ΘΥΤΕΣ ΚΑΙ ΘΥΜΑΤΑ

Page 1

Θύτες και θύματα

1

________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________


2

Ιφιγένεια Φασφαλή

________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Η Ιφιγένεια Φασφαλή γεννήθηκε στον Βόλο, αλλά μεγάλωσε στις γειτονιές της Αθήνας όπου και ζει με την έφηβη κόρη της. Η αγάπη της για τη λογοτεχνία μεταφράζεται στην ανάγκη της να διαβάζει κάθε είδος γραπτού λόγου. Οι κοινωνικές, εργασιακές και αναγνωστικές εμπειρίες της δημιούργησαν μέσα της και μια άλλη ανάγκη, αυτή της γραφής. Η συλλογή διηγημάτων «Θύτες και θύματα» είναι η πρώτη της εμφάνιση που επέλεξε να κάνει πετώντας πάνω σε μια Σαΐτα. Μπορείτε να της στείλετε γράμμα στο ηλεκτρονικό της ταχυδρομείο efasfali@yahoo.com


Θύτες και θύματα

3

________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ ΦΑΣΦΑΛΗ

Θύτες και θύματα Συλλογή διηγημάτων


4

Ιφιγένεια Φασφαλή

________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ιφιγένεια Φασφαλή, Θύτες και θύματα ISBN: 978-618-5040-36-9 Οκτώβριος 2013

Επιμέλεια-Διορθώσεις:

Ευρυδίκη Αμανατίδου http://evriam.blogspot.gr Σχεδιασμός εξωφύλλου, Σελιδοποίηση: Ηρακλής Λαμπαδαρίου www.lampadariou.eu Εκδόσεις Σαΐτα Αθανασίου Διάκου 42, 652 01, Καβάλα Τ.: 2510 831856 Κ.: 6977 070729 e-mail: info@saitapublications.gr website: www.saitapublications.gr Σημείωση: η γραμματοσειρά που χρησιμοποιήσαμε στο εξώφυλλο είναι προσφορά του Aka-acid (www.aka-acid.com).

Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού – Μη Εμπορική χρήση Όχι Παράγωγα έργα 3.0 Ελλάδα Με τη σύμφωνη γνώμη του συγγραφέα και του εκδότη, επιτρέπεται σε οποιονδήποτε αναγνώστη η αναπαραγωγή του έργου (ολική, μερική ή περιληπτική, με οποιονδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή άλλο), η διανομή και η παρουσίαση στο κοινό υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις: αναφορά της πηγής προέλευσης, μη εμπορική χρήση του έργου. Επίσης, δεν μπορείτε να αλλοιώσετε, να τροποποιήσετε ή να δημιουργήσετε πάνω στο έργο αυτό. Αναλυτικές πληροφορίες για τη συγκεκριμένη άδεια cc, διαβάστε στην ηλεκτρονική διεύθυνση: http://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/3.0/gr/


Θύτες και θύματα

5

________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________


6

Ιφιγένεια Φασφαλή

________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________


Θύτες και θύματα

7

________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Εννέα ιστορίες. Τις έγραψα κατά τη διάρκεια των διακοπών μου, στην παραλία των Βασιλικών στην Εύβοια. Κάποιες απ’ αυτές, τις ξέρω από πρώτο χέρι. Μου τις διηγήθηκαν οι πρωταγωνιστές τους ή τις έζησα από κοντά. Οι υπόλοιπες, είναι δημιουργήματα της φαντασίας μου. Ήρθαν στο μυαλό μου εκεί, στο καταπράσινο παραθαλάσσιο χωριό. Θα έλεγε κανείς πως σε μια τόσο όμορφη τοποθεσία, το αναμενόμενο θα ήταν να γράψω ιστορίες χαράς και έρωτα. Οι ιστορίες οι δικές μου όμως, είναι ιστορίες αίματος. Κάποιους από τους δράστες τούς τιμώρησε η ανθρώπινη δικαιοσύνη, κάποιους η ίδια η ζωή. Ιστορίες αίματος λοιπόν και ταυτόχρονα ιστορίες που δημιουργούν ερωτηματικά. Πού τελειώνει η ευθύνη του θύτη; Πού αρχίζει η ευθύνη του θύματος, όταν αυτή υπάρχει βέβαια; Μερικές φορές, τα σύνορα είναι δυσδιάκριτα. Το μυαλό και οι αποφάσεις των ανθρώπων, δύσκολα μπαίνουν σε καλούπι. Ο κανόνας πάντως, είναι πως το αίμα αποζητά αίμα και το έγκλημα τιμωρία. Μία τιμωρία που πάντα είναι παρούσα στον ορίζοντα της ζωής.


8

Ιφιγένεια Φασφαλή

________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________


Θύτες και θύματα

9

________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΟΙ 17 ΜΑΧΑΙΡΙΕΣ.................................................................................... 11 Η ΒΕΝΤΕΤΑ.............................................................................................. 24 ΕΝΑΣ ΕΡΩΤΑΣ ΜΕ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΛΗΞΗΣ ........................................... 35 Η ΕΛΙΣΑΒΕΤ............................................................................................. 44 ΟΙ ΔΥΟ ΑΔΕΛΦΕΣ.................................................................................... 52 Η ΜΟΙΡΑΙΑ ΝΥΧΤΑ................................................................................. 59 Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΓΚΑΛΙΑ ......................................................................... 66 ΟΙ ΚΟΚΚΙΝΕΣ ΓΟΒΕΣ............................................................................... 73 Ο ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΠΑΤΕΡΑΣ........................................................................... 79


10

Ιφιγένεια Φασφαλή

________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________


Θύτες και θύματα

11

________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Οι 17 μαχαιριές Από τις έξη και μισή το πρωί, η Αγγελική Γεωργίου ήταν στο πόδι. Είχε μόνο λίγες μέρες στη διάθεσή της να χαρεί το όμορφο νησί και δεν ήθελε να τις χαραμίσει στον ύπνο. Σήκωσε το ακουστικό του τηλεφώνου και παράγγειλε πρωινό. Θα το απολάμβανε στο μπαλκόνι του δωματίου της, στο μικρό πολυτελές ξενοδοχείο της Ύδρας, να ανοίξει η καρδιά της από το απέραντο γαλάζιο. Η αγαπημένη της ώρα. Όλα ήταν ήρεμα, ήσυχα, γαλήνια. Μόνο τα κρωξίματα των γλάρων ακούγονταν, καθώς ορμούσαν στην ψαριά των βαρκάρηδων. Έδωσε ένα γερό φιλοδώρημα στον σερβιτόρο, -τα χρήματα δεν ήταν πρόβλημα για την Αγγελική. Απόλαυσε για λίγο τα χρώματα και τη λάμψη της ανατολής. Άναψε τσιγάρο και ήπιε λίγο καφέ. Έτρωγε το πρωινό της, ενώ το μυαλό της δούλευε ασταμάτητα. Δεν γινόταν παρά να παραδεχτεί το πρόβλημά της. Ο γάμος της πήγαινε κατά διαβόλου. Μα αυτός ήταν κι ο λόγος της απόδρασής της στο νησί. Είχε στη διάθεσή της τέσσερις ολόκληρες μέρες για να βρει τη λύση, να πάρει επιτέλους την απόφαση. Δεν πήγαινε άλλο, το γαμήλιο συμβόλαιο έπρεπε να λήξει. Ήταν νέα ακόμη, το φθινόπωρο θα έκλεινε τα τριάντα δύο. Η καλύτερη ηλικία για μία γυναίκα, ιδιαίτερα αν πρόσθετε στο φύλο της και τους χαρακτηρισμούς όμορφη, καλλιεργημένη, πλούσια. Ήταν και η καριέρα του πατέρα της. Γνωστός έμπορος και παλιός πολιτικός, θα έβαζε και πάλι υποψηφιότητα. Θα τον βοηθούσε ουσιαστικά αυτή τη φορά, μια ευκαιρία να αποδείξει πως οι σπουδές Δημοσίων Σχέσεων στο Λονδίνο δεν θα πήγαιναν χαμένες.


12

Ιφιγένεια Φασφαλή

________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Όσο για τον γάμο της με τον Απόστολο Βρανά, ε! αυτός πια, είχε φτάσει στο τέλος του. Δέκα χρόνια πριν, κοριτσάκι σχεδόν ακόμα, είχε γοητευθεί από τα γκρίζα του μαλλιά. Ο γνωστός κορυφαίος χειρουργός έγινε γρήγορα σύζυγός της. Σήμερα όμως, το μόνο πράγμα που ήθελε ήταν η ελευθερία της. Ευτυχώς ο γάμος δεν είχε ευλογηθεί με παιδιά. Μόλις γυρνούσε στην Αθήνα, η Αγγελική θα ζητούσε ένα πολιτισμένο διαζύγιο. Η ώρα κόντευε οκτώ. Ας άφηνε τις σκέψεις της επιτέλους κι ας κατέβαινε να απολαύσει τη θάλασσα. Φόρεσε κόκκινο μαγιό κι από πάνω ένα κόκκινο παρεό. Προορισμός της το γειτονικό λιμανάκι με την οργανωμένη πλαζ, το Μιραμάρε. Η πρωινή ώρα, ήταν η καλύτερη, προτού εμφανιστούν οι ορδές των τουριστών. Βγήκε από το ξενοδοχείο, περπάτησε ως το λιμάνι και κατευθύνθηκε στη μικρή προβλήτα απ’ όπου έφευγαν οι βάρκες. Πήδηξε σε μία που ήταν γεμάτη κι έτοιμη να ξεκινήσει. Ένας κύριος σηκώθηκε και της πρόσφερε τη θέση του. Μετά, βολεύτηκε κοντά της χαμογελώντας. «Να ένα όμορφο πρωινό πουλί», αστειεύτηκε. «Καλή σας ημέρα όμορφή μου κυρία», της είπε ευγενικά. «Καλή μέρα και σε σας, ευγενικέ μου κύριε. Ευχαριστώ», του απάντησε κολακευμένη. Με δυσκολία πήρε τα μάτια της από τον γοητευτικό άγνωστο και στράφηκε στη θάλασσα που χρύσιζε στον πρωινό ήλιο. Μηχανικά, έψαξε για τα τσιγάρα της. Τα είχε αφήσει στο ξενοδοχείο. Επιστρατεύοντας όλο το θάρρος της, τον ρώτησε. «Μήπως καπνίζετε; Πεθαίνω για ένα τσιγάρο. Ξέχασα τα δικά μου στο ξενοδοχείο». Ένα πακέτο Άσσος φάνηκε στα χέρια του. Της πρόσφερε βγάζοντας τα γυαλιά του. Η Αγγελική πρόσεξε πόσο όμορφα


Θύτες και θύματα

13

________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ήταν τα σκούρα μπλε μάτια του. Σε λίγο, κουβέντιαζαν σαν παλιοί φίλοι. Τον έλεγαν Χρήστο Δημαρά. Ήταν πιλότος, ανύπαντρος, και είχε έρθει στην Ύδρα για σύντομες διακοπές. Ελεύθερος, μόνος, ευγενικός. Μια καλή παρέα. Οι πικρές σκέψεις του πρωινού εγκατέλειψαν την Αγγελική που ένιωσε πως η μέρα ήταν η τυχερή της. Το Μιραμάρε ήταν θαύμα μέσα στην ηρεμία του Αυγουστιάτικου πρωινού. Κολύμπησαν δίπλα-δίπλα και το φλερτ δεν άργησε να έρθει. Ένα φλερτ διακριτικό και ήρεμο. Ο Χρήστος Δημαράς ήταν ένας άντρας που σε προκαλούσε να τον θαυμάσεις. Κι ο ίδιος το ήξερε καλά. Του μίλησε για τον πατέρα της, για τις σπουδές της, για τον πεθαμένο της γάμο, για την άδεια της ζωή. Της μίλησε για τα ταξίδια του, την ελεύθερη ζωή του και για τη μοναξιά του. Της εκμυστηρεύτηκε ότι είχε κουραστεί να ταξιδεύει. Σύντομα, θα επεδίωκε μία θέση ελεγκτού εναέριας κυκλοφορίας στο αεροδρόμιο της Αθήνας, να πατήσει επιτέλους στη γη. «Δεν σε καταλαβαίνω Χρήστο. Έχεις μία δουλειά ονειρεμένη. Γυρνάς όλο τον κόσμο. Δεν σ’ αρέσει;» απόρησε η Αγγελική. «Μια ζωή σαν τσιγγάνος. Πετάω ήδη δέκα χρόνια. Έχω γυρίσει τον κόσμο πολλές φορές. Πίστεψέ με, αν το κάνεις αυτό μία φορά, δεν είναι τόσο θαύμα μετά. Βαρέθηκα Αγγελική. Είναι καιρός να ζήσω στο έδαφος. Και ίσως… Ίσως να αποφασίσω να παντρευτώ, αν βέβαια βρω την κατάλληλη γυναίκα», της απάντησε σοβαρός. «Εγώ, είπα ήδη πολλά», της χαμογέλασε. «Σειρά σου να μιλήσεις. Ποια είσαι, όμορφη άγνωστη;» Η Αγγελική αποφάσισε να του μιλήσει για τα πάντα. Του άνοιξε την καρδιά της. Κι εκείνος κατάλαβε πως πνιγόταν από ανία. Είχε έρθει η ώρα να παίξει τα δικά του χαρτιά. «Εγώ


14

Ιφιγένεια Φασφαλή

________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

πάντως βλέπω πως η ζωή, σου έχει χαρίσει τα πάντα, μόνο που δεν ξέρεις πώς να τα χαρείς, ωραία μου κυρία. Χρειάζεσαι μία καλή συντροφιά, αυτό είναι. Η μοναξιά Αγγελική, είναι ο χειρότερος σύμβουλος. Άκουσε κι εμένα», της είπε και τόλμησε να της χαϊδέψει τα μαλλιά. Αμέσως μετά έβαλε τα γέλια. «Ε! Συννέφιασες ομορφιά μου. Έλα, φτάνουν πια οι μαύρες σκέψεις. Ξέρω κάτι ανέκδοτα θαύμα. Στοίχημα, πως σε δύο λεπτά θα γελάς». Πραγματικά, σε λίγο γελούσε με την καρδιά της. Οι ιστορίες από τα ταξίδια του ήταν άλλες πικάντικες, κι άλλες αστείες. Ο Χρήστος μπορούσε να σατιρίζει, αλλά και να αυτοσαρκάζεται. Μα τι θαυμασμός ήταν αυτός! Σε καλό της, κόντευε να τον ερωτευτεί. Η Αγγελική δεν ήταν ο τύπος του ανθρώπου που παίρνει γρήγορες αποφάσεις. Αντίθετα, ζύγιζε τα πράγματα προσεκτικά. Ο πατέρας της την είχε μάθει να είναι σκεπτικίστρια. Τώρα όμως ήθελε να αφεθεί, να χαρεί, να γελάσει, να νιώσει ξέγνοιαστη. Το είχε ανάγκη. Οι μέρες στην Ύδρα πέρασαν γρήγορα. Δεν ήταν δα και πολλές. Τη δεύτερη βραδιά της γνωριμίας τους, τον προσκάλεσε στο δωμάτιό της. Ο έρωτας ήρθε αβίαστα. Μια επαφή σώματος και ψυχής, έτσι της φάνηκε. Σίγουρα, ο Χρήστος Δημαράς ήξερε πώς να ξετρελάνει μία γυναίκα. Και μ’ αυτήν τη συγκεκριμένη γυναίκα, έδωσε τον καλύτερό του εαυτό. Ή την καλύτερή του παράσταση. Την ήθελε ερωτευμένη, να σκέφτεται μόνο εκείνον. Δεν χρειάστηκε μεγάλη προσπάθεια. Γύρισαν μαζί στην Αθήνα. Σχέση καλοκαιρινή, φευγάτη, έτσι νόμισε η Αγγελική. Πως το όνειρο είχε τελειώσει. Όμως όχι! Ο Χρήστος τής δήλωσε πως ήταν ερωτευμένος μαζί της. Του ζήτησε λίγο καιρό, για να ξεκαθαρίσει το θέμα του γάμου


Θύτες και θύματα

15

________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

της. Της τον έδωσε. Η συζήτηση με τον άνδρα της κατέληξε στην κοινή συμφωνία τους για μια πολιτισμένη λύση. Παιδιά δεν υπήρχαν. Αυτό, έκανε τα πράγματα πιο εύκολα κι έτσι το διαζύγιο μπήκε μπροστά. Χωρίς αντιδικίες. Σε έξι μήνες, η Αγγελική ήταν ελεύθερη. Ελεύθερη, για να ζήσει τον έρωτα της με τον Χρήστο. Ήταν ευτυχισμένη πετώντας στον ουρανό των ερωτευμένων. Είχαν ένα χρόνο μαζί. Η πρόταση γάμου δεν την ξάφνιασε, την περίμενε με λαχτάρα. Αποφάσισαν να παντρευτούν το συντομότερο. Ο βουλευτής πατέρας της εξασφάλισε για τον Χρήστο τη θέση στο αεροδρόμιο. Δεν ήθελε η κόρη του να μένει μόνη της. Κι ο Χρήστος ξεπέζεψε απ’ το άτι του ουρανού, αφήνοντας πίσω την τσιγγάνικη ζωή. Η Αγγελική πετούσε από τη χαρά της. Αν είχε κι ένα παιδί, για να ολοκληρώσει την ευτυχία της! Άρχισε να πηγαινοέρχεται στους καλύτερους γυναικολόγους. Δεν της έδωσαν μεγάλες ελπίδες. Άρχισε θεραπείες, βασανιστικές, κουραστικές, επίπονες. Τις υπέμεινε όλες αγόγγυστα. Το παιδί, της είχε γίνει έμμονη ιδέα. Ο Χρήστος δεν τη συμμεριζόταν. Της έλεγε και της ξανάλεγε πως του αρκούσε η όμορφη γυναίκα του. «Αγγελική, αγάπη μου, σταμάτα να βασανίζεσαι. Δεν είμαστε ούτε οι πρώτοι, ούτε οι τελευταίοι που δεν έχουμε παιδιά. Αν έρθει ένα παιδί, καλώς να ορίσει. Αν όχι, δεν πειράζει!» Εκείνην όμως την πείραζε και μάλιστα πολύ. Το παιδί θα συμπλήρωνε την ευτυχία τους. Κι έτσι συνέχιζε τις προσπάθειες, ακούραστη. Κι ας περνούσαν τα χρόνια. Κι ας μην υπήρχε αποτέλεσμα. Μέχρι που κι η Αγγελική άρχισε να απελπίζεται. Τότε ήταν που κι ο Χρήστος πήρε μετάθεση. Θα πήγαινε στο Ηράκλειο, στην Κρήτη. Θα έφευγε πρώτος, θα


16

Ιφιγένεια Φασφαλή

________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

φρόντιζε να τακτοποιηθεί στη δουλειά του, θα έβρισκε ένα σπίτι και θα την καλούσε. Θα το επίπλωναν μαζί. Δεν την πείραξε καθόλου. Θα μπορούσε να είναι ευτυχισμένη μαζί του και στην άκρη του κόσμου. Ίσως να τους έκανε καλό μια καινούργια αρχή. Ο Χρήστος έφυγε κι η Αγγελική άρχισε να μετρά τις μέρες. Ένας μήνας, δύο… Άρχισε ν’ ανησυχεί, ώσπου κάτι έγινε. Είχε καθυστέρηση στον κύκλο της, ναυτίες, ζαλάδες που την έκαναν να χάνει τον κόσμο. Μία γλυκιά υποψία την κυρίεψε. Πήγε στον γιατρό της. Ο γυναικολόγος επιβεβαίωσε την υποψία της. Περίμενε παιδί. Επί τέλους, όλα αυτά τα χρόνια της μεγάλης της προσπάθειας είχαν καρποφορήσει. Θα γινόταν μητέρα. Ανίκανη να αρθρώσει λέξη από τη συγκίνηση γύρισε στο σπίτι της. Θέλησε να μοιραστεί τη χαρά της. Με ποιόν άλλον; Μα φυσικά με τον Χρήστο της. Τον πήρε τηλέφωνο. Η αντίδρασή του ήταν χλιαρή έως αδιάφορη. Τη ρώτησε αν ήταν σίγουρη. Την ξάφνιασε δυσάρεστα. Δηλητηρίασε τη χαρά της, ενώ γνώριζε πόσο πολύ επιθυμούσε ένα παιδί. Ενώ γνώριζε τις προσπάθειες που είχε κάνει. Άρχισε ν’ ανησυχεί. Η κατάσταση με τη μετάθεση στο Ηράκλειο, τραβούσε σε μάκρος. Ο Χρήστος είχε πει δύο εβδομάδες και όλα θα είχαν τακτοποιηθεί για να τη φωνάξει κοντά του. Μα, είχαν περάσει δυο μήνες κι ήταν ακόμη χώρια. Αποφάσισε να κατέβει στην Κρήτη. Θα έβρισκε εκείνη το σπίτι που επιθυμούσαν για να στεγάσουν την ευτυχία τους. Ίσως η δουλειά του δεν τον άφηνε να ψάξει άνετα. Θα αναλάμβανε η ίδια από εδώ και πέρα. Ναι, θα του έκανε έκπληξη. Μάτια που δεν βλέπονται… Καλύτερα από κοντά. Θα πήγαινε στο εργένικο στενόχωρο σπιτάκι που είχε προσωρινά νοικιάσει ο Χρήστος στα περίχωρα


Θύτες και θύματα

17

________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

του Ηρακλείου. Δεν το σκέφθηκε δεύτερη φορά. Έφυγε με την πρώτη πτήση. Έφτασε στο Ηράκλειο παραμονή Χριστουγέννων. Κι έφτασε νωρίς, έχοντας αρκετό χρόνο για ψώνια. Ήθελε να του πάρει ένα όμορφο δώρο και να περάσουν μαζί μία τέλεια παραμονή Χριστουγέννων. Παρά την χλιαρή του αντιμετώπιση στο θέμα της εγκυμοσύνης της, ήταν χαρούμενη. Όχι, δεν ήταν χαρούμενη, ήταν ευτυχισμένη. Πήγε στα μαγαζιά. Μπήκε σ’ ένα κοσμηματοπωλείο. Ο χρυσός διπλός πέλεκυς που έλαμπε στη βιτρίνα, της άρεσε. Τον αγόρασε για τον εαυτό της. Για τον Χρήστο της, αγόρασε ένα πανέμορφο κρητικό μαχαίρι, με ασημένια λαβή και ασημένιο θηκάρι. Ο Χρήστος, είχε μία καταπληκτική συλλογή μαχαιριών απ’ όλο τον κόσμο. Τη λάτρευε τη συλλογή του. Και τούτο το μαχαίρι, ήταν υπέροχο. Θα πετούσε από τη χαρά του. «Είναι κοφτερό;» ρώτησε τον πωλητή. «Ξέρετε, είναι για συλλογή, αλλά αυτός που την έχει, θέλει τα μαχαίρια του κοφτερά. Λέει πως αν ένα μαχαίρι δεν είναι κοφτερό, απλά δεν είναι μαχαίρι». Γέλασαν και οι δύο. «Η λαβή και η θήκη κυρία, είναι από καθαρό ασήμι. Η λεπίδα του όμως, είναι από καλοδουλεμένο ατσάλι, έτσι που μόνον ο κυρ-Στρατής ξέρει να το δουλεύει. Αγοράζετε ένα μαχαίρι μοναδικό, κυρία. Σας διαβεβαιώνω πως δεν υπάρχουν πάνω από πενήντα κομμάτια σαν κι αυτό σ’ όλη την Κρήτη, και όλα σε συλλογές. Γι’ αυτό άλλωστε είναι και τόσο ακριβό. Ο σύζυγός σας, θα ενθουσιαστεί». Η Αγγελική πλήρωσε κι έβαλε το μαχαίρι στην τσάντα της. Ξεκίνησε για το σπίτι του Χρήστου. Είχε μόλις πιάσει να σκοτεινιάζει. Για μία στιγμή, μετάνιωσε που δεν τον είχε ειδοποιήσει.


