ΚΕΙΜΕΝΑ ΚΑΙ ΠΟΙΗΜΑΤΑ…
Παρακάτω μπορείς να διαβάσεις κείμενα και ποιήματα σχετικά με την Εργατική Πρωτομαγιά και το μήνυμά της. Αρκετά από αυτά υπήρχαν σε παλαιότερα βιβλία του δημοτικού σχολείου.
«ΕΝΑ ΔΑΚΡΥ ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΠΑΡΜΠΑ-ΤΖΙΜΗ» Η αλήθεια πως ήταν ο μεγαλύτερος της παρέας. Κάποιοι μας κάτω από τα είκοσι. Κάποιοι πιο πάνω. Αυτός σαρανταδυό! Από σεβασμό κι αγάπη τον εφωνάζαμε μπάρμπα, κι από ασυλλογισιά! Εγώ τότε νόμιζα πως χρειάζονταν τρεις αιώνες να φτάσω τα σαρανταδυό, που μου φαινότανε πολλά, πάρα πολλά χρόνια. Το ίδιο θα νομίζανε κι οι άλλοι και κάναμε μπάρμπα τον Δημήτρη τον Ντεμίρη, πριν την ώρα του, κι ας μας έλεγε στην αρχή «μα γιατί δεν με φωνάζετε σκέτα Τζίμη ή Δημήτρη;...» Βέβαια, εξόν1 την ηλικία του, ήταν κι ο παλιότερος στην Αμερική. Εμείς οι άλλοι φρεσκοφερμένοι. Μυρίζαμε θυμάρι ακόμα, ξενάκια! Ξενάκια, και τόσο θέλαμε κάποιον, κάτι σαν πατέρα, σαν μεγάλο αδερφό, σαν θείο, και υιοθετήσαμε για κάτι τέτοιο τον μπαρμπα-Τζίμη, γιατί τον αγαπούσαμε. Όλοι μας τον αγαπούσαμε. Μα εγώ τον αγαπούσα απ' όλους πιο πολύ! Ήταν γιατί μου φαινόταν ήρωας ο μπαρμπα-Τζίμης, που ήρθε στην Αμερική τον χρόνο που εγώ γεννήθηκα, κι όταν εγώ άρχισα να λέω ντα-ντα-ντα και μα-μα-μα, αυτός άρχισε να μιλάει τ' αγγλικά και τώρα όποια λέξη ήθελες, την ήξερε! Κι ακόμα σπουδαιότερο κι ηρωικό μού φαινότανε που στον πόλεμο - στον πρώτο μεγάλο πόλεμο - αυτός ήταν με τον αμερικάνικο στρατό και λαβώθηκε2 στη Γαλλία και πήρε και παράσημα. Είδα και φωτογραφίες του με στολή αξιωματικού και γαλόνια. Κι ήταν κι Αμερικανός πολίτης και ψήφιζε ο μπαρμπα-Τζίμης, σαν ήτανε να βγάλουν πρόεδρο της Αμερικής, ψήφιζε! Όλ' αυτά μου φαινόντανε τόσο σπουδαία τότε, τόσο ηρωικά... «Μπαρμπα-Τζΐμη, το ξέρεις πως ακόμα δεν μας είπες την ιστορία, πώς τα πήρες τα γαλόνια και τα παράσημα, τότε που λαβώθηκες στη Γαλλία, στη Φλάντρα; Νιώθω τέτοια περηφάνια για σένα, μια τέτοια περηφάνια!...» Με κάρφωσε με τη ματιά του. «Νίτσα, παιδί μου, εγώ δεν είμαι της ηλικίας σου και δε νιώθω περηφάνια. Γιατί κατάλαβα πως ο 1 2
εξόν: εκτός λαβώθηκε: τραυµατίστηκε
πόλεμος δε λύνει κανένα πρόβλημα, και σαν τελειώνει, μαζί με τη φοβερή καταστροφή και την ορφάνια, αφήνει και τον σπόρο για νέο πόλεμο, μεγαλύτερο απ' τον προηγούμενο. Ναι, δε νιώθω και τόση περηφάνια για κείνα τα παράσημά μου, μα έκαμα κι εγώ κάτι στη ζωή μου...» Και νομίσαμε πως θα 'ταν καμιά ιστορία ηρωική για παλέματα με μπούφαλους και φίδια δέκα πήχες, εκεί στα δάση του Όρεγκον που έκοβε ξυλεία τα πρώτα χρόνια που ήρθε στην Αμερική, είτε με φάλαινες και μέδουσες στους πάγους της Αλάσκας, όπου δούλεψε ένα χρόνο με τα ψαράδικα ο μπαρμπα-Τζίμης. Πες μας, μπαρμπα-Τζίμη, πες μας αυτή την ιστορία σου!...»
«Ήταν μετά που γυρίσαμε απ' τον πόλεμο. Η κατάσταση άσκημη, όπως πάντα μετά από κάθε πόλεμο. Έπιασα δουλειά δεύτερος μάγειρας. Την εποχή εκείνη στα ρέστοραν και τα ξενοδοχεία δουλεύαμε δώδεκα ώρες την ημέρα, κι εφτά μέρες τη βδομάδα. Αν δε δούλεψες στην Αμερική, μέσα σε κουζίνα, δώδεκα ώρες την ημέρα κι εφτά μέρες τη βδομάδα, τότε τι θα πει κόλαση δεν έχεις ιδέα. Φεύγει πάνωθέ σου κάθε ζωή και νιώθεις φορτίο το κορμί σου. Και σαν σκολάσεις, πού να κοιμηθείς απ' τα ταραγμένα νεύρα. Ακούς ακόμα τον σερβιτόρο να ξεφωνίζει τις παραγγελίες, μαλώνεις με τον πιατά, τον σαλατά, τον παραμάγερα! Οι πελάτες στέλνουν πίσω τις παραγγελίες — πολύ ωμή η μπριζόλα, πολύ ξεροψημένο το μπιφτέκι! — και, προτού ξεκουραστείς, στριγκλίζει το ξυπνητήρι! Όταν, κάποιος δικός μας, που δούλευε αυτός σ' αμερικάνικο ρέστοραν μονάχα οχτώ ώρες την ημέρα κι έξι μέρες τη βδομάδα κι έπαιρνε μισθό μεγαλύτερο απ' τον δικό μας, σκορπάει ένα ευαγγέλιο! - Δεν μας τα δώσανε, παλέψαμε και τα πήραμε! Να οργανωθείτε κι εσείς στα γρεκικά1 μαγαζιά και ν' απαιτήσετε να δουλεύετε σαν άνθρωποι! Τότες εγώ — αρχές του είκοσι2 — δούλευα σ' εκείνο το μεγάλο ρέστοραν, αντίκρυ στο δημαρχείο, που το 'χε ένας συγχωριανός μου. Δεν δέχτηκε μήτε να το ακούσει. - Είστε στα καλά σας; Οχτάωρο κι έξι μέρες τη βδομάδα και μισθό μεγαλύτερο!... Μα δε θα 'στε καλά! 1 2
γρεκικά: ελληνικά ενν. 1920
Αποφασίσαμε ν' απεργήσουμε. Μεσημέρι αρχίσαμε. Και πάνω στη μεγάλη φούρια, που πέφτανε απ' το δημαρχείο οι υπάλληλοι κι ήταν κάργα το μαγαζί — δώδεκα και τέταρτο ακριβώς - μαγέροι, πιατάδες, σερβιτόροι, σαλατάδες, τηγανάδες, πετάμε όλοι τις ποδιές! - Αμάν, βρε παιδιά!... να με καταστρέψετε γυρεύετε, εμένα, τον συμπατριώτη σας, που σας έδωσα δουλειά να ζήσετε; Βρε Δημήτρη, καίγονται τα κρέατα! Αμαρτία μεγάλη, Δημήτρη!... - Κι εγώ που καίγομαι πάνω απ' τις σκάρες και τα τηγάνια, δώδεκα ώρες την ημέρα, δεν είναι αμαρτία, αφεντικό; Υπόγραψε αμέσως. Μια ώρα μονάχα βάσταξε η απεργία στο μαγαζί αυτό. Και γίναμε φίλοι ύστερα και μας έλεγε πως τα κέρδη του δεν πέσανε κι ας δουλεύαμε λιγότερες ώρες κι ας πλήρωνε και μεγαλύτερα μισθά τώρα, κι απορούσε. Μα βέβαια. Τώρα αναπαυόντανε τα κορμιά μας και δουλεύαμε και με κέφι, με καρδιά, και βγάζαμε περσότερη και καλύτερη δουλειά.
