Συντελεστές Σύλληψη – Σκηνοθεσία – Επιμέλεια Φωτισμών: Γρηγόρης Χατζάκης Σκηνικά – Κοστούμια: Δανάη Χατζάκη Κινησιολογική Επιμέλεια: Μαριέλα Νέστορα Μελοποίηση Στίχων - Ζωντανή Εκτέλεση: Λουδοβίκος Των Ανωγείων Πρωτότυπη Ορχηστρική Μουσική: Χρίστος Θεοδώρου Επιμέλεια Μαλλιών: Βαγγέλης Χατζής Βοηθός Σκηνοθέτης: Δημήτρης Βαρβαντάκης † Παίζουν: Κλεοπάτρα Τολόγκου, Γιωργής Τσαμπουράκης, Βέρα Λάρδη, Νάνσυ Μπούκλη, Γιώργος Αβραμίδης, Γιάννης Κουμούνδρος, Μιχάλης Μουλακάκης Λουδοβίκος Των Ανωγείων και Μανώλης Μπαρδάνης † Παραγωγή: Athens Media Box Σχεδιασμός Artwork – Προγράμματος: Μαρία Νίτσιου (designam) - Παναγιώτης Βεργόπουλος (design kinks) † Τεχνικοί: Τμήμα Οπτικοακουστικών Μέσων - Υπεύθυνος τμήματος: Πέτρος Στέφας Τεχνικός εικόνας: Νίκος Σαράφογλου Τεχνικός ήχου: Αγγελική Δημητρακοπούλου Τεχνικός φωτισμού: Τάσος Περδικούρης Υπεύθυνη επιμέλειας χώρων: Ευαγγελία Φύτρου Υπεύθυνη ταμείου: Ειρήνη - Ρεγγίνα Δούκα Ταμίας: Ιωάννα Ψυχογυιού Ταξιθεσία: Βασίλης Παπαϊωάννου Για την υλοποίηση της παράστασης και τη λειτουργία του «ΘΕΑΤΡΟΝ» συμβάλλουν όλα τα τμήματα του Κέντρου Πολιτισμού «Ελληνικός Κόσμος». «ΘΕΑΤΡΟΝ», Κέντρο Πολιτισμού «Ελληνικός Κόσμος», Αίθουσα Ιφιγένεια Β, Πειραιώς 254, Ταύρος, Τηλ. 212 254 0315, www.theatron254.gr Πρώτη παράσταση, 5η Μαΐου 2011 ~3~
Α’ Μέρος 1 Του Κύκλου τα γυρίσματα, που ανεβοκατεβαίνουν, και του Τροχού, που ώρες ψηλά κι ώρες στα βάθη πηαίνουν· και του Καιρού τα πράματα, που αναπαημό δεν έχουν, μα στο Καλό κ’ εις το Κακό περιπατούν και τρέχουν· και των Αρμάτω’ οι ταραχές, όχθρητες, και τα βάρη, του Έρωτος οι μπόρεσες και τση Φιλιάς η χάρη· αυτάνα μ’ εκινήσασι τη σήμερον ημέραν, ν’ αναθιβάλω και να πω τά κάμαν και τά φέραν σ’ μιά Κόρη κ’ έναν ’γουρο, που μπερδευτήκα’ ομάδι σε μιά Φιλιάν αμάλαγη, με δίχως ασκημάδι. Κι όποιος του Πόθου εδούλεψε εις-ε καιρόν κιανένα, ας έρθει για ν’ αφουκραστεί ό,τ’ είν’ εδώ γραμμένα· να πάρει ξόμπλι κι αρμηνειά, βαθιά να θεμελιώνει πάντα σ’ αμάλαγη Φιλιάν, οπού να μην κομπώνει. Γιατί όποιος δίχως πιβουλιά του Πόθου του ξετρέχει, εις μιάν αρχή α’ βασανιστεί, καλό το τέλος έχει. Ες την Αθήνα, που ήτονε τση Μάθησης η βρώσις, και το θρονί της Αφεντιάς, κι ο ποταμός τση Γνώσης, Ρήγας μεγάλος όριζε την άξα Χώρα εκείνη, μ’ άλλες πολλές και θαυμαστές, και ξακουστός εγίνη. Ηράκλη τον ελέγασι, ξεχωριστόν απ’ άλλους, από πολλούς, και φρόνιμους, κι απ’ όλους τους μεγάλους· ξετελειωμένος Βασιλιός, κι άξος σε κάθε τρόπον, ο λόγος του ήτονε σκολειό και νόμος των ανθρώπων. Μικρούλης επαντρεύτηκε, κ’ εσυντροφιάστη ομάδι με ταίρι που ποτέ κιανείς δεν του’βρισκε ψεγάδι. Αρτέμη την ελέγασι τη Ρήγισσαν εκείνη, άλλη κιαμιά στη φρόνεψη δεν ήτο σαν αυτείνη. Κ’ οι δυό τως ήσαν φρόνιμοι, στην ευγενειάν εμοιάζαν, στην όρεξιν ευρίσκουντα’, στον Πόθον εταιριάζαν. Αγαπημένο αντρόγυνον ήτονε πλιά παρ’ άλλο, και μόνον ένα λογισμόν είχαν πολλά μεγάλο· γιατ’ ήσαν χρόνους ανταμώς, και τέκνα δεν εκάμα’, σ’ έγνοια μεγάλη και βαρά τσ’ ήβανε τέτοιο πράμα. Και μόνον εις τα σωθικά εβράζα’ νύκτα-μέρα, μην έχοντας κληρονομιά, σιμώνοντας τα γέρα. Τον Ήλιον και τον Ουρανό συχνιά παρακαλούσι, για να τως δώσουν, και να δουν παιδί που πεθυμούσι. Περνούν οι χρόνοι κ’ οι καιροί, κ’ η Ρήγισσα εγαστρώθη, κι ο Ρήγας απ’ το λογισμόν και βάρος ελυτρώθη. 3 Αγάλια-αγάλια εσίμωσεν, κ’ ήρθεν εκείνη η ώρα, να γεννηθεί κληρονομιά, για να χαρεί κ’ ηΧώρα. Μιά θυγατέραν ήκαμεν, που’φεξεν το Παλάτι, αυτή την ώρα που η μαμμή στα χέρια τση την κράτει. ~4~
5
10
15 25
31
35
40
45
50
Οικογένεια και αλλαγή
Σύμφωνα με τον Βρετανό κοινωνιολόγο Anthony Giddens Çοι μετασχηματισμοί που επηρεάζουν την προσωπική και τη συναισθηματική σφαίρα υπερβαίνουν τα σύνορα της κάθε συγκεκριμένης χώραςÈ. Έτσι, και η Ελλάδα δεν μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση. O εκμοντερνισμός, η τεχνολογία, ο πλούτος, η αστικοποίηση και το lifestyle υπέσκαψαν τα θεμέλια του παραδοσιακού κανονιστικού συστήματος και επέφερε σημαντικές αλλαγές στις αξίες και τις νόρμες της παραδοσιακής-πατριαρχικής κοινωνίας. H ανάπτυξη της τεχνολογίας και των επιστημών και η εξάπλωση τους σε μια μεγάλη μερίδα χωρών ήταν ένας από τους πιο σημαντικούς λόγους που επηρέασαν τις αξίες, τις αντιλήψεις και κατά συνέπεια τη συμπεριφορά των ανθρώπων. H μοντέρνα κοινωνία χαρακτηρίζεται από φαινόμενα όπως η εκκοσμίκευση, η εκδημοκρατικοποίηση και ο ατομισμός. Ως αποτέλεσμα νέες αξίες και κανονιστικοί θεσμοί έχουν δημιουργηθεί και εξαπλωθεί ανάμεσα στις δυτικές κοινωνίες. O ιδεολογικός πλουραλισμός, η σχετικότητα, η ρευστότητα και η ανεκτικότητα είναι βασικά στοιχεία τα οποία έχουν αναπτυχθεί. Οι γενικές αυτές κοινωνικο-οικονομικές αλλαγές συνοδεύτηκαν από μια σειρά αλλαγών στους διάφορους κοινωνικούς θεσμούς - όπως η οικογένεια. O ρόλος των γυναικών μέσα στην οικογένεια και στην κοινωνία γενικότερα έχει ενδυναμωθεί αφού σήμερα διεκδικούν το δικαίωμα μόρφωσης τους, ένταξης στην αγορά εργασίας, είναι οικονομικά ανεξάρτητες, διεκδικούν μεγαλύτερη νομική ισότητα, έχουν περισσότερη ελευθερία στις κοινωνικές και σεξουαλικές τους σχέσεις ενώ παράλληλα μπορούν να ελέγξουν τη γονιμότητα τους μέσω διαφόρων ιατρικών μεθόδων.
