ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
ΚΕΡΚΥΡΑ 2020
στο Γιώργο μου και στο Φρειδερίκο μου στο Φρειδερίκο μου και στο Γιώργο μου μη και δε προλάβω να τσου τα πω
© Γιώργος Καγκουρίδης Κέρκυρα - 2020 Στοιχειοθεσία - Ηλεκτρονική Σελιδοποίηση - Εκτύπωση - Βιβλιοδεσία Σουέρεφ & Συνεργάτες, Γραφικές Τέχνες - Εκτυπώσεις Σολάρι 70, Κέρκυρα, Τηλ.: 26610 22077
5-11-2018
ΓΥΡΙΖΩ ΤΗ ΡΟΔΑ του ποντικιού και προσπερνάω… Χαρές, λύπες, αγωνίες, ειρωνείες, αγανακτήσεις, ρητά, τσιτάτα, αυτοκίνητα, φορτηγά, καράβια, αεροπλάνα, θριαμβολογίες, απώτερες σκέψεις, παρορμήσεις, απογοητεύσεις, βαθιές σκέψεις, ημιμάθειες, ναρκισσισμούς, εξωραϊσμούς, πονηριές, εξυπνάδες, αναπολήσεις, σοβαρότητες, σοβαροφάνειες, σπουδαιότητες, ασημαντότητες, πλούτη, φτώχειες, ηρωισμούς, επιπολαιότητες, καταγγελίες, υπερασπίσεις, αλήθειες, ψέματα, επιθυμίες, φόβους, προδοσίες, φιλίες, αστειάκια, φιλοσοφίες, τραγούδια, παρατράγουδα, καρφιά, περόνους, τοπία, ποιήματα, συναντήσεις, πρόσωπα, νίκες, ήττες, πόρτες, παράθυρα, σχέδια, οράματα, παχιά λόγια, μέγαρα, κατοικιές, συντροφιές, μοναξιές, αγάπες, έρωτες, μίση, δασκάλους, προφέσορες, αρώματα, λουλούδια, καφενεία, ούζα, δείπνα, δρόμους, καντούνια, χωράφια, σπίτια, αισθήματα, συναισθήματα, λιτανείες, παρελάσεις, σωτήρες, διασώστες, χορούς, γλέντια, παρελθόν, παρόν, καφέδες, μουσικές, μπύρες, τσίπουρα, πολιτικές, παραπολιτικές, επικαιρότητες, λάβαρα, ανατολές, δύσεις, βουνά, θάλασσες, απελπισίες, ελπίδες, προσδοκίες, σκουριές, χρυσάφια, ποδοσφαιριστές, αργόσχολους, πολυάσχολους, συναδελφικότητες, ευγένειες, φιλοφρονήσεις, φιλονικίες, βρισιές, καρφώματα, σημαίες, αρρώστιες, θανάτους, εκκλήσεις, συμπαραστάσεις, φωτογραφίες και βίντεο, ό,τι βάζει ο νους και βλέπουν τα μάτια, τις στιγμές που καταγράφονται και παραγράφονται. Προσπερνάω και θα προσπερνάω αυτά που για τους δίπλα μου έχουν σημασία και αξία, τα σημαντικά τους, τα ασήμαντά μου. Προσπερνάω και με προσπερνάνε. Γομολάστιχα η ρόδα του ποντικιού. Η βασιλεία του εφήμερου. Προσπεράστε. Τί μένει απ’ όλα αυτά; Αξίζει το κόπο; Μένει η στιγμή που κάνει το σήμερα, που θα γίνει χθες, μακρινό χθες και θα μείνει σε μερικά γράμματα, ούτε καν σε μια λέξη, του τετρασέγγονου και βάλε που ίσως σκεφτεί να πατήσει το πληκτρολόγιο του μέλλοντος και να γυρίσει τη ρόδα του μελλοντικού του ποντικιού, ρίχνοντας μια αδιάφορη ματιά στην πρωτόγονη περίοδο του 2018. Καλή σου ώρα παιδί μου. Ξαναγυρίζω τη ρόδα.
8
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
11-11-2018
ΧΑΜΕΝΟ ΝΗΣΙ Όταν χάναμε κάτι δέναμε το διάολο με κόμπο στην άκρη του μαντηλιού (προ χρήσεως χαρτομάνδυλου) και να δεις που το βρίσκαμε. Ξόρκι, προκαταλήψεις; Το κάνανε οι νόνες, το κάναμε κι εμείς. Και να δεις που πολλές φορές το βρίσκαμε και μεγάλωνε η πεποίθησή μας, ποιά πεποίθησή μας; η βεβαιότητά μας ότι έτσι είναι. Και σε κάθε περίπτωση συμβουλεύαμε επίσης μετά βεβαιότητος: «Δέσε, ορέ, το διάολο και θα τόβρεις!». Και τόβρισκε. Άμα δε ξέρεις τι έχασες, πώς να τόβρεις; Άμα δε σε φωνάξουνε να κάνεις τα μαϊκά σου πώς να το βρούνε; Και τώρα που χάνουμε ολάκερο νησί, τί ξόρκι να κάμουμε; Δε μας έμαθαν τέτοιο ξόρκι οι νόνες. Λέτε να υπάρχει τέτοιο ξόρκι; Άαα… νόνα!, δε πρόσεχα τότες που ψιθύριζες κάτι άλλα ακαταλαβίστικα. Δε πρόσεχα…
24-12-2018
ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ 2018 Ο νέος πεζόδρομος, εκεί που ο Ευγένειος Βούλγαρης συναντά το Γεώργιο Θεοτόκη πάνω στις πλακόστρωτες επισημάνσεις της Πόρτας Ριάλας, γιορτάζει. Ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο, κατάφωτο, όπως και τα κλαριά των δέντρων που οριοθετούν τα πεζοδρόμια του πρώην κινηματογράφου «Παλλάς», μαζεύει μανάδες, πατεράδες και παιδιά που κουβαλούν τη χαρά της μέρας. Γιορτάζουν, χαίρονται. Πάντα να γιορτάζουν, πάντα να χαίρονται, όλος ο κόσμος. Τεχνητό φως και τεχνητός ήχος. Και τα δύο απαραίτητα για τις γιορτές. Τα φωτάκια των δέντρων φτάνουν μέχρι τα παράθυρά μου. Ο ήχος διαπερνά τα διπλά μου τζάμια. Τα μεγάφωνα στη διαπασών. Ένα ρυθμικό ντουπ-ντουπ κυριαρχεί. Οι αοιδοί μπαίνουν στη σωστή στιγμή, «… συχώρα με που δεν καταλαβαίνω…», μου λέει ένας. Να σε συγχωρέσω του απαντώ, αλλά δεν μ’ ακούει φαίνεται, δεν συνεχίζει το διάλογο. Επιμένω. Ωραία τα λες, αλλά νά, ξέρεις, τέτοια μέρα κατά πως θυμάμαι κυριαρχεί η μελωδία, η «Άγια Νύχτα», το «Χιόνια στο καμπαναριό», τέτοια…, άντε και το «Στη γωνιά μας κόκκινο τ’ αναμμένο τζάκι», όχι αυτά τα ντουπ-ντουπ.
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
9
Με αγνοεί. Φαίνεται πως έφυγε αυτός γιατί τώρα ακούω μιαν άλλη, στον ίδιο ακριβώς ρυθμό, να λέει «…πάρε με, απόψε πάρε με να φύγουμε…». Με όλη μου τη χαρά θα της έστελνα ταξί να φύγει, αλλά, πεζόδρομος βλέπετε, τα ταξιά δεν φτάνουνε μέχρις εδώ. Και ξαφνικά παύση, σιωπή. Τα μεγάφωνα σιγούν. Μια μπάντα παίζει την «Άγια Νύχτα». Ο ήχος της λέει ότι και στην Κέρκυρα ήρθε η παραμονή των Χριστουγέννων. Ας είναι καλά οι μουσικοί της που μου το θυμίζουν κατά πως πρέπει. Η μπάντα φεύγει, μάλλον θα πάει στο Δημαρχείο ν’ ακούσουν κι άλλοι πως απόψε η Νύχτα είναι Άγια, πως ένα παιδί θα γεννηθεί. Δεν προλαβαίνω να συγκινηθώ και το ντουπ-ντουπ με ξαναφέρνει εκεί που ήμουνα. Δεν αντέχω άλλο, θα διαμαρτυρηθώ. Ως πότε θα κρατήσει αυτό; Η νέα αοιδός φαίνεται πως διάβασε τη σκέψη μου και μου απαντά «…ξημερώματα, δίνεις δικαιώματα…». - Εγώ;
31-12-2018
ΠΑΓΩΤΟ ΧΩΝΑΚΙ Είχε τόσα πλούτη, τόσους υπηρέτες, τόσους συμβούλους, τόσους θησαυροφύλακες, τόσους μαγείρους, τόσους κυνηγούς, τόσους στρατηγούς, τόσους γεωργούς, τόσους τραπεζίτες, τόσους ψαράδες, τόσους ράφτες, τόσους γραμματείς, τόσους υπουργούς, τόσους πρωθυπουργούς (κουτός ήταν να έχει μόνο έναν;), τόσους απ’ όλα και για όλα που δεν ήξερε πια τι να κάνει. Είχε χορτάσει να βλέπει μουσικούς, χορευτές, γελωτοποιούς, τσαρλατάνους, τροβαδούρους κι απ’ όλους τους άλλους τους διασκεδαστές που δεν ήξερε πια τι να κάνει. Βαριόντανε του σκοτωμού. Να συναντάει τσου αποσταρμένους των αλλουνώνες δεν ήθελε. Είχε βαρεθεί να του λένε τί θέλουνε οι άλλοι, όλο κάτι θέλανε να του πάρουνε, αυτή ήταν η ουσία. Να του δώκουνε δεν θέλανε, ούτε ήθελε να του δώκουνε, είχε απ’ όλα. Θεέ μου, τι πλήξη! Και να πεις ότι ήταν μοναχοφάης, όχι. Σπλέντιτος ήτανε. Έδινε σε όλους με το παραπάνω. Κανείς δεν είχε παράπονο. Και σχολεία είχε τα καλύτερα και νοσοκομεία και συγκοινωνίες και άρτον και θεάματα, που λένε, απ’ όλα είχε κι έδινε. Μάλιστα του ‘χε πει ένας, που όλοι τον λέγανε πολύ μεγάλο σοφό, ότι για να είναι κάποιος ευτυχισμένος θα έπρεπε να κάνει μια δουγειά που να την αγαπάει τόσο πολύ, που να μην τη νοιώθει για δουγειά (δουλεία) αλλά να την νοιώθει σαν ευχαρίστηση, σαν απόλαυση.
10
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
Το βρήκε σωστό και φρόντισε όλοι να έχουνε μια τέτοια δουγειά. Αλλά υπήρχανε και δουγειές που δεν τις διάλεγε καένας. Δε θέλανε να μαζεύουνε τα σκουπίδια, να πλένουνε τσου δρόμους, να σφάζουνε τα ζώα στα πεντακάθαρα σφαγεία του, να διορθώνουνε τσι αποχετεύσεις, να σκάβουνε για κάρβουνο τη γης, τέτοια πράματα. Όμως είχε βρει τη λύση. Σε όλους αυτούς έδινε πιο πολλά λεφτά κι έτσι ήτανε κι αυτοί ευχαριστημένοι. Όμως οι άλλοι αρχίσανε να έχουνε παράπονα. Γιατί δηλ. να παίρνουνε περισσότερα αυτοί που δεν ήτανε και σπουδαγμένοι σαν κι αυτούς; Το ίδιο είναι να γιατρεύεις αρρώστους ή να χτίζεις γεφύρια; Το ίδιο είναι να καθαρίζεις τις δημόσιες τουαλέτες και το ίδιο να γράφεις παραμύθια; Όχι βέβαια! Κι έτσι αρχίσανε οι γκρίνιες, γιατί αν έδινε τα ίδια και τσου δεύτερους θα είχανε παράπονο οι πρώτοι. Ερχότανε και του τα λέγανε κάτι σύμβουλοι, ούτε θυμότανε ποιοι ήτανε, και τον στενοχωρούσανε. Αυτός το μόνο που ήθελε ήταν την ησυχία του και να μαζεύεται το βράδυ με κάτι φίλους του και να μιλάνε για βαθυστόχαστα πράματα. Για το πώς βρεθήκανε σε τούτο τον κόσμο, ποιός ο προορισμός του ανθρώπου, τί νόημα έχει η ύπαρξή του επί της γης, το μέλλον του πλανήτη, τέτοια ωραία. Κι επειδή κι αυτά ακόμη βαριότανε να τα σκεφτεί μοναχός του, είχε προσλάβει κάπου 3.000 σοφούς, ένα think tank που λένε, να σκέφτονται γι αυτόνε και να του λένε, να κάνει τον έξυπνο τα βράδια στσου άλλους. Όμως η γκρίνια εξακολουθούσε. Κανείς δεν ήτανε ευχαριστημένος. - Γιατί αυτός έτσι κι όχι κι εγώ; Επόμενο ήταν το πρόβλημα, η ζήγεια αναθεμάτηνε, να απασχολεί και τη βραδινή του παρέα. - Βρε παιδιά, βλέπετε τι γίνεται; Τί να κάνω μ’ αυτή τη κατάσταση; Κάποιος του είπε ότι έπρεπε να βάλει κανόνες, νόμους τους είπε, και να φροντίσει να τους τηρούν όλοι. Κι όποιος δεν τους ακούει να τιμωρείται. Και συμφώνησαν όλοι. - Μπράβο σου που το σκέφτηκες και θύμισέ μας το καλοκαίρι να σε κεράσουμε παγωτό χωνάκι. Έφτιαξε, λοιπόν, νόμους και ό,τι αυτοί θέλανε για να είναι νόμοι. Δικηγόρους, δικαστές, αστυνομία, δικαστήρια, φύλακες και φυλακές, νομικές σχολές στα πανεπιστήμια, μέχρι κλητήρες δικαστηρίων έφτιαξε. Τα έφτιαξε όλα αυτά αλλά δεν του πολυαρέσανε. Αν δε μάλωνε ο κόσμος και δε ζήλευε θα είχε ανάγκη απ’ όλ’ αυτά; Άσε που του στοιχίζανε κι ένα καρό λεφτά. Παρατήρησε, πάντως, ότι σε πολλούς αρέσανε αυτές οι δουγειές κι έτσι το δέχθηκε. Θυμόντανε πάντα κι εκείνο το σοφό που του είχε πει για την ευτυχία και τη δουγειά. Έξω γινόντανε χαμός. Όλοι ήτανε ή νομίζανε ότι ήτανε αδικημένοι κι όλοι στσου
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
11
δικηγόρους και στα δικαστήρια ετρέχανε. Και κατηγορούμενος ήταν πάντα αυτός. Δεν άντεχε άλλο. Οι τραπεζίτες του λέγανε ότι για να γιομίσουνε τα χρηματοκιβώτιά του, που αδειάζανε πολύ γλήγορα, θα έπρεπε να κοιτάξει να γιομίσουνε. - Και πως θα γίνει αυτό, βρε παιδιά; - Να βάλεις φόρους! - Τι είναι οι φόροι; - Οι φόροι είναι αυτό που πρέπει να σου δίνουν οι άλλοι γι αυτό που πρέπει να τους δίνεις εσύ! Δεν το είχε σκεφτεί ποτέ έτσι. Αλλά, τώρα τελευταία, κι εκείνος ο απαίσιος γείτονάς του όλο έλεγε για κάτι χωράφια του, εκεί στα βόρεια, που δεν ήτανε δικά του αλλά αυτουνού, γιατί λέει τα κλαριά τση σουκιάς του είχανε τόπο κι έπρεπε να τση τόνε πάρει πίσω το τόπο τση σουκιάς. Κι εκείνος ο άλλος, ο εκ της άπω αφιχθείς, ήθελε να βάλει γεράνιο με σίσκλο μέχρι και στο στενό τση Σκύλας και τση Χάρυβδης! Άκου πράματα. Και γι αυτό τον είχε βάλει κάποιος άλλος, που του είχανε υποσχεθεί κι αυτουνού παγωτό χωνάκι, να κάνει στρατό, καράβια, κι αερόπλανα, και τάγματα και συντάγματα και μάλιστα να τα επιθεωρεί, καβάλα στ’ άλογο, στσι παρελάσεις. Κι αυτό το ‘χε δεχτεί παρόλο που η σέλλα πάντα τον ενοχλούσε στο καβάλο. Τούτο ήτανε που του είχε αδειάσει με τη μία την κασαφόρτε και μετά ήρθανε τα νομικίστικα και τα άλλα. - Βρε, τι έπαθα μονολογούσε. Δεν ήμουνα μια χαρά; Εκεί που είχα κι έδινα με τη καρδιά μου, τώρα πρέπει να παίρνω για να δίνω και φοβάμαι και τσου σουκέρους; Δεν μπορούσε να κοιμηθεί, ήτανε συνεχώς αναστατωμένος, φώναξε τσου γιατρούς. Συσκέφθησαν και διέγνωσαν: Έχει κλονιστεί σοβαρώς η υγεία σας! - Και τώρα; Βρεθήκανε κάτι καλοθελητές που γλύφανε τσου τόκους και του είπανε: - Μην ανησυχείτε, όλα είναι θέμα χρημάτων… Εμείς θα σας δανείσουμε και όλα θα τακτοποιηθούν ως δια μαγείας. - Μπράβο σας, βρε παιδιά, να σας έχει καλά εκείνος ο σοφός, να βοηθάτε το κόσμο. - Μα τι λέτε, υποχρέωσή μας. Καθήκον μας! Είπε να τους υποσχεθεί να τους κεράσει το καλοκαίρι παγωτό χωνάκι, αλλά δεν το θεώρησε πρέπον. Πάντως, το βράδυ είπε στην παρέα του τί συμφώνησε. Κάποιος, αναλύοντας την όλη κατάσταση, του πρότεινε να βρει τρόπο να
12
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
διώξει τον κόσμο μακριά και να φέρει άλλονε κόσμο από αλλού, που να μην έχει τόσες απαιτήσεις και όλα θα φτιάχνανε. Δεν ήταν όμως έτοιμος να κάνει κάτι τέτοιο. - Ξεκινείστε σιγά σιγά παιδιά, τους είπε. Την άλλη βολά θα το ξανασκεφτούμε. Την άλλη μέρα εκατέβηκε στην αγορά. Τούχανε τρυπήσει κάτι σώβρακα και ήθελε καινούργια. Κοσμοπλημύρα, κακό! Όλοι ετρέχανε και φωνάζανε, κανείς δεν του έδινε σημασία. Παρατήρησε έναν άθλιο που καθόντανε μπρος από ένα πιθάρι και μέρα μεσημέρι κρατούσε ένα αναμμένο φανάρι κι έτρωγε ένα παγωτό χωνάκι. Ήταν ο μόνος ήρεμος. Σοφός θα είναι σκέφτηκε, ξαναθυμήθηκε και τον άλλονε με την ευτυχία και τη δουγειά, κάτσε να τον ρωτήσω. - Δε μου λες, σοφέ άνθρωπε, πότε ένας άνθρωπος είναι ευτυχισμένος; - Όταν είναι ελεύθερος, του απάντησε, και μη με λες σοφό. Εγώ δεν σε πρόσβαλλα. - Και πότε είναι ελεύθερος; - Όταν έχει την υγειά του, όταν δεν φοβάται κι όταν δεν χρωστάει.
2-2-2019
ΠΡΙΝ ΚΑΒΑΛΗΣΕΙΣ Τ’ ΑΛΟΓΟ Ποτέ του δεν φανταζόταν ότι θα γινόταν ιππότης. Δεν είχε ούτε άλογο ούτε πανοπλία. Ούτε θεωρούσε τον εαυτό του γενναίο. Με τα όπλα δεν τα πήγαινε καλά. Εκείνο το ιπποτικό σπαθί, αυτό που πρέπει για να το σηκώσεις να το πιάκεις με τα δυο χέρια, του φαινόταν ασήκωτο. Άσε εκείνη την ασπίδα που έμοιαζε με θυρεό. Όχι μόνο ήταν ασήκωτη αλλά τον τρόμαζε και κείνος ο δράκος που τον κάρφωνε η τρίφυλλη λόγχη. Από χρόνια έβλεπε τους άλλους που καταγίνονταν με τα όπλα, που φεύγανε καβάλα στ’ άλογα για τόπους μακρινούς, που τραγουδούσανε τα κατορθώματά τους οι τροβαδούροι και χαζεύανε οι άλλοι στις ταβέρνες με τα όσα εξιστορούσανε αυτοί οι λίγοι που γυρίζανε. Δεν είναι ότι τους ζήλευε. Άκουγε τις ιστορίες τους, πάντα του άρεσε να τις ακούει, βαθειά μέσα του ήθελε κι αυτός να γίνει ιππότης, αλλά δεν το τολμούσε. Έπιακε δουλειά δίπλα σ’ ένα φάβρο, μεγάλο τεχνίτη της φωτιάς και του σίδερου. Φτιάχνανε την πανοπλία του Μαύρου Ιππότη, του ξακουστού. Μέρες λιώνανε και ξαναλιώνανε το σίδερο να γίνει ατσάλι σκληρό και αδιαπέραστο στα σπαθιά και στα βέλη. Να γίνει η πανοπλία του αλαφριά σαν πούπουλο και σκληρή σαν διαμάντι, το σπαθί του λάμα θανατερή, αστόμωτη.
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
13
Ήρθε ο Μαύρος Ιππότης καβάλα στο μαύρο του, ζώστηκε τ’ άρματά του κι έφυγε να κυνηγήσει δράκους και να λευτερώσει βασιλοπούλες. Πριν φύγει υποσχέθηκε: Στην τιμή μου για το καλό και το δίκαιο. Έμεινε να τον κοιτάει. Θα γινόταν κι αυτός κάποτε ιππότης; Την ιδέα του την ρίξανε οι φίλοι. Τι σου λείπει; Άλογο θα σου δώκουμε εκείνο τ’ άσπρο που κλέψαμε, πανοπλία εκείνη τη σκουριασμένη που μ’ ένα γιαλισματάκι μια χαρά θα είναι, ασπίδα να φτιάξεις χαρτονένια να μη σου είναι και βαριά και για σπαθί φτιάξε ένα ξύλινο απ’ αυτά τα παιδιάστικα να μην κοπείς κιόλας. Τον κοροϊδεύανε αλλά πολύ θέλει ο άνθρωπος να σαρτάρει; Στην αρχή το πήρε γι αστείο, μετά τα πρόβαρε όλα, ανέβηκε και στ’ άσπρο άλογο, η πιτσιρικαρία έτρεχε ξωπίσω του και φώναζε ουράαα!, ανέμιζε το ξύλινο σπαθί του και ξέσχιζε τον αγέρα, το πίστεψε. Πήρε κι ένα σεντόνι, δανεικό από μια απλωσταριά, τόριξε στους ώμους του να μην φαίνονται κι οι πολλές σκουριές τση πανοπλίας, καθρεφτίστηκε στα νερά τση πρώτης λούμπας που βρήκε κι είπε δυνατά: είμαι ο Λευκός Ιππότης. Κι όπως όλοι οι ιππότες πριν φύγει κάτι έπρεπε να πει και είπε τούτο: Να είστε πειθαρχικοί και υπάκουοι αυτό το χρόνο. Ένας γέρος κάτι είπε αλλά ήδη είχε φύγει, δεν τον άκουσε: Οι ιππότες υπόσχονται, δεν διατάζουν.
5-2-2019
HOMO SAPIENS II Ο τελευταίος άνθρωπος πέθανε. Το ανθρώπινο είδος εξαφανίστηκε. Η «επιδημία της απληστίας» εξαπλώθηκε τόσο γρήγορα που δεν προλάβανε οι γιατροί να φτιάξουνε εμβόλια. Λέγανε πως ήτανε μια αρρώστια εγκεφαλική που δεν χωρούσε γιατρειά. Ισοπέδωσε τα πάντα. Το ανθρώπινο είδος είχε την τύχη των δεινόσαυρων. Η «επιδημία της απληστίας» δεν μεταδόθηκε στα άλλα είδη της πανίδας. Χρειαζόταν υψηλής νοημοσύνης νους για να κολλήσει το μικρόβιο. Το φυτικό βασίλειο μέσα σ’ ένα πλανητικό χρόνο κατάπιε πόλεις, δρόμους, γέφυρες, λιμάνια, αεροδρόμια, τα πάντα. Ο πλανήτης ξανάγινε πράσινος. Ανάσανε και πάλι. Ο μαγνητικός πόλος ξαναγύρισε στη θέση του αλλά δεν υπήρχε κανένας να μετρήσει την απόκλισή του από το γεωγραφικό βορά. Οι παγετώνες των Ιμαλαϊων ξαναπήρανε το μέγεθός τους κι οι ποταμοί τρέχανε ανεμπόδιστοι. Το πλαστικό στσι θάλασσες κατάκατσε και σκεπάστηκε από τόνους λάσπης και ξανάγινε αυτό που ήτανε από την αρχή. Πετρόγιο. Το πλαστικό τση ξηράς αργούσε ακόμα αλλά όπου νάναι κι αυτό πετρόγιο θα γινόντανε.
14
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
Πληθύνανε τα δάση και τα ρουμάνια, μετά τα κοπάδια που τα τρώγανε και μετά τα σαρκοφάγα που τρώγανε τα κοπάδια. Οι φωτιές, που άμα δεν έβρεχε δε σβήνανε, κρατούσανε ισορροπίες. Οι πλημμύρες το ίδιο. Το όζον έκλεισε τσι τρύπες του. Οι σεισμοί ανοίξανε χάσματα που κατάπιανε τσι ερειπωμένες πόλεις. Η Σαχάρα ξανάγινε καταπράσινος κάμπος που τον διασχίζανε νερά. Οι ήπειροι μετακινηθήκανε. Λίγο παρακάτω, στην ατέλειωτη ζούγκλα, οι πίθηκοι στήσανε τη δική τους αυτοκρατορία. Το είδος τους εξελισσόντανε με γοργούς ρυθμούς. Κάποιοι ξεχώρισαν. Μετά 200.000 χρόνια χάσανε το τρίχωμά τους, χρησιμοποιούσανε τα χέρια τους και φτιάχνανε εργαλεία από κόκκαλα, ξύλα και θραύσματα πετρών. Δεν κραύγαζαν, μιλούσανε, τραγουδούσανε. Στη μέση τση γης, που τη λέγανε Μεσόγειο, σ’ ένα ακρογιάλι που το έλουζε το φως και τόγλυφε το κύμα, ένα νεαρό ζευγάρι, του είδους Homo Sapiens II, ανακάλυπτε στην άμμο ένα πλαστικό καπάκι και μια μπρούτζινη τρίφυλλη λόγχη. Τα πήρανε στα παιδιά τους να παίξουνε.
ΣΚΑΜΠΟΥΛΟΥΝΙΕΣ ΣΤ’ ΑΒΡΑΜΗ
7-2-2019
Τόχε από μικρός. Όταν φύλαγε στο κρυφτό μέτρουνε πέντε πέντε μέχρι το είκοσι κι όχι ένα ένα πριν πει φτου και βγαίνω. Στο τσιλίκι δεν έριχνε ποτέ μία με τ’ αφτί και πάτουνε στο λάις τη μουρούνα. Όταν τσάκισε το παράθυρο τση κυρά Παναγιωτής επήγε και κρύφτηκε πίσω από του Ασπιώτη και την πληρώσαμε οι ρέστοι. Όταν του σκάλωσε ο αετός στο γκρεμό κάτου από το Φτωχοκομείο, άλλος πήγε να του τόνε ξεντέσει. Στο οβρέϊκο το νεκροταφείο, που στήναμε ξώβεργες, μας μολόγαγε στσι μανάδες μας που μας περιλαβαίνανε και τσι τρώγαμε. Το ίδιο κι όταν μαζεύαμε μπροκόνια και κανονάκια για σμπάρα μετά από τα γυμνάσια του στρατού. - Κυρά Βασιλεία, κυρά Βασιλεία, ο Γιώργος πήγε στο λιμάνι για ψάρεμάαα… Δε του κρατούσαμε κακία, έτσι ήτανε από γεννησιμιού του. Όλη η μουλαρία τση κάτου γειτονιάς δε του λέγαμε δε σε παίζουμε άλλο. Έτσι ήτανε. Μαρτυριάρικο και ανακατώστρας. Αλλά μπούφες και σιλικουτίδια του δίναμε. Αυτός όμως εκείνα τα Χριστούγεννα που τούχανε χαρίσει ένα μπαλόνι δίφετο με κορδόνια δε μας τόδινε να παίξουμε κι εμείς. Βαρούσε μπαλονιές ταψήλου μοναχός του. Κι όταν ο Βαγγέλης του το πήρε φώναξε τη μάνα του και μας έβαλε τσι φωνές. - Κακοχρονάχετε, δώκετε του Μπούλη το μπαλόνι, αμέσως! Αλλά μια μέρα τούπεσε το μπαλόνι μέσα στο σωλήνα πούχανε βάλει μπροστά από το Απολυμαντήριο να τρέχουνε τα νερά τση βροχής και δεν έβγαινε άλλο.
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
15
Καλά να πάθει! Τόνε ξανάβρα στο fb και γενήκαμε φίλοι. Τα ίδια κάνει κι εδώ, όπως όταν είμαστε μιτσοί και μας άμπωνε να ζιαστεί πρώτος στην πλάστιγγα του κυρ Ηλία, του φύλακα του Ασπιώτη, που μας έζιαζε. Κι εδώ δε μπορεί να πει κάτι κάποιος κι αμέσως να κουτσουλήσει από κάτου, όπως η κότα τση συχωρεμένης τση κυρά Ποπίτσας, αυτή η ζορκολαίμα που κατάπιε την οχιά κι έτρεχε όλη η γειτονιά ξωπίσω της.
9-2-2019
ΣΤΑ ΣΚΟΥΠΙΔΙΑ Ο σκουπιδιάρης περνούσε μια φορά την εβδομάδα να τα μάσει. Είχε και μια καμπανέλα και τη βάραγε να βγουν οι μανάδες μας με τσι λάτες. Δεν εβγαίνανε όλες, δεν είχανε όλες σκουπίδια. Πόσα σκουπίδια να μαζέψει ένα νοικοκυριό σε μια βδομάδα; Πόσα σκουπίδια να κάνουνε δυο παιδιά, ένα αντρόγυνο, μια γιαγιά, ένας παππούς, ένας θείος κι άλλοι δυο θείοι που μένανε στο αποπίσω σπίτι; Τί να ρίξουνε; Φαί ούτε κατά φαντασία. Εδώ μια μπουκιά ψωμί σούπεφτε και την άσκωνες, τη φύσαγες, την έβαζες στο κούτελό σου, τη φιλούσες και την έτρωγες. Ιερό το φαϊ, ιερή η ώρα του φαγητού. Οι μνήμες της κατοχικής πείνας νωπές. Περίμενες νάρθουνε οι άντρες του σπιτιού το μεσημέρι, να στρωθούνε όλοι στο τραπέζι, να κάνουνε το σταυρό τους, να κόψει ο πάππους το ψωμί και μετά έτρωγες. Ό,τι δε τρωγόντανε, τα κόκκαλα δηλαδή - δε θυμάμαι και τίποτ’ άλλο να ρίχναμε, πήγαινε στη λάτα. Τα υπόλοιπα, φλούδες κλπ, ή τα δίνανε τσι κότες και στα κουνέγια ή τα παραχώνανε στο κήπο να χωνέψουνε, να ξαναγίνουνε αυτό που ήτανε εξ αρχής, χώμα και γης. Τι άλλο να ρίξεις; Τα ξύλα τα καίγανε στη φωτιά όξω, να βράσει το νερό στο καζάνι, εκείνο πούχε «συμμαζέψει» ο μπάρμπας ο Κώτσος μαζί με κάτι χειροβομβίδες κι ένα πιστόλι από τσου ιταλούς, για να βάλουνε μπουγάδα. Ρούχα, πανιά δε πεταγόντανε. Άλλα τα μπαλώνανε, άλλα τα γυρίζανε το μπρος πίσω, άλλα τα κάνανε λουρίδες για κουρελούδες, άλλα τα δίνανε εκεί που ξέρανε ότι τάχανε ανάγκη, άλλα τα φυλάγανε για το ρομπαβέκια που τα μάζωνε και τσούδινε κατιντίς. Πιάτα και τέτοια που ραϊζανε τα φυλάγανε να τα σπάσουμε στην πρώτη Ανάσταση. Τα γυάλινα, τα σίδερα, τα χαρκώματα, τα αλουμίνια τα πουλούσαμε τα μιτσά σε κείνονε στην απάνου γειτονιά. Το χαρτί πολύτιμο. Οι εφημερίδες δεν είχανε μόνο μία χρήση… Τα χαρτόνια ή
16
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
θα αντικαταστούσανε προσωρινά το τζάμι του παράθυρου που έσπασε ή θα γινόντανε μπαλότο να τα πάρει ο μπάρμπα Γιάννης που τα μάζευε και τα φόρτωνε στο φορτηγό τση Χαρτοποιίας. Τι να ρίξεις στη λάτα; Τη βάφανε κάθε τόσο μέσα όξω με ασβέστη, τση ανοίγανε τρύπες στο πάτο να σουρώνουνε τα νερά τση βροχής, τσήχανε και χερούλι από σκουπόξυλο καρφωμένο στσι δύο μπάντες και «τσίτο παγιόγατα» όταν την αναποδογυρίζανε τα γατιά που καθαρίζανε τον τόπο από τσου ποντίκους και τσι μοστερίτσες. Έπαιρνε το καροτσάκι του ο σκουπιδιάρης και τ’ άδειαζε στα «σκουπίδια». Τα «σκουπίδια» ήτανε στη τάφρο του Νέου Φρουρίου. Από το λιμάνι κοντά, μέχρι τη μίνα. Μετά τον πόλεμο και για χρόνια εκεί τα ρίχνανε και δε γέμιζε ο τόπος. Για ν’ ανέβεις στο Νέο Φρούριο, στα σπαρτά, από πάνου τους έπρεπε να περάσεις. Έτσι και μας βλέπανε οι μανάδες μας, βάζανε τσι φωνές. - Κατέβα αμέσως κάτου! Έλα δω και θα σε περιλάβω, κακοχρονονάχεις. Τόσος τόπος εκεί βρήκες να πας να παίξεις; Το ξέραμε πως θα τσι φάμε αλλά πως ν’ ανέβαινες στα σπαρτά χωρίς να περάσεις από τα σκουπίδια; Η καμπανέλα του σκουπιδιάρη βάραγε μια φορά την εβδομάδα. Τον περιμέναμε, τρέχαμε ξοπίσω του και περιεργαζόμαστε τη χειροποίητη σκούπα του, το φροκάλι του, και το χειροποίητο φαράσι του, μια μισόλατα με χερούλι, να κάνουμε ίδια. Πιάνανε τα χέρια μας. Μόνο Χριστούγεννα και Πάσχα στο κουδούνισμά του βγαίνανε όξω όλες οι μανάδες. Του δίνανε το δώρο του από το υστέρημα τους. Από καρδιάς αναγνώριση της υπηρεσίας του. Έτσι ήπρεπε.
10-2-2019
Ο ΜΠΟΜΠΑΠΙΑΤΣΑΣ Η Πόρτα Ριάλα είχε πέσει. Ο νέος δρόμος ενώθηκε με τη σημερινή Ευγενίου Βουλγάρεως και τα μπόργα επικοινωνούσαμε με την παγιά τειχισμένη πόλη ελεύθερα. Τα κάρα μπορούσανε πια να περνάνε ανεμπόδιστα κι όχι ίσα, ίσα μέσα από τη πύλη. Απληχώρια. Στο τέλος του νέου δρόμου, στο Σαρόκο, εγίνηκε πλατεία. Η εμπορική κίνηση βρήκε διέξοδο στα ελεύθερα οικόπεδα, σπίτια μεγάλα χτιζόντανε δεξιά κι
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
17
αριστερά του νέου δρόμου, μέχρι και το νέο Δημοτικό Θέατρο εκεί χτιζόντανε. Μεγαλεία. Στο τέλος του νέου δρόμου, βάλανε τη Μπόμπα. Μια παλιά μπομπάρδα, με τη μπούκα κάτου, ταπίκουπα. Ορόσημο της επέκτασης της νέας πόλης. Καινούργιο είναι το κόσκινο, ψηλά είναι κρεμασμένο. Η βόρτα στο Λιστόν αραίωσε. Νέο πασέκιο βρήκανε οι χασομέρηδες. Τ’ απόγιομα, αφού οι μαστόροι σχολάγανε, αφού τα κάρα σταματούσανε να κουβαλάνε πέτρες, ασβέστη, άμμο, αγερίνα, τούβλα και κεραμίδια από τα καμίνια, αφού το ρυθμικό γκαπ-γκουπ του σκαρπέλου πάνου στην αμυγδαλόπετρα σταμάταγε, κάνανε την εμφάνισή τους οι κομψευόμενοι νεαροί αλλά και κάτι τζόβενα παγιάς κοπής. Με τα τριτσάκια τους, καλοντυμένοι, μπριγιαντίνη στο μαλί, μοστράνανε ό,τι είχανε να μοστράρουνε μεταξύ Πιάτσας και Μπόμπας. Σε θηλυκούς και σ’ αρσενικούς. Τους βλέπανε οι τσαγκάρηδες, οι τελευταίοι υπαίθριοι φρουταριόληδες που μαζεύανε τα πράματά τους και τα φυλάγανε γι αύριο, οι μαστόροι και τα μαστορόπουλα με τα γεμάτα ίδρω και κολλημένη σκόνη μούτρα τους, αυτοί με τσι φουφούδες που ψήνανε μπουρντούνια, οι άλλοι που ζεματάγανε πλεμόνια και σκωταριές, οι φάβροι, οι πεταλωτήδες, οι σαμαράδες, οι καρολόγοι, τ’ αλόγατα, τα γαϊδούρια και τα μουλάρια, τσούβλεπε κι εκείνος ο κουρέας που έκοβε βεντούζες και έβανε τσι βδέλες. - Μμμμ…! Κοιτάτε, ορές, σκέδια! Τόνε βλέπεις αυτόνε; Άγγονας του κόντε Πεινάος είναι και μοστράρεται σα τη μοστρίνα του Σίγγερ. Όλη μέρα πασέκια, ήθελα νάξερα τι τρώει… - Βλέπεις τι φορεί; Κουστούμι από τον καιρό τση Ενώσεως, ματαγυρισμένο, που το τόβαψε ο βαφιάς μπλού! - Αλλά η μύτη ταψήλου. - Έτσι, ξέρω κι εγώ! Όλη μέρα από τη Πιάτσα στη Μπόμπα πααίνει κι έρχεται. Να τόνε γλέπουνε, να ρωτάνε ποιος είναι, να κάνει ντόρο κι από μυαλό κουκούτσι νόσπολας. - Ορέ τον άκουα εψές πούλεγε, πούλεγε…, να βγάλουνε, λέει, το καπέλο του Δημοτικού Θεάτρου, το χαρκωματένιο, και να βάλουνε άλλο από κεραμίδια. - Θα τούταξε, φαίνεται, το καμίνι, γιατί θα συντρέξει να πάρουνε το Δήμο και τον υπολογίζουνε… - Μωρέ άστονε το Μπομπαπιάτσα! Κι έτσι όποιονε έκανε το πασέκιο Μπόμπα-Πιάτσα τόνε λέγανε Μπομπαπιάτσα. Σήμερα Μπομπαπιάτσια λέμε τον φανφαρόνο, τον υπερφίαλο, τον αλαζόνα, τον εγωιστή, τον ρηχό, τον γεμάτο έπαρση τεμπέλη. Αυτόνε που δεν κάνει τίποτα και μόνο διατάζει και κουράζεται που διατάζει.
18
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
Αυτόνε που βρίσκει τρύπα και χώνεται. Αυτόνε που κάνει το σπουδαίο με ξένα κόλυβα. Αυτόνε που για όλα έχει ένα plan B για την πάρτη του. Αυτόνε που μπορεί να συντρέξει…
11-2-2019
Ο ΥΠΟΓΕΙΟΣ Το μυστικό είναι να κάνεις τη δουγειά σου ήσυχα, αθόρυβα, στο ημίφως, να μη σε παίρνουνε χαμπάρι οι ξάστεροι κι οι φωνακλάδες. Πρώτα δένεις το γάϊδαρό σου και μετά κορδώνεσαι πούχεις γάϊδαρο. Διπλαρώνεις την εξουσία, κάνεις πως τήνε θαγμάζεις, πω πω τι σπουδαία που τα λέτε…, αυτό δεν θα το σκεπτόμουν ποτέ εγώ…, εσείς θα ημπορούσατε να ηγηθείτε…, άλλον έχετε προορισμόν…, να αποτολμήσω να σας αιτηθώ μαλλιοτραβηγμένην χάριν μίαν; Και την αιτείσαι την μαλλιοτραβηγμένην, άνευ χαρτοσήμου αλλά μετά της δεούσης οσφυοκαμψίας, ενίοτε και μετά χαριτοδιπλωμένου, απαστράπτοντος και πλήρους σιέλων χαμογέλου, συνοδευομένου εκ βλέμματος χαμηλοβλεπούσης αρσακειάδος ή άλλως πως, «κι εγώ χαλί θα γίνω να με πατήσετε». Χαλί που το χρειάζεσαι για να κρύψεις από κάτου τσι μπομπές σου, διατί ποίος ο λόγος να ζητάς τέτοιες μαλλιοτραβηγμένες χάρες άμα δεν έχεις μπομπές; Από μιτσό φανατικό ήτανε. Με όλα. Με την ομάδα, το κόμμα, το τραγουδιστή, τον ηθοποιό, τη φιλαρμονική, με όλα. Ό,τι τάρεσε αυτουνού ήτανε το καλύτερο. Τόπ’ αυτός; Προσοχή όλος ο κόσμος. Είχε κι ένανε, μέντορα τον ήλεγε, που τον άμπωνε κατά ‘κει. Κι έβανε στόχους κι έβλεπε στον ύπνο του σκέδια για το πώς θα περάσει το δικό του. Πρώτα θα κάνω έτσι κι ύστερα αγιώς και να δεις τί θα πάθουνε οι «οχτροί» μου. Γιατί, άμα είσαι φανατικός, πρέπει νάχεις κι όχτρούς. Κι άμα δε σου δίνει σημασία κανένας, πας και τσου βρίσκεις τσου οχτρούς, γιατί αγιώς δεν έχει γούστο. Η γκρίνια για τη γκρίνια, το δεσπέτο για το δεσπέτο. Είχε πάρει φόρα και μια φορά που η ομάδα του δε κέρδεψε, έσκασε από το κακό του, και πήγε και πήρε σπίτι του το κύπελλο τσ’ αλληνής, που ένας, ίδιος
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
19
μ’ αυτόνε, τση τόχε πάρει, όχι για να το κλέψει, έτσι για εκδίκηση. - Μας κερδέψατε, να κι εγώ! Αλλά ο διάολος έχει πολλά ποδάρια και το εξυπνοπούλι πιάστηκε στη φάκα μοιανού Παγιού. Και τώρα; Έβαλε το κεφάλι κάτου και το γύρισε το κύπελλο, αλλά παρόλο που δε του κάνανε τίποτα, δε το χώνεψε που τόνε πιάκανε με το χειμωνικό στα χέρια. Τι να κάμει; Τσου διπλάρωσε όλους, το εφταπαντιέρικο. - Μάλιστα, κι εγώ αυτό και κείνοι τ’ άλλο και αδικούμαι τα μάλα, κι όταν έρθει κείνη η ώρα, χαλί θα γίνω να με πατήσετε. Κι οι άλλοι, που θέλανε χαλί να σκουπίζουνε τσι λάσπες από τα ποδάρια τους, το βρήκανε βολικό και τον υποστηρίξανε. Εντάξει, αδικήσανε και κάνα δύο τρεις για να σώσουνε τη δουγειά. Και τι έγινε; Έτσι γένεται κι έτσι θα γένεται πάντα. Το λόγο του τόνε κράτησε. Χαλί έγινε και τόνε πατούσανε. Πήρε τ’ απάνω του. Κορδωνόντανε, μονολογούσε κι έλεγε «είμαι υπόγειος», έφτυνε τον εαυτό του στο καθρέφτη μη και τον αβασκάνουνε, προκαλούσε για μάχες στα μαρμαρένια αλώνια, αλλά εκείνο το κύπελλο τούχε γίνει καρφί στο μάτι. Πολλές φορές είπε να το πετάξει στα σκουπίδια το παγιόπραμα αλλά ο Παγιός είχε γράψει από πάνου του κάτι λόγια μοιανού Δροσίνη που τόνε σταματάγανε. Ώ θαλασσοθεμέλιωτα και ηλιόσκεπα παλάτια, χτισμένα από τα σύννεφα της θερινής βραδιάς. «Δε θέλω του κισσού το πλάνο ψήλωμα σε ξένα αναστηλώματα δεμένο. Ας είμαι ένα καλάμι, ένα χαμόδεντρο, μα όσο ανεβαίνω, μόνος ν› ανεβαίνω. Δε θέλω του γιαλού το λαμπροφέγγισμα, που δείχνεται άστρο με του ήλιου τη χάρη, θέλω να δίνω φως από τη φλόγα μου κι ας είμαι ένα ταπεινό λυχνάρι.» Τότε έγερνε στο πλάι και τα παμπόνηρα ματίτσια του γιομίζανε δάκρυα. Του τα σκούπιζε από μακριά, με πολλή αγάπη, ο Παγιός.
20
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
12-2-2019
ΤΑ ΙΣΚΙΩΜΑΤΑ Η πρώτη ώρα του κινηματόγραφου τέγειωνε τσι δέκα. Η δεύτερη τσι δώδεκα. Σκαρφαλωμένοι τόσες ώρες στο φτεγιά, εκείνο το μεγάλονε κάτου από το σπίτι του Πετσάλη, έβλεπε η μουλαρία το Δράκουλα των Καρπαθίων. Φόβος και τρόμος. Δεν είναι το ίδιο να γλέπεις καθισμένος στη πάνινη πορθρόνα σου δόντια και αίματα από τη μεγάλη οθόνη και το ίδιο πάνου στο κλαρί, μέσα από τσι φυλλωσιές του φτεγιά. Η υπό γωνία εικόνα έπαιρνε άλλη διάσταση, οι σκιές των φύλλων πρόσθεταν σε δραματικότητα, δε καλόβλεπες κιόλας, το ασπρόμαυρο γινόταν τραγικό, το κλαρί που σ’ ακούμπαγε στη πλάτη γινόταν γιγάντιο χέρι με νύχια, η κάψα του καλοκαιριού σούφερνε αναρίτσιες. - Ού πω πω, φώναζες, κι ο άλλος ο δήθεν ψύχραιμος, - Τσόπα ορέ φοβιτσιάτη, τα ισκιώματα φοβάσαι; Ναι καλά που δε φοβόντανε κι εκείνος. Όλοι φοβόντανε. Κάποια στιγμή του χώνανε του ακατανόμαστου τη σφήνα στη καρδιά κι ανάβανε τα φώτα. Στο πανί έγραφε THE END. Το μαρτύριο τέγειωνε, κατέβαινες, κατουρούσες στη ρίζα του φτεγιά, τί τόσες ώρες δεν άντεχες άλλο, κι όλη η μουλαρία έβανε μπρος για το Μαντούκι. Μέχρι του Καλλίνικου και του Πετρόπουλου το φούρνο, καλά ήτανε τα πράματα. Μετά όμως; Πίσσα σκοτάδι και ο φράχτης του οβρέϊκου νεκροταφείου έριχνε βαριά τον ίσκιο του μέχρι τη μέση τση Αβραμίου και τα κυπαρίσσια του τη λόγχιζαν και ζωγραφίζανε στην άλλη μισήνε όχι ένανε αλλά εκατοντάδες δρακούλους. Τότες μπαίνανε στη μέση τα μεγάλα μέσα. - Τραγουδάτε, ορές, δυνατά, σφουρείχτε και τραγουδάτε μέχρι να περάσουμε και στο ύστερο θα βάλουμε και τσι κόρσες. Τρόμος. Κι εκείνα τα μισοφωτισμένα παράθυρα του Φτωχοκομείου εσπέρνανε το πανικό. Δέσποζε στο γκρεμό του στο λόφο τ’ Αβράμη και τι πύργος των Καρπαθίων, εδώ νάσουνα να δεις πύργο κακόνε με νυχτερίδες και λογής τω λογαδιώνε ισκιώματα και αναράϊδες. Καλά λέγανε τα αβραμητόπουλα ότι τα βράδια στο τοίχο του οβρέϊκου έβγαινε μια νύφη. Όχι μία, χίλιες νύφες γλέπανε μέχρι ν’ αρεβάρουνε στο λιμάνι, νάρθει η ψυχή στη θέση της. Μετά εντάξει, γελούσανε.
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
21
- Έτονε ορές εφοβήθηκε με το έργο. Τί φοβάσαι ορέ; Όλα ψέματα ήτανε. - Εγώ ορέ; Ή εσύ που δεν εκρατήθηκες και τάκαμες όταν τ’ αβραμητόπουλα πετάξανε το αετό από το Φτωχοκομείο, νύχτα ώρα, κι είχανε δέσει στην ουρά του το λαδοφάναρο και σου πήγε πέντε-πέντε; - Καλά, καλά, αύριο άμα κοπιάσουνε πίσω από το Γκαζ θα δούνε τι θα πάθουνε. - Ετοιμάστε τσι σφεντόνες να πάνε σπίτι τους με κουκουμήθρες, τα σακατεμένα… Τα ισκιώματα της παιδικής φαντασίας δεν τελειώνουνε ποτέ. Ακολουθούν και τους μεγάλους. Και τον ίσκιο μας φοβόμαστε πολλές φορές. Φοβόμαστε ό,τι μπορεί ή νομίζουμε πως μπορεί να μας κάνει κακό. Το χωροφύλακα, το δάσκαλο, το γιατρό, τον εφοριακό, τον τάδε υπάλληλο, την υπαρκτή ή ανύπαρκτη εξουσία. Και παρόλο που στα καφενεία ξεσπαθώνουμε κοντά σε φίλους και σε πρόσωπα μιας εμπιστοσύνης, την άλλη ώρα κουμπωνόμαστε και σκύβουμε το κεφάλι, προδίδοντας τον ίδιο μας τον εαυτό και όσα κατά βάθος αυτός πιστεύει και θέλει. Πως το είχε πει; Πριν αλέκτωρ φωνήσαι…
13-2-2019
Ο ΚΥΡΙΟΣ ΒΑΣΙΛΑΚΗΣ Στην πρώτη είχαμε την κυρία Αρήτη. Από τη Δευτέρα μέχρι την Τετάρτη την κυρία Ανθούλα. Διευθυντής ήτανε ο κ. Σαλβάνος. Στην Πέμπτη είχαμε το καινούργιο διευθυντή, τον κύριο Βασιλάκη. Πρώτη φορά άντρας δάσκαλος και λέγανε ότι ήτανε πολύ αυστηρός. Τσιμουδιά στην τάξη. Τόνε φοβόμουνα κι ας μην κρατούσε ποτέ βίτσα. Κουστουμάδος πάντα, μας έβαλε στη γραμμή. Γέμιζε ο πίνακας γράμματα κι αριθμούς και γράφαμε και γράφαμε, μας έβγαζε στον πίνακα να του πούμε το μάθημα, να διαβάσουμε το παρακάτου στην ανάγνωση, να δείξουμε στο χάρτη τα σύνορα τση Ελλάδας, να του πούμε για το Βασίλειο το Βουλγαροκτόνο. Τέτοια εποχή είχαμε διαγωνισμούς σε όλα τα μαθήματα και στην έκθεση. Μυστήριο πράμα η έκθεση. Πώς να γράψω «Μια μέρα στην εξοχή» αφού ποτέ δεν είχα πάει πέρα από το Πεντοφάναρο, που ήτανε το μαγαζί του πατέρα μου και του θείου μου; Πώς να συνειδητοποιήσω ότι στ’ Αβράμη, στα προσφυγικά που έμενα, ήτανε εξοχή; Εξοχή ήξερα πως ήτανε τα χωριά, και τα χωριά τα είχα δει από το λεωφορείο
22
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
όταν πήγαμε στη σχολική εκδρομή στο τέλος του χρόνου στη Μεσογγή. Ο Ποταμός, που ήτανε το χωριό τση μάνας μου και πηγαίναμε πολλές φορές με τα πόδια, δεν ήμουνα σίγουρος ότι ήτανε χωριό και εξοχή. Η μάνα μου μούλεγε ότι ήταν προάστειον! Μ’ είχε μπερδέψει ο ποταμός του Ποταμού. Το χρώμα του ήταν κιτρινοπράσινο πάντα, τον είχα ψαρέψει με το μπάρμπα μου το Νίκο και το μπιζόβολό του, τον είχα κολυμπήσει, είχα μαζέψει καλαφατιωνίτικα μήλα που κατέβαζε το χειμώνα στις φουσκωσιές του, κίτρινος ήτανε πάντα. Όταν όμως έγραψα στην έκθεση «Μια μέρα στην εξοχή» ότι οι ποταμοί είναι κίτρινοι ο κύριος Βασιλάκης τόσβησε με κόκκινο χρώμα και οι συμμαθητές μου γελάγανε που δεν ήξερα ότι οι ποταμοί είναι μπλε. Μετά τις Γυμναστικές Επιδείξεις στο τέλος της χρονιάς, δεν τα είχα πάει άσχημα και προβιβάστηκα στην Έκτη. Την ώρα που πήγα να πάρω το ενδεικτικό μου ο κ. Βασιλάκης μου είπε: - Περίμενέ με μετά, έχω να σου πω κάτι. - Μάλιστα κύριε, και περίμενα. Αλλά τι να μούλεγε; το ενδεικτικό το είχα πάρει. - Λοιπόν, το καλοκαίρι εκεί στο μαγαζί του πατέρα σου που πας και δουλεύεις θα έχεις μαζί σου ένα τετράδιο και θα γράφεις κάθε μέρα ό,τι σου κάνει εντύπωση. Θα κρατάς ημερολόγιο και θα μου το δείξεις το Σεπτέμβρη που θα ξανάρθεις. - Μάλιστα, αλλά τί είναι ημερολόγιο; - Αυτό που σου λέω και πρόσεξε, κάθε μέρα θα γράφεις! Ωραίο καλοκαίρι! Δε μούσωνε ο μπάρμπας μου που με ξύπναγε από τσι έξη για να πάω στο μαγαζί, έπρεπε να γράφω και το ημερολόγιο του κ. Βασιλάκη. Τι να μου κάνει εντύπωση να το γράψω; Κάθε μέρα όλα ίδια ήτανε. Ο κυρ Ηλίας ο τροχονόμος στο βαρέλι του ρύθμιζε την ανύπαρκτη κυκλοφορία, τα παγωτά «Θαύμα» στο καροτσάκι και στη θέση τους, αλλά δεν είχα μαζέψει ακόμα το φράγκο για να πάρω ένα, οι τουρίστες λιγοστοί και μ’ είχε μάθει ο μπάρμπας μου να τσου λέω «γες σερ!», ο ήλιος ντάβανος και το μαγαζί δεν είχε ούτε ανεμιστήρα, τι να γράψω; Έγραφα ότι μπόρουνα κι είχα μια αγωνία τι θα μου πει ο κ. Βασιλάκης το Σεπτέμβρη. Η καινούργια χρονιά έφτακε. Έβαλα στη σάκα μου το ημερολόγιο. Του το έδωσα. Δεν το κοίταξε, απλά το κράτησε. Περίμενα κάποια μέρα κάτι να μου πει. Δεν μου είπε ποτέ. Στο επόμενο διαγώνισμα στην Έκθεση μου έβαλε 10! Δεν θυμόμουνα το μικρό όνομα του κ. Βασιλάκη. Πριν λίγο πήρα τηλέφωνο
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
23
το γιο του να μου το πει. Ναθαναήλ ελεγόντανε. Δάσκαλέ μου, Ναθαναήλ Βασιλάκη, σου οφείλω. * Ο Ν.Β. γεννήθηκε το 1905. Το 1929 διορίστηκε δάσκαλος στο Άρζο Έβρου, στο τρίγωνο Ελλάδας, Βουλγαρίας, Τουρκίας. Υπηρέτησε εκεί για 15 χρόνια. Μετατέθηκε στο Διδυμότειχο και μετά στην Κέρκυρα.
14-2-2019
ΣΤΟ ΚΑΝΑΔΑ ΜΕ ΦΤΥΧΙΟ 1997. Βράδυ Φλεβάρη, κρύο. Οι Βαλεντίνοι άγνωστοι. Στο Υπόστεγο των προσκόπων ο Ντίνος ανεβασμένος στη σκαλωσιά έχτιζε και οι άλλοι αποκάτου του φτιάναμε μάρτα και του δίναμε τούβλα. Ανάμεσα στσι μυστριές του, ο ονομαστός τεχνίτης, ξεδίπλωνε τσι φυσικές χάρες του παραμυθατζή, αυτές που γοήτευαν τα λυκόπουλα που κρέμονταν από το στόμα του όταν τσούλεγε για τσι ιστορίες του Μόγλη τους. Απόψε μας είπε μια ιστορία για μεγάλους. Αρχές δεκαετίας του ’60. Μετανάστης ο Ντίνος. Μαζί με τη γυναίκα του και την αδερφή του. Σε κάποιο εργοστάσιο στη Φραγκφούρτη. Στα ψυγεία. Ο επιστάτης παρακολουθούσε. Η παραγωγή έπρεπε να τρέχει. Τσου βάζανε στόχους. Τόσες βίδες θα βιδώσετε, τόσα ψυγεία θα μοντάρετε, τέτοια. Ανάσα δεν παίρνανε. Δούλευε παρέα με έναν ιταλό, ιταλό όμως, και σπάγανε το κεφάλι τους πως θα βγάλουνε τη δουγειά με λιγότερο κόπο. Λίγο από δω, λίγο από κει, τη βρήκανε τη πατέντα και με το πάσο τους τεγειώνανε πιο γρήγορα και πετυχαίνανε το στόχο κέντρο. Ο επιστάτης τόπε στ’ αφεντικά. Στην αρχή τσου δώκανε δώρο, μπόνους το λέγανε, αλλά μετά κάνανε το στόχο μεγαλύτερο και πάλι δε μπορούσανε να πάρουνε ανάσα. Ο ιταλός δεν είχε άλλο υπομονή. - Ντίνο, εγκώ θα φύγκω.. - Και που να πας, άχαρο, αμειδά ξέρεις να κάνεις και τίποτις άλλο… - Μπένε, μπένε, εγκώ πάρω αδερφή σου (την είχε παντρευτεί εν τω μεταξύ) και θα φύγκω. Μια Κυριακή απόγιομα, που είχανε ρεπό, κάνανε βόρτα στη πόλη και κάποια στιγμή βρεθήκανε μπροστά από ένα πανύψηλο παγιό κτίριο, με κολώνες και σκαλιστές κορνίζες κι αγάρματα, και στο πρώτο μπαρκόνι του κυμάτιζε μια σημαία με δυο ρίγες κόκκινες και μια άσπρη πούχε κι ένα κόκκινο πλατανόφυλλο στη μέση. Κόσμος, εργατιά, ήτανε μαζεμένος και κάτι διάβαζε. Πήγανε κι αυτοί και ρωτήσανε γιατί δεν ηξέρανε τη γλώσσα.
24
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
- Ζητάνε κόσμο με πτυχίο μηχανικού να πάνε να δουλέψουνε στον Καναδά. - Ντίνο, εκεί πάω! - Γιατί ορέ, είσαι μηχανικός; - Εγκώ γράψει μάνα μου Φότζια, πάρει ούνο αρνί πατρόν κι εκείνος δώκει φτυχίο μηχανικού εμένανε. - Μη λες κουταμάρες, δε γίνονται αυτά. - Γίνονται, γίνονται… - Πάψε ορέ κούτιακα, που σούδωκα και την αδερφή μου, πάψε! Κι όμως μετά λίγο καιρό ήρθε το φτυχίο του μηχανικού, ένα ωραίο χαρτί με φιοριτούρες γύρω - γύρω, σφραγίδες και υπογραφές κι έγραφε και το όνομα του ιταλού στη μέση. Το πήρε, τόδωκε στο πλατανόφυλλο, το δεχτήκανε, ο Ντίνος χαιρέτησε την αδερφή του και πήρανε το καράβι για το Καναδά. Ο Ντίνος αγωνιούσε, ήτανε σίγουρος πως θα τους γυρίζανε πίσω. Αλλά πήρε το γράμμα που έλεγε τη συνέχεια. Μου είπανε, εσύ που είσαι μηχανικός θα δουλέψεις εκεί και θα φτιάχνεις σκέδια. - Νο, εγκώ ντεν είμαι μηχανικός! - Πως δεν είσαι, αφού έχεις πτυχίο. - Φτυχίο σι, ορίστε, μηχανικός νο. - Δηλαδή μας ξεγέλασες; Το πτυχίο είναι ψεύτικο; - Ψεύτικο σι, αλλά νο ξεγέλασα. Φραγκφούρτη ζητήσανε φτυχίο μηχανικού, νο είμαι μηχανικός εγκώ. Φτυχίο μηχανικού θέλανε, ορίστε εντώ, ιο έδωκα. Περκέ ξεγέλασα; Φαίνεται ότι δεν τα βγάζανε πέρα με τη λογική του ιταλού και τόνε κρατήσανε να στρώνει ράγες στσου σιδηροδρόμους. Στην απάντηση στον ιταλό ο Ντίνος έγραψε: Μηχανικέ μου…
15-2-2019
ΣΑ ΤΗ ΜΥΓΑ ΜΕΣ’ ΤΑ ΚΑΘΑΡΑ Άνοιξε τα παράθυρα να μπει καθαρός αέρας. Μάζωξε τσι κουβέρτες και έβαλε τα σεντόνια και τσι ντεμέλες από τα μαξιλάρια στ’ άπλυτα. Σήκωσε τα μάλλινα τα στρώματα και τάβαλε να λιαστούνε τα μισά όξω, τα μισά μέσα από το παράθυρο. Έβγαλε και τα καλοκαιρινά, τα τζίβινα. Μάζεψε τσι τάβλες από τη διπλή κοκέτα σε μια μεριά. Φροκάλισε κάτου από το κρεβάτι κι όλη τη κρεβατοκάμαρα, ξεσκόνισε το κομοδίνο, τη ντουλάπα, το κομό, τη στεφανοθήκη και τα
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
25
εικονίσματα. Έβαλε και μια καρέκλα να φτάνει να ξεσκονίσει τσι μποναγράτσιες και τη λάμπα. Έριξε στο πάτωμα νερά και τρινάλ και τότριβε με τη βούρτσα του πατώματος μ’ όλη της τη δύναμη να καθαρίσει. Άναψε και το ράδιο ν’ ακούει. «Εδώ Ραδιοφωνικός Σταθμός Δυτικής Ελλάδος…», ειδήσεις είχε. Δεν άκουε ποτέ τση ειδήσεις, όλο τα ίδια και τα ίδια λέγανε. Πήγε στη κουζίνα να κοιτάξει το φαί, τι μύριζε η πινιάτα στη γκαζιέρα. Έβαλε τα χέρια της πίσω στη μέση και τεντώθηκε να ισιώσει, τί είχε πιαστεί. Ένα σωρό δουγειές και στην κουζίνα. Καταπιάστηκε μ’ αυτές. Το μάτι της έπεσε σε δύο μπρούτζινες οβίδες που τσείχε να βάνει λουλούδια από τον κήπο και βάρθηκε να τσι τρίβει με μπράσο να γυαλίσουνε. Τα παιδιά παίζανε στο κήπο. Το ράδιο ανοιχτό έπαιζε. Την πήρε η ώρα, είχε και κάτι σκέψεις, ξεχάστηκε. Την ξύπνησε η ησυχία. Δεν άκουε τα παιδιά να φωνάζουνε. Άμα δε φωνάζουνε τα παιδιά κάτι γίνεται. Ασκώθηκε να πάει να ιδεί, είχε και να γυρίσει τα στρώματα. Τα βρήκε απάνου στη κοκέτα με τα παπούτσια. Είχανε βάλει τσι τάβλες, τα τζίβινα, τα μαξιλάρια, ξαπλώσανε, τρίβανε και τα παπούτσια τους στα στρώματα κι ακούγανε στο ράδιο τη θεία Λένα. «Καλημέρα σας παιδιά, τραλαλά, τραλαλά…»! Την έπιακε κακό. Το πάτωμα γεμάτο χώματα από το κήπο είχε γίνει σα την Αβραμίου όταν έβρεχε. Λάσπη, πουλέντα. - Φευγάτε κακοχρονάχετε αμέσως, τσου φώναξε, κι έκλεισε με νεύρο το ράδιο. - Φευγάτε που τα κάνατε όλα σα τη μύγα μεσ’ τα καθαρά. Τα ίδια γίνονται πάντα και παντού. Στο σπίτι, στο σκογειό, στο παιχνίδι, στο σύλλογο, τσι προσκόποι, στη πόλη, στο νησί, στη χώρα όληνε. Άλλος φτιάχνει, άλλος χαλάει. Άλλος χτίζει, άλλος γκρεμίζει. Άλλος έχει σέστο, άλλος δε δίνει δεκάρα. Άλλος πληρώνει, άλλος ξοδεύει. Άλλος δημιουργεί, άλλος καταστρέφει. Άλλος μαζεύει, άλλος τρώει από τα έτοιμα. Άλλος ιδρώνει, άλλος χαρομανάει. Άλλος καθαρίζει, άλλος λερώνει. Σα τη μύγα μεσ’ τα καθαρά.
17-2-2019
ΠΗΛΙΤΕΣ, ΓΥΑΛΙΝΟΡΟΙ ΚΑΙ ΣΙΔΕΡΙΤΕΣ Κάθε εποχή είχε τα παιχνίδια της. Οι μπάλες ήτανε χειμωνιάτικο παιχνίδι. Πηγαίναμε στου Αποστολίδη το καμίνι, και παίρναμε πηλό. Τον πλάθαμε
26
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
καλά, πολύ καλά, και κάναμε μπάλες και τσι αφήναμε να στεγνώσουνε στη σκιά, όχι στον ήγιο. Άμα τσι άφηνες στον ήγιο, σκάγανε. Κάποιοι τσι βάφανε κιόλας, νάναι πιο όμορφες. Σ’ όλα τα σπίτια είχανε τη λάτα με τον ασβέστη, όχρες και λαδομπογιές. Το βάψιμο μας το κάνανε συνήθως οι μανάδες, οι πατεράδες, οι μεγάλοι. Από τη μια μεριά να μη λερωθούμε κι από την άλλη γιατί τσου άρεσε να παίζουνε κι αυτοί και να κάνουνε τσου σπουδαίους και τσου πολύξερους στα μιτσά. - Ορίστε, πάρτο! Οι μπάλες αυτές ήτανε οι πηλίτες. Τσι δοκίμαζες χτυπώντας τις στα δόντια σου για να ελέγξεις την αντοχή τους και μερικοί τσι βάζανε στα σακουλάκια που τσου ράβανε οι μανάδες και οι γιαγιάδες τους, οι χρυσοχέρες, για να μη τσι χάσουμε. Κάνας καλός μπάρμπας, όπως ο μπάρμπας μου ο Κώτσος, μας αγοράζανε τσι γνωστές γυάλινες μπάλες με κείνα τα χρώματα στο εσωτερικό τους – πως καταφέρνανε να τσι βάφουνε εκεί μέσα; - αλλά ήτανε ακριβές και σπάνιες. Αυτές ήτανε οι γυαλινόροι. - Ευχαριστώ θείε. - Ναι, κοίταξε τώρα να τσι χάσεις! Στα μηχανουργεία είχανε ρουλεμάν. Καθομάστενε απόξω κουκουνάκι στη σειρά και κοιτάζαμε τσου μηχανικούς. Ξέρανε αυτοί. Άλλες φορές μας διώχνανε. - Φευγάτε, δεν έχετε μανάδες να σας συμμαζέψουνε; Άλλες φορές μας φωνάζανε. - Ελάτε δω, και μας μοιράζανε τσι μπίγιες του ρουλεμάν. - Αμείτε τώρα, και όλη η μουλαρία έτρεχε στο κατήφορο κρατώντας στο χέρι τσου πολύτιμους σιδερίτες. Πηλίτες, γυαλινόροι και σιδερίτες ήτανε ο μικρός θησαυρός για κάθε αγόρι. Οι κοπέλες δεν είχανε ιδιαίτερη προτίμηση στσι μπάλες. Κάναμε κι ανταλλαγές. Ένας σιδερίτης είχε πολύ μεγαλύτερη αξία από τρεις πηλίτες βαμμένους κι από δυο γυαλινόρους. Τα απογεύματα εβγαίναμε με τσι μπάλες να παίξουμε, τα σμπούκια, τσι γουβίτσες, τσι ταλαρίνες. Αλλά γι αυτά άλλη βολά.
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
27
19-2-2019
ΤΟ ΣΠΙΤΙ Οικογενειακή η γιορτή. Από χρόνια γινόντανε στο σπίτι. Ένα είναι το σπίτι. Τα παιδιά κάνανε τα δικά τους σπιτικά. Άλλος εδώ, άλλος αλλού. Φλεβάρη μήνα, όμως, στη μεγάλη γιορτή, όλοι ήτανε μαζί. Από νωρίς οι ετοιμασίες. Στο καζάνι μαγειρευόντανε η παστιτσάδα. Κρέας από το καλό, μέσα μπάντα, και κρασί κακοτρύγης, από του Βλάση. Ό,τι πιο καλό σενόρμπιτε. Ερχόντανε και τα μιτσά με όρεξη, με χαρά, αλλά θέλανε και να τη πούνε στσου μεγάλους. Και τη λέγανε άλλοτε στα ίσια, άλλοτε με τρόπο. Έσωνε η γιορτή αφού βαφτιζόντανε με δυο σταγόνες κακοτρύγη τα αβάφτιστα. Γέγια μέχρι να φτάκουμε στον ανήφορο, να πάμε στα σπίτια μας, να νεκρωθούμε. Όλοι μαζί. Περάσανε τα χρόνια, αλλάξανε τα πράματα. Οι νέοι που τα λέγανε με τρόπο και στα ίσια εγίνανε μεγάλοι. Η σειρά τους να κανονίζουνε για τη γιορτή. Τώρα τσου τη λέγανε τα νέα μιτσά. Κρυφογελούσανε οι μεγάλοι κάτου από τα μουστάκια τους, τα μιτσά δεν είχανε μουστάκια. Ήρθε η δική τους ώρα να τ’ ακούσουνε. Τα μαλώνανε καμιά φορά τα μιτσά αλλά και τα καμαρώνανε κατά βάθος. Φέρνανε ζωή με το διαφορετικό. Αλλά τσου βάζανε και φρένο όταν ξεπερνούσανε τα αξεπέραστα. Όπως τσου βάζανε φρένο κι οι δικοί τους παγιοί, όταν εκάνανε τα δικά τους σάρτα, και μαζευόντανε. Τέτοια μέρα, στη γιορτή, το τραπέζι είναι πάντα στρωμένο. Περιμένει. Τα μιτσά όμως δεν έρχονται. Δε τσου αντέχουνε άλλο τσου μεγάλους. Τα μούτρα τους δεν τσου είναι ευχάριστα, τα μαγιά τους είναι άσπρα, οι χαρακιές στα πρόσωπα δε ταιριάζουνε με τα σιδερωμένα μάγουλά τους, τα μάτια τους δε σπιθίζουνε. Τα λόγια τους δεν είναι in. Ως κι η χαρά τους με μνημόσυνο μοιάζει. Τρέξανε οι αλλαγές τόσο γλήγορα που παρασύρανε και το οικογενειακό τραπέζι τση γιορτής. Εδώ και τρία χρόνια τα μιτσά πάνε αλλού και τρώνε. Κάποιοι άλλοι ψάχνουμε απάγκιο σ’ άλλα τραπέζια, μυστικά, με σκούρα τραπεζομάντηλα. Κι όμως το μυαλό ολουνόνες είναι πάντα στο σπίτι.
28
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
21-2-2019
ΗΜΕΡΑ ΣΚΕΨΗΣ Τα μηνύματα δίνουν και παίρνουν. Γεμίζει ο τόπος με τις φωτογραφίες του. Γράφουνε κι αυτά που είπε. Για ένα καλύτερο κόσμο. Αύριο θ’ αρχίσουνε τα τηλεφωνήματα. Τα κύματά τους θα ζώσουνε τον κόσμο όλο. Ευχές, υποσχέσεις, ελπίδες για φιλία, ειρήνη, συναδέλφωση. Πολλές αναμνήσεις, από εκδρομές, κατασκηνώσεις, πυρές, καλές πράξεις μικρές και μεγάλες και μεγαλύτερες, ορειβασίες, πλεύσεις, εύθυμα και συγκινητικά περιστατικά, πολλά παιχνίδια, στιγμές χαράς μαζί με μας. Σ’ όλα κυριαρχεί η μορφή του. Χωρίς αυτόν … Όσο πιο πολλά έχεις ζήσει, τόσο πιο πολλές οι αναμνήσεις, τα θυμήσου. Οι παγιοί παίρνουν τη μερίδα του λέοντος στις αναρτήσεις. Τα μπαούλα τους είναι πιο γεμάτα. Μερικά ξεχειλίζουν. Έ !, ας είναι κι αυτοί κάπου μπροστά. Τις αναμνήσεις τους δεν μπορεί να τους τις πάρει κανείς. Χρόνια πολλά, αδέρφια.
21-2-2019
ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ Μάζευε παγιές φωτογραφίες. Κουτιά ολόκληρα. Άλλες σε άρμπουμ. Άλλες σε φακέλους. Καμιά φορά τσίβγαζε να τσι δει. Τσίβαζε στη σειρά. Κατά χρονολογία, αυτές εδώ είναι οι οικογενειακές, αυτές από το στρατό, αυτές από τα σκογειά που πέρασε, αυτές από τσι μουσικές, αυτές από τα καρναβάγια, τα τοπία χωριστά. Παιδεμός, ώρες κι ώρες. Στσι λίγες επισκέψεις που δεχόντανε, άμα τόφερνε η κουβέντα, άνοιγε τα κουτιά. - Αυτή είναι από τότε που είχαμε πάει εκδρομή στο Πέραμα με το θείο Στέφανο και τη θεία Ζωή, αυτή από τσι γυμναστικές επιδείξεις, αυτή που κάναμε κολάνες από άγριες μαργαρίτες τη πρωτομαγιά, αυτή όταν εβγήκα λυκόπουλο στην παρέλαση, αυτή… - Ωραία που είναι εδώωω…! - Πότε είναι; - Δε θυμάμαι. Τα παπούτσια ήτανε κάτι κόκκινα πάνινα με άσπρα πουά, απ’ αυτά που έφτιαχνε μια κοπέλα στ’ Αβράμη, νάναι ασορτί με το καπέλο τση κυρίας πούφερνε το πανί.
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
29
- Πώς τη λέγανε; - Πολλά θέλεις, χρυσοχέρα ήτανε κι έβγαζε το κατιτίς για τα παιδιά της. - Πρέπει να γράφεις από πίσω χρονολογίες και πάρε άλλα άρμπουμ, σ’ αυτά κολλάνε και καταστρέφονται. - Να τσι ξεχωρίζεις κατά μεγέθη, είναι πιο εύκολο. - Την άλλη φορά μούχες δείξει μία που ήμουνα κι εγώ πάνου στο ποδήλατο, πού είναι; Φεύγανε κι αφήνανε ένα σωρό μαυρόασπρα και έγχρωμα χαρτιά ανακατωμένα. Θάπρεπε να τσι ξαναφτιάξει. Και κάθε φορά ακολουθούσε άλλη σειρά, άλλον τρόπον ταξινομήσεως. Μετά βγήκε ένα νέο μηχάνημα, σκάνερ το λένε, και βάρθηκε να τσι σκανάρει. Του τόχανε πει: - Το σωστό είναι να ψηφιοποιηθούνε, να διασωθούνε και να αναρτηθούνε στο fb να τσι γλέπουνε όλοι, να μαθαίνουνε, να θυμούνται, να θαγμάζουνε και να σου κάνουνε like. Τόκανε κι αυτό, το κάνανε πολλοί. Μια μεγάλη, ατέγειωτη παρέλαση αβανταδόρων τση μνήμης. Πασαπόρτι ματαιοδοξίας, κοντραμπάδο εγωισμού. Καταθέσεις μαρτύρων υπεράσπισης και κατηγορίας. Πρακτικά προσωπικών και συλλογικών αναμνήσεων. Καταθέσεις στεφάνων δόξης, σφαίρες εκτελεστικού αποσπάσματος. «Τέρψις οφθαλμών, ψυχής ιατρείον», έγραψε κάποιος. Κουράστηκε. Άνοιξε το κουτί με τα τοπία. Ωραία πούναι η φύση… Στις ειδήσεις εδιάβασε πως ανακαλύψανε εκατοντάδες χιλιάδες άγνωστους γαλαξίες.
23-2-2019
ΚΑΙ ΠΟΙΟΣ ΕΙΝ’ ΑΥΤΟΣ; Και τι έκαμε; Να χειραγωγήσει τσου νέους και τα παιδιά ήθελε. Απανοβαρμένος από τσου πλούσιους ήτανε, να κάμουνε τη δουγειά τους. Να μαζέψουνε την αληταρία από τσου δρόμους, να μη φωνάζουνε και να βάλουνε το κεφάλι κάτου. Και μην έκανε ό,τι κι αν έκανε μοναχός του; Από αλλού τα ξεσήκωσε, λίγο τ’ άλλαξε και τα πάσαρε για δικά του. Μη κοιτάτε που εκ των υστέρων βρεθήκανε κάτι άλλοι, τση βάσης, και το πήρανε το πράμα αλλού. Αυτοί τα κάνανε όλα.
30
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
Το ίδιο κι εδώ. Κι ο δικός μας αλλού το πήγαινε για καιρό αλλά μετά κι η δική μας βάση έβαλε τα πράματα στη θέση τους. Αμέ τι νομίζετε; Ό,τι ξέρετε να το ξεχάσετε. Δεν εγίνανε τα πράματα όπως σας τα μάθανε. Ξυπνήστε, ανοίχτε τα μάτια σας. Όλα μια συνωμοσία ήτανε, να μας χειραγωγήσουνε θέλανε. Γίνετε ευέλικτοι, το κάθε πράμα θέλει σπουδή και μελέτη και λέξεις κλειδιά και ενδελεχή ανάλυση. Αλήθεια, πιστεύετε ακόμη ότι όλα είναι σαν την αλήθεια απλά; Ότι σώνει μια τρίφυλλη λόγχη, ένας χαιρετισμός, μια προσωπική δέσμευση, 10-12 κανόνες, μια παρέα, ένα παιχνίδι, ένα πέταγμα, λίγη θάλασσα, λίγο βουνό, ν’ αγαπάτε αυτό που κάνετε και να σας αρέσει αυτό που κάνετε κι αυτό είν’ όλο; Καλά που ζείτε; Εδώ είναι ‘πιστήμη, ορές! Εδώ μιλάει η σοφία, καταστάλαγμα εμπειριών, βιωμάτων και ατελεύτητης αναζήτησης φαντασιών και ενοράσεων. Δεν είναι παίξε, γέλασε. Εδώ ακολουθούμε τσου άλλους, δεν πάμε μπροστά. Κουτοί ειμάστενε; Τί; Και πως εφτάκαμε ως εδώ με τη παγιά συνταγή; Αποτέλεσμα τση χειραγώγησης, δε το καταλάβατε; Τί; Και πως εμείς οι τωρινοί πούχουμε το απάνου χέρι ξεφύγαμε από τη χειραγώγηση; Εμείς το καταλάβαμε νωρίς και πονηρέψαμε. Κούτιακες ειμάστενε; Γιατί νομίζετε ότι τ’ αλλάζουμε’ όλα; Οι πετριές πέφτουνε σύννεφο στη καρυδιά. Πέφτουνε κάτου φύλλα, καρύδια, κορφόκλαρα. Πέφτουνε πάνου στα κεφάγια αυτώνε που τήνε βαρούνε. Πέφτουνε πάνου τους απαλά, σα πούπουλα αγάπης. Η καρυδιά μένει στη θέση της. Θα καρπίσει και του χρόνου, θα βγάλει νέα κλαριά και νέα φύλλα. Τήνε ταΐζει η ρίζα της και τη κρατάει ο κορμός της. Τη τραγουδάει το φύλλωμα και τη σφουρίζει ο αγέρας. Λίγα δάκρυτα από τον ίδρωτα τση αλήθειας Σου στη ρίζα τση καρυδιάς Σου. Χρόνια Σου πολλά, χρόνια μας πολλά.
23-2-2019
Ο ΑΔΡΙΜΗΣ Μέχρι να βγάλει το Γυμνάσιο δεν ήξερε τι του γενόντανε, πού πάνε τα τέσσερα. Στο σπίτι εφοβόντανε να μιλήσουνε. Επαίρνανε εφημερίδα αλλά δε τη δείχνανε. Το μεσημέρι στο τραπέζι βάνανε το ράδιο. Ακούγανε τσι ειδήσεις οι μεγάλοι αλλά δε μιλούσανε μπροστά στα παιδιά.
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
31
«152 υπερφρούρια Β52 ελευθέρωσαν 152 τόνους βόμβες των 52 μεγατόνων η κάθε μία» και κάτι τέτοια. Σχολιασμοί: - Μμμ… - Άκουσες; - Τάχουνε σακατέψει τ’ άχαρ… - Σταμάτα! - ….. Κάτι τέτοια λέγανε, πού να καταλάβεις. Στο σκογειό, μετά τσι εκλογές του ’58; η κυρία ρώταγε: - Τι ψήφισαν ο μπαμπάς σου και η μαμά σου; - Δε ξέρω… - Κυρία, τι πάει να πει ψηφίζω; - Δε ξέρω… - Εμένα κυρία ο μπαμπάς μου ψήφισε ΕΔΑ, είπε ο Α…κ. - Καλά, αλλά μη το λες παιδί μου, μη το ξαναπείς, άκουσες; - Μάλιστα κυρία αλλά γιατί; - Δεν έχει γιατί, σκασμός! Ορίστε μας! Βούβα στη τάξη. Το 64; ήρθε ένας καινούργιος δάσκαλος, καθηγητής, ο κύριος Αρβανίτης. Έκανε «Πολιτική Αγωγή». Κοιτάγαμε σα μπούφοι. Τι ήτανε αυτά που έλεγε; Υπάρχει κι άλλο Σύνταγμα εκτός από το σύνταγμα τση Πλατείας Συντάγματος; Ευτυχώς το ’68 επανήλθε η αυστηρά καθαρεύουσα και ήρθανε τα πράματα στα ίσια τους. Ακόμα να τήνε ξεχάσει και τούρχεται σποραδικώς και ενίοτε. Στο κυλικείο τση Πολυτεχνικής του τη πέσανε οι μεγάλοι. - Τόνε βλέπεις αυτόν; Φυλάξου είναι καρφί της ασφάλειας. - Τί είναι καρφί; - Σκάσε και φυλάξου! Κι από τον άλλον που καπνίζει εκεί στην πόρτα, μακριά του. - …. Έπιακε να διαβάζει. Μελενίκου και Αρμενοπούλου ήτανε ένα μαγαζί που πουλούσε μεταχειρισμένα βιβλία. Διάβασε και τι δε διάβασε. Κάτι άλλοι του δανείσανε κάτι αριστερά βιβλία. Το μαγαζί δε πουλούσε τέτοια. Κάθε φορά που έσωνε ένα βιβλίο πίστευε ότι τα ήξερε όλα. Αυτό είναι έτσι και το άλλο έτσι. Αυτό είναι το σωστό. Τ’ άρεσε να επιδεικνύει και τσι γνώσεις του και στσου άλλους. Ο Νίτσε λέει … και ο Έγκελς λέει… Σπουδαίος ένοιωθε.
32
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
Το κακό του τον καιρό σπουδαίος. Όλο και κάποιος βρισκόντανε να του πει κάτι καινούργιο. - Τόνε ξέρεις το Τσε; - Όχι. - Και τότε τί μου φοράς αμπέχονο χακί κι είσαι και μαλλιάς; Αυτά είναι του Τσε! - Συγγνώμη νόμιζα ότι είναι τση μόδας, όπως και το παντελόνι καμπάνα, κάνω λάθος; - Τη μαύρη σου τη τύφλα, ψάρακα! - Τι είναι ψάρακας; Για να μην είναι ψάρακας διάβασε παραπάνου. Κάτι άρχισε να καταλαβαίνει και να ισορροπεί τσι κουταμάρες του μυαλού του. Τόνε βοηθούσε και η Υπόσχεση και ο Νόμος του Προσκόπου που τάχε μάθει απόξω και του φαινόντανε καλά. Από τότε έλεγε ότι σωστό είναι ότι περνάει από τα φίλτρα αυτών των δύο και λάθος ότι δεν περνάει. Κι ο κούτιακας εξακολουθεί να το λέει. Τρομάρα του, ο αδιόρθωτος! Όταν το ’72 ο Αδρίμης τούπε για κάτι αιτήματα πούπρεπε να ζητήσουνε για βελτίωση του φοιτητικού συσσιτίου κλπ το ένστικτό του τούπε πως από πίσω κρυβόταντανε η αντίδραση κατά τση Χούντας. Υπέγραψε το κείμενο που δημοσιεύτηκε στη «Βραδυνή» και τη «Θεσσαλονίκη» φαρδιά πλατειά. Την άλλη ώρα έπρεπε να δίνει το παρόν στο Αστυνομικό Τμήμα της Πρίγκηπος Νικολάου… Φοβόντανε μη το μάθουνε οι γονείς του. Με το που έφτακε στην Κέρκυρα η μάνα του τούπε δυο πράματα: Πρώτον ότι θάπρεπε να δώκει, αμέσως, το παρόν στην Ασφάλεια τση Κέρκυρας, που τόνε χάλευε. Δεύτερον ότι κάποιος πέρασε (καλή του ώρα του Κώστα) από το μαγαζί και τσείπε αν θέλει να τον βγάλουνε όξω, στο ‘ξωτερικό. Μετά, εγίνανε πολλά μετά, και χθες κάποιος του θύμισε τα παγιά. Ούτε ξέρει τί του απάντησε. Η σκέψη του πήγε στον Αδρίμη, τον συμφοιτητή του, που κανένας δεν έμαθε μέχρι σήμερα τι απέγινε μετά το ’72. Ζει; Πέθανε; Κανένας δε ξέρει. Μετά 47 χρόνια φίλε Αδρίμη δε σε είδε κανένας, κανένας δεν έμαθε για σένα. Αν ζεις, καλή σου ώρα. Αν πέθανες, αν σε σκοτώσανε τότε, καλή αντάμωση.
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
33
24-2-2019
ΝΑ ΠΑ ΝΑ ΠΕΙΣ (καρναβαλικόν και σατυρικόν) Να πα να πεις στο τζίο σου να μη φορεί γραβάτα, να βγάλει τα παπούτσια του και να φορεί τσαβάτες, να πάρει το μικρόφωνο και να μας βγάζει λόγους, τί έχει όμορφη φωνή και μας αποκοιμίζει. Να πάει στη καλύβα του όπου δεν έχει ρέγμα, να φτιάξει έν’ απόπατο που να μην έχει βόθρο, ούτε και αποχέτευση καλή, συνδεδεμένη, τί καρτερούνε οι κέφαλοι, λαμπούρδες και λαυράκια. Να χώνει τα σκουπίδια του σε λάκκο στην αυλή του, για να κοπρίζονται οι εγιές, να κάνει τότσο λάδι, να το πελεί στα λάχανα που βράζει εις τη στια του, τί θα πεινάσει να του πεις, δε θα τον έβρει ο χρόνος. Ν’ αφήκει αυτά που ήξερε, τα λούσα, τα εντρίγα, να κόψει τα ταξίδια του, τι παρακολουθούνται, να κλείσει τσι θυρίδες του, να τρώει από το στρώμα, τί θα περάσει ο έλεγχος κι απέ αλίμονο του. Να πας να πεις στο τζίο σου, τώρα τα καρναβάγια, να καβαλήσει τ’ άλογο, να βάλει και μουζέτο, να κατιβεί παρέλαση μεσ’ στα στενά τση χώρας, τί έχει να κορδώνεται οπούναι καουμπόης. Και να χαλέψει και στολή, ζωνάρι με πιστόγια, απόκια που τα έχουνε για χρόνια φυλαμένα, κι όχι από τσου αλλουνούς που τσούβγαλε το μάτι, τί θα του βγάλουνε κι αυτοί το μάτι το δικό του.
34
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
25-2-2019
Ο ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΟΔΟΧΟΣ Οι βιοτεχνίες και τα εργοστάσια κλείνανε, τόνα πίσω τάλλο. Οι περιηγητές γινόντανε περσσότεροι. Τώρα τσου λέγανε τουρίστες. Στο λιμάνι και στο αεροδρόμιο πηγαινοερχόντανε με τσι άμαξες και τσι κούρσες. Άνοιξε κι ο ΕΟΤ. Το Αχίλλειον έγινε καζίνο. Ξενοδοχεία και εστιατόρια και καφενεία και κέντρα νυχτερινής διασκέδασης και καταστήματα πώλησης ειδών λαϊκής τέχνης, τα τουριστικά, ανοίγανε. Κάνανε την εμφάνισίν των και τα πρώτα σουβλάκια. Κάτι λέγανε και για ένα νέο μουσικό όργανο, το μπουζούκι. Το μυαλό δούλευε. Ό,τι θέλουνε να τσου το δώκουμε, να κονομάμε. Ο τουρισμός είναι το μέλλον. Να μάθουμε ξένας γλώσσας. - Το παιδί πηγαίνει αγγλικά; Πήγαινε, δε μάθαινε. Να μάθουμε την ιστορία του τόπου μας, να ξέρουμε να τσου τη λέμε. Να είμεθα εξυπηρετικοί, ευγενείς, να μας ξανάρθουνε. Να βελτιώσομεν την κατάστασιν του οδικού μας δικτύου. Απαιτούνται νέαι δημόσιαι βεσπασιαναί, ευπρεπείς. Να επιμεληθώσιν οι αρμόδιοι των απορριμμάτων. Στο φωτογραφείο είπανε πως πρέπει να βγάλουνε έγχρωμες καρτ ποστάλ. Σώνει με τα μαυρόσπρα «Ενθύμιον περιπάτου Γαρίτσης» και «Περιστύλιον Θωμά Μαιτλάνδου». Συνεννοηθήκανε με ένανε Carazzini στο Μιλάνο να τσι τυπώνει. Καλός άνθρωπος, μας έστελνε κάθε Χριστούγεννα πανετόνε. Εκτελωνισμός, φορτώσανε τα κιβώτια στσι λίσσες και τα φέρανε σπίτι. Με βγάλανε από κει που κοιμόμουνα και ποστιάσανε τα κιβώτια. Καλά κάνανε γιατί είχανε και μια μυρωδιά άσκημη, από τα φάρμακα τση εκτύπωσης λέγανε. - Βάλε αλλού το παιδί, μη του κάνουνε κακό. Αλλού ναι, αλλά πού αλλού; Τέλος πάντων, την άλλη μέρα επήρε ένα μαύρο άλμπουμ με θήκες ζελατίνας, πολύ ωραίο, κι έβαλε τσι κάρτες από τσι φωτογραφίες που είχε τραβήξει, έγραψε δίπλα τους αριθμούς, αυτή είναι το νούμερο ένα, αυτή το δύο κλπ, το ξεφύλλισε με ικανοποίηση και μούπε: - Αυτό είναι το δειγματολόγιο. Θα το πάρεις και θα πάς στα μαγαζιά και θα τσου λες να σου δίνουνε παραγγελίες. Πρόσεξέ σου θα πηγαίνεις σε όλα τα μαγαζιά. Κουρεία, τσαγκάρικα, μπακάλικα, ραφεία σε όλα. - Μα θ’ αγοράσει ο μανάβης κάρτες; - Αυτό που σου λέω ‘γώ. Κι ο μανάβης κι ο φούρναρης. Όλοι τουριστικά θα κάνουνε.
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
35
Ντρεπόμουνα. Πώς να το λέω…, θα με διώχνανε. Το δρομολόγιο ξεκινούσε από του Τάντη και του Βαϊραμισλή, έπαιρνα τη βασανιστική μοσκοβόγια από τα φαγιά τση Αίγλης κι όλο πείναγα, έστριβα στο καντούνι τ’ Αγιού, Καμπίτσης, Ιωάννου, Αγιαντώνης, Σπηγιά και γύρναγα. Είχε δίκιο. Οι περισσότεροι αγοράζανε. Λίγοι με διώχνανε, όπως εκείνος στη Σπηγιά που μου βάρησε και μια κλωτσιά κι ακόμα τη θυμάμαι και τον θυμάμαι. Αλλά οι περισσότεροι ήτανε καλοί. - Έλα δω μικρέ…! Αργότερα μερικοί με λέγανε πλασιέ. Είχα προβιβαστεί. Μερικές φορές χαζεύω τα σταντς με τσι κάρτες στα τουριστικά τση πόλης και περιμένω ν’ ακούσω και πάλι, έλα δω μικρέ… Κρυφοχαμογελάω αλλά νοιώθω και κάποιες ενοχές.
25-2-2019
ΣΑΡΑΝΤΑ (αφιερωμένο) Σαράντα εμαζευτήκανε στσι γρότες τσι παγιές, όπως προστάζει τ’ έθιμο και η βαριά παράδοση, αυτά που μας αφήκανε οι πρώτοι, οι παγιοί: «Όλοι μαζί να ειμάστενε ετούτη τη στιγμή». Σαράντα εμαζευτήκανε στ’ αυλάκια τα μεγάλα, επαίξανε, γελάσανε, χαρήκανε πολύ. Ξεκούραστα και εύθυμα, χωρίς σκέψη πολλή. Όπως προστάζει η νια φωνή, να κάνουνε οι νιοι. Σαράντα εμαζευτήκανε στα ψεύτικα τα ξύλα, με σκούφους και αμπέχονα, στο κρύο το βαρύ. Βλοήσανε τα γένια τους στ’ αγνό το πετραχήλι, κι είπανε, ό,τι είπανε, σε γλώσσα σουαχίλι. Σαράντα εμαζευτήκανε, ξέχωρα, σε ομάδες, λίγοι αποδώ, λίγοι αποκεί, φευγάτοι, μακρινοί. Σκεφτόντανε τσου αλλουνούς, πού νάναι τέτοια ώρα; μοναχικοί και έρημοι, μακριά από τη ψώρα.
36
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
Σαράντα εμαζευτήκανε σε ξέχωρα λημέρια, τί θέλουν σώνει και καλά το τζίο τους μαζί. Αθέατοι, μυστήριοι, μεσ’ τσι δικές τους γρότες κι ασκώσανε στη μούχλα τους όλους εμάς μαζί. Κι ο Σπύρος, αυτό το ίσκιωμα, εφώναζε, εις μάτην: «Ορές, μαζεύτε τ’ άλογα! Όλοι στη Κάτω Αυλή! Εκεί είναι ο τόπος σας, εκεί και το γινάτι που σας κρατάει, το ξέρετε, όλους εσάς μαζί». Βρε καπετάνιε που κοιτάς; Πού πάει το καράβι; Ορτσάρισε κατά καιρού! Κάμε αναστροφή! Πιάκε το μαυρομάνικο, τα βράχια είναι μπροστά μας! Αυτά έρχονται απάνου μας ή καταπάνου τους ‘μείς;
26-2-2019
Ο ΝΙΟΡΑΝΤΕΣ Μούπε ότι θα μολοήσει ονόματα. Δεν τον επίστεψα. Αλλά, πού ξέρεις, μπορεί και να το κάνει. Ξέρω ΄γώ; Η γνωστότερη και δημοφιλέστερη σημερινή λέξη τση γλώσσας τση ελληνικής δε λεγόντανε παγιά στο νησί. Εισέβαλλε αργότερα μαζί με τα σουβλάκια και τα μπουζούκια κάπου στα τέλη τση δεκαετίας του ’60. Άμα ήθελες να εκφράσεις το σημερινό ανάλογο έλεγες συνήθως «άμε ορέ νιοράντε!», «είσαι νιοράντες ορέ!», «έ!, έ!, έεεε…! νιοραντ(σ)ιά» ή κάτι ανάλογο που ήτανε η εισαγωγή για να πιαστούνε στα χέρια, τουλάχιστον, δύο. Προσβολή βαριά. Σου πετάγανε το γάντι κι ήπρεπε να τ’ ασκώσεις. Θέμα τιμής και υπόληψης. Αλλά μετά μας ήρθε η καινούργια λέξη κι ο νιοράντες κι η νιοραντσιά πήγανε στο περιθώριο. Αλαφρύνανε, χάσανε την παγιά τους μεγάλη αξία. Βαριά κι η καινούργια λέξη. Αλλά κι αυτή έχασε την αξία της. Τη χρησιμοποιούνε ακόμη κι ως φιλική προσφώνηση. Τήνε λένε αγόρια και κορίτσια και τα δεύτερα όχι πάντα ως μετοχή αλλά και ως ουσιαστικό αρσενικού γένους, χωρίς να υστερεί και το ουσιαστικό του θυληκού γένους που συν τω χρόνω προέκυψε. - Άμε μωρή μ_ _ _ _ ω! [«Νιοράντες», μια κορφιάτικη λέξη από τις πολλές που δανειστήκαμε από τη μακραίωνη βενετσιάνικη κατοχή.
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
37
Από το ιταλικό ignorante (λατ. Ignorare) που παναπεί αγνοώ, δεν ηξέρω, και στα κορφιάτικα με τη σημασία του αμόρφωτου, του αγράμματου, του ακαλλιέργητου, του ακάτεχου ως την προέκταση του άξεστου, του δίχως αγωγή και δίχως τρόπους χωριάταρου. «Νιοράντες», ο άμαθος ο αδέξιος, ο ανίκανος, ο χοντράνθρωπος, το βόδι, το κτήνος, ο πρωτόγονος, το ζούδιο, ο ζάβλακας, ο τετράβλακας, το ξύλο τ’ απελέκητο, όπως μας λέει στο βιβλίο του «Η παλιά Κορφιάτικη γλώσσα» ο αείμνηστος Μάριος Αγγελόπουλος, πρόσκοπος της Β’ Ομάδας Προσκόπων, συνεργάτης της πρώτης έκδοσης της «Προσκοπικής Ζωής» (1926-1929), σκηνογράφος, ενδυματολόγος, ζωγράφος, χαράκτης, διακοσμητής και συγγραφέας, ο «δεκαθλητής της τέχνης». ]
Σήμερα η νιοραντσιά είναι συνώνυμη τση βλακώδους επίδειξης και ο νιοράντες ο κούφιος, ο άδειος από περιεχόμενο τενεκές ξεγάνωτος, η λάτα κερκυραϊστί. Ευτυχώς εσήμερα δεν έχουμε νιοράντες. Έχουμε μόνο μ_ _ _ _ _ ς.
26-2-2019
ΤΟ ΒΟΥΤΥPΟΠΑΙΔΟ* Το είδα ψες το βράδυ στο ψυγείο του Αλέξη. ‘Όχι του Αλέκση, του Αλέξη, αμέσως να τα παρεξηγήσετε όλα. Ένας όγκος, κάτι σαν κύλινδρος, με βάση ακτίνας περίπου 15 εκ. και ύψος περίπου 40 εκ., υποκίτρινος, λευκοκίτρινος καλύτερα, που η όψη του γράφει: Το Αγνόν Παρθένον Βούτυρον Κερκύρας. Μια οπτική και τερψιλαρύγγιος απόλαυση, ένα προϊόν που δε χρειάζεται διαφήμιση, διαφημίζεται μόνο του γιατί υπάρχει. Κάποιοι που ασχολούνται με προβολή προϊόντων και στρατηγικές επικοινωνίας νάρθουνε να το δούνε. Καλό το βούτυρο αλλά πολύ κακό να σε λένε βουτυρόπαιδο και νάσαι αγόρι. Κάτι σαν το σημερινό bulling. Η παιδική απαξίωση τση παιδικής απαξίωσης στη δεκαετία του ’50 και του ’60. - Άμε ορέ βουρυρόπαιδο. - Ορέ, αυτός είναι βουτυρόπαιδο. Το βουτυρόπαιδο μεγάλωνε σε μια εύπορη σχετικά οικογένεια, ο μπαμπάς του ήταν υπάλληλος, μεγάλη δουγειά τότε, ή έμπορος ή άλλος, οπωσδήποτε όμως μη χειρώναξ. Τα απόνερα από το αρχοντολόι που έπνεε τα λοίσθια και που ο τελευταίος πόλεμος τούχε δώκει τη χαριστική βολή.
38
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
Η αστική τάξη ανερχόντανε ραγδαία, εκτόπιζε τσου αρχόντους κι έπαιρνε τη δική τους θέση πρώτα στην οικονομική και μετά στην πολιτική ζωή του τόπου. Τα παιδιά της επόμενο ήταν να τα ντύνουν καλά, να τσούχουν δασκάλους, να τα τρέφουν με τα καλύτερα. Ούτε μπαλώματα στα βρακιά, ούτε ρεμονταδούρες στα παπούτσια. Ούτε 5 νούμερα μεγαλύτερο το παρτό, όπως τση αγαπημένης μου συμμαθήτριας. Τα βγάζανε τα παιδιά τους φιγουρίνια. Ερχόντανε η μίστρα γκιορνάδα στο σπίτι και τα ντύνανε με τα καλύτερα. Στο σκογειό τα στέρνανε και εκτός από την ανθοδέσμη που φέρνανε στη δασκάλα τσου δίνανε για μαρέντα ψωμί με βούτυρο! - Δώκε μου λίγο ορέ. - Η μαμά μου είπε να μη δίνω στα άλλα παιδιά. - Άμε ορέ βουτυρόπαιδο. Κάπως έτσι βγήκε ο χαρακτηρισμός. Από αντίδραση, από ζήγεια. Αυτός έχει κι εγώ δεν έχω. Παιδικό όνειρο ένα κίφελ από την κυρά Νίτσα του Μπούζη με βούτυρο και μέλι ή ένα ψωμάκι από το καροτσάκι που ερχόντανε στα διαλείμματα κάτου από το Ζ΄ Δημοτικό που σου το βουτούσε στο σιρόπι από το σάμαλι ο πως τον λέγανε δε θυμάμαι με το άσπρο καπέλο και την άσπρη ρόμπα. Θα θυμάται η Λένα. Το βουτυρόπαιδο πήγαινε αγγλικά, πιάνο ή βιολί, δεν έχανε σινεάκ για σινεάκ, διάβαζε Μίκυ Μάους!, έβλεπε στο κινηματόγραφο το Μασίστα και το καλοκαίρι φορούσε άσπρο πουκάμισο, άσπρο κοντό παντελόνι, άσπρες κάρτσες κι άσπρα παπούτσια βαμμένα με πάιπερ. Καθόντανε στο καφενείο με τη μαμά του, χτύπαγε αυτή τα χέρια της παλαμάκια νάρθει το γκαρσόνι, κι έτρωγε πάστα αμυγδάλου αλλά όλο κοιτούσε κατά τη μουλαρία που έτριβε τα μπαλωμένα παπούτσια της στο χώμα, να σηκώσει σύννεφο τη σκόνη να πάει να κάτσει στην πάστα αμυγδάλου του βουτυρόπαιδου! Τι έφταιγε τ’ άχαρο; Με μπαλωμένα παπούτσια με πέταλα ήθελε ν’ αρεντεύει κι αυτό αλλά η ανερχόμενη τάξις αντέγραφε τσου κανόνες του παρακμάζοντος αρχοντολογιού. - Κάθισε καλά, ημείς είμεθα από καλήν οικογένειαν, εσύ δεν είσαι σαν κι αυτούς! και βάζανε οι χτεσινοί φτωχοί στην απέναντι τσι άλλες, τσι κακές, τσι φτωχές οικογένειες. Έτσι γίνεται πάντα. Η όποια μορφής εξουσία αλλοτριώνει σώματα και ψυχές. Δε βλέπουμε σήμερα; Ο χτεσινός πεινάος πήρε την εξουσία και ολομεμίας άλλαξε το κότολο με τη τουαλέτα και τα ψιλοτάκουνα 11 πόντους. Όλα είναι στον άνθρωπο. Και τα καλά και τα κακά. Το βουτυρόπαιδο το γράφανε και τσι προσκόποι. Όχι όπου κι όπου. Εκλεκτά.
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
39
Τσι εκδρομές έφερνε γάλα Βλάχας σακχαρούχον και La Vache qui rit και του τα κλέβαμε από το σακίδιο. Ήτανε λίγο ατσαλάκωτο, λίγο μη μου άπτου, δεν έφταιγε αυτό. Υπέφερε. Κι όταν στο Διαγωνισμό Επιλέκτων αβαντάρανε την Ενωμοτία του να βγει πρώτη, από τη μια μεριά χαιρόντανε κι απ’ την άλλη δε βρισκόντανε. Την έβλεπε την αδικία. Πως το λέει εκείνη η ελληνική τανία; Είναι κόρη Παπασταύρου, του Θεμιστοκλέους, βεβαίως, βεβαίως! Ένα τέτοιο πράμα. Το θυμήθηκα το βουτυρόπαιδο, μου το θύμισε ο George, νάναι πάντα καλά. Το θυμήθηκα κι αναρωτήθηκα. Μήπως ήμουν κι εγώ βουτυρόπαιδο; Στον πατέρα μου είχανε πει αλλού να γραφτώ. Αλλά ο «Τσίρος» μ’ έγραψε αλλού. Γεια σου «Τσίρο». * Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Πορτόνι», Άνοιξη/2019.
26-2-2019
ΤΟ ΣΜΠΑΡΟ Εσπούδασε. Εδιάβασε, εκουβέντιασε, αντιπαρατέθηκε, δοκίμασε, πληροφορήθηκε, καταστάλαξε. Για την πολιτική, την οικονομία, τους θεσμούς, τη θρησκεία, τις αξίες, λίγο πολύ για όλα. Και τάλεγε όμορφα, εχρησιμοποιούσε και κάτι λέξεις περίεργες κι οι πιο πολλοί ελέγανε: Τί μορφωμένος που είναι! Ειδικότης του τα υπαρξιακά. Πως δημιουργήθηκε το σύμπαν; από πού βγήκε η ζωή; η γη είναι ο μόνος κατοικήσιμος πλανήτης; ποίον το μέλλον της ανθρωπότητος; υπάρχει θεός; Έλεγε για ένα μεγάλο σμπάρο εδώ και μύρια χρόνια, για κάτι αμινοξέα και άλλα ευρεθέντα υπό καταλλήλους συνθήκας πιέσεως και θερμοκρασίας, για το ατελεύτητον του σύμπαντος, για κάτι τρύπες που δεν τσου έβαλε η ΔΕΗ φως κι είναι μαύρες, για ραδιοκύματα, για την ύλη και την αντιύλη, όλα τάξερε. Και πάλι οι πιο πολλοί ελέγανε: Τί μορφωμένος που είναι! Ένα βράδυ που δεν ημπόρουνε να κοιμηθεί, βάρθηκε να βάλει όλα αυτά που ήξερε σε μια σειρά. Λοιπόν, πρώτα έγινε το σμπάρο, μυριάδες σωματίδια εκσφενδονίστηκαν με τρομακτικές ταχύτητες, συσσωματώθηκαν, εγίνανε ουράνια σώματα, πολλές φορές τόνα τράκαρε το άλλο, άλλα σμπάρα, και δια της τοιαύτης καραμπόλας σε τούτη δω τη γης δημιουργήθηκε το πρώτο ζον κύτταρον εν τοις ωκεανοίς, το
40
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
οποίον δια διχοτομήσεως και κάτι λοιπά έγινε ψάρι, ερπετό, έβγαλε χέρια και ποδάρια, εστάθη όρθιον και ωμίλει λόγον έναρθρον και εξ αυτού η αφεντιά του που εδιάβασε και τα έμαθε όλα τούτα τα σπουδαία. Επείσθη δε περί της αντικαταστάτου εξηγήσεως ότι όλα εκ της ύλης και κάτι άλλα ψιλά προήλθον και ότι η πρωτόγονος αντίληψις περί Θεού είναι άποψη ακριβώς πρωτόγονος. Τελεία και παύλα. Τον έβρηκε ένα χάραμα καθισμένο κάτου από μια εγιά. Είχε το δίκαννο πλάι του και φουμάριζε. - Τι κάνεις εδώ παππού; - Περιμένω, μάτια, μπας και περάσει κάνας ρούβελας. - Το κυνήγι δεν επιτρέπεται αυτήν την εποχήν. - Το ίδιο είπε κι ο αγροφύλακας στο δικαστήριο αλλά ο δικαστής τούπε ότι η Ελλάς δεν έχει ανάγκη από τσου δυο ρουβέλους πούχα βαρήσει και μ’ άφηκε. - Και όμως! Ο ρούβελας είναι πλάσμα τση φύσης και για να γένει έγινε πρώτα ένα μεγάλο σμπάρο και λοιπά και λοιπά. Αράδιασε όσα ήξερε, εκλαϊκευμένα και εν περιλήψει για να τα καταλάβει ο παππούς. - Εγώ ηξέρω πως τσου ρουβέλους και μένανε και σένανε μας έκανε ο Θέος. Πιο σμπάρο… - Ο θεός; Μα αγαπητέ μου αυτή είναι πρωτόγονη αντίληψη, πρώτα έγινε το σμπάρο. - Και το σμπάρο ποιος τόκανε; - Προσέξτε…, κατά την κβαντομηχανικήν προϋπήρξαν…, με παρακολουθείτε; - Κι αυτήνε, πως την είπες, τη κβαντοτέτοια ποιος την έκανε; - Ανακάλυψη του ανθρώπινου νου. - Και το νου του ανθρώπου ποιος του τον έδωκε; - Μα σας είπα… - Εσύ θα με πάρεις πίσω στη σειρά μέχρι το σμπάρο. Και το σμπάρο ποιος τόκανε; Γι αυτό σου λέω, ό,τι και να μου λες στην αρχή ήτανε ο Θεός και μετά τα δημιουργήματά του. Πάει το ανάποδο; Δε πάει! Και μια που φαίνεται πως ηξέρεις γράμματα, άνοιξε και κάνα βιβλίο να διαβάσεις. Μορφώσου! Δεν απάντησε, τον κοίταζε καλά-καλά. Ο γέρος πέταξε το τσιγάρο του, το μάτι του ζωήρεψε, στυλώθηκε ψηλά στο ρούβελα που πέρνουνε και πάτησε τη σκανδάλη. Δε τόνε πίτυχε. Τρόμαξε από το σμπάρο.
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
41
26-2-2019
ΟΙ ΝΕΡΟΓΙΕΣ - Και τί θα τση δώκεις τση κοπέλας; - Θα τση δώκω, δε θα τση δώκω; - Όχι να μου πεις, να ξέρω να πω κι εγώ, τί θα με ρωτήσουνε, δε θα με ρωτήσουνε; - Πες τους, έχω ‘γω να κάμω. - Δε γίνονται έτσι αυτές οι δουγειές, παρτσινέβελέ μου, και με το συμπάθειο. Με τα χέρια αδειανά να πάω; Θα με διώξουνε και με το δίκιο τους. - Εδώ τσου δίνουμε κοπέλα σα τα κρύα τα νερά, πούτε ο ήγιος δεν την έχει δει, τί μου κουβεντιάζεις. Και στο ύστερο αυτοί τήνε χαλέψανε και σε στείλανε, εγώ εχάλεψα το κανακάρη τους πούναι σα φλέρονας κι όχι τσαπί ούτε σκουδί δε σκώνει. - Μη το λες αυτό, αμαρτία! Αυτό πιάνει τη πέτρα και τήνε κάνει τυρί από το νεύρο πόχει απάνου του. Σα το Μασίστα. Άντρας με τα όλα του. - Τέλος πάντω! Θα του δώκω, εξόν από τα προικιά τση που τάχει ασπροκέντι όλα μοναχή τση, και κείνες τσι σαραντατέσσερεις εγιές πούχω στη Κρεβατσούλα να πλένουνε και τα ποδάρια τσου στη θάλασσα και να μαζώνουνε και βασιλόστρουδα πούναι μύρμηρο ο τόπος. - Τσι νερογιές; αυτές μάτια μου όταν καρπούνε, που δε καρπούνε, δε μαζώνεις ούτε μια χούφτα εγιές από τη μίανε. Τι να τσι κάμουνε; Δώστης, τολάϊστο, εκείνες πόχεις στο βουνό, στσι Θρούμπες. - Να του δώκω τσι Θρούμπες; Αυτές τσίχω τάξει του Μιχαήλη μου, δε γένεται. - Βάλε κάτι ακόμα καημένε. Στο ύστερο η θυγατέρα σου θα τα γοδέρει, το γαίμα σου. - Μου βάνεις το μαχαίρι στο λαιμό. Λοιπό, για να σώνουμε, θα του δώκω και κείνο το χωράφι στη Λίμνη. Κι άμα τήνε θέλει. Άμα δε τ’ αρέσει αυτουνού και του τάτα του, να τσου πεις να κόψει τα πασέκια κάθε λίγο και λιγάκι από το πορτόνι μου. Θα του τα κόψω, να του πεις, τα ποδάρια. Τα παιδιά είχανε αγαπηθεί με τα μάτια. Η αγάπη από τα μάτια πιάνεται. Τον ήθελε, την ήθελε. - Συφωνεί ο τάτα τση. Και τήνε προικίζει πλούσια. Ό,τι το καλύτερο, σα βασιλοπούλα. Άμα δεις τα προικιά τση ούτε τση Μπαρουνέτενας. Και το χτήμα στη Κρεβατσούλα, αυτό που τούτοι δω πούρχονται με τα κοντοβράκια και βάνουνε σκηνές και το λένε Δασιά, πάνου στη θάλασσα, τί καλύτερο. Και το άλλο το χωράφι στη Λίμνη, το ποτιστικό, να φας πατατιά και πομιντόρο από κει, να γλύφεις και τα δάχτυλά σου. Πλούσια τη προικίζει, πλούσια, τυχερός ο υγιόκας σου. - Καλά, καλά! Τσι νερογιές τση δίνει που δε καρπούνε, και για να πας στη
42
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
Λίμνη να φυτέψεις πατάτες πρώτα πρέπει να κοιτάξεις μη πνιγείς. Τη κοπέλα θέλουμε ‘μεις. Είναι όμορφη και καλή κι αργατικιά. Τήνε ξέρω από μιτσήνε. Δε με νοιάζει τί τση δίνει. Τη κοπέλα θέλουμε. Παντρευτήκανε. Αγαπηθήκανε περσσότερο. Η αγάπη πάει μπροστά, προκόψανε. Μετά ήρθανε κάτι γάλλοι και φέρανε κάτι άλλους γάλλους εκεί κοντά. Τσου λέγανε τουρίστες και αφήνανε όβολα. Ήρθανε και τσου χαλέψανε το χτήμα με τσι νερογιές να το αγοράσουνε. Το κουβεντιάσανε το αντρόυνο. Είχανε με την αγάπη και τα κόπια τους βάλει κάτι λεφτά στη μπάντα. Χτίσανε στην αρχή κάτι σπίτια που τα λέγανε ενοικιαζόμενα. Μετά κι ένα μικρό ξενοδοχείο. Τώρα τσου λέγανε ξενοδόχους και τσου ζηλεύανε. Ο Μιχαήλης μαζεύει ακόμα τσι εγιές στσι Θρούμπες.
1-3-2019
Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Σήκωσα το χέρι μου, σταμάτησε, καλημέρα σας, στον Ευαγγελισμό παρακαλώ. Τί; Εννιά στσι δέκα η επαρχία επισκέπτεται την Αθήνα ή για αρρώστια ή για κάποια άλλη ανάγκη. Κάτσαμε στο πίσω κάθισμα. Ένας μελαχρινός σαραντάρης ήταν ο οδηγός. Έβγαλε φλας και ξεκίνησε. - Τι ώρα πρέπει ναμάστανε στο νισοκομείο; - Τσι εντεκάμιση είπανε, προκάνουμε… - Από την Κέρκυρα είστε; - Ναι, πως το κατάλαβες; - Κι εγώ από την Κέρκυρα είμαι. - Από πού; - Μέσα από τη πόλη. - Κι εμείς, που έμενες; - Απέναντι από το τένις. Έφυγα μικρός, δε θα με ξέρετε. Ο πατέρας μου είχε μαγαζί τέρμα στο Λιστόν. - Μη μου πεις ότι είσαι ο γιος του …., ο Γιώργος; Ο ξαδέρφος μου είσαι; - Γιώργο, εσύ; Βουνό με βουνό δε σμίγει. Καλοστεκούμενος ο θειος μου, αξιοπρεπώς ευτραφής, πάντα ντυμένος άψογα, με κουστούμι, μαντηλάκι με τρεις κάπες στο πέτο, μεταξωτή γραβάτα, κα-
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
43
λογυαλισμένο σκαρπίνι, παρτό καμιλό, αριμπούμπλικα, φρεσκοξουρισμένος πάντα, με τσι κολόνιες του, τσι μπριγιαντίνες του, με το χέρι αριστοκρατικά κεκαμένο κατά τον αγκώνα να φαίνονται τα δυο δαχτυλίδια με τσι άρμες, κράτουνε τη φιλντισένια πίπα του και απολάμβανε το σιγαρέτο του, Παπαστράτος Νο 1, Άσσος. Κοίταε τσου αλλουνούς μέσα από τα κιαλέτα του με ύφος και τουπέ. Είχα πάει μια φορά σπίτι του κι έμεινα με το στόμα ανοιχτό. Ο Γιώργος, ο γιος του, ήτανε καλό παιδί, μούχε χαρίσει και κάνα δυο παιχνίδια που δεν τάθελε, ζωηρός και άτακτος. Όσο καλό και νάτανε το σπίτι του δεν τον εχωρούσε. Αγρίμι στο κλουβί. Είπανε οι μεγάλοι νάρθει στ’ Αβράμη να παίξουμε. Κείνες τσι μέρες φτιάχναμε το μουράγιο στο σπίτι μου. Απόξω ήτανε σωροί αγερίνα, πέτρες, άμμος και μια καρούτα πούχανε γιώσει ασβέστη, σα μεγάλος κεσές από γιαούρτι. Ιδανικό σκηνικό παιδικού παιχνιδιού. Κάναμε γούβες στην άμμο, φτιάχναμε φρούρια, οι μανάδες μας εφωνάζανε φευγάτε από κει, εκεί κατουρούνε οι γάτες, θα βγάλετε διασόνους - θάχανε δίκιο γιατί πράγματι η άμμος μύριζε κάτι σαν την αμμωνίακα που μας εβάζανε όταν μας ετσιμπάγανε οι κεντρίνες, έφτακε ο Γιώργος με τη θεια μας τη Ζωή. Έχετε δει πως τρέχουνε τα σκυγιά όταν τσου λύνουνε το λουρί; Έτσι έτρεχε ο Γιώργος πάνω στσου σωρούς. Σκαρφάλωσε στσι πέτρες, στην άμμο, εχάλασε κάνα δυο φρούρια, στην αγερίνα έβγαλε τα παπούτσια του γιατί του μπήκανε μέσα αγερίνες και με φόρα όρμησε στον ασβέστη. Δεν ήξερε… Είχε και μακριά βρακιά, όχι κοντά σα κι εμάς, και κόλλησε. - Μαμάαα!, ο Γιώργος έπεσε στον ασβέστη. Τση ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. Έβγαλε τσι τσαβάτες τση, έδεσε τη ρόμπα της κόμπο ανάμεσα από τα ποδάρια τση, μπήκε ξυπόλητη κι αυτή μέσα, τόνε τράβηξε, τον άσκωσε παραμάσκαλα, τούβγαλε το βρακί και τούπε: - Κάτσε κει και μη κουνηθείς! Είχε φέρει μαζί του και κάτι στρατιωτάκια μολυβένια, πάρα πολύ ωραία, και παίζαμε στο τραπέζι του κήπου. Η μάνα μου έπλυνε αμέσως στο μαστέλο το παντελόνι, τόστιψε στα δυνατά της χέρια - τάχα δοκιμάσει πολλές φορές και το μαρτυράω, άναψε το σίδερο και βάρθηκε να το στεγνώνει. Τση πήρε πολλή ώρα μέχρι να τα καταφέρει κι όλο με κοιτούσε λοξά, λες κι έφταιγα εγώ. Πώς θάστερνε το παιδί σπίτι του; Με τσου ασβέστες; - Γιώργο θυμάσαι που έπεσες στον ασβέστη; - Αν το θυμάμαι… - Δικό σου το ταξί; - Όχι.
