ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΜΦΙΣΗΜΟ Αργύρης Π. Βεργόπουλος
μεταμορφώσεις - πράγματα μυστήρια για μυστήριους ανθρώπους
Αργύρης Π. Βεργόπουλος
Αθήνα, 2009
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΜΦΙΣΗΜΟ
1
Έργα του ιδίου Απόπειρα προσανατολισμού – Π οιήματα, Πρώτη Έκδοση, 1970 Δεύτερη Έκδοση – ξανακοιταγμένη, 2009 Ζητείται σκύλος – Ποιήματα, 1973 Αυτοψία: Ποιητική σύνθεση, 1976 Μεταμορφώσεις – Π οιήματα, Πρώτη Έκδοση, 1999, Δεύτερη έκδοση, 2009 Μετουσιώσεις ΙΙ – Δ εύτερη έκθεση γλυπτικής, Γκαλερί Θεόφιλος, 1999 Λεύκωμα με 30 έργα και αντίστοιχα ποιήματα Ιστορίες του βάλτου: Μυθιστόρημα, 2009, Εκδόσεις Γκοβόστη Υπό έκδοση Τρεις ποιητικές συλλογές Εσπερινοί: Ποιητική σύνθεση Το κομμένο κεφάλι: Συλλογή διηγημάτων Το νήμα της στάθμης: Ιστορικό μυθιστόρημα
Εκδόσεις «Αμφίσημο» Π. Α. Βεργόπουλος & Σια Ε.Ε. Πολυτεχνείου 181β – Κρυονέρι Αττικής, Τ.Κ. 145 68 www.amfisimo.com {info@amfisimo.com} Επιμέλεια έκδοσης - Εξώφυλλο: Παναγιώτης Α. Βεργόπουλος Διόρθωση: Ελένη Α. Βεργοπούλου Εκτύπωση - Βιβλιοδεσία: Τυπογραφείο Νίκου Μπάρδη, Αριστείδου 13, Αθήνα Γραμματοσειρές: GFS Bodoni Εταιρεία Ελληνικών Τυπογραφικών Στοιχείων www.greekfontsociety.gr Αθήνα, Δεκέμβριος 2009
2
Αργύρης Π. Βεργόπουλος
πράγματα μυστήρια για μυστήριους ανθρώπους...
Αθήνα, 2009
3
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΜΦΙΣΗΜΟ
4
μεταμορφώσεις - πράγματα μυστήρια για μυστήριους ανθρώπους
Αργύρης Π. Βεργόπουλος
Αργύρης Π. Βεργόπουλος
πράγματα μυστήρια για μυστήριους ανθρώπους...
πράγματα μυστήρια για μυστήριους Αθήνα, 2009 ανθρώπους...
5
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΜΦΙΣΗΜΟ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΜΦΙΣΗΜΟ
6
α΄ Αητός ο νους πετάει ψηλά στου κεραυνού την κόψη, χάνεται η γη κι η θάλασσα, αλλάζουν όλα όψη. Μα κει τ’ αψήλου, τα φτερά το κρύο δεν αντέχουν, ξαναβουτάει στις ρεματιές που οι πηγές τις βρέχουν, και τα πουλιά δροσίζονται. Στα ταπεινά χορτάρια στήνουν χορό ερωτικό ζουζούνια και σκαθάρια. 7
β΄ Λάμνει το φως στις φυλλωσιές, ήλιος πάει να δύσει, οι μυστικές διαδρομές τα μάγια έχουν λύσει. Στο χώμα σέρνεται ερπετό, το θύμα περιμένει. Ανύποπτα της γης παιδιά ο θάνατος τα δένει. Κραυγές οδύνης και χαράς, το αίμα τις ποτίζει. Κύκλος θανάτου και ζωής όλα τα στροβιλίζει. 8
γ΄ Η νύχτα απλώνει το φαιό του σκοταδιού μαγνάδι, η πόλη αποκοιμήθηκε. Μοναδικό πετράδι. Στις στέγες εξαπτέρυγα μεγάφωνα, κεραίες, τα χερουβείμ περιπολούν μ’ ατσάλινες ρομφαίες. Πρωτότοκος μοναχογιός ο ύπνος, του θανάτου, στου σκοταδιού τα νάματα ξεπλένει τα φτερά του. 9