Όμως ήταν και μαγαζιά που δε δέχτηκαν τα αιτήματα και βάσταξε σε μερικά εφτά μήνες η απεργία! Να βρίσκεσαι σ' απεργία εφτά μήνες δεν είναι εύκολο!... Όσοι δουλεύαμε σε μαγαζιά που υπόγραψαν, συντηρούσαμε τους απεργούς κι είχαμε και περισσευάμενη ώρα να 'μαστε δίπλα τους να τους δίνουμε θάρρος. Μα είχαν πια χάσει το ηθικό τους κι ήταν έτοιμοι να υποταχτούν, όταν σκεφτήκαμε ν' αποταθούμε1 στην πελατεία και σοφιστήκαμε να πάρουμε ένα πουλάρι, να το φορτώσουμε δυο πελώριες ταμπέλες με γράμματα ένα μπόι2 μεγάλα, αγγλικά, που έλεγαν: Η ΜΑΝΑ ΜΟΥ ΔΟΥΛΕΥΕΙ 8 ΩΡΕΣ ΤΗΝ ΗΜΕΡΑ. ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΕΙ 0 ΣΥΛΛΟΓΟΣ «ΦΙΛΟΙ ΤΩΝ ΖΩΩΝ». ΜΑ ΣΤΟ ΜΑΓΑΖΙ ΑΥΤΟ ΑΝΑΓΚΑΖΟΥΝ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΝΑ ΔΟΥΛΕΥΟΥΝ 12. Το πήραμε απ' το καπίστρι και πήγαμε μπρος σε κείνο το μεγάλο, το αριστοκρατικό ρέστοραν, στο Μάρκετ στρητ, και κόβαμε βόλτες μπρος στην πόρτα. Αν υπόγραφε αυτό, τότε θα υπογράφανε και τ' άλλα μαγαζιά, τα μικρά και θα κερδιζόταν η απεργία. Ήταν το πιο κεντρικό σημείο της πόλης! Σε λίγο μαζεύτηκε μεγάλο πλήθος. Πελάτης δεν μπαίνει στο μαγαζί. Κι ο ρεστοραντιέρης βλέπει από μέσα κατατρομαγμένος και καταλαβαίνει πως για να διαλυθεί το πλήθος πρέπει να υπογράψει! Υπόγραψε κι ακολούθησαν και τα μικρά αμέσως και γιορτάστηκε η νίκη μας μεγαλόπρεπα, μα 'γω δεν πήρα μέρος, γιατί βρισκόμουν στο νοσοκομείο. Με παραφύλαξαν και με σακάτεψαν στο ξύλο, επειδή εγώ μίλησα και κατάφερα τον σέριφ3 να δώσει άδεια να περιφέρουμε το πουλάρι στο Μάρκετ στρητ. Και ξεκούμπωσε το πουκάμισό του και μας έδειξε ο μπαρμπα-Τζίμης μια ουλή στο σβέρκο του με 1
ν' αποταθούµε: να απευθυνθούµε ένα µπόι µεγάλα: µεγάλα, όσο το ύψος ενός ανθρώπου 3 σέριφ: αστυνόµος, σερίφης 2
περηφάνια! «Να, τότε πήρα κι αυτό εδώ». Και θαρρείς πως μας έδειχνε κανα παράσημο! «Νίτσα, παιδί μου, νιώθω περηφάνια γιατί, όταν το κάλεσε η στιγμή, έκανα το χρέος μου απέναντι στους συναδέλφους μου και βοήθησα να γίνει ευκολότερη και καλύτερη η ζωή μας, κι αυτό είναι σαν να 'βαλα κι εγώ ένα λιθαράκι στο χτίσιμο καλύτερης κοινωνίας!... Αν χάναμε τότε εκείνη την απεργία, ποιος ξέρει πόσα χρόνια θα περνούσαν όσο να ξαναβρούμε κουράγιο να ξαναπολεμήσουμε για τα δίκια μας!.. Και γίναμε και παράδειγμα! Αμέσως σηκώθηκαν κι απαιτούσαν οχτάωρο και στ' άλλα μέρη της Αμερικής οι γρεκοί μαγεροσερβιτόροι! Στο Λος Άντζελες, στο Σικάγο, στη Νέα Υόρκη!.. Κι έτσι τώρα έχουμε καιρό να λιαστούμε και μεις μια φορά τη βδομάδα και να δούμε και τις ομορφιές της φύσης. Έχουμε και ώρα, και το έξοδο, για ένα κονσέρτο, ένα θέατρο, ένα βιβλίο, ένα περιοδικό!.. Κι όλ' αυτά δίνουν χαρά στον άνθρωπο, και τον κάνουν και καλύτερο, και καλυτερεύει η κοινωνία, καλυτερεύει η ζωή!.. Έχουμε τώρα και μια πεντάρα παραπάνου να στείλουμε στους δικούς μας, κι έχουμε και περισσότερη ώρα για ένα γράμμα στη μάνα μας που το καρτερεί να χαρεί κι αυτή!.. Και ωφελήθηκες και συ, Νίτσα! Πού θα βρίσκαμε καιρό να σε πηγαίναμε να δεις τους κάμπους και τ` ακρογιάλια της Καλιφόρνιας άμα δουλεύαμε ακόμα όπως κείνο τον καιρό… Κατάλαβες, Νίτσα, γιατί νιώθω περηφάνια για ό,τι έκαμα τότε;...» Κατάλαβα, κατάλαβα, είπα, αλλά μέσα μου έλεγα, «κοτζάμ αξιωματικός κι έκατσε και τονε δείρανε και το λέει και δίχως ντροπή!» Μα να τον αντάμωνα σήμερα θα του 'λεγα: «Ναι μπαρμπα-Τζίμη, καταλαβαίνω τώρα, καταλαβαίνω, και είμαι πολύ υπερήφανη που κάποτε σε γνώρισα»! Έτσι θα του 'λεγα! Μα μπορεί και να μη ζει τώρα, μπορεί να 'κλεισε πια τα μάτια του τα θλιμμένα!.. Και θα τόνε βάλανε στης ξένης γης την αγκαλιά, άκλαυτον κι αμοιρολόγητο, όπως τόσους άκλαυτους κι αμοιρολόγητους σκέπασε τούτο το χώμα της ξενιτιάς!..
Θεανώ Παπάζογλου-Μάργαρη ( ΓΛΩΣΣΑ Ε΄ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ, Β΄ ΜΕΡΟΣ)
“Ο ΜΕΤΑΞΟΣΚΩΛΗΚΑΣ” Ό µεταξοσκώληκας φτιάχνει λογής λογής όµορφα πράµατα, µεταξωτά φουλάρια, µπλούζες και γραβάτες, βραδινά φορέµατα και τα τοιαύτα, στη ζωή του ο µεταξοσκώληκας έχει κάνει πολλά πράµατα, πολύ ακριβά πράµατα για τους καλύτερους µόδιστρους και µια φορά γίνεται µεγάλη επίδειξη µόδας στου Κριστιάν Ντιορ, είσοδος µόνο µε προσκλήσεις, ντουζίνες αυτοκίνητα κουβαλάνε τους πιο κοµψευόµενους ανθρώπους απ’ όλα τα σηµεία της γης, ο µεταξοσκώληκας τυχαίνει να περνάει από κει, θα πρέπει να 'ναι ενδιαφέρον, σκέφτεται, και σκαρφαλώνει τα σκαλιά, όµως εκεί, στο κεφαλόσκαλο, στέκεται ο πορτιέρης µε τη µεγάλη στολή: έχετε πρόσκληση, κύριε; Ό µεταξοσκώληκας δεν έχει πρόσκληση, πού θα µπορούσε, διάβολε, να τη βρει, δεν έχει άλλωστε καιρό να ασχολείται µε προσκλήσεις, είναι πάρα πολύ απασχοληµένος µε την ύφανση όλων αυτών των ωραίων µεταξωτών, ξανακατεβαίνει λοιπόν τα σκαλιά, κάνει έναν άσκοπο περίπατο γύρω στην πλατεία κι έπειτα γυρίζει σπίτι και πέφτει νωρίς νωρίς να κοιµηθεί. Τι άλλο να κάνει µε τόση δουλειά που τον περιµένει το πρωί. Μίλος Ματσόουρεκ (µετάφραση: Σπύρος Τσακνιάς) ( ΓΛΩΣΣΑ ΣΤ΄ Β΄ ΜΕΡΟΣ)
«ΧΤΙΣΤΕΣ» Τραγουδάνε οι χτίστες. Να χτίζεις µη θαρρείς που 'ναι να τραγουδάς ένα τραγούδι. Είναι µια υπόθεση κάπως πιο δύσκολη. Των οικοδόµων η καρδιά είναι σαν µια πλατεία για γιορτές, λαµποκοπάει, µα η σκαλωσιά δεν είναι µια πλατεία για γιορτές, εκεί 'ναι λάσπη κι άνεµος και χιόνι, τα χέρια που µατώνουν. Εκεί δεν είναι πάντα φρέσκο το ψωµί, πάντα ο καφές ζεστός δεν είναι. Να χτίζεις µη θαρρείς που 'ναι να τραγουδάς ένα τραγούδι, µα είναι λεβέντες όλο πείσµα οι χτίστες, κι η οικοδοµή ανεβαίνει, µ' έφοδο τον ουρανό κυριεύει, ψηλά και πιο ψηλά, πάντα ψηλότερα. Στο πρώτο κιόλας πάτωµα αράδιασαν τις γλάστρες τα λουλούδια, και πάνω στα φτερά τους τα πουλιά τον ήλιο φέρνουνε στο πρώτο µπαλκονάκι... Ναζίµ Χικµέτ (µετάφρ. Γιάννη Ρίτσου) (ΓΛΩΣΣΑ ΣΤ΄ ΤΕΤΑΡΤΟ ΜΕΡΟΣ)
«ΤΙ ΑΚΟΥΣ, ΟΥΟΛΤ ΧΟΥΙΤΜΑΝ;» Ακούω του εργάτη το τραγούδισµα. και τη χωριάτισσα ακούω, που τραγουδεί, ακούω από µακριά τη χλαλοή παιδιών και ζώων σαν παίρνει η µέρα να φωτάει, ακούω τους Αυστραλιανούς, που στο κυνήγι τ' άγριου αλόγου παραβγαίνουν αλαλάζοντας, ακούω τον ισπανιόλικο χορό µε καστανιέτες*, στους ήχους του βιολιού και της κιθάρας, ακούω από τον Τάµεση ακατάπαυτους αντίλαλους, ακούω ηρωικά φραντσέζικα τραγούδια λευτεριάς, ακούω τη µουσική απαγγελία παλιών ποιηµάτων απ' το στόµα του Ιταλού, σαν οδηγάει τη βάρκα του µ' ένα κουπί στην πρύµη, ακούω του Μεξικάνου του αγωγιάτη το κελάηδηµα και τα κουδούνια ακούω του µουλαριού του, ακούω τον άγριο του Κοζάκου αλαλαγµό, και τη φωνή του ναυτικού που ανοίγεται στο πέλαγο από τ` Οκότσκ, ακούω το µουεζίνη* Αράπη, που καλεί ψηλά απ' το µιναρέ, ακούω τους Χριστιανούς ιερείς µέσα στης εκκλησιάς τους το ιερό, και την πολύφωνη την ψαλµωδίαν, ακούω, που απαντάει, ακούω και τον Εβραίον, οπού διαβάζει τους ψαλµούς και τα τροπάρια του, ακούω τους ρυθµικούς τους µύθους των Ελλήνων και τις παλικαρίσιες των Ρωµαίων εποποιίες*... Ουόλτ Χουίτµαν (µετάφρ. Ν. Προεστόπουλος)
(ΓΛΩΣΣΑ ΣΤ΄ τέταρτο µέρος)
καστανιέτα (η):
κρόταλα προσαρµοσµένα στα χέρια που συνοδεύουν το ρυθµό του χορού
µουεζίνης(ο) :
µουσουλµάνος θρησκευτικός λειτουργός
εποποιία (η) :
σειρά µεγάλων ηρωικών κατορθωµάτων
«ΟΙ ΟΔΟΚΑΘΑΡΙΣΤΑΙ» Ξηµερώνει. απάνω οι άγγελοι πλένουν το στερέωµα, παραδίδουν τον ουρανό στίλβοντα* και υγρό. οι οδοκαθαρισταί κάτω καθαρίζουν τους δρόµους. Σταµατούν πού και πού, ανεµίζουν το σφουγγαρόπανο οι πρώτοι, τη σκούπα οι δεύτεροι, χαιρετιούνται. Οι οδοκαθαρισταί διαγράφουν τα ίχνη των νεκρών της χθεσινής ηµέρας· εξαφανίζουν τους λεκέδες απ` το αίµα του σκοτωµένου ποδηλάτη, το άδειο πακέτο των τσιγάρων, το γράµµα που δε φυλάχτηκε στο συρτάρι... Οι οδοκαθαρισταί είναι οι «πρωτοπόροι της αύριον». Σηκώνονται, φωνάζουν στους αγγέλους: «Εµείς, συνάδελφοι, το χρέος µας το κάναµε. η ευθύνη ανήκει τώρα στο Θεό, ανήκει στους κυβερνήτες, ανήκει στο έθνος». Αποσύρονται. ανεβαίνει ο ήλιος, ξεκινούν τα λεωφορεία,ξυπνούν οι δηµόσιοι υπάλληλοι. τον ουρανό στίλβοντα: τον ουρανό που λαµποκοπάει, που αστράφτει
Φαίδρος Μπαρλάς (ΓΛΩΣΣΑ ΣΤ΄ ΤΕΤΑΡΤΟ ΜΕΡΟΣ)
