Γ. Καγκουρίδης - Δε πουγιέται V

Page 1

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ ΚΕΡΚΥΡΑ 2022

στο Γιώργο μου και στο Φρειδερίκο μου στο Φρειδερίκο μου και στο Γιώργο μου μη και δε προλάβω να τσου τα πω

© Γιώργος Καγκουρίδης Κέρκυρα - 2022

Στοιχειοθεσία - Ηλεκτρονική Σελιδοποίηση - Εκτύπωση - Βιβλιοδεσία Σουέρεφ & Συνεργάτες, Γραφικές Τέχνες - Εκτυπώσεις Σολάρι 70, Κέρκυρα, Τηλ.: 26610 22077

13-2-2022

ΟΝΕΙΡΑΤ’ ΗΒΛΕΠΕΝ ΩΡΑΙΑ

Από βραδύς δεν έτρωε. Να έχει τον στόμαχόν του ελαφρύν. Ούτ’ έπινε. Να μην ασκώνετε κάθε τρεις και λίγο προς νερού του. Σα το πουλάκι εκοιμόντανε. Κι ήβλεπεν ονείρατ’ όμορφα, ωραία. Κι εχαμογέλουνε στον ύπνο του. Εψές είδε όνειρο καλό. Εξημέρωνε στο Κατ’ Αϊτό. Θρούμπαλος. Άσκωνε τα δίχτυα. Λες κι είχε πέσει απάνου τους ο Ιησούς Χριστός. Τίγκα στο ψάρι. Νάχουνε να φάνε κι οι πέντε χιγιάδες άντρες, χωριστά οι γυναίκες και τα παιδιά, τί οι γυναίκες και τα παιδιά τρώνε λιγότερο από εξανέκαθεν. Επήρε μετά και τούδωκε για τα μαγειρεία τα παγιά. Άναψε φωτιά κι έκαμε καφέ στο μπουρούκι του το λάτινο. Επήγε να τόνε πιει στο μπελβεντέρε. Εκαλημέρησε τον ήγιο και τα βουνά. Στο κατσαρολί εβράζαν’ οι αληθινές. Ασκώθηκε να κάμει και μισό φράγκο δουγειά. Προσκύ νημα στη γης για τα καλά της. Έβαλε ένα ούζο με τσι αληθινές. Νυν απολύοις τον δούλον σου δέσποτα. Ανέβηκε τα σκαγιά τση Μαντρακίνας. Μπροστά του η Σπιανάδα. Εθάγμασε το σέστο. Ούτ’ ένα σκουπίδι. Ασράφταν’ όλα. Τάξις. Άδεια απ’ αυτοκίνητα. Ήταν’ όλα στο νέο πάρκινγκ. Αρχίσανε και μαζευόντανε να παί ξουνε κρίκετ. Εργατικός με Βύρωνα. Έκατσε στου Ζήσιμου. Καφές μέτριος. Έπιακες; Έπιακα. Να σου δώκω; Πάρε δω! Πόσο; - Άστο καημένε, άλλη βολά. Έχω να παίρνω, έχεις να μου δίνεις. Βάλε μου άλλα δύο για τη σιόρα Κατίνα πούναι δίπλα μου και δεν έχει. Μετά χαράς. Δώσ’ τση χαιρετισμούς. Ού, ού! τεσσάρααα…! Βαρεί ψηλινές και θα τόνε πιάκουνε. Δε θα κάτσω άλλο. Πάω κατά Γαρίτσα, έχω κάτι πόστες. - Με τα πόδια θα πας; Θα πάρω το λοφωρείο, το ηλεχτρικό. Τσάμπα μας τόχουνε. Εκατέβηκε κολόνα Ντούγκλας. Τα παιδιά επαίζανε κρυφτό στο Άρσος, τ’ ανά πλαστο. Έκατσε στα κουρτελάτσα απέναντι. Τα καινούργια. Για μια ανάσα. Νά ναι καλά όπου τάκαμε. Μπράβο του. - Καλημέρα. Καλή σου μέρα, όλη μέρα.

Το κοφίνι γιομάτο βλέπω. Όλα τα καλά. Θέλεις; Δε κρατάω απάνου μου. - Άλλη βολά. Θα χαθούμε; Νάσαι καλά. Κι εδώ πως εβρέθηκες; Σαρόκο δε μένεις; Ήρθα να φέρω μια σπέζα στση κυρά Βγενείας του Νόσπολου. Τήνε ξέρεις; δε τήνε ξέρεις;

- Τη Βγενιώ; Δίπλα μένουμε. Φέρε να τση τα πάρω ‘γώ, να μη πηγαίνεις εσύ. Ά! να σ’ έχει ο Θέος καλά. Ό,τι πρέπει. Θα πάω, τώρα, από τη Λεωφόρο. Άδειος ο δρόμος. Παρκάρουν’ όλοι στο νέο πάρκινγκ που εγίνηκε εκεί όπου ήτανε το γήπεδο. Έχει αγώνα σήμερα; - Κερκυραϊκός με Όλυμπο. Στο νέο γήπεδο που εκάμανε στη Σωτηριώτισσα. Εκεί που εμπαζώσανε τη θάλασσα και το εκάμανε. Αερόπλανα δεν ακούω. Κατιβαίνουνε στο νέο Αεροδρόμιο. Στη Μπούκα τση Λευκίμμης. Εσπαβεντάρισε. Εβάρουνε η εξάτμιση τση μηχανής. Αλληλουΐστηκε. Τι συμβαί νει; Από κάτου δεν είναι πεζόδρομος; Επιτρέπεται να περνάνε μηχανάκια; Άνοιξε το ψυγείο να δει τα ψάργια. Δεν είχε πιάκει. 14-2-2022 ΒΑΛΕΝΤΙΝΟΣ Δύσκολο όνομα. Λίγοι τόχανε ή λίγοι θα τόχανε. Και σήμερον το ίδιο. Μόνο μια ταμπέλα υπήρχε με τ’ όνομα «Βαλεντίνη». Κομμωτήργιο εις όροφον. Απάνου από του Τάντη. Με μεγάλα κόκκινα γράμματα. Τα βλέπουμε σε παγιές φωτο γραφίες. Τώρα τα περσσότερα κομμωτήργια έχουνε γίνει ισόγεια. Αλλά «Κομ μωτήριον Βαλεντίνη» δεν έχω ξαναδεί. Το πότε γιόρταζε ο Άγιος Βαλεντίνος ή η Αγία Βαλεντίνη καένα δεν απασχολού σε. Δε τόνε γιορτάζανε οι εκκλησιές μας. Βούβα. Άλλου δόγματος ελέανε. Δεν είναι δικός μας! Κι όμως! Λίγο από δω, λίγο από κει εγίνηκε δημοφιλής. Από τα μέσα τση δεκα ετίας του ’80 ή λίγο πιο μετά, κάπου κει, τόνε πρωτάκουσα. Είναι, λέει, ο Άγιος του έρωτα και τση αγάπης. Αντικαταστήσας τον Έρωτα, υγιό τση Αφρόδως και του Άρεως (κατά Σιμωνίδη), πανάθεμά τονε τον Άρη, μη μας ανάψει καμιά φω τιά κατά Ουκρανία μεργιά, ο πολεμοχαρής. Άμα πας και κοιτάξεις το εύκολο γκουγκλ, βρίσκεις και τι δε βρίσκεις. Έζησε ο Άγιος Βαλεντίνος, μεγάλο τ’ όνομά του, το 3ο

8
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
αιώνα μ.Χ., εμαρτύρησε και θά φτηκε στη Ρώμη, τα οστά του εγυρίσανε τόπους και τόπους, μέχρι και στη Μυ τιλήνη εφτάκανε, εγίνηκε δημοφιλέστατος Άγιος των Αγγλικανών και των Λου θηρανών (σημειώστε το!), κάτι λίγο τον υποβιβάσανε οι Καθολικοί,
εμεταφέρανε τη
οι Ορθοδό ξοι του
γιορτή του τον Ιούλιο, μερικοί μιλάνε για τρεις Άγιους Βαλεντίνους, κάτι άλλοι για κάτι Λουπερκάλια των ειδωλολατρών (αφήστε τα, μυρίζουνε γίδες και σκύλους σφαγμένους και ψημένους), άλλοι για συνταύτιση με τον Αρκάδιο Πάνα, πάντως επικράτησε ο εορτασμός στις 14 Φεβρουαρίου, βοηθούντων και επαγγελματιών με κικολάτες και λελούδια και είδη δώρων. Κι άμα μπει το συφέρο στη μέση, όλα τ’ άλλα πάνε στη μπάντα.

Ημπορεί να μη βαρούνε οι καμπάνες των ναών στη Χάρη Του αλλά μεταξύ νέων και γέρων ακόμα γένεται αλισβερίσι. Του Αγίου Βαλεντίνου εσήμερα! Βοήθειά μας. Όχι, σου το λέω για να το ξέρεις. - Τώρα τόμαθα. Τι θέλεις; Εμείς, ετότες…, θυμάσαι; Τι να θυμηθώ; Όπου ειμάστενε ερωτευμένοι; Γιατί τώρα δεν ειμάστενε ερωτευμένοι; Σ’ αγαπώ και μ’ αγαπάς. Δε μ’ αγα πάς; Σ’ αγαπάω αλλά τέτοια μέρα… Τι έχει η μέρα; Να πάμε όξω να φάμε, να μου κρατάς το χέρι, όπως ετότες. Και να μου πάρεις δώρο! - Πρώτ’ απ’ όλα υπάρχουνε περιορισμοί στην εστίαση. Και δεύτερον είδες το λογαργιασμό τση ΔΕΗΣ; Τα πράματα στο σούπερ μάρκετ έχουνε πάει στο Θέονε. Τα ψαράδικα δε τ’ αγγίζεις. Άμα πεις για τα μανάβικα… Και δε μου λες; Πώς και σου θυμήθηκε ο Άη Βαλεντίνος; Όλες οι τηλεοράσεις το λένε. Ήρθε και μήνυμα στο viber, μη το ξεχάσετε, λέει. Δε σούχω πει να μη βλέπεις τηλεόραση; Θα μας εσκοτώσει η ΔΕΗ. Και το θερμοσίφουνα μη τον ανοίγεις κάθε τρεις και λίγο. Καίει. Να με πάρεις βόρτα ρομαντική στη Παλαιοκαστρίτσα. Θυμάσαι; Με δύο και είκοσι η μπεντζίνα; Δεν είσαι καλά μου φαίνεται. - Τίποτις; Εξεχαστήκαν’ όλα; Εγώ που σούδωκα τα καλύτερά μου χρόνια; Άκαρδε! Γιατί, ορή; Εγώ δε σούδωκα τα καλύτερά μου χρόνια; Μέχρι τα σήμερα εξε νοκοίταξα άλληνε; Μια ζωή στα μάτια δε σε κοιτάω; Έχεις και παράπονο; Δεν ηξέρω! Εσύ ξέρεις κι η ψυχή που θα παραδώκεις! Αλλά το βλέπω. Γυρ νάς από κει! Είναι του Αγίου Βαλεντίνου, σου λέω! Και τι φταίω ‘γώ; Έχει διορίσει ο Άη Βαλεντίνος να μη πλερώνουμε τον ΕΝ ΦΙΑ και να παίρνουμε κικολάτες; Αυτός φτωχός δεν ήτανε; Όλοι οι Άγιοι φτωχοί δεν ήτανε; Δεν ηξέρω. Φτωχοί όλοι ήτανε. Τι θέλεις; Να σου κόψω λουλούδια; Να σ’ αγοράσω αποκλείεται! Δεν έχει λουλούδια τώρα. Χειμώνας. Έχει και παραέχει. Αγριομαργαρίτες στο Νέο Φρούργιο. Θέλεις; Θέλω. Πάμε!

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 9

ΑΥΡΙΟ Αύριο θα σας επιτεθούμε. Δε τόπανε. Το υποκλέψαν’ οι τρίτοι. Έχουνε κόσμο, κάτι σα και τσου 007, έχουνε και τσου δορυφόρους, έχουνε και χάκερς καλούς, πετάνε και τα ντρόουνς, όλα τάχουνε και ξέρουνε. Δε πάει να κάθεται ο ένας είκοσι δύο μέτρα μακριά από τον άλλονε και να μιλάνε με νοήματα γιατί από πού ν’ ακούσεις στα είκοσι δύο μέτρα; Δεν ακούεσαι. Όμως, τα πιάνουν’ όλα τα μοσκίτος κάμερες και πάνε και τσου τα λένε στσου τρίτους στ’ αυτί. Κι αυτοί το λένε στσου παράλλους. Πάντως, αύριο θα μπούνε οι μεν για να διαλύσουνε τσου δε, τί πολύ τσου κάθονται στ’ αρθούνι οι μεν και θέλουνε οι δε – άκουσον, άκουσον – να μπάσουνε τσου τρίτους από το παράθυρο να βάλουνε τσι σφεντόνες τσου πιο κοντά στους μεν, να τσου πιτυχαίνουνε πιο εύκολα. Μεγάλος ο τόπος, πλούσιος κι από πάνου κι από κάτου τση γης, με ανθρώπους φτωχίτες, απόγονους μιας ομοειδούς φάρας με τους μεν, που ακόμα ψάχνονται να βρούνε την ησυχία τους, να προκόψουνε, να μη τσου δείχτουνε κάτου, κάτου στο λογαριασμό του ΑΕΠ. Το δικαιούνται; Το δικαιούνται όπως όλοι οι ανθρώποι όλου του κόσμου. Και γιατί δε γένεται; - Άλλοι αποφασίζουνε. Ποτέ οι ίδιοι. Αλλοίμονο να αποφασίζαν’ οι ίδιοι! Τι θέλετε; Ησυχία και πρόοδο. Ευρίσκεσθε εις θέσιν γεωπολιτικοοικονομικήν ιδιαιτέραν. Εις το σταυρο δρόμι Ανατολής και Δύσεως. Μας επέφτει λόγος. Τελικά όλες οι περιοχές του κόσμου εις ένα σταυροδρόμι βρίσκονται. Από αρχαιοτάτων. Στο σταυροδρόμι την έστηνε ο Προκρούστης κι αν δεν ήτανε ο Θη σέας δε θα υπήρχε ούτε μύγα εσήμερα εις τον τόπον που φύεται η φαιδρά πορ τοκαλέα. Όλα τα επικίνδυνα εις τα σταυροδρόμια γίνονται κι απ’ αυτά ο κόσμος όλος γιομάτος. Εις ένα σταυροδρόμι δεν έφτακε και το χρυσόμαλλο δέρας; Εις το παρόν σταυροδρόμιον εμιλήσανε οι μολογούρηδες. Αύριο! Σίγουρα; Ανυπερθέτως! Μήπως… - Μπρίκια κολλάμε; Όχι, λέω, μη κάνετε λάθος και ξευτελιστούμε. Σας παρακαλώ…, δεν ηξέρουμε τη δουγειά μας; Το δώκαμε και εις τον έντυ πον και εις τον ηλεκτρονικόν τύπον. Άμα το λένε αυτοί μπορεί να μη γένει; Αυτό θα γένει! Το δέσαμε κόμπο.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ 10 15-2-2022

Μη και τα μοσκίτος ήσανε ανωφελή και κοιτάανε να ρουφήξουνε καμιά σταγόνα αίμα, να ντερλικώσουνε, και δε κάμανε καλή δουγειά; Ανωφελή ήτανε και πήραμε δείγμα αίματος και κάναμε στο ντιν, νταν, άε ορό αληθείας. Γένεται κι αυτό; - Μας προσβάλλετε. Δεν ηξέρομεν ημείς; Καλώς. Κι εμείς τι κάμνομεν στο παρασύνθημα; Βάνουμε φωτιά στα τόπια; Πρώτον θα επιβάλλετε κυρώσεις και θα συγκαλέσετε εκτάκτως το Συμβού λιον Ασφαλείας. Λένε που μας έχουνε γραμμένους. - Δεν ηξέρουμε παραπάνου. Τα κουμπιά εσείς τα έχετε και κάμετε κουμάντο. Και να πάνε όλα ρουμ μπαραρούμ; Η ανθρωπότης; Αι Αξίαι; Οι θεσμοί; Ο πολιτισμός; Τα κεκτημένα αιώνων; Εδώ πρόκειται περί μεγάλης κονομισιάς. Αυτά θα λέμε; Έτσι, έ; - Βεβαίως! Λένε που η επίθεση δεν προαναγγέλλεται. Αιφνιδιάζει. Κανών ιστορικά ντοκου μενταρισμένος. Αύριο όχι. Ίσως μεθαύριο. Πάει στοίχημα; 16-2-2022 ΕΞΑΓΛΙΣΤΡΗΣΕ Ι Ξαγλίστρησε. Ήτανε βρεμένα. Επήγε να σκοτωθεί. Την έπιακε στο φτερό. Πρι πέσει. Ένα ντερέκι, ίσαμε κει πάνου, άπλωσε τη χερούκλα του και τήνε κράτησε από τη μέση. Ευχαριστώ. Βάρησες; Όχι…, άου! ο αστράγαλός μου. Πονάει! Για να ιδώ… Έτσι πονάς; Πολύ! Μη μ΄ αγγίζεις, πονάω. Να κάτσω. Την έβαλε στο πεζούλι του μαγαζιού. Το παγκάκι ήτανε μούσκεμα.

Τι έχει η κοπέλα; Πρέπει να το στραμπούλιξε.

Πάγο να βάλει. Να πάω σπίτι μου…

Πού μένεις;

Στσου Άγιους Πατέρες.

Έλα, θα σε πάρω ‘γώ. Κρατήσου απάνου μου. Τον έπιακε αλαμπρατσάντε. Επηγαίνανε κούτσα, κούτσα. Επόνουνε αλλά τση άρεσε κιόλας όπου τον εκράτουνε. Κι αυτουνού. Ξένος πόνος ξώδερμα που λένε

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 11

αλλά ήτανε σα τον είχε ο ίδιος ετούτονε το πόνο. Στη γωνία του Οκαζιόν τσείπε: Να σταματήσουμε λίγο ‘δώ; Να ξεκουραστείς; Δυο λεφτά. Ξανάκατσε στο πεζούλι. Ετέντωσε το ποδάρι της κι έπιανε τον αστράγαλό της. Είχε αρχίσει να πρήζεται. - Μη τόσπασα… Άμα τόσπαγες δε θα μπορούσες να το πατήσεις καθόλου. Κι εγώ εστρα μπούλιξα το ποδάρι μου στο μπάσκετ και ξέρω. Παίζεις μπάσκετ; Τι ρωτάω; Με τέτοιο μπόι… Καρφώνεις κιόλας; Καρφώνω. Δεν είναι σίγουρο άμα εκάρφωνε, πάντως αυτήνε τήνε κάρφωσε. Όπως κι αυτόνε ο αστράγαλός της. Να σκωθώ… Άσε να σε βοηθήσω. Τση ‘πιακε τα δυο της χέργια με τα δικά του και την άσκωσε. Βρέθηκε στην αγκαγιά του. Δευτερόλεπτα αιώνος. Αυτή ούτε που εκαταλάβαινε άλλο το πόνο. Εξαγλίστρησε κι ο πόνος τσι βρεμένες πλάκες. Πού μένεις; Δελβινιώτη. Θα πάρω τη μάνα μου στο κινητό. Άσε να φτάκουμε στο σπίτι σου. Να μην ανησυχήσει από τα τώρα. Τι νού μερο έχεις; Να σε πάρω αύριο να δω τι κάνεις; Του τόδωκε. Τη μάνα της τήνε πήρε από κάτου από το σπίτι. Εστραμπούλιξα το ποδάρι μου. Από κάτου είμαι. Έλα να με βοηθήσεις ν’ ανέβω τσι σκάλες. Εκατέβηκε σα το σίφουνα. Πονάς; Για να ιδώ…, πού έπεσες, πώς; δε σούχω πει να προσέχεις; Αυτά τα παπούτσια γλιστράνε. Αλλά θέλεις να κάνεις και τη μόδα. Άμα σε δει ο πατέρας σου κόρπο θα τούρθει. Να σε πάρει για ακτινογραφία. Ορέ τι μας έβρηκέεε… - Πάγο να τση βάλετε. Εσύ ποιός είσαι; Ήμουνα εκεί που εστραμπούλιξε το ποδάρι της και την έφερα. Και μια ακτι νογραφία χρειάεται. Μπά; Και ποιανού είσ’ ο ίδιος; Από το Ποταμό είμαι. Μωρ’ τι μας λες… Επέρασες και το γιοφύρι; Κάτσε να φωνάξω την αποπά κου να μας εβοηθήσει ν’ ανέβεις. Εμείνανε για λίγο μόνοι. Θα σε πάρω. Ναι.

12
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ

ΕΞΑΓΛΙΣΤΡΙΣΕ ΙΙ

Η ακτινογραφία έδειξε που δε τόχε σπάσει. Την άλλη μέρα δεν επήγε σκογειό. Δε μπόρουνε να το πατήσει. Η πατέρας τση έστειλε μέϊλ στο δ-ντή. Τό και τό και δε θάρθει. Ένα περίεργο πράμα. Άμα είναι να μη πας σκογειό, ξυπνάς κι από τη νύχτα. Ασκώθηκε, έσερνε το ποδάρι τση, έκαμε τσάϊ - το γάλα παχαίνει - η τηλεόραση είχε το Παπαδάκη, πφφφ! ειδήσεις!, πήρε το κινητό και πάτουνε τα κουμπιά. Πώς τον ελέγανε; Δε τσείπε. Ούτε αυτή τούπε πως τήνε λένε. Να ξύπνησε; Να τόνε πάρω τηλέφωνο; Αλλά αυτός δε τση τόδωκε το νούμερό του, αυτή του τόδωκε. Ετρωγόντανε με τα ρούχα της. Στσι εφτά επήρε τη Λουκία. Τι συμβαίνει; Στον ύπνο σου μ’ έβλεπες; Ξέρεις ένανε ψηλόνε, στο 1ο πηγαίνει, με μαλλί καπελάκι, όμορφο, με γκρί ζα μάτια, που παίζει μπάσκετ, από το Ποταμό; Όχι. Δε τον ηξέρεις, έ; Από πού να τον ηξέρω; Όχι, είπα μη τον ήξερες. Γιατί ρωτάς; Μωρή, μη συμβαίνει τίποτις; Μπάαα… Αλλά εχτές εστραμπούλιξα το ποδάρι μου και τό και τό. Σ’ άρεσε; - Καλός ήτανε και τούδωκα και το τηλέφωνό μου. Αλλά δε μ’ έχει πάρει. Ακόμα δε ξημέρωσε, να σε πάρει θέλεις; Και πότε θα με πάρει; Ώ, συφορά που μας έβρηκέεε… Τον αγαπάς, ορή; Τον αγαπάω… Μια κουβέντα είν’ αυτή, ακόμη δε τον είδα πώς να τον αγα πήσω; Αλλά μ’ έφερε από τη σκάλα του Σαββανή μέχρι σπίτι και με κράτουνε από το μπράτσο και με πρόσεχε, να δεις πώς με πρόσεχέεε…

Πώς σε πρόσεχε; Μωρή! κλείσε κάποιος με παίρνει, μην είν’ αυτός. Κλείσε! Λέγεται… -

Συγγνώμη, σε ξύπνησα; Εσύ είσαι; Εγώ. Πώς σε λένε; Εμένα Μαρία.

Μαρία λένε και τη μάνα μου. Εμένα με λένε Πέτρο. - Πέτρο; Ωραίο όνομα. Τι ζώδιο είσαι; Καρκίνος.

Με ωροσκόπο; Δεν ηξέρω απ’ αυτά. Πώς είναι το πόδι σου; Έβγαλες ακτινογραφία;

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 13
16-2-2022

Στραμπούλιγμα είναι, όπως είπες. Δε θα πάω σκολείο. Μου το δέσανε κι όπως το κουνάω με πονάει. Κράτησες το τηλέφωνό μου; Αμέ; Αμέσως! Να σ’ αφήκω να ξεκουραστείς. - Όχι, παιδάκι μου…, λέγε. Τι να πω; Γιατί με πήρες; Να δω τι κάνεις. Δε σούπα που θα σε πάρω; Μου τόπες. Αλλά είναι νωρίς. Ακόμα δεν έφεξε. Ψυχή δε κυκλοφοράει. - Συγγνώμη. Σε ξύπνησα, έ; Κλείσε, με φωνάζει η μάνα μου. Θα σε πάρω μετά. Με ποιόνε μιλούσες; Με καένανε. Αφού σ’ άκουσα να μιλείς. - Εγώ; Η τηλεόραση ήτανε. Έχει ειδήσεις. Τον Αυτιά. Δε τόνε βλέπεις τον Αυτιά; Άλλο άκουγα ‘γώ. Μη σε πήρε κείνος κει ο Ποταμίτης; Ποιός Ποταμίτης; Αυτός που σ’ ήφερε σπίτι. - Κι αμηδά τον ηξέρω…, ούτε πως τόνε λένε δεν ηξέρω. Δε τον είπες Πέτρο; Εγώ; Άσε με γιατί πονάω και νυστάζω. Βγες όξω. Καλάαα…

-

ΕΞΑΓΛΙΣΤΡΗΣΕ ΙΙΙ Κάθε μέρα τηλέφωνο. Κι ας τση ξεπρήστηκε το ποδάρι. Κι ας επήγαινε στο σκο γειό. Αλλά δεν τον είδε όλη αυτή τη βδομάδα. Έκανε προπόνηση με την Ομάδα, τί το Σαββάτο είχε αγώνα. Θάρθεις να με δεις; - Θάρθω. Έβαλε μπροστά τη Λουκία. Το Σαββάτο, είπε η Λουκία, να πάμε να δούμε τον αγώνα του μπάσκετ. Και τι δουγειά έχει η Λουκία με το μπάσκετ; Πώς! Θα δώκει Γυμναστική Ακαδημία! - Η Λουκία; Αυτή είναι σα βαντάκα. Ρίχτει σφαίρα. Είναι καλή. Και τι δουγειά έχει η σφαίρα με το μπάσκετ; Σφαίρα η μία, σφαίρα κι η άλλη!

14
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
17-2-2022

Εούτο είναι το Κλειστό; Στάζει από παντού. Έλα δώ που δε στάζει. Τόνε γλέπεις; Τον είδα. Κοίτα σώμα, κοίτα μούσκουλα, κοίτα ομορφιά…, σα τον Άδωνι είναι. - Ποιόνε; το μποτσέτα τον Υπουργό; Χα, χα, χάαα… Άσεμάαας… Με είδε. Είδες που με είδε; με χαιρέτησε. Τον είδες; Την είδε και τον είδε. Εσήκωσε το χέρι του και τήνε χαιρέτησε. Ευχαριστήθηκε που την είδε. Τώρα θάκανε τ’ αδύνατα, δυνατά να παίξει καλά. Να τόνε δει, να τόνε θαγμάσει. Αυτή ασκώθηκε ορθή κι έκανε ού, ούουου… Τελευταίο λεφτό. 62-61 το σκορ. Ασκώθηκε ο Πέτρος να καρφώσει 4 δεύτερα πρι τη λήξη. Ο άλλος επήγε να του κάνει τάπα. Μπήκε το καλάθι. Έφαγε την αμπωσιά. Έπεσε άτσαλα. Εξαγλίστρησε. Γήπεδο ήταν’ αυτό; Του γύρισε το πο δάρι. Το εστραμπούλιξε. Άααχ…, είπε, κι έμεινε κάτου. Η Μαρία επετάχτηκε σα το ελατήργιο. - Πού πας μωρή; Δε τση απάντησε. Εμπήκε μέσα. Έτρεξε. Έδωκε αμπωσιά του φυσικοθεραπευτή. Πονάς; Τώρα όχι. Έσκυψε και τόνε φίλησε. Η κερκίδα ούρλιαζε. Είχανε κερδέψει κιόλας. Επήρανε και το ροζ φύλλο του αγώνα. Ένας τσούβγαλε και φωτογραφία. Ο Πέτρος τήνε κράτουνε μη και του φύγει. Αυτή εκεί. Τόνε φίλουνε και φώναζε: Φέρτε λίγο πάγο, λίγο πάγο! ………………………………………………………… Έβαλε τη ντροπή στην άκρη και πήγε σπίτι του στο Ποταμό και του πήρε λουλούδια. Πως είσαι; Τώρα που σε βλέπω δεν έχω τίποτα. Πονάς; - Καρδιά μου, ψυχή μου… Η μάνα του είχε τα χέργια της στη μέση. Χαμένα τάχε. Έβραζε. Τι είν’ αυτά τα σέστα; Από τη μία εχαιρόντανε για τον υγιό της κι από την άλλη τι χαλεύει τούτη η τζαμπερδόνα που του κρατάει το χέρι και του χαϊδεύει τα μαγιά και τόνε φιλεί; Δεν ήξερε τι να κάμει. Φωνή δε τσήβγαινε. Συγγνώμη κυρία, ούτε σας εχαιρέτισα. Συγγνώμη.

Πως σε λένε; Μαρία. Σα και μένανε, κόρη μου.

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 15 ………………………………………………………………

ΕΞΑΓΛΙΣΤΡΗΣΕ IV Δίπορτο τόχανε. Αυτοί ενοικιάσανε σπίτι στου Φλαρέτου. Το πατρικό του Πέ τρου ήτανε λίγο παραπάνου, απέναντι από του Ψυχραιμία. Και κοντά και χώρ για, τί το ζεύγος ήθελε και την ησυχία του. Δεν είναι τώρα όπως παγιά όπου όλοι εμένανε μαζί, μπες εσύ να βγω εγώ. Η μάνα του τσου εμαγείρευε, τί ο Πέτρος ήτανε προπονητής στο «Κεραυνό» και πήγαινε και στη σχολή χορού όπου εδίδασκε λάτιν. Κι η Μαρία, τελειόφοιτος Αγγλικής Φιλολογίας, προσωρινά από πρωί εδούλευε γκαρσόνα στον «Ωραίο Βόργα» τ’ Αμερικάνου, τί τ’ απόγιομα είχε να διαβάσει και τα παιδιά. Η Μαρία κατευχαριστημένη. Άκουε για κάτι άλλες τελειόφοιτες που δεν είχανε από πουθενά στήριξη. Αυτή είχε τη πεθερά της, ο πεθερός της όλο τη κοπέλα και τα μάτια σας κι άμα έμπαινε στη Χώρα είχε την αβάντα τση μάμας και του τάτα της. Μάμα, θα σ’ αφήκω τα παιδιά απόψε. Λέμε να βγούμε με το Πέτρο για ένα ποτό. Από πότε έχουμε να βγούμε. Να σου φέρω δυο πίτες για τα παιδιά; Αυτό μας έλειπε να δώκω τσου μπαιδιώνες τέτοια πράματα. Θ’ ανοίξω φύλ λο για μια τυρόπιτα και του μιτσού θα του κάμω ομελέτα με λουκάνικα κι αυτηνής αυγά μπάνιο Μαρία που τση αρέσουνε. Εσείς τι θα φάτε; Εγώ ένα μήλο κι ο πατέρας σου το πολύ, πολύ ένα λαπά. Με λεϊμόνι. - Σούφερα λεμόνια από το Ποταμό. Από τρεις λεμονιές εφτά λεμόνια έκοψα. Τσίφαε ο Μέλας Αλευρώδης. Άμα δεν έχουνε διαβάσει τα παιδιά για αύριο να τα διαβάσει ο πατέρας σου. Είναι Σαββάτο αύριο, δεν έχουνε σκογειό. Βάρτα να δούνε λίγο τηλεόραση και μετά ύπνο. Εντάξει. Για να σε δω! Πώς είσαι έτσι; Πώς είμαι; Ομορφιές! Και μπλούζα με στρας και γιακέτα άρφα, άρφα και βρακί δερ ματίνη κολλητό και μάσκα μαύρη με πούγιες και παπούτσι 11ποντο, γόβα στιλέτο. Φτου, φτου, φτου! σα το φιγουρίνι είσαι. Ο Πέτρος; Πάει να παρκάρει και θάρθει να με πάρει. Το ζεύγος από τσι ΚάρντεΛάκουες, επήγε. Εσταματήσανε και τάπανε με κάτι φίλους. Πού θα πάτε; - Στο Λιστόν. Δε καθοσάστενε εδώ; Συγχρωτισμός. Ο ένας πάνου στον άλλονε είναι. Έχουμε και παιδιά. Τα παιδιά κολλάνε τσου μεγάλους, όχι οι μεγάλοι τσου μιτσούς.

ΓΙΩΡΓΟΣ
16 17-2-2022
ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ

-

Μας περιμένουνε η Λίτσα με το Σπύρο. Αλλάζει. Το Σαν Τζιάκομο τα κοίταε όλα τούτα κι αδιαφορούσε. Τα τζάμια του σκοτεινά κι από τη πίσω μπάντα τα μουργιόνια του εχασμουργιόντανε κοιτάζοντας το μέγαρο Ασάνη. Θα πέσει; Δε θα πέσει; Και ξαναανασκαμνιόντανε. Πρωί, βράδυ η ίδια δουγειά. Άρχισε η ψιχάλα. Τον έπιακε μη ξαγλιστρίσει. Το 11ποντο βλέπεις. Πώ, πώ…, γλιστράει. Μη πέσω. Και με την υγρασία με πονάει ο αστράγαλος. Θυμάσαι που ξαγλίστρισες; Εσφίχτηκε απάνου του.

8-2-2022 ΑΓΑΝΑΧΤΗΣΗ Έκλεψε. Επείναγε κι έκλεψε. Επί «Αθλίων»; Όχι. Σήμερα. Τώρα. Δεν είναι έργο κινηματογραφικό. Δεν είναι βιβλίο τση κλασσικής λογοτεχνίας. Είναι ζωντανό, δίπλα σου, δίπλα μας, τώρα. Έγινε. Δεν έχει την ανάγκη ανάλυσης η πράξη. Ούτε τση συμπόνιας έχει την ανάγκη, ούτε του οίχτου, ούτε τση ελεημοσύνης, ούτε καμιανού αλλουνού. Αυτή δεν είχε. Ο άλλος είχε. Πήρε νάχει κι αυτή. Δεν επήρε το πλούτο. Τα ψίχουλα πήρε. Να μη ζήσει; Ο άλλος, ο ντερλικωμένος υπεύτυνος, έβαλε μπροστά τη σφαή. Αυτήνε που δε γλέπει, αυτήνε που γεννάει τσου ανά τσου αιώνες «Άθλιους». Αυτουνούς που ποτέ δε λείπουνε κι απ’ τσ’ ανθρώπους κι απ’ τσου Νόμους. Δικάστε. Έκλεψες; Τόσο επί τόσο ίσον τόσο. Ή φυλακή ή πλέρωνε. Το πρόστιμο. Δεν έχω. Δεν ηξέρω. Πλέρωνε! Τί με τα λεφτά σβήνεις τα πάντα όλα. Εδώ ο άλλος έκλεψε και τι δεν έκλεψε κι είναι όξω καθ’ όσον άλλο το ν’ αρπάξεις τα δις κι άλλο φαΐ σαράντα ευρώ. Νομίζω; Έβαλε το κεφάλι κάτου. Η «Άθλια». Η συνομήλικη. Αυτή που το μόνο που τση απομένει είν’ ο λάκκος. Έζησε; Χάρηκε; Κακόπεσε σίγουρα. ΑΓΑΝΑΧΤΗΣΗ. Ορές παιδιά… Είναι η πολιτική του καταστήματος. Είσθε εισηγμένη; Από μακρού. - Από δω θα βγάλετε; Είναι θέμα τάξεως. Αφού βρεθήκαν’ ένα σωρό πρόθυμοι να καλύψουνε τη χασούρα. Δεν είν’ έτσι. Άμα κάμουμε πίσω στη μία περίπτωση μετά θα μας έρθει το

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 17

τσουνάμι. Μα δε τήνε βλέπετε; Απ’ αυτήνε κινδυνεύετε; Από τη φρατζόλα τ’ Αγιάννη; Ή έχομεν επιχείρισιν ή να το κλείσομεν το κατάστημα. Δε κρατιόνται έτσι τα μαγαζιά. Κανών τση ελευθέρας οικονομίας. Το γράφουνε κι οι δρ. Τζέκιλ και δρ. Χάϊντ εις το σύγγραμμά τους «Άρπαξε να φας και κλέψε νάχεις». - Καλά άστους αυτούς ν’ αλλάζουνε μούτρα κατά πως τσου βολεύει. Εσείς πώς το παίζετε; Ιαβέρηδες; Προς Θεού. Θα βγάλομεν ανακοίνωσιν και ο επιτετραμένος επί του τύπου θα σας εξηγήσει. Στο ύστερο μπορεί και να μην την εμηνύσομεν. Μη και τση τα χαρίσουμε κι’ όλας από το υστέρημά μας. Πάντως, κι ο Ιαβέρης ένα δίκιο τόχε. Τη δουγειά του έκανε. Τόνε παρεξήγησε η ανθρωπότης. Ας όψεται ο Βίκτωρ. Διαόλοι, έ διαόλοι! Που δε δίνετε του αγγέλου σας νερό. Θα επανορθώσομεν. Πώς; - Θα προχωρήσομεν εις διακονονισμόν με την γραίαν και θα μας εξεπληρώσει εις δεκαοχτώ άτοκας δόσεις. Ρε αντ’ απόκια. Ένα πράμα θα εισπράξετε κι εσείς κι όλοι οι αβανταδόροι σας. Ποιό; - ΑΓΑΝΑΧΤΗΣΗ. 18-2-2022 Ο ΚΑΝΑΓΙΑΣ Τούτ’ η γης που τη πατούμε όλοι μέσα θα να μπούμε. Καθ’ ότι όπου ζιει από πάνου, μπαίνει από κάτου και τόνε χωνεύει η Γης και δίνει γεια στα βλαστάργια του, όπου έχει παναπεί, να δώκουνε συνέχεια στη Γης όπου πατούνε. Παγιά εκολυμπήσανε από απέναντι κι ήρθανε να διούνε. Ωραία ήτανε. Μετά ήρθανε με μονόξυλα, με καράβια, τελευταίως και μ’ αερόπλανα. Ωραία είναι. Εδώ να κάτσουμε. Μας αρέσει. Και κάθονται οι ξενομερίτες, πάνου στσου πα γιούς ξενομερίτες, που το κορδώνονται όπου είναι ορίτζιναλ, κι ένας κουτός ασκώνεται και λέει αυτοί δεν είναι δικοί μας. Δεν είναι Κερκυραίοι! Εσύ είσαι Κερκυραίος; Αμαντάμ, παπαντάμ! Πως σε λένε; Τζιοβάνι Μπονάντσα. - Όνομα ελληνικόν; Βενετσιάνικον! Από λίγο θα είχαμε γραφτεί και στο Λίμπρο Ντόρο. Αλλά ήτουνε τσιφούτης ο προπροπροπρομπιζνόνος μου και δε τ’ ακούμπησε του Προνοητή να τόνε γράψει στο βλιβλίο. Αγοιώς και άρμα θάχαμε και θα τήνε

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ 18

γλέπατε στο fb όπου βάνουνε τσι άρμες. Εκ Βενετίας παναπεί; Βεβαίως. Τι οι Κερκυραίοι Βενετσιάνοι δεν είναι; Το κέρατο τση φυλή σου, τση σκόρπιας. Ορέ οι Κερκυραίοι είν’ αυτοί που εζήσανε και ζιούνε εδώ και προσκυνάνε και τη Κέρκυρα και το χώμα της και τον Άγιο της. Αυτοί που προσφέρουνε. Αυτοί που ενδιαφέρονται για τα κοινά. Αυτοί είναι οι Κερκυραίοι. Κερκυραίοι δεν είν’ αυτοί που το παίζουνε πως δήθεν. Οι πρόσφυγες του ’22 δεν είναι Κερκυραίοι; Οι Αρμένηδες; Οι Οβραίοι; Οι Φαναργιώτες; Οι Μαρτέζοι; Οι Ιταλοκερκυραίοι; Οι εκ των Ρως Βαραγγούληδες; Οι Σέρβοι που εμείνανε; Οι Σκλαβούνοι; Οι τουρίστριες που επαντρευτήκαν’ δώ; Οι εμιγκρέδες; Οι Βοργειοηπειρώτες από απέναντι; Οι πάσης γης και πατρίδος; Οι Πόντιοι όπου έχουνε και Σύλλογο; Οι Τσίπριοι; Οι διάολος μέσα σου; Όλοι αυτοί δεν είναι Κερκυραίοι; Φέρνουνε και τ’ αυτοκίνητά τους και θέλουνε να παρκάρουνε κιόλας σε θέση για μονίμους κατοίκους. Λένε πως είναι και Μόνιμοι Κατοίκοι τση Πα γιάς τση Πόλεως. Δε είναι… Γιατί, ορέ, δεν είναι; Δε μένουνε δω; Δεν ιδρώνουνε δω; Δεν αγωνιούνε για το τι μέλλει γενέσθαι εδώ; Αυτό δεν είναι ο ορισμός του Κερκυραίου Πολίτη; Δεν έχουν’ άρμα. - Κι εσύ έχεις; Όχι, αλλά ο προπροπροπροπάππους μας εσφόγγιζε, να μη σου πω τι εσφόγ γιζε, του Προνοητή. Λίγο είναι; Πόσοι το εκάμανε αυτό; Έ; Εσύ εσήμερα τι κάνεις; Έχω κρεπερί εις καντούνιον. - Μπράβο σου! Και τι κάνεις δια τον τόπον; Αβαντάρω τσου αβανταδόρους. Αυτουνούς, που χωρίς αυτουνούς δε θα συρρικνωνόντανε τα πάρκινγκ. Αυτουνούς που το μόνο που κοιτάνε είναι που θα παρκάρουνε τη μάκινά τσου, τη δικιά τσου, κι όχι του κόσμου. Εσύ έχεις μάκινα; - Έχω, πώς δεν έχω. Μαγαζί χωρίς μάκινα; Και που τήνε βάνεις; Λίγο πιο κει από το μαγαζί. Αλλά εγώ είμαι μόνιμος κάτοικος. Κι ο άλλος που θέλει το ίδιο με σένανε σε πειράζει; Με πειράζει. Δεν είναι Βενετσιάνος. Είναι Τσίπριος. Εγώ, ορέ, κάτι τέτγιους Τσίπριους τσούχω κορόνα στο κεφάλι μου. Κι ο Άγι ος Τσίπριος δεν είναι; Δεν έχει αυτοκίνητο. Είναι παρκαρισμένος μόνιμα στο κρουστάλλι του. Μπα, να μη σώσεις…, βλάστημε παγιοκοπρίτη. Που έχεις φυσικό να με λετάς τη Χάρη Του. Αλλά πρώτα Βενετσιάνοι και μετά μπον Κριστιάνοι. Τ’ αλάρμα Του τ’ ακούς;

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 19

- Ενοχλάνε τσου τουρίστες που κάθονται στο μαγαζί. Κανάγια Βενετσιάνε.

ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ Ο ένας φτωχίτας, ο άλλος επήγε και στο Δημοτικό, ο επόμενος έβγαλε και το Πανεπιστήμιο, ο παραεπόμενος εβγήκε άσωτος. Έτσι είναι. Ο ένας δούλος, ο άλλος να δώκω γεια τση φτώχιας, ο τρίτος μαζώχτρας, ο τέταρτος τα τρώει. Αποδεδειγμένον ιστορικώς και δια της παρατηρήσεως. Ισχύει και δια τας καλυ τέρας των οικογενειών και δι’ ευρύτερα σύνολα, όπως έθνη, κράτη, περιφερεί ας, δήμους - κοινότητας δεν έχουμ’ άλλο - , επιμελητήρια, οργανώσεις, συλλό γους μικρούς και μεγάλους που δεν έχουμ’ άλλους. Η ανέχεια ωθεί, η καλοπέραση βάνει φωτιά και στα κολυμπηθρόξυλα. Κύκλους κάνει η ζωή με τ’ απάνου της και τα κάτου της. Εδώ μέχρι αυτοκρατορίες επέ σανε εις την ανυποληψίαν και σου λέει ο άλλος να! κι άμα βρυχάται η Γηραιά Αλβιών, να! κι άμα δεν βρυχάται. Εις τα παλαιότερα των υποδημάτων μου. Είδες πως εκατάντησε; Άσωτος. Ποιός το περίμενε; Είχε κουνάργια αυτός… Με το κοκαλάκι τση νυχτερίδας εγεννήθηκε κι αυτός εγύρισε κι έδωκε σ’ όλους κι σ’ όλα ένα φάσκελο. Έβρηκε, έφαε και τώρα γυρίζει χωρίς σώβρα κο, που λέει ο λόγος. Είδες κατάντια; Και τώρα; Τώρα, ευτυχώς που είναι η νόνα του. Αυτή τον επερισυμμάζωξε κι έχει ένα πιάτο φαΐ και τρώει. Ρημαδιό. - Όλα ανάγονται εις την έλλειψιν παιδείας. Και παιδεία δεν είναι μόνο η μόρφωση. Άλλα είναι πιο σπουδαία. Αι Αρχαί, αι Αξίαι. Η αυθύπαρκτη αντίλη ψη περί του Καλού και του Κακού. Η ανθρωπιά. Άργησε νάρθει η παιδεία στο τόπο μας. Σωστά! Άμα βγάλεις τη πραγματική παιδεία που

άλλη

μας. Από πού να ξέρουν’ οι παγιοί, από πού να καταλάβουνε; Στην αμορφωσιά τσούχανε φυλακισμένους. Κι όμως. Από την άλληνε παιδεία ηξέρανε περσσότερα. Ορθόν αλλά όχι κι όλοι. Γι αυτό εκάμανε τσι Νόμοι. Όπου δε καταλαβαίνει, τόνε κάνουνε και καταλαβαίνει. Δε κάνεις καλά; Θα τιμωρηθείς κύργιε Άσωτε, να μάθεις να μη το ξανακάνεις. Και μαθαίνει; Είναι πολλοί που δε μαθαίνουνε εις τον αιώνα τον άπαντα.

100 χρόνια που

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ 20
20-2-2022
δε διδάσκεται η
που διδάσκεται δεν έχει ούτε
ήρθε στο τόπο

-

Μη δεν είναι καλοί οι Νόμοι; Αποκλείεται! Τσου εγράψανε τα πιο σπουδαία μυαλά κι ακόμα τσου γρά φουνε. Δεν εσώσανε; Όχι, γιατί υπάρχουνε κι οι υποπαράγραφοι τση υποπαραγράφου. Μέχρι κι ο ανευθυνουπεύθυνος γράφει τσου δικούς του Νόμους. Δε τόχεις δει; Άσωτο μ’ ακούεται. Περκέ; Περκέ η αλήθεια είναι μία και ο μπακλαβάς γωνία. Άμα αρχινήσεις τα ξέρεις και δε ξέρεις, τα ήξεις κι αφήξεις, ποιό είναι το παστό και ποιό το χοιρομέρι, χαιρέτα μου το πλάτανο και Νικολό καρτέρει. Και γιομίζει ο κόσμος Ασώτους. Άσωτους κυβερνήτες που λίγο θέλουνε ν’ ανατινάξουνε τον κόσμο όλονε, Άσωτους υποκυβερνήτες που λίγο θέλουνε να σου ανατινά ξουνε τα ιερά και τα όσια, Άσωτους ανθυποκυβερνήτες που λίγο θέλουνε να σου κάμουνε το βίο αβίωτο και να σε διώξουνε κι από το σπίτι σου. Άσωτους κι Άσωτους, κι εσύ τα βλέπεις και τ’ αντισκώνεις και μετά κι εσύ Άσωτος γένεσαι. Πετάς το σκουπίδι σου όπου κι αν έβρεις, ομιλείς ασώτως, διαβιείς ομοίως, τη πάρτη σου μόνο κοιτάς, ένας Άσωτος είσαι κι ευτυχώς που υπάρχει και η αλληλεγγύη μεταξύ Ασώτων κι ο ένας Άσωτος βγάνει τον άλλονε Άσωτο λάδι λαμπάντε και μετά γελάνε κι οι δυο μαζί εις βάρος σου. Και οι μη Άσωτοι κάθονται με το δάχτυλο στο στόμα κι απορούνε. Μα καλά…, πώς εγίνηκε αυτό; Αλλά αναλαμβάνουνε κάτι άσωτα παπαγαλάκια και σου το εξηγούνε. Και σου υποβάλλουνε με το άστε ντούο την άσωτον σκέψην και τον Άσωτον κυβερνήτην. Αύριο είναι του Ασώτου. Όλοι λίγο-πολύ γιορτάζουμε. Λένε πως θα τήνε κάμουνε και εθνικιά γιορτή! Για το κανονικόνε Άσωτο ευρέθηκε ο στοργικός πατέρας του, τον δέχτη κε και τον περιποιήθηκε δεόντως, παρά τις διαμαρτυρίες του μεγάλου του γιου, γιατί «νεκρός ην και ανέζησε, και απολωλώς ην και ευρέθη». Εμάς ποιός στοργικός πατέρας θα μας υποδεχτεί; - Πάντα υπάρχει ένας στοργικός πατέρας. Πάντα θ’ ανοίξει μια στοργική αγκαγιά. Βεραμέντε. Και για τον Άσωτο; Και για τον Άσωτο! Η ανθρωπιά, βρε!

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 21
ΚΑΙ ΚΑΜΙΝΑΔΕΣ Ένας από τσου λόγους που η Παγιά η Πόλη εγίνηκε Υστερικό Κέντρο είναι κι οι παγιοκαμινάδες. Παγιά όπως ασκώνανε τα σπίτια εχτίζανε μέσα στσου πύργους και τσι καμινά
20-2-2022 ΚΟΥΡΤΕΣ

δες του σπιτιού. Αυτές εκαταλήγανε από κάτου εις τσι νάπες και στα τζάκια κι από πάνου εβγαίνανε όξω από τη σκέπαση, να φεύγει ο καπνός κι οι μυρωδιές κατά πως πρέπει στον αέρα κι είχανε και καπέλα προσεγμένα, να μη γυρίζει ο καπνός προς τα μέσα, ακόμα κι αν εφύσαε. Υπάρχουνε πολλά και διάφορα κα πέλα απ’ αυτές τσι καμινάδες. Ακόμα και Βενετσιάνικα. Τα είδε κι η Αρχαιολογία κι είπε: «διατηρητέον». Είπε, ξείπε όμως, γιατί το διατηρητέον κατεδαφίζεται εις τα αρτσάτα, νόμιμα και παράνομα, και του βουλώνουνε και τη τρύπα καθ’ όσον βάνεις κεντρική θέρμανση και θερμοσυσσωρευτή και δεν έχεις άλλο ανάγκη τη καμινάδα και το καπέλο της. Εις το ισόγειον όμως ο άλλος ενοικιάζει τη κάμαρη, παίρνει άδεια αλλαγής χρήσης από κάμαρη σε μαγαζί (δεν είναι και το πιο δύσκολο άμα ξέρεις) και ζητάει να βγάλει καμινάδα να φεύγουνε οι καπνοί από τα σουβλάκια υπεράνω τση στέγης να πάνε να ενωθούνε με το διοξείδιο που αυγαταίνει σα και τον αφρό του αυγολέϊμονου. - Απαγορεύεται! Γιατί; Χαλάει η όψις! Καταστρέφεται η εικόνα τση Παγιάς τση Πόλης. Κι εσείς ενδιαφεροσάστενε για την εικόνα τση Παγιάς τση Πόλης; Δε το γλέ πω. Από πίσω θα τήνε βγάλω τη καμινάδα όπου δε θα φαίνεται, να κάμω κι εγώ τη δουγειά μου. Κι από πίσω όψις είναι. Θα τήνε βάψω στο χρώμα του πύργου που έχει και το κατάστημα στο χρω ματολόγιο τση Παγιάς Πόλης που του εδώκατε. Το Νο 666. Συμφωνούνε οι παραδιπλανοί; Και να συμφωνούνε δεν σας επιτρέπομεν ημείς. Ετότες να βγάλω εαγγελματικό απορροφητήρα ενεργού άνθρακα χω ρίς μπουρί, χωρίς καμινάδα, και με ελάχιστο θόρυβο. Κοιτάχτε ‘δώ στο γκούγκλ…, αυτόνε. Ίνοξ και με φίλτρα καλά που κρατάνε κι όλες τσι οσμές. Βγάρτε ό,τι θέλετε. Αφού δε θα φαίνεται, εμάς δε μας ενδιαφέρει. Εμάς ό,τι φαίνεται μας ενδιαφέρει. Και τον έβγαλε εις τη κούρτη αλλά φτωχό τ’ αρνί (από 100 έως 600 ευρώ το μηχάνημα) και πλατειά η ουρά (από 1400 έως 2600 ευρώ το φίλτρο). Κάθε

λίγο φίλτρο θ’ αλλάζουμε; Άστο.

ο τόπος. Άσε που από αθόρυβο εγίνηκε θο ρυβώδες. Οι παραδιπλανοί κι οι από πάνου διαμαρτύρονται. Από τη μία δε μπορούνε να κοιμηθούνε από το γκρ, γκρ του μοτέρ κι από την άλλη δε μπορούνε ν’ ανοίξουνε τα παράθυρα τί τσου τρώει η μπόχα. Εγώ έχω άδεια. Έτηνε. Λέει η άδεια για θόρυβο; Λέει η άδεια για μπόχα; Λέει; Δε λέει. Κάμετε δουγειά σας! Μάλιστα! Αλλά βρωμάει και κάνει φασαρία.

ΓΙΩΡΓΟΣ
22
ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
τρεις και
Εστούμπωσε και βρωμάει όλος

- Ας μη μου εδίνανε αλλαγή χρήσης κι από σοτοσκάλα να το κάνω μαγαζί. Εγώ φταίω; Αφού μου τήνε δώκανε, εγώ το νοίκιασα. Άμα δε μου την εδί νανε θα το νοίκιαζα; Καλώς. Κοίτα μόνο μη ο γείτονας σου βάλει κάνα χαρτόνι στη μπούκα κι έρ χονται όλα μεσ’ στο μαγαζί. Άσε που μπορεί να σου κάψει και το μηχάνημα. - Θα τόνε πάρω στα δικαστήργια. Γιατί; Η μπούκα σου δε βγαίνει στη κούρτη του; Ένα καρτόνι θα βάλει στη κούρτη του. Για ν’ ακουμπήσεις ένα καρτόνι θέλει άδεια; Δε θέλει. Δική του δεν είν’ η κούρτη; 21-2-2022 Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ

Είσαι Πρόσκοπος; Είμαι. Έδωκες Υπόσχεση; Έδωκα. Το ξέρεις ότι η Υπόσχεση που εδώκαμε δεν ήτανε καλή και πρέπει ν’ αλλά ξει; Δε σ’ αρέσει άλλο; Άμε φύγε, κάνε. Εσύ να φύγεις. Εμένα δε μ’ αρέσει και θα την αλλάξω. Γιατί; - Γιατί έτσι. Πρώτ’ απ’ όλα είσαι βέβαιος που υπάρχει Θεός; Δεν υπάρχει Θεός; Ο κόσμος όλος είναι γιομάτος εκκλησιές. Όπου και να πας εκκλησιές βλέπεις. Κι όλοι πάνε και τσι βλέπουνε. Κι ο ένας πάει και βλέπει και τσι εκκλησιές τ’ αλλουνού. Κι απ’ ότι προσέχω με τον δέοντα σεβασμό. Οι περσσότεροι τουλάχιστον. - Πάνε για να δούνε τον πολιτισμό των λαών. Αυτόνε που ένα μεγάλο κομμάτι του καταγράφτηκε στσι εκκλησιές. Δε πάνε γιατί πιστεύουνε στο Θεό. Μα είναι πολλοί που λένε που πιστεύουνε.

Ναι, αλλά αυτοί δε ξέρουνε. Μπα; κι από πού το ξέρεις εσύ αυτό; Κι εισάστενε κι άλλοι που το ξέρουνε αυτό; Επιστημονικώς δεν έχει εξακριβωθεί η ύπαρξη του Θεού. Έχει; Είναι θέμα πίστεως. Και τι είναι η πίστη; Η πίστη είναι η άνευ αμφισβητήσεων παραδοχή της άνευ αποδείξεων πα ραδοχής. Ναι, κάπως έτσι πρέπει νάναι. Γι αυτό σου λέω, δεν έχει διαπιστωθεί η ύπαρξη του Θεού. Επήγε καένας και τον είδε; Τούσφιξε το χέρι; Έτσι εβγή κανε οι άθεοι. Έχεις ακούσει για τσου άθεους; Αυτοί σου λένε μην είσαι

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 23

κουτός. Πρόσεχε! Γιατί ο κόσμος έβρηκε το Θεό; Για να εξηγήσει τα άνευ αποδείξεων. Πώς εγίνηκε ο κόσμος; Γιατί υπάρχουνε οι ανθρώποι; Ποιός τσούκαμε; Δε πιστεύω να πιστεύεις στα παραμύθια, έ; Αυτά έχουνε κουτιά νει τον κόσμο και μέσα σ’ όλα εβρήκανε και την απαράδεκτη πίστη. Να μη σου λέω περσσότερα. Γνωστά και πλεονασμός. - Και τότες πώς εγίνηκε ο κόσμος; Γιατί υπάρχουν’ οι ανθρώποι; Ποιός τσούκαμε; Τ’ αστέργια, τσου παράλληλους γαλαξίες που κάθε λίγο όλο και περ σσότεροι γίνονται; Πρόσεξε! Στην αρχή έγινε ένα μεγάλο σμπάρο, το μπιγκ μπαγκ. Από εκεί εξεκινήσαν’ όλα. Αυτή είν’ η αρχή. - Μάλιστα. Κι αυτήνε την αρχή ποιός την έκανε; Από μόνη της; Έχει πάει καένας και την είδε; Τσήσφιξε το χέρι; Όχι βέβαια. Είναι δυνατόν; Δεν είναι; Άρα με το να πιστεύεις στο μη αποδεδειγμένο μπιγκ μπαγκ επι βεβαιώνεις τη πίστη. Μη ποτέ δεν ήτανε μόνο ένα μπιγκ μπαγκ; Μήπως η κουκίδα τση ύπαρξής μας στο ένα ή στα πολλά σύμπαντα δεν έχει σημασία; Από την εποχή των σπηλαίων μέχρι τα σήμερα; Σήμερα ειμάστενε πολιτισμένοι. Δεν ειμάστενε και Νεάντερνταλ! Το κέρατο τση φυλής σου. Πρωτόγονοι ειμάστενε μάτια. Σε χίγια χρόνια όλ’ αυτά τα σπουδαία που κάνουμε σήμερα θα τα μαθαίνουνε τα μιτσά μέσα σε μια παράγραφο του βλιβλίου τση Ιστορίας. Άσε λοιπόν το κόσμο να πορεύεται και με τη γνώση και με τη πίστη. Δείξε λίγο σεβασμό στη πίστη. Να πω που εσύ ξέρεις την Αρχή, να σου πω ναι. Αλλά αφού δε ξέρεις. Ξέρεις; Κι όμως. Αυτός ο Θεός δε μπορεί να έχει τα χαρακτηριστικά που του αποδί δουν οι θρησκείες κι όσοι τσι εκμεταλλεύονται. - Άλλο αυτό. Περί Θεού ο λόγος. Περί τση Αρχής των πάντων. Περί τση εξήγησης του ανεξήγητου. Επ’ αυτού ξέρεις; …………………………… Βούβα; Κι όμως… Πάντως, η αναχρονιστική Υπόσχεσή μας πρέπει ν’ αλλάξει. Δε μας καλύπτει. Δεν

άγνωστης; Μέγα μπράβο! Δεν είναι λογική αυτή. Κι είναι λογική η δική σου; Αυτό το εν αρχή ήν το Χάος του Ησίοδου μου το εξηγείς; Εξήγησέ το! Το Θεό πας να κατεδαφίσεις; Μάλιστα και δικαίωμά σου. Οφείλεις όμως να το εξηγήσεις. Να το τεκμηριώσεις, επιστημονικά ή έστω φιλοσοφικά. Να αποδείξεις ότι κακώς εβρήκαμε τη λέξη πίστη. Μπο ρείς;

24
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
εκ της αρνήσεως του Θεού δεν επιβεβαιώνει την ύπαρξή του; Αρνείσαι κάτι που δεν υπάρχει; Αρνείσαι την ύπαρξη τση Αρχής; Τση
αγκαγιάζει τον κόσμο όλονε. Τσου άθεους τσου αφήνει απόξω. Γιατί τσου αφήνει απόξω; Και ο δηλών άθεος

- Το ξέρεις που μετά τη πίστη στο Θεό, σειρά έχει η πίστη στη Πατρίδα; Εντάξει το καταλάβαμε. Δουγειά δεν είχε ο διάολος…. Το μπαλόνι στη κερκί δα. Άλλα λόγια, εκτός θέματος. Αλλού γεννά ο κόκκορας κι αλλού οι πουλα κίδες. Κι άμα δεν αντέχεις με την Υπόσχεση, άμε μάτια, κι έλα το Σεφτέβρη μεταξεταστέος, να ιδούμε άμα περάσεις τη τάξη. Κι άσε μας, τί μεθαύριο έχουμε και γιορτάσια. Και θ’ ανανεώσω και την Υπόσχεσή μου. Και στο Θεό και στη Πατρίδα. 25-2-2022 ΝΑ ΜΗ ΣΑΣ ΑΞΙΩΣΕΙ Ο ΘΕΟΣ Να μη σας αξιώσει ο Θέος να γνωρίσετε πόλεμο, μάτια μου! Ούτε ο χει ρότερός σας εχθρός να μη τόνε γνωρίσει. Ξέρεις τι είναι να φωνάζουνε οι σειρήνες και να τρέχεις στο καταφύγιο με δυο μωρά στην αγκαγιά; Και να μην έχεις και τι να τσου δώκεις να φάνε; Άρον, άρον ασκωθήκαμε και τρέ χαμε στο Φρούργιο. Μίανε σκιαβίνα επρόκανα να πάρω. Είχα τη μίανε στην αγκαγιά και την άλληνε την έσερνα από το χέρι. Και κλαίγανε και τα δύο. Στην αρχή οι στρατιώτες δε μας αφήνανε να μπούμε στο Φρούργιο αλλά μετά που εμαζεύτηκε πολύς κόσμος κι εφώναζε μας αφήκανε. Στη γέφυρα στριμωξίδι να δεις. Πως δεν επέσαμε από κάτου στη Κόντρα Φόσσα να μας εφάνε τα ψάργια. Αμή; Και μετά; - Μετά εμπήκαμε σε μια μίνα. Αυτές εσκούζανε κι οι άλλοι μου λέανε να τσου βουλώσω το στόμα μην ακούσουνε τ’ αερόπλανα τα κλάϊματα και μας εμπομπαρδίσουνε. Αλλ’ αυτά πού; Εσκούζανε. Εφοβόντανε. Κι ο πατέρας; Ούτε ηξέραμε που ήτανε. Έφυγε και κοιτάγανε τ’ αερόπλανα και λέγανε ελληνικά είναι και τα χαιρετούσανε. Αλλά μετά που επέσανε οι μπόμπες ο σώζων εαυτό σωθείτω. Εκεί δεν επήρε το βλήμα το κεφάλι του τζίου του Άνθιμου; Ο πατέρας σας εχώθηκε στο καταφύγιο κάτου από του Ζήσιμου. Μας έψαχνε αλλά εμείς είχαμε φύγει. Και πότε τέγειωσε ο μπομπαρδισμός; - Μετά από ώρα. Επέσανε και μπόμπες στη Πλατεία. Έτα! Αυτά τα σημάδια στσι κολόνες του Παλατιού από τσι μπόμπες είναι. Και το μπαρκόνι του σπιτιού μας ετότες έπεσε. Ευτυχώς δεν έπεσε όλο το σπίτι. Επέσανε μπόμπες κοντά σας; Επέσανε κι όλοι εψάλαμε τ’ απολυτίκιο τ’ Αγιού. Μετά που έσωσε ελέγανε, έσωσε μωρές, τραγουδήστε τώρα. Τι τραγουδούσατε; Βάνει ο Ντούτσε τη στολή του. Και μείνατε το βράδυ στη μίνα;

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 25

-

Άλλοι εμείνανε. Εμείς όχι. Εφύγαμε και γυρίσαμε σπίτι. Τί η κατάστασις ήτανε άστα να πάνε. Ο ένας απάνου στον άλλονε. Ένας εκατουρούσε εδώ, άλλος εκεί. Εκεί μπροστά σ’ όλους. Ήτανε και μερικοί που βρήκανε την ευ καιρία να πειράξουνε τσι γυναίκες που ήτανε μοναχές τσου. Μέσα σ’ όλο αυτό το κακό. Εφύγαμε να βρούμε και το πατέρα σου, να δούμε άμα ζει ή άμα εσκοτώθηκε. Σπίτι ήτανε. Αγκαγιαστήκαμε και κλαίγαμε. Την άλλη μέρα εκανόνισε ο πατέρας σου και πήγαμε με τα πόδια στσου Κυνοπιά στες. Είχε κάτι γνωστούς του. Η μεγάλη όλο έκλαιε στο δρόμο. Εκουράστη κα μάμα μούλεε. Αλλά τι να τση κάμω; Εσκοτωθήκανε πολλοί εκείνη τη μέρα μάμα; - Εσκοτώθηκε κόσμος. Ανάθεμά τους! Τι τσου κάμαμε; Ποιόνε επειράξαμε; Αλλά έτσι γίνεται πάντα. Μαλώνουνε οι μεγάλοι και τήνε πλερώνει ο κό σμος. Ανάθεμά τους αυτούς και τα συφέροντά τους. Όλα για τα όβολα γί νονται. Μόνο για τα όβολα. Για τίποτις άλλο. Να σου πάρω το δικό σου, να το κάμω δικό μου. Να φάω πιο πολύ το μεσημέρι. Και φωνάζουνε και τσου παραδιπλανούς και τσου ανακατώνουνε κι αυτουνούς κι έτσι κάνουνε τα πάντα όλα λαμπατίνα. Κακό πράμα ο πόλεμος. Να μη σας αξιώσει ο Θέος, μάτια μου, να τόνε γνωρίσετε. 25-2-2022 ΤΙ ΚΑΝΕΙΣ ΕΚΕΙ; - Τι κάνεις εκεί; Τίποτα. Πώς τίποτα; Κάτι έλεγες. Σε ποιόνε μίλουνες; Σε καένανε. Αφού σ’ άκουσα που μιλούσες. Κουφή είμαι; - Άμε μέσα να ξαπλώσεις κι άσε με. Έλεγες, Θε μου μεγαλοδύναμε, και κάτι άλλα. Προσευχόσουνα, ορέ; Εσύ; Πούχεις να πατήσεις σ’ εκκλησιά από τα πότες; Δε προσευχόμουνε. Το σταυρό μου έκανα πριν πέσω. Κι από τα πότε πρι πέσεις κάνεις το σταυρό σου; Πρώτη φορά σε βλέπω. Έγινες ολομεμίας θρήσκος; Ψυχοσάββατο αύριο. Πας για ψυχή; Δεν ηξέρω, έτσι μούρθε. Μέγας είσαι Κύριε! Και τι άλλο θα δούνε τα μάτια μου. Ο Σπύρος θρήσκος! Μάλιστα! Αντίς, ορέ, να πεις να κάμει εκείνα τ’ άχαρα, να κοιμηθούνε ήσυ χα απόψε, να μη τα σκοτώσουν’ οι πυραύλοι, να μη τα πατήσουνε τα τανκς, να ξημερώσει ο Θέος τη μέρα του και να τσούβρει όλους καλά, να τραγουδούνε και να μη κλαίνε, να μην έχουνε σπίτια χαλασμένα, να μη τα στα ντεύουνε με τα όπλα επί σκοπόν, κι αυτουνούς κι όλους όσους γνωρίσανε και θα γνωρίσουνε τη συφορά όπου γης, αντίς να πεις να τσου σκουπίσει

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ 26

τα δάκρυτα και να τσου δέσει τσι πληγές τση ψυχής τσου, εσύ μου κάθεσαι τώρα που είσαι με το ενανήμισυ ποδάρι στο λάκκο, να παρακαλάς ήμαρτον και μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη βασιλεία σου; Εαυτουλάκια, έ ευατουλάκια! Και πού ξέρεις εσύ τι έλεα ‘γώ; Στο μυαλό σου μέσα είσαι; - Μετά από τόσα χρόνια είναι σα να σ’ έχω γεννήσει. Μη και δε σε ξέρω; Δώσ’ μου Κύργιε τα πάντα όλα κι άσε τσου άλλους να κουρεύονται. Τρου λουλού και πάρτα όλα. Δεν είν’ έτσι. Πάω μέσα. Αυτός έκατσε. Ξανάκανε το σταυρό του. Κάμε Θε μου να μη φοβόνται και να μη κλαίνε απόψε τα μιτσά όλου του κόσμου, είπε. Τον άκουσε. Πήγε να πέσει. Έκαμε κι αυτή το σταυρό της. Είπε κι αυτή κάμε Θε μου να μη φοβόνται και να μη κλαίνε απόψε τα μιτσά. Δωσ’ τσου ΕΙΡΗΝΗ. Τι κάνεις εκεί; - Τίποτα. Σ’ άκουσα! 26-2-2022 ΤΟ ΠΗΓΑΔΙ Στην έρημο του Κορακιάσαμεν όλοι εψάχνανε για νερό. Να κάμουνε μια όαση νάρχεται ο κόσμος να πίνει, να ξεκουράζονται τα καραβάνια, να κονομάνε τρελά όβολα και να μην έχουν’ ανάγκη να τρέχουνε όλη μέρα πάνου στη καμήλα να τσου τρώει ο ήγιος κι οι αμμοθύελλες. Και να κάνουνε επί τόπου κι ένα μεγάλο τσαντίρι, σα χάνι, καθ’ όσον και ο τουρισμός από κονομησιά σα και το νερό είναι. Ο Γιάννης (σ’ όλες τσι ιστορίες πάντα υπάρχει ένας Γιάννης) αυτό εσκεφτόντανε απάνου στο καράβι τση ερήμου κι από το κούνι-κούνι τον έπιακε η νύστα. Κι εκεί ανάμεσα στον ύπνο και το ξύπνιο του είδε ένα κλαρί, μονάχο του, σα τη κα λαμιά στο κάμπο. Δεν είπε τίποτις στσου άλλους αλλά μετά δύο τέρμινα επήγε μοναχός του να ιδεί από κοντά το κλαρί. Καλάμι

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 27
ήτανε. Κι από πού πίνει αυτό; αναρωτήθηκε ο Γιάννης και σκάψε-σκάψε έβρηκε το νερό. Ήπιε, φχαριστήθηκε. Την
εκάμαμε Τζον είπε, εδώ ειμάστενε! Εγύρισε εκεί που εμαζευόντανε όλοι στο Μεγάλο Πηγάδι, ιδιοχτησία του Σεΐχη που το εφύλαε σα και τα μάτια του. Είχε και στρατό που τόνε τάϊζε καλά να του το φυλάει. Επήγε και τον έβρηκε. Προσκυνώ και τό και τό. - Αλήθεια μπρε; Να σας θάψω. Θα χρειαστώ όμως τσαπιά, φτυάργια και προσωπικό να τσα πίζει και να φτυαρίζει. Κι εγώ τι θα βγάλω;

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ

- Θα σας εξεπλερώσω μέχρι δηνάριο άμα στήσω την επιχείρηση. Κι ο τόκος μέσα. Καλά. Έλα αύριο να σου πω. Το εσκέφτηκε ο Σεΐχης. Άμα κάμει αυτός το δικό του το πηγάδι θα μου κόψει τη δουγειά στα δύο. Αλλά άμα του το πάρω κι έχω δυο πηγάδια θα μου περσσεύει νερό και θα κάμω και εξαγωγές με τάνκερ. Μη σου πω που θα κάμω και αγωγό να το παίρνω εις τα πέρατα τση οικουμένης να μου το πλερώνουνε χρυσό οι διψασμένοι. Δεν εκοιμήθηκε όλο το βράδυ. Ήβλεπε τσι χρυσές να τρέχουνε σα και το νερό από το πηγάδι. Εξαγρύπνησε. Προσκυνώ και πάλι. Το εσκεφτήκατε; - Να σου δώκω δυο καμήλες, μου λες που βρήκες το νερό; Όχι, εγώ φτυάργια εζήτησα. Να σου δώκω τέσσερεις; Μα τι λέτε; Πες μου με το καλό τί θάχεις ντράβαλα. - Τσου! Τον επιάκανε τα στρατά, του εβάλανε το μαχαίρι στο λαιμό. Έξη καμήλες και κείνο το ουρί το τσαχπίνικο. Έγινε. Εμπήκανε μπρος οι μπουλντόζες, απλώσανε και σουλήνες από τσου καλούς, εφέρανε το νερό δίπλα στη θάλασσα. Εκάμανε λιμάνι και δεξαμενές και γράψανε στο fb ανοίξαμε και σας περιμένουμε. Το είδε ο Βεζίρης. Τι κάνετ’ εδώ; Τσου νερουλάδες. Άνευ αδείας; - Θέλει άδεια; Καθ’ όσον παρανομείτε ασυστόλως κατάσχονται τα πάντα όλα και δικά μου. Μα… Σου βάνω το μαχαίρι στο λαιμό. Το πολύ, πολύ να σε κάμω Τσέο εις τον Όμιλον «Βεζίρης & Σεΐχης & Γιάννης ΑΕ». Τι να κάμει, εσυμφώνησε ο Σεΐχης. Αρχινήσανε τα τάνκερ να φορτώνουνε νερό

επεταχτήκανε
πολεμικά
Σουλτάνου. Για
28
καλής ποιότητος κι εκεί που ήτανε εν τω μέσω τση θαλάσσης
κάτι
του
πού το βάλατε ορές καλόπαιδα; Εδώ παρακάτου. Διακρατικαί συμφωνίαι. Και ποιός τσι εκανόνισε; Ο Βεζίρης υπέγραψε. Δυο λεφτά να στείλουμε sms του Σουλτάνου. Ήρθε απάντηση. Βρε τον Ιζνογκούντ! Κατάσχονται και νερά και καράβια. Υπάρχει Νόμος! Μα ο άλλος ο Σουλτάνος τα περιμένει.

