"Νίτσε και Ηράκλειτος: Σημειώσεις για τ'άστρα δίχως ατμόσφαιρα"

Page 1

ς

Σεπτέμβριος 2015

έτος 6o - τεύχος 65 - τιμή 5€

ΝΙΤΣΕ ΚΑΙ ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ Σημειώσεις για τ’ άστρα χωρίς ατμόσφαιρα Νικήτας Σινιόσογλου

Εύγε, λαέ, και χαλάλι σου! Βίκτωρ Ιβάνοβιτς

Ντόναλντ Τουσκ Μιχάλης Μητσόπουλος

Άννα Αχμάτοβα Αλεξάνδρα Ιωαννίδου

Ένας μώμος τραγικός Χ. Λ. Καράογλου

Η υποχρέωση της μνήμης Πέτρος Μαρτινίδης

Λέων Τρότσκι Λεωνίδας Χατζηπροδρομίδης

Ρώμος Φιλύρας Νάσος Βαγενάς

Κοτζιάς - «Ελαφοπόδαρος» Νο 2 Μανώλης Βασιλάκης

Η αρχαιότερη πλάνη της φιλοσοφίας Περικλής Σ. Βαλλιάνος

Κωνσταντίνα Γερ. Ευαγγέλου

Ανέκδοτη συζήτηση με τον Νίκο Χουλιαρά


Νίτσε και Ηράκλειτος Σημειώσεις για τ’ άστρα χωρίς ατμόσφαιρα Από τον ΝΙΚΗΤΑ ΣΙΝΙΟΣΟΓΛΟΥ

Φρ. Νίτσε, Αγών Ομήρου, πρόλογοςμετάφραση-σχόλια Βαγγέλης Δουβαλέρης, φιλολογική επιμέλειασχόλια Ήρκος Ρ. Αποστολίδης, Gutenberg, Αθήνα 2015, σελ. 96

Νίτσε: είναι η «μοναξιά του Εφέσιου», του Ηράκλειτου δηλαδή, ενός «άστρου χωρίς ατμόσφαιρα», όπως τον αποκαλεί ο Νίτσε στο Πάθος για την Αλήθεια (ΠΑ 31).

Φρ. Νίτσε, Το Πάθος για την Αλήθεια, πρόλογος-μετάφραση-σχόλια Βαγγέλης Δουβαλέρης, φιλολογική επιμέλειασχόλια Ήρκος Ρ. Αποστολίδης, Gutenberg, Αθήνα 2015, σελ. 96

Ηράκλειτος φανερώθηκε στον Νίτσε σαν αναδιπλασιασμός του εαυτού του, επεσήμανε ο Μπατάιγ, «ένα ον του οποίου ο ίδιος δεν ήταν παρά η σκιά».2 Τέτοια αστέρια υπάρχουν κι άλλα στην ιστορία της φιλοσοφίας. Ο Νίτσε πίστευε πως είναι ακριβώς η επικοινωνία μαζί τους που δημιουργεί ανοίγματα πέρα από την ασθένεια της Ιστορίας. Σχηματίζουν έναν ιδιόμορφο αστερισμό που μοιάζει να ασφυκτιά κι ωστόσο καταφέρνει ανάσες γενναίες. Αυτός σαρκώνει τις «ξαφνικές εκλάμψεις», εκείνες τις «στιγμές που φωτίζονται άξαφνα όλα» (ΠΑ 27), τα πλατωνικά «ἐξαίφνης», όσα επιτρέπουν στον καθ’ έκαστον άνθρωπο να διεκδικεί μια ελευθερία απρόσβατη και λησμονημένη, στην οποία μήτε το Κράτος, μήτε η όποια εκφαυλισμένη κοινότητα μπορούν να βάλουν χέρι. Διαβάζοντας τα όμορφα καμωμένα αυτά βιβλίδια βρήκα αφορμή για μια ενισχυμένη ηρακλείτεια ανάγνωση του Νίτσε, όσο και νιτσεϊκή ανάγνωση του Ηράκλειτου. Είναι πείραμα ψυχωφελές και διδακτικό τουλάχιστον – ενδεχομένως κάτι περισσότερο: ανεξίθερμος σαν σαύρα, ο Νίτσε ανθίσταται σε έναν κόσμο όπου ο Θεός παραμένει ασφαλώς νεκρός, οι δε εναλλακτικές εννοιολογήσεις (αριστερές και δεξιές) καίγονται καιρό τώρα ταχύτερα από τις θεολογικές προκείμενες του παρελθόντος. Νίτσε και Ηράκλειτος είναι φιλόσοφοι του καθ’ έκαστου ανθρώπου και της ατομικής ύπαρξης. Οι εκλεκτικές τους συγγένειες παραπέμπουν σε έναν αριστοκρατικό ριζοσπαστισμό που μοιάζει αντι-πολιτικός: όσο παρακμάζουν οι κοινότητες, τόσο οφείλει κανείς να στρέφεται ένδον μάλλον παρά να φωνασκεί στο προσκήνιο. Σε αυτή την άμυνα κατέφυγαν στο παρελθόν αρκετοί που υποψιάστηκαν πως η φαυλοκρατία δεν είναι συγκυριακό πολιτικό ζήτημα, αλλά μια γενικευμένη συνθήκη των ανθρώπων ολόγυρα – δηλαδή ότι το πρόβλημα είναι ανθρωπολογικό, ενδεχομένως ακόμη και οντολογικό: η πλειονοψηφία τείνει να βαφτίζει λογικό ό,τι της είναι

Ο

Παλαιοί και Νέοι Εφέσιοι

Ξυπνώ ξένος στη χώρα μου. Οι λέξεις έχουν χάσει την έννοιά τους, ηχούν αδιάφορες κι ομώνυμες. Το όχι σημαίνει ναι, ή μάλλον: ναι και όχι είναι εύπλαστα σαν ζύμη, λιποβαρή και εφήμερα, αποτέλεσμα βορβορώδους κίνησης για δεκαετίες ή αιώνες. Ρωτώ αν ακόμη έχει κανείς δυνάμεις για μιαν άμεση, ειλικρινή κατάφαση της ζωής – ένα ναι όντως καταφατικό, είτε ένα όχι όντως αποφατικό με βαρύτητα και διαύγεια κρυστάλλου. Τέτοιες διατυπώσεις είναι ακατανόητες, μου εξηγούν, υπέρ το δέον μεταφορικές, τελικώς μάλλον ανόητες (nonsensical), τουλάχιστον με τα ελεγκτικά κριτήρια της αναλυτικής φιλοσοφίας. Μένω ενεός καθώς το πρωινό προχωρά ταχέως. Δεν έχω πού να στραφώ, απ’ ό,τι βλέπω ούτε καν πού να πατήσω: ένας μουσαμάς αγαθών και τυποποιημένων συνθημάτων είναι απλωμένος παντού, λεπτός, σιχαμένος και θολός. Η πλαστικότητα του λεκτικού καλύμματος είναι όντως εντυπωσιακή! Ανασηκώνω μιαν άκρη και κοιτάζω από κάτω. Βλέπω να βαριανασαίνει ένα αυξανόμενο απόθεμα συλλογικής αθλιότητας, ένας τεράστιος όγκος ασχήμιας, μικροαστικής κομπορρημοσύνης και ψεύδους που ανανεώνεται κρυφίως και ανωδύνως, ποιος ξέρει από πότε. Ένα αδηφάγο Κράτος ταΐζει και φυλάσσει αυτόν τον όγκο, κι έτσι μεγαλύνεται το ίδιο. Πότε πότε συμπίπτουν το κτήνος και η τροφή του. Με κυκλώνουν γοργές περιφορές συνθημάτων. Υποπτεύομαι μαζικό εθισμό στη μοραλίνη: το άλλοθι της κοινωνικής και δημοκρατικής ευαισθησίας, βλέπετε, ή της εξίσου ευώνυμης κοινωνικής δικαιοσύνης, αναβαπτίζει όσους τα επικαλούνται σε ηΣεπτέμβριος 2015

Το σχέδιο εξωφύλλου, από τον Κωνσταντίνο Παπαμιχαλόπουλο, στο αφιέρωμα της ARB στον Νίτσε (τχ. 43, Σεπτέμβριος 2013).