44
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
- Τι οφείλω; - Δώδεκα δραχμές. - Θάρθεις στην Κέρκυρα; - Όχι. Έχει ο καιρός γυρίσματα.
4-3-2019
ΤΟ ΤΣΟΚΟΛΟ Μια και σε λίγο θα ψηφίσουμε για Δημάρχους, Περιφερειάρχες, Βουλευτές και Ευρωβουλευτές, για να μη και δεν έχουμε εξουσία στσου Δήμους, στσι Περιφέρειες, στη Χώρα και στην Ευρώπη, θα πρέπει να ειμάστενε έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε και την ενδεχόμενη ήττα των εκλεκτών μας, ως κερκυραίοι, ιόνιοι, έλληνες κι ευρωπαίοι, αξιοπρεπώς και κατά πως πρέπει, και όχι όπως παγιά που ο ένας έριχτε τσόκολο τ’ αλλουνού και ως εκ τούτου υφίστατο πλήγμα βαρύ η ονομαστή ευγένεια της νήσου των Κορφών, τση Κέρκυράς ΜΑΣ! Το τσόκολο είναι λέξη ιταλικιά (zoccolo) που παναπεί το τσόκαρο, το ξυλοπάπουτσο, αυτό με τη ξύλινη τρίποντη σόλα και τη πέτσινη στρίκα, την καρφωμένη τσι μπάντες με μπροκόνια, που συγκρατούσε το ποδάρι και σούτρωγε το θέονε μέχρι να κάνει κλόδα το κουντεπιέ. Επειδής όμως οι πιτόροι, κατά το ιταλικό συνήθειο, άμα σου βάφανε τη κάμαρη βάφανε και την εικοσάποντη ξύλινη φάσα που ακουμπούσε στο πάτωμα με φούμο (το μαύρο χρώμα – κάπνα ανακατωμένη με λάδι), την είπανε κι αυτήνε τσόκολο και το τσόκολο εγίνηκε ένα με το μαύρο χρώμα. Τελικά στα κορφιάτικα το τσόκολο εκτός από σοβατεπί σημαίνει και το μαύρο, το φούμο. Από την ώρα που οι κερκυραίοι πρωτοψηφίσανε από την ίδια ώρα αρχινήσανε να κάνουνε σκάση (καζούρα) στσου χαμένους. Τί τσου βαρούσανε τσι λάτες (τενεκέδες πετρελαίου), τί τσου περνούσανε γενεές δεκατέσσερεις στο «Ρήγα Φεραίο» και στο «Κώδωνα» (εφημερίδες εποχής), τί εφωνάζανε «μονοκούκι την ελιά», τι το 1891 βάψανε όξω από τα πόρτιγά τους το νούμερο 5333, τί βγάλανε ριμέτες «φίλε πατριώτη κι έρδε κι ας εκέρδισε το βέρντε», τί έβγαινε ο Γιαννίος με τη χειρομπομπίδα στο χέρι, ένα σωρό. Και μετά, εκτός από τσι εκλογές, το φούμο, το τσόκολο, γενικεύτηκε και όπου αλλού υπήρχε ανταγωνισμός. Στο κρίκετ, στο ποδόσφαιρο, στη μπρίσκουλα και στο τρισέτε, στο μπάσκετ και στο βόλεϊ, στσι μπαρούφες τση γειτονιάς, στο πόλο, στα δημοψηφίσματα, στσι εκλογές του πολιτιστικού συλλόγου Κακιλαμπριανάδων, παντού. Σταθερή αξία το τσόκολο.
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
45
Πρωτοεμφανίστηκε μετά τσι εκλογές του 1920 οπότε «άνθρωποι σοβαροί βάφτηκαν στα πρόσωπα με μαύρη μπογιά (τσόκολο) και σύρθηκαν στους δρόμους ενώ έξαλλο το ασυνείδητο πλήθος τους αποδοκίμαζε». Χρησιμοποιήθηκε μέχρι και τη δεκαετία του 1970. Όχι φούμο, ένα κουτί μαύρη λαδομπογιά ήτανε το ίδιο. Το πέταγες όπου γης και πατρίς. Ακόμα και σε πόρτες π’ αγάπουνες, άμα τσ’ αγάπουνες… Θα ψηφίσουμε μεθαύριο. Για ένα παραπαίοντα Δήμο, που όλοι ξέρουμε ότι θα συνεχίσει να παραπαίει. Για μια ασυντόνιστη Περιφέρεια, που όλοι ξέρουμε πως δε θα συντονιστεί ποτέ τση. Για μια, άστη να πάει στο διάολο ανεξάρτητη Χώρα, που για να γίνει ανεξάρτητη θα πρέπει να ξεπλερώσει τα χρέη της, που και να θέλει δε θα την αφήκουνε να τα ξεπλερώσει στον αιώνα τον άπαντα. Για μια, ο Θέος να την εκάνει, ενωμένη Ευρώπη, που δε θα ενωθεί ΠΟΤΕ τση! Μια λύση υπάρχει. Ρίχτε τσόκολο μπριχού παρά μετά.
6-3-2019
ΤΑ ΕΡΜΟΚΟΥΝΑΡΗΤΑ Δυο παιδιά ερωτευμένα. Όπως τα παιδιά ερωτεύονται. Αγνά, όμορφα, όπως η γης προστάζει και χαρίζει στα νιάτα. Με στήθη φουσκωμένα από αγάπη, έρωτα και προσμονή. Να ξεχειλίζουν την αγάπη τους στο μονοπάτι, μόνα τους. Οι εγιές να γέρνουνε να τα ιδούνε και να παίρνουνε τ’ απάνου τους. Ως κι ο ουρανός έδιωξε ένα δυο σύννεφα κι άφηκε τον ήγιο του να τσου φέγγει, να τσου χαμογελάει. Κι απαντούσανε με το δικό τους γέγιο που έκανε τα σπάρτα και τσου ασπάλαθρες να παραμερίζουν, να τσου ανοίγουνε δρόμο. Η άνοιξη γιόρταζε. Η άνοιξη είναι η αρχή του χρόνου. Το νέο ξεκίνημα. Κάτι ήξερε κι η Περσεφόνη. Αγριομαργαρίτες και αγριόκρινα χορεύανε με τα μελίσσια. Γλάροι κράζανε πάνου από τσι φωγιές τους να διώξουνε το χοίλινδρα. Σπάροι κι αληθινές περιμένανε πως και πως το νιο φεγγάρι. Και το γέγιο τους, ασταμάτητο, αντηχούσε στο λόγγο. Υπόσχεση ζωής. Τη φίλησε. Σταμάτησε ο χρόνος να πάρει ανάσα. Η γης χαμογέλασε κι έκανε τσι πέτρες τση όμιρο, σφουγγάρι. Κοιταχτήκανε, δε μιλήσανε. Τα μάτια τσου δώκανε τσι διαταγές. Από το πουθενά πετάχτηκε η Όργα του Δαφνίλλα. - Πού πάτε, ορές, ερμοκουνάρητα…
46
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
- Καλημέρα… - Καλημέρα και σε σας. Και τσου μπαιδιώνε σας… Φύγανε γλήγορα, γλήγορα… Η Όργα έμεινε να τα κοιτάει. Χαμογέλουνε πονηρά. Έσκυψε να μαζέψει δυο σπυριά εγιές στην ανασηκωμένη της μπροστέλα. Θυμόντανε κι αυτή… Τότε που την είπανε κι αυτήνε ερμοκουνάρητο. Το γέγιο τω μπαιδιώνε ακουγόντανε, τώρα, από τη θάλασσα.
10-3-2019
ΓΙΟΚΑΡΕΝΑ - Κοίταξε παιδί μου εδώ…, βλέπεις; έτσι δολώνουμε το μισοσάρδελο…, έτσι το κεφάλι…, κι έτσι την ουρά. - Έτσι; - Όχι έτσι…, έτσι… Δε καταλάβαινε αυτό το παιδί πως πρέπει να είναι ο δόλος για να χουμήξει το ψάρι κι ώσπου να καταλάβει θάφεγγε και τα παραγάδια του, δυο μετζάνα, δε θα πέφτανε στην ώρα τους πρι να φέξει. Είχε ασκωθεί από τσι τρεις. Η αλήθεια είναι πως δε τούχε πει ότι θα πάνε ψάρεμα στα σίγουρα. Όχι τίποτις άλλο αλλά είχε την ομπία πως άμα τόλεγε στα σίγουρα δε θα κοιμόντανε το βράδυ. - Θα πας ψάρεμα, Νίκο μου; - Όχι Φωφώ μου, δε πιστεύω… - Κι η σαρδέλα που πήρες; - Άστηνε κει! μη τήνε πειράααξεις! - Καλά, θα πας… - Δε θα πάω! Κατέβηκε με τα δυο κοφίνια, ένα σε κάθε χέρι. Ο άλλος τόνε περίμενε από κάτου. - Καλημέρα, δώκε δω… Του τα πήρε από τα χέρια. Καλό παιδί… Δολώσανε. Βάλανε τα πράματα στη βάρκα. Τράβηξε με δύναμη το κορδόνι να πάρει μπρος η μηχανή. Στη τρίτη επήρε. Ευτυχώς, συνήθως τούκανε καψόνια μέχρι να πάρει και βλαστήμαγε τον Ούγγο. Τα παραγάδια στα πανιόλα σε απόλυτη τάξη. Οι σαρδέλες κρεμόντανε στο πλάι από τα κοφίνια στοιχισμένες, ζυγισμένες, σα τσι όμορφες κοπέλες. Τούδωκε το τιμόνι. - Στη Γιοκάρενα πάμε. - Πού είναι η Γιοκάρενα;
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
47
- Στο Βίδο, μάτια, στο Βίδο… Άκου δεν ήξερε τη Γιοκάρενα. Ετούτοι δω οι νέοι, τέγεια άχρηστοι, πια… - Κόψε, εδώ ειμάστενε, κόψεεε είπα… Πάρε τα κουπιά. - Μάλιστα. Καλάρισε δύο μέτρα από τη πόντα τση Γιοκάρενας. Έχει κάτι ντέματα εκεί αλλά στα ντέματα πιάνεις κάνα ψάρι. Η μάνα ξετυλιγόντανε όμορφα, είχε και τα γουγιά του να τη κρατάνε. Διαλεγμένα ένα, ένα από το Φτεγιά, πούχει καλά. Τα παράμολα παρασέρνανε τα μισοσάρδελα. Το μετζάνο το παραγάδι είναι δίκοπο μαχαίρι. Μπορεί να πιάκεις και μεγάλο ψάρι, πιάνεις όμως και γιανόψαρα. Μέχρι γόπα, μη σου πω! - Λάμνε, μάτια, τ’ αριστερό σου, όχι δυνατά παιδί μου, λίγο τ’ αριστερό… - Πρόσω το αριστερό κάνω, να κάνω ανάκρουε και το δεξί; - Κοίτα παιδί μου, αυτά που σου μάθανε τσι προσκόποι δεν είναι για ψάρεμα. Άλλο οι προσκόποι, άλλο το ψάρεμα… - Μάλιστα. Γιατί το μέρος το λένε Γιοκάρενα; - Στρίψε κατά Στενό, ίσια, ίσαμε σαράντα αγκίστρια, εδώ μπορεί να πιτύχει και κάνα σιναγριδί… Το δεύτερο το παραγάδι τόριξε μονόσταρο από Μπρουζάδο προς Λαζαρέτο. Ο ήγιος ανέβηκε. Η μηχανή στο φουλ. Από τα Μπάνια πήρανε τη Φωφώ και τη κόρη της. Ξανά φουλ για τη Γιοκάρενα. Τσι αφήκανε να μάσουνε αχινιούς και να κάνουνε μπάνιο. Αυτοί πήγανε από πίσω. Κοίταξε το ρολόι του, ασκώθηκε και κοίταζε κατά όξω. Τσου είδε. Δύο ήτανε. - Τράβα όξω. - Τι γίνεται ορές παιδιά! Τσου πέταξε ένα πακέτο τσιγάρα και σπίρτα. Τα πήρανε κι ασκώσανε το χέρι τους. Χαθήκανε μεσ’ στα σπάρτα. - Εδώ, κάποτες, έμενε μια Γιοκάρενα και τόπανε το μέρος Γιοκάρενα. - Ωραίο μέρος…, εδώ θα φέρω μια μέρα τσου προσκόπους… Τα σπάρτα μισκοβολούσανε.
10-3-2019
Ο ΘΟΔΩΡΟΣ Κάθε εποχή έχει τους τύπους της. Ο Θόδωρος, ο κύριος Θόδωρος, δεν συγκαταλέγεται στους γραφικούς περασμένων εποχών. Δεν είναι ιδιαίτερης νοητικής ικανότητας, αντιθέτως.
48
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
Ο κύριος Θόδωρος είναι άλλο. Είναι πάνου απ’ όλα αξιοπρεπής. Παρατηρεί, ενημερώνεται, έχει άποψη. Πειραματίζεται με την πρόκληση του λόγου του. Παρατήρηση και πείραμα η μέθοδός του, νομίζω. Δεν ενοχλεί. Ενοχλούνται όσοι έχουν λόγο να ενοχλούνται. Τα μάτια του πανέξυπνα, σπιθίζουνε. Η ευφράδεια και το λεξιλόγιό του κόβουνε το βήχα. Τα επιχειρήματά του δεν έχουν αντίλογο. Να του πεις ότι έχει άδικο; Δεν έχει. Ρίχτει απάνου του μια μπέρτα αυτοσαρκασμού και γυρίζει στσου δρόμους σα τσου παγιούς μπερτόδουλους και λέει. Λέει αυτά που δε λένε φωναχτά οι άλλοι. Αυτά που θέλουνε να πούνε οι άλλοι και δε τορμάνε. Τί τσου συμμαζεύει η αναφυλαξία του καθωσπρεπισμού, μη τυχόν και τσου σταμπάρουνε. Αυτοί φοβούνται. Ο Θόδωρος δε φοβάται. Είναι υψηλόφρων και γενναίος. Δε κρύβεται. Οι άλλοι τόνε κρύβουνε, για να κρυφτούνε οι ίδιοι πίσω από τη γραφική κουρτίνα που του ρίχτουνε. Αύριο, θα τα βάζουνε με την εξουσία, με μισόλογα και εξυπνάδες στα καφενεία. Αύριο, θα καταδικάζουνε αυτούς που ψηφίσανε. Αύριο, θα είναι αθώοι του εγκλήματος, κατήγοροι κι εισαγγελείς αυτουνώνες που τορμήσανε να εκτεθούνε για να νοιώθουνε αυτοί ασφαλείς κι ωραίοι στσι παρέες των καφενείων. - Έτσι ήπρεπε να γένει! Τώρα το ξέρουνε, χθες δε το ξέρανε. Μέσα σε μια μέρα ξεχάσανε τα πάντα. Το πρωί θα ρίχνουνε νερό με τη χούφτα τους στο μούτρο τους αλλά δε θα ξυπνάνε. Το καθρέφτη δε θα τόνε κοιτάνε παρά μόνο για να φτιάξουνε τη φιλέτα τους. Δεν πρέπει το τρίτο πληθυντικού. Το πρώτο πρέπει. Από την εποχή του Αριστοφάνη οι μεγαλύτερες αλήθειες λέγονται από Θόδωρους. Ειμάστενε ευτυχείς που έχουμε ένα Θόδωρο να μας το θυμίζει. Με κάθε σεβασμό, κύριε Θόδωρε.
14-3-2019
Ο ΠΑΠΑΔΙΛΗΣ Οι μπέρτες του κουνάρισαν γενιές και γενιές κερκυραίων. Χάρισαν το γέγιο σε συντροφιές, συντρόφεψαν χαρούμενα τσι κούπες στσι ταβέρνες, έγιναν αφορμή για άλλες μπέρτες.
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
49
Μερικοί πιστέψανε πως έχει γραφτεί βιβλίο μ’ αυτές και το αναζητούνε μέχρι και σήμερα στα βιβλιοπωλεία. Δεν έχει γραφτεί κανένα βιβλίο για τσι μπέρτες του Παπαδίλη. Από στόμα σε στόμα διαδίδονται κι από γενιά σε γενιά παραδίδονται. Ο Παπαδίλης ήτανε διαόλου κάρτσα. Το κεντρικό πρόσωπο μιας σκανταγιάρικης παρέας νέων που στα τέλη του 19ου – αρχές 20ου έστηναν μπέρτες στσου άλλους για να γελάνε. Κάτι σα τσι σημερινές φασαριόζικες παρέες τω μπαιδιώνε μας, που μόλις βρεθούνε μαζί αρχινάνε να γελάνε με το παραμικρό και ξαμολάνε τσι εξυπνάδες τσου - και μόνο αυτές, χωρίς να χαλάνε και να μουτζουρώνουνε - προς τέρψιν αλλά και προς ανταγωνιστική αναγνώριση τση εξυπνάδας τσου από την ομήγυρη. Σπάνε πλάκα, είναι οι νέοι μπερτόδουλοι. Μπέρτα δεν είναι μόνο η κάπα, το νταντελωτό επώμιο του γυναικείου φορέματος περιπάτου ή τση βραδυνής τουαλέτας, δεν είναι μόνο η περίτεχνη με βελονάκι λιζέζ, το επανώμιο που φορούσανε πάνω από τη χειμωνιάτικη νυχτικιά τους πριν τα καλοριφέρ ζεστάνουνε τα σπίτια. Ούτε μόνο η μακριά γαλαζοπράσινη μπέρτα που φορούσανε οι ιταλοί μπερσαλιέροι αντί χλαίνης, πανάθεμά τους τσου καταχτητές. Μπέρτα είναι και η κοροϊδία, το εύθυμα στημένο κάζο, η φάρσα, η πλάκα. Και μπερτόδουλοι οι υπηρέτες τση μπέρτας, οι πρωταθλητές τση φάρσας. Αν υπήρχε παγκόσμιο πρωτάθλημα μπέρτας ο Παπαδίλης μπορεί να κατείχε σήμερα, μη σου πω, και το παγκόσμιο ρεκόρ! Πολλοί από τσου σημερινούς κερκυραίους έχουν ακούσει κάποια από τσι μπέρτες του Παπαδίλη. Οι προσκόποι μέχρι και το 1960 είχανε την τύχη να τσι ακούνε από το στόμα ενός έξοχου αφηγητή, του σιορ Άντζουλου Λαβράνου, Περιφερειακού Εφόρου Προσκόπων Κερκύρας. Ήτανε τόσο παραστατικές οι αφηγήσεις του που πολύ ταύτιζαν τον Παπαδίλη με τον ίδιο τον σιορ Άντζουλο. Δυο απ’ αυτούς, παλαιοί πρόσκοποι σήμερα, οι Τάσος Μπάρμπας και Κάρολος Κλήμης, διέσωσαν μέσω του περιοδικού «Προσκοπική Ζωή» μερικές από τις μπέρτες του Παπαδίλη: «Η κολοκύθα», «Οι μπρόκες», «Ο παπάς», «Η λιτανεία», «Ο λαγός», «Το στοίχημα», «Τα άμφια», «Το κλύσμα», «Τα κεριά», «Ο κυρ Νίκος, ο μπεκρής», «Ο κόντες», «Ο φαρμακοποιός». Ας πάρουμε τον τελευταίο σα μια γεύση για το ποιος ήτανε ο μπερτόδουλος Παπαδίλης. Από τα μέσα του 18ου μέχρι και τα μέσα του 20ου ήτανε ένα φαρμακείο με είσοδο από τσι Κάρντελάκουες και σιδερόφραχτο βενετσιάνικο παράθυρο στο από πίσω καντούνι. Ο φαρμακοποιός, ας τόνε πούμε Λίνο, μπροστά είχε το φαρμακείο και πίσω την αποθήκη του. Κόσμος έμπαινε, κόσμος έβγαινε όλη μέρα, πρόσεχε ο φαρ-
50
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
μακοποιός μη τυχόν και του ξεφύγει κάποιος και περάσει στην αποθήκη πούχε ένα σωρό πράματα, τόνα πάνου στ’ άλλο. Δεν είχε βάλει και λάμπα για οικονομία κι όταν έκλεινε το βράδυ κι έριχνε τη ματιά του στην αποθήκη δεν ήτανε σίγουρος αν κάποιος τούχε κρυφτεί ανάμεσα στα κιβώτια και στσι σκατζιές του. Άνοιγε την άλλη μέρα κι είχε την αγωνία μη τυχόν και το βράδυ τόνε κλέψανε. Μια δυο τρεις του μπήκε το μπαλί ότι κάποιο βράδυ κάποιος θα του κρυφτεί στην αποθήκη του και θα τόνε κλέψει. Το σκέφτηκε από δω, το σκέφτηκε από κει και τη βρήκε την εξυπνάδα. Πριν κλείσει έμπαινε στην αποθήκη κι έλεγε στον υποτιθέμενο κλέφτη: - Έβγα όξω, ορέ! Σε είδα! Άστ’ αυτά! Όξω γλήγορα… Δεν έπαιρνε απάντηση, ποιος να του απαντήσει; Κάπως καθησυχασμένος κλείδωνε με το τεράστιο χειροποίητο κλειδί του το καδινάτσο τση πόρτας του κι έφευγε για ύπνο. Αύριο πάλι. Και αύριο και μεθαύριο και την άλλη και την παράλλη τα ίδια έκανε μέχρι που τόνε σταμπάρησε ο Παπαδίλης. - Ου πωπώ, ομπία ο κυρ Λίνος, ο φαρμακοτρίφτης! Καλός είναι τούτος! Άαα…!, τα θέλει ο αποτέτοιος του να του στήσω μπέρτα. Θα τόνε κάμω εγώ να το φυσάει και να μη κρυώνει. Απόψε, απόψε… Το ίδιο βράδυ ο κυρ Λίνος έβαλε το κλειδί στη κλειδαριά, έκανε πως έφευγε, ξαναγύρισε με φόρα, μπήκε στην αποθήκη και… - Έβγα όξω κανάγια. Έβγα μη σε τρυπήσω με το σπαθί του προπάππου μου όπως το Καζανόβα. Έβγα δελέγκου, τί σε σκότωσα όπως με γλέπεις και σε γλέπω… Πίσω από τη σιδεριά του καντουνιού ακούστηκε τούτη τη φορά η φωνή του Παπαδίλη. - Δε βγαίνω… Τούρθε κόρπος! Άρπαξε στ’ αλήθεια το σπαθί του προπάππου του, το τράβαγε με μανία αλλά μετά τόσα χρόνια αχρηστίας είχε κολλήσει στο θηκάρι του και δεν έβγαινε, βλαστήμησε την ώρα και τη στιγμή που δεν έβαλε τη λάμπα, έτρεμε, η γλώσσα του κόλλησε στον ουρανίσκο, έκατσε πίσω από το πάγκο για προστασία και κουνούσε το σπαθί με τσι σκονισμένες φούντες δεξιά κι αριστερά. Φταρνίστηκε. - Με τσι γειες σου…, εγώ δε βγαίνω! Ιδρώτας κρύος και πανικός. Σκέφτηκε να φύγει, να φωνάξει το περίπολο αλλά τα πόδια του δε κουνιόντανε, είχανε καρφωθεί στο πάτωμα. Με τρόμο άκουσε τη πόρτα του να κλείνει και το καδινάτσο να κλειδώνει. Ο πονηρός ο Παπαδίλης είχε κάνει το γύρο, βρήκε το κλειδί πάνου στη κλειδαριά και τόνε κλείδωσε μέσα τον κυρ Λίνο. Άφηκε το κλειδί πάνου στη πόρτα, τον άκουε να χτυπολογιέται, ξεκαρδίστηκε και τράβηξε για τη ταβέρνα.
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
51
- Που ήσουνα; - Όπου ήθελα ήμουνα, άαα… - Κάτι έκαμες πάλε… - Εγώ; Κάτι ριμέτες τραγούδουνα στα καντούνια… Το περίπολο πέρασε από τσι Κάρντελάκουες, άκουσε το κυρ Λίνο να βαράει τη πόρτα του από μέσα, γυρίσανε το κλειδί, τόνε λευτερώσανε… - Τι συνέβη κύργιε Λίνο; Ποιος σε κλείδωσε μέσα; - Δεν ηξέρω, δεν ηξέρω… Ο Μώρος; Κάνα ίσκιωμα; Κάνα αερικό; Δεν ηξέρω, δεν ηξέρω… Την άλλη μέρα έβαλε λάμπα στην αποθήκη.
16-3-2019
ΣΤΟ ΦΤΕΓΙΑ Σουρούπωνε στο Φτεγιά. Τα παραγάδια για μπακαλάρους κι ό,τι άλλο πιτύχει είχανε πέσει. Τα δίχτυα τα ρίξανε. Όλη μέρα στο ψαροντούφεκο κάτι είχανε βαρήσει για να φάνε το βράδυ. Το μεσημέρι φάγανε στο νησάκι που κείνος ο αναθεματισμένος χάρτης τόδινε μισό αρβανίτικο, μισό ελληνικό. Αρβανίτικο όλο ήτανε γι αυτό σφουρίζανε συνέχεια πάνω από τσου αναπνευστήρες τσου οι σφήκες. Τι σφήκες, σφαίρες ήτανε που τσου ρίχτανε από τη στεριά οι στρατιώτες του Χότζα. Αλλά πού αυτοί! Κάτσανε στο «ελληνικό» και φάγανε κοτόπουλα ψημένα κι ένα μπακλαβά από του Τσιμή που τσου τόνε σερβίρησε η επιμελητεία από το πουθενά. Οι δυο βάρκες αραγμένες αρόδου στη πόντα του Φτεγιά. Αν τσίδενες κι απόξω μπορεί το βράδυ ν’ ανεβαίνανε από το σκοινί οι μποντίκοι και να τσούβρισκες τ’ άλλο πρωί στη πλώρη να σε χαιρετάνε. Είχανε βγάλει τα πράματα όξω. Στήσανε δυο σκηνούλες πάνω στα γουγιά. - Έχετε στήσει σκηνή σε γουγιά; Για στείστε, να σας παραδεχτώ… Δέκα παρά δέκα. Ο ήγιος χανόντανε ανάμεσα στσι δυο κορφές του Παντοκρατόρου. Μ’ αυτή την αλλαγή τση ώρας, ανάθεμάτηνε, θα πήγαινε δώδεκα και θάχαμε ακόμα μέρα. Ορέ ρίχτε τα ρολόγια στη θάλασσα. Ένας είναι ο βασιγιάς του κόσμου όλου. Ο ήγιος, αυτός κανονίζει. Μάζεψε θαλασσόξυλα. Έβαλε φωτιά ανάμεσα από δυο σειρές πέτρες, έβαλε πάνου τους την αυτοσχέδια ψησταριά από λυγαρόξυλα και περίμενε να πέσει η φλόγα. Σε λίγο οι κέφαλοι, οι σαργοί κι οι κότσες ψηνόντανε. Λεμόνι κι άρμη,
52
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
άρμη και λεμόνι και συχνό γύρισμα μην αρπάξουνε, να γίνουνε σούζουμα. Τ’ αρπάζανε μόλις μ’ ένα κούνημα του κεφαγιού έδινε το σύνθημα. Έτοιμα είναι… Νυστάξανε. Τα παιδιά φέρανε τα μεγάλα κούτσουρα να βαστάξει η φωτιά όλη τη νύχτα. Άγριος τόπος και τ’ αγρίμια δε λείπανε. Ένας, ένας πήγαινε να τη πέσει στη σκηνή. Έμεινε μόνος του να φυλάει. Έβαλε στσι πλάκες δυο τσαβατάδους μουρμούρους αντικρυστά στη φωτιά. Πήρε κι ένα λατί μπύρα που δρόσιζε από ώρα στη θάλασσα. Άναψε τσιγάρο. Φύσηξε τη ρουφιξιά κατάμουτρα στο Πολικό, να δει άμα φύγει από το πόστο του. Έγειρε στα γουγιά κι άφηκε τη φωτιά να τόνε μαγέψει. Θεέ μου, πόσα λίγα χρειάζεται ο άνθρωπος για νάναι άνθρωπος.
18-3-2019
ΤΟ ΜΟΥΡΟΥΝΟΛΑΔΟ Μιτσό ήτανε, το βάλανε να κάτσει σ’ ένα μπαγκούλι στο κήπο, τί όπου κι αν επήγαινε εμουρδουλευόντανε κι η άλλη δεν άντεχε να του τρίβει τσι βρωμιές στη ταβλομαστέλα. - Άστο, παιδί είναι… - Τι να τ’ αφήκω, μ’ έχει σκάσει από το πρωί. - Ποιό; το παιδί; αυτό είναι ένας άγγελος! - Ναι, τα φτερά του λείπουνε…, ξέρεις τι μούκανε το πρωί; Πήγε κι ανέβηκε στο βουνό κι έκοψε το ποδάρι του σ’ ένα πατομπούκαλο, έεε… ένα τάγιο τόοοσο!, και μετά σα το μόρτο γάτο πήγε και τόπλυνε στη βρύση, έφτυνε τη κοψιά και τσήβαζε απάνου φύλλα από την εκατόφυλλη, τη ντρούσκα τη τριανταφυγιά σου, να κοπεί το αίμα! Ούτε να μου πει να του βάλω εγώ καπνό από τσιγάρο, να του σταματήσει αμέσως! Τόνε περίλαβα κι εγώ αλλά είχε χάρη πούπρεπε να του δέσω το ποδάρι πρώτα κι έτσι δε τσίφαγε. - Αγιού, αγιού…!, θα μου το κάνεις καρδιακό, κακούργα… - Έλα δω παιδί μ’, έλα δω γιαβρί μ’! Χώθηκε στη ποδιά της, τ’ αγκάγιαζε και το γέμιζε φιγιά. - Γιαγιά, να πάω να παίξω; Απόξω ήτανε ο Βαγγέλης, ο Σήφης, ο Σπύρος και περιμένανε να συμπληρωθεί η παρέα να πάνε τσου ευκάλυφτους, πίσω απ’ τ’ Ασπιώτη. Η γιαγιά τσήκανε νόημα να τον αφήκει. Δεν τον άφηκε.
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
53
- Δεν έχει να πάει πουθενά! - Έλα δω! Πήγε στη μάνα του και τρίφτηκε απάνου τση. Το φίλησε. Το στρίμωξε ανάμεσα στα ποδάρια τση γερά σα σε μέγγενη. Έγειρε πίσω κι άρπαξε το μπουκάλι με το μουρουνόλαδο. - Άνοιξε το στόμα σου! Άρχισε να κλαίει, προσπαθούσε να τση ξεφύγει αλλά πού; Άμα ήθελε να μη τση κουνηθεί δεν υπήρχε τρόπος. Κουνούσε το κεφάλι του δεξιά αριστερά αλλά τ’ άρπαξε τη μύτη με το ζερβό κι άνοιξε το στόμα του. Τούχωσε μέσα το κουτάλι με το μουρουνόλαδο. Με τα ρουθούνια του κλεισμένα το κατάπιε, ας έκανε κι αγιώς… Τ’ άφηκε. - Να, πάρε δω. Τούδωκε μια σκάρδα πορτοκάλι, να του φύγει η λαδίλα. - Εκατάλαβες! Δε το θέλει το μουρουνόλαδο, δε το θέλει! Δε το καταλαβαίνει οπούναι σα κλωστή και θα μου πάθει καμιά αδενοπάθεια! - Εσύ μικρή ήπιες; - Δεν υπήρχανε τότες τα μέσα, μητέρα. Μη κοιτάς τώρα, που τάχουμε όλα. Άλλο το 1955 στη Χώρα άλλο το 1932 στο Ποταμό. Ξέρεις πως μεγαλώσαμε εμείς τότε; - Κι εμείς στην Πατρίδα έτσι μεγαλώσαμε, κόρη μου, και περάσαμε πολλά μέχρι να ξεφύγουμε από τους τσέτες. - Μαμά, να πάω να παίξω; - Άμε, αλλά μη γυρίσεις πάλι σκοτωμένο. - Όχι!, έλα δω… Τ’ αγκάγιασε, τούδωκε ένα φιλί στο μάγουλο και μια χειροκογιά. - Έλα, άμε τώρα ψυχούλα μου… Έτρεξε σα σφαίρα. Τ’ αγκάγιαζε με τα μάτια τση μέχρι τη βρύση του Απολυμαντήριου. Μέχρι κει έβλεπε.
19-3-2019
ΛΟΓΗΣ Ο ΑΘΕΟΣ Τόνε βαχτίσανε στη κολυμπήθρα. Και το όνομα αυτού Θεολόγος. - Να σας ζήσει, να χαίρεται το όνομά του, πολύ ωραίο όνομα, του Αποστόλου του Ιωάννου του Θεολόγου.
54
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
- Πότε θα γιορτάζει; - Στσι 8 Μαϊου γιορτάζουνε οι Θεολόγηδες. - Άαα! την άνοιξη, μπράβο, μπράβο… Η αλήθεια είναι που δε τσου άρεσε το όνομα που τούδωκε του παιδιού. Θεολόγος…, ήτανε ανάγκη τον προπάππου του νούνου να τόνε λένε Θεολόγο; Ο νούνος όμως ήτανε μέσα στα πράματα, έλυνε κι έδενε. Γι αυτό τόνε διαλέξανε άλλωστε να βαχτίσει το παιδί, να πιάκουνε κουμπαριά. Αυτά τα πράματα είναι χρήσιμα, έτσι προχωράει ο κόσμος. Αλλά το Θεολόγος δεν πήγαινε για τη τάξη τους… Το όνομα του παιδιού θάπρεπε νάναι κομψό, το πολύ δισύλλαβο, να θυμίζει και κάτι ξένο, κατά προτίμηση γαλλικό. - Και πώς να το φωνάζουμε το παιδί, ορή γυναίκα; - Σας παρακαλώ Ζόρζ…, κόψετε αυτό το ορή. Μην το ξαναπείτε, δεν είναι της τάξεώς μας. Επιτέλους! Ω, μον ντιε! - Έχετε δίκαιον, αγαπητή μου, θα επανορθώσω, σας το υπόσχομαι… - Τι θα λέγατε να τον λέμε Τεό; - Υπέροχα, είστε εξαιρετικά ευφυής, σας ευχαριστώ. Κι έτσι ο Θεολόγος, που τον ελέγανε Τεό, εμεγάλωσε υπό την αυστηράν επίβλεψιν των γονέων του και με χρυσά κουνάρια. Έσωσε το Δημοτικόν και το Γυμνάσιον με άριστα, με κάτι αμπωσιές βέβαια του νούνου – γι αυτό και πρέπει να επιλέγεται ο σωστός νούνος αλλά και πάντοτε πρέπει να αμπώνεται κάποιος που τόνε λένε Τεό! Η δουγειά εχάλασε απ’ όταν εμπήκε, πάλι με αμπωσιές του νούνου, στην Ιατρική. Ένιωσε λεύτερος, είχε το δικό του σπίτι, μπαίνανε μέσα λογής τω λογαδιώνε φοιτητές, καλών και κακών οικογενειών, έμαθε πολλά. Πιο πολύ τ’ άρεσε που μένανε μέχρι αργά το βράδυ και κουβεντιάζανε περί πολλών. Ήτανε και ένας αιώνιος φοιτητής της Οδοντιατρικής που όλοι τόνε θαγμάζανε. Τούτονε τόνε λέγανε Πολύδωρο κι ας μην ήτανε στα πόδια γλήγορος. Κοντακιανός ήτανε, μαυριδερός, είχε έρθει από το εξωτερικό με μεταγραφή αλλά κρεμόντανε όλοι από το στόμα του. Ήξερε και τί δεν ήξερε. Προχωρημένα πράματα, επαναστατικά, εκεί έμαθε και ο Τεό για το προλεταριάτο και άλλα τέτοια. Φύλαξε στη βαλίτζα του τα καλά σακάκια και το καμιλό παρτό του να τα πάρει να τ’ αφήκει στο σπίτι του όταν θα κατέβαινε στσι γιορτάδες. Πήγε και ψιώνισε από το Μοναστηράκι μπλε ναυτικό επενδύτη, ένα άσπρο πλεχτό πουλόβερ που τούτρωγε το Θέο του στο λαιμό όταν ήτανε φρεσκοξουρισμένος κι ένα τζιν με μια καμπάνα νάαα…! Αγόρασε και τα βιβλία που τούπανε κι αντί να διαβάζει Ανατομία διάβαζε αυτά. Αλλά το Τεό δε ταίριαζε ούτε με τα ρούχα ούτε με τη παρέα. - Ρε συ Τεό, τι όνομα είν’ αυτό; - Θεολόγος…
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
55
- Και τι πα να πει Θεολόγος; - Αυτός που μιλάει για τον Θεό ή ασχολείται με τη θεολογία. Προέρχεται από τις λέξεις Θεός+λέγω που σημαίνουν αυτός που άρχει, που εξουσιάζει, το υπέρτατο ον+ομιλώ, διηγούμαι προφορικά. - Ντάξει ρε, δε φταις ο ίδιος. Αυτός που σε βάχτισε φταίει. Το όνομά του πρέπει να το διαλέγει ο καθείς όταν μεγαλώσει και μορφωθεί και μπορεί να επιλέξει ενσυνειδήτως το πώς θέλει να τον λένε, αυτός και μόνον αυτός. Το ισχύον δεν είναι δημοκρατικόν, το επιβάλλουν εκκλησιαστικά κέντρα εξουσίας δια την εξυπηρέτησιν ιδίων και σκοτεινών συμφερόντων, διότι εξ απαλών ονύχων χειραγωγούσιν την ανθρωπότητα θέτοντες τον πρώτον κρίκον της αλύσου εις τα δεσμά εκάστου εξ ημών δια της απονομής ονόματος εις την ύπαρξιν του καθεμιανού σα πεντοχίγιαρο στο κούτελο μπουζουξή για παραγγεγιά! Τάδε έφη Πολύδωρας και θέτει τη μεγάλη του Πολύδωρα σφραγίδα. Η ομήγυρης άφωνος. Τι είπε πάλι ο μέγας! Τς, τς, τς… Πήγε να πει και μέχρι να μεγαλώσει κάποιος, πώς θα τόνε φωνάζουνε, Μπούλη; αλλά δε τόρμησε. Του δώκανε τσιγάρο, κασετίνα Καρέγια, κι ασκώθηκε ν’ ανοίξει το παράθυρο να φύγει η καμπούλα. Όταν εφύγανε το σκεφτόντανε. Το Τεό δε φελάει, πρέπει να τ’ αλλάξω. Θεολόγος πάλι δε πάει με τίποτα. Θολόγης; Θολόγης! Έτσι ο Τεό έγινε Θολόγης και λίγο παρακάτου απέρριψε το ΘΟ κι άφηκε μόνο το ΛΟΓΗΣ, τονιζόμενον εις την λήγουσαν: Λογής. Λογής, ο άθεος! Ο Πολύδωρας τόνε συνεχάρη. - Μπράβο ρε Λογή, άθεε! Και να δεις που το Λογής είχε μεγάλη πέραση στο ανδρικό και στο γυναικείο φοιτηταριό. Στο μόνο που δεν είχε πέραση ήτανε στην Ανατομία. Κόλλα λευκή! Περάσανε τα χρόνια. Όλα τα καλά χαθήκανε. Τώρα δούλευε στο ψαράδικο του Τόλη. Από τη νύχτα στσου πάγους και στη ψαρίλα. - Χαλικιόπουλος ψάριιι…, σαρδέλα για ψήμααα… - Μάσε να φύγουμε. Αύριγιο, πρώτα ο Θεός κι ο λόγος Του, να μας έχει καλά. Ο κυρ Τόλης ήτανε θρήσκος. Όλο έχει ο Θέος ήλεγε, έχει ο Θέος για όλους. - Κυρ Τόλη πιστεύεις; - Πιστεύω ορέ Λογή, πιστεύω. Τι είμ’ εγώ για να μη πιστεύω; Ούτε γαύρος δεν είμαι σ΄ ότι βλέπω ολοτρόυρα. Μηδενικό του μηδενικού είμαι. Άσε με να πιστεύω, ξέρω δε ξέρω σε τι πιστεύω. Πιστεύω για να μη φοβάμαι, γιατί όλο φοβάμαι, ανάθεμάτηνε για ζωή… - …………………………… - Κυρ Τόλη από αύριο μπορείς να με λες Θεολόγο κι όχι Λογή;
56
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
19-3-2019
ΤΟ ΠΕΝΤΟΦΑΝΑΡΟ Ο ομφαλός τση Πόλης. Απέναντι από την εγγλέζικη πέτρινη αφετηρία μέτρησης των χιλιομετρικών αποστάσεων με την ένδειξη «0». Ένα φανάρι με 5 φανάρια – όχι πάντα, να φέγγει τη νύχτα. Σημείο αναφοράς, πόστο ραντεβού. - Θα κατέβεις; - Τσι εφτά στο Πεντοφάναρο. Το μελετήσανε το πράμα. Εδώ να ομιλήσει ο Αρχηγός. Εις την κεντρικήν πλατείαν, την μεγαλυτέραν των Βαλκανίων! Πήρανε άδεια για να κόψουνε και την κυκλοφορία την ώρα που θα μίλουνε. Από το πρωί στήνανε τη ξύλινη εξέδρα, τη περιτυλίξανε με χαρτιά χρωματιστά που σ’ όλες τσι μπάντες γράφανε κάτι. Σλόγκαν λέγονται, βρε σεις αδαείς που δεν ξέρετε. Για να ξεστραβωθείτε, να διαβάσετε τα μεγάλα γράμματα, αυτά να σας μείνουνε πριν πάτε να ψηφίσετε. Βάλανε φώτα πολλά, να γένει η νύχτα μέρα, τί οι λόγοι τη νύχτα γίνονται, να κρύβει το σκοτάδι τσι λέξεις. Βάλανε και μουσική, καλή, από αυτήνε που έχουνε κάτι ταινίες του κινηματόγραφου που δείχτουνε το παιδί να τρέχει καβάλα στ’ άλογο να σώσει τσου φτωχούς και τσου αδύνατους από τσου πλούσιους, τσου κακούς. Τί οι πρώτοι έχουνε πολλούς περισσότερους ψήφους από τσου δεύτερους. Κουτοί ειμάστενε; Τώρα είναι η ώρα να κάμουμε τη δουγειά μας κατά πως πρέπει. Ανέβηκε μ’ ένα πήδο στην εξέδρα. Με πλατύ χαμόγελο, με τα χέρια ψηλά, να κάνουνε το «Χ», για όσους ξέρουνε τα σήματα Μορς δια βραχιόνων, με τα δάχτυλα από τσι παλάμες ανοιχτά κατά το πλήθος, για να μη λέει και ψέματα. - Λαέ τση Κέρκυρας… Οι αβανταδόροι βάλανε μπρος τσι κόρνες, παλαμάκια, σφουριξιές, «νάτος, νάτος ο πρωθυπουργός», οι σημαίες ανεμίζανε, οι φωτογράφοι πατούσανε συνέχεια το κουμπί, οι τηλεοράσεις είχανε στείλει συνεργεία να καλύψουνε live την βαρυσήμαντον ομιλίαν, λίγο παραπάνου τα καροτσάκια πουλούσανε μαλί τση γριάς, κοκονέλες, αστάκια και, καλοκαιριάτικα, λουκουμάδες. Μεγαλεία… - Λαέ τση Κέρκυρας… Ξανά μανά τα ίδια… Παρακάτου έπινε τον ελληνικό μέτριο με τη κυρά του. - Τι φασαρία είν’ αυτή; - Μιλάει το παιδί. - Μωρέ θέλω να τον ακούσω, να δω τι λέει. - Εγώ θα πάω σπίτι.
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
57
- Καλά, δε θα κάτσω πολύ, πήγαινε εσύ κι έρχομαι. Μέχρι να φτάκει στο Πεντοφάναρο άκουγε το παιδί να μιλεί. - Θα κοιτάξουμε πρώτα απ’ όλα την Πατρίδα και Πατρίδα εισάστενε εσείς, που κάνετε και τί δε κάνετε, κι οι άλλοι, οι κακοί, δε σας προσέχουνε. ΕΓΩ θα σας προσέξω, θα τα βάλω με όλους για να ζείτε καλύτερα, ξέρω ΕΓΩ πως γίνεται η δουγειά και ΕΓΩ μόνο ξέρω να τήνε κάνω κατά πως πρέπει και κατά πως θέλετε, κατά πως είναι το συφέρο και το νιτερέσο τση Πατρίδας. - Όλοοο…, «είμαστε μαζί σου, είμαστε μαζί σου…». - Και δω, στη Κέρκυρα, στην πύλη τση Πατρίδας μας στη δύση, στο λίκνο του πολιτισμού, δω που κανονικά δε θάπρεπε σκουπίδι να μην υπάρχει, θα δείτε τι θα κάμω ΕΓΩ! Θα ντρεποσάστενε να πρατείτε από τη καθαριότη και τα έργα τα καινούργια. Θα σας εκάμω, ΕΓΩ, ένα μικρό Παρίσι, θα σας εκάμω, ΕΓΩ! Έφτακε στο Πεντοφάναρο, ξαγλύστρησε ανάμεσα σε πολλούς, άμπωσε άλλους, έφτακε μπροστά. Το παιδί είχε πάρει φόρα και συνέχιζε. - Μη κοιτάτε που δεν έχετε πια βιομηχανίες. Θα προωθήσω ΕΓΩ τη βιομηχανία του τουρισμού. Θα φέρω, ΕΓΩ, περσσότερους τουρίστες, να τσου ταϊζετε, να τσου ποτίζετε, να τσου στρώνετε τα κρεβάτια, να τσου καθαρίζετε τσου καμπινέδες, να τσου παίζετε «από βραδύς τα κάνανε οι μποντικοί μπουτσούνια», να τσου πουλάτε κινέζικα φέσια και τσαρούχια, να γίνετε γκαρσόνια να τσου σερβίρετε τσιτσιμπύρα, να τσου παίρνετε εισιτήργιο για να δούνε τα κάστρα και τα μουσεία σας και θα μου το δίνετε ΕΜΕΝΑΝΕ να το δώκω στσου δανειστές όπου έχουμε υποχρέωση, να κολυμπάνε στσι θάλασσές σας τσι όμορφες, να σας κατουρούνε και να βουλώνουνε το βιολογικό σας, να τσου πουλάτε παστιτσάδα και μπουρδέτο και σοφρίτο και μετά να θέλουνε άλκα σέλτζερ, να τσου παίρνετε βόρτες όμορφες στο Βίδο, να ξημεροβραδιάζονται στο ντούκου-ντούκου δίπλα στο Μαυσωλείο το Σέρβικο. Τούτο το τελευταίο για το Βίδο τόνε πείραξε. - Τι ξέρει αυτό από Βίδο; Εμένανε το λέει που τόφαγα με το κουτάλι; Έκανε ακόμα πέντε βήματα μπροστά. Τα φώτα φωτίζανε το μούτρο του κι έβλεπε καθαρά τα μάτια του. Κατάλαβε. Έφυγε. Ο άλλος συνέχιζε. - Κι αυτά αποτελούν ιερή δέσμευση για ΕΜΕΝΑΝΕ. Είναι ΣΥΜΦΩΝΙΑ με το λαό. Δεσμεύομαι πρώτα ΕΓΩ και σας καλώ ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ να φέρουμε το ΦΩΣ στην Πατρίδα μας. Δεν άργησε να φτάκει σπίτι. Τον ερώτησε:
58
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
- Τι έγινε, τι είπε; - Ψέματα. Μετά από χρόνια ένας άλλος έλεγε: «ΟΙ ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΤΗΡΟΥΝΤΑΙ» - Τι λες ορέ φίλε… Οι συμφωνίες με το λαό γίνονται για να μην τηρούνται. Το ξέρουνε ως και τα μιτσά που αγοράζουνε αστάκια στο Πεντοφάναρο.
20-3-2019
ΤΟ ΑΝΕΥΡΟ ΦΑΣΟΛΑΚΙ Από μικρό λίγο μιλούσε, λίγο έκλαιγε, λίγο έπαιζε, λίγο θύμωνε, λίγο γελούσε, λίγο έτρεχε, λίγο έτρωγε, λίγο λερωνόντανε, λίγο αγαπούσε, όλα από λίγο. Δυο πράματα έκανε πολύ. Κοιμόντανε πολύ και κρυβόντανε πολύ. - Είδες τι καλό παιδί είν’ αυτό; στόμα έχει και μιγιά δεν έχει, έλα δω ματάκια μου… Πήγαινε να τόνε φιλήσουνε, να τόνε χαϊδέψουνε, να τόνε τσιμπήσουνε, να τόνε τραβολοήσουνε. Δεν έλεγε ποτέ του όχι. Κι οι μεγάλοι πια είχανε να το λένε. - Τι παιδί ειν’ αυτό, τι παιδί ειν’ αυτό… Μόνο που ήτανε σα κουτσούνα, δεν αντιδρούσε, δεν είχε γούστο και το βαριόντανε γλήγορα και τ’ αφήνανε να κάτσει ήσυχο, να κοιτάει και ν’ ακούει. Από τότε το κατάλαβε ότι για νάχει την ησυχία του κι από πάνου να τόνε λένε και καλό παιδί το μόνο που είχε να κάνει ήτανε να μην κάνει τίποτα. Όταν πήγε σκογειό τα ίδια. Λίγο εδιάβαζε, λίγο έγραφε, λίγο ετραγουδούσε κι εδώ όλα από λίγο. Αλλά ήτανε ήσυχο πολύ κι έκανε, αμέσως, ό,τι και νάλεγε ο δάσκαλος. Βιτσιά δεν έφαγε ποτέ του και στο Ενδεικτικόν πάντα είχε λίαν καλώς και διαγωγή κοσμιωτάτη. Από τότες εκατάλαβε ότι η υπακοή ανταμείβεται. Ποτέ δε σε απορρίπτουνε, το λιγότερο σ’ αφήνουνε ήσυχο, σ’ ανέχονται. Αργότερα τα ίδια. Και στο Γυμνάσιο και στο Πανεπιστήμιο. Όλα από λίγο. Λίγες παρέες, λίγες κοπέλες, λίγους καφέδες, λίγα ρούχα τση μόδας, λίγη μουσική, λίγο κούρεμα, λίγο ξούρισμα κάθε τρεις μέρες αλλά συμφωνούσε πολύ με όλους και για όλα. - Τί ομάδα είσαι; - Εθνική Ελλάδος. - Τι θα ψηφίσεις; - Εσείς;
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
59
- Εγώ αυτό. - Κι εγώ! - Αλήθεια, είσαι δικός μας; - Να χάσω τα μάτια που βλέπω. Του αλλουνού τα μάτια έβλεπε βέβαια αλλά τον είχανε για δικό τους όλοι. Χωρούσε παντού, όπως η αγριάδα σ’ όλους τσου κήπους. Είχε παντού φίλους. Μια κοπέλα πούκανε παρέα τον άφηκε. - Γιατί τον άφηκες; Μια χαρά παλληκάρι, σπουδαγμένος και με τη δουγειά του εξασφαλισμένη. Ήτανε κακότροπος; - Όχι ο κακομοίρης! αλλά, να! ποτέ δε μούπε όχι, ποτέ δεν είπε που θέλει κάτι, ποτέ δεν είχε αντίρρηση σε κάτι. Ποτέ! Τόνε βαρέθηκα. Σα άνευρο φασολάκι είναι. Αυτή τόνε βαρέθηκε αλλά με τόσα προσόντα οι φιλονάδες της τόνε καλοβλέπανε. Κελεπούρι, σου λέει. Κάποτε τον αμπώσανε να βάλει υποψηφιότητα τσι εκλογές του Συλλόγου. Έβαλε αλλά δεν έκανε τίποτα. Λίγο χαμογελούσε, λίγο μιλούσε, πολύ κουνούσε από πάνου προς τα κάτου το κεφάλι του σ’ ό,τι άκουγε να του λένε και να του εξηγούνε οι άλλοι, οι φωνακλάδες. Κάνα δυο τσίτες τόνε πήρανε χαμπάρι τι σιγανό ποτάμι ήτανε και το λέγανε στσου άλλους. - Προσέχτετόνε αυτόνε δε λέει όλο ναι μόνο σε μας. Λέει και στσου αλλουνούς… - Ποιός; αυτός; το άνευρο φασολάκι; μη το ξαναπείτε, εγώ αυτόνε τον έχω στο τσεπάκι μου. Ό,τι του λέω κάνει. - Μωρέ προσέχτετόνε, εφταπαντιέρικο μου κάεται. Η κάλπη τον έβγαλε δεύτερόνε. - Είδες το άνευρο φασολάκι; εγώ ήλεγα που δε θάβγαινε. - Θα τόνε ψηφίσανε κι οι άλλοι, δεν ημπορεί… Σύλλογος ήτανε, τσου δυο μήνες σκοτωθήκανε. Γκρίνιες, φασαρίες, παραιτήσεις. Και τώρα; - Χρειαζόμεθα πρόσωπον χαμηλών τόνων, αποδεκτόν από όλας τας παρατάξεις, ενωτικόν, καθ’ ότι έτσι που πάμε θα το κλείσουμε το κατάστημα και ψάξε νάβρεις άλλο τέτοια εποχή οπούναι και ακριβά τα νοίκια! Νομίζω; Καλώς ενόμιζε και τούτο εγένετο δια ομοφώνου προτάσεως προς τον αποκαλούμενον και άνευρο φασολάκι καθόσον όλοι έλεγον από μέσα των: αυτόν, εγώ, τον έχω του χεριού μου! Αναλαβών δε τα ηνία του Συλλόγου όλο λίγο μιλούσε, μάλλον λιγότερο από πριν, όλο κάτι λίγο έπραττε, όλο λίγο εμφανιζόταν, σπάνια απαντούσε σ’ ότι τόνε ρωτούσανε, όλα από λίγο όπως από πάντα του.
60
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
Τσου κούτιανε όλους, που μετά τας πρώτας αντιδράσεις το πήρανε απόφαση να κάνουνε κι αυτοί μόνο από κάτι λίγο. - Κι ο Σύλλογος; Κι ο Σύλλογος λίγο κουνιόντανε σα μια ρονιά νεράκι. Άχρους, άοσμος και άγευστος. Σαν άνευρο φασολάκι.
20-3-2019
ΤΟ ΦΥΛΛΟ Τα Δαρδανέλια, το Τσανάκ Καλέ, η Πατρίδα! Δεν έσωνε να τσι ακούει. - Τότες στην Πατρίδα…, θυμάσαι; - Θυμάμαι, Βαρβάρα, πως δε θυμάμαι…, αχ… Άρπαξε η Μαριγίτσα το ζυμάρι, μόλις έσωσε η Βαρβάρα το όσο πάει άνοιγμά του με τη στρίκα, το γύρισε πάνου από το κεφάλι της σαν απλωμένο σεντόνι και πλάαατς! το χτύπησε με δύναμη στο τραπέζι το στρογγυλό που τσούχε φτιάξει ο αδερφός τση, ο μπάρμπας ο Κώτσος, γι αυτές τις περιστάσεις. Τί ήπρεπε το φύλλο να γένει ψιλό σα το χαρτί για να κάνει για μπακλαβά. - Θυμάσαι, μαρή, πως φύγαμε; Πώς μας ξεσήκωσε ο άντρας σου εκείνο το βράδυ να μπούμε στη βάρκα, όλο το σόι; Ας είναι καλά, αυτός μας έσωσε. - Κι είχα και το παιδί, μικρό, δυο χρονώ, το τύλιξα στο χαλί και μπήκα στη βάρκα. - Το χαλί…, ναι το χαλί…, αυτό που πρόλαβε να στο φέρει ο γιος του μάστρο Γιάννη, πριν το κόψουνε, το αφίλητο, οι τσέτες έξω από το σπίτι… - Εγώ μόνο τα εικονίσματα και κάτι μπακίρια πρόλαβα να πάρω και τα κιλίμια. Τάφησα όλα, και γύρναγα πίσω και κοίταζα κι έκλαιγα. Αλλά ο άντρας σου φώναζε να τρέξουμε, όλο φώναζε να τρέξουμε… Το φύλλο μεγάλωσε στο επόμενο χτύπημα. Έμοιαζε τώρα τεράστιο και πλάαατς! μεγάλωσε κι άλλο. Έκανε πως έπαιζε αλλά άκουε. - Πόσοι μπήκαμε στη βάρκα; - Εμείς με τη γιαγιά τη Κυριακίτσα είμαστε εφτά, η αδερφή του με το Ρεβύθη εννιά, το σόι της θειας της Κωνσταντινιάς δώδεκα. Δώδεκα πρέπει να είμαστε. - Πήραμε και τους Μακαρατζήδες, τέσσερα άτομα. - Ναι, τη ξαδέλφη την Αθανασία, δεκάξι είμαστε. - Τον θυμάμαι πως τράβαγε κουπί κι ανοίχτηκε στον Ελλήσποντο, άξιος άνθρωπος. Άντρας!
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
61
- Δε βγάζαμε τσιμουδιά, μη μας ακούσουνε… - Σκληρός άνθρωπος, μόνο σαν κοίταξε κατά τη Μάδυτο δάκρυσε. Άφησε κει τα κόκκαλα του Χαράλαμπου και της Βγενιάς… Θεός σχωρέστους! Το φύλλο ξανάπεσε με δύναμη στο τραπέζι. - Εντάξει είναι Μαριγίτσα. - Βασιλούδα, εντάξει τα καρύδια; - Ναι, μητέρα, έτοιμα.
22-3-2019
25 ΜΑΡΤΙΟΥ η
Μετά τη Καθαρά Δευτέρα η επόμενη αργία ήταν η 25η Μαρτίου. Μόνο να μην έπεφτε Κυριακή και δε χάνανε το μάθημα. Το Σάββατο, τότες, είχανε σκογειό. Τα διαγωνίσματα του Φλεβάρη είχανε τεγειώσει και η 25η Μαρτίου ήτανε ένα σκαλί πριν το Πάσχα. - Όλοι έξω στην αυλή, θα κάνουμε βήμα. Η Πέμπτη και η έκτη που θα βγαίνανε παρέλαση τσακιζόνταντε να βγούνε έξω. - Σιγάαα!, ένας-ένας, θα σκοτωθείτε. Ένα βουητό, ανακατωμένο με γέγια και σύρσιμο θρανίων και με το ξύλινο πάτωμα να κάνει σα τη γραγκάσα τση μουσικής. Άχαρα τράβα! Ξεχωριστά και μπροστά ο σημαιοφόρος και οι πέντε παραστάτες, οι καλύτεροι μαθητές. Επιβράβευση τση αριστείας ή του μέσου; Σήμερα επιβράβευση του τρουλουλού. Κάποτε η κυρά δασκάλα έβαλε σημαιοφόρο μίανε τση Τετάρτης, τη κόρη του αργολάβου, κι ο άλλος δεν επρόλαβε ούτε να κλάψει για την αδικία. Ο κύργιος διευθυντής τον άρπαξε απ’ τ’ αφτί και τον έβαλε στη θέση του. - Γιατί δε κάθεσαι στη θέση σου; Κάτσε δω στη Σημαία και μη ξανακουνηθείς. Τι να πει! Έκατσε στη Σημαία και το μόνο που θυμάται είναι πως φχαριστήθηκε. Ακόμα και μετά πολλά χρόνια δεν είχε καταλάβει γιατί τον έπιακε απ’ τ’ αυτί ο κύργιος. Από πίσω δυο τμήματα, ένα τα κορίτσια κι ένα τ’ αγόρια. Παράταξη καθ’ ύψος. Μπροστά οι ψηλοί, πίσω οι κοντοί. Μπροστά από τα τμήματα οι δείκτες που θ’ ασκώνανε το χέρι. - Στοιχηηηή-θείτε! Ζυγιιί-θείτε! Τα χέρια σηκωθήκανε μπρος και στο πλάι.
62
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
- Σημειωτόν, μάααρς!, ένα στ’ αριστερό, εμπρός μάααρς! εν δυο, εν δυο… και ακολουθούσε η σφουρίχτρα. - Τρρρ, τρρρ, τρ, τρ, τρρρ… - Μόνο εμπρός κοιτάμε, λοξές ματιές δεξιά αριστερά, ίσια το κορμί, ψηλά τα χέρια, εν δυο, εν δυο… Αλλά δεν ήτανε μόνο οι πρόβες. Έπρεπε να στολίσουνε και το μέρος που θα γινόντανε η γιορτή με μυρτιές, δάφνες και φοινικόφυλλα. Αυτοί απ’ τ’ Αβράμη είχανε μια φοινικιά, καλή, στο κηπάκι μπροστά από τη πόρτα τ’ Ασπιώτη. - Κύργιε, να πα να φέρω; - Να τα κόψεις τ’ απόγιομα και να τα φέρεις αύριο. - Δε μ’ αφήνει η μάνα μου, κύργιε, να πηγαίνω στ’ Ασπιώτη τ’ απόγιομα…! - Χμμμ…! καλά πήγαινε τώρα. Μην αργήσεις… - Όχι κύργιε! Από το Οβρέϊκο θα πάω… - Καλά! Σάρταρε το μουράγιο του σκογειού και κόρσα στ’ Ασπιώτη. - Μάμα, δώκε μου το πριόνι, μ’ έστειλε ο δάσκαλος να κόψω φοινικόφυλλα και μούπε να με βοηθήσεις κι εσύ! Άφηνε, η άχαρη, ιμπάντο ό,τι κι αν έκανε κι ερχόντανε να κόψει αυτή τα φοινικόφυλλα, μη και τόνε τσιμπήσουνε τ’ αγκάθια τσου που πονάνε πολύ άμα και σε τσιμπήσουνε και τα κουβάλουνε η ίδια μέχρι το μουράγιο του σκογειού, αυτό εσάρτανε απάνου στο μουράγιο, τάπαιρνε και τάριχτε στην αυλή. Οι δασκάλοι στολίζανε μ’ αυτά και με τσι μυρτιές και τσι δάφνες που φέρνανε τα άλλα από του Κοτσέλα και με κάτι σημαιούλες που είχανε φυλαγμένες από πέρσι το μέρος που θα λέγανε τα παιδιά αύριο τα ποιήματα. - Τόμαθες το ποίημά σου. - Τόμαθα. - Για πέστο μου. - «Εγέρασα μωρέ παιδιά πενήντα χρόνια κλέφτης, τον ύπνο δεν εχόρτασα και τώρα αποσταμένος θέλω να πάω να κοιμηθώ. Εστέρεψε η καρδιά μου. Βρύση το αίμα το ΄χυσα σταλαγματιά δε μένει». - …………………………………………………………………………. - Πάρακάτου… - Το άλλο θα το μάθω το βράδυ… - Αλίμονο σου, όλη μέρα χαρομανάς, μούχεις βγάλει τα σκότια… - Γιατί…, θα το μάθω το βράδυ, θα το μάθω… Τόμαθε και την άλλη μέρα τόπε. Τόνε φίλησε.
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
63
- Μπράβο, παιδί μου, πολύ ωραία τον είπες το Γέρο Δήμο. Σήμερα ο ίδιος είπε στο δικό του βλαστάρι. - Μπράβο, παιδί μου, πολύ ωραία τάπες για το Κανάρη.
26-3-2019
ΣΤΟ ΜΠΑΚΑΛΙΚΟ Από δυο μπακάλικα ψωνίζαμε. Από του κύριου Τριβυζά στο Σαρόκο και από του κυρ Μανώλη στη γειτονιά μας. Του κύριου Τριβυζά ήτανε μεγάλο μπακάλικο, είχε απ’ όλα. Στο κυρ Μανώλη πηγαίναμε για μικροπράγματα που τα βιαζομάστενε. Μ΄ εστέρνανε στου κύριου Τριβυζά με τη σάκα να ψιωνίσω. Το μπακάλικο είχε μια χαρακτηριστική μυρωδιά. Κυριαρχούσανε οι μυρωδιές του μπακαγιάρου, τση ρέγγας και του πετρόγιου ανακατεμένες με την τυρίλα. Ο κύριος Τριβυζάς πρέπει νάτανε 50άρης, φτενός, με σουβλερή μύτη και φορούσε μια γκρι αλατζά ρόμπα με τσέπες. Στ’ αυτί του είχε ένα μολύβι για να γράφει στα τεφτέρια. Καθόντανε πάντα πίσω από το μπάγκο του που έκανε ένα γάμα αριστερά και πίσω, όπως έμπαινες στο μπακάλικο. Μπροστά στο μπάγκο είχε σε σειρά τα τσουβάγια με τα φασούγια, τ’ αλεύρι, τσι φακές, το στάρι, τα ρεβύθια, το καλαμπόκι, τη φάβα, το ρύζι, τη ζάχαρη, τα καρύδια, τ’ αμύγδαλα, τα λευτοκάργυα, και τ’ άλλα που δε θυμάμαι και μέσα σε κάθε σακί είχε κι από μια σέσουλα για να σου βάζει. Δεν άρεσε στον κύριο Τριβυζά να ανακατώνω με τη σέσουλα τα πράματα μέχρι νάρθει η σειρά μου αλλά εμένα μ’ άρεσε κι αυτός με κοίταζε. Ήτανε καλός, όμως, και μόνο με κοίταζε. Είχε κι ένα ξύλινο κιβώτιο με σαπούνια «Χρυσαλλίς». Παραδίπλα τα ξύλινα κιβώτια με το μπακαγιάρο «Λαμπραντόρ», το στακοφύσι και τη ρέγγα την αυγομένη. Πάνου στο μπάγκο είχε τη ζυγαργιά με τα κιλά, που είχανε αντικαταστήσει πριν από λίγο καιρό τσι λίτρες. Είχε και κάτι βάζα με πολύχρωμες καραμέλες και γλυφιτζούργια. Απόθωνε εκεί τσι χαρτοσακούλες και τα χαρτιά περιτυλίγματος, τα στράτσα, τα άσπρα τα λεφτά, τσι λαδόκολλες σε ντάνες και κάθε ντάνα την είχε καρφωμένη σ’ ένα μακριό καρφί. Είχε και κάτι μεγάλες κονσέρβες με μαρμελάδες, βερίκοκο και κάσια, και σούβαζε μ’ ένα ξύλινο κουτάλι. Παραδίπλα είχε δυο μικρές πίλες πάνου στο μπάγκο, τη μίανε με λάδι και δίπλα-δίπλα την άλληνε με το πετρόγιο. Ακόμα μέτρουνε ό,τι σούβαζε με το καρτούτσο. Αυτές είχανε από μια μικρή βρυσούλα κι από κει μας γέμιζε τσι μποτίγιες που του φέρναμε. Από το ταβάνι κρεμόντανε δυο λάμπες ηλεκτρικές, μια μπρος, μια
64
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
πίσω στο μαγαζί, δυο κατάμαυρες μυγοπαγίδες και ψηλά τσου τοίχους δυο εμαγέ ρεκλάμες με τον Ακάκιο καβάλα σ’ ένα γαϊδούρι πούλεγε τα «μακαρόνια να είναι Μίσκο». Πάντως, άμα ζήταγες μακαρόνια, «Ζαφειρόπουλος» σούδινε από κάτι πεντόκιλες χάρτινες συσκευασίες αλλά κι αυτά μου παραγγέλνανε από το σπίτι να φέρω, που ξέρανε ποια ήτανε τα καλά! Πίσω από το μπάγκο ήτανε σκατζιές που έβαζε κει τσι κονσέρβες, τα κουτιά με το πιπέρι, τη κανέλα, το μοσκοκάρυδο και το γαρύφαλλο και κάτι άλλα πράματα σε κουτιά χρωματιστά αλλά απ’ αυτά δεν αγοράζαμε. Από πάνου του κρεμόντανε δεμένα σ’ ένα σπάο τα σαλάδα αέρος. Κάτου από το μπάγκο είχε τσι εγιές, το πελτέ «Κύκνος», τα βαρέγια με τη φέτα και το κεφάλι το ξερό τυρί που τ’ ανέβαζε στο μπάγκο για να σου κόψει. Χύμα όλα. Χωρίς πλαστικές συσκευασίες που σήμερα χρειάζονται ανακύκλωση. Μήπως το πρώτο βήμα τση ανακύκλωσης είναι να περιορίσουμε τσι συσκευασίες; Λιγότερες συσκευασίες, λιγότερη ανακύκλωση. Είν’ ανάγκη να τ’ αγοράζουμε όλα συσκευασμένα στο πλαστικό; Το διαλέξαμε για την άνεσή μας και για κάτι προδιαγραφές που μας είπανε και βάλαμε μπρος και τη συσκευασία μιας χρήσης. Να πλύνουμε μπουκάλι για να το ξαναχρησιμοποιήσουμε; Να πλύνουμε βάζο για να φυλάξουμε ρύζι ή φακές; Αυτά μας φάγανε. Μετά ανακαλύψαμε την ανακύκλωση τση συσκευασίας, το σκουπίδι είναι χρήμα, ο πλανήτης κινδυνεύει και κάτι άλλα. Κινδυνεύει ο πλανήτης, πως δεν κινδυνεύει. Κινδυνεύει γιατί αλλάξαμε και δεχτήκαμε αδιαμαρτύρητα να μας αλλάξουνε τρόπο ζωής και ούτε να το σκεφτούμε τώρα να φύγουμε από τη βολή μας που μας πετάει κατάμουτρα το σκουπίδι της. Με το παγιό τρόπο ζωής δε πάθαμε και τίποτις. Βάζαμε το στόμα στη βρύση και πίναμε. Τώρα τα θέλουμε όλα ιν μπόκα. Χάρτινο τραπεζομάντηλο για να μην πλένουμε το κανονικό. Ποτήρι, πιρούνι, κουτάλι, μαχαίρι πλαστικό, μιας χρήσεως. Αυτό το «μιας χρήσεως» έκανε τη μεγαλύτερη ζημιά. Ευκολία λέει. Αλλά τήνε πλερώνουμε στα Τεμπλόνια και στσι Λευκίμμες. Δημιουργήματά μας αλλά δε θέλουμε ούτε να τα ξέρουμε. Απόξω απ’ τη μποδούλα μου, μακάρι κι η μανούλα μου! - Τι θέλεις; - Μούπε η μάνα μου, μια μποτίγια λάδι, δυο δραχμές τυρί ξερό, ένα τέταρτο ταραμά, τρεις δραχμές χαλιβά, κι ένα τέταρτο πελτέ. Και μούπε να τα γράψεις. Τούδωκα τη μποτίγια κι αυτός εκτέλεσε τη παραγγελία. Γέμισε τη μποτίγια με λάδι και μ’ επιδέξιες κινήσεις δείκτη, μέσου και αντίχειρα, αμίμητες και τα-
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
65
χύτατες, τύλιξε στα χαρτιά τα άλλα. Έγραψε στο τεφτέρι μου και σ’ ένα κομμάτι στράτσο και τόβαλε στο καρφί με τα μπιστιού τση μέρας. Ξεπλέρωνε μια φορά το μήνα ο πάππους, όταν πλερωνόντανε από την Ελαιουργεία. Έφυγα με τη σάκα γιομάτη. Η αλήθεια είναι που βαριόμουνα να κάνω αυτά τα θελήματα. Κει που είναι σήμερα η αρχή της Ιωάννου Θεοτόκη, παγιά Αβραμίου, ήτανε ένας φάβρος και πεταλωτής μαζί και μπροστά στο μαγαζί του αράζανε οι λύσσες. Ξεκίνησε η λύσσα του Γιώγιελού (Γεώργιος Ελούλ) κι αφού σιγουρεύτηκα που δε με βλέπει σάρταρα πίσω. Ωραία είναι να σε παίρνει η λύσσα και να μη προβατάς. Παρακάτου με κατάλαβε. Έκανε μια στράκα με το καμουτσίκι στον αέρα. Σάρτεψα άτσαλα, φοβήθηκα μη τη φάω. Η μποτίγια με το λάδι έγινε χίγια κομμάτια. Και τώρα; Σπίτι τσίφαγα! Για να μάθω!
6-4-2019
ΜΑΡΑΘΩΝΙΟΣ ΣΤΗΝ ΚΕΡΚΥΡΑ Στο Λιστόν δόθηκε προ ολίγου η εκκίνηση του μαραθωνίου δρόμου, Κέρκυρα να ζεις, της κερκυραϊκής συμμαχίας, που γίνεται κάθε τέσσερα χρόνια. Πλήθος οι αγωνιζόμενοι, μια πραγματικά λαϊκή συσπείρωση, ακολουθούν την κλασική διαδρομή του κερκυραίων δήμος που φέρει την Κέρκυρα 180ο προς το τέρμα της κερκυραϊκής αναγέννησης. Βρισκόμαστε στο μέσον της διαδρομής και δεν έχει ξεχωρίσει ακόμη το γκρουπ των προπορευόμενων αλλά η προσπάθεια των μαραθωνοδρόμων, που έχουν στόχο πρώτα την Κέρκυρα, την Κέρκυρα της αλλαγής, συνεχίζεται για να πάει η Κέρκυρα ψηλά. Μεταξύ των δρομέων περιλαμβάνονται και μερικοί δρομείς μη επώνυμων, ακόμη, σωματείων. Περισσότερα σε νέα σύνδεση.
66
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
6-4-2019 Ο ΥΠΟΨΗΦΙΟΣ Ι - Γυναίκα…, με πήρε το πρωί τελέφωνο ο υποψήφιος Δήμαρχος και μούπε να πάμε το απόγιομα να πιούμε ένα καφέ. - Και τί σε θέλει; - Τί με θέλει; να κατεβώ μαζί του, δε το κατάλαβες; - Πού να κατεβείς; υποψήφιος στο Δήμο; σοβαρολογείς; - Γιατί, ορή, οι άλλοι είναι καλύτεροί μου; τσούδαμε και τσου προηγούμενους… - Ναι, ψυχή μου, δε λέω… αλλά τί ξέρεις εσύ από Δήμο; - Μη δε σπούδασα; μη δεν έχω φτυχίο; μη δεν είμαι στη δουγειά μου καλός; μη δε είμαι καλός οικογενειάρχης; μη δε γυρίζω στη Πιάτσα με το κούτελο ψηλά; - Ώρα είναι να μαλώσουμε για το Δήμο, εμείς που δεν αλλάξαμε κουβέντα σαρανταένα χρόνια, όχι αγάπη μου… Άλλο λέω. Εσύ για νάσαι νοικοκύρης με τα όλα σου ούτε εφημερίδα δε προλαβαίνεις να διαβάσεις και ξέρεις τα προβλήματα του Δήμου; - Αμήηη! Πρώτον και κύριον τα σκουπίδια, μέγα πρόβλημα, το οποίον θα αντιμετωπισθεί άμεσα. Δεύτερον το πάρκιγκ που επίσης χρήζει αμέσου αντιμετωπίσεως. Μετά η κατάστασις του οδικού δικτύου που είναι γιομάτο λούμπες τας οποίας αμέσως θα κλείσομεν. Η ύδρευσις και η αποχέτευσις και οι βιολογικοί καθαρισμοί αμέσως θα πρέπει να τεθούν επί νέας βάσεως και να εκσυγχρονισθώσι κατά τας ευρωπαϊκάς προδιαγραφάς. Ιδιαιτέρα φροντίς και άμεσος θα δοθεί εις τον πολιτισμόν και τον τουρισμόν, καθ’ όσον πολιτισμός και χρήμα είναι έννοιαι αλληλένδετοι και οφείλομεν άμεσα και να αλλάξουμε τσι πλάκες από τα πεζοδρόμια που λασκάρανε. - Ού φόρα που πήρες…, στο ύστερο θα σε ψηφίσω κι εγώ! Άλλο σε ρώτησα. Ξέρεις τα προβλήματα του Δήμου; Ξέρεις πως αντιμετωπίζονται; Ξέρεις πως λειτουργούν οι υπηρεσίες του Δήμου; Ξέρεις τσου νόμους τση τοπικιάς αυτοδιοίκησης; Ξέρεις από πού και πώς μαζεύει όβολα ο Δήμος για να θέσεις, εσύ, επί νέας βάσεως τον βιολογικόν καθαρισμόν; Απ’ ότι ξέρω, δε ξέρεις! - Καλά, όλα αυτά τα ξέρουνε οι υπαλλήλοι… - Δηλαδή αυτοί θα σου λένε τί πρέπει να κάνεις κι εσύ που δε ξέρεις θα τσου λες όλο ναι; Άστους τότενες να κανονίζουνε αυτοί που τα ξέρουνε κι εσύ πούχεις μαύρα μεσάνυχτα κάνε πως ξέρεις και κούναγε το κεφάλι σου από πάνου προς τα κάτου σ’ ό,τι σου λένε για να μη σε πάρουνε και στο ψιλό. - Δεν είναι έτσι τα πράματα. Το παν είναι η πολιτική βούλισις την οποία διαθέτω προς υπηρεσίαν του συνόλου. - Βούληση, βούληση αλλά επειδή ειμάστενε και τση εκκλησιάς και μπορεί
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
67
να σε βάλουνε υπεύτυνο στο Κοιμητήριο, ξέρεις πως λειτουργεί το Κοιμητήριο; - Σιγά το δύσκολο… - Ξέρεις που άλλα νούμερα έχουνε οι τάφοι και άλλα έχουνε στα χαρτιά τσου οι υπαλλήλοι και σε στέρνουνε να ρωτήσεις το παιδί που είναι στο πορτόνι για να σου πει και να τσου πεις για να βγάλεις άκρη; Αμή ά δε κάτσεις τέσσερα χρόνια να παρακολουθήσεις το Δημοτικό Συμβούλιο να καταλάβεις τι γένεται εκεί, ά δε κάτσεις να μάθεις πως λειτουργούνε οι υπηρεσίες του Δήμου, από πού έρχονται τα λεφτά, πως γένονται οι γκραν μελέτες και τα ρέστα, τί θα πα να κάνεις στο Δήμο; - Μα κι οι άλλοι που θα πάνε ξέρουνε; - Τη μαύρη τους τη τύφλα ξέρουνε αλλά στολάιστο κράτα την αξιοπρέπειά σου, μη μας εξευτελίσεις όλους…, οικογενειακώς! - ……………. Το απόγιομα κατέβηκε για τον καφέ. - Λοιπόν, αγαπητέ μου, όπως θα έχετε αντιληφθεί, θα ήτο μεγίστη τιμή δι εμέ αν θέτατε υποψηφιότητα με την παράταξίν μου, καθ’ όσον είστε λίαν προβεβλημένο μέλος της τοπικής μας κοινωνίας, ικανότατον και καταξιωμένον. - Ευχαριστώ δια την τιμητικήν πρότασιν αλλά δεν είμαι γνώστης σε ικανοποιητικόν βαθμόν των απαιτήσεων της θέσεως του Δημοτικού Συμβούλου, θα προσπαθήσω την επόμενη τετραετία να ενημερωθώ και την άλλη μπακιά τα λέμε. - Μα ποιός νομίζετε ότι γνωρίζει περισσότερα από εσάς…, δι αυτό υπάρχουν αι υπηρεσίαι και οι σύμβουλοι…, το παν είναι η πολιτική βούλησις. - Το παν αλλά όχι το άπαν. Σας ευχαριστώ πολύ πάντως. - Δεν επιμένω… - Αφήστε, πληρώνω εγώ τον καφέ.
7-4-2019
Η ΜΠΑΡΟΥΦΑ Άαα! δε τα πηγαίνανε καλά οι γειτόνισσες. Ζηλευόντανε. Καινούργιο φόρεμα η μία τση κόρη της; Καινούργιο κι η άλλη τση δική της. Άσπρη κορδέλα η μία τση δική της; νάαα! μια μεγαλύτερη η άλλη στη δικιάνε της και μ’ ένα φιόγκο που τση σκέπαζε τση άχαρης τα μάτια. Αλλά πού κουτούσε το φλιμένο να τήνε βγάλει να γλέπει τη πίκα που κλώτσουνε στο κουτσό. Θα την έτρωγε η μάμα τση. - Νίτσααα…! Ο φιόγκος σου! Τση γλύστραγε τση άχαρης ο φιόγκος, δε τον ημπόρουνε στο χοροπηδητό, αλλά τί να εκάμει. Και κουτσό ήθελε και να μη τσι φάει από τη μάμα τση ήθελε.
68
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
- Τί είναι μάμα; - Σου πέφτει, δε τόνε γλέπεις; Η μάμα τση Νίτσας καταξοδεύοντανε. Ό,τι κονομάγε από τα αυγά που πούλουνε και κάτι κουνέγια που κουναρούσε τόριχνε στον ανταγωνισμό με την άλληνε, που ήτανε χρυσοχέρα κι έντυνε τα παιδιά τση σα πριγκιπόπουλα μονάχη της. Με λίγο τσίτι και λίγο περκάλι από του Τζέλου και λίγα μπρος πίσω παγιοξεγυρίσματα έκανε θάματα. Είχε και γούστο, ήξερε κι από κοπτική ραπτική, τσείχε μάθει η αδερφή τση, η Μαρούλα, που κι αυτή έμαθε τη τέχνη σε μίανε απ’ τα Καψαγγούρια, είχε κι ένα φιγουρίνι και ξεσήκωνε στάμπα. Είχε και τη ραπτομηχανή τση πεθεράς τση, τσήκοβε κιόλας, κι έραβε και μπάλωνε όλη την οικογένεια. Και να δεις με τί αγάπη έραβε τα παιδιά τση. Αθέμιτος ο ανταγωνισμός, τόχανε το παιχνίδι η μάμα τση Νίτσας, μετά εβρήκανε τα έπιπλα. Ο αδερφό τση, ο Τζάννης, είχε κόψει μια καρυδιά από χρόνια κι όταν έφρυξε καλά την έδωκε σ’ ένα φίλο του στο Μαντούκι και τσήφτιακε τση αδερφής του ένα τραπέζι κι έξι καρέκλες που τσείχε υποσκεθεί από το γάμο τση. Έφερε η λίσσα τα έπιπλα στο σπίτι, γυάλιζε το λούστρο στον ήγιο, μαζεύτηκε η γειτονιά να ιδεί. - Σιγά το λούστρο, άμα δε σου βγει το χέρι στο πομιτσέλο, αυτά τα χάγια θάχεις… Από την άλληνε όμως απανόβαζε κι αυτή τον άντρα τση να τση κάμει καινούργια τραπεζαρία με σερβάν. - Τί να την εκάμουμε; Δεν έχουμε τση μάνας μου; - Θέλω καινούργια! Όχι για εμένανε, για τη προίκα τση Νίτσας μου! - Από τώρα; έξι χρονώνε θηλυκό είναι τα ματίτσια μου, μέχρι τότε... Έσκασε! Τα σπίτια τσου ήτανε δίπλα δίπλα κι είχανε γύρω γύρω κήπο. Τσου χώριζε μια μικρή οχτιά. Φύτευε η μία από πάνου από την οχτιά πασχαγιές να απλωθούνε, να κάμει φράχτη να μη τήνε γλέπει, τί δεν άντεχε άλλο τσι μπαρούφες τση, άπλωσε αυτή το ποδάρι τση από κάτου πάνου από την οχτιά. - Μέχρι ‘δώ είμαι ‘γώ! Τση ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. - Άααα! άκου να σου πω, ως εδώ και μη παρέκει…, μη ξανατορμήσεις να βάλεις το ποδάρι σου στο δικό μου. - Ποιο δικό σου; από πού τόφερες; από τον Ασύρματο ή από τσι Αμμούσες; Ορίστε μας! Εδώ υπάρχουνε σκέδια από το Υπουργείο. - Θα το πω του άντρα μου και θα σε κανονίσει… - Σιγά, που θα τόνε φοβηθούμε!, έχουμε σκέδια να του πεις κι αυτουνού και του αδερφού του…
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
69
Όλη η γειτονιά είχε βγει όξω κι άκουε τη μπαρούφα. Κι η κυρά Αρτεμισία κι η κυρά Μαριγάκι κι η κυρά Μαντεία κι η κυρά Παναγιωτή κι η κυρά Νίνα κι η κυρά Όλγα από το βουνό κι η κυρά Καλλιόπη, κι η κυρά Ποπίτσα απ’ τ’ Ασπιώτη κι η κυρά Δέσπω από το δρόμο κι η κυρά Μαίρη κι η κυρά Βγενεία, κι η κυρά Τασία, όλες! Στεκόντανε στα πορτόνια τσου και κάνανε νοήματα η μία στην άλληνε. Το μεσημέρι άφηκε να φάνε και τσου τάπε. - Τό και τό! - Άστηνε μη τήνε ξεσυνερίζεσαι, ζηγιάρα είναι… - Μα να βάλει το ποδάρι τση πάνω από την οχτιά; - Άστηνε μη στενοχωριέσαι. Να αδιαφορείς. Μετά όμως που θέλανε να κάνουνε μουράγιο στο δρόμο με κάγκελα σα κι αυτά του Ραδιοφωνικού Σταθμού που τση αρέσανε, η άλλη άσκωσε το κόσμο στο ποδάρι. - Εκλείσατε όλο το δρόμο, να μας εφάτε κι εμάς ζωντανούς θέλετε; να πάτε ένα μέτρο, να μη σου πω δύγιο πίσω. Ανεχόρταγοι! Άδεια έχετε; Δεν είχανε άδεια. Τούπανε του μαστόρου, του αδερφού τση, του Τζάννη, άλλονε θα πέρνανε; να ρίξει το μουράγιο και να το πάρει πίσω. Το θεμέγιο όμως είχε γίνει. Πήγανε στο Νομομηχανικό να βγάλουνε άδεια. Άνοιξε αυτός το σκέδιο πόλης. Τσου βρήκε. - Εδώ εισάστενε. Θάρθω αύριγιο να ιδώ, κανονίστε κούρσα. Είπανε του μπάρμπα Τσάντου να τόνε φέρει με τη κούρσα του. Τα νέα κυκλοφορήσανε. - Αύριο θάρθει ο Νομομηχανικός. Όλη η γειτονιά στο πόδι. Επεριμένανε. Ήρθε, άνοιξε το σκέδιο, του κρατούσε ο μπάρμπα Τσάντος τη κορδέλα, μέτρουνε κι έγραφε αυτός σ’ ένα ροζ χαρτί με τετραγωνάκια. - Τα σύνορά σας είν’ εδώ κι εδώ θα βάλετε το μουράγιο σας. Ένα μέτρο μπροστά από το θεμέγιο όπου έχετε κάμει και μισό μέτρο κάτου από την οχτιά. Έτσι λέει το σκέδιο! Η άλλη πήγε αμέσως και κρουβήθηκε μέσα στο σπίτι τση και τράβηξε και τα κουρτινάκια να μη τήνε γλέπουνε. Ξανάσκασε! Περάσανε τα χρόνια, οι μπαρούφες εσταματήσανε. Μεγαλώσανε. Κάθε μέρα εκοίταζε μη θέλει κάτι η γειτόνισσα τση. Είχε μείνει μοναχή της, τα παιδιά τση φύγανε σε άλλα μέρη. Περασμένα, ξεχασμένα.
70
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
Τι είναι η ζωή; Μια κακία μένει. Άστηνε να πάει μακριά από μας. Ένα θερμόμετρο κι ένα ποτήρι νερό δεν είναι και τίποτις σπουδαίο. Όλους ο Θεός μας γλέπει κι όλους Αυτός θα μας εκρίνει. Το μόνο που τήνε πείραζε ήτανε που δίπλα στο μουράγιο δε μεγαλώνανε άλλο τα λουλούδια που εφύτευε. Πατούσανε στο παγιό θεμέγιο.
15-4-2019
ΛΑΒΕ ΧΑΡΤΙ… Τους περισσότερους τους ξέρω. Τους αναγνωρίζω στις φωτογραφίες. Τότε που ήτανε παιδιά. Με άλλα ντυσίματα, άλλες κομμώσεις, άλλες φάτσες, παιδικές, χαρούμενες, με τη ζωή μπροστά τους, με χαμόγελα ελπίδας, ανέμελοι, φανταχτεροί, δυνατοί και σπουδαίοι, ζωντανοί. Τους ξαναβλέπω τώρα σε άλλες φωτογραφίες, τωρινές, και τους αναγνωρίζω αλλά δεν θέλω να τους αναγνωρίζω. Δεν είναι γι αυτούς το σούρουπο. Δεν είναι γι αυτούς οι στρογγυλεμένες κοιλιές, τα πεσμένα προγούλια, τα αραιά άσπρα μαλλιά, τα παραμορφωμένα από την αρθρίτιδα χέρια, τα παραπαίοντα βήματα, τα γυαλιά οράσεως, τα ακουστικά στ’ αυτιά, οι τεχνητές οδοντοστοιχίες. Ως και οι έγχρωμες φωτογραφίες τους μοιάζουν μαυρόασπρες. Μισοκλείνω τα μάτια στον ήλιο. Οι φωτογραφίες αλλάζουν, τα σχήματα αλλάζουν, στενεύουν, τα επί μέρους εξαφανίζονται, οι μορφές έρχονται στο χθες μέσα από ένα μαγικό φωτοσόπ. Ο χώρος γεμίζει παιδιά χαρούμενα, οι ματιές λάμπουν, οι κοπέλες, άαα… οι κοπέλες…, μοιάζουν με δροσοσταλίδες πρωινού, τα χαμόγελά τους στάζουν ζωή, τα μάτια τους υπόσχονται τόσα πολλά, πρώτα για πάρτη τους, μετά για άλλους… - Αυτή είναι του ’30; - Μάλλον, πιο παλιά, του ’20 ίσως… - Όμορφη που είναι! τι γράφει πίσω; - Κάτι γράφει, δε φαίνεται καλά…, φέρε το φακό. - Βλέπεις τώρα; - Ναι. Γράφει: « Λάβε χαρτί χωρίς ψυχή και σώμα δίχως αίμα, λάβε και τη φωτογραφία μου για να θυμάσαι εμένα».
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
71
17-4-2019
ΑΞΙΣ ΚΑΙ ΞΕΡΟΣ! - Κατεβαίνει κι ελόγου του! - Ποιός; αυτός; - Αυτός. - Ορέ αυτός δεν ηξέρει πού πάνε τα τέσσερα… - Τι λες; Αυτός δεν ήτανε που μας έκαμε τη δεξαμενή του νερού; - Πότε; - Τότε! - Τότε; Δε θυμάσαι που όταν έφτιακε τη καινούργια τη δεξαμενή σε δυο μεριές δεν έπιακε το τσιμέντο, τί δεν την εκαλούπωσε μέσα όξω αλλά μόνο από μέσα και πέσανε τα χώματα και δεν επήγε το μπετό σε δυο μεριές κι όσο κι αν τήνε γιομίζανε έχανε και δε γιόμιζε και λέγαμε γιατί δεν έχουμε πίεση; - Πότε ορέ; Εγώ δε θυμάμαι τίποτσι. - Εκούτιανες φαίνεται. Ορέ δε θυμάσαι τί είχε γένει; Που εφώναζε όλος ο κόσμος; Που δεν είχανε νερό μέχρι και οι Κακολαμπριανάδες; - Όχι. - Οχιά να σε φάει, κούτιακα. - Ορέ πότε εγινήκανε αυτά, το Μάη ποτέ; - Τσάντο, ορέ Τσάντο! Δεν έχανε η δεξαμενή και δεν είχαμε νερό για πόσο καιρό; - Έχανε, έχανε… - Λέτε κουταμάρες. Ποτέ δεν έχανε. Άμα έχανε δε θα το βλέπανε αυτοί που παραλάβανε το έργο; - Ορέ, τσου κουτογελάσανε. Άμα ξεκαλούπωσε και είδε το χώμα, σα δυο τρύπες νάαα!, έβαψε ο φίλος σου το χώμα με τσιμέντο να μη φαίνεται. Κι αυτοί εβιαζόντανε να πάνε να φύγουνε κι ερίξανε μόνο μια ματιά και είπανε εντάξει και τόνε πλερώσανε αλλά μετά που ήρθε το νερό έφευγε από τσι τρύπες. - Ναι καλά… και τώρα πως δε φεύγει; - Είσαι με τα καλά σου; δεν εβγάλανε νέα αργολαβία, να δεις πως τήνε λέγανε, άαα ναι…, «Αποκατάστασις Αστοχιών Δεξαμενής παραπλεύρως Κακολαμπριανάδων» και τη δώκανε στον άλλονε αργολάβο, το Τάτση τση Μαρούλως, πούναι τίμιος και την έσιαξε; Άλλα λεφτά βέβαια! Τάχουμε και τα πελούμε! - Αυτή τη δουγειά έκανε ο Τάτσης; Εγώ νόμιζα ότι άλλαξε μόνο τσου αμιαντοσωλήνες. - Αυτήνε! Τσου αμιαντοσωλήνες τσάλλαξε ένας άλλος αργολάβος από τη Χώρα. - Άααα…!
72
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
- Άξις και ξερός! * Πάσα υποψία ότι πρόκειται περί φανταστικού διαλόγου είναι λανθασμένη.
18-4-2019
ΕΙΣ’ ΑΥΤΟΥ; - Δεν ακούς; - ……………… - Σπύ-ρόοο! - Φώναξες; - Άσκωστο! δεν ακούς; - Το τηλέφωνο; - Αμή ποιό; το ποδάρι σου; Βαρεί μια ώρα…! Έτο, σταμάτησε! - Δε τ’ άκουσα. - Θέ μου, δώκε μου δύναμη, τέγεια κουφάλογο εγίνηκε. - Σ’ άκουσα! - Ό,τι θέλεις ακούς, ό,τι πρέπει δεν ακούς! - Ποιός ήτανε; - Πού θέλεις να ξέρω; Δε τ’ άσκωσες εσύ; - Εγώ εφώναξα εσένανε! - Γιατί εσύ τι κάνεις; - Εγώ κόβω τα νύχια μου. Έτο! ξαναβαρεί, άσκωστο! - Το κινητό; - Μωρέ ποιό κινητό, το σταθερό στη κουζίνα. - …………………. - Ποιος ήτανε; - Ο αδερφός σου. - Και τι ήθελε; - Δε μούπε. - Δε σου μίλησε; - Μίλησε, μούπε «εισ’ αυτού;» - Και τι τούπες; - Τι να του πω του κούτιακα. Ότι δεν είμ’ αυτού; - Μη λες κούτιακα το παιδί. - Ποιό παιδί; το εκατό σοδιώνε;
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
73
- Κάνε μου τη χάρη! Βαρεί πάλε, άσκωστο! - Το κουδούνι τση πόρτας είναι, άνοιξε ‘σύ, εγώ είμαι με τσι πιτζάμες, δε μπορώ. - Σού ‘πα κόβω τα νύχια μου! - Από πότε έχεις να τα κόψεις; - Μωρέ σύρε άνοιξε… - …………………… - Ποιός ήτανε; - Εγώ! - Εβουρλίστηκες; - Ρώτησα «ποιός είναι;» και μούπε «εγώ είμαι»! - Και δεν άνοιξες; - Όχι! - Γιατί; - Ο αδερφός σου ήτανε αλλά δεν είχα όρεξη πρωί, πρωί να δω τα μούτρα του. Τούπα μέσα από την πόρτα νάρθει μετά, να σώσεις κι απ’ τα νύχια σου. - Δε του άνοιξες; Να μας βάλεις να σκοτωθούμε, πασχαγιάτικα, θέλεις; - Και να τ’ άνοιγα, εσύ κόβεις τα νύχια σου. - Βαρεί το κινητό μου, πάρτο! Ο Λούλης μου θάναι. - Εμπρός… - Σας έχουμε καλέσει από το δίκτυο κινητής τηλεφωνίας ……… για μία εξαιρετική προσφορά. - …………………….. - Εισάστενε αυτού;
19-4-2019
ΤΑ ΒΑΦΕΙ Μικρό τόνε κουρεύανε με τη ψιλή. Εν χρω. Δε τον άντεχε το κουρέα και τη μηχανή του. Τόνε γαργαλούσε, τόνε τσίμπαγε, οι τρίχες του μπαίνανε στο σβέρκο, στ’ αυτιά, στη μύτη και στο στόμα, τσίφτυνε, κι αυτός από πάνου να του λέει «μη κουνιέσαι, μη κουνιέσαι», αυτό λες κι είχε σκουλούκι όλο κουνιόντανε μέσ’ τη πετσέτα ζουρλομανδία που τον είχε φασκιώσει, μάχη γινόντανε μέχρι να σώσει. - Με τσι ‘γείες σου, κοίτα τί ωραίος που έγινες! Κοίταζε στο καθρέφτη το κεφάλι του, ένα καύκαλο έβλεπε με μια τσούφα μπροστά, σα το Τάμπυ τση Μικρής Λουλούς ήτανε. Κι ήξερε ότι θα τον άρπαζε
74
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
σε λίγο η άλλη να τόνε λούσει, να τόνε τσούζει η σαπουνάδα στα μάτια και να σκούζει μία ώρα. Μαρτύριο και το κούρεμα και το λούσιμο. Αλλά δεν τον άφηνε γιατί πέρσι είχε γεμίσει κονίδες στο σκολείο και τούβαλε πετρόγιο και τση βγήκε η ψυχή να τσι ξεκάνει μία, μία. Τσίβαζε στο νύχι από τον ένανε αντίχειρα, τσίσπαγε με τον άλλονε κι αυτές κάνανε κρατς! Έβλεπε το πατέρα του να βγάνει τη τσατσάρα από τη κωλότσεπη, να βάνει μπριγιόλ και να χτενίζεται, η μάνα του γκρίνιαζε με το μπριγιόλ, τί γάριαζε το γιακά του κι άμε μετά να τόνε ξεγαριάσει στο μαστέλο, όμως τ’ άρεσε το μαλλί του πατέρα του, μαύρο και γυαλιστερό κι έλεγε από μέσα του, «θα μεγαλώσω, δε θα μεγαλώσω;». Γιατί άμα είσαι μιτσός δε περνάει άλλο ο χρόνος κι όταν μεγαλώσεις τρέχει σα νερό; Μεγάλωσε, άντεξε όλα τα κουρέματα του σκογειού και του στρατού, κι επιτέλους θάκανε το μαλλί του ό,τι ήθελε. Έβλεπε και στο κινηματόγραφο, πριν αρχινήσει το έργο, τη διαφήμιση του μπριλ κριμ με κείνονε που πηδούσε επί κοντώ και ξαναγύριζε πίσω γιατί ξέχασε να το βάλει, ήρθε κι η μόδα με το μακρύ μαλλί και τσι φαβορίτες και κάθε πρωί στο καθρέφτη θάγμαζε το μαλλί του που το βλέπανε οι κοπέλες και τόνε ξεχωρίζανε. Όμως πολύ γλήγορα όλο γέμιζε η τσατσάρα του τρίχες κι άρχισε να ανησυχεί. Όλο και λιγοστεύανε οι τρίχες τση κεφαλής του και δε τ’ άρεσε αυτό καθόλου. Πρόσεχε, χτενιζόντανε απαλά, απαλά, και κοίταζε με απελπισία στο ρουμπινέ το μάτσο τσι τρίχες που του φεύγανε κάθε φορά που λουζόντανε. Ευτυχώς σταθεροποιήθηκε η κατάσταση, έκοψε και το μπριλ κριμ και τούμεινε μόνο η πιτυρίδα αλλά εντάξει έκανε μία με το χέρι του και την έδιωχτε. Παντρεύτηκε, έκαμε παιδιά, οι δουγειές του καλά, το μαλλί, μαλλί αλλά το αφιλότιμο τώρα τελευταία άλλαζε χρώμα. Κάτι άσπρες τρίχες φαινόντανε και δε τ’ αρέσανε. Είπε στην αρχή να τσι βγάζει αλλά από την άλλη θα λιγοστεύανε. Στσι «Κομμώσεις Σούλας» που πήγαινε τούπανε για κάτι χρωμοσαμπουάν αλλά θα τόνε κάνανε βουρδούγιο μετά, οι λαμασόνες. - Τα βάφει! Άσε που κι αυτά τα χημικά μπορεί να του ρίχνανε κι άλλες τρίχες. Ξημερώματα Μεγάλης Πέμπτης του παράγγειλε. - Να μου φέρεις και δυο φακελάκια βαφή να βάψω τ’ αυγά. - Άααα και νάμουνα αυγό… - Τ’ είπες; - Τίποτα, τίποτα…
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
75
21-4-2019
ΟΡΕ ΒΑΓΙΩΝΕΣ… Καλάρανε από βραδύς. Πιάκανε από τη πόντα του Φτεγιά, ανοίξανε μέχρι να κλείσει η στεριά το Στύλο και γύρανε κατά το Σταυρό. Εννιακόσιες τόσες οργιές ερρίξανε, χώρια δυο μετζάνα, δυο χοντρά κι ένα αφροπαράγαδο που πρωτορίξανε ανοιχτά απόξω και λίγο μέσα στο αρβανίτικο. Αράξανε μέσα στο Φτεγιά, να περάσουνε τη νύχτα. Τρείς ήτανε. Ο καπετάν Ατρόμητος από το Ποταμό, ο Σπύρος από τα Καρτέρια κι ο Ανανίας τση Τζούτζως, ο ντεφετάδος, από το Μαντούκι. Ανάψανε τη γκαζιέρα και βάλανε τη πινιάτα με τσου σπάρους, τσι βόπες, τσι λάμπενες και τσι πέρκες πούχανε πιάκει στη καθετή και στ’ αρμπουριχτό. Βάλανε και δυο πατάτες κομμένες κυδωνάτες, ένα καρότο, λίγο σέλινο, ένα κρεμμύδι και τ’ αφήκανε να βράσουνε καλά όσο πίνανε από το κακοτρύγη του Σπύρου. Φάγανε. Το ψωμί παπάρα, χορτάσανε. Γύρανε για λίγο. Ο Ατρόμητος τσου ξύπνησε βάζοντας μπρος τη μηχανή. Πρώτα ασκώσανε τα παραγάδια. Τίποτσι. Καμιά δεκαριά μπακαλαριά, όλα κι όλα. Και ξημέρωνε Βαγιώνε! Στα δίχτυα όμως λες κι είχε πέσει ο Ιησούς Χριστός απάνου τους. Σιναγριδιά, πέντε καλές κότσες, κάνα 12 κιλά μπαρμπούνια και κουτσομούρες, δυο ρουφιοπούγια, σουπιές, τρία χταπόδια του κιλού κι ένα σωρό άλλα πετρόψαρα και γιανόψαρα. Είχε βγει το ψάρι στα ρηχά. - Την εκάμαμε καπετάν Ατρόμητε. - Ασκώνετε ορές, μα η πρώτη μας είναι… Γέμισε το κουπαστάδο ψάρι. Αλλού τα μπαρμπούνια κι οι κουτσομούρες, αλλού τ’ άλλα. Τα τελάρα γιομίζανε και τσου ρίχνανε τριμμένο πάγο να τα πάρουνε φρέσκα στη Χώρα. Ξεψαρίσανε, βάλανε μπρος για τη Πόλη. Ο Ατρόμητος ξάπλωσε, έδωκε το τιμόνι του Σπύρου και τόνε πήρε. Ο Ανανίας έμεινε να νετάρει τα δίχτυα από τσι αληθινές και τσι καβουρομάνες. Λιγουρευόντανε ένανε σκορπιό μαύρο, ίσαμε μισό κιλό, για μπουρδέτο. Θα του τον έδινε ο Ατρόμητος να τόνε πάρει τση Τζούτζως; Πάντα τσούδινε αυτουνού και του Σπύρου, όξω από το μεροκάματο, από τα γιανόψαρα και τα χτυπημένα από τσι σουπιές, τσι αληθινές και τσι βδέλες που δεν ήτανε για πούλημα. Αλλά τα καλά και τα πρώτα τάδινε τσι πόστες του και του Χτόδολου που γύριζε με το ποδήλατο τσι γειτονιές. Έβαλε το σκορπιό κοντά στη πλώρη μαζί με δυο κούκους, απ’ αυτουνούς που όταν τσου βάζεις τσιγάρο στο στόμα το καπνίζουνε. Ζωντανά ήτανε, σπαρταρούσανε. Τσούριξε από πάνου τους ένα βρεμένο καναβάτσο και σκεφτόντανε πως θα τα βγάλει όξω χωρίς να τόνε καταλάβει ο Ατρόμητος.
76
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
Στο Δεσποτικό φανήκανε οι πρώτες σκόλες. Ακουόντανε κι η μουσική. Ο Σπύρος έκανε κράτει. Ο Ατρόμητος ξύπνησε, κάνανε το σταυρό τους. Έβγαινε ο Άγιος στο θάμα Του. Ο παπα Σταμάτης τσούδε κι άσκωσε την εικόνα με το βάγιο. Αράξανε μέσα από τα πέτσα, στα καΐκια. Ο Ανανίας μαζί με το σκοινί τση πλώρης άρπαξε και το καναβάτσο με το σκορπιό και τσου κούκους. Σάρταρε όξω να δέσει. Ο Ατρόμητος τόνε κατάλαβε. Του τόχε ξανακάνει. - Τί έχεις στο καναβάτσο, ορέ; - Εγώ; τίποτα…, κι έκανε μία και τράβηξε το λάστικο από το βρακί του κι έχωσε το καναβάτσο από πίσω του. Τ’ αγκάθια του σκορπιού χωθήκανε στα κολομέρια του και του καρφωθήκανε μεσ’ το πιντσιριρί. Πό-νόοος…! - Εγώ βιάζομαι, έφυγα, γειά σας… κι έβαλε τσι κόρσες να πάει παρακάτου να βγάλει το καναβάτσο. - Τι έπαθε αυτός Ατρόμητε; ρώτησε ο Χτόδουλος που τσου περίμενε να πάρει το ψάρι. - Τίποτα, το σκορπιό το μεγάλωνε πήρε και τον έβαλε στο βρακί του, ο κούτιακας! Άστονε, τόσο του κόβει. Με τον Ανανία τα βάζεις; δε τα βάζεις… Ο Ανανίας μπρούμυτα στο κρεβάτι δε μπορούσε ν’ ασκωθεί να φάει. Η Τζούτζω τον άλειψε με το λάδι από το πινομέταξο κι έκατσε να φάει το σκορπιό. - Ορή Τζούτζω, το λάδι από το πινομέταξο είναι για τ’ αυτιά, το σκότι του σκορπιού έπρεπε να μου βάλεις. - Τώραααα…, τόφαγα! Το απόγιομα πέρασε ο Ατρόμητος να του δώκει το μεροκάματο και κάτι γιανόψαρα. Ορέ Βαγιώνες…
25-4-2019
ΚΡΙΝΟΙ ΚΙ ΑΛΑΤΟΝΕΡΟ «Να είμαι πιστός στο Θεό…», λέει κάπου η Υπόσχεση του προσκόπου. Αλλά υπάρχει Θεός; Από υπάρξεως το ερώτημα. Ένας Γουϊλιαμ – Βασίλης Μαϊλης λέει: «Χρειάζεται περισσότερη πίστη για να πιστέψει κανείς ότι δεν υπάρχει Θεός απ’ ότι πως υπάρχει Θεός» - «Είναι πιο λογικό ότι κάτι δημιούργησε το Σύμπαν απ’ ότι το Σύμπαν δημιουργήθηκε από μόνο του». Μπράβο βρε Βασίλη κι ας είσαι πιτσιρικάς. Πίστη και λογική, λογική και πίστη κι όποιος λογικός πιστεύει. Προχθές φωτογραφίσανε μια μαύρη τρύπα. Απόξω, όχι από μέσα. Μεγάλη Βδομάδα στους προσκόπους.
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
77
Οι μπότηδες ετοιμάζονται από μέρες. Και οι λαμπάδες. Τα παιδικά χέρια καταπιάνονται στη διατήρηση των εθίμων. Όλη τη Μεγάλη Εβδομάδα τρέχουνε. Σάββατο του Λαζάρου. Κολομπίνες. Το βενετικοκερκυραίϊκο γλύκισμα έθιμο/ τραγουδισμένο με τα κάλαντα κείνου του επισκεψιώτη με τη χαρακτηριστική φωνή που όμοια της δεν υπάρχει: «…..Πάτησε ο Χριστός στην πλάκα επάνω, Δεύρο Λάζαρε, σήκω επάνω. Κι ώ του θαύματος η γη εταράχθη και ο Λάζαρος ορθός εστάθη. Πού ήσουν Λάζαρε;…, πού ‘σαι αδερφέ μου;…, πού ήσουν φίλε μου και γνώριμέ μου;…». Νάναι καλά ο Φορέας Κορφιάτικης Έκφρασης που ανάστησε το έθιμο. Μεγάλη Τετάρτη μια βάρκα τραβάει για Βίδο. Μπροστά από το Διοικητήριο, που κοντεύει να πέσει, είναι οι κρίνοι. Άσπροι, αγνοί, άγριοι, γέννημα τση γης. Θα στολίσουνε τον Επιτάφιό Του τη Μεγάλη Παρασκευή, μαζί με κάτι άγριες μωβ ορχιδέες που φυτρώνουνε στους πρόποδες των Αγιών Δέκα, για να τόνε βγάλουνε αθώες, άδολες, αγνές ψυχούλες. Παιδικές. Αυτές που θα συνοδέψουνε πολλούς Επιταφίους Του στη Πόλη και στα χωριά. Αυτές που όλες μαζί το ίδιο βράδυ θα μαζευτούνε για να βγούνε στον Επιτάφιο τση Μητροπόλης. Μαζί με όσους ήρθανε αυτές τσι μέρες στο νησί τους, μαζί με κάτι περασμένους κερκυραίους προσκόπους που επιμένουνε να καταθέτουνε την Κέρκυρά τους στα πόδια Του. Κι ας ακούνε, ό,τι ακούνε, απ’ όσους βγάνουνε τη κατάνυξη από το έθιμο και βάνουνε στη θέση της το σόου. Την άλλη μέρα, πριν σπάσουνε οι μπότηδες, η ίδια απόδειξη της Συνύπαρξης των Γενεών θα καταθέσει την τελευταία ικμάδα της Πίστης της στον Επιτάφιο του Άγιου. Παίρνει δυνάμεις από τα χθεσινοβραδυνά λόγια του Περιφερειακού της: «Σήμερα κουραστήκαμε όλοι. Στις φρουρές των Επιταφίων το πρωί. Μετά στο μεγάλο μας Επιτάφιο του Αγίου Νικολάου της Πέτρας, στο δικό μας Επιτάφιο των Προσκόπων. Ύστερα στους Επιταφίους των Εκκλησιών και στον Επιτάφιο της Μητρόπολης. Συνιστώ σε όλους, προτού ξαπλώσετε, να κάνετε ένα καλό ποδόλουτρο με αλατόνερο, ν’ αλαφρώσουνε τα ποδάρια σας, και αύριο το πρωί στις 8,30 το αργότερο εδώ για τον Επιτάφιο του Αγίου Σπυρίδωνος». Και συ, εγώ, χωρίς αίσθηση κούρασης να γελάς με τους φίλους σου: «Άκου αλατόνερο! Πού το βρήκε κι αυτό!». Κι όμως σήμερα, Μεγάλη Παρασκευή βράδυ, αυτό το σφίξιμο στο στέρνο, αυτά τα δάκρυα στα μάτια – τι στο καλό, μπάμπαλα έχουνε τα μάτια μου; - δε θα τάχες αν μπορούσες ν’ ακούσεις και συ για το αλατόνερο. Επιστημονικές έρευνες κατέδειξαν, προσφάτως, ότι το αλατόνερο κάνει καλό και στο σφίξιμο στο στήθος.
78
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
26-4-2019
Η ΠΕΤΡΙΑ Τόχα διαβάσει στην εφημερίδα. Τση βαρήσανε τον άγγονα. - Ού, μάνα μου, πετριά που με βρήκε…! κι έκλαιγε. Ξαμολάς λόγια κακά να προσβάλλεις, ψέματα να κακολογήσεις, ειρωνείες να πειράξεις, διαστρεβλώσεις να εξαπατήσεις, ανακρίβειες να θολώσεις, προδοσίες να σκαρφαλώσεις, πετριές να χτυπήσεις… Τα κάνουμε οι ανθρώποι, δε τα κάνουνε τα ζα. Σκοτώνουνε τα ζα για να φάνε, σκοτώνουνε τόσο όσο να φάνε. Όχι παραπάνου. Τόσο όσο ο Θέος τσούβαλε στη φύση τους να κάνουνε. Ξατρέχει ο γκόφος τη σαρδέλα άμα πεινάει, ο γλάρος τη βόπα, το γεράκι το σπούργο, το χιλιδόνι το κουνούπι, όσο να φάει και να χορτάσει. Να ζήσει θέλει, να πάρει ενέργεια να ζήσει. Προσταγή τση φύσης και μέχρις εκεί. Τα ζα έχουνε κανόνες, νόμους. Άμα πίνουνε δε κυνηγάει τόνα τάλλο να το φάει. Δεν επιτρέπεται. Κι όποιο το νόμο παραβαίνει χάνει την υπόληψή του. Το βάνουνε στη μπάντα. Από τη μια το φοβούνται κι απ’ την άλλη το περιφρονούν, το τιμωρούν. Το έλλογο ον! κουρδίζει το πιο σπουδαίο όργανό του να παίρνει χίγιες στροφές… Βαρεί όπου κι αν έβρει. Κλόκου πάστρες μου, που λένε, και μη τίποτά σου. Κι αμολάει τη μπάλα τση κακίας του, σα φιλί του Γιούδα, στον αδρεφό, στο πατέρα, στη μάνα, στο πάππου. Όπου κι ό,τι κι αν έβρει. Μπορεί να σκύβεις το κεφάλι σ’ όποιονε φοβάσαι, να κάνεις ό,τι σου λέει η εξουσία του αλλά τη ψυχή σου ποτέ δε τη παραδίνεις. Ξέρεις, κι αυτός ξέρει ότι ξέρεις! Του το λες με τα μάτια σου που πετάνε πετριές. Η νόνα φιλεί τη πληγή του άγγονα να τήνε γιάνει και φωνάζει φωνή σπαραχτική. - Ού πετριά που με βρήκε!
1-5-2019
ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ Από κάτου περνάει η πορεία. «... στη-Πρω-το-μα-γιά, τι-μη-μέ-νη ερ-γα-τιά». Τη πρώτη λέξη δε μπόρεσα να τη ξεχωρίσω, μάλλον ήταν «όχι». Παγιά γιορτή απ’ τα αρχαία τα χρόνια και για πολλούς λαούς. Τέγιωσε ο χειμώνας, ήρθε η άνοιξη, έρχεται το καλοκαίρι. Ανέβηκε η Περσεφόνη νάβρει τη μάνα της, τη Δήμητρα.
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
79
Ευκαιρία για γιορτή, χορό και τραγούδι. Με τα χρόνια αυτές οι ευκαιρίες αποκτούνε το τυπικό τους που επαναλαμβανόμενο γίνεται έθιμο. Στην Κέρκυρα την εποχή των Ανδηγαυών, λένε κάτι βιβλία, ήτανε κι ένα τιμάριο του βαρόνου Γιανέλου ή των Τσιγγάνων ή των «Αμπιτάμπουλων» που η φυλή τους του ανήκε με δικαίωμα ζωής και θανάτου. Είχε και το δικαίωμα «της πρώτης νύχτας του γάμου» αλλά μετά το αλλάξανε με την υποχρέωση κάθε τσιγγάνικη οικογένεια να του δίνει μια κότα δυο φορές το χρόνο. Πολλές κότες. Μετά οι Βενετσιάνοι παραχωρήσανε το τιμάριο στο λόγιο Αντώνιο Έπαρχο μέχρις ότου οι τσιγγάνοι της Κέρκυρας στα μέσα του 17ου αιώνα αφομοιώθηκαν από την ίδια την Κέρκυρα που στο διάβα της έχει καταπιεί φυλές και λαούς και τσου ξαναγεννάει Κερκυραίους, μια δουγειά που την εκάνει ίσαμε τώρα και ηξέρει να την εκάνει πολύ καλά. Όποιος αμφιβάλλει ας πάει να ρωτήσει όλους τους σημερινούς κερκυραίους από που κρατάει η σκούφια τους. Από τον Αλκίνοο και την Αρήτη αποκλείεται! Τα τιμάρια όμως εσυνεχιστήκανε, οι αγρότες εξακολουθήσανε να είναι δουλοπάροικοι των αρχόντων και, παρόλο που αλλάξανε οι καταχτητές, εφτάκαμε μέχρι και την Ένωση όπου συνεχιζόντανε ένα «έθιμο» τση Πρωτομαγιάς όπου ολόκληρη η οικογένεια των δουλοπαροίκων πήγαινε στο σπίτι του αρχόντου με δυο ξέστες λάδι, ένα βαρέλι κρασί, δυο ζευγάρια κοτόπουλα κι ένα νούμπουλο, βασιλικό όπως το ελέγανε, κρατώντας ένα κυπαρίσσι στολισμένο με κορδέλες, το Μαγιόξυλο, όπως βλέπουμε στο γνωστό πίνακα του Παχή, και του ετραγουδούσανε: «Μπρε μπήκε ο Μάης, μπρε μπήκε ο Μάης, μπρε μπήκε ο Μάης ο μήνας, ο Μάης με τα τριαντάφυλλα κι ο Απρίλης με τα ρόδα. Μάη μου, Μάη μου καλέ, Μάη μου κανακάρη, π’ όλο τον κόσμο επλούμισες μ’ ανθούς και με λουλούδια κι εμένα με περίκλωσες στου έρωτα τσ’ αγκάλες. ………………………………………………………………………………………. Είσαι στη μέση απ’ άρχοντες, στη μέση απ’ αφεντάδες είσαι στη μέση τση Σπηλιάς με τσου πραματευτάδες. ……………………………………………………………………………………….. Κι εδώ που τραγουδήσαμε, ως τώρα και του χρόνου και την ημέρα τση Λαμπρής με το «Χριστός Ανέστη». Έπρεπε νάρθει ο νόμος του Ζαβιτσιάνου, που κατάργησε τα εδαφονόμια, κι ο τελευταίος πόλεμος που έβαλε τέγεια στη μπάντα τσου αρχόντους και το Μαγιόξυλο κι ανασάνανε οι χωριάτες και τα κυπαρίσσια.
