ȳʄʘʍʍɲʆɽʌʘʋʉʔɲɶʀɲ ʃɲɿ ɲʐʏʉɲʆɳʄʘʍɻ Ȱʋʊ ʏʉʆ Ɂɜɟəɩɑ ɇɜɢɜɤɨɤɔɠɤɪ
Γιώργος Αριστηνός, Φλας στη Νύχτα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2017, 132 σελ.
Μ
ια ύπουλη παρεξήγηση κατισχύει όλο και συχνότερα, ώστε νοµίζει κανείς αψήφιστα πως το καλό γράψιµο µπορεί να είναι ανώδυνο και ουδέτερο σαν την µουσική που συνοδεύει τα ψώνια στο σούπερ µάρκετ ή την αναµονή στα αεροδρόµια, µια υποτονική και αναλγητική συντροφιά, ενίοτε γλυκιά και οριοθετηµένη µε µαστοριά, πάντως σε σύµπνοια µε την καθηµερινότητα και τον χρόνο. Κι όµως, η «αντίληψη που ταυτίζει την τέχνη µε ένα καλό παιδί», γράφει ο Γιώργος Αριστηνός σε ένα δοκίµιό του, είναι παραπλανητική, κανείς δεν µας υποχρεώνει να υποθέσουµε πως είναι «η καλλιτεχνική µορφή ναυαγισµένη στον χώρο που τη γέννησε και στον χρόνο που καλλιέργησε ή υπέθαλψε µέσα της», αντιθέτως µάλιστα, η τέχνη είναι καθεαυτή «άτακτη και αγοραία τις περισσότερες φορές, και ερµηνεύει τα πράγµατα µε την ιδιοσυγκρασία του αστρατώνιστου νοµάδα».1 Αστρατώνιστος νοµάδας είναι ο αφηγητής στο Φλας στη Νύχτα, όπως ήταν εκείνος στον ∆ολοφόνο (2000) και ο παλαιότερος της Κατάβασης (1992). Έργα ενός µείζονος σύγχρονου έλληνα συγγραφέα, τα βιβλία αυτά πιέζουν διαρκώς το ένα το άλλο όπως οι τεκτονικές πλάκες. Το σφρίγος της γραφής και µια σπουδαία γλώσσα µόλις συγκρατούν ένα ψυχικό τοπίο που ανατινάσσεται εξαίφνης εδώ ή εκεί εξαπολύοντας οξυκόρυφους γλωσσικούς µύδρους τεράστιας έντασης και βίας. Οι αφηγητές του Αριστηνού βαδίζουν σε ένα ναρκοπέδιο και στήνουν ένα άλλο για τον αναγνώστη: πρόσωπα οριακά και εξαθλιωµένα, µισάνθρωποι και απελπισµένοι, νάρκισσοι και βίαιοι, µονολογούν ακατάπαυστα λες και κρατιούνται από την γλώσσα, ή κρατάνε µε την γλώσσα κάτι απέξω. Ξεβολεύουν τον αναγνώστη και τον ταράσσουν, ενδεχοµένως τον στέλνουν πότε πότε µια ώρα αρχύτερα να βρει the books’ journal #80 > ÅÐÔ»ÍÂÒÉÏ× @
Τα λόγια που ρέουν ακατάπαυστα στο Φλας στη νύχτα δεν είναι σκάλα, ούτε δίσκος που έχει κολλήσει, αλλά εξοδος από µια θλίψη αρχέγονη, σαν το ψάρι που ίσα µισοβγάζει το κεφάλι από το νερό, βλέπει τον κόσµο κι έπειτα βουτά ξανά, ώστε να αποφύγει την ασφυξία εκεί έξω. Ευτυχώς, ό,τι αποτυγχάνει µες στην γλώσσα έχει αξία και σηµασία – δείχνει πέρα από αυτήν. ασφαλές καταφύγιο στις εκατοντάδες «διακειµενικές» αναφορές που είναι, βεβαίως, πανταχού παρούσες, λειτουργώντας ως φιλολογική έξοδος κινδύνου.
