2
Πατρίδα, πατρίδα σε τέμνουν όρη και βουνοκορφές σε διασχίζουν ποταμοί με διατρέχουν παραπόταμοι… [1] Τα βουνά καθορίζουν την Κύπρο απ’ άκρη σ’ άκρη. Ακόμη και οι περιγραφές των πόλεων και των παράκτιων περιοχών είναι ατελείς χωρίς τη συμπερίληψη των οροσειρών, στο βάθος. «Είδαμε από μακριά τον Όλυμπο. Πάντα έτσι θα είναι; Δεν θα τον δω ποτέ από κοντά;» διερωτήθηκε ο Γκουστάβ Φλομπέρ, κοιτάζοντας το βουνό από τη Λάρνακα το 1850.
«Η κορυφή του Ολύμπου» συλλογή Ίδρυμα Κ. & Ρ. Σεβέρη
Για την παρούσα ειδική έκδοση του Αυγούστου, μια συνήθεια που ξεκίνησε εδώ και τέσσερα χρόνια, επιλέξαμε ως θέμα τις Οροσειρές της Κύπρου, ιδωμένες μέσα από τα μάτια περιηγητών, ταξιδιωτών και κατακτητών, με αναφορές από τον 16ο μέχρι και τον 20ό αιώνα: από τον Λεονάρδο Dona μέχρι τον Λόρενς Ντάρελ και τον Σεφέρη, ο οποίος μνημονεύει τις Πλάτρες και τη φύση τους με το γνωστό δίστιχο: «Τα αηδόνια δεν σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς...». Πρόκειται, βεβαίως, στις πλείστες περιπτώσεις, για αναφορές ωραιοποιημένες, για Άγγλους που κάνουν πίκνικ κάτω από τα πλατύφυλλα κλαδιά των πλάτανων και για Γάλλους αρχαιολόγους που μαγεύονται από τα... ερείπια. Η φτώχια και οι δυσκολίες των ίδιων των κατοίκων, απουσιάζουν συχνά από τις περιγραφές, γι’ αυτό και η περιοχή του Τροόδους, ο Πενταδάκτυλος, το αββαείο του Μπέλλαπαϊς μοιάζουν ως τόποι ιδανικοί, συχνά παραδεισένιοι, αλλά άψυχοι. Δεν είναι, πάντως, επίπλαστοι. Οι ταξιδιώτες που κάνουν λόγο για «απερίγραπτη ομορφιά», για «το ωραιότερο μονοπάτι του κόσμου» και για «μοναδικά πανοράματα», προέρχονται από όμορφες χώρες και ταξιδεύουν σε ακόμη πιο «εξωτικούς» προορισμούς. Είναι, δε, οι πρώτοι επίσημοι «τουρίστες» της Κύπρου: κάποιοι απ’ αυτούς επιστρέφουν στο νησί, άλλοι όχι. Ωστόσο οι περιγραφές μένουν στα γραπτά τους, όπως και οι ανησυχίες μερικών για την προστασία των δασών του Τροόδους ή για τη συντήρηση των μνημείων στον Πενταδάκτυλο. Η παρούσα έκδοση του Π είναι αφιερωμένη σε μια εικόνα του νησιού που σήμερα μοιάζει ξεχασμένη ή συρρικνωμένη καθώς μεγαλώνει μπροστά μας το μεγαλείο των θαλασσών. Δεν είναι νοσταλγική. Είναι όμως κατάφυτη με ψηλά δέντρα, με ποτάμια και καθαρό αέρα, τρία στοιχεία που συνιστούν κάθε υγιή επανεκκίνηση.
1. Τετράστιχο ποιήματος της Νάσας Παταπίου από την ποιητική συλλογή «Φασγάνου Δίχα», εκδ. Αιγαίον, 2009
3
Σκίτσο της Αθηνάς Ταρσούλη στο δίτομο έργο «Κύπρος»
Κατάφυτες, πολυδαίδαλες οροσειρές Την κρίσιμη για την Κύπρο δεκαετία του 1950, ο Εθνάρχης Μακάριος κάλεσε την Αθηνά Ταρσούλη [1884-1975] στην Κύπρο για να μελετήσει και να παρουσιάσει μια ειδική έκδοση για το νησί. Η Αθηναία λογοτέχνιδα, ζωγράφος και λαογράφος, πραγματοποίησε ένα οδοιπορικό στις επαρχίες, τις πόλεις και τα χωριά της Κύπρου και συνέλεξε πολύτιμο υλικό το οποίο εξέδωσε η Εθναρχία σε δύο τόμους. Στις σελίδες τους, η Αθηνά Ταρσούλη περιγράφει μεταξύ άλλων τις οροσειρές του Τροόδους και του Πενταδακτύλου: «Όποιος δεν εδιάβηκε από τις απόκρημνες πευκοφυτεμένες πλαγιές των βουνών της Κύπρου, για να φτάσει στις απώτερες κορφές τους [...] δεν μπορεί να πει πως γνώρισε το άφθαστο μεγαλείο του Κυπριακού Ολύμπου». «Τα πανύψηλα βουνά της Κύπρου, με τις βαθίσκιωτες χαράδρες όπου δεν φτάνουν του ήλιου οι αχτίδες, διαιρούνται σε δύο κύριες, μακρότατες και πολύκορφες, οροσειρές. Πρώτο αναφέρουμε το πολυδαίδαλο συγκρότημα του πυκνοδασωμένου Τροόδους, στα νοτιοδυτικά, που αρχίζει από το ακρωτήρι του Πωμού και τελειώνει στο Σταυροβούνι -επαρχία Λάρνακας- όπου σε μιαν απόκρημνη κορφή του κρέμεται, σαν απρόσιτη αετοφωλιά, το ομώνυμο παλαιό του μοναστήρι. Στην ψηλότερη κορφή του Τροόδους, τη Χιονίστρα [1861 μέτρα ύψος], γίνονται όλο το χειμώνα χιονοδρομίες με σκι, και το καλοκαίρι, εκτός από τα ονομαστά θέρετρα που είναι ιδεώδεις τόποι παραθερισμού, στήνονται εκεί και πυκνές κατασκηνώσεις. Άλλες ψηλές κατάφυτες κορφές της οροσειράς του Κυπριακού Ολύμπου είναι το ιερό βουνό του Κύκκου [1318 μ.] με το ιστορικό, παμπάλαιο και πλουσιότερο μοναστήρι της Κύπρου, την Παναγία την Κυκκώτισσα ή Τζικιώτισσα, ζηλότυπα κρυμμένο σε μια ολοπράσινη κόγχη του βουνού, οι Αδελφοί [1658 μ.], η Παπούτσα [1553 μ.] και το βουνό του Αώου, λεγόμενο και Κιόνια ή Μαχαιράς [1420 μ.] που πήρε τ’ όνομά του από το ρομαντικό μεγάλο μοναστήρι της Παναγίας του Μαχαιρά κ.ά. Στη βόρεια πλευρά του, το νησί χαράζεται από την οροσειρά του Πενταδάκτυλου, σχεδόν γυμνή από δασό-
2. «Κύπρος», Τόμος Α’, της Αθηνάς Ταρσούλη, 1955
τοπους, με αραιές δεντροφυτείες και με πολύ χαμηλότερες κορφές. Τούτη η βουνοσειρά ξεκινάει από το ακρωτήρι του Κορμακίτη, διασχίζει την Κερύνεια και την Καρπασία, φτάνοντας σχεδόν ως το ακρωτήρι του Απόστολου Ανδρέα. Ψηλότερές της κορυφές είναι το Κυπαρισσόβουνο [1023 μ.], το Βουφαβέντο [954 μ.] με το ερειπωμένο φράγκικο καστέλι και, κάτωθέ του, την παλαιά Μονή του Χρυσοστόμου, ο καταπληκτικός σε άγρια ομορφιά και γεμάτος θρύλους, ερείπια παλατιών, κάστρων κι εκκλησιών Άγιος Ιλαρίων [728 μ.], ο Πενταδάκτυλος [741 μ.] με τα πέντε πελώρια δάχτυλα της γιγάντιας -κατά τη λαϊκή παράδοση- χερούκλας του ήρωα Διγενή Ακρίτα, ο Κόρνος [945 μ.], το Σινά [715 μ.] και τέλος η χαμηλότερη Καντάρα [671 μ.], που τη στεφανώνει, σαν ξεφτισμένη κορόνα, το παμπάλαιο φράγκικό της κάστρο με τα «εκατό σπίδκια της Ρήγαινας» που η λαϊκή φαντασία τα έχει εκεί τοποθετήσει όπως και στα κάστρα του Βουφαβέντο και του Άγιου Ιλαρίωνα. Από τα δασωμένα κυπριώτικα όρη που αναφέραμε, κι όπου περιλαμβάνεται η φημισμένη Κοιλάδα των Κέδρων και το παραμυθένιο δάσος του Σταυρού της Ψώκας [777 μ.], στα παφίτικα βουνά, διαμονή για φαύνους, σειλινούς, νύμφες και αμαδρυάδες, καθώς και από τις μαγευτικές Πλάτρες [1128 μ.], το ολόδροσο θέρετρο με τις χαριτωμένες βίλες και τα μεγάλα του ξενοδοχεία, τα θαυμαστά χωριά Καλοπαναγιώτη, Μουτουλά, Πεδουλά, Πρόδρομο, στα βουνά της Μαραθάσας, μα
και από άλλες ορεινές περιοχές, όπως η πολυδαίδαλη Πιτσιλιά, κ.ά., οι υλοτόμοι κατεβάζουν από τις πολύκολπες πλαγιές του Τροόδους φορτώματα ξυλείας που χρησιμεύουν για κάθε λογής ανάγκες της βιομηχανίας, της ναυτιλίας και γενικότερα του εμπορίου. Ο δασικός πλούτος των βουνών του Κυπριακού Ολύμπου είναι ανεξάντλητος. Από τα αρχαία χρόνια ο πράσινος αυτός χείμαρρος των πεύκων, των κέδρων, των ελατόπευκων και των ελατοκυπάρισσων με τους ουρανόψηλους και ρωμαλέους, ίδιους με δωρικές κολόνες, κορμούς ξεχυνόταν ως πέρα από τα ριζοβούνια και πλημμύριζε τις πεδιάδες. Οι αρχαίοι βασιλιάδες της Κύπρου, εκτός από την πλούσια εξαγωγή ξυλείας που έκαναν στη Νινευή και στη Βαβυλώνα, μα και τη χρησιμοποίησή της στην κατασκευή πλοίων και την εκμετάλλευση των μεταλλείων, εχάριζαν στους χωρικούς εκτάσεις ολόκληρες για να τις απαλλάξουν από το πολυπύκνωμα των δέντρων κόβοντας και ξεριζώνοντάς τα, με σκοπό την καλλιέργεια της γης. Παρ’ όλα τούτα, τα απέραντα δάση του τιτανικού Τροόδους δεν έπαψαν ν’ απλώνουν το πράσινό τους βασίλειο από τις ψηλότερες κορφές ως τις βαθίσκιωτες κοιλάδες, να τρανεύουν και να υψώνουν αγέρωχα στον ουρανό το περήφανό τους ανάστημα, σαν θεριεμένοι γίγαντες όπου, κάτω από τον ίσκιο τους, λες κι έχει στήσει τα λημέρια του ο μέγας Παν» [2]
4
«Πεύκα στο Τρόοδος» Συλλογή Ίδρυμα Κ. & Ρ. Σεβέρη
