Ο Χάρης Β. Μικελόπουλος γεννήθηκε το 1973 στον Πύργο Ηλείας όπου και µεγάλωσε. Η ζωγραφική, το σχέδιο, οι εικόνες, τον οδήγησαν στο να σπουδάσει στο Αkto Αrt&Design College στην Αθήνα, Αρχιτεκτονική και ∆ιακόσµηση ΕσωτερικώνΕξωτερικών Χώρων. Μετά τις σπουδές του, επέστρεψε στον Πύργο όπου ξεκίνησε να εργάζεται ως διακοσµητής µε δικό του γραφείο. Γνωρίζει Αγγλικά από ανάγκη, όπως ο ίδιος δηλώνει, και Ιταλικά από ευχαρίστηση. Η πρώτη του απόπειρα στη συγγραφή µιας παιδικής ιστορίας, αισθάνεται πως είναι ίσως όπως και το ξεκίνηµα ενός µικρού παιδιού. Τα πρώτα βήµατα. Οι εικόνες, η φαντασία, οι σκέψεις έρχονται πια ως λέξεις για να αποτυπωθούν στο χαρτί.
ΧΑΡΗΣ Β. ΜΙΚΕΛΟΠΟΥΛΟΣ
ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΜΠΑΑΜΠΟΥΡ
Χάρης Β. Μικελόπουλος, Το όνοµά µου είναι Μπααµπούρ ISBN: 978-618-5040-03-1 Μάρτιος 2013 Σύνθεση εξωφύλλου-Εικονογράφηση: Χάρης Β. Μικελόπουλος harisvmikelo@yahoo.gr Επιµέλεια, ∆ιορθώσεις: Κωνσταντίνα Χαρλαβάνη k.charlavani@gmail.com Σελιδοποίηση: Ηρακλής Λαµπαδαρίου http://www.facebook.com/iraklis.lampadariou
Εκδόσεις Σαΐτα Αθανασίου ∆ιάκου 42, 652 01, Καβάλα Τ.: 2510 831856 Κ.: 6977 070729 e-mail: info@saitapublications.gr website: www.saitapublications.gr Σηµείωση: Η γραµµατοσειρά που χρησιµοποιήσαµε είναι προσφορά του Aka-acid (www.aka-acid.com).
Άδεια Creative Commons Αναφορά ∆ηµιουργού – Μη Εµπορική χρήση Όχι Παράγωγα έργα 3.0 Ελλάδα Με τη σύµφωνη γνώµη του συγγραφέα και του εκδότη, επιτρέπεται σε οποιονδήποτε αναγνώστη η αναπαραγωγή του έργου (ολική, µερική ή περιληπτική, µε οποιονδήποτε τρόπο, µηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή άλλο), η διανοµή και η παρουσίαση στο κοινό υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις: αναφορά της πηγής προέλευσης, µη εµπορική χρήση του έργου. Επίσης, δεν µπορείτε να αλλοιώσετε, να τροποποιήσετε ή να δηµιουργήσετε πάνω στο έργο αυτό. Αναλυτικές πληροφορίες για τη συγκεκριµένη άδεια cc, διαβάστε στην ηλεκτρονική διεύθυνση: http://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/3.0/gr/
Ο Μπααµπούρ γεννήθηκε σε ένα µικρό χωριό,
έρθουν από τον ουρανό οι βροχές. Να µεγαλώσει
κάπου τρεις ώρες µακριά από την Καµπούλ,
το σιτάρι και για µια ακόµη χρονιά να γίνει
πρωτεύουσα
χρυσάφι στα χέρια του φτωχού Αζάρ.
του
Αφγανιστάν.
Μια
χώρα
µε
πλούσια ιστορία χιλιάδων χρόνων, όµως φτωχή στα
Μα τούτη τη χρονιά οι βροχές δεν ήρθαν, κι η
µάτια των σύγχρονων κατοίκων της. Μια χώρα
σοδειά καταστράφηκε. Ο Αζάρ µαζί µε τη γυναίκα
σταυροδρόµι
µε
του, την Ντελµπάρ, δεν είχαν τίποτα στα χέρια
ιστορική και οικονοµική σηµασία, µα σήµερα
τους για να ζήσουν, εκτός από λίγες κατσίκες και
βασανισµένη από εισβολές ξένων και εµφύλιους
µερικές κότες στο µικρό τους πέτρινο σπίτι. Το ίδιο
πολέµους.
δράµα ζούσαν χιλιάδες σαν τον Αζάρ και την
Ψηλά,
στο
πέρασµα
αγέρωχα
των
βουνά,
αιώνων,
κατάλευκα
τον
Ντελµπάρ. Ο
περισσότερο καιρό από τα χιόνια, ποτάµια και εκτάσεις
απέραντες
που
δεν
µπορούν
να
καιρός
περνούσε
και
τα
πράγµατα
δυσκόλευαν όλο και πιο πολύ. «Τίποτα χειρότερο
καλλιεργηθούν. Κι όσες καλλιεργούνται, κυρίως µε
από
την
πείνα»,
σιτάρι, πληγώνονται από την ίδια τη φύση. Έτσι
λυπηµένος, δεν έλεγε κουβέντα για πολλές µέρες.
είδε κι ο πατέρας του Μπααµπούρ, ο Αζάρ, τη
Προσπαθούσε να βρει έναν τρόπο να βοηθήσει
σοδειά του να καταστρέφεται µέσα σε λίγο καιρό
την οικογένειά του. Μα τίποτα δε φαινόταν να τον
από την ξηρασία. Καθώς ο βαρύς χειµώνας έδωσε
βγάζει από το αδιέξοδο. Ρωτώντας και ψάχνοντας,
τη θέση του στην άνοιξη, και τα χιόνια άρχισαν
έµαθε ότι µπορούσε να φύγει από το Αφγανιστάν
να γίνονται δροσερά ρυάκια σαν πνοή ζωής µέσα
για άλλα µέρη, πιο πλούσια. Κι έκανε τα πάντα για
στα σκληροτράχηλα εδάφη, η σπορά περίµενε να
να βρει χρήµατα για την οικογένειά του, που, µαζί
σκεφτόταν
ο
Αζάρ.