θικώς ανώτερα όντα. Πώς να μην ειδωλοποιούνται κατόπιν τα προσχήματα, να μη γίνονται ψευδοθεοί; Η ηθική μπορεί να είναι μια οργανωμένη ανηθικότητα. Για παράδειγμα, όταν υπηρετεί κανείς τα συμφέροντα ενός χθαμαλού ιερατείου, πείθοντας τους πάντες πως υπηρετεί εκείνα του λαού. Μα τι απάτη! Κι όμως, όσο εξαντλείται η μέρα αυξάνονται οι προσήλυτmarkοι σε τούτη την ταχυδακτυλουργική –«πολιτική», την λένε– χρήση των λέξεων. Ισχυρίζονται μάλιστα πως έχει αγχολυτική επίδραση: η συλλογική μετοχή σε μια ψευδώνυμη ηθική ξεβγάζει τη φοβερή ρετσινιά της αριστείας. Ορίστε τα προσόντα της εννοιολογικής Βαβυλωνίας! Τώρα βρίσκομαι όλο και πιο μακριά από το να γίνω αυτός που είμαι. Το παραμικρό μου βήμα μοιάζει ασήκωτο. Η σύγκρουση και η παρατεταμένη εναντίωση διεγείρουν κάματο και ακηδία. Μόνο αν τα ξορκίσω κάπως όλα δαύτα, θα κινηθώ ελεύθερα.

Με τέτοιες σκέψεις θα ξύπναγε ο Φρίντριχ Νίτσε γύρω στα 1883, όταν δούλευε ήδη τον Ζαρατούστρα του, απαυδισμένος με τη γλωσσοσύγχυση (Sprachverwirrung) του «καλού» και του «κακού» (KSA 4.62.1).1 Οι άξονες της επώδυνης σκέψης του είχαν διαμορφωθεί αρκετά χρόνια νωρίτερα σε μορφή σπερματική. Τέτοια περίπτωση είναι τα πέντε μικρά κείμενα, ή μάλλον «πέντε πρόλογοι για πέντε βιβλία που δεν γράφτηκαν», τα οποία αφιέρωσε στην Κοζίμα Βάγκνερ τα Χριστούγεννα του 1872. Δύο από τους «προλόγους» αυτούς, ο Αγών Ομήρου (Homer’s Wettkampf) και το Πάθος για την Αλήθεια (Über das Pathos der Wahrheit) μόλις κυκλοφόρησαν σε δυνατή –νιτσεϊκή!– μετάφραση του Βαγγέλη Δουβαλέρη. Τα πυκνά αυτά κείμενα μοιάζουν με σήματα που έχουν επιτέλους αποδέκτες – και γεννήτορες πολύ πριν τον Νίτσε. Διότι είναι εμπνευσμένα από έναν τύπο αρχαίας μοναξιάς, ο οποίος ανακλάται στη νεωτερική μοναξιά του

[ The Athens Review of books 49


συγκυριακά χρήσιμο και συμφέρον (μια ιδέα που απασχόλησε τον Θουκυδίδη, τον οποίο αγαπούσε ο Νίτσε). Μοιραία, τίποτα κοινό δεν σπανίζει, τίποτα μετριομεσαίο (mittelmäßig) δεν συναρπάζει, τίποτα αγελαίο δεν εξευγενίζει. Νίτσε και Ηράκλειτος δεν προτείνουν έναν ακόμη λόγο δημόσιο, αλλά προσωπικό· μια γόνιμη εσωστρέφεια αντί για τη φασαριόζικη ραστώνη Παλαιών ή Νέων Εφεσίων· κι αντί για το υποκριτικό ενδιαφέρον για τον πλησίον, την ειλικρινή σχέση ενός εκάστου με τον εαυτό του. Η περίφημη αγάπη σας για τον πλησίον δεν είναι παρά η χαλασμένη αγάπη σας για τον εαυτό σας, λέει ο Ζαρατούστρα (KSA 4.76.2-3).

Α

ς πάρουμε για παράδειγμα την τετριμμένη μέχρι αηδίας άποψη ότι σε καιρούς κρίσης οι «διανοούμενοι», οι «άνθρωποι του πνεύματος» και οι «καλλιτέχνες» οφείλουν «να βγουν μπροστά», «να πάρουν θέση», «να αναλάβουν τις ευθύνες τους». Συνήθως η δημόσια έκφραση ανώδυνων κοινοτοπιών για το «συλλογικό αδιέξοδο» δεν υπηρετεί την κοινότητα παρά τον ναρκισσισμό, τη μιζέρια και την αυτοπροβολή επιφυλλιδογράφων του σαββατοκύριακου. Είναι η γνωστή βιομηχανία όσων εμπορεύονται την κρίση που σοκαρισμένοι καταγγέλλουν. Εξ ου η βίαιη περιφρόνηση του Νίτσε για τους φιλοσοφούντες αρθρογράφους και τους συρφετώδεις ψευδοδιανοούμενους στον τρίτο Ανεπίκαιρο Στοχασμό: μην πουλάτε στους άλλους «τέχνη» και «διανόηση», η πραγματική έρημος της διανόησης είστε εσείς και οι χύδην λέξεις σας! Γι’ αυτό και η αποστροφή του για τους τεταρτημόριους της φιλοσοφίας (Viertelsphilosophen), ή αλλιώς φιλοσόφους του ενός τετάρτου (KSA 1.357.3-11), τους σπουδαιοφανείς οργανικούς διανοούμενους, όσοι είναι παντελώς ανίκανοι να αγωνιστούν ενάντια στην επικαιρότητα, διότι αυτοί είναι η επικαιρότητα. Οι τεταρτημόριοι αλληλοφαγώνονται, σφετερίζονται την παράδοση, τον πολιτισμό, την πολιτική, εντέλει τη γλώσσα την ίδια. Ορίστε, καταβροχθίζουν ο ένας τον άλλο, θα πει ο Ζαρατούστρα, κι ούτε να τον χωνέψουν δεν μπορούν (KSA 4.63.4-5). Τέτοιος χυδαίος κόρος. Όλη αυτή την επικαιρότητα ο Νίτσε την αποκαλεί φιλοσοφία του κώλου (Afterphilosophie) και την προσδιορίζει ως κυρίαρχη «κρατικώς αναγνωρισμένη διανόηση του κώλου (Afterdenkerthum)». Η λέξη After παραπέμπει τόσο στην όπισθεν και την πίσω όψη των πραγμάτων όσο και στον κώλο: «Κάθε φιλοσοφία, η οποία νομίζει ότι το πρόβλημα της ύπαρξης προσεγγίζεται ή ακόμη και λύεται διαμέσου κάποιου πολιτικού γεγονότος, είναι φιλοσοφία του χαβαλέ και φιλοσοφία του κώλου» (KSA 1.365.7-9, 421.23-31).3 50 [ The Athens Review of books

Ο Σοπενχάουερ κατάλαβε ότι η αγάπη για την αλήθεια είναι βίαιη και φοβερή υπόθεση (KSA 1.427.14-15), σε αντίθεση με τους τεταρτημόριους της φιλοσοφίας που εξημερώνουν και κυρίως γελοιοποιούν τη φιλοσοφία, χρησιμοποιώντας την για λόγους κοινωνικής αναρρίχησης. Είναι οι αντιφιλόσοφοι, το Εγελαριό (die Hegelei) που φυτρώνει παντού, ενώ κάποιες από τις προϋποθέσεις της φιλοσοφίας είναι ακριβώς «να μην έχει κανείς κανένα πατριωτικό κόλλημα, καμιά πίεση να κερδίζει το ψωμί του, καμιά σχέση με το Κράτος» (KSA 1.411.19-27). O Ντοστογιέφσκι βάζει τους εφήμερους φορείς της Εκκλησίας να αποπέμπουν τον Χριστό (τι να τον κάνουν τώρα που είναι αυτοί στα πράγματα)· ο Νίτσε βάζει τους τεταρτημόριους να μην έχουν πια ανάγκη καμιά για την επιστροφή της φιλοσοφίας. Άλλωστε το Κράτος και οι διανοούμενοί του απλώς συνεχίζουν εκεί όπου σταμάτησε η Εκκλησία και οι θεολόγοι της. Το μένος και η οριακότητα της νιτσεϊκής έκφρασης απαιτούν ειδική πραγμάτευση. Εδώ ενδιαφέρει το άνοιγμα σε έναν φαινομενικά αντι-πολιτικό τρόπο διανόησης που διεκδικεί την «εποχή»: να εξαιρεθεί από κάθε παθολογία της επικαιρότητας. Ο τρόπος αυτός προϋποθέτει τη μετάβαση από τον φαύλο πολίτη στον καθ’ έκαστον άνθρωπο, από το Κράτος στο άτομο, από τον πλησίον στον εαυτό, από το έξω στο μέσα, από τη μοδάτη πολιτικοποίηση στην απoστασιοποίηση και αποχή. Ο ριζοσπαστικός αριστοκρατισμός μεταθέτει ξανά στο καθ’ έκαστον άτομο ό,τι τόσο βολικά είχε παραχωρηθεί στο Κράτος και την Εκκλησία: την ευθύνη του εαυτού.