- Θα κανονίσομεν ημείς.

Κύργιε Σουλτάνε από μας θα παίρνετε το νερό σας. Πόσο; Τόσο. - Το μισό εσυμφώνησα. Τηρείστε τη συμφωνία τί θα σας εβαρέσω. Πριτς! Τόσο κι άμα θέλετε. Εσκοτωθήκανε. Πόλεμος με περιτύλιγμα το ηθικόν και το δίκαιον, τί πόλεμος χωρίς ηθικόν και δίκαιον γίνεται; Δε γίνεται. Κι από τσι δύο μπάντες. Μα είδατε τι μας εκάνουνε; Οι άδικοι, οι πλεονέχτες. - Εμείς τι; Λίγο νερό επήγαμε να πουλήσουμε από τα έγκατα τση ερήμου. Ανακατευτήκανε κι άλλοι, μύλος εγίνηκε. Ένας με τον ένα Σουλτάνο κι άλλος με τον άλλο Σουλτάνο. Ακόμα μαλώνουνε. Ο Γιάννης τι απέγινε; Ο Γιάννης με τσι καμήλες του γυρνάει στην έρημο. Έχει μαζί του και το ουρί. Τι; Να του τη πάρουνε όπως το πηγάδι του που του το εμπομπαρδίσανε και πήγε τα φόντου; Και πως τήνε λένε; Ειρήνη τήνε λένε. Πάντα υπάρχει και μια ΕΙΡΗΝΗ πάνου σε μια καμήλα ακό μα και μέσα στην έρημο Κορακιάσαμεν κι ας μην έχει πηγάδι. Αλλά ψάξε βρέστηνε. 28-2-2022 ΗΜΙΚΡΑΝΙΑ Τι έχεις; Δε φαίνεσαι καλά. Έχω πονοκέφαλο. - Πολύ; Δεν αντέχω άλλο. Μου βαρούνε τα μινίγγια μου. Απ’ όταν ασκώθηκα. Εκοιμήθηκες καλά; Όχι. Όλο στριφογύριζα. Τι ώρα έπεσες; αργά; - Έβλεπα ειδήσεις. Με κουτιάνανε. Επήρα ασπιρίνη πρι πέσω. Από τότε μου πονεί το κεφάλι και δε μ’ άφηκε όλο το βράδυ. Καλμαλίνη να παίρνεις, Σε πιάνει πιο γλήγορα. Τι ελέγανε οι ειδήσεις; Τα γνωστά. Δηλαδής; - Όλο τα ίδια και τα ίδια. Πόλεμος στην Ουκρανία: Εδώ θα γίνει η «συνάντηση» Πούτιν - Ζελένσκι - Ουκρανία: Με τον Λουκασένκο μίλησε ο Ζελένσκι λίγο πριν τη λήξη της ρωσικής διορίας για τις διαπραγματεύσεις - Εισβολή στην Ουκρανία: Μεγάλη ρωσική οχηματοπομπή με άρματα κινείται προς

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 29

το Κίεβο - Δείτε εικόνες από δορυφόρο - Τι μπορεί να κάνει χωρίς SWIFT το ρωσικό τραπεζικό σύστημα - Μπορέλ: Φοβούμαστε ότι η Ρωσία δεν θα σταματήσει στην Ουκρανία - Πόλεμος στην Ουκρανία: Συγκροτείται «Λεγε ώνα Ξένων» στην Ουκρανία κατά των Ρώσων - Πόλεμοι και δημόσιο χρέ ος - Η Γεχουαλάου από την Αιθιοπία κατέρριψε το παγκόσμιο ρεκόρ στα 10χλμ δρόμου - Ζεστό χρήμα στα κρατικά ταμεία από μεταβιβάσεις ακινήτων - Κορονοϊός – Rapid test: Σε ποια σημεία γίνονται δωρεάν τη Δευτέρα (28/02) - Πόλεμος στην Ουκρανία: Ξεκίνησε ισχυρός βομβαρδισμός στο Κί εβο - Ουκρανία: Έκτακτη συνεδρίαση της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ – H Ρωσία στο εδώλιο του κατηγορουμένου - Εισβολή στην Ουκρανία: Εικόνες από τη Μαριούπολη με τους 120.000 Έλληνες ομογενείς - Πληρωμές ΕΦΚΑ - ΟΑΕΔ - ΟΠΕΚΑ: Ποιοί θα δουν χρήματα στους λογαριασμούς τους - Τέλη κυκλοφορίας 2022: Εκπνέει η προθεσμία. Πώς γίνεται η πληρωμή, ποιοι απαλλάσσονται - Google: Αλλάζει όσα ξέραμε για το Gmail - 13 συμβουλές επιβίωσης στο Elden Ring! - Εντοπίστηκε ένας πραγματικός Tatooine με δύο ήλιους για πρώτη φορά από επίγειο τηλεσκόπιο - Φάρμα: Αποχώρησε η Αθανασία Τσουμελέκα - Παναθηναϊκός – ΑΕΚ 3-0: Tα γκολ και οι καλύτερες φάσεις του ντέρμπι της Superleague. Τόσα πολλά; Τόσα! - Έχεις δίκιο. Που να αντέξει ένα μυαλό σε τόσα… Πανδημία πονοκεφάλου έχουμε. Αυτό λέω. Πας να ξεκουτιάνεις στη tv και σου ρίχτει με το περίστροφο στο μίνιγγα. Ρώσικη ρουλέτα. - Ρούσικη σαλάτα. Γυρίζουνε τα γάγγλια του εγκέφαλου και παθαίνουνε μπλάκ άουτ. Σε πιάνει πονοκέφαλος. Έχασε και η ΑΕΚ 3-0; Πούσαι καημένε Νεστορίδη… Αυτό σου λέω. Θε νάτρωγε τρία γκολ ο Σεραφείδης; Ο Στέγιος; Ημικρανία είναι. Καλμαλίνη να παίρνεις! 1-3-2022

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ 30
έτσι ήτανε. Λάθος του βεβαίως του Δαρείου, διότι άμα αφήκεις δυο κλερονόμους τι περιμένεις; Δε
σφαχτούνε; Κι
μπλεχτεί κι
βράστα
Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ Δαρείου Βου και Παρυσάτιδος γίγνονται παίδες δύο… Έτσι λέει ο Ξενοφών και, ως φαίνεται,
θα
άμα
η μάμα στη μέση
και κλάφτα. Του μιτσού να τ’ αφήκεις, Δαρείο μου! Του Κύρου μου. Τση αγάπης μου τση γλυκειάς. Κι όχι του μεγάλου του Αρσάκη;

-

Δεν έχει ανάγκη αυτός! Κι εδώ εμπήκανε στη μέση το παπαδαργιό κι οι σοφοί. Αυτοί πάντα στη μέση μπαίνουνε και ποτέ για καλό. Στον Αρσάκη ο θρόνος, κύργιε Δαρείε, καθότι πρωτότοκος. Και τι πάει να πει πρωτότοκος; Από μυαλό τούβλο είναι. Μεσοποταμίας, ψημένο, από τα ντούρα. Λάθος, τί αμαντάμ παπαντάμ οι πρώτοι προηγούνται. Το λένε κι οι πλάκες του Χαμουραμπί. Ποιός είν’ αυτός; Δεν ηξέρετε το Χαμουραμπί; Προ υμών, εδώ και κάπου χίγια τόσα χρόνια αυθέντης Τίγρεως και Ευφράτου και μέχρι κει που πιάνει το μάτι σου κι ακόμα παραπέρα. Μέγας νομοθέτης, απόφοιτος του Χάρβαρντ. Να μου φέρετε τσι πλάκες να ιδώ τι λένε.

Και βλέπετε; Δεν έχετε ωχράν κηλίδα υγράς μορφής και κάνετε και ενέσεις; Άσε που οι πλάκες είναι και βαργιές και ποιός να τσι κουβαλήσει; Κάνουν’ απεργία κι οι μεταφορείς.

Έτσι λένε οι πλάκες; Προηγείται ο πρωτότοκος; Μάλιστα! Έ! τότε καλά. Να πάρει το θρόνο ο Αρσάκης. Βεβαίως και Αρταξέρξη Βου (Arta-Khsatra) θα τόνε λέμε το κύργιο Αρσάκη καθ’ όσον Khsatra είναι η μεγάλη εξουσία. Και μένα γιατί με βγάλανε Δαρείο; Δεν έχω ‘γώ μεγάλην εξουσίαν; Άλλο αυτό. Κουλουβάχατα τάκαμε ο Δαρείος Βου αλλά τάκλεισε τα μάτια του κι ησύχασε. Οι παίδες δύο όμως ετρωγόντανε. - Δίκαιον, διότι είμαι πρωτότοκος και προηγούμαι. Εμένα μου το πρωτόταξε ο μπαμπάς. Το είπε κι η μαμά. Σκασίλα μου και δυο αυγά Τουρκίας! Εδώ μιλάει ο Χαμουραμπί! Το φύσαγε και δε κρύωνε ο Κύρος. Ακούς εκεί; Να μου πάρει τη μπουκιά μέσα από το στόμα; Ψωμί μοσκεμέ νο; Ούτε ο Μίθρας δε το θέλει. Επήγε κατά Φρυγία μεργιά και το εσκέφτηκε. Θα του δείξω ‘γώ του κερατά. Και ως είχε το κομπόδεμα του Δαρείου, μέσω Παρυσάτιδος, επήγε και φώναξε να του ετοιμάσουνε

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 31
τ’
σώμα
στρατό. Μισθοφορικό. Είχε κοντά του κι ένα Σπαρτιάτη, Κλέαρχο
όνομα, εξορίστου, και αυτός τούφτιαξε
13.000 μισθοφόρων απ’ αυτουνούς που μετά τσου Περσικούς πολέμους και το Πελοπόννησιακό δεν είχανε δουγειά να κάνουνε κι εκαθόντανε κι ο ΟΑΕΔ τσου εφώναξε: Βουρ να φάτε την εξουσία μετά του Κύρου, να μειωθεί και το ποσοστό των ανέργων. Τους είπε και ο Κύρος. Δεν είναι καλός ο Αρταξέρξης ο Βου, εμένα να βγάλετε Πρόεδρο τση Περσι

κιάς Δημοκρατίας που είμαι και φίλος των Ελλήνων τση Μικράς Ασίας που με υποστηρίζουνε κι άμα έρθω εις τα πράματα ούτε Μικρασιατική Κατα στροφή δε θα εγνωρίσετε το ’22. Πολεμήσανε οι μισθοφόροι, γενναία, και εις τα Κούναξα, αλλά το ακόντιο επή γε κι έβρηκε το Κύρο στο μάτι κι ετελεύτησε. Από κει και πέρα οι Έλληνες δεν είχαν’ άλλη δουγειά κι είπανε να γυρίσουνε. Εδώ είναι που αρχίζει η Κάθοδος των Μυρίων που μέσα από χίγιες προδοσίες και βάσανα εφτάκανε στο Πόντο, στη Μαύρη θάλασσα, κι ανέκραξαν «θάλαττα, θάλαττα» με αρχηγό το Ξενοφώντα που έκατσε κι έγραψε κι όλα τούτα ‘δώ. Δεν είναι σωστό ν’ ανακατεύεσαι σε ξένες υποθέσεις. Ούτε να γίνεσαι μπαρό ντσολο τύπων τύπου Κύρου. Φύγε ‘σύ νάρθω ΄γώ. Τι χαλεύεις κύργιε σε ξένους αχυρώνες; Κάτσε στ’ αυγά σου και κοίταξε μη σου πάρουνε και το δικό σου το κοτέτσι. Τι πάει να πει έχομεν δώκει τον λόγον μας στον κάθε, νάτο, κύργιε Κύρο; Θέλει βοήθεια; Τόνε σκοτώνουνε; Στείρ’ του επιδέσμους. Είν’ ανάγκη να εκστρατεύσεις; Σαν ετότες στη Κριμαία; Γιατί στο τέλος το μόνο που θα σου μείνει είν’ αυτό που είπανε οι Μύριοι στο Φαλίνο: «Τώρα βλέπεις, Φαλίνε, δε μας έμεινε κανένα άλλο αγαθό, παρά μονάχα τα όπλα μας και η ανδρεία μας. Αν κρατάμε λοιπόν τα όπλα μας, νομίζουμε πως μπορούμε να χρησιμοποιούμε και την παλικαριά μας. Αν όμως τα παραδώσουμε, υπάρχει κίνδυνος να χάσου με και τη ζωή μας». Μέσα όμως από τις ταλαιπωρίες των Μυρίων οι ιστορικοί καταλήγουν: «Αυτό δεν ήταν ένα συνηθισμένο στράτευμα, αλλά μάλλον μια ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ 10.000 πολιτών με εξάρτυση στρατιώτη, που δεν υπάκουαν σε κανένα βασιλιά, δεν υπείχαν ευθύνες απέναντι σε καμία πόλη, ήταν οι ίδιοι νομοθέτες για τους εαυ τούς τους και σε μια κυρίαρχη συνέλευσή τους εξέλεγαν τους αξιωματικούς τους και αποφάσιζαν για όλα τα σπουδαία ζητήματα. Επρόκειτο, μπορεί να πει κανείς, για μια μεγάλη κινητή πόλη που ακολουθούσε την πορεία των ακτών του Ευξείνου Πόντου».

και θάματα συνεχώς και αδιαλείπτως. Μέχρι που του χρειάστηκε κι άλλο μυαλό κι έκανε αυτά τα τεχνητά και κινητά μυαλά και δε σου χρειάζεται άλλο να βγαίνεις στη φανέ στρα να φωνάζεις του απέναντι άμα έχει να σου δώκει λίγο αλάτι αλλά τόνε παίρνεις τηλέφωνο στο κινητό και σώνεις.

32
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
Ο ΜΟΧΛΟΣ Όλα για την ευκολία του ο άνθρωπος. Να κουράζομαι λιγότερο, να κάνει άλλος τη δουγειά για μένανε και να μη κουνάω το δαχτυλάκι μου. Τι τόχω το μυαλό; είπε με το μυαλό του ο άνθρωπος κι αρχίνησε να φαντάζεται, να επινοεί, να σχεδιάζει, να κατασκευάζει πράματα
Μια κινητή ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ. 2-3-2022

Από τα πρώτα που έβρηκε ο άνθρωπος ήτανε και οι μοχλοί. Ένα ξύλο, ένα βάρος, μία πέτρα. Δε τούσωνε το αποτέλεσμα αλλά το μελέτησε το πράμα. Πώς γίνεται και μ’ ευκολύνει; Και ονόμασε το όλον μοχλόν και εδώ ασκείται η δύναμις κι εδώ το φορτίον κι αυτό είναι το υπομόχλιον που άνευ τούτου ουδέν εστί γενέσθαι των δεόντων. Κι έβρηκε και τύπο F1D1 = F2D2 και κάτι λοιπά για να παιδεύονται τα μιτσά στο σκογειό να λύνουν’ ασκήσεις. Καλός ο μοχλός αλλά δε τούσωνε. Έβρηκε κι άλλα. Τροχούς κι άξονες, τρο χαλίες και πολύσπαστα, οδοντωτούς τροχούς, ιμάντες, κοχλίες, σωλήνες, ελατήργια, ένα σωρό έβρηκε. Μηχανές που πρώτα τσι κινούσε ο ίδιος με τη δύναμή του που τήνε πολλαπλασίαζε με τσι μηχανές, μετά με ατμό, κάρ βουνο και λιγνίτη, πετρόγιο, φυσικό αέριο και τώρα με τσι ΑΠΕ τσι πράσινες, που πόσο πράσινες είναι δεν ηξέρω. Θα δείξει άμα ξεμπουκώσει η ατμόσφαιρα από το διοξείδιο που δε ξεμπουκώνει άλλο. Όλο γκούχου, γκούχου κάνει σα και το πάππου του Τοτού. Ένα περίεργο πράμα όλες ετούτες τσι μηχανές ο άνθρωπος τσίβαλε από τη πρώτη στιγμή μπροστά για να κάνει κι όπλα. Νάχω ‘γώ καλύτερα όπλα από τον άλλονε εσκεφτόντανε, να με σκιάεται, να μη μου μπαίνει στ’ αρθούνι κι άμα τον έβρω μπόσικο να του βαρώ και μια κατραπακιά. Εούτα καμία σχέση δεν έχουνε με την ευκολίαν του ανθρώπου. Περί τση κλεψιάς όμως δια των όπλων ο λόγος κι η κλεψιά δια την εύκολον απόκτησιν κέρδους δεν ανακαλύφτηκε; Τέλος πάντων. Από το μοχλό μας άρχισες στα πετρόγια εκατάληξες. Βεβαίως! Μηχανές κι ενέργεια. Όπου τάχει… Σώνει! Άσε να μιλήσει και κάνας άλλος. Δε σούστυψε ο καταπίτας σου; Λέγε! να ιδούμε τι εξυπνάδα θα πεις! - Δε διαφωνώ κατά βάση. Αυτά έχουν’ αξία. Μηχανές κι ενέργεια να δουλέψουν’ οι μηχανές. Κι ο κόσμος χωρίζεται σε δυο κατηγορίες. Τη μίανε που έχει ενέργεια και μηχανές που φτιάχνουνε ό,τι επιθυμεί η ψυχή σου και στην άλληνε που το μόνο που κάνει είναι να καταναλώνει αυτά που κάνουν’ οι μηχανές. Θέλει, δε θέλει. Από δω στο φέρνουνε από κει στο φέρνουνε δεν αφήνουνε καένανε ν’ ασκώσει κεφάλι. Κανονίζουνε τα πάντα όλα. Εγώ έχω, εσύ δεν έχεις. Θα κάθεσαι και θ’ ακούς. Εσύ θα πλερώνεις

να βάνω φωτοβολταϊκά. Και θα μου δίνεις και τα βουνά σου να βάνω ανεμογεννήτριες. Λιγνίτες, όλα κι όλα, δε θέλω. Μόνο εγώ θάχω λιγνίτες τί οι δικοί μου οι λιγνίτες είναι καλοί και δε λερώνουνε. Οι δικοί σου λερώνουνε κι ας είναι το 0,38% τση παγκόσμιας παραγωγής. Βρωμάνε και ζένουνε. Και να σου λείπουνε τα

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 33
κι
Και δε σ’ αφήνω σε
να
και συ ενέργεια και μη
τί διαφορετικά θα
μπαμπάκια και ζαχαρότευτλα,
φιρίκια και φάβα Σαντορίνης
νοικιάζεις τα χωράφια σου με τρεις κι εξήντα
εγώ θα κονομάω.
χλωρό κλαρί
έχεις
χανές,
μου το κλείσεις το μονοπώλιο και δε με συφέρει. Κι εγώ θα σου λέω τι δουγειά θα κάνεις εσύ. Θα σταματήσεις να φυτεύεις
μήλα
και θα μου

πολλά, πολλά με τα φυσικά αέργια που πας και τ’ αγοράζεις απ’ τ’ άλλο το μαγαζί πιο φτηνά. Θα του το κλείσω εγώ, έχω τον τρόπο μου. Από μένανε θα παίρνεις κι ας είναι κομμάτι πιο ακριβά. Τι; Πρώτα η ποιότης! Κι άμα δεν έχεις όβολα να με πλερώσεις μπροστά, θα σου δώκω εγώ όβολα να βολευ τείς και μου υπογράφεις συναλλαγματικές με μνημονιακόν χαρτόσημον. Άπ του γιού. Κι άμα του πεις εγώ εγιές και στάργια θέλω για λίγο ψωμί και λίγο λαδάκι κι άσε με στην ησυχία μου, δεν ασκώνει κουβέντα. Για δούλο σε θέλει να σου ρουφάει το μεδούλι. Φέουδό του είσαι κι έχει και δικαιώματα ως και επί τση πρώτης νύχτας του γάμου. Ναι, αλλά τόσα λεφτά τι τα κάνουνε; - Τζιογάρουνε. Κάθε βράδυ πόκα παίζουνε εις στρογγυλήν τράπεζα. Των ιπποτών; Όχι, στο τοίχο του δρόμου. Wall Street, που λένε. Εκεί να δεις τι γίνεται. Άμα πάει να χάσει ο μεγάλος, βγάνει κι ακουμπάει το εξάσφαιρο στο τραπέζι και τα μαζώνει όλα και τη μπάνκα μαζί. Καθ’ όσον και το όπλον μια μηχανή είναι κι αυτή τη δουγειά της κάνει. Τζόκερ με πυρηνικάς κεφαλάς που λένε, τόνε κολλάω και βγήκα. Κι όποιν’ έβρω είναι σότο. Μοχλός πίεσης. Ά! ορέ μοχλέ! Ανάθεμά τονε που σ’ έβρηκε. 3-3-2022 ΝΑ ΒΟΗΘΩ Στην Ουκρανία πεθαίνει κόσμος. Στην Ουκρανία ανοίξανε λεωφόροι προσφυγιάς. Στην Ουκρανία κλαίνε παιδιά. Ξέχωρα από εθνοτικές, γλωσσικές, θρη σκευτικές, πολιτισμικές, ιδεολογικές, χρωματικές και άλλες ανθρωποκατασκευ ασμένες διαφορές. Όπως προχθές στη Συρία, στη Σερβία, στην Υεμένη, στην Αρμενία, στη Κύπρο, σ’ όλο τον κόσμο απ’ άκρη σ’ άκρη. Το αίμα είναι κόκκινο παντού. Το δάκρυ κυλάει με τον ίδιο τρόπο. Η βία φέρνει βία και συφορά, πράσινες και κόκκινες διαχωριστικές γραμμές. Εσείς εισάστενε από ‘δώ κι εμείς από ‘κεί. Διαίρει και βασίλευε το πρωτόγονο ρητό του κόσμου μας.

ένα χέρι ν’ αλλάξου

εποχής μας. Να ξεφύγουμε από το ΑΔΙΚΟ, το ΑΝΗΘΙΚΟ, το ΑΤΙΜΟ, τη ΚΑΤΡΑΚΥΛΑ του πρωτόγονου κόσμου μας. Αυτόνε που κάνει πέρα τις κατακτήσεις του ΚΑΛΟΥ. Μη περιμένεις άλλο. Κάντο τώρα! Πώς; Με μια μικρή, απλή, ασήμαντη καθημερινή ΚΑΛΗ ΠΡΑΞΗ. Κάντηνε κι άσε τη σταγόνα της να τρέξει, να ενωθεί και μ’ άλλες, να γίνει τράφος, ποτάμι, θάλασσα, να πνίξει το μικρό και το μεγάλο τ’ άδικο. Αυτό που εμποδίζει το ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑ να μας ενώσει όλους.

τη

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ 34
επικεφαλίδα η πρωτόγονη εποχή
Η δράση φέρνει αντίδραση, ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ. Την
την ελπίδα του καλύτερου κόσμου, που ενώνει και δε χωρίζει. ΝΑ ΒΟΗΘΩ κάθε άνθρωπο και σε κάθε περίσταση.
Αυτό που έχει
μας.
αχτίδα,
Βάλε
με
ταμπέλα της

Μας εφωνάξανε οι Ουκρανοί τση Κέρκυρας. Θέλουνε, λέει, μεταχειρισμένους υπνόσακκους κι ό,τι άλλο μπορούμε μέχρι τ’ απόγιομα. Τα ανακλαστικά μας λειτούργησαν άμεσα. Ανταποκριθήκαμε. Το κατά δύναμη. Μπορεί να χρεια στούμε κι εμείς κάποτε έναν υπνόσακκο που θα μας στείλει ο Ουκρανός, ο Σύ ριος, ο Σέρβος, ο Υεμένιος, ο Αρμένιος, ο Κύπριος ο όπου γης συνάνθρωπος. Να σκεπαστούμε, να κουκουλώσουμε τα παιδιά μας. Κανείς δε ξέρει πότε θάρθει η σειρά του στην πρωτόγονη εποχή που ζούμε. Κανείς δε ξέρει πότε θα του χτυπήσει τη πόρτα η ανάγκη. Η ανάγκη που τ’ αρνάκια παγώνει είναι ίδια παντού.

6-3-2022 ΕΝΟΧΛΩ; Ενοχλώ; Δεν ενοχλώ. Με το άστε ντούο θέλουνε να είμαι με κάποιονε. Δε θέλω να είμαι, ορές, με καένανε. Ούτε με παρέα, ούτε με ομάδα, ούτε με σύλλογο, ούτε με παράταξη, ούτε με κόμμα, ούτε με κράτος, ούτε με το διάολο μέσα μου. Παγιά όλο και κά που ενόμιζα όπου ήμουνα. Μπάαα…, λάθος! Με καένανε δεν ήμουνα. Αλλά κι απ’ όπου νόμιζα όπου ήμουνα είτε με εδιώξανε είτε έφυγα μοναχός μου. Ένας που μου απόμεινε με διώχτει κι αυτός. Τι να με κάνει; Ενοχλάς! Τι σας έκαμα; Λες τα πράματα με τ’ όνομά τους και δεν είναι πρέπον. Ενοχλάς! Τι είπα; Όπου το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι και δε θέλεις τέτοια ψαροκέφαλα. Λέγονται τέτοια; Δε λέονται, έ; Όχι, ποτές και δια ροπάλου. Να σκωθούνε τα ποδάργια να βαρήσουνε το κεφάλι κι ας βρωμάει ψαρίλας; Πφφφ…, βρώμα! Σιγά το κεφάλι! Το κατεψυγμένο και δια φορμόλης τουΐτερ ραντισμένο; Δεν είσαι in! Ότι δεν είμαι, δεν είμαι. Και μη σώσω να είμαι. Ελήφθη απόφασις να είσαι. Θέλεις δε θέλεις. - Καλά, καλά! Κοίτα από τη γωνία να δεις αν έρχομαι. Μόνο κοίτα μην είναι δίπλα σου και καμιά αρκούντα τί οι Ρώσοι λένε «όταν σηκώσεις την αρκού δα για χορό, ο χορός τελειώνει όταν θέλει η αρκούδα». Θα μας εχορέψει όλους στο ταψί το χορό τση κοιγιάς που τση πάει. Υπερβολές! - Αν μου εβάνατε το μαχαίρι στο λαιμό θα σας έλεα: Θέλω νάμαι μόνο με το ΚΑΛΟ. Όπως θέλω ‘γω νάναι το καλό. Υπέρ του αδικημένου, του σταντε

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 35

μένου, του πληγωμένου ψυχή τε και σώματι, του σκοτωμένου, του ίσιου, του αναπόδεικτου συφοριασμένου, του αμέτοχου, του που δε χρωστάει κουμπιά τση Αλέξαινας, του όπου γης και πατρίς καταδιωκομένου, του Νό μου και τση Υπόσχεσης υποσχεμένου. Απέναντι στ’ άδικο κι όπου αυτό κά νει χρεία του και βάνει τη μάσκα τση αθώας περιστεράς να κρουβήνει τσι άθλιες αρκούντες του κόσμου που κοιτάνε κατά τουΐτερ μεργιά. Όπου ο μεγάλος βαρεί κατραπακιά του αδύνατου, του αδύναμου, και τόνε βάνει να κλαίει με μαύρο δάκρυ. Εδώ όλα είναι φως φανάρι. Τι μου λέτε; Αυτό είναι και σκάσε. Ξεδιάντροπε, συνομωσιολόγε! Την ιστορία τήνε ξέρω χοντρά-χοντρά. Δε την εμελέτησα και εις βάθος. Ποι ός την εμελέτησε; Ποιός γνωρίζει τα σέα και τα μέα; Ποιός τήνε διάβασε και από τη μεργιά του νικητή κι από τη μεργιά του νικημένου; Ποιός τήνε διάβασε εξ αρχής; Τη δικήνε μας τήνε διάβασα. Μη νομίζετε που εσύ και η Επιτροπή σου μόνο τήνε ξέρετε; Μπράβο σας! Νόμπελ θα σας εδώκουνε. Ετότες εγίνηκε τό και τό και γι αυτό εσήμερα επιάκαμε το μαχαίρι που μας εδώκατε και κόβουμε το πεπόνι. Και αποφασίζομεν και διατάσσομεν. Κατά νόμον και ψήφον. Μέχρι επροχτές δε σας αδικούσαν’ οι άλλοι; Και δε τσου εσκοτώνατε; Οι παντός είδους Ναζί μέχρι και οι ναζί του τουΐτερ δεν επολυβολούσανε δεξιά κι αριστερά; Τι λες ορέ φίλε… Οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος; Ένα βήμα μπρος δεν εκάμαμε από ιδρύσεως; Στάσιμοι και μετεξεταστέοι; Προηγείται ακόμα το άρπαξε να φας και κλέψε νάχεις; Προηγείται το κάμε το μαύρο άσπρο; Το κρύψε από την Επιτροπή και δε θα μας επά ρουνε χαμπάρι; Αυτό; Διαφωνείς; Να μας φέρεις αποδείξεις! - Τι αποδείξεις; Εδώ κάνει νιάου-νιάου στα κεραμίδια. Ελέφαντας είναι; Ενοχλάς! Εγώ; Ενοχλώ εγώ; Δεν ενοχλώ. 7-3-2022 ΚΑΘΑΡΑ ΔΕΥΤΕΡΑ * - Και τώρα πότε θα ξαναφάμε κριάς νόνα; Τώρα το Πάσκα, πρώτα ο Θέος. Από των Απόκρεω κι όλες τσι Στρυνές

Τυροφάγου όπου όσ’ αυγά έχουμε πρέπει να τα φάμε μέχρι το βράδυ, να μη μας έβρει η άλλη μέρα μ’ αυγά. Φάτε τα όλα ‘σείς που εισάστενε παιδιά και μπορείτε. Όλα όμως να τα φάτε. Θα σας τα βάλω δίπλα στη στια να γένουνε. Φάτε τα κι ας εσκάσετε. Μην αφήκετε ούτε ένα. Οι μεγάλοι τρώμε κι εμείς αλλά πόσα να φάμε; Δε μπορούμε όπως εσείς.

36
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
(Τυ ρινές) δε καταλυούμε. Μόν’ αυγά και γαλακτερά και ψάργια και μπακαλα ρόπιτες και τυρόπιτες τρώμε. Ίσαμε τση

- Τ’ απόγιομα θα πάμε στο φόρο στο καρναβάλι. Θα γίνει χορός με όργανα. Θα κάψουνε, λέει, και το Καρνάβαλο. Εκάμαμε και μουζέτα από χαρτί στρά τσο. Έτο! Με γνωρίζεις; Μη σαρταίνεις έτσι και βαρήσεις. Άλλα σκέδια τώρα. Εμείς ούτε που ηξέ ραμε τι παναπεί καρναβάλι και μουζέτα και σιοραμάσκαρες κι από τέτοια. - Στη Χώρα τα κάνουνε. Βγάνουνε κι άρματα και κάνουνε παρέλαση. Παίζουνε και χαρτοπόλεμο. Όλα από τη Χώρα ξεκινάνε. Και τα καλά και τα κακά. Στην εποχή μου εβα φόντανε οι άντρες με γανιές, εβάνανε ξένα σκουτιά κι εκάναν’ αστεία. Εβα ρούσανε και σμπάρα κι ο Τύχης ο Κουτσούπης έριχτε και το μάσκουλο. Αλλά μεθούσανε και το παραξηλώνανε και μία φορά ο Τσάντος του Κοπριά ετράβηξε ντη κάμα και παρ’ ολίγο να γένει το φονικό. Τι τον επειράζανε για το παράνομά του κι αυτός εχολεύτηκε. Αμή; Και μη κάτσετε πολύ στο φόρο. Να κοιμηθείτε νωρίς. Έχετε σκογειό αύριο. Είναι Καθαρά Δευτέρα. Δεν έχουμε σκογειό. Είν’ αργία. - Καλά λες. Εκάμανε και τη Σταχτοδευτέρα αργία. Από πού κι ως πού; Άκου αργία… Θα κάμουμε κι αετό. Να μας εδώκεις κι αλεύρι γι αλευρόκολλα να κολλή σουμε το χαρτί. Έχουμε μαζώξει και ‘φημερίδες να κάμουμε την ουρά. Θα τόνε πετάξουμε στο γιαλό που θα πάμε για πάτελες και μπομπολάκια. - Ετότες δεν ηξέραμε από αετούς. Ούτε τη λέξη κούλουμα δεν ηξέραμε. Επηγαίναμε για δουγειά στα χωράφια και το μεσημέρι εμαζευόμαστε τα μπου λούκια και τρώγαμ’ όλοι μαζί. Ο καθένας το φαΐ του. Οι πιο πολλοί κουκιά βραστά με τη ρίγανη. Λάδι όχι. Και το άζυμο που φουρνίζαμε για την ημέρα. Τη λαγάνα που λέτε. Και τραγουδούσαμε: Απέθανε ο κρεατινός, ψυχομαχάει κι ο τσίρος, κι η πρασουλίδα τ’ άκουσε κι άσκωσε την ουρά της. Καλώς την τη Σαρακοστή με τα λαχανικά της και με τα βερβελίδια της και με τα γιαλικά της. Τι είναι τα γιαλικά; Του

για το καλό και για το εις έτη πολλά. Αλλά μερικοί και τα παιδιά το παρατραβούσανε κι αρχίζανε τσι χουφτιές και μετά εξάτρεχε ο ένας τον άλλονε να του ρίξει κι αυτός τη χουφτιά τη στάχτη. Γι αυτό τήνε λέγαμε και Σταχτοδευτέρα. Τι κάνεις εκεί; Μαζεύω δροσιά από τη στια, να ρίξω. Φύγε απόκια αμέσως. Να ρίξεις στάχτη! Νάχω να μου φωνάζει όλ’ η γειτο νιά. Κοίτα πως εγίνηκες… Καλά εκάμανε και βγάλανε το χαρτοπόλεμο.

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 37
γιαλού τα πράματα. Στρείδια,
τοια… Και ρίχταμε λίγη στάχτη ο ένας τ’ αλλουνού
πεταλίδες, αχινιοί, απαλοκαβούροι, τέ

- Για το καλό, νόνα. Σπολάϊτή σου!

* Βασισμένο στο «Στρυνές – Σταχτοδευτέρα» του Ιωάννου Μπουνιά. 8-3-2022

Η ΛΙΜΝΗ ΤΩΝ ΚΥΚΛΩΝ

Δε σου είπα να μη πετάς πέτρες στη λίμνη; Γιατί πετάς; Γιατί να μη πετάω; Μ΄ αρέσει. Πέφτει η πέτρα και κάνει το νερό κύκλους. Κυματάκια ομόκεντρα. Μ’ αρέσει. Δεν είναι σωστό. Για φαντάσου να ρίχταμ’ όλοι πέτρες; - Γιατί; τι κακό κάνω; Πρόσεξε γιατί η μικρή η πέτρα μπορεί να μη κάνει κακό. Άμα πέσει όμως πιο μεγάλη ασκώνονται κάτι κύματα που μέχρι τσουνάμι φουλάρουνε. Το κύμα το μεγάλο που έρχεται και σε πνίγει. Αυτό γίνεται στη θάλασσα. Δε γίνεται σε λίμνη. - Μωρέ, όπου θέλεις γίνεται. Ανάλογα τι θα πετάξεις μέσα. Ρίξε μια μπόμπα, όπως κάτι Δου Σου, και θα δεις όλα τα ψάργια τση λίμνης να βγαίνουνε στον αφρό. Όπως με το δυναμίτη; Ακριβώς! - Μα εγώ μια μικρή πέτρα ρίχτω. Κι άλλοι από μια μικρή πέτρα αρχινήσανε και σήμερα ρίχτουνε κάτι κοτρώ νες που μήτε ο Πολύφημος δεν έριχτε. Θα πάει περίπατο κι η λίμνη και τα παραλίμνια οικόπεδα. Και γιατί αυτό; - Για το γιατί που δεν ηξέρει το γατί. Γιατί δε τσου αρέσει να τήνε βλέπουνε τη λίμνη ήσυχη και νοικοκυρεμένηνε. Θέλουν’ αντάρα. Δε τσου σώνει που βάνουνε τα ποδάργια τους μέσα και ξεπλένουνε τα δάχτυλά τους από το πουρί, θέλουνε να μη τα ξεπλένει κι ο άλλος. Γιατί κύργιε απλώνεις την αρί δα σου, τη βρωμερή, στη λίμνη μου; Συμμαζώξου. Κι άμα δε συμμαζωχτεί του πετάει μια κοτρώνα και κάνει κύκλους η λίμνη να τόνε πνίξουνε. Κι είναι δικιά του η λίμνη; Αυτός τήνε θέλει όλη δικιάνε του. Σα τη Μεσόγειο. Η Μεσόγειος είναι θάλασσα, δεν είναι λίμνη. Λίμνη είναι. Επειδής έχει ένα τάγιο στσι στήλες του Ηρακλέα κι ένα άλλο στο Σουέζ δεν είναι λίμνη; Λίμνη είναι. Και το τι τσήχουνε ρίξει μέσα δε λέεται. Από πλαστικό μιας χρήσης μέχρι πυρηνικό απόβλητο πολλών χρήσεων. Μη φταίει η λίμνη; Ο Αρτούρος είχε και τη Κυρά τση λίμνης. Εμείς δεν έχου με καμιά Κυρά να βάνει τάξη; Μωρέ ποιά τάξη; Εδώ αλωνίζουν’ οι στόλοι του κόσμου όλου. Και θέλουνε

ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ 38
ΓΙΩΡΓΟΣ

και βάσεις εκκίνησης. Γης Μαριάμ γίνεται. Με το δάχτυλο στη σκαντάλη όλοι είναι. Από αεροπλανοφόρα και πυρηνικά υποβρύχια μέχρι αποβατι κούς στόλους έχουνε σενόρμπιτε. Στο ξαναλέω. Μη φταίει η λίμνη των κύκλων; Τόπανε κι αυτό. Θα την απαγορέψουνε, λένε. Να μη τήνε κουβεντιάζει κα ένας. Να σβήσει. Να τήνε πάρει η λήθη, που του κόσμου όλοι οι νεκροί τη πίκρια τση ζωής εκεί τη λησμονάνε. Εγώ για τη λίμνη των κύκνων άκουσα που θα απαγορέψουνε. Των κύκνων, των κύκλων, το ίδιο είναι. 9-3-2022

Η ΚΟΥΡΑΣΜΕΝΗ (μόνο για άντρες)

Μη με πειράζεις. Έχω δουγειές.

Κάτσε δυο λεφτά. Δε θα προκάμω. Τι έχεις να κάμεις Πιπίτσα μου; Τι έχω να κάμω; Να ξυπνήσω τα παιδιά, να τσου κάμω το γάλα, να κοιτάξω τσι τσάντες τσου, να τσου δώκω μαρέντα, να πάρουν’ ομπρέλα - βρέχει, να τα διώξω, να σου κάμω το καφέ, να βγάλω τα ρούχα από το πλυντήργιο, να τ’ απλώσω, έξη η ώρα, δε θα προκάμω, θ’ αργήσω στο μαρκαντικό. Και δε θέλω να μου φωνάζει ο κυρ Φώτης. - Ο Φώτης στσι εννιά κατεβαίνει. Τον ακούω που πορπατεί από πάνου. Μια σανίδα μας χωρίζει. Από τσι οχτώμιση στο μαγαζί είναι. Μη πορπατεί καμιά μορόζα; Χα, χα, χα… Ελεύθερος άνθρωπος είναι, ό,τι θέλει κάνει. Κι εσύ τι κάνεις; Τόνε παραφυ λάς; - Τόνε παραφυλάω; Ακούω μόνο. Κάτσε λίγο, θα κοιτάξω ‘γώ τα παιδιά. Μετά! Ασκώσου, τί όπου κάθεται ο κερατάς το κέρατό του αυξαίνει. Και μη χαρο μανάς και τεντώνεσαι. Κοίτα πως έκαμες τη φίντα! Ένα κουλουμπάρι την έκαμες. Που μου βγήκανε τα μάτια να τήνε κάμω. Η Νίτσα δε σου τήνε κέντησε; - Τσι άλλες. Αυτήνε εγώ. Ώρες με το βελονάκι μη και δεν έχει ο πασάς φίντα να βάλει το μούτρο του. Μμμμ…! Σιγά το μούτρο. Σα χαλασμένος ταραμάς είσαι. Αλλά δε με σκέφτεσαι. Εγώ όλο εσένανε σκέφτομαι αλλά πού να σ’ έβρω; Όλο κάτι έχεις. Μη μου τραβάς το κομπινεζόν. Θα μου το ξετραχειλώσεις και δεν έχω άλλο. - Θα σου πάρω καινούργιο. Μπα; Από πότε ψιωνίζεις; Ως και τα σώβρακά σου εγώ στ’ αγοράζω. Όλο παίρνεις. Έχεις βάλει φωτιά στη κάρτα. Ατέγειωτη είν’ αυτή η κάρτα; Να μη σ’ εδιαφέρει. Κάρτα μου είναι, κύργιε! Τα κόπια μου! Ντύσου! Εφτά

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 39

η ώρα! Άνοιξε τη τηλεόραση. Ρούφηξε το καφέ. Σήμερα είναι η μέρα τση γυναίκας, έλε γε. Κάτι είχανε κάνει οι γυναίκες εδώ και χρόνια στο Σικάγο, έλεγε. Ξέρεις γιατί γιορτάζουνε σήμερα οι γυναίκες; Μπα; γιορτάζουμε; - Έτσι λέει. Χρόνια σου πολλά. Έλα να σε φιλήσω. Πρώτ’ απ’ όλα δε θέλω αναρίτσιες. Άκου χρόνια πολλά… Λίγα χρόνια νάναι και καλά. Τα πολλά δε τα θέλω. Τι να τα κάμω; Σήμερα ό,τι γοδέρουμε. Αύριο… Ποιός ζιει, ποιός πεθαίνει αύριο... Έχει δίκιο η Νίτσα που το λέει. Τώρα ό,τι γένει οπούχουμε τα νιάτα. Μετάαα…, λίγο λάδι από το καντήλι… Ρώτησε, έμαθε. Τό και τό εγίνηκε στο Σικάγο κι από τότες γιορτάζουν’ οι γυναίκες όλες. Κι οι άντρες πότε γιορτάζουνε; Θα σε γελάσω. Έγειρε σπίτι από το γραφείο. Μαγείρεψε, έστρωσε, η άλλη τα βρήκε όλα έτοι μα. Μέχρι λουλούδια είχε βάλει στο βάζο. Ετάϊσε τα παιδιά. Τάβαλε να διαβάσουνε, τα πήγε εις τα Αγγλικά και τάφερε πίσω, τσούκαμε και πίτσα για το βράδυ κι έπιακε να σιδερώσει. Όχι έτσι! Θα μου το κάψεις το κομπινεζόν. Βάλε πανί βρεμένο απάνου. Εί ναι σατέν! - Μάλιστα. Τι σ’ έπιακε; Η προκοπή; Τα πιάτα δεν έπλυνες. Τώρα να σώσω το σίδερο. Αργείς! Το βούλωσε. Δεν απάντησε. Αυτή είχε βάλει το έργο. Εδάκρυζε. - Τι έχεις; κλαις; Είδες τι τσήκαμε ο αφιλότιμος; Τσούπιακε με τον άλλονε και τράβηξε μα χαίρι. Γυναικοκτονία. Μας εφάγατ’ όλες… Εσύ όλο τ’ απόγιομα που ήσουνε; Εγώ; πουθενά δεν ήμουνα. Πού ήμουνα; - Σα ν’ άκουα το γέγιο σου από τ’ αποπάνου πάτωμα. Από του Φώτη. Εγώ; πότε; Στη Νίτσα ήμουνα. Και το κομπινεζόν σου το πρωί ήταν’ εντάξει. Γιατί τόβαλες στ’ άπλυτα; Ελερώθηκε. Από πού; Μούπεσε το πρωί ο καφές σου. Και μη κάθεσαι. Σκούπισε! Κοίτα κάτου πως είναι! Σου τόχω πει! Όπου κάθεται ο κερατάς το κέρατό του αυξαίνει. Τέλος πάντων. Έλα ‘δώ… Άσε με! Είμαι κουρασμένη.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
40

ΚΑΖΟ ΠΕΝΣΑΤΟ Η ΚΑΖΟ ΑΤΣΙΝΤΕΝΤΕ; Εκ Κορφονησίου. Παράγων. Στα μέσα και στα όξω. Σα βουλευτής. Εδιορίστηκ’ ένορκος. Ορκίστηκε με πολιτικό όρκο. Προχωρημένος. Το έγκλημα δεν ηξέρανε τι ήτανε. Κάζο πενσάτο ή κάζο ατσιντέντε; Από πού να ξέρουνε; Ο Πρόεδρος είπε: Να βάλουμε πραγματογνώμονες, να μας επούνε. Εσυμφωνήσαν’ όλοι και το κατηγορούμενο τόνε βάλανε εις αργίαν. Οι πραγμα τογνώμονες εψάξανε. Τα κιτάπια και τα ίχνη τα ηλεχτρονικά. Μαρτύρους έχουμε; Φοβόνται. Να τσου βάλουμε στο πρόγραμμα προστασίας μαρτύρων. Δεν έχουμε. Ως και στα έργα τ’ αμερικάνικα έχουνε. Εμείς δεν έχουμε; Δεν έχουμε κι άμα πει καένας είδα τό και τό, θα τόνε σέρνουνε στα δικα στήργια. Φοβάται. Μπούλινγκ; Μπούλινγκ. Καλώς. Θα ψάξουμε μοναχοί μας. Εψάξανε. Από δω το φέρνανε από κει το φέρνανε όλα εδείχτανε ότι το έγκλημα πενσάτο ήτανε. Από σκοπού. Διότι πως κύργιε; Πολλαί αι συμπτώσεις. Επειστή κανε. Μπρίκια κολλάμε σου λέει; Εκαταλάβανε, μη δεν εκαταλάβανε; Όμως άσε τσου ενόρκους να βγάλουνε το φίδι από τη τρύπα. Γράφε! Τι; Γράψε τα περί νομιμοποίησης των πραγματογνωμόνων, τα ευρήματα, τας αμφιβολίας, τας κρύψεις αποκρύψεις, τας σκαμπουλουνιάς, παρέλειψε και τα της πλατείας, γράψε τα ήξεις αφήξεις και τα «εκ παραδρομής» - αυτά μη ξεχάσεις - πρότεινε και το μεν και το δε, το θέμα δεν είναι ποινικόν, είναι μόνο ηθικόν, να μην έχει καένας να λέει, εκατάλαβες; Μάλιστα, και γράφω. Έγραψε. Κατά πως πρέπει εις κάζο πενσάτο που θέλεις να το κάνεις κάζο ατσιντέντε. Έριξε το μπαλάκι στσου ενόρκους. Να αποφασίσουν’ αυτοί κατά νόμον και ηθικήν. Εσυσκεφτήκανε. Αθώος! Κατά πλειοψηφίαν. Δεν είναι ποινικόν! Δεν απεδείχθη το πενσάτο. Ατσιντέντε! - Περί του ηθικόν; Εκφεύγει των καθηκόντων! Ά! όλα κι όλα! Περιοριζόμεθα εκ των αμφιβολι ών αίτινες είναι υπέρ του κατηγορουμένου. Εδώ ο κόσμος τόχει τούμπανο κι εσείς κρυφό καμάρι;

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 41
9-3-2022

- Περιορισθείτε εις την απόφασιν. Των αμφιβολιών; Ας μας ελέγανε οι πραγματογνώμονες καθαρά. Αυτοί φταίνε. Αυτοί σας είπανε να πείτε περί του ηθικού. Αυτό είναι το ηθικόν; Τι ηθέλατε να κάμομεν; - Ορές, δε κάνετε δια αποφάσεις. Εισάστενε όλοι λειψοί. Αμείτε μάτια. Εισάστεν’ όλοι του ριξιμιού. Άκου οι προστάτες του ηθικού. Άκου δε τρέχει τί ποτις κι όλα καλά καμωμένα. Δε το ξέρετε που δε θα στεργιώσετε σε χλωρό κλαρί; Όλοι δαχτυλοδειχτούμενοι θα εισάστενε. Αυτοί που επιάκανε το ηθι κόν και το εκάνανε λάστικο. Τρομάρα σας! Δε στεργιώνουν αι συμπτώσεις, έστω και με την ψήφον του Κορφονησιού.

11-3-2022 Ο ΝΟΜΠΙΛΕΣ Ο πάππους του, ο Τσαπιός, χωρικός. Σε κατοικιά εγεννήθη. Με κουρελού για πόρτα. Ο υιός εξενιτεύθη εις Αμερικάς, να βρει τη μοίρα του. Το ριζικό του τ’ άφηκε στο χωργιό μαζί με τη κουρελού. Επέστρεψε κι έκαμε τη λάντζα και τα πιάτα οροφοδιαμέρισμα με θέαν. Στα πενήντα οχτώ του ενυμφεύθη τη Πόπη, ετών τριάντα έξη, ασκημούλαν και πτωχήν, αλλά τση τόπανε. Πάρτονε μωρή, τί θα μείνεις στο ράφι. Παίρνει και τη σύνταξη, την αμερι κάνικια. Και προκειμένου να μείνει εις το ράφι η Πόπη τόνε πήρε κι έτσι εβγήκε ο Σπύρος ο Τσαπιός. Παιδί τσ’ ορφάνιας, καθότι ο τάτας του τσου άφηκε γειες νωρίςνωρίς. Το τσιγάρο ελέανε που τον έφαε. Ο Σπύρος έβγαλε και το Λύκειο. Κι επειδής ήτανε των γραμμάτων, πού τον έχα νες πού τον έβρισκες στας Βιβλιοθήκας και στας Αναγνωστικάς ήτανε χωμένος. Εδιάβαζε ιστορία που του άρεσε. Και πιο πολύ του αρέσανε οι αρχόντοι, οι επί Ενετών, με τα φέουδα και τσι άρμες. Οι σπουδαίοι. Κι έκανε παρέα με τ’ αρχο ντόπουλα, τα ξεπεσμένα μεν αλλά εκ καλών οικογενειών δε. Με τσου νόμπιλε. Έψαξε το ριζικό του αλλά ούτε τη κατοικιά έβρηκε ούτε τη κουρελού. Μισό στρέμμα γης εβρήκε, λογγιασμένος τόπος. Ερώτησε

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
42
στο καφενείο. -
Τσαπιό τον ηξέρατε; Δε τον ηξέρανε. Ο Γραμματικός μόνο εθυμήθηκε που τα παγιά τα χρόνια η
ριοχή όλη ήτανε μιανού Τσαμπιόν, ιππότου εκ Γαλλίας, οπούχε έρθει εξ Ιερο σολύμων κι έσπειρε όπως εσπέρνανε οι αυθέντες επί των νεανίδων της εποχής.
πλεροφορία! Ανακάτεψε τα κιτάπια, τον έβρηκε το Τσαμπιόν,
Ένα
πε
Ωραία
έλαβε μέ ρος, λέει, στη Δ΄ Σταυροφορία και γυρνώντας εκ Κωνσταντινουπόλεως άραξε εις Κέρκυραν κι έκατσε ‘δώ. Και μετά που ήρθανε οι Βενετσιάνοι εκάνανε τσου απογόνους του φεουδάρχες, εις όν χώρον κατείχον εκ του Τσαμπιόν, και πάει λέγοντας.

Άμα διαβάζεις πολύ, θολώνεις κιόλας. Μπερδεύεται ο μύθος με το σήμερα, γίνονται στο μυαλό σου όλα ένας χυλός και μπερδεύεται αυτό που θέλεις μ’ αυτό που είναι. Σα να βάνεις το κρεμμύδι στο μπλέντερ και να πατείς το κουμπί. Επείσθη. Εκ του Τσαμπιόν κατάγομαι, είπε. Εκ του ιππότου. Είμαι ένας νόμπιλε! Άρμα, όμως, όσο και να κοίταξε δεν έβρηκε. Έφαε τον κόσμο όλονε, δεν έβρηκε. Αλλά όλο έψαχνε. Δε μπορεί. Ολόκληρος Τσαμπιόν να μην έχει άρμα… Κι επειδής με τα χαρτγιά δεν έβρισκε άκρη, εξαναπήγε στο χωργιό. Επήγε κι έβρηκε ένανε κοντά εκατό σοδιώνες οπού τάχε τετρακόσια. Το Χαρίλαο. Κυρ Χαρίλαε τον ήξερες το πάππου μου το Τσαμπιόν; Τι είπες; - Το πάππου μου το Τσαμπιόν τον ήξερες; Το Κρητικό; Όχι, το Τσαμπιόν. Δεν ηξέρω. Εγώ ένα Κρητικό ήξερα που επειδής όλη μέρα τσάπιζε τον ελέ γαμε Τσαπιό. Αυτόνε ήξερα. Έμενε σε μια κατοικιά εδώ παρακάτω κι είχε για πόρτα μια κουρελού. Γι αυτόνε λες; Όχι, όχι γι αυτόνε. Του πέσανε τα φτερά του νόμπιλε. Αλλά δε τόβαλε κάτου. Σιγά τώρα μην ήξερε ο Χαρίλαος. Ακόμα ψάχνει. 12-3-2022 ΤΟ ΜΟΣΚΟΚΑΡΥΔΟ Αυτοδημιούργητος ο Σπυρίδωνας. Ευκατάστατος. Κατάστημα Αποικιακών. Πώ λησις χονδρική, λιανική. Ο πωλών τοις μετρητοίς. Σίγουρα πράματα. Το κασετί γιομάτο. Εκουδούνιζ΄ η τσέπη του. Από νύχτα σε νύχτα στο μαγαζί. Τσιγάρο όχι. Ποτό όχι. Ξενύχτια όχι. Χαρτγιά όχι. Και φημερίδα δανεικιά από το διπλανόνε. Υποχρεώσεις όχι. Έκλεινε τα μάτια του κι ήβλεπε σακιά με κανέλλα, γαρουφα λάκια, μοσκοκάρυδο και λουλάκι. Αυτά ήτανε τα νιτερέσα του. Τι άλλο; Έβανε την αλατζά τη ρόμπα του στο μαγαζί και τα τσόκαρά του, διότι και τα ρού χα φθείρονται και δεν είν’ ώρες για έξοδα. Και κάθε δεκαπέντε

τούτο δω το πράμα; Βανίγια και γαρουφαλάκι μαζί; Ένα τσίτι εφόρουνε μόνο κι ας είχε τσίφα. Δεν εκρύωνε; Στήλη άλατος έμεινε. Δεν έχετε; ……………… έχουμε, πώς δεν έχουμε. Ορίστε. Της τζίας Ζωής η ανιψιά είμαι. Η Πεπίνα. Μου είπε να τση τα γράψετε. Θα

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 43
στη Λεμονιά,
κι όχι 20 που ήταν’ η ταρίφα τση κίκαρας. Τι; κουτόνε θα
σας. Ένα μοσκοκάρυδο
η Άνοιξη μαζί
το
15 άφηνε
τον επιάνανε; Καλημέρα
θέλω. Εμπήκε
με
Μποντιτσέλλι στα Αποικιακά κι έκατσε με το στόμ’ ανοιχτό ο Σπυρίδωνας. Τι ήτανε

περάσει η ίδια. Εγύρισε κι έβαλε ανάποδα τη κορνίζα «ο πωλών επί πιστώσει». Μάλιστα. Τση τύλιξε τρία μοσκοκάρυδα. Έβαλε παραπάνου. Πολλά είναι. - Δε πειράζει. Η τζία Ζωή επέρασε. Τι χρωστάω; Τίποτις. Για δυο μοσκοκάρυδα; Η ανιψιά σου η Πεπίνα πόσο χρονώνες εί ναι; - Εικοσιδύο. Ελεύτερη; Ποιός να το κοιτάξει το τσαμένο; Ορφανό, εγώ το συμμάζωξα. Τ’ άχαρο, τση μοίρας του. Δεν έχει πού τη κεφαλή κλίναι. Καλή κοπέλα. Ά! όλα κι όλα. Σκάλες πλένει. Με βοηθάει, τί κι εγώ το κατά δύναμιν. Μου περσσεύουνε, νομίζεις; Να βοηθήσουμε, μωρή κοπέλα. Δε μου τήνε στέρνεις να μου κοιτάει το σπί τι; Μόνος μου ζιώ και στα σαρανταοχτώ μου δε μπορώ να τα κάνω όλα μοναχός μου. Πενηνταοχτώ είσαι. Δεν επήγαινες με το συχωρεμένο τον άντρα μου μαζί στο Δημοτικό; Ξέρω! Ήξερε δεν ήξερε, η Ζωή εκατάλαβε. Αυτός για ούζο του γυρεύει. Τση τάπε τση Πεπίνας. Αυτός σε θέλει να του φτιάχνεις το σπίτι αλλά γι αλλού κοιτάει. Η Πεπίνα εσυμφώνησε. Θα πάω, είπε. Ήτανε και καλοστεκούμενος ο Σπυρίδωνας και στο χρόνο απάνου τήνε στεφάνωσε τιμή και δόξα. Κι η Ζωή κουμπάρα. Επεράσανε χρόνοι έξη. Ο Σπυρίδωνας αδιαθέτησε. Είχε πόνο μπρος και πίσω. Ούτε στο νισοκομείο δεν επρόλαβε η Πεπίνα να τόνε πάει. Τον έκλαψε. Μαύρο δάκρυ. Τα μαύρα δε τάβγανε. Πένθος. Στα Αποικιακά επήρε το παλληκαρόπου λο το Ντίνο τση Τζούλιας, τση απέναντης, να τήνε βοηθάει στσι παραγγελίες. Είχε βγάλει και την Εμπορική. Η Ζωή επονηρεύτηκε. Τι γίνεται μωρή με το Ντίνο; Του γερόντου τα παιχνίδια σα νερόβραστα κρομμύδια, τζία. Και του νιου τα παιγνιδάκια μόσκος και γαρουφαλάκια, τζία. Σα μοσκοκάρυδο. Η Πεπίνα εγκαστρώθη. Έκατσε με το κουνιονιό. Φορεί τσίτια χειμώνα, καλοκαί ρι. Τα Αποικιακά τα κρατάει ο Ντίνος.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ 44

ΡΑΝΤΕΒΟΥ ΣΤΗ ΚΕΡΚΥΡΑ

Θα πάμε για καφέ; Αμέ; Από πότε έχουμε να τα πούμε… Για το Μεμά τάμαθες; Τι; Έπεσε μέσα στο σπίτι και τσάκισε το ισχύο. Μπουρδουκλώθηκε στο χαλάκι του μπάνιου κι όπως έπεσε το βάρησε στη μπανιέρα, φέρμα, και το τσάκι σε. Ευτυχώς που δεν εβάρησε το κεφάλι του. Πότε εγίνηκ’ αυτό; Εδώ και δυο-τρεις μέρες. Ποιός σου τόπε; Τ’ άκουσα στο δρόμο. Ο φλιμένος… Του το υψώσανε; Του το υψώσανε. Ο Ιπποφάντης στο Νισοκομείο. Καλός γιατρός. Αλλά ξέ ρεις τι λένε για τσου γερόντους. Ή από πέσιμο ή … Σε κλείνω για να κατέβω. Τα λέμε μετά. Έλα, ναι… Κι η Κούλα τα ίδια. Ποιά Κούλα; Του Θανάση του Ρόνκολου. Έκανε να βγει και την έριξ’ η γάτα. Ήταν’ απ’ όξω και δε την είδε. Κι όπως έβγαινε τήνε πάτησε κι ευτυχώς που κρατήθηκε από το μπαλαούστρο και δεν εμέτρησε όλα τα σκαγιά. Έκανε όμως μίανε μελανιά στο μπούτι και τση βάλανε βδέλες να τση ρουφήξουνε το γαίμα το κακό. Ξαπλωμένη είναι. Είδες τι μπορεί να γίνει από τη μια στιγμή στην άλλη… Όσα δε φέρνει ο χρόνος τα φέρνει η κακιά η ώρα. Και συ τώρα που θα κατέβεις πρόσεχε τσι σκάλες σου. Καραβίσιες είναι. Πρόσεχε. - Δεν έχω ανάγκη εγώ, ορέ. Δύο, δύο τ’ ανεβαίνω τα σκαγιά. Σα παιδί. Καλό παιδί! Εκατό σοδιώνες! Εγώ, ορέ, άμα θέλεις να ξέρεις, κάνω δρόμο τακατό. Με πρόσεξες πως περ πατώ; Σα και σένανε είμαι; το τρεκλίτα; που κάνεις μισή ώρα Πεντοφάναρο - Λιστόν; - Καλά, καλά… Θα κατέβεις; Κατεβαίνω. Σε μισή ώρα στου Ζήσιμου. Κατεβαίνω κι εγώ. Για το Σύλλογο τάμαθες; Ο Πορταρεμουντιότης εβγήκε. Ο Πορταρεμουντιότης; Και πώς; Τα κάμανε πλακάκια με τσου αλλουνούς και τόνε βγάλανε. Τέτοια σκέδια… - Ού, καταστέματάαα! Αυτοί, ορέ, δεν ημπορούσανε να γλέπουνε ο ένας τον άλλονε. Πώς εγίνηκε; Κλείσε να τα πούμε κάτου. Κλείσε!

