Σωτήρης Κανελλόπουλος
ένας έρωτας αληθινός … Παλαιό Φάληρο 2007
Τι το ήθελε; Αλλιώς είχε προγραµµατίσει το βράδυ της. Αυτή η εβδοµάδα τής κυλάει ανάποδα. Η καλή ηµέρα από το πρωί φαίνεται. Δευτέρα πρωί εκείνο το ατύχηµα στις σκάλες του µετρό. Μα να της κατέβει η φούστα; -Άνοιξε γης να µε καταπιείς σκέφτηκε, όταν, αφού ξέµπλεξε το τακούνι από τη φούστα και έχοντας καταφέρεις επιτέλους να ισορροπήσει χωρίς να χτυπήσει στην απέναντι βιτρίνα, συνειδητοποίησε ότι η φούστα της, είχε φτάσει στα γόνατα! Πάλι καλά που λόγω χειµώνα φορούσε καλσόν. Αλλά και πάλι, όλος ο αντρικός πληθυσµός πίσω της, είχε καρφωθεί στο κόκκινο τάγκα της. -Κανένας µαλάκας δεν έκανε το παραµικρό να µε βοηθήσει. Ούτε καν να µε συγκρατήσει να µη φάω τα µούτρα µου. Τα λιγούρια! Όλοι καρφωµένοι στο βρακί µου. Αλλά και οι επόµενες ηµέρες τα ίδια σκατά. Να σήµερα. Χωρίς να την έχει ειδοποιήσει ο µαλάκας ο προϊστάµενος, της ζήτησε να τον συνοδεύσει στην ηµερίδα για τα στελέχη των επιχειρήσεων που µετέχουν στο επιµελητήριο. Μα ήταν σίγουρη. Για “ξεκάρφωµα” την ήθελε. Ο µαλάκας, ο γλοιώδης τάχει µπλέξει µε κείνη την ξυλόκοτα και χαµουρεύονται ασύστολα όπου βρεθούνε. Φτάνει να βρίσκονται. Γιατί ο µαλάκας, -το παίζει και γόης το σούργελο. Μη χέσω- τρέµει την παντόφλα της γυναίκας του. Η διαδροµή ανάµεσα στα πηγαδάκια που είχαν στήσει οι καλεσµένοι, παντελώς αδιάφορη. Σαν περίπατος ανάµεσα στις άδειες παλέτες της αποθήκης στο εργοστάσιο. Βαρεµάρα. Έριξε µια µατιά στο ρολόι της. Με το ποτήρι στο χέρι προχώρησε προς τη βόρεια πλευρά της αίθουσας. Τουλάχιστον, για το επόµενο µισάωρο που ήταν δεοντολογικά αναγκαία η παρουσία της -άκου να κρατάει φανάρι στο βλήµα – θα χάζευε φάτσες και συµπεριφορές των παρευρισκοµένων. Πάντα της άρεσε αυτό το παιχνίδι. “Κόψε φάτσα και βγάλε συµπέρασµα” το έχει ονοµάσει. Τα βλέµµατά τους συναντήθηκαν. Εκείνο το µικρό φτερούγισµα ανάµεσα στο στοµάχι και την καρδιά, από καιρό ξεχασµένο, βρήκε την ώρα να κάνει την εµφάνισή του. Όπως και µια ελαφριά αδυναµία στα γόνατα. Και µια µικρή αναταραχή εκεί. Ανάµεσα στα πόδια.