ȰɁȵȻȴȵɃɇ ɉȿȸ Ένας τρόπος να διαβάσει κανείς το Φλας στη νύχτα είναι ως έναν «εκτενή εγγαστρίµυθο διάλογο της λογοτεχνίας µε τον εαυτό της», όπου καταστρέφονται το «νόηµα», η «ταυτότητα» και όλα τα συµπαροµαρούντα.2 Μήπως ο ίδιος ο συγγραφέας δεν πλέκει ένα δίκτυο από άµεσες και έµµεσες αναφορές που ενθαρρύνουν µια τέτοια ανάγνωση; Ο ίδιος, άλλωστε, γράφει σε µια επιστολή του πως «η µπαρόκ υπερφόρτωση της γραφής µου (η ρητορική της υπέρταση) […] σηµαίνει στο βάθος (αν υπάρχει βάθος και όχι η χαρούµενη νιτσεϊκή επιφάνεια), µια γελοιογράφηση ή διαβουκόληση της θεολογίας του συγγράφειν, της µεταφυσικής των αξιών που έχει επωµιστεί». 3 Ήδη καλά κριτικά άρθρα ανιχνεύουν το «διακειµενικό» πλέγµα που συνέχει το βιβλίο και ερευνούν το «µεταµυθοπλαστικό» µωσαϊκό του.4 Κι όµως, νοµίζω πως µια ανείδεος ύλη λανθάνει κάτω από τον φόρτο των «διακειµενικών» παιχνιδιών και των µορφικών αρετών, ένα απόθεµα εκρηκτικό που αντιστέκεται στην λογοτεχνική θεωρία, και που προκαλεί να το αντικρίσει κανείς κατάµατα. ∆ιότι, ναι µεν η θεατρικότητα και ο σαρκασµός προφανώς υπονοµεύουν τις φιλοσοφικές ιδέες που εκφράζει ο αφηγητής (κι οι οποίες παραπέµπουν στην Λογοτεχνία του Κακού), όµως δεν είναι η υπονόµευση το κύριο ζήτηµα, µάλλον ένας ένδον εαυτός ωµός, προµηθεϊκός κι ανήµερος που κινεί τα νήµατα πέρα από κάθε λογοτεχνικό παιχνίδι, αντλώντας από επώδυνες λειτουργίες της µνήµης. Με άλλους όρους, µπορεί στο Φλας στη νύχτα η γραφή να καταλήγει µια σπείρα του κοχλία, όπου ολοένα «βιδώνει χωρίς να “σφίγγει” η βίδα», όµως η καρδιά του
κειµένου χτυπά χάρη σε µια βιωµένη και οµολογηµένη αγωνία για «την εγγενή αναπηρία» της λογοτεχνίας «να εκταθεί πέρα από τον ορίζοντα της γλώσσας».5 Κατ’ αρχάς, λίγα λόγια για το Φλας στη Νύχτα, στοιχειώδη, όπως είναι άλλωστε η πλοκή του. Η αφήγηση είναι πρωτοπρόσωπη κι ο µύθος αδρός: σε µια σοφίτα ένας άντρας µιλά ασταµάτητα σε µια γυναίκα. Αυτή πότε αδιαφορεί ή δυσφορεί, η λογόρροια σκάζει σε έναν πανίσχυρο κυµατοθραύστη, αλλά δεν καταλαγιάζει. Το «απύλωτο στόµα» (foul mouth) δεν βάζει γλώσσα µέσα. Τροφοδοτείται αέναα µε πεπλεγµένους συνειρµούς και αυτοσχεδιασµούς, εκτρέπεται ενίοτε σε έναν οχετό από γκροτέσκες και εµπρηστικές προτάσεις, κορυφώνεται σε µια γλωσσοδίνη όπου δύσκολα µπορεί ο,τιδήποτε να στεριώσει. Πώς το λέει ο Νίτσε; «Τα πάντα σε δαύτους µιλιούνται µέχρι αηδίας» (Alles bein Ihnen redet, alles wird zerredet), βρισκόµαστε στο ζενίθ της οµιλίας, είναι στιγµή οριακή, ένα non plus ultra, όπου ο άνθρωπος που µιλά συνάµα νιώθει κατάσαρκα τα όριά