Πεύκα, αγρινά και κουμανταρία Το 1892, ο Εmile Deschamps ήταν ο πρώτος Γάλλος ταξιδιώτης που έφτασε στην Κύπρο μετά την κατάληψη του νησιού από τους Βρετανούς. Περιέγραψε τη χώρα στο βιβλίο του, Au Pays d’ Aphrodite [1898]. «Ανάμεσα στα δέντρα και στους θάμνους, το μονοπάτι γίνεται μερικές φορές απροσπέλαστο, ιδίως πάνω στους ανώμαλους και γλιστερούς βράχους, όλο και λιγότερο ορατό, καθώς σβήνουν τα ίχνη του μέσα στα χαραγμένα από το νερό αυλάκια ή στα μονοπάτια των βοσκών. Επόμενο ήταν να το χάσουμε και μετά από μιάμιση ώρα είχαμε τελείως βγει από τον δρόμο μας σε μια περιοχή όπου δεν υπάρχει ψυχή. Ταλαιπωρηθήκαμε πολύ αναζητώντας το μονοπάτι ώσπου καταφέραμε να διακρίνουμε στην κορυφή του υψώματος τις πρώτες σκηνές της αγγλικής κατασκήνωσης, στην οποία φθάνουμε με χίλιες δυσκολίες και όχι χωρίς κινδύνους για τα πόδια των ζώων μας. Υπάρχουν εδώ κάτω από τα πεύκα σε ένα στρώμα από ξεραμένες φτέρες, δώδεκα περίπου λευκές σκηνές με βοηθητικούς χώρους, όπου λαμποκοπούν τα σκεύη της κουζίνας. Μια κυρία, πολύ καλοβολεμένη, κάνει τον περίπατό της με τη συνοδεία της υπηρέτριάς της. Αυτές οι σκηνές είναι της επίσημης τηλεγραφικής υπηρεσίας και των αξιωματικών της ακολουθίας, του ύπατου αρμοστή. Είμαστε σε ένα μεγάλο και ωραίο αμαξιτό δρόμο που οδηγεί εδώ κοντά στην κατοικία του κυβερνήτη και ο οποίος κατεβαίνει μέχρι την Λεμεσό: είναι ο καλύτερος του νησιού. Λίγο ψηλότερα, ανάμεσα στα δέντρα, ένα μεγάλο σπίτι, αρκετά απλό, αλλά σε μια μαγευτική τοποθεσία, αποτελεί τη θερινή κατοικία του ύπατου αρμοστή: είναι το Government House. Άγγλοι στρατιώτες με εντυπωσιακά σακάκια που τα αφήνουν εδώ κι εκεί, δουλεύουν με αξίνες και φτυάρια. Επιτέλους φτάνουμε σε ένα ελληνικό καφενείο με κυρατζήδες, ζώα, βόδια, λάσπη, στάβλους και ένα μικρό μπακάλικο - μια πραγματικά κυπριακή γωνιά. Λίγο μακρύτερα, σκηνές τοποθετημένες στη σειρά, αποθήκες και το ταχυδρομικό γραφείο, στο οποίο έχει αποσπαστεί για τη θερινή περίοδο ένας υπάλληλος από τη Λάρνακα. Έφιπποι αξιωματικοί με πολιτικά πηγαινοέρχονται. Όλα αυτά ανάμεσα στα πεύκα δίνουν μια πολύ γραφική εικόνα. Είναι το στρατόπεδο ‘της Ανατολής’. Λίγο ψηλότερα είναι το στρατόπεδο ‘της Δύσης’. Η κυριότερη κορυφή, η Χιονίστρα, λίγο παραπάνω από την τοποθεσία με τα στρατόπεδα του Τροόδους, έχει
ύψος ακριβώς 1.954 μέτρα. Από κει η θέα απλώνεται σχεδόν σε ολόκληρο το νησί, σε ένα μεγαλοπρεπές πανόραμα. Ο καιρός είναι ακόμα άστατος. Βρέχει ολόγυρά μας και ο κίνδυνος να αποκλειστούμε κάνει έντονη την επιθυμία μας να φτάσουμε το βράδυ κιόλας στις Πλάτρες. Κατεβαίνουμε λοιπόν γρήγορα από ένα φιδωτό μονοπάτι κατά μήκος του βουνού σε μια ομαλή πλαγιά την ίδια στιγμή που ανεβαίνει ένα ατέλειωτο καραβάνι με καμήλες. Πάνω από τις Πλάτρες βρίσκεται ένα μέρος της στρατιωτικής διοίκησης, η επιμελητεία, τα ασθενοφόρα, τα συνεργεία κ.λπ. και λίγο πιο κάτω βίλες όπου παραθερίζουν οι ευκατάστατοι Κύπριοι και οι αδειούχοι Άγγλοι, που μαγεύονται από τις ομορφιές του βουνού. Πλησιάζει το τέλος του καλοκαιριού, η εποχή της ‘κατάβασης’ από το Τρόοδος. Σε δεκαπέντε μέρες δεν θα υπάρχει πια κανείς εδώ και τίποτα δεν θα μπορεί να ταράξει τη μοναξιά του Ολύμπου, παρά μόνο πότε πότε ο θόρυβος από τις μάχες των αγρινών και τα βήματα κάποιου ευσυνείδητου δασοφύλακα.
τα πιθάρια και στα δοχεία που χρησιμοποιούνται στη μεταφορά του οφείλεται η ιδιαίτερη γεύση του κρασιού που οι Άγγλοι προσπαθούν να εξουδετερώσουν. Ας προσθέσουμε ότι από αυτά τα κυπριακά αμπέλια κατάγεται και το ξακουστό κρασί της Μαδέρας. Από το 1878 οι εξαγωγές του κρασιού διακυμάνθηκαν μεταξύ 44.000 και 77.000 εκατόλιτρων, αντιπροσωπεύοντας ένα ποσοστό 70% της συνολικής παραγωγής. Όμως οι καινούριες τιμές που ισχύουν στη Γαλλία, όπου η Κύπρος προωθούσε σημαντικές ποσότητες και ο ανταγωνισμός των φθηνών ιταλικών και ελληνικών οίνων, έπληξαν καίρια την εξαγωγή τους: το 1895 δεν μπορούσαν να πουλήσουν».
Η Κουμανταρία Ο Deschamps δεν θα μπορούσε να μην παρατηρήσει την ποιότητα του κυπριακού κρασιού, για το οποίο κάνει ιδιαίτερη αναφορά: «Αν πιστέψει κανείς το μύθο, η εξαιρετική ποιότητα του κρασιού της Κύπρου δελέασε τον σουλτάνο Σελίμ Β’, τον επονομαζόμενο μέθυσο, να κατακτήσει το 1570 το νησί. Οι Ναϊτες ήταν αυτοί που έφεραν στο νησί τα πρώτα κλήματα με τα οποία δημιουργήθηκαν οι σημερινοί αμπελώνες της κουμανταρίας. Το αμπέλι καλλιεργείται τώρα στην Κύπρο σε δύο περιοχές με διαφορετικό ύψος: στα βουνά της Κερύνειας για τα κόκκινα κρασιά που επίσης δίνουν οι πεδιάδες και στον Όλυμπο, όπου συλλέγεται το σταφύλι κου κάνει την κουμανταρία μοναδικό κρασί, γνωστό και στην Ευρώπη. Δεν θα μιλήσουμε για τα γνωστά αμπέλια από τα οποία το πιο περίεργο, η εφτακοιλιά –παράξενο φυτό- δίνει έως και επτά συγκομιδές το χρόνο. Κατά την επεξεργασία, τα σταφύλια εκτίθενται στον ήλιο, πάνω στις στέγες των σπιτιών, για δέκα μέρες πριν πατηθούν. Τα μέσα που χρησιμοποιούνται είναι ακόμα πρωτόγονα. Το κρασί τοποθετείται μέσα σε μεγάλα πισσωμένα πιθάρια, 600-650 λίτρων, που δεν είναι λουστραρισμένα – το Φοινί, στη νότια πλευρά του Τροόδους, ειδικεύεται στην κατασκευή τους. Σε αυτά
Αφίσα. Συλλογή Κ. & Ρ. Σεβέρη Μεταξύ άλλων,Ίδρυμα ο Deschamps εντυπωσιάζεται
5
Μπέλλαπαϊς: Το ωραιότερο μονοπάτι του κόσμου από το αγρινό, το οποίο περιγράφει ως εξής: «Ανάμεσα στους φιλοξενούμενους του μοναστηριού [σ.σ. Κύκκου] υπάρχει ένα ζώο για το οποίο θα γράψω δυο λόγια εφόσον είναι το μόνο τριχωτό θήραμα που κατοικεί ψηλά στον Όλυμπο μέχρι το Τρόοδος. Οι ντόπιοι τα αποκαλούν αγρινά. Είναι το άγριο κριάρι της Κύπρου, είδος που τείνει να εξαφανιστεί όπως πολλά άλλα στον αιώνα μας. Στην Κύπρο, τον 14ο και 15ο αιώνα, τα δάση μάλλον ήταν πλούσια σε κυνήγι, για να έχουν οι Γάλλοι ευγενείς σπιτάκια με πολλές εκατοντάδες σκύλους. Το αγρινό μόνο μένει. Είναι πολύ δειλό ζώο και το κυνήγι του ιδιαίτερα δύσκολο, αφού είναι προικισμένο με μια σπάνια οξύτητα αισθήσεων που το βοηθά να αντιληφθεί τον εχθρό σε απόσταση δύο μιλίων ενώ διαθέτει ταχύτητα και τόλμη που το βοηθούν να αντιμετωπίζει τους καλύτερους σκύλους. Οι ντόπιοι για να υπογραμμίσουν τις ικανότητές του λένε ότι πρέπει να το πιάσεις την ημέρα κιόλας που γεννιέται. Την επομένη είναι ήδη αργά. Η αλήθεια είναι ότι, όπως όλα τα άγρια κριάρια, τα μικρά έρχονται στον κόσμο με τα μάτια ανοιχτά και περπατούν αμέσως μόλις γεννηθούν. Αυτό του μοναστηριού είναι θηλυκό και βρίσκεται κάτω από την επίβλεψη ενός νεαρού Έλληνα βοσκού που το οδηγεί κάθε μέρα, από πολύ πρωί, μαζί με δύο-τρεις από τις αγαπημένες του κατσίκες για να τρέξει στο βουνό και να βοσκήσει. Κατά τη διάρκεια της εποχής του ζευγαρώματος, γύρω στα μέσα Οκτωβρίου, γίνονται ανάμεσα στα κοπάδια αρσενικών που συναντιούνται, τρομερές μάχες. Είναι η πιο ευνοϊκή στιγμή για να το κυνηγήσεις. Στο τέλος της μάχης, τα θηλυκά περνούν στο στρατόπεδο των νικητών. Όπως και για τον ελέφαντα στην Κεϋλάνη, χρειάζεται μια ειδική άδεια του κυβερνήτη για να το σκοτώσεις, μια εξουσιοδότηση που στοιχίζει 8,75 φράγκα και ισχύει για ένα μόνο ζώο. Τα επίσημα στατιστικά στοιχεία αναφέρουν ότι στο νησί ζουν 200 ή 300 αγρινά αλλά ο αριθμός αυτός μού φαίνεται λίγο υπερβολικός.» [1] Ο John Thompson, ένας από τους σημαντικότερους φωτογράφους της Κύπρου του 19ου αιώνα, ήλθε στο νησί βρισκόμενος σε αποστολή για να φωτογραφήσει τις κύριες πόλεις, τα αξιοθέατα και τους κατοίκους, με σκοπό να γίνει γνωστό στους Βρετανούς. Η εμπειρία του από το Τρόοδος φιλοξενήθηκε στις στήλες της εφημερίδας «Τα Εικονογραφημένα Νέα του Λονδίνου» στις 9 Νοεμβρίου 1878: [2] «Διανυκτέρευσα στον Πρόδρομο με τον Άραβα διερμηνέα μου, Αμπίρ Κουρί, και τον αγωγιάτη μας. Είναι το πλησιέστερο χωριουδάκι στην κορυφή του Όλυμπου, κουρνιασμένο σε μια χαμηλότερη κορυφογραμμή. Παρατηρούσα ότι η θερμοκρασία έπεφτε όσο ανηφορίζαμε και στη διάρκεια της νύχτας θα πρέπει να κατέβαινε στους σαράντα βαθμούς Φάρεναϊτ [σχεδόν πέντε βαθμούς Κελσίου]. Γύρω από τον Όλυμπο οι πλαγιές είναι σκεπασμένες από πανέμορφους κέδρους και άλλα δέντρα, αρκετά από τα οποία έχουν κοπεί πρόσφατα αλλά απομένουν ευτυχώς πολλά ακόμη. Έδινε την εντύπωση έντονης διαμαρτυρίας για την ιεροσυλία που διαπράξαμε φωτογραφίζοντας για πρώτη φορά το άβατο αυτού του τόπου. Ξεπεζέψαμε κι αναρριχηθήκαμε μέχρι πάνω, ενώ η βροχή και το χαλάζι έπεφταν καταρρακτωδώς. Ο καιρός δεν μας αποθάρρυνε ωστόσο, και με καθυστέρηση μιας περίπου ώρας και κάτω από ένα φιλικό φως, φωτογραφίσαμε ό,τι απομένει από τον ιερό τόπο. Καταφύγιο -έξω από αυτό που φαίνεται στη φωτογραφία- δεν είχαμε. Ο διερμηνέας μου, τυλιγμένος με το σεντόνι, φρόντιζε τη φωτογραφική μηχανή. Για λεπτομέρειες σχετικά με την κατάστασή μας, παραπέμπω τον αναγνώστη στην γκραβούρα. Το χειρότερο απ’ όλα ήταν ότι η ομπρέλα μου αποδείχθηκε άχρηστη, το ψάθινο καπέλο μου μούσκεψε και τα παπούτσια μου καταστράφηκαν τελείως στη διάρκεια της κατάβασής μας, που έγινε με τα πόδια».