Προσπάθησε να µετακινήσει το βλέµµα της προς το διπλανό πηγαδάκι. Αδύνατον. Η συγκεκαλυµµένη νευρικότητα έγινε κανονική ταραχή όταν τον είδε να την πλησιάζει. Το όµορφο χαµόγελό του, όσο αχνό και αν ήταν, πυροδότησε τους παλµούς της καρδιάς της. Το σφίξιµο του χεριού µαζί µε τις συστάσεις έγιναν σχεδόν µηχανικά. -Αλέξης, της συστήθηκε Σοβαρός, όµορφο παράστηµα µε αδρά χαρακτηριστικά και πλούσια γκρίζα µαλλιά να στεφανώνουν το πρόσωπό του, καλοντυµένος -το αρµάνι αναδεικνυόταν επάνω του και όχι το αντίθετο- µατιά διεισδυτική και καθαρή. Η συζήτηση ξεκίνησε και συνεχίστηκε χαλαρά. Τα µάτια είναι η αλήθεια ότι αντήλλασαν περισσότερα λόγια από τα χείλη. Και των δύο. Όταν αποφάσισαν να φύγουν, η αίθουσα ήτα κυριολεκτικά άδεια. Μόνο τα γκαρσόνια µάζευαν τα τελευταία σκεύη. Ναι βέβαια. Θα τα ξαναπούν σύντοµα. Τα τηλέφωνα, είναι εντελώς σίγουρο, δεν τα αντάλλαξαν µόνον για λόγους αβροφροσύνης. Μπήκε στο διαµέρισµα µε ένα χαµόγελο τεράστιο να φωτίζει το πρόσωπό της. Το ίδιο που τη συνόδευε σε όλη τη διαδροµή από την αίθουσα τού Ξενοδοχείου, µέχρι το σπίτι. Ένοιωθε χαρούµενη. Ήταν χαρούµενη. Αχ. Μακάρι να .. Όχι ας µη βιαστεί. Τόσες φορές έχει ξεκινήσει µε τόσα όνειρα και να που έχει καταλήξει. Μόνη. Σχέσεις που ξεκινούν γεµάτες υποσχέσεις και καταλήγουν … Μα, τι έπαθε τώρα; Ακόµα δεν … και έφτασε να σκέφτεται τον χωρισµό; Ποιος χωρισµό; Από τι; Από ποιον; Μα, τρελάθηκε; Ευτυχισµένη. Ναι ένοιωθε ευτυχισµένη. Παρανοϊκό αλλά η διαίσθησή της, τής το λέει. Τής το φωνάζει. Πέταξε τα ρούχα της και µπήκε κάτω από το ντους. Η αίσθηση του νερού που χτυπούσε επάνω στο κορµί της, τής έφερε ακόµα πιο µεγάλη ευεξία. Σαν ένα χέρι να πήρε από επάνω της κάθε ίχνος πίεσης και έντασης και – κοίτα να δεις- της άφησε µόνον την αίσθηση της γλυκιάς προσµονής. Τύλιξε γύρω από το γυµνό της σώµα το µπουρνούζι, και έβαλε ένα ποτήρι άσπρο παγωµένο κρασί, στο κολονάτο ποτήρι. Δώρο της γιαγιάς της το σερβίτσιο των ποτηριών. Κρύσταλλο Βοηµίας.
Η τηλεόραση µόνο ανοησίες είχε τέτοια ώρα. Το διαπίστωσε µε ένα γρήγορο ζάπινγκ. Πέταξε το τηλεχειριστήριο στον καναπέ και πήρε στα χέρια της το φορητό υπολογιστή της. Ευτυχώς πριν λίγες ηµέρες είχε αναβαθµιστεί και είχε εγκαταστήσει ασύρµατο δίκτυο στο σπίτι. Νάναι καλά ο Μανόλης, το παιδί από την εταιρία που την βοήθησε να τα βάλει σε λειτουργία. Αν δεν ήταν αυτός, ακόµα µε την τηλεφωνική γραµµή θα παιδευότανε. Μια διαδικτυακή βόλτα, αυτή την ώρα, σχεδόν µεσάνυχτα πια, θα τη βοηθούσε, σκέφτηκε, να ανασυντάξει τις σκέψεις της. -Πάλι αυτό το αρχίδι, µονολόγησε. Όχι δεν της άρεσε να βρίζει, αλλά όλα έχουν και τα όριά τους. Δεν µπορεί να τον ανεχτεί τον παλιοηλίθιο. Μπαίνει µέσα στο δίκτυο και αφήνει προκλητικά σχόλια, όταν δεν την πέφτει απροκάλυπτα σε αυτές που του γυαλίζουν. Και είτε χρειάζεται είτε όχι, πάντα θα πει µια ανόητη σκέψη και περιµένει να διασκεδάσουν οι άλλοι µε την παρουσία του. Πετάγεται σαν .. φίτσος. Γέλασε µε την τελευταία λέξη. Πώς της ήρθε στο µυαλό αυτό; Ίσως από το ψευδώνυµο που είχε επιλέξει ο µαλάκας. Φιτ. Άκου Φιτ. Πώς του ήρθε του ηλίθιου αυτό; Η, για λίγο, χαρούµενη διάθεση έγινε συννεφιά στο πρόσωπό της. -Μα τον