«Το σχολείο που κατέβηκε σε απεργία» Υπόθεση: Την 1η Απριλίου 1914 το συµβούλιο του κοινοτικού σχολείου του Μπέρστον απέλυσε τη διευθύντρια και τον υποδιευθυντή του σχολείου. Ενώ ήταν έτοιµοι να εγκαταλείψουν το πόστο τους και το χωριό, άκουσαν φωνές από παιδιά που διαδήλωναν και τραγουδούσαν. Τα παιδιά του σχολείου – 66 από 72 – είχαν κατέβει σε απεργία. Αυτή είναι η µυθιστορηµατική αφήγηση εκείνης της απεργίας, η ιστορία του πώς η διευθύντρια Άννι Χίγκντον ήρθε σε αντιπαράθεση µε τη διοίκηση, διεκδικώντας αξιοπρεπείς συνθήκες στο σχολείο, που ήταν υγρό, κρύο και ανθυγιεινό. και του πώς ο άντρας της Τοµ, ο υποδιευθυντής, αγωνίστηκε για να εξασφαλίσει δίκαιες και ανθρώπινες συνθήκες ζωής και εργασίας για τους εργάτες των αγροκτηµάτων. Για όλα αυτά, οι κρατούντες αποφάσισαν να τους διώξουν. Αλλά τα παιδιά του σχολείου πίστευαν στις καλές προθέσεις των δασκάλων τους και προχώρησαν σε απεργία. Με οδηγό τους ένα 13χρονο κορίτσι, διαδήλωσαν γύρω από το χωριό µε πλακάτ και αρνήθηκαν να επιστρέψουν στο σχολείο. Οι αρχές πίεσαν τους γονείς τους καλώντας τους σε αλλεπάλληλες δίκες και επιβάλλοντάς τους ποινές και πρόστιµα. Η απεργία όµως συνεχίστηκε. Βασισµένο σε αληθινά γεγονότα, το βιβλίο αυτό είναι ένα συναρπαστικό µυθιστόρηµα για µια οµάδα παιδιών που ενώθηκαν για να πολεµήσουν για το καλό και το δίκαιο, είναι η ιστορία ενός σχολείου που κατέβηκε σε απεργία. ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ «Εµπρός, µαρς!» «Άκουσες τίποτα. Τοµ;» Η κυρία Χίγκντον σήκωσε την κουρτίνα και κοίταξε έξω. Έτριψε τα µάτια της και κοίταξε ξανά... Κι άφησε ένα στεναγµό γέλιου. «Δεν είναι για γέλια» παραπονέθηκε ο άντρας της, «Ω, µα είναι, Τοµ! Έλα να δεις!» «Να έρθω και να δω τι; Μήπως έφτασε ο εφηµέριος µε µια χειράµαξα για να πάρα τα έπιπλα µας;» «Αν έκλεινες το στόµα σου για λίγο, Τοµ, και άνοιγες τα αυτιά σου, µπορεί να άκουγες κάτι που θα σου ζέσταινε την καρδιά». «Τι εννοείς;» «Σώπα, Τοµ, και άκου!» Και τότε, πολύ απαλά στην αρχή, αλλά όλο και δυνατότερα στη συνέχεια, άκουσε: «Θέλουµε πίσω τους δασκάλους µας! Θέλουµε πίσω τους δασκάλους µας! Δικαιοσύνη! Δικαιοσύνη! Θέλουµε πίσω τους δασκάλους µας!» «Τι στο καλό;...» «Είναι τα παιδιά! Αυτά τα υπέροχα, θαυµάσια παιδιά! Η Βάιολετ τα κατέβασε σε απεργία! Το σχολείο κατέβηκε σε απεργία!» Ο Τοµ άνοιξε βίαια την πόρτα και κοίταξαν έξω· ένα πλήθος από πανό που ανέβαιναν και κατέβαιναν στον αέρα πάνω από τα παιδιά που παρέλαυναν µαζί µε τις µανάδες τους. Στα κοντινά χωράφια υπήρχαν κι άλλοι που κοίταζαν. Άντρες που κράδαιναν
σκαλιστήρια και γάντζους κλαδέµατος και ύψωναν τις φωνές τους σε επευφηµίες. «Δεν πρέπει να τη φωνάζουµε Βάιολετ πια!» είπε ο Τοµ. «Δεν είναι το σωστό χρώµα. Θα πρέπει να τη φωνάζουµε ΚΟΚΚΙΝΗ! Κόκκινη Πότερ, η φίλη των εργατών! Τραγούδησε µας την "Κόκκινη Σηµαία", Βάιολετ!» Η Βάιολετ χαµογέλασε, χαιρέτησε και άρχισε να κραυγάζει τον ύµνο των εργατών. Προχώρησαν και πέρασαν µπροστά από το σχολείο, όπου ο Άικιν και οι υπόλοιποι στέκονταν παγωµένοι από λύσσα, σαν κακά πνεύµατα που σηκώθηκαν από τους τάφους τους και περιφέρονται άσκοπα στο φως. Η Ντόρα κατέβασε το κεφάλι της και µπήκε µέσα. «Κάντε κύκλο!» διέταξε η Βάιολετ, και ξεκίνησαν µια κυκλική πορεία, καλύπτοντας το µεγαλύτερο µέρος του χωριού. Καθώς; περπατούσαν καµαρωτά µπροστά από το σπίτι της κυρίας Φίλποτ, η καλή γυναίκα όρµησε έξω, κραδαίνοντας ένα φαράσι και µια σκούπα, λες και σκόπευε να κόψει πρώτα µερικά κεφάλια και µετά να τα µαζέψει. «Θα σας κόψω το λαιµό ολωνών σας!» ούρλιαξε. «Το δικό σου λαιµό να πας να κόψεις» ανταπάντησε η κυρία Πότερ, γυρνώντας προς το µέρος της µε τις µικρές γροθιές της σηκωµένες. Σαν κυνηγηµένη, η κυρία Φίλποτ χώθηκε πάλι στο σπίτι της, και η κυρία Πότερ ξαναβρήκε το βήµα της τραγουδώντας: «Η Κόκκινη Σηµαία θα ανεµίζει εδώ!». Συνέχισαν να περπατάνε, πέρασαν τον παλιό µύλο, το πάρκο, και έφτασαν στο πρεσβυτέριο, όπου η Βάιολετ φώναξε: «Τρία γιουχαίσµατα για τον εφηµέριο!». Κατέληξαν µπροστά στο «Κράουν Ινν» πάλι, όπου η κυρία Μπάουλτον τους έδωσε καρύδια και µέντες και τους µοίρασε λεµονάδα από έναν κάδο. Αφού ήπιε βιαστικά λίγη λεµονάδα, η Βάιολετ σκαρφάλωσε σε ένα καφάσι. «Όλοι ξέρουµε γιατί βρισκόµαστε εδώ!» φώναξε. «Για να παλέψουµε για όλα τα πράγµατα που ο δάσκαλος και η δασκάλα µας έµαθαν αυτά τα τελευταία χρόνια. Αδελφοσύνη! Ελευθερία! Ισότητα! Και δικαιοσύνη! Αυτό που έκαναν οι σύµβουλοι στον κύριο και στην κυρία Χίγκντον ήταν άδικο, και έως ότου επανορθώσουν εµείς δε γυρνάµε στο σχολείο! (Ακούστηκαν ζητωκραυγές.) Θέλω να ευχαριστήσω όσους µας πρόσφεραν γλυκά και ένα σωρό άλλα, δείχνοντας µε αυτό τον τρόπο την υποστήριξη τους. Εξήντα έξι από τα εβδοµήντα δυο παιδιά κατέβηκαν σε απεργία. Το Μπέρστον σήµερα είναι ένα περήφανο χωριό. Όσο για τους απεργοσπάστες, υποθέτω ότι µερικούς από αυτούς δεν µπορούµε να τους κατηγορήσουµε, αλλά ελπίζω να θυµούνται πάντοτε ότι δε φέρθηκαν όπως έπρεπε. Ο κύριος και η κυρία Χίγκντον είναι φίλοι µας, θα τους ξαναδώσουµε τις δουλειές τους και θα έχουµε το είδος της εκπαίδευσης που εµείς θέλουµε, το είδος που θα µας προσφέρει ένα καλύτερο µέλλον και θα µας βοηθήσει να γίνουµε σηµαντικοί άνθρωποι. Ψωµί και τριαντάφυλλα!» «ΨΩΜΙ ΚΑΙ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑ!» Το παλιρροϊκό κύµα επιδοκιµασίας σχεδόν την έριξε από το καφάσι. Έτσι πρέπει να ένιωθε ο κύριος Χίγκντον, σκέφτηκε ζαλισµένη. Έτσι πρέπει να νιώθει κανείς όταν ξέρει ότι έχει δίκιο. Όταν θέλεις οι άνθρωποι να έχουν µεγάλα και όµορφα πράγµατα στη ζωή, µαζί µε τα απλά και τα συνηθισµένα. Και όταν το θέλουν και αυτοί. Η σκέψη αυτή της προξένησε τέτοιο δέος, που κατέβηκε κάτω και πήγε για ένα δεύτερο ποτήρι λεµονάδα. Σκόµπι, Π., Μετφ. Χρ. Μαλαγάρη, Πατάκης, Αθήνα, 1992 (σελ. 176-180)
«ΤΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ» Ψιχάλιζε και πήρε να νυχτώνει πια. Το παιδί έπαιζε ακόµη κάτω από το χαµηλό σκελετωµένο δέντρο. Είχε πιαστεί σ` ένα κλαδί τεντώνοντας τ` αδύναµα χέρια του και προσπαθούσε να κάνει µια τούµπα. Έτσι κάνανε τα πιο µεγάλα παιδιά όταν σκολάγανε απ` το σχολειό και περνάγανε κάτω απ` αυτό το δέντρο. Κρεµόντουσαν στα κλαριά του, κάνανε τούµπες, τραµπαλίζονταν πέρα-δώθε κι ήταν να θαυµάζει κανείς πώς σήκωνε τόσο βάρος και τόσο βάσανο αυτό το αδύναµο δεντράκι, µε τα σκονισµένα φύλλα και τον γέρικο, σάπιο κορµό. Φυστικιά ήτανε θαρρώ, όµως ποτέ δεν είχε κάνει φυστίκια σ` αυτήν εδώ την περιοχή και όταν φούσκωνε η θάλασσα ξέρναε πάνω στη στεριά λάδια, πετρέλαια, τσιµεντόσκονη κι ανθρώπινα περιττώµατα. Όταν έβρεχε πάλι, οι δρόµοι πληµµυρίζανε σκουπίδια, που κατεβαίνανε µε σούσουρο κατά τη θάλασσα. Η βροχή ήτανε καλή, γιατί ξέπλενε τα σπίτια, τις αυλές, τις ταράτσες από την τσιµεντόσκονη και τη µαύρη καπνιά απ` τα εργοστάσια, που κατακαθότανε µαλακά και ύπουλα πάνω στα σπίτια, στις φυλλωσιές των λιγοστών δέντρων και στα πλεµόνια των ανθρώπων. Ο αέρας µύριζε θειάφι, κάρβουνο και πετρέλαιο και τα γεράνια στα παράθυρα πασκίζανε να οµορφύνουνε το συνοικισµό και να καθαρίσουνε τη βροµιά που κουβάλαγε ο αέρας απ` τα ψηλά φουγάρα. Μάταιος κόπος. Ούτε τα γεράνια, ούτε τα παιδιά µεγαλώνανε σα ζωντανά πλάσµατα σ` αυτή την πόλη. Ψευτοζούσανε µονάχα. Και οι µεγάλοι, κατάχλοµοι, περπατάγανε σκυφτά στους δρόµους σα να ψάχνανε κάτι να βρούνε στο σούρουπο. Αυτή την ώρα σκολάγανε τα εργοστάσια και ζωντάνευε η πολιτεία µια σταλιά, καθώς τραβάγανε για τα σπίτια τους. Αυτή την ώρα, και τα χαράµατα όταν κινάγανε πάλι για τη δουλειά, ένιωθες πως κατοικιέται τούτος εδώ ο τόπος. Όλη την άλλη µέρα, λιγοστοί περπατάγανε στους δρόµους, κι αυτοί γέροι και γριές. Στον κεντρικό δρόµο µονάχα, που περνάγανε τ` αυτοκίνητα για την Πελοπόννησο, τα µαγαζιά στέκονταν ορθάνοιχτα, µε τους µαγαζάτορες σκυθρωπούς από µέσα ίδιες αράχνες, να κοιτάνε και να καρτεράνε κανέναν περαστικό πελάτη. Αυτή η πολιτεία, δίπλα στη βρόµικη θάλασσα, µε τον µουντό αέρα και τον αναιµικό ήλιο, νοµίζεις πως βρίσκεται σε άλλο πλανήτη. Το χειµώνα ξεχωριστά, όταν φύσαγαν οι νοτιάδες και βόγκαγε η θάλασσα και τύχαινε να βρέχει κιόλας, πίστευες πως ήτανε καταποντισµένη κάτω απ` τη θάλασσα και τύχαινε να βρέχει κιόλας, πίστευες πως ήτανε καταποντισµένη κάτω απ` τη θάλασσα ή κάτω απ` τη στεριά χιλιόµετρα!... Η βροχή άρχισε να δυναµώνει τώρα, και το παιδί έκανε µια στερνή προσπάθεια να σκαρφαλώσει στο δέντρο, αλλά δεν τα κατάφερε πάλι κι έπεσε κατάχαµα. Ανασηκώθηκε, έτριψε τα γόνατά του µε την παλάµη του, κοιταξε µια στιγµή ανήσυχα ψηλά τον ουρανό κι έκανε να πάει κατά το σοκάκι. Ήτανε δεν ήτανε πέντε – έξι χρονώ, αδύνατο, µε µια µακριά φανέλα κι ένα πρόσωπο σαν να το `χανε βάψει µε λάσπη. Μόνο τα µάτια του λαµπυρίζανε ανήσυχα, όλο ξυπνάδα και πονηριά. Κείνη την ώρα, στη γωνιά παρουσιάστηκε η γιαγιά, η κυρα-Γιωργώ, µε τα µαύρα της σκουτιά, το τσεµπέρι της και τη µακρουλή της µύτη. «Πού `σαι, βρε;» έµπηξε µια φωνή. «Τσακίσου γρήγορα, µην πουντιάσεις!... Δε βλέπεις που βρέχει; Αχ, διάολε!» Τον άρπαξε απ` το χέρι και τον έσουρε κοντά της. Του χούφτιασε το κεφάλι και του ψαχούλεψε τους ώµους.