Το ερειπωμένο μοναστήρι του Μπέλλαπαϊς, από το βιβλίο «Κύπρος 1878-1900: μια ιστορική αναδρομή μέσα από γκραβούρες»
Ανάμεσα στους πρώτους αρχαιολόγους και οριενταλιστές που βρέθηκαν στην Κύπρο αναζητώντας τη χώρα προτίμησής τους στα 1850, ήταν και ο Γάλλος αρχιτέκτονας Edmond Duthoit. Ο Duthoit άφησε πίσω του έναν πλούτο από περιγραφές και σκίτσα. Από την Κύπρο έστειλε στην οικογένειά του ως δώρα παραδοσιακά γλυκά, πορτοκάλια και κρασί «που δεν πρέπει να φυλάγεται σε μπουκάλια, χωρίς καν να ανησυχείτε ότι το αφήσατε ανοιχτό». Τον εντυπωσίασε περισσότερο η κουμανταρία. Αγόρασε επίσης κεντητά μεταξωτά μαντήλια και βραχιόλια φτιαγμένα με τον κυπριακό τρόπο και τα έστειλε στις αδελφές του. Σε ένα γράμμα προς τη μητέρα του, στις 24 Φεβρουαρίου 1865, γράφει: «Από τη Λευκωσία πήγαμε στην Κερύνεια μέσω του ομορφότερου μονοπατιού στον κόσμο, καταλήγοντας στα μέσα μιας κοιλάδας ή μάλλον σε ένα βαθύ φαράγγι γεμάτο μυρτιές και πικροδάφνες, με την πόλη την ίδια δίπλα στη θάλασσα, πολύ γραφική... Το Μπέλα είναι το κόσμημα στο στέμμα του νησιού. Πουθενά δεν έχω ξαναδεί τόση ομορφιά ούτε τόσο
πλούσια ύπαιθρο. Όπου κι αν στρέψει κανείς το βλέμμα, η θέα αλλάζει αλλά παραμένει πάντοτε μαγευτική. Τίποτα δεν είναι ομορφότερο από τη θέα που απλώνεται από το αββαείο από τα ανατολικά όταν ο ήλιος ετοιμάζεται να κάνει τη βουτιά του στη θάλασσα. Τα βουνά φωτίζονται με τα πιο υπέροχα και ποικίλα χρώματα περνώντας διαδοχικά από το φωτεινό κόκκινο στο έντονο γαλάζιο. Η θάλασσα παίρνει παρόμοιες αποχρώσεις και όσο για τον ουρανό, είναι απερίγραπτος με μιαν εκπληκτική καθαρότητα». [3] Και κάπου αλλού: «Κολοσσιαία αιχμηρά βουνά που ξεπερνάνε λόφους απίστευτα γόνιμους και κάτω απ’ αυτά τα γυμνά βράχια το χωριό του Μπέλλαπαϊς και το αββαείο, οι ελιές, οι πορτοκαλιές, οι λεμονιές, οι αμυγδαλιές, οι ροδακινιές που σχηματίζουν δάση απέραντα και ποτίζονται από ένα πλήθος από διαυγείς μικρούς καταρράκτες που πέφτουν με έντονο θόρυβο από το ύψος των βράχων». [4] Ο Duthoit παρέμεινε στο Μπέλλαπαϊς για τρεις μέρες και σχεδίασε τους προμαχώνες, την τραπεζαρία, την εκκλησία, τους κοιτώνες και το περιστύλιο της εσωτερικής αυλής.
1. «Στην Κύπρο τη χώρα της Αφροδίτης: από το ημερολόγιο ενός ταξιδιώτη», του Εmile Deschamps, επιμέλεια Σταύρου Γ. Λαζαρίδη, εκδ. Πολιτιστικό Κέντρο Ομίλου Λαϊκής, Λευκωσία, 2005 2. «Κύπρος 1878-1900: μια ιστορική αναδρομή μέσα από γκραβούρες», Σταύρος Γ. Λαζαρίδης, Λευκωσία 1984 3. «Στο ωραιότερο μονοπάτι του κόσμου», Ρίτα Κ. Σεβέρη, εκδ. Συγκρότημα Τράπεζας Κύπρου, Λευκωσία 1999 4. «Η Νήσος Κύπρος: φωτογραφικό οδοιπορικό από τον 19ο στον 20ό αιώνα», Lucie Bonato, Χάρης Γιακουμής, Kadir Kaba, εκδ. Εν Τύποις
6
Μεταξύ των ετών 1924 και 1928, η εικονογράφος, σχεδιάστρια μόδας, συγγραφέας παιδικών βιβλίων και σκηνογράφος θεάτρου Gladys Peto [1890-1977], βρέθηκε στην Κύπρο ακολουθώντας τον σύζυγό της Cuthbert Lindsey Emmerson, ο οποίος ήταν αξιωματούχος των ιατρικών υπηρεσιών των βρετανικών αποικιακών δυνάμεων. Στα τέσσερα αυτά χρόνια πήγαν πρώτα στη Μάλτα, έπειτα στην Κύπρο και μετά στην Αίγυπτο. Η Gladys Peto έγραψε δύο ‘ταξιδιωτικούς οδηγούς’, που θα ήταν χρήσιμοι για τους Άγγλους που θα διέμεναν στις τρεις αυτές χώρες. Στην Κύπρο αφιέρωσε τις 150 από τις 260 σελίδες του μικρού αλλά πυκνογραμμένου βιβλίου Malta and Cyprus [1], όπως και 12 εικόνες που σχεδίασε η ίδια. Οι περιγραφές της Gladys Peto για την Κύπρο είναι μοναδικές: επικεντρώνεται μεν στον τρόπο με τον οποίο ζούσαν οι Βρετανοί στις πόλεις και βεβαίως στο Τρόοδος και τις Πλάτρες όπου περνούσαν τους καλοκαιρινούς μήνες απολαμβάνοντας τη δροσιά των βουνών, ωστόσο σκιαγραφεί και τη ζωή των Κυπρίων, της αγροτικής κοινωνίας, των γυναικών και των ανδρών στις πόλεις και στα χωριά. Εξάλλου, ήταν πρακτική και των εύπορων Κυπρίων η μετάβαση στα ορεινά θέρετρα ενώ, όπως αναφέρει η ίδια, όταν καλούσαν κόσμο στο σπίτι τους, προσέφεραν θαυμάσια σάντουιτς με χαβιάρι ή φουά γκρα, ελιές και αντζούγιες. «Στις δε κοσμοπολίτικες, γραφικές Πλάτρες», όπως εύστοχα επισημαίνει η Έλενα Αντωνιάδου [2], «δεν είναι τα αηδόνια του Σεφέρη που δεν σε αφήνουν να κοιμηθείς, αλλά οι ήχοι του ταγκό και της τζαζ και οι χοροί στα ξενοδοχεία της που κρατούν ώς την αυγή». Για αυτούς τους χορούς, ξεκινούσαν από τη Λεμεσό νεαροί με τις συνοδούς τους για να φτάσουν στις Πλάτρες, ενώ οι χωρικοί έπαιρναν κλεφτές ματιές από τα παράθυρα, συντροφιά με τις κατσίκες και τα γαϊδούρια τους... Από το βιβλίο της Gladys Peto, μπορεί κανείς να εξάγει πολύτιμες πληροφορίες για την Κύπρο των αρχών του ’20: Ότι υπάρχει ένα σχέδιο για να καταστούν οι Πλάτρες κέντρο χειμερινών σπορ [και η ίδια με τον ιδιότυπο σαρκασμό της αναφέρει πως για να γίνει κάτι τέτοιο χρειάζεται... χιόνι]. Ότι καταβάλλεται μεγάλη προσπάθεια για την προστασία των δασών στο Τρόοδος [έκτοτε] και ότι στην Κύπρο μπορείς να πάρεις το σκύλο σου όπου θες, από το σινεμά μέχρι το εστιατόριο του ξενοδοχείου...