µαλάκα. Κοίταξε πάλι τι κάνει. Πώς βρίζει. Πώς ειρωνεύεται ο παλιοξερόλας. Θα του δείξει αυτή. Ωραία. Έτσι θέλει ο ξεφτίλας ο άντρας; Θάχει την απάντηση που του πρέπει ο παλιοµαλάκας. Απλό το σχέδιό της. Ένα blog στήνεται µε τρία βήµατα. Θα στήσει κι αυτή ένα αµέσως και µέσα από αυτό θα τον στήσει αυτή στα τρία βήµατα. Τι ψευδώνυµο να χρησιµοποιήσει; ΦΚ. (Φίτσος κωλοπετσωµένος) σκέφτηκε και έσκασε στα γέλια. Έτσι σκέτο ΦουΚου. Χωρίς άλλα στοιχεία. Ούτε καν το φύλο. Και θα άρχιζε να απαντάει στα σχόλια του Φιτ. Επιθετικά. Και χυδαία. Ναι και χυδαία όπως του άξιζε. Στο δίλεπτο η σκέψη έγινε πράξη. Τα µάτια γυάλισαν και τα χέρια έπεσαν στα πλήκτρα και άρχισαν να καρφώνουν τις σκέψεις. Ειρωνείες ανάµικτες µε κακίες και βρισιές. Αυτό το στυλ ήθελε κι εκείνος, αυτό θα είχε. -Μα δεν έχει άλλη δουλειά να κάνεις αυτός; Μόνο µε το διαδίκτυο ασχολείται;αναρωτήθηκε. Ήταν ήδη στο τέταρτο ή πέµπτο blog και ήδη στη σκέψη της είχε αρχίσει να σχηµατίζεται τοίχος άµυνας, για αυτό που έκανε.
-Μάλλον σπαταλάω το χρόνο µου, σκέφτηκε. Τα µάτια, γλαρά, έτοιµα να µετατρέψουν την οθόνη του υπολογιστή σε εικόνες που γεύτηκαν λίγες ώρες πριν. Ο ήχος του κινητού την συνέφερε και η φωνή από την άλλη µεριά, έκανε την καρδιά της να κλωτσήσει άγρια µέσa στο στήθος της. Είχε πάρει να δει αν έφτασε καλά της είπε. Πρόσχηµα, αλήθεια, εκείνη πέταξε στα ουράνια. Το απόγευµα αύριο µπορούσαν να βρεθούν για ένα καφέ. Έκλεισε τη συσκευή, ενώ προσπαθούσε να ξαναπατήσει στη γη από τα ουράνια που βρισκόταν Τα χέρια επάνω στα πλήκτρα, έτοιµα να δώσουν στις σκέψεις σχήµατα. Για να βρει διέξοδο η χαρά. Για να φωνάξει χωρίς να την καταλάβουν οι γείτονές της. Για να εκτονώσει τα αντιφατικά συναισθήµατα που την γέµιζαν. Κι ας ήταν οι λέξεις και οι φράσεις σκληρές για τον εικονικό ανταγωνιστή. Ο νέος ο πραγµατικός, ο εκτός διαδικτύου, έµοιαζε να είναι, το ήθελε να γίνει, ο ιδανικός εραστής γι αυτή. -Φτάνει γι απόψε, ψιθύρισε. Η ζωή είναι όµορφη και χωρίς αυτές τις µαλακίες. Κυρίως χωρίς αυτές τις µαλακίες Έριξε µια µατιά στη “γωνιά” του αγαπηµένου της φίλου, του Άδωνι. “Γωνιά” ονόµαζε το blog του. Οι καθηµερινές του γραφές, αποτελούσαν µια µικρή ανάσα ηρεµίας γι αυτήν. Αν δεν ήξερε την οικογενειακή του κατάσταση -της είχε πει από την πρώτη κιόλας επικοινωνία τους ότι είναι παντρεµένος- θα τον είχε ερωτευθεί τρελά. Δηλαδή µερικά τσιµπιµατάκια στην καρδιά τα είχε αισθανθεί και δεν ήταν λίγες οι φορές που ο ύπνος της ταράχτηκε γλυκά, πολύ γλυκά στη σκέψη του αγγίγµατος εκείνου. Κι ας µην τον είχε δει ποτέ. Ναι τώρα µπορούσε να το πραδεχτεί. Είχε ερωτευθεί τον Άδωνι. Μπορούσε να το οµολογήσει τώρα στον εαυτό της ότι τον είχε ερωτευτεί, τώρα που ένας νέος έρωτας, ήταν κάτι περισσότερο από σίγουρη γι αυτό, φαινόταν να ανατέλλει στον ορίζοντα. Το πρωί στο γραφείο το πρόσωπο έλαµπε τόσο που να την κοιτάζουν οι άλλοι παράξενα. Δεν είχε και κανένα λόγο να το κρύψει. Να θεωρούσαν οι συνάδελφοι ότι η χαρά της προερχόταν από την χτεσινή έξοδό της µε τον προϊστάµενο, αποκλείεται. Ξέρανε πολύ καλά όλοι τα “τρυφερά” συναισθήµατα που έτρεφε γι αυτόν και το τι έσουρνε στην ξυλόκοτα, που πηδιότανε µαζί του.