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 45 13-3-2022

- Καλημέρα. Άργησα τί με εσταμάτησε στο δρόμο ο καρολόγος ο Μίκιος και μούλεε πως όπως πάει θα τσου τσι πάρουνε τσι άδειες από τα κάρα. Μεμά και συ εδώ; Δεν εβάρησες; Εγώ; Πότε; Ασκωθείτε. Περνάει η Αγιά Θοδώρα. 13-3-2022 Η ΕΠΙΣΗΜΟΣ

Στσι παρελάσεις στήνουν’ εξέδρα για τσου επισήμους. Βάνουνε και κάτι τριγω νικά ταμπελάκια να ξέρει ο κάθε επίσημος που να πάει να κάτσει. Ελεγχόμενα τα πράματα. Στσι λιτανείες όμως δε γίνεται νάχουνε ταμπελάκια. Οι αστυφυλάκοι κάνουνε ένα «πι» που μέσα του πρατούνε οι επισήμοι. Μπροστά και λίγο ξέχωρα από το πόπολο των πιστών που ακολουθεί. Μπροστά, μπροστά πάνε οι πιο σπουδαίοι. Υπουργοί, βουλευτές, δημάρχοι και τα λοιπά. Από πίσω αι άλλαι αξιομνημόνευται αρχαί, που κατά πως λέει το πρωτόκολλο προχωρείτε εμπρός εις τον διάδρομον, δεξιά-αριστερά, και μη σπρώχνεστε. Αυτή εκεί τι δουγειά έχει με τσου επισήμους; Ποιά; Αυτή η κοντή με το κότσο. - Κάτι θάναι. Ο αστυφύλακας τήνε διώχτει. Κάτι τση λέει. Του λέει κι αυτή. Ώ, ώ, ώ…, την αμπώνει να πάει με τσου πιστούς. Κι αυτή γιατί δε θέλει; Δεν είναι πιστή; Για το φαίνεσθαι, για το φαίνεσθαι; - Και πού να ξέρω; Πιστή επίσημος όμως πρέπει νάναι. Κοίταξέ τηνε. Δε θέλει να πάει πίσω με τίποτα. Μην είναι Πρόεδρος σε κάνα σύλλογο; Άμα επηγαίναν’ όλοι οι Προέδροι με τσου επισήμους, όλοι με τσου επισή μους θε ναμάστενε. Για δείξε μου ένανε που να μην είναι Πρόεδρος; - Για να επιμένει όμως κάτι θάναι. Κι όσο μπόϊ τση λείπει, τόσο πείσμα έχει. Δε το βάνει κάτου. Τώρα την έπιακε ένας άλλος με στολή παραλλαγής. Σκύ βει και κάτι τση λέει στ’ αυτί. Σα ντουλάπα τετράφυλλη είναι. Μη φταρνιστεί, να λες, και τήνε μαζεύουμ’ από τη Παναγιοπούλα. Κάτι γίνεται, πάντως. Μιλούνε. - Και να μη μιλούνε; Εδώ άλλοι σφάζονται αλλά ο διάλογος, διάλογος. Δε γίνετ’ αγοιώς. Τσου βλέπεις; Δε τσου βλέπω άλλο. Προχωρήσανε.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ 46

14-3-2022 Η ΠΡΑΣΙΝΗ ΓΩΝΙΑ Διαμαρτύρομαι. Εγώ δεν έχω πράσινη γωνιά, εύκολα προσβάσιμη. Όχι πράσι νη δεν έχω, μήτε γωνιά δεν έχω. Κάτι μπλε κάδους, εξαιρετικά αναξιόπιστους, έχω και κάτι κόκκινους για να ρίχτω ρούχα. Άλλο δεν έχω. Γιατί να μην έχω και νάχουνε στσου Γιαπάδες και στη Κέρκυρα του Βορά; Είδα ένα βίντεο με τη πρά σινη γωνιά στου Γιαπάδες. Κάδοι για το ένα, κάδοι για το άλλο. Βιβλία που δε τα θέλουμ’ άλλο, ρούχα που δε τα θέλουμ’ άλλο, ό,τι δε το θέλουμ’ άλλο, πάρε κόσμε, ελεύτερα, κι άφηκε το δικό σου που τόχεις γι άχρηστο. Μπράβο στσου Γιαπάδες και σ’ όσους άλλους κάνουνε το ίδιο. Εκείνο που είδα είναι όπου μα ζεύουνε πράματα προς ανακύκλωση χαρακτηριστικά τση κατανάλωσης. Τση σφραγίδας τση σημερινής καταναλωτικής εποχής μας. Με πρώτες τσι συσκευ ασίες, αυτές που καλούμεθα να ανακυκλώνουμε. Ο συνειρμός απλοϊκός. Άμα δεν είχαμε συσκευασίες τι θα ανακυκλώναμε; Εσύ θέλεις να γυρίσουμε στην εποχή των σπηλαίων. Όχι, ορές παιδιά. Αλλά χάθηκε να παίρνουμε το λάδι στο μπουκάλι από τη πίλα; Να επιστρέφουμε το γυάλινο μπουκάλι το γάλα; Να μας εβάνει με τη σέσουλα ο μπακάλης το ρύζι, το μακαροντσίνι, τα φασούγια, τσι φακές; Να μας εζυγίζει ένα τέταρτο ταραμά, δυο φράγκα χαλιβά, μισό φράγκο περτέ, ένα φράγκο πιπέρι, μισή λίτρα μακαρούνια; Να πίνουμ’ απ’ τη βρύση και να μη ρίχτουμε τα πλαστικά του νερού ενανίμιση λίτρο; - Πού ζιεις; Ο κόσμος επήγε μπρος. Φορεί παπούτσια έτοιμα, πουκάμισα σε κουτιά, φανέλες με ένα ευρώ ό,τι πάρετε, ψυγεία κι ηλεχτρικές κουζίνες με 18 δόσεις, τελεόραση 265 ιντσών - το σινεμά στο σπίτι, μπουφάν μιας χρή σης, είχες εσύ μπουφάν μιας χρήσης; Και πλερώνεις με κάρτες. Επήγε περί πατο το τραπεζογραμμάτιον! Το ποτάμι δε γυρίζει πίσω. Πάρ’ το χαμπάρι. Αναπτυχθήκαμε. Μας τα δίνουν’ όλα. Φραπεδιά στη σαιζ λογκ, ποτόν Παρασκευή βράδυ, εκδρομή τριημέρου, ίντερνετ, πού το βάνεις το ίντερνετ; Τόχω καταλάβει. Τζίρος να γίνεται. Ν’ αλλάζει ο ίδρως σε ανάπτυξη κατανα λωτική. Περσσότερες ανάγκες, περσσότερος ίδρως προς κατανάλωση. Πα μείτε. Τα βλέπω στα Ντεμπλόνια, στσου Ερημίτιδες, στσι Δασιές, στα Βίδα, στα άρση τση Γαρίτσας, στα πάρκινγκ τση Σπηγιάς και τση Σπιανάδας, στσι Κόντρα Φόσσες, στα Νέα Φρούργια, στου οβελίσκους, στο γιοφύρι του Πο ταμού, στη μπεντζίνα δύο και είκοσι, στο ψωμί ένα και σαράντα, παντού τα βλέπω. Σ’ αυτά που περνάνε στα ψιλά ελέω covid και Ουκρανίας. Και βλέπω την αντίσταση για την ανατροπή τση Ανάπτυξης, την αντίσταση στην ανατροπή του τρόπου ζωής, την αντίσταση στην ανατροπή των ιερών και οσίων. Και περιμένω την ώρα που τα νιάτα θα αντισταθούνε στην ανατρο πή τση δικιάς τσου ζωής. Ακούω τα παιδιά. Κι αυτά τα ίδια λένε. Άκουα επροχτές ένα παιδί να μου εξηγεί πώς πρέπει νάναι το σκογειό. Έμεινα με

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 47

το στόμ’ ανοιχτό. Πολύ προχωρημένο. Ελπιδοφόρο. Μακάρι να τα κάμει άμα έρθει στα πράματα. Το μόνο που δε μπορώ να καταλάβω είναι που θα μας εβγάλει αυτή η δουγειά. Ποιό θάναι το τέλος; Και σε νοιάζει εσένανε το τέλος; Μη χολοσκάς. Μετά το Δεύτερο αρχινή σαν’ όλα τούτα. Μετά το Δεύτερο δεν εγίνανε; Τα καλά τση Ειρήνης. - Απ’ όξω απ’ τη μποδούλα μου, μακάρι κι η μανούλα μου. Ποιά Ειρήνη; Εδώ μανούλες σφάζονται, παιδάκια μακελεύονται. Δε βλέπεις; Όπου και να κοι τάξεις νεκρά κορμιά. Από Υεμένη μέχρι Ταυρίδα. Το μόνο ζωντανό είναι το δάκρυ. Η Ανάπτυξη έχει και τα υπέρ τση Αναπτύξεως. Αναπτυχθήκανε και τα γεω πολιτικοοικονομικοστρατηγικοενεργειακοσυμφεροντολογικά δεδομένα και βαρούνε υπέρ τση Αναπτύξεως. Με βάση τη κατανάλωση που φέρνει το κέρδος. Από τη κατανάλωση εξεκινήσανε; Ανάθεμάτηνε! Γι αυτό σου λέω. Κάμε ανακύκλωση. Βρες μια πράσινη γωνιά. - Θα τήνε ψάξω! Ξέρεις που θα την έβρω; 15-3-2022 ΜΕΤΑ ΒΑΪΩΝ Νάτος! Νάτος! Ο πρω-τα-θλη-τής! Βοά η κερκίδα. Και κουνεί τα βάγια καθ’ όσον και εξ αντιγραφής στην είσοδο στην αρένα του πρωταθλητή θέλει να του κουνούνε και βάγια. Σύμβολον θριάμβου. Επήραμε τη ρεβάνς. Νενικήκαμεν! Τι λέτε, ορές; Ο λαός ηξέρει και άλλα άδει. Τι άδει; - Ακούτε!

Ανάστημα μέτριον, προς το χονδρόν, ελάχιστα μύωψ, βλέμμα θολόν. Επαίτης συγγνώμης, απ’ τον λαόν. Κωλύματος τέλος. Απαλλαγών. Υπέρτατος μύστης, των παιχνιδιών, εις όσα τρέχουσι στο κινητόν. Έμπειρος όλων των αρκουδιών, αίτινες βρίθουν των σκουπιδιών. Δεν είμ’ εγώ!, των φωτογραφιών. Άλλοι με χάκαραν, των εκλογών. Πώς τα κατάφεραν; Μαρτυριών; Μεγάλο λάθος! Των οφθαλμών.

48
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ

Κρυφίας εκθέσεως, αμφιβολιών, εκρίθη αθώος, σκαμπουλουνιών. Ορίσθη και δάσκαλος, πασών των Αρχών, τρισμέγιστος δούκας, των Κεφαλών. Δου Σου εκλεγέντος, εξ εκλεκτών, λήθη στα πάντα, των κουνητών. Διεγράφησαν όλα, κατηγοριών, με γνώμην σπουδαίων. Των αδελφών! Αμείτε να κάτσετε οι συν αυτώ, βάρτε και κρούστα ψιμμυθιών, σμπερλέτο, πούλβερη στο πρόσωπό, μην απολέσετε των κουνητών.

Και τι παναπεί αυτό; Παναπεί, έτσι να χυθεί το αίμα μου, αν σου λέω ψέματα. Εβίβα. Εβίβα! Να τόνε χαιρομάστενε! 18-3-2022 ΑΙΝΙΓΜΑΤΑ* Τα βράδια στα καφενεία οι άντρες και στσι ρούγες οι γυναίκες, άμα εσώναν’ όλα τ’ άλλα, ελέγανε και αινίγματα να περνάει η ώρα. Εβάνανε το μυαλό τους να δουλέψει, να μπερδέψουνε, να γελάσουνε. Τί και τη σκόλη το μυαλό τήνε νοστιμεύει. Όχι σα και τα τώρα οπούναι ακούνητο τσι πιο πολλές φορές κι ό,τι κουτόχορτο του δίνουνε τρώει. Παρακάτου πέντε αινίγματα από τα «Κερκυραϊκά» του Ιωάννου Μπουνιά.

1. Κόκοτος αναβροχάτος, θραύει λόγγους, θραύει πλάγια, κι όθε βρει νερό ψοφάει. Τι είναι;

2. Ο γιος μου ο Κοντοθόδωρος με τα πολλά ζωνάργια. Τι είναι;

3. Πέντε κεφαλές, τέσσαρες αναπνοές, κι εκατό ποδόνυχα. Τι είναι;

4. Το ντίλι ντίλι κρέμεται, το ντίλι ξεκρεμιέται, και το χρυσό το κόκκαλο στη κοπριά κυγιέται. Τι είναι;

5. Όταν τα δένουν περπατούν κι όταν τα λύνουν στέκουν. Τι είναι; Κι ένα, σύγχρονο, δικό μου. Ρούγα κλωθογυριστή, ψεύτικια κι αληθινή, την ανάβεις και σε σβήνει, τήνε σβι εις και σε αφήνει. Τι είναι; * ΛΥΣΕΙΣ (κατά Ιωάννη Μπουνιά) : 1. η φωτιά 2. η τίνα, δοχείο ελαίου 3. συνοδεία νεκρού 4. η ελιά 5. τα υποδήματα. Δικό μου: η τηλεόραση.

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 49

ΣΟΥ ΣΦΥΡΙΖΩ

Είχανε τη σφουριξιά τους. Τη συνθηματική. Πφιού, ίιι, πφιού, ίιι … Την άκουε κι ήξερε. Αυτή είναι. Κάπου εδώ είναι. Γύριζε το κεφάλι του τρακό σιες εξήντα μοίρες σα το περισκόπιο να τήνε δει. Οι άλλες τση λέανε. Τι σφουρίζεις; Δεν επιτρέπεται! Μούλος είσαι; Θα σε παρεξηγήσει. Μούλος δεν ήτανε, ιναμοράτα ήτανε. Να μη σταματήσει να τόνε δει; Μπροστά επήγαινε. Κι αυτός, τόξερε, δε τήνε παρεξήγουνε. Τ’ άρεσε κιόλας. Τι; Κι αυτός δε τση σφύρουνε; Αυτά εσκεφτόντανε στο μπαρκόνι την ώρα που άπλωνε τα σεντόνια. Από κάτου επέρνουνε κόσμος. Παιδιά. Όλα μ’ ένα κινητό στ’ αυτί. Τι να λένε; Η κοπέλα σταμάτησε. Γύρισε και κοίταε. Σήκωσε το χέρι της. Αυτός ήρθε. Την αγκάγιασε και τήνε φίλησε. Πού, τότες, τέτοια πράματα μεσ’ στη μέση του δρό μου… Άσκωσε το χέρι της και τα σταύρωσε. Μέσα το ράδιο έπαιζε στη διαπασών. Πρόσεχε! Θα σου φύγει το σεντόνι στην αποκάτου. Χασολοΐστικες; Έβγαλε το μανταλάκι από το στόμα και το κάρφωσε στο σεντόνι. Τα βλέπεις; Ποιά; Εούτα τα παιδιά, που πάν’ αγκαγιασμένα και γελάνε. - Νάναι καλά. Πάντα να γελάνε, πάντα χαρούμενα νάναι. Να δεις πως εκάνανέεε… Τήνε πήρε αυτός στο κινητό. Κι αυτή εσταμάτη σε και κοίταε, δεξιά κι αριστερά. Κι αυτός ήρθε και την έβρηκε. Εκεί κοντά ήτανε. Και δε τση σφούραε; - Πάνε οι σφουριξιές… Τώρα παίρνεις στο κινητό. Δε πειράζει, το ίδιο είναι. Βρίσκονται, δε βρίσκονται; Εμπήκανε μέσα. Στο ράδιο έπαιζε

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ 50 20-3-2022
ένα παγιό τραγούδι. «Σου σφυρίζώωω… για να βγεις σου σφυρίζω και κρυφομουρμουρίζω το δικό μας σκοπόοο… Σε κανένάαα… μην τα πεις σε κανένααα φύλαξε τα κρυμμένα όσα λόγια σου πώωω..».

Η ΠΕΡΣΑ Σχέσις σκοτεινή και παράνομος. Καθ’ όσον άμα τα βάλεις κάτου τα πράματα ο Ζευς κι η Δήμητρα αδερφάκια ήτανε, με μπαμπά και μαμά το Κρόνο και τη Ρέα, με πάππου και νόνα τον Ουρανό και τη Γαία. Αμφότεροι και οι δύο. Αλλά δεν έφταιγε η Δήμητρα, πρώην Υπουργός Γεωργίας. Εξηπατήθη. Ένα ταυράκι, τσαχπίνικο, έβοσκε στο λιβάδι και το λιμπίστηκε η κυρά Δήμη τρα. Μόνο που το ταυράκι δεν ήτο ακριβώς ταυράκι αλλά ο Ζευς ο ίδιος, με ταμορφωθείς ως μεταμορφώνονται άπασαι αι εξουσίαι. Και ούτως εγεννήθη η Περσεφόνη, κόρη ωραία και καλλίπυγος κι από φωνή κορμάρα. Εγέλουνε κι εγέλουν’ όλ’ η πλάση. Από μαργαρίτα μέχρι αγριοσουκιά. Μέχρι κι οι νάρκισσοι εγελούσανε ώσπου ένας νάρκισσος άνοιξε τη Γαία και τήνε κατάπιε τη Περσε φόνη εις το σκότος το μέλαν και το έρεβος το βαθύ. Καλέ, πού είμαι; Εις το Κάτω Βασίλειον, Περσεφόνη, μάνα μου! Τζίε, εσείς; Εγώ κοριτσάρα μου, ο Άδης, με χαϊδευτικό Πλούτων. Εγώ έχω χαϊδευτικό Πέρσα αλλά πολύ σκοτεινά είναι. Δε βλέπω τη μύτη μου. Αύξησε το ρέγμα η ΔΕΗ και δε βγαίνω. Κάνουμε συσκότιση για οικονομία. Μα δε σας γλέπω…, τζίε. - Θα με δεις. Δυο λεφτά. Κλέβω ρέγμα από το γείτονα δια παρανόμου συνδέσεως και θα σου αλλάξω τα φώτα. Δε τ’ αντέχω τα σκοτάδια. Θέλω τη μαμά μου. Την ακούω που με φωνάζει. Αυτά εν Άδει αλλά κατ’ Όλυμπο μεργιά εσκοτωνόντανε. Η Δήμητρα εφώναζε του Δία. - Φέρε μου το παιδί μας πίσω. Αμέσως! Η Ηρα εμπήκε στη μέση. Ποιό παιδί σας μωρή; τι θέλεις να πεις; επήγες με τον άντρα μου; Μη φωνάζεις, αδερφάδες ειμάστενε, δεν ειμάστενε; Εγώ το τιμάω το στεφάνι μου και δυο παιδιά μόνο έχουμε με το Δία. Την Ήβη, τον Άρη και τον Ήφαιστο. Τρία είναι. Δυο παιδιά και μία τσούπρα. Εμείς με τον άντρα σου μόνο τη Πέρσα μου έχουμε.

Μαγιοξεσκιστήκανε. Τα χρειάστηκε ο Ζευς. Ώρα είναι, σου λέει, να με πιάκουνε στο στόμα τους τα κανάγια. Θα ρεζιλευτώ. Και ρεζίλης αρχηγός θεών γίνεται; Δε γίνεται. Ρώτησε και την Αφρόδω οπούξερε από ρεζιλίκια. Τι κάνουμε εις τοιαύτας περιπτώσεις, μωρή;

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 51
21-3-2022

- Κουκούλωστα! Εκάλεσε κατεπειγόντως το Συμβούλιο Ασφαλείας του Ολύμπου ο Ζευς. Ρε Αδάκο, ήταν’ ανάγκη; Τη Πέρσα; Γιατί και συ τα ίδια δε κάνεις; Άκρη δε βρισκόντανε. Επέσανε στη μέση κάτι σοφοί θνητοί. - Να κόψουμε το κακό στη μέση. Μισό χρόνο πάνου, μισό χρόνο κάτου. Συμφωνείτε; Η Δήμητρα ούτε που να τ’ ακούσει. Την έπιακε ιδιαιτέρως ο Ζευς. Μωρή κουτή, χαμένη την έχουμε που την έχουμε τη Πέρσα. Τι θέλεις; Να του τήνε πάρω δε μπορώ. Έχει αυτός κι ένα Κέρβερο πυρηνικό κι όπως κα ταλαβαίνεις μπορεί και να βρεθούμε εκτός Ολύμπου άμα τόνε ξαμολήσει. Λίγο τόχεις; Κι ακόμα δε καρδάμωσε κι ο Ηρακλάκιας να το συμμαζώξει το σκυλάκι, το Κέρβερο. Ξεφύσησε η Δήμητρα αλλά το κατάπιε. Ας είναι, είπε. Αλλά να καθορίσουμε το χρόνο ακριβώς, μη μας ερίξει αυτός στη μοιρασιά. Μετά ήρθανε κάτι αστρονόμοι κι εβρήκανε τα περί ισημερίας κι άλλα τέτοια κι υπογράψανε τα χαρτγιά κατά Ελευσίνα μεργιά, τη μυστήργια. 22-3-2022 ΤΑ ΚΑΛΑ ΠΑΙΔΙΑ Νόμοι και Κανόνες. Πολλών και διαφόρων ειδών. Γραφτοί και άγραφτοι. Όλοι υπηρετούν το Δίκαιον. Το Ποινικόν, το Ρωμαϊκόν, το Αστικόν, το Διοικητικόν, το Εμπορικόν, το Συνταγματικόν, το Δικονομικόν, το Εργατικόν, το Ιδιωτικόν, το Οικογενειακόν, το Δημόσιον και πάει λέοντας καθ’ όσον γενικώς «το Δίκαιον είναι σύνολο γενικών, αφηρημένων και ετερόχρονων κανόνων που ρυθμίζουν την εξωτερική συμπεριφορά των ανθρώπων που είναι μέλη μιας οργανωμένης σε κράτος κοινωνίας». Κι από τη μπάντα το Διεθνές Δίκαιον, στεργιάς και θαλάσσης και αέρος και εγκάτων τση Γης, που ρυθμίζει αντί για τσι σχέσεις των ανθρώπων τσι σχέσεις των κρατών. Πολλά δίκαια, βρε παιδί μου, δε τ’ αντέχω. Να πας στη Ζούγκλα με το Ταρζάν. - Εκεί δεν έχει Νόμους; Έχει το Νόμο τση Ζούγκλας.

Ως κι εκεί; Ως κι εκεί. Σε σκοτώνω να σε φάω, με σκοτώνεις να με φας. Το Δίκαιον του ισχυροτέρου. Έχεις τ’ απάνου χέρι; τρως. Δε τόχεις; δε τρως! Όπου σε παίρ νει επιβάλλεσαι. Υπόδουλος του Νόμου τση Φύσης. Η επικράτηση του ισχυροτέρου. Από το ισχυρότερον σπερματοζωάριον, το γονιμοποιόν το επιλε κτικόν ωάριον, μέχρι το ποιος θα παρκάρει στη Κάτου Πλατεία. Πειθαρχείτε εις τους κανόνας. Να είστε ΚΑΛΑ ΠΑΙΔΙΑ. Ημείς θα νομοθετούμεν και υμείς

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ 52

θα αποδέχεσθε τα πάντα ασμένως και διπλοπροσκυνημένα.

Δε θέλω. Τη ζωή μου πίσω θέλω. Να με αγαπάνε, να με θέλουνε. Να τσου αγαπάω, να τσου θέλω. Να είμαι ΚΑΛΟ ΠΑΙΔΙ γιατί θέλω να είμαι ΚΑΛΟ ΠΑΙΔΙ κι όχι γιατί το λέει ο Νόμος, ανάθεμάτονε για Νόμο και για νομοθέτη. Σκύψε το κεφάλι. - Δε θέλω. Του Έλληνος ο τράχηλος ζυγόν δεν υποφέρει. Ημέρα ποιήσεως; Ημέρα ΚΑΛΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ! 24-3-2022 ΦΟΒΟΣ ΚΑΙ ΤΡΟΜΟΣ Ήρθες στη ζωή; Ζιεις; Έτσι είναι φτιαγμένα τα πράματα και δε θες ν’ αποθά νεις. Κι επειδής δε θες να πεθάνεις, φοβάσαι μη πεθάνεις. Τρέμεις στη θέα του θεργιού οπούρχεται να σε κατασπαράξει. Τρέμεις και φοβάσαι. Και κρύβεσαι πίσω από τη μάμα σου και το τάτα σου που προέκτασή τους είσαι και για να μη πεθάνουνε σε κρύβουνε γιατί από μέσα σου ζιούνε κι αυτοί. Μυστήργια πρά ματα, έτσι τα βρήκαμε, έτσι τα συνεχίζουμε, πλην εξαιρέσεων που τσι βλέπεις γραμμένες στσι εφημερίδες και λες. Βρε, οι απολίτιστοι… Εντάξει. Ο φόβος κι ο τρόμος πανταχού και καθημερινώς παρόντες. Από το να πλερώσω τη ΔΕΗ, να βάλω μπεντζίνα 2,20 στη μάκινα, να πάρω αλεύρι μη και μου λείψει και τι θα κάνω με το μπουγιουρντί τση Εφορείας και τα ρέστα τρο μοκρατικά. Πάνου απ’ όλα ο φόβος κι ο τρόμος του πολέμου. Στα καλά καθούμενα σούρ χεται η μπόμπα και δεν έχεις άλλο σπίτι και παίρνεις ένα σάκο, μια βαλίτζα, και τρέχεις στσου δρόμους τση σωτηρίας με τα παιδιά απ’ το χέρι. Όπου γης και πα τρίς. Τρέχεις και δε κοιτάς πίσω σου μη και γίνεις στήλη άλατος. Σε σπρώχνουνε ο φόβος κι ο τρόμος. Και τρέχεις. Όλο τρέχεις… Πόλεμος πατήρ πάντων. Κάποιος τόπε. Ήξερε τι έλεγε; Και ήξερε και δεν ήξερε. Θεός ο πόλεμος. Και το βαχτιστικό του Άρης. Νόμιμον τέκνον Διός και Ήρας. Σενευρέθη με τα της Αφρόδως (ίσως και γιαγιάς του) και γέννησε το Φόβο και το Δείνο (Τρόμο). Σήμερα έχει και τσου δύο δορυφόρους στο άρμα του, ο πλανήτης Άρης. Και τσου

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 53
ξαμολάει εις ον βούλεται απωλέσαι. Σήμερον επί γης ποίος ο Άρης; Άνευ συζητήσεως ο ισχυρός. Κι από δίπλα οι άλλοι ισχυροί. Που τον αμφισβητούνε. Που εκάνανε τη Παγκοσμιοποίησή του φύλλο και φτερό. - Δε σε αναγνωρίζουμε, κύργιε, αυθέντα παντός του πλανήτου. Κι ας μας ερίχτεις μια ζωή μπόμπες. Έχουμε κι εμείς να ρίχτουμε! Και ρίχτει ο καθένας με τη σειρά του και τρέχουνε απόδετα στσου δρόμους τα έρμα, μη και γλυτρώσουνε από τα θεργιά.

Σήμερον επί γης ποίος ο Άρης; Ο αισθανόμενος δυνατός, ο έχων το απάνου χέρι. Το διδάσκει η εμπειρία κι η Ιστορία. Πρώτα αυτός φοβάται και τρέμει. Να χάσω αυτά που έχω; Ριο και κόψιμο. Να μου πάρουνε τη πρωτοκαθεδρία; Θα τσου δείξω ‘γώ. Και σκορπάει τσου δορυφόρους του Άρη ανά την οικουμένη κι όποιονε πάρει ο Χάρος. Δεν είναι δουγειά αυτή. Δε μπορεί να συνεχιστεί. Οι ανθρώποι δεν είν’ αναλώσιμο είδος. Επιβιώσανε επί δεινοσαύρων, ιών και κορονοϊών, μια στάλα ασφά λειας, ψωμιού, νερού και χαράς γυρεύουνε. Τίποτις άλλο. Μέχρι να κλείσουνε τα μάτια τους εν Ειρήνη και να δώκουνε αμπωσιά στα βλαστάργια τους για ένα «καλύτερο κόσμο». Άει στο διάσκαντζο! 25-3-2022 ΗΜΕΡΑ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ Η νεαρά ΕΛΛΑΣ, αναγεννήθηκε από τις στάχτες της πριν 201 χρόνια. Επαναστά τησε κατά τση Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τ’ αυγό ενίκησε τη πέτρα. Μέσα σ’ ένα περίπου αιώνα επέσανε οι αυτοκρατορίες όπου γης. Την σκυτάλη τήνε πήρανε τα Εθνικά Κράτη. Μέσα από πολλούς κι αδιάκοπους πολέμους, πολύ αίμα και πολλά δάκρυτα. Τι είναι η αυτοκρατορία; Πολλά κράτη, πολλές διαφορετικές εθνότητες κάτω από την εξουσία ενός και μόνον ενός. Του Αυτοκράτορα. Και μιας ολιγαρχίας που ασκεί τον απόλυτο εξωτερικό και εσωτερικό έλεγχο στη γεωγραφικά εκτεταμένη περιοχή τση αυτοκρατορίας. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτοκρα τοριών η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, η «Βυζαντινή» Αυτοκρατορία, η Βρετανική Αυτοκρατορία, η Οθωμανική Αυτοκρατορία, η Γαλλική Αυτοκρατορία, η Ρωσική Αυτοκρατορία, ή ακόμα κι η Αυτοκρατορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου, η Περσι κή, η Μογγολική κ.α. Μεγάλες δυνάμεις που κατέπεσαν. Ανέτειλαν, μεσουράνησαν, εξαφανίστηκαν. Τη θέση τους επήρανε τα Εθνικά Κράτη. Τήνε πήρανε; Τι είναι το Εθνικό Κράτος; Οι επαΐοντες δεν έχουν συμφωνήσει ακόμα τι είναι. Πάντως, οι περσσότεροι το αντιλαμβάνονται σαν ένα σύνολο που έχει κοινή καταγωγή, κοινά ήθη και έθιμα, κοινή ιστορία, κοινή γλώσσα. Κοινή θρησκεία; Παίζει. Η θρησκεία μπορεί να είναι κοινή και με άλλα Εθνικά Κράτη. Υπάρ χουνε και τα διαφορετικά δόγματα τση ίδιας θρησκείας. Η κοινή θρησκεία καλύπτει πολλά Εθνικά Κράτη αλλά από μόνη της δεν ορίζει το Εθνικό Κρά τος. Η διαμονή σε ένα συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο που οριοθετείται από σύνορα; Και ναι και όχι. Πρώτ’ απ’ όλα τα σύνορα αλλάζουνε ανά πάσα στιγμή. Δε

ΓΙΩΡΓΟΣ
54
ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ

βλέπεις; Μπορεί σε γενικές γραμμές νάχουμ’ αφήσει πίσω μας τη νομαδική μας εποχή αλλά οι κάθε μορφής μετανάστες και πρόσφυγες μας λένε που δε τέγιωσε. Από μια άποψη οι λαοί μετακινούνται νομαδικώς από ιδρύσε ως κόσμου ως τα σήμερα. Δεν έχεις ακούσει για τη διασπορά; Πάντως, σήμερα δεν έχουμ’ αυτοκρατορίες. Έχουμ’ Εθνικά Κράτη. - Τσι συμμαχίες που τσι βάνεις; Παρντόν; Τσι συμμαχίες, λέω, που τσι βάνεις; Τα ισχυρότερα Εθνικά Κράτη είπανε ωραία η ανεξαρτησία αλλά μπορεί ένα κράτος/κούτσουλος να κάνει ό,τι θέλει; Να είναι πράγματις ανεξάρτητο; Να ρυθμίζει τα του οίκου του χωρίς να δίνει λογαργιασμό σε καένανε; Εξ αυτού κάτι ΟΗΕ, ΝΑΤΟ, Σύμφωνο Βαρσοβίας, ΕΕ, Συμβούλια Ασφαλείας, ΔΝΤ, ΕΚΤ, Παγκοσμιοποίηση και σ’ όσα τα έχουνε αντικαταστήσει ή θα τ’ αντικαταστήσουνε. Διότι, κύργιε, η Γη σε ποιον ανήκει; Στην Ουνέσκος ανήκει που δε χαμπαργιάζει; Στα Υπουργεία, στσι Περιφέρειες και στσου Δήμους που κάνουνε του κεφαγιού τους; Έ; - Στσου ανθρώπους δεν ανήκει; Αυξάνεσθε και πληθύνεσθε και κατακυριεύσατε την Γην. Το μυαλό σου και μια λίρα κι ένα πιάτο πρικραλίδα. Τι λέει ορέ; Εδώ στα Εθνικά Κράτη κάποια Κράτη και κάποιοι Αρχηγοί Κρατών δε το βάνουνε κά του. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θέλουνε να γίνουνε Αυτοκρατορίες κι Αυτοκράτορες. Δε τσου βλέπεις; Με ζάλησες. Άσε με, τί θέλω να πάω να δω τη παρέλαση. Θάναι κι ο άγγο νάς μου. Θα παρελάσει για την ανεξαρτησία τση Ελλάδας. Θα του πάρεις σημαιούλα; Θα του πάρω!

να τον έβρει και να του ζητήσει το λόγο. Κι επειδής τα παραμύθια είναι τα μόνα που λένε την αλήθεια, ήρθε μετά ένας Θουκυδί δης και την είπε στους αρχαίους Αθηναίους. Βρε σεις δεν αντιλαμβάνεστε τι πραγματικά συμβαίνει; Εδώ καιγομάστενε και σεις μου σφουρίζετε αδιάφορα, λες και δε τρέχει τίποτις; Των οικειών υμών εμπιπραμένων υμείς άδετε;

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 55
ΟΙ ΜΠΟΜΠΟΛΟΙ Ερίξανε τσου μπομπόλους στη φωτιά κι αυτοί ετζιτζιρίζανε. Επέρασε ένας νιος, άκουσε το τζιτζίρισμα, τον ενόχλησε ο θόρυβος, είπε πως εφταίγανε οι άμοιροι οι μπομπόλοι κι όχι αυτοί που τσου ρίξανε στη φωτιά και τήνε ξεφούρνισε τη ρήση: «Ώ, κάκιστα ζώα! Των οικειών υμών εμπιπραμένων υμείς άδετε». Νιος ήτανε, τόσα ήξερε, τόσα ήλεγε. Τούτα τα μολογάει ο Αίσωπος κι όποιος δε πιστεύει να πάει
28-3-2022

- Τι λέτε; Μαζώνομεν υπογραφάς επί οστράκων εξ όλων των φυλών και θα το εξορκίσομεν το κακόν! Δε μπορεί να συνεχιστεί άλλο αυτή η κατάστασις. Μπάστα! Στα ξόρκια το ρίξαμε; Έχομεν συντάξει κείμενον διαμαρτυρίας. Καλόν. Το περάσαμε κι από τα σα ράντα κύματα του συντάκτου του Αιγαίου. Περικαλώ! Όχι ό,τι κι ό,τι! Αμή; Κείμενον διαμαρτυρίας προς ποίον; Στον αδρεφό μας το ψεύτη! Εσωθήκατε! Δε τα λέτε στη Πνύκα ενώπιος ενωπίω; Να ξεκαθαρίσει η κα τάστασις; - Ουαί ημίν! Τα εν οίκω μη εν Δήμω. Τι; Να βγούμε από το καβούκι μας; Να μας επάρει αμπάριζα και κάνα CNN; Μπομπόλοι ειμάστενε; Βρε σεις. Μη σας ακούσω να τζιτζιρίζετε μετά… Βάνετε και τον αρχιμπόμπο λα να μας εκάνει μάθημα; Κάμε δουγειά σου. Επεράσανε κάπου 2.500 χρόνια από τότες που ο Αίσωπος είπε ό,τι είπε. Κι ακόμα τήνε λέμε την ατάκα του νιου. Σε ποικίλες περιφτώσεις. Εις την παρούσαν περίφτωση έχει πλήρην εφαρμογήν. Σα να κάνεις σταυροειδή σύνδεση κι αντί σκοινί να βάνεις σάγιο. Απ’ αυτό που βγάνουν’ οι μπομπόλοι άμα τζιτζιρίζονται. 31-3-2022 Ο ΚΟΜΠΟΣ ΣΤΟ ΧΤΕΝΙ Το ’49 έσωσε ο Εμφύλιος. Νικήσανε αυτοί που ενικήσανε. Χάσανε αυτοί που εχάσανε. Οι σημερινοί εβδομήντα πλας κάπου ετότες εγεννηθήκαμε. Τι ηξέρα με για το φόνο; Τίποτις. Στο σκογειό μ’ αποστήθιση και βίτσα. Στο Γυμνάσιο μ’ αποστήθιση κι αποβολή. Στο Πανεπιστήμιο μ’ αποστήθιση και το χαφιέ στη πόρτα. Στη δουγειά δώκε μου να σου δώκω. Στσι εκλογές ποιανούς θα ψηφίσεις; Πρόσεχε! Πρόσεχες, δε πρόσεχες, εψήφιζες ό,τι σου κατέβαζε η κούτρα σου και το ρέγμα κάθε εποχής. Γράφανε κι οι φημερίδες, έδειχτε και στη σάλα η τηλεόραση. Συ νεργός και εκμαυλιστής τση συνέχειας των εβδομήντα χρόνων σου. Κατά διαόλου; Κατά διαόλου! Εσύ έφταιγες! Ας πρόσεχες! Εγώ; Το καλύτερο εκοίταγα. Πρώτα για τον κόσμο όλονε και μετά και για μένανε. - Κι όμως! Να τα σέστα σου! Κι όμως έκαμα προκοπή, έζησα με πιο πολλές ανέσεις. Εγώ στο νοίκι αλλά με ντουζ και μπαρκόνι. Κι ο άλλος με μεζονέτα κι αυτοκίνητο πέντε ταχυτή των. Δε με πείραζε. Φρόντισα τα βλαστάργια μου να μη τσου λείψει τίποτις,

56
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ

απ’ όσα μου ελείψανε εμένανε. Μετά έριξα μια μούτζα στσου πολιτικούς κι είπα: Γυναίκα, ό,τι κλιει η πόρτα μας κι άσ’ τους να κουρεύονται. Κι όμως! Εξεπετάχτηκε ο μπόμπιρας. Εδιάβασε, εξεστραβώθηκε, που εσύ τόνε ξεστράβωσες. Είσθε αναξιοπρεπείς! Εαυτουλάκιδες! - Τι λες, ορέ φίλε! Βεβαίως, δε γίνεται με τέτοια αναξιοπρέπεια να πορευτεί μια κοινωνία. Πρέπει να γίνουμε γενναίοι. Γενναίος είν’ αυτός που αναλαμβάνει την ευ θύνη των πράξεών του κι αποφασίζει να βασιστεί στις δυνάμεις του για να προχωρήσει. Δεν έχεις ατομική ευθύνη; - Το προτεσταντικόν; Αγγλοσαξώνων; Να τηρήσεις μια αντρίκια συμπεριφορά, όπως ελέγατε παγιά. Τώρα δε το πολυλέτε. Παίζει η αντρίκια συμπεριφορά… Αγγλοσαξωνικώς; Γι αυτό δε νομίζω όπου υπάρχει, πλέον, «αντρίκια συμπεριφορά». Πολύ φοβάμαι ότι η μακρόσυρτη αδυναμία μας θα δώσει χώρο να απορροφηθούμε από άλλες συμπεριφορές. Παναπεί; Των πολλαπλών φίλων και φύλων; Μέχρι και τα σήμερα το ένα τρίτο του Ελληνικού Λαού πιστεύει που μας εψεκάζουνε. Οπότε τι συζητούμε; Στα σκογειά όλ’ οι μαθητές παίρνουνε Α στο Δημοτικό και 19 ή 20 στο Γυμνάσιο, δουλέψουνε δε δουλέψουνε, μάθουνε δε μάθουνε. Έχουμε έν’ απίθανο ποσοστό αριστούχων παγκοσμίως. Καμία σύγκριση με παγιότερα. Ο απόφοιτος Δημοτικού τση γειτονιάς μας, πριν από 40 χρόνια, ήξερε πολύ περσσότερα από πολλούς αποφοίτους Λυ κείου σήμερα. Είναι κι αυτό άλλη μια έκφανση μιας άλλης, δήθεν, πλευράς μας. Δηλαδής, του τίποτα. Δικά σου είν’ αυτά; Όχι. Μιανής Μαρίας Ευθυμίου. Ιστορικός, λέει, ότι είναι. Έφτακε ο κόμπος στο χτένι. 31-3-2022

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 57
ΤΣΗ ΓΡΙΑΣ ΟΙ ΜΕΡΕΣ *
Εξέχασες το
στσι
φχαριστέσαι; Να κοροϊδεύεις το πάππου σου; Να πάω, κάνε. Να φχαριστηθείς, άμανείναι να φχαριστηθείς! Όχι,
Πάππου!
φως
σκάλες αναμμένο. Άμε κλείστο! Γελάς, έ; Το
πάππου, σβημένο είναι το φως. Σε πειράζω. Πρωταπριλιά! - Μάλιστάαα…! Εμάθαμε τώρα και τη Πρωταπριγιά. Το ξέρεις που κάποτες στη Κέρκυρα δεν ηξέραμε τη Πρωταπριγιά και τα ψέματά της; Μετά το πό λεμο αντισκώσαμε το έθιμο. Και κουτογελάμε ο ένας τον άλλονε, τί δε μας εσώνει που κουτογελάμε ο ένας τον άλλονε κάθε μέρα κι όλη την ώρα.

-

Πάντως ωραία είναι. Εγώ στο σχολείο είπα του Πέτρου που το διάλειμμα ήρθε η μάνα του και πήγε στο γραφείο του διευθυντή κι αυτός επήγε έξω από τη πόρτα του διευθυντή και περίμενε να βγει η μάνα του, να δει γιατί τη φώναξε ο διευθυντής. Γέλια που κάναμέεε… Πολύ αστείο. Εμείς δεν είχαμε τέτοια. Τη τελευταία μέρα του Μάρτη ήτανε «Τση γριάς οι μέρες». Τσι ξέρεις; Δε τσι ξέρεις; Άκου, να μαθαίνεις. Ο Μάρτης δεν είχε ούτε 30 ούτε 31 του μηνός. Εικοσιεννιά μέρες είχε ο Μάρτης. Κι ο Φλεβάρης τριάντα. Στσι 29 του Μάρτη τση γριάς αγγούρι τση θυμήθηκε κι ανέβηκε στα κεραμίδια γαλαπίδα, παναπεί ξηβράκωτη, κι είπε του Μάρτη, του γδάρτη, του κακού παλουκοκάφτη. «Τώρα δε σ’ έχω άλλ’ ανάγκη, Μάρτη». Και τούκανε μότες και τόνε κορόϊδευε. Ενευρίκιασε κι ο Μάρτης και τσήπε. «Τώρα, τώρα, εγώ… Θα σε κανονίσω γριά». Και πήγε κι έκλεψε δυο μέρες από το Φλεβάρη και την έκαψε τη γριά. Και το πρωί τήνε βρήκανε κρίκανο τη γριά, σα τούβλο παναπεί, ξυγιασμένηνε. Κι εμείς τση τραγουδούσαμε τση γριάς. «Απόψε με το τούρτουρο και με τη κριαδέλα, Κι αύριο με τον άγγουρο και με καινούργια σέλλα»

Και; - Τι και; Εγελούσατε; Γελούσαμε. Και κάθε χρόνο τα ίδια; Δε βαριόσαστε κάθε χρόνο τα ίδια; Επερνούσαμε την ώρα μας. - Καλύτερα τώρα με την Πρωταπριλιά. Γελάμε. Κάνουμε πλάκες. Πάντα να γελάτε. Και τα μικροψέματα δεν είναι κακά. Ούτε οι φάρσες, ούτε οι μπέρτες άμα δεν είναι χοντροκοπιά. Άλλα ψέματα είναι κακά. Αυτά που λένε κάτι γέροι και κάτι γριές ανεβασμένοι στα κεραμίδια του κόσμου και μας εκοροϊδεύουνε όλους μας. Νιους, γέρους, κράτη, έθνη, φτωχούς, νοι κοκυρέους, το κόσμο όλονε, το Θεό τον ίδιονε. Αυτά είναι κακά. Αλλά πού θα πάει; Θα βρεθεί κάνας Μάρτης και θα τσου αφήκει όλους κρίκανο. * Βασισμένο στα «ΚΕΡΚΥΡΑΪΚΑ» του Γιάννη Μπουνιά, Κέρκυρα 1958. 1-4-2022 ΜΗ ΛΕΤΕ ΨΕΜΑΤΑ Μη λέτε ψέματα. Έσκασε το Νοέμβρη αυτό που έσκασε. Είπε ο άλλος. Εγώ πα ραιτούμαι. Με τη μία, αποδεχόμενος την ενοχή του εξ αρχής. Κι έδωκε το λεύ τερο να το πούνε όλοι. Και τόπανε κι εμαθεύτηκε.

58
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ

Μετά έξη μέρες είπε δε παραιτούμαι. Είμαι αθώος του αίματος. Κι αντίς ο άλλος (ένας είν’ ο άλλος - αυτός που ηγείται) να του πει δεν ηξέρω μπριχού έξη μέρες παραιτήθηκες κι άμε στο γέρο τον άνεμο και φύγε, του τόκανε καλό και κοίταξε να κουκουλώσει την υπόθεση. Επεράσανε μήνοι τέσσερεις. Βγες, μπες. Βγήκε, μπήκε, μισοξαναβγήκε. Κοροϊδία και τω γωνέωνες. Εμπήκανε στη μέση και αι Επιτροπαί και αι Αρχαί. Τι κάνετε, ορές παιδιά; - Καλώς, και υγειαίνομεν. Εδώ άλλα λένε. Μη δίνετε σημασία. Λόγω καρέκλας. Προσέχτε. Σας κρούομεν το καμπανάκι. Δεν είστε ό,τι κι ό,τι. Χιγιάδες εισά στενε. Κανονείστε. Είναι τα πάντα υπό έλεγχον. Σοβαρευτείτε τί ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιον. Έχουσιν γνώσιν οι φύλακες. Έχουσιν ή δεν έχουσιν; Ρίχτε μια ματιά και στα περίφτερα. Κακοήθειες. Σας είπαμε. Δια την καρέκλαν.

Να τση αλλάξετε ψαθί. Εχάλασε.

Από το πολύ καθισιό.

Σα να μη μας τα λέτε καλά.

Τω καιρώ εκείνω μέχρι και το χρυσό αυγό μας ανακάτωσε. Κοιτάχτε κατά Αιγαίο που τα εθυμήθηκε. Αυτό λέμε κι εμείς. Εξ αυτού ορμώμενοι οι πειρατές; Προς Θεού! Είναι σοβαρά πράματ’ αυτά; Εμείς μέχρι χαστούκια εφάγαμε από το πατέρα μας ένεκα Πολυτεχνείον. Αυτοί; Αγέννητοι είσαντε και μας το παίζουνε, άνευ μπαρουτόσκονης, επιβήτορες τση Δημοκρατίας. Αμείτε φάτε τ’ αυγό σας. Δεν είν’ ακριβώς έτσι. Βάλε μου ολίγη από γκιουβέτσι. Και φουά γκρα δε τρώγω. Με πειράζει εις το συκώτι σα το ψέμα του προδότη. Θέλω απάντησιν, αμέσως! Εις την πα ρέμβασιν. Είχε δίκιο. Κάτι ήπρεπε να τση πούνε. Τι να τση πούνε; Φερμουάρ. Βούβα. Τι να απαντήσεις; Και κειος ο άλλος, που όλο ανακατεύει τη φασουλάδα και ρυθμίζει τ’ αρρύθμιστα, τσου το ξέκοψε. Εγώ ένας απλός υπάλληλος είμαι. Τι να σας πω; Το πολύ, πολύ να σας εκάμω μια σκολή και να τον εβάλω στο επιτελείον. Πέραν αυτού εγώ πάντα με την εξουσία θε νάμαι και μη με πολυσκοτίζετε. Και με τσου καινούργιους μαζί τους θε νάμαι. Και με το μπαρδόν, παναπεί. Μύλος. Μύλος που δε τ’ αλέθει όλα. Μπλοκάρει. Δε δουλεύει άλλο. - Τι να κάμουμε; Πέστε την αλήθεια. Παραδεχτείτε τα λάθη σας. Πηγαίνετε σπίτι σας. Μπά στα! Μη λέτε άλλο ψέματα.

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 59

ΣΚΑΣΕ ΜΠΟΣ Από ετών εφυτεύθη ο πρώτος εις την περιοχήν. Τί έλεγον όπου ρουφάει τα νερά που λιμνάζουνε κι οι Αλυκές Γαρίτσης δεν εχρειαόντανε άλλο και τσι κλεί σανε όπως και του Ποταμού. Λιμνάζανε όμως τα νερά, τί από Χαλικιόπουλου μέχρι Γαρίτσα εχάσκανε τα τάγια με τα βρομόνερα. Κάμετε κάτι. Έχουμε μωρά παιδιά. Θα μας αρρωστήσουνε! Αίτημα ορθόν και δίκαιον. Τι; Με τσι αρρώστιες παίζουνε; Να προβώμεν εις αποξήρανσιν. Είναι έργον Εγγείων Βελτιώσεων. Όλοι εψηφίσανε ναι. Δε επήγαιν’ άλλο. Έτσι εφυτεύθη ο πρώτος ευκάλυπτος μεσ’ στη μέση του έλους κι όταν ωριμάσανε οι σπόροι του τσου επήρε ο αγέρας κι εβρίσκανε χώμα νοτερό και καλό κι επολλαπλασιαστήκανε οι ευκαλύπτοι. Πιάνουν’ εύκολα. Εγιόμισε ο τόπος κι από συφορά και κουνούπια εγίνηκε Άρ σος, κοσμόν τον ονομαστόν «Περίπατον Γαρίτσης» όπου λένε κι οι καρτ-ποστάλ. Μπράβο σας κι ευχαριστούμε πολύ. Μεθαύριο θα σας εξαναψηφίσομεν! Τι λέτε! Υποχρέωσίς μας! Να παίζουνε τα παιδιά σας, ά και παιδία δικά μας είναι. Κι οι ευκαλύπτοι όλο ερρίχτανε τα σπόργια τους κι όλο πιο πολλοί εγινόντανε, τί ετότες δεν είχανε βγει και τα χορτοκοπτικά που δεν αφήνουνε σε χλωρό κλαρί τα χλωρά. Έτσι εγίνηκε ο δρεπανοειδής και ονομαστός «Περίπατος Γαρίτσης» με τα κουρ τελάτσα. Από τη μια μεργιά το γαλάζιο Ιόνιο που σκοντάφτει στα βουνά τση Στεργιάς κι από την άλλη το πράσινο πενηντάμετρο κορφοστόλιστο κύμα που τερματίζει στα χρώματα των μετεώρων. Τσου κόβουνε, τσου κόβουνε… Μπα; Μη πω το φελέκι τους! Να κοιτάξουνε μη δεν εβρίσκω να κόψω φύλ λα για φουμέντο. Θα τσου πάρει και θα τσ’ ασκώσει. Κάνουνε γήπεδο και μποδάνε. Θα πηγαίνουνε τα παιδιά μας να παίζουνε σκάσε μπος.

Τίν’ αυτό; Χμμμ… Καινούργια μόδα. Δεν ηξέρω ακριβώς. Αλλά οι ευκαλύπτοι θα ρί ξουνε σπόργια και θα ξαναγίνουνε. Πιάνουνε και στο τσιμέντο; Όχι και στο τσιμέντο…, θέλουν’ υγρασία. Κι όλα τα παιδιά εκεί θα παίζουνε; Κάτι λίγα. - Και τ’ άλλα; Είναι τόπος πολύς. Χωράνε όλοι. Δε χωράει τίποτις. Σα τσατσάρα ξεδοντιασμένη θα γίνει. Ένανε ευκάλυπτο λίγο παρακάτου από τη κολώνα ντου Ντούγκλας, το πιο ψηλόνε, τόνε κό

3-4-2022
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ 60

ψανε; Εκεί εκόψανε τσου πιο πολλούς. Κακοχρονονάχουνε. Αυτός τσου πείραξε; Δεν ηξέρω, ημπορεί. Και γιατί ειδικά αυτός; Σ’ αυτόνε είχα σκαλίσει μια καρδιά μ’ ένα βέλος κι είχα γράψει «σ’ αγαπώ»! - Τώρα γράφουνε με σπρέι στσου πύργους. Σκάσε μπος! 5-4-2022 ΩΣ ΧΑΡΙΕΝ… Μμμμ…! Επιτέλους! Εμπήκε η Άνοιξη. Να δεις κάτι φρέζιες…, όνειρο. Αμή οι αγριομαργαρίτες; Στρίβουνε το κεφαλάκι τους κατά κει που κοιτάει ο Ήγιος. Και το βράδυ το κλειούνε. Κοιμόνται οι τσαμένες. Ασκώνει τη νιότη της η Πλάση και τήνε μοστράρει. Μέρα βράδυ. Το βράδυ με φυσικό φωτισμό. Από πασχαγιάτι κες κωλοφωτιές. Γεννατσούργια. Τώρα είν’ η ώρα. Ο όνος μασάει μια δαγκασιά γύρη και καλοκοιτάει την όνα. Η Περσεφόνη ανεβαίνει με μια αγκαγιά στάχυα κι ένα γαρούφαλλο στ’ αυτί. Φοράει φούστα κλαρωτή. Το Σύμπαν κάνει μπρακ και βάνει στο πικ απ Βιβάλντι. Όλοι μαζί στη γιορτή κι ο μουρτζούφλης χώργια. Ποιός είν’ αυτός; Ο άνθρωπος. Το ανώτατον επίτευγμα τση Δημιουργίας. Η κορωνίς των πλα σμάτων. Ο εις την κορυφήν τση τροφικής αλυσίδας. Ο όλα τα σφάζω κι όλα τα μαχαιρώνω. Ο αυξάνεσθε και πληθύνεσθε και κατακυριεύσθασθε. Ο εφευρέτης του Χωροχρόνου κι ο κατασκευάζων το κλειδί τση Μαύρης Τρύ πας. Ο Homo sapiens sapiens. Ο σοφός. Και γιατί δε γιορτάζει κι αυτός; Τον έχει πειράξει η πολλή σοφία. Νόσος ανίατος. Την έχει στο Ντιν Νταν Έϊ του. Μεσ’ στην ώρα που λέει ν’ ανοίξω κι εγώ τα μάτια μου, ξεπηδάνε κάτι δημιουργήματά του, αρρώστιες, έ!, πείνα, έ!, λέπράαα, διασόνοίοιοι!, που ετραγούδαγε κι ο Τζέκος στον Υποψήφιο. Ακλεργιά, συφορά μαύρη, πολέ μοι κι ό,τι κακό σου θέλει. Τα παραλές. Κοίτα ολούθε τι έκαμε. Από υψικάμινο μέχρι ουρανοξύστη κι από πλυντήργιο πιάτων μέχρι πλαστικό μια χρήσης. Έγραψε βιβλία. Από τη Θεογονία μέχρι τη Μανίνα. Επροόδεψε εις όλους τους τομείς. Εντάξει. Ερούφηξε τη Γης ίσαμε το μεδούλι. Άνω και κάτω τση επιφανείας και εις τα βάθη των ωκεανών. Ασκώνει μύτη και κατά το διάστημα του Σύμπαντος. Να μετοικήσει, ντάτα οκαζιόνε, ή νάβρει χώρο να ρίξει τα σκουπίδια του. Να ρουφήξει και παραπέρα. Ο άπληστος! Ο ανοικονόμητος! Ο άρπαγας! Ο τα πάντα σκορπών και πολέμους ποιών! Κοίτα, κοίτα… Τι;

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V
61

- Αυτό το ζευγαράκι. Φιγιέται κατ’ απ’ τον ευκάλυπτο. Αυτός έβγαλε το σουγιά του και κάτι χαράζει στο κορμό. Κι αυτή μαζώνει αγριομαργαρίτες και γελάει. Ένα με τα λούλουδα και τσι πασκαλίτσες. Στριφογυρίζει. Χορεύει την Άνοιξη. Τη ζωή. Ὡς χαρίεν ἔστ› ἄνθρωπος, ὅταν ἄνθρωπος ᾖ. 6-4-2022 ΣΧΟΛΗ ΟΔΗΓΩΝ

Θέλω αυτοκίνητο. Γιατί; Όλοι έχουνε. Δίπλωμα έχεις; Όχι. Να πας να βγάλεις. Μου θέλεις κι αυτοκίνητο και δεν έχεις δίπλωμα. Μπά αα… Έβγαλε. Με τη πρώτη το πήρε. Και στα σήματα και στην οδήγηση και στο παρ κάρισμα και στην οπισθοπορεία άριστα με τόνο. Ορίστε, κύργιε, το δίπλωμά σας και καλούς δρόμους. Επανήρθε. Θέλω αυτοκίνητο, δίπλωμα έχω. Παίρνε το δικό μου. - Είναι παγιό. Παμπάλαιο. Θέλω τζιποειδές με κίνηση στσου τέσσερεις τροχούς να πηγαίνω και στα βουνά και στα χιόνια. Ορειβασία μετ’ αυτοκινήτου θα κάνεις; Όλοι έχουνε. Αφού έχουν’ οι άλλοι δε μπορούνε να σε παίρνουν’ αυτοί; - Τώρα σοβαρά μιλάμε; Δε θέλεις να μου δώκεις! Εγώ στην ηλικία σου ούτε ποδήλατο δεν είχα. Κι εσύ μου θέλεις 4Χ4; Εμπήκε στη μέση η άλλη. Πάρτου το του παιδιού. Αφού έχεις. Άστο να χαρεί. Πότε θα γοδέρει; Άμα γεράσει; - Μα εμείς… Μη κοιτάς εμείς. Είναι κάτι πολύ καλά μεταχειρισμένα. Θέλεις να πάμε να δούμε; Από δεύτερο χέρι; Ούτε 200.000 χλμ δεν έχουνε κάνει. Σα καινούργια είναι. - Δε θέλω. Και πες που σου το παίρνω. Ασφάλεια, τέλη κυκλοφορίας, θα κάνεις και δήλωση και πού θα το παρκάρεις; Στη Πλατεία.

62
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ

-

Σε γελάσανε. Έκλεισε! Κάνουν’ έργα. Θ’ ανοίξει. Θα πλερώνεις με την ώρα. Από πού θα βγεις με 600 ευρά το μήνα; Θα μου τα πλερώνεις εσύ. Εγώ; Από πού; Πες του κι εσύ, ορή γυναίκα… Ίσα, ίσα δε τα φέρνουμε βόρ τα; Η αλήθεια πως ναι. Δε μας τρέχουνε κι από τα μπατζάκια, αγόρι μου. Μια ζωή στη στάτζα. Όταν επήραμε τ’ αυτοκίνητο σαράνταπέντε ήταν’ ο πατέ ρας σου. Επηγαίναμε στσου Κυνοπιάστες για νερό και μετά με σταμάταγε στο Λειβάδι του Ρόπα και μάζωνα λάχανα. Και παρκάραμε κάτου από το σπίτι. Τώρα; Στη Πλατεία το βάνουμε με τρία ευρά τη μέρα. Αλλά θα τ’ αυξήσουνε στο Θέονε ο Δήμος και μου φαίνεται που ή θα το πουλήσουμε ή θα το βάλουμε στο χτήμα να κάτσει ‘κεί. Παγιό είναι. Ποιός να το πάρει; Αντίκο είναι. Μας το γύρεψε κι ένας για αντίκο. Αντίκο είναι; Έχουνε πέραση τ’ αντίκα. Κάνουνε μάτι. Να το σιάξουμε, κάνε. Να το κυκλοφορώ. Θα πάρω μέρος και στο ράλι αντίκα. Θα με ζηλεύουν’ όλες. Ωραία! Να σου το γράψω. Και να πλερώνω ‘γώ ασφάλειες και τέλη κυκλοφορίας; Τι λες καημένε…, δε θέλω. Κράτησέ το. - Μωρέ, το κρατάω. Και παίρνε το. Αλλά να δω πού θα το παρκάρεις. Στη Πλατεία. Αυτό ξέχαστο. Θα δουλεύεις όλη μέρα να πλερώνεις το πάρκινγκ και δε θα σου μένουνε μήτε για οδοντογλυφίδα. Σοβαρά; - Σοβαρά! Δε βλέπεις τι γένεται; Τόχω μέσα αλλά λένε που θα μου το πάρει ο γερανός. Άστο καλύτερα. Σιγά το μόγανο. Λέω να με παίρνουν’ οι άλλοι. Αλλά το δί πλωμα που πήρα τι να το κάμω; Αναβάθμισέ το κι άνοιξε μια σχολή οδηγών. Να κονομάς κιόλας. Βγάνουνε. Κι όχι με τα 600 ευρά στη καφετέργια. Ετέγειωσα μαθηματικός. Αλλά καλά λες. Και

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 63
10-4-2022 ΛΑΧΑΝΑΚΙΑ ΒΡΥΞΕΛΛΩΝ «Φόρο 800 ευρώ για κάθε τόνο πλαστικών που δεν ανακυκλώνεται θα πρέπει να καταβάλλουν από φέτος όλες οι χώρες της ΕΕ. Αυτό συνεπάγεται ότι η καθυ στέρηση της Ελλάδας να προχωρήσει σε αύξηση των ποσοστών ανακύκλωσης
πού να τσου λέω που θα παρ κάρουνε; Στη Πλατεία λέγε τους κι ο Θεός βοηθός.

θα «μεταφραστεί» σε περίπου 60 εκατ. ευρώ/έτος για τα επόμενα χρόνια». Αυτά λέει η ΕΕ που δεν είναι Ετερόρρυθμος Εταιρεία αλλά Εταιρεία Επιτρόπων αμφιβόλου εταιρικότητας και συντροφικότητας. Κι όχι μόνο για τα πλαστικά. Για πολλά και διάφορα. Κανονίζει τα πάντα με συνδετήριο κρίκο το ευρώ, το ισχυρό (;), που αλληθωρίζει τελευταίως κατά μπιτ κόϊν μεργιά. Βουνά τα χρησιμοποιημένα πλαστικά. Από καλαμάκι μιας χρήσης μέχρι φελιζόλ συσκευασίας ψυγείου και στρωμάτσα καραβιού. Από μπατονέτα μέχρι παντε λόνι δερματίνης, εφαρμοστό. Και ημείς εις πλήρην απραξίαν. Όλα στον αυτό ματο πιλότο που έχει μακροχρόνιο ρεπό και δε πιλοτάρει. Αγανακτήσανε οι Επιτρόποι. Εσκίσανε τσι φανέλες τσου, τσι αθλητικές, 20% μπαμπάκι και 80% ίνες συνθετικές. Δεν είναι κατάστασις αυτή! Τι το επεράσανε; Ντεμπλόνι το περάσανε; Να τσου βάλουμε πρόστιμο. Να μάθουνε! Να πλερώνουνε τα καταστέματά τους! Κι όχι που αφήνουνε τσι κούτες όξω από το Παλάτι κι απ’ όξω από τσου κάδους. Ορίστε μας! Στο ταπέο θα φτάκουνε; Ξαναπαρκάρουνε κι αυ τοί οι άχρηστοι τα οχήματα και μποδάνε. Εδώκανε συχαρίκια ο ένας τ’ αλλουνού, υπογράψανε το χαρτί πλην ενός κι επή γανε να φάνε λαχανάκια Βρυξελλών με κρέμα γάλακτος, πλην του ενός που δεν έφαε, τί είχε τη κοιγιά του. Δε τρως; - Φαΐ είν’ αυτό; Σπεσιαλιτέ λαχανάκια! Εσύ είσαι που δεν υπόγραψες το χαρτί; Εγώ. Πουρκουά; Πουρκουά το μάτι σας τ’ αλλήθωρο που τρέχει στο κατήφορο. Τίν’ όλο τού το το κακό το πλαστικό; Συσκευασίες δεν είναι το 90 τακατό; Άμα δεν εβάναμε μπρος τσι συσκευασίες θα μιλούσαμε για τσι πλαστικές συσκευασίες; Από κει εξεκίνησε το κακό. Να φέρουμε πίσω τη σέσουλα και το τσουβά λι. Το στράτσο και το σκαρτότσο. Το ζύγι και τη μπαλάντσα. Κι όχι βάνω πρόστιμο 800 ευρά ο τόνος. Άμα δεν είχαμε πλαστικό θα ηθέλαμε ανακύ κλωση πλαστικού; Τότες ούτε τη λέξη ανακύκλωση, ούτε τη λέξη πλαστικό δεν ηξέραμε. Γιατί να τσι ηξέραμε; Μισό

σου

μπουκαλάκι με τσι τρύπες

ψιλό, το άσπρο.