18

Ιφιγένεια Φασφαλή

________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Η πόρτα του κήπου ήταν ανοιχτή. Μπήκε στην αυλή. Ευτυχώς, το χαμηλό σπιτάκι είχε μία σκεπαστή βεράντα. Ένα τραπέζι με δύο καρέκλες. Μπορούσε να καθίσει και να τον περιμένει. Μόλις που πρόλαβε να μπει κάτω από τη στέγη της βεράντας, όταν άρχισε να βρέχει. Αστραπές αυλάκωναν τον ουρανό, ακολουθούσαν ξεθυμασμένοι οι ήχοι του κεραυνού. Στο φως μιας αστραπής, είδε το ασημί Μερσεντές του άντρα της να φτάνει. Δύο άνθρωποι αποβιβάστηκαν. Εκείνος και μία γυναίκα. Ο Χρήστος έτρεξε κι άνοιξε την πόρτα. Η γυναίκα, ξοπίσω του. Μέσα στο σκοτάδι που είχε πέσει, δεν την είδε καθαρά. Τα τακούνια της άγνωστης ήχησαν στα πλακάκια της αυλής. «Έλα αγάπη μου. Μπες γρήγορα μέσα, θα βραχείς», άκουσε τον Χρήστο. Αγάπη του; Την είχε αποκαλέσει αγάπη του; Για μία στιγμή, νόμισε πως απευθυνόταν σ’ αυτήν. Αλλά όχι! Η αγάπη του, ήταν η άλλη… Στο φως της εισόδου που μόλις είχε ανάψει ο Χρήστος, είδε μία νεαρή γυναίκα, σχεδόν κοριτσάκι, να χαμογελά. Η Αγγελική έπιασε τον λαιμό της. Το οξυγόνο της τελείωνε, πνιγόταν. Το μυαλό της θόλωσε. Αγάπη μου, αγάπη μου, αγάπη μου! Η λέξη τη μαστίγωνε, σφυροκοπούσε στο μυαλό της, την πλήγωνε. Απόμεινε εκεί ασάλευτη, άδεια, παγωμένη. Η άλλη γυναίκα μπήκε στο σπίτι. Το παράθυρο, ήταν μάλλον ανοιχτό, γιατί άκουσε καθαρά τα λόγια τους. Μα, για ποιαν μιλούσαν; «Αν την ξέρω καλά, θα έρθει Μαρία. Έχει ήδη αργήσει. Από μέρα σε μέρα θα φανεί. Καλύτερα έτσι, να εξηγηθούμε μία και καλή. Εγώ κουράστηκα πια μαζί της. Ας πάρει και το μπάσταρδο που κουβαλά μέσα της κι ας φύγει. Δεν θα μου


Θύτες και θύματα

19

________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

φορτώσει ένα παιδί που δεν είναι δικό μου», ο Χρήστος ακούστηκε ψυχρός, αδιάφορος. «Είσαι σίγουρος πως δεν είναι δικό σου;» «Ποτέ καμιά γυναίκα δεν έμεινε από εμένα έγκυος. Ούτε άλλωστε κι αυτή, για πέντε ολόκληρα χρόνια. Δεν σου φαίνεται παράξενο που η εγκυμοσύνη προέκυψε με το που έφυγα από την Αθήνα; Όχι Μαρία, δεν μου το βγάζεις απ’ το μυαλό. Αυτό το παιδί, δεν είναι δικό μου. Άλλωστε μωρό μου, τα πράγματα έχουν αλλάξει πια. Τώρα στη ζωή μου, υπάρχεις εσύ κοριτσάκι μου. Εσένα αγαπώ, εκείνη δεν είναι παρά ένα φάντασμα από το παρελθόν. Μαζί σου θέλω να ζήσω!» Η Αγγελική τον άκουγε, και δεν τον άκουγε. Κάθε του λέξη μία μαχαιριά που πονούσε το κορμί και το μυαλό της. Αποκαλούσε το αγέννητο παιδί τους μπάσταρδο κι εκείνη πόρνη. Αυτό δεν θα μπορούσε να του το συγχωρήσει. Οι κουβέντες του σταμάτησαν. Και μετά, οι ήχοι του έρωτα ενώθηκαν με αυτούς της βροχής. Ο δικός της άντρας έκανε έρωτα σαν τρελός στη Μαρία του. Κι η νόμιμη γυναίκα του, σαν τον παράνομο, να παραφυλάει στο σκοτάδι. Δεν υπήρχε φλόγα για την Αγγελική, ούτε αγάπη, σεβασμός, παρά μόνον η ντροπή. Ξαφνικά ανατρίχιασε, όχι όμως από το κρύο του Δεκέμβρη ή την παγωμένη βροχή. Κάτι πέρασε από το ταραγμένο της μυαλό. Κι αν όλα όσα είχαν ζήσει μαζί, ήταν ένα καλοστημένο ψέμα; Αν εκείνη την μέρα που γνωρίστηκαν στην Ύδρα, ήταν για αυτόν ένα εύκολο θύμα; Ο Χρήστος είχε αποκτήσει τα πάντα κοντά της. Καριέρα, χρήματα, καλοπέραση. Εύκολα, ξεκούραστα. Σαν τυφλή, του είχε προσφέρει τα πάντα. Τώρα περίμενε το παιδί τους. Μετά από πέντε ολόκληρα χρόνια σκληρής προσπάθειας, θα αποκτούσε επί τέλους αυτό το παιδί που εκείνος αποκαλούσε μπάσταρδο. Το παιδί που τόσο κατηγορηματικά και τόσο άσπλαχνα αρνιόταν. Δεν πίστευε στ’


20

Ιφιγένεια Φασφαλή

________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

αυτιά της. Εξαγριώθηκε. Χτύπησε την πόρτα. Της άνοιξε μισόγυμνος, γεμάτος από τη μυρωδιά του έρωτα, του πόθου, της επιθυμίας. Μύριζε σεξ, αυτό που μόλις είχε κάνει με μία άλλη γυναίκα. «Ήρθα Χρήστο», μπόρεσε να πει. «Το βλέπω», της απάντησε ψυχρά. «Σε κακή στιγμή όμως Αγγελική. Θα έπρεπε να είχες τηλεφωνήσει. Θα έπρεπε να σε περιμένω», συμπλήρωσε. «Γιατί αγάπη μου;» ψιθύρισε και τα μάτια της βούρκωσαν. Αμέσως μετά όμως, την κυρίεψε οργή. «Άκουσα ό,τι είπες Χρήστο. Μόνο που έκανες ένα λάθος. Εσύ είσαι μπάσταρδος, όχι το παιδί μας. Όλα θα μπορούσα να τα αντέξω, την απιστία, την προδοσία, ακόμη και το διαζύγιο. Όχι όμως αυτό. Μ’ ακούς; Όχι αυτό! Πάει πολύ Χρήστο, πάρα πολύ!» Ούρλιαζε σαν πληγωμένο ζώο, ξεστόμιζε ανήκουστες κατάρες. Ο πόνος, ο θυμός κι η οργή την έπνιγαν. Ήταν πλέον εκτός εαυτού. Εκείνος, ψύχραιμα, αδιάφορα, γύρισε προς την ερωμένη του. «Συγνώμη Μαρία για τη σκηνή, αλλά πρέπει να φύγεις. Άφησέ με μόνο με την κυρία Δημαρά. Έχουμε να ξεκαθαρίσουμε κάποια πράγματα εμείς οι δύο», της είπε. Τα λόγια του ήταν σαν να χαστούκισαν την Αγγελική. Να ξεκαθαρίσει; Με την κυρία Δημαρά; Ποια ήταν αυτή; Δεν ήταν η γυναίκα που του είχε προσφέρει τα πάντα γενναιόδωρα; Δεν του είχε προσφέρει τον εαυτό της; Είδε την κοπέλα που πέρασε σαν τον κλέφτη από δίπλα της, με το κεφάλι κατεβασμένο. Ποιος ξέρει τι παραμύθια έλεγε και σε αυτήν! Δεν ήξερε τι να σκεφτεί, ζούσε έναν εφιάλτη. Ξαφνικά, όλες οι λέξεις είχαν χάσει το νόημά τους. Στο μυαλό της, λυσσομανούσε καταιγίδα. Μετά, κάτι θυμήθηκε. Άνοιξε την τσάντα κι έβγαλε το μαχαίρι.


Θύτες και θύματα

21

________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Κοίτα Χρήστο! Κοίτα τι βρήκα και σου το πήρα αγάπη μου! Είναι όλο ασημένιο, για τη συλλογή σου. Πανέμορφο! Και κόβει, όπως ακριβώς το θέλεις. Είναι Χριστούγεννα Χρήστο. Εγώ… Εγώ το μόνο που ήθελα να σου κάνω, ήταν μία όμορφη έκπληξη. Χρόνια πολλά Χρήστο μου! Χρόνια πολλά αγάπη μου», κατόρθωσε να ψιθυρίσει θλιβερά. Η φωνή της έτρεμε, ο πόνος την έπνιγε. Δάκρια έτρεχαν στα χλομά της μάγουλα. Στεκόταν εκεί μπροστά του, με το ασημένιο μαχαίρι στα χέρια της, κι έκλαιγε σαν παιδί. Γεμάτη παράπονο κι απελπισία. Τρομαγμένη, αβοήθητη, μόνη. «Δεν θέλω τίποτα από εσένα Αγγελική, τίποτα! Ό,τι κι αν είχαμε οι δύο μας, έχει πια πεθάνει. Αγαπώ κάποιαν άλλη. Φύγε, μου κάνει κακό να σε βλέπω», της απάντησε ψυχρά. Του έκανε κακό που την έβλεπε λοιπόν! Την έδιωχνε. Έτσι απλά, ξεδιάντροπα, προσβλητικά. «Και το παιδί μας Χρήστο;» ψέλλισε με κόπο. «Το παιδί μας;» ρώτησε αγριεμένη αυτή τη φορά. «Το παιδί μας; Το δικό σου και κάποιου άλλου, θέλεις να πεις. Εγώ Αγγελική, δεν έχω παιδιά. Εγώ, δεν θέλω παιδιά. Το καταλαβαίνεις; Φύγε Αγγελική. Πάρε το μπάσταρδό σου και φύγε». Το πρόσωπό του είχε γίνει μία μάσκα παγωμένης σκληρότητας. Δεν υπήρχε ίχνος κατανόησης ή σεβασμού στη ματιά του παρά μόνο θυμός. Σήκωσε το χέρι του και τη χαστούκισε. Όλο της το είναι σείστηκε. «Δεν ξέρω γιατί το αρνείσαι Χρήστο, αλλά κάνεις λάθος. Ένα τρομακτικό λάθος. Είναι το παιδί σου, το παιδί μας!» είπε τρέμοντας σύγκορμη. Δεν της απάντησε. Ακολούθησε κι άλλο χαστούκι, κι άλλο, κι άλλο. Η μύτη της άνοιξε, αίμα έτρεξε από την άκρη των χειλιών της. Το κοίταζε που λέκιαζε το άσπρο της παλτό, το


22

Ιφιγένεια Φασφαλή

________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

κοίταζε σαν χαμένη. Το χέρι της ψηλάφισε στην τσάντα. Έβγαλε το μαχαίρι από τη θήκη του. Και τότε μόνο, σταμάτησε να τρέμει. Η απόφαση και το μίσος γράφτηκαν ξεκάθαρα στο πρόσωπό της. Σήκωσε το χέρι της. Το μαχαίρι κατέβηκε μία, δύο, τρεις, τέσσερις φορές. Μετά, έχασε τον λογαριασμό. Προσπέρασε το πεσμένο κορμί του Χρήστου, άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω στη βροχή. Περπάτησε στον λασπωμένο δρόμο. Ξαφνικά, διπλώθηκε στα δύο από τον οξύ πόνο, χαμηλά στην κοιλιά της. Κοίταξε το χώμα μπροστά της. Είδε με τρόμο, ένα ρυάκι από αίμα να βγαίνει από μέσα της και να λεκιάζει τα πόδια της. Κοίταξε το χέρι της, που κρατούσε ακόμη το μαχαίρι. Η βροχή ξέπλενε τις τελευταίες σταγόνες από το αίμα του Χρήστου. Το λευκό της παλτό ήταν βουτηγμένο στο αίμα του. Κοίταξε για άλλη μία φορά το οπλισμένο της χέρι κι άρχισε να γελάει. Να γελάει και να κλαίει. Με πόνο, με σπαραγμό. Γελούσε σαν τρελή κοιτώντας το μαχαίρι. Μετά, κουλουριάστηκε και λιποθύμησε. Το αίμα που έτρεχε ανάμεσα στα πόδια της, πλημμύρισε τον δρόμο. Σωριασμένη εκεί, τη βρήκε το περιπολικό. Δέκα επτά μαχαιριές μέτρησε ο ιατροδικαστής. Είχε δει πολλά στη μακρόχρονη θητεία του ο ηλικιωμένος άντρας, αλλά η αγριότητα αυτού του εγκλήματος τον ξάφνιασε. Στο νοσοκομείο, η Αγγελική ξύπνησε με τη σκέψη της στο μωρό της. Υπήρχε κόσμος στο δωμάτιό της. Ο γυναικολόγος κι ένας ψυχίατρος. Τους ακολουθούσε ο αστυνόμος που είχε αναλάβει τον φόνο του Χρήστου Δημαρά. Η γυναίκα κοίταξε με άδειο βλέμμα τους ανθρώπους με τις άσπρες μπλούζες. «Το μωρό γιατρέ;» ρώτησε αδύναμα. Ο γιατρός κούνησε το κεφάλι του.


Θύτες και θύματα

23

________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Λυπάμαι κυρία μου, αλλά το μωρό το χάσατε. Κινδυνέψατε να χάσετε και τη ζωή σας, κυρία Δημαρά. Ευτυχώς, όσον αφορά εσάς, όλα πήγαν καλά τελικά». Η Αγγελική κοίταξε τους τρεις άντρες. Κούνησε το κεφάλι της. Η προσπάθεια που κατέβαλε για να μιλήσει, ήταν υπεράνθρωπη. «Κινδύνεψα! Ναι, πολύ αίμα. Θεέ μου, τόσο πολύ αίμα! Αλλά ευτυχώς, όλα πήγαν καλά». Τα μάτια της κοιτούσαν τον αστυνόμο τώρα. «Τον σκότωσα κύριε;» μπόρεσε να ρωτήσει. «Ο σύζυγός σας υπέκυψε σήμερα το πρωί. Ξεκουραστείτε και θα έρθω αργότερα να πάρω την κατάθεσή σας», της απάντησε. Η Αγγελική πέρασε το χέρι της ανάμεσα στα μαλλιά της. Έκλεισε τα μάτια της. Το πρόσωπό της ήταν ένας πόνος. «Ευτυχώς! Τα κατέφερα!» μόρφασε κι άρχισε να γελάει. Ήρεμα στην αρχή, υστερικά μετά. «Δέκα μιλιγράμ Βάλιουμ, δεσποινίς», ο ψυχίατρος έδωσε οδηγίες στη νοσοκόμα. Το γέλιο συνέχιζε ανατριχιαστικό. Γέλιο και κλάμα, θρήνος και ιαχή. Γελούσε κι έκλαιγε. Έκλαιγε και γελούσε η Αγγελική. Το νήμα της λογικής είχε πια κοπεί, η γυναίκα κατρακυλούσε στην άβυσσο της τρέλας και δεν μπορούσε να τη βοηθήσει κανείς.


24

Ιφιγένεια Φασφαλή

________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Η Βεντέτα Έξω από την πόλη των Χανίων στην Κρήτη, βρίσκεται το Χελιδόνι. Ένα κεφαλοχώρι όπου οι περισσότεροι κάτοικοι καλλιεργούν πορτοκαλιές. Την εποχή της ανθοφορίας τους, ο τόπος μοσχοβολά ανθό πορτοκαλιού. Οι αυλές των σπιτιών έχουν στολίδι τους γεράνια, κατιφέδες, γαρδένιες, γιασεμί. Όμορφο το χωριό. Ευλογημένος ο τόπος. Ο Μιχάλης ήταν νοικοκύρης. Δέκα τέσσερα χρόνια πριν, είχε παντρευτεί την Κατερίνα, την κόρη του γέρο-Μάρκου. Το χωριό αλλά και όλη η περιοχή, είχαν να λεν για την πανώρια κοπέλα και τη λεβεντιά του γαμπρού. Είκοσι αρνιά παράγγειλε ο πεθερός για το τραπέζι του γάμου κι έγινε γλέντι μεγάλο. Τρεις μήνες μετά, η Κατερίνα κατάλαβε πως περίμενε παιδί. Έκλαψαν από χαρά ο Μιχάλης και ο γέρο Μάρκος. Σαν όμως ήρθε η ώρα να γεννήσει η κοπέλα, σύννεφα μαζεύτηκαν πάνω από τον ουρανό της ευτυχίας τους. Τρομερή η αιμορραγία, ποτάμι το αίμα. Χάθηκε η Κατερίνα, άδικα. Το μωρό σώθηκε, ένα υγιές και πανέμορφο κοριτσάκι, με τα πράσινα μάτια και τα ξανθοκόκκινα μαλλιά της μάνας του. Αβάσταχτος πόνος για συνοδεία στην κηδεία της Κατερίνας. Ποτάμια τα δάκρυα. Της φόρεσε το νυφικό της στην ταφή ο Μιχάλης. Σπάραξε κοιτώντας τη, ντυμένη νύφη στο ξόδι της, ο άτυχος άντρας. Από εκεί και πέρα, θα ζούσε για την κόρη του, ανάσα του και μόνο πάτημά του στη γη. Δεν σκέφτηκε να ξανακάνει οικογένεια ο νιος χήρος. Έδιωξε όλα τα προξενιά. Με τον καιρό, το κατάλαβαν κι οι άλλοι, και σταμάτησαν να τον ενοχλούν. Έμενε πιστός στη μνήμη της γυναίκας του ο Μιχάλης και αφοσιώθηκε στο μεγάλωμα της κόρης του, της Αλεξάνδρας του. Μεγάλωνε το


Θύτες και θύματα

25

________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

κορίτσι και γινόταν ένα πλάσμα με σπάνια ομορφιά. Ξανθοκόκκινα μαλλιά, μάτια στο χρώμα της άγουρης ελιάς, αλαβάστρινο δέρμα, χείλη σαρκώδη. Έμοιαζε πολύ στη μάνα της η Αλεξάνδρα. Κι ο Μιχάλης καμάρωνε. Η Αλεξάνδρα ήταν άριστη μαθήτρια. Το όνειρό της ήταν να πάει στην Ακαδημία, να γίνει δασκάλα. Το είπε στον πατέρα της και χάρηκε ο έρμος που λαχταρούσε να δει το κορίτσι του να μορφώνεται και να προκόβει. Τα παλικάρια όμως της περιοχής είχαν άλλο σκοπό. Βροχή τα προξενιά και οι προτάσεις. Δεν προλάβαινε ο Μιχάλης να διώχνει γαμπρούς. Γελούσε μ’ αυτά η Αλεξάνδρα. Τι κι αν είχε φτάσει τα δέκα τέσσερα κι είχε την εμφάνιση πανώριας κοπελιάς; Στο μυαλό ήταν παιδί ακόμη. Μα όλα τούτα, δεν έκαναν τα χείλη του Μιχάλη να γελάνε. Από καιρό, έβλεπε στα μάτια των αντρών ανομολόγητους πόθους για την κοπελιά του. Φοβήθηκε ο πατέρας για τις φουρτούνες που ξεσήκωνε στις καρδιές των αντρών η Αλεξάνδρα. Έδιωχνε λοιπόν τα προξενιά κι ησύχαζε κάπως σχολιάζοντας τα ανόητα καμώματα των παλικαριών και βλέποντας πως η κόρη του συμφωνούσε μαζί του. Έφτασε το πανηγύρι του Αϊ Γιώργη. Το ξωκλήσι του γιόρταζε. Έπαιζαν τα όργανα, χόρευαν τα νιάτα, κουβέντιαζαν τα γηρατειά κοιτώντας τον χορό που έσερνε η Αλεξάνδρα. Σ’ ένα τραπέζι πιο πέρα, καθόταν ο Σήφης, ο γιος του Κωνσταντή. Ό,τι είχε γυρίσει στο χωριό ο Σήφης απ’ το στρατιωτικό του. Όταν είχε φύγει, δύο χρόνια πριν, είχε αφήσει την Αλεξάνδρα παιδί. Μα τώρα τα μάτια του αντίκριζαν τη γυναικεία ομορφάδα. Λαβώθηκε απ’ τον έρωτα ο Σήφης. Έχασε ύπνο κι η ηρεμία. Μπουκιά δεν έβαζε στο στόμα του. Καταιγίδα μάνιαζε στην καρδιά του, φουρτούνα στην ψυχή


26

Ιφιγένεια Φασφαλή

________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

του. Αν δεν την έκανε γυναίκα του, δεν θα ησύχαζε. Ζήτησε ορμήνια από τον πατέρα του. «Πατέρα, θα έρθεις μαζί μου να πάμε να τη ζητήσουμε; Αυτή η κοπελιά πατέρα, ορκίστηκα να γίνει γυναίκα μου, ειδάλλως δεν ησυχάζω. Άμε πατέρα να τη ζητήσεις», του είπε με λαχτάρα. «Παιδί μου, Σήφη μου, η κοπελιά είναι μικρή. Και να ξέρεις. Πολλά παλικάρια τη ζήτησαν απ’ τον πατέρα της, αλλά η απάντηση ήταν αρνητική. Το κορίτσι, θέλει να σπουδάσει Σήφη αγόρι μου. Και να είσαι σίγουρος πως θα με διώξει ο Μιχάλης, γιε μου». Τίποτε δεν άκουσε ο Σήφης. Επέμενε με πείσμα και υπομονή περίσσια, ώσπου έπεισε τον πατέρα του. Δεν ήταν δα και προσβολή. Σε γάμο τη ζητούσαν. Πήγε ο γερο-Κωνσταντής και βρήκε τον Μιχάλη. Με μισή ψυχή, του έκανε την πρόταση. Αφήνιασε ο Μιχάλης. «Βρε Κωνσταντή κι εσύ; Σε είχα για μυαλωμένο άνθρωπο! Έχω μωρέ εγώ, κόρη για παντρειά; Η κόρη μου είναι ακόμα παιδί και πέρα απ’ αυτό, κάνει όνειρα να σπουδάσει. Κάνε μου τη χάρη και μη μου ξανακουβεντιάσεις τέτοιο πράμα». Το περίμενε αυτό ο Κωνσταντής. Ωστόσο, έκανε μία τελευταία προσπάθεια. «Το παιδί την αγαπά απελπισμένα Μιχάλη. Έχασε τον ύπνο του ο γιος μου. Δύο μπουκιές με το ζόρι βάζει κάθε μέρα στο στόμα του. Δεν έχει μυαλό για τίποτα. Σκέψου το να χαρείς! Και μην ξεχνάς, τόσο ήταν κι η μακαρίτισσα η γυναίκα σου σαν αρραβωνιαστήκατε. Σκέψου το Μιχάλη!» του είπε με μισή καρδιά, ανταριασμένη κι αυτή από το σύννεφο που τη σκέπαζε. «Άσε τη μακαρίτισσα εκεί που είναι Κωνσταντή. Το μόνο που μπορώ να σου πω είναι πως αν ο γιος σου την αγαπά τόσο


Θύτες και θύματα

27

________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

πολύ, να την περιμένει. Τα χρόνια άλλαξαν. Η κόρη μου ονειρεύεται σπουδές, στο ματαείπα. Να το ξέρει αυτό ο Σήφης σου!» ξεκαθάρισε ο Μιχάλης. «Άντε Κωνσταντή, ας πάμε στο σπιτικό του ο καθένας κι ας μη σκεφτόμαστε πράγματα που δεν γίνονται. Άντε στο καλό! Άντε στην ευχή του Θεού!» Καλού κακού, ο Μιχάλης έπιασε το βράδυ την Αλεξάνδρα και της μίλησε. Της τα είπε όλα. «Παιδί μου, είσαι πολύ μικρή ακόμη. Η πρόταση του Κωνσταντή μάς τιμάει, αλλά εσύ πηγαίνεις σχολείο ακόμη. Ας τον. Αν σ’ αγαπά τόσο πολύ, ας περιμένει. Καλά δεν του απάντησα κοριτσάκι μου;» «Μια χαρά τα είπες πατέρα. Δεν τα καταλαβαίνω τούτα τα καμώματα. Πάμε για ύπνο τώρα, κι αν βρεθεί κι άλλος γαμπρός, πες του καθαρά πως δεν παντρεύομαι. Πως έχω παντρευτεί τ’ όνειρό μου. Τι κακός μπελάς Χριστέ μου και τούτος κάθε τόσο! Αμάν Παναγιά μου! Γλύτωσε με!», είπε μπουχτισμένη η κοπέλα. Γύρισε κι ο Κωνσταντής στο σπίτι του και βρήκε τον Σήφη να περιμένει μέσα στην αγωνία. «Όλα έγιναν όπως σου τα είχα πει παιδί μου. Ο Μιχάλης δεν το συζητά καθόλου. Το παιδί του, λέει, είναι μικρό. Αν την αγαπάς όσο λες, να την περιμένεις να τελειώσει το σχολείο της. Άκουσε με αγόρι μου! Βγάλε την κοπέλα αυτή απ’ το μυαλό σου. Ένα σωρό κορίτσια είναι τριγύρω, στον ανθό τους για παντρειά. Τώρα πια, αν την αγαπάς τόσο πολύ, τι να σου πω; Περίμενε την τότε, αγόρι μου. Μόνο να το ξέρεις, θα περιμένεις πολύ. Η Αλεξάνδρα θέλει να σπουδάσει. Τι να σου κάμω Σήφη μου; Τίποτε άλλο δεν γίνεται!» «Τουλάχιστον να αρραβωνιάσουμε πατέρα και θα την περιμένω όσο χρειαστεί. Και να δεις που κάποια μέρα, θα στην


28

Ιφιγένεια Φασφαλή

________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

φέρω νύφη την ομορφιά μου εδώ μέσα. Θα της μιλήσω κι εγώ, και να δεις που θα την πείσω». Σκεφτικός τον άκουσε ο πατέρας του. Το πάθος του Σήφη δεν του άρεσε. «Όχι Σήφη, μην το κάνεις. Θα είναι λάθος σου, παιδί μου. Περίμενε να περάσει ο καιρός. Μην πλησιάσεις την κοπελιά. Έδωσα το λόγο μου πως το πράγμα θα μείνει σ’ αυτά που συμφωνήσαμε με τον Μιχάλη». Τον άκουσε και δεν τον άκουσε ο Σήφης. Άλλα του έλεγε εκεινού η καρδιά του. Την άλλη μέρα κιόλας, στάθηκε έξω από το Γυμνάσιο. Το κουδούνι χτύπησε και τα παιδιά σχόλασαν. Ανάμεσα στα κεφάλια των κοριτσιών, ξεχώριζαν τα ξανθοκόκκινα μαλλιά της ομορφιάς του. Την αντίκρισε και απόμεινε εκστατικός. Από τι υλικά έφτιαξε αυτή την τελειότητα ο Θεός, αναρωτήθηκε ο Σήφης. Μάζεψε όλο του το κουράγιο και την ακολούθησε ως την πόρτα της αυλής της. «Αλεξάνδρα, σταμάτα να μιλήσουμε ομορφιά μου. Έχασα τον ύπνο μου για σένα. Θέλω να σε κάνω γυναίκα μου. Σκέψου το, σκέψου το καρδιά μου! Βασίλισσα θα σε κάνω, θα έχεις τα πάντα. Σ’ αγαπώ Αλεξάνδρα, σ’ αγαπώ απελπισμένα», της είπε με φωνή που έτρεμε. «Αχ Σήφη! Μου μίλησε κιόλας ο πατέρας μου. Μα δε γίνεται το προξενιό, θα το ξέρεις ήδη. Δε θέλω να παντρευτώ. Να σπουδάσω είναι το όνειρό μου. Κι εσύ Σήφη, δεν είσαι μέσα στο όνειρο αυτό. Πάρε το απόφαση και μην τρέφεις ελπίδες χωρίς αντίκρισμα». Ήταν απόλυτη και κατηγορηματική η μικρή κοπέλα. Δεν άφηνε ούτε ίχνος ελπίδας στην ερωτευμένη του ψυχή. Μα δεν ήθελε και να του δώσει θάρρητα. Την ελευθερία της γύρευε να κυνηγήσει το όνειρό της.


Θύτες και θύματα

29

________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ο Σήφης δεν οπισθοχώρησε. Με πρωτόφαντο πείσμα, συνέχισε να της μιλά. Δεν άκουγε τη λογική του παρά μονάχα το πάθος του. «Θα σε περιμένω Αλεξάνδρα, όσο και να χρειαστεί. Αν δε θέλεις να κάνουμε αρραβώνα, δεν πειράζει. Μονάχα να μου πεις πως θα το ξανασκεφτείς σαν μεγαλώσεις και τελειώσεις τις σπουδές σου. Μη με διώχνεις, σε παρακαλώ». Δάγκωσε τα χείλια του ο Σήφης μέχρι που ματώσανε. Περίμενε με αγωνία μελλοθάνατου την απάντησή της. «Αχ Παναγιά μου! Πόσο ξεκάθαρα να σου μιλήσω πια; Ξέχασέ με Σήφη! Καμία ελπίδα δε σου δίνω. Είμαι ευτυχισμένη δίπλα στον πατέρα μου. Δε θα κάνω ποτέ, κανέναν αρραβώνα. Θέλω να είμαι ελεύθερη. Θα τελειώσω το σχολείο, θα σπουδάσω και θα γυρίσω στο χωριό μας δασκάλα. Βρες μία άλλη κοπέλα για να παντρευτείς, κι ίσως να διδάξω γράμματα στα παιδιά σου. Δε θα σου πω τίποτε άλλο. Φύγε τώρα και μη με ξαναπλησιάσεις ποτέ. Με τρομάζεις!» Δεν το χωρούσε ο νους του. Τον έδιωχνε σαν το σκυλί. Αυτόν που την λάτρευε! Που έπινε νερό στο όνομά της, που θα έδινε και τη ζωή του για να την κάνει ευτυχισμένη! Το μυαλό του θόλωσε. Άκουγε μονάχα τα λόγια της να βουίζουν σαν θυμωμένες μέλισσες. Ξάφνου, του μπήκε μια ιδέα. Υπήρχε άλλος; Ποιος της είχε κλέψει την καρδιά; Όποιος κι αν ήταν, τον μισούσε. Η φωνή του έτρεμε καθώς τη ρωτούσε. «Μην κι αγαπάς κάποιον άλλον Αλεξάνδρα;» Η κοπέλα απελπίστηκε. Πώς θα γλύτωνε από το αρρωστημένο του πάθος; Δεν ήθελε να καταλάβει. Ήταν τελείως παράλογος. Έπρεπε να του πει κάτι για να γλυτώσει. «Αν είναι να μ’ αφήσεις ήσυχη και να τραβήξεις τον δρόμο σου Σήφη, αν είναι να τελειώσει αυτή η παράλογη ιστορία εδώ, τότε ναι! Αγαπώ κάποιον άλλο».


