Phoebe Giannisi ''The Ark''

Page 1

ΚΙΒΩΤΟΣ THE ARK ΠΑΛΑΙΟΙ ΣΠΟΡΟΙ ΓΙΑ ΝΕΕΣ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΕΣ

OLD SEEDS FOR NEW CULTURES

ΠΑΛΑΙΟΙ ΣΠΟΡΟΙ ΓΙΑ ΝΕΕΣ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΕΣ

ΚΙΒΩΤΟΣ THE ARK

OLD SEEDS FOR NEW CULTURES

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ, ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΚΛΙΜΑΤΙΚΗΣ ΑΛΛΑΓΗΣ HELLENIC MINISTRY OF ENVIRONMENT, ENERGY AND CLIMATIC CHANGE ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ UNIVERSITY OF THESSALY PRESS

ΙSBN 978-960-9439-04-6

12η ΔΙΕΘΝΗΣ ΕΚΘΕΣΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ - ΜΠΙΕΝΑΛΕ ΒΕΝΕΤΙΑΣ 2010 ΕΠΙΤΡΟΠΟΙ - ΕΠΙΜΕΛΗΤΕΣ: ΦΟΙΒΗ ΓΙΑΝΝΙΣΗ - ΖΗΣΗΣ ΚΟΤΙΩΝΗΣ 12TH INTERNATIONAL ARCHITECTURE EXHIBITION - LA BIENNALE DI VENEZIA 2010 COMMISSIONERS - CURATORS: PHOEBE GIANNISI - ZISSIS KOTIONIS


12η Διεθν ής Εκθεση Αρχιτεκτονικής Μπιενάλε Βενετ ίας 29 Αυγο ύστου–21 Νοεμβρ ίου 2010

12th International Architecture Exhibition La Biennale di Venezia August 29– November 21 2010

Ελληνική Συμμετοχή

Greek Participation

Κιβωτός παλαιο ί σπ όροι για ν έες καλλι έργειες

THE Ark OLD seeds for new cultures

Eθνικοί Επίτροποι – Επιμελητ ές Φο ίβη Γιανν ίση – Ζ ήσης Κοτιώνης

Commissioners – Curators Phoebe Giannisi – Zissis Kotionis

Υπουργε ίο Περιβάλλοντος, Εν έργειας και Κλιματικής Αλλαγ ής

Hellenic Ministry Of Environment, Energy and Climatic Change

Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Θεσσαλίας

University of Thessaly Press


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 006 «Κιβωτός, παλαιοί σπόροι για νέες καλλιέργειες» Τίνα Μπιρμπίλη, Υπουργός Περιβάλλοντος, Ενέργειας & Κλιματικής Αλλαγής 010 Κιβωτός: μια πλεύση στο φυσικό ελληνικό αρχιτεκτονικό τοπίο Μαρία Καλτσά, Γενική Γραμματέας Χωροταξίας και Αστικού Περιβάλλοντος 016 Eδαφικά πεδία κοινών απολαύσεων: Για ένα πρόγραμμα υπαίθριας κατοίκησης Φοίβη Γιαννίση, Ζήσης Κοτιώνης

contents Εδαφος_Δικτ ύωση

049 1. Εδαφος 063 2. Δικτ ύωση 077 3. Επικον ίαση 087 4. Διανομ ή 099 5. Εντοπι ότητα 111 6. Ποικιλία 123 7. Ηδονισμ ός 133 8. Συμβ ίωση 145 9. Συν-τροφικότητα 157 10. Εγκιβωτισμ ός

272 Αργό Φαγητό Κάρλο Πετρίνι 276 Γεύσεις και τοπία μέσα από τα φυτά της προϊστορικής Ελλάδας Σουλτάνα Μαρία Βαλαμώτη 282 Εδώδιμα και όχι υβριδικά Ελένη Ψυχούλη 288 «Δήμητρος έργα». Τελετουργική σπορά, ελευσινιακή διδασκαλία της καλλιέργειας, διαχείριση απαρχών Χριστίνα Mητσοπούλου 304 «Χύτραις ιδρύεσθαι»: η χύτρα και η νέα αρχή στην αρχαία Ελλάδα Αθανασία Ζωγράφου 314 Εκμηχανισμός 1950-1980 Νίκος Πλατσάς 332 Συνέντευξη με τον Παντελή Λαζαρίδη Φοίβη Γιαννίση, Ζήσης Κοτιώνης

Εδαφος_Δικτ ύωση

Συμβ ίωση_Επικον ίαση

178 Οι φυτικές καλλιέργειες είναι τροφή για όλους Vandana Shiva 180 Ο Αθηναίος χωρικός. Η γεωργία ως μετα-μητροπολιτική συνθήκη. Θέσεις για την οικολογική διάχυση και την πόλη-έδαφος Γιώργος Τζιρτζιλάκης 208 Το ελληνικό αγροτικό τοπίο, μεταξύ απώλειας και διάσωσης Γιώργος Βλάχος – Λεωνίδας Λουλούδης 214 Αγροτικό τοπίο, το πρόσωπο ενός τόπου Νίκος Μπεόπουλος 220 Ο κόσμος του λήμματος, ο έγκλειστος του χάρτη και δύο κινήσεις προς την αρχειοθετημένη Γη Αριστείδης Αντονάς 228 Μορφοποιήσεις του καλλιεργημένου εδάφους. Αγροτικές διατάξεις στα τοπία της ελληνικής ενδοχώρας Κώστας Μανωλίδης

346 Τι να κάνουμε; Ντανιέλ Kον Mπεντίτ 350 «Επιστροφή στη φύση»: Πολιτικά διακυβεύματα της σύγχρονης βιοπολιτικής τέχνης Γιάννης Σταυρακάκης 356 People meet in arKitecture Δάφνη Βιτάλη 362 Φύουσες ρωγμές / Φύουσες σχισμές / Φύουσες χαράδρες Ασπασία Κουζούπη 372 Πόλη καταφύγιο σπόρων Πάνος Κούρος – Σουζάνε Γκέρμπερ

Εντοπι ότητα_Διανομ ή 242 Κλέβοντας τη σοδειά της φύσης Vandana Shiva 244 Η κλεμμένη σοδειά των σπόρων Vandana Shiva 246 Η σημασία της Τράπεζας Γενετικού Υλικού στην προστασία των φυτογενετικών πόρων και της γεωργικής βιοποικιλότητας της χώρας Ράλλη Παρθενόπη 250 Η Οδύσσεια των σπόρων Γιάννης Σχίζας 252 Μadre Terra, τα δένδρα που μεταναστεύουν Ελένη Τζιρτζιλάκη 262 Ιστορίες που μου άλλαξαν τη ζωή Παναγιώτης Σαϊνατούδης 270 Σπόροι της ελπίδας Ορέστης Δαβίας

Κιβωτ ός

380 Ποιος θα χτίσει την Κιβωτό; Η αρχιτεκτονική φαντασία σε μια εποχή καταστροφικής σύγκλισης Mike Davis 396 Η Κιβωτός ενεργός δράση Δημήτρης Α. Φατούρος 398 Κιβωτός, Σχεδία και Αρχιτεκτονική Βασιλική Πετρίδου – Παναγιώτης Πάγκαλος 416 ProSeeding... Η διαδικασία της καλλιέργειας ως μηχανή αρχιτεκτονικής Νατάσα Λιανού – Ερμής Χαλβατζής 427 Τι να μεταφέρει η Κιβωτός Λόης Παπαδόπουλος 433 Ανθολόγιο 465 Η Κιβωτ ός 490 Βιογραφικά συντελεστ ών 492 Ευχαριστ ίες 496 Κολοφώνας

007 “Ark, OLD seeds for new cultures” Tina Birbili, Minister for the Environment, Energy & Climate Change 011 Ark: steering a course through the natural greek architectural landscape Maria Kaltsa, Secretary General of Spatial Planning And Urban Environment 017 Fields for Common Pleasures: For a program of rural habitation Phoebe Giannisi, Zissis Kotionis 049 1. Ground 063 2. Networking 077 3. Pollination 087 4. Distribution 099 5. Regional specificity 111 6. Diversity 123 7. Hedonism 133 8. Cohabitation 145 9. Food-together 157 10. encapsulation 169 An Ark in a Sea of Possibilities: for a Landscape Contended between Traditional Practices and New Needs Gabi Scardi 179 181

ground_networking

Crops as food for all Vandana Shiva The Athenian Peasant. Agriculture as a Post-Metropolitan Cond ition. Positions on Ecological Diffusion and the City-Territory Yorgos Tzirtzilakis 209 The Greek rural landscape; between perdition and preservation George Vlahos – Leonidas Louloudis 215 Rural landscape, the face of a place Nikos Beopoulos 221 The world of tags, the map’s inmate and two moves towards an archived Earth Aristide Antonas 229 Land of becoming. Formations of cultivated ground Kostas Manolidis regional specificity_distribution 243 Stealing nature's harvest Vandana Shiva 245 The stolen harvest of seed Vandana Shiva 247 The importance of the Greek Genebank for the preservation of plant genetic resources and for the conservation of the country’s agricultural biodiversity Ralli Parthenopi 251 A seed-Odyssey Yannis Schizas 253 “Μadre Terra, the migrating trees” Eleni Tzirtzilaki

263 Experiences that changed my life Panagiotis Sainatoudis 271 Seeds of hope Orestes Davias

ground_networking

273 Slow Food Carlo Petrini 277 Tastes and landscapes through the prehistoric plants of Greece Sultana Maria Valamoti 283 Edible, non-hybrid foodstuffs Eleni Psychouli 289 “Works of Demeter”. Ritual Sowing, Eleusinian Agricultural Instruction, Tithe Management Christina Mitsopoulou 305 The “Founding Pots”: the pot in new beginnings in ancient Greece Athanasia Zografou 315 Mechanization 1950-1980 Nikos Platsas

SYMBIOSIS_polination 347 What should we do? Daniel Cohn-Bendit 351 “Return to nature”: Political stakes in contemporary biopolitical art Yannis Stavrakakis 357 “People meet in arKitecture Daphne Vitali 363 Thriving Cracks / Thriving Fissures / Thriving Gorges Aspasia Kouzoupi 373 City Seed Refuge Susanne Gerber – Panos Kouros

ark 381 Who will Build the Ark? The Architectural Imagination in an Age of Catastrophic Convergence Mike Davis 397 The Ark in action Dimitris A. Fatouros 399 Ark, Raft and Architecture Vassiliki Petridou – Panayotis Pangalos 417 ProSeeding... The process of seeding as a machine for architecture Natassa Lianou – Ermis Chalvatzis 433 anthology 465 THE ARK 491 BIOGRAPHIES OF CONTRIBUTORS 493 ACkNOWLEDGEMENTS 496 colophon


«Κιβωτ ός, παλαιο ί σπόροι για ν έες καλλι έργειες»

“Ark, OLD seeds for new cultures”

Χαιρετίζουμε με χαρά την ανάληψη της ευθύνης διοργάνωσης της ελληνικής συμμετοχής στη 12η Διεθνή Έκθεση Biennale Αρχιτεκτονικής Βενετίας, από το ΥΠΕΚΑ. Περιβαλλοντικά, το 2010 είναι αφιερωμένο στη βιοποικιλότητα. Το Υπουργείο Περιβάλλοντος Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής εισάγει για πρώτη φορά νομοθεσία για τη βιοποικιλότητα, συνεπώς το θέμα με το οποίο εκπροσωπείται η χώρα στη Biennale Αρχιτεκτονικής εκφράζει επίκαιρους προβληματισμούς. Διανύουμε περίοδο βαθιάς κρίσης που δεν είναι μόνο εθνική. Η κρίση εκφράζεται ως οικονομική, αλλά είναι στην πραγματικότητα κρίση αξιών σε όλα τα επίπεδα και αμφισβήτηση ενός κυρίαρχου μοντέλου ανάπτυξης. Μπορεί να μετατραπεί σε ευκαιρία, επισπεύδοντας τις απαραίτητες προσαρμογές στη νέα οικονομική, κοινωνική, περιβαλλοντική και πολιτισμική πραγματικότητα. Για την επίλυση δυσκολιών και προβλημάτων που αντιλαμβανόμαστε ως «οικονομική κρίση» επιστρατεύονται καινοτόμες λογικές, πολυσχιδείς συνέργιες, εναλλακτικές πρωτοβουλίες και οδηγούμαστε σε μεγάλες δομικές αλλαγές. Υπάρχει η ανάγκη να κοιτάξουμε πίσω για να δούμε μπροστά: αποτελεί πλέον κοινή αντίληψη τουλάχιστον μέσα στην ευρωπαϊκή οικογένεια, ότι η αειφόρος ανάπτυξη απαιτεί άλλα πρότυπα και προσδιορίζει εκ νέου την ανάγκη σεβασμού αρχέτυπων τρόπων λειτουργίας σε ένα απαιτητικό πολύπλοκο σήμερα. Ο αγροτικός χώρος, η ύπαιθρος και το φυσικό τοπίο που αντιμετωπίστηκαν άνευ όρων ως πόρος προς κατανάλωση και πλουτισμό, θέτουν επιτακτικά νέους κανόνες. Οι μεταλλαγμένες μονοκαλλιέργειες μπορούν να δώσουν τόπο σε ειδικές μικρότερες ποιοτικές, που αναδεικνύουν τον φυσικό τοπικό μας πλούτο, ενισχύουν την τοπική οικονομία και κοινωνική συνοχή και προάγουν νέες μορφές επιχειρηματικότητας μέσα από ποικίλες συμμετοχικές διαδικασίες. Η αρχιτεκτονική ακολουθεί τα ίχνη της ανθρώπινης δραστηριότητας και επηρεάζεται από αυτήν. Οι πράσινες συμπεριφορές οδηγούν σε μια φιλοπεριβαλλοντική αρχιτεκτονική και ένα σχεδιασμό που σέβεται τους φυσικούς και ανθρώπινους πόρους και τη διαχείρισή τους. Όσον αφορά τον πολιτισμό της καθημερινότητάς μας, το προτεινόμενο μοντέλο της ολιστικής ανασυγκρότησης οδηγεί σε νέες συνήθειες και συγκροτεί άλλες εικόνες του φυσικού χώρου που μας περιβάλλει. Νέες δυναμικές περιβαλλοντικές τεχνολογίες και πληροφορίες βοηθούν στην ανασυγκρότηση προβληματικών περιοχών. Το περιβάλλον αντιμετωπίζεται πλέον ως ένας πολύπλοκος και ευαίσθητος υποδοχέας των ανθρώπινων δραστηριοτήτων και όχι ως πεδίο αλόγιστης δράσης. Η διάχυση των πόλεων και των οικισμών, η διάβρωση των τόπων, η επέλαση κατά των τοπίων, η απώλεια της αίσθησης των ορίων, η εσωστρέφεια που φέρνει η έλλειψη κοινωνικής συνοχής και οι αποκλεισμοί, όλα ζητούν άλλη πορεία εξέλιξης.

We greet with pleasure the assignment of the organization of the greek participation in the 12th International Venice Architectural Biennale, to the Ministry for the Environment, Energy and Climate Change. With regard to the environment, the year 2010 is devoted to biodiversity. The ministry is introducing for the first time legislation about biodiversity, therefore, the subject matter around which our country’s participation revolves, expresses frontline concerns. We are living through a period of deep crisis which is not only national. The crisis is expressed in economic terms but is, in truth, a crisis of values at all levels and a contestation of a dominant model of development. It may turn into an opportunity, by accelerating the necessary adjustments to the new economic, social, environmental and cultural reality. To resolve difficulties and issues which are perceived as an “economic crisis”, we are deploying innovative ways of thinking, synergies that branch in multiple directions and alternative initiatives, as we are being compelled to great structural changes. We need to look back in order to see forward: it is now common ground, at least within the European family, that sustainable development requires different models and is bringing anew to the fore the need to respect traditional modes of functioning within a complex and demanding present. The agricultural sector, the countryside and the natural landscape which have been unabashedly treated as a resource for consumption and profit, are imperatively setting down new rules. The genetically altered monocultures can make way to special, smaller, qualitative ones, which showcase our local natural wealth, strengthen local economies and social cohesion and promote new forms of enterprise through a variety of participatory processes. Architecture follows the traces of human activity and is affected by it. Green behaviors lead to an environment-friendly architecture and design which manages with respect natural and human resources. With regard to our everyday culture, the proposed model of holistic reconfiguration points the way to new habits and brings forth new images of the natural space which surrounds us. New dynamic environmental technologies and information help with the reconfiguration of problem areas. The environment is nowadays treated as a complex and sensitive receptor of human activities and not as a field for unreflective activity. The sprawl of urban settlements, the erosion of landscapes, the match against natural space, the introversion that results from the lack of social cohesiveness and the many kinds of marginalization, are all asking us to take a different path of development. Against the globalized society of consumption and the measuring of time and space in materialist terms, stands today the logic of the endless space of


Στη διεθνοποιημένη κοινωνία της κατανάλωσης και στις έννοιες του χώρου και του χρόνου με υλική αξία, αντιπαρατίθεται σήμερα η λογική του απέραντου χώρου των μη υλικών σχέσεων σε ένα αειφόρο φυσικό περιβάλλον χωρίς όρια. Συνεπώς, η επίλυση με σημερινούς όρους της σύγκρουσης του νου που ταξιδεύει και του σώματος που αναζητά ρίζες και ποιοτικό χώρο και τόπο για να εγκατασταθεί, προκαλεί μια ενδιαφέρουσα διαλεκτική. Η χωρική έκφραση του πράσινου μοντέλου δεν μπορεί παρά να περιλαμβάνει όλες τις παραμέτρους που το επηρεάζουν: ανθρώπινες, φυσικές, μορφολογικές. Ο πλούτος δεν ορίζεται μόνο ως συγκέντρωση αλλά και ως οικονομία στη χρήση των πόρων. Η ισορροπία του μεταβολισμού της φύσης οδηγεί σε υγιή φύση, ωραιότερα τοπία, φιλικές πόλεις και οικισμούς με ευαίσθητη αρχιτεκτονική που λειτουργούν ως οικοσυστήματα και αναδεικνύουν την τοπική πολιτισμική κληρονομιά με τις φυσικές υποδομές της. Η μορφολογία των χώρων που θα μας περιβάλλει σαν σύγχρονη κοινωνία, συνδέεται με ποικίλους τρόπους με το περιεχόμενο της «κιβωτού» που καλλιεργήσαμε. Θέλουμε να επιτύχουμε να αλλάξουμε πολλές από τις εικόνες αυτών των χώρων και αναζητούμε μαζί με τους Έλληνες επιμελητές της έκθεσης Ζήση Κοτιώνη και Φοίβη Γιαννίση «παλιούς σπόρους για νέες καλλιέργειες». Στηρίζουμε τις καλές πρακτικές και στηριζόμαστε από συμμαχίες για αυτές τις νέες καλλιέργειες. Απαιτούνται δημιουργικές συνδέσεις της αρχιτεκτονικής με την οικολογική ή βιοτική πόλη που βασίζεται σε ανανεώσιμες ενέργειες και διαχειρίζεται τα απόβλητά της, την υλική πόλη που εξοικονομεί ενέργεια, αναβαθμίζει τις υποδομές, το κτιριακό της απόθεμα και παρακολουθεί το μεταβολισμό της και την πόλη των καινοτόμων τεχνολογιών.

non-material relationships, in an unlimited, sustainable natural environment. Consequently, the resolution by contemporary terms of the conflict between the mind which roams and the body which seeks roots and quality space in which to settle, is occasioning an intriguing dialectic. The spatial expression of the green model cannot but include all the parameters affecting it: human, natural, morphological. Wealth is not just defined as accumulation but also as wise use of resources. The metabolism of nature, when balanced, leads to a healthy nature, more beautiful landscapes, friendly towns and settlements with sensitive architecture which function as ecosystems and showcase the local cultural heritage with its natural infrastructures. The morphology of the spaces which will surround us as a modern society, is variously related to the content of the “Ark” which we cultivated. We wish to be successful in changing many of the images of those spaces and we seek, alongside with the Greek curators of the exhibition, Zissis Kotionis and Phoebe Giannisi, “old seeds for new cultures”. We support positive practices and are supported by alliances regarding those new cultures. Creative connections need to be made between architecture and the ecological or biotic city, which is reliant on renewable energy and processes its waste, the material city which saves energy, upgrades its infrastructures and its stock of buildings and keeps a watch on its metabolism, and the city of innovative technologies.