Τρόοδος:
Πίκνικ και κουκουνάρια 1. Όσοι συγγραφείς έγραψαν βιβλία για την Κύπρο
στα πολύ παλιά χρόνια, προειδοποιούσαν τους αναγνώστες τους για τους τρομερούς δράκους που κατοικούν στην οροσειρά του Τροόδους. Αν έγραφα εγώ ένα βιβλίο στο ύφος εκείνων που γράφονταν για τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών της βικτοριανής εποχής, θα έπαιρνα την ευκαιρία για να επισημάνω πως οι δράκοι εξακολουθούν να κατοικούν εκεί. Ο Δράκος ο Θερμοκέφαλος, ο Δράκος ο Ζηλιάρης, ο Δράκος ο Δυσφημιστικός, ο Σκανδαλώδης και ο Συκοφάντης, όλοι ζουν στο Τρόοδος μέχρι και σήμερα, συναθροίζονται στο κλαμπ και βγάζουν από το στόμα τους φωτιές και θειάφι. Το Τρόοδος, κι αυτό είναι κάτι που πρέπει να θυμόμαστε, βρίσκεται έξι χιλιάδες πόδια πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Οι διαθέσεις σε αυτό το υψόμετρο είναι πολύ ‘λεπτές’. Όλοι μοιάζουν να είναι περίεργα ενθουσιώδεις και πολύ κοντά σε υστερικό ξέσπασμα γέλωτα ή δακρύων. Επιπλέον, δεν υπάρχει σχεδόν τίποτα για να κάνεις εκεί, καθόλου καταστήματα και πολύ λίγη ψυχαγωγία ενώ οι πλείστες γυναίκες είναι ζωντοχήρες και άρα δεν επηρεάζονται από τους περιορισμούς που θα
μπορούσε να τους θέτουν οι σύζυγοί τους. Ωστόσο, είναι γνωστό πως ο κόσμος απολαμβάνει υπερβολικά το Τρόοδος. Οι γονείς με παιδιά σχολικής ηλικίας, είναι πανευτυχείς γιατί αρέσει πολύ στα παιδιά. Και όσοι ερωτοτροπούν, όμως, απολαμβάνουν το καλοκαίρι όσο και εκείνοι που, όπως η κυρία Έλτον της Τζέιν Όστιν, «είναι ευλογημένοι με πολλές εσωτερικές αρετές». Επιπλέον, οι επισκέπτες από την Αίγυπτο που έρχονται για μερικές μόνο βδομάδες, εκτιμούν το Τρόοδος πάρα πολύ, γιατί είναι δροσερό και ευχάριστο μετά από ένα αιγυπτιακό καλοκαίρι και διαθέτει, βεβαίως, τα πιο όμορφα και εντυπωσιακά πανοράματα. Εξάλλου, η διαδρομή από την ακτή μέχρι την κορυφή του βουνού, είναι αξέχαστη.
2. «Είναι ωραία η διαδρομή;» ρώτησε ένας φίλος μου
που είχε μόλις φτάσει στη Λεμεσό, τον οδηγό του αυτοκινήτου που ενοικίασε για να τον μεταφέρει στο Τρόοδος. «Πολύ ωραία» είπε ο οδηγός. «Και είναι επικίνδυνη;» «Πολύ επικίνδυνη» απάντησε ο οδηγός εμφατικά.
Αλλά φαντάζομαι πως είναι διαχειρίσιμη σε σχέση με τους δρόμους των Ιμαλαϊων. Η διαδρομή από τη Λεμεσό στο Τρόοδος είναι, πράγματι, υπερβολικά ωραία. Ιδιαίτερα όμορφη είναι η πρώτη θέα της ορεινής περιοχής. Καθώς οδηγείτε ανάμεσα στους γνωστούς αγρούς και τα χαρουπόδεντρα, ξαφνικά το αυτοκίνητο παίρνει την ανηφόρα και εμφανίζεται μπροστά σας μια χαράδρα με πανύψηλες κορφές και μια μικρή ρεματιά πιο κάτω. Παραδόξως, η ρεματιά μεγαλώνει καθώς ο δρόμος ανηφορίζει. Ροζ πικροδάφνες και λεύκες ξεπετάγονται στο πλάι. Έπειτα διασχίζετε τον ποταμό περνώντας πάνω από μια σιδερένια γέφυρα. Ο δρόμος διευρύνεται με ανηφόρες και στροφές. Απίστευτα συναρπαστικές εικόνες ξεδιπλώνονται σε κάθε πλευρά και οι σκιές από τα σύννεφα ταξιδεύουν πίσω απ’ τους λόφους. Στο δρόμο, ο οποίος έχει φτιαχτεί με θαυμαστό τρόπο στην άκρη του γκρεμού κατά το μεγαλύτερο μέρος του, συναντάτε σε κάθε δεύτερη στροφή κι ένα άλλο αυτοκίνητο στους δυο τροχούς. Νομίζει κανείς πως η επόμενη στροφή θα είναι και η τελευταία. Ωστόσο, θα επιβιώσετε.
3.
Σεβαστός αριθμός από ξύλινα κυβερνητικά σπιτάκια είναι χτισμένα στο Τρόοδος. Κατ’ ακρίβειαν, μέχρι πρόσφατα κανένας ιδιώτης δεν είχε άδεια να χτίσει σε εκείνη την περιοχή. Τα σπιτάκια είναι επιπλωμένα και διαθέτουν πορσελάνινα σερβίτσια κλπ και παραχω ρούνται σε οικογένειες ανώτερων αξιωματούχων κατά σειρά προτεραιότητας – λαμβάνονται ιδιαίτερα υπόψη όσοι έχουν μικρά παιδιά. Οι πολύ νέοι και άτεκνοι που δεν δικαιούνται κάποια στέγη, μπορούν να μείνουν στο ξενοδοχείο ή στον κατασκηνωτικό χώρο που είναι γνωστός ως Miss Young’s Camp. Και οι δύο επιλογές είναι φτηνές, προσφέρουν άνεση και έχουν πολλούς επισκέπτες κάθε καλοκαίρι. Υπάρχει, βεβαίως, και η γη που ανήκει στο Πολεμικό Τμήμα, στην οποία βρίσκονται κάποια κτήρια. [...] Υπάρχει και ένα υποκατάστημα της Οθωμανικής Τράπεζας που ανοίγει κάθε Παρασκευή και Σάββατο πρωί. Εκεί βρίσκεται κι ένα παντοπωλείο ή κάτι τέτοιο, το μικρό μαγαζί που ονομάζεται «Σωκράτης, υποδηματοποιός», ένα φωτογραφείο και ένας πάγκος από φθαρτά στην καντίνα. Αυτά είναι όλα κι όλα τα καταστήματα που προσφέρονται για ψώνια, εκτός από την υπαίθρια αγορά, με φρούτα και κρέας που συνήθως γίνονται ανάρπαστα μέχρι τις εννέα το πρωί. Για τις κυρίες που θεωρούν ό,τι καλύτερο τα πρωινά ψώνια, τις περιμένουν
7
Φωτογραφία Reno Wideson από την έκδοση «Cyprus: Images of a lifetime», Demetra Publications κάτω: Παράθυρο με θέα το Τρόοδος. Εικόνα της Gladys Peto
δυσάρεστες εκπλήξεις καθώς ανεβαίνουν στο βουνό. Την τροφοδοσία στο Τρόοδος την αναλαμβάνει, ευτυχώς, ο μάγειρας. Με την ανατολή του ήλιου πηγαίνει στην αγορά για να πάρει ό,τι είναι εκείνη την ώρα διαθέσιμο. Θα σας πει, κι αν θέλετε πιστεύετε, πως τα καλύτερα κομμάτια κρέας είναι κρατημένα για τους ανώτερους αξιωματούχους και το πιθανότερο είναι πως θα επιστρέψει από την αγορά μόνο με τα αυτιά και την ουρά. Τουλάχιστον έχει πολύ καλά φρούτα στο Τρόοδος. Νωρίς στη σεζόν μπορεί κανείς να βρει εξαιρετικά κεράσια τεραστίων διαστάσεων. Για πιο απαιτητικά ψώνια φθαρτών, γίνονται παραγγελίες στη Λευκωσία ή στη Λεμεσό ή όποιο άλλο λιμάνι επιθυμείτε. Τέτοιου είδους δέματα μεταφέρονται με το όχημα του ταχυδρομείου.
Ο ήλιος βουτά στη θάλασσα με τον πλέον ενδεδειγμένο τρόπο και η θέα του νησιού που εκτείνεται από κάτω είναι συγκλονιστική και μεγαλοπρεπής. Απ’ εδώ μπορείτε να δείτε τη μακρινή ακτή της Ανατολίας, μια άγρια και συνάμα ρομαντική περιοχή.
4.
Το μικρό οίκημα του κλαμπ, με τους πέτρινους πυργίσκους, βρίσκεται στο επίκεντρο της ζωής και της ευχαρίστησης. Αποτελείται από μια ωραία, μεγάλη αίθουσα η οποία χρησιμοποιείται μερικές φορές για τη διοργάνωση χορών. Έξω υπάρχει ένα μακρύ πέτρινο μπαλκόνι με τραπέζια. Σε κάθε άκρη του οικήματος υπάρχει ένας στρογγυλός πυργίσκος. Πιστεύω πως αυτοί οι πυργίσκοι είχαν χτιστεί για να εξυπηρετούν ως δωμάτια για μπριτζ, ωστόσο χρησιμοποιούνται ως χώροι ξεκούρασης όταν έχει χορό ή τα απογεύματα από εκλεκτές κουτσομπόλες κυρίες που ξεχνούν πως τα παράθυρα των πυργίσκων είναι ορθάνοιχτα και πως οι συζητήσεις τους ακούγονται άνετα. Το κλαμπ διαθέτει δύο πολύ καλά γήπεδα του τένις, τα οποία έχουν μεγάλη ζήτηση. Κάθε σεζόν πραγματοποιείται και τουρνουά, και οι φιλάνθρωποι που αναλαμβάνουν το ρόλο του διαιτητή θα πρέπει να εισπράττουν μεγάλο σεβασμό και πολλά ευχαριστώ απ’ όλους. Υπάρχει και μια μικρή αίθουσα στο κλαμπ, η οποία είναι πάντα κρατημένη ως καταφύγιο ανδρών που δεν αντέχουν άλλο τη γυναικεία μουρμούρα και πάνε εκεί για να παίξουν μπριτζ.
5. Η εναλλακτική μορφή απογευματινής ψυχαγωγί-
ας, αν νιώθετε πως δεν αντέχετε να πάτε στο κλαμπ, είναι να ανεβείτε άλλα εκατό πόδια μέχρι την κορυφή του Ολύμπου, κι απ’ εκεί να δείτε το ηλιοβασίλεμα. Μια ξύλινη πινακίδα με χαραγμένα κακογραμμένα αρχικά και ονόματα στην αγγλική και ελληνική γλώσσα, αλλά και τσόφλια αβγών και εφημερίδες από παρατημένα πίκνικ σηματοδοτούν την κορυφή του Ολύμπου.
