13
Η Φρίντα Κριτσωτάκη γεννήθηκε στο Καταλαγάρι Ηρακλείου Κρήτης. Σπούδασε Αρχιτεκτονική αρχικά και παιδαγωγικά στη συνέχεια. Της αρέσει να γράφει ιστορίες για παιδιά μα και για μεγάλους! Της αρέσει, επίσης, να φτιάχνει κούκλες και μάσκες από ανακυκλώσιμα υλικά. Ζει, χαίρεται, λυπάται, χαμογελά, μαγεύεται από τον ήλιο και το φεγγάρι, ανασαίνει τα χρώματα και τις μυρωδιές στην Ελλάδα. Το παρόν βιβλίο πήρε το 1ο βραβείο στον 32ο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών και έπαινο παμψηφεί στον 58ο Πανελλήνιο Διαγωνισμό της Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς.
Η Τζοάννα Πουπάκη, ελληνοαμερικάνικης καταγωγής γεννήθηκε το 1995 στο Ηράκλειο Κρήτης. Σπουδάζει στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Της αρέσει να ασχολείται ερασιτεχνικά14με την εικονογράφηση και το σχέδιο.
ΦΡΙΝΤΑ ΚΡΙΤΣΩΤΑΚΗ
Η Λήθη ήρθε να πάρει τις αναμνήσεις της γιαγιάς Σύγχρονη Λογοτεχνία για Νέους
Εικονογράφηση Τζοάννα Πουπάκη
15
Φρίντα Κριτσωτάκη, Η Λήθη ήρθε να πάρει τις αναμνήσεις της γιαγιάς ISBN: 978-618-5147-79-2 Απρίλιος 2016
Εικονογράφηση: Τζοάννα Πουπάκη, joanna.poupaki@hotmail.com Σελιδοποίηση Ηρακλής Λαμπαδαρίου, www.lampadariou.eu Εκδόσεις Σαΐτα Αθανασίου Διάκου 42, 652 01, Καβάλα Τ.: 2510 831856 Κ.: 6977 070729 e-mail: info@saitapublications.gr website: www.saitapublications.gr Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού – Μη Εμπορική χρήση Όχι Παράγωγα έργα 3.0 Ελλάδα Με τη σύμφωνη γνώμη της συγγραφέως και του εκδότη, επιτρέπεται σε οποιονδήποτε αναγνώστη η αναπαραγωγή του έργου (ολική, μερική ή περιληπτική, με οποιονδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή άλλο), η διανομή και η παρουσίαση στο κοινό υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις: αναφορά της πηγής προέλευσης, μη εμπορική χρήση του έργου. Επίσης, δεν μπορείτε να αλλοιώσετε, να τροποποιήσετε ή να δημιουργήσετε πάνω στο έργο αυτό. Αναλυτικές πληροφορίες για τη συγκεκριμένη άδεια cc, διαβάστε στην ηλεκτρονική διεύθυνση: http://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/3.0/gr/
16
17
18
Στον πατέρα μου και στη μητέρα μου Σ’ όλους εκείνους, που η λήθη σταμάτησε τη ζωή τους ξαφνικά και αναπάντεχα Στην αδελφή μου Στον Αλκαίο, στον Δημήτρη, στην Καίτη, στην Έλλη Στον άλλο παππού και στην άλλη γιαγιά Στην υπόλοιπη οικογένειά μου
19
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 1. Τι είναι γιαγιά η λήθη;.....................................................................22 2. Η επίσκεψη της Λήθης στο σπίτι μας ..............................................24 3. Οι ασχολίες της γιαγιάς πριν την επισκεφθεί η Λήθη ...................32 4. Στον γιατρό.......................................................................................37 5. Η σχέση της γιαγιάς με τα παιδιά και τα εγγόνια της....................52 6. Η αλλαγή της γιαγιάς.......................................................................55 7. Οι επιθυμίες της γιαγιάς ..................................................................62 8. Ο Φαέθοντας ανακαλύπτει τις αναμνήσεις της γιαγιάς................64 9. Το σχέδιο στρατηγικής του Φαέθοντα για να βοηθήσει τη γιαγιά70 10. Οι δραστηριότητες που βοηθούσαν τη μνήμη της γιαγιάς και πολεμούσαν τη Λήθη ...........................................................................78 Οι φίλοι μου στο ατελιέ της γιαγιάς ..............................................78 Η γιαγιά στον κήπο..........................................................................80 Θα μαγειρέψομε, θα διαβάσομε, .....................................................83 θα πάμε βόλτα, θα παίξομε… ..........................................................83 Βάφομε κόκκινα τα αυγά μαζί........................................................85 με τη γιαγιά......................................................................................85 Σκακιστικοί αγώνες με τη γιαγιά ...................................................87 και τους φίλους της.........................................................................87 Ο πίνακας «αγάπη της ψυχής» .......................................................93 Το παιχνίδι αρχίζει… .......................................................................97 Ο Ραταπλάν και το τάισμα των σκυλιών και των γατιών της γειτονιάς ..........................................................................................99 Βοήθεια από τον Ραταπλάν ..........................................................102 Παιχνίδια με τη γιαγιά την Κυριακή............................................104 11. Η καινούρια γιαγιά.......................................................................108
20
12. Μπορείς να συνεχίσεις την ιστορία και να δώσεις ένα τέλος;..111 13. Πιθανό τέλος.................................................................................112 14. Ερωτήσεις που ζητούν απαντήσεις .............................................115
21
1. Τι είναι γιαγιά η λήθη; -Τι είναι γιαγιά η λήθη; -Είναι η λησμονιά… -Και τι είναι η λησμονιά; -Είναι όταν κάποιος ξεχάσει κάτι ή κάποιον! -Άαα! αναφώνησε ο Φαέθοντας κι ήταν τότε μόλις πέντε χρονών. Τα χρόνια πέρασαν… Και μεγάλωσε ο Φαέθοντας, κι έγινε έφηβος, κι είδε τη γιαγιά να μεγαλώνει κι αυτή και να πέφτει σε βαθειά λήθη, σε λησμονιά! Και δεν μπορούσε να το αποδεχτεί ο Φαέθοντας. Ήθελε τη γιαγιά του πίσω! Έτσι όπως ήταν, έτσι όπως την ήξερε. Μια γιαγιά με ανοικτό μυαλό, κοινωνική, γενναία, ατρόμητη, έξυπνη, δραστήρια. Μια γιαγιά που η παρουσία της στη ζωή του ήταν σημαντικότατη, που του πρόσφερε αγάπη, ασφάλεια και σιγουριά. Μια γιαγιά που ασχολιόταν μαζί του με ηρεμία και υπομονή, χωρίς να βιάζεται, που τον βοηθούσε να
22
μάθει για τις ρίζες του, για το παρελθόν του κόσμου και της ζωής. Αλλά ας αρχίσομε την ιστορία μας από την αρχή…
23
2. Η επίσκεψη της Λήθης στο σπίτι μας Η Λήθη πέρασε μια μέρα ξαφνικά από το σπίτι μας και μπήκε μέσα, χωρίς κανείς να την περιμένει. Η κλέφτρα Λήθη είχε έρθει για τη γιαγιά μου. Ήθελε να πάρει τις αναμνήσεις της, τα συναισθήματά της και μαζί τις γνώσεις της για τη ζωή, και να τη ρίξει στης λησμονιάς το αιώνιο σκοτάδι. Ήταν ένα πρωινό όπως τόσα άλλα. Ετοιμαζόμουν για να πάω στο σχολείο. Οι κινήσεις ίδιες κι απαράλλακτες όπως κάθε πρωί. Όταν ετοιμάστηκα πήγα στο ατελιέ της γιαγιάς για να της δώσω το πρώτο φιλί της ημέρας, όπως έκανα εδώ και χρόνια, έστω κι αν εκείνη κοιμόταν. Καθώς άνοιγα την πόρτα άκουσα τη γιαγιά να φωνάζει έντρομη κοιτάζοντάς με: -Εεε! Ποιος είσαι; Ποιος είσαι; Τι ήρθες να κάνεις εδώ; Την πλησίασα ήρεμα και της είπα: 24
-Ο Φαέθοντας είμαι γιαγιάκα, ο Φαέθοντας! Ποιος νόμιζες ότι ήμουν; Μα γιατί ξύπνησες τόσο νωρίς; Όνειρο έβλεπες;
25
Η γιαγιά με κοίταξε καχύποπτα με λοξό βλέμμα και μισοσκεπασμένο πρόσωπο. Μετά ανασηκώθηκε, τέντωσε το κεφάλι και με ξανακοίταξε… σαν να με έβλεπε πρώτη φορά. Την κοίταξα κι εγώ στα μάτια, προσπαθώντας να καταλάβω τι συνέβαινε. Μείναμε να κοιταζόμαστε έτσι κάμποση ώρα. Μετά η γιαγιά φώναξε: -Έλα παιδί μου, εσύ είσαι; Πού πας; Γιατί σηκώθηκες τόσο νωρίς; Έμεινα έκπληκτος. Τι συνέβαινε στη γιαγιά; Δεν ήξερε ότι κάθε πρωί ετοιμαζόμουν για να πάω στο σχολείο; Δεν ήξερε ότι κάθε πρωί ανέβαινα στο σπίτι της για να τη χαιρετήσω; Κατέβηκα τρέχοντας τη σκάλα και πήγα να το πω στη μητέρα μου. -Μαμάαα! κάτι έχει πάθει η γιαγιά! φώναξα και ξαναγύρισα γρήγορα πίσω στη γιαγιά μου. Η μαμά έτρεξε στο δωμάτιο, αλλά η γιαγιά είχε γυρίσει πλευρό και κοιμόταν ή έκανε ότι κοιμόταν. Δεν δώσαμε συνέχεια στο συμβάν. Το θεωρήσαμε ένα τυχαίο γεγονός. Αργότερα, πολύ αργότερα, κατάλαβα 26
εγώ, ότι η κλέφτρα Λήθη είχε έρθει εκείνη τη μέρα για τη γιαγιά μου. Από ’κείνο το πρωινό η Λήθη επισκέφθηκε τη γιαγιά αρκετές φορές. Ήθελε να πάρει τις αναμνήσεις της και το έκανε μ’ έναν τρόπο αργό και δόλιο. Ακολουθούσε την τακτική της σταγόνας. Λίγο-λίγο κάθε μέρα. Τη μια μέρα ξεχνούσε πού έβαλε τα κλειδιά ή τα πινέλα της ή τα έβαζε σε διαφορετικά σημεία απ’ ότι συνήθως, την άλλη ζητούσε ή έλεγε συνεχώς το ίδιο πράγμα ή νευρίαζε με το παραμικρό. Άλλες φορές πάλι ενώ ξεκινούσε να πει κάτι μας έλεγε: -Τώρα ήθελα να πω κάτι και το ξέχασα. Δεν είναι δυνατόοον!!! Τι συμβαίνει; Τι μου συμβαίνει; Αυτό συνεχιζόταν αργά και βασανιστικά. Βλέπαμε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με τη γιαγιά. Κάναμε ό,τι ήταν δυνατόν για να την καθησυχάσομε. Της λέγαμε ότι ήταν κάτι περαστικό, αλλά ούτε εμείς οι ίδιοι το πιστεύαμε… Δεν θέλαμε, ίσως, να το πιστέψομε…
27
Πολλές φορές η μαμά την έβλεπε να κάθεται σκεπτική και θλιμμένη κοιτάζοντας σ’ ένα σημείο, που δεν υπήρχε τίποτε… ήταν το κενό. Άλλες φορές πάλι, αρνιόταν για αρκετές μέρες να βγει από το σπίτι της. Και το πιο σημαντικό… καθόταν μπροστά στο καβαλέτο της χωρίς να κάνει τίποτε… Προσπαθούσαμε όλοι να καταλάβομε τι της συνέβαινε. Τι συνέβαινε σ’ αυτήν τη γιαγιά τη χαμογελαστή, τη δραστήρια, την κοινωνική. Γιατί δεν μπορούσε πια να πάρει αποφάσεις για τη ζωή της, ενώ αυτό έκανε μέχρι τώρα παρ’ ότι ήταν σε μεγάλη ηλικία; Τι συνέβαινε στη γιαγιά και φερόταν σαν μικρό παιδί; Θέλαμε να είμαστε διακριτικοί απέναντί της για να μην την στενοχωρήσομε. Όμως οι μέρες περνούσαν και τα πράγματα χειροτέρευαν. Η μαμά και τ’ αδέλφια της ήταν πολύ προβληματισμένοι. Είχαν με τη γιαγιά μια τέτοια σχέση, που τους επέτρεπε να συζητούν τα πάντα. Τώρα όμως αισθάνονταν άβολα. Δεν ήξεραν πως ν’ αντιμετωπίσουν μια τέτοια κατάσταση. Γι’ αυτό η μαμά μια μέρα που πήγε στο ατελιέ της για να πιουν το καφεδάκι τους -σχεδόν κάθε απόγευμα το έπιναν μαζί- την πλησίασε, την αγκάλιασε από τους ώμους και της είπε: 28
-Μαμά, κάτι σου συμβαίνει. Πρέπει να το συζητήσομε. Είναι κάποιες μέρες που ξεχνάς πράγματα και γεγονότα, εσύ που είχες μια τόσο ισχυρή μνήμη. Πολλές φορές δεν βρίσκεις τις κατάλληλες λέξεις για να εκφραστείς. Δεν θέλεις να βγαίνεις, ξεχνάς τα ραντεβού σου, νευριάζεις εύκολα, εσύ που δεν νευρίαζες ποτέ! Τι συμβαίνει λοιπόν, καλή μου μαμά; Η γιαγιά την κοίταξε στα μάτια και της είπε: -Το πρόσεξες κι εσύ Μυρτώ μου; Γιατί εγώ τον τελευταίο καιρό προβληματίζομαι πολύ. Είναι σαν να χάνω το μυαλό μου μερικές φορές. Σαν να μην είμαι εγώ. Λες Μυρτώ μου, να συμβαίνει κάτι σοβαρό; Λες να έχω όγκο στον εγκέφαλο ή μήπως ετοιμάζομαι να πάθω κι εγώ άνοια, όπως τόσος κόσμος τα τελευταία χρόνια; Η μαμά άνοιξε διάπλατα τα μάτια της. Πως ήταν δυνατόν η γιαγιά να είχε σκεφτεί ακόμη κι αυτό; Πως ήταν δυνατόν, να καταλαβαίνει τόσο πολύ τι της συνέβαινε; Θέλοντας ν’ αλαφρύνει λίγο την κατάσταση είπε γελώντας:
29
-Κανόνισε μανούλα να πάθεις άνοια και να μας ξεχάσεις! Να μην μας θυμάσαι πια! Αλλά εμείς δεν θα σε αφήσομε να μας ξεχάσεις. Η γιαγιά την κοίταξε μέσα στα μάτια και πολύ σοβαρά της είπε: -Ό,τι και να πάθω, όλους και όλα να τα ξεχάσω, εσάς δεν πρόκειται να σας ξεχάσω ποτέεε! Ορισμένα πράγματα μπορεί να φεύγουν από το μυαλό, αλλά μένουν για πάντα καλά φυλαγμένα στην καρδιά μας, στην ψυχή μας… ακόμη κι όταν δεν θα υπάρχομε εμείς, όπως οι άλλοι μας γνωρίζουν… Η ψυχή έχει γνώσεις από τον κόσμο των ιδεών και είναι αιώνιες όπως και οι ιδέες… Να το θυμάσαι αυτό, Μυρτούλα μου, ό,τι και να συμβεί! Η μαμά σταμάτησε να γελά και το πρόσωπό της συννέφιασε… Βλέποντας η γιαγιά ότι η κόρη της ήταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα της είπε χαμογελώντας: -Έλα Μυρτώ μου, έλα, να σου δείξω κάτι καινούριο που ζωγράφισα.