80
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
Όταν πήγαινα στο Δημοτικό μας εβάζανε και κάναμε χάρτινα λουλούδια και κάνα δυο φορές τα πήρανε και στολίσανε άρματα που εκάνανε παρέλαση μεσ’ στη μέση τση Χώρας. Μάης ήτανε; Δε θυμάμαι. Το Σικάγο είχε πρωτογίνει, το 1886, αλλά το μάθαμε πολύ μετά.
2-5-2019
ΧΩΡΙΣ ΦΩΝΗ - Τα παίρνουνε, τα παίρνουνε… - Επιτέλους, ν’ ανασάνουμε και λίγο… - Δε προλαβαίνουνε τα παιδιά μου να ρίξουνε λίγο μπόι και τα κόβουνε σύρριζα. - Αυτά δεν έχουνε δόντια, μαχαίρια έχουνε. - Και να μη μπορείς να κουνηθείς, να πας να φύγεις… - Πόσο άδικος ο κόσμος, πόσο άδικη η ζωή.., άλλοι να μπορούνε να περπατάνε κι εμείς εδώ ακούνητα και χωρίς φωνή… - Χωρίς φωνή, χωρίς φωνή…, αυτό είναι το χειρότερο. Όσους φωνάζουνε τσου λυπούνται καμιά φορά οι πρώτοι, αυτοί που κανονίζουνε τί είναι για λύπηση και τί όχι, αυτοί που μας πατάνε και δε δίνουνε λογαριασμό σε κανένανε. Αυτοί που νομίζουνε πως τάχουνε όλα δικά τους, όπου γης. - Νομίζουνε ότι εμείς δεν έχουμε ψυχή, δε πονάμε, δε σκούζουμε ούτε όταν μας μασουλάνε ζωντανά, ούτε όταν μας βράζουνε, ούτε όταν μας βάζουνε στολίδια στα βάζα τους και τώρα τελευταία μάθανε και να μας ψήνουνε, όπως τα ψάρια στα κάρβουνα. - Χειρότερα από τα ψάρια, αυτά κολυμπάνε, φεύγουνε και τσου ξεφεύγουνε καμιά φορά. Εμείς; - Τόμαθες που είναι και κάποιοι που θέλουνε να τρώνε μόνο από μας; - Ναι, γιατί τσου πειράζει να τρώνε αυτά που φωνάζουνε. Αναριτσιαίνουνε, λέει. - Μας κόβουνε, μας τρώνε, μας σφάζουνε για να καθαρίσουνε το τόπο, λένε, μας καίνε γιατί τσου μποδάμε και φέρνουνε τ’ άλλα και μας τρώνε ζωντανά για να τα μεγαλώσουνε και να τα φάνε μετά κι αυτά. Θέ μου γιατί τόση αδικία; Γιατί μόνο εμείς; Εμείς δεν έχουμε ψυχή; Δεν αναριτσιαίνουμε κι εμείς όταν το κοπίδι τους μας κρύβει τον ήγιο, όταν το δόντι του ζωντανού τους μπίγεται στη φλούδα μας; - Και μας ξεχωρίζουνε κιόλας. Άλλα είμαστε καλά, άλλα κακά, άλλα κηπευτικά, άλλα άγρια, άλλα παράσιτα, άλλα καλλωπιστικά, άλλα του ριξιμιού, άλλα καρποφόρα, άλλα κι άλλα…
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
81
- Ειμάστενε, λένε, στα από κάτου τση αλυσίδας τση τροφικής κι αυτοί στα από πάνου, έτσι το γράφουνε στα βιβλία τους. - Έμαθες να διαβάζεις; - Και βέβαια! Έμαθα, πως δεν έμαθα! Ξέρεις πόσες φορές εκάτσανε κι εδιαβάζανε από κάτου μου; Τί ποιήματα, τί μυθιστορήματα, τι φιλοσοφίες, τί εφημερίδες, τι Μίκυ Μάους… Άλλοτε ένας-ένας, να σκεφτούνε λέει, άλλοτε παρέες για πικινίκια, άλλοτε δυο-δυο που είναι και το χειρότερο. - Γιατί το χειρότερο; - Τσου πιάνουνε οι αγάπες και βγάνουνε το σουγιά τους και σε σκαλίζουνε και γράφουνε τα ονόματά τους, κάτι καρδιές και «σ’ αγαπώ»! Όχι εμένανε, πάντως! Κάθονται και φιγιόνται και δε μ’ ακούνε γιατί φωνάζω, λένε, σε άλλη συχνότητα. Τσούφαγε η πρόοδος κατ’ αλλού. Πιάνουνε, λέει, κάτι ήχους από άλλους γαλαξίες και, συφορά τους, δε πιάνουνε τσου δικούς μας που είναι και δίπλα τους. - Πάντως τέτοιες μέρες τα παίρνουνε, τα παίρνουνε… - Ναι, τα κόβουνε και τα τρώνε, οι αχάριστοι. - Ξέρεις πότε φχαριστιέμαι; - Πότε; - Τότε που τσου ρουφάω τα ανόργανα, λέει, υλικά τους. Όταν γίνονται κι αυτοί γης και σέρνω τσι ρίζες μου απάνου τους. - Άααα, ναι! Και τάχουνε πλούσια, μια ζωή μαζώνουνε τα καλύτερα. Έφαγα προψές κάτι νάτρια και κάτι ασβέστια, μεγαλείο. Θαραπάηκα! - Αυτά είναι μεγαλεία! - Τελικά εδώ απάνου όλα ένας κύκλος είναι. Ο ένας τρώει τον άλλονε, όταν μπορεί, όποτε μπορεί, όσο μπορεί. Όλοι το ίδιο ειμάστενε, κομμάτια τση ζωής, κομμάτια τση γης. Για γέγια η υπόθεση, κουταμάρες… - Τι έγινε, τα πήρανε; - Τα παίρνουνε, τα παίρνουνε…
4-5-2019
Ο ΣΤΑΘΜΟΣ Είχε δυο μάτια (ανοίγματα-πόρτες, παράθυρα) μπρος και μία πίσω στη κούρτη. Είχε και δυο αδρέφια δίδυμα για αφεντικά το Καφέ – Μπαρ «ο Σταθμός». Με πλούσιο και αγωνιστικό παρελθόν και στο ποδόσφαιρο, όταν παιζότανε στην Κάτου Πλατεία, και στη πολιτική, όπου και να παιζόντανε. Από την Κέρκυρα μέχρι τον Άη Στράτη. Μέσα στο μαγαζί μαζευόντανε οι ομοϊδεάτες, οι φίλοι, οι δικοί.
82
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
Για τον κόσμο απλώνανε καμιά 20ριά στρογγυλά, σιδερένια τραπεζάκια απέναντι στη πλατεία κάτου από το φτεγιά. Το καλοκαίρι είναι το πιο δροσερό μέρος και τση πάνου και τση κάτου πλατείας. Και το παραμικρό αεράκι το πιάνει. Όποιος δε πιστεύει να πάει να ιδεί. Με φώναξε: - Έλα, κάτσε. - Ευχαριστώ Έφορε, κι έκατσα στη πάνινη πορθρόνα που αργότερα έμαθα πως τη λένε «του σκηνοθέτου». Ζυγίστηκα νάβρω το σωστό σημείο να στριγκλίζουνε το λιγότερο οι περαστές βίδες, μπάντα κι άλλη, που συγκρατούσανε το ξύλινο σκελετό τση πορθρόνας, και πιάκαμε τη κουβέντα. - Τι θα πάρεις; - Μια πορτοκαλάδα. Εγώ ήξερα, αυτός δεν ήξερε. Τόμαθε μετά. «ο Σταθμός» δε φημιζόντανε για την αυστηρή τήρηση των κανόνων των καταστημάτων «υγειονομικού ενδιαφέροντος» όπως τα λένε σήμερα. Είχα δει κι είχα ακούσει πολλά και διάφορα. Ήξερα ότι το καλύτερο πούχες να κάνεις ήταν να παίρνεις ένα αναψυκτικό που θα τ’ ανοίγανε μπροστά σου. Και για ασφάλεια τόπινες από το μπουκάλι. Κουβεντιάζαμε πάνου από μισή ώρα. Τί θα γίνει μ’ αυτό, τί θα γίνει με τ’ άλλο, άκουσες τί λέει αυτός για μένανε, τέτοια. Κάποια στιγμή ήρθε ο ένας από τσου δύο. Γκαρσόνι δεν είχανε. - Τί να σας φέρω; - Μια πορτοκαλάδα κι ένα τούρκικο καφέ (ακόμη δε τόνε λέγαμε ελληνικό). Τάφερε. Ήπια μια γουγιά από το μπουκάλι τση κερκυραϊκής πορτοκαλάδας – ακόμη υπήρχανε κερκυραϊκές πορτοκαλάδες, ΒΕΛΚΑ ήτανε; Ο Έφορος ρούφηξε μια γουγιά από το καφέ του. - Πφφφ! τί έχει μέσα; κάτι έχει! Κουταλάκι δεν υπήρχε, ανακάτεψε με το δάχτυλό του κι έβγαλε μια αρμυροαρδέλα! Ήτανε κι αψύς κι έβαλε τσι φωνές. - Τί πράματα είν’ αυτά…, στην Κέρκυρα το 1978; Φώναξέ τονε, μούδωσε τη διαταγή! Πού να τόνε φωνάξω…, αμηδά θάκουγε; Άφηκε το καφέ στη μπάντα, ακούς εκεί αρμυροσαρδέλα στο καφέ…, κάποια στιγμή ηρέμησε και η συζήτηση πήγε κατ’ αλλού, στον τουρισμό, στην Κέρκυρα και στις πρωτόγονες υποδομές της. Εμφανίστηκε καμιά ώρα μετά. Λίγη η δουγειά. Τόνε φωνάξαμε. - Στο καφέ μου βρήκα μια αρμυροσαρδέλα!
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
83
Ξεκαρδίστηκε στα γέγια. - Θα τούπεσε από το μεζέ του ούζου. Τί φωνάζεις; - Μα είναι πράματα αυτά; και θέλεις να βγεις κι από πάνου; εσύ δεν είδες τί μούφερες; - Δε στον έφερα εγώ. Ο αδρεφός μου στον έφερε. - Εσύ μου τον έφερες, θυμάμαι το πουκάμισό σου το καρό! - Κι ο αδρεφός μου το ίδιο φορεί. «ο Σταθμός»
5-5-2019
ΣΤΑΥΡΟΚΟΜΠΟΣ Με αυτόν το κόμπο συνδέουμε δυο σκοινιά του ιδίου πάχους, του είπανε, και τον έμαθε μικρός το σταυρόκομπο. Παιδεύτηκε λιγάκι γιατί στην αρχή τούβγαινε γαϊδουρόκομπος και τον έλυνε και τόνε ξανάδενε μέχρι να τόνε κάνει με κλειστά τα μάτια. Αργότερα εδιάβασε ότι τον ίδιο κόμπο τόνε λένε και κόμπο του Ηρακλέους που καένας δεν ημπορεί να τόνε λύσει με όποιο τρόπο και να τραβήξει τσι άκρες του. Δοκίμασε ως άπιστος Θωμάς αλλά πράγματι έτσι ήτανε. Δε λυνόντανε. Πιο μετά του είπανε ότι επειδή ο σταυρόκομπος άμα δε θέλεις δε λύνεται γι αυτό τόνε διαλέξανε για σύμβολο της Παγκόσμιας Προσκοπικής Αδελφοσύνης και Ενότητας, ήτις συνδέεται δια της Προσκοπικής Υποσχέσεως και του Νόμου του Προσκόπου, επίσης παγκοσμίως, αποτελούντων δι έκαστον πρόσκοπον κτένες ελέγχου του προσκοπικά παραδεκτού ή μη. Περάσανε τα χρόνια, έμαθε και ξέχασε πολλά. Τους προσκοπικούς κτένες και το σταυρόκομπο δεν τα ξέχασε ούτε τους συμβολισμούς τους. Έγιναν κομμάτια του. Έφτακε η ώρα που ήρθε ο κόμπος στο χτένι. Στριμόκολα τα πράματα. Και τώρα; Τραβάγανε κάποιοι το σπάο να περάσει τα δόντια του χτενιού οπούχε ντέσει αλλά γερά τα δόντια δεν επερνούσε ο σταυρόκομπος. Το μελετήσανε το πράμα. Έχομεν τας εξής δυνατότητας: 1ον: να κόψομεν το σπάο, 2ον: να τσακίσομεν το χτένι, 3ον: να λύσομεν το σπάο, 4ον: να τα αφήκομεν όλα ιμπάντο.
84
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
Εμαλώσανε για το τί πρέπει να κάνουνε. Πείσμα από δω, πείσμα από κει. Υπήρξαν και εκθέσεις περί του θεωρητικού υποβάθρου υπέρ και κατά εκάστης δυνατότητας, αι οποίαι εν περιλήψει έχουσι ως ακολούθως: 1) η κοπή του σπάου παραπέμπει εις τα γνωστά βίαια περί Γορδίου Δεσμού, 2) η βιαία ρήξις του κτενός επιφέρει βιαίαν ρήξιν και των Αρχών μας, 3) η λύσις του σταυρόκομπου επιφέρει λύσιν και της Αδελφότητος και της Ενότητος ημών, 4) η αποφυγή πάσης ενεργείας θα διατηρήσει εν επαφή τον σταυρόκομπο με τον κτένα, οπότε βράσε όρυζαν. Συσκεπτομένων δε των μελετητών περί του δέοντος γενέσθαι, εις διερχόμενος νεανίας, εξ αυτών που εντελώς προσφάτως έγνων περί σταυροκόμπου και κτενός, είπε: - Ορές παιδιά, δεν τραβάτε το σπάο από την άλληνε μεριά να φύγει ο κόμπος από το χτένι; Και όλοι εγύρισαν και τον εκοίταξαν…
6-5-2019
Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΡΟΥΓΑ Πάνε χρόνια. Κοντακιανός, ασπροκόκκινος, μαλλί κάτασπρο, φωνή τσιριχτή φαλτσάδου πρίμου, με δυο ματίτσια γαλανά και σπιρτόζικα. Νετάριζε το παραγάδι του. Ξεμπέρδευε τη μάνα στο άλλο κοφίνι και στο στόμα του κρατούσε ένα παράμολο. Με τα δυο δάχτυλα του ποδιού του κρατούσε κόντρα. Το αγκίστρι κόντευε να του μπει στο μουστάκι. Ξέστριβε το παράμολο, τι είχε πιάκει δρόγκο και τόχε κάνει στριφουλίδα το φίδι. Δίπλα του ο γείτονας δόλωνε σαρδέλα για το βραδινό. Είχε ασκώσει και δέσει το ράσο του κόμπο για να μπορεί να κάτσει στο μπαγκούλι. Γεροδεμένος αητός, όλο νεύρο. ……………………………………………………… - Έκαμες τίποτις το πρωί; - Μπάαα…, την έχουνε θερίσει τη θάλασσα οι μηχανότρατες, τί να πιάκεις…, έτσι μούρχεται να βγάλω το μπατέλο όξω. Θα το βγάλω δηλαδής. - Άστο, άσε να περάσει ο Οχτώβρης, να ψαρέψεις τσι κότσες. - Μωρέ ποιες κότσες…, θα το βγάλω την άλληνε Κυριακή. - Εγώ θα τ’ αφήκω, ρίχνω, βλέπεις, τα καλάθια κι όλο και κάτι μπαίνει. - Δε μου λες, αλήθεια σου τ’ αδειάζει ο άγγονας αυτουνού;
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
85
- Αυτός πρέπει νάναι. Τούβαλα στη μπούκα αγκίστρια 10ρια και βγήκε απ’ το ψαροντούφεκο σα το μόρτο γάτο και βάστουνε το χέρι του. - Μωρέ καλά τούκανες του μπόντικα, ό,τι βλέπει το μάτι του αρπάζει το χέρι του. Και μένα όλο με πειράζει. Κανένα σέβας. Εψές έφερε μαγνητόφωνο και με μαγνητοφωνούσε που τσακωνόμαστε με το Γυαλινόρο. - Εμαλώσατε; - Μα μ’ έσκασε…, δεν άντεξα…, ο σκέρος δικός του, τα φαλάγγια δικά του, ο τόπος δικός του, τα ρεμέτζα δικά του… Από πού; Προχθές εκατέβηκε. Και θέλει να μας κάνει και το καπουράλο. Τούπα κι εγώ για το αυτό τση αυτής, μας ακούσανε μέχρι το Μποσκέτο. Και αυτό μετά μούβαζε το μαγνητόφωνο ν’ ακούω τα γαλλικά τα δικά μου και του Γυαλινόρου και γέλουνε. Του βάρησα κι εγώ πετριά και τόνε πίτυχα στο δεξί ποδάρι. Αλλά τέτοιο που είναι πήγε μέχρι τη βρύση και γέλουνε… - Κάτσε να σκωθώ κι εγώ να πάω να πλύνω τα χέρια μου, έσωσα με τσι σαρδέλες. …………………………………………………………… - Γεια σας παρέααα! τσου φωνάξανε από τη «Καλομοίρα», όπως εμπαίνανε. - Εψαρέψατε; - Όχι επήγαμε για ρομαντζάδα…. - Επιάκατε; - Κάνα μισό κιλό τσέρουλα… - Ορές καπεταναίοι ντέι κούλο, κοιτάτε μπροστά σας, θα βαρήσετε τσι ξένες βάρκες… - Αυτό το γατί, τί έχει στο στόμα του και τρέχει; - Ώ, ώ, ώ! πήγε να φάει τη σαρδέλα κι αρπάχτηκε απ’ τ’ αγκίστρι… τρέξε πιάκετο, τρέξε!, πάει το παραγάδι… Πετάχτηκε σαν αστρίτας από τη βρύση, άπλωσε το ποδάρι του και πάτησε τη μάνα του παραγαδιού. Τεντώθηκε τ’ αρμίδι, το γατί τινάχτηκε στον αγέρα, τ’ αγκίστρι τούκοψε ταχείλι και λευτερώθηκε. Ξαφανίστηκε σκούζοντας. Ήρθε να μάσει το παραγάδι του. Τί να μάσει…, κοφίνι, αγκίστρια, σαρδέλες, όλα ένα σώμα μια ψυχή. Για πέταμα ήτανε. - Κι εγώ τη βάρκα τη Κυριακή θα τήνε βγάλω… - Έλα, τα θέλουμε τα γατιά γιατί καθαρίζουνε το τόπο… και κόντεψε να καταπιεί τ’ αγκίστρι πούχε στο στόμα του. Τα ματίτσια του τα γαλανά γεμίσανε δάκρυα από τη προσπάθεια να μη γελάσει. Απόψε στου Πουλημένου θάχε να λέει και να λέει… ……………………………………………………………….. Δεν είναι ο τόπος η πάνου-πάνου ρούγα του τραγουδιού αλλά είναι η τελευ-
86
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
ταία ρούγα στη καρδιά τση Χώρας. Τσι αμπώσανε τσι ρούγες οι νέες συνθήκες, οι νέες ανάγκες, τα νέα δεδομένα και η τελευταία στριμώχτηκε σ’ αυτή τη στενή λουρίδα δίπλα στο νερό. Λίγοι τη ξέρουνε, λιγότεροι έχουνε κατέβει να τη δούνε, ελάχιστοι την έχουνε ακούσει και την έχουνε νοιώσει. Όμως είναι εκεί και αντιστέκεται στα αδηφάγα για εικόνα βλέμματα. Την εικόνα της μόνο βλέπουνε οι πολλοί, οι περισσότεροι. Τη κοιτάνε σε φωτογραφίες παγιές και νέες. Έτσι ήτανε παγιά, δες πως είναι τώρα. Η ψυχή της όμως δε φωτογραφίζεται. Άμα φωτογραφιζόντανε ίσως τη κοιτάζανε με άλλο μάτι κι όχι μόνο σαν καρτ ποστάλ. Άμα φωτογραφιζόντανε ίσως τη διαλέγανε για κομμάτι τση πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Άμα φωτογραφιζόντανε ίσως τη βάζανε κι αυτήνε στα όσα προστατεύει η Ουνέσκο. Άμα φωτογραφιζόντανε ίσως την ακούγανε να λέει: «είμαι η τελευταία ρούγα, αφήστε με ήσυχη!».
7-5-2019
ΟΝΕΙΡΑΤΑ Ξάπλωσε. Συνήθιζε να βλέπει τηλεόραση στο κρεβάτι. Μέσα σε πέντε λεπτά τον έπαιρνε ο ύπνος. Σήκωσε δυο μαξιλάρια να βολευτεί, έβγαλε τα κιαλέτα του να μη τσου βλέπει, έκλεισε τα μάτια κι έβαλε Δημοτικό Συμβούλιο να τον αποκοιμίσει. Ξανά μανά τα ίδια. Τα σκουπίδια, το κυκλοφοριακό, κάτι άλλα για κάτι δημοπρασίες στο Βίδο, κάτι κονδύγια για να πάνε σε γιορτάσια… και μετά κοιμήθηκε; δεν ήξερε, δε κατάλαβε. Ξύπνησε, δε ξύπνησε, χαράματα. Ήτανε σίγουρος πως ήτανε σύμβουλος δημοτικός και πως εμίλησε στο Συμβούλιο. Και τί δε τσούπε! Σκουπίδια και κυκλοφοριακό ήτανε τα πρώτα δύο θέματα. Ξεχωριστά αλλά και ανακατωμένα. - Κύριε Πρόεδρε, κύριε Δήμαρχε, κυρίες και κύριοι δημοτικοί σύμβουλοι. Άμα είχαμε χώρους πολλούς και κοντά στη πόλη δεν θα υπήρχε πρόβλημα. Θα βάζαμε τα αυτοκίνητά μας στα κοντινά πάρκιγκ και θα πηγαίναμε με τα πόδια μέχρι το κέντρο τση πόλης. Έτσι δε θα μποδάγαμε τα λωφορεία, μονόπατα και δίπατα, να κυκλοφορούνε ολοτρόυρα, για να βλέπουνε με τη άνεσή τους
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
87
οι ξένοι τσι πλατείες μας και τα φρούρια. Θανήτανε άδειοι οι δρόμοι, που στη Κοφινέτα παγιά είχε στάση μόνο το λεωφορείο του Πετρόπουλου και το ΙΧ του Περίδη, και θα πηγαίνανε με το πάσο τους οι τουρίστες που θα τσου κάνανε βόρτα και θα τσου λέγανε ότι το νερό στη πόλη τόφερε ο Άνταμος. Ακόμα δε θα χρειαζομάστενε κάδους για σκουπίδια, υπέργειους και υπόγειους, ούτε θα ρίχταμε τα σκουπίδια μας απόξω, γιατί αφού θάχαμε χώρο θα τα παίρναμε λίγο όξω από τη πόλη τση Ουνέσκος και θα ρίχταμε εκεί που ούτε εμείς θα τα γλέπαμε ούτε οι τουρίστες θα τα μυρίζανε από τσου οποίους όλοι μας ζούμε και τσούχουμε ανάγκη και κόψιμο. Έτσι και το Τεμπλόνι μας θ’ άδειαζε και η Λευκίμμη μας δε θανέλεγε ότι τση χάλασε ο υδροφόρος τση ορίζοντας. Άρα τι μας ελείπει; Χώρος! Άμα ειμάστενε στεριά θα πηγαίναμε παραπέρα και θα βρίσκαμε στα βουνά και στα ρουμάνια τόπο και θα τακτοποιούσαμε περιβαλλοντικά και τ’ αυτοκίνητά μας και θα ρίχταμε και τα σκουπίδια μας χωρίς να τα γλέπουμε και να μας ευωδιάζουνε. Ούτε γάτα ούτε ζημιά. Και ημπορεί και να μας επαρακαλάγανε κιόλας να μας κουβαλήσουνε κι άλλοι τα σκουπίδια τους κι εμείς θα τσου κάναμε τσου καμπόσους. Δεν δεχόμεθα ξένα σκουπίδια! Να τα πάρετε εις Ισπανίαν! Αλλά δεν ειμάστενε στεριά. Νησί ειμάστενε και μάλιστα πήγαμε και βάλαμε τη χώρα μας μεσ’ τη μέση, σε χώρο στενόνε, που εβόλεψε τσου προηγούμενους για να μη τσου φάνε οι τούρκοι αλλά τότενες δεν είχανε ούτε αυτοκίνητα ούτε σκουπίδια. Δε το εσκεφτήκανε οι παγιοί τι θα γένει μετά. Άρα τι μας ελείπει; Χώρος! Μη και πρέπει, αφού δεν έχουμε αλλού, να μπαζώσουμε κάνα κομμάτι θάλασσα από το λιμάνι μέχρι τη Σωτηριώτισα; Όπως εκάμαμε και με το λιμάνι και με το λιμάνι τση Μπενίτσας που από μπαζώματα εγινήκανε; Και τα καΐκια και τα ιστιοπλοϊκά να τα βάζαμε απόξω; Να βάλουμε από πάνου από το νέο μπάζωμα τα γήπεδα κι ό,τι άλλο μπορούμε, το μπάσκετ, το ποδόσφαιρο, το κρίκετ, το βόλευ, να κάνουμε τσι ριχάδες πάρκιγκ, ακόμα κι απ’ το Καφέ Γυαλί μέχρι το λιμάνι να κάνουμε πάρκιγκ μέσα στη πόλη και το γήπεδο και το κλειστό του μπάσκετ να το κάμουμε πάρκιγκ νάχουνε ν’ αράζουνε όσοι μπαίνουνε από το Νότο, τη Μέση και το Βορά; Μήπως μόνο έτσι θα βρίσκαμε το χώρο που χρειαζομάστενε; Αμή τρόπο ζωής δε θέλουμε ν’ αλλάξουμε, δε πρέπει κάτι να δώκουμε για να τόνε κρατήσουμε ετούτονε το σπουδαίο τρόπο ζωής που δε θέλουμε να τον αφήκουμε; Ένα κομμάτι θάλασσα από το Καφέ Γυαλί μέχρι τη Σωτηριώτισα; Ακριβό, πανάκριβο κομμάτι, αλλά πέστε μου κατιτίς άλλο. Κι άμα δε μας αφήκουνε αυτοί που δεν αφήνουνε, τί θα μας εκάμουνε; Και στο δικαστήριο να μας επάρουνε θα τσου πούμε ότι δε τα κάναμε για πάρτη
88
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
μας, για το συφέρο των ολουνόνες το κάμαμε. Κι έτσι, άστε τσι άδειες για όσους δε καταλαβαίνουνε ότι το δίκαιο είναι του λαού και τω κερκυραίωνε. Καμιανού αλλουνού! Εις τα πρακτικά κατεγράφη: «θόρυβος εις την αίθουσαν». - Τι λες; την θάλασσά μας, ήτις δι απηδαύλου νηός διεσχίζετο και έναν Οδυσσέα τα κύματά της έφερον εις τους πρόποδας του ανακτόρου του Αλκινόου, όστις εις ιδιώτας ε(α)ργολάβους ανέθεσεν το καλλιμάρμαρον ανάκτορόν του, το υμνηθέν και εκ του Ομήρου όπως και η παλαιά οθόνη του Δημοτικού ημών Θεάτρου απεικονίζει; Ενδροπή! Στριφογύρισε, ξύπνησε μ’ ένα πλάκωμα στο στήθος, πήγε να δικαιολογηθεί στον Αλκίνοο αλλά έδωκε μία και πέταξε τη κουβέρτα από το μούτρο του που τόνε πλάκωνε και μια σια σκούρα φως τούδωκε να καταλάβει πως όνειρο έγλεπε. - Ουφ! Τι βλέπει κανείς στον ύπνο του…
7-5-2019
ΥΠΟΨΗΦΙΟΣ ΙΙ - Τελικά το αποφάσισες; θα κατέβεις; σε είδα γραμμένονε στην εφημερίδα. - Ναι. - Τί να σου πω…, εσύ σοβαρός άνθρωπος, μορφωμένος, αγωνιστής, με άποψη, τί δουγειά έχεις μ’ όλους αυτούς; - Ποιούς αυτούς; - Αυτούς που θέλουνε να μας σώσουνε… - Τα βρίσκεις όλα καλά καμωμένα και δε χρειάζεται κάποιοι να μας σώσουνε; - Ποτέ δεν ήτανε όλα καλά αλλά πόσοι και πόσοι δεν ανακατευτήκανε μόνο και μόνο για να πιάκουνε τη κουτάλα; - Απ’ αυτουνούς πολλοί αλλά ήτανε και κάποιοι που κάνανε ό,τι μπορούσανε για το τόπο. - Δε λέω, αλλά αυτοί μετριόνται στα δάχτυλα. Μη δε ξέρεις πόσοι κοιτάνε μόνο το δικό τους δάχτυλο, το δικό τους νιτερέσο; - Και δηλαδή, τί πρέπει να γένει τώρα; να μη βάλει καένας; - Να βάλουνε, να βάλετε για να μη παρεξηγηθείς κιόλας, οι άξιοι. - Και πως τσου ξεχωρίζουνε τσου άξιους; - Πως τσου ξεχωρίζουνέεε; …, μικρός ο τόπος άμα δε ξέρεις ρωτάς, μαθαίνεις… - Δηλαδή εσύ ξέρεις άξιους;
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
89
- Μερικούς ξέρω, πως δε ξέρω… - Και δε μου λες; πώς είναι οι άξιοι; - Οι άξιοι…; - Ναι, οι άξιοι. - Οι άξιοι είναι…, εγώ τσου άξιους τσου θέλω να είναι μέχρι τώρα καλοί ανθρώποι, να μην έχουνε αδικήσει καένανε, να έχουνε προοδεύσει με την αξία τους, να μην είναι ψεύτες, να μη βρίζουνε, να αγαπάνε πρώτα τσου συμπολίτες τους και μετά το τόπο τους, να ξέρουνε από δουγειά και νάναι εργατικοί, να είναι ξύπνιοι και να μη κοιμόνται όρθιοι, να χαίρομαι να τσου ακούω να μιλάνε, να μου λένε και τα πιο δύσκολα πράματα απλά, σύντομα και σταράτα και να μη με μπερδεύουνε με ελληνικούρες, να μην είναι εφταπαντιέρηδες, να μη κάνουνε φασαρία για τη φασαρία, να είναι έτοιμοι να κοντραριστούνε με όποιονε πάει να βγάλει όβολα από το τόπο ή να αδικήσει το τόπο ή να μη τον αφήνει να προοδεύσει το τόπο και να ξέρουνε να τσου βάζουνε όλους αυτουνούς στη θέση τους, να μη κοιτάνε για να λύσουνε το παραμικρό να με φορτώνουνε με φόρους, να φροντίζουνε να ζούμε όπως ζούμε κι ακόμα καλύτερα, να ξέρουνε να μας διοικούνε αλλά να μην αγαπάνε ούτε τη διοίκηση ούτε την εξουσία, τέτοια πάνου κάτου θέλω να έχουνε οι άξιοι… - Για περίμενε. Αυτό να αγαπάνε πρώτα τσου συμπολίτες τους και μετά το τόπο τους δε το πολυκατάλαβα… - Ορέ, υπάρχει τόπος χωρίς πολίτες; δεν υπάρχει. Κι αν υπάρχει δε τόνε βλέπεις. Άμα κοιτάς μονάχα τα ντουβάρια και τσου δρόμους μια τρύπα στο νερό θα κάνεις. Καλοί κι οι πύργοι, καλοί κι οι δρόμοι αλλά χωρίς ανθρώπους τι χρειάονται; Έτο, την άλλη φορά που πήγα να τσου πω για τη λάμπα κάτου από το σπίτι μου που δεν ανάβει μούπανε ότι κάνουνε μελέτη, λέει, για την αντικατάσταση και άλλων παρομοίων αστοχιών του δικτύου. Με νοιάζει εμένανε «του δικτύου», να βλέπω τη νύχτα θέλω… - Νομίζω ότι είσαι πολίτης με άποψη. - Δεν ηξέρω τι είναι πολίτης με άποψη αλλά εγώ έτσι πιστεύω πως είναι οι άξιοι. - Έ! αυτούς να ψηφίσεις. - Δε γίνεται… - Γιατί; - Να, ο ένας άξιος είναι μ’ αυτόνε, ο άλλος κατιβαίνει με την άλληνε κι ο παράλλος είναι με τσου αλλουνούς. Μπορώ να διαλέξω απ’ όλα τα ψηφοδέρτια; δε μπορώ… - Και τι θάθελες; - Εγώ τι θάθελα; Εγώ θάθελα αφού ένας είναι ο τόπος μου να έχω ένα ψηφοδέρτιο μ’ όλους αυτούς μαζί και να διαλέξω. Άλλωστε πάνου κάτου όλοι τα ίδια λένε, ανακύκλωση εις την πηγήν και κάτι ρέστα…
90
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
- Δεν είναι δυνατόν, δε λέει έτσι ο νόμος. - Τι πάει να πει δε λέει έτσι ο νόμος. Να τον αλλάξουνε το νόμο αυτοί που τον αλλάζουνε. Ο νόμος είναι εργαλείο για να εξυπηρετεί τσου πολίτες, όχι να τσου μποδάει. Άμα χαλάσει το μυστρί του μαστόρου τ’ αλλάζει, δε τ’ αλλάζει; - Πολύ προχωρημένη σκέψη, τώρα τί γίνεται. - Τώρα δε ξέρω τι να ψηφίσω. Είμαι στους «δε ξέρω, δεν απαντώ». - Αλλά τελικά θα πας να ψηφίσεις; - Ναι, έχω μια υποχρέωση…
8-5-2019
Ο ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΚΟΥΡΣΑΡΟΣ Το έργο τόχανε δει στην Όαση. Με τον Μπαρτ Λάνκαστερ Κόκκινο Κουρσάρο. Μια σκηνή τσούμεινε εντυπωμένη. Ο Λάνκαστερ με το φίλο το μουγγό ήτανε αλυσοδεμένοι σ’ ένα κορίτο κι αφού καταφέρανε κάτι απίθανα λευτερωθήκανε από τσου κακούς και θέλανε να βγούνε όξω χωρίς οι άλλοι κακοί να τσου καταλάβουνε. Αναποδογυρίσανε λοιπόν το κορίτο και αναπνέανε τον αέρα που έμεινε μέσα του και σιγά σιγά περπατοκολυμπούσανε μέχρι που βγήκανε όξω και βάλανε τσι κόρσες να γλυτώσουνε από τσου άλλους κακούς που παραμονεύανε. Λίγες μέρες μετά οι δυο φίλοι κιαλάρανε σ’ ένα κήπο μιανού σπιτιού, παρακάτου από του Καποδίστρια, πούχε πέτρινο φράχτη και δυο φοινικιές, ένα κορίτο παρατημένονε. Τόνε θέλανε. Περάσανε πολλές φορές απόξω ο κορίτος εκεί. Τον έτρωγε ο ήγιος κι είχε ανοίξει, μα θάχε και πέντε χρόνια να μπει στο νερό. Τόνε λυπηθήκανε. - Δε τόνε παίρνουμε; - Μη μας δούνε…! - Αφού θεόκλειστα έχουνε, μέρα νύχτα… - Και πες που τόνε παίρνουμε, πού θα τόνε βάλουμε; - Στη Κόντρα Φόσσα! - Ναι, αλλά θα βουγιάξει, είναι ανοιχτός σα φακλάνα. - Θα τόνε καλαφατίσουμε, ορέ, και θα τόνε περάσουμε με μπλακ για στεγανοποίηση. - Ξέρεις να καλαφατίζεις; - Όχι, αλλά θα κλέψουμε καλαφάτη από τη μπαράγκα του Καβουρέλη που την έχει πάντα ξεκλείδωτη και μπλακ έχω δει που έχει αφήκει απόξω μια λάτα ο μαστρο Σωτήρης.
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
91
- Όχι, θα έχουμε ιστορίες… - Ορέ, άμα πάρουμε το κορίτο θα πηγαίνουμε σα το Μπαρτ Λάνκαστερ και μέχρι το Καποσίδερο να κόβουμε βουτιές από τη σουκιά. - Όχι, δε θέλω… Πες, πες τον έψησε τον άλλονε κι ένα μεσημέρι, καλοκαίρι που όλοι κοιμόντανε, μπήκανε στο κήπο και τόνε πήρανε το κορίτο. Τον ασκώσανε όπως ο Μπάρτ Λάνκαστερ με το φίλο του και του δώκανε. Πήρανε και βήμα, κι οι δυο πρώτα τ’ αριστερό και μετά το δεξί, να μη μπαλαντσάρει ο κορίτος, και πηγαίνανε. Στρίψανε κατά το Τένις και μέχρι το Δημοτικό Θέατρο όλα καλά καμωμένα. Ούτε ψυχή. Όλοι κοιμόντανε τέτοια ώρα. Παρακάτου όμως είχε κόσμο και τσου κοιτάζανε περίεργα. Τί δουγειά είχανε δυο μιτσά να κουβαλούνε ένα κορίτο μεσ’ στη μέση τση χώρας μεσημεριάτικα; Ετούτα δω όμως είχανε το κεφάλι κάτου και προβατούσανε όσο μπορούσανε πιο γλήγορα. Στη Πίνια ένας τα ρώτησε: «Πού τόνε παίρνεται, μάτια, το κορίτο;». Δεν απαντήσανε και φτάκανε στη πλατεία. Ευτυχώς δε παίζανε κρίκετ και περάσανε από μέσα. Κάνανε στάση στη Μαντρακίνα και κοιτάξανε από πάνου αν ήτανε κόσμος στη Κόντρα Φόσσα. Δεν ήτανε. - Είδες ορέ που φοβόσουνα; καένας δε μας είδε. Κατεβήκανε, ψάξανε για το καλαφάτη αλλά κοίτα να δεις ατυχία ο Καβουρέλης είχε βάλει λουκέτο. Ψάξανε και βρήκανε κάτι στουπιά κι ένα παγιοτσουβάλι που το κόψανε λουρίδες. Μ’ ένα καρφί τα σπρώξανε ανάμεσα από τσι σανίδες που οι αρμοί τους ήτανε ανοιχτοί σα τα κενά που αφήνουνε οι τολέτες από τα σκούρα. Το μπλακ, όμως, ήτανε στη θέση του και τσου περίμενε με το ξεραμένο πινέλο μέσα. Μια σταγιά κορίτος σε μισή ώρα ήτανε νέτος και κατάμαυρος. - Τώρα να τόνε ρίξουμε στο νερό και να φύγουμε γιατί όπου νάναι θα αρχινήσουνε να κατεβαίνουνε… - Και δε πρέπει να στεγνώσει; - Το μπλακ στεγνώνει αμέσως! Τόνε ρίξανε το κορίτο, τόνε δέσανε σε κάτι παρατημένα ρεμέτζα και όπου φύγει, φύγει… Μόνο που τα χέρια τους είχανε γένει μαύρα από το μπλακ. Τα τρίψανε με χώμα και θα τα καθαρίζανε μετά και με το πετρόγιο τση γκαζιέρας. Την άλλη μέρα όλες οι βάρκες τση Κόντρα Φόσσας ήτανε μαύρες. Κατράμι. - Κοίτα πως έγινε η βάρκα μου…, μαύρη… - Κι η δική μου το ίδιο, ολουνόνες μαύρες είναι… - Και πως εγινήκανε έτσι; - Φαίνεται κάποιο βαρέλι πετρόγιο απ’ αυτά που είναι ποστιασμένα στο εργοστάσιο τση ΛΕΚ θα τρύπησε, δε μπορεί, όλη η Κόντρα Φόσσα είναι γεμάτη…
92
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
- Εγώ τόχω πει. Αυτό το εργοστάσιο πρέπει να φύγει από δω κάτου. Από δω θα παίρνει ρέγμα όλη η Κέρκυρα; από τη Κόντρα Φόσσα; Το κορίτο δε τόνε βρήκανε παρά μετά από μέρες. Είχε βουγιάξει και το φρέσκο μπλακ τσούκανε όλες τσι βάρκες χάγια. Τα μιτσά παραμονεύανε από τη Μαντρακίνα αλλά πού να κατεβούνε κάτου. Αφήκανε τη Κόντρα Φόσσα και αράξανε στα μπάνια τ’ Αλέκου. Ελέγανε τσου αλλουνούς για το τί έκανε ο Κόκκινος Κουρσάρος. Δεν είχανε πάει όλοι να δούνε το έργο.
8-5-2019
ΑΠΟ ΤΟ ΤΟΜ ΣΩΓΙΕΡ ΣΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΚΟΥΡΣΑΡΟ Τα Κλασσικά Εικονογραφημένα των εκδόσεων Πεχλιβανίδη, βασισμένα στην αμερικάνικη έκδοση, αποτελούσανε μια από τις λιγοστές παιδικές απολαύσεις στις δεκαετίες του ’50 και του ’60. Εικονογραφημένα αναγνώσματα που μας έφερναν σε επαφή με τη παγκόσμια λογοτεχνία αλλά και με την ελληνική μυθολογία. Άλλο να διαβάζεις μια ιστορία, άλλο να τήνε βλέπεις ζωγραφισμένηνε. Ακριβούτσικα, περνούσανε από χέρι σε χέρι. - Το διάβασες; - Δώκε μου το «Μιχαήλ Στρογκώφ» να σου δώκω «Τη Παναγία των Παρισσίων». Μαζί με το «Μίκυ Μάους», το «Τομ και Τζέρι», τη «Λουλού», το «Μικρό Ήρωα», το «Ταρζάν», τη «Μάσκα» (απαγορευόντανε, ήτανε για πιο μεγάλους) και τα οικογενειακά περιοδικά «Θησαυρός», «Ντομινό», «Ρομάντσο» κι άλλα που παίρνανε οι μανάδες μας να διαβάζουνε κι αυτές, ήτανε οι παιδικές εξαρτήσεις εκείνης της εποχής, όπως σήμερα τα ηλεκτρονικά παιχνίδια και τα κινητά. Κάτι τέτοιο. Οι εικόνες μας αιχμαλωτίζανε, όπως στο κινηματόγραφο, και καταπίναμε τσου ήρωες. Θέλαμε να γίνουμε σα κι αυτούς. Η αλήθεια είναι πως όλα αυτά τα περιοδικά πάντα προβάλλανε θετικά πρότυπα. Πάντα το καλό παιδί νικούσε στο τέλος, πάντα κι ο πιο σκανταγιάρης ήρωας με τη μεριά του καλού ήτανε. Τηλεόραση δε ξέραμε, στα φροντιστήρια πηγαίνανε πολύ λίγοι, τσι οχτώ όλοι ειμάστενε στα σπίτια μας, τί να κάναμε. Οι τέσσερεις πύργοι δε μας εχωρούσανε. Όλο φασαρίες κάναμε κι έτσι μας αφήνανε να διαβάζουμε τα κόμικς τση εποχής, να ησυχάσουνε κι αυτοί. Από την άλλη δε θέλανε να ειμάστενε όλη την ώρα με τα περιοδικά στα χέρια. - Πάλε αυτά διαβάζεις; μακάρι να διάβαζες έτσι και τα μαθήματά σου!
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
93
- Διάβασα! - Εμένα μου λες τί διάβασες…, ετοίμασες τη σάκα σου γι αύριο; πλύθηκες μωρέ πούσαι γεμάτος χώματα, έλα δω! Σ’ έκοβε μεσ’ στο καλύτερο… Οι δυο φίλοι μένανε στη πόλη. Ο ένας στη Κοφινέτα κι ο άλλος στη Μητρόπολη. Διαβάσανε στα Κλασσικά Εικονογραφημένα τσι Περιπέτειες του Τομ Σώγιερ. Ενθουσιαστήκανε. Η Φανή τσου δάνεισε και το βιβλίο του Μαρκ Τουαίν. Το κατάπιανε. Έγινε ο ένας Τομ Σώγιερ κι ο άλλος Χωκ Φιν. Φαντασία, δράση, περιπέτεια. Γεμίσανε οι κάμαρες χαμένους θησαυρούς που θα τσούβρισκε ο τοτινός Ιντιάνα Τζόουνς. Πετύχανε στο δρόμο τους το κορίτο. Και την εκάμανε. Το Κόκκινο Κουρσάρο, που δε τον έπαιξε η Όαση αλλά το Εθνικό το χειμώνα του ’58; του 59;, εγώ τόνε μπέρδεψα, γιατί μ’ άρεσε.
11-5-2019
Η ΓΑΕΤΑ* Κορίτοι, λάντσες, μπατέλα, περάντσες, μαούνες, γαέτες, καΐκια και μπρίκια το πολύ πολύ ήτανε τα σκαριά που αράζανε στο λιμάνι ανάμεσα στα πέτσα και τη ντέζα, το μεγάλο υπόστεγο τση Σπηγιάς, με το περίτεχνο σιδερένιο σκελετό, που φυλάγανε από κάτου τα εμπορεύματα που βγάνανε από τα καράβια οι μαούνες του Βόγγολη. Τα βαρέγια με το λάδι τα αφήνανε όξω από τη ντέζα, τί δεν είχανε ανάγκη να βραχούνε. Οι γαέτες ήτανε μεγάλες βάρκες, με μεγάλα και χοντρά στραβόξυλα, πετσωμένες κι από μέσα, με δυο μεγάλα ταμπούκια, πρύμα πλώρα. Όλο αυτό το κενό τσίκανε στεγανές για να μη βουγιάζουνε. Είχανε ένα άρμπουρο με μεγάλο πανί, ραφιδωμένο σε κυπαρισσένια αντένα, και δυο τεράστια κουπιά. Τσι κουμαντάρανε δύο νοματαίοι. Με τσι γαέτες κουβαλούσανε γουλί που τσου παραγγέλνανε οι αργολάβοι που χτίζανε σπίτια. Ξεκινούσανε νύχτα, μεσ’ τσι τρεις η ώρα, όπου πάντα είναι πιο κάλμος ο καιρός, και λίγο κουπί, λίγο πανί φτάνανε στου Μπαρμπάτη. Εκεί είχανε κόσκινα, κοσκινίζανε το γουλί, το ξεδιαλέγανε κατά τη παραγγελία και το φορτώνανε στη γαέτα, ίσα βάρκα ίσα νερά. Μετά επαρακαλούσανε να φυσήξει ο Μαΐστρος, να τον έχουνε πρίμα στην επιστροφή, ειδαγιώς επιάνανε τα κουπιά, λίγο ο ένας, λίγο ο άλλος, και τσούβγαινε ο Θέος. Άμα είχε καιρό το κύμα έμπαινε από τη μια μεριά τση κουπαστής κι έβγαινε από την άλλη.
94
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
Ξεφορτώνανε στη Σπηγιά με τσι πετρόλατες κάνοντας ισορροπία πάνου στο μαδέρι που βάνανε από τη γαέτα μέχρι όξω και φορτώνανε τα κάρα που τσου περιμένανε, αυτά με τσι δυο μεγάλες ρόδες που τα σέρνανε τα άλογα. Σόοο…, φώναζε κάθε τόσο ο καρολόγος στ’ άλογο, να μη κουνιέται. Σκληρή δουγειά. Ανάμεσα στα ερείπια που αφήκανε οι μπομπαρδισμοί είχανε ανοίξει δυο τρία καφενεία και ταβέρνες. Εκεί επηγαίνανε να ξαποστάσουνε, πίνανε καμιά κούπα και μετά σπίτι να φάνε και να πέσουνε νωρίς, γιατί την άλλη μέρα πάλε τα ίδια. Στσι ταβέρνες ξενυχτούσανε οι χασομέρηδες και οι μεθύστακες. Ένας απ’ αυτούς ήτανε κι ο Μαύρος, ένας ψιλόλιγνος αξούριγος, ξυπόλητος, με λιγδιασμένο μακρύ μαλλί φτωχοδιάβολος, πούχε να μπει στο νερό από τη μέρα που βαχτίστηκε. Μαύρισε το πετσί του από τη βρώμα πούτανε απάνου του κλόδα. Γι αυτό και τόνε βγάλανε Μαύρο. Μαύρα ρούχα, μαύρη ζωή, έβρισκε παρηγοριά στσι κούπες που τόνε κερνούσανε. Μέθαγε με τη πρώτη κι έψαχνε να βρει να κοιμηθεί στα μπαλότα τση ντέζας. Άμα τον έδιωχνε ο φύλακας, έμπαινε και κούρνιαζε, ο φλιμένος, στο ταμπούκιο καμιανής γαέτας. Ο Μπάτιος με το Λιά είχανε μια γαέτα στη ντέζα, το «ορέο Μαντούκι». Στα τρία μπότα τ’ Αγιού ήτανε απίκο. Λύσανε, ο Λιάς άναψε στ’ άρμπουρο το πετρελοφάναρο, τί δεν είχε φεγγάρι, κι έπιακε τα κουπιά. Ο Μπάτιος βιράρισε το πανί μη και πιάκει λίγο αγέρα κι έκατσε στο τιμόνι. Δε φύσαγε αλλά είχε λίγη ρεστία κι η γαέτα επήγαινε ντάντολα περ ντάντολα. Πιάκανε τη κουβέντα. Έπρεπε να φορτώσουνε μεγάλο γουλί, γούλους, τί εχρειαζόντανε για τα κογολάδα που εκάνανε στα σκαγιά τση Τένεδος. Το κούνει κούνει τόνε ξύπνησε το Μαύρο και άλλαξε πλευρό. Ο Μπάτιος σα νάδε κάτι πίσω από τη πλάτη του Λιά που κουνήθηκε αλλά πού να ξεχωρίσει στο φως του φαναριού. Σα κολοφωτιά έφεγγε. Αλλά κάτι είδε να κουνιέται. Δεν είπε τίποτα. Σε λίγο τα ίδια. Σταυροκοπήθηκε. - Γιατί κάνεις το σταυρό σου; - Τίποτα. - Ορέ γιατί φτύνεις το κόρφο σου; - Ιησούς Χριστός νικά κι όλα τα κακά σκορπά! - Μπάτιο, τι έπαθες; Δε τούβγαινε η φωνή. Πίσω από το Λιά κάτι ήτανε. Ασκώθηκε με τη λαγουγέρα ανάμεσα από τα ποδάρια του, μαζεύτηκε όσο πιο πολύ πίσω μπορούσε, σταυροκοπιότανε συνέχεια, έτρεμε κι έδειχτε με το χέρι του πίσω από το Λιά που άφηκε τα κουπιά κι ασκώθηκε κι αυτός ορθός. Το κύμα τση ρεστίας βρήκε τη βάρκα στη μπάντα, ο Μαύρος ασκώθηκε και το μπόι του έφτακε το φανάρι. Ο Μπάτιος είδε ένα ψηλό καλόγερο σα το κατράμι τση κόλασης, το Χάρο τον ίδιονε, ν’ ανοίγει το στόμα του. Το φως του φαναριού μεγάλωνε τα πάντα. Και το Μαύρο και το στόμα του.
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
95
Τώρα θα με φάει σκέφτηκε ο Μπάτιος και πήδηξε στη θάλασσα. Ο Λιάς είδε το Μπάτιο να πέφτει, γύρισε πίσω του, ήρθε μούτρο με μούτρο με το Μαύρο, έβαλε μια φωνή, άαααα…, και βούτηξε κι αυτός. Ο Μαύρος μισοξεμεθυσμένος σκέφτηκε: για να πέφτουνε στο νερό, βουγιάζουμε. Σάρταρε κι αυτός στο νερό και με τα τεράστια χέρια του έκανε απλωτές να τσου φτάκει. - Μη φας εμένανε, φάε το Λιά, ούρλιαξε ο Μπάτιος, το Λιά, όχι εμένανε, το Λιάαα… - Όχι το Λιά, το Μπάτιο φάε, ξελαρυγγιάστηκε ο Λιάς, το Μπάτιο, το Μπάτιο… Ο Μπάτιος, ο Λιάς, κι ο Μαύρος Χάρος εβγήκανε στα πέτσα. Τελευταίος ανέβηκε ο Μαύρος. Τόνε καταλάβανε. Το τί γροθίδια και κλοτσίδια του δώκανε του άχαρου… Έκατσε κάτου, έβαλε τα χέρια του στο κεφάλι του και τσίτρωγε. - Γιατί με βαράτε, ορές, τί σας έκαμα…, κι έκλαιγε. Το «ορέο Μαντούκι» έπλεε μόνο του κατά του Μπαρμπάτη. * Από τον Άκη.
12-5-2019
ΦΡΕΣΚΑΜΕΝΤΟ ΠΑΥΛΟΣΟΥΚΑ* Εμένανε στα Τριπουλέϊκα. Δε τα βοήθησε η ζωή κι η τύχη. Τα γράμματα δε τα παίρνανε κι ο δάσκαλος του Δημοτικού τάδιωξε και τα δύο ως ανεπίδεκτα μαθήσεως. Άλλο που δε θέλανε δηλαδή, γιατί ήτανε καλύτερα να αρεντεύουνε όλη μέρα στα χωράφια. - Ορέ Σπύρο, περνάει το λωφορείο… - Και πού πάει; - Στη χώρα. - Πού το ξέρεις; - Δε το ξέρω. - Δε πάει στη χώρα, ορέ, στο Σαρόκο πάει. - Ά! καλά. Μεγαλώσανε αλλά στο λωφορείο δε μπήκανε, πού λεφτά… Φυτεύανε τσου κήπους τους και ζούσανε μ’ ότι βγάζανε. Μα πατατιά, μα κραμπιά, μα σουλτανίνα, μα αυγά, μα κάνα ζευγάρι κότες, όλο κάτι είχανε να πουλήσουνε στη λαϊκή και τα κουτσοκαταφέρνανε.
96
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
Για να παίρνουνε τα πράματα στη λαϊκή εφτιάξανε ένα καρέτο. Το κασούνι το φτιάξανε από σανίδες που όλο και κάπου βρίσκανε παρατημένες, καρφώσανε δυο καδρονάκια στσι δυο μπάντες του για χερούγια, βρήκανε ένα σκουριασμένο καροτσάκι από μπέμπη και του πήρανε τσι ρόδες και βάλανε στη μια μεριά από το κασούνι δυο ξύλα για ποντέλα, νάχει να ισιώνει το καρότσι όταν σταματούσανε. Για ομορφιά τσούγραψε ο γείτονάς τους, ο Πιτσούνης, σ’ ένα ξύλο «ΚΑΛΗΜΕΡΑ» και το καρφώσανε μπροστά. Τσούχε κάνει και ταμπέλες που γράφανε «κραμπί 1 φράγκο», «αυγά 1 φράγκο τα έξη», τέτοια. Στη λαϊκή δε πηγαίνανε μαζί. Ένας τη μια μέρα, ένας την άλλη. Έπρεπε να μένει κάποιος στο σπίτι να το φυλάει, τι μάνα και πατέρας είχανε φύγει απόταν ήτανε 12 χρονώ. Μοναχά τους μεγαλώσανε και τα κοίταζε η γυναίκα του Πιτσούνη, η κυρά Μαρία, που την εφωνάζανε μάμα. Ο κήπος τους είχε για φράχτη παυλοσουκιές. Τον Αύγουστο πουλούσανε και τα παυλόσουκα στη λαϊκή. Τα μαζεύανε το ξημέρωμα με το κουπί, τα βάζανε σε μια λάτα με νερό, τα φροκαλίζανε με το φρόκαλο (η κρούζα κάνει καλύτερη δουγειά) να φύγουνε τ’ αγκάθια, αλλάζανε το νερό και μ’ ένα μαχαιράκι οπούγραφε «Ενθύμιον Κρήτης», τα κόβανε και τα δίνανε στο κόσμο, ένα φράγκο τη ντουζίνα. Σύφερε, γιατί ένα φράγκο έκανε μια λεφτή ψωμί. Εκείνη τη Κυριακή το πρωί αποφασίσανε να πάνε να πουλήσουνε παυλόσουκα στη πλατεία. - Ορέ, να βάλουμε και παπούτσια. - Εμένανε με στενεύανε και τάκοψα με τη φαρτσέτα και τάκανα σα πέδιλα. - Καλά, καλά είναι. Βάλανε τα βρακιά τους, που ήτανε πολύ δύσκολο να πεις τι χρώμα είχανε κάποτε, ασκώσανε τα μπατζάκια δυο γύρους να φαίνεται καλύτερα που φορούσανε παπούτσια, σκαρτσούνια δεν είχανε φορέσει ποτέ τους, μαζώξανε τα βρακιά τους τρεις δίπλες στη μέση γιατί τσου τα δώκανε από ένα πεθαμένονε πούχε το διπλό τους μπόι, τα πουκάμισα τα καλά που κάποτε θάλεγες ότι ήτανε καρό και τα σακάκια του πεθαμένου που τα φορούσανε χειμώνα καλοκαίρι. Ήτανε κι αυτά απάνου τους θελέσπια κι άμα θέλανε να βάλουνε το χέρι τους στη τσέπη τραβούσανε το πέτο νάρθει η τσέπη ψηλά, να φτάνουνε. Φορτώσανε τη «Καλημέρα» με τα παυλόσουκα, βάλανε τη ταμπέλα «παυλόσουκα 1 φράγκο η ντουζίνα» και κάτσανε κάτου από τη μεγάλη μελικουκιά, απέναντι από το κινηματόγραφο το «Ακταίον». Μόνο που πήγανε πρωί και όχι βράδυ πούπαιζε τον «Αιχμάλωτο τση Ζέντας». Κυριακή, Αύγουστος στη πλατεία, ψυχή γεννημένη. Ποιος να περάσει. Βαρήσανε κάνα δυο πετριές να πέσει κάτου κάνα μελίκουκο και περιμένανε. Ο κύριος Στέφανος κατέβηκε φορώντας το λινό, άσπρο του κουστούμι, τα άσπρα καφέ παπούτσια του και το τριτσίν του, τί είχε υποσχεθεί στη κυρία του να την πάρει το βράδυ στο κινηματόγραφο κι ήθελε να δει τι έργο παίζει.
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
97
Είδε τα δύο αδέρφια. Τάξερε από τη λαϊκή. Πάντα ψιώνιζε απ’ αυτούς και γιατί πάντα είχανε καλά πράματα και γιατί τ’ άρεσε να τα πειράζει. - Καλημέρααα… - Καλημέρα σιορ Στέφανε. - Πόσο πάνε τ’ αυγά; - Ποια αυγά; - Τι ποια αυγά…, αυτά! - Αυτά είναι παυλόσουκα σιορ Στέφανε. - Άκου να σου πω Νιόνιο, πως σούρθε να με κογιονάρεις; - Εγώ σιορ Στέφανε…, παυλόσουκα είναι. Σπύρο δεν είναι παυλόσουκα αυτά που πουλούμε; - Παυλόσουκα, παυλόσουκα…, το πρωί τα μάσαμε σιορ Στέφανε, φρεσκαμέντο είναι… - Μη το ξαναπείς και μη με ξανακοροϊδέψεις. Τόνε βλέπεις τον αστυφύλακα πούρχεται με τα χέρια πίσω; Θα τόνε φωνάξω να σας πάρει μέσα. - Καλά, ό,τι πεις σιορ Στέφανε…, αυγά, αυγά… Του κόψανε έξη παυλόσουκα, δεν ήθελε άλλα μη στουμπώσει, και τσούδωκε ένα φράγκο. - Ορέ Νιόνιο του δώκαμε έξη παυλόσουκα και μας έδωκε ένα φράγκο. Ένα φράγκο πουλούμε τα έξη αυγά, όχι τα έξη παυλόσουκα… - Έτσι είναι, ορέ μήπως δεν είναι παυλόσουκα κι είναι αυγά; Άλλος δε πέρασε, φύγανε, όπως περνούσανε από τη Πίνια πειράξανε το Λευτέρη «όλοι οι ψιλοί κουτοί», μετά βρήκανε τη Μαρία τη Μπουμ και τση κάνανε «Μπουμ» και φτάκανε στα Τριπουλέϊκα και φχαριστήσανε τη μάμα που τσου πρόσεξε το σπίτι. Την άλλη μέρα στη λαϊκή είχε σειρά να πάει ο Σπύρος. Για καλό και για κακό έβαλε στα παυλόσουκα και τσι δύο ταμπέλες: « αυγά 1 φράγκο τα έξη», «παυλόσουκα 1 φράγκο η ντουζίνα». * Από τον Άκη.
15-5-2019
Η ΤΖΙΑ - Επεντακόσιοι πενήντα τόσοι νοματαίοι, λέει η φημερίδα, βάζουνε για δημοτικοί συμβούλοι. - Σ’ όλο το νησί;
98
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
- Όχι, μόνο στο Δήμο Κερκυραίων. - Ορέ, ποιο Δήμο Κερκυραίων…, πάει αυτός πόθανε. Τώρα είναι ο Δήμος τση Κεντρικής τση Κέρκυρας. Είναι μέσα και το Αχίλλειο κι η Παλιοκαστρίτσα και το Κεφαλόβρυσο και το Κατωμέρι και τα νησιά Οθωνοί, Ερείκουσσα, Μαθράκι. Όλη η Μέση. Από το Ιόνιο μέχρι την Αντριατική. - Και ποιόνε θα ψηφίσεις; - Χμμμ…! - Δε θα ψηφίσεις; - Μωρέ θέλω να ψηφίσω αλλά ποιόνε; - Πρώτα, πρώτα, να διαλέξεις κόμμα. - Δε τόμαθες; Δε κατεβαίνουνε τα κόμματα. Τώρα, λέει, κατεβαίνουνε μόνο παρατάξεις, ακομμάτιστες. - Μωρέ γίνονται τέτοια πράματα; Σιγά που θα τσι αφήκουνε τα κόμματα να είναι ακομμάτιστες. - Όχι, είναι! Μου τόπανε εμένανε κι όχι ένας και δύο. Πολλοί. Ειμάστενε ακομμάτιστοι μου είπανε. - Και τσου πίστεψες; - Γιατί, να μη τσου πιστέψω; - Ερώτησες όλες τσι μπάντες; - Όχι κι όλες, δεν έχω ανθρώπους τση μπιστοσύνης μου σ’ όλες τσι μπάντες…, εγώ ξέρεις πάντα τι ψηφίζω…, αυτούς ρώτησα. Αλλά βάνουνε όλοι το χέρι στο Βαγγέγιο ότι αυτή τη φορά τσούπανε από το κόμμα δεν ανακατευομάστενε…, ναι μα χίγιους αγιούς… - Να πα να ρωτήσεις και τσ’ αλλονούς, άμα θέλεις να μάθεις. - Εγώ, ορέ, τσ’ αλλουνούς ούτε θέλω να τσου ξέρω, τη κοπέλλα μου τήνε διορίσανε; κακή Λαμπριά να τσόρθει… Σ’ αυτουνούς θα πάω; - Έ, τότε πως λες ότι όλοι είναι ακομμάτιστοι; Δεν ηξέρεις αλλά να μιλάς ηξέρεις! Ορέ, ψήφους ήρθες να κάνεις σ’ εμένανε; Άμε απόκια, κάνε μας τη χάρη, εγώ, ορέ, δε χρωστάω χάρη καμιανού, ορέ! - Και του λόου σου πώς σε βάλανε στην Υπηρεσία, πενήντα τόσο χρονώνε, που όλοι στην ηλικία σου είναι άνεργοι; Με μέσο μπήκες, το λέει όλος ο κόσμος. - Εγώ ορέ; Εγώ ορέ μπήκα με μέσο; εγώ μπήκα με το ΑΣΕΠ! - Και πως μπήκες κακομοίρη μου με το ΑΣΕΠ που ούτε τη Τρίτη Δημοτικού δεν έβγαλες; Σ’ έβαλε κείνος ‘κεί που είναι στα πράματα, γιατί έχεις μεγάλο σόι για να του δώκεις τσου ψήφους. Αμή θέλεις να τ’ ακούσεις… Έλα μιά! - Έτσι θέλω ορέ, εγώ ό,τι μου πει το κόμμα θα ψηφίσω, έτσι θέλω κι έτσι μου γουστάρει! - Κι εγώ, ορέ, ό,τι μου πει το δικό μου το κόμμα θα κάμω, έτσι, για να σκάσεις. Και θα σας νικήσουμε, ορέ, και δε θάχεις μούτρα να βγεις όξω, και θα του πω
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
99
του δικού μου να σε διώξει, ορέ, από την Υπηρεσία, που είσαι όλη μέρα τσιγάρο και καφέ… - Ορέ άμε στο διάσκαντζο, κομματάρχη τση λούμπας…, άμε απόδω… - Ποιανού λες να φύγει, ορέ, εσύ άμε μάτια απόδω, άμε στη τζία… - Τώρα που το λες, χτες πήγες; - Όχι, ορέ, είχε το πιτέρι στο παράθυρο και δεν ανέβηκα. - Κι εγώ τόδα που τση πήγαινα τη σπέζα κι έγυρα. - Άααα, όλα κι όλα εγώ θα ψηφίσω ό,τι μου πει η τζία. - Κι εγώ!
15-5-2019
ΜΙΣΟ-ΜΙΣΟ - Οι Βενετσιάνοι φταίνε, μη σου πω κι αυτοί μπριχού τσου Βενετσιάνους. - Τι σ’ έπιακε πάλε; - Από τότες, ορέ, δεν εκατάλαβα γιατί εχωρήσανε το νησί στα τρία. Όρος, Μέση και Νότος. Γιατί κύργιοι; Γιατί έτσι; Άλλος να παίρνει τα γκρεμά, τσι χαλικαριές (απορρίψεις και συγκεντρώσεις βράχων στο Μέγα Γκρεμό του Παντοκράτορα) και τα πριότια (βράχια κοφτερά σα λάμες τσεκουριών) κι άλλος τσου κάμπους με τα γλυκονέρια κι ο άλλος τσ’ αμμούσες και τα Μεσοράχια; Είναι δίκαιο αυτό; - Είπανε από τότε μέχρι σήμερα ότι το Όρος, η Μέση και ο Νότος έχουν ιδιαίτερα γεωγραφικά, πληθυσμιακά και λοιπά χαρακτηριστικά, και όντως έτσι είναι, και κανείς δεν αμφέβαλλε περί τούτου μέχρι σήμερα. - Ορέ τι μας λες! Αμφιβάλλω ελόου μου. - Παρακαλώ εξηγείστε… - Τι εξηγείστε κι εξηγείστε…, από πού βγαίνει ο ήγιος; Από την Ανατολή δε βγαίνει; Και πού δύει; Στη Δύση δε δύει; Ήπρεπε να το χωρίσουνε το νησί σε Ανατολή και Δύση, όχι Όρος κι Όρος… - Πάντως, οφείλω να παρατηρήσω ότι από του Στράβονος μέχρι του Ιωσήφ Παρτς ουδείς γεωγράφος εσκέφθη το τοιούτον. - Μωρέ ποιό τοιούτον και παρτς και προυτς και πριτς. Άμα θέλεις να χωρίσεις ένα πράμα, δίκαια, θα δώκεις του καθεμιανού και βράχια κι αμμούσες κι λίγο απ’ όλα. - Αν εννόησα αρκούντως, προτείνετε την διαίρεσιν εις δύο τμήματα, ένα Ανατολικόν και ένα Δυτικόν. - Μπράβο σου, που το εκατάλαβες! Τι ειμάστενε, Αμερικάνοι να χωριστούμε
100
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
σε Βόρειους και Νότιους; Ορέ, άμα οι Αμερικάνοι ήτανε χωρισμένοι σε Ανατολικούς και Δυτικούς το ξέρεις που δε θα σκοτωνόντανε; - Οφείλω να ομολογήσω ότι το τοιούτον δεν έχει απασχολήσει τους ιστορικούς και επίσης να παρατηρήσω ότι πρόκειται περί υποθέσεως και μόνον. - Πάλι το τοιούτον! Μη το ξαναπείς. Όλα τα κακά είναι στο Βορά και στο Νότο. Δεν είδες που οι βορειοευρωπαίοι κυνηγάνε τσου νότιους; Κι άλλο θέλεις; - Αυτό είναι ένα άλλο θέμα και καθόλου ανάλογον με το υπό εξέτασιν θέμα, θα ημπορούσα να είπω. Περί του πρακτέου, πώς εννοείτε τον χωρισμόν εις Ανατολικήν και Δυτικήν Κέρκυρα; - Η Ανατολή θε νάπαιρνε τον Υψηλό και η Δύση το Κράτσαλο, τη πόλη η μία το λειβάδι του Ρόπα η άλλη, το Κάβο η από δω και το Χαλικούνα η από κει. Δε θάτανε καλά; - Γενικότητες. Θα έπρεπε, κατά την Γεωδαισίαν, να ορισθεί η μέση γραμμή η εφαρμογή της οποίας θα ανεδείκνυε πλήθος προβλημάτων εξ ενός τοιούτου χωρισμού. Και βεβαίως θα οδηγούμεθα εις συμπεράσματα κατόπιν μελέτης. - Πάλι του τοιούτου, δε διορθώνεσαι. Ορέ θα δούλευε και κάνας τοπογράφος μ’ αυτή τη, πως την είπες; μέση γραμμή, πούχουνε τ’ άχαρα να βγάλουνε κάνα φράγκο από τότε που σταματήσανε να χτίζονται τα ενοικιαζόμενα. Με τα ερενμπί δε βγάζουνε. - Πάντως, η παράταξή μας θα εξετάσει και αυτό το ενδεχόμενον. Ξέρετε, είμεθα ανοικτοί εις όλας τας προτάσεις και εις τον διάλογον με τους απλούς πολίτας, καθ’ όσον, ημείς, δεν είμεθα απλοί πολίται, ως γνωστόν. Μία μόνον ερώτησις: Και με το Τεμπλόνι; - Άααα…! το Ντεμπλόνι μισό-μισό.
17-5-2019
I LOVE YOU Ψηλός, μαυριδερός, ένας γίγαντας με τεράστια χέρια, μάτια μαύρα με κόρες συνεχώς περιστρεφόμενες, σκληρά χαρακτηριστικά που τα μεγεθύνει ένα διαρκές σαρδόνιο χαμόγελο μέσα από μια ελλιπή κίτρινη από το τσιγάρο οδοντοστοιχία. - Άι λαβ γιου! Χέλοου, άι λαβ γιου! Κάθομαι γιατί σ’ αγαπάω κι εσένα και τη φιλονάδα μου, εγώ δε κάθομαι, το ξέρεις, με όποιον νάναι, άι λαβ γιου! - Καλώστονε. Θα πιεις καφέ; - Εγώ καφέ πίνω μόνο σε θαλαμηγό, για σένα όμως κάνω εξαίρεση, γιατί άι λαβ γιου! Ένα καπουτσίνο κον λάτε. Γρήγορα… - Μόνο σε θαλαμηγό;
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
101
- Αγόρασα ένα σκάφος, έβενος! Τριανταπέντε μέτρα. Έβενος! Εγώ το συντηρώ. Μόνος μου, δεν έχω εμπιστοσύνη, τί; να μου το χαλάσουνε; Έβενος! Δύο εκατομμύρια, κάνει είκοσι! Βγήκε δημοπρασία, έδωσα οχτακόσιες του δικού μου, ξέρεις του Γενικού, ό,τι του λέω κάνει… Αμ πώς; Ανασηκώνει με νόημα τα φρύδια του. Η πονηριά του Νικ δε γκρικ αποτυπωμένη. - Θα το κάνω εστιατόριο. Έχει ρόδες και θα το βγάζω έξω. - Πού τόχεις; στη Μαρίνα; - Ποιά Μαρίνα, χα, χα…, στη Μαρίνα… Στο Κομμένο τόχω και το βγάζω στο χτήμα μου. Έχει ρόδες. Πεντέμιση στρέμματα, εκατό το πήρα… - Εκατομμύρια; - Όχι μαρουλόφυλλα…, αφού το ξέρεις έχω πολλά λεφτά, δώσε τσιγάρο, αναφτήρα έχω! Όταν δούλευα καπετάνιος στου Λάτση, ήθελε να με παντρέψει με τη δικιά του αλλά του είπα: «Φίλε, εγώ δε πουλιέμαι…, λεφτά έχω». Τούκοψα για δυο μέρες τη καλημέρα…, μετά έφυγα, ξεμπάρκαρα… - Γιατί; - Φοβότανε, μωρέ, γιατί βουτούσα σαράντα πέντε μέτρα, απνευστί… Δε μπορώ να σε βλέπω μούλεγε, φοβάμαι… Με παίρνει κάθε μέρα τηλέφωνο, να δει τι κάνω… - Σαρανταπέντε μέτρα; Έχεις φακό; Βλέπεις εκεί κάτω; - Πριν βουτήξω κάνω δυο μέρες γιόγκα…, δάσκαλος γιόγκα, βλέπει… - Ψάρια βαράς; έχεις σημάδια; - Σσσστ! αυτά δε λέγονται, άι λαβ γιου! - Θα τα πουλάς στο εστιατόριο; - Στο δεύτερο! Η Κρεμαστή δική μου! Στο πηγάδι καστανόχωμα, λουλούδια, ψαράκι, γαλλική σαμπάνια, πιάνο τραγούδι εγώ, τα δικά μου θα παίζω, νομίζω; Όχι άλλα, μπελκάντο βαρυτονάλε… - Μπράβο, τα κατάφερες πολύ καλά. Επιχειρηματίας μεγάλος… - Ανοίγω και τρίτο, μεγαλύτερο στο Βίδο…, τρίτο, Παναγία Τριάς, έτσι δε πάει; Παναγία Τριάς, ελέησον ημάς… Με πιάνεις; Έχω σκήτη στο Άγιο Όρος δικιά μου…, όλοι εκεί πάνω δικοί μου, σου τα λέω γιατί άι λαβ γιου! - Μα δε το πήρε το Βίδο το IKOS; - Αγόρασα αλλού, δε σου λέω άλλα, είναι μυστικό. Εφτασφάγιστο…! Φεύγω, άι λαβ γιου! - Στο καλό!
102
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
17-5-2019
ΤΙ ΘΑ ΓΙΝΕΙ ΜΕ ΤΑ ΣΚΟΥΠΙΔΙΑ ΜΑΣ; Έψαξα να βρω τι λένε για τα σκουπίδια οι 10 παρατάξεις που διεκδικούν το Δήμο μας. Δε βρήκα τι λένε όλες, βρήκα τι λένε οι πέντε και θυμάμαι, σκόρπια, τι λένε άλλες τρεις. Λοιπόν μέχρι στιγμής δυο πράματα υποψιάζομαι ότι θα γίνουνε: 1. Θα μας ενημερώσουνε πολύ, εμάς και τα παιδιά μας, για να μάθουμε πως γίνεται σωστά η ανακύκλωση, θα μαζεύει τα σκουπίδια ή η Υπηρεσία Καθαριότητας ή ιδιώτες εργολάβοι και θα τα παίρνουνε να τ’ αφήνουνε στο Τεμπλόνι. 2. Άμα δεν μπορέσουνε να τα διώξουνε αλλού, θα περιμένουμε να γίνει ένα εργοστάσιο ή από το Δήμο ή από ιδιώτη, κι αυτό μάλλον στο Τεμπλόνι, θα ξεδιαλέγουνε τα ανακυκλώσιμα και θα τα πουλάνε σ’ αυτούς που τα παίρνουνε. Γι αυτά που δεν ανακυκλώνονται, ίσως, κοιτάξουνε να τα διαχειριστούνε με κάποιον άλλο τρόπο. Κάπου δω συγκλίνουνε οι διάφορες προτάσεις, τα προγράμματα των παρατάξεων για τα σκουπίδια μας, και αυτή τη φορά είναι βέβαιο ότι το Δήμο δεν θα τον πάρει μόνο μια παράταξη αλλά τουλάχιστον δυο τρεις. Κι ότι σκέφτεται να κάνει ο ένας θα πρέπει να συμφωνεί κι ο άλλος. Μακάρι να μη σκοτωθούνε αναμετάξυ τους. Μπορεί να κάνω λάθος αλλά κάτι τέτοιο μου φαίνεται ότι θα γίνεται τα επόμενα χρόνια και οριστική λύση δε θα βρούμε. Πάλι θα έχουμε απεργίες, πάλι θα βλέπουμε βουνά από σκουπίδια, πάλι θα κλείνει το Τεμπλόνι. Εκείνο που δεν εδιάβασα πουθενά είναι το πόσο θα μας εκοστίσει αυτή η δουγειά. Πόσο θα πληρώνει ο καθένας μας. Δεν εκατάλαβα επίσης τι θα γίνεται με τα σκουπίδια και των άλλων δύο Δήμων. Του Βορά και του Νότου. Υποψιάζομαι ότι κι αυτά στο Τεμπλόνι θα τα ρίχνουνε. Έτσι είναι; Κι αν είναι έτσι, αυτοί θα τα ξεχωρίζουνε με άλλο τρόπο; Μήπως να συνεννοηθούνε όλοι νάχουνε ένα τρόπο; Δεν άκουσα κάτι. Πράγματι είναι δύσκολα τα πράματα. Κι αυτοί που τελικά θα μπούνε μπροστά να την εκάνουνε αυτή τη δουγειά βάζουνε το κεφάλι τους στο ντουρβά. Κι από τη μια μεριά μπράβο τους. Και να τσου βοηθήσουμε όσο μπορούμε και άμα χρειαστεί να πληρώσουμε και κατιτίς παραπάνου από τα πολλά που μας περισσεύουνε. Αρκεί να είναι εργατικοί και νάχουνε σέστο. Αλλά ακόμα δεν εκατάλαβα καλά πως ακριβώς θα γίνει όλο αυτό και πόσο θα μας εκοστίσει. Εμείνανε λίγες μέρες και προλαβαίνουνε, όλοι, να γίνουνε πιο ξεκάθαροι. Εντάξει, διαλογή στη πηγή, πράσινα σημεία, περιβαλλοντικά πάρκα, μεταφορά, εργοστάσιο κλπ. Βάρτε όλο το κόστος μαζί, να το διαιρέσουμε με τα νοικοκυριά και τσι επιχειρήσεις να δούμε πόσο βγαίνει ο λογαριασμός.
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
103
Με το να μου λέει ο άλλος εγώ ξέρω, εγώ θέλω κι εγώ μπορώ, δεν ακούω πάρα μόνο το ΕΓΩ. ΥΓ. Μήπως έχετε εντοπίσει τα πιο ρυπογόνα σημεία του νησιού και ειδικά τση πόλης; Ποιοί παράγουν τα περισσότερα σκουπίδια, κυρίως ανακυκλώσιμα; Μπορεί να βοηθήσει.
18-5-2019
ΦΕΪΓ ΒΟΛΑΝ Στσι καλές τσι εποχές, τέτοιες μέρες όπου είχαμε εκλογές, εγεμίζανε οι πύργοι, οι κολόνες και τα δέντρα με αφίσες που μας ελέγανε ψήφισε μένανε. Βάζανε και πανό με τρύπες για να μη φουσκώνουνε από τον αέρα. Αυτά περιοριστήκανε πολύ. Κάτι ταμπλό βλέπεις μόνο, πού και πού, μαζί με τα ταμπλό από τσι συναυλίες. Αλλά από εκλογικά φυλλάδια γέμισε ο τόπος, τα γραμματοκιβώτια, κάτω από τσι πόρτες, σου τα δίνουνε και χέρι με χέρι. - Νομίζω, ότι η ψήφος σου μου αξίζει! - …………………….., και τόνε κοιτάς. Άλλα είναι όφσετ, άλλα πιο μπάσα, τα περισσότερα σε τετραχρωμία, λίγα μαυρόασπρα. Άλλοι τα τυπώνουνε στην Κέρκυρα, άλλοι όχι. Γιομίζουνε οι κάδοι με τα σύμμεικτα κι άντε μετά να ξεχωρίσεις τα προς ανακύκλωσιν. Λόγω του προβλήματος των σκουπιδιών, τα περισσότερα λένε και για τα σκουπίδια και όλα, μα όλα, καταλήγουνε στα σκουπίδια εκτός από πολύ λίγα που τα φυλάνε ορισμένοι για συλλεκτικούς λόγους και για να θυμόνται τι ελέγανε αυτοί που θα βγούνε, άμα γίνουνε αρχηγοί. Είναι και μερικοί που επειδή δε πιστεύουνε ότι θα βγούνε ή για να μη τσου κρατάει μετά καένας στο χέρι - αυτά είπες και δε τα κάνεις - αποφεύγουνε να γράψουνε το παραμικρό για τα προβλήματα του τόπου. Γράφουνε αέρα κουβέντες. Πονηροί! Χθες το βράδυ άνοιξα το γραμματοκιβώτιο και βρήκα ένα πάκο. Σήμερα το πρωί, ξημερώματα, βρήκα κάτου από τη πόρτα τση πολυκατοικίας ένα άλλο πάκο. Πότε προλάβανε; Δε κοιμόνται; Θα μου πεις γιατί; Δε βρίσκω κάθε μέρα κάτι άλλα πάκα από διαφημίσεις; Βρίσκω, πως δε βρίσκω… Δίνουνε τα μαγαζιά τα διαφημιστικά τους, σε νεαρούς συνήθως, να τα μοιράσουνε. Τα βάζουνε τούτοι τα φυλλάδια στο σάκο στη πλάτη τους και ρίχνουνε
104
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
πακέτα στα σπίτια να τεγειώσουνε μια ώρα αρχύτερα. Τι να κάνουνε; Το μεροκάματο, βλέπεις, πρέπει να βγει. Αλλά τα περισσότερα, αδιάβαστα, καταλήγουνε στους κάδους, είτε τσου μπλε είτε τσου πράσινους. Γεγονός είναι ότι όλα τούτα τα φέιγ βολάν και τα διαφημιστικά, αφού επιτελέσουνε την εφήμερη αποστολή τους, αυτό που μένει στο τέλος είναι μια ρυπογόνος δραστηριότητα. Κι όμως, για να συνταχθούν τα κείμενα, να επιλεγούν τα έξυπνα συνθήματα (σλόγκαν εις την νεοελληνικήν), να μπουν οι φωτογραφίες και ό,τι άλλο, απασχολείται ένα σωρό κόσμος και δουλεύει ένα σωρό κόσμος. Και μερικά είναι πολύ καλά. Όταν σώσουμε με τσι εκλογές τα εκλογικά φυλλάδια θα εξαφανιστούν. Τα άλλα όμως, τα διαφημιστικά, θα μείνουνε, δε γίνεται αγοιώς, και η διακίνηση των ιδεών κλπ είναι δικαίωμα και καλώς είναι δικαίωμα. Εσκεφτόμουνα όμως, επειδή απ’ ότι φαίνεται μετά τσι εκλογές θα γίνει μεγάλη εκστρατεία ενημέρωσης του κόσμου για την ανακύκλωση, να μάθουμε πως γίνεται και τί πρέπει να κάνουμε, μήπως θα γινόντανε να πει ο Δήμος σ’ αυτούς που μας ρίχνουνε τα πάκα με τσι διαφημίσεις τους κάτου από την πόρτα, να του δίνουνε του Δήμου μια σελίδα για να γράφει αυτά που θέλει να μας πει για την ανακύκλωση αλλά και ό,τι άλλο θέλει. Το βρίσκω δίκαιο να χαρίζουνε μια σελίδα στο Δήμο αυτοί που φορτώνουνε τσου κάδους με τσι διαφημίσεις τους και ο Δήμος τσι μαζεύει για να τσι ρίξει. Και τα μαγαζιά θα συνεισφέρανε στην ανακύκλωση και θα τόχανε καμάρι τους και ο Δήμος θα μας ενημέρωνε σχεδόν ανέξοδα. Κι επειδή η πρωινή μου σοφία μου φαίνεται πολύ καλή, σκέφτομαι να πάω να τυπώσω αμέσως, εδώ στην Κέρκυρα-όχι αλλού, φέιγ βολάν να σας ενημερώσω. Θα τα βρείτε στα γραμματοκιβώτια ή κάτου από τη πόρτα σας.
18-5-2019
ΝΕΟΙ ΦΙΛΟΙ ΕΙΝΑΙ ΣΑΝ Τ’ ΑΣΗΜΙ… Ειμάστενε φίλοι. Από παγιά. Από παιδιά. Και τί δε παίξαμε μαζί. Ληστές χωροφυλάκοι, κάτου μπαλί, κρυφτό, τσιλίκι, μπαλόνι, τσι μπάλες, γουβίτσες, βασιγιά-βασιγιά τί ώρα είναι, τ’ αγάρματα, τσόρτσο μη τσόρτσο, τρουλουλού, φιδάκι, κουτσό, περνάει-περνάει η μέλισσα, φτιάναμε τόξα και σπαθιά, πατινέτες, χαρταετούς, αρματωσιές γι αρμίδια, ξώβεργες, τσούντες, κανονάκια από χειρομπομπίδες, σμπάρα από κουβαρίστρες, μαζεύαμε τύχες από πακέτα από τσιγάρα, από ηθοποιούς, από ποδοσφαιριστές, πίκες, ταλαρίνες, δεκάρες, δυοδέκαρα…, χαθήκαμε!
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
105
Τόνε ξανάδα απρόσμενα, δε τόνε γνώρισα. Με γνώρισε αυτός. - Δεν είσ’ ο Γιώργος; Τόνε θυμόμουνα σα μια κλωστή. Είχ’ αλλάξει. Έμεινα να τον κοιτάω. - Εγώ είμαι, ο Σήφης… Όλα τα παιγνίδια που παίξαμε περάσανε στο δευτερόλεπτο μπροστά μου. Το σπίτι του, η κυρά Δέσπω που μαντάριζε τσι κάλτσες, η μαύρη η σουκιά πούτανε πίσω στην αυλή του, ο Γιώργος, ο Σπύρος, ο Βαγγέλης, οι πιο μεγάλοι τση γειτονιάς, ο χωματόδρομος στ’ Αβράμη που γινόντανε πουλέντα όταν έβρεχε, ο κυρ Ηλίας στο εργοστάσιο του Ασπιώτη, η Παλλάδα, το Οβρέϊκο, τα γιόστα, ο παρατημένος οδοστρωτήρας, οι πηλοί, το καμίνι του Αποστολίδη, το Φτωχοκομείο… Βούρκωσα αλλά δε τόδειξα. - Σήφη μου, Σήφη μου… Γινήκαμε φίλοι στο fb. Τα καλά του fb. Οι προσκόποι λένε: «Νέοι φίλοι είναι σαν τ’ ασήμι, μα χρυσάφι είναι οι παλιοί». Χρυσάφι ο Σήφης. Μούρθε στο νου το «Νέοι φίλοι είναι σαν τ’ ασήμι…» γιατί το είδα σήμερα να το καπηλεύονται, ακόμα κι αυτό, για να κάνουνε ψήφους, οι ανεκδιήγητοι… Φευγάτε απόδω, λαμασόνες, πού θα βάλετε στο στόμα σας αυτό που αξίζει στο χρυσάφι του Σήφη μου. Φευγάτε…
21-5-2019
ΓΥΜΝΑΣΤΙΚΕΣ ΕΠΙΔΕΙΞΕΙΣ* Του κακοφαινότανε. Του Γιάννη του Λινάρδου. - Κύργιε Φαναριώτη, τί φασαρία είν’ αυτή, πιο σιγά, εμείς εδώ κάνουμε μάθημα, μαματικά… - Κι εμείς μάθημα κάνουμε, γυμναστική… - Εμείς κάνουμε ‘πιστήμη, κύργιε!, πιο σιγά. Γυμναστική! το παρεξηγημένο μάθημα. Έπαιζες ποδόσφαιρο, μπάσκετ, ήσουν ένα σκαλί πριν το αληταριό, αν δεν τόχες κατέβει κιόλας κι αυτό… Όλο το χρόνο υπό διωγμόν. Πήγαινες στο Γυμναστήριο, οϊμένανε…!, πήγαινες τ’ απόγιομα στο γήπεδο και σε μπλακάριζε ο κυρ Γιάννης στη λεωφόρο Αλεξάνδρας με το ακόντιο και το δίσκο στα χέρια που σούχε δώκει ο Τσιντής; Άμε να του ξηγήσεις του κυρ Γιάννη ότι και αυτό ήτο μία σχολική δραστηριότης!
106
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
Πού ν’ ακούσει. Όλος ο κόσμος ήτανε τα μαματικά! ‘πιστήμη! ** Οι γυμναστές και τα παιδιά παίρναμε το αίμα μας πίσω (δεν ήτανε μόνο ο Λινάρδος διώκτης μας), στις γυμναστικές επιδείξεις. Μέσα Μάη, η άνοιξη να βράζει, αρχίζαμε τσι πρόβες. Πανηγύρι! Εις παράταξιν κατά τετράδας, εβδόμη και ογδόη ή πέμπτη και έκτη, οδεύαμε εις το γήπεδον, το Εθνικόν Στάδιον! Πρώτο, Δεύτερο, Θηλέων, Εμπορική. Αλλού τα αγόρια, αλλού τα κορίτσια, με τσι φουφούλες! Κοίταζες να τη δεις, κοίταζε να σε δει. Έρωτας με τσι ματιές! Ίσως, η μεγαλύτερη στιγμή του έρωτα που όμοια της δεν υπάρχει. Η ματιά τση προσμονής με τον άγραφο κώδικα που μόνο δυο τόνε καταλαβαίνουνε και μόνο δυο τόνε ξέρουνε όπου γης, σ’ όλη τη γη, που δε τόνε σπάει καένας και ποτέ. Η ματιά που σκοτώνει και σε σκοτώνει. Η ματιά που σε σημαδεύει μόνο μια φορά σ’ όλη σου τη ζωή. Η αξέχαστη. Ο Κανδηλιώτης στο βάθρο. «Αρχαίο πνεύμα αθάνατο, αγνέ πατέρα…» και να δεις που το καταλαβαίναμε αυτό το αρχαίο πνεύμα, μας συνέπαιρνε κι αναριτσιαίναμε, «…κάθε λαός, κάθε λαόοος!». 21η Μαΐου. Το πρωί παρέλαση, φοράμε τ’ άσπρα. Το απόγιομα οι Γυμναστικές Επιδείξεις. Οι κερκίδες γεμάτες από γονείς και κόσμο. Έπαρση Σημαίας, Ολυμπιακός Ύμνος, Όρκος Αθλητών, Γυμναστικές Επιδείξεις, Θηλέων και αρρένων – χώρια, Αγώνες Στίβου. Βγήκαμε πρώτοι, μας πέρασε το Δεύτερο, είδες η Εμπορική; ισοβαθμίσαμε, αυτή του Θηλέων θα γίνει μεγάλη αθλήτρια κι η εμπορικάνα με λίγη προπόνηση θα τήνε ξεπεράσει. Πόσα κύπελλα πήραμε; Πού είναι δε τήνε βλέπω, έφυγε; ά! νάτηνε, με κοιτάει… Οι Γυμναστικές επιδείξεις ήτανε μαγικές. Οι πρόβες, τα χαμένα μαθήματα, η ευκαιρία να δούμε και να μας δούνε τα αγόρια ή τα κορίτσια, τα γελάκια κι οι κλεφτές ματιές, όλα όσα ζούσαμε κι η ελπίδα πως θα τα ζούσαμε και του χρόνου… Αύριο δεν έχει σκογειό! Ειμάστενε κουρασμένοι. * Οι Γυμναστικές Επιδείξεις τεγειώσανε το 1975. ** Γιάννης Λινάρδος: καθηγητής μαθηματικών στο Α΄Γυμνάσιο Κέρκυρας. Σου απαγόρευε να μη μάθεις μαθηματικά. Και μάθαινες, ήθελες δεν ήθελες!
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
107
22-5-2019
ΘΑ ΤΟΥ ΤΥΧΕΙ ΚΑΙ ΤΟΥ ΓΛΑΡΟΥ ΣΟΥΠΙΑ Στην ανατολική ακτή του Βίδο (κι όχι του Βίδου, πανάθεμά τους που τόνε λένε ο Βίδος) τέτοια εποχή γεννάνε οι γλάροι. Άμα πλησιάζεις με βάρκα σε κυαλάρει από μακριά ο φύλακας, που βάνουνε για να προσέχει, και ειδοποιάει τσου άλλους που ασκώνονται από τσι φωγιές τους και ορμάνε στη βάρκα σου, να σε διώξουνε. Άμα περνάς από το χωματόδρομο τση ακτής σου ορμάνε κι ό,τι κι αν έβρουνε. Είναι επιθετικοί, κινδυνεύεις να σου βγάλουνε κάνα μάτι. Πρώτο τους μέλημα η προστασία των νεοσσών, τω παιδιώνε τους. Έχετε δει φωγιά γλάρου; Τακτοποιημένη, πεντακάθαρη. Παραφυλάνε για το κοίλιντρα και τσου ανθρώπους. Απ’ αυτούς κινδυνεύουνε τα γλαρόπουλα με τα καφέ φτερά που τον Ιούνιο θα πέσουνε στη θάλασσα για τα πρώτα τους μαθήματα στο ψάρεμα και την επιβίωση. Επιβίωση που θέλει δυο πράματα. Ικανότητες και τύχη. Η τύχη του γλάρου, κάτι σα να κερδίσεις το τζόκερ, είναι να του τύχει του γλάρου σουπιά! Ν’ ανέβει στον αφρό η σουπιά, να τύχει να τήνε δει, να την αρπάξει. Ούτε μία στο ‘κατομμύργιο. Δε γίνονται αυτά τα πράματα! Ακούω να λένε όσοι θέλουνε, και μπράβο για το θάρρος τους, να γίνουνε Δημάρχοι και Δημοτικοί Συμβούλοι, όχι όλοι πάντως, ότι το Βίδο ανήκει τσου κερκυραίους και στη νεολαία τους. Αυτοί που το λένε, το λένε γιατί κάτι δε τσου πάει καλά. Φοβόνται ότι το νησί θα το γοδέρουνε άλλοι κι όχι οι κερκυραίοι. Λένε που, λίγο από δω λίγο από κει, θα φέρουνε τα πράματα τρεις η εφτά εικοσιένα και δε θα μπορεί η κυρά Μαρία από το Καμπιέλο κι η κυρά Όργα από το Μαντούκι κι η κυρά Τασία από τη Πόρτα Ρεμούντα να πάρουνε τα τάπερ τους με το φαί και να πάνε για μπάνιο στο Βίδο με τον άγγονά τους και να του πάρουνε μόνο ένα παγωτό από τη καντίνα. Για να πάνε θα θέλουνε ένα κάρο λεφτά που δεν έχουνε κι έτσι δε θα πηγαίνουνε, γιατί και την άλλη φορά που πήγανε τόσα θέλανε. Κάπως έτσι λένε θα γίνει και γι αυτούς που με πολύ κόπο και ίδρωτα στήσανε κει κατασκηνώσεις για τα παιδιά του κόσμου. Κι εφ’ όσον δε βλέπουνε τον «Άγιο Στέφανο» να πηγαινοέρχεται ανησυχούνε. Ένα δίκιο τόχουνε. Δε πρέπει όλοι να μας επούνε τί θα κάνουνε για το Βίδο; Δε πρέπει να ξέρουμε τί θέλει ο ένας και τί ο άλλος; Δηλαδή τί; Πρώτα θα ψηφίσουμε και μετά θα καταλάβουμε τί θα γίνει και μ’ αυτό; Θα τ’ αφήκουμε στη τύχη; Θα περιμένουμε σα το γλάρο να του τύχει σουπιά;
108
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
25-5-2019
ΟΙ ΔΕΚΑ Ι Αντιγράφω από τη ΒικαιπαιδειΑ: «Το Συμβούλιο των Δέκα, ή απλώς γνωστό ως οι Δέκα, ήταν, από το 1310 ως το 1797, ένα από τα σημαντικότερα κυβερνητικά σώματα της Δημοκρατίας της Βενετίας του οποίου οι περισσότερες συνεδριάσεις ήταν μυστικές. Αν και ορισμένες πηγές φαίνεται να δείχνουν ότι το Συμβούλιο των Δέκα ήταν γενικώς αποδεχτό στη Βενετία, υπάρχει και ο αντίλογος…». Δέκα οι συνδυασμοί, παρατάξεις, οι διεκδικητές του Δήμου μας. Η απλή αναλογική είναι πολύ πιθανόν να φέρει και τους δέκα να εκπροσωπούνται στο νέο Δημοτικό μας Συμβούλιο. Αυτό που μας απασχολεί είναι η επόμενη μέρα. Πώς θα αντιμετωπισθούν τα προβλήματά μας, τα γνωστά; Πώς θα συνεργαστούν; με διαφάνεια ή μυστικά σα τους βενετσιάνους Δέκα; Ο έχων τον πρώτο ρόλο, ο Δήμαρχος, θα πρέπει να δώσει τον τόνο αυτής της συνεργασίας, αυτής της με διαφάνεια σύγκλισης των δέκα στη λήψη των αποφάσεων. Αυτών που θα καθορίσουν τη ζωή μας. Η σύνθεση των δέκα χαρακτηρίζεται από νεανικό σφρίγος και εμπειρία. Είναι ελπιδοφόρο να διαπιστώνεις ότι το νεανικό σφρίγος δηλώνει παρόν. Είναι παρήγορο να διαπιστώνεις ότι η εμπειρία δηλώνει παρούσα. Πέραν των όποιων διατυπωθεισών αντιρρήσεων για τους λόγους για τους οποίους έθεσαν την υποψηφιότητά τους οι υποψήφιοι, υπαρκτών ή ανύπαρκτων, βέβαιο είναι ότι ο κάθε υποψήφιος είχε και έχει το θάρρος να υποστηρίξει την υποψηφιότητά του, να την καταθέσει επ’ ωφελεία του συνόλου. Και εξ αυτού χαίρει, οφείλει να χαίρει, σεβασμού. Προσωπικά διακρίνω άξιους υποψήφιους σε όλους τους συνδυασμούς ή παρατάξεις. Θα προτιμούσα το ενιαίο ψηφοδέλτιο, χωρίς περιορισμούς στον αριθμό της σταυροδοσίας. Γιατί θα πρέπει να είναι εξ αρχής διαιρεμένοι οι υποψήφιοι σε παρατάξεις; Γιατί να μην αναδεικνύεται Δήμαρχος αυτός που θα έχει τις περισσότερες προτιμήσεις των συμπολιτών; ΚΑΛΗ ΕΠΙΤΥΧΙΑ ΣΕ ΟΛΟΥΣ. Και μακροημέρευση ανάλογη του Συμβουλίου των Δέκα της πάλαι ποτέ Γαληνοτάτης.
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
109
28-5-2019
ΣΕΛΙΝΑΤΟ Το σελινάτο ούτε που τόχε ακούσει. Φαί ήτανε αλλά δε τόξερε. Κει στου Φλαρέτου πούχανε το χτηματάκι με τα δυο πηγάδια η μάνα της δε φύτευε σέλινα. Δε πότισε ποτέ τση με τσι πετρόλατες σέλινα, που τσι γέμιζε νερό με το σίσκλο που τον ανέβαζε το γεράνιο. Σέλινο είχανε κάτι λίγο στον Ασύρματο, στο σπίτι τους απόξω, κι άμα τση χρειαζόντανε τση νόνας έκοβε δυο φύλλα από κεί. Παντρεύτηκε αμέσως μετά το πόλεμο και πήγε στη χώρα. Τα πεθερικά της την αγκαγιάσανε με το παραπάνω, σα δική τους κόρη. Κι αυτή εργατικιά και σπίρτο από μικρή το ανταπέδιδε με σέβας. - Τη κοπέλα και τα μάτια σου, έλεγε του αντρός της ο πάππους. - Η κόρη μου τούτο, η κόρη μου τ’ άλλο, τη παίνευε η γιαγιά. Στο νέο της σπίτι έμαθε άλλα φαγιά. Γεμιστά, ιμάμ μπαϊλντί, φτιάχνανε τουρσί λογής τω λογαδιώνε, μουσακά, παστώνανε μαρίδες και παλαμίδι φέτες, ντολμαδάκια γιαλαντζί από την περγουγιά, ατζέμ πιλάφι, τέτοια φαγιά, μικρασιάτικα. Και πολλά γλυκά. Του κουταγιού κι από τ’ άλλα με το φύλλο, τα σουρουπλίδικα. Κάθε πρωτοχρονιά, πούχε και τη γιορτή της, ο πάππους διέταζε: - Να φτιάξετε σελινάτο για τη κοπέλα! Φρικασέ δηλαδή, με σέλινα με τσι ρίζες τους και με χοιρινό σε κομμάτια, αυγοκομμένο. Πολύ τση άρεσε. Κυρίως ο σούγος. Βουτούσε και ξαναβουτούσε το ψωμί και το απολάμβανε. Τσουτσάριζε και τα κόκκαλα του χοιρινού κι άμα πεις για τη κομμένη σε φέτες κυδωνάτες σελινόριζα, τί ήτανε αυτό το πράμα! Με τα χρόνια μάθαμε πως τη πρωτοχρονιά θα τρώγαμε σελινάτο. Δε μου πολυάρεσε στην αρχή. Πέρασε καιρός για να ανακαλύψω το πόσο ωραία γεύση έχει το σέλινο. Είναι τώρα έντεκα χρόνια που την πρωτοχρονιά δεν κάνουμε σελινάτο.
30-5-2019
Η ΚΟΛΟΝΑ ΤΣΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ - Θα πας να ψηφίσεις; - Μάλλον, όχι. -Γιατί; το ξέρεις ότι είναι υποχρεωτική η ψήφος; το ξέρεις ότι έτσι αφήνεις τσου αλλουνούς να διαμορφώσουνε και τη δική σου γνώμη; το ξέρεις ότι είναι η δημοκρατική υποχρέωσή σου; το ξέρεις ότι άμα κάμουνε όλοι έτσι καταλύεται η Δημοκρατία; το ξέρεις ότι είσαι η κολόνα τση Δημοκρατίας;
110
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
- Από ‘να ψήφο; - Βεβαίως κύργιε, από ‘να ψήφο! Μη πας εσύ, μη πάει ο άλλος, τότενες τί Δημοκρατία θέλετε νάχουμε; Έτσι γεννιέται το αυγό του φιδιού! - Μα είπαμε να πάμε για ψάρεμα…, μπορεί να κάνουμε και κάνα μπάνιο, ζεστάνανε τα νερά… - Θα έπρεπε να ντρέπεσαι, πέντε χρόνια έχεις να ψηφίσεις…, τώρα σε μάρανε το ψάρεμα; Ντροπή σου! Το σκέφτηκε. - Είναι υποχρέωσή μου, θα πάω να ψηφίσω, δε γίνεται να μη πάω, υποχρέωσή μου… Θα σηκωθώ νωρίς, για να παρκάρω νωρίς που έλεγε κι ο Κηλαϊδόνης, θα ψηφίσω και μετά θα πάω για ψάρεμα. Τέσσερεις κάλπες, ένα μάτσο ψηφοδέρτια, τα ξεχώρισε, τα σταύρωσε, ψήφισε. Η ώρα πέρασε και στα παράνομα παραγάδια πόριξε, σα μάγκας, Μάης ντε!, δεν έπιακε τίποτις. Είχε περάσει η ώρα. Άμα δε καλάρεις πρωί… Χαλάλι τους εσκέφτηκε, των υποψηφιώνες, που ιδρώνουνε για το τόπο κι εγώ πάω για ψάρεμα. Τι μου ζητήσανε; Να πάω να ψηφίσω…, δε μούπανε να κάμω και το δάχτυλο του Καποδίστρια…, χαλάλι τους. Μια και ψήφισε είχε και μια πρεμούρα να μάθει τι απέγινε ο ψήφος του και κοίταζε τσι φημερίδες και το φέισμπουκ να δει ποιος εβγήκε. Θα γινόντανε, λέει, και δεύτερος γύρος μεταξύ των δύο πρώτων την άλλη Κυριακή. Δηλαδή τί; Θάχανε κι άλλο ψάρεμα; Αμανείναι έτσι να μην αγοράσω σαρδέλα που κάνει και 5 ευρώ το κιλό, σκέφτηκε. Τί; να πάω να ταΐσω τα ψάρια; - Θα πας να ψηφίσεις; - Θα πάω αφού πήγα και την περασμένη Κυριακή, να μην πάω; - Να μη πας! Είδες τί εγίνηκε; Δε ξέρει να ψηφίζει ο κόσμος, άγεται και φέρεται. Είδες ποιους έβγαλε; Όλους τσου άχρηστους, τσου ανίδεους, εμάς τσου καλούς δε μας εψήφισε αλλά τόσο μυαλό κουβαλάει ο κόσμος, είναι άξιος τση τύχης του, να δούμε αύριο που θα κλαίει και θα παραπονιέται, καλά να πάθει, να μη πας να ψηφίσεις, δεν έχεις τίποτις καλύτερο να κάμεις; Να πάς για ψάρεμα! - Μα εγώ δεν είμαι η κολόνα τση Δημοκρατίας; - Κολόνα τση Δημοκρατίας; Από πού ορέ το θέλεις και για κολόνα; Επειδή εψήφισες αυτόνε που εψήφισες; Όρσε ορέ, να μη σου το χρωστάω, που μου το θέλεις και για μαρμαροκολόνα κι άμα ξαναψαρέψεις, … κάβουράαας … - Άκου να σου πω, μάζεψε τη γλώσσα σου αυγό του φιδιού, έεε αυγό του φιδιού… Κι άμα ξαναπείς κάβουρας, σε σφάζω στο γόνα. Θα πάω και θα παραπάω, ορέ, να ψηφίσω, έτσι για να σκάσεις… Ορίστε μας!
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
111
30-5-2019
ΚΑΘΕ ΝΗΣΙ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣ… … έλεγε το σχέδιο Καλλικράτης πριν εννιά χρόνια. Εις την ελάχιστα απέχουσαν της νήσου Κερκύρας νήσον έλαβεν χώραν στας 26 Ιουνίου 2010 η διαδικασία ανάδειξης του πρώτου Δημοτικού της Συμβουλίου. Υποψηφιότητες μπορούσαν να καταθέσουν όσοι κοιμόντουσαν στο νησί χειμώνα, καλοκαίρι κι όχι όποιος κι όποιος. Εμπρόθεσμα και νομότυπα κατετέθη το ψηφοδέλτιον της Δημοκρατικής, Αναγεννησιακής, Ενωτικής, Πρωτοποριακής, Διαπαραταξιακής, Παρεμβασιακής, Ολοκληρωτικής, Αναπτυξιακής, Ανεξάρτητης και Αδέσμευτης Κίνησης Πολιτών «Εμπρός για μίαν Ελευθέραν Νήσον»! Ο επικεφαλής του συνδυασμού και υποψήφιος Δήμαρχος εις τον εμπνευσμένον λόγον του εξεφώνησε άπειρα «θα» μεταξύ των οποίων ότι «ΘΑ» φέρει μια μεγάλη μπίγα να σύρει το νησί πίσω από το Καποσίδερο, να μη το βρίσκει ο Μαΐστρος, και ότι «ΘΑ» μας εφτιάξει μια γέφυρα από τη Σπηγιά μέχρι το λιμανάκι για να ερχομάστενε με τα πόδια, μη σου πω και με τα αυτοκίνητά μας, και να μην έχουμε ανάγκη το κρουαζιερόπλοιο εκεινού που έκανε το δρομολόγιο. Ανακοίνωσε μάλιστα και τους υποψήφιους Δημοτικούς Συμβούλους εκ της χλωρίδος και της πανίδος της νήσου και εκ των κατοίκων των πέριξ αυτής αβαθών: Μαιρούλα Φασιανού, Κωστάκη Κουνελάκη, Τζώρτζη Σπάρο, Τζούλια Χελώνα, Πέτρο Φασιανούλη, Αυγερινή Αχινού, Καρλότα Φοινικούλα, Τώνη Βάτο, Νιόνιο Κολίτσιανο, Πίπη Οχταπόδη, Αγγιολίνα Λαγού και Πεπίνα Αθερίνα. Απόλυτα ικανοποιημένοι από τις εξαγγελίες του οι ψηφοφόροι τον εψήφισαν άπαντες και εις την κάλπην δεν ευρέθησαν ούτε λευκά ούτε άκυρα ψηφοδέλτια. Ευχαριστώντας τους ψηφοφόρους του ο Δήμαρχος ανακοίνωσε ότι παίρνει πίσω όσα υποσχέθηκε - τώρα είπε μιλάει η εξουσία - και εφώναξε τους Δημοτικούς Συμβούλους του στο πρώτο Δημοτικό Συμβούλιο. Μετά τέσσερα χρόνια, στις 27 Ιουνίου 2014, είχαμε και πάλι εκλογές με τον ίδιονε πάλι συνδυασμό, που άλλαξε την επωνυμία του σε «Εμπρός για μίαν Νέαν Νήσον», καθ’ ότι ο απερχόμενος και εκ νέου υποψήφιος Δήμαρχος είχε εν τω μεταξύ απελευθερώσει την Νήσον κι ήθελε μίαν Νέαν. Εδέχθη όμως τα δικαιολογημένα παράπονα των ψηφοφόρων γιατί ούτε την Νήσον πήρε πίσω από το Καποσίδερο ούτε γέφυρα έκανε. Στα παράπονα αυτά αντέτεινε: - Εγώ ήφερα ένανε γερανόνε, τόσοοονε μεγάλονε, αλλά στα δέκα μέτρα το νησί βρήκε από κάτου και δε πήγαινε άλλο. Εγώ φταίω; - Κι η γέφυρα;
112
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
- Εκάμαμε τη μελέτη αλλά για να περνάνε από κάτου τα καράβια ήπρεπε να την ασκώσουμε πολύ ψηλά και δε μας άφηκε η αεροπορία μη μποδιόνται τ’ αερόπλανα. Εγώ φταίω; - Δε φταις, δε φταις… Κι αυτή τη πενταετία τι θα μας εκάνεις; - Πρώτα, πρώτα θα βάλω μίανε μεγάληνε κολώνα στον Υψηλόνε και μίανε άλληνε στο Αγγελόκαστρο και θ’ απλώσω ένα μεγάλο νάιλο να μη μας εβρίσκει ο Μαϊστρος. Το ίδιο θα κάμω από το Παγιό το Φρούριο μέχρι τη Σαγιάδα για να κόψω το Σιρόκο. Όσο για το γεφύρι που δεν επρόκαμα να σώσω, θα δώκω στο καθένανε από ένα ζευγάρι παπούτσια από τσιμεντόλιθο να προβατεί στο βυθό και νάρχεται όποτε του γουστάρει να κάνει μπάνιο με τα ποδάρια και χωρίς εισιτήργιο! Οι εξηγήσεις του εκρίθησαν ικανοποιητικαί και επανεξελέγη παμψηφεί. Και πάλι όμως δεν επρόκανε να ολοκληρώσει το έργο του. Ο τοπικός τύπος πληροφορεί ότι φέτος δε θα γίνουνε εκλογές εις την Νήσον, ελλείψει υποψηφίου. Πάντως, άμα βρείτε πουθενά κάνα τσιμεντόλιθο φυλαχτετόνε να πηγαίνετε απέναντι. Αχρείαστος νάναι.
31-5-2019
ΓΙΑΝΝΗΣ ΛΙΝΑΡΔΟΣ Ο κυρ Γιάννης εστεκόντανε στο κεφαλόσκαλο τση πόρτας του Γυμνασίου. Ήτανε επιτηρητής. Στο δεξί του χέρι, ανάμεσα από μέσο και παράμεσο κρατούσε το τσιγάρο του και μ’ όλη του τη χούφτα έκλεινε το στόμα του. Φορούσε το καλοκαιρινό γκρι αρζάν κουστούμι του, γραβάτα και καφέ σκαρπίνι, τί το σέβας προς τσου μαθητές ξεκινούσε από το ντύσιμο του κύργιου καθηγητή. Κοίταζε ακριβώς απέναντι αλλά τα μάτια του σα περισκόπιο υποβρύχιου σαρώνανε την αυλή. Πού να κουνηθείς… Έμπαινες από τη καγκελόπορτα και πήγαινες τοίχο, τοίχο για την κάτω αυλή, να μη σε βλέπει. Τρεις χώρους είχε η κάτω αυλή. Το στεγασμένο κάτω από το Χημείο, το γήπεδο του Μπάσκετ, που σύριζα με το πύργο του Μπότη ήτανε οι καμπινέδες, και τη πίσω αυλή με τσι δυο τρεις; μεγάλες φοινικιές, το μονόζυγο, το σκάμμα και τσι βρύσες. Ετούτες οι βρύσες είχανε μπρούτζινα σα κούπες ανεστραμμένα επιστόμια, να μη πίνεις από κει που πίνανε οι άλλοι, γιατί πριν λίγα χρόνια εθέριζε η φυματίωση. Το νερό όμως τση Μπινίτσας επινόντανε και το πλαστικό μπουκαλάκι δεν είχε εφευρεθεί ακόμα. Μετά…
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
113
Εκατέβηκε, αργά κι επιβλητικά να ρίξει τη ματιά του. Από τσου καμπινέδες εβγαίνανε μπουκιές από καπνό. Φασουλάδα θα κάνουνε!, μονολόγησε. Ο τσιλιαδόρος έδωκε το σήμα να σβήσουνε τα τσιγάρα. Έρχεται! - Κατέβα κάτω, αμέσως! Το γαρδέλι κάνεις; παρατήρησε εκείνονε πούχε σκαρφαλώσει στη μανταρινιά να φάει πρωί, πρωί μανταρίνια. Σκοτώθηκε να κατέβει κι ανακατεύτηκε με τ’ άλλα που κλωτσούσανε εκείνο το πρώιμο στρογγυλό πλαστικό από τσι πορτοκαλάδες που έκανε και για μπαλόνι. Το πορτοκαλάκι που λέγαμε. Στσι βρύσες επαίζανε με τα νερά. Βάνανε τη χούφτα τους, ξέχωρα ο αντίχειρας από τ’ άλλα δάχτυλα, και καταβρέχανε τους σε αχτίνα βολής. - Κύργιε! με βρέχει… Η ματιά του επέβαλλε τη τάξη. Εξαφανιστήκανε όλοι από τσι βρύσες κι όσοι κάνανε μονόζυγο. Άδειασε όλη η κάτω αυλή. Κι οι καμπινέδες. Σταμπάρισε όσους εβγαίνανε. - Έλα δω …., για έλα δω! Γιατί κάπνιζες; - Εγώ κύργιε; Πότε; - Για κάμε χά… Το κουδούνι χτύπησε για προσευχή. Εμαζευτήκαμε. «Άγιος ο Θεός, Άγιος ισχυρός… Δι ευχών των Αγίων…». Σήμερα δεν είχανε πιάκει κανένα χωρίς πηλίκιο, κανένα στα ποδοσφαιράκια, κανένα νάχε πάει σινεμά, δεν είχε καλό έργο. Δεν είχε αποβολές και νάρθεις αύριο με τον πατέρα σου. Μπήκαμε μέσα. Πρώτη ώρα μαματικά. Έτσι τάλεγε. Αγωνία. Ασκωθήκαμε ορθοί μόλις εμπήκε στη τάξη. Έκατσε, εκάτσαμε. Άνοιξε το κατάλογο και τόνε φυλλομέτρουνε. - Στο γάμα είναι…, με πέρασε. Η πόρτα χτύπησε. Ήτανε ο Μάντυλας. Γύρισε και τον ισοπέδωσε με μια λοξή ματιά. - Συγγνώμη κύργιε, αλλά έχασα το λωφορείο. Τούδειξε με τα μάτια να κάτσει. Ο κατάλογος είχε φτάσει στο τέλος. Το Τάραντο θάβγαζε στο πίνακα… - Για σκύφτε όλοι κάτου από τα θρανία και ψάχτε! πυροβόλησε τη διαταγή. Σκύψαμε και κοιτάζαμε. Ένας, από τα πρώτα θρανία, τόρμησε να πει: - Τι να βρούμε κύργιε; - Το λωφορείο πούχασε ο Μάντυλας… Η πίεση κι η αγωνία εκτονώθηκε σ’ ένα αξεπέραστο γέγιο… - Να βγει στο πίνακα ο Βασιλάκης. - Εγώ; μα αφού είχε περάσει και το ταυ!
114
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
Μετά είκοσι, μπορεί και τριάντα, χρόνια έγινε μια συνάντηση των συμμαθητών στου Πίπιλα. Αυτή που τώρα τήνε λένε ρεγιούνιον ή κάπως έτσι. Κεντρικό πρόσωπο στις αναμνήσεις μας ο αυστηρός Γιάννης Λινάρδος, ο καθηγητής μας των μαθηματικών. Τόνε θυμόμαστε όλοι μας με πολλή αγάπη και θαυμασμό. Μας έμαθε γράμματα, μας δίδαξε ήθος, μας καλλιέργησε το χιούμορ σαν αντίδοτο στις δυσκολίες της ζωής. Μας έμαθε μαματικά.
1-6-2019
ΚΑΜΕ ΠΙΟ ‘ΚΕΙ ΟΡΕ… * Ιούνιος. Διαγωνισμοί. Ο εφιάλτης πριν τον καλοκαιρινό παράδεισο. Την έκθεση δε τη μπόρουνε. Άμα δε περνούσε θα έμενε μεταξεταστέος για το Σεπτέμβρη. Είχε οχτώ στο τρίτο τρίμηνο και εννιά στ΄ Αρχαία. Μέχρι το «πιστεύω τω φίλω» καλά ήτανε. Μετά γίνανε στριμόκολα τα πράματα. - Θα κάτσω πίσω σου να μου πεις. - Τι να σου πω; έκθεση γράφουμε, κάτι θα γράψεις… Μοιράσανε τσι κόλες. Στο πίνακα ο κύργιος έγραψε το θέμα: «Γνώθι σ’ συτόν». - Γράφτε κι όχι κουβέντες. Είχε δυο ζευγάρια γυαγιά. Ένα για κοντά κι ένα για μακριά. Τόνα το φορούσε και τ’ άλλο τόχε στο κούτελο σαν αεροπόρος. Τα ανεβοκατέβαζε κατά τη περίσταση αλλά πολλές φορές μπερδευόντανε κιόλας. Έκατσε στην έδρα, έβαλε τα μακριά και σάρωσε τη τάξη. Τσιμουδιά. Όλοι εγράφανε στη κόλα τ’ όνομά τους και το θέμα. Τόνε σκούντηξε στη πλάτη με το στυλό. - Κάμε πιο ‘κει… Δε κουνήθηκε. Τόνε ξανασκούντηξε με το στυλό τρεις φορές. Τικ, τικ, τακ… - Άσε με… - Ποιός τόπε, ορέ, το «Γνώθι σ’ συτόν»; Ο Δημοσθένης; - Ο Σωκράτης. - Κι ο Δημοσθένης τί είπε; - Ξέρω ‘γώ τί είπε ο Δημοσθένης; γράφε. - Ο Σωκράτης τόπε σίγουρα; - Ησυχία! εσείς εκεί κάτω, φώναξε ο κύργιος κι άλλαξε τα κιαλέτα του να γλέπει. Αλλά κοίταζε αλλού. Τόνε ξανασκούντηξε πάλι τρεις φορές. - Κάτσε ήσυχος ορέ, θα μου βγάλεις το Χριστόνε…
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
115
- Πες μου μια αρχή… - Γράφε: Πρέπει να γνωρίσουμε τον πραγματικό μας εαυτό. - Τόγραψα και μετά; - Θα μ’ αφήκεις να γράψω; - Σού ‘πα, κάνε πιο ‘κει να βλέπω. Έκατσε λοξά στο θρανίο κι άφηκε τη κόλα του να τη βλέπει. Μεσ’ την ώρα πούγραφε «Δια να εννοήσει κανείς τον πραγματικόν εαυτόν του και δια να γνωρίσει τον τρόπον που υπάρχει ο κόσμος, οφείλει να παύσει να νομίζει ότι είναι βέβαιος για αυτά που γνωρίζει και να παύσει να νομίζει ότι γνωρίζει πώς είναι ο κόσμος…», τόνε ξανασκούντηξε πάλι με το στυλό. Στρώνισε στο θρανίο κι ο κύργιος κάτι κατάλαβε. Άλλαξε πάλι τα κιαλέτα του και τσου κοίταξε αυστηρά και με νόημα. Μου φαίνεται ότι καποιανού θα του πάρω τη κόλα…, είπε, και ξανάλλαξε τα γυαγιά του. - Κάμε πιο ‘κει ορέ, του ξανάπε και τόνε σκούντησε πάλι με το στυλό. Τούρθε κακό, δεν άντεχε άλλο. - Άσε με, ορέ παιδί μου, άσε με… Κατέβηκε από την έδρα, πήγε από πάνου τους, κοίταξε τσι δυο κόλες που γράφανε σχεδόν τα ίδια, κατάλαβε. - Ασκώσου και πήγαινε να κάτσεις στο θρανίο, εκεί δίπλα στο παράθυρο. Η Ριζοσπαστών Βουλευτών και Ιονίου Βουλής φώναζε «ήρθε το καλοκαίρι». Οι αχτίνες του ήγιου ξεχώριζαν μία, μία μέσα από τα φυλλώματα των φτεγιάδων. Μια βαβίλα είχε στήσει το δικό της χορό κι ένας πρώιμος τζίτζικας έκανε εξάσκηση στο ωδείο τση φύσης. Η κυρία με το ομπρελίνο σταμάτησε και γύρισε να περιμένει τον άνθρωπο που τση κουβαλούσε τα ψώνια. Η ησυχία κι η ομορφιά τση φύσης τον συνεπήρε. Αφαιρέθηκε. Ταξίδεψε όμορφα, μακριά από την κόλα και το «Γνώθι σ’ αυτόν». - Ετελείωσες; τόνε διέκοψε η φωνή του κύργιου. - Μισό λεφτό, τώρα αμέσως. Πρόλαβε κι έγραψε: «Για να γνωρίσουμε τον εαυτό μας και τον κόσμο πρέπει να παρατηρούμε τη φύση, γιατί κι εμείς φύση είμαστε κι από αυτήν αντλούμε διδάγματα». Και να δεις που τόνε πέρασε στην έκθεση! * Στα παιδιά μας που γράφουνε.