30

Ιφιγένεια Φασφαλή

________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Έτσι νόμιζε πως θα τον ξεφορτωνόταν επιτέλους. Δεν τον κοίταξε στα μάτια. Αν είχε δει το βλέμμα του, θα ξεχώριζε το μίσος για τον ανύπαρκτο αντίζηλο. Ο Σήφης ταράχτηκε. Δεν άντεχε να σκέφτεται ποιος να ήταν τάχα ο μισητός του αντίπαλος. Δεν άντεχε να φαντάζεται άλλον να την αγγίζει, να τη φιλά, να τη χαϊδολογάει. Τον έπιασε λύσσα. Έβαλε τα χέρια στους ώμους της, έτρεμε από το λίγωμα του πόθου του. «Θα τον διώξεις αυτόν τον άλλο Αλεξάνδρα. Θα γίνεις δική μου. Σε ικετεύω, μη με αρνηθείς. Ειδεμή θα σε σκοτώσω, και μετά θα σκοτωθώ! Δεν είναι λόγια, το εννοώ», την απείλησε ξεκάθαρα. Τα χέρια του έσφιγγαν τους ώμους της και την πονούσαν. Η Αλεξάνδρα αγρίεψε. «Άσε με ήσυχη πια! Τράβα το δρόμο σου. Δεν έχει θέση στη ζωή μου για εσένα. Φύγε, δε σε θέλω. Στο είπα πως αγαπώ άλλον!» Το χέρι του Σήφη πήγε στο πιστόλι που κουβαλούσε πάντα επάνω του. Πυροβόλησε χωρίς να συνειδητοποιήσει τι έκανε. Σαν έπεσε κάτω η Αλεξάνδρα, κάτι σάλεψε μέσα στο ταραγμένο του μυαλό. Κατάλαβε τι είχε κάνει και τρελός από πόνο και απελπισία, έστρεψε το πιστόλι στον εαυτό του. Ένα ξερό κλικ ακούστηκε. Το πιστόλι ήταν άδειο πια. Η τελευταία του σφαίρα είχε κόψει ελάχιστα λεπτά πριν το νήμα της ζωής της Αλεξάνδρας. Για ώρα θρηνούσε πάνω από το άψυχο κορμί. Κλαίγοντας ακόμα με λυγμούς, πήρε τον δρόμο για το αστυνομικό τμήμα. Η απολογία του ήταν ένας χείμαρρος έρωτα, παραλογισμού κι απελπισίας. «Θέλω να με καταλάβετε κύριε αστυνόμε. Μου είπε πως αγαπούσε κάποιον άλλο. Εγώ τη λάτρευα σαν θεά μου. Την


Θύτες και θύματα

31

________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

προειδοποίησα πως θα τη σκότωνα αν δεν μπορούσα να την έχω. Μα εκείνη μου γέλασε κατάμουτρα», έλεγε προσπαθώντας να δώσει λογική εξήγηση στο κρίμα του. «Χριστέ και Παναγιά μου! Πώς το έκανα αυτό στην Αλεξάνδρα μου; Σήκω φως μου, ξύπνα ομορφιά μου!» παραληρούσε μετά χαμένος σ’ ένα πόνο πρωτόφαντο. Τα ίδια είπε στον ανακριτή. Τα ίδια στον εισαγγελέα. Έγινε το δικαστήριο. Εκεί δεν δικαιολόγησε τον εαυτό του. Αντίθετα, τον καταράστηκε μ’ όλη του την ψυχή. Οι ένορκοι δεν έδειξαν καμία συμπάθεια στο πρόσωπό του. Ασυγχώρητο το έγκλημα, ομόφωνη η απόφαση: Ισόβια. Μετά τη δίκη, ο Σήφης μεταφέρθηκε στις αγροτικές φυλακές της Αγιάς. Εκεί θα τελείωνε την ποινή του. Στο Εφετείο του, η ποινή κατέβηκε. Έγινε δέκα οκτώ χρόνια. Στις αγροτικές φυλακές, δούλεψε στα κτήματα. Πέρασε τη φυλακή του χωρίς να κάνει φιλίες. Καταδίκασε τον εαυτό του στη μοναξιά. Το αθώο αίμα του κοριτσιού, τον στοίχειωνε. Ως και τη ζωή του δοκίμασε να πάρει, μα για μια φορά ακόμη γλύτωσε. Τα χρόνια πέρασαν. Έφτασε η ώρα να αποφυλακιστεί. Δεν είχε κανέναν να τον περιμένει. Ο πατέρας του είχε πεθάνει ένα χρόνο μετά το φονικό, ολομόναχος στο κτήμα του. Η καρδιά του δεν άντεξε τη φρίκη και τη στενοχώρια. Μια μέρα του Μάρτη, κρύα και βροχερή, ο Σήφης άφησε πίσω του τις πόρτες της φυλακής. Πήρε το λεωφορείο και κοιτούσε σαν χαμένος τη διαδρομή. Σαν έφτασαν στο χωριό, το σεργιάνισε ξαφνιασμένος. Πόσα είχαν αλλάξει όλα αυτά τα χρόνια! Τίποτε δεν ήταν όπως το είχε αφήσει. Βρήκε το πατρικό του ρημαγμένο, το κτήμα το ίδιο. Αφρόντιστο το βιός του φονιά. Ποιος να βρεθεί τώρα να του μιλήσει και να τον καλωσορίσει; Είχε αγοράσει ένα μπουκάλι


32

Ιφιγένεια Φασφαλή

________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ρακί κι αυτή ήταν η μόνη παρέα που έμπασε στο ρημαδιασμένο σπίτι. Ήπιε πολύ, μα δεν βοήθησε. Το πρόσωπο της Αλεξάνδρας ήρθε στη μνήμη του. Σάμπως όμως είχε φύγει και ποτέ από τις θύμησές του; Βγήκε ξανά. Τράβηξε για το ξωκλήσι του Αϊ Γιώργη. Στο μικρό του κοιμητήρι, ήταν θαμμένοι η Αλεξάνδρα κι ο πατέρας του. Γονάτισε και προσευχήθηκε πάνω από τους τάφους τους. Ο παπά Θόδωρος τον κοιτούσε από μακριά παραξενεμένος. Σαν τον αναγνώρισε, πλησίασε με δισταγμό. «Σήφη παιδί μου, εσύ είσαι; Γιατί γύρισες; Φύγε αγόρι μου, πήγαινε στα Χανιά. Εκεί ανάμεσα στους πολλούς, θα χαθείς παλικάρι μου. Μη μείνεις στο χωριό. Κανείς δεν ξέρει πώς θα αντιδράσει ο Μιχάλης». «Θα φύγω παπά Θόδωρε. Ξέρω καλά πως δεν μπορώ να μείνω εδώ. Μα ούτε και θέλω. Τη νιώθω, τη βλέπω, μέρα και νύχτα! Χρόνια έχω να κοιμηθώ ήσυχα. Κάτι μου ζητά η ψυχή της! Τι μου ζητά άραγε; Σε παρακαλώ, έλα να κάνεις ένα τρισάγιο για την ψυχούλα της. Θέλω να της ζητήσω να με συγχωρήσει. Αν μπορεί να γίνει ποτέ κάτι τέτοιο. Τι έκανα Χριστέ και Παναγιά μου! Πώς σήκωσα το χέρι μου και πήρα τη ζωή της; Δε με σκιάζει ο Μιχάλης, παπά μου! Δίκιο θα έχει, ό,τι κι αν μου κάνει. Θα ησυχάσω άραγε άμα πεθάνω; Το σκέφτομαι, το σκέφτομαι συνέχεια». «Όχι παιδί μου! Και μόνο να σκέφτεσαι να δώσεις τέλος στη ζωή σου, να ξέρεις πως φορτώνεσαι δεύτερη αμαρτία. Ζήσε Σήφη! Ζήσε και μετανόησε. Ο Θεός είναι μεγάλος και συγχωρεί. Φύγε όμως από το χωριό, να χαρείς!» Κι έπειτα ο παπά Θόδωρος έκανε το τρισάγιο. Δίπλα του ο φονιάς ζητούσε συγχώρεση. Μα η πράξη του ήταν βαριά κατάρα. Τα δάκρυά του ενώθηκαν με τη βροχή ποτίζοντας τη


Θύτες και θύματα

33

________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

γη. Έκοψε λίγα τριαντάφυλλα από αυτά που φύτρωναν γύρω από την εκκλησία κι έφυγε σκυφτός με τα λουλούδια στο χέρι. Τα βήματά του τον οδήγησαν στο κτήμα του Μιχάλη. Σαν τον υπνοβάτη, γονάτισε κι ακούμπησε τα κόκκινα τριαντάφυλλα στο σημείο που ξεψύχησε η ομορφιά του. Μια παραίσθηση τον τύλιξε. Μπροστά του, ξανοίχτηκε μία λίμνη και από μέσα της τον κοίταξαν δυο πανέμορφα μάτια, στο χρώμα της άγουρης ελιάς. Τα μάτια της Αλεξάνδρας! Άκουσε ξεκάθαρα τη φωνή της να του λέει να φύγει μακριά της, να τραβήξει τον δρόμο του. Σήκωσε το δακρυσμένο του βλέμμα κι αντίκρισε έναν γερασμένο Μιχάλη με αναμμένη τη φλόγα του μίσους. «Α, Σήφη! Σε ξαμόλησαν βλέπω. Καλώς τον! Τι ήρθες να κάνεις στο κτήμα μου; Σάματις έχει τύψεις η μαύρη σου ψυχή; Είναι αργά πια για όλους μας, Σήφη. Όμως, σε καρτερούσα χρόνια. Το ήξερα πως και σήμερα θα χάσεις το δρόμο σου, όπως και τότε που έγινες φονιάς. Σήμερα που θα κάνεις εμένα φονιά!» «Μιχάλη, ό,τι και να μου κάνεις θα έχεις δίκιο. Δε θα υπερασπιστώ τη ζωή μου. Χωρίς την Αλεξάνδρα, δεν είχα ζωή τόσα χρόνια πια. Είμαι έτοιμος. Κάνε αυτό που πρέπει». Ήταν έτοιμος ο Σήφης. Κάπου βαθειά μέσα του έδινε δίκιο στον έρημο πατέρα. Δεν κοίταξε την κάνη που τον σημάδευε παρά πέρα μακριά στον ορίζοντα, εκεί που έβλεπε τη θωριά της αγάπης του. Ο Μιχάλης τον σημάδεψε στην καρδιά και πυροβόλησε. «Δε μπορούσα να σε συγχωρήσω Σήφη. Δε μπορούσα, γιατί η χαμένη ζωή ζητά ζωή να πάρει κι ο θάνατος θάνατο να ανταμώσει. Τώρα όμως πεθαίνεις. Αυτή είναι η τιμωρία σου, αυτή κι η συγχώρεσή μου».


34

Ιφιγένεια Φασφαλή

________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ο Σήφης γονάτισε στη γη και ξεψύχησε πλάι στα σκόρπια τριαντάφυλλα. «Τελείωσε το δικαστήριο. Ο φονιάς τιμωρήθηκε κι η ψυχούλα του παιδιού μου αναπαύτηκε πια!» μονολόγησε ο Μιχάλης παρατηρώντας ατάραχος το αίμα που κυλούσε σιμά στα λουλούδια. Όρθωσε το ανάστημά του. Προσπάθησε να χαμογελάσει, μα περίεργο! Μια γεύση από στάχτη και χώμα είχε στο στόμα και μια θύελλα στην καρδιά. Δεν ήταν φτιαγμένος από τη στόφα του φονιά. Ο Μιχάλης δεν παραδόθηκε. Κατέφυγε στα βουνά, ψηλά στο οροπέδιο του Ομαλού. Εκεί πέρασε τα είκοσι τελευταία χρόνια της ζωής του, ελεύθερος φυγόδικος. Δεν γύρισε ποτέ στο χωριό του, ένας μισάνθρωπος που τέλειωσε μια βεντέτα, μα δεν βρήκε ποτέ του δικαίωση.


Θύτες και θύματα

35

________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ένας έρωτας με ημερομηνία λήξης Εκείνο το βράδυ ο Γιώργος δεν ήταν στα κέφια του. Αποφάσισε να πάει εκεί που τραγουδούσε εκείνη. Ήθελε ν’ ακούσει λίγη μουσική και να ξεδώσει. Του είχαν συμβεί πολλά τον τελευταίο καιρό. Μπήκε στο μαγαζί άκεφος. Τα γκαρσόνια, στα πόδια του να τον εξυπηρετήσουν αμέσως. Εδώ και αρκετό καιρό, ήταν ο χρυσός τους πελάτης. Η Κάτια, ντυμένη μ’ ένα φλογάτο φόρεμα, λίκνιζε το λυγερό κορμί της στην πίστα. Είχε έναν τρόπο να τραγουδά, λες και το έκανε για κάθε έναν ξεχωριστά. Ένα χρόνο στο μαγαζί, γνώριζε πιένες. Περιουσίες είχαν ξοδευτεί στα πόδια της. Τελευταίος χρυσός πελάτης της, ο Γιώργος. Από τη μέρα που την είχε γνωρίσει και την είχε ερωτευτεί, είχαν γίνει αχώριστοι. Κάθε βράδυ, ο Γιώργος ήταν εκεί. Ξόδευε για χάρη της κι η Κάτια, αχόρταγη, ζητούσε όλο και περισσότερα. Μα το γνώριζε καλά το παιχνίδι η τραγουδιάρα. Και γύρευε να μαδήσει μέχρι το τελευταίο πούπουλο το θύμα της. Δηλαδή αυτόν. Η Κάτια τραγουδούσε δέκα χρόνια στα μαγαζιά της επαρχίας. Είχε αποκτήσει, κοσμήματα, γουναρικά, αυτοκίνητο. Ο στόχος της τώρα, ήταν να βρει κάποιον αφελή που θα την ερωτευόταν και θα της πλήρωνε τα χρήματα που είχε δανειστεί, για να αγοράσει το κομψό ρετιρέ στη Γλυφάδα. Ο Γιώργος ήταν εδώ και ένα χρόνο εραστής της. Είχε υφάνει με έξυπνο τρόπο τον ιστό της, αργά και προσεκτικά. Ένα παιχνίδι, για να πιαστεί ο Γιώργος και να εξαργυρώσει η αφεντιά της. «Χρωστάω Άννα!», είχε πει ο Γιώργος χωρίς καμιά ντροπή στη γυναίκα του. «Χρωστάω πολλά, αγάπη μου. Θα πουλήσω το κτήμα στον Αϊ Γιάννη. Μόνο αυτό μπορεί να με σώσει».


36

Ιφιγένεια Φασφαλή

________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Η γυναίκα του χλόμιασε. Για μία στιγμή, ένιωσε το έδαφος να χάνεται κάτω από τα πόδια της. Αυτό το καταραμένο πάθος του με τον τζόγο! Το κτήμα ήταν ένα από τα λίγα περιουσιακά τους στοιχεία. Ονειρευόταν να κτίσει ένα σπίτι για τον γιο τους εκεί, το μέλλον για τα εγγόνια τους. Και τώρα; Τώρα ο Γιώργος, της έλεγε πως ήθελε να το πουλήσει. Η χαρτοπαιξία τον είχε πνίξει τα τελευταία πέντε χρόνια κι είχε χάσει πολλά. «Αχ Γιώργη! Είναι σχεδόν η μοναδική περιουσία που μας απόμεινε αυτό το κτήμα. Μήπως μπορούμε να βρούμε τα λεφτά από κάπου αλλού; Πόσα χρωστάς;» τόλμησε να ρωτήσει. «Πάνω από 300.000 χιλιάδες ευρώ. Τον τελευταίο καιρό, πήγα πολύ άσχημα. Ή μάλλον, πήγα κατά διαβόλου Άννα. Το κτήμα πρέπει να πουληθεί και μάλιστα γρήγορα. Μόνον έτσι ξελασπώνω. Συγνώμη!» της είπε σκεφτικός. Η Άννα κούνησε το κεφάλι της. Την κυρίεψε απελπισία. Τα λεφτά ήταν πολλά. «Κάνε ό,τι σε φωτίσει ο Θεός κι ό,τι νομίζεις καλύτερο», του είπε λυπημένη. Η υποψία πέρασε και πάλι από το μυαλό της. Κι αν την απόδιωξε, ξαναγύρισε. Η πόλη τους ήταν μικρή κι οι γλώσσες μιλούσαν. Έλεγαν πως ο άντρας της τριγυρνούσε με μία όμορφη τραγουδίστρια. Τους είχαν δει μαζί. Μήπως ήταν αλήθεια; Μήπως την είχε ερωτευθεί κι ήθελε τα χρήματα για εκείνην; Δε θα ήταν η πρώτη φορά. Αλλά πάλι, τόσα χρήματα; Όχι, δεν ήταν δυνατόν. Δεν μπορεί να την απατούσε ο Γιώργος της, να ξεπούλαγε την περιουσία του παιδιού τους για μία ξένη γυναίκα. Όχι! Η αιτία ήταν σίγουρα ο καταραμένος τζόγος. Το ίδιο απόγευμα, η Άννα τηλεφώνησε στον φίλο του άνδρα της, τον Στρατή. Τον ρώτησε για αυτά που έλεγε ο κόσμος. Τον εξόρκισε να της πει αν ο Γιώργος είχε μπλέξει με κάποια γυναίκα.


Θύτες και θύματα

37

________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Πρέπει να μου πεις Στρατή. Προτού ξεπουλήσει όλη την περιουσία μας κι αφήσει το παιδί μας στο δρόμο. Ένα χρόνο τώρα, μου λέει πως χάνει στα χαρτιά. Είναι αλήθεια Στρατή; Πες μου, σε ξορκίζω! Πρέπει να τον βοηθήσουμε. Έχει χάσει πια τον έλεγχο. Εσύ πρέπει να ξέρεις», είπε κι η καρδιά της έτρεμε από την αγωνία. «Στ’ αλήθεια δεν ξέρω, Άννα. Εγώ, τον τελευταίο καιρό, έχω ξεκόψει απ’ τη λέσχη. Αρκετά λεφτά έχασα. Δεν ξέρω τι συμβαίνει με τον Γιώργη, ειλικρινά δεν ξέρω, διαφορετικά θα σου έλεγα». Δεν ήθελε περισσότερα η Άννα. Ούτε θα έβγαζε έτσι την άκρη. Ο άντρας της κάτι της έκρυβε. Άρχισε να φοβάται πως τα κουτσομπολιά είχαν κάποια βάση. Έπρεπε να μάθει. Κατάστρωσε το δικό της σχέδιο, βάζοντάς το αμέσως σε εφαρμογή. «Ας βγούμε απόψε Γιώργη. Έχουμε πολύ καιρό να πάμε κάπου οι δύο μας. Τι λες; Η Μαρίνα, μου είπε πως στα Ξημερώματα ξέρεις, εκείνο το μαγαζί με τη ζωντανή μουσική, έχει ένα πολύ καλό πρόγραμμα». Τον κοίταζε αθώα. Τι θα υποψιαζόταν από το ύφος της; Αν της το αρνιόταν, θα έκανε τα πράγματα χειρότερα. Ο Γιώργος σήκωσε το ακουστικό, πήρε το γνωστό νούμερο και ζήτησε ένα τραπέζι. Εκείνο το μεσημέρι, είχε επισκεφθεί την Κάτια στο ξενοδοχείο της. Της είχε δώσει τα χρήματα που του είχε ζητήσει. Τριακόσιες χιλιάδες! Διάβολε, πολλά λεφτά! Χαλάλι της όμως, η Κάτια του τα άξιζε ως την τελευταία δεκάρα. Το καινούριο διαμέρισμα ήταν πια γεγονός. Τα μάτια της είχαν λάμψει καθώς έπαιρνε την επιταγή. Απόψε, το κορίτσι του θα γιόρταζε! Η ζωή της Κάτιας έμπαινε πια σε καινούριες βάσεις. Θα έκανε μία καινούρια αρχή. Τέρμα τα μαγαζιά τρίτης


38

Ιφιγένεια Φασφαλή

________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

κατηγορίας. Τώρα, χωρίς τον βραχνά του δανείου, μπορούσε να δουλέψει διαφορετικά. Είχε κουραστεί. Και είχε κουραστεί περισσότερο, από την ανδρική συντροφιά στην οποία την υποχρέωνε ο τρόπος της δουλειάς της. Ας ήταν καλά αυτός ο ηλίθιος ο Γιώργος που την είχε γλυτώσει μία ώρα αρχύτερα. Από εδώ και μπρος, θα μπορούσε να αρκεστεί στο μεροκάματο που θα έπαιρνε. Κι αν βρισκόταν κάποιος με πολλά λεφτά, πρόθυμος να τα ξοδέψει για αυτήν, τότε μόνον θα σκεφτόταν να πάει στο κρεβάτι μαζί του. Ναι, η κατάσταση θα ήταν πολύ καλύτερη τώρα. Έτσι θα έκανε, με πρώτο της μέλημα να διώξει τον Γιώργο. Ο έρωτάς του την είχε κουράσει. Το βράδυ ήρθε κι ο Γιώργος με την Άννα, πήραν τον γιο τους και πήγαν στα Ξημερώματα. Τους καλωσόρισαν με χαμόγελα και αγκαλιές. Ο Γιώργος είχε ξοδέψει εκεί μέσα μία περιουσία σε σαμπάνια. Τους οδήγησαν σ’ ένα τραπέζι δίπλα στην πίστα. Η Άννα δεν ήταν ανόητη. Κατάλαβε αμέσως πως ο άντρας της ήταν τακτικός θαμώνας. Το πρόγραμμα ξεκίνησε κι η Άννα κρατούσε την ανάσα της. Φοβόταν πως οι υποψίες της ήταν βάσιμες. Τι της είχαν πει; Πως εκείνη την έλεγαν Κάτια, ήταν πανέμορφη και είχε τη φήμη του αρπακτικού. Έτσι τη φώναζαν πίσω από την πλάτη της: «Κάτια το αρπακτικό». Άρχισε να φοβάται πως ήταν λάθος της που είχαν έρθει, όμως ήταν αργά να κάνει πίσω. Ένιωθε μία ελαφριά δυσφορία. Η καρδιά της ήταν λίγο αδύνατη. Πριν τρία χρόνια, είχε πάθει ένα έμφραγμα. Οι γιατροί, ήταν κατηγορηματικοί. Όχι κούραση κι όχι δυνατές συγκινήσεις. Αν είχε μία ελπίδα ακόμη, αυτή διαψεύστηκε όταν στην πίστα ανέβηκε η πανέμορφη γυναίκα με τα μακριά μαύρα μαλλιά και το κατακόκκινο, τολμηρό φόρεμα. Άρχισε να τραγουδά και να χορεύει, να λικνίζεται αισθησιακά,


Θύτες και θύματα

39

________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ξεδιάντροπα θα μπορούσε να πει κάποιος. Πλησίασε το τραπέζι τους κι έριξε ένα λάγνο βλέμμα στον Γιώργη. «Είσαι ο θεός μου, είσαι η θρησκεία μου, είσαι η λατρεία μου. Σε θέλω», τραγουδούσε η Κάτια, θαρρείς μόνο γι’ αυτούς ή καλύτερα μόνο για τον Γιώργη. Αν η Άννα είχε μία αμφιβολία, αν είχε μία ελπίδα, τώρα δεν υπήρχε τίποτα. Ήταν ξεκάθαρο πια. Οι γλώσσες του κόσμου δεν είχαν πέσει έξω. Η Κάτια είχε πλησιάσει τώρα τον Γιώργη και κουνούσε το κορμί της προκλητικά. Σε κάποια στιγμή μάλιστα, του έστειλε ένα φιλί. Η καρδιά της δύστυχης γυναίκας άρχισε να χτυπά άτακτα στο στήθος της. Χλόμιασε. Αισθάνθηκε τη γη να φεύγει κάτω από τα πόδια της. Σταγόνες ιδρώτα φάνηκαν στο μέτωπό της. Ο γιος τους, είκοσι χρόνων πια, ολόκληρος άντρας, κοίταξε τον πατέρα του και κούνησε το κεφάλι του με απογοήτευση. Ο Γιώργης σηκώθηκε. «Πάμε Άννα. Δεν πρέπει να αισθάνεσαι καλά. Είσαι κατάχλομη!» είπε ανήσυχος. «Ναι Γιώργη! Πάμε να φύγουμε, να γυρίσουμε στο σπίτι μας. Ή μάλλον, καλύτερα να πάμε στο νοσοκομείο, να με δει ένας γιατρός. Η αλήθεια είναι πως δε νιώθω καθόλου καλά», είπε με φωνή που μόλις ακουγόταν. Ο Γιώργης ήταν έξω φρενών με την Κάτια. Την ανόητη! Της είχε πει τόσες, μα τόσες φορές, να είναι προσεκτική. Είχε πάντως κάποιο δίκιο κι εκείνη. Πώς θα μπορούσε να φανταστεί πως συνόδευε τη γυναίκα του; Δε γνωριζόντουσαν. Όχι, η Κάτια δεν έφταιγε. Δεν έπρεπε να γίνεται άδικος μαζί της. Η γλυκιά, όμορφη προκλητική του Κάτια! Μα το Θεό, ήταν ξετρελαμένος μαζί της! Κι εκείνη, το μόνο που ήθελε απόψε, ήταν να τον ευχαριστήσει για το δώρο του. Έριξε μία ματιά πίσω του. Όλο το μαγαζί παραληρούσε και τραγουδούσε μαζί


40

Ιφιγένεια Φασφαλή

________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

της. Ναι, η Κάτια του ήταν μοναδική. Σκέφτηκε πόσοι, μα πόσοι άντρες τον ζήλευαν. Πόσοι θα ήθελαν να είναι στη δική του θέση και να κρατούν στην αγκαλιά τους το πανέμορφο κορμί αυτής της γυναίκας. Ένιωσε στο στόμα του τη γλυκιά γεύση του θριάμβου. Στο νοσοκομείο, ο νεαρός γιατρός της εφημερίας ήταν κατηγορηματικός. Η κυρία είχε ένα ελαφρύ καρδιακό επεισόδιο. Θα έπρεπε να είναι περισσότερο προσεκτική, να μη κουράζεται ή να στεναχωριέται. Θα την κρατούσε μία μέρα στο νοσοκομείο για να την παρακολουθήσει. Την επόμενη, μετά από μία σειρά εξετάσεων, μπορούσε να γυρίσει στο σπίτι της. Ο Γιώργος κι ο γιος του βγήκαν έξω στη ζεστή βραδιά του Σεπτέμβρη. Μπήκαν στο αυτοκίνητο. «Τι τρέχει με σένα και την τραγουδίστρια πατέρα; Να ξέρεις πως αν πάθει κάτι η μάνα, δεν θα στο συγχωρήσω ποτέ. Να παρακαλάς να είναι κάτι επιπόλαιο το αποψινό, γιατί αν είναι σοβαρό… Αν είναι σοβαρό, πολλά θα αλλάξουν πατέρα! Πολλά, στο ορκίζομαι», του είπε θυμωμένα ο νεαρός. Τον απειλούσε το ίδιο του το παιδί; Ο Τάσος του; Ο Γιώργος οδήγησε αμίλητος ως το σπίτι. Ήταν περιττό να προσπαθήσει να δικαιολογηθεί. «Δε θα μπορέσω να κοιμηθώ Τάσο. Θα πάω μέχρι τη λέσχη, να ρίξω καμιά ζαριά. Πέσε και κοιμήσου. Εγώ θα περάσω το πρωί από το νοσοκομείο, να δω τι κάνει η μητέρα σου. Καλό σου βράδυ», είπε. Αυτό σκεφτόταν να κάνει. Ήθελε να ξελαμπικάρει το μυαλό του, να μη σκέφτεται την καταστροφική βραδιά. Η ανόητη η Κάτια! Είχε δημιουργήσει σοβαρό πρόβλημα. Άνοιξε το συρτάρι του. Πήρε κάποια χρήματα και το πιστόλι του. Το συνήθιζε αυτό όταν κρατούσε επάνω του λεφτά.