κόκκινο καπάκι, να το ρίχτεις απ’ ευτείας στο φαΐ. Και άμα αδειάσει

πλένεις

αλλού

καπάκι

κι αλλού το βαζάκι το γυάλινο. Κι είναι κι αυτή η ετικέτα που δε βγαίνει με τίποτις. Γιατί δε λέμε στοπ στσι πλαστικές συσκευασίες ν’ απαλλαγούμε μια τση μιας; Πώς και γιατί να κάνει ο κόσμος ανακύκλωση; Οφείλει! Ο κόσμος οφείλει; Εσείς χρωστάτε τση Μιχαλούς. Αντίς να πείτε στοπ στη πλαστική συσκευασία βάνετε 800 ευρά πρόστιμο ανά τόνο. Πάτε καλά;

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ 64
φράγκο πιπέρι εζήτουνες και
το τύλιγε στο χαρτί το
Εμάθαμε τώρα στο
στο
να το
κι
το
το πλαστικό

- Το πλαστικό είναι μία κατάκτησις προόδου. Η βάσις των σούπερ μάρκετ. Πάρε-φεύγα. Τι θέλεις; Να πηγαίνεις και να του λες ζιάσε μου μια λίτρα μα νέστρα; Στο μπακάλικο θα ξαναγυρίσουμε; Δώκε μου, κύργιε Τριβυζά, δυο λίτρες φασούγια και μισό καρτούτσο πετρόγιο; Και ποιό το κακό; - Έλα!, δε λέει! Σελφ σέρβις. Εγώ βάνω στο ράφι κι εσύ περνάς απ’ το ταμείο. Και πλερώνεις με κάρτα και δε χασομεράς, μήτε ψάχνεις για τα ψιλά. Ετότες δεν ηθέλαμ’ ανακύκλωση. Τώρα θέλουμε. Και μετά προστίμου. Επί τόπου τι γίνεται; Εσυσκευτήκαμε περί τση ανακύκλωσης. Επροχτές. - Μπράβο σας. Και; Τι είπατε; «Στις υπηρεσίες Καθαριότητας & Ανακύκλωσης απασχολούνται 140 άτομα μόνιμο προσωπικό, 34 συμβασιούχοι που δίχως αυτούς θα ήταν αδύνατη η λειτουργία της υπηρεσίας και 35 περίπου άτομα επιπλέον, με 8μηνες συμ βάσεις κοινωφελούς εργασίας που είναι με άλλο εργασιακό καθεστώς. Τα σύμμεικτα απορρίμματα κατευθύνονται στο ΣΜΑ που κατασκευάστηκε στο Τεμπλόνι - με δυνατότητες αποθήκευσης του μέγιστου όγκου αποκομιδής απορριμμάτων της θερινής περιόδου - από εκεί γίνεται η μεταφορά τους στη Κοζάνη με συνολικό κόστος 160 ευρώ ανά τόνο. Έτσι λύθηκε το χρόνιο πρόβλημα με τα μη περισυλλεγμένα απορρίμματα που μάστιζε όλο το νησί της Κέρκυρας, όμως αυτή η λύση είναι προσωρινή και θα πρέπει να συνεχιστεί έως την κατασκευή του εργοστασίου επεξεργασίας των απορριμμά των». Έτσι το λύσατε; Παναπεί εστραβώθηκα τέγεια και δε γλέπω; Παναπεί 800 + 160 = 960 ο τόνος; Δεν εκατάλαβα τίποτις. - Φάε λαχανάκια Βρυξελλών να καταλάβεις.

ΜΑΜΑ Μ’ ΕΣΠΡΩΞΕ

Μάμα μ’ έσπρωξε ο Γιώργος. Κάτσε καλά, Γιώργόοο ... - Αυτός με πρωτόσπρωξε! Δε πειράζει, εσύ είσαι πιο μεγάλος. Αυτός είναι μιτσός ακόμα. Όλο εμένα μαλώνεις, αυτόνε τίποτις. Κάτσε κι εσύ καλά, Κώστα μου, δεν επιτρέπεται να σπρώχνεις τον αδρεφό σου. - Λέει ψέματα. Όποιος λέει ψέματα θα καεί στα αίματα. Παιδικά τα μαλώματα. Ανώδυνα. Ανώδυνα;

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 65
12-4-2022

Αμ’ απ’ τα ανώδυνα έρχονται και τα επώδυνα. Ποίος ήρξατο χειρών αδίκων; Από ποιόνε άρχισε το κακό; Οικογενειακή, τοπική, εθνική, παγκόσμιος αναζή τησις του κακού κι από πού ξεκίνησε. Η εφαρμογή του δικαίου που θέλει να ξεχωρίζει το καλό από το κακό. Τον Άβελ από το Κάϊν. Ο Θεός είναι καλός. Ο αντιΘεός είναι κακός. Εξ αρχαιοτάτων. Εξ όλων των ανα ζητήσεων του αγνώστου, του θεοποιηθέντος. Πανανθρώπινη συμφωνία. Κακά είναι όσα δεν είναι καλά. Καλά είναι όσα εψιθύριζε στ’ αυτί του Μίνωα ο Δίας στο Ιδαίο Άντρο κι οι Δέκα Εντολές του Ιουδαϊσμού και του Χριστιανισμού. Τρεις εξ αυτών: ου κλέψεις, ου φονεύσεις, ου ψευδομαρτυρήσεις. Είναι κι άλ λες αλλ’ αυτές είν’ οι πρώτες στα μαλώματα. Να σε κλέψω, εν ανάγκη να σε φονεύσω για να σε κλέψω και να πω ψέματα να μη λένε οι άλλοι ότι σε έκλεψα και σε σκότωσα αδίκως. Καθ’ όσον και το να σκοτώσεις ακόμα έχει δικαιολογίες. Ήμουν σε νόμιμη άμυνα και εν βρασμώ ψυχής, κύργιε Πρόεδρε. Μ’ έπνιξε τ’ άδικο. Έχω ελαφρυντικά. Εσείς στη θέση μου τι θα εκάνατε; Είμαι και ψυ χοπαθής! Ορίστε και το πιστοποιητικό του ιατρού. Και γίνεται η συνεδρίασης κεκλεισμένων των θυρών και βγαίνει η απόφασις ήξεις αφήξεις, είσοσι χρόνια, που γίνονται οχτώ και στα δύο βγαίνεις λόγω ανη κέστου βλάβης υγείας αλλά με βραχιολάκι. Δίκαια πράματα! Σε περίπτωση πολέμου; Σε περίπτωση πολέμου οι νικητές κάνουνε μία Νυρεμβέργη κι αποκηρύσ σουνε το Ναζισμό που σκότωσε, έκαψε, απανθράκωσε. Και κάνουνε μια συμφωνία να μη ξαναγίνει τίποτις τέτοιο. Από την Ιερά Συμμαχία μέχρι τον ΟΗΕ έτσι λήγουν’ οι πολέμοι. Με μια συμφωνία ισχυρή και διάτρητη. Και μετά; Δεν έχει μετά. Πάλι θα ξανασκοτωθούμε και πάλι ένας άλλος ΟΗΕ θα σώσει, πίσω από το μπερντέ, την έννοια του δικαίου, του ανύπαρκτου κι ανυπόστατου. Πάλι θα μαλώσει ο Γιώργος με το Κώστα γιατί τον έσπρωξε. Μέχρι ο Γιώργος κι ο Κώστας να γίνουν’ ανθρώποι. Τι άλλο; Μήπως μαλώνουμε γιατί δεν ειμάστενε ανθρώποι; Ανθρώποι ειμάστενε. Πρωτόγονοι όμως. Κι άμε πιο κει. Με μποδάς. - Θα το πω στη μάμα που μ’ έπρωξες.

Η ΡΑΧΗ (13-11-1993) Είναι σκληρά τση ράχης τα τριξίματα, σαν τση φθαρμένης της καρίνας, της παλιάς, πούχει γνωρίσει τετρακόσια τόσα κύματα και δεν τση πέρασαν μια δεύτερη μπογιά.

66
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
4-4-2022

Νωρίς, ασκούνταν σε υποθαλάσσια κοιτάγματα μέσα απ’ ολοκάθαρο κρουστάλλινο γυαλί, τώρα την τύφλωσαν τα φύκια και τα όστρακα και στα στραβά ψάχνει το δρόμο της να βρει.

Είναι σκληρά τση ράχης τα τριξίματα, έχουν ρυθμό τους κτύπους της καρδιάς, θόρυβος ξύλου που συστέλλεται και σαρακιού το γένος μαρτυρά. 16-4-2022

Ο ΦΟΥ ΜΑΝ ΤΣΟΥ

Έλα… Ποιός είναι; Εγώ! Ποιός εγώ; Δεν έχεις αναγνώριση κλίσεων; Όχι, γιατί νάχω; Να βάλεις. Δε θέλω. Δε με εκατάλαβες από τη φωνή; - Ο Φου Μαν Τσου είσαι; Ο Τζίμης είμαι. Ά! Δεν ακούω και καλά… Έβγα όξω στο μπαρκόνι να ιδείς. Λένε τα κάλαντα του Λαζάρου. Η Επίσκεψη; - Κι η Επίσκεψη και το Βαλανειό. Τέλεια! Περνάει και το Λύκειο Ελληνίδων. Καλό! Τσ’ άκουσες εσύ; Τσ’ ακούω τώρα. Έβγα στο μπαρκόνι να τσ’ ακούσεις κι εσύ. Δε βγαίνω, φυλάομαι. Μόλις έγυρα από τη τέταρτη δόση. - Σε πείραξε; Προς ώρας, όχι. Θα δούμε… Οι άλλες σε πειράξανε; Όχι, δόξα τω Θέονε. Αλλά φυλάομαι κιόλας. Και τα χέργια μου πλένω και μάσκα φορώ και τα παπούτσια μου βγάνω μόλις μπω σπίτι. Έχεις δει που οι πιο πολλοί στο δρόμο δε φοράν’ άλλο μάσκα; Αρχίνησε κι ο τουρισμός. Ανέβηκε κι η θερμοκρασία. Και στη Σαγκάη τι έγινε; Εκατέβηκε; Δεν ηξέρω. Όλη μέρα καρφωμένος στο γυαλί είμαι αλλά δε λένε. Μου κάε

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 67

ται μην είν’ δουγειά του Φου Μαν Τσου. Πάει ο Φου Μαν Τσου! Απόθανε. Δεν είδαμε στο «Φοίνικα» που εσκοτώ θηκε; Δεν ηξέρω. Λένε που αυτός ήφερε το κορωνοϊό. Εξ Ασίας. Και τι; ανεστήθη; - Ημπορεί. Του Λαζάρου εσήμερα. Χα, χα, χα… Λένε που αρέβαρε στη Κέρκυρα. Και πού μένει; Στο πάρκινγκ τση Κάτου Πλατείας λένε όπου μένει. Σε τροχόσπιτο. Αλλά δε βγαίνει, τί δεν εσώσανε οι διαγραμμίσεις.

19-4-2022 ΒΑΪΩΝ ΣΤΟΝ ΑΗ ΘΑΝΑΣΗ

Καλημέρα. Καλημέρα. Θα κατέβεις για τον Άγιο; Λέω να κατέβω. Έλα στο Λιστόν. Έχω πιάκει τραπέζι από νωρίς. Μην αργήσεις όμως, τί τα γκαρσόνια με καλοκοιτάνε όπου έχω πιάκει το τραπέζι μοναχός μου μ’ ένα καφέ. Κι όλο μου λένε οι παραδιπλανοί τη καρέκλα τήνε χρειαοσάστενε; Δε θάρθω. Θ’ ανέβω στον Άη Θανάση να δω τη λιτανεία. Κάνει και δέηση. Στο Λιστόν έχει φασαρία. Δε καταλαβαίνεις τίποτις. Ένα βουητό μόν’ ακούς και τίποτις άλλο. Δε το μπορώ. Εγώ αγοιώς είμαι μαθημένος. Και παναπεί να δώκω τσι καρέκλες; Να τσι δώκεις. Και ν’ ασκωθείς και νάρθεις στη Ιόνια Βουλή, στα σκαγιά, σε περιμένω. Κι άμα βρέξει μπαίνουμ’ από κάτου. Μαζεύει γνέφια απ’ τσ’ Άης Δέκα. - Δε μπορώ. Είδα κι έπαθα μέχρι νάρθω στο Λιστόν. Είν’ ανήφορος μέχρι κει πάνου. Έχω και το ισχύο μου. Έλα σιγά, σιγά. Ακόμα δεν εβγήκε. Δεν εβάρησε ο Άγιος. Εβάρησε. Εβγήκε. Τα Γυμνάσια τώρα θάναι στα Μουράγια. Μέχρι νάρθουνε δω πάνου θέλει ώρα. Έλα. - Λες; Λέω, μη το συζητάς. Πρώτ’ απ’ όλα εδώ δε φωνάζουνε. Κι όσοι είναι, όλοι κάνουνε και το σταυρό τους. Στο Λιστόν λίγοι, πολύ λίγοι τόνε κάνουνε. Κι ο Άγιος άμα περνάει οι περσσότεροι ούτ’ ασκώνονται. Κατεβάζουνε κάτι ούζάαα… - Και μπύρες. Τσου βλέπω από τα τώρας. Καένα σέβας… Αλλάξανε τα πράματα. Όλ’ αλλάξανε. Δε θ’ αφήκουνε τίποτις όρθιο. Όλα στο βωμό του χρήματος. Γι αυτουνούς μετράει μόνο η καλοπέραση. Γι αυτό σου λέω. Έλα στον Άη Θανάση που δεν έχει καφενεία. Είναι ήσυχα δω.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ 68

Όπως παγιά. Έρχομαι. Στάσου να πλερώσω.

Ο ΝΙΚΟΛΑΣ Ο Νικόλας, αχθοφόρος το επάγγελμα, εγύριζε με χίγια μπαλώματα στο βρακί του. Φανέλα μάλλινη, να του τραβάει τον ίδρω, χειμώνα καλοκαίρι, και ξυπόλη τος με πατούσες σα σιόλες. Στο κεφάλι του μαντήλι με τέσσερεις κόμπους στσι άκρες, να του στέκεται, τί δεν είχε μήτε για τρίτσα. Αυτός ήτανε ο Νικόλας που δεν ευτύχησε μέχρι που έκλεισε τα μάτια του να τόνε πούνε κυρ Νίκο. Του πεζοδρομίου. Του μεροκάματου. Ευτελής προσωπι κότης. Του πεταματού. Ψηλός όμως, γεροδεμένος με κάτι μούσκουλα που θα τα ζήλευε κι ο Μασίστας. Θεργιό. Κι όμορφος. Το μαυρισμένο του μούτρο το στολίζανε δυο μάτια πρα σινογάλαζα, τσακίρικα. Και τα δόντια του μια άσπρη γαρνιτούρα στο χαμόγελό του. Και χωρίς Κολινός. Έβραζε η υγειά απάνου του. Ταύρος! Να πάρεις αυτή τη σπέζα στη σιόρα…, ξέρεις ποια σιόρα… Σιορ σι. Ξέρω! Χίγιες δουγειές του ποδαργιού έκανε ο Νικόλας. Όλα τάξερε ο Νικόλας. Και ποιος και τι και γιατί. Όλα. Αλλά τάφος. Όχι ανοιχτός, κλειστός. Στόμα είχε και μιγιά δεν είχε. Και τόνε προτιμούσανε. Δε χάλαγε ούτε για τσιγάρο ο Νικόλας και μάζωνε. Άνοιξε και βιβλιάργιο στη τράπεζα. Αυγάταινε το βιβλιάργιο κι όποτε έμπαινε μέσα στη τράπεζα ήρθε η ώρα που του εκάνανε μέχρι και το σέβας. Τη Νίκολη τήνε κιαλάρισε σε μια σπέζα. Δουλικό. Από τα οχτώ της. Μοναχό του. Κι είχε φύγει κι ο τάτας της από χτικιό και φόρουνε μαύρα. - Αυτά μου τάδωκε ο σιορ Τώνης για τη κυρά σου. Εμείναν’ ακούνητοι. Αυτός με τη σπέζα κι αυτή με τη βούρτσα του πατώματος στο χέρι. Από χρόνια δουλικό η Νίκολη. Όλο υπό. Αλλ’ εμεγάλωσε στο ξένο σπίτι και μπόι έριξε κι είχε κι ένα μούτρο σα φεγγάρι. - Εκατάλαβα. Δεν εκατάλαβες τίποτις. Αυτά τα μαύρα που φορείς εγώ θα σου τα βγάλω, θα σου φορέσω κόκκινα κι ύστερα θα σε πάρω. Έβαλε τα μάτγια κάτου η Νίκολη, εκοκκίνησε, κι η καρδούλα της επήγε να σπά σει. Την εβάστουνε μη τση φύγει. Το ίδιο κι όταν τσήκανε ο Νικόλας τη καντάδα και τση το ετραγούδησε το θα σου φορέσω κόκκινα κι ύστερα θα σε πάρω. Και τήνε πήρε. Έγινε και τήνε πήρε. Κορώνα στο κεφάλι του την είχε ο Νικόλας τη Νίκολη. Μη στάξει και μη βρέξει την είχε. Νίκολη και νον τσε πιου. Ανάσανε κι αυτή, τ’ άχαρο, από τη στάτζα. Κυρά την έκαμε ο Νικόλας τη Νίκολη.

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 69
21-4-2022

Άνοιξε και το τουριστικό στη Σπηγιά. Ευκαιρία. Στσι καλές τσι εποχές. Όχι σα και τα τώρα. Εγιόμιζε το κασετί αλλά πάλε Νικόλα τόνε λεάνε. Ποτέ κυρ Νίκο. Παράξενο πράμα. Εκείνο το Μεγάλο Σαββάτο τήνε κατέβασε τη Νίκολη ο Νικόλας τη Χώρα. Στο μαγαζί ο απαυτός. Αυτή με ταγέρ κόκκινο τση φωτιάς. Σα πασχαγιάτικο αυγό ήτανε. Κι αυτός με κουστούμι και κολαρίνα. Εβγάλανε και φωτογραφία. Από το γάμο τους είχανε να βγάλουνε. Δυο σερνικά εκάμανε ο Νικόλας κι η Νίκολη. Και τόνα σερνικό εγίνηκε μηχανι κός και τ’ άλλο δεκεόρος. Καμάρι που τόχέεε…, ο Νικόλας. Τα παιδιά μου επροοδέψανε. Επιστήμονες! - Τώρα όλοι επιστήμονες γένονται. Κουτσά στραβά όλοι γένονται. Με το τίποτα; με τσι αμπωσιές; όλοι επιστήμονες γένονται. Από επιστήμονες; να φαν’ κι οι κότες… Ο Νικόλας ετελεύτησε του μάταιου τούτου κόσμου. Επήγε εις τάφον κλειστόν και ουχί ανοιχτόν. Όσα ήξερε, που ήξερε πολλά, τα πήρε μαζί του. Στο μνήμα του εγράψανε «κυρ Νικόλας 1900-1987». Έγινε κι αυτός κυρ μετά θάνατον. Λουλούδια στο μνήμα του και κερί αναμμένο σπάνια βλέπεις. Η Νίκολη είναι κι αυτή μεγάλη. Δε πολυβγαίνει. Και τα παιδιά έχουνε και τσι δουγειές τσου. 24-4-2022 ΨΕΥΤΙΚ’ ΑΡΝΙ Το ψέμα εδίκασε και το Χριστό τον ίδιονε. Μια ζωή ψέματα. Με το κιλό τα που λάμε. Τι δουγειά κάνεις; Επαγγελματίας ψεύτης. Λέω όλη μέρα ψέματα αλλά τα λέω ωραία. Με πι στεύουνε όπως τα λέω. Είναι τέχνη το ψέμα. Και κονομάς; Τ’ άντερά μου. Ο κόσμος θέλει ψέμα που να μοιάζει μ’ αλήθεια. Και πλε ρώνει όσο, όσο. Δεν είναι σωστό. - Το σωστό, σωστό δεν έχει και χαρά στον που δεν έχει. Φέικ χριστουγεννιάτικο δεντράκι με φέικ κλαργιά; Καρακιτσαργιό; Κατά μάνα κατά κύρη, κατά γιο και νοικοκύρη. Είδες πόσοι εβγάλανε φωτο γραφία από κάτου; Μύρμηρο. Γι αυτό σου λέω που αρέσουνε στο κόσμο τα ψέματα. Δώκε του κόσμου φέικ και πάρτου τη ψυχή. - Τι φέικ και ξεφέικ. Δεν υπάρχει φέικ. Όπου κουτογελάσει τον άλλονε. Δε βλέπεις τι γένεται παγκοσμίως; Ψεύτικο χρήμα, ψεύτικες ειδήσεις, ψεύ τικες υποσχέσεις, ψεύτικες χαιρετούρες, ψεύτικες ευχές, ψεύτικοι λόγοι, ψεύτικα απαγορεύεται, ψεύτικα επιτρέπεται, ψεύτικες ιδεολογίες, ψεύτι

ΓΙΩΡΓΟΣ
70
ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ

κα λουλούδια, ψεύτικοι μπότηδες, ψεύτικα υφάσματα, ψεύτικοι πολέμοι μ’ αληθινούς πεθαμένους, ψεύτικα χρώματα, ψεύτικες φωτογραφίες, ψεύτι κα γιορτάσια, τα πάντα όλα ψεύτικα. Ψεύτικος κόσμος. Μέχρι και τα παρα μύθια μας ψεύτικα εγινήκανε. Πασαρέλα για ψεύτες από ψεύτες. Ψάχνεις στα σκουπίδια για καμίανε αλήθεια. Από πού; Μέχρι ψεύτικο κρέας εκάμαμε. Θα παραγγέλνεις μισό κιλό παϊδάκια και θα σου τα φέρνουνε χωρίς κόκκαλο. Γιατί χωρίς κόκκαλο; - Ακόμα δεν εκάμαμε ψεύτικα κόκκαλα. Και τα πλαστικά; Άμα τα ψήσεις γιώνουνε. Αλλά θα τα κάμουμε τα ψεύτικα κόκκαλα εκ κυτ ταροκαλλιεργείας να μη γιώνουνε στα κάρβουνα. Σιγά το δύσκολο. Θα γλύ φεις το κυτταροκόκκαλο και θα ρουφάς και το μεδούλι. Ψεύτικο κρέας…, δε το πιστεύω… Στ’ ορκίζομαι στη ψυχή τση μάμας σου. Αλήθεια σου λέω. Τώρα είναι ακρι βό. Στα ντελικατέσεν τση Σιγκαπούρης θα τόβρεις. Αυτουνούς τσου κλείσανε μέσα και δεν έχουνε να φάνε. Ψωμολυσσάνε. Όχι, ορέ στη Σιγκαπούρη. Στη Σαγκάη τσου κλείσανε Τσου δίνουνε με το δερτίο απόξω από τη πόρτα. Ψεύτικο κρέας τσου δίνουνε; Όχι ακόμα.Μη βιάεσαι. Κατά κει πάει όμως η δουγειά. Οχτώ δισεκατομμύρ για στόματα ειμάστενε. Άμε τάισέ τα δυο λεφτά… Δε βλέπεις τι σκέδιο ντο μάτες τρώμε; Τα λάχανα; Το ψωμί; Έκλεισε κι η Ουκρανία και κει που έπαιρ να τη μπακέτα ένα ευρώ τώρα θέλω ένα κι εβδομήντα. Τα ρίζια; Μπάρμπα Μπεν λέει απόξω αλλά ψάξε βρέστονε το μπάρμπα Μπεν. Εχάθηκε κι αυτός μέσα στο ψέμα. Και τι θ’ απογίνει; Ή θα φάμε ο ένας τον άλλονε ή θα γίνουμε αγοιώς. Θα μεταλλαχτούμε. Εξελίσσεται η ζωή κι ο άνθρωπος. Τόπε κι ο Δαρβίνος. Ημπορεί να τρώμε πλαστικό και μέταλλο και να τα χωνεύουμε μια χαργιά. Έτσι θα λιγοστέψου νε και τα σκουπίδια. Δε θα τα πετάμε, θα τα τρώμε καθ’ όσον πάνου απ’ όλα η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ που τήνε κάμαμε κι επιστήμη. Γιατί; Καένας δε ξέρει αληθινά κι όχι ψέματα. Μη βγάλουμε κέρατα; - Κέρατα έχουμε από τα τώρας. Τα κέρατά μας πλερώνουμε, τα βερνικωμένα. Και τα τρώμε και τα πλερώνουμε. Δε το βλέπεις στο ψεύτικο λογαργια σμό του ρέγματος; Αμανήτανε νάχαμε μυαλό θα κάναμε μπρακ του μυαλού μας που γεννάει το ψέμα. Αλλά σού ‘πα. Το ψέμα εδίκασε και το Χριστό τον ίδιονε. Αρνί θα ψήσετε; Ένα ψεύτικο.

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 71

ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΠΑΣΚΑ Εκείνο το Πάσκα έπεσε νωρίς. Δώδεκα τ’ Απρίλη. Από βράδυ το Λιστόν άδειο. Είχε τσίφα. Αυτή δεν υπολόγιζε. Όλο τ’ απόγιομα εσιαχνόντανε στο καθρέφτη. Σώνείειει…, σ’ έφαε ο καθρέφτης! Τόσες ώρες ετοιμάζεσαι. Στον Επιτάφιο θα βγεις, αμηδά στο χορό θα πας… Για να σε δω…, δεν έβαλες τη φανέλα τη μάλλινη από μέσα; Πρικινέλι θα βγεις; Θα σε κόψει στα Μουράγια κακο μοίρα μου. Να πάρε δω να τήνε βάλεις. Δε θέλω. Τι δε θέλεις; Αρρώστιες θέλεις νάχουμε πασκαγιάτικα; Άσεμέεε…

Η θέρμη να μη σ’ αφήκει μωρή! Έ γλώσσα στη μάνα της. Δε κρυώνω. Τι δε κρυώνεις…, ο πατέρας σου με ταμπάρο εκατέβηκε. Κάνει ψόφο. Φυ σάει Παλερμίτης. Θα σε κόψει.

Δώκε μου τα γάντια μου. Πάρε δω. Κοίτα μη τα γιομίσεις κεργιά. Γειά σου μάμα. Εσύ παιδί μου δεν είσαι θηλυκό. Τσουλούκανος είσαι. Έτρεξε να προκάνει. Θα τήνε περίμενε στο Μαύρο Γάτο. Είχανε συνεννοηθεί. Εκεί ήτανε. Την έπιακε από το χέρι και τήνε τράβηξε κατά το Καφέ Γυαλί. Σκο τάδια. Τήνε φίλησε. Ποιός Παλερμίτης και ποιά φανέλα μάλλινη. Εβράζανε το τόπο τα νιάτα. Η γκρανκάσα εβάρησε δυο μπότα. Να φύγω, ξεκινάει. Κάτσε λίγο. - Δε μπορώ άλλο. Και μη με περιμένεις όταν διαλυθούμε. Θάρθει να με πάρει ο πατέρας μου. Εμπήκε στη γραμμή. Ανάψανε τα κεργιά αλλά τσου τάσβηνε ο αέρας. Επήρανε το βήμα τση μουσικής. Το Αντάτζιο την αναρίτσιασε. Ένοιωσε την ώρα και τη μέρα. Έγινε ένα με τον Επιτάφιο. Δεν ήτανε παιδί τση εκκλησιάς αλλά ο Επιτά φιος τση Μητροπόλεως λίγο ήθελε να τήνε κάνει να πιστέψει. Στου Αντρανίκ, τον είδε. Ψηλός, με το κουστούμι του το μπλε, του Γυμνασίου, και τη κολαρίνα του τη κόκκινη. Όλος ο Κλαρκ Γκέιμπλ ήτανε. Τήνε κοίταε. Τον είδες; τσήπε η Δέσπω.

Τον είδε και του γέλασε. Τα μάτια της σπιθίζανε. Περάσανε το βόρτο του Παλατιού. Τόνε ξανάδε. Μόνος του εστεκόντανε μπροστά από τη φοινικιά τση Κοφινέτας. Ανάφτε τα κεργιά. Εδώ κόβει ο αέρας, είπε η κυρία. Στο Λιστόν οι μωβ λάμπες του Τωνάκη προσθέτανε. Οι αστυφυλάκοι επροσέ

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ 72 26-4-2022

χανε μη κατέβει καένας από το πεζούλι. Είχε βάλει κι ο Δήμος σκοινί. Μέτρα τάξεως. Αυστηρά. Η μπροστινή έχασε το βήμα της κι έκανε κουτσό να το σιάξει. Άμα εκοίταες από κάνα μπαρκόνι ήβλεπες όληνε τη πομπή να σιέται δεξιά αριστερά στον ίδιο επιτάφιο ρυθμό. Αι γεννεαί αι πάσαι. Το κόρο. Η Κέρκυρα όλη θρηνεί τη Μ. Παρασκευή. Δε γιορτάζει. Σταυροκοπιέται, θλίβεται και περιμένει αύριο την Ανάστασή Του. Στο Πεντοφάναρο τόνε ξανάδε. Ήτανε κει μ’ ένα φίλο του. Φοιτητές κι οι δύο. Σε μια βδομάδα θάφευγε για την Αθήνα. Μετά το καλοκαίρι θα τον εξανάβλεπε. Μέχρι τότε θα τούγραφε και θα τσήγραφε. Κάθε μέρα τούχε πει να τση γράφει. Θα τσήγραφε ή θα τήνε λησμονούσε για καμιά Αθηναία; Αυτά εσκεφτόντανε όταν τον ξανάδε στον Αγι’ Αντώνη. Και δε του χαμογέλασε. Μπροστά από τα Δικαστήργια το σκογειό εχωρίστηκε στα δύο για να περάσει ο Επιτάφιος από τη μέση. Σιγή. Μόνο ένα στριγκλοπούλι ακουόντανε. Ο γκιώνης που φέρνει την Άνοιξη και την Ανάσταση. Ήτανε πίσω της. Αύριο στσι εννιά στη Στέρνα τσείπε. Το πατέρα της τον είδε. Εστεκόντανε απέναντι. 28-4-2022

ΕΒΟΥΓΙΑΞΑΜΕ

Χρόνια πολλά, Χριστός Ανέστη. Τι κάνει η Κέρκυρα; - Καλά και σε χαιρετάει. Εβούγιαξε! Λαός! Πατείς με πατώ σε. Ας είναι. Να δουλέψει ο κόσμος, να βγάλει τα σπασμένα. Μπράβο. Και του χρόνου. Εβγήκες στον Επιτάφιο; Σ’ ένανε μόνο. Είναι και τα χρόνια. Έχω και τη μέση μου. Μας έχουνε πει να μη βγαίνουμε και πολλοί. Κουράζετ’ ο κόσμος. Βαργιέται. Αγαναχτεί με τα σκογειά και τσι Προσκόποι. Η άλλη έλεε: τώρα περνάει η μαθητιώσα νεολαία…, δε θα σώσουμ’ άλλο. Ένα καπουτσίνο, παρακαλώ. Για τσι μουσικές μόνο έρχονται. Και για τσου μπότηδες. Ούτε για τον Άγιο. Για το πανηγύρι και το στριμωξίδι. Για το ποτό στα όρθια. Για τη φασαρία. Για το σόου. Σόου εγινήκαμε. Αμηδά είναι σα και τότες… Εξεφτίσανε τα πάντα όλα. Τώρα όλα για την επιβίωση. Το ξέρω, μη και δε το ξέρω; Όλοι μ’ ένα κουνητό στο χέρι είναι και βγάνουνε φωτογραφίες. Έτσι είναι. Άλλες εποχές. Ετότες εμείς εζιούσαμε το Πάσκα αγοιώς. Το νοι ώθαμε. Έμπαινες στη γραμμή κι είχες το νου σου στο βήμα, στη σοβαρότη τα, στη τάξη κι όχι μόνο γιατί θα σε παρατηρούσε ο καθηγητής. Γιατί έτσι ήπρεπε. Πίστευες, δε πίστευες, ένοιωθες το διαφορετικό τση στιγμής, την ιερότητα του τόπου σου πρώτ’ απ’ όλα, τση ιερής σου Κέρκυρας και του Άγιου της. Επήγαινες στον Επιτάφιο και χωρίς να το καταλάβεις εγινόσου

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 73

να, εκαταλάβαινες γιατί είσαι Κερκυραίος, ανεξαρτήτως καταγωγής και προελεύσεως. Γιατί, φίλε μου, τι είναι ο Κερκυραίος; Αυτός που μεγαλώνει και ζιει και καταπίνει τσι παραδόσεις και τα έθιμα του τόπου. Αυτός που στ’ αλάρμα τ’ Αγιού αναριτσιαίνει και δε λέει μόνο τώρα βαρεί ο Άγιος. Έχει διαφορά. Όπως κι ο καθένας νοιώθει ξεχωριστά για το δικό του τόπο που δεν είν΄ άλλος ομορφότερος στη πλάση. Τώρα; Τι δείχτουμε; τι μαθαίνουμε στα παιδιά μας; Μη βγεις στον Επιτάφιο, δε μας αφήνουνε να βγαίνουμ’ όλοι. Εσύ μη βγεις. Άμε ρίξε τρακατρούκες μέσα στο κόσμο, να γελάς. Κάτσε και με το κινητό να σκοτώνεις την ώρα σου και τον αόρατο οχτρό. Έτσι τα κουναρούμε. Κερκυραίους τα κάνουμε; Συνηθίζουνε στο σκουπίδι που ξε χυλίζει, στο άμα με παίρνει κάνω ό,τι θέλω, στο τα θέλω όλα τώρα, στο δος ημίν σήμερον και άφες αύριον, στο δε τόνε πάω αυτόνε και θα του κάνω μπούλινγκ, στο δεν έχω Παγιά Πόλη έχω έναν αχταρμά από μπιενμπί και καρέκλες και ντούκου-ντούκου ολημερίς και καλύτερα να φύγω. Αντικατα στήσαμε τα ιδανικά με την καινούργια ευκαιρία του κλέψε νάχεις. ΕΓΩ να περνάω καλά. Να κάνω ΕΓΩ ό,τι θέλω κι όποτε θέλω. Ό,τι μου καπνίσει, με βάση το κινητό. ΕΜΕΙΣ ΦΤΑΙΜΕ. Εμείς τ’ ανεχτήκαμε. Εμείς εδώκαμε τόπο. Είναι και κάποιοι που αντιστέκονται. Βλέπω, διαβάζω. Και που τσου διαβάζεις τι; Αμηδά τσου ακούνε… Χαρτωσιά δε τσου δίνου νε. Άστους να λένε, άστους να πουν. Ποιός τσ’ ακούει; Το ψάρι από το κε φάλι βρωμάει. Εβούγιαξε από κόσμο η Κέρκυρα; Αυτό τσου νοιάζει. Τόσο τακατό η αύξηση. Νάρθουν’ αυτοί, να τσου τα πάρουμε. Και βάνουνε στα ποδάργια τους Γη και Ύδωρ. Στ’ όνομα τση δήθεν ανάπτυξης. Αυτό μόνο τσου νοιάζει. Εβουγιάξαμε μου κάεται.

74
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
Η ΑΝΘΟΣΤΗΛΗ Επτά ήταν τα θαύματα εν τω κόσμω όλω: Η Μεγάλη Πυραμίδα της Γκίζας, οι Κρεμαστοί Κήποι της Βαβυλώνος, το Χρυσελεφάντινον άγαλμα του Ολυμπίου Διός, ο Ναός της Αρτέμιδος εις την Έφεσον, το Μαυσωλείον της Αλικαρνασσού, ο Κολοσσός της Ρόδου και ο Φάρος της Αλεξανδρείας. Αυτά μούλεγε ο θείος ο Στέφανος και συμπήρωνε: Μα όγδοον και κάλλιστον όλων αναμφιβόλως αυτός ο δυσπερίγραπτος της Καρολίνας…, αλλά δε το λέω διότι δεν είμαι αθυρόστομος. Τα εφτά θάγματα τση αρχαιότητας ήτανε έξη αγάρματα και χτίργια κι
Κατασκευασθείς
Δε κρεμόντανε βέβαια από πουθενά,
πού να κρεμαστεί; Ένας τεράστιος κήπος με φυτά και με λογής τω λογαδιώνες λουλούδια πρέπει νάτανε κι εκεί εγυρίζανε οι του παλατιού και οι κηπουροί
19-4-2022
ένας κή πος. Κρεμαστός.
από τη Σεμίραμι ή το Ναβουχοδονόσορα. Δεν έχει εξακριβωθεί και θα σας γελάσω.
από

υπό το Μέγα Ανθοκόμο κι εμυρίζανε τα άνθη και καθόντανε σε κάτι σκαλιστά παγκάκια αλλά προσέχανε κιόλας μη κάτσουνε απάνου και σε κάνα σκορπιό. Διότι οι σκορπιοί εις μέρη σκιώδη και υγρά κατοικούνε κι οι κήποι είναι ό,τι πρέπει γι αυτουνούς. Μεγάλη η αγάπη των ανθρώπων για τα λουλούδια. Τσου αρέσουνε πολύ, τα καλλιεργούνε στα ανθοκήπια, στα παρτέργια και στσι γκλάστρες και τα κόβουνε να τα πάρουνε στον εορτάζοντα, για να στολίσουνε τα βάζα στο σπίτι τους, να κάμουνε στεφάνια για τη Πρωτομαγιά, για τη κατάθεση στεφάνου, εις μνήμην του αποβιώσαντος προσφιλούς και σε κάτι άλλα. Πολύ τα χρησιμοποιούμε οι ανθρώποι τα λουλούδια αλλά δε τα τρώμε. Αφή νουμε τσι μέλισσες να μας εκάνουνε μέλι. Πλην ελαχίστων εξαιρέσεων βεβαίως, όπως τα σύκα, που άνθος είναι και ουχί καρπός κατά πως εμάθαμε εις την Φυσικήν Ιστορίαν στο Δημοτικό. Δε τα τρώμε τα λουλούδια αλλά μίανε ανθοδέ σμη τήνε κρατάει ο γαμπρός για να τήνε δώκει στη νύφη δια βίον ανθόσπαρτον και για νάχει να τση φωνάζει μετά: - Ορή Κατέρω, μέχρι λουλούδια σούδωκα στα σκαγιά τση Εκκλησιάς. Αλλά τρώε, τρώε σα παυλοσουκιά εγίνηκες. Εγώ; ή εσύ που μ’ εκάτσιασες από τη καλοπέραση; Λουλούδι με πήρες, τσουκνίδα με κατάντησες. Ανεπρόκοπε. Θα σ’ αφήκω, ορέ, θα πάω στη μάμα μου. - Αμήν και πότε! Μετά το Ναβουχοδονόσορα κήπους μεγάλους εκάμανε, κυρίως, όλοι οι Βα σιγιάδες τση Ευρώπης, τση λουλουδοστολισμένης. Και στη Κέρκυρα εκάμαμε τον Ανθώνα ή Μποσκέτο, αφιερωμένο τελευταίως στους Ντάρελς, τσου ονομα στούς. Και παραδίπλα στα Ανάκτορα του Αγίου Γεωργίου και του Αρχαγγέλου Μιχαήλ έχει και κήπο ωραίονε, αυτόνε που τώρα τόνε λέμε «Κήπο του Λαού». Με πρασινάδες και παρτέργια με πανσέδες και άλλα όμορφα, που τσου περι ποιείται η Υπηρεσία Πρασίνου πολύ καλά και μπράβο της. Τελευταίως κάποιος εζήλεψε το Ναβουχοδονόσορα κι είπε να κάμει το Κήπο του Λαού κρεμαστόνε. Προέκυψε γκρίντα. - Γιατί κρεμαστόνε; Κατσείτε καλά. Φτωχό τ’ αρνί, πλατειά η ουρά; Λίγο μέτρο. Δε ταιργιάζει. Δε τόνε σηκώνει το Παλάτι. Δε βλέπετε το σέστο; Μια ανθοστήλη εβάλαμε. Τι εκάμαμε; Τίποτις δε σας αρέσει; Είναι πολλοί που τσου αρέσει. Ανθοστήλη είναι. Σας το ξαναλέω! Ορέ Μέγα Ανθοκόμε, τσι ανθοστήλες τσι εβάναμε στα σπίτια μας. Στσι γω νίες από τη σάλα. Κι ήτανε και σκαλιστές. Απηθώναμε το βάζο με τα λουλού δια απάνου. Είχανε κι οι φωτογράφοι ανθοστήλες για ν’ ακουμπάνε απάνω τους το χέρι τους οι φωτογραφιζόμενοι και να μη στέκουνε σα κούτσουρα. Ανθοστήλες στσου κήπους δεν εβάναμε. Πώς εγίνηκε; Επήρατ’ άδεια; Ενέκρινε η Σεμίραμις.

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 75

Ο ΦΟΡΑΔΑΣ* Αγνώστου πατρός και μητρός και αγνώστου ονόματος και επωνύμου. Μούλος; Αδιευκρίνιστο. Λες και φύτρωσε όπως φυτρώνουν’ οι μαργαρίτες στσου πύρ γους του Νέου Φρουρίου. Στα ριζά, δεξιά από τη Πύλη των Λεόντων του Νέου Φρουρίου, τα νερά είχανε σκάψει το χώμα κι είχανε κάμει μια μικρογκρότα. Μόνο ένα κασούνι είχε για έπιπλο η γκρότα. Εκεί εχωνόντανε ο Φοράδας ως άλλος Διογένης. Μόνο που δεν εσυμβούλευε ούτε μίλαε σε καένανε. Δε τόπαιζε φιλόσοφος. Αλλά ημπορεί και να ήτανε. Ούτε απαντούσε σ’ όποιονε τόνε ρωτούσε τι κάνει εκεί, γιατί το κάνει, πως τα βγάνει πέρα, μη θέλει τίποτις και τα ρέστα. Έστεκε στη τρύπα του, ατάραχος και συλλογισμένος. Δυο λέξεις που και που εβγαίνανε από το στόμα του. Ναι, όχι. Και συνήθως ένα μμμμ… Δεν εδούλευε. Τι έτρωε; Τι έπινε; Καένας δεν ήξερε. Ελέγανε ότι έτρωγε κα ρυδάκια, αυτό το χόρτο που τρώεται κι ωμό. Κι όμως με καρυδάκια ή χωρίς καρυδάκια ήτανε πελώριος. Γίγαντας. Ένα μάτσο μούσκουλα μέσα στα κουρέ για του. Γιατί ο εν λόγω ποτές δεν εγύρεψε, ποτές δεν επαρακάλεψε, ποτές δεν ενόχλησε, ποτές δεν έσκυψε. Βράχος. Παρατηρητής σιωπηλός του μάταιου τούτου κόσμου που τρέχει και δε φτάνει και που για το συφέρο του τόνε πιάνει λιγγιό ολημερίς. Καλημέρα Φοράδα. Τι κάνεις; - Φοράδα είν’ η μάνα σου κι ο κερατάς ο πατέρας σου. Γιατί σε λένε Φοράδα; Για το μ…ί τση μάνας σου τση κουνέλας. Θα σε πιάκω και δε θα μείνεις ούτ’ ο μισός. Θα σε γιώσω. Έβανε τσι κόρσες ο απρόσεκτος κι όπου φύγει-φύγει κατά τα καΐκια. Μια φορά έκατσε ένα κάρο και πλάκωσε ένα παιδί όξω από τη ντέζα. Ετρέξανε ν’ ασκώσουνε το κάρο αλλά που; Δεν ασκωνόντανε. Εφωνάξανε το Φοράδα. Έλα να βάλεις ένα χέρι, θα πεθάνει το παιδί. Έτρεξε. Εμπήκε κάτου από το κάρο. Σα τον Αγιάννη από τσ’ Άθλιους μόνο που τούτο ήτανε πραγματικό κι όχι από βλιβλίο. Άσκωσε με το πλάτη του το κάρο λες κι ήτανε απ’ άχυρο. Ελευτερώθηκε το παιδί, εγλύτρωσε. Ο Φοράδας εγύρισε στη τρύπα του. Ένας επήγε και του άφηκε λεφτά. Έλα δω, ορέ, γ…ώ τα όβολά σου. Τόνε ξάτρεξε. Δε τον έπιακε. Του τα πέταξε από μακριά. Πάρτα, ορέ, εγώ δεν τάχ’ ανάγκη. Δώκε τα τση κυράς σου να σου γυαλίσει το κέρατο. Άσ’ το διάολο μέσα σου. Τα μαζέψανε από τα καΐκια. Να τ’ αφήνανε; Αυτός ήτανε ο Φοράδας, ο αγνώστου πατρός και μητρός και αγνώστου ονό ματος και επωνύμου. Μια σκια σε μια τρύπα. Ο άνευ ανάγκης. Ο ασκητής τση

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ 76 1-5-2022

Σπηγιάς. Αυτός που δεν επείραξε ούτε μύγα. Ένας άγιος σαν άγιος. Κάποια Πρωτομαγιά επήρε το θάρρος κι είπε σε μίανε κυρία με καπελίνο πού κοβε μαργαρίτες από το πύργο του Φρούργιου. Μη τσι κόβεις. Σε πειράξανε; Την άλλη μέρα ένας τον έβρηκε σέκο στη τρύπα του. Όλοι ελυπηθήκανε. Εμα ζέψαν’ όβολα να τόνε κηδέψουνε με όλας τας τιμάς. Κηδεία δημοσία δαπάνη. Εμαζεύτηκε κόσμος στη κηδεία του Φοράδα. Ούτε πολιτικός να ήτανε. Μακάρι όλοι όσοι κηδεύονται δημοσία δαπάνη να είχανε τη ψυχούλα του Φο ράδα. * Βασισμένο στο «Κερκυραίοι τύποι και Κορφιάτικα έθιμα» του Εμ. Μαυρογιάννη, Αθήναι 1949. 4-5-2022 ΦΟΒΟΥ ΤΟ ΜΑΗ Πουρκουά; Το Μάη αρχινάν’ όλα. Μετά το Πάσκα σώνει πανηγυρικά το μεγάλο ρεπό του χειμώνα και μπαίνουνε σ’ εφαρμογή τα σκέδια του καλοκαιργιού που γένονται από χειμώνα. Ποιά σκέδια; Ποιός σχεδιάζει από χειμώνα για το καλοκαίρι; Όλοι βάνουμε τα μούτρα κάτου. Εκατό ώρες δουγειά και ρεπό μεγάλο είναι τ’ όνομά του. Πώς θα βγει ο χειμώνας του εικοσιτρίο; Ποιοί δουλεύουνε; Εδώ ζητάνε κόσμο και κοσμάκη και κόσμος δε βρίσκεται να πάει να δουλέψει. Ακούς στσι ειδήσεις που δεν υπάρχει εργάτης για εργάτης; Ακούω. Είλωτες ζητάνε, όχι εργάτες. Τα παραλές. Εγώ έπιακα δουγειά στη ΜιμΙκος ΑΕ. Επήρανε και τη Μαίρη. Κι οι δυο μας μαζί θα παίρνουμε χίγια τετρακόσια το μήνα για τη θερινή σεζόν. Το χειμώνα στην ανεργία. Καλά είναι. - Παναπεί ο ΜιμΙκος και η Μαίρη; Αυτοί δεν αυτοκτονήσανε; Και τα παιδιά; Στη νόνα. Θα τα παίρνει μπάνιο στο Βίδο. Παναπεί τρεις νοματαίοι, εννιά ευρώ τη μέρα; Χώργια τα παγωτά; Θα πηγαίνουνε με το δεύτερο πειρατικό. Ημπορεί να είναι φτηνότερο. Αλλά η νόνα θα τα δίνει. Έννοια μου! Λέμε και τση Παναΐας, που γιορτάζει η Μαίρη, να πάμε κι εμείς να φάμε όλοι μαζί στο εστιατόργιο. Να κάμουμε κι εμείς μια βουτιά. Ανθρώποι ειμάστενε. Τση Παναΐας ανεβαίνει κόσμος πολύς. Να κλείσεις τραπέζι. Είν’ όλα ρεζερ βέ. Καλά λες. Θα πάρω τελέφωνο από τα τώρας. - Αλλά και πάλι δεν είν’ ωραία να τρως μεσ’ στο ντάβανο.

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 77

-

Εβάλανε και πάλι τραπέζια όξω από τη καντίνα. Στον ίσκιο. Μπα; Είδα φωτογραφίες. Τσου το δώκανε κι αυτό; Αυτό δεν ήτανε για τον κόσμονε; Δε τσου το δώκαν’ ακόμα, μόνοι τους εβάλανε τραπέζια όπως και πριν, δε θυμάσαι; Αλλ’ όπου νάναι θα τσου το δώκουνε. Χωρίς δημοπρασία; Γιατί άμα κάνουνε δημοπρασία θα πας να το χτυπήσεις; Βαρεί τ’ αυγό τη πέτρα; Ό,τι θέλουνε κάνουνε. Σε φέρνουνε προ τετελεσμένων γεγονότων. Γιατί νο μίζεις που ανοίχτηκε πάλι η κουβέντα για το Βίδο; Σου βάνουνε το μαχαίρι στο λαιμό. Σε περνάνε για κούτιακα. Μάης είναι. Όλο το χειμώνα βούβα. Ήγγικεν η ώρα! Λες να τάχουνε κάνει πλακάκια; Αυτό όχι! Μη το ξαναπείς! Πότε τα κάνανε πλακάκια για να τα κάνουνε και τώρα; Αλλά εξ ανάγκης. Αφού ερίξανε το υπόστεγο δεν έχουν’ αλλού ίσκιο και τι να κάνουνε κι αυτά, τ’ άχαρα; Να μη δουλέψουνε; Έρχεται χειμώνας βαρύς. Για κάμε κόντο. Μόνο τη ΔΕΗ να πλερώσουνε, μέσα θα μπούνε. Ας έχουμε και το γνώθι σαυτόν. Και γιατί ερίξανε το υπόστεγο; - Δε τόφαε το σαράκι από κάτου κι οι κεντρίνες από πάνου; Δε το φάανε; Και γιατί δε τσούκαμε ο Δήμος καινούργιο; Αφού αυτοί το πήρανε με το υπόστεγο. Έτσι δεν είναι; Και του τόχουνε πει του Δήμου με χαρτί. Κάμεμά στε καινούργιο υπόστεγο. Τι ξέρεις πόσο κάνει ένα υπόστεγο; Κι αυτοί δεν έχουνε. Πετσέντιδες. - Μωρέ έτσι είναι αλλά βλέπεις η ανάγκη. Κι ο Δήμος; Τι ο Δήμος; Ο Δήμος μας θέλει όλους απάνου. Να βουγιάξει το νησί από κό σμο θέλει. Να κόβουμε ξύλα, νάχουμε και για τη σόμπα. Και νάχει να φάει ανθρωπινά ο πάσα εις, κάτου από τον ίσκιο, να κάνει τσι βουτιές του και όλοι νάχουμε όλες μας τσι ανέσεις. Άμα δε δώκει τον ίσκιο στο εστιατόργιο

γένεται. Γεγονός τετελεσμένον! Μωρέ μη τσου δώκει κι όλο το νησί και το κάμουνε πριβέϊτ άϊλαντ. Όλα από Μάη αρχινάνε. Γι αυτό σου λέω. Φοβού

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ 78
ΣΤΣΗ ΣΙΟΡ’ ΑΝΝΑΣ Όλοι εκεί εμαζευόντανε. Για
Σιόρ’
κάμε
Κι αν
και
γένεται; Δε
το Μάη. 4-5-2022
καφέ πριν πάνε ν΄ ασκώσουνε.
Άννα
μου μια στάλα και γλήγορα, βιάομαι.
είσαι
παπάς με την αράδα σου θα πας…

-

Κάτσε κάτου ορέ, πού θα πας; Δε βλέπεις τι καιρό κάνει; Μάης και βρέχει. Σε λίγο θα κόψει. Γυρνάει ο καιρός. Αν κάμει ο Απρίλης δυο νερά κι ο Μάης άλλο ένα, χαράς σ’ αυτό το γεωργό πούχει πολλά σπαρμένα.. Εγώ από θάλασσα ηξέρω, στα χωράφια άμε συ να σκαλίζεις τσου κήπους. Ο Πάτελας ψιθυριστά στ’ αυτί του Γκαούρ: Πέστου για τη σμέρνα, πέστου για τη σμέρνα… Ορέ, ζευγαρώνει η σμέρνα με την οχιά; Ζευγαρώνουνε τα φίδια, αμέεε…

Αλήθεια; έχεις δει εσύ; - Ναι, μα το γιαλίσιο που δόλωσα. Πού είδες; Στη Πέτρα. Εβγήκε όξω η σμέρνα, ένα θεργιό δυο μέτρα ήτανε, κι ήταν’ εκεί η οχιά και τήνε περίμενε. Και ζευγαρώσανε; - Εκουλουριαστήκανε. Και τι έκαμες; Τι να κάμω; Ήμουνε και με το παραγάδι στο χέρι και μου βαρούσε μια κότσα δίκιλη. Να την έχανα; Εκοίταζα να τήνε μπάσω μέσα. Με το γραμπίο την έμπασα.

- Ορέ, πως γίνετ’ αυτό κάθε φορά; Όλο δίκιλες πιάνεις; Καμιά μισόκιλη ποτέ δε σου πιτυχαίνει; Όρσε, ορέ, να μη σου το χρωστάω… Ο καφές σου… Είχα ν΄ ασκώσω και το δίχτυ για τη παπαλίνα. - Τη παπαλίνα άμα τήνε κάμεις στο φούρνο με πομιντόρο, κρεμμύδι, σκόρδο ψιλοκομμένο και πιπερίτσα καούρικη, γλύφεις και τα δάχτυλα από τα πο δάργια σου. Πετιμέζι τον έκανες το καφέ σιορ’ Άννα. Σ’ αφήκανε

Ναι, τση το δίνει η Ηλεχτρικιά…., εδώ απέναντι.

Μη το γελάς…, σε τινάζει. Αλλ’ άμα προκάνεις και δαγκάσεις τη γλώσσα σου δε σε χτυπάει. Πού έχεις ρίξει; Κάτου από το Ρώσσικο. Εκεί κρατάει κότσες.

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 79
οι κοντραμπάντοι πα ραπάνου τσούκερο; - Μωρέ πιες εκεί το ύστερό σου… Ανοίγεις το στόμα σου σα τη πέρκα και δεν ηξέρεις τι λες… Εγώ την άλλη φορά εξεψάριζα μίανε πέρκα κι εκαρφώθηκα στο φτερό της. Με λάχτισε. Το φτερουγί τση πέρκας είναι αλλοίμονος! Μήτε του σκορπιού. Μωρέ μουδιάστρα μη σε τινάξει. Έχει ηλεχτρικό ρέγμα.

- Τσι δίκιλες; Να σου φυλάξω μίανε; Έκοψε το νερό, δε φεύγεις; Έφυγα. ………………………………………………………………….. Μια νιτσεράδα έλαμνε να βγει από τη Κόντρα Φόσσα. Ίσα που ξεχώριζε στο θρούμπαλο. Έτονε, ορέ! βγαίνει. Ασκωθήκανε στη πόρτα τση σιορ΄ Άννας κι όλοι μαζί του εφωνάξανε: κάβουρά αας… 5-5-2022 ΕΓΩ ΜΕΝΩ ΒΟΝΔΙΟΛΟΥ * Διαβάζω από το Επιχειρησιακό Πρόγραμμα του Δήμου Κεντρικής Κέρκυρας & Διαποντίων Νήσων 2020-2023. «Ανακτορικό συγκρότημα Αχίλλειον. Το Αχίλλειο είναι το ανάκτορο που έκτισε η αυτοκράτειρα της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας στην περιοχή του Γαστουρίου της Κέρκυρας στα τέλη του 19ου αιώνα. Το ανάκτορο κτίστηκε στην πλαγιά του βουνού, σε κτήμα έκτασης 81.600 τ.μ., που φθάνει μέχρι τη θάλασσα. Η αρχιτεκτονική μελέτη του ανακτόρου έγι νε από τους Ιταλούς αρχιτέκτονες Raffaele Caritto και Αntonio Landi. Το ανάκτο ρο κτίστηκε σε νεοκλασικό ρυθμό. Κύριο χαρακτηριστικό του είναι το πλήθος των αγαλμάτων που απεικονίζουν μορφές της Ελληνικής μυθολογίας και κο σμούν τον περιβάλλοντα χώρο και το εσωτερικό του ανακτόρου. Από την βίλλα Borghese προέρχονται τα αγάλματα που κοσμούν το περιστύλιο στο επίπεδο του Α’ ορόφου (Απόλλωνος, Τρεις Χάριτες, Εννέα Μούσες). Τους εσωτερικούς χώρους του ανακτόρου κοσμούν επίσης περίφημες τοιχογραφίες, έργα διάση μων καλλιτεχνών της εποχής. Στο κήπο του ανακτόρου, ξεχωριστή θέση κατέχει το άγαλμα του «Θνήσκοντος Αχιλλέα», έργο του γερμανού γλύπτη Herter. Στον κήπο δεσπόζει επίσης το ορειχάλκινο άγαλμα του «Νικώντος

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ 80
Αχιλλέα», ύψους περίπου 8 μέτρων, που τοποθετήθηκε εκεί μεταγενέστερα από τον αυτοκρά τορα (Κάιζερ) της Γερμανίας Γουλιέλμο Β’ στην αρχική θέση του «Θνήσκοντος Αχιλλέα» και απεικονίζει τον ήρωα μεγαλόπρεπο και επιβλητικό. Το Αχίλλειο περιβάλλεται από θαυμάσιους κήπους, με εξωτικά φυτά που εκτείνονται στην πλαγιά του βουνού μέχρι τη θάλασσα. Εκεί υπάρχουν οι εγκαταστάσεις της μνημειώδους αποβάθρας, καθώς και η μαρμάρινη γέφυρα που οδηγούσε τους επισκέπτες των αυτοκρατόρων από την θάλασσα στο ανάκτορο». Τη γέφυρα που ερίξαν’ οι Γερμανοί γιατί δεν εχωρούσανε να περνάνε τα τανξ; Αυτήνε.

Μου είπανε: Το Αχίλλειο ανήκει στο ΤΑΕΔ. Γκουγκλάρησα, δε το βρήκα. Μήπως στο ΤΑΙΠΕΔ; Στο Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου (ΤΑΙΠΕΔ) που εί ναι εταιρεία που ανήκει στην Ελληνική Εταιρεία Συμμετοχών και Περιουσίας (γνωστό και ως Υπερταμείο), η οποία δεν ανήκει στο δημόσιο ή στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός εκάστοτε ορίζεται, σύμφωνα με τον Ν.4389/2016 (ΦΕΚ 94/Α). Δεν ηξέρω. Δύσκολα τα πράματα με τσι συντομογραφίες κι άμε να βγάλεις άκρη. Σύμφωνα με τον ιδρυτικό του νόμο (Ν. 3986/2011), το ΤΑΙΠΕΔ αξιοποιεί την ιδι ωτική περιουσία του Δημοσίου, που του έχει ανατεθεί σύμφωνα με τις διεθνείς υποχρεώσεις της χώρας και τις προβλέψεις των Μεσοπρόθεσμων Πλαισίων Δη μοσιονομικής Στρατηγικής. Φέξε μου και γλύστρησα. Κάτι από μνημόνιο μυρίζει όλη η δουγειά. Το μνη μόνιο του ξεπουλήματος όλης τση χώρας, γιατί χρωστάμε μέχρι και τση Μι χαλούς. Δεν εξεπουλήσαμε τ’ ασημικά μας; Ανάμεσα σ’ όλα και τ’ Αχίλλειο. Υπερτόσο τακατό του ΑΕΠ το χρέος. Τ’ Αχίλλειο τση Σίσης; Αυτηνής. Τι μου λες… Και; - Κάνουν’ έργα. Ξηλώνουνε τα μάρμαρα στο δάπεδο του αντρέ με μια μικρή μπουλντόζα με σφυρί, και κάνουνε σκάλες από μπετόν. Γιατί; Γιατί χασμουργιέται το γατί. Από πού να ξέρω; Πάντως κάτι κάνουνε. Ποιός; - Ο κατσαπιός. Λένε για κάποιανε «Σιδηροδρομική Κατασκευαστική» από Θεσσαλονίκη με τρίτους υπεργολάβους. Αλλ’ αυτή μόνο μια δουγειά επήρε να κάνει. Τι φταίει; Λένε που μέσα σ’ όλη αυτή τη σκόνη π’ ασκώνει το μπουλντοζάκι δεν εσκε φτήκανε να σκεπάσουνε ούτε τσι τοιχογραφίες από το Παρεκκλήσιο για προστασία. Δεν έχουμ’ Αρχαιολογία; Έχουμε; Γιατί κι όταν ο Κάϊζερ εξεπάτωσε τσι τοιχογραφίες του Γιαλλινά από το περιστύλιο των Μουσών κι ήλεγε όπου θα βάλει κάτι ανάγλυφα σπουδαία, τάβαλε; Κι όταν εφύγανε από τη Κέρκυρα οι Γερμανοί το ’44 δεν επήρανε τη μάνα τους και το πατέρα τους; Κι οι δικοί μας δε το ρημάξανε; Από μπάνιο μαρμάρινο, ‘κεί πίσω από τη Φρύνη, μέχρι κουταλομαχαιροπή ρουνο; Όλοι τα ίδια κάνουνε. Εμένα θα μου πεις; Συντρίβουνε, δήθεν, που θα κάμουνε κάτι καλύτερο. Αλλά εννιά στσι δέκα τσούκα κάνουνε. Κι από πού επήρε τη δουγειά αυτή η «Σιδηδρομική»; Ξέρω γω; Από το ΤΑΙΠΕΔ; Θα σε γελάσω. Από το 2015 λένε που τρέχει το ΕΡΓΟ! Τότες αρχινήσαν’ αι μελέται!

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 81

- Τόσο παγιά; Και τι κάνουνε; Πρώτον επεριμένανε να ωριμάσει το έργο, σα τσι νόσπολες. Και προς ώρας συντρίβουνε τα μάρμαρα του αντρέ. Μετά θα ιδούμε. Παναπεί το δώκανε το Αχίλλειο σε ιδιώτη; Δεν ηξέρω. Αλλά όλα όσα είναι στο ΤΑΙΠΕΔ σε ιδιώτες δε τα δίνουνε; Να τα αναπτύξουνε; Και τι σόϊ ανάπτυξη θα κάνουνε; Κάνε με μάντη να σε κάν’ αφέντη. Το σπασμένο κομμάτι του βέλους του «Αχιλλεύς Θνήσκων» το κολλήσανε; Εμένα ρωτάς; - Και τι θα γίνει μ’ όλη αυτή την αργολαβία; Δεν ηξέρω. Δεν έχουμ’ υπεύτην’ ενημέρωση. Οι φημερίδες δεν εγράψαν’ ακόμα. Θα γράψουνε μετά; Άγνωστοι αι βουλαί. - Στάκα κάνε. Μη προτρέχεις. Ημπορεί νάναι και για καλό. Το καλό τους να τσου πιάκει. Άμα χαλάς τ’ αχάλαστο τι να περιμένεις; Τι να περιμένω; Το Χάρο περιμένω να μη βλέπω. Είδες στο Βίδο; Τα ίδια. Ασπέτα να σε διώξουνε κι απ’ τ’ Αχίλλειο, όπως κι απ’ το Υστερικό το Κέ ντρο. Από παντού δε μας εδιώχτουνε; - Εγώ μένω Βονδιόλου. Κι από κει θα φύγεις. * Παραγγεγιά 6-5-2022 ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΜΕΡΑ Κάθε μέρα έχουμε και μια Παγκόσμια Ημέρα να γιορτάζουμε. Χώργια αι εθνι καί και αι τοπικαί εορταί. Χώργια αι θρησκευτικαί. Χώργια τα γενέθλια και αι ονομαστικαί εορταί. Κάθε μέρα και μια γιορτή. Γιορτές μεγάλες, γιορτές μικρές, γιορτές ασήμαντες. Πάντως γιορτές. Τότες έγινε αυτό και τότες έγινε το άλλο. Γιορτές μετά παρελάσεων και ταρατατζούμ, γιορτές στη βούβα. Ο κύργιος Παντελής έχει γενέθλια. Να μη ξεχάσουμε να του πούμε τα χρόνια του πολλά. Ο Α.Ο. Κωλοφωτιάς εορτάζει εφέτος 112 χρόνια από την ίδρυσή του. Υπερηφά νως σας προσκαλεί. Η μνήμη παρούσα. Τότες εγίνηκε αυτό, τότες το άλλο. Το παρελθόν εορτάζει. Το παρελθόν που δε κουράζεται να σου θυμίζει εδώ είμαι και πρόσεξέ σου μη κάνεις τα ίδια μ’ εμέ. Τότες αυτό και μη με ξεχνάς. Κάμε μου κι ένα μνημόσυνο. Εορταστικόν.

82
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ

Η αλήθεια είναι που οι περσσότερες γιορτές περνάνε στα ψιλά. Λίγοι τσι θυμόνται. Ποιός θυμάται πότε αρχίνησε ο εκατονταετής πόλεμος; Εγώ όχι. Το μόνο που θυμάμαι είναι που τέγειωσε το 1453 τότε που έπεσε η Πόλη. Μάλλον γι αυτό το θυμάμαι. Οι περσσότερες γιορτές κι επέτειοι έχουνε σχέση με πολέμους και συφορές. Τότες εσφαχτήκαμε γι αυτό και τότες εσφαχτήκαμε για τ’ άλλο. Πάντα για το συφέρο, το ονόρε και το πείσμα. Εγώ είμαι καλύτερός σου, εγώ θέλω παραπάνου, εγώ, ξέρεις ποιός είμ’ εγώ; Ποιός είσαι; Ένα μηδενικό είσαι στη τρύπα του τίποτα. Αυτό είσαι. Πάντα από ένανε ξεκινάν’ όλα. Αυτός έχει τη φαεινή ιδέα. Και την εξηγεί στσου άλλους. Γεωπολιτικώς, θρησκευτικώς, ιστορικώς, αναλογικώς και κυρίως οικονομικώς.

Θα κονομήσομεν; Θα φάμε με χρυσά κουτάγια. Μη κινδυνεύσομεν; - Ημείς όχι. Θα υπάρξουσι όμως παράπλευροι απώλειαι. Παναπεί; Ο κόσμος. Άστον’ αυτόνε. Ας κάνει κι αυτός δυο θυσίες. Γιατί τον έχουμε; Εντάξει, έχουμε και επετείους γελαστές. Ημέρα γέγιου, ημέρα νερού, ημέρα έρωτος, ημέρα Ανοίξεως και τα ρέστα. Διαλείμματα στσι πολεμικές επετείους. Η 24η Φεβρουαρίου 2022, είναι σίγουρο πως θα γίνει επέτειος. Λίγοι θα τη θυ μόνται μετά παρέλευση ετών. Ρώσοι και Ουκρανοί που θάχουνε να λένε στ’ αγγόνια τους τότες εσκοτώθηκε ο πάππους σου και δεν ήτανε ούτε τριάντα χρονώνες. Ορφανά μας άφηκε. Ας όψονται. Οι άλλοι θα κάνουνε παρελάσεις, θα βγάνουνε λόγους υπέρ τση Ειρήνης των λαών, υπέρ τση ανωτερότητας του Έθνους, υπέρ του θείου Δικαίου το οποίον εστεφάνωσε τα όπλα μας και κάτι άλλα φωνήεντα. Και λόγω φυσικού αερίου θα γιορτάζεται και παγκοσμίως. Πα γκόσμια μέρα θα γίνει. 8-5-2022 ΩΡΑΙΑ ΗΤΑΝΕ Ωραία ήτανε. Τέσσερα χρόνια τώρα, ωραία ήτανε. Πως επεράσανε ούτε που το εκατάλαβε. Πριν τέσσερα χρόνια με την αμπωσιά του κόμματος, πούχε ρέγμα και βγήκε πρώτο, εβγήκε κι ο ίδιος. Η αλήθεια είναι που τότε έτρεξε όπου μπόρουνε να τρέξει κι όπου τόνε στέρνανε. Ποτέ δεν είπε όχι. Έλεγε ό,τι εγράφανε τα χαρτιά του κόμματος κι ό,τι άκουε στο τελεβίζιον να λέει ο Αρχηγός και οι υψηλά ιστάμενοι. Αλλά πολύ τρέξιμο. Κατακουράστηκε. Ελέγανε όμως οι ψηφοφόροι: Δραστήριος! Όλο τρέχει!

