη για τη λογοτεχνία που μας ενδιαφέρει. Τώρα, όμως, που θα με διαβάζουν άνθρωποι που δεν γνωρίζω, πώς θα ξέρουν τα κριτήρια μου; Μήπως πρέπει πρώτα να τα γράψω, σκέφτηκα, να μη με παρεξηγήσουν; Και για να προλάβω την εύλογη απορία σου (γιατί να σε παρεξηγήσουν, βάτραχέ μου;) θα σου πω, καλό μου παπάκι, ότι είναι πάρα πολλοί αυτοί που χαλάνε την καρδιά τους αν κάποιος δεν τους πει τα λόγια που θέλουν ν’ ακούσουν για κάτι που αγαπούν -όπως ένα βιβλίο που έχουν γράψει, ας πούμεκαι δεν μπαίνουν στον κόπο να καταλάβουν ότι το κάνεις επειδή ενδιαφέρεσαι για τη λογοτεχνία, ας πούμε, ή επειδή πιστεύεις ότι είχαν τη δυνατότητα να το γράψουν με πολύ καλύτερο τρόπο ή, τέλος πάντων, να μην το γράψουν καν

αλλά να το ζωγραφίσουν ή να το κάνουν μουσική, χορό ή και τίποτα, στο τέλος τέλος. Καταλαβαίνεις τι εννοώ, φαντάζομαι. Είναι αλήθεια, παπάκι μου, πως η λογοτεχνία που απευθύνεται σε παιδιά, εφήβους και νέους είναι ένας κλάδος της λογοτεχνίας που έχει παρεξηγηθεί αρκετά, ίσως γιατί θεωρείται χαμηλότερων απαιτήσεων σε σχέση με τη λογοτεχνία που απευθύνεται σε ενήλικους. Πιο «εύκολος», αν θέλεις, πιο απλοϊκός ή, ακόμα, και αφελής. Δεν είναι έτσι, όμως. Η λογοτεχνία που απευθύνεται σε παιδιά, εφήβους και νέους γράφεται συνήθως από ενήλικες που επιλέγουν νεαρούς ήρωες, νεανικό περιβάλλον και προβληματισμούς και μ’ αυτά τα υλικά ζυμώνουν τις ιστορίες τους. Σημαντικός παράγοντας, λοιπόν, για να την ορίσει κάποιος, είναι να λάβει υπόψη του τα χαρακτηριστικά της κάθε ηλικίας, το οποίο σημαίνει πως η λογοτεχνία αυτή διαφέρει από τη λογοτεχνία για ενηλίκους μόνο ως προς το βαθμό κατανόησης του κόσμου και εμπειριών των αποδεκτών της. Με τον ίδιο τρόπο, διαφέρουν μεταξύ τους και τα λογοτεχνικά κείμενα που απευθύνονται σε προέφηβους, σε έφηβους και σε νέους γιατί όσο μεγαλώνει η ηλικία, τόσο μεγαλώνουν και οι απαιτήσεις του αναγνώστη ως προς τους χαρακτήρες οι οποίοι γίνονται υποχρεωτικά πιο περίπλοκοι, όπως και οι σχέσεις τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιας εξέλιξης των χαρακτήρων σε μία σειρά, αποτελούν τα βιβλία της Τζόαν Ρόουλινγκ με ήρωα τον Χάρι Πότερ, όπως κι αυτά της Λόρεν Τσάιλντ με ηρωίδα την Κλάρις Μπιν. Όμως, το αποτέλεσμα χρειάζεται να είναι αισθητικά αποδεκτό έτσι ώστε να φέρνει τον νεαρό αναγνώστη σε επαφή με την τέχνη του λόγου. Χρειάζεται, με λίγα λόγια, να ερμηνεύει τον κόσμο


(όπως ακριβώς κάνει η καλή λογοτεχνία) κι όχι απλώς να τον αφηγείται. Γιατί στην περίπτωση που τον αφηγείται (αναπαράγει, δηλαδή, κοινοτοπίες και στερεότυπα, μένει στην επιφάνεια των σχέσεων και δεν αποπειράται να ερευνήσει τα μυστήρια της ανθρώπινης ύπαρξης), προτιμώ να μη μιλάω για λογοτεχνικά βιβλία αλλά για ψυχαγωγικά. Κι εδώ πρέπει να σου πω, παπάκι μου, ότι τα σέβομαι απολύτως τα ψυχαγωγικά βιβλία (αυτά, δηλαδή, που μόνο μας διασκεδάζουν και μας κάνουν να περνάμε ευχάριστα κάποιες ώρες όπως κάνουν τα κόμικς του Ντίσνεϋ ή τα περισσότερα κινούμενα σχέδια που βλέπουμε στην τηλεόραση) μόνο που πιστεύω ότι χρειάζεται να γνωρίζει ο αναγνώστης το είδος του βιβλίου (ψυχαγωγικό κι όχι λογοτεχνικό), καθώς δεν έχει αποκτήσει ακόμη το αισθητικό κριτήριο να διαχωρίζει την τέχνη από την ψυχαγωγία (αλλά μπορεί να την υποψιάζεται). Όπως καταλαβαίνεις, αγαπημένο μου παπάκι, εμένα μ’ ενδιαφέρουν πιο πολύ τα βιβλία που ερμηνεύουν τον κόσμο και ερευνούν τις σχέσεις των ανθρώπων (είτε αυτά είναι παιδιά, είτε ενήλικες), αυτά στα οποία οι συγγραφείς θέτουν διαρκώς ερωτήματα (γιατί; πώς; ποιος; πότε; πού;) και απαντάνε πειστικά σ’ αυτά, αυτά στα οποία ο τρόπος της γραφής (το ύφος, η δομή, οι λέξεις) αποτελεί μέρος της εξερεύνησης και φανερώνει τον τρόπο που βλέπει ο συγγραφέας τον κόσμο. Με λίγα λόγια, πέρα από τους κλασικούς διαχωρισμούς (κοινωνικά μυθιστορήματα, ηθογραφικά, ιστορικά, περιπέτειες, αστυνομικά και μυστηρίου, φαντασίας και επιστημονικής φαντασίας) επιλέγω να χωρίσω τα βιβλία που απευθύνονται στις ηλικίες αυτές σε λογοτεχνικά και σε ψυχαγωγικά (δίχως αυτό να σημαίνει ότι τα πρώτα δεν μπορούν να ψυχαγωγούν –το