Οι ώρες κύλησαν νεράκι. Γιατί το είπε έτσι; Νεράκι. Έτσι έλεγε στη µαµά της όταν ενθουσιασµένη γυρνούσε στο σπίτι στο σχολείο και ανήγγειλε θριαµβευτικά ότι τη σήκωσε ο δάσκαλος να πει µάθηµα. Νεράκι τα είπα µαµά µου, φώναζε. Τώρα όµως πού κόλλαγε αυτή η έκφραση. Η θέα του ανοιχτού ορίζοντα και η απεραντοσύνη της θάλασσας, τα χρώµατα του ουρανού που άλλαζαν καθώς ο ήλιος βυθιζόταν πίσω από τα βουνά, το κύµα που έσκαγε στα πόδια της καφετέριας µε το παράξενο κυλινδρικό σχήµα, η ΔΙΚΗ του η παρουσία, την έβγαλαν εντελώς µα εντελώς έξω από το χώρο της καθηµερινότητας. Την ταξίδεψαν στη χώρα της ου-τοπίας. Κρεµότανε από τα χείλη του, έψαχνε εικόνες µέσα στα µάτια του, τον άκουγε να διηγείται και να περιγράφει, να περνάει από τις µικρές καθηµερινές του ασχολίες, στα µεγάλα ταξίδια που είχε κάνει και τα λόγια έφταναν µέσα της σαν αρµονικές δονήσεις, της άφηναν στο στόµα τη γλύκα του πρώτου µελιού του µελισσιού. Μόνος του, αγώνας για να επιβιώσει. Πέρασµα µέσα από χιλιάδες φορές σαράντα κύµατα. Δυνατός. Με γνώση των ικανοτήτων του και έτοιµος να κατανοήσει αποδεχτεί όποιον δεν µπόρεσε και λύγισε στο δρόµο. Δεν µπόρεσε να δεχτεί την πρότασή του να συνεχίσουν για ένα ποτό, αφού είχε υποσχεθεί στην αδελφή της να της κρατήσει τα παιδιά, τώρα που εκείνη έτρεχε µε τις αρρώστιες της πεθεράς της. Του ζήτησε συγνώµη, αλλά η αδελφή της µε το γαµπρό της περνούσαν δύσκολες ώρες. Παρακάλεσε για την κατανόησή του. Αργά, µε τα κακά µαντάτα στο µυαλό για την εξέλιξη της υγείας της γερόντισσας,- δυστυχώς οι γιατροί ήταν κατηγορηµατικοί ότι οι ηµέρες ήταν λίγες- µε ένα ποτήρι παγωµένο λευκό κρασί στο χέρι, κάθισε να µετρήσει τα βήµατα της ηµέρας. Το χαµόγελο στα χείλη στη σκέψη της απογευµατινής συνάντησης, ξεπήδησε µέσα από την καρδιά της. Δεν ήξερε αν αυτό που αισθανόταν ήταν µούδιασµα στο σώµα ή πέταγµα µε τα φτερά των συναισθηµάτων, πάνω από τα σύννεφα. Ξηµέρωσε ο θεός και άλλες ηµέρες. Οι συναντήσεις και ο επικοινωνίες πύκνωναν. Κάθε φορά, µετά από κάθε συνάντηση, κάθε τους επικοινωνία, τα ίδια όµορφα συναισθήµατα οι ίδιες γλυκές γεύσεις στο στόµα, η ίδια ανάλαφρη αίσθηση του ταξιδιού πάνω από τα σύννεφα. Η ένταση, µε την οποία ενώθηκαν τα σώµατά τους, µετατράπηκε σε έκρηξη συναισθηµάτων και πλήρη αποφόρτιση, για να αρχίσουν και
πάλι τη ροή τους µε µεγαλύτερη ορµή, την αµέσως επόµενη στιγµή. Αυτός ήταν ο άντρας που από πάντοτε περίµενε. Πόσο της έλειπε απόψε. Τα προβλήµατα της αδελφής της, τα κατανοούσε απολύτως. Μόνη στο δωµάτιο, µε τον φορητό υπολογιστή στα πόδια, µπήκε να ταξιδέψει στην εκονική πραγµατικότητα. Όχι ότι το είχε καµιά ανάγκη. -Αλήθεια, για δες, σκέφτηκε. Εκεί που µέχρι χτες τα πλήκτρα είχαν γίνει προέκταση των δακτύλων µου, τώρα σαν να µη θέλω να τα αγγίξω. Εκεί που όλοι