του. Είναι «αυτή η ένδεια των λέξεων, που σε κάνει να αισθάνεσαι ανάπηρος, ένας µουγγός που κωπηλατεί µέσα σε ετοιµόρροπες και ραχιτικές εικόνες» (Κατάβαση, 38), µια αγωνία που εξαντλεί, συνάµα ανανεάζει τον αφηγητή που δεν λέει να παραιτηθεί από τα λόγια, κι όµως νιώθει πότε πότε το αδιέξοδο, ώστε ο λόγος του είναι αµφιρρέπων, τον τραβά στον θάνατο κι όµως του σώζει ακόµη την επιθυµία. Πράγµατι, ενώ η απεύθυνση παραµένει σταθερή από την πρώτη ως την τελευταία σελίδα, ο επιδιωκόµενος σκοπός του αφηγητή είναι θολός. Είναι, άραγε, ο λήρος λόγος εφελκυστικός, ή αποτρεπτικός; Σκοπεύει ο άνδρας αυτός να κατακτήσει µια νεαρά που νιώθει πως χάνει, ή µήπως µιλά αδιάκοπα για να αναβάλλει κάτι, να το απωθήσει µακριά και να το αποδιώξει; Θέλει να βγει από τον εαυτό του, ή
αντιθέτως, ξορκίζει το σύµπαν µε κάθε τρόπο, ώστε να µην εισβάλλει στο εγώ του; Η αναφορά εν παρόδω στην Σεχραζάτ φέρνει στον νου τον όµορφο µύθο – ας τον θυµηθούµε µια στιγµή: ο σουλτάνος παντρεύεται κάθε µέρα κι από µια γυναίκα που σκοτώνει την εποµένη. Για να αναβάλλει τον θάνατό της, η Σεχραζάτ διηγείται ιστορίες τόσο συναρπαστικές, ώστε του εξάπτει την περιέργεια και τον αναγκάζει να την κρατά στην ζωή. Η Σεχραζάντ ζει, επειδή ανακαλύπτει την κρυφή δύναµη του λόγου: διά της αφήγησης επιβιώνει. Ο λόγος εξηµερώνει. Η γλώσσα έχει µια µεταµορφωτική δύναµη.
ȰɅɃɈɉɍȸɀȵɁȸ ɇȵɍɆȰȷȰɈ Ο αφηγητής στο Φλας στην νύχτα µοιάζει µε µια περίπου αποτυχηµένη Σεχραζάτ. Τα λόγια του δεν λειτουργουν το ίδιο καλά, δεν αποδίδουν τα προσδοκώµενα. Όχι µόνον δεν γοητεύει ο άνθρωπος αυτός, αλλά αποξενώνει, κι αποδιώχνει. Ο λόγος του είναι αυτοκαταστροφικός, άγεται και φέρεται από την λαγνεία και τον θάνατο, ένας λόγος απορφανισµένος κι εγωιστικός. Ο αφηγητής αυτός έχει συνείδηση του πράγµατος: «ένας ορφανός, υιοθετηµένος όµως από την γλώσσα, δεν µπορεί παρά να µοιράζει λεκτικά αντίδωρα µπας και εξευµενίσει την πραγµατικότητα». Τα αντίδωρα δεν επαρκούν για να κερδίσει το θηλυκό αντικείµενο του πόθου, µάλλον για να διατηρεί µια ισχνή σχέση µαζί του, η οποία όµως σχέση δεν το έλκει, αλλά, αντιθέτως, το απωθεί: «Είσαι ανυπόφορος», φωνάζει κάποια στιγµή η γυναίκα, «µιλάς συνέχεια σαν µια ήπειρος που βουλιάζει και θέλει να ξεχάσει τις ενοχές της, χωρίς αναπνοή, χωρίς παύσεις, δίχως στίξη, ένα στόµα που ξεχάστηκε ανοιχτό, είσαι ένα σκυλίσιο ξερατό!». Μα ο άντρας συνεχίζει απτόητος, λες κι αν σταµατήσει να µιλά, τότε πια θα πεθάνει. Αν ξεκίνησε ως εκδοχή της Σεχραζάτ, ο αφηγητής καταλήγει ένας ακόµα υποχθόνιος, σαν κι αυτόν στην αρχή του Υπογείου που, καταπώς λέει