~5~
Θεράπιο κι αναγάλλιαση, χαρά πολλά μεγάλη ο Ρήγας με τη Ρήγισσαν επήρασιν, κ’ οι άλλοι. Της Χώρας σπίτια και στενά σού φαίνετο εγελούσαν, κ’ οι γειτονιές εχαίρουνταν κ’ οι τόποι αναγαλλιούσαν. Ήρχισε και μεγάλωνε το δροσερό κλωνάρι, και πλήθαινε στην ομορφιά, στη γνώση, και στη χάρη. Εγίνηκεν τόσο γλυκειά, που πάντοθ’ εγρικήθη πως για να το’χου’ θάμασμα στον Κόσμον εγεννήθη. Και τ’ όνομά τση το γλυκύ το λέγαν Αρετούσα, οι ομορφιές τση ήσαν πολλές, τα κάλλη τση ήσαν πλούσα. Χαριτωμένο θηλυκό τως το’καμεν η Φύση, και σαν αυτή δεν ήτονε σ’ Ανατολή και Δύση. Όλες τσι χάρες κι αρετές ήτονε στολισμένη, ευγενική και τακτική, πολλά χαριτωμένη. Κ’ ήτον και Βασιλιού παιδί, και Ρήγα θυγατέρα, πόθο μεγάλον ήβανε στο γράμμα νύκτα-ημέρα. Κκαμαρώνασίν την-ε οΚύρης με τη Μάνα, κ’ επάψασιν οι λογισμοί, κ’ οι πόνοι τως εγιάνα’. Είχεν ο Βασιλιός πολλούς με φρόνεψη και πλούτη, συμβουλατόροι του ήτανε οι μπιστεμένοι τούτοι. Κ’ απ’ όλους είχεν ακριβό πάντα στη συντροφιά του έναν οπού Πεζόστρατον εκράζαν τ’ όνομά του· του Παλατιού ήτο θαρρετός, ξεχωριστός παρ’ άλλο, και διχωστάς του ο Βασιλιός δεν ήκανε ένα ζάλο. Είχε κι αυτός έναν υ-γιό πολλά κανακιασμένο, φρόνιμον κι αξαζόμενο, ζαχαροζυμωμένο. 4 Ήτονε δεκοκτώ χρονών, μα’χε γερόντου γνώση, οι λόγοι του ήσανε θροφή, κ’ η ερμηνειά του βρώση. Και τ’ όνομά του το γλυκύ Ρωτόκριτον ελέγα’, ήτονε τσ’ αρετής πηγή και τσ’ αρχοντιάς η φλέγα· κι όλες τσι χάρες π’ Ουρανοί και τ’ ’στρη εγεννήσαν, μ’ όλες τον εμοιράνασι, μ’ όλες τον εστολίσαν. Πάντα με καταστάμενους ήπρασσε, και ξετρέχει να μάθει εκείνα που’δασι, κ’ εκείνος δεν κατέχει. Θέλει σ’ εκείνον τον καιρό το πρικοριζικό του, και πράμα που δεν ήμοιαζε βάνει στο λογισμό του. Κάθε ταχύν επήγαινεν ο-για την Αρετούσα, μέσα η καρδιά του ελάμπανε, τα σωθικά εκεντούσα’. Αγάλια-αγάλια σ’ Έρωτα και Πόθον εκινάτο, πειράζει τον ο λογισμός, δεν τρώγει, ουδ’ εκοιμάτο. Η γνώση του δεν του βουηθά, η όρεξη τον ενίκα, πλιό δε γνωρίζει το καλό, μηδέ πρεπόν εγρίκα. Την Αρετούσα στο κουρφό γι’ Αγάπην την εθώρει, μα τέτοια πράματα άπρεπα δεν είχε αυτείνη η Κόρη. ~6~
55
61
65
70
75
80
85
90
95
Αυτές οι θεμελιακές αλλαγές έχουν ως αποτέλεσμα την αύξηση της ελευθερίας και των προσωπικών επιλογών στις συμπεριφορές τους. Έτσι οι σύγχρονες τάσεις εμπερικλείουν σεξουαλικές εμπειρίες σε μικρότερες ηλικίες, λιγότερους γάμους, καθυστέρηση ή ακόμα και μη πραγματοποίηση γάμου, λιγότερα παιδιά, αύξηση των γεννήσεων εκτός γάμου, μεγαλύτερα ποσοστά διαζυγίων και κατ' επέκταση αύξηση των μονογονεϊκών και θετών οικογενειών και αύξηση των δεύτερων και τρίτων γάμων. Αυτές οι ραγδαίες αλλαγές έχουν μεγαλύτερη επίδραση παρά τα ηθικά και θρησκευτικά συστήματα. Οι γονείς έχουν χάσει την εξουσία που κατείχαν στις παραδοσιακές κοινωνίες προς τα παιδιά τους. H κοινωνία έχει γίνει λιγότερο αυστηρή και δημοκρατική κυρίως προς στα νεαρά μέλη της. Στις μοντέρνες κοινωνίες οι άνθρωποι έχουν τον πρώτο λόγο στην επιλογή συντρόφου. H ρομαντική αγάπη είναι το πρώτιστο χαρακτηριστικό ενός επιτυχημένου γάμου και το άτομο στη σύγχρονη κοινωνία κατευθύνεται στη δημιουργία ενός γάμου που να ικανοποιεί τις σωματικές, ψυχολογικές και πνευματικές του ανάγκες δίνοντας ταυτόχρονα έμφαση στη μεγαλύτερη προσωπική ευτυχίαδεδομένο το οποίο είναι ένα γνήσιο προϊόν της βιομηχανικής κοινωνίας. Η οικογένεια αποτελεί πεδίο διαμάχης μεταξύ της παράδοσης και της νεωτερικότητας τόσο σε καθημερινό όσο και σε συμβολικό επίπεδο. To χαμένο καταφύγιο της οικογένειας αποτελεί το θεσμό που περιβάλλεται με τα εντονότερα αισθήματα νοσταλγίας από κάθε άλλο θεσμό με ρίζες στο παρελθόν. Καθημερινά τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, οι πολιτικοί και διάφοροι άλλοι οργανωμένοι παράγοντες αφορμώμενοι από διάφορα περιστατικά κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για την κατάρρευση της οικογένειας και μας καλούν να επιστρέψουμε στην παραδοσιακή οικογένεια. O ρυθμός αυτών των αλλαγών διαφέρει από χώρα σε χώρα αλλά οι τάσεις που παρουσιάζονται είναι παρόμοιες. Πολλοί έχουν τη δυνατότητα να αποτραβηχτούν από τα προβλήματα που δημιουργεί αυτό το κύμα αλλαγής όμως από την άλλη δε υπάρχουν μεγάλα περιθώρια αποστασιοποίησης αφού οι αλλαγές αυτές έχουν εισχωρήσει βαθιά στην κοινωνική μας ζωή. Αρκετοί υποστηρίζουν πως εάν υπάρξουν αλλαγές στις οικογενειακές δομές, για παράδειγμα αν μειωθούν τα διαζύγια, θα επιλυθούν διάφορα προβλήματα. Οι ανθρώπινες κοινωνίες χαρακτηρίζονται από πληθώρα οικογενειακών και συγγενικών θεσμών. Στις δυτικές κοινωνίες η παραδοσιακή-πατριαρχική οικογένεια χαρακτηριζόταν από την ανισότητα ανάμεσα στα δύο φύλα η οποία επεκτεινόταν σε όλους τους τομείς της ζωής.
µασικά χαρακôèρισôικά ôöν ðαραäοσιακñν-ðαôριαρχικñν κοινöνιñν ήôαν: 1. O γάμος στηριζόταν στα κοινωνικο-οικονομικά συμφέροντα των δύο συμβαλλομένων οικογενειών. Επομένως ο έρωτας ή η ρομαντική αγάπη δεν αποτελούσε προüπόθεση, ούτε υπήρχαν προσδοκίες για ανάπτυξη ενός τέτοιου είδους αγάπης. H επιλογή συντρόφου γινόταν από τους γονείς και οι επιθυμίες του ζευγαριού δε θεωρούνταν συνήθως σημαντικές. Για παράδειγμα έτσι, όταν κάποιο άτομο βρισκόταν σε ηλικία γάμου, η επιλογή συντρόφου γινόταν από τους γονείς στη βάση συγκεκριμένων κοινωνι-
~7~
Λίγη αφορμή’το στην αρχήν, και, το πολύ να κάμει, αρχίνισεν απλοκαμούς, σα οι ρίζες στο καλάμι. Με πόνους κι αναστεναμούς επέρνα-ν ο καιρός του, κ’ εμπήκε μέσα στη φωτιάν, κ’ εκέντα μοναχός του. Επάσκισε όσο εμπόρεσεν την παίδα ν’ αλαφρώσει, κι αντρεύγετο, και λόγιαζε να του βουηθήσει η γνώση. Και κάθε αυγή και κάθε αργά, στ’ άλογο καβαλάρης, και με γεράκια και σκυλιά, σα να’τον κυνηγάρης, ήβανε χίλιους λογισμούς να φύγει απ’ το Παλάτι, μα’σφαλε, δεν τον ήσωνεν καημός που τον εκράτει. Ουδέ γεράκια, ουδέ σκυλιά, ουδ’ άλογα εμπορούσαν τον Πόθο ν’ αλαφρώσουσι που’χε στηνΑρετούσαν, 5 μα πάντα ο νους κ’ η θύμησις ήτονε μετά κείνη. Λίγο νερό ποτέ φωτιά μεγάλη δεν εσβήνει· αμή ανάφτει και κεντά, και βράζει, και πληθαίνει, σαν κάμει την αναλαμπή ουδέ νερό τη σβένει έτσι κι αυτός, ό,τι έκαμε την παίδα ν’ αλαφρύνει, και να’βρει αέρα και δροσά, πλιά ανάφτει το καμίνι. Όπού’χε δει όμορφο δεντρό, με τ’ άνθη στολισμένο, είν’ τσ’ Αρετούσας το κορμί, τ’ ομορφοκαμωμένο· όπού’χε δει τα λούλουδα τα κοκκινοβαμμένα, ήλεγε· “Έτσι τα χείλη τση, και τση Κεράς μου εμένα”· όντεν εγρίκα του αηδονιού, πώς κιλαδώντας κλαίγει, του εφαίνετο πως τον πονεί και μοιρολόγι λέγει. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ Λέγει· “Αδερφέ μου, δεν μπορώ στον Κόσμον πλιό να ζήσω, γιατ’ ήβαλα ένα λογισμόν, και στέκω ν’ αφορμίσω. Σ’ τόπον ψηλόν αγάπησα, μακρά πολλά ξαμώνω, το χέρι κοπιάζει εύκαιρα να πιάσει τό δε σώνω, 6 τη Θυγατέρα του Ρηγός, του Αφέντη μας την Κόρη, οπού άνεμος δεν τση’διδε, ουδ’ ήλιος την εθώρει, κι οπού μας παίρνει τη ζωήν, όντε μας πιάσει μάχη, ο λογισμός οπού’βαλα, δίχως θεμέλιο να’χει. Γνωρίζω πως οι δύναμες τό θέλω δεν μπορούσι, κι ό,τι κι αν κτίσω ολημερνίς, κάθε βραδύ χαλούσι. Μα τυφλωμένος βρίσκομαι, τό κάνω δεν κατέχω κ’ ήχασα το λογαριασμόν, και πλιό μου νου δεν έχω. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ “Αδέρφι μου, γνωρίζω το, θωρώ τον κόπο χάνω, και τό ζυγώνω έτσι μακρά, ποτέ μου δεν το φτάνω. Κατέχω, κι α’ μαθητευτεί εκείνο οπού ξετρέχω, εσίμωσε το τέλος μου, και πλιό ζωή δεν έχω. ~8~
100
105
110
115
120 135
140
145
240
κο-οικονομικών δεδομένων ενώ τα δύο υποψήφια άτομα παρέμεναν, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, αμέτοχα στην όλη διαδικασία. 2. H σεξουαλικότητα ήταν άμεσα συνυφασμένη με την αναπαραγωγή. H ανισότητα μεταξύ αντρών και γυναικών επεκτεινόταν και στη σεξουαλική τους ζωή αφού ακολουθούνταν δύο μέτρα και δύο σταθμά όσον αφορούσε στη σεξουαλικότητα του άντρα και της γυναίκας. Οι άντρες είχαν το δικαίωμα και ÇέπρεπεÈ πριν από το γάμο τους να έχουν σεξουαλικές εμπειρίες - όμως θέλοντας να εξασφαλίσουν τη συνέχεια στην καταγωγή και τη μεταβίβαση της περιουσίας, ήθελαν να είναι σίγουροι ότι μια συγκεκριμένη γυναίκα θα ήταν η μητέρα των παιδιών τους. Για αυτό η παρθενιά ήταν μια θεμελιώδης αρετή που έπρεπε να χαρακτηρίζει μια γυναίκα για να μπορέσει να παντρευτεί, ενώ παράλληλα η αφοσίωση και η πίστη προς τον άντρα τους ήταν δύο αρετές που καλλιεργούνταν στα κορίτσια και απαιτούνταν από την παραδοσιακή κοινωνία ώστε να μπορέσει ένας γάμος να στεριώσει. 3. Οι οικογένειες ήταν πολυμελείς - τα παιδιά αποτελούσαν οικονομική επένδυση για μια οικογένεια αφού τόσο οι αγροτικές εργασίες όσο και οι δουλειές του νοικοκυριού απαιτούσαν μεγάλο αριθμό εργατικών χεριών. Τα παιδιά έπρεπε να είναι υπάκουα στους γονείς [βρίσκονταν σε παρόμοια κοινωνική θέση όπως και οι γυναίκες] ενώ παράλληλα, δεν ανατρέφονταν με βάση τις ψυχοσωματικές τους ανάγκες αλλά οι γονείς ενδιαφέρονταν περισσότερο για τη συνεισφορά τους στις κοινές οικογενειακές ασχολίες που είχαν ως στόχο την επιβίωση της οικογένειας. Αυτό φυσικά δε σήμαινε πως οι γονείς δεν αγαπούσαν τα παιδιά τους αλλά οι προσδοκίες από τα παιδιά τους επικεντρώνονταν κυρίως στα θέματα επιβίωσης της οικογένειας ως συνόλου. Παράλληλα θεωρούσαν μεγάλη αμαρτία τη χρήση ακόμα και των τότε πρωτόγονων μεθόδων αντισύλληψης αφού πίστευαν πως τα παιδιά είναι Çευλογία για την οικογένειαÈ λέγοντας πως όσα παιδιά τους στείλει ο Θεός θα είναι καλοδεχούμενα.