Tina Birbili Minister for the Environment, Energy & Climate Change

Τ ίνα Μπιρμπ ίλη Υπουργός Περιβάλλοντος, Ενέργειας & Κλιματικής Αλλαγής


Κιβωτ ός: μια πλε ύση στο φυσικό ελληνικό αρχιτεκτονικό τοπίο

Ark: steering a course through the natural greek architectural landscape

Η ανάληψη της ευθύνης διοργάνωσης των εκθέσεων του ελληνικού περιπτέρου για την Biennale Αρχιτεκτονικής της Βενετίας από το Υπουργείο Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής συμπίπτει με τη θεσμοθέτηση νέας Διεύθυνσης για την Αρχιτεκτονική, δίπλα στη Χωροταξία, την Οικιστική Ανάπτυξη και την Πολεοδομία. Παρά τις προβλέψεις της δεκαετίας του ’80 για την πολεοδομική ανασυγκρότηση της χώρας και τους παραδοσιακούς οικισμούς, η σύγχρονη αρχιτεκτονική δεν υποστηρίχθηκε αντίστοιχα. Η συστηματική προσέγγιση του δημιουργικού θεσμού της Biennale, μπορεί σε βάθος χρόνου να οδηγήσει στη καταγραφή της εξέλιξης της σύγχρονης αρχιτεκτονικής στη χώρα μας. Η «Κιβωτός» του Ζήση Κοτιώνη και της Φοίβης Γιαννίση αποτελεί ένα όχημα σύνδεσης του σήμερα με το πρόσφατο και το βαθύ παρελθόν και επιδιώκει να προτείνει μια εικόνα του μέλλοντος. Πλούσια σε συσχέτιση με μύθους, αλληγορίες, συμβολισμούς, μεταφορές και αρχέτυπα, μια Κιβωτός ξεδιπλώνει εικόνες, παραστάσεις και έννοιες ελκυστικές και αιώνιες: επιβίωση, διατήρηση της ζωής και της ποικιλίας της, δημιουργία, καταφύγιο μακριά από τη διαφθορά που θα ξεπλύνει η πλημμύρα, σωτηρία από τα δεινά, τέλος και αρχή. Στην αφηγηματική αρχιτεκτονική και τέχνη, η Κιβωτός τιμήθηκε και τιμάται συχνά. Πιο πρόσφατα στη Κιβωτό του «Μουσείου του Κόσμου» από τον Greg Lynn στο Σαν Χουάν της Κόστα Ρίκα, οι μορφές των φυτών γεννούν αρχιτεκτονικές μορφές και αποδίδουν τιμή στη βιοποικιλότητα και την πολιτισμική κληρονομιά. Ο Μassimo Scolari με την εντυπωσιακή κατασκευή «Κιβωτός: το σπίτι του συλλέκτη» για τη Τriennale di Milano το 1986, εξέφρασε μια από τις πολλές μεταμορφώσεις του δικού του κόσμου. Αποτελώντας παγκόσμιο σύμβολο μεταξύ άλλων για τον ιουδαϊσμό, το χριστιανισμό και το Ισλάμ, η Κιβωτός αποτυπώνεται με διάφορους τρόπους στις ιστορικές περιόδους. Ο Αμερικανός Edward Hicks στις αρχές του 18ου αιώνα την αναπαριστά με πλούσιο τρόπο, ενώ οι Πέρσες, Αιγύπτιοι και άλλοι παλαιότεροι λαοί ανάλογα με τις οικείες παραστάσεις τους, ως ορθογώνια ή πυραμιδωτή κατασκευή. Οι πρώτοι χριστιανοί της περιόδου του Αγίου Αυγουστίνου την αντιλαμβάνονταν σε μέγεθος αντίστοιχο με το ανθρώπινο σώμα που αναλογεί στο σώμα του Χριστού –δηλαδή της Εκκλησίας– να πλέει πάνω στο νερό. Η Κιβωτός στο ελληνικό περίπτερο της Βενετίας περιέχει τους συμβολισμούς στο εσωτερικό της σχεδόν άτυπης κατασκευής της. Χωρίς πρόθεση σχεδιαστικού εντυπωσιασμού, συγκεντρώνει την ουσία του μηνύματος στο περιεχόμενο. Συνδέει την καταγωγή της αρχιτεκτονικής με την «καταγωγή των ειδών». Συλλέγει και ταξινομεί σπάνιας ποιότητας παλαιούς σπόρους, που το DNA τους περιέχει πληροφορίες που θα επαναφέρουν ξεχασμένες μορφές και γεύσεις.

The commission of the organization of the Greek Pavilion at the Architectural Biennale of Venice to the Ministry for the Environment, Energy and Climate Change, coincides with the instituting of a new Administration for Architecture, side by side with Spatial Planning, Residential Development and CityPlanning. Despite the predictions of the 80’s about the country’s architectural reconfiguration and traditional settlements, contemporary architecture did not receive a corresponding amount of support. A systematic approach to the creative institution of the Biennale may, in time, lead to a record of the development of contemporary architecture in our country. The “Ark” of Zissis Kotionis and Phoebe Giannisi constitutes a vehicle for the present’s connection to the recent and remote past, as it seeks to put forward an image of the future. Rich in its associations with myth, allegory, symbolism, metaphors and archetypes, an Ark unfurls images, representations and concepts that are genial and timeless: survival, preservation of life and its diversity, creation, a shelter from corruption which the deluge will wash away, salvation from ills, an end and a beginning. In narrative architecture and art, the Ark has received and continues to receive, privileged treatment. Most recently, in the Ark of the “Museum of the People”, by Greg Lynn in San Juan, Costa Rica, the forms of the plants give rise to architectural forms and pay tribute to biodiversity and cultural heritage. Massimo Scolari, with the impressive construction “Arc: the collector’s home”, for the Milan Triennale of 1986, gave expression to one of his own world’s many transformations. A universal symbol of, among others, Christianity, Judaism and Islam, the Ark is inscribed in different ways during different historic periods. The American Edward Hicks, at the beginning of the 18th century represents it in an opulent manner, while the Persians, the Egyptians and other older peoples, depending on their tradition of representation, as an orthogonal or pyramid-shaped construction. The early Christians of the time of St. Augustine, conceived of it as being of a size comparable to that of the human body, which corresponds to the body of Christ – i.e. of the Church – floating on the waters. The Ark at the Greek Pavilion in Venice, contains its symbolism at the interior of its almost generic construction. With no intention of impressing with its design, it distills the essence of the message in the content. It connects the origin of architecture with the “origin of the species”. It collects and classifies old seeds of rare quality, whose DNA contains information which will bring back forgotten forms and tastes.

10

11


Αυτή η τράπεζα σπόρων αποτελεί τράπεζα ιδεών, θα γεννήσει τοπία και τόπους συνάντησης των ανθρώπων και νέες καλλιέργειες που θα ανθίσουν μαζί με μια άλλη αισθητική, με ενδυναμωμένες τις αισθήσεις και μια ποιότητα και ποικιλία τροφής που δεν εξαντλεί τους πόρους της φύσης αλλά τους ενισχύει. Ακολουθώντας το πνεύμα της υπεύθυνης της φετινής 12ης Μπιενάλε Καζούο Σετζίµα, η πρόταση δηλώνει την κρίση ενός μοντέλου ζωής που ανατρέπεται, προτείνοντας αειφόρες αξίες μέσα από την αναφορά στο παρελθόν και την προβολή στο μέλλον. Σε δύσκολες συγκυρίες, αποτελεί δυναμική επιλογή ο σεβασμός σε αυτά που διαθέτουμε. Η επανεκτίμηση της αξίας του τοπίου και της υπαίθρου, η αναζήτηση της ουσίας, η φυσική σπορά που γεννά ανεπιτήδευτες μορφές τοπίων στον αδόμητο χώρο και όχι διασπορά κτισμάτων φέρνουν την αρχιτεκτονική σκέψη στον σύγχρονο προβληματισμό για τη πλεύση που καλούμαστε να κάνουμε σε άλλη κατεύθυνση. Η ιστορία των σπόρων συνθέτει την ιστορία των μορφών του χώρου που μας περιβάλλει, αφηγείται τη δυνατότητα μιας άλλης προσέγγισης και ζωγραφίζει το ιδιαίτερο ελληνικό τοπίο.

This bank of seeds is a bank of ideas that will bear forth landscapes and places for people to meet, as well as new cultures which will flower along with a different aesthetic, where the senses will be invigorated and with a quality and variety of food that will not exhaust natural resources, but replenish them. Following the lead of the curator of this year’s Biennale, Kazouo Sedzima, the proposal is tantamount to a critique of a model of living that is being overturned, urging its replacement by sustainable values through reference to the past and projection to the future. During difficult times, respect for what we do possess is a praiseworthy option. The reassessment of the value of the landscape and the countryside, the quest for the essential, the natural sowing that brings forth landscapes of a noncontrived form in space that is not built, rather than scattering buildings on it, are aspects of the contribution of architectural thinking to the contemporary debate about the course we need to steer in a different direction. The history of seeds comprises the history of the spatial forms which surround us, narrates the possibility of a different approach and paints the special character of the greek landscape.

Μαρ ία Καλτσά Γενική Γραμματέας Χωροταξίας και Αστικού Περιβάλλοντος

12

Maria Kaltsa Secretary General of Spatial Planning And Urban Environment

13


14

15


EΔΑΦΙΚΑ ΠΕΔΙΑ ΚΟΙΝΩΝ ΑΠΟΛΑΥΣΕΩΝ: ΓΙΑ ΕΝΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΥΠΑΙΘΡΙΑΣ ΚΑΤΟΙΚΗΣΗΣ

Fields for Common Pleasures: For a program of rural habitation

Φοίβη Γιαννίση, Ζήσης Κοτιώνης

Phoebe Giannisi, Zissis Kotionis

A. ΣΥΜΠΥΚΝΩΣΗ

A. CONDENSATION

1. Eδαφος Η αρχιτεκτονική δεν είναι μόνο η ανέγερση κτηρίων. Αρχιτεκτονική είναι η διαμόρφωση ενός ζωτικού χώρου τόσο για τον άνθρωπο και την δράση του, όσο και τα υπόλοιπα όντα. Τόσο το κτήριο και η πόλη όσο και το τοπίο και η ύπαιθρος είναι πεδία της. Διαμορφώνω τον χώρο, ανοικτό και κλειστό, υπαίθριο και αστικό, δημιουργώντας και κατοικώντας. Στο έδαφος συναντώνται οι πρωταρχικές πράξεις μορφοποίησης: η ίδρυση και η εκχέρσωση, η ανέγερση και η καλλιέργεια (Heidegger, Casevitz). «Εκχερσώνω», «καλλιεργώ», «ιδρύω», «ανεγείρω», «κατοικώ μαζί» στην ινδοευρωπαική γλώσσα εκπηγάζουν από την ίδια ρίζα. Η ίδια λέξη βρίσκεται κάτω από τις δραστηριότητες που εκ-πολιτίζουν τον χώρο και μαζί δημιουργούν την ανθρώπινη κοινότητα (Detienne). Ως εκ τούτου το σύνολο του ανθρώπινου εδάφους είναι το πεδίο που η αρχιτεκτονική οφείλει να διαχειρίζεται, αίροντας τους διαχωρισμούς πόλης και υπαίθρου εξαρχής και ακόμα περισσότερο σήμερα με τους νέους όρους μητρ οπολιτικής κατοίκησης της μεταβιομηχανικής εποχής.

1. Ground Architecture is not merely the erecting of buildings. Architecture is shaping a vital space for man and his actions as much as for other living beings. The landscape and the countryside are as much its field of application as buildings and the city. Space, whether open or enclosed, urban or rural, is given form by creating and inhabiting. The original actions of giving form take place in relation to the ground: laying a foundation and weeding, construction and cultivation (Heidegger, Casevitz). In the Indo-European languages, to ‘reclaim’, ‘cultivate’, ‘found’, ‘erect’, ‘cohabit’ derive from a common etymological root. The same word lies behind the activities which civilize space and, in parallel, create the human community (Detienne). As a result, the human ground in its totality is the field which architecture ought to manage, doing away with the demarcation between city and country and even more so today, with the new conditions of metropolitan habitats in the postindustrial period.

2. Δικτ ύωση Στην σημερινή συνθήκη μητροπολιτικής κατοίκησης η καλλιέργεια επανεισάγεται στον αστικό χώρο σε ψήγματα σποράς στο αστικό έδαφος της ταράτσας, της βεράντας ή του κοινοτικού κήπου-περιβολιού, όπως και στις μεγάλες εκτάσεις των διάχυτων παρυφών των μητροπόλεων. Η διασπορά της καλλιέργειας στο αστικό έδαφος επανεισάγει τη γη στην πόλη δημιουργώντας νέους όρους αυτάρκειας. Ταυτόχρονα η ύπαιθρος ενσωματώνει την πόλη μέσα από τις συνθήκες της παγκόσμιας επικοινωνιακής δικτύωσης. Η δικτύωση του εδάφους στο αστικό μόρφωμα και της επικοινωνίας στην ύπαιθρο αίρουν τους διαχωρισμούς αστικού και υπαίθριου. Η κατοίκηση της υπαίθρου δύναται σήμερα να συμμετέχει στο παγκόσμιο γίγνεσθαι μέσω των δικτύων. Μπορεί επίσης να παράγει νέες συλλογικότητες που συνδέουν τις μικρές χωρικά προσδιορισμένες κοινότητες με παγκόσμιες κοινότητες κοινών πολιτικών επιδιώξεων, ιδεών και πρακτικών κατασκευάζοντας νέα επίπεδα πληροφόρησης, κυκλοφορίας και ανταλλαγής (M. Hardt & A. Negri).

2. Networking In the contemporary conditions of metropolitan habitation, cultivation is reintroduced into urban spaces in snatches of sowing: urban plots on rooftops, verandahs or communal orchard-garden, and likewise with the extended grounds of the diffuse metropolitan surrounds. The interweaving of cultivations into urban space reintroduces the earth into the city creating a new regime of self-sufficiency. Simultaneously, the countryside incorporates the city through the condition of global communicational networking. The insinuation of the soil into the cityscape and of communications into the countryside does away with the demarcation between urban and rural. Inhabiting the countryside, today, does not preclude participation in global developments, thanks to electronic communication networks. It is possible for new collectivities to arise which connect small, spatially determined communities with international communities of common political agendas, ideas and practices, thus building new levels of information, circulation and exchange. (M. Hardt & A. Negri)

3. Επικον ίαση Η οικονομική κρίση είναι τελικά κρίση του μοντέλου οικονομικής ανάπτυξης και της συνεχούς μεγέθυνσης μέσα στο περιορισμένο οικουμενικό μέγεθος. Η ευθύνη της αρχιτεκτονικής, όπως και κάθε γνωσιακής πρακτικής, εντοπίζεται σήμερα στη σχέση ανάμεσα στην μεγέθυνση και τον περιορισμό, την παραγωγή και την επικοινωνιακή επιτελεστικότητα. Ο αγροτικός χώρος και ο χώρος της υπαίθρου εν γένει προσδιορίζονται ως εξής: η παραγωγή στην κατεύθυνση της αειφορίας και η επιτελεστικότητα στην κατεύθυνση μίας νέας δυνατότητας επανακατοίκησης της υπαίθρου. Σήμερα γίνεται δυνατη η εννόηση * Επιμελητές

[14-15] Στέφανος Μαλικόπουλος, 1949 © Φωτογραφικό Αρχείο Μουσείου Μπενάκη

3. Pollination The economic crisis, ultimately, is a crisis of the model of economic development and of the continual optimization within the limited global scale. The responsibility of architecture, like that of every other cognitive practice, is situated today in the relation between optimization and restriction, production and communicational performativity. Today, the sector of agriculture and rural space in general, are defined as follows: production in the direction of sustainability and performativity in the direction of new options in * Curators

Stefanos Malikopoulos, 1949 © Archive of Photography Benaki Museum

16

17


μίας φυσικής μεταφοράς: στον κόσμο των μελισσών η παραγωγή του μελιού είναι λιγότερο σημαντική από την επικονίαση. Το παιχνίδι των μελισσών από άνθος σε άνθος με αφορμή την παραγωγή και την συσσώρευση είναι αυτό που κάνει δυνατή την αέναη αναπαραγωγή του κόσμου μέσα στον οποίον ζούμε (Cohn-Bendit).

re-inhabiting the countryside. Today, it is becoming possible to conceptualize a paradigm shift: in the world of bees, the production of honey is less important than pollination. The bees’ fluttering from flower to flower, occasioned by production and accumulation, is what makes possible the perennial reproduction of the world we live in. (Cohn-Bendit)

4. Διανομ ή Όπως στο ψηφιακό επίπεδο της πληροφορίας πραγματοποιείται συνεχής ανταλλαγή και επικοινωνία σε παγκόσμια κλίμακα, όπως πάντοτε για να παραμείνει ζωντανή η γνώση και να καρποφορήσει έπρεπε να κυκλοφορήσει και να γίνει αντικείμενο συνδιαλλαγής, έτσι και ο σπόρος σε όλη την διάρκεια ζωής της γης αλλά και της γεωργίας από την νεολιθική εποχή έως σήμερα, ήταν αντικείμενο κυκλοφορίας και ανταλλαγής. Η ανάπτυξη και εξάπλωση της γεωργίας βασίστηκε στην μεταφορά και επαναφύτευση σπόρων σε νέο έδαφος. Η διανομή και κυκλοφορία του σπόρου (και όχι η αποθήκευσή του σε παγκόσμιες τράπεζες πατριαρχικού ελέγχου) είναι ο μόνος τρόπος φύλαξης του. Μέσα από την φυσική μεταφορά από αέρα, θάλασσα ή πουλιά (Gunn & Dennis) και την ανθρώπινη εκδοχή της δια του εμπορίου, της θαλάσσιας μεταφοράς ή της ανταλλαγής, ο σπόρος κυκλοφορεί, εισάγεται, φυτρώνει αβίαστα ή καλλιεργείται, μεταλλάσσεται και προσαρμόζεται, παραμένει ζωντανός, μορφοποιεί τον χώρο και επαναθεμελιώνει την τροφική αλυσσίδα.