αντίθετο, μάλιστα). Και μ’ αυτό το κριτήριο έχω σκοπό να σχολιάζω τα βιβλία που θα διαβάζω. Βγάζω έξω, δηλαδή, τον εκπαιδευτικό τους χαρακτήρα (το «νόημα» που λένε οι δάσκαλοι στους μαθητές τους, τις γνώσεις που κομίζει και άλλα που κινούνται σε ένα επίπεδο χρηστικότητας μόνο για τους εκπαιδευτικούς) ο οποίος καταδυναστεύει τη λογοτεχνία γι’ αυτές τις ηλικίες και δεν την αφήνει να κολυμπήσει στα βαθιά της τέχνης του λόγου. Αυτά αποφάσισα να σου γράψω, παπάκι μου, γι αυτό εδώ το τεύχος κι εδώ να σταματήσω, μόνο που δεν κρατιέμαι... Διάβασα ένα σωρό βιβλία απ’ αυτά έτυχε να εκδοθούν τον Ιούνιο και τον Ιούλιο -άλλα μου άρεσαν, άλλα καθόλου και σου υπόσχομαι πως με κάποια απ’ αυτά θα ασχοληθώ την επόμενη φορά- αλλά πώς έτυχε και μου έπεσε στα χέρια το χειρόγραφο του νέου μυθιστορήματος της Αγγελικής Δαρλάση, το οποίο πρόκειται να εκδοθεί στα τέλη του Σεπτεμβρίου* (Τότε που κρύψαμε έναν άγγελο, Εκδόσεις Πατάκη, Σειρά Περιστέρια). Θα ήθελα ν’ αναφερθώ σ’ αυτό μετά την κυκλοφορία του, αφού το ‘χεις διαβάσει κι εσύ κι άλλοι που με διαβάζουν τώρα, αλλά δεν κρατιέμαι. Μια δυο κουβέντες μόνο θα πω, και θα μιλήσω διεξοδικότερα όταν θα έχει πια κυκλοφορήσει. Κι αυτό, γιατί μου ΄ναι αδύνατο να ξεχάσω τους μοναδικούς χαρακτήρες που έχει δημιουργήσει η συγγραφέας (το επιφυλακτικό Σέργιο με την ευαίσθητη φίλη του Ραλλού, τον πάντα αδικημένο Τότο με τον απατεώνα θείο του –για να αναφέρω μόνο μερικούς απ’ αυτούς), μου ‘ναι αδύνατο να διώξω από το μυαλό μου την αίσθηση στα καλαμποκοχώραφα όπου ο Σέργιος και η Ραλλού βρίσκουν τον πληγωμένο άγγελο (είναι άγγελος στ’ αλήθεια ή μήπως...;), ή να πάψω να βλέπω το σχολείο στη μέση του πουθενά με την

αυλή που είναι γεμάτη λάσπες και τα καλαμποκόχωραφα γύρω γύρω. Και μου ‘ναι αδύνατο να μη φέρνω διαρκώς στο νου μου την αριστοτεχνική εναλλαγή στην αφήγηση από τον ανεπεξέργαστο και αθώο λόγο του Σέργιου στον βιβλικό τόνο του παντεπόπτη ενήλικου (συγγραφέα;), όπως και το μελαγχολικό παιχνίδι με το μέτρημα των σταγόνων της βροχής που ανοίγει και κλείνει την ιστορία. Ένα βιβλίο, καλό μου παπάκι, που εξερευνεί τα μυστήρια της ανθρώπινης ύπαρξης (την αγάπη, το μίσος, το φόβο), που κλείνει το μάτι στον ενήλικο αναγνώστη και γοητεύει τα παιδιά –ένα βιβλίο λογοτεχνικό με όλη τη σημασία της λέξης, γραμμένο με μέτρο και ευαισθησία από μια συγγραφέα που δείχνει να σέβεται την τέχνη της και γι αυτό της βγάζω το καπέλο. Διάβασέ το και θα με θυμηθείς! Ο βάτραχος στην όχθη της μπανιέρας ΥΓ. Ο βάτραχος στην όχθη της μπανιέρας είναι ο Φίλιππος Μανδηλαράς * Σημ. παπακιού: Το άρθρο αυτό γράφτηκε τον Αύγουστο του 2009. Από τότε έχουν κυκλοφορήσει πολλά πολλά βιβλία (και το Τότε που κρύψαμε έναν άγγελο, φυσικά) και ο βάτραχος συνεχίζει να διαβάζει με μανία. Μένει να δούμε στο επόμενο τεύχος ποια βιβλία ξεχωρίζει και γιατί. Όσο για το βιβλίο της Αγγελικής Δαρλάση, ναι, το διάβασα και μου άρεσε πολύ! Κάτι ξέρει ο βάτραχος...


Ένας σπάνιος παραμυθάς είναι ο Χρήστος Μπουλώτης, ένας άνθρωπος που ξεσκονίζει τους αιώνες με το βουρτσάκι του αρχαιολόγου, που ερεθίζει τη φαντασία μικρών και μεγάλων παιδιών με ωραίες ιστορίες. Δεν τελειώνουν οι ιστορίες όταν κλείνει το βιβλίο αλλά συνεχίζουν οι ήρωες να ελπίζουν, να κρυώνουν, να κουρνιάζουν ή να τρέχουν να αυθαδιάζουν, να γελούν και να χορεύουν, πίσω από το γενναιόδωρο και γοητευτικό χαμόγελο του ποιητή, του αρχαιολόγου, του συγγραφέα, του παραμυθά. -Παραμυθένιες ιστορίες της νύχτας ή της μέρας; Από μικρός, είναι αλήθεια, έγερνα πιο πολύ προς την μεριά της νύχτας, κρατώντας πάντα παραμάσχαλα ένα γενναίο κομμάτι μέρας. Συμβαίνει όμως και το αντίθετο. Οι παραμυθένιες ιστορίες μου, πάντως, μπορεί να διαβάζονται πιο πολύ τη νύχτα, είναι φτιαγμένες όμως με τα συστατικά της μέρας. Επιμελούμαι να έχουν φως, πολύ φως, με ό,τι αυτό σημαίνει σε συμβολικό επίπεδο. -Τι σας εντυπωσιάζει πολύ όσα χρόνια κι αν περάσουν; Το ότι εκείνο το μικρό αγόρι που κουρνιάζει μέσα μου εδώ και δεκαετίες δεν λέει να μεγαλώσει. Κι όλο με παρατηρεί με το οξύ βλέμμα του, κι όλο με ελέγχει. Απαιτητικό αγόρι, πεισματάρικο. Ευτυχώς, δηλαδή. Γιατί όλες οι παραμυθένιες ιστορίες μου είναι γραμμένες, τουλάχιστον κατά το ήμισυ, με το δικό του μολύβι Faber, αρχόμενης της δεκαετίας του ’60. -Σε ποια εποχή θα πηγαίνατε με τη μηχανή του χρόνου; Ως αρχαιολόγος, ειδικευμένος στον μινωικό και μυκηναϊκό κόσμο, θα ένιωθα βολικά σε εκείνες τις μακρινές εποχές. Όχι μόνο γιατί τις γνωρίζω καλά, αλλά και γιατί, ως αθεράπευτος ερευνητής, θα είχα ενδεχομένως την δυνατότητα να απαντήσω, επιτέλους, και κάποια από τα ερμηνευτικά ερωτήματα που με ταλανίζουν ακόμη. Ωστόσο, για να είμαι ειλικρινής, αν είχα μία και μοναδική ευκαιρία να πάω ανάδρομα στον χρόνο, η επιλογή μου θα ήταν η παιδική μου ηλικία –η μόνη μεγάλη και μυθική πατρίδα κάθε ανθρώπου, η υπερπατρίδα.

