Σωτήρης Κανελλόπουλος Το άγγιγµα
Π. Φάληρο 2011
1
Το άγγιγµα
2
Ι. συνάντηση Εξηνταπεντάρα; Γιατί όµως; Έχει καµιά σηµασία η ηλικία; Τα αυτοκίνητα βιαστικά πάνω στην κρύα άσφαλτο. Ήλιος· φθινοπωρινός. Το πόδι πονεµένο. Άλλες φορές θα περνούσες τρέχοντας, έχοντας υπολογίσει απόσταση, δική σου ταχύτητα, ταχύτητα επιτιθεµένου οχήµατος. Τώρα όµως όχι. Προτιµάς την ασφαλή διάβαση. Εν τω µεταξύ η µαυροφορεµένη σε πλησιάζει. -Τι κάνετε; -Καλά ευχαριστώ εσείς; Είναι φανερό ότι µε το βλέµµα ρωτάει, ποια είστε; Δεν σας ξέρω. Ή µήπως σας ξέρω και δεν σας θυµάµαι... Το βλέµµα κάνει και µια µικρή βιαστική εξερεύνηση· σε όσα προλαβαίνει. Το βαµµένο µαλλί, που ασπρίζει έντονα στη ρίζα του και αρκετά περισσότερο, δείγµα αυτοεγκατάλειψης, τα ρούχα σχεδόν όλα µαύρα, όχι όµως κατάµαυρα, το πρόσωπο σκαµµένο, το χαµόγελο συµπάθειας και απορίας. Το κατάλαβε. Κατάλαβε το ερώτηµα του βλέµµατος. -Είµαι η γυναίκα του Γιώργου! Σµίξιµο φρυδιών συνήθως σηµαίνει προσπαθώ µα δεν καταλαβαίνω. Δεν µπορώ να εντοπίσω την πραγµατικότητα των στοιχείων που µου λες. -Του Γιώργου, από τον Όµιλο. Δεν θυµάστε; παίρνει πρωτοβουλία να εξηγήσει. -Για να είµαι ειλικρινής δεν θυµάµαι. Δεν µπορώ να συγκεντρωθώ και να θυµηθώ. η απόφαση να επιτραπεί στην αλήθεια να πάρει εξόδου. Όχι ότι θα είχε καµιά σηµασία αν δεν έβγαινε εκείνη και την υποκαθιστούσε το άνετο ξαδελφάκι της, το κατά συνθήκη ψεύδος. Αλλά καµιά φορά η κρίση ειλικρίνειας παίρνει την κατάσταση στα χέρια της και κάνει εκείνη παιχνίδι. -Του Γιώργου του Ζαρκόπουλου, από τον Όµιλο. Δεν θυµάστε; Γιατί δεν θυµάστε; Δεν τον θυµάστε; Ήταν καλός άνθρωπος. Τι πάθατε; Καλοσυνάτη η φωνή, λίγο σαν επίπληξη, περισσότερο σαν ενδιαφέρον µε δόσεις απογοήτευσης· ίσως γιατί αναγκάστηκε να
3
δώσει και τρίτη πληροφορία. Πρώτα το όνοµα, µετά τον χώρο, και τέλος το επώνυµο. Τα ηχοχρώµατα αντιληπτά. Αλλαγή στρατηγικής και στόχων. Εκείνο το ήταν, καθιστά σαφείς τις δηλώσεις. Ήταν, δεν είναι. και γεννά απορίες: Ποιος να ήταν; -Ε δεν… Μεγάλωσα κι εγώ. Έχω και τα δικά µου. Ξεχνάω. Εσείς τι κάνετε; Η πρόθεση σαφής. Κλείνω αυτόν τον κύκλο κουβέντας, ανοίγω άλλον. Μπας και βγω από τη αµήχανη θέση. -Τι να κάνω; Το ξέρετε, τον Γιώργο τον χάσαµε· πέθανε. Ήταν καλός άνθρωπος. Και όταν χάνεις τον άνθρωπό σου… Όταν είναι και καλός άνθρωπος. Μόνη. Το χέρι ακουµπά στο µανίκι του χοντρού µπουφάν. Του δικού σου. Το νιώθεις. Δεν τραβάς το χέρι κι ας µην αντιλαµβάνεσαι τον λόγο της αιφνίδιας οικειότητας. Εκείνη τραβάει το δικό της. Μάλλον καλύφθηκε. Ή µετάνοιωσε. Βλέπεις ο ήλιος δεν είναι πάντα αρκετός να ζεστάνει. Όταν µάλιστα ο βοριάς έχει περάσει από παγωµένα µονοπάτια πριν φτάσει να αγγίξει την τούτη γειτονιά· χρειάζεται να φοράς και µπουφάν. Είναι και γνωστής φίρµας. Με πούπουλο µέσα. Ίσως γι αυτό έγινε αισθητό το άγγιγµα. Ίσως µε το άγγιγµα κι εκείνη να ήθελε να νιώσει την ανθρώπινη ζεστασιά. Οι µέσα βοριάδες είναι πιο κρύοι. Ο δρόµος άδειος. Το τελευταίο όχηµα, ένα ταξί, πέρασε βιαστικά κι αδιάφορα, ζωγραφίζοντας το οπτικό σας πεδίο µε τα κίτρινα χρώµατά του. Ένα ζευγάρι, εσείς, µε καµιά σχέση µεταξύ των µερών του. Ίσως µόνον µια παρανόηση. Ή κάποια κρυµµένη ανάγκη. Τα επόµενα αυτοκίνητα στέκουν ακινητοποιηµένα στο βάθος του δρόµου. Το βήµα ταχύ, καλύπτει την φαρδιά λεωφόρο, το πόδι ανυψώνεται για να σκαρφαλώσει στο υπερυψωµένο διάζωµα. Να της δώσω το χέρι να ανέβει κι αυτή; Σκέψη αστραπιαία, που δεν προλαβαίνει να γίνει πράξη. Δυο σώµατα ανάµεσα στις πικροδάφνες, πάνω στο διάζωµα µε το µικρό άνοιγµα που έχουν δηµιουργήσει οι συχνές διελεύσεις των
4
ανθρώπων της περιοχής. Από εδώ ακριβώς περνούσαν, τότε που η λεωφόρος µόλις είχε δηµιουργηθεί, τα άλογα που κατέβαιναν από τους στάβλους προς τον ιππόδροµο Φυσικά δεν υπήρχε αυτό το υπερυψωµένο διάζωµα. Ούτε τα φυτά που του έχουν βάλει.. Άχρηστη σκέψη, που κι αυτή δεν µετασχηµατίστηκε σε φθόγγους. Ποιον ενδιαφέρει άλλωστε για το τι πραγµατικά µπορεί να σκέφτεται το διπλανός του; Πολύ περισσότερο που τα άλογα δεν περνάνε πια από εδώ. Ούτε και υπάρχει πλέον ο ιππόδροµος στην περιοχή. Προς το παρόν εκεί, στον χώρο του παλιού ιπποδρόµου, γίνονται έργα· η βιβλιοθήκη και η όπερα, µέλει, λέει, να αντικαταστήσουν τα έλα γκανιάν, έλα µπατής. Και µη ρωτάς τι είναι αυτές οι προστακτικές, έλα. Αυτές τις άκουγες, παιδί, από τα στόµατα ανθρώπων της γειτονιάς που ήξεραν. Λες ο Γιώργος να είχε σχέση µε αυτά; Μπα. Για Όµιλο είπε, όχι για ιππόδροµο. -Ας προσέξουµε πώς θα περάσουµε κι από εδώ. Ο προστατευτισµός, εκδηλωµένος µε ευκτική, ή µήπως προστακτική;- µπορεί να λειτουργεί και σαν µηχανισµός αναπροσανατολισµού της συζήτησης· και κάλυψης της αµηχανίας Και τι νόηµα έχω να τη ρωτήσω για ποιον Όµιλο λέει; Γιατί να της πω ότι δεν είχα ποτέ σχέση µε Οµίλους; Άσε που µπορεί να είναι κάποια που έχει σχέση µε τον όµιλο που πήγαινε εκείνος ο συγγενής µου, που πέθανε πριν από τέσσερα ακριβώς χρόνια. Όχι· πριν από τέσσερα ακριβώς χρόνια, τέλη του Νοέµβρη, ήταν που τον παρέσυρε το αυτοκίνητο τραυµατίζοντάς τον θανάσιµα. Ο οδηγός εξαφανίστηκε και ποτέ δεν βρέθηκε· ο συγγενής έζησε περίπου έναν µήνα στην εντατική, προτού καταλήξει. Για δες πόσα πράγµατα µπορεί να σκεφτεί ένα µυαλό από τη στιγµή που το πόδι θα αφήσει την προστασία του διαζώµατος µέχρι να πατήσει στην άσφαλτο που µόλις την ελευθέρωσε το βιαστικό όχηµα. Εκείνης; Σε ποιους διαδρόµους των λαβυρίνθων του µυαλού της να τρέχoυν οι σκέψεις και οι µνήµες τώρα; Διασταυρούµενες διαδροµές. Εκείνη ευθεία εσύ προς τα δεξιά. Ιπποτικά την αφήνεις να περάσει µπροστά, κάνοντας πιο µικρά βήµατα και την αποχαιρετάς. Μέχρι το κοντινό σούπερ µάρκετ, προλαβαίνεις να βάλεις το