30
Πήγανε στο ατελιέ. Η γιαγιά τράβηξε ένα άσπρο πανί, που είχε ριγμένο πάνω σ’ ένα μεγάλο τελάρο. Η μαμά είδε τότε τον ωραιότερο πίνακα που είχε κάνει η γιαγιά για την οικογένειά της. Ήμασταν όλοι εκεί, η ίδια η γιαγιά, τα παιδιά, τα εγγόνια της, τα λουλούδια της, τα σκυλάκια που ταΐζαμε έξω στον δρόμο και ο παππούς ο Στέλλιος. Ήταν ένας πίνακας που τον είχε ονομάσει «Αισιοδοξία», κι αντανακλούσε την απέραντη χαρά της γιατί υπήρχαμε στη ζωή της.
31
3. Οι ασχολίες της γιαγιάς πριν την επισκεφθεί η Λήθη Η γιαγιά ήταν ζωγράφος, με μια ζωή μοιρασμένη ανάμεσα στη χώρα μας και το εξωτερικό, για εκθέσεις ατομικές ή ομαδικές, για συνέδρια και ομιλίες. Είχε το ατελιέ της στον πρώτο όροφο του παλιού πατρικού, έξω από την πόλη, πλημμυρισμένο από τις μυρωδιές των δέντρων και των λουλουδιών, που είχαν φυτέψει οι παππούδες και οι γονείς της και συνέχιζε να κάνει το ίδιο με τον δικό μου τον παππού, τον Στέλιο, όσο ζούσε εκείνος. Στο σπίτι της πήγαινε κι ερχόταν, κάθε μέρα, πολύς κόσμος. Τα παιδιά της, τα εγγόνια της, οι φίλοι της. Πολλές φορές έπαιρνε την τρίκυκλη, μοτοσυκλέτα της -είχε και καλάθι- φορούσε ένα μαντήλι στο κεφάλι για να την προστατεύει από τον ήλιο και τον αέρα και πήγαινε στα πιο απίθανα μέρη για ν’ ακούσει, να μυρίσει, για να δει μια πέτρα, ένα φυτό, ανθρώπους, συγκεντρώσεις ανθρώπων, για να τα ζωγραφίσει. Τα τελάρα της ήταν πολλά, το ένα δίπλα στο άλλο. 32
Διάβαζε πολύ κι είχε δεκάδες βιβλία σε βιβλιοθήκες και σε ράφια, σε όλους τους τοίχους του ατελιέ. Το βιβλίο όμως που λάτρευε, από τα πολλά που είχε διαβάσει, ήταν «Στα παλάτια της Κνωσού», του Νίκου Καζαντζάκη. Ίσως της άρεσε τόσο πολύ
33
γιατί άρεσε πολύ και σε μας, τα εγγόνια της, κι ολοένα της λέγαμε να μας το ξαναδιαβάσει. Ίσως πάλι, επειδή ο Νίκος Καζαντζάκης μ’ αυτό το μυθιστόρημα μας λέει την άποψή του για την ιστορία και τη ζωή, για το παλιό που φεύγει και το καινούργιο που έρχεται για να πάρει τη θέση του. Και η γιαγιά πίστευε ότι οι παλαιότεροι έπρεπε ν’ αφήνουν τους νεότερους να προχωρούν μπροστά. -Κάντε τόπο για να περάσουν οι νέοι, έλεγε και συμπλήρωνε με νόημα: -Ναι, το παλιό πρέπει ν’ αφήσει τη θέση του στο νέο, αλλά πριν γκρεμίσουν οι νέοι το παλιό, πρέπει να ξέρουν πώς θα κτίσουν το καινούριο και που. Είχε επίσης και πάμπολλους δίσκους μουσικής, από τους παλιούς, του βινυλίου, που έπαιζαν σε πικάπ. Η γιαγιά αγαπούσε πολλά τραγούδια, αλλά τα πιο αγαπημένα της ήταν το «Γεια σου Ντόλυ», τραγουδισμένο από τον Λούι Άρμστρονγκ, και «ο Ερωτόκριτος» του Βιτσέντζου Κορνάρου. Πολλά κομμάτια του Ερωτόκριτου, εγώ και τα ξαδέλφια μου τα ξέραμε απ’ έξω, από τις πολλές φορές που τα είχαμε διαβάσει με τη γιαγιά. Σε μας άρεσε το τέλος που ήταν καλό, ενώ σ’ εκείνη η ιστορία του Χαρίδημου, ειδικά το κομμάτι που λέει: 34
Eλέγαν του να παντρευτεί, δεν ήθελε ποτέ του, και τη ζωήν τση μοναξάς αγάπα κ' ήρεσέ του. Mα, σαν οπού, πολλές φορές, αυτείνοι οι περισσάροι κομπώνουνται, και πιάνουνται στο δίκτυ σαν το ψάρι, περνώντας μια ταχτερινή, θωρεί μιαν πλουμισμένην, μιαν αγγελοσγουράφιστην, ροδοπεριχυμένην. ……………………………………… Πάραυτα η γνώμη του ήλλαξε, και τη βουλήν την πρώτη ήριξε, κ' εσκλαβώθηκεν η τρυφερή του νιότη. ………………………………………… αγαπηθήκασι κ' οι δυο, κι ο εις τον άλλο θέλει, κ' ετούτα κάνει τα συχνιά το πίβουλο κοπέλι(δόλιο παιδί). Eκέρδεσε τους κόπους του, ήσμιξε μετά κείνη, στον Kόσμον έτοια(τέτοια) Πεθυμιά και Σμίξη δεν εγίνη. Η γιαγιά έκανε και τον κηπουρό. Έβρισκε πάντα χρόνο να ποτίζει, να σκαλίζει, να μεταφυτεύει τα λουλούδια της. Παντού υπήρχαν λουλούδια! Στα σκαλοπάτια του σπιτιού, στα περβάζια των παραθύρων, κάτω από τα δέντρα, στα τραπεζάκια του κήπου που καθόμασταν, στο γραφείο της… και πού δεν υπήρχαν λουλούδια…
35
Ακόμη θυμάμαι μια κοντούλα λεμονιά, φυτεμένη σ’ ένα τεράστιο σιδερένιο βαρέλι, τοποθετημένο στο μικρό μπαλκονάκι του ατελιέ της γιαγιάς. Όταν άνοιγε το παράθυρο η λεπτή μοσχοβολιά των ολόλευκων ανθών της, με τις λιλά ανταύγειες, γέμιζε όλο το σπίτι. Αυτή η μυρωδιά με συντρόφευε πάντα μεγαλώνοντας. Η γιαγιά ζωγράφιζε μέχρι τα βαθιά, μεγάλα της χρόνια. Μέχρι που ήρθε η Λήθη και τη σταμάτησε. Δεν τη σταμάτησε ακριβώς, αλλά την έκανε να στέκεται ώρες ατελείωτες μπροστά στο τελάρο της, χωρίς να ξέρει τι να κάνει. Πολλές φορές την άκουγα να μονολογεί: -Τώρα μου ήρθε μια ιδέα και την ξέχασα, δεν μπορώ να τη θυμηθώ… μα τι γίνεται; Τι έχω πάθει; Ο καιρός περνούσε, κι όσο περνούσε, η Λήθη επισκεπτόταν όλο και πιο συχνά τη γιαγιά μου. Κάθε μέρα έχανε λίγη από τη μνήμη της. Πολλές φορές δυσκολευόταν να θυμηθεί ακόμη και τα ονόματα των αγαπημένων της, πρόσωπα και γεγονότα που συνέβησαν πριν από λίγες μόνο ώρες. Επίσης αυτό που έκανε εντύπωση σε όλους μας ήταν οι επαναλαμβανόμενες ερωτήσεις, που έκανε η γιαγιά για το ίδιο πράγμα. 36
4. Στον γιατρό Αποφασίσαμε λοιπόν οικογενειακώς, η ίδια η γιαγιά, οι θείοι, οι θείες κι εμείς, ότι έπρεπε να πάει σ’ έναν γιατρό ειδικευμένο στην άνοια, για να δούμε τι συμβαίνει. Όταν φτάσαμε στον γιατρό η γιαγιά ήταν στα καλύτερά της. Καθίσαμε στη αίθουσα αναμονής και περιμέναμε. Κάποια στιγμή η γιαγιά είπε: -Μόλις επιστρέψουμε στο σπίτι θα ζωγραφίσω μιαν απέραντη θάλασσα και από πάνω το φεγγάρι του Γενάρη. Τότε μου ήρθε στο μυαλό μια ιδέα. Ήθελα να δω αν η γιαγιά θυμόταν την παροιμία για το φεγγάρι του Γενάρη, που μου είχε πει παλιά, όταν ήμουν ακόμη στην τελευταία τάξη του Δημοτικού κι ο δάσκαλος μάς είχε αναθέσει να βρούμε παροιμίες για τους μήνες. Γι’ αυτό ξεκίνησα την παροιμία και τη σταμάτησα επίτηδες στη μέση: -Το φεγγάρι του Γενάρη… είπα και σταμάτησα προσποιούμενος ότι δεν τη θυμόμουν. 37
Τότε η γιαγιά μού είπε χαμογελώντας: -Φαέθοντα δεν θυμάσαι να τελειώσεις την παροιμία; Θα στην πω εγώ, είπε και την τελείωσε εκείνη χωρίς κανέναν κόπο. Τότε ήταν που αποφάσισα τι θα έκανα με τη γιαγιά μου. Δεν θ’ άφηνα τη Λήθη να της πάρει όλες τις αναμνήσεις της. Και προπαντός να μας ξεχάσει. Ο θείος Νικόλας που είχε στήσει αυτί και άκουγε, είπε στις αδελφές του -στη θεία μου και τη μαμά μου- με χαμηλή φωνή: -Πως μπορεί να θυμηθεί η μαμά μια παροιμία, ενώ πολλές φορές δεν θυμάται άλλα, βασικά πράγματα; Είναι απορίας άξιον! Εκείνη τη στιγμή άνοιξε η πόρτα του γιατρού και περάσαμε όλοι μέσα. -Καλώς τους! Καλησπέρα σας! Καθίστε. Ποιος είναι ο ασθενής; -Η μητέρα μας… είπε ο θείος Νικόλας. 38
-Καλώς την, είστε η κυρία Ευανθία; είπε ο γιατρός κοιτάζοντας το μπλοκάκι με τα ραντεβού του για να βεβαιωθεί ότι δεν έκανε λάθος το όνομα. Μετά τις απαραίτητες συστάσεις ο γιατρός άρχισε να παίρνει με κάθε λεπτομέρεια το ιστορικό της γιαγιάς. Αν έχει κάνει αιματολογικές εξετάσεις και πριν πόσο καιρό. Αν έχει υποθυρεοειδισμό, ανεπάρκεια σε κάποια βιταμίνη, αν παίρνει πολλά φάρμακα, αν έχει περάσει στη ζωή της κάποια σοβαρή ασθένεια. Ο γιατρός απ’ ότι κατάλαβα ήθελε ν’ αποκλείσει ορισμένες ασθένειες, που τα συμπτώματά τους μοιάζουν μ’ αυτά της άνοιας αλλά δεν έχουν καμιά σχέση μ’ αυτήν. Αφού πήρε το ιστορικό της, τη ρώτησε ευγενικά σαν να απευθυνόταν στη δική του μητέρα: - Γιατί ήρθατε σε μένα; Τι ασθένεια έχετε; -Ασθέενειααα; Τι ασθένεια; Δεν είμαι άρρωστη εγώ! είπε με έκπληξη γιαγιά. Ο γιατρός μας κοίταξε όλους με τη σειρά, αργά-αργά. 39
-Τότε γιατί ήρθατε σε μένα; -Δεν ήρθα εγώ αγαπητέ μου, τα παιδιά μου επέμεναν να έρθω. Δεν ήθελα να τους χαλάσω χατίρι. -Εντάξει, μιας και ήρθατε συζητήσομε κάποια πράγματα;
όμως
μπορούμε
να
-Βεβαίως! Λίγο γρήγορα όμως γιατί έχω ένα σημαντικό ραντεβού! είπε η γιαγιά κι ανακάθισε στην καρέκλα της. -Εντάξει! είπε ο γιατρός, θα κάνομε όσο πιο γρήγορα γίνεται. Ξεχνάτε καθόλου; -Τι να ξεχνάω; Καμιά φορά ναι… ξεχνάω όπως όλοι μας. Αλλά αυτό, απ’ ότι ξέρω, δεν είναι αρρώστια. Αλλοίμονο όσοι ξεχνούν να ήταν άρρωστοι! -Εντάξει, όσοι ξεχνούν δεν είναι βέβαια άρρωστοι, αλλά εσείς ξεχνάτε, ας πούμε, συχνά που έχετε βάλει κάτι; Ή μήπως κάποιες φορές σκέφτεστε να κάνετε κάτι, αλλά το ξεχνάτε μετά από λίγο; -Ναι! μερικές φορές ξεχνώ που έχω βάλει τα κλειδιά μου, μετά κοιτάζω, ψάχνω, ψάχνω και τελικά είναι 40
μπροστά μου… Εεε… και καμιά φορά ξεχνώ τι ήθελα να κάνω… όχι μόνο καμιά φορά… αρκετές φορές… αλλά είναι πρόβλημα αυτό; Όλοι το παθαίνουν… είπε η γιαγιά χαμογελώντας. -Υπάρχουν φορές, κυρία Ευανθία, που θα θέλατε να πείτε κάτι αλλά το ξεχάσατε ή δυσκολεύεστε να εκφραστείτε; -Ναι, μερικές φορές δυσκολεύομαι να εκφραστώ και ψάχνω τις λέξεις... -Κοιμάστε καλά το βράδυ; Βλέπετε όνειρα; Μήπως έχετε εφιάλτες; -Καλά κοιμάμαι… αλλά ναι… βλέπω όνειρα… πάντα έβλεπα… εξ άλλου τι θα ήταν η ζωή χωρίς τα όνειρα; Τα όνειρα μάς δείχνουν το μέλλον. Τα όνειρα εκφράζουν μια αόρατη πραγματικότητα…. που η καθημερινότητά μας δεν μας αφήνει να δούμε… ή όπως έλεγε ο συμπατριώτης μας ο Καζαντζάκης: «Γιατρεύει τ’ όνειρο τις πιο βαθειές λαβωματιές του ξύπνου…. Ας τον αφήσω να ’νειρεύεται, μη σοχαθεί η ψυχή του».