-Κι όταν γυρνούσατε, σε ποιον θα λέγατε για το ταξίδι σας αυτό; Πάντα υπάρχουν γύρω μας αγαπημένα πρόσωπα για να μοιραστούμε τέτοιες υπερβατικές ιστορίες και εμπειρίες. Ανάλογα με τις τροπές του θυμικού. Μπορεί όμως να μη μίλαγα σε κανέναν για το ταξίδι αυτό. Τέλος πάντων, ας μου δοθεί πρώτα η χάρη, κι ύστερα βλέπουμε… -Πόση Λήμνο κουβαλάτε μαζί σας στην Αθήνα; Το ζήτημα δεν είναι ποσοτικό αλλά ποιοτικό. Η Λήμνος, είτε στις πραγματικές γεωγραφικές της συνιστώσες, είτε ως νοερός τόπος, εξακολουθεί να είναι το ευλογημένο καταφύγιό μου. Κοντολογίς είμαι ένας νοσταλγός, ακόμη κι όταν πατώ τα χώματά της. Γι’ αυτό και κάνω πάντα χώρο στα γραπτά μου -αρχαιολογικά και λογοτεχνικά- να εισβάλλει , να αναδύεται, από δική μου ανάγκη πρώτιστα. -Τι σκέφτεστε όταν βρίσκεστε μπροστά σε ανακαλύψεις όπως ήταν τα δακτυλικά αποτυπώματα εκείνου του Μινωίτη ειδωλοπλάστη πάνω σε πήλινο ειδώλιο γυναίκας από την Κρήτη; Το αδηφάγο του χρόνου σκέφτομαι, αλλά και συνάμα την εκπληκτική ποιητική του, που σε εμένα, τουλάχιστον, προκαλούν κάτι σαν «μεταφυσική δύσπνοια». Δεν είναι μικρό πράγμα να ακουμπήσεις τα δακτυλικά αποτυπώματα ενός ανθρώπου που έζησε πριν τέσσερις χιλιάδες χρόνια. Μια χειραψία με έναν άγνωστο στο απόλυτο σκοτάδι… Παράξενα συναισθήματα και προβληματισμοί.


-Τι θα ήταν αυτό που θα βάζατε σήμερα μέσα σ’ ένα κουτί για να το βρει ένας συνάδελφός σας αρχαιολόγος θαμμένο μετά από εκατό χρόνια; Κοφτερά συνθήματα και γκράφιτι από την αγωνία των νέων μπροστά στην αβεβαιότητα των ημερών μας. Ίσως κι ένα μπουκάλι καθαρό νερό. -Η αρχαιολογία έχει στραμμένο βλέμμα στο παρελθόν, ενώ τα παιδιά στο μέλλον. Πώς συνυπάρχουν μέσα σας η αρχαιολογία και η συγγραφή παραμυθιών; Ένας τέτοιος διαχωρισμός ανάμεσα σε παρελθόν και μέλλον είναι, σε μεγάλο βαθμό, συμβατικός. Εξάλλου -γνωστό και κοινότοπο- το μέλλον είναι αδιανόητο δίχως το παρελθόν του. Εν πάση περιπτώσει, η συνύπαρξη αρχαιολογίας και λογοτεχνίας για παιδιά γίνεται αβίαστα, και μάλιστα με τρόπο, θα έλεγα, παραπληρωματικό. Από δική μου ανάγκη πρώτιστα. -Όταν παίζουν μπουνιές ο αρχαιολόγος με τον συγγραφέα, ποιος κερδίζει; Δεν έχει πέσει στην αντίληψή μου τέτοιο μπουνίδι. Αλλά και στην περίπτωση συμπλοκής, το αποτέλεσμα θα ήταν ισοπαλία. Βρίσκω πάντα τρόπους και στρατηγικές για ειρηνική συνύπαρξη. Άλλωστε, όπως έχω πει επανειλημμένα, ο ένας τροφοδοτεί τον άλλον. Η συγγραφή λογοτεχνίας για παιδιά μου δίνει τη δυνατότητα να πάρω βαθιά ανάσα για να χωθώ βαθύτερα στο σκοτεινό δάσος της επιστημονικής έρευνας. -Μια αξέχαστη στιγμή ως αρχαιολόγος; Δύσκολο να απομονώσω μία. Ατέλειωτη αλυσίδα συγκινήσεων εδώ και τριάντα χρόνια στο πεδίο της ανασκαφής Μεγάλο προνόμιο να σκάβεις τον υλοποιημένο χρόνο, εκεί όπου λόγου χάρη σε δυο μέτρα μόνο μπορεί και να συμπυκνώνονται δυο και τρεις χιλιάδες χρόνια. Το στοιχείο της έκπληξης είναι στην ημερήσια διάταξη. Απλώς δεν πρέπει να σε συμπαρασύρει ο ενθουσιασμός τόσο ώστε να σου θολώσει την κριτική ματιά. -Μα τι μανία έχετε όλοι οι συγγραφείς με τις γάτες; Γατομανής δεν υπήρξα ποτέ. Δεν είχα στην κατοχή μου γάτες. Αν τώρα επέλεξα σε αρκετά βιβλία μου να βάλω ως πρωταγωνιστές κάποιους εκπροσώπους του συμπαθούς αυτού γένους των τετραπόδων, οι λόγοι θα πρέπει να αναζητηθούν αλλού. Ο βίος και η πολιτεία, λόγου χάρη, του γάτου της οδού Σμολένσκη δεν απέχει και πολύ από την πραγματικότητα. Πρόκειται για τον γάτο μιας φίλης και παλιάς μου συμφοιτήτριας. Και στις υπόλοιπες ιστορίες μου με γάτους πάντα μια πραγματική αφορμή. Ελένη Κατσαμά