5
µυαλό σου να ψάξει στις πληροφορίες που έχει αποθηκευµένες. Όχι, δεν θυµάται τίποτα. Τέτοιο όνοµα δεν έχει στα ράφια του. Ούτε τέτοια εικόνα. Το µυαλό σου. Που µπορεί να κάνει τόσες άσχετες “βουτιές” στο παρελθόν. Ή, πλέον, µόνον αυτές του είναι πρόσφορες; Μάλλον η κυρία σε έµπλεξε µε κάποιον άλλον. Μπορεί και να ήθελε να νιώσει ότι ο κόσµος γύρω της την σκέπτεται. Μπορεί και να της θύµισες σε κάτι τον Γιώργο που τον έχασε. Ίσως, ναι αυτό είναι, να θέλησε να επιβεβαιώσει ότι υπάρχουν χέρια να ακουµπήσει. Με το άγγιγµα στο µανίκι ενός αγνώστου. Που … γιατί δεν θυµάστε;
6
ΙΙ. από την άλλη πλευρά Γιατί µε κοιτάζει έτσι; Δεν του θυµίζω τίποτα; Αυτός δεν είναι; Αυτός δεν ερχόταν στον όµιλο των ερασιτεχνών αλιέων; Βέβαια έχω καιρό να τον δω. Σάµατις πάω κι εγώ; Από τότε που έφυγε ο Γιώργος µου, δεν σηµαίνουν τίποτα πια όλα αυτά για εµένα. Αλλά γιατί µε κοιτάζει έτσι; Ας του µιλήσω: -Τι κάνετε; Μα πώς µου απάντησε έτσι απρόσωπα; -Kαλά, εσείς; Δεν µε γνώρισε ή κάνει ότι δεν µε γνωρίζει; Και τότε βέβαια, στον Όµιλο δεν ήταν ιδιαίτερα διαχυτικός. Με το ζόρι τού έπαιρνες µια λέξη. Πάλι καλά που έλεγε µια καληµέρα όταν ερχόταν και ένα γεια σας, όταν έφευγε. Ενώ ο Γιώργος µου, άλλος άνθρωπος. Ανοιχτός. Έξω καρδιά. Με το χαµόγελο, µε τον καλό λόγο στο στόµα για όλους. Όχι βέβαια ότι χαριζόταν σε κανέναν. Όταν χρειαζόταν, όποιου τα ήθελε ο απαυτός του, του τα ‘σουρνε κανονικά. Δεν το είχε τίποτα να του κατεβάσει καντήλια χριστοπαναγίες και όλους τους αγίους, όταν ο άλλος πήγαινε γυρεύοντας. Γι αυτό άλλωστε τον αγάπησα. Γιατί ήταν ανοιχτόκαρδος και άντρας. µε τα όλα του. Τον ξεχώρισα από όλους τους άλλους, και δεν ήταν λίγοι, αυτοί που µε περιτριγύριζαν. Ποιον να πρωτοθυµηθώ; Εκείνο τον ποδοσφαιριστή; Έπαιζε κι αυτός κι αδελφός του στη µεγάλη οµάδα της περιοχής. Τον άλλον, τον γαλονά; Τον απέναντι που περνούσε µε το αµάξι ξεσκέπαστο; Μα ήµουν κι εγώ πολύ όµορφο κορίτσι. Όλη η γειτονιά, ποια γειτονιά, όλη η περιοχή είχε να κάνει µε εµένα. Και η αδελφή µου δεν λέω καλή ήταν όµως, όχι δεν ήταν σαν κι εµένα. Φρόντιζα κι εγώ όµως τον εαυτό µου. Τον πρόσεχα. Ανύπαντρη ακόµα βέβαια, και παρά τις οικονοµικές δυσκολίες, φρόντιζα ιδιαίτερα το ντύσιµό µου.
7
Η Πέπυ, η κοπέλα, που είχε την µπουτίκ στον ίδιο δρόµο µε το µαγαζί που εργαζόµουν, µε ειδοποιούσε όταν της έφερναν κάποιο καινούργιο κοµµάτι.Αυτό είναι µόνον για σένα, µου τόνιζε και µου έκλεινε συνωµοτικά το µάτι. Στο κράτησα. Φυσικά τα πλήρωνα καλά. Ποτέ δεν έκανα παζάρια. Με είχαν µάθει έτσι από το σπίτι. Το καλό το πράγµα το πληρώνεις, µου έλεγε ο συχωρεµένος ο πατέρας µου. Μπα σε καλό µου. Όλους τους συχωρεµένους σκέπτοµαι σήµερα. Ωραίο κορίτσι η Πέπυ, καλή της ώρα· -µα ναι ζει. Έµαθα γι αυτή τις προάλλες από µια κοινή φίλη-, αλλά κι εκείνη το παραδεχόταν δεν έπιανε µία µπροστά µου. Και καλό κορίτσι, αν και δεν ήταν να της παραέχεις εµπιστοσύνη. Θα ξεχάσω εγώ πώς µε κοίταζε όταν πρωτόπιασα δουλειά; Θεώρησε, ως φαίνεται, ότι θα της άρπαζα τον γκόµενο. Παντρεµένος ο αφεντικός µου, ε δεν άφηνε ευκαιρία να µην αρτυσθεί. Και το κατάλαβα αµέσως, µε την Πέπυ … αρτυζόταν συχνά. Σιγά όµως, που θα πήγαινα εγώ µε παντρεµένο. Η Πέπυ ας έκανε ό,τι τη φώτιζε ο Θεός, αλλά όχι και να του βάζει λόγια να µε διώξει. Όταν µετά είδε ότι εγώ δεν ενδιαφερόµουν, δεν ήµουν ανταγωνίστρια, άρχισε κι εκείνη να µαλακώνει. Μέχρι που στο τέλος γίναµε και φίλες. Όµορφα χρόνια εκείνης της δεκαετίας. Τον Γιώργο τον γνώρισα τότε. Σε µια προεκλογική συγκέντρωση. Είχαµε πάει να ακούσουµε τον Αντρέα. Είχαµε τρελαθεί όλες. Με τον Αντρέα βέβαια όχι µε τον Γιώργο. Τον δικό µου, όχι τον γιο του Αντρέα. Μπλέχτηκα. Σιγά µήπως ο δικός µου είχε καµιά σχέση µε τον Γιωργάκη. Συγχώραµαι αν είσαι κάπου και µε ακούς που σε σύγκρινα µε αυτό το απολειφάδι. Αλλά ετούτος εδώ, θέλει να περάσει απέναντι. Ευτυχώς τα αυτοκίνητα σταµάτησαν. Τελευταίο αυτό το ταξί που πέρασε βιαστικά µπροστά µας. Όχι και να δεχτώ το χέρι του για να ανέβω στο διάζωµα. Τι µε πέρασε. Κάνει πώς δεν µε θυµάται, γιατί είµαι σίγουρη ότι µε έχει θυµηθεί και θέλει να µου το παίξει και ευγενής. Μπορεί γιατί δεν ήρθε στην κηδεία του συχωρεµένου. Δηλαδή δεν θυµάµαι να ήρθε. Στριµωχτά είµαστε εδώ πάνω, ανάµεσα στις πικροδάφνες, αλλά δεν γίνεται κι αλλιώς. Με ρωτάει ξανά τι κάνω. Δηλαδή τι περιµένει να του απαντήσω; Τώρα δε µιλάει καθόλου. Γιατί δεν µιλάει; Τι να σκέπτεται; Πάντως να µε φλερτάρει αποκλείεται. Δεν του κάνω. Το είδα στα
8
µάτια του. Όχι ότι µε ενδιαφέρει κιόλα. Χήρα γυναίκα εγώ, κι αυτός χοντρός και ασπροµάλλης, θε µου σχώραµε. Φταίω εγώ που τον πλησίασα να του µιλήσω. Τον άγγιξα και στο χέρι. Πάνω από το µπουφάν του, πάντως. Δεν ξέρω γιατί τόκανα. Μάλλον µου φάνηκε ότι έτσι θα µε θυµόταν. Θα µε ρωτούσε για τον Γιώργο µου. Τίποτα αυτός όµως. Μόνον µε ρώτησε τι κάνω. Τι να κάνω; Ζω τη µοναξιά µου και την πηγαινοφέρνω µέχρι της αδελφής µου. Άντε και καµιάς φίλης αραιά και πού. Τώρα που άρχισα να βγαίνω, είναι η αλήθεια δεν µε κρατάει το σπίτι. Τι να κάνω µόνη µου µέσα στους τέσσερις τοίχους; Μου λείπει πολύ ο Γιώργος. Τα παιδιά µας, -πρέπει να συνηθίσω να λέω τα παιδιά µου, αφού ο Γιώργος δεν είναι πλάι µου πια. Θεέ µου πώς να το συνηθίσω κάτι τέτοιο- πήραν τον δρόµο τους προ πολλού. Όχι δεν έχω παράπονο, αλλά δεν έχω και ένα χέρι να πιαστώ. Κι αν µου τύχει τίποτα; Ναι· γι αυτό του άγγιξα το χέρι λίγο πριν. Να δω αν µπορεί να υπάρχει και για µένα ένα χέρι να κρατηθώ. Φυσικά όχι αυτουνού. Αυτός ούτε που το κατάλαβε. Κοίταζε µε βλέµµα απλανές ακόµα