Βαθιά
µε συγχωριανούς και αγρότες από άλλα χωριά, θα
είχαν κάνει το θαύµα τους. Χιλιάδες φύλλα
έφευγε µακριά, για ένα καλύτερο αύριο.
τρεµόπαιζαν πάνω στο νερό. Κι ο Μπααµπούρ δεν
Η Ντελµπάρ φρόντιζε τον µικρό Μπααµπούρ.
ξεκολλούσε το βλέµµα του.
∆εν είχε λόγο στην απόφαση του άντρα της. Τον
Με ένα µικρό πλοίο πέρασαν τα χρυσαφένια
αγαπούσε και τον εµπιστευόταν. Μια µέρα, ο Αζάρ
φύλλα που σιγά-σιγά χάνονταν µιας κι ο ήλιος
τής είπε να µαζέψει ό,τι υπήρχε από τα λιγοστά
έδινε τη θέση του στη νύχτα. Το σκοτάδι έσβησε
τους ρούχα, κυρίως βαριά, για κρύο. Το ταξίδι για
τα πάντα, κι ο µικρός Μπααµπούρ αποκοιµήθηκε
έναν άλλο κόσµο µόλις άρχιζε.
στην αγκαλιά της µάνας του έχοντας συντροφιά
Σαράντα άνθρωποι, άντρες, γυναίκες και παιδιά, ξεκίνησαν έναν δρόµο δύσκολο. Έκαναν χιλιάδες χιλιόµετρα, πεδιάδες.
ποταµούς,
πάνω στο µικρό ξύλινο πλοίο.
σε
Ξύπνησε από τη φασαρία. Άντρες µε στολές
κινδύνεψαν,
τούς φώναζαν, χωρίς να καταλαβαίνει κανένας
µέσα σε βουνά και
Πέρασαν
τη µουσική που έκανε το κύµα καθώς έσκαγε
τίποτα.
αρρώστησαν, πείνασαν.
Τους
είχαν
πιάσει
λιµενοφύλακες.
στη
Βρίσκονταν σε ένα νησί στην Ελλάδα. Ήταν όλοι
θάλασσα. Ο Μπααµπούρ ήταν µόλις έξι χρονών. Κι
τους παράνοµοι για το κράτος. Μα δεν µπορούσαν
ήταν η πρώτη φορά που είδε το γαλάζιο του
να τους στείλουν πίσω από τη στιγµή που είχαν
ουρανού να κινείται στα πόδια του, να αφρίζει, να
βγει στην ακτή.
Μετά
από
µέρες
πολλές,
έφτασαν
κάνει σχέδια, να έχει ήχο. Η θάλασσα απλωνόταν µπροστά του σαν πεδιάδα, γεµάτη όχι µε δέντρα παρά µε χρυσαφένια φύλλα. Οι αχτίδες του ήλιου
Ταλαιπωρηµένοι,
άυπνοι,
διψασµένοι,
πεινασµένοι. Με την αλµύρα να έχει κολλήσει
πάνω τους, τα χείλη τους στεγνά, να αναζητούν
ξανά και ξανά, πάλευαν να κρατήσουν τον κόσµο
µια σταγόνα γλυκού νερού να τα µαλακώσει.
τους ζωντανό. Ήταν ένα παιχνίδι ζωής. Ή θα τα
Τους πήραν τα στοιχεία και τους άφησαν
κατάφερναν ή θα έχαναν κάθε ελπίδα. Οι κάτοικοι του νησιού είχαν δει πολλές
ελεύθερους. Κανονικά, µετά από λίγες µέρες, θα έπρεπε να εγκαταλείψουν τη χώρα. Μα κανείς
φορές
τους δεν ήθελε. Έφυγαν από τα σπίτια τους για να
φτάνουν στον τόπο τους. Τους πρόσφεραν τα
ζήσουν, και δεν είχαν σκοπό να γυρίσουν πίσω όσο
απαραίτητα, λίγο ψωµί, νερό, φαγητό, µερικά
κι αν πονούσαν για τους δικούς τους, για τα
ρούχα σε όσους τα είχαν ανάγκη. Μέχρι να
φτωχικά τους.
φύγουν για αλλού. Πάντα όλοι έφευγαν. Ήταν η
Στις µέρες που πέρασαν, έφυγαν όλοι σχεδόν από το νησί, για αλλού. Σχεδόν, γιατί κάποιοι έµειναν.
Ο
Αζάρ,
η
Ντελµπάρ
κι
ο
µικρός
Μπααµπούρ ήταν ακόµα εκεί. Ο Αζάρ µαγεύτηκε από τη θάλασσα. ∆εν την
ανθρώπους
σε
άθλια
κατάσταση
να
πρώτη φορά που κάποιοι παρέµεναν στο µικρό νησί. Ο
Αζάρ
δεν
ήξερε
λέξη
ελληνικά.
Με
νοήµατα, προσπαθούσε να συνεννοηθεί µε τους ντόπιους.
Έψαχνε
δουλειά.
Αυτό
ήταν
το
είχε δει κι αυτός ποτέ στη ζωή του. Κάθε πρωί σαν
µεγαλύτερο πρόβληµά του. Είκοσι µέρες τώρα,
το µικρό παιδί, έβρεχε τα πόδια του στα κύµατα
έµεναν σε µια µικρή αποθήκη και οι γυναίκες του
που έσκαγαν στην ακτή. Έπιανε στα χέρια του την
νησιού, έφτιαχναν ένα πιάτο φαΐ και τους το
άµµο, µαζί του κι ο Μπααµπούρ. Έκαναν σχέδια,
έδιναν.
σαν να δηµιουργούσαν έναν καινούριο κόσµο που το κύµα σε δευτερόλεπτα τον διέλυε. Κι εκείνοι
Πολλοί
από
τους
ντόπιους
φοβόντουσαν.