Θύτες και θύματα

41

________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Μπήκε στο αυτοκίνητο και οδήγησε ως τη λέσχη. Μα ούτε εκεί τον ήθελε η τύχη του. Έχασε και την τελευταία του δεκάρα. Κοίταξε το ρολόι του. Είχε πάει πέντε, σε λίγο θα ξημέρωνε. Η ώρα που η Κάτια θα είχε τελειώσει το πρόγραμμά της. Το μαγαζί θα έκλεινε τώρα. Ευκαιρία να την έβλεπε λίγο. Θα την πήγαινε στο ξενοδοχείο της και μετά θα γυρνούσε στο σπίτι του. Πήρε τον δρόμο για τα Ξημερώματα. Τη βρήκε στην πόρτα, έτοιμη να φύγει. «Έλα στο αυτοκίνητο, Κάτια. Θα σε πάω στο ξενοδοχείο σου. Έλα, άμυαλο κορίτσι μου!» της είπε χαμογελώντας. «Ποια ήταν εκείνη η γυναίκα δίπλα σου στο μαγαζί;» τον ρώτησε. «Εκείνη η γυναίκα Κάτια, είναι η γυναίκα μου κι εσύ κατάφερες να τη στείλεις στο νοσοκομείο με τις κουταμάρες σου!» «Αυτές τις κουταμάρες Γιώργο, τις λάτρευες ως εχθές. Το λάθος είναι όλο δικό σου. Γιατί την έφερες στο μαγαζί; Ξέρεις πολύ καλά πως πρέπει να δουλέψω. Εγώ, δεν έχω ένα σύζυγο να με φροντίζει, αγάπη μου!» του είπε ναζιάρικα. «Αυτό έκανες λοιπόν λίγο πριν; Αυτό έκανες μαζί μου έναν ολόκληρο χρόνο; Δούλευες Κάτια; Κάπως αλλιώς ονόμαζες τη σχέση μας! Την έλεγες έρωτα! Όσο για τον σύζυγο; Μα, σε φρόντισα καλύτερα από τον πιο γενναιόδωρο σύζυγο. Διάβολε! Τριακόσιες χιλιάδες, δεν ήταν αρκετή φροντίδα; Δεν ξέρεις τι έκανα για να βρω αυτά τα λεφτά κορίτσι μου!». «Δεν μπορώ να πω το αντίθετο Γιώργη. Με φρόντισες και σ’ ευχαριστώ γι’ αυτό. Ωστόσο κι εσύ πήρες αυτό που ήθελες! Και τα λεφτά, δεν είναι ποτέ αρκετά. Δε με αγόρασες! Έχεις αλλάξει Γιώργη! Δε μου αρέσει ο τρόπος που μιλάς. Πρέπει να ξέρεις πως πολλοί περιμένουν να μου προσφέρουν τα πάντα


42

Ιφιγένεια Φασφαλή

________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

για να με αποκτήσουν. Ίσως πρέπει να χωρίσουμε για λίγο. Το σκέφτομαι καιρό. Ίσως πρέπει να μείνουμε για λίγο μακριά ο ένας από τον άλλο. Θα είναι μία ευκαιρία για να σκεφτείς. Να σκεφτείς τι έχεις και τι μπορεί να χάσεις. Δε θα σε δω για λίγο καιρό». Αυτό ήταν λοιπόν! Δεν τον αγαπούσε. Μόλις πήρε τα χρήματα, το πρώτο που σκέφτηκε ήταν το πώς θα μπορούσε να τον ξεφορτωθεί. Μία φωνή ούρλιαξε μέσα του. «Βλάκα Γιώργη! Ανόητε κοντόφθαλμε θαυμαστή. Για κείνην, ήσουν απλώς η δουλειά της». Ή μήπως δεν είχε καταλάβει καλά; Την ξαναρώτησε. Του είπε τα ίδια λόγια με μια φωνή απρόσωπη, σκληρή, αδιάφορη. Η τρυφερή ερωτευμένη γυναίκα του χθες, είχε χαθεί. Ένιωσε κάτι να σπάει μέσα του. Έβγαλε το όπλο του. «Θα σε σκοτώσω Κάτια. Με κορόιδεψες με τον χειρότερο τρόπο», της είπε μ’ έναν λυγμό στη φωνή του. «Μη γίνεσαι μελοδραματικός Γιώργη. Μη γίνεσαι ανόητος. Δε θα κάνεις τίποτε. Θα με πας στο ξενοδοχείο μου και μετά θα φύγεις. Γύρνα στο σπίτι σου, στη γυναίκα σου. Ξέχασε με! Θα μείνουμε χώρια για λίγο ή για πολύ, όσο θέλω εγώ τέλος πάντων!» του απάντησε εκνευρισμένη. Το μυαλό του θόλωσε. Ο ανδρισμός του, η τιμή του είχαν γίνει σκουπίδι. Σήκωσε το όπλο του και την πυροβόλησε στο στήθος. Τα μάτια της τον κοίταξαν για μία στιγμή. Ένα πελώριο ερωτηματικό φάνηκε μέσα τους. Και μία ειρωνική έκφραση. Μετά αναστέναξε κι έγειρε στο πλάι. Ο Γιώργης, έβαλε το πιστόλι στο στόμα του και πυροβόλησε ξανά. «Ερωτικό δράμα στην πόλη μας», έγραψαν οι εφημερίδες την επόμενη μέρα και μερικές αράδες όλες κι όλες από κάτω. Το καινούριο διαμέρισμα έμεινε κλειστό και ρήμαξε, μέχρι τη στιγμή που πέρασε στο κράτος. Η Κάτια, δεν είχε αφήσει


Θύτες και θύματα

43

________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

κληρονόμους. Η Άννα, δεν άντεξε την είδηση του διπλού θανατικού. Την ημέρα της κηδείας του Γιώργη, έπαθε το μοιραίο έμφραγμα. Τα φώτα της σκηνής είχαν σβήσει και για τους τρεις τους.


44

Ιφιγένεια Φασφαλή

________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Η Ελισάβετ Η οικογένεια ζούσε σ’ ένα χωριό της Λακωνίας, έξω από το Γύθειο. Η κόρη τους, η Ελισάβετ, ήταν ένα ήσυχο και σιωπηλό κοριτσάκι. Μεγάλωνε, κάτω από την άγρυπνη ματιά των γονιών της, της Φωτεινής και του Ηλία. Φοβόντουσαν κι οι δύο για αυτήν. Στην οικογένεια, υπήρχε ιστορικό τρέλας. Η αδελφή του Ηλία, η Δήμητρα, ήταν άρρωστη από τα νιάτα της. Οι γιατροί είχαν πει πως έπασχε από σχιζοφρένεια και είχαν ορίσει αγωγή, την οποία θα έπρεπε να παίρνει σ’ όλη της τη ζωή. Η Φωτεινή κι ο Ηλίας είχαν άλλα δύο μεγαλύτερα παιδιά. Εκείνα, δεν τους ξύπναγαν κανένα φόβο. Και τα δυο αγόρια ήταν υγιή και χαρούμενα, ξέγνοιαστα και παιχνιδιάρικα. Μόνο γι’ αυτό το σιωπηλό κορίτσι είχαν έγνοια. Πιθανή κληρονομικότητα, είπαν οι γιατροί. Να ήταν άραγε άρρωστη η κόρη τους; Κανείς δεν ήξερε ακόμη. Ίσως και να ήταν υπερβολικοί οι γιατροί. Πάντα είναι! Τα χρόνια περνούσαν και η Ελισάβετ μεγάλωνε. Έγινε μία ήσυχη και σιωπηλή έφηβη. Και ήταν όμορφη. Χριστέ μου, πόσο όμορφη είχε γίνει μεγαλώνοντας! Είχε τα μαύρα μαλλιά και τα πράσινα μάτια της γιαγιάς της και το παράστημα και τα σαρκώδη χείλη του Ηλία. Χρόνο με το χρόνο, γινόταν ομορφότερη. Τα προξενιά άρχισαν να έρχονται. Οι γονείς δεν ήξεραν τι ν’ απαντήσουν. Έδιωξαν καλές τύχες για την κόρη τους με τη δικαιολογία πως εκείνη ήταν μικρή ακόμη. Φοβόντουσαν να την παντρέψουν. Κι έκαναν καλά, γιατί η Ελισάβετ τελικά αρρώστησε.


Θύτες και θύματα

45

________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ήταν στα δέκα έξι της, όταν εκδηλώθηκε η αρρώστια. Την πήγαν σε γιατρούς. Ικέτεψαν για βοήθεια. Οι γιατροί, της έδωσαν μία αγωγή και το κορίτσι, δυο χρόνια τώρα, ήταν καλά. Οι τρομερές κρίσεις, που τόσο φόβισαν τους γονείς της, είχαν εξαφανιστεί. Εκείνος ο γιατρός όμως, τους στέρησε την ελπίδα. «Η σχιζοφρένεια εκδηλώθηκε», τους είπε και σύστησε εισαγωγή σε ψυχιατρείο. Χρήματα για ιδιωτική κλινική, δεν υπήρχαν. Η μοναδική λύση ήταν το Δαφνί. Η Φωτεινή όμως κι ο Ηλίας δεν ήθελαν να θαφτεί εκεί το κορίτσι τους. «Η Δήμητρα έζησε μία ήσυχη ζωή παίρνοντας τα φάρμακά της. Ακόμη θα ζούσε μία χαρά αν δεν της τύχαινε ο ξορκισμένος», είπε ο Ηλίας στη γυναίκα του καθώς θυμόταν την αδελφή του. Αποφάσισαν να κρατήσουν το παιδί κοντά τους. Θα την πρόσεχαν και θα φρόντιζαν να παίρνει τα φάρμακα της. Ήταν δέκα οχτώ χρονών το κορίτσι όταν τη ζήτησε ο Μιχάλης. Λεβεντόπαιδο, από καλή οικογένεια, με περιουσία. Της άρεσε της Ελισάβετ. Στο χωριό, οι περισσότερες συνομήλικές της ήταν αρραβωνιασμένες, κάποιες είχαν παντρευτεί. Ο Μιχάλης ήταν καλή τύχη. «Πατέρα, πες το ναι σε παρακαλώ! Δέξου το προξενιό! Ο Μιχάλης μ’ αρέσει. Δε θες να με δεις παντρεμένη; Δεν θέλεις να πιάσεις στα χέρια σου εγγόνια;» ικέτεψε τον Ηλία η κοπέλα. Μαύρισε η ψυχή του καψερού γονιού. Το συζήτησε με τη γυναίκα του κι αποφάσισαν να πούνε το ναι. Έβαλαν όμως έναν όρο. Το καινούριο ζευγάρι θα έμενε κοντά τους. Ήταν μικρό το κορίτσι όπως είπαν. Στην πραγματικότητα, ήθελαν να την έχουν δίπλα τους για να της δίνουν τα φάρμακά της. Αργότερα, θα έβλεπαν τι θα έκαναν. Μπορεί και να γινόταν καλά, εντελώς καλά. Ο Μιχάλης που δεν γνώριζε το παραμικρό για το οικογενειακό δράμα, δέχτηκε τον όρο των γονιών. Τα


46

Ιφιγένεια Φασφαλή

________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

πάντα θα μπορούσε να δεχτεί. Την είχε ερωτευτεί την Ελισάβετ. Πέταξε από τη χαρά του σαν τον δέχτηκαν γαμπρό τους. Στον αρραβώνα, κάλεσαν όλο το χωριό. Το γλέντι κράτησε δύο μέρες. Σε έξι μήνες έγινε ο γάμος τους. Έλαμψε η εκκλησία από την ομορφιά της κοπέλας. Χόρευαν και γελούσαν οι νιόπαντροι. Άρχισαν την κοινή τους ζωή σ’ ένα σπίτι που έχτισε για αυτούς ο Ηλίας, δίπλα στο πατρικό της Ελισάβετ. Έτσι οι γονείς καθημερινά έδιναν στην κόρη τους τα φάρμακα που εκείνη μισούσε. Ποιος ξέρει τι γινόταν μέσα στο ταραγμένο της μυαλό και δεν τα ήθελε με τίποτε. Προς το παρόν όμως το κορίτσι ήταν καλά, αυτό είχε σημασία. Στον Μιχάλη δεν είπαν τίποτε. Η αρρώστια δεν είναι καλή προίκα. Πέρασε έτσι ένας χρόνος. Ένα αγοράκι ήρθε να συμπληρώσει την ευτυχία των δύο παιδιών. Ένα υγιέστατο κι όμορφο μωρό που είχε τα μαύρα μαλλιά και τα πράσινα μάτια της μάνας του. Ο Ηλίας κι η Φωτεινή πετούσαν από τη χαρά τους. «Και να σκεφτείς Φωτεινή μου πως οι γιατροί θέλανε να κλείσουν στο ψυχιατρείο την κόρη μας. Να δεις που όλα θα πάνε κατ’ ευχή», έλεγε ο Ηλίας γελώντας σαν να είχε αποδειχτεί πως οι γιατροί έκαναν λάθος. Η Ελισάβετ, μέρα με τη μέρα, γινόταν σωστή μάνα για τον γιο της. Η Φωτεινή, της έδειξε πώς να τον αλλάζει, να του κάνει μπάνιο, να τον νανουρίζει. Το μωρό της ήταν μία μεγάλη κλαψιάρικη κούκλα. Και η Ελισάβετ το λάτρευε. Το κρατούσε πεντακάθαρο, ταϊσμένο, ήρεμο. Κάθε μέρα μάθαινε κάτι καινούργιο. Ο Μιχάλης δούλευε σαν σκλάβος στα κτήματα. Δεν ήθελε να λείπει τίποτε από την Ελισάβετ του και το μωρό τους.


Θύτες και θύματα

47

________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Αγόρασε τα πάντα για το σπίτι και υποσχέθηκε στον εαυτό του να μη λείψει τίποτα από την οικογένειά του. Εκείνο το πρωί, τα δύο σπίτια ξύπνησαν χαρούμενα. Ο Μιχάλης ετοιμάστηκε να πάει στα κτήματα. Η Φωτεινή θα έφευγε για τη Σπάρτη με την ξαδέλφη του Ηλία, να αγοράσουν τα βαφτιστικά του μωρού. Η βάφτιση, θα γινόταν την Κυριακή. Νονά θα ήταν η Μαρίνα, η ξαδέλφη του Ηλία. Εκείνο το πρωί, η Ελισάβετ ξύπνησε με μία περίεργη διάθεση. Κάτι ήταν διαφορετικό μέσα της, όμως δεν ήξερε τι. Έφτιαξε καφέ για αυτήν και τον άντρα της. «Καλή σου μέρα Μιχάλη μου». «Καλή μέρα κοπέλα μου. Μήπως θέλεις κάτι από την πόλη, Ελισάβετ μου;» τη ρώτησε τρυφερά. «Θέλω Μιχάλη. Θέλω ένα κόκκινο σάλι. Να γίνω όμορφη, για σένα άντρα μου», του απάντησε χαμογελώντας. Ο Μιχάλης βγήκε από το σπίτι και χτύπησε την πόρτα της πεθεράς του. Της έδωσε χρήματα. «Να πάρεις ένα κόκκινο σάλι για την Ελισάβετ μου, μάνα. Το καλύτερο που θα βρεις!» «Ό,τι θέλει η ομορφιά μας, Μιχάλη παιδί μου. Καλή σου μέρα και καλή δουλειά. Μην ανησυχείς. Θα της πάρω το καλύτερο». Τη Φωτεινή όμως την έζωσαν τα φίδια. Χωρίς να ξέρει το γιατί, ένα κακό προαίσθημα φούντωνε μέσα της. Ίσως να ήταν που η Ελισάβετ, πρώτη φορά μετά από ένα χρόνο στενής παρακολούθησης, θα έμενε μόνη στο σπίτι της. «Ηλία το νου σου στο παιδί!» είπε στον άντρα της. «Φύγε Φωτεινή, άμε στη δουλειά σου και να είσαι ήσυχη. Το κορίτσι είναι μια χαρά. Θα έχω κι εγώ το νου μου», την καθησύχασε εκείνος.


48

Ιφιγένεια Φασφαλή

________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Η Ελισάβετ τριγύρναγε στο σπίτι μόνη. Τώρα έβλεπε πόσο βρώμικο ήταν, γεμάτο σκόνη. Άρχισε να καθαρίζει σαν μανιακή. Ήθελε να αστράφτει σαν θα γυρνούσαν όλοι. Μετά έκανε μπάνιο και λούστηκε. Το μωρό ξύπνησε. «Ξύπνησες γιε μου; Ξύπνησες βλαστάρι μου;» τον κανάκεψε. Παράξενο! Το μωρό που ήταν πάντα ήσυχο, σήμερα έκλαιγε σπαραχτικά. Το άφησε για λίγο. Βγήκε στην αυλή. Οι τριανταφυλλιές της άνθιζαν. Έκοψε ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα και στόλισε το σπίτι. Το μωρό έκλαιγε ακόμη. Έσκυψε πάνω από την κούνια. Τρόμαξε. Τα ρούχα του μωρού ήταν γεμάτα αίματα. Το προσωπάκι του το ίδιο! Πώς και δεν το είχε δει σαν το θήλαζε; Γέμισε μία λεκάνη νερό. Έβγαλε τα ρούχα του ένα-ένα. Έπλυνε με μανία το μωρό. Το νερό κοκκίνισε. Το πρόσωπο όμως του μωρού δεν καθάριζε. Το πίεσε λίγα λεπτά κάτω από το νερό τρίβοντάς το με δύναμη. Το μωρό σταμάτησε να κλαίει. Το πρόσωπό του ήταν επί τέλους καθαρό. Το έβγαλε από το νερό, το σκούπισε με τρυφερότητα και το έντυσε. Κάθισε στο κρεβάτι έχοντας στην αγκαλιά της το άψυχο κορμάκι. Ο Ηλίας χτυπούσε την πόρτα του σπιτιού της Ελισάβετ εδώ και κάμποσα λεπτά μέχρι που εκείνη του άνοιξε με το παιδί στην αγκαλιά. «Φύγε πατέρα. Το παιδί δεν είναι καλά. Όλο το πρωί έκλαιγε. Τώρα μόλις το κοίμισα. Έλα αργότερα», του είπε. Το μεσημέρι σαν γύρισαν όλοι, βρήκαν την Ελισάβετ να νανουρίζει το πεθαμένο μωρό. Δεν ήθελε να το δώσει σε κανέναν. «Κλαίει! Σήμερα κλαίει όλο το πρωί. Αφήστε με να το ησυχάσω. Δεν ξέρω τι έχει. Ίσως θα πρέπει να το πάμε στον


Θύτες και θύματα

49

________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

γιατρό», έλεγε ξανά και ξανά και κουνούσε το παιδί πάνω κάτω. Η μόνη που μπόρεσε να την ηρεμήσει και να της πάρει το παιδί από τα χέρια, ήταν η Φωτεινή. Τη ρώτησε τι είχε συμβεί, με φωνή γλυκιά να μη την τρομάξει. Η Ελισάβετ δεν τους έκρυψε τίποτε. Το κακό είχε χτυπήσει. Η καταραμένη η αρρώστια είχε δείξει το πρόσωπό της. Ο Μιχάλης, πήρε στα χέρια του το κόκκινο σάλι που είχε αγοράσει η Φωτεινή και τύλιξε μ’ αυτό τη γυναίκα του. «Το σάλι που μου παρήγγειλες. Σ’ αρέσει;» τη ρώτησε. Δεν πήρε απάντηση. Η Ελισάβετ πήγε πάνω από την κούνια του μωρού κι άρχισε να ουρλιάζει σαν πληγωμένο ζώο. Να ουρλιάζει και να κλαίει. Η Ελισάβετ, πήρε τον δρόμο για το ψυχιατρείο. Το δικαστήριο όρισε εγκλεισμό για αόριστο χρόνο. Ποτέ της δεν κατάλαβε τι έκανε. Στο δικαστήριο περιέγραψε τι είχε γίνει και μετά έμεινε σιωπηλή με το βλέμμα καρφωμένο στο πουθενά. Πήρε μαζί της το κόκκινο σάλι. Δεν γύρισε να κοιτάξει τον Μιχάλη καθώς την έβαζαν μέσα στο περιπολικό. Τα λογικά του Μιχάλη σάλεψαν. Χρόνια μετά, εξακολουθούσε να τριγυρίζει στο χωριό αναζητώντας τη γυναίκα του και το αδικοχαμένο του παιδί. Έγινε ο άκακος τρελός του χωριού. «Μην είδατε την Ελισάβετ μου; Πρέπει νάχει μαζί της και το μωρό. Δεν είναι κανείς στο σπίτι. Την Κυριακή, μη το ξεχάσετε, έχουμε βάφτιση. Να έρθετε όλοι. Μα κανείς σας δεν την είδε λοιπόν;» ρωτούσε με αγωνία και τους προσκαλούσε όλους στη βάφτιση που δεν θα γινόταν ποτέ. Σα βρισκόταν κάποιος πονετικός, του μίλαγε ήρεμα και τον έστελνε στο σπίτι του.


50

Ιφιγένεια Φασφαλή

________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Ναι Μιχάλη, την είδα. Είπε να πας στο σπίτι κι έρχεται», του έλεγε. Τότε κι εκείνος ησύχαζε. Γύριζε στο άδειο σπίτι και περίμενε. Θα μπορούσε να περιμένει μια ζωή. Στο δημόσιο ψυχιατρείο, στο Δαφνί όπως είναι γνωστό, υπάρχει μία πτέρυγα για κρατουμένους. Οι ασθενείς, οι περισσότεροι σχιζοφρενείς και πολλοί απ’ αυτούς δολοφόνοι σαν την Ελισάβετ, είναι περιορισμένοι κι έχουν όλοι κριθεί επικίνδυνοι. Μπορούν να τριγυρίζουν μόνο στους δύο θαλάμους του παμπάλαιου κτιρίου και στην αυλή του. Ένας ψηλός τοίχος τη ζώνει γύρω-γύρω. Πέντε μεγάλα πεύκα σπάζουν την ξεραΐλα της. Μέσα σ’ αυτόν τον περιορισμένο χώρο, η Ελισάβετ τριγυρνά χειμώνα καλοκαίρι, τυλιγμένη στο κόκκινο σάλι της. Το δείχνει σε όλους περήφανη. «Σας έδειξα το σάλι μου; Μου το πήρε ο Μιχάλης μου. Θα το φορέσω την Κυριακή, στη βάφτιση του γιου μου», λέει και ξαναλέει σ’ όποιον συναντήσει. Εδώ και χρόνια, έχει βουτήξει στον ωκεανό της απόλυτης τρέλας. Δε θ’ αφήσει ποτέ το ψυχιατρείο. Συχνά, παραπονιέται στον γιατρό που την παρακολουθεί. «Να μου δώσεις μία άδεια, κύριε Αποστόλου», λέει σιγανά με παράπονο. «Να πάω κι εγώ στον Μιχάλη μου και στον γιο μου. Τούτη την Κυριακή, έχουμε τη βάφτιση». «Θα δούμε Ελισάβετ. Μπορεί αυτή την Κυριακή να καταφέρουμε να σου δώσουμε μία άδεια», της λέει παρηγορητικά ο γιατρός. Πώς να της εξηγήσει και πώς να καταλάβει η γυναίκα ότι αυτή η Κυριακή έχει περάσει εδώ και είκοσι χρόνια; Η Ελισάβετ έχει χάσει πια την αίσθηση του χρόνου. Περιμένει, και θα


Θύτες και θύματα

51

________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

περιμένει! Ώσπου κάποιο από τα δύο αδέλφια της ειδοποιηθεί να παραλάβει το άψυχο κορμί της τυλιγμένο στο κόκκινο σάλι.