και το ταξί που πέρασε, λες και περίµενε να δει τι; Κανένα φάντασµα στη µέση της λεωφόρου, µεσηµεριάτικα; Αλλά ναι, τέτοιος ήταν. Τον θυµάµαι καλά από τον Όµιλο. Και σε κάτι συνελεύσεις· όλο αρπαζόταν. Κοκκίνιζε και φώναζε. Μάταια οι άλλοι προσπαθούσαν να τον συγκρατήσουν. Μόνον τον Γιώργο µου άκουγε. Τον φοβόταν µάλλον. Δν εξηγείται αλλιώς δηλαδή. Αχ ο Γιώργος µου. Είχε ένα χέρι. Δεν ντρέποµαι να το πω· µε βαρούσε. Δηλαδή όχι πολύ ούτε συχνά. Καµιά σφαλιάρα όταν θύµωνε πολύ. Δεν µπορούσε, έλεγε, να υποφέρει τη γκρίνια µου. Δεν τον συνεριζόµουν. Ήξερε εκείνος. Άντρας ήταν άλλωστε. Μερικά πράγµατα τού τα συγχωρούσα. Θύµωνα από µέσα µου και µια φορά µάλιστα δεν άντεξα και απείλησα να του πετάξω ένα τασάκι, αν θα ξανασήκωνε το χέρι του επάνω µου. Και θα το έκανα. Δεν µε συγκρατούσε τίποτα εκείνη την ώρα. Το κατάλαβε τότε και ζήτησε συγνώµη. Δηλαδή τι παράδειγµα δίνεις στα παιδιά µας, του πέταξα όταν ηρεµήσαµε λιγάκι. Τη θυµάµαι σαν και τώρα τη στιγµή. Και εκείνος ήξερε να υποχωρεί, όχι συχνά βέβαια, αλλά κι εγώ
9
ήξερα να κάνω τους ελιγµούς µου. Πετάριζε το µάτι του συχωρεµένου. Δεν άφηνε θηλυκό που να µην το εξετάσει. Από ακτίνες Χ τις περνούσε όλες. Τώρα τελευταία, το συνήθειο δεν κόβεται, τον είχε πάρε στο ψιλό και ο γιος µας που τον έβλεπε να µην αφήνει ούτε θηλυκή γάτα να περνάει χωρίς να την εξετάζει. Ρε πατέρα, τις σκανάρεις όλες, του πετούσε γελώντας. Όχι ότι ο µικρός είναι καλύτερος δηλαδή από τον πατέρα. Αλλά άλλη η δική τους η γενιά. Κάθε γενιά είναι άλλη βέβαια. Τούτος εδώ, όλο πίσω από το φουστάνι βρίσκεται, αλλά όχι και να κολλήσει πάνω σε καµιά. Έχει και πολλές επιλογές. Κυνηγός, σαν τον πατέρα του. Κυνηγός σαν τον πατέρα του αυτός, αλλά το κυνήγι τώρα είναι αλλιώς. Τώρα τις βλέπω, µου τις φέρνει, πολλές τον κυνηγάνε εκείνες· όχι ότι αυτός νιώθει άβολα. Αλλά άλλες καταστάσεις. Με τον πατέρα του ήταν αλλιώς. Γνήσιος κυνηγός και µε την καραµπίνα, τον άκουγα να λέει στον γαµπρό µου και µπατζανάκη του, πάντα ετοιµοπόλεµη. Όχι, όχι µπροστά µου. Δεν τα έλεγε µπροστά µου. Τηρούσε τα προσχήµατα. Αλλά τι δεν τα άκουγα; Δεν τα έβλεπα; Φυσικά και τα έβλεπα. Πολλές φορές καθόµουν δίπλα του µπας και τον συνετίσω, αλλά πού εκείνος. Ήταν τότε που του έλεγα, µα τι κοιτάς σ’ αυτήν Δεν βλέπεις τα χάλια της; Άλλες φορές βέβαια του έλεγα ορίστε, να αυτή είναι ωραία γυναίκα. Μα δεν κρατάς τον άντρα µε τις φωνές και τις ζήλιες. Το είχα καταλάβει καλά ΄όλα αυτά τα χρόνια. Μου τα έλεγε και η γιαγιά Μυρσίνη. Παιδί µου, φρόντιζε το στοµάχι και το κρεβάτι του, µου έλεγε γελώντας πονηρά. Όλα τα άλλα θα τα κουµαντάρεις χωρίς δυσκολίες. Ιππότης. Με αφήνει να περάσω µπροστά κάνοντας αυτός λίγα και µικρά βήµατα. Πότε απόκτησε αυτούς τους ευγενικούς τρόπους; Στον Όµιλο ένας άξεστος ήταν. Η γαϊδουριά προσωποποιηµένη. Και µε χαιρέτησε µε ευγένεια. Μήπως δεν είναι αυτός; Μήπως είναι κάποιος άλλος και τον έµπλεξα; Αλλά και τι µ’ αυτό; Όποιος και να ήταν, και µακάρι να µην ήταν ο στριµµένος από τον Όµιλο, δεν ξέρω γιατί, αλλά µε έκανε και ένιωσα κάπως ζεστά. Σαν, ήµαρτον θεέ µου, σαν να µη µου έλειπε για µια στιγµή ο Γιώργος. Σαν να µπορεί, -µα µπορεί; είναι δυνατόν;- σαν να µπορεί να υπάρξει ένα χέρι που θα µπορούσε, αν το χρειαστώ να µου
10
προσφέρει µια βοήθεια, ένα στήριγµα. Να γίνει µια συντροφιά. Ίσως θα πρέπει να πάω και στης Λίνας της κοµµώτριας. Εντάξει, µπορεί το µάτι του να µην έπαιζε σαν του Γιώργου µου, όµως τον είδα· κοίταξε τα µαλλιά µου. Τα έχω αφήσει απεριποίητα τόσον καιρό. Ποια; Εγώ. Ευτυχώς πρόλαβα και πέρασα κι από αυτήν την πλευρά πριν να ανάψει το πράσινο για τα αυτοκίνητα. Τρέχουν τόσο πολύ· και είναι και απρόσεκτοι. Ο Γιώργος µου ήταν πολύ προσεκτικός. Κι ας έτρεχε κι αυτός…
11
ΙΙΙ. το τρίτο μάτι . Λαµπρός ο ήλιος. Χωρίς ούτε ένα συννεφάκι στον ουρανό. Ένα κρύο όµως το έχει. Το βλέπει στις αντιδράσεις των ανθρώπων που κυκλοφορούν στο πεζοδρόµιο. Μόλις άφησε τη παραλιακή λεωφόρο και έστριψε δεξιά µε κατεύθυνση προς το κέντρο. Δεν µπορεί, όλο και κάποιος θα θέλει να πάει βιαστικά στο κέντρο. Και τα λεωφορεία, αυτόν τον καιρό δεν είναι στα καλύτερά τους. Όχι ότι ήταν και ποτέ δηλαδή. Εποµένως αυτή είναι µια καλή διαδροµή. Ο δρόµος, κεντρική λεωφόρος και αυτός, παρά την ώρα, σχεδόν µεσηµέρι, χωρίς πολλή κίνηση. Ούτε στα πεζοδρόµια. Η κρίση έχει χτυπήσει παντού. Τα πιο πολλά καταστήµατα άδεια. Ξενοίκιαστα. Όχι µόνον σε αυτή την περιοχή. Όπου κινείται τελευταία όλα άδεια καταστήµατα συναντάει. Κοντεύει να µην αναγνωρίζει τις περιοχές από όπου περνάει. Εκεί που ας πούµε είχε βάλει σηµάδι ένα κατάστηµα γυναικείων ρούχων, τώρα βλέπει απλώς ενοικιαστήρια. Προχτές παραλίγο να στρίψει σε λάθος δρόµο. Πέντε µαγαζιά ξενοίκιαστα στη σειρά, µετράει. Εδώ που το εµπόριο πήγαινε µια χαρά. Ρε πούστη µου, πώς γίναµε έτσι; Ο δρόµος ανοιχτός, ο ίδιος δεν βιάζεται, τα φανάρια ανοιγοκλείνουν χωρίς όµως να φέρνουν αυτοκίνητα από τις καθέτους. Στο ραδιόφωνο ο γνωστός δηµοσιογράφος, αυτός µε την έντονη και µεταλλική φωνή, µιλάει µόνιµα για την κρίση. Και για την επόµενη δόση. Και το χαράτσι. Μα πώς να δώσει ο άλλος χρήµατα; Του πήγε το χαράτσι τετρακόσια ευρώ· έχει να τα δώσει; Τετρακόσια παίρνει όλα κι όλα από τη σύνταξή τους. Και µετά σου λέει ότι πριν από το εβδοµήντα τέσσερα δεν περνούσαµε καλά. Είπε δυνατά τη σκέψη του. Αυτό το τελευταίο ήταν δικό µου. Όχι δηλαδή πως ήξερε ο ίδιος τι γινόταν πριν από το εβδοµήντα τέσσερα, τότε, τον καιρό της χούντας, αλλά του τα έχει πει ο πατέρας του. Μην ακούς τι λένε. Οι αριστεροί και οι πούστηδες κυβερνάνε σήµερα. Και γιαυτό πάµε κατά διαόλου.