4. Distribution Just as, at the level of digital information there is an ongoing global exchange and just as, in order for knowledge to remain alive and bear fruit, it has to constantly circulate and be the object of exchange, so have seeds been objects of circulation and exchange, throughout the time of the earth and of agriculture, from Neolithic times to the present. The development and spread of agriculture was based on the transport and re-sowing of seeds on new ground. The distribution and circulation of the seed (rather than its storage in international storehouses under patriarchal control) is the only means for its safekeeping. Through its natural transport by means of the air, the sea or birds (Gunn and Dennis) and the human version of the same, through commerce, seafaring or exchange, the seed circulates, is imported, grows wild or is cultivated, modifies and adapts, remains alive, shapes space and reestablishes the food- chain.

5. Εντοπιότητα Στο γενετικό πρόγραμμα του σπόρου περιλαμβάνεται όλη η διαδικασία της μεταμόρφωσής του. Η φύση ως ανάπτυξη, εξέλιξη και έκπτυξη (Heidegger), ως διαρκής μετασχηματισμός του όντος, όλα αυτά εγγράφονται στον σπόρο, ενώ ταυτόχρονα η εξέλιξη του είδους του συναρτάται με το συγκεκριμένο περιβάλλον της καλλιέργειάς του. Ο σπόρος ενσωματώνει την εντοπιότητα, εμπεριέχει την προσαρμογή στο ειδικό και το συγκεκριμένο: έδαφος, κλίμα, γεωγραφικό στίγμα, ανταγωνισμός και συμβίωση με τους υπολοίπους φυτικούς και μη κατοίκους του συγκεκριμένου τόπου, όλα αυτά μορφοποιούν το φυτό δίνοντας την ειδική ποικιλία που εμπεριέχεται στον σπόρο. Οι ντόπιες ποικιλίες, άγριες και καλλιεργημένες, διατηρούνται in situ, στο φυσικό τους περιβάλλον, και εκφράζουν τον πλούτο του τόπου και της φυσικής και πολιτισμικής του ιστορίας.

5. Regional specificity In the seed’s genetic program is contained the entire process of its transformation. Nature as development, evolution and unfolding (Heidegger), as the being’s continual modification, all this is inscribed in the seed, with the particular environment of its cultivation as a cofactor in the evolution of its species. The seed embodies regional specificity, it encapsulates adaptation to the particular and the specific: soil, climate, geographic milieu, competition for survival with the rest of the contenders for the particular niche, vegetative or not, all these modify the plant giving the specific variety contained in the seed. Local varieties, wild or domesticated, are preserved in situ, in their natural environment and express the richness of the place and its natural and cultural history.

6. Ποικιλία Όσο η εισαγωγή και έναρξη καλλιέργειας του σπόρου υπενθυμίζει μία συγκεκριμένη ιστορική στιγμή (νεολιθική καλλιέργεια, κατάκτηση της Αμερικής και διανομή στην Ευρώπη των ευρεθέντων νέων ειδών κλπ), τόσο η συνέχιση της καλλιέργειάς του, συνδεδεμένη με τον τόπο, αναδεικνύει την επιλογή του φυτού ως τμήμα του πολιτισμικού εποικοδομήματος του τόπου. Οι διαφορετικές του χρήσεις (διατροφή, θεραπεία, καλλωπισμός, λατρεία, φαρμακεία ευφορική, αφροδισιακή ή φονική) ανήκουν και εκφράζουν τα διαφορετικά πολιτισμικά πεδία που ιστορικά έχει αναπτύξει ο συγκεκριμένος τόπος. Η εξαφάνιση ενός φυτού συνεπάγεται και την εξαφάνιση όχι μόνο της συγκεκριμένης χρήσης του αλλά και ενός κομματιού της πολιτισμικής ιστορίας του τόπου. Η επικράτηση των μονοκαλλιεργειών των μονοπωλιακών υβριδικών νέων σπόρων ισοδυναμεί με αφαίρεση ελευθερίας (Raj Patel, Vandana Shiva): αφαιρεί από την διατροφική και όχι μόνο μνήμη των τόπων πολύτιμα κομμάτια τους-μαρτυρίες που διασώθηκαν με την συλλογική βούληση και πρακτική μέσα σε μεγάλες διάρκειες χρόνου.

6. Diversity The more the importation and the beginning of the cultivation of a seed is reminiscent of a particular historical moment (e.g. Neolithic cultivations, colonization of America and distribution in Europe of the new species found etc.) the more its continued cultivation, connected to the place, shows up the selection of the plant as part of the culture superstructure of the locale. Its different uses (nutrition, cure, decoration, worship, pharmaceutics – euphoric, aphrodisiac or poisonous) are intrinsic in and expressive of the cultural specificity which a locale has historically developed. A plant’s extinction implies the disappearance not only of its particular use, but of part of the local cultural history. The domination of monocultures, the monopolies of new hybrid seeds, is equal to a diminution of freedom (Raj Patel, Vandana Shiva): it detracts from a place valuable aspects of its nutritional memory, among other kinds – testimonials preserved through collective will and practices across large spans of time.

18

19


7. Ηδονισμός Η ποικιλία σε είδη και στις χρήσεις τους είναι σημαντική όσο και οι τρόποι της καλλιέργειας, επανεισάγοντας την ηδονιστική αντίληψη της ζωής (Επίκουρος) με διαφορετικούς όρους χρόνου και ποιότητας. Για ένα μεγάλο μέρος του ανθρώπινου πληθυσμού και ειδικότερα εκείνου που κατοικεί στον δυτικό κόσμο ο ηδονισμός σήμερα συνδέεται με την ταχύτητα (Virilio) κατανάλωσης αγαθών, ειδικότερα αγαθών lifestyle. Ο χρόνος της επιβεβλημένης απόλαυσης είναι σύντομος. Ο άνθρωπος καταβροχθίζει ταχέως με βουλιμία αναλώνοντας αγορασμένα αγαθά διασκέδασης και προσωπικής προβολής. Ο σπόρος και η καλλιέργεια υπενθυμίζουν την απόλαυση ως αναμονή και διάρκεια. Ο ετήσιος χρόνος των εποχών, η κυκλική εναλλαγή των περιόδων με την αντιστοίχιση της κατάλληλης δραστηριότητας, φυτεύουν τον άνθρωπο ξανά στην γη ως ένα μεταξύ όλων των άλλων μελών της παγκόσμιας ζωής, του πόνου και της ηδονής της. Ο ηδονισμός της επιβράδυνσης θέτει σε κρίση το ανταγωνιστικό μοντέλο της δυτικής κοινωνίας, το οικονομικό και πολιτικό μοντέλο της συνεχούς ανάπτυξης. 8. Συμβ ίωση Εκτός από τον πόλεμο (Ηράκλειτος), και η φιλία (Εμπεδοκλής) μπορεί να είναι η αρχή των πάντων. Αν στην δαρβίνεια εξέλιξη (Darwin) ο ανταγωνισμός είναι εκείνος που καθορίζει το είδος, σήμερα πλέον έχει επίσης εισαχθεί μία συμβιοτική αντίληψη της εξέλιξης (Μargulis). Οι τρόποι δηλώνουν το είδος της ενέργειας, και η βιολογική καλλιέργεια με την αγρανάπαυση και την συντροφικότητα των καλλιεργούμενων ειδών μπορούν να ειδωθούν ως ένα μοντέλο συνύπαρξης των διαφόρων μορφών ζωής μέσα στον κόσμο. Συντροφικότητα καλλιεργούμενων ειδών: τα είδη «συν-τρέφονται», αντλούν τροφή από την ίδια πηγή, το έδαφος, και οι διαφορές του τρόπου που το μεταβολίζουν βελτιώνουν όχι μόνον αυτό το κοινό έδαφος όπου ριζώνουν, αλλά και την απόδοση και την μορφή του καθενός ξεχωριστά. Η ένταξη του ανθρώπου στο τοπίο της γης με τα ζωντανά είδη της είναι επιτακτικό να ειδωθεί μέσα από τέτοιους όρους συντροφικότητας βασισμένης στον αλληλοσεβασμό (Haraway) των ειδών. 9. Συν-διατροφή Η συμβίωση των ανθρώπων περνά μέσα από την παρασκευή και την κατανάλωση της τροφής. Το κοινό γεύμα ιδρύει την ανθρώπινη κοινότητα. Συν-τροφικότητα σημαίνει «τροφή-μαζί» και στην λατινική της εκδοχή εξειδικεύεται σε companion-ship, δηλαδή «ψωμί-μαζί» (Haraway). Οι άνθρωποι συναντιούνται μέσα στην τροφή και την προσφορά της. Συναντιούνται μεταξύ τους, συναντιούνται με τα υπόλοιπα όντα και μέσα από αυτά και τη γη. Ο σπόρος καταναλώνεται μαζί, ο σπόρος μαγειρεύεται από κοινού, το γεύμα προέρχεται από την καλλιέργεια του εδάφους και είναι καλλιέργεια ως πολιτισμός και μνήμη. Μέσα από την τροφή ο άνθρωπος έρχεται σε επαφή με το ζωντανό τοπίο και την ιστορία του, και η απόλαυση του φαγητού μαζί με το μαγείρεμά είναι ηδονές με διάρκεια και επανάληψη, όπως ο λόγος και η ανταλλαγή που υλοποιούνται στο κοινό γεύμα. Εντέλει η τροφή, ο σπόρος, είναι λόγος και ο λόγος είναι τροφή (Derrida). Μόνο η διανομή μπορεί να διαφυλάξει την ποικιλία και την ελευθερία, η διανομή είναι η μόνη φύλαξη που εγκαθιδρύει την κοινότητα. Η διανομή στο οικουμενικό επίπεδο είναι η μόνη λύση στο επισιτιστικό πρόβλημα και στο πρόβλημα της διάθεσης των φυσικών πόρων εν γένει ανάμεσα στα άτομα, τις κοινωνίες και τα είδη.

20

7. Metabolism The removal of memory as the removal of cultural freedom, introduces the concomitant aspect of cultivation as civilization. Land cultivation is not civilization just by virtue of weeding and leveling and changing wild nature into land tamed by man. Land cultivation is a cultural practice also, because it relates to choices about the use of particular plant products by the community or by some members thereof. So then, a particular culture of cultivation (which is variable according to place, period, social context) is the culture of nutrition, decoration or pharmacology, and, as such, is unavoidably an expression of the cultural Imaginary that relates to the body or the spirit and their functions. The landscaping of the earth, is simultaneously a landscaping of human metabolism with specific special traits; it is a material creation and offering (of the plants and their products) which contributes to all aspects of human habitation, starting with that of feeding and ending with that of dying. 8. Hedonism The diversity of species and of their uses is important as are the ways and means of cultivation, in the reintroduction to the hedonistic approach to life (Epicure) through different parameters of time and of quality. For a large part of the human population, especially those residing in the Western world, hedonism today is connected to the speed (Virilio) of the consumption of goods, especially lifestyle goods. The time of mandatory consumption is short. Man hurriedly guzzles bought goods to do with entertainment or personal aggrandizement. Seeds and cultivation remind us of pleasure as waiting and as duration. The annual cycle of the seasons, the cyclic alternation of periods with the activities appropriate to each, plant again human beings in the earth as one among other members of global life, of the pain and pleasure therein. The hedonism of deceleration throws in doubt the competitive paradigm of Western society, the financial and political model of continuous development. 9. Co-nutrition Apart from war (Heraclites), friendship can also be a first principle (Empedocles). If in Darwinian evolution, antagonism is what determines the viability of a species, today a symbiotic conception of evolution has also been posited (Margulis). The means determine the manner, and biological crops where the land is allowed to lay fallow and where more than one species may be partnered in a single cultivation, can be viewed as a model of coexistence in the world of different life-forms. A companionship of plants in a single crop: the species feed in tandem, they draw nutrients from the same source, the soil, and the differences in the way they metabolize them, improve not only that same soil in which they are rooted but also the yield and form of each of them separately. It is imperative that man’s assimilation into the landscape with its live species is seen in terms of such companionship, based on mutual respect of the species (Haraway). 10. Encapsulation Food is produced and distributed in the kitchen. At home, on board a ship, in the canteen or at the restaurant, the kitchen is at the core of the collective metabolism. It is where the storing, processing,

21


10. Εγκιβωτισμός Η τροφή παράγεται και διανέμεται στην κουζίνα. Στο σπίτι, στο πλοίο, στην καντίνα ή στο εστιατόριο η κουζίνα είναι ο πυρήνας του συλλογικού μεταβολισμού. Αποθήκευση, μεταποίηση, διανομή της τροφής συμβαίνουν εκεί. Η νέα Κιβωτός διορθώνει τον Νώε. Μαζί με τα ζώα θα βρεις εκεί και όλα τα φυτά. Η εστία ως κιβωτός αποθηκεύει για να διανείμει και ενσωματώνει την εργασία για να παραγάγει απόλαυση. Η κουζίνα-κιβωτός φιλοξενεί προσωρινά την φύση και το σώμα. Εκεί, το σώμα κατοικεί σε μια συνθήκη συναισθησίας όπου όραση και ακοή, γεύση κι αφή εναλλάσσονται μέσα στην αχλή των μυρωδιών. Ως κατ’ εξοχήν τόπος της προσφοράς, σε μια διεσταλμένη ερμηνεία της αρχαίας θρησκείας, η κιβωτός της συν-διατροφής, πέρα από τα όρια της ιδιωτικής και της δημόσιας κατοίκησης, δημοσιοποιεί τον ενδότατο χώρο και εγκιβωτίζει την ιδιωτική στιγμή της απόλαυσης μέσα στην δημοσιότητα. Εν τέλει η μαγειρική είναι το άλτερ έγκο της αρχιτεκτονικής. Β. ΑΡΑΙΩΣΗ Όταν βρεθήκαμε στην γιορτή ανταλλαγής σπόρων, στην Δράμα της Μακεδονίας, την άνοιξη του 2010 καταλάβαμε ότι δεν θα μπορούσαμε να είχαμε φανταστεί εκ των προτέρων τις συνέπειες της ιδέας μας να ασχοληθούμε με τους σπόρους. Γιατί μέχρι τότε περισσότερο μας γοήτευε η ιδέα του αρχείου και της συλλογής, τα δωμάτια θαυμάτων και η ανοικτότητα των αγροτικών τοπίων, παρά η ίδια η δυναμική των σπόρων και η κοινωνική της διάσταση. Η εθελοντική και μη εμπορευματική ανταλλαγή σπόρων, μέσα από τα ανεξάντλητα αλλά επαπειλούμενα αρχεία της ιστορικής αγροτικής παραγωγής, πράξη ακτιβιστική, δεν είναι μόνο πράξη με απεύθυνση περιβαλλοντική. Είναι πρωτίστως πράξη πολιτική. Ακριβώς για το λόγο αυτό, η ανταλλαγή των σπόρων σήμερα ανάμεσα σε ομάδες νέων και παλιών καλλιεργητών δεν έχει καμιά σχέση με κάποια νοσταλγική κίνηση επαναφοράς στην αρχέγονη γή ή ένα είδος νέου αγροτισμού. Η ανταλλαγή των σπόρων είναι μια πρακτική κοινωνική και παραγωγική που νοηματοδοτεί εξ αρχής την ανθρώπινη ενεργό παρουσία στην ύπαιθρο με τρόπο εντελώς σύγχρονο: Μέσα από την ανάπτυξη μετακινούμενων δικτύων ανταλλαγής. Πρόκειται για μια κίνηση επιστροφής με φόντο το μέλλον. Η ιδέα ότι ο σπόρος είναι ένα μετακινούμενο είδος, άλλοτε έρμαιο των τυχαίων δυνάμεων της φύσης, άλλοτε κάτω από το έλεγχο και την κυριαρχία της γεωργικής δραστηριότητας, είναι μια ιδέα που μας βοηθά να απομακρυνθούμε από μια συμβατική πρόσληψη της αγροτικής φύσης, αλλά και της αγροτικής παραγωγής ως καταστάσεων κατ’ εξοχήν στατικών, που προσδένουν τον άνθρωπο και την διανοητική του δραστηριότητα στις ασφυκτικά περιορισμένες συνθήκες του χωραφιού του. Όμως μέσα στην ίδια την φυτογενετική διαδικασία επικρατεί ένας ρυθμός και μια επιτελεστική τυχαιότητα που περισσότερο θυμίζουν την πολύβουη και απροσδόκητη καθημερινότητα της μητροπολιτικής ζωής, παρά την πάκτωση στον στενό ορίζοντα του πατρογονικού χωραφιού. Η ιδέα ότι όποιον σπόρο φυτέψεις κάποιο άλλου είδους φυτό θα αναπτυχθεί, δίνει το μέτρο της ελευθερίας, την οποία δανειοδοτεί η φυσική διαδικασία της φυτικής ανάπτυξης στον άνθρωπο για να κινηθεί με φαντασία μέσα στο αγροτικό τοπίο. Φυτά που μοιάζει

22

distributing of food take place. The new Ark amends Noah. Alongside the animals, all the plants are to be found there as well. The home as an ark stores in order to distribute and incorporates work in order to produce pleasure. The kitchen-arc functions as the temporary host of nature and of the body. The body resides there in a state of synaesthesia where sight and listening, taste and touch alternate within the vapors of the smells. As an exemplary place of offering, the ark of co-nutrition, in an enlarged interpretation of the ancient religion, across the bounds of private and public habitation, renders public an innermost space and encapsulates a time of private pleasure inside a public domain. Finally, cooking is the alter ego of architecture.

Β. DIFFUSION When we found ourselves at the seed-exchange festival of Drama, Macedonia, in the spring of 2010, we realized that there was no way we could have anticipated the consequences of our idea to look into seeds. The reason is that, up until then, we were intrigued by the idea of the archive of seeds and their collection, the miracle rooms and the openness of the agricultural landscapes, rather than the dynamic itself of seeds and its social dimension. The voluntary and non-commercial exchange of seeds through the inexhaustible, yet threatened repositories of traditional agricultural production, is more than an activist environmental practice. It is primarily a political action. For that very reason, the seed exchange between groups of old and new cultivators has nothing whatsoever to do with a nostalgic return to a primordial land or with a new agriculturalism. The exchange of seeds is a social, productive practice which bestows renewed meaning on the active human presence in the countryside and does so in a novel way: through the development of movable networks of exchange. This is a movement of going back, in the name of the future. The idea that the seed is a movable species, at one time subject to the random forces of nature, at another under the control and intent of agricultural activity, helps us gain some distance from the conventional perception of agricultural activity and agricultural production, too, as primarily static states which bind human beings and their mental activity to the suffocating and restricted conditions of their fields. Still, the very process of the genesis of plants is dominated by a rhythm and a performative randomness which are reminiscent of the furore and unexpectedness of metropolitan living, rather than the cementation within the restrictive horizon of the ancestral plot of land. The idea that whichever seed you plant, a different kind of plant will grow, provides the measure of the freedom which the natural process of plant development lends to humans in order for them to move imaginatively within the agricultural landscape. Plants which seem as if they have been eternally fixed in the same spots have only lived there for a few decades or even a few centuries. Correspondingly, nutritional materials and nutritional preferences which appear to have always characterized landscapes and their indigenous populations, are but recent phenomena of agricultural economy. Suffice it to think, where the

23


να βρίσκονται αιώνια καθηλωμένα στα ίδια τοπία δεν έχουν ζωή παρά λίγων δεκαετιών ή ακόμα μόνο λίγων αιώνων εκεί. Αντίστοιχα διατροφικά υλικά και διατροφικές προτιμήσεις που μοιάζει να σηματοδοτούν ανέκαθεν τοπία και τους γηγενείς πληθυσμούς , δεν είναι παρά μόνο πρόσφατα φαινόμενα της αγροτικής οικονομίας. Αρκεί να σκεφτούμε τους Έλληνες, την ντομάτα, και την εδώδιμη χωριάτικη σαλάτα. Μέχρι πριν έναν αιώνα κανένας Έλληνας δεν είχε γευτεί τον εξωτικό αυτό καρπό. Από την άλλη μεριά βέβαια, η εκμηχάνιση της γεωργίας σε περιοχές όπως η Θεσσαλία, εξαφάνισε ποικιλίες σπόρων των δημητριακών που είχαν προσαρμοστεί και επιζήσει στην περιοχή από την νεολιθική εποχή.