-Τι θα έκανες για να μη χαθείς σε έναν τεράστιο λαβύρινθο, πώς θα προστάτευες τον εαυτό σου από το τέρας που θα σε περίμενε μέσα και πώς θα έφτανες στη στεριά αφού ο λαβύρινθος βρίσκεται στο πιο απομονωμένο νησί του κόσμου; Θα ζωγράφιζα μια πόρτα με μια επιγραφή EXIT απο πάνω, θα την άνοιγα και θα’βγαινα μαζί με το τέρας. Γιατί και το τέρας την έξοδο ψάχνει τόσα χρόνια, γι’ αυτό έχει αφηνιάσει. Έπειτα θα φτιάχναμε μια μεγάλη χάρτινη γέφυρα και θα φεύγαμε-για να μπορούμε να ξαναγυρίσουμε όποτε θέλουμε. -Προτιμάς να πετάς, να είσαι αόρατη, ή να ακούς τις σκέψεις των άλλων; Να πετάω. Κι επειδή δε μπορώ, σχεδιάζω όλα αυτά τα προοπτικά από πάνω, μπας και λυτρωθώ. -Ποια είναι τα όρια ανάμεσα σε μια εικονογράφηση παιδική και σε μία που απευθύνεται σε ενήλικους; Τα όρια τα βάζει η ίδια η κοινωνία.Τα παιδιά καταγράφουν χιλιάδες εικόνες καθημερινά κι εμείς συνεχίζουμε να τους πλασάρουμε χαζοχαρούμενες “ροζ” εικόνες λες και απευθυνόμαστε σε βλάκες. Παιδικά βιβλία που αγοράζω απ’έξω αν τα φέρναμε εδώ δε θα έπιαναν καθόλου γιατί η κουλτούρα μας κι η παιδεία μας είναι τέτοια που προτιμά να ‘χει βιβλία για να κοιμίζει το βράδυ τα παιδιά, παρά να τα κρατάει σε επαγρύπνηση και να τα κάνει να σκέφτονται. Κάποιες φορές έχω ενοχές για τις εικόνες μου, γιατί είμαι κι εγώ μέρος αυτής της αλυσίδας. -Από ποιους εικονογράφους ή ζωγράφους έχεις επηρρεαστεί; Πόσο χώρο έχω; Εnki Bilal, Hundertwasser, Dubuffet, Escher, Magritte, Κ. Appel, O.Dix, A. Segui, E.Schiele, M.Kerba, D.Durand, A.L.Cantone, O.Jeffers, R.Olmos κ.α.

-Τι σε εμπνέει; Με εμπνέει μια Τοσκάνη και μια Σκωτία με αυτοκίνητο, μια Ιθάκη, τα ταινιάκια του Cartoon d’or, οι μαθητές μου, ο Οδυσσέας και τέλος ο ύπνος μου όπου όλα αυτά αλέθονται και προκύπτουν οι καλύτερες ιδέες. Όλες μου τις εικόνες τις βγάζω στο μαξιλάρι μου, λίγο πριν ξυπνήσω. -Τι γνώμη έχεις για την εικονογράφηση στην Ελλάδα; Η εικονογράφηση στην Ελλάδα δε θα μπορούσε να ‘ναι αλλιώς δεδομένου ότι δεν υπάρχει σχολή που να διδάσκει αυτό αποκλειστικά. Ο εικονογράφος για μένα πρέπει να είναι με τη σειρά: παρατηρητής, σκηνοθέτης, γραφίστας, σκηνογράφος, αρχιτέκτονας, ενδυματολόγος και στο τέλος ζωγράφος. Είναι μια τέχνη που εδώ δεν εκτιμάται όσο αλλού. Και μόνο το γεγονός ότι μας δίνεται κείμενο και πρέπει σε μια βδομάδα να το κάνουμε εικόνα, τα λέει όλα. -Σου αρέσουν τα κείμενα που σου προτείνουν να εικονογραφήσεις; Θες την αλήθεια? Η λιτότητα είναι δύσκολο πράγμα και στη συγγραφή και στην εικονογράφηση. Ψάχνω τον άνθρωπο που θα λέει τα πάντα μέσα σε 3 γραμμές κειμένου. Και μια καλή ιδέα να υπάρχει, τη φορτώνουν τόσο πολύ που και καταργούν τη δική μας δουλειά και χάνεται όλη η μαγεία. Αυτή τη στιγμή, δουλεύω εικονογραφήσεις πάνω σε δικές μου ιδέες και κείμενα, όπως γίνεται από πολλούς στο εξωτερικό, κι αν ενδιαφερθεί κάποιος, ενδιαφέρθηκε.