41
-Τ’ όνειρο μπορεί να είναι πηγή έμπνευσης… Παλιά έβλεπα το ίδιο όνειρο επί πολλές μέρες, με κάποιες παραλλαγές βέβαια, πριν από μια ιδέα που μου ερχόταν στο μυαλό κι ήθελα να τη ζωγραφίσω. Ξαναγεννιόμουν μ’ αυτά τα όνειρα! Μερικές φορές, όμως, τώρα τελευταία… βλέπω πολύ άσχημα όνειρα. Σαν εφιάλτες… ναι… εφιάλτες είναι αυτά τα όνειρα, που βλέπω τώρα τελευταία! Αλλά εγώ έβλεπα πάντα όνειρα… Ο γιατρός σταμάτησε και κοίταξε προσεκτικά τη γιαγιά. Έβλεπε μπροστά του μια γυναίκα, που έκλεινε τα φυσικά της μάτια για να δει με τ’ άλλα, της ψυχής τα μάτια, τα πνευματικά, έστω και μέσα από τα όνειρά της. -Τι όνειρα είναι αυτά που βλέπετε τον τελευταίο καιρό; -Έρχονται πολλά άτομα μέσα στο δωμάτιο, μιλούν πολύ δυνατά, ενοχλητικά, και μου λένε να σηκωθώ και να φύγομε γιατί αργήσαμε… ενώ είναι μαύρα μεσάνυχτα. Εγώ τους ρωτώ πού θα πάμε τέτοια ώρα… αλλά αυτοί επιμένουν και με τραβούν προσπαθώντας να με σηκώσουν… Άλλες φορές πάλι έρχεται ο μπαμπάς μου και μου ζητά τη μητέρα μου… γιατί λέει την έχει χάσει και δεν μπορεί να τη βρει… Εγώ όμως μέσα στον ύπνο 42
μου καταλαβαίνω ότι είναι όνειρο και ξυπνώ, αναστατωμένη… αλλά… όνειρο ήταν και πέρασε λέω στον εαυτό μου… - Μαγειρεύετε ακόμη; -Τι εννοείτε λέγοντας αν μαγειρεύω ακόμη; Και βέβαια μαγειρεύω. Για μένα αλλά και για όλη την οικογένειά μου. Τα παιδιά πρέπει να έχουν φαγητό το μεσημέρι που θα σχολάσουν. Περνούν από το σπίτι μου τα παιδιά του Νικόλα, του γιού μου, και το παιδί της Κλειώς μου και παίρνουν φαγητό. Ο Φαέθοντας της Μυρτώς μου τρώει μαζί μας, γιατί μένομε στο ίδιο σπίτι, εκείνοι κάτω κι εγώ επάνω… - Όταν βγαίνετε από το σπίτι σας για να κάνετε τα ψώνια σας, να δείτε τους φίλους σας, να πάτε σινεμά, βρίσκετε εύκολα τον δρόμο για να γυρίσετε πίσω στο σπίτι σας; -Μερικές φορές τώρα τελευταία, όχι πάντα βέβαια, χάνω τον δρόμο… δυσκολεύομαι να γυρίσω πίσω… -Τι δουλειά κάνετε; 43
-Ζωγραφίζω… -Τι ζωγραφίζετε; -Εικόνες, εικόνες που μου έρχονται στο μυαλό ή πράγματα που βλέπω, που ακούω, που μυρίζω, που αγγίζω… Χείμαρρος η γιαγιά σ’ αυτό το σημείο. -Καμιά φορά βέβαια, τώρα τελευταία, ξεχνώ τι θέλω να κάνω και κάνω απλώς μουτζούρες… και αυτό με στενοχωρεί πολύ, με αγχώνει… -Κυρία Ευανθία παιδιά έχετε; -Αν έχω, δεν τα βλέπετε; Έχω τρία, πολύ καλά παιδιά. Όλα ήθελαν να με συνοδεύσουν. Αυτά είναι τα παιδιά μου. Τ’ αγαπώ απέραντα… κι αυτά μ’ αγαπούν. Είμαστε πολύ δεμένοι. Από τότε που έφυγε ο πατέρας τους, κι είναι αρκετά χρόνια τώρα, δεθήκαμε ακόμη περισσότερο. Κι αυτός είναι ο Φαέθοντας, ο πρώτος μου εγγονός…
44
επέμενε να ‘ρθει μαζί μας. Έχω κι άλλα τέσσερα εγγόνια. Όλα τους εξαίρετα! -Σας προσέχουν τα παιδιά σας, σας φροντίζουν; -Αν με προσέχουν; Γιατί να με προσέχουν; Εγώ τα προσέχω ακόμη! Ο γιατρός σ’ αυτό το σημείο σταμάτησε, την κοίταξε καλά-καλά κι έβαλε τα γέλια. Γελάσαμε κι εμείς με τον αυθορμητισμό της γιαγιάς. Και όχι μόνο. Καταλάβαμε ότι η γιαγιά ό,τι κι αν έκανε, σε όποια κατάσταση κι αν βρισκόταν, πάντα μας είχε στο μυαλό της με αγάπη, με τρυφερότητα…. Πάντα ένιωθε ότι μας πρόσεχε… - Πως τα προσέχετε δηλαδή; τη ρώτησε στο τέλος. -Τα φροντίζω ακόμη, όπως τότε που ήταν μικρά, και όχι μόνο αυτά αλλά και τα παιδιά τους, τα εγγόνια μου. Όποιο πρόβλημα έχουν, μαζί το συζητούμε. Ακόμη και τα παιδιά τους, πολλές φορές, εγώ τα πάω στον γιατρό όταν αρρωστήσουν… Και ξέρετε… τα εγγόνια μου σε μένα λένε τους προβληματισμούς και τις σκέψεις τους, γιατί εγώ είμαι ψύχραιμη… 45
Τα παιδιά της κι εγώ την κοιτάζαμε και την ακούγαμε με απέραντη αγάπη. Κάπως έτσι είχαν, πράγματι, τα πράγματα. Η γιαγιά απεικόνιζε την πραγματικότητά μας. Η εξέταση κράτησε αρκετή ώρα ακόμη. Στο τέλος ο γιατρός μας είπε: -Η μητέρα σας πάσχει από άνοια, η οποία είναι στο αρχικό στάδιο. Η άνοια τις περισσότερες φορές εκδηλώνεται σε άτομα μεγάλης ηλικίας, όπως η κυρία Ευανθία. Υπάρχουν πολλές μορφές άνοιας και η καθεμιά έχει τις δικές της αιτίες, όπως η άνοια που σχετίζεται με το αλκοόλ, η αγγειακή άνοια, η νόσος του Πάρκινσον και άλλες. Αλλά η πιο συνηθισμένη είναι η νόσος του Αλτσχάιμερ, που πήρε τ’ όνομά της από τον Γερμανό ψυχίατρο και νευροπαθολόγο, τον Αλοΐσιο Αλτσχάιμερ. Είναι σαν επιδημία… Όσο θα περνά ο καιρός το πρόβλημα της μητέρας σας θα επιδεινώνεται. Επειδή όμως η νόσος είναι στην πολύ αρχική της μορφή, τα κατάλληλα φάρμακα μπορούν να την καθυστερήσουν. Όμως τα φάρμακα από μόνα τους δεν αρκούν. Χρειάζεται να βρίσκεται σε διαρκή εγρήγορση το πνεύμα της. Ο 46
εγκέφαλός της πρέπει να παραμένει δραστήριος όσο περισσότερο γίνεται. Από έρευνες που έχουν γίνει, έχει διαπιστωθεί ότι όσα άτομα προχωρημένης ηλικίας κρατούσαν διαρκώς δραστήριο τον εγκέφαλό τους, η μείωση των νοητικών τους λειτουργιών γινόταν με πιο αργούς ρυθμούς, απ’ ότι σε άλλα άτομα που δεν τον γύμναζαν. Ένας καλός τρόπος για να το πετύχομε αυτό, είναι οι νοητικές ασκήσεις, να γυμνάζει δηλαδή το μυαλό της διαβάζοντας καθημερινά βιβλία, εφημερίδες, περιοδικά, παίζοντας επιτραπέζια παιχνίδια όπως σκάκι, ντάμα, λύνοντας σταυρόλεξα, γρίφους, παίζοντας χαρτιά, παιχνίδια μνήμης, φτιάχνοντας παζλ και πολλά άλλα. Επίσης η φυσική δραστηριότητα όπως η γυμναστική, ελαφριά βέβαια, το περπάτημα, ο χορός, το κολύμπι, και η κοινωνική ζωή, μπορούν να επιβραδύνουν κατά πολύ τη νόσο αλλά και να διεγείρουν τους νευρώνες του εγκεφάλου, ώστε να δημιουργήσουν καινούργιες συνάψεις μεταξύ τους. Ακούγοντας τις λέξεις καινούργιες συνάψεις, και μη καταλαβαίνοντας καθόλου τι ήταν, πήρα το θάρρος και ρώτησα τον γιατρό:
47
- Όταν λέτε καινούργιες συνάψεις τι εννοείται;. Εκείνος με κοίταξε προσεκτικά και χαμογελώντας μου είπε: -Θα σου το εξηγήσω όσο πιο απλά γίνεται. Στον εγκέφαλό μας υπάρχουν αναρίθμητα κανάλια, που διακλαδίζονται και ταξιδεύουν σε όλο μας το σώμα, στέλνοντας εντολές παντού. Τα κανάλια αυτά τα ονομάζομε νευρώνες και είναι τα βασικά κύτταρα του εγκεφάλου, που μας βοηθούν να σκεφτόμαστε, να νιώθομε το κάθε τι, να δημιουργούμε, να φανταζόμαστε και βέβαια να θυμόμαστε. Ο κάθε νευρώνας μοιάζει με δέντρο. Φαντάσου ένα δέντρο με πολύ λεπτό κορμό και τα κλαδιά του, που λέγονται δεντρίτες, μοιάζουν με μακριές κλωστές. Οι νευρώνες επικοινωνούν μεταξύ τους με τη βοήθεια των συνάψεων, που είναι το σημείο στο οποίο γίνεται η επαφή, η επικοινωνία των νευρώνων. Η άνοια όμως μπλοκάρει τη δημιουργία αναμνήσεων, κάνει το μυαλό να τεμπελιάζει, καταστρέφοντας τις συνάψεις, τις περιοχές δηλαδή που οι νευρώνες μοιράζονται διάφορες πληροφορίες και μας επιτρέπουν να είμαστε αυτό που είμαστε, να λειτουργούμε όπως 48
λειτουργούμε, να σκεφτόμαστε όπως σκεφτόμαστε μέσα στον χρόνο. Όταν καταστραφούν οι νευρώνες τα μηνύματα δεν μπορούν πια να ταξιδέψουν στο σώμα μας ή ταξιδεύουν με πολύ αργό ρυθμό. Ορισμένες φορές, μάλιστα, δεν ταξιδεύουν καθόλου… Στην περίπτωση τώρα της γιαγιάς, που έχει αρχίσει να χάνει τη μνήμη της, με όλα όσα είπαμε παραπάνω μπορεί να δημιουργηθούν νέες συνάψεις, ενώσεις δηλαδή μεταξύ των νευρώνων. Αυτό έχουν δείξει διάφορες μελέτες που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια. Ακούγαμε τον γιατρό φανερά προβληματισμένοι. Εγώ κοίταζα μια τη μαμά και μια τ’ αδέλφια της. Σιωπή ανάμεσά τους. Μόνο η ανάσα τους ακουγόταν βαριά. Η μαμά πήρε μια βαθειά αναπνοή και ρώτησε τον γιατρό: -Η διατροφή της μητέρας μας πρέπει ν’ αλλάξει; -Βέβαια, είπε ο γιατρός, η διατροφή της πρέπει να είναι πολύ καλή και ισορροπημένη, με λίγα λιπαρά. Πρέπει να τρώει όσπρια, ψάρια, φρούτα και λαχανικά, που προστατεύουν τη μνήμη, και το ψωμί να είναι ολικής αλέσεως. Το κόκκινο κρέας, η ζάχαρη, τα τηγανητά πρέπει οπωσδήποτε να περιορισθούν. 49
Η καλή διατροφή βοηθά τον εγκέφαλο να λειτουργεί σωστά. Επίσης, είπε, ότι είναι απαραίτητο να γίνουν ειδικές αιματολογικές εξετάσεις και αξονική και μαγνητική τομογραφία στο κεφαλάκι της γιαγιάς. Όση ώρα μιλούσε ο γιατρός -και μιλούσε αρκετή- η μαμά, ο θείος και η θεία κατέγραφαν όσα έλεγε στα μπλοκάκια τους κι εγώ στο μυαλό μου. Είπε ακόμη ότι επειδή η διάγνωση της άνοιας έγινε έγκαιρα, αυτό έχει μεγάλη σημασία για τη γιαγιά αλλά και για μας, γιατί θα έχομε όλο τον χρόνο ν’ αποδεχτούμε την κατάσταση και να προγραμματίσομε για το μέλλον. Ο γιατρός είπε επίσης, ότι όταν θα χειροτερεύσει η κατάσταση ίσως θα πρέπει να σκεφτούμε τη λύση ενός ιδρύματος, όπου εκεί θα έχει την καλύτερη δυνατή φροντίδα. Είπε κι άλλα πολλά. Εγώ, όση ώρα μιλούσε για το ίδρυμα, κοίταζα μια τη γιαγιά και μια τους θείους. Το πρόσωπο όλων τους είχε γίνει ξαφνικά ανέκφραστο, παγωμένο.
50
Νομίζω ότι διέκρινα ένα δακράκι στην άκρη, άκρη των ματιών τους… Δεν είχαν χωρίσει ποτέ από τη γιαγιά. Έμεναν μεν σε διαφορετικά σπίτια αλλά επικοινωνούσαν με το τηλέφωνο και συναντιόντουσαν κάθε μέρα. Εμείς μέναμε στο ίδιο σπίτι, στο πατρικό της γιαγιάς. Εκείνη στον πρώτο όροφο, όπου είχε και το ατελιέ της κι εμείς στο ισόγειο. Γι’ αυτούς η μητέρα τους ήταν η αρχή της ζωής. Ποτέ δεν θυμάμαι να συγκρούστηκε η γιαγιά με τα παιδιά της. Παρακολουθούσαν ο ένας τον άλλον με διακριτικότητα όλ’ αυτά τα χρόνια, και ποτέ δεν επενέβαιναν ο ένας στη ζωή του άλλου. Τώρα, τι μας έλεγε ο γιατρός; Να πάμε τη γιαγιά σε ίδρυμα όταν θα χειροτέρευε η κατάσταση; Αδύνατον! Δεν μπορούσα να πιστέψω αυτά που άκουγα! Η γιαγιά δεν θα μας ξεχνούσε. Δεν έπρεπε να μας ξεχάσει! Ήταν άδικο για μας, για εκείνη, για την αγάπη, για την τρυφερότητα που μας συνέδεε όλα αυτά τα χρόνια. Η επίσκεψη στον γιατρό τέλειωσε και φύγαμε για το σπίτι.