116
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
3-6-2019
ΕΝ ΕΤΕΙ 2019 Εν έτει 2019, μου λέγανε κάτι παιδιά προχθές τ’ απόγιομα πριν το ποδόσφαιρο, θα πρέπει να καταδικάσουμε τη βία. Φορούσανε κάτι μαύρες μπλούζες κι είχανε στηθεί στη Κοφινέτα και δείχτανε στα λάπτοπ τους ταινίες από σφαγεία που σφάζανε γουρούνια για να τα φάνε οι ανθρώποι. Ήτανε, λέει, αυτό πολύ κακό και θα πρέπει να σταματήσει, εν έτει 2019! Να μη τρώμε άλλο κρέας και να θανατώνουμε τα ζα. Να τρώμε μόνο λαχανικά. Με ρωτήσανε και τη γνώμη μου. - Τι λέτε εσείς; Τι να πω… Να πω που μ’ αρέσει να βλέπω να σφάζουνε τα ζώα; Πώς να πω κάτι τέτοιο; Θυμάμαι ένα Πάσχα, 57; 58;, που όρμησα μ’ ένα μπαλτά καταπάνου σ’ ένα μακελάρη πούρθε στο σπίτι να σφάξει τ’ αρνί μου που το τάϊζα μια βδομάδα με τσι τριανταφυλλοκορφάδες από το κήπο τση μάνας μου και με βάρουνε κι από πάνου γιατί, λέει, τση χάλαγα τα λουλούδια. Θυμάμαι που μια μέρα εκεί κάτου τσου Προσκόπους υποσχέθηκα να τηρώ το Νόμο των Προσκόπων που λέει «ο Πρόσκοπος αγαπά και προστατεύει τα ζώα και τα φυτά». Και τα δύο. Και τα ζώα και τα φυτά. Τι να τσου πω. Και τι να καταλάβουμε κι αυτοί κι εγώ. Όταν λέμε βία στο νου μας έρχεται ο φόνος, ο ξυλοδαρμός, ο πόλεμος, η παραβατικότητα κάθε μορφής, η κακή κουβέντα, η παράβαση των νόμων, η χειροδικία, η στέρηση τέλος πάντων κάθε δικαιώματος που έχει ο άλλος στη ζωή καθ’ υπέρβασιν των δικών μας δικαιωμάτων. Δεν ηξέρω αν τα λέω καλά αλλά μέσες άκρες κάτι τέτοια σκεφτομάστενε. Έχουμε καμιά διακοσαριά χιλιάδες χρόνια που ειμάστενε οι ανθρώποι επί τση Γης. Τίποτις δηλαδή μπροστά στα δισεκατομμύρια χρόνια, μπορεί και παραπάνου, που ζει τούτο το Σύμπαν, που υποσύνολο του στη νιοστή υποσυνόλου του ειμάστενε κι οι ανθρώποι. Άμα το δούμε έτσι το «εν έτει 2019» μοιάζει με αέρα κουβέντα. Μας εγέννησε η Γης, η Φύση, ο Θέος. Μας έδωκε ένα εργαλείο, το μυαλό, καλύτερο από αυτά που έχουνε τα άλλα ζώα και τα φυτά. Με τη χρήση ετούτου του εργαλείου εφτάκαμε, εν έτει 2019. Σιγά το μόγανο δηλαδή. Δεν έχουμε, οι πρωτόγονοι, βγει καλά καλά απ’ τ’ αυγό. Περάσαμε από τη βιομηχανική επανάσταση στην επανάσταση τση πληροφορικής και απ’ ότι φαίνεται τόχουμε πάρει απάνου μας γιατί έχουμε και λάπτοπ. Το μαύρο μας το χάλι έχουμε. Οι ανθρώποι του 3019 θα μας εξετάζουνε στο μικροσκόπιο και θα γελάνε με τα πρωτόγονά μας. Σκοτωνομάστενε και γκρινιάζουμε αναμετάξυ μας και βάνουμε το πολύτιμον εργαλείον μας να μας ευρίσκει
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
117
δικαιολογίες γι’ αυτά που κάνουμε. Προχωρήσαμε τσι ‘πιστήμες και τα ξέρουμε όλα. Τίποτις δε ξέρουμε, ούτε από πού κρατάει η σκούφια μας και την αναζητούμε μέσω, λέει, του DNA, και κάτι τέτοια. Τί να πω στα παιδιά με τα μαύρα; Να τσου πω ότι είναι καταδικαστέα κάθε μορφή βίας; Να τσου πω ότι το ίδιο με τα ζα μπορεί να πονάνε και να σκούζουνε και τα φυτά που δεν έχουνε στόμα να φωνάξουνε και δε τ’ ακούμε; Να τσου πω πως και τα φυτά μπορεί να αναριτσιαίνουνε και να φοβόνται όταν βλέπουνε να τρέχει ο διαφανοπράσινος χυμός του διπλανού τους που τόνε σφάζουμε για να τόνε φάμε κι αυτόνε; Να τσου πω ότι αυτό δε φαίνεται να μας επειράζει γιατί ο χυμός των φυτών δεν είναι κόκκινος σα το αίμα και δεν ακούμε τα φυτά να σκούζουνε όταν τα σφάζουμε με κάτι τεράστια θεριστικά μηχανήματα, όπως και τα ψάρια με τσι ανεμότρατες ανοιχτής θαλάσσης, γιατί τη φωνή τους, αν έχουνε φωνή, δε τήνε πιάνει η συχνότητα του δικού μας αυτιού; Να τσου πω πως κατά πως φαίνεται μέχρι να αναπτυχθεί το πολύτιμον εργαλείον μας και νάβρει τρόπους να φτιάξει άλλα εργαλεία, αμύνης και επιθέσεως, δεν ειμάστενε στη πιο ψηλή κορφή τση τροφικής αλυσίδας και ότι αποτελούσαμε τροφή προς απόκτηση ενέργειας καποιανών αλλουνώνες; Να τσου πω ότι το καλύτερο που γέννησε το πολύτιμον εργαλείον μας είναι το ΜΕΤΡΟΝ ΑΡΙΣΤΟΝ; Τσούπα ότι εγώ λέω ό,τι μας εδιδάσκει η ΦΥΣΗ, που είναι το φίλτρο που καλού και του κακού, του σωστού και του λάθους, του ωραίου και του άσχημου, του επιτρεπτού και του ανεπίτρεπτου, και κάτι τέτοια τέλος πάντων τσούπα. Μετά εκέφτηκα ότι δε φταίω ‘γω που η φύση μ’ έκανε κυνηγό και παμφάγο, ούτε η ρήση «…και κατακυριεύσατε την γην!». Το ποδόσφαιρο τόδα μέχρι το ημίχρονο. Έφυγα, ξάπλωσα, κι όλο σκεφτόμουνα το γουρούνι που το σφάζουμε για να το φάμε. Στρώνιζα, δε μπόρουνα να κοιμηθώ. Όλο ο Πρόσκοπος προστατεύει τα ζώα και τα φυτά ερχόντανε στο νου μου και δεν έκλεινα μάτι. Πάντως, όσο έβλεπα το ποδόσφαιρο, έφαγα τέσσερα σουβλάκια χοιρινά καλοψημένα που μου σερβίρανε αυτοί του 4ου, ψωμί από κατακρεουργημένο στάρι κι ήπια και κάτι μπύρες από σφαγμένη βύνη. Στο σπίτι μασούλησα ολοζώντανες ντομάτες, μαρούγια και κρεμμυδάκια μαζί με το προϊόν άλεσης και σύνθλιψης καρπών εγιάς. Χωρίς ενοχές.
118
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
9-6-2019
ΒΕΡΙΚΟΚΑ ΚΙ’ ΑΡΜΕΛΙΝΙΑ Κανονικά θάπρεπε να τα βλέπαμε στα μανάβικα μετά από κάνα μήνα. Τώρα βγαίνουνε πιο νωρίς, όχι γιατί ‘ναι πρώιμα αλλά γιατί τώρα ταίζουνε και ποτίζουνε τσι βερικοκιές με άλλους τρόπους και τσι κάνουνε να καρπούνε γληγορότερα. Στο μανάβικο είχε ένα τελάρο βερίκοκα. Να πάρω, να μη πάρω, το σκεφτόμουνα. Πήρα. Σα χόρτο ήτανε. Αγιώς τα θυμόμουνα. Πιο μικρά αλλά μ’ ένα άρωμα, το κάτι άλλο…, άνοιγες το παράθυρο τση κουζίνας να μη ζαλιστείς. Παγιά τα λέγαμε αρμελίνια και οι πλανόδιοι φρουταριόλοι φωνάζανε στα καντούνια «αρμελίνια, αλμπικόκε, βέρε κόκολε», καθώς διαβάζω, δε το πρόλαβα αυτό. Στη γειτονιά μου βερικοκιά είχε κυρά Βγενεία απέναντι από τη βρύση του Απολυμαντήριου. Παίρναμε φόρα, όταν έλειπε, και σαρτέναμε να φτάκουμε τα πιο χαμηλά. Γέμιζε η φούχτα σου βερίκοκο και στο τραβηξίδι πέφτανε και καμπόσα άλλα. Τα πλέναμε στη βρύση, που τήνε περιτριγυρίζανε οι κεντρίνες κι οι σφήκες, και μετά σκαρφαλωμένοι στο μουράγιο του Οβρέϊκου τα τρώγαμε. Αυτά ήτανε βερίκοκα! Εδώ και χρόνια φυτέψαμε στο κήπο μου μια βερικοκιά που μας την εδώκανε για πολύ καλή. Και πράγματι κάνει κάτι βερίκοκα μεγάλα και πολλά αλλά άνοστα. Μόνο για μαρμελάδα κάνουνε. Από γεύση μηδέν. Η τελευταία φορά πούφαγα αρμελίνια ήτανε καμιά τριανταριά χρόνια πριν, στο Κάβο, στο Μοσχόπουλο. Ένα τόσο δα δεντρί ήτανε, μακάρι να υπάρχει να σώζει το σπόρο. Χαλάσανε οι σπόροι και χαλάσανε κι οι γεύσεις των φρούτων και των λαχανικών. Άλλο ήξερες, άλλο τρως. Ανοστιά και τω γονέωνε. Το μόνο πούμεινε ίδιο είναι το κουκούτσι. Αυτό που το τρίβαμε στη πέτρα με χώμα και σάγιο να κάνει τρύπα, να βγάλουμε τη ψύχα, να βάλουμε μέσα ένα χαλικάκι και να το κάνουμε σφουρίχτρα. Σήμερα τα παιδιά δε το κάνουνε. Άμα θέλουνε σφουρίχτρες αγοράζουνε πλαστικές. Άλλο το βερίκοκο άλλο το πλαστικό. Δε σφουρίζει το ίδιο. Αυτή την άνοστη γεύση του σημερινού βερίκοκου εθυμήθηκα και σήμερα, λίγες μέρες πριν τσι βουλευτικές εκλογές. Ψάχνω νάβρω καμιά νοστιμιά σ’ αυτά που μας λένε αλλά τίποτα. Όλο τα ίδια και τα ίδια. Κι όλοι ξέρουμε τί θάβγει μετά. Μία από τα ίδια, μακάρι να μην είναι χειρότερα. Εχαθήκανε τα αρμελίνια.
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
119
12-6-2019
ΑΡΜΠΟΥΡΙΧΤΟ ΣΤΟ ΔΙΑΤΑΝΟ Τί θέλεις; Να μη φοβάσαι τίποτα θέλεις, να μη χρωστάς καμιανού κερατά, νάσαι γερός, να μην τρέχεις στσου γιατρούς και τα νισοκομεία, νάχεις να τρως, ένα σπίτι να μένεις χωρίς να φοβάσαι μη σε διώξουνε, να δουλεύεις ανθρωπινά, να μην έχεις σκοτούρες οικονομικές κι άλλες, νάχεις χρόνο και γι άλλα που σ’ αρέσουνε, να μπορείς να πίνεις το καφέ σου με καλή παρέα, να πηγαίνεις που και που και σε καμιά ταβέρνα, να διαβάζεις κάνα βιβλίο να ξεστραβώνεσαι, νάχεις ζέστη το χειμώνα και να μη σκας το καλοκαίρι, νάναι όλοι γύρω σου καλά και κατά πως θέλουνε, ν’ αφήνεις το μυαλό σου να σκέφτεται και να ελπίζει για το καλύτερο, να τάχεις καλά με το σύντροφό σου και τα παιδιά σου, να μην έχεις γκρίνιες με τσου συγγενείς και τσου γνωστούς σου, να ρίχτεις και κάνα αρμπουριχτό να πιάκεις τη βόπα, που λέει κι ο λόγος. Την ησυχία σου θέλεις όσο ζιεις, μετά στάχτη και διάργυρος. Άμα δεν έχεις φεράρι και μετρητά και καταθέσεις και λίαρ τζετ και κότερα και καζίνο και Χαβάες και Μυκόνους κι άμα δε σε χειροκροτούνε όταν ανοίγεις το στόμα σου και μιλάς, άμα δε φοράς ρούχα με στάμπα γνωστή και δε σε δείχτουνε οι τηλεοράσεις το βράδυ, δε σου καίγεται καρφί. Τα βλέπεις, τα μαθαίνεις, και σπας πλάκα μ’ αυτούς που τσου αρέσουνε και κορδώνονται μ’ όλα τούτα. Έλα όμως που όλοι τούτοι μ’ αυτά τους τα καμώματα έχουνε τ’ απάνου χέρι, γίνονται αρχηγοί, και σε εξουσιάζουνε και δε σ’ αφήνουνε στην ησυχία σου; Πρόβλημα. Και να δεις που σου λένε κάθε τόσο να διαλέξεις ανάμεσά τους ποιοί σ’ αρέσουνε και ποιοί δε σ’ αρέσουνε, για να κάνουνε μετά αυτά που κάνουνε και σου μπάζουνε το διάολο μέσα σου. Και κατά πως τα καταφέραμε πρέπει κάθε τόσο να διαλέγουμε. Το κοιτάξαμε από δω, το κοιτάξαμε από κει, δε βρήκαμε τίποτις καλύτερο. Κάτι άλλα που κατά καιρούς δοκιμάσαμε ή μας σταντέψανε να δοκιμάσουμε, αποδειχτήκανε χείρου και χειρότερα. Τι να κάμουμε; Να πάμε στη ζούγκλα με τον Ταρζάν; Βάλανε το μυαλό τους κάτου οι πιστήμονες κι οι φιλοσόφοι κι από τη μπάντα κάτι οικονομολόγοι και μας εξηγήσανε τι είναι το ορθόν και τι το πρέπον εφ’ όσον και υποχρεωτικώς οι ανθρώποι, δε γίνεται αγιώς, συμβιώνουμε εις χωρία, πόλεις και έθνη. Και έτσι μας προκύψανε οι ιδεολογίες που μας χωρίσανε άλλους με τη μίανε, άλλους με την άλληνε. Και σφαχτήκαμε και σφαζόμαστε γι’ αυτές. Οικονομικά συφέροντα τσι λένε τώρα. Όχι τω λαώνε, των αρχηγώνε!
120
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
Τόσο καλά. Κι όταν είδανε οι αρχηγοί που το πήραμε χαμπάρι και δε μας άρεσε να σφαζομάστενε, εσκεφτήκανε να μας επούνε «εμείς θα επιβάλομεν την τάξιν», μιαν «νέαν τάξιν»: Τση παγκοσμιοποίησης.
13-6-2019
ΣΠΑΓΓΕΤΙ ΓΟΥΕΣΤΕΡΝ * Βαρούσε με τη σφαίρα τη καμπάνα του καμπαναργιού, αυτή έκανε καραμπόλα κι έβρισκε το κακόνε στο δόξα πατρί. Τέτοια ωραία βλέπαμε στα γουέστερν τση τσινετσιτάς. Η απόδοση του δίκαιου ήτανε ένα και το αυτό με το πόσο γλήγορα τραβούσε το εξάσφαιρο το παιδί κι εξαφάνιζε όλους τσου κακούς. Και μετά πήγαινε στο μπαρ κι έπινε ένα βίσκι σε ρακοπότυρο, μια κι όξω. Κι επειδής εκτός από το κόλτ είχε και δολάρια, τρυπημένα ή ατρύπητα, έπαιζε και πόκα με κάτι τύπους βλογιοκομμένους, που βάνανε απέναντι στο φουλ του άσσου του παιδιού ένα εξάσφαιρο και κάνανε να μαζέψουνε τάβολα από το τραπέζι. Και κει άλλος χαμός, γιατί μπριχού προκάνουνε να κουνηθούνε, το παιδί τσούχε στρώσει όλους στο πάτωμα. Το παγκόσμιο σκηνικό μοιάζει με γουέστερν ενώπιον κοινού. Δεν έχουνε δικαίωμα να παίξουνε όλοι. Κάτι μιτσούς τσου αφήνουνε να κοιτάνε. Κάτι πιο μιτσούς, άμα κάνουνε να μπούνε στο μπαρ να διούνε, τσου βαρούνε κλωτσίδι και τσου διαολοστέρνουνε. - Άντε απόκια που θέλεις και να βλέπεις τί κάνουμε εμείς οι παίχτες… Μαζεύονται οι παίχτες γύρω απόνα τραπέζι να παίξουνε πόκα. Βάζει ο ένας, βάζει ο άλλος, ντούκου εκείνος, πάσο οι περσσότεροι, δικαίωμα ο τρίτος, τα βλέπω…, κέντα στον άσσο, ζευγάρι κι αυτό το εξάσφαιρο, …τσιμουδιά…, και τα μαζεύει ο καμπόσος. Δεν υπάρχει, βλέπετε, παιδί. Οι εκτός μπαρ ειμάστενε όλοι όσοι διαβάζουμε φημερίδες, γλέπουνε TV και παρακολουθούμε από τα κινητά που μας φορτώσανε, επί πληρωμή βεβαίωςβεβαίως, το ποιος νίκησε στη πόκα και θαγμάζουμε. - Είδες μάγκας ο τύπος; - Πολύ μάγκας… Όλοι το ξερενομάστενε ότι η τράπουλα που αγοράζουνε από το περίπτερο τση γειτονιάς είναι σημαδεμένη. Κι όλοι το ξερενομάστενε ότι εσήμερις δε βάνουνε εξάσφαιρα στη τσόχα. Κάτι πυρηνικά βάνουνε και κάτι πετρόγια, άντε και
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
121
κάτι περίπλοκες εκθέσεις οικονομικών αναλύσεων για μαϊντανό. - Δυστυχώς εχρεοκοπήσατε. - Γιατί ορέ φίλε, τί έκαμα και χρεοκόπησα; τί έφαγα ‘γώ; - Έφαγες, έφαγες… - Το διάολο μέσα σου έφαγα. Τί έφαγα και δε το κατάλαβα; - Διαβιείς βίον άνετον ενώ εις άλλας χώρας… - Το κέρατό σου το βερνικωμένο διαβιώ. Όλο κατά πίσω πάω. - Και όμως αι οικονομικαί αναλύσεις άλλα δεικνύουσι… - Υπάρχει καλύτερη οικονομική ανάλυση από τη τσέπη μου; - Ομιλεί η επιστήμη! - Να τήνε βράσω τη πιστήμη, τέτοια που εγίνηκε, να κάνει το μαύρο άσπρο. Μόλις τεγιώσει μια παρτίδα, παρόλο που όλοι θέλουνε να πυροβολήσουνε όλους τσου αλλουνούς, δε τσου πυροβολάνε, μόνο όσους δεν έχουνε πυρηνικά πυροβολάνε και δε τσου αφήνουνε να κάνουνε κι αυτοί πυρηνικά γιατί φοβόνται μη βαρήσουνε κι αυτουνούς, αλλά όλοι αγκαγιάζονται και όλοι διαπιστώνουνε πόσο ενάρετος και πολιτισμένος είν’ ο κόσμος και φιλάει ο ένας τον άλλονε για τα συχαρίκια. - Μπράβο μας και εις άλλα με υγείαν! Αλλά πού θα πάει; Δε θάρθει το παιδί να βαρήσει τη καμπάνα με τη σφαίρα του, να κάνει αυτή καραμπόλα και να σκοτώσει το κακόνε; - Δε γίνονται αυτά! Μία στο κατομμύργιο. - Μία στο κατομμύργο! * Σπαγγέτι γουέστερν μαγειρεύονται παντού. Από τον πλανήτη μέχρι το τελευταίο σύλλογο. Όπου η εξουσία μαγειρεύει.
21-6-2019
ΤΙ ΧΡΩΜΑ; - Εσύ δεν ασχολείσαι κατά πως βλέπω με τα κοινά… - Ασχολούμαι, πως δεν ασχολούμαι… -Και τι κάνεις; - Κάνω κάθε μέρα μια καλή πράξη. - Άστ’ αυτά. Κουταμάρες! Ποιόνε θα ψηφίσεις; - Δεν ηξέρω… - Δε ξέρεις ή δε θέλεις να πεις; - Και τα δύο.
122
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
- Άααα… και τα δύο… Ας αρχίσουμε από το δεύτερο. Δεν έχεις το θάρρος της γνώμης σου; Τί φοβάσαι; Μη βγούνε οι άλλοι και σ’ έχουνε σταμπαρισμένονε και δε σου κάνουνε τσι χάρες που θα τσου ζητήσεις; Αυτό είναι; - Πρώτα απ’ όλα εγώ δεν έχω χαλέψει χάρη από καένανε. Και δεύτερο η ψήφος είναι μυστικιά. Και τρίτο άκου μια ιστορία: * Στο διάλειμμα σ’ ένα Γυμνάσιο δυο καθηγητάδες ήτανε στο κυλικείο. Ο ένας ήτανε στο κόμμα κι έκανε ψήφους. Έδινε οδηγίες σε όλους γιατί καένας δεν ήξερε καλύτερα απ’ αυτόνε τί να ψηφίσει. Του λέει, λοιπόν, του ανθρώπου πούχε το κυλικείο, που τον επαίρνουνε και για κατώτερό του, μια κι αυτός δεν ήτουνε καθηγητής σα και τον ίδιονε. -Τί θα ψηφίσεις; - Άαα…, μεγάλη κουβέντα είπες, πολύ μεγάλη κουβέντα… - Γιατί; - Είναι σα να μου λες τί χρώμα γκιλότα εφόρεσε το πρωί ή γυναίκα μου, λέγονται τέτοια πράματα; - Μα, δεν είναι το ίδιο… - Το ίδιο είναι και το παραϊδιο. Άμα σε ρωτήσω εγώ τί χρώμα γκιλότα φορεί σήμερα η γυναίκα σου θα μου πεις; - Απάντησέ του εξυπνάκια, άμα μπορείς, είπε ο άλλος ο καθηγητής. - Έλα καλά τώρα…, είπε κι έφυγε από το κυλικείο με το πιο αμήχανο χαμόγελό του. - Εντάξει είναι μυστική η ψήφος αλλά γιατί δε ξέρεις τί να ψηφίσεις; Πότε περιμένεις να το μάθεις; Μετά τσι εκλογές; Έχεις ευθύνες ως πολίτης. Μη μένεις ιδιώτης. Οι εγγλέζοι με τη λέξη idiot λένε τον ηλίθιο. Πρέπει να αποφασίσεις! Έχεις χρέος! - Έχεις δίκιο αλλά δεν έχω αποφασίσει ακόμα. Είναι τόσα πολλά που πρέπει να σκεφτώ που δε χωράνε στο μυαλό μου. Ακούω να λένε ένα σωρό. Και τα πιστεύω όλα. Και τσου μεν και τσου δε κι όλους τσου άλλους. Και σκέφτομαι και το συφέρο μου και σκέφτομαι και το καλό τση χώρας και το μέλλον τω παιδιώνε μου και των παιδιών όλου του κόσμου, όλα τα σκέφτομαι κι έχω μπερδευτεί τι είναι το καλύτερο να ψηφίσω. Κάποτες εσκέφθηκα να κατεβώ κι εγώ τσι εκλογές. Ήμουνα σίγουρος ότι θα τα κατάφερνα καλύτερα από πολλούς. Αλλά έκαμα το λογαριασμό κι είδα που για να βγω έπρεπε πρώτα να γραφτώ στο κόμμα, να με διαλέξει το κόμμα, να με υποστηρίξει το κόμμα και να μη με βάλει στο ψηφοδέρτιο μόνο για συμπλήρωση. Αγιώς, ούτε τη ψήφο μου δε θάβρισκα. Όπως εκείνος ο άχαρος ο καθηγητής του Πανεπιστήμιου που τόνε βάλανε μια φορά και τα κανονίσανε μέσα από το κόμμα να βγει πάτος. Εσύ αποφάσισες;
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
123
- Εγώ ναι, είμαι στο κόμμα κι εμείς μόνο έχουμε λύσεις για όλα, εμείς μόνο κατεβαίνουμε για το καλό του κόσμου κι όχι για τη πάρτη μας, εμάς πρέπει να εμπιστευτείς και να μας εψηφίσεις κι από την άλληνε μέρα όλα θα στρώσουνε και θα καλυτερέψουνε και θα υπάρξει πρόοδος, ανάπτυξη, κοινωνική μέριμνα, καλοί μισθοί, ασφάλεια εις το εσωτερικόν και το εξωτερικόν, αξιοκρατία, δικαιοσύνη κι ό,τι θέλει ο κόσμος αυτό θα γίνεται. Και μάλιστα εγώ θα ψηφίσω αυτόνε που ούτε το κόμμα μας δεν ακούει άμα είναι για το συφέρο του τόπου μας και τση χώρας. Αυτόνε που είναι προσωπικότητα, δεν είναι σα και τσου άλλους. Μην έχεις αμφιβολίες. Εμάς να ψηφίσεις κι αυτόνε να ψηφίσεις. Λοιπόν, θα μας ψηφίσεις; - Είναι σα να μου λες να σου πω τί χρώμα γκιλότα εφόρεσε το πρωί ή γυναίκα μου! * Γεγονός.
24-6-2019
Ο ΓΙΩΓΙ’ ΕΛΟΥ Είχε λίσσα. Αυτή τη μακρόστενη ξύλινη πλατφόρμα με τσι τέσσερεις ξύλινες μικρές ρόδες που την έσερνε τ’ άλογο. Η προ νταλίκας κερκυραϊκή νταλίκα. Το μέσο μεταφοράς κυρίως των εμπορευμάτων από το λιμάνι στη χώρα πριν το αντικαταστήσουνε οριστικά τα τρίκυκλα και τα πετρελαιοκίνητα φορτηγά δημοσίας χρήσεως. Για ένα διάστημα συμβιώσανε οι λίσσες, τα κάρα που παίρνανε τέσσερα τερτικά κι είχανε κι ανατρεπόμενη καρότσα, οι νεκροφόρες με τα δυο άλογα που τα ντύνανε με μαύρα πανωφόρια με λευκά σιρίτια κι οι άμαξες περιπάτου, τα λοντόνια, που φέρνανε τσου γιατρούς στο σπίτι, άμ’ αρρώσταινες. Συμβιώσανε με τα φορτηγά, τσι κούρσες που μετά γινήκανε ταξιά, και τα πρώτα ιδιωτικής χρήσεως που αυγατίσανε και δημιουργήσανε το κυκλοφοριακόν πρόβλημα, το οποίον, ως λέγεται, θα λυθεί σήμερον με τα περιφερειακά πάρκιγκ στους χώρους που δεν υπάρχουνε. Σήμερα μείνανε μόνο κάτι άμαξες που παίρνουνε τσου τουρίστες μια μετζοβόρτα στη πόλη να τήνε διούνε με βήμα σημειωτόν, γιατί μπροστά όλο βρίσκουνε αυτοκίνητα και λοφωρεία που βγάνουνε μαύρους καπνούς, καταναλώνοντας το πετρόγιο που όπου νάναι θάναι κερκυραϊκό και δε θάχουμε άλλο ανάγκη. Τότες οι λίσσες δε βγάνανε καπνούς, καβαλίνες μόνο γεμίζανε τσου δρόμους τ’ άλογα, και τσι περσσότερες τσι μαζεύανε να τσι ρίξουνε στσου κήπους για τα λουλούδια.
124
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
Σήμερα δεν έχουμε αλογίσιες καβαλίνες στσου δρόμους, άλλες καβαλίνες έχουμε. Είχε λίσσα ο Γεώργιος Ελούλ. Την άραζε στην αρχή της Αβραμίου στο Σαρρόκο, αυτή που αργότερα έγινε η οδός Ιωάννου Θεοτόκη και ασφαλτοστρώθηκε. Απέναντι από του φάβρου που πετάλωνε και τ’ άλογα. Είχε βγει διαταγή και τα ιππήλατα να έχουνε αριθμό κυκλοφορίας. Γενική διαταγή για όλα τα τροχοφόρα. Ποδήλατα, μοτοσακά, βέσπες, κάρα, άμαξες και λίσσες, όξω τα λοφωρεία, τα φορτηγά, οι κούρσες και τα ιδιωτικής χρήσεως. Ο Γιώργης δεν έβαλε αριθμό στη λίσσα. Σιγά που θάβαζε. Όλοι τον ηξέρανε. Μέχρι και το τρελοκομείο του Α΄ Γυμνασίου είχε κουβαλήσει το καρναβάλι. Όλοι τον ηξέρανε. Δε χρειαζόντανε αριθμό. - Γιώργη δε θα βάλεις αριθγμό; Ξύστηκε στη κοιγιά του πάνου από τη αγριομάλλινη φανέλλα που τούπαιρνε το καλοκαιριάτικο ίδρω και το μάλλινο ζωνάρι που φάσκιωνε τη μέση του να του κρατεί τα νεφρά, έγυρε αργά το κεφάλι του να διεί ποιος μίλησε κι είπε: -Τσκιου. - Μα είναι διαταή, θα σε γράψουνε. Δεν απάντησε αμέσως. Άκου να βάλει αριθγμό…, πού βρισκομάστενε…, σε λίγο θα βάλουνε αριγθμό και σε μας και θα μας εγράφουνε στα βιβλία τους με τον αριθγμό μας κι όχι με τ’ όνομά μας… - Εγώ δε ξευτελίζομαι, εμένα με λένε Γιώργ’ Ελού και με ξέρει όλη η πιάτσα. Δε γράφομαι, εγώ… - Γιώργη, έχω κάτι κασούνια στο λιμάνι, πάμε να τα φέρουμε; εδώ στο Πεντοφάναρο θα τ’ αφήκουμε. Ασκώθηκε, έσβησε με την ανάστροφη το φουντάκι του καφέ από τάσπρο του μουστάκι, τράβηξε μια τελευταία ρουφιξιά από το σέρτικο, ανέβηκε, πήρε τα γκέμια κι έδωκε τη διαταή στ’ άλογο: - Άε! Στα πενήντα μέτρα, μπρος από το φούρνο του Πετρόπουλου, τόνε σταμάτησε ο αστυφύλακας υπηρεσίας. Είχε και το περιβραχιόνιο με τσι κάθετες λεπτές μπλε και άσπρες ρίγες στη μανσέτα του μανικιού του. - Δεν έχετε αριθμό. - Δεν έχω. - Πως λέγεστε; - ΓιώγιΕλού. - Πως είπατε; - ΓιώγΕλού. - Τι όνομα είν’ αυτό;
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
125
- ΓιώγΕλού, …είπα! - Πως είπατε; - Είπα…..: Άε! * Η λίσσα κατηφόρησε την Αβραμίου. * πραγματικός διάλογος
25-6-2019
Ο ΚΑΡΟΛΟΓΟΣ ΧΩΡΙΣ ΑΛΟΓΟ Χειμώνας, ψιλόβρεχε. Περιμέναμε το καΐκι να μας πάρει. Παρκάρισε τη μερσεντές εκεί κοντά. Καθάρισε τα τζάμια του από τσι ψιχάλες και κοίταζε κατά το θαμπό περίγραμμα του νησιού. - Πώς πάει κανείς απέναντι; μας ρώτησε. - Και μεις εκεί πάμε, περίμενε νάρθει ο Άγιος Στέφανος. - Και παλιά έτσι το λέγανε. Ήτανε ένα άλλο, πιο μικρό. - Άααα…, έχεις ξανάρθει…. - Ναι. Μπορώ να έλθω μαζί σας; - Και βέβαια αλλά το μεσημέρι θα κατεβούμε. Μετά δεν έχει δρομολόγιο. - Πολύ καλά, ευχαριστώ. Τυλίχτηκε στο παρτό του. Πρόσεξα το άψογο κουστούμι του, τη ριγέ γραβάτα και τα καλολουστραρισμένα σκαρπίνια του. - Πού θέλετε να πάτε; Αριστείδη μπορείς να πάρεις τον κύριο με το φορτηγό; - Μετά χαράς, θα σας εγυρίσω εγώ. - Όχι ευχαριστώ, ξέρω πολύ καλά το μέρος, θα περπατήσω. Αράξαμε. Κατέβηκε προσεκτικά, μου φάνηκε συγκινημένος. Έριξε μια ματιά ολοτρόγυρα. Αναγνώρισε το μέρος. Πήρε την ανηφόρα. - Τη μία εδώ για καφέ. - Τη μία. Με ακρίβεια δευτερολέπτου τη μία κάθισε πλάι μας. - Λοιπόν; Που πήγατε; - Εκεί, στο γήπεδο, στη βορειοδυτική του άκρη υπήρχε ένας ξύλινος σταυρός. Δεν υπάρχει πλέον. - Ναι, σα να τον θυμάμαι όταν ανεβαίναμε παιδιά να παίξουμε μπαλόνι, δεν είμαι και σίγουρος… - Εκεί εκτελέστηκε ο καρολόγος χωρίς άλογο. - …………… ; !
126
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
- Ναι, υπήρχε ένας καρολόγος που έσερνε αυτός το κάρο αντί για άλογο. Όλη μέρα, χωρίς διακοπή. Με φορτίο ή χωρίς φορτίο. Αυτό το κάρο που βλέπετε εδώ στην άκρη είναι κομμάτι της ιστορίας αυτού του τόπου. Της μικρής, της άγνωστης, της τόσο σημαντικής και για μένα αξέχαστης. - Είσαστε τότε εδώ; - Ήμουνα εδώ όταν εκτελέστηκε ο καρολόγος χωρίς άλογο. Εγώ υπέγραψα την θανατική του καταδίκη. Είμαι εδώ κουβαλώντας τις τύψεις μου. Η σιωπή έγινε ασήκωτη. Τη διέκοψε η μηχανή του Άγιου Στέφανου που πήρε μπρος. Δεν μπορούσα να τον κοιτάξω. Κοίταζα μόνο τα καλολουστραρισμένα του σκαρπίνια που τώρα ήτανε γεμάτα λάσπες.
29-6-2019
ΤΟ ΡΟΛΟΪ Ασκώσανε τα δίχτυα την ώρα που εχάραζε. Δίχτυα; Καμιά ογδονταριά οργιές δίχτυ είχανε τώρα. Και τα ρίχτανε στα ρηχά. Που δύναμη όπως πρώτα που ασκώνανε τετρακόσιες τόσες οργιές από τριάντα βάθος. Ξέρανε όμως το τόπο κι όλο και κάτι πιάνανε. Ποτέ δε τσου άφηκε νηστικούς το δίχτυ. Αράξανε στο πόντε. Νετάρανε. Ο ένας βολίμια, η άλλη φελλούς, τέντωνε το δίχτυ που τσου ένωνε ακόμα κι εδώ. Μια ζωή μαζί. Με τα μάτια μιλούσανε. Μαζέψανε δυο σουπιές, τέσσερεις σκαρμούς, αληθινές και πετρόψαρα. Ξεχώρισε τα σκορπίδια. Ήξερε που του αρέσανε μπουρδέτο. Μάσα φτιε αλλά όπου δε ξέρει να φάει. Τα καθαρίσανε. Πετάγανε τσι κοιγιές και τα σπάραχνα στη θάλασσα και μαζευόντανε τα κεφαλόπουλα, οι σπάροι κι οι καβούροι να τα τσιμπήσουνε ανάμεσα από τα ποδάρια τους. Ο ήγιος εβγήκε. Η σκια του έδειξε την ώρα στο ηλιακό του ρολόι. Εφτά. Έπιακε να κάνει μισό φράγκο δουγειά. Χρόνια τώρα πάλευε με τα βάτα να ημερέψει το τόπο. Γραβαλίζοντας μάζεψε ακόμα λίγες σφαίρες από ληέμφιλντ για τη συλλογή του, τι εκεί πούχε το μαγειρείο παγιά εκάνανε βολή οι χωροφυλάκοι. Βρήκε και κάτι κομμάτια από αυτά τα εγγλέζικα σερβίτσια με τα μπλε άσπρα σκέδια που ήτανε γεμάτος ο τόπος, τι εκεί οι εγγλέζοι ερίχτανε τα σκουπίδια τους. Τα πήρε κι αυτά για τη συλλογή. Έφερε και θαλασσόξυλα κι άναψε φωτιά. Το ρολόι έδειξε έντεκα παρά κουάρτο. Ήτανε ώρα να κάτσει. Πήρε το ούζο κι έκατσε στο γνωστό μέρος. Έβαλε στη πίντα. Μπροστά του οι ασφάκες αγκαγιά με την αρμπαρόζα και τσου λέανδρους που κάνανε γάρμπο με τα αγριοκρέμμυ-
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
127
δα, τσι κρούζες και τσι κολλιτσίδες. Κοίταζε από ψηλά το αθερινόδιχτο μη τυχόν και γυαλίσουνε οι αθερίνες να πάει να το σκώσει. Ήρθε με το μεζέ. Τούχε βράσει τσι αληθινές και τούχε καθαρίσει οχτώ αχινιούς. Νυν απολύεις το δούλο σου δέσποτα. Το μυαλό άδειασε, έγινε ένα με τη θάλασσα που την έκοβες με το μαχαίρι. Τούρθε η μυρωδιά από τα πετρόψαρα που βράζανε. Θα τάστυβε στο πασαμπρόντο και στο σούγο τους θάβαζε λάδι μπόλικο και κοκκινοπίπερο να κάμει το μπουρδέτο για το μεσημέρι. Έβαζε μέσα και δυο αληθινές και μια πόντα από το μαχαίρι μελάνι τση σουπιάς. Τση τόχε πει ο Μένιος. Μετά ούτε πέντε λεφτά δε χρειαζόντανε τα σκορπίδια να γίνουνε. Μόνο λίγο λεϊμόνι ηθέλανε στο τέλος. Εσκέφτηκε: όπου κάθεται ο κερατάς το κέρατό του αυξαίνει. Ασκώθηκε να σύρει εκείνο το κορμό πούχε βγάλει η θάλασσα να τόνε κάμει σκαλί ν’ ανεβοκατεβαίνουνε τα παιδιά με ασφάλεια. Τάκουγε που χαρομανούσανε εκεί πάνου στα πεύκα κι εχαμογέλουνε. - Θάρθεις να φάμε; - Έρχομαι. - Χρόνια σου πολλά. Να σε χαίρομαι. - Φχαριστώ, πού το θυμήθηκες; - Κοίταξα το ρολόϊ!
4-7-2019
ΚΑΛΗ ΣΟΥ ΗΜΕΡΑ - Καλημέρα. - Καλή σου ημέρα. - Πάλι πλένεις; - Κάτι λίγο μπροστά από το μαγαζί. - Γιατί; δεν είναι δουγειά δική σου. Νάρθει ο Δήμος να πλύνει και να σκουπίσει. - Δε πειράζει, λίγο νερό στο πεζοδρόμιο μπροστά από το μαγαζί του άμα ρίξει ο καθένας θάναι όλα πιο τση προκοπής. - Δηλαδή εγώ που δε πλένω φταίω; Εγώ φταίω που πιάνουνε τα δέντρα μελίγκρα και δε τα ραντίζουνε και στάζει κάτου και κολλάνε οι πλάκες και γίνονται μαύρες; - Δεν είπα αυτό…
128
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
- Νάρθει ο Δήμος, να φέρει τα πιεστικά ή να τα δώκει τσου εθελοντές που μια και τόσο πλένουνε. Εγώ θα πλύνω; Τί είμαι; υπάλληλος του Δήμου είμαι; άμισθος και δε το ηξέρω; - Ούτε ‘γώ είμαι αλλά μ’ αρέσει νάναι καθαρά. - Δηλαδή, τι θέλεις να πεις; Ότι εγώ είμαι βρωμιάρης; - Όχι προς Θεού! Ηρέμησε. Ακόμη δεν είπαμε καλημέρα και θα μαλώσουμε; Αγοιώς το βλέπω εγώ, αγοιώς εσύ. - Τη στραβομάρα σου βλέπεις. Σε εκμεταλλεύονται αυτοί που έχουνε την υποχρέωση να κάμουνε ό,τι κάνεις εσύ. Θύμα τους είσαι. - Θύμα επειδή ρίχνω ένα κουβά νερό κάθε πρωί όξω από τη πόρτα μου και βαρώ δυο με τη σκούπα; - Θύμα και παραθύμα. Από κάτι σα και σένανε περιμένουνε οι ανεπρόκοποι κι από το Θέο να βρέξει να ξεπλύνει τη κακόμοιρη τη χώρα που ζει και ζένει. Παγιά επέρνουνε ο ποτιστίρας κι έριχνε θαλασσινό νερό το καλοκαίρι. Τώρα Θεού ερπίδα. - Ναι έριχτε, στσου δρόμους που τότε ήτανε χωματόδρομοι, όχι στα πεζοδρόμια… - Παντού έριχτε και παιδιά σαρτέναμε από πίσω, μη μας επιτύχει ο ποτιστίρας και μοσχοβόλαε το χώμα σα πρωτοβρόχια… - Που το θυμήθηκες… Κι ‘γω σάρτενα… Δυο λεφτά να πα να φέρω ένα κουβά νερό να ξεπλύνω… - Δε μου λες… Μια και τέγειωσα με τα δικά μου να δώκω και μια πλυσιά στο δικό σου το μέρος; - Μη τορμήσεις ν’ ακουμπήσεις το δικό μου. Είπαμε. Νάρθει ο Δήμος να το κάμει. Άστο ‘κει νάναι μαύρο να το βλέπουνε…, οι άχρηστοι! - Μα το βλέπουμε κι εμείς… και μου πονεί. - Σου πονεί, δε σου πονεί, άστο ‘κει, μαύρο κι άραχλο, δικό μου είναι ό,τι θέλω το κάνω! - Καλά, καλά, μια κουβέντα είπα, μια και το μέρος είναι δικό σου…! - Δικό μου είναι κι ό,τι θέλω θα το κάμω, ορίστε μας! - Ό,τι πεις! Καλή σου ημέρα.
4-7-2019
ΛΕΓΕ ΜΕ ΘΑΝΑΣΗ Στο παρελθόν είχε βάλει υποψηφιότητα. Ως ανεξάρτητος. Είχε κουβέντες πιο πριν με κάνα δυο κόμματα αλλά για ψηφοφόρο τόνε θέλανε όχι και για υποψήφιο.
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
129
Πείσμωσε. - Δε με θέλετε; Θα σας δείξω εγώ. Θα κατέβω ανεξάρτητος. - Μη κατέβεις του λέγανε κάτι φίλοι του, δε θα βγεις. Έχεις δει ποτέ να βγαίνει καένας ανεξάρτητος; Αλλά πού αυτός. Ετύπωσε κάρτες υποψήφιου βουλευτή, αφίσες, ψηφοδέρτια, νοίκιασε εκλογικό κέντρο κι έβαλε μέσα ένα παιδί που όλη μέρα κάπνιζε, εγύρισε και πού δεν εγύρισε και με τα πόδια και με την άμαξα και με την κούρσα, έκαμε πανό, εκέρασε σ’ όλα τα καφενεία και στσι ταβέρνες στα χώρια και στη πόλη, ποζάρισε στο φωτογράφο για καλές φωτογραφίες, έραψε δυο καινούργια κουστούμια, ένα γκρι αρζάν κι ένα μπλου βαθύ, εσκέφτηκε συνθήματα, έγραφε όλα τα βράδια λόγους και προγράμματα, δεν άφηκε ρούγα για ρούγα και κουζίνα για κουζίνα, νοίκιασε μπαρκόνι να μιλήσει, καταξοδεύτηκε. Όχι, δεν ήτανε νούμερο. Ένας απόστρατος ήτανε, εργένης, το κουφάρι του μόνο εκουβάλουνε, αλλά τόθελε πολύ να γένει βουλευτής. Και κάτι πονηρούς που τόνε διπλαρώσανε να του φάνε το εφάπαξ, τσου πήρε μυρωδιά με τη μία και τσούκαμε πέρα. Εκεί όμως στο στρατό όλη μέρα έβγανε λόγους. Εδιάβαζε όλες τσι φημερίδες, ακόμη κι αυτές που ένας στρατιωτικός δεν έπρεπε να διαβάζει, είχε ξεκοκαλήσει όλα τα βιβλία που γράφανε για ιδεολογίες πολιτικές και για τα οικονομικά, έμαθε, δεν ήτανε και κουτός, ήξερε, κατέληξε στο τί ήτανε καλό να γένει για το τόπο, είχε και λέγειν, και στη Λέσχη Αξιωματικών, εκεί στο καφέ μετά το μεσημεριανό, έφερνε τη κουβέντα για το τί χρειάεται να γίνει και σ’ αυτό και σε ΄κείνο και σε τούτο και στο άλλο. Πρόσεχε να μιλάει και εντός των αποδεκτών πλαισίων, μη του κολλήσουνε και καμιά ρετσινιά, και τον ακούγανε όλοι με προσοχή και οι πιο πολλοί συμφωνούσανε μαζί του. - Εσύ πρέπει να γίνεις βουλευτής. - Σας παρακαλώ… - Εσύ κάνεις για πρόεδρος… Έτσι μόλις αποστρατεύτηκε και προκηρυχτήκανε εκλογές το πήρε απόφαση. - Θα βάλω. Έλα όμως που τα δύο από τα τρία κόμματα που κατεβαίνανε, χώρια κάτι δευτεράντζες, και σε μερικά είχανε θέσεις παραπλήσιες με τις δικές του είχανε κλείσει τα ψηφοδέρτια; - Θα ήτο μεγίστη ημών τιμή να κοσμούσατε την παράταξίν μας αλλά γνωρίζετε βεβαίως ότι δεν έχετε εγγραφεί εισέτι ούτε καν μέλος του κόμματός μας. Καταλαβαίνετε… Το καταλάβαινε. Καταλάβαινε επίσης ότι ο πλούτος των ιδεών του δεν ήτανε δυνατόν να τον εκάνει από μόνος του βουλευτή. Αλλά δεν επίστευε σε κόμματα. Πίστευε πως τα κόμματα περιορίζουν και
130
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
στραγγαλίζουν τις απόψεις του ατόμου και το πειθαναγκάζουν να δεχθεί και να υποστηρίζει και να προπαγανδίζει για πράγματα που δε θέλει. Πίστευε πως τα κόμματα περιορίζουν την ελευθερία του ατόμου. Ήθελε να είναι ο εαυτός του και μόνο ο εαυτός του. Κι είχε και πείσμα. - Θα κατέβω ανεξάρτητος! Εβγήκε στο μπαρκόνι. Οι ηλεκτρολόγοι τούχανε ετοιμάσει το μικρόφωνο και λέγανε ένα δύο, ένα δύο. Εκοίταξε από κάτου. Ούτε ψυχή. Ούτε εκείνο το παιδί που κάπνιζε στο εκλογικό του κέντρο ήτανε. Δε τόβαλε κάτου. - Λαέ της Κέρκυρας… Ένας περαστικός του απάντησε: - Λέγε με Θανάση!
5-7-2019
ΚΑΜΕ ΜΟΥ ΚΑΦΕ Εβιαζόντανε. Είχε μια δουγειά στην Εφορία από μέρες και σήμερα έπρεπε να φέρει ένα συμφωνητικό μίσθωσης του μαγαζιού, γιατί στο ντου που του εκάμανε έψαχνε και δε τόβρισκε και τόνε γράψανε ως παρανόμως κατέχοντα το μαγαζί που το δούλευε έντεκα χρόνια τώρα. Εξύπνησε αργά. Τόνε πήρε η ώρα. Τσι τέσσερεις τα ξημερώματα έσωσε με τα μαζώματα κι είπε ν’ αράξει για λίγο. Ούτε το ξυπνητήρι άκουσε ούτε τίποτις. Τσι δέκα έπρεπε νάτανε στην Εφορία κι ήτανε δέκα. Κι η άλλη δίπλα του που τήνε σκούντησε χαμπάρι δε πήρε. Νεκρωμένη τέγεια. Ντυνότανε στο δρόμο, κράτουνε το συμφωνητικό στο στόμα και απόδετος πάτησε το γκάζι. Στη τάφρο του Νέου Φρουρίου επηγαίνανε σημειωτόν. Κοίταζε μην έβρει πάρκιγκ ελεύθερο αλλά πού; Τα πάντα πιασμένα. Τούρθε κόρπος. Και τώρα; Έντεκα παρά δέκα ήτανε! Στη γωνία του Γυμναστήριου είδε το δρόμο αριστερά του ελεύθερο. Έστριψε καουμπόϊκα, άναψε τα αλάρμ, πετάχτηκε όξω, έβανε τα παπούτσια του κάνοντας κουτσό, το συμφωνητικό στο στόμα, κι έσπρωχνε το πουκάμισο μέσα από το παντελόνι. Ανέβηκε τα σκαγιά τση Νομαρχίας τρία τρία και μπήκε στο γραφείο τσι έντεκα. - Αργήσατε… - Στσι έντεκα δεν είπαμε;
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
131
- Στις δέκα, αλλά προς Θεού, δεν πειράζει. Και μέχρι το μεσημέρι να ερχόσαστε δεν θα υπήρχε πρόβλημα. - Σας ευχαριστώ πολύ. Έδωκε το συμφωνητικό κι έβαλε τσι κόρσες για το αυτοκίνητο. Ένα τέταρτο έλλειψε. - Μα τι πράματα ειν’ αυτά; Μεσ’ τη μέση τ’ αφήνουνε; και κλείνουνε το δρόμο; ούτε στα σπίτια μας δε μπορούμε να πάμε άλλο. Έτο, να τα αυτοκίνητα που έρχονται από πάνου. Πού θα πάνε τώρα αυτά; - Έχετε δίκιο, είδα τον οδηγό να τρέχει αλλά αυτά δεν είναι σκέδια. - Η Αστυνομία, πού είναι η Αστυνομία; Ά! πα πα, δεν υπάρχει κράτος, δεν υπάρχει τίποτα… Κορναρίσματα… - Συγγνώμη, χίλια συγγνώμη, φεύγω αμέσως… Έβαλε όπισθεν κι έφυγε. Ξεφύσησε κάνα δυο φορές. Τί μέρα και σήμερα… Έσκασε, ήθελε ένα καφέ να συνέρθει. Στο Μποσκέτο είδε την επιγραφή «το πάρκιγκ είναι πλήρες», στα Μπάνια τ’ Αλέκου όλα πιασμένα, σιγά που θα πήγαινε στο πάρκιγκ τση Σπηγιάς που βγαίνουνε τα κουντούτα…. Πήρε τηλέφωνο να τήνε ξυπνήσει. - Κοιμάσαι; - Έεεε…. - Κάμε μου καφέ κι έρχομαι.
6-7-2019
«Ο ΑΓΙΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ» ΤΟΥ ΒΙΔΟ Ι Ο «Άγιος Στέφανος», το καΐκι του Δήμου που κάνει το δρομολόγιο Σπηλιά-Βίδο, μετά δύο άγονες δημοπρασίες ανατέθηκε μετά από συμφωνία σε επιχειρηματία. Στους όρους της συμφωνίας περιλαμβάνονται και τα όσα η 16798/10-4-2019 Διακήρυξη δημοπρασίας του Δήμου περιλαμβάνει. Μεταξύ αυτών και τα δρομολόγια που θα κάνει το καΐκι: Από 15/05 έως 30/06 12 δρομολόγια από τις 7,00 μέχρι τις 18,00. Από 01/07 έως 15/09 17 δρομολόγια από τις 7,00 μέχρι τις 23,00. Από 16/09 έως 15/10 08 δρομολόγια από τις 7,00 μέχρι τις 14,00. Χθες, 5/7, γονείς και επισκέπτες δύο προσκοπικών κατασκηνώσεων συνάντησαν αρχικά την άρνηση της εκτέλεσης δρομολογίων μετά τις 18,30 και διαμαρτυρήθηκαν.
132
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
Τελικά εξυπηρετήθηκαν. Ισχύουν τα όσα η 16798/2019 Διακήρυξη του Δήμου περιλαμβάνει ή κάτι έχει αλλάξει κατά την υπογραφή της ανάθεσης μεταξύ Δήμου και επιχειρηματία; Αναρτήσεις στο fb αναφέρουν ότι τα δρομολόγια Σπηλιά-Βίδο σταματούν στις 19,00. Είναι έτσι; Κι αν είναι έτσι, γιατί είναι έτσι;
6-7-2019
«Ο ΑΓΙΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ» ΤΟΥ ΒΙΔΟ ΙΙ (με κάθε επιφύλαξη) Λέγεται ότι η συμφωνία μεταξύ του Δήμου και του επιχειρηματία δεν ακολούθησε τα όσα περιελάμβανε η Διακήρυξη δημοπρασίας 16798/2019 αλλά συμφωνήθηκε τα δρομολόγια Σπηλιά-Βίδο να ξεκινούν στις 9,30 και να σταματούν στις 19,00 και μάλιστα μέχρι 31/8. Δηλαδή το νησί θα διατίθεται προς επίσκεψη μόνο το πρωί και το απόγευμα. Μετά τις 19,00 μόνο σε όσους διαθέτουν δικό τους πλεούμενο και μέχρι 31/8. Δεν το γνωρίζω αλλά αυτή η συμφωνία προϋποθέτει απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου ή όχι; Οι όροι της εγκρίνονται από κάποιο συλλογικό όργανο του Δήμου ή όχι; Αν είναι έτσι, τότε το Βίδο, φέτος, θα είναι προσβάσιμο από τον πολύ τον κόσμο μόνο πρωί κι απόγευμα και μόνο τον Ιούλιο και τον Αύγουστο και από τις 7,00 το απόγευμα και μετά θα είναι στη διάθεση μόνον όσων έχουν δικό τους μέσο. Όλο τον Ιούνιο που - δεν μπορεί - αρκετοί θα ξέρανε γι αυτή την συμφωνία, δεν μπορούσανε να το πούνε να το μάθουμε όλοι; Να το ξέρουνε κι οι προσκόποι να κάνουνε το προγραμματισμό τους; Παιδιά ανεβάζουνε όλο και κάτι μπορεί να τύχει. Να φροντίσουνε να έχουνε ένα σκάφος απίκο για το βράδυ. Να κάνουνε τις «πυρές» τους και να φωνάζουνε τους γονείς να δούνε τα παιδιά τους στις 2,00 το μεσημέρι. Μπορεί και νάναι καλύτερα με το ντάβανο. Πρόκειται για περιορισμό της επικοινωνίας του κόσμου με το Βίδο και αυτός ο περιορισμός περιορίζει και τη δυνατότητα στον ιδιοκτήτη κερκυραϊκό λαό να πηγαίνει όποτε θέλει στην ιδιοκτησία του. Κι επειδή όλοι ξέρουμε τι κάνει νιαου-νιάου στα κεραμίδια, μου φαίνεται που θ’ αρχίσουμε να τρώμε τα μουστάκια μας. Όσοι έχουμε.
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
133
7-7-2019
«ΑΓΙΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ» ΤΟΥ ΒΙΔΟ ΙΙΙ Αν εξακολουθεί να ισχύει το ΑΠ 24574/31-5-2019 Συμφωνητικό Μίσθωσης μεταξύ του Δήμου και του Επιχειρηματία τότε: 1. Η διάρκεια της μίσθωσης είναι από 1/6 έως 31/8. 2. Από 1/6 έως 30/6 12 δρομολόγια από τις 7,00 μέχρι τις 18,00. Από 1/7 έως 31/8 17 δρομολόγια από τις 7,00 μέχρι τις 23,00. Υπάρχει κάτι νεότερο που μου/μας διαφεύγει;
14-7-2019
ΧΑΓΙΑ Μέγα το πρόβλημα. Από καιρό. Προβληματισμός, διαμαρτυρίες, καταλήψεις, δικαστήρια, ΜΑΤ, εργοστάσιο, άλλα, κατάθεση φαιάς ουσίας, τί κάνουνε οι άλλοι; μεταφορά εκτός Κερκύρας, αγορά 52 στρεμμάτων, τί λένε οι επαΐοντες; δεματοποιητής, Μεσοράχια, αποτελέσματα εκλογών, αποτέλεσμα; Αποτέλεσμα ουδέν. Το πρόβλημα δε λύνεται. Το 2017 μας χτύπησε τη καμπάνα αλάρμα. Το 2018 εβρωμίσαμε. Το 2019 ξανά μανά τα ίδια και χειρότερα. Το 2020, το 2021, το 2022 τί θα γίνει; Το πιθανότερο: θα βουγιάξουμε μεσ’ στα σκουπίδια μας, θα πεθάνουμε από τα σκουπίδια μας. Τί είναι τα σκουπίδια; Αυτά που δε χρειαζομάστενε και θέλουμε να τα ρίξουμε, να μη τάχουμε μέσα στα σπίτια μας και στα μαγαζιά μας. Τα περισσότερα συσκευασίες. Πλαστικά μπουκάγια για νερό, γάλα, ξύδι, κρασί, πλαστικές συσκευασίες για μανέστρα, ρύζι, φασούγια, χαρτοπετσέπες, μπακαλάρο κατεψυγμένο, φέτα, γιαούρτι, τραπεζομάντηλα, ποτήρια, παγωτά, για όλα. Μια κουτή και ανεφάρμοστη σκέψη: Δε μπορεί το κράτος να απαγορέψει τσι πλαστικές συσκευασίες; Να αγοράζεις τα ρεβίθια από το τσουβάλι, το λάδι από τη πίλα, το γάλα από το μπουκάλι το γυάλινο, το πιπέρι από το βάζο, το τυρί από το βαρέλι, το παγωτό από το λαδόχαρτο, δε μπορεί; Δε μπορεί. Κι αν ημπόρουνε θα ξεσηκωνόμαστε όλοι μας γιατί αγοιώς εμάθαμε. Είναι δυνατόν να μην τηρούνται αι προδιαγραφαί, να μην υπάρχουσι αι μπάραι πιστοποίησης και γνησιότητος, αυταί με τσι στενές κάθετες γραμμές πούχουνε από πάνου τους αριθγμούς και που τσι βάνουνε στα ταμεία από τα σού-
134
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
περ μπάρκετ και κάνουνε τούοοου…, και βγάνουνε τσι τιμές και φχαριστιέται η ΑΑΔΕ άμα πλερώνουμε με κάρτα και μας εβάνει στη φορολοταρία; Η ζωή μας άλλαξε. Μας την αλλάξανε. Εμείς την αλλάξαμε. Και δεν ειμάστενε πρόθυμοι να τη ξαναλλάξουμε. Και όλο και βρίσκονται κάποιοι, σα κι εμένανε, να λένε και να κάνουνε όλο κουταμάρες. Αυτοί που ανακυκλώνουνε και τα ρίχτουνε τσου μπλε κάδους, κατά τας προδιαγραφάς, αν και ξέρουνε ότι όλα στο Τεμπλόνι πάνε. Αυτοί που δε ψάχνουνε τα «πράσινα σημεία» γιατί είναι μακριά. Αυτοί που βλέπουνε το ξεχασμένο καφέ στα κουρτελάτσα του παλατιού και τον επαίρνουνε να τόνε ρίξουνε στο μπλε κάδο πάνου από τσου προσκόπους, γιατί, λέει, κάνουνε μια καλή πράξη. Αυτοί που γλέπουνε τσου υπεύτυνους να μαλώνουνε και να μη κάνουνε τίποτις και δε πέρνουνε γόμα να τσου σβήσουνε. Χάγια!
15-7-2019
ΘΕΛΟΥΜΕ ΞΕΜΑΤΙΑΣΜΑ; Το μάτι (μάτιασμα, αβασκανία)* Οι Άγιοι Ανάργυροι, πρώτοι γιατροί του κόσμου, δωρεά εδώκανε, δωρεά ελάβανε, όξω χέρι, μέσα χέρι, του Ιησού Χριστού το χέρι. Η Κερκύρα εκαθόντανε στο πορτόνι, στη φανέστρα, εις το έμπα, εις το έβγα, στο τρίστρατο, πεντάστρατο. Επέρασε τ’ αβάσκαμα, το ίσκιωμα, κι εμπόδισε τη Κερκύρα από τα νύχια στη κορφή κι απ’ τη κορφή στα νύχια. Σκούζει, βιάζει και τη γης αναταράζει και τη θάλασσα θολώνει και τσου ποταμούς βουρκώνει. Να φύγει από τη Κερκύρα που είναι μυρωμένη, βαχτισμένη, στην άγια κολυμπήθρα βαλιμένη (τρις). Από έμπα, από έβγα, από μάτι δολερό, βαρύ κι ακάθαρτο κι από βλαστήμια. Απ’ όσοι τήνε είδανε, απ’ όσοι τήνε συναντήσανε, απ’ όσοι τήνε θαγμάσανε**. Να φύγει από τη Κερκύρα, να πάει στ’ άγρια βουνά και στ’ άγρια λαγκάδια, εκεί που κότα δε λαλεί, εκεί που κουλούρι μικρού παιδιού δε καίγεται. Ο Χριστός επήρε αθράκι από το θυμιατό τση Παναϊας, για να ξορκίσει τη Κερκύρα***. Μοσκάρι εκυγιότανε στο φόρο αβασκαμένο, πέρασε ο Ιησούς Χριστός, βρέθηκε γιατρεμένο.
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
135
* Αυθεντικό ανεμομιγιότικο της δεκαετίας του 1920. Λέγεται τρεις φορές. Λέγεται κρατώντας μαχαίρι μαυρομάνικο, εγιάς κλαρί ή βάγιο και μία εικονίτσα. ** Τρία φυσήματα (πφφφφ…) στο μούτρο, με ή χωρίς σάγιατα. ***Ρίχνουμε καρβουνάκια ή ξυλάκια (σπίρτα) σ’ ένα ποτήρι με λίγο νερό.
ΚΑΛΗ ΕΠΙΤΥΧΙΑ
16-7-2019
Ο ΤΕΛΙΚΟΣ Είχανε κάνει ένα τάγιο στον ισθμό και κει μας εβάνανε να κάνουμε γεφυροποιία με ξυλεία, να ενώσουμε τσι δυο όχθες του τάγιου. Εγώ ήξερα κι από κόμπους κι από συνδέσεις και πλαίσια γεφυροποιίας, παιδί τότε, πιάνανε και τα χέρια μου, μ’ αρέσανε κιόλας όλ’ αυτά, και πρόβολο έκανα τση μέγκλας, μέχρι πούδινα και διαταγές τσου άλλους που μου κουβαλούσανε τα ξύλα να τα δέσω, να φτάκουμε απέναντι. Μας εδώκανε τα συχαρίκια και προς επιβράβευσιν μας αφήκανε να δούμε τον τελικό Ολλανδία-Γερμανία. Στρωθήκαμε μπροστά από τη μαυρόασπρη. Με την Ολλανδία και τον Κρόϊφ ειμάστενε οι πιο πολλοί, με τη Γερμανία κάτι λίγοι. Πρώτο λεφτό κι ο Νέεσκενς έκανε το 1-0. Στο τέλος του ημιχρόνιου, αυτή η κακή η συφορά ο Μύλερ, έκανε το 1-2. Χάναμε κι η ζέστη, 7 Ιουλίου, αφόρητη. Ξεκούμπωσα το χιτώνιο. Ψιλός, λιγνός, ξερακιανός, μπήκε μέσα με τα χέρια πίσω. Λέει του Αρχηγού: - Γράψε όλους όσους έχουν ξεκουμπώσει τα χιτώνιά τους και τα φέρουν επί των ώμων δίκην κάπας βοσκού! Μας έγραψε. Περιμέναμε τη καμπάνα αλλά την άλλη μέρα στην αναφορά τίποτα. Θα ξεχάστηκε είπαμε. Μετά το δυτικό μέρος του στρατόπεδου αποκλείστηκε. Εμάς μας τρελάνανε στσι σκοπιές. Ερχόντανε συνέχεια φορτηγά γεμάτα κόσμο. - Πού πάνε αυτοί; Ο Αρχηγός είπε πως πάνε να αντικαταστήσουνε την ΕΛΔΥΚ. - Τι είναι η ΕΛΔΥΚ; - Ο στρατός στη Κύπρο, κάνεις πως δε ξέρεις; - Έχουμε εκεί στρατό; - Τσου βάζουνε σε καράβια και τσου πέρνουνε, τάχει κάνει σα τα μούτρα του στη Κύπρο ο Μούσκος; - Ποιος είναι ο Μούσκος; - Δε ξέρεις ποιός ειν’ ο Μούσκος; κάνεις πως δε ξέρεις;
136
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
Το βράδυ κοιμήθηκα στο πειθαρχείο γιατί είχα ξεκουμπώσει το χιτώνιο όταν έβλεπα τον τελικό. Την άλλη μέρα μας είπανε πως θα φεύγαμε γιατί έγινε επιστράτευση.
17-7-2019
ΛΟΓΟΣ Πήρε τηλέφωνο το Σπύρο. - Θα κατέβεις τ’ απόγευμα; - Ναι, με το ποδήλατο, στις εφτά. - Εντάξει, πού θα είσαι; - Στη πάνω πλατεία. Βρεθήκανε. Κάνανε λίγες βόρτες γύρω από το πάρκο. Δοκιμάσανε και σούζες. Κάνανε και κόντρες, Πεντοφάναρο – Στέρνα. Δεν ήρθε άλλος, κουραστήκανε. Πήρανε νερό από το περίπτερο και κάτσανε στο μπάγκο. Ανοίξανε τα κινητά, ξεχαστήκανε. Σιωπή. Το βλέμμα καρφωμένο στην οθόνη, τα δάχτυλα πληκτρολογούν με μανία. Τα πρόσωπα αλλάζουν συνεχώς εκφράσεις. Χαρά, επιδοκιμασία, ειρωνεία, απογοήτευση, απορία, λύπη, θυμός, απελπισία, ανακούφιση, ικανοποίηση, πείσμα, ό,τι θέλεις κι ό,τι μπορείς να φανταστείς, όλα όσα έχουν οι φατσούλες του fb και κάτι παραπάνω. Συχνά τα πόδια συμμετέχουν και το συναίσθημα τονίζεται. Χτύπημα του ποδιού, κλωτσιά με το ένα ή και τα δύο πόδια, χτύπημα του χεριού στο γόνατο, τα δυο πόδια σηκωμένα και ξανά κάτω. Πάλλεται όλο το κορμί και εκτονώνεται στο μανιασμένο πληκτρολόγημα. Πού και πού κάποιο επιφώνημα ή μικρή φράση: - Ναι, όου γες!, όχι, μήηηη!, όχι τώρα, περίμενε, νόου, γες, γες, γέεες…! Όλη η ατίθαση νεανική ενέργεια καταλήγει στα μικρά της δάχτυλα και διαχέεται στη φορητή νέα επανάσταση του μαγικού μας κόσμου, την απύθμενη ρουφήχτρα που καταπίνει κάθε ανθρώπινη σκέψη και συναίσθημα και τα αλέθει στα αόρατα γρανάζια της και τα αποθηκεύει για καλό και για κακό. Η νέα επανάσταση που καταναλώνει ανθρώπους σε αντίθεση με τις εν εξελίξει παλαιές επαναστάσεις που καταναλώνουν, ακόμη, τη Γη. - Άαα…! αυτό θα το πω του Σπύρου. Τούστειλε μήνυμα. - Μούστειλες μήνυμα; Γύρισε κι είδε το Σπύρο δίπλα του. Ξεκαρδιστήκανε.
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
137
Ηλεκτρονικός Λόγος – Προφορικός Λόγος 1 – 0! Ο Γραπτός Λόγος, μερικώς, λανθάνει.
19-7-2019
ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ Ο Αρχηγός το ξεκαθάρισε: - Στην κατασκήνωση δεν φέρνουμε κινητά. Όποιος φέρει θα του το πάρω και θα του το δώκω μετά. Συνεννοηθήκαμε; Δε το πήρε, ας έκανε κι αγιώς. Οι μέρες περάσανε σα νερό. Κίνηση όλη μέρα. Εκείνα τα αβάσταχτα, τα γεμάτα βαρεμάρα καλοκαιριάτικα μεσημέρια στο σπίτι, πέσε να κοιμηθείς – δε νυστάζω, ξεχαστήκανε. Έγερση, προσευχή, έπαρση, πρωινό, άπαρση, τακτοποίηση ενωμοτιακού χώρου, μαρέντα, μπάνιο, παιχνίδια στη θάλασσα, πύλη, τραπεζαρία, μαγείρεμα, να φτιάξω και μια κούνια, συσσίτιο, δημιουργικές απασχολήσεις, να παίξουμε, να ιδρώσουμε, να ξεδώσουμε, ξανά μαρέντα, ντουζ, υποστολή, το τρως το μπριάμ; όχι, ποτέ μου! αλλά αυτό είναι πολύ ωραίο!, τραγούδια γύρω από τη φωτιά, Χριστέ στις σκηνές μαζεμένοι…, βραδινό παιχνίδι, σκοπιά, τον ισοπεδώσανε. Στα όνειρά του έβλεπε κουπιά, τιμόνια, κούνιες, πίλες για κλεφτοφάναρα, πατέντες για να καταπλήξει αύριο, άλλες απίστευτες κατασκευές, χαμογέλουνε στον ύπνο του. Τάβλεπε τα όνειρά του και τα χαμόγελά του ο Αρχηγός στη βραδινή περατζάδα του. - Σήκω, η ώρα σου για σκοπιά! Είχε νούμερο γερμανικό. Πήρε το φακό και το κοντάρι κι έκανε το γύρο τση κατασκήνωσης. Έκατσε στη ρίζα τση εγιάς κι έκλισε το φακό. Του τόχε πει ο παγιός του ότι οι σκοποί βρίσκουνε ένα μέρος να βλέπουνε και να μη τσου βλέπουνε και δε γυρίζουνε ολοτρόυρα. Το σκοτάδι έφερνε τους ήχους της νύχτας. Οι ξενύχτηδες του Αρχηγείου λέγανε πως κάποιος παραιτήθηκε στο Σώμα. Δεν έδινε δεκάρα. Στο μυαλό του στριφογυρίζανε οι στίχοι: Κι από πάνου απ’ τσι σκηνές μας…, μαύρος, μαύρος, βελουδένιος, μας φυλάει ο ουρανός. Απόψε το βράδυ θαρχόντανε κι οι γονείς του για τη γιορτή. Ήρθανε πολλοί, οι δικοί του όχι. Τσούκανε καψόνια το υπερωκεάνιο του Δήμου. Ρωτούσε τον Αρχηγό: - Θάρθουνε; - Προσπαθώ να το τακτοποιήσω, μην ανησυχείς, θάρθουνε. Έκατσε σε μια πέτρα δίπλα στη πύλη και κοίταζε και κοίταζε... Η πιο μεγάλη
138
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
ώρα, η ατέγειωτη, τση κατασκήνωσης… Μα γιατί δεν έρχονται; Δεν ήξερε από συφέροντα κι οι συφεροντολόγοι δε βλέπανε την αγωνία του, τί το σεντόνι του συφέρον τσου σκέπαζε τα μάτια. Ήρθανε επιτέλους! Έτρεξε και τσου αγκάγιασε. - Πως πέρασες; είσαι καλά; όλα καλά; έτρωγες; κουράστηκες; κοιμήθηκες καλά; στενοχωρήθηκες; κτύπησες; μάλωσες; Χάθηκε στην αγκαγιά τους, του λείψανε. - Αυτό το έκανα εγώ κι αυτό και τ’ άλλο, κι εμείς ειμάστενε οι καλύτεροι (παιδικός ανταγωνισμός – άμιλλα 1-0), και πήρα και το τιμόνι στη βάρκα και…, ναι εντάξει έτρωγα, μόνο με το καθάρισμα της τουαλέτας δυσκολεύτηκα αλλά ήτανε εκεί οι μεγάλοι και με βοηθήσανε, όλα καλά, είμαι πολύ χαρούμενος, κρίμα που τεγειώνουμε, όχι δεν έκανα βουτιές, μόνο μακροβούτια, πηγαίνω πάνω από εννιά μέτρα… Ο ωτακουστής άκουσε μόνο το τελευταίο: - Ξέρεις, μαμά, το κινητό δε μούλειψε καθόλου. Λόγος σαφής, αντίλογος σαφέστερος.
20-7-2019
Ο ΚΑΠΟΥΡΑΛΟΣ Ήτανε τση επίδειξης. Τόχε περί πολλού. Εγώ είμαι, άλλος δεν είναι. Εγώ κρατάω τη μπαγκέτα και διευθύνω τη μπάντα κι ας μη ξέρω μουσική. Κι άμα λάχει έχω και πλαν μπι! Κάποτες τόνε διορίσανε κλητήρα στο σκογειό. Εκεί να δεις! Πήρε εξουσία στα χέρια του και δε πιανόντανε. Οι μαθητές βρήκανε το διάολό τους. Επέβαλλε μέτρα τάξεως. - Στην αυλή δεν τρέχουμε, δε φωνάζουμε, δε τραγουδάμε, δε παίζουμε, δε σπαταλάμε νερό, όλο δεν και δεν. Αμίλητοι, ακούνητοι. Στσου γονείς που ‘ρχόντανε στο σκογειό τα ίδια. Έλεγχος! - Ποιός είστε; πού πάτε; τί θέλετε; δεν είναι ώρα αυτή, ελάτε αργότερα, τέτοια. Ο διευθυντής ποτέ δεν εκατέβαινε στην αυλή. Οι δασκάλοι το ίδιο. Είχανε βρει τη βολή τους κι όταν οι μαθητές τσου κάνανε παράπονα, ποτέ δε τσου ρίχτανε δίκιο. Τί να κάμουνε κι οι μαθητές, κάνανε ό,τι κάνουνε όσοι καταπιέζονται. Τόνε πήρανε στο ψιλό. Και τόνε βγάλανε καπουράλο. Ούτε που ήξερε πως καπουράλο λέγανε οι παγιοί κερκυραίοι το δεκανέα με
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
139
τη μια λοξή κίτρινη σαρδέλα στο μανίκι. Γι αυτόνε ο καπουράλος ήτανε κάτι σαν αρχηγός του στρατού, στρατηγός και βάλε, αυτός που δίνει διαταές δεξιά κι αριστερά. Και κατά βάθος τάρεσε το παρατσούκλι. - Είμαι καπουράλος, έλεγε στο καθρέφτη του κάθε πρωί που έκανε τη φιλέτα του κι έβγαζε όξω το πέτο του να το θαγμάσει. Μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, ήθελε μετά να βάλει μέτρα τάξεως και στσου δασκάλους. - Τα αυτοκίνητά σας δε θα τα παρκάρετε στο πάρκιγκ του σκογειού, γιατί έχω βάλει λουλούδια και δε κάνει. Τόνε λοξοκοιτάξανε αλλά δε τούπανε τίποτις άλλο. Τόπανε του διευθυντή. - Τούπες εσύ να να μη μας αφήνει να παρκάρουμε στο πάρκιγκ; - Εγώ όχι, αλλά τόνε ξέρετε…, το θέλει για καπουράλος. - Τι παναπεί τόνε ξέρουμε; αυτός σε λίγο θα μας ελέει και πώς να κάμουμε το μάθημά μας. Άσε που την αυλή την έχει κάνει καρακιτσαριό. Όλος ο κόσμος μας κοροϊδεύει. Άλλο δε πατεί ψυχή στο σκογειό. Τσούδιωξε όλους. Συμμάζεψέ τονε! - Κάντε υπομονή, σ’ ένα χρόνο παίρνω σύνταξη και θα ησυχάσω. Μετά κάντε ό,τι θέλετε σεις! Τον είχε με τα καλά ο διευθυντής γιατί τούκανε χάρες αλλά τούχε πάρει και τον αέρα. Όλο διαταές του έδινε κι αυτουνού και μια φορά που τον έφερε στο δόξα πατρί τούρθε να βαρήσει το κεφάλι του στη πόρτα. Μια μέρα όμως ένας μαθητής δεν άντεξε τσι διαταές του και τούριξε γροθιά στα μούτρα. Του μαθητή του ρίξανε 15 μέρες αποβολή και του χαλάσανε τη διαγωγή. Ο καπουράλος όμως έπαψε νάναι καπουράλος. Κι οι καπουράλοι φοβέρα θέλουνε.
21-7-2019
Η ΟΔΟΣ Το καντούνι είχε όνομα. Μοιανού σπουδαίου. Καένας δε τόξερε με το όνομα του σπουδαίου. Όλοι το ξέρανε σα το καντούνι τση Λουτσίας. Φίρμα η Λουτσία. Είχε πατήσει τα εξήντα και για την εποχή της ήτανε πολύ μεγάλη. Δεν υπήρχανε τότε και τα κομμωτήρια με τα μιζανπλί, η περιποίηση σώματος και προσώπου, οι κρέμες ημέρας και νυκτός, οι παντός είδους λευκάνσεις, σταφίδιασε πριν τση ώρας τση. Τα μαγιά της ξέπλεκα, μ’ ένα κοτσιδί πίσω ίσα-ίσα, δέρμα μαυροσταρένιο γιομάτο αυλακιές, μύτη γαλικιά κομψή, στόμα
140
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
χωρίς χείλη, χαμόγελο χαλασμένου γομφίου. Φορούσε πάντα την ίδια λουλουδάτη ρόμπα, απροσδιορίστου βασικού χρώματος, τί η λίγδα έτρεχε μέχρι τσι τσαβάτες τση. Κι όμως ήταν συμπαθέστατη. Βοηθάγανε οι δυο μαύρες χάντρες τω ματιώνε τση που δείχτανε πως το τσερβέλο τση είχε μέσα πράμα. Πράμα βαρύ κι ακάθαρτο, γιατί από νωρίς ήπρεπε να θρέψει τέσσερα αδέρφια και τη μιτσήνε, που τση τάχανε αφήκει, μαζί με το ισόγειο στο καντούνι, οι δικοί τση που τσούβρηκε η μπόμπα το εικοσιτρίο. Αφού έκανε κάτι πονηριές στην αγορά, νάβρει φαί, τόριξε στα ψυχικά και στα μαϊκά. Και τα χαρτιά έριχτε και το καφέ έλεγε και ξόρκια έκανε και τη πρακτικιά ξεγεννήστρα έκανε κι όλοι τήνε φωνάζανε στα δύσκολα. Σιόρα Λουτσία αυτό, σιόρα Λουτσία τ’ άλλο. Και κονόμαγε. Ανάστησε τα τέσσερα σερνικά και καλοπάντρεψε τη μιτσήνε. Αυτό έλειπε να μη τήνε παντρέψει. Είχε κάνει προξενιά και προξενιά. Αυτή μόνο έμεινε ανύπαντρη. Πήγε ο καλός της στη Μικρασία και δε ματαγύρισε. Κι αυτή δεν άφηκε χέρι αντρικό να τήνε αγγίξει στον αιώνα τον άπαντα. Έκανε κι άλλα. Σ’ αυτήνε ερχόντανε από τα χωριά να τσούβρει αφέντη να βάλουνε τη κοπέλα υπηρέτρια. Το μάτι τση έκοβε. Άμα ερχόντανε καμιά ομορφούλα τσούλεγε: - Να μου την αφήκετε εδώ, να τήνε ορμηνέψω, να βρει τη τύχη τση. Πολλές κοπέλες, σα τα κρύα τα νερά, βρήκανε τη τύχη τους με τη Λουτσία. Κι άμα σιτεύανε, εδώ ήτανε η Λουτσία να τσι καλοπαντρέψει. Μια απ’ αυτές ήτανε κι η Ρόζα. - Σιόρα Λουτσία μου, τι κάνεις; - Γεια σου τζόγια μου, γεια σου μάτια μου, γεια σου ψυχή τση ψυχής μου… - Ξέρεις σιόρα Λουτσία μου, καλά είμαι, τρία απαρταμέντα έκαμα, παίρνω και νοίκια, και το δικό μου το απαρταμέντο ίδιο αρχοντόσπιτο, αλλά μοναχή μου μένω. Μεγαλώνω και δεν έχω πού να στηριχτώ, έναν άντρα να τόνε κρατήσω αγκαζέ στη πλατεία, να με στεφανωθεί να με λένε και μένα κυρία, τί οι άλλες καλύτερες είναι; Άλλες δεν έχουνε βρακί να βάλουνε κι άλλες έχουνε κάνει χείρου και χειρότερα από εμένανε. Τι χαλεύω; Έναν άντρα να με στεφανωθεί και να δείχνει, που και που, και λίγη κατανόηση… - Μη στενοχωριέσαι μάτια μου, εδώ είμ’ εγώ… Δεν ήτανε και δύσκολο. Το Μίκιο τον είχε σταμπάρει. Λουστραδόρος, όλο κάτι μπαγκατέλες έκανε, ούτε στη ταβέρνα δεν είχε να πάει. Τον είχανε πάρει και στο μεζέ, τί για να το καταλάβει ήθελε να του πεις ξανά και ξανά. - Σιορ Μίκιο μου, πότε θε νάρθεις να μου λουστράρεις το σκρίνιο, τί θάμπωσε το λούστρο του από τον ήγιο; Εκεί που τόχω, δίπλα στη φανέστρα, το βρίσκει και θέλει ένα πέρασμα. Εσένα εσκέφτηκα πρώτονε που είσαι ο καλύτερος κι ο πιο τίμιος… Κι ο πιο όμορφος, πως και δε παντρεύτηκες ακόμα σιορ Μίκιο μου;
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
141
- Εύκολο είναι σιόρα Λουτσία; Εδώ δε μπορώ να μαζέψω το νοίκι του μαγαζιού και θα με βγάλει ο παρτσινέβελος. Μου το μήνυσε. - Μίκιο μου, τί μου λες; Έλα δω ψυχή μου στη σιόρα Λουτσία. Ξέρεις ποια μου μίλησε για σένανε; - Για μένανε; Ποιά; - Η Ρόζα, αυτή η καλή κοπέλα που όλο περνάει μπροστά από το λουστραδόρικό σου και δε τση δίνεις σημασία… - Ποια Ρόζα; - Η Ρόζα…, που μένει στη Λεμονιά…, αυτή η κούκλα που τήνε ζηλεύουνε όλες οι καρακάξες για την ομορφιά τση και τα σέστα τση. - Μα, αυτή είναι… - Τίποτα δεν είναι. Μια χαρά κοπέλα είναι, με τρία απαρταμέντα και παίρνει και νοίκια κι έχει και σπίτι δικό τση, μεσ΄τη μέση τση χώρας, και θεοσεβούμενη και ψυχικιάρα, ξέρεις πόσα ψυχικά έχει κάνει ελόου τση; Αλλά τσου καλούς τσου φτονεί ο κόσμος, τί κι εσένανε πούχεις μάτι αστρίτα δε σε λένε, ανάθεμά τσου, κουτόνε; Εισαι ‘συ κουτός Μίκιο μου, που το μάτι σου λάμπει; - Λάμπει, λάμπει, σιόρα Λουτσία μου, δε λέω…, αλλά είσαι σίγουρη, με θέλει; - Σε θέλει, Μίκιο μου, ναι μα το λούστρο που θα μου κάνεις. Εστεφανωθήκανε. Τήνε πήρε βόρτα στο Λιστόν. Τήνε τράταρε και υποβρύχιον. Και για πρώτη του φορά φορούσε βρακί χωρίς μπαλώματα. Σήμερα η οδός δεν είναι γνωστή σα καντούνι τση Λουτσίας. Είναι γνωστή με το όνομα του σπουδαίου.
ΚΑΜΕ ΚΟΝΤΟ
22-7-2019
Έπινε το καφέ του στο νέο πεζόδρομο. Η παρέα του είχε αργήσει, όπως πάντα. Παράγγειλε μέτριο, άναψε τσιγάρο, έκανε ζέστη, ήπιε νερό. Δεν είχε τι να κάνει, χάζευε τον κόσμο που πέρνουνε. Άγγλοι, γάλλοι, πορτογάλοι, ρούσοι, γιάπωνες, ντεντέσκοι, ιταλοί και σιτσιγιάνοι, όλες οι φυλές του Ισραήλ. Πού και πού και κάνας ρωμιός και κάνας κερκυραίος. Έκοβε τα ρούχα τους και τα παπούτσια τους. - Πόσο να κάνουνε αυτά που φορούνε; - Θα κάνουνε, να μην κάνουνε; - Πόσο; - Τόσο. Έκαμε κόντο. - Να μη κάνουνε 100 το λιγότερο αυτά που φορεί ο καθένας;
142
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
- Στολάιστο! - Επί δέκα κατομμύργια που ειμάστενε οι έλληνες, ένα δισεκατομμύργιο. - Παναπεί, άμα ο καθένας έβανε κάτου τα ρούχα που φορεί θα σωζόντανε η ΔΕΗ. - Κοίτα φίλε μου τί μπορεί να γένει…, άμα κάτσουμε ξεβράκωτοι! - Κι άμα βάλουμε κάτου και τ’ αυτοκίνητά μας; Μπριχού 60 χρόνια πόσοι είχανε αυτοκίνητα; Και που δεν είχανε, τί πάθανε; - Το λοιπό, θάχουμε, δε θάχουμε 5 κατομμύργια αυτοκίνητα; Επί 5 χιγιάρικα το ένα, καινούργια, παγιά; Πέντε η πέντε εικοσπέντε, άλλα 25 δισεκατομμύργια. - Τα μισά απ’ όσα πλερώνουμε στσου φόρους για να τα χαλάει το κράτος. - Πολλά όβολα. - Κι άμα βάναμε κάτου και τα σπίτια μας; - Δύσκολος ο λογαριασμός αλλά προσαπόκου θα ξωφλούσαμε το χρέος και θα μας εμένανε κιόλας… Η παρέα του ήρθε. - Σκεφτικό σε βλέπω. Πέσανε τα καράβια σου όξω; - Ειμάστενε σπάταλοι, Σπύρο μου, ειμάστενε σπάταλοι…
24-7-2019
ΑΓΑΝΤΑ ΒΙΔΟ Ο Δήμος με το Φίλιππα αγόρασε καΐκι δικό του. Τον Άγιο Στέφανο. Μέχρι τότε πηγαίναμε με το Μόνκη. Είχε έρθει το φως και το νερό από τη πόλη. Εφτιάχτηκε και ‘κείνο το παγιό κτίριο πάνου από το λιμάνι κι έγινε εστιατόργιο νάρχεται ο κόσμος να τρώει. Το καΐκι δεν έπαιρνε εισιτήργιο, τσάμπα ανεβαίναμε. Πλημμύρισε το Βίδο από κερκυραίους που Βίδο ακούγανε και Βίδο δε γλέπανε, τί μέχρι το ’76 ήτανε φυλακές για παιδιά. Μπερδευτήκανε κι οι προσκόποι και βάλανε χέρι για να γίνουνε οι δημοτικές κατασκηνώσεις και να κατασκηνώνουνε κι οι ίδιοι. Ο Δήμος δε τσούπε όχι. Μάθανε κι οι Σέρβοι που ανοίξανε τα πράματα κι ερχόντανε να φέρουνε λουλούδια στσου αποθαμένους τσου και ρίξανε και όβολα να φτιάκουνε το δρόμο μέχρι το Μαυσωλείο. Κι όλους τσου κουβάλουνε ο Άγιος Στέφανος που πρώτα απ’ όλα την εκκλησιά του έφτιακε ο Δήμος. Εντάξει, με την ΑΝΕΔΚ το εστιατόργιο δε πήγε αλλά μετά στρώσανε όλα και το καΐκι μέχρι τη 1,30 το πρωί έκανε δρομολόγια.
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
143
Ερχόντανε οι παρέες από το Μαντούκι, το Καμπιέλο και τη Πόρτα Ρεμούντα τη Κυριακή αλλά και μεσοβδόμαδα, με τα μιτσά τους και τα φαγιά τους. Κάνανε βόρτες ολοτρόυρα, περνούσανε από το Μαυσωλείο και λέγανε: - Τάχαρα, τα σακατέψανε… Κάνανε μπάνιο στσι σπάτζιες τση Τραμουντάνας και του Μαΐστρου, βουτιές και ξάπλα στα ταβλάτσα του Μένιου κι ό,τι ηθέλανε από τον κυρ Αλέκο. Σκοτωνόντανε να τσου εξυπηρετήσει. Κι όποιονε δεν ημπόρουνε από το ΚΑΠΗ τον ανέβαζε με το φορτηγό. Δυο καφέδες, δυο πορτοκαλάδες ένα ούζο με αθερίνα, πούπιανε το δίχτυ αποκάτου, και μια μπύρα από τη καντίνα και μετά κουτσομπογιό κάτου από τα πεύκα. Πού και πού τρώγανε και στη ταβέρνα παστιτσάδα και μπουρδέτο αληθινά, όχι σα τα πλαστικά που κυκλοφορούνε, και τήνε κάνανε ταράτσα. Το βράδυ ο Μένιος γέμιζε. Είχε και τρεις κανταδόρους, το Δάσκαλο και δυο άλλους. Έψηνε το ψάρι πούπιακε το πρωί ο Τριαντάφυλλος στη συρτή, κάνα γκοφόπουλο, κάνα ρουφιοπούλι και σαρδέλα και γαύρο από τη λαϊκή. Κι άμα τούφερνες το δικό σου ψάρι, σου τόψινε, δεν έλεγε όχι. Τιμαί φιλικαί, τα πάντα φιλικότερα. Κατεβαίνανε κι οι μεγάλοι κι οι γονείς από τσου προσκόπους, που είχανε κάνει τη δική τους κατάσταση στο νησί, κι ανεβάζανε τα παιδιά τσου να κατασκηνώσουνε. Φεύγανε με το Νούφρη αργά και τραγουδούσανε « η πρώτη μας νύχτα…» και «αχ, Αννούλα του βοριά…». Για ενάμιση μίλι με φωνές γνήσιες, μαγικές, κρουαζιέρα υπό το σεληνόφως! - Τί, εμείς δεν έχουμε ψυχή; Όλοι μαζί, μια παρέα, κερκυραίοι, ξένοι, όλοι. Την άλλη μέρα τρέχανε οι κερκυραίοι στο μεροκάματο με καινούργια δύναμη. - Νάναι καλά το Βιδο ΜΑΣ. Αυτές ήτανε οι καλές μέρες τση νέας εποχής του Βίδο. Σήμερα αρχίνησε μια άλλη εποχή. Όχι ίδια και για τσου περσσότερους κερκυραίους, όχι φιλική. Αγάντα Βίδο.
25-7-2019
ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ Ι Εκεί, στα μέσα της δεκαετίας του ’60, ο Δαφνίλας είχε εγιές που εφτάνανε μέχρι το κύμα. Ο ιδιοκτήτης άφηνε και τσου προσκόπους να κατασκηνώνουνε. Τί, γει-
144
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
τόνοι ειμάστενε στη χώρα και του αφήναμε και το τόπο καθαρό και ψιλωμένο, νάχουνε να πέφτουνε σε καθαρό μέρος οι εγιές το χειμώνα, να τσι μαζώνει η κυρά Όργα που τσι πάχτωνε. Απέναντι εχτιζόντανε ένα ξενοδοχείο και όλοι ελέγανε ότι θα αξιοποιηθεί η περιοχή. Μάλιστα στο Δαφνίλα οι γάλλοι του κλαμπ είχανε βάλει ένα πόντε κι ερχόντανε κάθε πρωί να κάνουνε σκι. Εμάς δε μας επείραζε, ίσα ίσα επιάναμε παρτίδες με τσου γάλλους, δήθεν για να παίξουμε καμιά μέρα βόλεϊ στο κλαμπ, και να διαβούμε το «άβατο» του κλαμπ μ’ όσα είχε μέσα. Επηγαίναμε με την «Αφροδίτη» του κυρ Σπύρου ή τη «Μαρμάρω», όπως την έλεγε. Το χτήμα του Δαφνίλα επουλήθηκε και εχτίστηκε ξενοδοχείο. Η περιοχή αξιοποιήθηκε. Κάποιοι βρήκανε δουγειά, στη νέα βιομηχανία τση Κέρκυρας. Στο τουρισμό. Την ίδια εποχή κάποιοι άλλοι εχάνανε τσι δουγειές τσου στσι βιομηχανίες της Κέρκυρας, που εκλείνανε η μία πίσω την άλλη. Εγώ που πήγα να κάνω μπάνιο στις αρχές του ’70, δεν έκαμα. Δε μου είπε κανένας να φύγω αλλά με διώχνανε οι ομπρέλες και η κατάσταση πούχε διαμορφωθεί εκεί που άφηκα τσι πιο σπουδαίες παιδικές μου αναμνήσεις, τσι προσκοπικές. Μου χαλάσανε το τόπο, όπως οι ανεμότρατες χαλάνε το τόπο στα λεθρίνια, κι αυτά, τί να κάμουνε; φεύγουνε. Και δε τα βλέπουμε άλλο στη λαϊκή. Η αξιοποίηση εξαπλώθηκε σ’ όλο το νησί. Κυρίως στσι παραλίες. Παντού τα ίδια εγινόντανε. Πουλούσαμε τα χτήματα και γινόντανε ξενοδοχεία. Παραμέσα εχτίζαμε ενοικιαζόμενα. Η γης πήρε αξία. Ο πληθωρισμός έλεγε: - Τί να τα κάνεις τα λεφτά στη τράπεζα, αγόρασε γης να την αξιοποιήσεις, να τα κονομάς! Και δουλεύαμε φουλ οι μεσίτες, οι δικηγόροι, οι τοπογράφοι και οι συμβολαιογράφοι! Φουλάρανε τα ενοικιαζόμενα, μέχρι που εγίνανε τόσα πολλά που πέσανε οι τιμές τους κι άλλοι κοιτάζανε να τα ξεφορτωθούνε κι άλλοι να τα νοικιάζουνε όσο, όσο. Μετά εκαταλάβαμε όλοι μας ότι μας την είχανε στημένη τη δουγειά. Και ζητάγανε πισίνες για να τα ξανανοικιάσουνε. Και φτιαχτήκανε πισίνες αλλά μετά ήπρεπε να τα ανακαινίσουμε τα σπίτια μας, να είναι σύμφωνα με τσι προδιαγραφές που λέγανε οι καινούργιοι νόμοι που έβγαλε το κράτος. Κι όλα τα κόπια μας επέφτανε σ’ αυτά τα καινούργια που θέλανε. Κι οι περσσότεροι τα κάναμε και συμμορφωνομάστενε, τί έτσι μας εξηγούσανε πως πρέπει. Κι ασπρίσαμε και μεγαλώσαμε και μας εδώκανε σύνταξη, που μας τήνε κόψανε, γιατί έχουμε κρίση. Και στα παιδιά μας εδείξανε το ερμπιενμπί, που κι αυτό τώρα έχει την ίδια τύχη με τα ενοικιαζόμενα τα δικά μας.
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
145
Άλλη μία από τα ίδια. Απέναντι από τη πόλη είναι ένα νησάκι. Το λένε Βίδο. Άντεξε πολλά χρόνια στην αξιοποίηση. Δε το εσκεφτήκανε; Φοβηθήκανε την αντίδραση του κόσμου, όπως τότε με τσου άραβες; Πατάνε σ’ αυτούς που δε τσου άρεσε όπως ήτανε μέχρι τώρα; Αυτούς που λένε πως άμα τόχανε πάρει οι άραβες, τώρα θάτανε όλα παράδεισος, χωρίς εμάς μέσα; Πάντως, τώρα, σήμερα, απλώνουνε το μακρύ, μακρύ τους χέρι. Και οι νυν και οι αυριανοί υπεύτυνοι ούτε που μιλούνε. Επροχτές στα Μπάνια τ’ Αλέκου εγίνηκε επεισόδιο μ’ ένα πρώην Δήμαρχο που πάει νωρίς το πρωί να κάνει μπάνιο και του ρίχτηκε η υπεύτυνη του μαγαζιού να τόνε διώξει. Και, μπράβο της, εκατέβηκε η νέα Δήμαρχος και τσούπε δυο κουβέντες και συμμαζωχτήκανε. Δε μπορεί να κάνει το ίδιο και στη Σπηγιά, ‘κεί που φεύγει το καΐκι για το Βίδο; Να τσου συμμαζώξει; Θα τσου κάνουμε πλάτες; Ή αλλάξαμε τόσο πολύ οι ανθρώποι;
26-7-2019
ΤΟ ΤΡΑΝΖΙΣΤΟΡ Πρέπει να ήτανε η πρώτη φορά που στη κατασκήνωση είχαμε τρανζίστορ. Τόχε φέρει ο Σπύρος και όλοι χαζεύαμε τη τεχνολογική επανάσταση τση εποχής. Ράδιο, χωρίς καλώδιο στη πρίζα! - Φύλαξέ το !, τούπε ο Έφορος, που έβλεπε που όλοι τρογυρίζαμε το Σπύρο και φοβόντανε μη το πρόγραμμα πάει τα φόντου. - Μάλιστα, Έφορε, είπ’ ο Σπύρος, και το καταχώνιασε στο σακίδιό του, ένα καλό που χρόνια μετά τόφερε κάτου να το φυλάξω και μακάρι να βρίσκεται ακόμα. Όμως, μέσα στη κωνική, αυτός άκουγε κρουφά και μας έλεγε τα αποτελέσματα, τί κείνες τσι μέρες στην Αγγλία γινόντανε το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα και το ράδιο αναμετάδιδε τσου αγώνες. Τραγούδια όμως δεν έβανε. Άμα θέλαμε τραγούδια, μας εμάζωνε ο Τσίρος σε μια εγιά κι ετραγουδούσαμε τραγούδια προσκοπικά κι ο Λώλος έπαιζε με το ακκορντεόν. Μας έλεγε ο Σπύρος που η Βόρεια Κορέα εκέρδεψε 1-0 την Ιταλία και την
146
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
εξευτέλισε κι ότι η Πορτογαλία με τον Εουσέμπιο ενίκησε 5-3 τη Βόρεια Κορέα κι αυτή άξιζε να πάρει τη κούκουμα. Τί παίχτης ο Εουσέμπιο! Στα παιδικά μας μυαλά είχε πάρει τη μορφή του ήρωα, κάτι σα το μικρό Δαυίδ που κατατρόπωνε το Γογιάθ. Στις 26 Ιουλίου, στα ημιτελικά, θα παίζανε Αγγλία – Πορτογαλία. Βάλαμε κατά μέρος τη ντροπή και τόπαμε του Εφόρου να μας αφήκει να ακούσουμε τον αγώνα από το τρανζίστορ του Σπύρου. Και μας άφηκε. Εκείνος ο Μπόμπι Τσάρλτον έβαλε δύο γκολ. Ο Εουσέμπιο ένα, μόνο… Απογοήτευση…, αδικία λέγαμε… - Ναι…, άμα δε παίζανε στην Αγγλία θα σούλεγα ‘γώ… Στο τελικό επαίξανε Αγγλία, Γερμανία. Δύο-δύο και παράταση, για πρώτη φορά σε τελικό! Μετά, ένα σουτ του Χέρστ πέρασε δε πέρασε τη γραμμή. Τελικά, είπανε πως πέρασε και η Αγγλία πήρε το κύπελλο! Μέχρι κι ο Έφορος νευρίασε! Ευτυχώς αρέβαρε στο Μπαρπάτι ο Έφορος ο καλός, ο κυρ Κώστας ο Βιττούρης, μ’ ένα ταψί μπορσεβίκους και πνίξαμε την αδικία στα σιρόπια τους. Μετά 38 χρόνια κανένας μας δεν ήτανε στο τελικό με τη Πορτογαλία. Και κανένας μας δεν άκουσε τον αγώνα από τρανζίστορ. Όλοι από την τηλεόραση τον είδαμε, την έγχρωμη. Αλλά εκείνο το τρανζίστορ τον Ιούλη του 1966 στο Μπαρμπάτι…, αλησμόνητο…
27-7-2019
ΠΩΣ ΤΑΞΕΡΑ; Εκατεβήκαμε για καφέ. Μύρμηρο ο κόσμος στο νέο πεζόδρομο. Για να περάσεις ήπρεπε να κάνεις σλάλομ, που λένε κι αυτοί του σκι. Λες κι ήτανε το στριμωξίδι στη γέφυρα του Παγιού Φρούριου όταν έσωνε η Ανάσταση. Με ρώτησε: - Πού πάει όλος αυτός ο κόσμος; από τα κρουαζιερόπλοια είναι; - Μάλλον. - Αλλά όλο προβατούνε, τα μαγαζιά τα γλέπω άδεια… - Τι θέλεις να κάμουνε; Κουβαλήσανε τη φτώχεια τσου, να την ενώσουνε με τη δική μας. Εμπήκα στο μαγαζί του φίλου μου να του αφήκω κάτι. Η άλλη προχώρουνε.
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
147
- Τι γέννεται; - Όπως τα βλέπεις. - Πολύς κόσμος, κάνει και ζέστη… - Κόσμος πολύς αλλά από ζουμί, νιέντε…, ειμάστενε δω, ακοίμητοι φρουροί, αλλά από προκοπής, τίποτις… - Αυτό τση έλεγα λίγο πριν κι εγώ: «εκουβαλήσανε τη φτώχεια τσου, να την ενώσουνε με τη δική μας». - Αυτό ακριβώς, έτσι είναι… Είπαμε και κάτι άλλα για το Βίδο, που φέτος δε πήγε ακόμα, τί το βράδυ που πήγε δε βρήκε καΐκι. Έφυγα να τήνε προλάβω. Εκεί στο καντούνι τση «Χρυσής» εκαθόντανε ο παγιός συμμαθητής μου. - Τι κάνεις; καλά; - Όπως τάξερες… - Χάρηκα που σε είδα, νάσαι πάντα καλά. Έστριψα στο καντούνι τ’ Άη Γιαννιού. - Ορέ, τί μούπε; Όπως τάξερα; Δηλαδή πως τα τάξερα; Έτσι τάξερα; Όχι, δε τάξερα, ποτέ μου, έτσι… Μας σερβίρισε τσου μέτριους. Άνοιξε τη τοπικιά και διάβαζε. Ένας από το μύρμηρο ξέκοψε από το γρουπ κι ερώτησε ένανε κάτι. Τούκανε νόημα με το χέρι που δεν ηξέρει. Να μην ήξερε; να βαριόντανε να του πει; να μην εκατάλαβε; δεν ηξέρω. Έμεινε να κοιτάει. Ο δικός μας έφυγε, πήγε όπου ήτανε να πάει. Ο άλλος έψαχνε. Ήρθε καταπάνου μου. Κάτι ρώτησε σε γλώσσα ανατολικιά. Ανάμεσα σ’ όσα είπε ξεχώριζε το Σαν Σπιριντιόν. Τον Άγιο ήθελε. Τούδειξα με το χέρι. Η άλλη έκλεισε τη φημερίδα, ασκώθηκε και τούκαμε έλα-έλα, και τόνε πήρε μέχρι τη γωνία να του δείξει το καμπαναργιό. Εγώ, έτσι τάξερα.
28-7-2019
ΠΩΣ ΣΤΕΓΝΩΝΕΤΑΙ ΕΝΑ ΦΙΛΜ Πρέπει νάτανε ‘κει γύρω στο εξήντα. Καλοκαίρι σα και τώρα. Από νωρίς στο μαγαζί, στο θάλαμο το σκοτεινό, τί ήπρεπε να εμφανίσουμε τα φίρμ που εβγά-
148
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
λανε χθες στο Κανόνι που πηγαίνανε με τη βέσπα. Και στο Αχίλλειο πηγαίνανε και στη Παγιοκαστρίτσα. Μηχανές λίγοι είχανε. Και τα ζευγαράκια, τα νιόπαντρα, που κάνανε το μήνα του μέλιτος στη Κέρκυρα, αλλά κι άλλοι επισκέπτες και περιηγητές όλο και θέλανε να βγάλουνε καμιά φωτογραφία, νάχουνε μετά από χρόνια να τσι ανεβάζουνε στο fb! Οι φωτογράφοι στο Κανόνι είχανε δύο πόστα. Ένα απάνου στο Κανόνι, που τσου αρπάζανε και τσου κατεβάζανε κάτου στη Βλαχέραινα και ένα στη Βλαχέραινα μόνιμα. - Τις φωτογραφίες θα τις πάρετε αυθημερόν. Τώρα είναι κοντά μεσημέρι, αύριο την ίδια ώρα από το Πεντοφάναρο ή άμα θέλετε σας τσι φέρνουμε και στο ξενοδοχείο. - Και πόσο κάνουνε; - Δυόμιση δραχμές η μία, καρτ ποστάλ, μεγάλες…, πώς τσι θέλετε; γυαλιστερές ή ματ; - Τί είναι ματ; Η τιμή ήτανε φιξ, όλοι το ίδιο πέρνανε. Γυρίζανε αργά το απόγιομα και πού κουράγιο να εμφανίσουνε τα φιρμ από βραδύς. Έτσι την άλλη μέρα, νωρίς-νωρίς, πηγαίναμε στο μαγαζί και εμφανίζαμε τα φιρμ. Πίσα σκοτάδι, στα ψαχουλευτά ανοίγαμε τα φιλμ, τα 35άρια πούχε τραβήξει η κόντακ η ρετίνα, τα βάζαμε στο κάνταρο με την εμφάνιση, πέντε δέκα λεφτά θέλανε να εμφανιστούνε, είχαμε κι ένα χρονόμετρο με ξυπνητήρι να βαρεί, και μετά τα ρίχναμε στο κάνταρο με το υποσουλφίτο για στερέωση. Τότε ανοίγαμε και το κόκκινο το φως, μια λάμπα τυλιγμένη με κόκκινο λαδόχαρτο, και βγαίναμε έξω, τα ξεπλέναμε με πολύ νερό, να φύγουνε τα φάρμακα. Άμα μας έπαιρνε η ώρα τα κρεμάγαμε με μανταλάκια από τη τέντα του μαγαζιού, να στεγνώσουνε. Ένα μανταλάκι να πιάνει στη τέντα κι ένα κάτου να κάνει και βάρος και να στέκεται το φιρμ τεντωμένο. Άμα, όμως, ήτανε βιαστικά τότε εγώ τη πλήρωνα. - Άμε να στεγνώσεις τα φιρμ. - Μάλιστα, με κατεβασμένα μούτρα. Έπαιρνα τα δυο 35άρια, ένα σε κάθε χέρι, κι έκανα το δρομολόγιο Πεντοφάναρο – Στέρνα και κουνούσα τα χέρια μου πάνου – κάτου στον αέρα να στεγνώσουνε μια ώρα αρχύτερα. - Στεγνώσανε. - Μωρέ ποια στεγνώσανε; ξαναπήγαινε. Δεν ήθελα τη ζωή μου. Ντρεπόμουνα κιόλας, μη με δούνε τ’ άλλα παιδιά και περισσότερο ντρεπόμουνα τσι κοπέλες που κατεβαίνανε με τσι μανάδες τσου και τα τριτσιά τσου να πάνε μπάνιο. Ήθελα κι εγώ να πάω μπάνιο αλλά δεν είχε αλλά…
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
149
Στεγνώνανε τα αναθεματισμένα και τα βάζαμε στο μεγενθυτήρα, να τυπώσουμε. Είχα μάθει. Ρύθμιζα στο 10Χ15, έβανα το χαρτί, άκφα τζέβαερτ δουλεύαμε, νετάριζα και πατούσα το χρονόμετρο που μου τόχανε ρυθμίσει, να τυπωθούνε. Τσίριχνα στο υποσουλφίτο και μετά ένα καλό ξέπλυμα με νερό και το μόνο που έμενε ήτανε να στεγνώσουνε οι φωτογραφίες. Από κάτου από το μπάγκο του μαγαζιού είχαμε τζάμινες βιτρίνες. Εκεί εστεγνώναμε τσι φωτογραφίες. Δουγειά δική μου. Πρώτα έπλενα το τζάμι με οινόπνευμα. Μετά το περνούσα με ταλκ και το σκούπιζα καλά. Μετά κόλλαγα στα τζάμια τσι φωτογραφίες. Άμα τσι θέλανε γυαλιστερές με τα μούτρα κάτου. Άμα τσι θέλανε ματ με τα μούτρα όξω. Έπαιρνα εφημερίδες, τσίβαζα πάνου από τσι φωτογραφίες και μ’ ένα κύλινδρο, κόκκινο από γουταπέρκα σκληρό, τσι κυλινδράριζα να πάρω τα πολλά νερά. Μετά αναλάμβανε ο ήγιος που έπεφτε και η ζέστη. Άμα στεγνώνανε, πέφτανε μόνες τους ή τσι βοηθάγαμε μ’ ένα ξυραφάκι ή με το νύχι και τσι ξεκολλάγαμε προσεχτικά. Ερχόντανε να τσι πάρουνε. Τα όβολα τα παίρναμε μπροστά, τί πολλές φορές δε τσου αρέσανε. - Μα πώς μας έβγαλες; Έτσι είμαι εγώ; Έτσι ήτανε και χειρότερα αλλά τί να τσου πεις; - Ξέρετε, ήτανε πολύ το φως και αυτό επηρεάζει, τσου λέγανε οι μεγάλοι που ξέρανε από κάτι τέτοια. Τί να τσου πούνε. Σήμερα δεν έχει φωτογραφίες. Κάτι μέγκα πίξελ λένε και πατάνε το κουμπί αβέρταμαν. Τότες εζύγιζες το πάτημα του κουμπιού. Στοίχιζε, κι όχι μόνο αυτό. Το φιρμ ήπρεπε και να στεγνώσει.
29-7-2019
Ο ΜΠΑΝΤΑΝΑΣ Μετρίου αναστήματος, ηλιοψημένος, μαύρα μάτια, κατάμαυρο μουστακάκι, κοντοβράκι, χέρια ροζιασμένα σα ξύλα, ποδάρια γιομάτα μούσκουλα, χαμόγελο πονηρήτα, με τον ιδρώτα να γυαλίζει στο κούτελό του και στις χαρακιές που του χάρισε η ζωή, έβγανε μια εικόνα καλοσύνης και καρτερικότητας. Ένα ζωντανό Καμπιέλο. Είχε ανοίξει το γυαλίσιο σα παυλόσουκο, τόνε κάρφωσε στο ξύλο με τα δυο καρφιά και μ’ ένα κουταλάκι έβγανε μπουκιές για δόλο. Σαργούς εψάρευε κι ο γυαλίσιος είναι το καλύτερο δόλωμα. Φωσφορίζει το
150
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
βράδυ και χουμάνε οι σαργοί. Είχε τα πόστα του. Έριχτε από βραδύς και τα σήκωνε πρωί τα παραγάδια. Ο Μαΐστρος είχε φρεσκάρει. Η σημαία του Φρούριου πήγαινε παπόρι. - Θα ρίξεις κυρ Σπύρο; πού θα πας; η θάλασσα βγάνει φίδια. - Τση ζέστης είναι, θα κάτσει, άμα πέσει ο ήγιος. Θαλασσόλυκος, καραβόσκυλο, κέρβερος. Έβαλε μπρος με τη μανιβέλα και βγήκε από τη Κόντρα Φόσσα. Καρυδότσουφλο το βαρκάκι του. Έβαλε τη λαγουδέρα ανάμεσα από τα ποδάρια του και με νέτα τα χέρια άναψε τσιγάρο, Παπαστράτος Νο 5, άφιλτρο. Είχε καιρό αλλά όχι για το κυρ Σπύρο. Έβαλε πλώρη για το απάγκιο του Βίδο, ίσαμε να πέσει κι ο ήγιος κι η θάλασσα. Γαϊδουρομαΐστρος τριήμερος ήτανε. Άραξε στο Βίδο. - Ορέ καλώστονε, τον υποδέχθηκε ο Πέτρος, άλλος θαλασσόλυκος και ποντοπόρος, πούχε κάνει το δρόμο του Οδυσσέα μ’ ένα κανό και τον είχανε βάλει φύλακα στον «Αστυνομικόν Σταθμόν νησίδος Βίδο». Θέλεις καφέ; - Άμα μπορείς, κάνε ένα μπουτσούνι. Θα κάτσεις απόψε εδώ; - Θα κάτσω, πού να πάω; Έτο, σήμερα συμμάζεψα ένα κορίτο σκαμμένο σε κορμό δέντρου που έβγαλε η θάλασσα. Αρβανίτικο θάναι, ο Γραίγος τόβγαλε. - Ορέ, Πέτρο, εκείνη τη δεντρογαγιά που κρέμασες στο καλάμι στο πόντε στη πίσω παραλία, γιατί την έβαλες; Εσάπισε, ορέ, και βρωμάει, ρίχτηνε. - Δε τη ρίχτω, από το Ποταμό την έφερα, να τήνε βλέπουνε, να λένε πούχει φίδια στο Βίδο, να μην αράζει όποιος κι όποιος. Δε μπορώ νάμαι και πανταχού παρών, να προσέχω. Αυτοί που ξέρουνε δε φοβόνται. Έσβησε το τσιγάρο, φεύγω τούπε. - Στο καλό, Σπύρο μου. - Γεια σου Πέτρο, φχαριστώ για το καφέ. Ανοίχτηκε μόνος του στο πέλαγος. Ούτε τα καΐκια δε ξεμυτίζανε. Αυτό τ’ άρεσε, τί πολλοί παραμονεύανε να του πάρουνε τα πόστα. Πριν καλάρει έβαλε φωνή: - Καπεταναίοι ντέι κούλο! Αμείτε μάτια στο γέρο τον άνεμο. Ορέ, εσείς, για να πάτε στο Βίδο κάποτες θα χαλέψετε και ελικόφτερο. Πήρε τη φωνή του ο Μαΐστρος, όπως έπαιρνε και τ’ αγκίστρια με το γυαλίσιο.