O σύγχρονος γάμος και οικογένεια H ισότητα και η αλλαγή έχουν γίνει τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της σύγχρονης οικογένειας. Στο παρελθόν οι ανάγκες του ατόμου έμπαιναν σε δεύτερη μοίρα αφού προτεραιότητα είχαν οι ανάγκες του συνόλου της οικογένειας. Σε αντίθεση σήμερα, υπάρχει μια στροφή προς το άτομο και τις ατομικές του ανάγκες. Υπάρχει παράλληλα μια μετατόπιση από τους εξωτερικούς ελέγχους της συμπεριφοράς του ατόμου (αυστηρές απαγορεύσεις που επέβαλλε προς το άτομο η παραδοσιακή κοινωνία) στους εσωτερικευμένους ελέγχους που σχετίζονται με τη συνείδηση του κάθε ατόμου (τα συναισθήματα ενοχής και τύψεων). H ομοιομορφία που υπήρχε παλαιότερα ανάμεσα στα μέλη κάθε κοινωνίας ήταν αποτέλεσμα του έντονου κοινωνικού ελέγχου που ασκούσε η κοινωνία στα μέλη της, φαινόμενο που σήμερα περιορίζεται αφού οι πράξεις του ατόμου καθοδηγούνται από εσωτερικούς, εξατομικευμένους ελέγχους. Σήμερα υπάρχει μια πληθώρα παραγόντων που επηρεάζουν τις προτιμήσεις στην επιλογή συντρόφου, τις επιλογές και τα αποτελέσματα αυτών των σχέσεων. Διάφορες έρευνες έχουν επισημάνει ένα αριθμό σημαντικών παραγόντων που συμβάλουν στην ευτυχία ή τη δυστυχία ενός ζευγαριού. Οι κυριότεροι από αυτούς είναι:
~9~
Μα επιάστηκα, εμπερδεύτηκα, ξεμπερδεμό δεν έχω, μ’ όλο που βλέπω το κακό, το βλάψιμο κατέχω. Λογιάζω το, γνωρίζω το, πως πρέπει να τ’ αφήσω, και με νερό τα κάρβουνα γλήγορα να τα σβήσω, μην κάμουσιν αναλαμπήν, οπού τη λάμψη δίδει, και φανερώσει το κρουφόν, οπού’ναι στο σκοτίδι· κι ό,τι κι α’ χώνω στα βαθιά, τόσες φορές και τόσες, έμπει σε χίλια στόματα, έμπει σε χίλιες γλώσσες. Μα ίντα μου ξάζει να γρικώ και τα πρεπά να γνώθω, εδά που σκλάβος βρίσκομαι και δούλος εις τον Πόθο; Ίντα μου ξάζει να γρικώ; τί με φελά να ξεύρω; Από το δρόμον ήσφαλα, δε βλέπω να τον εύρω. Πλιό μπόρεση ο λογαριασμός δεν έχει να βουηθήσει, εκεί όπου ορίζει η Πεθυμιά και τσ’ Ερωτιάς η κρίση. Οι λογισμοί είναι σαϊτιές, καρδιά μου είν’ το σημάδι, και μάχουνται, και ποιός μπορεί να τα συβάσει ομάδι; 10 Ο Πόθος, όντε βουληθεί και θέλει να νικήσει, γνώση δεν εί’ ουδέ δύναμη να τον-ε πολεμήσει.
“Αρχή ήτονε πολλά μικρή κι άφαντη δίχως άλλο, μα το μικρό με τον Καιρόν εγίνηκε μεγάλο. 11 Κι αγάλια-αγάλια η Πεθυμιά μ’ ήβανεν εις τα βάθη, κ’ ήκαμε ρίζες και κλαδιά, κλώνους και φύλλα κι ά’θη. Και πλήθυνε την Πεθυμιάν το κουζουλό μου αμμάτι, κ’ ήρχιζεν κ’ εστρατάριζεν, κ’ εσιγανοπορπάτει.
“Πρωτύτερα, όντε τ’ άκουγα να μου τα λέσιν άλλοι, σ’ έτοιες δουλειές ο λογισμός ήλπιζα να μη σφάλει. Μα ξάφνου ο κακορίζικος επιάστηκα στο βρόχι, που στ’ όμορφό τση πρόσωπο πάντα στεμένο το’χει. Εμέ κιανείς δε μου’φταιξε, μηδέ παραπονούμαι τινός αλλού, στα βάσανα και σ’ τσι καημούς οπού’μαι. 12 Μιά κάποια λίγη Πεθυμιά εσήκωσεν το νου μου, και δυό φτερούγες ήκαμε μέσα του λογισμού μου. Τούτες την Πεθυμιάν πετού’, στον Ουρανόν την πάσι, κι όσο σιμώνου’ τση φωτιάς, τσι καιγει εκείν’ η βράση. Και πάραυτας γκρεμνίζομαι, ωσά φτερά δεν έχω, γιατ’ ήφηκα τα χαμηλά, και τα ψηλά ξετρέχω. Και πάλι εκείνη η Πεθυμιά δε θέλει να μου λείψει, πάραυτας κάνω άλλα φτερά, πάλι πετώ στα ύψη· και πάλι βρίσκω τη φωτιάν, πάλι ξανακεντά με, κι απ’ τα ψηλά που βρίσκομαι, με ξαναρίχτει χάμαι. Κι όσες φορές εις τα ψηλά σώσω, φωτιές ευρίσκω, ~10~
245
250
255
260
285 290
315
320
325
1. H ταύτιση προσωπικότητας: η γνώση των βασικών χαρακτηριστικών της προσωπικότητας του καθενός είναι σημαντική αφού αυξάνει τη συναισθηματική εγγύτητα και βοηθά στη σωστή καλλιέργεια μιας σχέσης. Όσο πιο αρεστά είναι τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας και κάποιες συνήθειες του/της συντρόφου τόσο πιο ικανοποιητική είναι η σχέση. Χαρακτηριστικά όπως: η ευερεθιστότητα, η κυκλοθυμία, το πείσμα, η ζήλια και η κτητικότητα είναι χαρακτηριστικά τα οποία δημιουργούν αρνητικά συναισθήματα και προβλήματα μέσα στη σχέση ενώ χαρακτηριστικά όπως: η κατανόηση, η τρυφερότητα, η υπομονή και η δημοκρατικότητα είναι χαρακτηριστικά τα οποία δημιουργούν θετικά συναισθήματα και βοηθούν τη σχέση να αναπτύσσεται. 2. Οι ικανότητες επικοινωνίας: η ικανότητα της ακρόασης των σκέψεων και των συναισθημάτων του ενός συντρόφου από τον άλλο πάνω σε όλα τα θέματα που αφορούν ένα ζευγάρι αλλά και η ανταλλαγή απόψεων και προβληματισμών που αφορούν την καθημερινότητα είναι ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία τα οποία πρέπει να υπάρχουν σε μια σχέση για να είναι λειτουργική. 3. Οι δεξιότητες επίλυσης των συγκρούσεων: τα ζευγάρια που έχουν τη δυνατότητα να αναγνωρίζουν τα προβλήματα που τυχόν να δημιουργούνται μέσα στη σχέση τους και έχουν την ικανότητα να επιλύουν τις διαφορές που δημιουργούνται μεταξύ τους έχουν μια πιο θετική και λιγότερο φορτισμένη σχέση από ότι τα ζευγάρια που παρόλο που αναγνωρίζουν τα προβλήματα που πιθανόν να υπάρχουν ανάμεσα τους τα αφήνουν ελπίζοντας κατά κάποιο τρόπο ότι θα ξεχαστούν. 4. Οι ικανότητες διαχείρισης των οικονομικών: τα οικονομικά είναι ένας παράγοντας κλειδί στις σχέσεις και ο σωστός προγραμματισμός του οικογενειακού προüπολογισμού είναι ένα ζήτημα που αποφορτίζει το ζευγάρι από περιττό άγχος και ανασφάλεια. Κάποιοι άνθρωποι λόγω χαρακτήρα τείνουν να είναι πολυέξοδοι, άλλοι να είναι πιο οικονόμοι. H πλειοψηφία ρίσκεται κάπου στη μέση. Διαφωνίες για τον τρόπο που ξοδεύονται τα χρήματα δημιουργούν συγκρούσεις και πολλές φορές αλυσιδωτά προβλήματα ανάμεσα στο ζευγάρι. 5. H συμμετοχή σε κοινές δραστηριότητες ψυχαγωγίας: η συμμετοχή σε τέτοιου είδους δραστηριότητες ενδυναμώνει και αναζωογονεί τη σχέση 6. Οι σεξουαλικές σχέσεις: οι σεξουαλικές σχέσεις είναι ένας άλλος τρόπος επικοινωνίας και έκφρασης των δύο συντρόφων και αποτελεί συνήθως το δείκτη της ποιότητας μιας σχέσης. Όταν υπάρχει επικοινωνία στους υπόλοιπους τομείς της ζωής ενός ζευγαριού οι σεξουαλικές σχέσεις ενδυναμώνουν τη σχέση και δένουν περισσότερο το ζευγάρι. Αντίθετα, στις περιπτώσεις που η σχέση είναι δυσλειτουργική παρουσιάζεται συναισθηματική απομάκρυνση και κατά συνέπεια, τις περισσότερες φορές, δημιουργείται ψυχρότητα και στη σεξουαλική σχέση του ζευγαριού. 7. H συμφωνία για θέματα που αφορούν στα παιδιά και στη γονεϊκότητα: το ζευγάρι θα πρέπει να συμφωνήσει για το κατά πόσο θέλει να αποκτήσει παιδιά και πως θέλει να τα μεγαλώσει. Διαφορές που αφορούν στον τρόπο ανατροφής, στην πειθαρχία και στις αξίες που θέλει να μεταδώσει στα παιδιά του ο κάθε γονέας πολλές φορές δημιουργούν συγκρούσεις ανάμεσα τους.
~11~
και καίγουνται οι φτερούγες μου, και πέφτω και βαρίσκω. Και τούτη η Πεθυμιά η λωλή πετώντας με πειράζει, και πάγει τσι φτερούγες μου εις τη φωτιά όντε βράζει. Κι ώστε οπού να’μαι ζωντανός, παίδαν έχω μεγάλη. Μαγάρι να μ’ ολόκαψε, να μ’ έκαμεν αθάλη!” Κι αν τα φτερά πετούν ψηλά, και τη φωτιάν ευρίσκεις, κόψε τα, ρίξε τα από ‘κεί ζιμιό, να μη βαρίσκεις· γ-ή βάλε τα και βρέξε τα εις το νερό τση γνώσης, ζιμιό να μην πετάς ψηλά, ζιμιό να χαμηλώσεις. Θωρώ το πως σε πολεμού’ δυό σου οχουθροί μεγάλοι, η Αγάπη με την Πεθυμιά· κ’ η μιά, λέγω, κ’ η άλλη μπορούσι, ώστε να θες εσύ. Μα κάμε να τ’ αφήσεις τ’ άμοιαστα, τ’ ανημπόρετα, ζιμιό να τους νικήσεις. Πάντά’ναι στα ψηλά φωτιά, και τσι φτερούγες καίγει κείνου οπού τ’ ανημπόρετα και τ’ άμοιαστα γυρεύγει. 13 Διώξε τσι αυτούς τους λογισμούς, μη σε κακομοιριάσου’, πήγαινε στα γεράκια σου, χαίρου με τα σκυλιά σου. Λησμόνησε του Παλατιού, λησμόνησε τση Κόρης, τάξε πως ήτο ο Θάνατος εκεί όπου την εθώρεις. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ Και λέγει· “Ό,τι μου εμίλησες ετούτην την ημέρα, σε λογισμόν καλύτερον και πλιά αλαφρό μ’ εφέρα’. Κ’ εβάλθηκα ν’ απαρνηθώ του Παλατιού τη στράτα, και να μακρύνω απ’ την καρδιάν τσ’ Αγάπης τα μαντάτα, να δυσκολέψω τσ’ αφορμές οπού με τυραννούσι, κι αν-ε μπορώ, τα μάτια μου πλιό τως να μην τη δούσι. Κι α’ δεν μπορώ να το βαστώ, κάθ’ ώρα ας αποθαίνω με τιμημένο Θάνατον, παρά με ντροπιασμένο.
331
340
345
350
365
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ Λέγει του· “Φίλε, εβάλθηκα τραγούδι και λαγούτο γλήγορα να με γιάνουσι στο λογισμόν ετούτο. Σαν τραγουδήσω και σαν πω τον πόνο που με κρίνει, μου φαίνεται πως είν’ νερό, και τη φωτιά μου σβήνει.”