51
5. Η σχέση της γιαγιάς με τα παιδιά και τα εγγόνια της Ήταν η αγκαλιά που τους αγκάλιαζε σε κάθε δύσκολη ή χαρούμενη στιγμή. Της χρωστούσαν ευγνωμοσύνη και την εκτιμούσαν αφάνταστα, όχι για τις θυσίες που έκανε γι’ αυτούς, αλλά για τη ζωή που τους χάρισε, για την τρυφερότητα και τη στοργή που τους έδωσε, για την κατανόηση, τη συμπαράσταση και τη φροντίδα που τους έδειξε σ’ όλα τα χρόνια της ζωής τους, και για τις αξίες που στάλαξε μέσα στη ψυχή τους. -Να μην σας τραβά η ευκολία! Να προτιμάτε τον δύσκολο δρόμο. Η ζωή είναι σοφή, μπορεί να σας δείξει τον δρόμο, αρκεί να την αφουγκραστείτε, αρκεί να διαβάσετε τα σημάδια, τους έλεγε στις ατέλειωτες συζητήσεις που έκαναν μαζί, μαθαίνοντάς τους να διεκδικούν τη ζωή και την ευτυχία τους. Η ζωή είναι ένας αδιάκοπος αγώνας, ένας αγώνας δρόμου, πρέπει να την κοιτάζομε κατάματα, χωρίς φόβο, να μαθαίνομε διαρκώς απ’ αυτήν, ν’ αποκτούμε γνώση
52
και σοφία. Και προπαντός να κρατούμε την ψυχραιμία μας… Σ’ αυτό το σημείο η γιαγιά σταματούσε κι έλεγε στα παιδιά της τρυφερά, με απαλή φωνή κάποια κομμάτια από το ποίημα «Ιθάκη» του Καβάφη: Σα βγείτε στον πηγαιμό για την Ιθάκη, να εύχεστε να ’ναι μακρύς ο δρόμος, γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις. Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας, τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάστε, τέτοια στον δρόμο σας ποτέ σας δεν θα βρείτε, αν μένει η σκέψις σας υψηλή, αν εκλεκτή συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σας αγγίζει. Να εύχεστε να ’ναι μακρύς ο δρόμος……. ………………………………………………..………………………… Πάντα στον νου σας να ’χετε την Ιθάκη. Το φθάσιμον εκεί είν’ ο προορισμός σας. Αλλά μη βιάζετε το ταξίδι διόλου. Καλλίτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει………. …………………………………………………………………………. Η Ιθάκη σας έδωσε τ’ ωραίο ταξίδι. Χωρίς αυτήν δεν θα βγαίνατε στον δρόμο. Άλλα δεν έχει να σας δώσει πια. Κι αν πτωχική την βρείτε, η Ιθάκη δεν σας γέλασε. Έτσι σοφοί που γίνατε, με τόση πείρα, ήδη θα το καταλάβατε οι Ιθάκες τι σημαίνουν. 53
Η θεία Κλειώ, έλεγε ότι αυτό το ποίημα του Καβάφη ήταν από τα αγαπημένα της. Και της άρεσε, λέει, περισσότερο που η μαμά τους, το άλλαζε, και έβαζε πληθυντικό, στη θέση του ενικού. Έτσι μεγάλωσε η γιαγιά τα παιδιά της. Με τον τρόπο της είχε κλείσει το χάσμα των γενεών, τόσο με τα παιδιά, όσο και με μας, τα εγγόνια της, άκουγε και τα πολύ μοντέρνα τραγούδια που ακούγαμε εμείς, αποδεχόμενη τις παραξενιές της εφηβείας μας. Σε κάθε στενοχώρια ή λάθος μας, η γιαγιά μάς έλεγε: -Τα λάθη και οι στενοχώριες είναι για τους ανθρώπους! Πρέπει να κρατήσομε την ψυχραιμία μας για να δούμε τι μπορεί να γίνει, πως θα τα διορθώσομε. Πάμε μια βόλτα, θα μας κάνει καλό, θα συζητήσομε πιο άνετα. Και βγαίναμε έξω και περπατούσαμε με τις ώρες συζητώντας. Άλλοτε με ψιλοβροχή ή με τον ήλιο να προσπαθεί να περάσει μέσα από τις φυλλωσιές των δέντρων, για ν’ αγκαλιάσει και να ζεστάνει την κουβέντα μας, άλλοτε με το δροσερό αεράκι ενός ανοιξιάτικου απογεύματος. 54
6. Η αλλαγή της γιαγιάς Όταν φτάσαμε στο σπίτι μετά τον γιατρό, η γιαγιά μάς είπε: -Κατάλαβα τι θα μου συμβεί. Η κατάσταση θα δυσκολέψει πολύ απ’ ότι φαίνεται. Γι’ αυτό θα ήθελα να ειδοποιηθούν οι φίλοι μου, οι οποίοι δεν θέλω να σταματήσουν να έρχονται στο σπίτι μου. Δεν θα ντρέπεστε για μένα. Θα ήθελα επίσης, να συνεχίσω να κάνω όσο πιο πολλές από τις δραστηριότητές μου μπορώ. Αυτά είπε κι ανέβηκε στο ατελιέ της, λέγοντας ότι δεν ήθελε να την ενοχλήσει κανείς. Πέρασε καιρός από την πρώτη επίσκεψη στον γιατρό, μέχρι να καταλάβω ότι ο χρόνος είναι αδυσώπητος. Περνά και φεύγει, αλλάζοντας τα πάντα γύρω του. Τους ανθρώπους, τα κτήρια, τη φύση. Έτσι έγινε και με τη γιαγιά. Την άλλαξε για πάντα. Από μια πανέμορφη γυναίκα που ήταν, την άλλαξε, της πήρε τη νιότη και τη γέμισε ρυτίδες! Τα μαλλιά της άσπρισαν κι έπρεπε να τα 55
βάφει. Το πρόσωπό της ρυτίδιασε κι έπρεπε να του βάζει κρέμες. Το σώμα της χαλάρωσε κι έπρεπε να το σκεπάζει με μακριά ρούχα. Όμως ο χρόνος δεν παίρνει μαζί του μόνο την ομορφιά των ανθρώπων. Πολλές φορές θέλει να τους πάρει και τις αναμνήσεις τους. Γι’ αυτό στέλνει τη Λήθη να τελειώσει το έργο του. Έτσι έγινε και με τη γιαγιά Ευανθία. Ένα Αυγουστιάτικο μεσημέρι, που όλα στο σπίτι είχαν ηρεμήσει και η μυρωδιά των λουλουδιών έμπαινε από τ’ ανοιχτά παράθυρα, ακούστηκε ένα ουρλιαχτό από το ατελιέ της γιαγιάς. -Χάνω το μυαλό μου! Ναι, ναι! Χάνω το μυαλό μου! Δεν μπορώ να θυμηθώ τι θέλω να κάνω. Τρέξαμε στο ατελιέ της: -Τι συμβαίνει γιαγιά μου; τη ρώτησα. -Τι συμβαίνει; Δεν καταλαβαίνετε; Χάνω το μυαλό μου! Μερικές φορές, όπως τώρα, γίνεται ένα μπερδεμένο κουβάρι. Πριν από λίγο είχα μια ιδέα κι ήθελα να τη ζωγραφίσω, αλλά δείτε τι έγινε, είπε, και σηκώνοντας
56
τον πίνακα, τον οποίο είχε πετάξει στο πάτωμα, μας τον έδειξε. Έμεινα έκπληκτος. Όλο το πανί ήταν μια μαύρη και κόκκινη μουτζούρα. Έτρεξα και την αγκάλιασα. - Μην ανησυχείς γιαγιά μου, θα θυμηθείς αυτό που ήθελες να κάνεις, της είπα.
57
58
Η γιαγιά ηρέμησε και ξάπλωσε. Έκλεισε τα μάτια, ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που το έκανε όταν σκεφτόταν κάτι και ήθελε να μας το ανακοινώσει. Μετά είπε: -Πηγαίνετε… Φαέθοντα, εσύ μείνε σε παρακαλώ, θέλω να σου μιλήσω… Πήγα κοντά της, κάθισα στη συνηθισμένη μου θέση, στο προσκεφάλι της, και της αγκάλιασα το κεφάλι. -Η Λήθη έφτασε! Ξέρεις βέβαια τι είναι η Λήθη… Τα έχομε συζητήσει αυτά… Νιώθω ότι κάθε μέρα που περνά, έρχεται και προσπαθεί να μου πάρει και μιαν ανάμνηση κάνοντάς με να χάνω την επικοινωνία με το περιβάλλον. Η μνήμη μας, Φαέθοντα, είναι η προσωπική μας ιστορία, είναι αυτή που μας μιλά για το παρελθόν, μας βοηθά ν’ ατενίζομε το μέλλον και να ζούμε το παρόν. Μαθαίνομε επειδή έχομε μνήμη. Χωρίς αυτήν δεν μπορούμε ν’ αποκτήσομε νέες εμπειρίες, δεν μπορούμε να μάθομε. Είτε μου αρέσει είτε όχι, αργά ή γρήγορα η μνήμη μου θα με εγκαταλείψει απ’ ότι φαίνεται. Εξ άλλου τίποτα δεν είναι για πάντα. Θα πολεμήσω όμως τη Λήθη όσο και όπως μπορώ. Γιατί καθήκον του κάθε ανθρώπου είναι να 59
κρατά γερή τη νόηση και το μυαλό του, γιατί χωρίς αυτά δεν μπορεί να υπάρξει ζωή… Θα επικαλεστούμε τη θεά Μνημοσύνη, τη μητέρα των Μουσών από τα έγκατα του χρόνου, για να μας συμπαρασταθεί. Δύσκολος θα ‘ναι ο δρόμος, Φαέθοντα. Όλες μου οι αναμνήσεις είναι μέσα στο μυαλό και στην καρδιά μου. Από την καρδιά μου δεν θα φύγουν ποτέ, αλλά στο μυαλό μου δεν ξέρω τι θα συμβεί. Όλ’ αυτά τα χρόνια γέμισα με τόσες πολλές αναμνήσεις, που μάλλον δεν χωρούν πια στο μυαλό μου, γι’ αυτό έρχεται η Λήθη… για να κλέψει μερικές, είπε και γέλασε. Εξ άλλου εγώ τον έχω δουλέψει πολύ τον εγκέφαλό μου. Πρέπει να ξέρεις, Φαέθοντα, ότι ο εγκέφαλος που έχουμε στη μεγάλη ηλικία της ζωής μας, εξαρτάται από το πώς τον δουλέψαμε σε όλη τη διάρκειά της. Επειδή όμως δεν ξέρω τι θα συμβεί, θα σου πω τι θα ήθελα να κάνεις για μένα. Βλέπεις εκείνο το παλιό μπαούλο με τις δυο κλειδαριές; Εκεί μέσα είναι οι πιο σημαντικές αναμνήσεις μου, που δεν θα ήθελα να χαθούν ποτέ. Είναι η μνήμη μου! Φύλαξέ την, μην αφήσεις τη Λήθη να μπει εκεί μέσα!!! Μου το υπόσχεσαι; -Και βέβαια γιαγιά. Αλλά πρέπει να με βοηθήσεις κι εσύ! Δεν θα το βάλεις κάτω, έτσι δεν είναι; Θα σε 60
βοηθήσω να ξανασυνδέσεις τη ζωή σου. Να τα μάθεις όλα από την αρχή. Κάθε φορά που θα σου έρχεται μια ανάμνηση θα τη γράφομε και θα τη βάζομε μέσα στο μπαούλο. Στο τέλος της Εβδομάδας θα αναδιαβάζομε τις αναμνήσεις σου, για να τις θυμηθούμε καλύτερα, ε, γιαγιά, τι λες; Όταν τελειώσαμε αυτήν τη συζήτηση, η γιαγιά είπε ότι τώρα που έχει ακόμη λίγη από τη μνήμη της, πρέπει οπωσδήποτε να γράψει τις σκέψεις της και κάποια πράγματα, που θα ήθελε να κάνομε γι’ αυτήν, όταν θα ερχόταν η μεγάλη Λήθη. Γι’ αυτό μετά από την τελευταία μας συζήτηση και γι’ αρκετές μέρες, την έβλεπα να κάθεται στο γραφείο της και να ψάχνει στο διαδίκτυο, να κατεβάζει βιβλία από τη βιβλιοθήκη και να ψάχνει και να γράφει, να γράφει, να γράφει.
61
7. Οι επιθυμίες της γιαγιάς Ένα απόγευμα η γιαγιά με φώναξε στο ατελιέ της. -Φαέθοντα, ξέρω ότι θα λυπηθείς με αυτά που θα διαβάσεις. Επειδή όμως πιστεύω ότι είσαι ώριμος με δύναμη στην καρδιά, γι’ αυτό σε εμπιστεύομαι και θέλω να είσαι εσύ ο πρώτος, που θα διαβάσει αυτά που έχω γράψει. Σ’ αυτό το τετράδιο, είναι όλες μου οι επιθυμίες και οι σκέψεις για την κατάστασή μου. Τι με ενοχλεί, που δεν με ενοχλούσε πριν, τι με φοβίζει, που δεν με φόβιζε, τι με αγχώνει, Πράγματα πρωτόγνωρα για μένα. Έχω γράψει επίσης τι θα ήθελα να γίνει όταν πια η Λήθη θα μ’ έχει επισκεφθεί για τα καλά! Θέλω να ξέρεις ότι δεν φοβήθηκα ποτέ τα χρόνια που έφευγαν, κι έφευγαν τόσο γρήγορα… μου είπε και μου έδειξε ένα χοντρό τετράδιο με βαθύ κόκκινο εξώφυλλο. Εγώ τα έχασα! Πως μπόρεσε η γιαγιά να γράψει τόσες σελίδες; Είχε λοιπόν ακόμη πολλή διαύγεια πνεύματος. Την πλησίασα.
62
-Τι θέλεις γιαγιά μου να κάνω μ’ αυτό το τετράδιο; ρώτησα συγκινημένος. - Θα το πάρεις και θα το διαβάσεις, για να μάθεις τι πρέπει να κάνεις όταν θα έρθει η στιγμή. Αφού το διαβάσεις εσύ, σε παρακαλώ δώσε το και στα παιδιά μου! Πήρα το τετράδιο και πήγα στο δωμάτιό μου. Το διάβαζα και το ξαναδιάβαζα. Αυτό που μου έκανε μεγαλύτερη εντύπωση ήταν ότι η γιαγιά ήθελε να μείνει στο ατελιέ της ό,τι κι αν συνέβαινε, όσο κι αν δυσκόλευε η κατάστασή της.
63
8. Ο Φαέθοντας ανακαλύπτει τις αναμνήσεις της γιαγιάς Την άλλη μέρα ο Φαέθοντας πήγε στο ατελιέ της γιαγιάς την ώρα που κοιμόταν στο δωμάτιό της. Πήγε κατευθείαν πάνω από το μπαούλο. Τόσες φορές είχε έρθει στο ατελιέ, αλλά ποτέ δεν το είχε προσέξει. Τώρα ήταν ακριβώς από πάνω του με τα χέρια απλωμένα, σαν να ήθελε να το αγκαλιάσει. Εκεί μέσα ήταν όλες οι αναμνήσεις της γιαγιάς του. Άνοιξε αργά και προσεχτικά το μπαούλο. Από μέσα ξεχύθηκε μια υπέροχη μυρωδιά γιασεμιού. Πάνω-πάνω ήταν διπλωμένο ένα άσπρο, κάτασπρο, κεντημένο μαντήλι. Το ξεδίπλωσε. Η μυρωδιά έγινε ακόμη εντονότερη. Ένα μπουκέτο γιασεμιά, μαραμένα από τον χρόνο κι ένα μπουκαλάκι άρωμα γιασεμί, μαζί μ’ ένα σημείωμα που έγραφε: -Στην πολύ αγαπημένη μου Ανθία! Στέλλιος
64
Στέλλιος ήταν ο παππούς, που έφυγε πριν από χρόνια από τούτη τη ζωή, πηγαίνοντας σε μια άλλη, εξ ίσου όμορφη, όπως μου είχαν εξηγήσει τότε. Όταν ρώτησα γιατί έφυγε μου απάντησαν ότι πήγε σ’ έναν άλλο τόπο για να συναντήσει τους παλιούς, αγαπημένους του φίλους. Η γιαγιά, λέει, είχε μείνει στο ατελιέ της σαράντα μέρες. Με τραβηγμένες τις κουρτίνες και μόνο με το θαμπό φως μιας λάμπας, που αντιφέγγιζε σ’ έναν καθρέπτη, ζωγράφιζε, ζωγράφιζε… Κι όταν πέρασαν οι μέρες, η γιαγιά άνοιξε διάπλατα όλα τα παράθυρα του σπιτιού της, κατέβηκε στον κήπο έκοψε γιασεμιά, πολλά γιασεμιά και γέμισε τα βάζα της. Μετά έφυγε με την παλιά τρίκυκλη μηχανή της. Η μαμά ανέβηκε στο ατελιέ κι όταν μπήκε μέσα αντίκρισε το ωραιότερο πορτραίτο που είχαν δει ποτέ τα μάτια της. Ο παππούς, ήταν εκεί, στο καβαλέτο, και την κοίταζε μ’ ένα τρυφερό χαμόγελο. Ξαναδίπλωσα το μαντηλάκι και συνέχισα να ψάχνω προσεχτικά. Όλη η ζωή της γιαγιάς μου, μα και η δική μου, των γονιών μου, των θείων μου, των εξαδέλφων μου και πολλών φίλων πέρασε από τα μάτια μου, μέσα από φωτογραφίες και μικρά αναμνηστικά, που από το 65
καθένα κρεμόταν ένα ταμπελάκι με λίγες ή πολλές λέξεις, ανάλογα με την ανάμνηση, όπως ένα σταυρουδάκι με μια φωτογραφία και μια ταμπελίτσα που έγραφε: «Από τη βάφτιση του πολύ αγαπημένου μου Φαέθοντα, του πρώτου παιδιού των παιδιών μου». Πόσες αναμνήσεις περιείχε εκείνο το μπαούλο!!! Θύμηση κι αγάπη αγκαλιασμένες σφιχτά μέσα σ’ αυτά τα μικρά αναμνηστικά. Στιγμές πολύτιμες για όλους μας. Στιγμές που πάντα θα θυμάμαι και θα νοσταλγώ. Πώς χώρεσαν όλες αυτές οι αναμνήσεις σ’ ένα μπαούλο; -Τη γιαγιά να ετοιμάζει το αγαπημένο μου φαγητό κι εγώ γυρίζοντας από το σχολείο και πριν ακόμη μπω στο σπίτι να νιώθω από μακριά τη μυρωδιά, να νιώθω τη γεύση στον ουρανίσκο μου και να ξέρω εκ των προτέρων το φαγητό που με περίμενε. -Να και το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι έτοιμο να υποδεχτεί τα παιδιά και τα εγγόνια της! Στη μέση μέση του τραπεζιού τα ξομπλιασμένα χριστόψωμα, με τον σταυρό στη κέντρο, που είχε φτιάξει η ίδια και μοσχομύριζαν σε όλο το σπίτι.