Ξένοι άνθρωποι. ∆εν ήξεραν ούτε ποιοι είναι, ούτε
αν είναι καλοί ή κακοί. Κι αν φοβόντουσαν τον
σπιτιού, φρόντιζε και τα ζωντανά, και το µποστάνι
Αζάρ ή την Ντελµπάρ, τι να είχαν άραγε να
της µε ό,τι µπορούσε να φυτεύει για κάθε εποχή.
φοβηθούν από τον µικρό Μπααµπούρ;
Στον Βαγγέλη έφτασε ο Αζάρ µια µέρα, εκεί
Ο Αζάρ άρχισε να µαθαίνει κάποιες λέξεις
στη θάλασσα, καθώς εκείνος είχε µόλις γυρίσει
µέρα µε τη µέρα. Μα εκείνη που έµαθε πρώτη και
µε τη βάρκα του. Είχε πιάσει λίγα ψάρια, δεν ήταν
την έλεγε συνέχεια, ήταν η λέξη δουλειά. Και τι
καλή µέρα. Όµως, στα µάτια του Αζάρ, φαίνονταν
δουλειά να υπάρχει σε ένα µικρό νησί εκατό
τόσα πολλά, που είχε µείνει για ώρα ακίνητος και
ανθρώπων; Οι περισσότεροι ηλικιωµένοι, εκτός από
τα χάζευε. Έτσι κι αλλιώς ψάρι δεν είχε φάει ποτέ
τρεις οικογένειες. Νέοι που είχαν µείνει στον τόπο
στη ζωή του. Τα είχε δει, µα δεν τα είχε δοκιµάσει.
τους. Γιατί ήθελαν να ζήσουν εκεί µαζί µε τα
Μαζί του κρατούσε και τον Μπααµπούρ. Τα
παιδιά τους. Στη γη των πατεράδων και των
σκούρα µάτια του µικρού περιεργάζονταν τα
παππούδων τους.
ψάρια
Το νησί µετρούσε όλο κι όλο οκτώ παιδιά. Τρία αγόρια και πέντε κορίτσια. Ο ∆ηµήτρης, ο Κωνσταντής κι ο Γρηγόρης. Η Μαρία, η Παναγιώτα, µικρότερος
όλων,
ο
σπαρταρούσαν
ακόµα.
Φαινόταν
τροµαγµένος µπροστά στο θέαµα. Μα µετά από λίγο, ηρέµησε στην αγκαλιά του πατέρα του. Ο Βαγγέλης καµώθηκε πως δεν έβλεπε τον Αζάρ. Έκανε και µια κίνηση να τον αποµακρύνει,
η Ελένη, η Νίκη και η Αγγελική. Ο
που
∆ηµήτρης,
οκτώ
σαν να τον ενοχλούσε, καθώς έφτιαχνε τα δίχτυα
χρονών. Ο πατέρας του, ο Βαγγέλης, ήταν ψαράς,
του. O Aζάρ έµεινε λίγο ακόµα µέχρι που κατάλαβε
όπως κι όλοι σχεδόν στο νησί. Η µάνα του είχε ένα
πως ο Βαγγέλης δεν τον ήθελε στα πόδια του.
µαντρί µε κατσίκια. Μαζί µε τις δουλειές του
Την επόµενη όµως, βρισκόταν ξανά στο ίδιο
και τον µικρό γιο του. Οι νύχτες ήταν δύσκολες. Ας
σηµείο. Προσπάθησε επίµονα, επαναλαµβάνοντας
ήταν καλά ο παπάς, που τους έδωσε κουβέρτες.
τη λέξη δουλειά, να κάνει τον Βαγγέλη να
Σκεπάζονταν και οι τρεις µαζί, κι άφηναν µόνο τη
ενδιαφερθεί. Μα εκείνος κοιτούσε µόνο τα δίχτυα
µύτη
του. Αυτό γινόταν µέρες. Μάταιος κόπος για τον
Κοιµόντουσαν αγκαλιασµένοι προσπαθώντας να
Αζάρ. Καµία σηµασία δεν του έδινε ο Βαγγέλης.
ζεσταθούν, δίνοντας ο ένας στον άλλο όση
Ο παπάς του χωριού είχε µια αποθήκη. Εκεί
τους
απ’
έξω,
να
παίρνουν
ανάσες.
θαλπωρή έβγαζε το ταλαιπωρηµένο τους κορµί.
είχαν βρει στέγη και παρηγοριά ο Αζάρ και η
Προπαραµονή των Χριστουγέννων. Ο Αζάρ, µε
οικογένειά του. Οι νοικοκυρές τους λυπόντουσαν
τον Μπααµπούρ στην αγκαλιά, κατέβηκε ξανά στο
και τους πήγαιναν φαγητό. Έβλεπαν τη δυστυχία
λιµανάκι, εκεί που ο Βαγγέλης ετοίµαζε τα δίχτυα
τους. ∆εν τους έκανε καρδιά να τους αφήσουν
του. Ξαφνικά ο ∆ηµήτρης, ο γιος του ψαρά,
έτσι, νηστικούς και αβοήθητους. Οι άντρες πάλι
πέρασε σβέλτα ανάµεσά τους και µε ένα σάλτο,
ήταν πιο σκληροί. ∆εν έδιναν ιδιαίτερη προσοχή.
βρέθηκε όρθιος στη βάρκα του πατέρα του.
Μάλλον ήθελαν να τους δουν να φεύγουν µια ώρα αρχύτερα από το νησί τους.
Ο Αζάρ φώναξε: «δουλειά!». Μα ο Βαγγέλης είχε συνηθίσει πια και δεν του έδινε σηµασία.