29-7-2019
ΑΜΕΙΤΕ Ορές, που ειμάστενε, ορές, ετότες… Οι περσσότεροι ή μιτσοί ειμάστενε ή αγέννητοι. Δεν ηθέλανε οι παγιοί μας
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
151
να πάρουνε οι άραβες το Βίδο, να το κάμουνε ξενοδοχείο και να μας το δώκουνε ρημαγμένο εσήμερα. Ναι, καλά, θα μας εφέρνανε τουρισμό ποιότητας, όπως λένε τη φουσκωμένη τσέπη, (όσοι δεν έχουνε όβολα δεν έχουνε, ως γνωστόν, και ποιότητα), και θα μας εδίνανε και νοίκι και θα μας το επαραδίνανε του κουτιού να το δώκουμε σε καμιά ΑΝΕΔΚ να το κάμει ξενοδοχείο του Δήμου ή να το ξανανοικιάσουμε σ’ αλλουνούς. Μόνο να μην ανεβαίναμε θέλανε. Να έχουνε την ησυχία τους θέλανε. Να μη τσου ενοχλάμε. Μ’ ένα νοίκι να αγοράσουνε όλο το νησί, επεντακόσια τριάντα οχτώ στρέμματα παράδεισο. Εισάστενε καλά; Άμα μας το παραδίνανε του κουτιού, θα είχανε κοιτάξει μπριχού να το ξαναπάρουνε. Με το αζημίωτο. Άμα το αφήνανε, θα το αφήνανε όπως, όπως. Τί, θα κοιτάζανε μη και στάζουνε οι βρύσες ή είναι καμιά μποναγράτσια χαλασμένη; Και μετά; Τί θε νάκανε η όποια ΑΝΕΔΚ; Θα το δούλευε; Όπως εδούλεψε το εστιατόργιο, που μπήκε μέσα; Ετρέξανε σούμπιτοι οι κερκυραίοι να το υποστηρίξουνε και τότες οι περσσότεροι ανακαλύψανε τον επίγειο παράδεισο τση Κέρκυρας, δυο λεφτά από το λιμάνι. Πατείς με πατώ σε εγενόντανε αλλά δεν επρολαβαίνανε οι πολλοί και τόσοι υπαλλήλοι να εξυπηρετήσουνε το κόσμο. Οι περσσότεροι ασκωνόντανε νηστικοί, χωρίς να φάνε. Εμένανε άμα δε μούφερνε ο Φίλιππας το μπουρδέτο τση κυρά Γιωργίας, θε νάφευγα για τρίτη φορά νηστικός. Και στο τέλος τση χρονιάς το ταμείον ήτανε μείον. Και στην αρχή τση αλληνής ηθέλανε και πάλι από μαχαιροπήρουνα μέχρι κατσαρόλες, τί το χειμώνα τα τρώγανε οι μποντίκοι. Μετά που το εδώκανε σ’ ένανε νοικοκύρη, πούκαμε με τα χέρια του και με τσι αμπωσιές του κυρ Αλέκου όλα όσα βλέπουμε εκεί μπροστά, εστρώσανε τα πράματα. Και τρώγαμε όλοι κι εγυρνούσαμε όλο το μέρος ό,τι ώρα ηθέλαμε και το υπερωκεάνιο του Δήμου, που μας επηγαινοέφερνε, ήτανε πάντα στην ώρα του, απίκο. Οι Σέρβοι ευχαριστημένοι κι όταν εφεύγανε εκείνες οι μαντουκιότικες γυναικοπαρέες το σούρουπο ετραγουδούσανε «σ΄αγαπώ, σα το γέγιο του Μάη σ’ αγαπώ…». Ωραία πράματα. Ήτανε κι εκείνοι οι πρώτοι υπεύτυνοι του Δήμου που εκοιμόντανε εκεί και ετρέχανε όλη μέρα να εξυπηρετήσουνε και να επιβλέψουνε, επήγαινε η δουγειά ρολόι. Κι από κοντά όλο κι εβρισκόντανε εκείνοι που τσοντάρανε στσι διάφορες ανάγκες. Πολίτες κερκυραίοι που βάνανε πλάτη και που και σήμερα πρόθυμοι είναι να ξαναβάλουνε, άμα δούνε σέστο. Μα στο φέρυ μπωτ ν’ ανεβούνε τα μηχανήματα τσάμπα, μα για να πάρουνε ηλεκτρολογικά, τζάμια, λάστικα και πετρόγιο για τ’ αυτοκίνητα, χωρίς επιβάρυνση του Δήμου. Αβαντάρανε τσου υπεύτυνους που κι αυτοί σκιζόντανε να τα
152
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
κανονίσουνε να φέρουνε μαστόρους και εργάτες από άλλες υπηρεσίες του Δήμου, κάνα ηλεκτρολόγο και κάνα υδραυλικό και σα τα μουσμούνια είχανε στσι αποθήκες πλήρη εξοπλισμό από εργαλεία και μηχανήματα. Να μαζώξουνε τα σκουπίδια, να λάμπει ο τόπος κι οι παραλίες να μην έχουνε πλαστικά και ξύλα. Ένα βράδυ, που εκοιμόμουνα απάνου, άκουσα φασαρία στη μεγάλη παραλία. Έτρεξα να ιδώ. Ο κυρ Αλέκος ήτανε και μοναχός του μάζωνε τα σκουπίδια τση μέρας που αφήκανε, νάναι αύριο καθαρά για τσου καινούργιους. Και φτιάκανε πολλά. Από την εκκλησιά που ξαναλειτούργησε μέχρι τα σπίτια για να μένουνε τα ΚΑΠΗ, τσι δημοτικές κατασκηνώσεις, που τσι κάνανε και διεθνείς, και τσι παραλίες, τσι μεγάλες και τσι μικρές, με καμπίνες και ντουζ κι άμα ανέβαινε και κάνας γέρος που δεν ημπόρουνε να περπατήσει τόνε παίρνανε με τ’ αυτοκίνητο. Κι όλ’ αυτά αρέκια; χωρίς σκέδιο; Όοοχι. Από το ’85 που το πήρε ο Δήμος Κερκυραίων από τον ΕΟΤ αλλά και πιο πριν είχε κάμει επιτροπές για το τί θα το κάναμε το Βίδο, άμα το παίρναμε. Στην Επιτροπή του ’81 ήμουνα μέσα. Σ’ αυτή του ’84 όχι. Είχανε γίνει κι άλλες πιο πριν. Μετά εγίνανε δυο μελέτες από την ΑΝΕΔΚ, το ’87 και το ’90. Όλοι, δημοτικές αρχές, μελετητές και κόσμος, συμφωνούσανε να γίνει το Βίδο κέντρο νεότητας, πολιτισμού, αθλητισμού και αναψυχής. Και να αναδειχθεί η ιστορία του. Και πάνου σ’ αυτό το πλάνο εγίνανε όσα εγίνανε, που δεν είναι ασήμαντα. Θα μπορούσανε να γίνουνε κι άλλα. Σωστό. Τώρα αλλάζουμε ρότα; Και με το άστε-ντούο μας βάνουνε το μαχαίρι στο λαιμό; - Ξέρετε, συμφωνήσαμε αλλά όχι ακριβώς όπως λένε τα χαρτιά που υπογράψαμε. Αι συνθήκαι, ξέρετε… - Τι ξέρουμε; τίποτα δε ξέρουμε, ό,τι υπογράφτηκε ξέρουμε κι αυτό να γίνεται θέλουμε. Τίποτις περσσότερο, τίποτις λιγότερο. Να ξανακάμουμε, λέει, μελέτες, λες και δεν έχουμε. Συνέχεια μελέτες θα πλερώνουμε; Ορέ αμείτε, ορές, αμείτε…
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
153
31-7-2019
Ο ΜΑΝΩΛΗΣ Το Σεπτέμβρη εγέμιζε η θάλασσα βελανίδες. Ωραίο ψάρι, πεντανόστιμο, του καθαρίζεις κοιγιά και σπάραχνα, λέπια δεν έχει παρά κάτι λίγα, του γυρίζεις τη μύτη και τη καρφώνεις στη κοιγιά, το ρίχνεις στο τηγάνι και ξεροτηγανισμένο με μπόλικο αλάτι το τρως και τί είναι αυτό μάνα μου! Ωραίο ψάρι αλλά άμε να το πιάκεις. Ρίχταμε άγκυρα λίγο παρόξω από τα αντρικά στα Μπάνια τ’ Αλέκου και κοιτάζαμε να τσι ψαρέψουμε με το αρμπουριχτό. Πιάναμε μίανε στη χάση και στη φέξη. Επρολαβαίνανε και τρώγανε το δόλο οι βόπες, οι καλογρίτσες και τ’ άλλα λιμούδια και δεν επροκάνανε να τσιμπήσουνε οι βελανίδες. Τη πρώτη που πιάναμε τη δολώναμε σε μια μονάχη από τη ράχη, με προσοχή μη τση σπάσουμε το κόκκαλο, τί μαζί με τσι βελανίδες ερχόντανε κι οι λίτσες, οι γκόφοι, οι σύρες κι οι λαμπούρδες και μπορούσε να την εκάμεις. Αέρα κουβέντα, δηλαδής, ποτέ μου δεν την έκαμα. Μετά επήραμε το αφροπαράγαδο για τσι βελανίδες που τόχε από χρόνια ο πάππους στη μπαράγκα. Είκοσι αγκίστρια είχε όλα κι όλα, με μάνα από σπάο, και το ρίχταμε δεμένο σε μια μπάλα τση Νιβέας, να το πάρει ο αγέρας και το κύμα και εκοιτάζαμε τσι βελανίδες που σαρτένανε κι άμα ήτανε πιασμένες τρεις τέσσερεις το μαζεύαμε και το ξαναρίχταμε. Και πάλι μια τηγανιά στη καλύτερη περίπτωση παίρναμε για το σπίτι. Στο πόστο άραζε κι ο Μανώλης. Ψηλός, λιγνός, μ’ ένα τσιγάρο άφιλτρο, σβημένο, καρφωμένο για ώρες στο στόμα του, αμίλητος, με αετίσιο μάτι. Κατέβαινε από το Καμπιέλο τη σκάλα τση Μαντρακίνας, μεσ’ στη πέντε η ώρα τ’ ασπόγιομα, με το ψαράδικο κοφίνι του, αυτό το ρηχό και στενόμακρο με το χερούλι του περασμένο στο χέρι του αλαμπρατσάντε, έμπαινε στο μπατέλο του και λάμνοντας ορθός έριχτε την άγκυρα απέναντί μας. Στο δευτερόλεφτο έριχτε τη τσούντα του και εγίνοντανε το εξής θαγμαστό: Έριχτε κι αμέσως άσκωνε τη τσούντα, η βελανίδα έκανε βολ πλανέ στον αγέρα και προσγειωνόντανε στο χέρι του, τ’ αριστερό, που τόχε στη μπάντα, ξεδολωνόντανε μοναχή τση κι ο Μανώλης ξανάριχτε τη τσούντα. Το κοφίνι μέσα σε μισή ώρα γέμιζε κι ο Μανώλης άσκωνε την άγκυρα κι έφευγε. Εσκάγαμε. - Ορέ, πως τα καταφέρνει, μαϊκά τσου κάνει; Δεν άντεξα και τον ερώτησα. - Μανώλη, με το συμπάθειο κιόλας, πως πιάνεις τόσες βελανίδες; πως τσι πιάνεις; - Δεν είναι δύσκολο, δολώνεις μια γαρίδα, ρίχτεις το καλάμι, έχεις βάλει
154
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
και μια γαρίδα στο στόμα σου και τήνε μασάς και κάθε τόσο τη φτυείς για να μπρουμάρεις, άμα δεν έχεις φέρει μπρούμο μαζί σου, ξέρεις τ’ αγγιό με τη σαλαμούρα και το λάδι που το ρίχτεις κάθε τόσο μ’ ένα φτερό, να μαζευτεί το ψάρι, και μετά κοιτάς τη γαρίδα. - Τη γαρίδα; - Ναι τήνε βλέπεις πούναι στον αφρό και μετά γλέπεις τη μύτη τση βελανίδας πούρχεται να την αρπάξει. - Βλέπεις τη μύτη τση βελανίδας; - Ναι, ασκώνεις τη τσούντα απότομα κι η βαλανίδα δεν έχει πάρει το δόλο μέσα, τ’ αγκίστρι ντένει στο στόμα τση και όταν έρχεται τ’ αρμίδι στη βάρκα και ξελασκάρει, ξεντένει και πέφτει μοναχή τση στο κοφίνι. Εύκολο είναι. Πήρα τσούντα, μπρουμάρησα, ποτέ μου δεν είδα τη γαρίδα στον αφρό, ποτέ μου δεν είδα τη μύτη τση βελανίδας, ποτέ μου δεν έκανα αυτό το εύκολο. Μούλεγε ο κυρ Αλέκος, ο ψαροντουφεκάς, πούτανε και στο ΝΑΟΚ, ότι το ίδιο έκανε κι ένας πορταρεμουντιότης και κάποια φορά που έκανε ο ΝΑΟΚ διαγωνισμό καθετής μ’ άλλους συλλόγους τση Ελλάδας, είπανε να βάλουνε στο διαγωνισμό αυτούς τσου δύο. Όμως αυτοί ελέγανε και πολλά «γαλλικά» και δε τσου πήρανε. Βάλανε κάτι άλλους και εβγήκανε τέταρτοι.
4-8-2019
ΠΩΛΕΙΤΑΙ ΠΥΡΓΟΣ Αύγουστος, ζέστη. Κι ορθάνοιχτα νάχες τα παράθυρα, έσκαγες. Τα μηχανήματα των κλιματιστικών δεν είχανε κάνει ακόμα την εμφάνισή τους στις φατσάδες της Καποδιστρίου. Κάτι πήγε να δροσίσει κι έκανε να κλείσει τα μάτια του. Τόνε πήρε για πολύ λίγο, τί ο Άγιος βάρησε τρεις φορές και στο τρίτο μπότο ξανάνοιξε τα μάτια του. Εβγήκε στο μπαλκόνι να πάρει φρέσκο. Η Κοφινέτα άδεια από τουρίστες, κάτι λίγοι είχανε μείνει και κάνανε πασέκια να εξατμίσει η νύχτα το αλκοόλ που τσου περίσσευε. Απέναντι στο διανυκτερεύον η διανυκτερεύουσα έπαιρνε μπιζουλότα, τί όλη μέρα στο πόδι είχε παραδώκει το πνέμα. Παραδίπλα αραγμένη στο πόστο της η γνωστή παρέα απολάμβανε τσι πρώτες ώρες τση επόμενης μέρας. Το ψυγείο τση διανυκτερεύουσας άνοιγε κι έκλεινε εκτός ελέγχου. Παγωτά, τσιγάρα, κόκα κόλες, λεμονοπορτοκαλάδες, τσιπς, μπύρες συντροφεύανε τη παρέα. Ένας κράτουνε το λογαριασμό να τση τα δώκουνε αύριο, τί ήτανε αμαρτία από το Θέονε να τήνε ξυπνάνε κάθε τρεις και λίγο. Συζήτηση Βαβέλ. Ολυμπιακός, έβαλα καινούργια ρεμέτζα, Παναθηναϊκός, πόσω χρονώνε είναι η φοινικιά; ολίγη ΑΕΚ, η παγιά θα παίξει στο πάρκο, πολύς
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
155
ΑΟ ΚΕΡΚΥΡΑ, εγεμίσανε τσι κολώνες αφίσες οι διαόλοι, πάν’ απ’ όλα το κρίκετ, πώς εμπήκε το γκολ; η εξάρα που έσκασε στο Μποσκέτο, ο Αντρέας, ήρθε η μπίγα και βάνει καινούργια μπλόκια στο λιμάνι, ο Καραμανλής, αυτός που έριξε το καινούργιο αυτοκίνητο από το Λουρί, φέρε δω τη φημερίδα να δω, θα φάω αυγά με σάρτσα, ο Ζίγδης, δεν έχει άλλες τζιντζιμπύρες το ψυγείο…, θα μιλήσει ο Φλωράκης; πήγε να πέσει κι έκανε σπάκα…., χα, χα, χα, ορέ σταμάτα, ορέ, κοιμάται ο κόσμος… - Άσεμέεε… - Πάρε το 100, ελυσσιάξανε, δε βάνουνε γλώσσα μέσα τσου… Έβαλε τσι φωνές. - Ορές, δεν έχετε σπίτια; θα μας αφήκετε καμιά ώρα να κοιμηθούμε; θα φωνάξω το 100… - Φώναξε και το 200… - Σας τόπα, δε σας τόπα; πιο σιγά, κοιμόνται… - Χα, χα χα… Υποκάμισον λευκόν, παντελόνιον λευκόν, πέδιλα λευκά, κόκκινος-κόκκινος καλοθρεμένος, ερχόντανε από το Πεντοφάναρο. Ένα βήμα μπρος, ένα στη μπάντα, ένα στην άλλη μπάντα, έκανε οχτάργια. Τόνε σταμπάρανε. - Χελόου…, καμ χίαρ… Έκατσε. Του δώκανε παγωτό και μια μπύρα. - Ντου γιου λάϊκ κόρφου; - Γες, ιζ βέρι νάις… - Πού μένεις… - Ιν ε κάστλ… - Ιν κόρφου; - Νόου ιν ίνγκλαντ. - Ντου γιου γουόντ μπάι ε κάστλ ιν κόρφου; - Γες, γες, χάου ματς; - Θρίη θαουζαντς ντράχμας! - Όου!, νοτ ιξπένσιβ. Γουέρ δε κάστλ; - Χίαρ…, καμ χίαρ. Τόνε πήρε από το χέρι και τούδειξε το καμπαναργιό, το φωτισμένο. - Ιζ γιούαρς; - Οφκόρς, γκιβ μι δε μάνι. Τουμόροου μόρνιν καμ χίαρ, άιλ γκιβ γιου δε κίι! - Όκεϊ, όκεϊ. - Άι χαβ εν άιλαντ, δε Βίντο άιλαντ, ιζ φορ σέιλ όλσοου, ντου γιου ίντρεστιν; Η συναλλαγή για το καμπαναργιό ολοκληρώθηκε. Το Βίδο δε τόθελε. Τάφηκε να το πάρουνε οι άλλοι μετά.
156
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
Αφήκανε τον ιγγλέζο να κοιμηθεί στη καρέκλα. Αφήκανε τα τρία χιγιάρικα να τάβρει η διανυκτερεύουσα την άλλη μέρα. Τόσος ήτανε ο λογαριασμός. Το άλλο βράδυ δε μαζευτήκανε στη Κοφινέτα, για ασφάλεια, τί όταν ο ιγγλέζος εχτύπησε τη πόρτα του καμπαναργιού κι ήλεγε κάστλ-καστλ, δε τ’ άνοιγε καένας. Και κίι δεν είχε. Ησύχασε ο τόπος, εκείνο το βράδυ η γειτονιά εκοιμήθηκε. - Δε τσ’ ακούω απόψε… - Κοιμήσου γυναίκα, δε θα ξανάρθουνε…, με φοβηθήκανε!
5-8-2019
ΟΦΕΙΛΕΙ Ήξερες ξένη γλώσσα; Ήξερες δύο; Μεγάλη δουγειά. Έβρισκες αμέσως δουγειά. Στα ξενοδοχεία πρώτ’ απ’ όλα. Στις ρεσεψιόν. Άμα δεν έβρισκες εκεί, έκανες το ξεναγό. Εδιάβαζες για την ιστορία της Κέρκυρας κι άμα δεν ήξερες ήτανε κι η Μαρί η Ασπιώτη που έβγαζε στο πολύγραφο όσα ήπρεπε να ξέρεις. Στο αρχείο των προσκόπων υπάρχουνε αυτά τα πολυγραφημένα βοηθήματα, τί κι εμείς τα θέλαμε να τα διαβάζουνε τα παιδιά που θέλανε να πάρουνε το φτυχίο του οδηγού και του διερμηνέως. Οι ξεναγήσεις εγενόντανε νωρίς το πρωί, να μη τσου πιάκει κι ο ντάβανος. Οι τουρίστες λίγοι, λίγοι κι οι ξεναγοί. Από νωρίς το εμαντέψαμε ότι ο τουρισμός θέλει να εξυπηρετεί ο φιλοξενών τον φιλοξενούμενον. Ερχόντανε τα λοφωρεία, τα εκδρομικά, και βάζανε μέσα τσου τουρίστες με τρεις προορισμούς: Κανόνι, Αχίλλειο, Παγιοκαστρίτσα. Τσου λέγανε για τον Οδυσσέα, τσου Βενετσιάνους, για τσου Τούρκους και το θάμα τ’ Αγιού, τσου Γάλλους και τσου Άγγλους, τη Σίσι και το Κάϊζερ, τον Αχιλλέα τον εν θριάμβω, τον αψηλό και τον θνήσκοντα, τσου παίρνανε και μέχρι τον Άγιο που στο καντούνι του ανοίγανε τα πρώτα μαγαζιά πούχανε τσολιαδάκια, φέσια, ταγάργια και τσαρούχια, ελληνικής κατασκευής κι όχι κινέζικα, καρτ-ποστάλ τση Κέρκυρας που τσου πλασάριζα ‘γώ, ο Κόκκαλης κι ο Λυκούδης, κάτι χειροτεχνίες με ζωγραφιές τση Κέρκυρας σε πίνες ή με χόρτο χειροτεχνίας κολλημένο σε ξύλινα βάζα, δίσκους και μπιζουτιέρες που φτιάχνανε οι φυλακισμένοι, τίποτις τσιμπούκια από τσου Καλαφατιώνες και κάτι λίτσινα από τα τορναδόρικα. Λίγα πράματα που τα βάζανε στα μαγαζιά τους ράφτες, τσαγγάριδες, ηλεκτρολόγοι, πρατήρια άρτου και δε συμμαζεύεται, μέχρι που αφήκανε τσι δουγειές τσου, τσι χρυσές, και το γυρίσανε στα τουριστικά, όπως βαχτιστήκανε τα απολωλότα καταστήματα.
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
157
Στα Φρούργια δε τσου παίρνανε, τί ήτανε μέσα ο στρατός και απαγορευόντανε και στο παλάτι τι να διούνε; Τα κινέζικα του Μάνου; Το Πεντοφάναρο τσι δώδεκα η ώρα άδειο. Βούταγε η ζέστη στην άσφαρτο και σ’ έπνιγε η λάβα. Ή τανε η ώρα οπούχε σταματήσει η ξενάγηση και βρίσκανε καταφύγιο στο μαγαζί οι ξεναγοί. Πρώτος ο Λάκης. Ψηλός, σκυφτός, με γαμψή μύτη, τριτσίν, έσπρωχνε το γιακά του πουκάμισου πίσω να πάρει φρέσκο κι έκανε αέρα με το τριτσίν. - Πώ, πώ, Γιάννη, μεγάλη κούραση… - Πού τσου πήγες; - Κανόνι, Αχίλλειο και τώρα στον Άγιο. - Ήτανε απάνου ο Μπάμπης; - Εκεί ήτανε αλλά όλοι είχανε μηχανές. Από τον ανιψιό σου πήρανε κάτι φιλμ και κάτι βιβλιαράκια με την ιστορία τση Σίσης οπούγραψε ο Μπάμπης. - Περί φτωχείας ο λόγος… Τσου βρήκαμε στο μαγαζί, είχαν’ έρθει κι ο Μπαλάνος με το Βάρθη, στέκι ήτανε το φωτογραφείο. Ο Μπάμπης έδωκε του Γιάννη τα φιλμ προς εμφάνισιν. Αυτός τάδωκε σε μένανε. Τάφηκα, για το μεσημέρι, κι ακούμπησα στο μπάγκο. Ήρθε κι η Αλίκη. - Γεια σου Γιοχάνες, καλημέρα. Οι άλλοι δεν υπήρχαμε. - Γεια σου Αλίκη. Κουρασμένη; - Πολύ Γιοχάνες, πολύ… - Θα πας μπάνιο; - Εσύ; - Εγώ έχω το μαγαζί… - Δεν θα μείνει το μεσημέρι ο μικρός; - Δεν ξέρω, μάλλον όχι, τόνε θέλει η μάνα του. Ο Μπαλάνος βγήκε όξω. - Ελάτε να δείτε. Βγήκαμε όλοι όξω. Ο κυρ Ηλίας, ο τροχονόμος, είχε δεχτεί την επίσκεψη δύο τουριστών και κάτι του λέγανε. Σήκωσε το χέρι του, το κράτησε σε ορθή γωνία, κεκαμμένο κατά τον αγκώνα, και στη συνέχεια αργά-αργά έτεινε τον πήχυ και έδειξε με το γαντοφορεμένο δείκτη κατά το Παγιό Φρούριο. Κίνηση αρχοντική πολλών καρατίων. Τούπανε θένκιου και κατέβηκε από το βαρέλι του, γρήγοραγρήγορα, κι ήρθε στο μαγαζί. Έτσι έκανε πάντα. Έβγαλε την άσπρη κάσκα του, σφόγγισε το κούτελό του από τον ιδρώτα με την ανάστροφη κι είπε: -Ουφ…! - Τι εγίνηκε, Ηλία, τί σε ρωτήσανε; - Και πού θέλεις να ξέρω;
158
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
- Και γιατί τσούδειξες το Φρούργιο; - Εγώ τσούδειξα το Φρούργιο; Εγώ τη κατουρίστρα τσούδειξα. - Τη κατουρίστρα; - Ναι. Αφού δεν ήξερα τί μου λέγανε, εγώ τσούδειξα τη καστουρίστρα, τί όπου και να θέλανε να πάνε, καλύτερα να πάνε αλαφρωμένοι. Πάντα όταν με ρωτάνε, εγώ έτσι κάνω. - Δεν έχεις και άδικο, καλά δε κάνει; - Καλά, καλά… - Και όμως ο Δήμος οφείλει να κατασκευάσει αξιοπρεπείς βεσπασιανάς εις ικανά σημεία της πόλης… - Άσε μας, ορέ Λάκη, που θα κάνει ο Δήμος… Επεράσανε από τότες, ναι μα το Άγιο, ίσαμε εξήντα χρόνια. Ο Δήμος ακόμα οφείλει να κατασκευάσει…
6-8-2019
ΤΟ ΑΦΕΝΤΙΚΟ Τα γράμματα τάπερνε, δεν είναι που δε τάπερνε. Αλλά η μάνα της, μόλις έσωσε τη τρίτη δημοτικού, τσείπε: - Σώνει το σκογειό, τί θα σε κάνουμε; δασκάλα σα τη κόρη του Χατζάου; Την εκοίταξε στα μάτια μέσα από τα δάκρυά της. Τση άρεσε το σκογειό, πιο πολύ η αριθμητική. Κράτουνε το ενδεικτικόν που έγραφε αποφοίτησε της τρίτης τάξεως με άριστα (10) και επεδείξατο αγωγήν κοσμιωτάτην. Το κράτουνε όλο το καλοκαίρι. Το Σεπτέμβρη τόκανε κομμάτια. Ο πατέρας, ένας άντρακλας μέχρι κει πάνου, δεν ημπόρουνε. Τα καλά τση Μικρασίας. Όσο άντεξε βάσταξε το καφενείο στον Ασύρματο, μάζευε τσου χορωδούς του χωριού και πήγαινε με το διαπασόν να κουρδίσει τα όργανα τση ορχήστρας του Δημοτικού Θεάτρου. Τη μιτσή του τη λάτρευε. Τση διάβαζε από την εγκυκλοπαίδεια του Ελευθερουδάκη, αυτήνε που μετά τη κάνανε προσάναμα για τη στια, και τση τραγούδουνε. Αλλά έπεσε στο κρεβάτι και τον ασκώσανε στην κατοχή για μια και τελευταία φορά. Τότε που βρήκανε οι γερμανοί τα όπλα κάτου από το στρώμα. Η μάνα, με τρία κεφάγια παιδιά, έδωκε τη μάχη της. Άντρας έγινε. Κοπέλα τήνε φέρανε από τον Άη Θανάση κι η αλήθεια είναι πως τσήτυχε άντρας καλός. Όμορφος και καλός. Μαζί του έμαθε πολλά, γνώρισε έναν άλλο κόσμο, τήνε πήρε και στην όπερα, στο Δημοτικό Θέατρο, και σε θεωρείο και γυρίσανε με τη καρότσα. Τσούφαγε η Μικρασία. Γύρισε μισός άνθρωπος. Δε την ένοιαζε. Τον αγάπαγε
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
159
και την αγάπαγε. Αλλά μόνο με τη τσάπα, δεν ημπόρουνε να τα βγάλει πέρα. Ήθελε χέργια. Τη μεγάλη την έστειλε να μάθει ράφτρα κι αυτή τση τσοντάριζε πού και πού, ο υγιός της, η αδυναμία της, ήτανε αντάρτης και πού τον έχανες πού τον έβρισκες με τη σφεντόνα να βαρεί ρουβέλους αντί να πηγαίνει στο σκογειό. Η μιτσή, όμορφη κι έξυπνη, ήτανε καλή και τάπερνε τα γράμματα. Τόπαμε και στην αρχή. Αλλά δεν έβγαινε. Έπρεπε κι η μιτσή να τσοντάρει. Αυτό το καλοκαίρι την έβαλε στο φούρνο του χωριού. Γύριζε κάθε μέρα μ’ ένα καρβέλι ψωμί στο χέρι αλλά τόβλεπε, κουραζόντανε το παιδί. Η φουρνάρισσα την αγάπαγε αλλά η δουγειά ήτανε σκληρή. Τα γροθίτσια τση μαλώνανε με το ζυμάρι και βγαίνανε χαμένα. Τήνε φώναξε η ίδια. - Κυρά Κατερίνα, δεν είναι δουγειά αυτή για τη κοπέλα. Είναι μιτσή και μου πονεί. Δε λες αυτουνού με το μαρκαντικό να την επάρει; Έμαθα πως χρειάεται κοπέλα. Άλλο να πουλεί κλωστές κι άλλο να ζυμώνει. Κι από ψωμί μη σκιάεσαι, θα τση δίνω ΄γώ να σου φέρνει. Τσήπιακε και τα δυο χέργια. Κοιταχτήκανε στα μάτια. Μανάδες κι οι δύο. Στο μαρκαντικό τση άρεσε. Πιο πολύ τα χρώματα. Μετά οι λογαριασμοί. Τί δεν ήξερε από αφαίρεση, πολλαπλασιασμό και διαίρεση; Το αφεντικό την είχε σα παιδί του. Όταν ερχόντανε τα παιδιά του την άφηνε να παίζει μαζί τσου. Αλλά μέσα της είχε ένα φίδι που την έτρωγε. Τί θα πει η Έλλη άμα δε με δει το Σεπτέμβρη στο σχολείο; Οι ζέστες φύγανε, το σκογειό αρχίνησε. Δε γράφτηκε στη τετάρτη. Αυτή για το μαρκαντικό, τ’ άλλα παιδιά για το σκογειό. Ρίχτηκε στη σούδα, έβαλε το κεφάλι της μέσα στα χώματα, να μη τη δούνε. Την είδανε; δεν την είδανε; Ασκώθηκε με δάκρυα στα μάτια και τίναζε τα χώματα από τη ποδιά της. Το μεσημέρι η Έλλη στο μαγαζί, τήνε καλόπιανε. -Δε πειράζει, θα σου λέω εγώ τα μαθήματα, μη κλαις, όλα τα παιδιά σ’ αγαπάνε… Το αφεντικό, ο πατέρας τση Έλλης, τση χάρισε μια γυάρδα δίμιτο να ράψει κι αυτή φόρεμα για τη κουτσούνα τση, τί αντίσκωνε από τη αδερφή της, τη μεγάληνε, που μάθαινε ράφτρα. Εγύρισε στον Ασύρματο με το δίμιτο και το ψωμί. Τι με κάνεις και γράφω απόψε, μάνα μου. Υπάρχουνε και καλά αφεντικά, δε καίνε όλοι τα χέργια τω παιδιώνε.
160
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
7-8-2019
Ο ΠΆΠΠΟΥΣ Μικρασιάτης από τη Μάδυτο τση Ανατολικής Θράκης. Ένα χωριουδάκι στη χερσόνησο τση Καλλίπολης, δίπλα στη θάλασσα, απέναντι από τα Δαρδανέλλια, το Τσανάκ Καλέ. Αυτό με το μεγάλο πύργο, που δέσποζε στα Στενά, και τα ονομαστά τσανάκια, τα κεραμικά που τα βρίσκεις από το Μοναστηράκι μέχρι το Μουσείο Μπενάκη. Ο πατέρας του, Χαράλαμπος, αγρότης, είχε χωράφια με μπαμπάκια κι ένα σπίτι εκεί που σκάει το κύμα. Δε τάθελε τα μπαμπάκια. Όλη μέρα στη θάλασσα ήτανε, με τη θάλασσα μεγάλωσε. Όταν είχε μπασιά τα παλαμίδια σαρτένανε μέχρι όξω. Με τα χέργια τάπιανε, έτσι μούλεγε τα καλοκαίργια που καθομάστενε οι δυο μας στο κήπο, τί η ζέστη δε μας άφηνε να κοιμηθούμε. Λιγομήλιτος, δε μούλεγε πολλά για τη Πατρίδα. Με κοίταζε με τα πράσινα μάτια του που με μαγνήτιζαν και όλο λαμπυρίζανε και φεύγανε. - Και πώς τάπιανες, πάππου, τα παλαμίδια με τα χέργια; - Τάπιανα. - Πώς; - Το παλαμήδι, όταν το πιάκεις, να το καθαρίζεις αμέσως, να φύγει το αίμα και να το κόψεις ροδέλες και στο τηγάνι, δυο λεφτά η κάθε μπάντα. Και μετά πολύ αλάτι. Έχει ωραίο σκώτι, να το τρως, κάνει καλό. - Στη Μάδυτο τάπιανες ή στα Δαρδανέγια; - Έχει κι εδώ, όχι τόσα πολλά, έχει… - Και συ γιατί έμεινες στα Δαρδανέγια κι όχι στη Μάδυτο; - Τη βαρήσανε, παιδί μου, τη Καλλίπολη, τη βαρήσανε… - Ποιοί τήνε βαρήσανε, πάππου; - Να διαβάζεις, να γίνεις άνθρωπος, να μάθεις. - Και γιατί εφύγατε από τη Πατρίδα, σας διώξανε οι τούρκοι, έεε; - Δε πας να φέρεις εκείνο το πεπόνι; καλό βγήκε, σα και κείνα τση Πατρίδας. Τρώγαμε το πεπόνι και φυλάγαμε τσου σπόρους να τσου ξεράνουμε στον ήγιο. - Ήσουνα και βουτηχτής; - Όχι. - Και το σκάφανδρο γιατί τόχεις μέσα; - Σπάσανε οι σωλήνες της Ελαιουργείας και κάποιος έπρεπε να βουτήξει να τους φτιάξει. - Γιατί; - Έλα, γιατί. Γιατί έφευγε το λάδι στη θάλασσα. - Κι εσύ ήξερες;
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
161
- Η ανάγκη πάντα σε κάνει να ξέρεις. - Και με το καράβι γύρισες σε πολλούς τόπους, πάππου; - Σε πολλούς, όλη τη Μαύρη Θάλασσα κι όλη τη Μεσόγειο. - Είναι μεγάλη αυτή η θάλασσα; - Μεγάλη. - Και γιατί ήρθες στη Κέρκυρα; - Γιατί; γιατί όπου γης και πατρίς. Γιατί εδώ είναι σα τη Πατρίδα. Όμορφη, γλυκιά, με καλούς ανθρώπους. Ξέρεις, παιδί μου, πιο είναι το σπουδαιότερο πράγμα στο κόσμο, πάνω από τόπους και συμφέροντα; - ………. - Να είσαι καλός άνθρωπος.
8-8-2019
ΚΙ ΕΓΩ ΕΝΑΣ ΑΠΛΟΣ ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ ΕΙΜΑΙ Ήτανε δικό τους το μαγαζί και με καμπόσο χώρο γύρω-γύρω. Είχε και ωραία θέα, ιδίως τα βράδια πούβλεπες τη πόλη φωτισμένη και τα καράβια να περνάνε μπροστά της, και τα καλοκαίργια είχε και φρέσκο και πηγαίνανε και καθόντανε. Τα μεσημέργια ετρώγανε κάτου από το υπόστεγο κι όλη μέρα επαίρνανε καφέδες, παγωτά κι άλλα πράματα από τη καντίνα. Τόχανε νοικιασμένο σ’ ένανε απ’ αυτούς τσου ίδιους, δικό τους άνθρωπο, και δεν είχανε παράπονο. Το μόνο πρόβλημα ήτανε να πας, τί έπρεπε να περάσεις το γιοφύρι κι οι μηχανικοί ελέγανε ότι για ν’ αντέξει έπρεπε να ξεκουράζεται κι αυτό κάποιες ώρες. Εγίνανε οι σχετικές μελέτες κι είπανε ότι άμα το εχρησιμοποιούσανε από τσι εξήμιση το πρωί μέχρι τη μιάμιση το βράδυ θάντεχε. Όλα ωραία και καλά αλλά μετά κάποιοι καπουράλοι είπανε το γιοφύρι να είναι ανοιχτό μέχρι τσι έντεκα το βράδυ κι έτσι τα βράδια δε πολυπηγαίνανε. Να πάς τσι εννιά και να φύγεις τσι έντεκα, δεν έλεγε. Αραιώσανε, αλλά τέλος πάντων βασιλικιά η διαταή και τα σκυγιά δεμένα. Το κατάπιανε. Εκείνος όμως που νοίκιαζε το μαγαζί τα βρήκε σκούρα. Δεν ερχόντανε πολλοί, δεν έβγαινε και κοίταξε να ξεμπλέξει. Γινήκανε τα πράματα στριμόκολα και μετά αρχινήσανε τα παράπονα. - Έτσι που το κάνανε είναι σα να μας εδιώχνει. Πολύ λούσο, βρε παιδί μου, οι πιο πολλοί δεν ειμάστενε συνηθισμένοι σε τούτα τα εντρίγα. Αυτό δεν είναι για μας. Κάτι γένεται, δε μας εθέλουνε εμάς που ειμάστενε και ιδιοκτήτες κιόλας; - Δεν σας αρέσει; Αναβαθμίστηκε ο τόπος. Αξιοποιήθηκε. Πήρε αξία το μαγαζί σας. Θα παίρνετε και περισσότερο νοίκι. Κάποιος είπε για κείνονε που ψάρευε όλη μέρα μπρος από το χτήμα του και
162
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
τόνε διπλαρώσανε να τσου δώκει το οικόπεδό του να το αξιοποιήσουνε, να του χτίσουνε ξενοδοχείο, νάρχονται ξένοι πολλοί και να γίνει πλούσιος και τσου ρώτησε και μετά τί θα κάνω; και τούπανε: θα ψαρεύεις όλη μέρα! αλλά γελάσανε, γιατί αυτό ήτανε ανέκδοτο και δε χωράνε ανέκδοτα σε σοβαρές συζητήσεις. Πάντως εφωνάξανε εκεινούς που ξέρουνε και γράψανε τη συμφωνία με το καινούργιονε. Ολόκληρες φιλιστόκες. Του δώκανε δυο παγιά σπίτια, τόνα μέσα ένας τόχε χωρίσει με γυψοσανίδες αλλά το κρύψανε, το υπόστεγο, το σπιτόπουλο απόξω κι ένα χώρο για να βάνει καρέκλες. Εξεχάσανε όμως να γράψουνε για το γιοφύρι. Ταφήκανε για μετά. Τον ίδιονε δε τόνε πείραζε, τί είχε δικό του γιοφύρι από την άλλη μπάντα. - Κοίταξε να τα κάνεις όλα κατά πως πρέπει και μετά έξη χρόνια, τα ξαναλέμε. Κι άμα είσαι καλό παιδί, μπορεί να σου το ξαναδώκουμε γι άλλα έξη. Αυτό σου δίνουμε και είκοσι θέλουμε. - Πάρτε σαράντα. - Χίγια φχαριστώ, είσαι πολύ σπλέντιτος. Μα τί καλό παιδί! - Τί λέτε; υποχρέωσίς μου! Έκατσε στο μέρος, ξήλωσε το υπόστεγο, άφηκε τσι γυψοσανίδες, τί δε τσείδανε καλά οι υπεύτυνοι και δεν είπανε λόγο, έβαλε καρέκλες και μέσα στη θάλασσα, που δε του την είχανε δώκει γιατί η θάλασσα ήτανε για την ώρα αλλουνού, έκανε νέα εντρίγα, τιμαί καλαί, προσωπικόν τρία άρφα και εκ του εξωτερικού, όλα στη τρίχα, αλλά… Ανάθεμάτο για αλλά, καένας από τσου παγιούς δεν επάτουνε, αυτοί που το μαγαζί δικό τους ήτανε. - Να μη μπορώ να πάω στο δικό μου; Κι εγκρινιάζανε. - Ορές, τι εκάματε; Το γιοφύρι μας ανοίγει τσι δέκα και κλεεί τσι εφτά, μη σου πω και πιο πριν. - Δε βρίσκουμε ένανε να το ανοίγει και τσι άλλες ώρες. - Και μεις τί θα κάνουμε; - Να πηγαίνετε από τ’ άλλο γιοφύρι. - Είναι μακριά, πού να παίρνουμε αυτοκίνητο να το φτάκουμε. - Παρονυχίς! - Μα και με απλωτές να πάμε, μας ελένε ότι κακώς επήγαμε και αμείτε στο καλό, τί θάρθουνε οι άλλοι από τ’ άλλο γιοφύρι. - Είναι ο νέος τρόπος λειτουργίας του μαγαζιού, αυστηρώς της κρίσεως του ενοικιαστού, δικαίωμά του, απολύτως θεμιτό!, δεν ηδυνάμεθα να επέμβομεν. - Και καφέ να πιούμε, που λέει το χαρτί μέχρι τσι δέκα το βράδυ, δε μας εδίνουνε. Κατσείτε εκεί δίπλα να σας φέρουμε, το πολύ-πολύ, ένα κρασί, μας λένε. Έτσι τούπανε και του άγκονά μου. Κρασί στον άγκονά μου; - Μα, κείνο το μεσημέρι, του δώκανε κλαμπ σάντουϊτς, δε του δώκανε;
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
163
- Ναι, ορέ, πως και δε τσου φίλησε και το χέρι! Επήγε να φάει σαν άνθρωπος και του δώκανε κλαμπ σάντουϊτς, αυτά είχανε, αυτά του δώκανε, κάτου από κάτι ομπρέλες που βάλανε στη θέση του υπόστεγου και τσίψενε ο ήγιος. Από μεσημέρι δε κάθεσαι, σε διώχτει ο τόπος, επίτηδες το κάμανε και βγάλανε το υπόστεγο; Να μη πατεί ψυχή και το μεσημέρι; Ή το μεσημέρι δε πεινάει ο κόσμος; - Είσθε υπερβολικός. - Γιατί; εγώ ό,τι λέει το χαρτί θέλω να γίνεται. Ούτε περσσότερο ούτε λιγότερο. - Εκτελείται κατά γράμμα! - Εισάστενε καλά; Το ταβλάτσο μέσα στη θάλασσα με τσι καρέκλες, οι γυψοσανίδες, το ρίξιμο του υπόστεγου εγίνανε με την άδειά σας που λέει το χαρτί; Μπορώ να πάω ό,τι ώρα θέλω όπως επήγαινα, εντάξει, μόνο τσι ώρες που λέει το χαρτί; Είναι ανοιχτή η καντίνα μέχρι τσι δέκα το βράδυ; Είναι ανοιχτό το γιοφύρι όσες ώρες λέει το χαρτί; Είναι ελεύθερο το μαγαζί και η καντίνα σε κάθε επισκέφτη από μπονόρα μέχρι αργά το βράδυ, όπως λέει το χαρτί; - Συγχέεται δύο διαφορετικά πράγματα. Άλλο το γιοφύρι, άλλο το μαγαζί. - Γιατί, ορέ φίλε, δεν το εσκεφτήκατε να τα δώκετε και τα δυο μαζί; Δε το ξέρατε, τόσα χρόνια, που αυτά τα δύο μαζί πάνε; Ξέρεις πόσοι που θέλανε να νοικιάσουνε το μαγαζί κάνανε πίσω γιατί δε ξέρανε τι θα γίνει με το γιοφύρι; - Δεν ειμάστενε τότες εμείς εις τα πράγματα, άλλοι ήτανε. - Κι εσείς που εισάστενε από δίπλα δε τα πήρατε χαμπάρι; Όλος ο κόσμος εμάντευε τι πάει να γίνει. Εσείς δε το εκαταλάβατε; Αφού σας τόπαμε, εμείς για να το ξέρετε, κατά που πάει η δουγειά. - Να αναγνωρίσομεν ότι, ως προς αυτό, υπάρχει εν έλλειμμα. Ως εξ αυτού είναι απαραίτητος η σύστασις μίας Επιτροπής και η σύνταξις μίας νέας μελέτης, η οποία θα δώσει τας ορθάς κατευθύνσεις μίας νέας και ωρίμου και τεχνοκρατικής οπτικής των πραγμάτων. Έστω η επικαιροποίησις της παλαιοτέρας. - Πάλι στη χασομέργια το ρίξατε; Να ξεχάσουμε αύριο, τί χάσαμε σήμερα; Και, πώς τόπατε; επικαιροποίησις; Επίκαιρα μόνο το Σινεάκ έδειχτε. Μας τρέχουνε τα όβολα από τα μπατζάκια να τα ρίχνουμε στσι επικαιροποιήσεις; Είναι σέστα αυτά; - Μα, και δίκαιον να έχετε, ευρισκόμεθα ενώπιον νέων δεδομένων, τα οποία δεν ηδυνάμεθα εκ του Νόμου, να παρείδομεν. - Κι αυτό που λέει το χαρτί «Σε κάθε περίπτωση απαγορεύεται η παρεμπόδιση της χρήσης του εστιατορίου και του αναψυκτηρίου-κυλικείου στους επισκέπτες», αγιώς πάει ταφόντου το χαρτί, να το παρείδομεν; Αυτό λέει ο Νόμος; Και για σας παρεμπόδιση δεν υπάρχει μ’ όλα τούτα; Τι θέλετε; Να μας βαρούνε ντουφεκιές μ’ αλάτι για να υπάρχει παρεμπόδιση; Όταν μου αποκλείουνε τη πρόσβαση ό,τι ώρα θέλω κι όταν για να κάτσω να φάω πρέπει να περνάω από
164
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
τα σαράντα κύματα, τα τηλεφωνικά, και για να πάω πρέπει να περάσω από το γιοφύρι τση Άρτας, να πάτε να πείτε αυτουνού του καινούργιου είτε να συμμορφωθεί μ’ αυτά που λέει το χαρτί είτε να πάει να φύγει. Αυτό λέει ο Νόμος, αυτό λέει το χαρτί. Που θέλει να μας εκάτσει και έξη χρόνια, συν έξη χρόνια. Μέχρι τότε θάχουμε πεθάνει οι περσσότεροι. Ενοικιοστάσιο έχουμε, πριν τση ώρας του; - Τι να σας πω… κι εγώ ένας απλός υπάλληλος είμαι. * Αποδεκτός κάθε συνειρμός ή συσχετισμός με πραγματικές καταστάσεις.
10-8-2019
ΡΙΖΟΤΟ ΜΕ ΠΙΤΣΟΥΝΙΑ Επαντρευτήκανε αμέσως μετά το πόλεμο. Γρήγορα εβρεθήκανε με τρία κεφάγια σερνικά. Ο ίδιος εδούλευε σ’ ένα κρεοπωλείο, νομίζω στη Γεωργίου Θεοτόκη. Μάστορας στη σαλαμιστράδα. Ξεκαθάριζε τα κρέατα από τα κεφάγια και τ’ άλλα μπάσα κρέατα κι έφτιαχνε σαλάδα, πηχτές, νούμπουλα, λουκάνικα, χοιρομέργια και μπουρντούνια. Έκοβε και το κιμά με τη χειροκίνητη μηχανή. Ό,τι και νάτρωγες απ’ τα χέργια του, έγλυφες και τα δάχτυλά σου. Το μαγαζί ήτανε ονομαστό για τα αλλαντικά του κι ο παρτσινέβελος τον είχε μη στάξει και μη βρέξει. Τον άφηνε να παίρνει και σπίτι, στα παιδιά. Εμένανε στο καντούνι του Άρη, αυτό ανάμεσα από το καντούνι του Μαύρου και το καντούνι του Αστέρα. Του Ελλησπόντου ήτανε παραπάνου. Καμιά φορά, από πρωί, τα παιδιά πηγαίνανε και τόνε βρίσκανε στη δουγειά, εκεί που έβραζε τσι μαγούλες και τα μαστάργια. - Μπαμπά, πεινάμε. Τσούκοβε κομμάτια από μαγούλα ή από μαστάρι, τσου τάβαζε στο στράτσο και τσούριχνε μπόλικο αλάτι. Τι πράμα ήτανε αυτό. Αρρώστησε. Τόνε κοιτάξανε οι γιατροί. Χτικιό δεν είχε, κάτι άλλο κακό είχε. Έφυγε γρήγορα-γρήγορα πριν κλείσει τα σαράντα. Η μάμα έκανε ό,τι μπόρουνε νάχουνε φαί να φάνε. Τα παιδιά το ίδιο. Οι γειτόνοι αβαντάρανε αλλά κι αυτοί φτωχοί ήτανε. Έπεσε πείνα. Παραμονή Χριστουγέννων, ήρθε και σκοτείνιαζε. Η μάμα άνοιξε τ’ αρμάρι. Όχι που δεν ήξερε τι είχε μέσα. Δυο λίτρες ρύζι είχε αλλά άνοιξε από συνήθειο και τότση ερπίδα μη τυχόν… Αλλά άφαντο το τυχόν. Ο δεύτερος τήνε παράστεκε. Όλο πείναγε τ’ άχαρο. - Μάμα τί θα φάμε;
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
165
- Μόνο ρύζι έχουμε μάτια αλλά τσι άλλες μέρες θα πλερωθώ πούχω κάτι να ράψω και θα φάμε καλά. Ο μιτσός κατέβηκε τη σκάλα, βγήκε στο καντούνι και σκεφτόντανε που θα βρει φαί. Βγήκε στη Γκύλφορδ. Το μάτι του έπεσε στη κανιζέλα που έβγαινε στα Παγιά Δικαστήρια. Αυτή που μπροστά της ήτανε μια βρυσούλα. Ερείπια είχανε γίνει τα Δικαστήρια μετά το πόλεμο που καήκανε. Τόπος που παίζανε τα παιδιά που τσαρκαλεύανε στα χώματα μη βρούνε κάτι. Κάτου τα παιδιά κι απάνου τα πιτσούνια τση περιοχής που στη κατοχή τα κυνηγάγανε να τα φάνε. Τέγειωσε όμως ο πόλεμος και πληθύνανε και στα ερείπια χτίζανε τσι φωγιές τους. Ήξερε πώς να τα πιάνει. - Θα πιάκω οχτώ, δύο του καθεμιανού. Δε δυσκολεύτηκε. Γι αυτόνε, πέτρες, ρουβινάτσα, τράβα που κρεμόντανε, γκρεμισμένα σκαλοπάτια και μισοκαμένοι τόμοι δικογραφιών ήτανε σα τη πλατεία. Τα πιτσούνια κάνανε φωγιές στσι τρύπες από τα τράβα πούχανε πέσει. Έβανε το αριστερό κι έκλεινε τη τρύπα και με το δεξί άρπαζε το πιτσούνι. Του γύριζε το λαιμό και τάφηνε κάτου να πάει να πιάκει άλλο. - Μάμα, πάρε ‘δώ. Τα πήρε κι άρχισε να τα ξεπουπουγιάζει. Πήγε μετά στη κυρά Σοφία, δίπλα, και τση χάλεψε λίγο λάδι και θα τση τόφερνε άλλη μέρα. Τσήδωκε και λάδι και ψωμί κι ένα κομμάτι χριστόψωμο, τί αυτό που έκανε τση βγήκε πολύ. Την άλλη μέρα, μετά την εκκλησιά, έκανε ρίζοτο με πιτσούνια.
11-8-2019
Η ΛΙΤΑΝΕΙΑ* Από μέρες τσου το λέγανε και ψες το βράδυ κοιτάξανε να είναι όλα έτοιμα, τί τα μιτσά όλο παίζανε και δεν ακούγανε το λόγο. Οι μανάδες τσούχανε πλείνει τα σκουτιά τους, τα καλά, τί τον Άγιο θα επηγαίνανε να προσκυνήσουνε και να δούνε τη λιτανεία του. Τα βάλανε να κοιμηθούνε από νωρίς γιατί θα ξεκινούσανε νύχτα. Τόσος κόσμος θα κατέβαινε στη Χώρα από τα χωργιά, πατείς με πατώ σε θα γινόντανε, κι ήπρεπε να προλάβουνε. Παρέες, παρέες ξεκίνησε όλο το χωργιό. Μπροστά τρέχανε τα μιτσά, πίσω οι άντριδες με τσι φαρδιές τσι βράκες, τα τσαρούχια και τσι τρίτσες στο χέρι, και πίσω οι γυναίκες με τα χρυσοκέντητα πεσελιά τους, τα πλατιά ροκέτα τους, τσι λουλουδάτες μεταξένιες ποδιές τους και τσι πολύχρωμες διακοσμήσεις των κεφαλιών τους, τσου «κοκόρους». - Πρατείτε, ορές, πιο γλήγορα, δε θα προλάβουμε.
166
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
Εννιά χιγιόμετρα ήτανε το χωργιό μακριά από τη χώρα. Άλλοι βγάνανε τα τσαρούχια τους και περπατούσανε ξυπόλητοι και θα τα βάνανε άμα φτάνανε στη Πόρτα Ριάλα, που καλά κάνανε και τη ρίξανε εδώ και καμιά εικοσαργιά χρόνια, τί την είχανε για να ξεχωρίζουνε τσου χωργιάτες από τσου κορφιάτες. Τσου τόχε εξηγήσει ο κύργιος Διονύσιος στο καφενείο και τόνε χειροκροτήσανε όλοι. Ήξερε αυτός, συνέτρεχε κιόλας με το κόμμα. Με το που περάσανε τη Πόρτα Ριάλα επιαστήκανε χέρι με χέρι, τί τόσος κόσμος κι οι προσκυνητές από απέναντι δύσκολο ήτανε να χαθούνε; Φτάκανε στον Άγιο νύχτα. Άλλοι ξενυχτούσανε, άλλοι είχανε προσκυνήσει, ήρθε η σειρά τους. Πέσανε στα γόνατα, προσκυνήσανε κι αυτοί. Μεγάλη η Χάρη Του, του προστάτη του καθεμιανού κι όλου του νησιού και του κόσμου ολόκληρου. Χάραζε, το ρολόι βάρησε έξη μπότα. Έκανε να φυσήξει το πρωινό αεράκι και δρόσισε λίγο. - Παμείτε να πιάκουμε θέση. Είναι όλοι ‘δώ; Πιαστείτε από το χέρι, μη χαθούμε. Κοιτάτε τα μιτσά. Από χρόνια επηγαίνανε στο Μποσκέτο, τί κάνει σκαλί με το δρόμο και βλέπεις καλύτερα από πιο ψηλά. Είχε και βρύση να πίνουνε και τα μιτσά που όλο διψούσανε κι ανοίγανε τα νερά για παιχνίδι, τί στο χωργιό τους δεν είχανε βρύση. - Φύγε απόκια σού ‘πα. Μούσκεμα έγινες! Έλα ‘δώ. Κοίτα να σε χάσουμε. Κρατιόντανε από τα κάγκελα, ο ένας δίπλα στον άλλο, τα φαρδιά ροκέτα κι οι φαρδιές βράκες πιάνανε τόπο κι όλο τα μαζεύανε, κι όλο κοιτάζανε μη χαθούνε. Ο Παπαδίλης κι η παρέα του τσου είχανε σταμπάρει. Ο πρώτος μπερτόδουλος (μπέρτα=φάρσα) ντι Κορφού μπήκε στο Μποσκέτο με τσου άλλους μαντράχαλους από το πορτόνι τση Μαντρακίνας. Οι τσέπες τους ήτανε γιομάτες μεγάλες παραμάνες. - Είδες πως πάνε χέρι-χέρι; φοβόνται μη χαθούνε, χα, χα, χα…, να τσου βοηθήσουμε, τσου άχαρους… Ο ήγιος ανέβηκε, ο Άγιος βάρησε αλάρμα, η λιτανεία εβγήκε. Οι μουσικές επαίζανε, περνούσανε τα φλάμπουρα κι οι σκόλες, εκάνανε το σταυρό τους. Την ώρα που η παγιά έπαιζε μπροστά τους ο Παπαδίλης έδωκε το σύνθημα. Οι παραμάνες επιάκανε ρόκέτο με ροκέτο, ροκέτο με βράκα, βράκα με βράκα. Πέρασε ο Άγιος. Ο καθένας έκανε από μέσα του τη δική του ευχή για τον ίδιονε και τσου ανθρώπους του. Τα πρόσωπά τους πήρανε εκείνη την έκφραση που θάθελε να βλέπει κάθε ζωγράφος που ζωγραφίζει τη Πίστη. Μπορεί να πιστεύεις, μπορεί και να μην πιστεύεις, αλλά ο Άγιος είναι όξω απ’ όλα αυτά. Ένας είναι ο Άγιος, η παραμυθία ολουνώνες, κι όλη η Κέρκυρα στα πόδια Του. Τί δυνατός άνθρωπος δεν υπάρχει και στην αδυναμία σου μόνο ο Άγιος είναι δίπλα.
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
167
Περάσανε κι οι επίσημοι. Ανάμεσά τους και ο κύργιος Διονύσιος. Σήκωσε το χέρι του και τσου χαιρέτισε. Τον αντιχαιρετήσανε. - Και του χρόνου, να μας αξιώσει ο Θέος να ξανάρθουμε στη Χάρη Του. Κάνανε να φύγουνε. Οι παραμάνες κάνανε τη δουγειά του Παπαδίλη που μπροστά από το άγαρμα του Γκύλφορδ αμπωνόντανε με τσου άλλους μαντραχαλέους. - Μη με τραβάς… - Εγώ; εσύ μούπιακες τη βέστα μου… - Σιγά, θα με ρίξεις… Ένα κουβάρι έγινε ολόκληρο το χωργιό. Είπανε αμάν να καταλάβουνε τί έγινε και να βγάλουνε τσι παραμάνες. Οι άντρες εχολευτήκανε. Σ’ όλο το δρόμο για το χωργιό αυτό ελέγανε. - Ήθελα να τόνε καταλάβαινα αυτό το κερατά που μας έκανε τέτοια μπέρτα. Θα τούλεγα ‘γώ. Σα το τραί στο γόνα θα τον έσφαζα. Ναι, μα τον Άγιο! Το βράδυ στο καφενείο τόπανε στον κύργιο Διονύσιο. - Τό και τό έγινε, ποιος να μας έκανε τέτοια μπέρτα;. - Εξ όσων δύναμαι να υποθέσω και βασίμως να υποψιασθώ, τούτο είναι έργον εκείνων οι οποίοι ηναντιώθησαν εις την κατεδάφισιν της ασεβούς Πόρτας Ριάλας, ήτις διεχώριζε τους κατοίκους της νήσου εις κορφιάτας και βιλάνους. Αλλά δεν δύνανται να την επαναφέρουν, οι άθλιοι, από το σωρό των λίθων εις ον μετετρέψαμεν τούτο το σύμβολον της διχόνοιας και του μίσους. Ζήτω το Κόμμα μας. - Όλόοοο! * Βασισμένο σε δημοσίευμα του Τάσου Μπάρμπα στην «Προσκοπική Ζωή».
12-8-2019
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ Καλοκαίρι, η εποχή τω φτωχώνε. Πλούσια τα ελέη του. Οι κήποι εγεμίζανε πομιντόρα, μελιτζάνες, πιπεργιές, φασουλάκια, όλα τα καλά. Μια βόρτα νάκανες στα Μαρτέζικα, λίγο απόδω, λίγο απόκια, έφευγες με τη σάκα γιομάτη. Άσε που άμα ήσουνε τυχερός έβρισκες και καμιά κότα ξέμπαρκη και τήνε κουτούπωνες. Εντάξει, καμιά φορά σε γλέπανε και σε στολίζανε. - Κλέφτης-κλέφτης, κακοχρονάχεις αρπαξιμάου. Πίπήηηη…!, που είσαι μωρέ, ξύπνα ανεπρόκοπε, μας κλέβουνέεεε… - Τι έγινε; - Μας κλέβουνε, ορέ, και συ τον ύπνο του δικαίου…
168
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
- Ποιός, πού, πούντος Καικιλία, να τόνε περιλάβω με τη φαρτσέτα, δε με ξέρεις καλά εμένανε…, ξέρεις ποιος είμ΄γώ; - Ξέρω, αμή δε ξέρω… Όλο ύπνο και τί θα φάμε σήμερα είσαι… Μας κατακλέψανε πάλι… Καλοκαίρι, η εποχή τω φτωχώνε. Πλούσια τα ελέη του. Άσκωνες τα μπατζάκια σου μέχρι απάνου από το γόνα, έπαιρνες το πηρούνι που τόχες δέσει στο ξύλο το μακρύ και τόκανες καμάκι και ξεκινούσες από το κουντούτο του σημερινού ΝΑΟΚ και κόστα-κόστα έβγαινες στην άλλη μπούκα τση Κόντρα Φόσσας. Εντάξει, εκεί στη μύτη του Καποσίδερου κι απ’ το Μαντράκι και μετά ήπρεπε να κάνεις μπάνιο αλλά μέχρι να πας στο σπίτι είχες στεγνώσει. Μάζευες παταράκια, αληθινές, πετροκαβούρους, αχινιούς, κολίτσιανους, πεταλίδες, κάνα χταποδάκι και δε σου φώναζε και καένας. Γύριζες σπίτι με το δίχτυ γιομάτο. - Τι έφερες; - Όλα τα καλά. - Τι θέλεις να κάμω; - Ό,τι αγαπά η ψυχή σου, μάτια μου… Θέλεις να κάμεις τα χταποδίτσια με μακαροντσίνι; Θέλεις να τηγανίσεις τα παταράκια και τσου κολίτσιανους; Θέλεις να κάνεις τσου πετροκαβούρους και τσι αληθινές και τσι πεταλίδες σα παστιτσάδα; Τσου αχινούς άστους, θα τσου πάρω το βράδυ στη ταβέρνα. Μανέστρα και μακαροντσίνι έχουμε, δε πιστεύω να έσωσε αυτό που μου δώκανε στου Ζαφειρόπουλου, τί άλλο θέλεις; - Κάνα φρούτο για τα παιδιά. - Θα πάω το απόγιομα στα Τριπουλέϊκα να κόψω από τσου φράχτες κι άμα βρω καμιά σουκιά θα σου φέρω σύκα. - Φρακατσάνους! - Μωρέ ποιους φρακατσάνους; επέρασε η εποχή τους. - Φρακατσάνους είπα. - Μάλιστα.
13-8-2019
Η ΙΣΟΤΗΣ Ο κύργιος Συμεών ήτανε καλοστεκούμενος, επιστάτης στην Ελαιουργεία, είχε παντρέψει και την αδερφή του, τσήδωκε και πενήντα χρυσές προίκα, χώργια τάλλα τα προικιά, οι γονείς του είχανε πεθάνει και όπου νάναι θα πάτουνε τα πενήντα. Μόνος του έμενε στο προσφυγικό κι όλη η γειτονιά είχε να το λέει τι καλός άνθρωπος ήτανε, τι νοικοκύρης, τι πονετικός και τι μαγκούφης.
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
169
Εθυσιάστηκε για τσου αλλουνούς, ο φλιμένος. Μια ζωή στο μεροκάματο, από μικρό παιδί. Ένα σακί ασκώνανε οι άλλοι; Δύο αυτός. Ποτέ του δεν έκατσε σε καφενείο, ποτέ δε ξενύχτησε, ποτέ του δε φούμαρε. Κι όταν τόνε διπλαρώσανε από το σωματείο «Η Ισότης» αυτός δεν υπόγραψε. Γι αυτό, λέγανε, τόνε κάνανε επιστάτη, αλλά όχι, με την αξία του έγινε. Όλη του η πολυτέλεια ήτανε ένα μπλε κουστούμι από ύφασμα τση μέγκλας (made in England), που τόβαζε τη Κυριακή που πήγαινε να ψάλλει στον Άη Γιώργη. Η Τασούλα δούλευε στου Ασπιώτη. Από τη Σπηγιά ήτανε, είχε τριανταρίσει αλλά όμορφη, μελαχροινή, με κατσαρά μαγιά και τσακίρικα μάτια. Φτωχοκοπέλλα, το μεροκάματο τόδινε στη μάμα τση όπως τόπερνε, τί δεν είχανε και τίποτις άλλο. Ο αδερφός τση μπάρκαρε μικρός και τόνε χάσανε. Ούτε φωνή ούτε ακρόαση. Λέγανε πως εκατέβηκε στη Νέα Υόρκη και χάλευε τί να εγίνηκε. Πολλοί τήνε κορτάρανε τη Τασούλα αλλά περί του πονηρού ο λόγος, για στεφάνι καένας. Τη φτώχεια θα πέρνανε; Κάθε Σαββάτο, μόλις σχόλαγε, η Τασούλα ερχόντανε στη γειτονιά να τση ρίξει η κυρά Μαριγίτσα τα χαρτιά ή να τσει πει το καφέ. Όλο για κάποιο σπαθάτο τσήλεγε αλλά σπαθάτος δεν ερχόντανε. Η Μαριγίτσα βέβαια για τις ανάγκες του επαγγέλματος χρειαζόντανε πληροφορίες κι η κυρά Πιπίνα ήξερε και που γεννάνε οι κοκόροι. Όλα τάξερε. - Κυρά Πιπίνα… - Έλα, τί; - Η Τασούλα… - Σου τάχω πει όλα γι αυτήνε, δε σου τάπα; - Ναι μωρή, να τήνε παντρέψουμε, μεγαλώνει τάχαρο. Σα κι εμένανε να μείνει στο ράφι; - Και ποιόνε να τση δώκουμε; - Άμα ήξερα θα σε ρώταγα; - Μωρήηηη…, το Συμεών θα τση δώκουμε. Ο Συμεών την είχε κανοκιαλάρει τη Τασούλα που ερχόντανε στη γειτονιά αλλά όσο στη δουγειά ήτανε κέρβερος τόσο με τσι γυναίκες τάχανε, βούτυρο φρέσκο γινόντανε να τον αλείψεις σε μια φέτα ψωμί. Ανέλαβε η Πιπίνα. Δίπλα τα σπίτια τους. - Συμεών, Συμεών, να σου πω…, τόνε φώναξε από το φράχτη. - Τί; κυρά Πιπίνα μου… - Δεν είναι η ώρα σου να παντρευτείς; Με το συγγνώμη κιόλας αλλά εγώ σα μάνα σου ενδιαφέρομαι. - Ξέρω ‘γω, κυρά Πιπίνα μου, δεν είναι τση μοίρας μου, ως φαίνεται… - Τη μοίρα σου να σου τήνε ‘πεί η Μαριγίτσα, που λέει τη μοίρα όλης τση Χώρας. - Αυτά είναι του διαβόλου πράματα, δε τα πιστεύω.
170
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
- Και τί έχεις να χάσεις άμα σου πει το φλιτζάνι η Μαριγίτσα, ένα καφέ θα πιεις, δε πίνεις καφέ; - Πίνω, πίνω… - Άσε με θα το κανονίσω και θα σου πω. - Μα… - Δεν έχει μα…, για το καλό σου το λέω. Το Σαββάτο τ’ απόγιομα, μετά τη δουγειά, ο Συμεών εκαθόντανε στο κήπο τση κυρά Μαριγίτσας. Η Πιπίνα μετά τα καλώστονε, καλώστονε, πήγε να ετοιμάσει το καφέ. Και να δεις που κι η Τασούλα μόλις ασκόλασε από του Ασπιώτη το φλιτζάνι πήγε να τση πει η Μαριγίτσα. Ο Συμεών ασκώθηκε. - Καθίστε, καθίστε… Η ίδια ντράπηκε, τί τη ποδιά του εργοστασίου φορούσε και τα τσουλούφια τση εκάνανε στριφουλίδια στο κούτελό τση, το ιδρωμένο. Έκατσε αυτή κι ο Συμεών έμεινε ορθός από πάνου της και δεν ήξερε τι να κάνει τα χέργια του που ιδρώνανε. Η Πιπίνα βγήκε με το καφέ. - Τασούλα μου, καλώστηνε, πώς από ‘δω; Συμεών μη κάθεσαι ορθός, να κάτσε ‘δώ στο μπαγκούλι. Έκατσε και κοίταζε τη Τασούλα που τώρα του φαινόντανε πως ψήλωσε. - Στάσου Τασούλα μου να πάω να σου φτιάξω το καφέ. - Όχι, δεν ήρθα για το καφέ, έτσι πέρασα να χαιρετήσω τη κυρά Μαριγίτσα. - Το ξέρω, το ξέρω, αλλά ένα καφέ θα τόνε πιεις. Εμείνανε σιωπηλοί κάτου από τη περγουγιά με τα μάτια κάτου. Μια κεντρίνα επήγε κατά το τσουλούφι της κι αυτός έκανε μία και την έδιωξε. - Ευχαριστώ, τούπε, και τα μάτια της τόνε καρφώσανε. - Ορίστε κι ο δικός σου ο καφές. Μα που είναι αυτή η Μαριγίτσα, όλο χάνεται αυτή η γυναίκα… Η Μαριγίτσα βγήκε με το δίσκο με τα νερά. - Λοιπόοον…, για να δούμε τι λένε οι καφέδες… - Εγώ να φύγω, είπε η Τασούλα. - Τι λες Τασούλα μου, μυστικά έχουμε, μια οικογένεια ειμάστενε κι αν δεν είμαστε θα γίνουμε… Και να δεις που και οι δυο καφέδες για γάμο, μέχρι να γιομίσει το καινούργιο φεγγάρι, ελέγανε. Τση Τασούλας τσήπεφτε και πάλι ένας σπαθάτος και του Συμεών μια μελαχροινή με κατσαρά μαγιά. Ήπιανε νερό κι ο Συμεών ξανάδιωξε τη κεντρίνα που γυρόφερνε το τσουλούφι τση Τασούλας. Εγελάσανε. Πριν γιομίσει το φεγγάρι επαντρευτήκανε στον Άη Γιώργη. Κουμπάρες η Μαριγίτσα κι η Πιπίνα. Όπως την είχανε ορμηνέψει οι δυο τους η Τασούλα στο «η δε γυνή να φοβεί-
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
171
ται τον άνδρα» του πάτησε το ποδάρι του Συμεών. Τάχασε, άσπρισε. Δεν είπε λόγο. Στο μυαλό του ορμήσανε κάτι λόγια που λέγανε αυτοί του σωματείου «Η Ισότης». Ξεφύσησε. Μετά στο γλέντι που εγίνηκε στη γειτονιά ο Συμεών και ήπιε και χόρεψε με τη Τασούλα και φούμαρε και τα ξέχασε όλα. Τσου καμάρωνε όλη η γειτονιά και η μάνα τση Τασούλας έλεγε στη Πιπίνα και στη Μαριγίτσα. - Το καλό που μου εκάνατε από το Θέο να τόβρετε. Η Τασούλα κι ο Συμεών δεν εκάνανε παιδιά αλλά ζήσανε αγαπημένοι κι όλοι είχανε να το λένε το πως ο ένας επρόσεχε τον άλλονε. Η Τασούλα δεν ξαναπήγε στου Ασπιώτη. Την έβγαλε ο Συμεών που γράφτηκε στο σωματείο «Η Ισότης».
15-8-2019
Η ΠΑΝΑΓΙΆ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΑΣ Πήγε στο μπροστινό σπίτι, στην αδερφή της, τί τα προσφυγικά εχτιστήκανε από τη Πρόνοια δύο-δύο, να ακουμπάνε το ένα το άλλο και νάχουνε αυλή, κήπο, από τσι τρεις μπάντες. - Καλημερούδια και χρόνια πολλά. Να μας φυλάει όλους η Παναγιά. Δώσε μου δυο καρβουνάκια για το θυμιατό να θυμιατίσω στα εικονίσματα. - Κάτσε να πιεις καφέ, έχω ανάψει τη πυρήνα, κάνω και στους άλλους. Θέλεις και λιβάνι; Έχω από το καλό. - Έχω, έχω λιβάνι. Έκατσε στο μιντέρι (ντιβάνι). Ακούμπησε τη πλάτη της στα μαξιλάρια που από πάνου τους ήτανε η μπάντα με το κυνηγό που λυπήθηκε το ελάφι και δε το σκότωσε. Τσήβαλε το καφέ. - Γλυκό τον έκανες. - Έτσι τόνε πίνει ο Κώτσος, σηκώθηκε, τώρα θάρθει. - Του τόπα, δε του τόπα; Το εικονοστάσι έπρεπε να το κάνει πιο μεγάλο. Μόνο δυο εικόνες χωράει, το δικό σου τόκανε καλύτερο. - Πάλι γκρίνια, αφού δεν είχα άλλα ξύλα, πόσες φορές θα στο πω; - Τώρα θα σούλεγα και σένανε. Και στη Πατρίδα που είχαμε ξύλα και ξύλα όλο μίζερα και τσιφούτικα τάκανες. Και δε τα ρουκάνιζες και καλά, όλα αγκίδες είχανε. - Μάφηνε να παίρνω ό,τι ξύλα ήθελα ο πατέρας; Μη παίρνεις απ’ αυτά είναι από το Τριέστε, μούλεγε, μη παίρνεις από τ’ άλλα είναι από την Οδησσό, όλα για πούλημα τάχε.
172
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
- Θεός σχωρέστονε το μπαρμπα Γιάννη, ανάπαψη νάχουνε τα κόκαλά του που ταφήκαμε στη Πατρίδα. - Θεός σχωρέστους όλους…, που τους αφήκαμε πίσω… Ξύπνησε και το μιτσό, ξυπόλητο, έτριβε τα ματίτσια του, γυμνούλι κι αδύνατο σα σκουδί (κλωναράκι). - Έλα δω παιδί μ’, έλα δω γιαβρί μ’ (ψυχή μου)! Το αγκαλιάζανε όλοι, το φιλάγανε, το κατσιάζανε. - Το γάλα του παιδιού… - Αμέσως… - Δε θέλω γάλα, έχει πέτσα. - Βάρτου ζάχαρη. - Πιες μη μας πάθεις καμιά αβιταμίνωση, η πέτσα είναι όλη σου η δύναμη, που σου μετριόνται τα πλευρά… και βάλε και κάτι στα πόδια σου μην αρρωστήσεις… - Πάω πίσω να θυμιατίσω. - Μαύρη την έκανες τη Παναγιά από το πολύ λιβάνισμα, ούτε που φαίνεται… - Εσύ κοίτα να μου φτιάξεις ένα τραπέζι για ν’ ανοίγω φύλλο. - Δεν έχεις; το καλύτερο σούκανα κι άλλο θέλεις; - Ναι, αυτό τόκανες καλό, το μόνο καλό που έκανες, όλα τ’ άλλα… Φτιάξε μου άλλο ένα, εσύ πούσαι καλός κι ο καλύτερος μάστορας, σ’ όλους το λέω, έλα Κώτσο μου, να το χαρίσουμε στη θεια Κωνσταντινιά που δεν έχει… Σηκώθηκε, ισορρόπησε το βάρος της και πήγε πίσω να θυμιατίσει. Κοίταξε την εικόνα τση Παναγιάς κι ίσα, ίσα που φαινόντανε η μορφή της, ένα μαύρο ξύλο ήτανε. Περάσανε τα χρόνια. Το μιτσό εβρήκε μια μέρα το μαύρο ξύλο. Το θυμόντανε. Το έπλυνε, το περιποιήθηκε, φανήκανε τα χρώματά του. Κάτι είχε μάθει εν τω μεταξύ και αποφάνθηκε. Αυγοτέμπερα σε ξύλο. Τήνε κρέμασε σ’ ένα πύργο (τοίχος) του σπιτιού του και την έχει πώς και πώς, να του δίνει δύναμη. Τη Παναγιά της Πατρίδας.
16-8-2019
Η ΚΟΛΟΚΑ (στο Πίπο, που το παράγγειλε ) Ο μάστρο Βιτσέντσος, ο τσαγκάρης, ο επιλεγόμενος και Γάμπαρας, δεν ήτανε σα το Σαλταλαμάκια, το τσαγκάρη των αρχόντωνε. Αυτός ούτε το χνάρι του ποδιού σούπαιρνε, τη πιάντα, ούτε το ψίδι, το πάνω μέρος του παπουτσιού,
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
173
σχεδίαζε, ούτε καλαπόδια φορμάριζε ανάλογα με τσου κάλους σου και τ’ άλλα σουσούμια του ποδαριού σου. Επισκευές έκανε στα παπούτσια του φτωχού του κόσμου, που ένα ζευγάρι είχε όλο κι όλο, χειμώνα καλοκαίρι, αν και το καλοκαίρι πολλοί εγυρνούσανε ξυπόλητοι και για φρέσκο και για οικονομία. Μπαλώματα έβανε στσι σόλες, μπροκόνια, πέταλα, το πολύ-πολύ καμιά ρεμονταδούρα, άλλαζε δηλαδής το μπροστινό ψίδι του παπουτσιού. Αλλά, δόξα τω Θεώ, ο περσσότερος κόσμος ήτανε φτωχός, και τα παπούτσια δεν τα πετούσε ποτέ. Κι άμα δεν επαίρνανε άλλη επισκευή δε τα πετούσανε. Άμα πέρνουνε ο ρομπαβέκιας, ο παλιατζής, θα κοιτάγανε να του τα φορτώσουνε για καλά, τί εκείνοι ήτανε πιο έξυπνοι απ’ αυτόνε. Στο πόρτιγο μιανού σπιτιού είχε στήσει το τσαγκαρικό του. Είχε κι ένα μικρό παράθυρο, ένα φινιστρίνι παναπεί, να μπαίνει το φώς. Εκεί από πίσω είχε το μπάγκο του να βλέπει, τί αυτή η δουγειά θέλει φως και το σουβλί δεν είναι παίξε γέλασε. Σου καρφώνεται στο δάχτυλο και μετά πρέπει να τρέχεις στο Γιατρείο να σου λένε «θα ξανάρθεις για αλλαγή». Δεν είχε τίποτα μαζί της αλλά τόνε νευρίασε. - Σιορ Βιτσέντσο τι μούκανες; Δε μπαίνει άλλο το ποδάρι μου μέσα. - Ούτε τα βάρδουλα πείραξα ούτε τα ψίδια, δυο φόλες μπαλώματα σούβαλα μόνο. Πώς δε σου μπαίνει; - Μωρέ καλά μου τόπανε για σένανε πού αλλού κοιτάς και αλλού βάνεις τσι ξυλόμπροκες. Δε σου δίνω φράγκο. Κι έφυγε με τα παπούτσια μαζί. Στο χέρι του κράτουνε το τσαγκαρόσφυρο και με τα νεύρα που τόνε πιάκανε έκανε μία και τσάκισε το φινιστρίνι. Και τώρα; Ακριβό το γυαλί, δεν ήτανε ώρα για έξοδα, τί είχε να πλερώσει και τα μπιστιού του μήνα στο μπακάλη. Πήρε μια κόλλα λαδόχαρτο και τήνε κόλλησε στο φινιστρίνι με τσαγκαρόκολλα. Κείνος ο μυστήργιος ο Παπαδίλης, έχουμε ξαναπεί γι αυτόνε, τόνε πήρε χαμπάρι. Λαδόκολλα έβαλε ο τσιφούτης; Θα τόνε τακτοποιήσω εγώ. Πήγε πέντε η ώρα, χειμώνας ήτανε λίγο πριν σκοτεινιάσει, κι ο Παπαδίλης έχωσε το κεφάλι του στο φινιστρίνι και τόνε ρώτησε. - Μάστρο Βιτσέντσο, τι ώρα είναι; Ασυναίσθητα, άκουσε τον Άγιο να βαρεί πέντε, πέντε του αποκρίθηκε, και τ’ άλλο δευτερόλεπρο που εκατάλαβε τι εγίνηκε, ασκώθηκε με το σφυρί στο χέρι και βγήκε όξω να τόνε προκάμει. Αυτός είχε φτάκει στο τέλος του καντουνιού και χάθηκε στη πλατεία. Την άλλη μέρα το ίδιο. Πάλι ένα κεφάλι μπήκε μέσα από τη καινούργια λαδόκολλα και τί ώρα είναι μάστρο Βιτσέντσο ρώτησε. Ο Άγιος βάρουνε πέντε μπότα και άρπαξε τη φαρτσέτα αλλά ο Παπαδίλης είχε χαθεί. Ρώτησε στη ταβέρνα απέναντι, τί τότες το καντούνι τ’ Αγιού ήτανε άδειο από κόσμο, όχι σα και σήμερα που δε μπορείς να περάσεις.
174
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
- Τό και τό. Ποιός μου κάνει αυτές τις μπέρτες; Είδατε τίποτις; - Ο Παπαδίλης πρέπει νάναι αλλά δεν τον είδαμε. Ποιός άλλος; Αυτός κάνει κάτι τέτοια σκέδια. - Αύριο, άμα ξανάρθει θα τόνε κανονίσω εγώ. Πέντε η ώρα θάμαι πίσω από το φινιστρίνι και θα του δώκω με το παλούκι κατακέφαλα, να μάθει ο άχρηστος. Με το Γάμπαρα δε παίζουνε. Ο Παπαδίλης τάμαθε. Τί στη ταβέρνα είχε σπιούνους. Του τάπανε. Επήρε μια κολόκα, τη κολοκύθα ντε, τη σπούρδα, πώς την ελέτε; την άδειασε και μέσα έβαλε ό,τι καβαλίνα κι ό,τι κουτσούλους εμάζωξε από τσι κανιζέλες που άδειαζε ο κόσμος τα κόμοδα. Τα δοχεία νυκτός, πως τα λέτε σεις; τα κανάτια, αυτά τα γαριτσιώτικα τσαγγούγια, όχι τ’ άλλα τα πορσελάνινα με τα λουλούδια που τα αδειάζανε οι αρχόντοι στα κουντούτα κάτου από το νεροχύτη. - Μάστρο Βιτσέντσο, τί ώρα είναι; - Πέντε! Και βάρησε τη παλουκιά, όχι στο κεφάλι του Παπαδίλη όπως υπολόγιζε αλλά στη κολόκα που την έσπρωξε μ’ ένα ξύλο ο Παπαδίλης μέσα από τη λαδόκολλα. Εδιαλύθηκε η κολόκα, ο μπάγκος εγέμισε μ’ ό,τι εγέμισε, γιομίσανε και κάτι λουστρίνια πούχε απάνου στο μπάγκο να τσου φτιάξει τα ρεμπότα, ήτανε και ορισμένα μαλακά και επιτσιλίσανε τσου πύργους, τον ίδιονε, τα πάντα όλα. Βρώμαααα! Αυτή τη φορά δεν είχε το κουράγιο ούτε νάβγει απόξω. Αφού δε τούρθε συφόρεση πάλι καλά. Επήγε σπίτι ν’ αλλάξει. Κατεβήκανε μετά με τη γυναίκα του κι αρχίσανε να καθαρίζουνε. Από πού ν’ αρχίσεις και πού να τεγειώσεις. Δυο μέρες καθαρίζανε. Από τη ταβέρνα απέναντι όλο λέγανε: - Κάτι μυρίζει. Είδε κι έπαθε ο Γάμπαρας να τα φέρει βόρτα. Κάποια φορά τα κατάφερε. Ξεβρώμισε. Έβαλε και τζάμι στο φινιστρίνι. Φοβόντανε να ξαναβάλει λαδόκολλα. Ο Παπαδίλης έκανε μήνες να περάσει από το καντούνι τ’ Αγιού.
17-8-2019
Η ΤΟΥΝΑ Ξημερώσαμε στο Πόρτο Τιμόνι. Τόνε περιμέναμε κιόλας το παρτσινέβελο να μας εδείξει το χτήμα του, να το μετρήσουμε. - Καλημέρα, δε πάμε για καφέ; - Όχι! Έλα να σώνουμε, τί θα μας εφάει η ζέστη. Κοντά μεσημέργιασε πάνου κάτου στα κατσάβραχα, μέχρι να σώσουμε. Μαζέψαμε τα μηχανήματα και μέχρι να φτάκουμε στο χωργιό είχαμε γίνει λάσπη.
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
175
- Τώρα, ένα καφέ θα τόνε πιείτε. - Να τόνε πιούμε. Από κάτου απλωνότανε ο κόρπος του Άη Γιώργη, κόσμος πολύς έκανε μπάνιο αλλά πόσες φορές εδουλεύαμε δίπλα στο κύμα και δεν εμπαίναμε μέσα. Τέλος πάντων. Ήπιαμε νερό, ξεδιψάσαμε, φύσαγε και λίγος Πουνέντες, κι ήτανε ό,τι ήπρεπε. - Στην υγειά σας. - Υγεία. - Έχετε ξανάρθει; - Πολλές φορές, να εκεί το μαγαζί του Μαύρου εμείς το εμετρήσαμε και παραπάνου το κάμπιγκ. Κι απέναντι, στη Λαδερή έχουμε δουλέψει. Ένα βράδυ εφάγαμε κιόλας, αλλά το ψάρι απ’ τη Καβάλα ήτανε, δεν ήτανε φρέσκο. Με τόσο ψάρι εδώ πέρα… Ο ίδιος ψαρεύεις; - Ψαρεύω. - Δε πιστεύω με δυναμίτη; - Χα, χα, χα… - Με δυναμίτη ψαρεύεις; - Έχουνε μείνει ακόμα κάτι χειρομπομπίδες από το πόλεμο, να μη πάνε χαμένες… - Ρίχτεις χειρομπομπίδες; - Όχι αδερφέ, τσι ξεβιδώνω με προσοχή και βγάνω το μπαρούτι. Σα ψιλό μακαροντσίνι είναι. Το βάνω σε ένα λατί, το στουμπώνω καλά-καλά και του βάνω το καψούλι με το βραδύκαυστο, τόσο μακρύ ανάλογα με το βάθος που είναι το ψάρι. - Και μετά; - Κάνω πίσω γρήγορα τα κουπιά να φύγω, πριν σκάσει. - Και τα ψάρια; - Άλλα ανεβαίνουνε στον αφρό και τα μαζεύω με τη μπόχα κι άλλα πάνε στο πάτο κι όσα πιάκει το ραμπαούλι (μπάλα βολιμένια με πολλά αγκίστρια, σα πολλαπλός γάντζος). Άμα δεν είναι πολύ βαθειά βουτάω κιόλας. - Έχω ακούσει ότι πολλοί χάσανε τα χέργια τους απ’ αυτή τη δουγειά. - Αλήθεια είναι, και χέργια χάσανε και μάτια, έχουνε σκοτωθεί κιόλας. Αλλά δε ξέρουνε. - Απαγορεύεται ο δυναμίτης, δεν απαγορεύεται; - Ναι, καλά… - Ποιό είναι το μεγαλύτερο ψάρι πούπιακες; - Μια τούνα εδιακόσια κιλά. - Διακόσια κιλά;! - Είχα βγει κάπου κει στη μέση του κόρπου. Εκοίταζα μη δω ψάρι να ρίξω κι
176
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
όλο με μίας εσκοτείνιασε η θάλασσα κάτου από τη βάρκα. Παναϊα μου είπα, τί είναι τούτο το θερίο; Έφυγε αλλά ξαναγύρισε, τί από κάτου ήτανε βόπες πολλές. Ετοιμάστηκα. Πήρα το δυναμίτη στο χέρι κι έβαλα κοντό φυτίλι, τί ανέβαινε στον αφρό. Ξαναγύρισε και τούριξα. Ανέβηκε η θάλασσα μέχρι κει πάνου, πήγε να με πνίξει. Έκαμα το σταυρό μου και πήγα να δω τι έγινε. Η τούνα επήγαινε στο πάτο σιγά-σιγά. Την έχασα είπα, τί με το ραμπαούλι άμε πιάκε τέτοιο θερίο. Περίμενα, περίμενα αλλά τίποτα. Βγήκα όξω και τόπα και στσου άλλους. Ένας γέροντας μούπε ότι άμα βάλει Μαϊστρο μπορεί να τήνε βγάλει το ρέμα κατά τη Λαδερή. Έβαλε Μαϊστρο, όλο κοίταγα, κοιτάγανε κι οι άλλοι αλλά πού. Την άλλη μέρα το μεσημέρι άκουσα που φωνάζανε κάτι τουρίστες που κάνανε μπάνιο, εκεί στη μέση του κόρπου. Την είχε βγάλει στα ρηχά. Τί ήτανε αυτό το πράμα…, βίντσι ήθελε να τ’ ασκώσεις. - Και; - Και, τι και; Την εκόψαμε κομμάτια εκεί επί τόπου. Έδωκα σε πολλούς, πήρα εγώ το πιο πολύ κι έμεινε να πουλήσω και στη Λαϊκή. - Τώρα ρίχτεις δυναμίτη; - Μην τον ακούτε, μπήκε στη μέση η γυναίκα του. Έχει να δει χειρομπομπίδα από πότε… - Τσώπα ορή. Τη τούνα δε την έφαες; - Εγώ τη τηγάνισα, μην είδα που την έπιακες; Δεν έχουμε χειρομπομπίδες, κύργιε, δεν έχουμε. Δεν ηξέρει τι λέει. - Εκατάλαβα.
17-8-2019
ΤΑ ΚΙΤΡΙΝΑ ΓΙΛΕΚΑ Εγύριζα από ψώνια. Κουβαλούσα και νερό, μία εξάδα. Τη μία μπάντα του δρόμου μου τήνε πιάνει ένα κομμάτι από το οχυρό του Άη Θανάση. Βγαίνουνε αγριόχορτα και μια αγριοσουκιά, που έχω ανοίξει πόλεμο μαζί της εδώ και καιρό. Δε θέλω να τση ρίξω άκουα φόρτε, να τήνε ξεκάνω. Αλλά δε την αφήνω να πάρει και τα πάνου της. Βάνω τη σκάλα και πού και πού τήνε περιορίζω κι αυτήνε και τα αγριόχορτα. Λέω που κάνω τη καλή μου πράξη, τρομάρα μου. Ένα σπίτι παραπάνου μένει η κυρία Σοφία. Έχει μανία με τη καθαριότητα. Όλη μέρα σκουπίζει και ταΐζει τσι γάτες. Από Κυριακή που φεύγουνε τα πολλά αυτοκίνητα μαζεύει ό,τι μπορεί. Χρυσοχέρα και πολύ καλή κερκυραία. Κι άλλοι γειτόνοι καθαρίζουνε το δρόμο. Όσο μπορούνε. Τσου βλέπω. Έρχονται και παρκάρουνε ορισμένοι, ανοίγουνε τη πόρτα του αυτοκινήτου τους, κοιτάνε μη τσου βλέπει καένας, κι αφήνουνε δίπλα, με τρόπο, τη σακούλα
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
177
με τα σκουπίδια που φέρνουνε από το σπίτι τους, όπου κι αν είναι το σπίτι τους. Αυτή είναι η κατάσταση. Είχα να δω οδοκαθαριστές εδώ και πολύ καιρό. Κι είδα, με το νερό στα χέργια, δύο κυρίες με κίτρινα γιλέκα, που τα μαζεύανε. Μπράβο είπα από μέσα μου. Πλησιάζοντας διαπίστωσα ότι δεν ήτανε μοναχές τους. Τις επόπτευε μία άλλη, χωρίς κίτρινο γιλέκο, είχε αφήκει το καφέ της στον ουρανό του αυτοκίνητου και τσούδινε οδηγίες ενώ συγχρόνως μίλουνε και πάτουνε με το δάχτυλό της το κινητό της. Τικ, τικ, τακ. - Σα δε ντρέπονται, μεσ’ στη μέση τση Χώρας, ν’ αφήνουνε τα σκουπίδια τους πίσω από τ’ αυτοκίνητα. Μετά φωνάζουνε για τη καθαριότητα και τη κατάντια του Δήμου. Ανθρώποι είν’ αυτοί; Ωραία γειτονιά, τί να σου πω! Ορίστε τι μας αφήκανε να μαζέψουμε! - Τεγειώνετε! διάταξε τα δύο κίτρινα γιλέκα. Τα κίτρινα γιλέκα δεν απαντήσανε. Είχανε το κεφάλι κάτου και κάνανε τη δουγειά τους. Εργαζόντανε. - Καλημέρα σας. Του Δήμου εισάστενε; - Μάλιστα κύριε. - Έχει να πατήσει οδοκαθαριστής εδώ από πότε. Από τότε μέχρι σήμερα όλοι οι γειτόνοι κάνουμε ό,τι μπορούμε. Κι εγώ κι όλοι. Γιατί τα λέτε αυτά; - Δε βλέπετε τι μαζεύουμε; - Οι κυρίες με τα κίτρινα γιλέκα, όχι εσείς. Εσείς μιλάτε άσχημα για τους περίοικους. Και δεν έχετε δίκιο. Τώρα ήρθατε και βγάλατε και απόφαση που ειμάστενε βρωμιάρηδες; Από πού κι ως πού; - Εγώ ό,τι βλέπω λέω. - Ναρχοσάσετενε πιο συχνά να βλέπετε καλύτερα. - Μισό, με παίρνουνε. Έλα, εδώ είμαι, δεν αντέχω άλλο, από το πρωί στο δρόμο, θα πέσω κάτου κι έχω μια πείνααα…, δε σε βλέπω… Πού να τήνε δει; Από το τηλέφωνο; Η μία κυρία με το κίτρινο γιλέκο με κοίταξε με νόημα και ανασήκωσε τους ώμους της. Συνέχιζε να μαζεύει σκουπίδια. - Ευχαριστώ, της είπα, χωρίς να βγάλω φωνή, μόνο με τη κίνηση των χειλιών. Μου χαμογέλασε και κούνησα το κεφάλι μου. Ανέβηκα τη σκάλα. Τελευταία στιγμή άκουσα τη κυρία να λέει στα κίτρινα γιλέκα. - Τελειώνετε, δεν αντέχω άλλο! Τις προάλλες ένας μελλοντικός υπεύτυνος μούλεγε ότι αυτός μπορεί να κάνει διοίκηση εκ του μακρόθεν. - Ορέ, τί σ’ έπιακε; Μπορεί καένας νάναι υπεύτυνος χωρίς νάναι παρών;
178
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
18-8-2019
Η ΕΚΔΙΚΗΣΗ - Ασκώσου να πάμε ν’ ασκώσουμε τα δίχτυα. - Άσεμέεε… - Ασκώσου, κρατάω τη πίντα…, θα σου ρίξω νερό. - Θέλω να κοιμηθώ. - Από τσι εννιά κοιμάσαι, τρεις η ώρα, κοιμάσαι έξη ώρες, ξύπνα! Κάθε μέρα το ίδιο βιολί. Αυτός υπολόγιζε ότι ήθελε μισή ώρα να ξυπνήσει ο μιτσός του, μία ώρα για να κατεβούνε στη βάρκα, μισή ώρα να βρούνε τα καλαδούργια, μισή ώρα μέχρι ν’ αράξουνε, μία ώρα να ξεψαρίσουνε και μιάμιση ώρα να φτάκουνε πίσω στο χωργιό. Το όλο πέντε ώρες. Καλώς εχόντων θα εφτάνανε στο χωργιό στσι οχτώ. Πότε θα πήγαινε στο χωράφι να δει το μαντζαβί τ’ αμπέλι; Δρόμος για να κατέβεις στη παραλία με τη χρυσή αμμουδιά δεν υπήρχε. Κι ο τόπος, γκρεμός. Δυο μονοπάτια μόνο υπήρχανε για να πάει ο κόσμος στσι εγιές του. Κι ούτε είχε πάρει καένας χαμπάρι που η αμμουδιά ήτανε χρυσή. Μετά που μια εταιρεία, που τη λέγανε Γκόουλντ Κόστα, αγόραζε τα χτήματα για μισό φράγκο, πονηρέψανε όλοι και δε πουλούσανε άλλο. Κι η Γκόουλντ Κόστα έμεινε με το δάχτυλο στο στόμα, η δουγειά πήγε ταφόντου και το μεγάλο ξενοδοχείο δεν εχτίστηκε. Από κει και μετά αξιώσανε από το Πρόεδρο να τσου κάνει δρόμο να κατεβαίνουνε με τ’ αυτοκίνητά τους κι αυτός τσούκαμε δύο. Για την ακρίβεια ένανε αυτός στη μέση κι ένανε ο επόμενος Πρόεδρος στην άκρη, κατά το Μαϊστρο. Μέχρι τότε μόνο κάτι τουρίστες κατεβαίνανε και γοδέρανε τα κύματα. Λέγανε πως ήτανε και γυμνιστές κι έτσι αρχινήσανε να κατεβαίνουνε και τα καμάργια του χωργιού να τσου δούνε, κάνανε και μπάνιο, είδανε ότι οι βουτιές είναι ωραίες και το λέγανε και στσου άλλους όταν ανεβαίνανε. Στο καφενείο ελέγανε τι είδανε, πλήρης περιγραφή, κι οι γερόντοι ελέγανε: -Τι να το κάμουμε τώρα…, οπούγινε η θάλασσα γιαούρτι; Έτσι είχανε τα πράματα μέχρι που εμαθεύτηκε το μέρος και εγίνανε μαγαζιά, εμπήκανε ομπρέλες και ξαπλώστρες, δικαστήργια για τα σύνορα, οριστήκανε κι οι οριογραμμές αιγιαλού και παραλίας και τέλος πάντων αξιοποιήθηκε το αναξιοποίητο και μύρμηρο ο κόσμος. Και μουσικές επαίζανε όλη μέρα και ταβλάτσα ξύλινα εβάλανε από τα μαγαζιά μέχρι το κύμα, να μη καίει η άμμος η χρυσή τα ποδάρια των υψηλών λουομένων, και ντουζιέρες να ξεπλένεσαι και να μη φέρνεις χρυσή άμμο στο κατάστημα και το χρυσολερώνεις, απ’ όλα. Μαζί όμως μ’ όλα αυτά τα καλά εκατεβήκανε και κάτι πονηροί που εκλέβανε τσι εξωλέμβιες και πολλές φορές και τα δίχτυα.
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
179
Ο ίδιος εν τω μεταξύ είχε αγοράσει αγροτικό και τώρα εξύπνουνε πιο αργά τον υγιό του και στην επιστροφή εφορτώνανε πίσω στη καρότσα τα δίχτυα για το φόβο τω κλεφτώνε. Ο μιτσός τέγειωνε το λύκειο αλλά το πρωινό ξύπνημα δε το γλύτωνε. Μια ζωή η ίδια δουγειά. - Ξύπνα, ασκώσου, να πάμε να μαζέψουνε τα δίχτυα. Εκείνη τη μέρα αποφάσισε να νετάρει μ’ αυτή την ιστορία. Στη στροφή, εκεί που ο χωματόδρομος βγαίνει στην άσφαρτο και κόβει τ’ αυτοκίνητο, σάρτεψε από τη καρότσα, έπιακε την άκρη από το δίχτυ και τόντεσε σε μια σφαγιά. Έφυγε το αυτοκίνητο και το δίχτυ, οχτακόσιες τόσες οργιές, απλώθηκε στο δρόμο μέχρι το καφενείο. Κι όπου δε με πιστεύει, να πάει να ρωτήσει.
19-8-2019
ΤΟ ΜΑΤΙ Τόχε σε πολύ κακό να του πούνε καλό ψάρεμα. Τίποτα δε θάπιανε. Όχι μόνο αυτός όλοι οι ψαράδες έχουνε αυτή την ο(υ)μπία (προκατάληψη). Εφεύγανε οι βάρκες για παραγάδια πρωί-πρωί από τη Κόντρα Φόσσα κι οι ψαράδες μια μισή καλημέρα ελέγανε ο ένας στον άλλονε. Ήτανε και κάτι εξυπνάκιδες που επίτηδες του λέγανε «καλό ψάρεμα κυρ Νίκο» ή όταν ανοιγόντανε φωνάζανε να τσου ακούσει: «κάβουράαας…». Τσούλεγε κάτι για το αυτό τση αυτής και φουλάριζε τη μηχανή. - Κάντε, ορές, ένα φάσκελο να μη μας επιάκει το μάτι του, το βαρύ κι ακάθαρτο. Τα παιδιά φασκελώνανε, περνούσανε τον αντίχειρα μεταξύ δείκτη και μέσου και το χέρι γροθιά. Αυτός έκανε κόμπο την άκρη από το πουκάμισό του, να δέσει το διάολο. - Παμείτε μάτια, άστετόνε, κούτιακας εγεννήθηκε και κούτιακας θα πεθάνει, διάολος που τον έσπειρε, πρωί-πρωί… Και δυνατά: - Άμε μάτια στη μάμα σου, μη πάει κάνας άλλος…, άμε… Αλλά ο θόρυβος της κράϊσλερ έσβηνε τη φωνή και δε τον ακούανε. Έβγανε σημάδι στη Βάθη. Έφερνε τη μύτη του Στενού με τη κατσούλα του Άη Λια στο Λουρί, τάλλα δε τα λέμε μη μαρτυρήσουμε τέγεια και το σημάδι κι είναι αμαρτία από το Θέονε. Εκείνη τη μέρα επίτυχε να την εκάμει. Δύο κορωνάτα έπιακε. Γελάγανε και τα μουστάκια του που δεν είχε.
180
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
- Ακούς κάνα κουδούνισμα πάππου; τούλεγε ο άγκονάς του που τον είχε πάρει να λάμνει. - Λάμνε, μάτια, λάμνε… Το άλλο καταλάβαινε ότι κάτι είχε. - Είναι μεγάλο πάππου; - Φέρε μου τη μπόχα. - Το βλέπεις; - Άσ’ τη μπόχα, το γάντζο φέρε μου. Μη σκύβεις, ορέ, θα το χάσουμε… Τα δυο κορωνάτα σπαρταράγανε στα πανιόλα τση «Φρίντας» κι ο πάππους δεν έκρυβε τη χαρά του. Έβγαλε όξω φωνή. - Όρσε, ορές, εσείς και το μάτι σας το κλούβιο. Αμείτε, μάτια, για τη μεγάλη ιδέα.* Μεσ’ τα κάτουρά σας είναι, ορές, το ψάρι…, ορέεες… Έβαλε μπρος τη μηχανή. Δε πήρε με τη μία και κάτι μουρμούριζε για τον Ούγγο που τούχε αλλάξει τα μπουζιά. Πήρε με τη τρίτη. Το μυαλό του έπαιρνε χίγιες στροφές, πιο πολλές κι από τη μηχανή. - Νάβγω στη Κόντρα Φόσσα; θα με φάνε με το μάτι οι διαόλοι. Αλλά έντεκα είναι, θα λείπουνε όλοι. Μωρέ ξέρω ‘γώ; - Στα Μπάνια τ’ Αλέκου θα βγούμε, θα πάρεις τα ψάρια να μας τα φυλάξει ο Φαναργιώτης με το Τσούκα και να τσου πείτε να μη πούνε τίποτα σε καένα. Σε καένα, άκουσες; Αράξανε, ο παπα Σταμάτης ρώτησε. - Έπιακες τίποτα, Νίκο μου; - Τίποτα παπά μου. Επήρανε τα ψάρια σπίτι, τσου βγάλανε φωτογραφία στο μπαλκόνι, έφαγε, ξάπλωσε νωρίς και τ’ απόγιομα εκατέβηκε να δει το κρίκετ. Έλα, όμως, που ήθελε να το πει που έπιακε τα ψάργια; Τον έτρωγε να το πει, να τσου μπει στο μάτι, δε κρατιόντανε. - Την έκαμα το πρωί. Δύο κορωνάτα έπιακα. - Άσε μας, ορέ Νίκο. Αφού ο παπάς είπε ότι σ’ είδε και δεν είχες πιάκει τίποτα. - Όχι, έπιακα, αλλά τα παιδιά ηθέλανε να βγούνε στα Μπάνια, να κάνουνε και μια βουτιά, και τσου τάδωκα. Ρώτησε το Τσούκα. Την άλλη μέρα ρωτήσανε το Τσούκα. - Έβγαλε ο κυρ Νίκος δυο κορωνάτα; - Εγώ δεν είδα τίποτα. Δεν ηξέρω. Βασίλη είδες τίποτα ‘σύ; - Όχι. * Μεγάλη ιδέα: να ρίξεις τα παραγάδια στο Στενό ή να πας στα νησιά ή απέναντι στη Στεργιά ή στο Καλαμά.
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
181
21-8-2019
ΚΟΨΕ ΜΟΥ Ήτανε σκαμπουλουνιάρης. Επαίζανε τσιλίκι όξω από του Ασπιώτη. Βάρουνε πρώτος. Είχε βάλει το τσιλίκι ποστίτσο πάνου στη πέτρα και όπως το βάρησε με τη μουρούνα αυτό πήδησε κι έκανε κύκλους από πάνου του και το πίτυχε δυο φορές με τη μουρούνα πριν του δώκει κι αυτός τούλεγε που το πίτυχε μία. - Δύο, ορέ, δέκα-δέκα είναι. - Όχι, μία, πέντε-πέντε. - Δύο δε το πίτυχα; - Εγώ δεν είδα. - Εγώ πιστεύω μία. - Αμείτε, ορές, σκαμπουλουνιάρηδες. Θέλετε πέντε-πέντε; Πέντε-πέντε. Άρχισε να μετράει. Πέντε-δέκα, δέκα-δεκαπέντε, δεκαπέντε- είκοσι… Είχε να βαρήσει άλλες δύο. Αλλά είχε νευρικιάσει. Αφού δύο φορές το βρήκε το τσιλίκι…, αλλά πάντα σκαμπουλουνιάρηδες ήτανε. Έσκασε. Τόστησε πάλι. Σάρτεψε το τσιλίκι και με τα νεύρα του τούδωκε μία φέρμα κι ο διάολος τόστειλε στο τζάμι τση κυρά Παναγιωτής στην άλλη μεργιά του δρόμου. - Κακοχρονάχετε, αληταργιό… Κρουβηθήκανε πίσω από του Ασπιώτη. Η κυρά Παναγιωτή εφώναζε. - Δεν έχετε μανάδες; που σπάτε τα τζάμια του κόσμου… Το τσιλίκι δε το ξαναπαίρνετε, κακοχρονονάχετε, παγιόπαιδα… Βγήκανε όξω όλες. Τόνε περίλαβε η μάνα του. - Εσύ τόσπασες; - Όχι εγώ… - Ποιός; - Δε ξέρω… - Εσύ τόσπασες! Τον άρπαξε από τ’ αυτί και τούριχτε μέχρι να μπει στο σπίτι. Την άλλη μέρα του τόπε αυτουνού. - Εσύ με χόλεψες και βάρησα κατά το δρόμο. Δε θέλω να ειμάστενε άλλο φίλοι. Κόψε μου. Τέντωσε το δείκτη, έβαλε το μέσο από πάνου, έγινε μια μακρόστενη έλλειψη, με μεγάλη βάση και μικρό ύψος (καμετέ το, να δείτε) και τ’ άλλο, έβαλε, μουτρωμένο, το δείκτη του ανάμεσα και τόνε τράβηξε. Εκόψανε.
182
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
Δεν ήτανε άλλο φίλοι. Την άλλη μέρα εβγήκανε πάλι να παίξουνε. Εκοίταζε ο ένας τον άλλονε με μούτρα. Αλλά αν δεν αγαπιόντανε θα χάλαγε το παιχνίδι. Τα άλλα κοιτάζανε και περιμένανε. Όσα λένε τα μάτια δε τα λέει ο κόσμος όλος. Οχτώ ζευγάργια μάτια λέγανε αγαπηθείτε. Το πήρε απόφαση. - Φίλοι; Ο άλλος τέντωσε το μικρό του δαχτυλάκι. Του τόπιακε με το δικό του μικρό δαχτυλάκι. Αγαπηθήκανε. Είχανε ξαναγίνει φίλοι.
22-8-2019
ΜΙΑ ΚΑΛΗ ΠΡΑΞΗ - Εψηφίσατέεε; - Εψηφίσαμε. - Και τώρα; - Τώρα τί; - Τώρα τί κάνετε; - Διακοπές στη Κέρκυρα, χα, χα, χα… - Ψηφίσατε, νετάρατε; Εβγάλατε σαρανταπέντε νοματαίους στο Δημοτικό Συμβούλιο και σώσατε; Όχι, δεν είναι έτσι. - Και πως είναι; - Πρέπει να κάμετε δύο πράματα: Πρώτον: Ο καθένας να κάνει αυτό που ξέρει ότι πρέπει να κάνει για όλα όσα αφορούν και τσου συμπολίτες του. Δε χρειάεται να σου πούνε τι πρέπει να κάνεις. Ξέρεις πολύ καλά. Ξέρεις πολύ καλά ότι πρέπει να βάλεις πλάτη για τα σκουπίδια, ότι πρέπει νάχεις καθαρό το χώρο μπροστά από το σπίτι και το μαγαζί σου, να λάμπουνε τα πεζοδρόμια, να μην αφήνεις τσι βρύσες να τρέχουνε, να μην απλώνεις τσι καρέκλες του μαγαζιού σου όπου νάναι, να μη παρκάρεις και μποδάς τσου αλλουνούς να διαβούνε, να μη βάνεις τη μουσική δυνατά και δεν αφήνεις τσου άλλους να κοιμηθούνε, να μη λερώνεις τσου τοίχους των αλλουνόνες, να μη χαλάς αυτά που φτιάξανε οι παγιοί, να διαβάζεις για να καταλάβεις το κόπο των αλλουνόνες που σου κληρονομήσανε αυτά που γοδέρεις σήμερα…, εγώ θα σου πω τί πρέπει να κάνεις; Αφού τα ξέρεις.
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
183
- Εκατάλαβα. Για πες το δεύτερον. - Δεύτερον: Ετούτοι οι σαρανταπέντε που εβγάλατε, μη νομίζετε ότι μπορούνε να τα κάνουνε όλα μοναχοί τους; Μη νομίζετε ότι τα ξέρουνε όλα; Μέχρι προχθές ήτανε ότι εισάστενε κι εσείς. Μη νομίζετε ότι ολομεμίας εγινήκανε σούπερμεν και σοφοί; Θέλουνε βοήθεια, θέλουνε συμπαράσταση και σ’ αυτά που θα κάνουνε ο καθένας πρέπει να τσου βοηθήσει. Με τα χέργια και το μυαλό. Όπου μπορεί κι όπως μπορεί. Άλλος λίγο, άλλος πολύ, άλλος περσσότερο. Τρίτον: - Έχει και τρίτον; Δεν είπες δύο; - Τρίτον: Αυτουνούς τσου σαρανταπέντε μη τσου αφήκετε να αλωνίζουνε. Να τσούχετε από κοντά. Να κοιτάτε τι κάνουνε, τι αποφασίζουνε, τι υπογράφουνε. Κι άμα δε σας αρέσει κάτι να τσου το λέτε στα ίσια και κατάμουτρα. Έτσι τσου βοηθάτε. Άμα πιείτε το αμίλητο νερό και το ρίξετε στσι ρεβεράντσες και στα «εδώ ήμουνα να του το πω, αλλά με ξέρεις εμένανε, άμα ανοίξω το στόμα μου…», μία από τα ίδια θα γένουνε. Και θα φταίτε κι εσείς που βγάνετε την ουρά σας απόξω. Εδώ που είναι τα πράματα η σιωπή δεν είναι χρυσός. Συμμετοχή, βοήθεια, έλεγχος, γιατί δε πάει άλλο. Θα αποθάνομεν μετά των αλλοφύλων. - Αυτό δε το κάνουνε τα ΜΜΕ; - Αυτό πρέπει να κάνουνε αλλά κάνετέ το κι εσείς, τί ανθρώποι είναι κι αυτοί και τσου ξεφεύγουνε πολλά. Θελημένα, αθέλητα δεν έχει σημασία. Τσου ξεφεύγουνε. Για το νιτερέσο σας πρόκειται. Ποιός θα το κοιτάξει καλύτερα από εσάς τσου ίδιους; - Τέταρτον. - Έχει και τέταρτον; Δε θα σώσουμε άλλο. - Μωρέ έχει και τέταρτον και δεκατοτέταρτον αλλά δε θα πω άλλο. Μόνο ένα πέμπτον. Τέταρτον: Όπου βλέπετε να γίνεται κάτι καλό πάλι να μιλάτε. Να λέτε μπράβο αυτουνού που τόκαμε. Άνθρωπος είναι κι αυτός και άμα τον ενθαρρύνετε, παίρνει ταπάνου του και κάνει κι άλλο ένα καλό. Ένας καλός λόγος έχει καλύτερα αποτελέσματα από μια ρομαντσίνα. Τόκαμες καλό; Μπράβο σου και σου βγάνω το καπέλο. - Και το πέμπτον; - Να κάνετε, ορές, όλοι κάθε μέρα μια ΚΑΛΗ ΠΡΑΞΗ. - Δηλαδής;
184
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
- Τι δηλαδής; Η ΚΑΛΗ ΠΡΑΞΗ είναι απλή, όπως απλοί ειμάστενε όλοι. Μια πέτρα να παραμερίσεις για να μη σκοντάψει ο συνάνθρωπός σου, ένα λατί, ένα σκουπίδι να συμμαζέψεις και να το ρίξεις στο κάδο, είναι μια ΚΑΛΗ ΠΡΑΞΗ. Πόσοι ειμάστενε σε τούτο το Δήμο; Δέκα, είκοσι, τριάντα, σαράντα χιγιάδες; Για σκεφτείτε πως θα ειμάστενε αν κάθε μέρα εγινόντανε 40.000 ΚΑΛΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ; Μικρές, ασήμαντες, ανέξοδες, χωρίς κόπο, αλλά τόσες πολλές που φέρνουνε αποτέλεσμα που το βλέπεις και το χαίρεσαι. - Αυτά τα λες γιατί είσαι στους προσκόπους. - Ναι, ορέ, γιατί είμαι στσου προσκόπους τα λέω. Σου κάνανε τίποτις οι προσκόποι; - Όχι… - Έλα μια…
22-8-2019
ΟΙ ΔΕΚΑ ΙΙ Τελικά και οι δέκα παρατάξεις που διεκδίκησαν το Δήμο Κερκυραίων θα εκπροσωπηθούν στο νέο μας Δημοτικό Συμβούλιο. Καλορίζικοι και σιδεροκέφαλοι κι οι σαρανταπέντε που θα το απαρτίζουν. Θα ορκιστούνε στο παλάτι. Όχι μέσα, όξω. Καλό πράτιγο παιδιά και μακάρι ο Άγιος ο Σπυρίδωνας να σας εδώκει φώτιση να κάνετε κάνα δυο καλά πράματα για το τόπο που τα έχει ανάγκη. Όλοι μας τάχουμε ανάγκη. Και θα ορκιστούνε «…να είναι πιστοί στην πατρίδα, να υπακούουν στο Σύνταγμα και στους νόμους και να εκπληρώνουν τίμια και ευσυνείδητα τα καθήκοντά τους», όπως έγραψε ο φίλος μου ο Σπύρος αλλού. Δεν ηξέρω γιατί τούτη τη φορά εχρειαζόντανε η τελετή ορκομωσίας να γίνει τόσο πανηγυρική αλλά μπορεί να θέλουνε όσοι ορκίζονται να δεσμευτούνε πιο πολύ. Πανηγυρικά. Ίσως για να μην αλησμονήσουνε στη πορεία τι ακριβώς ορκιστήκανε. Ή για να θυμομάστενε εμείς τι ακριβώς ορκιστήκανε. Άλλο είναι να ορκίζεσαι φόρα παρτίδα και με ταρατατζούμ κι άλλο να ορκίζεσαι πιο μπάσα. Μπορεί και όλο ετούτο να μας εβγεί σε καλό. Θα δείξει. Θα το δούμε. Να είμαι ΠΙΣΤΟΣ στη ΠΑΤΡΙΔΑ, στο ΣΥΝΤΑΓΜΑ και στους ΝΟΜΟΥΣ. Να εκπληρώνω ΤΙΜΙΑ και ΕΥΣΥΝΕΙΔΗΤΑ τα ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ μου.
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
185
Βαρύς όρκος. Εγώ μια φορά υποσχέθηκα (δεν ορκίστηκα) Πίστη στη Πατρίδα και ακόμα κουβαλάω αυτή την Υπόσχεση. Ξέρω καλά. Και πόσο μάλλον ξέρουν καλύτερα όσοι έχουν ξαναορκιστεί Πίστη στην Πατρίδα. Εν προκειμένω ΠΑΤΡΙΔΑ ΕΙΝΑΙ Η ΚΕΡΚΥΡΑ. Τί είναι η Κέρκυρα, τί είναι ο κάθε τόπος επί τση γης; Είναι η γης κι όσα ασκώνει απάνου της. Δέντρα, φυτά, λουλούδια, κάμποι, θάλασσες κι ακρογιαλιές, τζίτζικες, κουνούπια και τριζόνια, αστρίτες, οχιές, αγελάδες, κατσίκια και κότες, γλάροι, σπούργοι, μοστάκοι, σκαρτσιμάδες και κολίτσιανοι, σπάροι κι ανθρώποι κι όλα τα ζούδια που απαγκιάζουν στον αγέρα, στο νερό και στο χώμα της. Απ’ όλα τούτα οι ανθρώποι (λένε) πως τη διαφεντεύουν και οι εκλεκτοί τους (λένε) πως πρέπει νάναι καλοί αφέντες. Άμα είναι έτσι, ορές καλοί αφέντες, βάρτε μπροστά σε ό,τι θα κάνετε τσου κερκυραίους κι όσους ζιούνε στην Κέρκυρα. Όχι άλλους, ξέμπαρκους, πούρχονται δω για καμιά αρπαχτή. Και τελευταία βάρτε τη πάρτη σας. Και ρίχτε από τα Μουράγια όσους σας διπλαρώσουνε, που θα σας διπλαρώσουνε, τί ο τόπος είναι όμορφος και θέλουνε να αγοράσουνε την ομορφιά του για ένα κομμάτι ψωμί. Σ’ όλους αυτουνούς ανοίχτε τους τη πόρτα του Σαν Τζιάκομο και πείτε τους αμείτε όξω, όπως είπε ο συχωρεμένος ο Ραθ σ’ ένανε που του εχάλευε το Βίδο για τσου άραβες. Τάνοιξε τη πόρτα, τούπε άμε όξω, κι ο άλλος ακόμα το θυμάται. Ετότες. Βάρτε σέστο, πηγαίνετε αμπονόρα στο Δημαρχείο, βγαίνετε όξω στσου δρόμους να βλέπετε κάθε μέρα τι γένεται, μην αφειδευόσαστε σ’ όσα σας λένε οι παρατρεχάμενοι, ρωτάτε αυτουνούς που ξέρουνε, τσου κερκυραίους που ζιούνε κάθε μέρα το κάθε πρόβλημα, ο καθένας το δικό του. Έτσι θάχετε γνώμη σωστή. Και μη σας επεράσει από το νου ότι θα τα κάνετε όλα από τα γραφεία σας. Η Κέρκυρα δεν είναι κλειστό μαγαζί. Βγείτε όξω. Έλα, τί κάποιοι μας ελένε ότι ειμάστενε ό,τι ψηφίζουμε και μη τσου δώκουμε χόρταση.
186
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
23-8-2019
ΕΙΣΑΓΩΓΑΙ – ΕΞΑΓΩΓΑΙ Ήτανε πάντα ανήσυχος. Μικρό τον έβαλε ο πατέρας του να δουλεύει στη τράτα. Δε τ’ άρεσε. Έπρεπε να ξυπνάει νωρίς και μύριζε ψαρίλας. Έφυγε. Μετά τον έβαλε σ’ ένα ζαχαροπλαστείο. Εφτιάχνανε μαντολάτο αλλά του πιανόντανε το χέρι όταν χτυπούσε τη μαρέγκα. Το μόνο που τ’ άρεσε ήτανε οι φράουλες και τα κουμ-κουάτ που τα κάνανε και λικέρ. Επρόσεχε πως τα κάνανε. Αλλά του βαρούσανε μπούφες, τί ήτανε ο πιο μιτσός, κι εχολεύτηκε κι έφυγε. Είπε ο πατέρας του να τόνε βάλει στο μπακάλικο αλλά τούπε πως του αρέσανε τα γράμματα και τον έγραψε στο Γυμνάσιο. Το καλύτερό του μάθημα ήτανε η χημεία. Πρόσεχε, διάβαζε, ρώταγε. Έμαθε πολλά, τί τόχε κολλήσει από τα λικέρ και πως φτάχνονται. Όταν εγύρισε από το στρατό άνοιξε μαγαζί, φάμπρικα. Έγινε φαμπρικαδόρος (παρασκευαστής οινοπνευματωδών ποτών). Τα λικέρ του ήτανε παχιά, απολαυστικά, όχι σα κάτι νερομπλούτσια που κυκλοφοράνε. Έγινε πρώτο όνομα, κονόμησε καλά. Εμέτρουνε κάθε βράδυ την είσπραξη και τα λεφτά του αυγαταίνανε. Όταν έμπαινε στη Τράπεζα ο διευθυντής ασκωνόντανε να τον καλημερίσει και να τον εξυπηρετήσει αυτοπροσώπως. Πολύ του άρεσε αυτό. Άμα έχεις όβολα σε υπολογίζουνε. Κάνεις και πολλούς φίλους. Ένας του τόπε. - Στο εμπόριο είναι τα όβολα, όχι στα φραγκοδίφραγκα που πιάνεις από τα ποτά. Το κράτησε στα υπ’ όψιν και άνοιξε μαγαζί «Εδώδιμα-Αποικιακά» και στη Σπηγιά σε παρακαλώ. Έγραφε κάθε βράδυ στο βιβλίο του το Δούναι και Λαβείν κι έτριβε τα χέργια του. Ήθελε όμως κι άλλα. - Και γιατί να μου τα φέρνει, σε παρακαλώ, το ποστάλι από το Περαία και να κονομάει τον αγλέουρα ο έμπορος των Αθηνών; Γιατί να μη τα φέρνω εγώ από τσι Ινδίες και να τα πουλώ και στην Αρβανία και στην Ήπειρο; Σωστή σκέψη και την έβαλε σε εφαρμογή. Βρήκε τσι διευθύνσεις, έγραφε γράμματα στα αγγλικά, ήξερε, υπόγραφε «διατελώ μετά τιμής», έγινε έμπορος διεθνής. Άλλαξε και τα «Εδώδιμα-Αποικιακά» σε «Εισαγωγαί-Εξαγωγαί», τί έκανε μπουτελί και εμπορευόντανε το «Έλαιον Κερκύρας, το Αγνόν». Επεράσανε τα χρόνια,αλλάξανε τα πράματα, ήρθε ο τουρισμός και η κατανάλωση. Κράτησε όσο μπόρουνε αλλά όταν είδε πως δε πάει άλλο η παγιά συνταγή τάκλεισε όλα και πήρε νωρίς-νωρίς σύνταξη. Είχανε να ζήσουνε και τα δισέγγονά του μ’ όσα είχε μαζώξει. Τούπανε να κατέβει για δημοτικός σύμβουλος. Εβγήκε. Τόσος κόσμος τον ήξερε, τόσος κόσμος είχε φάει από τα χέργια του.