Με την ολοκλήρωση του ηλιοβασιλέματος, μπορείτε να κατηφορίσετε ξανά μέσα από ένα γοητευτικό μονοπάτι μέσα από το πευκόδασος. Τα πεύκα προστατεύονται με πολλή προσοχή στις μέρες μας. Κατ’ ακρίβειαν, δεν δικαιούστε να μαζέψετε καν τα κουκουνάρια για να ανάψετε φωτιά, που υπό κανονικές συνθήκες θα έπρεπε να αντικαθιστούν το θρουμπί. Δεν ξέρω γιατί οι δασονόμοι πιστεύουν πως ο κάθε σπόρος σε κάθε κουκουνάρι θα μεγαλώσει και θα γίνει πεύκο ακόμη κι αν αφήσεις εκεί τα κουκουνάρια για πάντα. Για την ακρίβεια, δεν τα αφήνεις, αφού το μικρό έγκλημα των κουκουναριών πολύ φοβάμαι ότι διαπράττεται κάθε μέρα, όλη μέρα. Είναι, ωστόσο, σημαντικό να ενθαρρύνουμε και να συμβάλλουμε στην ανάπτυξη των δασών. Στα πολύ παλιά χρόνια, τα δάση της Κύπρου ήταν διάσημα. Κόπηκαν όμως κατά τον Μεσαίωνα για την κατασκευή πλοίων. Επιπλέον, οι Τούρκοι έκοβαν τα δέντρα χωρίς να λαμ-
βάνουν πρόνοια για το μέλλον. Τώρα γίνεται ό,τι είναι δυνατό για την υγεία των νεαρών δέντρων. Οι χωρικοί δεν επιτρέπεται να βοσκούν τις κατσίκες τους στα δάση. Κάποιοι άνθρωποι, οι οποίοι έχουν την αίσθηση της περιπέτειας, σκαρφαλώνουν στην κορυφή του Ολύμπου για να δουν την ανατολή του ήλιου, η οποία, απ’ όσα μου έχουν πει γιατί δεν έχω πάει η ίδια, μοιάζει πολύ με τη δύση του. Πολλοί συνηθίζουν να σκαρφαλώνουν και για την ανατολή του φεγγαριού, και για τη δύση του, και για τα αστέρια καθώς κάνουν την εμφάνισή τους, και για όλα και τίποτα, είτε σε ζευγάρια ή με παρέες που χωρίζονται και γίνονται ζευγάρια όταν φτάσουν εκεί. Υπάρχουν κι άλλα μονοπάτια για να περπατήσει κανείς και είναι εξίσου απολαυστικά. Υπάρχει, βεβαίως, το μονοπάτι προς τις Πλάτρες. Προτού φτάσετε εκεί, περνάτε από τον μάλλον υπερτιμημένο καταρράκτη των Καληδονίων. [...] Αναμενόμενα θα προσκληθείτε σε κάποιο χορό αλλά και για τένις στη θερινή κατοικία του Κυβερνήτη. Πραγματοποιούνται και κάποια πάρτι σε διάφορα σπιτάκια. Η αγαπημένη μορφή ψυχαγωγίας, ωστόσο, είναι το πίκνικ. Τα πίκνικ χωρίζονται σε δύο είδη. Υπάρχει το ‘Simple Donkey’ πίκνικ και το ‘Grand Motor’ πίκνικ. Το πρώτο είδος περιλαμβάνει κυρίως γυναίκες και παιδιά. Γίνεται διευθέτηση να συναντηθείτε στο ξενοδοχείο στις 10, έχοντας εξασφαλίσει ο καθένας ένα γαϊδούρι και το δικό του φαγητό. Μέχρι τις 11 σχεδόν όλοι θα έχουν μαζευτεί. Τότε, διάφορα μέλη του πάρτι θα πρέπει να επιστρέψουν στο σπίτι για να πάρουν τους σκύλους τους, αφού οπωσδήποτε θα δαγκώσουν την κυρία Χέντερσον ή για να φέρουν το φαγητό ή κάποιο παιδί που ξέχασαν. Γύρω στις 12, ξεκινά το πάρτι. Εκείνοι που πάνε με τα πόδια εύχονται να είχαν ενοικιάσει γαϊδούρι και εκείνοι που ενοικίασαν γαϊδούρι εύχονται να πήγαιναν με τα πόδια, αφού τα χάμουρα των κυπριακών γαϊδουριών είναι παράδοξα άβολα. Πιθανώς να κατεβείτε προς την κοιλάδα της Ευρύχου, ένα πολύ όμορφο μέρος. Ένα μικρό ποταμάκι, βαθιά ανάμεσα σε φτέρες και βάτους, διατρέχει, μαζί με πολλούς μικροσκοπικούς καταρράκτες, μια χαράδρα στο βουνό και κατεβαίνει σε τοίχους, πευκόφυτα, με τη στάθμη να ανεβαίνει σε κάθε πλευρά. Το ρέμα συνεχίζεται και τα γαϊδούρια μοχθούν στο μονοπάτι το οποίο διασταυρώνεται συχνά με το ποτάμι, μόλις στον αστράγαλο φτάνει το νερό. Στο τέλος τους χαράδρας, το ποτάμι παίρνει κυκλικά τη στροφή στα δεξιά και εκεί μπορείτε να σκαρφαλώσετε σε μια μικρή ανηφόρα και να απολαύσετε άλλη μια καταπληκτική θέα, προτού αναπαυθείτε κάτω από τα πλατάνια και διερωτηθείτε γιατί φέρατε όλοι περισσότερο φαγητό απ’ όσο μπορείτε να καταναλώσετε. Το πίκνικ με το όνομα Grand Motor είναι πολύ διαφορετική υπόθεση. Το διοργανώνει συνήθως κάποιος νεαρός άντρας στον οποίο αρέσει κάποια κοπέλα αλλά δεν θέλει να βγουν μόνοι. Στην Κύπρο συντηρούνται ακόμη κάποιες μάλλον βικτοριανές ιδέες σχετικά με τους συνοδούς, και θεωρείται καλύτερο να μαζευτεί ένα πλήθος προτού ο νεαρός κάνει οτιδήποτε τολμηρό. Ο νεαρός, λοιπόν, ενοικιάζει ένα αμάξι και προσκαλεί ανθρώπους τους οποίους ο ίδιος και η νεαρή κοπέλα ανέχονται και οι οποίοι τυγχάνει να έχουν κι αυτοί δικά τους αμάξια. Παραθέτει ένα πλούσιο γεύμα με κάθε είδους αλκοόλ και να: ό,τι θα ζήλευαν όσοι δεν προσκλήθηκαν. Αυτό το είδος πίκνικ είναι συχνά μια πολύ ευχάριστη υπόθεση, όταν όλοι έχουν καλή διάθεση. Αγαπημένο μέρος για πίκνικ είναι το γεφύρι κοντά στο Μοναστήρι της Τροοδίτισσας, όπου οι τεράστιοι πλάτανοι ρίχνουν τα κλαδιά τους στο μικρό ποτάμι. Έχοντας καταναλώσει μεγάλες ποσότητες φαγητού και αφού καθίσετε για λίγο κάτω από το φύλλωμα των πλατάνων, θα παίξετε -χωρίς αμφιβολία- εκείνο το είδος του κρυφτού που είναι δημοφιλές στην Κύπρο και είναι γνωστό με το όνομα «σαρδέλες». Δύο άτομα κρύβονται και οι υπόλοιποι τους ψάχνουν σε ζευγάρια προς την αντίθετη κατεύθυνση. Αργότερα βρίσκεστε ξανά για τσάι και παίρνετε το δρόμο της επιστροφής με τη δύση του ήλιου.
1. «Malta and Cyprus», Gladys Emma Peto, London: J.M. Dent and Sons, 1926 2. Άρθρο «Gladys Peto, Aθηνά Ταρσούλη: Λεπτομέρειες στην Κύπρο», Έλενα Αντωνιάδου, περιοδικό InFocus, τεύχος Ιουλίου 2014
8
Πώς να φτιάξετε έναν κήπο Οι φυσικές ομορφιές στις οροσειρές της Κύπρου κερδίζουν τις εντυπώσεις στις περιγραφές περιηγητών, ταξιδιωτών και κατακτητών του νησιού. Το 1924, ο Γάλλος διπλωμάτης και ιστορικός Albert Kammerer σημειώνει: «Υπάρχει μια γωνιά στην ανατολική Μεσόγειο έξω από τους συνηθισμένους δρόμους του εμπορίου και του τουρισμού, εύκολη, παρ’ όλα αυτά, στην πρόσβαση, όπου οι λάτρεις του ταξιδιού μπορούν να περάσουν μερικές μαγευτικές μέρες κοιτάζοντας να παρελαύνει μπροστά τους το γραφικό θέαμα ενός τοπίου που ανανεώνεται διαρκώς, με δαντελωτές ακτές, ένα όρος που φθάνει τα 2000 μ. και εκατόχρονα δέντρα» [1] Στον «Οδηγό του Τροόδους», ο διεθνούς φήμης Βρετανός γεωλόγος William Dreghorn, δίνει συμβουλές σχετικά με τον ιδανικό χώρο που χρειάζονται τα πεύκα για να μεγαλώσουν. Και σε έναν δικό της, ιδιότυπο, οδηγό, η Gladys Peto γράφει τις συμβουλές της για να φτιάξουμε ένα κήπο στο αφιλόξενο χώμα του Τροόδους [2]. «Είναι μάταιο να ψάχνει κανείς για λουλούδια στο Τρόοδος. Στο στείρο καφετί χώμα της αφιλόξενης κορυφής, δεν ανθίζει απολύτως τίποτα. Είναι πιο άγονη κι απ’ την έρημο. Είναι, βέβαια, γνωστό πως λίγο λίπασμα, λίγη αγάπη, λίγη προσοχή, νερό και η πλήρης ‘εκμετάλλευση’ του κηπουρού είναι ικανά να μετατρέψουν ένα κομμάτι γυμνής ερήμου σε ένα υπέροχο χώρο πρασίνου. Η σκληρόκαρδη γη του Τροόδους, όμως, δεν επιτρέπει ούτε στο νεροκάρδαμο να φυτρώσει. Το δοκίμασα η ίδια χωρίς επιτυχία. Ένα μικρό, καημένο νεροκάρδαμο έβγαλε ένα μικρό, καημένο λουλουδάκι αλλά μάρανε ξανά. Μόνο φικάριες στις αρχές της άνοιξης θα ανθίσουν, και πεύκα και κάποιες γκρίζες λειχήνες. Ακόμη και το κανάλι απ’ όπου φεύγουν τα νερά του μπάνιου, μόνο κάποια λάπαθα παράγει, που δεν φαίνονται καθόλου ωφέλιμα. Ωστόσο, αν κατεβείτε μερικές εκατοντάδες πόδια, θα συναντήσετε βότανα, την ποικιλία της πικροδάφνης, και ένα πολύ γοητευτικό τύπο άγριας τριανταφυλλιάς, και διαφόρων ειδών φυτά που ανθίζουν στις όχθες των ποταμών. Όπως είπα και πριν, στις Πλάτρες βρίσκει κανείς ολόκληρους φράχτες με αγιόκλημα, βίκους και περικοκλάδες. Υπάρχει και ένα πολύ όμορφο είδος άγριας μαργαρίτας [σ.σ.michaelmas] σε κίτρινο χρώμα για να δει κανείς. Και υπέροχοι θάμνοι από άγρια λεβάντα. Εκεί φυτρώνουν και ολόκληροι θάμνοι βατομουριάς που βγάζουν αληθινά βατόμουρα τον κατάλληλο καιρό. Αν θέλετε να φτιάξετε ένα μικρό κήπο στο Τρόοδος κοντά στη σκηνή ή την καλύβα σας, θα χρειαστείτε έναν πολύ δυνατό φίλο ή υπηρέτη για να σκάψει και να δημιουργήσει αυλάκια για ένα παρτέρι πέρα από την αφιλόξενη γη, τη γεμάτη πέτρες και κομμάτια βράχων. Και μόνο ενός ποδιού βάθος, ή λίγο περισσότερο, αρκεί, ευτυχώς για τον εργάτη! Έπειτα θα πρέπει να μεταφέρετε χώμα σε μεγάλες ποσότητες από τις Πλάτρες. Τοποθετήστε τους σπόρους και βάλτε μερικά μονοετή λουλούδια που μεγαλώνουν γρήγορα για να κάνετε πιο φωτεινή την είσοδο στην καλύβα σας, για το τραπέζι και για τους φίλους που το αξίζουν. Εύκολα φυτρώνουν τα ηλιοτρόπια, οι ζίννιες, το λουλούδι κόσμος και τα χρυσάνθεμα. Υπολογίστε πως η ποσότητα νερού θα είναι μεγαλύτερη, μιας και θα έχετε κήπο. Καλό θα ήταν να φυτέψετε πρώτα τους σπόρους σε κουτιά και να τα φέρετε μαζί σας, κρατώντας στα γόνατά σας τα πιο πολύτιμα. Στην κατοικία του Κυβερνήτη, πάντως, κατεβαίνοντας μερικές εκατοντάδες πόδια από την πλευρά των Πλατρών, βρίσκεται ένας από τους πιο γοητευτικούς κήπους, ένα γήπεδο του τένις και αληθινά δέντρα φραγκοστάφυλου – τα μόνα, πιστεύω, στο νησί».