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 83

Και τόνε ψηφίσανε. Μετά όμως όλα καλά. Εσκούπησε με την ανάστροφη τον ίδρω από το κούτελό του κι άραξε. Εμπήκε στη Βουλή και να δεις που του εδώκανε κι έδρανο με τ’ όνομά του. Ψάρακας στην αρχή, όπως στο στρατό, άκουε και δε μίλαγε. Άκουε τσι παγιοκαραβάνες που ηξέρανε τα κατατόπια. - Η σιωπή είναι χρυσός. - Μάλιστα.

- Ουδέν ορθότερον τση γνώμης του Αρχηγού.

- Ξαναμάλιστα. Εκατάλαβε. Έτσι λειτουργεί το μηχάνημα και το κουρδιστήρι το κρατάει άλλος. Άμα και τα βάλεις με το κουρδιστήρι θα χάσει το ρολόι κάνα δευτερόλεφτο, όσο χρειάεται για να μην είσαι άλλο εντός μηχανισμού αλλά να κοιτάς το ρολόι απ’ όξω, μη βγει ο κούκος. Εβολεύτηκε εις την πρωτεύουσαν, τα μιστά τα καλά ετρέχανε, του εδώκανε κούρσα κι αστυφύλακα να τόνε προσέχει μη ξαγλυστρίσει πουθενά, στο κυλι κείο είχε μόνιμη θέση στο χώρο καπνιζόντων, στην αίθουσα έμπαινε στη χάση και στη φέξη και μόνο σε κάτι ονομαστικές ψηφοφορίες επήγαινε. ΝΑΙ σε όλα! Κάνα δυο φορές του είπανε ότι πρέπει να μιλήσει κι αυτός. - Και τι να πω; - Θα σου πούμ’ εμείς. Του τάπανε και του τα γράψανε. Έκανε πρόβες στο καθρέφτη, έπαιρνε πόζες και κούναγε και το δάχτυλό του να τα πει κατά πως πρέπει και να φαίνεται και στο γυαλί κατά πως πρέπει. Τώρα ποιός διάολος τον έβαλε να πει στο τέλος κι ένα δικό του; Πέραν τούτων και τα κατατεθέντα εκ της Αντιπολιτεύσεως δεν είναι τέγεια του ριξιμιού κι ο κύργιος Υπουργός τση Εθνικής Περιθάλψεως θα πρέπει να τα εκτιμήσει δεόντως και να τα λάβει υπ’ όψιν. Ημείς είμεθα δημοκράται! Καένας δε τόνε χειροκρότησε. Τον είδε όλο το Πανελλήνιον, τον ακούσαν’ οι δικοί του, κι εκεί που επερίμενε να του δώκουνε τα συχαρίκια τον αρχινήσανε στσι παρατηρήσεις. Του πέσανε τα μούτρα. Το πήρε κατάκαρδα. Κι ένας τούπε στα ίσια δε κάνεις γι αυτή τη δουγειά. Δε κάνω; Δε κάνεις αδρεφέ μου και μη σου κακοφαίνεται. Είσαι εκτός γραμμής κόμ ματος. Πας για διαγραφή. Και την άλλη μπακιά, παναπεί, να μην εκτεθώ; Όπως το λες. Αρκετά εκτέθηκες. Κι όπως ακούω δε σ’ έχουνε και σ’ υπό ληψη στο τόπο σου. Τι έκαμες τέσσερα χρόνια; Μόνο στσι παρελάσεις και στσι λιτανείες σε βλέπανε. Μετά των επισήμων. Τίποτις δεν έκαμες. Είχα ιδέες για όλα. Αλλά εσείς δε μούπατε η σιωπή είναι χρυσός; Ό,τι ήλε γε το κόμμα και το γκουβέρνο έκανα. Ελιβάνιζα και προσκυνούσα. Όλο σοι Κύργιε!

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ 84

- Τέλος πάντων. Βρέστα με την Αντιπολίτεψη που δεν είναι και του ριξιμιού, όπως λες! Κι άκου! Ενοχλάς! Να βάλω για Δήμαρχος; Περιφερειάρχης; Χλωμό το βλέπω. Δε κάθεσαι στ’ αυγά σου; Μα από Δήμαρχος κλητήρας; - Έτσι είν’ αυτά. Ή κάνεις ή δε κάνεις. Εσύ δε κάνεις. Σώνει σου. Δεν ήταν’ ωραία αυτά τα τέσσερα χρόνια; Ωραία ήτανε. - Γυναίκα με διώχτουνε από το κόμμα. Δε τσου κάνω άλλο. Να μη βάλω μου λένε. - Και; Βάλε με τσου άλλους! 10-5-2022 ΟΜΙΛΙΑ ΓΙΑΛΑΝΤΖΙ Μικρός; Φελλός. Στούκος. Με τσι αμπωσιές επήρε το απολυτήριον με επίδοσιν μετρίαν. Με μέσον εμπήκε στη Σκολή κι ετέγειωσε στα εφτά από τέσσερα χρό νια με παρακαλετά και γλυψίματα. Μετά όμως έκαμε και διδακτορικόν. Εξ αντι γραφών κι αναμασημάτων και κλεψιμιό του κουτουρού. Στο γραφείο του είχε κρεμασμένα τα φτυχία του. Όλα! Μέχρι και το δίπλωμα που επήρε μέρος στον αγώνα των 800μ. και ενίκησε νίκην δεκάτην ογδόην. Νάχει να βλέπει ο κόσμος χαρτγιά σε κορνίζες και να θαγμάζει. Πολλά φτυχία κομπάρε μου. Εκόπιασες πολύ στα γράμματα. Μην δίδετε σημασίαν, κομπάρε. Έχω και άλλα εις την κασέλαν. Αλλά δεν έχω πύργο να τα κρεμάσω όλα. Εισάστενε πολύ σπουδαίος, κομπάρε! - Δεν βαριέστε! Οι αξίες μετά θάνατον αναγνωρίζονται. Εσείς εξαιρείστε. Σας είδα και εις την τηλεόρασιν που ηλέγατε περί τση τά ξης τση αταξίας έναντι τση ευταξίας. Δεν εκατάλαβα, παναπεί, τι ακριβώς ηλέγατε, αλλά τι να καταλάβω κι εγώ το ζωντόβολο; Πάντως πολύ ωραία τα είπατε. Κι ο δημοσιογράφος, που ηξέρει, όλο ρεβεράντσες σας έκανε. - Να σας εδώκω πρόσκλησιν δια την επόμενην ομιλίαν μου εις την Εταιρείαν Ωφελίμων Γνώσεων. Μετά θα έχει και μπουφέ. Χίγια φχαριστώ. Θα έρθω. Επήγε. Πρώτα είχε ένα κουαρτέτο, μετά εβγήκε μια κυρία, ξανθό μαλλί βαμμέ νο, πολύ ωραία από μακριά, επαρουσίασε τον ομιλητήν, είπε για τα φτυχία του, για τας σπουδάς του, έπεσε το παλαμάκι και μετά επαρουσιάσθη ο ομιλητής. Έσιαξε το μικρόφωνο να το φτάνει, καθότι μποτσέτας, έσιαξε το γυαλί, ο αποτέ τοιος τούφερε και ποτήρι με νερό όπως στη Βουλή, κι εξεκίνησε. Τρία τέταρτα ομίλουνε. Ο διπλανός του κομπάρου έπερνε σπέντες. Τόνε σκούντησε.

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 85

- Δεν είναι σωστόν! Με κοίμισε, εγώ φταίω; Τόνε καταχειροκροτήσανε. Στο μπουφέ στριμωξίδι. Άσε κάτου το κιοφτέ, εγώ τον είδα πρώτος! Ο ομιλητής επεριφέρετο. Εκράτουνε κολονάτο ποτήριον με ηδύποτον και εδεχόντανε τα συχαρίκια. Μπράβο κομπάρε. Μπράβο σου και εις υγείαν. Εις υγείαν. Εκείνο που δεν εκατάλαβα, κομπάρε, είναι γιατί οι μόστακες έχουνε σκέση με τας επαναστάσεις. - Ανέφερα άπαξ και δια λόγους χιούμορ πως οι επαναστάτες αναπηδούν κάθε φορά ως μόστακες προς ανατροπήν τση τάξης τση αταξίας έναντι τση ευταξίας. Αυτό ήταν το θέμα μου. Κι εγώ ενόμιζα που θα μας ήλεγες για τσου μόστακες, κομπάρε. Τί οι αφιλό τιμοι μου ριμάξανε τα μπιζέγια. - Λυπούμαι. Εγύρισε σπίτι. Ήταν’ ωραία; Τι να σου πω, ορή γυναίκα. Δεν εκατάλαβα τίποτις. Ήλεγε κι ήλεγε, κάποια στιγμή κάτι είπε και για τσου μοστάκους, πήγα να προσέξω, αλλά μετά τα γύρισε και κάτι ήλεγε περί τση νέας τάξης πραγμάτων, παγκόσμια την είπε, κι εμπερδεύτηκα. Το διπλανόνε μου τόνε πήρε ο ύπνος. Πάντως οι κιοφτέ δες ήταν’ εξαιρετικοί. Κέτερινγκ. Ποιός επλέρωσε το τραπέζι; Χορηγός. Μεγάλος ευεργέτης τση Εταιρείας. Στο τέλος του εδώκανε και πλακέτα με τ’ όνομά του. Καλός κύργιος. Με το παρά μου τιμώ και τη κυρά μου. Τέτοιος. Μμμμ…, τσου ξέρω αυτουνούς. Καλά έκανα που δεν ήρθα. Όλοι αυτοί σου μιλούνε σε γκλώσσα άλλη. Δε τσου ενδιαφέρει να καταλάβεις. Δε σου μιλούνε στη γλώσσα σου. Αμολάνε κάτι ελληνικούρες κι όποιονε πάρει ο Χάρος. Άμα ξέρεις κάτι πολύ καλά, κάνεις και σε καταλαβαίνει κι ο πίγιο άσχετος. Κι ο τέγεια αμόρφωτος. Άμα δεν ηξέρεις, δε καταλαβαίνεις ούτ’ εσύ αυτά που λες. Κι ο κομπάρος μια ζωή φελλός ήτανε. Δε τόνε θυμάμαι μιτσόνε; Όλο πως δήθεν. Άμα δεν το ηξέρεις το πράμα ο ίδιος θα το κατα λάβει ο άλλος; Καλά έκανα και δεν ήρθα. Έφτιαξα ντολμαδάκια γιαλαντζί. Ποιος σούδωκε τ’ αμπελόφυλλα; Χορηγός η μάνα σου. Άνευ πλακέτας. Να σου βάλω; Βάλε.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ 86

ΤΟ ΦΥΣΙΚΟΝ ΑΕΡΙΟΝ

Ακρίβυνε. Διατί; Είδος εν ανεπαρκεία. Ας όψεται ο πόλεμος κι οι συφορές του. Ας όψονται κι οι κακοί οι λύκοι που χαίρονται στην αναμπουμπούλα. Εκλείσανε τη στρό φιγγα, κάνει ο ένας σκάση τ’ αλλουνού, εμπήκανε στη μέση ρούβλια, ευρά, μπιτκόϊν και δολάρια, μύλος. Ευτυχώς που είναι κι η Ευρώπη. Γιατί τι έκαμε; Απολύτως τίποτα. Είν’ εύκολο τόσο καιρό να μη κάνεις τίποτα; Οι άλλοι πε θαίνουνε αβέρτα μαν, δεν έχουνε τ’ άχαρα που την κεφαλήν κλίναι, το φυ σικό άεργιο θα κοιτάανε; Όπλο εγίνηκε κι αυτό. Βάνεις το χέρι σου και κλιεις τη βάνα και δε στάζει λες κι έχει διακοπή το νερό στου Σολάρη. Σπανίζει πλέον το φυσικό άεργιο κι ό,τι σπανίζει ακριβαίνει. Ως οι μπανάνες ετότες που απαγορευόντανε η εισαγωγή τους. Νόμος τση αγοράς. Τση μαύρης φιλελευθέρου; Τση όποιας γουστάρεις. Καύσιμον που κατά τσου υπολογισμούς το 2030 θε να καλύπτει το 25 τακατό των ενεργειακών αναγκών του κόσμου. Φιλικόν προς το περιβάλλον. Άχρουν, άοσμον και αόρατον. Με βάση το μεθάνιο. Κάνεις μία τρύπα πολύ βαθειά, το βρίσκεις, κι αυτό λόγω πίεσης ανεβαίνει κατά πάνου και ή το υγροποιείς στους μείον εκατόν εξήντα και το κουβα λείς με τάνκερ ελληνικών και άλλων συμφερόντων ή το συμπιέζεις και το ρίχτεις απ’ ευτείας στσου σωλήνες να πάει αλλού, εκεί που το θέλουνε και εισπράττεις. Αυτό. Και καίεται έ; Καίεται και καίει. Τσουρουφλάει. Δεν επήρες το λογαργιασμό του ρέγμα τος; Επήρα που να μην έπαιρνα. Εζεματίστηκα. Αλλά αφού η ενέργεια γίνεται μόνο κατά 25 με 30 τακατό από φυσικό αέργιο τα άλλα 70-75 τακατό τι κάνουνε; Κάθονται; Γιατί δε βάνουνε πλάτη; Ευκαιρία ζητούσανε και πέσανε κι αυτά, ως κακοί λύκοι, εις την τρύπαν τση αναπροσαρμογής. Είναι βαθειά; Δεν έχει πάτο. Τι μου λες; Παναπεί τώρα που βρισκομάστενε; Ψάχνουμε το πάτο; Πάμε να τήνε κλείσουμε τη τρύπα με σελοτέϊπ αλλά δε κάθεται το αφι λότιμο το σελοτέϊπ. Και ψάχνουμε δια εναλλακτικάς λύσεις. Ασκώνουμε κάτι

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 87 11-5-2022
θελέσπια ανεμόμυλους στα βουνά, σκεπάζουμε τα παραδοσιακά κε ραμίδια και τα χωράφια με κάτι πάνελ φωτοβολταϊκά, κάνουμε κι άλλα φράγματα όπου τρέχουνε ακόμα νερά, ημπορεί άμα θέλουνε τ’ αφεντικά ν’

ανοίξουμε κι άλλες τρύπες μην έβρουμε κι εμείς φυσικόν αέριον όξω από τσου Παξιούς κι ας ξεκάνουμε και τσου ζιφιούς και τας καρέτας-καρέτας που εκβράζονται κατά Δασιά μεργιά η μία πίσω την άλληνε. Εμείς τι μπορούμε να κάμουμε; Ως χώρα νάχουμε περσσότερα μνημονιακά πρωτογενή πλεονάσματα να μη τριτώσει το κακό. Ως άτομα πρέπει να κάμουμε οικονομία. Να σφίξουμε κι άλλο το ζωνάρι. Έχει ακόμα μία τρύπα. Μετά πάπαλα. Και να μη κατα ναλώνουμε τζάμπα την ενέργεια. Βγαίνεις από τη κάμαρα; Σβήσε το φως. Ασκώνεσαι από το καναπέ; Κλείσε τη τηλεόραση, τί την αφήνεις να παίζει; Και να γυρίσουμε στσι καλές εποχές όπου εκάναμε μπάνιο στη σκάφη κάθε Σαββάτο. Όχι όλη την ώρα θερμοσίφουνας αναμμένος και να λουστώ γιατί βρωμάω. Τάλεγε κι ο Λογοθετίδης σ’ ένα έργο. Τι τσούχουμε τσου διακό πτες; Ανοίγεις, κλείνεις. Τι; συνεταίροι με τη ΔΕΗ θα γίνουμε; Μπάαα… Εδιάβαζα ότι κάθε άνθρωπος παράγει κάθε μέρα 600 ml αέρια. Ξέρεις…, τα γνωστά. Θυμάσαι που στο σκογειό άσκωνες το χέρι κι ήλεγες, κυρία ο διπλανός μου έκανε μία αποφορά; Κι οι αποφορές βάση το μεθάνιο έχουνε αλλά πιο λίγο. Καίονται όμως. Άμα έχεις φας και κραμπί βραστό, εκεί να ιδείς! Ένας υπολόγισε που πρέπει όλοι οι ανθρώποι να παράγουμε κάπου 5 εκα τομμύργια κυβικά τη μέρα. Κάπου δυο δισεκατομμύργια κυβικά το χρόνο. Δεν είναι και λίγα. Βάλε και τι βγάνουνε τα ζα. Μπορούνε κι αυτά να βοηθήσουνε άμα τα μαζώξουμε όλα τα ανωφελή φυσικά αέργια που πάνε χαμένα. Και πώς να τα μαζώξουμε; Αθάνατη Κέρκυρα με τσι κλανιόρες σου. Κάτι ηξέρανε κι οι παγιοί. 13-5-2022 ΑΝΑΣΤΑ Ο ΘΕΟΣ Ανάστα ο Κύριος. Ανάστα ο Θέος. Πέφτουν’ οι μπότηδες κι οι καπάσες. Κρό τος μεγάλος. Κρότος, ήχος, αχός, βουή, θόρυβος. Βαρεί και το κανόνι από το Φρούργιο. Να φοβηθεί ο θάνατος, να φοβηθεί το κακό, να πάει να φύγει. Μα κριά μου, μακριά μας. Από παγιά, άμα εφοβόσουνα, εσφούριζες τα βράδια στα καντούνια, ετραγού δουνες,

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ 88
εμίλουνες δυνατά, εβάρουνες το ποδάρι σου στο πάτωμα μέχρι να βρεις ν’ ανάψεις το φως στη σκοτεινή τη κάμαρα, να
τόνε τρομάξεις το Μώρο που παραφύλαε πίσω από τη κολτρίνα και κάτου από το κρεβάτι. Το ίδιο κι όταν εγυρνούσες από το «Φοίνικα» κι είχες δει το έργο με το Κρίστοφερ Λη, το δράκουλα, κι είχες ν’ ανέβεις τη σκοτεινή τη σκάλα. Μάμα, άνοιξέ μου, εφώναζες. Ανθρώπινη αντίδραση. Φοβάμαι; Φωνάζω. Να φοβηθεί το κακό και να μ’ αφή

κει. Πέφτουνε μπόμπες; Φώναζε μη και τσι διώξεις και πάνε παραπέρα. Ξεπηδάς για την επίθεση; Χτύπα την ασπίδα σου με το ξίφος. Κλαγγή. Ιαχή. Αλαλά! Αλαλαγμός! Όλοι φωνάζουνε. Η κοινή κραυγή ενώνει. Σου δίνει ορμή, θάρρος, παμείτε ορές! βαρείτε μεσ’ στα όλα. Νυν ο υπέρ πάντων αγών. Αέρα και τσου φάγαμε. Τρως τη σφαίρα εν μέσω του κακού ορυμαγδού και σου κόβετ’ η φωνή μ’ ένα άααχ..., μια τελευταία φωνή. Εξάπλωσες; Θέλεις την ησυχία σου. Να κλείσεις τα βλέφαρά σου, ν’ αποκο ρωθείς. Να μην έχεις τα ντούκου-ντούκου του απέναντι ή την εξάτμιση από το μηχανάκι, να πάει τρεις και να μην έχεις κλείσει μάτι. Υπάρχουνε νόμοι. Καλώς αλλά να τηρούνται. Τι τσου φταίω να ξαγρυπνάω; Αύριο θ’ ασκωθώ από τσι πέντε, να πάω για δουγειά. - Να πάρεις το εκατό. Μωρέ και το διακόσια να πάρω έχουνε βάλει τσιλιαδόρους και τσου ειδιο ποιάνε. Και μόλις φύγουνε οι αστυφυλάκοι, ξανά ντούκου-ντούκου. Έχουν θεσπισθεί ώρες κοινής ησυχίας. Μπούντες; Γιατί ο μάστορας του αποκάτου έρχεται να δουλέψει τρεις με πέντε το μεσημέρι; Την ώρα όπου πάω να νεκρωθώ; Γιατί εκείνη την ώρα γυρίζουνε οι ερμπιενμπίδες από τη θάλασσα σα τα μουχτερά και κοντεύου νε να ρίξουνε και τη σκάλα κάτου; Άσε τα χαχανητά. Άσε που ό,τι έχουνε να πούνε το λένε στσι σκάλες. Άμε μετά να ησυχάσεις. Είσαι επισκέφτης, κύρ γιε. Μουσαφίρης. Κάτσε περιηγητής κι όχι τουριστοκλαρινογαμπρός. Κι εσύ που πας στο εξοχικό σου το καλοκαίρι και νοικιάζεις το σπίτι σου στο Υστε ρικό το Κέντρο κοίτα που τα σπίτια μας δεν είναι χάνια. Άντε, μη το κάνουμε σα το χάνι τση Γραβιάς και βγούμε στσι σκάλες με τα καργιοφίγια. Εγίνηκε η Παγιά η Πόλη κύμβαλον αλαλάζον. Υστερία τήνε πιάνει και σε πιάνει. Άσε τον κόσμο να δουλέψει. Από το τουρισμό ζιούμε όλοι μας. Ποιός λίγο, ποιός πολύ. Κι επειδής ζιούμε από το τουρισμό είν’ ανάγκη να φωνάζουμε; Να βάνουμε τα ράδια στη διαπασών; Μα τι είναι ο τουρισμός; Πάρε-πάρε, εδώ τα καρ πούζια τα καλά και φτηνά; Όλα τα σφάζω κι όλα τα μαχαιρώνω; - Έχει παρατηρηθεί που όταν είναι

μια κουνάς χέργια, πόδια, κορμί εις τον ρυθμόν τση μουσικής κι από την άλλη πίνεις όσο κοιτάς το κινητό. Και ούτως αυξάνεται η κατανάλωσις του οινοπνεύματος. Του οινοπνεύματος, ναι. Του πνεύματος; Αυτό κι αν καταναλίσκεται. Γιατί νομίζεις πως υπάρχει έλλειψη; Είδος εν ανεπαρκεία εγίνηκε. Και καλά το καλοκαίρι. Το χειμώνα που δεν έχουμε τουρισμό τα ίδια δε γίνονται;

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 89
πολύ δυνατά η μουσική περιορίζονται αι συνομιλίαι τση τραπεζοκαρεκλοκαθισμένης σου παρέας ή τση όρθιας που στέκεται απάνου απ’ το κεφάλι σου, σα το Χάρο. Και εξ αυτού, αφού δεν έχεις τι άλλο να κάμεις και τι άλλο να πεις, από τη

ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ 90 - Από κεκτημένη ταχύτητα. Έχει αλλάξει ο πλανήτης όλος. Και γκρινιάζεις γιατί σου χαλάνε όλα όσα είχες συνήθειο μια ζωή. Όλο το καλοκαίρι στην υπη ρεσία τω διακοπώνες ειμάστενε και μας έχει πάρει η φόρα. Έτσι σου λέει είναι η διασκέδασις. Καφέ-μπαράκι μετά μουσικής πολλών ντεσιμπέλ. Τι περιμένεις; να σου τραγουδάει ο γλυκός Κωστής και να σε σερβίρει ο άλλος με το πράσινο σακάκι με τα χρυσά κουμπιά και το παπιγιόν; Κοίτα! Τούφυγε ο δίσκος από τα χέργια και ριπιστήκανε όλα κάτου. Ρεμπό μπο! Ανάστα ο Θέος! 14-5-2022 ΟΠΟΥ ΑΚΟΥΣ ΠΟΛΛΑ ΚΕΡΑΣΙΑ… Λέγει η εφημερίς. Αντίπροχθες, 10/5, κλιμάκιο του Πολιτιστικού Ιδρύματος Ομίλου Πειραιώς (ΠΙΟΠ) εφώναξε όλες τσι Δημοτικές Παρατάξεις για να τσου πει για το «Μουσείο Τεχνολογίας του Χαρτιού και τση Ελληνικής Τυπογραφίας» που έχει υπ’ όψη του να κάμει στον Αγγλικό Στρατώνα του Νέου Φρούργιου. Δυο παρατάξεις δεν εμφανιστήκανε. Δεν ηθέλανε, ως φαίνεται, κουβέντες. Γιατί ορές παιδιά δεν επήγατε; Είχατε δουγειά; Δεν ηθέλαμε. Τι να πούμε; Κάθε λίγο και λιγάκι θα ξανακουβεντιάζουμε τα ίδια και τα ίδια; Τάχετε ξαναπεί; - Βεβαίως! Δεν εκάμαμε το 2011 ολόκληρο Δημοτικό Συμβούλιο και το κουβεντιάσαμε το θέμα επί ώρες; Το ΠΙΟΠ ετότες ούτε τσι μελέτες του δε μας ήφερε. Κι όλοι τσούπαμε όχι κύργιοι. Ομοφώνως. Και το 2012 το Υπουρ γείο Πολιτισμού, που τούχε παραχωρήσει του ΠΙΟΠ τη χρήση του Αγγλικού Στρατώνα και των λοιπών εντρίγων που του χάλεψε, του τήνε πήρε πίσω τη παραχώρηση. Αλλά από το χειμώνα του 2021 τσου ξαναθυμήθηκε του ΠΙΟΠ να ξαναζητήσουνε

Θα ρίξουνε τόσα λεφτά; Σιγά που θα τα ρίξουνε αυτοί. Ούτε τη θέρμη τους δε θα μας ερίξουνε. Τσούχεις για κούτιακες; Από το ΕΣΠΑ λένε που θα πάνε να τα πάρουνε για να κάνουνε αυτό που θέλουνε. Αλλά μετά θα βάνουνε 150.000 ευρά το χρόνο, λένε, για τη συντήρηση του Μουσείου και του Φρούργιου και τα λοιπά.

το Νέο Φρούργιο για να κάμουνε το Μουσείο. Κι αυτή τη βολά εδώκανε στο Δήμο και τσι μελέτες, μάλλον αυτές τσι προ δε καετίας. Είπαμε τι είπαμε το Δεκέμβρη του ‘21 στο επειγόντως συγκληθέν Δημοτικό Συμβούλιο αλλά μηδέν εις το πηλίκιον. Άλλοι ηλέγανε δεν έχει δουγειά η Τράπεζα στο Νέο Φρούργιο κι άλλοι ορές να προσέξουμε μη χάσουμε τα οχτώ κατομμύργια που θα ρίξουνε σα φέϊγ βολάν από το τρούλο του Φρούργιου, νάχουνε οι Κερκυραίοι να τα μαζώνουνε.
ΓΙΩΡΓΟΣ

- Και θα βγούνε; Θα βάλουνε 4 ευρά το άτομο εισιτήργιο, χώργια τα παιδιά και τα λοιπά που δε θα πλερώνουνε. Και δε μου λες; Το Νέο Φρούργιο είναι του Δήμου και του το ζητάνε; Του ΥΠΠΟΑ (Υπουργείο Πολιτισμού & Αθλητισμού) είναι αλλά θέλουνε και το στα μπένε από τσου Κερκυραίους γιατί φοβόνται μη τα κάμουμε Γης Μαριάμ όπως το ’76 για το Βίδο όπου ερίξαμε και το «100» στη θάλασσα. Και το ΥΠΠΟΑ τσου το ξανάδωκε; Για να μη το λένε δε θα τσου το ξανάδωκε. Δεν ήξερω κιόλας. Αλλά αυτοί εκεί. Ήρθανε, λέει, και φέτος το Μάρτη και μιλήσανε με εκπροσώπους ακα δημαϊκών, πολιτιστικών και παραγωγικών φορέων τση Κέρκυρας. Κι αυτοί τι τσούπανε; Δε το λέει η εφημερίς. Άκρα του τάφου σιγή. Τα εν οίκω μη εν δήμω. Λες να τα συμφωνήσανε; Χμμμ… Ας μας επούνε αυτοί όπου εκουβεντιάσανε. - Εντάξει, το Νέο Φρούργιο είναι του ΥΠΠΟΑ. Παγιά τίνος ήτανε; Άκουε να μαθαίνεις: Το Νέο Φρούριο τση Κέρκυρας ή του Σαν Μάρκο, βοήθειά μας, εχτίστηκε επί Ενετοκρατίας μεταξύ 1576 και 1645. Στην περίοδο τση Αγγλοκρατίας έγινε μεγάλη παρέμβαση στην ακρόπολή του, μεταξύ 1842 και 1845, με την κατασκευή του Αγγλικού Στρατώνα, ο οποίος ενσωματώθηκε στο προϋπάρχον και ολοκληρωμένο από το 1645 φρουριακό Ενετικό συγκρότημα. Αποτελεί από το 1845 αναπόσπαστο τμή μα του και όχι κάτι το ξεχωριστό και ανεξάρτητο του όλου Νέου Φρουρίου. Αποτελεί μια σημαντική προσθήκη στο Νέο Φρούριο. Σήμερα, μετά το Υπουργείο Εθνικής Αμύνης που διατηρεί ακόμα τμήμα του Νέου Φρουρίου με την λειτουργία του ΝΑΣΚΕ, «ιδιοκτήτης» του Νέου Φρουρίου είναι το ΥΠΠΟΑ Από τα τέλη της δεκαετίας του

και έγιναν επισκέψιμες αρκετές μίνες, λειτούργησε έκθεση Κερκυραϊκής Κεραμικής στον Αγγλικό Στρατώνα και αναψυκτήριο

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 91
’80 ο Δήμος μελετούσε την παρέμβασή του στο Νέο Φρούριο, το οποίο ο Δήμος εκφράζοντας όλους τους Κερκυραίους το θεωρεί δικαιολογημένα κομμάτι της Κέρκυρας και «δικό» του. Το 1991 ο Δήμος με πρωτοβουλίες του με την συμπαράσταση του ΝΑΣΚΕ και κυρίως των Κερκυραίων, στους οποίους απευθύνθηκε, κινητοποίησε και έτυχε της θερμής ανταπόκρισής τους,
και βελτιώσεις και
λόγω βλάστησης
τον απέδωσε προς χρήση στους
ραίους και στους επισκέπτες της Κέρκυρας. Εξωραΐστηκαν οι κύριες προ σβάσεις του, ανοίχτηκαν και ηλεκτροφωτίστηκαν
και έγιναν καλλιτεχνικές εκδηλώσεις στον προ του Αγγλικού Στρατώνα χώρο που διαμορφώθηκε κατάλληλα. Ο
διατηρούσε ολιγομελές μόνιμο προσωπικό για την συντήρησή του
προχώρησε σε καθαρισμούς
από άβατο
τόπο
Κερκυ
Δήμος
Νέου

Φρουρίου και σχεδίαζε εκεί να μεταφέρει τις εγκαταστάσεις του «ΗΧΟΣ και ΦΩΣ» που είχαν καθαιρεθεί από το Παλαιό Φρούριο. Έφτασε να κόβει 27.000 εισιτήρια το χρόνο. Το 2011 το ΠΙΟΠ αν και είχε από το 2010-2011 την παραχώρηση του Αγ γλικού Στρατώνα και τις εγκρίσεις των μελετών (αρχιτεκτονική, στατική, ηλεκτρομηχανολογική, μουσειολογική, μουσειογραφική) του υπό ίδρυση «Μουσείου Τεχνολογίας του Χαρτιού και της Ελληνικής Τυπογραφίας» από το ΥΠΠΟΑ, ζήτησε και από το Δήμο να συναινέσει στην λειτουργία του Μου σείου στον Αγγλικό Στρατώνα, χωρίς να καταθέσει στο Δήμο τις μελέτες του. Ο Δήμος δεν εσυμφώνησε. Ομόφωνη η απορριπτική απόφαση του Δη μοτικού Συμβουλίου. Το ΥΠΠΟΑ το 2012 απέσυρε την παραχώρηση του Αγγλικού Στρατώνα από το ΠΙΟΠ «δεδομένου ότι παρέλκει ο σκοπός της πα ραχώρησης» και ο Δήμος συνέχισε να δραστηριοποιείται στο Νέο Φρούριο. Το 2017 και το 2018 στο Νέο Φρούριο επιάκανε φωτιές και έκτοτε η Εφο ρεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων δεν επιτρέπει την επίσκεψη του Νέου Φρου ρίου λόγω «μη δυνατότητας επαρκούς φύλαξης». Ο Δήμος δεν εναντιώθηκε στη νέα κατάσταση και στην ουσία μετά το 2017 αποσύρθηκε από το Νέο Φρούριο και έκτοτε τη διαχείρισή του την έχει αποκλειστικά το ΥΠΠΟΑ και η εδώ Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων. Εγκαταλείφθηκε από το Δήμο και καταρρέει. Λένε και για κάποιο χαρτί που στείλανε του Δήμου από το Υπουργείο και του λέανε να φύγει τί δεν είναι δικό του και θα τον εμηνύσουνε. Κι ο Δήμος εφοβήθηκε κι έφυγε. Κατά το Ν. 4858/2021, αρ. 6,1 α, το Ν. Φρούριο περιλαμβάνεται στα «ακίνη τα μνημεία» ως προϋφιστάμενο του 1830. Ο Αγγλικός Στρατώνας, αν απα ραδέκτως θεωρηθεί ως ανεξάρτητο κτίσμα από το όλο Νέο Φρούριο, είναι νεότερο πολιτιστικό αγαθό ως προϋφιστάμενο της εκατονταετίας (προ του 1922) και επομένως «ακίνητο μνημείο» και αυτός κατά τα ισχύοντα στο Ν/ 4858/2021, αρ. 6, 1 β και γ. Η προστασία, η αξιοποίηση και η χρήση των μνημείων και δη των «ακινή των μνημείων» που αποτελούν δημόσια περιουσία έχουν ανατεθεί από το Κράτος στο ΥΠΠΟΑ. Τα «ακίνητα μνημεία»

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ 92
δεν παραχωρούνται σε τρίτους και προστατεύονται από το Σύνταγμα/1976, αρ. 24. Η πολυνομία όμως που προέκυψε μετά το 1976 μπερδεύει τα πράγματα. Είναι θέμα του ΥΠΠΟΑ να καθορίζει κατά περίπτωση τι παραχωρείται, σε ποιον παραχωρείται και με ποιους όρους παραχωρείται. Αυτή είναι η επικρατούσα άποψη. Η γνώμη των κατά τόπους υπηρεσιών του ΥΠΠΟΑ είναι βαρύνουσα. Οι τοπικές αυτο διοικήσεις δεν εμπλέκονται στις διαδικασίες και δεν έχουν λόγο. Η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων δεσπόζει των Φρουρίων και πολλών άλλων της Παλιάς Πόλης της Κέρκυρας και όχι ο Δήμος. Το Νέο Φρούριο συγκαταλέγεται μεταξύ των 2330 ακινήτων που εκχωρή θηκαν από το Δημόσιο στο ΤΑΙΠΕΔ, αν και το καθεστώς αυτό δεν είναι από

λυτα ξεκαθαρισμένο. Πάντως, στους δημοσιοποιημένους καταλόγους του ΤΑΙΠΕΔ αναγράφονται και τα ΚΑΕΚ του Νέου Φρουρίου. Αυτά είναι όσα ηξέρω. Κι αφού δεν είναι του Δήμου γιατί τον ανακατώνουνε; Δε καταλαβαίνεις; Να πούνε του ΥΠΠΟΑ ότι έχουνε και το Δήμο με το μέ ρους τους και να τσου το ξαναπαραχωρήσει. Γιατί άλλο; Βλέπω που θα βάλουνε και δύο ασανσέρ. Ν’ ανεβαίνουμε χωρίς κόπο. Κουταμάρες. Γιατί αντίς ν΄ασκώσουνε αυτά τα αντιαισθητικά σιδερένια θε λέσπια να μη κάνουνε κυλιόμενες σκάλες στα δύσκολα μέρη για ν’ ανεβαί νουνε οι πάντες όλοι, κι όσοι μπορούνε κι όσοι δε μπορούνε; - Ξέρω γω; Αυτό λέει η μελέτη. Ρίχτηνε τη μελέτη στ’ αμελέτητα. Μας καταργεί το πάρκινγκ τση Λαϊκής που μας είπανε ψέματα που θα γινόντανε θέατρο, βάνει κάτι πύργους που άμα τσούχανε οι Τούρκοι το 1716 τέτοια ώρα τέτοια λόγια, θέλει να τσου δώ κουνε κοντά οχτώ στρέμματα, μη θέλουνε και τσι γυναίκες μας; Επειδής εσκεφτήκανε που έχουνε τα μηχανήματα τση Τυπογραφίας και θε να κάνει ουρά ο κόσμος όλος να τα δει, τί στο τόπο του δε τάχει ματαϊδεί; Γιατί δε πάν’ αλλού; Υπάρχουνε χώροι. Κατάλληλοι. Και δικοί τους. Αλλά σου λέει άλλο νάχουμε τη σημαία μας πάνου στο Νέο Φρούργιο κι άλλο στη Τράπε ζά μας από κάτου πούναι και χαμηλά. - Εφωνάξαν’ όμως επιστήμονες να τσου πούνε! Σπουδαίους! Κατέβασε τη πινιάτα, τί τα λάχανα εβράσανε. Θα απολέσομεν ευκαιρίαν μοναδικήν! Μωρέ, όπου ακούς πολλά κεράσια κράταε μικρό καλάθι. 15-5-2022 Ο ΓΑΜΠΡΟΣ Ήτο σε ηλικία γάμου. Είχε πατήσει τα εικοσιτέσσερα. Μεγάλος! Όχι σα και σή μερα που άμα δεν είσαι τριάνταπέντε με σαράντα δε κάνεις οικογένεια. Και δουγειά είχε, εκουμάνταρε το μαρκαντικό του πατέρα του, και μετρίου αναστή ματος προς το ψηλό ήτο και μουστάκι πιτσιγιά κατά τη μόδα και το κουστούμι του το ατσαλάκωτο εφόρουνε, κασμίρι εκατό τακατό, και σπίτι είχε που του τ’ άφηκε η συχωρεμένη η τζία, καλή της ώρα εκεί όπου βρίσκεται, και δεν ήτο κι άσκημος. Η Ζωή τόνε πρόσεξε. Κι αυτός, παναπεί, την εκοίταε από καιρού. Καθ’ ότι η Ζωή και τσι μαλακωσιές τση είχε, τσι πλούσιες, και κοκκινάδι έβανε στα χείγια και πάντα παρφουμαρισμένη ήτανε και μία φορά που επέρασε δίπλα της ήτανε σα να μύριζε γαρούφαλλο από τα παγιά, μπουγαρίνι σκέτο, αυτά που σου πιπερίζει η ευωδιά τη μύτη σου. Θέλω να σας είπω. Δε του απάντησε. Εσυνέχισε το δρόμο της καθ’ όσον δεν ήτο πρέπον να απα

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 93

ντάς εις τον πρώτον τυχόντα και μάλιστα εις τον δρόμον. Τον εκοίταξε όμως κι έκλεισε τα ματόκλαδά της εις ένδειξιν ναι. Κι όταν ο προξενητής ήφερεν επισή μως την πρότασιν ο τάτας τση την αρώτηξε εκεί επί παρουσία. Τι λες κι εσύ; Αυτή ξανάκλεισε τα ματόκλαδα της εις ένδειξιν σί κι εντράπηκε και πήγε μέσα. Το είχε σκεφτεί. Τι να περιμένει; Εικοσιτέσσερο ήτανε κι αυτή. Στο ράφι να τήνε βάνανε; Εκανονίστηκε η προίκα και τα σχετικά. Ο γαμπρός τη κοπέλα ήθελε και δε τον ένοιαζε και πολύ η προίκα. Ήτο ερωτεγμένος. Έτριψε τας χείρας του ο τάτας, ωραία θα τήνε ξεφορτωθούμε άνευ…, κι έδωκε το χέρι. Ένα σερνικό κι ένα θηλυκό έκαμ’ η Ζωή. Ζωή χαρισάμενη. Αγάπησε και τον άντρα τση κι εκαθόντανε στο ταμείο του μαρκαντικού. Όσο για τα πεθερικά της καλύτερα κι από κόρη τους την είχανε. Η κόρη της όμως τσουλούκανος. Δεν έχανε πάρτι και Κόρφου Μπαϊ Νάϊτ. Κι όλη μέρα στο πικάπ. - Κάτσε, ορή, ήσυχη, ποιός θα σε πάρει εσένανε; Έλα να σου μάθω πώς μαντάρονται οι σκάρτσες. Φέρε μου το ξύλινο τ’ αυγό να σου δείξω. Τίποτις αυτή. Έβανε το μίνι της και πού την έχανες, πού την έβρισκες στσι ντι σκοτέκ. Σέϊκ και ροκ εν τρολ και τουΐστ. Πρώτη. Και χούλα-χουπ ήξερε. Άμα πεις για το σκογειό με τσι αμπωσιές έβγαλε το Θηλέων. Χατηρικά. Κι όμως την άλλη χρονιά τάφτιαξε με τον υγιό του Έχτορα, υφάσματα και πρε τ’ απορτέ. Ωραίος νέος. Καμπάνα, υποκάμισο λαχούρι με κολαρίνα μπλού, μαγιάς και με μπάρμπουλες. Τα συμφωνήσανε οι δυο τους και τ’ ανακοινώσανε εις τας οικογενείας. Εμείς παντρευομάστενε. - Μα… Μάξις και ξερός. Υποχωρήσανε αι δύο οικογένειαι. Άλλα ήθη. Δε μας επέφτει λόγος. Είπανε βέ βαια εμείς αγοιώς τα περιμέναμε, αλλά άμα θέλει η νύφη κι ο γαμπρός τύφλα νάχει ο πεθερός. Τελετή σεμνή, στον Άη Νικόλα ντε Βέκια, ο παπάς μιλημενος, εσώσανε. Τήνε πήρε, τόνε πήρε και γοδέρανε ο ένας τον άλονε. Εκάμανε και δυο παιδιά. Ένα θηλυκό κι ένα σερνικό. Ήρθε ο γυιος τσου και τσούπε. Εγώ θα παντρευτώ. Κάμε ό,τι θέλεις τούπανε. Εσύ είσ’ ο γαμπρός.

ΕΞΥΠΝΗ ΠΟΛΗ Διαβάζω:

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ 94
17-5-2022

Από το Υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης έρχονται και επίσημα οι «Έξυπνες Πόλεις». Δηλαδή οι πόλεις που χρησιμοποιούν την τεχνολογία προς όφελος των πολιτών τους και των επισκεπτών τους σε πάρα πολλούς τομείς της καθη μερινότητας. Το πρόγραμμα χρηματοδοτείται από την ΕΕ με 230 μύργια κι έχει εννιά άξονες:

1. βιώσιμη μετακίνηση, 2. εξοικονόμηση ενέργειας, 3. μείωση Ενεργειακού Αποτυπώματος Δημοτικών Κτιρίων,

4. βελτίωση εξυπηρέτησης πολίτη και επιχείρησης,

5. βελτίωση ποιότητας ζωής, 6. ενίσχυση τοπικής δημοκρατίας,

7. διαβούλευσης και διαφάνειας,

8. προστασία από κυβερνοεπιθέσεις,

9. ενίσχυση ψηφιακών υποδομών, καθώς και 39 επιμέρους δράσεις. Τώρα δεν πολυκαταλαβαίνω τι είναι ο κάθε άξονας αλλά άμα γκουγκλάρετε θα ιδείτε πως αυτές οι 39 επιμέρους δράσεις μιλάνε από έξυπνο σύστημα ελεγχό μενης στάθμευσης και έξυπνες στάσεις λεωφορείων, μέχρι έξυπνους κάδους απορριμμάτων και έξυπνο σύστημα διαχείρισης κοιμητηρίων. Έξυπνες λύσεις για τα πάντα. Με βάση τη ψηφιακή τεχνολογία που θα καταγράφει και θ’ απο θηκεύει τα πάντα. Φαντάζομαι τον υπάλληλο τση έξυπνης πόλης να πληκτρολογεί συνεχώς τσι διάφορες πληροφορίες που κάποιοι άλλοι υπαλλήλοι θα του τσι στέρνουνε στο μέσεντζερ. Θα ενημερώνει συνεχώς κάτι διαγράμματα και θα τα στέρνει στο Δήμαρχο να τα ιδεί, να τα στέρνει κι αυτός με μέϊλ στους Δημοτικούς Συμβού λους για ν’ αποφασίσει το Δημοτικό Συμβούλιο μέσω μιας έξυπνης τηλεδιασκέψεως. Ήμπορεί και να κάνω λάθος και να μη γίνετ’ έτσι η δουγειά. Πάντως όλα ηλεχτρονικά θα πρέπει να γίνονται. Αλλάζει ο κόσμος. Η δύναμη τση πληροφορίας. Η δύναμη τση διαχείρισης τση πληροφορίας, όπου την έχει και τήνε κατέχει, η ηλεχτρονικιά διακυβέρ νηση που, όπως λένε, θα κάνει και τη δική μας πόλη «έξυπνη». Γιατί; τώρα κουτή είναι; Ποιός λέει κάτι τέτοιο; Την έχουνε με τσι έξυπνες; Το πρότζεκτ αφορά 315 πόλεις με πληθυσμό κάτου από 100.000. Δε θα ει μάστενε κι εμείς μέσα; Αποκλείεται να μην ειμάστενε. Κι έτσι θα μας εκάνουνε έξυπνους; Χωρίς να πούμε την εξυπνάδα μας; Έχουμε περιθώργιο. Μέχρι 25 Μαΐου. Μεθαύριο; Και τι να προκάνουμε να σκεφτούμε και να πούμε; Αι προθεσμίαι είναι αυστηραί. Εγώ, για νάμαι ειλικρινής, εκ πρώτης όψεως καλό μου ακούγεται. Μόνο να

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 95

κοιτάξουμε μη μας εφακελώσουν’ όλους, γιατί καμιά φορά ρίχτω τα σκουπίδια μου πριν από τσι οχτώ το βράδυ και μη με γράφει ο έξυπνος κάδος και μου βάνει πρόστιμο. Λες; Λες να μας εβγάνει και φωτογραφία ο κάδος; Τίποτις δεν αποκλείεται. Δεν έχεις δει ποτές σου το μπιγκ μπράδερ; - Δε βλέπω ντοκιμαντέρ με άγρια ζώα. Κακώς! Δεν είσαι ενημερωμένος επαρκώς. Κι άμα δεν είσαι, πώς θε νάσαι πολίτης μιας έξυπνης πόλης; Δε μ’ ενδιαφέρει! Για τα έξυπνα κοιμητήργια ξέρεις κάτι; Μη περάσει το έξυπνο λοφωρείο και δε προκάνω ν’ ανέβω. - Πάρε τ’ αυτοκίνητό σου. Τόχω παρκαρισμένο στη Κάτου Πλατεία. Στην έξυπνη στάθμευση. Εξυπνάδέεες… 18-5-2022 ΚΕΡΚΥΡΑ ΔΙΚΙΑ ΜΟΥ…* Κέρκυρα δικιά μου πως σε γδύσανε, τα χρώματά σου όλα τα μαυρίσανε, ακόμα και το Φρούριο ξυρίσανε, Κέρκυρά μου πως σε καταντήσανε; Όλα για εμπόριο στα φτιάξανε, και σε μια σειρά σε κατατάξανε, ξένοι τα κομμάτια σου αγοράσανε και τα έθιμα όλα τα εχάσαμε. Πετάχτηκαν’ στην άκρη οι γαζίες, τσιμέντα γίναν’ πολυκατοικίες, τσιμέντα κι αυτοκίνητα χιγιάδες, μα οι Κερκυραίοι μείνανε ραγιάδες. Γκαρσόνια, καμαριέρες και μαγείροι, οι ξένοι δεν χαλάνε το χατήρι, ακόμα και γαμπροί παραγγελία και η ζωή κυλάει μ’ ευκολία. * Ένα τραγούδι του τενόρου Σπύρου Βλάχου για την Κέρκυρα στη δεκαετία του ‘80.

96
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ

ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΕΙς θρανίον τση Απάνου Πλατείας εκαθήσανε. Ο ίδιος επήρε μίαν σουμάδαν κι ο σιορ Νίνος μίαν τζιντζιμπύραν. Εσυζητούσανε. Τι κάνει ο μικρός; Τώωωρα ο μικρός…; Εικοσιέξη είναι. Επήγε και εις τον στρατόν; Δεν τον επρόσεξα κατά την αναχώρησιν του στρατού από το Νέο Λιμάνι. Εκεί ήμουν, απάνου από το Καφέ Γυαλί που τσου εχαιρετούσαμε. Εκανόνισα να μη πάει. Αλλ’ αυτός μούφυγε και επαρουσιάσθη εθελοντής εις τον Πειραιά, εις το Ναπτικόν. Εις το «Έλλη» υπηρέτησεν. Μέχρι το εικο σιτέσσερο. Εφοβόμουνα αλλά και η μητέρα του επέμενε να μη πάει. Έκλαιε. Δεν είδες τι έγινε εις τον Σαγγάριον; Ούτε οι μισοί δεν εγυρίσανε. Μετά τον έστειλα δια σπουδάς εις Παρισίους κι έκτοτε αγνοείται η τύχη του. Ούτε που γνωρίζω τι κάνει. Έχω να πάρω γράμμα του από τα πέρσι τα Χριστού γεννα. Κι από λεφτά; Του στέρνεις; Έχω δώσει εντολήν εις τον αντιπρόσωπόν μας εις την Γαλλίαν να του κατα βάλλει ικανόν ποσόν κάθε μήνα. Μου έστειλε όμως τηλεγράφημα ο αντι πρόσωπος και με ενημέρωσε ότι μήνες έχει να περάσει από την αντιπρο σωπείαν. Λέγει δε, ο αντιπρόσωπος, ότι έχει εξοκείλει εις τον Σοσιαλισμόν. - Θεέ και Κύργιε… Είμεθα πολύ στενοχωρημένοι. Και εγώ και η μητέρα του. Μοναχοπαίδι. Αυ τόνε έχομεν. Κανέναν άλλονε. Πώς να μην εισάστενε στενοχωρημένοι; Ο καθένας εις την θέσιν σας. Και το εργοστάσιον τι θ’ απογίνει; Τα χτήματα; Η περιουσία; Όσο νάναι εμεγαλώ σατε κι εσείς. Ως πότε; Το ξέρεις όπου σ’ έχω ως αδελφόν. Δι αυτό σου εκμυστηρεύομαι. Είμαι να σκάσω. Μα να μη στέρνει ούτ’ ένα γράμμα; ούτ’ ένα τηλεγράφημα; Κάτι θα του συμβαίνει. Δε πας μέχρι τους Παρισίους να τον έβρεις; Είμαι, πλέον, εγώ για ταξίδια; Έκλεισα και τα εξήντα. Δεν ημπορώ. Κι έχω και την Ιουλία να κλαίει από το ξημέρωμα μέχρι το βράδυ. Πού να την αφήκω; Τι θα γενώ; Κάποιο λάθος εκάμαμε. Δε μπορεί. Εις την ανατροφήν. Σας γνωρίζω από ετών. Ουδέν λάθος! Ίσως μόνον η μόρφωσις. Καθ’ ότι η μόρφωσις κάνει τσου ανθρώπους αγοιώς. Αυξάνει άλλας προτεραιότητας έναντι του συφέροντος. Σηκώνονται τα πόδια και βαρούνε το κεφάλι. Γιατί νομίζεις που οι Βενετσιάνοι κι οι Ιγγλέζοι εκρατούσανε τον λαόν αμόρφωτον; Ας όψονται οι Γάλλοι. Δε φταίν’ αυτοί. Δεν επροκάμανε. Επροκάμανε;

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 97 19-5-2022

- Όχι, αλλά όσο νάναι εσπείρανε. Μας εβγάλανε και τσι άρμες από τα δαχτυλίδια. Μας αφήκανε ορφανά τα δάχτυλα. Αλλά μετά που ήρθε ο Γκίρφορντ δεν έκαμε κι αυτός την Ακαδημία; Ανάθεμάτονε! Αρχίνησε να ξυπνάει ο κόσμος. Από κει εξεκίνησε το κακό. Έτσι είναι. Κι εγώ που τον έβαλα στο «Εκπαιδευτήριον Καποδίστριας», τα βλέπω τα καλά μου. Πάω να σκάσω. Αποπληξία θα μούρθει. Δεν το αντέχω. Και, πράγματις, αποπληξία τον έπιακε. Η μάμα έστειλε τηλεγράφημα εις τον αντιπρόσωπον. Πείτε του που απόθανε ο πατέρας του και να γυρίσει. ΣΤΟΠ. Τόνε βρήκανε. Του τόπανε. Επήρε το καράβι, κι εγύρισε. «Του πατέρα σου όταν έρθεις δε θα βρεις παρά το τάφο, είμαι μπρος του και σου γράφω μέρα πρώτη του Μαγιού…, μόνο μια στιγμή πριν φύγει στ’ ουρανού κατά τα μέρη αργοκίνησε το χέρι, ίσως για να σ’ ευχηθεί». Όλο αυτό εδιάβαζε στο καράβι. Και να! τα δάκρυτα. Κι έβαζε και τη γυναίκα του, τη Πολωνέζα, να το διαβάζει. Μετά τα σανσκριτικά τσείχε μάθει κι ελληνικά. Ανάλαβε το εργοστάσιον. Εξεπλέρωσε όλα τα μιστά κι όλους τους προμηθευτάς. Ο πατέρας του δεν επλέρωνε. Κι ας είχε τον άμπακο. Νόμος. Άμα δε κλέ ψεις πώς θάχεις; Εούτος έβρηκε μαό. Εκατέβηκε κι αυτός στη απεργία κατά των εργοδοτών. Με τσου εργάτες έπαιζε τσι αμπωσιές. Και συνέγραφε. Υπέρ των πτωχών και των αδυνάτων. Να βάλεις υποψηφιότητα, παρτσινέβελε. Δε θέλω! Εις τους φιλολογικούς κύκλους δεν εισχώρησε. Ήσαν ελεγχόμενοι από τσου συ ντηρητικούς. Τι δουγειά είχε αυτός μ’ αυτουνούς; Άσε που ομιλούσανε και εις την καθαρεύουσαν. Εούτος λαϊκάντζα. Πατριώτης. Δι αυτόν τον λόγον μίαν βολάν τον εκυνηγήσανε κι οι Ιταλοί. Τσου εξέφυγε εις τα καντούνια. Δεν ήθελε να πέσει η Πόρτα τση Μπαρούτης σα τη Πόρτα Ριάλα και σα τη Πόρτα Ρεμούντα. Αλλά η καραμπινιερία ήθελε να πέσει. Κι έπεσε. Τον επιάκανε. Του εκάμανε φάκελο. Ετραγούδουνε, λέει, «Πάπια που κορφο λούζεσαι» κι είχε πει που τα Εφτάνησα ήτανε

98
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
την
ούτε κάτι ριζοσπάστες σα και το Ζερβό. Κι ότι οι Ιταλοί πάλι με το κικουρίκου θα ξαναφύγουνε. Τον εφώναξε ο Χριστός. Αληθεύουν οι πλεροφορίες μας; Αληθεύουν. Μέγα ΛΑΘΟΣ!
μια ζωή ελληνικά και δε τάφερε δώρο εις
Ελλάδα ο Γεώργιος αλλά οι Ιγγλέζοι δεν αντέχαν’ άλλο ούτε τσι εξεγέρσεις

20-5-2022 ΤΟΤΕ, ΣΤΗ ΠΑΤΡΙΔΑ… Ενανίμισι εκατομμύργιο νοματαίοι εξεσπιτωθήκανε. Ούτε ένας, ούτε δύο. Ενα νίμισι κατομμύργιο! Και κάπου οι μισοί Τούρκοι. Με την ανταλλαγή των πλη θυσμών. Νοικοκυραίοι χτες, πρόσφυγες αύριο. Και μη έχοντες πού την κεφαλή κλίναι. Μόνο που οι Έλληνες ετρέχανε να γλυτρώσουνε από το λεπίδι κι οι Τούρ κοι μόνο τσι κατάρες τσου ακούανε. Πανάθεμά σας! Μια ζωή μας επεθάνατε. Μια ζωή μας επατούσατε στο λαι μό. Μη πω τη φάρα σας! Εμείς; Εμείς τι φταίμε; Ατέγειωτη η ουρά με τα καραβάνια και τα παπόργια. Βγες εσύ, να μπω εγώ. Υψηλαί αι αποφάσεις. Να ξεκαθαρίσουμε, ορές παιδιά, μια τση μιας. Εσυμφωνούσανε και αι Μεγάλαι Δυνάμεις. Τί άμα δεν εσυμφωνούσανε αι Με γάλαι Δυνάμεις δεν εγενόντανε τίποτις. Δικός μου ο χαλβάς και ρίχτω απάνου του όση κανέλλα μου γουστάρει. Λο γαργιασμό θα σου δώκω; Μα… Να φύγω από το σπίτι μου, το τόπο μου, τη Πατρίδα μου; Άρον, άρον; Να μη προκάνω ν’ ασκώσω τα κόκκαλά μου από το μνήμα; Φύγε! Τώρα! Θα υπάρξει αποζημίωσις. Αποζημιώνονται τα κόκκαλα; Εφτάκανε. Πού θα κάτσουμε; Πού θα στρώσουμε; Τι θα φάμε; Πεινάω… Έρχεται βρο χή… Κρυώνω! Μη μιλείς. Ησύχασε. Αύριο θάναι καλύτερα. Δε θάχω κρεβάτι με κουνουπιέρα και πάπλωμα καπλαμά όπως στη Πατρί δα; Αύριο, αύριο… Έχει ο Θέος. Αντέξανε. Εμπαλωθήκανε. Επροκόψανε. Ήρθ’ η ώρα και νοιώσανε σιγουργιά. Ο νέος τόπος έγινε και δικός τους τόπος. Τον αγαπήσανε. Τσου σκέπασε. Τσου κουνάρησε. Τσου ξαναγέννησε μέσ’ απ’ το χώμα του. Εσκύψανε και του φιλή σανε το χώμα, όπως τότε που εφιλήσανε το χώμα τση Πατρίδας πριν μπούνε στη βάρκα. Τα δισέγγονά τους είχανε και στρωματάκι κόκομάτ. Εξαπλώνανε στο καναπέ με τα μαξιλάργια τ’ αφράτα κι επαίζανε με τα κουνητά. Τα εβλέπανε οι ψυχές τσου από πάνου και τα καμαρώνανε. - Είδες; Τ’ όνομά μου του εδώκανε. Ιορδάνης! Ναι, αλλά γιατί τόνε φωνάζουνε Ντάνη; Ο πατέρας του Ιορδάνη τόνε φωνάζει. Μόνο αυτός!

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 99

Ξεσυνέργειες ανοίγεις; Κοίταξέ τονε…, μου μοιάζει, δε μου μοιάζει; Τα μάτια τση μάνας σου έχει. Τση Κυργιακίτσας. Κι ο σβέρκος του; Ίδιος με το δικόνε μου. Ναι, καλά… Όλα τα καλά έχει. Αλλά όλο πατεί τα κουμπιά. Αυτή τη ζωή θα κάνει; Θα πατεί όλη μέρα κουμπιά; Να μη γνωρίσει στη ζωή του ό,τι εγνωρίσαμε. Να μη τον αξιώσει ο Θέος. Μακάρι… Το παιδί μας… Τώρα τι κοιτάει; Βρε το παιδί μ’, βρε το γιαβρί μ’… Το βαχτιστικό τση Μαριγίτσας κοιτάει. Λαμψάκου και Δαρδανελίων… Τόχει σε βιβλίο και το φυλάει. Το γαίμα βλέπεις… Θυμάσαι που επήγαμε στα βαφτίσια τση Μαριγίτσας; Θυμάμαι, πώς δε θυμάμαι; Τότε, στη Πατρίδα…

24-5-2022 ΡΕΠΟΡΤΑΖ Του εχώσανε το μικρόφωνο μεσ’ στο μούτρο. Τον αιφνιδιάσανε. Κάνουμε μια έρευνα για τις επιπτώσεις της ακρίβειας στην καθημερινότητα του πολίτη. Εσάς πόσο σας έχει επηρεάσει η ακρίβεια; Εμένα; Εσάς. - Δε ξέρω. Δηλαδή; Να, για παράδειγμα η αύξηση της τιμής στα καύσιμα. Με πόσο εβάλατε την τελευταία φορά βενζίνη; Πάνω από δύο είκοσι; Δεν έχω αυτοκίνητο. Ο λογαργιασμός τση ΔΕΗς; - Δε παίρνω λογαργιασμό. Η κινητή τηλεφωνία; Δεν έχω κινητό.

Το φαγητό; Από το συσσίτιο τρώω, δε πλερώνουμε στο συσσίτιο. - Τα τσιγάρα; Είμαι σε πρόγραμμα απεξάρτησης.

Τα έξοδα των παιδιών; Ούτε παιδιά έχω, ούτε γατιά ούτε σκυγιά. Για το νεράκι που χαλάτε επληρώσατε το νέο τέλος χρήσης πλαστικής συ σκευασίας; Μου το χαρίσανε. Μα, δεν έχετε ανάγκες; Δεν παρατηρήσατε αύξηση στα έξοδά σας; Δεν έχω έξοδα.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ 100 -

-

Μα πώς; Πώς ζείτε; Ακούστε. Με άδεια από τη φυλακή είμαι έξω. Ορίστε και το βραχιολάκι. Άαα…, συγγνώμη, δεν το ήξερα. Μη ζητάς συγγνώμη κορίτσι μου. Πού να το ξέρεις; Πάντως η φυλακή έχει και τα κακά της έχει και τα καλά της. Νομίζω; Καλημέρα σας. …………………………………………..

Ακούς Μανώλη; Δεν έχει ανάγκες. Τάγραψες όλα; Τάγραψα αλλά θα μας το κόψουνε το ρεπορτάζ. Δεν είναι παρουσιάσιμο. Το ξέρω. Πάντως όσο και να μας εκόψουνε κράτησε μόνο το πλάνο που μας λέει «καλημέρα σας». Το θέλω.

27-5-2022 ΔΕ ΜΙΛΑΣ; Δε μιλάς; Τι να πω; Τίποτα δεν έχεις να πεις; Λέγε, τι θέλεις; Να μιλήσουμε. Και να πούμε τι; Βλακείες…, ξέρω γώ; … τι λένε οι ανθρώποι; Για το καιρό, τα σκουπίδια, την ακρίβεια, τα νέα, τι έργο παίζει ο σινεμάς, το πόλεμο, τον Ερντογάν, που κόπηκε το νερό, το Σασμό, που απόψε έχει πανσέληνο… Έχει πανσέληνο απόψε κι είν’ ωραίααα… Πάμε βόρτα; Πάμε. …………………………………………. Φου δε κάνει. Όπου νάναι θ’ ανοίξουνε και τα τίγια. Κι η θάλασσα τζάμι. Τήνε κόβεις με το μαχαίρι. Απ’ τα Μουράγια έχει την ωραιότερη δύση…, κοίτα χρώματα ο ουρανός…, από ροζ-μωβ μέχρι τσελέστε. Και μετά σου λέει που ο Γιαλλινάς έβανε ψεύ τικα χρώματα. Ό,τι έβλεπε έβανε. Νάτηνε κι αυτή η άσπρη γραμμή στο τέρ μα τση θάλασσας. Τήνε βλέπεις; - Βγάλε φωτογραφία. Στο Βίδο πάει καραβάκι. Ο Αγιος Στέφανος είναι; Μπάαα…, που τέτοια τύχη. Ο μιμΙκος θα παίρνει τσου δικούς του απάνου. Δε βλέπεις φωταψίες; Να πάμε και μεις. Με τι; Με τα πόδια; - Απ’ αύριο θα το βάλουνε το καραβάκι. Τόπανε. Και τσου πίστεψες; Γιατί; ψέματα λένε; Χμμμ…, Κυργιακή κοντή γιορτή… Του Τυφλού. Βγαίνει κι η λιτανεία στο Πο

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ
V 101

102

ταμό. Αύριο είναι Σαββάτο. Σαββάτο ήτανε που ο Χριστός έγιανε τον εκ γενετής τυφλό. Τούβαλε λάσπη στα μάτια και τον έστειλε να ξεπλυθεί στη κολυμπήρθα του Σιλωάμ. Εκεί έγινε το θάγμα. - Μου φαίνεται και πως για να πάμε στο Βίδο ένα θάγμα πρέπει να γίνει.