52

Ιφιγένεια Φασφαλή

________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Οι δυο αδελφές Σαν πέθανε η γυναίκα του, ο Αργύρης έγινε μάνα και πατέρας για τα κορίτσια του. Η μεγάλη του, η Βιολέτα, ήταν ίδια η γιαγιά της. Ξανθιά, με γαλανά μάτια, κοντή μάλλον με κορμί γεμάτο καμπύλες. Ακριβώς το αντίθετο ήταν η μικρή που της είχε αδυναμία. Ψηλή, σπαθάτη, με μαύρα μαλλιά και καστανά μάτια. Χρόνο με τον χρόνο, τα δύο κορίτσια έγιναν κοπέλες. Αν και το χωριό τους απείχε μόνον πέντε χιλιόμετρα από τη Λάρισα, ο Αργύρης δεν ήθελε τα κορίτσια του να μείνουν εκεί, ζώντας τη σκληρή αγροτική ζωή. Σαν η Βιολέτα έγινε δέκα οκτώ χρονών, γνώρισε τον Κώστα, έναν δικηγόρο από τη Λάρισα. Ο Κώστας δεν ήταν στην πρώτη του νεότητα, ούτε καν εμφανίσιμος. Η Βιολέτα όμως λάτρευε τα χρήματα και την καλή ζωή. Δίπλα στον ώριμο δικηγόρο, θα απολάμβανε και τα δύο. Η Κασσάνδρα, η μικρή κόρη, ήταν διαφορετικός άνθρωπος. Αγαπούσε τη ζωή στο χωριό και τη δουλειά στα χωράφια. Εκατό στρέμματα ποτιστικά, σπαρμένα βαμβάκι είχε ο πατέρας της. Κι αυτής τής άρεσε να δουλεύει τη γη, σαν να ήταν ο γιος που δεν είχε αποκτήσει ο Αργύρης. «Δεν αφήνω σε ξένα χέρια την περιουσία μας πατέρα. Εδώ είναι η ζωή μου. Δεν γίνομαι υπάλληλος κανενός εγώ. Θα δουλέψω τη γη μας», του έλεγε σοβαρά. «Και σαν έρθει η ώρα να παντρευτείς παιδί μου;», ρωτούσε ο Αργύρης. «Το χωράφι, χωράφι και ο γάμος, γάμος! Δε μ’ έχεις άξια να τα καταφέρω και τα δύο;»


Θύτες και θύματα

53

________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Για όλα σ’ έχω άξια Κασσάνδρα μου. Η κούραση όμως θα είναι μεγάλη, παιδί μου». «Η κούραση, πατέρα, είναι ευλογία. Εσύ πώς τα κατάφερες να δουλεύεις και να μας μεγαλώσεις; Γιατί όχι κι εγώ; Το μόνο που θέλω είναι η ευχή σου. Όσο για τον γάμο, τι να σου πω; Θα δούμε. Δε βρέθηκε κανείς ακόμη που να κάνει την καρδιά μου να χτυπήσει. Μπορεί και να μείνω μόνη μου για πάντα». Μεγάλη κουβέντα είπε η Κασσάνδρα. Σαν να την άκουσε ο θεός του έρωτα και της έστειλε τον Πέτρο. Την άλλη μέρα κιόλας. Ο Πέτρος είχε το διπλανό κτήμα, σπαρμένο βαμβάκι κι αυτό. Ήταν προχωρημένο καλοκαίρι. Τα δύο κτήματα θα είχαν καλή σοδειά εκείνο το φθινόπωρο. Οι κάλυκες του βαμβακιού είχαν αρχίσει ν’ ανοίγουν. Οι κορυφές, κατάλευκες, χρύσιζαν στο φως του πρώτου ήλιου. Με τη σοδειά, το κορίτσι είχε αποφασίσει ν’ αγοράσει αυτοκίνητο. Ήδη στον ελεύθερο χρόνο της, έκανε μαθήματα οδήγησης. Εκείνη τη μέρα, είχε πάει στο κτήμα πολύ πρωί. Τα φυτά ήθελαν πότισμα. Για πρώτη φορά πρόσεξε τον νεαρό άντρα στο διπλανό χωράφι. Χαρά θεού παλικάρι! Μα κι ο Πέτρος δεν έμεινε αδιάφορος. Πέρασε το σύνορο και πήγε να συστηθεί. Τι κοπελιά ήταν αυτή που αντίκρισαν τα μάτια του; «Ποια είσαι εσύ κοπελιά μου;» τη ρώτησε. «Είμαι η κόρη του Αργύρη του Σταθά, η Κασσάνδρα. Κι εσύ πρέπει να είσαι ο γιος του κυρ Βασίλη. Ή κάνω λάθος;» «Εγώ είμαι Κασσάνδρα, και με λένε Πέτρο. Έβγαλε το χωριό μας τέτοια ομορφιά κι εγώ τη βλέπω τώρα; Αν είναι δυνατόν!» «Είσαι κόλακας Πέτρο, αλλά δεν πειράζει. Μια καλή κουβέντα είναι πάντα καλοδεχούμενη. Πώς πάει η σοδειά;»


54

Ιφιγένεια Φασφαλή

________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Φέτος δε θα μπορούσε να πάει καλύτερα! Μα κι εσύ απ’ ό,τι βλέπω, τα πας μια χαρά. Τι κάνει ο γέρο-Αργύρης;» «Ξαποσταίνει, Πέτρο. Τώρα πια, είμαι εγώ εδώ. Κουράστηκε ο γερούλης μου. Τόσα χρόνια, είχε να φροντίσει για πολλά. Τώρα, πρέπει να παίζει χαρτιά στο καφενείο». «Ώστε ανέλαβες εσύ εδώ! Τα καταφέρνεις; Μήπως χρειάζεσαι βοήθεια;» «Τα πάω μια χαρά προς το παρόν. Αν θελήσω όμως βοήθεια, εσένα θα καλέσω γείτονα». Αυτά τα λίγα λόγια στάθηκαν η αρχή ενός έρωτα. Η Κασσάνδρα γρήγορα είπε το ναι στην πρόταση του Πέτρου για γάμο. Ο Αργύρης έπλεε σε πελάγη ευτυχίας. Φοβόταν μη μείνει μόνη η μικρή του, αλλά ο έρωτας… Ο έρωτας δουλεύει πάντα σύμφωνα με τα δικά του θέλω. Ο γάμος έγινε σύντομα. Χάλασε χρήματα χωρίς τσιγκουνιές ο Αργύρης. Τη μικρή του θυγατέρα πάντρευε κι αυτό σήκωνε χαρές μεγάλες και γλέντι τρανό. Η Κασσάνδρα του ήταν επί τέλους ευτυχισμένη. «Το χωράφι, χωράφι και το σπίτι, σπίτι», είχε πει η μικρή του και τα κατάφερνε μία χαρά και στα δύο. Η μόνη που αντέδρασε, ήταν η Βιολέτα. «Με τέτοιο πρόσωπο και τέτοιο κορμί, θα μπορούσες να έχεις την καλύτερη τύχη στη Λάρισα αδελφούλα μου. Τώρα όμως, θα χαθείς στον κάμπο καημένη», της είπε συγκαταβατικά. «Τώρα Βιολέτα, θα χαθώ στην αγκαλιά του άντρα μου! Ζήσε εσύ στα μεγάλα σαλόνια. Εγώ, είμαι πλασμένη για άλλα πράγματα», γέλασε η Κασσάνδρα. «Καλά, καλά. Μπορεί να έχεις δίκιο. Ο Πέτρος είναι ωραίος άντρας και σ’ αγαπάει. Έχει και καλή περιουσία. Εσύ όμως Κασσάνδρα, να φροντίζεις περισσότερο τον εαυτό σου. Κοίτα τα


Θύτες και θύματα

55

________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

χέρια σου! Έχεις αποκτήσει από τώρα, την τραχιά επιδερμίδα της αγρότισσας. Οι άντρες θέλουν χέρια απαλά να τους χαϊδεύουν. Τη γυναίκα τους, τη θέλουν πρώτα απ’ όλα γυναίκα. Άκουσε και την αδελφή σου, κάτι ξέρει κι αυτή!» «Ο Πέτρος λατρεύει τα χέρια μου, Βιολέτα». Έτσι της απάντησε, αλλά κοίταξε τα χέρια της σκεφτική. Ωχ, δε βαριέσαι! Η αδελφή της δεν έκανε και τίποτε άλλο όλη την ημέρα παρά να ασχολείται με τον εαυτό της. Πόσο διαφορετικές ήταν αλήθεια! Την ευτυχία της Κασσάνδρας και του Πέτρου ήρθε να συμπληρώσει ένα χαριτωμένο κοριτσάκι. Τώρα πια, τα είχαν όλα. Την αγάπη τους, το παιδί τους, την περιουσία τους. Όλα ήταν τέλεια μέχρι που τα σύννεφα εμφανίστηκαν στον ουρανό της ζωής τους προμηνύοντας μεγάλη καταιγίδα. Η Κασσάνδρα είχε πάει το πρωί στη Λάρισα για μια δουλειά της στην Αγροτική τράπεζα. Γυρνώντας το μεσημεράκι, είδε τη Βιολέτα να φεύγει από το σπίτι της. Σαν κλέφτρα, από την πίσω πόρτα. Της φάνηκε παράξενο. «Η Βιολέτα ήταν εδώ Πέτρο;» «Ναι κορίτσι μου. Το παιδί ήταν πολύ ανήσυχο κι έκλαιγε. Τηλεφώνησα στον Αργύρη για βοήθεια. Η αδελφή σου ήταν εκεί, της ζήτησα να έρθει. Ευτυχώς! Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί το παιδί ήταν τόσο ανήσυχο σήμερα». «Τι να πω κι εγώ Πέτρο; Έχω να φροντίσω εσένα, μεγαλώνω το παιδί και δουλεύω στα χωράφια. Δεν είμαι υπεράνθρωπος, αλλά προσπαθώ και τα καταφέρνω. Σε παρακαλώ, κάνε κι εσύ μια προσπάθεια παραπάνω!» «Λυπάμαι Κασσάνδρα, αλλά πρώτη φορά έκλαψε τόσο πολύ το μωρό. Φοβήθηκα, φοβήθηκα ειλικρινά». «Ας μην επαναληφθεί αυτό. Η αδελφή μου έχει το σπίτι της κι εμείς το δικό μας!»


56

Ιφιγένεια Φασφαλή

________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Εντάξει!» Στο μυαλό της Κασσάνδρας γεννήθηκαν κάποιες υποψίες. Σαν να της έλεγε ψέματα ο Πέτρος! Γιατί δεν την κοίταζε στα μάτια; Όχι, μόνο η ιδέα της ήταν! Όμως το τέρας της ζήλιας, της ξέσκισε την καρδιά. Έπρεπε να ξεδιαλύνει την κατάσταση. Το άλλο πρωί ετοιμάστηκε να φύγει. Όπως είπε, η δουλειά της στην τράπεζα δεν είχε τελειώσει. Ντύθηκε, τάισε το μωρό, το έντυσε κι εκείνο, και το πήγε στον πατέρα της. Φίλησε τον Πέτρο, εκείνος την αγκάλιασε και με ένα τρυφερό φιλί στον λαιμό, της ψιθύρισε: «Τώρα που θα πας στη Λάρισα, κάνε μου μία χάρη». «Τι χάρη αγάπη μου; Πες μου και θα την κάνω». «Θέλω… Θα ήθελα δηλαδή, να αγοράσεις μερικά καινούρια εσώρουχα. Να, σαν αυτά», είπε και της έδειξε ένα περιοδικό. Το στομάχι της ανακατεύτηκε. Προκλητικά, σχεδόν πρόστυχα εσώρουχα, φιγουράριζαν σε μια σελίδα. Αυτά λοιπόν τα εσώρουχα της ζητούσε ν’ αγοράσει; Ο δικός της ο Πέτρος; Κοίταξε τον άντρα της ερωτηματικά. «Ναι. Σαν κι αυτά!» της είπε αποφεύγοντας το βλέμμα της. «Καλά Πέτρο, θα δω τι μπορώ να κάνω», όμως τα λόγια της είχαν έναν περιφρονητικό τόνο. Η Κασσάνδρα δεν πήγε στη Λάρισα εκείνο το πρωί. Μπήκε μόνο στο αυτοκίνητο της και περίμενε. Μα δεν χρειάστηκε και πολύ! Σε λίγο, είδε τη Βιολέτα να παρκάρει το αυτοκίνητό της στην πίσω πλευρά του σπιτιού. Ερχόταν και πάλι κρυφά, σήμερα που δεν υπήρχε η δικαιολογία του παιδιού. Περίμενε λίγο ακόμη. Έβαλε το κλειδί στην πίσω πόρτα και μπήκε αθόρυβα στο σπίτι. Το σαλόνι ήταν άδειο. Προχώρησε προς την κρεβατοκάμαρα. Ήχοι ακούγονταν από μέσα. Μισάνοιξε την πόρτα. Το θέαμα ξεπερνούσε τη φαντασία της. Η αδελφή της και ο Πέτρος έκαναν έρωτα πάνω στο


Θύτες και θύματα

57

________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

κρεβάτι. Η Βιολέτα φορούσε μαύρα, προκλητικά, σχεδόν πρόστυχα εσώρουχα. Σαν εκείνα που ο άνδρας της ήθελε να αγοράσει κι αυτή. Έκλεισε αργά την πόρτα. Ζαλιζόταν. Το μυαλό της θόλωσε. Πήγε να καθίσει στην τραπεζαρία του σπιτιού. Έπρεπε να συνέλθει. Κοίταξε την καραμπίνα του Πέτρου που βρισκόταν πάνω στο τραπέζι. Μηχανικά, τη γέμισε και την όπλισε. Κάθισε για λίγο με το όπλο αγκαλιά. Η φρίκη την είχε κυριεύσει, ο θυμός κι η οργή για την προδοσία τους την πλημμύρισαν. Άρχισε να τρέμει. Δεν μπορούσε να σκεφτεί λογικά. Ξαναπήγε στην πόρτα της κρεβατοκάμαρας. Ίσως είχε κάνει λάθος, ίσως ήταν κάποια παραίσθηση της στιγμής. Όχι όμως! Και οι δυο τους ήταν εκεί, άκουγε τις φωνές τους τώρα. Λόγια πάθους και λαγνείας. Απόμεινε σαν ένα κομμάτι μάρμαρο. «Πέτρο, γιατί Πέτρο;» ψιθύρισε. Κλώτσησε την πόρτα απότομα. Ο δυνατός θόρυβος έκανε το παράνομο ζευγάρι να τιναχτεί διακόπτοντας την ερωτική τους παραζάλη. Την κοιτούσαν αμήχανοι. «Κασσάνδρα περίμενε. Να μιλήσουμε, πρέπει να σου εξηγήσω!» είπε η Βιολέτα. Η Κασσάνδρα όμως ήταν πλέον εκτός εαυτού, δεν μπορούσε να ανασάνει, όλα ήταν θολά μπροστά της. «Πρόστυχη!» ούρλιαξε. «Πρόστυχη!» ξαναφώναξε με λύσσα. Σήκωσε την καραμπίνα. Πυροβόλησε. Μετά, την έστρεψε στον Πέτρο. «Προδότη», είπε και πυροβόλησε ξανά. Επιτέλους, η ανάσα της έγινε φυσιολογική. «Προδότη, πρόστυχη!» μουρμούρισε σιγανά ανάμεσα στα αναφιλητά της.


58

Ιφιγένεια Φασφαλή

________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ήταν τα τελευταία λογικά λόγια που βγήκαν από το στόμα της. Δικάστηκε δυο φορές ισόβια. Χρειάστηκε πέντε χρόνια φαρμακευτική αγωγή για να ξαναμιλήσει με ειρμό και λογική. Η Κασσάνδρα θα τελειώσει τη ζωή της στη φυλακή. Κάθε φορά που μιλάει για την υπόθεση, λέει. «Ήταν μία πρόστυχη κι ένας ξεδιάντροπος προδότης. Δε μετανιώνω στιγμή!».


Θύτες και θύματα

59

________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Η μοιραία νύχτα Η Ανθή γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Χίο. Στα δεκαοκτώ της ακολούθησε σπουδές νοσηλευτικής. Έγινε καλή στη δουλειά της. Είχε έναν γλυκό προστατευτικό χαρακτήρα που την έκανε αξιαγάπητη. Όλοι οι ασθενείς της, τη λάτρευαν. Από τη στιγμή που ξεκίνησε να δουλεύει σαν αποκλειστική, δεν έμεινε ποτέ χωρίς μεροκάματο. Η ζωή της κυλούσε ήρεμα. Το πρωί, έκανε τη βάρδια της στο νοσοκομείο. Το βράδι, δούλευε σαν αποκλειστική. Το απόγευμα, το περνούσε πάντα στο σπίτι, με την συντροφιά της αδελφής της, της Μάχης. Δεν είχε προσωπική ζωή. Μάζευε σαν το μυρμήγκι τα λεφτά της. Έφτιαχνε την προίκα της, μην τυχόν … και βρεθεί κάποιος που να θελήσει να την παντρευτεί. Έτσι περνούσε η ρουτίνα της κι οι άγονες μέρες της ώσπου γνώρισε τον Μανώλη. Ο Μανώλης ήταν Κρητικός κι είχε έρθει επίσκεψη σ’ ένα φίλο του στη Χίο, όταν τον έπιασε μια κρίση κολικού. Νοσηλεύτηκε στο νοσοκομείο που δούλευε η Ανθή, αυτή ανέλαβε τη φροντίδα του. Πήρε εξιτήριο, αλλά τον είδε το επόμενο μεσημέρι να την περιμένει την ώρα που τελείωνε η βάρδια της. Της πρότεινε να φάνε μαζί. Δέχτηκε. Σ’ ένα μήνα, τον ακολουθούσε στην Κρήτη. Είχαν αποφασίσει να παντρευτούν. Δεν χρειάστηκε πολύς χρόνος για να καταλάβει η Ανθή πως ο άνδρας της έκανε διπλή ζωή. Φανερά ήταν κτηνοτρόφος και σαν κτηνοτρόφος τής είχε συστηθεί. Στα κρυφά όμως, διακινούσε κάθε είδους ναρκωτικά στο νησί. Σ’ όλη την Κρήτη αλλά και στην Αθήνα, ήταν περίφημο το χασίς που καλλιεργούσε. Έπαιζε καθημερινά ένα επικίνδυνο κρυφτό με την αστυνομία. Στην πόλη του, τα Χανιά, είχε γίνει ζήτημα


60

Ιφιγένεια Φασφαλή

________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

τιμής για τους αστυνομικούς το να τον πιάσουν και να τον οδηγήσουν στη δικαιοσύνη. Ο Μανώλης όμως ήταν πανέξυπνος και πονηρός. Λάτρευε αυτή τη δεύτερη δουλειά του. Του άρεσε να ζει στην κόψη του ξυραφιού και να τους προκαλεί. Αμέτρητες φορές είχαν ψάξει το σπίτι τους. Άλλες τόσες τον είχαν παρακολουθήσει. Δεν κατάφεραν παρά να σπάσουν τα μούτρα τους και να συνεχίσουν πιο λυσσασμένα το κυνηγητό. Εκείνος τριγυρνούσε σ’ όλη την Κρήτη χωρίς φόβο μέσα του, μεταφέροντας πότε ένα, πότε δύο, πολλές φορές περισσότερα κιλά χασίς. Είχε τακτικούς πελάτες. Όλοι ζητούσαν το μαύρο του βλάχου, έτσι τον έλεγαν. Είχε κάνει αρκετές φορές φυλακή. Το κορμί του ήταν γεμάτο τατουάζ. «Είμαι ένας εικονογραφημένος άνθρωπος», έλεγε και γελούσε ο Μανώλης. Η Ανθή συνήθισε αυτή τη διπλή ζωή. Οι οικονομίες της χρησιμοποιήθηκαν για να χτίσουν το σπίτι τους. Τα χρόνια πέρασαν, παιδιά δεν έκαναν. Κι ίσως να ήταν καλύτερα έτσι. Έζησαν μαζί είκοσι ολόκληρα χρόνια. Θα μπορούσε να πει κανείς πως ήταν ευτυχισμένοι. Στο διάστημα αυτό, ο Μανώλης πήγε τέσσερις φορές φυλακή. Η Ανθή, περίμενε αδιαμαρτύρητα την αποφυλάκισή του. Όλα άλλαξαν όταν εκείνος γνώρισε τη Μαίρη, μια Αθηναία που ζούσε εδώ και χρόνια στα Χανιά. Κανείς δεν ήξερε αν δούλευε κάπου ή είχε εισοδήματα που της επέτρεπαν να κάνει διακοπές διαρκείας στο νησί. Ήταν όμορφη, ακριβά ντυμένη, είχε ένα ωραίο σπορ αυτοκίνητο και ζούσε σ’ ένα όμορφο σπίτι στην Αγία Μαρίνα. Είχε όμως και μία τρομερή συνήθεια. Ήταν χρήστης ηρωίνης. Δίπλα της ο Μανώλης


Θύτες και θύματα

61

________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ξεκίνησε κι αυτός τη χρήση της σκόνης. Το δέσιμό τους έγινε περίπλοκο. Ο Μανώλης ερωτεύτηκε. Σκέφτηκε να χωρίσει την Ανθή και να ζήσει με τη Μαίρη. Ήδη, περνούσαν σχεδόν όλο τους τον χρόνο μαζί. Η αγκαλιά της Ανθής άδειαζε κάθε μέρα και περισσότερο. Ώσπου έλαβε το ανώνυμο γράμμα. «Κάθεσαι και περιμένεις. Τι περιμένεις; Είναι μαζί της. Είναι νέα κι όμορφη. Είναι ερωτευμένος μαζί της. Τον έχεις χάσει. Κατάλαβέ το». Αυτά κι άλλα, που έλεγαν το ίδιο πράγμα. Δε θα ήταν το μοναδικό γράμμα που θα λάβαινε. Άλλωστε η Ανθή μόνο τυφλή δεν ήταν. Έβλεπε και καταλάβαινε τα πάντα. Απλά δεν ήξερε πώς ν’ αντιδράσει. Η ζωή της τα τελευταία είκοσι χρόνια ήταν ο Μανώλης. Δεν υπήρχε χωρίς αυτόν. Τον έπαιρνε με το καλό, με τη λογική. Δεν ήθελε, δεν μπορούσε να πετάξει είκοσι χρόνια κοινής ζωής. Τον αγαπούσε, τον είχε ανάγκη. Ήλπιζε η Ανθή. Σε τι, ούτε κι αυτή ήξερε να πει. Περίμενε ίσως να βαρεθεί την ερωμένη του ο άντρας της. Είχε την ελπίδα πως ήταν μια περαστική περιπέτεια και πως γρήγορα ο Μανώλης θα γυρνούσε στην αγκαλιά της. Θα ξανάπαιρνε τη ζωή της στα χέρια της. Αυτό ήταν η προσδοκία της. Περίμενε υπομονετικά τρία ολόκληρα χρόνια. Εκείνο το πρωί, ο Μανώλης ξεκίνησε για ένα ταξίδι στην Αθήνα. Έφυγε αξημέρωτα, για να προλάβει το καράβι. Η Ανθή δεν είχε κοιμηθεί καθόλου όλη τη νύχτα. Σκεφτόταν την άσχημη κατάσταση που είχε δημιουργηθεί μεταξύ τους. Το μεσημέρι χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν πάλι εκείνη η άγνωστη φωνή. Τον τελευταίο καιρό όλο και πιο συχνά την καλούσε. Η Ανθή υποψιαζόταν πως ήταν ο ίδιος που έστελνε τα ανώνυμα γράμματα.


62

Ιφιγένεια Φασφαλή

________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Σου έφυγε; Πάλι για την Αθήνα;» την ειρωνεύτηκε ο άγνωστος. «Μαζί της θα είναι, στο σπίτι της στην Αθήνα. Το ξέρω από πρώτο χέρι. Διακοπούλες μια βδομάδα μαζί! Μ’ ακούς Ανθή;», έσταξε φαρμάκι. Αναστατώθηκε. Άνοιξε την πόρτα του σπιτιού σαν τρελή, πήρε τους δρόμους. Έφτασε στο σπίτι της άλλης. Το γαλάζιο αγροτικό του Μανώλη ήταν παρκαρισμένο απ’ έξω. Το δικό της αυτοκίνητο έλειπε. Χτύπησε το κουδούνι. Δεν απάντησε κανείς. Ο άγνωστος στο τηλέφωνο είχε δίκιο. Ο Μανώλης ήταν με την άλλη, είχαν αποφασίσει λοιπόν να κάνουν μαζί διακοπές. Οι σκόρπιες νύχτες, δεν τους αρκούσαν πλέον. Τον έχανε κάθε μέρα και περισσότερο. Όταν εκείνος γύρισε, αποφάσισε να του μιλήσει σοβαρά. Το ποτήρι της υπομονής είχε ξεχειλίσει. Μα δεν περίμενε το ξέσπασμα του Μανώλη που άρχισε να τρέμει σύγκορμος και να ξεστομίζει λόγια που η Ανθή δεν είχε ποτέ της φανταστεί ότι θα άκουγε. Της μίλησε για διαζύγιο. Η Ανθή απελπίστηκε. Πού θα πήγαινε στην ηλικία της; Τα νιάτα της είχαν φύγει. Τα είχε χαρίσει στον Μανώλη. Στη Χίο δεν την περίμενε κανείς πια. Η αδελφή της είχε πεθάνει από καρκίνο πριν πολλά χρόνια. Δεν είχε κουράγιο να κάνει μια καινούργια αρχή. Η ζωή της όλη ήταν εκείνος και μόνο. Προσπάθησε να του μιλήσει λογικά. Θα τον συγχωρούσε. Τον είχε ήδη συγχωρήσει. Το σπίτι τους τον περίμενε. Τον περίμενε κι αυτή, να γυρίσει στην αγκαλιά της. «Το σπίτι μου είναι κοντά στη Μαίρη. Πρέπει να το καταλάβεις αυτό, Ανθή! Θέλω διαζύγιο», της είπε. Δεν το περίμενε! Έτσι απλά, της πετούσε καταπρόσωπο πως αγαπούσε κάποια άλλη; Με δύο του λέξεις, σκόρπιζε τη ζωή τους στα σκουπίδια; Δεν μπορούσε πλέον να ακούσει τη


Θύτες και θύματα

63

________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

φωνή της λογικής. Ο Μανώλης έλεγε πως έπρεπε να χωρίσουν φιλικά κι υποσχόταν να κάνει ό,τι καλύτερο για την Ανθή. «Βάλτο στο μυαλό σου και μην το καθυστερείς. Πάμε στο δικηγόρο σήμερα!» συνέχισε το δικό του τροπάριο. «Μόνο πάνω από το πτώμα μου Μανώλη», φώναξε φουρκισμένη η Ανθή. «Κι αυτό κανονίζεται κορίτσι μου! Κι αυτό!» της είπε ψυχρά. Ώστε έτσι! Την απειλούσε! Την πετούσε για ένα καπρίτσιο, για μια γυναίκα που γνώρισε χθες! Όχι, δεν θα του έδινε κανένα διαζύγιο. Πουθενά δεν θα πήγαινε. Δεν θα άφηνε την Κρήτη, το σπίτι της, το γάμο της. Οι μέρες που ακολούθησαν ήταν φοβερές. Η ίδια συζήτηση καθημερινά. Ο Μανώλης να ζητάει διαζύγιο, η Ανθή να αρνείται. Την έπιασε απελπισία. Και κάτι ακόμη. Άρχισε να μισεί τον άνδρα της. Το μίσος ρίζωσε στην ψυχή της. Αναρωτιόταν σοβαρά πια τι θα έκανε. Η ζωή της είχε καταντήσει αφόρητη. Μια ιδέα τρύπωσε στο μυαλό της. Νωρίτερα είχε περάσει ο Βλάσης από το σπίτι κι είχε φέρει στον Μανώλη πέντε γραμμάρια ηρωίνης. Για δοκιμή, όπως είπε. Ο Μανώλης έλειπε, όπως πάντα άλλωστε. Και πού αλλού θα μπορούσε να ήταν; Κοντά σε εκείνη, τη μισητή ξένη. Περιφρονημένη ένιωθε η Ανθή, αδικημένη. Το έβλεπε καθαρά πια πως ο γάμος της είχε ξεφτίσει εντελώς. «Πες στον Μανώλη να το προσέξει αυτό το καινούριο πράμα, Ανθή. Είναι πολύ καθαρό, πολύ δυνατό. Μην το ξεχάσεις», προειδοποίησε ο Βλάσης. Δεν την κοιτούσε στα μάτια. Το ήξερε λοιπόν κι αυτός. Όλοι το ήξεραν! «Εν τάξει Ανθή; Θα του το πεις, έτσι; Μην το ξεχάσεις!»


64

Ιφιγένεια Φασφαλή

________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Θα του το πω, μην ανησυχείς!» Ο Μανώλης γύρισε αργά το βράδυ. Μύριζε ολόκληρος έρωτα. Το άρωμα της Μαίρης δεν είχε ξεθυμάνει πάνω του. Η Ανθή τον κοίταξε με λύπη ανάμεικτη με θυμό. Του έδωσε σιωπηλή το πράμα που είχε φέρει ο Βλάσης. Ο Μανώλης δεν της είπε τίποτα, τα μάτια του την κοίταξαν αδιάφορα. Η έννοια του ήταν να δοκιμάσει το δώρο του. Πήρε τα σύνεργα της χρήσης κι έσκυψε ανυπόμονα πάνω από το κουτάλι που ζέσταινε την ηρωίνη. Γέμισε μία σύριγγα, την πήρε και πήγε στο μπάνιο. Η Ανθή περίμενε να βγει, όμως εκείνος αργούσε, αργούσε πολύ. Στο τέλος, αποφάσισε να ανοίξει την πόρτα. Δεν ήταν ποτέ κλειδωμένη. Την άνοιξε και τον είδε πεσμένο στο πάτωμα. Έσκυψε από πάνω του. Ίσα που ανέπνεε. «Μανώλη τι έχεις; Τι έπαθες;» τον ρώτησε. «Ανθή, δεν είμαι καλά. Κάλεσε ένα ασθενοφόρο. Σε παρακαλώ!» ψιθύρισε. Τα πράσινα μάτια του την κοιτούσαν ικετευτικά. Δεν ήταν καθόλου καλά. Υπερβολική δόση! Και τώρα την παρακαλούσε. Την παρακαλούσε να σώσει τη ζωή του. Και μετά, να τη χαρίσει στην άλλη. Το ικετευτικό του βλέμμα την εξαγρίωσε. Ε, λοιπόν όχι! Αυτή ήταν η ευκαιρία της. Τον κοίταξε χωρίς να του απαντήσει. Γύρισε την πλάτη της και πήγε στην κουζίνα. Τον είχε δει πολλές φορές να προετοιμάζει τη σύριγγα με την ηρωίνη. Πήρε με χέρια που έτρεμαν το υπόλοιπο. Το έβαλε στο χρησιμοποιημένο κουτάλι. Γέμισε μία σύριγγα. Την πήρε και πήγε στο μπάνιο. Κάρφωσε τη σύριγγα στη φλέβα του. Την άδειασε όλη. Μετά, την πέταξε δίπλα στην άλλη. Τώρα, ο Μανώλης ήταν αναίσθητος. Βγήκε αλύγιστη από το μπάνιο και κάθισε κοντά στο τζάκι. Έξω, λυσσομανούσε ένας βοριάς πρωτόφαντος για το νησί. Όταν


Θύτες και θύματα

65

________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

πέρασε μία ολόκληρη ώρα, τηλεφώνησε για να καλέσει ασθενοφόρο. Προτού καν φτάσουν στο νοσοκομείο στη Σούδα, ο Μανώλης είχε πεθάνει. Το μόνο που έκαναν οι γιατροί ήταν να πιστοποιήσουν τον θάνατό του. Την άλλη μέρα, η νεκροψία έδειξε πως έχασε τη ζωή του από υπερβολική δόση ηρωίνης. Ο εφημερεύων γιατρός θεώρησε περιττή κάθε άλλη διαδικασία. Στην καριέρα του, είχε δει πολλούς να φεύγουν έτσι άδικα από το πάθος τους. Συλλυπήθηκε την Ανθή. Μπορούσε να πάρει το σώμα του άντρα της και να φροντίσει για την ταφή. Αρκετά είχε ταλαιπωρηθεί. Η Ανθή βγήκε έξω στον παγωμένο Δεκέμβρη. Ένα χαμόγελο χαράχτηκε στα χείλη της. Κανείς δεν μπορούσε να ξέρει. Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί. Όλα είχαν γίνει άψογα, ως την τελευταία λεπτομέρεια. Φρόντισε την κηδεία του. Είχε νικήσει. Ο Μανώλης, είχε μείνει δικός της. Αν όχι στη ζωή, τουλάχιστον στο θάνατο.