66
-Ο κήπος με τα λουλούδια και τα λαχανικά, κι ανάμεσά τους η γιαγιά να κόβει και να μυρίζει γιασεμιά κι αγιοκλήματα και βιολέτες, ροδαρές τις έλεγε εκείνη, και μετά να με φωνάζει να τα βάλω στα βάζα. Στη μέση του κήπου η τεράστια καρυδιά και στον πιο γερό της κλώνο κρεμασμένη μια κούνια, υπάρχει ακόμη, φτιαγμένη από τρίχινο σχοινί, που είχε φτιάξει ο παππούς για τα παιδιά του και κράτησε παρέα και σε μας, τα εγγόνια του, ακόμη κι όταν εκείνος δεν υπήρχε πια. Η κούνια που με κοίμιζε τα μεσημέρια του Καλοκαιριού, τότε που όλοι ξεκουράζονταν. -Εγώ στο κρεβάτι μου και η γιαγιά, που ήταν και μεγάλη παραμυθού, να μου διαβάζει κάποιο βιβλίο, αλλά και να μου λέει δικές της ιστορίες από την πραγματική ζωή, ειπωμένες με μεγάλη φαντασία, πολλά βράδια πριν κοιμηθώ. -Να και το ξύλινο αλογάκι στο παιχνιδοδωμάτιο, στο σπίτι της γιαγιάς και όλα τα εγγόνια της να ξεσηκώνουν τον κόσμο με τα παιχνίδια τους. -Ένα χάρτινο φαναράκι και μέσα ξεχασμένο ένα καφέ κεράκι μου θύμισε τη Μεγάλη Παρασκευή. Τότε που πηγαίναμε όλοι στο χωριό και κρατώντας ο καθένας το 67
φαναράκι του, περιφέραμε τον επιτάφιο στους δρόμους ψάλλοντας τα εγκώμια, «Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου Τέκνον…». «Χρόνια πολλά και του χρόνου!!!» ευχόμασταν στους συγχωριανούς, που κρατώντας το θυμιατό περίμεναν υπομονετικά έξω από το σπίτι τους, για να περάσουν κάτω από τον επιτάφιο. Μυρωδιές παντού. Πόσες μυρωδιές!!! Μυρωδιές από λιβάνι, ανακατωμένο με την πασχαλιά, τη βιολέτα και τ’ άλλα λουλούδια, που στόλιζαν τον επιτάφιο ήταν διάχυτες στον ανοιξιάτικο αέρα. Αυτό το φαναράκι μου θύμισε ακόμη τη Μεγάλη Πέμπτη, τότε που όλη η οικογένεια, θείοι, θείες και ξαδέλφια μαζεύονταν στο σπίτι της γιαγιάς στο χωριό, κι εκείνη να βάφει τα αυγά κόκκινα, και να φτιάχνει τις λαμπριάτικες κουλούρες, μια για τον καθένα μας. -Να και η πρώτη μου μπλούζα πλεγμένη από τη γιαγιά. Τις χρωματιστές κλωστές που χρειαζόταν, είχαμε πάει σ’ ένα κατάστημα για να τις διαλέξομε μαζί, ώστε να πάρω τα χρώματα που μου άρεσαν.
68
-Να και τα πρώτα δακτυλιδάκια της μαμάς μου της Μυρτώς και της θείας μου της Κλειώς τυλιγμένα σ’ ένα ροζ μαντηλάκι με λίγα ακόμη γιασεμάκια για παρέα! -Βλέπω και μια φωτογραφία του θείου Νικόλα, από τον στρατό, μαζί με την μεταλλική του ταυτότητα, με το ονοματεπώνυμο, τον στρατιωτικό του αριθμό και την ομάδα αίματός του. Πίσω από τη φωτογραφία μια αφιέρωση: «Στους πολυαγαπημένους μου γονείς και στις αδελφούλες μου! -Να και μια φωτογραφία με τη γιαγιά και τον παππού παρέα με τους φίλους τους, να ξεσηκώνουν τη γειτονιά με τα γέλια τους, τ’ αυγουστιάτικα μυρωδάτα βράδια. -Και μια πολύ παλιά φωτογραφία με τη γιαγιά, τον παππού και τα τρία τους παιδιά όταν ήταν μικρά.
69
9. Το σχέδιο στρατηγικής του Φαέθοντα για να βοηθήσει τη γιαγιά Όλες αυτές οι αναμνήσεις με συγκίνησαν αλλά και με πείσμωσαν. Έπρεπε εγώ, μα και όλη η οικογένεια να βοηθήσομε τη γιαγιά να μην τις χάσει. Θα πολεμούσαμε μαζί τη Λήθη. Άρχισα να καταστρώνω το σχέδιό μου. Θα εφάρμοζα παιχνίδι στρατηγικής για να πολεμήσω τη Λήθη. Το ανακοίνωσα στους γονείς μου. Με κοίταξαν με τρυφερότητα, όπως έκαναν πάντα και μετά κοιτάχτηκαν μεταξύ τους με νόημα. Κατάλαβα ότι πίστευαν ότι δεν είχα κατανοήσει πλήρως την κατάσταση. -Εντάξει, δεν με εμπιστεύεστε. Δεν βλέπετε ότι η γιαγιά σιγά-σιγά απομονώνεται και χάνει την αίσθηση του χρόνου χάνοντας τις αναμνήσεις της; Τι θέλετε να κάνομε; Ν’ αφήσομε τη γιαγιά να προχωρήσει μέχρι το πλήρωμα του χρόνου, χάνοντας το μυαλό της, χωρίς ούτε μια προσπάθεια; Εγώ δεν θα το κάνω αυτό! είπα και βγήκα από το δωμάτιο.
70
Μου ήταν αδύνατον να πιστέψω ότι θα ερχόταν μέρα που η γιαγιά δεν θα με αναγνώριζε, ότι θα της ήμουν παντελώς ξένος. Δεν άντεξα στην ιδέα κι έβαλα για πρώτη φορά τα κλάματα από τότε που διαγνώστηκε η ασθένειά της. Μετά από μερικές ημέρες κι ενώ καθόμουν στο γραφείο μου και διάβαζα, κτύπησε η πόρτα του δωματίου μου. Ήταν οι γονείς μου. Μπήκαν μέσα, κάθισαν στα πόδια του κρεβατιού και με κοίταξαν με απέραντη αγάπη. Πάντα έτσι με κοίταζαν, τώρα όμως ήταν πιο τρυφεροί από άλλες φορές. Ξεκίνησε η μαμά. -Εντάξει Φαέθοντα, μου είπε, θα σ’ ακολουθήσομε σ’ αυτό το παιχνίδι στρατηγικής που θέλεις για τη γιαγιά. Το συζήτησα με τον μπαμπά και τους θείους και συμφωνήσαμε! Εσύ θα βοηθάς εμάς, εμείς εσένα και όλοι μαζί τις αναμνήσεις της γιαγιάς. Αγκαλιαστήκαμε και κλάψαμε αρκετή ώρα μαζί.
71
Την επομένη, γυρίζοντας από το σχολείο άφησα την τσάντα στο δωμάτιό μου κι έτρεξα στο ατελιέ της γιαγιάς. -Δώρο για την καλή μου τη γιαγιά, από το χαρτζιλίκι μου, της φώναξα και αγκαλιάζοντάς την της έδωσα ένα μαγνητοφωνάκι, που κρεμόταν από ένα όμορφο, πορτοκαλί κορδονάκι, το χρώμα που της άρεσε. Της εξήγησα ότι από τώρα και στο εξής όλες τις ιδέες, τις σκέψεις και τις θύμησες, που θα της έρχονταν στο μυαλό ή στην καρδιά, θα έπρεπε να τις λέει στο μαγνητοφωνάκι, για να μην χαθούν ποτέ. Της το πέρασα στον λαιμό λέγοντάς της: -Είναι ο καλύτερός μας φίλος. Δεν θα φοβόμαστε πια τη λήθη. Αφού θα καταγράφονται όλα εδώ, το έργο της θα γίνει πολύ δύσκολο, γιατί οι αναμνήσεις σου θα είναι κάπου αποθηκευμένες. Αρκεί ένα πάτημα κουμπιού για να μπουν μέσα οι αναμνήσεις. Εκείνη περιεργάστηκε με κάθε λεπτομέρεια το μαγνητοφωνάκι και μετά πάτησε το κουμπί κι άρχισε ν’ εξιστορεί την ιστορία της με τον παππού. Πρώτη φορά θα άκουγα πως γνωρίστηκαν ο παππούς με τη γιαγιά.
72
-Ήταν τότε στον σταθμό των τρένων του Μιλάνου. Κόσμος πολύς. Γενική απεργία. Πανιταλική διαδή-λωση στη Ρώμη. Τον είδα από μακριά κι εκείνος εμένα. Μπήκαμε από άλλες πόρτες ο καθένας σ’ αυτό το τρένο, που πήγαινε στη Ρώμη. Καθίσαμε τυχαία ο ένας δίπλα στον άλλον. Συστηθήκαμε… Μέχρι τότε κι εγώ και ο παππούς σου είχαμε γνωρίσει πολλούς ανθρώπους, που όλους τους είχαμε αγαπήσει και μας είχαν αγαπήσει, που όλοι μάς ήταν απαραίτητοι σ’ εκείνη την περίοδο της ζωής μας. Όμως εκείνη τη στιγμή κάτι διαφορετικό συνέβαινε. Μόλις κοιταχτήκαμε καταλάβαμε ότι δεν θα ζούσαμε πια χωριστά, ότι δεν γινόταν να ζούμε χωριστά. Αποκοιμήθηκα μ’ αυτή τη σκέψη, που ήταν σαν όνειρο μέσα στο μυαλό μου. Το τρένο με νανούριζε… ναι, με νανούριζε, όταν άκουσα μια πολύ απαλή φωνή: -Ξύπνα Ανθία, ξύπνα, θα χάσεις το φεγγάρι… είναι τεράστιο… σαν ήλιος! Ο παππούς ήταν ο μόνος που με φώναζε Ανθία! Εδώ η γιαγιά σταμάτησε την αφήγηση και μου είπε:
73
-Βλέπεις Φαέθοντα, είναι τόσο εύκολο στη χρήση του. Να το κάνεις κι εσύ για το διάβασμά σου, είναι καταπληκτικό. Από ’κείνη τη μέρα η γιαγιά πάτησε αρκετές φορές το κουμπί του μαγνητοφώνου, για ν’ αποθηκεύσει τις αναμνήσεις της, όπως είχαμε συμφωνήσει. Κι αν δεν το θυμόταν εκείνη να το κάνει, της το υπενθύμιζα εγώ. Μεγαλώνοντας, ανέλαβα να δίνω στη γιαγιά Ευανθία τα φάρμακά της. Ένα το πρωί, μ’ ένα φιλί πριν φύγω για το σχολείο κι ένα το βράδυ πριν πάμε για ύπνο, πάντα με μια αγκαλιά κι ένα ακόμη φιλί. Όμως αυτά δεν αρκούσαν. Η γιαγιά έπρεπε να βγει από την απομόνωσή της, τους φόβους, το άγχος, τις ανησυχίες που τις προξενούσε η Λήθη. Η γιαγιά γινόταν λίγο-λίγο κάθε μέρα παιδί, χωρίς αναμνήσεις. Έπρεπε να της τα μαθαίνομε όλα από την αρχή, όπως έκανε εκείνη στα παιδιά της και στα εγγόνια της. Όταν γεννήθηκα ήταν εκείνη, εκτός από τη μαμά μου, που έσφιξε το δακτυλάκι μου και κοιτάζοντάς με στα μάτια μου είπε: 74
«Σ’ αγαπώ μικρούλι μου! Θα μάθομε, θα δούμε και θ’ ακούσομε πολλά μαζί…». Γι’ αυτό, λοιπόν, το παιχνίδι της στρατηγικής για τη γιαγιά έπρεπε να γίνει πιο έντονο και πιο μαχητικό. Έτσι άρχισα να καταγράφω σ’ ένα μπλοκάκι όλες τις ασχολίες που είχε η γιαγιά, πριν την επισκεφθεί η Λήθη. Πότε έβγαινε για βόλτα, πότε για σινεμά ή θέατρο, πότε και σε ποιους τηλεφωνούσε, ποιο ήταν το αγαπημένο της φαγητό, ποτό, παιχνίδι. Ποιο βιβλίο, ποιο τραγούδι της άρεσαν περισσότερο. Πότε της άρεσε ν’ ακούει μουσική και πότε διάβαζε. Ποια από τις αναμνήσεις της ήταν η πιο αγαπημένη της. Σε πιο μέρος του σπιτιού καθόταν για να πιει τον καφέ, τον οποίο κυριολεκτικά λάτρευε. Πότε μαγείρευε κάτι ιδιαίτερο για τους αγαπημένους της, πότε πότιζε τα λουλούδια της, πότε τα σκάλιζε, τα κλάδευε, πότε ζωγράφιζε. Επίσης, η γιαγιά πάντα έπαιρνε μέρος στις συζητήσεις που με αφορούσαν. Αυτό έπρεπε να συνεχιστεί οπωσδήποτε, γιατί έτσι θα ενισχυόταν η αυτοπεποίθηση και το αίσθημα ασφάλειάς της. 75
Με τη ζωγραφική βέβαια τα πράγματα ήταν πιο δύσκολα, γιατί η γιαγιά Ευανθία ζωγράφιζε τις πιο απίθανες ώρες της ημέρας και της νύχτας. Ό,τι κι αν έκανε το άφηνε στη μέση μόλις της ερχόταν η ιδέα, και πήγαινε στο ατελιέ της για να ζωγραφίσει. Καθόταν μπροστά στο τελάρο της κοιτάζοντας για λίγο το άσπρο πανί πριν ξεκινήσει. Ένιωθες τα συναισθήματα που την κατέκλυζαν, την ενέργεια που διαπερνούσε την ψυχή της. Επίσης μια φορά την εβδομάδα, η γιαγιά, πριν την επισκεφθεί η Λήθη, καλούσε παιδιά στο σπίτι της και χωρίς αμοιβή τους έδειχνε πώς να ζωγραφίζουν τις εμπειρίες και τα συναισθήματά τους. Γι’ αυτό συμπεριέλαβα στον κατάλογό μου κι αυτήν τη συνήθειά της. Όταν τελείωσα τον κατάλογο με τα πράγματα που έκανε η γιαγιά πριν τη Λήθη, έβαλα μπρος το σχέδιό μου, φτιάχνοντας ένα εβδομαδιαίο πρόγραμμα για τις δραστηριότητές της, το οποίο συζήτησα με τους γονείς μου, που ήταν απόλυτα σύμφωνοι.