-Εάν εικονογραφούσες ένα συναίσθημα ποιο θα ήταν αυτό και πώς θα έμοιαζε; Θα εικονογραφούσα το συναίσθημα της απώλειας γιατί δε μπορώ να το διαχειριστώ καθόλου. Και θα’κανα ένα κουστούμι με πάρα πάρα πολλές τσέπες γεμάτες με κείνους που έχουν φύγει από κοντά μου, για να το φοράω και να με ζεσταίνει. -Σε ποιο έργο ζωγραφικής θα ήθελες να βουτήξεις; Νομίζω ότι θα συμφωνήσω με τον Κουροσάβα. Θα ‘νιωθα σα στο σπίτι μου αν βουτούσα στο χωράφι με τα κοράκια του Van Gogh. -Τι σ’ ενοχλεί από την πόλη που ζεις και πώς θα το άλλαζες; Η πόλη δε μου φταίει σε τίποτα. ‘Eχει μια γοητεία έτσι όπως είναι. Οι άνθρωποι της με ενοχλούν. Αυτό το εγώ είμαι κι άλλος δεν υπάρχει, το ψώνιο, η τόση σιγουριά, η έλλειψη παιδείας, ο αντιεπαγγελματισμός. Θα ‘θελα να ξήλωνα όλη την Ελλάδα -μαζί με τη θάλασσα της- και να την τοποθετούσα στο κέντρο της Ευρώπης. Θα ήταν ένα γερό χαστούκι, θα μας έφευγε αυτή η ψευτομαγκιά και θα άνοιγαν τα μάτια μας...ε και θα ‘κανα κι εγώ τα ταξιδάκια μου κάθε ΣΚ... -Με ποια κριτήρια αναλαμβάνεις να ζωγραφίσεις ένα βιβλίο; Προλαβαίνω? Δεν προλαβαίνω? Μου λέει κάτι? Αν το τραβήξω από τα μαλλιά μπορεί να μου πει κάτι? Μπορώ να το κάνω πιο τρελό, πιο μίνιμαλ, πιο μοντέρνο, όπως θα ‘θελα ή πρέπει να είμαι η ‘Ιριδα που έχουν ήδη δει και περιμένουν? Και τέλος...θα πληρωθώ ποτέ? -Τι σε ξεκουράζει; Οι χειμερινές μου βουτιές στη θάλασσα. Αυτή η αίσθηση ότι ενώ οι άλλοι πίνουν καφέ και δουλεύουν, εγώ μαζί με μερικούς άλλους “παράνομους” κάνουμε την επανάσταση μας και κάνουμε μια τομή στο χρόνο. -Ποια σκέψη κάνεις συχνά; Πόσο θα θελα να εικονογραφούσα βιβλία μαζί με τους μαθητές μου. Το αποτέλεσμα θα ήταν απίστευτο γιατί τα παιδιά είναι οι καλύτεροι designers κι όσο κι αν προσπαθώ να φτάσω τις μορφές τους και τον αυθορμητισμό τους δε τα καταφέρνω. -Αν διάλεγες να ζωγραφίσεις έναν τοίχο της Αθήνας ποιος θα ήταν αυτός και τι θα ζωγράφιζες; Τον εξωτερικό τοίχο της πολυκατοικίας μου. Και θα ζωγράφιζα όλα τα διαμερίσματα σε τομή με τους ανθρώπους μέσα, τα έπιπλα τους, την καθημερινότητά τους, τις ζωές τους... -Ποιο είναι το ιδανικό σάουντρακ την ώρα που ζωγραφίζεις και ποιο τραγούδι θα ήθελες να εικονογραφήσεις;

Η πιο δύσκολη ερώτηση για το τέλος... Ηλεκτρονική, πειραματική, κλασσική, τζαζ, μιούζικαλ... Πως συνδυάζονται και τί προκύπτει απ’τη δουλειά μου εσείς θα το κρίνετε. Το ‘bolero’ του Ravel που αγαπώ από μικρό παιδί. Η επανάληψη του ίδιου θέματος με την πρόσθεση κάθε φορά ενός ακόμη μουσικού οργάνου με ιντριγκάρει ιδιαίτερα. Γράψε τις ερωτήσεις στις παρακάτω

απαντήσεις:

Ί.Σ.: Με ποια ρούχα θα έμπαινες στη Βουλή? Με τις πυτζάμες μου. Ί.Σ: Θα ήθελες να ξέρεις να παίζεις στο πιάνο τη Γαλάζια Ραψωδία του Gershwin? Μακάρι. Ί.Σ.: Πότε μεγάλωσες? Πριν από δέκα χρόνια. Ί.Σ.: Υπάρχουν καποιοι που θα ήθελες να εξαφάνιζες από τη ζωή σου? Δεν θα απαντούσα ποτέ σ’ αυτή την ερώτηση. Ελένη Κατσαμά

H Ίρις Σαμαρτζή γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα. Σπούδασε στη Σχολή Βακαλό Graphic design και εν συνεχεία Interior design όπου αποφοίτησε με υποτροφία. Έχει παρακολουθήσει σεμινάρια πάνω στην παιδική ζωγραφική και στη δραματική τέχνη στην εκπαίδευση. Συνεργάστηκε με τη Σχολή Βακαλό από το 2002 εώς το 2006 ως βοηθός καθηγητή στα μαθήματα Σκηνογραφίας, Product design και Αρχττεκτονική Σύνθεση-Διαμόρφωση εσωτερικών χώρων. Από το 2003 διδάσκει ζωγραφική και κατασκευές σε ιδιωτικό εκπαιδευτήριο (δημοτικό και νηπιαγωγείο). Παράλληλα από το 2004 συνεργάζεται με εκδοτικούς οίκους για την εικονογράφηση παιδικών βιβλίων. Το 2006 βραβεύτηκε από τον Κύκλο του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου με έπαινο για την εικονογράφηση του βιβλίου «Από την καλή και από την ανάποδη» και το 2008 για το βιβλίο «Το ξύπνημα των κούκων». ‘Εχει λάβει μέρος δύο φορές στην ετήσια έκθεση Trash art (2002-2003). Έχει συμμετάσχει στην επετειακή έκθεση “Το ελληνικό design-50 χρόνια σχολή Βακαλό” στο Μουσείο Μπενάκη (2009).



1. “Γίνομαι καλύτερος... με παραμύθια που σκίζουν!” Κατερίνα Μουρίκη, 2009, Διάπλαση


2,3,4. “Η αλεπού και ο σπουργίτης” Χρυσάνθη Καραΐσκου, 2008, Διάπλαση

5. “Ένα μαύρο βότσαλο που το έλεγαν Μαυρίκιο” Σύρμω Καπούτση, 2008, Διάπλαση


6. “Το νησί των αριθμών” Φωτεινή Τσάμπρα, Ζωή Σκαλίδη, 2008, Στρατής

7,8. “Το τελευταίο φύλλο” Ο’ Χένρυ, Mετάφραση: Κώστας Πούλος, 2008, Παπαδόπουλος


9. “october”

10,11. “Το δέντρο με τα ψέματα” Μαρία Αγγελίδου, 2008 Παπαδόπουλος

12. “Μελομακάρονα και κουραμπιέδες εν δράσει!” Μάρω Θεοδωράκη, 2008, Διάπλαση

13. “Το ξύπνημα των κούκων” Μάρω Σφακιανοπούλου, 2007 Ταξιδευτής


14. “december”

15,16. “Το πρώτο λουλούδι” Μάνος Κοντολέων, 2008, Πατάκη


17,18,19. “Σε μια σκηνή θεάτρου όπου όλα είναι μαγικά” Κατερίνα Μπάκα - Ματιάτου, Παναγιώτα Στρίκου - Τομοπούλου, 2006, Κέδρος


20,21. Συναυλία ροξ



22. “Το ξύπνημα των κούκων” Μάρω Σφακιανοπούλου, 2007 Ταξιδευτής


ΜΑΓΕΙΡΕΥΩ, ΑΡΑ ΥΠΑΡΧΩ – της Χαράς Γιαννακοπούλου

Μια εναλλακτική στήλη μαγειρικής (χμμμ…) με εκλεκτά υλικά εμπνευσμένα από τη λογοτεχνία (και όχι μόνο) για παιδιά και νέους.