Και την αυγή, πρι’ άλλος τσι δει, στο σπίτι-ν εγιαγέρναν. Κι ο Ρήγας με τη Ρήγισσαν πολλή χαράν επαίρναν, να του γρικού’ να τραγουδεί, κ’ έτσι γλυκιά να λέγει του Έρωτα τσι πονηριές, και πράξες του να ψέγει. 15 Α’ απ’ όλους κι όλες πλιά γλυκιά ήσα’ στην Αρετούσα, και τα τραγούδια ξυπνητή συχνιά την εκρατούσα’· κι οληνυκτίς ανάπαψη δεν είχε, να λογιάζει ~12~
405
410
8. Οι καλές σχέσεις με την ευρύτερη οικογένεια και τους φίλους: οι σχέσεις με τα πεθερικά, άλλους συγγενείς και φίλους μπορούν είτε να ενδυναμώνουν είτε να προκαλέσουν προβλήματα σε ένα γάμο. Av δεν υπάρξει αποτελεσματικός και προσεκτικός χειρισμός αυτών των προκλήσεων μπορούν να δημιουργήσουν ένα αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσα στο ζευγάρι. 9. Ασυμφωνία στους ρόλους: το ζευγάρι θα πρέπει να κάνει μια τέτοια κατανομή ευθυνών ώστε να δουλεύει καλύτερα η σχέση για αυτούς. Οι δύο βασικοί τύποι κατανομής ευθυνών είναι: 1. η ισότιμη κατανομή των ευθυνών για το σπίτι και τα παιδιά και 2. η πιο παραδοσιακή κατανομή ευθυνών όπου ουσιαστικά οι ευθύνες για το σπίτι και τα παιδιά επιβαρύνουν σχεδόν αποκλειστικά τη γυναίκα, και τέλος 10. Οι ψυχικές/πνευματικές αξίες: οι πνευματικές αξίες, όπως για παράδειγμα η θρησκευτικότητα/θρησκευτική πίστη είναι ένας παράγοντας που είτε δημιουργεί ένα δυνατό δεσμό ανάμεσα στο ζευγάρι, είτε δημιουργεί εκρηκτικές καταστάσεις. Έτσι σήμερα η σχέση ενός ζευγαριού είναι μια συνεχής και επίπονη διαδικασία, που χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια και από τους δύο συντρόφους για να διατηρεί ένα αρκετά ψηλό βαθμό ικανοποίησης μέσα από τη συνεχή αναζήτηση νέων τρόπων αναζωογόνησης και ενδυνάμωσης της σχέσης τους, σε μια πολύπλοκη και απαιτητική σύγχρονη κοινωνία. (πηγή: https://sciencearchives.wordpress.com)
~13~
ποιός είναι αυτός που τραγουδεί και βαραναστενάζει. Ήπαιρνε τα τραγούδια του, συχνιά τα ξαναλέγει, κ’ ερχίνισεν από μακρά ο Πόθος να δοξεύγει· και δίχως να τον-ε θωρεί, με τα τραγούδια εκείνα, σ’ Αγάπην εμπερδεύγετο, κ’ εις Πεθυμιάν εκίνα.
425
Όποιο τραγούδι τσ’ ήρεσεν, ήπιανεν κ’ ήγραφέν το, εθώρειεν, ξαναθώρειεν το, ξεστίχου εμάθαινέν το.
Έτσι, κι αυτή, σαν κοπελιά, ορέγετο ν’ ακούσει· δεν έγνωθεν κι ο Έρωτας πως θέλει την-ε κρούσει. Κι α’ δεν την εύρει ξυπνητή, να του το πει να πηαίνει, στο δεύτερο κατάκρουσμα ανοίγει του και μπαίνει.
445
Αμ’ ήφηκεν κ’ επλήθυνεν η λαύρα στο καμίνι, κι από μιά σπίθα ολόμικρη, φωτιά μεγάλη εγίνη. Ο Ρήγας, μιά από τσι πολλές, ηθέλησε να μάθει ποιός είναι αυτός που τραγουδεί της Ερωτιάς τα Πάθη έτσι γλυκιά και νόστιμα, που ταίρι άλλο δεν έχει, κ’ εβάλθηκε να τον-ε δει και να τον-ε κατέχει. Και μιάν ημέρα κάλεσμα ήκαμε στο Παλάτι, ξεφάντωση από το ταχύ ώς το βραδύ-ν εκράτει. Μ’ ελόγιασε, με τους πολλούς που’τανε καλεσμένοι, πως να’ρθει κι ο τραγουδιστής εκείνος, που ανιμένει,
460
485
Η Αρετούσα εκάθουντο’ στο πλάγι του Κυρού τση,
455
Ήπαψεν η ξεφάντωση, εβράδιασεν η ώρα, και καθενείς στο σπίτι του επήγαινε στη Χώρα. Ο Ρήγας βάνει λογισμόν, πολλά βαθιά το βάνει, ίντά’ναι κι ο τραγουδιστής τση νύκτας δεν εφάνη. Και μ’ άλλον τρόπο εβάλθηκε, ποιός είναι να κατέχει, κι ώστε να μάθει και να δει, μεγάλην έγνοιαν έχει. Και κράζει, μιάν αργατινή, δέκα από την Αυλή του, οπού τσ’ επλέρωνε καλά να βλέπουν το κορμί του.
~14~
495
Gaston Bachelard
(Η Ποιητική του Χώρου, Μετ. Ελένη Βέλτσου-Ιωάννα Δ. Χατζηνικολή, Εκδ. Χατζηνικολή)
Γιατί το σπίτι είναι η γωνιά μέσα στον κόσμο. Είναι - αυτό που έχουνε πει πολλές φορές- το πρώτο μας σύμπαν. Είναι, πραγματικά, ένας κόσμος. Ένας κόσμος στην κυριολεξία του όρου. Ειδωμένο με τα μάτια της ψυχής, και το πιο ταπεινό ακόμα σπίτι δε μας φαίνεται ωραίο; Οι συγγραφείς των Çταπεινών σπιτιώνÈ επικαλούνται συχνά αυτό το στοιχείο της ποιήσης του χώρου. Συχνά βέβαια με έναν συνοπτικότατο τρόπο. Μη έχοντας παρά ελάχιστα να περιγράψουν μέσα σε μία ταπεινή κατοικία, δε μένουνε και πολύ μέσα σ' αυτήν. Χαρακτηρίζουν την ταπεινή κατοικία μέσα στην καθημερινότητά της χωρίς να ζήσουν στην πραγματικότητα τον πρωτογονισμό της, έναν πρωτογονισμό που ανήκει σε όλους, πλούσιους ή φτωχούς, όταν δέχονται να ονειροπολούν. Όπως είναι αυτονόητο, χάρη στο σπίτι πολλές από τις αναμνήσεις μας έχουνε στέγη και αν το σπίτι είναι και κάπως περίπλοκο, αν έχει υπόγεια και σοφίτες, γωνιές και διαδρόμους, οι αναμνήσεις μας βρίσκουν ολοένα και πιο χαρακτηριστικά καταφύγια. Σ' αυτά θα ξαναγυρνάμε μέσα στις ονειροπολήσεις μας σε όλη μας τη ζωή. Ο καλλιτέχνης δεν δημιουργεί όπως ζει, ζει όπως δημιουργεί... πρέπει να ζεις για να φτιάχνεις το σπίτι σου και όχι να φτιάχνεις το σπίτι σου για να ζεις μέσα σ' αυτό. Το σπίτι είναι το ίδιο το πρόσωπο, το σχήμα του και η πιο άμεση προσπάθειά του. Θα έλεγα η οδύνη του. Το αποτέλεσμα δεν επιτυγχάνεται παρά με την αδιάκοπα επαναλαμβανόμενη πίεση με το στήθος. Δεν υπάρχει ούτε ένα οχυρό που για να πάρει αυτή την καμπύλη, δεν πιέστηκε εκατοντάδες και χιλιάδες φορές με τον κόρφο, με την καρδιά, και ασφαλώς με διατάραξη της αναπνοής, με ένα λαχάνιασμα, ίσως.
~15~
Αρχίζει πάλι το σκοπόν το γλυκοζαχαρένιο, κ’ εκτύπα το λαγούτο του, σαν το’χε μαθημένο. Η γλώσσα του παρά ποτέ εγίνηκεν αηδόνι, και το μεσάνυκτο περνά, το φως τσ’ αυγής σιμώνει.
510
Τότες, από το χάλασμα εβγαίνουν οι αντρειωμένοι, κι ως τσ’ είδεν ο Ρωτόκριτος, σκολάζει και σωπαίνει· και το λαγούτο εσκόρπισεν εις εκατό κομμάτια, να μην τον-ε γνωρίσουνε κείνα τα ξένα μάτια. Η Αγάπη τον Ρωτόκριτον κάνει να πολεμήσει με δέκα, κι ώς το ύστερον ολπίζει να νικήσει. Και με τα ζάλα σιγανά στο σπίτι τως γιαγέρνουν. Και το ταχύ άλλοι του Ρηγός κακά μαντάτα φέρνουν. Η Αρετούσα τ’ άκουγε τούτ’ όλα, οπού μιλούσαν, κι ωσά δεντρά εφυτεύγουντα’ μες στην καρδιά κι ανθούσαν· κ’ επεριμπλέκαν οι βλαστοί, τα σωθικά τση επιάναν, κ’ εις έγνοια μεγαλύτερην και παίδαν την εβάναν, να μάθει τον τραγουδιστή, ποιός είναι να κατέχει, οπ’ έτοιες χάρες κι αρετές, κ’ έτοια γλυκότην έχει.
610
ΑΡΕΤΟΥΣΑ “Νένα, μεγάλη πείραξιν έχω στο νου μου μέσα, και τα τραγούδια κ’ οι σκοποί αξάφνου μ’ επλανέσα’· και πεθυμώ και ραθυμώ να μάθω, να κατέχω, ποιός είναι αυτός που τραγουδεί, κ’ έγνοια μεγάλην έχω· Μέσα μου λέγει ο λογισμός, πως τούτος ο αντρειωμένος εις-ε φωλιάν αρχοντική θέ’ να’ναι αναθρεμμένος· και το δεντρόν οπού’καμεν ανθό έτσι μυρισμένο, σε τόπον άξο κι όμορφο το’χουσι φυτεμένο.” ΝΕΝΑ Και λέγει τση· “Παιδάκι μου, ίντά’ναι τά δηγάσαι; Δεν είσαι η Αρετούσα πλιό, άλλη λογιάζω να’σαι! Και πού’ναι η φρονιμάδα σου, που σε θαυμάζαν όλοι, κ’ ήσουνε βρύση τσ’ ευγενειάς και τση τιμής περβόλι; Και πώς τα λέγεις τ’ άμοιαστα, στο νου σου πώς τα βάνεις; Πού τα’βρες τούτα τ’ άνοστα οπού μ’ αναθιβάνεις; Ένας γιατί εξεσπάθωσεν κ’ ελάβωσεν τον άλλο, και τραγουδεί και νόστιμα, τον-ε κρατείς μεγάλο; ΑΡΕΤΟΥΣΑ “Νένα, όντεν ανεθρέφουμου’ και κοπελιά ελογούμου’, ~16~
645
655
660
Στον πολιτισμό μας, που ρίχνει φώτα παντού, που περνάει ηλεκτρικό στο υπόγειο, δεν κατεβαίνουμε πια στα κατώγια με το κερί στο χέρι. Αλλά το ασυνείδητο δεν εκπολιτίζεται. Εξακολουθεί να παίρνει το καντηλέρι για να κατέβει στα βάθη. Τα πάντα είναι ενδείξεις προτού γίνουν φαινόμενα σ' αυτό τον κόσμο των ορίων. Όσο πιο ανεπαίσθητη είναι η ένδειξη, τόσο πιο μεστή από νόημα είναι, αφού επισημαίνει μια απαρχή. Αν τις νοήσουμε σαν απαρχές, όλες αυτές οι ενδείξεις φαίνονται να αρχίζουν αδιάκοπα το αφήγημα. Δεχόμαστε στοιχειώδη μαθήματα μεγαλοφυΐας. Αν με ρωτούσαν ποιο είναι το κυριότερο πλεονέκτημα του σπιτιού, θα απαντούσα: το σπίτι εξασφαλίζει στέγη στην ονειροπόληση.
~17~
παιγνίδια και κουτσουνικά πάντά’βανα στο νου μου· και μετ’ αυτά εξεφάντωνα κ’ επέρνα-ν ο καιρός μου, κι οπού’χε πει να τ’ αρνηθώ, ήτον αντίδικός μου. “Κι ωσάν ακρομεγάλωσα, το γάζωμα ήρεσέ μου, δεν ήφηνα το ράψιμο, ταχιά κι αργά, ποτέ μου. Με ράψιμο, με γράμματα, και με κοντύλι, Νένα, σ’ αγάπες και ψιλότητες οι λογισμοί μου εμπαίνα’. Κατέχω το, πόσες φορές μου’λεγες· “Θυγατέρα, ίντα το θες το διάβασμα το τόσο, νύκτα-ημέρα;
960
“Μα εδά μηδέ το ράψιμο, κουτσούνα, ουδέ κοντύλι έγνοια κιαμιά μού δίδουσι, μα πρικαμένα χείλη. Εδά γρικώ άλλην παιδωμήν, εδά γρικώ άλλη ζάλη, επάψασι όλες οι μικρές, κ’ ηύρε με μιά μεγάλη.