1. «Η Νήσος Κύπρος: φωτογραφικό οδοιπορικό από τον 19ο στον 20ό αιώνa», Lucie Bonato, Χάρης Γιακουμής, Kadir Kaba, εκδ. Εν Τύποις, 2007 2. «Malta and Cyprus», Gladys Emma Peto, London: J.M. Dent and Sons, 1926
9
Η θερινή κατοικία του Κυβερνήτη Όσοι ταξιδιώτες ή για μικρό χρονικό διάστημα κάτοικοι του νησιού πέρασαν από το Τρόοδος, δεν παρέλειψαν να αναφερθούν στη θερινή κατοικία του Βρετανού Κυβερνήτη, τη σημερινή θερινή προεδρική κατοικία. Κρυμμένη μέσα σε πυκνές συστάδες δέντρων, η κατοικία χτίστηκε το 1880 για να φιλοξενεί τον Κυβερνήτη κατά τους θερινούς μήνες, οπότε ολόκληρη η αγγλική διοίκηση μετακόμιζε για να αντέχει τις καιρικές συνθήκες του κυπριακού καλοκαιριού. Κατά τις εργασίες ανέγερσης της κατοικίας, ανέλαβε ρόλο επιστάτη ο διάσημος Γάλλος ποιητής Αρθούρος Ρεμπώ, η παραμονή του οποίου στην Κύπρο καταγράφεται σε αριθμό γραμμάτων [3], με παραλήπτες μάλλον τους γονείς του. Σ’ αυτά τα γράμματα παρακολουθούμε τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έζησε στην Κύπρο ο περίφημος ποιητής του συμβολισμού αλλά και κάποια δεδομένα σχετικά με τη ζωή στο Τρόοδος.
«Όρος Τρόοδος [Κύπρος], Κυριακή 23 Μαΐου 1880 Συγχωρέστε με που δεν σας έγραψα νωρίτερα. Ίσως θα θέλατε να μάθετε πού βρίσκομαι. Ήταν όμως πραγματικά αδύνατο μέχρι τώρα να σας στείλω νέα μου. Στην Αίγυπτο δεν βρήκα να κάνω τίποτα κι έφυγα για την Κύπρο, πάει σχεδόν ένας μήνας. Φτάνοντας, βρήκα τα παλιά αφεντικά μου χρεοκοπημένα. Ωστόσο, κατάφερα μέσα σε μια εβδομάδα να βρω το πόστο που έχω τώρα. Είμαι επιστάτης στην κατασκευή της θερινής κατοικίας του κυβερνήτη στην κορυφή του όρους Τρόοδος, του υψηλότερου βουνού της Κύπρου, 2100 μέτρα. Μέχρι τώρα έμενα μόνος εδώ με τον μηχανικό σε μια από τις ξύλινες παράγκες του εργοταξίου. Χθες έφτασαν καμιά πενηνταριά εργάτες και θ’ αρχίσει η κατασκευή. Αν και είμαι ο μόνος επιστάτης, μέχρι στιγμής κερδίζω μόλις διακόσια φράγκα τον μήνα. Πληρώθηκα πριν από δεκαπέντε μέρες αλλά ξοδεύω πολλά: Πρέπει συνεχώς να χρησιμοποιώ άλογο, οι μετακινήσεις είναι δράμα, τα χωριά απομακρυσμένα, η τροφή πανάκριβη. Επιπλέον, ενώ στα πεδινά κάνει πολλή ζέστη, εδώ πάνω κάνει, και θα συνεχίσει να κάνει για κανένα μήνα ακόμη, ένα ανυπόφορο κρύο. Βρέχει, ρίχνει χαλάζι, φυσάει δαιμονισμένα. Χρειάστηκε ν’ αγοράσω στρώμα, κουβέρτες, πανωφόρι, μπότες, κ.λπ. Στην κορυφή του βουνού υπάρχει ένας καταυλισμός για τα αγγλικά αποσπάσματα, που θα έρθουν σε μερικές εβδομάδες, μόλις κάνει πολλή ζέστη στις πλαγιές και λιγότερο κρύο στο βουνό. Τότε μόνο θα είναι εξασφαλισμένη η υπηρεσία ανεφοδιασμού. Επί του παρόντος λοιπόν εργάζομαι για την αγγλική διοίκηση. Υπολογίζω πως θα πάρω σύντομα προαγωγή και θα μείνω εδώ μέχρι να τελειώσουν τα έργα, περίπου μέχρι τον Σεπτέμβριο. Έτσι, θα μπορούσα να πάρω και καλή συστατική επιστολή, για να εργαστώ αλλού και να βάλω στην άκρη μερικές εκατοντάδες φράγκα. Δεν αισθάνομαι καλά. Πάσχω από τρομερά ενοχλητικές ταχυκαρδίες. Αλλά προσπαθώ να μην το σκέφτομαι. Εξάλλου, τι μπορώ να κάνω; Τουλάχιστον έχει καθαρό αέρα. Στο βουνό υπάρχουν μονάχα έλατα και φτέρες. Σήμερα που σας γράφω είναι Κυριακή, αλλά το ταχυδρομείο απέχει δέκα λεύγες από εδώ, είναι σε ένα λιμάνι που ονομάζεται Λεμεσός, και δεν ξέρω πότε θα βρω ευκαιρία να πάω ή να το στείλω. Πιθανότατα όχι πριν από ένα οκταήμερο. Τώρα πρέπει να σας ζητήσω μια εκδούλευση. Μου είναι απολύτως αναγκαία για τη δουλειά μου, δύο βιβλία: Το ένα έχει τίτλο «Άλμπουμ δασικών και αγροτικών πριονιστηρίων» με 128 σχέδια, στα αγγλικά, 3 φράγκα. [Γι’ αυτό εδώ γράψτε στον ίδιο τον κατασκευαστή-μηχανικό κ. Αρμπέ, Cours de Vincennes, Παρίσι]. Το άλλο είναι «Το βιβλίο του μαραγκού», με 140 σχεδιαγράμματα, του Μερλύ, 6 φράγκα. [Αναζητήστε το από τις εκδόσεις Lacroix, Rue des Saints-Peres, Παρίσι]. Θα πρέπει να μου βρείτε και να μου στείλετε αυτά τα δύο βιβλία το συντομότερο δυνατόν σ’ αυτήν εδώ τη διεύθυνση: Κύριον Αρ. Ρεμπώ Poste Restante Limassol, Chypre. Θα χρειαστεί να τα πληρώσετε, γιατί δεν γίνεται διαφορετικά. Το ταχυδρομείο εδώ δεν δέχεται χρήματα, οπότε δεν μπορώ να σας στείλω. Θα έπρεπε να αγοράσω κάποιο πραγματάκι που θα δεχόταν το ταχυδρομείο και να έκρυβα μέσα τα χρήματα. Αλλά καθώς αυτό απαγορεύεται δεν θέλω να το διακινδυνεύσω. Ωστόσο, εάν χρειαστεί να σας βάλω να μου στείλετε κάτι άλλο στο μέλλον, θα φροντίσω να σας στείλω τα χρήματα με αυτόν τον τρόπο. Ξέρετε πόσος καιρός χρειάζεται να πάει και να έρθει ένα γράμμα στην Κύπρο· κι εδώ που βρίσκομαι, δεν υπολογίζω να έχω τα βιβλία πριν να περάσουν έξι εβδομάδες. Μέχρις εδώ μίλησα μονάχα για μένα. Συγχωρήστε με. Είναι γιατί σκεφτόμουν πως είστε καλά στην υγεία και όλα θα πηγαίνουν καλά. Οπωσδήποτε σε σας πρέπει να κάνει περισσότερη ζέστη. Γράψτε μου και για τα μικρά καθημερινά. Τι κάνει ο μπαρμπα-Michel; Και η Cotaiche; Θα προσπαθήσω να σας στείλω άλλη φορά λίγη κουμανταρία, το περίφημο κρασί. Μη με ξεχνάτε. Δικός σας. Αρθούρος Ρεμπώ
Η εξοχική κατοικία του Άγγλου διοικητή φωτ: John P. Foscolo, p. 1900 Από το 1878 και την αρχή της βρετανικής αποικιοκρατίας, η Κύπρος προσελκύει σταδιακά περιηγητές που αναζητούν το εξωτικό. Προσφέρεται, δε, ως ένας νέος τόπος για εξερεύνηση από επαγγελματίες φωτογράφους. Ανάμεσά τους ο John P. Foscolo, ο οποίος εγκαταστάθηκε στο νησί, άνοιξε το δικό του φωτογραφείο και άφησε ένα πολύτιμο αρχείο με φωτογραφίες από την Κύπρο των τελών του 19ου αιώνα. [5]
Το πέρασμα του Ρεμπώ από την Κύπρο αναφέρει στο βιβλίο του με τίτλο Bitter Lemons of Cyprus ο Λόρενς Ντάρελ [4], δίνοντας τη δική του οπτική για τη θερινή κατοικία στο Τρόοδος. «Το μικρό κατάλυμα που έκτισε ο Ρεμπώ βρίσκεται, όπως και τα περισσότερα κυβερνητικά κτήρια, σε μια χαράδρα που δεν μοιάζει υγιής, πνιγμένο στα πεύκα και αποκομμένο από τις χιλιάδες υπέροχες θέες που μπορείς να απολαύσεις στην περιοχή. Έμοιαζε σαν αρχηγείο, που επελέγη προσεκτικά για προφύλαξη από ενδεχόμενη αεροπορική επίθεση. Το κτίσμα το ίδιο δεν έχει κάτι αξιέπαινο, πέραν της ανάμνησης του συγγραφέα του οποίου το έργο εξυμνείται σε μια καλαίσθητη πλάκα, αφού είναι παραδοσιακού σχεδιασμού των Δημοσίων Έργων, και μοιάζει με οποιοδήποτε από τα χιλιάδες εξοχικά στους ινδικούς λόφους».