δ΄ Σφαλούνε τα περάσματα του λογικού. Απ’ τα βάθη του ύπνου ξεπετάγονται λυγμοί, τελώνια, πάθη. Μοχθεί η ψυχή να λυτρωθεί από τις Ερινύες. Του κάματου τ’ αγκομαχητό ξυπνάει τις αγωνίες κι ανάβουν κλεφτοφάναρα. Ευθύς ξεθηκαρώνουν μαχαίρια κι όπλα φονικά που τη σιωπή ματώνουν. 10
ε΄ Tο φως της μέρας, άγρυπνος φρουρός στα σταυροδρόμια, χτυπάει με πύρινο σπαθί της νύχτας τα σαγόνια. Ανάβουνε οι γειτονιές σα φωτερά καντήλια, ξυπνούν οι μάνες τα παιδιά, φορούν λευκά μαντίλια. Ανθρώποι αγουροξύπνητοι σφυρίζοντας τραβάνε στις φάμπρικες, στις αγορές, στα πλοία που κινάνε για τους πλατιούς ωκεανούς, μ’ ένα φιλί στα χείλη, να τους γλυκαίνει τον καημό ανατολή και δείλι. Μ’ ένα κλωνί βασιλικό στ’ αφτί τους περασμένο, γλυκό να είναι το ψωμί του μόχθου κι αγιασμένο. 11
στ΄ Βουή, φωνές μεταλλικές, ένα ανθρώποι ή κτήνη, κουβάρι σιδερόδετο που ιδρώ και θειάφι χύνει. Θολός ο νους πισωπατά γέρνει, πέφτει, πετιέται, αλλοτινός διαφεντευτής, εδώ κι εκεί πλανιέται. Του φόβου το πιστό σκυλί, λευτερωμένο, αφήνει στου δρόμου τα απόβλητα δάκρυ, καημό κι οδύνη. 12
ζ Η λάμψη σβήνει τ’ ουρανού. Βγαίνουνε τα μαχαίρια και γδικιωμό γυρεύουνε. Ανάβουν αγιοκέρια. Λιβάνια και εσπερινοί, τάματα, λιτανείες ξορκίζουνε το άδικο. Ορθοί στις εκκλησίες βγάζουν τα εικονίσματα, τα χρυσοκεντημένα, από του χρόνου τη σκουριά στο λήθαργο αφημένα. 13
η΄ Άδολοι. Αλαφροΐσκιωτοι, στο ιερό μεθύσι, ξανά ερμηνεύουν τους χρησμούς. «Ποιος τη ζωή θα στήσει ολόρθη κι ανυπόκριτη, –ψυχή, ψωμί, αλάτι– κανείς της γης διαφεντευτής κανένα ουράνιο μάτι». 14
θ΄ Ανάβει του Αυγερινού το ιερό καντήλι. Καλώς τηνε τη ροδαυγή. Ώσπου να ’ρθεί το δείλι, να αποσώσουν οι καημοί στο αγιασμένο δείπνο. Νους και ψυχή λυτρώνονται μες στον γαλήνιο ύπνο. 15
ι΄ Όνειρα ανεπαλήθευτα, αλήθειες ξεχασμένες. Οι ίδιες πλάνες πάντοτε αναπαλαιωμένες. Διαφεντευτές, ιερουργοί, νύχτα και μέρα υφαίνουν νέα δεσμά κι υποταγή. Νους και ψυχή φτωχαίνουν. 16
ια΄ Ατσάλι σφίγγει την καρδιά και των ματιών τ’ αδράχτι, αράχνη αλαφροπάτητη απλώνει ιστούς. Η στάχτη του χτες πικρή κληρονομιά. Από τ’ αποκαΐδια ελπίδες και οράματα χρωματιστά ξεφτίδια. 17
ιβ΄ Αλαργινά οι μουσικές, διθύραμβοι, παιάνες και φως διαλύουν την αχλή. Βγαίνουνε οι Τιτάνες. Κι από της γης τα σκοτεινά, ευλογημένα σπλάχνα τα μαγικά δένουν καρπούς. Το ριζικό απ’ τ’ άστρα γραμμένο, ξανασβήνεται. Με αίμα αντίς μελάνι, πασχίζουν να ξαναγραφτεί. Μα ο λυτρωμός δε φτάνει. 18
ιγ΄ Στο θρόνο άρχοντας κανείς, μνήμες και εξουσίες, όλα στα χέρια των λαών. Ονείρατα, ουτοπίες, παλινορθώνουν τις παλιές, χιλιόχρονες ελπίδες. Κοπάδια πάνε στη σφαγή ζωσμένοι ηλιαχτίδες. 19