Ανταλλαγ ή_Διανομ ή Ο Λένιν είχε γράψει ότι ο σπόρος είναι το συνάλλαγμα των συναλλαγμάτων. Στη φράση αυτή συμπυκνώνεται η ιδέα ότι η κινητικότητα των σπόρων πέρα από φυσική είναι κατεξοχήν και μια κοινωνική διαδικασία. Ο ίδιος ο σπόρος πολύ πριν γίνει έρμαιο των γενετικών τροποποιήσεων υπήρξε και είναι η εμπράγματη έκφραση της ανθρώπινης παραγωγικής και ανταλλακτικής δραστηριότητας πέρα από τις πόλεις, μέσα στο απεριόριστο αγροτικό τοπίο. Οι νέες πρακτικές λοιπόν ανταλλαγής σπόρων κι φυτογενετικού υλικού αναδεικνύουν την κινητική και ευμετάβλητη διάσταση του αγροτικού τοπίου με ανθρωπολογικά μάλιστα χαρακτηριστικά που κατ εξοχήν προέρχονται από τις κουλτούρες και τις συμπεριφορές των πόλεων. Αυτή η συνάντηση ανάμεσα σε πρακτικές αρχέγονων προ-καπιταλιστικών ανταλλαγών με φόντο την αγροτική ύπαιθρο με τις σύγχρονες μητροπολιτικές και διαδικτυακές πρακτικές που βασίζονται στην ανάγκη επικοινωνίας, δικτύωσης και ανταλλαγής, είναι εμβληματική. Σηματοδοτεί την υπέρβαση της παγίως εγνωσμένης αντίθεσης ανάμεσα στην ύπαιθρο και την πόλη που όρισε την απαλλοτριωμένη και φοβική σχέση των αστών με την ύπαιθρο και όρισε τον παραγκωνισμό των αγροτών και των ανθρώπων της υπαίθρου στο περιθώριο της ιστορικής διαδικασίας. Ακριβώς αυτή η διχοστασία μοιάζει να μην διακατέχεται πια από τους ίδιους κοινωνικούς και φαντασιακούς όρους. Τα δίκτυα της επικοινωνίας και οι πολυποίκιλες πρακτικές εργασίας και ενδιατριβής μέσω αυτών ξανατοποθετούν εν δυνάμει ή ενεργά την ύπαιθρο στον ενιαίο χώρο της μετα-μητροπολιτικής χωροχρονικής δικτύωσης. Αντιλαμβανόμαστε την συλλογή αλλά κυρίως την ανταλλαγή των σπόρων ως κοινωνική πρακτική περιορισμένης εμβέλειας από άποψη παραγωγική, αλλά πρακτική μεγίστης εμβέλειας από άποψη συμβολική. Διότι ακριβώς η ανταλλαγή ως νέα πρακτική, συνδυασμένη με τις νέες βιολογικές και βιοδυναμικές αγροτικές πρακτικές, τίθεται συμπληρωματικά με την εφαρμογή των δικτύων στην υπηρεσία δημιουργίας και επικοινωνίας των νέων κοινοτήτων είτε με γεωγραφικούς είτε με διαδικτυακούς προσδιορισμούς. Κρίνοντας έτσι οι πρακτικές ανταλλαγών ανάμεσα σε προσωρινούς συλλέκτες και διανομείς φυτογενετικού υλικού είναι στον ιδεολογικό αντίποδα των μεγάλων φυτογενετικών αποθηκών που τείνουν να δημιουργηθούν με την αρωγή της παγκοσμιοποιημένης οικονομικής εξουσίας. Οι τεράστιες συσσωρεύσεις φυτογενετικού υλικού με την ματαιοδοξία της διατήρησής του πέρα από την διατήρηση του ανθρώπινου πολιτισμού επάνω στην γη αναπαράγουν την καπιταλιστική λογική της συγκέντρωσης και της συσσώρευσης, της μουσειοποίησης και της θεαματικοποίησης των σπόρων, ως τελευταίων ιχνών

24

Greeks are concerned, of the tomato and the so-called Greek salad. Up until a century ago, no Greek had ever tasted that exotic fruit. On the other hand, of course, the industrialization of agriculture in areas like Thessaly, has brought about the extinction of varieties of grain seeds which had survived and adapted in the area since Neolithic times.

Exchange Lenin has written that the seed is the coin of all exchanges. This phrase encapsulates the notion that the mobility of seeds is not only a natural process ,but a social one as well. The seed itself, long before being the subject of genetic modifications, was and remains the concrete expression of production and trading outside of the cities, within the boundless agricultural landscape. So, then, the new exchange practices of seeds and biogenetic material ,illustrate the mobile and changeable aspect of the agricultural landscape and, what is more, does so in terms of anthropological traits deriving from urban culture and behaviors. This is an emblematic encounter between primordial, precapitalist trading practices in a rural context and contemporary urban practices of networking and exchange based on electronic communication. It signifies the overcoming of the variously documented opposition between the city and the country which has determined the urban dwellers’ alienated and phobic attitude to the countryside and relegated the rural population to the sidelines of history. This very divide seems to no longer be governed by the same social and imaginary parameters as before. Communication networks and the varied conditions of work and leisure which they make available, reallocate the countryside, actually or potentially, within the unified space of the postmetropolitan, spatiotemporal nexus. We perceive the collection and, especially, the exchange of seeds as a social practice of limited import in terms of production but optimal import in symbolic terms. Combined with the new biological and biodynamic agricultural practices, this form of exchange serves the creation of new communities whether these are defined by geography or by electronic communication. By that standard, the exchange practices among temporary collectors and distributors of biogenetic material are the ideological counterpoint to the large biogenetic storehouses which are being created with the support of powerful, global financiers. The enormous accumulation of biogenetic plant material with the ambition of preserving it beyond the preservation of human civilization on earth, reproduces the capitalist ideology of accumulation of seeds and of turning them into museum exhibits, or a spectacle, as last remaining traces of survival within the representational burlesque of the technological apocalypse a la Hollywood, or as this is offered for viewing at the English pavilion of the Shanghai International exhibition. The seeds are exhibited here in secure, sparkling cases, in impeccable order, as if they were precious stones at a jewelry store: exchange thus becomes a very expensive business, a private sport fuelling the self-indulgence of those with the financial means to engage in it. But a seed is meant to be in human hands for only a short time, better in the mouth, but more so in the air, in brief flight or in the earth, here, there and everywhere.

25


επιβίωσης μέσα στην αναπαραστατική φαρσοκωμωδία της τεχνολογικής συντέλειας έτσι όπως την διαχειρίζεται οπτικά το Χόλλυγουντ αλλά και την προσφέρει στους θεατές η Κιβωτός των σπόρων του αγγλικού περιπτέρου στην διεθνή έκθεση της Σαγκάης. Εκεί μπορείς να δείς τους σπόρους της γης εκτεθειμένους με ασφάλεια και απαστράπτουσα τάξη όπως θα δείς τις πολύτιμες πέτρες στο κοσμηματοπωλείο: Η ανταλλαγή έτσι, γίνεται μια πολύ ακριβή υπόθεση ένα ιδιωτικό σπορ για την τροφοδότηση της ματαιοδοξίας όσων ήδη κατέχουν. Αλλά ο σπόρος είναι για να βρίσκεται για λίγο μόνο μέσα στο ανθρώπινο χέρι περισσότερο στο στόμα, και κυρίως στον αέρα, για λίγο ιπτάμενος ή μέσα στην γη, εδώ, εκεί ή παρακεί. Ο ελλαδικός χώρος και γενικά ο χώρος της νοτιοανατολικής Μεσογείου διαθέτει ως γνωστόν υψηλή, συνεχώς περιοριζόμενη και επαπειλούμενη βιοποικιλότητα. Μαθαίνουμε ότι η ειδική τοπογραφία και ο πλούτος των ειδικών, περιορισμένων και εναλλασσόμενων τοπίων, τροφοδοτεί και τροφοδοτείται από αυτήν την ποικιλότητα, που κάποτε η αρχιτεκτονική θεωρία επιχείρησε εμβληματικά να ορίσει ως συνθήκη του «κλασσικού» τοπίου. Η ανθρωπολογία, με περισσότερες αξιώσεις αναζητεί και βρίσκει τις αντιστοιχίες ανάμεσα σε αυτό τον «φυσικό» πλούτο με τον πλούτο των κοινοτήτων σε διατροφικές αλλά και πολιτισμικές συνήθειες και πρακτικές (habitus). Είναι ενδιαφέρουσα εδώ η διαφορά στην εννοιολόγηση του πλούτου με βάση την ποικιλία στα ποιοτικά χαρακτηριστικά και όχι του πλούτου ως ποσοτικής συσσώρευσης. Μήπως άραγε αυτή η διχοστασία ανάμεσα στα πολλά και το πολύ όσο και αν η μεταβολές στην ποσότητα επιφέρουν μεγάλες μεταβολές στην ποιότητα, δεν είναι μια διχοστασία που μπορεί να μας παραπέμψει σε διαφορετικές ηθικές προσλήψεις του ανθρώπινου βίου; Πώς να εννοείτο άραγε η ιδέα του πλούτου μέσα στους σκιώδεις διαλόγους που θα επισυνάπτονταν στους κήπους του Επίκουρου σε αντιδιαστολή με την ιδέα του πλούτου που αυτονόητα καλλιεργείται μέσα στις φωνασκίες κατά την διάρκεια μιας χρηματιστηριακής συνεδρίας;

Ηδονισμός Καλούμαστε να (ξανα)σκεφτούμε την σχέση ανάμεσα στις ιδέες, τον βίο και τον φυσικό χώρο εντός του οποίου καλλιεργείται ο βίος και η βιοθεωρία. Όχι μόνο δεν είναι τυχαίο αλλά είναι αναγκαίο να καταλάβουμε τις παραδιδόμενες ιδέες του Επίκουρου, την επικούρεια βιοθεωρία, σε σχέση με τον φυσικό και συμβολικό χώρο όπου αυτές καλλιεργούνται. Η βιοθεωρία του επικούρειου ηδονισμού ή αυτού που ο Νίτσε ονόμασε «μετριοπαθή φιληδονία»1, είναι μια θεωρία που θα μπορούσε να αναπτυχθεί μόνο στον Κήπο, έξω από το σπίτι, όπως η βιοθεωρία των στωικών, δεν θα μπορούσε παρά να είναι μια βιοθεωρία του κατεξοχήν δημόσιου χώρου, της στοάς, ενώ ο πλατωνισμός βρήκε το καταφύγιό του σε μια ιδιωτική σχολή, στην Ακαδημία. Ο κήπος παραμένει ακόμη ο κατεξοχήν χώρος του «ηθικού» ηδονισμού. Με την έννοια αυτή μπορούμε σήμερα να ξαναδιαβάσουμε την Ύπαιθρο, μέσα από την ασαφή της οριοθέτηση με την Μητρόπολη και μάλιστα μέσα από την πλήρη διάχυση της μιας, μέσα στην άλλη. Η ύπαιθρος είναι μια μητροπολιτική εμπειρία. Φιλοξενεί κυρίως μια υπόσχεση, μια αφηρημένη προσδοκία ηδονισμού, η οποία πιο συχνά, στην αστική καθημερινότητα, μετατρέπεται σε πραγματική εμπειρία μέσα από την κατανάλωσή της στην πλούσια και προσεγμένη μητροπολιτική «νουβώ» διατροφή. Φαίνεται Φρήντριχ Νίτσε, Χαρούμενη Επιστήμη Ι, παρ. 45, σ. 89-90, Εκδοτική Θεσσαλονίκης.

1

26

The Hellenic land and the southeastern Mediterranean in general, are well known for their high biodiversity, although this is threatened and continually shrinking. We learn that the particular topography and wealth of these landscapes, whether rare or common, feeds into and is fed by this diversity which architectural theory attempted at some point to define as a condition of the “classical” landscape. Anthropology, setting its aims higher, seeks and locates the correspondences between this ‘natural’ wealth and the wealth of communities in nutritional but also cultural habits and practices (habitus). There is an interesting difference here in the assessment of ‘wealth’ on the basis of a variety of qualitative features, rather than on quantitative accumulation. Could this disjunction between the “many” and the “much”( irrespectively of whether changes in quantity effect changes in quality) allude to differing moral perceptions of human life? How might the notion of ‘wealth’ be appraised in the cool dialogues of the gardens of Epicure, in contradistinction to the idea of wealth that is promulgated as self-evident in a raucous bidding session of the stock-market?

Hedonism We are called upon to (re)consider the relationship between ideas, life and the natural space within which living and bio-theory occur. Not only is it not incidental, but it is vital that we grasp the notions bequeathed by Epicure (the epicurean bio-theory) in relation to the natural and the symbolic space wherein these are cultivated. The bio-theory of Epicurean hedonism, or what Nietzsche called “moderate hedonism”1, is a theory which could only evolve in the Garden, outside the home, just as the bio-theory of the Stoics could only be a bio-theory of the most representative public place, the stoa, while Platonism found its niche in a private school, the Academy. The garden still remains the representative space of “moral” hedonism. In that sense, today we can read anew the Countryside, in its vaguely defined relationship to the Metropolis and, even, the full diffusion of the one into the other. The countryside is a metropolitan experience. It primarily hosts a promise, an abstract ambition of hedonism through its consumption in the rich and artful ‘nouveau cuisine’. It seems that the garden of tastes may no longer be able to feed the craving for pleasure as it flows out of the bounds of the densely built space –wherever there is a network – and into the countryside. But life in the countryside, too, imposes its own terms on what we may define as hedonism. From “hedonism” as wild revelry within the rough metropolitan condition, it shifts to a rural hedonism which is longer in duration though not as intense. The big question, as we ponder life in the countryside through, but also beyond, the ‘pleasure principle’, is what there is for us to do out there. Apart from the urban activities of vacations in the sea or on the mountain and the long-distance experience of extreme sports, two things spring immediately to mind. On the one hand, what is preserved in the traditions of rural culture, the relationship to the seasons and the weather, the primacy of the body and the senses as this is described in Hesiod2 and in the subsequent tradition of bucolic poetry, a con1

Friedrich Nietzsche, The Gay Science.

2

See “Anthology” in the same tome.

27


όμως ότι πλέον ο κήπος των γεύσεων δεν είναι ικανός να θρέψει μια δίψα για ηδονή που ξεπερνά τις προδιαγραφές του πυκνά οικοδομημένου χώρου και θέλει να ξεχειλίσει παντού –όπου υπάρχει δίκτυο– μέσα στην ύπαιθρο. Αλλά και η ζωή στην ύπαιθρο βάζει τους δικούς της όρους ως προς το τι μπορούμε να εννοήσουμε ως ηδονισμό. Από τον ηδονισμό ως ξεφάντωμα μέσα στην άγρια μητροπολιτική συνθήκη μετακυλίεται σε έναν ηδονισμό του υπαίθριου βίου με μεγαλύτερη διάρκεια αλλά όχι τόσο εντατικό. Το μεγάλο ερώτημα, βλέποντας σήμερα τη ζωή στην ύπαιθρο μέσα αλλά και πέρα από «την αρχή της ηδονής», είναι τι μπορούμε να κάνουμε εκεί έξω. Πέρα από τα αστικά ενεργήματα των διακοπών στην θάλασσα ή το βουνό, πέρα από την υπερ-αστική εμπειρία των ακραίων σπορ, έρχονται δύο πράγματα ευθύς στο μυαλό. Από την μια μεριά ό,τι σώζει η παράδοση των πρακτικών του αγροτικού πολιτισμού, η σχέση με την εποχή και τον καιρό, η παράδοση στο σώμα και στις αισθήσεις του όπως περιγράφεται από τον Ησίοδο2 και αργότερα από την βουκολική ποίηση και δώθε· εποικοδόμημα βασισμένο στην πυκνότητα, το εύρος, την ένταση των αισθήσεων που συνολικά συμμετέχουν στην απόλαυση, και που στο φαντασιακό του δυτικού κόσμου ταυτίζεται εναλλάξ με τον Παράδεισο (επίσης ένα κήπο) αλλά και με το «μηπολιτισμένο» – κι από την άλλη, ό,τι φέρνει ο πολιτισμός των δικτυώσεων. Έτσι επιστρέφουμε στην περιγραφή μιας πιθανής δραματουργίας για την σύγχρονη ζωή στην ύπαιθρο έτσι όπως διατυπώθηκε στην αρχή, παρατηρώντας την ανταλλαγή των σπόρων. Το νέο, μετανεωτερικό δεδομένο είναι ότι ο «ξωμάχος», αυτός που επιβιώνει καλλιεργώντας κάπου εκεί πέρα, έξω, είναι ταυτόχρονα κάπου εδώ πέρα, μέσα. Η συνθήκη της δικτύωσης ενσωματώνεται με την συνθήκη της εξωτερικής διαβίωσης με τρόπο πρωτοφανή. Καθώς αίρεται το προνόμιο του αστού που λόγω της θέσης του επικοινωνεί και συμμετέχει στο συλλογικό φαντασιακό, μια πιθανή θέση, για αυτόν πια, στον ευρύ χώρο της υπαίθρου είναι σχεδόν το ίδιο κεντρική. Ο κήπος είναι πόλη, μόνο χωρίς τον οικοδομικό της εξοπλισμό. Η πόλη μάλιστα δεν θα χρειαστεί να κτιστεί, αφού την θέση της έχουν πάρει τα απείρως εκτεινόμενα δίκτυα. Κι ο κάτοικος του κήπου μπορεί ταυτόχρονα να απολαμβάνει τις βουκολικές ηδονές του αγροίκου των αριστοφάνειων Νεφελών, ηδονές έντονες και βαριές, όντας μαζί πολιτιστικά εκλεπτυσμένος και συμμετέχοντας εξίσου στο παγκόσμιο γίγνεσθαι.

Επικον ίαση Με άλλους όρους, η διάχυση της ανταλλαγής και της επικοινωνίας μέσω δικτύων στην ύπαιθρο δεν είναι άλλο από την διάχυση αυτού που ο Μάρξ ονόμασε «γενική διάνοια». Η έννοια αυτή, επεξεργασμένη από θεωρητικούς όπως οι Νέγκρι και Χάρντ αλλά και ο Βίρνο, περιγράφει «μια συλλογική, κοινωνική ευφυΐα δημιουργούμενη από συσσωρευμένες γνώσεις, τεχνικές και τεχνογνωσίες»3. Τελικά η διάχυση της γενικής διάνοιας πέρα από τις επικράτειες των πόλεων είναι αυτή που καθιστά σήμερα δυνατή την επαναξιολόγηση μιας πρότασης διαβίωσης στην ύπαιθρο. Η διάχυση της γενικής διάνοιας επηρεάζει αποφασιστικά και αυτό που ονομάζουμε αγροτική παραγωγή. Η εκδοχή της εκμηχανισμένης, χημικής γεωργίας, με βάση την μονοκαλλιέργεια έχει φτάσει στα όριά της. Έτσι οι νέες μορφές καλλιέργειας, βιολογικές, βιοδυναμικές κλπ, μπορούν να τροφοδοτούνται τεχνικά και γνωσιακά από την δικτυακή και διαδικτυακή ροή πληροφορίας. 2

Βλέπε «Ανθολόγιο» στον ίδιο τόμο.