Ἐδιζησάμην ἐμεωυτόν

Μα πώς να την αναλάβει κανείς, όταν έχει λησμονήσει τη συντροφιά του εαυτού του; Είμαστε πάντοτε μόνον στη συντροφιά του εαυτού μας, γράφει ο Νίτσε στη Χαρούμενη Επιστήμη: από αυτήν τη συντροφιά οφείλω να κινήσω, όχι από παρατάξεις, συλλογικότητες και πηγαδάκια (KSA 3.498.258). Selbstsucht είναι η γερμανική λέξη που αγαπά ο Νίτσε: εγωτισμός, φιλαυτία ή απλούστερα εγωισμός, λέξη που μορφικά παραπέμπει στην Selbstsuche, την αναζήτηση του εαυτού. Ἐδιζησάμην ἐμεωυτόν (DK 22Β101), ερεύνησα τον εαυτό μου, είναι το αρχετυπικό ηρακλείτειο παράγγελμα, το οποίο ο Νίτσε θεωρεί κατασυκοφαντημένο για αιώνες. Ο Χριστιανός τρέμει υποτίθεται τον εγωισμό του, ο σοσιαλιστής καταγγέλλει τον εγωισμό των άλλων. Και στις δύο περιπτώσεις δαιμονοποιείται η ενασχόληση με τον εαυτό. Αντιθέτως, ο Νίτσε ανευρίσκει στη φιλαυτία ό,τι ακριβώς προέβαλαν οι πρώτοι Χριστιανοί στο αντίθετό της, δηλαδή στην αγάπη για τον πλησίον: έναν τρόπο να διαρρήξουν τη σχέση με την κοινότητα και συνάμα να βγουν από

τα όρια του στρεβλωμένου εαυτού. Στον Ηράκλειτο ανιχνεύει ο Νίτσε την εκδοχή μιας τέτοιας φιλαυτίας που είναι φιλαλήθεια (ΠΑ 33). Αυτή υποτίθεται πως με παρακινεί να κινήσω για τον άνω βυθό του εαυτού, να περισυλλέγομαι στον εαυτό μου – και συνάμα να σώζω τον πυρήνα μου, να τον διατηρώ και να τον προστατεύω: Ich will mein bleiben! Θέλω να παραμείνω δικός μου!, είναι το φοβερό συμπέρασμα, γράφει ο Νίτσε με αφορμή τον Σοπενχάουερ, το οποίο απαιτεί την καταβύθιση στα έγκατα της ύπαρξης (in die Tiefe des Daseins hinabtauchen) (KSA 1.374.5-8). Όμως ο μόνος τρόπος να μείνεις αυτός που είσαι, είναι να γίνεις αυτός που είσαι. Γένοιο οἷος ἐσσὶ µαθών, καταπώς λέει το παράγγελμα του Πίνδαρου (III.72) που μεταφέρει ο Νίτσε ως γίνε αυτός που είσαι (Werde, der du bist!) στο Τάδε Έφη Ζαρατούστρα (KSA 4.297.17) και στην Χαρούμενη Επιστήμη (KSA 3.519.8), και καταλήγει σύνθημα του Ecce Homo (KSA 6.255: Πώς γίνεται κανείς αυτό που είναι [Wie man wird, was man ist]).4 Το νόημα είναι διττό. Πρώτον, ότι η πορεία προς τα μέσα είναι πορεία προς τα μπροστά. Και, δεύτερον, ότι η διατήρηση του εαυτού είναι εγρήγορση και κίνηση. Νίτσε και Ηράκλειτος είναι κατεξοχήν φιλόσοφοι της δυνατότητας και του γίγνεσθαι: ποτέ τίποτα δεν είναι, μα πάντοτε όλα γίνονται, σύμφωνα με τη σύνοψη της αρχαίας κοσμοαντίληψης που συζητά ο Σωκράτης στον πλατωνικό Θεαίτητο (152d: ἔστι μὲν γὰρ οὐδέποτ’ οὐδέν, ἀεὶ δὲ γίγνεται). Ο Πλάτων αποδίδει τη θέση αυτή σε μια χορεία σοφών από τον Όμηρο και δώθε, λες και αυτή ακριβώς υπήρξε η αυθεντική αρχαιοελληνική αντίληψη για τα πράγματα.5 Ο είρων Σωκράτης του Θεαίτητου προλαμβάνει τον Νίτσε, ο οποίος αιώνες μετά θα υποστηρίξει το ίδιο για τις απαρχές της ελληνικής σκέψης, νοσταλγώντας στη Γένεση της Τραγωδίας τον διονυσιακό και ηρακλείτειο έκτο αιώνα (KSA 1.14-30). Ο Όμηρος, παρατηρούσε ήδη ο Σωκράτης, κάνει τον Ωκεανό και την Τηθύν γεννήτορες των θεών. Η ροϊκότητα είναι εγγεγραμμένη στις μυθικές καταβολές του σύμπαντος.

Σ

ε αυτές καταδύεται ή μάλλον επανέρχεται ο ηρακλείτειος Νίτσε δίχως ίχνος σωκρατικής ειρωνείας. Η κατάφαση της παρέλευσης και εκμηδένισης, γράφει στο Ecce Homo, ένα γίγνεσθαι «που συνεπάγεται την απόρριψη ακόμη και της έννοιας του Είναι», ορίστε το στοιχειώδες υλικό για κάθε διονυσιακή φιλοσοφία. Και προσθέτει: «από όλες τις σκέψεις που έχουν γίνει ως τα τώρα, συγγενέστερη μου είναι αυτή η [ηρακλείτεια] σύλληψη». Μάλιστα, «τη διδασκαλία του Ζαρατούστρα για την “αιώνια επιστροφή των ίδιων πραγμάτων”, θα μπορούσε να την είχε διδάξει ο Ηράκλειτος» (KSA 6.313.2-12). Ο Νίτσε γνωρίζει ό-

μως πως είναι αδύνατον να μπει κανείς δύο φορές στο ίδιο φιλοσοφικό ποτάμι. Πρώτος τραγικός φιλόσοφος είναι μόνον ο Νίτσε/ Ζαρατούστρα. Πουθενά δεν φαίνεται τούτο καλύτερα όσο σε μια σελίδα του Τάδε Έφη Ζαρατούστρα, η οποία προεκτείνει την έννοια της αρχαίας ηρακλείτειας ροϊκότητας από τον προπλατωνικό υλοζωισμό στην ηθική και πολιτική των νεωτερικών μαζών: Όταν δοκοί καρφώνονται στο νερό, όταν γεφύρια και σιδηροκατασκευές ξεπετάγονται ψηλά πάνω από το ποτάμι: πραγματικά, τότε κανέναν δεν πείθει όποιος πει: τα πάντα ρει. Μάλλον ακόμη και οι ηλίθιοι τότε του αντιμιλούν. «Πώς;», λένε οι ηλίθιοι, «υποτίθεται ότι τα πάντα ρει; Μα οι δοκοί και οι σιδηροκατασκευές στέκουν πιο ψηλά από το ποτάμι!... Πάνω από το ποτάμι είναι όλα σταθερά, όλες οι αξίες των πραγμάτων, οι γέφυρες, οι έννοιες, κάθε τι “Καλό” και “Κακό”: όλα τούτα είναι σταθερά!». Μα μόλις μπει ο σκληρός χειμώνας, ο θηριοδαμαστής των ποταμών, τότε ακόμη και οι πιο επίμονοι εξυπνάκηδες μαθαίνουν να αμφιβάλλουν· και πραγματικά, δεν είναι μόνον οι ηλίθιοι που επιτέλους απορούν: «Δεν υποτίθεται πως τα πάντα – θα ηρεμούσαν;». «Στο βάθος των πραγμάτων τα πάντα ηρεμούν» – να μια τυπική χειμερινή δοξασία, καλή για άκαρπους καιρούς, παραμυθία ικανή για όσους απολαμβάνουν τη χειμερία νάρκη τους ή νιώθουν σπιτόγατοι. «Στο βάθος των πραγμάτων τα πάντα ηρεμούν» – να που εναντίον της πρότασης αυτής κηρύσσει ο λίβας! Ο λίβας, ένας ταύρος που καθόλου δεν μοιάζει με εκείνους για το όργωμα – ένας θυμωμένος ταύρος, ένας καταστροφέας που συνθλίβει με οργισμένα κέρατα τον πάγο! Ο πάγος όμως – συντρίβει τα γεφύρια! Μάλιστα, αδελφοί μου, μήπως τώρα τα πάντα δεν ρέουν; Δεν γκρεμίστηκαν όλες οι σιδηροκατασκευές και οι γέφυρες στο νερό; Ποιος θα μπορούσε να κρατηθεί περαιτέρω από το “καλό” και το “κακό”; Αλίμονό μας! Εύγε μας! Ο λίβας φυσάει! – Τέτοια να μου κηρύσσετε, αδέλφια μου, σε όλα τα σοκάκια!» (KSA 4.252.3-27). Πάντοτε τα πάντα ρει στο υπέδαφος των πραγμάτων, μόνο στην επιφάνεια αφήνεται κανείς να γελαστεί, να πλανηθεί από τις κρατούσες κι όμως εφήμερες έννοιες, όσες συμμερίζονται τα μέλη των κοινοτήτων. «Η τρέλα είναι σπάνια στους καθ’ έκαστους ανθρώπους (bei Einzelnen), είναι όμως ο κανόνας σε ομάδες, παρατάξεις, λαούς και εποχές ολόκληρες» (KSA 5.100.9-10). Σεπτέμβριος 2015