«Μούσκεµα έγινες! Πανάθεµά σε… Μόλις γυρίσω την πλάτη µου, το σκας… Τώρα που θα `ρθει ο πατέρας σου, θα τις φας πάλι!...» Ο πατέρας δούλευε στο µεγάλο εργοστάσιο που το λέγανε και «στοιχειό». Ο µικρός Νικήτας δεν ήξερε τι πά` να πει «στοιχειό». Μια φορά που ρώτησε τη γιαγιά του `πε: Τους πίνει το αίµα!» Αυτό, όµως, δεν µπορούσε να το καταλάβει ο µικρός Νικήτας, γιατί ο πατέρας του κάθε µέρα χωνότανε µέσα στο στοιχειό και κάθε βράδυ ερχότανε στο σπίτι. Η αλήθεια, αλλιώς έφευγε το πρωί κι αλλιώς γύριζε το βράδυ. Το βράδυ γύριζε αποσταµένος, βαρύςκαι ασήκωτος, κι ο Νικήτας άρχισε να πιστεύει µέσα του πως όλη την ηµέρα το «στοιχειό» τον έτρωγε σιγά-σιγά. Έτσι, κάθε βράδυ τον κοίταζε καλά-καλά να ιδεί πού τον είχε δαγκώσει! Ο πατέρας σωριαζότανε σε µια καρέκλα κι έστεκε πολλή ώρα αµίλητος. Ύστερα µάσαγε ανόρεχτα το φαΐ που `φτιαχνε η γιαγιά και τρώγανε όλοι µαζί στο µεγάλο τραπέζι. Η µάνα δούλευε σ` άλλο εργοστάσιο κι ερχότανε κι αυτή το ίδιο αποσταµένη, όµως εύρισκε τη δύναµη να τον σηκώσει ψηλά, να τον φιλήσει σταυρωτά, να τον χαϊδολογήσει και να τον σφίξει απάνω της. «Μωρό µου… µωρό µου… µωρό µου…» Κείνη την ώρα, ο µικρός Νικήτας ήτανε πολύ ευτυχισµένος. Σκεφτότανε πως το «στοιχειό» που δούλευε η µάνα του θα `τανε πιο µικρό και θα `τρωγε πιο λίγο απ` αυτή. Ύστερα, µετά το φαΐ, στρωνότανε µπροστά στην τηλεόραση. Την είχαν πάρει τώρα τελευταία µε δόσεις, λαθραία, απ` τα αµερικάνικα καράβια που αράζανε πότε-πότε ανοιχτά στο πέλαγο, ίδια φαντάσµατα. Τότε βγαίνανε οι ναύτες στη στεριά κι άκουγες τραγούδια τη νύχτα και µεθυσµένες φωνές και πότε-πότε καβγάδες. Την άλλη µέρα, γιόµιζε η πόλη λαθραία που τα πουλάγανε οι µεταπράτες στη µισή τιµή. Ραδιόφωνα, φωτογραφικές µηχανές, ψηστιέρες, τσιγάρα και, πού και πού, καµιά τηλεόραση… Μόλις απόσωναν το φαΐ, ο πατέρας ξάπλωνε βαριά σε µια σαραβαλιασµένη πολυθρόνα και κάρφωνε τα µάτια του στην οθόνη. Η γιαγιά και η µάνα σήκωναν το τραπέζι, πλένανε τα πιάτα µέσα στο νεροχύτη και µετά βάνανε το µικρό να κοιµηθεί. Ύστερα πηγαίνανε κι αυτές και καθόντουσαν δίπλα στον πατέρα, σε χαµηλά σκαµνάκια,, στήλωναν τα µάτια τους µε λαχτάρα πάνω σ` αυτό το πράµα που τους κουβάλαε σ` άλλους τόπους και σε άλλους ανθρώπους, που µιλάγανε αλλιώτικα και γελάγανε κιόλας και πολλές φορές χορεύανε και τραγουδάγανε. «Κοίτα να δεις…» έλεγε πότε-πότε η µάνα. «Πού το βρίσκουνε τόσο κέφι;» Ο πατέρας παρακολουθούσε τις ειδήσεις, σοβαρός, σκυθρωπός… Κατέβαινε τότε το βαρύ του µουστάκι χαµηλά, σκέπαζε το κάτω χείλος, κι όλο «ντς, ντς, ντς», έκανε, κουνώντας το κεφάλι. «Πού στο διάολο το πάνε;» έλεγε κάθε τόσο. «Μπορείς να µου πεις πού το πάνε;» «Παναγιά µου!...» έκανε η µάνα όταν έβλεπε τα τανκς να ξερνάνε φωτιές και να πέφτουνε κορµιά πάνω στο χώµα. «Η συντέλεια του κόσµου!» έλεγε η γιαγιά και κάθε τόσο έκανε το σταυρό της, κι όλο έφτιαχνε φοβισµένη το µαύρο της τσεµπέρι. Ο µικρός Νικήτας, µόλις πέρναε λίγη ώρα, σηκωνότανε σιγά-σιγά απ` το κρεβάτι και πήγαινε αλαφροπατώντας ως το άνοιγµα της πόρτας. Πόρτα το λέει ο λόγος, γιατί πόρτα δεν υπήρχε, στη θέση της µια µεγάλη κουρελού κρεµότανε από πάνω και σκέπαζε
το άνοιγµα. Ο Νικήτας στεκότανε µισόγυµνος και ξυπόλυτος πίσω από την κουρελού, την παραµέριζε λίγο κι έβλεπε από `κει ανάµεσα απ` τους αγκώνες του πατέρα του το παράξενο τούτο πράµα που µίλαγε και τραγούδαγε κι έδειχνε ανθρώπους να περπατάνε και παιδιά να παίζουνε σε µεγάλους κήπους και τόσα άλλα θαυµαστά πράµατα. Αυτοκίνητα, αεροπλάνα κι αυτόνε µε το µπιστόλι, τον ψηλό, που σκότωνε τους άλλους. Την πρώτη φορά που τον είδε, τρόµαξε τόσο πολύ που πήγε και χώθηκε κάτω απ` τις κουβέρτες κι έµεινε ακίνητος ώρα πολλή. Νόµιζε όπου να `ναι πως θα µεριάσει η κουρελού και θα µπει αυτός ο ψηλός να σκοτώσει τον πατέρα, τη µάνα, τη γιαγιά κι αυτόνε. Κείνη τη νύχτα, δεν κοιµήθηκε. Την άλλη µέρα, γύρναε στην παραλία ανόρεχτα, έβλεπε τις ψαρόβαρκες ακίνητες στο µουράγιο, µάζευε ψόφια ψάρια που τα ξέρναε η θάλασσα κι όλο το µυαλό του γύρναε σ` αυτό τον ψηλό, µε το µπιστόλι, που σκότωνε. Το στοιχειό… σκεφτότανε… σίγουρα αυτός θα `ναι το στοιχειό που πίνει το αίµα του πατέρα και της µάνας κάθε µέρα, µέσα εκεί στο µεγάλο φουγάρο! Μ` όλο που τρόµαξε τόσο πολύ, την άλλη βραδιά βρισκότανε πάλι πίσω απ` την κουρελού. Τώρα ήτα ένας άλλος. Κοντός, χωρίς µπιστόλι. Αυτός µπήκε µέσα σε µια κάµαρα µε κάτι ανθρώπους πίσω από κάτι µικρά παράθυρα, ζύγωσε σ` έναν απ` αυτούς και ξαφνικά τράβηξε ένα µεγάλο µπιστόλι και σηµάδεψε το κεφάλι τ` αλλουνού. «Ντς, ντς, ντς…» έκανε ο πατέρας. Ο από µέσα, τροµαγµένος, του `δωσε όλα τα λεφτά από `να συρτάρι κι ο κοντός έφυγε βιαστικά κατά την πόρτα. Κείνη την ώρα, άρχισε να βαράει µια σειρήνα κι ο κοντός κατέβαινε τρέχοντας τα σκαλοπάτια. Δυο αυτοκίνητα κλείσανε ξαφνικά το δρόµο, πετάχτηκαν κάτι άνθρωποι µε στολές κι άρχισαν να πυροβολούν τον κοντό, που `βγαλε κι αυτό το µπιστόλι και πυροβολούσε. Σε µια στιγµή, ο κοντός έφερε το χέρι στην κοιλιά του κι έπεσε βαριά πάνω στα σκαλοπάτια. Ο Νικήτας τρόµαξε πάλι και χώθηκε ξανά κάτω απ` τις κουβέρτες. Ούτε απόψε κοιµήθηκε. Την ώρα που `κλεινε τα µάτια του, έβλεπε τον κοντό να κατρακυλάει στη σκάλα και να τρέχει το αίµα απ` το στόµα του. Έψαχνε τώρα να βρει ποιος είναι το στοιχειό. Μετά σκέφτηκε πως θα `ναι πολλά στοιχειά και σίγουρα θα παραφυλάνε γύρω στο σπίτι. Μπορεί τώρα ν` ανεβαίνουνε τα σκαλοπάτια του σπιτιού κι όπου να `ναι µπορεί να χτυπήσουνε την πόρτα. Ο Νικήτας άρχισε να τρέµει κάτω απ` τις κουβέρτες. Σε µια στιγµή, άκουσε ένα θόρυβο και νόµισε πως σπάσανε την πόρτα. Τότε, ξαφνικά, αµόλυσε κάτι κλάµατα, κι έτρεµε σαν το ψάρι. Ξεπετάχτηκαν όλοι απ` τα κρεβάτια τους ανήσυχοι. «Τ` είναι; Τ` είναι;» έκανε φοβισµένη η µάνα και του χάιδευε το κεφάλι. «Τι έπαθες, ρε;» του `πε ο πατέρας. «Το στοιχειό…» είπε τρέµοντας ο Νικήτας και γαντζώθηκε πάνω στα χέρια της µάνας του. «Κάνα όνειρο θα είδε!...» είπε ο πατέρας. «Έλα σύχασε τώρα… Δεν υπάρχει κανένα στοιχειό.» «Κοιµήσου, αγόρι µου», έκανε η µάνα και του χάιδεψε το κεφάλι. Ο Νικήτας ησύχασε λίγο, αλλά δε σταµάτησε να κλαίει. Τότε ο πατέρας αγρίεψε. «Σκάσε!» του `πε. «Είµαι αποσταµένος. Θέλω να κοιµηθώ. Σένα θ` ακούµε τώρα;» «Σώπα, παιδάκι µου,» του `κανε γλυκά και η µάνα.