12
Ο Γιώργης ήταν λεβέντης. Έκανε την επανάσταση για να µας σώσει από τα κουµούνια και τους συνοδοιπόρους τους. Μωρέ καλά έκανε και τους έστειλε τους ξεκωλιάρηδες στα ξερονήσια. Τότε δεν ξέραµε τι θα πει πληθωρισµός και ύφεση και χαράτσια και σκατά. Ενώ τώρα µε τα λαµόγια.. Έχει δίκιο ο πατέρας µου, σκέφτηκε. Με αυτά τα µουνόπανα που έχουµε µπλέξει, όλο να πληρώνουµε ζητάνε. Ευτυχώς όµως, τουλάχιστον µε τα τελευταία µέτρα, που µας έβαλαν να εκδίδουµε αποδείξεις, µπορεί να πληρώσαµε κι εµείς ένα µικρό κόστος για την αγορά της ταµειακής, αλλά γλιτώσαµε από το τεκµήριο. Τώρα µας φορολογεί µε βάση τις αποδείξεις. Ε και αφού σχεδόν κανένας δεν ζητάει αποδείξεις, σιγά να µη τους κόβω από µόνος µου. Πώς θα τα βγάλω πέρα αλλιώς; Το ταξί έχει έξοδα. Και όπως δεν υπάρχει πολλή κίνηση, πού να βγω; Και θέλουν οι παλιοµπινέδες να αφήσουν ελεύθερα τα ταξί. Πού βρε µαλάκες θα κινηθούν όλα αυτά; Πού το βρήκες γραµµένο βρε αρχίδι υπουργέ, να αποφασίζεις εσύ για τη ζωή µας; Στο ραδιόφωνο η µουσική έχει πάρει τη θέση της πολιτικής ανάλυσης. “Μια ζωή πληρώνω αµαρτίες αλλονών..”. Α, ρε αθάνατη Ρίτα. Βέβαια εκείνος ο σκατόψυχος ο Αντρέας σε είχε θεά, αλλά τι φταις κι εσύ; Τουλάχιστον ο πατέρας µου που σε ήξερε, µου έχει πει τα καλύτερα. Για σένα και για τον Στράτο. Θεούς σας έχει ακόµα. Το φανάρι, που µόλις τώρα προσπέρασε, έκλεισε γι’ αυτούς που τον ακολουθούσαν. Από τον καθρέφτη βλέπει τα αυτοκίνητα να διασχίζουν το δρόµο· κανένα προς τα εδώ. Εµ ποιος τρελάθηκε να πάει στο κέντρο. Εκεί είναι για νάναι µε τις δουλειές. Αναδουλειά και άγιος ο Θεός. Και είναι και όλοι αυτοί οι αραπάδες και οι αλβανοί που κυκλοφορούν. Ποιος να πλησιάσει, αν δεν έχει σφίξιµο µε τη δουλειά; Το πόδι στο φρένο ασυναίσθητα. Και ο µπροστινός του το ίδιο έχει κάνει. Βλέπει τα φανάρια των φρένων. Μην πέσω και πάνω του. Δεν είναι ώρα για τέτοια. Και µε την ασφάλεια ληγµένη τόσο καιρό. Μα του το λέω του µαλάκα του συνεταίρου του πατέρα µου. Καµιά φορά θα µε πιάσουν και θα µας πηδήξουν. Αυτός όµως, όλο άσε και θα δούµε. Να πα να γαµηθεί ο καβούριας. Θα πιέσω τον πατέρα µου, να
13
τελειώνουµε.
Ξανά το πόδι στο γκάζι. Ή µάλλον όχι. Λες αυτοί οι δυο να θέλουν ταξί; Όχι, θα µου έκαναν σήµα. Μα αυτός δεν είναι ο Πορίδης; Ο καθηγητής που είχα στη σχολή. Πού βρέθηκε εδώ; Και αυτή δίπλα του κάπου την ξέρω. Α ναι Είναι η µάνα της Πίνας. Πήγαινε κι εκείνη στο σχολείο, αλλά σε άλλο τµήµα. Μάλλον και σε άλλη τάξη. Το ξέκωλο. Έτσι τη φωνάζαµε. Ά ρε κάτι πίπες που έκανε. Όλο το σχολείο την είχε περάσει. Ο Μάκης µου το είχε πει. Την είχε πάρει κι αυτός. Εµένα δεν µου κάθισε. Τα είχα τότε µε τη Φρόσω. Από το Α2. Ο Πορίδης δεν της έκανε µάθηµα όµως αυτηνής. Αυτός είναι ηλεκτρολόγος, ενώ η Πίνα, Πίνα η πίπα τη λέγαµε, πήγαινε για κοµµώτρια. Ούτε ξέρω αν τελείωσε ποτέ. Δηλαδή αν τελείωσε κοµµώτρια. Στις τουαλέτες συνέχεια τελείωνε! Καλό ε; Α ρε µεγάλε Σεφερλή! Και πού βρέθηκαν αυτοί µαζί; Ο Πορίδης και η µάνα της Πίνας; Και του κρατάει το χέρι;Γίνεται; Όχι τον ακούµπησε µόνον. Είπα κι εγώ Τον θυµάµαι τον Πορίδη. Καλό ανθρωπάκι, αλλά λίγο αλλοπαρµένος. Όλο µαλακίες µας έλεγε. Για τον άνθρωπο και τις αξίες του και παπαριές. Καλός ηλεκτρολόγος, δεν λέω, µπορούσε να σου πει πού έχει βλάβη το δίκτυο µόνο που κοίταζε την πρίζα, λέγανε οι παλιότεροι· αλλά κολληµένος αδελφέ µου. Πότε ήταν που τον είχα; Στη δεύτερη τάξη της τεχνικής σχολής. Μας έκανε αυτοµατισµούς και ηλεκτρικές µηχανές. Α ρε δάσκαλε. Μουρµούρισε. Και σου είχα κάνει κάτι πλάκες. Εµ κι εσύ µε τις αριστερές σου ιδέες. Καλά, δεν µας µίλαγες ανοιχτά, αλλά τι νοµίζεις ότι εµείς δεν καταλαβαίναµε; Δεν το βλέπαµε ότι πετούσες στα σύννεφα; Ο άνθρωπος και η αλληλεγγύη και η συµµετοχή στα κοινά και αρχίδια µάντολες. Τι µας λες µωρέ; Έχει βγει στο πεζοδρόµιο να δεις πώς βγαίνει το χρήµα; Το πεζοδρόµιο δάσκαλε είναι το µεγάλο πανεπιστήµιο. Όχι τα βοϊδοσχολεία που, καλά λέει ο πατέρας µου, τελείωσες εσύ. Και να είµαστε συνεπείς µε το κράτος! Μας το τόνιζες. Ε δεν µας χέζεις ρε νταλάρα και συγνώµη για την ασέβεια.. Γιατί δηλαδή, τι κάνει εκείνο για εµένα; Και τι έκανε; Όχι δάσκαλε. Εγώ όπου µπορώ το κράτος θα το κλέβω και να πάει να γαµηθεί. Καλά δεν λέω, και σε µερικά είχες δίκιο· “αν δεν πληρώσω εγώ αν δεν πληρώσεις εσύ, τότε ποιος θα πληρώσει για τις σπουδές σας;”
14
έλεγες. Εντάξει ρε δάσκαλε. Να πληρώσουµε εµείς, αλλά να πληρώσουν πρώτα οι βιοµήχανοι. Να πληρώσουν οι χαραµοφάηδες οι πολιτικοί. Δηλαδή γιατί µόνον ο Καρτζαφέρης είπε να κάνουν περικοπές στους µισθούς που παίρνουνε; Οι άλλοι τι; Για να τα τρώνε µόνον είναι; Μουρµούρες και σκέψεις καθώς το αυτοκίνητο είχε προ πολλού περάσει το παράξενο ζευγάρι που περίµενε υποµονετικά να περάσει απέναντι στο δρόµο. Η διαδροµή πεζοδρόµιο διάζωµα γύρω στα δώδεκα µέτρα, δεν είναι και µικρή για µεγάλους ανθρώπους. Καλά κάνουν και περιµένουν. Τους κοίταξε µέσα από τον καθρέφτη του αυτοκινήτου, και προσπάθησε να ξαναφέρει στο µυαλό του την εικόνα του δασκάλου του, που µόλις είχε προσπεράσει. Να µε γνώρισε; Με κοίταξε µε ένα βλέµµα απλανές. Σαν να ήθελε να κρύψει κάτι. Τι; Το ότι δεν περίµενε να οδηγώ ταξί και περίµενε να µε δει να πηγαίνω στα ΤΕΙ; Ναι, µου το είχε πει ότι περίµενε από εµένα να προχωρήσω. Το είχε πει και στον πατέρα µου δηλαδή, όταν ήρθε να πάρει τον έλεγχο. Αλλά εγώ πού µυαλό για συνέχεια στα θρανία. Τότε, στην τελευταία τάξη, τρίτη Λυκείου, τα είχα µε την Πόπη από τις χηµικούδες και µε κυνηγούσε και η Άντα από τους µικροβιολόγους. Ε γκοµένιζα κι εγώ. Δηλαδή τι γκοµένιζα; Όποια µου καθότανε την περιποιόµουνα. Και να δεις τα πουτανάκια, όταν µαθαίνανε ότι πήδηξα τη φίλη τους, ερχόντουσαν και µου κωλοτριβόντουσαν να πηδήξω κι αυτές. Με αυτά και τα άλλα, βγήκα και στο δεκαπενταµελές. Εκεί να δεις γκόµενες. Κάναµε και την εκδροµή τότε. Αχ… καλά ήταν. Τώρα τι γίνεται; Τώρα µε την κυρά στο σπίτι, ε όχι και να έπαιρνα καµιά από εκείνες, πρόσεξα τι πήρα, και δυο παιδιά, άντε να τα βγάλεις πέρα. Καλά που έχω και το γέρο µου και δίνει καµιά βοήθεια, µου έδωσαν και τον δεύτερο όροφο στο σπίτι. Τα κουτσοβολεύω. Ευτυχώς δεν λες που κατάφερε η γυναίκα µου και έγινε µόνιµη στο ΙΚΑ; Ο φίλος του πατέρα µου, µας βοήθησε. Τώρα αυτός είναι στον στενό κύκλο του Σαµαρά. Σίγουρα θα γίνει υπουργός µετά τις εκλογές. Αρκεί να βγούνε δηλαδή.Εγώ πάντως δεν τους ψηφίζω. Μαλάκες είναι και αυτοί όπως και οι άλλοι. Για µένα µόνον ο Καρατζαφέρης είναι µάγκας. Είναι ο µόνος που ξέρει τι λέει ρε παιδί µου. Άσε που τους έχει όλους στο ένα πόδι. Ό,τι τους διατάζει αυτά κάνουν. Το όχηµα πέρασε στη µεγάλη λεωφόρο. Τελευταία µατιά στο καθρεφτάκη. Μόνον αυτοκίνητα στο δρόµο. Απέναντι τα γραφεία