Πλησίαζαν Χριστούγεννα. Το κρύο είχε γίνει
Ο µικρός ∆ηµήτρης ρώτησε τον πατέρα του
τσουχτερό. Η υγρασία της θάλασσας το έκανε
τι ήθελε αυτός ο άνθρωπος, παίρνοντας όµως σαν
ακόµα πιο δυνατό. Περνούσε µέχρι τα κόκκαλα. Ο
απάντηση ένα απότοµο «να µη ρωτάς». Γύρισε και
Αζάρ άναβε µια φωτιά έξω από την αποθήκη και
κοίταξε τον Μπααµπούρ. Οι παιδικές τους µατιές
προσπαθούσε να ζεσταθεί µαζί µε τη γυναίκα του
συναντήθηκαν. Μετά από λίγο, πήδησε έξω από τη
βάρκα και στεκόταν µπροστά στον Αζάρ. Εκείνος
Ο ∆ηµήτρης µε την αφέλεια της ηλικίας του,
χαµογέλασε και κατέβασε από την αγκαλιά του
ρώτησε το ξένο παιδί το όνοµά του. Μα ο µικρός
τον Μπααµπούρ. Τα δύο παιδιά είχαν σχεδόν το
Μπααµπούρ απλά τον κοιτούσε και δεν έλεγε
ίδιο ύψος, τα ίδια µαλλιά, τα ίδια µάτια. Μόνο που ο
κουβέντα. Τι να καταλάβει άλλωστε από µια
Μπααµπούρ ήταν πιο σκούρος στο δέρµα. Ο
γλώσσα που δεν είχε ξανακούσει;
«Πώς σε λένε; Πώς σε λένε; Εµένα µε λένε
∆ηµήτρης πίστεψε πως ήταν από τον ήλιο. Μα του φάνηκε περίεργο ∆εκέµβρη µήνα. Ρώτησε τον
∆ηµήτρη. Εσένα;» επέµενε.
πατέρα του.
Ο Αζάρ κατάλαβε µε τα λίγα που είχε αρχίσει
«Είναι από το Αφγανιστάν» είπε ο Βαγγέλης
να µαθαίνει. «∆ηµήτρη» είπε.
και συνέχισε τη δουλειά του.
«Πού είναι το Αφγανιστάν µπαµπά;» ρώτησε ο ∆ηµήτρης, που πρώτη φορά άκουγε αυτό το µέρος.
«∆ηµήτρης» φώναξε δυνατά ο µικρός και χαµογέλασε.
«Πολύ µακριά, στην Αραβία» απάντησε ο
«Εγκώ Αζάρ», και δείχνοντας τον γιο του, «Μπααµπούρ».
Βαγγέλης.
«Και γιατί ήρθαν εδώ µπαµπά;»
Ο ∆ηµήτρης έβαλε τα γέλια. Του φάνηκε πολύ
«Γιατί εκεί πεινάνε, δεν έχουν δουλειά, έχουν
πόλεµο…
Και
πάψε
να
ρωτάς
πολλά»
αστείο το όνοµα. ∆εν είχε ξανακούσει κάτι
είπε
τέτοιο. Άρχισε να το λέει συνέχεια, µέχρι που ο
αγριεµένος από τις ενοχλητικές ερωτήσεις ο
πατέρας του έβαλε µια φωνή και τότε σταµάτησε.
Βαγγέλης.
Ο
Μπααµπούρ
δεν
είχε
περιεργαζόταν τον ∆ηµήτρη.
βγάλει
µιλιά.
Απλά
Το βράδυ στο σπίτι, ο ∆ηµήτρης άνοιξε το
Ο ∆ηµήτρης, αφού ρούφηξε όλο το κεφάλαιο
βιβλίο της Γεωγραφίας που είχε η µεγαλύτερη
για το Αφγανιστάν, έπεσε για ύπνο. Φανταζόταν
αδερφή του, η Αγγελική, και άρχισε να ψάχνει το
τον Αζάρ µε άσπρη κελεµπία και τουρµπάνι στο
Αφγανιστάν. ∆εν το έβρισκε στην αρχή, µα κάποια
κεφάλι, επάνω σε µια καµήλα, να ταξιδεύει µέσα
στιγµή, φώναξε: «Nα το!!!!» Ο πατέρας του, η µάνα
σε
του, η αδερφή του, η γιαγιά µε τον παππού, ήταν
αποκοιµηθεί. Το διάβασµα τον είχε νυστάξει ήδη.
όλοι εκεί. Κανένας τους όµως δεν έδωσε σηµασία. Ο µικρός άρχισε να διαβάζει για αυτή την
µια έρηµο. ∆ε Η
µέρα
που
Χριστουγέννων.
Το
χρειάστηκε ξηµέρωσε σπίτι
πολύ για να
ήταν
παραµονή
καθαρισµένο
και
παράξενη και µακρινή χώρα. ∆εν τα καταλάβαινε
γιορτινό. Φτωχικό, µα ζεστό και όµορφο. Η µητέρα
όλα. Μα η φαντασία του έφτιαχνε διάφορες
του ∆ηµήτρη µαζί µε τη γιαγιά είχαν ξυπνήσει από
εικόνες.
τα χαράµατα κι έφτιαχναν κουραµπιέδες και
∆ιάβαζε
για
τα
µεγάλα
βουνά,
τα
ποτάµια, τους κρύους χειµώνες και τα καυτά καλοκαίρια. Είχε δει στην τηλεόραση άραβες µε
µελοµακάρονα. Την ώρα που ξύπνησε ο ∆ηµήτρης, το σπίτι
έτσι
µοσχοβολούσε από τα φρεσκοψηµένα γλυκά, κι
µπορούσε
εκείνος έτρεξε και δοκίµασε µε λαιµαργία. Μετά
περισσότερες
ντύθηκε και µαζί µε την αδερφή του και τα άλλα
πληροφορίες. Κι οι δικοί του, το δηµοτικό είχαν
παιδιά, µαζεύτηκαν κι άρχισαν να πηγαίνουν από
βγάλει.
σπίτι σε σπίτι για τα κάλαντα.
κελεµπίες, φανταζόταν κάποιος
ερήµους, το
άλλος Ό,τι
τηλεόραση.
καµήλες.