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
187
Σε κείνο το Δημοτικό Συμβούλιο είπανε ότι δύο ήτανε τα μεγαλύτερα προβλήματα του τόπου. Τα σκουπίδια και το νερό. Σκουπίδια είχανε πολλά, νερό είχανε λίγο. Δεν είχε χρόνο να το μελετήσει το πράμα. Ήθελε όμως να πει κι αυτός. Στο μυαλό του ήρθε το «Εισαγωγαί-Εξαγωγαί», τί ο καθένας από τα προσωπικά του καταλαβαίνει τα πράγματα. - Κύργιε Πρόεδρε, κύργιε Δήμαρχε, κυρίες και κύργιοι δημοτικοί συμβούλοι. Εγώ προτείνω να εξάγουμε σκουπίδια και να εισάγουμε νερό. Έπεσε βούβα. Τι να του πούνε; Όλοι τούχανε μια υποχρέωση, μικρή, μεγάλη. Ο πρόεδρος μόνο είπε. - Έχουμε 585,3 τετραγωνικά χιγιόμετρα τόπο. Κάπου θα βρούμε να βάλουμε τα σκουπίδια μας. Έχουμε τόσα νερά να πνίξουμε και τη θάλασσα. Αι «Εισαγωγαί-Εξαγωγαί» δεν είναι του παρόντος. Τούρθε αποπληξία. Τόση απαξίωση απόνα τόσο δα πρόεδρο; Το βράδυ στο σπίτι δε μπόρουνε να κοιμηθεί. Μέχρι που εσκέφτηκε να αυτοκτονήσει. Αλλά δεν ήτανε σκορπιός, σα το σκορπιό τση φιλονάδας μου τση Άννης, κι αποκοιμήθηκε.
24-8-2019
ΠΑΣΤΡΟΚΙΑ - Τι θα φάμε σήμερα; - Μπάμιες. - Δε μ’ αρέσουνε. Όλο σάγιατα είναι. - Τσίβαλα από βραδύς στ’ αλάτι και στο ξύδι και τσου φύγανε όλα. - Δε μ’ αρέσουνε. - Και τι θέλεις να φάς; Βραστό λαγό με κακαβιά από αφρόψαρα; Ή αρνί στο φούρνο με μελιχάνες και γαρνιτούρα τζίντζολες; Αυτά είναι παστρόκια, δεν είναι φαγιά. Μπάμιες έχουμε, μπάμιες θα φας! Τι να τση πει; Ν’αρχίσουνε τα σούπα, μπούπες, τούπα; Κι αυτά παστρόκια είναι. Άστο να πάει στο καλό, εσκέφτηκε, το πολύ-πολύ το μεσημέρι θα πω ότι με πονάει η κοιγιά μου από τα πολλά παυλόσουκα. Πήγε μέσα κι έβαλε τη τηλεόραση. Πρωί τι νάχει; Όλο κουταμάρες. Έδειχτε κάτι για τη ζωγραφική, τη μοντέρνα. Κάτι σκάμπαζε. Έδωκε προσοχή. Ήτανε μία που τα εξηγούσε. Δε συμφωνούσε. Δεν άντεξε και τση απάντησε. - Ορή, μοντέρνα-μοντέρνα, αλλά για νάναι η ζωγραφιά γνήσια θα πρέπει να διακρίνεις το δυνατό σκέδιο, το γούστο στο χρώμα και την αντίθεση, να δεις
188
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
πως το ελέγανε οι αρχαίοι, ά ναι, την καλλιέπεια, κι όσο για το νόημα να μη χρειάζεσαι να πας στη δημοτική βιβλιοθήκη να ψάξεις. Αυτός που θέλει να μιλεί με τη ζωγραφιά, άμα τήνε δείχτει στο κόσμο, δε χρειάεται να κάνει το μυαλό του κόσμου ν’ αναζητάει τη χαμένη Ατλαντίδα. Έλα, γιατί μ’ ασκώνεται η πίεση μ’ όλο τούτο το παστρόκιο. Έβαλε Βουλή. Κοίταε και δεν άκουε. Τρεις κι ο κούνουπας ήτανε μέσα, ένας μίλουνε κι ένας άλλος τούβανε νερό στο ποτήρι μπροστά του. Λανιάρισε (νύσταξε) κι έκλεισε τα μάτια του. Πήρε ένα μπιζουλότο (σε παίρνει ο ύπνος καθιστός). Τόνε ξύπνησε μια τσιριχτή φωνή. Αλαφιάστηκε. - Τι τση κάμανε; - Δεν είναι δυνατόν, κύριε Πρόεδρε, εις τον ναόν της Δημοκρατίας, η οποία εδώ εγεννήθη, να ακούγονται αυταί αι απόψεις. Βεβαιότατα και είναι απαραίτητος ο ψεκασμός των ελαιοδένδρων δι’ ελικοπτέρου. Ο δάκος είναι έντομον βλαβερόν και οφείλομεν να το καταπολεμήσομεν. Όπως επολέμησαν οι πρόγονοί μας εις Μαραθώνας και Θερμοπύλας. Ο δάκος είναι ως οι Πέρσαι και έχομεν και ημείς πετρόγια, πλέον, και δεν θα υποκύψομεν εις τους Μήδας. Την διέκοψε ο συνάδελφος. - Ένας ήτανε ο Μαραθώνας, όχι πολλοί. - Το γνωρίζομεν, το γνωρίζομεν, όπως και τα προβλήματα συντηρήσεως του τύμβου, τον οποίον εγκαταλείψατε εις το έλεος αλλά οσονούπω θα γίνομεν ημείς κυβέρνησις και θα κάμομεν νέον σχέδιον, με νέον συντελεστήν δομήσεως, ώστε να ανεγερθεί πολυκατοικία με καταστήματα εις το ισόγειον και με τον τύμβον εις την κορυφήν, να φαίνεται. Έμεινε με το στόμα ανοιχτό. - Ορέ παστρόκια… Έκλεισε τη τηλεόραση και πήγε στη κουζίνα. - Γυναίκα έτοιμες οι μπάμιες; Βάλε μου να φάω.
24-8-2019
ΤΑ ΚΟΠΑΝΕΓΙΑ - Καλημέρα σε όλους. - Καλώστονε. Έκατσε. - Ελένη μου ένα μέτριο. - Αμέσως. Παγιότερα από πάνου τους ήτανε μόνο τα τίγια, τώρα εβάλανε ομπρέλες, αυτές τσι μεγάλες, τσι τετράγωνες, τί επέφτανε τα φύλλα κι εκουτσουλούσανε
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
189
οι σπούργοι. Εκόψανε, όμως, τον αγέρα που έμπαινε λεύτερα και τσου δρόσιζε. Καένας δεν είχε διαμαρτυρηθεί ούτε για τα φύλλα, ούτε για τσου σπούργους, ούτε για τα πιτσούνια που κάνανε εφόρμηση στο κέικ και κάθε τόσο τα διώχτανε. Επίνανε το πρωινό καφέ τους και λέγανε διάφορα να περάσει η ώρα. Αλλά η νέα διοίκηση έκρινε ότι δεν είναι πρέπον και έβαλε τσι ομπρέλες. Όλοι ομπρέλες βάνουνε. - Ψιώνισες; - Ναι, κάτι καλούς κέφαλους, θα τσου κάνω μπιάνκο. - Δε φυσάει και λίγο… - Καλύτερα. Να φυσήξει να μας έρθει η βρώμα από τα σκουπίδια; Έτα, εκεί είναι… - Τί θα γένει μ’ αυτή τη δουγειά; σκέψου τί θα γίνεται του χρόνου και του παραχρόνου… - Του χρόνου; μέχρι το ταπέο θα φτάκουνε… - Εμείς, τί μπορούμε να κάνουμε, εμείς; Αυτό έχει σημασία, όλα τ’ άλλα ρίχτα στη θάλασσα… - Εγώ κάνω ανακύκλωση, τα ρίχτω στσου μπλε κάδους και παρακολουθώ που τα παίρνουνε όλα μαζί. Αλλά κάνω ανακύκλωση προς εκπαίδευσίν μου, να το συνηθίσω να τα διαχωρίζω, κάτι είναι κι αυτό… Διαλογή στη πηγή το λένε τώρα. Να τα παίρνουνε έτοιμα αυτοί που τα παίρνουνε. - Να τα παίρνετε στα πράσινα σημεία. - Και με ρώτησες α μπορώ να τα φτάκω; Είναι μακριγιά. Μέχρι το τρίστρατο τση Λίγερης ποιός ημπορεί να με παίρνει και να με γυρίζει; Με τα ποδάργια μου δε πάω ούτε που να μου δίνουνε τσεκίνια. - Ναι, αλλά δε γίνεται αγιώς. Μας έπνιξε η μπόχα. Θ’ αρρωστήσουμε. - Πολλά λέτε, πολλά λέτε. Άμα εισάστενε εσείς δημάρχοι τί θα εκάνατε; - ……….. - Βούβα; Ποιο πράμα θα κάνατε πρώτο; - Εγώ θα πήγαινα από τσι εξήμιση στο Δημαρχείο και θα επερίμενα τσου υπαλλήλους, όπως ο συχωρεμένος ο Γεροντικός. Έτσι μπαίνει μπρος η μηχανή του Δήμου. Και θα εφώναζα κάθε μέρα τσου προϊστάμενους να μου πούνε τι δουγειές έχουνε και θα τσούλεγα αυτές κι αυτές θα έχουνε νετάρει μέχρι αύριγιο και θε νάρθετε να μου το πείτε. Έτσι γένεται. - Και μετά θάπινες καφέ και θάπαιζες τριόδα; - Μετά θάκανα μια βόρτα όπου γίνονται δημοτικά έργα. Και στη πόλη και στα χωργιά. Κι άμα οι αργολάβοι κάνανε αυτά που ξέρουνε, θα τσου βαρούσα κλωτσίδι, όπως έκανε ένας από τσου τελευταίους δημάρχους που τον είδα με τα μάτια μου. Έτσι στρώνει η κατάσταση. - Εγώ πάλι θάκανα μελέτες για όλα. Από μελέτες πάσχουμε. Για να μπεις στα ΕΣΠΑ θέλεις μελέτες! Αυτό είναι το πρώτο.
190
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
- Άσε μας με τσι μελέτες. Ξέρεις πόσα λεφτά επήγανε υπέρ πίστεως με τσι μελέτες; Και για το Φοίνικα μελέτες εγίνανε και για το Βίδο και για τον άξονα βορρά-νότου και για το κλειστό του Γυμναστικού και για τα φράγματα για το νερό και για την επικαιροποίηση τση προηγούμενης γκραν μελέτης και για ένα σωρό. Τι εγίνηκε; Μια τρύπα στο νερό εγίνηκε. - Εγώ θάβανα σέστο. Νοικοκυργιό. Τι είναι ο Δήμος; Ένα σπίτι είναι, μια οικογένεια. Σέστο χρειάεται και μετά όλα έρχονται από μόνα τους. - Και που ξέρεις ποιό είναι το σέστο; - Θα ρώτουνα, ορέ, αυτουνούς που ξέρουνε. Το Συναραδίτη, το Πελεκιώτη, το Ντεμπλονιότη, το Ποταμίτη, όλους. Αυτοί ξέρουνε. Πέφτουνε, λέει, τα απάσβεστα από τ’ Αχίλλειο. Ποιόνε θα ρωτήσεις, το Πορταρεμουντιότη; Αυτός ξέρει να σου πει για τη βρώμα στσι κανιζέλες. Έτσι δεν είναι; - Άλλο τώρα. Στην ορκομωσία θα πάτε; - Γιατί εγώ θα ορκιστώ; - Δε θα πας; - Έχω να κάμω κοπανέγια, μου το διάταξε!
26-8-2019
Η ΛΑΤΕΡΝΑ Οι μουσικοί του δρόμου είναι οι στάνταρντ, οι μόνιμοι, και οι εποχιακοί, οι καλοκαιριάτικοι, που έρχονται να πάρουνε κι αυτοί το μερτικό τους από το τουρισμό. Όταν κάμουμε τουρισμό τεσσάρων εποχών μπορεί να γίνουνε κι αυτοί μόνιμοι. Άμα πίνεις το καφέ σου και δεν έχεις παρέα, τί να κάνεις; κοιτάς αυτούς που περνάνε. Κοιτάς πόσο διαφορετικός είναι ο καθένας. Ο καθένας άλλο πρόσωπο, άλλο σώμα, άλλο βλέμμα, άλλη περπατησιά, αγιώς κουνάει τα χέργια του, αγιώς τα πόδια του, αγιώς γελάει, αγιώς φωνάζει, αγιώς κρατάει το κινητό, όλα αγιώς. Απάντηση σ’ όσους θέλουνε να μετατρέψουνε τις μονάδες σ’ ένα σύνολο αυστηρά ομοειδών και διαχειρίσιμων ατόμων. Έλα ντε, που η ίδια η φύση με τη διαφορετικότητά της ΑΝΤΙΣΤΕΚΕΤΑΙ; Εντάξει, εκάμανε προόδους, εβρήκανε κοινά χαρακτηριστικά, εδημιουργήσανε υποσύνολα, εβάλανε το καθένα μας στο αντίστοιχο κουτάκι αλλά πάνε να τα βάλουνε με τη φύση. Χάνει η φύση; Φτιάχνεις, φτιάχνεις, και σου στέρνει μια πλημμύρα, ένα σεισμό, μια φωτιά, ένα μετεωρίτη και σε στέρνει πίσω στο λάις. Κι άμε συ να υπολογίσεις πόση είναι η ζημιά και πόσο κάνει το μάρμαρο να το αντικαταστήσεις. Εδώ, λέει, λιώνουνε οι πάγοι, ο άξονας τση γης γέρνει, ο Αμαζόνιος καίγεται
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
191
και τί δηλαδή; η φύση χάνει; Δε τση καίγεται καρφάκι. Εδώ και δισεκατομμύργια χρόνια δε τση κάηκε, τώρα θα τση καεί; Όλη η ανησυχία μας είναι μη και συμβεί κακό για τη πάρτη μας. Όχι για τη φύση. Αλλά ξαναβάνουμε τα πράματα σε κουτάκια, τα μελετάμε και λέμε «αυτό πρέπει να γένει»! Το να ευθυγραμμιστούμε με τη φύση κι όσα αυτή μας μαθαίνει είναι το μάθημα που δεν ακούσαμε, γιατί κάναμε σκάμπα (σκασιαρχείο). Η φύση διδάσκει τη συμβίωση των ατόμων μέσα από τη διαφορετικότητά τους, όπως διαφορετικά ρούχα φοράνε αυτοί που κάνουνε βόρτα στο Λιστόν. Κάποτε υπήρχε η μόδα. Αυτά φοράγανε οι άντρες, αυτά οι γυναίκες. Χοντρές γραμμές. Τώρα όλες οι μόδες είναι σενόρμπιτε. Ο καθένας και η καθεμία φοράνε ό,τι θέλουνε. Όλες οι μόδες στα ρούχα από ιδρύσεως κόσμου παρούσες. Παραπέμπουν στην προϊστορική εποχή, στην Αρχαία Ελλάς, σε κάτι πορφύρες, στη Μαρία Αντουανέττα, στο Χόμφρεϊ Μπόγκαρτ, στους Μάου-Μάου, στους χίπιδες, στο Τόλμη και Γοητεία, στη Μαντόνα και σ’ ό,τι ημπορεί να βάλει ο νους του ανθρώπου. Τονίζουν τη διαφορετικότητα, την ανάγκη του ανθρώπου να ξεχωρίζει από τσου άλλους που δεν έχουνε γούστο, εκτός από μένα, και δε ξέρουνε να ντυθούνε, πάλι εκτός από μένα. Και βλέπεις τα νιάτα να αναδεικνύουν τα κορμιά τους και τα γεράματα να κάνουν στη μπάντα. Πάντα όμως υπάρχουν και οι εξαιρέσεις που γελοιοποιούν τον κανόνα. Πώς να το κάνουμε; Βλέπεις τον άλλονε να το παίζει τζόβενο κι ενώ το τριχωτόν της κεφαλής του και το μέγεθος της κοιγιάς του βάνουνε σφραγίδα «πολλά ήντα και άνω», να είναι καβάλα σε σκέιτ μπορντ και να τραγουδάει στο κέντρο «ο πενηντάρης, ο πενηντάρης, είν’ ένας νέος της εποχής…». Ή την άλληνε να φορεί την Άρτα και τα Γιάννενα και να τση τρέμουνε οι πατσές από την αμασχάλη και να φορεί μίνι κι ας έχει κιρσούς χάση Θεού και χάση Παναϊας. Περνάει και βρωμάει ο τόπος από το πατσουλί και διαμαρτύρεσαι στο γκαρσόνι ότι σούφερε αρωματισμένο καφέ… - Δεν είναι αρωματισμένος, κύργιε. Μήπως που πέρασε η κυρία; - Ποιά κυρία; - Να αυτή…, που είναι σα λατέρνα. - Μπορεί… Ακούστηκε το γκλάγκα γκλούγκα τση λατέρνας. «Ρεζεντά, ρεζεντά…», ετραγούδουνε ο τύπος με το μαύρο καβουράκι, το λευκό υποκάμισον, το μαύρο ξεκούμπωτο γιλέκο και το μαύρο πανταλόνι. Μπροστά του ο πιτσιρίκος έκανε πατινέτα. Σταμάτησε απότομα. Πήγε να πέσει απάνου του. Του βάρησε το κλάξον. Έκανε στη μπάντα. - Τι είν’ αυτό; - Κλάξον. - Κάντο πάλι.
192
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
Ξαναβάρησε. - Έχεις δύο. - Έχω δύο κλάξον. Όλα τ’ άλλα τάχω από ένα. Μια λατέρνα, ένα ντέφι, μια μανιβέλα, μια κόρη, μια γυναίκα κι ένα δόντι. Νάαα…, δες! και τούδειξε το δόντι του. Έκανε στη μπάντα ο μικρός κι έμεινε να κοιτάει τη λατέρνα που έφευγε. Πίσω του ερχότανε μια κυρία, εκοίταε ταψήλου, με μούτρο άσπρο σα τεμπεσίρι, με μια αυλακωσιά από τον ίδρω που παρέσυρε το επίστρωμα, ξανθιά από το κομμωτήριο, φρύδι γραμμένο, χείγια κόκκινα τση φωτιάς, ισορροπούσε σε παπούτσια τάκους, με φόρεμα λουλακί με φιόργια, μίνι μπροστά και πίσω μακρύ να σκουπίζει το δρόμο, κι ένα σωρό καδίνες και βεργέτες (βραχιόλια) σε χέργια και ποδάργια. Ίσαμε εβδομήντα χρονώνε κοπελλούλα (υπάρχουν και νεότερες). Λατέρνα σωστή. Πήγε να πέσει πάνου στο πιτσιρίκο που κοίταζε τη λατέρνα. Κλάξον δεν είχε.
27-8-2019
Η ΤΣΙΧΛΑ Λέει η συμπολίτης. Αυτή δεν εψήφισε και την άλλη ώρα εκόλλουνε στην εξουσία. - Τι ωραίος λόγος! Ησθάνθην μίαν ανάτασιν, ψυχικήν. Ως αγέρι δροσερόν εν μέσω θέρους, ως ότε αντέγραφον εις τους διαγωνισμούς από την μπροστινήν μου, τη σπασίκλω, και επέρναγα την τάξιν. Και οσονούπω θα ετόλμουν να σας χαλέψω μαλλιοτραβηγμένην χάριν μίαν καθ’ όσον αν και ευρισκομένη εις την αλλοδαπήν, εν τούτοις, νοερώς, σας εψήφισα με χέργια και ποδάργια. Και μην με εκλάβετε ως κολλιτσίδα καθ’ όσον, τί είμαι; Μια τσίχλα είμαι. Ήτανε ένας, αμερικάνος, που κοίταγε κάτι δέντρα στο Μεξικό που οι ντόπιοι τσου παίρνανε το δάκρυ τους, το κόμμι, το βράζανε, το επεξεργαζόντανε και το μασουλάγανε. Λίγο από δω, λίγο από κει, τα κατάφερε κι όλος ο κόσμος μασάει το κόμμι αυτό και το λέει τσίχλα. Όταν επηγαίναμε σκογειό και μασάγαμε τσίχλα την ώρα του μαθήματος ο δάσκαλος σούλεγε: - Βγάρ’ τη τσίχλα από το στόμα, αμέσως! Μηρυκαστικό είσαι; Κι επειδή δεν ήσουνα μηρυκαστικό αλλά κι επειδή τόνε φοβόσουνα, μη φας καμιά βιτσιά, την έβγαζες τη τσίχλα από το στόμα σου και συνήθως τήνε κόλλαγες κάτου από το θρανίο. Πολύς κόσμος μασάει τσίχλα. Κάνει και φούσκες.
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
193
Απασχολεί το στόμα του; Τ’ αρέσει; Για ό,τι και να τρέχει τσίχλες μασάμε και όταν τσι βαρεθούμε τσι ρίχτουμε όπου βρούμε. Συνήθως στο δρόμο. Άμα τσι ρίξουμε στην άσφαρτο δε πολυφαίνονται. Μαύρη η άσφαρτος, μαύρη γίνεται κι η τσίχλα από τη βρωμιά, ένα σώμα μια ψυχή το σύνολο. Αλλά άμα τήνε ρίξεις στο πεζοδρόμιο ξεχωρίζει σα μαύρη φόλα. Λίγοι καταστηματάρχες παίρνουνε τη σπάτουλα και τσι βγάζουνε από τα πεζοδρόμιά τους, που τα βλέπεις να ξεχωρίζουνε σα τη μύγα μεσ’ το γάλα. Μπράβο σ’ αυτούς τσου λίγους, τσου ελάχιστους. Εψές, πριν κάτσω για καφέ, ως χασομέρης, εσκέφτηκα. Πόσες τσίχλες να είναι πατημένες στο Λιστόν; Έκατσα στην αρχή του, απέναντι από το Πεντοφάναρο, αλλά δεν είχα μέτρο. Πολύ πριν βγούνε οι τοπογράφοι ο κόσμος εμέτραε με τα πάσα. Εμέτρησα κι εγώ 89 πάσα μήκος και 14 πάσα πλάτος. Χίγια εδιακόσια σαράντα έξη τετραγωνικά πάσα. Κάθε τετραγωνικό πάσο εκτίμησα ότι είχε περίπου 5 τσίχλες. Το όλον εις το Λιστόν 6.230 τσίχλες κολλημένες. Πες εξήμιση χιγιάδες τσίχλες κολλιτσίδες, δε θα μου ξεφύγανε και κάποιες; Αγαπητή συμπολίτης. Μην διαμαρτύρεσθε δια μίαν τσίχλα κολλιτσίδα. Απομένουν, τουλάχιστον, 6.499 τσίχλες, μόνον εις το Λιστόν. Φταίει η εξουσία; Καθόλου. Τι να κάμει; Ακούει όλους, το οφείλει. Αλλά όπως ελέγαμε λίγες μέρες πριν, την εξουσία τήνε διπλαρώνουνε και κοιτάνε να τήνε κολλήσουνε κάτου από το θρανίο σα τσίχλα. Προσοχή! Θε νάρθει ο δάσκαλος και θα τήνε βαρήσει με τη βίτσα.
28-8-2019
Η ΒΑΣΗ Ότι η γλώσσα η ελληνική είναι πλούσια είναι γνωστόν. Ότι κάθε της λέξη μπορεί να έχει πολλές σημασίες επίσης. Εν προκειμένω η λέξη «ΒΑΣΗ» χρησιμοποιείται με διαφορετικές σημασίες στην αρχιτεκτονική, στη γεωδαισία, στη κρυσταλλογραφία, στη βιολογία, στη βοτανική, στη φυτολογία, στη μουσική, στη νομική, στα μαθηματικά, στο στρατό, στο ναυτικό, στο πυροβολικό, στην ιατρική, στη χημεία, στη λογική, στη γεωγραφία, στη γεωμετρία, στην αεροπορία, παντού. Έτσι λέει η εγκυκλοπαίδεια. Παντού υπάρχει μια βάση. Κάποιοι την ορίζουνε. Αυτή είναι η βάση εδώ κι άλλη δεν έχει. - Ορές, τί παραπάνου ξέρετε και ορίζετε τσι βάσεις; Κάθε τέτοια εποχή η βάση έχει τη τιμητική της. Ένεκα οι Πανελλήνιες.
194
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
Τα παιδιά μας διαγκωνίζονται με τ’ άλλα παιδιά για μια θέση στον ήγιο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Ήγιος λαμπερός; Όχι πάντα. Πολλές φορές ξεθωριασμένος, θολός. Το τί συμβαίνει το ξέρουμε όλοι. Ξέρουμε και το πριν και το μετά. Κι ο καθένας, η κάθε οικογένεια πούχει παιδιά που δίνουνε Πανελλήνιες, ξέρει τη δική της, τη μοναδική περίπτωση που δε τη ξέρει κανένας άλλος. - Μπήκε το παιδί; - Δεν έγραψε καλά στην έκθεση. - Δε το πιστεύω…, κι ήτανε τόσο καλός… - Βγήκε εκτός θέματος. - Το δικό σου; - Τήνε πάτησε στα μαθηματικά… - Μα ήτανε θέματα αυτά που βάλανε; ήθελα νάξερα αυτοί που τα βάζουνε δεν έχουνε παιδιά; δε ξέρουνε; - Τση αλληνής; - Σιγά μη μπει! Εδιάβασε ποτέ του; - Μη το λες, στη σχολή που έβαλε μπαίνουνε και με τρίο! Κάθε χρόνο τα ίδια. Στήνεται, στήνουμε, έναν άδικο κύκλο ομαδικής αγωνίας. Ένα καζάνι που βράζει για τρία τουλάχιστον χρόνια και πηδάμε μέσα εμείς και τα παιδιά μας μη και βγει στον αφρό η νέα γενιά που θα κάνει τα πράματα καλύτερα και για την ίδιανε και για τη Πατρίδα. Μα δε τα βλέπουνε οι υπεύτυνοι; Τα βλέπουνε πως δε τα βλέπουνε. Γι αυτό κάθε φορά που έχουμε νέο υπουργό παιδείας έχουμε και μία εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Γράφει σ’ ένα χαρτί ό,τι νομίζει καλύτερο και το κάνει νόμο. Σα να αλλάζει τα ξύλα στο καζάνι που βράζουνε οι ψυχές μας. Δεν υπάρχουνε παιδιά ατάλαντα. Όλα κάποια δεξιότητα έχουνε. Όλα κάποια κλίση έχουνε. Η εκπαίδευση, η παιδεία, τα ανακαλύπτει; τα καλλιεργεί; τα ενθαρρύνει; τα ενισχύει; τα εφοδιάζει με τα απαραίτητα; και τ’ αφήνει ΕΛΕΥΘΕΡΑ να ονειρευτούνε, να δοκιμάσουνε, να κάνουνε λάθη, να πειραματιστούνε, να παρατηρήσουνε, να ανακαλύψουνε, να βρούνε το δρόμο τους, να δουλέψουνε, να προοδεύσουνε αυτά κι ο τόπος; Αντί γι αυτά τ’ αρπάζουμε τ’ άχαρα και τα στριμώχνουμε στα καλύτερα τους χρόνια στα φροντιστήρια, στα αγγλικά, στα πιάνα και σ’ ότι σήμερα θεωρούμε απαραίτητο για να περάσουνε καλύτερα όταν μεγαλώσουνε, δηλαδή να περάσουνε καλύτερα στα χειρότερά τους χρόνια. Και δε τ’ αφήνουμε να παίξουνε. Δε τ’ αφήνουμε να εκπαιδευτούνε με την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση που μας όρισε η φύση. Το παιχνίδι. Κι έρχονται από τη μπάντα κι αυτοί που σου λένε ότι ξέρεις; η λύσις είναι
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
195
στην ιδιωτική εκπαίδευση και για ένα τόσο σπουδαίο αγαθό, ως η εκπαίδευσις τω παιδιώνε, έεε…! πρέπει να πλερώσεις και κατιτίς! Μη και πρέπει, πάνου απ’ όλα, ν’ αφήνουμε τα παιδιά μας να παίζουνε; Θα μου πείτε πως και το παιχνίδι έχει μία βάση… Ανάθεμά τη ΒΑΣΗ. - Ψυχούλες μου, παίχτε.
1-9-2019
Η ΓΟΜΑ - Στην αρχή εμείναμε όπως, όπως στο λιμάνι. Στρώναμε μπροστά από τσι αποθήκες, τα σημερινά Παγιά Δικαστήργια, και τ’ άλλα σπίτια του λιμανιού, νάχουμε τα κεφάγια μας ν’ ακουμπάνε σε τοίχο, και ένας έμενε ξυπνός να φυλάει, γιατί χρειαζόντανε να φυλάει. Ήτανε από τις καλύτερες θέσεις. Άλλοι μένανε μπροστά στη πλατεία. Εκεί δεν ήτανε καλά, τί ήτανε απ’ όλες τσι μπάντες ανοιχτά κι αυτούς βάνανε στο μάτι πρώτα οι αετονύχηδες. Μετά μας μαζέψανε από τσου δρόμους, τί δε μπορούσε εις την Πύλην της Δύσεως να είναι αυτή η κατάστασις. Άλλοι πήγανε στα Φρούργια, άλλοι στη Κόντρα Φόσσα, άλλοι στο Δημοτικό Θέατρο, άλλοι δεξιά, άλλοι αριστερά, στη Γαρίτσα, στο Μαντούκι, στον Ανεμόμυλλο. Εμείς επήγαμε στο Δημοτικό Θέατρο κι έτσι γλυτώσαμε από τσι μπόμπες του Καβούρ το ’23. - Όταν το ’24 ήρθε το δεύτερο κύμα τσου σκορπίσανε στα γύρω χωργιά. Οι περσσότεροι ήτανε αγρότες στις Πατρίδες τους και θέλανε ένα κομμάτι γης για να ζήσουνε. Αλλά ήτανε πολλοί. Τριάντα χιγιάδες κόσμος είχε έρθει μέσα σε δύο χρόνια. Άμε να τσου κάνεις καλά. Να φάνε, να πιούνε, να κοιμηθούνε, να ζήσουνε. - Οι περσσότεροι φύγανε στην Ήπειρο και στη Μακεδονία. Εκεί είχε γης να τήνε καλλιεργήσουνε. Μείνανε όσοι ήτανε ναυτικοί ή ξέρανε τέχνες, κάπου χίγιοι νοματαίοι. - Ο δικός μας ο πατέρας ήτανε ναύτης κι ήξερε από θάλασσα. Τόνε πήρανε λεμβούχο κι έδινε μάχη με τσου άλλους λεμβούχους ποιος να πρωτοπάρει και ποιος να πρωτοφέρει το κόσμο πούφτανε ή έφευγε με τα παπόργια. - Άμα προσέξεις, θα δεις τσι φωνές τους και τσι βλαστήμιες τσους στα πέτσα και στα μουράγια. Έχουνε μείνει καρφωμένες εκεί. - Μετά ενοικιάσαμε ένα σπίτι στην οδό Δελβινιώτη, στους Άγιους Πατέρες. Εν τω μεταξύ η Πρόνοια έχτιζε σπίτια στη Γαρίτσα, στα Καρτέργια, στη Πλατυτέρα, δίπλα στο Οβρέϊκο Νεκροταφείο, κάτου από το Φτωχοκομείο. Θα μπαίνανε στη κλήρωση για να τα πάρουνε όσοι δίνανε το χρυσάφι που φέρανε και αγοράζανε
196
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
Ομόλογα Ελληνικού Δημοσίου. Αυτά με τα τοκομερίδια τση μιας δραχμής που σου τα δίναμε να παίζεις τύχες στη γειτονιά. - Μπήκαμε στη κλήρωση και πήραμε το σπίτι. Δε μας το χαρίσανε. Το ξεπλερώναμε σιγά, σιγά στην Αγροτική Τράπεζα. Κάποια φορά, το ’33; πήγανε να μας κάνουνε κατάσχεση γιατί δεν είχαμε πλερώσει τη δόση. Έχω το χαρτί φυλαμένο, τί μ’ αυτουνούς δε παίζεις. Μας έχουνε κλέψει δυο φορές και θα μας ξανακλέψουνε. Να το ξέρεις. - Επηγαίναμε με τον αδερφό μου στο Α΄ Δημοτικό που τότες δεν ήτανε εκεί που είναι σήμερα. Ήτανε στον Άγι’ Άντώνη μαζί με το Αρσάκειο. Η μάνα μας, μας είχε ράψει δυο σακούγια για να βάζουμε το βιβλίο και το τετράδιό μας. Και τη φέτα το ψωμί. - Εσύ είσαι καλότυχος, δεν εγνώρισες πείνα. - Το που λες, ο μπάρμπας ο Κώτσος, δεν ηξέρω από πού, είχε κονομήσει μια γόμα πολύ ωραία. Ολοκαίνουργια. Μεγάλη, με δυο χρώματα, μπλε και κόκκινο, και στη μπάντα είχε ένα σιρίτι άσπρο γύρω, γύρω. Ήτανε κομμένη φάρτσα στσι δύο άκριες. - Τήνε πήρα την άλλη μέρα στο σκογειό. Την έβαλα στο θρανίο να τήνε βλέπουνε όλοι. Εγώ δεν είχα ποτέ μου ούτε ξύλινη κασετίνα, ούτε καινούργιο βιβλίο, ούτε μεγάλο μολύβι, ούτε πέτσινη σάκα, ούτε καλαθάκι για τη μαρέντα. Κι όσο νάναι ζήλευα. Στο διάλειμμα όλοι θέλανε να δούνε τη γόμα μου. Τσου την έδινα να τήνε δούνε, έκανα τον αδιάφορο αλλά κορδωνόμουνα κιόλας. Έεεε…! μια φορά κι εγώ. - Μιανού του άρεσε πάρα πολύ. Όλο την έπιανε, όλο με ρώταγε, που δε μούχε μιλήσει ποτέ του, τί τα αρχοντόπουλα δεν εκάνανε παρέα με τα προσφυγόπουλα. Δε τον άφηνε η μαμά του, έλεγε. - Το μεσημέρι η γόμα έλλειπε από το θρανίο. - Κλάμα, κακό… Η μάνα μου μούπε «κοίταζε να μη κάνεις λάθη, να μη χρειάζεσαι γόμα». Ο μπάρμπας ο Κώτσος μούπε «άσε, θα σου βρω άλλη, καλύτερη». Μέχρι να σώσω το σκογειό δεν είχα άλλη γόμα. ΕΝΤΕΚΑ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ ΜΕΤΑ ΠΕΝΗΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ. - Καλημέρα, μια καρέκλα να κάτσει ο κυρ Σπύρος, δεν αισθάνεται καλά. Τούδωσε καρέκλα και πήγε δίπλα να του φέρει κρύο νερό από το καφενείο. Ήπιε, συνήρθε. Η κόρη του τούκανε αέρα με μια βεντάγια απ’ αυτές που πουλούσαμε στο μαγαζί. - Είσαι καλά, Σπύρο; - Καλά είμαι, Μπάμπη. Σ’ ευχαριστώ πολύ. Η ζέστη, έχω και καρδιά… - Τι κάνεις; - Συνταξιούχος τώρα. Εσύ δουλεύεις ακόμα βλέπω. - Δουλεύω, τί να κάνω… - Μπάμπη, θέλω να σου πω κάτι.
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
197
- Άσε, μετά, να συνέρθεις πρώτα. - Εκείνη τη γόμα εγώ σου τη πήρα… - Το ξέρω, Σπύρο, το ξέρω…
3-9-2019
ΙΣΟΒΕΙΑ* Το σπίτι του ήτανε στο καντούνι του Ντόμου. Το μαγαζί του «Επιδιορθώσεις Ρούχων και Εσωρούχων - Μπαλώματα» στο πρώτο καντούνι μετά το Πλατύ Καντούνι. Μικρός το δέμας ο κυρ Νίκος, έγερνε κι από το πολύ σκύψιμο στο βελόνι, τέγειωνε αργά τη δουγειά του, κλείδωνε το μαγαζί, έβγαινε στη Γκύλφορδ κι έστεκε να κοιτάει τη ταβέρνα απέναντι. Κάθε βράδυ το ίδιο έκανε. Εσκεφτόντανε και μονολογούσε φωναχτά. - Τι να κάμω; Να πάω σπίτι που με περιμένει μονάχη της η κυρά Νίκολη, η φλιμένη, ή να πάω στη ταβέρνα; Άμα πάω στη ταβέρνα θε να την ακούω όλο το βράδυ να με ψέρνει. Άμα πάω σπίτι δε θα πάω στη ταβέρνα που όλη μέρα μούχουνε βγει τα μάτια στο βελόνι. Δεν έχω ψυχή κι εγώ; Κι επειδή είχε ψυχή, πάντα επήγαινε στη ταβέρνα κι εγύριζε σπίτι μεσάνυχτα, καλοκαρδισμένος, είχε βάλει και σημάδι για να βρίσκει το σπίτι, το τρίτο μετά το πύργο του Ντόμου, ανέβαινε στο πρώτο πάτωμα και μετά η πόρτα ήτανε ανοιχτή, η Νίκολη ρούχαζε στη προρθρόνα, ξύπναγε, τόνε στόλιζε κι αυτός τση τραγούδουνε «εγώ θα κόψω το κρασί…». Ο Φίλιππας, αρχοντόπουλο από το Πλατύ Καντούνι, τον είχε σταμπάρει. Ο Φίλιππας ήτανε μέλος τση συμμορίας του Παπαδίλη. - Τό και τό ο κυρ Νίκος… - Ντροπής! Να τιμωρηθεί! Κάθε βράδυ η ίδια δουγειά; - Κάθε βράδυ. Απέναντι στη πλατεία Δημαρχείου, που τότες δεν ήτανε πλατεία κι είχε σπίτια πολλά, πέσανε με το πόλεμο, κάποιος είχε φέρει υλικά τί θάχτιζε αρτσάτο (προσθήκη καθ’ ύψος). Τούβλα, αγερίνα, βαρέγια με νερό, ασβέστης, απ’ όλα, ήτανε εκεί αποκάτου. Στσι έντεκα είχανε σώσει. Είχανε πιάκει και χτίσανε μονότουβλο το πορτόνι του κυρ Νίκου και μετά όλη η παρέα επήγε στη ταβέρνα. Ο κυρ Νίκος ετραγούδουνε «…τσου μπεκρήδες κι αν δικάσουνε…». - Έλα, Νίκο, μεσάνυχτα βάρησε ο Άγιος, φύγε, κλείνουμε… Ασκώθηκε, σκόνταψε στο ποδάρι του Παπαδίλη που τ’ άπλωσε επίτηδες, ισορρόπησε και κατηφόρισε προς το Ντόμο. Από πίσω του όλη η παρέα. Έβγαλε το κλειδί και μέτρουνε. - Εδώ ο Ντόμος, εδώ το τσαγκάρικο του κυρ Σπύρου, εδώ ο κουρέας ο Ναντς,
198
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
εδώ η πόρτα μου. Που είναι η αναθεματισμένη η κλειδαρότρυπα; Ξαναγύρισε στην αρχή του καντουνιού. Ξαναμέτρησε. Δεν την έβρισκε. Πήγε δυο σπίτια παρακάτου. - Εδώ η πόρτα τση κυρά Φροσύνης, εδώ ο Τσάντος που πουλεί το πάγο, εδώ το σπίτι μου. Τίποτα… Ένας τοίχος πλέργιος. Τι έγινε; Έβαλε τσι φωνές. - Νίκολήηηη, Νίκολήηη…, πού είναι η πόρτα; Βγήκε η Νίκολη στη φανέστρα. - Ούτε τη πόρτα δε μπορείς να βρεις παγιομεθύστακα; - Κατέβα να μ’ ανοίξεις… - Να την έβρεις μοναχός σου! Κάποια στιγμή εκατέβηκε η Νίκολη κι είδε όλο τούτο το κακό. Έβαλε κι αυτή τσι φωνές. Εξυπνήσανε οι γειτόνοι κι εφωνάζανε κι αυτοί. Ήρθε το περίπολο, εφώναξε: - Κατεβείτεεε…! Όλοι κάτου! Εκατεβήκανε κι ο τσαγκάρης κι ο κουρέας κι ο πωλών τον πάγον, φρέσκια ήτανε η μάρτα, τόνε ρίξανε το πύργο το μονότουβλο, μπήκε ο κυρ Νίκος μέσα. - Ποιός μας τόκανε αυτό το κακό γυναίκα; - Εμένανε ρωτάς; Να πας να ρωτήσεις αυτουνούς που πας και τα πίνεις… Τι να τση πει… Εξάπλωσε, ηρέμησε. Πριν κοιμηθεί ξανατραγούδησε «…τσου μπεκρήδες κι αν δικάσουνε…» - Μακάρι να τσου δικάζανε. Εσένανε ισόβεια θα σου ρίχτανε, ισόβεια. * Βασισμένο στα ημερολόγια του Κάρολου Κλήμη.
5-9-2019
ΟΙ ΒΑΡΔΑΤΣΕΣ Το ’36 ήτανε κατασκηνωμένοι στου Μπαρμπάτη. Μετά έγινε το Μπαρμπάτι. Κάθε χρόνο ανεβαίνανε στο Παντοκράτορα, παραμονές του Παντοκρατόρου. Με το Παύλο είχανε φιλίες, τί παιδί ήτανε κι αυτός ετότες και παιδιά ήθελε για να παίξει. Εκατέβαινε από το παλάτι, που εμένανε εκείνο το καλοκαίρι, από τη σκάλα που κατεβαίνει στσου προσκόπους κι έκανε παρέα με τα παιδιά που κάθε μέρα εμαζευόντανε εκεί. Επηγαίνανε κολυμπώντας μέχρι το Καποσίδερο, βαρούσανε βουτιές από τη σουκιά κι εγυρίζανε στα Μπάνια τ’ Αλέκου να δούνε ποιος θα βγει πρώτος.
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
199
Άμα είσαι παιδί, πρώτα είσαι παιδί και μετά όλα τ’ άλλα. Τότες δεν είχανε έρθει αυτά τ’ άλλα για το Παύλο, το Μεγαλειότατο. Τούλεγε η τσεταρία για τη νυχτερινή ανάβαση στο Παντοκράτορα κι ήθελε κι αυτός. - Εμείς τότες θα πάμε κι άμα θέλεις έλα. Εγίνηκε φασαρία στο παλάτι, αυτός ήθελε να πάει, οι παρατρεχάμενοι κάνανε υπολογισμό των κινδύνων, ο Γεώργιος τσου άκουε, αλλά αυτό έκλαιγε που δε τον αφήνουνε να κάνει ποτέ του τίποτις, οι φωνές ακουγόντανε μέχρι κάτου το δρόμο, οι προσκόποι εφύγανε για του Μπαρμπάτη, κι ο Γεώργιος ειδοποίησε το σιορ Άντζουλο: - Θε νάρθει και το παιδί. - Μάλιστα, Μεγαλειότατε, και θ’ ανάψουμε φωτιά στη παραλία να βλέπει η ατμάκατος πού νάβγει. Άραξε η ατμάκατος, ετοιμαστήκανε και του δώκανε για τη κορφή, νύχτα η ώρα και το σκοτάδι πίσσα. Από το Νησάκι ανεβαίνανε, Βιγγλατσούρι, Παγιές Σινιές και τέρμα στον Υψηλό. Ανάβανε φωτιά, κάνανε τσάι, εβλέπανε την Ανατολή και μετά επαίρνανε τη κατηφόρα για τη κατασκήνωση. Εκείνη τη φορά είχανε από πίσω τους και καμιά δεκαργιά αξιωματικούς του Ναυτικού πούχαν’ έρθει να παραστέκουνε το Μεγαλειότατο, μη και βαρήσει. Ο σιορ Άντζουλος ήξερε τα πως και τα γιατί τση διαδρομής. Έβανε τσι φωνές σ’ αυτούς που κουβαλούσανε το καζάνι για το τσάι, τί μια φορά τσούφυγε και το ψάχνανε στο γκρεμό, κι έδινε οδηγίες. - Η ανηφόρα θέλει γερή καρδιά κι η κατηφόρα γερά γόνατα. Αυτή τη φορά εσκέφτηκε πως όταν εγυρίζανε στου Μπαρμπάτη, που όλοι όπως αριβάρανε επέφτανε με τα ρούχα στη θάλασσα να σβήσουνε τη κάψα, καλό ήτανε να κάτσουνε μετά στη σκιά και να απολαύσουνε κρύες βαρδάτσες. Οι βαρδάτσες είναι ένα νοστιμότατο φρούτο, οι καλύτερες μπουρνέλες μπορώ να σου πω, λιγάθινες, και άμα τσι φας κρύες είναι το κάτι άλλο. Είχα και στο σπίτι μου βαρδατσιά αλλά μου τη ξεκάνανε. Τη θυμήθηκα σήμερα που είδα μια φωτογραφία με βαρδάτσες που ανέβασε η Μαίρη. Εμαζέψανε τα παιδιά ένα σίσκλο βαρδάτσες από τη μοναδική βαρδατσιά του Μπαρμπάτη κι ο σιορ Άντζουλος διάταξε να τσι βάλουνε στο πηγάδι, νάναι κρύες. Υπολόγιζε να τσι τρατάρει στο Μεγαλειότατο και στσου αξιωματικούς όταν εγυρίζανε. Αλλά επειδής ήξερε με τι παιδιά είχε να κάμει, έβαλε φρουρό το Τάση, τί δεν ανεβαίνανε όλοι στον Παντοκράτορα, εμένανε αρκετοί στη βάση. - Τάση φέρε τσι βαρδάτσες, διάταξε ο σιορ Άντζουλος, αφού εκθείασε το φρούτο στην υψηλή παρέα με πολλές φιοριτούρες και επιδείξεις γνώσεων περί φρούτων. Ανέβασε το σίσκλο ο Τάσης, άδειος.
200
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
Του πέσανε τα μούτρα του σιορ Άντζουλου. - Μου τσι φάγανε τα παγιόπαιδα Μεγαλειότατε… Τάστειλε να κόψουνε αχλάδια από τσι αχλαδιές του Μπαρμπατιού. Τάχανε φάει όλα. Ο Μεγαλειότατος ήπιε μόνο κρύο νερό από το πηγάδι. Ήτανε και γλυφό.
6-9-2019
ΑΙΓΙΑΛΟΣ Είχε κεσάτια. Δεν έβγαινε. Τον είχανε πνίξει τα χρέγια. Οι δουγειές δεν επηγαίνανε καλά. Ψυχή δεν επάτουνε στο μαγαζί. Εκαθόντανε όλη μέρα σε μια καρέκλα απέναντι από τη πόρτα του μαγαζιού, τήνε κοίταε κι εσκεφτόντανε. - Δε βραδιάζει, λέω ‘γώ, να πάμε να κοιμηθούμε; Και μέχρι νάρθει το βράδυ κι επειδής ούτε μύγες επερνάγανε να τσι βαρεί με τη μυγοσκοτώστρα, μιας κι είχε ρίξει ντιντιντί το αερόπλανο, έκανε κρα να περάσει κάνας γνωστός να κουβεντιάσει, να περάσει η ώρα. Τόχε μέσα του να αμολάει σοφίες. - Γεια σου Γιώργο. - Καλώστονε, κάτσε. - Βιάζομαι, πάω για μπάνιο. - Πού; - Λέω να πάω μέχρι το Βίδο με το καϊκι των εννιά. - Στσι δέκα φεύγει κι αν…, κάτσε είναι νωρίς. - Στσι δέκα; σίγουρα; - Σιγουρότατα. Κι άμα φύγει και στσι δέκα. Τώρα που εμπήκε ο Σεπτέμβριος καένας δεν ηξέρει πότε θα τσου καπνίσει να το κουνήσουνε. - Μωρέ, μη το χάσω… - Άμανείναι να το χάσεις, θε να ψάξεις νάβρεις που τόχουνε ντρουμωμένο…, χαχαχά… Έκατσε. - Πού θα βουτήξεις; - Πίσω, στη Μεγάλη Παραλία. - Εκεί μπορείς. Είναι δημόσιος χώρος, εμπίπτει στη ζώνη αιγιαλού και παραλίας κι ας μην έχει χαραχτεί. Δεν ημπορεί καένας να σου πει να πας να φύγεις. Θα κάνεις το μπάνιο σου και την ηγιοθεραπεία σου σε μια ακτή από τσι πολλές τση χώρας. Δεκάξη χιγιάδες χιγιόμετρα ακτές λένε πούχουμε, επί τριάντα μέτρα πλάτος περίπου η παραλία, κάπου 480.000 στρέμματα έχουμε. Άμα τα πουλού-
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
201
σαμε, ξευτελισμένα, με τριάντα χιγιάρικα το στρέμμα, θε νάχαμε άλλα δεκατέσσερα δισεκατομμύργια. Καλά δε θάτανε; Θα ρεγουλαριζόντανε και κείνο, πώς το λένε; το πρωτογενές πλεόνασμα. - Μωρέ ακούω που κάτι τέτοιο πάει να γίνει. - Αλήθεια; - Ναι, το διάβασα στη φημερίδα. Ξέρεις πως γίνονται αυτές οι δουγειές… Πρώτα σου το λένε απόξω, απόξω, μετά έρχονται κάτι αβανταδόροι που τσου λένε αναλυτές και κοινή γνώμη και μετά σου τη φέρνουνε. - Κατά το νόμο δε πουγιέται η δημόσια περιουσία. Και πόσο μάλλον οι παραλίες. Ορέ, το ξέρεις ότι ακόμα και επί Όθωνα τη παραλία την είχανε για να κυνηγάνε οι χωροφυλάκοι τσου κοντραμπαντιέρηδες; - Και τί; τσου πιάνανε; Τσου κοντραμπαντιέρηδες, ορέ, ετότες, τσου εφύλαε ο Μώρος. Τσου σημερινούς κοντραμπαντιέρηδες ποιος τσου φυλάει; - Σήμερα δεν έχουμε άλλο κοντραμπαντιέρηδες να φέρνουνε ρύζια και στάργια από το αρβανικό. Πάνε αυτά, εσώσανε. - Ναι καλά. Εσήμερα τσου λένε επενδυτές. Άμα μου κάνουνε τη Μεγάλη Παραλία μπητσόμπαρο, τι θάναι; κοντραμπαντιέρηδες δε θάναι; - Ορέ, άμα μούπεφτε στο μερτικό μου από τα 480.000 στρέμματα η Μεγάλη Παραλία θα ξεχρέωνα, ορέ, και θαρχόμουνα μαζί σου για μπάνιο, που βαράω μύγες από το πρωί και δε μπορώ να το κουνήσω ρούπι και κάθομαι δω φρουρός των όπλων. - Δεν ερίξανε ντιντιντί; φλιτ έχεις; - Τσου. - Να πάρεις! Γεια σου, έφυγα, πάω να προλάβω να κάνω μπάνιο. - Στο καλό. Άμε. Του χρόνου μπορεί και να μη μπορείς.
7-9-2019
ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ ΙΙ Από παγιά πολλοί τήνε θαγμάζανε τη Κέρκυρα. Ερχόντανε οι περιηγητάδες, εγλέπανε τη πόλη από το καράβι, ανάμεσα στα δυο μεγάλα φρούργια, ανοίγανε τα βιβλία τους κι εδιαβάζανε περί της νήσου των Φαιάκων, για τον Αλκίνοο και τη Ναυσικά και του δίνανε με τα λοντόνια ν’ ανακαλύψουνε πού εβγήκε ο Οδυσσέας και πού αράξανε οι τούρκοι να πάρουνε το νησί και μετά όπου φύγει-φύγει. Είχανε βγει και οι φωτογραφικές μηχανές, αυτές με τον τρίποδα, και βγάνανε φωτογραφίες τα τοπία και τσου χωργιάτες, τα μπαλώματα και τη ξυπολισιά τους, κάτι ελέγανε για κουλέρ λοκάλ και σήμερα τσι φωτογραφίες τους τσι βλέπουμε στο fb και λέμε τι ωραίες που είναι και κάνουμε like.
202
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
Μετά την Ένωση ερχόντανε περσσότεροι. Αγοράζανε και σπίτια να μένουνε, μέχρι και η Σίσι έχτισε παλάτι κι έχουνε οι επισκέφτες να γλέπουνε πως ήτανε ο Αχιλλέας, οι Μούσες και το Ναυτάκι, όπως μπαίνουμε στην είσοδο δεξιά. Κόσμος επήγαινε, κόσμος ερχόντανε και όλοι τη φυσική της ομορφιά εθαγμάζανε μέχρι που την ελέγανε την Κέρκυρα το Πράσινο Νησί. Μετά ήρθανε κι οι Ντάρελς κι έψαχνε η οικογένειά τους νάβρει κι άλλα ζώα. - Ντου γιου λάϊκ Κόρφου; - Γες, γες, ελέγανε, τί τσου άρεσε κι η πόλη και τα χωργιά κι οι παραλίες και τα παυλόσουκα κι οι αχινιοί, οι αλανιάρες οι κότες κι οι αλανιάρες οι κότσες, και τα έθιμα κι οι φιλαρμονικές στσι λιτανείες κι οι ανθρώποι που εσκοτωνόντανε να τσου δείξουνε και να τσου πάρουνε εκεί που θέλανε να πάνε, κι όλα. Ηρεμία, γαλήνη, χαμόγελα, ρούγες χαρούμενες, λυπημένες, ανθρώπινες, να δένουνε με τη γης που κρατάει τη μπαγκέτα τση κερκυραίϊκης συμφωνικής που παίζει όλη μέρα και αμολάει τσι νότες τση στην υγρασία, που ακόμα κι ο Γιαλλινάς παιδεύτηκε να τήνε βάλει στο κάδρο. Ερχόντανε από τη μούχλα κι ανασταινόντανε στον κήπο τση Εδέμ. Είχανε να το λένε. Μετά, όταν εκλείσανε τα εργοστάσια, επέσαμε όλοι με τα μούτρα στην άγνωστη μέχρι τότες λέξη, ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ. Εκάμαμε ξενοδοχεία, εστιατόρια, ταβέρνες, τουριστικά, κόφι μπαρ, εφέραμε το σουβλάκι και το συρτάκι, το τραγούδι «ντου γιου λάϊκ, μαμαζέλ, δε γκρις», εβγάλαμε σενόρμπιτε τα εσώψυχά μας, να τα δείξουμε, να τα πουλήσουμε, να κονομήσουμε, μέχρι που κάναμε ‘πιστήμη τη φιλοξενία. Κι από τη πολλή ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ αλλάξανε μούτρο κι η πόλη και τα χωργιά κι οι ανθρώποι. Κι οι παραλίες κι οι δρόμοι και τα χαμόγελα. Μερικοί πήγανε και φύγανε. Μας αφήκανε τα πράσινα τα φύκια τα πλατύφυλλα που βάναμε πάνου από τα ψάρια για δροσιά, οι μελιχάνες, τα λεθρίνια, οι απαλλοκαβούροι, τα πηγάδια που βρωμέψανε, λιγοστέψανε οι κωλοφωτιές και τα μοσκάργια, οι μπεκάτσες, οι γουβιοί κι αυτοί που σε παίρνανε να σου δείξουνε. Μόνο τα σκουπίδια αυγαταίψανε κι οι τουρίστες που τσου μετράμε. Τόσο τσοι εκατό περσσότεροι βέργοι αριβάρανε, τόσα περσσότερα κρουαζιερόπλοια ήρθανε, αυτό οφείλεται και που πήγαμε στην έκθεση τση Λόντρας, και μπράβο μας που αρμέγουμε απ’ άκρη σ’ άκρη το νησί να μας ετρέφει καλά. Μετράμε και τα σκουπίδια, τόσοι τόνοι. Μέχρι πότες; Άμα πεις καμιά τέτοια κουβέντα όλο και καένας θα πεταχτεί και θα σου εξηγήσει ότι λες κουταμάρες και ότι πρέπει να συνεχίσουμε την ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ. Όλο και κάποιος θα θέλει να ζιεί όλο το χρόνο όπως οι τουρίστες. Όλο και κάποιος θα θέλει όλο το χρόνο διακοπές στη Κέρκυρα.
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
203
Όλο και κάποιος δε θ’ ακούει τσι φωνές που βάνει η Κέρκυρα: «Δε μπορώ άλλο». Κι άμα πεις, ορέ παιδί εγκώσαμε, θα σκάσουμε, δε πάει άλλο, άμα πάμε έτσι θα πάψουμε ναμάστενε ανθρώποι, θε να σου πει, έχει ακόμα χώρο πολύ μέχρι το κύμα. Μπορεί νάχει και δίκιο. Μόνο που οι σημερινοί επισκέφτες δε διαβάζουνε άλλο στα βιβλία τους για την Αρήτη, το Δημόδοκο και το Καποδίστρια, δε ξεμπουκάρουνε από το all inclusive και στσου δρόμους μεταξύ τους αμπώνονται κι είν’ ευχαριστημένοι γιατί εφάγανε καλά, ήπιανε πολύ και γιατί «εγνωρίσανε» τα ατίθασα καμάργια μας. Πάνε τα μαγευτικά τοπία κι όσα ήλεγε ο Παλαιολόγος για το τόπο. Και βγάνουνε σέρφις μ’ ένανε να δίχτει τα δόντια του και να γράφει «μπρος από τη πλατεία ληστών». Του παίρνεις το κεφάλι ή δε του το παίρνεις… Μήπως, λέω, μήπως η καλύτερη ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ είναι να βάλουμε φρένο στην ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ; Μήπως, λέω, μήπως η σημαντικότερη θυσία στο θεό τση ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗΣ είναι να θυσιάσουμε τη βολή μας και να σώσουμε από το μακελάρη τση γης, το πολιτισμό και τη ταυτότητά μας; Μήπως, λέω, μήπως έτσι οι γουβιοί ξαναγυρίσουνε;
8-9-2019
ΣΙΟΛΕΣ ΚΑΙ ΞΑΠΛΩΣΤΡΕΣ Δεν ήτανε σα τσου πολλούς. Πάντα ήτανε ποδεμένο, πάντα το κατεβάζανε σα πριγκηπόπουλο, με τη μαμζέλ, τα γαλλικά και το πιάνο. Στη Φιλαρμονική δε το γράψανε, τί εκεί εμαζευόντανε κάθε καρυδιάς καρύδι. Απόδετο και μπαλωμένο. Μπορεί να εζήλευε την ελευθερία τση μουλαρίας αλλά επεράσανε τα χρόνια, εξεχάστηκε το κάτου μπαλί, το τσιλίκι και η λάτα, που τάβλεπε να τα παίζουνε τ’ άλλα, τ’ απόδετα, που η πατούσα τους είχε γένει σιόλα από τσου γούλους και τα εζήλευε την ώρα που έτρωε τη πάστα του στο καφενείο κι η μαμά του του ήλεγε «πρόσεχε μη λερωθείς». Όλα έχουνε σκέση με το πώς θα μεγαλώσεις. Τότες υπήρχανε μεγάλες διαφορές. Άλλο να μεγαλώνεις με το πισινό σου στο βούτυρο κι άλλο χωρίς σιόλα. Έχει διαφορά. Το καλοκαίρι το πηγαίνανε για μπάνιο. Του βάνανε τρίτσα για τον ήγιο, πέδιλα από του Σαλταλαμάκια, είχε και μαγιό, έτσι το ελέγανε το μπανιερό, του αγοράζανε τσουτσούδι «Θαύμα» και «Καπρίς», εκαθόντανε στσι καρέκλες του καφενείου και του φωνάζανε «μη πας στα βαθιά».
204
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
Για να μπει στη θάλασσα τάβγανε όλα εκτός από το μαγιό. Μέσα ήτανε και τ’ άλλα τα μιτσά. Αυτά δεν είχανε μαγιό. Ξυπόλητα, με το πανταλονάκι τση γυμναστικής εβουτούσανε, δεν είχανε να γδυθούνε, ούτ’ επαίρνανε καμπίνα. Τί; Τί να φυλάξουνε μέσα; Όπως τ’ αμολάρανε από τα σπίτια τους έτσι επέφτανε στη θάλασσα. Και να δεις που η θάλασσα τα ισοπέδωνε όλα. Μόνο κάτι κεφαλάκια εβγαίνανε όξω και φαινόντανε. Όλα ίδια. ΙΣΟΤΗΣ Άμα μπεις στη θάλασσα ισοπεδώνονται τα πάντα. Ένα κορμί πλατσουρίζει εκεί απ’ όπου η ζωή ξεκίνησε κι ένα κεφάλι βγαίνει όξω να δείχτει ότι τα θηλαστικά θέλουνε οξυγόνο. Τα κοστούμια λουτρού, πλεχτά ή υφασμάτινα από δίμιτο, τα μπανιερά, τα μαγιό και τα παντελονάκια γυμναστικής δε φαίνονται. Όλα βουγιάζουνε στην αρμύρα και μετά όλα πλύσιμο με γλυκό νερό θέλουνε. Η διαφορά φαίνεται άμα βγεις όξω. Άλλοι πατούνε στα γουγιά λες και πατούνε πούπουλα κι άλλοι φωνάζουνε πως τσου πονάνε οι πατούσες, λες κι είναι αναστενάρηδες. Αυτοί οι δεύτεροι σήμερα θέλουνε οπωσδήποτε ξαπλώστρες. Οι πρώτοι, αυτοί με τη πατούσα σιόλα, άλλοι θέλουνε ξαπλώστρα κι άλλοι δε θέλουνε. Τί αλλουνού η πατούσα εμαλάκωσε και τ’ αλλουνού όχι. Οι πρώτοι νοιώθουνε τα γουγιά κάτου από τα ποδάργια τους, θυμόνται τσου κολίτσιανους που πατούσανε στο σημερινό Νέο Λιμένα πάνου στσι φλέτζες από τ’ αγγειά του Αποστολίδη και παίρνουνε τα γουγιά για αγερίνα. Οι δεύτεροι θέλουνε αμμούσα, πρασινογάλαζα νερά, χωρίς φύκια που τσου αναριτσιαίνουνε, σ’ ένα βήμα από το κύμα να τσου περιμένει η ξαπλώστρα με το τραπεζάκι με το καφέ και το μπουκαλάκι με το αντηλιακό, την ομπρέλα από πάνου, τί πόσο κάνει; Οχτώ ευρώ, μόνο. Οι δεύτεροι, λένε, που με οχτώ ευρώ θα φάει όλη η οικογένεια το μεσημέρι. Και δε παίρνουνε ξαπλώστρα. Ξύνουνε και τη πατούσα τους και λένε πως αντέχει ακόμα. Τελικά μεταξύ σιόλας και ξαπλώστρας το πρώτο λόγο τον έχει η σιόλα. Αυτή η σιόλα πούφυγε από τα ποδάργια ολουνόνες αλλά υπάρχει καρφωμένη στο μυαλό όσων εβουτούσανε με το πανταλονάκι τση γυμναστικής. Αυτή η σιόλα που οι ξαπλώστρες μήτε θέλουνε να τήνε ξέρουνε. Τί τσι μποδάει στην ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ. - Μην ανησυχείτε ξαπλώστρες. Κι οι σιόλες έχουνε ένα βιολογικό όριο.
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
205
11-9-2019
ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΞΕΚΙΝΗΣΕ Η ΝΕΑ ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ Έτσι λένε οι ειδήσεις. Και για τσι ειδήσεις έτσι είναι. Οι σχολικές αίθουσες εντάξει, ήρθανε στην ώρα τους και τα βιβλία, δάσκαλοι και καθηγητές στη θέση τους, ο αγιασμός έγινε κατά πως πρέπει, όλα καλά. Όλα; Όλα λένε οι ειδήσεις. Χιγιάδες μαθητές σταθήκανε στο λάις τση χρονιάς. Πίσω από το καθένα τους μια οικογένεια. Μ’ όσα κρύβει κάθε οικογένεια. Μ’ όσα κρύβει πριν τον αγιασμό του παιδιού που μακάρι ο αγιασμός να του διώξει όλα όσα ο κόσμος των μεγάλων έχει φτιάκει για να του δηλητηριάζουν τη ψυχούλα του. Τί είναι η παιδική ψυχούλα; Μια πεταλούδα είναι που μόλις γεννήθηκε, που πετάει ολούθε χωρίς σκέδιο πτήσης, ανάντελα, πότε πάνου, πότε κάτου, πότε ψηλά, πότε χαμηλά, πότε δεξιά, πότε αριστερά, πότε πίσω, πότε μπρος, που φεύγει και ξανάρχεται, παιχνιδιάρικα κι όμορφα. Έχετε πιάκει πεταλούδα; Τη ζυγώνετε με προσοχή την ώρα που ρουφάει το νέκταρ τση φύσης, απλώνετε δείκτη κι αντίχειρα σε μια λαβίδα και χρααατς τη τσακώνετε. Και κείνη δε ξέρει και σπαρταράει. Κι άμα την αφήκετε μένει στα δάχτυλά σας μια σκόνη, σα χρυσόσκονη, και μετά τη τρίβετε για να φύγει. Έχετε κρατήσει ήδη ένα κομμάτι της. Κάτι από τη ψυχή της. Άμα δεν την αφήκετε, άμα τη φυλακίσετε για να τήνε κάνετε ό,τι θέλετε, τί εσείς εισάστενε μεγάλοι και ξέρετε καλύτερα, αυτή σκύβει το κεφάλι στη δύναμη και στην εξουσία του μεγάλου. Αλλά μαραζώνει, όπως μαραζώνει κάθε φυλακισμένος. Μπορεί να μην έχετε μπει φυλακή. Υπάρχουν όμως και φυλακές χωρίς κάγκελα. Φυλακές που δε τσι διατάζουν οι δικαστές. Φυλακές που έχουν φτιάξει οι μεγάλοι για τσι πεταλούδες. Κι αυτές είναι πολύ σκληρές. Παίρνουν τσι ψυχούλες σ’ άλλη γης, σ’ άλλα μέρη. Σ’ άγνωστους τόπους κι άμα δεν έχουνε πιει νερό από το Καρδάκι λησμονάνε. Και μια κι ο λόγος για το Καρδάκι, Καρδάκι δεν είναι μόνο η πηγή που σκάει το αλησμόνητο νερό. Καρδάκι είναι το χάδι που γνώρισε η ψυχούλα, το τραγούδι που πρωτάκουσε, το νανούρισμα και το φιλί στο μέτωπο που τσήδωκες, η αγάπη πούνοιωσε στην ανάσα που τη χουχούλησε. Δεν ηξέρω αν χωρίς προβλήματα ξεκίνησε η νέα χρονιά. Πριν το γράψουνε οι ειδήσεις καλά θα κάνουνε να ρωτήσουνε τσι ψυχούλες.
206
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
13-9-2019
Η ΚΟΜΒΕΡΣΑ* Στη κοντράδα μετά το Δημοτικό Θέατρο εχτιζόντανε καινούργιο σπίτι. Ισόγειο και τρία πατώματα με όλους τους κανόνες τση τέχνης και τα κομφόρ του μεσοπολέμου. Είσοδος ευρύχωρη, σκάλα πλατειά, τοίχοι από πέτρα κι όχι απ’ ότι πιτύχαινε, μοροφίντα με πηχάκια κι όχι από καλάμια, έρτες και φουρούσια από αμυγδαλόπετρα, περίτεχνες μαντεμένιες φεράδες στα μπαρκόνια, μπαλαούστρα, τράβα και κουφώματα από λάριζα, μαντεμένιους σωλήνες αποχέτευσης κι όχι πήλινα λούκια να σπάνε, σγόρνες λαμαρινένιες καλές, φουρνέλα και νάπες με κόκκινα πλακάκια στις κουζίνες, οχτώ καπνοδόχους, τέσσερεις μπρος και τέσσερεις πίσω, και για τις ξυλόσομπες και για τα φουρνέλα και για τους θερμοσίφωνες τση εποχής. Αυτούς τσου χαρκοματένιους κατακόρυφους σωλήνες που τσου γεμίζανε νερό να το ζεστάνει αποκάτου η μαντεμένια στια και να το φέρνουνε οι σιδερένιοι σωλήνες βαρέος τύπου στην εμαγέ μπανιέρα με τα τέσσερα σκαλιστά ποδαράκια. Λίγοι, πολύ λίγοι είχανε θερμοσίφωνα και μπανιέρα. Το ’35 έσωσε το σπίτι αφού πρώτα τόβαψε ο κυρ Κώστας, ο μαθητής του Πιζάνι. Στο τελευταίο πάτωμα έμενε η κυρία Ελένη. Είχε ένα φόβο η κυρία Ελένη με τσι φωτιές. Δεν έβαλε σόμπες, «τί ξέρω ‘γώ τι μπορεί να συμβεί;». Στα αποκάτου πατώματα είχανε σόμπες αλλά αυτή προτιμούσε το μαγκάλι με τη πυρήνα, να το ελέγχει. Είχε κι ένα φόβο μη και η καπνοδόχος του θερμοσίφωνα άρπαζε καμιά μέρα, «τί πολύ θέλει μια σπίθα να μας εκάψει όλους;». Φώναξε ένα μάστορα και του τόπε: - Τι μπορούμε να κάνουμε; - Το μόνο είναι να σου βάλω μια κομβέρσα από λαμαρίνα γύρω-γύρω από τη καπνοδόχο. - Δεν έχει καλύτερο; - Να βάλουμε κομβέρσα από βολίμι. Πλατειά ίσαμε ένα μέτρο γύρω-γύρω. - Δε μπορείς να τήνε κάμεις μεγαλύτερη; - Τήνε κάνουμε και δύο μέτρα αλλά θα σου στοιχίσει. Το βολίμι είναι ακριβό. - Να μου στοιχίσει. Μπήκε η βολιμένια η κομβέρσα αλλά μια ανησυχία πάντα την είχε η κυρία Ελένη. Κι εκείνη τη νύχτα του ‘43 ανήσυχη έπεσε. Κοίταξε τα παιδιά, κοιμόντανε. Ύπνος δεν την έπαιρνε. Έκαμε το σταυρό της. Αύριο ξημέρωνε του Σταυρού. - Θέ μου, βόηθα μας. Ήτανε τώρα τρία χρόνια που κάθε λίγο και λιγάκι είχανε βομβαρδισμούς και
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
207
κατεβαίνανε κάτου στα μαγαζιά για καταφύγιο. Μέχρι τότες δεν είχανε πέσει μπόμπες κοντά στο σπίτι. Άλλοι είχανε χάσει τα σπίτια τους από τσου ιταλικούς και τσου συμμαχικούς βομβαρδισμούς. Άκουγες το βόμβο από τ’ αερόπλανα, τσι σειρήνες που ουρλιάζανε και μετά από λίγο τσι εκρήξεις που σπέρνανε το θάνατο και τη καταστροφή στην ανοχύρωτη πόλη. Όταν έληγε ο συναγερμός εβγαίνανε όλοι από τσι μίνες και τα καταφύγια, σα τα μερμήγκια που η πατησιά σου τσου χάλασε τη φωγιά, κι εψάχνανε νάβρουνε ο ένας τον άλλονε, να βοηθήσουνε τσου πληγωμένους, να σβήσουνε τσι φωτιές, να μάσουνε τσου πεθαμένους, να κλάψουνε όλοι μαζί, όλ’ η Κέρκυρα μαζί, να μοιραστούνε το πόνο, μήπως και τον αντέξουνε. Άκουσε τ’ αερόπλανα. Πετάχτηκε απάνου, «ντυθείτε» είπε στα παιδιά, άρπαξε στα χέργια της τσι δυο σάκες που είχε ετοιμάσει με τα απαραίτητα γι αυτές τις περιστάσεις αλλά εκρήξεις δεν άκουε. Κάτι φςςς, φςςς μόνο άκουε. Δε ρίξανε μπόμπες; Μη ρίξανε προκηρύξεις; Είχανε ρήξει και το πρωί οι γερμανοί. Μόνο ένα περίεργο φως έμπαινε από τσι τολέτες των παραθύρων. Βγήκε στο μπαρκόνι να ιδεί. Η πόλη καιγόντανε. Μια μεγάλη λαμπατίνα όλα. Τρέξανε κάτου στα μαγαζιά. Από κει που ήτανε εβλέπανε το Δημοτικό Θέατρο λαμπαδιασμένο. Κάποιοι είχανε ανεβεί πάνω στις στέγες από τα σπίτια τους και ρίχτανε στο δρόμο κάτι σωλήνες που βγάνανε φωτιά και χώμα στα κεραμίδια να σβήσουνε τσι φωτιές. Στη δική τους τη στέγη δεν ήτανε καένας. Κάποια στιγμή μια φλόγα ξεπήδησε στη στέγη τους. - Πάει…, καήκαμε παιδιά, να φύγουμε…, πρατείτε γλήγορα, να σωθούμε. Μπήκανε στη σειρά απόνα μακρύ κορδόνι μ’ ανθρώπους που τρέχανε με τα παιδιά αγκαγιά, με τσου ανήμπορους γερόντους στα καροτσάκια τω μπαιδιώνε, με τα νυχτικά και τα σώβρακα, αλαφιασμένοι, βουβοί κι αμίλητοι. Μόνο τα παιδιά εκλαίγανε ένα κλάμα που δε τ’ αντέχεις. Ξημερώσανε στην Αληπού. Ένας τσούδωκε ένα κάλυβο να μείνουνε, νάναι καλά ο άνθρωπος. - Κακοχρονάχουνε όλοι τους. Στη Κέρκυρα ήρθανε να βγάλουνε τα μάτια τους; Ποιανού κερατά χρωστάμε; Μείνανε στην Αληπού τρεις μέρες. Μετά τσούπανε ότι το σπίτι τους δε κάηκε. Πήρε τα παιδιά στη χώρα να ιδούνε. Δεν είχε καεί. Μα πώς; Αφού τη φωτιά στη στέγη την είδανε όλοι. Αρχίσανε τα πρωτοβρόχια. Η στέγη έμπαζε. Έπρεπε να φτιάξουνε τα κεραμίδια. Τόπε του κυρ Κώστα. Ανέβηκε σα γάτος από το ταμπούκιο στη στέγη. Κει δίπλα στη καπνοδόχο του θερμοσίφωνα, πάνου στη κομβέρσα πούχανε βάλει, βρήκε ένα μικρό μεταλλικό κύλινδρο. Ήτανε το καμένο υπόλειμμα τση εμπρηστικής. Έσωσε το σπίτι η κομβέρσα. - Θέ μου, στείλε σ’ αυτούς που το σπίτι τους καίγεται σήμερα από την εμπρη-
208
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
στική μια κομβέρσα. Κι ας μην είναι από βολίμι. Ας είναι λαμαρινένια. Το ίδιο κάνει. * Βασισμένο στο «Amarcord» (θυμάμαι με νοσταλγία), Αθήνα 2019, του Σωτήρη Γιουρούκου.
14-9-2019
Η ΜΙΜΟΖΑ Τα προσφυγικά είχανε καμπινέδες απόξω. Ένας χώρος 1Χ1 με μονότουβλο, σοβατισμένος πεταχτό μόνο απόξω με μια πόρτα ξύλινη που άφηνε κενά πάνου και κάτου κι είχε σύρτες μέσα όξω. Η λεκάνη της ήτανε πήλινη βαθυκόκκινη με δυο τρεις στρώσεις εφυάλωσης. Αυτές φτιάχνανε τότες τα καμίνια κι απ’ αυτές έβαλε η Πρόνοια στα προσφυγικά. Από κάτου ήτανε ο βόθρος. Οι καμπινέδες αυτοί στην εποχή τους βελτιώσανε κατά πολύ τσι συνθήκες υγιεινής, τί και στα σπίτια στη χώρα μια τρύπα, το κουντούτο, είχανε και πολλές φορές αδειάζανε τα τσαγκούγια στσι κανιζέλες. Για τα χωργιά δεν γίνεται λόγος, τί πίσω από τσι σφαγιές κάνανε οι ανθρώποι τσι ανάγκες τους. Λέγανε ότι η μιμόζα φύτρωσε μόνη της δίπλα στο καμπινέ. Κάποιος σπόρος φαίνεται από πουλί. Θέριεψε γλήγορα, τί οι ρίζες της απλωθήκανε στο βόθρο και σε λίγα χρόνια ήτανε δέντρο μεγάλο. Στην εποχή της τ’ άνθια της βγάνανε τέτοιο άρωμα που μύριζε όλη η γειτονιά και όσο νάναι βοηθούσανε και στσι παραδιπλανές οσμές. Τσι σκεπάζανε. Ο Γιάννης εγύρισε ένα πρωί κατακουρασμένος από τη δουγειά. Τον είχανε επιτάξει οι γερμανοί, μαζί με το Γιώργη και το Μιγερό, να πάει να βγάλει φωτογραφίες ταυτότητας στα χωργιά, τί οι ιταλικές δε τσου κάνανε. Γύρισε φορτωμένος με το τρίποδο, τη μηχανή και τσου δυο κουβάδες με τα φάρμακα. Όλη νύχτα περπατούσε, τί για νάρθεις από τσου Αλειμματάδες με τα πόδια στη χώρα ήθελες οχτώ ώρες γιομάτες. Δε φοβόντανε, οι γερμανοί τούχανε δώκει χαρτί με σφραγίδες. - Να σου βάλω ζεστό νερό για τα πόδια σου, παιδί μ’, τούπε η κυρά Βαρβάρα. Δεν απάντησε. Έπεσε σα τούβλο στο κρεβάτι και νεκρώθηκε. Οι άλλοι κάνανε σιγά, μη και τόνε ξυπνήσουνε. Ακούσανε τσι σειρήνες. Βομβαρδισμός. Τρέξανε όλοι στο «βουνό». Το «βουνό» ήτανε τα βράχια κάτου από το Φτωχοκομείο. Είχε δυο σπηγιές. Μια μεγάλη και μια πιο μικρή, με στενό άνοιγμα που ήτανε ασφαλέστερη και μπορούσες να βλέπεις καλύτερα όξω, να δεις τι γινόντανε. Η μεγάλη ήτανε πιο χωμένη, με μεγάλο άνοιγμα και δεν έβλεπες παρόξω. Προλάβανε και μπήκανε στη μικρή έξι νοματαίοι. Η άλλη γειτονιά μπήκε στη μεγάλη που χωρούσε πολλούς. Ο Μπάμπης έκατσε μπροστά να κοιτάει.
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
209
- Ο Γιάννης, πού είναι ο Γιάννης; - Δε τον είδα. - Φώναξέ τονε. - Γιάνηηη, Γιάνηηη…, τίποτα. - Αμερικάνικα είναι. Έξι, μακριά ρίχνουνε. Ακούστηκε μια σιδερένια σφυριξιά κι η μπόμπα έσκασε στη ρίζα τση μιμόζας. Ασκώθηκε το δέντρο στον αγέρα μαζί με χώματα και πέτρες κι έσκασε στη στέγη του προσφυγικού. - Αγιού, σκοτώθηκε το παιδί μ’, φώναξε η κυρά Βαρβάρα κι αλαφιασμένη βγήκε από τη τρύπα να πάει να ιδεί. Πέταξε πάνου από τα κατσάβραχα και τ’ αγκάθια. Όλοι οι άλλοι από πίσω της. Ο άντρας της, ο Κώστας, φώναζε: το Γιανούδ’, το Γιαννούδ’ μ’… Μπήκανε στο σπίτι. Όλα τα ταβάνια είχανε πέσει, όλο το σπίτι μια σκόνη. - Γιάννη, Γιάννηηη…, φώναξε ο αδερφός του και τον ταρακουνούσε. - Άσε με να κοιμηθώ, άσεμέεε…, τούβαλε τσι φωνές ο Γιάννης κάτου από τα απάσβεστα που τον είχανε πλακώσει. Χαμπάρι δε πήρε από τη κούραση. Ούτε μπόμπα κατάλαβε, ούτε τη σειρήνα του Φτωχοκομείου άκουσε, ούτε τα ρουβινάτσα που πέσανε πάνου του τόνε ξυπνήσανε. Η κυρά Βαρβάρα έκατσε στο πάτωμα, κρατούσε με τα δυο χέργια της τσι βεντερούγες τση κι έκλαιγε, κι έκλαιγε. Βγήκαν’ όξω. Όλη η γειτονιά ήρθε να ιδεί. Η μπόμπα έσκασε στη ρίζα τση μιμόζας και χώθηκε στο βόθρο. Άνοιξε ένα μεγάλο λάκκο. Ο Συμεών μπήκε μέσα κι ο Μπάμπης έστησε τη μηχανή και τούβγαλε φωτογραφία. Μετά από χρόνια φυτέψανε στη θέση τση μιμόζας μια αμυγδαγιά. Όταν εγέρασε κι αυτή και την εκόψανε ξαναφυτέψανε μια μιμόζα. Το διάταξε ο Μπάμπης κι ο Γιάννης συμφώνησε.
15-9-2019
ΠΕΝΤΕ ΠΑΡΑ Εξύπνησα πέντε παρά. Έκαμα καφέ. Επήγα ν’ ανοίξω το κομπιούτερ. Άναψα τσιγάρο, τί μέσα στο σπίτι μου δε μπορεί να μου κάνει παρατήρηση ο Κωστής. Μπορεί; Από κάτου κάποιοι ήτανε που τσαρκαλεύανε κι ένα φορτηγό μ’ αναμμένη τη μηχανή. - Κάμε πίσωωω… - Τίιι;
210
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
- Κάμε πίσω και δώκε πίεσήηη… Ετρέχανε νερά. Έσπασε κάνας σωλήνας; Εβγήκα στο μπαρκόνι να ιδώ. Ένα βυτιοφόρο ήτανε και τέσσερεις πέντε είχανε απλωμένηνε μια μεγάλη μάνικα, κρατούσανε σκούπες κι επλένανε τα πεζοδρόμια. Έγυρα κατά τον Άγιο κι έκανα το σταυρό μου. - Ορέ πλένουνε; μονολόησα. Γλέπω καλά; Έβγαλα φωτογραφία. Το φορτηγό στη μπάντα έγραφε «Δήμος Κέρκυρας». Ασκώθηκε κι η άλλη. - Επλύνανε από κάτου. - Από τσι τρεις επλένανε, τσ’ άκουα. - Ξαγρύπνησες; - Όχι, ξανακοιμήθηκα, τί επήγανε παρακάτου. Πιστεύω που επλύνανε και τη σκάλα του Σαββανή. - Μετά που θα κατέβω θα ιδώ. Ξημέρωσε. Ξαναβγήκα στο μπαρκόνι. Τα πεζοδρόμια άσπρα, είχα να τα δω έτσι από το χειμώνα που ρίχτει ο Θέος τα νερά του και μας εξεπλένει σύσκαρους. - Μπράβο, είπα από μέσα μου. Ορέ λες; - Μη βιάεσαι, μη βιάεσαι…, μούπε κείνος κει ο κακός πούχω να με τρώει. Άσε να ιδούμε. - Χρειάεται και το μπράβο. - Μη βιάεσαι, σού ‘πα, μη βιάεσαι… Τσι τσίχλες τσι βγάλανε; δε τσι βγάλανε. - Μωρέ άσε με… ΜΠΡΑΒΟ τους!
16-9-2019
ΠΝΕΥΜΑ ΑΝΤΙΛΟΓΙΑΣ* Ήτανε πνεύμα αντιλογίας. Όλοι νιάου κι αυτός γαβ. Έλεγε η παρέα να παίξουνε ληστές χωροφυλάκοι; Αυτός στάκαμαν. Κρουβιτζιάνες θέλαν’ όλοι; Αυτός τ’ αγάρματα. - Τ’ αγάρματα είναι για τσι κοπέλες. - Τ’ αγάρματα. Μούτρωνε, τσου γύριζε τη πλάτη και τ’ άλλα δεν ήτανε ευχαριστημένα να τον έχουνε στη μπάντα. Καθόντανε μόνος του, βαρούσε κλωτσιές τσι πέτρες, κρεμόντανε από το κλαρί τση μπουρνεγιάς να το τσακίσει και γέλουνε δυνατά άμα φτύνανε καένα στο κρυφτό κι έβγαινε σότο.
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
211
- Να παίξουμε τσιλίκι. - Δε θέλω τσιλίκι, μπαλόνι. - Μα δεν έχουμε μπαλόνι… - Δε ξέρω…, μπαλόνι. Τέτοια σκέδια έκανε. Δεν ήτανε κακό παιδί. Αλλά είχε τον άνεμο μέσα του. Όλοι ελέγανε πως ο Ηρακλής ήτανε ο πιο μεγάλος ήρωας, αυτός ο Μασίστας. - Ορέ, ο Ηρακλής είναι αληθινός, τόνε γράφουνε και τα βιβλία, ο Μασίστας είναι μόνο στο κινηματόγραφο, τον έχεις δει πουθενά γραμμένονε; - Τον έχω δει. - Πού; - Τον έχω δει. Ποντίγιο και τω γονέωνε. Για όλα. Μέχρι που κάποια φορά που ελέγανε ποιο είναι το καλύτερο Δημοτικό, αυτός το άλλο έλεγε ότι είναι καλύτερο κι όχι αυτό που πήγαινε κι αυτός κι όλα τα παιδιά τση γειτονιάς. Τόπε άλλος; Αυτός ήπρεπε να πει το αντίθετο. Αργότερα τα ίδια έκανε και για τσι ομάδες στο ποδόσφαιρο, για τσι ομάδες στσου προσκόπους, για το ποια είναι η πιο όμορφη κοπέλα, ο καλύτερος συγγραφέΦς, η καλύτερη φημερίδα, το καλύτερο κόμμα, η καλύτερη πλατεία, το καλύτερο κανάλι στη τελεόραση, μόνο που εδώ τα μπέρδεψε κι είπε τη Κόντρα Φόσσα αλλά ήτανε δικαιολογημένος γιατί δεν είχανε βάλει ακόμα τηλεόραση σπίτι του. - Ορέ, άλλο το κανάλι στη θάλασσα κι άλλο στη τηλεόραση. - Το ίδιο είναι. Αφού και τα κανάγια τση τηλεόρασης όλα θάλασσα τα κάνουνε, το ίδιο είναι! Είχε την αντιλογία στην άκρη από τη γλώσσα του. Μεγάλωσε, σπούδασε, ήτανε δουλευταράς, έκαμε καλή οικογένεια αλλά η αντιλογία, αντιλογία. - Κάνει ζέστη σήμερα. - Δεν έφερα και το τρικό μου, τί κρυώνουνε οι κορφάδες μου, έχει ψύχρα. - Μην είσαι άρρωστος; δε μ’ αρέσει η τσιέρα σου. Μη σ’ έκοψε το κρύο το νερό; μη σε πείραξε ο μέτριος; ελληνικό σούφερε η τούρκικο; Τόνε δουλεύανε. Τι να κάμουνε; Τσούσκαγε. Ελέγανε για το Βασιγιά, το Βενιζέλο και την Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών, που πιο μεγάλη δεν έγινε ποτές; - Σιγά και τι έγινε. Ο μεγαλέξανδρος έφτακε μέχρι και τσι Ινδίες. - Δε λέμε για τόσο παγιά. - Όχι, δεν ηξέρετε ιστορία! Να διαβάζετε, να μαθαίνετε και μετά να μιλάτε. Ελέγανε για το Κολόμπο που ήτανε χιώτης κι ανακάλυψε την Αμερική;
212
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
- Μωρές τι λέτε; Διαβάστε και καμιά φημερίδα τση προκοπής. Ο Ηρακλής άμα έκλεψε τη ζώνη τση Ιππολύτης, τση βασίλισσας από τσι αμαζόνες, τσήδωκε πεταξίδι κι αυτή πήγε κι έπεσε σ’ ένα ποταμάκι που σήμερα από τσι αμαζόνες το λένε Αμαζόνιο, κι έχει γύρω-γύρω πάρα πολλά δέντρα και καλά κάνουνε και τα καίνε, τί τον έχουνε πνίξει, τον άχαρόνε. Ο Ηρακλής ανακάλυψε την Αμερική! Αμήηη… - Εσύ, ορέ, δεν ήσουνα μια ζωή με το Μασίστα; τώρα είσαι με τον Ηρακλή; - Εγώ; Εγώ και τη βάρκα μου Ηρακλή την έβγαλα. - Δε την έβγαλες εσύ Ηρακλή. Ηρακλή τήνε λέγανε, από τρίτο χέρι τήνε πήρες, κι από τη πολλή τσιγκουνιά σου δε τση άλλαξες όνομα να μη πλερώσεις στο Λιμεναρχείο. Γι αυτό. - Ού να μου χαθείτε παγιοβενετσιάνοι… Εσείς, ορές, δεν εισάστενε κερκυραίοι, κανάγιες βενετσιάνοι εισάστενε. Πάω να φύγω να μη σας εβλέπω. Κι έφυγε μουτρωμένος, όπως όταν δε του κάνανε τη χάρη να παίξουνε μπαλόνι στη γειτονιά, και δεν είδε και τη μουσική που θάπαιζε σε λίγο. Στη παρέα ήτανε κι ο παγιός συμμαθητής τους, ο καθηγητής τση ψυχιατρικής, πούρθε προχτές από το Μπόστον και στο πανεπιστήμιό του εδίδασκε. - Τον άκουσες; Κάθε μέρα τα ίδια μας εκάνει. Όλοι άσπρο, αυτός μαύρο. Τι είναι αυτό το πράμα; Εσύ σαν ειδικός, που τον ηξέρεις κι από παιδί, τι λες; - Είναι πνεύμα αντιλογίας. Νοσεί νόσον ευρέως διαδεδομένην εις μεγάλα τμήματα των πληθυσμών τση γης, καταγραφομένη σήμερον και εις τα μέσα κοινωνικής δικτυώσεως, ως για παράδειγμα εις το fb, όπου ευχερώς γίνεται αντιληπτόν ότι ο αντίλογος τείνει να μεταλλαχθεί εις αντιλογίαν. Ένας έφτυσε το κόρφο του. - Φτου, φτου, μακριά από μας. * Με ρώτησε, τί πάντα τη ρωτάω να πάρω έγκριση: είναι πραγματική ιστορία ή Φαντασία, Ντομινό, Ρομάντσο; Τώρα, τι τση λες;
17-9-2019
Ο ΚΟΝΤΕΣ* Το σπίτι του ήτανε μεσ’ στη μέση τση χώρας. Αρχοντικό, μεγάλο, όπως μεγάλη ήτανε κι η άρμα του, το πέτρινο οικόσημο πάνω από το πορτόνι του. Από μικρόνε τον εμάθανε πως τα όβολα μαζεύονται άμα δε τα χαλάς. Και δε τα χάλαγε. Ήτανε κι η εποχή που το κοντιλίκι ξέφταγε, οι σέμπροι του ελέγανε πως τα χτήματά του ήτανε δικά τους, εβγήκε κι ένας νόμος που τάκανε όλα γης μαδιάμ, δε του δίνανε ούτε λάδι, ούτε νούμπουλα βασιλικά, ούτε σύκα, ούτε τίποτις, ούτε κότες που πολύ τ’ αρέσανε. Είχε να φάει από πότες.
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
213
Έμεινε μόνο με τα νοίκια από καμιά τριανταργιά απαρταμέντα και δεκάξι μαγαζιά που νοίκιαζε κι ό,τι εφιλοτιμούντανε να του φέρνουνε οι παγιοί σέμπροι. Δύσκολες μέρες. - Πολύ λάδι έβαλες. Πιο λίγο. Όλο αυτό ήλεγε στη γριά κονόμα του (γριά την έλεγε αλλά ήτανε μικρότερή του) που την είχανε από μικρή κοπέλα στο σπίτι κι ούτε επαντρεύτηκε. Εκεί έμεινε, στάσουλο. - Να κοιτάξεις να κάνουμε κουντούτο, δε μπορώ άλλο ν’ αδειάζω το αγγειό κάθε πρωί στη κανιζέλα, τούλεγε. Βρωμάει ο τόπος όλος. - Εβουρλίστηκες; Από πού λεφτά, ορή; Ξέρεις να μου περσσεύουνε; - Από τα λεφτά τση προίκας μου που μου τα κρατούσατε και μου τα φάγατε. Θάφευγα, κακοχρονονάχεις, θάφευγα. Αλλά ανάθεμα την ανάγκη μου. Εξηντατέσσερο χρονώνε, πού να πάω; - Άμεεε… Εσηκωθήκανε τώρα και τα δουλικά να βαρούνε τα κεφάγια. Όλοι σέμπροι εγίνατε; - Εγώ δε το ξαναδειάζω και να μου κάνεις τη χάρη να τα φας. - Δε σ’ έχω ανάγκη, ορή, θα τ’ αδειάζω μοναχός μου. Φέρτο ‘δω. Κι άδειασε το τσαγκούλι στον από πίσω δρόμο. Χειμώνας. Ο Άγιος εβάρησε οχτώ το βράδυ. Ήτανε ώρα να κοιμηθεί, τί μετά ήπρεπε ν’ ανάβουνε σπερματσέτα. Το περιεχόμενο έσκασε μπροστά από τη παρέα του Παπαδίλη που κείνη την ώρα ετραγούδουνε «απόψε τη κιθάρα μου τη στόλισα κορδέλες…», τί ο Χτόδουλος ήτανε ιναμοράτος με τη χήρα απέναντι. - Μπα που να του μπούνε όλοι οι διαόλοι μέσα του, τ’ αρχόντου τση λούμπας, παμείτε από μπρος. Του βαρήσανε το μπατιδούρο. Ασκώθηκε αυτός, τί η άλλη του φώναξε «εγώ δε πάω ν’ ανοίξω». Εβγήκε με τη νυχτικιά και το σκούφο με το πομπόνι. Δε του μιλήσανε παρά τσούδε να του κατουρούνε τη πόρτα. Δε πίστευε στα μάτια του. Δε τούβγαινε η φωνή. - Καληνύχτα σας, τούπανε κι όπου φύγει-φύγει, κατεβήκανε τσι σκάλες. - Αλήτες, αλήτες, σας εγνώρισα ορές, σας εγνώρισα… Την άλλη μέρα τόπε του αστυνομικού. - Τό και τό, ο Παπαδίλης κι η παρέα του. - Έχετε μάρτυρες; - Κακοχρονονάχει αυτή δεν ασκώθηκε… - Χμμμ… Την άλλη, βραδιά και τη παράλλη τα ίδια. Στα οχτώ μπότα βαρούσανε το μπατιδούρο, έβγαινε αυτός και του κατουρούσανε τη πόρτα. Έσκασε. Ακούς
214
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
εκεί; Εμένανε; Κάτου από την άρμα μου; Τάπε του γαλατά που τούφερνε το γάλα. Θα τσου συγυρίσω εγώ απόψε. Ο γαλατάς το μαρτύρησε και όλη η πιάτσα γέλουνε. Ο Παπαδίλης τσι εφτάμιση επήγε στο γιατρό, το κουράντε του, το κύργιο Σ----ν. - Γιατρέ μου, του σιορ τέτοιου τούρθε νευρική κατάσταση και δε τόνε κουμαντάρει καένας. Η κονόμα του μας είπε να πας γλήγορα, να τόνε συνεφέρεις, τρέχα, να τόνε προλάβουμε. Ντύθηκε, έβαλε στη τσάντα του τα χρειαζούμενα, στο δρόμο εσκεφτόντανε «πάλι δε θα με πλερώσει» και κατά τσι οχτώ βάρησε με τη παουλίνα του τη πόρτα. - Πίσω και σ’ έφαγα παγιοκανάγια του όρμησε ο σιορ τέτοιος και τούριχνε μ’ ένα παλούκι, λίτσινο. - Εγώ είμαι, ο κουράντες σου, ηρέμησε, ηρέμησε, πάμε μέσα θα σου δώκω μπρομούρο (βρωμιούχο κάλι). Τάχασε. - Συγγνώμη, έτσι έγινε, δεν έχω τίποτα. Αυτά τα παγιόπιαδα. Δεν ηξέρεις τι τραβάω. Έλα μέσα. Δε θέλω μπρομούρο, καλά είμαι. Συγγνώμη. - Εγώ πάντως δε φταίω. Μούπανε νάρθω κι ήρθα, βραδιάτικα. Θα με πλερώσεις; - Μα δε σου ξήγησα; Εγώ δε σε κάλεσα κι ούτε μπρομούρο πήρα. Τι να σου δώκω; Η κονόμα ασκώθηκε κι ήρθε μέσα με τ’ αγγειό. - Θα κάμεις άλλο ή να τ’ αδειάσω; * Βασισμένο στα Ημερολόγια του Κάρολου Κλήμη.
18-9-2019
ΠΑΤΩ ΣΤΟ ΠΑΛΑΤΑΚΙ ΣΟΥ Το θυμοσάστενε το παιχνίδι το κοπελίτικο «Πατώ στο παλατάκι σου κυρία Περσεφόνη»; Μία/ένας εστεκόντανε πάνου στο πεζούλι κι έκανε τη κυρία Περσεφόνη. Τα άλλα από κάτου ετραγουδούσανε «πα-τώ στο πα-λα-τά-κι σου κυ-ρί-α Περ-σεφό-νηηηη…» κι εβάζανε το ποδαράκι τους πάνου στο πεζούλι. Η κυρία Περσεφόνη ήπρεπε να τόνε πιάκει όσο είχε το ποδάρι του/της πάνου στο πεζούλι κι άμα τον/την έπιανε τον/την έβγαζε σότο κι εγινόντανε αυτός/τή κυρία Περσεφόνη. Άμα επρολάβαινε αυτός/τή να βγάλει το ποδάρι του/της από το πεζούλι και δε τον/την έπιανε, έτρεχε να πιάκει τσου αλλουνούς που την ίδια ώρα εβάνανε το ποδαράκι τους στο παλατάκι της.
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
215
Εγινόντανε και σκαμπουλουνιές. - Είχα βγάλει το ποδάρι μου από το πεζούλι όταν μ’ έπιακες. Δεν είμαι σότο. - Όχι, τόχες απάνου στο παλατάκι μου. Απόφαση έβγανε η παρέα και τσι περσσότερες φορές έβγαζε δίκαιη απόφαση. Τσι περσσότερες, όχι πάντα. Επλησιάζανε οι εκλογές. Όλοι είχανε μια πρεμούρα να μάθουνε ποιος θα βάλει. Ο απερχόμενος ήτανε απάνου στο πεζούλι και τόχε ξεκαθαρίσει. - Εγώ δε θα βάλω, τί εκουράστηκα τόσα χρόνια, νησάφι πια. Κι αυτός που θα γίνει σα κι εμένανε, θε νάναι αυτός που θα πω εγώ! - Άμα δε βάλεις εσύ, δε θα βάλει καένας. Ποιός καλύτερος; - Δεν ηξέρω…, θα ιδώ… - Πες το εκεινού του φίλου σου, εκεινού του «εν δυνάμει»… - Να του το πείτε ‘σεις. - Του τόπαμε, δε θέλει λέει, ή θέλει; - Χμμμ… - Δε το λες εκεινού τ’ αλλουνού που τόχει μέσα του; - Δε νομίζω… - Εκεινού του ένα βήμα μπρος, δύο πίσω; - Δεν ανακατεύομαι… - Έεεε…, άλλονε δεν έχουμε εκτός από κείνονε τον αερακουβέντατέτοιο. Κοίτα μην έβγει καένας από την άλλη γειτονιά. - Μακάρι… - Μακάρι; Να βγούνε οι άλλοι; - Ναι ορές κούτιακες. Άμα βγούνε από την άλλη γειτονιά θα πάρουνε την ευτύνη να μπαλώσουνε τσι δικές μας τσι τρύπες, τσι αμπάλωτες. Κι εμείς θε νάβγουμε λαμπάντηδες και θα τσου τη λέμε κι από πάνου ότι αυτοί φταίνε. Εμείς θα παραδώκουμε, δε θα ηξέρουμε τίποτις, θα τσου αφήκουμε να κουρεύονται. - Κι όταν παραλάβαμε μεις; - Ορές εξεχάσατε; Όταν επαραλάβαμε μεις όλα ήτανε όλα τση τρίχας. Μετά τα εκάμαμε σα τα μούτρα μας και μακάρι ν’ αναλάβουνε οι άλλοι να μας εξελασπώσουνε. Τί δεν εκαταλαβαίνετε; Τα γράμματα είναι; - Κι άμα τα καταφέρουνε και κάμουνε έργο; - Ετότες θα τσου λέμε ότι άμα δεν ειμάστενε εμείς μπριχού που εβάλαμε τσι βάσεις, δε θα εκάνανε τίποτις. Γκέγκε; - Κοίτα που δε σου φαινόντανε… Ορέ εσύ έχεις πολύ μυαλό. - Όχι να το παινευτώ, έχω! - Ναι, αλλά να πεις εκεινού που όλο ανακατεύει τη κουτάλα να μη μιλεί, μη και χαλάσει τη δουγειά.
216
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
- Άστετόνε, τ’ αρέσει να κάνει το κάποιονε. Αυτός αλλού πατεί κι αλλού βρίσκεται. Πάει και μέχρι την άλλη γειτονιά. Λέει από δω, λέει από κει, μπορεί να τσιμπήσει η άλλη γειτονιά και να μας εκάνει τη χάρη να πέσει στη λούμπα. Αμήηη… - Σίγουρα; δε νομίζω… - Σιγουραμέντε. Δε τσου βλέπετε που κι αυτοί όλο κουβέντες είναι; Λένε τούτο, λένε τ’ άλλο, καψοθέλουνε. Τη λούμπα δε τη γλέπουνε. Μη πιστεύετε ότι εμείς μπορούμε να τήνε χώσουμε; Δε κλείνει μήτε να ρίξουμε από πάνου άσφαρτο. Άστε τους. Λίγο θέλουνε και θα τσ’ αρπάξουμε, να μας εκάνουνε το θέλημα. - Δηλαδή σα ναμάστενε εμείς η κυρία Περσεφόνη που θα τσου πιάκει; - Τώρα μιλάς καλά. Ένα τέτοιο πράμα. - Πάμε να παίξουμε «Πατώ στο παλατάκι σου κυρία Περσεφόνη»; - Εγώ θέλω να παίξουμε τη κολοκυθιά.
20-9-2019
ΟΙ ΚΟΠΕΛΟΥΛΕΣ Εκεί που αρχινάει η ανηφόρα για τσ’ Άγιους Δέκα, Σεπτέμβρη μήνα οπούχε βρέξει, εβγήκανε κυκλάμινα. Σταματήσανε και τα μαζεύανε. Η κυρά Δήμητρα τα κοίταζε. - Έεε…, ορές παιδιά, το χτήμα είναι δικό μου. - Συγγνώμη, πειράζει που κόβουμε; - Όχι, δε πειράζει μάτια μου. Κόφτε όσες κοπελούλες θέλετε. Μόνο που πρέπει να εισάστενε αγαπημένοι πάντα, όλη σας τη ζωή, τί οι κοπελούλες είναι όμορφες κι αγνές και μαραίνονται την άλλη ώρα άμα δε τσι ποτίζει η αγάπη. Έκατσε στη ρίζα τση εγιάς και τα κοίταζε. Αυτός φαινόντανε να βιάζεται να σώνει μ’ ετούτη την αργολαβία. Αυτή με το πάσο της έκανε μάτσο τα κυκλάμινα, τ’ αχνορόδινα, τα κράτουνε από το λεπτό τους μίσχο κι όλο τα μύριζε να φυλακίσει το λεπτό τους άρωμα. - Μη τα πολυμυρίζεις, κόρη μου. Άστα. Τί θα τα κάνεις τόσα που μαζεύεις; - Παντρευόμαστε αύριο και θα μου τα κάνει στέφανα. - Ώ, ώ, ώ…, με τσι ευκές μου καμάργια μου, άαα πολύ θα το ευχαριστηθεί η κοπελούλα. - Ποιά κοπελούλα; - Μαζεύετε σεις και θα σας ειπώ μια ιστορία. - Εδώ από πάνου ήτανε ένας πύργος μιανού βενετσιάνου που διαφέντευε όοολη τη περιοχή και τα χωργιά. Ο παπάς είχε μια κόρη, μια κοπελούλα δε-
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
217
κατέσσερο χρονώνε. Γλυκιά και όμορφη κι αγνή, σα τη δροσιά τη πρωινή που κάνει τσι μυρτιές να λάμπουνε. Την έβαλε στο μάτι ο βενετσιάνος κι είπε του πατέρα της ότι πολύ τον εκτιμούσε και πως ήθελε να του κάνει απόψε το τραπέζι στο πύργο. Αλλά νάφερνε και τη κοπελούλα του, τί ήθελε να του δώκει δώρα κι ήπρεπε νάχει κι άλλο άνθρωπο μαζί του να τα κουβαλήσει μετά. Κάτι πήγε να του πει ο παπάς αλλά δε δεχόντανε κουβέντα. Αφέντης! Επήγανε. Στο τραπέζι όλα τα καλά του Αβραάμ και του Ισαάκ. Ο ίδιος ο αφέντης όλο κέρναγε το παπά ένα κρασί κουτελίτη, τόνε μέθυσε. Έδωκε μία και αποκορώθηκε πάνου στο τραπέζι. Ασκώθηκε ο αφέντης ν’ αγκαγιάσει τη κοπελούλα. Αυτή έτρεξε να του ξεφύγει. Ξοπίσω της αυτός, έβαλε τσι φωνές το τσαμένο, ποιός να την ακούσει; Από κάμαρη σε κάμαρη άνοιξε μια φανέστρα, ξαγλίστρησε κι έπεσε από κάτου στο γκρεμό. Έστειλε το στρατιώτη να την ασκώσει. Τήνε πήρε στα χέργια του. Από κάτου της είχε μείνει ένας χοντρός κόμπος από πηγμένο αίμα. Τόνε σκέπασε με χώμα, έβαλε από πάνου μια πέτρα κι έκαμε ένα πρόχειρο σταυρό από δυο ξυλαράκια. Το Σεπτέμβρη που ξαναπέρασε είδε δίπλα από τη πέτρα νάχουνε βγει κάτι λουλουδάκια που δε τάχε ματαιδεί. Η κοπελούλα εσκέφτηκε. Έσκαψε τη ρίζα τους κι είδε ένα μαυροβαθυκόκκινο βολβό, σα το κόμπο από το αίμα τση κοπελούλας. Από τότες τα κυκλάμινα στην Κέρκυρα τα λένε κοπελούλες. Είχανε σταματήσει να μαζεύουνε, εστεκόντανε ορθοί κι αμίλητοι και την ακούανε. - Θα μαζέψεις κι άλλα; - Όχι. - Γεια σου κυρά Δήμητρα, ευχαριστούμε. Έβαλε μπρος το μηχανάκι να φύγουνε. Είχε να φτιάξει και τα στέφανα γι αύριο.
21-9-2019
ΠΩΣ ΑΝΟΙΞΑΝΕ ΤΑ ΦΥΤΑ ΤΑ ΚΛΑΡΓΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΦΥΛΛΑ ΤΟΥΣ Την εποχή που όλα τα φυτά είχανε τα κλαργιά τους και τα φύλλα τους μαζωμένα κι όχι απλωμένα όπως εσήμερα, τα σκουντρήσανε με τσου ανθρώπους. Στην αρχή τσου διαμαρτυρηθήκανε. - Δεν είναι κατάσταση αυτή. Εμείς σας εδίνουμε τσάμπα τσου καρπούς μας κι εσείς μας εκόβετε από τη ρίζα και μας εβάνετε φωτιές και μας εκαίτε; Μέχρι πού θα πάει αυτή η δουγειά; Τα αγνοήσανε. Γράψανε βέβαια στσι εφημερίδες κάποιοι λόγους συμπονετικούς, γίνανε κάποιες συγκεντρώσεις, πορείες, συζητήσεις στο φόρο, αναρτη-
218
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
θήκανε πανό, αναλύθηκε ενδελεχώς το θέμα στα καφενεία, εγινήκανε συλλόγοι προστασίας, εκάμανε έδρες για τα φυτά στα πανεπιστήμια αλλά και από τη ρίζα τα κόβανε και φωτιές τσου βάνανε. Τι να κάμουνε; Εσυνεννοηθήκανε. - Ορές, κατεβαίνουμε σε απεργία; - Τι είναι απεργία; - Απεργία, ορές, παναπεί να μη κάνουμε άλλο καρπούς. Τι θα κάνουνε; Θα λυσσιάξουνε στη πείνα, θα τα βρούνε σκούρα και μετά θα μας επροσέξουνε. Εισάστενε να κατεβούμε; Είχε φτάκει ο κόμπος στο χτένι και είπανε «ειμάστενε». Στα χωράφια ούτε πατάτες εβγαίνανε άλλο, ούτε ντομάτες ούτε δοράκινα και νεράτζια εκάνανε τα δέντρα τα οπωροφόρα. Τα στάχυα δεν εβγάνανε σπόρους και δεν έβρισκες στη λαϊκή ούτε τζίντζολα. Μέχρι και τα λουλούδια εξαφανιστήκανε και δεν είχανε να βάνουνε γαρούφαλλα στσι κηδείες. Υπήρξε όμως και απεργοσπάστης. Δε συμφωνούσε τ’ αμπέλι. - Εμένα με περιποιούνται ιδιαιτέρως και δεν έχω παράπονο. Ωριμάζω κατά πως πρέπει, μου βγάνουνε τα απεργούντα αγριόχορτα, με πολλαπλασιάζουνε, όλα ok, που λένε και οι έλληνες. - Μα μας βγάζεις από το λογαριασμό. - Δεν ηξέρω, εγώ δεν απεργώ! Οι άλλοι επεξέτεινον την καλλιέργειαν της αμπέλου, τί μόνο ψάρια και κρέατα ετρώγανε και λίγο κρασί το θέλανε να τσου σπάει τη ψαρίλα και τη κρεατίλα. Ευπροσάρμοστον το είδος, έκανε χρεία του μ’ ότι είχε, αλλά το κρασί έγινε είδος πρώτης ανάγκης. Εις την βουλήν εξεφωνήθησαν λόγοι περί του οίνου, ως είδους πρώτης ανάγκης, το οποίον έλεγον να χαρακτηρισθεί ως ύψιστον κοινωνικόν αγαθόν, να παρέχεται δωρεάν, να προστατευτεί η καλλιέργειά του και να συσταθεί «Δημοσία Οίνου Υπηρεσία» (Δ.Ο.Υ.), ήτις να είναι αποκλειστικώς της διαχειρίσεως του Δημοσίου κι όχι σα το νερό που το εδώκαμε στσου ιδιώτες για καλύτερα και δε μας το εδίνανε, άμα δε το πρωτοπλερώναμε, για να σβήσουμε τσι φωτιές κι έτσι εφτάκαμε σ’ ετούτη την απεργία. Υπήρξαν αντιρρήσεις. Ανήλθε επί του βήματος ο παλαιότερος και εμπειρότερος των βουλευτών, ο υπάλληλος του άλλαξε το ποτήρι με το κρασί, και είπε: - Κύργιοι συνάδερφοι. Ποία Δημοσία Επιχείρησις δεν εφουντάρησε; Ποία Δημοσία Επιχείρησις ελειτούργησε καταμερίζοντας το πραγματικόν κόστος εις τους καταναλωτάς; Όλο λιγότερα τσου χρεώναμε για να τσου πάρουνε τσι ψήφους. Ενώ η ιδιωτική πρωτοβουλία δύναται να παρέχει προϊόν καλόν, ποιοτικόν, άφθονον, να μεθάει ο λαός με ελαχίστην ποσότητα, τί θα παράγει κουτελίτην.
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
219
Από κάτου εφωνάζανε. - Δεν ημπορούμε να κάμουμε τσι Δημόσιες Επιχειρήσεις να λειτουργούνε σωστά και καλύτερα; Το κέρδος να είναι ολουνόνες κι όχι του ιδιώτη; Να γυρίζει το κέρδος στη δική μας τη τσέπη; Τί; ο ιδιώτης για τη ψυχή του πατέρα του δουλεύει; Δε βάνει από πάνου από το κόστος το δικό του κέρδος; Κι όταν ρίχτει το κόστος παραγωγής από πού το ρίχτει; Από το μεροκάματο του κόσμου δε το ρίχτει; Ο κόσμος δε του πλερώνει το κέρδος; Κι αυτός, στην ώρα που πρέπει, δε κάνει ψήφους όπου του το χαλέψει; Οχλαγωγία εις την αίθουσαν, παρά λίγο θα πιανόντανε και στα χέργια, ο Πρόεδρος διέκοψε τη συνεδρίαση. Από τα άνω διαζώματα τση Βουλής παρακολουθούσε ο εκπρόσωπος των απεργών. Δε θέλανε να τον αφήκουνε να μπει, τί θα γιόμιζε, λέει, τη Βουλή χώματα. Έχωσε τη ρίζα του σε μια σακούλα και τον αφήκανε. Άκουσε τι άκουσε κι έφυγε να ενημερώσει τσου απεργούς, που τον επεριμένανε ν’ αρχίσει η Γενική Συνέλευση. - Αυτοί δε στρώνουνε με τίποτις. Αντί να διούνε πως θα ξανάχουνε να φάνε, αυτοί μαλώνουνε ποιος θα μαζώξει περσσότερα απ’ αυτά τ’ άχρηστα που βάνουνε στσι τσέπες τους και τα λένε λεφτά. Μυστήργιο ζούδιο οι ανθρώποι. Εκεί ψοφάνε, εκεί τάβολα σκέφτονται. Δε βγαίνει άκρη μ’ αυτουνούς. Ό,τι και να κάμουμε αυτοί τη τσέπη τους θα κοιτάνε. Εδώ δεν είναι όλοι για έναν και ένας για όλους πούλεγε και το έργο στο κινηματόγραφο. Ο καθένας για τη πάρτη του. Απόξω απ’ τη μποδούλα μου μακάρι κι η μανούλα μου είναι όλοι τους. Και τα σκεπάζουνε όλα με ωραία λόγια. Σ’ αυτά είναι πρώτοι. Εδώ δε κοιτάνε το διπλανό τους, εμάς θα κοιτάξουνε; Η Γενική Συνέλευση αποφάσισε τη λήξη τση απεργίας. Έδωκε δε εντολή σ’ όλα τα φυτά ν’ ανοίξουνε κλαργιά και φύλλα και να φασκελώνουνε τσου ανθρώπους όπου γης.
24-9-2019
ΒΓΑΝΕ ΚΑΙ ΜΗ ΒΑΝΕΙΣ, ΤΟ ΠΑΤΟ ΘΕ ΝΑ ΠΙΑΝΕΙΣ Δεν είχε φέξει. Έριξε αλασκαβάτσα το σακάκι του στον ώμο, τί είχε αρχίσει νάχει ψύχρα το πρωί. Μέσα ήτανε άλλοι δύο κι ο κυρ Αντρίκος. Η τηλεόραση έπαιζε. Πρωί πρωί ειδήσεις. Να μη λένε ποτέ τους κάτι ευχάριστο. Όλο συφορές. Μουρμούρισε μια καλημέρα, έγδωσε τη πλάτη του στη ράχη τση καρέκλας, τέντωσε τα ποδάργια του να πάνε όσο μπόρουνε πιο μακριά, ανασκαμνίστηκε δυο φορές, σήκωσε τα χέργια του κατά την ανάταση και μαζεύτηκε ολομεμίας στη καρέκλα του.
220
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
- Έσωσες με τη πρωινή γυμναστική; - Κάποτες από πρωί μας εδείχτανε και γυμναστική και ξεκουραζόντανε το μάτι μας. Τώρα τη κόψανε. Ο Αντρίκος τούβαλε μπροστά του το σκέτο με δυο σταξιές κουνιάκου. - Νερό δεν έχει; - Όχι σπατάλες. - Να φέρνω από το σπίτι; - Κάμε ό,τι θέλεις. Το τελεβίτζιον έδειχτε το φαλιριτσιόν του κολοσσού. - Τι γένεται, ορές παιδιά, βαρούνε φαλιμέντο τώρα κι οι κολοσσοί; - Έτσι λέει. - Και γιατί επέσαν’ όξω; - Δεν ακούς; - Ακούω αλλά δε καταλαβαίνω. Ο ένας λέει έφταιγε αυτό, ο άλλος το άλλο, ο τρίτος να λάβετε υπ’ όψιν ότι…, ο τέταρτος δε τσούκατσε η ανακεφαλαιοποίηση, ο πέμπτος χώλαινε ο κύκλος εργασιών, ο έκτος ο αθέμιτος ανταγωνισμός, δε καταλαβαίνω. - Μη πας μακριά. Πως εφαλίρισε ο υγιός τση Τζούλως που περπατούσε κι έτρεμε η γης; Τον έφαγε η καλοπέραση και το ονόρε. Έβγανε του κόσμου τα όβολα. Αλλά τ’ άρεσε κι ο ποδόγυρος και το χαρτί, ήθελε και κούρσα να τρέχει πολύ, έγινε και πρόεδρος στη ομάδα, τόνε διπλαρώσανε και τα κόμματα. Τώρα είναι στη φυλακή για χρέη. - Θα βάλουνε στη φυλακή και το κολοσσό; - Ο κολοσσός είναι ιδιωτική επιχείρησις, ανώνυμος. Ποιόνε να πιάκουνε; Είναι τόσοι πολλοί οι υπεύτυνοι, ο ένας θα λέει «δε ξέρω ‘γώ, αυτός», ο άλλος «όχι ‘γώ, εκείνος», άμε να βγάλεις άκρη. - Και ποιος θα πλερώσει τη ζημιά; - Καένας. - Τι παναπεί καένας; - Όλο δε καταλαβαίνεις. Να γλέπεις πιο πολύ τηλεόραση, να μαθαίνεις. Όλος ο κόσμος χρωστάει κάτι πολλά τρισεκατομμύργια. Ποιανού τα χρωστάει; Ποιός κουτός τάδωκε και δε τα πήρε πίσω; - Ποιός; - Δε ξέρει καένας. Κι αυτά τα χρέγια θα προστεθούνε στα άλλα, το πολύ πολύ να βρούνε την ευκαιρία να μας εβάλουνε καμιά καινούργια φορολογία. Μπορεί να μας αυξήσουνε το νερό που δε τσου σώνει που για να το πιούμε το αγοράζουμε σε εξάδες και δε το πίνουμε από τη βρύση αλλά λένε που το σπαταλάμε κιόλας και κανονίζουνε να το δώκουνε σε κάνα κολοσσό που ξέρει από οικονομία, τί οι πολλοί δε ξέρουμε, να φαλίρει κι αυτός στην ώρα του και να πρέπει να
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
221
τον εσώσουμε εμείς, όπως τώρα θα σώσουμε και το ρέγμα. - Γι αυτό ορέ Αντρίκο δε μούφερες νερό; - Γι αυτό. Διάβασε, ορέ, τι γράφω στο πύργο: «Βγάνε και μη βάνεις, το πάτο θε να πιάνεις».