µου οι φίλοι βρίσκονταν µέσα στην οθόνη του υπολογιστή µου, τώρα ούτε που νοιάζοµαι γι αυτούς. Μια ηδονική ανατριχίλα διαπέρασε κάθε πόρο του κορµιού της, στην σκέψη της αιτίας γι αυτή την αλλαγή. Τα πατήµατα των πλήκτρων, µετά από τις τόσες φορές που τα είχε επαναλάβει, την οδήγησαν µέσα στα γνωστά µονοπάτια των σελίδων, που ηµέρες τώρα τις είχε εγκαταλείψει. Τίποτα δεν είχε αλλάξει. Χαµογέλασε µε τη σφοδρότητα των επιθέσεων των αντιµαχοµένων παρατάξεων. Πάλι αυτός ο µαλάκας ο Φιτ. Α της έχει απαντήσει κιόλας στα σχόλια και τις επιθέσεις που του είχε κάνει. Φυσικά µε τον ίδιο χυδαίο τρόπο, που το έκανε για όλους. Είχε πλάκα όµως που ο Φιτ βλέποντας την υπογραφή της, ΦΚ και χωρίς να µπορεί να διακρίνει το φύλο, φαινόταν να τα έχει λίγο µπλεγµένα. Όχι ότι έχασε το στυλ του. Αυτό, είναι φανερό, είναι δοµικό στοιχείο της αρρωστηµένης προσωπικότητάς του. Ε όχι. Αυτά που λέει εδώ παραείναι. Επιτέθηκε και στον γλυκό της, Άδωνι. Τον αγαπηµένο της. Αυτό παραπάει. Θα του δείξει αυτή. Η ειρωνεία και το χυδαίο λεξιλόγιο που ξέθαψε από τα καλάθια του µυαλού της, πλέξανε ιδανικό γαϊτανάκι. Του έσουρε τα εξ αµάξης και βέβαια δεν παρέλειψε να αφήσει υπονοούµενα για όσα ήξερε ότι του καταµαρτυρούν οι γνωρίζοντες. Στην ηλεκτρονική της διεύθυνση είχε αρκετές σχετικές αναφορές. -Ε, µα τον πούστη! Μονολόγησε. Να θέλει να προσβάλλει και τον Άδωνι, Το δικό ΜΟΥ τον Άδωνι. Ο παλιολεχρίτης, η κραγµένη αδελφή. -Ο Άδωνις, ΄Αδωνίς Της, είναι ένα λεπτός άνθρωπος, αξιοπρεπής. Χαµηλών τόνων. Σπάνια ανοίγει τον εαυτό του και ποτέ δεν µπλέκει
σε καυγάδες. Αυτόν βρήκε να προσβάλει το µουνόπανο; Ο θυµός, που της άνοιξε το στόµα και το έκανε χειρότερο από οχετό, αλλά τέτοια του αξίζουν του ηλίθιου, άρχισε να υποχωρεί στη σκέψη του Άδωνι. Του δικού της Άδωνι. Του κατά δικού της. Μπορεί να µην τον είχε δει ποτέ. Να µην ήξερε πώς είναι το πρόσωπό του, ήταν σίγουρη όµως πως ο άνθρωπος αυτός είχε να δώσει πολλά σε όσους είχαν την τύχει να βρίσκονται γύρω του. Πόσο θα ήθελε να είναι µια από αυτούς. Αλήθεια πόσες φορές δεν είχε νοιώσει την καρδιά της να χτυπάει τρυφερά, σχεδόν ερωτικά και γιατί όχι και πολύ ερωτικά κάποιες φορές. Ναι είχε νοιώσει ακόµα και να πληµµυρίζει… Η δουλειά στο γραφείο δεν τελειώνει ποτέ. Μπορεί η θέση της να έχει αυξηµένες ευθύνες, το µήνυµα όµως που έφτασε στην ηλεκτρονική της σελίδα της είχε εξάψει τη φαντασία. Σήµερα θα κυκλοφορούσε το περιοδικό, που οι πληροφορίες έλεγαν ότι θα έχει την παρουσίαση µερικών κυριών, διασήµων στο διαδίκτυο. Θα είχε έλεγαν οι πληροφορίες της και φωτογραφίες τους. Το περιοδικό, από εκείνα τα ποικίλης ύλης, προσανατολισµένο υποτίθεται στα προβλήµατα της σύγχρονης γυναίκας. Τώρα, πόσο πρόβληµα της σύγχρονης γυναίκας είναι η απόλαυση του πρωκτικού σεξ, µόνο