Αφγανιστάν. να
του
µάθαιναν,
Κάπως
Ούτε
δώσει ήταν
µόνο
από
την
Κατά το µεσηµέρι, κι αφού είχε γεµίσει µια σακούλα µε µελοµακάρονα, κουραµπιέδες,
κουλούρια και µπισκότα, γυρνώντας για το σπίτι, ο
τη γλώσσα του άλλου. Ο Αζάρ µόνο, είπε δυο
∆ηµήτρης πέρασε µπροστά από τη µικρή αποθήκη
λέξεις: «∆ουλειά...Φαΐ...».
όπου έµενε η οικογένεια του Αζάρ. Στάθηκε απ’
Τον κοίταξε ο µικρός ∆ηµήτρης κι είδε έναν
έξω, όταν είδε τον Αζάρ να βγαίνει.
άνθρωπο αδύνατο, µε µάτια να κλείνουν από
«∆ηµήτρης» του φώναξε.
κούραση και αδυναµία. Γύρισε και κοίταξε την
«Αζάρ» αποκρίθηκε κι αυτός.
Ντελµπάρ
«Ο Μπααµπούρ;» ρώτησε ο ∆ηµήτρης.
γωνία και άκουσε τα δόντια της να τρίζουν από το
Τότε, µε ένα νόηµα, ο Αζάρ τού έδειξε τον
κρύο.
Μπααµπούρ
που
καθόταν
τυλιγµένος
µε
που
καθόταν
κουλουριασµένη
στη
µια
Με µια κίνηση, άνοιξε τη σακούλα κι έβγαλε
κουβέρτα δίπλα στη µάνα του. Στην αρχή ο
από µέσα ένα µελοµακάρονο. Άπλωσε το χέρι του
∆ηµήτρης δίστασε, µα σε λίγο, είχε ήδη µπει στη
προς τον Μπααµπούρ και του το έδωσε. Εκείνος
µικρή αποθήκη.
τον
Είχε αρχίσει να βρέχει σιγανά. Οι σταγόνες της βροχής ακούγονταν στη σκεπή από λαµαρίνα. Το κρύο ήταν διαπεραστικό µέσα στην αποθήκη. Ο
κοίταξε
λειτούργησε.
περίεργα, Μέσα
σε
µα
το
ένστικτο
δευτερόλεπτα,
το
µελοµακάρονο είχε ήδη εξαφανιστεί. Ο
∆ηµήτρης
έβγαλε
κουραµπιέδες
και
∆ηµήτρης κοιτούσε όλο απορία. ∆εν µπορούσε να
µπισκότα από τη σακούλα. Έδωσε και στον Αζάρ
καταλάβει πώς είχαν βρεθεί στο νησί τους αυτοί
και στην Ντελµπάρ. Ήταν η πρώτη φορά που
οι άνθρωποι από τόσο µακριά. Κι ούτε µπορούσε
έτρωγαν τέτοια γλυκά. Σε λίγο δεν είχε µείνει
να πει κάποια κουβέντα, γιατί δε γνώριζε ο ένας
ούτε ψίχουλο! Κατάλαβε ο ∆ηµήτρης την πείνα τους, αλλά δεν είπε τίποτα. Γύρισε την πλάτη του κι
έτρεξε προς το σπίτι, ενώ η βροχή έπεφτε όλο και πιο δυνατή.
άρχισε να φωνάζει. «Τι
Ο πατέρας του στεκόταν στην πόρτα. «Πού ήσουν τόση ώρα και σε περιµένουµε µικρός
φοβήθηκε
να
του
πει.
∆ικαιολογήθηκε ότι ήταν µε τα άλλα παιδιά και ξεχάστηκε. Κάθισαν
δουλειά είχες εσύ εκεί; Μπορεί να
κόλλησες καµιά αρρώστια. Αυτοί είναι άπλυτοι. Βρώµικοι. ∆εν ξέρουµε από πού έχουν έρθει και τι
για φαγητό;» O
Όλοι κοιτάχτηκαν περίεργα. Ο πατέρας του
κουβαλάνε µαζί τους». Τα ίδια άρχισε να λέει και η αδερφή του. Η µάνα του δε µίλησε, ούτε η γιαγιά. Ο παππούς
όλοι
στο
τραπέζι.
Μια
ζεστή
ψαρόσουπα µε χόρτα και πατάτες ήταν ό,τι
όµως προσπάθησε να ηρεµήσει τα πνεύµατα. «Άνθρωποι
είναι
κι
αυτοί
Βαγγέλη!
καλύτερο µε τέτοιο καιρό. Έκαναν τον σταυρό
Ταλαιπωρηµένοι και δυστυχισµένοι. Σκέψου πώς
τους και ξεκίνησαν να τρώνε. Ο ∆ηµήτρης όµως
ήµασταν πριν χρόνια κι εµείς. Θυµάσαι πώς ήσουν
δεν µπορούσε να βγάλει από το µυαλό του τον
µικρό
µικρό Μπααµπούρ και τους γονείς του. Θυµόταν
καλοκαίρι. Χωρίς πολλά-πολλά. ∆εν είχαµε ρεύµα.
πως πριν λίγο είχε βρεθεί σε ένα παγωµένο
∆εν είχαµε τρόφιµα όταν έπιανε φουρτούνα και
δωµατιάκι, µαζί µε τρεις ανθρώπους που έτρεµαν
δεν ερχόταν το καΐκι από απέναντι. Περάσαµε
από το κρύο και πεινούσαν.
τόσα και τόσα. Μην είσαι σκληρός µε τη δυστυχία
Ξαφνικά, έβαλε µια φωνή. «Ήµουν στον Μπααµπούρ!»
παιδί;
Με
κοντά
παντελόνια
χειµώνα-
των άλλων». «Και
τι
να
κάνουµε
πατέρα;
Να
τους
µαζέψουµε όλους εδώ; Και µετά; O Αφγανός
έρχεται κάθε µέρα και µου λέει “δουλειά, δουλειά,
Ο παππούς δε χρειάστηκε παρά µερικά λεπτά
δουλειά”. Κι εγώ ένα µεροκάµατο βγάζω, τι
για να συµφωνήσει. ∆ικό του ήταν το σπίτι. Με
δουλειά να του δώσω; Nα φύγουν, να πάνε αλλού!