Δε μιλάς; Τι να πω;

28-5-2022 ΤΟ ΕΜΠΙΟ Κατοχή. Έβγαλε κακό σπυρί πίσω από το γόνα. Στη κλείδωση. Δοθιήνα, διάσο να, καλόγερο, οζίδιο του δέρματος. Από μόλυνση; Από αβιταμίνωση ελέανε όπου του βγήκε. Πείνα βλέπεις κι ό,τι έβρισκε έτρωε κι από καταής. Κι όλη μέρα με τα χώματα είχε να κάμει. Μάμα κοίτα τι έβγαλα…, δε μπορώ να λυγίσω το γόνα μου…, με πονάει… Ώωω…!, κακό σπυρί! Έλα δω να σου βγάλω το έμπιο. Του το ζούλιξε ανάμεσα από τσου δυο αντίχειρες αλλά το πύον δεν έβγαινε. Δεν έσπαε. Δεν είχ’ ωρμάσει ο διάσονας. Πάμε στη γιαγιά τη Βαρβάρα όπου ξέρει. - Μητέρα, κοίτα τι έβγαλε το παιδί… Μμμμ…, κακό σπυρί. Να του κάμω το κατάπλασμα. Έβρασε μολόχα και σιδερόχορτο σε χαμομήλι, κρεμμύδι δεν έβαλε τί τόχανε για φαΐ, κανονικά ήθελε κι αυγό αλλά πού; μεγάλο τ’ όνομά του!, κι επήρε κι ένα κομμάτι γυαλί, τόπλυνε και το κοπάνησε στο μπρούτζινο το γουδί μέχρι να γίνει σκόνη. Θα του βάλεις και γυαλί; Πώς θα σπάσει το κεφάλι; Δε βλέπεις πως είναι; Το γυαλί θα του τ’ ανοίξει. Ετότες στη Πατρίδα έτσι εκάνατε; Έτσι! Και πρώτα αγγίζαμε με το χέρι την εικόνα τση Παναΐας. - Μάλιστα, μητέρα. Τάβαλε όλα σ’ ένα κομμάτι φανέλα μάλλινη και του τόδεσε σφιχτά, το κατά πλασμα. Κάτσε κει και μη κουτήσεις να κουνηθείς από δω, κακομοίρη μου! Μην έχουμ’ άλλα. Κάθε μέρα η κυρά Βαρβάρα του τ’ άλλαζε κι εκοίταε μη και μπορέσει να του το σπάσει. Επόναε. Έκλαιε. Αλλά αυτή εκεί. Τον είχε κρατημένονε ανάμεσα από τα ποδάργια τση, μη και τση φύγει. Άμε βγες από τα ποδάργια τση κυρά Βαρβά ρας. Μέγγενη κανονικιά.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ

Τη

τρίτα μέρα του τόσπασε. Είχ’ ωρμάσει, τόφαε και το γυαλί. Ένα πρασινοκίτρινο έμπιο εβγήκε. Σκληρό, σε κομμάτια. Πήγε να τση φύγει. Κάτσε δω, ορέ. Κάτσε ήσυχος. Να σου βγάλω και τη ρίζα. Σούχει πάει μέσα…, βαθειά. Του το καθάρισε. Του τόπλυνε με ζεστό νερό. Έκοψε μια λουρίδα από το κότολό τση. Του τόδεσε μαλακά. Το γόνατό του ελύγισε. Καλύτερα ήτανε. Από τότες εφυλαότανε από μολύνσεις. Επρόσεχε. Εξανάβγαλε διασόνους αλλ’ όχι κι έτσι. Ημπορεί και που ο πάππους ο Νταντίνος τόνε πήρανε στην Ελαι ουργεία, κι έφερνε ψωμί και κάθε πρωΐ έβρισκε κάτου από το μαξιλάρι του μια φέτα. Ημπορεί κι αυτό. Επεράσανε τα χρόνια. Ο υγιός του ερχόντανε κάθε δεύτερη να τον ιδεί. Εκαθόντανε στο κήπο και τα λέανε. Περί ανέμων και υδάτων. Ξέρεις, πατέρα. Εκεί στο σύλλογο όπου πάω γίνεται τση Γης Μαριάμ. Ένας έκαμε τό και τό. Μας εξευτελίζει. Μέχρι κι οι φημερίδες μας εγράψανε. Σκέφτομαι να πα να φύγω. - Και γιατί δε φεύγει αυτός; Στην αρχή είπε που θα φύγει, μετά όμως το μετάνοιωσε και μας έχει φέρει στο δόξα πατρί. Κακό σπυρί εβγάλαμε. Πρέπει να βγει το έμπιο. Κι όλη η ρίζα του. Να μη μείνει τίποτις μέσα. Έτσι λέω κι εγώ. - Γυαλί τριμμένο να βάλεις. Δε σπάει αγοιώς το κεφάλι, να βγει το έμπιο. Το πράσινο. 29-5-2022 Ο ΣΑΜΨΩΝ Όλοι οι λαοί έχουνε στη μυθολογία τους ένα «δικό» τους ήρωα. Και γύρω απ’ αυτόνε φτιάχνουνε τα πιο όμορφα παραμύθια. Τόνε φτιάχνουνε κατ’ εικόνα και ομοίωσιν. Να μη διαφέρει απ’ αυτούς. Καλό και πονόψυχο και, δήθεν, με σέβας στσου Θεούς και στσου Νόμους αλλά και αδυνάτου χαρακτήρος υποκύπτοντα

κατάλογο και τούκανε ένα χράαατς… και τον έκοβε στη μέση όπως ο μεταγενέστερος τούτου νέος Σαμψών εις την οδόν Αθηνάς. Πλην όμως του άρεσε κι ο ποδόγυρος, πράγμα φυσιολογικόν και κυρίως ανδρικόν. Όχι σα και το Δία που με το Γανυμή δη…, τέλος πάντων. Άστε, πολλά λέγονται αλλά ο κόσμος είναι κουτσομπόλης

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 103
πώς θάτανε «δικός» τους ο ήρως; Θώρ τόνε λέανε οι Βόρειοι, Ηρακλέα οι Έλληνες, ο Σαμψών εγεννήθηκε κατά Ιορδάνη ποταμό μεργιά κι έκανε και μπάνιο, πεθαμένο, εις την Νεκράν Θάλασ σαν καθ’ ότι το άλας τόνε κράτουνε εις την επιφάνειαν και δεν εχρειάοντανε μπρατσάκια να κάνει απλέου. Δύναμις τεραστία, παραδοθείσα εκ πατρός. Έπιανε το τηλεφωνικό
εις όλους τους ανθρωπίνους πειρασμούς στους οποίους καθημερινώς υποκύ πτουνε όλοι οι ανθρώποι. Διαφορετικά

και κακοήθης. Δεν είναι; Ο Σαμψών είχε αδυναμίες. Ιδίως με κείνηνε τη κομψευόμενη τη Δαλιδά που τόνε ξέκανε. Τούκοψε, λέει, τα μαγιά την ώρα που κοιμόντανε. Όπου από τα μαγιά του είχε τη δύναμή του όλη. Και τόνε πιάκανε οι Φιλισταίοι, τόνε μπου ντρουμιάσανε κι έγινε ρεζίλης τω σκυγιώνες. Αλλά τα μαγιά μεγαλώνουνε. Αυτό το καλό έχουνε. Όπως και να σου τα πάρει η κομμώτρια, αυτά μεγαλώνουνε. Μέχρι και μετά θάνατον επί τι διάστημα. Εμε γαλώσανε και τα μαγιά του Σαμψών, μετά έξη μήνους στη φυλακή, κι έπιακε τσι κολόνες του Ναού κι ανεφώναξε το παραμείναν: ἀποθανέτω η ψυχή μου μετὰ τῶν ἀλλοφύλων. Και πήγε περίπατο η ψυχή του παρέα με τσι ψυχές των ἀλλοφύλων Φιλισταίων, ελληνικιάς καταγωγής περικαλώ, και εξ αυτού και οι συσχετισμοί. Έτσι πεθαίνει ο κόσμος τσου ήρωές του. Με μίαν πράξιν ηρωικιάν, αντάξιαν τση μικρότητας του ανθρωπίνου γένους που θέλει κατά βάθος νάταν’ αυτός ο «ήρως» αλλά φταίει η νιότη πούδειχτε πως θα γινόταν’ άλλος. Και το μόνο που σκέφτεται είναι καλύτερα να ήμουνα με τη Ρεάλ που κέρδεψε εψές κι όχι με τη Λίβερπουλ που έχασε. Το παρόν επαναλαμβάνεται έως και σήμερον. Τουλάχιστον επί περιορισμένου ακροατηρίου. Συνήθως προπαρασκευασμένου και μιλημένου. Βγαίνεις από τη φυλακή με βραχιολάκι, γράφεις εις τα παλαιότερα των υποδημάτων σου τα κουδούνια που σούχουνε κρεμάσει, ομιλείς τελευταίος, και εν κατακλείδι αναφωνείς ως άλλος Σαμψών: ἀποθανέτω η ψυχή μου μετὰ τῶν ἀλλοφύλων. Κι οι αλλόφυλοι βαρούνε παλαμάκια, τί κουτοί είναι ν’ αποθάνει η ψυχή τους μετά του φίλου; Τήνε θέλουνε τη ζωούλα τους. Κι ο Σαμψών παίρνει παράτα ν’ αποθάνει, τί ο διατητής κρατάει χασομέργια. Αυτά περί αυτών. Ξέρετε καένα σύγχρονο Σαμψών; Καένα αλλόφυλο; 30-5-2022 ΠΡΟΒΑΤΟΝ ΑΓΡΙΟΝ Εδώ και 11.000 χρόνια, κάπου στη νότια Ασία, επιάστηκε το πρώτο άγριο πρό βατο. Ζώον δειλόν, ιδίως το θηλυκόν,

του γούστου τους. Έλα δω κοκόνα μου τσείπανε κι αυτή από τότες τσου χαρίζει το μαλλί της, τη προβιά της, το γάλα της, μέχρι και τα παϊδάκια της που είναι πολύ νόστιμα. Βεβαίως τση φτιάξανε μαντρί να κοιμάται ασφαλώς το βράδυ και να μηρυκάζει, τήνε παίρνανε εις τας εξοχάς με το χλωρό χορτάρι, βάνανε τα τσομπανόσκυλα να διώχτουνε τσου κακούς τσου λύκους που παραφυλάανε αι σχρώς, την αρμέγανε, κάνανε τυρί φέτα, πρόβειο, κι ένα σωρό γαλακτοκομικά

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
104
τη
η προβατίνα, έκατσε σα τη κότα και τήνε πιάκανε. Το κριάρι τσου ξέφυγε στην αρχή αλλά μετά το πιάκανε κι αυτό και μετά το μαντρώσανε κι αυτό μετά της προβατίνας. Τήνε κοιτάξανε
προβατίνα από δω, τήνε κοτάξαν’ από κεί και τήνε βρήκανε

που σήμερα τα βάνουνε εις συσκευασίας πλαστικάς εις τα ράφια των σούπερ μάρκετ. Εκτός όμως απ’ αυτάς τας πεζάς διαδικασίας το πρόβατο κατέλαβε εξέχουσαν θέσιν σε πολλές ανθρώπινες δραστηριότητες. Θρησκείες και μύθοι αναφέρουν θυσίες ζώων μεταξύ των οποίων το πρόβατο έχει πρωτεύουσαν θέσιν ως πλέον πιαζέβολο. Ο Αβραάμ την τελευταία στιγμή ένα κριάρι εθυσίασε στη θέση του Ισαάκ, ένα κριάρι με χρυσόμαλλο δέρας εκαβαλήσανε ο Φρίξος κι η Έλλη και για το φχα ριστώ επήγανε και το θυσιάσανε εις την Κολχίδα, κατά ορισμένους ένα κριάρι κι όχι ελάφι έσφαξε ο Αγαμέμνων στη θέση της Ιφιγένειας. Λένε, μάλιστα, πως ούτε κριάρι έσφαξε ούτε ελάφι αλλά μίαν αρκούδα. Αλλά καλύτερα να μη μπλέ κει κανείς με αρκούδας. Εγιόμισ’ ο κόσμος βοσκούς με κοπάδια και τσου βλέπουμε ανά τους αιώνας και εις έργα εξόχων ζωγράφων να παίζουνε φλογέρα και να μαγεύουνε τα πρόβατά τους που μακαρίως μασουλάνε το χορταράκι τους μέχρι να θρέψουνε και να κρεμαστούνε από το τσιγκέλι του χασάπη. Άλλοι εγράψανε ποιήματα. Αρνάκι, άσπρο, και παχύ… Διότι αυτή είναι η μοίρα των αμνών. Να τσου σφάζουνε είτε σιωπούν, ως η ται νία, είτε όχι, προς επικάρπωσιν του τσομπάνη που κρατάει και τη γκλίτσα. Άμα μάλιστα η γκλίτσα είναι κι αγγλικιά σου κάνει από το μαλλί τους και κάτι παρ τά και κάτι κουστούμια τση μέγκλας (made in England) και τα κουβαλεί με τα βασιλικά καράβια μέχρι την Αστραλία, μη σου πω, και σου κάνει τη βασίλισσα τσ’ Αγγλίας από βασίλισσα αυτοκράτειρα προ βιομηχανικής επανάστασης. Αμέ; Ό,τι θέλει κάνει ο άνθρωπος το πρόβατο, όπως και τα κατσίκια και τα άλλα τση ίδιας συνομοταξίας αγελαία ζώα που έχουν κοινό χαρακτηριστικό την άβουλη συμπεριφορά. Στο μαντρί κι ό,τι σου λέω εγώ θα κάνεις. Πλην όμως σε ορισμένες περιοχές, όπως κατά Κρήτη μεργιά, ζούνε κάτι αγριο κάτσικα με υψηλό φρόνημα ελευτερίας και καθήκοντος. Και βαρούνε σάρτο τα κρι-κρι από τη μια μεργιά του γκρεμού στην άλληνε. Όχι, όλα βέβαια. Είναι κι ένα άλλο είδος, αγνώστου προελεύσεως και ονομασίας, που πηγαίνει από τα ισιώματα κι αποφεύγει τσι

λέει ο τσομπάνης: αυτό θα ψηφίσεις, μη σε κόψω! Κι άμα δε γνωρίζουνε οι τσομπάνηδες κερκυραίϊκα, βάνουνε σφουριξιά αφ’ έδρας κι άνευ δυνατότητας αντιλόγου, εκ του ασφαλούς, κι όλα καλά καμω μένα.

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 105
λούμπες και τσι λακούβες ατενίζοντας εκ του
τας κορυφάς. Τί μετά θα χρειάεται πεντικιούρ στσι
Κέρκυραν δεν έχομεν κρι-κρι όπως είχε η Κρήτη από την εποχή του Μί νωα. Πού και πού συναντάς κάν’ αγριοκάτσικο που θυμάται πως το πάλαι ποτέ υπήρξε άγριο πρόβατο αλλά το κόβουνε άμα τη γενέσει, αρνάκι του γαλάκτου, και το τρώνε
ή
βάνουνε
βάθους
οπλές. Εις την
σουβλιστό στα πανηγύργια
το
στη σειρά να κάμει ό,τι του πούνε να κάμει οι τσομπάνηδες. Γιατί αυτό του

ΚΟΛΛΑ ΤΟ

Νεκροταφείο εγινήκαμε. Από τσι έντεκα βούβα. Ούτε μουσική ούτε τίποτις. Πώς θα δουλέψουμε; Έρχεται κι ο χειμώνας. Δίσκους μουσικής πουλάτε; Δίσκους με ποτά και σνακς. Και τι τήνε θέλετε τη μουσική; Πώς; χωρίς μουσική πάει το ποτό; Δε πάει… Έχουμε φτάκει στο αμήν. Δε τολμάει ο άχαρος ο ντιτζέης ν’ ανοίξει λίγο το βόλιουμ και νάαα… το πρό στιμο. Να σου πω… Βόλιουμ εσύ, βάλιουμ εγώ. Δε χρειάεται να υπάρχει μια ισορ ροπία; Αυτό λέω κι εγώ. Μια ισορροπία βρε παιδιά…, μια παράταση…, μια κατα νόηση… Και τώρα δεν υπάρχει ισορροπία; Άμα έκλεινες το ράδιο σου στσι τρεις το πρωί υπήρχε ισορροπία; Έ, όχι και στσι τρεις… Στσι τρεις και στσι παρατρείς. Μη μου λες εμένανε… Να το συζητήσουμε βρ’ αδερφέ… Όχι όμως κι από τσι έντεκα… Δε δικαιούμαι κι εγώ μια στιγμή να ησυχάσω; Να βγάλω τσι σκάρτσες μου, να ξεκουράσω τσι πατούσες μου, να βάλω να δω ειδήσεις, να με κουτιάνου νε, να κοιμηθώ; Εδώ μούλαχε να ζιω. Στη Παγιά τη Πόλη. Νάχω εσένανε από κάτου να μου διορίζεις το πότε θα κλείσω το μάτι; Γι αυτό σου λέω. Νεκροταφείο εγινήκαμε. Το Νεκροταφείο κλείνει από τσι εφτά. Και πολύ καλά κάνουνε και σας λένε μη κουτήσετε μετά τσι έντεκα. Αυτή είναι ισορροπία. Αλλά τα βρήκατε σκούρα και τώρα ν’ ανοίξουμε κουβέντες περί χρυσής τομής και τα τοιαύτα. Καμία κουβέντα. Ήρθα εγώ να σ’ ενοχλήσω; Εσύ ήρθες κι μ’ έβρηκες. Μου εθρονιάστηκες μεσ’ στη μέση τση χώρας και μου την έκανες αμέρικαν μπαρ. Μπάστα! Ευτυχώς που ο καινούργιος πάει να βάλει μία τάξη. Δεν εχάθηκε ο κόσμος για μια ώρα παραπάνου. Εδώ ως και το τσάμπιον λινγκ από τσι εννιά τσι δέκα εξεκίνησε. Τι είναι μια ωρίτσα παραπάνου; Να σας ελείπουν’ αυτά. Μέχρι τώρα δε μας ηξέρατε. Βαρούσατ’ αβέρτα μαν κι όταν έπαιρνε τηλέφωνο ο αποπάνου στα παγιά σας τα παπούτσια. Τώρα τον ηξέρετε τον αποπάνου; Θα μαλώσουμε παναπεί; - Αμανείναι να μαλώσουμε, να μαλώσουμε. Τί ακούω όπου λάου-λάου το πάτε ν’ ανακατέψετε και τα πολιτικά στα ντεσιμπέλ. Κι ακούω τη παρακά μαρα να λέει εγώ δεν έχω ενημερωθεί ακόμα και σεις να πιάνετε το κλείσι μο του ματιού και το λάσκο π’ αφήνει.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ 106 31-5-2022

- Έχομεν δίκαιον και θα διαμαρτυρηθόμεν αρμοδίως. Θα το πούμε και στην Ουνέσκος. Μου κάνει χάρη να το πείτε και του Πάπα τση Ρώμης. Και σώνει σου τί αύριο έχω ρεπό και θα ξυπνήσω νωρίς να πάρω το καΐκι για Βίδο, να κάμω μια βουτιά. - Άμα τόβρεις να μου τρυπήσεις τη μύτη. Είδες τι γίνεται; Πρέπει να διαμαρτυρηθούμε, όλοι μαζί, αρμοδίως. Συμφωνώ. Κόλλα το!

1-6-2022 ΗΤΑΝ ΕΝΑ ΜΙΚΡΟ ΚΑΡΑΒΙ Χτες. - Αύριο ξεκινάει; - Λένε που το ρίξανε κι έκανε νερά. Δεν επίτυχε το μπαλαφάτισμα, επλημμύρανε και το ξαναβγάλαν› όξω. - Καλαφάτισμα λέγεται. - Ναι, αυτό. Χάλευε πότες θα το ξαναρίξουνε. - Τέγεια άχρηστοι είναι; Δε το είδανε πρι το ρίξουνε; Σήμερα. Στο πόστο του ήτανε δεμένο το άλλο. Ερχόντανε ξένοι και ρωτούσανε. - Βίδος άϊλαντ; - Απόδιαβα. - Παρντόν; - Άϊ ντόντ νόου. - Χίαρ ράϊτ φερστ Τζουν. - Άϊ ντόντ νόου. Ήπια καφέ. Καλός! Και δύο ευρώ. Υπέροχο φρεσκαμέντο. Έβλεπα και το Βίδο από μακριά. Φάτε μάτγια ψάργια. Ωραιότατα! Μετά ήρθανε κάτι παιδιά

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 107
από τα ανατολικά για πρωϊνό κι εφωνάζανε. Ένας μεγαλύτερός μου πούξερε το αγγλικό σα και μένανε και χειρότερα είχε διπλα ρώσει μίανε ιγγλέζα οπούθελε να πάει στο Βίδο και με την ευκαιρία τσήκανε το τζόβενο. Μετά έβρηκε έναν άλλονε κι ήθελε να του ανοίξει κουβέντα για το ουκρανικό. Αυτός όλο
να
-
-
γουότ και γουότ τούλεε. Ασκωθήκαμε
φύγουμε. Επιτύχαμε ένανε όπου ήξερε, λέει.
Πότε θα μπει;
Αύριο! Κάτι χαρτγιά ελείπανε. Θα το φέρουμε το μεσημέρι. Κι αύριο θα

ξεκινήσει κανονικά. - Σίγουρα; Αφού το πόστο είναι πιασμένο από τ’ άλλο. Πού θα το βάλετε; - Θα φύγει αυτός και θα μπει αυτός.

- Δηλαδή αύριο νάρθω; - Βεβαίως! Εφύγαμε. Επήγαμε από τη τάφρο του Νέου Φρουρίου. Έχουνε βγει σπάρτα και κόψαμε για τα βάζα. Αύριο πάλι.

1-6-2022 Ο ΚΟΥΡΑΣΜΕΝΟΣ

- Τι έχεις; Κομμένο σε βλέπω. Εκουράστηκα. Πρωί, πρωί; Τι έκανες; Έσκαβες; Εδιάβαζα. Και σε πονέσανε τα μάτια; χαμομήλι. - Γράφουνε κάτι ξερόλες για τα πάντα όλα. Έχουνε για όλα γνώση και γνώμη. Ξέρουν’ απ’ αυτό, ξέρουνε από κείνο, ξέρουνε κι απ’ τ’ άλλο. Όλα τα ξέρου νε. Και πιάνουνε το πληκτρολόγιο και σε βαρούνε στο δόξα πατρί. Έχω ‘γω καμιά υποχρέωση να βγάνω τα μάτια μου να καταλάβω τι θέλει να πει ο ποιητής; Έ; - Κι εσύ γιατί τα διαβάζεις και κουράζεσαι; Κάμε κάτι άλλο. Ρίξε καμιά πασιέντσα. Και να μη ξέρω τι γίνεται; Ποία ήτο η υποδοχή του εισαχθέντος θέματος από το κοινόν; Εισήχθη τελικά; - Δεν εισήχθη αλλά όλο γι αυτό ελέγαμε. Αλλά στο τέλος εψηφίσαμε. Τσου κατατροπώσαμε. Ποιανούς; Αυτουνούς που ηθέλανε να εισαχθεί το θέμα. Μα δεν εισάστενε όλοι μαζί; Σοβαρολογείς; Κι αφού δεν εισήχθη το θέμα πώς εψηφίσατε επί του θέματος; Για άλλο εψηφίσαμε αλλά τι κάνει νιάου-νιάου στα κεραμίδια; Ενικήσατε από σπόντα παναπεί; Με το σπαθί μας! Έχετε και σπαθί; Μωρέ σου παίρνει το κεφάλι στο άψε-σβήσε. Ξέρεις πώς κόβει; Μα είναι σωστό να κόβετε κεφάγια;

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
108

- Και τι; Να τσ’ αφήκουμε να διαφωνούνε και να λένε και να γράφουνε αυτά τ’ αλαμπουρνέζικα που γράφουνε; Μετά όλη μέρα δεν ημπορούμε να κά μουμε και τη δουγειά μας. Λες και μας πιάνουνε το χέρι. Μας εκουράζουνε. Το βλέπω. Θα κεράσεις καφέ; - Δε πας καλύτερα σπίτι να ξαπλώσεις; Κομμένο σε βλέπω. Είναι από τη κούραση. Άμε στο καλό και στη καλή την ώρα. Και μη ξαναδιαβάσεις. Είναι κουραστι κό.

Εσύ δε θα φύγεις; - Θα κάτσω λίγο. Διαβάζω κάτι στην εφημερίδα και δε τόχω σώσει. Ενδιαφέρον; Ό,τι και να γράφεται ενδιαφέρον είναι. Μαζική φυγή εργατών γης από την Ελλάδα; Να ρίξω μια ματιά; Όχι! Είσαι κουρασμένος. 2-6-2022 Η ΧΡΥΣΗ ΤΟΜΗ Εμελετήθη παρά των αρχαίων. Λένε που ο πρώτος που την έβρηκε ήταν’ ο Πυ θαγόρας. Κι ότι διατυπώθηκε από τη Θεανώ. Ποία ήτο η Θεανώ; Πυθαγόρει ος φιλόσοφος λένε ότι ήτανε αλλά σήμερις ποιός την ηξέρει; Ούτ’ η μάνα της. Μετά ήρθε ο Ευκλείδης και τα έγραψε όλα αυτά επί μιας ευθείας διηρημένης εις άκρον και μέσον λόγον αλλά αφήστε τα αυτά είναι μόνο για κάτι μαθημα τικούς κατά Βάτο μεργιά που τα μελετούνε επί λίτσινης ράβδου. Εγχαράκτου. Πάντως η Χρυσή Τομή εμπήκε για τα καλά στην Αισθητική, στην Αρχιτεκτονική, στη Ζωγραφική, στη Μουσική, στη Μελέτη τση Φύσης. Παντού εμπήκε. Λένε που εκφράζει το μέτρον, το πρέπον, το δέον γενέσθαι. Τελευταίως εκφράζει και την ούλτιμη δικαιολογία, την εισαγωγή του μπαλιγαρίσματος. Λένε περί Χρυσής Τομής για να σε μπαλιγάρουνε, άμα και ξέρουνε όπου έχουν’ άδικο: Να εύρομεν τη Χρυσή Τομή. Πουρκουά; Χρωστάω καμιανού; Μην είσθε απόλυτος. Τα νομίσματα έχουσιν δύο όψεις. Ρίχτε λίγο νερό στο κρασί σας. Δια το καλόν του τόπου. Ένα βήμα πίσω εσείς, ένα εμείς. Ούτως επιτυγχάνεται η συναίνεσις, η επιδιωκομένη. Ούτως πράττουν οι πολιτιζμέ νοι ανθρώποι! Η μέση οδός. Το μεσοβέζικον. - Τι λε ορέ φίλε; Σου χρωστάω το μισό Αιγαίο και να σου το δώκω; Μαζί με τα νησιά. - Το κέρατό σου το βερνικωμένο. Να συναινέσω να μη μ’ αφήνεις να κοιμηθώ με το ταρατατζούμ σου και να λέω την ώρα που μετράω τα προβατάκια μη

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 109

μου φωνάζετε Χρυσές μου Τομές, όπου νάναι θα το κλείσουνε; Σοβαρολογείς; Δια το καλόν του τόπου. Το καλό σας να σας επιάκει. Μη μας το παίζετε άγριοι, θα ζητήσομεν αρμοδίως παράτασιν. Και θα σας τζουμπανίζουμε και θα σας εβγάνουμε και τη γλώσσα όξω. Σιγά που θα σας εδώκουνε παράταση. Μη κουτήσουνε. Αλλοίμονό τους! Τριάντα χρόνια εκρατούσανε χασομέργια στον αγώνα. Πόσο ακόμα; Θα σας ερίξουμε φλούδες. Νάχετε για τα μουχτερά. - Νάχετε χάρη που άλλαξε ο διατητής. Δεν εννοεί τα περί Χρυσής Τομής. Τα εννοεί και τα παραεννοεί. Τί η Χρυσή Τομή δεν είναι η φτηνή δικαιολο γία όπου ακούω να μου τσαμπουνάνε στο γυαλί, πρωΐ, βράδυ, και δια του τύπου και δια των ερτζιανών. Απ’ όξω, απ’ όξω μας το φέρνουνε. Σωνείτε ορές! Κουτόχορτο τρώμε; Τώρα ο διατητής μας παίζει φίφτι-φίφτι. Δεν αδι κεί. Η Χρυσή Τομή είναι το δίκαιο, ορές, το ΔΙΚΑΙΟ. 2-6-2022

ΚΑΛΗ ΧΡΗΣΗ

Σου το νοικιάζω αλλά θα κάμεις καλή χρήση. Γιατί; θα κάμω κακή; Δεν ηξέρω τι θα κάμεις. Να το γράψουμε στο μισθωτήργιο. Γράψε ό,τι θέλεις. Αλλά άμα κάνω καλή χρήση θα μου το δώκεις και γι άλλα έξη χρόνια. Στα μπένε; Στα μπένε. Άμα είσ’ εντάξει γιατί να μη στο δώκω; Έτσι έκλεισε η συμφωνία κι εδώκανε τα χέργια. Όμως μετά αυτός έκοψε το Υπόστεγο πως δήθεν ήτανε σάπιο και παράνομο. Έβαλε και κάτι πουπουλένια στρώματα κάτου από τα κυπαρίσσια. Έβαλε τα ίδια και εις τον πόντε. Έχει άδεια το Υπόστεγο; είπε. Δεν έχει; Θα το κόψω, χα, χα, να… Και μετά άπλωσε το μακρύ, μακρύ του χέρι κι έβαλε το ποδάρι του και στον ίσκιο. Τσου ντόπιους δε τσου εσερβίριζε κι ας ήλεγε το συμφωνητικό που θα τσου σερβίρει. Δε τσου ήθελε. Είν’ όλα ρεζερβέ. Πάρτε τελέφωνο στο ξενοδοχείο να κλείσετε μετά μια βδομάδα. Κι έφευγε ο κόσμος. Διωγμένος λόγω κακής χρήσεως. Να πα να φύγουνε. Κι οι μπισνόνες κι οι νόνες κι οι μανάδες και τα στρι γκλιά τους. Με τα παιδιά του μιανού και τ’ αλλουνού θ’ ασχολούμαστε; Εδώ ειμάστενε υψηλού επιπέδου. Παρέχομεν σέρβις υψηλών προδιαγρα

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ 110

φών. Κι όχι πολλούς Σέρβους, εντάξει; Τι θα το κάνουμε; Μαυσωλείον; Εδώ είναι τόπος ιδιωτικός. Πριβέιτ άιλαντ. Τον ενοικιάσαμε και σας εδίνουμε τα διπλά απ’ όσα μας εχαλέψατε. Μην είναι καένας που δε του δώκαμε; Όλοι επήρατε. Όταν εγκρεμίσαμε το παγιό στη Δασιά δε σας εδώκαμε τα υλικά κατεδαφίσεως; Δεν εκάνατε σα τσου λούμιους ποιος θα τα πρωτοπάρει; Το ξεχάσατε; Έχομεν αντιδράσεις. Μας εφωνάζει ο κόσμος. Και τι παναπεί φωνάζει ο κόσμος; Άμα δε μπορείτε να κουμαντάρατε τον κόσμονε, τι ανακατευτήκατε; Να σας εδώκουμε άλληνε μία αμπωσιά νάχε τε να λέτε. Μόνο μη μας επειράξετε το καμάρι μας. Αυτόνε θέλουμε. Και να τρενάρετε τας αφίξεις των ιθαγενών, τί μας εμπαίνουνε στ’ αρθούνι. Καλά ειμάστενε μοναχοί μας όλο το Μάη. Τώρα τι σας έπιακε; Εβάλατε μπρος να φτιάκετε και τσου καμπινέδες; Δεν εβάλαμε τα σύρματα; Δεν αφήκαμε πέρσι το καράβι όξω; Δε το πάμε λάου-λάου φέτο; - Μας εδιώξατε από τον ίσκιο. Γιατί το βράδυ που δε σας εβλέπει καένας τι κάνετε; Τι κάνουμε; Καλή χρήση πάντως δε κάνετε. Έτσι μας ελένε. Τη μουσική την ακούνε μέχρι τη Πλατυτέρα. - Κακοήθειες. Είμεθα μεταξύ σφύρας και άκμονος. Διαλέχτε μεταξύ σφύρας και άκμονος. Αμάν πια! Έτσι που μας τα κάματε του χρόνου δε θα βγούμε. Και; Ανάγκη σας έχουμε; Εμείς είμεθα τση αναπτύξεως. Και τώρα που τα λέμε, δε κανονίζετε να αναπτύξετε και κείνο κει το κομμάτι από τσου στρατώνες Πασχαλίγου; Να το δώκετε να το κάμουνε ένα ξενοδοχείο, όχι ό,τι κι ό,τι, όσων αστέρων έχει ο έναστρος ουρανός θα το κάμουνε. Να κονομάνε και να κονομάτε; Και να συντηρείτε και τα πέριξ; Να σας αναπτύξουνε; Μα δεν είναι δικό μας. - Έχετε όμως λόγον. Πέστε σεις το ναι και μετά είναι δική του δουγειά όπου το πάρει. Κωλυόμεθα. Δεν είδατε που ένα μουσείο καλοβλέπουνε στον αγγλικό στρα τώνα και μας ερίχνονται; Εξύπνησ’ ο κόσμος.

όλα γίνονται.

είναι που δε θέλουμε αλλά είπανε

μας ερίξουνε καρπουζό φλουδες. Ό,τι και να σας ερίχτουνε να το παίρνετε. Καλοδεχούμενο. Κάτι λίγο ψαχνό μένει και στη καρπουζόφλουδα. Τώρα όπου δε θα ξαναβγείτε, δε το βλέπω που θα ξαναβγείτε. Ούτε λόγος. Κι αφού δε θα ξαναβγείτε κάντε τώρα ό,τι σας επερνάει από το χέρι… Κουτοί εισάστενε;

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V
111
Πάνε οι καλές οι εποχές… Άμα θέλετ’ εσείς
Δεν
που θα

- Λέτε; Όπως σας βλέπουμε και μας βλέπετε. Πρέπει να κάμομεν μελέτας. Έτοιμες είναι. Ορίστε ‘δώ. Από το 1967. Με ανέγερση ξενοδοχείου 500 κλι νών, υπερπολυτελείας πέντε αστέρων.

- Μη μιλάτε δυνατά, μας ακούνε. Και; Δε βλέπετε; Πεντακόσια φάσκελα μας ερίχτουνε. Ένα για κάθε κλίνη καλής χρήσεως. 3-6-2022

Ο ΚΟΜΗΤΗΣ Ακούς, κακομοίρη μου; Λίγα τα ψωμιά μας. Γιατί; Μεθαύριο θα περάσει ξυστά από τη Γη ο κομήτης. Πόσο ξυστά; Ξυστά. Ξέρω ‘γώ πόσο ξυστά; Από ‘δω μέχρι το βουνό του Παντοκρατόρου. Μακριά…, δε πειράζει. Εσένα τίποτις δε σε πειράζει. Ά! όχι. Δεν είναι κομήτης. Αστεροειδής είναι. Βλέπεις που δεν ηξέρεις; Και κάνεις όλα που τα ξέρεις; Ποτέ δε ξέρεις τι γίνεται. Το κακό μπορεί να σ’ έβρει από στιγμή σε στιγμή. Μια στιγμή και τα πάντα όλα. Να φυλάεσαι. Να είσαι απίκο. Εδώ μια ματιά λες να ρίξω στο φβ και σ’ αρπάζουνε οι φακές στη κατσαρόλα. Σου πιάκανε; Όχι…, που λέει ο λόγος. Δε μας τάπες αυτά. Τση μαγειρεύεις κιόλας; - Τση μαγειρεύω…, όχι και που τση μαγειρεύω…, καμιά φορά μου λέει ρίξε μια ματιά στο φαΐ…, εκατάλαβες; Εκατάλαβα, πως δεν εκατάλαβα… Αυτή αλωνίζει και συ φρουρός των όπλων. Και που είναι τώρα; Εβγήκε να ψιωνίσει. - Ρούχα; Αυτές όλο ρούχα ψιωνίζουνε. Πως νομίζεις όπου κρατιόνται τα μαγαζιά; Όχι ρούχα. Έχει τρεις ντουλάπες γιομάτες. Παντόφολες καλοκαιρνές πάει να πάρει, τσόκαρα, τι τσι παγιές κάπου τσίβαλε και δε τσι βρίσκει. Θα σου πάρει και σένανε; - Δεν είν’ ώρες για έξοδα. Αλλ’ αυτή παίρνει. Το φλιμένο…, από τα πέρσι έχει να πάρει.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
112

- Και τι τσι κάνει; Τσι τρώει; Δεν άκουσες; Κάπου τσι καταχώνιασε και δε τσι βρίσκει. Αξυπόλυτη να προβατεί; Μη τση μπει και καμιά αγκίδα στο ποδάρι και κάνει τον Αχιλλέα Θνήσκων. Έτηνε! Έρχεται! Την ακούω που ανιβαίνει τσι σκάλες. Έχει κλειδί ν’ ανοίξει. Άουούουου… - Τι εγίνηκε; Μούριξε τη καινούργια τη παντόφολα. Παραλίγο να με πιτύχει… Εβουρλί στηκες; τι σ’ έπιακε; Κακοχρονονάχεις οι φακές επιάκανε… Σ’ έφαε το κουβεντολόϊ… Δε σου μυ ρίσανε; Μια δουγειά σωστή δεν ηξέρεις να κάμεις; Ού πω, πώωω... φωτιά θα επιάναμε…, άνοιξε τα τζάμια να φύγει ο καπνός… Οϊμένανε…, στη Πυροσβεστική θα μας ετρέχανε… Τι έγινε, τι έγινε; Επιάκανε οι φακές και μούριξε τη παντόφολα. Ξυστά μου πέρασε. Σα κο μήτης. - Αστεροειδής είπαμε… 4-6-2022 ΜΕΧΡΙ ΤΗ ΜΙΑ Ας είμεθα λογικοί. Ποιός είπε που οι μόνιμοι κατοίκοι δεν πρέπει να κοιμό νται; Ποιός είπε που δεν έχουνε θέση στη Παγιά τους τη Πόλη; Ποιός είπε που τήνε θέλουνε νεκροταφείο; Ποιός είπε να τήνε θυσιάσουνε στο βωμό του Μαμωνά; Ποιός είπε που θέλουμε να κονομίσουμε από τα έθιμά της, τα καντούνια της, τα τσαγκούγια και τσου μπότηδές της; Ποιός είπε που θέλουμε τη Σπια νάδα και το Λιστόν της μόνο για κράχτες; Ποιός είπε που το Καμπιέλο, την Οβριακή, τη Πόρτα Ρεμούντα, τη Σπηγιά, το Φαληράκι, το Πεντοφάναρο, το Σαρόκο, τσου Άγιους Πατέρες, τη Πιάτσα, τα Μουράγια, τη Γαρίτσα, τον Ανεμόμυλο, τα Φορτιά, το Μαντούκι, τη Λεμονιά, τα Φρούργια Της και πάν’ απ’ όλα

τσου λέμε ορίστε, δοκιμάστε το κορφιάτικο μοχίτο συνοδεία

ραπ στη διαπασών; Ποιός; ποιός; θέλω να ξέρω ποιος! Αγαναχτάς, έ; Είναι να μην αγαναχτώ; Ποιόνε επειράξαμε; Ποιόνε ενοχλήσαμε; Πές μου ένα, μόνο ένανε! - Λένε όπου επειράξατε. Εμείς πότε; Ποιόνε; Πού; Πώς; Να σου ορκιστώ; Κοίτα μη πέσει φωτιά και σε κάψει.

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V
113
τον Άγιο Της που τα θέλουμε μόνο και μόνο για να βγάνουνε φω τογραφίες οι ξένοι και να λένε κε μπέλα έ Κορφού για να
κορφιάτικης

ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ 114 - Θα κάψει και θα τσουρουφλίσει όλους αυτούς τσου εξυπνάκηδες το χειμώνα. Θα ιδούμε τότε όπου θα πέσει η πείνα. Από πού θα φάει ο τσαγκάρης κι ο δεκεόρος κι η ΔΕΗ κι η Κυβέρνηση; Ουκ αν λάβεις παρά του μη έχοντος. Νομίζω; Δεν ηξέρω…, άααάουουάααχχχ…, συγγνώμη εχασμουρήθηκα. Έντεκα η ώρα. Κι από τα τώρα πας για ύπνο; Κάτσε να σε κεράσω ένα ποτό, ένα κοκτέϊλ με βάση το κουμ κουάτ. Θέλεις; Όχι, παιδάκι μου… Για νάχω νυμφίους όλο το βράδυ; Ποιό βράδυ; Τώρα αρχίζει η μέρα… - Η δική σου, όχι η δική μου. Από τα ξημερώματα δεν έχω κάτσει. Πάω να ξαπλώσω. Και κάμε μου τη χάρη χαμήλωσε τη μουσική. Από τα τώρα; Κάτσε να βρούμε τη Χρυσή Τομή. Ούτε την ασημένια. Κλείστο τί θα σε γράψουνε. Έτοι! γυρίζουνε. Είδες που εκαταντήσαμε; Το δίκαιο είναι να μας εδώκουνε παράταση. Του λάχιστον μέχρι τη μία. Που να του κοπεί το χέρι όπου υπογράψει. Τι λες; Για να γίνει το μία τρεις; Αφού σου λέω… Και την άλλη βολά μου τόπες αλλά φαίνεται πούχεις χαλασμένο ρολόγιο. Δε θυμάσαι καλά. - Εγώ δε θυμάμαι; Εσύ δε θυμάσαι που σε παρακάλουνα να το κλείσεις οπούχα άρρωστο άνθρωπο κι εσύ με διαολόστερνες. Καλά να σου κάνουνε τώρα. Έχουμε συμφωνήσει να μας εδώκουνε παράταση μέχρι τη μία. Οριστικό αυτό! - Καλά κακομοίρη μου. Θα σας εκόψουμε τα ποδάργια. Δεν υπολογίζεις τίποτις. Και καλά εμάς τσου μονίμους κατοίκους. Ούτε τσου αστυφυλάκους δε σκέφτεσαι; Αντίς να πάνε κι αυτοί στσι έντεκα στα σπιτιά τους να νεκρω θούνε να περιμένουν’ εσένανε τη μία, να σε κλείσουνε να πάνε να κοιμη θούνε κι αυτοί; Αυτοί δεν είν’ ανθρώποι; Δεν έχουν’ οικογένειες; Εσένανε πρέπει να παραφυλάνε; Η Χρυσή Τομή! Τη μία, τη μία, καλά είναι. Μία νάν’ οι ώρες σου. 4-6-2022

ΑΝΑΞΙΟΙ ΚΛΕΡΟΝΟΜΟΙ
ΓΙΩΡΓΟΣ
Σας το γράψαμε το ακίνητο με γονική παροχή. Μαγαζί γωνία σας εδώκαμε. Σας επλερώσαμε και το φόρο να μην έχετε βάρη. Καθαρό σας το αφήκαμε. Δεν επεριμέναμε να κλείσουμε πρώτα τα μάτια μας και να το πάρετε κλε

ρονομικά, να σφαχτείτε μετά στη μοιρασιά. Να το γοδέρετε σας το δώκαμε, να το χαρείτε μια ώρα αρχύτερα, τί σα νέοι εβιαοσάστενε να το πάρετε ψηλά και μεις οι γεροξεκούτηδες το βαστούσαμε χρόνια και χρόνια χαμηλά. Μέχρι και το ΒΡ αμφισβητήσατε κι από δίπλα την ΥΠΟΣΧΕΣΗ, τί κι αυτός ένας ξεδοντιασμένος γεροξεκούτης εκατάντησε και σήμερα κουράζει. Όπως και μεις, που εκαταντήσαμε να ειμάστενε το φρένο τση βάσης που θέλει να γίνει όλομεμίας κορυφή άνευ βάσεως. Τήνε πήρατε τη κορυφή μετά μεγάλης πλειοψηφίας. Αδιαμφισβητήτου, εξαιρέσει κατασκευής και προελεύσεως. Όλα ωραία και καλά. Τι το κάματε το μαγαζί; Ορμήσατε μέσα σα το χωργιάτη στο παλάτι. Κάτου όλα και βάλε τσι ταπισερί να τσι μασουλάνε τα γίδια. Ορίστε τα χάγια σας. Κάμετε κόντο. Όλη η Χώρα μας εδείχτει με το δάχτυλο. Αυτοί θα μάθουνε στα παιδιά μας τι είναι το ΚΑΛΟ, το ΣΩΣΤΟ και το ΤΙΜΙΟ; Μας εκρεμάσανε κουδούνια. Μας εκουράζετε. Ό,τι επερνούσε από το χέρι μας το εκάμαμε. Τι άλλο; Δεν εκάμαμε και «Ανεξάρτητον Επιτροπήν»; - Όπου δε θέλει να ζυμώσει, δέκα μέρες κοσκινίζει μέσω Επιτροπής. Τα ανεξαρτήτου κομμένα. Να τα κουκουλώσετε επήγατε. Αλλά κουκουλώνονται τα ακουκούλωτα; Αυτά κόβονται με τη μία. Κατά βάθος πολιτικόν είναι το θέμα. Φταίτε εσείς όπου εγράφατε. Παναπεί φταίει ο καπνός κι όχι η φωτιά; Και να μη μαρτυρήσουμε που το καράβι έχει ρήγμα στα ύφαλα; Που μπάζει από παντού; Νάτα τώρα. Όμως η Γου Σου μας εδικαίωσε. ΝΑΙ σε ΟΛΑ μας έδωκε. Λάθος εκάνανε πάνου από 260 νοματαίοι; Έκανε το σωστό; Εψήφισε επί του συγκεκριμένου; Αφού δε την αφήκατε να ψηφίσει επί του συγκεκριμένου. - Πράττομεν το νόμιμον. Εστείλαμε και εξώδικα. Ποιόνε δικεόρο εβάλατε; Παίζει ρόλο; Δε παίζει; Όλα σαλαμιστράδα τα εκάματε. Εδώ χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα. Εκατεβάσατε τα ρολά του μαγαζιού και μη το πουλήσε τε στην ιδιωτικιάν την πρωτοβουλίαν κατά το απαξιώνω, απαξιώνω, νάχω πράμα

αφήναμε το μαγαζί και εξ αδιαιρέ του. Πρέπει να μας βοηθήσετε εις την παρούσαν δυσχερή κατάστασιν. Το μόνο που μας μένει είναι μόνο μια συμβουλή. Πείτε την ΑΛΗΘΕΙΑ. Δη μοσίως. Όλοι ξέρετε ποια είναι η ΑΛΗΘΕΙΑ. Αγοιώς όλοι σας θα εισάστενε ΑΝΑΞΙΟΙ ΚΛΕΡΟΝΟΜΟΙ.

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 115
να πλερώνω. Μας εκουράζουνε αι αλληγορίαι και τα λοιπά
Οι
τση
λύσης; Τι γνώστες και ξεγνώστες. Άμα είχαμε και μεις μυαλό δε θα σας το εκάμαμε γονική παροχή. Κλερονομιά θα σας το
σας. Τι εισάστενε;
γνώστες
μοναδικής αλήθειας και

ΗΜΕΡΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

Ελάτε στο Μο ρεπό να κάμουμε μια βόρτα. - Θάρθω. Ωραία θάναι. Εξεκίνησα. Με τα πόδια. Γιατί πού θα παρκάρω εκεί; Καλύτερα με τα πόδια. Επήγα από τη Λεωφόρο. Κάνουν’ έργα. Χρειαόντανε; Δεν εχρειαόντανε κατά τη γνώμη μου. Άλλοι δρόμοι έχουνε πίγιο ανάγκη. Αλλά κι αυτό καλό. Ό,τι και να γίνεται καλό. Από τη κολόνα του Ντούγκλας επέρασα απέναντι. Εκοίταα το νερό. Ρήχη. Τα πάντα όλα όξω. Πότε θα κάμει πλύμη; Να τα σκεπάσει; Αλλά κάτι μυρίζει. Τι μυρίζει; Εσκόνταψα. Δε βλέπεις μπροστά σου; Θα σκοτωθείς. Αμηδά ήξερα; Ού, πω πώ! Λάκκος! Θα σκοτωθεί άνθρωπος. Γιατί δε τσου κλείνει ο Δήμος; Είναι δουγειά του ΟΛΚΕ. Ημπορεί και τση Χτηματικής Υπηρεσίας. Και περιμένουνε να σκοτωθώ; Πάμε απέναντι που έχει και ίσκιο. Πρόσεξε πως θα περάσεις. Τρέχουνε τ’ αυτοκίνητα. Κοίτα δεξιά, αριστερά. Ελεύτερα…, πάμε. - Κάνουν’ έργα; Αναπλάθουμε το Άρσος. Κι ήταν’ ανάγκη να το ξεβρακώσουνε; Γιατί τα κόβουνε; Το λέει η μελέτη. Ποιά μελέτη; - Λένε που είναι σπουδαία. Το σπουδαίο να τήνε πιάκει. Άκου σπουδαία…, με το πριόνι στο χέρι είναι; Πρόσεχε ‘δω που πατείς. Μετά τη πλαζ το πεζοδρόμιο είναι για νάνους. Πρόσεχε! Προσέχω, στραβός είμαι; Και γιατί έχει κίτρινες γραμμές; - Ήτανε για το ποδηλατόδρομο. Και τι γυρεύει αυτή η κολόνα μεσ’ στη μέση; Εκεί ήτανε. Από πριν. Εσφάγιασα να κατουρήσω. Έχει τουαλέτα μόλις μπεις στο Μο Ρεπό, δεξιά. - Μα είναι κλειστή. Που θα κάμω; Κρατήσου.

Πάω στα δέντρα. Θα σε δούνε.

Και τι να κάμω; Πάμε πίσω σε κάνα καφενείο. Δε το ξέρεις; Στα καφενεία πάει όλος ο κό σμος. Άμα δεν ήτανε και τα καφενεία ρεντίκολο θα εγινομάστενε. Αυτά μας

116 5-6-2022
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ

εβγάνουνε ασπροπρόσωπους. Πάω! Πάω μπροστά. Βιάομαι! Δικαιολογησέ με σ’ αυτός που μ’ εκαλέσανε. Κάμε δουγειά σου! 5-6-2022 ΧΙΓΙΟΙ ΣΟΥ ΧΡΟΝΟΙ Ενημερώθηκες; Τι; Ενημερώθηκες λέω στη Γου Σου; Επί του θέματος; Επ’ αυτού. Δε μούπανε κάτι που δεν ήξερα. Ό,τι μούπανε τόξερα. Και να μη μου τα λέανε τα διάβασα στσι εφημερίδες. Σου είπανε γιατί εκατέβηκε ο λογαργιασμός την άλλη ώρα; Που ήτανε όταν το μάθανε; Γιατί ένας λέει που τσούπε φεύγω και πέστε το και μετά είπε δεν ηξέρω τίποτις; Γιατί ένας εξέχασε να δώκει με τη μία τα πάντα όλα στην Επιτροπή; Γιατί λέει η Επιτροπή ναι μεν αλλά, μπορεί ναι ίσως και όχι; Γιατί εξέχασε τη Πλατεία Προσκόπων; Γιατί υπήρξε κώλυμα, γιατί ήρθη το κώλυ μα και ματαήρθε το κώλυμα; Γιατί επεράσανε έξη μήνοι γιομάτοι μέχρι ν’ ακούσεις αυτά που ήπρεπε ν’ ακούσεις την άλλη ώρα; Γι αυτά δε θυμάμαι ν’ άκουσα. Και τι άκουσες; - Ημείς ειμάστενε αθώοι του αίματος κι όπου λέει άλλο να πέσει φωτιά να τον εκάψει. Εβγάλανε ψες και μίαν απανταχούσα. Τήνε διάβασες; Τήνε διάβασα. - Σε κάλυψε; Τι να κάμουνε κι αυτοί…, εσύ στη θέση τους τι θάκανες; Δε θ’ άφηνα νάρθω στη θέση τους. Θα τούλεα τ’ αλλουνού την άλλη ώρα άμα αγαπάς το μαγαζί παραιτήσου για λόγους υγείας από το ΔΣ να νετά ρουμε. Με ρωτήσανε την ίδια ώρα. Τι να κάμουμε; και τσου τόπα. Να πεις που δε τσου τόπα; Μ’ αυτός λέει που δε φταίει. Μετά τόπε. Στην αρχή το παραδέχτηκε. Δεν ηξέρω αν είν’ έτσι. Κι αυτός/η που το μαρτύρησε γιατί δεν εβγήκε να το πει; Τόπε ενώπιον δύο. Έτσι λένε. Κι ένας από τσου δύο το μαρτύρησε. Και τώρα λένε που αυτός φταίει. Ότι ήπρεπε να το βουλώσει. Γιατί να το βουλώσει; ΟΛΑ ΣΤΟ ΦΩΣ! Χίγιοι σου χρόνοι.

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 117

Η ΑΘΑΝΑΣΙΑ Δίπλα στο τοίχο του Οβρέϊκου είχε βγει μια αθανασιά. Δε τήνε πειράζαμε για τί είχε φαρμακωμέν’ αγκάθια. Επερνούσαμ’ από δίπλα. Μια φορά ο Γιάκωβος επάτησε ένα ξερό που είχε πέσει και του καρφώθηκε το αγκάθι στη πατούσα. Εκάτσαμε να του το βγάλουμε, ένα αγκάθι να!, και μετά του το πλύναμε στη βρύση του Απολλυμαντήργιου. Επόνουνε. Αμιά κι αυτός όλο ξυπόλητος εγύρ νουνε. Κι εμείς, παναπεί, ξυπόλητοι εγυρνούσαμε αλλά επροσέχαμε. Είχαμε και κάτι πατούσες σα σιόλες. Τα γαϊδουράγκαθα ούτε που τα ακούαμε. Συντριβό ντανε στη κλώδα τση πατούσας. Παπούτσια το καλοκαίρι δε φορούσαμε. Τα χειμωνιάτικα εβάναμε άμα μας εκατεβάζανε τη Χώρα. Με σοσόνια άσπρα. Και μας εφωνάζανε να μη κάνουμε σα γαϊδάροι, σαν ανθρώποι να κάνουμε. Μάμα, γιατί τα παιδιά δε γεννιόνται με παπούτσια; Αυτά λέτε με τσ’ αλλουνούς στη γειτονιά; Του Γιάκωβου του εμπήκε τ’ αγκάθι τσ’ αθανασιάς. Δεν είχε παπούτσια. Και; Επόνουνε. Του το πλύναμε στη βρύση κι ένας που επέρασε, ο Δασκαλό πουλος ο δικαστής, μας είπε να τόνε πάρουμε στο Γιατρείο μη πάθει καμία μόλυνση, μας είπε. Να τόνε πάρουμε; - Δεν έχει ανάγκη αυτός! Γιατί την αθανασιά τήνε λένε αθανασιά; Γιατί δε πεθαίνει. Μόνο άμα κάμει ανθό. Μετά πεθαίνει. Και πως είναι το άνθι τση; Ψηλό. Άνθισε κάποτες η αθανασιά. Έβγαλε ένα ψηλό κορμό με κάτι μπράτσα που στην άκρη τους είχανε το λουλούδι. Κάπου οχτώ με δέκα μέτρα μπόϊ. Τήνε χαζεύαμε μέχρι που ξεράθηκε. Έβγαλε όμως κουλούκια στη ρίζα της. Τόπαμε του δασκά λου. Παραφυάδες λέγονται. - Και πως

ανθρώποι τσι κόβουνε για να ανθίσουνε τα ξενοδοχεία. Δεν είχε άλλο λόγο ύπαρξης η αθανασιά. Διαιώνισε το είδος της κι η Φύση τήνε πήρε πίσω. Έτσι γένεται μ’ όλα τα ζωντανά του κόσμου. - Και με τσ’ ανθρώπους; Και με τσ’ ανθρώπους. Όλα ένα μικρό κύκλο κάνουνε και φεύγουνε. Κι έρ χονται τα καμάργια τσου να διορθώσουνε τα προηγούμενα καταστέματα. Εξόν κι αν είναι σα και σας που θα τα κάμετε όλα Γης Μαριάμ. Κι έτσι τα

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
6-6-2022
118
επέθανε κοτζαμάν δέντρο; Άνθισε. Εκπλήρωσε την αποστολή του. Δεν είναι σα και τσι εγιές που είναι απέθαντες κι οι

πάντα όλα είν’ αθάνατα. Σα την αθανασιά. Εδιάβασα στον Ελευθερουδάκη που απ’ αυτήνε στο Μεξικό κάνουν’ ένα ποτό, τη τεκίλα. Σωστά. Έχει μέσα του μπόλικη αθανασιά. Το πίνεις και νοιώθεις αθάνατος. Εσείς έχετε πιει; - Όχι, δε το φέρνουνε στη Χώρα μας. Είναι είδος πολυτελείας και δεν εισάγεται. Εμείς έχουμε τ’ αμπέγια μας που κι αυτά αθάνατο σε κάνουνε. Ο πατέρας μου πίνει κακοτρύγη λευκιμιώτικο αλλά εμένανε δε μου δίνει. Είναι, λέει, μόνο για τσου μεγάλους. Από πού το παίρνει; - Του το φέρνει η Γαλανή όταν μπαίνει τη Χώρα. Θα πάω να τον έβρω το πατέρα σου. Έχει η Γαλανή κακοτρύγη; Θα πάω να μου πει. Ο κακοτρύγης σα την αθανασιά είναι. Άναμα. Και νεκρούς ανα σταίνει. Και χωρίς αγκάθια. 7-6-2022 ΤΟ ΝΤΟΥ Κατόπιν υποδείξεως συνεστήθη η Συνέλευσις των Συλλόγων και ανέλαβε τας τύχας της Πόλεως. Είπανε να κάμουνε το νέον Δημαρχείον εις Καμπανιόλου, επίσης κατόπιν υποδείξεως, αλλά τελικά λόγω θέρους επροτιμήσανε τη Σκάλα του Δημάρχου. Και λόγω ονομασίας. Εβγάλανε τα παπούτσια τους, εβάλανε τα ποδάργια τους στο νερό, τα κουνούσανε μπρος πίσω κι αφήνανε τσου σπάρους να τσου κάνουν’ απολέπιση, όπως εκάνανε κάτι ψαράκια προ καιρού σε κάτι μαγαζιά οπούχαν’ ανοίξει. Έτσι πρέπει να γίνονται τα Συμβούλια. Σε ανοιχτό χώρο. Και εις επήκοον όλων των περαστικών. Όχι σα και τα τώρα που δε τα δείχτει μήτε η τηλεόραση. Παγιά τάδειχτε και μαθαίναμε. Τώρα; Άμα τόπες, ξαναπέστο. Ο κυρ Πρόεδρος άνοιξε τα χαρτγιά του, είπε του Γραμματέα γράφε, και ανέγνω σε το πρώτο θέμα τση Ημερησίας Διατάξεως. Περί ηχορύπανσης εις την

διαό λου, που όλοι από αυτόνε ζιούμε και που το χειμώνα θα πέσει πείνα και μας εκάνανε αίτηση παρατάσεως μέχρι τη μία. Ειμάστενε λένε τουριστικό νησί. Κόβουμ’ εγιές και κάνουμε ξενοδοχεία. Ειμάστεν’ όλοι ερμπιενμπίδες. Τα ξέρετε, δε τα ξέρετε; Τα λένε και τα ΜΜΕ. Λένε περί Χρυσής Τομής και Μέ

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 119
Παγιάν Πόλιν και γενικώς. Έχομεν διαμαρτυρίας. Δεν
όλοι με την εφαρμογήν του Νόμου να σταματάει η μουσική στσι έντεκα. Γιατί δε τσου αρέσει ο Νόμος; Λένε που η Πόλη εγίνηκε νεκροταφείο, όπου ο τουρισμός πάει κατά
συμφωνούνε

σης Λύσης, περί ναι μεν αλλά ίσως και όχι, περί μόνο πέντ’ έξη εχαλάσανε τη πιάτσα αλλά τώρα θα κάτσουνε καλοί και ποιός κοιμάται από τσι έντεκα; Οι τουρίστες για το ρεμπεγιό έρχονται που από τσι πέντε στη πατρίδα τους κλειούνε τα πάντα όλα, σιγά μην έρχονται να διούνε τον Αχιλλέα Θνήσκων και τη Φρύνη. Λένε και για κάτι Δικτατορίες των υποκριτών νοικοκυραίων που δε βλέπουνε ούτε στον ύπνο τους τη πραγματικότητα, ότι ειμάστενε μια Πόλη ερείπιο και τι τήνε θέλουμε; Και τα τοιαύτα. Κάτι τέτοια λένε. Οι άλλοι τι λένε; Οι άλλοι πανηγυρίζουνε. Επί τέλους εφαρμόζεται ο Νόμος, λένε. Που μας τόνε κρούβανε από το ’96. Χίγιοι του χρόνοι μιανού Σκολαρίκη λένε. Από τον Απάνου ή από το Κάτου Γαρούνα είναι; Αλλά φοβόνται κιόλας μη εμείς εδώκουμε τη παράταση μέχρι τη μία και μείνουνε με το δάχτυλο στο στόμα. Να ομιλήσουν και οι εκπρόσωποι. Ορίστε κύργιε, λέγεται. Θα σας εκάμομεν ντου! Μας έχετε φέρει στο αμήν! Δε θα σας εσώνει ούτε ο ύπνος ο επιούσιος. Νεκροταφείο θα τήνε κάμετε τη Πόλη μας. Τη Παγιά νε. Από τσι 10 θα κόβεται η κυκλοφορία. Από τσι 12 τ’ αερόπλανα. Από τσι 11 οι μουσικές. Από τσι 9 θ’ απαγορεύεται να σφουρίζουνε τα καράβια. Από τσι 7 θ’ απαγορεύεται να κουτσουλάνε τα περιστέργια κι από τσι 3 δε θα πετάνε τα χιλιδόνια κι όλα τα πετούμενα. Κι οι σπάροι κι οι κολίτσιανοι όλη τη θερινή περίοδο δε θα επιτρέπεται να πλησιάζουν τας ακτάς λόγω συγχρωτισμού. Σκύλοι και γάτοι θα παίρνουνε εξόδου μετά διανυκτερεύσεως μετά ή άνευ μουσαργιόλας. Αυτά θα γίνουνε. Στούφος τσούπιακε. Ώρα είναι, σου λέει, να μας εκάνουνε κάνα ντου και να μας ερίξουνε όλους στη θάλασσα. Καλύτερα να ειμάστενε στου Καμπανιόλου. Αλλά κάνει και ζέστη. - Δυο λεφτά, ορές λεβέντες…., περιμένετε… Αέράαα…, απάνου τους και τσου φάγαμέεε… Αγιούτο χριστιανοίοιοι… Τι φωνάζεις;

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ 120
Όνειρο βλέπεις; Ξύπνα! Με σπαβεντάρισες! - Μεσ’ στο καλύτερο μ’ έκοψες. Την ώρα που εκάναμε το ντου! 8-6-2022 Η ΓΚΙΛΟΤΙΝΑ Εφεύρεση του δρα Ζοζέφ Ινιάς Γκιγιοτέν. Τήνε λένε και λαιμητόμο και καρμα νιόλα. Γνώρισε δόξες στη Γαλλία την περίοδο τση Τρομοκρατίας. Η λειτουργία της γνωστή. Σου δένουμε χέργια, πόδια, σε ξαπλώνουνε κάτου, σου βάνουνε το κεφάλι εκεί όπου θα πέσει το λοξό μαχαίρι κι ο δήμιος ελευθερώνει το μηχανι σμό και χράαατς το κεφάλι σου πέφτει στο κοφίνι που το περιμένει από κάτου κι οι καλοί νετάρουνε με σένανε το ρέμπελο.

Στην Ελλάδα ήρθε επί Όθωνος. Μίανε μεταχειρισμένηνε αγοράσαμε που δεν έκοβε και καλά. Τί η κάθε εξουσία δε μπορεί να είναι εξουσία χωρίς μίανε γκι λοτίνα. Διαφορετικά επέρχεται το χάος. Προηγουμένως βέβαια σε τυλίγουνε σε μια κόλλα γραμμένο χαρτί, δικαίως ή αδίκως δεν έχει σημασία, καθ’ όσον στα χαρτγιά τυλίγουνε από ντομάτες μέχρι ανθρώπους. Κι άμα η εξουσία δεν έχει χαρτί έτοιμο το γράφει την ίδια ώρα και σου το δείχτει.

- Ορίστε τι γράφει εδώ…

- Μα πριν δε τόγραφε. - Τώρα το γράφει. Πριν έγραφε χειρότερα και χάρη σου κάνουμε.

- Και γιατί τ’ αλλάξατε; - Άμα τ’ αφήναμε όπως ήτανε θα μας εξεφωνίζανε. Κι εμείς, ως γνωστόν, είμεθα Δημοκράται. Όχι σα και σένανε, το ρέμπελο, που βγάνεις και βλιβλία. - Πούντα τα βιβλία; - Δεν έχει σημασία. Εσκέφτηκες να τα βγάλεις. Κι η σκέψη ένοχη είναι. Αμ’ πώς; Βεβαίως και η γκιλοτίνα και η θανατική ποινή εξέλειπον. Όμως οι γραμμένες κόλλες χαρτί παραμένουν όπλο τση εξουσίας. Για ορθή ή και για λάθος χρήση. Αυτή ξέρει κάθε φορά. Καμιά φορά τση γυρίζουνε κι ανάποδα τα χαρτγιά της. Και λογοδοτεί. - Προσέχτε! Δώκετε βάση. Ημείς άλλο εννοούσαμε. Μας παρεξηγείτε. Πάντως, καμιά φορά μετανιώνει για τα λάθη της. Και στέρνει το δήμιο, έναν εισαγγελέα στο Βίδο να κουβαλήσει τις τύψεις του στο Γήπεδο, όπως κατεβαίνουμε απέναντι αριστερά, εκεί όπου ήτανε ο ξύλινος σταυρός του καρολόγου χωρίς άλογο που έκανε το έγκλημα να μιλεί. Τάχουμε πει αυτά κι άλλη φορά. Τι τα θυμήθηκα τώρα; Πάντα τα θυμάμαι όταν σκέφτομαι το Βίδο. Τί το ξύλινο σταυρό τόνε θυμάμαι απ’ όταν επήγαινα εκεί με τους προσκόπους στους δια γωνισμούς επιλέκτων. Τόπος μνήμης το Βίδο. Μεγάλης, βαργιάς κι ασήκωτης. Άραγε άμα ζούσε ο καρολόγος χωρίς άλογο εκτός από το να μιλεί θάγραφε κι αυτός κάνα βιβλίο όπως ο Χρόνης ο Μίσσιος; Ημπορεί. Αν και το να βγάνεις βι βλία δεν είναι και τόσο αθώα δουγειά. Καμιά φορά η εξουσία δια της σεβαστής πλειοψηφίας των δημίων της, βεβαίως-βεβαίως, τα ρίχτει εις την πυράν. Ή σου παίρνει το κεφάλι με μια χάρτινη γκιλοτίνα. 9-6-2022

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 121
ΞΕΝΙΟΣ
Ποίος
ΖΕΥΣ
ήτο ο Ξένιος Ζευς; Ο Ζευς. - Ο ίδιος αυτοπροσώπως; Αυτός! Μεγάλο τ’ όνομά του. Νομίζω πως είν’ ο μόνος του δωδεκάθεου που επέζη σε και που του θυσιάζουνε ακόμα στη χάρη του.