αν έκανες εγχείριση στο µυαλό της συντάκτριας του άρθρου µπορεί να το ανακαλύψεις. Εκτός και αν πρόκειται για γυναίκα µε εξαιρετικό χιούµορ και µέσα από αυτό ήθελε να περιγράψει τις άθλιες εργασιακές συνθήκες που βιώνει.. Πλησιάζοντας το πρωί στο γραφείο, είχε φροντίσει να το προµηθευτεί, αλλά δεν το έβγαλε από το πλαστικό του περίβληµα. Άσε που ευτυχώς είχε πάρει τη µεγάλη τσάντα µαζί της και έτσι µπορούσε να το κρύψει εκεί µέσα. Δεν χρειαζόταν να γίνει ρεζίλι και σε όλο τον κόσµο. Προσπέρασε τις σελίδες µε το πρωκτικό σεξ, έχοντας κατά νου να επιστρέψει σ’ αυτές πιο ύστερα και έφτασε στη σελίδα 97, εκεί όπου το εξώφυλλο παρέπεµπε την αναγνώστρια, και ήταν καταχωρηµένες οι συνεντεύξεις των διαδικτυακών διασηµοτήτων. Τα µάτια και το χαµόγελο που την υποδέχτηκαν στην πάνω δεξιά στήλη του άρθρου, της ήταν εντελώς γνωστά. -Αυτή είναι η Χρυσοµάλλη, αναφώνησε. Την ήξερε ως προϊσταµένη στο τµήµα έγκρισης δανείων της τράπεζας. Είχαν συνεργαστεί αρκετά και κάποιες φορές µάλιστα είχαν συγκρουσθεί κιόλας, γιατί από τα χέρια της περνούσαν συνήθως τα δάνεια που ζητούσε η εταιρία της.
Την ήξερε πολύ καλά. Όµορφη γυναίκα και ωραίος άνθρωπος. Ευγενής, αλλά λίγο απόµακρη, ο καλός λόγος στην άκρη των χειλιών της, αλλά και σκληρή διαπραγµατεύτρια. Την θέση της την είχε κατακτήσει µε το σπαθί της, παλεύοντας σκληρά µέσα σε ένα σχεδόν απόλυτα ανδροκρατούµενο περιβάλλον. Ήταν αναγκασµένη, για να καταφέρει να επιβιώσει, να βάλει στην άκρη τις ευαισθησίες της. Και τι έκανε τώρα εδώ, στην κορυφή του άρθρου του περιοδικού; Έσκυψε να διαβάσει τις απαντήσεις που είχε δώσει στις, προφανώς από τα πριν έτοιµες, ερωτήσεις της δηµοσιογράφου. Τα µάτια της γούρλωσαν. Το στόµα έµεινε ανοιχτό. Το περιοδικό της έπεσε κυριολεκτικά από τα χέρια. Χαριτωµένα και µε πολλή άνεση, η συνταξιούχος πρώην τραπεζικός, δήλωνε ότι είχε στήσει µια σελίδα στο διαδίκτυο, όπου εµφανιζόταν µε αντρικό όνοµα και ούτε λίγο ούτε πολύ ήταν ο Φιτ!! Αν είναι δυνατόν. Ο άνθρωπος που την είχε ουσιαστικά εξαναγκάσει να φτιάξει κι αυτή το Blog χρησιµοποιώντας το όνοµα ΦΚ και να του/της επιτεθεί, ήταν η πρώην Διευθύντρια του τµήµατος έγκρισης δανείων. Μα όχι δεν ήταν δυνατόν. Αυτή η ήπια γυναίκα, η στέρεη, η σοβαρή η αποφασιστική, είχε φτιάξει αυτό τον αλλοπρόσαλλο άνθρωπο, τον τόσο χυδαίο και ποταπό. Πώς ήταν δυνατόν; Μάζεψε το περιοδικό που είχε πέσει στα πόδια της, έκλεισε το στόµα της, και προσπάθησε να διαβάσει τη συνέχεια. Η κα Χρυσοµάλλη, ο Φιτ δηλαδή, εξηγούσε το γιατί. Το γιατί το έκανε αυτό. Να βγάλει συσσωρευµένη πίεση ετών ήθελε. Πίεση που ένοιωθε από τις συµπεριφορές και τις επιλογές ανθρώπων, κυρίως ανδρών, που είχε συναντήσει στο δρόµο της. Άνθρωποι χωρίς αρχές, µόνο µε φιλοδοξίες. Άνθρωποι που ήταν έτοιµοι να πουλήσουν