Π

αράξενες οι μάζες και οι παρατάξεις τους! Πώς εξηγείται να τις εξαπατούν τόσο εύκολα κι όμως να μην αντιδρούν; Η απάντηση που δίνει ο Νίτσε στο δοκίμιό του Περί αληθείας και ψεύδους υπό εξωηθική έννοια (1873) είναι πως οι άνθρωποι δεν πολυφοβούνται μην τύχει και εξαπατηθούν ή πλανηθούν· τους εξαγριώνει μόνον η εξόφθαλμη προσωπική ζημία. Ναι, η αλήθεια τους έλκει, ωστόσο είναι πάντοτε μια αλήθεια μερική και συγκυριακή, η οποία προσιδιάζει σε όντα ιδιοτελή και συμφεροντολόγα, όπως άλλωστε προκύπτει από την ανάλυση της φαύλης γλώσσας τους (KSA 1.878.416). Ξέμαθαν να νοσταλγούν ό,τι λανθάνει πριν και κάτω από το ψέμα. Και βεβαίως το Κράτος δεν έχει κανένα λόγο να τους το θυμίσει. Ορίστε ένα από τα προβλήματα του μαυλισμένου δημόσιου λόγου. Στη Χαραυγή ο Νίτσε αποδίδει τον συλλογικό αυτό τρόπο ύπαρξης με την έκφραση Schein-Egoismus: ψευδο-εγωισμός. Στο ίδιο χωρίο εξηγεί τη γενίκευση του ψευδοεγωισμού με όρους μιας φασματικής, αφηρημένης ή εννοιολογικής ανθρωπότητας, ενός Abstractum που σιωπηρά υπέκλεψε τη ζωή της πλειονοψηφίας. Οι άνθρωποι απορροφήθηκαν και εξαϋλώθηκαν «σε μια ομίχλη απρόσωπων ή ημι-προσωπικών απόψεων και έξεων». Αυτές σχηματίζουν ένα γκροτέσκο διαδίκτυο, ώστε «διαρκώς καθένας να βρίσκεται στο κεφάλι του άλλου, και το κεφάλι του άλλου σε κεφάλια κάποιων άλλων: ένας θαυμαστός κόσμος φαντασμάτων (eine wunderliche Welt der Phantasmen)». Δύσκολα μπορεί πια να τα βάλει κανείς με τον δικτυωμένο και φασματικό αυτόν κόσμο, εφόσον η «ομίχλη απόψεων και έξεων αναπτύσσεται και ζει σχεδόν ανεξάρτητα από τους ανθρώπους, τους οποίους περιέχει». Οι συλλογικές εννοιολογήσεις υποκατέστησαν την ατομική ύπαρξη σε σημείο να παρεμποδίζουν κάθε πρόσωπο χωριστά (der Einzelne) να αποσχιστεί από την πλειονοψηφία και να αντιτάξει «ένα πραγματικό εγώ» ικανό να σαμποτάρει τον μυθολογημένο ψευδο-εγωισμό (KSA 3.92.27-93.19). Μα και το Κράτος, γράφει στον δεύτερο Ανεπίκαιρο Στοχασμό, δεν φτάνει ποτέ στην αλήθεια, παρεκτός στη «χρήσιμη αλήθεια, ή ακριβέστερα σε ό,τι του είναι χρήσιμο, είτε είναι αλήθεια, μισοαλήθεια, ή πλάνη» (KSA 1.422.17-19). Σαν υδρόμυλος που μηχανικά απομειώνει και ελέγχει την ισχύ του νερού που τον κινεί, το Κράτος ξέρει να αναχαιτίζει ό,τι ξεπερνά τις ανάγκες του (KSA 1.389.1-9). Τρέπει τον χειμαρρώδη άνθρωπο σε ύδρευμα. Ο Ηράκλειτος κατήγγειλε την πονηρὰν πολιτείαν (DK 22Α1) και αποσύρθηκε στον ναό της Αρτέμιδος, όπου περνούσε τη μέρα τoυ παίζοντας με τα παιδιά. Ο Ηράκλειτος –συνεχίζει ο Νίτσε σε ένα κρίσιμο χωρίο της Γενεαλογίας της Ηθικής (KSA 5.353.15-31), που περιλαμβάνεται στην ελληνική έκδοση του Πάθους για την Σεπτέμβριος 2015

O Ρενέ Ζιράρ. Η Γένεση της Τραγωδίας του Νίτσε απαξιώθηκε από σπουδαιοφανείς φιλόλογους της εποχής του, όμως η σύγχρονη φιλοσοφία και ανθρωπολογία επιβεβαιώνουν την αξία και τα συμπεράσματά της. Ο Διόνυσος, γράφει ο Ρ. Ζιράρ, θεωρείται αφελώς ως η θεότητα της αμπέλου και του οίνου, όμως η αρχέγονη σημασία του είναι η βία και ο τρόμος. Είναι βρόμιος: ταραχώδης και φρικιών, και γι’ αυτό «η ὕβρις που κατατρύχει τον [τραγικό] ποιητή είναι πιο επικίνδυνη από εκείνη των προσώπων του. Σχετίζεται με μια γνώση που, μέσα στα συμφραζόμενα κάθε αρχαίας και πρωτόγονης θρησκείας, καθώς και κάθε φιλοσοφικής και μοντέρνας σκέψης, δεν μπορεί να συλληφθεί παρά ως απείρως καταστροφική» (R. Girard, Η βία και το ιερό, μτφρ. Κ. Παπαγιώργης, Εξάντας, Αθήνα 1991, 223-228).

Αλήθεια (σ. 43)– ζήτησε τότε να ξεφύγει από ό,τι ακριβώς ζητούμε κι εμείς να αποφύγουμε σήμερα: τη φλυαρία των Εφέσιων, «τη δημοκρατία τους, τις πολιτικές αθλιότητές τους», οπότε έγινε αναχωρητής. «Γιατί να μην υπάρχουν και για μας τέτοιοι ναοί», αναρωτιέται ο Νίτσε, εφόσον παραμένει η ίδια ηρακλείτεια ανάγκη για «ανάπαυση από το σήμερα», για μια ελάφρυνση από «όλη τη βρομερή πραμάτεια του σήμερα»; (σ. 44) Να παύσει το σήμερα! Ενώπιον του σήμερα, νιώθει ο Νίτσε, βρίσκεται κανείς σε μόνιμη άμυνα, αδυνατώντας να μιλήσει φυσικά, αναγκασμένος διαρκώς να μιλά δυνατά (KSA 5.353.30). Ναό νέο της Αρτέμιδος δεν βρήκε πουθενά ο Νίτσε, μήτε ησυχία από τις φωνασκίες. Κατέληξε στην εναλλακτική του πρόταση: προτείνει να σκάψουμε λαγούμια στη γλώσσα των Νέων Εφεσίων, να χωθούμε σε δαύτα και υπογείως σαν τη μαρμότα να ασκηθούμε στη γλωσσική ανυπακοή (KSA 5.169.9-19). Υπάρχουν λέξεις όμορφες, αστραφτερές και γιορτινές, γράφει ο Νίτσε στο Πέρα από το Καλό και το Κακό, οι οποίες κουδουνίζουν και κροταλίζουν. Είναι τα υλικά για συνθηματικές εκφράσεις που μας κάνουν να κορδωνόμαστε όλο υπερηφάνεια: έρωτας για την αλήθεια, θυσία για τη γνώση, κ.λπ. Όμως εμείς γνωρίζουμε εδώ και καιρό με άκρα μυστικότητα (in aller Heimlichkeit) πως όλες αυτές οι εκφράσεις δεν είναι παρά η χρυσόσκονη της ανθρώπινης ιδιοτέλειας. Και επιδιώκουμε να προχωρήσουμε κάτω από την όλη μασκαράτα, κάτω από την επιχρωματισμένη επιφάνεια, προκειμένου να φέρουμε στο φως το στοιχειώδες κείμενο της homo natura, του φυσικού ανθρώπου: «να μεταφράσουμε τον άνθρωπο πίσω στη γλώσσα της φύσης» (KSA 5.169.20).