66

Ιφιγένεια Φασφαλή

________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Η τελευταία αγκαλιά Ο γάμος της Φανής ήταν μία αποτυχία. Ο άνδρας της ήταν μέθυσος, τραχύς, αδιάφορος, βίαιος. Όταν γεννήθηκε η κόρη της, απέθεσε όλη της τη ζωή στα χέρια αυτού του παιδιού. Θα ζούσε μόνο για την κόρη της, τη Θάλεια. Της έδωσε το όνομα της γιαγιάς της που είχε πεθάνει από φυματίωση στην Κατοχή. Η μοναχοκόρη της ήταν όλος της ο κόσμος, όλη της η ζωή. Η Φανή ήταν μοδίστρα. Η γιαγιά της είχε πληρώσει πεντακόσιες δραχμές όταν η Φανή ήταν δεκαπέντε χρονών, να μάθει την τέχνη. Έτσι τώρα στην Αθήνα, είχε τη δυνατότητα να βρει πελάτισσες και να τους ράβει τα φορέματά τους. Η κυρία Νίνα, η σπιτονοικοκυρά της, της έλεγε συχνά-πυκνά: «Χρυσό βραχιόλι έχεις στο χέρι σου Φανή μου! Βρες πελάτισσες. Μίλα στη γειτονιά. Θα μιλήσω κι εγώ. Έτσι, τα λεφτά δε θα σου λείψουνε ποτέ. Θα μπορείς να είσαι τουλάχιστον οικονομικά ανεξάρτητη και να κάνεις ό,τι θέλεις για την κόρη σου. Δύσκολος άνθρωπος ο άντρας σου! Υπομονή, παιδί μου!» τη συμβούλεψε η καλοκάγαθη γριούλα. Η Φανή ακολούθησε τη συμβουλή της κυρίας Νίνας. Βρήκε σύντομα πελάτισσες και γρήγορα τα χέρια της γέμισαν λεφτά. Λεφτά που ξόδευε μόνο για την κόρη της. Μόνο για την πριγκίπισσά της, όπως έλεγε τη μικρούλα. Ένα κομμάτι τιποτένιο ύφασμα γινόταν πάνω στο κορμάκι του παιδιού μοντελάκι. Ήταν καλή στη δουλειά της η Φανή. Ευτυχώς, ο πατέρας του παιδιού, παρά τα μεθύσια του και τα τρομερά του ελαττώματα, δούλευε στην οικοδομή κι έφερνε το καθημερινό στο σπίτι. Τα χρόνια πέρασαν και η Θάλεια έφτασε στην ηλικία της εφηβείας. Μπουμπούκιασε και άνθισε, έγινε ένα όμορφο


Θύτες και θύματα

67

________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

κορίτσι. Η Φανή δεν χόρταινε να την καμαρώνει. Ό,τι δεν είχε αποκτήσει για τον εαυτό της, θα το έδινε στην κόρη της. Ονειρευόταν γι’ αυτήν σπουδές, πτυχίο, έναν καλό γάμο, καριέρα κι οικογένεια. Ξόδευε χωρίς τσιγκουνιά για να είναι η Θάλειά της καλοντυμένη, όμορφη, ξεχωριστή. Της έραβε τα πιο όμορφα ρούχα. Δεν πήγαιναν όμως όλα καλά στο σπίτι. Η κόντρα της εφηβείας άρχισε με τον πατέρα. Οι καυγάδες έγιναν καθημερινοί. Μάταια προσπαθούσε η Φανή να συμβιβάσει τα πράγματα. Δυστυχώς, πατέρας και κόρη είχαν τον ίδιο εκρηκτικό χαρακτήρα. Η σύγκρουσή τους ήταν τρομερή. Οι προσπάθειες της Φανής έπεσαν στο κενό. Η Θάλεια που ήταν άριστη στο σχολείο της, από την ώρα που άρχισαν τα προβλήματα στο σπίτι, παραμέλησε τα μαθήματά της. Οι βαθμοί χάλασαν. Αποφάσισε να αφήσει το σχολείο. Σε μια κρίση πανικού, η μικρή αποφάσισε να παντρευτεί έναν άντρα τριάντα χρόνια μεγαλύτερό της. Ο πατέρας δεν δέχτηκε καν στο σπίτι τον εκλεκτό της κόρης του. Για την ευχή του, ούτε λόγος! Για εκείνον, ο γάμος θα ήταν εξ ορισμού αποτυχημένος, μια ευκαιρία απλά να φύγει η Θάλεια από το σπίτι. Τα δικά του λάθη δεν τα αναγνώρισε ποτέ. Έραβε η Φανή στο σπίτι και τα δάκρυά της δεν σταματούσαν λεπτό. Τόσα όνειρα χαμένα! Ας ήταν! Αυτή, θα έμενε δίπλα στο παιδί της. Ο άνδρας της δεν υποχωρούσε με τίποτε. Μπορούσε να γίνει πολύ σκληρός όταν το ήθελε. Η Θάλεια είχε σβήσει από τον χάρτη της ζωής του. Η Φανή όμως ως μάνα, αποφάσισε να βοηθήσει την κόρη της. Το ήξερε βέβαια πως η παντρειά ήταν μια δύσκολη υπόθεση και η τεράστια διαφορά ηλικίας έκανε τα πράγματα χειρότερα.


68

Ιφιγένεια Φασφαλή

________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ο γάμος έγινε τελικά, και η Θάλεια έζησε ευτυχισμένη μακριά από τις συγκρούσεις του πατρικού σπιτιού. Μέχρι που ο άντρας της αρρώστησε από καρκίνο. Τον έχασε ένα χρόνο μετά. Η Θάλεια τσάκισε. Έμεινε μόνη. Άδειασε το μεγάλο σπίτι που κρατούσε με τον άντρα της και νοίκιασε ένα μικρότερο. Ούτε λόγος να γυρίσει ξανά στο πατρικό της. Ο πατέρας ήταν ανένδοτος. Δεν ήθελε να την ξέρει. Η κοπέλα έπιασε δουλειά σ’ ένα μαγαζί με αντρικά ρούχα. Η Φανή έκανε τότε τη δική της επανάσταση. Πούλησε το κτήμα στο χωριό και με τα χρήματα που πήρε, αγόρασε στη Θάλεια ένα διαμέρισμα. Τα πράγματα κύλησαν ήσυχα για μερικά χρόνια. Έμενε ο καημός της Φανής για τις παρατημένες σπουδές της κόρης της. Αλλά μήπως η πρώτη θα ήταν ή η τελευταία που αν και νεαρή, δούλευε και ζούσε μόνη της; Δεν παρατήρησε η δόλια μάνα πως το παιδί της άλλαζε. Μέχρι που η κατάσταση της Θάλειας δεν μπορούσε να μείνει κρυφή. Σαν τόσους, είχε αναζητήσει κι αυτή παρηγοριά στα ναρκωτικά. Πολύ γρήγορα, πέρασε στην κατηγορία των εξαρτημένων από την ηρωίνη. Η Φανή ήταν σε μαύρη απελπισία. Το παιδί της, το δικό της παιδί, είχε πέσει στον εφιάλτη των ναρκωτικών. Έχασε τον ύπνο της. Περπατούσε στον δρόμο και παραμίλαγε. Άκουγε στην τηλεόραση πως είχε βρεθεί μια κοπέλα νεκρή από υπερβολική δόση και μέχρι να ανακοινώσουν το όνομα του κοριτσιού, έχανε μέρες από τη ζωή της. Κι αν έκανε προσπάθειες να πείσει την κόρη της για απεξάρτηση! Απέτυχε. Η ηρωίνη είχε γίνει τρόπος ζωής για τη Θάλεια. Απελπισμένη η μάνα έβλεπε την όμορφη κόρη της να γίνεται ράκος, κάθε μέρα και περισσότερο. Αδυνάτισε υπερβολικά. Τα χέρια της γέμισαν στίγματα από τη βελόνα της σύριγγας. Άφησε τη δουλειά της κι άρχισε να δουλεύει σε μέρη


Θύτες και θύματα

69

________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ύποπτα. Μόνο στην πορνεία δεν είχε πέσει ακόμη. Ο κατήφορος όμως, ήταν πια γεγονός. Μέσα σε όλα τα άλλα, χτύπησε πιο μεγάλη συμφορά. Η Θάλεια μπήκε φυλακή για ναρκωτικά. Κατοχή και χρήση, είπε το δικαστήριο. Η Φανή, ακούραστη, πάντα δίπλα της. Μαζί πέρασαν την μπόρα της φυλάκισης. Ευτυχώς δεν ήταν για πολύ. Σε λίγους μήνες, η Θάλεια ήταν ελεύθερη. Σαν αποφυλακίστηκε όμως η κοπέλα, έπεσε χειρότερα στην άσπρη σκόνη. Τα χρήματα δεν ήταν ποτέ αρκετά. Το τέρας της ηρωίνης απαιτούσε όλο και περισσότερα. Έβρισκε διάφορες δικαιολογίες η Θάλεια και ζητούσε λεφτά από τη Φανή. Εκείνη, βοηθούσε όσο μπορούσε. Όμως ούτε αυτό ήταν αρκετό. Η Θάλεια μπλέχτηκε στη διακίνηση. Ήταν πλέον θέμα χρόνου να ξαναμπεί στη φυλακή. Η Φανή απελπίστηκε τελείως. Το παιδί της μπλεκόταν κάθε μέρα και πιο πολύ στον κόσμο της ηρωίνης. Η Φανή συμβούλευε, παρακαλούσε, απειλούσε. Όλα άδικα και η Θάλεια ανένδοτη. Δεν ήθελε να σταματήσει. Η ηρωίνη και ο ψεύτικος κόσμος της την είχαν αιχμαλωτίσει οριστικά. Δεν υπήρχε γυρισμός. Αυτό έλεγε η κοπέλα. Κι όπως ήταν φυσικό, σύντομα ξαναπήγε φυλακή. Αυτή τη φορά όμως, τα πράγματα ήταν σοβαρά. Δικάστηκε πέντε χρόνια. Θα παρέμενε τουλάχιστον τα μισά στη φυλακή. Όσο έκανε την ποινή της, παρακολούθησε ένα πρόγραμμα εντός των φυλακών για απεξάρτηση. Μετά την αποφυλάκισή της, θέλησε να πάει στην κοινότητα του προγράμματος για οριστική απεξάρτηση. Δεν μπόρεσε να μείνει. Έφυγε σε δέκα μέρες, τόσο κράτησε η προσπάθεια. Γύρισε στο σπίτι της. Γύρισε και συνέχισε από εκεί που είχε σταματήσει. Τη δύστυχη τη Φανή την έπιασε τρέλα. Και πάλι όμως, αποφάσισε να σταθεί δίπλα στην κόρη της.


70

Ιφιγένεια Φασφαλή

________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ο καιρός περνούσε και η Θάλεια γινόταν όλο και χειρότερα. Εκείνη την ημέρα, την επισκέφθηκε η Φανή στο σπίτι της. Της είχε φέρει δύο πανέμορφες γλάστρες. Τα φυτά στο καταπράσινο πια μπαλκόνι της ήταν η μόνη ανθρώπινη συνήθεια που είχε κρατήσει η Θάλεια. Η Φανή έφτιαξε καφέ και βγήκαν στο μπαλκόνι να τον πιούν. Έπιασαν την κουβέντα. Για τι άλλο; Μα για τη Θάλεια και τον τρόπο που ζούσε. Για την καταστροφική εξάρτησή της από την ηρωίνη. Για την κατάσταση στη οποία είχε περιέλθει. Για την ανάγκη να σταματήσει και να ξαναγυρίσει στη ζωή. Η Θάλεια όμως ήταν απόλυτη. «Ξέχασε το, μαμά! Δε γίνεται! Πόσο καθαρά να στο πω; Δε θέλω να σταματήσω! Μ’ αρέσει η ζωή που ζω. Τη λατρεύω την ηρωίνη μητέρα, δεν το καταλαβαίνεις; Δεν ξέρεις τι σημαίνει η λέξη λατρεύω;» της είπε ψυχρά. «Τι σ’ αρέσει από αυτή την κατάσταση παιδί μου; Κοίταξε τον εαυτό σου στον καθρέφτη, Θάλειά μου. Σκέψου τι μέλλον έχεις. Δύο φορές καταστράφηκες. Δύο φορές πήγες φυλακή. Και τώρα Θάλεια; Τώρα, τι κάνεις κορίτσι μου; Ξανάρχισες πάλι. Αν δε σταματήσεις, σε περιμένει ξανά η φυλακή. Στον πάτο του πηγαδιού έφτασες κόρη μου, το ξέρεις;» επέμενε η Φανή προσπαθώντας να την κάνει να καταλάβει. «Μαμά! Σε παρακαλώ, μη συνεχίζεις. Στο έχω ξεκαθαρίσει αυτό. Μ’ αρέσει η ζωή μου. Αποδέξου την ή φύγε κι άφησέ με μόνη!» Στράγγιξε όλο το αίμα από το πρόσωπο της Φανής. Ήταν ξεκάθαρο πως τίποτα δεν μπορούσε να γίνει. Η κόρη της θα συνέχιζε τον κατήφορο. Θα ζούσε για πάντα στο περιθώριο, σκουπίδι ανάμεσα σε σκουπίδια. Ανάμεσα σε ύποπτους φίλους


Θύτες και θύματα

71

________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

και συνεργάτες. Το έβλεπε καθαρά, μα δεν το άντεχε. Την κυρίεψε απελπισία και φρίκη. «Είναι η τελευταία σου λέξη Θάλεια;» ρώτησε κοιτάζοντας κατάματα την κόρη της. «Η τελευταία, μαμά! Και κάτι ακόμα. Σκέφτομαι να πουλήσω το σπίτι. Είναι πολύ μεγάλο για μένα και χρειάζομαι χρήματα, πολλά χρήματα. Θα αγοράσω ένα μικρότερο. Εμένα, μία γκαρσονιέρα μου φτάνει. Δεν σκοπεύω δα να αποκτήσω οικογένεια και παιδιά». Η Θάλεια σηκώθηκε. Είχε τα χάλια της. Παραπατούσε και με δυσκολία άνοιγε τα μάτια της. Το είχε παρακάνει στη χρήση σήμερα. Και ήταν απόλυτη, σκληρή κι αδίστακτη. Αυτή η καινούργια απόφαση χτύπησε τη Φανή σαν κεραυνός. Το σπίτι! Θα πούλαγε το σπίτι της! Και γιατί χρειάζονταν τόσα χρήματα; Πολύ πιθανό να ήθελε να μπλέξει με εμπόριο ηρωίνης. Θα πούλαγε το σπίτι της, οι κόποι των παππούδων της θα γίνονταν άσπρη σκόνη κι εκείνη σύντομα θα βρισκόταν στη φυλακή. Η Θάλεια πλησίασε τα κάγκελα της βεράντας. Κοίταζε τις καινούργιες γλάστρες και τις θαύμαζε. «Ωραίες γαρδένιες μού έφερες μαμά. Να δούμε τι μπαλκόνι θα έχει το καινούριο σπίτι. Ίσως χρειαστεί να πάρεις μερικές γλάστρες εσύ». Η Φανή πήγε κοντά της και την αγκάλιασε. Κοίταξαν για λίγο τον ολάνθιστο κήπο της εκκλησίας απέναντι. Τέσσερις ορόφους πιο κάτω, η ζωή κυλούσε βιαστικά. «Θάλεια, ξανασκέψου το παιδί μου. Μην το πουλήσεις το σπίτι, αυτό είναι το αποκούμπι σου. Τα λεφτά θα εξανεμιστούν, ξέρεις εσύ πού. Σύνελθε, παιδί μου. Μεγαλώνεις, έγινες πια είκοσι έξι χρονών. Φτάνουν τα λάθη!» παρακάλεσε για μία ακόμη φορά η Φανή.


72

Ιφιγένεια Φασφαλή

________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Μαμά, έχω πάρει την απόφασή μου. Αυτή τη φορά τίποτα δε θα με σταματήσει, όλα θα γίνουν σωστά. Δεν μπορείς να μ’ εμποδίσεις!» Ναι, αυτή τη φορά έπρεπε και η Φανή να κάνει το σωστό. Δεν υπήρχε γυρισμός για την κόρη της. Ουσιαστικά είχε πεθάνει τη στιγμή που τρύπησε το μπράτσο της με τη σύριγγα τη γεμάτη ηρωίνη. Αυτή που είχε απέναντί της, δεν ήταν η Θάλειά της. Είχε ένα χρέος η Φανή, έπρεπε να πάρει τα πράγματα στα δικά της χέρια. Κοίταξε τη Θάλεια στα μάτια. «Συγνώμη παιδί μου», είπε μόνο. Μετά, την αγκάλιασε πιο σφιχτά. Τη φίλησε στο μέτωπο. Έριξε όλο της το βάρος επάνω της. Τα δύο κορμιά έπεσαν από τον τέταρτο όροφο. Ο θάνατος τις βρήκε αγκαλιασμένες. Η τελευταία αγκαλιά.


Θύτες και θύματα

73

________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Οι κόκκινες γόβες Η Κλειώ και ο Άγγελος ήταν ζευγάρι δέκα ολόκληρα χρόνια. Εκείνη, ήταν μεγαλομέτοχος σε μία ναυτιλιακή εταιρεία. Εκείνος, μετά τα πρώτα χρόνια του γάμου τους, είχε εγκαταλείψει τη δουλειά του σε μία ασφαλιστική εταιρεία και έγινε στέλεχος στην εταιρεία της Κλειούς. H Κλειώ έκανε και μεταφράσεις σε έναν εκδοτικό οίκο. Για τη δική της ευχαρίστηση περισσότερο, αφού το τριάντα τοις εκατό της ναυτιλιακής εταιρείας που κατείχε, της επέτρεπε να είναι κάτι παραπάνω από ευκατάστατη, για να μην πούμε πολύ πλούσια. Ο Άγγελος, είχε μιλήσει με την τύχη του όταν παντρεύτηκαν. Όμορφη γυναίκα η Κλειώ, καστανή με παράξενα βιολετιά μάτια. Την ομορφιά της όμως, την εξαφάνισε το εγκεφαλικό που έπαθε πέντε χρόνια μετά τον γάμο της. Εγκατέλειψε τον εαυτό της. Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα πήρε κιλά, ρυτίδες φάνηκαν στο πρόσωπό της και τα μαλλιά της άσπρισαν. Το εγκεφαλικό τής άφησε μια ημιπληγία που αχρήστευσε το μισό της κορμί. Μόλις συνήλθε κάπως από το σοκ που της προκάλεσε η αναπάντεχη αναπηρία, το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να ζητήσει διαζύγιο από τον Άγγελο. Του εξήγησε απλά και ειλικρινά πως δεν ήθελε να τον κρατάει δέσμιο της ιδιόμορφης κατάστασής της. Ο Άγγελος δεν το δέχτηκε. Της δήλωσε τρυφερά πως η θέση του ήταν δίπλα της. Της τόνισε πως την αγαπούσε. Τον αγαπούσε όμως κι εκείνη. Γι’ αυτό άλλωστε τον είχε παντρευτεί. Γι’ αυτό του ζητούσε διαζύγιο. Ήθελε να είναι ελεύθερος κι ευτυχισμένος. Αφέθηκε ωστόσο να πεισθεί και να


74

Ιφιγένεια Φασφαλή

________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

μην ξανασυζητήσει το θέμα της λύσης του γάμου τους. Θα αντιμετώπιζαν τα πάντα μαζί. Τα πρώτα δύο χρόνια κύλησαν ήρεμα. Μετά όμως, στη ζωή του Άγγελου μπήκαν άλλες γυναίκες. Νεότερες, ελκυστικές, υγιείς. Αυτό που η Κλειώ είχε σπρώξει στο βάθος του μυαλού της, ήταν γεγονός. Ο Άγγελος την απατούσε. Κάθε τόσο, μάθαινε για μία καινούργια ερωμένη. Με τον καιρό, κατέληξε πως δεν την πείραζε και τόσο. Και δεν θα την πείραζε καθόλου, αν εκείνος σταματούσε να την πιέζει να κάνουν έρωτα. Η κατάσταση της υγείας της και η γνώση των άλλων ερώτων του, είχαν εξαφανίσει τις ορμές της. Κατέληξε να θεωρεί το σεξ, κάτι αδιάφορο, κουραστικό και καταναγκαστικό. Γιόρταζαν την όγδοη επέτειο του γάμου τους, όταν ο Άγγελος μπήκε γελαστός στο σπίτι. Γελαστός και μεθυσμένος. Δεν ήταν η πρώτη φορά εξάλλου. Κρατούσε ένα κουτί. «Ένα δώρο για την επέτειό μας, αγάπη μου», της είπε κι ανοίγοντας το κουτί, έβγαλε ένα ζευγάρι κόκκινες γόβες με πανύψηλο τακούνι. Η Κλειώ τα έχασε με το δώρο του. Την κορόιδευε; Από τον καιρό που αρρώστησε, ήταν υποχρεωμένη να φορά στα πόδια της ένα ζευγάρι άχαρα μποτάκια. Στο αριστερό, ήταν προσαρμοσμένο ένα χοντρό σίδερο. Ένας κηδεμόνας, όπως τον έλεγαν, για να στηρίζει το ημιπληγικό της πόδι. Οι κομψές κόκκινες γόβες φάνηκαν στα έκπληκτα μάτια της ειρωνικές, πρόστυχες, βασανιστικές. «Τι περιμένεις να κάνω μ’ αυτά τα παπούτσια, Άγγελε;» ρώτησε. «Αυτά τα παπούτσια γυναικούλα μου, θέλω να τα φοράς κάθε φορά που θα θέλω να κάνουμε έρωτα», της απάντησε με θράσος.


Θύτες και θύματα

75

________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Τι είπες Άγγελε; Κάθε φορά που θα θέλεις; Το θα θέλουμε, πού πήγε Άγγελε; Πότε χάθηκε;» «Όχι Κλειώ, δεν χάθηκε. Αυτό ήθελα να πω. Ένα μικρό λάθος, αγάπη μου», διόρθωσε εκείνος. Η λέξη αγάπη μου, αντήχησε σαν προσβολή, σαν ειρωνεία. Κι οι άλλες γυναίκες; Αυτές που άφηναν επάνω του το άρωμά τους; Αυτές που τα ονόματά τους γέμιζαν το κινητό του; Αυτές, πώς τις αποκαλούσε άραγε; «Έλα τώρα Κλειώ! Φόρεσε τις! Θέλω να το κάνεις τώρα, και να το κάνεις με το καλό!» η διάθεσή του άλλαξε ξανά, η φωνή του ακούστηκε ψυχρή. «Για μία και μόνη φορά Άγγελε, θα το δεχτώ. Πρόσεξε όμως! Μόνο γι’ αυτή τη φορά. Μη μου το ζητήσεις ξανά!» η Κλειώ υποχώρησε μισώντας τον εαυτό της για τον τρόπο που έδειχνε γυναίκα στα μάτια του άνδρα της. Με αηδία φόρεσε τις γόβες στα πόδια της. Μετά, στολίστηκε με τα κοσμήματα της. Άλλη μία απαίτηση του Άγγελου για να κάνουν έρωτα. Είχε χάσει πλέον την ικανότητα να ερεθίζεται χωρίς αυτά τα παιχνίδια των φετίχ. «Όταν σου κάνω έρωτα, θέλω να είσαι στολισμένη σαν βασίλισσα. Είναι ερεθιστικό», της έλεγε. Η Κλειώ λάτρευε τα κοσμήματα. Εκείνες όμως τις κόκκινες γόβες, τις μίσησε. Κι όμως, τις φόρεσε ξανά και ξανά, λέγοντας από μέσα της πως κάθε φορά θα ήταν η τελευταία. Το θέμα του διαζυγίου ήρθε ξανά στην επιφάνεια. Ο Άγγελος αρνήθηκε κατηγορηματικά. Εκείνο το απόγευμα, το κορμί της πονούσε. Τα παυσίπονα δεν την είχαν βοηθήσει. Το μόνο που ήθελε ήταν να μείνει μόνη, στην ησυχία της και να ασχοληθεί με τη μετάφραση του καινούργιου βιβλίου που είχε στα χέρια της. Δεν θα τα


76

Ιφιγένεια Φασφαλή

________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

κατάφερνε όμως. Ο Άγγελος, είχε ολοφάνερα άλλα σχέδια. Φάνηκε στην πόρτα του γραφείου της, μ’ ένα πρόστυχο χαμόγελο στα χείλη. «Αγάπη μου, θα φορέσεις τη στολή του έρωτά μας;» «Όχι τώρα Άγγελε, όχι σήμερα. Δεν αισθάνομαι καλά» «Μα και βέβαια σήμερα, θησαυρέ μου. Σήμερα, Κλειώ», την πίεσε και σαν ταχυδακτυλουργός, έβγαλε πίσω από την πλάτη του τις κόκκινες γόβες. «Σε περιμένουν στην κρεβατοκάμαρα», της έκλεισε πονηρά το μάτι. Η Κλειώ γέμισε αηδία, ντροπή, θυμό. «Άφησε να περάσει το απόγευμα, Άγγελε. Σου υπόσχομαι πως το βράδυ θα τις φορέσω. Τώρα δεν μπορώ. Σε παρακαλώ!». «Όπως θέλεις! Το βράδυ λοιπόν! Εγώ τώρα, θα πάρω έναν υπνάκο. Μετά, θα πάω για λίγο στο γραφείο. Θα είμαι πίσω κατά τις εννιά. Σε θέλω έτοιμη. Σύμφωνοι, Κλειώ;» Ώστε τώρα της έδινε κι εντολές! Εντολές σ’ εκείνη! Την Κλειώ Ευαγγέλου. Τα πράγματα είχαν ξεφύγει λοιπόν τελείως από τον έλεγχό της; Αυτό το κτήνος είχε αποφασίσει να εξαφανίσει κάθε ίχνος αξιοπρέπειας από τη ζωή της. Δεν θα του το επέτρεπε. Είχε κάνει ένα ολέθριο λάθος. Μια ιδέα σχηματίστηκε στο μυαλό της. Δειλά στην αρχή, όσο όμως περνούσε η ώρα, την εύρισκε όλο και πιο θαυμάσια. Και αποκρουστική μαζί. Αποκρουστική, επικίνδυνη, αλλά και απαραίτητη. Το αποφάσισε. Επί τέλους, το παιχνίδι περνούσε και πάλι στα χέρια της. Άνοιξε ένα συρτάρι στην κουζίνα. Εκεί κρατούσε φάρμακα που έπαιρνε σπάνια. Βρήκε ένα κουτί με υπνωτικά. Πήρε είκοσι και μετά τριάντα από αυτά. Ολόκληρο το κουτί. Άνοιξε το μπουκάλι με το ουίσκι του και τα έριξε όλα μέσα. Τα χάπια