Ήρθε κι η γιαγιά κοντά και τον κανάκεψε, του `φερε λίγο νερό να πιει και λίγο-λίγο ησύχασε κι αποκοιµήθηκε στα χέρια της µάνας του. Την άλλη µέρα, ξαναπήγε στο δέντρο, πιάστηκε απ` το χαµηλό κλαδί κι άρχισε να κουνιέται πέρα-δώθε. Ύστερα ξανοίχτηκε πιο πέρα. Πήρε τον πρώτο δρόµο, µετά έστριψε δεξιά, έφτασε σ` ένα δεύτερο φαρδύ δρόµο και µετά κατέβηκε πάλι αριστερά. Ήτανε η πρώτη φορά που `κανε ένα τόσο µεγάλο ταξίδι µέσα στους δρόµους της πολιτείας. Έφτασε απ` την άλλη µεριά στο µουράγιο, χάζεψε τις τράτες και τις ψαρόβαρκες και κοίταγε παράξενα τους ανθρώπους. Κανείς δεν έµοιαζε µε στοιχειό. Όλοι αυτοί κουβεντιάζανε ήσυχα-ήσυχα, δεν είχανε µπιστόλια και, πού και πού, γελάγανε κιόλας. Όµως εκεί µέσα τι γίνεται; Σκεφτότανε, κι έπεφτε το µάτι του πάνω στο φουγάρο που `βγαζε κείνη την άσπρη σκόνη και θάµπωνε τον ήλιο. Ήτανε µέρες που η άσπρη σκόνη κατέβαινε ως κάτω, όταν φύσε αέρας από τη θάλασσα. Οι δρόµοι τότε ασπρίζανε σα να `χε πέσει βαριά οµίχλη κι ο πατέρας έβριζε κι όλο µουρµούριζε: «Θα µας ξεκάνει το στοιχειό!» Η γιαγιά έβηχε κι ο Νικήτας ένιωθε στο λαιµό του ένα σφίξιµο. Της µάνας τρέχανε δάκρυα απ` τα µάτια κι ο γείτονας ο Ανέστης άνοιγε ο παράθυρο κι έσκουζε κατά δώθε. «Αυτοί οι κερατάδες θα µας πεθάνουνε!» Απόψε ο πατέρας γύρισε πολύ βαρύς. Έφαε ανόρεχτα και ξαφνικά χτύπησε το χέρι του πάνω στο τραπέζι. «Τους άτιµους… Φάγανε τον Σωτήρη!...» «Τον Σωτήρη; Ποιο Σωτήρη;» ρώτησε η µάνα τροµαγµένη. Η γιαγιά σταυροκοπήθηκε πάλι. «Τον Σωτήρη…» ξανάπε ο πατέρας και ξαφνικά ακούµπησε το κεφάλι πάνω στο τραπέζι κι άρχισε να κλαίει. Ύστερα σηκώθηκε απότοµα, βρόντηξε τα πόδια του κάτω κι άρχισε να φοβερίζει µε τη γροθιά του κατά κείθε που ορθωνότανε σκιαχτερό το µεγάλο στοιχειό. «Φονιάδες… Άτιµοι!...» ούρλιαξε και δάγκωσε άγρια το χέρι του. Ο µικρός Νικήτας τρόµαξε. Το στοιχειό, σκέφτηκε, έφαε τον Σωτήρη! Δεν ήξερε ούτε πώς ήτανε ο Σωτήρης, ούτε πώς τον έφαε το στοιχειό. Όµως την ώρα που `λεγε τις ειδήσεις αυτός που µίλαε όλη την ώρα είπε για κάποιο δυστύχηµα που `γινε στην Ελευσίνα, σ` ένα εργοστάσιο… πως «έφταιγε ο εργάτης τάδε, που δε πρόσεξε, κι έτσι χύθηκε το λιωµένο µέταλλο πάνω του…» «Ψεύτες!» έσκουξε ο πατέρας κι έφτυσε στο κουµπί τον άνθρωπο που µίλαε. «Ψεύτες! Φονιάδες! Το µηχάνηµα ήτανε χαλασµένο. Μέρες τους το λέγαµε!... Μα πού να σταµατήσουνε! Μη χάσουνε λίγη ώρα… Χαλασµένο σας λέω!...» ούρλιαξε. «Αντί να πέσει η κουτάλα µε το λιωµένο σίδερο στο καζάνι, έπεσε απ` έξω, πάνω στο κεφάλι του Σωτήρη και του Γιώργη. Ο Γιώργης είναι στο νοσοκοµείο κι ο Σωτήρης τέζα! Κάρβουνο! Π` ανάθεµα τη µάνα τους, ψευταράδες!» «Σύχασε, σύχασε!» του `κανε η µάνα, κι η γιαγιά έσιαξε τρέµοντας το µαύρο της τσεµπέρι. «Τι γυρεύαµε κατά `δώ;» είπε. «Πιο καλά στο χωριό! Είχε δίκιο ο µακαρίτης!...» «Πώς να ησυχάσω», πετάχτηκε όρθιος ο πατέρας, «που αύριο µπορεί να φάει κι
εµένα!» Ξαφνικά ο Νικήτας, πίσω απ` την κουρελού, έµπηξε µια άγρια στριγγλιά. Η µάνα έτρεξε προς τα `κεί, παραµέρησε την κουρελού και είδε τον Νικήτα πεσµένο ανάσκελα. «Το παιδί… το παιδί!...» έσκουξε. «Κάτι έπαθε το παιδί!» Χύµηξε και το σήκωσε στην αγκαλιά της. Ο πατέρας µε δυο αντρακλιές βρέθηκε στο µέσα δωµάτιο. «Τι έπαθε;» είπε. Άρπαξε το παιδί απ` την αγκαλιά της µάνας του και το σήκωσε ψηλά. Άρχισε να το κουνάει πέρα-δώθε. «Λίγο νερό…» έσκουξε. «Λίγο νερό!» Η µάνα έτρεξε στο νεροχύτη κι έφερε νερό µέσα σ` ένα τάσι. Έβρεξε το χέρι της βιαστικά και ράντισε το πρόσωπο του Νικήτα. Ο Νικήτας τινάχτηκε κι άνοιξε τροµαγµένος τα µάτια του. «Ε, µωρέ… τι άντρας είσαι συ;!...» τον µάλωσε ο πατέρας. «Τι καµώµατα είναι τούτα; Τι φοβήθηκες πάλι;» «Το στοιχειό!...» µουρµούρισε ο Νικήτας. «Θα φάει κι εσένα!...» κι έκλεισε τα µάτια του µ` ένα σπασµό. Ο πατέρας τον έφερε και τον ακούµπησε πάνω στο µικρό κρεβάτι. Του χάιδεψε το πρόσωπο και του χαµογέλασε. Ήτανε η πρώτη φορά που τον χάιδευε ο πατέρας και του µίλαγε έτσι γλυκά. «Άκου `δω…» του `πε σοβαρά. «Το ξέρεις το στοιχειό;» Ο Νικήτας κούνησε το κεφάλι. «Ναι…» µουρµούρισε. «Και πού το είδες;» «Εκεί…» κι έδειξε την τηλεόραση. «Α, ώστε έτσι!... Κάνεις πως κοιµάσαι και κρυφοκοιτάς, ε; Και πώς είναι το στοιχειό;» «Σκοτώνει µε το µπιστόλι… και τρώει κιόλας!» «Όχι, δεν είν` έτσι!...» είπε ο πατέρας. «Όταν µεγαλώσεις θα καταλάβεις…» «Το `πε κι η γιαγιά! Αφού έφαε και τον Σωτήρη!...» «Ναι… ναι!...» έκανε σκεφτικά ο πατέρας. «Όµως θέλω να σου πω… ότι αυτό το στοιχειό που `φαε τον Σωτήρη δε φαίνεται… ούτε κρατάει µπιστόλι… Κοιµήσου τώρα… Πώς να σ` το πω να το κρυµµένο πίσω απ` τις µηχανές… είναι µέσα στον καπνό που βγαίνει απ` τα φουγάρα, είναι µέσα στα γραφεία και γράφει νούµερα… Το ένα, το δύο, το τρία! Όταν µεγαλώσεις και µάθεις γράµµατα, θα καταλάβεις τι σου λέω!... Έλα, κοιµήσου τώρα… και µη φοβάσαι! Από αύριο θ` αρχίσουµε να το… τρώµε εµείς!» Ο Νικήτας τέντωσε τα µάτια του. Κοίταξε τον πατέρα του, που `τανε σκυµµένος πάνω του, τα χοντρά, δυνατά του χέρια, τα θυµωµένα µάτια. «Μπορείς;» Ο πατέρας του χάιδεψε ξανά το πρόσωπο και τράβηξε στο µέσα δωµάτιο. Κάθισε σκεφτικός στην πολυθρόνα και κοίταξε την τηλεόραση. Ούτε έβλεπε, ούτε άκουγε. Όταν ήρθε κοντά η µάνα και τον ρώτησε ήτανε σα να ξύπνησε. «Τι θα κάνετε ταχιά;» «Δεν ξέρω!...» απάντησε βαριά ο πατέρας. «Μπορεί να σταµατήσουµε τις µηχανές… Ίσως κατεβούµε σ` απεργία!... Δεν υπάρχει άλλος δρόµος!» και ξανακοίταξε
αφηρηµένα το κουτί, που `δειχνε τώρα µια µεγάλη µπάλα να στριφογυρίζει στον αέρα και να την κυνηγάνε οι άνθρωποι µε µανία. Όµως τώρα δεν έβλεπε τίποτα. Μονάχα τον Σωτήρη καθώς αναποδογύριζε η κουτάλα και χάθηκε µέσα στους καπνούς. Στο άλλο δωµάτιο, ο µικρός Νικήτας έκλεισε τα µάτια του και πάσκιζε να καταλάβει πώς να `ναι αυτό το στοιχειό που `λεγε ο πατέρας, το αόρατο! Μέσα στη µικρή του φαντασία, παλεύανε χίλια σχήµατα, σαν τα κύµατα της θάλασσας, σαν το νερό που έτρεχε απ` το ταβάνι κι έφτιαχνε ένα σωρό καραγκιόζηδες στον τοίχο, πάνω στ` άσπρα ντουβάρια. Σιγά – σιγά, άρχισε να γαληνεύει και να γλαρώνει. Σίγουρα ο πατέρας θα το σκοτώσει το στοιχειό, όπως και να `ναι… σκέφτηκε, κι άρχισε να βυθίζεται βαθιά-βαθιά σε µια γαλάζια, λαµπερή θάλασσα και να κάνει τούµπες στο σκελετωµένο δέντρο της παραλίας, που `χε γίνει τώρα ένα καταπράσινο δέντρο, γιοµάτο πορτοκάλια. «Το κόκκινο πουλί» Περιγιάλης, Ν. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1990, σελ. 7-21