Αρχείο Γιώργου Αριστηνού
ο Ντοστογιέφσκι, βγάζει από το µυαλό του περιπέτειες και ενορχηστρώνει ένα ψέµα µήπως και καταφέρει να ζήσει όπως όπως, για λίγο έστω. Νωρίς στο Φλας στη νύχτα ο αφηγητής αναγνωρίζει το ανέξοδο της γλωσσοδίνης, όπου έχει τραβηχτεί. Άλλα πράγµατα ήθελε να πει στην γυναίκα που είναι ακόµη στο πλάι του, κι άλλα του βγαίνουν. Ακρασία, λέγεται η κατάσταση αυτή. «Ήθελα να της µιλήσω καθαρά όµως όλα ήταν ακάθαρτα, βρώµικα και κηλιδωµένα, να της πω δηλαδη ότι κάθε σκέψη µου έπασχε από την ανθρώπινη νόσο της διάθλασης». Παίζει ρόλο κι ο αυτοκαταστροφικός ναρκισσισµός του διανοούµενου. Ο Σελίν που ήξερε καλά από τέτοιες καταστάσεις, το λέει ωραία στο Mort à crédit: «µε λατρεύω, όσο βρωµά ο Σηκουάνας (je m’adore autant que la Seine est pourrie» πρβλ. την περιγραφή στον ∆ολοφόνο, σ. 169: «ένας ουρανός χωρίς φεγγάρι ούτε αστέρια, µε τη βρόµα του Σηκουάνα να στοµώνει τα στήθη µας»), η απέχθεια για τον εαυτό ενδέχεται να κορυφώνεται µαζί µε την εγωπάθεια, ο νάρκισσος λατρεύει τον εαυτό του και στον βούρκο ακόµα, νιώθει την ηδονή της καταβύθισης που κορυφώνεται στον θάνατο: «να λοιπόν που ο θάνατος γίνεται κάποτε ευεργεσία, είπα, γιατί άλλο να σκας πάνω στο βράχο, και άλλο ν’απορροφάσαι από την ευεπίφορη, καταδεχτική αγκαλιά του βάλτου», παρατηρεί ο αφηγητής της Κατάβασης (15). Στο Φλας στη νύχτα η γητεία της γλώσσας εκφυλίζεται προοδευτικά, τα µάγια δεν φαίνεται να πιάνουν, ο αφηγητής µιλά ad nauseam, θυµίζει έναν βροχοποιό που χοροπηδάει µήπως επιτέλους βρέξει, αλλά τα µαγικά του δεν λειτουργούν, η ποθητή βροχή δεν έρχεται, κι αυτός ξεµένει ένας σαλταδόρος, γελοίος, γυµνός και ανθρώπινος. Από ένα σηµείο και πέρα δεν µοιάζει πια να ζητεί το θαύµα, κι αν ακόµη το ζητεί, δεν το πολυπιστεύει. Ακόµη και στο τέλος, όταν πια λαµβάνει χώρα η µία και µοναδική σηµαίνουσα πράξη του βιβλίου και ο άντρας παίρνει αυτό που νοµίζει πως θέλει, και τότε ακόµη τον παραστέκει η σκιά του ανικανοποίητου. Άντε και τα καταφέραµε, αλλά τι καταφέραµε; Από ό,τι φαίνεται, όχι πολλά. Ο σεξουαλικός παροξυσµός, η ακηδία και η πιο βαθειά απελπισία είναι συγγενείς εµπειρίες. Σηµειωτέον πως ο αφηγητής παρωθείται εν τέλει στην περιπόθητη συνεύρεση λίγο-πολύ άκων, µάλιστα µε τρόπο γελοιογραφικό, κι εφ’ όσον µοιάζει να έχει περιπέσει σε τέλµα. Λαγνεία, θάνατος, ο εγωτικός εαυτός που βαστιέται όπως όπως στα ύψη της απελπισίας – ορίστε οι άξονες ενός παρατεταµένου κι αγωνιώδους µονο-
Ο Γιώργος Αριστηνός. Φωτογραφία από το εξώφυλλο του βιβλίου του Φλας στη νύχτα.