28

Michael Hardt, Antonio Negri, Αυτοκρατορία, Scripta: Αθήνα 2002, σ.483 3

struct based on the compactness, range and clarity of the senses and which in the western imaginary is identified alternately with Paradise (also a garden) but also with what is “un-civilized”; on the other hand, what is brought by the culture of network connections. We thus return to the description of a possible dramatization of modern life in the countryside as was formulated at the beginning, while observing the exchange of seeds. The great, postmodern fact is that the “reclusive farmer”, he who survives on cultivations somewhere out there, is simultaneously also somewhere here, on the inside. The condition of communication networks is assimilated with the condition of ‘outer living’ in unprecedented ways. As the urbanite’s privilege of participating in the collective imaginary through communication is suspended, a possible place for him in the wide space of the countryside becomes almost equally central. The garden is a city, except without its construction equipment. The city won’t even have to be built, since its place has been taken by the infinitely extended networks. And the garden’s dweller can partake of the bucolic pleasures of the rough peasant in Aristophanes’ Clouds, pleasures that are intensive and heavy, while he can be simultaneously culturally refined and an active participant in global developments.

Pollination Described differently, the diffusion of exchange and communication by means of networks into the countryside, is nothing other than the diffusion of what Marx called “general intelligence”. This concept, elaborated by theoreticians such as Negri, Hardt and Virno, describes “a collective social intelligence created by accumulated knowledge, techniques and know-how.”3 Ultimately, the diffusion of general intelligence beyond the sovereignty of the cities also impacts decisively what we call agricultural production. The version of automated, chemical agriculture based on monocultures, has reached its limit. So, the new forms of cultivation, biological, biodynamic etc., can draw technical and other knowledge from the flow of information of the networks, including the internet. Inventions, novelties, new methods can come to the forefront, be publicized and evolve within the communities that have chosen the countryside as their field of activity. Therefore, in considering agricultural production, we need not do so as if it were cut off from the communicational and communal action of “collective intelligence”. A new way of action in the countryside may be thus defined, where agricultural production, as labor that combines the physical and the mental, is inscribed within the more general activation of general intelligence. Daniel Cohn-Bendit recently described an alternative economic model, based on a metaphorical analogy with the bee. By analyzing the process of pollination, i.e. the fertilization of plants through the mobility of the bees, he focuses on the relation between production (of honey) and the work produced by the process of pollination. He discovers there a powerful analogy with contemporary economies where, nowadays, “most of the action is in the circulation and not the production or the consumption which accompanies production”.4 At the same time, however, a basic product of pollination is the reproduction of plants and, hence, of the landscape in its totality. Thus, through the pollination metaphor, we can perceive a new role of agricultural habitation. That of not Michael Hardt, Antonio Negri, Empire, Greek ed., Scripta: Athens 2002, p. 483.

3

Daniel Cohn-Bendit, p. 90 in the greek edition: Kedros 2010.

4

29


Επινοήσεις, καινοτομίες, νέες μέθοδοι μπορούν να βγαίνουν μπροστά, να κοινοποιούνται και να εξελίσσονται μέσα στις κοινότητες που έχουν επιλέξει ως πεδίο δράσης τους την αγροτική ύπαιθρο. Επομένως, αν σκεφτόμαστε την αγροτική παραγωγή δεν πρέπει να την σκεφτόμαστε αποκομμένη από την επικοινωνιακή και την συλλογική δράση της «γενικής διάνοιας». Έτσι μπορεί να καθοριστεί εν τέλει εκ νέου ένας τρόπος δράσης στην ύπαιθρο, όπου η αγροτική παραγωγή, ως εργασία διανοητική και μαζί σωματική, εγγράφεται μέσα στην ευρύτερη ενεργοποίηση της γενικής διάνοιας. Πρόσφατα, ο Daniel Cohn-Bendit περιέγραψε ένα εναλλακτικό μοντέλο οικονομίας, εκ μεταφοράς, από το μοντέλο των μελισσών. Αναλύοντας την διαδικασία της επικονίασης, δηλαδή της γονιμοποίησης των φυτών μέσα από την κίνηση των μελισσών, εστιάζει στην σχέση ανάμεσα στην παραγωγή (του μελιού), και το έργο που παράγεται από την διαδικασία της επικονίασης. Εκεί βρίσκει μια ισχυρή αναλογία με τις μοντέρνες οικονομίες όπου πλέον «η περισσότερη δράση βρίσκεται στην κυκλοφορία και όχι στην παραγωγή ή στην κατανάλωση που συνοδεύει την παραγωγή»4. Ταυτόχρονα όμως βασικό προϊόν της επικονίασης, πέρα από την κίνηση καθεαυτή είναι η αναπαραγωγή των φυτών και άρα του τοπίου στο σύνολό του. Έτσι, με την μεταφορά της επικονίασης μπορούμε να αντιληφθούμε ένα νέο ρόλο της αγροτικής κατοίκησης. Όχι μόνο να παράγει αγροτικό προϊόν για την κοινότητα αλλά να επαναγονιμοποιεί το τοπίο, διατηρώντας το ως ενεργό και διαρκώς αναπαραγόμενο απόθεμα. Ταυτόχρονα τα πολιτιστικά χαρακτηριστικά της επικονίασης, όπως οι διαδραστικές διαδικασίες, η πληροφόρηση και η ανάπτυξη των κοινωνικών δεσμών, είναι που καθιστούν την ύπαιθρο εκ νέου κατοικήσιμη: με αφορμή την αγροτική παραγωγή και με βλέψη στην συνεχή δυνατότητα επικονίασης! Έχουμε την δυνατότητα να σκεφτόμαστε έτσι; Νομίζουμε πως ναι. Ναι, γιατί η σύγχρονη κρίση της αγροτικής παραγωγής στην Ελλάδα −όπου σταδιακά η χώρα αποποιείται συνολικά την δυνατότητα των εδαφών της για καλλιέργεια−, δεν είναι μόνο κρίση παραγωγική. Κυρίως είναι κρίση του μοντέλου κατοίκησης του αγροτικού και εν γένει του υπαίθριου χώρου. Αν νοηθεί όμως ο αγροτικός βίος μέσα από την λογική της επικονίασης, και μόνο συμπληρωματικά μέσα από την λογική της παραγωγής, είναι δυνατόν να επινοηθεί εξ αρχής μέσα σε κάτι που δεν είναι προσδοκία αλλά πραγματικότητα. Ο δικτυωμένος κόσμος, η εξαπλωμένη αστικότητα παντού και οι νέες συλλογικότητες επιτρέπουν να σκεφτούμε από την αρχή, με απωθημένη την απώθηση, την σύγχρονη αγροτική ζωή.

Εδαφος Η κρίση της αγροτικής παραγωγής στην Ελλάδα, σε συνδυασμό με την ανάπτυξη του τουρισμού και η εντέλει μεταμόρφωση στο τέλος του 20ού αιώνα του συνόλου του εδάφους του ελληνικού χώρου σε μία ενιαία, χωρίς διαφοροποιήσεις, επιφάνεια προς κατοίκηση, ενός χαλιού που ενυφαίνει ενιαία το αστικό, το περιαστικό και το υπαίθριο, η κρίση της διαρκούς ανάπτυξης αλλά και η τεράστια έκπτυξη σήμερα της επικοινωνίας και της άυλης παραγωγής, καθώς και η ερημοποίηση των καλλιεργήσιμων εκτάσεων οδηγούν τελικά όχι μόνον σε μία επαναθεώρηση της οικονομίας σε σχέση με την παραγωγή, αλλά και στην μητροπολικοποίηση του πληθυσμού και του εδάφους. 4 Daniel Cohn-Bendit, Τι να κάνουμε;, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 2010, σ. 90.

30

only producing agricultural produce for consumption by the community but of re-fertilizing the landscape and preserving it as an active and constantly renewed stock. Simultaneously, the cultural features of pollination, such as interactive processes, information sharing and the growth of social ties, are what renders the countryside inhabitable anew: with agricultural production as the occasion and with a view to the possibility of perennial pollination! Do we have an option for these kinds of considerations? We believe that we do. We do because the contemporary crisis of agricultural production in Greece – where, gradually, the country is giving up the sum-total of its land’s capacity for cultivation – is not merely a crisis of production. Mainly, it is a crisis of the model of habitation of agricultural space and of the countryside in general. If, however, agricultural life is perceived through the logic of pollination and not merely as complementary to the logic of production, it then becomes possible for it to be invented anew in a context that is real rather than wishful projection. The networked world, the urbanization that is diffusing everywhere and the new collectivities, enable us to repress repression and rethink contemporary agricultural life from the start.

Ground The crisis of agricultural production in Greece has combined with the development of tourism and, not least, with the transformation at the end of the 20th century of the totality of the greek land into a unitary, undifferentiated residential expanse, a carpet woven by the urban, the peri-urban and the rural; the crisis of non-stop development in tandem with the enormous explosion of communications technology, immaterial production, and the desertification of arable lands, ultimately lead us not just to a reconceptualization of economy in relation to production, but, also, to the metropolitization of the population and of the land. We are now called upon to contemplate architecture through this new and simultaneously old ground, within this new condition of habitation. What is the ground and what architecture, what is the new condition for the “builder”? An unexpected encounter of the contemporary with the ancient ground can be read in the etymology of the greek word “ktizein”, (to build): among its oldest conceptual references are the activities of ‘land reclamation’, ‘cultivating’, ‘sowing’, ‘inhabiting along with others’ and a little later, those of ‘founding’ and ‘building’. In the origins then of this word, we find conjoined Heidegger’s “Building, Inhabiting, Thinking”, which correspond, in turn, to the Aristotelian triad of “Acting, Making and Comprehending”. All three conceptual categories concern acts of architecture (of habitation itself) and the activities appropriate to it, as a force that gives form to the ground, and the activity of building alongside the activity of cultivating as founding acts. These are, as language testifies, civilizing acts, transforming an environment from wild to cultured, actions that shape the communal ground. “Terms deriving from the root ‘kti-‘, confirm the double meaning, heritage of the indoeuropean language group, at once ‘agricultural’ (to reclaim, to prepare the ground, to sow or plant) and ‘social’ (to inhabit)”5. The same verb which will later be used for the construction of the edifice, initially refers to activities which shape space for the purpose of habitation by means of inter5 Μichel Casevitz, Le vocabulaire de colonisation en grec ancien. Etudes lexicoloque: les famillles de κτίζω et de οικέωοικίζω, Klincksieck: Paris, 1985, 15.

31


Καλούμαστε πλέον να αναστοχαστούμε την αρχιτεκτονική μέσα από αυτό το νέο και ταυτόχρονα παλιό έδαφος, μέσα σε αυτή τη νέα συνθήκη κατοίκησης. Τι είναι το έδαφος και τι η αρχιτεκτονική, ποια η καινούργια συνθήκη του «τέκτονα»; Μία αιφνίδια συνάντηση του σημερινού με το αρχαίο έδαφος διαβάζεται μέσα στο παρελθόν της λέξης «κτίζειν»: στις αρχαιότερες νοηματικές εκδοχές του αναφέρεται στην δραστηριότητα του εκχερσωτή, του καλλιεργητή, του σπορέα, εκείνου που κατοικεί μαζί με άλλους, και λίγο αργότερα σε εκείνες του ιδρυτή και του κτίστη. Στην προέλευση λοιπόν της λέξης βρίσκουμε μαζί τα «Κτίζειν, Κατοικείν, Σκέπτεσθαι» του Χάιντεγκερ, εκείνα τα αντίστοιχα του αριστοτελικού τρίου «Πράττειν, Ποιείν και Νοείν». Και οι τρεις νοηματικές κατηγορίες αφορούν τις ενέργειες της αρχιτεκτονικής, την κατοίκηση την ίδια με τις δραστηριότητες που της αναλογούν ως μορφοποιό δύναμη του εδάφους, και την κτιριακή μαζί με την καλλιεργητική δράση ως πράξεις ιδρύσεως. Πρόκειται, όπως η γλώσσα μαρτυράει, για δράσεις εκπολιτισμού, μεταβολής ενός περιβάλλοντος από άγριο σε πολιτισμένο, δράσεις που γίνονται και διαμορφώνουν το έδαφος της κοινότητας. «Οι όροι που προέρχονται από την ρίζα κτι- επιβεβαιώνουν το διπλό νόημα, κληροδότημα της ινδοευρωπαϊκής, ταυτόχρονα “αγροτικό” (εκχερσώνω, προετοιμάζω το έδαφος, σπέρνω ή φυτεύω) και “κοινωνικό” (κατοικώ)»5. Το ίδιο ρήμα που αργότερα χρησιμοποιείται για την κατασκευή του οικοδομήματος, το ίδιο ρήμα αρχικά αφορά τις δράσεις που διαμορφώνουν τον χώρο ως κατοικήσιμο επεμβαίνοντας στο πεδίο του εδάφους – δηλαδή αφορά τα ενεργήματα της καλλιέργειας (εκχέρσωση, σπορά, φύτευση) και της κατοίκησης. Σε μία σύγχρονη επανενεργοποίηση όλων των αρχαίων κατηγοριών μαζί, το έδαφος είναι αυτό που όντας το πεδίο όλων των ενεργειών του ανθρώπου μπορεί να βοηθήσει στην διεύρυνση του ορισμού της αρχιτεκτονικής και του ρόλου του αρχιτέκτονα. Η έννοια της «ίδρυσης» που έρχεται να προστεθεί στις προηγούμενες μαζί με εκείνη της «οικοδόμησης», σε κάποια μεταγενέστερη από την μυκηναική εποχή, είναι αυτή που βοηθά την κατανόηση και των προηγούμενων εννοιών κατανέμοντας τες σε ένα ενιαίο σημασιολογικό πεδίο: η εκχέρσωση αλλά και το κτίσιμο, η κατοίκηση αλλά και η σπορά ή η φύτευση, έρχονται να σφραγίσουν με την βία της πρώτης πράξης την ίδρυση δηλαδή την μετατροπή του εδάφους από παρθένο σε κατοικημένο, από ακατοίκητο σε πολιτισμένο. Αν κατανοήσουμε το σύνολο του εδάφους της ελληνικής γης ως μία εκτεταμένη μητρόπολη με διαλυμένα τα όρια μεταξύ της πόλης και της υπαίθρου, με υπερβολικά διευρυμένο τον περιαστικό χώρο, πράξεις καλλιέργειας, κτισίματος και κατοίκησης δεν αποτελούν παρά διαφορετικές όψεις της αρχιτεκτονικής του σήμερα, που εξαπλώνεται στο γήινο ή στο ανθρώπινο έδαφος με τον ίδιο τρόπο. Η διαφοροποίηση πλέον του «άγριου» από το «καλλιεργημένο» δηλαδή το «πολιτισμένο» εξαιτίας αυτής της συνεχούς διάχυσης είναι κι αυτή διαταραγμένη: δεν δυνάμεθα πλέον να ξεχωρίσουμε τον κάτοικο του άστεως από εκείνον του χωριού, μία διαφοροποίηση που μαρτυρείται ήδη ιστορικά για πρώτη φορά στην αρχαία Αθήνα του 431 π.Χ. όταν οι μέχρι τότε Αθηναίοι πολίτες αλλά κάτοικοι της υπαίθρου (εν αγροίς) αναγκάζονται να μετακινηθούν εξαιτίας του Πελοποννησιακού Πολέμου από τα σπίτια τους στο εσωτερικό των Μακρών Τειχών. Η διαφοροποίηση αυτή σημαδεύει ταυτόχρονα και μία ρήξη στο αρχαίο Μichel Casevitz, Le vocabulaire de colonisation en grec ancien. Etudes lexicoloque: les famillles de κτίζω et de οικέωοικίζω, Klincksieck: Paris, 1985, 15. 5

32

ventions to the surface of the ground – i.e. denotes the activities of cultivation (reclamation, seeding, planting) and of habitation. In a contemporary reactivation of all the ancient connotations at once, the ground, as the field of all human activities, is what can aid the expansion of the definition of architecture and of the architect’s role. The meaning of ‘foundation’ which comes to be added to that of ‘building’ at some period after Mycenae, is the one which aids the comprehension of the previous ones as well, by distributing them within a unified field of signification: reclaiming but also building, habitation but also sowing and planting, come, with the violence of the original act, to seal the transformation of the ground from virginal to inhabited, from uninhabited to civilized. If we perceive the entire area of the Greek land as an extended metropolis with the bounds between the city and the countryside annihilated, with the peri-urban space excessively enlarged, activities of cultivating, building and inhabiting are no more than different aspects of today’s architecture, as it spreads through the ground, whether earthly or human, in like manner. Now, the distinction between the ‘wild’ and the ‘cultivated’, i.e. civilized, is, on account of this diffusion, also dislodged: we can no longer tell the resident of the city apart from that of the village, a differentiation for which there is historical testimony from ancient Greece at 431B.C., when the Athenian citizens residing in the countryside (εν αγροίς) are forced to leave from their homes and move inside the Long Walls, because of the Peloponnesian War. This differentiation also marks a rapture in the ancient imaginary where the ideal of a rural Athens is superseded by that of an Athens based on its naval and mercantile power6. Ever since that time, the country dweller begins to be identified with the boorish, unrefined, uncouth and beastly character who, in Aristophanes’ Clouds, shows up to marry the urban girl and: ”On the wedding day at the table, I reeked through and through of the new wine, of cheese and wool - of abundance; she was all perfumes, saffron and lusty kisses – insatiable…”7 Exiting from the opposition of ‘country dweller vs. urbanite’ as we are urged to do today on the strength of the image of the city’s territorial diffusion and the spread of communications technology (illustrated by the image of a farmer with a laptop) may also mean exiting from the male image of the master-builder, the specialist-architect-designer who erects buildings and is preoccupied with ‘creation’. A singular cultural activity conjoins both sides of κτίζειν (building) – as these used to find expression in the western patriarchal model – where now ‘ποείν’ (creating) comes to be joined with ‘πράττειν’ (acting). Here, on the one side, is the god Apollo8, the founder and builder: the founding of his temple follows the sacrificial slaughtering of the dragon guarding the spring and whose decomposition gives the site its name. Apollo is simultaneously the god of the settlers. His tread upon the earth as he seeks the appropriate place for his temple, occurs in woodlands not trodden by man, places of wildness where no streets exist as yet, or cities or land-cultivation. Apollo founds and builds, ritually setting in place “the long foundations of the building of his temple”. On the contrary, the goddess Demeter, after wandering through the earth, looking for her daughter, in a world already inhabited and civilized, she teaches mortals the ways of cultivation9 and, with these, the mysteries concerning life after 6 Philippe Borgeaud, “The agroikos”, in: The Hellene Human, ed. J.-P. Vernant, Ellinika Grammata: Athens 1996, 310-311. 7 Aristophanes, Clouds, 41-52. 8 See: Marcel Detienne, Apollon, le couteau à la main, Gallimard: Paris, 1998.

For the role of cultivations and the rituals surrounding it in the constitution of the city-state, see in the same tome Christina Mitsopoulou.