χίλιους κόπους το έφτιαξε. ∆αρµένος κι αυτός όλα
Εδώ µόνο ψάρεµα υπάρχει. Τίποτα άλλο!» είπε ο
τα χρόνια µέσα στη θάλασσα. Ήξερε πώς είναι να
Βαγγέλης και πήγε να κοιµηθεί.
σε χτυπά το κύµα, το κρύο, η βροχή. Να µην έχεις και
τα απαραίτητα να φας. Μεγάλωσε τρία παιδιά µε
µικρός για να νιώσει τι είχαν περάσει οι µεγάλοι,
πολλές δυσκολίες, µα τα κατάφερε. Έβαλε τον
κατάλαβε τα λόγια του παππού του. Κι άρχισε να
µικρό ∆ηµήτρη στα γόνατά του και του µίλησε µε
καταστρώνει ένα σχέδιο στο µυαλό του. Έπρεπε
έγνοια.
Ο
∆ηµήτρης
είχε
στεναχωρηθεί.
Αν
µε κάποιο τρόπο να κάνει κάτι γι’ αυτούς τους
«Όταν ο πατέρας σου θα φύγει για το
ανθρώπους. Ήταν παραµονή Χριστουγέννων. Όλοι
καφενείο, εµείς θα πάµε στην αποθήκη που είναι
στο νησί είχαν το έθιµο να µαζεύονται στα σπίτια.
οι φίλοι σου και θα τους φέρουµε εδώ».
Να τρωγοπίνουν και να γελάνε δίπλα στη ζεστασιά
«Ναιιιιιιι!» φώναξε ο µικρός.
του τζακιού. Μα πιο πολύ σκεφτόταν πως ο µικρός
Ο παππούς τού είπε να ησυχάσει, γιατί
Μπααµπούρ θα κοιµόταν σχεδόν νηστικός µέσα στην παγωµένη αποθήκη.
κινδύνευαν να προδοθούν. Με λαχτάρα περίµενε ο ∆ηµήτρης την ώρα
«Παππού!» είπε ο ∆ηµήτρης. «Πρέπει να τους
που θα έβλεπε τον πατέρα του να φεύγει.
φέρουµε στο σπίτι απόψε. Να πλυθούν, να φάνε
Παραφύλαγε στη πόρτα του δωµατίου του, µέχρι
µαζί µας και να ζεσταθούν».
που τον άκουσε να ντύνεται και να βγαίνει. Μόλις σιγουρεύτηκε ότι πήγαινε στο καφενείο, ο µικρός
έτρεξε στον παππού. Τότε κίνησαν κι αυτοί για τη
αυτό φοβόντουσαν πιο πολύ. Τι θα γινόταν όταν
µικρή αποθήκη.
θα ερχόταν; τρεις,
Η µητέρα του ∆ηµήτρη ετοίµασε το µπάνιο κι
σκεπασµένους µε τις κουβέρτες κι από ένα
έτρεξε να βρει καθαρά ρούχα για τους ξένους.
κοµµάτι ψωµί στα χέρια. Ο παππούς ένιωσε ένα
Έτσι της είπε να κάνει ο πεθερός της, κι εκείνη
σφίξιµο στην καρδιά του. Άρχισε να τους φωνάζει
τον σεβόταν. Μα ήταν κι η ίδια καλός άνθρωπος
να σηκωθούν, µα εκείνοι δεν καταλάβαιναν λέξη.
και καταλάβαινε τι σήµαινε όλο αυτό για τις τρεις
Με τα χίλια ζόρια, τους σήκωσε και µε νοήµατα,
ταλαιπωρηµένες ψυχές.
Όταν
έφτασαν,
βρήκαν
και
τους
Ο Αζάρ είχε σκύψει το κεφάλι και ντρεπόταν
τους έβαλε να τον ακολουθήσουν. Έφτασαν στο σπίτι. Ο Αζάρ κοντοστάθηκε.
να κοιτάξει γύρω. Το ίδιο κι η γυναίκα του. Ο
∆ίσταζε να προχωρήσει. Ήξερε ότι σ’ αυτό το σπίτι
µικρός
έµενε
αναστολές. Η παιδική ψυχή δεν καταλάβαινε από
ο
Βαγγέλης.
Φοβήθηκε
ότι
θα
είχε
φασαρίες. Μπορεί να µη γνώριζε την ελληνική γλώσσα,
αλλά
καταλάβαινε
τη
γλώσσα
όµως
δεν
είχε
τέτοιες
αυτά. Το σπίτι ήταν στολισµένο. Ένα µικρό καράβι,
του
σώµατος.
Μπααµπούρ
όπως
συνήθως στολίζουν
στα νησιά για τα
Ο παππούς άνοιξε την πόρτα και τους έκανε
Χριστούγεννα, µάγεψε το ξένο παιδί. ∆εν είχε
νόηµα να µπουν µέσα. Μία, δύο, τρεις φορές,
ξαναδεί κάτι τέτοιο. Όπως δεν είχε ξαναδεί και
µπήκαν τελικά. Όλοι ήταν εκεί, έκπληκτοι και
χριστουγεννιάτικο
παράλληλα καχύποπτοι. Μόνο ο Βαγγέλης έλειπε, κι
φωτεινά λαµπιόνια κι από κάτω, κουτιά τυλιγµένα
δέντρο.
Γεµάτο
στολίδια,
µε δώρα. ∆εν πρόλαβε να δει και πολλά, γιατί τους
ενώ είχαν καθίσει ήδη όλοι... και ο Αζάρ και η
οδήγησαν κατευθείαν για µπάνιο.
Ντελµπάρ και ο Μπααµπούρ.
Μετά
από
λίγη
ώρα,
καθαροί
και
Ήταν
ένα
τραπέζι
γιορτινό,
φορτωµένο
φρεσκοντυµένοι µε τα ρούχα της οικογένειας,
καλούδια. Ο Βαγγέλης κι όλη η οικογένεια έκαναν
κάθονταν κοντά στο τζάκι για να ρουφήξουν όλη
τον σταυρό τους. Ο Αζάρ και η γυναίκα του απλά
τη ζεστασιά. Μην µπορώντας να πουν κάποια λέξη
κατέβασαν το κεφάλι. ∆ιαφορετική η θρησκεία
στα ελληνικά, µόνο χαµογελούσαν.
τους: Μουσουλµάνοι. Ο Βαγγέλης το ήξερε αυτό κι
Η µητέρα του ∆ηµήτρη ετοίµαζε το τραπέζι για το βραδινό. Κοτόσουπα. Φρέσκο κοτόπουλο, δικό τους. Μοσχοβολούσε ο τόπος.
ήταν σαν το έκανε κάπως επίτηδες. Μα δε δόθηκε συνέχεια. Ξεκίνησαν
να
τρώνε.
Με
νοήµατα,
Ξαφνικά, άνοιξε η πόρτα. Απόλυτη ησυχία.
κατόρθωσαν να συνεννοηθούν. Στην τηλεόραση
Περίµεναν όλοι την έκρηξη του Βαγγέλη. Εκείνος,
είχε εορταστικό πρόγραµµα µε µπουζούκια. Ο
µόλις είδε τον Αζάρ και την οικογένειά του µέσα
Αζάρ κι η γυναίκα του είχαν χρόνια να ακούσουν
στο σπίτι, άρχισε να κοκκινίζει, να φουσκώνει.
µουσική. Ήταν απαγορευµένη στη χώρα τους. Μα
Ήταν έτοιµος να βάλει τις φωνές, όταν σηκώθηκε
δεν τους φάνηκε κάτι ξένο. Στα αυτιά τους ήταν
ο πατέρας του, τον κοίταξε µε βλέµµα αυστηρό
οικείο. Άρχισαν να γελάνε και να κουνιούνται
και ξανακάθισε. Ο Βαγγέλης δεν είπε λέξη. Πήγε
στον ρυθµό της µουσικής. Ο Βαγγέλης άρχισε να
κατευθείαν στο δωµάτιό του. ∆ε βγήκε µέχρι να
γελά κι εκείνος µετά από ένα µπουκάλι κρασί που
τον φωνάξουν για φαγητό. Κάθισε στο τραπέζι,
είχε πιει.
Αφού
έφαγαν
όλοι
µέχρι
σκασµού,
ο
σοκολάτα. Έφαγαν λαίµαργα και κάθισαν δίπλα
∆ηµήτρης πήγε κοντά στον Μπααµπούρ και τον
στο τζάκι, συνεχίζοντας να παίζουν.
πήρε από το χέρι. Ο Μπααµπούρ αυτή τη φορά δε
Είχε πάει δώδεκα και µισή.
δίστασε καθόλου. Τον ακολούθησε στο δωµάτιό
«Φέρτε
το
στρώµα
από
την
αποθήκη,
του και κάθισαν κάτω στο ζεστό χαλί. Ο γιος του
καθαρές κουβέρτες και µαξιλάρια να κοιµηθούν
ψαρά έβγαλε όσα παιχνίδια είχε, την µπάλα του,
οι άνθρωποι εδώ απόψε» είπε ο παππούς.
φωτογραφίες της αγαπηµένης του ποδοσφαιρικής
Κανείς δεν έφερε αντίρρηση. Έβαλαν το
οµάδας. Έβγαλε και το µπλοκ ζωγραφικής κι όλους
στρώµα
τους µαρκαδόρους του. Άρχισε να ζωγραφίζει
κουβέρτες και µαξιλάρια. Τα µάτια όλων άρχισαν
θάλασσα και βάρκες. Έδωσε και στον Μπααµπούρ
να κλείνουν. Ένας-ένας πήγαιναν στα δωµάτιά
που χαµογελούσε πλατιά. Χωρίς να τα καταφέρνει
τους για ύπνο. Στο σαλόνι είχαν αποµείνει ο
και τόσο καλά, το ξένο παιδί άρχισε να ζωγραφίζει
παππούς µε τον ∆ηµητράκη και ο Αζάρ µε την
βουνά, µεγάλα βουνά!
οικογένειά του. Ο παππούς τούς φίλησε και έφυγε.
δίπλα
στο
τζάκι,
καθαρά
σεντόνια,
Γύρισαν µετά από λίγη ώρα στο σαλόνι, µε
Ο ∆ηµητράκης πήγε κοντά στον Μπααµπούρ,
τις ζωγραφιές στα χέρια. Τα δυο παιδιά είχαν
του έπιασε το χέρι και του ευχήθηκε «Χρόνια
σµίξει τη γη µε το νερό. Τα ψηλά βουνά µε τη
Πολλά». Ο Μπααµπούρ δεν κατάλαβε τίποτα, µα
βαθιά θάλασσα. Τίποτα δεν τα χώριζε. ∆εν
δεν τον πείραξε. Ένιωσε ότι κάτι καλό θα ήταν.
υπήρχαν σύνορα γι’ αυτά.
Χαµογέλασαν όλοι.
Οι µεγάλοι χαµογέλασαν. Ο παππούς πήρε
Κι ο Αζάρ κι η Ντελµπάρ αισθάνθηκαν µετά
αγκαλιά και τα δύο παιδιά και τους έδωσε από µια
από πολύ καιρό µια κρυφή χαρά. Ήξεραν ότι τίποτα
δεν ήταν εύκολο. Ότι είχαν πολύ δρόµο ακόµα
χτυπούσε η καµπάνα. Κοίταξε ψηλά κι έδειξε µε το
µπροστά τους. Μα ετούτη η χριστουγεννιάτικη
δάχτυλο.
νύχτα, που αγνοούσαν τη σηµασία της, ήταν ίσως
«Ο Θεός!» είπε.
η πιο ζεστή και όµορφη στη ζωή τους. Ξάπλωσαν
«Αλλάχ!» έκανε ο Αζάρ.
και αποκοιµήθηκαν µέσα σε λίγα λεπτά, πιασµένοι
«Θεός!» ξανάπε ο Βαγγέλης.
χέρι-χέρι.
«Κι οι δυο σας», του λέει ο παππούς, «για τον
Ο µικρός Μπααµπούρ ξάπλωσε κι αυτός, µα
Ίδιο
λέτε.
Κι
οι
δυο
σας
άνθρωποι
είστε,
δεν κοιµήθηκε παρά πολύ αργότερα. Τα µάτια του
φτιαγµένοι από τον Θεό ή τον Αλλάχ. Φτιαγµένοι
έµειναν ανοιχτά να χαζεύουν το καραβάκι από τη
είµαστε για να βοηθάµε ο ένας τον άλλο, για να
µια µεριά και το χριστουγεννιάτικο δέντρο από
µπορούµε να δίνουµε αγάπη».
την άλλη. Τα φωτεινά λαµπάκια αναβόσβηναν σαν
Ο
Βαγγέλης
κούνησε
το
κεφάλι
του
τρελά. Μέσα στο σκοτεινό δωµάτιο, ήταν ό,τι πιο
συγκαταβατικά.
όµορφο είχε δει µέχρι τώρα.
έβγαιναν από το σπίτι για την εκκλησία, ψιθύρισε
Τα ξηµερώµατα, τους ξύπνησε όλους η οικογένεια
έβαλε
τα
καλά
σε
µια
στιγµή,
καθώς
στο αυτί του πατέρα του. «Ξέρεις µε τι νευρίασα περισσότερο πατέρα
καµπάνα της εκκλησίας. Χριστούγεννα! Η
Μόνο
της
κι
χθες το βράδυ;»
ετοιµάστηκε για την εκκλησία. Ο Αζάρ πήγε να
«Mε τι;» τον ρώτησε απορηµένος εκείνος.
σηκωθεί, µα ο Βαγγέλης του έδειξε µε νοήµατα
«Που είδα τον Αζάρ να φορά το καλό µου το
να µείνει ξαπλωµένος. Έκανε τον σταυρό του ενώ
πουλόβερ....
∆εν
το
είχα
φορέσει
καινούργιο ήταν να πάρει η οργή!»
ακόµα,
Και έβαλαν και οι δυο τα γέλια. Αυτά
τα
Χριστούγεννα
ήταν
πράγµατι
διαφορετικά. Μια αγκαλιά έγιναν όλοι. Ένα σπίτι άνοιξε και δέχθηκε µε ζεστασιά τρεις ανθρώπους άγνωστους, µα τελικά ανθρώπους. Και δυο παιδιά, νίκησαν τις προκαταλήψεις και τους φόβους. Ίσως µια µέρα, ο Μπααµπούρ καταλάβει τη λέξη χαρά στα ελληνικά. Γιατί στη γλώσσα του, τα αφγανικά, το όνοµά του αυτό σηµαίνει! Και τούτο το
Χριστουγεννιάτικο
Μπααµπούρ!
βράδυ
ήταν
πράγµατι
Η ιδέα για τις Εκδόσεις Σαΐτα ξεπήδησε τον Ιούλιο του 2012 µε πρωταρχικό σκοπό τη δηµιουργία ενός χώρου όπου τα έργα νέων συγγραφέων θα συνοµιλούν άµεσα, δωρεάν και ελεύθερα µε το αναγνωστικό κοινό. Μακριά από το κέρδος, την εκµετάλλευση και την εµπορευµατοποίηση της πνευµατικής ιδιοκτησίας, οι Εκδόσεις Σαΐτα επιδιώκουν να επαναπροσδιορίσουν τις σχέσεις Εκδότη-Συγγραφέα-Αναγνώστη, καλλιεργώντας τον πραγµατικό διάλογο, την αλληλεπίδραση και την ουσιαστική επικοινωνία του έργου µε τον αναγνώστη δίχως προϋποθέσεις και περιορισµούς. Ο ισχυρός άνεµος της αγάπης για το βιβλίο, το γλυκό αεράκι της δηµιουργικότητας, δηµιουργικότητας ο ζέφυρος της καινοτοµίας, καινοτοµίας ο σιρόκος της φαντασίας, φαντασίας ο λεβάντες της επιµονής, επιµονής ο γραίγος του οράµατος, οράµατος καθοδηγούν τη σαΐτα των Εκδόσεών µας. Σας καλούµε λοιπόν να αφήσετε τα βιβλία να πετάξουν ελεύθερα!
«Αφήνω την πατρίδα µου, γιατί µε αφήνει και αυτή». Αυτά µοιάζει να σκέφτεται ο Αζάρ από το Αφγανιστάν καθώς αντικρίζει –παράνοµος µετανάστηςµετανάστης- το µικρό ελληνικό νησί. Μαζί του η γυναίκα του και ο εξάχρονος γιος τους Μπααµπούρ. «∆ουλειά!» ζητάει ο Αζάρ από τον ντόπιο ψαρά Βαγγέλη. Μα οι άνθρωποι είναι άλλοι συµπονετικοί και άλλοι καχύποπτοι, σκληροί ίσως χωρίς να το θέλουν. Αν όµως η καρδιά των µεγάλων είναι πέτρινη, τα παιδιά µιλούν τη δική τους γλώσσα. Έτσι, ο ∆ηµήτρης, ∆ηµήτρης, ο γιος του ψαρά, καταστρώνει ένα σχέδιο. Μια χριστουγεννιάτικη έκπληξη για τον µικρό Μπααµπούρ και την οικογένειά του. Γιατί οι άνθρωποι έχουν πλαστεί για να βοηθούν και να αγαπούν ο ένας τον άλλον!
ISBN: 978-618-5040-03-1