- Παρντόν; Τι παρντόν…, δε βλέπεις τσι θυσίες; Καθημερινά θυσιάζομεν. Εγιές, παρα λίες, αρμελίνια, δρόμους, βαρδάτσες, νερά, χωράφια, τοπία, νησιά, αέρα, σπίτια, μαγαζιά, λουλούδια, αρχαία, νέα, τον τρόπο ζωής αιώνων, ήθη, έθι μα και πάει λέοντας. - Τίποτα απ’ αυτά δεν περιλαμβάνεται εις τον κατάλογον των θυσιαζομένων. Των σφαγίων, των βρωσίμων και τα τοιαύτα. Από πού τα βρήκες και τα λες; Είδες να θυσιάζεται κάνα βόδι; Κάνα αμνοερίφιον; Κάνα πουλερικό; Ή έστω γίνεται προσφορά κάνα κανίσκι με ρουβέλους, με συκομαΐδες, με τζίντζο λες, με παυλόσουκα, έστω με μαντουάνες, με μπανταντόνες, με κανκιόφο λες; Κάνα μποτιγιόνι κρασί, καμιά ντουζίνα αυγά τση μερός, κάνα φύλλο παυλοσουκιάς φρέσκιας; Απ’ όλα θυσιάζομεν. Και βόδια Αργεντινής κατεψυγμένα έχω δει να θυσι άζομεν, και πατάτες Αιγύπτου και λεϊμόνια Ιζραήλ και καρύδια Τουρκίας και καρπούζια Μαρόκου και ντομάτες Νότιας Ιταλίας και ελληνικά σουβενίρ Κίνας κι απ’ όλα έχω δει. Εσύ δε βλέπεις; Ά, εκεί το πας; Ο Ξένιος Ζευς άμα θέλεις να ξέρεις ήτανε ο ορισμός τση Φιλοξενίας στην Αρχαία Ελλάδα. Κάτι συνώνυμο με το φιλότιμο. Οδοιπό ρος, εξόριστος, καταδιωκόμενος ο όπου κυνηγημένος άμα σου βάρουνε το μπατιδούρο τ’ άνοιγες τη πόρτα σου, τη καρδιά σου και το κελάρι σου. Και τούλεες από τη μπάντα εδώ, τι από κάτου έχει σαγράδο. Τόνε τάϊζες, τόνε κοίμιζες, τον έντυνες, τόνε βαΐλευες. Δε τόνε ρώτουνες άμα είναι πλούσιος ή φτωχός. Δε τόνε ρώτουνες για τα νιτερέσα του, για το δρόμο που τον έφε ρε στη πόρτα σου. Ήταν’ αρετή η φιλοξενία. Δεν απαιτούσε θυσίες. Εντά ξει, ο Ζευς με τις άλλες ιδιότητές του - είχε και πάνω από εκατό, μη σου πω, ο κατεργάρης – ημπορεί να έτρωε τον άμπακο από τα γυαλιστερά τα κόκκαλα που του πάσαρε ο πονηρήτας ο Προμηθεύς και να υπέφερε από παλινδρόμησιν του οισοφάγου αλλά ως Ξένιος και ξενοδόχος ήτανε από τσου καλύτερους. Ξενοδόχος ο Ζευς; - Βεβαίως! Ξενοδόχος εκαλείτο ο παρέχων το σπίτι του προς φιλοξενίαν. Κι όχι το δίκλινο 100 ευρά τη βραδιά τί είναι φουλ σαιζόν. Κάπου κάνεις λάθος. Εγώ ξέρω που ο ξενοδόχος είναι μπίζνεσμαν, ολ ιν κλούζιβ ένα πράμα, που χτιεί τετραγωνικά αβέρτα μαν, αρπάζει νησάκια πριβέϊτ άϊλαντ, που διώχτει τσου ντόπιους και φέρνει ξένο κόσμο με μει ωμένο εισιτήργιο

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
122
και τήνε
προεντατεμένου
βιομήχανος
κατακάθεται
βαρυστομαχιά
και τσου αρμέγει με τεχνητή μάστεψη, μέχρι και τα μπα μπακούγια από τη μπούρσα τους τσου παίρνει. Μοναχοφαάς! Παίρνει γης χαρισάμενη
κάνει πεδίον βολής
σκυροδέματος. Βαργιός
και λόγω ειδικού βάρους
κάτου οκλαδόν από
μαζί με τα όβολά του. Είναι κι άλλοι καλοί, όχι σα και κείνονε πούπιακε τη Κρεβατσούλα και την

έκαμε αεροδρόμιο προσγείωσης ιπτάμενων δίσκων. Ως κι αυτούς θ’ αρμέξει; Τσούχει υποσχεθεί που θα τσου βάνει σε νησί ιδιωτικό να τρώνε τσι εφτά μιση αστάκια στα κάρβουνα κι όλα τα ούφο εδώ κατιβαίνουνε. Είναι κι όμως κι άλλοι καλοί ξενοδόχοι. Αυτοί που κρατάνε από το Ξένιο Δία. Αυτοί που σε πιάνουνε από το χέρι και σε παίρνουνε να σου δείξουνε που είναι ο Άγιος Σπυρίδωνας, μη χαθείς στα στραβοκάντουνα. Και σου χαμογελάνε ένα χαμόγελο σα και τον Ήγιο. Και σε κοιτάνε στα μάτια κι όχι στη τσέπη. Αυτούς που τσούμαθε το μάθημα ο Αρκίνοος όταν επεριμάζεψε κείνονε το Δυσέα. Κι έβαλε το Δημόδοκο να του τραγουδεί. - Στα πόσα ντεσιμπέλ έβανε τα ηχεία; Στα όσα του εδιόρισε ο Ξένιος Ζευς. Εκοιμόντανε νωρίς ο κόσμος ετότες. 10-6-2022 Η ΝΕΑ ΜΑΣ ΠΟΛΗ Από Γεωργικής Επαναστάσεως έλκουν την καταγωγή τους οι οικισμοί, τα χωρ γιά και οι πόλεις. Πολύ γλήγορα οι κατοίκοι είδανε που ήπρεπε να τσι μαντρώ σουνε. Για να φυλάνε τη ζωή τους και το πλούτο τους. Όποιο θέλετε από τα δύο το βάνετε πρώτο. Κι ο βασιγιάς μαντρωμένους όλους τσούθελε για να τσου ελέγχει. Διότι άμα δεν ελέγχεις τσου υπηκόους σου τι σόι βασιγιάς είσαι; Ένας ρεζίλης και μισός είσαι. Οι πρώτοι μαντρότοιχοι εξελιχθήκανε σε κάστρα μεγάλα, δυνατά, με πύργους και επάλξεις και με όλα όσα επέβαλλε η φρουριακή αρχιτεκτονική και οι στρα τιωτικές ανάγκες. Έτσι και η Πόλη μας απέκτησε τα δυο της βενετσιάνικα φρού ρια και το τειχισμό της. Εκεί μέσα εζούσανε ο κόσμος, οι αστοί, οι αρχόντοι, οι στρατιώτες κι όλες οι εξουσίες. Απ’ όξω ήτανε οι βιλάνοι, οι χωρικοί κι οι ρέμπελοι. Κι όταν ερχόντανε ο οχτρός ετρέχαν’ όλοι να μπούνε μέσα και τσου παρατάσσανε στα τείχη δια τον αγώνα τον υπέρ βωμών και εστιών. Αυτά τα φρούρια τα παραλάβανε οι Άγγλοι το 1814 κι αρχινήσανε να κάνουν’ έργα. Τι υπολογίζανε που θα κάτσουνε δια παντός κι όσο νάναι αυτοί πρώτοι θα τα γοδέρανε. Εξ αρχής ο Μέτελας το 1822 έβαλε μπρος να κάμει το Παλάτι και τη

Κι όπως συμβαίνει και σήμερα το πρώτο που χρειάεται ένα νέο έργο είναι να ξηλώσεις το παγιό. Ετότες είχαμε το Ιονικόν Κράτος τση Britannia οπούχε και Βουλή που εξέφρα ζε γνώμη. Αλλά ο Άνταμος δε σήκωνε και πολλά, πολλά. Ό,τι έλεγε ήπρεπε να γίνεται αμέσως και ομoφώνως δεκτό διαφορετικά τα προνόμια των αρχόντων που αποτελούσανε πλην κάποιων ασήμαντων εξαιρέσεων τη Βουλή θα πηγαί νανε ταφόντου. Κι έτσι κι οι βουλευτάδες εσυμφωνήσανε κι είπανε όπως πάντα come sta (ως έχει) κι από κει ο κόσμος τσούβγαλε κομεστάδες. Αλλά από την

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 123
του.
αποφάσισε να
και τσι οχυρώσεις.
έργο και
Στέρνα
Μετά, το 1824, ο Άνταμος
κάμει κάτι με τα Φρούργια
Μεγάλο
πανάκριβο.

άλλη εσκεφτήκανε πως θα βάλουνε κι αυτοί το δάχτυλό τους στο μέλι των έργων. Ο Ανταμος όλο δεξιώσεις ήτανε. Κάθε μέρα φωταψίες στο Παλάτι. Οι καλεσμέ νοι κομεστάδες (λένε κάτι κακοήθεις που κάτου από το πιάτο τους του αφήνανε και το κατιντίς του Άνταμου αλλά μπορεί νάν’ αλήθεια; ψέμα θάναι) και μετά με το βίσκι (ουΐσκι) συνεζήτουν περί των έργων. Ειμάστενε εντός των τειχών κλεισμένοι σα τα μποντίκια σερ Φρέντερικ. Να ανοίξομεν την πόλην σερ Φρέντερικ. Και το λιμάνι. Να διακινούνται τα αγα θά ελευθέρως, να ανθίσει το εμπόριον, η οικονομία… Παναπεί να ρίξομεν τα τείχη; Πως αγοιώς θα την ανοίξομεν; - Όχι όλα τα τείχη. Ένα μέρος… Και τότε τι θα τσι κάμω τσι 164.000 λίρες που μου δώκανε δια τας οχυρώ σεις; Οχύρωστε το Βίδο, έχει τόπο, ασκώστε κι ένα τρούλο στο Νέο Φρούργιο και τα ρέστα μας τα δίνετε εμάς δια τας κατεδαφίσεις. - Θα υπάρξουνε ρέστα; Στρατιωτικός ο Άνταμος, είχε και την εμπειρία των Ναπολεοντίων πολέμων όπου απεδείχθη που τα παγιά τα κάστρα άμα τα βάρουνες με κανόνια νέας τε χνολογίας εσπάγανε, σου λέει, δε βαργιέσαι; Και συμφώνησε. Βάλανε μπρος οι αργολάβοι κι έτσι ερίξανε το τείχος από το Νέο Φρούργιο μέχρι τον Άη Θανάση (αφήκανε μόνο τη Πόρτα Ριάλα να βρούνε δουγειά οι επόμενοι αργολάβοι), ερίξανε τη Πόρτα Ρεμούντα και τα πέριξ, ερίξανε το προμαχώνα του Σαρόκο, κάτι ψιλά στα Φορτιά και στη Σπηγιά κι άνοιξ’ η Πόλη εις το εμπόριον και την ναυτιλίαν. Το 1829 κι ενώ ακόμα εκαπνίζανε οι πόλεις στην ελεύθερη Ελλάδα ο Καποδί στριας έβανε τσου μηχανικούς του να κάνουνε σκέδια για επεκτάσεις των πόλεων εκτός των τειχών. Και μπορεί να μην είδε τα σχέδιά του να εφαρμόζονται αλλά έτσι επεκταθήκανε εκτός των κάστρων όλες οι πόλεις στην Ελλάδα και μέσα στον 20ο αιώνα επήρανε τη μορφή που έχουνε σήμερα. Την εκτός κά στρων. Τη νέα Πόλη. Τη Παγιά την είπανε Ιστορικό

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ 124
Κέντρο, νάχουνε να τήνε δείχτουνε στσου τουρίστες. Είδατε εμείς τι έχουμε; Περάστε να ιδείτε και μη ξεχάσετε να βγάλετε εισι τήργιο εις την είσοδον. Από κοντά κι η αστυφιλία εμεγαλώσανε οι πόλεις. Μαζί με την απλιχώργια έπνευσε και άνεμος ελευθερίας. Έπνευσε; Δεν έπνευσε; Εδώ αναπτυχθήκανε κάτι άλλα για να μαντρώσουνε τον κόσμο τον εντός και τον εκτός των τειχών. Καθότι και οι νέοι βασιγιάδες τα νιτερέσα τους τα θέλανε. Πώς κύργιε Υπουργέ; Να μην ηξέρουμε τι λέει και τι κάνει ο κόσμος; Να μας έβρει καμιά συφορά ηθέλετε;

-

Κατεβείτε στο δρόμο να δείτε και ν’ ακούσετε. Τώρα δε μπορώ, τηγανίζω μπουρντούνια. Άσε που μπορεί να με αναγνωρί σουνε και νάχω τίποτις ντράβαλα. Καλώς, θα κανονίσω εγώ να συμμαζέψω τσου ρέμπελους. Έχω και κάτι παλ ληκαράκια. Και ανέλαβον δράσιν τα παλληκαράκια. Εκόβανε το μανίκι στα κουτσαβάκια, έγινε η ανακάλυψη των ξερονησιών, οι φακέλοι, τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων, οι παρακρατικές καρφίτσες, κάτι ροπαλοφόρα τρίκυκλα και άμα εφαινόντανε ο αστράγαλος τση γυναικός σου τση βγάνανε φοτίκια. Ουχί αμέμπτου ηθικής. Η τσούλα… Όλα αυτά ετεγειώσανε. Ο κόσμος τώρα πορπατεί και μιλεί ελεύτερα στα κινητά, το δημόσιον συρρικνώθηκε σε βαθμό ανυπαρξίας, το μίνι έδωκε τη θέση του στο βάλε να σου φαίνεται ό,τι θέλεις να σου φαίνεται, ο σινεμάς έγινε ιδιωτικός και μέσα στο σπίτι, τα ποδόσφαιρα εκτονώνουνε την συμπιεσμένην οργήν των μαζών, μέχρι και το απολιτίκ γιουροβίζιον εβγήκε που δίνει εις τον υποδεικνυόμενον τουέλβ πόϊντς. Κι αυτά που λένε περί τύπου μπιγκ μπράδερ παρακολουθήσεις του καθεμιανού μη τα πιστεύετε. Τα πιστεύετε; Από αλλού όμως εξεκινήσαμε κι αλλού εκαταλήξαμε. Ναι, ήθελα να σου πω που αφού οι μετά τον Άνταμο, που άφηκε το Μον Ρεπό κι επήγε διακοπές στο Μαντράς, ηξέρανε τα περί τση παρακμής της στρατιωτικής ισχύος των κάστρων, τι το θέλανε ν’ ανατινάξουνε αυτά που ανατινάξανε φεύγοντας; Σκατοψυχιά! Αυτό λέω. Πάντως, έτσι έχουμε εμείς εσήμερα τη Νέα μας Πόλη, ένα με τη Παγιά, μπουρδουκλωμένες και τσι δύο εις ένα και μοναδικό Υστερικό Κέντρο. Να τήνε χαιρομάστενε. Ξέρεις τι εσκεφτόμουνα; - Τι; Μη και πρέπει να ξαναχτίσουμε κείνα κει τα γκρεμισμένα τείχη; Μη λες βλακείες. 11-6-2022 Η ΜΗΧΑΝΗ

Ήτανε ένας πιτσιρίκος, πεινάλας και ρεζίλης λύκος. Λέξη δε ξέραμε γι αυτόν, ντο, σι, λα, σολ, φα, μι, ρε, ντον. Έκαμε ένα ταξιδάκι, πήρε κι ένα άδειο βαλιτζάκι,

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 125

νάχει να βάνει στο ντουρβά, ντο, σι, λα, σολ, φα, μι, ρε, λα.

Έβαλε πλώρη το Κονγκό, μα εβαρέθηκε εν πλω, έκαμε στάση για νερό, είπε εδώ θα θρονιαστώ.

Μα η βασίλισσα η λονγκ, εξάπλωνε εις την σεζλόνγκ, τσήκλεισε μάτι πονηρό, τση λέει θα σε παντρευτώ.

Μην ενοχλείτε τη μαντάμ, τήνε προσέχει ο Νερατζάμ. Κοίτα μη βγει καμιά στραβή, τί χάνει λάδια η μηχανή.

Είναι μηχάνημα γερό, κάνει και σκι εις το νερό. Να της το πω μία στιγμή, μπορεί να θέλει εκδρομή. Εκαβαλήσανε αντάμα, κι εκεί αρχίνησε το δράμα. Την άδειασε σε μια στροφή, και βάρησε στο πι και φι. Να εφωνάξω το ΕΚΑΒ! Σιγά μη κάνεις και γαβ-γαβ! Βγάλε με μια φωτογραφία, με φόντο Βίδο και Δασία.

Λογοδοθήκανε μετά, βάλανε βέρες και χαρκά, δεν ήτο και καμία νούλα, προίκα της όλ’ η Κρεβατσούλα.

Του έταξε κι ένα νησί, κι ήτανε όλο σι και σι.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ 126

Κι αυτός τση έπαιζε κορνέτα, πάνου από τη μπιτσικλέτα. Εστεφανώσανε συντόμως. Ήταν’ αυτός και γαλαντόμος. Στο γάμο όλ’ οι καλεσμένοι, ήτανε καλοκαρδισμένοι.

Εγράψανε κι οι φημερίδες, περιοδικά κι επιφυλλίδες. Φόρεσ’ αυτός και τη κορώνα, μα ο κόσμος άρπαξε κοτρώνα. Η ιστορία μας αυτή, μας λέει πως μια μηχανή, κάνει το λύκο βασιγιά, ντο, σι, λα, σολ, φα, μι, ρε, λα.

Ο ΠΕΡΙΠΑΤΗΤΗΣ Τη πόλη όλη εδιάβαινε. Πρωΐ κι απόγιομα δυο περιπάτους έκανε. Το πρωΐ Μουράγια, Σπηγιά, Καΐκια, Αβράμη, Σαρόκο, Πιάτσα, Λιστόν, Παλάτι. Τ’ απόγιομα Μποσκέτο, Ακταίον, Γαρίτσα, Άρσος, Μο Ρεπό, Αγιοί Θοδώροι, Ανα παύσεως, Αρκινόου, Λεωφόρος, Φορτιά, Πόρτα Ρεμούντα, Πλατεία, Λιστόν, Παλάτι. Έβλεπε τα ωραία, έβλεπε και τ’ άσκημα. Τελευταία του χτύπησε όπου εκόβανε τσου ευκαλύφτους στη Γαρίτσα. Καινούργιο είν’ το κόσκινο, ψηλά είναι κρεμασμένο λένε. Εσταμάτησε και ρώτησε. Γιατί τσου κόβετε, ορές παιδιά; Κάνουμ’ έργο. Τι έργο; - Αυτό που λέει η μελέτη. Λέει η μελέτη να κόψετε τσου ευκαλύφτους; Έτσι λέει. Κι είναι σωστό; Αυτό σε πείραξε; Δε σε πειράξανε τα σκουπίδια, το κυκλοφοριακό, που δεν έχει πίεση το νερό, που από βράδυ σκοτάδι, που κάνει ο καθένας ό,τι θέλει και δε δίνει λογαργιασμό σε καένανε; Οι δυο ευκαλύφτοι που κόβουμε σε μαράνανε; Δεν είναι μόνο δύο.

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 127
13-6-2022

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ 128 - Και πόσοι είναι; Τη κολοκυθιά θα παίξουμε; Είναι πολλοί που μποδάνε. Έτσι λέει η μελέτη. Ποιός την εμελέτησε; Δεν ηξέρω. Άμα κάνεις μια μελέτη σε τέτοιο χώρο από πρώτα ρωτάς αυτουνούς που θα υποστούνε την εξυπνάδα τση μελέτης σου και μετά την υπογράφεις. Ερωτήσατε; Εμείς; Ο Δήμος. Δε σου λέω για το Δήμο. Ο μελετητής κάνει κόντο κι ο επιβλέπων του Δήμου παραλαμβάνει. Ποιός παρέλαβε; - Πολλά θέλεις. Εγώ ξέρω που ρωτήσανε. Περί τση αναπλάσεως. Περί τση αναπλάσεως, ναι. Και τσου ξεκαθαρίσανε που ανάπλαση είναι θα σας εκόψουμε τα δέντρα και θα σας εκάμουμε και σκέιτ μπορντ νάχετε να γοδέρετε νέοι και γερόντοι; Το καραβάκι για το Βίδο εμπήκε, εγίνανε και καθαρισμοί. - Μη μ’ αλλάζεις τη κουβέντα. Τα ζουμιά του Ντεμπλονιού τώρα είναι καφετιά, δεν είναι μαυροζούμια όπως παγιά. Όρσε, ορέ, να μη σου το χρωστάω. Κι ο Ερημίτης τα βρήκανε στη μοιρασιά και ως φαίνεται θα σωθεί. - Μπα, κακό να μη σ’ έβρει. Τι είσαι συ ορέ; Παπαγαλάκι τση εξουσίας; Εγώ ένας απλός υπάλληλος είμαι. Και γιατί τα λες αυτά; Τώρα τι θέλεις; Να μ’ απολύσουνε; Άμε στο καλό κι άσε με ήσυχο. Δεν ηξέ ρω άλλα. Ο ίδιος ποιός είσαι; - Περιπατητής. 13-6-2022 ΕΚΑΤΕΒΗΚΕ Ι Θα κατέβαινε. Πλύθηκε, ντύθηκε, στολίστηκε. Είχε απόψε ραντεβού. Εσφούρι ζε κιόλας το γνωστό άσμα. Μπλούζα φούξια, παντελόνι πράσινο, σακάκι κίτρινο κατά τσι επιταγές τση μοδός που διατάζει τσι γυναίκες να κάνουνε τα παπαγαλάκια. Δύναμη η μόδα. Εξουσία κι αυτή. Ατό λέω ‘γω κι εσύ θ’ αγοράζεις. Σα το φιγουρίνι ήτανε και με το ρολόϊ στο χέρι και τη καδίνα τση νόνας τη παγιά. Τί πάντα ένα αντίκο έπιπλο πάει και στο πιο μοντέρνο σπίτι. Εκοίταξε το ρολόγιο. Εννιά παρά δέκα. Έκατσε να κοιτάει τσι βιτρίνες, να περάσει λίγο η ώρα. Εννιά ήτανε το ραντεβού αλλά τση τόχανε πει. Ν’ αργήσεις δέκα λεφτά, μη πας ακριβώς. Άστονε να περιμένει λίγο. Μη νομίζει πώς…, εκατάλα βες;

Στη βιτρίνα είχε μια κούκλα μ’ ένα φόρεμα μακρύ με σκισιά στόνα ποδάρι μ’ όλα τα κολόρα τα παπαγαλί απάνου του. Και ντεκορτέ βε βαθύ. Εσκέφτηκε πως θα ήτανε μέσα του. Το ζήλεψε. Λεφτά είχε η κάρτα της. Να μπω, να το πάρω; Άμα με δει μ’ αυτό θα του πάει το στόμα στη μπάντα. Προκάνω; Εννιά παρά πέντε. Προκάνω. Δυο λεφτά να το προβάρω, πλερώνω κι έφυγα. Τ’ άλλα θα τα πάρω στη τσάντα.

Αυτό από τη βιτρίνα θέλω. Δεν έχουμ’ άλλο. Το τελευταίο. Άμα θέλετε να το κατεβάσουμε. Μην αργήσω, βιάομαι... Δυο λεφτά θα κάμουμε… Περάστε εν τω μεταξύ στο δοκιμαστήργιο. Τση το φέρανε. Στενό. Ρούφηξε τη κοιγιά της. Τση χώρεσε. Άφηκε την αναπνοή της. Επήγε να σκάσει. Μπρος στα κάλλη τι είν’ ο πόνος… Μου πάει; Τέλειο. Μυστήργιο πράμα. Ό,τι και να προβάρεις τέλειο σου λένε όπου είναι. Εξόν κι αν έχουνε να σου πασάρουνε κάτι ακριβότερο. Μου δίνετε σας παρακαλώ τη τσάντα μου; Δε μπορώ να σκύψω. Αμέσως. Επλέρωσε, εβγήκε. Εννιάμιση. Άργησα είπε. Επήγαινε σα τη λιτανεία, την έσφιγγε. Δέκα παρά τέταρτο έφτακε στο ραντε βού. Είχε φύγει. Δε μπορούσε να τήνε πάρει στο κινητό; Πες που κάτι τση συνέβηκε. Εμούτρωσε. Αυτή να τον έπαιρνε; Όοοοχιιι… Έχομεν και μίαν αξιοπρέ πειαν. Εγύρισε σπίτι. Κάτι μούλοι τση εσφουρίζαν’ από πίσω και γελάγανε. Έ, πως πάει… Νωρίς εγύρισες. - Αγόρασα ένα φουστάνι. Μπορείς να μου το ανοίξεις στο στήθος, στη μέση και στα ποπά; Με στενεύει… Βγάρτο. Και δεν είδες που ήτανε στενό; Εβιαόμουνα. Δεν έχετε σέστο τα σημερνά θηλυκά. Εβάρησε το τηλέφωνο. Γιατί δεν ήρθες; Σε περίμενα. Η μάνα μου…, την έπιακε μια ζαλάδα. Τώρα είναι καλά; Από κάτου από το σπίτι σου είμαι. Θα κατέβεις; Σε δυο λεφτά. Ξανάβαλε τη φούξια τη μπλούζα, το παντελόνι το πράσινο και το σακάκι το κί τρινο κι εκατέβηκε τσι σκάλες σα το σίφουνα. Τον έπιακε αλαμπραστάντε. Αυ τός άφηκε το χέρι του και την αγκάγιασε από τσου ώμους.

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 129

ΕΚΑΤΕΒΗΚΕ ΙΙ Αυτοκίνητα δεν επερνούσανε. Στη μέση του δρόμου επροχωρούσανε. Αγκαγια σμένοι. Δυο φιγούρες στη μέση του έρημου δρόμου. Για φωτογραφία ήτανε. Τι ελέγανε; Τι σκεφτόντανε; Τι ονειρευόντανε; Τα πάντα και τίποτα. Είναι κείνες κει οι ώρες που δε σου λείπει τίποτα. Που το μυαλό σου αδειάζει από τη πληρότητα. Που το τώρα κάνει το χτες και το αύριο πέρα. Νυν απολύεις το δούλο σου… Πού πάμε; Δε ξέρω. Θέλεις να πάμε κάπου; Όχι… Έτσι είναι. Είναι το εδώ καλύτερο από το κάπου. Τα ποδάργια κουνιόνται μο ναχά τους άνευ εντολής. Δε τα ενδιαφέρει που πάνε, δε σε ενδιαφέρει που σε πάνε. Μπροστά τους το δρεπάνι τση Γαρίτσας. Εκάτσανε στο πεζούλι. Το φεγγάρι έστειλε από τα βουνά τση Στεργιάς ένα χρυσαφένιο χαλί μέχρι τα κουρτελάτσα. Αυτή ήθελε να το πιάκει. Κράτα με να κατέβω να το πιάκω. Θα σκοτωθείς. Δε σκοτώνομαι. Κάτσε καλή. - Δώκε μου το χέρι σου. Εκατέβηκε. Άγγιξε το νερό. Άσκωσε το μούτρο της και του γέλουνε. Ένα γέγιο σα χίγιες άταχτες καμπανέλες. Πήρε νερό στσι χούφτες τση και του τόριξε να τόνε βρέξει. Στραφταλίζανε οι σταγόνες του φεγγαριού στο μούτρο του. Έγλυψε την αρμύρα τους. Έσκυψε και τση άρπαξε το χέρι. Την άσκωσε. Βρέθηκε στην αγκα γιά του. Τήνε φίλησε με φιλί ατέγειωτο. Θα με σκάσεις. Πάμε, περνάει κόσμος. Μας βλέπουνε. Και σα; Έτρεξε απέναντι στσου ευκάλυπτους. Τήνε ξάτρεξε. Ξελαχανιάσανε στο μπα γκάκι. Ο χρόνος σταματημένος. Οι ευκαλύπτοι τσου κρύβανε. - Να πηγαίνουμε. Έχω και τη μάμα. Να πάμε. Είχε και τη ζαλάδα. Ποιάνε; Δεν εζαλίστηκε; Πάμε. Έσιαξε τη μπλούζα τη φούξια, το πράσινο παντελόνι και τη κίτρινη ζακέτα. Σ’ αρέσουνε αυτά που φορώ; Δεν επρόσεξα. Μμμμ… κι εγώ εστολιζόμουνα εκατό ώρες για σένανε.

130 13-6-2022
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ

- Εγώ εσένανε, μάτια μου, κοιτάω κι όχι τι φορείς. Μια ζωή εσένανε θα κοιτάω. Περασμένες δώδεκα είναι. Εβρήκες το δρόμο για το σπίτι; Που εισάστενε; Στη Γαρίτσα. - Και τι σούπε; Μούπε που μια ζωή εμένανε θα κοιτάει κι όχι τι φορώ. Καλό αυτό! Αύριο να πάρεις το φουστάνι να τ’ αλλάξεις. Δεν είχε να στ’ ανοίξω. Εξόν κι άμα αδυνατήσεις. Τι κάνεις εκεί; Τρως; Μ’ άνοιξε η όρεξη. - Χμμμ…

14-6-2022 Ο ΠΑΠΑΓΑΛΟΣ

Και κει που όλοι σώπαιναν κι είχαν σε σκέψη μπει, πετάχτηκε φωνή βραχνή κι είπε απ’ το κλουβί. Τι θέλετε και ψάχνετε; Να βρείτε τη πηγή; Ξεράθηκε, εχάθηκε, τώρα μια άλλ’ αρχή. Ελεύτερη, σπουδαία, σε άλλη προκυμαία, χωρίς παγιά βαρίδια, με σύκα και καρύδια.

Κανείς δεν του απάντησε, κοιτούσαν κατά γης. Σκυμμένοι και βαργιοί, εξιούσαν τη πληγή. Αυτού του κακοφάνηκε, δεν είναι στάση αυτή. Πού είναι η ευγένεια; η λίγη προσοχή; Ένας τους εσηκώθηκε, επήρε το τσαπί. Ένα γκαπ ακούστηκε, ξερό μεσ’ στη σιωπή. Ασκώθηκαν και άλλοι, επήραν τα τσαπιά, εσκάβανε ν’ ανοίξουνε πάλι τη γης βαθειά. Αυτός τσου επανέλαβε με τη βραχνή φωνή: τι θέλετε και ψάχνετε να βρείτε τη πηγή; Τη στέρεψα, την άδειασα, δεν τρέχει ούτε ρονί. Βγάρτε με απ’ το κλουβί.

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 131

Κανείς δεν του απάντησε, κοιτούσαν κατά γης. Και ξάφνου εξεπήδησε και πάλι η πηγή.

Ο τόπος επρασίνισε, επήρε τη βρωμιά, ηρέμησε, ησύχασε, έγινε μια χαρά.

Φουσκώσανε τα δέντρα του, βγάλανε βελανίδια, ήρθαν παιδιά χαρούμενα και λέγανε τραγούδια. Τραγούδια παγιά, αθάνατα σε νότες ρυθμικές και λέγανε ΥΠΟΣΧΟΜΑΙ και σήμερα σα χτες. Εκοίταε, βουβάθηκε, έκατσε παραπέρα. Δεν ήξερε να πει ούτε μια καλησπέρα. Εθύμιζ’ εκεινού του Ζαχαρία* το παπαγάλο, που για μια του καλησπέρα είχε τουπέ μεγάλο.

* Ζαχαρίας Παπαντωνίου: «ο παπαγάλος». 15-6-2022

Η ΑΛΕΚΑ Να ζήσεις Αλέκα και χρόνια πολλά, μεγάλη να γίνεις με άσπρα μαγιά… Προχτές οι συμμαθητές της τση εκάμανε τα γενέθλια. Τση πήρανε και τούρτα. Πρώτη φορά στη ζωή της τση εκάμανε τα γενέθλια τση Αλέκας. Τση ανάψανε και σαραντατρία κεργιά. Δάκρυσε, έκλαιε… Εξ Αρβανίας ή εξ Αγίων Σαράντα τση Βορείου Ηπείρου η Αλέκα. Ό,τι θέλετε παίρνετε. Γεννηθείσα το 1979. Στη Κέρκυρα ήρθε με τους γονείς της το 1995. Διέκοψε τας σπουδάς. Το Δημοτικό έβγαλε στην Αρβανία. Ο πατέρας της, ο Γιώργης, από τη Κορυτσά. Η μάνα της, η Μιράντα, από τσου Άγιους Σαράντα. Η Μιράντα κι ο Γιώργης εκάμανε δυο αγόργια και την Αλέκα. Εμεγαλώσανε επί Χότζα. Στη Κέρκυρα ο Γιώργης στην οικοδομή. Η Μιράντα οικιακή βοηθός. Να βγούνε, να ζήσουνε. Εζήσανε. Εικοσιεφτά χρόνια ζούνε εδώ. Κερκυραίοι εγίνανε. Λάθος; Επαντρεύτηκε η Αλέκα, έκαμε τη Μαρία και τον Αλέξανδρο. Παιδιά αστέργια. Η Μαρία ετέγειωσε τη Ψυχολογία και κάνει μεταπτυχιακό στην Ολλανδία. Δου λεύει και γκαρσόνα για να βγάλει τα έξοδα. Παρ’ όλο που στη γέννα δε τήνε προσέξανε και τόνα της χέρι δε μπορεί ν’ ασκώνει το δίσκο. Η Αλέκα τήνε διάβαζε τη Μαρία. Μέχρι και στο Πανεπιστήμιο την έπαιρνε τη λέφωνο η Μαρία να τση πει το μάθημα. Και δε τσήσωνε αυτό είχε και τον Αλέ ξανδρο. Αστέρι κι ο Αλέξανδρος δε την εδυσκόλευε. Αλλά αφειδεύεσαι με τσου δια

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ 132

όλους; Έτσι τον είχε. Μη και τση ξεφύγει. Κι ο Αλέξανδρος όλο άριστα και με τόνο. Έχουνε να το λένε οι δασκάλοι. Τι παιδί είν’ αυτό! Καλό, σεβαστικό, πρώτο στα μαθήματα, πρώτο στη τάξη και στη συμπεριφορά. Κορδώνονται η Αλέκα κι η Μιράντα κι ο Γιώργης κι ο πατέρας του Αλέξανδρου που δε παίρνει ανάσα στην οικοδομή. Άδικο έχουνε; Εδώ κάτι άλλα που έχουνε τα πάντα όλα σου βγάνουνε μια γλώσσα να! και τα παρακαλάς ν’ αφήκουνε το κινητό και να διαβάσουνε. Ο Αλέξανδρος δεν έχει κινητό. Από που; Η Αλέκα οικιακή βοηθός κι αυτή. Σα και τη μάνα της. Και νάχει και το σπίτι στη τρίχα. Και να κάνει το φαΐ από βραδύς να τόχει έτοιμο την άλλη μέρα. Και να διαβάσει και τον Αλέξανδρο. Και να στείλει τση πεθεράς της στην Αρβανία που δε μπορούνε. Κι έβγαλε και το νυχτερινό Γυμνάσιο η Αλέκα. Και του χρόνου τεγειώνει και το ΕΠΑΛ. Με άριστα, περικαλώ. ΑΞΙΑ η Αλέκα. Αλέκα, στη γης να σκορπίζεις τση γνώσης το φως και όλοι να λένε να μία σοφός! Λέει που θα δώκει και για το Πανεπιστήμιο η Αλέκα. Γιατί να μη δώκει; Θα μπει με τα τσαρούχια της η Αλέκα. Η Αλέκα είν’ η δύναμη που χρειάεται αυτός ο τόπος. Να την ανανεώσει, να τση δώκει αμπωσιά στο μέλλον. Που δε πίνει καφέ στο Λιστόν. Πουθενά δε πίνει. Που δε πάει εις εσπερίδας κι όπου μιλούνε οι σπουδαίοι. Που διαβάζει να ξε στραβωθεί. Τί μόνο με το διάβασμα ξεστραβώνεσαι. Παίρνει δύναμη από τη στέρηση και την ανάγκη. Αυτήνε που εχτιμά αυτό που βρήκε και σκύβει και το φιλά. Η Αλέκα είναι Κερκυραία.

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΗΤΑΝ ΤΟ ΘΑ - Μια φορά ήταν το θα κι άλλη μια το παραθά. Τι μουρμουράς; Λέω που όλα είναι ψέματα. Πιστεύεις στα παραμύθια; Κακώς! Τα παραμύ θια είναι σα και τα όνειρα. Τα βλέπεις όταν κοιμάσαι. Κοιμάσαι; - Σα το λαγό. Με τόνα μάτι ανοιχτό. Φοβάσαι; Είναι να μη φοβάμαι; Κοιμάμαι όσο προκάνω. Όσο με αφήνουνε. Μεσ’ στην ώρα που είπα πως εβρήκα την ησυχία μου με το Σκολαρίκη εβγάλανε απόφαση να σταματάνε τη μουσική στσι 12,30 και Παρασκευή και Σαββάτο στσι 01,30. Δεν εβγάλανε απόφαση. Μια κουβέντα είπανε. Θα τήνε περάσουνε από το Δημοτικό Συμβούλιο. Ασπέτα. Ναι καλά… Δεν είδα από τα μάτια θα δω από τα φρύδια; Δουγειά καμωμέ

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 133
16-6-2022

νη. Συμπολίτευση κι Αντιπολίτευση

αντάμα. Τα βάνει τ’ αυγό με τη πέτρα; Περίμενε να δούμε. Τι να δούμε. Η απόφαση ελήφθη. Δημοκρατικά. Με ευρύ πνεύμα. Προ πάντων. Σιγά που θα υπολογίσουνε τη γνώμη κάτι λοξών κατοίκων. Το ’96 εξαιρέσανε τη Παγιά τη Πόλη. Κακώς! Το 2022 τήνε βάλανε μέσα κι αυτήνε. Πρόοδος. Έτσι γένεται η ανάπτυξις. Γιατί κύργιε θέλεις να κοιμηθείς; Είσαι σε τουρι στικό νησί. Δε το ξέρεις; Ο τουρισμός προϋπήρχε των κατοίκων. Από Αρκι νόου. Μετά ήρθατ’ εσείς σα τσι μύγες μεσ’ στα καθαρά. Για ρίξε μια ματιά κατά Μύκονο μεργιά. Εκεί δε κοιμόνται 24 ώρες το 24ωρο. Κουτοί είναι να κοιμηθούνε; Κοιμόνται μια τση μιας όταν πάνε εις τας αιωνίους μονάς. Εσύ δηλαδής τι; Ποιός είσαι; Έτο και τώρα δωδεκάμιση είναι και γράφεις. Δεν έχεις πέσει. Θα πέσω από το μπαρκόνι. Σιγά τα αίματα. - Καλά, καλά… Μας έτυχε φέτος να βρούμε την ησυχία μας αλλά εμείναμε με το δάχτυλο στο στόμα. Σου τόπα, δε σου τόπα; Αρχινήσανε με τσι Χρυσές Τομές, τσι Μέσες Λύσεις και τα πολιτικάντικα μεσοβέζικα. Να καλλιεργηθεί η κοινή γνώμη, να ωριμάσει το έργο, πώς κάνουνε και στη κεντρική πολιτική σκηνή; Έτσι δε κάνουνε; Να κοιτάξουμε όλο τον κόσμο. Φωνασκούντες και μη. Μονάχα εσείς υπάρχετε εν τω κόσμω όλω; Εβγήκα, έφαγα, θέλω κι ένα ποτάκι; Πάει ποτάκι χωρίς μουσικούλα; Δε πάει. Πως θα σου κατεβεί; Ακούς ένα ντάπα-ντούπα και σου ανοίγει ο καταπίτας σου. Και μετά τι κάνεις; Μετά πάω για ύπνο. - Κοιμάσαι κι εσύ; Να μη κοιμηθώ; Όχι, κύργιε, να μη κοιμηθείς. Εγώ γιατί να σε περιμένω να χωνέψεις για να κλείσω μάτι; Θα σου βάνω κι εγώ το ντάπα-ντούπα μετά τσι μιάμιση να σε κάνω να μη κοιμηθείς κι εσύ. Θάρχομαι με το μπλουτούθ (έτσι το λένε;) στη διαπασών από κάτου από το σπίτι σου στη νέα πόλη. Να σε μάθω κι εγώ. Ά! όλα κι όλα. Απαγορεύεται. Μετά τσι μιάμιση είναι ώρα κοινής ησυχίας. Θα πάρω το 100.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ 134
ΟΙ ΙΛΛΟΥΜΙΝΑΤΟΙ Έλεγε το απόγιομα ένας γνωστός
δεχτεί τη μονοκαλλιέργεια του τουρισμού. Πού είναι η πρωτογενής
Σε
διακοπών ζούμε.
Τι να σου κάμει και τ’ άχαρο το 100. Μια φορά ήταν το θα. 17-6-2022
μου. Τι περιμένατε να γίνει; Αφού έχουμε
παραγωγή;
ρυθμό
Αυτοί έρχονται, εμείς τσου υπηρετούμε, αυτοί τ’

αφήνουνε, εμείς τα παίρνουμε. Επομένως τι; Μέσα στσι υπηρεσίες είναι και το υποχρεωτικό ξενύχτι. Παρ’ ότι εγώ δε συμφωνώ. Έτσι εκαταντήσαμε. Κάτι τέτοια έλεγε. Παρών και υψηλόβαθμο στέλεχος του Δήμου. Αντέτεινε. Ποιός κοιμάται από τσι έντεκα; Δουλεύει ο κόσμος. Δουλεύει ή έμαθε του έλληνος ο τράχηλος ζυγόν να υποφέρει; Κανείς δε κοιμάται πριν από τσι έντεκα. Εγώ, ορέ, κοιμάμαι από τσι δέκα. Κι ο αποπάνου μου που είναι άρρωστος. Θα μας εβάλεις και ξυπνητήρι πότε να κοιμομάστενε και πότε να ξυπνάμε; Απαγορεύεται και ν’ αρρωστήσουμε; Δεν εσυνέχισε ο υψηλόβαθμος. Είχε αγριέψει ο άλλος. Το μάτι του εγύρισε ανά ποδα. Μέγα το θέμα του ύπνου. Απασχολεί τους πάντες. Ημπορεί να πάρουνε και στο δικαστήργιο το Μορφέα. Γιατί κύργιε Μορφεύς; Γιατί αρπάζετε στας αγκάλας σας τσου ανθρώπους και δε τσου αφήνετε να δουλέψουνε, τ’ άχαρα; Θα τήνε χάσει τη δίκη ο Μορφεύς. Όπως με βλέπεις και σε βλέπω. Αφού ο δικε όρος του ξενυχτιού είπε κουνώντας το δάχτυλο: Θα απολέσουμε το πλεονέκτημά μας ως προορισμός έναντι άλλων γειτο νικών που ξενυχτάνε μέχρι πρωΐας καθ’ όσον οι επισκέπτες μας έρχονται από ένα βαρύ χειμώνα και σα παιδιά κι αυτοί θέλουνε να ξεδώσουνε τας νυχτερινάς ώρας. Αυτό δε τσου πουλάμε; Αλλά προς Θεού! Δε θέλουμε να βάλουμε απέναντί μας τσου κατοίκους τση Παγιάς τση Πόλης που θέλουνε την ησυχία τους! Όλα κι όλα! Δε μας εβάζετε απέναντί σας; Και πού μας εβάζετε; για νάχουμε και καλό ρώτημα, δηλαδής. Δίπλα σας να ξενυχτάμε μαζί σας; Βρίσκουνε ένα μεροκάματο τα παιδιά σας. - Το ξένο το ψωμί είναι εφτάκλωδο, το ξέρεις; Ζητάμε μόνο - προσέχτε! μόνο! - μια μικρή παράταση του ωραρίου. Τίποτις άλλο. Ας ισχύσει μόνο το Σαββατοκύργιακο η παράταση, για να ηρεμήσου νε κι οι κατοίκοι, οι καημένοι. Όλοι αγαπάμε το ίδιο το τόπο μας. Όλοι μαζί κι αντάμα ειμάστενε, κοντά. Γιατί τίποτα δεν είναι μακριά αν το αγαπάς. Να σας επώ και το μυστικό; Ξέρετε γιατί αντιδράτε; Γιατί μετά τσι έντεκα θέλω να μπορώ να ησυχάσω. - Λάθος! Λάθος; - Λάθος! Γιατί, ορές, οι Ιλλουμινάτοι θέλουνε να μεταφέρουνε τη νυχτερινή ζωή τση Παγιάς τση Πόλης στο Εμπορικό, όπου όπως θυμοσάστενε εκεί ήτανε πριν από χρόνια και τότες οι Ιλλουμινάτοι το πήρανε από κει και το

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 135

φέρανε στη Παγιά τη Πόλη και τώρα θέλουνε να το ξαναπάρουνε πίσω. Γι αυτό. Τς, τς, τς… Και ποιοί είν’ αυτοί οι Ιλλουμινάτοι; Αυτοί που είναι. Σοβαρολογείς; Αυτό γένεται; Και μένανε με περνάνε για τζόβενο; Είμαι κι εγώ Ιλλουμινάτος και δε το ξέρω; Όπως με βλέπεις και σε βλέπω. Παναπεί όταν νυστάζω, δε νυστάζω αλλά παίζω τα παιχνίδια των Ιλλουμι νάτονες; Ακριβώς! Και για να μη τα παίζω θα πρέπει ν’ ακούω τα ντάπα-ντούπα και να μ’ αρέ σει; Και να μη διαμαρτύρομαι; Τώρα εμπήκες στο νόημα. Ως κάτοικος τση Παγιάς τση Πόλης. - Εδώ διαβάζω ότι σε μια γιορτή εκτός Παγιάς Πόλης εγίνηκε καταγγελία στο Λιμενικό για την ένταση τση μουσικής και τσου εκλείσανε μια ώρα νωρίτε ρα. Κι εκεί οι Ιλλουμινάτοι εβάλανε το χέρι τους; Αυτοί! Δεν εμάθανε να ζούνε σε ρυθμό διακοπών. Κάτσε καλός. Θα σου πετάξω λεμονόκουπα. Ιλλουμινατένια!

ΕΙΜΑΣΤΕΝΕ ΜΕΙΟΝΟΤΗΤΑ Ειμάστενε μειονότητα. Εμείς; Εμείς. Νάτο!, το λέει κι η φημερίδα. Για…, για…, πού είναι; Έτο, εδώ, στη σελίδα οχτώ. Μπα, κακοχρονονάχουνε… και ποιά είναι η πλειονότητα; Όλοι οι άλλοι εξόν από μας. Τόσο λίγοι εγινήκαμε; Το εξηγεί παρακάτου. Έχει η Παγιά η Πόλη την ιδιαιτερότητα να σφύζει από ζωή. Σωστά. Έτσι είναι. Γιατί εμείς μένουμ’ εδώ, εμείς βγάνουμε από τη τσέπη μας να συντηρούμε σπίτια, φατσάδες και κεραμίδια κι άμα κάνουμε καμιά στραβή μας εστέρνουνε οι υπηρεσίες στα δικαστήργια, τί δεν επροσέξαμε το χρώμα από το πύργο. Ψέματα; Κι έτσι εμείς μένουμ’ εδώ κι από ποντίγιο δε θέλουμε να φύγουμε. Χωρίς πάρκινγκ που μας υποσχεθήκανε, χωρίς αρ κουδίσιον, χωρίς νερό που δε φτάνει στα ψηλά, χωρίς φως στα καντούνια, χωρίς καμπινέδες δημόσιους, χωρίς και χωρίς, χωρίς χώρο στο κάδο για τα

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ 136
17-6-2022

σκουπίδια, τί τσου γιομίζουνε την άλλη ώρα τα μαγαζιά. Είναι κι ένας που μ’ ένα ηλεχρτικό τρίκυκλο τσου τα μαζώνει, περνάει μέσα από το Λιστόν και πάει και τσου τ’ αδειάζει στσου κάδους απέναντι από το Παλάτι. Τι να κάμει κι αυτός ο φλιμένος; Το μεροκάματο βγάνει. Άμα δεν ειμάστενε κι εμείς ποιός θα συντηρούσε τη πόλη τση Ουνέσκος; Το κράτος; Ο Δήμος; Αυτοί να κορδώνονται μόνο ξέρουνε. Περάστε, περικαλώ, από δω, ορίστε, αυτή είναι η Πόλη Μνημείο. Και δώστου ρεβεράντσες, πα νηγύργια και δεξιώσεις και ωραίοι λόγοι. Εδώ εγεννήθη ο Καποδίστριας… Λες κι όλοι είναι Καποδίστριες. Και δώρα και πλακέτες που δίνει ο ένας στον άλλονε, αβέρτα μαν, τί στο ύστερο μια πλακέτα σου μένει να την εβλέ πεις απάνου στο σερβάν. Έτσι δεν είναι; Πάντως εκατεβάσανε το όριο. Από 12,30 και 1,30 το φέρανε τώρα στο 12,00. Έντεκα δε λέει ο Νόμος; Άστονε το Νόμο. Με το Νόμο θα πάμε; Εδώ αποφασίσανε που το μοντέλο του τουρισμού μας πως στον άνεμο το θέλουμε να είναι; Γερμανίας; Ελβε τίας; Νορβηγίας; Μεγάλης Βρετανίας; Κέρκυρας δε μπορεί να είναι; Με τσι παραδόσεις μας, τσι λιτανείες μας, τσι μουσικές μας, τα φρούργια μας, τη Γαρίτσα μας, τα καρνάγια μας, τα Πε ντικονήσια μας, τα Βίδα μας, τσι Δασιές μας, τα Μαντούκια μας, τα Σαρόκα μας, τσι Παγιοκαστρίτσες μας, τσι θάλασσές μας, τον ΑΓΙΟ μας που να τσου δώκει φώτιση; Μη βάνεις τον Άγιο στο στόμα σου! Κι αυτός μια μειονότητα είναι.

ήτανε.

3. Εγιόμισε ο αγέρας σκνίπες, τί στα χιλιδόνια από δω και μπρος τσου εβά λανε μαζί με τα δημοτικά τέλη που πλερώνουνε και τέλος σκνίπας. Εδιαμαρτυρηθήκανε αλλά τσούπανε δεν έχετε δίκιο εδώ ως κι οι βάρκες τση Παγιοκαστρίτσας θα πλερώνουνε τέλος αράγματος.

4. Οι ανθρώποι εξυπνήσανε, επιτέλους, και δε χάφτουνε άλλο αλογόμυγες. Κι

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 137
17-6-2022 ΟΙ
Οι δέκα
τση
τα νερά με κάτι μωβ μέδουσες και με κάτι πλοκάμια δέκα μέ τρα μακριά. Κι αυτές οι άχρηστες οι καρέτες-καρέτες δε τσι τρώνε. Γιατί δε τσι τρώτε; Κουτές ειμάστενε; Να κάνετε εσείς απλέου ελεύτερα, να τρέχετε και πάνου κάτου με τα ξις κραφτ
ΕΦΤΑ ΠΛΗΓΕΣ
πληγές
φαραώς* ήταν οι εξής εφτά: 1. Εγιομήσανε
και να μας εσπάτε τα καύκαλα; Κατσείτε τώρα ήσυχα-ήσυχα όξω, να βρούμε κι εμείς την ησυχία μας. 2. Επληθύνανε οι καρλάκοι στσι λίμνες τση Γαϊδουράδενας και κάνουνε φασα ρία από βράδυ ούτε σα σνακ μπαρ στη Παγιά τη Πόλη να

αυτές ορμήσανε μέχρι και μέσα στο Δημοτικό Συμβούλιο και απαιτούνε νάχουνε λόγο. Άμε πείτε τους όχι. Κολλάνε παντού και σου ρουφάνε το αίμα.

5. Η επιδημία που μας έχει κορπίρει από τα πρόπερσι επήρε άδεια μετ΄ απο δοχών. Την εκλείσανε σ’ ένα κουτί αλλά και μέσα από το κουτί αυτή κά νει τη δουγειά της. Πάντως εδιαμαρτυρήθηκε που τήνε κλείσανε αλλά τση υποσχεθήκανε που θα την ελευτερώσουνε το Σεφτέβρη.

6. Όλος ο κόσμος εγιόμισε κακά σπυργιά και διασόνους απ’ αυτά π’ ακούει στσι ειδήσεις. Το κλείνεις το γυαλί αλλά τίποτις. Πρέπει να το βγάνεις κι από τη μπρίζα.

7. Ο ουρανός ρίχτει χαλάζι καλοκαιργιάτικα κι ανάβει φωτιές χειμωνιάτικα. Εγίνηκε και μια ανεξάρτητη Επιτροπή να εξετάσει το φαινόμενο αλλά δε βγάνει άκρη. Ποιά ανεξάρτητη Επιτροπή βγάνει άκρη για να βγάλει κι αυτή;

8. Ορμήσανε κάτι μοστάκοι, να! με το συμπάθειο, στη Βόρεια Ελλάδα και δεν έχουν’ αφήκει κολυμπηθρόξυλο. Κι έρχονται και κατά δω. Αλλά τι να φάνε; Τσι εγιές τσι ξεπατώσαμε και κάναμε ξενοδοχεία. Τι νάρθουνε να κάνουνε; 9. Έπεσε υγρασία, πούσι κανονικό, το κόβεις με το μαχαίρι, αλλά λένε όπου είναι από τα καυσαέργια που αφήνουνε πίσω τους τ’ αερόπλανα που μας εψεκάζουνε τσου παραψεκασμένους.

10. Οι ανθρώποι δε γεννάνε άλλο και τα παιδιά είναι λειψά αλλά δε πειράζει. Τί τα παιδιά έχουνε και μακριά γλώσσα. Ποιός θέλει μια μακριά γλώσσα;

Δέκα πληγές; Δεν είπες όπου είναι εφτά; Οι τρεις δεν έχουν εγκριθεί ακόμα. Θα περάσουνε στο επόμενο Δημοτικό Συμβούλιο. Ποιές είν’ αυτές; Τα σκουπίδια, η ηχορύπανση και το μουσείο του ΠΙΟΠ στο Νέο Φρούργιο. - Μα αυτά δεν είναι στο κατάλογο με τσι δέκα. Αμανείτανε να βάναμε όλες τσι πληγές μαζί δε θα μας έσωνε ούτε όλο το Μουσείο τση Τεχνολογίας του Χαρτγιού και τση Ελληνικής Τυπογραφίας του ΠΙΟΠ. Δώκαμε το στα μπένε που μας εχαλέψανε; - Θα το δώκουμε οσονούπω, δε θα το δώκουμε; Καλά λες. * φαραώ: η ξέστα φαραώ. «Νάχα μια

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ 138
η
19-6-2022 ΑΓΑΠΕΣ,
Να
ξέστα φαραώ, να πήγαινα στη βρύση, για να περάσει
αγάπη μου, να με καλησπερίσει».
ΑΓΑΠΕΣ…
πούμε και του στραβού το δίκιο. Είναι η πρώτη φορά που ακούσαμε τόσο

πολλά καλά λόγια για τη Παγιά μας τη Πόλη και τσου κατοίκους της. Όχι απ’ όλους αλλά ακούσαμε. Μέχρι τώρα οι περσσότεροι το λιγότερο αδιαφορούσανε ή μας επερνούσανε γενεές δεκατέσσερεις. Τα γερόντια, οι στριμμένοι, οι δε τσου αρέσει και τίποτα, τι; κι η Πλατεία όλη δική τους είναι; θέλουνε να βλέπουνε και κρίκετ; γιατί; οι παγιόγεροι μας εκάνανε τη Πόλη νεκροταφείο, όλα τα σκουπίδια δικά τους είναι, τα δικά μας εμείς τα μαζεύουμε, σιγά που δε κοιμόνται, ποιος κοιμάται από τσι έντεκα; αυτοί κοι μόνται κι ορθοί, εντάξει μια φορά μόνο δεν επέρασε το ασθενοφόρο, η πυρο σβεστική περνάει άνετα, πολύ κακώς τσου επιτρέψανε και κάνανε συλλόγους, εγινήκανε όλοι ερμπιενμπίδες, θησαυρίζουνε από τα νοίκια που τσου πλερώνουμε, εχτές μου εφέρανε το 100, ακούς; θέλουνε να κάνουνε και μπάνιο, δε βλέπουνε τα κλιματιστικά τους; θέλουνε να μη κρέμονται και τα καλώδια τση ΔΕΗς, ας αφήνουνε τ’ αυτοκίνητά τους στσι Αλυκές κι ας έρχονται με τα πόδια, άκου απαίτηση να κάνουμε χώρο να περάσει η λιτανεία, είναι κατάστασις αυτή; θα πεθάνουνε δε θα πεθάνουνε; Ενώ τώρα το στόμα τους στάζει μέλι. Ενσκύπτομεν μετά ενδιαφέροντος. Ιδιαιτέρου! Αναγνωρίζομεν το δικαίωμά τους να κοιμόνται, πρέπει κι αυτοί να ησυχάζουνε, και βέβαια να ισχύσει ο νόμος, σεβόμαστε απολύτως τους κατοίκους τση Παγιάς Πόλης, έχουνε κάθε δικαίωμα και λόγο στο χώρο της κατοικίας τους, εγώ την άλλη φορά εβοήθησα μια γρίτσω ν’ ανεβάσει τα ψώνια στο πέμπτο πάτωμα, δικαιούνται και να αρρωσταίνουνε, πρέπει να βάλουμε και λάμπα λεντ στο στραβοκάντουνο, η κουλτούρα τση Πόλης οφείλεται σ’ αυτούς, ορθότερα και σ’ αυτούς, είναι συ μπαθέστατοι, από χειμώνα αυτοί μας ζιούνε, στο κάτω-κάτω μανάδες μας και πατεράδες μας είναι, ΑΛΛΑ… Παρ’ όλο το αλλά είναι η πρώτη φορά που ακούμε και καμιά καλή κουβέντα. Ναμάστενε κι ευχαριστημένοι. Τώρα τι λένε από μέσα τους άλλο αυτό. Τσου κρατάει η μαγική λέξη: ΠΑΡΑΤΑΣΗ! Έληξε το ματς ισόπαλο; - Κατά πως φαίνεται θα πάμε και στα μπέναρντι. Έχουμε καλό τερματοφύλακα; Γάτα η κυρία! Ησύχασα! Τι ησύχασες; Εδώ υπάρχουνε Νόμοι, κύργιε! Και κανονιστικές διατάξεις από το ’12. Δεν ισχύουνε. Μετά 20 χρόνια δεν ισχύουνε. Ισχύουνε και παραϊσχύουνε κι αφήστε τσι εξυπνάδες. Μπορεί και να ισχύουνε αλλά μη κοιτάτε το παρελθόν. Από δω και μπρος πρέπει να βρούμε μια Χρυσή Τομή. Να υπάρξει συνεννόησις με ευρύ πνεύ μα, με αντίληψη της πραγματικότητας, ειμάστενε τουριστικό νησί, μη το

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 139

ξεχνάτε αυτό, πέστε το ναι να σώνουμε και μετά θα δείτε πόσο καλά παιδιά θα ειμάστενε. Πάνου από ογδοήντα ντεσιμπέλ δε θα βάνουμε τη μουσική. Αυτό που λέει ο Νόμος. Ποιός Νόμος; Αυτός που λέει η μουσική να σταματάει στσι έντεκα άνευ ντεσιμπέλ; - Μη τα παίρνετε όλα τοις μετρητοίς. Μια μικρή παρατασούλα θα κάνουμε. Τίποτις παναπεί. Δεν είπαμε; Μια μικρούλα Χρυσή Τομή. Λίγη μπεβάντα. Ελάτε… Εβίβα κι άσπρο πάτο. Να πάνε τα φαρμάκια κάτου. Μόνο που τα φαρμάκια εμείς τα πίνουμε. Εσείς τα πετιμέζια. Ά! όλα κι όλα! Το παραξηλώνετε. Να χολευτούμε θέλετε; Καλά σας λέμε παγιόγερους, παγιόγεροι!

Δεν έχετε μπέσα ούτε στο λόγο. Πρώτα έτσι λέτε και μετάαα… Εντάξει, μια κουβέντα είπαμε. Κατά βάθος όλ’ αυτά αγάπες είναι. Αγάπες! 20-6-2022 ΝΕΟ ΦΡΟΥΡΙΟ

Τα λέμε από τα πέρσι. Εδώ και κάποια χρόνια έβαλε το ποδάρι του μέσα στο Νέο Φρούργιο ο Δήμος. Με το άστε ντούο του. Προστρέξαμε, βοηθήσαμε. Ανταποκριθήκαμε στο κάλε σμα. Μικροί και μεγάλοι. Τι στο διάολο; Τση Κέρκυρας δεν είναι το Φρούργιο; Όχι; Ανήκει στο ΥΠΠΟΑ (διάβαζε Αρχαιολογία), ένα κομμάτι του τόχει ο ΝΑΣΚΕ και τώρα τόχει το ΤΑΙΠΕΔ. Ποιό είν’ αυτό το ΤΑΙΠΕΔ; Το Ταμείο οπούχει αναλάβει να ξεπουλήσει τη Δημόσια Περιουσία με εντο λή μνημονίων. Ξερών και φρέσκων. Και τήνε ξεπουλάει; Ως φαίνεται, ΝΑΙ. Και σε ποιόνε τήνε δίνει; Σε μια τράπεζα.

Να τήνε κάνει τι; Το ζουμί θέλεις ή τα εντρίγα; - Το ζουμί. Το θέλει για 50 χρόνια και βάλε να το κάμει μουσείο για τη τυπογραφία λένε.

Και δεν έχουν’ αλλού να κάμουνε το μουσείο;

Έχουνε. Αλλά είναι σε λακιά και το Νέο Φρούργιο είναι ψηλά. - Γι αυτό; Ξέρεις για κάτι άλλο;

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ 140

-

Απαράδεκτο! Αυτοί θα μας επάρουνε και τα σώβρακα. Να αντιδράσουμε. Πώς εκάμαμε ετότες; Να κάμουμε ένα ντου και να μη τσ’ αφήκουμε. Ένας λόγος είναι. Και να μας ετρέχουνε στα Δικαστήργια και στσι Αστενο μίες; Ποιός να μας ετρέξει; Αφού μπροστά θάναι ο Δήμαρχος. Ποιός θα πειράξει ένα Δήμαρχο γιατί προστατεύει το τόπο του; Καένας δικαστής δε θα υποστηρίξει το άδικο. Δεν είν’ έτσι. Υπάρχουνε Νόμοι, Διατάξεις, Παράγραφοι και Υποπαράγρα φοι. Τσου ξέρεις; Και γιατί να τσου ξέρω; Τσου ξέρει ο Δήμαρχός μου για μένανε. Κι άμα δε τσου ξέρει θα πει το Νέο Φρούργιο δικό μου είναι και κάτου τα ξερά σας κι αμείτε στο γέρο τον άνεμο. Κι εμείς όλοι από δίπλα του του Δημάρχου μας. Αμηδά πρώτη μας είναι; Τόχουμε ξανακάμει. Αγάντα Ρόμελ και τσου φάαμε. Κι άμα ο Δήμαρχος δεν έχει τα κότσια; - Και τότε τι σόϊ Δήμαρχος θάναι; 21-6-2022 ΑΠΟ ΚΟΥΠΕΣ Τόχε το μικρόβιο. Χαρτόπαιζε. Δεν έβλεπε την ώρα να σώσει από το χωράφι, να πέσει ο ήγιος, να πάει να παίξει με τη παρέα. Πενταροδεκάρες παναπεί αλλά ετότες είχαν’ άλλη αξία. Με μια πεντάρα έπαιρνες ένα ψωμί. Φεύγω. Στο καλό και να μας γράφεις. Γιατί αυτά τα μούτρα; Όλο φεύγω και φεύγω. Τα ζα ποιός θα τα μαζέψει; Τσι κότες; Τα κουνέγια; Του γαϊδάρου ποιός θα του βάλει; Ποιός θα κόψει ξύλα; Δεν έφερες κλαρί; Πότε; Εσκάλισα το κήπο, επότισα, μ’ έπιακε κι η μέση μου με το γεράνιο…, τα νεφρά μου. Τι να πρωτοκάνω; Έτρεξα και στη μάνα μου που δε μπορεί. Ευτυχώς πούχουμε και τη Κατέρω και κοιτάει τα πέντε μιτσά. - Καλά, καλά…, φεύγω. Δώκε μου δυο φράγκα τί δεν έχω πάνου μου. Και πότε είχες; Φωτιά τσου βάνεις στο χαρτί. Δώκε μου είπα! Δεν έχω, από πού; Έχεις εσύ, πάντα έχεις. Δε πουλείς τ’ αυγά; - Δε γεννάνε οι κότες το Θεριστή. Καλά. Θα σου τήνε δώκω τη Κατέρω στη Πόλη να φέρνει κάνα μεροκάματο. Μου τήνε ζητάνε απόνα σπίτι. Όχι, όχι τη Κατέρω μου…, τη ψυχή τση ψυχής μου…, όχι τη Κατέρω μου. Να

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 141

πάρε ‘δώ… Είδες που με κάνεις να χολεύομαι; Θα κερδέψω απόψε και θα σας φέρω κριάς. Εγώ λάχανα θα σούχω και μια κούπα. Ψωμί έχουμε από χτες που φούρνισα. Βράσε μου και κάν’ αυγό. - Τ’ αυγά είναι για τα παιδιά. Καλά. Κατέβαινε το δίφραγκο.