9

33


φαντασιακό που αντικαθιστά το ιδεώδες μίας Αθήνας αγροτικής με εκείνο μίας Αθήνας με κύρια την ναυτική και εμπορική της δύναμη6. Από εκείνη την εποχή ο άγροικος αρχίζει να ταυτίζεται με τον βάναυσο, τον σκαιό, τον απαίδευτο, τον άγριο, τον ζωώδη, που στις Νεφέλες του Αριστοφάνη παρουσιάζεται να παντρεύεται την αστή και: «Την ημέρα του γάμου στο τραπέζι εγώ μύριζα ολόκληρος από το καινούργιο κρασί, τις καλαμωτές των τυριών, το μαλλί – την αφθονία· αυτή ήταν όλο αρώματα, ζαφορά, και λάγνα φιλιά – αχόρταγη...»7. Η έξοδος από το δίπολο «άγροικος» και «αστός» που κατανοούμε σήμερα με την εικόνα της εδαφικής αστικής διάχυσης μαζί με την εξάπλωση της επικοινωνίας και που εικονογραφείται από έναν αγρότη με λάπτοπ, μπορεί να σημάνει και την έξοδο από το ανδρικό πρότυπο του αρχιτέκτονα-εγερτή-κτηρίων, του αρχιτέκτονααρχιμάστορα-εξειδικευμένου-επικεφαλής σχεδιαστή που ασχολείται με το «ποιείν». Μία ενιαία εκπολιτιστική δράση συνενώνει τις δύο πλευρές του κτίζειν –όπως αυτές κατά παράδοση εκφράζονταν στο δυτικό πατριαρχικό μοντέλο– όπου πλέον έρχεται να συνδεθεί το «ποείν» με το «πράττειν». Ιδού από την μία πλευρά ο θεός Απόλλων8, ο ιδρυτής και κτίστης: η ίδρυση του ναού του έρχεται μετά την θυσιαστική σφαγή του δράκοντα που φυλούσε την πηγή και του οποίου η αποσύνθεση δίνει την ονομασία στον τόπο. Ο Απόλλων είναι μαζί ο θεός των οικιστών. Το βάδισμά του στη γη όταν αναζητά το κατάλληλο μέρος για το ιερό του γίνεται σε τόπους απάτητους από τον άνθρωπο, γεμάτους δάση – τόπους της αγριότητας όπου δεν υπάρχουν ακόμα ούτε δρόμοι, ούτε πόλεις, ούτε καλλιέργεια της γης. Ο Απόλλων ιδρύει και οικοδομεί, θέτοντας τελετουργικά «τα μακριά θεμέλια του κτηρίου του ναού του». Αντίθετα, η θεά Δήμητρα, αφού περιπλανιέται στη γη αναζητώντας την κόρη της, σε έναν ήδη κατοικημένο και εκπολιτισμένο κόσμο, διδάσκει στους θνητούς τους τρόπους της καλλιέργειας9, και μαζί με αυτούς τα μυστήρια που αφορούν την ζωή μετά τον θάνατο – η Δήμητρα επανιδρύει εν ειρήνη, ενώ ο Απόλλων ιδρύει εξαρχής με τη βία. Ταυτόχρονα τα δώρα της Δήμητρας, που σχετίζονται με την τροφή και την ανατροφή, την σπορά, τη γέννηση και την ανάπτυξη, φυσική αλλά και κοινωνική, είναι δώρα που αφορούν την κατοίκηση – ως εκ τούτου μαζί και το «πράττειν». Αυτό το πράττειν που την δεκαετία του 1980 ανέδειξε ο Ντε Σερτώ σε όλες τις καθημερινές εκδοχές του («βαδίζειν στο δρόμο» και «ομιλείν», «συντρώγειν» και «μαγειρεύειν») ως ρητορική ανάδραση στις ισχύουσες δομές εξουσίας10, ανακατανέμεται μαζί με το ποιείν σήμερα όχι πλέον σε φύλα αλλά σε πρόσωπα, στο εκτεταμένο και συγκεχυμένο εδαφικό πεδίο του σημερινού κατοίκου. Ποείν και πράττειν, ανδρικός και θηλυκός ρόλος, πόλεμος και ειρήνη, βία ή διαμάχη και φιλία, σε μία στιγμή όπως η σημερινή μπορούν να ειδωθούν σε μία οριακή συνθήκη μετάλλαξης που τους επιφυλάσσεται από το έδαφος της ανθρώπινης ή μη συνθήκης.

Συμβ ίωση_Συν-Διατροφ ή Στις αρχαίες κοσμολογίες οι δύο δυνάμεις πολέμου και φιλίας είναι παρούσες είτε διαδοχικά είτε μαζί: και μπορεί κανείς να τις ξαναβρεί αν σκεφτεί επίσης τις σύγχρονες θεωρίες περί της εξέλιξης των ειδών. Κατά τον Δαρβίνο η εξέλιξη είναι έργο του ανταγωνισμού- σύμφωνα με βιολόγους του 20ού αιώνα, ο ρόλος του ανταγωνισμού στην εξέλιξη δεν είναι παρά η μία όψη, η άλλη όντας εκείνη της συμβίωσης, δηλαδή της φιλίας. Μας ενδιαφέρουν αυτές οι θεωρίες, γιατί Philippe Borgeaud, “Ο άγροικος”, στο: Ο Έλληνας Άνθρωπος, επιμ. J.-P. Vernant, Ελληνικά Γράμματα: Αθήνα 1996, 310-311. 7 Αριστοφάνης, Νεφέλαι, 41-52. 8. Βλέπε: Marcel Detienne, Apollon, le couteau à la main, Gallimard: Paris, 1998. 9 Για τον ρόλο της καλλιέργειας και των 6

34

τελετουργιών που την αφορούν στην συγκρότηση της αθηναϊκής πόληςκράτους, βλέπε στον ίδιο τόμο Χριστίνα Μητσοπούλου. 10 Μισέλ Ντε Σερτώ, Επινοώντας την καθημερινή πρακτική. Η πολύτροπη τέχνη του πράττειν, Σμίλη: Αθήνα 2010 (1980).

death – Demeter founds again in peace, while Apollo founds from the start with violence. At the same time, the gifts of Demeter related to food and to upbringing, seeding, birth and growth (natural as much as social) are gifts that relate to co-habitation and therefore “πράττειν” (acting). This πράττειν which in the 80s, de Certeau showed forth in all its daily manifestations (“walking in the street’ and ‘talking’, ‘eating together’ and ‘cooking’) as a phenomenon of rhetorical feedback to the current power structures10, is redistributed along with “ποιείν” today not between the sexes any more, but between persons, upon the expanded and vague territory of the modern-day resident. Ποιείν and πράττειν, male and female roles, war and peace, emnity/conflict and friendship, at the present historical moment may be seen in the process of a radical transformation determined by factors both human and non-human.

Cohabitation_Co-nutrition In ancient cosmologies, the two powers of war and friendship are present either consecutively or simultaneously; and one can locate them anew in the contemporary theories about the evolution of the species. According to Darwin, evolution is the work of antagonism; according to 20th century biologists, antagonism is but one aspect, the other being that of cohabitation, i.e. of friendship. We are interested in these theories because, apart from the question about the origin and creation of the natural world in its entirety, they also speak about the terms of the basic energies and functions of life. Traceable to Ivan Wallin (though he never did use the specific term himself) “symbiogenesis, an evolutionary term, refers to the creation of new tissues, organs, organisms or even species, through the establishment of a long-term symbiosis”11. According to Lynn Margoulis who developed symbiogenetic theory more recently, evolution at its very initial stages, was the outcome of the incorporation within cells of the complementary DNA of bacteria. This incorporation, the swallowing and preserving inside a cell, of a foreign body which retains and bequeaths its characteristics to the descendants, can only be seen as a form of life-long hospitality.12 Margoulis writes about symbiogenesis in sexual and nutritional terms: what is generated from the symbiosis is very close to what is sexually reproduced and, ultimately, symbiosis/ cohabitation, is eating together and sexual union. In Margoulis’ symbiogenetic theory, we find again the bipolar pair of Empedocles’ ‘enmity and friendship’ which successively divides and conjoins a world made up of different bodies which are members of different species. What is the role of sex in reproduction? There are species which are reproduced by means of the sexual attraction and fusion of their nuclei which afterwards divide13 and others which reproduce on their own. To the question of the origin of meiotic sex, recently the answer has been given of cannibalistic dyspepsia14. The origin of the species through cannibalism and sex is but an eloquent picture of the continual revival of beings on planet earth.15 In an extreme 10 Michel de Certeau, Inventing Daily Practice The multifarious art of acting, greek ed., Smile: Athens 2010 (1980). 11 Lynn Margulis, The Symbiotic Planet, greek ed., Katoptro: Athens, 2005, 22. 12 See in this connection the work of M. Serres Parasite, greek ed., Smile, Athens, 2010. 13 Ibid, Meiotic sex: all animals and plants and most fungi reduce by half the number of chromosomes per cell through special cellular divisions.

This is the devouring of a cell by a starving predator, where the nucleus and chromosomes are left intact, resulting in their fusion, which typically is equivalent to sexual fertilization: Ibid 145-146. 15 See also Donna Haraway excellent book, When Species Meet University of Minnesota Press: Minneapolis, 2008 which refers to companion-ship,of the species, focusing on the relationship of humans and dogs. 14

35


εκτός από την αναρώτηση για την προέλευση και την δημιουργία ολόκληρου του φυσικού κόσμου, μιλούν επίσης για τους όρους των βασικών ενεργειών και λειτουργιών της ζωής. Με πρώτο τον Ivan Wallin, που δεν χρησιμοποίησε ποτέ αυτήν την λέξη, «η συμβιογένεση, ένας εξελικτικός όρος, αναφέρεται στην δημιουργία νέων ιστών, οργάνων, οργανισμών ή ακόμα και ειδών, μέσω της εδραίωσης μίας μακρόχρονης συμβίωσης»11. Σύμφωνα με την Λυν Μαργκούλις που ανέπτυξε την συμβιογενετική θεωρία πιο πρόσφατα, η εξέλιξη σε πολύ αρχικά στάδια ήταν αποτέλεσμα ενσωμάτωσης των βακτηρίων σε προκαρυωτικό κύτταρο12. Και αυτή η ενσωμάτωση, το φάγωμα δηλαδή και η φύλαξη μέσα στο κύτταρο ενός ξένου σώματος που διατηρεί και κληρονομεί τα χαρακτηριστικά του στους απογόνους, δεν μπορεί παρά να ειδωθεί ως μία φιλοξενία δια βίου13. Η Μαργκούλις γράφει για την συμβιογένεση με όρους σεξ και τροφής: αυτό που γεννιέται από την συμβίωση είναι πολύ κοντά σε αυτό που από το σεξ αναπαράγεται, και τελικά η συμβίωση, η συγκατοίκηση, είναι φαγητό από κοινού και σεξουαλική ένωση. Στην συμβιογενετική θεωρία της Μαργκούλις ξαναβρίσκουμε το δίπολο «νείκος και φιλία» του Εμπεδοκλή που διαδοχικά χωρίζει και ανασυστήνει με την ερωτική ένωση έναν κόσμο αποτελούμενο από μέλη διαφορετικών σωμάτων και διαφορετικών ειδών. Ποιός είναι ο ρόλος του σεξ στην αναπαραγωγή; Υπάρχουν είδη που αναπαράγονται με σεξουαλική έλξη και συγχώνευση των πυρήνων τους και κατόπιν διαχωρισμό14, υπάρχουν είδη που αναπαράγονται από μόνα τους. Στην ερώτηση της προέλευσης του μειωτικού σεξ έχει δοθεί πρόσφατα ως εξήγηση η κανιβαλική δυσπεψία15. H προέλευση των ειδών μέσα από κανιβαλισμό και σεξ δεν είναι παρά μία εύγλωτη εικόνα της συνεχούς συμβίωσης των όντων στον πλανήτη της γης16. Σε μία ακραία εκδοχή της η συμβίωση αφορά και τα ίδια τα σώματά μας: «“Εμείς”, ένα μπαρόκ οικοδόμημα, ξανακτιζόμαστε κάθε δύο δεκαετίες περίπου από συγχωνευμένα και μεταλλασσόμενα συμβιωτικά βακτήρια. Τα σώματά μας αποτελούνται από σεξουαλικά κύτταρα πρωτοκτίστων που κλωνοποιούν τον εαυτό τους με μίτωση. Η συμβιωτική αλληλεπίδραση αποτελεί την πρώτη ύλη της ζωής σε έναν πολυπληθή πλανήτη»17. Η γεωργία στις παλιότερες παραδοσιακές της εκφάνσεις και αυτές που σήμερα ονομάζουμε «βιολογικές καλλιέργειες» χρησιμοποιεί την συμβίωση και την συνδιατροφή ως μέσα εμπλουτισμού και αναπαραγωγής του εδάφους έναντι του προτύπου της μη συμβίωσης και του διαχωρισμού που αποτελούν οι σύγχρονες καλλιέργειες. Στην δεύτερη –επικρατούσα παγκοσμίως– περίπτωση, η γεωργία εξειδικεύεται σε μεγάλα κομμάτια εδάφους, όπου οι μονοκαλλιέργειες μέσα από παγκόσμια μονοπώλια και μαζί η εκμηχάνιση της παραγωγής οδηγούν στην εξολόθρευση του συγκάτοικου και του παρασίτου, σε όποιο είδος και να ανήκουν. Μεγάλες ομοειδείς εκτάσεις με παραγωγή ενός και μόνο είδους τροφής Lynn Margulis, Ο Συμβιωτικός Πλανήτης, Κάτοπτρο: Αθήνα, 2005, 22. 12 Προκαρυωτικό κύτταρο: το κύτταρο χωρίς πυρήνα. 13 Βλέπε εδώ το έργο του Michel Serres, Το Παράσιτο, Σμίλη: Αθήνα, 2010. 14 Ό.π., 146. Μειωτικό σεξ: όλα τα ζώα, τα φυτά, οι περισσότεροι μύκητες μειώνουν στο ήμισυ τον αριθμό των χρωματοσωμάτων ανά κύτταρο μέσω ιδιαίτερων κυτταρικών διαιρέσεων. 15 Πρόκειται για το φάγωμα ενός πρωτοκτίστου σε θνήσκουσα κοινότητα από τον λιμοκτονώντα θηρευτή του, 11

36

αφήνοντας άθικτο τον πυρήνα και τα χρωματοσώματα του υποψήφιου γεύματος, με τελικό αποτέλεσμα την συγχώνευσή τους, κάτι που ισοδυναμεί τυπικά με γονιμοποίηση: ό.π. σ. 145-146. 16 Βλέπε επίσης το εξαιρετικό βιβλίο της Donna Haraway When Species Meet, University of Minnesota Press: Minneapolis, 2008 που αναφέρεται στο companion-ship, δηλαδή την “συντροφικότητα” των ειδών εστιάζοντας ειδικά στο θέμα της σχέσης ανθρώπου με σκύλο. 17 Ο.π., 144.

version, symbiosis concerns our bodies themselves. ‘We’, a baroque edifice, are built again anew, approximately every two decades, out of assimilated and mutated symbiotic bacteria. Our bodies are made up of the gonads of unspecialized cells which clone themselves via mitosis. Symbiotic transactions constitute the primary material of life on a densely populated planet16. Agriculture, in its older traditional manifestations and in those which today we call ‘biological cultivations’, uses symbiosis and food sharing as means of enrichment of the soil, in contrast to the model of modern cultivations of nonsymbiosis and segregation. In the latter case – which is dominant worldwide – agriculture specializes in large areas of land, where monocultures, through international monopolies, alongside with the automation of production, lead to the annihilation of the fellow-resident and the parasite, no matter to what species they may belong. Large homogenized expanses producing one single kind of food, replace the small production units of a variety of species. By contrast, in biological cultivations not only is there companionship in the species cultivated together because the work done by one species in order to feed off the soil helps its neighbor to also par-take of food, but there is, in addition, a joining of the agricultural crop with livestock breeding. The refuse of the one provides nutrition for the other, since, for example, leftovers from the crop are used to feed the animals but also, the animal droppings feed those microorganisms which inhabit the soil, improving its fertility and, hence, the development of the plants.17 The picture becomes still richer if we come back for a look at the work of the bees, through the prism of symbiosis and co-nutrition. Pollination is the fertilization by one organism of another which occurs as the by-product of food-collecting. The species of the bee (mainly) and others, too, aid plant reproduction by carrying the pollen which is their food. In this manner, they mediate in the sexual joining of male and female, by carrying the sperm (male gamete) to the female receptacle. This fertilization not only reproduces the plant but contributes to its bearing fruit. The work of the bee is sexual, i.e. fertilizing and reproductive, but also nutritional – in the process of feeding itself, the bee helps plants reproduce and bear fruit.. Through this natural model one may comprehend the landscape as the common work of many different factors which interact in the course of living. The ground is not merely a phenomenon related to geology, i.e. non-life, but to biology, i.e. life. The ground, then, is the field of common feeding and of the reproduction of life. The multitude of organisms living on it, recreate it in the process of preserving it. In joint synergy, the creatures which inhabit the earth execute a multitude of tasks – seeing like this, the Earth is a giant living factory with a distribution of labor in which all beings are implicated. According to Lovelock, who was the first to introduce this theory, the product of the factory is again the Earth – Gaia – i.e. the geophysiological surface of the planet in its entirety, including the ground and all living beings upon it, as well as the atmosphere. Gaia “manifests the characteristics of a living organism, constituted by all life-forms on the Earth which are in constant interaction.”18 The bio-social model of cohabitation/co-nutrition/symbiogenesis is anthropologically articulated through the preservation of community as this Ibid, 144. Vandana Shiva, see excerpt in “Crops, food for all”.

16 17

Lynn Margulis, The Symbiotic Planet, Katoptro ed.: Athens, 2005, p. 176-177. Also see all the books by Lovelock who conceived this theory about the Earth.