15
της Νέας Δηµοκρατίας. Σιγά που θα τους ξαναψηφίσω αυτούς τους µαλάκες. Έχει δίκιο ο πατέρας µου. Τώρα µάλιστα που και ο Υπουργός είναι δικός µας… Γύρω γύρω µεγάλα πολυκαταστήµατα. Πώς βγαίνουν αυτοί άραγε; Ήδη το ένα έκλεισε. Τα µάζεψε και έφυγε δηλαδή. Το άλλο, απέναντι αλλάζει ονόµατα. Και; Χωρίς λεφτά πώς να ψωνίσει ο κόσµος; Η µεγάλη λεωφόρος άδεια, τουλάχιστον για τα δικά της δεδοµένα. Απέναντι στο βάθος, ο Λυκαβηττός µε τον Αη Γιώργη στην κορυφή του. Εποπτεύει, αµίλητος. Το να πει κι αυτός; Ο ήλιος συνεχίζει την πορεία του πάνω από τη µπερδεµένη πόλη. Αλήθεια, τι να ήθελε ο Πορίδης µε τη µάνα της Πίνας;
16
IV. από το μπαλκόνι Συνήθειο που της είχε µείνει από τη συχωρεµένη τη µάνα της. Όταν έφευγε ο επισκέπτης από το σπίτι και τον ξεπροβόδιζε, µετά, καθόταν στη βεράντα και τον παρακολουθούσε µέχρι που έφτανε το µάτι. Πολλές φορές τον σταύρωνε κιόλας µην έχει κακά συναπαντήµατα. Η µάνα της βέβαια και όχι η ίδια. Κι εκείνη, η µάνα της, από τη βάβω της το είχε πάρει. Έτσι και τώρα λοιπόν, που η µεγάλη αδελφή απόσωσε την επίσκεψή της, και η Δήµητρα την ξεπροβόδισε µέχρι το πλατύσκαλο και τη διπλοφίλησε, βγήκε στο µπαλκόνι για να την παρακολουθήσει. Πού πια αυλές και βεράντες µε βασιλικούς και δυόσµους. Πάλι καλά που στη δική τους τη ζαρντινιέρα, σε µια γωνιά της δηλαδή, είχε φυλάξει δυο ρίζες κατιφέδες και λίγη µαντζουράνα. Άρεσε πολύ στον πατέρα να χαϊδεύει τη µαντζουράνα και κάποιες φορές να της µιλάει κιόλας. Δεν θα πήγαινε και πολύ µακριά βέβαια. Δυο τετράγωνα κάτω από την κεντρική λεωφόρο, αλλά ένας λόγος παραπάνω. Έπρεπε, για να φτάσει σπίτι της, να διασχίσει αυτή την κεντρική λεωφόρο· και φανάρι δεν υπήρχε. Ούτε καν διάβαση δηλαδή. Το φανάρι είναι ένα τετράγωνο παραπέρα, από συνήθεια όµως όλος ο κόσµος περνούσε από εκείνο το σηµείο. Παλιά, αρκετά παλιά, όταν λειτουργούσε ο ιππόδροµος στην περιοχή και εδώ πιο πάνω ήταν οι στάβλοι, από το ίδιο σηµείο περνούσαν οι ιπποκόµοι κρατώντας τα άλογα από τα γκέµια. Ιπποκόµοι· αλογάδες τους έλεγαν στη γειτονιά. Αλογάδες για να τους ξεχωρίζουν από τους αλογοµούρηδες, εκείνους που είχαν µανία να παίζουν στον ιππόδροµο. Και να χάνουν, από το περιεχόµενο του πορτοφολιού τους, µέχρι τα ίδια τους τα σπίτια. Και τις γυναίκες τους.
17
Η Βάσω είχε έρθει από νωρίς. Να πιουν τον καφέ τους και να τα πούνε. Τι να έκανε κι εκείνη µόνη στο σπίτι. Από τότε που έχασε τον άντρα της, τον Γιώργο, έχει αρχίσει να καταπέφτει. -Μα τι κάνεις; Γιατί παράτησες τον εαυτό σου; Η ζωή δεν τέλειωσε για σένα. Κακό πολύ κακό που χάσαµε τον Γιώργο, αλλά η ζωή συνεχίζεται. Σε χρειάζονται, σε χρειαζόµαστε όλοι. Σε παρακαλώ βρε Βάσω µην παρατάς τον εαυτό σου. Εσύ, που ήσουν το φιγουρίνι στην άλλη γειτονιά που µέναµε, δεν µπορείς να εγκαταλείπεις τον εαυτό σου. Επιτέλους. Βγες και λίγο πιο έξω. Ξαναπήγαινε στον Όµιλο. Έχεις τόσους φίλους εκεί. Κάνε κάτι. Τέτοια της έλεγε συνήθως δηλαδή, τέτοια της είπε και σήµερα, πριν πιάσουν να συζητάνε για τα καθηµερινά, για τα χαΐρια της προκοµµένης της ανιψιά της, για τα τσιλιπουρδίσµατα του ανιψιού της, -παιδιά και τα δυο της Βάσως- για τα όνειρα που κάνανε µικρές. Όνειρα και επιθυµίες που είτε έµειναν ανεκπλήρωτες είτε ξεχάστηκαν γιατί η καθηµερινότητα που έχει τη δική της σκούπα, τα θεώρησε εµπόδια στο διάβα της. Την είδε που κονταστάθηκε στην ένωση του δρόµου µε τη λεωφόρο. Η κίνηση ήταν αρκετή, όχι όµως όπως τις άλλες ηµέρες. Δίπλα της ήρθε και στάθηκε για να περάσει κι αυτός απέναντι· ο γείτονας· γνωστός σε όσους µένουν χρόνια εκεί. Σαν να βάρυνε λίγο. Και τα µαλλιά του… όµως του δίνουν γοητεία. Κοίτα άρχισε κι αυτός να ντύνεται βαριά. Η Βάσω δεν τον ξέρει πως να τον ξέρει; Εκείνη έµεινε ελάχιστα σε αυτή την περιοχή. Σκέψεις που συντρόφεψαν ένα αµυδρά γλυκό χαµόγελο που φώτισε για λίγο το πρόσωπό της. Μόλις εγκατασταθήκανε οικογενειακώς σε αυτή την περιοχή, η Βάσω παντρεύτηκε τον καλό της και έφυγε. Η Δήµητρα και οι γονείς τους, έµειναν όλα αυτά τα χρόνια εκεί. Αρχικά στο µικρό
18
σπίτι που είχαν αγοράσει και µετά σε ένα από τα διαµερίσµατα που πήραν όταν έδωσαν το σπίτι για αντιπαροχή. Τον Μιχάλη όµως, εκείνη, η Δήµητρα, τον ξέρει. Παλιός γείτονας, πολύ πιο παλιός κάτοικος της περιοχής, µεγάλωσε µαζί µε την περιοχή, όπως την πληροφόρησαν χαρακτηριστικά άνθρωποι που τον ήξεραν από µικρό παιδί. Όταν εκείνη τον γνώρισε ήταν ωραίος νέος. Δυνατό σώµα, έντονο περπάτηµα, µαλλί σκούρο και πυκνό, κινήσεις που τραβούσαν το µάτι κι ας µην το ήθελες.. Μια περίοδο µάλιστα, τότε που εκείνη ήταν στο πτυχίο της Νοµικής και ο Μιχάλης είχε τελειώσει και το στρατιωτικό του, τα καληµερίσµατά τους ήταν αρκετά συχνά. Δεν το έκρυψε από τον εαυτό της ποτέ. Ναι, τον είχε ερωτευτεί! Δεν θυµάται πότε! Και δεν τη νοιάζει να θυµηθεί. Εκείνο που τη νοιάζει είναι αυτό που ζει. Που δεν µπορεί να κουλαντρήσει… Πολλές νύχτες ξαγρύπνησε κοιτώντας το φεγγάρι ψάχνοντας να βρει στην πότε χαµογελαστή και πότε κρυµµένη πίσω από τα σύννεφα σελήνη κάποιο σηµάδι του εκεί να της χαµογελά· ενώ κάποιες άλλες φορές, το µαξιλάρι υγράνθηκε από τα δάκρυα, που καθώς το ξέρει, έχουν τον δικό τους δερβέναγα και τρέχουν έτσι, επειδή εκείνος τα προστάζει. Φυσικά εκείνος ποτέ δεν το έµαθε ποτέ. Ούτε και θα το µάθει. Και κανείς άλλος. Μόνον µια φορά, σε µια στιγµή αδυναµίας, µίλησε γι αυτόν στην κολλητή της από τα µαθητικά θρανία, την Τζίνα. Πίνοντας οι δυο τους καφέ στην παραλία τον είδαν να περνάει και τον συζήτησαν µετά τον χαιρετισµό που είναι η αλήθεια, εκείνη τον επιδίωξε. Χωρίς να µπει σε λεπτοµέρειες, της είπε ότι τον βρίσκει πολύ συµπαθητικό και σοβαρό. Τίποτα άλλο.