3. Γράμματα του Ρεμπώ από το αρχείο της Ρίτας Σεβέρη, Κέντρο Εικαστικών Τεχνών και Έρευνας Ιδρύματος Κώστα και Ρίτας Σεβέρη. 4. «Bitter Lemons of Cyprus», Laurence Durrell, Faber and Faber, 1957 5. J.P.Foscolo, λεύκωμα, εκδ. Πολιτιστικού Κέντρου Λαϊκής Τράπεζας, 1992
10
Διάσημοι επισκέπτες στην οροσειρά του Πενταδακτύλου [16ος αι] της Νάσας Παταπίου
Στις κορυφές της οροσειράς της Κερύνειας στέκουν τρία κάστρα που κληροδοτήθηκαν στο νησί από το Βυζάντιο: ο Άγιος Ιλαρίωνας, το Βουφαβέντο και η Καντάρα. Οι Λουζινιάν τα μεγάλωσαν και ενίσχυσαν τις άμυνές τους, οι Ενετοί όμως τα άφησαν σε αχρησία, θεωρώντας ότι τα κάστρα της Κερύνειας και της Αμμοχώστου στις ακτές, είναι σημαντικότερα. Οι περιγραφές δύο Ενετών και ενός απογόνου των Λουζινιάν είναι χαρακτηριστικές για την κατάσταση των κάστρων, του Αββαείου του Μπέλλαπαϊς και της οροσειράς του Πενταδακτύλου, τον 16ο αιώνα.
Σεβαστιανός Venier
Λεονάρδος Dona Ένας διάσημος Βενετός, ο Λεονάρδος Dona, μετέπειτα δόγης, μόλις 18 με 20 ετών συνόδευσε τον πατέρα του στην Κύπρο, όταν είχε διοριστεί τοποτηρητής της μεγαλονήσου και έζησε από το 1556 έως το 1558, στην πιο ανατολική αποικία της πατρίδας του. Μας κληροδότησε εκπληκτικό και μεγάλης αξίας υλικό για την Κύπρο αλλά και περιγραφή της οροσειράς του Πενταδακτύλου, όταν επισκέφθηκε τα εκεί φρούρια. Δυο λεύγες μακριά από το φρούριο της Κερύνειας, σ’ ένα υψηλό και απόκρημνο βουνό στο οποίο με μεγάλη δυσκολία μπορεί κάποιος να αναρριχηθεί, όπως γράφει ο Dona, κατάφερε να φθάσει στο φρούριο το αποκαλούμενο του Αγίου Ιλαρίωνα. Από την πλευρά του φρουρίου προς τη θάλασσα είναι ανθρωπίνως αδύνατο να μπορέσει κάποιος ν’ ανέβει στο εν λόγω φρούριο. Κατά την άποψή του, το φρούριο οικοδομήθηκε εξαιτίας των πειρατικών επιδρομών για να καταφεύγουν σ’ αυτό και να προστατεύονται οι βασιλείς και οι κάτοικοι της Κύπρου. Η περίμετρος του φρουρίου και γενικά της βουνοκορφής όπου είναι οικοδομημένο είναι περίπου μισό μίλι και είναι κατασκευασμένο με πέτρες του βουνού, επάνω σε βραχώδες και δύσβατο χώρο. Το φρούριο του Αγίου Ιλαρίωνα διαθέτει διάφορα δωμάτια ως χώρους διαμονής και ουσιαστικά πρόκειται για τρία φρούρια το ένα επάνω στο άλλο, τα οποία με μεγάλη δυσκολία είχε επισκεφθεί έως το υψηλότερο σημείο ο Λεονάρδος Dona. Επίσης, αναφέρεται στις στέρνες για την προμήθεια νερού του φρουρίου και στο οικόσημο του οίκου των Lusignan που υπήρχε στην είσοδό του. Όταν επισκέφθηκε τον Άγιο Ιλαρίωνα ήταν παντελώς έρημο το φρούριο, αλλά σ’ αυτό κατοικούσε ένα ζευγάρι φτωχών χωρικών. Το ανδρόγυνο αυτό βρισκόταν στην υπηρεσία του φεουδάρχη Tutio Costanzo και με τα
βόδια του καλλιεργούσε στους πρόποδες του βουνού τα κτήματα τα οποία ανήκαν στον αφέντη τους. Το αββαείο του Μπέλλαπαϊς στην οροσειρά του Πενταδακτύλου κατατάσσεται από τον νεαρό Λεονάρδο Dona ως ένα από τα σημαντικότερα και πιο ωραία οικοδομήματα στον κόσμο. Όταν οικοδομήθηκε, όπως αναφέρει, χρησίμευε ως χώρος θερινής διαμονής των εστεμμένων, αλλά επίσης χρησιμοποιήθηκε και ως φρούριο γιατί οι τοίχοι του είναι ισχυροί και υψηλοί και διαθέτει γέφυρα που ανασηκώνεται και προς την πλευρά των βουνών διαθέτει πολεμίστρες. Εκπληκτική και πολύ ωραία χαρακτηρίζει, επίσης, τη βρύση του αββαείου. Ο Λεονάρδος εντυπωσιάστηκε με το επιβλητικό φρούριο της Καντάρας, το οποίο επισκέφθηκε κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Κύπρο. Βρίσκεται, όπως γράφει, στη χερσόνησο της Καρπασίας επάνω στην κορυφή ενός βουνού. Για ν’ ανέβεις, όπως σημειώνει, στο φρούριο αυτό δεν υπάρχει παρά μόνο μία δίοδος πάρα πολύ δύσκολη και από αυτή την πλευρά διαθέτει τείχος ισχυρό. Κατά την άποψή του, το φρούριο αυτό και όταν ακόμη το επισκέφθηκε ήταν σε καλή κατάσταση και το χαρακτηρίζει ως απόρθητο. Μερικά χρόνια πριν επισκεφθεί ο Dona το φρούριο, διέμεναν ακόμη εκεί μερικοί στρατιώτες ως φρουρά. Από το φρούριο αυτό, όταν ο ορίζοντας είναι καθαρός, μπορείς ν’ αντικρίσεις, όπως διατείνεται ο μετέπειτα δόγης, ακόμη και το ακρωτήριο του Αποστόλου Ανδρέα και την Κύπρο από το ένα μέρος έως το άλλο. Δυστυχώς, δεν κατέστη δυνατό να απολαύσει αυτή τη θέα όταν ανέβηκε στην Καντάρα γιατί εκείνη την ημέρα ήταν συννεφιά και επιπλέον ο αέρας λυσσομανούσε.
Ο θριαμβευτής της Ναυμαχίας της Ναυπάκτου το 1571 και δόγης το 1577 Σεβαστιανός Venier είχε υπηρετήσει από το τέλος του έτους 1557 έως τις αρχές του έτους 1559 ως γενικός προνοητής και σύνδικος του βασιλείου της Κύπρου. Μεταξύ των όσων μαρτυρούνται στην αλληλογραφία του για την όλη δραστηριότητα που είχε αναπτύξει στην Κύπρο ήταν και η επίσκεψη και επιθεώρηση των φρουρίων του Πενταδακτύλου για τυχόν επισκευές και χρήση τους, γιατί είχαν ήδη παρακμάσει. Από το λιμάνι της Λεμεσού και επί της γαλέρας συνοδευόμενος από τον υπεύθυνο της θαλάσσιας άμυνας της Κύπρου Αντώνιο Bragadin, έγραφε στο δόγη, με ημερομηνία 8 Ιουλίου 1558, σχετικά με την επίσκεψή του στον Πενταδάκτυλο. Αναφέρεται περισσότερο στα φρούρια του Αγίου Ιλαρίωνος και της Καντάρας στα απόκρημνα ύψη των βουνοκορφών του Πενταδακτύλου, τα οποία περιγράφει ως σημαντικές οχυρωμένες θέσεις και προτείνει την επισκευή τους. Σημαντικό επίσης είναι το γεγονός ότι στην περιήγησή του στην οροσειρά του Πενταδακτύλου επισκέφθηκε και τη μονή του Αγίου Μακαρίου, η οποία είχε ιδρυθεί και ανήκε τότε στους Κόπτες της Κύπρου. Πρόκειται για το μετέπειτα γνωστό ως αρμενομονάστηρο ή Sup Makar μοναστήρι.