76
77
10. Οι δραστηριότητες που βοηθούσαν τη μνήμη της γιαγιάς και πολεμούσαν τη Λήθη Οι φίλοι μου στο ατελιέ της γιαγιάς Μια συγκεκριμένη μέρα την εβδομάδα έφερνα στο ατελιέ της γιαγιάς τρεις φίλους μου κι εκείνη τους έδειχνε πως να ζωγραφίζουν. Κάθε φορά τα πράγματα γίνονταν από την αρχή. Έπρεπε να εξηγώ στη γιαγιά τι έκανε πριν τη Λήθη και τι έπρεπε να κάνει τώρα. Εκείνη έπαιρνε το ρόλο της πολύ σοβαρά. Καθόταν στο καβαλέτο της και εμείς στα δικά μας. Ήρεμη, αλλά με φωνή γεμάτη πάθος, μας εξηγούσε πολλά πράγματα για τη ζωγραφική. Ίσως ήταν οι καλύτερες στιγμές των τελευταίων χρόνων μαζί της. Τα μάτια της έλαμπαν, το σώμα της έπαιρνε μια νεανική στάση μπροστά στον καμβά, τα χέρια της -αυτά τα χέρια που έμεναν ώρες ατελείωτες 78
σταυρωμένα- τώρα πετούσαν, λες κι είχαν φτερά. Οι στιγμές της λήθης ήταν οι λιγότερες απ’ οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα κάναμε μαζί. Το σπίτι γέμιζε γέλια, οι φίλοι μου ενθουσιάζονταν μαζί της κι αυτό της πρόσφερε μια απέραντη χαρά. Όταν οι φίλοι μου έφευγαν, έλεγα στη γιαγιά Ευανθία να καταγράψομε αμέσως στο μαγνητο- φωνάκι ό,τι έγινε σήμερα για να μην το ξεχάσομε. Και η γιαγιά πατούσε το κουμπί κι άρχιζε να αφηγείται τις αναμνήσεις της αποθηκεύοντάς τις. Το ίδιο γινόταν για κάθε δραστηριότητα που κάναμε με τη γιαγιά.
79
Η γιαγιά στον κήπο Ένα απόγευμα της εβδομάδας, η γιαγιά έπρεπε να έρθει στον κήπο για να μας «βοηθήσει» στις διάφορες εργασίες. Πήγαινα στο ατελιέ και την έβλεπα καθισμένη στη συνηθισμένη της θέση, στην αριστερή άκρη του μικρού, διθέσιου, αγαπημένου της καναπέ. Την παρότρυνα λέγοντάς της: -Γιαγιά, είμαστε στον κήπο και κλαδεύομε τα λουλούδια, όμως το αγιόκλημα που είναι στον νότιο τοίχο είναι τεράστιο και φοβάμαι ότι θα το παρακλαδέψομε. Θα ’ρθεις να μας βοηθήσεις; -Να κάνομε τι καλέ μου; Εγώ δεν θυμάμαι πώς κλαδεύουν, έλεγε η γιαγιά Ευανθία. -Έλα και θα θυμηθείς, της έλεγα και παίρνοντάς την αγκαζέ κατεβαίναμε στον κήπο. Της είχαμε ετοιμάσει το αγαπημένο της μέρος. Η καρέκλα με τα μαξιλαράκια στα γήινα χρώματα, το τραπεζάκι με το ψηφιδωτό που είχε φτιάξει η ίδια, ένα μπουκέτο γιασεμιά -πόσο της άρεσαν τα γιασεμιά- και το καφεδάκι με ένα ποτήρι δροσερό νερό, ήταν εκεί και την περίμεναν! 80
-Πού με πας Φαέθοντα, πού με πας; Θέλω να ξαπλώσω! -Έλα γιαγιάκα, σου έχω έκπληξη! Θα πιείς καφεδάκι; -Καφεδάκι; Τότε πάμε, έλεγε και τα μάτια της άστραφταν. Πηγαίναμε στον κήπο κι η γιαγιά καθόταν στο αγαπημένο της μέρος και πίνοντας το καφεδάκι της παρακολουθούσε την κόρη της, που καθάριζε τα λουλούδια από τα ξερά φύλλα, κι εμένα που προσπαθούσα να κλαδέψω το αγιόκλημα του νότιου τοίχου. Όταν τέλειωνε το καφεδάκι της σηκωνόταν κι ερχόταν κοντά μου. -Αυτό το κλαδί να το κόψεις Φαέθοντα, για να πάρει δύναμη το φυτό, μου έλεγε, και κόβοντας μερικά ανθάκια από το αγιόκλημα τα μύριζε κι άρχιζε να πηγαίνει από λουλούδι σε λουλούδι, κόβοντας κι εκείνη τα ξερά και μαραμένα φύλλα. Επίσης μ’ ένα μικρό σκαλιδάκι σκάλιζε το χώμα για ν’ αεριστεί, όπως μου έλεγε, το φυτό. Η γιαγιά μου εκτός από καλή ζωγράφος, ήταν και πολύ καλή κηπουρός.
81
Η προσπάθεια ήταν μεγάλη, καθημερινή! Η γιαγιά όλο και ξεχνούσε πιο πολύ. Ξεχνούσε να κτενιστεί, να ντυθεί, κυκλοφορούσε με το νυχτικό της, πολλές φορές μάλιστα έχανε τον δρόμο για την τουαλέτα κι αυτό ήταν που την ενοχλούσε πιο πολύ απ’ όλα. Κινούσε να πάει αλλά αναρωτιόταν: - Πού θα πάω τώρα; Πολλές πόρτες… Την έπιανα από το χέρι λέγοντάς της: -Έλα γιαγιά, από ’δω είναι η τουαλέτα, έλα να σου δείξω τον δρόμο για να πας. Θα σου βάλω και βελάκια και ονόματα στις πόρτες, για να θυμάσαι τι είναι το κάθε δωμάτιο.
82
Θα μαγειρέψομε, θα διαβάσομε, θα πάμε βόλτα, θα παίξομε… Κανείς από την οικογένεια δεν ξαναχρησιμοποίησε ενικό μπροστά στη γιαγιά. Μέχρι τότε η μαμά αλλά και τα αδέλφια της έλεγαν: -Θα κάνω αυτό, θα κάνω εκείνο, θα κάνω το άλλο… Από τότε που η Λήθη επισκέφθηκε τη γιαγιά, η μαμά αλλά και όποιος άλλος από εμάς απευθυνόταν σ’ αυτήν έλεγε: -Θα μαγειρέψομε, θα διαβάσομε, θα πάμε βόλτα, θα παίξομε… και δίναμε στη γιαγιά να κάνει δουλειές για να μην ξεχάσει όσα ήξερε. Η μαμά ήθελε να συμμετέχει ενεργά η γιαγιά στο μαγείρεμα, για να κινούνται τα χέρια της σε κάτι που ήθελε προσοχή για να γίνει. Ήθελε επίσης να νιώθει και τις μυρωδιές των υλικών, που τόσο καλά ήξερε πριν τη Λήθη. Γι’ αυτό τις έδινε να μυρίσει την κανέλα, που τόσο της άρεσε να βάζει στο τσάι της, τη ρίγανη που έβαζε στα πεντανόστιμα κεφτεδάκια που έφτιαχνε, το ροσμαρί με το οποίο 83
τηγάνιζε το ψάρι, το θυμάρι που χρησιμοποιούσε για να μαρινάρει τα ψάρια πριν τα βάλει στον φούρνο, τον δυόσμο που μπόλικο έβαζε στα καταπληκτικά ντολμαδάκια της. Ήταν πολύ σημαντικό για τη γιαγιά να νιώθει ότι είναι χρήσιμη για τους άλλους, όπως τότε… τις Κυριακές, που το σπίτι γέμιζε με υπέροχες μυρωδιές από τα κάθε λογής φαγητά, που έφτιαχνε για τον καθένα μας ξεχωριστά. Εμείς τα παιδιά, τις δίναμε τις παραγγελίες μας από την προηγούμενη. Ο ένας ήθελε παστίτσιο, ο άλλος ντολμαδάκια, ο άλλος τυρόπιτα, γλυκό με αμύγδαλα και μέλι… ωραίες γεύσεις, όμορφες μυρωδιές… έχουν μείνει χαραγμένες στο μυαλό μου…
84
Βάφομε κόκκινα τα αυγά μαζί με τη γιαγιά Πολλές από τις δραστηριότητες του σπιτιού έπαιρναν οικογενειακό χαραχτήρα, για να συμμετέχει και η γιαγιά. Όπως το βάψιμο των αυγών. Είχε έρθει το Πάσχα! Είχε έρθει η Άνοιξη, η εποχή που λάτρευε για τα χρώματα και τις μυρωδιές της. Η γιαγιά έπρεπε οπωσδήποτε να συμμετέχει στις προετοιμασίες, όπως έκανε παλιά. Θα μαζευόμασταν στο σπίτι της, θείοι, θείες και ξαδέλφια. Πήγα στο ατελιέ της, πρωί της Μεγάλης Πέμπτης. -Εσύ θα μας βάψεις πάλι φέτος τ’ αυγά, γιατί μόνο εσύ τα βάφεις τόσο όμορφα!!! Ε γιαγιά, τι λες, θα τα καταφέρομε; -Θα προσπαθήσομε παιδί μου…. θα προσπαθήσομε… αλλά πώς τα βάφουν; Είχε ξεχάσει πως βάφουν τ’ αυγά, είχε ξεχάσει το Πάσχα. Είχε ξεχάσει την Άνοιξη. Όμως εμείς δεν απογοητευτήκαμε. Ετοιμάσαμε τη βαφή και καθίσαμε όλοι στο τραπέζι. 85
-Θα κάνομε όλοι ό,τι κάνει η μαμά της είπα. Στην αρχή ήταν φοβισμένη, αμήχανη. Σιγά, σιγά όμως άρχισε να συμμετέχει με τις δικές της δυνάμεις, όσο της επέτρεπαν η Λήθη και τα χρόνια. Όλα ήταν όμορφα, τα γέλια και τα αστεία γέμισαν το σπίτι και τις καρδιές όλων μας! Μάλιστα, η γιαγιά ζήτησε κάποια στιγμή ένα γιασεμάκι και μια νάιλον κάλτσα. Πήρε το γιασεμάκι και αφού το μύρισε το έβαλε προσεχτικά πάνω στο αυγό, μετά με ακόμη μεγαλύτερη προσοχή το τύλιξε με τη νάιλον κάλτσα και είπε: -Έτσι τα κάναμε εμείς παλιά τα αυγά! Η γιαγιά μπορούσε λοιπόν να θυμηθεί παλιά γεγονότα από τη ζωή της, αρκεί να είχε ένα ερέθισμα!
86
Σκακιστικοί αγώνες με τη γιαγιά και τους φίλους της Σκέφτηκα ότι το σκάκι ήταν μια καλή ιδέα για να ανασύρει η γιαγιά από το μυαλό της παλιές αναμνήσεις. Εξάλλου, ήταν το παιχνίδι που της άρεσε πιο πολύ απ’ όλα, γιατί λέει «ακόνιζε» το μυαλό. Η γιαγιά έμαθε εμένα και τ’ άλλα της εγγόνια, τα ξαδέλφια μου, αλλά και πολλούς φίλους μας να παίζομε σκάκι. Η γιαγιά μάς πήγαινε και στους σκακιστικούς αγώνες. Σαν να την ακούω ακόμη να μας λέει λίγο πριν τον αγώνα: -Το σκάκι βασίζεται αποκλειστικά στην τακτική και στην στρατηγική των παικτών. Στόχος σας θα είναι να αιχμαλωτίσετε τον βασιλιά του αντιπάλου. Γι’ αυτό θα πρέπει να καταστρώσετε ένα στρατηγικό σχέδιο. Αν χρειαστεί θα πρέπει ν’ αλλάξετε και τακτική. Το πιο σημαντικό στο παιγνίδι δεν είναι η νίκη, αλλά το πώς παίζει κάποιος. Δεν μας ενδιαφέρει η νίκη, αλλά η χαρά του παιχνιδιού. Εξάλλου παιδιά, είναι ένα παιγνίδι όπου ο κάθε παίκτης δοκιμάζει τις πνευματικές του δυνάμεις και αυξάνει τη δύναμη του μυαλού του, την αυτοσυγκέντρωσή του και τη μνήμη του. 87
Ρωτήσαμε λοιπόν τέσσερις φίλους της γιαγιάς Ευανθίας, με τους οποίους έπαιζε σκάκι πριν την επισκεφθεί η Λήθη, αν ήθελαν να έρχονται μια φορά την εβδομάδα, συνήθως Σάββατο απόγευμα, για να παίζομε. Η χαρά τους ήταν μεγάλη. Θα ξανάβρισκαν τον συμπαίκτη τους, θα ξανάβρισκαν τη φίλη τους. Από το πρωί του Σαββάτου άρχιζα να προετοιμάζω τη γιαγιά Ευανθία για την επίσκεψη των φίλων της. -Θα έρθουν γιαγιά οι φίλοι σου για να παίξομε σκάκι, της έλεγα και περίμενα την αντίδρασή της. Όμως η γιαγιά έμενε αδιάφορη και απαθής σαν να μην είχε ακούσει. -Τι φαγητό θέλεις να τους ετοιμάσομε; Θυμάσαι; Τους άρεσε πολύ το παστίτσιο σου και το τυρόψωμο με το γάλα και τα τυριά. Έλα γιαγιάκα, έλα να μας βοηθήσεις, εσύ ξέρεις καλύτερα απ’ όλους. Η γιαγιά όμως είχε στυλωμένο το βλέμμα στο κενό και δεν καταλάβαινε τι της έλεγα. Τότε εφάρμοζα τη θεωρία του Αριστοτέλη, «νοείν ουκ έστιν άνευ φαντάσματος» 88
δηλαδή «δεν υπάρχει σκέψη χωρίς εικόνα». Πήγαινα στο μπαούλο των αναμνήσεων κι έπαιρνα τις φωτογραφίες που είχε με τους φίλους της. Σε γιορτές, σε βαφτίσια, σε γάμους, σε παιχνίδια σκακιού, σε οικογενειακές συναντήσεις, σε γεύματα ή δείπνα σε ταβερνούλες ή στο σπίτι, σε πανηγύρια. Τις τοποθετούσα στο τραπεζάκι που είχε μπροστά της και τις της έδειχνα μία-μία, λέγοντας καθαρά τα ονόματα των φίλων και το μέρος όπου είχε τραβηχτεί η κάθε φωτογραφία. Η γιαγιά στην αρχή έδειχνε απάθεια και αδιαφορία αλλά σιγά-σιγά άρχιζε να μου μιλά για τα πρόσωπα που έβλεπε. -Ααα! η Βάσω στα βαφτίσια του εγγονού της, κι ο Νικόλας στο πανηγύρι της Παναγίας, εδώ είμαστε με την Εύα εκδρομή, εδώ πίνομε καφεδάκι με τον Σωτήρη. Βλέπεις αυτό το καφενεδάκι; Νομίζω ότι δεν υπάρχει πια. Το κατεδάφισαν, λέει, μαζί με άλλα μικρά κτήρια για να φτιάξουν μια πολυκατοικία στη μέση-μέση της πόλης. Α! κι εδώ, βλέπεις εδώ τη μεγάλη παρέα; Εδώ είμαι εγώ, ο παππούς σου και ο φίλος μας ο Μιχάλης στο χωριό της Ανθούλας, τη μέρα που έβγαζε τη ρακή της. Τι όμορφα που περάσαμε τότε! μου έλεγε τώρα με ενθουσιασμό.