Η Χαρά Γιαννακοπούλου είναι συγγραφέας, μεταφράστρια και μαγείρισσα (αλήθεια, χωρίς πλάκα) και λατρεύει τις παρενθέσεις. Ο αθεράπευτος έρωτας που έτρεφε για το Παπάκι προσφάτως ευοδώθηκε, αν και το ίδιο, -όσο διαρκεί η στήλη της- της έχει παραχωρήσει την Μπανιέρα του προκειμένου εκείνη να τη χρησιμοποιήσει ως μαρμίτα. Ο ζωμός δεν αναμένεται μαγικός, αλλά σίγουρα του έχει πέσει λίγο (έτσι, μια ιδέα) παραπάνω καρύκευμα. Πιάτο ημέρας:

ΠΑΠΑΚΙ ΣΤΗΝ (ΣΕΡΒΙΚΗ) ΜΠΑΝΙΕΡΑ ή αλλιώς, μια βουτιά στην

54η Διεθνή έκθεση βιβλίου στο Βελιγράδι …όπου τιμώμενη χώρα ήταν η Ελλάδα. Και μαζί της μια ομάδα από συγγραφείς, ποιητές, ακαδημαϊκούς, εικονογράφους και εκδότες, μεταξύ των οποίων και η πανευτυχής και τυχερή αφεντιά μου. Οι τιμώμενοι συγγραφείς ήταν λοιπόν: Θανάσης Βαλτινός, Χρήστος Γιανναράς, Τάκης Θεοδωρόπουλος, Βάσω Ψαράκη, Νάσος Βαγενάς, Δημήτρης Νόλλας, Κώστας Ασημακόπουλος, Ελένη Χουζούρη, Μαρία Λαϊνά, Δημήτρης Μίγγας, Νίκος Παναγιωτόπουλος, Αλέξης Σταμάτης και Χαρά Γιαννακοπούλου (ναι, αυτό το είπαμε...) Με λίγα λόγια, οι μεταφρασμένοι στη σέρβικη γλώσσα τα τελευταία δύο χρόνια, οι υποψήφιοι για το βραβείο BALKANIKA ή οι υποψήφιοι για το βραβείο ANDERSEN.

Η έκθεση αποτελεί κυρίως μια ευκαιρία να αγοράσει ο κόσμος βιβλία σε χαμηλότερες τιμές και οι προσφορές δεν αφορούν μόνο παλιότερες εκδόσεις αλλά και την καινούργια παραγωγή. Ανάκατοι εκδότες απ’ όλη την επικράτεια, με πιο εντυπωσιακούς φυσικά αυτούς που εκδίδουν βιβλία για παιδιά, πολύ υποτυπώδης παρουσία ξένων (εκτός Σερβίας δηλαδή) φορέων και εκδοτών, αναρίθμητοι επισκέπτες και πολύχρωμη φασαρία, κυρίως από μαθητές μιας και την εν λόγω βδομάδα, τα σχολεία τους φορτώνουν σε πούλμαν και τους στέλνουν βόλτα στην έκθεση.

ΤΙ ΩΡΑΙΑ!!! Σκοπός της εν λόγω έκθεσης, εδώ και πολλά χρόνια, δεν είναι μόνο η προβολή και προώθηση των βιβλίων του κάθε εκδότη.

Υπήρχε και ένας ολόκληρος όροφος αφιερωμένος στα βιβλία από δεύτερο χέρι, τα κόμικς και

τις αντίκες. Εκεί η ατμόσφαιρα ήταν εντελώς «αλλού», μύριζε βιβλίο και όχι περιτύλιγμα και καινούργιο μελάνι και οι φάτσες που κυκλοφορούσαν ήταν ιδιαίτερα ξεχωριστές. Ωστόσο, οι εκεί βιβλιοπώλες είχαν τα παραπονάκια τους, πρώτον γιατί ένιωθαν απομονωμένοι και κάποιοι επισκέπτες δεν ήξεραν καν την ύπαρξή τους (στο πατάρι της έκθεσης και ελάχιστα μέτρα κάτω από τον εντυπωσιακό θόλο), ενώ, όπως είπαν, ο θεσμός του «δευτεροχεράδικου» τείνει να εξαφανίζεται από την έκθεση χρόνο με το χρόνο. Καλό, πάντως, που υπάρχει. Όπως φαίνεται, η Σερβία διαθέτει πολλούς πολλούς εκδότες παιδικών και εφηβικών βιβλίων! Αυτός όμως που ξεχωρίζει για την αισθητική, την πληθώρα των τίτλων, τα χαμόγελα και τα θέματά του είναι το Kreativni


Centar (Δημιουργικό Κέντρο) που γιόρτασε φέτος τα είκοσι χρόνια λειτουργίας του, αλλά και τον τίτλο του καλύτερου εκδότη της έκθεσης. Είναι μια οικογενειακή επιχείρηση που βλέπει μπροστά – και να μου επιτρέψετε, πολύ πιο μπροστά από τη δική μας εκδοτική πραγματικότητα. Ανάμεσα στους τίτλους του βρίσκονται και δύο ελληνικά βιβλία: το «Μια Μπουνιά κι Ένα Φιλάκι» της Αργυρώς Κοκορέλη και το «Μπλιαχ!» της Χαράς Γιαννακοπούλου (γιούπι!). Να σημειώσουμε, ωστόσο, πως οι δύο ανωτέρω κυρίες είμαστε και οι μοναδικές προς το παρόν εκπρόσωποι του Ελληνικού παιδικού βιβλίου στη σέρβικη γλώσσα. Μακάρι, ΜΑΚΑΡΙ να ακολουθήσουν ακόμα περισσότεροι.