19
Τώρα τι κατάλαβε η Τζίνα, εκείνη το ξέρει. Μπορεί και ό,τι θα φανταζόταν αυτή στη θέση της φίλης της, µπορεί όµως και όχι. Όχι· δεν µπορεί να πει ότι αυτός, ο έρωτάς της δηλαδή γι αυτόν, ήταν η αιτία που εκείνηδεν παντρεύτηκε. Άλλωστε, η δουλειά της την συνεπήρε πολλές φορές και ήταν ευχαριστηµένη µε τον κύκλο των συναδέλφων της. Δόξα τω Θεώ το δικηγορικό της γραφείο έχει την πελατεία του, και µάλιστα στέκει καλά στα πόδια του, παρά την κρίση και εκείνη τα χειρίζεται όλα πολύ καλά. Τόσο που να µπορεί να πάρει µια άδεια από τον εαυτό της για να πιει σήµερα έναν καφέ µε την αδελφή της. Δηλαδή, χτες που τηλεφωνήθηκαν εκείνη το πρότεινε και µάλιστα της πρότεινε να πάνε κάπου έξω, στην παραλία ίσως, αλλά όπως το περίµενε, η Βάσω δεν το δέχτηκε. Η µεγάλη της υποχώρηση ήταν να πιουν τον καφέ, εδώ στο σπίτι της. Αλλά τώρα τι να λέει η Βάσω µε τον Μιχάλη; Περιέργεια ή ζήλια; Αν ήξεραν και οι δυο. Αν µπορούσαν να δουν το βλέµµα της να τους παρατηρεί. Μια µικρή υποψία ζήλιας, για την τύχη της αδελφής της, αλλά και πολύ µεγάλη δόση τρυφερότητας για εκείνον που φώτισε τόσες από τις νύχτες της, που τη συντροφεύει στις ηθεληµένες µοναξιές της, που είναι στο πλάι της, κι ας το αγνοεί ίδιος, όταν πασχίζει να δώσει σχήµα στα συναισθήµατά της και χρώµα πάνω στον καµβά ή όταν µουτζουρώνει σελίδες µε ποιήµατα που ποτέ δεν θα τα δουν τα µάτια για τα οποία γράφτηκαν. Μα τόση οικειότητα, που να του πιάνει το χέρι; Πώς; Το µικρό φιδάκι της ζήλιας, έκανε την εµφάνισή του, για να δώσει τη σιγανή τσιµπιά του. Πόσο θα ήθελε να είναι αυτή στη θέση της αδελφής της. Έστω για να τον αγγίξει, όπως τελικά έκανε το χέρι της αδελφής της. Να τον αγγίζει.
20
Μόνον; Να το πάρει αγκαλιά και να σφιχτεί επάνω του, θα ήθελε -και µόνον σε αυτή τη σκέψη σύγκορµη τραντάχτηκε- αλλά έστω κι αυτό το άγγιγµα θα της ήταν τώρα αρκετό. Ταξίδεψε πολύ για να τον βγάλει από το µυαλό της. Βγήκε µε πολλούς συναδέλφους, αλλά και φίλους, για να καταφέρει να τον αποµακρύνει από τη σκέψη της. Αδύνατον. Το κενό στην καρδιά της δεν µπορούσε να το γεµίσει τίποτα και κανένας. Κανένας άλλος· αλλά ούτε και αυτός, αφού δεν τον είχε… Στο θέατρο, φανατική θεατρόφιλη, άφηνε τον εαυτό της να ταυτιστεί µε τους πρωταγωνιστές κάθε φορά που έβλεπε έργο στο οποίο ο µονοµερής έρωτας έµενε χωρίς ανταπόκριση. Στο σινεµά το ίδιο. Ντρέπεται που το σκέπτεται, αλλά ναι, πολλές φορές βρέθηκε µε ένα Άρλεκιν ή ένα Βίπερ Νόρα στο χέρι, κι ας τα κορόιδευε όταν άκουγε φίλες της να µιλάνε γι αυτά. Και δεν ξέρει καν γιατί όλο αυτό. Δεν είναι δα ο πιο ωραίος· ούτε στους επιτυχηµένους θα τον τοποθετούσες. Δηλαδή τι επιτυχία να έχει ένας δάσκαλος; Άντε να τον ερωτευθεί καµιά µαθήτριά του, ή να καταφέρει, µε τις γνωριµίες του, να εκλεγεί Δήµαρχος στο χωριό του. Σιγά. Αν έψαχνε για επιτυχηµένους, είχε από τόσους να διαλέξει. Πετυχηµένοι και µε κύρος ,ακόµα και µε διεθνή αναγνώριση, έπεφταν στα πόδια της έτοιµη να της προσφέρουν ό,τι θα τους ζητούσε. Εκείνη όµως εκεί. Στον Μιχάλη. Στον πρώτο έρωτά της. Και τελευταίο από όσο φαίνεται. Είναι µερικά πράγµατα στη ζωή που δεν µπορείς να τα παλέψεις. Και αυτό είναι ένα από αυτά. Και πρέπει να το παραδεχτεί. Ζει µε αυτόν τον ανεκπλήρωτο έρωτα. Ζει γι αυτόν τον ανεκπλήρωτο έρωτα.