985
40 “Και μόνον ο λογαριασμός είναι που διαχωρίζει το ζον από τον άνθρωπο, για κείνο όλα τα ‘ρίζει·
Μετάστρεψε το λογισμό, ξύπνησε, ξεζαλίσου, στον πόλεμο που βρίσκεσαι αντρειέψου και βουηθήσου· ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ “Αδέρφι, τά μου μίλησες, μες στην καρδιά μου εμπήκαν, μα εφύγαν πάλι το ζιμιό, και τόπο δεν ευρήκαν. Το σφάλμα μου γνωρίζω το, πώς βρίσκομαι κατέχω, μα δεν μπορώ να βουηθηθώ, και την εξά δεν έχω. Ο Έρωτας ανυφαντής με πονηριάν εγίνη· αράχνην ήστεσε ψιλήν, κ’ επιάστηκα εις εκείνη. Λοιπόν, αν το’χεις όρεξη και πεθυμάς να γιάνεις, γύρεψε κ’ εύρε γιατρικό στον πόνο σου να βάνεις· προθύμεψε και σπούδαξε, βιάσου και μην αργήσεις, μίσεψε, μάκρυνε από ‘πά, να τση ξελησμονήσεις. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ Λέγει τση· “Μάνα, α’ μ’ αγαπάς, ανθρώπου μην τα δώσεις· σ’ τόπο κουρφό άμε βάλε τα, και κάμε να τα χώσεις. Γιατί έχω μες στ’ αρμάρι μου κάποια χαρτιά γραμμένα, οπού δε θέλω να τα δει άλλος δίχως μου εμένα.” Με σπλάχνος αποχαιρετά, με λογισμό μισεύγει, να βρει γιατρό να γιατρευτεί ξετρέχει και γυρεύγει.
~18~
970
1160
1170
1180
1260
1285
Ο ¡ιñργος ªεæέρèς για ôον ¶ρöôÞκριôο
Ο Ερωτόκριτος είναι ένα πολύ μακρύ ποίημα. Έχει δέκα χιλιάδες πενήντα δύο στίχους. Και όμως είναι ποίημα χωρίς ρητορεία. Κάποτε, πραγματικά τραβάει του μάκρους. Αλλά το μάκρος δεν οφείλεται στην επισώρευση λέξεων ή φράσεων χωρίς περιεχόμενο, που είναι μονάχα θόρυβος, μήτε στις ρηματικές υπερβασίες του αντικειμένου που έχει να εκφράσει ο ποιητής. Οφείλεται στις επαναλήψεις που, καθώς νομίζω, áéóõÀîåôáé ôïî åáùôÞ ôïù ùðïøòåöíÛîï îá ëÀîåé. ¤Ûö áéóõÀîåôáé ôïî åáùôÞ ôïù ùðïχρεωμένο να κάνει, γιατί έχω την εντύπωση ότι αυτές οι επαναλήψεις γίνουνται Çκατ' απαίτησιν του κοινούÈ. Είναι με κάποιον τρόπο ÇμπιζαρίσματαÈ. Στο κονταροχτύπημα λ.χ. παρουσιάζει δεκατέσσερεις αρχοντόπουλους που χτυπιούνται. Και το κονταροχτύπημα του καθενός με τον αντίπαλό του περιγράφεται πάντα με την ίδια φροντίδα της λεπτομέρειας. Αν οι αρχοντόπουλοι ήταν οι μισοί, δε θα πάθαινε τίποτε το ποίημα. Το ίδιο μπορεί να πει κανείς για τους διαλόγους της Αρετούσας με τη νένα Φροσύνη. Το ίδιο και για άλλα. Όλα αυτά θα ήταν καλύτερα να περιοριστούν. Τέτοιες κρίσεις είναι αυτονόητες για τον σημερινό αναγνώστη, που διαβάζει γρήγορα ένα βιβλίο κι ύστερα το πετά. Αλλά για τους πρώτους αναγνώστες, το διάβασμα ή το άκουσμα ενός ποιήματος σαν τον Ερωτόκριτο ήτανε μια γοητεία. Και η γοητεία αρέσκεται στην επανάληψη. Είναι η ίδια φύση με τη μαγική επωδό. Μια γοητεία που έπρεπε να κρατήσει πολλές βραδυές, ίσως τις βραδυές ενός ολόκληρου χειμώνα. Όταν τέλειωνε το ποίημα, το ξανάπαιρναν από την αρχή. Στο τέλος το μάθαιναν απέξω. Η επανάληψη, κοιταγμένη από αυτή την πλευρά, μοιάζει να είναι μέσα στη φύση των πραγμάτων. Ήτανε μέσα στην ψυχή του ακροατή ή του αναγνώστη, που την περίμεναν προτού μιλήσει ο ποιητής. Και ο ποιητής την εποχή εκείνη δεν ήταν, όπως οι σημερινοί, χωρισμένος από το κοινό του, ήτανε σύμφωνος με τους άλλους ανθρώπους. Ο ποιητής του Ερωτόκριτου ξέρει
~19~
Μ’ απείτις εμακρύνασι, κ’ εις μέρη άλλα εσιμώσαν, νέφαλα μαύρα, σκοτεινά, τα μάτια του εκουκλώσαν. Κ’ εμούλωσε την κεφαλήν, και το κορμί απορίχτει, κ’ ήκλαιγε κι αναστέναζεν όλο το μερονύχτι. Τα μάτια δεν καλοθωρού’ στο μάκρεμα του τόπου, μα πλιά μακρά και πλιά καλλιά θωρεί η καρδιά του ανθρώπου· εκείνη βλέπει στα μακρά, και στα κοντά γνωρίζει, και σ’ έναν τόπο βρίσκεται, και σε πολλούς γυρίζει. Τα μάτια, να’ναι κι ανοιχτά, τη νύκτα δε θωρούσι· νύκτα και μέρα, τση καρδιάς τα μάτια συντηρούσι. Χίλια μάτιά’χει ο λογισμός, μερόνυκτα βιγλίζουν, χίλια η καρδιά, και πλιότερα, κι ουδεποτέ σφαλίζουν. Μακρά’τον ο Ρωτόκριτος από την Αρετούσα, τα μάτια που’χε στην καρδιά, πάντα την εθωρούσα’. Εθώρειεν την πού βρίσκουντο’, ταχύ, νύκτα, αποσπέρα, μ’ όλο που δεν την ήβλεπε, με μάτια, την ημέρα.
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ “Τίς να τα πήρεν από ‘κεί, και τίνος να τα πήγαν;” λέγει· “δεν ήτανε πουλιά τα γράμματα κ’ εφύγαν.
Μιάν ώρα μόνο η Ρήγισσα ήρθε, κ’ η Αρετούσα,
Με τάξιν και με φρόνεψιν εμπήκαν κ’ εθωρούσαν,
Και δεν απλώσασιν ποθές, μόνον η Ρηγοπούλα, που’νοιξεν, κ’ εστοχάστηκεν εις την καμεροπούλα. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ Ανάθεμα το Ριζικό, ανάθεμα την ώρα, που ο Φίλος μού’δωκε βουλή να πάγω σ’ άλλη χώρα!”
ΑΡΕΤΟΥΣΑ Λέγει τση μιά από τσι πολλές· “Νένα, τον Κόσμο χάνω, γιατί ήβαλα στο λογισμό να πέσω ν’ αποθάνω· γ-ή πούρι κι ο Ρωτόκριτος τα Πάθη μου ν’ ακούσει, και ταχτικά τα χείλη μου μιάν ώρα να τα πούσι, ΝΕΝΑ Παιδάκι μου, ας εγνώριζες, πού πορπατείς και πηαίνεις, και σ’ ίντα πέλαγος βαθύ και θυμωμένο μπαίνεις, ~20~
1295
1065
1070
1805
1830 1855
45
να αφηγηθεί και, όταν χρειάζεται, ξέρει να ξεδιπλώσει τη δύναμη του πάθους. Αλλά ο χαρακτήρας του είναι να μιλά Çμε γνώση και με τρόποÈ. Δεν έχει συμπάθεια για τα Çμεγάλα φτερουγίσματαÈ, όπως συνηθίσαμε να λέμε από την εποχή του ρομαντισμού: Απ' ό,τι κάλλη έχει άνθρωπος, τα λόγια 'χουν τη χάρη να κάνουσι κάθε καρδιά παρηγοριά να πάρει, κι οπού κατέχει να μιλεί με γνώση και με τρόπο, κάνει να κλαίσιν και γελού τα μάτια των ανθρώπω. (Α 887-890) Όταν δε χρειάζεται να ξεσπάσει, προτιμά να βηματίζει, και ο βηματισμός του αυτός, όπως κάθε βηματισμός, είναι ένας τρόπος αλυσιδωτός, ο ένας κρίκος βαστιέται από τον άλλον και τον επαναλαμβάνει. Γι' αυτό, φαντάζομαι, παρατηρούμε ένα είδος εμπειρισμό στην πρόοδο του ποιήματος. Δεν εννοώ με τούτο πως ο ποιητής γίνεται κάποτε πεζός. Υπάρχει ένας ποιητικός βηματισμός, ένας ίσος και χαμηλός τόνος που είναι από τα πιο χαριτωμένα πράγματα που μας προσφέρει η ποίηση. Είναι αυτό που θα λέγαμε στη μουσική το ρετσιτατίβο. (Γ. Σεφέρης, ÇΕρωτόκριτοςÈ, Δοκιμές Α΄, Ίκαρος)
~21~
ν’ αντρειευτείς όσο μπορείς, μόνια σου να βουηθήθης, και την Φιλιάν του Ερώκριτου, Κερά μου, ν’ απαρνήθης.” ΑΡΕΤΟΥΣΑ “Νένα μου”, λέγει η Αρετή, “φρόνιμα δασκαλεύγεις, μα εγώ η φτωχή ξελησμονώ ό,τι κι α’ μου αρμηνεύγεις. Το’να μου αφτί σού τα γρικά, και τ’ άλλο τα ζυγώνει, κι ο λογισμός μου εγρίεψε και πλιό του δε μερώνει.
155
160
Ωσάν καράβι όντε βρεθεί στο πέλαγος και πλέγει, με δίχως ναύτες, μοναχό, και να πνιγεί γυρεύγει, κι ο άνεμος κ’ η θάλασσα του’χουν κακιά μεγάλην, και τρέχει πάντα στον πνιμόν, δίχως βοήθειαν άλλην Ο Ρώκριτος είν’ Έρωτας, κι αν και φτερά δεν έχει, μηδέ θαρρείς κ’ εχάσε τα πού βρίσκουνται, κατέχει. Εις την καρδιά μου τα’πεψε, κ’ εκεί’ναι τα φτερά του, γιαύτος πετά και φεύγει μου, κ’ ευρίσκομαι μακρά του.
εδέτσι ευρίσκομαι κ’ εγώ, πλιό δεν μπορώ να ζήσω, τρέχω και πορπατώ να βρω χαράκι, να σκορπίσω
245
Και πώς μπορώ να βουηθηθώ στου Πόθου το κανίσκι; Κι όπου μ’ αγγίξει η χέρα σου, Ρωτόκριτον ευρίσκει.
Καλά το λεν οι φρόνιμοι, η Αγάπη φόβο φέρνει, κ’ εις ένα πράμα, οπού αγαπά, λίγες φορές γιαγέρνει. Χίλια σημάδια να θωρεί άνθρωπος, να κατέχει άδολα πως τον αγαπά, αναπαημό δεν έχει. Μα λέγει, και ξαναρωτά, και ξαναδικιμάζει τήν αγαπά, αν τον αγαπά, και πάντα του λογιάζει. Οληνυκτίς σ’ τσ’ αγκάλες τση να μένει μετά κείνη, ‘τό σηκωθεί, το βάσανον του Πόθου τον-ε κρίνει. Και φαίνεταί του χάνει την, και πως τον απαρνάται, κι ολημερνίς κι οληνυκτίς τρομάσσει και φοβάται.
«Νένα, λογιάζω να θαρρείς πως με το θέλημά μου βάνω τα ξύλα στη φωτιάν, και καιγω την καρδιά μου. Η όρεξή μου, Νένα μου, ο νους κ’ οι λογισμοί μου, μακράν οδόν επιάσασι, δεν είναι πλιό δικοί μου. ~22~
735
740
195
µιôσένôúος ºορνάρος
º' εγώ δε õε να κουρφευτώ κι αγνώριστο να μ' έøου μα õέλω να φανερωõώ, κι όλοι να με κατέøου Βιτσέντζος εÝν' ο ποιητής και στη γενιά ºορνάρος που να âρεõή ακριμάτιστος, σα õα τον πάρη ο Χάρος. Στη ΣτεÝαν εγεννήõηκε, στη ΣτεÝαν ενεõράφη, εκεÝ ‘καμε κι εκόπιασεν ετοàτα που σας γράφει. Στο ºάστρον επαντρέυτηκε σαν αρμηνεàγει η φàση, το τέλος του έøει να γενή όπου ο £εός ορÝση. Για τον ποιητή του Ερωτόκριτου ξέρουμε με βεβαιότητα μόνο όσα ο ίδιος μας αναφέρει στον επίλογο του έργου του. Θωρώ πολλούς και πεθυμούν, κι' έχω το γρικημένα, να μάθουν τίς εκόπιασεν εις τ' απανωγραμμένα. K' εγώ δε θέ' να κουρφευτώ, κι αγνώριστο να μ' έχουν, μα θέλω να φανερωθώ, όλοι να με κατέχουν. Βιτσέντζος είν' ο Ποιητής, κι' εις τη γενιά Kορνάρος, που να βρεθεί ακριμάτιστος, όντε τον πάρη ο Xάρος. Στη Στείαν εγεννήθηκε, στη Στείαν ενεθράφη, εκεί' καμε κι' εκόπιασε ετούτα που σας γράφει. Στο Kάστρον επαντρεύθηκε, σαν αρμηνεύγ' η Φύση, το τέλος του έχει να γενή, όπου ο Θεός ορίσει. Ο Βιτσέντζος Κορνάρος γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Σητεία. Στη Σητεία έγραψε και τον Ερωτόκριτο. Παντρεύτηκε στο Ηράκλειο. Αυτές είναι οι σίγουρες πληροφορίες που έχουμε. Πολλές οι εκδοχές για τη καταγωγή και τη ζωή του ξεχωριστού δημιουργού. Πιθανό είναι να ανήκε στην εξελληνισμένη βενετοκρητική αριστοκρατική οικογένεια των Κορνάρων και να ήταν αδερφός του πλούσιου κτηματία και λόγιου Ανδρέα Κορνάρου, ο
~23~
Αυτοί στέκουν αμίλητοι και τα πολλά οπού χώνου εχάνουντε σου φαίνεται την ώραν που εσιμώνουν και θέλοντας να πουν πολλά τα λίγα δεν μπορούσι το στόμα τως εσώπασε με την καρδιά μιλούσι.
Πάντα η γυναίκα ανερωτά και πεθυμά ν’ ακούσει πως όλοι την-ε ρέγουνται κι όλοι την αγαπούσι κι ουδέ μανίζει ουδέ γρινιά αμέ πολλά τσ’ αρέσει όλοι μεγάλοι και μικροί όμορφη να τη λέσι.
Όλοι αγαπούν τα ψόματα να λεν, να μας γελούσι, και την αλήθεια ουδέ κιανείς δε θέ’ να την ακούσει.
130
παινά το κι ομορφίζει το, και πίβουλα κομπώνει, το ψόμα δείχνει απαρθινό, και την αλήθεια χώνει. 163 Κ’ είναι πολλοί, Παιδάκι μου, τη σήμερον ημέρα, κ’ έχουν στο στόμα το γλυκύ, φαρμάκι-ν εις τη χέρα·
140
Οϊμέ, κι ας ήτο μπορετό, να δεις εις τ’ όνειρό σου, σ’ ίντα γκρεμνό, σ’ ίντα βυθό σε πάει το Ριζικό σου, κι αν τύχει να φοβήθηκες, κι οπίσω να γυρίσεις, και τη δουλειάν οπού’ρχισες, ακάμωτη ν’ αφήσεις! Παιδάκι μου, ας εγνώριζες, πού πορπατείς και πηαίνεις, και σ’ ίντα πέλαγος βαθύ και θυμωμένο μπαίνεις,
Όχι οι ανθρώποι μοναχάς, που’χου’ θωριάν, και γνώση, τρέχουν εις τούτο το δεντρό τσ’ Αγάπης, για να τρώσι. Πέτρες, δεντρά, και σίδερα, και ζα στην Οικουμένη, όλα γνωρίζουν, και γρικούν τον Πόθον πως τα γιαίνει.
«Γιάντα εσγουράφισες την άσκημή μου νιότη κ’ εκράτηξές τη φυλακτήν εις τ’ αρμαράκι μέσα, με τα τραγούδια οπού’λεγες, και οπού πολλά μ’ αρέσα’; Ίντα αφορμή εξεκίνησε την όρεξή σου εις τούτα, από την πρώτην π’ άρχισες τραγούδια και λαγούτα; Και σ’ ίντα στράτα πορπατείς, κ’ ίντά’ναι τά γυρεύγεις; Κ’ ίντα ‘χεις με του λόγου μου, και θέ’ να με παιδεύγεις;»
Πλιό σου μην το πεις και μην το δευτερώσεις, ~24~
150
1270
605
οποίος στη διαθήκη του το 1611 κληροδοτεί στον αδερφό του Βιτσέντζο τα βιβλία του. Οι ερευνητές προσπάθησαν να ταυτίσουν τον ποιητή με πολλούς Βιτσέντζους Κορνάρους αλλά όλα τα στοιχεία της αυτοπαρουσίασης του ποιητή στο τέλος του ερωτόκριτου τα διαθέτει στη βιογραφία του μόνο ο Βιτσέντζος Κορνάρος του Ιακώβου που γεννήθηκε στις 26 Μαρτίου 1556 στο χωριό Τραπεζόντα της Σητείας, όπου η οικογένειά του διατηρούσε μεγάλη περιουσία και έζησε εκεί περίπου 35 χρόνια ζώντας τη ζωή του φαιουδάρχη γαιοκτήμονα. Μετά τις 20 Μαρτίου 1585 ο Βιτσέντζος Κορνάρος εγκαταστάθηκε στο Ηράκλειο (τότε Κάστρο, Μεγάλο Κάστρο ή Χάνδακα), κοντά στους δύο αδελφούς του, τον Ιωάννη Φραγκίσκο και τον Ανδρέα, όπου απέκτησε, από προίκα ή με αγορές, μεγάλη περιουσία. Είχε μεγάλα φιλολογικά ενδιαφέροντα και ήταν ένα από τα πιο δραστήρια μέλη της Ακαδημίας των Stravaganti του Χάνδακα, που είχε ιδρύσει ο αδελφός του Ανδρέας. Στις 8 Σεπτεμβρίου 1590 παντρεύτηκε, στο ναό της μονής της Αγίας Αικατερίνης των καλογραίων, τη Μαριέττα Zeno, με την οποία απέκτησε δύο κόρες, την Κατερίνα και την Ελένη. Ήταν μέλος του Συμβουλίου των Ευγενών του Χάνδακα. Σε όλο το διάστημα της ζωής του, διαμένοντας αρχικά στη Σητεία και αργότερα στον Χάνδακα, ανέλαβε διάφορα τοπικά αξιώματα. Κατά την περίοδο της πανούκλας των χρόνων 1591-1593 ανέλαβε τα καθήκοντα του υγειονομικού επόπτη στο Ηράκλειο. Πέθανε μετά τις 12 Αυγούστου 1613 και θάφτηκε στο μοναστήρι του Αγίου Φραγκίσκου, πλάι στη σύζυγό του Μαριεττα.
~25~
και μη ζητήξεις, μη βαλθείς στο χέρι μου ν’ απλώσεις. Σε χέρι γ-ή σε μάγουλο ποτέ δε θες μου ‘γγίξει, ώστε να φέρουν οι καιροί, γλυκύς καιρός ν’ ανοίξει, να το θελήσει η Μοίρα μου, κι ο Κύρης να τ’ ορίσει, αλλιώς ποτέ δεν το θωρείς, ο Κόσμος κι α’ βουλήσει. Σώνει σε τούτο μοναχάς, λέγω σου, να κατέχεις, εσύ θέ’ να’σαι ο Άντρας μου, κ’ έγνοια κιαμιά μην έχεις. Κι ο Κόσμος αν ξαναγενεί, άλλον δεν κάνω Ταίρι, μόνον εσέ, Ρωτόκριτε κι άφ’ς το για ‘δά το χέρι. «Κι ο Κύρης σου την προξενιά, κάμε να τη μιλήσει του Ρήγα, και με τον Καιρόν ολπίζω να νικήσει. Γιατί πολλά τον αγαπά, κι ορέγεται κ’ εσένα, τσι χάρες σου πολλές φορές εμίλειε μετά μένα. Την προξενιά σαν του την πει, λογιάζω να τ’ αρέσει, γιατί ήκουσά του από καρδιάς πολλά να σε παινέσει· ορέγεται τσι χάρες σου και τα όμορφά σου κάλλη, κ’ εις το Παλάτι όντε σε δει, παίρνει χαρά μεγάλη. Λοιπόν, προθύμησε κ’ εσύ, και του Κυρού σου πέ’ το, κι αν του μιλήσει, γίνεται ο Γάμος, κάτεχέ το.»
680
685
690
695
Ήτονε πρώτη η Αρετή, που λέγει· «Ξημερώνει, κι άμε να πηαίνεις, μίσεψε, τούτο για ‘δά σε σώνει. Πάλι αύριο αργά ανιμένω σε, σ’ τούτον τον ίδιον τόπον, κουρφά, να μη μας δουν ποτέ μάτια αλλωνών ανθρώπων.
Γιατί έτσι το’χει φυσικό τση Μοίρας το παιγνίδι, να παίρνει από τη μιά μερά, στην άλλη να τα δίδει.
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ Λέγει της ο Ρωτόκριτος· “Ήκουσες τα μαντάτα, που ο Κύρης σου μ’ εξόρισε σ’ τση ξενιτιάς τη στράτα; Κ’ εφάνη του κ’ εσφάγηκεν ο-γι’ αφορμή εδική μου, σαν ήμαθε την προξενιάν, που’κουσε του Γονή μου. Και πώς να σ’ αποχωριστώ, και πώς να σου μακρύνω, και πώς να ζήσω δίχως σου στο χωρισμόν εκείνο; Εσίμωσε το τέλος μου, μάθεις το θες, Κερά μου, στα ξένα πως μ’ εθάψασι, κ’ εκεί’ν’ τα κόκκαλά μου. Κατέχω το κι ο Κύρης σου γλήγορα σε παντρεύγει, Ρηγόπουλο, Αφεντόπουλο, σαν είσαι συ, γυρεύγει. ~26~
615
1355
1365
Ο Ερωτόκριτος είναι μία έμμετρη μυθιστορία που συντέθηκε από τον Βιτσέντζο Κορνάρο στην Κρήτη τον 17ο αιώνα. Αποτελείται από 10.012 (οι τελευταίοι δώδεκα αναφέρονται στον ποιητή) ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους ομοιοκατάληκτους στίχους στην Κρητική διάλεκτο. Κεντρικό θέμα του είναι ο έρωτας ανάμεσα σε δύο νέους, τον Ερωτόκριτο (που στο έργο αναφέρεται μόνο ως Ρωτόκριτος ή Ρώκριτος) και την Αρετούσα, και γύρω από αυτό περιστρέφονται και άλλα θέματα όπως η τιμή, η φιλία, η γενναιότητα και το κουράγιο. Μαζί με την Ερωφίλη του Γεώργιου Χορτάτση είναι τα σημαντικότερα έργα της κρητικής λογοτεχνίας. Ο Ερωτόκριτος πέρασε στην λαϊκή παράδοση και παραμένει δημοφιλές κλασικό έργο, χάρη και στη μουσική με την οποία έχει μελοποιηθεί. Άμεσο πρότυπο του έργου είναι η γαλλική δημοφιλής μεσαιωνική μυθιστορία Paris et Vienne του Pierre de la Cypède, που τυπώθηκε το 1487 και γνώρισε μεγάλη διάδοση με μεταφράσεις σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες. Ο Κορνάρος γνώρισε το γαλλικό έργο πιθανότατα από ιταλική μετάφραση, καθώς είναι απίθανο να γνώριζε γαλλικά. Δεν πρόκειται όμως για δουλική μίμηση αλλά δημιουργική διασκευή, στην οποία αναγνωρίζονται αρετές σε σχέση με το γαλλικό πρότυπο και τις άλλες διασκευές: η πλοκή είναι περισσότερο οργανωμένη, τα πρόσωπα λιγότερα, περιορίζονται κάποιες επαναλήψεις και επιπλέον υπάρχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τη σκιαγράφηση της ψυχολογίας των προσώπων. Μέχρι το πρώτο μισό του έργου, ο Κορνάρος ακολουθεί την πλοκή του προτύπου του. Από το σημείο όμως της αποτυχημένης πρότασης γάμου προς τον Βασιλιά, τα δύο έργα παρουσιάζουν μεγάλες διαφορές. Στο Paris et Vienne οι δύο νέοι απάγονται και επιχειρούν να δραπετεύσουν, μετά όμως από λίγο καιρό η κοπέλα συλλαμβάνεται από ανθρώπους του πατέρα της ενώ ο Paris ταξιδεύει στην ανατολή. Η ευεργεσία του προς τον πατέρα της Vienne, που συντελεί στην επανασύνδεση του ζευγαριού, δεν είναι η σωτηρία του βασιλείου από εχθρούς, όπως στον Ερωτόκριτο, αλλά η απελευθέρωση του βασιλιά από την αιχμαλωσία, όταν εκείνος, επιχειρώντας να οργανώσει σταυροφορία, συνελήφθη και φυλακίστηκε στην Αλεξάνδρεια. Το τέλος των δύο έργων είναι ανάλογο, με τον ÇάγνωστοÈ ευεργέτη να κάνει πρόταση γάμου στη Vienne και εκείνη να δέχεται μόνο μετά την αναγνώρισή του. Εκτός από τη γαλλική μυθιστορία, εμφανής είναι και η επίδραση του Orlando Furioso του Αριόστο, στα σημεία με περισσότερο επικό χαρακτήρα. Εκτός από τη δυτική επίδραση, ρόλο στη σύνθεση του Ερωτόκριτου έπαιξε και η ελληνική λογοτεχνική παράδοση, δημοτική (δημοτικά τραγούδια και παροιμίες) και έντεχνη (Ερωφίλη, Απόκοπος, Πένθος θανάτου και άλλα δημώδη κείμενα).
~27~
204” Μιά χάρη, Αφέντρα, σου ζητώ, κ’ εκείνη θέλω μόνο, και μετά κείνη ολόχαρος τη ζήση μου τελειώνω. Την ώρα που αρραβωνιαστείς, να βαραναστενάξεις, κι όντε σα νύφη στολιστείς, σαν παντρεμένη αλλάξεις, ν’ αναδακρυώσεις και να πεις· “Ρωτόκριτε καημένε, τά σου’ταξα λησμόνησα, τό’θελες πλιό δεν έναι.”
1370
Και κάθε μήνα μιά φορά μέσα στην κάμερά σου, λόγιασε τά’παθα για σε, να με πονεί η καρδιά σου. “Παρακαλώ, θυμού καλά, ό,τι σου λέγω τώρα, κι ο-γλήγορα μισεύγω σου, κ’ εβγαίνω από τη Χώρα.
Μα όπου κι αν πάγω, όπου βρεθώ, και τον καιρόν που ζήσω, τάσσω σου άλλη να μη δω, μουδέ ν’ αναντρανίσω. Κάλλιά’χω εσέ με Θάνατον, παρ’ άλλη με ζωή μου, για σένα εγεννήθηκε στον Κόσμον το κορμί μου. ΑΡΕΤΟΥΣΑ Τα λόγια σου, Ρωτόκριτε, φαρμάκι-ν εβαστούσαν, κι ουδ’ όλπιζα, ουδ’ ανίμενα τ’ αφτιά μου ό,τι σ’ ακούσαν. Ίντά’ναι τούτα τά μιλείς, κι ο νους σου πώς τα βάνει; Πού τα’βρε αυτάνα η γλώσσα σου οπού μ’ αναθιβάνει; Και πώς μπορεί τούτη η καρδιά, που με χαρά μεγάλη στη μέσην της εφύτεψε τα νόστιμά σου κάλλη, και θρέφεσαι καθημερνό, στα σωθικά ριζώνεις, ποτίζει σε το αίμα τση, κι ανθείς και μεγαλώνεις, κι ως σ’ έβαλε, σ’ εκλείδωσε, δε θέλει πλιό ν’ ανοίξει, και το κλειδί-ν ετσάκισεν, άλλης να μη σε δείξει. Και πώς μπορεί άλλο δεντρόν, άλλοι βλαστοί κι άλλ’ ά’θη, μέσα τση πλιό να ριζωθούν, που το κλειδί-ν εχάθη; “Σγουραφιστή σ’ όλον το νουν έχω τη στόρησή σου, και δεν μπορώ άλλη πλιό να δω παρά την εδική σου. Χίλιοι σγουράφοι να βρεθούν, με τέχνη, με κοντύλι, να θέ’ να σγουραφίσουσι μάτια άλλα κι άλλα χείλη, τη στόρησή σου ως την-ε δουν, χάνεται η μάθησή τως, γιατί κάλλιά’ναι η τέχνη μου παρά την εδική τως. Εγώ, όντε σ’ εσγουράφισα, ήβγαλα απ’ την καρδιά μου αίμα, και με το αίμα μου εγίνη η σγουραφιά μου. 206 Όποια με το αίμα τση καρδιάς μιά σγουραφιά τελειώσει, κάνει την όμορφη πολλά, κι ουδέ μπορεί να λιώσει. ~28~
1395
1410
1415
1420
1425
1430
ΟΝΕΙΡΟ ΜΕΣΑ ΣΕ ΟΝΕΙΡΟ Edgar Allan Poe (Μετάφραση: Στέφανος Μπεκατώρος)
Δέξου ετούτο το φιλί στο μέτωπό σου! Και τώρα που χωρίζουμε, Άφησέ με να σου πωΌτι οι μέρες μου εκύλησαν μέσα στ'όνειρο Είναι αλήθεια, όπως το'λεγες Αν όμως, η ελπίδα πέταξε Μες σε μια νύχτα η σε μια μέρα, Μες σ' ένα όραμα η μες στο τίποτα, Είναι γι' αυτό λιγότερο χαμένη; Όλα όσα βλέπουμε ή ό,τι φαινόμαστε Όνειρο είναι μονάχα μέσα σε όνειρο. Στέκομαι ανάμεσα στο βογγητό Μιας θαλασσόδαρτης ακτής, Και μες στα χέρια μου κρατώ κόκκους χρυσούς της άμμουΠόσο λίγοι! κι όμως πώς γλιστράνε Από τα δάχτυλά μου και βαθιά πάνε, Καθώς θρηνώ - καθώς θρηνώ! Θεέ μου! μήπως θα μπορούσα Μέσα στο χέρι πιο σφιχτά να τους κρατούσα; Θεέ μου! Πώς θα κατορθώσω Μόνο ένα απ' το ανίλεο κύμα να γλιτώσω; Όλα όσα βλέπουμε ή ό,τι φαινόμαστε Όνειρο είναι μονάχα μέσα σε όνειρο;
~29~
Και πώς μπορώ να σ’ αρνηθώ; Κι α’ θέλω, δε μ’ αφήνει τούτ’ η καρδιά που εσύ’βαλες σ’ τσ’ Αγάπης το καμίνι, Κι ο Κύρης μου, όντε βουληθεί, να θέ’ να με παντρέψει, και δω πως γάμο ‘κτάσσεται και το γαμπρό γυρέψει, κάλλια θανάτους εκατό την ώρα θέλω πάρει, άλλος παρά ο Ρωτόκριτος γυναίκα να με πάρει.
1435
“Μα για να πάψει ο λογισμός αυτόνος που σε κρίνει, κι ολπίδα μιά παντοτινή στους δυό μας ν’ απομείνει, την ώραν τούτη θέλεις δει, κι ας πάψει η έγνοια η τόση, πράμα-ν οπού παρηγοριάν πολλή σου θέλει δώσει.”
1445
ΑΡΕΤΟΥΣΑ Λέγει του· “Νά, και βάλε το εις το δεξό σου χέρι, σημάδι πως, ώστε να ζω, είσαι δικό μου Ταίρι. Και μην το βγάλεις από ‘κεί, ώστε να ζεις και να’σαι, φόρειε το, κι οπ’ σου το’δωκε, κάμε να τση θυμάσαι. Τούτο για ‘δά είναι ο Γάμος μας, και τούτο μας-ε σώνει, κάθε καιρό ό,τι ετάξαμεν, τούτο το φανερώνει. Κι α’ δε θελήσει η Μοίρα μας να σμίξομεν ομάδι, η ψη σου ας έρθει να με βρει χαιράμενη στον ’δη. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ 208” Καλώς το ‘πιάσε η χέρα μου το μαρμαρένιο χέρι, κείνο που ολπίδα μου’δωκε, το πως σε κάνω Ταίρι. Σημάδι πεθυμητικό της αναγάλλιασής μου, παρηγοριά και θάρρος μου, και μάκρος τση ζωής μου. Χέρα που δίχως να μιλεί, σωπώντας μού το τάσσει εκείνον οπού ετρόμασσεν ο νους μου, μην το χάσει. Χέρα που επιάσε το κλειδί, και μ’ όλο το σκοτίδι, ήνοιξε τον Παράδεισον, και τσ’ Ουρανούς μού δίδει.”
Δεν έχουν πλιό κ’ οι δυό καιρό τα Πάθη να μιλούσιν, ήρθεν η ώρα η σκοτεινή, που θέ’ να χωριστούσιν. Ήστραψεν η Ανατολή κ’ εβρόντησεν η Δύση, όντε τα χείλη του ήνοιξε για ν’ αποχαιρετήσει, και το Παλάτι εσείστηκε στον πόνον οπού εγρίκα, όντε τα χέρια επιάσασι κι αποχαιρετιστήκα’. Και τίς μπορεί να δηγηθεί ο-για την ώρα κείνη, η Κόρη πώς επόμεινε κι ’γουρος πώς εγίνη; Δεν έχου’ γλώσσα να το πουν, χείλη να το μιλήσουν, και μηδέ μάτια να το δουν κι αφτιά να το γρικήσουν. ~30~
1465
1475
1490
1495
1555
1560
Το 1807, (ο Σατωμπριάν) επιστρέφοντας από το μακρύ ταξίδι στην Κωνσταντινούπολη και στην Ιερουσαλήμ, αγόρασε ένα αρχοντικό κρυμμένο ανάμεσα στους δασοσκέπαóôïù÷ ìÞæïù÷ ôïù ðÀòëïù ¤á µáììÛ-ö-¤ïù, óôá ðåòÝøöòá ôè÷ ëöíÞðïìè÷ ¿ìîïùÀ. Εκεί θα αρχίσει να γράφει τα απομνημονεύματά του, αφιερώνοντας τις πρώτες σελίδες στα δέντρα που φύτεψε, τα οποία περιποιείται, το καθένα ξεχωριστά, με τα ίδια του τα χέρια. Ακόμα είναι τόσο μικρά, γράφει, που τους προσφέρω εγώ τη σκιά μου όταν στέκομαι ανάμεσα σε αυτά και στον ήλιο. Μια μέρα όμως, όταν κάποτε μεγαλώσουν, θα με ανταμείψουν κι εκείνα με τη σκιά τους, και όταν θα έχω γεράσει θα με φροντίζουν όπως τα φρόντιζα κι εγώ στα νιάτα τους. Áιώθω κάτι βαθύ να με συνδέει με τα δέντρα, τους αφιερώνω σονέτα, ελεγείες και ωδές, γνωρίζω το καθένα τους με το όνομά του, σαν να ήταν παιδιά μου, και το μόνο που εύχομαι είναι να πεθάνω κάποτε κάτω από τη φυλλωσιά τους. (W.G.Sebald, Ãι Δακτàλιοι του ºρόνου, Μετ. Γιάννης ºαλιφατÝδης, Εκδ. Íγρα)
~31~
Πούρι ήβιαζέν τους ο Καιρός κ’ εσίμωνεν η μέρα, και γ-είς τ’ αλλού τως σπλαχνικά εσφίξασι τη χέρα. Κ’ ένα μεγάλο θάμασμα στο παραθύρι εγίνη, οι πέτρες και τα σίδερα κλαίσι την ώρα κείνη, κ’ επέφτανε οι σταλαματιές τση πέτρας, του σιδέρου, κ’ η Αρετούσα τσ’ εύρ’ εκεί, κ’ ήσαν αίμα ταχ’τέρου. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ Λέγει· “Ουρανέ, ρίξε φωτιά, ο Κόσμος ν’ αναλάβει, κι όλοι ας λαβούν κι όλοι ας καγούν, κ’ ηΑρετή μη λάβει, στην άδικην απόφασιν, που εδόθη-ν εις εμένα, ν’ απαρνηθώ τον τόπον μου, να πορπατώ στα ξένα.