«ΜΟΝΤΕΡΝΟΙ ΚΑΙΡΟΙ» Ένα τραγούδι κρατάει συνήθως τρία ή και πέντε λεπτά. Σαράντα τραγούδια τρίλεπτα είναι δύο ώρες. Σαράντα πεντάλεπτα, τρεις ώρες και είκοσι λεπτά. Το ωράριο στο εργοστάσιο των σωληνωτών λαµπτήρων ήταν οχτώ ώρες και δε γινότανε να τραγουδάς και τις οχτώ ώρες, για να µη νιώθεις το χρόνο. Την πρώτη µέρα θα τραγούδησα σαράντα τραγούδια. Τη δεύτερη καµιά δεκαριά, την τρίτη ούτε ένα. Και που τραγουδούσα, σχεδόν µάταιο, ο χρόνος κολλούσε πεισµατικά... Κι από τον εκκωφαντικό θόρυβο των µηχανών που δούλευαν αλυσίδα ούτε τη φωνή µου δεν µπορούσα να ακούσω. Το 1936 γεννήθηκα σ` ένα ορεινό χωριό. Το 1936 ο Σαρλό γύρισε τους «Μοντέρνους καιρούς». Μια εικοσαετία αργότερα χτυπιόµουν απ' το γέλιο, βλέποντας στο φιλµ εκείνον τον ανθρωπάκο που, όπου έβλεπε κουµπί, το θεωρούσε για µπουλόνι και το 'στριβε... Το 1970 ζούσα ο ίδιος τους «Μοντέρνους καιρούς» και φυσικά δε χτυπιόµουν απ' το γέλιο. Αντίθετα, πονούσε πιασµένο όλο µου το κορµί απ' την ορθοστασία. Το µυαλό µου κουδούνιζε σαν ηχείο κι αισθανόµουν αγωνία και φόβο µέσα σ' εκείνο το τερατώδες εργοστάσιο.. Πού άρχιζε; Που τέλειωνε; Φυσικά άρχιζε από κάπου, τέλειωνε κάπου, όµως ποτέ δε σταµατούσε. Δούλευε µε βάρδιες είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο κι έβγαζε λάµπες. Ο θόρυβος απ' τις µηχανές που γύριζαν, τροµακτικός. Και τα µεγάφωνα, πολλά και παντού, σ' όλη την ένταση ανοιγµένα να µεταδίδουν µουσική, γιατί οι µελέτες απέδειξαν πως η παραγωγή µεγαλώνει πιο γρήγορα µε τη µουσική... Κι ο εργάτης άνθρωπος εκεί µέσα καταργηµένος. Γιατί, τι άλλο είναι εκτός από κατάργηση το µαρτύριο να βιδώνει ακούνητος στην ίδια θέση βιδούλες σ' ένα όµοιο εξάρτηµα; Ανάµεσα από ένα κυλινδρικό περιστρεφόµενο µηχάνηµα σε σχήµα πελώριας ανέµης, απ' όπου µε διπλά και τριπλά γάντια τραβούσα τις λάµπες-σωλήνες που έκαιγαν και ίσιωνα τα δυο ενωµένα συρµατάκια, για να περνάει ευκολότερα ο επόµενος µου τις µεταλλικές υποδοχές, µπορούσα να βλέπω τη γυναίκα µου (που την προσέλαβαν κι αυτή) να στέκεται µπροστά σ' ένα άλλο µηχάνηµα και να κάνει την ίδια κίνηση. Να σκύβει, να ξεκολλάει ανά δύο τις λάµπες, να ορθώνεται, να ξανασκύβει και να τις τοποθετεί σε κάσες, να ξανασκύβει... Τις πρώτες ώρες γύριζε πότε πότε το κεφάλι της, µ' έβλεπε και µου χαµογελούσε κατακόκκινη. Όµως σιγά σιγά δε γύριζε, κι όταν γύριζε, δε µου χαµογελούσε. Κοίταζε ψηλά πάνω από µένα το ρολόι... Την τρίτη µέρα ζήτησα να µου επιτρέψουν να δουλέψω σ' όλα τα στάδια που απαιτεί η πορεία κατασκευής µιας λάµπας απ' την αρχή. Μου αρνήθηκαν, γέλασαν και µ' έδιωξαν ύστερα από είκοσι µέρες σαν απροσάρµοστο... Μήτσος Κασόλας (ΓΛΩΣΣΑ ΣΤ΄ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ)
«ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΡΙΑΝΤΑ ΨΑΡΑΔΩΝ» Όταν τελείωσε ο µεγάλος πόλεµος, στα 1945, οι ψαράδες της Κεραµωτής, κοντά στην Καβάλα, που σε όλη σχεδόν την Κατοχή είχαν µείνει άνεργοι και πολύ δυστύχησαν, έκαµαν το σταυρό τους, ανασκουµπώθηκαν και συνάχτηκαν ένας ένας στα ιχθυοτροφεία τους, αποφασισµένοι να ξαναρχίσουν τη σκληρή δουλειά τους. Τα ιχθυοτροφεία όµως της Κεραµωτής ήταν σχεδόν ολότελα καταστραµµένα από την αναγκαστική εγκατάλειψη. Το ποτάµι της περιοχής, ο Νέστος, είχε µε τον καιρό απλώσει την κοίτη του και χυνόταν τώρα µέσα στα ιχθυοτροφεία. Τότε οι τριάντα ψαράδες των ιχθυοτροφείων αποφάσισαν ν` αλλάξουν την πορεία του ποταµού, να τον ξαναγυρίσουν στην παλιά του κοίτη και να ελευθερώσουν το ιχθυοτροφείο. Αυτό βέβαια δεν ήταν καθόλου εύκολη δουλεία. Δεν είναι καθόλου εύκολο να γυρίσει κανείς το ρεύµα του ποταµού, να το κάµει να υπακούσει στη θέληση του ανθρώπου. Μια παλιά παροιµία λέει πως «ο ποταµός γυρεύει τα δικαιώµατά του πενήντα χρόνια», δηλαδή ο ποταµός, όταν µια φορά κάµει ένα πέρασµα και µια κοίτη, δύσκολα αλλάζει πορεία, γίνεται πια αφέντης και κύριος του τόπου. Φυσικό λοιπόν ήταν οι τριάντα ψαράδες της Κεραµωτής να δουλέψουν σκληρά και κυρίως να δουλέψουν όλοι µαζί, σαν µια ψυχή και σαν ένα σώµα, για να κατορθώσουν αυτό, που πραγµατικά θα ήταν ακατόρθωτο αν δούλευε ο καθένας χωριστά. Μάλιστα ένα χειµωνιάτικο βράδυ, εκεί στα τέλη του Νοεµβρίου, ξέσπασε ξαφνικά µια καταιγίδα, που κόντεψε να παρασύρει τα φράγµατα και να καταστρέψει το ωραίο έργο. Οι ψαράδες όµως, µε πίστη και µε κουράγιο πάλι, ξενύχτησαν όλοι µέσα στο ιχθυοτροφείο. Βουτηγµένοι στα νερά ως τη µέση, καθάριζαν τα φράγµατα από τα φύκια, για να κυκλοφορούν ελεύθερα τα νερά και να µην παρασύρουν µε τη δύναµη τους τα φράγµατα. Από κει και πέρα η δουλειά δεν τους φαινόταν πια δύσκολη. Σιγά σιγά έφτιαξαν τις καλαµιές για τα φράγµατα των ιχθυοτροφείων, επισκεύασαν τα καλυβόσπιτά τους, ναυπήγησαν βάρκες, αγόρασαν και αυτοκίνητο, για να µεταφέρουν τα ψάρια στις ψαραγορές. Πώς όµως µπόρεσαν οι τριάντα φτωχοί και άσηµοι ψαράδες της Καβάλας να πετύχουν αυτό το έργο; Πώς µπόρεσαν να παρουσιαστούν όλοι µαζί, να οµονοήσουν, να µην κάνει ο καθένας του κεφαλιού του, να ενώσουν όλες τις δυνάµεις τους σε µια πειθαρχηµένη δύναµη; Ακόµη πώς µπόρεσαν να βρουν και τα χρηµατικά µέσα που χρειάζονταν γι` αυτή τη δουλειά, τις «πιστώσεις» δηλαδή, µε τις οποίες συµπλήρωσαν την προσωπική εργασία τους; Όλα αυτά τα µπόρεσαν µε την τυπική και ουσιαστική ένωσή τους σε ένα συνεταιρισµό. Αν, ύστερα από τόσα χρόνια, θυµήθηκα ξανά αυτή τη µικρή και πολύ συγκινητική ιστορία και σας τη διηγιέµαι, είναι γιατί µπορεί να γίνει σε όλους ένα πολύτιµο παράδειγµα. Να µας διδάξει πως η συνεργασία, η αλληλεγγύη και η αλληλοβοήθεια, η αγάπη και η οµόνοια, βοηθούν τον άνθρωπο να κατορθώσει κάποτε και πράγµατα που θεωρούνται ακατόρθωτα ή έστω πολύ δύσκολα. Πέτρος Γλέζος (ΓΛΩΣΣΑ ΣΤ’ ΤΕΤΑΡΤΟ ΜΕΡΟΣ)
«ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ» Όταν άρχισα να μεγαλώνω, βοηθούσα κι εγώ τον πατερά μου στη δουλειά του, προπαντός τα καλοκαίρια, που μου έμενε καιρός απ` τα μαθήματα. Ο πατέρας μου ήταν ταχυδρόμος. Είχε στην περιφέρειά του πέντε χωριά κι έκανε αυτό το δρομολόγιο δυο φορές τη βδομάδα. Έτρεχε ολημέρα σ' εκείνον τον κακότοπο, βαρούσε την τρομπέτα του στις ράχες, για ν' ακούσουν, και τα βράδια ερχότανε στο σπίτι. Σπάνια τύχαινε να ξενυχτήσει αλλού, αυτό γινότανε καμιά φορά το χειμώνα με τις μεγάλες βροχές. Μπορούσε να βρει εύκολα κατάλυμα στο δρόμο, ήταν περίφημος και περιζήτητος ανεκδοτολόγος, μα χωρίς ανάγκη δεν έλειπε ποτέ από τους δικούς του. Αργούσε όμως τη νύχτα, τον έπιανε η κακοκαιρία ή ήθελε να αποσώσει τις κουβέντες με τον κόσμο, όπως έλεγε όχι χωρίς κάποιο παράπονο η βάβω, και πολλές φορές τον περιμέναμε ως τα μεσάνυχτα. Κρύωνε τότε το φαΐ, εμείς τα παιδιά κοιμούμασταν ορθά, η καημένη η μάνα μου προσκύναγε σαν νύφη κάθε τόσο απ' τη νύστα (κι αυτή η έκφραση ήταν της πεθεράς της πάλι). Όταν ο πατέρας ζύγωνε στο σπίτι, πρώτος τον οσμίζονταν ο σκύλος κι έβανε τ' αλύχτημα. Εμείς πάλι τον γνωρίζαμε από το περπάτημα του, ακούγαμε καθαρά τις πατησιές του στο χωράφι. Δεν