λόγου που εξελίσσεται σε στρόβιλο και σβήνει µε το πέρας της αφήγησης σαν µια φλασιά. Αναρωτιέµαι, οδηγεί κάπου όλο αυτό το ξόδεµα, η γλωσσανθρωποφαγία κι η αυτοανάλωση; Είναι µια κατάβαση, µια άνοδος ή µια περιστροφή αέναη που ζει όποιος αναγνώστης καταφέρει να συγχρονιστεί µε τον αφηγητή; Αλλιώς: Μπορεί ένα φλας µεσονυχτίς να γίνει έλλαµψη; Μια σκάλα είναι η γλώσσα που όταν την ανέβεις την πετάς πίσω σου, είπαν κάποιοι φιλόσοφοι, σαν τον Σέξτο Εµπειρικό, τον Νίτσε και τον Βιτγκενστάιν, άρα τέτοια οριακή γλωσσική εµπειρία είναι κι ένα άνοιγµα σε κάτι πέρα από την γλώσσα, ακόµη κι αν δεν το επιδιώκει κανείς, ή δεν το περιµένει, ή δεν το καταλάβει καν πως συµβαίνει. Ο αφηγητής αυτός, καθώς ηδονίζεται να αυτογελοιοποιείται και να ευτελίζει διά της γλώσσας τον εαυτό του και τον κόσµο όλο, ρίχνει ίσως τίτλους τέλους κι άρα φτάνει σε µια αρχή – εκτός εάν, αντί για σκάλα, µόνον γυρνά λέγοντας τα ίδια και τα ίδια σαν χαραγµένος δίσκος στο γραµόφωνο. Ο Ρολαν Μπαρτ περιγράφει τις εσχατιές της γλώσσας σαν µια λούπα που επαναλαµβάνεται, την στροφή ενός τραγουδιού που παίζει ξανά και ξανά µια αναπόδραστη ταυτολογία, όπου αποµένει µόνο η απόλυτη, αδιαπραγµάτευτη νιτσεϊκή κατάφαση.6
ɃȻ ȿȵɂȵȻɇ ȾȰȻ ɈȰ ɅɆȰȳɀȰɈȰ Νοµίζω πως το Φλας στη νύχτα ανοίγεται σε ένα τρίτο ενδεχόµενο. «Το κοίτασµα της γλώσσας δεν εξαντλείται ποτέ, όσο και αν σκάψεις» (32), λέει ο αφηγητής, κι είναι ένα από τα
λίγα πράγµατα για τα οποία µοιάζει βέβαιος. ∆εν είναι καµιά µεταµοντέρνα ανοησία που έχει κατά νου, αλλά κάτι µε ρίζες βαθύτερες, ένα κοίτασµα Αυγουστίνειο σχεδόν, διότι ο αφηγητής αυτός γνωρίζει πως η γλώσσα του δεν τρέχει µόνη, παρά αρδεύει την µνήµη: «αφέθηκα πάλι στη γλυκιά υπνοβασία της µνήµης, τη µόνη θρεπτική τροφή που µε κρατούσε ακόµη ζωντανό, σκέφτηκα, καθώς ένιωθα να βγαίνω για άλλη µια φορά – µια αργή, ανάδυση σφουγγαρά, από τα βαθιά – από το βόθρο της θλίψης µου» (31). Εδώ φωτίζεται διαµιάς το Φλας στη Νύχτα, και το φως του δεν είναι τεχνητό, αλλά εσωτερικό και γήινο. Είµαστε ριγµένοι στις λέξεις – ορίστε µια Αυγουστίνεια ανάγνωση του Φλας στη