Έ

ναν χρόνο αργότερα, στη νέα έκδοση της Χαραυγής (1887) προσθέτει έναν πρόλογο, όπου ξεκινά με τις ίδιες σχεδόν μεταφορές και διαπιστώσεις. Είμαι ένας υπόγειος άνθρωπος, γράφει, ανοίγω τρύπες και στοές σαν τυφλοπόντικας μοναχικός. Εργάζομαι υπονομευτικά και ξεφεύγω από τους πολιτικούς μηχανισμούς της ρητορικής και της πειθούς. Με βλέπει μόνον όποιος διαθέτει μάτια για τέτοια δουλειά στα βάθη (KSA 3.11.1-19). Μοναξιά, έρις, δυνατότητα: οι πλέον επιφανειακές συνδέσεις με τον Ηράκλειτο αφορούν στη μοναχική, εριστική και δυναμική ερμηνεία κοσμικών και ανθρώπινων σχέσεων. Ηράκλειτος και Νίτσε ενθουσιάζονται με την υπερχείλιση του γίγνεσθαι, μα καταβάλλονται από εκείνην της καταδικής τους μέλαινας χολής. Φιλόσοφοι της έριδας σε έναν κόσμο που δεν έφτιαξε κανείς προσωπικός θεός (DK 22B30: οὔτε τις θεῶν οὔτε ἀνθρώπων ἐποίησεν), πορεύονται με αντοχές μειούμενες. Η μελαγχολία δυσχεραίνει τον βίο και των δύο, έστω και αν ο Νίτσε άφησε ογκώδες έργο, ενώ ο Ηράκλειτος, ακριβώς εξαιτίας της μελαγχολίας του, όπως μας λέει ο Θεόφραστος, άφηνε ημιτελή κάποια έργα του και άλλα τα έγραφε με τρόπο μη συστηματικό και διόλου οργανωμένο, ανεπίκαιρο ενδεχομένως (DK 22A1). Η συνύπαρξη με παλαιούς είτε νέους Εφέσιους γίνεται δυσβάσταχτη. Οἱ πολλοί κακοί, ολίγοι δὲ ἀγαθοί (DK 22Β104), αναφωνεί ο Ηράκλειτος επαναλαμβάνοντας τη ρήση του Βία, με το κτήνος της μάζας (Herdentier), τα βάζει ο άλλος. Και οι δύο πιστώνουν στα ιερατεία την προϊούσα ανιέρωση του κόσμου. Τα παραδοσιακά μυστήρια, λέει ο Ηράκλειτος, τελούνται ἀνιερωστί (DK 22Β14). Και οι άνθρωποι δεν γνωρίζουν μήτε να α-

κούν τους άλλους, μήτε να μιλούν οι ίδιοι (DK 22Β19: ἀκοῦσαι οὐκ ἐπιστάμενοι οὐδ’ εἰπεῖν), φυτοζωούν χωρισμένοι από τη σοφία του κόσμου. Η ίδια αγωνία μιας γενικευμένης διανοητικής κώφωσης διατρέχει το Ecce Homo, είτε ως συνειδητή και έμμεση αναφορά στον Ηράκλειτο, είτε ως τυχαία συνήχηση:«Ότι σήμερα οι άνθρωποι δεν ακούν, ότι σήμερα δεν γνωρίζει κανείς πώς να πάρει πράγματα από μένα, δεν μου είναι μόνον κατανοητό, αλλά μου φαίνεται και δίκαιο» (KSA 6.298.13-16). Ώτα ευήκοα σπανίζουν, ώτα εξασκημένα ώστε να συλλάβουν μια φιλοσοφία ανήκουστη (KSA 6.290.25, 304.19). Η ρήξη του Νίτσε με την κοινότητα αναβιώνει ακόμη και την ηρακλείτεια μισανθρωπία (DK 22A1: καὶ τέλος μισανθρωπήσας). Στον Αγώνα Ομήρου, ο Νίτσε θυμίζει τη βαριά ηρακλείτεια κουβέντα: oι ενήλικες Εφέσιοι, εφόσον εξόρισαν τον άριστο Ερμόδωρο, καλά θα κάνουν να πάνε να κρεμαστούν, και να αφήσουν την πόλη τους στα παιδιά (DK 22Β121). Λίγα χρόνια αργότερα, ο Νίτσε/Ζαρατούστρα θα προτείνει λίγο-πολύ το ίδιο στους νεκροζώντανους Νέους Εφέσιους (KSA 4.93-6). Και στις δύο περιπτώσεις, η μισανθρωπία πηγάζει από μια βαθύτερη αγάπη για τον άνθρωπο και τις εξωνημένες δυνατότητές του. Η αυτοεξαίρεση είναι ο ύστατος αγώνας για τις μελλοντικές προϋποθέσεις μιας πραγματικής κοινότητας. Όσο βαθύτερα εξατομικεύεται ο καθ’ έκαστος άνθρωπος (der Einzelne), τόσο περισσότερο ξεμπροστιάζει σαν άλλος σάτυρος την «ψευδόμενη καρικατούρα του κουλτουριάρη ανθρώπου» (KSA 1.58.20-28 και 59.1: Culturlüge) και τόσο παραγωγικότερα συμβάλλει (KSA 9.99.24-25) σε έναν πολιτισμό γνήσιο και τραγικό, ο οποίος παύει να σύρεται από το Κράτος (KSA 6.106.12-21: «ό,τι είναι σπουδαίο στον πολιτισμό υπήρξε απολιτικό, μάλιστα αντι-πολιτικό»). Η εντεινόμενη φιλαυτία είναι ασκητική. Σε αντίθεση όμως με τον χριστιανικό ασκητισμό δεν προσφέρει την παραμυθία κανενός Θεού και ουδέποτε ενσωματώνεται στον κυρίαρχο λόγο.

Αγχιβάτες

Οι λέξεις είναι κλεψύδρες – νομίζεις πως εξαντλούνται γρήγορα μα αν αντιστρέψεις την αξιολογία τους ξαναγεμίζουν νόημα και χρόνο. Κάποιες μάλιστα με την αναστροφή ξαναβρίσκουν την αρχική τους σημασία. Ο Αγών Ομήρου είναι αυτοσχεδιαστική άσκηση στο νιτσεϊκό αυτό παιχνίδι· επιπλέον, μια καταγγελία της νεωτερικής στρέβλωσης του αρχαίου παραδείγματος και της ανώδυνης, χρηστικής μελέτης της αρχαιότητας. Η κεντρική ιδέα είναι πως όχι μόνον αιώνες ψευδώνυμης φιλοσοφίας και κρατικής ή/και εκκλησιαστικής οικειοποίησης των λέξεων, αλλά επιπλέον καθεστωτικής φιλολογίας αντίστρεψαν μια προϋπάρ[ The Athens Review of books 51


χουσα αρχαιοελληνική αξιολογία. Μιλούμε σήμερα για τις νεωτερικές κατασκευές της φιλανθρωπίας (Humanität) και του ανθρωπισμού, γράφει ο Νίτσε, ενώ οι Έλληνες τιμούσαν το πρωτογενές, εξωηθικό ανθρώπινο (das Menschliche). Στην πορεία, ο ανθρωπισμός έγινε η πλήρης αντιστροφή του ανθρώπινου: διότι παραχαράσσει λέξεις, όσες ο ελληνικός κόσμος καταφάσκει ως προϋποθέσεις άμιλλας, όπως είναι η έριδα, η έχθρα, ο φθόνος. Αυτές διαδέχθηκε μια αφύσικη και υποκριτική ηθικολογία. Εθιστήκαμε στη λεγόμενη μετριοπάθεια και δεν αντιλαμβανόμαστε την ύπουλη βία ενός καθεστώτος γενικευμένης μετριοπάθειας. Συνηθίζουμε να λέμε περιφρονητικά για κάποιον πως είναι εριστικός, νομίζοντας ότι πλεονεκτούμε ηθικά επειδή ποζάρουμε ως μετριοπαθείς – ορίστε, πόσο εύκολα οβελίζεται (μετά τον εγωισμό) μια ακόμη λέξη: έρις. Οι Έλληνες γνώριζαν ότι oμοθυμαδόν δεν γίνεται ούτε φιλοσοφία ούτε πολιτισμός. Άνθρωπος είσαι όσο αγωνίζεσαι, και ο αγώνας (Wettkampf) προϋποθέτει την έριδα. Ο Νίτσε συναντά κι εδώ τον Ηράκλειτο: πάντα κατ’ ἔριν γίνεσθαι (DK 22Β8). Η παραμικρή κίνηση προς το μέλλον είναι απαγκίστρωση από το παρόν, άρα πράξη αναιρετική του παρόντος, υπό την έννοια αυτή εριστική. Η έριδα ορμητικά κινεί κόσμο και πρόσωπο και συνάμα τα συγκροτεί. Τώρα όμως επιβιώνουμε σε έναν κόσμο που δεν είναι διόλου ο κληρονόμος του αρχαίου, παρά η αντιστροφή του: «Ενώ ο σύγχρονος άνθρωπος τίποτα δεν φοβάται περισσότερο στον καλλιτέχνη απ’ την προσωπική ορμή της μαχητικότητάς του, ο Έλληνας γνώριζε τον καλλιτέχνη μόνον ως προσωπικά αγωνιζόμενο!» (ΑΟ 35) Χωρίς την έριδα ο καθ’ έκαστος άνθρωπος παγιδεύεται σε μια αραχνώδη ψευδοκοινότητα. Αυτή του ορίζει τον ρόλο του Αχιλλέα στην παραβολή του Ζήνωνα του Ελεάτη: ο παραλυμένος Αχιλλέας αδυνατεί να φτάσει τη χελώνα διότι κάθε βήμα ανοίγει και μια άβυσσο. Σαν τον Αχιλλέα βλέπουμε αβύσσους σε κάθε πραγματικό βήμα, εγκλωβισμένοι τόσο καιρό τώρα σε ασφαλείς τάχα νεφέλες, φασκιωμένοι σε πολλαπλές στρώσεις και δικτυώσεις εννοιών. Πώς να βαδίσουμε μόνοι προς τους πιο «κοντινούς και απτούς σκοπούς»; Νίτσε και Ηράκλειτος συνηχούν εκ νέου: Προτιμώ πράγματα που βλέπονται, ακούγονται, μαθαίνονται (DK 22B55: ὅσων ὄψις ἀκοὴ μάθησις, ταῦτα ἐγὼ προτιμέω). Και οι δύο είναι ἀγχιβάτες: προσεγγίζουν και ολοένα πλησιάζουν (DK 22B122: ἀγχιβασίην Ἡράκλειτος). Τέτοια προσέγγιση προϋποθέτει την απόσταση – την αγχιβασία επιτρέπει μόνον η απόσχιση από την φασματική νηνεμία εύκαμπτων λέξεων και εννοιών. Κάθε ύπαρξη αξιέραστη γίνεται εριστική. 52 [ The Athens Review of books