18

37


αντικαθιστούν τις μικρές μονάδες παραγωγής πολυποίκιλων ειδών. Αντίθετα, στις βιολογικές καλλιέργειες όχι μόνο υπάρχει συντροφικότητα στα είδη που καλλιεργούνται μαζί γιατί το έργο που επιτελεί τρεφόμενο το ένα είδος από το έδαφος βοηθάει την συν-διατροφή του συγκατοίκου του, αλλά υφίσταται επίσης ενοποίηση της αγροτικής συγκομιδής και της αγροτικής οικονομίας των ζώων. Τα απορρίματα της μίας παρέχουν διατροφή στην άλλη, αφού για παράδειγμα τα απορρίματα της σοδειάς ταΐζουν τα ζώα, αλλά και τα απεκκρίματα των ζώων τρέφουν στο έδαφος τους μικροοργανισμούς που το κατοικούν βελτιώνοντας την γονιμότητά του και ως εκ τούτου την ανάπτυξη των φυτών18. Η εικόνα γίνεται ακόμα πιο πλούσια αν επιστρέψουμε πλέον μέσα από την συμβίωση και την συνδιατροφή να ξανακοιτάξουμε το έργο των μελισσών. Η επικονίαση είναι η γονιμοποίηση από έναν οργανισμό ενός άλλου που επισυμβαίνει λόγω της διαδικασίας συλλογής τροφής. Το είδος των μελισσών (κυρίως) αλλά και άλλα είδη βοηθούν στην αναπαραγωγή των φυτών κουβαλώντας την γύρη που είναι η δική τους τροφή. Μεταφέροντας τη γύρη προκαλούν στα φυτά την σεξουαλική ένωση του αρσενικού με το θηλυκό κουβαλώντας το σπέρμα (αρσενικός γαμέτης) στον θηλυκό υποδοχέα. Η γονιμοποίηση αυτή όχι μόνο αναπαράγει το φυτό αλλά έχει ως αποτέλεσμα και την καρποφορία του. Το έργο της μέλισσας είναι σεξουαλικό δηλαδή γονιμοποιητικό και αναπαραγωγικό, αλλά και διατροφικό – η μέλισσα βοηθά τα φυτά να αναπαράγονται και να δημιουργούν τον καρπό τους διατρεφόμενη η ίδια. Μέσα από αυτό το φυσικό μοντέλο μπορεί κανείς να κατανοήσει το τοπίο ως κοινή εργασία πολλών διαφορετικών παραγόντων που ζώντας αλληλεπιδρούν μεταξύ τους. Το έδαφος δεν είναι μόνο ή απλά ένα φαινόμενο που σχετίζεται με την γεωλογία, δηλαδή με την μη ζωή, αλλά με την βιολογία, δηλαδή τη ζωή. Το έδαφος τότε είναι το πεδίον της συνδιατροφής και της αναπαραγωγής της ζωής. Το πλήθος των οργανισμών που ζουν στο έδαφος το αναδημιουργεί συντηρώντας το. Σε κοινή συνέργεια τα όντα που κατοικούν τη γη εκτελούν ένα πλήθος εργασιών – η Γη ειδωμένη έτσι είναι ένα τεράστιο ζωντανό εργοστάσιο με κατανεμημένη εργασία στην οποία όλα τα όντα εμπλέκονται. Σύμφωνα με τον Lovelock που πρώτος εισήγαγε την θεωρία αυτή, το παράγωγο του εργοστασίου είναι πάλι η Γη –ή Γαία– δηλαδή η γεωφυσιολογική επιφάνεια του πλανήτη στο σύνολό της περιλαμβάνοντας έδαφος και όλα τα ζωντανά όντα σε αυτό καθώς και την ατμόσφαιρά της. Η Γαία «εμφανίζει τα χαρακτηριστικά ενός ζωντανού οργανισμού, ο οποίος συγκροτείται από όλες τις μορφές ζωής πάνω στη Γη που αλληλεπιδρούν ακατάπαυστα»19. Το βιολογικό-κοινωνικό μοντέλο της συγκατοίκησης-συν-διατροφήςσυμβιογένεσης εκφέρεται ανθρωπολογικά μέσα από την διατήρηση της κοινότητας που περνάει από την χρήση του κοινού τραπεζιού. Το κοινό τραπέζι, τα γεύματα και οι γιορτές, λέει ο Στράβων, ήταν πάντα ο τρόπος της διατήρησης της φιλίας μεταξύ των ανθρώπων. Όχι μόνο η ανατροφή των νεαρών μελών της κοινότητας είναι τροφή και ανάπτυξη μαζί με άλλους υπό τις ίδιες συνθήκες και τους ίδιους κανόνες20, όχι μόνο η συνύπαρξη και το φαγητό μαζί δημιουργούν τους δεσμούς προσώπων και της κοινότητας, αλλά ακόμα τους συντηρούν και τους υπενθυμίζουν21. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι οι γιορτές με συσσίτια πανσπερμίας που προσφέρονταν στην αρχαία Ελλάδα σε στιγμές που οι δεσμοί της κοινότητας Vandana Shiva, βλέπε παράθεμα στο «Οι σοδειές, φαγητό για όλους». 19 Lynn Margulis, Ο Συμβιωτικός Πλανήτης, Κάτοπτρο: Αθήνα, 2005, σ. 176-177. Βλέπε επίσης το σύνολο των βιβλίων του Lovelock, που είναι ο δημιουργός αυτής της επιστηομονικής ιδέας για τη Γη. 18

38

Pierre Bourdieu, H Aίσθηση της Πρακτικής, Αλεξάνδρεια: ΑΘήνα, 2006 (1980). 21 Bλέπε: David E. Sutton, Remembrance of repasts: an anthropology of food and memory, Oxford, New York : Berg, c2001 που αναφέρεται σε Καλύμνιους. 20

is ascertained at the communal table. Common meals, feasts and celebrations, according to Strabo, have always been a means of cementing ties of friendship among men. Not only does the upbringing of the community’s young members involve eating together and coexisting under the same terms and conditions19, not only do cohabitation and shared meals create bonds to others and to the community, but they also maintain those bonds and draw attention to them20. One such example are the festivals with soups of panspermia offered in ancient Greece, at times when community bonds were endangered by some form of crisis21. The offer of food with multiple contents (every manner of seed) all stirred together in a broth, is a reference in the varied origin but also the common fate and the joint force of the community. Its equivalent is found today in rituals of strengthening migrants’ bonds through the cuisine of their homeland. In these cases, the shared consumption of food brings the group together not only in the present, but also in terms of their past and their shared memory. In the film Kous kous with fresh fish, we see just such a community of Moroccans living in Marseilles: there, the common meal of the fish which the father of the family catches, both coheres the bonds of the people at the table and reminds them of their common origin and destiny. The shared manual labor, the cooperation and mutual assistance in the preparation of the food and, then, the offering and distribution of the food, which enters through the mouth to please and preserve the body, function in parallel with the words which come out of the mouth to weave an inextricable web among those feasting. Through the mouth, food and words circulate, and through the mouth, friendship and love are built22. The food with its particular taste which pleases because it momentarily transports to the age of infancy23 connects everyone not just with their individual past and, therefore, personal memory, but with the memory of the community to which one belongs24.

Regionality_Diversity Pierre Bourdieu25 has already introduced us to the idea that habits, bodily techniques, include aspects of unconscious learning that are vehicles of social meaning. This is the context in which taste is shaped, as inheritance or habit but also as choice regarding the social milieu and, simultaneously as memory preserved from generation to generation. Social models and physical behaviors, layered with meaning, are introduced to the community member through repetition and imitation from infancy, including eating manners but also the manners of a sense (taste) which construct its memory, through delight or through displeasure. To belong to a community means to belong to those who like eating similar foods and are adverse to foods they were never taught to consume.

Pierre Bourdieu, The Sense of Practice,greek ed., Alexandreia: Athens, 2006 (1980). 20 See David E. Sutton, Remembrance of repasts : an anthropology of food and memory, Oxford, New York : Berg, c2001 who refers to the islanders of Kalymnos. 21 See below, to the contribution to this tome of Athanassia Zografou.. 22 This was the topic of the excellent seminars during two consecutive years by Jacques Derrida στην E.H.E.S.S., 1989-1990: Politiques de l’amitie: Manger l’Autre I, 1990-1991: Politiques de l’amitie: Rhetorique du cannibalisme. 19

23 See the famous paragraph in Marcel Proust’s In search of lost time: on the side of Souan. 24 The social origin of taste is developed initially in the work of Pierre Bourdieu, Discernment. Social critique of refined judgement. greek ed., Pataki, Athens 2002. Similarly: Jack Goody, Cooking, cuisine and class. A Study in Comparative Sociology, Cambridge University Press,1996. 25 With the concept of habitus (habit) which, following the work of Marcel Maus, “Bodily Techniques’, he initially elaborates in Pierre Bourdieu, The Sense of Practice.

39


κινδύνευαν να σπάσουν ή βρίσκονταν σε κρίση22. Η προσφορά του ποικίλου φαγητού αναφέρεται με την δομή του (πολλοί διαφορετικοί σπόροι μαζί) και με την μορφή του (τον ανακατεμένο χυλό) στην ποικίλη προέλευση αλλά και την κοινή μοίρα και την ενωμένη ισχύ της κοινότητας. Το αντίστοιχο της σήμερα βρίσκουμε σε τελετουργίες ισχυροποίησης των δεσμών κοινοτήτων μεταναστών με όχημα το κοινό φαγητό τους. Στις περιπτώσεις αυτές η κοινή κατανάλωση φαγητού φέρνει μαζί την ομάδα όχι μόνο ως παρόν, αλλά και ως παρελθόν και μνήμη. Στην ταινία «Κουσκούς με φρέσκο ψάρι» παρακολουθούμε μία τέτοια κοινότητα Μαροκινών που ζει στην Μασσαλία: εκεί το κοινό φαγητό με το ψάρι που ο πατέρας της οικογένειας ψαρεύει, το μαγείρεμά του, όχι μόνο συσφίγγουν τους δεσμούς των ομοτραπέζων, αλλά και τους θυμίζουν κάθε εβδομάδα την κοινή τους προέλευση και μοίρα. Η χειρωνακτική από κοινού προετοιμασία, η συνεργασία και αλληλοβοήθεια για την παρασκευή του φαγητού, και κατόπιν η προσφορά και η διανομή της τροφής που εισέρχεται από το στόμα για να διατηρήσει και να ευφράνει το σώμα, λειτουργεί παράλληλα με τους λόγους, που εκφερόμενοι από το στόμα προς τα έξω πλέκουν τους συνδαιτυμόνες αξεδιάλυτα μεταξύ τους. Από το στόμα κυκλοφορούν λόγια και τροφή, και μέσα από το στόμα χτίζεται η φιλία και ο έρωτας23. Το φαγητό, με την συγκεκριμένη γεύση που ευφραίνει γιατί στιγμιαία επαναφέρει στην νηπιακή ηλικία24, συνδέει τον καθένα όχι μόνο με το προσωπικό του παρελθόν και συνεπώς την προσωπική του μνήμη αλλά και την μνήμη της κοινότητας στην οποία ανήκει25.

Εντοπιότητα_Ποικιλία Ο Πιερ Μπουρντιέ26 μας έχει ήδη εισάγει στην ιδέα πως οι συνήθειες, οι σωματικές τεχνικές, περιλαμβάνουν μνήμη ασυνείδητης εκμάθησης που είναι φορέας κοινωνικού νοήματος. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο διαμορφώνεται το γούστο, ως κληρονομιά ή συνήθεια αλλά και ως επιλογή σε σχέση με τον κοινωνικό περίγυρο, και ταυτόχρονα διατηρείται η μνήμη από γενιά σε γενιά. Κοινωνικά πρότυπα και τρόποι σωματικής συμπεριφοράς, ενισχυμένης με νοήματα, μεταφέρονται στο μέλος της κοινότητας διά της επανάληψης και της μίμησης από την νηπιακή ηλικία – μέσα σε αυτά περιλαμβάνονται οι τρόποι του φαγητού, αλλά και οι τρόποι της αίσθησης που με την απόλαυση ή την δυσαρέσκεια κατασκευάζουν την μνήμη της. Ανήκω σε μία κοινότητα σημαίνει ανήκω σε αυτούς που τους αρέσει να τρώνε απολαμβάνοντας παρόμοια φαγητά και να απωθούνται από άλλα που δεν έμαθαν ποτέ να καταναλίσκουν. Μας ενδιαφέρει να κρατήσουμε την μνήμη της αίσθησης, την ηδονή της απόλαυσης του φαγητού που μας συνδέει με την ιστορία της κοινότητας αλλά και της ίδιας της γης. Οι τοπικές ποικιλίες είναι σπόροι που έχουν κάποτε εισαχθεί στον τόπο, αυτοί ή η καλλιέργειά τους, και κατόπιν, αυτό το τόσο αντιπροσωπευτικό της «φύσης» παράδειγμα, έχει γίνει μαζί και αξεδιάλυτο τμήμα του τοπικού πολιτισμού. Με το συγκεκριμένο φυτό για χρόνια ή αιώνες στον συγκεκριμένο τόπο μαγειρεύονται φαγητά που είτε κληρονομούνται είτε Βλέπε παρακάτω στον τόμο, Αθανασία Ζωγράφου. 23 Πάνω σε αυτό το θέμα εκτείνονταν τα εξαιρετικά σεμινάρια δύο διαδοχικών ετών του Jacques Derrida στην E.H.E.S.S., 1989-1990: Politiques de l’amitie: Manger l’Autre I, 1990-1991: Politiques de l’amitie: Rhetorique du cannibalisme. 24 Βλέπε την περίφημη παράγραφο του Μαρσέλ Προύστ από το Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο: από την πλευρά του Σουάν. 25 H κοινωνική προέλευση του γούστου 22

40

αναπτύσσεται αρχικά στο έργο του Πιέρ Μπουρντιέ, Η διάκριση. Κοινωνική κριτική της καλαισθητικής κρίσης. Πατάκη: Αθήνα 2002. Παρομοίως: Jack Goody, Cooking, cuisine and class. A Study in Comparative Sociology, Cambridge Universtiy Press, 1996. 26 Με το habitus (έξη) που εξελίσσοντας το έργο του Μαρσέλ Μως «Τεχνικές του Σώματος» αρχικά επεξεργάζεται στο: Pierre Bourdieu, H Aίσθηση της Πρακτικής.

We are interested in holding on to the memory of the sense, the pleasure of food that connects us with the history of the community but also with the land itself. Local varieties are seeds which had at one time been introduced to the place, themselves or their cultivation, and subsequently, this representative instance of ‘nature’ also became an inextricable part of local culture. A specific plant I used for years or centuries, at a specific place, to prepare as food that is passed on as inheritance or as new teaching by those who, have lived there through the flow of history. We have seeds like the poppy, the grape, the fig, which have been cultivated in Greece since Neolithic times and others, like the eggplant or the tomato that were imported along with recipes for their preparation. Cultivation is nature and history: a characteristic example is the relationship of the Greek cuisine with its neighbors, the Italian and the Turkish, manifest not only in the recipes but also in the words for the different foods and their ingredients. Along with food, other plant derivatives used on the body or in the human environment, are created or brought from elsewhere after they were first talked about. Nutritional, decorative, therapeutic uses are traditionally served by special plants, each of which is often cultivated at a special locale. Local cultivation and processing eventually lead to a commercial availability of plant products, whether at the level of home-industry or some other: seed as carrier of culture versus seed as primarily an instance of nature. In terms of transportation, is not the seed the paramount example of nature, of programmed, organic unfolding? Can we not, through the example of the seed, see the idea of the Aristotelian ‘nature’, i.e. of life that is born, develops, transforms, evolves, of life born strictly out of life in order to metabolize, reproduce and die, having arrived at a form and subsequently bequeathing its imprint to its descendant? This ideal symbol of nature, the seed, is however, also the product of the labor of a number of human beings not only in terms of the introduction of its cultivation, not only in terms of its preservation, but also its use and its mutations. For centuries, people selected seeds, collected them from wild nature to use, or transported them to cultivate them, transferred the knowledge that attached to them, selectively intervened on their varieties and utilized plants for all their possible benefits. The variety, then, of seeds, their great number or their special versions, signifies the cultural intervention of a variety of places and societies in the direction of their preservation and evolution, since, for centuries, preservation was not synonymous with banks and storehouses but with continued cultivation and with the seeds’ distribution to other cultivators. Variety of cultivation is variety of civilization, while monoculture is the domination of the one over the many. A variety of cultivation means a variety in the landscape, as each plant grows contributing along with all the others, and with the fauna they host, to a variegated morphology. Moreover, the changes in the plant’s form and behavior in accordance with the seasonal cycles, provide a continuous modulation in the landscape’s narrative, in the course of the year. We are interested in the fact that a plant variety, deriving from nature and from civilization, is related to a specific region, its soil and climate, even the micro-soil and the micro-climate, as it originates from a species that evolved on

41


μεταδίδονται ως γνώση από εκείνους που μέσα στην ροή της ιστορίας τον κατοίκησαν. Έχουμε σπόρους όπως την παπαρούνα, το αμπέλι και το σύκο που καλλιεργούνται στην Ελλάδα από την νεολιθική εποχή, και άλλους, όπως η μελιτζάνα ή η ντομάτα, που εισήχθηκαν και μαζί τους και κάποιες από τις συνταγές μαγειρέματός τους. Η καλλιέργεια είναι φύση και ιστορία: χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η σχέση της ελληνικής με τις γείτονές της τουρκική και ιταλική κουζίνα που δεν φανερώνεται μόνο στις συνταγές αλλά και τις λέξεις που ονομάζουν τα φαγητά και τις πρώτες ύλες τους. Μαζί με τα φαγητά, και άλλα παράγωγα των φυτών σε χρήση πάνω στο σώμα, ή στον περίγυρο του ανθρώπου, δημιουργούνται ή μεταφέρονται από αλλού με την επικοινωνία. Διατροφικές, καλλωπιστικές, θεραπευτικές χρήσεις καλύπτονται παραδοσιακά από ειδικά φυτά, που αντίστοιχα καλλιεργούνται σε διαφορετικούς τόπους. Η επιτόπια καλλιέργεια αλλά και η επεξεργασία οδηγεί εντέλει και σε ποικιλία μεταποίησης, δηλαδή στην παραγωγή (βιοτεχνική ή μη) των φυτικών παραγώγων: σπόρος-φορέας πολιτισμού έναντι (versus) σπόρου- κατεξοχήν παραδείγματος της φύσης. Γιατί ως μεταφορά ο σπόρος δεν είναι το ακραίο παράδειγμα της “φύσης”, της προγραμματισμένης οργανικής έκπτυξης; Μέσα από το παράδειγμα του σπόρου δεν μπορούμε να δούμε την ιδέα της αριστοτελικής ‘φύσης’ δηλαδή της ζωής που γεννιέται, εξελίσσεται, μεταμορφώνεται, αναπτύσσεται, της ζωής που παράγεται μόνο από ζωή για να μεταβολιστεί, να αναπαραχθεί και να πεθάνει, έχοντας πάρει μορφή και αφήνοντας κατόπιν το αποτύπωμά της στον απόγονό της; Αυτό το ιδεώδες της φύσης σύμβολο, ο σπόρος είναι όμως επίσης προιόν εργασίας σειράς ανθρώπων όχι μόνο για την εισαγωγή της καλλιέργειάς του, όχι μόνο για την διατήρησή του, αλλά και την χρήση του και την μετάλλαξη του. Για αιώνες οι άνθρωποι επέλεγαν σπόρους, τους μάζευαν από την άγρια φύση για να τους χρησιμοποιήσουν ή τους μετέφεραν για να τους καλλιεργήσουν, μετέδιδαν την γνώση πάνω σε αυτούς, επιλεκτικά επενέβαιναν πάνω στις ποικιλίες τους και χρησιμοποιούσαν τα φυτά για όλες τις δυνατές λειτουργίες. Η ποικιλία λοιπόν των σπόρων, ο μεγάλος αριθμός τους ή η ειδική εκδοχή τους σημαίνει την πολιτιστική επέμβαση της ποικιλίας των τόπων και των κοινωνιών που τους κατοίκησαν προς την κατεύθυνση της διατήρησης και της εξέλιξής τους, αφού η διατήρηση για αιώνες δεν ήταν συνώνυμη με τράπεζες και αποθήκες αλλά με τη συνέχιση της καλλιέργειας και την διανομή τους σε άλλους καλλιεργητές. Ποικιλία καλλιέργειας είναι ποικιλία πολιτισμών ενώ μονοκαλλιέργεια είναι επικράτηση του ενός έναντι των πολλών. Ποικιλία καλλιέργειας είναι ποικιλία στο τοπίο, καθώς το κάθε φυτό αναπτύσσεται συνεισφέροντας μαζί με τα άλλα και με την πανίδα που όλα μαζί φιλοξενούν σε μία πολυειδή εικόνα του. Ακόμα, η μεταβολή στην συμπεριφορά του φυτού ανά εποχή και καιρό και στην μορφή του στον ετήσιο ή μη κύκλο της ζωής του δίνει μία συνεχή διαφοροποίηση και αφήγηση στο τοπίο μέσα στην διάρκεια του χρόνου. Μας ενδιαφέρει ότι η φυτική ποικιλία, η προερχόμενη από την φύση και τον πολιτισμό, σχετίζεται με τον συγκεκριμένο τόπο, το έδαφος και το κλίμα, ακόμα και με το μικροέδαφος και το μικροκλίμα, προερχόμενη από την εξέλιξη ενός είδους σε αυτή τη συγκεκριμένη γη. Αυτή η εντοπιότης της ποικιλίας παρέχει στον σπόρο τον γενικό χαρακτήρα, το πρόσωπο του τόπου, που δεν είναι μόνο εικόνα αλλά και γεύση και άρα απόλαυση και μνήμη. Τα αμπέλια της Σαντορίνης με τα ανάποδα