ΕΛΛΑΔΑ ΤΙΜΩΜΕΝΗ ΧΩΡΑ Στο Ελληνικό περίπτερο, το πρώτο καλωσόρισμα γινόταν από τον Έφηβο των Αντικυθήρων (το πιστό αντίγραφο του οποίου πρόσφερε το Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων), άγαλμα που είχε τρομερή απήχηση στην πιτσιρικαρία, που δεν έχανε την ευκαιρία να φωτογραφίζεται μαζί του άλλοτε ντροπαλά, άλλοτε άκρως ξεδιάντροπα (δε χρειάζονται λεπτομέρειες). Στημένες ημικυκλικά, οι διάφορες ενότητες: Αρχαία Ελλάδα, Μυθοπλασία, Ποίηση, Παιδικό βιβλίο κ.α. Τραπεζάκια για συζητήσεις, χώρος για ομιλίες και παρουσιάσεις βιβλίων, υποδοχή με χαμόγελα, περιέργεια για τους Έλληνες δημιουργούς.

ΠΟΛΛΗ ΠΟΙΗΣΗ Κάθεσαι (σχεδόν) αναπαυτικά στο ψηλό σκαμνί, χαζεύεις τα βιβλία, βάζεις τα ακουστικά και ακούς απαγγελίες στίχων των δύο βραβευμένων με Νόμπελ ποιητών μας Οδυσσέα Ελύτη και Γιώργου Σεφέρη. ΚΑΙ ΛΙΓΗ ΕΙΚΟΝΑ… Ναι, λίγη. Πολύ λίγη. Είδαμε Αρκά, είδαμε Παπατσαρούχα, Παρίση, Ψαράκη. Θέλαμε κι άλλα. Τελεία.

ΜΑ ΕΥΤΥΧΩΣ… Η Βάσω Ψαράκη με τα ωραία εργαστήριά της, η Εύη Γεροκώστα με τις αφηγήσεις της και η Χαρά Γιαννακοπούλου (ναι, ναι, πάλι εγώ) με το βιβλίο της «Μπλιαχ» ξεσήκωσαν το ελληνικό περίπτερο με λίγο περισσότερο χρώμα, εικόνα, φαντασία, δημιουργία. Η ΤΡΕΧΑΛΑ ΚΑΙ ΤΑ ΕΠΙΣΗΜΑ ΣΤΟΜΑΤΑ Εννοείται πως αυτοί που έριξαν το λιγότερο (έως και καθόλου) τρέξιμο ήταν οι τιμώμενοι της τιμώμενης χώρας. Γιατί, ενώ τα χαμόγελα και η προθυμία του ελληνικού περιπτέρου ήταν έκδηλα και ζεστά προς όλους, οι άνθρωποι του ΕΚΕΒΙ έριξαν ανελέητες τρελάχες για να είναι όλα όσο εντυπωσιακά τα βίωσαν οι επισκέπτες. (Ευχαριστούμε, βρε!)

Το ΕΚΕΒΙ είναι πολύ υπερήφανο για τη διοργάνωση και όχι άδικα. Σύμφωνα με την κυρία Βελισσάρη: «Από το 2001, έχει ξεκινήσει μια διπλωματία του βιβλίου. Πάμε σε πολύ σημαντικές αγορές για να επιτευχθεί μια σωστή προβολή του Ελληνικού βιβλίου. Οι χώρες που πάμε δεν είναι τυχαίες – για παράδειγμα, η συμμετοχή μας στην Ισπανία εμπεριέχει ταυτόχρονα και την προβολή μας στην αγορά της Λατινικής Αμερικής. Ανοίγουν νέοι ορίζοντες για το Ελληνικό βιβλίο, πρόκειται για μια επανάσταση, απλά και μόνο γιατί τίποτα απ’ όλα αυτά δε συνέβαινε πριν». Και καταλήγει με μπόλικο ενθουσιασμό: «Πήραμε το βιβλίο από το ‘καρότσι’ και φτάσαμε να κάνουμε διεθνή την Έκθεση της Θεσσαλονίκης. Που σημαίνει πως πλέον πολιτική βιβλίου ΕΧΟΥΜΕ. Έκθεση Παιδικού Βιβλίου ΕΧΟΥΜΕ. Εικόνα στο εξωτερικό ΕΧΟΥΜΕ!» «Και ΕΚΕΒΙ, πολύ ελπίζουμε πως θα συνεχίσουμε να ΕΧΟΥΜΕ…» σκέφτηκε μετά η συντάκτρια του εν λόγω κειμένου, μιας και τα πράγματα δε δείχνουν να πηγαίνουν καθόλου καλά τελευταία. Ναι, το ξέρω πως αυτό το σχόλιο δεν έχει άμεση σχέση με την έκθεση του Βελιγραδίου, αλλά δυστυχώς πολύ τριγυρίζει στο μυαλό όσων ασχολούνται με το βιβλίο στην Ελλάδα. Αλλά περισσότερα επ’ αυτού (ίσως) σε άλλο πιάτο…





έως τις 16

Ιανουαρίου 2010

Καθημερινά 9:00-21:00, Σάββατο 9:00-15:00

ΠΟΛΥΧΩΡΟΣ ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ ΙΠΠΟΚΡΑΤΟΥΣ 118, ΑΘΗΝΑ ΤΗΛ.: 211 3003580 FAX: 211 3003581


Φον κουραμπιές εναντίον Κόμη Μελομακαρόνη Κυριάκος Χαρίτος Εικόνες: Ντανιέλα Σταματιάδη Εκδόσεις Μεταίχμιο