και να πουληθούν. Άνθρωποι που όσο πιο ψηλά στόχευαν τόσο περισσότερο σέρνονταν στο χώµα. Άνθρωποι που είχαν τραυµατίσει την ψυχή της, την είχαν κάνει να κλάψει πολλές φορές. Διάβαζε και ένοιωθε το στοµάχι της δεµένο κόµπο, το λαιµό της κλειστό, το στόµα της χωρίς ίχνος σάλιου, τα χέρια της αδύναµα τόσο ώστε να µην µπορούν να κρατήσουν το περιοδικό σταθερά. -Μα πώς είναι δυνατόν Θεέ µου, µονολόγησε. Πώς; Τι κυκλοφορεί στο διαδίκτυο. Δύσκολο να εξηγήσει γιατί το µάτι της θόλωσε. Ούτε και µπόρεσε να καταλάβει, τι ήταν εκείνο το υγρό που ένοιωθε να κυλάει αργά στο
µάγουλό της. Αναστέναξε µέσα από τα φυλλοκάρδια της. -Θα επανέλθω ψιθύρισε καθώς γύρισε σελίδα µη αντέχοντας να φτάσει µέχρι το τέλος της συνέντευξης του ΦΚ. Της Χρυσοµάλλη δηλαδή. Δεν µπορεί να είµαι ξύπνια. Δεν µπορεί να τα διαβάζω αυτά. -Μα αυτή είναι η … ξυλόκοτα. Η γκόµενα του µαλάκα του προϊσταµένου. Και αυτή διαδικτυακή διασηµότητα; Πώς είναι δυνατόν; Τι βλέπω σήµερα Θεέ µου. Κοίτα πώς την τράβηξε ο φωτογράφος!!! Εµ αν φωτογράφιζαν κι εµένα έτσι µε τα µέσα που έχουν σήµερα, θα έβγαινα Στάρ Ελλάς, χαµογέλασε. Το περιοδικό τούτη τη φορά έπεσε στο πάτωµα µε θόρυβο. Δεν ήξερε αν της έφυγε από τα χέρια ή το πέταξε µόνη της, αλλά το στόµα της άργησε να κλείσει και όταν αποφάσισε να ξαναµαζέψει το περιοδικό, έπρεπε να σηκωθεί από τη θέση της, γιατί αυτό βρισκόταν πίσω από την πόρτα, αρκετά µέτρα µακριά της. Μπορεί να έφταιγε γι αυτό η κλωτσιά που του είχε δώσει, αν και δεν το θυµότανε. Αλλά δεν ήξερε τι άλλο να κάνει. Πώς να αντιδράσει. Πώς να δεχτεί ότι η ξυλόκοτα ήταν ο Άδωνις!!! Ο άνθρωπος για τον οποίο, µέχρι την εµφάνιση του Αλέξη είχε κλάψει, είχε γελάσει,, µε τον οποίο είχε ερεθιστεί, ναι, δεν ντρεπόταν τώρα να το οµολογήσει, ο άνθρωπος που στ’ αλήθεια είχε ερωτευτεί, ήταν η … ξυλόκοτα. Ζήτησε άδεια από τον προσωπάρχη, µε τη δικαιολογία ότι κάτι συνέβη στην πεθερά της αδελφής της και ετοιµάστηκε να φύγει. Το ραντεβού µε τον Αλέξη ήταν για τις επτά το απόγευµα και τώρα ήταν µόνο έντεκα το πρωί. Τι να κάνει τόσες ώρες; Λυγµός ή κόµπος χοροπήδαγε στο στήθος και τη βάση του λαιµού της; Κι εκείνη δεν ήξερε. Μάζεψε τα πράγµατά της, φόρεσε τα γυαλιά ηλίου που ευτυχώς είχε στην τσάντα της -δεν χρειαζόταν να την δουν οι άλλοι δακρυσµένηκαι βγήκε σαν κυνηγηµένη έξω από τα γραφεία της εταιρίας. -Να πάω µακριά σκέφτηκε. Όσο πιο µακρυά γίνεται. Να εξαφανιστώ από τούτη την αθλιότητα που µε περιβάλλει. Τι ήθελα και τ’ αγόραζα το κολοπεριοδικό; Η ιδέα να πάει σπίτι της, να κλειστεί στο δωµάτιό της και να αρχίσει ουρλιάζει µέχρι η φωνή της να τρυπήσει τα τύµπανα των αυτιών της, απορρίφθηκε. Της ήρθε να περάσει από τα γραφεία που εργάζεται η ξυλόκοτα και να πάει να την αρπάξει από τα µαλλιά. Της φάνηκε γυναικουλίστικο.
