RIEAS E-book, No 4

Page 1

ISSN: 2241-6358

RIEAS E-BOOK NO.4, SEPTEMBER 2013

Νικόλαος Λάος και Χριστίνα Χ. Φλώρου ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑΣ

RIEAS Publications (In Greek)

Copyright: Research Institute for European and American Studies (RIEAS)


Ο Νικόλαος Λάος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1974. Σπούδασε μαθηματικά, πολιτική και ανθρωπιστικές επιστήμες και αποφοίτησε με BSc in Mathematics από το University of La Verne (Καλιφόρνια, ΗΠΑ). Είναι κάτοχος MBA in Finance (Free European School of Economics-European University) και ποικίλων πιστοποιητικών γνώσεως στη θεωρία λήψης αποφάσεων, στη διαχείριση έργου (project management), στην κυβερνητική κ.λπ. Στα πεδία της διεθνούς ασφάλειας, της τρομοκρατίας και της business intelligence, έχει συνεργαστεί με σημαντικά think tanks διεθνώς και με τη ρωσική private intelligence company R-Techno. Επίσης ο Νικόλαος Λάος ανακηρύχθηκε Διδάκτωρ της Χριστιανικής Φιλοσοφίας από τη Saint Andrew’s Theological Academy (Μεξικό) της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, πραγματοποιώντας μια πρωτότυπη συμβολή στη θεολογία και στην πολιτική σκέψη του Ορθόδοξου Χριστιανικού κόσμου. Έχει διδάξει θεωρία διεθνών σχέσεων και διεθνή πολιτική οικονομία στο University of Indianapolis (Athens Campus) και στο European University. Το πιο πρόσφατο φιλοσοφικό και πολιτικό σύγγραμμά του τιτλοφορείται «The Hesychastic Illuminism and the Theory of the Third Light – Metaphysics, Metapolitics and Ethics» (προς έκδοση από τον αγγλικό εκδοτικό οίκο White Crane Publishing Ltd).

Η Χριστίνα Χ. Φλώρου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1978. Είναι δικηγόρος Αθηνών και αριστούχος απόφοιτος του Μεταπτυχιακού Τμήματος Εγκληματολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου. Μέρος των Κεφαλαίων Ι και ΙΙ του παρόντος βιβλίου προέρχεται από τη μεταπτυχιακή της έρευνα και διατριβή στην εγκληματολογία. Επίσης έχει διεξάγει μεθοδική εργασία στο σύστημα ασφάλειας και αστυνόμευσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στο ζήτημα των βασανιστηρίων, στην ανακριτική, στη φιλοσοφία των κοινωνικών επιστημών κ.λπ. και παρακολουθεί συστηματικά τη σχετική βιβλιογραφία στην ελληνική, την αγγλική, τη γαλλική και τη γερμανική γλώσσα. Παράλληλα ασχολείται με την τέχνη (ζωγραφική και ποίηση).


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Πρόλογος Κεφάλαιο Ι: Ο δια-παραδειγματικός διάλογος στην Εγκληματολογία Παραπομπές του Κεφαλαίου Ι Κεφάλαιο ΙΙ: Το Μέλλον του θετικισμού και της δομοκρατίας υπό το πρίσμα της πολυπλοκότητας Παραπομπές του Κεφαλαίου ΙΙ Κεφάλαιο ΙΙΙ: Η δυναμική του κοινωνικού συστήματος Παραπομπές του Κεφαλαίου ΙΙΙ Κεφάλαιο ΙV: Η επιστήμη της πολυπλοκότητας και η κοινωνική ανάλυση Παραπομπές του Κεφαλαίου ΙV


«Κάθε δυσαρμονία είναι αρμονία που δεν κατανοήθηκε. Το κακό δεν είναι παρά κομμάτι του καθολικού αγαθού.» J. Milton

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Το παρόν βιβλίο προσφέρει μια εκτεταμένη επισκόπηση της κατάστασης στην οποία βρίσκεται η εγκληματολογική θεωρία. Είναι δε εστιασμένο στη μελέτη ζητημάτων τα οποία έχουν αποσιωπηθεί ή υποβαθμιστεί στο πλαίσιο του δια-παραδειγματικού διαλόγου1 καθώς και στο πλαίσιο της θετικιστικής ορθοδοξίας στην Εγκληματολογία. Στο κεφάλαιο Ι, αναλύουμε τον δια-παραδειγματικό διάλογο, δείχνοντας τον τρόπο με τον οποίο διαφοροποιείται από άλλους ‘μεγάλους’ διαλόγους στην ιστορία της Εγκληματολογίας. Ισχυριζόμαστε μάλιστα ότι ο διάλογος αυτός έχει πλέον ολοκληρωθεί, για να αντικατασταθεί από νέες συνθέσεις. Χαρακτηριστική αυτών των νέων συνθέσεων είναι η θεωρητική προσέγγιση που έχει επέλθει μεταξύ των σχολών της ώθησης και της υποκουλτούρας, προσέγγιση η οποία αναδεικνύει τελικώς αυτές τις δύο σχολές ως τις δύο συνιστώσες της ορθολογικής προσέγγισης της Εγκληματολογίας. Την ορθολογική (ρασιοναλιστική) προσέγγιση της Εγκληματολογίας αντιπολιτεύεται η αναστοχαστική προσέγγιση2, σύμφωνα με την οποία οι θεσμοί δεν είναι κάτι το οποίο κατασκευάζουν οι κοινωνικοί παίκτες με τρόπο ορθολογικό, ακολουθώντας τα συμφέροντά τους, αφού οι κοινωνικοί παίκτες ζουν μέσα σε μετα-θεσμούς (π.χ. οι αρχές της αλήθειας και της ηθικής δεν είναι τάξης θεσμικής αλλά μετα-θεσμικής, και γι’ αυτό ακριβώς υπόκεινται σε αλλαγές3) οι οποίοι μάλλον διαμορφώνουν τους κοινωνικούς παίκτες παρά διαμορφώνονται από αυτούς, ώστε οι κοινωνικοί θεσμοί και οι κοινωνικοί παίκτες βρίσκονται σε διαλεκτική σχέση4 μεταξύ τους. Στο κεφάλαιο ΙΙ, αφενός θα δείξουμε το πώς επιδρά στην εννοιολόγηση του εμπειρισμού και γενικότερα της επιστημονικής προσέγγισης του κόσμου η ανάπτυξη της επιστήμης της πολυπλοκότητας καθώς και το ποιες συνέπειες έχει η ανάπτυξη της φιλοσοφίας της 1

Ο δια-παραδειγματικός διάλογος στην Εγκληματολογία είναι κυρίως ο διάλογος μεταξύ των θεωριών της ώθησης, της υποκουλτούρας και του ελέγχου. 2

Σε αυτήν περιλαμβάνονται η Κριτική Θεωρία (γνωστή και ως Σχολή της Φρανκφούρτης) και η μετανεοτερικότητα. 3

Σχετικά με το ζήτημα αυτό, βλ. N. Laos, The Hesychastic Illuminism and the Theory of the Third Light: Metaphysics, Metapolitics and Ethics, Northampton, UK: White Crane Publishing, 2013 4

Η ‘πραγματικότητα’, για πρακτικούς σκοπούς (όταν δηλαδή αναφέρεται στον ‘εμπειρικό κόσμο’), πρέπει να γίνεται κατανοητή ως ετερογενής, όχι ως ομοιογενής, και άρα ως διαλεκτική – αυτό θα το εξηγήσουμε περισσότερο στη συνέχεια (κεφάλαιο IV): «οι έννοιες βρίσκονται μεταξύ τους σε διαλεκτική σχέση όταν η επεξεργασία της μιας στρέφει την προσοχή προς την άλλη ως μια αντίθετη έννοια η οποία έχει εμμέσως ανασκευαστεί ή αποκλειστεί από την πρώτη· όταν κάποιος ανακαλύπτει ότι η αντίθετη έννοια απαιτείται (προϋποτίθεται) για την εγκυρότητα και την εφαρμογή της πρώτης» (P. Diesing(1971) Patterns of Discovery in the Social Sciences. Chicago: Aldine).


καιρικότητας για την επιστημολογία των κοινωνικών επιστημών και για τη διατύπωση δεοντικών θεωριών, και αφετέρου, με βάση τα θεωρήματα του Kurt Gödel, θα δείξουμε τα όρια του φορμαλισμού. Στα κεφάλαια ΙΙΙ και ΙV, οικοδομώντας επί των πορισμάτων των κεφαλαίων Ι και ΙΙ και εισάγοντας στην Εγκληματολογία αποτελέσματα της σύγχρονης οργανωτικής θεωρίας (organization theory), επιχειρούμε να σχεδιάσουμε τους άξονες ανάπτυξης μιας εγκληματολογικής θεωρίας η οποία θα μπορεί να υπερβεί τις αντιθέσεις μεταξύ του ‘μάκρο’ (μακροανάλυση) και του ‘μίκρο’ (μικροανάλυση), μεταξύ της δομοκρατίας και της μετα-δομοκρατίας. Τα διακυβεύματα του δια-παραδειγματικού διαλόγου όσο και του διαλόγου μεταξύ θετικιστών και μετα-θετικιστών είναι σημαντικά διότι πέριξ αυτών αναπτύσσονται οι καθοριστικότερες για το μέλλον της Εγκληματολογίας θεωρητικές εργασίες. Επίσης, τα διακυβεύματα είναι σημαντικά και εξ αιτίας των δεσμών μεταξύ θεωρίας και πράξης. Η εγκληματολογική θεωρία στηρίζει και τροφοδοτεί με πληροφορίες την πολιτική πρόληψης και καταπολέμησης του εγκλήματος, έστω κι αν μεσολαβεί πολύς χρόνος μεταξύ της διατύπωσης θεωριών υψηλής αφαίρεσης και της ενσωμάτωσής τους στους διαλόγους περί πολιτικής πράξης. Από τη στιγμή που θα καθιερωθούν ως ‘κοινή λογική’, οι θεωρίες αποκτούν εντυπωσιακή δύναμη, εφόσον ορίζουν όχι μόνο το τι μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο γνώσης αλλά επίσης και το τι είναι λογικό να συζητηθεί και να προταθεί. Η εννοιολόγηση-οριοθέτηση της ‘κοινής λογικής’, συνεπώς, αποτελεί την κορυφαία πράξη πολιτικής δύναμης. Μέσα από αυτό το πρίσμα, λοιπόν, το διακύβευμα των διαλόγων που έχουν ως αντικείμενο την εγκληματολογική θεωρία είναι πολύ σημαντικό για την πολιτική πράξη5. Οι θεωρίες δεν περιορίζονται μόνο στην εξήγηση και στην πρόβλεψη, αλλά επίσης μας πληροφορούν για το ποιες δυνατότητες ιστορικής δράσης υπάρχουν· και δεν ορίζουν απλώς τις δυνατότητές μας να εξηγήσουμε αλλά ορίζουν και τους ηθικούς και τους πρακτικούς μας ορίζοντες.

Νικόλαος Λάος, Δρ Φιλοσοφίας, ΜΒΑ, ΒSc(Math.) Χριστίνα Χ. Φλώρου, Δικηγόρος Αθηνών, MSc. Εγκληματολογίας Αθήνα, Αύγουστος 2013

5

Επίσης, όπως θα έχουμε την ευκαιρία να υποστηρίξουμε στη συνέχεια, «η επιστήμη είναι το μέγα αντίδοτο στο δηλητήριο του ενθουσιασμού και της προκατάληψης» (Adam Smith, The Wealth of Nations, 1776, 5.3).


«Απ’ τα παλιά χρόνια, όμοια όπως και τώρα, οι θεοί δίνουν στους ανθρώπους όλα τα καλά. Όμως όσα κακά και βλαπτικά κι ανώφελα (συναπαντούν οι άνθρωποι), αυτά ούτε στα παλιά χρόνια ούτε τώρα τους τα δίνουν οι θεοί, αλλ’ αυτοί οι ίδιοι τα φέρουν κοντά τους, με την τύφλα του μυαλού τους και την αγνωμοσύνη τους.» Δημόκριτος

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι Ο ΔΙΑ-ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΣΤΗΝ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

Διάφοροι εγκληματολόγοι6 ισχυρίζονται ότι οι διαφορετικές προσεγγίσεις (‘σχολές’) της Εγκληματολογίας είναι διαφορετικά ‘παραδείγματα’, με την έννοια που έχει δώσει στον όρο ο Thomas Kuhn (1970). Σύμφωνα με τον Kuhn (1970), ο όρος παράδειγμα (paradigm) αναφέρεται στα γενικά πλαίσια ανάλυσης τα οποία ορισμένες φορές αλλάζουν, κατά τη διάρκεια αυτών που ο Kuhn ονόμασε «επιστημονικές επαναστάσεις». Οι επιστημονικές επαναστάσεις δεν αφορούν μόνο σε εξελίξεις στη θεωρία αλλά έχουν να κάνουν με θεμελιώδεις αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι σκέπτονται για τα πράγματα, όπως π.χ. η αντικατάσταση της γεωκεντρικής θεωρίας από την ηλιοκεντρική. Ο Kuhn ισχυρίζεται ότι τέτοιες θεμελιώδεις αλλαγές αναφέρονται σε αναλυτικά πλαίσια τα οποία δεν είναι απλώς διαφορετικά μεταξύ τους αλλά εντελώς ασύμμετρα. Για τον Kuhn, τα διαφορετικά παραδείγματα δεν μπορούν να συγκριθούν μεταξύ τους με οποιονδήποτε ευθύ ορθολογικό τρόπο, και άρα, σε τελευταία ανάλυση, ένα παράδειγμα επιλέγεται έναντι διαφόρων άλλων όχι με βάση αποδεικτικά στοιχεία – πράγμα αδύνατο λόγω της ασυμμετρίας – αλλά για εξω-ορθολογικούς λόγους, ή μη ορθολογικούς λόγους, όπως π.χ. είναι η ενόραση.

Η άνοδος του δια-παραδειγματικού διαλόγου στην Εγκληματολογία Ο πρώτος μεγάλος διάλογος στην Εγκληματολογία ήταν η αντιπαράθεση της «σχολής του κοινωνικού περιβάλλοντος», η οποία συν τω χρόνω εξελίχθηκε στη «σχολή της ώθησης», προς προγενέστερες βιολογικές7 και ψυχολογικές8 προσεγγίσεις του εγκλήματος. Αυτός ο 6

Για ειδικότερες αναφορές, βλ. Ιάκ. Ι. Φαρσεδάκης1996. Επίσης, για την ανάλυση των διαφορετικών εγκληματολογικών σχολών και της εξέλιξής τους στον χρόνο πολλά έχουμε ερανισθεί από την S. Walklate(1998). 7

Χαρακτηριστικός εκπρόσωπος της βιολογικής προσέγγισης του εγκλήματος είναι ο ψυχίατρος C. Lombroso (1835-1909), ο οποίος, επηρεασμένος από τη νέα επιστήμη της Ανθρωπολογίας και από τη θεωρία της εξέλιξης των ειδών του Ch. Darwin, «σκέφτηκε ότι ο εγκληματίας πρέπει να είναι ένα ιδιαίτερο ανθρωπολογικό είδος που δεν είχε ομαλή βιολογική εξέλιξη και γι’ αυτό έμεινε πίσω…Είναι, δηλαδή, ένας άνθρωπος με μερικά χαρακτηριστικά κατώτερου βιολογικού είδους (αταβιστική εξήγηση της εγκληματιοκότητας)» (Α. Γιωτοπούλου-Μαραγκοπούλου1984, 88).


διάλογος αναπτύχθηκε στο τέλος του 19ου αιώνα, όταν «ο A. Lacassange (1843-1924) ιδρύει στη Lyon τα ‘Αρχεία της Εγκληματολογικής Ανθρωπολογίας’. Θεωρεί ότι κάθε κοινωνία έχει τους εγκληματίες και τα εγκλήματα που της ‘αξίζουν’, που αρμόζουν δηλαδή στις πολιτισμικές, ηθικές, κοινωνικές, θρησκευτικές και οικονομικές συνθήκες που τη χαρακτηρίζουν (H. Mannheim1965, 422). Με τους συμπατριώτες του G. Tarde (1843-1904) και L. Manouvrier συγκροτούν τη Σχολή της Lyon και υποστηρίζουν ότι οι βιολογικοί παράγοντες έχουν ελάχιστη σημασία, ενώ πρωταρχικό ρόλο στη γέννηση του εγκλήματος διαδραματίζουν οι κοινωνικοί παράγοντες. Μεταξύ των τελευταίων αυτών, ιδιαίτερη επίδραση ασκούν οι οικονομικές συνθήκες, η φτώχεια κι ο αλκοολισμός. Για τους θεωρητικούς της Lyon, η οικονομική εξαθλίωση είναι η βασική αιτία του εγκλήματος: ακόμη και οι παρατηρούμενες στους εγκληματίες ψυχικές ή άλλες ανωμαλίες είναι συνέπεια των δυσμενών κοινωνικών όρων διαβίωσής τους» (Α. Χάιδου1996, 121-122). Με άλλους λόγους, «ο Lacassange έθεσε το πρόβλημα της εγκληματικότητας κατά τρόπο που παρέμεινε κλασσικός: το κοινωνικό περιβάλλον είναι η ‘καλλιέργεια’, το μικρόβιο είναι ο εγκληματίας που, όμως, δεν έχει καμμιά σημασία ως τη στιγμή που θα βρει την καλλιέργεια για να γίνει η ζύμωσή του» (Ιάκ. Ι. Φαρσεδάκης1996, 93). Ο δεύτερος μεγάλος διάλογος στην Εγκληματολογία ήταν η αντιπαράθεση του θετικισμού προς την παραδοσιοκρατία9 (traditionalism). Κατά βάση, ο θετικισμός (positivism) αναφέρεται στον ισχυρισμό ότι οι κοινωνικές επιστήμες μπορούν να οικοδομηθούν επί τη βάσει του ιδίου προτύπου προς εκείνο των φυσικών επιστημών10 και 8

«Οι ψυχίατροι εμφανίζονται ως οι ‘σπεσιαλίστες των κινήτρων της ανθρώπινης συμπεριφοράς’ και θεωρούνται οι πλέον αρμόδιοι να αποφανθούν σχετικά με την προσωπικότητα των εγκληματιών και να εφαρμόσουν συγκεκριμένα μέτρα τόσο για τη θεραπεία όσο και για την επανακοινωνικοποίησή τους» (Φ. Τσαλίκογλου1987, 70). Τον 19 ο αιώνα, ο B.A. Morel (1809-1873) ερεύνησε συστηματικά το πεδίο της εγκληματολογικής ψυχοπαθολογίας, ο P. Despine (1812-1892) εδραίωσε τη συστηματική μελέτη στην εγκληματολογική ψυχοπαθολογική έρευνα, και ο H. Maudsley (1835-1918) ισχυρίστηκε ότι ο εγκέφαλος του ανθρώπου είναι η έδρα της ηθικότητας. 9

Οι παραδοσιοκρατικές προσεγγίσεις των κοινωνικών φαινομένων αμφισβητούν την αρχή της ενότητας της επιστήμης και άρα περιφρονούν είτε απορρίπτουν την υιοθέτηση του προτύπου των φυσικών επιστημών από τους κοινωνικούς επιστήμονες. Οι παραδοσιοκρατικές προσεγγίσεις έχουν συνήθως ηθικο-φιλοσοφικό χαρακτήρα, και, κατά τον μεσαίωνα, βασίζονταν σε μεταφυσικές πεποιθήσεις και σε ιστορικές αναλογίες (στην περιβόητη πείρα ή σοφία της ιστορίας), χωρίς επιστημολογικές και μεθοδολογικές ευαισθησίες, οι οποίες αναπτύχθηκαν ιδιαίτερα από τον καρτεσιανισμό και μετά. Κατά τον 20ό αιώνα, ο P. Winch (1990), ακολουθώντας τον L. Wittgenstein (1963), ισχυρίστηκε ότι η ιδέα της επιστημονικής εξήγησης της κοινωνικής συμπεριφοράς είναι πεπλανημένη εξ αρχής: πρέπει, κατ’ αυτόν, να κατανοήσουμε τη συμπεριφορά με τους όρους με τους οποίους οι ίδιοι οι εκφραστές της την κατανοούν. Ο διάλογος μεταξύ ‘εξήγησης’ (explanation) και ‘κατανόησης’ (understanding) είναι κεντρικός στις κοινωνικές επιστήμες. Άλλοι κοινωνικοί επιστήμονες που έχουν παίξει αποφασιστικό ρόλο στην ανάπτυξη της σχολής της κατανόησης είναι οι Taylor (1965) και Von Wright (1971). Επίσης, πολλοί μετα-νεοτερικοί στοχαστές διάκεινται ευμενώς προς ιδέες σαν εκείνες του Winch. 10

«Για να βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους, πρέπει να σκεφτούμε ότι υπάρχουν τουλάχιστον τρεις στάσεις της σκέψης, της πραγματικής σκέψης. Η πρώτη στάση είναι η εξήγηση. Αυτή είναι η στάση της φυσικής, και κατά ένα μέρος της βιολογίας. Εξήγηση σημαίνει να προσπαθήσουμε να αναγάγουμε ένα φαινόμενο στις αιτίες του και σε γενικούς νόμους, σύμφωνα με τους οποίους η εμφάνιση ενός συγκεκριμένου φαινομένου οφείλεται σε μια συγκεκριμένη αιτία… Η κατανόηση αφορά στον ανθρώπινο χώρο, και πηγάζει από το γεγονός ότι η ανθρώπινη ιστορία και η ανθρώπινη ζωή είναι δημιουργία νοημάτων και σημασιών. Δεν έχει νόημα να επιμένουμε να εξηγήσουμε την παραγωγή των εν λόγω νοημάτων και σημασιών۬ μπορούμε απλώς να εξετάσουμε τους αναγκαίους, αλλά ποτέ


κατ’ επέκταση επί τη βάσει ενός συγκεκριμένου προτύπου των φυσικών επιστημών, όπως αυτό εκφράστηκε σε διάφορα στάδια της ιστορίας του θετικισμού από φιλοσόφους όπως ο Russell (1948), ο Hempel (1965), ο Braithwaite (1953), ο Ayer (1936) κ.ο.κ. Επίσης, οι θετικιστές υποστήριξαν ότι η παρατήρηση και η εμπειρία αποτελούν κεντρικά κριτήρια με τα οποία κάποιος μπορεί να κρίνει επιστημονικές θεωρίες. Ο R. Michalowski (1977, 31) έχει συνοψίσει τις αρχές της θετικιστικής εγκληματολογίας ως εξής: (α) Η ανθρώπινη συμπεριφορά διέπεται (εξηγείται) από γενικές σχέσεις αιτίου-αποτελέσματος. Στον βαθμό δε που αυτές οι αιτιακές σχέσεις έχουν διερευνηθεί, η ανθρώπινη συμπεριφορά αποβαίνει προβλέψιμη. (β) Οι σχέσεις αιτίου-αποτελέσματος που διέπουν την ανθρώπινη συμπεριφορά μπορούν να ανακαλυφθούν με την ίδια επιστημονική μέθοδο που χρησιμοποιείται για την εξήγηση του φυσικού κόσμου. Αυτή η επιστημονική μέθοδος θεωρεί το έγκλημα ως ένα σχετικά σταθερό αντικείμενο, δίνει έμφαση στα ‘αντικειμενικά’ ποσοτικοποιήσιμα δεδομένα και θεωρείται ‘αξιολογικά ουδέτερη. (γ) Η συμπεριφορά των εγκληματιών διέπεται από ένα ιδιαίτερο σύνολο σχέσεων αιτίου-αποτελέσματος και θεωρείται ως αντικειμενικά διαφορετική από τη συμπεριφορά των μη εγκληματιών, και άρα η εγκληματική συμπεριφορά μπορεί να αναγνωριστεί και να μελετηθεί. (δ) Εφόσον γίνουν γνωστές οι ιδιαίτερες σχέσεις αιτίου-αποτελέσματος που χαρακτηρίζουν τους εγκληματίες, η εγκληματική συμπεριφορά είναι δυνατό να προβλεφθεί (έστω και πιθανολογικά) και να ελεγχθεί, και οι εγκληματίες να βελτιωθούν. Η υπόθεση στην οποία εδράζεται το παράδειγμα της ώθησης11 στην Εγκληματολογία «είναι ότι ο άνθρωπος είναι ένα ηθικό ζώο που έχει την έμφυτη τάση να συμμορφώνεται. Αν το άτομο αποτύχει στο να συμμορφωθεί, αυτό θα οφείλεται σύμφωνα με τις υποθέσεις των θεωρητικών σε κάποια πίεση ή ώθηση. Στις κλασσικές θεωρίες ώθησης αυτή η πίεση αποδίδεται στις νόμιμες επιθυμίες (T. Hirschi1969, 5)… η παραβατική συμπεριφορά… απαιτεί μια εξαιρετική πίεση ή ώθηση για να εκδηλωθεί. ‘Αυτή η πίεση προκαλείται μερικές φορές από το πραγματικό ή νομιζόμενο χάσμα μεταξύ των προσδοκιών του κοινωνικού συνόλου και της κατάστασης του ατόμου’ (W.V. Pelfrey1980, 36)» (Α. Χάιδου1996, 146). Από τα μέσα της δεκαετίας του 1940 και μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1970, ικανούς, όρους για τη δημιουργία τους, αφού το βασικό ερώτημα που τίθεται είναι αυτό της κατανόησής τους. Τι λέμε, λόγου χάρη, για την αρχαία Ελλάδα;… Τι γυρεύουμε όταν μελετάμε την ιστορία της αρχαίας Ελλάδας;… Θέλουμε να μάθουμε ποιες ήταν οι σημασίες, τα νοήματα πάνω στα οποία στηρίχθηκε η αθηναϊκή δημοκρατία… Κατανόηση δεν μπορεί να υπάρξει…παρά μόνο από τη στιγμή κατά την οποία υπάρχει ήδη διαμορφωμένο και, αν μπορώ να το πω, κατατεθειμένο ή αποτεθειμένο κάπου, ένα νόημα, μια σημασία… Τέλος, η τρίτη στάση είναι αυτό που ονομάζω διαύγαση, που αποτελεί το έργο της φιλοσοφίας, το οποίο δεν συνίσταται απλώς στην κατανόηση. Το αντικείμενο της διαύγασης είναι το σύνολο της ανθρώπινης πείρας, δηλαδή η σκέψη επί παντός σκεπτού. Είναι η σκέψη που προσπαθεί να διαυγάσει ακόμη και την κατανόηση, ακόμη και την εξήγηση. Διότι προσπαθούμε να διαυγάσουμε την εξήγηση, όταν, λόγου χάρη, προσπαθούμε να καταλάβουμε τι σημαίνει αιτιότητα, τι σημαίνει φυσικός νόμος και με ποιες προϋποθέσεις μπορούμε να μιλάμε για αιτιότητα και για φυσικό νόμο. Επίσης, επιχειρούμε να διαυγάσουμε την κατανόηση, όταν θέλουμε να καταλάβουμε τι εννοούμε όταν ισχυριζόμαστε ότι κατανοούμε τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, όταν ψάχνουμε να βρούμε τι περιεχόμενο έχει αυτή η έκφραση» (Κ. Καστοριάδης2003, 4850). 11

Στο παράδειγμα της ώθησης, ανήκει η θεωρία του R. Merton (1968): «Ανομία επέρχεται όταν ένα άτομο δεν μπορεί πλέον να ταυτιστεί με τα κανονιστικά πρότυπα συμπεριφοράς ή με τα πιστεύω. Αυτή η εξασθενημένη αίσθηση της κοινωνικής αλληλεγγύης οδηγεί σε ανησυχίες που εκδηλώνονται με τη μορφή της παραβατικής συμπεριφοράς» (W.V. Pelfrey1980, 37).


αναπτύχθηκε μια αυξανόμενη κριτική του κυρίαρχου παραδείγματος της ώθησης, όχι τόσο αναφορικά προς τη μεθοδολογία του, αλλά πρωτίστως αναφορικά προς την εικόνα του για τον κόσμο και ειδικότερα αναφορικά προς την αδυναμία του να δει και να λάβει υπόψη του στην εξήγηση του εγκλήματος την κοινωνική ετερογένεια και τον πλουραλισμό των συστημάτων αξιών και κανόνων στο πλαίσιο μιας ‘οικουμενικής’ κοινωνίας. Αυτοί που άσκησαν την προαναφερθείσα κριτική δεν έκριναν απλώς το παράδειγμα της ώθησης αλλά προσπάθησαν να παρουσιάσουν εναλλακτικές θεωρητικές συλλήψεις περί του κοινωνικού συστήματος. Αυτές οι εναλλακτικές θεωρητικές συλλήψεις – που ονομάστηκαν συλλογικά θεωρίες της υποκουλτούρας – είχαν να κάνουν με διάφορες ομάδες που δημιουργούν συστήματα αξιών διαφορετικά12 από τα κρατούντα και που έρχονται σε σύγκρουση με τη θεσμοθετημένη έννομη τάξη, με συστήματα διαφορετικών ευκαιριών στο πλαίσιο της κοινωνικής αλληλεξάρτησης, με συστήματα συμβολικής αλληλεπίδρασης, και γενικότερα με ένα πλουραλιστικό σύστημα πολυάριθμων αξιακών και κανονιστικών συστημάτων, τα οποία συνθέτουν μια πολύ περισσότερο πολύπλοκη εικόνα από εκείνη μιας κοινωνίας εγκεντρισμένης σε ένα μόνο (θεσμοθετημένο) αξιακό και κανονιστικό σύστημα. Συγκεκριμένα, ο A. Cohen (1955) αποφαίνεται ότι η ανομική κατάσταση που επικρατεί στις κοινωνίες που χαρακτηρίζονται από πλουραλισμό αξιακών και κανονιστικών συστημάτων και κυρίως οι πολιτισμικές διαφορές που υπάρχουν μεταξύ των κατώτερων και των μεσαίων στρωμάτων13 οδηγούν στη δημιουργία «εγκληματικής υποκουλτούρας» (delinquent subculture). Σύμφωνα με τη «θεωρία των συστημάτων διαφορετικών ευκαιριών» των R. Cloward και L. Ohlin (1960), «η εγκληματικότητα προκύπτει από την ανισότητα μεταξύ αυτού που οι νέοι της κατώτερης τάξης παρακινήθηκαν να ζητούν και αυτού που πράγματι είναι διαθέσιμο σε αυτούς. Επιθυμώντας τέτοιους συμβατικούς στόχους, όπως οικονομική και εκπαιδευτική επιτυχία, έρχονται αντιμέτωποι με περιορισμούς στις νόμιμες διεξόδους για επιτυχία: ανίκανοι να αναθεωρήσουν τους στόχους τους προς τα κάτω, απογοητεύονται και στρέφονται στην εγκληματικότητα εάν οι κανόνες και οι ευκαιρίες είναι διαθέσιμοι σε αυτούς» (Α. Χάιδου1996, 173). Ο W. Miller (1979), ωστόσο, αποφαίνεται ότι η εγκληματική συμπεριφορά είναι δυνατό να έχει τη δική της αυτοδυναμία και αυθυπαρξία, υπό την έννοια ότι μπορεί να αποτελεί αξία της κατώτερης τάξης και όχι αντίδραση προς τη μεσαία τάξη. Τέλος, σύμφωνα με τη «θεωρία της συμβολικής αλληλεπίδρασης» του G.H. Mead (1934), οι άνθρωποι κάνουν πράγματα σύμφωνα με την εννοιολογική σημασία που έχουν γι’ αυτούς (π.χ. η ανεργία, οι διάφορες κοινωνικές διακρίσεις, το οικονομικό σύστημα, κ.ο.κ. μπορεί να σημαίνουν διαφορετικά πράγματα σε διαφορετικά πρόσωπα, και άρα να υπαγορεύουν, ανά περίπτωση, διαφορετικές συμπεριφορές). Ακολουθώντας τον G.H. 12

Αυτά τα συστήματα ονομάζονται «υποκουλτούρες» (subcultures): «Κουλτούρα είναι τρόπος ζωής, τρόπος σκέψης, αισθήματος και συμπεριφοράς, που αποτυπώνεται στον τρόπο διατροφής, ένδυσης, στα ήθη και στα έθιμα, στη θρησκεία και τη γλώσσα, μαθαίνεται και μεταβιβάζεται από γενιά σε γενιά. Με την έννοια ‘subculture’ (υποκουλτούρα) υποδηλώνεται ένα κοινωνικό σύστημα αξιών και συμπεριφοράς το οποίο υπάρχει κάτω από ένα υπερκείμενο ανάλογο σύστημα, αποτελεί δε και μέρος αυτού» (Α. Χάιδου1996, 160-161). 13

«Ο A. Cohen μελετά συγκριτικά τη τη συμπεριφορά των νέων της μεσαίας και της εργατικής τάξης. Οι στόχοι της μεσαίας τάξης δεν είναι εφικτοί για τους νέους της εργατικής τάξης. Στην προσπάθεια επίτευξης των στόχων αυτών, δημιουργείται μια ανομική κατάσταση, στην οποία οι νέοι της εργατικής τάξης μπορεί να αντιδράσουν με διαφορετικούς τρόπους» (Α. Χάιδου1996, 163).


Mead, ο E. Sutherland (1949) ισχυρίζεται ότι η σημασία των διαφόρων εγκληματικών πράξεων είναι κατ’ αρχήν επιγέννημα της έννοιας που αποδίδουν σ’ αυτές άλλα πρόσωπα με τα οποία έρχεται σε επαφή το πρόσωπο που έχει προβεί στη διάπραξη των εν λόγω πράξεων στο πλαίσιο προσωπικών ομάδων. Αυτές οι νέες θεωρίες δεν κέρδισαν μια εύκολη νίκη επί του παραδείγματος της ώθησης. Η εικόνα της κοινωνίας που κυριαρχεί στο παράδειγμα της ώθησης ήταν γερά σφηνωμένη στον νου των πολιτικών και γενικά εκείνων που λάμβαναν αποφάσεις για την πορεία του κοινωνικού γίγνεσθαι, και οι οποίοι, άλλωστε, μέχρι τη δεκαετία του 1970, ως επί το πλείστον, λειτουργούσαν σ’ έναν κόσμο ο οποίος πράγματι έμοιαζε πολύ προς εκείνον που κυριαρχεί στο παράδειγμα της ώθησης, δηλαδή η κοινωνική ετερογένεια και ο πολιτισμικός πλουραλισμός ήταν περιορισμένα και κατά βάση κανόνας ήταν η σύννομη συμπεριφορά. Έτσι λοιπόν, οι νέοι τρόποι θεώρησης του εγκλήματος αντιμετώπιζαν δυσκολία στο να αναγνωριστούν ως ιδιαίτερη ‘θεωρία’ κι όχι απλώς ως περισσότερο πολύπλοκες αναδιατυπώσεις των θεωριών της ώθησης. Υπήρχε μια γενική κατανόηση του ότι μια νέα εικόνα του κοινωνικού συστήματος είχε υλοποιηθεί αλλά και του ότι δεν είχε σημάνει η ώρα της κατάρρευσης του παραδείγματος της ώθησης. Ωστόσο, παράλληλα προς το παράδειγμα της ώθησης, αναπτυσσόταν το παράδειγμα της υποκουλτούρας. Τα δύο παραδείγματα είχαν διαφορετικά ισχυρά σημεία, υπήρχαν δηλαδή πράγματα που εξηγούνταν καλύτερα από το ένα, και άλλα που εξηγούνταν καλύτερα από το άλλο. Οι εγκληματολόγοι που εργάζονταν στο παράδειγμα της ώθησης έβλεπαν διαφορετικές πραγματικότητες από τους εγκληματολόγους που εργάζονταν στο παράδειγμα της υποκουλτούρας. Εάν επρόκειτο να βγουν έξω, στην κοινωνία, για να ‘ελέγξουν’ (test) τις θεωρίες τους, θα τις έλεγχαν επί τη βάσει διαφορετικού υλικού, επειδή καθένας τους ταξινομούσε τον κόσμο σύμφωνα με διαφορετικές έννοιες και ως εκ τούτου μεταχειριζόταν διαφορετικό εμπειρικό υλικό. Βεβαίως, κάποιος μπορεί βασίμως να υποστηρίξει ότι η εγκληματολογική εργασία του A. Cohen ενθαρρύνει τη σκέψη ότι το μοντέλο του R. Merton είναι περισσότερο σχετικό προς την εγκληματικότητα της μέσης τάξης, ενώ ένα εναλλακτικό μοντέλο υποκουλτούρας είναι περισσότερο σχετικό προς την εγκληματικότητα της κατώτερης τάξης. Όμως, οι εγκληματολόγοι αποκτούσαν όλο και περισσότερη επίγνωση του γεγονότος ότι στο ακαδημαϊκό πεδίο τους είχαν αναδειχθεί ανταγωνιζόμενες μεταξύ τους θεωρίες (υπό την έννοια των ανταγωνιζόμενων σχολών), κάθε μια από τις οποίες είχε να επικαλεστεί προς επίρρωσή της τις δικές της ιστορίες, τα δικά της δεδομένα και τα δικά της προνομιακά πεδία έρευνας. Την ανωτέρω επίγνωση των εγκληματολόγων ενίσχυαν επίσης αφενός η θεωρία των παραδειγμάτων του Thomas Kuhn και αφετέρου η ανάδειξη του τρίτου εγκληματολογικού παραδείγματος – δηλαδή του παραδείγματος του ελέγχου. «Οι θεωρίες ελέγχου, σε αντίθεση με άλλα θεωρητικά σχήματα της θετικιστικής εγκληματολογίας, υποστηρίζουν ότι όλοι οι άνθρωποι από τη φύση τους είναι ικανοί για τη διάπραξη εγκλημάτων, επομένως δεν αναζητούνται ιδιαιτερότητες στο πρόσωπο του δράστη, ούτε κάποιοι συγκεκριμένοι εγκληματογενείς παράγοντες. Απαντούν αντίστροφα στο ερώτημα της εγκληματογένεσης με το να εστιάζουν στο γιατί, ανεξάρτητα από την κοινωνική δομή, οι περισσότεροι άνθρωποι κατά τη διάρκεια της κοινωνικοποίησής τους δεν διαπράττουν εγκλήματα… Οι


θεωρητικοί ελέγχου γενικά αναφέρονται σε ένα είδος ‘εσωτερικού ελέγχου’ (I. Nye1958) στη συνείδηση, ή στην ‘πίστη της ηθικής ισχύος των κοινωνικών κανόνων’ (T. Hirschi1969), και θεωρούν τα στοιχεία αυτά μηχανισμούς που προλαμβάνουν την εγκληματικότητα. Επιπλέον αναγνωρίζουν την ‘ουδετεροποίηση’ (G.M. Sykes and D. Matza1957) των προσωπικών ηθικών περιορισμών ή την πιθανότητα της ‘παράσυρσης’ (drift) του D. Matza (1964)» (Α. Χάιδου1996, 202-203). Βεβαίως, ο ίδιος ο A. Cohen ισχυρίστηκε ότι δεν υπάρχει ριζική ασυμμετρία μεταξύ των θεωριών της υποκουλτούρας και των θεωριών του ελέγχου, επισημαίνοντας ότι η θεωρία του D. Matza είναι προέκταση της δικής του, υπό την έννοια ότι η δημιουργία μιας υποκουλτούρας μπορεί να θεωρηθεί ως τεχνική «ουδετεροποίησης», αφού ο ανήλικος δράστης κατορθώνει με την υποστήριξη και την επιδοκιμασία των υπολοίπων μελών της υποκουλτούρας του να εξουδετερώσει ενδεχόμενους δισταγμούς και αμφιβολίες του. Σε τούτο το σημείο, πάντως, πρέπει να επισημάνουμε ότι η υπόθεση του παραδείγματος του ελέγχου, σύμφωνα με την οποία το άτομο συμμορφώνεται προς τους κανόνες στην έκταση που λειτουργούν και επιδρούν αποτελεσματικά επάνω του μηχανισμοί ελέγχου, φέρνει στο προσκήνιο της εγκληματολογικής έρευνας τις έρευνες της Κριτικής Σχολής στα ζητήματα της κυριαρχίας και της εξουσίας (T.W. Adorno 1950, D. Held1980, H. Marcuse1968). Ειδικότερα, ο Jürgen Habermas επικέντρωσε την έρευνά του στην έννοια της ορθολογικότητας και της προβληματικής του κοινωνικού ορθολογισμού: άσκησε κριτική στην αναγωγή της ορθολογικότητας σε καθαρά εργαλειακούς υπολογισμούς και προσπάθησε να κατασκευάσει μια ευρύτερη θεώρησή της. Η ανάπτυξη μιας τέτοιας ευρύτερης θεώρησης, απεφάνθη ο Habermas, είναι αναγκαία για μια ορθή κατανόηση και κριτική της μονόπλευρης διαδικασίας κοινωνικού εξορθολογισμού η οποία χαρακτηρίζει την εξέλιξη του καπιταλισμού. Σύμφωνα με τον Habermas (1984, 1986), στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές κοινωνίες, οι νέες κοινωνικές συγκρούσεις δεν είναι τόσο αποτελέσματα προβλημάτων στην κατανομή του πλούτου αλλά αφορούν κυρίως στη γραμματική των μορφών της ζωής. Δηλαδή οι συγκρούσεις αυτές πρέπει να κατανοηθούν όχι απλώς ως συγκρούσεις για τον έλεγχο της κρατικής εξουσίας, αλλά μάλλον ως μάχες χαρακωμάτων σ’ εκείνες τις περιοχές της κοινωνίας όπου η κυρίαρχη διαδικασία εξορθολογισμού (η οποία αποτελεί φαινόμενο πνευματικής αποικιοκρατίας) επεκτείνεται σύμφωνα με τις επιταγές του συστήματος.

Η πτώση του δια-παραδειγματικού διαλόγου στην Εγκληματολογία Η θεωρία της ώθησης στην πρώτη της μορφή (R.K. Merton1938) δεν αναφέρθηκε με σαφή θεωρητική τεκμηρίωση στις πιέσεις που ασκεί η ομάδα επί των ατόμων-μελών της, αλλά περιορίστηκε στην τυπολογία της ατομικής συμπεριφοράς. Όμως, μετά από το θεωρητικό έργο του A. Cohen (1955) και των R. Cloward και L. Ohlin (1960), η θεωρία της ώθησης δεν είναι πια μια γενική τυπολογία της ατομικής συμπεριφοράς, αλλά αναγνωρίζει ότι η κινητήρια ώθηση προς το έγκλημα ή την παρέκκλιση είναι συνέπεια της διάστασης μεταξύ φιλοδοξιών και ελπίδων πραγματοποίησής του με νόμιμα μέσα. Δηλαδή η θεωρία της ώθησης, συν τω χρόνω, απέκτησε αυτεπίγνωση των ορίων της κι έτσι περιορίστηκε σε λιγότερα – αλλά πάντως εξόχως σημαντικά – ζητήματα.


Η θεωρία της υποκουλτούρας, με τη σειρά της, ακολούθησε παράλληλη εξέλιξη. Απομακρύνθηκε από τη φιλοδοξία να αρθρώσει μια γενική ερμηνεία της φύσης της εγκληματικής κοινωνικής οργάνωσης ή υποκουλτούρας και να προβεί σε γενική κοινωνιοψυχολογική μελέτη συγκρούσεων εγκληματικών και μη εγκληματικών συγχρωτισμών/επαφών (T. Sellin1938 και E. Sutherland1973) και επικεντρώθηκε σε λιγότερα και περισσότερο συγκεκριμένα (άλλα όχι κατώτερης σημασίας) ερωτήματα, όπως το ερώτημα του πώς δημιουργείται η εγκληματική υποκουλτούρα των νέων (W.B. Miller1979, A.K. Cohen1955 και R. Cloward και L. Ohlin1960). Με άλλους λόγους, η θεωρία της ώθησης και η θεωρία της υποκουλτούρας υπέστησαν έναν αυτοπεριοριστικό επαναπροσδιορισμό με κατεύθυνση έναν αντι-μεταφυσικό14, θεωρητικό μινιμαλισμό κι έγιναν, ως εκ τούτου περισσότερο συμβατές μεταξύ τους. Έτσι, δεν είναι πλέον το παράδειγμα της ώθησης ασύμμετρο προς το παράδειγμα της υποκουλτούρας. Η προσέγγιση μεταξύ των θεωριών της ώθησης και της υποκουλτούρας και η ανάδειξη του τρίτου παραδείγματος – εκείνου δηλαδή του ελέγχου – μετέτρεψαν τον διαπαραδειγματικό διάλογο σε διάλογο μεταξύ ορθολογισμού (rationalism), τον οποίο εκπροσωπούν οι θεωρίες της ώθησης και της υποκουλτούρας, και αναστοχασμού (reflectivism), τον οποίο εκπροσωπεί η το παράδειγμα του ελέγχου. Μετά από μια αρχική περίοδο πόλωσης των κοινωνικών επιστημόνων μεταξύ ορθολογισμού και αναστοχασμού, πόλωση η οποία ειδικά στις ΗΠΑ είχε λάβει οξύτατο χαρακτήρα μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1980, έχουν γίνει προσπάθειες να βρεθεί μια συμβιβαστική προσέγγιση της αντίθεσης μεταξύ ορθολογισμού και αναστοχασμού. Στο μεν ‘μπλοκ’ του ορθολογισμού, υπάρχουν σημεία αυξανόμενης κόπωσης και επιφύλαξης πλέον αυτών των κοινωνικών επιστημόνων ως προς τη χρήση των ακροτήτων15 της θεωρίας της ορθολογικής επιλογής (rational choice theory). Στο δε ‘μπλοκ’ του αναστοχασμού (οι υποστηρικτές του οποίου είναι γενικά γνωστοί ως ‘κονστρουκτιβιστές’), διαπιστώνουμε ένα είδος μετα-ριζοσπαστικού αναστοχασμού, δηλαδή μια απομάκρυνση από το πρότυπο ενός αυτοπεριθωριοποιημένου θεωρητικού ο οποίος διεξάγει ανταρτοπόλεμο εναντίον των κυρίαρχων θεωριών, και μια πορεία πλέον προς δημιουργικές συνεισφορές σε προσπάθειες εννοιολόγησης και

14

Ερωτήματα περί της φύσης του όντος, π.χ. περί της φύσης της εγκληματικής κοινωνικής οργάνωσης, αναγκαστικά ωθούν την έρευνα στο πεδίο της μεταφυσικής, και η απομάκρυνση της εγκληματολογικής έρευνας από τέτοιου είδους ερωτήματα σηματοδοτεί τον προσανατολισμό της προς λιγότερο γενικές αλλά μεγαλύτερης εμπειρικής σημασίας κατασκευές. 15

Χαρακτηριστική ‘ακρότητα’ είναι η αξιωματικοποίηση του ηδονιστικού λογισμού (hedonistic calculus) και του ‘οικονομικού ανθρώπου’ (homo economicus), η οποία πλέον έχει εγκαταλειφθεί ακόμη και από την οικονομική ανάλυση. Περισσότερα επ’ αυτού του ζητήματος θα αναφέρουμε σε επόμενα κεφάλαια. Η ορθολογικότητα (rationality) έχει γεννήσει πολλές αμφιβολίες και φιλοσοφικές αντιδικίες ως προς τα εξής ζητήματα: (α) πώς είναι οι μη ορθολογικοί άνθρωποι και πώς επιδρούν στην πολιτική ανάλυση και στη λήψη πολιτικών αποφάσεων οι αδυναμίες και τα σφάλματα των κοινωνικών επιστημόνων αναφορικά με την επεξεργασία δεδομένων (Slovik et al.1985), (β) σε ποια έκταση πρέπει να υποθέσουμε ότι η ορθολογικότητα ερμηνεύει οποιαδήποτε κουλτούρα (Hollis and Lukes1979), (γ) εάν η υπόθεση ότι οι δρώντες παράγοντες δρουν ορθολογικά για να επιδιώξουν τα συμφέροντά τους παρέχει το βέλτιστο ερευνητικό πρόγραμμα στις κοινωνικές επιστήμες (Popkin1979), (δ) σε ποια έκταση μπορεί η έννοια της ορθολογικότητας να επεκταθεί πέρα από συγκεκριμένα πρόσωπα (ανθρωποτύπους) για να χαρακτηρίσει ολόκληρες κοινωνίες (Barry and Hardin1982). Εξ ου και ο Allan Gibbard (1985) έχει προτείνει να λύσουμε τον γόρδιο δεσμό λέγοντας ότι απλώς ονομάζουμε κάτι ορθολογικό εάν νομίζουμε ότι έχει νόημα («makes sense»).


πολιτικής διαχείρισης διαφόρων ζητημάτων. Ειδικότερα, οι προσπάθειες πολυπαραγοντικής προσέγγισης του εγκλήματος (H. Göppinger1973 και D.H. Fishbein1990) δείχνουν τα σημεία συνάντησης των διαφορετικών εγκληματολογικών παραδειγμάτων και θέτουν υπό αμφισβήτηση τη θέση ότι το τρίγωνο των τριών ασύμμετρων εγκληματολογικών παραδειγμάτων (της ώθησης, της υποκουλτούρας και του ελέγχου) αποτελεί ένα πάγιο και αναντικατάστατο μοτίβο ανάπτυξης της εγκληματολογίας. Όπως θα εξηγήσουμε στα επόμενα κεφάλαια, η θεωρία της πολυπλοκότητας (complexity) επιτρέπει (αν δεν υποχρεώνει), αντί να λογίζεται η διάκριση μεταξύ ορθολογισμού και αναστοχασμού με όρος μαύρο/άσπρο, να υιοθετηθεί μια περισσότερο ευέλικτη στάση, ώστε να λογίζεται με όρους γκρι. Έτσι, το να εργαζόμαστε επάνω σε ένα συνεχές (continuum) ορθολογισμού/αναστοχασμού παύει να είναι μαρτύριο και ματαιοπονία και γίνεται μια δημιουργική δραστηριότητα. Άρα, είναι σημαντικό να εγκαταλείψουμε τις ακρότητες της εργαλειακής ορθολογικότητας και να κατευθυνθούμε προς μια ορθολογικότητα των αξιών (B. Flyvbjerg2001). Κι είναι επίσης εξίσου σημαντικό να εγκαταλείψουμε τις ακρότητες του αναστοχασμού, οι οποίες σαν τις Σειρήνες της Οδύσσειας του Ομήρου έλκουν την ακαδημαϊκή κοινότητα στα βράχια. Εάν ένας κονστρουκτιβιστής έβλεπε το σπίτι του να καίγεται και φώναζε για βοήθεια, μάλλον δεν θα ήθελε οι συνάνθρωποί του γύρω του να τον κοιτάξουν καχύποπτα και να απαντήσουν ‘Ω, η φωτιά που λες ότι καίει το σπίτι σου είναι μια κατασκευή του δικού σου νου’ (K.J. Gergen2001). Εάν βυθιστούμε πολύ βαθιά μέσα σε έναν κονστρουκτιβιστικό τρόπο σκέψης, μπορεί να παραλύσει η ικανότητά μας για δράση κι έτσι να επιφέρουμε χειρότερα αποτελέσματα απ’ ό,τι αν ακολουθούσαμε ένα ορθολογικό πρότυπο θεωρίας. Όπως θα δούμε στα κεφάλαια III και IV, για να είναι δημιουργικός ένας οργανισμός, δηλαδή για να είναι ανοιχτός στην καινοτομία, και συγχρόνως να μη διαλύεται, πρέπει να βρίσκεται στο άκρο του χάους, δηλαδή να συνυπάρχουν σ’ αυτόν δυνάμεις συντήρησης (ώστε το τυπικό του σύστημα να είναι ευσταθές) και δυνάμεις αλλαγής (ώστε το άτυπο σύστημά του να είναι ασταθές). Κατ’ αναλογία, ο ‘ορθόδοξος’ ορθολογισμός εκφράζει τις δυνάμεις της συντήρησης, που από μόνες τους μπορούν να οδηγήσουν έναν οργανισμό σε εγκλωβισμό του φαντασιακού και ασφυξία, ενώ ο ‘ορθόδοξος’ αναστοχασμός εκφράζει τις δυνάμεις της αλλαγής, που από μόνες τους μπορεί να οδηγήσουν σε χαοτικό φαντασιακό και διάλυση. Πολλοί μπορεί να θεωρούν ότι οι μετα-δομοκρατικοί (post-structuralist) κοινωνικοί επιστήμονες θα υιοθετούσαν με ευχαρίστηση τον ισχυρισμό περί ασυμμετρίας των παραδειγμάτων. Συγκεκριμένα, συχνά επισημαίνεται ότι οι μετα-νεωτερικοί (postmodernists) υποστηρίζουν την αδυναμία της επικοινωνίας16 (ή μάλλον, για την ακρίβεια, την αδυναμία πραγματοποίησης μιας επικοινωνίας ικανής να προσεγγίζει σε ικανοποιητικό βαθμό το ιδεώδες μας περί επικοινωνίας ως της εκπομπής μηνυμάτων που σημαίνουν το ίδιο και για τον πομπό και για τον δέκτη – φυσικά η ‘επικοινωνία’ όχι ως αυτό το ιδεώδες αλλά ως ένα κοινωνικό φαινόμενο λαμβάνει χώρα συνέχεια). Ως εκ τούτου, θα έπρεπε να 16

Για περισσότερες λεπτομέρειες, βλ. K. Ansell-Pearson, Nietzsche contra Rousseau: A Study of Nietzsche’s Moral and Political Thought, Cambridge: Cambridge University Press, 1991, J. Derrida, Spurs: Nietzsche’s Styles, trans. B. Harlow, Chicago: Chicago University Press, 1979, M. Foucault, Power/Knowledge: Selected Interviews and Writings 1972-1977, edited and translated by C. Gordon, Brighton: Harvester, 1980, και J.F. Lyotard, The Postmodern Condition: A Report on Knowledge, trans. G. Bennington and B. Massumi, Manchester: Manchester University Press, 1986.


αναμένουμε ότι η μετα-δομοκρατία αποτελεί τον ισχυρότερο υπέρμαχο της αρχής της ασυμμετρίας των παραδειγμάτων (N.J. Rengger1989). Ωστόσο, στη συνέχεια, θα δείξουμε ότι τα πράγματα δεν είναι αναγκαστικά έτσι. Πρώτα απ’ όλα, πρέπει να επισημάνουμε ότι το πρόβλημα δεν είναι η έννοια της ασυμμετρίας, αλλά το πρόβλημα είναι η έννοια της συμμετρίας. Ο ισχυρισμός περί της ασυμμετρίας των παραδειγμάτων εδράζεται επί μιας αυστηρής διχοτόμησης της θεωρητικής εργασίας: από τη μια πλευρά, έχουμε την (ριζική) ασυμμετρία των διαφορετικών παραδειγμάτων, και, από την άλλη πλευρά, έχουμε τη συμμετρία των θεωριών που ανήκουν στο ίδιο παράδειγμα. Ένας μετα-δομοκρατικός κοινωνικός επιστήμονας αμέσως αντιδρά στον δεύτερο ισχυρισμό (περί συμμετρίας), αφού η απόλυτη κατανόηση είναι αδύνατη. Ουδέποτε η επικοινωνία υπό τη φαινομενολογική έννοια του όρου ταυτίζεται με την επικοινωνία υπό την ιδεατή έννοια του όρου. Αλλά επικοινωνία λαμβάνει χώρα συνέχεια, και άρα οι άνθρωποι έχουν την εμπειρία ότι αξίζει τον κόπο να συνεχίσουν να επικοινωνούν (ή μάλλον, για να είμαστε ακριβείς, να συνεχίσουν την προσπάθεια της επικοινωνίας). Η ασυμμετρία δεν είναι απόλυτη λοιπόν. Αυτό, ωστόσο, δεν σημαίνει ότι μπορούμε να θεωρήσουμε την επικοινωνία ως μια διάφανη μεταφορά σημασίας, στο πλαίσιο της οποίας οι διάφορες πλευρές της επικοινωνίας επιχειρηματολογούν μεταχειριζόμενες έννοιες οι οποίες έχουν οριστεί τελεσιδίκως. Η μεταδομοκρατία επισημαίνει ότι όλα τα συστήματα ανταλλαγής σημασίας είναι, και από την πλευρά του πομπού και από την πλευρά του δέκτη, ανοιχτά συστήματα σημείων που αναφέρονται σε σημεία που αναφέρονται σε σημεία. Άρα ουδεμία έννοια μπορεί να έχει μια τελεσίδικη και αναμφισβήτητη σημασία. Η θεώρηση των παραδειγμάτων (ή οποιασδήποτε κουλτούρας) ως κλειστών (από πλευράς ‘σημαντικής’) συστημάτων προϋποθέτει ότι έχει επιτευχθεί ένα κλειστό σύστημα σημείων το οποίο προσφέρει μια απολύτως ευσταθή και τελεσίδικη σημασία στα μέλη του. Αυτό θα μπορούσε να επιτευχθεί στο πλαίσιο της γαλλικής δομοκρατίας, αλλ’ όχι στο πλαίσιο της μετα-δομοκρατίας, καθ’ ότι η δομοκρατία είναι μια θεωρία των σημείων, ενώ η μετα-δομοκρατία είναι μια κριτική του σημείου: η δομοκρατία ερευνά πώς τα κοινωνικά φαινόμενα μπορούν να εξηγηθούν μέσω ευσταθών και γενικών συστημάτων σημασιολόγησης (απόδοσης σημασιών στα κοινωνικά φαινόμενα), ενώ η μετα-δομοκρατία δείχνει πώς όλα τα συστήματα σημασιών είναι επισφαλή, αυτοαναιρούμενα και απλώς προσπαθούν να κλείσουν το ζήτημα της σημασίας οριστικά χωρίς ποτέ να το κατορθώνουν. Ο ισχυρισμός ότι τα παραδείγματα εσωτερικά επικοινωνούν (δηλαδή ότι υπάρχει συμμετρία μεταξύ των θεωριών που μετέχουν στο ίδιο παράδειγμα) αλλά εξωτερικά μόνο αλληλεπιδρούν (δηλαδή ότι υπάρχει ασυμμετρία μεταξύ των θεωριών που μετέχουν σε διαφορετικά παραδείγματα) πλησιάζει πολύ προς τον ρομαντισμό του 18ου και του 19ου αιώνα. Ο ρομαντισμός είναι η πίστη στις κλειστές κουλτούρες17. Για τον ρομαντισμό, πηγή της σημασίας είναι η κοινότητα, οι κουλτούρες είναι φορείς συστημάτων σημασιών που μπορούν να γίνουν κατανοητά μόνο από μέσα, δηλαδή μόνο από τους μετέχοντες σε αυτές, οι οποίοι μοιράζονται αυτές τις κουλτούρες σε όλα τα επίπεδα της προσωπικότητάς τους, δηλαδή στο αισθητικό, το γλωσσικό και ακόμη και στο ηθικό και στο ιστορικό. Ειδικά δε 17

Για περισσότερες λεπτομέρειες, βλ. J.B. Halsted (ed.), Romanticism, London: Macmillan, 1969.


στην περίπτωση του ρομαντικού εθνικισμού, καθίσταται εύκολα σαφές το τι σημαίνει ‘κατανόηση από μέσα’ (πλήρης κατανόηση στο πλαίσιο της ίδιας εθνικής αγκάλης) και απουσία κατανόησης μεταξύ των διαφορετικών πολιτισμικών κοινοτήτων. Ο ισχυρισμός περί της ασυμμετρίας των παραδειγμάτων έχει νόημα μόνο αν συνδυαστεί με μια ρομαντική θεώρηση της κοινότητας, όπως λ.χ. συμβαίνει στις αμερικανικές θεωρίες περί πολύ-πολιτισμού18 (multi-culturalism). Η ασυμμετρία ως έννοια έλκει τη σημασία της από μια διάκριση – τη διάκριση μεταξύ ασυμμετρίας και συμμετρίας: αυτή είναι μια πολύ προβληματική διάκριση, όπως προκύπτει από τη διερεύνηση της έννοιας της συμμετρίας. Πολλοί φιλόσοφοι της επιστήμης έχουν επιτεθεί ενάντια στην ίδια την ιδέα του ‘εννοιολογικού πλαισίου’, θεωρώντας την έναν μύθο, κι έχουν εστιαστεί στη μελέτη των ορίων της επικοινωνίας (D. Davidson, 1974 και K.R. Popper, 1970). Άρα, μια λύση στο πρόβλημα της ασυμμετρίας μπορεί να αναζητηθεί στη διερεύνηση της υπερβολής της υπόθεσης περί απεριόριστης επικοινωνίας. Καθώς αποδομείται η θεωρία περί νοητών τειχών που περικλείουν πλήθη για τα οποία η επικοινωνία έχει νόημα μόνο όταν αναπτύσσεται μεταξύ μελών της ίδιας κουλτούρας, και καθώς αυτά τα νοητά τείχη αντικαθίστανται από μια γενική θεώρηση της δυσκολίας, των ελλείψεων και της αποσπασματικότητας της επικοινωνίας, η οποία μπορεί να επιδείξει διακυμάνσεις ως προς το βάθος και το εύρος της και άρα να δημιουργήσει ποικίλα μοτίβα ομαδοποιήσεων αλλά ουδέποτε μπορεί να οδηγήσει σε σταθερές και τελεσίδικες διακρίσεις μεταξύ της φύσης του ‘μέσα’ και της φύσης του ‘έξω’ (από μια κουλτούρα), δεν υπάρχει νομιμοποιητική βάση (αξιόπιστο κριτήριο) για να υποθέσουμε ότι τα παραδείγματα είναι ριζικώς ασύμμετρα μεταξύ τους. Δηλαδή η αποδόμηση των κριτηρίων της συμμετρίας οδηγεί σε μια μετα-νεοτερική επίλυση του προβλήματος της ασυμμετρίας. Υπάρχει, ωστόσο, ένα ακόμη επιχείρημα υπέρ της ασυμμετρίας των παραδειγμάτων το οποίο πρέπει να ανασκευαστεί: πρόκειται για το επιχείρημα εκείνο σύμφωνα με το οποίο τα διαφορετικά παραδείγματα είναι ουσιαστικά διαφορετικές πολιτικές ομαδοποιήσεις, π.χ. κάποιος μπορεί να αντιστοιχίσει το παράδειγμα της ώθησης στον πολιτικό συντηρητισμό, το παράδειγμα της υποκουλτούρας στον πολιτικό φιλελευθερισμό και το παράδειγμα της ώθησης στον πολιτικό ριζοσπαστισμό/νέο-μαρξισμό, κι έτσι να ισχυριστεί ότι αυτά τα διαφορετικά παραδείγματα ουδέποτε μπορούν να συμφωνήσουν μεταξύ τους, όχι λόγω γνωστικών φίλτρων είτε της κλειστότητας των αντίστοιχων συστημάτων σημείων, αλλά επειδή οι κοσμοαντιλήψεις τους εδράζονται επί διαφορετικών δεοντικών 18

Στις ΗΠΑ, το πολυπολιτισμικό κίνημα δεν γεννήθηκε στα γκέτο των διαφόρων εθνοτικώνφυλετικών κοινοτήτων (όπως είχε γεννηθεί το γενναίο κίνημα του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ για τα δικαιώματα των Μαύρων), αλλά γεννήθηκε στο παχύ γκαζόν των αμερικανικών πανεπιστημίων, όπου ακαδημαϊκοί αφρικανικής και αργότερα ασιατικής και λατινικής καταγωγής θέλησαν να αρθρώσουν έναν λόγο, η απόδειξη της επιστημονικής εγκυρότητας του οποίου δεν είναι άλλη από την κάλυψη των ψυχολογικών αναγκών του κοινού τους. Στο πλαίσιο του πολυπολιτισμικού κινήματος, συνοδευμένου από το κίνημα της πολιτικής ορθότητας, πάνω από κάθε αίτημα γνωστικής εγκυρότητας (cognitive significance), πάνω από κάθε επιστημολογική ευαισθησία, βρίσκεται η επιθυμία διαφόρων εθνοφυλετικών και θρησκευτικών κοινοτήτων της αμερικανικής κοινωνίας να έχουν αξιοζήλευτους προγόνους και ‘λαμπερή’ πολιτισμική ταυτότητα. Χαρακτηριστικό προϊόν του αμερικανικού πολυπολιτισμού είναι το βιβλίο του Μάρτιν Μπερνάλ υπό τον τίτλο Μαύρη Αθηνά, στο οποίο ισχυρίζεται ότι οι αρχαίοι Αιγύπτιοι ήταν μαύροι Αφρικανοί και οι αρχαίοι Έλληνες ήταν Αφροασιάτες. Πράγματι, θέλει πολύ κουράγιο για να αντιταχθείς σε τέτοιες πράξεις απόγνωσης οι οποίες, παρενδυματολογικά φερόμενες, παριστάνουν τις επιστημονικές επιτεύξεις.


προγραμμάτων (S.D. Krasner1989). Εάν όμως δεχθούμε αυτό το επιχείρημα, πρέπει να καταλήξουμε σε μια γενική σχετικοκρατία και να αρκεστούμε μόνο σε αποσπασματικές προοπτικές προσέγγισης των κοινωνικών προβλημάτων. Σε τέτοια περίπτωση, πολύ δύσκολα θα μπορούσαμε να μιλάμε ακόμη και για τον αριθμό των διαφορετικών παραδειγμάτων, και πάντως θα ήταν αδύνατο να βρούμε έναν πειστικό λόγο για να ισχυριστούμε ότι είναι ασύμμετρα μεταξύ τους (αν όλα είναι επιγεννήματα πολιτικών ιδεολογιών, γιατί όχι και η ίδια η εικόνα των τριών παραδειγμάτων;). Εάν τα πάντα στις κοινωνικές επιστήμες είναι επιγεννήματα πολιτικών ιδεολογιών, πώς αποδεικνύεται ότι και η ίδια αυτή η πολιτικοποίηση των πάντων δεν είναι απλώς επιγέννημα μιας πολιτικής ιδεολογίας; Ακόμη κι αν δεχθούμε την οριοθέτηση της πολιτικής θεωρίας σε αυτές τις τρεις μεγάλες πολιτικές ιδεολογίες (συντηρητισμός, φιλελευθερισμός και ριζοσπαστισμός/νέομαρξισμός), οι πολιτικές μάχες δεν διεξάγονται σύμφωνα με τα όρια και τους όρους που θέτει αυτό το πολιτικό τρίγωνο – οι δολοπλοκίες των πολιτικών ιδεών είναι πολύ περισσότερο πολύπλοκες από το τυπικό αυτό πολιτικό τρίγωνο. Αφού λοιπόν η ίδια η διαδικασία της σύγκρουσης των πολιτικών ιδεολογιών δεν πειθαρχεί στον φορμαλισμό που χαρακτηρίζει την προαναφερθείσα τριγωνική θεώρηση των πολιτικών ιδεολογιών19, δεν

19

Γράφει σχετικά ο Δημήτρης Δημητράκος στο άρθρο του «Η Τομή Δεξιάς και Αριστεράς: Μύθος και Πραγματικότητα» (στο: συλλογικό έργο, Ο Φιλελευθερισμός στην Ελλάδα, Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», 1991, σελ. 245-264): «ο homo ideologicus είναι δημιούργημα της ιακωβινικής πολιτικής παράδοσης, η δε ύπαρξή του είναι συνυφασμένη με τη γένεση της τομής μεταξύ αριστεράς και δεξιάς…συλλαμβάνει τον ρόλο του ως εκφραστής μιας πολιτικής ‘αναγκαιότητας’, την οποία παρουσιάζει ως ηθική και συγχρόνως ιστορική. Η ιδεολογική επιταγή γίνεται με τη διαμεσολάβηση του homo ideologicus λογική επιταγή…Αυτό το πετυχαίνει ο ιδεολογικοποιημένος διανοούμενος ταχυδακτυλουργικά, με το ιδίωμα, τις λεκτικές εικόνες και τα ρητορικά σχήματα. Έτσι, μέσα από αυτήν τη ‘λεξιμαγεία’, που χρησιμοποιεί ως τεχνική, ο homo ideologicus μετατρέπεται σε γκουρού της ιδεολογικής κοινότητας μέσα στην οποία παίζει έναν ενεργό ρόλο. Η συνεκδοχή των ρηματικών παραστάσεων εκτοπίζει τον λογικό συμπερασμό και τα ιδεολογήματα παίρνουν τη θέση των επιχειρημάτων…Όσον αφορά την ίδια την τομή δεξιάς και αριστεράς υπάρχει τρόπος να λειτουργήσει ‘ουδέτερα’, χωρίς να συνδεθεί με ιδεολογήματα, δηλαδή ψευδείς προτάσεις, όσον αφορά τον πραγματικό κόσμο ή κενές νοήματος μεταφυσικές προτάσεις χωρίς εμπειρικό αντίκρυσμα…ο μόνος τρόπος μη ιδεολογικής, εμπειρικής σύλληψης του σχήματος αυτού είναι τελικά μια κενή νομιναλιστική μήτρα που, επιστημονικά τουλάχιστον, έχει πολύ περιορισμένη αξία και χρησιμεύει μόνον ως αναφορά σε ένα δεδομένο σύστημα πίστης, ένα διαμορφωμένο δυξαυτικό πεδίο μέσα σε μια πολιτική κουλτούρα. Οποιαδήποτε άλλη έννοια αποδοθεί στην τομή δεξιάς/αριστεράς, και φυσικά στις ίδιες τις έννοιες αυτές, εκκινεί από κάποια πλάνη ή κάποιο ιδεολόγημα που επιβιώνει στις μέρες μας, όταν υπάρχει πολιτική σκοπιμότητα γι’ αυτό ή όταν οι hominess ideologici στρατολογούν τα εξαπτέρυγά τους για να υπερασπιστούν τα πόστα τους και τον άρτον τους τον επιούσιον…Ο κριτικός διανοούμενος απορρίπτει, επομένως, το ουσιολογικό, δηλαδή το μεταφυσικό, σχήμα δεξιάς/αριστεράς». Βλ. επίσης. Δ. Δημητράκος, «Διανόηση και Ιδεολογία», Ελληνική Φιλοσοφική Επιθεώρηση, Ιανουάριος 1989, σελ. 23-44. Σε παρόμοιο κλίμα, ο Anthony Giddens (1994, 73) επισημαίνει ότι οι όροι αριστερά και δεξιά δεν έχουν ουσιαστικό σημασιολογικό περιεχόμενο, δηλαδή δεν έχουν περιεχόμενο το οποίο να είναι άσχετο προς το εκάστοτε κομμάτι του χωροχρόνου, και ότι, ειδικά στα τέλη του 20ού αιώνα, «το συντηρητικό έχει γίνει ριζοσπαστικό και το ριζοσπαστικό συντηρητικό». Επίσης, ο Dick Morris (1997) συμβούλευε τον Αμερικανό Πρόεδρο Μπιλ Κλίντον ότι έπρεπε να τοποθετηθεί ανάμεσα στην κυρίαρχη αριστερή πτέρυγα του κόμματός του (των Δημοκρατικών) και του νεο-φιλελευθερισμού των Ρεπουμπλικάνων, ότι δηλαδή «έπρεπε να πάρει μια θέση που όχι μόνο συνέθετε τις καλύτερες απόψεις από τα δύο κόμματα αλλά, ταυτόχρονα, τα υπερέβαινε αποτελώντας μια Τρίτη Δύναμη στη σχετική διαμάχη». Ο Αμερικανός Πρόεδρος Μπίλ Κλίντον, ο Βρετανός Πρωθυπουργός Τόνι Μπλερ και ο Γερμανός Καγκελάριος Γκέρχαρντ Σρέντερ αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα κεντροαριστερών πολιτικών ηγετών οι οποίοι ανταποκρίθηκαν στο αίτημα των ψηφοφόρων, οι κυβερνήσεις να ακολουθήσουν φιλελεύθερη οικονομική πολιτική αλλά με τρόπο περισσότερο πραγματιστικό και λιγότερο ιδεολογικό.


υπάρχει κανένας λόγος να τυποποιήσουμε κατ’ αυτόν τον τρόπο τις σχέσεις μεταξύ των εγκληματολογικών παραδειγμάτων. Συνεπώς, από τα όσα επισημάναμε, ο τρόπος συσχέτισης των διαφορετικών εγκληματολογικών σχολών που αναδύεται δεν είναι εκείνος της ασυμμετρίας αλλά ένα είδος ‘κατανομής εργασίας’. Οι θεωρίες δεν τροπολογούν η μια την άλλη, αλλά κάθε μια έχει τη δική της περιοχή: (α) τα ιδιότυπα ψυχικά χαρακτηριστικά που εκφράζει η εγκληματική συμπεριφορά και τα οποία μπορεί να οφείλονται σε λόγους ατομικούς είτε περιβαλλοντικούς, (β) την υποκουλτούρα μέσα στην οποία κοινωνικοποιήθηκε ο εγκληματίας, (γ) την αναποτελεσματικότητα ή την έλλειψη μηχανισμών κοινωνικού ελέγχου. Κάθε μια λοιπόν από αυτές τις θεωρίες έχει τη δική της εσωτερική λογική, αλλά όλες μπορούν να προσεγγιστούν μεταξύ τους κατά τρόπο συμπληρωματικό. Γιατί όμως είναι τόσο σημαντικό να αποδεσμευθεί η Εγκληματολογία από τον ισχυρισμό της ασυμμετρίας των παραδειγμάτων; Διότι αυτός ο ισχυρισμός έχει την τάση να μετατρέπει όσους τον υιοθετούν σε προϊόντα ‘χαρτοκοπτικής’, σε ναρκισσευόμενους θεωρητικούς. Η εξέλιξη του δια-παραδειγματικού διαλόγου καλεί τους κοινωνικούς επιστήμονες να υιοθετήσουν μια αναστοχαστική στάση, μια στάση αυτεπίγνωσης και αυτοελέγχου ως προς τις θεωρητικές φιλοδοξίες τους.


Παραπομπές του Κεφαλαίου Ι Adorno, T.W.(1950) The Authoritarian Personality. New York: Harper. Ansell-Pearson, K.(1991) Nietzsche contra Rousseau: A Study of Nietzsche’s Moral and Political Thought. Cambridge: Cambridge University Press. Ayer, A.J.(1936) Language, Truth and Logic. London: Gollancz. Barry, B. and R. Hardin(eds) (1982) Rational Man and Irrational Society? Beverly Hills, Calif.: Sage. Braithwaite, R.B.(1953) Scientific Explanation. Cambridge: Cambridge University Press. Cloward, R.A. and L.E. Ohlin(1960) Delinquency and Opportunity. New York: Free Press. Cohen, A.K.(1955) Delinquent Boys: The Culture of the Gang. New York: Free Press. Γιωτοπούλου-Μαραγκοπούλου, Α.(1984) Εγχειρίδιο Εγκληματολογίας. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη. Davidson, D.(1974) «The Very Idea of a Conceptual Scheme», Proceedings and Addresses of the American Philosophical Association, 47. Derrida, J.(1979) Spurs: Nietzsche’s Styles, trans. B. Harlow. Chicago: Chicago University Press. Δημητράκος, Δ.(1991), «Η Τομή Δεξιάς και Αριστεράς: Μύθος και Πραγματικότητα», στο: συλλογικό τόμο(1991) Ο Φιλελευθερισμός στην Ελλάδα, Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας. Δημητράκος, Δ.(1989) «Διανόηση και Ιδεολογία», Ελληνική Φιλοσοφική Επιθεώρηση, Ιανουάριος. Flyvbjerg, B.(2001) Making Social Science Matter. Cambridge: Cambridge University Press. Fishbein, D.H.(1990) «Biological Perspectives in Criminology», Criminology, 28. Φαρσεδάκης, Ι.Ι.(1996) Στοιχεία Εγκληματολογίας. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη. Foucault, M.(1980) Power/Knowledge: Selected Interviews and Writings 1972-1977, edited and translated by C. Gordon. Brighton: Harvester. Gergen, K.J.(2001) Social Construction in Context. London: SAGE Publications. Gibbard, A.(1985) «Moral Judgements and the Acceptance of Norms», Ethics, 96. Giddens, A.(1994) Beyond Left and Right. London. Göppinger, H.(1973) Kriminologie. München: C.H. Beck Verlag. Habermas, J.(1984 and 1986) The Theory of Communicative Action, 2 τόμοι. Boston: Beacon.

Halsted, J.B.(ed.) (1969) Romanticism, London: Macmillan.


Held, D.(1980) Introduction to Critical Theory. London: Hutchinson. Hempel, C.G.(1965) Aspects of Concept Formation in Empirical Science. Chicago: Chicago University Press. Hirschi, T.(1969) Causes of Delinquency. Berkeley: University of California Press. Hollis, M. and S. Lukes (eds) (1979) Rationality and Relativism. Oxford: Blackwell. Χάιδου, Α.(1996) Θετικιστική Εγκληματολογία. Αθήνα:Νομική Βιβλιοθήκη. Καστοριάδης, Κ.(2003), Φιλοσοφία και Επιστήμη – Ένας διάλογος με τον Γεώργιο Λ. Ευαγγελόπουλο, Αθήνα: Εκδόσεις Ευρασία. Krasner, S.D.(1989) «Fortune, Virtue, and Systematic versus Scientific Inquiry», στο: J. Mruzel and J.N. Rosenau(eds) (1989) Journeys through World Politics. Lexington, MA: Lexington Books.

Kuhn, T.S.(1970) The Structure of Scientific Revolutions, 2nd ed. Chicago: Chicago University Press. Lyotard, J.F.(1986) The Postmodern Condition: A Report on Knowledge, trans. G. Bennington and B. Massumi, Manchester: Manchester University Press. Mannheim, H.(1965) Comparative Criminology. London: Routledge & Kegan Paul. Marcuse, H.(1968) One-Dimensional Man: Studies in the Ideology of Advanced Industrial Society. London: Routledge & Kegan Paul. Matza, D.(1964) Delinquency and Drift. Berkeley: John Wiley. Mead, G.H.(1934) Mind, Self and Society. Chicago: Chicago University Press. Merton, R.K.(1938) «Social Structure and Anomie», American Sociological Review, 3. Merton, R.K.(1968) Social Theory and Social Structure. New York: Free Press. Michalowski, R.J.(1977) «Perspective and Paradigm: Structuring Criminological Thought», στο: R. Meier(ed.) (1977), Theory in Criminology: Contemporary Views. Beverly Hills: Sage. Miller, W.B.(1979) «Lower Class Culture as a Generating Milieu of Gang Delinquency», στο: J.E. Jacoby(ed.) (1979), Classics of Criminology. Oak Park: Moore. Morris, D.(1997) Behind the Oval Office. London: Random House. Nye, I.F.(1958) Family Relationships and Delinquent Behavior. New York: Wiley. Pelfrey, W.V.(1980) The Evolution of Criminology. Cincinnati: Anderson Publishing Co. Popkin, S.L.(1979) The Rational Peasant: The Political Economy of Rural Society in Vietnam. Berkeley: University of California Press. Popper, K.R.(1970) «Normal Science and Its Dangers», στο: I. Lakatos and A. Musgrave(eds) (1970), Criticism and the Growth of Knowledge. Cambridge: Cambridge University Press. Rengger, N.J.(1989) «Incommensurability, International Theory and the Fragmentation of Western Political Culture», στο: J.R. Gibbins(ed.) (1989) Contemporary Political Culture: Politics in a Postmodern Age. London: Sage/ECPR. Russell, B.(1948) Human Knowledge: Its Scope and Limits. London: Allen & Unwin.


Sellin, T.(1938) Culture, Conflict and Crime. New York: Social Science Research Council. Slovik, P., B. Fischhoff and S. Lichtenstein(1985) «Regulations of Risk: A Psychological Perspective», στο: R.G. Noll(ed.) (1985) Regulatory Policy in the Social Sciences. Berkeley: University of California Press. Sutherland, E.H.(1949) White Collar Crime. New Haven: Yale University Press. Sutherland, E.H.(1973) On Analyzing Crime. Chicago: Chicago University Press. Sykes, G.M. and D. Matza(1957) «Techniques of Neutralization: A Theory of Delinquency», American Sociological Review, 22. Taylor, A.J.P.(1965) English History 1914-45. Oxford: Oxford University Press. Τσαλίκογλου, Φ.(1987) Ο Μύθος του Επικίνδυνου Ψυχασθενή. Αθήνα: Παπαζήσης. Von Wright, G.(1971) Explanation and Understanding. Ithaca: Cornell University Press. Walklate, S.(1998) Understanding Criminology. Buckingham: Open University Press. Winch, P.(1990) The Idea of a Social Science and Its Relation to Philosophy, 2nd ed. London: Routledge. Wittgenstein, L.(1953) Philosophical Investigations. Oxford: Blackwell.


«Αρμονία δε πάντως εξ εναντίων γίνεται· έστι γαρ αρμονία πολυμιγέων ένωσις και δίχα φρονεόντων συμφόρησις.» Φιλόλαος

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΟΥ ΘΕΤΙΚΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΔΟΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΥΠΟ ΤΟ ΠΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΠΟΛΥΠΛΟΚΟΤΗΤΑΣ

Συχνά αναφερόμαστε στον όρο κοινωνικές επιστήμες, επισημαίνοντας την ανάγκη μελέτης και διαχείρισης κοινωνικών φαινομένων κατά τρόπο επιστημονικό. Τι σημαίνει λοιπόν ‘επιστημονικός τρόπος’ μελέτης και διαχείρισης κοινωνικών φαινομένων; Σε τι συνίσταται ο ‘επιστημονικός’ χαρακτήρας των κοινωνικών επιστημών και ποια είναι η αξία του; Αυτά τα ερωτήματα και οι προεκτάσεις τους επιχειρείται να απαντηθούν στην παρούσα ενότητα. Για να προβούμε σε μια εμπειρικώς σημαντική κατανόηση της επιστημονικής προσέγγισης των κοινωνικών φαινομένων, πρέπει να υιοθετήσουμε μια δυναμική αντίληψη της επιστήμης. Δεν είναι δυνατό να επιδιώκουμε εμπειρικώς σημαντικά θεωρήματα στις κοινωνικές επιστήμες όταν, σε επιστημολογικό και μεθοδολογικό επίπεδο, πρότυπό μας είναι οι φυσικές επιστήμες του 17ου και του 18ου αιώνα, δηλαδή όταν υιοθετούμε νευτώνειου τύπου αιτιοκρατικά (ακριβή ή πιθανολογικά), και συχνά μάλιστα γραμμικά, μοντέλα. Τόσο ο κόσμος της άψυχης ύλης όσο και τα συστήματα που περιλαμβάνουν τον ανθρώπινο παράγοντα εκδηλώνουν μη γραμμικότητες και απροσδιοριστία, καθιστώντας αναπότρεπτη την ανάγκη μετάβασης από τα κλασσικά παίγνια και τον γραμμικό προγραμματισμό(ο οποίος, παρά την ελκυστικότητα που μπορεί να χαρακτηρίζει τη μορφή των αποτελεσμάτων του, είναι συχνά ανεπαρκής, αν όχι αφελής, για τη διαχείριση πολύπλοκων προβλημάτων) στον μη-γραμμικό προγραμματισμό και στο χαοτικό μάνατζμεντ. Σε μια διάλεξή του στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο (Αθήνα, 26/6/2000) ο νομπελίστας φυσικός Ίλια Πριγκοζίν (Ilya Prigogine) δήλωσε: «Ο Παρμενίδης επέμενε ότι δεν υπάρχει τίποτε καινούργιο, ότι όλα υπάρχουν και θα υπάρχουν για πάντα… Ο Ηράκλειτος επέμενε στην αντίθετη ιδέα, ότι ‘τα πάντα ρει και ουδέν μένει’… Αυτή η αντίθεση εμφανίζεται στην πολιτιστική ιστορία του δυτικού κόσμου επί 2500 χρόνια. Κατά κάποιον τρόπο, στη δυναμική του Νεύτωνα φαίνεται πως ο Παρμενίδης έχει δίκιο, διότι πρόκειται για μια αιτιοκρατική θεωρία όπου ο χρόνος είναι απόλυτος και αναστρέψιμος. Συνεπώς, τίποτε νέο δεν είναι δυνατό να εμφανιστεί.. αντίθετα, οι φιλόσοφοι ήταν διχασμένοι. Πολλοί σπουδαίοι φιλόσοφοι συμμερίζονταν τις απόψεις του Παρμενίδη. Αλλά από τον 19ο αιώνα, από τους Hegel, Bergson και Heidegger, η φιλοσοφία απέκτησε μια διαφορετική οπτική γωνία, διότι ο χρόνος έχει μια μόνο κατεύθυνση, είναι η διάσταση της ύπαρξής μας…το δίλημμα μεταξύ Ηράκλειτου και Παρμενίδη μπορεί σήμερα να τοποθετηθεί σε ένα ακριβές μαθηματικό πλαίσιο… Θα ήθελα να πω κατ’ αρχάς πως και οι δύο κοσμοθεωρίες, δηλαδή η κοσμοθεωρία της δυναμικής και η κοσμοθεωρία της θερμοδυναμικής είναι απαισιόδοξες.


Κατά τη δυναμική τα γεγονότα δεν συμβαίνουν πραγματικά, όλα είναι προκαθορισμένα. Κατά τη θερμοδυναμική τα πάντα οδεύουν προς τον θάνατο, τον θερμικό θάνατο… για να κατανοήσουμε το σύμπαν όπως το βλέπουμε πρέπει να θεωρήσουμε ότι βρίσκεται μακράν της ισορροπίας…Το σύμπαν είναι ένα μεγάλο θερμοδυναμικό σύστημα που εξελίσσεται αναπτύσσοντας ολοένα και περισσότερες δομές μακράν της ισορροπίας. Οι αστέρες μπορεί να πεθαίνουν, αλλά ταυτόχρονα νέοι αστέρες γεννιούνται. Νέοι γαλαξίες εμφανίζονται συνεχώς. Συνεπώς, το σύμπαν διατηρείται μακράν της ισορροπίας από τη Μεγάλη Έκρηξη μέχρι σήμερα. Η βαθμιαία εμφάνιση δομών μακράν της ισορροπίας πάντοτε ακολουθεί σημεία διακλάδωσης. Στα σημεία διακλάδωσης, η επιλογή της διαδρομής εξαρτάται από τις διακυμάνσεις. Κατά κάποιον τρόπο, στην κοινωνία μας, βρίσκει κανείς πολλά σημεία διακλάδωσης, πολλά γεγονότα. Γεγονός είναι κάτι που ενδέχεται να συμβεί ή ενδέχεται να μη συμβεί. Όπως, για παράδειγμα, η Ρωσική Επανάσταση ήταν πολύ πιθανό να συμβεί, ως μετάβαση από το καθεστώς του τσάρου σ’ ένα νέο καθεστώς. Αλλά το ποια διαδρομή θα πραγματοποιηθεί εξαρτάται από τις συγκεκριμένες διακυμάνσεις. Θα εξαρτηθεί δηλαδή από τις αδυναμίες του τσάρου, την έλλειψη δημοτικότητας της γυναίκας του, την αποφασιστικότητα του Λένιν, την αδυναμία του Κερένσκι. Αυτές οι ‘μικροδομές’ καθόρισαν την τελική έκβαση της κρίσης. Η σύγχρονη επιστήμη μας οδήγησε σε μια καλύτερη κατανόηση του μηχανισμού που λαμβάνουν χώρα γεγονότα. Στη φυσική και στη χημεία τα γεγονότα συνδέονται με τις διακλαδώσεις. Στην πορεία του συστήματος εμφανίζονται αστάθειες και η διαδρομή διακλαδώνεται σε μια ποικιλία από νέες διαδρομές. Ποιον κλάδο θα ακολουθήσει το σύστημα; σ’ αυτή την ερώτηση ενδέχεται η πιθανότητα. Η ελάχιστη διακύμανση μπορεί να καθορίσει το μέλλον δισεκατομμυρίων σωματιδίων, που αυτοοργανώνονται σε μακρομοριακή τάξη. Πάντα θεωρούσα την ιδέα της διακλάδωσης ως μια μεταφορά χρήσιμη στις κοινωνικές επιστήμες. Δεν εννοώ βεβαίως ότι οι επιστήμες του ανθρώπου ανάγονται στη φυσική. Αλλά η επιστήμη της πολυπλοκότητας αποτελεί μεταφορά πολύ πιο χρήσιμη από την παραδοσιακή νευτώνεια φυσική. Η ανθρώπινη ιστορία μπορεί να θεωρηθεί ως διαδοχή διακλαδώσεων, όπως για παράδειγμα η μετάβαση από την Παλαιολιθική στη Νεολιθική Εποχή… Αυτή η μετάβαση εμφανίστηκε ως διακλάδωση συνδεδεμένη με μια νέα συστηματική εκμετάλλευση του φυτικού και ορυκτού πλούτου…όσο μεγαλώνει ο πληθυσμός των ανθρώπων τόσο αυξάνονται οι δυνατότητες για μη-γραμμικές διακυμάνσεις, δηλαδή προσωπικές επιλογές, διότι εμφανίζονται ολοένα και περισσότεροι παίκτες. Από την άλλη πλευρά, καθώς ο πληθυσμός δικτυώνεται όλο και περισσότερο, μπορεί να εμφανιστεί το αντίθετο αποτέλεσμα: οι προσταγές της συλλογικής υπεροργάνωσης καταπνίγουν την προσωπική ικανότητα για επιλογή… Το μέλλον δεν είναι δεδομένο. Ιδιαίτερα αυτήν την εποχή της παγκοσμιοποίησης και της δικτυακής επανάστασης, η συμπεριφορά σε ατομικό επίπεδο θα είναι παράγοντας για διαμόρφωση της εξέλιξης ολόκληρου του ανθρωπίνου είδους…μια μικρή δράση μπορεί να ενισχυθεί σημαντικά σε μια κρίσιμη κατάσταση».

Καιρική Προσέγγιση της Κοινωνικής Επιστήμης Στην παρούσα ενότητα, θα μελετήσουμε τη φιλοσοφία της καιρικότητας, έτσι όπως αυτή διαμορφώθηκε από τον φιλόσοφο και ακαδημαϊκό Ευάγγελο Μουτσόπουλο, και τη


διαφορίσιμη δυναμική από το πεδίο των μαθηματικών, και με αυτά τα δεδομένα θα επιδιώξουμε μια καινοτόμο προσέγγιση στις κοινωνικές επιστήμες. Ο φυσικός κόσμος, συν τω χρόνω, ακολουθεί μια εξελικτική πορεία η οποία χαρακτηρίζεται από περιόδους συνέχειας και προβλεψιμότητας και από περιόδους ασυνέχειας και χάους. Ωστόσο, καμία από τις διάφορες κρίσεις που χαρακτηρίζουν την εξελικτική πορεία του φυσικού κόσμου δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως ιστορικό γεγονός αν δεν έχει ασκήσει επίδραση σε κάποια ανθρώπινη κοινωνία. Για να χαρακτηριστεί ένα γεγονός ως ιστορικό, είναι αναγκαίο να αφορά, με κάποιον τρόπο, άμεσο ή έμμεσο, στον άνθρωπο, εφόσον η ιστορία είναι αποκλειστικώς ανθρώπινο προνόμιο και ανθρώπινο δημιούργημα. Εξ ου και το ανάλογο της έννοιας της εξέλιξης του φυσικού κόσμου για το ανθρώπινο είδος είναι η έννοια της ιστορίας. Ειδικότερα, η ιστορία είναι η επίγνωση της πορείας της ανθρωπότητας στον χρόνο, πορεία η οποία μπορεί να προσδιοριστεί ποιοτικά ως η προσπάθεια της ανθρωπότητας αφενός να συνεχίσει την ύπαρξή της και αφετέρου να βελτιώσει το υπαρκτικό καταστατικό της δια της επιβολής του ανθρωπίνου λόγου επί της λογικής των υφισταμένων κάθε φορά κοινωνικών και φυσικών δομών. Αυτή είναι η ουσία της λεγόμενης ‘πολιτικής διαδικασίας’. Στη θεωρία της οργανωτικής συμπεριφοράς, ο όρος οργανωτική πολιτική αναφέρεται στις ενέργειες στις οποίες προβαίνουν τα άτομα ή οι ομάδες με σκοπό να αποκτήσουν, να αναπτύξουν και να χρησιμοποιήσουν την ισχύ ή και άλλους πόρους, ώστε να επιτύχουν τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα και την ανάλογη επιρροή στον οργανισμό (Garry1996). Γράφει σχετικά ο Ε. Μουτσόπουλος (1984): «Πιο συγκεκριμένα, η συνείδηση ακολουθεί, από την ιδική της σκοπιά, την φορά της υπάρξεως για διατήρηση και για εδραίωσή της. Αν η ύπαρξη σημαίνει διάρκεια, τότε εκείνο που η συνείδηση, ως συνείδηση της υπάρξεως, επιδιώκει είναι η, κατά το δυνατόν, διατήρηση της υπάρξεως αυτής, και μάλιστα υπό τους βελτίστους δυνατούς όρους, προκειμένου, τελικώς, να επιτευχθεί η υπέρβαση της υπάρξεως, χωρίς η τελευταία να καταλυθεί… Η προθετικότης της συνειδήσεως εξασφαλίζει, με τον τρόπο αυτόν, την ιδική της συγκεκριμενοποίηση τόσο ως φορά προς ένταξιν εκείνης στον κόσμο, χάρη σε μιαν αφομοίωσή του από την ίδιαν, όσο και ως καθαρή αυτογνωσία. Τα επίπεδα στα οποία οι διεργασίες αυτές συντελούνται είναι τα επίπεδα του ενστίκτου, της εμπειρίας και της νοήσεως. Στο επίπεδο του ενστίκτου, όλα δείχνουν πως η συνειδησιακή δραστηριότης έχει περιορισθεί στο ελάχιστο… Τα δύο ουσιώδη ένστικτα, της αυτοσυντηρήσεως και της αναπαραγωγής, επιβάλλονται επάνω στην ύπαρξη ως ταυτιζόμενα προς αυτήν… Στο επίπεδο της εμπειρίας, η προθετικότης της συνειδήσεως εκδηλώνεται χάρις στην δραστηριότητα των αισθητηρίων που προσανατολίζονται προς τον κόσμο προς τον οποίον και συνδέουν την ύπαρξη… Κατά τον Kant και για όσους μεταγενεστέρους του ενεπνεύσθησαν από αυτόν, ο λόγος άλλο δεν είναι από μια δομή που προϋπάρχει, και στης οποίας το πλαίσιο συναρτώνται κατηγορίες που, καταλλήλως ενεργοποιούμενες, είναι σε θέση να συνδέουν τα ασύνδετα εμπειρικά δεδομένα, ώστε να επιτρέπουν την διατύπωση συνθετικών κρίσεων, με αποτέλεσμα την δημιουργικήν υπέρβαση της εμπειρίας». Και συνεχίζει ο Ε. Μουτσόπουλος: «Καμμιά πράξη δεν έχει νόημα πέρ’απ’αυτό που της παρέχει το ένστικτο, αν δεν αποβλέπει σ’ένα συγκεκριμένο και συνειδητό αποτέλεσμα. Από τη άποψη αυτήν, κάθε συνειδητή πράξη, δηλαδή κάθε ενέργεια που αποσκοπεί στην μεταβολή μιας δεδομένης καταστάσεως, ενέχει καιρικότητα κατά τούτο, ότι η σκοπιμότης της θέτει μιαν διαχωριστική γραμμή μεταξύ εκείνου που δεν έχει ακόμη επέλθει, και εκείνου που δεν θα εξακολουθήσει πια να


συντελείται… πρώτον, η συνείδηση αποσκοπεί στην αποφασιστικήν επέμβασή της επί της κοσμικής πραγματικότητος, ώστε η ίδια να υπερβεί την ήδη διαμορφωμένην κατάσταση, για χάρη βελτιώσεως των συνθηκών υπό τις οποίες η ύπαρξη συνεχώς επιβεβαιώνεται…δεύτερον, η συνείδηση επιδιώκει η αποφασιστικότης της επεμβάσεώς της αυτής να μην προκαλέσει διατάραξη ανεπανόρθωτην η οποία, τελικώς, θ’ αποβεί εις βάρος της συνεχούς υπάρξεως… τρίτον, η συνείδηση διευκολύνει, οσάκις μια παρόμοια διατάραξη κινδυνεύει να συντελεσθεί, την ελάττωση των αρνητικών της επιπτώσεων, επεμβαίνοντας και πάλι, προς την αντίθετη όμως κατεύθυνση μιας (απαλυντικής των επιπτώσεων αυτών) στηρίξεως της παρερχομένης καταστάσεως, ώστε αυτή να μην εκλείψει εντελώς, και η ίδια να μην ευρεθεί ενώπιον μιας καταστάσεως νέας, αν όχι εντελώς άγνωστης… και, τέταρτον, αποβλέπει στην κατά πρόληψιν δημιουργία συνθηκών οι οποίες να επιτρέπουν, ή και να θεμελιώνουν, σ’ ένα στάδιο ανώτερο, μια νέαν επέμβασή της. Η τετραπλή αυτή διαλεκτική… παρουσιάζει έντονα τα χαρακτηριστικά της καιρικότητος: την αποφασιστικότητα κατά τον προγραμματισμό της πράξεως, και την μετριοπάθεια κατά την εκτέλεσή της». Η προοδευτική πορεία της ανθρωπότητας μπορεί, συνεπώς, να γίνει κατανοητή μέσω του λεγομένου «φυγικού» προτύπου το οποίο ενεπνεύσθη ο Ε. Μουτσόπουλος (ibid) από τον τρόπο με τον οποίο εκτυλίσσεται μια μουσική φυγή: «θέμα, απάντηση, αντίθεμα, διασκεδάσματα, επανεμφανίσεις του θέματος σε διάφορες βαθμίδες, προετοιμασία και διαμόρφωση του stretto, λύση και επίλογος. Ολόκληρη η ιστορική διαδικασία δεν είναι παρά εμφάνιση, ανάπτυξη, συμπλοκή, αφανισμός και επανεμφάνιση, σύγκρουση και εναρμονισμός πρωτευόντων και δευτερευόντων στοιχείων τα οποία συνθέτουν την ιστορική πολυφωνική δομή. Στο εσωτερικό αυτής της γενικότερης δομής, εντάσσονται μερικότερες ομόλογες δομές που εκφράζουν επιμέρους ιστορικά συμβάντα. Τόσο η προθετικότης της συνειδήσεως όσο και η καιρικότης δια της οποίας εκείνη εκδηλώνει τη δραστηριότητά της στο επίπεδο της εκ μέρους της καρπώσεως του ιστορικού χρόνου στο πλαίσιο της διαδικασίας που συνιστά το ιστορικό γίγνεσθαι ευρίσκουν στο φυγικό ιστορικό πρότυπο την εντελέστερη δυνατή κάλυψή τους…Η ιστορική συνέχεια δεν καταλύεται εντελώς δια της της ασυνεχείας που εισάγει σ’ αυτήν η καιρική παρείσφρηση του ανθρώπου, αλλ’ αντιθέτως, αναδομείται δια της επιβολής της ανθρωπίνης προθετικότητος επί του χρόνου». Όπως έχει επισημάνει ο Ε. Μουτσόπουλος (1984), η επικοινωνία μεταξύ των συνειδήσεων υπήρξε αρχήθεν το μέγα ηθικό αίτημα για κάθε ανθρώπινη κοινότητα, και δικαίως σταδιακά απέβη αντικείμενο επιστημονικής διερεύνησης, με έμφαση ιδιαίτερη επί της επικοινωνιακής προθετικότητας την οποία προϋποθέτει και των κοινωνικών δομών στων οποίων τη διαμόρφωση και την επιβολή συντελεί. Η οικονομική επικοινωνία (αλληλεπίδραση) και γενικότερα η οργανωτική συμπεριφορά – δηλαδή η μελέτη αφενός της συμπεριφοράς των ατόμων και των ομάδων που εργάζονται σ’ έναν δεδομένο οργανισμό και αφετέρου της συμπεριφοράς του ίδιου αυτού του οργανισμού, με σκοπό να επιτύχει ο οργανισμός αυτός τα αναμενόμενα αποτελέσματα (βλ. π.χ. Bobbitt et al.1978)– οι οποίες προκύπτουν ως διεύρυνση του ηθικού αιτήματος της επικοινωνίας των συνειδήσεων, απετέλεσαν επί μακρόν στόχο της ιστορικής και ακριβέστερα της επιστημονικής έρευνας, με έμφαση στην ανάλυση των συνθηκών υπό τις οποίες έδρασαν οι κυριότεροι φορείς του ιστορικού γίγνεσθαι. Η επιστήμη απέστερξε επί μακρόν να


ασχοληθεί στην αναζήτηση και τη διατύπωση μιας απάντησης στο δίλημμα ανάμεσα στον Παρμενίδη και στον Ηράκλειτο, δίλημμα το οποίο έχει ύψιστη σημασία για τον τρόπο που κατανοούμε τόσο τα φυσικά όσο και τα κοινωνικά φαινόμενα: σύμφωνα με τον Παρμενίδη, δεν υπάρχει τίποτε καινούργιο, αλλά όλα απλώς υπάρχουν και θα υπάρχουν για πάντα, ενώ, σύμφωνα προς τον Ηράκλειτο, «τα πάντα ρει και ουδέν μένει». Κατά κάποιον τρόπο, η δυναμική του Νεύτωνα (Newton) φαίνεται να δικαιώνει τον Παρμενίδη, υπό την έννοια ότι πρόκειται για μια φυσική θεωρία στην οποία ο χρόνος είναι απόλυτος και αναστρέψιμος, και άρα τίποτε ουσιαστικά νέο δεν είναι δυνατό να εμφανιστεί. Από την άλλη πλευρά, στον 20ό αιώνα, η φυσική μακράν της ισορροπίας απέδειξε ότι νέες δομές προέρχονται από τη μη γραμμικότητα και την απόσταση από την ισορροπία, δίνοντας δίκαιο στον Ηράκλειτο. Συνεπώς, με τα σύγχρονα δεδομένα της φυσικής επιστήμης, μπορούμε να αποφανθούμε πότε είναι ορθός ο Παρμενίδης και πότε είναι ορθός ο Ηράκλειτος (Prigogine1980). Στα επόμενα δύο κεφάλαια, θα ασχοληθούμε στη μελέτη και στην επίλυση του διλήμματος μεταξύ Παρμενίδη και Ηράκλειτου στις κοινωνικές επιστήμες, χρησιμοποιώντας προς τούτο τις μαθηματικές μεθόδους της μη-γραμμικής ανάλυσης, και ιδιαίτερα τη διαφορίσιμη δυναμική (Laos1998). Ένα δυναμικό σύστημα αποτελείται από δύο συστατικά: έναν κανόνα (γνωστό ως το ‘δυναμικό’ του συστήματος), ο οποίος ορίζει το πώς εξελίσσεται το σύστημα, και μια αρχική συνθήκη (γνωστή ως ‘κατάσταση’) από την οποία το σύστημα αρχίζει να εξελίσσεται. Ο τύπος κανόνων που είναι ο περισσότερο επιτυχημένος για να περιγράψουμε φυσικά και κοινωνικά φαινόμενα είναι οι διαφορικές εξισώσεις. Αυτή η διαπίστωση οδήγησε τον φημισμένο μαθηματικό Β.Ι. Αρνόλντ (V.I. Arnold) να δηλώσει ότι «συνεπώς, οι διαφορικές εξισώσεις βρίσκονται στη βάση της επιστημονικής μαθηματικής φιλοσοφίας». Αυτή η επιστημονική φιλοσοφία άρχισε με την ανακάλυψη του μαθηματικού λογισμού από τους Νεύτωνα και Λάιμπνιτς (Leibniz), και έκτοτε συνεχίζεται να αναπτύσσεται ταχύτατα. Η θεωρία δυναμικών συστημάτων και η μη-γραμμική δυναμική αναπτύχθηκαν από την ποιοτική μελέτη των διαφορικών εξισώσεων, η οποία με τη σειρά της ξεκίνησε ως μια προσπάθεια να κατανοήσουμε και να προβλέψουμε τις κινήσεις που συμβαίνουν γύρω μας, όπως π.χ. τις τροχιές των πλανητών, τις δονήσεις ενός ιμάντα, τα αενάως εξελισσόμενα καιρικά φαινόμενα, τις διακυμάνσεις των οικονομικών αγορών, κ.λπ. Στους πρώτους δύο αιώνες αυτής της επιστημονικής φιλοσοφίας, από τον Νεύτωνα και τον Όιλερ (Euler) μέχρι τον Χάμιλτον (Hamilton) και τον Μάξγουελ (Maxwell), έχουν λάβει χώρα σημαντικές επιστημονικές επιτυχίες, και καθίσταται σαφές ότι άλλες από τις κινήσεις που συμβαίνουν γύρω μας(π.χ. η κίνηση του εκκρεμούς) εκδηλώνουν μια κανονικότητα και μπορούν να εξηγηθούν εύκολα, ενώ άλλες(π.χ. οι δρόμοι που θα ακολουθήσουν οι σταγόνες της βροχής καθώς πέφτουν στο έδαφος) είναι ακανόνιστες και φαίνονται να μην υπακούουν σε κανέναν νόμο. Τον 19ο αιώνα, ο Ανρί Πουανκαρέ (Henri Poincare), στο σύγγραμμά του Επιστήμη και Μέθοδος, ανακάλυψε ότι η κύρια πηγή του προβλήματος της πρόβλεψης της συμπεριφοράς δυναμικών συστημάτων δεν έχει να κάνει τόσο με τους κανόνες που τα διέπουν όσο έχει να κάνει με την ευαισθησία τους στις αρχικές συνθήκες. Η σημασία της ανακάλυψης από τον Πουανκαρέ της ευαίσθητης εξάρτησης από τις αρχικές συνθήκες η οποία χαρακτηρίζει αυτά που σήμερα ονομάζουμε χαοτικά δυναμικά συστήματα μπόρεσε να κατανοηθεί σε βάθος μόλις από τη δεκαετία του 1970 και μετά. Μαθηματικοί, φυσικοί, χημικοί, βιολόγοι, μηχανικοί, οικονομολόγοι και γενικά ερευνητές κάθε επιστημονικού


πεδίου έχουν πλέον, με τη βοήθεια υπολογιστικών προσομοιώσεων και νέων πειραμάτων, ανακαλύψει πληθώρα χαοτικών φαινομένων που υπάρχουν ακόμη και στα απλούστερα μηγραμμικά συστήματα. Στη συνέχεια του παρόντος συγγράμματος, θα χρησιμοποιήσουμε τα φιλοσοφήματα της φιλοσοφίας της καιρικότητας και τα πορίσματα της διαφορίσιμης δυναμικής, και ειδικότερα της φυσικής μακράν της ισορροπίας και της επιστήμης της πολυπλοκότητας, για να κατανοήσουμε σε βάθος τα θεμελιώδη προβλήματα των κοινωνικών επιστημών και ειδικότερα της εγκληματολογίας. Ένα σημαντικό χαρακτηριστικό όλων των ανθρωπίνων συστημάτων (π.χ. κοινωνίες, οικονομικές αγορές, άλλοι οργανισμοί, κ.ο.κ.) είναι ότι αποτελούν συστήματα που περιέχουν πολλούς μηχανισμούς αυτορυθμιζόμενης ανάδρασης. Γνωρίζουμε, για παράδειγμα, ότι, εάν η τιμή ενός αγαθού αυξηθεί υπερβολικά, τότε η ζήτηση γι’ αυτό θα μειωθεί και, εξ αυτού του λόγου, θα μειωθεί και η τιμή του (η αρνητική ανάδραση ελέγχει το σύστημα). Αυτός είναι ο απλούστερος μεταξύ των πολλών τέτοιων αυτορυθμιζόμενων μηχανισμών ανάδρασης που λειτουργούν στην οικονομία. Η ύπαρξη αυτού του είδους των εγγενών μηχανισμών έχει σημαντικές και εκπληκτικές συνέπειες για τους τρόπους με τους οποίους μπορεί να συμπεριφερθούν οι οικονομικές αγορές, οι τιμές και η οικονομία συνολικά (Anderson, Arrow and Pines(eds)1988, Savit1988). Για να συνειδητοποιήσουμε γιατί συμβαίνει αυτό, θα θεωρήσουμε ένα απλό μοντέλο ενός συστήματος με αυτορυθμιζόμενη ανάδραση. Ας υποθέσουμε ότι έχουμε μια εξαιρετικά απλή αγορά με μόνο ένα εμπόρευμα, π.χ. το σιτάρι, προς πώληση. Η τιμή ενός τόνου σιταριού κατά την εβδομάδα ε είναι τ(ε). ας υποθέσουμε επίσης ότι οι έμποροι σιταριού είναι πλεονέκτες και προσπαθούν αυξήσουν την τιμή του κατά έναν παράγοντα Α (μεγαλύτερο της μονάδας) κάθε εβδομάδα. Τότε η τιμή του σιταριού κατά την εβδομάδα ε+1 θα δίνεται από την ακόλουθη εξίσωση: τ(ε+1) = Ατ(ε). Όμως, οι καταναλωτές είναι, με τη σειρά τους, ευαίσθητοι στις ανόδους των τιμών, και γι’αυτό, καθώς αυξάνεται η τιμή, μειώνονται οι ποσότητες που αγοράζονται. Μπορούμε να ενσωματώσουμε αυτό το γεγονός στην ανωτέρω εξίσωση αφαιρώντας από το δεξί μέλος της έναν παράγοντα Βτ(ε), ο οποίος μεγαλώνει όσο αυξάνεται η τ: τ(ε+1) = Ατ(ε) – Βτ(ε) = (Α – Β)τ(ε). Εάν Α – Β είναι μεγαλύτερο του 1, η δεδομένη εξίσωση θα συνεχίσει να οδηγεί σε περαιτέρω μεγέθυνση των τιμών, με τρόπο ώστε η αρνητική ανάδραση (δηλαδή η μείωση της ζήτησης ως συνέπεια της ανόδου των τιμών) δεν θα μπορεί να αποτρέψει τον πληθωρισμό. Από την άλλη πλευρά, εάν Α – Β είναι μικρότερο του 1, η τιμή του σιταριού τελικά θα φθάσει στο μηδέν, δηλαδή θα καταρρεύσει η αγορά σιταριού. Είναι προφανές ότι ένα μοντέλο για την αγορά το οποίο επιτρέπει μόνο δύο εναλλακτικά σενάρια – δηλαδή απεριόριστη αύξηση των τιμών ή απόλυτη κατάρρευση της αγοράς – δεν είναι ικανοποιητικό. Για να βελτιώσουμε τις δυνατότητες του μοντέλου μας, μπορούμε να προβούμε στην αμέσως απλούστερη τροποποίησή του: αντί να αφαιρέσουμε τον γραμμικό


παράγοντα Βτ(ε) από το δεξί μέλος της δεδομένης εξίσωσης, αφαιρούμε τον μη-γραμμικό παράγοντα Ατ(τ(ε)), κι έτσι η εν λόγω εξίσωση γίνεται: τ(ε+1) = Ατ(ε) – Ατ(τ(ε)), η οποία είναι γνωστή ως logistic map (Abraham and Shaw1982-8). Παρά την απλότητά της, η χρονοσειρά τ(ε) που γεννάται από αυτήν την απεικόνιση μπορεί να εκδηλώσει μια εκπληκτική ποικιλία συμπεριφορών, η οποία εξαρτάται από την τιμή της παραμέτρου Α. Συγκεκριμένα: (α)εάν το Α είναι μεταξύ του 0 και του3, τότε μετά από αρκετό χρόνο η απεικόνιση τ(ε) θα γίνει σταθερή, (β)για λίγο μεγαλύτερες τιμές του Α, η τ(ε) συμπεριφέρεται σαν limit cycle, δηλαδή η τ(ε) ‘μπιστάει’ μεταξύ διαφόρων συγκεκριμένων τιμών περιοδικά(το πόσες είναι αυτές οι τιμές εξαρτάται από το Α, π.χ. εάν Α = 3.15, τότε η τ(ε) μπιστάει απεριόριστα μεταξύ δύο τιμών), (γ)για ακόμη μεγαλύτερες τιμές του Α, η συμπεριφορά της τ(ε) γίνεται απεριοδική, και όταν Α = 4 αυτή η απεριοδικότητα γίνεται τόσο πολύπλοκη ώστε η συμπεριφορά της απεικόνισης τ(ε) αποβαίνει χαοτική, δηλαδή φαίνεται τελείως τυχαία και, ως εκ τούτου, απρόβλεπτη. Η θεωρία του χάους έχει δείξει ότι ακόμη και σε τελείως κλειστά συστήματα (σημείωση: ένα ‘κλειστό σύστημα’ είναι ένα σύστημα όπου οι μεταβλητές αλληλεπιδρούν μόνο μεταξύ τους και δεν επηρεάζονται από εξωτερικούς παράγοντες, π.χ. το σύστημα της αγοράς σιταριού που μελετήσαμε πριν), χωρίς τυχαία στοιχεία, δεν πρέπει να αναμένουμε, ούτε κατ’ αρχήν, ότι υπάρχει απόλυτη προβλεψιμότητα (Lighthill1986). Ακόμη και συστήματα που είναι κλειστά και διέπονται από αιτιοκρατικούς νόμους δεν είναι κατ’ ανάγκη απολύτως προβλέψιμα και άρα δεν μπορεί να θεωρηθούν ούτε ως υποκείμενα σε απόλυτο έλεγχο. Τα κοινωνικά φαινόμενα είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με την προθετικότητα της ανθρώπινης συνείδησης, αφού μέλη του κοινωνικού συστήματος είναι άνθρωποι. Και μέσα στην ανθρώπινη συνείδηση δημιουργούνται οι αξίες. Δια μέσου δε της συνείδησης, οι αξίες συγκροτούν έναν ξεχωριστό νοητό κόσμο (Μουτσόπουλος 1977). Με αυτόν τον τρόπο, η συνείδηση αναδεικνύεται επιπροσθέτως σε αυτοτελή αξία η οποία συνδέει τις άλλες αξίες, και αυτό το γεγονός πειθαναγκάζει στην παραδοχή τόσο συνείδησης της ύπαρξης των αξιών όσο και ύπαρξης της ίδιας της συνείδησης, ως αυτοτελούς αξίας, η οποία επιτελεί αυτήν τη διαγνωστική και συνδετική λειτουργία (Μουτσόπουλος, ibid ). Έτσι, στο πλαίσιο μιας εξαντικειμενιστικής διαδικασίας, οι αξίες αναδεικνύονται σε δυναμικές αποκρυσταλλώσεις στα επίπεδα της γλώσσας, της επιστήμης, της τέχνης, της πράξης και της ιστορίας (Μουτσόπουλος, ibid). Μια από τις ανακαλύψεις της θεωρίας του χάους είναι ότι ο ανθρώπινος εγκέφαλος οργανώνεται με τάξη που αναδύεται από το χάος. Ο ανθρώπινος εγκέφαλος είναι ένα πολύπλοκο μη-γραμμικό σύστημα ανάδρασης. Περιέχει δισεκατομμύρια νευρώνων που είναι συνδεδεμένοι μεταξύ τους. Στον εγκέφαλο, σήματα ταξιδεύουν σε πάρα πολλούς βρόχους ανάδρασης, μεταφέροντας τεράστιες ποσότητες πληροφορίας. Παρ’ ότι γνωρίζουμε ότι συγκεκριμένες περιοχές του εγκεφάλου επιτελούν συγκεκριμένες λειτουργίες, η δράση νευρώνων σε μια απ’ αυτές τις περιοχές μπορεί να προκαλέσει μεγαλύτερης έκτασης νευρωνική δραστηριότητα σε μια ευρύτερη περιοχή.


Τα πολύπλοκα συστήματα, γενικώς, και ο εγκέφαλος, ειδικώς, εκδηλώνουν μια ιδιότητα την οποία οι μαθηματικοί ονομάζουν ‘ελκυστές’ (attractors). Οι ελκυστές αντιπροσωπεύουν τις καταστάσεις στις οποίες το σύστημα τελικώς (‘ελκυόμενο’ προς αυτές) εισέρχεται, ανάλογα με τις ιδιότητες του ίδιου του συστήματος. Στο επίπεδο της φυσικής, ελκυστές είναι φυσικές συμπεριφορές προς τις οποίες οι γειτονικές συμπεριφορές συγκλίνουν, π.χ. το εκκρεμές σ’ ένα ρολόι που δουλεύει σωστά δεν κινείται άλλοτε πιο αργά και άλλοτε πιο γρήγορα, οι πολικές θερμοκρασίες δεν συμβαίνουν στον ισημερινό, οι γάιδαροι δεν πετούν, κ.ο.κ. Στο επίπεδο της ιστορίας, ως ελκυστές, μπορούμε να θεωρήσουμε την ‘ηγεσία’, τη ‘φυλή’, το ‘κράτος’ και ό,τι δίνει στους ανθρώπους ταυτότητα, όπως η θρησκεία, η κοινωνική τάξη και οι αξίες. Πειράματα με ηλεκτροεγκεφαλογραφήματα (EEG) έχουν δείξει ότι ο εγκέφαλος περιέχει ‘παράξενους ελκυστές’. Με τον όρο ‘παράξενος ελκυστής’ (strange attractor), οι μαθηματικοί αναφέρονται σε ελκυστές που χαρακτηρίζονται από ευαίσθητη εξάρτηση από τις αρχικές συνθήκες. Ειδικώς ο εγκέφαλος περιέχει διαφορετικούς παράξενους ελκυστές για κάθε διαφορετική δραστηριότητα (π.χ. οι εγκεφαλικές λειτουργίες έλκονται προς διαφορετικό παράξενο ελκυστή όταν ο άνθρωπος αναπαύεται από ό,τι όταν ο ίδιος άνθρωπος προσπαθεί να λύσει ένα μαθηματικό πρόβλημα). Δεδομένου ότι η συνείδηση είναι μια ανώτερη κατάσταση του εγκεφάλου (βλ. π.χ. Searle1984), η θεωρία του χάους μας οδηγεί σ’ ένα πολύ ενδιαφέρον μοντέλο της συνείδησης. Οι νευρώνες εκπέμπουν σήματα μόνο όταν ενεργοποιούνται από εισερχόμενα σήματα που τους στέλνουν άλλοι νευρώνες. Η έννοια του χώρου φάσης μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να εικονίσουμε αυτό που συμβαίνει στον εγκέφαλο. Ο ‘χώρος φάσης’ (phase space) αντιπροσωπεύει την κατάσταση ενός αντικειμένου σε έναν πολυδιάστατο χώρο(κι έτσι ο χώρος φάσης μετατρέπει τα ‘πληκτικά’ στατιστικά δεδομένα σε ‘ζωντανές’ εικόνες). Κάθε νευρώνας θεωρείται ότι αντιπροσωπεύει μια διάσταση. Έτσι, στον χώρο φάσης, σε κάθε νευρώνα αντιστοιχεί μια διάσταση. Άρα, υπάρχουν περίπου 10 δισεκατομμύρια διαστάσεις (όσες οι νευρώνες). Εφόσον η συνείδηση σχετίζεται με τη δραστηριότητα των νευρώνων, μέσω αυτού του μοντέλου, επιτυγχάνουμε μια απεικόνιση της συνείδησης που μπορεί να αναλυθεί. Συγκεκριμένα, η συνείδηση μπορεί να αντιπροσωπευθεί από ένα σημείο που κινείται μέσα σ’ αυτόν τον χώρο φάσης (αυτό το σημείο μπορεί να περιγραφεί σαν το ‘εγώ’ που απεικονίζεται γραφικά). Τα συμπεράσματα που προκύπτουν από την προαναφερθείσα αναλυτική μελέτη της συνείδησης είναι τα ακόλουθα: Πρώτον, ο δρόμος που ακολουθεί αυτό το σημείο (συνείδηση) είναι χαοτικός. Το σύστημα μπορεί να είναι αιτιοκρατικό, αλλά η συμπεριφορά του σημείου είναι απρόβλεπτη. Άρα, ουδέποτε μπορούμε να ισχυριστούμε ότι η ανθρώπινη συμπεριφορά προβλέπεται-ελέγχεται απόλυτα. Δεύτερον, η κίνηση του σημείου, ενώ είναι χαοτική, δεν είναι τυχαία (random), αλλά ακολουθεί έναν παράξενο ελκυστή. Αυτός ο παράξενος ελκυστής είναι το φαινόμενο που ονομάζουμε ‘προσωπικότητα’. Τρίτον, αυτό το μοντέλο δεν είναι αλγοριθμικό – δεν είναι δηλαδή προβλέψιμο ή sequential. Είναι ρευστό και ελαστικό. Τέταρτον, δεν υπάρχει όριο στον αριθμό των καταστάσεων στις οποίες μπορεί να βρεθεί το σύστημα. Ο αριθμός των νευρώνων είναι πεπερασμένος, αλλά τα σημεία στον χώρο φάσης είναι απεριόριστα. Άρα, και η ποικιλία των συνειδησιακών καταστάσεων είναι απεριόριστη.


Τόσο η καιρική θεώρηση της ιστορίας όσο και η επιστήμη της πολυπλοκότητας δείχνουν έναν κόσμο στον οποίο τα γεγονότα είναι αβέβαια, οι αξίες επιδέχονται αμφισβήτησης, οι κάθε είδους δυνητικοί κίνδυνοι είναι μεγάλοι(αφού οι αβεβαιότητες δεν μπορούν να δαμαστούν), και οι αποφάσεις είναι επείγουσες. Ο μόνος τρόπος με τον οποίο οι κοινωνικοί επιστήμονες μπορούν να οδηγηθούν με επιτυχία στο μέλλον είναι η αναγνώριση του πού βρισκόμαστε και του τι μπορούμε. Ο τρόπος σκέψης της κλασσικής επιστήμης που βασίζεται σε απλές αιτιοκρατικές εξισώσεις και φαντάζεται έναν ‘καλονοικοκυρεμένο’ κόσμο ο οποίος μπορεί να προβλεφθεί, και άρα και να ελεγχθεί, με το να γνωρίσουμε τις νομοτέλειες που τον διέπουν είναι πολύ κακός σύμβουλος. Μάλλον πρέπει να βρισκόμαστε σ’ έναν συνεχή δυναμικό διάλογο με τον κόσμο και τον εαυτό μας, αναγνωρίζοντας την αβεβαιότητα, την αλλαγή, τις διάφορες αξιακές δεσμεύσεις στις οποίες προβαίνουμε εμείς και οι γύρω μας, και τον πλουραλισμό των προοπτικών και των υποθέσεων εργασίας που υιοθετούν οι διάφοροι άνθρωποι. Όπως λέει μια ισπανική παροιμία, «διαβάτη, δεν υπάρχουν δρόμοι, οι δρόμοι φτιάχνονται περπατώντας». Επάνω σε αυτές τις αρχές και διαπιστώσεις βασίζεται η λήψη αποφάσεων στο ‘άκρο του χάους’, που θα μελετήσουμε στη συνέχεια.

Τα όρια του φορμαλισμού και η θετικιστική επιστημολογία Στην προαναφερθείσα ενότητα, επισημάναμε την απομάκρυνση του σύγχρονου επιστημονικού προτύπου από αυστηρά αιτιοκρατικά συστήματα και την όδευσή του προς τη μελέτη πολύπλοκων συστημάτων. Στην παρούσα ενότητα, θα επισημάνουμε ότι το σύγχρονο πρότυπο της επιστήμης δεν διαφοροποιείται από τα προγενέστερά του μόνο αναφορικά με την απομάκρυνσή του από την αυστηρή αιτιοκρατία υπό το κράτος της επιστήμης της πολυπλοκότητας, αλλά διαφοροποιείται και αναφορικά με την οριοθέτηση του φορμαλισμού υπό το κράτος των θεωρημάτων του Αυστριακού λογικού Κουρτ Γκέντελ (Kurt Gödel). Με τον όρο τυπικές μέθοδοι (formal methods), εννοούμε τη χρήση της λογικής και των μαθηματικών για την κατασκευή προτύπων (models) στις κοινωνικές επιστήμες. Ένα πρότυπο20 έχει ως σκοπό του να αποτελέσει μια απλοποιημένη αναλογία της ‘πραγματικής ζωής’: η παραγωγική του δομή21 (deductive structure) βοηθεί τον κοινωνικό επιστήμονα να διερευνήσει τις συνέπειες εναλλακτικών υποθέσεων.

20

21

Για περισσότερες λεπτομέρειες, βλ. N.K. Laos1998.

Ένα παραγωγικό σύστημα (deductive system) ορίζεται ως ένας λογισμός (calculus) εφοδιασμένος με μια ερμηνεία των όρων του. Ένας λογισμός είναι μια συλλογή συμβόλων εφοδιασμένη με ένα σύνολο κανόνων για τη χρήση τους. Στο πλαίσιο ενός λογισμού, δεν μπορούν να τεθούν ερωτήσεις περί σημασίας, και γι’ αυτό ούτε και περί αλήθειας/ψεύδους. Όμως, όταν ένας λογισμός εφοδιασθεί με μια ερμηνεία των όρων του, δηλαδή με ένα σύνολο κανόνων που δίδουν κάποια σημασία στους όρους του, τότε γίνεται ένα παραγωγικό σύστημα. Ένα παραγωγικό σύστημα λέγεται καθαρό (pure) εάν οι κανόνες ερμηνείας είναι επαρκείς για να αποδειχθεί η αλήθεια ή το ψεύδος των συστατικών του προτάσεων. Οι προτάσεις ενός καθαρού παραγωγικού συστήματος λέγονται καθορισμένες-στο-L (Ldeterminate), όπου το L συμβολίζει τη σχετική τυπική γλώσσα. Για παράδειγμα, η λογική και τα μαθηματικά είναι καθαρά παραγωγικά συστήματα. αντίθετα, εάν μια πρόταση δεν μπορεί να αποκτήσει μια τιμή αληθείας (‘αληθής’ ή ‘ψευδής’) μόνο με κριτήριο τους κανόνες ερμηνείας στο


Ο φορμαλισμός είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τον θετικισμό (positivism). Ο θετικισμός αρχικά συνδέθηκε με τον Γάλλο κοινωνιολόγο Auguste Comte, κατά το πρώτο μισό του 19ου αιώνα, και έφθασε στο απόγειό του με τον λεγόμενο Κύκλο της Βιέννης και τον λογικό θετικισμό (logical positivism) του μεσοπολέμου. Ο θετικισμός αποτελεί μια ακραία μορφή εμπειρισμού, στο πλαίσιο της οποίας μόνο προτάσεις που εκφράζουν γνώση η οποία προέρχεται από την εμπειρία, καθώς και οι προτάσεις των μαθηματικών και της λογικής θεωρείται ότι έχουν γνωστική σημασία (cognitive significance) – οι μεταφυσικές προτάσεις απορρίπτονται πλήρως ως γνωστικώς ασήμαντες. Για τον θετικισμό στις κοινωνικές επιστήμες και ειδικότερα στην Εγκληματολογία, διαβάζουμε στο βιβλίο Θετικιστική Εγκληματολογία της Α. Χάιδου (1996, 16) τα εξής: «Στο πλαίσιο του θετικισμού η επιστημονική μέθοδος που ακολουθείται θεωρεί όλα τα φαινόμενα ως αποτέλεσμα σχέσεων αιτίου-αποτελέσματος. Οι σχέσεις αυτές συνιστούν φυσικούς νόμους οι οποίοι διέπουν τόσο τον φυσικό όσο και τον κοινωνικό κόσμο… Η προσέγγιση του εγκληματικού φαινομένου [στο πλαίσιο του θετικισμού] είναι απαλλαγμένη από φιλοσοφικές, ανταποδοτικές και ηθικοθρησκευτικές δοξασίες». Ωστόσο, τα όρια του φορμαλισμού και κατ’ επέκταση του θετικισμού έδειξε ο Kurt Gödel, στον οποίο οφείλεται «μια από τις σημαντικότερες προόδους που συντελέστηκαν στη λογική στα νεότερα χρόνια» (με αυτά τα λόγια το Πανεπιστήμιο Harvard περιέγραψε το θεώρημα του Gödel όταν του απένημε τιμητικό δίπλωμα το 1952, βλ. E. Nagel and J.R. Newman1958, σελ. 3). Για να μπορούμε να μιλάμε για πλήρη τυποποίηση ενός ακαδημαϊκού πεδίου, όπως η Λογική, τα Μαθηματικά και τα διάφορα πεδία των κοινωνικών επιστημών, πρέπει να αποδείξουμε ότι η σημασία είναι αμιγώς γλωσσικό ζήτημα και να βρούμε μια γλώσσα μέσα στην οποία να μπορούμε να αποτιμήσουμε την τιμή αλήθειας κάθε πρότασης που είναι τυποποιημένη σύμφωνα με τη δεδομένη γλώσσα. Για να επιτύχουμε δηλαδή έναν τέτοιον βαθμό τυποποίησης, χρειαζόμαστε ένα τυπικό σύστημα που να είναι συγχρόνως πλήρες και συνεπές. Πληρότητα (completeness) χαρακτηρίζει ένα τυπικό (αξιωματικό) σύστημα εάν και μόνο εάν περιέχει επαρκή αριθμό αξιωμάτων ώστε να μπορούμε να αποφανθούμε μέσα σε αυτό το σύστημα επί της τιμής της τιμής αλήθειας κάθε πρότασης που είναι τυποποιημένη σύμφωνα με αυτό το σύστημα. Συνέπεια (consistency) χαρακτηρίζει ένα τυπικό σύστημα εάν και μόνο εάν ούτε περιέχει ούτε παράγει, κατά την ανάπτυξη θεωρημάτων, αντιφάσεις. Ο φορμαλισμός ήδη από την αρχή του 20ού αιώνα οδήγησε στο πρόβλημα της αποκρισιμότητας (decidability) ενός τυπικού συστήματος, δηλαδή στο ερώτημα εάν είναι δυνατή η απόφανση επί της αποδειξιμότητας μιας λογικής/μαθηματικής πρότασης ή της άρνησής της. Με άλλους λόγους, το πρόβλημα της αποκρισιμότητας μας καλεί να ανακαλύψουμε μια καθορισμένη μέθοδο που θα μπορούσε να εφαρμοστεί για την

σχετικό παραγωγικό σύστημα, τότε ονομάζεται μη-καθορισμένη-στο-L (non-L-determinate). Μια πρόταση μη-καθορισμένη-στο-L ταξινομείται ως αληθής ή ως ψευδής όχι μόνο με βάση τους κανόνες ερμηνείας στο σχετικό παραγωγικό σύστημα αλλά και με βάση έναν κανόνα ταξινόμησης που αναφέρεται σε εμπειρικά δεδομένα. Οι προτάσεις που είναι μη-καθορισμένες-στο-L και για τις οποίες έχει ορισθεί ένας κανόνας ταξινόμησης που αναφέρεται σε εμπειρικά δεδομένα ονομάζονται εμπειρικές προτάσεις, και τα παραγωγικά συστήματα που περιέχουν εμπειρικές προτάσεις ονομάζονται εφαρμοσμένα (applied).


αποτίμηση της τιμής αλήθειας κάθε λογικής/μαθηματικής πρότασης22. Ο Kurt Gödel «απέδειξε ότι, εάν ένα τυπικό σύστημα, ας το ονομάσουμε F, περιελάμβανε την αριθμητική23, τότε (i) υπάρχει μια πρόταση του F (ή για την ακρίβεια της αριθμητικής) η οποία είναι αληθής, αλλά όχι αποδείξιμη, και (ii) χρειαζόμαστε ένα σύστημα ισχυρότερο από το F εάν πρόκειται να αποδειχθεί η συνέπεια του F… Η αριθμητική δεν επαρκεί για να αποδείξει τη δική της συνέπεια. Και πράγματι κάθε επέκταση της αριθμητικής έχει αυτήν την ίδια αδυναμία, έτσι ώστε δεν υπάρχει ελπίδα να αποδείξουμε τη συνέπεια όλων των μαθηματικών από ένα τυπικό σύστημα για όλα τα μαθηματικά» (J.N. Crossley et al. 1972, 45, 57). Για να αποδείξουμε δηλαδή τη συνέπεια ενός τυπικού συστήματος, πρέπει να βγούμε έξω από τα όριά του, και να μεταβούμε σ’ ένα μεγαλύτερο αυτού σύστημα (μετασύστημα). Με άλλους λόγους, η σημασία του πράγματος, του όντος, υπερχειλίζει24 πάντοτε αυτού, κι έτσι μπορούμε να πούμε ότι η ίδια η φιλοδοξία τυποποίησης του κόσμου ήταν αυτή που οδήγησε τελικά, ακουσίως, στη ‘νομιμοποίηση’ της μετα-φυσικής! Διαβάζουμε στο σύγγραμμα που δημοσίευσε το 1931 ο Gödel υπό τον τίτλο «On Formally Undecidable Propositions of Principia Mathematica and Related Systems»: «Η εξέλιξη των μαθηματικών προς την κατεύθυνση της μεγαλύτερης ακρίβειας έχει οδηγήσει, όπως είναι ευρέως γνωστό, στην τυποποίηση μεγάλων κομματιών τους, έτσι ώστε κάποιος μπορεί να αποδείξει οποιοδήποτε θεώρημα χρησιμοποιώντας τίποτε άλλο παρά μόνο μερικούς μηχανικούς κανόνες. Τα μεγαλύτερα τυπικά συστήματα που έχουν διαμορφωθεί μέχρι τώρα είναι αφενός το σύστημα των Principia Mathematica25 και αφετέρου το αξιωματικό σύστημα της συνολοθεωρίας των Zermelo-Fraenkel26 (το οποίο αναπτύχθηκε 22

Πρόκειται ουσιαστικά για ένα από τα 23 προβλήματα που είχε παρουσιάσει ο David Hilbert στο Παγκόσμιο Συνέδριο Μαθηματικών του 1900 στο Παρίσι, επισημαίνοντας ότι η λύση αυτών ήταν θεμελιώδους σημασίας για την ανάπτυξη των Μαθηματικών στον 20ό αιώνα. Το εν λόγω πρόβλημα ισοδυναμεί με το πρόβλημα κατασκευής ενός αλγορίθμου για τον προσδιορισμό της συναγωγής ενός συγκεκριμένου συμπερασμού από δεδομένες προκείμενες με τη χρήση των κανόνων παραγωγής ενός δεδομένου αξιωματικού συστήματος. Η εύρεση ενός αλγορίθμου που θα απαντούσε στο πρόβλημα της αποκρισιμότητας θα προδίκαζε και τη λύση κάθε μαθηματικού προβλήματος αιτιολογώντας τη θέση του Hilbert ότι «στα Μαθηματικά δεν υπάρχει άγνοια». Κατ’ επέκταση, η εύρεση ενός τέτοιου αλγορίθμου θα προδίκαζε και τη λύση κάθε προβλήματος στη Λογική δικαιώνοντας έτσι τον νομιναλισμό και την αντιμετώπιση της φιλοσοφίας σαν ένα παιχνίδι λέξεων. Ο Gödel, το 1931, απέδειξε ότι υπάρχουν τυπικά μη αποκρίσιμες προτάσεις σε κάθε τυπικό σύστημα που περιέχει την αριθμητική, και το 1936 ο Alan Turing απέδειξε ότι δεν ήταν δυνατό να κατασκευαστεί ένας αλγόριθμος σαν εκείνον που είχε ζητήσει ο Hilbert (βλ. σχετικά G.S. Boolos and R.C. Jeffrey1989). Τα εντυπωσιακά (και εφιαλτικά για τους φορμαλιστές και νομιναλιστές φιλοσόφους) θεωρήματα του Gödel σημαίνουν ότι κάθε αξιωματικό σύστημα που περιέχει τους ακεραίους, και άρα κάθε αξιωματικό σύστημα των Μαθηματικών και της Λογικής, περιέχει μέσα του προτάσεις οι οποίες είναι μεν αληθείς αλλά δεν είναι αποδείξιμες μέσα στο δεδομένο αξιωματικό σύστημα (δηλαδή, για να αποδειχθεί η αλήθεια τους, το δεδομένο αξιωματικό σύστημα δεν επαρκεί), που σημαίνει ότι η αλήθεια υπερβαίνει κάθε φορμαλιστικό εγχείρημα. 23

Για περισσότερες λεπτομέρειες, βλ. N.K. Laos1998.

24

Εξ ου και είναι αδύνατο λ.χ. να τυποποιηθεί σε τέτοια έκταση το δίκαιο ώστε να αντικατασταθεί ο δικαστής από έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή ή να εκπέσει η δικαστική εργασία σε απλή υπαγωγή περιπτώσεων σε κανόνες δικαίου. 25

Πρόκειται για το μνημειώδες έργο των B. Russell και A. Whitehead (για περισσότερες λεπτομέρειες, βλ. N.K. Laos1998). 26

Για περισσότερες λεπτομέρειες, βλ. N.K. Laos1998.


περαιτέρω από τον J. von Neumann). Αυτά τα δύο συστήματα έχουν τόσο μεγάλο εύρος ώστε μέσα σε αυτά μπορούν να τυποποιηθούν όλες οι αποδεικτικές μέθοδοι που χρησιμοποιούνται σήμερα στα μαθηματικά, δηλαδή μπορούν να αναχθούν σε μερικά αξιώματα και κανόνες συμπερασμού. Συνεπώς, θα μπορούσε κάποιος να διατυπώσει την υπόθεση εργασίας ότι αυτά τα αξιώματα και αυτοί οι κανόνες συμπερασμού είναι επαρκείς για να αποφανθούμε επί οποιουδήποτε μαθηματικού ερωτήματος το οποίο μπορεί κατά κάποιον τρόπο να εκφραστεί φορμαλιστικά με τους όρους αυτών των συστημάτων. Θα αποδειχθεί στη συνέχεια ότι αυτή η υπόθεση εργασίας δεν ισχύει, ότι δηλαδή, τουναντίον, υπάρχουν μέσα στα δύο προαναφερθέντα συστήματα σχετικά απλά προβλήματα στη θεωρία των ακεραίων για τα οποία δεν μπορούμε να αποφανθούμε με βάση τα αξιώματα. Αυτή η κατάσταση δεν είναι κατά οιονδήποτε τρόπο συνέπεια της ιδιαίτερης φύσης των συστημάτων που έχουν διαμορφωθεί αλλά ισχύει για μια ευρεία κλάση τυπικών συστημάτων· μεταξύ αυτών, συγκεκριμένα, περιλαμβάνονται όλα τα συστήματα που απορρέουν από τα δύο μόλις προαναφερθέντα συστήματα μέσω της προσθήκης ενός πεπερασμένου αριθμού αξιωμάτων, δεδομένου ότι ουδεμία ψευδής πρόταση… καθίσταται αποδείξιμη χάριν των προσθέτων αξιωμάτων» (στο: S.G. Shanker1991, σελ. 17-18). Επίσης, σύμφωνα με τους λόγους του P.J. Cohen (1966, 3), ο Gödel απέδειξε ότι «η συνέπεια ενός μαθηματικού συστήματος δεν μπορεί να αποδειχθεί παρά μόνο με μεθόδους ισχυρότερες από εκείνες που περιέχει το σύστημα καθαυτό». «Το θεώρημα του Gödel περί συνέπειας… δείχνει ότι, για μια ευρεία κλάση τυπικών συστημάτων Γ, οι ‘προτάσεις συνέπειας’ για το Γ δεν μπορούν να αποδειχθούν μέσα στο Γ, όσο το Γ είναι συνεπές…η συνέπεια του Γ δεν μπορεί να αποδειχθεί μέσω των μεθόδων που μπορούν να τυποποιηθούν μέσα στο Γ» (M.D. Resnik1991, 118).


Παραπομπές του Κεφαλαίου ΙΙ Abraham, R.H. and C.D. Shaw(1982-8) Dynamics – The Geometry of Behaviour, vols 1-4. Aerial Press. Anderson, P., K. Arrow and D. Pines(eds)(1988) The Economy as an Evolving Complex System. Santa Fe Institute Studies in the Sciences of Complexity, vol. 5, Addison-Wesley. Bobbitt JR., H.R., R.H. Breinholt, R.H. Doktor, and J.P. McNaul(1978) Organizational Behavior: Understanding and Prediction, 2nd ed. Englewood Cliffs, N.J.: Prentice Hall, Inc. Boolos, G.S. and R.C. Jeffrey (1989) Computability and Logic. Cambridge: Cambridge University Press. Cohen, P.J.(1966) Set Theory and the Continuum Hypothesis. Reading, Mass.: W.A. Benjamin, Inc. Crossley, J.N. et al (1972) What Is Mathematical Logic ? New York: Dover Publications. Garry, J.(1996) Organizational Behavior, 4th ed. Harper Collins College Publishers. Gödel, K. (1931) «On Formally Undecidable Propositions of Principia Mathematica and Related Subjects», αναδημασίευση σε αγγλική μετάφραση στο: Shanker, S.G. (1991) Gödel’s Theorem in Focus, London: Routledge. Laos, N.K.(1998) Topics in Mathematical Analysis and Differential Geometry. Singapore, New Jersey, London, Hong Kong: World Scientific Publishing Co. Lighthill,J.(1986) «The Recently Recognised Failure of Predictability in Newtonian Dynamics», στο: J. Mason, P. Mathias and J.H. Westcott(eds) Predictability in Science and Society. London: Royal Society and British Academy. Μουτσόπουλος, Ε.(1977) Η Πορεία του Πνεύματος, τ.3: Αι Αξίαι. Αθήναι. Μουτσόπουλος, Ε.(1984) Η Φιλοσοφία της Καιρικότητος. Αθήνα: Εκδόσεις Καρδαμίτσα. Nagel, E. and J.R. Newman(1958) Gödel’s Proof, New York: New York University Press. Prigogine, I.(1980) From Being to Becoming. New York: Freeman. Resnik, M.D.(1991) «On the Philosophical Significance of Consistency Proofs», στο: Shanker, S.G. (1991) Gödel’s Theorem in Focus, London: Routledge. Savit, R.(1988) «When Random Is Not Random: An Introduction to Chaos in Market Prices», Jour. Future Markets, vol. 8. Searle, J.(1984) Minds, Brain and Science. Harvard University Press (έχει εκδοθεί σε ελληνική μετάφραση από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης. Χάιδου, Α.(1996) Θετικιστική Εγκληματολογία. Αθήνα:Νομική Βιβλιοθήκη.


«Τους απελευθέρωσα. Με το να συνταιριάξω να ισχύουν από κοινού η δικαιοσύνη και η κρατική βία. Και εκτέλεσα την αποστολή μου, καθώς τους είχα υποσχεθεί. Και συνέστησα θεσμούς που να ισχύουν εξ ίσου για τον κακό και τον καλό, έτσι που καθένας τους να έχει πρόσβαση σε δικαιοσύνη απαλλαγμένη από ελιγμούς.» Σόλων

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III Η ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

Στο παρόν κεφάλαιο, θα μελετήσουμε διαφορετικούς τύπους ‘θεωρίας’ και θα αναλύσουμε-αξιολογήσουμε τις δυνατότητες και τους περιορισμούς καθενός από αυτούς. Συγκεκριμένα, θα αναλύσουμε τις διαφορετικές προσεγγίσεις στη δυναμική του κοινωνικού συστήματος και θα αποσαφηνίσουμε τι περιλαμβάνει μια συστημική θεωρία στις κοινωνικές επιστήμες και ποιες είναι οι αρετές της.

Δομικές και Αναγωγικές Θεωρίες Στο βιβλίο του Οι Κανόνες της Κοινωνιολογικής Μεθόδου, ο Εμίλ Ντυρκέμ (Emile Durkheim1895) επεδίωξε να αναδείξει το «κοινωνικό περιβάλλον», δηλαδή την κοινωνία καθαυτή, ως «τον καθοριστικό παράγοντα της συλλογικής εξέλιξης» των ανθρώπων. Απεφάνθη ότι η κοινωνία αντανακλά όχι μόνο το άθροισμα των ατόμων-μελών της και των χαρακτηριστικών τους, αλλά και «μια συγκεκριμένη πραγματικότητα η οποία έχει τα δικά της χαρακτηριστικά». Απέδωσε δε αυτήν την κοινωνική συνιστώσα «στο σύστημα που διαμορφώνεται από τον συνεταιρισμό» ατόμων, δηλαδή «από το γεγονός του συνδυασμού» των ατόμων μεταξύ τους (Durkheim1895). Συνεπώς, «εάν η καθοριστική συνθήκη των κοινωνικών φαινομένων είναι, όπως έχουμε δείξει, το ίδιο το γεγονός του συνεταιρισμού, τα φαινόμενα πρέπει να ποικίλουν ανάλογα με τις μορφές αυτού του συνεταιρισμού, δηλαδή σύμφωνα με τους τρόπους με τους οποίους ομαδοποιούνται τα συστατικά μέρη της κοινωνίας» (ibid). Ως εκ τούτου, οι δυνατότητες για ατομική δράση σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα και η συλλογική εξέλιξη σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα πρέπει να εξηγηθούν ως συνέπειες των μεταβαλλόμενων μορφών κοινωνικής οργάνωσης, δηλαδή της κοινωνικής δομής (Durkheim1893). Αυτού του τύπου οι θεωρίες ονομάζονται δομικές θεωρίες (structural theories). Σε αντίθεση προς αυτές βρίσκονται οι λεγόμενες αναγωγικές θεωρίες (reductionist theories). Οι θεωρίες των κοινωνικών επιστημών που ανάγουν τις αιτίες των υπό μελέτη φαινομένων στο επίπεδο των ατόμων-μελών του συστήματος, δηλαδή στο επίπεδο των παικτών του κοινωνικού συστήματος, ονομάζονται αναγωγικές. Η εξήγηση της συμπεριφοράς και των αλληλεπιδράσεων των ατόμων μας επιτρέπει να εξηγήσουμε το


φαινόμενο της δομικής αλλαγής των κοινωνιών. Αν τα άτομα ήταν μονοσήμαντα καθορισμένα από την κοινωνική δομή, τότε θα ήταν απλώς κομφορμιστικά απέναντι στις επιταγές της δομής και δεν θα δρούσαν με τρόπο που οδηγεί σε δομικές αλλαγές. Εξ ου και οι δομικές θεωρίες παρουσιάζουν σοβαρότατες αδυναμίες στο να εξηγήσουν το φαινόμενο της δομικής αλλαγής. Από την άλλη πλευρά, καθώς η ίδια η οργάνωση των ατόμων επηρεάζει τη συμπεριφορά τους και τις αλληλεπιδράσεις τους, δεν μπορούμε να κατανοήσουμε συνέπειες (αιτιατά) όταν γνωρίζουμε μόνο τα χαρακτηριστικά, τους σκοπούς και τις αλληλεπιδράσεις των μελών του συστήματος. Εξ ου και οι αναγωγικές θεωρίες δεν αρκούν για να εξηγήσουμε πλήρως τα φαινόμενα των κοινωνικών επιστημών. Με άλλους λόγους, οποιοδήποτε φαινόμενο στις κοινωνικές επιστήμες πρέπει να μελετάται τόσο με όρους δομικών θεωριών (δηλαδή ως αιτιατό του συγκεκριμένου ανά περίπτωση τρόπου δόμησης του υπό μελέτη οργανισμού) όσο και με όρους αναγωγικών θεωριών (δηλαδή ως αιτιατό της προθετικότητας της συνείδησης των ατόμων-μελών του υπό μελέτη οργανισμού). Ο συνδυασμός των αιτημάτων των δομικών θεωριών με τα αιτήματα των αναγωγικών θεωριών μας φέρνει στο πεδίο των θεωριών που σε αυτήν την εργασία θα ονομάσουμε συστημικές θεωρίες (systemic theories). Γενικώς, ένα σύστημα είναι ένα σύνολο μονάδων (αυτές οι μονάδες λέγονται μέλη του συστήματος) εφοδιασμένο με μια δομή, δηλαδή με ένα σύνολο κανόνων (περιορισμών) που επηρεάζουν τη συμπεριφορά των μονάδων. Στο Σχήμα Α, βλέπουμε γραφικά το πώς μια συστημική προσέγγιση αντιλαμβάνεται το κοινωνικό σύστημα. Για να μετατρέψουμε μια συστημική προσέγγιση σε μια συστημική θεωρία, πρέπει να ξεπεράσουμε το στάδιο της γενικόλογης και ασαφούς αναγνώρισης συστημικών δυνάμεων και αποτελεσμάτων και να προσδιορίσουμε με σαφή τρόπο τις συστημικές δυνάμεις και τα συστημικά αποτελέσματα, να πούμε τι είδους μονάδες περιλαμβάνει το σύστημα, να υποδείξουμε τα συγκριτικά σημασιολογικά βάρη των συστημικών και των υποσυστημικών αιτίων, κι επίσης να δείξουμε πώς οι αιτίες και οι συνέπειες αλλάζουν από το ένα σύστημα στο άλλο.

Σχήμα Α: Συστημική Προσέγγιση

{ΔΟΜΗ ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ} &

{ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΩΣΕΣ ΜΟΝΑΔΕΣ ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ} ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΙ ΣΕ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΣΧΕΣΗ ΜΕΤΑΞΥ ΤΟΥΣ

Κάθε συστημική θεωρία πρέπει, όπως έχουμε ήδη επισημάνει, να λάβει υπόψη της τα χαρακτηριστικά των παικτών (μελών του συστήματος) καθώς επίσης και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της δομής του συστήματος καθεαυτής. Όταν τα εγγενή χαρακτηριστικά των


παικτών εκλαμβάνονται ως δεδομένα και σταθερά, κι όχι ως μεταβαλλόμενα και ασαφή, τότε η συστημική θεωρία αποβαίνει μια δομική θεωρία. Εάν υποθέσουμε δηλαδή ότι τα εγγενή χαρακτηριστικά των παικτών είναι δεδομένα και σταθερά, τότε μπορούμε να εξηγήσουμε τις αλλαγές στη συμπεριφορά των παικτών και στα αποτελέσματα του συστήματος όχι ως συνέπειες αλλαγών στα χαρακτηριστικά των παικτών (αφού αυτά υποτίθενται δεδομένα και αμετάβλητα), αλλά ως συνέπειες μεταβολών στα χαρακτηριστικά του τρόπου οργάνωσης των παικτών καθεαυτού, δηλαδή μπορούμε να ανακαλύψουμε δομικές αιτίες. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα μιας τέτοιας δομικής θεωρίας είναι η συνήθης μικροοικονομική θεωρία (π.χ. βλ. Ferguson -1984, Kreps -1990, Marshall -1920). Η συνήθης μικροοικονομική θεωρία υποθέτει ότι υπάρχουν οικονομικοί παίκτες με δεδομένες συναρτήσεις ωφέλειας (π.χ. μεγιστοποίηση του κέρδους) και προσπαθεί να εξηγήσει τη συμπεριφορά τους με βάση το οικονομικό περιβάλλον – δηλαδή με βάση τέτοιους παράγοντες όπως: η δομή του ανταγωνισμού (π.χ. τέλειος ανταγωνισμός, μονοπωλιακός ανταγωνισμός, κ.ο.κ.), οι καταναλωτές και η δύναμή τους, οι προμηθευτές και η δύναμή τους, υποκατάστατα αγαθά, κ.λπ. (Porter, -1980). Η προαναφερθείσα μορφή θεωρίας, ήγουν η συνήθης μικροοικονομική, αποτελεί δομική θεωρία διότι οι προτάσεις της που αφορούν στις μεταβολές της συμπεριφοράς των παικτών βασίζονται στις μεταβολές των χαρακτηριστικών του συστήματος καθεαυτού, ήγουν σε δομικής τάξης αίτια, κι όχι στα χαρακτηριστικά των παικτών. Μια δομική θεωρία προβαίνει σε εξήγηση της συμπεριφοράς των παικτών του υπό μελέτη συστήματος με το να αναλύει τους περιορισμούς και τα κίνητρα που παρέχει το σύστημα, δηλαδή με το να αναλύει τις συμπεριφορές που το ίδιο το σύστημα (για την ακρίβεια, η δομή του συστήματος) ενθαρρύνει-επιβραβεύει ή αποθαρρύνει-τιμωρεί. Για να επιτευχθεί αυτός ο σκοπός, πρέπει να κάνουμε κάποια υπόθεση που να αφορά στην ορθολογικότητα των παικτών. Η υπόθεση της ορθολογικότητας επιτρέπει το να αιτιολογούμε τη συμπεριφορά των οικονομικών παικτών αποκλειστικά ως συνέπεια της δομής του οικονομικού συστήματος (δηλαδή υποθέτουμε ότι τα άτομα χαρακτηρίζονται από ένα δεδομένο, ίδιο για όλα, είδος ορθολογικότητας, και άρα είναι ίδια σε ό,τι αφορά στα εγγενή χαρακτηριστικά τους, οπότε οι αλλαγές στη συμπεριφορά τους και στα αποτελέσματα του οικονομικού συστήματος μένει πλέον να εξηγηθούν μόνο ως συνέπειες δομικών αιτίων). Σχετικά με την υπόθεση της ορθολογικότητας, ο Τάλκοτ Πάρσονς (Talcott Parsons, -1949) έχει επισημάνει τα ακόλουθα: «Το πρώτο προέχον χαρακτηριστικό του εννοιολογικού πλαισίου που πρέπει να αποσαφηνίσουμε είναι ο χαρακτήρας των μονάδων που χρησιμοποιεί… Η βασική μονάδα μπορεί να ονομαστεί ‘μονάδα πράξης’… μια ‘πράξη’ αφορά λογικά στα ακόλουθα: (1)Συνεπάγεται έναν φορέα, έναν ‘πράττοντα’. (2)Εξ ορισμού αυτή η πράξη πρέπει να έχει έναν ‘σκοπό’, μια μελλοντική κατάσταση των πραγμάτων προς την οποία είναι προσανατολισμένη η διαδικασία της πράξης. (3)Πρέπει [η πράξη] να εγκαινιαστεί μέσα σε μια ‘κατάσταση’ της οποίας οι τάσεις εξέλιξης διαφέρουν ως προς ένα ή περισσότερα ζητήματα από την κατάσταση των πραγμάτων προς την οποία η δράση είναι προσανατολισμένη, απ’τον σκοπό. Αυτή η κατάσταση με τη σειρά της αναλύεται σε δύο στοιχεία: εκείνα επί των οποίων ο πράττων δεν έχει έλεγχο… κι εκείνα επί των οποίων έχει τον έλεγχο. Τα πρώτα μπορούν να ονομαστούν οι ‘συνθήκες’ της δράσης, τα δεύτερα τα ‘μέσα’. Τέλος, (4)υπάρχει εγγενής στη σύλληψη αυτής της μονάδας [δράσης], στις αναλυτικές της χρήσεις, ένας συγκεκριμένος τρόπος συσχέτισης αυτών των στοιχείων.


Δηλαδή, στην επιλογή των εναλλακτικών μέσων προς τον σκοπό, στην έκταση που η κατάσταση επιτρέπει εναλλακτικά σενάρια, υπάρχει ένας ‘δεοντικός προσανατολισμός’ της δράσης». Εάν ένας κοινωνικός επιστήμων δεχθεί το αξίωμα ότι ο κανόνας που συσχετίζει μέσα και σκοπούς είναι εκείνος της εγγενούς ορθολογικότητας, αυτό συνεπάγεται τη μεγιστοποίηση ενός δείκτη ωφέλειας27. Αυτό ισχύει ρητά στη μικροοικονομική. Πρέπει να τονιστεί ότι η εργαλειακή ορθολογικότητα (instrumental rationality) δεν συνεπάγεται αναγκαστικά την υιοθέτηση του αξιώματος του λεγόμενου ‘οικονομικού ανθρώπου’ ή του ‘ηδονιστικού λογισμού’, όπως συνέβαινε σε πρώιμες, ελαττωματικές διατυπώσεις της θεωρίας της ορθολογικής επιλογής. Οι σκοποί του πράττοντος μπορεί να περιλαμβάνουν τον αλτρουισμό ή οποιαδήποτε άλλη αξία. Στην περισσότερο εξελιγμένη μορφή του, το αξίωμα της ορθολογικότητας μας λέει απλώς τα εξής: (1)τα άτομα έχουν καλώς διατεταγμένα συστήματα προτίμησης, (2)το σύστημα προτίμησης κάθε ατόμου είναι ουσιαστικά

27

Με τον όρο ωφέλεια, ή χρησιμότητα, εννοούμε το πόσο ελκυστική είναι μια κατάσταση σ’ ένα πρόσωπο. Για παράδειγμα, ας υποθέσουμε ότι ένα πρόσωπο προτιμά το προϊόν Α(μια συσκευή τηλεόρασης) από το προϊόν Β(μια συσκευή ραδιοφώνου): αυτό μπορεί να διατυπωθεί συμβολικά ως ΑΠΒ, όπου το Π αντιπροσωπεύει τη φράση ‘είναι προτιμότερο από’. Επίσης, η προαναφερθείσα πρόταση μπορεί να διατυπωθεί και ως εξής: ‘το Α έχει μεγαλύτερη ωφέλεια από το Β’ – συμβολικά : U(A) είναι μεγαλύτερο του U(B), όπου το U είναι μια συνάρτηση ωφέλειας (utility function). Γενικά, μια συνάρτηση ωφέλειας ορίζεται για ένα πρόσωπο που λαμβάνει αποφάσεις όπου οι ισχυρισμοί της συνάρτησης – δηλαδή οι μεταβλητές που αποδίδουν έναν χαρακτηρισμό ωφέλειας – εμφανίζονται με έναν συγκεκριμένο μαθηματικό τρόπο, ως U=U(x,y). Ο φον Νόιμαν και ο Μόργκενστερν (von Neumann and Morgenstern1944) έχουν διατυπώσει το μοντέλο της προσδοκώμενης ωφέλειας (expected utility model), το οποίο αποτελεί μια μέθοδο να ορίσουμε κάποιο είδος μέτρου της ωφέλειας στο πλαίσιο μιας σύλληψης για αποφάσεις που λαμβάνονται υπό καθεστώς αβεβαιότητας (κινδύνου). Για παράδειγμα, ας υποθέσουμε ότι ένα πρόσωπο έχει να επιλέξει μεταξύ δύο σεναρίων: (i)να επιλέξει το δώρο Β, το οποίο είναι σίγουρο ότι θα το αποκτήσει αν το επιλέξει, ή (ii)να επιλέξει το δώρο Α, το οποίο θα αποκτήσει μόνο εάν ρίξει ένα κέρμα και εμφανιστεί η πλευρά ‘γράμματα’. Συνεπώς, σύμφωνα με το δεύτερο σενάριο, το εν λόγω πρόσωπο έχει πιθανότητα 0.5 να κερδίσει το δώρο Α και πιθανότητα 0.5 να παραμείνει στην ίδια κατάσταση, της οποίας την ωφέλεια θα συμβολίσουμε με U(0). Ας υποθέσουμε ότι αυτό το πρόσωπο είναι αναποφάσιστο για το τι θέλει, και άρα, γι’ αυτό το πρόσωπο, οι ωφέλειες από τα δύο εναλλακτικά σενάρια είναι ίσες μεταξύ τους – συμβολικά: U(Α με πιθανότητα 0 και 0 με πιθανότητα 0.5)=U(Β) ή (0.5)U(Α)+(0.5)U(0)=U(Β) ή U(Α)-U(0)=2[U(Β)-U(0)], που σημαίνει ότι η αύξηση στην ωφέλεια που θα προκύψει από το Α θα είναι διπλάσια από εκείνη που θα προκύψει από το Β.


ανεξάρτητο από τις άλλες οικονομικές μεταβλητές, και (3)κάθε άτομο πράττει για να μεγιστοποιήσει τον δείκτη ωφέλειάς του. Εάν κάποιος απορρίψει πλήρως το αξίωμα της ορθολογικότητας, τότε αναγκαστικά πρέπει να χαρακτηρίσει την ανθρώπινη συμπεριφορά με κάποιον από τους τρόπους: (1)ως αυστηρώς ή πρωτίστως τυχαία, (2)ως παράλογη υπό την έννοια ότι είναι ασυνεπής έως και σχιζοειδής, (3)ως ενστικτώδη, ή (4)ως αυστηρώς παραδοσιακή. Εάν επιβεβαιωθεί η ύπαρξη μιας προθετικής διαδικασίας, τότε ο οικονομολόγος πρέπει να λάβει υπόψη του το αξίωμα της ορθολογικότητας. Ο Λίονελ Ρόμπινς (Lionel Robbins1935) έχει ισχυριστεί ότι το αξίωμα της ορθολογικότητας έχει μια στέραιη εμπειρική βάση κι ότι αυτή επιβεβαιώνεται αμέσως με ενδοσκόπηση, με την αυτοεξέταση. Όμως η ενδοσκόπηση δεν μπορεί να οδηγήσει σε προτάσεις καθολικής εγκυρότητας. Ο Τζέιμς Ντούιζενμπερι (James S. Duesenberry1949) έχει υποστηρίξει ότι μπορούμε να θεμελιώσουμε το αξίωμα της ορθολογικότητας με το να το υποβάλλουμε σε διυποκειμενικούς ελέγχους: «Τα αποδεικτικά στοιχεία μας γι’αυτό το ζήτημα δεν περιορίζονται στην ενδοσκόπηση. Καθένας από’μάς διαθέτει ένα σώμα παρατηρήσεων της συμπεριφοράς των άλλων ανθρώπων που επιβεβαιώνει την ιδέα ότι όλοι έχουν ανά πάσα στιγμή ένα καλώς διατεταγμένο σύστημα προτιμήσεων». Αλλά, ακόμη και επιρρωμένο από τον ισχυρισμό του Ντούιζενμπερι, το σκεπτικό του Ρόμπινς για το αξίωμα της ορθολογικότητας μας οδηγεί στο πεδίο της καθαρής θεωρίας επειδή δεν μπορεί να παράξει προτάσεις με εμπειρική σημασία. Παρά αυτήν την αδυναμία του σκεπτικού του Ρόμπινς, το οποίο οδηγεί σε ταυτολογικό τρόπο δόμησης της μικροοικονομικής, θα δείξουμε στη συνέχεια ότι η θεωρία της ορθολογικής επιλογής μπορεί, υπό συγκεκριμένες συνθήκες, να παράξει λειτουργικώς σημαντικά θεωρήματα. Εισάγοντας το αξίωμα της ορθολογικότητας, μπορούμε να περιορίσουμε τη μορφή των σχέσεων μεταξύ κοινωνικών μεταβλητών μ’έναν τρόπο που μας οδηγεί στη διατύπωση λειτουργικώς (επιχειρησιακώς) σημαντικών θεωρημάτων. Ωστόσο, αν περιοριστούμε μόνο στο αξίωμα της ορθολογικότητας, τότε η ικανότητά μας να παράγουμε θεωρήματα που να έχουν λειτουργική σημασία θα είναι πολύ περιορισμένη. Ο Πάρσονς (Parsons1949) έχει υποστηρίξει ότι οι τελικοί στόχοι, ήγουν το σύστημα αξιών, της κοινωνίας στην οποία μελετάται η συμπεριφορά πρέπει με ρητό τρόπο να ενσωματωθεί στο πλαίσιο της κοινωνικής ανάλυσης.

Αιτίες και Συνέπειες στις κοινωνικές επιστήμες Πρέπει να έχει ήδη καταστεί σαφές ότι μια δομική θεωρία πρέπει να αναλύει δομικές αιτίες αντί να εστιάζεται απλώς στην ανάλυση στο επίπεδο των μονάδων του συστήματος. Ωστόσο, στο πλαίσιο μιας συστημικής θεωρίας, ο κοινωνικός επιστήμονας πρέπει να μελετήσει τη διαλεκτική σχέση μεταξύ της κοινωνικής δομής και των παικτών (μελών του κοινωνικού συστήματος) και να προσπαθήσει να ανακαλύψει τις καίριες διαδικασίες εξέλιξης και μετασχηματισμού που εξηγούν την ανάπτυξη και την αλλαγή των κοινωνικών οργανισμών. Στη συνέχεια, θα μελετήσουμε τρεις εναλλακτικές οπτικές απ’ τις οποίες μπορούμε να αναλύσουμε αιτίες και συνέπειες στις κοινωνικές επιστήμες: η πρώτη είναι


εκείνη της προθετικής δράσης (intentional action), η δεύτερη είναι εκείνη της ανταγωνιστικής επιλογής (competitive selection), και η τρίτη είναι εκείνη της πολυπλοκότητας (complexity).

1. Προθετική Δράση Η προθετική δράση ως τρόπος προσέγγισης της κοινωνικής ανάλυσης σημαίνει μια διαδικασία μετασχηματισμού σύμφωνα με την οποία οι κοινωνικοί οργανισμοί προσαρμόζονται σε περιβαλλοντικές αλλαγές28 με το να αλλάζουν τη συμπεριφορά και την οργάνωσή τους κατά τρόπο που εκφράζει την ορθολογικότητα και την προθετικότητά τους (Thompson and Tuden1959, Zajak and Kraatz1993). Σύμφωνα με το αναλυτικό πλαίσιο της προθετικής δράσης, οι δεσμοί μεταξύ αιτίων και συνεπειών είναι τέτοιοι ώστε οι κοινωνικοί οργανισμοί καθαυτοί επιλέγουν (εκφράζοντας έτσι την προθετικότητα και την ορθολογικότητά τους) να φθάσουν σε μια κατάσταση ισορροπίας δια της προσαρμογής (equilibrium adaptation). Αυτή η προσέγγιση βασίζεται σε τέσσερεις υποθέσεις: (1)Οι περιβαλλοντικές αλλαγές είναι σε μεγάλη έκταση δυνατό να αναγνωριστούν, να γίνουν αντιληπτές με σαφή και ξεκάθαρο τρόπο από τα μέλη του συστήματος. (2)Ένας συνειδητός δεοντικός (και κατευθυνόμενος προς την πραγματοποίηση στόχων) προσανατολισμός των πράξεων των μονάδων του κοινωνικού συστήματος κυβερνά την απόφασή τους να προσαρμοστούν στις προαναφερθείσες περιβαλλοντικές αλλαγές με το να αλλάξουν κατάλληλα τη συμπεριφορά και την οργάνωσή τους. (3)Οι κοινωνικοί παίκτες προσαρμόζονται στις περιβαλλοντικές αλλαγές σύμφωνα με θεωρητικά προβλέψιμους τρόπους. (4)Οι δυνάμεις που δρουν στο επίπεδο των μονάδων και οι δυνάμεις που δρουν στο επίπεδο της δομής πρέπει να είναι σε συμφωνία μεταξύ τους, και οι παίκτες (μέλη του κοινωνικού συστήματος) τείνουν να διασφαλίσουν τη συμφωνία μεταξύ των στρατηγικών επιλογών τους και των επιταγών (περιορισμών) του συστήματος (ibid). Με άλλους λόγους, κοινωνικοί οργανισμοί χρησιμοποιούν διαδικασίες αρνητικής ανάδρασης29 για τη λήψη και την εφαρμογή των αποφάσεών τους και στη συνέχεια χρησιμοποιούν εποπτικές διαδικασίες ελέγχου της πραγματοποίησης των σκοπών τους.

28

Για να αποκτήσει πληροφορίες σχετικά με το εξωτερικό περιβάλλον, ένας κοινωνικός οργανισμός πρέπει να διεξάγει τη λεγόμενη ανάλυση PEST – δηλαδή να αναλύσει πολιτικούς (Political), οικονομικούς (Economic), κοινωνικούς (Social) και τεχνολογικούς (Technological) παράγοντες. 29

Η ανάδραση (feedback) είναι ένα χαρακτηριστικό οποιουδήποτε συστήματος εισροών-εκροών (input-output system) στο οποίο η εκροή (αιτιατό) επηρεάζει την εισροή (αίτιο) του συστήματος, και τελικά αποτελεί μια μορφή αυτοοργάνωσης. Για παράδειγμα, η μια οποιαδήποτε επιχείρηση δέχεται στοιχεία από το περιβάλλον της τα οποία ονομάζονται εισροές (π.χ. κεφάλαιο, πρώτες ύλες, κ.λπ.), αυτά τα τα στοιχεία υποβάλλονται από το σύστημα της επιχείρησης σε επεξεργασία και μετατροπή, και τελικά η επιχείρηση αποδίδει στο περιβάλλον νέα στοιχεία, τις λεγόμενες εκροές, ενώ το περιβάλλον, με τη σειρά του, ανταποκρινόμενο προς τις εκροές που δέχεται από την επιχείρηση, την επανατροφοδοτεί με νέες εισροές.


Η προσέγγιση της προθετικής δράσης βασίζεται στις υποθέσεις της θεωρίας της ωφέλειας, ή χρησιμότητας (utility theory), και μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η αρνητική ανάδραση (δηλαδή το γεγονός ότι οι μονάδες του συστήματος μαθαίνουν ποιες συμπεριφορές αποθαρρύνει ή τιμωρεί το σύστημα μέσα στο οποίο δρουν) ωθεί τις μονάδες του συστήματος προς προβλέψιμες καταστάσεις ισορροπίας όπου η δυναμική του κοινωνικού συστήματος είναι εκείνη της ευσταθούς, κανονικής συμπεριφοράς. Συνεπώς, όποτε τα μέλη του συστήματος δεν συμπεριφέρονται κανονικά, αυτό οφείλεται στο ότι το κοινωνικό σύστημα τα φέρνει αντιμέτωπα με γεγονότα που αυτά τα μέλη του συστήματος δεν είχαν προβλέψει ή δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν. Με άλλους λόγους, σύμφωνα με την προσέγγιση της προθετικής δράσης, οποιαδήποτε μη κανονική συμπεριφορά, δηλαδή οποιαδήποτε περίπτωση κατάρρευσης της τάξης, είναι το αποτέλεσμα άγνοιας, αδράνειας ή διαχειριστικής ανικανότητας από μέρους των παικτών-μελών του συστήματος. Ο κοινωνικός επιστήμονας που υιοθετεί την προσέγγιση της προθετικής δράσης για να εξηγήσει αιτίες και συνέπειες δίδει έμφαση στην πρόθεση του παίκτη (μέλους του συστήματος) την οποία αναδεικνύει ως τον καθοριστικό παράγοντα με βάση τον οποίο ο εκάστοτε παίκτης λαμβάνει αποφάσεις και αξιολογεί τις συνέπειες των πράξεών του (ibid). Συνεπώς, το κοινωνικό σύστημα ολόκληρο επιδεικνύει συν τω χρόνω κανονικότητες, επαναλαμβανόμενα μοτίβα, τα οποία είναι η σύνθεση των οργανωτικών προθέσεων των μονάδων του συστήματος, οι οποίες, όπως προείπαμε, χαρακτηρίζονται από κάποιες κανονικότητες. Με άλλους λόγους, η ανάδειξη νέων οργανωτικών καταστάσεων είναι το επιγέννημα προϋπαρχουσών κοινών προθέσεων των παικτών που λειτουργούν εντός αυτών των καταστάσεων. Επιπλέον, η προσέγγιση της προθετικής δράσης δείχνει ότι, σ’ ένα μεταβλητό σύστημα, οι παίκτες είναι ελεύθεροι να επιλέξουν και στρατηγική και τα αποτελέσματα του συστήματος. Παρ’ ότι οι αλλαγές του περιβάλλοντος υποτίθεται ότι είναι αναγνωρίσιμες και σαφείς – και, ως εκ τούτου, κάποιος θα θεωρούσε το σύστημα πλήρως αιτιοκρατικό – η δυνατότητα επιλογής στρατηγικής είναι υπαρκτή επειδή η σχέση παίκτη-περιβάλλοντος επιτρέπει την ύπαρξη πολλαπλών ισορροπιών, δηλαδή μια αιτία έχει έναν περιορισμένο αριθμό δυνητικών αιτιατών από τα οποία υποτίθεται ότι οι παίκτες μπορούν να επιλέξουν εκείνο που προτιμούν να αποτελέσει την κατάσταση ισορροπίας του συστήματος(ibid).

2. Ανταγωνιστική Επιλογή Η ανταγωνιστική επιλογή, ως τρόπος εξήγησης αιτίων και συνεπειών στις κοινωνικές επιστήμες, σημαίνει μια εξελικτική (δαρβινικού τύπου) διαδικασία με την οποία ολόκληροι πληθυσμοί, σαν σύνολα, κοινωνικών οργανισμών προσαρμόζονται στην αλλαγή του περιβάλλοντος, δεδομένου ότι δεν λαμβάνει χώρα προσαρμογή με όρους ατομικής στρατηγικής, καθότι η υιοθέτηση ατομικών όρων προσαρμογής εμποδίζεται από την αδράνεια του θεσμικού πλαισίου και τους περιορισμούς των πόρων (Hannan and Freeman1977). Μια συγκεκριμένη κατάσταση του περιβάλλοντος είναι συμβατή μόνο μ’ έναν περιορισμένο αριθμό συγκεκριμένων καταστάσεων του πληθυσμού των κοινωνικών οργανισμών, και αποκλίσεις από αυτές τις καταστάσεις αποκλείονται από το γεγονός ότι οποιαδήποτε τέτοια απόκλιση οδηγεί σε αποτυχία στο επίπεδο του κοινωνικού


ανταγωνισμού (π.χ. σε πτώχευση, φυλάκιση, κ.ο.κ.). Συνεπώς, ο πληθυσμός των κοινωνικών οργανισμών έλκεται σε μια κατάσταση ισορροπίας. Σύμφωνα με τα μοντέλα που βασίζονται στην ανταγωνιστική επιλογή, τα αποτελέσματα της δράσης των μελών του συστήματος οφείλονται αφενός σε μια αρχική πρόθεση των ιδίων σχετικά με τη θεσμική δομή και τη διαχείριση των πόρων στο δεδομένο σύστημα και αφετέρου στην ανταγωνιστική επιλογή – η οποία, μετά από την προαναφερθείσα αρχική πρόθεση των μελών του συστήματος (η οποία ορίζει τις αρχικές συνθήκες του συστήματος), καθίσταται πλέον ο καθοριστικός παράγοντας διαμόρφωσης των αποτελεσμάτων που θα έχουν οι δράσεις των μελών του συστήματος – καθώς λαμβάνουν χώρα αλλαγές στο περιβάλλον και τα μέλη του συστήματος αναπτύσσουν αδρανειακές τάσεις στη συμπεριφορά τους. Σύμφωνα λοιπόν με την προσέγγιση της ανταγωνιστικής επιλογής, τα ανταγωνιστικά συστήματα ρυθμίζονται από την ορθολογικότητα των πιο επιτυχημένων ανταγωνιστών. Σε αυτήν την περίπτωση, ‘ορθολογικότητα’ σημαίνει απλώς ότι κάποιοι τα καταφέρνουν καλύτερα από κάποιους άλλους (λόγω είτε νοημοσύνης, είτε δεξιότητας, είτε εργατικότητας, είτε τύχης). Επιτυγχάνουν, για παράδειγμα, να προσφέρουν επιθυμητά αγαθά και υπηρεσίες με τρόπο πιο ελκυστικό και φθηνότερα από ό,τι οι άλλοι. Τότε, ή οι ανταγωνιστές τους μιμούνται ή περιθωριοποιούνται, δηλαδή η ζήτηση για το προϊόν τους συρρικνώνεται, τα κέρδη τους μειώνονται και τελικά πτωχεύουν. Για να αποφύγουν την οικονομική αποτυχία, πρέπει να αλλάξουν την πολιτική τους. Συνεπώς, οι μονάδες του κοινωνικού συστήματος που επιβιώνουν τελικά – σύμφωνα, πάντα, με την προσέγγιση της ανταγωνιστικής επιλογής – φαίνονται (λειτουργικά) όμοιες μεταξύ τους. Διότι ο ανταγωνισμός επιβάλλει στους παίκτες να προσαρμόσουν τις αποφάσεις τους στις κοινωνικά περισσότερο αποδεκτές και επιτυχημένες πρακτικές. Με άλλους λόγους, εκεί όπου κυβερνά η επιλογή βάσει αποτελεσμάτων (εν είδη δαρβίνειας επιλογής), τα πρότυπα συμπεριφοράς που αναδεικνύονται και συντηρούνται δεν είναι αποτελέσματα προηγουμένων κοινών προθέσεων από μέρους των μονάδων-μελών του συστήματος, ούτε τυπικών θεσμικών επιταγών που διατάσσουν τα μέλη να σχηματίσουν συγκεκριμένα μοτίβα και να τα συντηρήσουν, αλλά τα μέλη του συστήματος στο οποίο κυβερνά η επιλογή βάσει αποτελεσμάτων χαρακτηρίζονται από κομφορμισμό προς το σύστημα (αδράνεια). Σύμφωνα με την προσέγγιση της προθετικής δράσης, η επιτυχία απαιτεί η μονάδα να προσαρμοστεί στο περιβάλλον της. Από την άλλη πλευρά, σύμφωνα με την προσέγγιση της ανταγωνιστικής επιλογής, η εξέλιξη ενός κοινωνικού οργανισμού καθορίζεται από: τις αρχικές επιλογές που κάνει σχετικά με τη θεσμική δομή και τη διαχείριση των πόρων (σ’ αυτό το αρχικό στάδιο, υπάρχει πρόθεση από μέρους των μονάδων και αυτή η πρόθεση καθορίζει την εξέλιξή τους), τον κομφορμισμό που αναπτύσσει στη συνέχεια, και από τις περιβαλλοντικές αλλαγές. Τη μετάβαση από τον πρώιμο καπιταλισμό, όπου κυριαρχούσε η προσέγγιση της προθετικής δράσης, στον ώριμο καπιταλισμό της «κοινωνίας της αφθονίας», όπου κυριαρχεί η προσέγγιση της ανταγωνιστικής επιλογής, έχει περιγράψει ο Κορνήλιος Καστοριάδης ως εξής: «αυτό όμως που τελικά υπάρχει είναι ένα είδος Νιαγάρα της ιστορίας – δεν υπάρχει συνωμοσία, όμως όλα συνωμοτούν, από την άποψη ότι όλα εκδηλώνονται ταυτόχρονα, όλα κινούνται προς την ίδια κατεύθυνση: η συστηματική πλέον διαφθορά, η αυτονόμηση της ανάπτυξης και της μη ελεγχόμενης από κανέναν τεχνοεπιστήμης – φυσικά, η οικονομία της αγοράς, η τάση της οικονομίας, το γεγονός ότι πλέον δεν μας απασχολεί εάν αυτό που παράγουμε χρησιμεύει σε οτιδήποτε, το μόνο που


μας απασχολεί είναι εάν μπορεί να πουληθεί, ίσως ούτε και αυτό, αφού το παράγουμε έτσι ώστε να μπορέσει να πουληθεί μέσω της διαφήμισης» (Καστοριάδης2001).

3. Η ανάγκη για μια εναλλακτική προσέγγιση: Πολυπλοκότητα Τα χαρακτηριστικά επιχειρήματα της προσέγγισης της προθετικής δράσης και της προσέγγισης της ανταγωνιστικής επιλογής παρουσιάζονται συνοπτικά στον Πίνακα Α. Από αυτόν τον πίνακα, καθίσταται σαφές ότι και οι δύο προαναφερθέντες τρόποι προσέγγισης του κοινωνικού συστήματος βασίζονται στο ίδιο είδος συστήματος παίκτη-μέσα-στοπεριβάλλον-του, με περίπου τις ίδιες δυναμικές ιδιότητες, το οποίο εξελίσσεται με περίπου τις ίδιες διαδικασίες, ενώ αυτές οι δύο προσεγγίσεις διαφέρουν κυρίως ως προς τις απόψεις τους σχετικά με την αδράνεια των παικτών και άρα και ως προς την προσπάθειά τους να προβούν σε προβλέψεις γύρω από τις ατομικές επιλογές. Ειδικότερα, η προσέγγιση της προθετικής δράσης μας λέει ότι οι παίκτες προσαρμόζονται στο περιβάλλον τους μέσα από προθετικές διεργασίες, ενώ η προσέγγιση της ανταγωνιστικής επιλογής μας λέει ότι οι παίκτες προσαρμόζονται στο περιβάλλον τους μέσα από αδρανειακές διεργασίες (δηλαδή μέσω της ανάπτυξης κομφορμισμού προς το σύστημα) και ότι εκδηλώνουν την προθετικότητά τους μόνο κατά το στάδιο διαμόρφωσης των αρχικών συνθηκών του περιβάλλοντός τους, γενόμενοι συν τω χρόνω αδρανειακά υποτελείς της λογικής των περιβαλλοντικών συνθηκών που αρχικώς επέλεξαν.

Πίνακας Α: Θεμελιώδεις Υποθέσεις για τη Δυναμική των Συστημάτων Α.1. Προσαρμογή μέσω της Προθετικής Δράσης 1. Σαφείς και ρητές αιτιακές σχέσεις και προβλεψιμότητα. 2. Οι παίκτες προθετικά επιδιώκουν την ισορροπία της προσαρμογής. 3. Οι μακροπρόθεσμες συνέπειες της δράσης των παικτών είναι αποτελέσματα της προθετικής επιλογής που χαρακτηρίζει τους παίκτες. 4. Η αρνητική ανάδραση κυβερνά το σύστημα, δηλαδή επιβάλλει περιορισμούς στους παίκτες. Α.2. Προσαρμογή μέσω της Ανταγωνιστικής Επιλογής 1. Σαφείς και ρητές αιτιακές σχέσεις και προβλεψιμότητα. 2. Οι παίκτες επιλέγονται από το σύστημα σύμφωνα με τα κριτήρια της ισορροπίας της προσαρμογής σαν να πρόκειται για διαδικασία φυσικής επιλογής κατά Δαρβίνο. 3. Οι μακροπρόθεσμες συνέπειες της δράσης των παικτών καθορίζονται από το περιβάλλον(τις αρχικές συνθήκες του οποίου έχει καθορίσει η προθετικότητα των παικτών) και από την αδράνεια των παικτών(δηλαδή τον κομφορμισμό τους στις επιταγές του περιβάλλοντος).


4. Η αρνητική ανάδραση κυβερνά το σύστημα, δηλαδή επιβάλλει περιορισμούς στους παίκτες. Οι κοινωνικοί επιστήμονες που χρησιμοποιούν μια από τις δύο ανωτέρω προσεγγίσεις για να εξηγήσουν τη δυναμική του κοινωνικού συστήματος έχουν κατανοήσει ότι μια συστημική θεωρία πρέπει να εξηγεί τη συμπεριφορά των παικτών εξετάζοντας τους περιορισμούς και τα κίνητρα που παρέχει το σύστημα. Για να επιτευχθεί αυτός ο σκοπός, ο κοινωνικός επιστήμονας πρέπει να κάνει κάποια υπόθεση σχετικά με την ορθολογικότητα των παικτών (χωρίς να χρειάζεται να υποθέσει ότι οι παίκτες διαθέτουν τέλεια πληροφόρηση). Η υπόθεση της ορθολογικότητας επιτρέπει να εξαχθούν συμπεράσματα σχετικά με τη συμπεριφορά των παικτών αποκλειστικά από τη γνώση της δομής του συστήματος. Όμως, όπως έχουμε ήδη επισημάνει, εάν περιοριστούμε μόνο στην ανάλυση δομικών αιτίων, μπορεί εύκολα να βρεθούμε στο πεδίο της καθαρής θεωρίας (δηλαδή να στερούνται τα συμπεράσματά μας εμπειρικής σημασίας). Το μεθοδολογικό πρόβλημα που ανακύπτει λοιπόν για τους αναλυτές της δυναμικής των κοινωνικών συστημάτων είναι πώς να κατασκευάσουν θεωρίες που αξιοποιούν τα πλεονεκτήματα της δομοκρατίας χωρίς να εγκλωβίζονται στα μεθοδολογικά και επιστημολογικά όρια της δομοκρατίας. Για να επιτύχουμε αυτόν τον σκοπό, χρειαζόμαστε μια πολυδιάστατη προσέγγιση της κοινωνίας η οποία προσέγγιση θα ενσωματώνει διάφορα αναλυτικά πλαίσια. Ένα από αυτά τα αναλυτικά πλαίσια θα έπρεπε να είναι εκείνο της δομοκρατίας, το οποίο χαρακτηρίζει τόσο την προσαρμογή μέσω προθετικής δράσης όσο και την προσαρμογή μέσω ανταγωνιστικής επιλογής. Σε ένα τέτοιο αναλυτικό πλαίσιο, οι επιτυχημένοι παίκτες (άτομα ή πληθυσμοί) κατευθύνονται από διαδικασίες αρνητικής ανάδρασης προς προβλέψιμες καταστάσεις προσαρμογής στο περιβάλλον. Αυτό το αναλυτικό πλαίσιο έχει τις αρετές της φειδωλότητας και της σαφήνειας, αλλά το εύρος των φαινομένων που καλύπτει είναι περιορισμένο. Ένα ακόμη αναγκαίο αναλυτικό πλαίσιο θα έπρεπε να είναι εκείνο μιας τροποποιημένης δομοκρατίας η οποία θα παρουσίαζε τους οργανισμούς ως συνεχή συστήματα ανάδρασης στα οποία η συμπεριφορά ξετυλίγεται ή αναδύεται από μια διαλεκτική διαδικασία. Συγκεκριμένα, οι κανονικότητες στη συμπεριφορά οφείλονται στο γεγονός ότι κάθε διαδοχικό κομμάτι συμπεριφοράς καθορίζεται από τους θεσμούς και λοιπούς περιβαλλοντικούς περιορισμούς υπό τους οποίους λαμβάνει χώρα (Johnson1987), αλλά επίσης και οι επιλογές (δηλαδή η προθετικότητα) των μονάδων του συστήματος μπορεί να έχουν τον δικό τους αντίκτυπο στη συμπεριφορά που θα εκδηλώσουν οι μονάδες, υπό την έννοια ότι μπορεί να επιφέρουν αλλαγές στους θεσμούς και στους λοιπούς περιβαλλοντικούς περιορισμούς. Φαινόμενα μη κανονικότητας και αταξίας μπορεί να προκληθούν εξ αιτίας της φύσης του ίδιου του συστήματος, στην έκταση που τα άτομα είναι ελεύθερα και ικανά να αλλάξουν τους θεσμούς και τους λοιπούς περιβαλλοντικούς περιορισμούς. Από τη σκοπιά ενός τέτοιου αναλυτικού πλαισίου, τα ανθρώπινα συστήματα εξελίσσονται με βάση βρόχους ανάδρασης (feedback loops) στους οποίους συνυπάρχουν και ελεύθερη επιλογή και περιορισμοί, και η κατάσταση του συστήματος κάθε φορά είναι αποτέλεσμα της συνολικής ιστορίας του σε όλες τις λεπτομέρειές της. Ο χαρακτήρας της κυκλικής ανάδρασης της επιλογής, της δράσης και του αποτελέσματος της δράσης οδηγεί σε μια πολύπλοκη διασύνδεση μεταξύ αιτίων και αιτιατών (Senge, -1990).


Τέλος, χρειαζόμαστε καλύτερες θεωρίες για τη λήψη αποφάσεων, την επεξεργασία της πληροφορίας και την εσωτερική δυναμική των παικτών. Για παράδειγμα, όταν το ‘παράδοξο’ (βλ. π.χ. Hampden-Turner1990) καθίσταται το κεντρικό ζήτημα της ανάλυσης, οι παίκτες αντιμετωπίζονται ως συστήματα εκτός ισορροπίας, με δυναμικές που χαρακτηρίζονται αναγκαστικά από αταξία, αναπτύσσονται δε μέσω πολιτικών διαδικασιών (Pettigrew1985) σύμφωνα με έναν διαλεκτικό τρόπο (Pascale1990) και εκδηλώνουν μια σειρά κρίσεων (Miller1990). Επίσης, ο Σουμπίτερ (Schumpeter1934) έχει υποθέσει ότι οι κοινωνικοί οργανισμοί (π.χ. οι επιχειρήσεις, οι αγορές, οι τοπικές κοινωνίες, κ.ο.κ.) είναι συστήματα τα οποία είναι μέρη μεγαλύτερων περιβαλλοντικών συστημάτων που εξελίσσονται μέσω μιας διαδικασίας δημιουργικής καταστροφής: τέτοια εξελισσόμενα συστήματα είναι τόσο πολύπλοκα ώστε η πρόθεση (σκοπιμότητα) των παικτών που δρουν μέσα σ’ αυτά δεν καθορίζει τις μακροπρόθεσμες συνθήκες τους, αλλά αυτές οι μακροπρόθεσμες συνθήκες αναδύονται κατά απρόβλεπτο τρόπο από τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ των παικτών υπό συνθήκες ανισορροπίας και αταξίας(η ατομική ελεύθερη επιλογή παίζει ζωτικό ρόλο στην απρόβλεπτη, δημιουργική εξέλιξη του συστήματος). Επίσης, μέρος της προσπάθειάς μας να γεφυρώσουμε την απόσταση μεταξύ του εξωτερικού περιβάλλοντος και του εσωτερικού περιβάλλοντος ενός οργανισμού συνίσταται στην ανάλυση των βρόχων θετικής ανάδρασης (Gouldner1964, Senge1990). Η μη γραμμικότητα και οι βρόχοι θετικής ανάδρασης (ενάρετοι ή φαύλοι κύκλοι) είναι θεμελιώδεις ιδιότητες της ζωής των οργανισμών, κι έτσι μπορεί να αναδυθούν μοτίβα συμπεριφοράς χωρίς να είναι αποτέλεσμα της πρόθεσης των δρώντων παραγόντων (μπορεί να είναι ακόμη και αντίθετα προς τις προθέσεις των παικτών), παράγοντας απροσδόκητα αποτελέσματα. Τα προαναφερθέντα αναλυτικά πλαίσια αφορούν κυρίως στη δυναμική μη-γραμμικών συστημάτων30 και δικτύων ανάδρασης, δηλαδή αναφέρονται σε ζητήματα που μελετά η επιστήμη της πολυπλοκότητας. Η πολυπλοκότητα παίζει σημαντικό ρόλο στην κοινωνική ανάλυση επειδή οι παίκτες είναι συστήματα ανάδρασης, δηλαδή, κάθε φορά που δύο οργανισμοί αλληλεπιδρούν μεταξύ τους, οι δράσεις του ενός οργανισμού έχουν επιπτώσεις επί του άλλου, οδηγώντας αυτόν τον άλλο στο να αντιδράσει με τρόπους που έχουν επιπτώσεις επί του πρώτου, ο οποίος και πάλι με τη σειρά του θα απαντήσει, κ.ο.κ. Γενικά, η ανάδραση χαρακτηρίζει οποιοδήποτε σύστημα εισροών-εκροών (ή σύστημα ερεθισμάτων-αντιδράσεων) στο οποίο η εκροή του (το αποτέλεσμά του) επηρεάζει την εισροή που θα εισέλθει στη συνέχεια στο σύστημα, αλλάζοντας έτσι τη λειτουργία του. Συνεπώς, τα συστήματα ανάδρασης είναι αυτό που είναι εξ αιτίας ολόκληρης της ιστορίας που έχουν βιώσει. Επίσης, οι βρόχοι ανάδρασης που προκαλούν οι άνθρωποι όταν αλληλεπιδρούν μεταξύ τους, δηλαδή όταν σχηματίζουν ένα δίκτυο, είναι μη γραμμικοί. Είναι μη γραμμικοί για τους ακόλουθους λόγους: (1)Οι επιλογές των παικτών στα ανθρώπινα συστήματα βασίζονται σε προσωπικές αντιλήψεις που οδηγούν άλλοτε σε δυσανάλογα μεγάλες και άλλοτε σε δυσανάλογα μικρές αντιδράσεις σε δεδομένα ερεθίσματα (π.χ. κάποιος μπορεί να 30

Για μια σε βάθος ανάλυση αυτών των εννοιών, χρήσιμα βιβλία είναι εκείνα των Laos(1998) και Verhulst(1985).


αντιδράσει υπερβολικά έντονα σε μια μικρής σημασίας προσβολή της τιμής του εάν την αντιληφθεί ως μεγάλη πρόκληση). (2)Υπάρχουν σχεδόν πάντα πολλά δυνατά αποτελέσματα που μπορεί να ακολουθήσουν μια δεδομένη πράξη. (3)Εξ αιτίας της δράσης δομικών δυνάμεων, η ομαδική συμπεριφορά είναι κάτι παραπάνω από το απλό άθροισμα των επιμέρους συμπεριφορών31. (4)Τα αποτελέσματα είναι συνήθως ατομικά. (5)Μικρές μεταβολές μπορούν να κλιμακωθούν καταλήγοντας σε μείζονος σημασίας αποτελέσματα32. Συνεπώς, η μη-γραμμική ανάλυση είναι αναγκαία για να μπορέσουμε να κατασκευάσουμε

31

Ο Γκουστάβ Λε Μπον (Bon1896) έχει περιγράψει την επίπτωση της ομάδας επί του ατόμου ως εξής: «Η πιο έντονη ιδιαιτερότητα που χαρακτηρίζει ένα ψυχολογικό πλήθος είναι η εξής: Όποια κι αν είναι τα άτομα που το συνθέτουν, όσο κι αν μοιάζουν ή διαφέρουν οι τρόποι ζωής τους, τα επαγγέλματά τους, ο χαρακτήρας τους, ή η νοημοσύνη τους, το γεγονός ότι έχουν μετασχηματιστεί σε πλήθος τα εφοδιάζει με ένα είδος συλλογικού νου ο οποίος τα κάνει να αισθάνονται, να σκέπτονται και να δρουν κατά έναν τρόπο τελείως διαφορετικό από εκείνον με τον οποίον καθένα από αυτά τα άτομα θα αισθανόταν, θα σκεπτόταν και θα δρούσε εάν βρισκόταν σε κατάσταση μόνωσης». Δεν παύουμε να είμαστε εμείς όταν καταστάσεις μας επηρεάζουν έντονα, αλλά γινόμαστε εμείς συν κάτι άλλο. Γινόμαστε διαφορετικοί, αλλά δεν μπορούμε να πούμε ότι γι’ αυτήν την αλλαγή μας υπεύθυνος είναι κάποιος άλλος παίκτης του συστήματος. Η ίδια η δομή του συστήματος επηρεάζει τα μέλη του. Για παράδειγμα, ο Τζορτζ και η Μάρθα, οι κύριοι χαρακτήρες στο έργο του Έντουαρντ Άλμπι (Edward Albee) με τίτλο Ποιος Φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;, μέσω της συμπεριφοράς και της αλληλεπίδρασής τους, δημιουργούν μια συνθήκη που κανένα από αυτά τα δύο πρόσωπα δεν μπορεί να ελέγξει μέσω μονομερών πράξεων και αποφάσεων. Η συμπεριφορά αυτού του ζεύγους δεν μπορεί να γίνει κατανοητή εάν θεωρήσουμε καθένα από τα δύο αυτά μέλη ξεχωριστά από το άλλο. Επίσης, η συμπεριφορά του ζεύγους δεν μπορεί να αναλυθεί σ’ ένα σύνολο διμερών σχέσεων επειδή κάθε στοιχείο συμπεριφοράς που συμβάλλει στην αλληλεπίδραση είναι το ίδιο επηρεασμένο από το γεγονός ότι οι δύο πλευρές αποτελούν ζεύγος. Έχουν γίνει μέλη ενός συστήματος: καθένας δρα και αντιδρά στον άλλο, αλλά αυτό το γεγονός δεν είναι αρκετό για να εξηγηθεί η συμπεριφορά τους, επειδή – πέρα από αυτό το γεγονός – ο Τζορτζ και η Μάρθα δρουν μαζί σ’ ένα παίγνιο το οποίο – έστω κι αν αρχικά έστησαν οι ίδιοι – καθοδηγεί και διαμορφώνει το ίδιο τη συμπεριφορά τους. Με άλλους λόγους, αντιδρούν ο ένας στον άλλο κι επιπλέον αντιδρούν και στις εντάσεις που προκαλεί το ίδιο το γεγονός της αλληλεπίδρασής τους. 32

Για παράδειγμα, κάποια ημέρα του 1961, ο μετεωρολόγος Έντουαρντ Λόρεντζ (Edward Lorenz) αποφάσισε να ‘κόψει δρόμο’ στην επεξεργασία καιρικών δεδομένων. Θέλησε να εξετάσει μια ακολουθία μετρήσεων σε μεγαλύτερο μήκος. Αντί να ξανατρέξει από την αρχή ολόκληρο το υπολογιστικό πρόγραμμα που χρησιμοποιούσε, άρχισε από τη μέση. Επανεισάγοντας τους αριθμούς που είχαν προκύψει σε προηγούμενη εκτύπωση, διαπίστωσε ότι πολύ μικρές μεταβολές οδήγησαν σε μια κατάσταση του καιρού που δεν έμοιαζε σχεδόν καθόλου με την αρχική. Ο Λόρεντζ διαπίστωσε ότι αυτή η μεγάλη μεταβολή οφειλόταν στο ότι είχε εισαγάγει τον αριθμό 0.506 αντί του αριθμού 0.506127. με τα λόγια του ίδιου του Λόρεντζ, το συμπέρασμα είναι το εξής: «Αυτό σημαίνει ότι δύο καταστάσεις που διαφέρουν κατά ανεπαίσθητες ποσότητες μπορεί τελικά να εξελιχθούν σε δύο σημαντικά διαφορετικές καταστάσεις. Εάν τότε υπάρχει οποιδήποτε σφάλμα στην παρατήρηση της παρούσας κατάστασης – και σε κάθε πραγματικό σύστημα τέτοια σφάλματα μοιάζουν αναπόφευκτα – μια αποδεκτή πρόβλεψη σχετικά με μια στιγμιαία κατάσταση στο απώτερο μέλλον μπορεί πράγματι να καταστεί αδύνατη» (Lorenz1995).


μοντέλα που να μπορούν να λαμβάνουν υπόψη τους τα προαναφερθέντα χαρακτηριστικά των ανθρωπίνων συστημάτων. Όλα τα μη-γραμμικά συστήματα ανάδρασης (nonlinear feedback systems), όπως οι επιχειρήσεις, οι οικονομικοί κλάδοι, οι κοινωνίες, οι συμμορίες, οποιοδήποτε γενικά μόρφωμα οργάνωσης ανθρώπων, μπορούν να μελετηθούν με όρους αιτιοκρατικών συστημάτων (deterministic systems). Για παράδειγμα, κάθε οργανισμός που έχει να κάνει με τον άνθρωπο είναι ένα αιτιοκρατικό μη-γραμμικό σύστημα ανάδρασης επειδή χαρακτηρίζεται από κανόνες λήψης αποφάσεων και από προδιαγεγραμμένες διαπροσωπικές σχέσεις μεταξύ ανθρώπων που ανήκουν στον ίδιο οργανισμό ή σε διαφορετικούς οργανισμούς (αυτό εννοούμε με τον όρο θεσμικό πλαίσιο). Σ’ένα τέτοιο σύστημα, οι παίκτες πρέπει αναγκαστικά να κινούνται γύρω από μη-γραμμικούς βρόχους ανάδρασης οι οποίοι διαμορφώνονται από το αντίστοιχο θεσμικό πλαίσιο, και γι’αυτόν τον λόγο το σύστημα μέσα στο οποίο δρουν οι παίκτες είναι αιτιοκρατικό. Όμως κάθε φορά που ένας παίκτης κινείται γύρω από έναν τέτοιον βρόχο είναι ελεύθερος να μεταρρυθμίσει, να αγνοήσει ή και να ανατρέψει τις υφιστάμενες θεσμικές επιταγές – διότι οι παίκτες ακολουθούν μεν δεδομένους κανόνες λήψης αποφάσεων και προδιαγεγραμμένα πρότυπα συμπεριφοράς αλλά αυτοί οι κανόνες και αυτά τα πρότυπα συμπεριφοράς επιτρέπουν την ελευθερία της επιλογής, δηλαδή υπόκεινται σε αλλαγή, κι έτσι, για παράδειγμα, είναι δυνατό να συμβαίνουν επιχειρηματικές καινοτομίες, κοινωνικές επαναστάσεις, αλλαγές σε ήθη και έθιμα, αλλαγές στη νομοθεσία, κ.ο.κ. Εξ ου και, για να είμαι δημιουργικός, δεν πρέπει να εξετάζω μόνο το εάν και το πώς θα προσαρμοστώ ή δεν θα προσαρμοστώ σε περιβαλλοντικές συνθήκες, αλλά κυρίως το τι μπορώ να επιτύχω. Από τα όσα επισημάναμε μέχρι τώρα, προκύπτει ότι οι παίκτες δεν μπορούν να απαλλαγούν από το γεγονός ότι οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ τους έχουν χαρακτήρα μη-γραμμικής ανάδρασης ούτε μπορούν να απαλλαγούν από τις συνέπειες αυτής της μη-γραμμικής ανάδρασης, αλλά μπορούν, πράγματι, να αλλάξουν τους εκάστοτε κανόνες και τα μοτίβα που κυβερνούν τη συμπεριφορά τους. Στη συνέχεια, θα μελετήσουμε τις συνέπειες που έχει η ελεύθερη επιλογή στο σύστημα.

1. Ευσταθή Αποτελέσματα (stable outcomes): το αποτέλεσμα που θα έχει οποιαδήποτε ελεύθερη ατομική επιλογή εξαρτάται αφενός από την παρέμβαση που έχει επιλέξει να κάνει ο συγκεκριμένος παίκτης (δηλαδή από τον επιδιωκόμενο σκοπό της δράσης) και αφετέρου από τις παρεμβάσεις που έχουν επιλέξει να κάνουν οι άλλοι παίκτες. Συνεπώς, όταν όλοι οι παίκτες που δρουν στο σύστημα δέχονται ένα δεδομένο σύνολο κανόνων συμπεριφοράς και κάνουν τις επιλογές τους σύμφωνα με αυτούς τους κανόνες, τότε ολόκληρο το σύστημα θα καταλήξει σε μια κατάσταση ευσταθούς ισορροπίας (δηλαδή θα εκδηλώνει μια «κανονικότητα» στη συμπεριφορά του). Σε αυτήν την περίπτωση, το σύστημα λειτουργεί με βάση μια αρνητική ανάδραση (παράδειγμα αρνητικής ανάδρασης αποτελεί ο νόμος που λέει ότι, όταν καταναλώνουμε όλο και μεγαλύτερη ποσότητα από ένα αγαθό, η οριακή χρησιμότητά του μειώνεται) η οποία συντηρεί την εκδήλωση ‘κανονικής’ προβλέψιμης συμπεριφοράς (π.χ. σύμφωνα με την αρχή της φθίνουσας οριακής χρησιμότητας της κατανάλωσης ενός αγαθού, η κατανάλωση ενός αγαθού διέπεται από μια κανονικότητα).


2. Ασταθή Αποτελέσματα (unstable outcomes): όταν όλοι οι παίκτες που δρουν σε ένα σύστημα αλλάζουν συνέχεια τους κανόνες που κυβερνούν τη συμπεριφορά τους, τότε κανείς από αυτούς δεν θα μπορεί να βασιστεί στους άλλους και το σύστημα θα οδηγηθεί τότε από κάποια θετική ανάδραση σ’ έναν δρόμο προβλέψιμης, εκρηκτικά ασταθούς ισορροπίας, δηλαδή το σύστημα έλκεται σε μια κατάσταση ασταθούς ισορροπίας. Με άλλους λόγους, καθώς αυξάνεται το επίπεδο διαμάχης (κάτι ανάλογο με την εντροπία στις φυσικές επιστήμες) σ’ ένα ανθρώπινο σύστημα, αυτό το σύστημα μεταβαίνει από μια κατάσταση στην οποία έλκεται σε συμπεριφορά ευσταθούς ισορροπίας προς μια κατάσταση στην οποία έλκεται σε συμπεριφορά ασταθούς ισορροπίας. 3. Άκρο του Χάους (edge of chaos): όταν ένα μη-γραμμικό σύστημα ανάδρασης λειτουργεί σε μια κατάσταση στην οποία λέμε ότι βρίσκεται στο άκρο της αστάθειας (ή στο άκρο της ευστάθειας), η συμπεριφορά του χαρακτηρίζεται ταυτόχρονα και από ευστάθεια και από αστάθεια: είναι ασταθής κατά το ότι δεν μπορεί να προβλεφθεί κάποια συγκεκριμένη συμπεριφορά στο απώτατο μέλλον (μακροπρόθεσμα) και ταυτόχρονα είναι ευσταθής κατά το ότι υπάρχει μια ποιοτικά προσδιορίσιμη δομή (qualitative structure) σε αυτήν τη συμπεριφορά (δηλαδή, ενώ δεν είναι δυνατό να μελετηθεί επακριβώς το πώς εξελίσσεται με ποσοτικούς όρους, είναι δυνατό να μελετηθεί ποιοτικά) κι επίσης τα βραχυπρόθεσμα αποτελέσματά της είναι προβλέψιμα. Για παράδειγμα, τα συνήθη, μη κανονικά μοτίβα συμπεριφοράς που εκδηλώνονται σε αγορές οι οποίες βρίσκονται σε κατάσταση κρίσης ή σε περιπτώσεις κοινωνικών συγκρούσεων μπορούν σχετικά εύκολα να ανιχνευθούν και να χαρακτηριστούν (π.χ. εύκολα ανιχνεύεται και αναγνωρίζεται ένα μοτίβο τσακωμού ή οδομαχιών), αλλά δεν είναι δυνατό να προβλέψουμε τη συγκεκριμένη πορεία που θα ακολουθήσουν αυτά τα μοτίβα σε κάθε δεδομένη χρονική περίοδο.

Η συμπεριφορά στο άκρο του χάους (Prigogine1997, Prigogine and Stengers1984) είναι συμπεριφορά στο άκρο της αστάθειας (ή της ευστάθειας), κι απ’όσα επισημάναμε μέχρι τώρα, είναι σαφές ότι η συμπεριφορά αυτού του τύπου ακολουθεί, κατά την πάροδο του χρόνου, έναν τυχαίο, εγγενώς απρόβλεπτο , δρόμο, αλλά το κάνει αυτό μέσα σε δεδομένα όρια, δηλαδή η συμπεριφορά στο άκρο του χάους χαρακτηρίζεται από φραγμένη αστάθεια (bounded instability). Η συμπεριφορά στο άκρο του χάους είναι μακροπρόθεσμα απρόβλεπτη και ταυτόχρονα έχει ένα αναγνωρίσιμο μοτίβο(δηλαδή μια αναγνωρίσιμη δομή): αυτή η παράξενη συμπεριφορά είναι συνέπεια του γεγονότος ότι το σύστημα χρησιμοποιεί και αρνητική ανάδραση (στη οποία οφείλεται το γεγονός ότι το σύστημα έχει ένα αναγνωρίσιμο μοτίβο, αφού η αρνητική ανάδραση μπορεί να παράγει σταθερότητα επιβάλλοντας περιορισμούς στην αλλαγή) και θετική ανάδραση (στην οποία οφείλεται το γεγονός ότι το μέλλον του συστήματος δεν είναι δεδομένο, αφού η θετική ανάδραση μπορεί να παράγει αστάθεια προσφέροντας κίνητρα για αλλαγή), και μάλιστα η το σύστημα κινείται αυτόνομα από τον έναν τύπο ανάδρασης στον άλλον. Σε αυτό το πλαίσιο, αλλαγές που επειδή είναι πού μικρές δεν είναι δυνατό να ανιχνευθούν ή να μετρηθούν μπορεί να προκαλέσουν σοβαρές ποιοτικές μεταβολές στη συμπεριφορά του συστήματος. Συνεπώς, η συμπεριφορά στο άκρο του χάους χαρακτηρίζεται από ευαίσθητη εξάρτηση από τις αρχικές συνθήκες, και γι’ αυτόν τον λόγο οι δεσμοί μεταξύ συγκεκριμένων αιτίων (δράσεων) και συγκεκριμένων αιτιατών (αποτελεσμάτων) είναι ασαφείς (εξ αιτίας της πολυπλοκότητας του συστήματος.


Εάν ένα μη-γραμμικό σύστημα ανάδρασης λειτουργεί στο άκρο του χάους, η πρόθεση των μελών (παικτών) του εν λόγω συστήματος δεν μπορεί αφ’ εαυτής να καθορίσει τα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα που θα έχουν οι δράσεις των μελών του συστήματος. Σε αυτήν την περίπτωση, οι μακροπρόθεσμες συνέπειες των δράσεων των παικτών αναδύονται από τις λεπτομέρειες της αλληλεπίδρασης μεταξύ των μελών του συστήματος (δηλαδή προκύπτουν κατά τρόπο αυθόρμητο και όχι ως άμεση συνέπεια των αρχικών προθέσεων). Επίσης, τα νέα μοτίβα συμπεριφοράς που αναδύονται κατά τον προαναφερθέντα τρόπο μπορούν να ενταχθούν μέσα σε συγκεκριμένες, αναγνωρίσιμες κατηγορίες, δηλαδή είναι παρόμοια, αλλά όχι όμοια, προς προγενέστερα μοτίβα συμπεριφοράς. Γενικά, σ’ ένα μη-γραμμικό σύστημα ανάδρασης το οποίο λειτουργεί στο άκρο του χάους, τα μέλη του λειτουργούν σ’ ένα αιτιοκρατικό (ή πιθανοκρατικό) σύστημα και ταυτόχρονα μπορούν να κάνουν πραγματικές επιλογές (δηλαδή υπάρχει ελευθερία εδραζόμενη επί της προθετικότητας της ανθρώπινης συνείδησης), επιλογές οι οποίες θα μπορούσαν να έχουν σοβαρές συνέπειες, αλλά τα μέλη ενός μη-γραμμικού συστήματος ανάδρασης που βρίσκεται στο άκρο του χάους δεν μπορούν να γνωρίζουν εκ των προτέρων εάν μια σοβαρή συνέπεια της δράσης τους θα αναδυθεί ή όχι και, αν αυτή αναδυθεί, ποια θα είναι (δηλαδή η πρόθεση των παικτών δεν μπορεί να προδιαγράψει τις μακροπρόθεσμες συνέπειες των επόμενων επιλογών που θα κάνουν). Με άλλους λόγους, η επιλογή δεν είναι περιορισμένη σ’ έναν πεπερασμένο αριθμό προβλέψιμων καταστάσεων, αλλά αντίθετα η επιλογή είναι ανοιχτή (ελεύθερη), ως επιγέννημα της απροσδιοριστίας του ανθρωπίνου πνεύματος. Ωστόσο οι συνέπειες της οποιασδήποτε επιλογής δεν είναι δυνατό να καταστούν απολύτως γνωστές εκ των προτέρων33. 33

Ο νομπελίστας φυσικός Ίλια Πριγκοζίν (Ilya Prigogine) ήταν ο πρώτος που εισήγαγε τις έννοιες των συστημάτων διάχυσης (dissipative systems) και της αυτοοργάνωσης (self-organization) και που έδειξε ότι οι συνθήκες που γενούν δομές βρίσκονται «μακράν της ισορροπίας». Συγκεκριμένα, ο Πριγκοζίν διακρίνει μεταξύ συστημάτων «σε ισορροπία» (in equilibrium), «κοντά στην ισορροπία» (near equilibrium) και «μακράν της ισορροπίας» (far from equilibrium). Για παράδειγμα, ένας μικρός πληθυσμός όπου η προσθήκη μερικών γεννήσεων και θανάτων δεν επηρεάζει σημαντικά την κατάσταση βρίσκεται σε ισορροπία. Όμως, εάν ο ρυθμός γεννήσεων αυξανόταν ξαφνικά και ανεξέλεγκτα, παράξενα πράγματα θα μπορούσαν να συμβούν: το σύστημα βρίσκεται μακράν της ισορροπίας. Σε συστήματα μακράν της ισορροπίας, η ύλη μπορεί να αναδιοργανωθεί κατά δραματικό τρόπο. Λαμβάνει χώρα ένας μετασχηματισμός από την αταξία (θερμικό χάος) στη τάξη. Νέες δυναμικές καταστάσεις της ύλης μπορεί να προκύψουν (αυτές οι νέες καταστάσεις αντανακλούν την αλληλεπίδραση μεταξύ ενός δεδομένου συστήματος και του περιβάλλοντός του). Ο Πριγκοζίν ονόμασε αυτές τις δομές «δομές διάχυσης» επειδή απαιτούν περισσότερη ενέργεια για να διατηρηθούν. Γενικά, οι δομές διάχυσης περιλαμβάνουν κάποια δύναμη που προκαλεί απώλεια ενέργειας, όπως η τριβή. Όταν ένα σύστημα μακράν της ισορροπίας εισέρχεται σε μια χαοτική περίοδο, αλλάζει και μεταβαίνει σ’ ένα διαφορετικό επίπεδο τάξης κατά αυθόρμητο τρόπο, μέσω μιας διαδικασίας που ο Πριγκοζίν ονόμασε «αυτοοργάνωση». Συνεπώς, η προσπάθεια να κατανοήσουμε βιολογικά, φυσικά και κοινωνικά συστήματα με όρους γραμμικούς και μηχανοκρατικούς δεν μπορεί να τελεσφορήσει. Η εμπειρική πραγματικότητα είναι γεμάτη αταξία και αλλαγή (Antoniou and Lumer1999).


Η έννοια της μη γραμμικότητας Οι περισσότερες δυνάμεις στη ζωή είναι μη γραμμικές. Συγκεκριμένα, τα ανθρώπινα συστήματα, όπως π.χ. το οικονομικό σύστημα, είναι (σχεδόν πάντοτε) αιτιοκρατικά μηγραμμικά συστήματα ανάδρασης. Στα μη-γραμμικά συστήματα ανάδρασης που έλκονται σε κατάσταση ευσταθούς ισορροπίας, η δυναμική του συστήματος μπορεί να εξηγηθεί με βάση το μοντέλο της προσαρμογής μέσω προθετικής δράσης ή με βάση το μοντέλο της προσαρμογής μέσω ανταγωνιστικής επιλογής. Από την άλλη πλευρά, στο άκρο του χάους, τα μη-γραμμικά συστήματα ανάδρασης γίνονται εγγενώς και αυθορμήτως μεταβλητά, υπό την έννοια ότι χαρακτηρίζονται από αιτιοκρατικούς νόμους αλλά αυτοί οι αιτιοκρατικοί νόμοι οδηγούν σε γεγονότα που λαμβάνουν χώρα με τρόπο απρόβλεπτο και αυθόρμητο (ως συνέπειες της αλληλεπίδρασης των παικτών). Γενικά, προβλήματα μη-γραμμικής ανάλυσης άρχισαν να προκύπτουν ήδη από την αρχή της δημιουργίας του σύμπαντος. Ορισμένα από αυτά λύθηκαν από αρχαίους Έλληνες μαθηματικούς, αλλά πολλά νέα μη-γραμμικά προβλήματα τέθηκαν τόσο στα καθαρά μαθηματικά όσο και σε άλλα επιστημονικά πεδία (π.χ. φυσική, χημεία, βιολογία, αστρονομία, μαθηματική οικονομία, κ.ο.κ.) και οδήγησαν στην παραγωγή πολλών σημαντικών επιστημονικών αποτελεσμάτων (βλ. π.χ. Hyers, Isaac and Rassias1995, Prastaro and Rassias1994, Rassias1986). Ωστόσο, η διάκριση μεταξύ γραμμικής και μη-γραμμικής ανάλυσης δεν είναι απολύτως σαφής επειδή ένα σημαντικό μέρος των πληροφοριών που αφορούν σ’ ένα μη-γραμμικό σύστημα μπορεί να εξαχθεί από μια τοπική γραμμική προσέγγιση του δεδομένου μη-γραμμικού προβλήματος (Laos1995) κι επίσης είναι συχνά δυνατό να εξαχθούν πληροφορίες για τη λύση ενός γραμμικού προβλήματος από ένα σχετικό μη-γραμμικό πρόβλημα (Lomonosov1973). Στις κοινωνικές επιστήμες ειδικότερα, εάν θέλουμε τα μοντέλα μας να έχουν εμπειρική σημασία, τότε πρέπει να είμαστε έτοιμοι να εργαστούμε με αιτιοκρατικά μη-γραμμικά δίκτυα ανάδρασης. Ο λόγος για τον οποίο πολλά εγχειρίδια κοινωνικών επιστημών αποφεύγουν να μελετούν μη γραμμικότητες είναι επειδή ανάγουν δύσκολα μη-γραμμικά προβλήματα σε απλούστερα γραμμικά προβλήματα τα οποία μελετώνται ευκολότερα και οδηγούν σε περισσότερο φιλόδοξες γενικεύσεις, κινδυνεύοντας συχνά να εγκλωβίσουν τον νου του οικονομολόγου σ’ έναν ιδεατό επιστημονικό κόσμο, οι κανονικότητες του οποίου είναι άσχετες προς την πραγματική εμπειρία και τον χαοτικό παράγοντα. Εξ ου και είναι αναγκαίο ο σύγχρονος κοινωνικός επιστήμονας να κατανοεί τη μη-γραμμικότητα του κόσμου και να έχει πλήρη επιστημονική συνείδηση των μεθόδων όσο και των επιστημολογικών ορίων της γραμμικής προσέγγισης μη-γραμμικών προβλημάτων.


Παραπομπές του Κεφαλαίου III Antoniou,I. and G. Lumer(eds)(1999) Generalized Functions, Operator Theory and Dynamical Systems. London: Chapman and Hall/CRC Research Notes in Mathematics 399. Δρακάτος, Κ.(1998) «Η Ποσοτική Ανάλυση στην Οικονομική Επιστήμη: Επιτεύξεις και Προβληματισμοί», Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών, τ.73, τεύχ. Β’. Duesenberry, J.S.(1949) Income Saving and the Theory of Consumer Behavior. Cambridge: Harvard University Press. Durkheim, E.(1893/1964) The Division of Labor in Society (trans.: G. Simpson). New York: Free Press. Durkheim, E.(1895/1964) The Rules of Sociological Method (trans.: G.E.G. Catlin). New York: Free Press. Frguson, C.E.(1984) Microeconomic Theory. Homewood, Ill.: Richard D. Irwin, Inc. Gouldner, A.(1964) Patterns of Industrial Bureaucracy. New York: Free Press. Hampden-Turner, C.(1990) Charting the Corporate Mind. New York: Free Press/Macmillan. Hannan, M. and J. Freeman(1977) «The Population Ecology of Organizations», American Journal of Sociology, 82. Hyers, D.H., G. Isaac and Th.M. Rassias(1995) Topics in Nonlinear Analysis and Applications. Singapore: World Scientific Publishing Co. Johnson, G.(1987) Strategic Change and the Management Process. Oxford: Blackwell. Καστοριάδης, Κ.(2001) Διάλογοι. Αθήνα: Ύψιλον/Βιβλία. Kreps, D.M.(1990) A Course in Microeconomic Theory. Princeton: Princeton University Press. Laos, N.K.(1995) «A Comparative Study of Linear and Nonlinear Differential Equations with Applications», στο: S. Bilchev and S. Tersian(eds) Proceedings of the Fifth International Conference on Differential Equations and Applications. Rousse: University of Rousse/ Union of Bulgarian Mathematicians. Laos, N.K.(1998) Topics in Mathematical Analysis and Differential Geometry. Singapore: World Scientific Publishing Co. Le Bon, G.(1896) The Crowd. London: T. Fisher Unwin. Lomonosov, V.I.(1973) «Invariant Subspaces for the Family of Operators which Commute with a Completely Continuous Operator», Functional Anal. Appl., 8. Lorenz, E.(1995) The Essence of Chaos. London: U.C.L. Press. Marshall, A.(1920) Principles of Economics. New York: St. Martin’s Press.


Miller, D.(1990) The Icarus Paradox: How Excellent Organizations Can Bring about Their Own Downfall. New York: Harper Business. Parsons, T.(1949) The Structure of Social Action. Glencoe, Ill.: The Free Press. Pascale, R.T.(1990) Managing at the Edge: How Successful Companies Use Conflict to Stay Ahead. London: Viking Penguin. Pettigrew, A.(1985) The Awakening Giant. Oxford: Blackwell. Porter, M.E.(1980) Competitive Strategy. New York: Free Press. Prastaro, A. and Th.M. Rassias(eds) (1994) Geometry in Partial Differential Equations. Singapore: World Scientific Publishing Co. Prigogine, I.(1997) The End of Certainty. New York: Free Press. Prigogine, I. and I. Stengers(1984) Order Out of Chaos. Toronto: Bantam Books. Rassias, Th.M.(1986) Foundations of Global Nonlinear Analysis. Leipzig: Teubner-Texte zur Mathematik 86. Robbins, L.(1935) An Essay on the Nature and Significance of Economic Science. London: Macmillan. Samuelson, P.A.(1947) Foundations of Economic Analysis. Cambridge: Harvard University Press. Schumpeter, J.A.(1934) The Theory of Economic Development. Cambridge: Harvard University Press. Senge, P.M.(1990) The Fifth Discipline: The Art and Practice of the Learning Organization. New York: Doubleday Currency. Stephen, L.(1990) The English Utilitarians. London, 3 τόμοι. Thompson, J.D. and A. Tuden(1959) «Strategies, Structures and Processes of Organizational Decisions», στο: J.D. Thompson and J. Woodward(eds) Comparative Studies in Administration. Pittsburg: University of Pittsburg Press. Verhulst, F.(1985) Nonlinear Differential Equations and Dynamical Systems. Berlin: SpringerVerlag. Von Neumann, J. and O. Morgenstern(1944) The Theory of Games and Economic Behavior. Princeton: Princeton University Press.


«Ου περί την ουσίαν των γεγονότων το κακόν θεωρείται· αλλά περί την εσφαλμένην αλόγιστον κίνησιν.» Άγιος Μάξιμος ο Ομολογιτής

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV Η ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΤΗΣ ΠΟΛΥΠΛΟΚΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ

Στο παρόν κεφάλαιο, θα αναπτύξουμε έναν τρόπο θεώρησης της κοινωνικής ισορροπίας ο οποίος βασίζεται στην πολυπλοκότητα. Ειδικότερα, το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα αναλύσουμε την οργανωτική δυναμική θα είναι εκείνο της μη-γραμμικής ανάδρασης. Επίσης, θα χρησιμοποιήσουμε την έννοια της φραγμένα ασταθούς συμπεριφοράς για να προσδιορίσουμε τις συνέπειες των εννοιών του παραδόξου, των βρόχων κυκλικής ανάδρασης, των διαδικασιών θετικής ανάδρασης και της ανάδυσης νέων δομών μακράν της ισορροπίας (Antoniou, Reeve and Stenning2000, Blum, Cucker, Shub and Smale1998, Kondepudi and Prigogine1981).

Οργανωτική συμπεριφορά και μη γραμμική ανάλυση Εάν το αναλυτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο μελετάμε έναν κοινωνικό οργανισμό είναι εκείνο της μη-γραμμικής ανάδρασης, τότε η εργασία μας συνίσταται κατά βάση στη μελέτη των καταστάσεων προς τις οποίες μπορεί να έλκεται ένας οργανισμός – αυτές οι καταστάσεις είναι: ευστάθεια με μια μοναδική ισορροπία ή με πολλαπλές ισορροπίες, αστάθεια, ή κάποια κατάσταση στο άκρο του χάους (η τελευταία είναι γνωστή ως φραγμένη αστάθεια ή ως άκρο της αστάθειας). Όπως έχουμε επισημάνει στο Κεφάλαιο IΙΙ, μια κατάσταση στο άκρο του χάους είναι μια πολύπλοκη κατάσταση συμπεριφοράς η οποία χαρακτηρίζεται ταυτόχρονα από ευστάθεια και αστάθεια, στην οποία οι δεσμοί μεταξύ αιτίων και αιτιατών πρακτικά εξαφανίζονται, και στην οποία συνεπώς τα αποτελέσματα είναι απρόβλεπτα. Οι κοινωνικοί οργανισμοί (π.χ. επιχειρήσεις, συμμορίες, οι κοινωνίες συνολικά), χαρακτηρίζονται από τυπικά (formal) και από άτυπα (informal) συστήματα τα οποία πρέπει με σαφή τρόπο να ξεχωρίσουμε μεταξύ τους και να τα αναλύσουμε ώστε να μελετήσουμε τελικά τις συνθήκες ευστάθειας και αστάθειας που χαρακτηρίζουν τη δυναμική του οργανισμού (π.χ. το τυπικό σύστημα μιας κοινωνίας είναι το θεσμοθετημένο σύστημα αξιών και κανόνων, ενώ το άτυπο σύστημα μιας κοινωνίας είναι οι διάφορες υποκουλτούρες που υπάρχουν σ’ αυτήν). Προηγουμένως όμως, πρέπει να ασχοληθούμε στη μελέτη ενός άλλου βασικού προβλήματος οργανωτικής συμπεριφοράς, δηλαδή να εξηγήσουμε το πώς επιτυγχάνουν οι οργανισμοί την οργάνωσή τους, ή, με άλλους λόγους, το πώς επιτυγχάνεται ο συντονισμός της δράσης στο πλαίσιο ενός οργανισμού. Πράγματι, είναι δύσκολο να κατανοήσουμε το πώς ένας οργανισμός κάνει τους ανθρώπους που είναι μέλη του να δρουν συντονισμένα. Όχι μόνο διαφορετικά άτομα συχνά εξυπηρετούνται καλύτερα από διαφορετικές αποφάσεις, δυσκολεύοντας έτσι τον συντονισμό τους, αλλά


και κάθε άτομο, υπό την επιρροή της διαφορετικής εκπαίδευσης που έχει λάβει και των διαφορετικών επαγγελματικών και κοινωνικών εμπειριών που έχει βιώσει, προσανατολίζεται σε διαφορετικές προσεγγίσεις μιας εργασίας, ερμηνεύει τα διαθέσιμα δεδομένα κατά διαφορετικούς τρόπους και καταλήγει σε διαφορετικά συμπεράσματα σχετικά με το ποιος είναι ο βέλτιστος τρόπος δράσης για το κοινό καλό. Ένα είδος γραμμικού ή και αυταρχικού μοντέλου διοίκησης και το όραμα του Τέιλορ (Taylor) για το επιστημονικό μάνατζμεντ μπορεί να ελαχιστοποιήσουν τις προαναφερθείσες διαφορές, αλλά ακόμη και ο πιο άκαμπτα ελεγχόμενος οργανισμός μπορεί να παρέχει εποπτεία και κανονισμούς συμπεριφοράς μόνο για ένα περιορισμένο κομμάτι του συνόλου των αποφάσεων που πρέπει να ληφθούν από τα μέλη του, δηλαδή αδυνατεί να συντονίσει απόλυτα τους νόες των μελών του. Όπως θα δούμε και στη συνέχεια, πολλοί ειδικοί στη διοικητική επιστήμη δίνουν έμφαση στην κουλτούρα του οργανισμού, θεωρώντας την οργανωτική κουλτούρα – δηλαδή το σύνολο των αντιλήψεων, αξιών, συνηθειών, παραδόσεων και πρακτικών που έχουν διάρκεια και αποτελούν βιώματα και πεποιθήσεις όλων των μελών του οργανισμού – ως τον παράγοντα που δημιουργεί κοινές υποθέσεις και στόχους μεταξύ των ατόμων που είναι μέλη του δεδομένου οργανισμού, κι αυτή η κοινότητα υποθέσεων και στόχων μειώνει τη δυνατότητα ανάπτυξης διαφορών μεταξύ των μελών του οργανισμού και προωθεί την οργανωμένη δράση. Η υιοθέτηση από τα μέλη ενός οργανισμού κοινών υποθέσεων, κοινών αξιών και ενός αισθήματος του ανήκειν είναι ένας αποφασιστικής σημασίας παράγοντας καλλιέργειας νομιμοφροσύνης, κομφορμισμού, αυξημένης προσπάθειας και συντονισμού δραστηριοτήτων μέσα στον οργανισμό. Όμως, ενώ κάποιος μπορεί να έχει μια ιδέα για το πώς η κουλτούρα μπορεί να ενισχύσει τον βαθμό συντονισμού τον οποίο προωθεί το τυπικό σύστημα ενός οργανισμού, η άλλη πλευρά του νομίσματος – που έχει να κάνει με το άτυπο σύστημα του οργανισμού – είναι προβληματική και μας φέρνει ενώπιον της πολυπλοκότητας. Εάν περιοριστούμε μόνο στην ανάλυση του πώς η συντονισμένη δράση επιτυγχάνεται μέσω επαναλαμβανόμενων, σταθερών φαινομένων, όπως π.χ. οι κοινές αξίες, τότε θα μπορούμε μεν να προβούμε σε εξηγήσεις περί της οργανωτικής συμπεριφοράς αλλά δεν θα μπορούμε να εξηγήσουμε το φαινόμενο της αλλαγής, δηλαδή δεν θα μπορούμε να εξηγήσουμε την αλλαγή της συντονισμένης δράσης. Όμως, σ’ έναν ασαφή κόσμο, αλλαγές των συνθηκών καθώς και αλλαγές στις περί των συνθηκών εκτιμήσεις είναι πολύ πιθανές και συχνά προκαλούν την ανάγκη για νέες οργανωτικές δράσεις. Εάν, δηλαδή, ένας οργανισμός θέλει να επιβιώσει, πρέπει να μπορεί να επιτυγχάνει τον συντονισμό του με διαφορετικούς τρόπους. Η ανάλυση της πολιτικής διαδικασίας σ’ έναν οργανισμό αποτελεί τον πιο αποτελεσματικό τρόπο με τον οποίο μπορούμε να αναλύσουμε το πώς αλλάζει μια συντονισμένη δράση. Ο ισχυρισμός ότι η ανάλυση της πολιτικής ενός οργανισμού προσφέρει ένα χρήσιμο θεωρητικό πλαίσιο για να εξηγήσουμε και το πώς ο οργανισμός εξασφαλίζει τον συντονισμό και το πώς αλλάζει βασίζεται στους ακόλουθους λόγους: (1)Η οργανωτική πολιτική αποτελεί την αρένα όπου καθορίζονται και αξιολογούνται νέες εναλλακτικές στρατηγικές βάσει των ποικίλων εμπειριών των μελών του οργανισμού. (2)Η οργανωτική πολιτική προκαλεί-υποχρεώνει την ηγεσία του οργανισμού να αποσαφηνίσει και να τροποποιήσει τη σκέψη της σχετικά με στρατηγικά ζητήματα. (3)Η οργανωτική


πολιτική αναδεικνύει, φέρνει στο φως, τις αρχές στις οποίες δεσμεύονται άτομα και ομάδες ώστε να σχεδιάσουν και να εφαρμόσουν μια νέα στρατηγική. (4)Η ποικιλία διαφορετικών θέσεων-αντιλήψεων σχετικά με την οργανωτική πολιτική διευκολύνει την εναλλαγή ηγετών, τη δημοκρατική διαδικασία ανάδειξης της ηγεσίας, και προωθεί την προσαρμογή στις πρακτικές και τις πεποιθήσεις οι οποίες υπηρετούν την οργανωτική κουλτούρα. (5)Ενώ η οργανωτική πολιτική μπορεί να είναι αιτία πρόκλησης ταραχών στον οργανισμό, τυποποιημένοι κύκλοι αποφάσεων μπορεί να κατευθύνουν δυνητικώς ταραχώδεις διαφορές απόψεων γύρω από την οργανωτική πολιτική προς διευθυνόμενους κύκλους συζητήσεων οι οποίοι μπορεί να αναδείξουν μια συνθετική οργανωτική πολιτική. Στο πλαίσιο της διαμόρφωσης της πολιτικής ενός οργανισμού, η σύγκρουση κατά πάσα πιθανότητα αποδεικνύεται θετικός παράγοντας, εάν εκείνοι που αντιτίθενται στην κατεστημένη δραστηριότητα είναι ικανοί, υπό ελεγχόμενες συνθήκες, να αναπτύξουν τα παράπονά τους ή τις εναλλακτικές προτάσεις τους με τη μορφή ενός καλά αρθρωμένου προγράμματος δράσης το οποίο μπορεί να συγκριθεί με την τρέχουσα στρατηγική του οργανισμού. Η διαδικασία ανάπτυξης εναλλακτικών προτάσεων, απ’ την άλλη πλευρά, μπορεί να μειώσει την κοινή δέσμευση στον οργανισμό και να τον διασπάσει. Συνεπώς, κατά πάσα πιθανότητα, η σύγκρουση θα αποβεί θετική εάν λάβει χώρα σ’ ένα σταθεροποιημένο πολιτικό σύστημα, δηλαδή όταν το τυπικό σύστημα του οργανισμού δεν είναι ασταθές(περισσότερα επ’ αυτού του θέματος βλ. στη συνέχεια). Η πολιτική διαδικασία μπορεί να προωθήσει τον συντονισμό της δράσης βραχυπρόθεσμα με το να βοηθεί τα άτομα να ανακαλύψουν τα δικά τους συμφέροντα και να τα συνθέτουν με τα συμφέροντα των άλλων. Μακροπρόθεσμα, το πολιτικό σύστημα ενός οργανισμού μπορεί να βοηθήσει τον δεδομένο οργανισμό να προσαρμοστεί στην ασάφεια και την αλλαγή με το να διατηρεί στη ζωή ποικίλες εναλλακτικές προοπτικές και να δημιουργεί ευκαιρίες αναθεώρησης των θέσεων-απόψεων για τη στρατηγική του οργανισμού. Στη συνέχεια, θα αναλύσουμε τρεις διαφορετικές προσεγγίσεις στη δυναμική των οργανισμών.

1. Ευσταθής Ισορροπία Ο Τσέστερ Μπάρναρντ (Chester Barnard1938) έχει ορίσει έναν (τυπικό) οργανισμό ως «ένα σύστημα συνειδητά συντονισμένων δραστηριοτήτων ή δυνάμεων δύο ή περισσοτέρων προσώπων». Με άλλους λόγους, πρόσωπα και φυσικό μόρφωμα ενός οργανισμού συνιστούν ένα συνεργατικό σύστημα (cooperative system) – παρά ένα απλό άθροισμα – διότι οι δραστηριότητες των μελών είναι συνειδητά συντονισμένες προς την επίτευξη ενός ορισμένου σκοπού (ibid). Για να προκύψει ένας οργανισμός, πρέπει να ικανοποιούνται οι ακόλουθες συνθήκες: (i)Τα πρόσωπα πρέπει να έχουν τη βούληση να συνεισφέρουν ενεργά στο σύστημα συνεργασίας. (ii)Πρέπει να συμμερίζονται έναν κοινό σκοπό. (iii)Η προθετική επικοινωνία μεταξύ των προσώπων πρέπει να είναι εφικτή και να λαμβάνει όντως χώρα. Οι πρώτες δύο από τις προαναφερθείσες συνθήκες πρέπει να ικανοποιούνται για εξασφαλιστεί συνειδητή συνεργασία και η τρίτη συνθήκη πρέπει να ικανοποιηθεί για να εξασφαλιστεί συνειδητός συντονισμός, κι έτσι να προκύψει τελικώς οργάνωση. Ο Χέρμπερτ Σάιμον (Herbert Simon1945) έχει υποστηρίξει ότι ένα συνεργατικό μοτίβο προκύπτει όταν τα μέλη του


προτιμούν να επέλθει το ίδιο σύνολο συνεπειών από τη δράση τους. Εάν οι εκτιμήσεις που κάνει καθένας που μετέχει σ’ ένα συνεργατικό μοτίβο σχετικά με τη συμπεριφορά των άλλων μελών είναι σωστές, τότε όλοι θα δράσουν (και ειδικότερα θα συνεργαστούν) για να εξασφαλίσουν ότι θα επέλθει το προαναφερθέν σύνολο συνεπειών. Όμως, χωρίς προθετική επικοινωνία, το συνεργατικό μοτίβο τείνει να γίνει έντονα ασταθές. Συνεπώς, ‘συνειδητός συντονισμός’ είναι ο μηχανισμός ή η διαδικασία που εξασφαλίζει ότι κάθε πρόσωπο που μετέχει σ’ ένα συνεργατικό μοτίβο πληροφορείται τις στρατηγικές που επιλέγονται από τους άλλους. Η διαδικασία επικοινωνίας μέσα στο τυπικό σύστημα ενός οργανισμού εξειδικεύεται σε διάφορα ευσταθή κέντρα επικοινωνίας τα οποία συνθέτουν το εκτελεστικό σώμα (executive body) ενός οργανισμού. Όμως το εκτελεστικό σώμα δεν είναι ένα απλό κέντρο επικοινωνίας, αλλά επίσης ασκεί εξουσία επί των μελών του οργανισμού. Στο πλαίσιο της ευσταθούς ισορροπίας, το τυπικό σύστημα ενός οργανισμού αποσκοπεί κυρίως στο να εξασφαλίζει την πραγματοποίηση κατεστημένων, επαναλαμβανόμενων, καθημερινών δραστηριοτήτων όσο περισσότερο αποτελεσματικά είναι δυνατό, και γι’ αυτό πρέπει να λειτουργεί σύμφωνα με καλώς ορισμένες ιεραρχικές δομές και αυστηρώς τηρούμενους κανόνες και διαδικασίες. Υπ’ αυτές τις προϋποθέσεις, ένα αποτελεσματικό τυπικό σύστημα σ’ έναν οργανισμό είναι αναγκαστικά βασισμένο σε εκείνες τις αλληλεπιδράσεις που επαναλαμβάνονται στον εν λόγω οργανισμό και δεν έχουν προσωρινό χαρακτήρα, κι ως εκ τούτου είναι προορισμένο να αντιστέκεται στην αλλαγή και να συντηρεί το status quo με σκοπό την αποτελεσματικότητα. Συνεπώς, η τυπική οργάνωση οποιουδήποτε επιτυχημένου οργανισμού χαρακτηρίζεται από τάξη και ευστάθεια. Το τυπικό σύστημα κάθε οργανισμού έλκεται προς ευσταθή ισορροπία από τις δυνάμεις τις ολοκλήρωσης (integration) των μελών στο σύστημα – δηλαδή από τις δυνάμεις της συνειδητής συνεργασίας – καθώς και από τον έλεγχο της τάξης – δηλαδή από τον συνειδητό συντονισμό – και από την ανάγκη προσαρμογής στο περιβάλλον (Lawrence and Lorsch1967). Το άτυπο σύστημα (informal system) ενός οργανισμού αναφέρεται σε μια κουλτούρα εναλλακτική προς εκείνη του τυπικού συστήματος. Σε περίπτωση που η προαναφερθείσα έλξη του τυπικού συστήματος ενός οργανισμού προς ευσταθή ισορροπία ενισχύεται (υπηρετείται) από το άτυπο σύστημα του εν λόγω οργανισμού, τότε ολόκληρος αυτός ο οργανισμός θα έλκεται προς την ευστάθεια. Με άλλους λόγους, σε αυτήν την περίπτωση, η αρνητική ανάδραση ελέγχει και το τυπικό και το άτυπο σύστημα και καθορίζει τη συμπεριφορά των παικτών κατά έναν τρόπο που οδηγεί στην εκδήλωση κανονικής και προβλέψιμης συμπεριφοράς. Με τον όρο αρνητική ανάδραση, μπορούμε να εννοήσουμε λ.χ. τον νόμο της φθίνουσας απόδοσης (decreasing returns), σύμφωνα με τον οποίο το πρόσθετο προϊόν που θα αποκτούμε από διαδοχικές αυξήσεις μιας εισροής, ενώ κρατάμε σταθερές τις άλλες εισροές, θα είναι όλο και λιγότερο. Με άλλους λόγους, το οριακό προϊόν κάθε μονάδας εισροής θα μειώνεται όταν αυξάνει η ποσότητα της εισροής αυτής, εφόσον οι λοιπές εισροές μένουν αμετάβλητες. Επίσης, με τον όρο αρνητική ανάδραση, μπορούμε να εννοήσουμε τον νόμο της φθίνουσας οριακής ωφέλειας/χρησιμότητας (diminishing marginal utility), σύμφωνα με τον οποίο, όταν καταναλώνεται όλο και περισσότερη


ποσότητα από ένα αγαθό, η οριακή ωφέλεια/χρησιμότητα που προκύπτει από αυτό μειώνεται. Συνοψίζοντας, μπορούμε να πούμε ότι, όταν απουσιάζουν ισχυρά αποσταθεροποιητικά – συνειδητά είτε ασυνείδητα – αίτια, οι οργανισμοί έλκονται προς μια ευσταθή γραφειοκρατική κατάσταση στην οποία επαναλαμβάνουν συνέχεια την ίδια συμπεριφορά: αυτού του είδους η συμπεριφορά τονίζεται στη (νέο-) κλασσική μικροοικονομική και γενικά στις μελέτες της οργανωτικής συμπεριφοράς που βασίζονται στην ανταγωνιστική επιλογή είτε στην προθετική δράση, που περιγράψαμε στο Κεφάλαιο IΙΙ (Pascale1990, Samuelson and Nordhaus1992, Miller1990).

2. Αστάθεια Ενώ όλοι οι οργανισμοί έλκονται προς την ευστάθεια, ταυτόχρονα έλκονται και προς την αστάθεια από ισχυρές δυνάμεις διαίρεσης και αποκέντρωσης (Lawrence and Lorsch1967). Εάν τα τυπικά συστήματα ενός οργανισμού κινηθούν πολύ μακριά προς την κατεύθυνση της διαίρεσης και της αποκέντρωσης, καθίστανται διασπασμένα και ασταθή (Miller1990). Επίσης, ακόμη κι αν τα τυπικά συστήματα δεν κινηθούν τόσο μακριά προς την κατεύθυνση της διαίρεσης και της αποκέντρωσης, τα αντίστοιχα άτυπα συστήματα έλκονται προς την αστάθεια από ακόμη ισχυρότερες δυνάμεις. Πρέπει να επισημάνουμε ότι τα ‘άτυπα συστήματα’ είναι μηχανισμοί που δεν επιδιώκουν μόνο την ασφάλεια και τον κομφορμισμό, αλλά αναφέρονται και στην ικανοποίηση των ανθρωπίνων επιθυμιών για καινοτομία, εξατομίκευση και μόνωση ή διάκριση από το περιβάλλον. Εάν τα άτυπα συστήματα κυριαρχούνται από μοτίβα συμπεριφοράς που είναι επικεντρωμένα στην καινοτομία, στην εξατομίκευση και στη μόνωση από το περιβάλλον (αντί να κυριαρχούνται από μοτίβα συμπεριφοράς που είναι επικεντρωμένα στην ασφάλεια, στη βεβαιότητα και στον κομφορμισμό), τότε ωθούν ολόκληρο τον οργανισμό προς τη διάσπαση και την αστάθεια. Συνεπώς, με όρους οργάνωσης, ο ελκυστής αστάθειας (instability attractor) είναι εκείνη η συμπεριφορά θετικής ανάδρασης που μπορεί να προκαλέσει αταξία στο σύστημα (Argyris1990). Η αδυναμία των οργανισμών να αποφύγουν την έλξη προς την αστάθεια είναι το είδος της αδράνειας στο οποίο αναφέρεται η προσέγγιση της ανταγωνιστικής επιλογής. Όπως έχουμε ήδη επισημάνει, η ιδέα μιας μοναδικής ισορροπίας ενθαρρύνεται από τον νόμο της φθίνουσας απόδοσης. Αυτή η μονόπλευρη ερμηνεία του νόμου, που οδηγεί στην ιδέα της μοναδικής ισορροπίας, είναι λανθασμένη ειδικά στο πλαίσιο των υπερβιομηχανικών κοινωνιών. Αυτό έχει ήδη αποδειχθεί στη ‘νέα οικονομία’. Οι αγορές ηλεκτρονικών υπολογιστών, λογισμικού, συστημάτων οπτικών ινών, ιατρικής τεχνολογίας και φαρμακευτικών προϊόντων υπόκεινται σε αύξουσες αποδόσεις (increasing returns). Αυτό συμβαίνει επειδή, εξ αρχής, απαιτούν πολύ μεγάλες δαπάνες για έρευνα και ανάπτυξη (R&D), σχεδιασμό και επανασχεδιασμό, ανάπτυξη ενός πρωτοτύπου και λειτουργία εργαλείων και αυτοματοποιημένων παραγωγικών μονάδων κατασκευής του εν λόγω αγαθού. Αλλά, όταν αυτού του είδους τα προϊόντα αρχίσουν να βγαίνουν από τη γραμμή παραγωγής, το κόστος παραγωγής επιπλέον μονάδων απ’ το ίδιο προϊόν πέφτει δραματικά πολύ σε σχέση με το ύψος της αρχικής επένδυσης.


Η θετική ανάδραση ωθεί τις πωλήσεις προς τα πάνω όταν η οικονομία φθάσει σ’ ένα κρίσιμο επίπεδο, κι η οικονομία ωθείται προς αυτό το κρίσιμο επίπεδο ως αποτέλεσμα της εκπαίδευσης και του μάρκετινγκ αλλά και ως αποτέλεσμα παραγόντων που έχουν να κάνουν με τον τρόπο ζωής και τις αξίες των ανθρώπων. Για παράδειγμα, καθώς περισσότεροι άνθρωποι υιοθετούν μια συγκεκριμένη τεχνολογία, τόσο περισσότερο αυτή βελτιώνεται και τόσο περισσότερο ελκυστική φαίνεται στους σχεδιαστές, στους χρήστες, στους δυνητικούς κατασκευαστές και στους πωλητές (συγκεκριμένα, ένα λογισμικό, αφού συνταχθεί, ελεγχθεί και λανσαριστεί στην αγορά, είναι πολύ φθηνό να αντιγραφεί και να αναπαραχθεί και μπορεί να γίνει μια πηγή συνεχώς αυξανόμενων αποδόσεων μέχρις ότου οι παραγωγοί λανσάρουν μια καλύτερη έκδοση). Η λειτουργία εταιριών σε κατάσταση αύξουσας απόδοσης τείνει να δημιουργήσει ένα de facto μονοπώλιο (Anderla, Dunning and Forge1997). Για παράδειγμα, η επιτυχία της Microsoft βασίζεται στο γεγονός ότι, αφού καλυφθεί το (υψηλό) αρχικό κόστος ανάπτυξης ενός δεδομένου λογισμικού (π.χ. του λειτουργικού συστήματος WINDOWS), οι αποδόσεις συνεχίζουν μια ανοδική εξέλιξη η οποία υπονομεύει τον ίδιο τον μηχανισμό της ‘ανταγωνιστικής αγοράς’ και οδηγεί σε μονοπωλιακά φαινόμενα.

3. Άκρο του Χάους Στο Κεφάλαιο IV, υποστηρίξαμε ότι μια εναλλακτική κατάσταση και προς την ευστάθεια και προς την αστάθεια βρίσκεται στο σύνορο μεταξύ ευστάθειας και αστάθειας, στο λεγόμενο άκρο του χάους, όπου και αρνητική ανάδραση και θετική ανάδραση, και ευστάθεια και αστάθεια λειτουργούν ταυτόχρονα, προκαλώντας την ανάδυση συνεχώς μεταβαλλόμενων και απρόβλεπτων μοτίβων συμπεριφοράς. Με όρους οργάνωσης, μπορούμε να πούμε ότι, στο άκρο του χάους, τα τυπικά συστήματα ενός οργανισμού λειτουργούν κατά ευσταθή τρόπο για να εξασφαλίσουν την ύπαρξη και την αποτελεσματική λειτουργία του οργανισμού σε ημερήσια βάση και το άτυπο σύστημα λειτουργεί κατά έναν αποσταθεροποιητικό τρόπο για να προκαλέσει αλλαγή. Για να είναι ανοιχτός στην αλλαγή ένας οργανισμός, το άτυπο σύστημά του – δηλαδή το μεταβαλλόμενο δίκτυο κοινωνικών και άλλων άτυπων επαφών που αναπτύσσονται μεταξύ των μελών του δεδομένου οργανισμού και μελών άλλων οργανισμών – πρέπει να λειτουργεί στο άκρο του χάους (Stacey1993). Ένα άτυπο δίκτυο λειτουργεί στο άκρο του χάους όταν λαμβάνουν χώρα σ’ αυτό ταυτόχρονα αντίθετοι μεταξύ τους τρόποι συμπεριφοράς. Για παράδειγμα, υπάρχει χάος όταν ένας οργανισμός αντιμετωπίζει την εμπειρία πολιτιστικών συγκρούσεων και πολιτικών εντάσεων (δηλαδή όταν δεν υπάρχει μια μοναδική κουλτούρα και συμβαίνουν ανταγωνισμοί για την ισχύ), ή όταν κάποιοι προϊστάμενοι (managers) λειτουργούν στο πλαίσιο του τυπικού οργανισμού με προϋπολογισμένους τρόπους και αποσκοπούν στο να διατηρήσουν τον οργανισμό ευσταθή ενώ, την ίδια ώρα, άλλοι λειτουργούν σε άτυπα δίκτυα για να αποφύγουν ή να αλλάξουν τους περιορισμούς που θέτουν οι υφιστάμενοι ο , κ.λπ. (Nonaka1988, Waldrop1992).


Μοτίβα οργανωτικής συμπεριφοράς Στο Κεφάλαιο ΙΙΙ, μελετήσαμε τα μη-γραμμικά συστήματα ανάδρασης, και, έχουμε υποστηρίξει ότι κάθε ανθρώπινος οργανισμός πρέπει να μελετάται ως ένα μη-γραμμικό σύστημα ανάδρασης. Συνεπώς, σε κάθε ανθρώπινο οργανισμό, ανοίγονται τρία εναλλακτικά μοτίβα συμπεριφοράς: (i)ευστάθεια, (ii)αστάθεια, ή (iii)φραγμένη αστάθεια (άκρο του χάους). Σύμφωνα με την προηγηθείσα ανάλυση, τα χαρακτηριστικά των ανωτέρω τριών μοτίβων συμπεριφοράς μπορούν να συνοψιστούν όπως φαίνεται στον Πίνακα Α. Όπως διαπιστώνουμε από αυτόν τον πίνακα, σημαντική προϋπόθεση για να είναι ένας οργανισμός καινοτόμος είναι το άτυπο σύστημά του να χαρακτηρίζεται από διαδεδομένη πολιτική δραστηριότητα, δηλαδή όλο και περισσότερα μέλη ενός οργανισμού που δίνει έμφαση στην καινοτομία, αντί να είναι κομφορμιστές προς τις κατεστημένες πολιτικές του εν λόγω οργανισμού, προσπαθούν να τις αλλάξουν, δηλαδή να καινοτομήσουν. Γενικά, «τα συστήματα διαμόρφωσης στόχων που βασίζονται σε ελιτίστικες αρχές δεν είναι πια ‘αποτελεσματικά’. Στην προσπάθεια να κατακτήσουν τον έλεγχο επί των δυνάμεων της αλλαγής, γίνονται όλο και περισσότερο αντιπαραγωγικά. Διότι, υπό την υπερβιομηχανοποίηση, η δημοκρατία καθίσταται όχι μια πολιτική πολυτέλεια, αλλά πρωτεύουσα αναγκαιότητα» (Toffler1970).

Πίνακας Α: Τρεις Εναλλακτικοί Ελκυστές για τους Οργανισμούς

Καταστάσεις Συμπεριφοράς Τυπικό Σύστημα

1. Ευσταθής Ισορροπία

Άτυπο Σύστημα

Ολοκληρωμένη ιεραρχία και γραφειοκρατία. Η

Κουλτούρα βασισμένη στον

κομφορμισμό, την αποστροφή

αρνητική ανάδραση

προς τον κίνδυνο και την

ελέγχει το σύστημα.

αλληλεξάρτηση. Ευρεία αποδοχή του ίδιου οράματος και της ίδιας κουλτούρας.

2. Αστάθεια

Υπερβολικά χαλαρός

Υψηλή πολιτιστική

και αποκεντρωμένος

ποικιλομορφία, συγκρούσεις,

έλεγχος των συστημάτων. διαδεδομένη πολιτική δραστηριότητα.


3. Φραγμένη Αστάθεια

Ολοκληρωμένη ιεραρχία

Υψηλή πολιτιστική

και γραφειοκρατία. Η

ποικιλομορφία, συγκρούσεις,

αρνητική ανάδραση

διαδεδομένη πολιτική δραστηριότητα.

ελέγχει το σύστημα.

Διαφορά οραμάτων, ασάφεια και μάθηση μέσω πειραματισμού.

Για να αποφανθούμε ποια από τις ανωτέρω εναλλακτικές καταστάσεις συμπεριφοράς (ευσταθής ισορροπία, αστάθεια, φραγμένη αστάθεια) είναι περισσότερο επιτυχής, πρέπει να προσδιορίσουμε ποια είναι η πρώτη προτεραιότητα του οργανισμού στον οποίο ανά περίπτωση αναφερόμαστε. Γενικά, οι οργανισμοί υπάρχουν επειδή αυτοί που τους συστήνουν συνεταιριζόμενοι (π.χ. οι μέτοχοι μιας επιχείρησης, οι σύζυγοι σ’ ένα νοικοκυριό, τα μέλη μιας εγκληματικής οργάνωσης, οι ‘εταίροι μιας κοινωνίας, κ.λπ.) θέλουν οι οργανισμοί τους να επιτελέσουν κάποιον πρωτεύοντα ρόλο. Ας υποθέσουμε, για παράδειγμα, ότι ο πρωτεύων ρόλος ενός οργανισμού – δηλαδή αυτό το έργο που θέλουν πρωτίστως να εκτελέσει ο οργανισμός αυτοί που τον συστήνουν – είναι να διατηρεί παραδόσεις και πιστεύω, ή να παρέχει σιγουριά και ασφάλεια από το άγχος. Εάν ο πρωτεύων ρόλος ενός οργανισμού είναι ο προαναφερθείς, τότε αυτός ο οργανισμός θα ήταν καλύτερο να λειτουργεί σε μια κατάσταση ευσταθούς ισορροπίας. Με άλλους λόγους, εάν το πρωτεύων έργο ενός οργανισμού είναι να κάνει καλύτερα αυτό που ήδη κάνει καλά, να χτίζει επάνω στα ήδη υπάρχοντα πλεονεκτήματά του και να παραμείνει στην ίδια παραγωγική δραστηριότητα (π.χ. αυτή είναι η περίπτωση των παραδοσιακών/κλειστών κοινωνιών, των συντηρητικών επιχειρήσεων, καθώς, γενικότερα, και των κοινωνιών που δίνουν προτεραιότητα στην ασφάλεια έναντι της ελευθερίας), τότε θα ήταν καλύτερο γι’ αυτόν να λειτουργεί σε μια κατάσταση ευσταθούς ισορροπίας. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις – δηλαδή όταν ένας οργανισμός λειτουργεί σε κατάσταση ευσταθούς ισορροπίας – η προσέγγιση της προθετικής δράσης καθώς και η προσέγγιση της ανταγωνιστικής επιλογής, τις οποίες παρουσιάσαμε στο Κεφάλαιο IΙΙ, παρέχουν τα κατάλληλα αναλυτικά πλαίσια για να κατανοήσουμε τη στρατηγική, και άρα τη δυναμική εξέλιξης, του εκάστοτε υπό μελέτη οργανισμού. Τώρα, ας υποθέσουμε ότι το πρωτεύον έργο ενός οργανισμού είναι να παράγει νέα αγαθά, να ανανεώνεται και να μετασχηματίζεται συνεχώς. Σ’ αυτήν την περίπτωση – δηλαδή όταν η πρώτη προτεραιότητα ενός οργανισμού είναι η καινοτομία (innovation) – τόσο η κατάσταση της ευσταθούς ισορροπίας όσο κι εκείνη της ασταθούς ισορροπίας είναι ακατάλληλες. Διότι οι προαναφερθείσες δύο καταστάσεις αλλάζουν (κατ’ επανάληψη ή ανά χρονικά διαστήματα) κατά προβλέψιμους τρόπους αλλά δεν είναι εγγενώς μεταβλητές, δεν είναι συνεχώς προσανατολισμένες στην καινοτομία. Συνεπώς, οι οργανισμοί που λειτουργούν σε οποιαδήποτε από τις προαναφερθείσες δύο καταστάσεις (ευστάθεια ή αστάθεια) δεν είναι αληθινά καινοτόμοι διότι μια αληθινή καινοτομία δεν βρίσκεται ούτε στο παρελθόν ούτε στο παρόν – μια αληθινή καινοτομία είναι εξ ορισμού απρόβλεπτη. Εάν ένα μη-γραμμικό σύστημα ανάδρασης (και άρα ένας οργανισμός) πρέπει να είναι εγγενώς


και αυθορμήτως μεταβλητό και καινοτόμο, τότε πρέπει να λειτουργεί στο άκρο του χάους, δηλαδή σε κατάσταση ‘φραγμένης αστάθειας’ (Stacey1991). Οι προσεγγίσεις της προθετικής δράσης και της ανταγωνιστικής επιλογής εφαρμόζονται όταν δεν απαιτείται τα συστήματα να καινοτομούν. Εάν δεν απαιτείται τα συστήματα να είναι καινοτόμα, τότε η στρατηγική επιλογή (προθετική δράση) την οποία κάνει ο οργανισμός μπορεί, πράγματι, να καθορίζει τα αποτελέσματα των πράξεων του εν λόγω οργανισμού, και άρα τότε η οργανωτική συμπεριφορά εξηγείται με βάση την προσέγγιση της προθετικής δράσης, εκτός εάν ο οργανισμός βρίσκεται σε κατάσταση αδράνειας (δηλαδή τείνει να διατηρηθεί στην ίδια κατάσταση), οπότε, σε αυτήν την περίπτωση, η δυναμική του καθορίζεται από την ανταγωνιστική επιλογή. Από την άλλη πλευρά, όταν ένας οργανισμός απαιτείται να είναι καινοτόμος, τότε μόνο οι οργανισμοί που λειτουργούν στο άκρο του χάους θα επιβιώσουν της ανταγωνιστικής επιλογής. Συγκεκριμένα, όταν απαιτείται ο οργανισμός να είναι καινοτόμος, η διαμόρφωση στρατηγικών επιλογών δεν αναφέρεται στην επέλευση συγκεκριμένων αποτελεσμάτων, αλλά αναφέρεται στην επιλογή να λειτουργήσει ο οργανισμός στο άκρο του χάους. Λαμβάνω τη στρατηγική απόφαση να είμαι καινοτόμος σημαίνει ότι αποφασίζω να λειτουργώ στο άκρο του χάους. Αξίζει να λάβουμε υπόψη μας ότι, όταν αυτοί που ασκούν διοίκηση καινοτομούν, βασίζονται σε αυτοοργανωμένες πολιτικές και μαθησιακές διαδικασίες για να οδηγήσουν στην ανάδειξη ενός απρόβλεπτου μέλλοντος. Αυτό είναι εφικτό μόνο όταν τα άτυπα δίκτυα του οργανισμού βρίσκονται στο άκρο του χάους, δηλαδή σε μια κατάσταση όπου η ένταση και η σύγκρουση παράγουν νέες συνθέσεις (μέσω διαλόγου). Υπ’αυτές τις συνθήκες, τα άτομα και οι ομάδες μαθαίνουν και επιφέρουν αλλαγές στο σύστημα διότι ελάσσονος σημασίας πράξεις στις οποίες μπορεί να προβούν είναι δυνατό να προκαλέσουν μείζονος σημασίας οργανωτικές μεταβολές (Prigogine and Stengers1984). Εάν μελετήσουμε τη ζωή των οργανισμών από τη σκοπιά της πολυπλοκότητας, διαπιστώνουμε ότι μεταβλητοί οργανισμοί είναι εκείνοι στους οποίους τα άτυπα δίκτυα ανάδρασης διατηρούνται σε κατάσταση μακράν της ισορροπίας, δηλαδή στο άκρο του χάους (είναι δηλαδή πλουραλιστικοί και δημοκρατικοί οργανισμοί). Η άτακτη δυναμική της σύγκρουσης και ο διάλογος είναι τα θεμέλια της μεταβλητότητας και άρα της καινοτομίας. Στο πλαίσιο της επιστήμης της πολυπλοκότητας, για να κατανοήσουμε τη φύση της εργασίας της κορυφαίας συντονιστικής αρχής (top management) ενός οργανισμού, πρέπει να κατανοήσουμε τη φύση των συνόρων γύρω από τη σύγκρουση η οποία είναι μια αναγκαία συνθήκη για να καταστεί καινοτόμος ένας οργανισμός (δηλαδή, σ’ έναν καινοτόμο οργανισμό, η εργασία της κορυφαίας συντονιστικής αρχής είναι η διαχείριση διαφωνιών και συγκρούσεων μέσω του διαλόγου και όχι η εξαφάνιση αυτών) κι επίσης πρέπει να κατανοήσουμε τον τρόπο με τον οποίο και την έκταση στην οποία η κορυφαία συντονιστική αρχή ενός οργανισμού μπορεί να διαχειριστεί αποτελεσματικά τα προαναφερθέντα σύνορα. Η μεγάλη πρόκληση για την κορυφαία συντονιστική αρχή ενός οργανισμού είναι να τον διατηρεί ταυτόχρονα ευσταθή, ώστε να μην πεθάνει από την αποδομητική επίδραση ανεξέλεγκτων συγκρούσεων και πολιτιστικών διαφορών, και ασταθή, ώστε να μη χάσει την ικανότητά του να αλλάζει και να δημιουργεί και άρα να μην πεθάνει από οργανωτική ασφυξία και εγκλωβισμό του φαντασιακού.


Δίκτυα Μπουλ και το δίλημμα ασφάλεια-ελευθερία Τα διάφορα επιμέρους συστήματα εισροών και εκροών (π.χ. οικονομικές αγορές, τοπικές κοινωνίες, κουλτούρες/υποκουλτούρες, έθνη, κ.ο.κ.) συνδέονται μεταξύ τους σ’ ένα σύστημα αλληλεξάρτησης το οποίο μπορεί να θεωρηθεί σαν ένα δίκτυο Μπουλ (Kauffman1991 και 1992). Ένα δίκτυο Μπουλ (Boolean network) έιναι ένα σύνολο στοιχείων – τα οποία ονομάζονται κελιά (cells) – τέτοιο ώστε κάθε κελί είναι συνδεδεμένο με άλλα και στέλνει τις εκροές outputs) του σε όλα ή σε μερικά απ’ αυτά τα κελιά με τα οποία συνδέεται. Η κατάσταση στην οποία κάθε στιγμή βρίσκεται ένα κελί – δηλαδή το ποια είναι η εκροή του σε κάθε στιγμή – εξαρτάται από τις εισροές που λαμβάνει και από τους κανόνες που ακολουθεί ώστε να ανταποκριθεί (αντιδράσει) σε αυτές τις εισροές. Συνεπώς, η κατάσταση ενός μεμονωμένου κελιού αλλάζει από στιγμή σε στιγμή σύμφωνα με την ενέργεια ή τις πληροφορίες που λαμβάνει και τους κανόνες που ακολουθεί για να μετατρέψει τις εισροές σε εκροές. Ας θεωρήσουμε ένα δίκτυο Μπουλ όπου έχουμε συνδέσει μεταξύ τους τα κελιά με τυχαίο τρόπο κι όπου έχουμε τυχαία αποδώσει στα διάφορα κελιά διαφορετικούς κανόνες λήψης αποφάσεων. Επίσης, υποθέτουμε ότι έχουμε ορίσει τις αρχικές συνθήκες του κάθε κελιού με τυχαίο τρόπο. Όταν κάθε κελί είναι συνδεδεμένο με κάθε άλλο, τότε ολόκληρο το σύστημα έλκεται στην αστάθεια: συμπεριφέρεται τυχαία (randomly), και οποιαδήποτε μικρή αλλαγή στο αρχικό μοτίβο συμπεριφοράς από το οποίο ξεκίνησε το σύστημα θα προκαλέσει τελείως διαφορετικά μοτίβα με την πάροδο του χρόνου. Όμως, όταν κάθε κελί συνδέεται μόνο με δύο απ’ τα υπόλοιπα κελιά του δικτύου και αποδίδουμε τυχαίους κανόνες λήψης αποφάσεων σε όλα τα κελιά, τότε ολόκληρο το σύστημα έλκεται στην ευστάθεια: τυχαίοι τοπικοί (local) κανόνες συμπεριφοράς μπορεί να προκαλέσουν την ανάδυση μιας ολικής (global) τάξης, και το εάν υπάρχει τελικώς τάξη ή όχι στο σύστημα εξαρτάται από τον βαθμό συνοχής μεταξύ των κελιών του δικτύου (Slavova1993 και 1995). Επιπλέον, πρέπει να επισημάνουμε ότι αμέσως προτού η συμπεριφορά τέτοιων συστημάτων καταστεί τελείως τυχαία – δηλαδή στο άκρο του χάους – αυτά συμπεριφέρονται κατά έναν διαφορετικό τρόπο: δομές που έχουν συνοχή, καθώς αναπτύσσονται, διασπώνται και ύστερα επανασυνδέονται σε διαφορετικά μοτίβα, και η διαδικασία αυτή επαναλαμβάνεται συνεχώς (Radzicki1990) – η δε μορφή αυτών των αναδυόμενων (από το χάος) μοτίβων είναι απρόβλεπτη και μπορεί να ανακαλυφθεί μόνο αν ‘τρέξουμε’ το σύστημα στον χρόνο. Η μελέτη των δικτύων Μπουλ δείχνει ότι τα συστήματα δικτύων – όπως π.χ. σύνολο των πολιτισμικών κοινοτήτων, ή εκείνο των οικονομικών αγορών – που αποτελούνται σε τοπικό επίπεδο από τυχαίους συνδέσμους ανάδρασης μπορούν αυθόρμητα να προκαλέσουν την ανάδυση τάξης σε ολικό επίπεδο. Όταν οι δεσμοί μεταξύ των μελών ενός δικτύου είναι αραιοί, διαπιστώνουμε ότι η τάξη θα είναι μια ευσταθής ισορροπία, θα παγιωθεί δηλαδή. Αλλά, όταν αναπτύσσεται ένα πλούσιο μοτίβο συνδέσεων μεταξύ των μελών ενός δικτύου, το δίκτυο γίνεται μεταβλητό και νέες οργανωτικές μορφές αναδύονται συνεχώς. Εάν το μοτίβο αυτών των συνδέσεων γίνει υπερβολικά πλούσιο, το δίκτυο γίνεται χαοτικό. Καθώς αυξάνεται ο αριθμός των μελών ενός δικτύου, οι μη γραμμικότητες που χαρακτηρίζουν τη συμπεριφορά του δεδομένου δικτύου καθίστανται περισσότερο


πολύπλοκες, κι έτσι οι δυνατότητες προσωπικής επιλογής καθίστανται σημαντικότερες όσο αυξάνεται ο αριθμός των παικτών. Από την άλλη πλευρά, καθώς αυξάνεται η δικτύωση, μπορεί να προκύψει το αντίθετο αποτέλεσμα – δηλαδή οι περιορισμοί και οι κανόνες της συλλογικής υπερ-οργάνωσης μπορεί να εξαλείψουν την ικανότητα του προσώπου να κάνει προσωπικές επιλογές. Για παράδειγμα, οι Πριγκοζίν και Χέρμαν (Prigogine and Herman1971) μελέτησαν την κυκλοφορία των οχημάτων στους δρόμους και ανακάλυψαν ότι, όταν το επίπεδο πυκνότητας της κυκλοφορίας είναι χαμηλό, τότε κάθε οδηγός συμπεριφέρεται σχεδόν όπως επιλέγει ο ίδιος κάθε φορά (διαμορφώνεται δηλαδή ένα «ατομικό καθεστώς»), αλλά, καθώς αυξάνεται η πυκνότητα της κυκλοφορίας, αυξάνεται η επίδραση που ασκεί κάθε οδηγός στην οδική συμπεριφορά κάθε άλλου οδηγού (αναδύεται έτσι, συν τω χρόνω, ένα «συλλογικό καθεστώς»). Όσο αυξάνεται η πυκνότητα της κυκλοφορίας τόσο μειώνεται η ελευθερία επιλογής κάθε οδηγού(ακραίο παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση του ‘μποτιλιαρίσματος’), αλλά, παράλληλα, αυξάνεται τότε και η δυνατότητα κάθε ενός μεμονωμένου οδηγού να επηρεάσει με την προσωπική συμπεριφορά του την εξέλιξη του συστήματος, όπως συμβαίνει π.χ. στην περίπτωση μιας ‘καραμπόλας’. Με άλλους λόγους, η αύξηση της δικτύωσης μπορεί να οδηγήσει σε μεγάλο περιορισμό των ατομικών ελευθεριών, αλλά, παράλληλα, καθιστά και το σύστημα περισσότερο ευαίσθητο στην αντισυστημική (π.χ. ‘ανομική’) συμπεριφορά μεμονωμένων ατόμων, π.χ. σ’ έναν δρόμο πυκνής κυκλοφορίας – όπου τα περιθώρια προσωπικής ελευθερίας κάθε μεμονωμένου οδηγού είναι συρρικνωμένα – ένας μεμονωμένος οδηγός αρκεί ώστε με τη δική του παραβατική συμπεριφορά να προκαλέσει κρίση σε ολόκληρο το σύστημα34 (‘καραμπόλα’). Με βάση τα όσα προαναφέραμε, η πολυπλοκότητα συνεπάγεται ότι, για να είναι αποτελεσματική μια διαδικασία λήψης αποφάσεων, πρέπει να είναι δημοκρατική ώστε να διευκολύνει τις διαδικασίες ανάδρασης και να επιταχύνει τη ροή πληροφοριών μεταξύ των διαφόρων κέντρων οργάνωσης. Ο Τόφλερ (Toffler1970) έχει προβεί στις ακόλουθες σχετικές παρατηρήσεις: «Οι δημοκρατικές πολιτικές μορφές αναδείχθηκαν στη Δύση…επειδή η ιστορική πίεση για κοινωνική διαφοροποίηση και για ταχύτερα μεταβαλλόμενα συστήματα απαιτούσε ευαίσθητη κοινωνική ανάδραση. Στις πολύπλοκες, διαφοροποιημένες κοινωνίες, τεράστιες ποσότητες πληροφοριών πρέπει να ρέουν με όλο και μεγαλύτερες ταχύτητες μεταξύ των τυπικών οργανισμών και των υποκουλτουρών που συνθέτουν το όλον, και μεταξύ των στρωμάτων και των υποκουλτουρών εντός αυτών. Η πολιτική δημοκρατία, ενσωματώνοντας όλο και μεγαλύτερους αριθμούς στη διαδικασία λήψης κοινωνικών αποφάσεων, διευκολύνει την ανάδραση. Και είναι ακριβώς αυτή η ανάδραση που απαιτείται για τον έλεγχο. Για να αποκτήσουμε τον έλεγχο επάνω στην επιταχυνόμενη αλλαγή, θα χρειαστούμε ακόμη περισσότερο εξελιγμένους – και περισσότερο δημοκρατικούς – μηχανισμούς ανάδρασης».

34

Στη μελέτη N.K. Laos, «Information Warfare and Low Intensity Operations», που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Perceptions (June-August 1999, vol. IV), ο συγγραφέας αναλύει, με βάση τη θεωρία δικτύου, τις δυνατότητες και τις προοπτικές εξατομίκευσης της τρομοκτατικής δραστηριότητας στην εποχή του κυβερνοπολέμου (cyberwar) και του πολέμου δικτύου (netwar). Καθώς αυξάνεται ο βαθμός δικτύωσης μιας κοινωνίας, τόσο περισσότερο αυξάνεται η δυνητική καταστρφικότητα μικρών τρομοκρατικών ομάδων κι ακόμη και μεμονωμένων τρομοκρατών.


Πολιτική πραγματοκρατία, ιδεαλισμοί και αντεγκληματική πολιτική Τόσο η φιλοσοφία της καιρικότητας όσο και η επιστήμη της πολυπλοκότητας μας οδηγούν σε μια νέα, δυναμική, θεώρηση της κοινωνικής πραγματικότητας. Τι είναι όμως κατάλληλο για να θεωρηθεί ως πραγματικό, και πώς νοείται η πραγματικότητα; «Το να είναι κάτι ‘κατάλληλο’ για να ανήκει στην πραγματικότητα είναι αναμφίβολα καλό πράγμα, ώστε να γίνει αποδεκτό. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει ανεπιφύλακτα να το αποδεχόμαστε και να το εκθειάζουμε. Γιατί; Διότι το να είναι κάτι κατάλληλο για να ανήκει στην πραγματικότητα σημαίνει ότι είναι ‘ακατάλληλο’ για κάτι άλλο…Τι μπορεί να είναι αυτό το οποίο δεν είναι πραγματικότητα; Κάτι που μπορεί να ονομαστεί ιδεατό; Αλλά το ‘ιδεατό’ πρέπει να θεωρηθεί ως μη πραγματικό; Αυτό θα ήταν, πράγματι, πολύ παράξενο, και η κατηγορία ότι το ρεαλιστικό πρόσωπο είναι ακατάλληλο για ένα μη πραγματικό ‘ιδεατό’ βασίλειο ακούγεται κούφια και άσκοπη. Το ‘ιδεατό’, εάν πρόκειται να έχει κάποια σημασία και κάποιο αποτέλεσμα, πρέπει επίσης να θεωρηθεί ως ‘πραγματικό’35. Έτσι, τότε έχει νόημα να ισχυριστούμε ότι η διαγωγή του ρεαλιστικού προσώπου είναι κατάλληλη για την πραγματικότητα κατά έναν τρόπο, ή κατά μια έννοια, και ακατάλληλη κατά έναν άλλον τρόπο, ή κατά μια άλλη έννοια; Εάν διακρίνουμε λοιπόν διαφορετικούς τρόπους ή διαφορετικές έννοιες (ή μορφές, ή όψεις, ή εκδηλώσεις) της πραγματικότητας καθαυτής, τότε βρισκόμαστε ήδη καθ’ οδόν προς την παραδοχή της ασάφειας ή της διάσπασης ή της εσωτερικής ασυμφωνίας της πραγματικότητας» (R.N. Berki1981, 4). Συγκεκριμένα, μπορούμε πραγματικότητας:

να

διακρίνουμε

τρεις

τέτοιες

όψεις

(έννοιες)

της

(α) Πραγματικότητα ως αμεσότητα (reality as immediacy): Αυτή η όψη της πραγματικότητας δηλώνει τις καταστάσεις κρίσης και επείγουσας ανάγκης καθώς και τις τυχαίες και απρόβλεπτες καταστάσεις της καθημερινής ζωής και επίσης ψυχολογικής τάξης φαινόμενα. Υπ’ αυτήν την έννοια, «η πραγματικότητα είναι ‘εδώ και τώρα’…[είναι] ένας κόσμος περιορισμένων δυνατοτήτων, ένα πλέγμα άμεσων επιθυμιών, εκπληρώσεων και ματαίωσης» (R.N. Berki1981, 7). Σε αυτό το επίπεδο της αμεσότητας, η διαγωγή των κοινωνικών παικτών είναι, εξ ορισμού, πέρα από ορθολογικές θεωρήσεις. Δεν υπάρχει σαφής διαχωρισμός μεταξύ περιγραφής και εξήγησης, δεν υπάρχει αντικειμενική πραγματικότητα ανεξάρτητη από τις αντιλήψεις, τις συλλήψεις και τις δράσεις των παικτών-μελών αυτής της πραγματικότητας. Σ’ έναν κόσμο έτσι συγκροτημένο, κατανόηση σημαίνει ενσυναίσθηση (empathy) των κινήτρων των παικτών των οποίων τη διαγωγή επιδιώκουμε να αποσαφηνίσουμε και να εξηγήσουμε. (β) Πραγματικότητα ως αναγκαιότητα (reality as necessity): Η δεύτερη όψη της πραγματικότητας, όπως αποκαλύπτεται στη συνήθη χρήση του όρου, είναι εκείνη της αναγκαιότητας. «Η προσαρμογή και η καταλληλότητα [στην πραγματικότητα] δεν μπορούν να επιτευχθούν σε αναφορά προς έναν κόσμο που είναι απλά άμεσος. Η πραγματικότητα είναι εκείνο που κείται πέρα [από το πεδίο της συνείδησης]…[είναι] το βασίλειο των 35

Στο επίπεδο της πραγματικότητας ως αμεσότητας, η πραγματικότητα της συνείδησης και η εξωσυνειδησιακή πραγματικότητα δεν είναι μια, αλλά είναι ενιαία.


σκληρών αναγκαιοτήτων» (R.N. Berki1981, 7). Σε αυτό το επίπεδο ανάλυσης, η πραγματικότητα δεν είναι ούτε δημιούργημα του νου ούτε μεσολαβείται από τον υποκειμενικό τρόπο με τον οποίο γίνεται αντιληπτή. Τώρα το βασίλειο της αμεσότητας (συνειδησιακή πραγματικότητα) πηγαίνει πίσω και τη θέση του καταλαμβάνει ένας κόσμος δυνάμεων που δεν ελέγχονται από τους κοινωνικούς παίκτες υπό εξέταση και προς τις οποίες αυτοί οι κοινωνικοί παίκτες πρέπει να φερθούν κομφορμιστικά, άσχετο με το αν το επιθυμούν ή όχι. Συνεπώς, ενώ στο επίπεδο προσέγγισης της πραγματικότητας ως αμεσότητας καταλληλότερη επιστημολογική στάση είναι η αναστοχαστική, στο επίπεδο προσέγγισης της πραγματικότητας ως αναγκαιότητας καταλληλότερη επιστημολογική στάση είναι ο θετικισμός. Σε θετικιστικές-ορθολογικές αντιλήψεις οδηγεί η αναμφισβήτητη διαπίστωση ότι ο κόσμος φαίνεται να διαφέρει από τη συνείδηση – αλλιώς η τελευταία αυτή δεν θα αγωνιζόταν να τον γνωρίσει. Σε αναστοχαστικές αντιλήψεις οδηγεί η εξίσου αναμφισβήτητη διαπίστωση ότι η δομή του κόσμου, από μια άποψη, δεν διαφέρει βασικά από τη δομή της συνείδησης, πράγμα που άλλωστε επιτρέπει την εκ μέρους εκείνης, τμηματική έστω, γνώση του. Άρα, «πραγματικότης είναι τόσο ο κόσμος όσο και η ίδια η συνείδηση που είναι συνείδηση εκείνου, αλλά και της ίδιας της υπάρξεώς μου» (Ε. Μουτσόπουλος1984, 65). (γ) Πραγματικότητα ως αλήθεια: η προτεραιότητα της υπερβατικής σημασίας: «Εδώ το πραγματικό φαίνεται ότι ενοικεί όχι στο θετικά υπάρχον, όχι σε ιδρυμένους θεσμούς και σε ιδρυμένες σχέσεις, αλλά μέσα σε ένα πιο κρυμμένο βασίλειο το οποίο καθαυτό καθορίζει την ύπαρξη της πολιτικής. Η πραγματικότητα είναι η Αλήθεια, και για να βρει την Αλήθεια της πολιτικής, κάποιος πρέπει να κινηθεί πέρα από την πολιτική» (R.N. Berki1981, 9). Οι καταβολές αυτής της προσέγγισης της πραγματικότητας ανάγονται στον πλατωνισμό, τον οποίο ενίσχυσε στη νεότερη φιλοσοφία της επιστήμης ο Κ. Γκέντελ, δείχνοντας τα όρια του φορμαλισμού. Και άρα, σε αυτό το επίπεδο, η πραγματικότητα πρέπει να πρέπει να προσεγγιστεί τελολογικά, δηλαδή από τη σκοπιά των τελικών σκοπών που κατευθύνουν την ιστορική δράση των ανθρώπων. Η τελολογική-ιεραρχική θεώρηση του κόσμου ξεκίνησε από τους πλατωνικούς και τους στωικούς φιλοσόφους και απέκτησε άπειρο βάθος με τον Χριστιανισμό, ο οποίος κηρύσσει ότι το Απόλυτο (Αλήθεια), και άρα η πηγή της σημασίας, δεν είναι πλέον κάτι απόκρυφο ή αφηρημένο, απρόσιτο στην προσωπική εμπειρία, αλλά αυτοαποκαλύφθηκε εντός της ιστορίας δια του μυστηρίου της ενανθρώπησης του Θεού-Λόγου, κι έτσι ενώνει, θεία χάριτι, τα το πριν διεστώτα: το σώμα με την ψυχή, την ύλη με το πνεύμα, την ιστορία με το υπεριστορικό της τέλος, το ενθαδικό με το υπερβατικό. Όπως παρατηρεί ο κοινωνικός ανθρωπολόγος Λουί Ντυμόν (1988, 55), στην Πατερική Παράδοση της πρώτης Χριστιανικής Εκκλησίας, «ο τελικός σκοπός βρίσκεται σε μια αμφίσημη σχέση με τη ζωή μέσα στον κόσμο, γιατί ο κόσμος που μέσα του περιπλανιέται ο χριστιανός σ’ αυτή τη ζωή είναι ταυτόχρονα εμπόδιο και προϋπόθεση για τη σωτηρία. Το καλύτερο είναι να το πάρουμε όλο αυτό ιεραρχικά, γιατί τη ζωή μέσα στον κόσμο δεν την αρνούνται ούτε την απορρίπτουν άμεσα, τη σχετικοποιούν μόνο εν σχέσει προς την ένωση με τον Θεό και τη μακαριότητα στο επέκεινα για το οποίο προορίζεται ο άνθρωπος. Ο ιδεώδης προσανατολισμός προς τον υπερβατικό σκοπό, σαν σε μαγνήτη, παράγει ένα ιεραρχικό πεδίο μέσα στο οποίο θα πρέπει να βρούμε τοποθετημένο κάθε πράγμα του κόσμου τούτου. Η πρώτη συνέπεια της ιεραρχικής αυτής σχετικοποίησης είναι ένας αξιοσημείωτος


βαθμός ευρύτητας στις περισσότερες κοσμικές υποθέσεις. Μια και δεν έχουν σημασία καθαυτές, αλλά μόνο εν σχέσει προς τον στόχο, μπορούν να παρουσιάσουν μεγάλου είδους παραλλαγές, ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία του κάθε ποιμένα ή συγγραφέα και, προπάντων, ανάλογα με τις περιστάσεις. Αντί να αναζητούμε σταθερούς κανόνες, πρέπει να ανιχνεύουμε σε κάθε περίπτωση τα όρια της επιτρεπτής παραλλαγής. Τα όρια αυτά είναι ξεκάθαρα διατυπωμένα στην αρχή: αφενός ο κόσμος δεν πρέπει να καταδικάζεται μια κι έξω, όπως κάνουν οι αιρετικοί γνωστικοί, αφετέρου όμως δεν πρέπει να σφετερίζεται την αξία που ανήκει μόνο στον Θεό»». Και συνεχίζει ο Ντυμόν (1988, 43, 45-48): «Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία σχετικά με τη θεμελιώδη αντίληψη περί ανθρώπου, που πήγασε από τη διδασκαλία του Χριστού: όπως είπε και ο Τραιλτς [Ernst Troeltsch, Die Soziallehren der christlichen Kirchen und Gruppen, 1922], ο άνθρωπος είναι ένα άτομο-σε-σχέση-με-τονΘεό…Στη σχέση με τον Θεό, λέει ο Τραιλτς, υπάρχει ‘απόλυτος ατομικισμός και απόλυτος οικουμενισμός (universalisme)’. Η ατομική ψυχή προσλαμβάνει αιώνια αξία από την υική της σχέση με τον Θεό και πάνω στη σχέση αυτή θεμελιώνεται επίσης η ανθρώπινη αδελφοσύνη: οι χριστιανοί είναι, ως μέλη του Χριστού, συνεωγμένοι εν Χριστώ». Θα μπορούσαμε, με υψηλό βαθμό ακρίβειας, να πούμε ότι η πραγματικότητα ως αμεσότητα είναι το προνομιακό πεδίο εργασίας των φαινομενολόγων και των κονστρουκτιβιστών, η πραγματικότητα ως αναγκαιότητα είναι το προνομιακό πεδίο εργασίας όσων ακολουθούν τη θετικιστική-ορθολογιστική παράδοση των κοινωνικών επιστημών, και η πραγματικότητα ως αλήθεια είναι το προνομιακό πεδίο εργασίας των μεταφυσικών φιλοσόφων και εκείνων των κοινωνικών επιστημόνων που είτε επιδιώκουν να εργαστούν στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο αφαίρεσης είτε επιδιώκουν να διατυπώσουν δεοντικές θεωρίες (normative theories) θεμελιωμένες σε οντολογικές προϋποθέσεις. Ο τρόπος προσέγγισης της πραγματικότητας, γενικά, από τους κοινωνικούς επιστήμονες πρέπει να προσδιορίζεται από το τι είδους θεωρίες χρειάζονται σε κάθε περίπτωση, δηλαδή από το ποιο είναι σε κάθε περίπτωση το υπό μελέτη πρόβλημα. Συνεπώς, η αναγνώριση και ‘νομιμοποίηση’ μόνο μιας από τις προαναφερθείσες τρεις όψεις της πραγματικότητας και η προβολή της ως της μοναδικής όψης (έννοιας) της πραγματικότητας ανεξάρτητα από τον χαρακτήρα του εκάστοτε ζητουμένου της έρευνας δηλώνουν ελλιπή αντίληψη της πραγματικότητας εκ μέρους του κοινωνικού επιστήμονα. Η πολιτική πραγματοκρατία36 (πολιτικός ρεαλισμός) μας καλεί να προσεγγίσουμε την πραγματικότητα ως διαλεκτική σχέση μεταξύ αναγκαιότητας και ελευθερίας. Η πολιτική πραγματοκρατία είναι η συνειδητή επίγνωση αυτής της ετερογένειας ως δεδομένης, ενώ ο πολιτικός ιδεαλισμός είναι η άρνηση της ετερογένειας της πραγματικότητας, άρνηση η οποία παίρνει άλλοτε τη μορφή της αναγνώρισης της πραγματικότητας μόνο ως του βασιλείου της αναγκαιότητας37 και άλλοτε τη μορφή της αναγνώρισης της πραγματικότητας 36

Εδώ, χρησιμοποιούμε τους όρους πραγματοκρατία (ρεαλισμός) και ιδεαλισμός κατά τρόπο διαφορετικό από εκείνον με τον οποίο χρησιμοποιούνται στα φιλοσοφικά εγχειρίδια. 37

Σε αυτήν την περίπτωση, έχουμε να κάνουμε με ένα είδος ‘νοσταλγικού’ ιδεαλισμού, καθ’ ότι, μέσω της υιοθέτησης της αναγκαιότητας ως του κυρίαρχου γνωρίσματος της πραγματικότητας, αυτή η στάση οδηγεί είτε στην υπεράσπιση του status quo (οπότε, για την ακρίβεια, ο νοσταλγικός ιδεαλισμός γίνεται ‘αυτάρεσκος’ ιδεαλισμός) είτε, εάν το status quo έχει επικαλυφθεί από κάποιον φαντασιακό ιδεαλισμό, οδηγεί στον ισχυρισμό ότι το ‘αγαθό’ μπορεί και πρέπει να αποκατασταθεί μόνο μέσω της επιστροφής σε κάποια εμπειρία του πρόσφατου σχετικά παρελθόντος προς την οποία


μόνο ως του βασιλείου της ελευθερίας38. Όμως, «ούτε η αναγκαιότητα ούτε η ελευθερία σημαίνουν κάτι από μόνες τους και δεν μπορούν να διακριθούν ξεκάθαρα μεταξύ τους και να αποδοθούν σε διαφορετικούς τρόπους εμπειρίας και γνώσης. Και οι δύο προϋποθέτουν η μια την άλλη» (R.N. Berki1981, 96). Η διαλεκτική της πραγματικότητας οδηγεί σε στάση συντηρητική έτσι όπως την εννοεί ο αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος Σέξτος ο Εμπειρικός39. Όχι λόγω έλλειψης φαντασίας, όπως συμβαίνει συχνά στις περιπτώσεις των συντηρητικών πολιτικών κομμάτων, αλλά λόγω της καιρικότητας της συνείδησης. Ο συντηρητικός δεν είναι μονολιθικός, αλλά απλά σκέπτεται πολύ τις συνέπειες της οποιασδήποτε μεταβολής για τον εαυτό του και τους άλλους. Είναι δηλαδή δημιουργικός-καινοτόμος αλλά συγχρόνως και υπεύθυνος. Εξ ου και ο σχηματισμός της λέξης από τον σκεπτικό Σέξτο κατ’ αναλογία προς τη νεοπλατωνική ‘συνείδηση’. Η ‘τήρησις’ σημαίνει κατ’ αρχήν την παρατήρηση, και μαζί με το ‘συν’ αποκτά την έννοια της αυτοπαρατήρησης, για να εξελιχθεί σε ηθική υπευθυνότητα. Η επιδίωξη μιας ‘θεμελιώδους’ κατανόησης του εγκλήματος και διαμόρφωσης μιας γενικής θεωρίας του εγκληματικού φαινομένου μας φέρνει αντιμέτωπους με το πρόβλημα

αντιπαραβαλλόμενη η εμπειρία του παρόντος φαίνεται ‘ατελής’, ή τουλάχιστον ατελέστερη. Εξ ου και αυτού του είδους οι ιδεαλιστές απορρίπτουν συλλήβδην κάθε εγχείρημα των κονστρουκτιβιστών. Για παράδειγμα, στην εγκληματολογία, οι εκπρόσωποι της λεγόμενης θεωρίας της κοινωνικής άμυνας συχνά ρέπουν σε αυτόν τον νοσταλγικό/αυτάρεσκο ιδεαλισμό. 38

Σε αυτήν την περίπτωση, έχουμε να κάνουμε με ένα είδος ‘φαντασιακού’ ιδεαλισμού, προς τον οποίο ρέπουν οι φιλελεύθεροι στοχαστές που ακολουθούν την καντιανή φιλοσοφία περί κατηγορικής προσταγής και οι ριζοσπάστες/νεο-μαρξιστές στοχαστές που προτάσσουν την αλλαγή έναντι της ανάλυσης της πραγματικότητας. 39

Σύμφωνα με τον Σέξτο, οι σκεπτικοί προσπαθούν να θεραπεύσουν «το της οιήσεως των δογματικών πάθος» (Loeb, I, 510-512). Ένας από τους σημαντικότερους πολιτικούς στοχαστές που θεμελίωσαν τον συντηρητισμό επάνω στον φιλοσοφικό σκεπτικισμό είναι ο Έντμουντ Μπιούρκ (Edmund Burke 17291797). Ο συντηρητισμός του Μπιούρκ εδράζεται επί ενός φιλοσοφικώς θεμελιωμένου σκεπτικισμού σχετικά με τις δυνατότητες ανακάλυψης των διαδικασιών με τις οποίες εξελίσσονται οι κοινωνίες. Δεν έχει δηλαδή να κάνει – όπως κάποιες άλλες μορφές συντηρητισμού – με την αναγνώριση ενός ιδεώδους στο παρελθόν είτε στο παρόν προς το οποίο πρέπει συνεχώς να επιστρέφουμε. Άλλωστε, ο ίδιος ο Μπιούρκ στην εποχή του είχε τη φήμη μεταρρυθμιστή και ισχυριζόταν ότι «πρέπει να μεταρρυθμίζουμε για να συντηρούμε» και ότι «μια κοινωνία χωρίς τα μέσα μεταρρύθμισης είναι μια κοινωνία χωρίς τα μέσα συντήρησης» (για περισσότερες λεπτομέρειες, βλ. E. Burke1986). Ωστόσο, για τον Μπιούρκ, κάθε μεταρρυθμιστική πρωτοβουλία πρέπει να αναλαμβάνεται για να ανακουφίσει την κοινωνία από συγκεκριμένα και παρόντα κακά και να περιορίζεται μόνο σε αυτόν τον σκοπό· δεν πρέπει να αποσκοπεί στο να καταστήσει την κοινωνία κομφορμιστική προς αφηρημένους κανόνες που εδράζονται σε κάποια ορθολογικότητα, όπως το ‘φυσικό δίκαιο’ των φιλελεύθερων στοχαστών ή ο ‘ιστορικός υλισμός’ των μαρξιστών. Ο συντηρητισμός του Μπιούρκ είναι ένα ισχυρό αντίδοτο προς τον πολιτικό δογματισμό. «Ίσως αυτή αποδειχθεί η σημαντικότερη προσφορά της σκεπτικής στάσης στον άνθρωπο. Γιατί αν η σκεπτική αγωγή αποδείχθηκε χρήσιμο φάρμακο που θεραπεύει τους δογματικούς – θα ήταν το πιο σωτήριο αντίδοτο για τους φανατικούς, τους οραματιστές και τους ουτοπιστές. Οι τελευταίοι αυτοί – που εμφανίζονται τόσο συμπαθείς και άκακοι – είναι από τους πιο επικίνδυνους. Στην προσπάθειά τους να πραγματοποιήσουν την (δογματική πάντα) ουτοπία τους, βάζουν όλο τον κόσμο στο προκρούστειο κρεβάτι τους. Κι έχουν κόψει περισσότερα κεφάλια (ή πόδια) από ό,τι όλοι οι κακούργοι μαζί. Ο ουτοπισμός ποτέ δεν έφερε την ευτυχία. Μόνον η σταδιακή αναμορφωτική κίνηση μπορεί να βοηθήσει τον άνθρωπο. Κι εδώ πάντα χωρίς δογματισμούς – μαθαίνοντας με το πείραμα και το σφάλμα, διορθώνοντας και αναθεωρώντας. Με άγρυπνη την κριτική – δηλαδή τη σκεπτική – ματιά» (Ν. Δήμου1984, 120).


της πηγής των αξιών40. Πρόκειται για πρόβλημα που ήδη από τον Αριστοτέλη χαρακτηριζόταν ως επιβαρημένο με «τοσαύτην…διαφοράν και πλάνην, ώστε δοκείν νόμω μόνον είναι, φύσει δε μη» (Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια, 1009b 17-20). Το εγκληματικό φαινόμενο είναι στενά εξαρτημένο από το αποτέλεσμα που προκύπτει κάθε φορά που συγκρούεται το πνεύμα του βουλητικού ενστίκτου με το πνεύμα της ελευθερίας από τον κόσμο του αδιαφοροποίητου ενστίκτου41. Στη φύση υπάρχει μια περισσότερο ή λιγότερο κανονική περιοδικότητα η οποία εκφράζεται από τους φυσικούς νόμους και η οποία συναντάται επίσης στους φυσιολογικούς ρυθμούς στους οποίους υπόκειται ο ανθρώπινος βίος. Όμως, προς την περιοδικότητα της φύσης αντιτάσσεται η μοναδικότητα των συνειδησιακών βιωμάτων (η υποκειμενικότητα των συνειδησιακών καταστάσεων), μοναδικότητα η οποία επικαλύπτει τη φυσική περιοδικότητα κάθε φορά που η συνείδηση καλείται να παρέμβει σε μια συντελούμενη εξέλιξη, τάξης φυσικής ή κοινωνικής: σε αυτήν την περίπτωση, η ανθρώπινη συνείδηση αντιδρά ως συνείδηση της ελευθερίας της ανθρώπινης ύπαρξης, η οποία βεβαίως διατελεί ενταγμένη σ’ ένα οικοσύστημα, τάξης φυσικής ή κοινωνικής. «Η ισορροπία της δομής του οικοσυστήματος, στην οποίαν ο άνθρωπος εντάσσεται είναι ισορροπία ασταθής και ευδιατάρακτος· αποτελεί το καταστάλαγμα μακρών συγκρουσιακών διαδικασιών, και ευρίσκεται σε συνεχή αναδιαμόρφωση εξ αφορμής αλλοιώσεων σημασίας ελαχίστης που υπεισέρχονται στην λειτουργία του οικοσυστήματος αυτού. Η καιρικότης της ανθρωπίνης διαβιώσεως συνίσταται στην χρησιμοποίηση της ανθρωπίνης διανοίας προς βελτίωσιν του καταστατικού της υπάρξεως του ανθρώπου μέσα στον κόσμο, δια της επεμβάσεώς του επάνω σ’ εκείνον, χωρίς η επέμβαση αυτή να προκαλέσει αλλοιώσεις στην ισορροπία του οικοσυστήματος, οι οποίες να συνεπάγωνται διαταράξεις σπουδαιότητος τόσης, ώστε να συνεπιφέρουν καταστροφήν ανεπανόρθωτη για την περαιτέρω άνετην διαβίωση του ανθρώπου μέσα σ’ εκείνο» (Ε. Μουτσόπουλος1984, 138). Μια κοινωνία, για να είναι δημιουργική και να επιτρέπει στα μέλη της την υπαρκτική τους ολοκλήρωση, πρέπει να χαρακτηρίζεται από αστάθεια στο επίπεδο του άτυπου συστήματος της οργάνωσής της. Και για να μην οδηγηθεί στο χάος, πρέπει να χαρακτηρίζεται από ευστάθεια στο τυπικό σύστημα οργάνωσής της. «Το ον συμπληρώνει και ολοκληρώνει την παρουσία του χάρις στην οργάνωσή του που προκύπτει από την δυναμικήν ένταξή του μέσα στον κόσμο. Δυναμική προθετικότης το ίδιο, επιδιώκει την επιβεβαίωσή του δια μέσου τόσο της αποτινάξεως όσων δυνατοτήτων δεν συντρέχουν εντελώς προς την φύση του και προς το αυστηρώς νοούμενο πρόγραμμα αναπτύξεώς του, όσο και της επισημάνσεως στοιχείων συγγενικών προς την φύση του αυτήν, και που την τονίζουν σε βαθμόν ώστε να την επιβεβαιώνουν. Το ον αποδυναμώνεται από τα αλλοιωτικά 40

Με τον όρο αξία – συχνά στον πληθυντικό – η κοινωνική ανθρωπολογία αναφέρεται στην ιεραρχία. Η ιεραρχία πρέπει να διακριθεί από την εξουσία ή τη διοίκηση, καθ’ ότι αφορά στην τάξη πραγμάτων που απορρέει από τη χρήση της αξίας. Συγκεκριμένα, η στοιχειακή ιεραρχική σχέση (ή ιεραρχική αντίθεση) είναι η σχέση ανάμεσα σε δύο μέρη με αναφορά στο όλο – αναλύεται δε σε δύο αντιθετικές όψεις διαφορετικού πεδίου: διάκριση μέσα στους κόλπους μιας ταυτότητας, συμπερίληψη του αντιθέτου (Λ. Ντυμόν1988, κεφάλαιο Ι). Για ένα σχεδίασμα εισαγωγής στο πρόβλημα της πηγής των αξιών, βλ. N. Laos, The Hesychastic Illuminism and the Theory of the Third Light: Metaphysics, Metapolitics and Ethics, Northampton, UK: White Crane Publishing, 2013 41

Χαρακτηριστικές περιγραφές αυτής της σύγκρουσης αναπτύσσει ο Φ. Ντοστογιέφσκι στα μυθιστορήματά του Έγκλημα και Τιμωρία και Ο Ηλίθιος.


δυνητικά του ενδεχόμενα, και προσκτάται όσα άλλα ενδεχόμενα είναι ικανά να τονίσουν αυτό που το ίδιο είναι, ώστε να το καθιστούν περισσότερο ό,τι ήδη είναι, και, με τον τρόπο αυτόν, να το ολοκληρώνουν. Έτσι ο ένας οργανισμός διευρύνεται μέσα στον άλλον, και επιβεβαιώνεται μέσα σ’ εκείνον, χωρίς η ίδια του η φύση ν’ αλλοιώνεται από τη σχέση που δημιουργείται στο επίπεδο αυτό. Τα στοιχεία του όντος, ως οντικές κατηγορίες, ερχόμενα σε επαφή με τα στοιχεία της κοσμικής πραγματικότητος, πέρα απ’ ό,τι αρχικά είναι, δηλαδή τρόποι του είναι, αναδεικνύονται τρόποι του πλέον- είναι. Η προθετικότης του όντος, που εκφράζεται με την προθετικότητα της δομής του, και εκδηλώνεται με την προθετικότητα της συνειδήσεώς του, συγκεκριμενοποιείται ως καιρικότης αναδομητική του κόσμου και της ίδιας της συνειδήσεως, όχι όμως και αλλοιωτική εκείνης ή του όντος, αλλά εμπλουτιστική της οργανικής του ολοκληρωσεως» (Ε. Μουτσόπουλος1984, 52-53). Συνεπώς, όταν έχουμε να κάνουμε με το άτυπο σύστημα της κοινωνικής οργάνωσης, καταλληλότερες είναι οι αναστοχαστικές θεωρήσεις του εγκλήματος, ενώ, όταν έχουμε να κάνουμε με το τυπικό σύστημα κοινωνικής οργάνωσης, καταλληλότερες είναι οι ορθολογικές θεωρήσεις του εγκλήματος. Βεβαίως, σύμφωνα με τα όσα υποστηρίξαμε στο κεφάλαιο Ι, η διάκριση μεταξύ ορθολογισμού και αναστοχασμού δεν πρέπει να υπολαμβάνεται ως ασυμμετρία μεταξύ τους, η οποία θα μας ξαναγύριζε πίσω σε απόλυτες και γι’ αυτό ατελείς διατυπώσεις του ορθολογισμού και του αναστοχασμού. Δυστυχώς, συναισθηματισμοί και ψυχολογισμοί συχνά εκτρέπουν την εγκληματολογική έρευνα από αυτήν τη ‘βασιλική οδό’ της μεσότητας – π.χ. στο πλαίσιο της κοινωνίας της διακινδύνευσης42, η Εγκληματολογία ωθείται προς το δεξιό (τρόπος του λέγειν) άκρο,

42

«Ο Γερμανός κοινωνιολόγος Ulrich Beck -εισηγητής του όρου- χαρακτήρισε ως κοινωνία της διακινδύνευσης την αρχετυπική δυτική κοινωνία που βρίσκεται πλέον αντιμέτωπη με διακινδυνεύσεις μοναδικής εμβέλειας που ‘προέκυψαν από την επιστημονική και τεχνολογική ανάπτυξη και που δρουν καθολικά και παγκόσμια’. Ο Beck παρατηρεί ότι ενώ στο πλαίσιο της κλασσικής βιομηχανικής κοινωνίας η λογική της παραγωγής του πλούτου κυριαρχούσε επί της λογικής της παραγωγής κινδύνων, στην κοινωνία της διακινδύνευσης αυτή η σχέση έχει αντιστραφεί. ‘Οι παραγωγικές δυνάμεις έχουν χάσει την αθωότητά τους’ γράφει ο Beck. Η απόκτηση δύναμης από την τεχνο-οικονομική πρόοδο σκιάζεται όλο και περισσότερο από τη δημιουργία κινδύνων, κινδύνων που σε ένα πρώιμο στάδιο θεωρούνταν ως λανθάνουσες παράπλευρες παρενέργειες, ενώ πλέον αυτοί παγκοσμιοποιούνται αποκτώντας κεντρική σημασία στον κοινωνικό και πολιτικό δημόσιο διάλογο. Αυτό δε που διαφοροποιεί τη διακινδύνευση από τον κίνδυνο, είτε αυτός χαρακτηρίζεται ως πρωτογενής φυσικός κίνδυνος (προερχόμενος από τα στοιχεία της φύσης) είτε ως δευτερογενής (προερχόμενος από την ενεργητική ή παθητική ανθρώπινη συμπεριφορά ως αδυναμία πρόβλεψης της επικινδυνότητας μιας συμπεριφοράς ή ως αδυναμία αντιμετώπισής του) εδράζεται στο στοιχείο της επιλογής και άρα της ευθύνης. Συγκεκριμένα, διακινδύνευση είναι η συνειδητή έκθεση σε κίνδυνο, αποτελεί δε μια επιζήμια ανθρώπινη επιλογή για την οποία υφίσταται ευθύνη. Ο κίνδυνος είναι μια κατάσταση και αφορά στην ανάγκη, χαρακτηρίζοντας κοινωνίες που απειλούνται σύμφωνα με τα παραπάνω είτε από πρωτογενείς φυσικούς κινδύνους είτε από δευτερογενείς φυσικούς κινδύνους είτε από κινδύνους (φυσικούς ή κοινωνικούς) που έχουν εξαναγκαστικό χαρακτήρα καθώς επιβάλλονται από άλλες κοινωνικές δυνάμεις (κάτι τέτοιο ισχύει λ.χ. για τις χώρες του λεγόμενου Τρίτου κόσμου). Αντίθετα, η διακινδύνευση αφορά στην ελευθερία ως δυνατότητα επιλογής , χαρακτηρίζοντας κοινωνίες που εκτίθενται σε αυτή δια των ελεύθερων, επικίνδυνων επιλογών των μελών τους. Ο Beck υποστηρίζει ότι οι επιλογές αυτές, καθώς προέκυψαν από το αξιακό σύστημα της νεοτερικότητας, κατασκευάζοντας τις δομές και τις συνιστώσες του σύγχρονου δυτικού


δηλαδή εκείνο της μονομερούς ορθολογικότητας και της πολιτικής της μηδενικής ανοχής43, ενώ, στο πλαίσιο κοινωνιών που χαρακτηρίζονται από παρατεταμένη τάξη και χαμηλό αίσθημα κινδύνου, η Εγκληματολογία ωθείται προς το αριστερό (τρόπος του λέγειν και πάλι) άκρο, δηλαδή εκείνο της μονομερούς αναστοχαστικής προσέγγισης και της σχεδόν ανεξέλεγκτης ελευθεριακότητας και σχετικοκρατίας. Σύμφωνα με την επιχειρηματολογία που έχουμε αναπτύξει στο παρόν σύγγραμμα, σκοπός μας δεν είναι να απορρίψουμε κάποια προοπτική της Εγκληματολογίας είτε γενικότερα των κοινωνικών επιστημών: «Δεν αποτελεί πηγή σφάλματος το γεγονός ότι προς μια οπτική εικόνα ενός πολιτισμού, όχι μόνο εξαπέλυσαν δυνάμεις και κινδύνους τέτοιους που ξεπερνούν τις δυνατότητες επιστημονικής πρόληψης και προστασίας, παρά στην αλληλόδραση των αποτελεσμάτων τους προς αυτές ακριβώς τις δομές επέδρασαν όχι μόνο στο πεδίο οικολογικών και ενεργειακών διακινδυνεύσεων παρά αλλοίωσαν ακόμα και αυτό το αξιακό σύστημα που τις γέννησε, διαμορφώνοντας de facto νέους προσανατολισμούς στις κοινωνικές σχέσεις, στην επιστήμη, στο δίκαιο, στην πολιτική εξουσία. Έτσι, οι σύγχρονες μορφές διακινδύνευσης ως απόρροια της ανθρώπινης παρέμβασης πάνω στο φυσικό περιβάλλον και ως απρόβλεπτες συνέπειες των ποικίλων εφαρμογών του εκσυγχρονισμού – άρρηκτα συνδεδεμένες προς τις οικονομικές και κοινωνικές ανασφάλειες που φέρονται στους κόλπους της μεταβιομηχανικής κοινωνίας και συναρτώνται σε αμφίδρομης φοράς σχέσεις προς τις διεργασίες της παγκοσμιοποίησης – δημιουργούν μια δομική κρίση στις σχέσεις κράτους–πολίτη. Καθώς το κράτος αποψιλωμένο σε μεγάλο βαθμό από τον μονοπωλιακό χαρακτήρα άσκησης της εξουσίας καλείται να αντιμετωπίσει τις ανασφάλειες αυτές και καθώς οι κίνδυνοι που αναφύονται αφορούν στις ‘δυσχέρειες πρόγνωσης των επιπτώσεων συγκεκριμένων πολιτικών ή επιχειρηματικών αποφάσεων, στον απρόβλεπτο χαρακτήρα αλλά και στην πολυπλοκότητα των παραμέτρων που συναρτώνται με ετεροπαθείς και μη αναπληρώσιμους κινδύνους’, στη μορφή που λαμβάνει αναδυόμενο από το πυκνό πλέγμα των συνεπειών των προεκτεθεισών εξελίξεων, αδυνατεί να εγγυηθεί την ασφάλεια των πολιτών μετατρεπόμενο σε ένα κράτος διαχείρισης κινδύνων και κρίσεων» (Χ. Φλώρου2006α).

43

«Στην προσπάθεια να ορίσουμε την έννοια της μηδενικής ανοχής θα βρεθούμε μπροστά σε μια πληθώρα σημασιών και αναφορών, ενώ η ασάφεια εντείνεται και από το γεγονός ότι συχνά ο όρος έχει χρησιμοποιηθεί σε διεθνές επίπεδο ως ένα ‘σλόγκαν’ του συρμού από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και τους πολιτικούς για να υποδηλώσει τη δέσμευση ή το αίτημα της δέσμευσης προς μια στάση σκλήρυνσης και αυστηροποίησης στην αντιμετώπιση μιας ποικιλίας προβλημάτων (από τη διαφθορά των κρατικών αξιωματούχων έως τις παραβιάσεις του ΚΟΚ), χωρίς συγκεκριμένες αναφορές σε ειδικές στρατηγικές ή τακτικές. Ανεξάρτητα από το γεγονός αυτό, ο όρος μηδενική ανοχή έχει συσχετιστεί και με συγκεκριμένες τοποθετήσεις απέναντι σε θέματα όπως η βία κατά των γυναικών, η βία (και άλλες αντικοινωνικές ή παράνομες – όπως η οπλοκατοχή – συμπεριφορές ) στα σχολεία, τα ναρκωτικά, η εγκληματικότητα. Παρά τις σημαντικές διαφοροποιήσεις ανάλογα προς το πεδίο αναφοράς του όρου, επιχειρώντας να σκιαγραφήσουμε ένα κατά το δυνατόν γενικό – και αναγκαστικά κάπως σχηματικό – πλαίσιο αναφοράς, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η έννοια ‘μηδενική ανοχή’ χρησιμοποιείται ως επί το πλείστον για να υποδηλώσει την άκαμπτη και αυστηρή εφαρμογή κανόνων από πρόσωπα που διαθέτουν εξουσία, ενώ οι κανόνες αυτοί μπορούν είτε να αντλούνται από τον ποινικό νόμο είτε όχι, και γενικότερα να διαθέτουν την τυπική ισχύ νόμου ή και όχι. Ουσιαστικά πρόκειται για την απεμπόληση της ευχέρειας διάκρισης και υποκειμενικής κρίσης σχετικά με τη σοβαρότητα μιας ‘παράβασης κανόνα’ ή την ατομική υπαιτιότητα ενόψει αυτής, και άρα για την αδιάκριτη επιβολή της προβλεπόμενης τιμωρίας» (Χ. Φλώρου2006β).


αντικειμένου…μπορούμε…να κοιτάξουμε μόνο μέσα από μια συγκεκριμένη προοπτική. Το πρόβλημα δεν είναι πώς θα μπορούσαμε να φθάσουμε σε μια εικόνα που δεν θα είναι εξαρτημένη από την προοπτική [μέσα από την οποία κοιτάμε] αλλά πώς, αντιπαραβάλλοντας44 τις διαφορετικές οπτικές γωνίες, κάθε διαφορετική προοπτική θα μπορεί να αναγνωριστεί ως τέτοια και ως εκ τούτου θα μπορεί να επιτευχθεί ένα νέο επίπεδο αντικειμενικότητας. Συνεπώς, ερχόμαστε στο σημείο όπου το εσφαλμένο ιδεώδες μιας αποστασιοποιημένης, απρόσωπης οπτικής γωνίας πρέπει να αντικατασταθεί από…μια αναγκαστικά ανθρώπινη οπτική γωνία η οποία, μέσα από τα όρια της ανθρώπινης προοπτικής, αγωνίζεται να διευρυνθεί» (K. Mannheim1936).

44

Γι’ αυτό, άλλωστε, στο κεφάλαιο Ι, τονίσαμε την ανάγκη επαναθεώρησης του δια-παραδειγματικού διαλόγου.


Παραπομπές του Κεφαλαίου IV Anderla, G., A. Dunning and S. Forge(1997) Chaotics. Twickenham: Adamantine Press. Antoniou, I., M. Reeve and V. Stenning(2000) «Information Society as a Complex System», J. Univ. Comp. Sci.,6. Argyris, C.(1990) Overcoming Organizational Defenses: Facilitating Organizational Learning. Boston: Allyn&Bacon/Prentice-Hall. Barnard, C.(1938) The Functions the Executive. Cambridge:Harvard University Press. Berki, R.N.(1981) On Political Realism. London: J.M. Dent & Sons. Blum, L., F. Cucker, M. Shub and S. Smale(1998) Complexity and Real Computation. New York: Springer-Verlag. Burke, E.(1986) The Political Philosophy of Edmund Burke, selected and introd. I. HampsherMonk. London: Longman. Coase, R.H.(1937) «The Nature of the Firm», Economica, IV(Nov.). Coleman, J.S.(1994) Foundations of Social Theory. Cambridge: The Belknap Press of Harvard University Press. Δήμου, Ν.(1984) Το Απόλυτο και το Τάβλι. Αθήνα: Νεφέλη. Φλώρου, Χ.(2006α) Το Πνεύμα της Ασφάλειας στην Τρέχουσα Ελληνική Νομοθεσία. Αθήνα: Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σποδών Εγκληματολογίας, Πάντειο Πανεπιστήμιο. Φλώρου, Χ.(2006β) Μηδενική Ανοχή. Αθήνα: Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σποδών Εγκληματολογίας, Πάντειο Πανεπιστήμιο. Higgins, B.(1939) «Elements of Indeterminancy in the Theory of Non-perfect Competition», Am. Econ. Rev., XXIX(Sept.). Kauffman, S.A.(1991) «Antichaos and Adaptation», Scientific American, August. Kauffman, S.A.(1992) Origins of Order – Self Organization and Selection in Evolution. Oxford: Oxford University Press. Kondepudi, D. and I. Prigogine(1981) «Sensitivity of Non-Equilibrium Systems», Physica, 107A. Laos, N., The Hesychastic Illuminism and the Theory of the Third Light: Metaphysics, Metapolitics and Ethics, Northampton, UK: White Crane Publishing, 2013 Laos, N.K.(1999) «Information Warfare and Low Intensity Operations», Perceptions, IV. Lawrence, P.R. and J.W. Lorsch(1967) Organization and Environment. Cambridge: Harvard University Press.


Mannheim, K.(1936) Ideology and Utopia. New York: Harcourt Brace. Μουτσόπουλος, Ε.(1984) Η Φιλοσοφία της Καιρικότητος. Αθήνα: Εκδόσεις Καρδαμίτσα. Miller, D.(1990) The Icarus Paradox: How Excellent Organizatios Can Bring about Their Own Downfall. New York: Harper Business. Nonaka, I.(1988) «Creating Organizational Order Out of Chaos: Self Renewal in Japanese Firms», California Management Review, Spring. Ντυμόν, Λ.(1988), Δοκίμια για τον Ατομικισμό. Αθήνα: Εκδόσεις Ευρύαλος. Pascale, R.T.(1990) Managing on the Edge: How Successful Companies Use Conflict to Stay Ahead. London: Viking Penguin. Prigogine, I. and R. Herman(1971) Kinetic Theory of Vehicular Traffic. New York: Elsevier. Prigogine, I. and I. Stengers(1984) Order Out of Chaos. Toronto: Bantam Books. Radzicki, M.J.(1990) «Institutional Dynamics, Deterministic Chaos, and Self-Organizing Systems», Journal of Economic Issues, 24(1). Reder, M.(1947) «A Reconsideration of the Marginal Productivity Theory», Jour. Pol. Econ., LV(Oct.). Samuelson, P.A. and W.D. Nordhaus(1992) Economics. New York: McGraw-Hill, Inc. Scitovsky, T.(1943) «A Note on Profit Maximization», Rev. Econ. Stud., XI(Winter). Simon, H.A.(1947) Administrative Behavior. New York: Macmillan. Slavova, A.(1993) «Dynamic Properties of Cellular Neural Networks», Jour. Appl. Math. and Stoch. Anal., 6(2). Slavova, A.(1995) «Stability Analysis of Cellular Neural Networks with Nonlinear Dynamics», στο: S. Bilchev and S. Tersian(eds), Proceedings of the Fifth International Conference on Differential Equations and Applications. Rousse: University of Rousse/Union of Bulgarian Mathematicians. Stacey, R.D.(1991) The Chaos Frontier: Creative Strategic Control for Business. Oxford: Burterworth-Heinemann. Stacey, R.D.(1993) Strategic Management and Organizational Dynamics. London: Pitman. Toffler, A.(1970) Future Shock. New York: Bantam Books. Waldrop, M.M.(1992) Complexity: The Emerging Science at the Edge of Order and Chaos. London: Viking.


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.