Παλιντροπία

Όμως ο πραγματικός αγώνας, η μέγιστη έριδα δεν είναι με τους άλλους, το Κράτος ή τέλος πάντων έναν κόσμο στρεβλό και αντεστραμμένο (verkehrte Welt), είναι με τον εαυτό: Ζει καλύτερα όποιος την ύπαρξη αψηφά! (ΠΑ 29), ή, όπως θα πει ο Ζαρατούστρα στην κορύφωση της αναζήτησής του για επικοινωνία: Ο άνθρωπος είναι Κάτι που πρέπει να ξεπεραστεί (KSA 4.332.16). Η ταυτότητα ενός εκάστου προκύπτει κατά τη διαρκή αυθυπέρβασή της. Η έριδα προς τον εαυτό είναι κατάφαση του εαυτού. Εδώ βρίσκουμε τον πυρήνα της σύμπνοιας Ηράκλειτου και Νίτσε, παρά στην επιφανειακή ρητορική περί έριδος και πολέμου. Και οι δύο ανιχνεύουν την ταυτότητα στη σχάση, στην αρμονία και στη διαφορά (DK 22B8: ἐκ τῶν διαφερόντων καλλίστην ἁρμονίαν). Οι άνθρωποι δεν κατανοούν, έλεγε ο Ηράκλειτος, ότι κάτι μπορεί να αντιφάσκει με τον εαυτό του κι ωστόσο τότε μόνο να συμφωνεί μαζί του – είναι η ιδιότητα της παλιντρόπου αρμονίας που διέπει για παράδειγμα την παλμική δόνηση του τόξου ή της λύρας, όπου η αρμονία προϋποθέτει έκταση και διάσταση (DK 22Β51). Κάθε ύπαρξη είναι παλίντροπος σαν τόξο. Αντιφάσκει με τον εαυτό της, εφόσον κάθε στιγμή κατατρώγεται από την επόμενη, ένας ουροβόρος όφις που διαρκώς χωνεύει τον εαυτό του. Με τις δυο λεξούλες: es war (αυτό υπήρξε), σημειώνει ο Νίτσε στα 1873, «εκκινεί ο αγώνας, ο πόνος, και εγκαινιάζεται η ζωή ως ένα ατέρμονο Imperfectum» που παλιμβαίνει από το παρόν στο παρελθόν (KSA 7.677.27-34). Η παλιντροπία εισέρχεται στην ίδια την πολυσημία των λέξεων, ή μάλλον στον παλμό τους: βίος, λέει ένας ηρακλείτειος αφορισμός, είναι το όνομα που δίνουμε στο τόξο, μα έργο του είναι ο θάνατος (τῷ οὖν τόξῳ ὄνομα βίος, ἔργον δὲ θάνατος, DK 22Β48). Πράγματι, η λέξη βιός στον Όμηρο σημαίνει το τόξο, παραπέμπει όμως στον βίο, τη διάρκεια και τον τρόπο μιας ανθρώπινης ζωής. Στην πραγματικότητα ο καθ’ έκαστος άνθρωπος δεν είναι παρά αντιμάμαλο, κύμα στο «αναγκαίο παιχνίδι των κυμάτων που είναι το γίγνεσθαι» (KSA 2.396.9-10). Η σημειολογική ομοιότητα των λέξεων κύμα (Welle) και βούληση (Wille) ενισχύει την κοινή έφεση να αναλίσκουν και να αναλίσκονται: Βούληση και κύμανση – με πόση αδηφαγία σηκώνεται τούτο το κύμα, λες και θα μπορούσε να φτάσει Κάτι! Πώς συντρίβεται με φοβερή βιάση στις πιο μύχιες γωνιές των βράχων! Θα ’λεγε κανείς πως θέλει κάποιον να προλάβει, θα ’λεγε κανείς πως εκεί Κάτι είναι κρυμμένο, Κάτι που έχει αξία, υψηλή αξία, – και να που τώρα επιστρέφει, κάπως επιβραδυμένο, ακόμα πάντως

κάτασπρο από τον ερεθισμό, – μήπως απογοητεύτηκε; Μήπως βρήκε ό,τι αναζητούσε; Μήπως υποκρίνεται το απογοητευμένο; – Μα αμέσως προσεγγίζει ένα άλλο κύμα, ακόμη πιο αδηφάγο και αγριότερο από το πρώτο, και η δική του ψυχή επίσης μοιάζει ολόγεμη από μυστικά [...] (KSA 3.546.7-17). Τι επιδιώκει το άπληστο και μελαγχολικό αντιμάμαλο της ύπαρξης, σε ποιο ύψος θέλει να φτάσει ο κυματοδρόμος Νίτσε; Κολυμπώ στο υψηλότερο κύμα, γράφει σε μια σημείωση του 1881 (KSA 9.602.13), και εύλογο το ερώτημα για τον σκοπό του ταξιδιού. Σκοπός κανείς δεν υπάρχει, απαντά ο Νίτσε. Απλώς ζουν τα κύματα (die Wellen) κι έτσι ζούμε εμείς οι θέλοντες (die Wollenden). Η ροή συνεχίζεται πέρα από τα κιγκλιδώματα της γλώσσας και της επιστήμης, της ηθικής, της θεολογίας και της ιστορίας. Συνεχίζεται αδιάκοπα η παλιντροπία, όση εξαρχής ξεφεύγει από κάθε αξιολογική ή χρηστική ιδιοποίηση εκ μέρους του πολιτισμού ή της πολιτικής. Αυτό το αβυσσαλέο κυματώδες απόθεμα ύπαρξης μόνο να το καταφάσκει κανείς μπορεί με όλη του τη δύναμη και θέληση – αν βεβαίως δεν προτιμά να εθελοτυφλεί καταδικασμένος να ζει για πάντα στη σκιά του.

Ζ

ωντανή και ακέραια, η ηρακλείτεια και νιτσεϊκή παλιντροπία αντιστέκεται σε οποιαδήποτε διανοητική αφαίρεση. Αδύνατον να μεταφραστούν οι δονήσεις της ύπαρξης στην οργανωμένη γλώσσα της συνείδησης, να γίνει κάποια νόηση ή νομή τους. Η ανθρώπινη συνειδητότητα, το γνωρίζει ο Νίτσε, αναπτύχθηκε υπό την πίεση της ανάγκης για επικοινωνία. Όμως οτιδήποτε αναφαίνεται στη συνείδηση, άρα και οτιδήποτε είναι κοινωνήσιμο ή «παίρνει τη μορφή λέξεων, δηλαδή σημείων επικοινωνίας», στα οποία συμπεριλαμβάνονται χειρονομίες ή βλέμματα, μοιάζει ήδη με προϊόν ατελούς μετάφρασης. Στη Χαρούμενη Επιστήμη διαβάζουμε πως μοιραία καταλήγει να επικοινωνεί κανείς μόνον ό,τι δεν είναι απολύτως καταδικό του (das Nicht-Individuelle), ό,τι βρίσκεται έξω από τον ιδιαίτερο πυρήνα του εαυτού: Οι χειρισμοί μας είναι κατά βάθος όλοι προσωπικοί με έναν τρόπο που δεν επιδέχεται σύγκριση, μοναδικοί, απεριόριστα ατομικοί, δεν χωρεί αμφιβολία· μόλις όμως μεταφραστούν στην συνείδηση, παύουν πια να δείχνουν τέτοιοι... (KSA 3.592.33-593.2). Από πού να πιαστεί ο φιλόσοφος που συνήθισε σε λέξεις, και μάλιστα λέξεις καλοσυνάτες και γενικώς αποδεκτές, όταν πρόκειται να μιλήσει για έναν ελάχιστο εαυτό τόσο προσωπικό που στραπατσάρεται σε κάθε απόπειρα μεταφοράς ή μετάφρασης;