ιδ΄ Το χέρι απλώνω στη σιωπή. Ψηλαφιστά αγγίζω το αίμα το προγονικό και τις σελίδες σκίζω. Ταξιδευτής ή ναυαγός σαν το μικρό σκουπίδι με παραδέρνει εδώ κι εκεί του χρόνου το σανίδι, στου ανέμου το τραγούδισμα, στης θάλασσας τ’ αλάτι, στους βράχους, στην αποκοτιά, στου ωκεανού τα πλάτη. 20
ιε΄ Σα δίχτυ απλώνει αόρατο κι όλη τη γη αγκαλιάζει, της λευτεριάς το φάντασμα. Στους αριθμούς βουλιάζει. Του κόσμου τ’ ανεκπλήρωτα όνειρα, ηλιαχτίδες, τα καταπίνει η σκοτεινιά. Ψηφιακές παγίδες υφαίνουν τους ορίζοντες και τη ζωή μοιράζουν σ’ αντίδωρα. Μετάληψες, τον άνθρωπο σπαράζουν. 21
ιστ΄ Οι γύπες απ’ τον Καύκασο τον Προμηθέα λύνουν, λεύτερο και αιμόφυρτο στην απεραντοσύνη αφήνουν. Πληθύνανε οι Προμηθείς, μα πάντα εξορισμένοι απ’ του Ολύμπου τις κορφές. Κι απ’ τους “θεούς” ταγμένοι, από κορφή σ’ άλλη κορφή κι απ’ τ’ ουρανού το βάθος άσωτοι, ασυγκράτητοι για το καινούριο λάθος. 22
ιζ΄ Βουλή του φτεροπόδαρου Ερμή, απ’ το γιορτάσι των αθανάτων, ψίχουλα σε ασημένιο τάσι. Μα όποιος τεντώσει τη χορδή και η ψυχή αντηχήσει, κρύο νερό στις φούχτες του η ροδαυγή θα χύσει. 23
ιη΄ Και μέσα από το χαλασμό, τη χλαλοή της νίκης νέοι αφέντες ξεπηδούν. Το φως της θείας δίκης σκορπάει ανεμοφτέρουγο στον κουρνιαχτό του κόσμου. Ο κύκλος κλείνει. Η σιωπή αποκοιμιέται εντός μου. 24
ιθ΄ Κι έτσι καθώς συνεχιστής, ο χρόνος οξειδώνει γης κι ουρανό και σύμπαντο κι ο θάνατος τεντώνει την αλυσίδα της ζωής, όμοια κι ο νους βουλιάζει στου σκοταδιού την άβυσσο και η ψυχή στενάζει. Μα η μάνα γης στο αίμα μου το αίμα της σταλάζει σκόνη, σκουριές, φωνές του χτες σα μάγισσα τ’ αλλάζει. 25
κ΄ Κι όπως αγγίζω τις μικρές θαλάσσιες ανεμώνες, γλιστρούν στο νου μου οι λογισμοί σαν τις μικρές γοργόνες. Ολόγυμνες στα κύματα πιάνουν κρυφή κουβέντα, με ναύτες και βαρκάρηδες μοσχοβολώντας μέντα. Γλυκό κρασί τα χείλη τους, τα στήθη τους δυο ρόδια, κρύα πηγή να δροσιστείς ανάμεσα στα πόδια. 26
κα΄ Μικροί θεοί βαρκάρηδες, ναύτες, λοστρόμοι, μούτσοι, με την αρμύρα στη φωνή. Του ήλιου το κουκούτσι σπαρμένο μες στο αίμα τους ριζοβολάει κι ανθίζει. Στα μάτια και στα χείλη τους σαν την αυγή ροδίζει του έρωτα το κάλεσμα. Μούσες, νύμφες του ωραίου τους συνεπαίρνουν με γητειές στην αγκαλιά του Αιγαίου. 27
κβ΄ Διαθλάσεις, μεταβολισμοί συνθέσεις εκκενώσεις, ενέργειες κοσμογονικές αεί - μεταμορφώσεις. Δεν έχει μέση μήτ’ αρχή ο κύκλος μήτε τέλος. Χρόνος, ζωή και θάνατος στου λογικού το έλος… 28
