Ντοπιολαλιά βιβλίο

Page 1

Ντοπιολαλιά Μικρές ιστορίες, αφηγήσεις και διάλογοι στο τοπικό γλωσσικό ιδίωμα της περιοχής από τους μαθητές της Α’ τάξης του ΓΕΛ Ζαχάρως

ΜΑΪΟΣ 2018

ΓΕΛ Ζαχάρως


Φωτογραφία εξώφυλλου: από το διαδίκτυο


ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Το σχολικό έτος 2017-2018 η Α΄ τάξη του ΓΕΛ Ζαχάρως υλοποίησε πολιτιστικό πρόγραμμα, με θέμα το τοπικό γλωσσικό ιδίωμα της ευρύτερης περιοχής. Οι μαθητές έγραψαν μικρές ιστορίες, περιγραφές και διαλόγους και ενέταξαν μέσα σε αυτές λέξεις και φράσεις της ντοπιολαλιάς μας Αρωγοί και συνεργάτες στο τολμηρό αυτό εγχείρημα «όλοι εκείνοι που ξέρουν», δηλαδή οι λίγο μεγαλύτεροι κάτοικοι αυτής της περιοχής που χρησιμοποιούν στην καθημερινότητά τους τα ιδιαίτερα αυτά γλωσσικά στοιχεία που καθιστούν τη γλώσσα μας μοναδική και καταφέρνουν να αποδεικνύουν περίτρανα το μεγαλείο, τη δύναμη και τον πλούτο της ελληνικής γλώσσας και μέσω αυτής της ιστορίας και του πολιτισμού μας. Ένας από τους κυριότερους στόχους του πολιτιστικού μας προγράμματος ήταν να μυηθούν σταδιακά οι μαθητές μας σ’ αυτή τη διαδικασία που θα τους μετατρέψει σε ενεργούς πολίτες, με αγάπη και σεβασμό για την παιδεία, τον πολιτισμό και τον άνθρωπο! Μέσα από τις σχολικές δραστηριότητες οραματιζόμαστε, επιδιώκουμε και προσδοκούμε τη δημιουργία ενεργών πολιτών που θα αγωνίζονται για την καταγραφή, διάσωση και προβολή του πολιτισμικού μας πλούτου! Παραθέτουμε εδώ τις εργασίες των μαθητών μας!

Ευθυμία Μπαρτζελιώτη και Πανωραία Μακρή, ΠΕ02



Οι φιστικιές του παπά - Καλημέρα παππού. Έχεις δουλειά; - Καλημέρα. Περιμένω τον Σταύρο, τον παιδικό μου φίλο. - Θυμάσαι καμία ιστορία με το Σταύρο; -Θυμάμαι τα πάντα σαν τώρα. Έχουμε φάει ψωμί και αλάτι μαζί… Ξεχνιούνται οι φιστικιές του παπά; - Γιατί τι έγινε; - Ήμασταν εννιά χρονώ. Την μπονόρα περνούσαμε απ ‘το μποστάνι του παπά για να πάμε στο σχολειό. Ο Σταύρος τζιαγούναγε απ ‘την πείνα, κατοχή είχαμε τότες, και απ ‘το κρύο. Τι νομίζεις; Είχαμε ρούχα σαν εσάς που φοράτε κάθε μέρα διαφορετικά; Με κάτι τζάνταλα γυρνούσαμε μες το τσιάφι και τρεμοκουκουρίζαμε. Παρακά ήσαντε οι φιστικιές και τις λιμπιζόμασταν. Μου λέει τότες ο Σταύρος: «Ρε Κώστα, οι φιστικιές γινήκανε! Μ’ έχει κόψει η λόρδα… Ο παπάς δεν μπορεί να τα φάει όλα μονάχος του… Πάμε παρακά να φάμε μερικά με πρεμούρα μάνι μάνι και μετά πάμε σχολείο;» Ο παπάς ήτανε αδερφός της μητέρας μου. Είχα δικαιώματα. Ριχτήκαμε λοιπόν στα φιστίκια μέχρι που τυλώσαμε. Επειδή αργήσαμε όμως δεν επήγαμε σχολείο. Φοβόμασταν την αγριάδα του δασκάλου και το μπερντάχι. Όταν εγύρισε ο πατέρας σπίτι απ’ τα μηλιόρια μου λέει: « Ντίνο, ο Μάρκος πάει στην Αθήνα. Του μίλησα να σου πάρει παπούτσια. Φέρε το πόδι σου να πάρω τα μέτρα». Εγώ βέβαια δεν εσκέφτηκα πως τα παπούτσια ήτανε ψέμα. Τότες με τρύπια τσουράπια ροβολούσαμε. Τα πόδια μας ήσαντε γεμάτα από λιθαροπάτια, όχι σαν εσάς τους νεολαίους που μόλις παλιώσουνε λιγάκι τα παπούτσια σας τα πετάτε. Ούτε πως ήξερε απ’ τον δάσκαλο πως την ημέρα της κλοπής εγώ έλειπα απ’ το σχολείο. Το


αφράτο χώμα είχε κρατήσει τις πατημασιές μας, οι οποίες ταίριαζαν με το πόδι του Σταύρου και το δικό μου. Εξάλλου τα παιδιά τότες στο χωριό ήσαντε δέκα όλα κι όλα. Την επόμενη μέρα, ο πατέρας ήταν φουρκισμένος. Όταν με φώναξε κρατούσε τη βέργα. -Δεν έκανα καμία ζημιά με τα πρόβατα ,είπα αμέσως. -Άσε τις καλπουζανιές, κογιόνη. Έκανες εσύ. Έφαγες τα φιστίκια απ’ το χωράφι του παπά, τα τούραγνά του. -Ο Σταύρος μου είπε, απάντησα εγώ. -Αν ο Σταύρος σου ‘λεγε να πέσεις στη λίμνα θα ‘πεφτες; Τότε λούμωσα. Τι να ‘λεγα; Συνέχισε το γεγονός με την είσπραξη κάποιων λουριδιών. Εγώ όμως δεν έβαλα μυαλό. Άμα χρειαστεί θα ξαναπάω στις φιστικιές. Και χαλάλι οι λουριδιές, είπα μέσα μου. Τότε ακούστηκε τα χτύπημα της πόρτας. Ήταν ο κ. Σταύρος όπως τον είχα φανταστεί απ ‘τις διηγήσεις του παππού, ίσως με περισσότερα άσπρα μαλλιά και ρυτίδες. -Γεια σου παλιόφιλε. - Γεια σου και σένα φίλε μου. Τις φιστικιές του παπά, τις θυμάσαι; Μαρούσα Γιάχου


Η καθημερινότητα και η ζωή της αγρότισσας τη δεκαετία του ’50, μέσα από τις περιγραφές της κα Ασήμως.

Η ζωή μας εκείνα τα χρόνια ήταν πολύ δύσκολη... Φτώχεια, πείνα, κούραση… Δεν προκάναμε να πούμε το όνομά μας, μπαϊλντάγαμε ούλη την ημέρα στο καταμπάιρο με τις δουλειές και τις έγνοιες… Αχάραγο ξεκινάγαμε… Ίσα που ζωνόμασταν, βάζαμε μια μπουκιά στο στόμα μας και τρέχαμε να φτιάξουμε τα πράματα, τα ζωντόβολά μας, να τα βγάλουμε να βοσκήσουν, να μη ξεροφηριάσουνε. Μετά έπρεπε να αρμέξουμε το γάλα στην καρδάρα, να ταΐσουμε τα κοτερά, τα σκυλιά και τα κατσούλια και να γυρίσουμε στο σπίτι, για να φτιάσουμε το φαί, να πάμε και στην εργατιά. Τα σερνικά παιδιά έκαναν συνήθως στις αγροτικές δουλειές, ενώ οι βάιζες μένανε σπίτι να κάνουν το νοικοκυριό. Έπρεπε να πάρουμε τη λογανιά, να σαρώσουμε, να πλύνουμε κάνα τσουμπλέκι, τα κάθικα, τα σκουτιά μας, τα τσουράπια μας και τις τσατίλες για το τυρί και τη γιαούρτη. Εμείς οι γυναίκες καθόμασταν στο χειμωνιάτικο που ήταν και το τζάκι, το παραγώνι, σπάνια μπαίναμε στη σάλα, στο μεγάλο δωμάτιο του σπιτιού. Μετά τ’ απομεσήμερο εμπαίναμε στον αργαλειό να φτιάσουμε κάνα σάισμα, καμιά κουρελού, να υφάνουμε τα σκεπάσματα,


τις μπαντανίες μας για το προικιό μας και τα ρούχα μας, για να μη μείνουμε στο ράφι, σα μαγκούφες κι έχει να λέει ο κόσμος… Η βάβω του σπιτιού καθόταν και έπλεκε κάνα τσουράπι, ενώ εμείς οι νεότερες φτιάναμε μπέρτες και μπόλκες για το χειμώνα. Άσε που την είχαμε και αφεντικό πάνω στο κεφάλι μας. Κρατούσε τη λαγούσα και διέταζε. Από ρούχα είμαστε χάλια. Τα ίδια και τα ίδια φορούσαμε και όταν βγαίναμε έξω μπαμπουλοδενόμαστε με τα τσεμπέρια μη μας δουν οι άντρες και μας κρεμάσουνε κάνα κουδούνι. Την άνοιξη σκάβαμε με τις τσάπες τα μποστάνια μας. Βάζαμε πατάτες, ντομάτες, φακή, φασόλια, μπλεζενιές, σκαρκαβέτσια, κολοκύθια και ό,τι άλλο μπορούσαμε. Το φθινόπωρο εβολακιάζαμε με τις γριτζάλεςμας τ’ αραποσίτια και τρέχαμε στις κρεμνόραχες και στα διάσελα να μαζέψουμε καμιά λαψάνα. Από διασκέδαση άστα, μόνο στην εκκλησιά τις Κυριακές, κάνα λακριντί στη γειτονιά και κάνα πανηγύρι το καλοκαίρι. Εκεί κοιτάγαμε να βρούμε και κανένα να παντρευτούμε. Πολλές φορές βγαίναμε στις ρούγες και στα στρατόνια να διπλαρώσουμε κανέναν που πήγαινε σιαπέρα με τα στειλιάρια, με τις τσάπες και τις τέμπλες στον ώμο για δουλειά και να το πούμε στη προξενήτρα να το τελειώσει. Νύχτα περάσαμε εμείς, δε ζήσαμε ζωή… Αχχ… και τώρα που ‘χουμε το μέλι δε μπορούμε να το χαρούμε… Μεντή Ιωάννα


Η συνάντηση Σε ένα σταθμό λεωφορείων συναντιούνται δύο παλιοί συμμαθητές μετά από πολλά χρόνια, τυχαία… Γιώρης: Για ‘τρα, για ‘τρα! Ο Κώστας! Πώς έχεις γινομένο έτσι ρε μαύρε; Ογράτησα να σε γνωρίσω με τέτοια μούκουλα! Αλλαξομουτσούνιασες! Μπα συφορά που με βρήκε! Πώς κι από δω; Κώστας: Τι λες ρε απόκουτε; Εγώ εδώ παρά κα μένω... Πήγες Αθήνα και παραλύτιανες, μου φαίνεται. Γιώρης: Τι να σου πω αδερφούλη μου, το ‘χω χαημένο. Εφτούνη η Αθήνα είναι χτικιό. Όλο τρέχω να προκάνω κι έχω λαλήσει! Πολλή δουλειά, πολύ τρέξιμο και αποτέλεσμα μηδέν. Έχω και τον πατέρα μου άρρωστο και τρέχω… Μούτζωτα! Κώστας: Τι λε ρε παιδί; Είναι καιρό άρρωστος; Γιώρης: Είναι δυο χρόνια τώρα. Μ’ έχει βαρέσει νταμηλάς. Δεν ξέρω κατά πού να κάμω. Αλλά τι να γίνει. Μεσ’ τη ζωή είναι όλα. Βλέπεις κι εφτούνος ο ευλογημένος δεν άκουγε μπίτι. Δεν επρόσεχε… Δεν πα να του τα ΄λεγα εγώ… Στο τέλος: « Ξύσε – ξύσε η κουρούνα, τα ‘βγαλε τα μάτια της ». Κώστας: Κουράγιο αδερφέ. Έτσι είναι οι μεγάλοι… Θέλουνε τρίψιμο τα μουτσούνια τους, αλλά έχε χάρη… Γιώρης: Τέλος πάντων, για ν’ αλλάξουμε τώρα θέμα και να ειπούμε τα δικά μας. Εδώ που τα λέμε, εσύ λες ότι δεν με γνώρισες με τα μούκουλα αλλά κι εσύ δεν πας πίσω... Σα στοιχειό έχεις γινομένο... Κώστας: Έλα τώρα μη μ’ αναγουλιάζεις καημένε. Γιατί, απ’ τ’ αμπάρι σου τρώου; Γιώρης: Για ‘κω, δεν τ’ αφήνουμε αυτά να πάμε να πιούμε τίποτα εδεκεί να γιορτάσουμε την συνάντηση; Κώστας: Άλα! Γιώρης: Πάμε γιατί σε καμιά ώρα θα γίνω χανταβούλα… Φεύγω πάλι για Αθήνα! Κώστας: Για σωπάτε ρε! Κιόλας φεύγεις; Ακόμα δεν σε είδαμε… Γιώρης: Για προχώρα τώρα μανούλα μου κι ασ’ τα λόγια… Μυρτώ Καδόγλου


Η χιονάτη και οι εφτά νάνοι Μια φουρά κι έναν καιρό ήτονε μια βασίλισσα που άνοιξε το φεγγίτη της για να κεντήσει. Από κει τηρούσε το βασίλειο, που ήτονε ολούθε χιονισμένο. Ενώ εκένταγε, κατά λάθος ετρούπησε το δάχτυλο της με τη βελόνα και τρεις σταγόνες σάντζα έσταξαν χάμου στο χιόνι του φεγγίτη που καθόντανε. Τότες κάμει μιαν ευχή και λέει: «να είχα ένα παιδί με δέρμα γλαρό σαν το χιόνι, χείλια κόκκινα σαν το σάντζα και μαλλιά μαύρα σαν τον έβενο». Πράγματι αργότερα γέννησε μιαν τέτοια θυγατέρα και την ονομάτισε Χιονάτη. Δυστυχώς λίγο μετά τη γέννα η βασίλισσα πέθανε και ο πατέρας επαντρεύτηκε μιαν άλλη γυναίκα. Εφτούνη ήτανε όμορφη, μα και συφεροντολόγα και κακοϊσκιώτη, αφού δεν άντεχε κάποια άλλη να ξεπεράσει την ομορφιά της κι είχε έναν μαγικό καθρέφτη και τον ερώταγε ολημερίς: «Καθρέφτη καθρεφτάκι μου, ποια είναι η πιο εύμορφη; Ευτούνος της αποκρίθηκε: «εσύ είσαι η πιο ωραία». Ακουμπέτι, άμα η χιονάτη έγινε επτά χρονώνε, ο καθρέφτης είπε πως εκείνη ήτονε πια η πιο ωραία. Μαθές τότες η βασίλισσα διέταξε τον κυνηγό να τη νε πάει στο δάσος και αφού τη σακατέψει, να τηνε αφανίσει και να της φέρει πίσω την καρδία της. Όμως ο κυνηγός επειδής συμπάθαγε πολύ το έρμο το θηλυκό, του είπε να τρέξει στο δάσος, μπας και γλιτώσει από δαύτη… Έτσι κι έγινε… Κι εκείνος εγύρισε οπίσω με τη καρδία ενός τσερμπού. Η Χιονάτη αρχίνισε να πηλαλάει μέσα στο δάσος και μετά από ώρα εσκαπέτησε σε ένα σπιτικό. Ήτονε πολύ κουρασμένη και αποφάσισε να μπει μέσα να ξαποστάσει. Τότε νες είδε ότι δεν ήτονε μέσα κανείς, το μόνο που τηρούσε ήτονε τα κούτσικα σαγάνια, κρεβάτια και καρέκλες. Μαθές τηράει το φαγητό που ήτονε έτοιμο στο τσικάλι και έβαλε σε ένα κούτσικο σαγάνι να φάει. Όταν πια ρούμπωσε, πήγε και ζαγούρεψε σε ένα από τα κούτσικα κρεβάτια.


Το σπίτι τούτο όμως ήτονε των εφτά νάνων. Λίγο αργότερα οι νάνοι εγυρίσανε πίσω και οσμιστήκανε ότι κάποιος άλαντος είχε μπει πριν από δαύτους. Τότες είδανε τη Χιονάτη που εκοιμότανε και αποφασίσανε να μην την εξυπνήσουν. Η νύχτα επέρασε, η βαϊζούλα εξύπνησε και αφού τους είπε τα χαΐρια της, τους ζήτησε να μείνει μαζί τους. Ευτούνοι τότες της είπαν, ότι άμα ξέρει να περγιορίζει, να ράβει και να πλέκει μπορεί να μείνει. Η Χιονάτη εδέχτηκε κι έμειναν μαζί τους. Όταν η γκιόσα η βασίλισσα ρώτησε τον καθρέπτη της, εκείνος της είπε: «Κυρά μου σχώρα με, μα από δω και δώθε η πιο εύμορφη, ακόμα κι από σένα είναι η Χιονάτη!» Τότενες η βασίλισσα μεταμφιέστηκε σε γριέντζω και πήγε στο σπίτι των νάνων, για να αποκιώσει τη Χιονάτη. Της έδωκε ένα δηλητηριασμένο μήλο κι ευτούνη σαν το έφαγε σοροβλιάστηκε χάμω νεκρή. Οι νάνοι τούτη τη φουρά δεν μπορήγανε να την βοηθήσουν κι έτσι την έκλεισαν σε ένα γυάλινο φέρετρο σκαλίζοντας απάνου το όνομα της. Μαθές περάσανε τρεις μέρες, ένα βασιλόπουλο πέρασε από κει. Σαν αντίκρισε τη Χιονάτη είπε στους νάνους να ανοίξουν το φέρετρο. Τότενες έσκιουψε και τη φίλησε και ευτούνη εζωντάνεψε κι άστραψαν τα ματάκια της. Μετά την εστεφανώθηκε κι επήγανε να ζήσουν στο παλάτι. Για να γλιτώσουνε από την κακιά τη μητριά της εδώκανε κάτι γοβάκια μαγεμένα κι εκείνη σαν τα φόρεσε αρχίνησε να τρέχει. Έτσι εζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα! Δήμητρα Στρίγκα


Μια μέρα στις ελιές (Διάλογος ανάμεσα σ’ ένα ζευγάρι μια μέρα κατά το μάζεμα της ελιάς)

Σήμερα πουρνό-πουρνό πήγα να κοιτάξω τις ελιές να δω τι έγινε μετά από μπόλικο χαλάζι. -Γυναίκα φεύγω! -Άντε, πήγαινε. Εγώ θα φτιάξω λιγουλάκι φαί και θα σε καρτερώ να ‘ρθεις. Όταν έφτασα θαμπίσανε τα μάτια μου. Οι ελιές ήσαντε όλες παταλιά, χάμου στο χώμα. -Λέω να κάνουμε αρχή να τις μαζώξουμε. -Ε, τότε να αρχίσουμε. -Φέρε μου από το κατώι τα σακιά και τα λιόπανα, για να τα μπαλώσω, με τη σακοράφα και το κουρελόνημα. Θα τα έχουν τρουπήσει τα ρημάδια τα ποντίκια. -Εντάξει. Αφού κιώσεις, έλα δω να τοιμάσουμε και τα ανάχρια που θα πάρουμε μαζί. Το άλλο πρωί σηκωθήκαμε αχάραγο. -Φέρε τα ζα, να τα φορτώσουμε, πιάσε το σαμάρι και το σαμαροσκούτι και φέρε και το σακούλι, που χω μέσα το φαί. -Μη με ζουρλαίνεις! Α! Βάλε λιγούλι παραπάνω μην περάσει και κάνας μουσαφίρης να τον φιλέψουμε. Γέμισε και την μποτίλια με κρασί να βρέξουμε το λαρύγγι μας. Φτάσαμε. Ξεφορτώσαμε τα πράματα απ’ τα ζα, στρώσαμε τα λιόπανα κι αρχίσαμε να μαζώνουμε τις ελιές. Παραλογίσαμε με τη καταστροφή που μας βρήκε, μας ήρθε ταμπλάς!


-Άντε να τοιμάσεις να φάμε μπας, να λαδώσει τ’ άντερό μας και να στυλωθεί η καρδιά μας. Δεν έχω ανάκαρο, δε με κρατάνε τα πόδια μου από την πείνα. -Έλα να αποθήκουμε στ’ απόσκιο. Μην καθόμαστε κατάλακα στον ήλιο και μας βαρέσει νταμιλάς… Μετά από λίγο… -Έφαγα τον αγλέουρα! Στανιάρισα με το φαί! Γέμισε η μπάκα μου! -Έλα με το λοιπόν να συνεχίσουμε το μάζωμα, γιατί έχουμε δρόμο μπροστά μας. Η ώρα πέρναγε… Άρχισε να σουρουπώνει. Μαζώξαμε τα πράματα, φορτώσαμε τα ζα και γυρίσαμε στο κονάκι μας. ………………………….. Μετά από λίγο μέσα στη χαμοκέλα… -Εσύ φτιάξε τις όξω δουλειές και εγώ θα συμμαζώξω μέσα. Θα χοχλάξω και μερικό τραχανά να ρουφήξουμε μπας και σιάξει ο λαιμός μας. -Φέρε πρώτα το φαράσι/σαράχι να πάρω την στάχτη για να ανάψω φωτιά, γιατί τρεμοκουκουράω από το κρύο. -Άστο θα το ανάψω εγώ. Εσύ βγάλε τα τσουράπια σου και κάτσε χάμου να πυρωθείς. Θα σου φέρω και τις παντούφλες σου. -Εντάξει. Κάμε γρήγορα και έλα ύστερα να κάτσουμε να κάνουμε κάνα κουσκούσι. -Δεν το βλέπω. Έχω να στραγγίξω το τυρί στη τσαντίλα, να κάμω λιγούλι φαί για να πάρουμε αύριο μαζί και να σαρώσω την αυλή, με τη λογανιά, γιατί έχει γιομίσει σαρίδια και το φαίνεται σαν έρμη. Μετά θα πάω να απλώσω την αρίδα μου γιατί έχουμε πολύ δουλειά ακόμα… -Εντάξει, αλλά πριν σβερκωθείς δεν έρχεσαι να με ζακουτήξεις εδωπά στην πλάτη και στα πόδια, γιατί με πονούνε; -Σύρε τώρα, τράβα σβερκώσου. Καληνύχτα! Δήμητρα Μπάκα


Συζήτηση στο καφενείο ανάμεσα σε δύο άντρες -Πως κι’ αποδώ αχάραγο, μπονόρα- σμούρτσι; -Είχε αναβροχιά και λαύρα σήμερα και είπα να το ρίξω στο αραλίκι. -Λαχανιασμένος φαίνεσαι. -Ναι, ήρθα με τα πόδια. Βάλτε μου λιγούλι νερό, γιατί έχω γκανιάξει. -Πως πάνε οι δουλειές; -Καλά, πήγα ψες με τη κυρά στο χωράφι να μαζώξουμε σταφύλι. Κάτσαμε κει χάμου, μέχρι το μεσημεράκι και μετά φύγαμε ντουγρού για το σπίτι, γιατί έπιασε βροχή. Το σούρουπο, που ‘κοψε το νερό, κίνησα πάλι και πήγα, γιατί είχε μείνει το αμπέλι ακλαδούρα και δεν πέρναγε άνθρωπος από κει. Εσύ πως πας; -Με έχει φάει το πάνου-κάτου στις ελιές, για να τις κλαδέψω. Έχουνε γιόμο φέτος και τις προσέχω μήπως κάνουμε κάνα καλό σεφτέ… να βγάλουμε κάνα έξοδο! -Άντε, καλά τα είπαμε. Ας πάρουμε τώρα δρόμο, να πάμε να σβερκωθούμε γιατί έχω αρχίσει να γλαριάζω.

Δήμητρα Μπάκα


Σάββατο πρωί … με την γιαγιά

 Καλημέρα γιαγιά, πώς είσαι;  Καλημέρα μάτι μου, πως να μαι… καλά… Δόξα τον Θεό, δεν παθαίνω πράμα!  Μπράβο, τι κοιτάς εκεί;  Τι να ειδώ παιδάκι μου; Τούτον τον σκερβελέ τηράω, να δω τι φούμαρα θα μας ξεφουρνίσει πάλι.  Ποιος είναι σκερβελές ρε γιαγιά;  Τούτος δω ο πρωθυπουργός… που κακόχρονο να ‘χει, μας ρήμαξε… σαν τα μούτρα του τα ΄χει καμωμένο!  Τι σου ‘κανε ο άνθρωπος ρε γιαγιά;  Τι μου ΄καμε; Δε βλέπεις τσουπρίτσα μου, τι μας τσαμπουνάει, μας κοροϊδεύει πως θα ιδούμε προκοπή, μα προκοπή δεν βλέπουμε!  Δεν φταίει αυτός βρε γιαγιά, από τους παλιούς είχαμε προβλήματα.  Σπερωμένη είσαι μάτι μου; Ούλοι ευτούνοι οι παλιοκερατάδες μας τα έφαγαν ούλα τα φράγκα για τα καπρίτσια τους κι ο καημένος ο κοσμάκης θα πει το ψωμί ψωμάκι!  Δεν μπορεί βρε γιαγιά να κάνει τίποτα, αν δεν έχει λεφτά.  Μπορεί να μην στρατοκλανίζει ούλη την ημέρα ο αχαΐρευτος, να κάτσει χάμου να ιδεί τι θα κάμει!  Ό,τι μπορεί το κάνει!


 Μάτι μου, τούτος δω πουλάει μόστρα και κορδώνεται σα λιμοκοντόρος αντί να κάνει καμιά δουλειά… μπας και δούμε άσπρη μέρα!  Καλά βρε γιαγιά μην στεναχωριέσαι τώρα!  Δεν στεναχωριέμαι για μένα πουλάκι μου, για σένα στεναχωριέμαι, που αύριο… μεθαύριο θα ανοίξεις σπιτικό κι ούτε ένα ζευγάρι πασούμια δεν θα ‘χω να σου δώκω, … εγώ τα ‘φαγα τα ψωμιά μου…  Δεν χρειάζεται να μου δώσεις τίποτα, εσύ να είσαι καλά!  Έλα πουλάκι μου, κάτσε χάμου να φας! Να τήρα, έχει απ’ ούλα! Κάτσε γιατί μια σταλιά είσαι!  Καλά γιαγιά, θα φάω μετά!  Κοίτα σου ντραφτάλιασα κι ένα πετμεζοχαλβά που σ΄ αρέσει.  Α, πολύ ωραία.  Έλα βαϊζούλα μου, κάνε τώρα ένα καλό και τράβα στο κατώι να γεμίσεις το σούγλο με πίτουρα και να σύρεις να ταΐσεις τις κότες και τα ζωντανά… α και να τους βάλεις στην κουρούπα και νερό να πιουν!  Και τα έχεις γιαγιά;  Ξέρεις που είναι η βρύση βαϊζούλα μου;  Ναι, γιαγιά.  Κείθε θα πας, θα πάρεις τη στράτα κατά το σπίτι του παπά και θα τα δεις.  Εντάξει γιαγιά!  Α και να πάρεις και τα αυγά γιατί σουρούπωσε κι αυτό το σκασμένο το κοράκι δε μ άφηκε μήτε ένα αυγουλάκι!  Εντάξει γιαγιά, θα τα πάρω!

Θεοδώρα Σκέγια


 

 

Μια καθημερινή ιστορία Θα σας περιγράψω μία ιστορία όπως μου την περιέγραψε η μητέρα μου, που την έζησε όταν ήταν μικρή. ... Είμαι μικρούλα. Είμαι στο σπίτι του χωριού μου με την γιαγιά μου. Εγώ παίζω με την κούκλα μου που ήταν φτιαγμένη από πανί και η γιαγιά μου κάνει δουλειές και μαγειρεύει. Ακούμε μία φωνή απ΄ έξω: Πού είσαι κυρά Μάρω; (ανοίγει την πόρτα με το κλειδί που πάντα ήταν έξω από την πόρτα). Έλα Φωτούλα, λέει η γιαγιά μου. Που ήσουν; Από το πρωί σε αναζητάω. Περίμενα να ξυπνήσει ο γέρος, να του ψήσω καφέ και να τον βάλω στο τζάκι. Σηκώθηκα πρωί, άναψα φωτιά, έφτιαξα τα ζα, άρμεξα τη γίδα και τώρα ήρθα να πούμε μια κουβέντα μέχρι να μαζευτώ πάλι μέσα. Τι έβαλες στο τσουκάλι σήμερα; Μου 'φερε ο Γιώρης χθες μια κότα. Ήταν γριά δεν γέννναγε η χτικιάρα και την έσφαξα εψές αργά. Θα την κάνω βραστή, με λίγο τραχανά, γιατί ο Γιωργάκης μου είναι λίγο αρρωστούλης και θα του κάνει καλό. Ψες τον είδα και έπαιζε με το εγγονάκι της Τασίας. Μάλλον θα άρπαξε καμιά πούντα. Εγώ δεν ξέρω τι να μαγειρέψω. Μου μάζεψε η Αρχοντούλα λίγα χόρτα χθες, λίγα λάπατα, παπαρούνες και τζοχιά. Να τα κάνω γιαχνί ή να τα κάνω βραστά; Γιαχνί καν΄ τα. Βάλε και λίγο πετσί μέσα από τη λάτα, λίγο τυρί απ’ το γιδοτόμαρο και έτοιμο το μεσημεριανό. Μπράβο κυρά Μάρω. Γι αυτό έρχουμαι και σε ρωτάω, γιατί είσαι η πιο προκομμένη εδώ στη γειτονιά. Σα μάνα


σε έχω. Από τότε που παντρεύτηκα και με έφερε ο άντρας μου στη γειτονιά, εσένα έχω παρέα. Οι άλλες καλές είναι, αλλά χώνουν τη μύτη τους παντού… Τα ΄μαθες για την Τασούλα την κόρη της Δημήτρως; Την πιάσανε οι πόνοι. Η μαμή είναι από χθες αλλά δεν γέννησε ακόμη.  Αγάλι-αγάλι γίνεται η αγουρίδα μέλι. Κάτσε βρε Φωτούλα, να σου ψήσω έναν καφέ. Έφτιαξα και λίγους κουραμπιέδες, να τους δοκιμάσεις.  Ευχαριστώ κυρά Μάρω. Δεν θέλω να αργήσω, γιατί έχω αναπιάσει προζύμι από ψες και πρέπει να ζυμώσω ψωμί. Έχω να ανάψω τον φούρνο και καταλαβαίνεις. Θα φάω την ημέρα. Ωραίοι οι κουραμπιέδες. Θα μου δώσεις την συνταγή;  Σιγά την συνταγή βρε Φωτούλα. Με λάδι και αλισίβα τους φτιάχνω.  Τα ΄μαθες για τον μπατζανάκη της Βασίλως; Ούλο τρωγόνται με τον αδερφό του για το κτήμα στην Καταλάτσα. Δύο γάιδαροι μαλώνανε σε ξένο αχυρώνα…  Τί να κάνεις, η ρημάδα η φτώχεια φέρνει γκρίνια. Δεν πήγε καλά η σοδειά φέτος και ο δάκος τις έφαγε τις μαγκούφες τις ελιές. Πως να τα βγάλουν πέρα οι άμοιροι και αυτοί; Έχουν παιδιά να θρέψουνε. Αλλά τα μάγκανα δεν είναι καλό πράμα. Χτυπάει η καμπάνα του Αγίου Σπυρίδωνα. …………………………………………………………………………………..  Βρε Φωτούλα. Λυπητικά χτυπάει η καμπάνα μωρή; Κάνουν τον σταυρό τους.  Ναι κυρά Μάρω. Κάποιος μας άφησε χρόνους…  Θεός σχωρέσ΄τον. Σύρε στη ρούγα βρε Φωτούλα μου, να μάθεις ποιός συχωρέθηκε. Φεύγει η Φωτούλα και μετά από λίγο ξανάρχεται.  Πέθανε η Γιώργαινα του Κωτσάκη.


Θεός σχωρέσ΄ τη. Πούθε ήταν αυτή; Γιατί από το χωριό μας δεν είναι. Ήταν μεγάλη;  Ήταν κοντά ογδόντα... Είχα να τηνε ιδώ χρόνια. Την είχε το παιδί της στην πόλη. Ήταν από του Μπάρτζελι. Ο πατέρας της ήταν παπάς είχα ακούσει. Όμως πέθανε νωρίς και το άφησε ορφανό το έρμο. Τότε το πήρε η Κωτσάκαινα και το ανάθρεψε σα να ΄τανε δικό της παιδί. Την έκανε ψυχοκόρη της. Της έμαθε νοικοκυροσύνη, να γνέθει, να αλέθει, να υφαίνει στον αργαλειό. Την έκανε νοικοκυρά και την έδωσε του γιού της του Γιωργάκη, καλή γυναίκα. Προκομμένη... Δύο παιδιά έκαμαν, τον Δημητρό που είναι ενωμοτάρχης στην πόλη και την Ευτυχία.  Ναι δίκιο έχεις. Πού είναι αυτό το κορίτσι. την θυμάμαι έμορφη σαν τα κρύα τα νερά.  Παντρεύτηκε το Σάσσαλο και πήγε στην Αμερική… Από τότε έχει να έρθει.  Αχ, όπου φτωχός και η μοίρα του. Πότε είναι η κηδεία;  Θα ρωτήσουμε την παπαδιά, όταν έρθει ο παπά Λάκης από την εκκλησία.  Φεύγω κυρά Μάρω. Ευχαριστώ. Πάω και εγώ στο κονάκι μου να μαγειρέψω και να κάνω τις δουλειές μου. Ωραία η κουβέντα, αλλά έχουμε και δουλειές. Θα τα πούμε στην εκκλησιά αποσπερού.  Σύρε παιδί μου να κάνεις τις δουλειές σου. Έχεις και γέρο άνθρωπο στο κεφάλι σου. Άντε θα έρθει και ο άντρας σου να σε βρει στο σπίτι… Την ευχή μου να χεις. Αυτά ήταν τα λόγια δυο γυναικών που είναι γειτόνισσες σε ένα χωριό στην Ζαχάρω, πριν πολλά χρόνια. Γιώργος Σταϊκούλης


Ο Αντρέας και η Ρήνη ...Μετά ο Αντρέας εκατέβηκε χάμου στου δρόμου και απάγκιαζε από την βροχή που έρουχνε. Περπατώντας βρήκε μια απογιούρα και έκλαιγε. Αφότου πέρασε πόσια ώρα επάγενε προς το σπιτικό του. Αφού έφτασε πήγε στου μαντρί του και έσφαξε μια γκιόσα για να φάει. Αφού πέρασε καμπόσια ώρα είδε μια γυναίκα να έρχεται πηλάλα. Έτρεξε να φαγκρίσει ποια ήταν, μα δεν ήταν η Ρήνη. Ύστερα απού καμπόσιες μέρες έμαθε πως ζουρλάθηκε η Ρήνη και ήθελε να αυτοκτονήσει. Αφού έμαθε τούτα ο Αντρέας ζαλώθηκε να πάει στην Επιστήμη να μάθει τα νέα της Ρήνης. Κείνη όμως δεν ήθελε να τον αντικρίσει, γιατί πίστευε ότι αυτός έφταιγε για την Ρήνη. Εμαθεύτηκε για την Ρήνη σε ούλο το χωριό, λες και πέρασε τελάλης. Όλοι είχαν να λένε πως μόλεψε το κορίτσι. Ένα βράδυ όμως με Λιόκριση επήγε και έκλεψε την κοπελιά. Η Ρήνη τον αγαπούσε ακόμη τελικά και δεν είχε ζουρλαθεί. Τότε πηλαλήσανε να φύγουνε και έγιναν λούης, μετά από τόσα ώρα που ετρέχανε εκαλντίσανε. Είχαν ήδη φτάσει σιαπέρα, στο κείθε χωριό. Μετά από κάμποσους μήνες, αφού επιστεύανε, ότι θα έχουν μαλιναρίσει οι δικοί τους, απουφασίσανε να κάμουν πάλι δώθε μιας και θα γιονιότανε το κουτσούνι τους. Όταν εγυρίσανε όμως η Τρινκούλαινα είχε αποθάνει και ο Τρινκούλης είχε αποκάμει. Τα χωράφια τους τα δούλευαν σέμπροι και τους κλέβανε είχανε κεντρώσει τις ελιές και τις χαλάγανε, τα είχαν δώσει μισακά. Αφού εμάθανε τούτα σκιαχτήκανε τι θα πει ο ντουνιάς και σκοτωθήκανε χωρίς να λογαριάσουν το σπλάχνο τους. Δημήτρης Πιτσινής


ΜΑΙΟΣ 2018

Γενικό Λύκειο Ζαχάρως


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.