89
-Όλοι αυτοί οι φίλοι σου θα έρθουν εδώ το απόγευμα για να παίξομε σκάκι, που τόσο σ’ αρέσει και μ’ έμαθες κι εμένα! Γι’ αυτό πρέπει να ετοιμάσομε ένα όμορφο δείπνο για να τους υποδεχτούμε, ε γιαγιά; της έλεγα χαϊδεύοντας τα χέρια της. Η γιαγιά με κοίταζε ερευνητικά και μου έλεγε: -Και ποιος θα πάει στην αγορά για τα ψώνια; Χρειαζόμαστε αρκετά πράγματα. Εκείνη τη στιγμή ένιωθα πολύ ευτυχισμένος γιατί η γιαγιά μου είχε θυμηθεί… Μου θύμιζε τη γιαγιά πριν τη Λήθη. -Μην ανησυχείς γιαγιά, της έλεγα, όλα είναι έτοιμα. Πάμε στην κουζίνα να βοηθήσομε τη μαμά, τον μπαμπά, τον θείο και τη θεία στο μαγείρεμα! Είχε ξεχάσει πως είχαν έρθει όλοι, εδώ και ώρα για να ετοιμάσομε και για να παίξομε σκάκι και ρωτούσε έκπληκτη:
90
-Γιατί, εδώ είναι ο Νικόλας μου και η Κλειώ μου; Ήρθαν; Πότε ήρθαν; Γιατί δεν μου μίλησαν; Και σηκωνόταν γρήγορα-γρήγορα χαλαρή και χαρούμενη, για να πάει στην κουζίνα να δει τα παιδιά της και να τα βοηθήσει να μαγειρέψουν. Τα μάγουλά της κοκκίνιζαν, τα μάτια της έλαμπαν, το σώμα της τεντωνόταν και ίσιωνε, ολόκληρη η γιαγιά φαινόταν πιο νέα! Το τυρόψωμο, που τόσο της άρεσε να φτιάχνει παλιά, σχεδόν το έφτιαχνε μόνη της με μια μικρή βοήθεια από μας. Την καθορισμένη ώρα ένας-ένας οι φίλοι της ανέβαιναν στο σπίτι της, με αρκετά χρόνια στην πλάτη τους, αλλά με όλες τις αναμνήσεις τους ακόμη. Ένανέναν τον συστήναμε στη γιαγιά, η οποία δεν τους θυμόταν μεν καθόλου, αλλά ήταν πανευτυχής που τους έβλεπε. Περίμενε βλέπετε επισκέψεις, αλλά ποιοι ήταν οι επισκέπτες της δεν μπορούσε να θυμηθεί! -Γιαγιά, από ’δω ο φίλος σου ο Μιχάλης, ο Σωτήρης, ο Νίκος, η Βάσω, η Μαρία, η Εύα, η Ανθούλα.
91
Ήταν συγκινητικό να τους βλέπεις να την αγκαλιάζουν, να τη χαϊδεύουν, να τη φιλούν. Με τη φίλη της την Εύα, μάλιστα, η γιαγιά μου παλιά, πριν τη Λήθη, έκαναν κάτι πολύ πρωτότυπο και πρωτοποριακό για τα χρόνια εκείνα. Ζωγράφιζαν μαζί διάφορους πίνακες. Μάλιστα ο πίνακας για την αγάπη της ψυχής -έτσι τον είχαν ονομάσει- είναι ένας από τους καλύτερους και της γιαγιάς μου και της φίλης της, της Εύας.
92
Ο πίνακας «αγάπη της ψυχής» Ο πίνακας αυτός είναι τεράστιος. Βρίσκεται στην αίθουσα ανάγνωσης της Δημοτικής μας Βιβλιοθήκης. Πιάνει έναν ολόκληρο τοίχο, από τη μια μεριά στην άλλη και από το ταβάνι μέχρι το πάτωμα. Πόση εντύπωση μου έκανε εκείνος ο πίνακας όταν τον πρωτοείδα, παιδί ακόμη. Μοιάζει ολόκληρος σαν ένας κύκλος, με τα άκρα του να είναι θολά. Στο πρώτο τέταρτο του νοητού κύκλου είναι ζωγραφισμένη μια γυναίκα, που κρατά στα χέρια της μια διάφανη μπάλα, γεμάτη με νερό ακουμπισμένη πάνω στην κοιλιά της. Στο άλλο τέταρτο και δεξιά της πρώτης, μια άλλη γυναίκα κρατά ένα μωρό στην αγκαλιά της. Πίσω ακριβώς από την πρώτη, στο τρίτο τέταρτο του κύκλου, μια τρίτη γυναίκα βυζαίνει ένα μωρό. Η γιαγιά και η Εύα έλεγαν ότι το γάλα είναι συμβολικό και δεν έχει σχέση μόνο με την σωματική ανάπτυξη του ανθρώπου, αλλά και με την πνευματική του.
93
Τέλος, αριστερά της πρώτης γυναίκας, στο τελευταίο τέταρτο, μια άλλη έχει γύρω της παιδιά κι είναι λες και συνομιλούν μεταξύ τους. Μου άρεσε πολύ αυτή η εικόνα γιατί είχε μια γαλήνη και μιαν ελπίδα, που φώτιζε τα πρόσωπά τους. Και οι τέσσερις είναι καθισμένες πάνω σ’ ένα εκτυφλωτικό φως. Η μορφή και των τεσσάρων γυναικών είναι πολύ καθαρή, ήρεμη κι έχουν όλες ένα λεπτό και απαλό χαμόγελο στα χείλη τους. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου τους θυμίζουν αρχαία ελληνικά αγάλματα. Κοιτάζοντας τις τέσσερις αυτές γυναίκες σου δίνουν την εντύπωση ότι ανασαίνουν. Δίπλα από κάθε γυναίκα, ξεκινώντας από την πρώτη, είναι γραμμένα γράμματα που λες και χορεύουν, λες και τα παίρνει ο άνεμος. Πόσες φορές έχω διαβάσει εκείνα τα γράμματα! Η πρώτη είναι η κυοφορούσα, μάλλον συμβολίζει το ξεκίνημα της ζωής, η δεύτερη η βρεφοκρατούσα,
94
η τρίτη η γαλακτοτροφούσα, εκείνη δηλαδή που βοηθά τη ζωή να μεγαλώσει, η τέταρτη γυναίκα είναι η συνομιλούσα. Πίσω από τον κύκλο προς τα πάνω, λίγο λοξά και προς τα δεξιά, φεύγουν σαν ν’ αποχαιρετούν, αέρινες, γαλήνιες μορφές μέσα σε θολά χρώματα του δειλινού. Οι γραμμές τους είναι ελεύθερες λες και θέλουν να βγουν από τον πίνακα, λες και δεν τις χωρά ο τόπος.
95
96
Το παιχνίδι αρχίζει… Αφού έφτασαν όλοι οι φίλοι της γιαγιάς Ευανθίας, κι αφού ήπιαν το απογευματινό καφεδάκι τους, ξεκινήσαμε την πρώτη παρτίδα με την απαραίτητη χειραψία. Το παιχνίδι βέβαια ήταν ομαδικό αλλά αυτό δεν είχε καμιά σημασία. Από τη μια μεριά της σκακιέρας εγώ και τα δυο μου ξαδέλφια με τους μισούς της φίλους και από την άλλη η γιαγιά με τον ξάδελφό μου και τους υπόλοιπους. Σημασία είχε η συμμετοχή της γιαγιάς και η διασκέδαση όλων μας. Ήταν ένα θέαμα καταπληκτικό να βλέπεις όλους αυτούς τους ανθρώπους να παίζουν με τέτοιο κέφι σαν να ήταν έφηβοι. Ακόμη και η γιαγιά έπαιζε σχεδόν καλά. Άλογα, πύργοι, βασιλιάδες, βασίλισσες, αξιωματικοί, στρατιώτες, όλοι μπλέκονταν σ’ ένα απίθανο γαϊτανάκι γέλιου, χαράς και ανεμελιάς. Στο τέλος η γιαγιά με τη φίλη της την Εύα σκίτσαραν τα πορτραίτα τους και τα σχόλια έδιναν κι έπαιρναν. Στον έναν δεν άρεσε η μύτη, στον άλλον τα μάτια ήταν πολύ γουρλωτά ή το στόμα ήταν πολύ παχύ και τα 97
ζυγωματικά ήταν εξογκωμένα. Αφού τέλειωνε και το σκιτσάρισμα των πορτραίτων, καθόμασταν όλοι να φάμε. Εκείνες οι στιγμές θα μου μείνουν αξέχαστες, φαίνονταν όλα τόσο, μα τόσο φυσιολογικά. Αργά το βράδυ ένας, ένας οι φίλοι έφευγαν, ανανεώνοντας το ραντεβού για το επόμενο Σάββατο. Όταν είχε φύγει και ο τελευταίος μας επισκέπτης, η γιαγιά είπε: -Όμορφα ήταν απόψε! Γελάσαμε… παίξαμε… φάγαμε… Μα ποιοι ήταν όλοι αυτοί; Μας έπιαναν τα γέλια και μαζί μας γελούσε και η γιαγιά πανευτυχισμένη.
98
Ο Ραταπλάν και το τάισμα των σκυλιών και των γατιών της γειτονιάς Ήθελα να σας πω ακόμη ότι η γιαγιά μου, πριν την επισκεφθεί η Λήθη, σχεδόν κάθε μέρα έβγαινε στον δρόμο για να ταΐσει τ’ αδέσποτα ζώα της γειτονιάς. Κρατώντας νερό και φαγητό τα φώναζε ένα-ένα με τ’ όνομά του. Τους είχαμε δώσει ονόματα, Αρκάς, Δίας, Μίκυ, Στέλιος, Μίνη… Τα ζώα μόλις την έβλεπαν έτρεχαν κουνώντας τις ουρές τους, και κάνοντας κύκλους γύρω της μπερδεύονταν στα πόδια της. Μόλις τέλειωναν οι χαρές και οι αγάπες η γιαγιά έδινε μια εντολή: «Όλοι κάτω». Και τότε γατιά και σκυλιά καθόντουσαν στα πισινά τους πόδια και περίμεναν. Η γιαγιά έβαζε το νερό σ’ ένα μεγάλο μπολ και το φαγητό σε αρκετά χρωματιστά μπολάκια, που είχε μόνιμα έξω από την αυλόπορτα του σπιτιού. Μόλις τελείωνε το σερβίρισμα του φαγητού τούς έλεγε γλυκά: «Εντάξει!!!», και τα γατιά και τα σκυλιά έπεφταν πάνω του σαν λιμασμένα.
99
Μια μέρα κατέφθασε στη γειτονιά ένα μικρόσωμο σκυλί, στενόμακρο σαν λουκάνικο, μαύρο, με μπαλώματα άσπρα στο σώμα του, κρατώντας στο στόμα του ένα ζακετάκι κόκκινο με άσπρο γιακά και φερμουάρ. -Ο Ραταπλάν, αυτός θα είναι ο Ραταπλάν, είπα στη γιαγιά μόλις το είδα κι εκείνη συμφώνησε μαζί μου. Δεν μας πλησίασε αμέσως, αλλά για αρκετές μέρες πήγαινε πάνω-κάτω, πέρα-δώθε με το ζακετάκι του στο στόμα και μας παρακολουθούσε από μακριά. Όταν σταματούσε το πήγαιν’ έλα, έβαζε το ζακετάκι στην άκρηάκρη του τοίχου και ξάπλωνε επάνω. Η γιαγιά έλεγε ότι μάλλον τον είχαν εγκαταλείψει ή είχε χαθεί και δεν ήξερε να γυρίσει στο σπίτι του. Όταν τ’ άλλα ζώα τέλειωναν το φαγητό τους κι απομακρύ- νονταν, πλησίαζε κι έτρωγε ό,τι είχε απομείνει. Τις περισσότερες φορές δεν είχε μείνει τίποτα, γι’ αυτό η γιαγιά γέμιζε ένα μπολάκι με φαγητό και μου το έδινε να του το πάω, για να μην μείνει νηστικός, όπως μου έλεγε. Μια μέρα, τελείως ξαφνικά, ο Ραταπλάν κρατώντας σφικτά το ζακετάκι στο στόμα του, πέρασε την αυλόπορτα του σπιτιού κι ανέβηκε στο σπίτι της γιαγιάς. 100
Από τότε δεν ξανάφυγε. Έμεινε μαζί της και δέθηκαν με μια μεγάλη φιλία. Τα χάδια και οι αγκαλιές έδιναν κι έπαιρναν. Ο Ραταπλάν, όταν η γιαγιά εργαζόταν, καθόταν κι εκείνος δίπλα της και τεντώνοντας τα μπροστινά πόδια τ’ ακουμπούσε πολύ απαλά στην άκρηάκρη των γονάτων της, προσέχοντας να μην την ενοχλεί. Έμενε έτσι για ώρα παρακολουθώντας την μέχρι να τελειώσει. Θυμάμαι τι έγινε όταν η γιαγιά αποφάσισε να ζωγραφίσει τον Ραταπλάν. Ατέλειωτες ώρες καθόταν δίπλα της, τεντωμένος και καθισμένος στα πισινά του πόδια, κοιτάζοντάς την στα μάτια. Όταν η γιαγιά τέλειωσε το πορτραίτο του καλού μας Ραταπλάν αυτός έμεινε έκπληκτος. Στήθηκε με τις ώρες μπροστά από το καβαλέτο γαυγίζοντας κι αφού κουράστηκε άρχισε να φέρνει βόλτες γύρω από τη γιαγιά τραβώντας την από το μανίκι. Μάλλον ζήλευε… έβλεπε έναν ακόμη σκύλο στη ζωή της γιαγιάς.
101
Βοήθεια από τον Ραταπλάν Όταν ήρθε η μεγάλη Λήθη, η γιαγιά μαζί μ’ όλα τ’ άλλα ξέχασε και τα ζώα που τάιζε έξω από το σπίτι της, ξέχασε και τον Ραταπλάν. Εκείνος όμως δεν την ξέχασε, δεν έφυγε ποτέ από κοντά της κι όχι μόνο δεν έφυγε αλλά την ακολουθούσε παντού. Πολλές φορές, η γιαγιά σηκωνόταν από τον καναπέ για να πάει να ξαπλώσει, αλλά δυσκολευόταν να βρει τον δρόμο. Ο Ραταπλάν που ίσως το καταλάβαινε την τραβούσε απαλά από την άκρη του φουστανιού της και πηγαίνοντας μπροστά την οδηγούσε στο δωμάτιό της. Είχε γίνει ο φύλακας άγγελός της. Όταν η γιαγιά έμενε πολύ ώρα ακίνητη ο Ραταπλάν σηκωνόταν από τα πόδια της και με τη μουσούδα του τη σκουντούσε, ώστε να σηκωθεί και να περπατήσει. Μερικές φορές ήταν τόσο επίμονος στο σκούντημα και στο πήγαιν’ έλα στην πόρτα, που η γιαγιά αναγκαζόταν να σηκωθεί και να βγει μαζί του στον κήπο. -Καλό σκυλάκι, από που ήρθες εσύ; Είσαι μόνος σου; Πως σε λένε; Θέλεις βόλτα ε; Έλα πάμε, πάμε μια βόλτα, 102
του έλεγε κι άνοιγε την πόρτα για να κατέβουν στον κήπο. Έτσι, γιαγιά και σκύλος είχαν γίνει ένα αχώριστο ζευγάρι αγαπώντας ο ένας τον άλλον.