21
Και ανοµολόγητο. Αλλά και πώς να το οµολογήσει; Πώς; Σε ποιον; Μια δυο φορές που µιλήσανε κάπως περισσότερο οι δυο τους, δεν µπορεί να πει, και ευγενής ήταν και ζεστός. τρυφερός της είχε φανεί, αλλά είχε απορρίψει αυτόν τον χαρακτηρισµό. Πώς τρυφερός µαζί της; Γιατί; Θυµάται εκείνη την φορά, -όλες τις φορές τις θυµάται, αλίµονο να µη θυµάται την κάθε στιγµή αφού όλες της οι στιγµές είναι αφιερωµένες σε αυτόν- που στάθηκαν πλάι στην περιφορά του επιταφίου. Το Ω γλυκύ µου Έαρ, έγινε από τότε το µέλος που γεµίζει κάθε γωνιά της ψυχής της. Και την άλλη, εκείνη που βρέθηκαν σε µια συνάντηση των κατοίκων της περιοχής. Εκείνος µόλις είχε επιστρέψει από ένα ταξίδι του στο Παρίσι-για επαγγελµατικούς λόγους της είχε τονίσει- και εκείνη βρήκε την αφορµή να αναπολήσει βόλτες στη Μονµάρτρη µπροστά στο Πάνθεον, έξω από την Νοτρ Νταµ. Βόλτες που τον είχε δίπλα της, που ήταν κλεισµένη µέσα στην αγκαλιά του. Ένα βράδυ, µε ένα ποτήρι κόκκινο κρασί µπροστά της, σε ένα µπιστρό στη Μπουλεβάρντ Σαιν Μισέλ… Όχι βέβαια· τίποτα από αυτά δεν τόλµησε να ξεστοµίσει. Τι να του πει; Για τις επιθυµίες της και τα ανεκπλήρωτα όνειρά της; Για τις ατέλειωτες ώρες που έχει περάσει στο πλάι του; Για τον µεγάλο έρωτα που ζούσε; Θα την περνούσε για τρελή ο άνθρωπος και θα είχε δίκιο. Της έφτανε που άκουγε εκείνον να µιλάει και να λέει κάτι για υπουργείο παιδείας της Γαλλίας και της Ελλάδας, για επιτροπές και άλλα ανάλογα της δουλειάς του. Μόνον κάποια στιγµή που ξέφυγε από τα συνηθισµένα, άλλαξε την κουβέντα και της είπε για µια βόλτα στις όχθες του Σηκουάνα, που δώρισε στον εαυτό του, µια ηµέρα που έβρεχε· εκείνη µονοµιάς βρέθηκε στο πλάι του, ακουµπώντας απαλά το κεφάλι της στους ώµους του. Πόσο τη
22
δρόσιζε το ψιλόβροχο που τους νότιζε τα µαλλιά και τα ρούχα δίπλα από τα γαλήνια νερά του ποταµού… Περάσανε απέναντι. Κάτι λένε. Όχι, δεν µοιάζει να λένε κάτι έξω από τα τυπικά. Όλα είναι όπως πριν. Η Βάσω χάθηκε στο βάθος του δρόµου. Η Μιχάλης πάλι όχι. Ήταν εκεί, όπως πάντα. Δίπλα της. Με τα χέρια του περασµένα γύρω από τους δικούς της ώµους… Η Δήµητρα µπήκε στο δωµάτιο, έκλεισε τη µπαλκονόπορτα, τράβηξε τις κουρτίνες και κάθισε στο γραφείο της. Μπορεί να είχε να διαβάσει εκείνη τη δικογραφία για την απαλλοτρίωση του οικοπέδου της οικογένειας Ζησιάδη, εκείνη όµως προτίµησε να ανοίξει το µικρό σηµειωµατάριό της και να αρχίσει να σχεδιάζει εικόνες από τη ζωή που δεν µπορεί να ζήσει. Εικόνες από τη ζωή που ζει µόνον εκείνη…
23
V. αγγίγματα του νου Ξαπλωµένος δίπλα από τις πόρτες που ανοιγοκλείνουν αυτόµατα όταν πλησιάζει πελάτης στην είσοδο του σούπερ µάρκετ, ο σκύλος που έχει εγκατασταθεί εδώ και καιρό. Από τότε που η οικογένεια που τον φρόντιζε, -αυτός έτσι κι αλλιώς ένας αδέσποτος ήταν· τι περίµενε-, πήρε ένα µικρό κουτάβι και το έβαλε και µέσα στο σπίτι της. Όχι· δεν του άφησαν άλλα περιθώρια. Τη διαδροµή από εκεί µέχρι εδώ, την έκανε έτσι κι αλλιώς πολλές φορές. Την ήξερε καλύτερα κι από τους ανθρώπους. Ήρθε και εγκαταστάθηκε εδώ και ναι, αρνήθηκε πεισµατικά να ακολουθήσει την πρώην κυρά του. Όσα και αν του έταξε. Πώς τάζεις σε ένα σκύλο; Ε δεν του τάζεις. Του δείχνεις του προσφέρεις, τον αφήνεις να µυρίσει τις σκέψεις σου. Ο Κανέλλος πάντως έµεινε εκεί. Σχεδόν χρόνο. Τον ξέρεις και σε ξέρει κι αυτός και γι αυτό, τώρα που έµπαινες, σου κούνησε την ουρά κι εσύ δεν µπόρεσες να µη του το ανταποδώσεις· χαµογέλασες. Ή έτσι αισθάνθηκες. Αλήθεια, δεν είναι λίγες οι φορές που τα συναισθήµατά σου δεν βρίσκουν τον δρόµο για να γίνουν γραµµές και χρώµα στο πρόσωπό σου. Το συνειδητοποίησες πριν κάµποσο καιρό αυτό. Ελπίζεις ο σκύλος να οσµίστηκε τη δική σου σκέψη να τον χαιρετήσεις. Πώς το έλεγε αυτό που είχες διαβάσει; “Οι σκύλοι µυρίζουν τις σκέψεις των ανθρώπων” Τις άλλες, τις πολλές, τις ανάκατες, αυτές που σε συνόδεψαν από τη λεωφόρο µέχρι εδώ, και να τις µύρισε, άντε να βγάλει άκρη. Εδώ εσύ δεν βγάζεις άκρη.
Μα ποια ήταν η κυρία που συνάντησες προηγουµένως; Ποιος Όµιλος ήταν αυτός για τον οποίο σου µίλησε; Ποιος ήταν ο Γιώργος; Ο Γιώργος µας, που θα έπρεπε εσύ να τον θυµάσαι υποτίθεται από τον Όµιλο; Γιώργος.. πώς το είπε το επίθετό του; Ζαα.. κάτι. Μπα δεν έχεις ιδέα. Σίγουρα σε έµπλεξε µε άλλον. Συµβαίνουν αυτά άλλωστε. Μπορεί να σε είχε δει κάποια άλλη φορά στο δρόµο και θεώρησε ότι σε έβλεπε και αλλού.
24
Τώρα που το σκέπτεσαι, αν κρίνεις την εικόνα του προσώπου της και το από πού ερχόταν, ίσως να έχει σχέση µε εκείνη τη µεγαλοκοπέλα που µένει λίγο πιο πάνω, σε αυτόν τον δρόµο που κατέβηκες κι εσύ για να φτάσεις στη λεωφόρο. Ναι µοιάζουν, αλλά µπα. Τώρα που φέρνεις τις εικόνες τους στο µυαλό σου, εκείνη, η κοπέλα που µένει στο δρόµο, είναι πιο νέα και πιο καλοβαλµένη. Δηλαδή έχει άλλο αέρα. Δήµητρα νοµίζω τη λένε. Ναι Δήµητρα. Συναντηθήκατε και χτες το βράδυ στο πεζοδρόµιο καθώς εσύ πήγαινες βόλτα το σκύλο. Την είδες από µακριά, δεν µπόρεσες να καταλάβεις ποια είναι· απλώς κράτησες κοντά σου τον σκύλο. Ζώο είναι, δεν ξέρεις πώς µπορεί να αντιδράσει. Την αναγνώρισες µόνον όταν ήρθε κοντά ενώ της χαµογέλασες µαζί µε την καλησπέρα που της είπες. Ή τέλος πάντων, ένιωσες ότι της χαµογέλασες· αυτό ήθελες. Πώς να ξέρεις τι γράφτηκε στο πρόσωπό σου και τι ακριβώς είδε εκείνη. Ήταν και µισοσκόταδο. Άσε που οι άνθρωποι δεν … Μα τι κάθεσαι και σκέφτεσαι τώρα; Άνθρωποι και σκύλοι, οι συµπεριφορές τους δηλαδή, ένα και το αυτό; Είναι δυνατόν; Πάντως και εκείνη, το ένιωσες ότι σου χαµογέλασε· ή χάρηκε για το συναπάντηµα. Μόνον που να, εκείνο το χέλοου που σου απηύθυνε, σού φάνηκε πολύ χαρούµενο και περίεργα οικείο. Σε ξάφνιασε και η αλήθεια είναι πως δεν ξέρεις πού να το αποδώσεις. Δεν έχετε και µεγάλη οικειότητα, ούτε και µιλάτε συχνά. Αν εξαιρέσεις µια φορά σε µια συνάντηση κατοίκων, ποτέ άλλοτε… α και άλλη µια φορά στον επιτάφιο. Αλλά από εκεί και πέρα, εκτός από τυπικές καληµέρες, δεν έχετε πει κάτι ιδιαίτερο. Αλλά τώρα τι σκέφτεσαι; Πού αφήνεις το µυαλό σου να τρέχει; Την κυρία που είδες στο δρόµο σκεφτόσουν και τη χειρονοµία της να σε ακουµπήσει προσπαθείς να αναλύσεις. Έστω και να διερευνήσεις το ενδεχόµενο να είναι συγγενής µε την κοπέλα που σε χαιρέτησε εχτές του βράδυ. Πώς λοιπόν µε βάση αυτή την υπόθεση, γιατί το υποθέτεις, δεν ξέρεις αν είναι αλήθεια, αν υπάρχει όντως σχέση µεταξύ τους, έφτασες ήδη σε συµπεράσµατα; Θα µου πεις, έτσι δεν γίνεται συνήθως; Δεν στήνονται ολόκληρες συστοιχίες συµπερασµάτων πάνω σε µια κατά το µάλλον ή ήττον νεφελώδη υπόθεση και µετά αυτά τα συµπεράσµατα χρησιµοποιούνται σαν αποδεικτικά στοιχεία για να στηρίξουν την υπόθεση που τα δηµιούργησε; Εκείνο που είναι σίγουρο, έτσι νοµίζεις δηλαδή, τη συγκεκριµένη δεν την έχεις ξαναδεί. Πιθανόν να µη µένει καν εδώ, ίσως απλώς να µην έτυχε να τη συναντήσεις άλλη φορά.