Τα ενδότερά μας είναι και τα πλέον ευαίσθητα. Κάθε προσπάθεια να γίνει μεταδόσιμος ο παλίντροπος εαυτός πασπαλίζει ψυχρές λέξεις κι έννοιες σε έναν πυρήνα που διαρκώς εκχύνεται σαν καυτή λάβα. Το εγχείρημα είναι μάταιο – λες και θα μπορούσε ποτέ να κλειστεί η ισχύς και φορά του εγωτικού αντιμάμαλου σε μια μποτίλια, πόσο μάλλον να μετατραπεί κατόπιν σε αξιοποιήσιμη πηγή ενέργειας προς τέρψη και ωφέλεια άλλων. Είναι η πρώτη συνέπεια του ηρακλείτειου σύμπαντος: μια ροϊκότητα που ξεπερνά κατά πολύ την κοινωνική διάσταση της ανθρώπινης αισθητηριακής και γνωσιολογικής δύναμης. Ο Νίτσε δεν αναγνωρίζει κανένα απόλυτο επιστημολογικό σημείο αναφοράς που να επιτρέπει κάποια ασφαλή, πλατωνικού τύπου διάκριση φαινομένων και πραγματικότητας. Τα φαινόμενα ξεπερνούν φιλοσοφικές τυπολογίες, ή μάλλον παραμένουν πράγματα σε πείσμα της φιλοσοφίας, της θεολογίας και της Ηθικής. Μια ακραία συνέπεια είναι η αφωνία και η αλογία. Ο φιλόσοφος Κρατύλος, που ανήκε στην παρέα τῶν φασκόντων ἡρακλειτίζειν, έφτασε στο ακρότατο σημείο, λέει ο Αριστοτέλης. Κατέληξε πως δεν μπορούσε να εκφράσει απολύτως τίποτα δια του λόγου, οπότε περιορίστηκε να κινεί το δάχτυλό του (TEGP 167 = Αριστ. Μετά τα φυσικά 1010a7-15). Κι αν αυτός είναι οριακή περίπτωση, παραμένει ισχυρή η ηρακλείτεια υπόμνηση ενός Δελφικού λόγου που οὔτε λέγει οὔτε κρύπτει, ἀλλὰ σημαίνει (DK 22Β93). Αυτήν ανακαλεί ο Νίτσε και προβληματίζεται για το νόημά της (KSA 1.333.1-5). Τι φανερώνει άραγε ένας τέτοιος λόγος, τι δείχνει, προς τα πού κατατείνει; Ό,τι πλησιέστερο σε απάντηση περιέχεται ίσως σε ένα άλλο ηρακλείτειο απόσπασμα. Σοφία είναι μόνο ένα πράγμα: να γνωρίζει κανείς την γνώμην που κυβερνά τα πάντα διαμέσου των πάντων (DK 22Β41: εἶναι γὰρ ἓν τὸ σοφόν, ἐπίστασθαι γνώμην, ὁτέη ἐκυβέρνησε πάντα διὰ πάντων). Η ελληνική λέξη γνώμη δεν σημαίνει εδώ την άποψη ή συγκυριακή γνώση, παρά τη φυσική προδιάθεση, κλίση και ροπή.6 Η νιτσεϊκή βούληση για δύναμη είναι εκδοχή της ροϊκής τούτης γνώμης/βούλησης του Ηράκλειτου, η οποία δεν φέρει ούτε αποκρύπτει νόημα κανένα, παρά εκδιπλώνεται φυσικά, όπως το παιδί που παίζει. Ο κόσμος είναι ένα παιδί που πεσσεύει, μετακινεί κομμάτια του παιχνιδιού (DK 22B52: αἰὼν παῖς ἐστι παίζων, πεσσεύων). Ο Νίτσε αναζητά την επιστροφή της ανθρωπότητας στην παιδικότητα αυτή (KSA 2.143.4: Die Menschheit zu verkindlichen), όχι με καμιά αφελή και γλυκερή διάθεση, αλλά επειδή το παιδί βρίσκεται πέρα από τον πολιτισμό, εξωηθικό και ατόρνευτο.

Φλόγα είμαι οπωσδήποτε

Μια δυσθυμία καταλαμβάνει όποιον έρχεται σε επαφή με την ηρακλείτεια και νιτσεΣεπτέμβριος 2015


ϊκή αντίληψη των πραγμάτων, ένας τυπικά ελληνικός πεσιμισμός. Ώρες ώρες η τριβή με την καθημερινότητα κάνει τα πάντα να εξαφανίζονται σε ένα χειμαρρώδες γίγνεσθαι, σε μιαν αδιάκοπη ροή ποταπότητας και χθαμαλότητας μαζών και πραγμάτων. Χύδην λέξεις, πράξεις και ιδέες σωρεύονται σαν πλίνθοι ενός φριχτού πύργου της Βαβέλ, αναμένοντας τον άγγελο της Ιστορίας να τις λυτρώσει – αν υποθέσουμε ότι αξίζουν τη λύτρωση. Πώς αποφεύγει κανείς τις συνέπειες τέτοιας κολλώδους και ελώδους ιστορικότητας; Υπάρχει έξοδος από την εφημερία της ιστορίας; Στο Πάθος για την Αλήθεια ο Νίτσε διατυπώνει εμμέσως τη διερώτηση, την οποία θα επεξεργαστεί στον δεύτερο Ανεπίκαιρο Στοχασμό. Η απάντηση είναι η εξής: η ζωή πραγματώνεται αυτοστιγμεί – όχι προοδευτικά, τελολογικά ή ιστορικά. Δεν υπάρχει «τέλος» της ιστορίας παρά στιγμές τελικές ή εντέλειας του κόσμου, βραχύβιες, σκόρπιες και σφοδρότατες, δηλαδή πλήρως συντελεσμένες. Ό,τι μετρά είναι η διασφάλιση της συγγένειάς μου με δαύτες, η συμπαθητική πρόσδεση σε κορυφώσεις χρονικά τόσο απομακρυσμένες η μια από την άλλη, όσο κατάμονοι και χωρισμένοι μοιάζουν να υπήρξαν οι ανθρώπινοι φορείς τους. Αυτούς άλλωστε συμπυκνώνουν: τύπους ανθρώπινους φαινομενικά παροδικούς, όψεις όμως της μεγαλοφυΐας (Genius). Η παράγραφος 314 της Χαραυγής παρέχει μια καλή διατύπωση της ιδέας που διατρέχει όλο το έργο του Νίτσε προδίδοντας τα ηρακλείτεια σημεία αναφοράς της: Ξυπνάμε σε ένα νησάκι καταμεσίς του ωκεανού τού γίγνεσθαι. Δεν είναι μεγαλύτερο από βάρκα, κι εμείς είμαστε οι τυχοδιώκτες, πουλιά που περιπλανώνται στον ορίζοντα. Κοιτάμε ολόγυρα για λίγη ώρα, και με όσο περισσότερη βιάση και περιέργεια γίνεται, διότι γνωρίζουμε πόσο γρήγορα μπορεί ένας άνεμος να μας φυσήξει μακριά ή ένα κύμα να σαρώσει το νησάκι, ώστε να μην απομείνει ίχνος μας! Μα εδώ, σε τούτο τον μικρό χώρο, συναντούμε άλλα πουλιά πλάνητες και ακούμε για κάποια που πέρασαν από δω παλιότερα,– κι έτσι ζούμε ένα εξαίσιο λεπτό γνώσης και προγνωσίας (und so leben wir eine köstliche Minute der Erkenntniss und des Errathens), ενόσω χαρούμενα χτυπάμε τα φτερά και κελαηδάμε ο ένας στον άλλο και διανοητικά εφορμούμε σε περιπέτειες έξω στον ωκεανό, διόλου λιγότερο υπερήφανοι από ό,τι ο ωκεανός ο ίδιος! (KSA 3.227.3-14) Είδαμε τον Νίτσε να είναι κυματοδρόμος· τώρα είναι κυματόζωστος. Εκεί καβαλά τα κύματα· εδώ περιορίζεται σε μια εφήμερη νησίδα κυματόκλυστη, που όμως αυτός την κάνει αιώνια. Είναι οι αντίθετες Σεπτέμβριος 2015