ήταν τόσο από την κούραση που μ' άφηνε ο πατέρας πότε πότε στο ποδάρι του. Πριν αναλάβει το ταχυδρομείο, έκανε το μαραγκό και τον ήξεραν σ' όλο το Ξερόμερο, μαστρο-Κώστας με τ' όνομα. Τώρα που είχε αλλάξει δουλειά, δεν ξεχνούσε ωστόσο και την παλιά του τέχνη. Δεν ήτανε μονάχα το μεράκι, τον ανάγκαζε κι η φτώχεια μας σ' αυτό. Είχαμε πολυφαμελέψει, κι ο άλλος αδερφός δεν έβγαζε παράδες, περνούσε τον περισσότερο καιρό του στα χωράφια. Όταν λοιπόν είχε να φτιάσει κανένα βαρέλι ή κανένα αγγειό παραγγελιά, έστελνε μένα με τα γράμματα κι έτσι δεν έχανε το μεροκάματο. Μ` άφηνε τίποτα δεκάρες διαφορά από τα πούλια* που μάζωνα, και το κέρδος αυτό μου έκανε αλαφρότερο τον κόπο της πορείας. Στην αρχή πήγαινα μονάχα ως το γειτονικό χωριό, το τελευταίο του δρομολογίου. Δεν ήταν παρά μια ώρα δρόμος, παιχνίδι για μένα. Πολύ αργότερα αποφάσισε να με στείλει και στην έδρα του ταχυδρομείου, τη Νισίστα. Για κει θα είχα να περπατήσω πολύ, θα έλειπα όλη την ημέρα από το σπίτι. Κι ούτε περιγράφεται ο φόβος που δοκίμασα όταν πέρασα, για πρώτη φορά — μόνος μου — το Κακολάγκαδο. Ήτανε μια τεράστια ρεματιά, που άρχιζε αποπάνου απ' το βουνό, κοντά στο ληστοχώρι, τη Φανερωμένη, κι έφτανε ως κάτου στο ποτάμι. Όταν περνούσες από κει, για να φτάσεις από τη μιαν άκρη ως την άλλη, χρειαζόσουν μισή ώρα περίπου. Δέντρα πανάρχαια και τετράψηλα, πλατάνια τα περσότερα, έκρυβαν σχεδόν ολότελα τον ουρανό και ήταν σαν να περιπατείς σε καμιά χώρα στοιχειωμένη. Πώς μπορεί να υπομείνει όλο αυτό το πρωτόγονο μεγαλείο μια παιδική ψυχή, ένας άνθρωπος μια στάλα; Φοβόμουν, φοβόμουν πολύ μέσα σ' εκείνο το ρημολάγκαδο και καρτερούσα ν' ακούσω το καταμεσήμερο, μέσ' απ' τα χαλάσματα, το λάλημα του πετεινού που είχε βουλιάξει, λέγαν, εκεί μέσα μαζί με όλη την πλάση την παλιά. Να συναπαντούσες εκείνες τις στιγμές κανέναν αγωγιάτη, σου φαινόταν πως τον έστειλε ο θεός. *πούλια: γραμματόσημα Γιώργος Κοτζιούλας
(ΓΛΩΣΣΑ ΣΤ’ ΤΕΤΑΡΤΟ ΜΕΡΟΣ)
«Ο ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΤΗΣ ΒΡΟΧΗΣ» Παρασκευή, 11 Νοεµβρίου Ένα περιστέρι «περιποιήθηκε» τον κυρ Ανέστη, την ώρα που σκούπιζε το πεζοδρόµιο. Τον κουτσούλισε στη φαλάκρα. - Στην αρχή ο άνθρωπος ξαφνιάστηκε και νόµισε πως ήταν... ψιχάλα, µας είπε η µητέρα. Μόλις όµως διαπίστωσε την αλήθεια, θύµωσε κι έψαχνε να βρει νερό να πλυθεί. Μας φάνηκε αστείο και γελούσαµε. Ήταν µεγάλη; ρώτησε η Μαργαρίτα µε αφέλεια. - Ποια; Για την κουτσουλιά, λέω... Ξεκαρδίστηκε η µητέρα µε την απορία. Σάµπως την είδα, βρε παιδάκι µου; Τα γέλια µας βγήκαν ξινά, ωστόσο. Γιατί ο πατέρας γύρισε στενοχωρηµένος, απόψε. Το καταλάβαµε κι ας µην είπε κουβέντα. Κοντά στ' άλλα, τον πρόφτασε και η βροχή στο δρόµο και τον έκανε µούσκεµα. Η µητέρα του 'φερε µια πετσέτα να σκουπίσει το κεφάλι του και ρούχα για ν` αλλάξει. - Θα πουντιάσεις, χριστιανέ µου, του 'πε. Γιατί δεν περίµενες λίγο, κάτω από καµιά µαρκίζα, να κόψει κάπως η µπόρα; - Δεν πειράζει... µουρµούρισε µελαγχολικά, και κάθισε στο κρεβάτι, να βγάλει τα παπούτσια του. Δεν ήθελε να φάει. Φόρεσε τις πιτζάµες του και ξάπλωσε. - Κάτι ξέχασες, φώναξε η µητέρα. Δε φίλησες το γιο σου και την κόρη σου. Πήγαµε κοντά του. Ανασηκώθηκε και µας αγκάλιασε µε λαχτάρα. - Πώς τα περάσατε σήµερα σχολείο; ρώτησε. - Καλά... καλά..., είπαµε. - Μπράβο. Να 'χετε την ευχή µου. Και τώρα, να κοιµηθείτε, παιδιά µου. Έτσι; - Ναι... Έξω άστραφτε και βροντούσε. Η αδερφή µου κουκουλώθηκε µε τις κουβέρτες και σε πέντε λεπτά την είχε πάρει ο ύπνος. Είναι µικρή. Πώς ν' αντιληφθεί ότι κάτι συνέβαινε στο σπίτι µας; Ανησυχούσα. Δεν µπορούσα να κλείσω τα µάτια µου. Τον άκουσα να λέει στη µητέρα µερικά µπερδεµένα πράγµατα για την δουλειά του. Συγκράτησα µια φράση, µια και µόνη.: «Περιορισµός προσωπικού». - Αχ, Θεέ µου, ψιθύρισε η µητέρα µες στη νύχτα. Ήταν ανάγκη να µας τύχει κι αυτό το κακό; Και σας έδιωξε, δίχως εξηγήσεις; Τόσο καιρό µοχθούσατε για δαύτον. - Οικονοµίες... Ίσως και να βάλει λουκέτο στην επιχείρηση, της είπε. Πάει άσχηµα. Χρωστάει πολλά. Επιταγές, γραµµάτια... - Σας έδωσε, τουλάχιστον, αποζηµίωση; - Δυο µηνιάτικα. Θα προσπαθήσουµε να ζήσουµε τον πρώτο καιρό µ' αυτά. Ως τα Χριστούγεννα, θα τα βγάλουµε πέρα. - Τι σκέφτεσαι να κάνεις τώρα; - Δεν ξέρω... Έχω κάποιο γνωστό, που φτιάχνει κουφώµατα. Μπορεί να χρειάζεται τεχνίτες, της απάντησε. Θα πάω τη Δευτέρα να
τον δω. - Μη χάνεις το κουράγιο σου, άντρα µου. Θα παλέψουµε. Στην ανάγκη θα δουλέψει κι ο Γρηγόρης. Είναι πια κοτζάµ παλικάρι. Εκείνος δε µίλησε. Λες και σκεφτότανε την τελευταία της κουβέντα. Μετά της είπε σχεδόν θλιµµένα: - Δεν έπρεπε να φύγουµε, ν' αφήσουµε το χωριό... Σε τούτη την τσιµεντένια πολιτεία τα πράγµατα είναι άγρια. Χάνεσαι στο πλήθος... Είναι αργά να γυρίσουµε πίσω. Τώρα είµαστε εδώ. Και δω θ' αγωνιστούµε. Μην απελπίζεσαι. - Θα δούµε... Καληνύχτα. - Καληνύχτα. Σωπάσανε. Η βροχή δεν εννοούσε να σταµατήσει. Τα λόγια τους βουίζανε στ` αυτιά µου. Στριφογύριζα στα στρωσίδια µου. Δε φοβόµουν, ωστόσο. Στο µυαλό µου χόρευαν ένα σωρό φιγούρες. Κι ήταν όλες τους παιδιά, µεγαλύτερά µου, σαν το φίλο µου το Δηµήτρη, κι άλλα µικρότερα, που καταφέρνουνε και κερδίζουνε δικό τους µεροκάµατο. Γιατί όχι κι εγώ; Τρίτη, 22 Νοεµβρίου Από τη µέρα που ο πατέρας έµεινε χωρίς δουλειά, περνάει τις πιο πολλές ώρες µαζί µας, στο σπίτι. Δεν έχει κέφια κι ούτε χαµογελά πια. Πότε πότε πάει σε κάποιο καφενείο και συναντά συγχωριανούς του. Ψάχνει για µεροκάµατο σαν το λαγωνικό. Του δίνουν υποσχέσεις, καθώς εκείνος ο γνωστός του µε τα κουφώµατα, που του 'πε πως θα τον χρειαστεί µετά το Πάσχα... «Με κοροϊδεύουν...», τον άκουσα να λέει στη µητέρα. Το πρωί θυµήθηκε τον ξάδελφό του, που ζει χρόνια τώρα στη Γερµανία. Πήρε µολύβι και χαρτί, τραβήχτηκε σε µιαν άκρη και του 'γραψε. Πρόφτασα να διαβάσω την πρώτη φράση. «Υγείαν έχουµε, το αυτό επιθυµούµε και για σένα...» Πέµπτη, 29 Δεκεµβρίου Ο κυρ Ανέστης χτύπησε την πόρτα µας κι έδωσε ένα χοντρό φάκελο, γεµάτο γραµµατόσηµα, στον πατέρα. - Τον έφερε πρωί πρωί ο ταχυδρόµος, είπε. «Συστηµένο εξωτερικού». Για να µη σας ανησυχήσω, έβαλα την υπογραφή µου στο βιβλίο του και τον παρέλαβα. - Σ' ευχαριστώ, έκανες καλά. - Παρακαλώ... Παρακαλώ, κύριε, µουρµούρισε φεύγοντας. Ο πατέρας έσφιξε στα χέρια του το γράµµα και πήγε στο κουζινάκι να τ' ανοίξει. Έτρεξε ξοπίσω του, µε περιέργεια, η µητέρα. - Τι 'ναι αυτό; ρώτησε. Ποιος σου το στέλνει; - Ο ξάδελφος µου από τη Γερµανία... Και τι θέλει; - Τώρα θα δούµε, της απάντησε, παριστάνοντας τον ανίδεο. Διάβασε, ξαναδιάβασε και µόνο που δεν πήδησε ως το ταβάνι, από τη χαρά του. - Επιτέλους, µου γέλασε η τύχη, φώναξε. Με καλεί να πάω κοντά του, να δουλέψουµε.