26-9-2019
ΠΡΑΚΤΙΚΑ Εμαλώνανε. - Μπες μέσα τσήλεγε η πεθερά της. Μη τση απαντάς. Χάνεις τα λόγια σου. Άστηνε. Τόσα ξέρει, τόσα λέει. Τί; θα γίνεις ίδια μ’ αυτήνε; Αυτή έσκαγε. - Μωρέ ξέρω ‘γώ να τση απαντήσω, να τήνε κάμω να μην ηξέρει να πάει πού. Που θα μου πει εμένανε. Εγώ έχω το κούτελό μου καθαρό. Όχι σα και του λόου της… Να χαρεί τσι μπομπές τση…, πούχει γίνει βούκινο σ’ όλη τη χώρα… Εμπαίνανε μέσα. Εκλειόντανε μέσα στο σπίτι. Μετά ελέγανε «η σιωπή είναι χρυσός», «ένας λόγος εις την χρείαν θεραπεύει την καρδίαν», τέτοια… - Θα τση γράψω γράμμα. - Κούτιανες; νάχει να το δείχτει δεξιά κι αριστερά; Ό,τι έγινε, έγινε. Ποτέ σου μη γράφεις. Οι εποχές επεράσανε. Οι ανθρώποι τώρα εμαλώνανε και δια τηλεφώνου. - Την επήρα τηλέφωνο και τση τάπα. Άαα…, δε μπόρουνα, είχε παραγίνει το κακό. Αλλά μ’ έσκασε. Μούπε τό και τό, ποιανής; εμένανε που δεν έχει φυσικό ούτε το μάτι να μου φυσήξει. - Μη τση μιλάς, δε σούπα να μη τση μιλάς; - Μωρέ τση τόκλεισα κατάμουτρα, να μάθει… Και θα του πω να πάει ν’ αλλάξει τον αθιρμό του τηλέφωνου. Δε θέλω να τήνε ξανακούσω…, ποτές μου. Σήμερα μαλώνουμε και εις τα μέσα κοινωνικής δικτυώσεως. Συνήθως τον πρώτο λόγο τον έχουνε οι ειρωνείες, οι εξυπνάδες κι οι ποντούρες. Μερικοί το παραξηλώνουνε και πάνε παρακάτου. - Κοίτα τι τούγραψα…, χα, χα, χα. - Σ’ απάντησε; - Τι να μου απαντήσει ο βλάκας; Ά, ά, ά…, τώρα κάτι γράφει. - Τί σούγραψε; - Άστονε το βλάκα…, κουταμάρες. - Για να δω…, τί σούγραψε; - Δεν απαντάω σ’ αυτουνούς που είναι κατωτάτου επιπέδου.
222
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
- Ναι, αλλά τί σούπε; - Πάτησα το κουμπί «διαγραφή και απενεργοποίηση σχολίων», να μη μου γράψει άλλο ούτ’ αυτός ούτε καένας. Κλεινόσουνα στο σπίτι, έκλεινες το τηλέφωνο, κλειείς τα σχόλια. Όσο και να προχώρησε η τεχνολογία πάντα μπορείς να βρεις τρόπο να απενεργοποιείς τα ανεπιθύμητα σχόλια. Είναι ανυπόφορο να τ’ ακούς. Και πιο πολύ να τα διαβάζεις, τώρα που ο ηλεκτρονικός λόγος ξαναεφηύρε το γραπτό. Σα να στέρνεις γράμμα σ’ όλους. Σα να τηρούνται πρακτικά. - Δε σούπα να μη γράφεις ποτέ σου;
27-9-2019
ΤΟ ΤΑΠΕΡ Κάθε πρωί τα ίδια. Ερχόντανε, εστρογγυλοκαθόντανε, εσταύρωνε τα χέργια του απάνου στη παραδαρμένη του, άπλωνε τα κλιντσιά του και διέκοπτε τη κάθε υπό τας φιλύρας σοβαρή συζήτηση. - Τι θα φάτ’ εσήμερα; Του απαντούσανε εν χορώ. - Μακαρόνια! Τους αγνοούσε και συνέχιζε: - Το πρωί είχε ένα γαύρο ολόφρεσκο, γυάλιζε το μάτι του, σου ‘ρχόντανε να τόνε φας ωμόνε. Ζωντανός. Επήρα δυο κιλά, τί μια ψυχή είμαι. Πόσο να φάω; Θα τόνε ξεροτηγανίσω με μπόλικο αλάτι και θα κάμω και σκορδαγιά. Έχω βράσει έξη πατάτες από νωρίς, καθάρισα κι έξη σκελίδες σκόρδο, μία για κάθε πατάτα - έτσι πάει, κι επήρα κι ένα κιλό κολοκυθάκια. Βραστά θα τα κάμω, τί τηγανητά με πειράζουνε. Μόνο τσι κολοκυθοκορφάδες θα τηγανίσω για μεζέ στο ούζο που πίνω κατά τσι έντεκα. Και για χώνεψη έχω κακοτρύγη, περσινόνε, τι να σας ελέω…, έχει γίνει κουνιάκου σκέτο. Ψέματα έλεγε. Πρώτα απ’ όλα είχε φεγγάρι και δεν είχανε βγει οι τράτες. Που τόνε βρήκε το γαύρο; Αλλά όλοι ξέρανε που πάει η δουγειά. - Και πως θα τα κάμει τα μακαρόνια; με κυμά; ογκρατέν; καλύτερα κάμε ένα παστίτσιο αλλά πρόσεξε τη μπεσαμέλ μη σου σβογιάσει και δε τρώεται. - Με σάρτσα θα τα κάμει. Κολοπίμπιρι. - Περί φτωχείας ο λόγος δηλαδή. Εψές μ’ είχε καλεσμένονε ο Νομάρχης. Είχα όμως αραντεβού και δε πήγα. Για να μη τόνε προσβάλλω επέρασα κι η γυναίκα του μούχε ετοιμάσει στο τάπερ αρνί, χεράκι, στο φούρνο με πατάτες. Τι να κάμω; Το πήρα… Δε τρωόντανε…, να σου κάμω εγώ αρνί στο φούρνο να γλύφεις και τα δάχτυλά σου. Πρώτα χαράζεις τ’ αρνί…
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
223
- Καφέ θα πιεις; - Πάλι θα κεράσεις; δεν είναι σωστό… - Το μεσημέρι να τση πω να σου βάλει στο τάπερ μακαρόνια; - Μπορώ να τση πω όχι; θα τήνε προσβάλλω. Αλλά πες της ότι την άλλη βολά που θα κάμω μπιάνκο θα τση στείλω. Βάνεις στη κατσαρόλα, τη ρηχιά, ψιλοκομμένο σκόρδο, χωρίς νερό, χωρίς λάδι, χωρίς τίποτις και μετά… - Φέρε και το τάπερ το χτεσινό, τί δεν έχει άλλο να σου βάλει. - Δικό της ήτανε; δεν ήτανε τση Νομάρχισας; - Δικό της ήτανε, δικό της.
28-9-2019
ΠΩΣ ΕΔΟΚΙΜΑΣΕ Ο ΡΟΔΟΣΤΑΜΟΣ ΤΗΝ ΕΞΥΠΝΑΔΑ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΤΟΥ ΥΠΗΡΕΤΗ Ιστορία γνωστή σε πολλούς. Από στόμα σε στόμα περνάει από γενιά σε γενιά. Την έγραψε το ’49 κι ο Μανώλης ο Μαυρογιάννης, ποιος να τόνε θυμάται; Ο χρόνος τα σβήνει όλα. Τι έκαμες, τι είπες, τι έγραψες. Πάνε όλα στο γέρο τον άνεμο. Ανθρώποι, γεγονότα, στιγμές. Αυτές οι στιγμές, οι ξεχωριστές, που είναι η μόνη συντροφιά τση ανθρώπινης ζωής μέχρι την ώρα που θα φύγει κι αυτή και θα ξεχαστεί εις τον αιώνα τον άπαντα. Ακόμα κι αυτοί που ζιούνε μέσα στσι εγκυκλοπαίδειες θα εξαφανιστούνε άμα ο ήγιος μας μπει σε καμιά μαύρη τρύπα ή μας επιτύχει κάνας κομήτης ή κάνας μεγάλος μετεωρίτης και γένουνε όλα ρουμ μπαραρούμ. Κι άμα ξαναφτιαχτεί ανθρώπινη ζωή θ’ αρχινήσει ν’ ανακαλύπτει τη φωτγιά και το τροχό από κάποιο άλλο λάις που θα τραβήξει αυτός που τραβάει τα λάις. Αυτό το μυστήργιο, το πρώτο, που μας εκάνει να λέμε για τα μυστήργια τση ασήμαντης ανθρωπότητάς μας κι άλλες φιλοσοφοτέτοιες για να περνάμε την ώρα μας, οι αθεόβοφοι, και να νομίζουμε ότι ειμάστενε σπουδαίοι. Το λοιπόν, ο Ροδόσταμος έχασε το γεροϋπηρέτη του. Πάει πόθανε. Και τώρα; Ποιός τυχερός θάμπαινε στο σπίτι του καλού παρτσινέβελου; Επεράσανε πολλοί. Καλός ο σιορ Ροδόσταμος, σπλέντιτος, αλλά με μάτι αστρίτα, πασίγνωστος για τσι μορόζες του, παντρεμένες κι ανύπαντρες, γιατί δεν έβρισκε υπηρέτη; Κάποια στιγμή εβρήκε. Εκείνος ο γείτονάς του, ο αχώνευτος, έσκασε. Τον είχε στο μάτι το Ροδόσταμο. Τούτρωγε τσι μορόζες. Εσκεφτόντανε ότι για να κάμει τόσο καιρό νάβρει υπηρέτη κάποιο ντεφέτο θε νάχε κι άμα το ανακάλυπτε θε να τόβγαζε στη φόρα να τόνε κάμει βουρδούγιο. Εκαλόπιακε το νέο του υπηρέτη, τόνε τράταρε γλυκό πιπεράτο κρασί και τον αρώτηξε.
224
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
- Πως και σε πήρε εσένανε υπηρέτη κι όχι άλλονε; - Ανέβηκα τσι σκάλες, μεσημέρι. Είχα βάλει τα καλά μου. Έσπρωξα τη πόρτα, τί ήτανε ξεκλείδωτη. Ο αφέντης ήτανε ξαπλωμένος στη ντορμέζα με τα σώβρακα και ρούχαζε. Έβηξα, αλαφιάστηκε. - Τι θέλεις εδώ; - Να με πάρετε για υπηρέτη σιορ Ροδόσταμε και τούδειξα ένα σωρό χαρτγιά από τσου παγιούς αφεντάδες μου. Ανασκαμνίστηκε, άσκωσε τα χέργια του ψηλά, «ευτυχώς, μούπε, που τώρα θα ξυπνούσα, τί θα σε διαολόστερνα», εγέλασε πονηρά κι ολομεμίας άσκωσε το αριστερό του ποδάρι και, μετά συγχωρήσεως κιόλας, άφηκε μίανε, αλλά μίανε που έκανε τα δάκρυτα του πολυέλαιου να παίζουνε το ντο, ρε, μι, φα, σολ, λα, σι. - Πιάστηνε, μούπε. Δεν ηξέρω ποιος θέος με φώτισε, έστριψα, κατέβηκα τσι σκάλες δελέγκου, εγύρισα όλα τα καντούνια του Καμπιέλου, ανέβηκα τσι σκάλες, άσκωσα κι εγώ το αριστερό μου ποδάρι κι άφηκα μίανε μ’ όλη τη δύναμη τση φασουλάδας πούχα φάει. - Πάρτηνε παρτσινέβελε, τούπα, άμα πρόσεχε μη σου ξαναξεφύγει. Έτσι με πήρε. Κι είναι καλό αφεντικό. Το καλύτερο. Ο Θέος να μου κόβει μέρες και να του δίνει χρόνια. Κι από μιστό βασιγιάς. Κόκορος ο γείτονας.
29-9-2019
ΕΓΩ; ΑΥΤΟΙ! Διαβάζω: Όλα τα πλαστικά μιας χρήσης δεν ανακυκλώνονται. Τα ρούχα δεν ανακυκλώνονται. Οι πλαστικές συσκευασίες ανακυκλώνονται. Οι πλαστικές συσκευασίες πρέπει να είναι άδειες και στεγνές. Οι μαλακές συσκευασίες από μακαρόνια, ρύζια, πατατάκια κλπ δεν ανακυκλώνονται. Ανακυκλώνονται μόνο τα μπουκάγια κι όχι όλα τα γυαγιά. Τα αεροζόλ δεν ανακυκλώνονται. Τα μικρά χαρτιά δυσκολεύουν την ανακύκλωση. Διαβάζω: Στο μπλε κάδο μπορώ να ρίχτω:
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
225
Χάρτινες συσκευασίες και χαρτοκιβώτια από π.χ. ηλεκτρικές συσκευές, χυμούς, γάλα, δημητριακά, πίτσα, μπισκότα, ζάχαρη, απορρυπαντικά, οδοντόκρεμες, χαρτοσακούλες, αλουμινένια κουτάκια από αναψυκτικά, μπύρες κ.α. Γυάλινες συσκευασίες από π.χ. νερό, χυμούς, αναψυκτικά, αλκοολούχα ποτά, βαζάκια τροφίμων κ.α. Πλαστικές συσκευασίες από π.χ. μπουκάλια νερού, αναψυκτικά, γιαούρτι, βούτυρο, λάδι, απορρυπαντικά, είδη καθαρισμού, σαμπουάν, αφρόλουτρα, αποσμητικά, πλαστικές σακούλες, φιλμ περιτυλίγματος κ.α. Λευκοσιδηρές συσκευασίες από γάλα εβαπορέ, καφέ, τόνο, ζωοτροφές, τοματοπολτό, μπισκότα, κ.λπ. Ρεζουμέ: Μια λέξη κυριαρχεί: ΣΥΣΚΕΥΑΣΙΕΣ Διαβάζω: Ανάμεσα στα μέτρα που οφείλουν άμεσα να ληφθούν, είναι να καταστρωθούν σοβαρές και συστηματικές καμπάνιες ενημέρωσης ώστε κάθε πολίτης να εμπεδώσει την αξία της ανακύκλωσης και της λεγόμενης κυκλικής οικονομίας. Να υπάρξει πρόληψη, ορθολογικός προγραμματισμός και πιλοτικές δράσεις που να περιλαμβάνουν και ανταποδοτικά οφέλη. Οι νόμοι, όσο προχωρημένοι ή αυστηροί, δεν επαρκούν αν μια αναγκαιότητα δεν γίνει συνείδηση. Διαβάζω: «Η Κέρκυρα κάνει μια Νέα Αρχή. Ξεκίνησε το πλύσιμο πλατειών, πεζόδρομων και δρόμων από το Δήμο» Μπράβο! Χίγια μπράβο, αν αυτό συνεχιστεί. Διαβάζω: Στη Φιλανδία, που έχουνε υψηλή περιβαλλοντική συνείδηση κι όχι όπως εδώ στη Ελλάδα και στην Κέρκυρα που δεν έχουμε, νοικιάζουνε, λέει, κάδους απορριμμάτων από τσου Δήμους που σου τσου αδειάζουνε για 7-8 ευρώ τη φορά. Στσι πολυκατοικίες πλερώνουνε αρκετά λεφτά στο Δήμο και τα υπολογίζουνε στα κοινόχρηστα. Άμα θέλεις κάδο ανακύκλωσης δικόνε σου, για να ρίχτεις όλα τα ανακυκλώσιμα μέσα, πάλι πλερώνεις στο Δήμο για να σου τον αδειάσει. Άμα ξεχωρίζεις τα χαρτιά, τα χαρτόνια, το γυαλί και τα μέταλλα και τα παίρνεις ξέχωρα στα σούπερ μάρκετ ή τα ληγμένα φάρμακα στα φαρμακεία ή τα κουτιά από τσι μπογιές στα χρωματοπωλεία ή τα πλαστικά μπουκάγια και τα κουτάκια τα αλουμινένια στο ειδικό μηχάνημα κ.ο.κ., σου δίνουνε λεφτά πίσω. Κι αυτό το κάνουνε πολλοί και το κάνουνε και τα μιτσά τους και βγάνουνε και χαρτζιλίκι. Και για να βγάνουνε λεφτά πουλάνε ό,τι τσου περσσεύει σε άλλους που δεν έχουνε πολλά λεφτά κι αγοράζουνε μεταχειρισμένα. Ή άμα θέλουνε τα χαρίζουνε στα κέντρα ανακύκλωσης που παίρνουνε μόνο τα γερά, διαφορετικά πλερώνεις για να σου πάρουνε και τα χαλασμένα.
226
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
Μ’ όλ’ αυτά στη Φιλανδία το 2017 το ποσοστό των απορριμμάτων που θάβονται σε ΧΥΤΥ έπεσε στο 1%, με το 58% να αποτεφρώνεται, το 41% να ανακτάται και το 100% των Φιλανδών να πλερώνει. Διαβάζω: Έτσι πρέπει να κάνουνε και οι Έλληνες, λέει η κυβέρνηση και η Στρατηγική Ομάδα Συνεργασίας για τα Απορρίμματα και εξηγεί πολλά περσσότερα για τα σκουπίδια και την «κυκλική οικονομία». Διαβάζω: Και στη Νορβηγία τα ίδια γίνονται. Και σ’ άλλες χώρες, βόρειες. Στσι πολιτισμένες. Μπράβο τους! Κι απ’ ότι κατάλαβα, εκτός απ’ όσα καίνε και κάτι λίγα που θάβουνε, ξεχωρίζουνε γυαλί, χαρτί, πλαστικό και μέταλλο που τα ανακυκλώνουνε και τα ξανακάνουνε ίδια μ’ αυτά που ήτανε πριν γίνουνε σκουπίδια για να ξαναγίνουνε σκουπίδια. Πολύ ωραία και ξανά μπράβο τους. Μηνήπως θε νάτανε καλύτερα, αυτοί οι πολιτισμένοι βόρειοι που έχουνε τσι πολλές βιομηχανίες και μας επουλούνε του κόσμου τα πράματα, να βγάλουνε ένα νόμο που να τσου ασπαγορεύει τσι τόσες πολλές ΣΥΣΚΕΥΑΣΙΕΣ που μας εφορτώνουνε να τσι διαχειριστούμε και να τσι ανακυκλώσουμε για νάχουμε κι εμείς λιγότερη δουγειά; Ή άμα εκάνανε κάτι τέτοιο δε θάτανε άλλο πολιτισμένοι; ‘Όχι τίποτις άλλο αλλά γιατί οι περσσότερες βρωμιές που μαζεύει ο Δήμος στσι πλατείες, στσου δρόμους και στσου πεζόδρομους, δικές τους είναι. Κι έχω ν’ ακούω και τον άλλονε να μου λέει: - Κατάλαβέ το. Το πολύ το σκουπίδι δε το κάνεις εσύ. Σου το δίνουνε κι εσύ πλερώνεις και το παίρνεις. Και μετά σου λένε να πλερώσεις για να σου το πάρουνε, να το κάνουνε ξανά σκουπίδι και να σου το ξαναπουλήσουνε για να ξαναπληρώσεις να στο ξαναπάρουνε αφού είναι σκουπίδι. Άμα το πρόβλημά σου είναι τα πολλά σκουπίδια, κοίτα να αγοράζεις λιγότερα σκουπίδια. Λιγότερες ΣΥΣΚΕΥΑΣΙΕΣ. - Εγώ; Αυτοί!
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
227
30-9-2019
ΣΠΑΣΤΑ ΚΑΙ ΞΑΝΑΡΙΧΤΑ Το κατάστημα διέθετε και τάβλι. Όλο εξάρες έφερνε. Τούπε κάνα δυο φορές σπάστα και ξαναρίχτα αλλά συνέχιζε. Όλο εξάρες. Έκλεισε το τάβλι απότομα, ίσα-ίσα που δε τούκλεισε το χέρι, είπε κάτι για τη τύχη του, άναψε τσιγάρο και φώναξε τη κοπέλα να τση πλερώσει τσου δυο καφέδες και το τάβλι. Ο άλλος γέλουνε. - Γιατί κάνεις έτσι; - Άσε μας… - Ορέ στη πρώτη δυσκολία δε τα παρατάμε. Έτσι είν’ η ζωή. Μια ζαργιά είν’ όλα. Πότ’ απάνου, πότε κάτου. Πότε καλά, πότε άσκημα. - Για πες μου ένα καλό; - Ορίστε…, σήμερα άνοιξε η πλατφόρμα Followgreen. - Τίναι αυτό; - Για την ανακύκλωση. - Δηλαδή; - Το λοιπόν, κοίτα τι πρέπει να κάμεις: Πρώτα θ’ ανοίξεις λογαριασμό στο followgreen.gr/centralkerkira. Μετά θα κερδένεις πόντους από σούπερ μάρκετ κι άλλα μαγαζιά που θα σου κάνουνε έκφτωση, άμα αγοράζεις απ’ αυτουνούς. - Και θα μου κάνουνε έκφτωση, έτσι; για τη ψυχή του πατέρα τους; - Όχι. Πρέπει να κάνεις εκπαιδευτικές δράσεις για την ανακύκλωση ή να γράφεις για την ανακύκλωση ή να κάνεις βίντεο και κουίζ ή να χαρίζεις ό,τι σου περσσεύει στο κοινωνικό παντοπωλείο και στο κοινωνικό φαρμακείο. Όλ’ αυτά θα τ’ ανεβάζεις στο followgreen.gr/centralkerkira κι αυτοί θα σου γράφουνε τσου πόντους. - Κοίτα να δεις… Εγώ εκπαιδευτικές δράσεις, γραψίματα, βίντεο κι απ’ αυτά τα άλλα, πως τάπες; κουίζ; δεν ηξέρω. Να δίνω στο κοινωνικό παντοπωλείο, ναι, εύκολο είναι, το καταλαβαίνω. Στο κοινωνικό φαρμακείο που δεν ηξέρω ούτε που είναι, τί να δώκω; Τα φάρμακα τα ληγμένα; - Άκου να σου πω. Οφείλεις σα δημότης να υποστηρίξεις τη προσπάθεια του Δήμου «Ανακύκλωση με διαλογή στη πηγή». Άσε τσι δικαιολογίες. - Ορέ να την υποστηρίξω και την υποστηρίζω. Εκατάλαβα ότι αυτό που λένε «στη πηγή», ότι πηγή είναι το σπίτι μου και το μαγαζί μου. Να ξεχωρίζω τα σκουπίδια μου σε χαρτγιά, πλαστικά, μέταλλα και φαγιά και πιστεύω πως θα μου βάλουνε κοντά μου απ’ αυτουνούς τσου κάδους που βάλανε και χτες στον ημιμαραθώνιο, για να κάνω κι εγώ αυτό που πρέπει να κάμω. - Μωρέ μου κάζεται πως είσαι τση αντιπολίτευσης κι είσαι και πνεύμα αντιλογίας. Τίποτις δε σ’ αρέσει; - Εγώ; Όχι μα τσου χίγιους αγιούς! Αλλά με ξεκινάνε με το να γραφτώ στο
228
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
followgreen.gr/centralkerkira. Τσούπε καένας ότι έχω κομπιούτερ και τα ρέστα; Ή ότι ηξέρω να γραφτώ, να κάμω ό,τι λένε και να μου δώκουνε έκφτωση; Ή τα λένε μόνο για όσους ξέρουνε κι εμένανε με πετάνε απόξω; - Και τι θέλεις να κάμουνε; Εσύ τι θάκανες στη θέση τους; - Εγώ θα τάλεγα τα πράματα πιο απλά. Χωρίς, πως τόπες; followgreen.gr/ centralkerkira. Θε νάλεγα στα μαγαζιά, που μου γιομίζουνε το πόρτιγο με διαφημιστικά, να γράφουνε στα διαφημιστικά τους και για το Δήμο κι ό,τι θέλει να μου πει ο Δήμος για την ανακύκλωση στη γλώσσα που καταλαβαίνω κι όχι στα αλαμπουρνέζικα που δε νογάω. Ή να μου βάλει κοντά μου απ’ αυτουνούς τσου κάδους που ξεχωρίζουνε τα σκουπίδια στη πηγή. Εγώ θα καταλάβαινα με τη μία τι πρέπει να κάμω. Αυτοί δε καταλαβαίνουνε; Τα γράμματα είναι; - Είσαι πνεύμα αντιλογίας. - Εγώ είμαι πνεύμα αντιλογίας; Μηνήπως δε μου τάπες, εσύ, καλά; Κάνε μου τη χάρη, σπάστα και ξαναρίχτα.
1-10-2019
1931 «Μικρού αναστήματος και ασημάντου εμφανίσεως». Χειμώνα καλοκαίρι φορούσε τη μαύρη αρεπούμπλικα και μια μαύρη τριμμένη φορεσιά. Συνήθως επήγαινε με τα πόδια από τη πλατεία μέχρι το Κανόνι. Κουβαλούσε τα λιγοστά σύνεργά του, «τα πολλά τάχουνε οι ερασιτέχνες» έλεγε, και στο μαντήλι έβαζε δυο φέτες ψωμί, μια βραστή πατάτα κι ένα σκληρό αυγό. Νερό θα τούδινε ο Σταμάτης πούχε το μαγαζί. Θα ξαναζωγράφιζε το ίδιο θέμα. Το ίδιο; Ίδιο το βλέπανε οι πολλοί. Αυτοί που γράφανε στσι κριτικές. Αυτοί που βλέπανε μόνο μια ζωγραφική του πεντάλεπτου. Αυτοί που δε βλέπανε τη διαφορά στο φως, αυτό που αλλάζει από πεντάλεπτο σε πεντάλεπτο και κάνει τα πάντα διαφορετικά. Αυτοί που δε καταλαβαίνανε ότι η ζωγραφιά δεν είναι μόνο η αντιγραφή τση φύσης. Τόχε πει κι αυτός αυτουνού του νεαρού που μια φορά τον είχε ρωτήσει. - Sior Άντζολο, Τί είναι τέχνη; - Μα παιδί μου, να αντιγράφεις την Φύσιν! Έτσι τούπε, μια και ο Αριστοτέλης στην ίδια ερώτηση απάντησε: «Τέχνη μίμησις της Φύσεως εστί». Αργότερα εκατάλαβε πως λάθος απάντησε του μικρού Νίκου. Αργότερα, μετά που τούφυγε η μικρή του Νέλλα. Αυτή που, όπως λένε, τσείχε κάνει το καλύτερό του πορτραίτο.
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
229
Πήρε το χαρτί, 70 Χ 40 εκ. περίπου, τόσο έκανε τσι μεγάλες του ζωγραφιές. Τσι ζωγραφιές του που τώρα είχανε πιο θαμπά τα χρώματα, όπως του θάμπωσε η ψυχή μετά τη Νέλλα του. Άμα τον ερωτούσε τώρα ο Νίκος θα τούλεγε: - Νίκο, τέχνη είναι η αντιγραφή τση ψυχής του ζωγράφου, όπως του την αντανακλά η Φύση στη ματιά τση ψυχής του. Κάτι τέτοιο θα τούλεγε. Αγνάντεψε. Κάτι είχ’ αλλάξει. Απέναντι στο Πέραμα, στη Σαβούρα, ήτανε ένα σωρός πέτρες. Τί νάναι αυτό; τί κάνουνε; - Σπύρο, ορέ Σπύρο, τι είναι αυτός ο σωρός με τσι πέτρες; - Δεν ηξέρεις σιορ Άντζουλε; Θα κάμουνε γιοφύρι μέχρι δω και θα βάλουνε σουλήνες να φέρνουνε το νερό από τσι Μπινίτσες πιο σιμά στη χώρα. Φτιάνουνε και μια δεξαμενή στην Αγιά Μαρίνα, στο Λουρί. Στην αρχή έμεινε άφωνος. Μετά είπε: - Ώ! Κέρκυρα μου τι σου κάνουνε… και τι θα σου κάνουνε, ώωω… Όταν έφυγε ο Σπύρος έκλεισε τα μάτια του με τα χέργια του. Είδε πως ήτανε μιτσός, στη Φουντάνα και στο Καβαλούρι, όταν έκοβε τούφες από τα μαγιά του και τσίδενε στα σκουδιά να κάμει πινέλα, τί ο τάτας του δεν τον άφηνε. «Οι αρχόντοι δε δουλεύουνε με τα χέργια», τούλεγε, κι ας τον είχανε πνίξει τα χρέγια. Κι αυτός κρουφά ζωγράφιζε με τα μαγιά τση κεφαλής του. Και ζωγράφιζε όμορφα. Έγινε γνωστός σ’ όλο τον κόσμο. Τα «πεντάλεπτά του» είχανε τη δροσιά του τόπου του. Αντίσκωνε όχι μόνο ό,τι έγλεπε αλλά και την ανάσα τση στιγμής και κείνο το τέρμα τση θάλασσας που άμα προσέξεις είναι μια γραμμή άσπρη. Κάποια στιγμή ξώφλησε και τα χρέγια τση οικογένειας. Νάναι καλά κι η Αγγελική που του παραστάθηκε κι ο φίλος του ο Μάρκος. Δουλέψανε με καρδιά και με ψυχή. Έκαμε και καλλιτεχική. Άρχοντας αλλά όχι ψηλομύτης. Το λέγανε και στη Φιλαρμονική και στην Εργατική Αδερφότητα και στην Αναγνωστική. Μετά είδε τη Νέλλα-Φλοράνς που του ομόρφυνε τη ζωή. Τότε που τα χρώματα στσι ζωγραφιές του λάμπανε. Και μετά που αρρώστησε από το χτικιό και την έχασε. Και μετά είδε καράβια Φαιάκων να διαβαίνουνε γιομάτα μ’ όλα τα καλά τση γης. Και τον Οδυσσέα να ξεμπουκάρει για την Ιθάκη. Και τον Αλκίνοο όρθιο να φωνάζει στσου γεφυροποιούς: «Αυτό το λιμάνι είναι δικό μου». Έβγαλε τα χέργια του. Τα δάκρυτα θολώνανε τα μάτγια του. Θολή του βγήκε κι η ζωγραφιά του. Αντανάκλαση τση ψυχής του στο καθρέφτη τση Φύσης.
230
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
4-10-2019
ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΤΣΗ ΣΠΕΖΑΣ Από χωργιό ήτανε. Στα δεκατρία του το αποφάσισε. - Θα πάω στη χώρα. - Πού θα πας, παιδί μου, στα ξένα; - Κι εδώ, μάνα, τι κάνω; Σκογειό δε πάω, οι εγιές δε μας εσώνουνε, άσε να φύγω μην έβρω τη τύχη μου στη χώρα και άμα τα καταφέρω θα σας στέρνω κι εσάς. - Να μη πας πουθενά. Στο απαγορεύω! - Θα φύγω, μάνα, θάχεις ένα στόμα λιγότερο να ταΐζεις. Έφυγε. Με τα πόδια. Έφτακε στη πόλη, ένα ακόμα ξυπόλητο χαμίνι, στη Σπηγιά. Τόνε συμμάζεψε ένα άλλο χαμίνι. - Από πού είσαι; - Από τ’ Αγύρου. - Έχεις καένανε ‘δώ; - Όχι. - Κάτσε κοντά μου. Αράξανε εκεί που ήτανε η πύλη τση Μπαρούτης, δίπλα στο Μόντε. Ο Μαρκάς ανοιχτός κι ερχόντανε οι κύργιοι για τα ψώνια. Τα παιδιά τσου πιάνανε από μπροστά. - Κύργιε, αφέντη, για τη σπέζα εγώ, εγώ… Τούκαμε νόημα να τον ακολουθήσει. - Άμε, άμε, τούπε ο άλλος, και τον άμπωσε να ξεκουνηθεί. Επήρε από πίσω τον αφέντη. Εμπήκανε στο Μαρκά. Έμεινε να κοιτάει. Ψηλά είχε τζάμια όλη η σκέπαση, να μπαίνει το φως. Κάτου, δεξιά κι αριστερά, μαρμάρινοι μπάγκοι. Δεξιά τα ψαράδικα, αριστερά τα χασάπικα, στη μέση τα μανάβικα. Τούδωκε να κρατεί το δίχτυ κι έβανε μέσα, με μεγάλη προσοχή, ό,τι αγόραζε ο αφέντης. Τα ελέη όλης τση γης. Η πείνα και τα καλά του Μαρκά τούφερε δείγια. Σώσανε. Μπροστά ο αφέντης, πίσω ελόου του. Βγήκανε κι αρεβάρανε στο αρχοντικό στη μέση τση χώρας. Ανεβήκανε τη πέτρινη τη σκάλα, άνοιξε το δουλικό και τσήδωκε το δίχτυ. - Να πάρε ΄δώ…, είπε ο αφέντης και τούβαλε κάτι όβολα στη φούχτα του. Πρώτη φορά έγλεπε τόσα όβολα. - Φχαριστώ, φχαριστώ αφέντη, όλο έλεγε μέχρι να κλείσει η πόρτα. Κατρακύλησε στη Σπηγιά. Ο φίλος του τον επήρε να φάνε. Ήξερε αυτός. Μια λεφτή στα δύο, βγάλανε τη ψύχα, ρίξανε λάδι, βάλανε τη ψύχα να πομπάρει και
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
231
μ’ ένα κρεμμύδι τήνε κάμανε ταράτσα. Ακουμπισμένοι στο πύργο του Μόντε, τόνε πήρανε για μεσημέρι. Μετά τρογυρίζανε στη Ντέζα, μη και τσου θέλανε οι ψαράδες για τίποτις. Το βράδυ στη Ντέζα κοιμηθήκανε ανάμεσα σε κάτι σακιά. Έφεξε ο Θέος τη μέρα του και ψιλόβρεχε. Ξανά ο χτεσινός αφέντης τούκαμε νόημα. Στην ανηφόρα τ’ Άγι’ Αντώνη ξαγλύστρισε κι όρμησε και τον έπιακε πριν πέσει. - Είσαι καλά αφέντη; Δεν του απάντησε αλλά από τότε έγινε η πόστα του. Κάθε μέρα τον έπαιρνε. Μια φορά μόνο του μίλησε. - Αυτό που μ’ αρέσει σε σένανε είναι που δε μιλάς, δε ρωτάς… Και πολλές φορές τον έστερνε μοναχό του να πάρει το δίχτυ στο σπίτι. Είχε μάθει. Εβρήκε παπούτσια κι ένα ταμπάρο. Του τα χάρισε η φουρνάρισσα από το συχωρεμένο. Τα βράδια τώρα κοιμόντανε στο βόρτο τση Σπηγιάς. Όλοι εκεί επηγαίνανε. Οι καμπάνες τ’ Αγιού βαρούσανε αλάρμα. Ερχόντανε οι μέρες τση Χάρης Του. Το δίχτυ παραγέμισε, πιο πολύ από κάθε άλλη φορά. - Πάρτο σπίτι. Εγώ έχω κάτι δουγειές. Εσκέφτηκε. Η μάνα μου και τ’ αδέρφια μου ούτε που έχουνε ματαδεί τέτοια πράματα. Όξω από τον Άγιο έβαλε το δίχτυ κάτου κι έκαμε το σταυρό του. - Άγιε μου να τα πάρω στη μάνα μου; Ο Άγιος ξαναβάρησε αλάρμα. Άσκωσε το δίχτυ κι έφυγε για το χωργιό. Θα τσούλεγε ότι, ορίστε, έκαμα προκοπή στη χώρα. Ο αφέντης δε πήγε στην Αστυνομία. Κι αυτός δεν εξανακατέβηκε στη χώρα. Έμεινε να μαζεύει εγιές.
6-10-2019
ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΦΑΙΑΚΩΝ Κάπου κει στα μέσα του 7ου π.χ. αιώνα, λέει το παραμύθι, ένας βοσκός έβοσκε ένα κοπάδι ταύρους κοντά στην ακροθαλασσιά. Ξάφνου βλέπει ένα ταύρο να ορμά προς τη θάλασσα και να μουγκρίζει συνέχεια. Πήγε να ιδεί. Η θάλασσα έβραζε από το ψάρι. Ψάρι να ιδείς. Εφώναξε και κάτι αλλουνούς ερίξανε δίχτυα, τα κλείσανε με καλάμια, εκάνανε ό,τι μπορούσανε να κάνουνε αλλά τα ψάρια δε πιανόντανε. Εκοίταε ο ένας τον άλλονε. - Τι έχουνε τα σκασμένα και δε πιάνονται; Ανεξήγητον και περίεργον! Και καθ’ όσον ανεξήγητον και περίεργον επήγανε να ρωτήσουνε στο μαντείο του Απόλλωνα, τί δεν είχανε ανακαλυφθεί ετότες
232
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
ούτε ο καφές ούτε τα χαρτγιά, διαφορετικά θα πηγαίνανε να ρωτήσουνε τσι καφετζούδες και τσι χαρτορίχτρες. - Να θυσιάσετε το ταύρο που μούγκριζε στο Ποσειδώνα, έβγαλε χρησμό το μαντείο και να μη ξεχάσετε, όπως φεύγετε, να αφήκετε και κατιτίς για το μαντείο. Όσο για το ταύρο θα τόνε φάμε παρέα. Δε ξαναμούγκρισε ο ταύρος, έγινε γλέντι τρικούβερτο κι οι μάντεις περιδρομιάσανε τα καλύτερα. Αμ’ πως; Είχανε κουραστεί. Και να δεις που την άλλη μέρα τα πιάκανε τα ψάρια. Μερικοί είπανε να φωνάξουνε κάνα ιχθυολόγο να τσου το εξηγήσει το ανεξήγητον και το περίεργον αλλά ως γνωστόν οι ιχθυολόγοι ήτανε από τότες ανεξήγητοι και περίεργοι και δε τάχανε καλά με τα μαντεία. Όμως εγέμισε ο τόπος ψάργια και πολύ το ευχαριστηθήκανε και ο κόσμος και το γκουβέρνο, γιατί τα πούλησε σε καλή τιμή στσου απέναντι και εγιόμισε το ταμείο. Και ως ευσεβής λαός είπανε εκείνου του Θεόπροπου, του γλύπτη από την Αίγινα, και τσούφτιαξε ένα χάλκινο ταύρο και τον αφιερώσανε στον Απόλλωνα. Του κάνανε και παζάργια, αυτός δεν υποχωρούσε, και για να τα βρούνε τσούκαμε και μια αγελάδα. Το βρήκανε συφέρον, δυο αγάρματα στη τιμή του ενός, και τα πήρανε. Έφυγε μια αντιπροσωπεία να πάει στους Δελφούς να δώκει το ταύρο το χάρκινο και μια άλλη να πάρει την αγελάδα στην Ολυμπία. Επήρανε και ψάργια που περσσεύανε να τα χαρίσουνε αλλά στο δρόμο βρωμέψανε, τί είχανε απεργία τα φορτηγά/ψυγεία και τσου χαλάσανε και τα πετάγανε στο δρόμο να τα φάν’ οι γάτοι. Όλα ωραία και καλά αλλά πως έγινε κι ένα μιτσό ξαγλύστρησε την ώρα που έπαιζε και βάρησε το κεφάλι του στη χάρκινη την αγελάδα και το τσαμένο πάει πόθανε. Κακό μεγάλο. Επιάκανε οι ντόπιοι και δικάσανε την αγελάδα, αυτή δεν έβαλε δικηγόρο, τί σου λέει εγώ φταίω; και την έχασε τη δίκη και την εξορίσανε. Τα νέα εφτάκανε και στσου Δερφούς, έτυχε νάναι κει κι ο Απόλλωνας πούχε πάει να ιδεί τι γένεται με το μαγαζί, γιατί δεν είχε και πολύ εμπιστοσύνη σ’ αυτούς τους μάντεις, όλο φουσκωμένα τα έξοδα του παρουσιάζανε, και φρύαξε. - Ρε, εξορίσανε την αγελάδα του ταύρου μου; - Κατόπιν δίκης… - Κεκλεισμένων των θυρών και χωρίς δικηγόρο; Εκατέβηκε θυμωμένος ο Απόλλωνας στην Ολυμπία, τσάρπαξε από το λαιμό. - Ρε σεις, εισάστενε άδικοι. - Δε γνωρίζαμε ότι η αγελάδα είναι του ταύρου σας… Τώρα που το μάθαμε αλλάζει το πράμα. Είπε ο Απόλλωνας να τσου στείλει στο γέρο τον Άδη αλλά είχε αγώνες στίβου και χάζευε έναν Ηρακλάκια που έβγαινε παντού πρώτος, ο κερατούκλης.
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
233
Οι άλλοι κάνανε γρήγορα-γρήγορα νέα δίκη και την αθωώσανε την αγελάδα και τήνε ξαναβάλανε στη θέση της. Την είδε ο Απόλλωνας και φχαριστήθηκε. - Έτσι μπράβο να εισάστενε δίκαιοι τσούπε κι έφυγε να ανεβάσει στο fb μια σέρφι πούχε τραβήξει με τον Ηρακλάκια. Ησυχάσανε και στην Ολυμπία, τί σου λέει με τσου Θεούς τα βάζουνε; δε τα βάζουνε. Τα μάθανε κι οι Φαίακες κι εκόψανε νομίσματα με σκηνές να τσου θυμίζουνε το περιστατικό. Κι όλα τούτα δεν είναι τέγεια ψέματα. Λένε πως τάγραψε ένας Παυσανίας που ζούσε εκείνη την εποχή κι έγραφε ιστορίες νάχουνε να γιομίζουνε οι φημερίδες τσι σελίδες τους.
8-10-2019
ΣΤΗ ΡΟΥΓΑ Η μαμή τση τόπε τση Κερκύρας του Δήμου. - Μεγάλη κοιγιά έχεις, μωρή. Μη κάνεις δίδυμα; Κι άμα τήνε φωνάξανε που κοιλοπονούσε, πράγματι δίδυμα τσήβγαλε. Καλή γέννα. Μ’ ένα πόνο. Μπαρδόν με δύο. Γέννησε δυο κουκλάκια. Ήρθε η ώρα να βαχτιστούνε. - Τη μίανε Κερκύρα θα τήνε βγάλεις, το όνομα τση νόνας σου, τσήπε η μάνα τση. - Τη μίανε Κερκύρα θα τήνε βγάλεις, το όνομα τση μάνας μου, τσήπε η πεθερά τση. - Μα και μένα Κερκύρα με λένε, μη δε κάνει; Ρωτήσανε το παπά, δεν τούχε ματατύχει κι αυτουνού, ρώτησε, ούτε αυτοί που ρώτησε ξέρανε, τσούπε πως μπορούνε. Ρωτήσανε και το ληξίαρχο και τσούπε πως θα είχανε πρόβλημα πως θα τσι ξεχωρίζουνε με το ίδιο όνομα, πατρώνυμο και μητρώνυμο. Αλλά άμα παντρευτούνε, τσούπε, θα πάρουνε τα ονόματα των αντρώνε τσου και θα ξεχωρίζουνε. Και τσούκανε τη χάρη και τσούπε πως μπορούνε. Κι άμα είχανε ποτές πρόβλημα θα το κανόνιζε αυτός, είπε. Κι έτσι τσι βαχτίσανε και τσι δυο Κερκύρες αλλά με διαφορετικούς νούνους, να μην έχουνε να λένε στσι ρούγες. Κι όλο ελέανε πως πρέπει να τσι παντρέψουνε νωρίς-νωρίς. Μεγαλώσανε, τσου φορούσανε τα ίδια ρούχα, τσου ίδιους φιόγκους στα μα-
234
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
γιά, τσι ίδιες ποδιές στο σκογειό, δε τσι παράλλαζες με τίποτις τσι δυο Κερκύρες. Όλο μαζί επηγαίνανε, ήτανε κι ομορφούτσικες, τσι διπλαρώσανε έν’ απόγιομα δυο φαντάροι πούχανε βγει από το ΚΕΝΚ με εξόδου. Εγίνηκε το γάρμπο, αραντεβού στα σκοτάδια μαζί επηγαίνανε, κάποια ώρα απολυθήκανε από το στρατό τα παλληκάργια, τσι χαλέψανε, εγινήκανε μαζί οι δυο γάμοι και τσι πήρανε στα χωργιά τους. Ο ένας ήτανε από το Όρος κι ο άλλος από τ’ Αλεύκι. Όταν στο σπίτι τση μάνας Κερκύρας εκουβεντιάζανε για τα θηλυκά τα δίδυμα, για να τα ξεχωρίζουνε ελέγανε η Βόρεια Κερκύρα αυτό, η Νότια Κερκύρα το άλλο. Και τη μάνα Κερκύρα του Δήμου, που ήτανε στο κέντρο, τήνε λέγανε Κεντρικιά. Δε τση πολυάρεσε το Κεντρικιά αλλά τήνε καλοπιάνανε. - Μία είναι η Κερκύρα, μη χολεύεσαι, όπως μία είναι και η Κέρκυρα. Η πέρδικα η μικρή, η παινεμένη, σ’ όλο τον κόσμο ξακουστή και ζηλεμένη, που λέει και το τραγούδι στη ρούγα.
9-10-2019
ΠΩΣ ΤΟ ΝΤΕΜΠΛΟΝΙ ΕΣΩΣΕ ΤΗ ΧΩΡΑ Τω καιρώ εκείνω εσυνεννοηθήκανε οι βόρειοι και οι νότιοι μετά από χρόνια φαγωμάρας για τα ονόρε τους και τα νιτερέσα τους. Κάνανε μπρακ, εσταματήσανε τα πολλά-πολλά κι είπανε να βρεθούνε να τα πούνε. Κι επειδή η Χώρα είχε κλείσει τα σύνορά της, δυο καράβια αρματώσανε με σαρανταδυό κουπιά το καθένα κι εβρεθήκανε μεσοθαλασσίς και σε διεθνή ύδατα να τα ειπούνε. Είχε και μια ρεστία και το κούνει-κούνει τσούφερνε αναγούλα αλλά δε το καταλαβαίνανε. Λέγανε που έφταιε ο κακοτρύγης. - Ορές, τι θα κάνουμε; Αυτοί τση Κεντρικιάς δε μας αφήνουμε να περάσουμε. Εβγάλανε NAVTEX και μας αποκλείσανε. Εκλείσανε με περίπουλα κι όλους τσου δρόμους και μαζώνουνε στρατά. Μέχρι και τα φρούργια φτιάχνουνε. Πάνε για πόλεμο. - Τα γλέπουμε, δε τα γλέπουμε… Εμείς λέμε ότι άμα δε τσου πρωτοβαρήσουμε θα μας εβαρήσουνε αυτοί. Η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση. Το λέει κι ο προπονητής τση ομάδας μας, που όσο νάναι κάτι ξέρει παραπάνου. - Ετότες να τσου επιτεθούμε κι από πάνου κι από κάτου και να τσου διαλύσουμε. - Μαζεύτε στρατό και τσι τόσες του μηνός απάνου τους. Δώκανε τα χέργια, κάνανε αβάρα ν’ ανοίξουνε τα καράβια που τάχανε διπλαρωμένα και φύγανε. Ώρα ήτανε, τί αρχινήσανε και ξερνάγανε.
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
235
Ήρθανε οι τόσες του μηνός, εβάλανε τα στρατά στο ΚΤΕΛ, τσου πιάκανε τσου άλλους στον ύπνο, οι βίγγλες στο Αγγελόκαστρο και στην Αγιά τη Κυριακή εκοιμόντανε και δεν ανάψανε τσι φωτιές να ειδοποιήσουνε το Παγιό το Φρούργιο, σχολική εκδρομή εκάμανε, επήρανε όλα τα χωργιά εκτός από τα χωργιά γύρω από το Ντεμπλόνι, τί τσου ερίξανε αέργια και όπου φύγει-φύγει από τη μπόχα. Και νάσου τους στ’ Αβράμη, στσι Φυλακές και πάνου από τον Ανεμόμυλο. Οι άλλοι ίσα-ίσα επρολάβανε ν’ ανεβούνε στο Νέο το Φρούργιο, στο προμαχώνα πάνου από το Γυμναστήργιο και στον άλλονε πάνου από το Κορφού το Παλλάς και κοιτάγανε. Και τώρα; Έγινε σύσκεψη. Τα πυρομαχικά λειψά, αι τροφαί λειψαί, το νερό από το Γαρδίκι και τη Μπινίτσα τσου το κόψανε, η επιστράτευση κατά διαόλου, τί οι περσσότεροι επίνανε φρέντο στο Λιστόν, μαύρη μαυρίλα έπεσε στο Σαν Τζιάκομο. Το Μον Ρεπό είχε καταληφθεί. Κάποιος είπε: - Αφού επεριμέναμε τσι φωτιές από το Αγγελόκαστρο, καλά να πάθουμε. Στακάτε να πάρω στο κινητό τη δικήνε μου στο Ντεμπλόνι. Πήρε. - Έλα τι γένεται εκεί; - Όλα καλά. Αμολάραμε τα αέργια με τη μπόχα κι όπου φύγει-φύγει όλοι τους. Λειβάδι Ρόπα, Ευρωπούλοι, Κοκκίνη, Άφρα, Καρουμπάτικα, Τρίκλινο κι ο μισός Ποταμός ελεύθερα. - Δε τσου κάνετε ένα αντιπερισπασμό, να τσου ριχτείτε από πίσω, να μας ελευθερώσετε κι εμάς; - Δύσκολο. Έχει κλείσει κι ο ΧΥΤΑ από την απεργία και παλεύουμε να τον ανοίξουμε, τί εκεί έχουμε τα αέργια. - Κάμετε κάτι, τί εδώ είπανε στο Σαλιμπούργο να αναλάβει κι αυτός δε θέλει. Καλά είμαι εδώ που είμαι, λέει. - Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι άμα φυσήξει κάνας Πουνέντες καλός να ξαμολύσουμε τα αέργια, να πάνε καταπάνου τους, να τσακιστούνε να φύγουνε. Εφύσηξε Πουνέντες καλός, αμολύσανε τα αέργια, οι άλλοι εφύγανε μη σκάσουνε και μετά από λίγες μέρες εδώκανε αραντεβού οι τρεις στρατηγοί να τα επούνε. - Αντίς να μαλώνουμε δεν είναι καλύτερα να τα βρούμε; Στο κάτου-κάτου όλοι σε μια σταγιά γης ζιούμε. - Σωστό να τα βρούμε αλλά εκ των γεγονότων απεδείχθη ότι το μέγα πρόβλημα δεν είναι το ονόρε του καθεμιανού αλλά τα αέργια που αμολάει το Ντεμπλόνι. Πρέπει όλοι να βάλουμε ένα χεράκι να μη βγάνει άλλο. - Ναι, ορές παιδιά, το Ντεμπλόνι πρέπει να το κοιτάξουμε όλοι μαζί.
236
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
Εβγήκανε αγκαγιασμένοι στο μπαρκόνι κι είπανε: - Τα βρήκαμε, τα βρήκαμε. Ο κόσμος από κάτου εφώναζε όλόοοο… και μετά επήγε να αποτεγειώσει το φρέντο του στο Λιστόν.
12-10-2019
ΑΧ ΒΡΕ ΑΡΗ…, ΑΧ ΒΡΕ ΑΡΗ… Από μικρός έκανε φασαρίες. Μόλις του βγάλανε τα πάμπερς όλο με τα σπαθιά καταγινόντανε. Στην αρχή έφτιαχνε ξύλινα, μετά ήθελε τ’ αληθινά. Στους καυγάδες πρώτος. Γύριζε σπίτι κι ήτανε κατασκοτωμένος. - Με ποιόνε μάλωσες πάλι; Έλα δω να σε φτιάξω. Τούβαζε βιζιγάντια κι ότι βότανο μάζωνε στο βουνό αλλά όλο μια μαυρισιά ήτανε. Ο πατέρας του κρυφοχαμογελούσε. - Άστονε. Άντρακλας. Να δεις μια μέρα, όταν κλείσω τα μάτια μου, όλος ο κόσμος αυτόνε θα προσκυνάει. Μεγάλωσε, θέριεψε, τούκαμε και κείνος ο εργοστασιάρχης στη Λήμνο τα καλύτερα όπλα, υπερυψηλής τεχνολογίας στελθ και τέτοια, έμαθε όλα τα μυστικά του πολέμου, όλοι αυτόνε ερχόντανε να ρωτήσουνε άμα είχανε υπ’ όψη τους να βρούνε κάνα οχτρό, γείτονα ή όχι, να βγάλουνε τ’ απωθημένα τους, να τόνε κλέψουνε, νάχουνε αυτοί πιο πολλά. Τί οι ανθρώποι έχουμε ακόμα μέσα μας το ζω το άγριο και δε τόχουμε διώξει ακόμα. Όλοι σκυλόδοντα έχουμε και νύχια να μας θυμίζουνε το λάις μας. Και τα βγάνουμε όξω, να δαγκάσουμε και να ξεσκίσουμε είτε ένας-ένας είτε πολλοί μαζί. Με τον Άρη επικεφαλής. Δεν υπήρχε καυγάς να μην είναι μέσα. Και πανούργος και αδίστακτος και εαυτουλάκιας. Τύφλα νάχει ο Αλ Καπόνε. - Θα μας υποστηρίξετε; ξέρετε έχομεν το δίκαιον με το μέρος μας. Δεν έδινε δεκάρα περί του δικαίου. Το συφέρον του εκοίταε. - Και γιατί περικαλώ να σας υποστηρίξω; - Θα σας θυσιάζομεν έναν ταύρον με κάθε νέαν πανσέληνον. - Οι άλλοι μου δίνουνε δύο. - Εμείς τρεις. - Πέντε και κλείσαμε. - Μας βάζετε το μαχαίρι στο λαιμό…, μας βρίσκετε στην ανάγκη…, πέντε; πέντε.
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
237
Έτσι έκλεινε τσι δουγειές παγιά, έτσι τσι κλείνει και σήμερα. Θέλεις να σε υποστηρίξω; Πλέρωνε. Δηλαδή τι; Τσάμπα πάει η παλληκαργιά και τ’ άρματα; Έχουσι φθοράς. Εγώ θα τσι πλερώσω; Έφτακε στο σημείο να μαλώσει και με το μπαμπά του, τότες στη Τροία. Ετραβούσε τα γένια του ο Δίας. - Άαα…, το παγιόπαιδο, ανάθεμα την ώρα που δε το αφαλόκοψα μικρό. Καλά μου τόλεγε ο εργοστασιάρχης να τόνε ξεκάμω όπως του ξέκαμε κι αυτός το σπιτικό του. Τα χρόνια επεράσανε, ο Δίας έκλεισε τα μάτια του, τώρα στο βουνό του ανεβαίνουνε ορειβάτες και χάνουνε το δρόμο και τρέχει η ΕΜΑΚ να τσου γλυτρώσει, κι ο κόσμος διαβάζει περί του Διός και των άλλων δέκα σε βιβλία που απόξω γράφουνε «Μυθολογία». Μόνο αυτός, ο δωδέκατος, έμεινε. Σωστά το μάντεψε ο Δίας. Μόνο αυτός έμεινε και τρογυρνάει με F-35 και S-400 όλη τη γης, παρέα με το φίλο του το Χάρο που από μικροί εγίνανε φίλοι. Αυτόνε που γράφει στο τεφτέρι του τσου νεκρούς τση μέρας. Ακριβώς. Από κείνη την εποχή τη παγιά αλλάξανε οι θρησκείες. Μουσουλμάνοι, ινδουιστές, χριστιανοί ένα σωρό θρησκείες που τσι προσκυνάνε οι ανθρώποι και κατά τη περίσταση τσου βλοάνε τα όπλα. Από πέτρα μέχρι μπόμπα πυρηνικιά. Καμιά τους δεν έβγαλε απόξω τον Άρη. Μια ξεφυλλισιά να δώκεις στην ιστορία, όλη γιομάτη μ’ αυτόνε είναι. Και προσαπόκου να το πάρεις, δε θάναι πάνου απόνα δισεκατομμύργιο όσους χάρισε στο φίλο του το Χάρο; Δε θάναι κάτι πολλά δισεκατομμύργια όσοι κλάψανε, όσοι πονέσανε, όσοι δυστυχίσανε, όσοι ξεσπιτωθήκανε, όσοι βάλανε μπροστά τα παιδιά τους; Μόνο τα δάκρυτά τους να μαζώξεις κάνεις ωκεανό, να πνίξεις όσους πνίγονται κολυμπώντας μη και γλυτώσουνε. Οι ειδήσεις λένε ότι τσι τελευταίες μέρες ο Άρης κάνει διακοπές στη Συρία. Αχ βρε Άρη…, αχ βρε Άρη…
16-10-2019
ΚΡΑΣΙ ΚΑΙ ΛΑΔΙ Εφοβόντανε. - Ξέρω ‘γώ τι μπορεί να γένει; Πόλεμος έρχεται. Χρόνια κυνηγημένοι είχανε μάθει. - Πρώτα απ’ όλα να ζήσουμε. Και για να ζήσουμε θέλουμε φαϊ. Τι μπορούμε να φυλάξουμε που να μη χαλάει; Έχτισε στο υπόγειο ένα κομμάτι και μέσα έβαλε πολλές μποτίγιες με κρα-
238
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
σί. Τσι γέμισε μέχρι απάνου, να μην έχουνε αέρα, και τσι σφράγισε με φελλό δεμένονε με σύρματα κι από πάνου έβαλε βουλοκέρι. Στο χωματένιο πάτωμα του υπόγειου από χρόνια είχανε βάλει οι παγιοί του δυο πέτρινες πίλες για λάδι. Τσι γιόμισε σιγά-σίγα μέχρι απάνου και τσίκλεισε με τσι πέτρινες πλάκες τους. Στσου αρμούς έχωσε κουρελούδες και τσου σφράισε. Από πάνου ξανάριξε χώμα και το πάτησε καλά. Με το που άκουσε τσι πρώτες σειρήνες μάζωξε την οικογένεια στο υπόγειο. Απόξω πέφτανε οι μπόμπες. Τσούδειξε τα κατατόπια. - Εδώ έχουμε το κρασί, εδώ το λάδι. Θα βγάνω εγώ με τρόπο λίγο-λίγο, έτσι ανοίγουμε για το κρασί κι έτσι για το λάδι, να μη φαίνεται, τί όπου νάναι θαρχίσουνε οι κλεψιές και πρώτη τη δική μας τη γειτονιά θα βάλουνε στο μάτι. Έκανε τα κουμάντα του αλλά κάποια στιγμή τσου πήρανε, όλη τη γειτονιά, και δε ματαγυρίσανε. Μετά από χρόνια έπεσε η στέγη του σπιτιού, ερείπιο έγινε. Επουλήθηκε. Τώρα πως επουλήθηκε είναι μια άλλη ιστορία. Πάντως πουλήθηκε κι ο καινούργιος ιδιοκτήτης έβαλε μπρος να το γκρεμίσει για ν’ ασκώσει πολυκατοικία. Ο Σπύρος εδούλευε μανουάλος στον αργολάβο που το ανάλαβε. Ο Σπύρος είχε φίλο τον άλλονε που είχε γίνει Δήμαρχος; Νομάρχης; κάτι τέτοιο. Μια ζωή μαζί τα πίνανε, ακόμα και τώρα που ο άλλος είχε θέση. Ο Σπύρος στο υπόγειο εβρήκε τα κρασιά και τα λάδιατα. Εκοίταε για καμιά λάτα λίρες αλλά δεν εβρήκε. Αυτά εβρήκε. Πήγε στο περίπτερο και τόνε πήρε τηλέφωνο. - Ορέ, άσε ό,τι κάνεις και άμε φέρε ψωμί, σαλάδο, τυρί εγιές, τέτοια, κι έλα τι τό και τό εβρήκα στο υπόγειο που δουλεύω. - Δε μπορώ, έχω σύσκεψη… - Μωρέ κάνε μου τη χάρη… Το κρασί είναι έξτρα πρίμα γκουτ. Το λάδι είναι τσαγκό αλλά ποιος έχει φάει λάδι κατοχικό; Έχεις φάει ποτές σου; - Να το πω και τσ’ αλλουνούς; - Πες το σ’ όποιονε θέλεις, έχει πολύ. Η σύσκεψις ανεβλήθη, λόγω αιφνιδίως ενσκυψάσης αδιαθεσίας εις τον στόμαχον του αλλουνού, και η παρέα εμαζώχτηκε εκεί που εμαζευόντανε να μη τσου βλέπουνε οι πολλοί. Φάγανε, ήπιανε αλλά πρώτη φορά δεν ευθυμήσανε. Όλο ιστορίες από τη κατοχή ελέγανε, όλο ιστορίες από τη γειτονιά αυτή ελέγανε. - Θεός σχωρέστους, άδικα επήγανε τ’ άχαρα. Τα σακατέψανε. Ο Σπύρος έχυσε λίγο κρασί από το ποτήρι του στο πάτωμα. - Ανάπαψη νάβρει η ψυχούλα τους. Το ρέστο κρασί και το λάδι το πήρε την άλλη μέρα ο αργολάβος, τί αυτό εσυμφώνησε. Τα υλικά τση κατεδάφισης ήτανε δικά του.
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
239
19-10-2019
Η ΚΑΗΜΕΝΗ ΜΑΡΙΑ Πριν ή μετά από τσι κουμπάρες που παίζανε πάντα τα θηλυκά, επαίζανε και τη καημένη Μαρία. Η καημένη η Μαρία κάθεται και κλαίει που δε τη παίζουνε οι φιλονάδες της. Σήκω απάνω, σφόγγισε τα μάτια σου, κοίτα τον ήγιο κι αποχαιρέτησε. Κοπελίτικο το παιχνίδι, κοπελίτικο και το τραγούδι που τραγουδιόντανε στσι γειτονιές από τσι κοπέλες που χορεύανε γύρω από τη καημένη τη Μαρία. Και σηκωνόντανε η Μαρία, αποχαιρετούσε, και γινόντανε μια άλλη κοπέλα Μαρία και δώστου από την αρχή με τη καινούργια Μαρία. Την ίδια ώρα οι μούλοι επαίζανε ληστές χωροφυλάκοι και κάτι τέτοια αλήτικα. Τί δεν έκανε να παίζουνε τη καημένη τη Μαρία. Αυτό έλειπε ο Παντελής να κάνει τη Μαρία. Κάνει; Δε κάνει. Μα και τι παιχνίδι ήτανε αυτό; Γιατί το παίζανε οι κοπέλες; Τι ωραιότητα του βρίσκανε; Τσι κοιτάζαμε λοξά και υποτιμητικά αλλά δε τσι κοροϊδεύαμε. Είχε ξυπνήσει μέσα μας ο ιππότης. Τι; τσάμπα εβλέπαμε στο «Εθνικόν» τον Ιβανόη και τσάμπα εδιαβάζαμε, κρυφά, τον Αρχισιδηρουργό του Ζορζ Ονέ, που τον είχε σε συνέχειες «ο Θησαυρός»; Αλλά άλλο τ’ αγόρια που κάναμε τσου παλληκαράδες να εντυπωσιάσουμε το σύμμεικτο παιδολάσι κι άλλο οι κοπέλες που φέρνανε τσι κούκλες τους να παίξουνε τσι κουμπάρες. Από τσι χειροποίητες κουτσούνες τους μέχρι εκείνες τσι ιταλικές που ανοιγοκλείνανε τα βλέφαρα και μερικές που εμιλούσανε κιόλας. Δεν ελέγανε μαμά, μάμα ελέγανε στα ιταλικά. Αλλά και στη Κέρκυρα το μάμα έδινε κι έπαιρνε, τί οι περισσότεροι μάμα εφωνάζανε τη μάνα τους. Η Σοφία δεν είχε κούκλα. Μια κουτσούνα είχε. Δυο ξύλα καρφωμένα σα σταυρό. Την έντυνε με τα ρετάγια τση γκιορνάδας. Αλλά εζήλευε τσι άλλες που είχανε τσι καλές. Μια φορά τήνε πειράξανε για τη κουτσούνα της. Τσήρθε να κλάψει. Έπνιξε το λυγμό στο λάρυγγα αλλά τα μάτια τση λαμπυρίζανε. - Παίζουμε τη καημένη Μαρία; - Ναίααιαι… - Ποια θα πρωτοκάνει τη Μαρία; - Να κάνουμε τόκο. - Όχι, θα τη κάνω εγώ, είπε η Σοφία, κι έκατσε κουκουνάκι στη μέση. Έκλεισε τα μάτια της με τα δυο της χέργια κι άφηκε τα δάκρυα να κυλήσουν. Κάποτε η θυγατέρα της η μεγάλη, παντρεμένη στην Αθήνα, τσήφερε μια κούκλα από τσι καλές. Την έβγαλε Ρόζα, την έβαλε στη μέση τση γόντολας και δεν άφηνε καένανε να τήνε πειράξει. Ούτε τ’ αγγόνια της. Μωρέ όλο το σπίτι να τση
240
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
κατεβάζανε δε τήνε πείραζε. Τη Ρόζα μη πειράζανε. Στο παγκάκι τόλεγε στσι άλλες φιτουάλες και γέλουνε. Ήτανε κι άλλες σα κι αυτήνε που αποχτήσανε καλή κούκλα στα μεσάτα τους. Τα λέγανε και γελάγανε. Προσέχανε και τα νέα τα κοπελίτσια που παίζανε στη πλατεία. Τώρα την είχανε στρωμένη με γκαζόν. - Δε παίζουνε άλλο οι κοπέλες τη καημένη Μαρία; Δε παίζανε άλλο. Είχανε όλες κούκλες. Δε χρειαζόντανε τη καημένη τη Μαρία να τσου κρύψει τα δάκρυτα.
20-10-2019
ΣΑΝΤΕ (ακατάλληλο για μη καπνιστές – κουραστικό για τους πάνω από ένα Α4) Στα παγιά τα χρόνια καένας δεν εκάπνιζε. Μόνο η Πυθία κάτι δάφνες. Καπνίζανε βέβαια οι ιθαγενείς στην ήπειρο που μετά την είπανε Αμερική, αλλά δε την είχανε ανακαλύψει ακόμα και δε το ξέρανε οι άλλοι. Το μάθανε μετά που ο Κολόμπος γι αλλού επήγαινε κι αλλού εβρέθηκε και πήρε να δοκιμάσει απ’ αυτό που μασουλάγανε οι ντόπιοι. - Τι είν’ αυτό; - Siyar. - Και τι κάνει; - Καλό στσι αρρώστιες και κάτι άλλα… - Για φέρτε το να δοκιμάσω. Του δώκανε, μάσα φτυέ η κατάσταση, δε τ’ άρεσε. - Πάρε κι απ’ αυτό. Πήρανε και τυλίξανε κάτι φύλλα μέσα σ’ ένα μεγάλο φύλλο, του το βάλανε στο στόμα, του βάλανε φωτιά και τούπανε: ρούφα. Ρούφηξε, έβηξε, είπε να το πετάξει αλλά στη τρίτη ρουφηξιά σα να του καλάρεσε. Τον είδανε και τα πορτογαλάκια, siyar κι αυτά, και το φέρανε το παράξενο στη Λισσαβώνα και μοστραριζόντανε στσι ταβέρνες του λιμανιού στσι πρόθυμες. Παφ, πουφ. - Τι είν’ αυτό, καλέ; πως το λένε; - Cigarro, αλλά άστε το, δε κάνει για σας. Άμα πεις «άστο, δε κάνει για σένα», είναι σα να γυρίζεις τη μανιβέλα να πάρει μπρος η μηχανή. Με μανιβέλα τη περιέργεια ξεκίνησε η ιστορία. Πάντα έτσι ξεκινάει το καινούργιο. Τσου άρεσε. - Έχεις άλλο; - Όχι, το τελευταίο ήτανε. Σ’ άρεσε;
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
241
- Πολύ. Κι άμα αρέσει ένα πράμα, το εντοπίζουνε τα λαμόγια και κοιτάνε πώς να τα κονομήσουνε. - Άμα ξαναπάτε ‘κεί κάτου, φέρτε να φυτέψουμε κι εδώ. Με το αζημίωτο. Κι επειδή το αζημίωτο είναι σα το λάδι που κάνει τη μηχανή να δουλεύει ρολόι, έτσι έγινε. Φυτέψανε, ξεραίνανε τα φύλλα, τα ψιλοκόβανε και τα πουλούσανε. Ρουφάγανε ταμπάκο από τη μύτη και φτερνιζόντανε, καπνίζανε τα cigarros, το προϊόν κατέκτησε την υψηλή κοινωνία, η Λιμόζ έφτιαχνε ταμπακιέρες πορσελάνινες, οι εγγλέζοι ταμπακιέρες ασημένιες και με μονόγραμμα, τζίρος να δεις. Από κοντά και το κράτος, πούβαλε τη φορολογία καπνού, τί; μόνο εσείς τα λαμόγια θα τρώτε; θα φάω κι εγώ. Οι επιστήμονες ανακαλύψανε ότι καταπολεμά το στρες, οι στρατηγοί το δίνανε αβερταμάν στους φαντάρους στο Α΄ Παγκόσμιο, οι φτωχοί εψάχνανε να τσιμπήσουνε τη γόπα στο δρόμο, να φουμάρουνε, να πάνε τα φαρμάκια κάτου. Ο σινεμάς έδειχτε όλα τα παλληκαρόπουλα να φουμάρουνε. Ο Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ είχε καπνίσει ένα φορτηγό τσιγάρα στη Καζαμπλάνκα, οι γκάγκστερς το ίδιο, του Κλιντ Ίσγουντ του εκρεμόντανε συνέχεια ένα τσιγαρίλος από το στόμα, η καλή κοινωνία κάτι τσιγάλες νά, πολλοί γιατροί εξετάζανε με το τσιγάρο στο στόμα, ο Τσώρτσιλ όλο μ’ ένα πούρο στο χέρι ήτανε, πολύ ήθελε να γένει το τσιγάρο απαραίτητο εξάρτημα κάθε άντρα που ήτανε άντρας; Κι από κοντά οι γυναίκες του σαλονιού με τσι μακριές φινετσάτες φούστες και τσι μακριές φινετσάτες πίπες, τί εμπήκανε κι αυτές στο λογαριασμό κι εδιαφημίζανε τη μάρκα του εργοστάσιου του καλού, σταυροπόδι και με το σιγαρέτον στο χέρι (έχασε το ένα ρου από τσου βενετσιάνους που το γράφανε cigaro κι όχι cigarro) μεταξύ δείκτου και μέσου και με χάριν, εβραβευόντανε τα τσιγάρα στις εκθέσεις, ποιότης εξαιρετική και μπράβο σας!, άμα εβιαζόντανε κάνανε ένα τσιγάρο δρόμο, ο Τοτός έλεγε «…αχ νάμουνα παππούς, να βήχω να ρουφώ ταμπάκο κάθε ώρα…», τα καπνίζανε στα τραίνα, στα λοφωρεία του ΚΤΕΛ (ανοίχτε κάνα παράθυρο, ντουμανιάσαμε εδώ μέσα), στα αερόπλανα τση Ολυμπιακής, στσι μπυραρίες, στα θέατρα, στα νισοκομεία, στσι υπηρεσίες τσι δημόσιες και στσου σινεμάδες, θερινούς και χειμερινούς. Παντού. Μέχρι και στσου καμπινέδες από τα σκογειά εκαπνίζανε οι γυμνασιόπαιδες κι έλεγε ο κυρ Γιάννης που κάνουνε φασουλάδα. Κι όλο ετούτο το ντουμάνι να δεις που δεν επείραζε καένανε. Μόνο κάτι περίεργους που ελέγανε. - Έτο κατάντια! Μαθητής του Γυμνασίου και καπνίζει. Το ξέρει, ορέ, η μάμα σου; - Να βγει ο Γιώργος στο πίνακα. Τι παράγει ο νομός Ξάνθης; - …………….. - Ποιος ξέρει; - Εγώ κύργιε. Η Ξάνθη παράγει καπνά. Το στήριγμα της ελληνικής οικονομί-
242
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
ας. Χιλιάδες είναι οι καπνοπαραγωγοί και εκεί παράγεται η καλύτερη ποικιλία καπνών, Μπασμάς, που εξάγεται και εις το εξωτερικόν. Από τη φορολογία των καπνών ο εθνικός κορβανάς ενισχύεται σημαντικώς κι απ’ ότι φαίνεται θα ενισχύεται για πάρα-πάρα πολλά χρόνια, ακόμα και στα χρόνια που θα απαγορευτεί το κάπνισμα και μετά απ’ αυτό. - Μπράβο, Κικίτσα. Τελευταίως οι γιατροί λένε ότι τα παιδιά δεν πρέπει να καπνίζουνε και μην ιδώ καένας σας να καπνίζει θα φάει αποβολή. Αύριο έχει έρανο για το Νοσοκομείο. Να φέρεται από κάτι ο καθένας. Φέρτε, μήλα, πορτοκάγια, γάλα και τσιγάρα για τσου καημένους τσου αρρώστους. - Κύργιε εσείς καπνίζετε; - Καπνίζω, αλλά εγώ είμαι μεγάλος, δε πειράζει. Εσείς εισάστενε μιτσοί, άστε το, δε κάνει για τα παιδιά. - Δηλαδή άμα μεγαλώσω θα μπορώ να καπνίζω; - Άμα πας φαντάρος. Στο στρατό μαθαίνουνε το κάπνισμα οι περσσότεροι. Στο στρατό δίνουνε και τσιγάρα τσάμπα στους φαντάρους. Αλλά τώρα άστο. Μ’ αυτό το «άστο», που εξεκίνησε από το λιμάνι τση Λισσαβώνας, εμεγαλώσανε καπνιστικά γενιές και γενιές επί πεντακόσια χρόνια και βάλε. Το 2010, νομίζω, εβγήκε κι εδώ ο Νόμος για την απαγόρευση του καπνίσματος και του ατμίσματος. Άμε να μας ξεκουνήσεις όλους εμάς τσου φουμαδόρους, τσου θεριακλήδες. Δεν είναι και το πιο εύκολο. Λένε πως σκέφτονται να μας επιάνουνε απ’ τ’ αυτί άμα μας μπλακάρουνε με το τσιγάρο ή άμα μας εκαρφώσει κάνας ρουφιάνος, κουκουλοφόρος. Σα στη κατοχή. Φήμες, δε το πιστεύω. Εντάξει, το τσιγάρο κάνει κακό, το ξέρουμε. Δε λέμε το ανάποδο. Κάνει κακό και σε μας και στα παιδιά μας και στσου άλλους που δε καπνίζουνε, τσου παθητικούς. Και θέλουμε και να το κόψουμε. Και δε θέλουμε να ενοχλάμε καένανε. Όσο μπορούμε κι εμείς. Με τσιγάρο ή χωρίς τσιγάρο όλοι ανθρώποι δεν ειμάστενε; Ή όσοι καπνίζουμε κατεβαίνουμε ένα σκαλί στη κλίμακα τση ανθρωπιάς; Εκεινούς που καπνίζουνε χασίσι τσου λένε αρρώστους και τσου βάνουνε στην απεξάρτηση. Για μας που μας το μάθανε όλοι τους, που με το χούι τους μας εμεγαλώσανε, καμιά σταγιά κατανόηση έχει; Κάνα ελαφρυντικό μπριχού μας σύρουνε στα δικαστήργια; Τίποτις; Το ξαναλέμε ότι το τσιγάρο κάνει κακό. Το ξέρουμε και το παραξέρουμε. Ό,τι δε μας εδιόρισε η Φύση κακό κάνει. Δε μας εδιόρισε ν’ αναπνέμε καπνό. Αέρα μας εδιόρισε ν’ αναπνέμε και μάλιστα καθαρό. Του βουνού. Ούτε καπνό τσιγάρου, ούτε καυσαέρια, ούτε αεροζόλ, ούτε βιομηχανικά αέρια, ούτε ασφυξιογόνα αέρια, ούτε βιοαέρια, ούτε χημικά αέρια, ούτε λογής τω λογιαδιώνε αέρια, ούτε αέρα κοπανιστόνε. Αλλά παρόλες τσι απαγορεύσεις όλα τα αέρια ανακατεύονται με τον αγέρα καθημερινά κι άμε να ξεχωρίσεις ποιο κάνει το περσσότερο κακό. Τελευταία όσοι δε καπνίζουνε εβρήκανε ότι ο καπνός του τσιγάρου κάνει
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
243
το κακό. Αυτός, καένας άλλος. Έτσι είναι ή αυτό εβρήκανε πιο εύκολο; Τί με τα άλλα τα αέργια δε μπορούνε να τα βάλουνε. Μπορούνε; Εδώ για την ανάπτυξη τση οικονομίας τση ιδιωτικιάς βάνουνε μπρος ν’ ανοίξουνε τρύπες στη θάλασσα να βγάνουνε κι άλλο πετρόγιο, να το καίνε, να ανακατεύεται με τον αγέρα, τί αυτό κακό δε κάνει, καθόσον προάγει την ανάπτυξιν και διατηρεί τον τρόπον ζωής, όν κατεκτήσαμεν και να τον διατηρήσομεν ως κόρην οφθαλμού οφείλομεν. Μη να εσκεφτόντανε, αφού μέσα στη Βουλή δε καπνίζει καένας, να απαγορέψουνε τη καλλιέργεια του καπνού, να κλείσουνε τα καπνεργοστάσια και τα περίπτερα που τα πουλούνε, να μην έχουμε που να βρούμε τσιγάρο και να νετάρουμε κι εμείς κι αυτοί με τη μία; Αλλά θα λιγοστέψουνε τα έσοδα. Και ευρισκόμενοι υπό καθεστώς παρατεταμένης επιτροπείας (sic), δε γίνεται ούτε να το πει ποιος. Οι καπνιστές ειμάστενε υπό διωγμόν. Εξοβελιστέοι, ρυπαροί, αντικοινωνικοί, μιάσματα τση κενωνίας τση άτιμης που ψάχνει νάβρει τη χαμένη υγειά της. Τη σαντέ της που λένε και οι γάλλοι. - Ακούς; - Τι ν’ ακούσω; Σαντέ δε λέγανε και μια μάρκα από τσιγάρα;
22-10-2019
Ο ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΣ Στο χωργιό ελέγανε ότι ο υγιός του Κόκορου ήτανε πολύ σπουδαγμένος. Τον είχε βάλει από μικρόνε στου Τσούρη κι έμαθε και τι δεν έμαθε. Όταν ερχόντανε στο χωργιό, εμαζευόντανε όλος ο κόσμος να τον ακούσει που έβγανε λόγο. Τι ωραία που τάλεγε. Για τη φτώχεια που ήπρεπε να τεγειώνει καμιά φορά με μέτρα αγροτικής πολιτικής, για το σκογειό που ήπρεπε νάχει ένα κάθε χωργιό κι όχι να τρέχουνε τα παιδιά μας έξι χιγιόμετρα με τα ποδάργια να προλάβουνε τη καμπανέλα, για το γιατρό που ήπρεπε νάχουνε, τολάιστο, ένανε κάθε δέκα χωργιά, για τσου δρόμους που ήπρεπε να κλειστούνε όλοι οι λάκκοι κι όχι να μπατάρουνε τα κάρα όπως προχτές που μπάταρε ο Μίκιος και του ριπιστήκανε δύγιο τερτικά νεράτζια. Εκρεμόντανε όλοι από τα χείγια του. Μίλουνε κι εγλέπανε έναν άλλο κόσμο. Όμορφο, πάντα με ήγιο, με τραγούδια, καλοπέραση, χωρίς χρέγια, δικαιόνε, με σέβας. - Έλα, πες μας και για το Συνεταιρισμό. - Η ισχύς εν τη Ενώσει. Άμα είναι η οικογένεια μονιασμένη κι ενωμένη δε προκόβει; Προκόβει. Το ίδιο και το χωργιό μας. Άμα κάθε μέρα παίρνει ένας μας
244
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
όλες τσι προβατίνες του χωργιού να βοσκήσουνε, οι άλλοι δε θα κάνουνε όλες τσι άλλες δουγειές τσου με το ρεπόσο τους; Άμα βάλουμε όλοι μας ένα χεράκι να σιάξουμε τη στέγη του Ρούβελα που τρέχει, δε θάρθει η ώρα που όλοι θα φτιάξουνε και τη δική μας τη στέγη που έτοιμη είναι να μπάσει; Αυτός είναι ο Συνεταιρισμός. Όλοι για έναν και ένας για όλους. Αδέρφια όλοι μας. Καένας παραπάνου, καένας παρακάτου. Χωρίς Προέδρους, Αρχηγούς και κουταμάρες. Κι άμα καένας κάνει το πονηρό θ’ αποφασίζουμε και θα τόνε διώχτουμε. - Όλοοοο! Να βάλεις για βουλευτής. Είσαι το καμάρι μας. Ο Κόκορος τάγουγε όλα τούτα και πολύ εχαιρόντανε. - Είδες γυναίκα το παιδί; Κάτσε νάβγει βουλευτής και μετά…, έχω ‘γω να κάμω. Διπλά και τρίδιπλα θε να γίνουνε τα χτήματά ΜΟΥ, ΜΟΥ-ΜΟΥ. - Το παιδί θα κάνει Συνεταιρισμό. - Ναι που θα τον αφήκω. Ο Συνεταιρισμός, ορή κουτή, είναι για να τσου πάρουμε το ψήφο. Μα που ξέρεις εσύ; Εσύ είσαι γυναίκα, δε ψηφίζεις, ένα κούχτιο και μισό είσαι. - Και τι θα τα κάνεις τα τριπλά τα χτήματα; Δε κοιτάς πούσαι με το ενάμιση ποδάρι στο λάκκο; Μπουλετιά του χάρου χρωστάς. - Φύγε, ορή, απόδω, μη σου πετάξω τη δίκοπη. - Ναι, καλά, μάζωνε συ γερό τσιφούτη, νάβρω να γοδέρω. Που με πήρες κοπελούδι κι ας ήσουνε από τότες γέροντας φαφούτης. Με δώκανε γιατί σούχανε το χρέος και τσούβαλες το μαχαίρι στο λαιμό. Αλλά ο υγιός μου πήρε από μένανε. Εσπούδασε, όλα τα ξέρει, κι είναι με το φτωχόνε, με το δίκιο, με το σταυρό στο χέρι. - Φύγε βρωμαργιά, που μύριζε το χνώτο σου νηστικίλας και σ’ έκανα κυρά και κοκόνα κι έμαθες να βγάζεις και γλώσσα. Άμε στο διάλο απόδω. - Να πας και να μη γυρίσεις, κακοχρονονάχεις, άπληστε άνθρωπε. - Άααχ, αυτός ο σφάχτης πάλε, άααχ… - Στάκα να σου φέρω νερό. Να φωνάξω το γιατρό; - Άααχ…, όχι. Παίρνει ένα κάρο λεφτά στη βίζιτα. Θα μου περάσει. Του πέρασε, φώναξε το παιδί. - Άκου παιδί μου. Τώρα πούρχονται εκλογές, να βάλεις. - Το σκέφτομαι, παπάκη, αλλά έκανα λογαριασμό και δε βγαίνουνε οι ψήφοι. Δε θα βγω. - Τάξε. Ωραία τα λες για το Συνεταιρισμό αλλά πρέπει να τάξεις στο καθένανε. Ξεκίνα να βαχτίζεις, να παντρεύεις, να κάνεις κουμπαργιές, νάχεις πολλούς δικούς σου. Οι κουμπάροι σου, αυτοί θα σε ψηφίσουνε και θα σου φέρουνε κι άλλους ψήφους. Και τάξε τους στην ανάγκη τους. Όλοι χρέγια έχουνε. Να τσου λες που ό,τι πεις εσύ στη Τράπεζα, γένεται. Ότι άμα βγεις θα τσου χαρίσεις τα χρέγια. Τα όβολα, το συφέρο τους, έχουνε στο μυαλό τους όλοι. Εκεί θα τσου βαρήσεις.
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
245
- Μα δε ξέρω κανένα στη Τράπεζα. Πώς να τσου τάξω; Να τσου πω καλύτερα ότι θα τσου χαρίσεις εσύ τα χρέη; Όλοι σε σένανε χρωστάνε. - Εβουρλίστικες; Τα δικά μου τα λεφτά; Τα τάλαρά μου; Τσι λίρες μου; Άαααχ, πάλε ο σφάχτης… Έτρεξε να του φέρει νερό. Τόνε βρήκε τέζα. Στσι εκλογές έβαλε. Δεν εβγήκε. Αφού δεν έταξε, αφού δεν έκανε κουμπάρους. Εβγήκε ο άλλος. Τόνε ψηφίσανε τα κουμπαράκια του. Για να βγεις πρέπει να βάλουνε πλάτη οι κουμπάροι. Ο Συνεταιρισμός δεν εγίνηκε.
24-10-2019
ΓΑΡΙΤΣΑ * Η δρεπανοειδής ακρογιαλιά στα νότια του Φρούργιου του Παγιού. Η ανατολική μεγάλη σπιάτζα της έξω των τειχών Παγιάς Πόλης. Η αγαπημένη βόρτα των απανταχού τση γης κερκυραίων. Παγιά ο τόπος του επιτηδεστυχαίου συναπαντήματος των δύο φύλων. Σήμερα το γιατρικό των μπάϊ πας. Πάντα η αγαπημένη των ερωτευμένων. Το πρωί, το μεσημέρι, το βράδυ. Στην ήρεμη ανατολή. Στο μελαγχολικό απόγιομα. Στο μαγικό βράδυ. Κατάληξη του χρυσαφένιου χαγιού που ξεδιπλώνει ο ήγιος μόλις βγαίνει από τη Στεργιά και το στέρνει μέχρι τα κουρτελάτσα. Αυτό που κάνει τσου φωτογράφους χωρίς φιρμ να τραβάνε αβερταμάν. Η σφραγίδα τση ομορφιάς τση άπειρης που τη συναγωνίζεται μόνο η πανσέληνος, όταν πάνου από το Κάτ’ Αετό χαράζει με το διαμάντι της μια φέτα ασημοχρυσαφένια στο τζάμι τση θάλασσας. Όμορφη με φουρτούνα και μπουνάτσα. Άγρια, όταν τα κύματά της σκάνε στο πύργο τση Ρολίνας και σε κάνουνε μουσκίδι, άκακη και κρυστάλλινη, όταν κοιτάς τσου κέφαλους που κόβουνε βόρτα από κάτου. Ο ορισμός τση ακουαρέλας. Υγρή και φευγάτη, σα τη πεταλούδα που όλο σου ξεφεύγει κι όλο σου ξαναγυρνάει. Κοντά δυο χιγιόμετρα πλακόστρωτου πασέκιου. Από το άγαρμα του κόντε Νάνε μέχρι τον Ανεμόμυλο. Από τη μπούκα τση Κόντρα Φόσσας μέχρι το σκέρο του γαριτσιώτικου απάγκιου. Η διαμαντένια λάμα του δρέπανου του Κρόνου; Το πιο πιθανό. Οι δυο αδερφάδες κατηφορίζανε αγκαζέ στη Γαρίτσα. Σήμερα θα τσι λέγανε τοπ μόντελ. Θα τσι παίρνανε στο GNTM. Η διπλή ενσάρκωση τση Μπάρμπης. Τέλειες, φινετσάτες, βγαρμένες από φιγουρίνι. Οπτασίες ονειρικές. Τα θηλυκά
246
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
που τ’ ασερνικά φοβόνται να πλησιάσουνε. Τ’ άπιαστα τα όνειρα, τα ανεκπλήρωτα. Κοίταζε και μην αγγίζεις. Κι επειδή όσα δε φτάνει η αλιπού τα κάνει κρεμαστάργια, τσου βρήσκανε ντεφέτα. Πρώτα τα θηλυκά, τί αυτά ζηλεύονται αναμετάξυ τους πιγιότερο από τσου άντρες. - Έλα, μωρέ, τσι κοκκαγιάρες…, μήτε πιασίματα, μήτε τίποτις. Ο άντρας θέλει νάχει πράμα να πιάνει. - Άμα τόπες ξαναπέστο. Χτικιασμένες ξερακιανές. Τσου μετριώνται τα κόκκαλα ένα-ένα… - Αυτές, παιδί μου, δεν είναι γυναίκες, κοκκαλίνες είναι. Κι έτσι τσι βγάλανε κοκκαλίνες. Κι επειδή άμα σε πιάκουνε στο στόμα τους δε γλυτρώνεις με τίποτις, επροχωρήσανε οι σακαφιόρες και τσου βγάλανε κι άλλα ντεφέτα, ανύπαρκτα. - Μη τσι γλέπεις έτσι. Στο σπίτι τους ένας βγαίνει, ένας μπαίνει. Μη σου πω και δύγιο μαζί. - Ά, πα, πα, πα… Τι μου λες; - Ναίαιαι…, μα τη βάρκα του Νιόνιου μου. Ναίαιαι…, που να χάσω τα μάτια που γλέπω… Ο κύργιος Οδυσσέας επήρε μετάθεση εις Κέρκυραν. Βραχύς το δέμας, όλο έκανε ποντίτσες να φαίνεται πιο ψηλός. Εργένης, ετακτοποιήθη εις δωμάτιον του ξενοδοχείου «Αι Πάτραι», έτρωε στο Σαιν Τζώρτζ, έβανε τη φορεσιά του τη μπλου, τη κολαρίνα του τη μπλού και κάθε βραδάκι εκατηφόριζε στη Γαρίτσα, τί μόνος του ήτανε κι έψαχνε μη και καταφέρει καμίανε. Είχε ρωτήσει και το γκαρσόνι του εστιατόργιου περί τούτου. Κι ο αφιλότιμος τούπε για τσι κοκκαλίνες. Τσίδε να κατεβαίνουνε τη Γαρίτσα. Λίγο πούχε ψηλά τον αμανέ, καθότι σπουδαγμένος και υπάλληλος περικαλώ, λίγο που ό,τι μπρούτα είχε ο τόπος του τάφερε μαζί του, τσι εσταμάτησε τσι κοκκαλίνες, έκανε τσι ποντίτσες του να ψηλώσει και τσούπε: - Μπαρδόν σινιορίνες μου, μήπως είσθε πουτανέλες; Κι αυτές σα ντουέτο τση όπερας, σα συγχρονισμένο χαστούκι και στα δυο μάγουλα, σα τη καραμπίνα με τσι δυο μπούκες, ατέντες και σπιρτόζες, βέρες κορφιάτισες, του απαντήσανε: - Μήπως είστε ρουφιάνος και ζητάτε εργασίαν; Άφηκε τσι ποντίτσες, εκατέβηκε στο ύψος του, έβαλε το μούτρο κάτου κι εβλαστήμαγε από μέσα του το γκαρσόνι του Σαιν Τζώρτζ, το άτιμο. Δεν ήξερε που να πάει να κρουβηθεί. Εσκέφτηκε πως θε νάφευγε και δε θα ματαγύριζε σα τον άλλονε, το συνονόματό του. Οι κοκκαλίνες εσυνεχίσανε τη βόρτα τους, ατάραχες, λυγερόκορμες, αδιαφορώντας για τσου άλλους που όλο τσι κοιτάζανε. Εσταματήσανε να θαγμάσουνε το διαμάντι που τσούστερνε το φεγγάρι μέχρι τα ποδάργια τσου.
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
247
Η Γαρίτσα εσκέπαζε τα πάντα. * Βασισμένο στο λήμμα «κοκκαλίνα» του αφιερώματος «Η παλιά Κορφιάτικη γλώσσα» του Μάριου Αγγελόπουλου. Με λίγη σάρτσα.
25-10-2019
ΟΙ ΜΟΥΣΑΦΙΡΕΟΙ Ήτανε ξαδέρφια. Αυτοί εμένανε στη Κοκκινιά. Αλληλογραφούσανε αραιά και που. Εστέρνανε φωτογραφίες και πίσω εγράφανε «Ενθύμιον από την επίσκεψίν μας εις το Φάληρον. Δια να μας θυμάσθε». Και κάθε καλοκαίρι εστέρνανε τηλεγράφημα: «Ερχόμαστε αύριο – ΣΤΟΠ – Μιαούλης - ΣΤΟΠ». Πόσοι θαρχόντανε; Οι δυο τους; και τα παιδιά; πόσοι; Δε λέγανε. Έσπρωξε το τραπέζι τση τραπεζαρίας στην άκρη, έβαλε τσι καρέκλες τη μία πάνου στην άλληνε, έστρωσε τη στρωματσάδα να κοιμηθούνε τα παιδιά της κι η ίδια, τί στο διπλό το κρεβάτι θα κοίμιζε το αντρόυνο. Κι άμα εφέρνανε και τα παιδιά τους έβαζε στη κάμαρα ένα φαρδί ντιβάνι πούχε. Άμα εφέρνανε και κάνα φίλο εξόριζε και τα πεθερικά της από τη δική τους τη κάμαρη, ο κουνιάδος της επήγαινε πίσω να κοιμηθεί με τσου θειους του, κι ελευθέρωνε το χώρο νάχουνε να κοιμηθούνε οι ξένοι. Άμε να τσου ποτίσεις και να τσου ταΐσεις, που η Ελενίτσα είχε μια ζωή κοιγιακά και δεν έτρωε ό,τι κι ό,τι. Κι οι άλλοι δεν ετρώανε όξω, μη και τήνε προσβάλλουνε τση λέανε. Ψέματα να καείς στα αίματα. Εγυρνούσανε πεινασμένοι σα λύκοι, τί παραθερίζανε, κι άμα παραθερίζεις όλο πεινάς. - Δώκε μου να ψιωνίσω, έλεγε του αντρός της. - Οικονομία γυναίκα, οικονομία…, τσήλεγε αυτός κι έτριβε ανάμεσα στα δυο του δάχτυλα το εικοσάρικο μη και τση δώκει κατά λάθος τα δύο για ένα. - Πρέπει να πάρω κρέας, βούτυρο, μαρμελάδα, να πω του κυρ Γιώργη να μου φέρνει τέσσερα καρτούτσα γάλα, θέλουμε λάδι και τρεις λεφτές τη μέρα και μανέστρα και ρύζια και κρέας για να κόψω κιμά, τί θέλουνε κεφτέδες…, τι να πρωτοπάρω μ’ ένα εικοσάρικο; - Λίγο-λίγο το λαδέιγ γιατί ειν’ χειμώνας πηγαδέιγ, τση απάντουνε. Τση τσοντάριζε ο πατέρας, ο πεθερός της. Την αγάπουνε αυτός κι ήξερε τσι ανάγκες. Δεν εχώρουνε το σπίτι τόσο κόσμο. Πού; Τρεισήμιση κάμαρες, όλες κι όλες είχανε. Μια κουζίνα και τον απόπατο απόξω. Ήπρεπε να κάνει τα μαϊκά της για να τα φέρνει κάθε καλοκαίρι βόρτα. Εκείνο το Πάσχα είχανε πέσει όλη η οικογένεια, μονοί διπλοί, στη δουγειά.
248
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
Όλο το Μεγαλοβδόμαδο εκοιτάζανε πώς να βγάλουνε τα λειψά του χειμώνα. Όλοι στο μαγαζί. Ό,τι μπόρουνε ο καθένας έκανε. Το Μέγα Σάββατο, εβγήκε ο Άγιος. Εβγήκανε όξω να τον ιδούνε. Ακούανε τον Αμλέτο. Όλος ο κόσμος εκοίταε τον Επιτάφιό Του και η δουγειά έκοψε. Μόλις τέγειωνε ο Άγιος θα ξαναφουλάρανε. Το μεσημέρι δε θα μαγείρευε. Νηστεία. Λίγη μαγειρίτσα το βράδυ, που την είχε ετοιμήνε από τη νύχτα και κάνα αυγό κόκκινο που τάχε βάψει τη Μεγάλη Πέφτη. Το απόγιομα έλεγε να πλυθεί, είχε και ξύδι να ξεβγάλει τα μαγιά της, και θα ετοιμαζόντανε για την Ανάσταση. - Καλημέρααα…, είπε η θεια Αναστασία με τη βαλίτζα στο χέρι. Από πίσω της άλλοι πέντε. Τσου πήγε το στόμα στη μπάντα. - Δε σας επεριμέναμε…, δε μας ειδοποιήσατε… - Σουρπρίζ, καλέ, σουρπρίζ! Το είπαμε του Αντρέα να σας τηλεγραφήσει αλλά επερίμενε την αρραβωνιαστικιά του κι αυτή άργησε. Δε πειράζει, παιδί είναι. Τι παιδί ο Αντρέας, ένα βουνό ήτανε. Καλύτερα να τόνε ντύνεις παρά να τόνε τρέφεις. - Δεν έχω τίποτα για να φάτε το μεσημέρι, τόλμησε να πει, περασμένη η ώρα. - Μη κάνεις φασαρίες, ξένοι είμαστε; Κάνουμε και σαρακοστή. Δε τρώμε. Κάμε πατατίτσες τηγανιτές και κάνα καλαμαράκι. Και δυο μπιφτέκια για τη Λενίτσα μου, έχει τη κοιλιά της. Έφυγε να πάει να ετοιμάσει. Ο πατέρας τσήβαλε με τρόπο ένα πενηντάρικο τση τσέπη. Στο δρόμο εσκεφτόντανε. Εννιά εμείς και έξη αυτοί, δεκατρείς, όχι δεκαπέντε. Άμε να τηγανίσεις για δεκαπέντε νοματαίους πατατίτσες στη γκαζιέρα. Να καθαρίσεις τσι πατάτες, να τσι κόψεις, να βάλεις το τηγάνι, έχω λάδι; Καλαμαράκια δε βρήκε, πήρε σουπιές. Λες να τσου αρέσουνε; Τη Κυριακή του Πάσχα, αφού φάγανε, είπε να βγάλει και το μπακλαβά πούχε κρύψει στο σερβάν, τί ο μιτσός της δε τση άφηνε τίποτις κι ήθελε νάχει πάντα κάτι μην έρθει κάνας άνθρωπος. Εβρήκε τη πιατέλα άδεια. Τση ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. Άρπαξε απ’ τ’ αυτί το μιτσόνε. - Δε τον έφαγα εγώ… - Δε τον έφαγε το παιδί. Ο Αντρίκος μου με τη Σουλίτσα τον εφάγανε, το βράδυ. Νέοι, τρώνε…, ούουου… ξέρεις πόσο τρώνε; Το καλοκαίρι εστείλανε τηλεγράφημα: «Ερχόμαστε – ΣΤΟΠ» Τσου απάντησε ο άντρας της αμέσως: «Σε ποιο ξενοδοχείο θα μείνετε; ΣΤΟΠ» Δεν απαντήσανε, δεν ήρθανε. Τσου τόκοψε με το μαχαίρι. Εδιάβαζα που έγραψε ένας φίλος ότι «ο εχθρός του καλού είναι το καλύτερο και ο εχθρός του τουρισμού είναι ο υπερτουρισμός» κι έτσι εθυμήθηκα τσου μουσαφιρέους.
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
249
Καλοί είναι οι τουρίστες, καένας δε λέει που δεν είναι. Αλλά κι ο τόπος χωράει όσους χωράει. Μ’ όλη μας τη καρδιά να τσου φιλοξενήσουμε, να τσου βαϊλέψουμε, να τσου διασκεδάσουμε, να τσου φχαριστήσουμε. Ν’ ασκωθούμε κι απ’ τα κρεβάτια μας και να κοιμηθούμε στρωματσάδα. Να κάνουμε τόπο για να βάλουμε ξενοδοχεία κι ότι άλλο χρειάονται. Να ξενυχτήσουμε κιόλας, να τσου δώκουμε (να τσου πουλήσουμε) και τον ύπνο μας. Τί μας επλερώνουνε και ζιούμε. Τόσα χρόνια μας επλερώνουνε. Αλλά όλα έχουνε κι ένα όριο. Όλα και όλοι έχουνε ένα τέρμα. Μέχρις εδώ μπορούμε κι όχι παραπάνου. Μπάστα. Δε μπορούμε να κάνουμε κάθε σπιθαμή γης ένα απέραντο ξενοδοχείο. Κάτι πρέπει να μείνει, γιατί κι αυτοί έρχονται να δούνε αυτό που μας έχει μείνει. Μην έρχονται να διούνε τσου δρόμους μας; την σύγχρονη αρχιτεκτονική μας; το σέστο μας; τον απόπατό μας; Όλα τα παγιά μας τσου φέρνουνε δω, το παγιό μας τρόπο ζωής θέλουνε να γνωρίσουνε. Το ατέγειωτο ελαιόδασος, τσι παρθένες ακρογιαγιές, τσι καθαρές θάλασσες. Αυτά τσ’ αρέσουνε και γι αυτά πλερώνουνε. Άμα θέλανε διασκέδαση και μόνο διασκέδαση και να μη κουνάνε το δάχτυλό τους να ξύσουνε τη μύτη τους και να τσου την εξύνουμε εμείς, έχει κι αλλού και καλύτερα. Γι αυτό πρέπει να προσέχουμε πρώτα τη γη και τη φύση και μετά τα παγιά μας. Τα συγκριτικά μας πλεονεκτήματα. Τα όπλα μας. Χωρίς όπλο πολεμάς; Δε πολεμάς. Ξέρετε κάνα χτήργιο από τα καινούργια που θα λέγατε αυτό ορές να το κρατήσουμε στον αιώνα τον άπαντα και να πούμε τση Υπουργού να το βάλει στα διατηρητέα; Όλο τα παγιά μας βάνουμε μπροστά. Και δε τα προσέχουμε. Και κοιτάμε να τα χαντακώσουμε κι αυτά. Δε μας ενοιάζουνε ούτε τα Βίδα ούτε τα Αχίλλεια. Δος ημίν σήμερον και άφες αύριον. Βάνουμε τα χέργια μας και βγάνουμε τα μάτια μας. Όλοι τα ξέρουμε και τα καλά μας και τα στραβά μας. Και καένας κερκυραίος δεν έχει την ανάγκη καμιανού να του τα πει γιατί δε ξέρει. Όταν λοιπόν μας έρχονται οι προφέσορες να μας εδείξουνε με το δάχτυλο ότι αυτό που βγαίνει το πρωί στον ουρανό είναι ο ήγιος και μας εφορτώνουνε με κάτι καλοπλερωμένα βιβλία που τα λένε μελέτες και που δε τα διαβάζει καένας κι από την άλλη μας ετρώνε στα κρυφά το μπακλαβά, σα τσου μουσαφιρέους, να τσου λέμε νάβρουνε αλλού ξενοδοχείο, τί το δικό μας είναι πλήρες. Κάτι τέτοια τα κόβεις με το μαχαίρι.
250
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
28-10-2019
ΒΙΔΟ Ι* Στις 22-3-2019 συνήλθε στην 7η Συνεδρίασή της η 11μελής (με 12 μέλη + παρών και ένας/ αναπληρωματικό μέλος) Οικονομική Επιτροπή του Δήμου τση Κέρκυρας με παρόντα 7 και απόντα 5 μέλη (δικαιολογημένα, λέει, και τα 5) και επανακαθόρισε τους όρους τση δημοπρασίας του εστιατόργιου του Δήμου στο Βίδο (πανάθεμά τους που το λένε Βίδος και το κλείνουνε ο Βίδος, του Βίδου πολύ με πειράζει). Το Δημ. Συμβούλιο, με την 3-124/12-3-2019 απόφασή του, τσούπε και τσου ξαναγράψανε τσου όρους τση δημοπρασίας και ελιγοστέψανε το χώρο που θα νοικιάζανε. Έτσι εμαζεύτηκε στσι 22 του Μάρτη η Οικ. Επιτροπή με 6 παρόντες και 6 απόντες (όλους δικαιολογημένους) και διαπίστωσε απαρτία, αφού επί 11 μελών τση Επιτροπής ήταν παρόντες οι έξη. Και αφού έλαβε υπόψη της 12 νόμους και κάτι αποφάσεις κλπ., αποφάσισε να βγάλει σε δημοπρασία το εστιατόργιο του Βίδο για 6 χρόνια. Είπε πως αυτό που νοικιάζει είναι ένα μαγαζί 260 τμ, με αποθήκες 200 τμ, με υπόστεγο 150 τμ (εξωτερικό στέγαστρο το λέει), με καντίνα 16 τμ και μ’ ένα χώρο μπροστά από το μαγαζί 150 τμ. Και όλα αυτά λέει περικλείονται από χωματόδρομο, τσιμεντοστρωμένο δρόμο και σκάλα, όλα μαζί 270 τμ. Κάμανε και τοπογραφικό που τα δείχτει. Τι το θέλανε να γράψουνε και τσου χωματόδρομους και τη σκάλα; Τσου χρειαζόντανε; Θα τσου χρειαστούνε; Μπορεί. Έγινε η δημοπρασία στις 9-4-2019, ο Δήμος ζήτησε 20.000 ευρά το λιγότερο το χρόνο και αυθημερόν συνήλθε η Οικ. Επ. του Δήμου στην 9η Συνεδρίασή της (ορές, αφού ήτανε 6 οι παρόντες και 6 οι απόντες δεν εισάστενε δώδεκα; γιατί λέτε ότι η Επιτροπή έχει 11 μέλη; καινούργια αθιρμητική εβρήκατε;) και κατακύρωσε το μαγαζί στον «ΙΚΟΣ ΔΑΣΙΑ ΑΕ ΞΕΝ. ΕΠΙΧ.» που έδωκε 40.000 ευρά το χρόνο (σπλέντιτος, μόνος του ήτανε στη δημοπρασία) και δέχτηκε πολλούς όρους, που το ρεζουμέ τους είναι το εξής: 1) Η διάρκεια τση μίσθωσης να είναι 6 χρόνια με δυνατότητα παράτασης για άλλα 6 χρόνια, άμα θέλει ο Δήμος. Το νοίκι να αυξάνεται, όπως θα λέει κάθε φορά ο νόμος, και άμα δε το δίνει ο ΙΚΟΣ στην ώρα του ο Δήμος να μπορεί να τόνε βγάλει. 2) Ό,τι χρειάεται για τη συντήρηση του μαγαζιού κλπ θα το πλερώνει ο ΙΚΟΣ. 3) Για να κάνει ο ΙΚΟΣ «πρόσθετα κατασκευάσματα» θα πρέπει να συμφωνεί η Οικ. Επ. του Δήμου ή οι αρμόδιες υπηρεσίες του Δήμου και να του δίνουνε έγγραφη άδεια και μετά ό,τι και να κάνει να τα αφήκει εκεί υπέρ του Δήμου. Και για να μπούνε φως, νερό και τηλέφωνο να τα πλερώνει ο ΙΚΟΣ. 4) Ο ΙΚΟΣ να λειτουργεί το αναψυκτήριο-κυλικείο κάθε μέρα από τσι 9,00 το πρωί μέχρι τσι 10,00 το βράδυ, νάχει όλο το χώρο καθαρό (και τσου καμπινέ-
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
251
δες στο λιμάνι, καθαρούς και ανοιχτούς για το κόσμο) και νάχει καρέκλες και τραπέζια, όχι πλαστικά, και ομπρέλες τέτοιες που θα του πει ο Δήμος νάχει. Κι ο Δήμος να του εδώκει γι αυτό άδεια. Το τι θα πουλεί το κυλικείο θα του το πει του ΙΚΟΣ ο Δήμος και οι τιμές του νάναι κανονικές. Και να μη βάζει δυνατά τη μουσική και να μην έχει παιχνίδια ηλεκτρονικά, αυτά που αντικαταστήσανε στα μαγαζιά τα ποδοσφαιράκια που επαίζαμε παγιά. 5) Σε κάθε περίπτωση να απαγορεύεται στον ΙΚΟΣ «η παρεμπόδιση της χρήσης του εστιατορίου και του αναψυκτηρίου-κυλικείου στους επισκέπτες του νησιού» και να απαγορεύεται ρητώς στους υπαλλήλους … «η κατά τρόπο φορτικό» άσκηση του επαγγέλματος τους. 6) Ο ΙΚΟΣ για κάθε εργασία που θα εκτελεί και η οποία θα θίγει τα στατικά στοιχεία των κτηρίων (τι το γράψανε αυτό; θα ρίξει ο ΙΚΟΣ κάνα παγιό πύργο;), τη «διαρρύθμιση των χώρων εσωτερικά και εξωτερικά» και γενικότερα την εμφάνιση του μισθίου, υποχρεούται να λαμβάνει σχετική έγκριση από το Δήμο και από την αρμόδια υπηρεσία του ΥΠΠΟΑ. 7) Η νησίδα ευρίσκεται εντός του πλαισίου απολύτου προστασίας, λόγω του ότι έχει χαρακτηριστεί περιοχή ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους και αρχαιολογικός χώρος … και γενικά οι χώροι (πρέπει) να είναι εναρμονισμένοι με την αισθητική του περιβάλλοντος και τους όρους ευπρεπούς εμφάνισης. 8) Ο ΙΚΟΣ να ευθύνεται αποκλειστικά και απεριόριστα έναντι του Δήμου και των αρμοδίων αρχών για την τήρηση όλων των κανόνων και προδιαγραφών ασφαλείας, καθώς και για την συνεχή συμμόρφωση του στην εκάστοτε ισχύουσα νομοθεσία περί διακίνησης τροφίμων και ποτών. 9) Ο Δήμος να μην ευθύνεται έναντι του ΙΚΟΣ για την πραγματική κατάσταση στην οποία βρίσκεται το μίσθιο, της οποίας τεκμαίρεται ότι έχει λάβει γνώση. Στην 9η Συνεδρίαση της Οικ. Επ. Δήμου Κέρκυρας ήτανε ΠΑΡΟΝΤΕΣ οι: 1. Νικολούζος Κων-νος – Πρόεδρος 2. Παντελιός Γεώργιος-Ηλίας 3. Σκούπουρας Ανδρέας 4. Μπαλής Βασίλειος-Άρης 5. Μάστορα Θεονύμφη-Αθανασία 6. Καββαδίας Βασίλειος (αναπλ.) και ΑΠΟΝΤΕΣ οι: 1. Τσιμπούλη Θεοφανή-Αντιπρ. (δικαιολ.) 2. Υδραίου Μερόπη-Σπυριδούλα (δικαιολ.) 3. Ράλλης Νικόλαος (δικαιολ.) 4. Μουζακίτης Σπυρίδων (δικαιολ.) 5. Μάστορας Θεοχάρης-Μαρίνος (δικαιολ.) 6. Απέργης Σταμάτιος (δικαιολ.). * Μου εβγήκε μεγάλο. Ορκίζομαι που δε θα το ξανακάμω. Να μη μου γιώσουνε ποτέ οι σιόλες μου.
ΒΙΔΟ ΙΙ Ο ΙΚΟΣ παρέλαβε το μίσθιον από τσου παραπάνου και μέσα στο εστιατόργιο, τη παγιά εγγλέζικη κατασκευή που τη μετέτρεψε σε εστιατόριο εδώ και χρόνια ο
252
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
Δήμος, εβρήκε κάτι χωρίσματα με γυψοσανίδες. Έτσι του τόδωκε ο Δήμος. Αυτά τα χωρίσματα, αυτές οι καμαρούλες με τσι γυψοσανίδες, αυτή η «διαμόρφωση του χώρου εσωτερικά» δύσκολο να πήρε από το Δήμο άδεια. Έδωκε ο Δήμος άδεια; Η αρχαιολογία τίποτις; Απόξω είχε γίνει από χρόνια ένα υπόστεγο κι από μεσημέρι εκεί έτρωγε ο κόσμος. Καλά ήτανε και το υπόστεγο δε μπόδαγε καένανε. Ο ΙΚΟΣ τόριξε κι έβαλε στη θέση του δυο τρεις ομπρέλες. Αυτές με τα πανιά πούχουνε τα καφενεία. Τούδωκε ο Δήμος άδεια να ρίξει το «εξωτερικόν στέγαστρον» των 150 τμ που του το νοίκιασε και να προβεί στη «διαμόρφωση του χώρου εξωτερικά»; Χωρίς το υπόστεγο με ντάλα τον ήγιο το μεσημέρι δεν ημπορείς να κάτσεις να φας. Διευκολύνει όλο τούτο τον κόσμο που πάει να φάει το μεσημέρι ή τον παρεμποδίζει; Εκεί που κάθε μεσημέρι έτρωγε πολύς κόσμος, κερκυραίοι και ξένοι, τώρα στη χάση και στη φέξη βλέπεις καένανε. Μα δε λέει το συμφωνητικό ότι ο ΙΚΟΣ έχει την υποχρέωση να μην παρεμποδίζει τη χρήση του εστιατόργιου από τους επισκέπτες του νησιού; Το λέει. Και τι; Δε θέλει να δουλέψει; Ξέρω ΄γώ; Μη δε θέλει άλλους εκτός απ’ αυτουνούς του ξενοδοχείου του στη Δασιά; Ρωτήστε τόνε. Άσε που σου λένε και τα γκαρσόνια ότι απαγορεύεται να κάτσεις στσι άδειες τσι καρέκλες. Έκατσες; Έρχεται το γκαρσόνι και σου λέει: - Έχετε κάνει κράτηση; - Τι να κρατήσω; - Ο τρόπος λειτουργίας του καταστήματος επιβάλλει την κράτηση εις την ρεσεψιόν τση επιχείρησης. - Να κρατήσω. Πού είναι η ρεσεψιόν; - Πάρτε τηλέφωνο. - Να πάρω. - ΙΚΟΣ ΑΕ, ομιλείτε παρακαλώ. - Θέλω να φάω στο Βίδο. - Μάλιστα, μπορούμε να σας κλείσουμε τραπέζι σε τέσσερεις μέρες που θάχουμε αδειά. - Μα εγώ τώρα πεινάω. - Λυπούμεθα αλλά όλα τα τραπέζια είναι πιασμένα. - Μα αφού είναι άδεια. - Είναι κλεισμένα γι αργότερα. Ασκώνεσαι συγχυσμένος με την αίσθηση ότι σε διώξανε. Τα γκαρσόνια, χωρίς να ασκούν «κατά τρόπον φορτικό» το επάγγελμά τους, σε στέρνουνε στο κυλικείο να φας το κερκυραϊκόν παραδοσιακόν φαγητόν κλαμπ σάντουϊτς. - Φαϊ είν’ αυτό; Φέρε μου ένα σοφρίτο. - Η καντίνα δε σερβίρει φαγητόν. Απαγορεύεται εκ του Νόμου.
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
253
- Φέρε μου από το εστιατόργιο. - Μα τι λέτε; Σας εξήγησα… Αγιώς ήμουνε μαθημένος. Να με υποδέχεται ο μαγαζάτορας με το χαμόγελο, να βρίσκω πάντα τραπέζι, όλοι οι καλοί χωράνε έλεγε, και ν’ απολαμβάνω την υπέροχη θέα τση πόλης μου. Τώρα, γιατί έτσι; - Αυτός είναι ο τρόπος λειτουργίας του καταστήματος, κύριε. - Μάλιστα. Βασιλικιά η διαταή και τα σκυγιά δεμένα.
ΒΙΔΟ ΙΙΙ Βρίσκεις στη πόλη κάνα υπεύτυνο του Δήμου και τόνε ρωτάς. - Πως τα εκάματε έτσι; Για να φάω μια σταγιά φαητό θα πρέπει να περάσω από τα σαράντα κύματα; - Έ! όχι και σαράντα…, πολλά λέτε. - Εγράψατε να μη μας εσερβίρουνε εμάς τσου κερκυραίους; - Όχι, προς Θεού. Αλλά ο επιχειρηματίας έχει το δικαίωμα να λειτουργεί την επιχείρησή του κατά πως αυτός νομίζει. - Κι αυτό που εγράψατε ότι δε μπορεί να με παρεμποδίζει να φάω, δεν ισχύει; - Ισχύει και βέβαια ισχύει αλλά…, προσέξτε…, ο τρόπος λειτουργίας του καταστήματος… - Σώνει μ’ αυτό τον τρόπο λειτουργίας, θα μας εκάνετε να βγάλουμε και τ’ άντερά μας. Εγώ κι ο κόσμος όλος νοιώθουμε που παρεμποδιζομάστενε. Έτσι νοιώθουμε. Θα κάνετε κάτι γι αυτό; - Πολύ θα το θέλαμε αλλά δυσκολευόμεθα. Ξέρετε, ο τρόπος λειτουργίας… - Άξης και ξερός. Ορές, με ποιανούς εισάστενε; με τσου κερκυραίους και το κόσμονε ή με τον τρόπο λειτουργίας; - Παρακαλώ μην εκτρέπεστε. Κι έτσι το μόνο που σου μένει είναι το κλαμπ σάντουϊτς. Πας λοιπόν να φας το ύστερό σου στη καντίνα. Έχει και καρέκλες καλές, πολυτελείας, και τραπέζια καλά, τση τρίχας, να κάτσεις και να πιεις το καφέ σου. Είναι απάνου σ’ ένα ταβλάτσο, που τόβρηκε έτοιμο ο ΙΚΟΣ, για να μη πατεί ο κόσμος στο χώμα και λερώνεται και να μη τούρχονται τίποτις φασιανοί και κουνέγια μεσ’ τα ποδάργια του, όπως παγιά, και του σκοτίζουνε τον έρωτα. Εσώσαν’ αυτά. Μόνο που στο κούφιο από κάτου εβρήκανε τα μποντίκια χώρο, απ’ αυτά τα καλά που το 1799, τότες επί Ουσακώφ, τα επουλούσανε οι γάλλοι στη χώρα ένα τάλαρο τόνα, για να κάνουνε πάρτι μ’ ότι πέφτει από τσι χαραμάδες. Μπορεί να κάνουνε και μπουτσούνια τίποτις σκαρτσούνια.
254
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
Δεν είδα, δεν ηξέρω. Για το ταβλάτσο αυτό είχε δώκει ο Δήμος άδεια; Κι αν την έδωκε, την έδωκε επειδής το ταβλάτσο είναι εναρμονισμένο με την «αισθητική του περιβάλλοντος» και του παρθένου χαρακτήρα του νησιού; Τση αρχαιολογίας τση αρέσει; Και πάλι δεν ηξέρω. Αλλά κι όλο το νησί να γυρίσεις άλλο ταβλάτσο δε θα ιδείς. Άμα πας όμως παραδίπλα, σε κείνα τα 150 τμ μπροστά από το μαγαζί που νοίκιασε ο ΙΚΟΣ, ένας σεστάδος κορφιάτης μάστορας, ασπούδαστος αλλά με πηγαία κορφιάτικη αντίληψη τση αισθητικής του περιβάλλοντός του, με ό,τι εμάζωξε από τη γης και τη θάλασσα, τούβλα και γούλους, έφτιαξε με τα χέργια του και αδαπάνως για το Δήμο, ένα πλακόνι που ένας καθηγητής του ΕΜουΠου μούλεγε ότι αυτό ήπρεπε να το βάλει στο μάθημα τση αρχιτεκτονικής να μαθαίνουνε οι φοιτητές που κάνουνε και τσι διπλωματικές τσου εργασίες. Φαίνεται που δε το επροσέξανε, αγιώς θα το εβγάζανε το ταβλάτσο και θα αντισκώνανε το διπλανό πλακόνι. Άσε που τα υλικά είναι μέσα στα ποδάργια τσου και τσαμπέ. Αλλά δε θα το είδανε. Το ταβλάτσο εγίνηκε μπροστά από τη καντίνα, εκεί που εκαθόντανε οι νόνες κι οι μπιζνόνες με τ’ αγγόνια τους, οι μανάδες με τα στριγκλιά τους, οι Σέρβοι κι οι ξένοι που ‘ρχόντανε να προσκυνήσουνε και να διούνε το νησί κι οι φιτουάλες με τσι παρέες τους. Μετά το μπάνιο εκεί απλώνανε τα φαγιά τους, ετραγουδούσανε κι εγοδέρανε. Αλλά η «πολυτέλεια» του ταβλάτσου τσούδιωξε και δε ματαπατήσανε στο Βίδο. Και κοιτάνε το βράδυ από τα Μουράγια τσι φωταψίες. Μπορεί κι έτσι να ήπρεπε να γίνει. Δεν άρεσε σ’ όλους η παγιά κατάσταση. Ηθέλανε και θέλουνε άλλη μια μερίδα «αξιοποίησης», ίσως όχι αραβική αλλά όσο νάναι μια μερίδα «αξιοποίησης» τη θέλουνε. Μπορεί και νάχουνε δίκιο. Τί πάει το τάπερ με τα μαγιά αγγέλου του μιτσού επί πολυτελούς ταβλάτσου; Δε πάει. Πάντως στο ταβλάτσο μπορείς να κάτσεις. Όχι βέβαια από τσι 9,00 το πρωί μέχρι τσι 10,00 το βράδυ που λέει το χαρτί, τί εδώ μπαίνει η άλλη πονεμένη ιστορία με το καΐκι του Δήμου. Σε ανιβάζει και σε κατιβάζει στο νησί ό,τι ώρα θέλει. Στη καλύτερη περίπτωση από τσι 10,00 το πρωί μέχρι τσι 6,30 τ’ απόγιομα. Τί από τσι 7,00 αριβάρουνε οι άλλοι. Φωνάζει ο κόσμος αλλά δεν τον ακούει καένας. Κι άμα πας μόνος σου με τη βάρκα σου και πας να κάτσεις σε ρωτάει το γκαρσόνι. - Από πού ήρθατε; - Από τη θάλασσα. - Με ποίον μέσον; - Εσύ τι λες; Ήρθα κολυμπώντας ή έβαλα παπούτσια από τσιμεντόλιθους κι αρέβαρα προβατώντας στο βυθό; - Μην κάθεστε εις το εστιατόριον, είναι ρεζερβέ.