Διαβάζοντας τον τίτλο νόμισα ότι είχα να κάνω με μια απλή κουραμπιεδομελομακαρονομαχία. Με άλλο ένα φαντασιόπληκτο πάθημα, από αυτά που τραβούν τα σύμβολα των Χριστουγέννων στα χέρια συγγραφέων που ψάχνουν κάθε χρόνο για μια χριστουγεννιάτικη ιδέα. Ανοίγοντας το βιβλίο του Κυριάκου Χαρίτου όμως μπήκα σε έναν εντελώς διαφορετικό κόσμο από αυτόν που φανταζόμουν. Ξέχασα τα Χριστούγεννα και ταξίδεψα σε μια ιστορία πλασμένη με τη συνταγή των παραδοσιακών παραμυθιών. Ο αρχηγός των κουραμπιέδων και ο αρχηγός των μελομακάρονων χάνονται σε μια περιπλάνηση όπου θα συναντήσουν ένα αστέρι, έναν σκίουρο, έναν αρκούδο έναν ροδοπρίγκηπα, έναν τρυποκάρυδο και τον ίδιο τον κηπουρό των ονείρων. Και όλοι θα τους ζητήσουν κι από κάτι: λίγο μέλι, αμύγδαλα, ζάχαρη ή ροδόνερο. Έτσι, προσπαθώντας να γυρίσουν στη θαλπωρή του ζαχαροπλαστείου οι δύο αιώνιοι εχθροί θα "γδυθούν" τα συστατικά που τους κάνουν διαφορετικούς και θα εκπλαγούν κι οι ίδιοι όταν μείνουν δύο όμοια μπαλάκια ζύμη. Οι μάχες θα τελειώσουν μια για πάντα και μαζί με τα συμπαθή γλυκά θα μάθουμε κι εμείς πως οι διαφορετικότητα δεν είναι λόγος διαμάχης, αλλά ο πλούτος και το στολίδι του καθενός μας, μια και κάτα βάθος είμαστε όλοι πλασμένοι από το ίδιο ζυμάρι. Η Ντανιέλα Σταματιάδη απογειώνει τους ήρωες, σχεδόν επινοώντας ένα νέο χριστουγεννιάτικο ύφος που ισορροπεί ιδανικά τη φρεσκάδα και την παιδικότητα της ιδέας του βιβλίου, με την παραμυθένια σοβαρότητα των μηνυμάτων του. α.π.


η γιαγιά, το παιδί κι ο κιθαρίστας

Φουμ, φουμ, φουμ!

αν ο μικρός Χριστός γεννιόταν στην Αθήνα του σήμερα

Αντώνης Παπαθεοδούλου εικονογράφηση: Ντανιέλα Σταματιάδη εκδόσεις Πατάκη

Τι θα γινόταν εάν ο Χριστός γεννιόταν στην Αθήνα το 2009. Μια χριστουγεννιάτικη ιστορία του Αντώνη Παπαθεοδούλου Τρεις σοφοί τρεις βασιλιάδες - στην Αθήνα του 2009 φουμ φουμ φουμ! Το τεράστιο χριστουγεννιάτικο δέντρο είναι και φέτος στολισμένο στην πλατεία Συντάγματος. Βόλτες, ευχές, ψώνια και παιχνίδια. Πλαστικά αγγελάκια με πεντακάθαρες φτερούγες και βοσκοί με προβατάκια στις θέσεις τους. Ύμνοι και τραγούδια, καμπανούλες και χρυσόσκονη παντού. Όλα είναι έτοιμα, φουμ, φουμ, φουμ. Μα. πού πάει ο Ιωσήφ κρατώντας έναν τεράστιο μπόγο και η Μαρία κρατώντας την τεράστια κοιλιά της; Τι δουλειά έχει ένα ετερόκλητο αστείο πλήθος μέσα σ’ ένα σαραβαλιασμένο κόκκινο αυτοκίνητο; Ποιος είναι ο Ηρώδης του 2009 και πώς θα γλιτώσει ο νεογέννητος Χριστός από τα νύχια του; Εάν ο Χριστός γεννιόταν στην Αθήνα του 2009, οι ρόλοι θα μοιράζονταν λίγο διαφορετικά γύρω από τη σύγχρονη φάτνη. Και σίγουρα θα υπήρχε ένας ρόλος για να διαλέξει καθένας από εμάς. Ο Αντώνης Παπαθεοδούλου έγραψε μια ξεχωριστή, σύγχρονη χριστουγεννιάτικη ιστορία, που μας θυμίζει ότι τα Χριστούγεννα είναι κάτι περισσότερο από ανταλλαγές ευχών. Ε.Κ.


Η εγγονή του Άη Βασίλη και τα μπισκότα της αγάπης Αμάντα Μιχαλοπούλου εικονογράφηση: Σοφία Τουλιάτου εκδόσεις Καστανιώτη

Η συνέχεια των περιπετειών της εγγονής του Άη Βασίλη ξεκινά με την απότομη είσοδο ενός ξωτικού που φωνάζει Ηφορτσατάκ! (όσοι ξέρετε τη γλώσσα των ξωτικών καταλάβατε). Ηφορτσατάκ! Ο Άη Βασίλης αρρώστησε. Άγιος είναι, αρρώστησε ο άνθρωπος. Κι έτσι αυτά τα Χριστούγεννα αναλαμβάνει η εγγονή του να μην αφήσει τα παιδιά παραπονεμένα. Μόνο που αντί για δώρα θα τους φτιάξει μπισκότα με τη μυστική συνταγή της. Απλό και όχι απλοϊκό βιβλίο, γραμμένο σε γλώσσα γλυκιά και όχι γλυκούλικη, χρησιμοποιεί το αγιοβασιλιάτικο ντεκόρ σαν αφορμή για να μας μιλήσει για τη γλυκιά σαν σπιτικό μπισκότο σχέση, ενός παππού όπως όλοι και μιας εγγονής όπως όλες. Α.Π.


Καλικάντζαρος είσαι και φαίνεσαι Φίλιππος Μανδηλαράς εικονογράφηση: Πέτρος Μπουλούμπασης εκδόσεις Πατάκη

Ο Φίλιππος Μανδηλαράς είναι από τους ελάχιστους σπουδαγμένους Καλικαντζαρολόγους, Ξωτικολόγους και Μελετητές Χριστουγεννιάτικων Φαινομένων του πλανήτη. Μας έχει μυήσει στα μυστικά των ξωτικών, έχει αποδείξει με μια τεράστια δημοσιογραφική έρευνα την ύπαρξη του Άη Βασίλη και φέτος έρχεται να μας αποκαλύψει καινούργια μυστικά: Ποιοί είναι οι καλικάντζαροι; που κρύβονται; πώς ακριβώς μοιάζουν και πώς θα τους αναγνωρίσουμε; Προσοχή: Μην το διαβάσετε αν δεν είστε έτοιμοι για τέτοιου είδους πληροφορίες. Γιατί καλικάντζαρος μπορεί να είναι η γιαγιά, η μαμά, ο μπαμπάς σας ή εσείς οι ίδιοι. Συγγραφέας και εικονογράφος, στήνουν φάρσες και πειράζουν ο ένας τον άλλο σαν πραγματικοί καλικάντζαροι, με αποτέλεσμα ένα υπέροχο βιβλίο που έρχεται να μας γνωρίσει καλύτερα τον εαυτό μας και να μας συμφιλιώσει με την καλικαντζαρίστικη πλευρά που όλοι κρύβουμε (ή δεν κρύβουμε). α.π.



Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.