Μέχρι και το εισιτήριο για το τρένο µου έβγαλε. Καλό παιδί. Χρυσό. Η µητέρα συννέφιασε και προσπάθησε να καταλάβει τι συµβαίνει. - Για ποιο εισιτήριο και ποιες Γερµανίες κουβεντιάζεις; τον ρώτησε. Την αγκάλιασε και την κοίταξε στα µάτια. - Θα φύγω µετανάστης, γυναίκα... - Μετανάστης; - Ναι... Εκεί έχουν ανάγκη από τεχνίτες. Δίνουν αρκετά χρήµατα. Τα 'χω κανονίσει. Θα σας έρχεται, µια φορά το µήνα, η επιταγή... Εκείνη δε στάθηκε, η κακοµοίρα, ν' ακούσει περισσότερα. Ξέσπασε σε κλάµατα µε λυγµούς. Ευτυχώς που έλειπε η Μαργαρίτα στο σχολείο και δεν την είδε στην κατάσταση αυτή. Του κάκου ο πατέρας πάλευε να τη συνεφέρει και να την παρηγορήσει. Σαν τις βρύσες τρέχανε τα µάτια της. Κι εγώ τους κοιτούσα σαν χαζός και δεν ήξερα τι να κάνω και τι να πω. Καθόµουν στο κρεβάτι µου βουβός κι ένιωθα την καρδιά µου να χτυπάει δυνατά και τα πόδια µου παγωµένα. Το µάτι του κυκλώνα είχε τρυπώσει στο σπίτι µας. Μπήκανε στο δωµάτιο τους, κλείσανε την πόρτα και συζητούσανε µε τις ώρες, πότε φωναχτά και πότε σιγανά. Μπερδεύανε τα λόγια τους κι αγωνίζονταν να πιάσουν το µίτο της Αριάδνης, που θα τους οδηγούσε στην έξοδο του Λαβύρινθου. Χειρότερη µέρα δεν έχω περάσει στη ζωή µου... Θαρρούσα πως βρισκόµουνα µονάχος στο βουνό, µέσα σε χιονοθύελλα. Οι άνεµοι µε χτυπούσανε, λυσσασµένοι, στο πρόσωπο, οι νιφάδες στροβιλίζονταν γύρω µου σαν τρελές και το κρύο µου περόνιαζε τα κόκαλα. «Κουράγιο, Γρηγόρη... Κουράγιο..., είσαι άντρας...», έλεγα στον εαυτό µου και παρακαλούσα το Θεό να µας βοηθήσει. Παρασκευή, 13 Ιανουαρίου Ο πατέρας έφυγε, σχεδόν αξηµέρωτα, για τα ξένα. Μείναµε οι τρεις µας... Πόσο µελαγχολικά είναι όλα... Δεν πήγαµε στο σιδηροδροµικό σταθµό να τον αποχαιρετίσουµε. Δεν ήθελε. - Μπορεί να κρυώσετε, είπε, Η παγωνιά είναι φοβερή. Μας έκρυβε την αλήθεια. Φοβότανε τις δυνατές συγκινήσεις. Φοβότανε µπας και µετάνιωνε, καθώς θα µας έβλεπε να κουνάµε τα µαντίλια, και κατέβαινε πριν ξεκινήσει το τρένο. Ήπιε στο πόδι το καφεδάκι που του 'χε ψήσει κλαίγοντας η µητέρα, και µας φίλησε δεκάδες φορές, βουρκωµένος, προτού φορέσει την τραγιάσκα και πιάσει τη βαλίτσα. Την ίδια γκρι, τριµµένη τραγιάσκα φορούσε και τότε που φτάσαµε, χαρούµενοι, σε τούτο το µέρος, από το χωριό... Η Μαργαρίτα είχε αγουροξυπνήσει και κοιτούσε σαν χαµένη. Δε µιλούσε. Λες κι είχε καταπιεί τη γλώσσα της. Πρόσεξα τα µάτια της µάνας µου. Είχανε πρηστεί από το κλάµα. Δυστυχία. Κι όµως, του έδινε θάρρος και τον συµβούλευε, σαν να ήτανε παιδί. - Να φοράς τις µάλλινες κάλτσες και τη ζεστή φανέλα. Μη βγάζεις το πουλόβερ που σου 'χω πλέξει. Έχει υγρασία κει πέρα. Και να µας γράφεις όσο πιο συχνά µπορείς. - Καλά... Καλά..., της έλεγε. Τι σηµασία είχε που δε συµφωνούσε για το ταξίδι του; Εκείνος το 'χε αποφασίσει. Της υποσχέθηκε πως, άµα τα πράγµατα του έρθουνε βολικά, θα γυρίσει να πάρει κι εµάς κοντά
του, στη Γερµανία. - Ξέρεις πόσοι Έλληνες µετανάστες βρίσκονται σ' αυτή τη χώρα; τη ρώτησε. Χιλιάδες... Τ' ακούς; Δεν του απάντησε. Προσπάθησε να χαµογελάσει και ψιθύρισε µε δυσκολία: - Η Παναγιά µαζί σου... Είχα προετοιµαστεί για τη σκηνή του αποχωρισµού. Αλλά τώρα θέλω να την ξεχάσω. Να τη σβήσω από τη µνήµη µου, όπως τους εφιάλτες. Έξω βρέχει. Αύριο θα πάµε µε το Δηµήτρη στο θείο του τον Άγγελο. Μας περιµένει. Του υποσχέθηκε να µε βοηθήσει. Χρειάζεται αγώνας. Η µάχη, η δική µου µάχη, αρχίζει. Σκέφτοµαι το ουράνιο τόξο, που βγαίνει µετά την καταιγίδα και πληµµυρίζει τις καρδιές χρώµατα. Δε φοβάµαι. Ελπίζω κι, όπως λέει ο φίλος µου ο Δηµήτρης, όταν υπάρχει ελπίδα µπορούν όλα να κυλήσουνε καλύτερα. Κουράγιο, µανούλα. Μην τροµάζεις, µικρή µου Μαργαρίτα... Τα σύννεφα θα χαθούν. Θα τα νικήσει ο ήλιος. Η Άνοιξη δε θ' αργήσει. Τα λουλούδια θα πληµµυρίσουνε τους κάµπους ξανά, και τ' αηδόνια θα πούνε τα πιο χαρούµενα τραγούδια τους... Τσίρος Σπ., Κέδρος, Αθήνα, 1983, (σελ. 47-66)
«Επιτάφιος», Γιάννης Ρίτσος (Αποσπάσµατα) (Θεσσαλονίκη. Μάης του 1936. Μια μάνα, καταμεσής του δρόμου, μοιρολογάει το σκοτωμένο παιδί της. Γύρω της και πάνω της, βουίζουν και σπάζουν τα κύματα των διαδηλωτών των απεργών καπνεργατών. Εκείνη συνεχίζει το θρήνο της)
Ι Γιε µου, σπλάχνο των σπλάχνων µου, καρδούλα της καρδιάς µου, πουλάκι της φτωχιάς αυλής, ανθέ της ερηµιάς µου, Πώς κλείσαν τα µατάκια σου και δε θωρείς που κλαίω και δε σαλεύεις, δε γρικάς τα που πικρά σου λέω; Γιόκα µου, εσύ που γιάτρευες κάθε παράπονο µου, που µάντευες τι πέρναγα κάτου απ’ το τσίνορό µου, Τώρα δε µε παρηγοράς και δε µου βγάζεις άχνα και δε µαντεύεις τις πληγές που τρώνε µου τα σπλάχνα; Πουλί µου, εσύ που µούφερνες νεράκι στην παλάµη πώς δε θωρείς που δέρνουµαι και τρέµω σαν καλάµι; VI Μέρα Μαγιού µου µίσεψες, µέρα Μαγιού σε χάνω, άνοιξη, γιε, που αγάπαγες κι ανέβαινες απάνω Στο λιακωτό και κοίταζες και δίχως να χορταίνεις άρµεγες µε τα µάτια σου το φως της οικουµένης Και µε το δάχτυλο απλωτό µου τάδειχνες ένα-ένα τα όσα γλυκά, τα όσα καλά κι αχνά και ροδισµένα Και µούδειχνες τη θάλασσα να φέγγει πέρα, λάδι, και τα δεντρά και τα βουνά στο γαλανό µαγνάδι
Και τα µικρά και τα φτωχά, πουλιά, µερµήγκια, θάµνα, κι αυτές τις διαµαντόπετρες που ίδρωνε δίπλα η στάµνα. Μα, γιόκα µου, κι αν µούδειχνες τ’ αστέρια και τα πλάτια, τάβλεπα εγώ πιο λαµπερά στα θαλασσιά σου µάτια. Και µου ιστορούσες µε φωνή γλυκειά, ζεστή κι αντρίκια τόσα όσα µήτε του γιαλού δε φτάνουν τα χαλίκια Και µούλεες, γιε, πως όλ’ αυτά τα ωραία θάναι δικά µας, και τώρα εσβήστης κ’ έσβησε το φέγγος κ’ η φωτιά µας. Στη στράτα εδώ καταµεσής τ᾿ άσπρα µαλλιά µου λύνω και σου σκεπάζω της µορφής το µαραµένο κρίνο. Φιλώ το παγωµένο σου χειλάκι που σωπαίνει κι είναι σα να µου θύµωσε και σφαλιγµένο µένει. Δε µου µιλείς κι η δόλια εγώ τον κόρφο δες, ανοίγω και στα βυζιά που βύζαξες τα νύχια, γιε µου, µπήγω. Από τη συγκεντρωτική έκδοση «Ποιήµατα»