Νύχτα, έχουµε πέσει µες στις λέξεις, ή µάλλον σε έναν οχετό από λέξεις. Αποµένει η επιθυµία να βγει κανείς για λίγο παραέξω, έστω για µια αστραπιαία έλλαµψη που θα φωτίσει τα πάντα σε ένα φοβερό φως. Είναι τότε που αντί να σκοντάφτει κανείς στις λέξεις (Σκοντάφτω στις λέξεις οπως στα κράσπεδα/ Trébuchant sur les mots comme sur les paves, γράφει ο Μπωντλαίρ σε ένα ποίηµα που επίσης µιλά για φως Le soleil) µάλλον τις ζεύεται, ώστε να πλησιάσει στα πράγµατα, όσο φοβερά κι αν είναι. Πιθανόν, ό,τι µπορεί να ειπωθεί να είναι ατελές, ή να στερείται της έντασης και αλήθειας που ποθούµε, ενδεχοµένως είµαστε εξαρχής και από τα βάθη του χρόνου εθισµένοι στο ψεύδος. Κι όµως, έχουµε πάντα την δυνατότητα ενός περάσµατος σε µια γλώσσα δηµιουργό, σαρκική κι αυθεντική, που
γίνεται ένα µε την επιθυµία και την απελπισία. Τα λόγια που ρέουν ακατάπαυστα στο Φλας στη νύχτα δεν είναι σκάλα, ούτε δίσκος που έχει κολλήσει, αλλά εξοδος από µια θλίψη αρχέγονη, σαν το ψάρι που ίσα µισοβγάζει το κεφάλι από το νερό, βλέπει τον κόσµο κι έπειτα βουτά ξανά, ώστε να αποφύγει την ασφυξία εκεί έξω. Ευτυχώς, ό,τι αποτυγχάνει µες στην γλώσσα έχει αξία και σηµασία – δείχνει πέρα από αυτήν. ][
1. Γ. Αριστηνός, Αφερέγγυοι και πλάνητες. ∆οκίµια για τη λογοτεχνία και τον πολιτισµό, Αθήνα: Κέδρος 2015, σ. 161. 2. Βλ. εδώ τις καλές παρατηρήσεις της Εύης Βογιατζάκη για την –κατά Μπαχτίν– «καρναβαλοποίηση» της λογοτεχνίας στο Φλας στη νύχτα, («Χυµοί γραφής και οιδήµατα της ψυχής στο flash στη νύχτα, του Γιώργου Αριστηνού», στο Ο θάνατος του είδους, Άρθρα και δοκίµια για τον Γιώργο Αριστηνό, Αθήνα, Μικρή Άρκτος 2013, σ. 173). 3. Επιστολή του Γ. Αριστηνού στον Σ. Σταµπουλού, στο Ο θάνατος του είδους, ό.π., σ. 13. 4. Α. Σαΐνης, «“Flash στη Νύχτα – «ωστόσο ναι, ωστόσο... στους αιώνες των αιώνων... ωστόσο.”», στο Ο θάνατος του είδους, ό.π., σ. 39-64. 5. Επιστολή του Γ. Αριστηνού στον Σ. Σταµπουλού, στο Ο θάνατος του είδους, ό.π., σ. 12. 6. Ρ. Μπαρτ, Αποσπάσµατα του ερωτικού λόγου, µετφρ. Β. Παπαβασιλείου, Αθήνα: Κέδρος 2011, σ. 32. the books’ journal #80 > ÅÐÔ»ÍÂÒÉÏ× @