103
Παιχνίδια με τη γιαγιά την Κυριακή Τις Κυριακές τα μεσημέρια συνηθίζαμε να συναντιόμαστε με τα ξαδέλφια μου για να παίξομε. Στο σπίτι της γιαγιάς υπήρχε το παιχνιδοδωμάτιο μας με τέσσερα κρεβάτια, ένα για τον καθένα μας, τοποθετημένα γύρω-γύρω στον τοίχο, για να έχομε χώρο να παίζομε. Πόσα παιχνίδια κάναμε σ’ αυτό το δωμάτιο όταν ήμασταν μικροί. Το καλύτερο παιχνίδι μας ήταν ο μαξιλαροπόλεμος, τον οποίο παίζαμε ακόμη κι όταν μεγαλώσαμε αρκετά. Όταν έβρεχε και δεν μπορούσαμε να βγούμε έξω, την τιμητική τους είχαν βέβαια τα επιτραπέζια παιχνίδια και οι ιστορίες που μας έλεγε η γιαγιά. Αλλά εκείνο που της άρεσε πολύ να κάνει μαζί μας ήταν να μας βάζει θέματα για να τα ζωγραφίσομε. Μας είχε δείξει όλες τις τεχνικές, μας είχε μιλήσει για όλη την ιστορία της τέχνης της. Όταν η Λήθη επισκέφθηκε τη γιαγιά, τις Κυριακές που έρχονταν τα ξαδέλφια μου στο σπίτι με τους γονείς τους, μετά την κουβέντα που κάναμε για θέματα της ηλικίας μας, στρωνόμασταν όλοι μαζί για να παίξομε πάλι τα
104
παλιά μας παιχνίδια, μόνο που τώρα βάζαμε κάθε φορά και τη γιαγιά στο παιχνίδι. Φτιάχναμε κάρτες μνήμης συνήθως οκτώ ή δώδεκα για να μπορεί να τις βρει εύκολα η γιαγιά. Ζωγραφίζαμε πάνω απλά πράγματα, όπως ένα δέντρο, ένα λουλούδι, ένα σκυλί, μια γάτα… Τις στρώναμε στο τραπέζι και λέγαμε στη γιαγιά: -Έλα γιαγιά, κοίταξε τις καλά, γιατί θα τις γυρίσομε ανάποδα και μετά πρέπει να βρούμε τι είναι η κάθε μια. Τα λάθη ήταν αναπόφευκτα, αλλά σημασία είχε ότι η γιαγιά συμμετείχε με τις δικές της τις δυνάμεις και προσπαθούσε μέσα από το παιχνίδι να θυμηθεί… Το καταπληκτικό ήταν όταν σταματούσαμε τα παιχνίδια κι αρχίζαμε τις μαντινάδες. Από τότε που είχαμε πάει στον γιατρό και η γιαγιά μπόρεσε να συνεχίσει την παροιμία για το φεγγάρι του Γενάρη, σκέφτηκα ότι θα ήταν μια καλή άσκηση για την ενδυνάμωση του μυαλού της, το τέλειωμα των μαντινάδων. Γι’ αυτό λοιπόν με τα ξαδέλφια μου παίζαμε το παιχνίδι, που το είχαμε ονομάσει «τέλειωμα της 105
μαντινάδας». Κάποιος από μας άρχιζε μια μαντινάδα και οι υπόλοιποι έπρεπε να την τελειώσομε. Πρώτη και καλύτερη η γιαγιά στο τέλειωμα της μαντινάδας. Μια που θυμάμαι ακόμη είναι αυτή: Από τα δέντρα, τα πουλιά και τον ανθό της φύσης, πώς να διαλέξεις ομορφιά και να τη ξεχωρίσεις; Ερχόταν και η στιγμή του παραμυθιού, όχι ακριβώς παραμυθιού, ιστορία ήταν, αλλά δεν είχε σημασία. Βάζαμε τη γιαγιά στη μέση και εμείς καθισμένοι γύρωγύρω της, άλλος να της ακουμπά το κεφάλι, άλλος να την αγκαλιάζει, άλλος να της χαϊδεύει τα μαλλιά. Και η γιαγιά ανάμεσα στην αγάπη και την τρυφερότητα, ασφαλής και γαλήνια άρχιζε την ιστορία της. Ιστορία από το παρελθόν -μάλλον πραγματική ήταν- κι εμείς να κρεμόμαστε από τα χείλη της. Τα γέλια, η χαρά, η ξεγνοιασιά ήταν διάχυτα στον χώρο…. Και το αποκορύφωμα ήταν όταν αρχίζαμε να τραγουδούμε τα παλιά, αγαπημένα της τραγούδια. Τότε ήταν πού έφτιαχνε τα μαλλάκια της προς τα πίσω και τεντώνοντας το σώμα της άρχιζε να τραγουδά κι αυτή μαζί με μας. Μας άρεσε να βλέπομε τη γιαγιά να
106
καταπολεμά μ’ αυτόν τον τρόπο την κατάθλιψη και την απάθεια, που της δημιουργούσε η ασθένεια. Πολλές φορές την παίρναμε και πηγαίναμε βόλτα ή στο σινεμά -της άρεσε πολύ το σινεμά- απογευματινή προβολή. Μια φορά θυμάμαι πήγαμε να δούμε μια ταινία τρισδιάστατη. Από την είσοδο πήραμε γυαλιά για μας, πήραμε και για τη γιαγιά. Κάθισε στην πολυθρόνα κι έβαλε τα γυαλιά με τέτοιον τρόπο σαν να το έκανε πάντα. Τα σχόλια της μας εξέπληξαν: -Καινούργιους τρόπους, βλέπω, βρήκαν για να βλέπομε ταινίες. Πολύ καλή φάση!
107
11. Η καινούρια γιαγιά Και τα χρόνια περνούσαν… Κι εμείς «χάσαμε» σιγάσιγά μια φίλη… Και η γιαγιά έχανε λίγο-λίγο κάθε μέρα τη μνήμη των τελευταίων λίγων ωρών, μπορούσε όμως να θυμηθεί γεγονότα από το μακρινό παρελθόν. Χωρίς ίσως και η ίδια να το καταλαβαίνει τραβούσε από τη μνήμη της, διώχνοντας τη Λήθη, ιστορίες από το μακρινό παρελθόν της ζωής της, τόσες πολλές και αναλυτικές, που χρειάστηκα πολλά τετράδια για να τις καταγράψω. Έρχονταν όμως στιγμές που η γιαγιά καθόταν απαθής, με σταυρωμένα τα διαφανή, πια, χέρια της πάνω στο σώμα της και κοίταζε το κενό. Τότε πήγαινα κοντά της και την αγκάλιαζα. Έπαιρνα τα χεράκια της μέσα στα δικά μου και τις τα χάιδευα. Ήθελα να νιώθει ότι δεν ήταν μόνη. Όμως συνέχιζε να μένει απαθής και αδιάφορη. -Γιαγιά! της έλεγα, γιαγιά, εγώ είμαι, ο Φαέθοντας. 108
-Ποιος; Ποιος είσαι; Δεν ξέρω εγώ κανέναν Φαέθοντα! Η ίδια ερώτηση επαναλαμβανόταν πολλές φορές κατά η διάρκεια της ημέρας. Τότε ήταν που έπρεπε ν’ απογοητευτώ, γιατί καταλάβαινα ότι η γιαγιά δεν ήξερε ότι υπάρχω, αλλά εγώ δεν το έβαζα κάτω, όπως και κανείς από την υπόλοιπη οικογένεια. -Για σκέψου! Σκέψου λίγο σε παρακαλώ! Δεν είπαμε ότι μαζί θα πολεμήσομε τη Λήθη; Η γιαγιά με κοίταζε κάμποση ώρα και μετά αναφωνούσε γεμάτη χαρά: -Είσαι ο Φαέθοντας, ο Φαέθοντας της Μυρτώς μου κι εγώ είμαι η γιαγιά σου. Το ξέρεις, βέβαια, ότι έχω τρία παιδιά, τη Μυρτώ, τον Νικόλα και την Κλειώ. Τρία καλά παιδιά! έλεγε η γιαγιά και στήλωνε το σώμα της με υπερηφάνεια. Αυτό γινόταν κάθε μέρα.
109
-Γιαγιά, είμαι ο Φαέθοντας κι εσύ είσαι η γιαγιά μου! Θυμήσου! Από τώρα και στο εξής εγώ θα σε λέω γιαγιά, κι εσύ θα με λες Φαέθοντα. Εντάξει γιαγιά; της έλεγα. Ήξερα ότι καθώς θα περνούσε ο καιρός, όταν θα με έβλεπε η γιαγιά ίσως να μην με αναγνώριζε αμέσως. Ότι θα έπρεπε να της εξηγώ πάλι. Ήξερα ότι όταν θα γύριζα από το σχολείο δεν θα ήταν στο μπαλκονάκι της να με περιμένει. Ήξερα ότι η γιαγιά μου δεν θα μπορούσε πια να ζωγραφίσει, ούτε να πάρει αποφάσεις για τη ζωή της, ούτε να με συμβουλεύσει όπως έκανε πάντα. Ήξερα ότι η γιαγιά δεν θα ήταν ποτέ πια η ίδια. Θα είχε την ίδια φωνή, το ίδιο ονοματεπώνυμο, θα έμενε στο ίδιο σπίτι, τα παιδιά, τα εγγόνια, οι φίλοι της θα ήταν οι ίδιοι, αλλά εκείνη δεν θα ήταν πια αυτή που ήταν. Ήξερα όμως με απόλυτη σιγουριά ότι εγώ, όπως και όλοι οι αγαπημένοι της θα ήμασταν πάντα φυλαγμένοι μέσα στην καρδιά της, και καμιά λήθη δεν θα μπορούσε να μας πάρει από κει!
110
12. Μπορείς να συνεχίσεις την ιστορία και να δώσεις ένα τέλος;
111
13. Πιθανό τέλος Η μνήμη της γιαγιάς απλώθηκε παντού! Η μνήμη της γιαγιάς δεν χάθηκε, απλώθηκε παντού. Απλώθηκε σε κάθε γωνιά του σπιτιού, σε κάθε γωνιά της καρδιάς μας. Έγινε ο έμπιστος οδηγός μας στην πορεία της ζωής. Όταν με το πέρασμα του χρόνου είδα ότι η γιαγιά έχανε μια-μια τις αναμνήσεις της, δεν μ’ ενδιέφερε πια αυτό. Κατάλαβα, ότι η στιγμή του αποχωρισμού από την παλιά γιαγιά είχε φτάσει. Το ότι χάσαμε τη μνήμη της γιαγιάς ήταν μια μεγάλη απώλεια! Όμως εγώ δεν θα έμενα σ’ αυτό. Σκέφτηκα ότι ίσως οι θύμησές μας να μην είναι τόσο σημαντικές όσο νομίζομε! Σκέφτηκα ότι ο καθένας από ’μας, σε κάθε ηλικία αποχωρίζεται τον παλιό του εαυτό, για να υποδεχτεί έναν άλλο καινούριο. Ότι πάντα σε κάθε στιγμή της ζωής 112
μας πρέπει να αποχωριζόμαστε αυτή τη στιγμή… γιατί γίνεται παρελθόν… Ίσως πιο σημαντική να είναι η στιγμή που ζούμε, την οποία πρέπει να χαιρόμαστε όσο διαρκεί. Από εμάς εξαρτάται να την κάνομε καλύτερη, από εμάς εξαρτάται να την κάνομε να διαρκέσει όσο το δυνατόν περισσότερο. Δεν ήθελα να μείνω στην απώλεια της παλιάς γιαγιάς, της οποίας την εικόνα θα έχω πάντα στο μυαλό μου. Τώρα όμως είχαμε στη ζωή μας μια καινούργια γιαγιά. Το χθες πέρασε κι ήρθε το τώρα, που φέρνει πάντα κάτι καινούργιο. Οι αναμνήσεις μας έχουν σχέση με το παρελθόν κι είναι οι στιγμές που έχουν περάσει. Εγώ, λοιπόν, θα προσπαθούσα να κάνω από τώρα και στο εξής χαρούμενες αυτές τις στιγμές με τη γιαγιά. Θα άφηνα πίσω τη Λήθη και θα ξεκινούσα πάλι από την αρχή με τη γιαγιά. Η Λήθη θα έκανε τη δουλειά της αλλά κι εγώ θα έκανα τη δική μου. Η Λήθη ήθελε να της παραχωρήσομε τη γιαγιά αμαχητί. Εγώ όμως θα την καθυστερούσα όσο μπορούσα και θα την αντιμετώπιζα με χιούμορ. Το «ποτέ πια η γιαγιά δεν θα είναι αυτή που ξέραμε» δεν με ενδιέφερε. 113
Ήμουνα πολύ χαρούμενος που γνώρισα τη γιαγιά μου, την παλιά και τη νέα, κι αυτό δεν θα το αντάλλαζα με τίποτα. Ήμουνα πολύ χαρούμενος που η παλιά γιαγιά ήταν δίπλα μας σαν φυσική παρουσία. Έτσι περνούσαν οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια. Η γιαγιά μεγάλωνε και μαζί της κι εμείς. Ο χρόνος περνούσε… περνούσε… κι η Λήθη της πήρε σιγά, σιγά όλες τις αναμνήσεις της. Μια μόνο δεν κατάφερε να της πάρει μέχρι την τελευταία της στιγμή. Την αγάπη της για μας και την αγάπη μας γι’ αυτήν.
114
14. Ερωτήσεις που ζητούν απαντήσεις Ξέρεις ποια είναι τα πρώτα συμπτώματα που εμφανίζουν οι ασθενείς με άνοια; Υπάρχουν πολλές μορφές άνοιας και η καθεμιά έχει τις δικές της αιτίες. Ποια νομίζεις ότι είναι η πιο συνηθισμένη; Πως αλλάζει η άνοια την καθημερινότητα των ασθενών και των οικείων του; Εκτός από τη φαρμακευτική αγωγή υπάρχουν μέθοδοι που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την ενδυνάμωση του εγκεφάλου ενός ασθενούς με άνοια; Γνωρίζετε εθελοντικές οργανώσεις που δραστηριοποιούνται στη χώρα μας και σκοπό έχουν να βοηθήσουν τους ασθενείς και τις οικογένειες τους; Ποιες δραστηριότητες νομίζεις ότι μπορούν να βοηθήσουν έναν ασθενή με άνοια, ώστε να διατηρήσει 115
όσο γίνεται την αυτοεκτίμηση, την αυτοπεποίθηση και εν μέρει την ανεξαρτησία του; Τα προγράμματα ενδυνάμωσης του νου είναι το ίδιο κατάλληλα για όλους τους ανοϊκούς ασθενείς; Πιστεύεις ότι τα παιδιά μπορούν να βοηθήσουν την οικογένειά τους όταν υπάρχει σ’ αυτήν άτομο με άνοια; Ποια νομίζεις ότι είναι τα πλεονεκτήματα των ασκήσεων για την ενδυνάμωση του νου; Εσύ θα μπορούσες να βοηθήσεις άτομα με άνοια και πώς; Θεωρείς ότι η φροντίδα των ατόμων με άνοια πρέπει να γίνεται στο σπίτι ή σε κάποιο ίδρυμα;
116
117
118
Η ιδέα για τις Εκδόσεις Σαΐτα ξεπήδησε τον Ιούλιο του 2012 με πρωταρχικό σκοπό τη δημιουργία ενός χώρου όπου τα έργα συγγραφέων θα συνομιλούν άμεσα, δωρεάν και ελεύθερα με το αναγνωστικό κοινό. Μακριά από το κέρδος, την εκμετάλλευση και την εμπορευματοποίηση της πνευματικής ιδιοκτησίας, οι Εκδόσεις Σαΐτα επιδιώκουν να επαναπροσδιορίσουν τις σχέσεις ΕκδότηΣυγγραφέα-Αναγνώστη, καλλιεργώντας τον πραγματικό διάλογο, την αλληλεπίδραση και την ουσιαστική επικοινωνία του έργου με τον αναγνώστη δίχως προϋποθέσεις και περιορισμούς. Ο ισχυρός άνεμος της αγάπης για το βιβλίο, το γλυκό αεράκι της δημιουργικότητας, ο ζέφυρος της καινοτομίας, ο σιρόκος της φαντασίας, ο λεβάντες της επιμονής, ο γραίγος του οράματος, καθοδηγούν τη σαΐτα των Εκδόσεών μας. Σας καλούμε λοιπόν να αφήσετε τα βιβλία να πετάξουν ελεύθερα!
119
120 ISBN: 978-618-5147-79-2