25
Πόσους άλλους όµως δεν ξέρεις στη γειτονιά σου. Μάλλον πόσους λίγους γνωρίζεις από αυτούς που συναντάς καθηµερινά… Και µένετε τόσα χρόνια εδώ. Δεν αναρωτιέσαι για τους απλούς ανθρώπους που περιστασιακά βλέπεις να περπατούν στους δρόµους και τα πεζοδρόµια της περιοχής. Αναρωτιέσαι, για το πόσο λίγο τους γνωρίζεις, και για τους ανθρώπους που τους θυµάσαι µια ζωή εκεί. Πόσα λίγα πράγµατα γνωρίζεις για τη ζωή τους για τα όνειρά τους, για τα προβλήµατα που αντιµετωπίζουν· για τις αγωνίες τους και τον αγώνα που δίνουν καθηµερινά. Κάποτε είχες δικαιολογία να µη τους ξέρεις. Έµενες, µένεις σε αυτή τη γειτονιά, όλες σου όµως οι δραστηριότητες ήταν αλλού. Πώς να µάθεις τους άλλους και για τους άλλους. Σαν να σου φαίνεται ότι χωρίς να το καταλάβεις, µέσα στα χρόνια που πέρασαν, άθελά σου ή χωρίς να το συνειδητοποιήσεις, πέρασες από το” όσο µπορείς” στα “Τείχη” του Καβάφη… Μόνον που τα τείχη τα έχεις σηκώσει γύρω σου µόνος σου. Αυτή την ίδια αίσθηση, της έλλειψης δεσµών πέρα από τους εντελώς τυπικούς, την ένιωσες, µια φορά, για πρώτη φορά, νεοδιόριστος, µέσα στην τάξη. Είχες δώσει στους µαθητές να σχεδιάσουν µια κάτοψη και εσύ στάθηκες για λίγο πίσω και από το τελευταίο σχεδιαστήριο και παρατηρούσες τα σκυµµένα κεφάλια και τα λυγισµένα κορµιά. Θυµάσαι πολύ καλά τη σκέψη που σου ήρθε αυθόρµητα καθώς το βλέµµα σου παρατηρούσε τους µαθητές: Ποιοι είναι αυτοί; Τι ξέρω για τα όνειρά τους; Πώς µπορώ σταθώ δίπλα τους στον αγώνα που κάνει ο καθένας τους, πολύ περισσότερο πώς µπορώ να κρατήσω εγώ στα χέρια µου τις ζωές τους, που µου έχουν εµπιστευθεί; Το χέρι κατεβάζει από το ράφι αυτά που σε έφεραν µέσα σε τούτο το χώρο, ενώ το µάτι ανιχνεύει γα τα επόµενα που υπάρχουν στη λίστα σου. Το µυαλό όµως συνεχίζει τις δικές του αυτόνοµες διαδροµές. Τώρα τον θυµήθηκες. Ή έτσι νοµίζεις. Όχι, είσαι σίγουρος. Ο οδηγός του ταξί. Που σου φάνηκε γνωστός. Ναι βέβαια πρέπει να ήταν, ήταν, ένα από εκείνα τα παιδιά! Νίκος Στεργίου λεγόταν. Λέγεται δηλαδή. Ναι τον θυµάσαι πολύ καλά. Είσαι σίγουρος. Ατίθασο παιδί, που µέσα του είχε απορρίψει το σχολείο, αλλά που οι άλλοι είχαν καταφέρει να τον πείσουν ότι το σχολείο είχε
26
απορρίψει αυτόν. Θυµάσαι, που τότε, σε ένα διαγώνισµα ενώ τον είδες ότι αντέγραφε δεν µίλησες. Και σαν να µην έφτανε αυτό, όχι µόνον έκανες ότι δεν το κατάλαβες, αλλά του έβαλες και άριστα και τον επαίνεσες µέσα στην τάξη. Ήταν ένα πείραµα που ήθελες αποφάσισες να κάνεις για να βεβαιωθείς πρώτα εσύ ότι η σκέψη σου δεν ήταν λανθασµένη. Ναι, αλλά κι αν αποτύγχανε το πείραµα; Κι αν τελικά αντί να βοηθήσεις το παιδί αυτό του γεννούσες εντελώς αντίθετες ιδέες για τη σχέση του µε τις δοµές και το Κράτος Δικαίου; Η αλήθεια είναι πως τέτοιες σκέψεις ούτε η εµπειρία ούτε ο ενθουσιασµός των είκοσι πέντε ετών αφήνουν να σχηµατιστούν Τώρα τα σκέφτεσαι, που είσαι εδώ που είσαι…
Δεν θα ξεχάσεις ποτέ τη λάµψη που άστραψε στα µάτια του, όταν ανακοίνωσες τα αποτελέσµατα και αποστόµωσες, συνειδητά, τον συµµαθητή του που πήγε να αφήσει υπονοούµενα. Ούτε θα ξεχάσεις την προσπάθεια που άρχισε να καταβάλλει από εκείνη την ηµέρα για να κρατήσει το εικοσάρι, το µοναδικό άριστα που είχε πάρει ποτέ στη ζωή του. Και το πόσο περηφάνεια έδειχνε όταν τον επαινούσες στον πατέρα του, που ήρθε να πάρει τον έλεγχο. Το ότι δεν είχες σχηµατίσει τις καλύτερες εντυπώσεις για τον πατέρα του, δεν χρειάζεται να το ανασύρεις στη µνήµη σου. Σκληρός, αυταρχικός, φαινόταν από πολύ µακριά πως ήταν ένας από τους κύριους υπεύθυνους αν όχι ο µοναδικός, για την κατάσταση του νεαρού. Πρώην χωροφύλακας που η άδεια ταξί, κοίτα πόσα πολλά θυµάσαι, που είχε εξασφαλίσει του είχαν δώσει τη δυνατότητα να αποκτήσει ικανά περιουσιακά στοιχεία, αλλά και να αξιολογεί κοινωνικά συστήµατα και συµπεριφορές. Όχι, το βλέµµα που διασταυρώθηκε µε το δικό σου, το βλέµµα του οδηγού του ταξί, όχι, δεν είχε τίποτα από τη λάµψη εκείνης της ηµέρας που ανακοίνωσες τα αποτελέσµατα… Δεν θέλεις να το παραδεχτείς, αλλά αν το ψάξεις, πιο πολύ σου θύµισε εκείνον τον πατέρα. Φυσικό όµως δεν είναι;
Μα πάλι το µυαλό σου κάνει τα δικά του άλµατα. Αλήθεια, πότε το είχες επισηµάνει αυτό, -για τα άτακτα και ασυνάρτητα άλµατα του µυαλού σου-για πρώτη φορά; Ήταν εκείνη τη φορά, σε ένα συνέδριο. Και το φεγγάρι ολόφωτο να καθρεφτίζεται µέσα στη θάλασσα…
27
Εικόνες που έµειναν φυλαγµένες στα πιο βαθιά κατώγια της ψυχής.
Η συσκευασµένη ζάχαρη που κατέβηκε από το ράφι στο καλάθι που έχεις περασµένο στο χέρι, σε ξανάφερε πίσω από τις σχολικές αίθουσες στη σηµερινή πραγµατικότητα.
Πόση ανάγκη ένιωσες ότι είχε εκείνο το χέρι να πιαστεί από κάπου; Πόσο ανάγκη έχει ένα χέρι µόνο, να βρει ένα αποκούµπι. Κι ας µην είναι πάντα ένα γερά θεµελιωµένο στήριγµα. Ας είναι ένα ραβδί που µπορεί να λυγίζει, ή ένας λόγος που απλά θα έρθει να χαϊδέψει για λίγο το συννεφιασµένο πρόσωπο. Παρόλο που το άγγιγµα ήταν στιγµιαίο, παρόλο που η φωνή όταν αναρωτιότανµα καλά γιατί δεν θυµάστε, ήταν ανάµεσα στο ράγισµα και την ειλικρινή έκπληξη, το µήνυµα που ακουγόταν, είσαι σίγουρος, έφτασε µέσα σου πολύ δυνατό. Σχεδόν σαν κραυγή. Υπάρχω. Θέλω να υπάρχω. Πιο πολύ όµως θέλω να ελπίζω ότι θα έχω κάπου να στηριχτώ. Να ελπίζω ότι µπορεί να υπάρξει ένα χέρι που θα µπορούσε, αν το χρειαστώ να µου προσφέρει µια βοήθεια, ένα στήριγµα. Να γίνει µια συντροφιά.
Όχι, δεν ξέρεις πώς να αντιµετωπίσεις τέτοιες καταστάσεις. Ούτε και θα ήθελες δηλαδή. Ακόµα κι αν σε ρωτούσαν, δεν νοµίζεις ότι θα είχες µια απάντηση να δώσεις. Ο κόσµος γύρω τρέχει στους δικούς του ρυθµούς. Μαζεµένοι σε πλήθος, ο καθένας βιώνει τη δική του µοναξιά. Όχι δεν ξέρεις. Δεν ξέρεις αν ένα άγγιγµα, ένας ψίθυρος, το καθρέφτισµα του φεγγαριού στη θάλασσα, ένα χειρόγραφο στολισµένο µε εικόνες µιας µοναχικής ζωής, αν το θρόισµα των φύλλων στην ανάσα του αέρα, µπορεί να γίνει αφορµή για το σπάσιµο της αλυσίδας. Αν θα καταρρεύσουν οι τοίχοι των φυλακών που το θολό και απροσδιόριστο µέλλον ορθώνει.
Με τα ψώνια κρεµασµένα στο χέρι, προχώρησες προς την έξοδο. Η γυάλινη πόρτα άνοιξε αυτόµατα. Από το φως των λαµπτήρων νέον, βγήκες στον παγωµένο ήλιο, µε τα ψώνια κρεµασµένα στο χέρ.
28
Ο σκύλος, ακόµα ξαπλωµένος στη θέση του, τούτη τη φορά δεν περιορίστηκε στο να σου κουνήσει την ουρά. Γύρισε και ανάσκελα µε κεκαµµένο το πόδι για να δεχτεί τα χάδια σου. Φυσικά, του έκανες το χατίρι. Εσύ; αναρωτιέσαι.. Ή, εκείνος, ήθελε ίσως κάτι να σου πει
σ. χ.κ.
Παλαιό Φάληρο. 28 Νοεμβρίου έως 1 Δεκεμβρίου 2011.
29