Θύτες και θύματα

77

________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

διαλύθηκαν τελείως μέσα στο χρυσαφί υγρό. Ανακίνησε καλά το μπουκάλι. Βεβαιώθηκε πως το ποτό ήταν τελείως διαυγές. «Όχι Άγγελε! Σήμερα, δεν θα φορέσω τα κόκκινα τέρατα. Δεν θα τα ξαναφορέσω ποτέ πια», ψιθύρισε στον εαυτό της. Εκείνος ξύπνησε σε μία ώρα. Βρήκε την Κλειώ να αργοπίνει τη βότκα της στη βεράντα. «Έλα Άγγελε! Σε περιμένει το ποτό σου», του φώναξε τρυφερά. «Ωραία ιδέα! Μήπως άλλαξες γνώμη, θησαυρέ μου;» τη ρώτησε. «Έλα τώρα να πιούμε το ποτό μας και το βράδυ σαν γυρίσεις, σου υπόσχομαι πολλά», του είπε με μία φωνή γεμάτη υπονοούμενα. Κάθισε δίπλα της. Έβαλε ένα ποτήρι ουίσκι και το ήπιε λαίμαργα. Μετά, έβαλε ένα δεύτερο. Ωραία! Είχε μπροστά της μισή ώρα προτού ενεργήσουν τα χάπια. Του πρότεινε ένα τρίτο ποτό. «Αγαπούλα μου, πρέπει να οδηγήσω», είπε αδύναμα εκείνος, μα δέχτηκε το ποτό. Έφυγε λίγο μετά τις έξι. Στον ουρανό, είχαν μαζευτεί μαύρα σύννεφα. Η βροχή δεν θ’ αργούσε. Η πολυτελής βίλα τους βρισκόταν στη Βάρκιζα, τα γραφεία στον Πειραιά. Βγήκε στη βεράντα η Κλειώ. Τον είδε να μπαίνει στο πανάκριβο αυτοκίνητο που του είχε αγοράσει. Για μια στιγμή, θυμήθηκε τις παλιές καλές τους μέρες. Μόνο για μία στιγμή. Μετά όμως, άλλες θύμησες την κυρίεψαν. Οι κόκκινες γόβες, οι αμέτρητες ερωμένες του, η ελεεινή του συμπεριφορά. Όχι! Ό,τι ήταν να γίνει, είχε ήδη γίνει. Δεν υπήρχε γυρισμός. Ο Άγγελος οδηγούσε γρήγορα. Τα χάπια άρχισαν να ενεργούν κοντά στη Βουλιαγμένη, λίγο πριν τις απότομες


78

Ιφιγένεια Φασφαλή

________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

στροφές. Τα μάτια του θόλωσαν, το στόμα του στέγνωσε και οι κινήσεις του έγιναν αβέβαιες. Στο τελευταίο πέταλο έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου περνώντας στο αντίθετο ρεύμα. Η λευκή Μερσεντές έστριψε απότομα αριστερά κι έπεσε στον γκρεμό που ανοιγόταν κάτω από τον δρόμο. Λίγο πριν τη θάλασσα, τυλίχτηκε στις φλόγες. Πίσω στη Βάρκιζα, στο όμορφο σπίτι της, η Κλειώ άναβε το τζάκι. Τράβηξε τις κουρτίνες. Έξω, λυσσομανούσε η καταιγίδα. Λάτρευε τη βροχή, τις αστραπές και τους κεραυνούς που έπεφταν στο βάθος του ορίζοντα. Αργά, τελετουργικά, η Κλειώ πήγε στην κρεβατοκάμαρα. Βρήκε τις κόκκινες γόβες πάνω στο μαξιλάρι της. Τις πήγε στο σαλόνι και τις έριξε στη φωτιά. Κάθισε εκεί, μπροστά στο τζάκι και τις έβλεπε να καίγονται. Οι φλόγες, λες και ξέπλυναν όλη την ντροπή, την αηδία και την απέχθεια που ένιωθε τον τελευταίο καιρό. Από τις γόβες, σύντομα δεν έμεινε τίποτε. Το μαρτύριό της είχε τελειώσει. Ανάσανε με ανακούφιση. Μία μικρή φράση βγήκε από το στόμα της. «Ελπίζω τώρα, να καίγεσαι στην κόλαση Άγγελε. Αντίο». Ο θάνατος του Άγγελου καταχωρήθηκε σαν τροχαίο ατύχημα. Καμία υποψία δεν έπεσε πάνω στη γυναίκα του. Δεν ήταν και πολύ σημαντικό για εκείνη. Γιατί εκείνη, είχε ήδη καταδικαστεί. Σε ισόβια. Στα ισόβια δεσμά του εγκεφαλικού, της ημιπληγίας, της αναπηρίας. Τουλάχιστον όμως, ήταν ελεύθερη από εκείνον.


Θύτες και θύματα

79

________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ο δεύτερος πατέρας Η Μαρίνα άνοιξε τα μάτια της μέσα στο κελί της. Έναν ολόκληρο χρόνο ξύπναγε εκεί μέσα. Η φυλακή ήταν ένα παλιό Βενέτικο κάστρο, μουχλιασμένο και υγρό. Έριξε λίγο νερό στο πρόσωπό της. Χτένισε τα μακριά μαλλιά της και τα έκανε κοτσίδα. Ήταν όμορφη γυναίκα. Πολύ όμορφη, και το ήξερε. Κοίταξε το ρολόι της. Μόνον έξι το πρωί. Το αυτοκίνητο της αστυνομίας θα ερχόταν κατά τις οκτώ. Καταράστηκε την ώρα που ξύπνησε τόσο νωρίς. Στην ουσία, δεν είχε κοιμηθεί. Στριφογύριζε στο κρεβάτι της ως τις πρωινές ώρες. Σήμερα θα τελείωνε το δικαστήριο. Οι ένορκοι θα έδιναν την ετυμηγορία τους. Σήμερα, θα κατέβαινε και πάλι στην κόλαση. Και το χειρότερο ήταν πως μαζί της, θα κατέβαινε κι η κόρη της. Η Μαρία της. Κι η Μαρία ήταν παιδάκι ακόμη. Μόλις δώδεκα χρονών κι είχε περάσει ήδη τόσα. Δεν μπορούσε να συγχωρήσει τον εαυτό της η Μαρίνα. Δεν μπορούσε ακόμη να καταλάβει πώς είχε αφήσει κάποιον άλλον να την οδηγήσει σε αυτό το σημείο. Πώς έκανε ένα τόσο μεγάλο, ασυγχώρητο λάθος; Δεν ωφελούσε να σκέφτεται έτσι, δεν υπήρχε επιστροφή. Έφτιαξε καφέ κι άναψε ένα τσιγάρο. Τα γεγονότα άρχισαν να τριγυρίζουν στο μυαλό της. «Θα σε σκοτώσω Γιώργη», του είχε πει. Εκείνος είχε γελάσει ειρωνικά. «Σώπα Μαρίνα! Θα κάνεις τέτοιο πράγμα;». Είχε γελάσει εις βάρος της. Και σαν να μην έφτανε αυτό, είχε συνεχίσει. «Έλα Μαρίνα. Εγώ είμαι, ο Γιώργης σου, ο άντρας σου! Έλα ν’ αγκαλιαστούμε και να τα ξεχάσουμε όλα. Έλα λοιπόν!»


80

Ιφιγένεια Φασφαλή

________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ακόμη κι όταν όλα είχαν αποκαλυφθεί, αυτό το τέρας τολμούσε να γελάει εις βάρος της και να της δίνει εντολές. Το θράσος του ήταν απίστευτο. Αυτό άλλωστε το θράσος κι εκείνο το κάτι άλλο, που δεν μπορούσε ακόμη να του βρει όνομα, τους είχε οδηγήσει ως εκεί. Η Μαρίνα ζούσε στη Μάνη. Κρατούσε ακόμη τις παλιές συνήθειες το χωριό. Οι άντρες, πάντα ντυμένοι στα μαύρα, κυνηγούσαν τις παλιές βεντέτες. Οι γυναίκες κλεισμένες στα σπίτια τους, χωρίς ιδιαίτερες απαιτήσεις, μεγάλωναν τα παιδιά τους. Ο πολιτισμός, είχε αγγίξει τους πάντες μόνον επιφανειακά. Σαν έγινε δέκα τεσσάρων χρονών η Μαρίνα, αποφασίστηκε ο γάμος της. Ο γαμπρός ήταν κάπως μεγάλος. Μέτραγε σαράντα πέντε χρόνια. Ο πατέρας του κοριτσιού ζούσε έναν αιώνα πίσω, ήθελε να εξαργυρώσει νωρίς το γραμμάτιο της ομορφιάς της κόρης του. Όσο ο ανθός μύριζε ακόμη, όπως έλεγε. Αφού είχε μάθει όλες τις δουλειές του σπιτιού, ήταν πανέτοιμη για γάμο. Άδικα η Μαρίνα προσπάθησε να του αλλάξει γνώμη. Στην οικογένεια ακουγόταν μόνο ο λόγος του πατέρα. Δεν σήκωνε πολλά. Της είπε πως αν άφηνε λίγο τον καιρό να περάσει, θα άρχιζαν κι οι αγάπες. Δεν ήθελε ντροπές στο σπίτι του. Το κοριτσάκι έχασε τα λόγια του σαν είδε τον γαμπρό. Ήταν σαν πατέρας της. Μ’ αυτόν τον πατέρα πήγε στο νυφικό κρεβάτι η Μαρίνα. Μ’ αυτόν πρωτοέκανε έρωτα, ανούσιο και βιαστικό, δίχως κανένα πάθος. Έγινε σύζυγος, πριν γίνει κοπέλα. Πριν ανταλλάξει ματιές με το αγόρι των ονείρων της. Το πρώτο της παιδί ήρθε αμέσως. Έγινε μάνα, πριν γίνει γυναίκα. Όλα αφύσικα έγιναν, αλλά σε ποιόν μπορούσε να


Θύτες και θύματα

81

________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

διαμαρτυρηθεί; Κάποιος άλλος πήρε τις αποφάσεις για τη ζωή της. Εκείνη, ακολούθησε απλά την πατρική εντολή. Ο άντρας που της διάλεξε ο πατέρας της, ήταν ένας φτωχός κτηνοτρόφος. Η προίκα της ασήμαντη, άρα η τύχη της -πάντα κατά τον πατέρα της- αρκετά καλή, αν δεν υπολόγιζες τη διαφορά ηλικίας. Τα παράπονα πνίγηκαν. Αυτή θα ήταν η ζωή της από εδώ και πέρα. Το δεύτερο παιδί, δεν άργησε να έρθει. Ο Μανώλης της. Μοναδική της χαρά, αυτά τα δύο παιδιά και το κέντημα. Κεντούσε προίκες η Μαρίνα. Από τα χέρια της, έβγαιναν κεντήματα καταπληκτικής ομορφιάς και τέχνης. Μετά από μερικά νυφιάτικα σεντόνια και μερικά τραπεζομάντιλα, έγινε πασίγνωστη στη γύρω περιοχή. Οι γυναίκες παράγγελναν. Και πλήρωναν καλά την άριστη δουλειά της. Η φήμη της μεγάλωνε και ξεπέρασε τα στενά όρια των γύρω χωριών. Μια μέρα, έφτασε στο σπίτι της μία κυρία από την Καλαμάτα. Της παρήγγειλε δύο τραπεζομάντιλα. Είχε δει τη δουλειά της σ’ ένα φιλικό σπίτι και ενθουσιάστηκε. Θα την πλήρωνε καλά. Η κυρία Ερατώ, όπως την έλεγαν, της πρότεινε και κάτι άλλο. Εκείνη, είχε στην Καλαμάτα ένα μεγάλο μαγαζί με είδη προικός. Να, τι μπορούσαν να κάνουν. Η Μαρίνα θα κεντούσε και αυτή θα πούλαγε. Θα δούλευαν με παραγγελίες. Θα έδινε τα κεντήματά της κερδίζοντας περισσότερα χρήματα. Στη λιανική, θα έπιανε τιμές που δεν τις είχε φανταστεί. Οι δυο γυναίκες συμφώνησαν. Η Ερατώ, στην επόμενη επίσκεψη της, της έφερε πολλά μέτρα λινό άριστης ποιότητας και μεταξωτές κλωστές. Η συνεργασία είχε αρχίσει. Ο Γιάννης, ο άντρας της Μαρίνας, στην αρχή δυσανασχέτησε. Δεν ήθελε να δουλεύει η γυναίκα του. Μετά όμως, το ξανασκέφτηκε. Και ποιος θα το μάθαινε; Το σπίτι άλλωστε ήταν πάντα καθαρό, το φαγητό μαγειρεμένο και τα


82

Ιφιγένεια Φασφαλή

________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

παιδιά φροντισμένα. Ας έβγαζε τα μάτια της, αφού το ήθελε τόσο πολύ. Έτσι σκέφτηκε, και δέχτηκε την καινούργια κατάσταση. Και τα λεφτά ήταν πολύ καλά. Τίποτε δεν τον χάλαγε. Όσο η Μαρίνα ζούσε ήσυχα δίπλα του και ήταν καλή νοικοκυρά στο σπίτι της, ας έκανε ό,τι ήθελε. Δύο χρόνια κέντησε για την Ερατώ η κοπέλα. Έβγαλε από τα χέρια της κεντίδια μεγάλης ομορφιάς που στόλισαν σπίτια της Καλαμάτας. Και όχι μόνον αυτής, αλλά και όλης της Πελοποννήσου. Τα χρόνια περνούσαν. Η Μαρίνα άνθιζε κι ο Γιάννης γερνούσε. Μες το θολωμένο από το κρασί μυαλό του, δεν μπορούσε να της το συγχωρήσει αυτό. Άρχισε η γκρίνια. Μέρα με τη μέρα, τα πράγματα χειροτέρευαν. Η Μαρίνα άρχισε να κουράζεται ψυχικά. Η κατάσταση στο σπίτι της είχε φτάσει στο απροχώρητο, όταν αποφάσισε να χωρίσει. Μπορούσε να κατέβει στην Καλαμάτα και να ζήσει μόνη και ήσυχη με τα παιδιά της. Ήταν πια οικονομικά ανεξάρτητη. Στην αρχή πάντως, προσπάθησε να συνετίσει τον άνδρα της. Του μίλησε λογικά. Σαν είδε όμως τα λόγια της να πέφτουν στο κενό, αγρίεψε. Δεν την άντεχε άλλο την γκρίνια. «Γιάννη λογικέψου», του έλεγε. «Γιατί τόσος καυγάς; Γιατί έχεις παράπονα; Δουλεύω μέσα στο σπίτι μου, μαγειρεύω, φροντίζω τα παιδιά. Δεν είμαι εν τάξει στις υποχρεώσεις μου; Πού είναι το κακό; Λογικέψου Γιάννη, γιατί δεν μπορώ άλλο. Ή πια, αν είσαι τόσο δυσαρεστημένος μαζί μου, ας χωρίσουμε». Να χωρίσουν; Μα τι έλεγε αυτή η άμυαλη γυναίκα; Ο Γιάννης δεν δεχόταν κουβέντα. Δεν υπήρχαν διαζύγια στην οικογένεια. Δε θα κουβαλούσε αυτός ντροπές. Δεν τον ήξερε καλά η γυναίκα του. Από την άλλη πλευρά, η Μαρίνα είχε κουραστεί και είχε αγριέψει. Αυτός, μπορεί να μην ήθελε


Θύτες και θύματα

83

________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ντροπές, εκείνη όμως είχε ακούσει για ένα σωρό ζευγάρια που είχαν πάρει διαζύγιο, ήσυχα και χωρίς αντιδικίες. Μίλησε στην Ερατώ που συμφώνησε μαζί της. Οι άνθρωποι στην πόλη ζούσαν διαφορετικά. Την είχε καταστρέψει ο πατέρας της. Παιδί ακόμη, την πάντρεψε παρά τη θέλησή της μ’ έναν γέρο, εγωιστή κι ανίκανο να την κάνει να νιώσει γυναίκα. Είχαν περάσει μαζί επτά ολόκληρα χρόνια. Ήταν αρκετά. Είχε μεγαλώσει πια, είχε ωριμάσει κι έβγαζε δικά της λεφτά. Θα χώριζε. Το είχε αποφασίσει. Συνάντησε την Ερατώ και της ζήτησε να της βρει ένα σπιτάκι στην Καλαμάτα. Ένα δωμάτιο και μία κουζίνα, ήταν αρκετά για την αρχή. Θα έπαιρνε τα παιδιά της και θα έφευγε. Θα ζούσε μόνη. Το προτιμούσε. Η Ερατώ χαμογέλασε. Το περίμενε πως κάποια στιγμή, αυτό θα γινόταν. Όσο πιο νωρίς, τόσο το καλύτερο για τη φίλη της. Ας μην έχανε τα νιάτα της η κοπέλα. Ήταν κρίμα. Θα τη βοηθούσε όσο μπορούσε. Οι φωνές και οι καυγάδες που ξέσπασαν, δεν τρόμαξαν τη Μαρίνα. Έμεινε σταθερή στην απόφασή της να απαλλαγεί από αυτόν τον σύζυγο. Ήθελε να ζήσει μόνη με τα παιδιά της. Ήθελε το δικαίωμα στον έρωτα και στο πάθος. Θα επέμενε όσο χρειαζόταν. Οι αντιστάσεις του άντρα της κάμφθηκαν τελικά. Ούτε εκείνος επιθυμούσε δίπλα του μία γυναίκα που τον μισούσε. Αν ήθελε τόσο πολύ το διαζύγιο, ας το έπαιρνε. Το ζευγάρι χώρισε. Τα παιδιά τα πήρε εκείνη. Δεν δέχτηκε δεκάρα για διατροφή. Τα χέρια της ήταν άξια να ζήσουν τα παιδιά της. Το σπιτάκι στην Καλαμάτα βρέθηκε. Τα λιγοστά έπιπλα που χρειάστηκε, της τα έδωσε η Ερατώ. Τι να τα έκανε τα περισσότερα; Τα βασικά μόνον αρκούσαν. Τα άλλα, θα τα αγόραζε αργότερα. Σε λίγες μόνο μέρες, είχε νοικοκυρευτεί. Έστησε μία καρέκλα κοντά στο παράθυρο. Δίπλα στο κρεβάτι αράδιασε τα


84

Ιφιγένεια Φασφαλή

________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

λινά της και τις μεταξωτές της κλωστές. Το εργαστήρι ήταν έτοιμο. Δεν σταματούσε λεπτό. Κένταγε τις περισσότερες ώρες της ημέρας. Τις παραγγελίες της και παράλληλα ό,τι θα χρειαζόταν αργότερα για να στήσει το δικό της μαγαζί, το μεγάλο της όνειρο. Αν και το σπιτάκι ήταν άβολο και μικρό, εκείνη δούλευε ασταμάτητα στο λιγοστό φως. Δεν υπήρχε καιρός για χάσιμο. Η ζωή της γινόταν μέρα με τη μέρα και πιο εύκολη. Τα χρήματα που έβγαζε πλέον ήταν καλά. Είχε αποκτήσει και δικές της πελάτισσες. Το μέλλον χαμογελούσε. Πέρασε έτσι ένας ολόκληρος χρόνος. Η Μαρίνα είχε μαζέψει αρκετά χρήματα και εμπόρευμα για τη δική της δουλειά. Έμαθε πως άδειασε ένα μικρό μαγαζί στην παραλία. Κάπως απόμερα, αλλά μπορούσε να κάνει ένα ξεκίνημα. Από την Ερατώ, είχε μάθει πολλά. Κινήθηκε γρήγορα. Με την Ερατώ σαν εγγυήτρια, πήρε ένα μικρό δάνειο από την Τράπεζα. Το μαγαζί φτιάχτηκε γρήγορα. Στο σημείο που ήταν, θα μπορούσαν να το επισκέπτονται και τουρίστες το καλοκαίρι. Και είχε πάντα τις πελάτισσές της, έτσι για σιγουριά. Το μαγαζί άνοιξε. Η πρώτη επίσκεψη ήταν από τον διπλανό κεραμίστα. Ο Γιώργης είχε ένα μαγαζί όπου πούλαγε τα κεραμικά που έφτιαχνε στο εργαστήριό του, στο πίσω μέρος. Ψηλός, μελαχρινός, καλοφτιαγμένος, γοητευτικός, έδειξε το ενδιαφέρον του για κείνη από την πρώτη στιγμή. Ενδιαφέρον ερωτικό, όπως αποδείχτηκε σύντομα. «Καλή μέρα γειτόνισσα. Καλορίζικο. Τι κερνάς;» τη ρώτησε με τη βαθιά όμορφη φωνή του. «Καλή μέρα γείτονα. Πρωί-πρωί, τι άλλο; Καφέ. Πέρασε μέσα», του απάντησε γελώντας.


Θύτες και θύματα

85

________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Τον προσκάλεσε γεμάτη χαρά. Η μέρα τής γελούσε κι η Μαρίνα ένιωθε περίφημα. Τούτος ο γίγαντας ήταν σίγουρα ένας άνθρωπος ευχάριστος και γελαστός. Καλός για γείτονας. Αλλά και τι άντρας! Τον θαύμασε κρυφά. Της άρεσε. Της άρεσε πολύ. Κουβέντιασαν για καθημερινά πράγματα. Μίλησε ο ένας στον άλλο για τον εαυτό του. Ελεύθερος ο Γιώργης. Ελεύθερο πουλί. Καμιά δεν είχε καταφέρει να τον οδηγήσει στην εκκλησία. Τον είχαν κακομάθει οι γυναίκες. Αλλά τούτη η όμορφη γειτόνισσα, του άνοιξε την όρεξη για τα καλά. Η πρόσκληση δεν άργησε να έρθει. Βρέθηκαν οι δυο τους στο γειτονικό ταβερνάκι, να λένε τα μυστικά τους σαν παλιοί καλοί φίλοι. Η έλξη ήταν αμοιβαία. Δυο νέοι άνθρωποι που διψούσαν για ζωή και έρωτα. Προπάντων το δεύτερο. Η κατάσταση έτρεξε και σύντομα έγιναν ζευγάρι. Ένα από τα πιο όμορφα ζευγάρια της πόλης. Έζησαν έτσι μαζί, σχεδόν ένα χρόνο. Ο έρωτας και το πάθος που αποζητούσαν κι οι δύο, βρέθηκε στη σχέση τους. Η Μαρίνα πετούσε στα ουράνια. Ήταν ερωτευμένη. Ακόμη δεν μπορούσε να πιστέψει πως γέννησε δύο παιδιά χωρίς αυτό το όμορφο μεθύσι της σάρκας. Σαν μάνα ήταν άψογη. Τα αγαπούσε και τα φρόντιζε τα παιδιά της. Όλα πήγαιναν καλά στη ζωή της πια. Ώσπου μία μέρα, κατάλαβε πως περίμενε παιδί. Το παιδί του. Πώς όμως θα το έπαιρνε ο Γιώργης; Αποφάσισε να του το πει. Αν όμως τον έβλεπε να διστάζει, θα διέκοπτε την εγκυμοσύνη της. «Γιώργη, πρέπει να σου πω κάτι. Οι πολλές αγκαλιές κάρπισαν, αγάπη μου. Περιμένω παιδί. Τι κάνουμε τώρα; Πρέπει να βρούμε έναν γιατρό», είπε διστακτικά. Η αντίδρασή του ήταν μία ευχάριστη έκπληξη.


86

Ιφιγένεια Φασφαλή

________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Ε, να χαρές!» της είπε γελώντας με την καρδιά του. «Τι θα κάνουμε; Μα τι άλλο; Θα παντρευτούμε βέβαια», συμπλήρωσε χωρίς δεύτερη σκέψη. Αυτός ήταν ο Γιώργης της. Ένας δεύτερος γάμος. Γιατί όχι; Τον αγαπούσε και την αγαπούσε. Και πάνω απ’ όλα, ήταν μία απόφαση που θα την έπαιρνε η ίδια. Κανείς άλλος. Τώρα, με το παιδί που περίμενε, η ευτυχία τους θα ήταν απόλυτη. Ο γάμος τους δεν άργησε. Ήταν μια απλή τελετή. Διάλεξαν ένα ξωκλήσι. Έραψε ένα άσπρο δαντελένιο φόρεμα. Χτένισε ψηλά τα μακριά μαύρα της μαλλιά και τα στόλισε με τριαντάφυλλα. Στον λαιμό της, φόρεσε μία σειρά μαργαριτάρια, δώρο από την αδελφή του Γιώργη. Αυτός, δεν είχε δει ομορφότερη γυναίκα στη ζωή του. Την κράτησε όλη τη νύχτα, ντυμένη με το νυφικό της. Δεν τη χόρταινε. Το χάραμα πια, της έβγαλε τα τριαντάφυλλα απ’ τα μαλλιά. Μετά, το νυφικό της. Απαλά και τρυφερά, την έγδυσε τελείως. Η Μαρίνα έμεινε με μοναδικά της στολίδια τα μαργαριτάρια και τα μακριά της μαλλιά. Ο Γιώργης ήξερε να κάνει το γυναικείο κορμί να μιλά στο κρεβάτι. Να κραυγάζει. Το ζευγάρι ταίριαζε απόλυτα. Το μεθύσι του έρωτα τους ένωνε. Και δεν ήταν μόνον αυτό. Ο Γιώργης ήταν για τα παιδιά της ένας δεύτερος πατέρας. Καλός, χαμογελαστός και πάντα χαρούμενος. Δεν τους στερούσε τίποτε και προπάντων την αγάπη του. Πολλές φορές η Μαρίνα τον μάλωνε τρυφερά. «Όλα καλά Γιώργη, αλλά τα παιδιά πρέπει να τα μαλώνουμε καμία φορά». «Τα παιδιά θέλουν αγάπη, παιχνίδι και χαρά. Μάλωσέ τα εσύ που είσαι μάνα. Εγώ, δεν μπορώ», της αποκρινόταν. Το δικό τους παιδί δεν ήρθε ποτέ, η Μαρίνα δεν μπόρεσε να το κρατήσει, αυτό όμως δεν σκίασε την ευτυχία τους.