Απέρριψε την ιδέα να πάρει από το Διευθυντή της τράπεζας τη διεύθυνση της Χρυσοµάλλη και να πάει εκεί να τα κάνει γυαλιά καρφιά. Άρχισε να ανεβαίνει τη λεωφόρο που οδηγούσε στο σταθµό του µετρό. Θα έµπαινε στον πρώτο συρµό και θα τραβούσε για το τέρµα του. Στο λιµάνι. Μια βόλτα δίπλα από τα αραγµένα πλοία, ανάµεσα στον κόσµο που έρχεται και τους άλλους που ετοιµάζονται να σαλπάρουν, στο πλάι της θάλασσας κάτω από το συννεφιασµένο ουρανό, µε συντροφιά τα γλαροπούλια, µια βόλτα µακριά από όσα σήµερα της γύρισαν τον κόσµο ανάποδα, θα ήταν µια καλή ευκαιρία να πάρει µια ανάσα και να ηρεµήσει. Όσο θα µπορούσε να ηρεµήσει. Καθισµένη στο παράθυρο δίπλα, µε τα µάτια µισόκλειστα, προστατευµένα πίσω από τα σκούρα γυαλιά, άφησε το συρµό να την ταξιδέψει και το µυαλό της να κάνει τα δικά του ταξίδια. Κατεβαίνοντας από το τραίνο, συνειδητοποίησε πως σήµερα τουλάχιστον δεν θα είχε τη χαρά να δει τη θάλασσα. Είχε µπει στο συρµό που πήγαινε στην αντίθετη κατεύθυνση. Ανασήκωσε τους ώµους. -Ε και; Μια βόλτα εδώ, θα είναι το ίδιο ανακουφιστική µε εκείνη στο λιµάνι, δήλωσε κατηγορηµατικά στον εαυτό της. Τα πλούσια γκρίζα µαλλιά, που στεφάνωναν το όµορφο πρόσωπο, τής ήταν απολύτως γνωστά. Εκείνο που δεν της ήταν καθόλου γνωστό, ήταν το ξανθό κεφάλι που τα συνόδευε. Της ήταν όµως πολύ οικεία τα βλέµµατα που αντάλλασσαν το πρόσωπο µε τα πλούσια γκρίζα µαλλιά µε το άλλο πρόσωπο εκείνο µε τα ξανθά µαλλιά και τα πράσινα µάτια, που φώναζαν εδώ έρωτας. Ο Αλέξης µε µια άλλη!!! Έστρεψε το βλέµµα ψηλά. Σύννεφα υπήρχαν, κεραυνός όµως δεν είχε πέσει. Τι την είχε χτυπήσει εκείνη; Δεν κατάλαβε ότι παραπατούσε, είδε όµως τον Αλέξη να παγώνει καθώς οι µατιές τους συναντήθηκαν. Ήταν γραφτό φαίνεται. Να αρχίσουν και να τελειώσουν όλα µε µια µατιά. Καθισµένη στη καφετέρια, δίπλα από κυρίες και κυρίους αργόσχολους που συζητούσαν και απολάµβαναν τον καφέ τους, προσπάθησε να ανασυντάξει λίγο τις σκέψεις της και να βάλει σε µια σειρά τα γεγονότα.
-Εγώ, η ΦΚ … Αλήθεια, ποια είµαι; Τι ζω; Πώς βρέθηκα εδώ; Αλήθεια … Ένα χαµόγελο σχηµατίστηκε στα χείλη της. Αλήθεια, ποια αλήθεια; Φεβρουάριος 14, 2007