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
255
- Όλο; - Όλο. - Μα εγώ εδώ θέλω να κάτσω. - Είναι ρεζερβέ. Αναμένομεν κόσμον καλόν. Καθίστε εις την καντίναν και εις μίαν άκριαν, να μη μας εμποδάτε. Να σας ετρατάρομεν και έναν χυμόν, μέχρι να φύγετε. Τί έχομεν να ψήσομεν κοκονέλας και παντσέτας. - Κι εμείς καλός κόσμος ειμάστενε, εντάξει, εκαταλάβαμε, αλλά μια και ήρθαμε ας κάτσουμε, τι να κάνουμε; Και λες στα μιτσά σου που σου τραβάνε το παντελόνι και σκούζουνε: - Μπαμπά, δε θα φάμε; - Μετά, που θα πάμε σπίτι. Κάθεσαι, κι ενώ κοιτάς τη πόλη βλέπεις το ταχύπλοο του ΙΚΟΣ να πηγαινοέρχεται στη Δασιά και να φέρνει αυτούς τσου καλούς που εκλείσανε τραπέζι στη ρεσεψιόν του εγκαίρως, να τσου κάνουνε ρεβεράντσες, να τσου βαρούνε παλαμάκια, και περάστε από δω και κατσίτε κυρία μου από ‘κεί και τα περάστε παρακαλώ, τα χαμόγελα κι οι φιοριτούρες να πέφτουνε σύννεφο. Και να τσου βάνουνε τα κάτσουνε, τσου πιο εκλεχτούς, στο πόντε που έκανε παγιά ο Δήμος για να ξαπλώνει και να βουτάει ο κόσμος. Αυτόνε που δε τόνε νοίκιασε ο Δήμος στον ΙΚΟΣ. Και νοιώθεις παρακατιανό σκουτέλι. Ανεπιθύμητος. Και νευριάζεις. Κι αναρωτιέσαι: Αυτή η αλλαγή χρήσης του πόντε, από δημόσια σε ιδιωτικιά, αυτό το «πρόσθετο κατασκεύασμα», αυτή η «διαμόρφωση του χώρου εξωτερικά» έχει άδεια; Τι πήγε, τότες, και θρονιάστηκε εκεί; Τελικά τσίβγαλε τσι καρέκλες του ο ΙΚΟΣ από το πόντε, τί εφώναζε πολύ ο κόσμος στο φέισμπούκ. Περνάει η ώρα και σούρχεται το γκαρσόνι και με «φορτικό τρόπο» αυτή τη φορά σου λέει: - Νομίζω πως πρέπει να φύγετε. - Δε θέλω. - Ξέρετε, είναι αργά και δεν μπορείτε να παρατείνετε την παραμονήν σας. - Γιατί; μου το διόρισε ο γιατρός και δε το ξέρω; - Μα δεν καταλαβαίνετε… - Όχι. Σου λέει από μέσα του οχιά και μονομερίδα, εσύ δε τ’ ακούς ν’ αρπαχτείς, και σε κοιτάει σα τη μύγα πούπεσε στο γάλα. Η υπόθεση είναι που αντί να φχαριστηθείς τη βουτιά σου, το απόγιομά σου, το βραδάκι σου, στενοχωριέσαι. Έχεις και τα παιδιά νηστικά κι όλο σου λένε να φάμε και να φάμε. Βλέπεις και τσου άλλους να τρώνε κι εσένα να μη σου δίνουνε να φας, άσ’ το διάτανο λες, και πας και φεύγεις. Θα ξαναπάς; Πρώτη κι ύστερη, λες στη γυναίκα σου που γκρινιάζει, που δε καταλαβαίνει τι γένεται και σου λέει:
256
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
- Ας μείνουμε άλλο λίγο…, την ίδια ώρα που συ παρακαλείς τον Άγιο να σου δώκει δύναμη ν’ αντέξεις. Μωρέ καλά εκάνανε την άλλη τη φορά εκείνο το τσούρμο οι κοπέλες που εκάτσανε με το άστε ντούο μέχρι το άλλο πρωί και τσου εκάμανε σκάσει και τσούχανε όλο το βράδυ σταντ μπάι. Χίγιοι τους χρόνοι.
ΒΙΔΟ IV Στη πόλη ξαναπιάνεις τον υπεύτυνο του Δήμου, τί στο Βίδο δε βρίσκεις καένανε. Που παγιά, που ο υπεύτυνος ξημεροβραδιαζόντανε απάνου. Εκοιμόντανε κιόλας. Τώρα όλα στον αυτόματο πιλότο. - Εδιώξατε τσου κερκυραίους από το Βίδο. - Μη το ξαναπείτε. Δεν είναι έτσι. - Και τότες γιατί φωνάζουμε όλοι μας; Εβουρλιστήκαμε όλοι μαζί και μας αμολάρανε από το βουρλοκομείο; Γιατί τότες εγίνηκε αυτή η πρωτοβουλία, το παρατηρητήριο, πως το λένε; για το Βίδο; Δεν είχε άλλη δουγειά να κάνει ο κόσμος κι είπε να πάρει τα κιάγια να κοιτάει όλη μέρα το Βίδο από τη πόλη; - Σας το είπα και τις προάλλες. Είναι ο τρόπος λειτουργίας της επιχείρησης, είναι δικαίωμά της… - Και μόνο αυτοί έχουνε τρόπο λειτουργίας; Εμείς, ο Δήμος, δεν έχει τρόπο λειτουργίας; Όλο αυτό μας ελέτε και το αποστηθίσανε και καμπόσοι άλλοι. Το λέτε και στσι φημερίδες και στο γυαλί και κάθε τόσο μας κοπανάτε, όλοι σας και ομοθυμαδόν, τον τρόπο τση λειτουργίας και τον τρόπο τση λειτουργίας. Ούτε λειτουργιά στην εκκλησιά να ήτανε. Πλύση εγκεφάλου πάτε να μας εκάμετε; Θα μας εκάμετε στο τέλος να τόνε πιστέψουμε αυτό τον τρόπο λειτουργίας. Αυτό θέλετε; Αυτό είναι το κουμπί για να καταπιούμε όλα; Και στο κάτω-κάτω εσείς πως επροστατέψατε τα δικά μας τα δικαιώματα; - Δεν υπέγραψα εγώ… - Υπέγραψες, δεν υπέγραψες, ήσουνα παρών ή ήσουνα απών, κι εσύ υπέγραψες για μένανε. Γιατί είχες και συ χρέος να μάθεις τι θα υπογραφόντανε και να βάλεις τσι φωνές και να μας επείς τι θα γένει, να ξέρει ο κόσμος όλος. Κι άμα δεν ημπορούσατε εσείς να κανονίσετε, να μας το λέγατε να κανονίζαμε μοναχοί μας. Σιγά τα γράμματα. Ένα μισθωτήριο εκάματε. Τι εκάματε; Το δάχτυλο του κόντε Νάνε; - Θα τα φτιάξουμε όλα. Κάντε λιγάκι υπομονή, που λέει και το τραγούδι. Έχομεν την πολιτικήν βούλισιν να κάμομεν το Βίδο προσιτόν και ελκυστικόν και ευχερώς επισκέψιμον δια θαλάσσης εις τον λαόν καθ’ όλην την ημέραν, ασφαλές δια συγχρόνων μέσων, με κάμερας ασφαλείας – μόνο που θα τσι μποδάνε τα δέντρα που είναι πολλά, να αποδώσομεν και πάλιν τας Δημοτικάς Κατασκηνώσεις εις τα παιδία και εις τους νέους μας, και να αναδείξομεν
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
257
την ιστορικότητα της νησίδος ως και τσου μποντίκους, οι οποίοι, ειρήσθω εν παρόδω, δεν κάνουνε από βραδύς τα σκαρτσούνια μπουτσούνια, ως λέτε και μας αδικείτε. Οι μποντίκοι του Βίδου, συγγνώμην του Βίδο, είναι ευγενή ζώα, γαλουχημένα με την εις τα πέρατα του κόσμου γνωστήν κορφιάτικην ευγένειαν. Και δι’ αυτό και τσου μποντίκους θα προστατεύσομεν. Θα κάμομεν κι άλλα ταβλάτσα να λουφάρουνε από κάτου τους. Προς τούτο αιτούμεθα την βοήθειαν και την συμπαράστασιν κάθε συμπολίτου, κάθε εθελοντού, αμοιβομένου ή όχι, και ιδίως των Οδηγών και των Προσκόπων, οίτινες αποτελούσι τους φύλακας αγγέλους του Βίδου. - Του Βίδο είπαμε, πόσες φορές θέλεις να σου το πούμε να το μάθεις; - Βεβαίως του Βίδο. Και να σημειωθεί ότι ο ΙΚΟΣ έχει αναβαθμίσει τον χώρον και θα τον αναβαθμίσει έτι περαιτέρω. Δεν θα ξέρετε τι βλέπετε. Αλλά ο τρόπος λειτουργίας της επιχείρησης είναι της δικής του επιλογής, αποκλειστικά, και ως Δήμος αδυνατούμε να παρέμβομεν. Εβάλαμε υπογραφήν και την σεβόμεθα. Άαα…, όλα κι όλα! - Πάλε αυτός ο τρόπος λειτουργίας; Αφού δεν είναι καλός. Δε σου το εξηγήσαμε; - Σας περιβάλλω με όλην μου την συμπάθειαν και εσάς και τας αντιρρήσεις σας. Όμως σκεφθείτε, προβληματισθείτε…, μην προτρέχετε. Σπεύσατε βραδέως. Όποιος βιάζεται σκοντάφτει. - Εμείς να σκεφτούμε; Δεν εσκεφτοσάστενε καλύτερα εσείς αυτά που σας είπαμε για τα «πρόσθετα κατασκευάσματα», για τη «παρεμπόδιση της χρήσης του εστιατορίου και του αναψυκτηρίου-κυλικείου στους επισκέπτες του νησιού», για το «κατά τρόπο φορτικό» και για τη «διαρρύθμιση των χώρων εσωτερικά και εξωτερικά», που τα γράφει το συμφωνητικό που υπογράψατε για πάρτι μας και μας εχαντακώσατε; Δε προβληματιζόσαστε εσείς καλύτερα γιατί όλα αυτά δε μετράνε; Δε μπορείτε μ’ όλα αυτά να παρέμβετε; Και ν’ αλλάξετε το συμφωνητικό που υπογράψατε; Και το ταβλάτσο; Ούτε το ταβλάτσο μετράει; - Σας παρακαλώ. Εσόμεθα σοβαροί! - Εσόμεθα, ξεσόμεθα ούτε του χρόνου το γλέπω ν’ ανεβαίνει ο κόσμος στο νησί.
ΒΙΔΟ V - Εκείνη τη διπλωματική εργασία που εκάνανε οι δυο φοιτητές τήνε διάβασες; - Βεβαιότατα, τη διάβασα τη μελέτη και είναι και πολύ καλή και αξιοποιήσιμη και στην σωστή κατεύθυνση της αξιοποίησης της νήσου. Εσείς να τα βλέπετε
258
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
αυτά που δεν σας αρέσει τίποτα. Εδώ μιλά η επιστήμη και καλώς έτυχε η μελέτη της προβολής που έτυχε, να μαθαίνει ο κόσμος. - Μωρέ ποια μελέτη; Διπλωματική εργασία δυο φοιτητών είναι και σα διπλωματική εργασία, για να πάρουνε τα παιδιά το δίπλωμά τους και να τσου βάλει ο καθηγητής τους καλό βαθμό, είναι πάρα πολύ καλή και μπράβο τους. Την εβρήκατε πιασάρικη και τήνε μοστράρατε; Γιατί; Μήπως για να γιομίσει το Βίδο μπετά; Τι μου λες; να κάνουμε εμείς αυτά που θα κάνανε οι άραβες; - Έχετε προσέξει ότι μερικοί συμπολίτες μιλούν για μια χαμένη ευκαιρία, τότε, για το Βίδο και την Κέρκυρα; Μήπως έχουν δίκιο; Μήπως να το ξανασκεφτούμε; - Εδώ ειμάστενεεεε… Τώρα τόπιακα το ρήμα του ρηματικού. Μη μου το ξαναπείς. Αμιά, άμα γεμίσουμε το νησί μπετά κι επιχειρήσεις και λογής τω λογαδιώνε συφέροντα, ποιος θα το γοδέρει το Βίδο; Οι κερκυραίοι; Θα φύγουμ’ όλοι. Ούτε μπάνιο, ούτε ψάρεμα, ούτε κατασκηνώσεις. Θα γιομίσουμε σεκιούριτι. Και καλά το φαϊ το χάσαμε που το χάσαμε, θέλεις να με κάνεις να φύγω σα τη γερακίνα με το φτερό το ντεφετάδο που δε τη βλέπω άλλο; Σα το φασιανό το κουτσονόρικο που από μπροστά επήγε πίσω, τί μπροστά δε τόνε ταΐζαν’ άλλο; Κι άμα η πίσω μεγάλη σπιάτζα οργανωθεί με ομπρέλες, ξαπλώστρες, αναψυκτήριο που μετά θα γίνει μπιτσόμπαρο και τα βράδια ντισκοτέκ, έτσι δε γίνεται πάντα; δε θα φύγουνε κι οι προσκόποι που είναι από πάνου, γιατί δε θα μπορούνε μήτε να κοιμηθούνε; - Αρκετά είπατε. Ορίστε μας. Σας παρακαλώ πολύ. Σας διακόπτω. Δεν πρόκειται να γίνει κάτι τέτοιο. Ούτε άλλο εστιατόριο θα γίνει. Πρώτα-πρώτα δεν το σηκώνει το νησί. - Και γιατί ετότες λένε στο δρόμο ότι του χρόνου θα βγει σε δημοπρασία η μεγάλη πίσω σπιάτζα; Καπνός χωρίς φωτιά; Fake news; Κι άμα βγει σε δημοπρασία, ποιος θα τήνε πάρει; Εγώ; Νιάου, νιάου στα κεραμίδια η δουγειά. Βούβα; Και για να ξαναπάω εκεί που έμεινα με τσι προσκόποι, καένας δε θα τσου πει να φύγουνε. Στο Βίδο ήρθανε γιατί όλες οι παραλίες τση Κέρκυρας «αξιοποιηθήκανε». Και βρήκανε τελευταίο απάγκιο εδώ. Και τόνε σεβαστήκανε το χώρο. Άμα «αξιοποιηθεί» και το Βίδο, θα φύγουνε και δε θα βρίσκουνε που αλλού να πάνε. Που να πάνε το καλοκαίρι; Στο βουνό του Παντοκρατόρου; Αφού όλοι οι άλλοι τόποι είναι πιασμένοι από την «αξιοποίηση». Κι άμα εκεί στσι οδηγούς γίνει κάνα καινούργιο μαγαζί, τί κι απόκεια έχει ωραία θέα στη πόλη και το καλοβλέπουνε διάφοροι, οι οδηγοί τι θα κάνουνε; Θα κάτσουνε δίπλα στο μαγαζί το καινούργιο; Δε θα φύγουνε; Και μη μου λες ότι δεν ασκώνει το νησί άλλο μαγαζί. Αυτοί που ξέρουνε πολλά, λένε να γίνει μια άλλη ταβέρνα παραπέρα να πηγαίνουμε όσοι δε βολευόμαστε εκεί που εβολευομάστενε τόσα χρόνια. Τί ήρθανε τα άγρια και διώξανε τα ήμερα. Και δεν ημπορούνε, λένε, να γλέπουνε τσι προσκόποι να στήνουνε παρατηρητήρ-
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
259
για και να μας ακούνε όλους εμάς να γκρινιάζουμε. Αγιώς λένε να μεταναστεύσουμε. Που να μεταναστεύσουμε; Και τώρα τι ειμάστενε; Μετανάστες στο τόπο μας δεν ειμάστενε; Στα σαγόνια του καρχαρία δεν ειμάστενε; Δεν είδες που του Αγιού Στεφάνου ήτανε απάνου τρεις κι ο κούνουπας; - Δεν μπορώ να απαντήσω επί υπερβολών και υποθετικών ερωτήσεων που προσομοιάζουν με σενάρια επιστημονικής φαντασίας. Συνομωσιολογείτε. - Καλά, καλά… Κοίταε μη αντί να δώκετε το Βίδο εις το λαόν, χάσετε και τον λαόν και τσι προσκόποι και τσι οδηγοί που είναι και οι φύλακες άγγελοι του Βίδο. Έτσι δε τσου λέτε; - Έχουν γνώσιν οι φύλακες. Καλή η κριτική αλλά πρέπει να συνοδεύεται και με προτάσεις περί του πρακτέου. Έχετε πρόταση; - Τάχουμε ξαναπεί και τάχουμε ξαναγράψει. Κάνετε που δεν ηξέρετε; «Το νησί δέχεται κατασκευές μόνο από ΠΕΤΡΑ και ΞΥΛΟ. Ούτε μπετά ούτε σίδερα, ούτε γυψοτσιμεντοσανίδες, ούτε πλωτούς πόντιδες, ούτε μπιτσόμπαρα και ντισκοτέκ στις σπιάτζες, ούτε μαρίνες, ούτε νέο πριβέ εστιατόργιο παραδίπλα να λέει κι αυτό που το Βίδο τόχει πριβέ, ούτε μιραμαρέτες. ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ των υπαρχόντων κτιρίων θέλει. Με πρώτο το ΔΙΟΙΚΗΤΗΡΙΟ που καταρρέει. Και ΚΑΪΚΙ να πηγαινοέρχεται από τσι 6,30 το πρωί μέχρι τσι 1,30 το βράδυ. Κι άλλα. Και λάμπες να βλέπουμε το βράδυ, τί αλλού πατάς κι αλλού βρίσκεσαι. Και κάνα ΦΥΛΑΚΑ. Άστε τσι κάμερες γι αλλού. Κάνουνε ένα κάρο λεφτά και δε λειτουργούνε στα δάση. Παγιά είχαμε δωρεάν φύλακα ένα βοσκό. Τόνε ξεμπουρίσανε. Και ΣΧΕΔΙΟ ΠΥΡΑΣΦΑΛΕΙΑΣ χρειάεται. Έχετε τύχει σε φωτιά στο Βίδο; Να μη σας ετύχει. Και ΚΑΛΟΣΥΝΤΗΡΗΜΕΝΟΥΣ ΧΩΜΑΤΟΔΡΟΜΟΥΣ. Και ΜΟΝΟ ΤΡΙΑ ΤΕΣΣΕΡΑ ΟΧΗΜΑΤΑ για τα απαραίτητα. Και τάκτική συντήρηση στο σωλήνα που φέρνει το νερό από τη πόλη, τι όλο τρυπάει και πρέπει να πάει ο βουτηχτής να τόνε μπαλώσει. Και ΑΝΘΡΩΠΟ ΚΟΥΜΑΝΤΑΔΟΡΟ που πολλές μέρες θα κοιμάται ‘κεί. ΤΟ ΚΟΥΜΑΝΤΟ ΔΕ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΓΡΑΦΕΙΟ, τόχω δει το έργο. Και, προς Θεού, όχι άλλες δημοπρασίες. Θαραπαήκαμε με τσι τελευταίες. Δεν ανεβαίνουμε άλλο. Και μη πείτε για μελέτες. ΔΥΟ ΕΧΟΥΜΕ ΠΛΕΡΩΜΕΝΕΣ ΣΤΑ ΣΥΡΤΑΡΓΙΑ. Σώνουνε. Ανοίχτε τις και εφαρμόστε τις. Όλα όσα λέμε και θέλουμε όλοι, τα γράφουνε μέσα». - Ναι, τα έχω υπόψη μου αυτά. Αλλά και εσείς θα συμφωνήσετε ότι στη σημερινή εποχή όλα αναθεωρούνται, προσαρμόζονται στα νέα δεδομένα, επικαιροποιούνται. Αλλά θα εύρομεν την χρυσήν τομήν για να είναι ικανοποιημένοι όλοι. Έναν νέον τρόπον λειτουργίας. - Μακάρι, κι άμα δούμε φως όλοι θα τρέξουμε να βάλουμε πλάτη. Πάντως, μη μου πεις, σου κόλλησε ο τρόπος λειτουργίας. Μη τόνε ξανααναφέρεις, μα το κλαμπ σάντουϊτς που τρώω, θα σκοτωθούμε. - Έλα, έλααα…, όλο ποντούρες είσαι. Προκατειλημμένος είσαι… Δεν είναι σωστός τρόπος αυτός.
260
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
- Δεν είναι; - Δεν είναι. Είσαι κι εσύ δημότης κι έχεις κι εσύ το μέρος που σου αναλογεί για όσα δεσμεύεται ο Δήμος. Καλώς ή κακώς δεν έχει σημασία. Κι απ’ ότι καταλαβαίνω, και ξέρεις και θυμάσαι πολύ καλά τι υπέγραψε ο Δήμος. Και εξ ονόματός σου! - Εγώ θυμάμαι. Εσύ θυμάσαι; Θυμάσαι τι λέει το συμφωνητικό; - Τι λέει; - Λέει: «Η ΝΗΣΙΔΑ ΕΥΡΙΣΚΕΤΑΙ ΕΝΤΟΣ ΠΛΑΙΣΙΟΥ ΑΠΟΛΥΤΟΥ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ, ΛΟΓΩ ΤΟΥ ΟΤΙ ΕΧΕΙ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΕΙ ΠΕΡΙΟΧΗ ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΥ ΦΥΣΙΚΟΥ ΚΑΛΛΟΥΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ …» Αυτό λέει; Ναι, μα τσι σφυρίδες οπούκιακε εσήμερα ο γαμπρός μου στο Βίδο.
29-11-2019
ΒΙΔΟ VI Από το 2006, νομίζω, το Βίδο χαρακτηρίστηκε ως Τοπίο Ιδιαίτερου Φυσικού Κάλους (ΤΙΦΚ). Στην Ελλάδα έχουν χαρακτηρισθεί 449 ΤΙΦΚ. Στην Κέρκυρα έχουν χαρακτηρισθεί 30. Ένα απ’ αυτά είναι το Βίδο. Το Βίδο ως αναπόσπαστο κομμάτι της πόλης της Κέρκυρας εντάχθηκε το 2007 στα μνημεία της πολιτιστικής κληρονομιάς της UNESCO. Με το Ν. 3028/2002 «Περί προστασίας των Αρχαιοτήτων και της εν γένει Πολιτιστικής Κληρονοµιάς» η πόλη της Κέρκυρας και το Βίδο με την από 30/4/2012 απόφαση του Υπ. Πολιτισμού κηρύχθηκαν αρχαιολογικοί χώροι. Δεν γνωρίζω αν έχουν ορισθεί ακόμη οι ζώνες «Α» (περιοχή απολύτου προστασίας αρχαιολογικού χώρου) και «Β» (χώρος όπου επιτρέπεται η δόμηση υπό όρους) για το Βίδο. Γνωρίζει κανείς αν έχουν ορισθεί αυτές οι ζώνες «Α» και «Β» κι αν δεν έχουν ορισθεί γιατί δεν έχουν ορισθεί; Αν δεν έχουν ορισθεί και σε περίπτωση της όποιας σκέψης δόμησης ή κατασκευής δεν θα πρέπει πρώτα να προκληθεί αρμοδίως ο ορισμός αυτών των ζωνών ώστε να τις λαμβάνουν υπ’ όψιν τους οι μελετητές και να μην τρέχουν την τελευταία στιγμή;
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
261
30-10-2019
ΤΣΙΓΑΡΟ Ή …. Από το 2002 μέχρις εσήμερα εβγήκανε νόμοι και νόμοι που απαγορεύουνε το κάπνισμα. Κακή συνήθεια και καταδικαστέα. Δυστυχώς την έχω τη κακή συνήθεια. Και ξέρω πολύ καλά το πότε θα τήνε κόψω. Σήμερα το πρωί έμεινα από τσιγάρα. Έχω μια πόστα κι αγοράζω σχεδόν πάντα από κει. Κατέβηκα να πάρω. Περίμενα νάρθει η σειρά μου και το μάτι μου έπεσε σε κάτι σακουλάκια. Παρατήρησα ότι η συσκευασία τους δεν ήτανε ανακυκλώσιμη. Κακώς! Η κυρία που προηγείτο εμού καθυστερούσε και τα ξανακοίταξα τα σακουλάκια. Είχανε απόξω μια ωραία κοπέλα σε μια τροπική παραλία και χαρούμενη και γελαστή κάτι κρατούσε ή πετούσε. Μάλλον ένα μπαλόνι. Από κάτου έγραφε τιμή 13,90 ευρώ. Ήρθε η σειρά μου, με αναγνώρισε ο καταστηματάρχης, παγιός πελάτης εγώ, ήξερε τη μάρκα μου και μούδωκε από μόνος του το πακέτο που παίρνω, που απόξω είχε μια από τις γνωστές εικόνες που έχουνε τα τσιγάρα για να σε αποτρέπουνε να καπνίσεις. - Αυτά τα σακουλάκια τι είναι; - Κάνναβη. - Χασίσι; - Ναι. - Και είναι νόμιμο να το πουλάς; …… Κουταμάρα είπα, αφού τόχεις εδώ, φόρα παρτίδα, νόμιμο θάναι… Συγχρόνως έσκυψα να διαβάσω τι γράφανε, τί είχανε κάτι γραμματίτσια μιτσά. «Ανθός κάναβης» διάβασα. - Και πως καταναλώνεται; - Το καπνίζεις. - Σοβαρολογείς; - Έτσι λέει το σακουλάκι. - Νομίμως; - Ξέρω ΄γώ; Πιστεύω νομίμως, για να το πουλάνε… - Λογικό. Δηλαδή…, τι δηλαδή; δεν ηξέρω τι να πω… - Ούτε κι εγώ … - Για να σου πω… Το κάπνισμα αυτουνού περιλαμβάνεται στις απαγορεύσεις που εβγήκανε τελευταίως περί καπνίσματος σε κλειστούς και δημόσιους χώρους; - Δεν ηξέρω, μάλλον όχι. Νομίζω πως μόνο τον καπνό απαγορεύουνε.
262
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
- Δηλαδή μου απαγορεύει να καπνίζω καπνό και δε μου απαγορεύει να καπνίζω χασίσι; - Δεν ηξέρω ακριβώς τι ισχύει. - Άμα πάω σπίτι θα το γκουγκλάρω να ιδώ. - Άμα έχεις αδειά…, κάμε το. Συγγνώμη τώρα, ο επόμενος… Στο δρόμο για το σπίτι εκοίταα το πακέτο τα τσιγάρα με την απαίσια εικόνα δύο πνευμόνων ενός μη καπνιστού και ενός καπνιστού. Να ξεράσεις ήτανε. Προβατούσα και μιλούσα μοναχός μου: - Τα τσιγάρα έχουνε απόξω ό,τι πιο απαίσιο μπορεί να βάλει ο νους σου, το χασίσι μια όμορφη κοπέλα. Τα τσιγάρα τα απαγορεύουνε στους κλειστούς και δημόσιους χώρους, τον ανθό τση κάναβης όχι; Ορές, τι γένεται; Μόλις πάω σπίτι θα το βάλω στο γκουγκλ να ιδώ. Και φωναχτά: «είσαι κουτός μου κάεται». Ο περαστικός εσταμάτησε, με κοίταξε θυμωμένος κι έτοιμος ν’ αρπαχτεί. - Γιατί με λες κουτό; - Όχι, όχι…, δε τόπα σε σας κύργιε…, συγγνώμη, μονολογούσα… Με στραβοκοίταξε, εκούνησε το χέρι του κυκλικά, σα να μούλεγε είσαι για τα πέρ’ αμπέγια ή κάτι τέτοιο, κι απομακρύνθηκε γυρίζοντας το κεφάλι του να ζυγίσει πόσο σενσάδος είμαι. Μέχρι να φτάκω σπίτι, μπορείτε να γκουγκάλερετε σε «απαγόρευση καπνίσματος κάνναβης σε δημόσιο χώρο» να μου πείτε;
1-11-2019
ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΚΑΙ FAKE NEWS Έχει τη κακή συνήθεια ν’ ανοίγει τη τηλεόραση στσι ειδήσεις. Του τόχω πει. Μη το κάνεις αυτό. Όλο παραμύθια λένε. Αυτός εκεί. Κοιτάει, ακούει και μετά διαμαρτύρεται. - Ακούς τι είπε; Αν είναι δυνατόν… Για κουτούς μας επερνάνε; - Δε σούπα να μην την ανοίγεις; - Και τι να κάμω; Περνάω την ώρα μου. Με τρώει κι η περιέργεια. - Σε παραμυθιάζουνε, ορέ, όλο παραμύθια λένε… - Ημπορεί. Και χολεύομαι και μου μπαίνει ό,τι μου μπαίνει μέσα μου… - Ορέ, τα παραμύθια αυτά, που εις την νεοελληνικήν τα λένε fake news, πάντα είχανε πέραση και πρώτη θέση στσι ειδήσεις από τα αρχαία τα χρόνια. - Οι παγιοί δεν ηλέγανε παραμύθια. Ακόμη και η μυθολογία έχει μίαν βάσιν. - Ναι καλά… Ορέ η μυθολογία είναι γιομάτη από fake news.
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
263
- Εξυπνάκια, για πες μου ένα; - Τον Οδυσσέα που εβγήκε στη χώρα των Φαιάκων, τον ηξέρεις; - Τον Οδυσσέα δεν ηξέρω; - Αυτός δεν ήτανε παντρεμένος με τη Πηνελόπη, που τόνε περίμενε να γυρίσει από τη Τροία κι έπλεκε κάτι και το ξέπλεκε μετά, να περάσει η ώρα, τί την είχανε στριμωγμένη αυτοί που τσου λέγανε μνηστήρες; - Ορθώς. - Ορθώς, ξορθώς, το ξέρεις ότι σε τούτη δω τη γη των Φαιάκων έγραψε ένας ότι ο Δυσσέας επαντρεύτηκε τη Ναυσικά και τήνε πήρε στην Ιθάκη, όταν εγύρισε με το καράβι που του εδώκαμε οι Φαίακες δανεικό κι αγύριστο; Και μήτε την ήξερε άλλο τη Πηνελόπη. - Τι βιβλία διαβάζεις; Πού τα βρίσκεις; Ορέ ο Οδυσσέας δεν επήγε με τη Καλύψω, ορέ, οπούτανε πιο όμορφη από τσι όμορφες, τη Ναυσικά επαντρεύτηκε; Τι τση ζήλεψε; Το τόπι οπούπαιζε βόλεϊ, που τση τόμαθε εκείνη η δασκάλα της, η Αναγαλλίδα, και μετά το κλωτσούσανε κι έτσι έχουμε εμείς εσήμερα το φούτουμπολ, την Εθνική Ελλάδος που όλο χάνει και το champions league που μας εκουτιαίνει στη τηλεόραση; - Ναι, ορέ, το μπαλόνι. Ορέ, η Ναυσικά, άμα θέλεις να ξέρεις, ήτανε αγκονιά του Ναυσίτοου και δυχατέρα του Αλκίνοου. Γιατί να μη τήνε πάρει; Είχε όλα τα καλά και προίκα ατράνταχτη. Κι ο Αλκίνοος, λένε, έβαλε όλους τσ’ αρχόντους και τόνε γιομίσανε χρυσά και τέτοια. Χώργια τι τούδωκε αυτός, να τήνε πάρει τη Ναυσικά, να μη τήνε γλέπει. Τί όλο ετρογύριζε δεξιά κι αριστερά και δε την άντεχε άλλο. Μέχρι κι η Αρήτη τούλεγε, δώστηνε, δώστηνε του κούτιακα, πούχε να δει γυναίκα από τότε πούκαμε το Δούρειο τον Ίππο. Και τούκαμε γάμο και γλέντι τρικούβερτο. Έτσι του τήνε φορτώσανε και του εδώκανε και το καράβι. Αμ’ πως; Κι αμηδά ο Οδυσσέας ήξερε τι έκανε η Πηνελόπη μονάχη της τόσο καιρό; - Ήξερε, πως δεν ήξερε; - Από πού μωρέ ήξερε; από τσι ειδήσεις τση τηλεόρασης; - Ερωτούσε στα μαντεία και του ελέγανε. - Και τα μαντεία από πού ηξέρανε; Όλο με το fake news στο στόμα ήτανε. - Όχι βέβαια…, δεν εβρήκανε τα ξύλινα τα τείχη κι ένα σωρό τέτοια; - Κακομοίρη μου άμα πιστεύεις στο «ήξεις αφήξεις ουκ εν τω πολέμω θνήξεις» τότε καλά σου κάνουνε και σου πουλάνε αυτά που σου πουλάνε. - Τι μου πουλάνε; - Παραμύθια και fake news.
264
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
2-11-2019
ΤΟ ΝΕΡΟ ΝΕΡΑΚΙ Στη γειτονιά είχαμε μια βρύση πάνου στο τοίχο του Απολυμαντήριου. Από κει επέρναμε όλοι. Με στέρνανε να φέρω και ‘γώ νερό με το λαγίνι, το μπότη. Έβρεχα το μπότη απόξω για να μένει το νερό δροσερό. - Πρόσεξε, μη τόνε σπάσεις, μου φωνάζανε. Δε τόν έσπασα ποτές μου. Άλλα αγγειά είχα σπάσει, μπόλικα. Μπότη ποτές. Βαρύς ήτανε αλλά έκανα το κουραγιόζο και τον άντρα και τον άσκωνα και με τόνα χέρι για να τσου δείξω. Στη βρύση έβαζα το στόμα μου κι έπινα. Από τη πολλή τη χρήση όλο το πετσάκι έχανε, η βρύση έσταζε, και το καλοκαίρι εμαζευόντανε του κόσμου οι κεντρίνες κι οι σφήκες. Δε με πείραζε. Είχα φάει τσιμπισιές και τσιμπισιές και δεν έδινα και πολλή σημασία. Καένας δεν έδινε. Έβαζες απάνου συκόγαλα ή το κατουρούσες, τί αμονίακα δεν είχαμε πάντα στο σπίτι. Σου πρηζόντανε η τσιμπισιά, μετά σ’ έτρωε, όλο την έξυνες, και την άλλη μέρα την είχες ξεχάσει. Μετά, το 57; 58; ήρθανε τα συνεργεία και σκάβανε το χωματόδρομο τση Αβραμίου. Επεράσανε σωλήνες μαντεμένιους μέχρι όξω από τα σπίτια. Εσυνδεθήκαμε και ‘μείς. Μεγάλο πράμα. Έτρεχε το νερό μέσα στο σπίτι. Εβελτιωθήκανε οι συνθήκες υγιεινής. Είχαμε βρύση στο κήπο και στη κουζίνα και πάλι το στόμα μου στη βρύση τόβαζα να πιω. Το νερό ερχόντανε, λέανε, από τη Μπινίτσα κι ήτανε καλό. Μετά εχρειάστηκε ο κόσμος περσσότερο νερό και ερίξανε μέσα και τα νερά τση Χρυσίδας που δεν ήτανε καλά, τί είχανε γύψο. Έτσι ελέανε. Πάντως, πάλε με το στόμα από τη βρύση έπινα και τα φασούγια εβράζανε. Μόνο η μάνα μου παραπονιόντανε που δε τσήπιανε καλά το σαπούνι τση μπουγάδας. Μετά εκάμανε εργοστάσιο αποσκλήρυνσης στη Χρυσίδα αλλά η δουγειά πήγε τα φόντου, τί τα φίλτρα εστουμπώνανε αμέσως και ηθέλανε πολλά λεφτά να τ’ αλλάζουνε κάθε τόσο. Τότες ήτανε που πρωτοεμφανιστήκανε τα εμφιαλωμένα. Έπαψα κι εγώ να πίνω από τη βρύση κι έπινα απ’ αυτά. Δια της συγκρίσεως στο στόμα εκατάλαβα ότι το δικό μας το νερό ήτανε σκληρό και το μπουκαλάδο καλύτερο. Οι φημερίδες όλο εγράφανε για το πρόβλημα του νερού, τί ηθέλαμε όλο και πιο πολύ νερό, ιδίως το καλοκαίρι οπούχαμε και το τουρισμό. Τι να κάμουνε, ερίξανε στσου σωλήνες και τα νερά του Γαρδικιού. Κι αυτά, λέει, είχανε πιο πολύ γύψο και το μπουκαλάδο πήρε τ’ απάνου του. Φορτηγά ολόκληρα, νταλίκες, το κουβαλούνε από τότες και κάθε μέρα από τσι πηγές τση Ηπείρου. Έτσι λένε ότι απόκια έρχονται. Αλήθεια, ψέματα, δεν ηξέρω. Αλλά κάποια φορά επιάκανε ένανε που εγιόμιζε τα μπουκάγια από τη βρύση του. Τέλος πάντων. Μια φορά μείχανε φωνάξει για τοπογραφικά κάτου από το Βαλανειό, τί θα
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
265
τσου απαλλοτριώνανε τα χτήματα για να κάνουνε φράγμα, να μαζεύουνε το νερό του Παντοκρατόρου και να πίνει όλη η Κέρκυρα καλό και φτηνό νερό. Τότες ήτανε που επεταχτήκανε και κάποιοι, πιο ξύπνιοι, κι είπανε: - Ορές εισάστενε κουτοί; Δε μας εσυφέρει. Θα κανονίσουμε να το φέρνουμε από ένα μάτι, γαλάζιο μάλιστα, πούναι στην Αρβανία. Ποιότης εξαιρετική, μόλις ρίξεις τα φασούγια γιώνουνε. Τελικά ούτε φράγματα εγίνανε ούτε κάνα μάτι μας εφέρανε να ξεστραβωθούμε. Και τα φασούγια για να γιώσουνε μόνο με βρόχερνο νερό γιώνουνε. Προηγουμένως με διάταξε: - Να φέρεις και νερό! - Μάλιστα. Κι όπως ερχόμουνα φορτωμένος με την εξάδα, εσκεφτόμουνα εκείνο το μπότη, το λαγίνι, όπου εκουβάλουνα μιτσός. Τα ίδια ετότες, τα ίδια και τώρα, μετά κάπου εβδομήντα χρόνια. Το νερό για πιόμα το κουβαλάω στο σπίτι. Όπως τότες. Τώρα από το μάρκετ, το σούπερ περικαλώ, οπούναι και πιο μακριγιά από τη βρύση του Απολυμαντήριου. - Ορές, υπεύτοινοι, δε με αφήνατε εκεί που ήμουνε; Με τη βρύση του Απολυμαντήργιου; Πίγιο καλά. Ετότες δε το πλέρωνα. Τώρα το πλερώνω, κιόλας. Κάτι άκουσα όπου θα βάλουνε μπρος και πάλε τα φράγματα. Αμήν και πότε. Αλλά μα το Άγιο Λείψανο, που θάβγει αύριγιο μεσ’ στη μέση τση Χώρας, δε πιστεύω ότι θα προκάμω να ξαναπιώ απ’ τη βρύση.
4-11-2019
ΨΑΡΕΜΑ ΣΤΗ ΚΕΡΚΥΡΑ* Παραμονή Παντοκρατόρου. Στση κυρά Άννας ήτανε μαζεμένοι όλοι κι επίνανε καφέ. Εκείνο το ποντερνό το συννεφάκι, το ακούνητο πάνου από το Φτεγιά, το ξέραν’ όλοι. Τι κι αν η θάλασσα ήτανε σα το γιαούρτι να τήνε κόψεις με το μαχαίρι, τι κι αν από τη ζέστη έσκαε ο τζίτζικας, θαρχόντανε καιρός, φίδια θάβγανε. Τόλεε το συννεφάκι του Φτεγιά, το ποντερνό. - Οι βάρκες σας είναι καλά ρεμετζαρισμένες; Μέχρι κι η Κόντρα Φόσσα θα μπάσει. Καένας δεν έριξε παραγάδια για φαγκριά και κορωνάτα πού ‘ρχόντανε η εποχή τους. Όσοι είχανε δολώσει, ξεδολώσανε. Ανάψανε λίγα θαλασσόξυλα κάτου από τη γέφυρα, έγινε θράκα, ερίξανε απάνου τσι σαρδέλες κι ορθοί, σε κύκλο, ετρώανε και τσούντσου τη ρετσίνα. - Σορ Άννααα…, ψωμί, ορή, έχεις άλλο ψωμί; - Το φάατ’ όλο. Μα φούρνος είμαι…
266
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
- Άμε ορέ Σπύρο οπούσαι πιο παιδί, να φέρεις από πάνου… - Μωρέ βαριέμαι… - Μια κόρσα θα βάλεις, άμε Παναγιά κοντά σου… Ο Ψιχαλίζης έμεινε ξερός κι έδειχτε με το δάχτυλο. - Ο Μπονόρας ορές! ο Μπονόρας λείπει. Εβγήκε; Ο Μπονόρας, με τ’ όνομα, έφευγε μπριχού χαράξει, πάντα πρώτος απ’ όλους. Έφυγε πρι φέξει ο Θέος τη μέρα του. Είχε ρίξει το σπάγκινο το παραγάδι και το περίμενε να ψαρέψει. Στη Βάθη έριξε, μεσοθαλασσίς. Το ποντερνό το συννεφάκι τόειδε αφού ξημέρωσε. Άρπαξε με τη μία το καλαδούρι κι άσκωνε. Τρία κορωνάτα στα πρώτα είκοσι αγκίστρια. Εκεί τόνε πέτυχε ο γαϊδουρολεβάντες. Δεν έστεκε άλλο. Έκοψε με το μαυρομάνικο το παραγάδι και με τα κουπιά έφερνε το μπατέλο δευτερόπρυμα στο καιρό. Έφαγε δυο θάλασσες και τα ποδάργια του κολυμπούσανε. Τα κορωνάτα σαρτένανε. - Παμείτε, εφώναξε ο Ψιχαλίζης. Επηδήξανε σαν αγέριδες στη γαέτα του Γίγαντα οπούχε έξη κουπιά. Εξεμπουκάρανε. Ο καιρός θα τόνε έφερνε το Μπονόρα απάνου τους. Οι σκαρμοί ετρίζανε κάτου από τα δώδεκα γερά μπράτσα. Λίγο παρόξω από το Καποσίδερο τον είδανε. Ίσα βάρκα, ίσα νερά. Ήρθανε πλώρη με πλώρη. Ο Μπονόρας εσάρτεψε στη γαέτα του Γίγαντα. Στόνα χέρι εκράτουνε το κομμάτι το παραγάδι με τα τρία κορωνάτα και στο στόμα το σκοινί για το ρεμούκιο. Δεν εμίλουνε καένας. Ελάμνανε. Ο Γίγαντας εκουμάνταρε τον καιρό με τη λαγουδέρα. Τα κύματα βουνά. Ήξερε. Το μπατέλο του Μπονόρα εσκόπριζε πανιόλα, παραγάδι, κουπιά, σφογγάργια, το κουβά, τη μπόχα, το γάντζο, όλα. Λίγο ηθέλανε να μπούνε στη μπούκα τση Κόντρα Φόσσας, να τεγειώνουνε. Τσου πίτυχε στη μπάντα το αντιμάμαλο. Οι δυο βάρκες ασκωθήκανε ταψήλου κι επέσανε ολομεμίας στο λάκκο. Το ρεμούκιο τεντώθηκε σα στρίκα, εκόπηκε. Η γαέτα του Γίγαντα εμπήκε στη Κόντρα Φόσσα. Το μπατέλο του Μπονόρα ετσακίστηκε κάτου από τη Μαντρακίνα. Αράξανε, εδέσανε. Ρίξανε ξύλα στη θράκα, έγινε φωτιά μεγάλη. Ο Μπονόρας εστέγνωνε κι έκλαιε το μπατέλο του. Ξεδόλωνε και τα κορωνάτα. Του δώκανε τσιγάρο και ρετσίνα. Μετά έφαε και σαρδέλες κι από το ψωμί οπούφερε ο Σπύρος. - Αυτό το μπατέλο είχα για να ζιω. Ετώρα; Εσυνεννοηθήκανε με τα μάτγια. Εβγάλανε από τη τσέπη τους ό,τι είχε ο καθένας. Εφωνάξανε το μάστρο Καβουρέλη και του τα δώκανε μπροστάντζα για το καινούργιο μπατέλο του Μπονόρα. Ο μαστρο Καβουρέλης είπε: - Καλά είναι, δε θέλω άλλα. Την άλλη μέρα ο Μπονόρας έφυγε με τα πόδια από τη χώρα να πάει να προσκυνήσει τον Υψηλόνε. Το Παντοκράτορα. * Δεν είναι τέγεια ψέματα.
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
267
5-11-2019
ΤΟ ΤΡΟΥΛΟΥΛΟΥ Βάλε ένα, βάλε δύο, βάλτε όλοι, πάρε ένα, πάρε δύο, πάρτα όλα. Το καζίνο των φτωχών. Η κινητή ρουλέτα τση στιγμής. Ο πρώτος ανταγωνιστής του ταψήλου. Ο τζιόγος τσέπης για μικρούς και μεγάλους. Ένα εξαγωνικό πρίσμα, με κατάληξη ημισφαιρικής κεφαλής που είχε στη κορφή της ακίδα περιστροφής και στη βάση της μικρό κυλινδρικό στέλεχος που με τη στριψιά του δείκτη και του αντίχειρα εγινόντανε σβούρος. Το γύριζε η μάνα και όλα τα μάτια ήτανε καρφωμένα απάνου στο τρουλουλού. Εσταμάταγε και η ομήγυρης κατέληγε σε επιφωνήματα επιδοκιμασίας ή απογοήτευσης. Εδώ αλλάζανε χέργια οι δεκάρες ντω παιδιώνες, μέχρι και τα κατοστάρικα των μεγάλων. Τέτοια εποχή το τρουλουλού ήτανε στις δόξες του. Με το που πιάνανε οι βροχάδες και τα κρύα ο κόσμος εκλειόντανε σπίτι. Τελεβίτζιον δεν είχανε, τα κομπιούτερ, τα τάμπλετ, τα άιφον, τα βίντεα, τα φέισμπουκ, τα γιου τιούμπ και τα ρέστα τα σημερινά, που ευτυχώς που μ’ αυτά εκαταφέραμε να ειμάστενε όλοι μας, μικροί μεγάλοι, με το κεφάλι κάτου κι όχι με το κεφάλι ψηλά, σε απόλυτη επικοινωνία με τον εαυτουλάκη μας, δεν είχανε αναλυφτεί ετότες. Τα τηλέφωνα ήτανε τριψήφια και δε βαρούσανε ποτές. Πιο πολύ για μπιμπελό τάχανε όσοι είχανε. Κάποια σπίτια είχανε ράδιο αλλά ο πατέρας όλο έβαζε ειδήσεις, το παγιό γραμμόφωνο και το πικάπ δε σ’ αφήνανε να τ’ αγγίξεις, μη τα χαλάσεις, τι να κάνεις; Όλο φιδάκι και τριόδα θάπαιζες; Ερχόντανε, λοιπόν, η ώρα του τρουλουλού. Άρεσε και στσου μεγάλους που αυτοί αγοράζανε και λαχεία. Το Λαϊκόν, το Εθνικόν και τα Χριστούγεννα το Συντακτών κι επαίζανε και χαρτιά στα καφενεία. Τί στο σπίτι δεν ήπρεπε, τί επαίρνανε τα παιδιά το κακό παράδειγμα. Ερχόντανε «βάλε δύο» στο μιτσόνε; Εκεί να ιδείς κλάϊμα. - Εγώ, όλο χάνω…, ουάαα… - Μη κλαις χρυσό μου, να δεις που τώρα θα κερδίσεις, το βαϊλευε η μάνα. - Άσ’ το παιδί να κερδίσει. Δεν έχεις μυαλό. Να το κάνεις να κλαίει θέλεις; Τέγεια αναίστητος είσαι; - Εγώ; το τρουλουλού. - Να μη ξαναπαίξετε στο σπίτι. Ορίστε μας! - Και τι να κάμω; - Άμε παίξε ΠΡΟ-ΠΟ. Με το ΠΡΟ-ΠΟ ανακατεύτηκε κι ο τζιόγος στα ποδόσφαιρα και πήρε τ’ απάνου του. Ελέγανε «κάθε πόλις και Στάδιον, κάθε χωριό και Γυμναστήριον» κι οι φιλάθλοι όλοι επαίζανε δια την πρόοδον του αθλητισμού. Ποτέ για τη πάρτη τους. Είχανε όλοι στόχους υψηλούς.
268
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
Εσήμερα έχουνε βγει ένα σωρό παιχνίδια τυχερά κι αγωνίζεται ο κόσμος νάβρει τη τύχη του, τη χαμένη. Οι στόχοι ίσως δεν είναι τόσο υψηλοί, όπως παγιά, αλλά όλο και τσου πλασάρουνε τσου στόχους τσου υψηλούς, νάχουνε τη δικαιολογία οι παίχτες στην άκρη τση γλώσσας. - Εγώ; όχι για μένα… Δια τον αθλητισμόν, όστις, τι να κάμουμε; είναι πλέον επαγγελματικός εις όλον τον κόσμον και οφείλομεν να ακολουθήσομεν, τί για να μπει το τόπι εις το πλεκτόν και να αλαλάξομεν γκόοοολ… και να πληρωθόμεν υπερηφανείας εθνικής ή οπαδικής, μίαν θυσίαν τσέπης την οφείλομεν. Δεν την οφείλομεν; - Ορθώς και πρσαυξάνω. Το τρουλουλού εξεχάστηκε. Καένας δε το παίζει. Ακόμα και τα μιτσά, βρέχει δε βρέχει, κάνει κρύο δε κάνει, κάτι κουμπιά πατούνε ολημερίς. Και να τσούδινες τρουλουλού, μα θα ξέρανε να το στρίψουνε; Εδώ κι οι σβούροι τους δε γυρνάνε με το σπάο πούχε στην άκρη του δεμένη μια δεκάρα. Με κάτι πλαστικά κορδόνια που τα τραβάς γυρνάνε.
6-11-2019
Η ΣΗΜΑΙΑ Όλη τη βδομάδα έβρεχε. Εκείνο το ενοχλητικό πίτσι-πίτσι τση κερκυραίικης ασταμάτητης βροχής που μουσκεύει πύργους, δρόμους, γης, δέντρα, λάχανα, ζα και τσ’ ανθρώπους ίσαμε το κόκκαλο. Οι πύργοι φουσκώνουνε κι η ώχρα τους γίνεται μια γκρίζα μούχλα. Οι δρόμοι πεντακάθαροι, τσου ξεπλένει ο Θέος, επειδής δε προκάνουνε οι ανθρώποι. Η γης ξερνάει το νερό στσι λούμπες. Το σφουγγάρι της πομπάρει και δε ρουφάει άλλο. Τα δέντρα και τα λάχανα βαριούνται και κοιτάνε ταψήλου για μια σταγιά ήγιο. Τα ζα με το κεφάλι κάτου. Οι σκύλοι κι οι γάτοι είναι να τσου κλαις. Όλο γλύφουνε τη τρίχα τους, μη και με το σάγιο τήνε κάνουνε αδιάβροχη. Κόπηκε κι η κίνηση στα μαγαζιά. Ποιος να κατέβει; Είναι βαριές κι οι γαλότσες, και σου κόβουνε τη γάμπα. Οι βάρκες γιομίζουνε νερά και πρέπει να κατέβεις να τα βγάλεις. Δεν έχεις κι άλλο αγγειό να βάλεις να μάσεις τα νερά τση σκέπασης που τρέχει. Δε πάει άλλο. - Σου τόπα, δε σου τόπα να φέρεις μάστορα να ματασύρει τα κεραμίδια; Έτο τώρα…, Βενετία εγίναμε στο τρίτο πάτωμα. - Από πού, ορή, μάστορα; Εδώ χρωστάμε και τ’ Αγιού. Μούθελες το καλοκαίρι και παραθερισμό στη Μπινίτσα… Μούθελες και καινούργιο μπανιερό, μη και σε δούνε οι μελιχάνες και ξεράσουνε. Μη και μου τρέχουνε τάβολα από τα μπατζάκια; Βρέχει, δε το γλέπεις που βρέχει; Να δούμε πότες θα σταματήσει να κάνω κάνα μεροκάματο.
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
269
- Μη μου φωνάζεις εμένανε, ανεπρόκοπε. Ορέ, εσύ δε μούλεγες που θα μείχες σα το τσαντσαμίνι όλη μου τη ζωή; Σα παυλοσουκιά με κατάντησες, ανάθεμά την ώρα που σε πήρα. Μου τόλεγε η μάνα μου, αυτή η άγια η γυναίκα, μου τόλεγε… Μη τόνε πάρεις, τον αχρηστόνε. Αλλά, πούουου εγώ… Εστραβώθηκα η άμοιρη. Η τύχη μου, η μαύρη. Ανάθεμά την ώρα. Η κυρά Νούλα (από το Δεσπινούλα) είχε πλύνει από βραδύς. Άπλωσε τα ρούχα μέσα στσι κάμαρες, να στεγνώσουνε. Όλο το βράδυ έβηχε, τί τήνε πείραζε από μικρή η υγρασία στο αναπνευστικό. Ο Θέος ξημέρωσε τη μέρα του. Σα Λαμπριά. Τήνε ξύπνησε ο ήγιος που τρύπωνε από τσι τολέτες. Γδώθηκε, ανασκαμνίστηκε και πετάχτηκε ν’ ανοίξει τσι φανέστρες. Να μπει ο ήγιος που κοντεύανε να χτικιάσουνε σαράντα μέρες τώρα. Ο άλλος ρούχαζε. Νύφτηκε, χτενίστηκε, έβαλε τη νοτισμένη ρόμπα και τσι παντόφολες κι εβγήκε στο μπαρκόνι. Εκοίταξε την Ανατολή, σταυροκοπήθηκε και χαιρέτισε τα βουνά απέναντι. - Καλημέρα σας βουνά… Έβαλε ν’ απλώνει τα ρούχα τα πλυμένα. Με τη σειρά και καθώς πρέπει. Τα σεντόνια πρώτα, μετά τσι ντεμέλες, τα προσόψια, τα σώβρακα αυτουνού του αχαΐρευτου, τσι γκιλότες της, τα σκαρτσούνια, πρώτα τα σκούρα και μετά τα χρωματιστά, τι και τ’ άπλωμα πρέπει νάναι καθώς πρέπει, να μη γίνεις και βουρδούγιο στσι φιτουάλες που στα νύχια στέκουνε να σε κακολογήσουνε. Είχε πλύνει και τη Σημαία, τί μια ξεζενταρισιά την ήθελε. Ξημέρωνε και γιορτινή κι ήπρεπε να τήνε βάλει στο κοντάρι. Ο αστυφύλακας εκοίταε κατ’ απάνου. Την ήξερε και τον ήξερε. Γειτόνοι. - Κυρά Νούλα, μάζεψε τα ρούχα και βάλε τη Σημαία. - Μόλις άπλωσα, να στεγνώσουνε. - Κυρά Νούλα, σήμερα είναι γιορτή. Ούτ’ απλώνουμε, ούτε στεγνώνουμε. Μάζεψέ τα. - Κάνε μου τη χάρη…, σαράντα μέρες βρέχει, πότε ν’ απλώσω; Η γυναίκα σου δεν άπλωσε; - Κυρά Νούλα μου, εμείς μένουμε από πίσω, δε φαινομάστενε. Εσύ είσαι μπροστά. Θα περάσει από κάτου ο Νομάρχης με το Δήμαρχο. Επιτρέπεται νάχεις απλωμένα και το μπαρκόνι χωρίς Σημαία; - Τώρα σοβαρολογείς; Δε γλέπεις τη κατάσταση; - Κυρά Νούλα θα σε γράψω. Έλα με το καλό. Από μέσα ο άλλος εφώναζε: - Νούλα, κάμε μια στάλα καφέ. Εσκοτίστηκε. Μάζεψε τα ρούχα άρον-άρον. Τση πέσανε και δυο μανταλάκια κάτου. Έβαλε το μπρίκι στη γκαζιέρα.
270
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
Εβγήκε κι έβαλε στο κοντάρι τη Σημαία. Τήνε κοίταξε. Όμορφη ήτανε. Ο άλλος εφώναζε: - Νούλα, ορή Νούλα…, ο καφές εχύθηκε.
8-11-2019
ΟΙ ΦΑΣΙΣΤΑΙ Του τάλεγε όταν ήτανε μιτσός, να μαθαίνει. - Εγώ δεν ετέγειωσα ούτε το Δημοτικό. Μ’ είχανε βγάλει από τη Τρίτη. Στο μαγαζί του πατέρα μου, του πάππου σου, ερχόντανε, επίνανε και τραγουδούσανε. Είχε πέντε τραπέζια και εικοσιένα σκάνια. Και το μπάγκο με τσι κούπες. Από κάτου από το μπάγκο εφύλαε το κρασί. Όλοι ελέανε πούχε πάντα το καλύτερο. Εγώ, μιτσή ετότες, όλο τσου κοίταα, τσου μεγάλους. Μου φαινόντανε όλοι αψηλοί. Τσου σκιαόμουνα και λίγο. Αλλά τραγουδούσανε πολύ ωραία και μ’ άρεσε. Εκαπνίζανε, βάλε Γιώργη μια κούπα όλο λέανε. Μεζέδες δε τσου δίναμε. Εφέρνανε από τα σπίτια τους. Ερχόντανε και ναύτες από απέναντι. Η μάνα μου όλο μούλεγε άμε μέσα κι άμε μέσα. Την αδερφή μου, τη Μαρούλα, οπούτανε πιο μεγάλη, δε την άφηνε ούτε να κοιτάει. Το μαγαζί ήτανε μια μεγάλη κάμαρη. Δεν είχε πάτωμα. Χώμα είχε που από τσι πατησιές και τσι λαδιές είχε γένει σα τη πέτρα σκληρό και γυάλιζε κιόλας. Οι τοίχοι και το ταβάνι ήτανε μαύροι από τη κάπνα, τί από το καλαμένιο μοροφίντο επαίρνουνε ο καπνός από τη στια οπούχαμε δίπλα και μαγειρεύαμε. Ο πάππους σου δεν ημπόρουνε κι όλο έλεγε του αδερφού μου να πάρει ασβέστη ν’ ασπρίσει αλλά αυτός τούφευγε με τη σφεντόνα στη κωλότσεπη. Πού τον έχανες πού τον έβρισκες, όλο στα ρουμάνια ήτανε, να βαρεί πουγιά. Αυτόνε, ηθέλανε να πάει σκογειό αλλά πού να τον εκάνει καλά ο δάσκαλος. Αγρίμι. Μια φορά επήδηξε κι από το παράθυρο του σκογειού. Τόνε μολόησε ο δάσκαλος στη μάνα μου κι αυτή τον άρπαξε και τούριχτε αλλά εμπήκα εγώ στη μέση και τον άφηκε. Τον αγαπάω τον αδερφό μου. Ούτε αυτός ετέγειωσε το Δημοτικό. Με σταυρό υπογράφει. Το μόνο λούσο του μαγαζιού ήτανε η λάμπα. Είχε ένα τούμπο, τόοοσο μεγάλονε, οπαλίνα τον έλεγε η μάνα μου, και κρεμόντανε από το τράβο με κάτι αλυσίδες. Από πάνου από το τούμπο είχε ένα βάρος. Ένα στρογγυλό με σκαλίσματα που το τραβούσες και κατέβαινε η λάμπα, τσήβαζες πετρόγιο και τ’ άμπωνες κι ανέβαινε. Ή τ’ ανάποδο, δε θυμάμαι τώρα. Κρίμας, μας ετσακίστηκε με τη πρώτη μπόμπα οπούπεσε στον Ασύρματο, τί τον είχανε βάλει στο μάτι τα αερό-
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
271
πλανα. Από τα αέρια τση έκρηξης ελέανε, ετσακίστηκε η λάμπα. Ήτανε προίκα τση νόνας σου. Μεγάλης αξίας. Με το μπομπαρντισμό εχωθήκαμε όλοι στη σούδα. Εγώ με το κεφάλι μου άμπωνα το χώμα κι είχα κάμει μια γούβα που χώρουνε όλο μέσα. Το μαγαζί εδιαλύθηκε. Δε το ξανανοίξαμε από τότες. Πίσω από το μπάγκο ο πάππους είχε κρεμασμένο το βραβείο που του δώκανε στην Έκθεση τση Θεσσαλονίκης για τσι πατάτες του. Αυτό εδώ που τόχουμε τώρα μεις κρεμασμένο στο πύργο. Μόνο αυτό μούμεινε από το πατέρα μου. Πολύ το εκαμάρωνε το βραβείο του και όλο τόδειχνε στσου άλλους και τσου εξηγούσε το πώς έκανε τόσο μεγάλες πατάτες. Αλλά αυτοί είχανε αλλού το νου τους. Όλο εμαλώνανε για τα πολιτικά. Άλλοι ήτανε με το Βενιζέλο κι άλλοι με το Βασιλέα. - Ποιοί ειν’ αυτοί; - Τώωωρα…, έχουνε πεθάνει κι οι δύο. Δε λες καλά που πεθαίνουμε όλοι; Άμα δε πεθαίναμε θα τρώαμε ο ένας τον άλλονε. Αμήηηη… Ο Βενιζέλος ήτανε Πρωθυπουργός κι ο Βασιλέας ήτανε Βασιλέας. Όλο ετσακωνόντανε κι ο κόσμος άλλος ήτανε με τον ένανε κι άλλος με τον άλλονε. - Ο πάππους με ποιόνε ήτανε; - Με το Βενιζέλο. Είχε πολεμήσει στη Μικρασία κι εγύρισε μισός άνθρωπος. Οι βασιλικοί έλεγε εφταίανε. Εσακατεύτηκε. Ίσα που γλύτρωσε. - Πού είν’ η Μικρασία; - Πολύ μακριά. Επολεμήσαμε οι Έλληνες εκεί αλλά χάσαμε κι έγινε καταστροφή. Από κει είναι η γιαγιά σου η Βαρβάρα, ο πάππους σου ο Κώστας, η θεια σου η Μαργίτσα, ο μπάρμπας ο Κώτσος κι η θεια η Ζωή. Εκεί εγεννήθηκε κι ο πατέρας σου. - Και γιατί εφύγανε κι ήρθανε ‘δώ; - Θα τσου σκοτώνανε οι Τούρκοι και φύγανε. Τι να κάμουνε; Φεύγει καένας από το σπίτι του στα καλά καθούμενα; Από τα καλά του, από τη βολή του; Απ’ αυτούς που αγαπάει και τον αγαπάνε; Δε φεύγει καένας, παρ’ εκτός κι αν έχει άλλο λόγο να φύγει. - Τι λόγο; - Άμα δεν ημπορεί ο τόπος του να τόνε θρέψει ή άμα παντρευτεί και κάνει οικογένεια αλλού ή άμα έχει κάνει κακά πράματα στο τόπο του και δεν ημπορεί να μείνει άλλο ή άμα είναι τυχοδιώχτης. - Τι είναι τυχοδιώχτης; - Άλλη βολά θα σου πω. Τώρα λέμε για το μαγαζί. Το λοιπό, όταν οι τσακωμοί για το Βενιζέλο και το Βασιγιά εξεφεύγανε, έβγαζε ο πάππους σου το διαπασόν, αυτό πούχεις και παίζεις, τσούδινε το λα και τσούβαζε δυο φωνές να σώνουνε, να τραγουδήσουνε. Εσείς όπως πάτε θα μας εδιαλύσετε και τη χορωδία, τσούλεγε ο μπάρμπα Γιώργης. Και τον ακούανε, δε
272
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
μπορώ να πω. Του είχανε σέβας. Ήτανε όμως και κάνας δύο που ό,τι ακούανε το λέανε την άλλη μέρα του χωροφυλάκου. Αυτούς τσου ελέανε οι Φασίσται. Αυτοί οι Φασίσται όταν εμπήκανε οι ιταλοί την ίδια δουγειά εκάνανε και πειράξανε πολύ κόσμο. Και κοπέλες πιο πολύ. Αλλά τσου περιλάβανε με την απελευθέρωση και ένανε, μάλιστα, λένε ότι τον εκάμανε φέτες και τον εχώσανε σ’ ένα πηγάδι στα Δανίγια κι από πάνου το γιομίσανε πέτρες. Τόση ήτανε η αγανάχτηση του κόσμου με τσου Φασίσται. - Οι Φασίσται είναι πολύ κακοί. Τσου άλλους, τσου καλούς, πως τσου λέγανε; - Χμ…, αμιά δεν ηξέρω… Εσύ να διαβάζεις, να μάθεις, να μου πεις κι εμένανε όταν μεγαλώσεις. Ποτές μου δεν εκατάλαβα. Το μόνο που ξέρω είναι ότι καλοί είναι όσοι είναι καλοί ανθρώποι. Αυτοί που νοιάζονται και για τσου αλλουνούς κι όχι μόνο για τη πάρτη τους. Αυτό! Εμένανε ένας απ’ αυτουνούς τσου Φασίσται, όταν ήμουνα δεκαεννιά χρονώνε, είπε που μ’ είδε στη χώρα, στο συλλαλητήριο, νάμαι μπροστά με τη Σημαία κι ήρθε ο χωροφύλακας σπίτι να με πιάκει. Αλλά του ρίχτηκε η γειτονιά κι ήρθανε κι άλλοι από πάνου και τούπανε άστηνε τη κοπέλα, δεν έχει μπει ποτέ τση στη χώρα. Εκατέβηκε κι ο υγιός τση μαμής του Τζώρτζη, οπούχε πέραση στη χωροφυλακή, και τούπε του χωροφυλάκου άστηνε, αμαρτία είναι, και δε με πήρε. Κλάααμα εγώ κι η μάνα μου…, όλη μέρα εκλαίαμε. Η αδερφή μου δεν ήτανε δω. Είχε πάει στα βουνά, απέναντι, με τον άντρα τση, χωροφύλακας κι αυτός. Η άχαρη…, πάνου σε κάποιο βουνό έθαψε το πρώτο της υγιό. Τούβαλε πέτρες από πάνου, τί δεν ήτανε χώμα να σκάψει. Μετά εμάθαμε ποιος του τόπε του χωροφυλάκου. Αυτουνού δε του κάνανε τίποτα οπού τσούπε ψέματα. Τόνε γλέπω και τώρα καμιά φορά στη Λαϊκή, το συχαμένονε. - Μα γιατί ήτανε τόσο κακοί αυτοί οι Φασίσται; - Γιατί Φασίσται είναι όσοι είναι κακοί και άδικοι. Περάσανε τα χρόνια, το μιτσό έμαθε γράμματα, εδιάβασε, έζησε, εγνώρισε. Τελευταία, ό,τι και να γίνεται ο ένας λέει τον άλλονε φασίστα. Έκανες αυτό; Είσαι φασίστας. Πιστεύεις εκείνο; Είσαι φασίστας. Δε σου αρέσει ετούτο; Είσαι φασίστας. Σου αρέσει το ανάποδο; Και πάλι φασίστας είσαι. Όλο αυτό ακούς όπου βρεθείς, ό,τι κι αν διαβάσεις. Φασίστας ο ένας, φασίστας ο άλλος, φασίστες όλοι. Βρίσκεσαι στα δύσκολα να εξηγήσεις τα ανεξήγητα; Πετάς ένα φασίστας σα παραπέτασμα καπνού και νετάρεις. Κι άσε τσου άλλους να προσπαθούνε να αποδείξουνε που δεν είναι. Άδικος κόπος. Σα να θέλεις να βγάλεις το λεκέ από το πουκάμισο και το απορρυπαντικό να μην έχει μπλε, πράσινους, κίτρινους, κόκκινους και μαύρους κόκκους. Βγαίνει; Δε βγαίνει στον αιώνα τον άπαντα.
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
273
Κάγιο να σου βγει το μάτι παρά τ’ όνομα. Είσαι πρωτοποριακός; Φασίστας είσαι. Είσαι πιστός σε Αρχές και Αξίες; Φασίστας είσαι. Πιστεύεις; Είσαι φασίστας. Δε πιστεύεις; Και πάλι φασίστας είσαι. Έχει χάσει η λέξη το ακριβές νόημά της. Όπως η άλλη, η πλέον δημοφιλής λέξη της ελληνικής. Μπορεί οι δυο αυτές λέξεις να ταυτίζονται. Να είναι το ίδιο. Πάντως, καλύτερο ορισμό για τους Φασίσται απ’ αυτόνε τση μάνας του δεν εβρήκε το μιτσό, όσο και να διάβασε. Φασίσται είναι όσοι είναι κακοί και άδικοι.
9-11-2019
Ο ΠΟΝΤΕΣ Ι Το αποφασίσανε. Ο κόσμος πρέπει το καλοκαίρι να κάνει θαλάσσια λουτρά. Αλλά πως; Άντρες, γυναίκες όλοι μαζί; Επιτρέπεται; - Δεν επιτρέπεται, προς Θεού. - Και τι να κάνουμε; - Να κάνουμε άλλα λουτρά για τσου άντρες κι άλλα για τσι γυναίκες. Να μη μπερδεύονται. - Τς, τς, τς… Μπράβο σου που το σκέφτηκες, έχεις πολύ μυαλό. - Σιγά, αυτός επήγε και στο ξωτερικό, μέχρι και στην Αθήνα έφτακε. Είδε τι κάνουνε εκεί και το λέει. Έτσι ξέρω και ‘γώ. - Έτσι, ξέτσι, αυτός τόπε και μπράβο του. - Μμμμ… και που να τα κάνουμε; - Στο λιμάνι. - Εκεί βγαίνουνε οι βάρκες, θα τσι γλέπουνε. - Θα τσι κάνουμε έτσι να μη τσι βλέπουνε. - Πως δηλαδή; - Θα καρφώσουμε σιδερένιους πασσάλους κάτου, με σίδερα από φάβρο καλά, να μη χαλάνε ούτε μετά από 100 χρόνια, κι απάνου θα βάλουμε ένα ταβλάτσο και πάνου στο ταβλάτσο θα κάμουμε καμπίνες με μία τρύπα στρογγυλή ψηλά να μπαίνει φως να βλέπουνε να γδύνονται κι οι πόρτες θε νάναι από τη μέσα μπάντα. Και όλες οι καμπίνες θα κάνουνε ένα τετράγωνο κι αυτές θα κάνουνε μπάνιο μέσα στο τετράγωνο και δε θα τσι βλέπει καένας. - Μηχανικός είστε; - Όχι, λιμενοφύλακας. - Άααα…, γι αυτό. Όλα σωστά και μπράβο σας. Και εσκέφτηκες ποιος θα προσέχει να μη μπαινοβγαίνουνε από τη θάλασσα τα σερνικά; Όλο εκεί θε νάναι το μυαλό τους.
274
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
- Εμείς, οι λιμενοφύλακες. Θα περιπολούμε και με το ρόπαλο. - Εντάξει ετότες. Και για τσου άντρες; - Άστους τσου άντρες. Γι’ αυτουνούς θα κάμουμε μπάνια λίγο πιο όξω από το λιμάνι, πιο πρόχειρα. - Μα εκεί όταν φυσάει ο Μαϊστρος ή ο Πουνέντες δε θα τσου φέρνουνε τσου κουτσούλους από τα κουντούτα τση Παναγιοπούλας και τω Μουράγιωνε; Μέχρι κι απ’ το Καφέ Γυαλί θε νάρχονται σε καμιά καλή μπασιά. - Σιγουραμέντε. Γι αυτό θα τα βάλουμε ‘κεί τ’ αντρικά. Σαν άντρες μπορούνε να αντιμετωπίζουνε και δυο κουτσούλους. - Ναίαιαι…, αλλά εκεί δε θα κάνουμε μπάνιο και ‘μείς. Τι; εμείς άντρες δεν ειμάστενε; Τι; θα μαλώνουμε κι εμείς με τσου κουτσούλους; - ΣΑΝ ΑΝΤΡΕΣ σούπα, δε σούπα ότι όλοι ειμάστενε άντρες. - ………, εσύ ξέρεις,……… Κι έτσι εφέρανε τα σίδερα του φάβρου και τα καρφώσανε καλά, να μπούνε πολύ μέσα κι από πάνου κάνανε τα ρέστα. Όμως το ’27 εβγήκε έκτακτο δελτίον ειδήσεων: ΕΙΣ ΤΑΣ ΑΘΗΝΑΣ ΚΑΙ ΕΠΙ ΤΟΥ ΕΠΙΝΕΙΟΥ ΤΗΣ, ΠΕΙΡΑΙΩΣ, ΕΠΙΤΡΕΠΟΝΤΑΙ, ΠΛΕΟΝ, ΤΑ ΜΠΕΝ ΜΙΞΤ !!! Σάλος! Άντρες, γυναίκες θα κολυμπάνε όλοι μαζί; Στα παγκάκια τση πλατείας οι σακαφιόρες εσχολιάζανε. - Καλά, μα το Μέτελα, τι σκέδια είν’ αυτά; Δε τσου σώνει που επιτρέψανε να κάνουνε μπάνιο οι γυναίκες; Μέχρι και με σαπούνι πλένονται. Μας εκάνανε όλες παστρικιές δηλαδής; Και θα φέρουνε και τσου σερνικούς μαζί μας; Τι καταστέματα είν’ αυτά; Αυτός ο Δήμαρχος δεν έχει το Θέο του. Όλα ρουμ μπαραρούμ. Οι άντρες, όμως, το καλοβλέπανε. Έρχεται η πρόοδος, ελέγανε, και μπράβο του κυρ Δήμαρχου. Κι αλλάζανε κουβέντα, τί όλοι άλλα είχανε στο νου τους. Και τσου σύμφερνε η κατάσταση. Ένας που του τόπανε τι λένε οι γυναίκες είπε: - Άστετις, τσι κουτουσόρες. Εμείς ψηφίζουμε, αυτές ψηφίζουνε; Μωρέ δε θα πάρουνε ψήφο στον αιώνα τον άπαντα. Τα κουτοθήλυκα. Τα αντρικά επήγανε κατά πίσω, μέχρι που σιγά, σιγά ερημάξανε. Όλοι στα γυναικεία επηγαίνανε. Οι καμπίνες του πόντε ελιγοστέψανε, εκάμανε άλλες στη ξηρά, ανοίξανε το χώρο να κάνουνε βουτιές, να επιδεικνύονται τα σερνικά με σάρτα λεμπαρτά κοφινέτα, και κάθε τόσο εβγάνανε τσου περισσευούμενους πασσάλους ν’ ανοίξει ο τόπος. Ένανε που κόψανε με το τροχό σαν ασήμι ήτανε μέσα. Τσου παίρνανε και τσου πουλούσανε. Αυτά ήτανε σίδερα, όχι σα και τα σημερνά που λες κι έχουνε μέσα χαρτοπόλεμο. Είναι, λέει, σίδερα από ανακύκλωση. Έτσι είναι τα σίδερα; Γι αυτό στα καινούργια αυτοκίνητα βαρείς με το δάχτυλό σου και περνάς τη λαμαρίνα μπάντα κι άλλη;
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
275
Βγάνε, βγάνε τσου πασσάλους, έμεινε μόνο ένας πόντες χωρίς καμπίνες. Μέχρι πριν λίγα χρόνια αυτός πούχε τα γυναικεία τόνε πρόσεχε. Μετά εζητήσανε την άδεια του πόντε. Που να τήνε βρούνε; Είπανε να πάνε να βρούνε το Μέτελα να τσου την εδώκει, μια και τη θέλανε, αλλά κι αυτός επήγε κι έφυγε από τσου Κορφούς και στα πολλά που άρπαξε, άρπαξε και την άδεια, ως φαίνεται, και χάλευε σε ποιο κασετί τήνε καταχώνιασε. Που να τήνε βρούνε; Αυτές είναι δουγειές για τον Ιντιάνα Τζόουνς αλλά κι αυτός όλο έργα γυρίζει και δεν αδειάζει. Έτσι έμεινε ο πόντες μοναχός του, σέπεται όλη μέρα, και πάει τα φόντου. Την άλλη φορά που επέρασα μου παραπονέθηκε. - Και τι θέλεις; τούπα. Έχεις άδεια;
11-11-2019
Ο ΛΗΞΙΑΡΧΟΣ Το τί τραβούσε ο άχαρος δε λέγεται. Ερχόντανε οι πρόσφυγες από το 22 μέχρι και το 24, χιγιάδες, κι ήπρεπε να τσου γράψει. Τσου χάλευε το πιστοποιητικό γεννήσεως και βαπτίσεως. Δε τόχανε όλοι. - Τόχασα. Τόχε χάσει βέβαια μέσα στη καταστροφή. Μία, δύο τρεις, τη μυρίστηκε τη δουγειά. Όλα τα σερνικά είχανε πιστοποιητικό γεννήσεως και βαπτίσεως. Τα θηλυκά μεταξύ 30 και 50 δεν είχανε. Όλες; Όχι. Μόνο οι ανύπαντρες. Το κουβεντιάζανε στο Δημαρχείο. - Γιατί γίνεται αυτό; δε μπορεί, κάτι κρύβουνε. - Τα χρόνια τους κρύβουνε, τι κρύβουνε; Να φαίνονται μικρότερες φόρσι και βρούνε γαμπρό. Αυτό δεν έχουνε στο νου τους; Να κουτουπώσουνε καένα κουτόνε, να δώκουνε γεια τση φτώχειας και γεια στα δύσκολα. Η δις Ευτέρπη παρουσιάστηκε ενώπιον του Ληξιάρχου να δηλωθεί. Την εκοίταξε πάνου από τα κυαλέτα του και ρώτησε: - Επώνυμον; - Του μπαμπά μου το επώνυμον; - Μάλιστα, του μπαμπά σας. - Μπροσταντζόγλου του Ανανία του ποτέ Ευγενίου και της Ευτέρπης. - Της γιαγιάς σας το όνομα έχετε; - Μάλιστα.
276
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
- Μητρώνυμον; - Της μαμάς μου; - Μάλιστα, της μαμάς σας. - Μαριγίτσα Αγαπίδη του ποτέ Ιορδάνου και της Σουλτάνας. Ρώτησε και τα λοιπά και έφτακε στη κρίσιμη ερώτηξη: - Έτος γεννήσεως; - 1903. - Έχετε πιστοποιητικόν γεννήσεως και βαπτίσεως; - Όχι. - Και εσείς δεν έχετε; - Το χάσαμε στην καταστροφή. - Μάλιστα…. Τήνε κοίταξε καλά, καλά. Μα δέκ’ Αγιούς δεν ήτανε λιγότερο από 35. Τόσο την έκανε. Πόσο όξω νάπεφτε; Κάπου το 1887 εγεννήθηκε ετούτη εσκέφτηκε. Έκοβε το μάτι του. Αλλά τι να πει; Έγραψε έτος γεννήσεως 1903 και είπε: - Ο επόμενος. Ο επόμενος, σερνικός, εδήλωσε: - Ονομάζομαι Νικόλαος Μπροσταντζόγλου του Ανανία του ποτέ Ευγενίου και της Ευτέρπης, και της Μαριγίτσας Αγαπίδη του ποτέ Ιορδάνου και της Σουλτάνας. Ο ληξίαρχος τόνε κοίταξε καλά, καλά. Έμοιαζε πολύ με την προηγούμενη καταγραφείσα, τη δις Ευτέρπη, που περίμενε δίπλα. - Έχετε πιστοποιητικόν γεννήσεως και βαπτίσεως; - Μάλιστα, ορίστε. Το πιστοποιητικόν γεννήσεως και βαπτίσεως του Νικολάου, της Ιεράς Μητροπόλεως Δαρδανελλίων και Λαμψάκου έγραφε έτος γεννήσεως 1888. - Την δεσποινίδα, δίπλα, τι την έχετε; - Είναι η δίδυμη αδελφή μου. - Μοιάζετε…, σαν δίδυμοι. - Είδατε; - Μόνο που αυτή, λέει, που γεννήθηκε 15 χρόνια μετά από σας. - ………………. Η άλλη τον άρπαξε από το μανίκι και τόνε τράβηξε. - Τι τραβάς; - Μας εκατάλαβε. - Τι κατάλαβε; - Μια ζωή, σκουντούφλης ήσουνα. Γιατί τούδωκες το πιστοποιητικό; - Αφού μου το ζήτησε.
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
277
- Όλα θάλασσα τα κάνεις. - Εγώ; Ο ληξίαρχος εδιόρθωσε το έτος γεννήσεως της Ευτέρπης. Διέγραψε το 1903, έγραψε 1888 και μονόγραψε τη διόρθωση. - Άμα πιά…, να ψάχνουμε να βρούμε πότε γεννηθήκανε…, τι κακό κι αυτό. Ευτυχώς που ετούτη είπε που τη λένε Μπροσταντζόγλου. Ένα σωρό άλλες το θέλουνε ότι κατάγονται από το Φανάρι. Όλες αρχοντοπούλες είναι που παραπέσανε; Αυτός ο Κωνσταντίνος ο Παλαιολόγος πόσα θηλυκά έσπειρε ο άχαρος; Ευτυχώς που υπάρχουνε τα χαρτιά κι οι σφραγίδες και βγάζουμ’ άκρη. - Τι μονολογείς; - Λέω τι σου κάνει το ονόρε…, μέχρι το όνομά σου αλλάζεις και το έτος γέννησης. - Μη χολοσκάς, καημένε… Γράφε ό,τι σου λένε. Έτσι θέλουνε. Πετάει ο γάϊδαρος; Πετάει. Εσύ θα διορθώσεις τον κόσμο;
14-11-2019
Ο ΠΟΝΤΕΣ ΙΙ Βγάνε, βγάνε τσου πασσάλους, έμεινε μόνο ένας πόντες χωρίς καμπίνες. Μέχρι πριν λίγα χρόνια αυτός πούχε τα γυναικεία τόνε πρόσεχε. Μετά εζητήσανε την άδεια του πόντε. Που να τήνε βρούνε; Είπανε να πάνε να βρούνε το Μέτελα να τσου την εδώκει, μια και τη θέλανε, αλλά κι αυτός επήγε κι έφυγε από τσου Κορφούς και στα πολλά που άρπαξε, άρπαξε και την άδεια, ως φαίνεται, και χάλευε σε ποιο κασετί τήνε καταχώνιασε. Που να τήνε βρούνε; Αυτές είναι δουγειές για τον Ιντιάνα Τζόουνς αλλά κι αυτός όλο έργα γυρίζει και δεν αδειάζει. Έτσι έμεινε ο πόντες μοναχός του, σέπεται όλη μέρα, και πάει τα φόντου. Την άλλη φορά που επέρασα μου παραπονέθηκε. - Και τι θέλεις; τούπα. Έχεις άδεια; Του γύρισα τη πλάτη κι έφυγα. Τι πράμα είν’ αυτό; Δεν έχεις άδεια, κύργιε! Είσαι παράνομος. Εδώ υπάρχουνε νόμοι. Τι δηλαδής; Επειδής στέκεις εκεί από το καιρό του σέτε; Επειδής εκουνάρισες, εδιασκέδασες, εφιλοξένησες, έτερψες κι εψυχαγώγησες κι ό,τι άλλο έκανες, γενιές και γενιές κερκυραίωνε; Επειδής επήρες, με το έτσι θέλω, τ’ όνομα του συχωρεμένου τ’ Αλέκου; Επειδής σου κάρφωνε τσι τάβλες σου ο Μπελάντσας κι όποιος άλλος από τσου παγιούς, ο κυρ Κώστας, ο κυρ Βασίλης και τελευταία φορά ο Σπύρος;
278
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
Επειδής εκεί ερωτευτήκανε παιδιά και παιδιά, το μισό Καμπιέλο, μη σου πω και παραπάνου; Έχεις άδεια; Δεν έχεις. Και για να ξέρεις, σ’ είχανε βγάλει και τσι εφημερίδες για τα χάγια σου από το ’62 σε περικαλώ. Για διάβασε στη φωτογραφία τι σου ελέγανε από τότες; Εδιάβασες; Ορίστε τα χάγια σου από τότες. Δεν απαντάς; Πέρασα και την άλλη μέρα. Του φώναξα από πάνου. Πάλε δεν απάντησε. Έκανε που δεν άκουε μου φαίνεται. Το άλλο βράδυ, ξημερώνοντας του Νοέμβρη 12, ασκώθηκα να κλείσω τα σκούρα, τί ο καιρός επήγε να τα πάρει. Βροχή κι αέρας του σκοτωμού. Ο Θέος να βάλει το χέρι του μη πλέει καένας ετούτη την ώρα. Η κουρτίνα του νερού δε μ’ άφηνε να βλέπω στα δυο μέτρα. Ο αγέρας έφερνε φωνές. Χαρούμενα γέγια παιδιώνες. Και κλάματα. Και μίανε που έλεγε «έλα δω μωρέ να φας το φαί σου, κακοχρονονάχεις, μ’ έσκασες», «μη πηγαίνεις στα βαθιά», «μ’ έβρεξε η μουλαρία», «έτα, τα γλέπεις; όλο στα σύρματα στέκουνε: ο υγιός τση Φώτως με τη δυχατέρα τση Νούλως, γάρμπο κάνουνε, σα δε ντρέπονται…», «είπαμε να φοράνε μπικίνια αλλ’ αυτή το παραξήλωσε…, όλος ο αποτέτοιος τση όξω…, δεν είναι καταστέματα αυτά…», «σιγάαα, δε τρέχουμε στο πόντε…, θα σκοτωθείς…», «σούπα όχι βουτιές, θα βαρήσεις…», «όλοι οι μούλοι εδώ πάνου μαζεύονται… και τα παγιοθήλυκα δε πάνε πίσω…, μμμμ…», «τσιμπάει; - κάτι μουρμουρέγια μόνο, εχτές έπιακα μια λαμπούρδα», «εδώ να κάθεσαι να γλέπεις το αυγουστιάτικο φεγγάρι και τι στο κόσμο…» κι άλλα κι άλλα κι άλλες φωνές, πολλές. Και μέσα από τη κουρτίνα του νερού σα να περνούσανε χιγιάδες πρόσωπα, άλλα χαρούμενα, άλλα λυπημένα, γνωστά κι άγνωστα που κάνανε κεφαλή δεξιά, σα σε παρέλαση, και μου ρίχτανε θυμωμένες ματιές κι όλο μου φωνάζανε: - Εσύ του χάλεψες την άδεια; Άμε πάρτηνε τώρα. Δεν είχε και του την έδωκες στο χέρι, εσύ. - Εγώ; - Άμε δες τα χάγια σου. Έφεξε ο Θέος τη μέρα του. Εκατέβηκα να ιδώ. Αλλά η βροχή, ο αγέρας κι η θάλασσα δε μ’ αφήνανε να ξεμυτίσω από το Άη Νικόλα. Ανέβηκα από πάνου να βγάλω με το τηλέφωνο φωτογραφίες. Δεν τον έβλεπα από κει. Ούτε τον άκουα να φωνάζει. Το βούλωσε επιτέλους εσκέφτηκα. Βαρέθηκα να τον ακούω. Την άλλη μέρα είδα στσι φωτογραφίες που βάλανε στο fb το κουφάρι του. Τον έπνιξε ο καιρός. Τούδωκε τη χαριστική βολή. Ένα κομμάτι του στέκει μπροστά και κάτι πασσάλοι, απ’ αυτούς τσου παγιούς, τσου καλούς, του κερκυραίου φάβρου που εδούλευε τα σίδερα, τα καλά, τα πραγματικά, π’ αντέξανε 100 χρόνια. Στην άλλη φουρτούνα θα τσου πάρει κι αυτούς, να νετάρουμε.
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
279
Τι; και για να τσου βγάλεις, ως επικίνδυνους, πρέπει πρώτα να φέρεις την άδεια του πόντε. Δεν ετέγειωσε εσήμερα, 12 του Νοέμβρη, μόνο ο πόντες από τα Μπάνια τ’ Αλέκου. Ετέγειωσε μια ολόκληρη εποχή. Πού και πού θα γράφουνε γι αυτόνε σε τίποτις βλιβλία κι εφημερίδες και κάτου από κάτι φωτογραφίες εποχής. Όπως τώρα που διαβάζω το Νώντα το Βέργη να γράφει στη «Ναυσικά» στις 11 Σεπτεμβρίου 1962: « Γενική είναι η ευχή, ο Δήμος, εις την κυριότητα του οποίου ανήκουν τα λουτρά, να επέμβη κατά τρόπον ευεργετικόν δια την τουριστικήν φήμην του τόπου αυτού». Με τσι ευκές κάνεις δουγειά; δε κάνεις. Δεν ετέγειωσε εσήμερα, 12 του Νοέμβρη, μόνο ο πόντες από τα Μπάνια τ’ Αλέκου. Ετέγειωσε μια ολόκληρη εποχή. Τεγειώνει μια ολόκληρη εποχή για την Κέρκυρά ΜΑΣ. Μαζί της κι όσοι από μας εδακρύσαμε στη θέα του κουφαριού του. Που στο νπάπα-ντούπου του διπλανού του και στη ξενόγλωσση επιγραφή του εχάσαμε τη νιότη μας, την ίδια μας τη ζωή. Έφυγα. Έριξα μια ματιά απέναντι στο Βίδο και σ’ ένα ψαράδικο που κουπαστάριζε ίσαμε να καταφέρει να μπει στο λιμάνι. - Ορέ Βίδο, τι σε περιμένει… Τη τύχη του πόντε θάχεις κι εσύ. Δε μου απάντησε ούτ’ αυτό. Μπορεί να μην άκουσε. IN MEMORIAM.
15-11-2019
ΕΡΓΑ, ΕΡΓΑ… - Έχε ένα μπουτσούνι υπομονή…, βιάεσαι. - Δεν έχω άλληνε, μούσωσε. - Και καλά…, όλο γκρίνια; εσύ τι θάκανες; - Εγώ τι θάκανα; τίποτα. Υπάρχει τίποτις καλύτερο από το τίποτα; - Χμμμ…, χα, χα…, γι αυτό σου λέω, βούλωστο, κλείστο. Γκρίνιαρη, έ γκρίνιαρη. - Ορέ, πρώτα ένα πράμα το ζιεις και μετά κάνεις το πολυξέρη. Εσύ από πού το ξέρεις; έπαιξες με τα παιδιά του το ’65; ταξίδεψες με τον Άγιο Στέφανο το ’66; ήπιες νερό από το πηγάδι του το ‘68;
280
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
το ψάρεψες με το ψαρουντόφεκο το ’70; άραξες παράνομα το ’73; καθάρισες τη κόπρο του Αυγείου το 81; περπάτησες ξυπόλητος στ’ αγκάθια του το ’86; έσιαξες το ξύλινο σταυρό του το 91; ελούστηκες μ’ άρμη το ’93; άρπαξες τη κόσα το 95; επροσκύνησες τα ονόματα στσου τοίχους του το ’98; εγύρισες ολοτρόυρα με τη ψαλίδα στο χέρι το ’05; άκουσες το κρώξιμο του φασιανού; είδες το κυνήγι του γερακιού; το σάρτεμα του λαγού; το μουσούδι του κούνελα; τση οχιάς και τση δεντρογαγιάς τσι κόρσες; έκαμες καφέ στο λατί; είδες το κοπάδι τσι βελανίδες να τσι κυνηγάει ο γκόφος; εμάντεψες την ώρα από το άσκωμα του ήγιου; τόνε χαιρέτισες από το μπελβεντέρε; είδες τη προβατίνα να γεννάει; σε νανουρίσανε τα γέγια ντω παιδιώνες; είδες τη θάλασσα από τα γαϊδουράγκαθα; είδες το ρούφουλα νάρχεται από το Στενό; έσιαξες το δρόμο του που τόνε πήρε η βροχή; έφαες τη σμέρνα του μπουρδέτο; σου ρίχτηκε ο γλάρος του; έδωκες νερό στο λαχανιασμένονε; εχόρεψες με τσου ήχους τση σιωπής του; έφερες απάνου σκατζόχοιρους και χελώνες; καλημέρισες τη κυρά Μαρία που ξεστράτισε και τσήδειξες το δρόμο; έσκαψες; μετάλαβες τη πρωινή δροσιά του; εκαθάρισες από νύχτα τσι παραλίες του; παραμέρισες τη πέτρα να μη σκάσει κάνα λάστικο; άλλαξες το σπασμένο τζάμι; μάζωξες θαλασσόξυλα; κουκουνάρια; λιανολιές; αντράκλα; οβριές; σκάμνα; νόσπολες; κρίνους για τον Επιτάφιο; εμύρισες το Μάη το σπάρτο του; εκλάδεψες; εφύτεψες πασχαγιά, ροδιά και λέαντρο; επότισες; εμαγείρεψες στα ξύλα του; εσυμμάζεψες την αγριόχηνα; έβαλες νερό στσι γούρνες για τα ζωντανά του; ανέβηκες χειμώνα να κοιμηθείς; εσφούριξες μαζί με το βοσκό να συμμάσεις το κοπάδι; εμοιράστηκες το ψωμί σου με το μπόντικα; έκαμες το ένα άλλο ένα; επήρες το σκουπίδι να το κάμεις εργαλείο; εφύλαξες εγγλέζικα κουμπιά και σφαίρες από ληένφιλντ; είπες στα μιτσά τσι ιστορίες και τα παραμύθια του; έτρεξες να σβήσεις τη φωτιά του; εμέτρησες τ’ αστέργια του το βράδυ; εχάϊδεψες με τα μάτια σου το βουνό του Παντοκρατόρου και τη Πόλη σου; - Και πως; Δεν είδα ‘γώ τη θέα; - Όχι σα θέα, ορέ. Σα προσευχή, σα παράκληση. - Εγώ θα κάμω έργα. - Τι έργα; - Θα φτιάξω, θα βελτιώσω, θα ρυθμίσω, θα σχεδιάσω, θα επιτρέψω, θα απαγορεύσω, θα ασφαλίσω, θα τακτοποιήσω, θα ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΩ. - Θα κοιμάσαι απάνου; - Πως είπες; - Θα κοιμάσαι καμιά βολά απάνου;
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
281
- Γιατί; πρέπει; - Άμα δε καταλαβαίνεις το γιατί, άσε δε κάνεις γι’ αυτή τη δουγειά. - Μά…, θα χρηματοδοτήσω μελέτας επιστημονικάς, μεγάλου κύρους, θα πάρω αυτά από δω και θα τα βάλω ‘κεί και τα από ‘κεί από ‘δώ, θα κάμω έργα, έργα… - Μωρέ, αυτά φοβάμαι που θα κάνεις. Και μη κάνεις κι άλλα και ξεχνάς να τα πεις. Μη ρίξεις τίποτις άσφαρτα στσου δρόμους, μη φέρεις αυτοκινητάκια, μη ξεπατώσεις τσου λόγγους και διώξεις τα ζωντανά, μη δώκεις άδεια για κυλικεία και μετά γίνουνε μπιτσόμπαρα, μη γιομίσεις τη γης μπετά, μη κάνεις καμιά μαρίνα απάνου στο Μαϊστρονε, μη βάλεις μπρος να χτίσεις κάνα μουσείο, λες και δεν έχεις έτοιμο που σε περιμένει, μη κόψεις τίποτις κυπαρίσσια και τίποτις φτεγιάδες δήθεν ν’ ανοίξει ο τόπος, μη κοιτάς πρώτα τσου καταχτητές και μετά το κόσμονε, μη ξεχωρίσεις τσου πλούσιους από τσου πληβείους, αλλού αυτοί, αλλού οι άλλοι, μη βγάλεις και τίποτις διαβατήργια, μη βάλεις και ταμπέλα με ώρες εισόδου και εξόδου, μη και μη… Απ’ ότι σε κόβω σ’ αρέσουνε τα εντρίγα. Γι αυτό, σου λέω, καλύτερα να μη κάνεις τίποτα. - Και να κάτσω με τα χέργια σταυρωμένα; Ο κόσμος φωνάζει. - Ορέ, ο κόσμος θέλει πολύ λίγα πράματα. Ο κόσμος θέλει να βλέπει παντού χαμόγελα κι αγάπη. Αυτά του λείψανε κι αυτά θέλει. Δύσκολο, έ;
18-11-2019
ΣΤΟΥ «ΠΟΥΛΗΜΕΝΟΥ» Τότε το λέγανε του «Πουλημένου». Σήμερα το λένε “Rughetta di Campiello”. Το λένε έτσι από χρόνια. Δε τόχα προσέξει. Γιατί να το προσέξω; Έμπαινα μέσα και δε κοίταγα ταψήλου. Γιατί να κοιτάξω ταψήλου; Μέσα σ’ ένα καντούνι του Καμπιέλλου είναι ένα «Καφενείον». Σε πείσμα των καφετεριών. Καφενείον που κάνει καφέ κι ένα δυο άλλα. Όχι παραπάνου. Στσου τοίχους έχει κάτι φωτογραφίες και κάτι ζωγραφιές με λαδομπογιά από Κέρκυρα. Το πράσινο βεραμάν κυριαρχεί στσου τοίχους, στο μπάγκο και στα τραπέζια. Από τα τραπέζια εσήμερα ελείπανε τα τασάκια. Ο αντικαπνιστικός. Ευτυχώς έκανε ζέστη κι εστεκόσουνα κι όξω. Εμπουκάρανε κάτι προσκόποι. Άδειο ήτανε μέσα. Ένας εβγήκε όξω να φουμάρει στο καντούνι. Ήτανε και δυο παιδιά. Ένας κράτουνε μια φωτογραφική μηχανή από τσι καλές. Η άλλη τόνε παράστεκαι. Εκοιτάγανε περίεργα. Ποιοι νάναι τούτοι με τσι στολές;
282
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
Στου «Πουλημένου», μια ζωή, εσυχνάζανε μαστόροι. Κι ο κυρ Κώστας. Ο τελευταίος επιζών του «Συλλόγου Καλλιτεχνών Ελαιοχρωματιστών Κερκύρας». Αυτός πούχε δάσκαλο το Πιζάνι. Όπου εβάψανε μαζί το Δημοτικό Θέατρο, για το παγιό μιλάμε, το Αχίλλειο απόξω, στσι Μούσες, και συντηρήσανε εκείνα τα φρέσκα του σιορ Άντζουλου, τα καλά. Μέχρι και στο Γ΄ Σώμα Στρατού στη Θεσσαλονίκη επήγανε να κάμουνε ντε καπάζ στη λέσχη των Αξιωματικώνε. Ο κυρ Κώστας εδούλευε με τον αργό, βασανιστικό τρόπο του στση κυρίας. Δε τήνε πείραζε. Ήθελε δουγειά καλή. - Κύριε Κώστα, τη κορνίζα του ταβανιού τήνε θέλω πράσινη. - Πράσινη; τι πράσινο; - Όχι ανοιχτό, ούτε και σκούρο. - Αυτό; Τσήκανε ένα δείγμα. - Όχι αυτό, πιο αχνό και πιο κοντραστμπάδο. - Ετούτο; Έκαμε άλλο δείγμα. - Κάπως έτσι αλλά όχι έτσι. Λίγο πιο κιάρο. - Σα το φύλλο τση πορτοκαγιάς; - Μμμ…, και ναι και όχι. - Σα το φύλλο τση νεσπογιάς; - Δε νομίζω…, δε ξέρω πώς να σου το πω. - Σα το φύλλο τση παυλοσουκιάς τση φρέσκιας; - Αυτό, κυρ Κώστα μου, μπράβο σου, αυτό. - Εγίνηκε. Επήρε για βάση λίγο μαύρο, έβαλε κόκκινο να δέσει, επρόστεσε κίτρινη ώχρα και μπλε κομπάλτο, τ’ ανακάτεψε μαζί με το λάδι, με την ανάποδη του πινέλου, επροβάρισε σ’ ένα ξύλο, έβαλε μια σταξιά άσπρο, το ξανακοίταξε, έκανε δυο βήματα πίσω, αφού τάφηκε να κάτσει, δε τ’ άρεσε κι άρχισε από την αρχή. Τη δεύτερη φορά το πίτυχε. Έκαμε το πράσινο τση παυλοσουκιάς τση φρέσκιάς, ακριβώς. Ανέβηκε στο μαδέρι κι άρχισε να βάφει. Η άλλη από κάτου τόνε παράστεκαι. - Μπράβο κυρ Κώστα, αυτό ακριβώς ήθελα. - Μάλιστα κυρία. Έβαφε αλλά έφτακε μεσημέρι. - Κυρ Κώστα, κατέβα να φάμε. Ήρθανε τα παιδιά από το σκογειό. Ο κυρ Κώστας είχε γίνει τση οικογένειας. Μόνο που μαζί δε κοιμόντανε. Εκατέβηκε από το μαδέρι, έπλυνε τα χέργια του, που όσο και να τάπλενε τα χρώματα τόσω χρονώνε δε φεύγανε από πανου τους, δεν έκανε το σταυρό του, ήτανε κουμουνιστής αμαντάμ παπαντάμ, αηστρατιώτης, κι έκατσε κι αυτός να φάει. Μπουρδέτο σκορπίδια μαύρα είχανε, πούχανε πιάκει στι δίχτυ.
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
283
- Τα δικά μου θα τα πάρω το βράδυ στου «Πουλημένου», δε πεινάω τώρα. - Σούχω βάλει στο τάπερ για το βράδυ, τόξερα. Φάε, τώρα. Εβούτηξε τη ψύχα στο σούγο. Επήρε το σκορπίδι, τόβαλε όλο στο στόμα του, το τσουτσάρισε καλά, καλά κι έβγαλε νέτα τα κόκκαλα. Ήξερε να φάει μπουρδέτο. Κάτι άλλοι εσήμερα θέλουνε βογγίγια. Πάει μπουρδέτο με ψαχνό; Δε πάει, μα τη ράζα από τα Μπάνια τ’ Αλέκου, μα το πετρογουβιό του Βίδο. - Να σου βάλω κρασί; Κακοτρύγης, από του Βλάσση. - Θα πιω το βράδυ. Το βράδυ στου «Πουλημένου», στο σημερινό “Rughetta di Campiello”, εκατέβασε κάτι κούπες, μα κάτι κούπες… Τσι τραβούσε το μπουρδέτο.
19-11-2019
Ο ΒΙΟΜΗΧΑΝΟΣ Την εποχή που η Κέρκυρα είχε βιομηχανίες είχε και βιομήχανους. Εσήμερα δεν έχει βιομηχανίες και δεν έχει βιομήχανους. Εσήμερα έχει ξενοδόχους μιτσούς και λίγο πιο μεγάλους και μερικούς μεγάλους, τσου μεγαλοξενοδόχους. Τώρα τι ακριβώς παράγουνε τα ξενοδοχεία και τα εντάσσουνε στη «βιομηχανία» του τουρισμού δε τόχω καταλάβει εκατό τα εκατό. Κάτι πάω να καταλάβω περί παροχής υπηρεσιών αλλά και πάλι δε το νογάω εκατό τα εκατό. Σίγουρα και οι βιομηχανίες και τα ξενοδοχεία παράγουνε χρήμα. Ίσως το χρήμα να είναι ο κοινός τόπος. Και πάλε δεν ηξέρω. Εκατό τα εκατό. Την εποχή το λοιπό οπούχαμε βιομηχανίες, στο καντούνι τση «Χρυσής» εφτιαχνόντανε ένα τρίτο πάτωμα. Το πουλήσανε οι κλερονόμοι, τί δεν εγενόντανε να μένουνε τέσσερεις οικογένειες όλες μαζί μέσα κι άμα τ’ αφήνανε ιμπάντο θα ρήμαζε, και το επήρε ο κύργιος Παντελής. Με χρυσές το πλέρωσε. Είχε. Ήπρεπε όμως να το φτιάκει. Σα μπομπαρντισμένο ήτανε μέσα. Τα ταβάνια εκρεμόντανε, δεν είχε απόπατο, από τσου τοίχους επέφτανε τα ρουβινάτσα, ήθελε γενική επισκευή. Εφώναξε το μάστρο Σωτήρη, αργολάβο γνωστό για τη καλή δουγειά που έκανε, και τα συμφωνήσανε. Θα τόφτιαχνε όλο. Και το απαρταμέντο και τη σοφίτα, είχε και μπιτάντε, και τα κεραμίδια, κι όλη τη σκάλα, στυλ αγγλέ, κι ας μην εβάνανε οι άλλοι, δε τον ενδιέφερε. Με λίρες θα πλέρωνε, τί τα όβολα ετότες δεν ήτανε όβολα, καμπιάλες ήτανε. Σα και σήμερα που σου φεύγει το πενηντάρικο και δεν ηξέρεις που επήγε. Ο Ντάντος, ο υγιός τση Κούλας, ο Ντομάτας κι ο Μαρίνος ήτανε το συνεργείο του μαστρο Σωτήρη. Οι καλύτεροι. Κι ο μαστρο Σωτήρης είχε τον τρόπο του να τσου κάνει να δουλεύουνε με το παραπάνου.
284
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
Άμα δε δουλεύει ο μανουάλος με το παραπάνου από πού να κερδέψει ο παρτσινέβελος; Αυτό το παραπάνου κάνει το κέρδος. Κι ο μαστρο Σωτήρης εκάτεχε όλα τα μυστικά τση δουγειάς και κάθε μέρα έβρισκε κι από κάτι να πάρει αυτό το παραπάνου. Εκείνο το πρωί εφώναξε πρώτονε το Μαρίνο και τούπε. - Πάρε αυτό τ’ αυγό να το φας, να καρδαμώσεις, αλλά, φλιμένε μου, μη πάει και το πεις τσ’ αλλουνούους…, δε θα σου ξαναδώκω. Ο Μαρίνος εγλουπάρισε τ’ αυγό και δεν είπε τίποτις. Κουτός ήτανε; Ο μαστρο Σωτήρης εφώναξε στα κρουφά ένανε, ένανε και το Ντάντο και το Ντομάτα και τον υγιό τση Κούλας. Σ’ όλους έδωκε απόν’ αυγό και τσούπε να μη το μολοήσουνε τσ’ αλλουνούς. Έφυγε να πάει να παζαρέψει κάτι υλικά, τί στην αγορά των υλικών κάτι βγάνει κι ο παρτσινέβελος, όξω από το παραπάνου του εργάτη. Άμα λείπει ο γάτος τι κάνουνε τα μποντίκια; Ερεμπουκάρανε δυο ώρες, εβάρησε ο Άγιος δέκα μπότα, εκατεβήκανε από τη σκαλωσιά, εβάλανε κάτου τάβολά τους κι επήρανε από του Κότα δυο φρατζόλες, τσι κόψανε στη μέση, εβγάλανε τη ψύχα, επήγανε στη «Χρυσή» και τσου γιόμισε τσι γούβες σούγο σοφρεγάδο, που λέει και το τραγούδι, εβάλανε από πάνου τη ψύχα, την αμπώνανε πάνου κάτου να πομπάρει, εκάτσανε κάτου με πλάτη στον Άη Γιάννη και τήνε κάμανε ταράτσα. Ο κυρ Ιλαρίων, ο βιομήχανος, επέρνουνε και τσούδε. Εσταμάτησε και τσου εκοίταε. Τόνε ξέρανε. - Μαρέντα; - Τι να κάμουμε, να μη φάμε; - Πολύ καλά κάνετε και καλή σας όρεξη. Μακάρι κι εγώ. - Θέλεις λίγο; - Θέλω, πως δε θέλω, η ψυχή μου το ξέρει… Αλλά έχω αυτό, με πειράζει τ’ άλλο, έχω υψηλό από τούτο και χαμηλό από ‘κείνο. Μου απαγορεύουνε να τρώω…, οι γιατροί. Ο Ντομάτας ασκώθηκε, έκοψε λίγο κλόδα με σούγο και του την έδωκε. - Φάτο καημένε, μια χαψιά είναι, τι θα πάθεις; Τήνε πήρε, τη κατάπιε και σκούπισε το στόμα με την ανάστροφη. Εθυμήθηκε ετότες που εδούλευε κι αυτός στην οικοδομή. Ετότες πούτρωε ό,τι ήθελε. Μπριχού γίνει βιομήχανος και του κόψουνε το φαϊ. Ανεβήκανε στη σκαλωσιά. Ίσα, ίσα δε τσου επρόκανε ο μαστρο Σωτήρης κάτου. Το μάτι του έκοβε. Χρόνια στη δουγειά. Εκατάλαβε ότι εσταματήσανε. - Μου κάεται που αυτός πούφαε τ’ αυγό το πρωί δεν έχει όρεξη για δουγειά. Για πρόσεξέ σου… Δεν εμίλησε καένας. Κάνανε που δεν ακούανε.
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
285
- Ορές, εμένα θα μου πείτε πόσα ρεμπουκαρίσματα γένονται σε δυόμιση ώρες; - Δεν ασκώσαμε κεφάλι μαστρο Σωτήρη. Άμε ρώτα και το κυρ Ιλαρίωνα, το βιομήχανο, που ήτανε από κάτου και μας εκοίταε που ρεμπουκάραμε… - Να, τώρα ελέαμε να κατιβούμε για τσιγάρο. Έχεις φωτιά; - Όχι.
21-11-2019
Ο ΡΟΥΜΠΑΤΟΡΕΣ Γιατί τόνε λέγανε έτσι; Κλέφταρος ήτανε; Άκου ρουμπατόρες… Από πού κι ως πού; Κάγιο να σου βγει το μάτι παρά τ’ όνομα. Τι έκαμε; Επειδής μιτσός δεν είχε φύλαξη και ό,τι έβρισκε τόπαιρνε; Μηδά έτσι δεν εκάνανε όλοι; Αυτόνε ήπρεπε να διώξει ο κυρ τάταλος από το σκογειό; Επειδής τον έπιακε με τη κασετίνα του βουτυρόπαιδου στο βρακί του; Είχε αυτός κασετίνα; Δεν είχε. Και ζήλευε, και ποιος δε τη ζήλευε τη κασετίνα τη ξύλινη, οπούχε και χαρκομανίες; Ήτανε ανάγκη να τόνε διώξει; Δεν ημπορούσε να του τήνε πάρει όμορφα, όμορφα, να την εδώκει σ’ αυτό το σκασμένο που χτυπιόντανε κι έσκουζε, λες κι άμα έλεγε ότι την έχασε δε θα του επαίρνανε την ίδια ώρα άλλη; Αλλά έτσι είναι. Τον άρπαξε απ’ τ’ αυτί, τον έβαλε ν’ απλώσει τα χέργια του, τούδωκε είκοσι με τη βίτσα σε κάθε χέρι και τον έσυρε σ’ όλες τσι τάξεις να τον ιδούνε προς γνώσιν και συμμόρφωσιν. - Άμε, ορέ ρουμπατόρε του λέγανε. Και τούμεινε Ρουμπατόρες. Δε ξαναπήγε σκογειό. Δουγειές του ποδαργιού έκανε να ζήσει. Στη Ντέζα, στο Μαρκά, παιδί τση σπέζας, μανουάλος αργότερα, σ’ ένα στρωσίδι κατά γης εκοιμόντανε, ποτέ δε βρήκε το πιάτο γιομάτο το μεσημέρι. Έφυγε κι από το σπίτι. Έρμο μεγάλωσε. Εκείνο το βράδυ εκλέψανε το φαρμακείο του σιορ Λουβίγκη. Εσπάσανε τσι μπαρκονάδες από τη φανέστρα τη μικρήνε στο καντούνι, εμπουκάρανε μέσα και του επήρανε τη ζυγαργιά, κάτι βάζα που τσ’ αδειάσανε τσι σκόνες, δύγιο τάλαρα από το κασετί και τη μπρούτζινη την ομπρελοθήκη. Εβούιξε η χώρα. - Εκλέψανε το μαστρο Λουβίγκη, εκλέψανε το μαστρο Λουβίγκη… Η αστυνομία έπιακε τσου ύποπτους. - Πού ήσουνα εψές το βράδυ; Με ποιανούς; Τι ώρα επήγες σπίτι; Θα κάνουμε έρευνα. Έπιακε και το Ρουμπατόρε. - Πως ονομάζεσαι; - Γεώργιος Μπίλος.
286
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
- Γιατί σε φωνάζουνε Ρουμπατόρε; - ………….. - Που μένεις; - Στο δρόμο. - Πού ήσουνε ψες το βράδυ; - Στον Ανεμόμυλο. - Τι έκανες εκεί; - Εκοιμόμουνε κάτου από μια βάρκα. - Ποιος σε είδε να κοιμάσαι; - Καένας. - Να συλληφθεί, είναι ύποπτος. Εδώ που τα λέμε δε τόνε πολυπείραξε. Από τη μία όποτε εκλέβανε κάποιονε πάντα τόνε μαζεύανε. Από την άλλη δε του κακόπεφτε να κοιμάται στο κρατητήργιο, ήτανε καλύτερα παρά κάτου από τσι βάρκες. Έτρωε κιόλας τζάμπα. Τώρα πως έγινε κι ο ρομπαβέκιας είπε στην αστυνομία ότι ο υγιός τση Μούλως του πούλησε μια ομπρελοθήκη για χάρκωμα, που την είδε ο σιορ Λουβίγκης κι είπε «η δικιά μου είναι» και τον αφήκανε άλλη μια φορά το Ρουμπατόρε, αυτά είναι μυστήργια πράματα που μόνο ο κινηματόγραφος τα δείχτει. - Ελεύθερος. - Που να πάω; - Όπου θέλεις, ελεύθερος. Έφυγε ο Ρουμπατόρες αλλά εβλαστήμαγε την ώρα και τη στιγμή που τον έκανε ο διάολος να πάρει εκείνη τη κασετίνα. Είναι να μη σου βγει τ’ όνομα. Και τι όνομα. Ρουμπατόρες.
23-11-2019
Ο ΘΝΗΣΚΩΝ Στην αρχή τον είχανε κάτου, τέρμα στο κήπο, κι αγνάντευε τη Πόλη, το Ποντικονήσι, το Παντοκράτορα, μέχρι πέρα τα Ακαρνανικά, που παγιά τάχε μπομπαρντίσει με τσου κεραυνούς του ο παρά τρίχα πατέρας του, ο Δίας. Καλά ήτανε εκεί, δεν είχε παράπονο. Μετά όμως ήρθε κείνος ‘κει με τσι μουστάκες και τσι μπότες και τον ασκώσανε και τόνε βάλανε παραπάνου και δεν έβλεπε. - Περικαλώ, διατί; - Διατί θα σε βάλουμε μεγαλύτερόνε, μπρούτζινόνε και θα κρατάς και ασπίδα και κοντάρι μακρύ. - Αντίς να κάμετε τόσο κόπο, δε μου βγάνετε ετούτο το βέλος από τη φτέρνα, που όλο με τρώει, ν’ ασκωθώ μοναχός μου;
ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
287
- Όχι. Αυτό διάταξε ο Φύρερ και βασιλικιά η διαταή και τα σκυγιά δεμένα. Φερστέιν; - Όχι φερστέιν αλλά ανάθεμα την ανάγκη μου. Εφέρανε λοιπόν το συνονόματο, τον εν Θριάμβω τον είπανε, κι αυτόνε τον εβάλανε πίσω να μη βλέπει. Πολύ εστενοχωρήθηκε αλλά ευτυχώς πολύς κόσμος ερχόντανε, εστεκόντανε μπροστά του, έβγανε φωτογραφίες κι όσο νάναι του κάνανε παρέα. Όλο κάτι νοήματα τσούκανε να του βγάλουνε το βέλος από τη φτέρνα, που ανάθεμα την ώρα όταν η μάνα του τόνε βούτηξε στα νερά τση Στυγός, να γίνει άτρωτος, από κει τόνε κράτουνε και δε βράχηκε. Ατυχία μεγάλη. Μεγάλη συφορά αυτές οι μανάδες. Εφοβόντανε μη πνιγεί και τόνε κράτουνε. Τι θα πάθαινε άμα τον άφηνε όλονε μέσα στο νερό; Το πολύ, πολύ νάκανε πεντέξη μπουρμπουλήθρες. Αλλά, όπως όλες οι μανάδες, δεν τον άφηνε να πάει στα βαθειά. Ορίστε τώρα. Εν τω μεταξύ ήρθανε κάτι άλλοι και εκάνανε το χτίργιο οπούχε τ’ όνομά του καζίνο. Τόνε φροντίσανε κι αυτόνε. Του βάλανε λουλούδια γύρω, γύρω, καλά ήτανε. Αλλά περί βέλους νιέντε. Ευτυχώς εφύγανε αυτοί με το καζίνο, το πήρανε μαζί τους, κι ήρθανε ανθρώποι τση προκοπής. Λίγο από δω, λίγο από ‘κει του το βγάλανε το βέλος. Καταφχαριστήθηκε. Άααα…, είπε. Τρεις χιγιάδες χρόνια φαγούρα έσωσε. Ελάτε στη θέση του. Εδώ η μύτη σε τρώει και δε σου σώνει που δε μπορείς, σου λένε κι από πάνου που θα φας και ξύλο. Όχι η φτέρνα, που άμα φοράς σκάρτσα και παπούτσι δεν ημπορείς να τήνε ξύσεις και σε πιάνει σκαρτσικαβάγια. Λένε πάντως ότι, από τότες που του βγάλανε το βέλος, τα βράδια ασκώνεται και πορπατεί μέσα όξω στο σπίτι και ψάχνει νάβρει το βέλος που του βγάλανε. Που τόχουνε βάλει οι διαόλοι; Δε το βρίσκει. Μια φημερίδα μόνο βρήκε πούλεγε ότι κάτι ζημιές στο σπίτι αυτός τσι κάνει από βραδύς που ψάχνει. - Εγώ, ορές; Ο Θνήσκων; Εισάστενε καλά; - Τότες, ποιος; Εσύ τσι κάνεις. - Νή Δί, θα σας επάρει και θα σας ασκώσει. Ορές, άμα βρω το βέλος μου θα σας επεράσω μπάντα κι άλλη σα τα σουβλάκια που ψένετε μπροστά από τσι Μούσες μου. Θα σας εκάνω θνήσκοντες όλους, ορές… Άχρηστοι, έεε άχρηστοι.