42

that particular land. This regional aspect of a variety makes the seed the key to the general character, the face of the region, which is not only an image but also a taste, hence pleasure and memory. The vineyards of Santorini with their upside down woven baskets, are not only a tradition of manual labor in forms that give character to the landscape but they also originate in a natural element, the strong northern wind and the need for protection from it. And this special variety that carries the landscape’s form, also carries the taste and sharpness of Santorini wine, the character of its pleasure and of the attractiveness it holds for us. In this enlarged interpretation, the variety contains, along with the place, the pleasure which this place provides. Variety, ποικιλία, a word that initially connoted shininess, shimmer, tricking through the many facets and reflections, polymorphousness and multiplicity, in greek also means décor, and in ancient Greece it marked the field of erotic trickery and the incitement of lust. Sappho evokes Aphrodite with the variegated, πεποικιλμένο, throne to bring back her beloved. Archilochos, too, in the excerpt of a farewell of his home-island, Paros, writes: “And bid farewell to Paros and to those figs, and the life of the sea.” In this condensed verse where the figs may signify the fruit itself, but, also, as was the case in ancient greek, women’s vaginas, the relationship is loudly proclaimed of the place with pleasure and variety. Is this, eventually, a metaphor where vaginas stand for the erotic life which, as a category, corresponds to the life of the sea? In that case, we read in this verse about the openness of the sea (and possibly the trials of sea-life) alongside the joys (and/or the trials and tribulations) of love. Or is it about the fruit, the figs, a fruit of the month of August, the island’s summer fruit, which comes to be added next to sea-life, and by synecdoche, to seafood, fish and mollusks? Whichever interpretation we give to the phrase and to the nature of the farewell, Archilochos is saying goodbye to his native land (whether as paradise or as testing ground is not for certain) through the taste of the food which also produces the erotic taste of the place – both inextricable aspects of its physiognomy. Archilochos bids farewell to the place and, through that, to its tastes and pleasures. Today, we are at a historic moment when, conversely, the farewell to tastes and pleasures discloses the loss of the place that has already occurred. For many decades, architecture was tormented by a formal attachment to the metaphysical notion of place, in terms of a faith in the relationship between the form of the landscape and the form of the building. The excellent anthropological reading of the loss of the relationship to the place as loss of nutritive wealth and, why not, as a loss of the capacity of a place to provide food, implies a need to reconceptualize the meaning of place as constitutive of our own (cultural) bodily metabolism. Ultimately, the meaning of place and of regional specificity becomes critical for the determination of the bounds between survival and life.

43


πλεκτά καλάθια, δεν είναι μόνο παράδοση χειρωνακτική σε μορφές που δίνουν πρόσωπο στο τοπίο, αλλά προέρχονται κιόλας από ένα στοιχείο του, τον δυνατό βόρειο άνεμο και την ανάγκη προστασίας από αυτόν. Και ετούτη η ειδική ποικιλία που παρασέρνει του τοπίου την μορφή, παρασέρνει μαζί και τη γεύση και την αψύτητα του σαντορινιού κρασιού, παρασέρνει την φυσιογνωμία της απόλαυσής του και της έλξης που μας ασκεί. Σ’ αυτήν την διεσταλμένη ερμηνεία, η ποικιλία περιέχει μαζί με τον τόπο, και την ηδονή που αυτός προσφέρει. Η ποικιλία, λέξη που αρχικά σήμαινε στραφτάλισμα, γυαλάδα, ξεγέλασμα με τις διαφορετικές όψεις και αντανακλάσεις, πολυμορφία και πολλαπλότητα, είναι στα ελληνικά μία λέξη που επίσης σημαίνει στόλισμα, και στην αρχαία Ελλάδα σημάδευε τον τομέα του ερωτικού ξεγελάσματος και την πρόκληση του πόθου. Η Σαπφώ επικαλείται την Αφροδίτη με τον πεποικιλμένο θρόνο να της φέρει πίσω την αγαπημένη της. Και ο Αρχίλοχος, σε ένα σπάραγμα αποχαιρετισμού της πατρίδας του νήσου Πάρου, γράφει: «Kαι αποχαιρέτα την την Πάρο, και εκείνα τα σύκα, και την θαλασσινή ζωή». Στον συμπυκνωμένο αυτό στίχο, όπου τα σύκα μπορεί να σημαίνουν τον ίδιο τον καρπό, αλλά όπως συνέβαινε επίσης στα αρχαία ελληνικά και τα γυναικεία αιδοία, διαυγάζεται ηχηρά η σχέση του τόπου με την ηδονή και την ποικιλία. Πρόκειται τελικά για μεταφορά, και άρα για αιδοία – δηλαδή ερωτική ζωή που αντιστοιχεί ως κατηγορία στην θαλασσινή ζωή; Τότε στον στίχο διαβάζουμε την ανοικτότητα της θάλασσας (ίσως και την ταλαιπωρία του βίου της) μαζί με την χαρά (ή την ταλαιπωρία και τα βάσανα) του έρωτα. Ή πρόκειται για τον καρπό, τα σύκα, του αυγούστου τον καρπό, καλοκαιρινό καρπό του νησιού, που έρχεται τότε να τοποθετηθεί δίπλα στην θαλασσινή ζωή, και ίσως μαζί από συνεκδοχή και το δικό της φαγητό, θαλασσινά και ψάρια; Όποια ερμηνεία και να δώσουμε στην φράση και στη φύση του αποχαιρετισμού, ο Αρχίλοχος χαιρετά τον τόπο (ως παράδεισο ή ως βάσανο, άγνωστο τι από τα δύο) μέσα από την γεύση του φαγητού που παράγει και την ερωτική του γεύση – και τα δύο αναπόσπαστα μέρη της φυσιογνωμίας του. Ο Αρχίλοχος αποχαιρετά τον τόπο και δι’ αυτού τις γεύσεις και τις ηδονές του. Είμαστε σε μία ιστορική στιγμή όπου αντίστροφα, ο αποχαιρετισμός των γεύσεων και των ηδονών προδίδει την ήδη συντελεσμένη απώλεια του τόπου. Για πολλές δεκαετίες η αρχιτεκτονιή ταλανίστηκε από μία μορφοκρατική πρόσδεση στην μεταφυσική ιδέα του τόπου, και μάλιστα με την πίστη για την σχέση ανάμεσα στην μορφή του τόπου με την μορφή του κτίσματος. Η εξαιρετική ανθρωπολογική συνθήκη της απώλειας της σχέσης με τον τόπο ως απώλειας του διατροφικού πλούτου και, γιατί όχι, ως απώλειας της επισιτιστικής δύναμης του τόπου αναγάγει την απαίτηση αναθεώρησης της έννοιας του τόπου ως συγκροτησιακής του ίδιου μας του (πολιτισμικού) σωματικού μεταβολισμού. Εντέλει η έννοια του τόπου και της εντοπιότητας γίνεται κρίσιμη για τον καθορισμό των ορίων ανάμεσα στην επιβίωση και την ζωή.

44

Description of the Ark In constructing the ark, we intend for it viewer and visitor to get the feeling that they are taking part in a potential journey. The shape of the object facilitates such an assumption. But the sailing vessel is under construction and, so, the pavilion looks more like a shipyard, intensifying a sense of waiting and anticipation for the journey. The journey itself is long in coming. But why wait and why anticipate? The ancient memory of the biblical Ark talks more of a promise fulfilled, when the promise of salvation needs to return to history where there is a human need for it. Only now, in relation to the ark, the terms have been reversed. Salvation is needed not from natural forces that come from heaven and are superior to man. Salvation is needed from the threats of human activity. Today, more so than ever. Not only because planetary biodiversity is undergoing a crisis of extinction, but mainly because the fate of the human population is tied in with that crisis. The sense of waiting and anticipation intensifies the impression that we are indeed living through exceptional conditions and that permanent loss is nearby, that salvation needs to be timely if it is to be at all possible. Nevertheless, waiting for the journey must not be confused with fear mongering and obsessions of catastrophe. The teleological approach that is based on collective guilt and the negative pleasure which it creates, as in Hollywood’s teleologic films-making, traps the multitude in a feeling of the inescapable, wishing to prepare it for a grand exodus which only a metaphysical power can manage, a grand master of our collective guilt. On the contrary, here, in the greek ark, the journey preparations are optimistic, as seamen’s journeys always are. Optimism concerns the nature of sea-voyaging itself. Especially voyaging in the greek seas is, by its very nature, optimistic. No matter where one is travelling in the archipelago, a seashore is always nearby… If to the form of the ark is assigned the meaning of salvation through a journey, and therefore, the presence is implied of an exceptional threat, at the same time, the optimistic message of the journey is part of the ark’s cargo. Since in real terms, the journey is represented but cannot take place, the senses themselves take on the role of mobilizing an experience of actual travel. Sight focuses on and defines the journey’s course, listening evokes the agricultural landscapes to which we are heading and announces them, like the sirens at the Homeric journey. Yet, the sounds that come to the traveler’s ears are those of a garden, which is where the cargo originates from, and where the ark aims to steer. The smells are there, from the garden, because the seeds and fruit and batches of aromatic herbs are an extended testimony of nature through smell, just like the flowers in the vase are, whether inside the house or anywhere at all. Taste, more than anything, makes thought travel, as alongside smell, it is the sense that prompts the deepest kind of memory recall. Could this be an ark that evokes a deep mnemonic content lost in the depth of childhood? If so, then, the pleasurable content of the ark, an intrinsic requirement of the project, is merely a content that was suspended and can be returned to us in the here and now, via the memory of childhood. Touch alone, that inaugural capacity of understanding things and the world only once you’ve handled them, is the sense that primarily shows forth the experience of the present as being of critical importance. By

45


Περιγραφ ή της Κιβωτο ύ Με την κατασκευή της κιβωτού θέλουμε ο θεατής και ο επισκέπτης της να έχει την αίσθηση ότι παίρνει μέρος σε ένα εν δυνάμει ταξίδι. Το σχήμα του αντικειμένου ευνοεί μια τέτοια υπόθεση. Το πλεούμενο όμως είναι υπό κατασκευήν και έτσι το περίπτερο μοιάζει περισσότερο με ναυπηγείο, επιτείνοντας μιαν αίσθηση αναμονής και προσδοκίας για το ταξίδι. Το ταξίδι το ίδιο καθυστερεί. Γιατί όμως αναμονή και γιατί προσδοκία; Η αρχαία ανάμνηση της βιβλικής κιβωτού μας μιλάει περισσότερο για μια περαιωμένη υπόσχεση, την ώρα που η υπόσχεση διάσωσης χρειάζεται να επιστρέφει στην ιστορία όταν οι άνθρωποι την έχουν ανάγκη. Μόνο που τώρα, σε σχέση με την κιβωτό οι όροι έχουν αντιστραφεί. Η διάσωση δεν πρέπει να γίνει από τις δυνάμεις της φύσης, τον κατακλυσμό που υπερτερεί του ανθρώπου και έρχεται από τον ουρανό. Η διάσωση πρέπει να γίνει από τις απειλές της ανθρώπινης δραστηριότητας. Ιδιαίτερα σήμερα. Όχι μόνον επειδή η πλανητική βιοποικιλότητα τελεί σε κρίση αφανισμού, αλλά κυρίως επειδή με την κρίση αυτή συνδέεται η τύχη του ανθρώπινου πλήθους. Η αίσθηση της αναμονής και της προσδοκίας επιτείνει την εντύπωση ότι όντως ζούμε σε κατάσταση εξαίρεσης, ότι πράγματι η οριστική απώλεια είναι κοντά, ότι η διάσωση είναι θέμα χρόνου αλλιώς δεν θα μπορεί να υπάρξει. Παρ’ όλα αυτά η αναμονή του ταξιδιού δεν πρέπει να συγχέεται με την κινδυνολογία και τον φόβο. Η τελεολογική προσέγγιση που βασίζεται στην συλλογική ενοχή και την αρνητική ηδονή που αυτή δημιουργεί, όπως στα τελεολογικά έργα του Χόλλυγουντ παγιδεύει το πλήθος σε μια αίσθηση του αναπόδραστου και θέλει να το προετοιμάζει για μια μεγάλη έξοδο που μόνο μια μεταφυσική δύναμη μπορεί να διαχειριστεί, ένα μεγάλο αφεντικό της ενοχικής μας συνείδησης. Αντίθετα, εδώ, στην ελληνική κιβωτό το ταξίδι προετοιμάζεται με αισιοδοξία, έτσι όπως προετοιμάζονται πάντα τα ταξίδια των ναυτικών. Η αισιοδοξία αφορά την ίδια την φύση του ναυτικού ταξιδιού. Ειδικά το ναυτικό ταξίδι στην ελληνική θάλασσα είναι φύσει αισιόδοξο. Όπου και αν ταξιδεύεις στο αρχιπέλαγος μια ακτή θα είναι πάντα κοντά… Αν στην μορφή της κιβωτού ανατίθεται το νόημα μιας διάσωσης μέσω του ταξιδιού και άρα τίθεται το νόημα μιας εξαιρετικής απειλής, ταυτόχρονα, το αισιόδοξο μήνυμα του ταξιδιού ανατίθεται στο φορτίο της κιβωτού. Εφόσον με πραγματικούς όρους το ταξίδι αναπαρίσταται αλλά δεν μπορεί να επιτελεστεί, αναλαμβάνουν οι ίδιες οι αισθήσεις να ανακινήσουν την απαίτηση μιας πραγματικής εμπειρίας ταξιδιού. Η όραση σκοπεύει και ορίζει την πορεία του ταξιδιού, η ακοή εγκαλεί τα αγροτικά τοπία όπου πηγαίνουμε, τα προαναγγέλλει, όπως οι σειρήνες στο ομηρικό ταξίδι. Όμως οι ήχοι που έρχονται στα αυτιά του «ταξιδιώτη» είναι ήχοι από τον κήπο, από εκεί που προέρχεται το φορτίο και εκεί που θέλει η κιβωτός να κατευθυνθεί. Οι μυρωδιές είναι εκεί, από τον κήπο, διότι οι σπόροι κι οι καρποί, τα μάτσα και τα αρωματικά φυτά φέρουν μια παρατεταμένη μαρτυρία φύσης, μέσα από την μυρωδιά, όπως στο βάζο του σπιτιού τα λουλούδια, αδιάφορο που-παντού. Η γεύση, αυτή πιο πολύ ταξιδεύει τον νου καθώς μαζί με την μυρωδιά είναι οι αισθήσεις που προκαλούν τις πιο βαθιές ανακλήσεις της μνήμης. Πρόκειται άραγε για μια κιβωτό που ανακαλεί τελικά ένα βαθύ μνημονικό περιεχόμενο χαμένο στο βάθος της παιδικής ηλικίας; Αν είναι έτσι, τότε το ηδονικό περιεχόμενο της κιβωτού, μια προγραμματική απαίτηση του πρότζεκτ, δεν είναι παρά ένα περιεχόμενο που έχει τεθεί σε αναστολή και μπορεί

46

touching the seeds and running one’s hands over the plants, we have a lived experience of still being here, acting and cohabiting with all of this. The hedonistic experience of the plants and the seeds is still possible within the performative function of the food’s preparation. Every kitchen, whether at the edge of a field or in the center of a buzzing metropolis, is an ark: it is the space where the process of metabolism is begun, it is the primary laboratory of physical joy. In the ark, we attempt to convey precisely that live sensation and the kitchen’s performative function. A kitchen is always travelling and especially so the kitchens of ships. But the ship, itself, the mercantile ship, is always a potential kitchen-storeroom. The ancient shipwrecks strewn along the deep of southeastern Mediterranean, as they are dragged up into the light with their thousands of vases and pots, their lost fruit and seeds mixed together with their precious inorganic materials, instruments, vessels, though wrecks, still convey inside themselves the message of an incessant continuity of the collective metabolism which is not a natural fact but, rather, a fact of cultural continuity. Civilization is the construction of desire and not its repression, as freudian theory teaches us.

47


να μας το επαναφέρει εδώ, κοντά, η ανάκληση της παιδικής ηλικίας. Μόνο η αφή, αυτή η αισθητηριακή δυνατότητα να καταλάβεις τα πράγματα και τον κόσμο όταν τα πιάνεις και τα παίρνεις στα χέρια σου είναι η κατεξοχήν αίσθηση που αναδεικνύει την εμπειρία του παρόντος σαν κάτι κρίσιμα σημαντικό. Πιάνοντας τους σπόρους και χαϊδεύοντας τα φυτά έχουμε μια εμπράγματη πιστοποίηση ότι είμαστε ακόμα εδώ δρούμε και κατοικούμε μαζί με όλα αυτά. Η ηδονιστική εμπειρία των φυτών και των σπόρων είναι ακόμα δυνατή μέσα στην επιτελεστική λειτουργία της προετοιμασίας του φαγητού. Κάθε κουζίνα, στην άκρη της υπαίθρου και στο κέντρο της πολύβουης μητρόπολης είναι μια κιβωτός: είναι ο χώρος που προετοιμάζεται η διαδικασία του μεταβολισμού, είναι το κατ εξοχήν εργαστήριο της σωματικής χαράς. Στην κιβωτό επιχειρούμε να μεταφέρουμε αυτή ακριβώς την ζωντανή αίσθηση και την κατά εξοχήν επιτελεστική κατάσταση της κουζίνας. Μια κουζίνα πάντα ταξιδεύει και ειδικά η κουζίνα στο πλοίο καθώς αυτό ταξιδεύει. Αλλά και το ίδιο το πλοίο, το εμπορικό πλοίο, είναι πάντα μια εν δυνάμει αποθήκη-κουζίνα. Τα σπαρμένα αρχαία ναυάγια, στους βυθούς της νοτιοανατολικής Μεσογείου, καθώς ανασύρονται στο φως, με τα χιλιάδες βάζα και τους αμφορείς, τους χαμένους καρπούς και τους σπόρους ανακατωμένους με τα πολύτιμα ανόργανα υλικά, τα εργαλεία, τα σκεύη, αν και ναυάγια, φέρουν εντός τους το μήνυμα μιας αδιάκοπης συνέχειας του συλλογικού μεταβολισμού που δεν είναι ένα φυσικό γεγονός είναι ένα γεγονός συνέχειας του πολιτισμού. Ο πολιτισμός είναι η συγκρότηση της επιθυμίας και όχι η απώθησή της όπως μας διδάσκει η φροϋδική θεωρία.

1. Εδαφος / Ground

48

49


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.