Στέφανος Lusignan Ο γαλαζοαίματος Στέφανος Lusignan, o οποίος έλκει την καταγωγή του από τον φραγκικό βασιλικό οίκο των Lusignan όχι μόνο επισκέφθηκε τις οροσειρές της Κύπρου, αλλά κατέγραψε γενικά και διέσωσε σημαντικότατες πληροφορίες για το γενέθλιο τόπο του. Το έργο του αντιγράφηκε ή και χρησιμοποιήθηκε ως πηγή από πολλούς άλλους συγγραφείς. Στο παρακάτω απόσπασμα καταγράφονται τα όσα αναφέρει ο Lusignan για το Βουφαβέντο κατά μετάφραση του έργου του από τον Λογίζο Σκευοφύλακα. «Μπουφαβέντο καστέλλιν εις την κορυφήν του βουνού κατά τα βουνά της τραμουντάνας, μακρά από την Λευκοσίαν μίλια 4, και ήτονε δυνατόν και οι Γενουβέζοι δεν εμπόρειαν να το πάρουν· και ο ρε Γιάκουμος Μπάσταρδος το εδυνάμωσεν· μα, όταν οι Βενιτζάνοι εχαλάσαν τα άλλα, εχαλάσαν και τούτο· και μα την αλήθειαν, είναι πράγμαν θαυμαστόν πώς το εκτίσασι… διότις ο τόπος είναι δύσκολος, όπου με βίαν ο άνθρωπος ημπορεί να ανέβη με τα χέρια και με τα πόδια· και ήτονε μεγάλον κρίμαν και εχάλασεν… Ετούτος ο τόπος ρωμαίικα κράζεται Ιλιόντα… Και ποσκεπάζει όλην την θάλασσαν της Καραμανιάς, και φαίνουνται τα βουνά καθαρά» [1]
1. Λοζίγου Σκευοφύλακος, Κρόνικα, Ορθια εκδ. Στ. Περδίκης, Μουσείο Ιεράς Μονής Κύκκου Εικόνα από το βιβλίο «In an encanted island» του W.H. Mallock
11
Το φρούριο του Αγίου Ιλαρίωνα, όπως φαίνεται από το χωριό Τέμπλος στη βόρεια ακτή. Από το βιβλίο «Κύπρος 1878-1900: μια ιστορική αναδρομή μέσα από γκραβούρες»
Κάστρα και φρούρια: Μια αποτύπωση Οι πλείστοι επισκέπτες στα κάστρα και στα φρούρια της Κύπρου έφτασαν τον 19ο αιώνα, οπότε το νησί κεντρίζει το ενδιαφέρον «ριψοκίνδυνων» επισκεπτών, λόγιων, γεωγράφων - μηχανικών, αρχαιολόγων. Βοήθησε και η διεθνής συγκυρία σ’ αυτό: χαρακτηριστικό είναι το ενδιαφέρον που προέκυψε στο δεύτερο μισό του 1800, όταν τα δυτικά έθνη επιθυμούσαν -κυρίως για λόγους γοήτρου- να έχουν ρόλο στην ανακάλυψη αρχαίων πολιτισμών. Ο Camille Enlart ήταν ο πρώτος που μελέτησε με τρόπο εξονυχιστικό τα μεσαιωνικά μνημεία της Κύπρου και το 1899 εξέδωσε το βιβλίο L’ art gothique et la Renaissance en Chypre, το οποίο αποτελεί σημείο αναφοράς της κυπριακής αρχαιολογίας. Πριν απ’ αυτόν, έφτασε στο νησί, ήδη το 1856, ο Emmanuel Guillaume - Rey, μελετητής των κάστρων του Μεσαίωνα, ο οποίος σε μια αναφορά του στο Βουφαβέντο εστιάζει στον τρόπο με τον οποίο «το μάτι αγκαλιάζει στο νότο τη Μεσαορία και το όρος Όλυμπος και στο βορρά τη θάλασσα της Καραμανιάς και την οροσειρά του Ταύρου». Αργότερα, ο Rupert Gunnis, Βρετανός συλλέκτης και ιστορικός της βρετανικής γλυπτικής, ταξιδεύοντας στην οροσειρά του Πενταδακτύλου το 1936, ανέφερε ότι ο Άγιος Ιλαρίων είναι «το πιο εκπληκτικό δείγμα μεσαιωνικής αρχιτεκτονικής που υπάρχει ακόμα στην Κύπρο». Στην περιγραφή του για τον Άγιο Ιλαρίωνα, ο Gunnis ανέφερε και τα εξής: «Το αρχαίο όνομα της τοποθεσίας αυτής είναι Δίδυμος, από τις δίδυμες κορυφές που προβάλλουν από τους λόφους της Κερύνειας. Οι Λατίνοι μπέρδεψαν το όνομα αυτό με τη λατρεία της Αφροδίτης, και μέσα στην άγνοιά τους νόμισαν ότι
είναι «Dieu d’ amour» [θεός του Έρωτα], γι’ αυτό και υπάρχει ο μεσαιωνικός θρύλος ότι το κάστρο ήταν κάποτε κατοικία του Έρωτα. Σύμφωνα με άλλη παράδοση, ο λόφος ήταν το ορμητήριο του Αγίου Ιλαρίωνα, ο οποίος πέρασε εκεί τις τελευταίες μέρες της ζωής του» [2] Το 1957, ο Sir Harry Luke έγραψε ότι το βουνό του Αγίου Ιλαρίωνα ενέπνευσε τον Walt Disney ώστε να βασίσει το σχέδιο του πύργου της Χιονάτης και των Επτά Νάνων στο έστω και ερειπωμένο «κάστρο του Έρωτα». Ο Harry Luke προχώρησε και έδωσε μια εξαίσια περιγραφή της φύσης: «Ο Άγιος Ιλαρίωνας αγναντεύει στους πρόποδες της βόρειας οροσειράς, μια λωρίδα ανεπανάληπτης ωραιότητας. Πολύ ορθά λέχθηκε ότι υπάρχει μια αυστηρή ομορφιά στην υπόλοιπη Κύπρο αλλά η παραλία της Κερύνειας θυμίζει τον πλούτο της Ιταλίας... Εδώ, όπως και στο Agrigento και στις περιοχές γύρω από το Taranto, η θάλασσα και ο ουρανός έχουν ένα δυνατό, καθαρό μπλε χρώμα. Οι ελιές ασημένιο, τα κυπαρίσσια το βαθύτερο πράσινο. Οι ανεμώνες και τα κυκλάμινα καλύπτουν σαν χαλιά τη γη, γλαδίολοι, άγριες ίριδες και τουλίπες αναμιγνύονται με τα στάχια, θυμάρια, δεντρολίβανα και αγριοτριανταφυλλιές ευωδιάζουν τον αέρα. Πουθενά οι ροδοδάφνες δεν είναι τόσο κόκκινες. Κάτω από ένα πεύκο, σε μια πέτρα απάνω, τριγυρισμένη από πλούσιο κίτρινο, από τις καλαμιές και τους ανθισμένους μάραθους, ο βοσκός παίζει τον αυλό του στο κοπάδι του σε ρυθμούς δωρικούς. Από την ευωδιασμένη με μυρσίνες πλαγιά, σαν απόηχος ακούγεται ο ρυθμός του θρήνου του χωρικού «Εκεί χάριτες, εκεί δε πόθος» [3] Για το εντυπωσιακό Βουφαβέντο, οι ταξιδιώτες στη συντριπτική τους πλει-
ονότητα περιλαμβάνουν απαραιτήτως τη δύσκολη ανάβαση στο κάστρο. Στο βιβλίο της με τίτλο A Lady’s Impressions of Cyprus [1893], η Elizabeth Alicia Maria Lewis [ή, Mrs Lewis], δίνει μια χαρακτηριστική περιγραφή: «Προχωρήσαμε με τα άλογα πάνω από το Μοναστήρι, προσπερνώντας στο δρόμο μας πολλά παλιά ερείπια μικρών εκκλησιών, μέχρι εκεί που κανένα τετράποδο δεν θα μπορούσε να προχωρήσει παραπέρα. Και είμαστε υποχρεωμένοι να πάμε με τα πόδια ή, ακριβέστερα, με χέρια και με πόδια, ακολουθώντας το μονοπάτι στον γκρεμό, που δεν είναι τίποτα άλλο από ένα κακοσημαδεμένο μονοπάτι κατσικιών. Μια ανάβαση εξαιρετικά κουραστική, χωρίς ανάσα, που έμοιαζε να μην τελειώνει ποτέ. [...] Οι μικροί και μεγάλοι θάμνοι από τους οποίους κρατιόμασταν μάς προστάτευαν από το αίσθημα του ιλίγγου καθώς έκρυβαν τον απόκρημνο βράχο. Η ανάβαση πρέπει να κράτησε τουλάχιστον μιάμιση ώρα. Φθάνοντας κοντά στην κορυφή αντικρίσαμε μια καταπληκτική θέα. Ανάμεσα σε δύο γιγάντιες κορυφές βράχων είδαμε κάτω τη γαλάζια θάλασσα και πίσω της την οροσειρά της Καραμανιάς να ορθώνει τις χιονισμένες της κορφές μέσα στη γαλάζια καταχνιά που συναντιόταν με τη θάλασσα, χωρίς διαχωριστική γραμμή. Αλλά ακόμα δεν είχαμε φτάσει στην κορυφή. Το σκαρφάλωμα συνεχίστηκε ακόμα πιο απότομο, και το μονοπάτι λιγότερο αναγνωρίσιμο, ώσπου επιτέλους φθάσαμε στη βαθιά, θολωτή πύλη, η έξοδος της οποίας ήταν σχεδόν κλεισμένη με τεράστιες πέτρες, που άφηναν μόλις ένα μικρό κενό για να περνούν οι κατσίκες. Και μέσα απ΄αυτό, μετατρεπόμενοι πια
σε τετράποδα, χρειάστηκε να συρθούμε και να στριφογυρίσουμε» [4] Για τον Βρετανό αρχιτέκτονα George Jeffery, αφανή ήρωα της συντήρησης των μνημείων της οροσειράς του Πενταδακτύλου, «το εξαίρετο κάστρο της Καντάρας, τα Εκατό Σπίτια, που μοιάζει να αιωρείται, κυριαρχεί αυτής της περιοχής της Κύπρου». Στην έκδοση με τίτλο A Description of the Historic Monuments of Cyprus [1918], αναφέρει ακόμη: «Η καλύτερη του όψη είναι από τα βορειο-δυτικά όπου ο γκρεμός είναι πιο απότομος, τα μονοπάτια αγκαλιάζουν την επιφάνειά του και τα ερείπια στο εσωτερικό δεν φαίνονται. Αλλά μόλις φθάσεις στην εξωτερική πύλη, η αυταπάτη χάνεται ενόψει των κατεστραμμένων οχυρώσεων, παρόλο που ο άνθρωπος και το άλογό του μπορούν να βρουν καταφύγιο στις πολλές αίθουσες. Στη λαϊκή παράδοση της Κύπρου υπάρχει η περίεργη ιστορία της «βασίλισσας» [η μυστηριώδης νεράιδα του Λεβάντε] που κάθεται πάνω σ’ ένα βράχο ή μια πέτρα ανάμεσα στα ερείπια και αγναντεύει τη γη και τη θάλασσα, αλλά δεν ξέρουμε το λόγο. Η τοποθεσία ονομάζεται από τους βοσκούς θρονίν της Ρήαινας. Οι συνηθισμένοι θησαυροί αναμένουν να ανακαλυφθούν από τους τολμηρούς βοσκούς που εισχωρούν στο μαγεμένο βασίλειο» 1918 [5]
2, 4, 5. «Η Νήσος Κύπρος: Φωτογραφικό Οδοιπορικό από τον 19ο στον 20ό αιώνα», Lucie Bonato, Χάρης Γιακουμής, Kadir Kaba, εκδ. Εν Τύποις 3. «Τα κάστρα και φρούρια της Κύπρου: Μνημεία και Μνήμες», Ρίτα Κ. Σεβέρη, εκδ. Ελληνική Τράπεζα
«Ήταν ωραία όλ’ αυτά, μια περιδιάβαση» Γιώργος Σεφέρης, Λεπτομέρειες στην Κύπρο
«Οροσειρές της Κύπρου» Επιμέλεια έκδοσης: Μερόπη Μωυσέως, Ελένη Παπαδοπούλου Επιμέλεια κειμένων: Μερόπη Μωυσέως Σχεδιασμός εξωφύλλου / Σελίδωση: Πόπη Πισσουρίου [www.chrysopsaro.com] Θερμές ευχαριστίες στους Νάσα Παταπίου, Πάνο Ιωαννίδη, Ρίτα Σεβέρη και το Κέντρο Εικαστικών Τεχνών και Έρευνας του Ιδρύματος Κώστα και Ρίτας Σεβέρη, Βάσο Στυλιανού, Κατερίνα Στεφάνου, Μαρία Θεοφάνους και Βούλα Κοκκίνου των Εκδόσεων Εν Τύποις οι οποίοι συνέβαλαν με τις γνώσεις και τις συμβουλές τους στην παρούσα έκδοση. Το ένθετο «Οροσειρές της Κύπρου» κυκλοφόρησε με την εφημερίδα Πολίτης στις 17 Αυγούστου 2014.