Θύτες και θύματα

87

________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Πέρασαν τρία ολόκληρα χρόνια και η αγάπη τους μεγάλωνε μέρα με την ημέρα. Ο έρωτας τούς παράστεκε σ’ όλο του το μεγαλείο. Ήταν λες και ζούσαν κάθε φορά, την πρώτη τους φορά. Μετά όμως, ήρθαν εκείνες οι μέρες. Οι μέρες που ο Γιώργης έγινε αγνώριστος. Λες κι ένας άγνωστος μπήκε ξαφνικά στη ζωή της Μαρίνας. Είχε ανάγκη να μιλήσει σε κάποιον. Η Ερατώ ήταν το κατάλληλο πρόσωπο, η φιλία τους είχε δοκιμαστεί. Εκείνη τη μέρα, η Μαρίνα αντί ν’ ανοίξει το μαγαζί της, πήγε να δει τη φίλη της. «Ερατώ μου, είμαι δυστυχισμένη», της εξομολογήθηκε. «Παναγιά μου! Μαρίνα, εσύ δυστυχισμένη; Γιατί κορίτσι μου;» παραξενεύτηκε η Ερατώ. «Πάνε τώρα τέσσερις μήνες που ο Γιώργης δε μ’ αγγίζει πια. Πού πήγε ο άντρας μου, Ερατώ; Να δεις που κάποια άλλη γυναίκα έχει μπει στη ζωή του. Δεν μπορεί να συμβαίνει κάτι άλλο». «Ε όχι Μαρίνα! Στη ζωή του Γιώργη άλλη γυναίκα; Σώπα και μην παραλογίζεσαι. Αυτός ζει κι αναπνέει μόνο για σένα και τα παιδιά. Κάτι άλλο πρέπει να συμβαίνει. Ας σκεφτούμε και να δούμε τι θα βγει. Αν εσείς δεν τα πάτε καλά, τότε δεν έχει μείνει κανένα ζευγάρι ευτυχισμένο στον κόσμο. Μήπως έχει στεναχώριες με τη δουλειά του;» «Όχι Ερατώ. Δεν καυγαδίζουμε κι η δουλειά του πάει μια χαρά. Απλά δε με πλησιάζει πλέον στο κρεβάτι. Δεν κάνουμε πια έρωτα. Σου λέω, το έχω σκεφτεί καλά. Κάποια άλλη γυναίκα έχει μπει στη ζωή του. Το έλεγα εγώ καημένη. Τόση ευτυχία, δεν ήταν για μένα. Το κακό μάτι Ερατώ. Πρέπει να βρω αυτή τη γυναίκα. Πρέπει να μάθω και να βεβαιωθώ. Θέλω κάποιον να τον παρακολουθήσει. Βοήθησέ με να βρω κάποιον


88

Ιφιγένεια Φασφαλή

________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ιδιωτικό αστυνομικό. Αυτοί ξέρουν από τέτοιες καταστάσεις», ξέσπασε η Μαρίνα. Η Ερατώ έκανε ό,τι της ζήτησε η φίλη της. Βρήκε έναν ιδιωτικό αστυνομικό. Εκείνος, παρακολούθησε τον Γιώργη για έναν ολόκληρο μήνα. «Λοιπόν κύριε Αποστολάκο, τι βρήκατε; Υπάρχει άλλη γυναίκα στη ζωή του; Πείτε μου να χαρείτε!» ρώτησε γεμάτη αγωνία η Μαρίνα. «Όχι, κυρία μου! Άδικα τον παρακολούθησα για ένα μήνα. Οι μόνες διαδρομές που κάνει, είναι από το σπίτι στη δουλειά κι από τη δουλειά στο σπίτι. Δεν υπάρχει άλλη γυναίκα. Δεν συμβαίνει κάτι παράξενο». «Είστε σίγουρος;» «Πιο σίγουρος δεν γίνεται. Είναι καιρός να σταματήσω την παρακολούθηση. Δεν υπάρχει άλλη γυναίκα ούτε παράξενες συναντήσεις. Ο άνθρωπος είναι καθαρός», τη διαβεβαίωσε. Η Μαρίνα πλήρωσε τον ιδιωτικό αστυνομικό. Τι έμενε να κάνει τώρα; Γυναίκα, απ’ ό,τι έλεγε ο κύριος Αποστολάκος, δεν υπήρχε στη ζωή του Γιώργη. Τότε τι; Τι είχε συμβεί; Σε μια κρίση απελπισίας, έφτασε να πάει σε χαρτορίχτρα. «Ναι κοπέλα μου, υπάρχει άλλη γυναίκα στη ζωή του. Και μην ψάχνεις μακριά. Αυτή η γυναίκα, είναι μέσα στο σπίτι σου. Μην ψάχνεις αλλού». Αποφάσισε να εξετάσει κι αυτήν την πιθανότητα. Τις σκέφτηκε μία-μία ξεχωριστά. Κάθε γυναίκα που έμπαινε στο σπίτι της. Τις απέκλεισε όλες γρήγορα. Κάτι άλλο είχε συμβεί κι έπρεπε να το βρει. Σαν να μην έφταναν αυτά, είχε κι άλλη μία στεναχώρια τελευταία. Η δασκάλα της Μαρίας, την κάλεσε στο σχολείο. Το παιδί δεν προχωρούσε στα μαθήματά του. Ήταν σκεφτικό κι αφηρημένο. Σχεδόν μελαγχολικό. Η συμπαθητική νεαρή


Θύτες και θύματα

89

________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

δασκάλα δεν ήξερε τι να υποθέσει. Την κάλεσε μήπως βρούν κάποια άκρη μαζί. Η Μαρίνα απελπίστηκε. Σαν πολλά ανάποδα της είχαν έρθει. Μίλησε με τη Μαρία. Το εντεκάχρονο κορίτσι έμεινε σιωπηλό. Σαν να μιλούσε σε τοίχο. Αγρίεψε. Τη μάλωσε. Οι βαθμοί της ήταν χάλια. Στο σπίτι μπήκαν τιμωρίες. Κι ο Γιώργης αδιαφορούσε για όλα. Έμενε αμέτοχος. Αποφάσισε να μιλήσει σ’ αυτόν και να ξεκαθαρίσει τα πράγματα. «Γιώργη, κάθισε κάτω να μιλήσουμε. Αν δε με θέλεις πια, μπορούμε να χωρίσουμε», του είπε αποφασισμένη για όλα. «Ε Μαρίνα! Μαρίνα τι λες; Ποιος σου είπε πως δε σε θέλω; Άρχισε η γκρίνια; Τέλος το μέλι;» της αστειεύτηκε. «Μου το λέει η άδεια αγκαλιά μου και το άδειο κρεβάτι μου, Γιώργη. Μου το λες εσύ με την αδιαφορία σου. Έχουμε πέντε μήνες να κάνουμε έρωτα. Χρειάζομαι και κάτι άλλο για απόδειξη;» του επιτέθηκε. «Καλά Μαρίνα μου, θα διορθωθούν τα πράγματα. Μη γίνεσαι υπερβολική. Και μην αναφέρεις ξανά τη λέξη διαζύγιο. Έτσι αγάπη μου;» Την έπεισε τη Μαρίνα ο Γιώργης. Η γυναίκα αποφάσισε να περιμένει. Όσο χρειαζόταν! Ο τρόπος του και τα λόγια του, την είχαν κλονίσει. Τον αγαπούσε ακόμη. Ίσως κάτι να του είχε συμβεί. Τι όμως; Τι ήταν αυτό που δεν μπορούσε να μοιραστεί μαζί της; Η απάντηση, δεν άργησε να έρθει. Έπεσε σαν κεραυνός πάνω στη δύστυχη Μαρίνα. Εκείνο το πρωί είχε ξυπνήσει με κακή διάθεση. Έβαλε το φαγητό και κάθισε να πιει τον καφέ της. Ο μικρός Μανώλης ήρθε δίπλα της. «Μανούλα, είσαι στεναχωρημένη. Μήπως φταίω εγώ;» τη ρώτησε.


90

Ιφιγένεια Φασφαλή

________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Όχι, άγγελέ μου. Η μαμά έχει απλώς κάποιες σκέψεις στο μυαλό της. Σκέψεις για μεγάλους, όχι για παιδιά, αγάπη μου», καθησύχασε τον γιο της. «Εγώ μαμά όμως, είδα. Είδα και ξέρω. Εχθές που ήσουνα στο μαγαζί, ο μπαμπάς κι η Μαρία μας ήταν στην κάμαρά σας. Ο μπαμπάς τής έλεγε: “Θα κάνεις ό,τι θέλω εγώ Μαρία, σαν καλό παιδί. Και μην τολμήσεις να πεις κάτι στη μαμά. Γιατί τότε, η μαμά μας θα πάει στη θάλασσα και θα πνιγεί. Και δε θα έχουμε μαμά, Μαρία”». Πάγωσε η Μαρίνα. Το παιδί, μέσα στην αθωότητά του, είχε δει πολλά. Προσπάθησε να μάθει περισσότερα. «Και τι ήθελε ο μπαμπάς, να κάνει η Μαρία μας Μανώλη;» «Να τον φιλήσει στο στόμα, μαμά. Κι η Μαρία μας ήταν γυμνή, μαμά. Όπως όταν μας κάνεις μπάνιο. Κι έκλαιγε μαμά. Έκλαιγε πολύ. Έλεγε δε θέλω, πονάει. Αλλά ο μπαμπάς τη φοβέριζε. Φοβήθηκα πολύ. Ο μπαμπάς, της έβαλε το πιστόλι στο κεφάλι. Η Μαρία μας σταμάτησε να κλαίει. Μετά μαμά, ο μπαμπάς λαχάνιαζε παράξενα και της έλεγε: “Κοριτσάκι μου εσύ, αγάπη μου! Λέξη στη μαμά, Μαρία μου. Εν τάξει θησαυρέ μου;” Γιατί έκλαιγε η Μαρία μας, μαμά; Τι της έκανε ο μπαμπάς;» Tα μάτια της Μαρίνας άνοιξαν. Κατάλαβε. Ένας εφιάλτης! Ήταν όλα ένας εφιάλτης. Τα λόγια του παιδιού την ξύπνησαν. Όλα τώρα ήταν ξεκάθαρα. Μέσα στο ίδιο της το σπίτι, εδώ και καιρό και ίσως κάθε μέρα, γινόταν μία ανόσια τερατώδης πράξη. Ένας βιασμός. Ο άντρας της, στο ίδιο τους το παιδί… Αν ήταν ποτέ δυνατόν! Αυτό το τέρας θέλησε το άγουρο κορμάκι της εντεκάχρονης Μαρίας. Ο απαίσιος βιαστής ήταν εκείνος, ο δεύτερος πατέρας της. Άρχισε να κουνιέται σαν νευρόσπαστο πάνω στην καρέκλα και να μονολογεί.


Θύτες και θύματα

91

________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Πώς μου το έκανες αυτό, Γιώργη; Γιατί σε μένα; Γιατί στο παιδί μας;». Σε μια στιγμή αμφιβολίας, αναρωτήθηκε μήπως ο μικρός είχε κάνει λάθος. Μετά το ξανασκέφτηκε. «Μαρίνα, μη δίνεις παρηγοριές στον εαυτό σου. Η αλήθεια είναι αυτή και πρέπει να την αντιμετωπίσεις», είπε μονάχη της. Ντύθηκε κι έφυγε για το σχολείο των παιδιών. Πήρε τη Μαρία και την πήγε με την ψυχή στο στόμα στη γυναικολόγο. Η γιατρός ήταν κατηγορηματική. Το παιδί είχε βιαστεί. Με λίγη πίεση, η μικρή μίλησε. «Μανούλα σε παρακαλώ, τώρα που σου το είπα, μην πας να πνιγείς στη θάλασσα, σ’ αγαπάω μανούλα», της είπε με δάκρυα στα μάτια η κόρη της. Η καρδιά της Μαρίνας μάτωσε. «Όχι, κοριτσάκι μου! Δε θα πνιγώ. Η μαμά θα σε γλυτώσει. Δε θα υποχρεωθείς ποτέ να κάνεις κάτι που δε θέλεις καρδούλα μου», είπε στην πανικόβλητη Μαρία. «Πονάει μαμά μου. Αν δεν πονούσε τόσο πολύ… Γιατί να θέλει ο μπαμπάς να με πονάει; Αφού ήταν πάντα τόσο καλός. Τι έπαθε τώρα;» Η Μαρίνα δεν είχε απαντήσεις. Τι θα μπορούσε να πει άλλωστε; Παρηγόρησε με τρυφερά λόγια τη μικρούλα. Μετά, την πήρε και πήγαν στην Ερατώ. Την παρακάλεσε να κρατήσει το παιδί για κείνη την ημέρα. Έπρεπε να βάλει τις σκέψεις της σε μία τάξη. Πήγε στην παραλία. Κάθισε στην άμμο. Στο μυαλό της τριγυρνούσαν σκέψεις απελπισίας. Το παιδί της. Η Μαρία της ήταν μόνο έντεκα χρονών. Αυτό το τέρας, ο αιμομίκτης! Το μωρό της, βιασμένο από τον ίδιο του τον πατέρα. Το είχε στα χέρια του το παιδί, από πέντε σχεδόν χρονών. Το είχε μεγαλώσει εκείνος. Η Μαρία, εκείνον ήξερε για πατέρα. Και


92

Ιφιγένεια Φασφαλή

________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

τώρα; Τώρα, τι έπρεπε να κάνει αυτή; Δεν μπορούσε να μιλήσει σε κανένα. Από κανένα δεν ήθελε βοήθεια. Το λάθος ήταν όλο δικό της. Αυτή έπρεπε να επανορθώσει. Έπρεπε να τιμωρήσει και να τιμωρηθεί. «Πώς μου το έκανες αυτό Γιώργη;» Η ερώτηση στριφογύριζε στο μυαλό της σαν φαρμακερό φίδι. Έπιανε τον εαυτό της να αισθάνεται αηδία, μίσος και μετά, έρωτα για κείνον. Εξαγριώθηκε. Μπορούσε λοιπόν να νιώθει ακόμα έρωτα για αυτό το τέρας; Όχι! Όχι πια. Για λίγες στιγμές, χιλιάδες θύμησες την πλημμύρισαν. Χιλιάδες θύμησες για αυτούς τους δύο. Κούνησε το κεφάλι της. Το όραμα χάθηκε. Έσιαξε τα ρούχα της, μάζεψε τα μαλλιά της, πέταξε την άμμο από πάνω της. Όρθωσε το κορμί της, σκούπισε τα δάκρυά της και τράβηξε για το σχολείο. Είχε πάρει την απόφασή της. Πήρε το αγόρι της από το μάθημα και πήγαν στην αδελφή του Γιώργη. «Θα σου αφήσω το παιδί για σήμερα, Ελένη», της είπε και μετά έφυγε σαν να την κυνηγούσαν. Γύρισε στο σπίτι της. Πήγε στην κρεβατοκάμαρα και κοίταξε το μεγάλο διπλό κρεβάτι. Εδώ λοιπόν γίνονταν όλα όταν εκείνη έλειπε; Στο κρεβάτι του έρωτά τους; «Γιατί Γιώργη;» ψιθύρισε πάλι. Μετά, ασχολήθηκε με το φαγητό που είχε αφήσει στη μέση. Η ώρα είχε πάει τρεις. Σε λίγο θα έφθανε εκείνος. Τον υποδέχτηκε σχεδόν ήρεμη. «Καλησπέρα Μαρίνα», της είπε γελαστός. «Καλησπέρα και σε σένα, Γιώργη», του είπε αγέλαστη. «Τι καλό έχουμε σήμερα για φαγητό;» «Κάτι έχουμε, Γιώργη. Κάθισε να φας. Μετά, έχω να σου κουβεντιάσω κάποια πράγματα», του είπε σοβαρή. «Αχ Μαρίνα! Μη μου αρχίσεις πάλι τη γκρίνια. Να χαρείς!»


Θύτες και θύματα

93

________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Όχι! Όχι γκρίνια. Μόνο κουβέντα, Γιώργη». «Αν είναι μόνο για κουβέντα, τότε καλά». Έφαγε μόνος του. Η Μαρίνα ήταν αφύσικα ήρεμη και σιωπηλή. Μόνο τον κοιτούσε. Εκείνος σαν απόφαγε, ζήτησε ένα ρακί. «Δύο άντρα μου. Κι ένα για μένα», του είπε. Παραξενεύτηκε ο Γιώργης. Η Μαρίνα σπάνια έπινε, και μάλιστα στο σπίτι. Δεν είπε τίποτε. Μόνο την περίμενε ν’ αρχίσει να μιλά. «Γιώργη», ξεκίνησε εκείνη. «Γιώργη, τα ξέρω όλα. Το παιδί, μου μίλησε, το πήγα στον γιατρό. Ξέρεις δα τι μου είπε εκείνος. Το παιδί έχει βιαστεί κι έχει βιαστεί από σένα Γιώργη». Εκείνος, προσπάθησε να πει κάτι. «Μην πεις τίποτε. Τίποτε Γιώργη», αγρίεψε η Μαρίνα. «Τώρα, μόνο θα με ακούσεις. Θα μιλήσεις μετά. Σήμερα κιόλας, θα πάρω τα παιδιά και θα φύγω. Δεν ξέρω για πού. Κι εσύ Γιώργη, θα μου δώσεις διαζύγιο. Δε θα μας ξαναδείς ποτέ. Αυτά είχα να σου πω. Περιμένω από εσένα να μου πεις πως συμφωνείς σε όλα». «Τρελάθηκες Μαρίνα; Όλα αυτά, είναι τρέλες ενός άρρωστου μυαλού. Σκοπεύω να μείνω στο σπίτι μου, με όλους σας τριγύρω μου. Κι εσύ Μαρίνα, θα είσαι πάντα η γυναίκα μου. Όσο για τη μικρή… Άκουσε με καλά. Για τη Μαρία, ήμουν ο πρώτος της άντρας. Ίσως να με θέλει για πάντα, όπως τη θέλω εγώ. Πάντα θα χτυπώ την πόρτα της και πάντα θα με δέχεται. Πάντα Μαρίνα!» το ειρωνικό του ύφος επιβεβαίωνε την άρρωστη απόφασή του. «Λάθος απόφαση έβγαλες! Πρόσεξε, γιατί θα σε σκοτώσω Γιώργη». «Χα! Τι μου λες! Θα με σκοτώσεις; Η ίδια ή θα βάλεις κάποιον από την οικογένειά σου να το κάνει; Ε, Μαρίνα;»


94

Ιφιγένεια Φασφαλή

________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ο αδελφός της Μαρίνας ήταν αστυνομικός. Για μια στιγμή, την κυρίεψε πανικός. Αν το μάθαινε, θα τον σκότωνε. Θα ξέπλενε με αίμα αυτό το αίσχος. Θα έκλεινε το σπίτι του. Θα πήγαινε φυλακή. Όχι! Ό,τι έπρεπε να γίνει, θα το έκανε μόνη της. Αυτή άλλωστε ήταν η υπαίτια. Αυτή έπρεπε να τιμωρήσει και να τιμωρηθεί, που είχε δώσει ένα κτήνος πατέρα στα παιδιά της. Μόνον αυτή έπρεπε να πληρώσει. «Αυτή είναι η τελευταία σου λέξη, Γιώργη;» τον ρώτησε. «Ναι Μαρίνα. Αυτή είναι και δεν πρόκειται ν’ αλλάξω γνώμη. Όλα μα όλα, θα γίνουν όπως ακριβώς τα είπα», της σφύριξε σαν φίδι. «Άντε τώρα. Στρώσε μου να κοιμηθώ», διέταξε. Η Μαρίνα έβαλε μία ρακί ακόμη. Την ήπιε μονορούφι. Θα τη βοηθούσε να πάρει θάρρος. Μετά, πήγε στην κρεβατοκάμαρα. Άνοιξε την ντουλάπα. Έβγαλε από μέσα το νυφιάτικο σεντόνι της. Το είχε κεντήσει ειδικά για τον γάμο της. Ένα νυφιάτικο κρεβάτι στρώθηκε. Δύο δάκρυα κύλησαν απ’ τα μάτια της. Τα σκούπισε με απόφαση. Πήγε ως το παράθυρο. Ένας ματωμένος ήλιος φώτιζε το απομεσήμερο. «Ας πληρώσουμε κι οι δύο μας Γιώργη», είπε στον εαυτό της. Ο Γιώργης μπήκε στην κρεβατοκάμαρα. Ένα χαμόγελο πλανιόταν στα χείλη του. «Νυφιάτικο κρεβάτι μού έστρωσες; Ωραία! Ωραία!» μούγκρισε. «Αυτό έπιασε το χέρι μου. Δεν πειράζει. Κοιμήσου τώρα». Πήγε στην κουζίνα. Σκέφτηκε για λίγο, μα μόνο για λίγο, τα λόγια του, την απάντησή του. Ούτε μία συγνώμη! Μετά, μάλωσε τον εαυτό της. Τι συγνώμη; Με ποια συγνώμη θα δικαιολογούσε την αποτρόπαια πράξη του; Έριξε τη ματιά της


Θύτες και θύματα

95

________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

τριγύρω. Είδε την επαναληπτική καραμπίνα κρεμασμένη στον τοίχο. Την ξεκρέμασε. Από ένα συρτάρι, έβγαλε βόλια και τη γέμισε. Την τοποθέτησε μπροστά της. Τη χάιδεψε σαν να ήταν εραστής. Έσφιξε τα δόντια και σηκώθηκε. Προχώρησε αργά στον διάδρομο. Άνοιξε την πόρτα της κρεβατοκάμαρας. Ο Γιώργης ανάσαινε βαριά. Μάλλον κοιμόταν. Καλύτερα! Ίσως δεν κατάφερνε να κάνει αυτό που ήθελε αν ήταν ξύπνιος. Ήταν πολύ πιο δυνατός απ’ αυτήν. Στο τρίξιμο της πόρτας, ο Γιώργης άνοιξε τα μάτια του. Ούτε για μία στιγμή δεν φάνηκε ο πανικός του. Γέλασε ειρωνικά. Την κορόιδευε λοιπόν. Ο πυροβολισμός την ξεκούφανε. Όπλισε και πυροβόλησε ξανά. Το κεφάλι του, έγινε μία μάζα από σάρκες και αίμα. Το λευκό σεντόνι βάφτηκε κόκκινο. Η Μαρίνα τράβηξε την πόρτα και την έκλεισε. Πήγε στο σαλόνι. Ακούμπησε την καραμπίνα στο τραπεζάκι. Σήκωσε το ακουστικό και πήρε ένα νούμερο. Στα χείλη της σχηματίστηκε πρώτα ένα αδιόρατο χαμόγελο και μετά η απόλυτη φρίκη. Τα είχε καταφέρει. Μίλησε με σταθερή φωνή στο τηλέφωνο. «Λέγομαι Μαρίνα Ευθυμίου. Σκότωσα τον άντρα μου. Θέλω να παραδοθώ. Ελάτε να με πάρετε. Σας περιμένω», είπε στον κατάπληκτο αστυνομικό. Το περιπολικό σταμάτησε έξω από το σπίτι της. «Είναι στην κρεβατοκάμαρα», μπόρεσε να πει μόνο. Μετά, πρότεινε τα χέρια της για να της περάσουν χειροπέδες. Το τέρας έβραζε στην κόλαση. Ψύχραιμα, ετοιμάστηκε να πάει στη δικιά της. Η ανάκριση ήταν σύντομη. Η Μαρίνα, σε κατάσταση σοκ, εξήγησε γιατί το έκανε. Η αστυνομία ανέκρινε διακριτικά το


96

Ιφιγένεια Φασφαλή

________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

παιδί. Η Μαρία διηγήθηκε την κόλαση που έζησε. Η υπόθεση ήταν ξεκάθαρη. Την άλλη μέρα, την πήγαν στον εισαγγελέα. «Έχετε παιδιά;» τον ρώτησε κοιτάζοντάς τον στα μάτια. «Τι είπατε κυρία μου;» της απάντησε με ερώτηση. «Έχετε παιδιά, κύριε εισαγγελέα;» ξαναρώτησε η Μαρίνα. «Ναι κυρία μου, έχω. Αλλά γιατί;» «Γιατί μόνο αν έχετε παιδιά, θα μπορέσετε να με καταλάβετε». Η Μαρίνα επανέλαβε τα πάντα. Ο εισαγγελέας ένιωσε φρίκη, αλλά κι έναν ανείπωτο θαυμασμό γι’ αυτή τη γυναίκα. Η φρίκη του όμως έφτασε στο κατακόρυφο, σαν κατέθεσε το παιδί. Ο ηλικιωμένος άντρας είχε δει πολλά στη θητεία του στην Εισαγγελία. Υποθέσεις όμως σαν κι αυτή, ήταν ευτυχώς σπάνιες. Αν είχε τον νόμο απόλυτα στα χέρια του, θα άφηνε ελεύθερη αυτή τη γυναίκα. Το θύμα ήταν ένα τέρας που απλά είχε εισπράξει αυτό που του άξιζε. Τώρα όμως, είχε υποχρέωση να την προφυλακίσει. Από εδώ και πέρα, θα άρχιζε για τη Μαρίνα ο Γολγοθάς της φυλάκισης και αργότερα του δικαστηρίου. Την κοίταξε στα μάτια σχεδόν με τρυφερότητα και μέσα απ’ την ψυχή του της ευχήθηκε. «Καλή δύναμη κυρία μου. Φροντίστε να παραμείνετε τόσο δυνατή, όσο σταθήκατε μέχρι τώρα». Η Μαρίνα τέλειωσε τον καφέ της. Η ώρα είχε φτάσει. Η δεσμοφύλακας ήρθε να την πάρει. Το περιπολικό την περίμενε. Σήμερα, θα έβγαινε η απόφαση. Η γυναίκα, περπάτησε με το κορμί ολόρθο ανάμεσα στους αστυνομικούς. Κανείς δε θέλησε να της βάλει χειροπέδες. Τα χέρια της έμειναν ελεύθερα.


Θύτες και θύματα

97

________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Η απόφαση βγήκε. Την άκουσε ήρεμα. Δεν φοβόταν. Δεν φοβόταν τίποτα και κανέναν. Η ποινή για την εκτέλεση του Γιώργη Ευθυμίου ήταν είκοσι χρόνια. Η Μαρίνα κοίταξε τους δικαστές. Έναν-έναν. Ανασήκωσε τους ώμους της. Αναστέναξε ελαφρά. Επί τέλους είχαν τελειώσει. Είχαν τιμωρηθεί και οι δύο τους. Η δική της τιμωρία άλλωστε δεν είχε γι’ αυτήν καμία σημασία. Καμία απολύτως!


98

Ιφιγένεια Φασφαλή

________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________


Θύτες και θύματα

99

________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Η ιδέα για τις Εκδόσεις Σαΐτα ξεπήδησε τον Ιούλιο του 2012 με πρωταρχικό σκοπό τη δημιουργία ενός χώρου όπου τα έργα νέων συγγραφέων θα συνομιλούν άμεσα, δωρεάν και ελεύθερα με το αναγνωστικό κοινό. Μακριά από το κέρδος, την εκμετάλλευση και την εμπορευματοποίηση της πνευματικής ιδιοκτησίας, οι Εκδόσεις Σαΐτα επιδιώκουν να επαναπροσδιορίσουν τις σχέσεις Εκδότη-ΣυγγραφέαΑναγνώστη, καλλιεργώντας τον πραγματικό διάλογο, την αλληλεπίδραση και την ουσιαστική επικοινωνία του έργου με τον αναγνώστη δίχως προϋποθέσεις και περιορισμούς. Ο ισχυρός άνεμος της αγάπης για το βιβλίο, το γλυκό αεράκι της δημιουργικότητας, ο ζέφυρος της καινοτομίας, ο σιρόκος της φαντασίας, ο λεβάντες της επιμονής, ο γραίγος του οράματος, καθοδηγούν τη σαΐτα των Εκδόσεών μας. Σας καλούμε λοιπόν να αφήσετε τα βιβλία να πετάξουν ελεύθερα!


Εννέα ιστορίες. Ιστορίες αίματος και ταυτόχρονα ιστορίες που 100 δημιουργούν ερωτηματικά. Πού τελειώνει η ευθύνη του θύτη; Πού αρχίζει η ευθύνη του θύματος, όταν αυτή υπάρχει βέβαια; Μερικές φορές, τα σύνορα είναι δυσδιάκριτα. Το μυαλό και οι αποφάσεις των ανθρώπων, δύσκολα μπαίνουν σε καλούπι. Ο κανόνας πάντως, είναι πως το αίμα αποζητά αίμα και το έγκλημα τιμωρία. Μία τιμωρία που πάντα είναι παρούσα στον ορίζοντα της ζωής.

Ιφιγένεια Φασφαλή

________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ISBN: 978-618-5040-36-9


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.