που ζει αιώνια και φουντώνει ή σιγοκαίει (DK 22Β30: πῦρ ἀείζωον, ἁπτόμενον μέτρα καὶ ἀποσβεννύμενον μέτρα). Για τον Νίτσε, η μεγαλοφυΐα (Genius) είναι τέτοιο πυρ. Και η κυματηδόν εναλλαγή της επιβάλλει τη μετάβαση από την παθητική και ομοιογενή αντίληψη της Ιστορίας στην παρεμβατική ή ενεργητική σχέση με τις υψηλές στιγμές του παρελθόντος. Αυτό είναι το κρυφό μήνυμα της νιτσεϊκής οικείωσης ή μάλλον εμπειρίας του υπ’ αριθμόν ένα ηρακλείτειου συμβόλου, εκείνου της φωτιάς: Ναι, γνωρίζω από πού κατάγομαι! / Αδηφάγος σαν την φλόγα / Αστράφτω και κατατρώγω τον εαυτό μου. / Φως γίνεται ό,τι πιάνω / Κάρβουνο ό,τι αφήνω: / Φλόγα είμαι οπωσδήποτε. (KSA 3.367.15-20) ▲

Ο Πιερ Κλοσοφσκί. Ο Νίτσε δεν επιδιώκει απλώς να καταστρέψει τις κρατούσες εννοιολογήσεις του «καλού» και του «κακού», παρατηρεί ο Κλοσοφσκί. Μάλλον ανήκει σε μια παράδοση φιλοσόφων οι οποίοι, όπως οι Σοφιστές και οι Εγκυκλοπαιδιστές, απομαγεύουν χρεοκοπημένες χρήσεις της γλώσσας, προκειμένου κατόπιν να αναμαγεύσουν τον κόσμο καλύτερα, δηλαδή ειλικρινέστερα και πιο δημιουργικά. Σκοπός δεν είναι η διατήρηση της εξουσίας, αλλά η άσκηση ενός «κανόνα της σκέψης» και της «οικονομίας της ύπαρξης», χωρίς να εξέρχεται τελικά κανείς ποτέ πλήρως από τον φαύλο κύκλο (P. Klossowski, Nietzsche et le Nietzsche et le cercle vicieux, Mercure, Παρίσι 1969, σ. 194-5).

τροπές της ύπαρξης, καταφάσκοντας τις οποίες πασχίζει κανείς να μένει ο εαυτός του, ανήμερος και εναντιαίος διαπαντός.

Ό

σο το πολιτικό ποίμνιο και οι συμφεροντολόγοι ποιμένες αποδεικνύονται κατώτεροι των περιστάσεων, τόσο θελκτικότερο γίνεται το πέρασμα από τη συλλογική αντίληψη της ιστορίας στην προσωπική αρχαιολογία των ποιοτικών στιγμών της. Στην καταβύθισή του ο Νίτσε δυναμιτίζει εκ νέου περασμένες εκρήξεις ακμής. Ο ινδός νομοθέτης Μανού, ο Ηράκλειτος, ο Όμηρος, ο Πίνδαρος, ο Θουκυδίδης, ο Ναπολέων, ο Σοπενχάουερ, ο Γκαίτε, ο αμερικανός φιλόσοφος Έμερσον: είναι κάποια πρόχειρα σήματα βραχέα, σημεία της αληθινής κορυφογραμμής του χρόνου. Είναι το μήνυμα του Νίτσε για χαλεπούς καιρούς: η αγχιστεία με τις απολύτως βιωμένες στιγμές της παρελθόντος γιατρεύει την ασθένεια της ιστορίας, αίρει την εφημερία της. Μόνον ο καθ’ έκαστος άνθρωπος μπορεί να ανοίξει τις θύρες που του έκλεισε κατάμουτρα το Κράτος και η όποια φαύλη κοινότητα: «ό,τι μου είναι ιδιογενές στη φύση και στην ιστορία, αυτό μου απευθύνει τον λόγο, με επαινεί, με παρακινεί και με παρηγορεί – ό,τι άλλο δεν το ακούω ή το ξεχνώ πάραυτα» (KSA 3.498.25-8). Ο κανονικός ρους της Ιστορίας εμποδίζει τον ρου

της ζωής. Οφείλω να βγω από το ποτάμι της ιστορίας για να μπω σε εκείνο της ζωής. Τότε η συντροφιά του εαυτού αποδεικνύεται συντροφιά των κορυφαίων ατομικών υπάρξεων, άρα του ενδότερου κόσμου όλου. Οι στιγμές του ζενίθ νοηματοδοτούν ολόκληρη την καύση. Χιλιετίες ιστορίας ίσως αποκτήσουν εξαίφνης νόημα χάρη στην ανάδειξη ενός μόνο ανθρώπου – η εντέλεια και πλησμονή μιας μεμονωμένης ύπαρξης δικαιολογεί την παρέλευση πλήθους θραυσιγενών αθρώπων (KSA 11.248: Bruchstück-Menschen). Ο Ηράκλειτος το είχε θέσει ωμότερα: εἷς ἐμοὶ μύριοι, ἐὰν ἄριστος ἦι: ένας άνθρωπος είναι για μένα χίλιοι, εάν είναι άριστος (DK 22Β49). Στο νεωτερικό συγκείμενο ο ηρακλείτειος αριστοκρατισμός του Νίτσε γίνεται ενοχλητικός: οι διάφοροι άνθρωποι δεν φέρουν αξιοπρέπεια (Würde) αυτοί καθ’ εαυτοί, παρά ως φανέρωση της μεγαλοφυΐας (Genius). Είναι ό,τι ο ηθικολόγος Καντ επίμονα αρνούνταν: δίοδοι και μέσα (KSA 1.776.4-8), εν προκειμένω για την ανάσυρση ενός βαθύτερου ανθρώπινου εαυτού που οι ίδιοι σκόρπισαν. Με τέτοιες σκέψεις ο Νίτσε μεταφέρει στη φιλοσοφία της ιστορίας μια ιδιότητα της ηρακλείτειας υλοζωιστικής κοσμοαντίληψης: την περιοδική αυξομείωση. Η ηρακλείτεια αρχή ποικίλλει κατά τόπους εν εξάρσει είτε εν υφέσει, φωτιά

1 Οι παραπομπές με την ένδειξη KSA γίνονται στη στερεότυπη έκδοση των G. Colli και M. Montinari (επιμ.), Friedrich Nietzsche, Sämtliche Werke. Kritische Studienausgabe in 15 Bänden, Walter De Gruyter, Βερολίνο και Μόναχο 1999. Οι αριθμοί δηλώνουν τόμο, σελίδα και σειρές. Όλες οι μεταφράσεις είναι δικές μου εκτός από εκείνες με την ένδειξη ΠΑ και ΑΟ, όπου παραθέτω αυτές του Β. Δουβαλέρη. Για τα αποσπάσματα του Ηράκλειτου χρησιμοποιώ την πρόσφατη έκδοση του D.W. Graham, The Texts of Early Greek Philosophy: The Complete Fragments and Selected Testimonies of the Major Presocratics, Part 1, CUP, Καίμπριτζ 2010 (TEGP), ακολουθώ όμως την πιο οικεία αρίθμηση των Diels-Kranz. 2 G. Bataille, Oeuvres Complètes I, Gallimard, Παρίσι 1970, σ. 466. Η προσέγγισή μου στον Νίτσε είναι εξίσου επηρεασμένη από αυτές των Gustav Landauer, Fritz Mauthner, Pierre Klossowski, E.M. Cioran. 3 Για την ιστορία του όρου Afterphilosophie και τη σχετική έκφραση Afterphilologie, η οποία έγινε δημοφιλής χάρη στη διένεξη Νίτσε και Βιλαμόβιτς, αλλά και τις ποικίλες αποδόσεις σε ευρωπαϊκές γλώσσες (π.χ. Filologia anale, Bastard scholarship, backside philology), βλ. P. Hummel, “Pseudologie”, στο Hummel (επιμ.), Pseudologie: Etudes sur la fausseté dans la langue et dans la pensée, Philologicum, Παρίσι 2010, σ. 22-29. 4 Για παράλληλα χωρία, βλ. Historischer und kritischer Kommentar zu Friedrich Nietzsches Werke, τ. 6/2, επιμ. Heidelberger Akademie der Wissenschaften, Walter de Gruyter, Βερολίνο 2013, σ. 354. 5 Για το χωρίο αυτό βλ. D. Sedley, The Midwife of Platonism, Text and Subtext in Plato’s Theaetetus, Clarendon Press, Οξφόρδη 2004, 39-41. 6 LSJ s.v. γνώμη ΙΙ.2, βλ. και την πρόσφατη αγγλική μετάφραση του Graham (TEGP, ad loc.): Wisdom is one thing: to know the will that steers all things through all. [ The Athens Review of books 53


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.