1565
1720
Β’ Μέρος 219 Μιά νύκτα, μιά βαθειάν αυγή το γάμον εμιλούσα’, και τότες όνειρο βαρύ είδεν η Αρετούσα. Εφάνιστή τση να θωρεί νέφαλο βουρκωμένον, και μ’ αστραπές και με βροντές καιρό ανακατωμένον. Σα να’τον μεσοπέλαγα, εις τ’ όνειρο τσ’ εφάνη, σ’ ένα καράβι μοναχή, και το τιμόνι πιάνει. Κι αντρειεύγετο να βουηθηθεί, κ’ εκείνη δεν ημπόρει, και τον πνιμόν τση φανερά στον ύπνον της εθώρει. Κ’ εφάνιστή τση κι ο γιαλός είς ποταμός εγίνη, πέτρες, χαράκια και δεντρά σύρνει την ώρα κείνη. Κι ώρες το κύμα τη βουλά, κι ώρες τη φανερώνει, κι ώς τα βυζά τση ο ποταμός, και παραπάνω, σώνει. Το ξύλον, που’τον στο γιαλόν, εβούλησεν ομπρός τση , πως κιντυνεύγει μοναχή, τση φάνη στ’ όνειρό τση. Και σκοτεινιάζει ο Ουρανός, δεν ξεύρει πού να δώσει, και κλαίγοντας παρακαλεί, κοιμώντας, να γλιτώσει. Λοιπόν, θωρεί πως ήλαμψε στου ποταμού την πλάτη, μιά λαμπυρότατη φωτιά, κι άνθρωπος την εκράτει. Φωνιάζει τση· “Μη φοβηθείς!” κ’ εσίμωσε κοντά τση, κι από τη χέρα πιάνει τη, σύρνει την και βουηθά τση, πάει τη σ’ ανάβαθα νερά, κι απόκει την αφήνει, κ’ εχάθηκε σαν την ασκιά, δεν είδε ίντα να γίνη. Κ’ εκεί που πρώτα ο ποταμός ώς τα βυζά τη χώνει, ήφταξεν εις τα γόνατα, κι όσον και χαμηλώνει. Μα εφαίνετόν τση κ’ ήστεκε, δε θέ’ να πορπατήξει, δεν ξεύροντας το ζάλο της εις ποιά μερά να ρίξει, μην πά’ να βρει βαθιά νερά, και κιντυνέψει πάλι, και την αυγή παιδεύγεται με τ’ όνειρου τη ζάλη. Κ’ εφώνιαξε στον ύπνον τση, κιανείς να τση βουηθήξει, μην την-ε πάρει ο ποταμός, το κύμα μην την πνίξει. ~32~
50
55
60
65
70
75
ÇΑρχή ήτονε πολλά μικρή κι άφαντη δίχως άλλο, μα το μικρό με τον Καιρόν εγίνηκε μεγάλο. Κι αγάλια-αγάλια η Πεθυμιά μ' ήβανεν εις τα βάθη, κ' ήκαμε ρίζες και κλαδιά, κλώνους και φύλλα κι ά'θη. Και πλήθυνε την Πεθυμιάν το κουζουλό μου αμμάτι, κ' ήρχιζεν κ' εστρατάριζεν, κ' εσιγανοπορπάτει.È
ΡΗΓΑΣ “Ίντα λογιάζεις σήμερον, τέκνον κακόν, να κάμω, οπού θωρώ τσι δυσκολιές τσι βάνεις σ’ έτοιο Γάμο; Γ-ή διώξε τους, τους λογισμούς κείνους που σε προδίδουν, γ-ή Θάνατον τα χέρια μου αλύπητο σου δίδουν. Κάμε ολημέρα σήμερο να το καλολογιάσεις, ν’ αλλάξει αυτός ο λογισμός, κι άλλη βουλή να πιάσεις, κι άμε να κάτσεις μοναχή, δέ’ το, και καλοδέ’ το, και το καλό σου φρόνιμα κάτσε και λόγιασέ το, ΑΡΕΤΟΥΣΑ Λέγει τως· “Χίλια να το δω, χίλια να το λογιάσω, καλλιά’χω τούτην τη ζωήν πλιά γλήγορα να χάσω,
430
435
445
ΝΕΝΑ Χάρη ζητώ, όχι για να ζω, κ’ εγώ δε θέλω ζήση, για τ’ άδικον, οπού’καμε τση μάνητάς σου η κρίση. Η απονιά σου, Αφέντη μου, μ’ εμένα ας ξεθυμάνει, δος το κορμί μου των σκυλών, κι άσκημα ας αποθάνει. Με το δικό μου Θάνατον η όργητά σου ας πάψει, συμπάθησε της Αρετής, κακό μην την-ε βλάψει, οπού’ναι νιά και δροσερή κι ακριβαναθρεμένη. Πώς ν’ απομένει τση φλακής το βρόμον η καημένη;
540
«Γονή μου, εις τούτην τη φλακή, που μπαίνουν όσοι εφταίσα’, αν είναι και πλιά σκοτεινή, βάλε με παραμέσα.
490
«Σ’ εσέ, μεγάλο το κρατώ, πολύ κακό σού μέλλει, οπ’ αγαπάς μιά σου Κερά, με δίχως να σε θέλει. Η στράτα αυτή που πορπατείς, αγκάθια είναι γεμάτη, γιάγειρε κι άλλαξέ την-ε, πιάσε άλλο μονοπάτι. Ήλλαξες απ’ ό,τι ήσουνε, κι όλος εξαναπλάστης, κ’ ήφηκες το λογαριασμόν, κ’ ήσφαλες κ’ ελαθάστης· κ’ εκαταστάθης άγνωστος, και σαν το ζό γυρίζεις, και το καλό από το κακό ποιόν είναι δε γνωρίζεις.
~34~
535
1140
10 Ο Πόθος, όντε βουληθεί και θέλει να νικήσει, γνώση δεν εί’ ουδέ δύναμη να τον-ε πολεμήσει. Πολλά μεγάλην Αφεντιάν, πολλά μεγάλη χάρη έχει τ’ ολόγδυμνο παιδί που παίζει το δοξάρι· βαστά κουρφά ψιλή μαγνιά, τα μάτια μας κουκλώνει, και το κακό, που μελετά, δε μας το φανερώνει· την ίσα στράτα δεν πατεί, μα τη στραβή γυρεύγει, φαρμακεμένες μαγεριές πάντα μάς μαγερεύγει.
260
265
Κ’ εκείνη η βρύση, π’ όλπιζα να πιώ, να με δροσίσει, εγίνη ποταμός θολός, και πλιό δεν είναι βρύση. Κ’ η λάμψη εκείνη οπού’φεγγεν, εδά με σκοτεινιάζει, κι ο αέρας που μ’ εδρόσιζεν, εδά κεντά και βράζει. Η φύση εξαναγίνηκε κι όλα επαραστρατήσα κι όλα εστραβώσαν ογιά με εκείνα οπού ‘σαν ίσα.
ΝΕΝΑ Μαγάρι, Θυγατέρα μου, μην είχα προφητέψει, και το κακόν εις την αρχή να το’θελες γιατρέψει. Μα εδά, που ρίζες ήκαμε, κ’ εκάρπισε περίσσα, και τ’ αλαφρά εβαρύνασι, στραβά’ναι τά’σαν ίσα, 240 τυχαίνει σου ν’ αντρειευτείς στον πόλεμο, οπού μπήκες, να μη νικήσουν σήμερο τα βάσανα κ’ οι πρίκες
Και τίς μας το’θελεν ειπεί τον περασμένο χρόνον, όντε μ’ αποκαμάρωνεν ο Κύρης με τη Μάνα, κι όντε με σπλαχνικά φιλιά σ’ τσ’ αγκάλες τως μ’ εβάνα’, κι όντε μου λέγαν τη γουλιά πώς να την καταπίνω, και ποιό κρασί είναι γιατρικό, και ποιό νερό να πίνω;
Μα επιάστηκα σαν το πουλί, πλιό δεν μπορώ να φύγω, κι ώς κ’ εδεπά που σου μιλώ, εκείνον αξανοίγω. Κι αν πρώτας τον αγάπησα, δίχως να τον κατέχω, εδά διπλά και τρίδιπλα μες στην καρδιάν τον έχω.
~36~
675
680
595
1600
ÌïòèçïÝ
ÌïòèçïÝ ΕðéëïéîöîÝá÷
~37~
Πάσκω, βουηθούμαι όσον μπορώ, το σφάλμα μου γνωρίζω, μα την εξά μού επήρανε, και πλιό δεν την ορίζω. Μαγάρι ας ήτον μπορετό, μαγάρι να το μπόρου’, έναν που δεν εγνώρισα, στο νου να μην εθώρου’!
Ευρίσκετ’ ο Ρωτόκριτος σε πλιά μεγάλη αγκούσα, σε πλιά χερότερη φλακή, παρά την Αρετούσα. και την καρδιάν και την πνοήν, τα μέλη και το φως του σ’ μιά θεληματική φλακήν τα’βανε μοναχός του. Δεν ήτρωγε, δεν ήπινεν, ουδέ ποτέ εκοιμάτο, στο λογισμόν εκρίνετο, στο νουν ετυραννάτο. Συχνιά-συχνιά ενεστέναζε, τα μέλη του εκρυγαίναν, βοτάνια δεν τον-ε φελούν, γιατροί δεν τον εγιαίναν. Ολότελα απορίχτηκε, τη νιότην επαρνήθη, μιάν ώραν εις ανάπαψιν ποτέ δεν εγρικήθη.
Οι τρεις χρόνοι επεράσασι, κ’ οι τέσσερεις εμπαίνα’, που η Αρετή ήτον στη φλακήν, κι ο Ρώκριτος στα ξένα. Μακρά’σαν, μακρά βρίσκετον ένας από τον άλλο, μα’σαν κ’ οι δυό σε μιά βουλήν, κ’ εστέκαν σ’ ένα ζάλο.
Εγώ δε θέλω, και δειλιώ, να σας-ε πω με γράμμα, τη νύκτα πώς εδιάξασιν, ίντά’παν, κ’ ίντα ‘κάμα’. Μπορείτε από τα παρομπρός, που’χετε γρικημένα, εσείς να τα λογιάσετε, και μη ρωτάτε εμένα. Τά’πασι, τά μιλήσασι, κ’ εις ό,τι κι αν εγίνη, κιανείς δεν ξεύρει να το πει, μόνον οι δυό τως κείνοι.
945
835
840
845
1495
Ήρθεν η μέρα η λαμπυρή, γλυκύς καιρός αρχίζει, κ’ εκάθησε ο Ρωτόκριτος εις το Θρονί, κι ορίζει.
Εκάμασι παιδόγγονα, κι όλα εγενήκαν πλούσα, και Μάνα και Κερά Λαλά εγίνη η Αρετούσα. Για τούτο, οπού’ναι φρόνιμος, μηδέ χαθεί στα Πάθη, το ρόδον κι όμορφος αθός γεννάται μες στ’ αγκάθι.
Και πώς μπορώ να σ΄ αρνηθώ... ~38~
1510