κγ΄ ΕΠΙΛΟΓΟΣ ...αφουγκράστηκε τα θροΐσματα στις φυλλωσιές των θάμνων κι αναρρίγησε. Το σφύριγμα του αγέρα στα κλαριά των δέντρων ετάραξε το λογικό του. Οι παλμοί των κυμάτων ανέβηκαν ίσαμε την ψυχή του και την πλημμύρισαν. Απορημένος ο μακρινός πρόγονος του ανθρώπου σηκώθη ορθός. Βυθίζοντας τη ματιά του στο κενό, ολημερίς βαδίζοντας ξεχύθηκε χαμένος στα μονοπάτια του αγνώστου. Μέρα τη μέρα πλήθαιναν τριγύρω του οι εικόνες, οι θόρυβοι και το φως. Το αχνό τραγούδισμα της βροχής στα νερά της λίμνης, το πέταγμα των πουλιών, τα ζουζουνίσματα των εντόμων στις εαρινές ερωτοτροπίες, οι συγχoρδίες των τζιτζικιών, οι φωταψίες των λουλουδιών στο πρωινό ξύπνημα, διαχέονταν στο νου και στην ψυχή και τον κυρίευαν. Εκστατικός, τα χείλη ανασηκώνοντας με τις παλάμες αναδιπλωμένες κυκλικά, ή άλλοτε τυλίγοντας στην άκρη των δαχτύλων φύλλα ιτιάς, αμέτρητους αιώνες πάσχιζε ώσπου να υψωθεί, αυτός, δημιουργός των ήχων, «... ο εραστής του σκιρτήματος των ζαρκαδιών και μύστης των φύλλων της ελιάς, ο ηλιοπότης και ακριδοκτόνος».1 Σ’ ένα δέσιμο ανεξήγητο και μυστηριακό. 29
Τότε ο τριχωτός πρόγονος του ανθρώπου ξεκόρμισε απ’ την αγέλη των άλλων ζώων. Ανασηκώνοντας με δέος το βραχίονα ίσα μπροστά, τοξεύοντας το άπειρο, ξεκίνησε μπροστάρης για την ατέρμονη εποποιία του αγνώστου. Στις άναρθρες κραυγές έδωσε νόημα, πνοή και φως. Τις καθαγίασε με μυστικούς δεσμούς κάνοντας φθόγγους ανθρωπολαλιάς. Έδεσε ήχους, συλλαβές, λέξεις, νοήματα, ποιήματα, λογοπλοκές. Κι απ’ των κυματισμών τους το απόσταγμα έπλασε ήχους μυστικούς, τραγούδι, αρμονία, μουσική και μέλος ατελεύτητο. Βαφτίζοντας το λογικό και την ψυχή του στις λίμνες των μικρών φθογγοθεών, ανάσυρε από μέσα του τους ούριους κυματισμούς της ομορφιάς κι απάνω τους λικνίστηκε, τυφλός ταξιδευτής και ιχνηλάτης της αρμονίας του σύμπαντου. Ύστερα χρόνους πολλούς, όλο και πιο πολύ, τα μήλα καταναλώνοντας της γνώσης, αυτός ο πορθητής τ’ αγνώστου, αδειάζοντας σιγά - σιγά το νου και την ψυχή του από τις Απολλώνιες πλημμυρίδες, στεγνώνοντας το σώμα του από τους κραδασμούς της Διονυσιακής μυσταγωγίας, απελπισμένος κάνοντας κύκλους ατελείωτους, ξαναγυρνάει ανήμπορος κι απορημένος στους ήχους τους πρωτόγονους, στους θόρυβους, στις ιαχές, στις άναρθρες κραυγές και στο κουβάρι του ανέκφραστου, άστοργα παραχώνοντας τους ήχους τους αρμονικούς στα απορρίμματα της καθημερινότητας και..., 30
«...τον άρτον ημών τον επιούσιον δος ημίν σήμερον» 2... Σαν τ’ αγκομαχητό του αλόγου που καλπάζει ξέφρενα, οι «Μεταμορφώσεις» πασχίζουν να βρουν τα ίχνη των συνειρμών που αιμορραγούν –τα ίχνη μόνο– πασχίζουν να ζωντανέψουν τις μικρές φλόγες που τρεμοσβήνουν στην ψυχή του Hommo sapiens. Ιχνηλατώ και ανασύρω λίγους σκόρπιους ήχους από τις μυστικές διόδους που παρέμειναν αφύλαχτες.
1. Οδυσσέα Ελύτη, Άξιον Εστί 2. Κυριακή Προσευχή
31
32
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΜΦΙΣΗΜΟ Αργύρης Π. Βεργόπουλος
μεταμορφώσεις - πράγματα μυστήρια για μυστήριους ανθρώπους
Αργύρης Π. Βεργόπουλος
Αθήνα, 2009
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΜΦΙΣΗΜΟ