ΔΑΝΤΕΛΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΛΙΓΗΡΑ

Page 1

Βασίλης Πουλημενάκος


Ο Βασίλης Πουλημενάκος κατάγεται από το Γύθειο της Μάνης, ζει και εργάζεται στη Χαλκίδα ως Πολιτικός Μηχανικός. Διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί στο Διαδίκτυο και στίχοι του έχουν μελοποιηθεί από διάφορους συνθέτες. Έχει συμμετάσχει στο ψηφιακό μουσικό βιβλίο ποίησης για παιδιά «Για ένα σου χαμόγελο» (2009), το διήγημά του «Το πέρασμα στη Νίσυρο», τιμήθηκε με διάκριση στον 1ο διαγωνισμό διηγήματος του πολιτιστικού περιοδικού «Ως3» ενώ με το διήγημα «Νυχτερινή» συμμετείχε στο βραβευμένο συλλογικό e-book με τίτλο «Δήγμα Γραφής - Μια ντουζίνα και τρία διηγήματα». Έχουν κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Σαΐτα τα αφηγήματα «Η Νεράιδα της Μάνης» και «Η σύγκρια». Είναι παντρεμένος με δύο παιδιά. Προσωπικό ιστολόγιο http://vasilis67.wordpress.com


ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΟΥΛΗΜΕΝΑΚΟΣ

ΔΑΝΤΕΛΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΛΙΓΗΡΑ Νουβέλα


Βασίλης Πουλημενάκος, Δαντέλα από τον Λίγηρα ISBN: 978-618-5040-40-6 Νοέμβριος 2013 Έργο εξωφύλλου

Έργο οπισθόφυλλου

Οι θαλάσσιοι γίγαντες του 18ου αιώνα, 2012 Ακρυλικό σε πήλινο πιάτο, με διάμετρο 32 εκ. The sea giants of the 18th century, 2012 Acrylic on clay plate, with a diameter of 32 cm

Ναυμαχία ανάμεσα σε αγγλικό και ολλανδικό πλοίο, 2012 Ακρυλικό σε μουσαμά με κολάζ (ξύλο, χαρτί, αλουμινόχαρτο, χαρτόνι, σπάγκος), 240 x 190 εκ. (και βάθος 70 εκ.) Sea battle between an English and a Dutch ship, 2012 Acrylic on canvas with collage (wood, paper, silver foil, cardboard, string), 240 x 190 cm (and 70 cm depth)

Κωνσταντίνος Παπαεμμανουήλ kontist@hotmail.com

Επιμέλεια, Διορθώσεις, Σελιδοποίηση, Σύνθεση εξωφύλλου: Ηρακλής Λαμπαδαρίου www.lampadariou.eu Εκδόσεις Σαΐτα Αθανασίου Διάκου 42, 652 01, Καβάλα Τ.: 2510 831856 Κ.: 6977 070729 e-mail: info@saitapublications.gr website: www.saitapublications.gr

Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού – Μη Εμπορική χρήση Όχι Παράγωγα έργα 3.0 Ελλάδα Με τη σύμφωνη γνώμη του συγγραφέα και του εκδότη, επιτρέπεται σε οποιονδήποτε αναγνώστη η αναπαραγωγή του έργου (ολική, μερική ή περιληπτική, με οποιονδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή άλλο), η διανομή και η παρουσίαση στο κοινό υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις: αναφορά της πηγής προέλευσης, μη εμπορική χρήση του έργου. Επίσης, δεν μπορείτε να αλλοιώσετε, να τροποποιήσετε ή να δημιουργήσετε πάνω στο έργο αυτό. Αναλυτικές πληροφορίες για τη συγκεκριμένη άδεια cc, διαβάστε στην ηλεκτρονική διεύθυνση: http://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/3.0/gr/




στην Amandine και στον Di Angelo που κρύβουμε μέσα μας



Β

Α’ - Η σιωπηλή πόλη

αλέττα, 1590. Οι Μαλτέζοι τριγυρίζουν στη νέα πόλη και στο λιμάνι που κατασκευάστηκε καλά οχυρωμένο και προφυλαγμένο για τις επιθέσεις των Οθωμανών. Ο Philippe και η 17χρονη κόρη του, Amandine Duplessis, μετά το ταξίδι τους από τη Γαλλία, διαμένουν στο πανδοχείο του Di Angelo στη Μεδίνα. Με το που της σύστησαν τον γαλανομάτη Di Angelo με τη μεσογειακή του μελαχρινάδα, η μικρή Amandine ένιωσε κάπως παράξενα, κοκκίνισαν τα μάγουλά της και, πιστεύοντας ότι έγινε από όλους αντιληπτό, κατέβασε το κεφάλι και απομακρύνθηκε ζητώντας συγνώμη. Όταν το απόγευμα άρχισαν οι ανιαρές για εκείνη οικονομικές συζητήσεις του πατέρα της με τον νεαρό έμπορο και ξενοδόχο, βρήκε την ευκαιρία να βγει και να πάρει μια γεύση από τη «σιωπηλή πόλη». Φόρεσε τη κόκκινη μπέρτα της, πάνω από ένα μακρύ γαλάζιο φόρεμα, κάλυψε τα μάτια της με ένα δαντελένιο πέπλο και βάδισε προσεκτικά μέσα στα λιθόστρωτα στενά σοκάκια με την κρυφή ελπίδα να συναντήσει κάποιον Ιππότη της Μάλτας. Ο βασικός λόγος που επιθυμούσε να ξεφύγει από το κάστρο του Λίγηρα και την ασφάλεια της Γαλλίας, ήταν για να αποφύγει τον γάμο με έναν άνθρωπο που δεν ήθελε ούτε να αντικρίσει. Θα προτιμούσε χίλιες φορές την απαγωγή της από έναν άγνωστο ιππότη ακόμα κι από έναν πειρατή, παρά να πέσει στον έρωτα του πλούσιου πλην ελαφρόμυαλου και άγαρμπου Chenonceaux. Το μυαλό της πήγε άθελα πάλι στον Di Angelo καθώς επέστρεφε από τη βόλτα της. Στο σκοτεινό πανδοχείο ένα μόνο σπερματσέτο άναβε κι αυτό στο τραπέζι του άδειου καθιστικού. Εκεί βρισκόταν ο Philippe Duplessis μόνος, πνιγμένος στα χαρτιά και στους υπολογισμούς. Δέχεται στην πλάτη το χάδι της μικρής του κόρης. - Πατέρα, θέλεις μετά να έρθω να κοιμηθούμε μαζί; Ο τόπος αυτός έχει μια υγρή ατμόσφαιρα και ακούω γύρω μου παράξενους ήχους από τις καμπάνες στον καθεδρικό ναό, από τις πόρτες, τα παράθυρα τρίζουν,


ακούω μέχρι τον αέρα που σφυρίζει μέσα στα σοκάκια κι έχει μια ηρεμία η πόλη που δεν έχω συνηθίσει. Στο κάστρο μας είχαμε τουλάχιστον μουσική. Ο Philippe σήκωσε το κεφάλι του από τις σημειώσεις, άφησε την πένα στο μελανοδοχείο, κατέβασε τα μικρά στρογγυλά ματογυάλια του, την πήρε στην αγκαλιά του και της χαμογέλασε. - Αμυγδαλένια μου, πότε θα καταλάβεις ότι δεν είσαι πια μικρό κοριτσάκι; Δεν γίνεται να θες ακόμα, κάθε φορά που φοβάσαι κάτι, να κοιμάσαι με τον πατέρα σου. Δεν έχεις κοιτάξει το σώμα σου στον καθρέφτη, να δεις πόσο έχει αλλάξει, πόσο έχουν γλυκάνει τα χαρακτηριστικά σου, η φωνή σου; - Τα έχω προσέξει φυσικά, αλλά αυτό δεν σημαίνει οπωσδήποτε και κάτι άλλο. Ο Duplessis αντιλήφθηκε ότι κάτι προσπαθούσε να του πει ή μάλλον από κάτι να ξεφύγει, πήρε το ύφος του πατέρα-οικογενειάρχη αλλά και πάλι σε χαμηλό τόνο στην αγαπημένη του κόρη, συνέχισε. - Σημαίνει ότι μεγάλωσες Amandine κι ότι πλησιάζει η μέρα του αρραβώνα σου. - Μήπως να μη γινόταν πατέρα; Αυτό ήθελα να σου πω. Δεν αισθάνομαι έτοιμη. - Χμμμ! Μη μου κρύβεσαι. Δεν τον θέλεις, αυτή δεν είναι η αλήθεια; Η Amandine έγνεψε καταφατικά με συστολή, με σεβασμό αλλά και αγάπη για τον πατέρα της που δείχνει να την καταλαβαίνει. Του έδωσε την πιο ζεστή της αγκαλιά. - Δεν ήθελα να χαλάσω το χατίρι της μητέρας που ξέρω πόσο φίλη είναι με τη μητέρα του υποψήφιου μνηστήρα μου. Όμως εγώ από τότε που τον γνώρισα, δεν αντέχω ούτε να τον βλέπω. Πόσο κακό είναι πατέρα αυτό; Δεν τον αγαπώ ούτε νομίζω ότι ποτέ θα τον αγαπήσω. - Το ξέρω μάτια μου, αυτός είναι ο λόγος που σε πήρα μαζί μου σε αυτό το ταξίδι. Το μέλλον σου εσύ θα το αποφασίσεις. Γι αυτό σου λέω ότι πρέπει να νιώσεις ότι μεγάλωσες. Τον κοίταξε απορημένη…


- Ούτε εμένα Amandine μού άρεσε ποτέ ο Chenonceaux. H μητέρα σου επέμενε όμως και δέχτηκα με το σκεπτικό ότι και στα δικά σου γυναικεία μάτια θα φαινόταν καλός. Έκανα λάθος, μεγάλωσες ελεύθερα και παραμυθένια, θες κι εσύ να αγαπήσεις βαθιά, όπως εγώ τη μητέρα σου. Μπορεί να δώσαμε λόγο στην οικογένειά του και να εκτεθήκαμε σαν Duplessis, αλλά δεν μπορώ γι’ αυτό να σου καταστρέψω τη ζωή. Καλύτερα να είσαι ευτυχισμένη και μακριά μου, παρά κοντά μου και να ξέρω ότι στενοχωριέσαι. Άσε με τώρα γιατί έχω ακόμα νούμερα χωμένα στο κεφάλι μου και πρέπει να τελειώσω αυτές τις αναθεματισμένες πράξεις. Αυτά ήταν τα λόγια που χρησιμοποίησε ο Philippe, λόγια που φαινόταν να είχε αποφασίσει να τα πει από καιρό, της έκλεισε πονηρά το μάτι και με ένα χαμόγελο την απώθησε απαλά. Απομακρύνθηκε προβληματισμένη ενώ ο πατέρας της την κοιτούσε σαν να την έβλεπε τελευταία φορά. Λίγο πριν αγγίξει την κουπαστή για ν’ ανέβει τις σκάλες, τη σταμάτησε για μια ακόμη κουβέντα. - Το πρωί, το καράβι μας αναχωρεί για Μασσαλία. Κάθε έξι μήνες θα έρχομαι στη Μάλτα, συμφωνήσαμε σε όλα με τον Di Angelo. Σε όλα. Ανέβηκε τα σκαλοπάτια σκεπτική. Μπήκε στο δωμάτιό της και ένα δυνατό ρεύμα αέρα βρόντηξε πίσω της την πόρτα. Απέναντι, το παράθυρο ήταν ανοιχτό. Πλησίασε κι εκεί είδε να την περιμένει κρεμασμένη μια ανεμόσκαλα. Κάτω στριφογύριζε ένα άσπρο άλογο και πάνω του μια σκιά με μαύρα ρούχα κι ένα πλατύγυρο μωβ καπέλο. Γύρισε προς τα πάνω, έβγαλε το καπέλο και παρά το λιγοστό φως η Amandine αναγνώρισε τη λάμψη από τα γαλάζια του μάτια. - Αν δεν θες να γυρίσεις στη Γαλλία… μπορείς να έρθεις μαζί μου… φεύγουμε απόψε με τη γαλέρα μου. - Για πού; - Για την Ανατολή. Δεν ήθελε παρακάλια για να το αποφασίσει, έχωσε βιαστικά τα ρούχα της, ό,τι μπορούσε να προλάβει από τα καλλυντικά και τις χτένες της σε έναν σάκο και ξαναφόρεσε την μπέρτα της. Πριν βγει από το


παράθυρο, έριξε μια τελευταία ματιά στο δωμάτιο. Έκλεισε τα μάτια για λίγα δευτερόλεπτα, σκέφτηκε όσα της είπε λίγο πριν ο πατέρας της, πέταξε τον σάκο στον Di Angelo και κατέβηκε όσο πιο αέρινα μπορούσε τη σκάλα. Στη «σιωπηλή πόλη», όταν βραδιάζει, μπορεί ν’ ακουστεί από μακριά ο παραμικρός θόρυβος. Πάνω στο άδειο της κρεβάτι είχε μείνει η παιδική της κούκλα σκεπασμένη καλά με ένα δαντελένιο πέπλο.



Α

Β’- Στην κουπαστή

υτό που την παραξένεψε μπαίνοντας στη γαλέρα του Di Angelo ήταν ότι έλλειπε και το όνομα και η σημαία από το καράβι. Σκεπασμένη μέχρι το κεφάλι από την μπέρτα της, παρέμεινε στην κουπαστή παρακολουθώντας την ακτή να απομακρύνεται και μαζί η αγκαλιά του πατέρα της. Ο φάρος της Μάλτας έστελνε τα τελευταία του σινιάλα όπως χανόταν στο βάθος του ορίζοντα, όταν ο Di Angelo πλησίασε τη μικρή Γαλλίδα και στάθηκε δίπλα της ατενίζοντας τη θάλασσα και χαμογελώντας για να σπάσει την αμηχανία. - Λοιπόν; Πώς αισθάνεσαι μικρή μου; Σε βλέπω προβληματισμένη. - Είναι δύσκολο κύριε Di Angelo. Προσπαθώ να αποδεχθώ ότι πρέπει να αποχωριστώ έστω και για λίγο την οικογενειακή ζεστασιά. Σας ευχαριστώ πολύ που με πήρατε μαζί σας. Δεν θα μπορούσα να γυρίσω στη Γαλλία όπου κάποιος που δεν θέλω με περιμένει εκεί για αρραβώνες… Έκανε μια παύση, αφήνοντας έναν αναστεναγμό, και συνέχισε. - Ξέρω ότι είσαστε έμπορος, για πού ξεκινήσαμε όμως; - Ησύχασε. Θέλω μόνο να σου ζητήσω τώρα πια να μου μιλάς ως έναν από τους φίλους σου. Δεν είμαι δα και τόσο μεγαλύτερός σου. Πηγαίνουμε στα Άδανα. Στην ανατολική γωνιά της Μεσογείου. Πρέπει να παραδώσω μια παραγγελία. Πολλά από αυτά τα εμπορεύματα τα γνωρίζεις -είναι από τον πατέρα σου- τα χρωματιστά υφάσματα για παράδειγμα, αλλά έχω και πολλά αρώματα, σαπούνια, λάδια για το σώμα, σφουγγάρια, καλλυντικά και ότι έχει να κάνει με τον καλλωπισμό μιας γυναίκας. Δεν χρειάζεται να με ευχαριστείς. Ίσα ίσα που θα με βοηθήσεις με τη γαλλική σου φινέτσα να τα πουλήσω και πιο εύκολα. - Και το πανδοχείο στη Μεδίνα; - Eίναι μόνο για τους επισκέπτες μου, για περαστικούς πελάτες και για την προσωρινή διαμονή μου. Κάποτε ήταν το κανονικό σπίτι μου αλλά από τότε που μας κούρσεψαν το καράβι και σκότωσαν τον πατέρα μου οι


πειρατές, το μετέτρεψα σε πανδοχείο και αποθήκη. Τον περισσότερο καιρό τον περνώ στη θάλασσα. Ο Di Angelo μελαγχόλησε ξαφνικά. Τα μάτια του στο φως του φεγγαριού έμοιαζαν με μικρές γαλάζιες λίμνες. Η Amandine ενστικτωδώς έπιασε το κρύο του χέρι και το έτριψε στα δικά της. Έγειρε μετά το κεφάλι της στον ώμο του. Εκείνος συνέχισε. - Αισθάνομαι ότι γεννήθηκα στο καράβι αυτό. Από μικρό παιδί ταξιδεύω. Δεν γνώρισα μάνα. Για μάνα μου είχα τη θάλασσα. Γυρίζαμε με τον πατέρα όλη τη Μεσόγειο, όπως τώρα μαζί σου. - Με γοητεύει η Ανατολή Di Angelo. Με τις μυρωδιές της, τον ζεστό αέρα της, το παραμύθι της. Aλλά ποιος μπορεί να ζητάει ένα καράβι γεμάτο τόπια από μεταξωτό ύφασμα και τόνους καλλυντικά κι αρώματα; Ο Di Angelo ξαναζωγράφισε το πλατύ χαμόγελο στα χείλη του. - Ο Νourentin πασάς. Από τους πιο καλούς πελάτες μου. Κάθε πέντε μήνες τού πηγαίνω ένα καράβι από ό,τι καλύτερο κυκλοφορεί στη Δύση για τις γυναίκες του χαρεμιού του. Θα μας περιμένουν άνθρωποί του στο λιμάνι στα Άδανα και από εκεί με καραβάνι θα πάμε το εμπόρευμα στο σαράι του στο Ντιγιαρμπακίρ. Η μικρή Γαλλίδα εντυπωσιάστηκε. - Χαρέμι; Χμμμ. Έχω διαβάσει αμέτρητα βιβλία και έχω ακούσει τόσα πολλά από δασκάλους και περιηγητές. Αναρωτιόμουν όμως αν υπάρχουν πραγματικά και σε τι μέγεθος. Και αν κρίνω από τις ποσότητες που του πηγαίνεις, πρέπει να είναι πολλές οι γυναίκες του εκεί. - Πολλές πράγματι, Amandine. Μπορεί να ‘ναι 30-40, ίσως και 100. Κανείς δεν ξέρει σίγουρα, αφού πολύ δύσκολα μπορείς να δεις έστω και μία από αυτές, πόσο μάλλον να τις μετρήσεις. Είναι κλεισμένες σε ένα χαρεμλίκι που το μόνο αρσενικό μάτι που τις βλέπει είναι του Nourentin. Ούτε ο ήλιος δεν τις κοιτάζει καθαρά αλλά μέσα από καφασωτά παράθυρα μόνο. Αφού τα καταφέρνει ο πασάς να τις «περιποιείται» όλες, χαλάλι τους και τα αρώματα και τα μασσαλιώτικα σαπούνια και τα μεταξωτά υφάσματα.


Η Amandine δεν άντεξε στην πρόκληση της συζήτησης και με την οικειότητα που αισθάνεται πια με τον Di Angelo, ξεπέρασε τον δισταγμό. - Θες να πεις ότι έχει με όλες αυτές ερωτικές σχέσεις; - Εσύ τι λες; Σίγουρα δεν τις έχει στο χαρέμι για να τις καμαρώνει. - Γιατί όχι; Θα μπορούσαν πολλές από αυτές να είναι απλά προστατευόμενές του. - Προστατευόμενές του; Μμμμ! Να μη σου λέω ψέματα Amandine, δεν ξέρω και πολλά. Αν τύχει να τον συναντήσουμε, θυμήσου να τον ρωτήσουμε τι κάνει με τις χανούμισσες, οπότε θα λύσουμε την απορία σου. Χαχαχα! γλυκιά μου, ρομαντική μου Φραντσέζα… Τότε ήταν που ντράπηκε η Amandine για τα καλά, αλλά και θύμωσε μ’ αυτά που άκουγε για τον Nourentin πασά και με τον Di Angelo που γελούσε με τις σκέψεις της. Του άφησε απότομα το χέρι και κατέβασε χαμηλότερα το δαντελένιο πέπλο της. Στο τέλος όμως, γύρισε και του χαμογέλασε. Τα μάγουλά της είχαν πάρει το ίδιο χρώμα με αυτό της μπέρτας της. - Πάω στο τιμόνι, άσε τον πασά να διασκεδάζει στο χαρέμι του μικρή ομορφιά από τον Λίγηρα και πήγαινε στην καμπίνα σου να ξεκουραστείς, έχουμε ταξίδι μπροστά! - Πριν φύγεις Di Angelo, μία ερώτηση: γιατί το καράβι σου δεν έχει όνομα και σημαία; Εκείνος σοβάρεψε απότομα. - Εκεί που πηγαίνουμε είναι καλύτερα να περνάμε απαρατήρητοι. Σαν άγνωστοι. Κι έτσι να επιστρέφουμε. Η Ανατολή είναι σαν τη θάλασσα. Σειρήνα. Αν σε γνωρίσει καλά, σε ζαλίζει με τη γοητεία της, τα ξεχνάς όλα και παραδίδεσαι χωρίς μάχη.



Ν

Γ’ - Σκλάβες

τιγιαρμπακίρ, 1590. Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ένα ανάμικτο πλήθος από Τούρκους, Κούρδους, Ασσύριους και Πέρσες πλημμυρίζει το μεγάλο παζάρι. Στάμνες γεμάτες κρασιά και λάδια, χαλιά ανατολίτικα, φρούτα από τις ακτές της Μεσογείου φερμένα από πέντε μέρες δρόμο. Στο κέντρο της πόλης, υψώνεται ο ψηλός μιναρές και ο χότζας επάνω ψέλνει με τα χέρια υψωμένα. Γύρω, μια ατέλειωτη σειρά από χαμηλά σπίτια και στην άκρη του Ντιγιαρμπακίρ, μια ανάσα από γιασεμί αγκαλιάζει όποιον περνάει έξω από τα παράθυρα του χαρεμιού του Nourentin πασά. Κι όποιος έχει το προνόμιο να βρεθεί στα ενδότερα, αντικρίζει έναν ανθόκηπο. Ένα μπουκέτο από πολύχρωμα ανθρώπινα λουλούδια σ’ έναν χώρο που κυβερνά μυρωμένη η υγρή ατμόσφαιρα από τους ατμούς του χαμάμ. Σε μια μεγάλη αίθουσα όπου οι χανούμισσες εκπαιδεύονται και ασκούνται στον χορό των αισθήσεων και της πρόκλησης των παθών. Άρωμα Ανατολής. Η Alizante, που τη μοίρανε η ζωή από μικρό κορίτσι να βρεθεί σκλάβα στο χαρέμι, ξεχωρίζει από τις υπόλοιπες για τα όμορφα σχιστά της μάτια, την αρμονία των κινήσεων και το φιδίσιο της σώμα. Όταν την καλούν στον οντά του πασά, έχει προγραμματισμένες τις επόμενες κινήσεις της. Δυο μολυβιές στην άκρη από τα μάτια και άλειμμα από αιθέρια έλαια στο λευκό της αλαβάστρινο δέρμα, που πάνω του, τα βράδια, οι λύχνοι του σαραγιού καθρεφτίζονται σαν ολόγιομα φεγγάρια στον αφρό της θάλασσας. Αρκεί ο ήχος από το περπάτημά της για να κατακλυστεί από ρίγος και πάθος η κάμαρα του πασά και η ψυχή του. Μόλις περνά μέσα, κατεβάζει το κεφάλι ταπεινά, γονατίζει και προχωρά έρποντας τα κάλλη της, σέρνοντας τα χείλη, αφήνοντας υγρά ίχνη στα κόκκινα μοτίβα του χαλιού, μέχρι να αγγίξουν τα δάχτυλα από τα πόδια του αφέντη της.


Ο Nourentin της κάνει νόημα κι εκείνη του χαρίζει απλόχερα, εκείνο τον δικό της χορό που με την πρώτη νότα, θυμίζει ρότα που χαράζει καράβι καλοτάξιδο, με τον ίδιο πάντα προορισμό. Τα χέρια της από τον λαιμό μέχρι την άκρη των νυχιών, αργά αργά ξετυλίγονται και στροβιλίζονται γεμίζοντας την επιφάνεια του χαλιού σαν βουτιές από δελφίνια σε ήρεμα νερά. Το στήθος της στητό και μαθημένο, μοιάζει να ταλαντώνεται, να ηρεμεί και να εκρήγνυται σε κάθε επιδέξιο άγγιγμα από τις χορδές των οργάνων. Πτυχές απ’ την κοιλιά και σάρκες των μηρών κινούνται ακατάσχετα όπως τα αιχμάλωτα πουλιά που θέλουν να ξεφύγουν, λαμποκοπώντας τις φτερούγες τους στα μάτια του αφέντη, παραληρώντας σε γλώσσα ηδονική, προσκαλώντας σ’ έναν έρωτα-χορό, πέρα από όρια. Πέρα από το σήμερα και τον χώρο του σαραγιού. Κι εκείνος μαγεμένος κι ένοχος, με μάτια μισάνοιχτα υποκύπτει στην ορμή της νιότης του, ένας αφέντης έρμαιο της θεάς του έρωτα, δούλος της αμαρτίας, ένα κορμί που λιώνει, μοιάζει με ποτάμι που κυλά κι αφήνεται στο χάδι και στο νάζι της μικρής του σκλάβας. Πάνω σε κόκκινο χαλί, σε πουπουλένια μαξιλάρια, σε μεταξωτά σεντόνια, στην έκσταση του πάθους, σε δίδυμο σώμα, σε αφρό από χείμαρρο. Εκεί ψηλά που δεν υπάρχουν μουσικές ξένες να συντροφεύουν. Εκεί που όλα αδειάζουν γύρω κι ούτε ορίζεται το ξεχείλισμα των χυμών, ούτε το καρδιοχτύπι των στιγμών, ούτε ο βαθυστεναγμός της Alizante. Αντηχούν μόνο κραυγές παραδομένων κορμιών σε όλους τους τοίχους από το σαράι, σαν αργόσυρτοι χτύποι από ρολόγια, σαν κύματα στα βράχια που κάνουν και τις πιο έμπειρες παλλακίδες να κοκκινίζουν. Από ντροπή. Και ζήλια. *** Ήταν πρωί όταν ο Di Angelo κι η Amandine έφτασαν στο σαράι του Nourentin με τις άμαξες γεμάτες εμπορεύματα. Τους ζήτησαν να περιμένουν στον περιβάλλοντα χώρο. Μετά από λίγο κατεύθυναν την Amandine στο χαρέμι μαζί με κάποια δείγματα από τα προϊόντα. Ο πασάς


ήθελε πριν τα αγοράσει να τα εγκρίνουν οι χανούμισσες. Οι παλλακίδες ενθουσιάστηκαν από τα αρώματα, τα λάδια και τα σαπούνια. Ζήτησαν όμως από τη μικρή Alizante να τα δοκιμάσει. Ήξεραν ότι είναι η αγαπημένη σκλάβα του πασά και η γνώμη της μετρούσε διπλά. Η Amandine θαύμαζε την ανατολίτικη ομορφιά της Alizante όσο εκείνη περιεργαζόταν γεμάτη περιέργεια τα φερμένα απ’ την Ευρώπη και ταίριαζε τα υφάσματα επάνω της. Χρησιμοποιεί τα αραβικά που είχε μάθει από τους δασκάλους της για να συνεννοηθούν. - Με λένε Amandine. Εσένα; - Alizante. Σ’ ευχαριστώ που μιλάς στη γλώσσα μου… Από πού είσαι; - Από τη Γαλλία. - Την έχω ξανακούσει αν και μεγάλωσα μέσα στο χαρέμι. Είσαι σκλάβα του εμπόρου; Αιφνιδιάστηκε από την ερώτηση, αλλά η Amandine κατάλαβε ότι για τη μικρή χανούμισσα ήταν πολύ λογική. Χαμογέλασε και μέσα της αισθάνθηκε την ανάγκη να τιμήσει τον Di Angelo. - Ας πούμε ναι, φίλη μου. Είμαι η σκλάβα του. - Κι εγώ του Nourentin, της απάντησε με καμάρι και η φωνή της πήρε τη θέρμη μιας ερωτευμένης κοπέλας. Έχει πολλές σκλάβες σαν εσένα; - Σαν εμένα σκλάβες; Όχι, απ’ όσο ξέρω τουλάχιστον. Είμαι η μόνη του σκλάβα, της απάντησε χαμογελώντας περήφανα τώρα η Amandine. - Σαν εσένα όμορφη ήθελα να πω. Έχεις έναν αέρα στην κίνηση, στην έκφραση και στο περπάτημά σου. Πρέπει να χορεύεις πολύ ωραία. Γι αυτό δεν θέλει άλλη σκλάβα ο αφέντης σου. - Είσαι πολύ γλυκιά. Χορεύω πράγματι, μου αρέσει πολύ η μουσική και ο χορός. Έχω κάνει πολλά μαθήματα. - Κι εγώ χορεύω. Θέλεις να σου δείξω; Η Amandine ήθελε πολύ να δει τις ικανότητες της Alizante, αλλά μετά από ένα λεπτό ντράπηκε από τον ερωτισμό και την ελευθερία του σώματος και της ζήτησε να σταματήσει..


- Νομίζω ότι δεν είμαι η κατάλληλη για τέτοιο χορό, η ώρα μπορεί να φταίει, ο χώρος, δεν ξέρω… Alizante συγνώμη που σε σταμάτησα, όμως θέλω να σου πω ότι χορεύεις αλήθεια πολύ ωραία, πολύ αισθησιακά… - Σε ευχαριστώ, αλλά τι σε έκανε να ντραπείς; Εσύ δεν χορεύεις για τον αφέντη σου; - Χαχα! Έχουμε άλλους χορούς εμείς. - Χαχα! Ξέρω, τους φαντάζομαι! Γέλασαν κι οι δυο τους με τα άδολα αστεία, που κυρίως πήγαζαν από τις παρεξηγήσεις των λέξεων και τις διαφορετικές σκέψεις και εμπειρίες δυο νέων γυναικών, δύο άλλων κόσμων και πολιτισμών που ήρθαν άξαφνα σε επαφή. Τις διέκοψε απότομα ένας μαύρος μακιγιαρισμένος ευνούχος. - Αποφάσισες Alizante; Περιμένει ο πασάς τον έμπορο και την κοπέλα στο σαράι. Η Alizante έκλεισε το μάτι στην Amandine, έγνεψε θετικά στον ευνούχο για όλα τα εμπορεύματα, ζήτησε να περιμένουν λίγα λεπτά, ξαναήρθε με τα κολ* της και ζωγράφισε παχιές γραμμές κάτω από τις βλεφαρίδες της Amandine για να φαίνονται πιο όμορφα και πιο αμυγδαλωτά τα μάτια της. - Άμα βάφεσαι έτσι, πάντα θα σε θέλει ο αφέντης σου, θα σ’ έχει μονάκριβη και θα σ’ αποζητάει. Κράτησε όλα τα κολ για να με θυμάσαι… Οι δυο νέες κοπέλες αγκαλιάστηκαν και μια φιλία έκανε τα πρώτα ξεπετάγματά της. Μια φιλία-γέφυρα που ενώνει με το πηγαίο της συναίσθημα τη Δύση με την Ανατολή…


Σ

Δ’ - Δαντέλα από τον Λίγηρα

την άμαξα ο Di Angelo ήταν ήδη έτοιμος για τη συνάντηση με τον Nourentin πασά, ντυμένος με την καλή του μαλτέζικη φορεσιά διακοσμημένη με τα χρυσά σιρίτια και κρατώντας στα χέρια το μωβ καπέλο. Η Amandine μπήκε στολισμένη μ’ ένα τεράστιο χαμόγελο. Τον πρόλαβε πριν της μιλήσει εκείνος με έκδηλη χαρά αλλά και προσοχή για να μην ακουστεί προς τα έξω. - Εντάξει καπετάνιε, τα εμπορεύματα πουλήθηκαν όλα. Και τα μεταξωτά και τ’ αρώματα και όλα. Στάθηκε αμίλητη αντίκρυ του να θαυμάζει όπως στην αρχή, τη μελαχρινή αντρίκεια του κορμοστασιά. Σήμερα ήταν πολύ όμορφος. Και τα μάτια του σαν μια θάλασσα που θα μπορούσε να σε πνίξει μόνο με το κοίταγμα. Αυτή τη φορά δεν τον ντράπηκε. Από τη μια ήθελε πολύ να μοιραστεί τη χαρά της από την εμπορική επιτυχία, αλλά ίσως να της άφησε η Alizante την ερωτική της αύρα σαν σύννεφο να την ακολουθεί. Κι ένιωσε βαθιά, πρωτόγνωρα, εκείνο το σκίρτημα που κάνει τη φωνή να γλυκαίνει, το ελαφρύ άγγιγμα που κάνει τη συμπεριφορά πιο αβρή, πιο γοητευτική. Τον πλησίασε θαρρετά, ξέροντας πως εκεί, στα βάθη της ανατολής, μόνο εκείνη υπήρχε να τον φροντίσει, έβγαλε το πέπλο της, του έφτιαξε τον γιακά από το λευκό πουκάμισο, του κούμπωσε τα χρυσά κουμπιά στο κόκκινο γιλέκο και αισθάνθηκε την ανάσα και τη ζεστασιά να ξεπηδάνε από το σώμα του. - Είσαι μοναδική. Τι θα έκανα χωρίς εσένα; Για πρώτη φορά βρέθηκαν τόσο κοντά, την κοίταξε στα μάτια, της χάιδεψε προσεκτικά τα μαλλιά σαν να ήθελε να τα χτενίσει με τα δάχτυλα, μετά αισθάνθηκε στην άκρη τους τα τρυφερά μάγουλά της, την αγκάλιασε από τη μέση, την έγειρε ελαφρά στο μπράτσο του και της έδωσε ένα ζεστό φιλί σ’ εκείνη τη γωνιά που αρχίζουν τα χείλη. Εκεί που μπορούσε να μυρίσει το δέρμα της. Και να πάρει τη γεύση της.


Εκείνη έμεινε να ακολουθεί σε αυτό το αναγνωριστικό ταξίδι από τα χέρια και τα χείλη του και να ανταποκρίνεται, σε κάθε του κίνηση σε κάθε του σκέψη, αγνή ή πονηρή, σε κάθε του φιλί. Το ένα της χέρι ήταν περασμένο στον ώμο του και με το άλλο χάραζε δαχτυλιές πάνω στο σμιλεμένο πλευρό του. Η μυρωδιά της έσμιγε με τη δικιά του και μόνο η αίσθησή του πάνω της, την έκανε να βγάζει αργές κοφτές αναπνοές. Τη στιγμή που φαινόταν ότι τα πάντα θα έφευγαν από την άμαξα και θα πήγαιναν κάποιο ταξίδι στη χώρα των θαυμάτων, ο Di Angelo πήρε την πρωτοβουλία, αν και δεν το ήθελε διόλου, να την αφήσει από τη ζεστή του αγκαλιά και να την κρατήσει απλά από τους ώμους απέναντί του. Εκείνη προσπάθησε να συνέλθει από τη ζάλη, να δείξει σοβαρή και μετρημένη, αλλά ήταν πολύ δύσκολο. Τον κοίταξε με πάθος. Κρεμασμένη ήταν πια. Στα μάτια του, στη διάθεσή του. - Amandine σου έχω πει ότι έχεις πολύ όμορφα μάτια; Τι να σκεφτεί και τι να απαντήσει; Έγειρε στον ώμο του σαν να ήθελε να κρύψει από τα μάτια της τη λαχτάρα που ανάβλυζαν κι εκεί ήρθαν στον νου της τα λόγια της Alizante, ξαναείδε σε αργή κίνηση τον ερωτικό χορό που επιδεικνύει και αναδεικνύει τις ιδιαίτερες ομορφιές που χαρίζει μια γυναίκα σ’ έναν άνδρα, εκτίμησε και την πολύτιμη αξία των παχιών γραμμών από το κολ που έκαναν τα μάτια της πιο αμυγδαλένια και πιο θηλυκά. Ήθελε τόσο να ξαναζήσει τη στιγμή του φιλιού μαζί του, να αισθανθεί πάλι το ρίγος και το κορμί της να ζωντανεύει στα χέρια του. Κι ας πέρασαν μόλις λίγα δευτερόλεπτα. Όμως έπρεπε να κρατηθεί όσο μπορούσε και άντεχε. Είχαν εξάλλου μπροστά μια δύσκολη μέρα. - Σ’ ευχαριστώ, αλλά επειδή είναι όμορφα τα μάτια μου, δεν χρειάζεται να τα βλέπει ο καθένας. Σε παρακαλώ άφησέ με λίγο μόνη, να βάλω το δαντελένιο μου πέπλο, να ετοιμαστώ, να γίνω αντάξιά σου. Απομακρύνθηκε ο Di Angelo με ένα χαμόγελο και η Amandine είχε περάσει ήδη από την άλλη πλευρά της άμαξας και χτένιζε τα μακριά


μαλλιά της, μπροστά στον μικρό της καθρέφτη. Εκεί μέσα τον είδε να απομακρύνεται και, πριν κατέβει από την άμαξα, του φώναξε. - Aν τύχει και σε ρωτήσουν για τη σκλάβα σου, μην εκπλαγείς. Συνηθίζεται. Και να μην το αρνηθείς. *** Η αίθουσα ήταν η μεγαλύτερη του σαραγιού. Ξεκινούσε από μια τεράστια δίφυλλη πόρτα, είχε ανάμεσα ένα τεράστιο ορθογώνιο χαλί με ατέλειωτους ρόμβους, βυσσινί μαιάνδρους, σχέδια με γαλάζια παραδείσια πουλιά με μακριές ουρές και λουλούδια της ανατολής, ρόδα του Ισπαχάν. Το μακρύ χαλί οδηγούσε σε μια σειρά από παχιά κόκκινα μαξιλάρια. Ανάμεσα καθόταν οκλαδόν ο Nourentin πασάς με ένα λευκό τουρμπάνι, μαύρο γιλέκο και ένα λευκό μεταξωτό παντελόνι. Δίπλα, οι δυο παλιότερες γυναίκες του ξαπλωμένες στα πόδια του. Είχαν πέπλο από τούλι στα μαλλιά, έντονα βαμμένα με κολ μάτια, αλλά με φερετζέ στο πρόσωπο από τη μύτη και κάτω. Φορούσαν μεταξωτά στηθόδεσμα που ξεχείλιζαν τα κάλλη τους και κρέμονταν γύρω φλουριά. Στο ύψος της ήβης, από μια λεπτή κόκκινη ζώνη απλώνονταν φουσκωτές θαλασσιές βράκες με σχέδια από χρυσά αστέρια και φεγγάρια. Στα χέρια τους είχαν περάσει μια σειρά από πλατιά χρυσά βραχιόλια, ανάγλυφα με μικρούς ήλιους. Γύρω οι αυλικοί και μουσικοί με όργανα αλλά και πολλές γυναίκες που φρόντιζαν να μένει το χαλί ανοιχτό για τους επισκέπτες και για να έχει οπτική επαφή ο πασάς. Οι αξιωματούχοι σιγοψιθύριζαν πώς ήταν πρωτοφανές το γεγονός να προσφέρει ο πασάς τη θέα από τις γυναίκες του σε αντρικό πληθυσμό. Ακόμα κι εκείνοι που ήταν της αυλής του παλατιού δεν τις είχαν δει ποτέ και τώρα τις έβλεπαν μαζεμένες. Ο προπομπός που συνόδευσε τον Di Angelo και την Amandine άνοιξε την τεράστια πόρτα και όλοι γύρισαν να δουν τον λόγο που οργανώθηκε αυτή η μοναδική γιορτή.


Ο συνοδός έκανε μερικά βήματα γονάτισε και έσκυψε μέχρι να φιλήσει το χαλί. Σηκώθηκε μετά και ανακοίνωσε τους δυο νεοφερμένους στο παλάτι. - Sabah al Khair*, βροντοφώναξε ο πασάς με το χαμόγελο να ζωγραφίζεται ανάμεσα στα περιποιημένα μαύρα γένια του. Ο Di Angelo πρότεινε το δεξί του πόδι, έβαλε το χέρι του στη μέση κι έκανε υπόκλιση. Η Amandine σταύρωσε τα πόδια, έπιασε ελαφρά το φουστάνι της από τις δυο πλευρές, και υποκλίθηκε ντελικάτα σύμφωνα με την ευρωπαϊκή της παιδεία. Κάποιος υπουργός πήγε να τους κάνει νόημα να γονατίσουν αλλά ο πασάς τον σταμάτησε. - Sabah al Nour, ανταπάντησε στον χαιρετισμό το ίδιο φωναχτά η Amandine, που γνώριζε τη γλώσσα και έκανε όλους μέσα στη αίθουσα να εκπλαγούν από το θάρρος αυτής της κοπέλας να μιλήσει πρώτη. Φορούσε το μακρύ μπεζ δαντελένιο της πέπλο, που κάλυπτε όλο το πρόσωπο μέχρι τον λαιμό όπου ξεκινούσε από ένα υπέροχο στη θέα μπούστο, ένα βελούδινο βυσσινί φουστάνι, στολισμένο με ζωγραφιές από ανατολίτικα παλάτια, με όλα τα γαλάζια φεγγάρια από τις χίλιες και μία νύχτες της ανατολής. Τα μαύρα μαλλιά της έφταναν ως τη λεπτή της μέση που την έδενε μια ζώνη με έναν μεγάλο φιόγκο. Ακολούθησε με τη βοήθεια διερμηνέα στη γλώσσα που μιλούσε ο Di Angelo αλλά και της πολύγλωσσης Amandine, μια συζήτηση σχετικά με τα προϊόντα που έφερνε ο Μαλτέζος έμπορος. Στην άκρη του ματιού όμως του πασά γυάλιζε η εικόνα της μικρής Γαλλίδας. - Όλα όσα μας έφερες αυτή τη φορά Di Angelo είναι υπέροχα, όπως μου λένε όλες οι γυναίκες μου και ζητάνε να τους τα πάρω όλα. Είναι στ’ αλήθεια όλα τόσο καλά; Ή μήπως μού τις μάγεψε τις χανούμισσες η σκλάβα σου; Γύρισε τώρα πια και κάρφωσε ο πασάς το βλέμμα του από πάνω ως κάτω, στην ομορφιά της Amandine, εκείνη χαμήλωσε τα μάτια όταν ένιωσε να τη γδύνει με τα μάτια του. Ο Di Angelo κινήθηκε προστατευτικά και μπήκε ανάμεσα στον πασά και σ’ εκείνη. Είπε κάπως θυμωμένα.


- Η Amandine δεν είναι σκλάβα. - Προς το παρόν. Αλλά δεν αποκλείεται να γίνει αγαπητέ. Όλες οι γυναίκες ονειρεύονται μια γλυκιά σκλαβιά και μια αφοσίωση. Άκου με εμένα, κάτι ξέρω. Αν δεν της την προσφέρεις εσύ, κάποιος άλλος θα βρεθεί, είπε ο πασάς και το χαμόγελο κέρδισε πάλι τη θέση του στο πρόσωπο. - Εμείς στην Ευρώπη για τις γυναίκες σκεφτόμαστε διαφορετικά, το ίδιο κι οι γυναίκες μας, τον διέκοψε φανερά ενοχλημένος με τρόπο όμως ώστε να μην προσβάλλει τα έθιμα της ανατολής. Μέσα του όμως βλαστημούσε την ώρα που έφερε την αγαπημένη του μπροστά του. Ο πασάς το κατάλαβε, χωρίς όμως να εγκαταλείψει το χαμόγελο, γύρισε ξανά έδειξε την Amandine και του είπε πολύ σοβαρά. - Κοίταξε, αν μου δώσεις ακόμα κάτι που μ’ αρέσει πολύ, θα πάρω όλα τα προϊόντα σου και θα γεμίσω την άμαξά σου με χρυσάφι όσο το βάρος της. - Δεν κατάλαβα Nourentin πασά, ότι ήταν να σου δώσω, το έχουν ήδη παραλάβει οι άνθρωποί σου. Δεν έχω κάτι άλλο για πούλημα. - Θα μπορούσε όμως η συνεργάτιδά σου να έβγαζε και να μας έδειχνε το όμορφο πέπλο της, επέμεινε χαμογελαστά ο πασάς και στράφηκε προς τη μικρή Γαλλίδα. - Εσείς στη δύση, έτσι κι αλλιώς, δεν συνηθίζετε να φοράτε φερετζέ. Η Amandine κατάλαβε ότι είχε έρθει σε δύσκολη θέση πια ο Di Angelo. Έτσι, με δική της πρωτοβουλία, έβγαλε αργά και προσεκτικά το δαντελένιο της πέπλο, αποκαλύπτοντας τα μεγάλα μελιά αμυγδαλένια της μάτια βαμμένα με την παχιά μαύρη γραμμή. Περπάτησε με τη χορευτική της χάρη πάνω στο μεγάλο χαλί κάνοντας αίσθηση σε όλους τους παρευρισκόμενους και πλησίασε περισσότερο τον πασά. Γονάτισε μπροστά του και με πολύ σοβαρό ύφος του ψιθύρισε στα αραβικά. - Όταν αρέσει το πέπλο μας, οι γυναίκες στη δύση δεν διστάζουμε να το προσφέρουμε και μάλιστα δωρεάν, πασά μου.


Το ακούμπησε στα γόνατα του Νourentin και απομακρυνόμενη, κατέληξε με δυνατότερη φωνή ώστε να το ακούσουν όλοι. - Διαφέρει από ό,τι έχετε δει. Είναι ευρωπαϊκή δαντέλα. Δαντέλα από τον Λίγηρα.


Ο

Ε’- Σερμπέτι

Nourentin πασάς κάλεσε κοντά του τον Di Angelo και την Amandine και βρέθηκαν κι εκείνοι οκλαδόν πάνω στις κόκκινες μαξιλάρες. Οι μουσικοί είχαν ήδη αρχίσει να παίζουν ανατολίτικους σεβνταλίδικους σκοπούς με τουμπερλέκια, ούτια και ζίγιες* και μικρές οδαλίσκες κέρναγαν κούπες με αράκ* ανάμικτες με σερμπέτι* τον πασά και τους επισκέπτες. Η ατμόσφαιρα αρωματιζόταν από λιβάνια που καίγαν σανταλόξυλο. Ο πασάς μέσω πάντα του διερμηνέα του κοίταξε κάποια στιγμή με προσποιητή δυσαρέσκεια τον Μαλτέζο και του μίλησε. - Θα ΄λεγε κανείς ότι είσαι άτυχος. Θα μπορούσες να με εμπιστευθείς. Πήρα το πέπλο της φίλης σου δωρεάν ενώ πιο πριν σου πρόσφερα μια άμαξα χρυσό και αρνήθηκες. - Συγνώμη, αλλά δεν ήθελα να βάλω σε κίνδυνο την Amandine. Αυτή η κοπέλα σημαίνει πολλά για μένα. - Μη ζητάς συγνώμη. Πολύ καλά έκανες και την προστάτευσες. Κι επειδή ενθουσίασες το χαρέμι μου με τα προϊόντα σου, έχω μια έκπληξη για σένα και τη συνεργάτιδά σου. Ό,τι δεις, θα σου φανεί πρωτόγνωρο. Μπορεί και για μένα. Σε λίγο εμφανίστηκαν μπροστά τους και πάνω στο μεγάλο κόκκινο χαλί, οι δέκα ίσως ομορφότερες γυναίκες του κόσμου. Τρεις μελαψές από την Αραβία, άλλες τρεις νέγρες κάπου από την Αφρική, μια ξανθιά Ισπανίδα, δύο μελαχρινές από τη Μεσόγειο -Κύπρο και Αλγερίακαι μια σχιστομάτα Κούρδισσα. Ντυμένες διαφορετικά, με ρούχα που έκρυβαν όσα χρειάζεται για να εξάπτουν τη φαντασία και με έναν χρωματιστό φερετζέ που άφηνε μόνο τα μάτια τους να φαίνονται, προσεκτικά βαμμένα όμως, ώστε να χαρίζουν λάμψη και ομορφιά. Όταν άρχισαν να κινούνται στον ρυθμό του ταβσάν* με τα τύμπανα και τα ούτια να προηγούνται στη μουσική, ήταν σαν να άνοιξαν οι ουρανοί και να κατέβασαν στο σαράι τους κρεμαστούς κήπους της


Βαβυλώνας. Οι γυναίκες στο χαλί έμοιαζαν με πολύχρωμα κύματα πάνω σε άλικη θάλασσα. Όσες ήταν εκτός χορού, αλάλαζαν τη ζαγράτα* και δυνάμωναν τον ρυθμό ή τον μείωναν ανάλογα με τη στιγμή. Το αράκ με το σερμπέτι ειδικά σε κάποιον που δεν το έχει συνηθίσει, χτυπάει γλυκά στο κεφάλι και απελευθερώνει τις αισθήσεις. Ο Di Angelo είχε ζαλιστεί από το ποτό και ποτιστεί από τον πόθο που άναβε ώρα με την ώρα μπροστά στη λαδωμένη γύμνια από τις χανούμισσες που είχαν πετάξει από ώρα τα δεσμά τους. Σαν μια θάλασσα από κορμιά που χόρευαν ασταμάτητα, που γυάλιζαν και περιφέρονταν στα μάτια του σαν καρποί από αμπέλια που γυρεύουν τρύγο. Τα γαλάζια, πιο υγρά από ποτέ μάτια του, με την ώρα ξέφυγαν από την παρακολούθηση όλης της χορευτικής ομάδας και καρφώθηκαν στη σχιστομάτα Κούρδισσα. Την Alizante. Όταν εκείνη αντιλήφθηκε την προτίμησή του, τον πλησίασε, πέρασε τη μακριά της μαύρη αλογοουρά γύρω από τον λαιμό του και χόρεψε πάνω στα πόδια του περνώντας με πάθος και ρυθμό το λάγνο κορμί της πάνω στο πρόσωπό του, τρίβοντας κομμάτια της σάρκας της στο σώμα του. Του πήρε τα χέρια και τα άφησε να μετράνε τα πλευρά της όσο εκείνη του χάριζε με εκστασιασμένα τα μεγάλα γκριζοπράσινα μάτια της, τον πιο αισθησιακό χορό που είχε ποτέ χορέψει και την πιο γεμάτη από ανατολή εμπειρία που είχε εκείνος ποτέ ζήσει. Ο πασάς είχε αρχίσει να ασφυκτιά κάτω από το ταρμπούς*, έδειχνε όμως προς το παρόν ψύχραιμος να καπνίζει τον λουλά του και να καμαρώνει τις χορεύτριες από το χαρέμι του. Πού και πού έριχνε κλεφτές ματιές στην Alizante χαμογελώντας περισσότερο. Η Amandine, μεθυσμένη κι εκείνη απ’ το ποτό, τις ζαγράτες, τις έντονες μουσικές και τον έρωτα που αναδυόταν από τα γυμνά σώματα άρχισε ελαφρά να λικνίζεται, να απλώνεται πάνω στις μαξιλάρες και με τον χρόνο να κινεί τα χέρια της σαν κύκνος που ανοίγει τα φτερά του προβάλλοντας, ακολουθώντας τη μελωδία, το πλούσιο μπούστο της. Όταν την είδε η Alizante εγκατέλειψε την αγκαλιά του απογοητευμένου Μαλτέζου και έδωσε τα χέρια της στην Amandine. Εκείνη σηκώθηκε και χόρεψε μαζί της ένα ταβσάν, σε μια


προσπάθεια να βγάλει ότι θηλυκό κι ερωτικό γνώριζε από ένστικτο το άμαθο κορμί της και τελικά να το απιθώνει, με τις ζαγράτες των γυναικών να επιταχύνονται, στα πόδια του πασά που παράτησε τον αργιλέ του κι έδειχνε να το απολαμβάνει με ανοιχτό το στόμα. Πέταξε το ταρμπούς, αναμμένος κι ιδρωμένος από τον ντυμένο στα βυσσινιά ερωτισμό της μικρής Γαλλίδας κι από τις ομορφιές της που απελευθερώνονταν σιγά σιγά από το φόρεμα σαν ατμοί που έφευγαν στον ουρανό για να σταλάξουν ύστερα το πάθος τους. Σαν υγρά σημάδια μιας ερωτικής βροχής που πλησιάζει. Κάποια στιγμή, ο πασάς χτύπησε τα χέρια του δυνατά κι οι ζαγράτες, οι μουσικές και οι χορεύτριες σταμάτησαν απότομα ενώ η Amandine αισθάνθηκε να την κοιτάνε όλοι όπως ήταν ξεδιάντροπα καθισμένη πάνω του. Σηκώθηκε γρήγορα με χαμηλά το κεφάλι, έφτιαξε πρόχειρα τον κορσέ και τα κορδόνια στο μπούστο της και χώθηκε πίσω από τον Di Angelo. Ο Nourentin συνέχισε απευθυνόμενος στον Di Angelo με όλους στην αίθουσα να τον κοιτάζουν στα μάτια, έχοντας καταλάβει ότι θέλει να ανακοινώσει κάτι σημαντικό. - Φίλε μου από τη Μάλτα, έρχεσαι καιρό και φέρνεις όμορφα πράγματα από τη Δύση για το χαρέμι μου. Ξέρεις πολύ καλά ότι όλες αυτές οι γυναίκες και ένα σωρό ακόμα είναι σκλάβες μου. Μου τις φέρνουν από κοριτσάκια, διάφοροι κουρσάροι και κλέφτες από τα ταξίδια τους στη γη και στη θάλασσα και πλήρωσα αρκετό χρυσό για να τις αγοράσω. Όλες αυτές δεν γνώρισαν άλλον άντρα, δεν γνώρισαν άλλο κόσμο, δεν ξέρουν τι γίνεται έξω στην αγορά του Ντιγιαρμπακίρ. Δεν έχουν δει τους κήπους της πόλης, δεν έχουν μυρίσει το χώμα της, τα αγριολούλουδα από τα δάση και τους κάμπους, πολλές δεν ξέρουν καν τι είναι η θάλασσα. Είναι μόνο σκλάβες. Ένα πράγμα ξέρουν και το ξέρουν πολύ καλά. Πώς να κάνουν με το κορμί και την ψυχή τους έναν άντρα ευτυχισμένο. Ξέρω όμως ότι ποθούν όσο τίποτα άλλο την ελευθερία τους όπως όλος ο κόσμος. Θέλω λοιπόν μια σκλάβα από εδώ να την πάρεις μαζί σου στο καράβι και στα ταξίδια σου. Να γίνει δική σου σκλάβα, να την έχεις στον οντά σου να την


αναστενάζεις, να τη χαίρεσαι και κάθε σου νύχτα σε θάλασσες και στεριές να είναι μαγευτική σαν τη σημερινή, μια νύχτα της ανατολής. Διάλεξε, φίλε μου, όποια θέλεις, την πιο γοητευτική, την πιο ταιριαστή στα μάτια, στο μυαλό και στη σάρκα σου. Πάρε την γκιοζντέ* σου και χάρισμά σου, χαλάλι. Ο Di Angelo κοίταξε δίπλα του την μεθυσμένη Amandine, μετά την ανέκφραστη Alizante κι ύστερα τις άλλες χανούμισσες που τον κοιτούσαν με αγωνία για την επιλογή του. Σκέφτηκε ότι μπορεί να πάρει μια κοπέλα μόνο για να την ελευθερώσει από το χαρέμι. Απάντησε θετικά. - Αν δεν ζητάς άλλο αντάλλαγμα, θέλω να πάρω για σκλάβα μου την οδαλίσκη με τα σχιστά μάτια. - Την Alizante. Δική σου λοιπόν και από αυτή τη στιγμή αποφασίζω…. - Μια στιγμή! Η φωνή της Alizante κοφτή και απόλυτη, έσκισε την ατμόσφαιρα σαν λαιμητόμος. - Αποφάσισες πασά μου να δώσεις μια σκλάβα σου στο όμορφο παλικάρι. Γιατί; Είπες για να γνωρίσει τον κόσμο και να ελευθερωθεί. Τη ρώτησες πώς αισθάνεται που την ελευθερώνεις ενώ ξέρει ότι όλες οι άλλες που μεγάλωσε μαζί τους θα παραμείνουν για όλη τους τη ζωή κλεισμένες σε ένα χαρεμλίκι; Ρώτησες την «ελεύθερη» αν νιώθει ήδη ελεύθερο το σώμα και την ψυχή της κοντά σου; Ρώτησες την «ελεύθερη» αν λατρεύει αυτό που έχει και δεν το αλλάζει με όλες τις θάλασσες του κόσμου; Ρώτησες την «ελεύθερη» αν γνώρισε τον κόσμο στα μάτια σου, αν ταξίδεψε σε όλες τις γωνιές του κορμιού και του μυαλού σου, κάνοντας πραγματικότητα την πιο απόκρυφη σκέψη και επιθυμία σου; Δεν τη ρώτησες πασά μου, όπως δεν ρώτησες και την καρδιά σου αν αντέχει να την αποχωριστεί. Η Amandine ακούγοντας αυτά τα λόγια αυθόρμητα άρχισε να χειροκροτεί, την ακολούθησε μετά ο Di Angelo αν και δεν κατάλαβε τα λόγια, ενώ οι γυναίκες διαδέχτηκαν τα χειροκροτήματα ζαγρατίζοντας δειλά αλλά με τον χρόνο οι ζαγράτες δυνάμωναν και γίνονταν τσιριχτές


κραυγές που θα έσπαγαν τα τζάμια του σαραγιού, αν δεν τις σταματούσε απότομα η δυνατή φωνή του πασά. - Ναι! Ήξερα Alizante ότι θα διαλέξει εσένα ο έμπορος. Γιατί σαν εσένα όμορφη γυναίκα δεν έχει γεννηθεί. Σαν εσένα λουλούδι δεν έχει ανθίσει. Σαν εσένα πουλί δεν έχει πετάξει. Και ήμουν σίγουρος ότι θα αρνηθείς. Αλλά ήθελα να κάνω γνωστό σε όλο το Ντιγιαρμπακίρ, σε όλη την Ανατολή και σε όλον τον κόσμο, ότι η γυναίκα που θέλω να με παντρευτεί αύριο, δεν το κάνει γιατί είναι σκλάβα. Το κάνει με την καρδιά της γιατί είναι ο πιο ελεύθερος άνθρωπος του κόσμου. Σαν έτοιμος από καιρό πλησίασε την Alizante τη φίλησε σαν μωρό, απαλά στο μάγουλο και της φόρεσε το πέπλο με τη δαντέλα από τον Λίγηρα. - Αύριο θα ‘θελα να με παντρευτείς φορώντας αυτό. Ελπίζω να αισθάνεσαι και τότε το ίδιο ελεύθερη. Η Alizante ήταν αδύνατο να απαντήσει. Μόνο έπεσε στην αγκαλιά του μην μπορώντας να συγκρατήσει ούτε πέπλα ούτε δάκρυα από τη χαρά της. Έκλαιγε με λυγμούς ευτυχίας αλλά ο ήχος από το κλάμα δεν ακουγόταν γιατί μπερδευόταν με τις ζαγράτες, με τα χειροκροτήματα της Amandine και του Di Angelo -που επιτέλους κατάλαβε τι συμβαίνει-, με τα ροδοπέταλα που εμφανίστηκαν να ραίνουν το ζευγάρι από ψηλά, με τους μουσικούς να παίζουν τα πιο χαρούμενα τραγούδια και με τον ήλιο του μεσημεριού της ανατολής που έριχνε τις κρυφές ματιές του από τις καμάρες των ψηλόλιγνων παραθύρων του σαραγιού, κάνοντας αυτή τη φωτεινή μέρα, μέρα λαμπρότερη, μέρα γιορτής για όλο το Ντιγιαρμπακίρ. Κάποια στιγμή πάνω στην κορύφωση από τη ζαγράτα, ακούστηκε και η χαμογελαστή φωνή του Di Angelo. - Συγνώμη που διακόπτω τη στιγμή, αλλά με την γκιοζντέ που θα έπαιρνα μαζί μου πεσκέσι, τι προβλέπεται να…. Τότε πια δεν άντεξε κι έπεσε πάνω του η Amandine ρίχνοντάς τον στις μαξιλάρες. Του έπνιξε τη συνέχεια της φράσης, κλείνοντάς του το στόμα μ’ ένα ζαλιστικό φιλί-δαντέλα από τον Λίγηρα κι αυτό-, με μπόλικα


μπαχάρια όμως, κανέλλα και σερμπέτι της Ανατολής. Από αυτά που δεν τελειώνουν γρήγορα. Και δεν ξεχνιέται ποτέ η γεύση τους. - Μια σκλάβα πάντως την έχεις κατακτήσει. Δεν σου φτάνει …πασά μου;


ΣΤ’ - Δυτικός Άνεμος

Ό

ταν ο Di Angelo έφυγε με την Amandine την επόμενη ημέρα των γάμων στο Ντιγιαρμπακίρ, ταξίδευε στην άμαξα μαζί τους και ένα μεγάλο σεντούκι γεμάτο με χρυσές λίρες, δώρο του πασά στο ερωτευμένο ζευγάρι για τον μελλοντικό γάμο τους. Θα ’λεγε κανείς ότι στο καραβάνι του γυρισμού, θα ζούσαν νωρίτερα το δικό τους μήνα του μέλιτος ενώ με τα χρήματα αυτά θα μπορούσαν άνετα να χτίσουν τον δικό τους πύργο, να αφήσει ο Μαλτέζος το εμπόριο της θάλασσας και να κάνει στεριανό επάγγελμα. Όμως το πενταήμερο ταξίδι προς τα Άδανα και προς την επιστροφή στη Δύση, πλησίαζε στο τέλος του και η νευρικότητα του Di Angelo ήταν πια εμφανής. Ξυπνούσε νωρίς και βυθιζόταν στις σκέψεις του. Τελικά την αφορμή για να γίνει η απαραίτητη συζήτηση την έδωσε η Amandine. - Πεθύμησα τη μητέρα και τον πατέρα μου, Di Angelo. Αλήθεια τι σου είχε πει ο πατέρας μου κι ήρθες και με «έκλεψες» εκείνο το βράδυ στη Μεδίνα, του είπε με χαμόγελο και καμάρι για τον ήρωά της, αλλά και νοσταλγία για τους γονείς και το πατρικό της σπίτι. - Τίποτα. - Πώς τίποτα; Πώς ήξερες ότι δεν θέλω να γυρίσω στη Γαλλία, πως δεν θέλω να παντρευτώ τον Chenonceaux; - Ο πατέρας σου σε αγαπάει και σε νιώθει. Παρατήρησε ότι μου άρεσες και σου άρεσα. Αυτό μόνο. Τα άλλα τα κρυφάκουσα όταν μιλούσατε. Βρήκα ότι ήταν μια καλή αφορμή για να σε κλέψω, με τη θέλησή σου βέβαια. - Γιατί με έκλεψες Di Angelo; -… Η Amandine ενώ πρώτα κοίταζε με θαυμασμό τον λατρεμένο της «κλέφτη», ξαφνικά συννέφιασε το βλέμμα της. - Αν όμως ο πατέρας μου δεν ξέρει κάτι, θα έχει τρελαθεί από την αγωνία του και η μητέρα μου το ίδιο. Δεν θα ξέρουν καν με ποιον είμαι. - Το ελπίζω.


- Το ελπίζεις; - Αν μάθουν αμυγδαλένια μου, το γλυκό μας ειδύλλιο θα έχει τελειώσει. - Ας το μάθουν. Μια χαρά άνθρωπος είσαι και ξενοδόχος και έμπορος με καράβι και πια ένα στεντούκι λίρες για μας. Αλλά το πιο σημαντικό, έχεις δύναμη από την αγάπη μας. Τι σε φοβίζει; - Είμαι γόνος της θάλασσας, μάτια μου. Δεν υπάρχει βράχος στη γη για να δέσω κάβο. Μακάρι να μπορούσα να σ’ έχω για πάντα τιμόνι και παντιέρα. Αλλά δεν πρέπει Amandine, είναι πολύ επικίνδυνο για σένα. Η γυναίκα που θα με συντροφεύει στα ταξίδια, πρέπει να ‘ναι γοργόνα. Τα παιδιά μου θα ‘ναι δελφίνια και τα εγγόνια κύματα. - Εγώ θα γίνω η γοργόνα σου! - Δεν είναι τόσο απλό αμυγδαλένια μου. Κοιμήσου όμως τώρα. Αύριο φτάνουμε στο καράβι. Εκείνο το τελευταίο βράδυ έμεινε μόνη της, γιατί ο αγαπημένος της μπήκε επικεφαλής και οδηγός στο καραβάνι για να κατευθύνει τις τελευταίες και πιο επικίνδυνες ροδιές προς τα Άδανα. Η μικρή Γαλλίδα είδε ένα παράξενο όνειρο για έναν σφοδρό δυτικό άνεμο που έσπρωχνε το καράβι ανατολικά κι όσο προσπαθούσαν να αλλάξουν κατεύθυνση με τα πανιά και το τιμόνι, άλλο τόσο το καράβι έμοιαζε καθηλωμένο στο ίδιο σημείο. Δεν κούναγε, ούτε μπρος ούτε πίσω. Μέρες προσπαθούσαν να ξεκολλήσουν όμως ήταν αδύνατο. Κι έκανε κρύο κι έβρεχε ασταμάτητα, τα μαλλιά της κολλούσαν πάνω στα σκισμένα της ρούχα και η απελπισία της έφερνε δάκρυα. Σηκώθηκε ιδρωμένη. Ο ήλιος είχε ξημερώσει από ώρα και η άμαξα ήταν σταματημένη. Ακούγονταν φωνές απ’ έξω σαν από πολύβουη πόλη. Έριξε λίγο νερό στα μάτια της και βγήκε έξω. Βρισκόταν στο λιμάνι των Αδάνων. Κοίταξε δεξιά και αριστερά και είδε ότι οι άλλες τρεις άμαξες είχαν εξαφανισθεί. Άρχισε να τρέχει μέσα στο γεμάτο λιμάνι με τους ναυτικούς να την κοιτούν παράξενα. Μια στιγμή ένας στάθηκε μπροστά της και πήγε να την αγκαλιάσει. Τότε κάποια χέρια μπήκαν ανάμεσα και τον απομάκρυναν. Ήταν ο Chenonceaux. Στο βάθος ερχόταν προς το


μέρος τους ο πατέρας της ο Philippe Duplessis. Η Amandine έμεινε μαρμαρωμένη κι έκπληκτη.



Ζ’- Το ταξίδι α πώς βρεθήκατε εδώ; Τι έγινε; Πατέρα! Έπεσε με δάκρυα στην αγκαλιά του την ώρα που ο Chenonceaux της ζητούσε επίμονα να του πει που είναι

ο Di Angelo. - Πού είναι αυτός ο άθλιος; Τι σου έκανε; Πρέπει να τον πιάσουμε. - Μα τι συμβαίνει επιτέλους, δεν μου έκανε τίποτα, τι σας έπιασε; - Σε βλέπουμε να τρέχεις αλαφιασμένη στα λιμάνια της ανατολής και ρωτάς τι μας έπιασε; Ενδιαφερόμαστε για σένα. - Άστην Chenonceaux, θα της εξηγήσω εγώ, είπε ο Philippe. Η Amandine ενοχλήθηκε από τον κόσμο γύρω που τους παρακολουθούσε με περιέργεια και φθόνο. - Πάμε στην άμαξα να μιλήσουμε καλύτερα. Ο Philippe εκεί προσπάθησε να είναι σύντομος. - Ο Di Angelo όπως έμαθα, αργότερα δυστυχώς, είναι ο γνωστός Λευκός Πειρατής, που το τίμιο εμπόριο το κάνει μόνο για τα μάτια του κόσμου. Συνηθίζει να κλέβει νεαρά κορίτσια και να τα μεταφέρει στους πρόθυμους να πληρώσουν για λευκή σάρκα πασάδες της ανατολής. Γι αυτό έχει διατηρήσει καλή σχέση με όλους αυτούς τους άπιστους. Συγχρόνως, όποτε του κάνει κέφι, ανεβάζει την πειρατική σημαία, πλευρίζει και λιανίζει κάθε καράβι που του μπαίνει στο μάτι. Είτε σαρακήνικο, είτε φράγκικο, είτε βενετσιάνικο. Ότι να ‘ναι. Δεν αφήνει τίποτα όρθιο. Έγινε ο τρόμος των ναυτικών και της Μεσογείου. Κανείς δεν τον νίκησε ποτέ και δεν βγήκε ζωντανός για να ξέρουμε ποιος κρύβεται πίσω από το όνομα αυτό. Ένας μόνο ναύτης γλύτωσε παλεύοντας με τα κύματα κι έλεγε ότι θυμόταν κάποιον μπροστά στις μονομαχίες με άσπρο πουκάμισο κι ένα μεγάλο αστραφτερό σπαθί. Η Amandine έκρυψε τα μάτια με τα χέρια της. Ο Chenonceaux τους διέκοψε. - Επιτέλους, πού είναι; Πού κρύβεται;


- Δεν ξέρω, έκανε νευρικά η Amandine και σε μια προσπάθεια να αλλάξει την κουβέντα, συνέχισε: μού άφησε εδώ όμως ένα σεντούκι γεμάτο χρυσές λίρες. Άνοιξαν το σεντούκι κι έλαμψε η άμαξα. - Philippe, σας παρακαλώ μείνετε εδώ να προσέχετε τον χρυσό, Amandine πάμε στην προβλήτα, μήπως τον προλάβουμε. Πράγματι είχε σηκώσει άγκυρα το χωρίς σημαία και όνομα καράβι του Di Angelo ή Λευκού Πειρατή. Η Amandine κατάλαβε ότι ο αγαπημένος της είχε δει τον Philippe νωρίτερα κι έφυγε ήσυχος ότι βρίσκεται σε καλά χέρια. Δεν σκεφτόταν σε καμιά περίπτωση ότι μπορεί να την παράταγε στο λιμάνι χωρίς κάποιο σημαντικό λόγο, χωρίς να της πει κάτι, χωρίς έστω να την αποχαιρετήσει. Έφυγε όμως ξέροντας καλά ότι δεν υπήρχε περίπτωση εκείνη να τον προδώσει. Κοιτούσε το ίχνος της ρότας της γαλέρας που χανόταν στο βάθος του ορίζοντα, την ίδια ώρα που ο Chenonceaux της ζητούσε να του δείξει το «αναθεματισμένο» καράβι του, αλλά η ίδια δεν άκουγε τίποτα. Στα μάτια και τα αυτιά της είχε μόνο την εικόνα «εκείνου» με το πλατύγυρο μωβ καπέλο, το άσπρο πουκάμισό του που δεν κούμπωνε καλά, το άκουσμα της καρδιάς του όταν την αγκάλιαζε, το αναρίγισμά της στη γλύκα από το φιλί και το χάδι του. Το δάκρυ της όμως που δεν συγκρατήθηκε, την πρόδωσε. - Εκείνο είναι το καράβι, έτσι; Τώρα θα δει το κάθαρμα, ψέλλισε μέσα από τα δόντια με ανάμικτο μίσος και ζήλια. Τον συγκράτησε βαστώντας τον τρυφερά αλλά και αποφασισμένα από το μπράτσο. - Όχι, μην τον κυνηγάς, άστον να φύγει σε παρακαλώ. Κι εγώ σου υπόσχομαι ότι θα κάνουμε τους αρραβώνες μας που τόσο πολύ θέλεις, μόλις γυρίσουμε στον Λίγηρα. Και τον γάμο, αν θέλεις, να τον κάνουμε, αρκεί κι εσύ να κάνεις πώς δεν είδες το καράβι του Di Angelo. ***


Στο ταξίδι της επιστροφής με την τεράστια γαλέρα που είχε αγοράσει για την περίσταση ο Chenonceaux και άσχετα με τι της έλεγαν για τον Di Angelo, η Amandine πνιγμένη στις σκέψεις της και προσπαθώντας να μπει στη θέση του συμπέρανε ότι δεν ήταν δυνατόν να την έκλεψε για να την πουλήσει στα παζάρια της Ανατολής. Μπορεί να ήταν πειρατής και κλέφτης, όμως κανένας λογικός άνθρωπος δεν θα έκανε τέτοια πράξη μέσα στο σπίτι του, στο πανδοχείο του στη μικρή πόλη της Μεδίνας, γιατί θα ήταν ο πρώτος ύποπτος. Ουσιαστικά ήξερε πριν ξεκινήσουν από τη Μάλτα ότι κάνει μαζί της το τελευταίο του ταξίδι. Έστω κι αν αυτό το συγκεκριμένο ήταν μόνο για νόμιμους εμπορικούς σκοπούς, ήξερε ότι κάποια στιγμή θα τον έβρισκαν και ότι η πειρατική του δράση είχε πλέον ολοκληρωθεί. Θα ζούσε τα υπόλοιπα χρόνια του κρυμμένος από τον κόσμο. Από την πρώτη ματιά τού άρεσε η μικρή από τον Λίγηρα με τα αμυγδαλένια μάτια, δεν ήξερε όμως άλλο τρόπο φαίνεται, ίσως δεν είχε και χρόνο να της ξεδιπλώσει τι ένιωσε όταν την αντίκρισε. Στην πορεία την αγάπησε βαθύτερα και τελικά πάλεψε και αγωνίστηκε για εκείνη. Είχε όμως κάνει από χρόνια την επιλογή να γίνει κουρσάρος των θαλασσών και δολοφόνος αθώων κι ενόχων, για να εκδικηθεί για τον άνανδρο θάνατο του πατέρα του. Και αυτούς που τον σκότωσαν και εκείνους που δεν τον προστάτευσαν. Το στίγμα και η κατηγορία θα τον ακολουθεί πάντα. Η δίκη και η κρεμάλα θα είναι πάντα στημένη για εκείνον. Είχε τη δυνατότητα να κερδίσει πολλά χρήματα από την Amandine, να μείνει να τα γλεντήσει με ασφάλεια στο Ντιγιαρμπακίρ και με συντροφιά κάποια όμορφη σκλάβα. Ενώ όμως ήξερε ότι στη Δύση θα ζούσε κυνηγημένος μέχρι το θάνατό του, εκείνος έφυγε ξανά στη θάλασσά του και το σεντούκι με το χρυσό το άφησε γεμάτο και άθικτο για τον δικό της γάμο. Η Amandine έβγαλε έναν βαθύ αναστεναγμό, άφησε το δωμάτιό της και κατέβηκε στα έγκατα της μεγάλης γαλέρας. Άνοιξε την πόρτα του αμπαριού και μέσα στο σκοτάδι ψηλάφισε τα βαριά περσικά χαλιά που είχε με την ευκαιρία προμηθευτεί ο Chenonceaux, από τα Άδανα. Της θύμισαν


τις μέρες στο σαράι του Nourentin που μύριζαν σανταλόξυλο και το χαρέμι του με το άρωμα γιασεμιού. Ξαναήρθε και η Alizante στο μυαλό της με τον ερωτικό χορό που θαρρείς πως τον είχε χορέψει πάνω στο ίδιο κόκκινο χαλί που τώρα αγγίζει. Το ξετύλιξε και ξάπλωσε πάνω του. Χάιδεψε το πρόσωπό της στις παχιές κλωστές του, έκλεισε τα μάτια κι αισθάνθηκε ένα ρίγος. Την αίσθηση της παρουσίας του, μια μυρωδιά νοτισμένη από το σώμα του ανάμικτη με τη δική της, ανάμικτη με την υγρασία του αμπαριού και την αρμύρα της θάλασσας. Σαν να άκουσε μια ψιθυριστή φωνή και να την παίρνει η ζεστασιά από μια ανάσα. - Αμυγδαλένια… Δεν έβλεπε και νόμιζε πώς άκουγε ήχους από τη θάλασσα σαν μουσική, όμως ένιωθε το χνώτο του να την αγγίζει, το χέρι του να την χαϊδεύει και να την αγκαλιάζει πρώτα τρυφερά, μετά με πάθος, τα φιλιά του να βγάζουν υγρές φλόγες και να την ταξιδεύουν τόσο μακριά, να την ανεβάζουν τόσο ψηλά όσο δεν είχε φτάσει ποτέ. Γύμνωσε κάθε ίχνος από το κορμί και την ψυχή της και του παρέδωσε την πιο ερωτική στιγμή της που για κείνον τη βαστούσε. Και θα του τη χάριζε όποτε της το ζητούσε. Με μπερδεμένα τα μακριά μαλλιά της στα μπράτσα και στην πλάτη του, ένιωσε τον Di Angelo σαν λίβα στο κορμί της να την παίρνει στον κόσμο των αγγέλων και εκεί να την κάνει βόλτα στα σύννεφα του πάθους. Δεν μίλαγε, ζούσε ίσως το πιο γλυκό ταξίδι της ζωής της. Την συνεπήρε μια αίσθηση εξόδου από την πραγματικότητα κι από την απογοήτευση που μέχρι λίγη ώρα πριν ένιωθε. Κι όσο κείνος έμπαινε πιο βαθιά στο σώμα της, άλλο τόσο εκείνη έλιωνε και κάθε τίτλος κατηγορίας που στόλιζε τον πειρατή της, για εκείνη γινόταν παλικαρίσιο χαρακτηριστικό του. Αδιαφορούσε αν ήταν όνειρο ή όχι. Μόνο εκεί που χάιδευε τους ώμους του, ήταν στιγμές που έμπηγε τα νύχια της στη σάρκα του, πιο πολύ για να τον κρατήσει μέσα της παρά για να σιγουρευτεί για την αλήθεια της στιγμής. Κι όταν παραδομένη στη ορμή του, ναυαγισμένο σώμα, έρμαιο


στα χέρια του, πλημμύρισε από το καυτό του κύμα, εκείνη συνέχιζε για ώρα να ζωγραφίζει στα χείλη του ηδονικά και παθιασμένα, το πιο κόκκινο φιλί με το οποίο θα μπορούσε να αποτυπωθεί, το όνειρο που ζούσε. *** Η γαλέρα είχε φτάσει ανοιχτά της Κερύνειας της Κύπρου όταν ακούστηκε από ψηλά στο καράβι, η φωνή του Chenonceaux δυνατή και πανικόβλητη… - Πειρατές! Έχουμε κοντά πειρατικό. Βγάλτε τα κανόνια. Ο Di Angelo πήρε στην αγκαλιά του την Amandine… - Είναι το δικό μου καράβι. Θα έρθεις μαζί μου; - Πάμε. Το ερωτευμένο ζευγάρι έτρεξε γρήγορα στο κατάστρωμα κι όπως έπεφτε το σούρουπο στο σεληνόφως της ανατολικής Μεσογείου, φάνταζαν γλάροι πιασμένοι χέρι χέρι. Με ένα άλμα στο κενό βρέθηκαν στην αγκαλιά των λυσσασμένων κυμάτων. Εκεί μέσα, μια στο βυθό, μια στην επιφάνεια, πάλευαν για να διανύσουν την απόσταση μέχρι το πειρατικό. Εκείνο όμως δεν φαινόταν κι έψαχναν ύστερα κάποια ακτή, κάποιο βράχο, ένα στήριγμα. Όσο πέρναγε η ώρα κι οι ανθρώπινες δυνάμεις τούς εγκατέλειπαν, ο Di Angelo την κρατούσε γερά, της έδινε τις ανάσες του κι έπαιρνε από εκείνη κουράγιο και δύναμη. Όπως η Γοργόνα με τον Τρίτωνα. Μετά από λίγες μέρες βρέθηκε στη βόρεια ακτή της Κύπρου ένα πλοίο ακυβέρνητο και άδειο με σπασμένα κατάρτια και τρύπια πλευρά. Έμοιαζε κουρσεμένο. Ήταν το πλοίο χωρίς όνομα του Λευκού Πειρατή. O Chenonceaux εγκατέλειψε τον αγώνα να ψάχνει την Amandine και ο Philippe Duplessis έλεγε πως χάθηκε στη θάλασσα πάνω στη μάχη με τους πειρατές, όμως μέσα του ποτέ δεν το παραδέχθηκε. Αισθανόταν ότι κάπου βρίσκεται με τον αγαπημένο της Di Angelo και είναι ευτυχισμένη. Ένιωσε από την πρώτη στιγμή ότι την κόρη του τη γέμιζε το ταξίδι μαζί του


όποιον προορισμό κι αν είχε και ότι θα του πρόσφερε την ψυχή της, για ναύλο. Ένα ταξίδι που ξεκίνησε σαν ήχος από τη σιωπηλή πόλη της Μεδίνας, έγινε σκέψη σε μια κουπαστή από γαλέρα, πέρασε σαν μια μολυβιά από κολ κάτω από τα μάτια, έγινε τρυφερό χάδι σε μια άμαξα, μέθυσε από αράκ-σερμπέτι, χόρεψε στα μαγικά χαλιά των αισθήσεων, έγινε έρωτας και κρύφτηκε στα κύματα χωρίς να αφήσει ίχνη. Στην αγάπη τίποτα δεν απαιτείται. Και τίποτα δεν χαρίζεται. Πολλές φορές το τίμημα της αγάπης είναι βαρύ σαν αλγέρικο σπαθί κι ακριβό όσο μια δαντέλα από τον Λίγηρα.



Γλωσσάρι Sabah al Khair - Sabah al Nour: καλημέρα και - η απάντησή της (στα αραβικά) αράκ: είδος ρακής γκιοζντέ: η ποθητή γυναίκα, που ελκύει με τα κάλλη της ζαγράτα: ο τσιριχτός αλαλαγμός που κάνουν οι γυναίκες στον αραβικό κόσμο χρησιμοποιώντας τη γλώσσα τους, σε στιγμές χαράς, γάμων, εγκυμοσύνης κλπ. κολ: μαύρα μολύβια για τα μάτια ούτια και ζίγιες: μουσικά όργανα σερμπέτι: είδος παραδοσιακής ανατολίτικης γρανίτας από φρούτα, η ανάμιξη με το αράκ το έκανε γλυκόπιοτο αλλά πολύ δυνατό και αφροδισιακό ταβσάν: είδος χορού που ειδικεύονταν οι οδαλίσκες ταρμπούς: είδος σαρικιού



Η ιδέα για τις Εκδόσεις Σαΐτα ξεπήδησε τον Ιούλιο του 2012 με πρωταρχικό σκοπό τη δημιουργία ενός χώρου όπου τα έργα νέων συγγραφέων θα συνομιλούν άμεσα, δωρεάν και ελεύθερα με το αναγνωστικό κοινό. Μακριά από το κέρδος, την εκμετάλλευση και την εμπορευματοποίηση της πνευματικής ιδιοκτησίας, οι Εκδόσεις Σαΐτα επιδιώκουν να επαναπροσδιορίσουν τις σχέσεις Εκδότη-Συγγραφέα-Αναγνώστη, καλλιεργώντας τον πραγματικό διάλογο, την αλληλεπίδραση και την ουσιαστική επικοινωνία του έργου με τον αναγνώστη δίχως προϋποθέσεις και περιορισμούς. Ο ισχυρός άνεμος της αγάπης για το βιβλίο, το γλυκό αεράκι της δημιουργικότητας, ο ζέφυρος της καινοτομίας, ο σιρόκος της φαντασίας, ο λεβάντες της επιμονής, ο γραίγος του οράματος, καθοδηγούν τη σαΐτα των Εκδόσεών μας. Σας καλούμε λοιπόν να αφήσετε τα βιβλία να πετάξουν ελεύθερα!


Στην αγάπη τίποτα δεν απαιτείται. Και τίποτα δεν χαρίζεται. Πολλές φορές το τίμημα της αγάπης είναι βαρύ σαν αλγέρικο σπαθί κι ακριβό όσο μια δαντέλα από τον Λίγηρα.

ISBN: 978-618-5040-40-6


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.