----------------------------------------------------------------------

Καλώστονε, κάτσε. Τι παίζετε; - Πόκα. Καινούργιο παιχνίδι. Το παίζουνε στη Χώρα. Δε παίζουμε σκαμπίλι; Όχι. Κάτσε να κοιτάς, να μαθαίνεις. Εγώ, ορέ, δε ξέρω πόκα; Ξέρω και παραξέρω. Εγώ δε ξέρω; Δώκε μου φύλ λο. Φίλος έδωκε εις φίλον τριαντάφυλλον με φύλλον. Δυο άσσους και δυο δεκάργια του μοιράσανε. Εσκαρτάρισε το φάντε. Επήρε κι άλλο άσσο. Αρχίνησε να κουνεί τα ποδάργια του. Σα σεισμό έκανε. Πάντα άμα είχε φύλλο καλό εκούνου νε τα ποδάργια του. Τον είχανε σταμπαρισμένονε. Άμα κουνεί τα ποδάργια του έχει φύλλο. Έβαλε το δίφραγκο μέσα. Θα τσου τα πάρω όλα εσκέφτηκε. - Μιλάς. Το δίφραγκο και ρέστα μου. Τα βλέπω. Οι άλλοι πάσο. Τι έχεις; - Τρεις άσσοι και δυο δεκάργια. Κούπες στη σειρά. Φλος ρουαγιάλ. Μόνο που δε τούρθε κόρπο. Εβλαστήμισε τη τύχη του μέσα. Δε τον ήθελε. Μεσ’ στην ώρα που σου λέει θα τσου πάρω και τα σώβρακα την έκαμε από κούπες. Ούτε δεν εχαιρέτησε. Μέχρι να φτάκει στο σπίτι όποια πέτρα έβρισκε τήνε κλώ τσουνε. Είχε κάτι με τα ποδάργια του. Δε μπόρουνε να του κάτσουνε ήσυχα. Όλο τα κούναε. Και καθιστός τα κούναε σα σεισμό. Τόπαμε. Έβγαλε το μάνταλο και μπήκε μέσα. Εκοιμόνταν’ όλοι. Άνοιξε τη πινιάτα. Την είχανε φάει όληνε. Μόνο το θερμό είχε μείνει. Έβαλε μέσα ψωμί κι έκανε πα πάρα. Ήπιε και τη κούπα. Τα ποδάργια του τα κούναε σα σεισμό. Την έκαμα από κούπες εσκεφτόντανε. ΥΓ: Εψές ένας έκανε τα ποδάργια του σα σεισμό. Κι αυτός από κούπες την έκαμε.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ 142

22-6-2022 ΤΟ ΒΙΚΟ Με την παραίτηση του υπεύτυνου για το Βίδο, κ. Σπύρου Νεράντζη, και με τη βάσιμη αμφιβολία αν το καΐκι του Δήμου θα συνεχίσει να εκτελεί τα δρομολόγιά του υπάρχει προβληματισμός υπευθύνων και μη υπευθύνων για το μέλλον του νησιού που για πολλά χρόνια έδωκε διέξοδο στην αναψυχή και όχι μόνο Κερκυραίων και επισκεπτών αλλά και στην ανάγκη για κατασκηνώσεις των παι διών της Κέρκυρας. Τώρα, όλα ρουμ μπαραρούμ. Παγιότερα είχε επιτευχθεί μια ικανοποιητική λειτουργία του Βίδο. Το καΐκι που αγόρασε ο Δήμος εκτελούσε δρομολόγια από τις 7,00 το πρωΐ μέχρι τις 1,30 το βράδυ και στην αρχή χωρίς εισιτήργιο. Λειτουργούσανε κάθε χρόνο οι Δημοτι κές και οι Διεθνείς Κατασκηνώσεις κι ένα ημερήσιο πρόγραμμα Δημιουργικής Απασχόλησης. Από δίπλα και οι Κατασκηνώσεις των Προσκόπων και των Οδη γών σε χώρους όπου ο Δήμος τους παραχώρησε τη φιλοξενία. Στο εστιατόργιο και στη καντίνα έβρισκες ανά πάσα στιγμή καφέ να πιεις και φαΐ να φας. Οι δρόμοι ήταν πάντοτε προσβάσιμοι, είχε φωτισμό παντού, νερό που ερχόντανε υποθαλάσσια από τη Πόλη, τηλέφωνο κι όλα τα σχετικά. Οι παραλίες του κα θαρές. Η Μεγάλη Παραλία είχε κάποτες και Γαλάζια Σημαία. Όποτε χρειάστηκε, γιατί χρειάστηκε, η πυρόσβεση λειτούργησε. Οι φίλοι Σέρβοι έβρισκαν το Μαυσωλείο τους καθαρό και το νησί μας φιλόξενο να συμμετέχει στις συχνές εκδηλώσεις μνήμης που πραγματοποιούν εκεί. Το νησί αγαπήθηκε από Κερκυραίους και επισκέπτες όλων των οικονομικών δυνατοτήτων και έσφυζε από ζωή. Πολλές σκέψεις γίνονταν για την αποκατά σταση του Διοικητήργιου που όπου νάναι θα πέσει. Μελέτες είχαν γίνει για την εξέλιξή του. Βρίσκονται καταχωνιασμένες στα συρτάργια. Για όλα αυτά ο Δήμος διατηρούσε όλο το χρόνο ολιγομελές μόνιμο προσωπικό και έκτακτο το καλοκαίρι, κυρίως

σου

Τσούχα δει μια φορά

κατόπτευσιν του χώρου κι ήρθανε και στα «Παγιά Μα γειρεία» και με βρήκανε να με ρωτήσουνε, πως δήθεν. Κι εκάμανε αυτά που κάμανε. Ταβλάτσα από δω, γυψοσανίδες από κει, εκόψανε και το υπόστεγο, εκάμανε τα τραπεζάκια νεοκιτσαργιό σαλόνι, πώς να σας εταΐσομεν κάτου από το ντάβανο; δώκετέ μας και το παραδιπλανό, 40.000 ευρά σας εδίνομεν και κάνομεν και κοι νωνικιάν πολιτικήν, μέχρι επροχτές μια μηχανή σας εχαρίσαμε, αμείτε φευγάτε παγιοΚερκυραίοι, Σέρβοι και λοιποί ενοχλούντες, τί ο τόπος είναι δικός μας κι

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 143
το παράδεισο
τόνε καλοβλέπανε.
για την επάνδρωση των Δημοτικών Κατασκη νώσεων. Όλο αυτόνε
κάποιοι
Ψωμί μοσκεμένο
λέει, βαράς δαγκασιά και δεν έχεις πρόβλημα με τη δοντούρα σου.
που εκάνανε

εβάλαμε επροχτές και κάτι υποψήφιους μηχανικούς να κάμουμε διπλωματική

και σχεδιάσανε μπετά εις το εσωτερικόν και μαρίνας εις τας παραλίας. Κι έτσι θέλουνε να βγούνε κι από πάνου. Από πού κι ως πού έγινε δικός σας ο τόπος; Έχομεν σύμβασιν 6+6 χρόνια. Το 2025 σώνουνε τα πρώτα έξη. Ζήσε Μάη μου να φας τριφύλλι. Και μη τον είδατε το Παναή. Η σύμβαση λέει να μας εξυπηρετείτε όλους και ανά πάσα στιγμή. Αγοιώς δε θα κάνετε καλή χρήση και κατά τη σύμβαση θα σας εδιώξουμε την άλλη ώρα. Και το +6 ξεχάστε το. Πριτς! Εμείς τα διαβάζουμε αγοιώς. Και μαζί όχι πολλές κουβέντες. Κουβε ντιάζομεν με τον Δήμον όστις σας εκπροσωπεί και με τον οποίον έχομεν τας αγαστοτέρας των σχέσεων. Καταλαβερδίγκος; Σήμερα οι Κερκυραίοι παραπονούνται για τα δρομολόγια που δεν τους εξυπη ρετούν, για τις Δημοτικές Κατασκηνώσεις που έχουν χρόνια να γίνουν, οι Προ σκόποι κι οι Οδηγοί δεν εξυπηρετούνται όπως παγιά, να φας έτσι που έχουν γίνει τα πράματα δε τρως, εμπήκανε κι άλλα καραβάκια στη γραμμή και το καΐκι του Δήμου πάει μόνιμα για το ντόκο, κι από τ’ απόγιομα και μετά γίνεται πράγματι πριβέϊτ άϊλαντ γι αυτόνε που έχει σήμερα το εστιατόργιο κι έτσι το διαφημίζει. Πριβέϊτ άϊλαντ μου είναι κι οι κυρά Κατίνες κι οι κυρά Ντάντες δεν έχετε καμιά δουγειά εδώ. Ούτε σεις, ούτε τα στριγκλιά σας, τα σιχαμένα. Ορίστε μας! Όλα τα παραπάνω γνωστά σε όποιον ενδιαφέρεται να μάθει. Δεν είναι δύσκο λο. Εδώ στο fb τα έχουμε γράψει όλα. Και τι πρέπει να γίνει; - Πρώτα χρειάεται η πολιτική βούληση που λένε οι σπουδαγμένοι. Θέλουμε το Βίδο ν’ ανήκει στους Κερκυραίους ή όχι; Άμα η απάντηση είναι ΝΑΙ τότε κάνεις ό,τι εκάνανε παγιά. Δε θέλει και το μυαλό. Βγάνεις σε δημοπρασία το καΐκι για δυο μεροκάματα με δυο καπεταναίους, όπως παγιά. Κι έτσι από τσι 7,00 μέχρι τσι 1,30 κάνει δρομολόγια κι εξυπη ρετεί το κόσμο. Και διανυχτερεύει στο Βίδο μη τύχει τίποτις. Τώρα όπως εβγήκε η δημοπρασία μόνο

μία

από χέρι είπαμε στσου Κερκυ ραίους

Και σαμποτάραμε το ίδιο μας το καΐκι. Αφήκαμε να μπούνε κι άλλοι στη γραμμή. Ενώ θα ήπρεπε να λέαμε του Λιμεναρχείου όποιος επαγγελματίας θέλει ν’ αράζει στο λιμανάκι του Βίδο, μιας και το νησί είναι δικό μας, να μας επλερώνει λιμενικά. Στο σπίτι μας αράζει. Δεν δικαιούμαστε το τόπο μας; Τόνε δικαιούμαστε. Κι έτσι θα υποστηρίζαμε το καΐκι μας από τον δήθεν ανταγωνισμό και δε θα μας εζητούσε τώρα ο καπι τάνιος επιδότηση αγοιώς δε τόνε συφέρει και μπαίνει μέσα και τι να κάμει; Θα σταματήσει. Μετά λες του εστιάτορα υπογράψαμε να εξυπηρετείς τον κόσμο. Δεν έχει

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ 144
με
βάρδια,
μη ξανανεβείτε.

έτσι εγώ λειτουργώ και δικαίωμά μου να κάνω ό,τι θέλω. Άμα παίρνεις για δικαίωμά σου ν’ αφήνεις τον κόσμο νηστικόνε να πα να φύγεις. Επροχτές, λένε, που άφηκες νηστικό ένα Δημοτικό Σκογειό που ανέβηκε. Τί δήθεν ήτανε μέρα μεσημέρι όλο το μαγαζί ρεζερβέ. Έτσι είναι; Γι αυτό σου τόδω κα; Για να μη τρώνε τα παιδιά μου; Δε κάνεις καλή χρήση, κύργιε, κι άμε σ’ άλλη παραλία και μη μου σκοτίζεις τον έρωτα. Και παραμετά βρίσκεις ένανε που νάχει όρεξη να κοιμάται κι απάνου και τόνε βάνεις υπεύτυνο. Κι όχι από τη Πόλη και εκ του μακρόθεν επίβλεψη. Γίνεται επίβλεψη μακριά από το έργο; Κι όχι μόνο με εθελοντές και κάτι λοιπά αγέρα φρέσκο δουγειά. Και του δίνεις μόνιμο προσωπικό ένα ηλε χτρολόγο, ένα υδραυλικό, ένα μάστορα κι ένα μανουάλο. Και το καλοκαίρι κι άλλους. Κι έσωσες. Σιγά τα γράμματα. Θέληση να υπάρχει. Υπάρχει; Πολύ εύκολα μας τα λες. Είναι κι ένα σωρό άλλα πράματα. Με τη πυροπρο στασία τι θα γίνει; Άμα πιάκει καμιά φωτιά θα καεί όλο σύσκαρο μαζί με το εστιατόργιο. - Ορέ και για τη πυροπροστασία και για ό,τι θέλεις τσου εδώκαμε χαρτί που τα γράφει. Με τέσσερεις νοματαίους ελέγχεις όλο το νησί. Πώς; Να σου το πει ο κατσαποιός. Εδώ, ορέ, είχε ο Δήμος ολόκληρη αποθήκη με όλα τα εργαλεία κι όλα τα χρειαζούμενα. Τήνε διαλύσανε. Μπορεί άμα θέλεις μια πένσα να μη τηνε βρίσκεις Το ξέρεις; Σέστο χρειάεται, σέστο. Κρίμα το Βίδο. Βίδο; Εδώ λένε που θα το λένε ΒΙΚΟ. 24-6-2022 ΠΑΝΤΡΟΛΟΗΜΑΤΑ ΣΤΟ ΟΡΟΣ* - Και μετά Μάμω; Τι και μετά… Τόνε πήρε; τση τόνε δώκανε; αυτός την ήθελε; Ακόμα δεν εξεσπουρδίσατε όλο στη

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 145
παντρειά τον έχετε το νου σας. Λένε που τ’ αμίλητο νερό σου λέει ποιόνε θα πάρεις. Αλήθεια; - Έτσι λένε αλλού.
τρία χλωρά σουκόφυλλα και τα βάνει στα κεραμίδια του σπιτιού και την ώρα που τα βάνει λέει: «Άη Γιάννη Λαμπατάρη,
Στα μέρη μας ό,τι σου πει το σουκόφυλλο. Το σουκόφυλλο; Τη παραμονή τ’ Αγιαννιού του Λαμπατάρη παίρνει η κοπέλλα
πούχεις του Θεού τη χάρη και τση Πα ναΐας τα κάλλη, αν θα πάρω τον …… να βρεθεί χλωρό κι άμα δε τόνε πάρω να βρεθεί ξερό». Αυτό το λένε μια φορά για κάθε σουκόφυλλο και κάθε φορά μελετάνε άλλο γαμπρό. Και την άλλη μέρα πάνε και κοιτάνε ποιο φύλλο είναι χλωρό και ποιο ξερό.

- Και πιάνει; Πιάνει, αφού πρώτα δρασκελίσεις τη λαμπατίνα στο φόρο τρεις φορές. Όχι από το πλάϊ. Από πάνου. Να βγεις μέσα από τη φωτιά. Να καθαριστείς. Αλλά θέλει προσοχή μη σ’ αρπάξει η βέστα. Να τήνε κρατάτε, ορές, τί κι αυτή ασκώνεται κι οι άντροι όλο εκεί κοιτάνε για να δούνε τσι κοπέλες γα λαπίδηκες και δεν είναι πρέπον να σου φανούνε τα μπούτια σου. Ντροπής! Μετά σου μιλεί το σουκόφυλλο αλλά να το κάνετε μυστικά τί ο κόσμος εί ναι φθονερός και πάνε από βραδύς και στ’ αλλάζουνε τα σουκόφυλλα τα χλωρά και σου βάνουνε ξερά κι απόξερα για εκδίκησις. Την άλλη βολά εμα γιοξεσκιστήκανε δύο, όνομα και μη χωργιό, τί η μία επήγαινε κι άλλαζε τα σουκόφυλλα τσ’ αλληνής και μπλακάρησε η μία την άλληνε και με τα ούρλα εξύπνησε όλο το χωργιό και πήγανε και τσι χωρίσανε αλλά μετά αρπαχτή κανε κι οι μανάδες τους. Αμή; Ώωωω… και τ’ αμίλητο νερό; Σώνει, ορή, με τ’ αμίλητο και τ’ αμίλητο. Άμε ρώτα τη Στέλλα του Τέτριγκα πούναι νύφη από το Κοθωνίκι και ξέρει. Εκεί το κάνουνε τ’ αμίλητο. Εδώ έχουμε τα σουκόφυλλα και τα κουκιά. Τα κουκιά; Τα κουκιά. Παίρνεις από βραδύς τρία κουκιά ξερά και τόνα το ξεφλάς, τ’ άλλο το μισοξεφλάς και το τρίτο τ’ αφήνεις αξέφλιγο και τα βάνεις κάτου από το μαξιλάρι σου και λες πάλι «Άη Γιάννη Λαμπατάρη πούχεις του Θεού τη χάρη…». Μετά κοιμάσαι και το πρωΐ βάνεις το χέρι σου από κάτου και πιάνεις ένα κουκί. Άμα είναι τ’ αξέφλιγο θα πάρεις πλούσιονε, άμα είναι το μισοξεφλισμένο θα πάρεις μέτζο ρονιό κι άμα είναι το ξέφλο θα πάρεις φτωχίτα. Και την άλλη μέρα, τ’ Αγιαννιού, όποιο όνομα πρωτακούσεις έτσι θα τόνε λένε τον άντρα σου. Το ίδιο και το βράδυ την ώρα που πελείς το καντηλόλαδο προσέχεις τι όνομα θ’ ακούσεις. Κι άμα ακούσεις άλλο το πρωΐ κι άλλο το βράδυ; Μωρ’ αμείτε απόδω… Αμείτε να μάσετε ρίγανη τί σήμερα τήνε μαζεύουμε τη ρίγανη. Αμείτε γαγιάντρες μου… Εφύγανε τρεχάλα και κακαρίζανε σα τσι κότες τση Στέλλας του Τέτριγκα οπούξερε και για τ’ αμίλητο νερό. * Βασισμένο στα «ΚΕΡΚΥΡΑΪΚΑ» του Γιάννη Μουνιά. 25-6-2022 ΛΑΜΠΑΤΙΝΕΣ Κακές ήταν’ οι μάϊσες αυτό το χρόνο όλο.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ 146

Αρρώστιες μας εφέρανε, φτώχεια μαζί με δόλο και γίνηκε και πόλεμος, πυρηνικός σα τρόμπα, μόνο που εσκιαχτήκανε μη τσούβρει καμιά μπόμπα.

Ξέρω εγώ τι γένεται άμα απασφαλίσω; Μπορεί κι ο άλλος έπειτα να μου τη φέρει πίσω. Δε παίζουνε με τα ξερά κουμπιά, να καούνε τα χλωρά; Κι άμε μετά νάβρεις αέργιο καύσιμο καθώς και σιτηρά.

Οι μάϊσες τα ξέρανε, τάχανε μαντεμένα. Επήρανε τσι σκούπες τσου ψηλά στα κεκτημένα, στα εναέρια και στα υγρά με πτήσεις κι υπερπτήσεις, και τσούλεες ελάτ’ όρες! άμε με βρείτε μπόσικο στα μούτρα να με φτύσεις. Κι εκεί που ο κόσμος έπαιζε τσου κλέφτες κι αστυνόμους, οι μάϊσες φανήκανε μέσα στσου υπονόμους. Τσι πιάκανε και με το άστου ντούα ξεράσανε τα μυστικά του ζουρλολομαντούα. Τσι κάψανε τσι μάϊσες μέσα στσι λαμπατίνες, με το στεφάνι του Μαγιού και μ’ όλες τσι σκιαχτρίνες. Τί ξεκινάει νια χρονιά κι ας είναι βλοημένη, να μας εφέρει γεια, χαρά σ’ όλη την οικουμένη. 26-6-2022 Ο ΧΡΟΝΟΣ Τήνε κατεβάσανε. Με το μπαστούνι. Η άλλη τήνε κράτουνε παραμάσκαλα. Καλοκαίρι, να πάρει κι αυτή, η άχαρη, λίγο φρέσκο. Τι φρέσκο παναπεί…, φού δεν έκανε. Από δω, νόνα, πρόσεχε το σκαλί. Εδώ κάτσε. Ωραίααα…, είσαι καλά εκεί; Τσήγνεψε με τα μάτια όπου ήταν’ εντάξει. - Τσιτσιμπύρα; Κατέβασε το κεφάλι να πει ναι. Τσιτσιμπύρα ήθελε. Παραγγείλανε δύο. Οι άλ λες επήρανε φρέντο εσπρέσο. Τση την ανοίξανε. Με προσοχή να μη χυθεί, αν κι αυτή μόνο τότσο λίγο αφρό έκανε. Θέλεις νόνα τα παγάκια; Το λεϊμόνι; Έγνεψε όχι. Παγάκια στη τσιτσιμπύρα; Και λεμόνι; Αφού η τσιτσιμπύρα από λεμόνι γίνεται και με τζίντζερ. Και τήνε βάνανε στο μπουκάλι με το πορτσελάνι νο βούλωμα. Εούτη δω ήτανε μέσα σε μια σταγιά μπουκαλάκι, πλαστικό. Τήνε δοκίμασε. Δεν ήταν’ όπως παγιά. Δε πειράζει όμως, ας είναι κι έτσι.

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 147

-

Και του χρόνου, παιδιά μου…

Και του χρόνου νόνα. Σ’ άρεσε; Ναι. Κάτσε να σε σκουπίσω…

Στο παραδιπλανό τραπέζι τήνε σχολιάζανε.

Τήνε ξέρεις; Σα κάτι να μου θυμίζει…

Η Ελίζα είναι, του Σωφρόνιου.

Η Ελίζα του βουλευτή; - Αυτουνού.

Έρωτας… Μεγάλος… Αυτή ήτανε μια γυναικάρα μέχρι κει πάνου. Επερπάτουνε κι έτρεμ’ η γης. Η πιο όμορφη τση Κέρκυρας ήτανε. Είχε μια κορμοστασιά… Κι εντυνότανε σα φιγουρίνι. Σαν ηθοποιός του σινεμά ήτανε. Όλη η Λολό. Κοίτα τι κάνει ο χρόνος… Τώρα εμπήκε. Σα σουγιάς εγίνηκε. Έτσι είναι. Όλα έρχονται και παρέρχονται. Πάν’ τα νιάτα, πάν’ τα κάλλη, δε ξαναγυρίζουν πάλι. Κι ο Σωφρόνιος, άντρακλας. Ζιει; - Τώωωρααα… από καρδιά επήγε το ‘95. Και τση τάφηκε όλα τση Ελίζας. Αλλά ήτανε κι αυτός ένας…, θηλυκιά γάτα δεν άφηνε. Ετράβηξε απ’ αυτόνε η Ελί ζα… Το ταραχό τση το τάραχο ετράβηξε. Δεν είχε σπιτωμένηνε τη Ροζαλία; Τη Ροζαλία; Ναι, κάνε που δε ξέρεις… Αφού δίπλα σου έμενε. - Όχι, μα χίγιους Αγιούς! Εγώ ποτέ μου δε τον είδα στη γειτονιά. Να πέσει φωτιά να με κάψει. Ως φαίνεται θάσουνε πάντα για ψώνια…! Εσύ, ορή, που δε σου ξεφεύγει ούτε τι λέει το γαρδέλι τση απέναντης; Αλλά ο Σοφρώνιος σου εδιόρισε τον άντρα στην Ελαιουργεία. Τι θάλεες; Που τον είδες; - Ο άντρας μου, ορή; Με το σπαθί του τόνε πήρανε. Ήτανε τση Εμπορικής! Πολλοί ήτανε τση Εμπορικής. Αλλ’ αυτός, φλιμένη μου, με το σπαθί του δεν εμπήκε, έτσι; Γιατί και σένανε ο Σοφρώνιος δε σε καλόβλεπε; Βούκινο τσι ρούγες δεν εγίνηκες ετότες που επέρναε η μπογιά σου; Τσοπάτε, ορές, φεύγουνε… Εσηκωθήκανε. Τήνε βοηθήσανε να κατέβει το πεζούλι. Πάμε νόνα, σιγά, σιγά… Σιγά! Μη με τρέχεις… Σ’ άρεσε η τσιτσιμπύρα; Δεν ήτανε όπως παγιά, αλλά είπα και του χρόνου. Ο χρόνος όλα τ’ αλλάζει. Ο μόνος που τόνε σταματάει είναι τα παιδιά και τ’ αγγόνια. Έ, εούτο το μι

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ 148

δημοτικό ακίνητο και συγκεκριμένα: α) ισόγειο κατάστημα με κουζίνα και τουαλέτες συνολικού εμβαδού 259,65 τ.μ (δηλαδή εμβαδού 77,60 + 33,65+ χώρος εστιατορίου εμβαδού 148,40 τ.μ.) β) αποθήκες εμβαδού 199,87 τ.μ ( δηλαδή 72,42 τ.μ. + 127,45 τ.μ.) γ) εξωτερικό στέγαστρο (δηλαδή ημιυπαίθριος χώρος) εμβαδού 148,95 τ.μ. δ) εξωτερική μικρή ξύλινη κατασκευή (υπαίθριο αναψυκτήριο) εμβαδού 15,70 τ.μ. ε) υπαίθριος χώρος, ο οποίος ευρίσκεται έμπροσθεν του χώρου του εστιατορίου των 148,40 τ.μ. και περιλαμβάνεται μεταξύ : α) άνωθεν του χωματόδρομου (περιφερειακός δρόμος) β) της τσιμεντοστρωμένης οδού και γ) της ανόδου με σκάλα- οριοθετημένου προς το εστιατόριο δρόμου, εμβαδού 241,00 τ.μ. το οποίο ενοικιάζει στην μισθώτρια κατόπιν της υπ› αριθμ. 9-1/09-04-2019 από φασης της Οικονομικής Επιτροπής περί έγκρισης πρακτικών επαναληπτικής δη μοπρασίας όπως αυτή εγκρίθηκε με την υπ› αριθμ. Πρωτ. 82774/17-04-2019 απόφαση της Αποκεντρωμένης Διοίκησης. Από ‘δώ εξεκινήσαν’ όλα. Να πεις που δε τάπαμε; Τάπαμε. Και τα ξανάπαμε. Και τα πολυείπαμε. Ερώτησα στις 2-8-2019. Θα κοιμάσ’ απάνου; Επήγανε να με φάνε. Με βάλανε πόστα. Δεν είν’ έτσι. Είσαι υπερβολικός. Εδώ θα τρέξει η ανάπτυξις τση αναπτύξε ως.

Θα το βουγιάξετε το νησί.

Τι λες; Θα ρίξουνε κεφάλαια.

Κεφάγια χρειαομάστενε κι όχι κεφάλαια. Παρντόν; Τώρα κλαίνε αι μετανοούσαι Μαγδαληναί.

Εγώ δεν έφταιγα, ο προηγούμενος…

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 149
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΑΚΙΝΗΤΟΥ Ο πρώτος των συμβαλλομένων εκμισθωτής έχει στην απόλυτη και αποκλειστι κή του κυριότητα, νομή και κατοχή
τσό με τη πατινέτα. Τρέχει. Τρέξε ψυχή μου τώρα που μπορείς. Θα σούρθει και σένανε ο Χρόνος. Τρέξε τώρα που μπορείς. 27-6-2022 ΣΤΕΡΝΗ ΜΟΥ ΓΝΩΣΗ Κέρκυρα 25-4-2019 ΑΠ: 19712 ΣΥΜΦΩΝΗΤΙΚΟ ΜΙΣΘΩΣΗΣ
στη νησίδα ΒΙΔΟ Κέρκυρας το παρακάτω

- Εγώ δεν έφταιγα δε βρήκα υποστήριξη και μισοπαραιτούμαι. Αμάν πια. Αγανάχτησα! Σωνείτε ορές με τα δάκρυτα. Δεν έχουμε και τόσο μεγάλο τραπεζομάντηλο να σας τα εσκουπίσουμε. Ιόνιον Πέλαγος την εκάματε τη φτιάξη. Σας τό παμε. Δε σας τόπαμε; Θε νάρθει κι ο κουμπάρος με το μέλι. Και νάτος που ήρθε κι άσκωσε όλες τσι δικαιολογίες στον αγέρα κι απ’ όλες τσι μπάντες. Το Βίδο παραδόθηκε. Λευκή σημαία. Παραδίνομαι εγώ και τ’ οπλοπολυβό λο μου. Όξω όλοι οι Κερκυραίοι κι οι επισκέφτες του νησιού. Για πριβέϊτ άϊλαντ το πήρα και πριβέϊτ τόκαμα. Έβγαλα καμιανού το μάτι; Κι άμα κατά λάθος κι όχι εξεπίτηδες του τόβγαλα, θα του κάμω και μια δωρεά, ίσαμε 7.000 ευρά, νάχει ν’ αλείφει με τα 7.000 ευρά το μάτι του να του περάσει. Ποιός τόπ’ αυτό; Ποτές! Ναι, μα χίγιους Αγιούς. Άκου πράματα… Μέχρι κι ένα Δημοτικό ανέβηκε. Ναι, αυτό που δεν έφαε. Τα διαλύσατ’ όλα. Θα αναλάβει άλλος υπεύτυνος. - Υπεύτυνέεε… Μ’ όποιο δάσκαλο καθίσεις τέτοια γράμματα θα μάθεις. Πρόσεξέ σου. Μπορεί να θέλεις να κάνεις το θέλημα αλλ’ όποιος κλείνει τελευ ταίος τη πόρτα αυτός παίρνει και τα συχαρίκια και τα διαολομπασίματα. Έτσι; Και ξέρεις τι λένε αυτοί που δέχονται να τσου τα φορτώνουνε. Στερνή μου γνώση να σ’ είχα πρώτα, λένε. 28-6-2022 ΕΤΣΙ ΛΕΕΙ Νοίκιασε ο ΙΚΟΣ το εστιατόριο του Βίδο από τον Απρίλη του 2019. Στις υπο χρεώσεις του ήταν να λειτουργεί το εστιατόργιο και το αναψυκτήριο-κυλικείο και σε κάθε περίπτωση να μην εμποδίζει τη χρήση τους από τους επισκέπτες του νησιού. Ειδικά το κυλικείο συμφώνησε να το λειτουργεί τη θερινή περίοδο (15/5 έως 15/10) από τις 9,00 το πρωΐ μέχρι τις 10,00 το βράδυ. Γραμμένα αυτά. Το χώρο που νοίκιασε μπροστά από το εστιατόργιο με φάτσα στη Πόλη απ’ ότι φαίνεται δε τόνε θέλει. Αυτόνε οπούχε κάμει το υπέροχο πλακόστρωτο ο Μένιος, καλή του

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ 150
ο Δήμος χωρίς επιπλέον αντάλλαγμα (έτσι λέει). Άλλωστε αν δεν πάρει αυτό το χώρο δεν θα είναι βιώσιμη η επένδυσή του (έτσι λέει). Στον άλλο χώρο που στεγαζόταν κάτου από το Υπόστεγο που το γκρέμισε με τη συναίνεση του Δήμου (έτσι λέει) και που είναι συμβατική υποχρέωση του Δήμου να του τόνε ξαναφτιάξει (έτσι λέει) έχει βάλει τα τραπέζια του εστιατορίου που τα προορίζει κυρίως για το ξενοδοχείο του, πράγμα που το γνώριζε πολύ καλά ο Δήμος εξ αρχής (έτσι λέει). Το 2021 εβρέθηκε ένας καπιτάνιος και πήρε το καΐκι. Δε το δούλεψε το Φθινό πωρο του 2021 και το Χειμώνα του 2022. Όξω ήτανε το καΐκι. Καένας δεν εμί
ώρα. Μάλιστα πρότεινε (2020) να τον ανταλλάξει με το χώρο μπροστά από το κυλικείο που τον ήθελε και που του τον είχε υποσχεθεί

λησε. Με τα πολλά τόριξε φέτος τον Ιούνιο κι είπε να ξεκινήσει. Εβρήκε ανταγωνιστές. Άλλους τρεις λένε. Αυτός υπολόγιζε, και με το δίκιο του, ότι θάτανε μοναχός του. Τόμπολα! Δε βγαίνω κι άμα δε με επιδοτήσει ο Δήμος θα τ’ αφήκω (έτσι λένε ότι λέει). Ο κόσμος αρχίνησε ν’ ανεβαίνει. Η γειτόνισσά μου, η Βίκη, βάνει τσι κόρσες κάθε πρωΐ να προκάνει γιατί δεν ηξέρει άμα θάχει καΐκι να γυρίσει. Η Αννη απ’ απόγιομα το ίδιο. Θα το κάμεις των εφτά; Θα το κάμω. Όχι, για να ξέρω… Ο «Άγιος Στέφανος» φεύγει από το λιμάνι στσι 10,00 το πρωΐ και το «κόκκινο» από τσι 9,30. Έτσι εγράψανε. Πότε σώνουνε τα δρομολόγια; Κανονικά ο «Άγιος Στέφανος» στσι 22,30 και το «κόκκινο» στσι 17,30. Αλλά ποιός μπορεί να πάρει όρκο; Μύλος η υπόθεση. Και σου βγαίνει ο άλλος και σου δίνει τη λύση! Να επιδοτή σουμε το καΐκι και να δώκουμε το χώρο μπροστά από το κυλικείο στο ΙΚΟΣ που το θέλει κι εσυμφώνησε να μας εδίνει και παραπάνου νοίκι κι όχι στο τσάμπα. Και μένεις κόκορος. Πώς και δε το εσκέφτηκα εγώ; Δε σώνει που το εισιτήργιο επήγε τρία ευρά, να επιδοτώ κιόλας; Δε σώνει που δε μπορώ να φάω στο εστια τόργιο φαΐ τση προκοπής, να τσακώνομαι και ποιός θα πρωτοπιάκει τα τέσσερα τραπέζια για τσου απλούς θνητούς (10-15 επισκέφτες μπορεί το εστιατόργιο να δεχτεί – έτσι λέει ο άλλος που λέει ο ΙΚΟΣ). Και παγιά γιατί δεν είχε όριο στσου επισκέφτες; Δεν υπόγραψε που δε θα με εμποδίζει να κάνω χρήση του εστιατόργιου; Γιατί εδώ και τρία χρόνια με διώ χτει από το σπίτι μου; Τι τούκαμα; Την αδρεφή του του πείραξα; Είναι κατάστα ση αυτή; Και δε βρίσκεις ένανε να σε υποστηρίξει. Εκ των υπευτύνων παναπεί. Δε ξαναπηγαίνω! Τελεία και παύλα. Με διώξατε κι ευχαριστώ πολύ. Όλο με διώχτουνε. Από χρόνια. Το μάτι τσούβγαλα; Δε σας εκάνουνε τα μούτρα μου; Φάτε άλλα μούτρα. Υπεύτυνα! Το θέμα αναφέρθηκε αλλά δεν εσυζητήθηκε στο τελευταίο Δημοτικό Συμβού λιο. Γιατί να συζητηθεί; Σιγά το μόγανο. Την άλλη μέρα ο άλλος επαραιτήθηκε. Αλλά δεν έφυγε. Εκεί είναι και βγάνει φωτογραφίες. Έφυγε; δεν έφυγε; Θα σας γελάσω. Ημπορεί να σκέφτεται και του χρόνου. Γεγονός είναι οπούχει πιο πολύ μυαλό απ’ όλους μας. Αυτό σας το υπογράφω. Κύργιε Γιώργο, εδώ αυτοί οι ξένοι με ρωτάνε τι ώρα μπορούνε ν’ ανέβουνε στο Βίδο. Ξέρεις; Ξέρω, Γιάννη μου, που να μην ήξερα. Αυτές είν οι ώρες αλλά πες στσου ανθρώπους μετά πάσης επιφυλάξεως.

Οι Οδηγοί λένε που δε θα πάνε. Οι Προσκόποι εξεκινήσανε. Τ’ άκουσα που να μη τ’ άκουα. Άσε με τώρα, διαβάζω… Τι λέει;

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 151

- … η παραπάνω νησίδα ευρίσκεται εντός του πλαισίου απολύτου προστασίας, λόγω του ότι έχει χαρακτηριστεί περιοχή ιδιαιτέρου φυσικού κάλ λους και αρχαιολογικός χώρος. 30-6-2022 ΛΗΓΜΕΝΕΣ ΜΠΥΡΕΣ Τι να σας φέρω; Ένα ποτήρι μπύρα, παγωμένη. Φέρε και για τσου άλλους. Κερνάω. Γιατί ο κόσμος παραπονιέται για όλα; Γιατί δε τόνε βρίσκεις ούτε στο ζεστό ούτε στο κρύο; Γιατί ακόμα δεν μπορεί να καταλάβει τι γίνεται γύρω του; Γιατί δε του αρέσει τίποτις; Γιατί τα θέλει όλα και δε θέλει να δώκει ούτε τη θέρμη του; Γιατί αρνείται τα πάντα, αμφιβάλλει κι εξετάζει; Γιατί του φταίει κι ο αέρας π’ ανασαίνει; Γιατί από προ Χριστού «ἄνθρωπον ζητῶ» αναζητούσε ο άνθρωπος; Γιατί όρισε το καλό και το κακό; Γιατί αφού όρισε το κακό το κάνει; Τι, διάολος μέσα του, είν’ ο άνθρωπος; Άνω θρώσκω όπωπα είν’ ο άνθρωπος. Το λέει κι η ίδια η λέξη άμα τη σπά σεις και τήνε ξαναρίξεις. Κουραφέξαλα. Εκ των υστέρων κατασκευασθείσα η ρήσις. Σαν αρχαίο fake new ένα πράμα για να το πούμε και εις την νεοελληνικήν. Του γένους των ανθρωποειδών η ράτσα μας. Σημερνοί απόγονοι του homo sapiens ειμά στενε και ως φαίνεται, στο δρόμο εχάσαμε το sapiens και μας έμεινε ο homos. Όλοι μας το λέμε. Ορέ, άμα ειμάστενε sapiens όλοι θε ναμάστενε ευχαριστημένοι. Ειμάστενε; Το κατά δύναμη. Που λέει ο λόγος… - Ποιός λόγος; Ο ΛΟΓΟΣ, ναι. Αυτός είναι sapiens. Αλλά τόνε βρίσκεις στη χάση και στη φέξη. Τόνε ξαμολάει κάποιος σε κάνα βλιβλίο, σε καμιά παρέα που θέλει να χάφτει μύγες περί υψηλών ιδανικών, σε κάτι εξυπνάδες που ξαμολάμε – πρώτος εγώ – περί εμπνευσμένης ηγεσίας

με τ’

με βάρκα την ερπίδα εις ανα ζήτησιν νέων κόσμων. Εδώ δε προκάνουμε τσι μεταλλάξεις του κορωνοϊού, ψάχνουμε για νέους κόσμους; Κι όμως είναι κάτι πλανήται… Ο πλανήτας τσου να τσου πιάκει. Έτσι είναι ο homos. Έχει λόγο σε κάθε αντίλογο κι αντίλογο σε κάθε λόγο. Ίσως αυτό νάναι το sapiens. Και δεν αλλάζει. Όπως η απλή μέθοδος των τριών πατενταρισμένη και με τη βούλα εις τους αιώνας των αιώνων. Λες; Πάλι λάθος κάνεις! Αυτό που σήμερις είν’ ο λόγος, είν’ αυτό που σου

διεπομένης
κώδικος Αξιών και τα ρέστα και σε τίποτις υπόγεια εργαστήργια επιστημόνων που παλεύουνε
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ 152
εξ Αρχών, περί
άγνωστο

πασάρουνε οι επαγγελματίες του λόγου, που σου μοστράρουνε ένα κοινό λόγο επ’ αμοιβή κι αντίς να σε ξυπνάνε δια του λόγου σ’ αποβλακώνουνε τέγεια και σε κάνουνε αναμεταδότη τση κακομοιργιάς μας στο λόγο που βγάνεις εσύ στα καφενεία. Να σας εξηγήσομεν. - Ξήγα!

Δε μιλάς; κατάπιες τη γλώσσα σου; Είσθε προκατειλημμένος. Ό,τι και να σας είπω θα χάσω τα λόγια μου. Φωνή βοώντος εν τη ερήμω. - Μωρέ, βάλε συ φωνή κι εγώ θα τρέξω μέχρι την έρημο να τήνε πιάκω. Μίλα! Προτιμώ τον γραπτόν λόγον διότι τα έπεα είναι πτερόεντα ενώ τα σκρίπτα μάνεντ. Καλά, κάμε όπως αγαπάς. Αλλά ορές, σκύφτε και κοιτάχτε όλοι κάτου και ψάχτε να τόνε βρείτε. Κάπου δω κοντά θε νάναι. Δε μπορεί, κάπου ‘δώ θε νάπεσε. Ποιόνε να βρούμε; Το sapiens ορέ, το κυρ sapiens… Κογιονάρεις; Ούτε βελόνι στ’ άχυρα. Ληγμένες μπύρες πίνεις; Ό,τι πίνετ’ όλοι, πίνω κι εγώ. 1-7-2022 ΜΠΟΝΤΙΚΙΑ ΣΤΟ ΒΙΔΟ*

πολύ ορεκτι κό».

Ορεκτικό; Και βέβαια ορεκτικό. Έχεις φας ουρά μποντικού

Με χοντρό αλάτι υπέροχη. Έχει και το κρίτσι της. Σιχαμάρες πρωΐ-πρωΐ…, θα με κάνεις να ξεράσω. Και γιατί τα κυνηγούσανε τα μποντίκια στο Βίδο κι όχι στη πόλη; - Ορέ κουτέ, στο Βίδο τότες ήταν’ όλα καθαρά. Δεν είχε σκουπίδια. Όχι σα και τα σήμερα. Στη πόλη εμπαίνανε στσου υπονόμους κι ήτανε βρώμικα. Εφέρνανε τη πανούκλα κι άλλες αρρώστιες. Καλά λες. Στο Βίδο ετότες ήταν’ όλα πεντακάθαρα. Χόρτα και ρίζες και κάνα

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 153
«Η κατάσταση της πόλεως της Κέρκυρας ήταν αξιοθρήνητη … μαζί φτώχεια και πείνα … τα τελευταία πουλερικά πουλούνταν είκοσι φράγκα το ένα και δώδεκα τα περιστέρια … τα ποντίκια τρία φράγκα και οι γάτοι έξι … οι Γάλλοι στρατιώ τες έτρωγαν
Γράφει ένας Ερμάννος Λούντζης για την πολιορκία τση Κέρκυρας από τον Κα τήρβεη και τον Άγιο Ουσακώφ:
άφθονα ποντίκια που τα κυνηγούσαν στο νησί της Ειρήνης όπου αφθονούσαν … τα έφερναν στην πόλη και τα πουλούσαν για κάτι
-
τηγανιτή;

φρούτο ετρώανε. Δεν είχε βρωμιές. Οι Γάλλοι λένε που είχανε κόψει όλα τα δέντρα. Και την εκκλησιά του Άη Στέφανου τήνε ρίξανε. Μια από τσι πολλές φορές που τήνε γκρεμίσανε την εκκλησιά οι διάφοροι. Γάτοι ήτανε στο Βίδο; - Ήτανε. Μέχρι πριν είκοσι χρόνια ήτανε. Μετά που εφέρανε τσου φασιανούς και τα κουνέγια τσου μαζώξανε μια μέρα, τσου βάλανε σε τσουβά για και τσου αμολάρανε στη Σπηγιά. Τί ετρώγανε τα φασιανόπουλα και τα κουνελάκια και δε θέλανε να τσου τα τρώνε. Έτσι το Βίδο έμεινε χωρίς αιλουροειδή κι η ισορροπία τση φύσης επήγε ταφόντου. Μόνο κάτι γερά κια ορμούσανε από χειμώνα. Κι όσο ήτανε οι Αναμορφωτικές δεν υπήρχε πρόβλημα. Δεν εκατέβαζε το Βίδο στη Λαϊκή τα καλύτερα κηπευτικά; Μετά χωρίς γάτους εγινήκανε μύρμηρο τα μποντίκια. Και δεν εκάνανε μυοκτονία; Εκάνανε. Μέχρι κάποια χρόνια εκάνανε. Μετά δε ξέρω. Τώρα λένε που βάνουνε στη μπρίζα κάτι μηχανήματα με υπερήχους ή κάτι τέτοιο και τα κάνουνε και βάνουνε τσι κόρσες κι εξαφανίζονται. Άμα κλείσεις όμως το μη χάνημα σου ξανάρχονται. Στο μεταξύ πάνε αλλού. Κι όπου μυρίζει φαΐ. Να φάνε θέλουνε κι αυτά. Δε φταίνε. Μαγειρεύεις και σούρχονται σούμπιτα. Τα καλείς και σούρχονται. Από ευγένεια οι μποντίκοι άλλο τίποτις! - Λένε που έχουνε πληθύνει. Ένας που άνοιξε τη πίσω πόρτα του Διοικητήργιου λένε που του πεταχτήκανε κάτι κομμάτια σα γάτοι μεγάλοι. Κι αλλού το ίδιο. Μυοκτονία θέλει να κάνεις κάθε μέρα επί δυο μήνες συ νεχώς. Να τα πιτύχεις στη γέννα, να τα ξεκάμεις. Αγοιώς σου τρώνε μέχρι και και το στρώμα που κοιμάσαι. Παρά να σου φάνε, παναπεί, καν’ αυτί καλύτερα να σου φάνε το στρώμα κι ας είναι κι από πλαστικό. Τρώνε και τα πλαστικά; Αμή; Μέχρι καλώδια τρώνε από ψυγείο και σου πέφτει συνέχεια ο ρελές διαρροής. Τώρα που το εστιατόργιο δε μαγειρεύει όπως εμαγείρευε θε νάναι λιγότε ρα κάτου. Δεν ηξέρω, ημπορεί. Πάντως θα κάνουνε κόρτε όξω από τη πρέσα που στοι βάζουνε τα σκουπίδια απάνου, τί πλέον δε τα κατεβάζει κάθε πρωΐ το καΐκι, όπως παγιά. Τ’ αφήνουνε στη πρέσα να σιτέψουνε, χα, χα, χα… Πρόβλημα! Μη πιτύχει και καμία λεϊσμανίαση και ψαχνομάστενε. Κάτι πρέ πει να γίνει. Το πρώτο ν’ ανεβάσουνε πάλι τσι γάτοι. Και να μην αφήνουνε πόρτες και παράθυρ’ ανοιχτά και μπαίνουνε μέσα τα μυερά. Και να κάνουνε καθαριό τη. Η καθαριότης είναι μισή αρχοντιά. Άρχοντά μου… Τα μποντίκια του Βίδο μη τα φοβάσαι. Είναι κάτι άλλα «μπο

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ 154

ντίκια» που τρώνε μέχρι και το χώμα του. Αυτά να φοβάσαι. * Παραγγεγιά. 2-7-2022 Ο ΕΦΤΑΠΑΝΤΙΕΡΗΣ Του χρόνου θα ψηφίζανε. Εκλογές. Θα ξαναβγαίνανε; Δύσκολο έως αδύνατο. Έτσι που τα κάνανε ποιός να τσου ξαναψηφίσει; Κι όχι τίποτις άλλο, άμα δε ξα ναβγαίνανε θάχανε κι αυτό την αντιμισθία. Περί ιδεολογιών και κουραφέξαλα δεν έδινε μήτε πεντάρα. Αφού οι ιδεολογίες όλες επεθάνανε προ καιρού. Έμεινε μόνο το κλέψε να φας κι άρπαξε νάχεις. Η μόνη σταθερά. Έκατσε και το εσκέφτηκε. Και τώρα τι κάνουμε; Ο δικός μου δε βγαίνει με τίπο τις. Το ρεύμα είναι με τον άλλονε. Μ’ αυτόνε τση αντιπολιτεύσεως πρέπει να κατέβω. Αλλά πώς; Θα με θέλει; Κάτι πρέπει να κάμω. Έβαλε μπρος. Στη συζήτηση για το νομοσχέδιο για τη Δημόσια Περιουσία δεν εμίλησε, ο λα λίστατος. Και στη ψηφοφορία εβγήκε όξω. Δεν εψήφισε. Οι μεν: Γιατί δεν έκατσες να ψηφίσεις; - Μ’ έπιακε η κοιγιά μου…, κόψιμο. Οι δε: Το εκτιμούμε που δεν εψήφισες. Ά! όλα κι όλα! Εγώ είμαι με το δίκαιον! Την άλλη βολά για την απ’ ευθείας ανάθεση του έργου στη «Χαραμοφάης ΑΕ» δεν εμίλησε κι εψήφισε παρών. Στη τρίτα ψηφοφορία έριξε λευκό. Και βγήκε όξω την ώρα που εμίλουνε ο Αρχηγός του. Τόνε ξαναπιάκανε. Μπράβο σου! Σας είπα! Εγώ διαχωρίζω τη θέση μου. Κι οι 350 σταυροί που έχω από τσου Κακιλαμπριανάδες, που έχω την τιμή να εκπροσωπώ, δε μου εδώκανε εντο λή να βάνω το Λαό στη μπάντα. Πάν’ απ’ όλα ο Λαός! Αυτό λέμε κι εμείς! Πάν’ απ’ όλα ο Λαός! Συμφωνούμε εκατό τακατό ως προς αυτό. Άμα βγούμε του χρόνου το Λαό θα τον έχουμε κορώνα στο κεφάλι μας. Έχομεν Αρχάς ημείς. - Αυτό σας το αναγνωρίζω. Αλλά, βλέπετε, χρειάονται κι οι ψήφοι. Άμα δε βγεις πώς θα θα υπηρετήσεις τον Λαόν; Πρέπει πρώτα να βγεις. Έτσι δεν είναι; Ορθώς. Άμα δεν έχεις την εξουσία στα χέργια σου δε μπορείς να κάμεις τίποτις. - Αυτό σας λέω. Κι εδώ που τα λέμε στσου Κακιλαμπριανάδες δε παίρνετε

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 155

ούτε μία. Το κοντραμπαδιέρη που εκατεβάσατε την άλλη βολά δε τόνε ψήφισε ούτ’ η μάνα του. Ενώ εμένανε… Δε μπορείς να μας υποστηρίξεις; Εγώ; πώς; Να κατέβεις μαζί μας! - Γένονται αυτά τα πράματα; Γιατί δε γίνονται; Πότε δε γινόντανε για να μη γίνονται και τώρα; Βεβαίως, αλλά εγώ με τουτουνούς έχω και μίαν αντιμισθίαν…, δε μπορώ να πω… Με σας; Θα σε κάμομεν Υπαρχηγόν επί των Κοινωνικών. Αλλά θα μας εφέρεις τσου Κακιλαμπριανάδες σύσκαρους. Αμανείναι έτσι…, να το σκεφτώ και να σας είπω εν ευθέτω… Στην επόμενη συνεδρίαση ήτανε το θέμα Αντικατάστασις Υδρευτικού Δικτύου Κακιλαμπριανάδων. Εψήφισε όχι. Οι άλλοι τόνε κοιτάζανε από απέναντι. Ένας τούκλεισε και το μάτι. Στσου Κακιλαμπριανάδες είπε: Ακούς εκεί; Να μας εξηλώσουνε όλους τσου δρόμους να μην έχουμε που να πορπατούμε καλοκαιργιάτικα μεσ’ στη μέση του τουρισμού; Επιτρέπονται αυτά τα πράματα; Δεν έχουνε μυαλό; Όλα κι όλα! Εγώ διαχωρίζω τη θέση μου. Λέω να πάμε με τσου άλλους. Πιο λογικοί μου ακούονται. - Και τι; εφταπαντιέρηδες θα γίνουμε; Εφταπαντιέρηδες…, τι εφταπαντιέρηδες… Εμείς με το συφέρο μας δε πρέ πει να πάμε; Με το συφέρο μας, με το συφέρο μας… 2-7-2022 ΕΜΕΤΑΝΟΙΩΣΕΣ; Το χέρι τση κράτουνε. Όχι σφιχτά. Δεν είχε τη δύναμη. Αγγιζόντανε μόνο. Και πού και πού τήνε κοίταε. Μετά έκλινε τα μάτια. Κι έβλεπε. Σα σε κινηματόγρα φο. Αυτήνε να τρέχει να προκάνει το μάθημα. Σα τη πεταλούδα. Εβούϊζε σα βαβίλα. Με τη ποδιά τση τη μπλε που κράτουνε τη γιομάτη ζωή σάρκα της. Κι αυτός με τα μάτια να τήνε ντύνει μ’ ένα κύμα φουρτούνας και γαλήνης, αυτό που δε χωράει

μόνο στ’

‘ναι όλο τούτο ‘δω που νοιώθω; Γιατί δε μπορώ να πάρω τα μάτια μου από πάνου της; Γιατί μιλάει μ’ αυτόνε; Γιατί μιλούσες μ’ αυτόνε; - Με ποιόνε; Με κείνονε όξω από το φροντιστήργιο. Γιατί του μιλούσες; Πότε; Εγώ εζήλευα. Δεν ήθελα να του μιλάς.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ 156
πουθενά και
αστέργια καρφώνεται. Τι μου συμβαίνει; Τι

- Θέλεις λίγο νερό; Εξανάκλεισε τα μάτια του. Φαντάρος εξαναπήγαινε. Στην επιστράτευση. Έκλαιε στο φέριμπότ κολλημένη απάνου του. Τον εφίλησε μπροστά στο κόσμο. Στο στόμα. Δε την ένοιαζε. Το πιο γλυκό φιλί. Τούμεινε η γεύση του στο στόμα του. Την έβλεπε μέχρι που έστριψε το καράβι στο Καφέ Γυαλί. Την έχασε. - Γιατί δεν έτρεξες στου Αντρανίκ να σε ξαναδώ; Πότε; Εγώ έφευγα και συ δεν έτρεξες. Για να σε δω…, είσαι ζεστός. Πιες λίγο… Δε θέλω. - Μα δε θέλεις και τίποτα… Τώρα ήτανε στη θάλασσα. Με το ψαροντούφεκο. Είχε το χταπόδι καρφωμένο στη βέργα. Τα παιδιά εξατρεχόντανε με τσου κουβάδες. Αυτή από πίσω τους να τσου δώκει τη μαρέντα. Γιατί δεν ήρθες που σε φώναζα να βγάλουμε το χταπόδι; Όλο από πίσω τους έτρεχες. Για τα παιδιά λες; Που είναι; Τα παιδιά; Έχουνε τσι δουγειές τσου τα παιδιά. Ξατρέχουνε τα δικά τους τα παιδιά. - Τσου δίνουνε μαρέντα; Χασολοΐστικες; Να φωνάξω το γιατρό; Τι να μου κάνει; Ίδρωσες. Εμετάνοιωσες; - Πιες λίγο νερό για το στόμα σου… Δε θέλω. Είχε στο στόμα του εκείνο το φιλί όξω από το φέριμπότ. Δεν ήθελε να το χάσει. Εμετάνοιωσες; Ποτές μου άντρα μου, αγαπημένε, ποτές μου… - Καλά. Τσ’ άφηκε το χέρι. Εκατάλαβε. Ετράβουνε τα μαγιά τση τ’ άσπρα. 4-7-2022 Ο ΑΜΠΛΑΟΥΜΠΛΑΣ Εμίλουνε πολύ. Άνοιγε το στόμα του κι εξέχναγε να το κλείσει. Είχε και δεν είχε γνώση και γνώμη για όλα. Παρλαπίπας. Σούκανε το μυαλό κόμπο. Αμηδά εκα ταλάβαινες τι θέλει να σου πει. Αυτό συμβαίνει αλλ’ ίσως κι όχι. Όλο κάποιος κάτι τούχε πει αλλά εδεσμεύετο να σου πει ποιος του τόπε. Παν’ απ’ όλα η

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 157

εχεμύθεια. Η ομερτά. Τελικά, ξέρεις ή δε ξέρεις; Εγώ ότι ακούω λέω. Κι ακούς καλά; Τώρα παίζουμε; - Λες μπούρδες… Εγώ; Εσύ! Σα και τσι γυναικούλες κάνεις. Θα με κάνεις να σηκωθώ να φύγω. Χαρά, χαρά που μούφερες και λύπη που μου πήρες. Αρέσκετο εις ανακατοσούρας. Η καλύτερή του να βάνει τσου άλλους να μαλώνουνε. Διασπορέας ψευδών ειδήσεων. Κουτσομπόλης. Όχι, αλλά για νάχουμε καλό ρώτημα. Γιατί αυτός είπε αυτό; Έτσι ήθελε. Όχι, κάτι άλλο είχε στο νου του. Τι είχε; - Άμε ρώτησέ τονε. Εγώ; Τι δουγειά έχω ‘γω; Και τότε τι μου λες… Εγώ για σένανε…, για να ξέρεις. Γιατί τα λέει αυτά για σένανε; Γιατί για σέ νανε τα λέει, για ποιόνε άλλονε; - Δεν εκατάλαβα τι λες ότι είπε. Πες μου ποιος είναι να τον έβρω να μου εξηγήσει. Θα του πω όσα μούπες. Αυτά μούπε ο αμπλαούμπλας, θα του πω και μούπε που αυτά τα λες για μένανε. Είν’ η δεύτερη φορά που με προσβάνεις. Κι εγώ μύγα στο σπαθί μου δε σηκώνω. Πρώτα, πρώτα εγώ δε σούπα τίποτις. Κοίτα φίλε μου πως βρίσκει κανείς το μπεγιά του… Τι σούπα; Πες μου τι σούπα! Αφήνεις υπονοούμενα. Και μου τα πασάρεις για να σκοτωθούμε με τον άλ λονε που δε μου λες και ποιος είναι. Αυτό κάνεις. Παρεξηγείς τα πάντα. Δεν αφήνεις τον άλλονε να μιλήσει, να εκφραστεί. Δε θα σου πω τίποτις άλλο. - Αμήν και πότε. Δε θα σου ξαναπώ στον αιώνα τον άπαντα. Το μόνο που σου λέω είναι π’ αυτός σου σκάβει το λάκκο. Ποιός; Έλα που δε ξέρεις ποιος…, αφού ξέρεις… Δε πίνεις το ύστερό σου και να μας αδειάζεις τη γωνιά; Ορέ, πάω να φύγω, ορέ… Αλλά να το ξέρεις! Ό,τι σούπα θα τόβρεις μπρο στά σου. Καληνύχτα γι αύριο… Στο καλό και να μου γράφεις…

Εμαλώσατε;

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ 158

- Μωρέ άστονε το μπούρδα, τον αμπλαούμπλα…

Εμένα μου φαίνεται σοβαρός άνθρωπος. Δε το ξέρεις; Όλοι οι αμπλαούμπληδες σοβαροί φαίνονται. 5-7-2022 ΚΟΣΜΙΩΣ* Εξ αρχοντικής οικογενείας. Διδαχθείς κατ’ οίκον. Με τη μαντεμουαζέλ του από κοντά. Με τα καλά του τα ρούχα. Με τα γαλλικά του και τα πιάνα του. Με τσι εγκυκλοπαίδειές του. Με τη Διάπλαση των Παίδων. Με τσι πάστες του. Με το πρόσεχε μη σκοντάψεις και πέσεις. Ποτές του δεν έπεσε, ποτές του δε λερώθηκε, ποτές του τα γόνατά του δεν είχανε κουκούδια, ποτές του δεν εμπήκε σε μίνα, ποτές του δεν εκατέβηκε στη Κόντρα Φόσσα, ποτές του δεν ανέβηκε στο Σταυρό, ποτές του δεν επέρασε τη Παγωμένη Μίνα. Κι όμως τάξερε όλα απ’ όξω κι ανακατωτά. Από τα βλιβλία και τη μαντεμουαζέλ του που τση αρέσανε τα ιστορικά και τούλεε και τούλεε ιστο ρίες από Αρκίνοο μέχρι Παρίνι και βάλε. Όλα τάξερε και του τάλεε. Και πάντα στα γαλλικά. Προς εξάσκησιν. Ο κύργιος Περιστέρης, διότι περί αυτού πρόκειται, ατύχησε να έβρει τον ένα διάολο λεφτά που όλοι ελέανε ότι θάβρισκε. Χτήματα, σπίτια, μαγαζιά, μα σούργια λίρες, καταθέσεις, μετρητά επήγανε πουφ. Τάφαε όλα ο τάτας του στο τζιόγο και στο ποδόγυρο. Πυρ, γυνή και θάλασσα. Όλα επήγανε ρουμ μπαρα ρούμ. Δεν άφηκε μήτε κολυμπηθρόξυλο ο τάτας του, τί βγάνε και μη βάνεις το πάτο θε να πιάνεις. Και τώρα; Τι νάκανε τώρα ο κύργιος Περιστέρης; Ούτε για καφέ στο πιατέλο δεν είχε. Είναι που ήτανε η μαντεμουαζέλ του και που με το πες-πες τούγραψε ζώντας του ο τάτας του το σπίτι στη Κοφινέτα και δεν έμεινε τέγεια ιδού ο άν θρωπος. Κάποιοι ελέανε που την είχε ο τάτας του τη μαντεμουαζέλ του και κάτι άλλοι που το παιδί αυτηνής έμοιαζε. Είχε όλο το τούτο τση. Αλλά ποιός να ξέρει; Πρέπει να δουλέψεις. Εγώ εγέρασα, δε μπορώ να κάμω άλλα. Και τι να κάμω μάμα; Μάμα την έλεγε τη μαντεμουαζέλ του από μικρός. Έτσι τούλεε αυτή να τήνε λέει άμα δεν ήτανε άλλοι μπροστά. Να γίνεις δραγουμάνος. Τα πάντα ξέρεις. Και τα γαλλικά φαρσί. Θα τα καταφέρω; Έλαβε το βάφτισμα του πυρός στο Λιμάνι. Με τ’ άσπρα του, τα ολόασπρα. Από παπούτσι μέχρι παναμά για τον ήγιο. Τούχε πει η μάμα από πού θα τσούπαιρνε και τι θα τσούλεε. Μάθε και αγγλικά τούπε, θα σου χρειαστούνε. Κι έτσι έγινε δραγουμάνος ο σιορ Τσούνης, διότι από Περιστέρης έγινε Πιτσούνης κι η Πιά τσα τόνε φώναζε σιορ Τσούνη ή σκέτο Τσούνη. Μεγάλη πέραση ο Τσούνης. Δουγειά να φαν κι οι κότες. Δημόσιος παράγων

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 159

εγίνηκε. Διότι όλο και κάποιος παράγων του τουρισμού ήθελε να ιδεί τον κυρ Δήμαρχο που δεν ήξερε το ξένο κι όλο τόνε φωνάζανε. Τσι έντεκα νάσαι στο Δημαρχείο, τί θε νάρθει το Κλαμπ να κουβεντιάσει με το Δήμαρχο για το Κλαμπ. Εμάζωνε ο Τσούνης κι η μάμα του ησύχασε όπου θάχε ένα κομμάτι ψωμί να φάει άμα έκλεινε τα μάτια τση. Κι έκλεισε τα μάτια της ευχαριστημένη. Οι δραγουμάνοι αυγατίσανε. Μέχρι Σύλλογο Ξεναγών εκάμανε και το Τσούνη τον εβγάλανε Επίτιμο Πρόεδρο. Ήτανε κι από τσου πρώτους. Και γλυκομίλητος και δεν ανακατευόντανε στα του Συλλόγου. Διότι ένας Επίτιμος δε πρέπει ν’ ανακατώνεται στα του Συλλόγου. Σήμερα οι ξεναγοί ξεποδαργιάζονται για το μεροκάματο. Και δε φορούνε άσπρα. Βαστούνε μια ταμπέλα μ’ ένα νούμερο και λένε και λένε και ξαναλένε τί οι τουρίστες θέλουνε να ξέρουνε τι είν’ εδώ που ειμάστενε. Έτσι είναι. Βλέπεις ό,τι βλέπεις αλλά πρέπει ν’ ακούς κιόλις. Να καταλαβαίνεις τι βλέπεις. Κι άμα καταλαβαίνεις παίρνεις κι ένα σουβενίρ να το πας στο τόπο σου, να το βάλεις στην εταζέρα να σκονίζεται. Κι οι ξεναγοί σήμερα δεν είναι διδαχθέντες κατ’ οίκον, βγαίνουνε από σκολή και πέφτουνε στη βιοπάλη. Να ξέρουνε να λένε, τι να λένε και πώς να το λένε. Μόνο που τελευταίως τσου τήνε κλείσανε τη σκολή δι αγνώστους λόγους. Σωνείτε οι δραγουμάνοι τση Κέρκυρας τσούπανε. Κι αυτοί διαμαρτύρονται. Κοσμίως. Τί κι ο Επίτιμος Τσούνης κοσμίως επαράδωκε τη σκυτάλη εις τους μεταγενεστέρους εκπροσώπους του Ξενίου Διός. Όλα τα πάντα κοσμίως. * Παραγγεγιά. 5-7-2022 ΔΩΔΕΚΑΜΙΣΗ Ο νόμος λέει έντεκα. Και δε πάει να λέει ο νόμος έντεκα; Εγώ το έντεκα το λέω δωδεκάμιση. Γούστο μου, καπέλλο μου και καουμποϊλίκι μου. Εγώ μιλώ κι εσείς σκάστε. - Είναι τρόπος αυτός; Ορέ, είμαι υπεύτυνος ή δεν είμαι; Εσείς δε με ψηφίσατε; Δεν ηξέραμε. Να ηξέρατε! Εδώ δέκα-είκοσι νοματαίοι μου λένε μπράβο. Δε διαβάζετε; Μα εμείς ειμάστενε χιγιάδες. - Μας εψηφίσατ’ όλοι; Όχι κι όλοι…, πολλοί ναι. Αγοιώς πως θα βγαίνατε;

Να μας εψηφίζατ’ όλοι. Δε σας έχουμε καμία υποχρέωση.

Μα να μας ετρώει το ντάπα-ντούπα το Θέονε; Σιγά που κοιμοσάστενε από τσι έντεκα.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ 160

-

Έχουμ’ αρρώστους ανθρώπους. Οι αρρώστοι στο Νισοκομείο! Τι τόχουμε το Νισοκομείο; Μα για είκοσι μαγαζιά να μη μπορούμε να ζιούμε; Σιγά το βασανιστήργιο. Δεν εισάστενε το νησί τση μουσικής που εξευγενίζει τας πσυχάς και τα νιονιά; Τι στον άνεμο μέσα σας θέλετε; Όλο τη Τραβιάτα να σας επαίζουμε; Εμείς για σας! Και εκ του άλλου δικά σας δεν είναι τα μαγαζιά; Απ’ αυτά δεν εισπράττετε; Εμείς; Εσείς! Μεθαύριο το χειμώνα θα κλαίτε όλοι με μαύρο δάκρυ. Σας τα γρά φουνε οι επαΐοντες στο φβ. Ώρα είναι να αμφισβητήσετε και τσου επαΐο ντες. Δε τα διαβάζετε; Τα λερωμένα τα παπαγαλάκια; Τα διαβάζουμε και διαφωνούμε. Θέλουμε το ελάχιστο στην ποιότητα τση ζωής. Μα τι ζητάμε; Μια ευκαιρία στο Πα ράδεισο να πάμε. Αμαρτωλοί, έ αμαρτωλοί… Μου θέλετε και Παράδεισους… Εγώ, άλλωστε, είμαι του Εμπορίου. Δεν ηξέρω άλλο Παράδεισο όξω από το τσέπωνε. Στη Ποιότητα Ζωής είν’ άλλος. Δεν ηξέρω. Μωρέ, μέχρι προχτές κι εσύ κι ο άλλος δεν ελέγατε μέχρι τσι δώδεκα; Δε τόγραψε κι η φημερίδα; Τώρα γιατί δωδεκάμιση; Νάχετε τράτο στο παζάρι; Η άλλη το ξέρει; - Άμα δε τόξερε αυτή κουτός ήμουνα να το γράψω; Και θα περάσει από Δημοτικό Συμβούλιο; Έτσι λέει. Εκεί θάμαι να σας ακούσω έναν ένανε τι θα πείτε. Να σας εγκραντάρω όλους. Αν και όλοι από τα τώρα θα ήπρεπε να έχετε ξεκαθαρίσει τη θέση σας. Κι όχι ναι μεν αλλά ίσως και όχι. Τώρα και αργά που είναι. Τι να κάνετε νάρθετε; Για φασαρία; Δεν ηξέρετε τι θα πούμε; Αυτό θα πού με. Άλλοι θα συμφωνήσουνε, άλλοι θα διαφωνήσουνε, άλλοι θα βγούν’ όξω, άλλοι θα κάνουνε πάρτη από βλάκα, άλλοι θα είναι και με το χωροφύ λαξ και με τον αστυφύλαξ, άλλοι θα πούνε εγώ απαξιώ…, άλλοι να βρού με μια Χρυσή Τομή πούναι και τση μόδας, άλλοι βρε αδερφέ εχάθηκε μια Μέση Λύση; άλλοι μέχρι ν’ αποφασίσουμε έσωσε το καλοκαίρι κι από του χρόνου βλέπουμε ας κανονίσουνε οι επόμενοι, άλλοι κι άλλοι… Κι η πλειο ψηφία θ’ αποφασίσει ΔΩΔΕΚΑΜΙΣΗ. Ούτε να το συζητάς. Αυτό δε θα γίνει; Θα το δούμε αυτό. Φωνή Λαού, οργή Θεού. Εκεί θε νάμαι να σας ακούσω έναν ένανε. Να ιδώ πόσοι εισάστενε με τσου είκοσι και πόσοι με τσου χι γιάδες. Ορέ, για να σου λέω μέχρι τσι δωδεκάμιση, μέχρι τσι δωδεκάμιση θε νάναι. Πάρτο απόφαση. Ειμάστενε πλειοψηφία. Ξέρεις τι παναπεί πλειοψηφία; Ό,τι θέλει κάνει. Και λογαργιασμό δε δίνει. Τώρα γυρνάει το τρουλουλού και λάθη μετά από την απομάκρυνση εκ του Ταμείου δεν αναγνωρίζονται.

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 161

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ 162 - Μωρέ η μειοψηφία τση μειοψηφίας εκαταντήσατε. Ποια πλειοψηφία; Και ο νόμος λέει έντεκα. Και δε πάει να λέει ο νόμος έντεκα; Εγώ τι λέω! Μα αυτό δεν είναι δημοκρατικό. Σιγά τη Δημοκρατία οπούχουμε για νάναι και τούτο δημοκρατικό. Εγώ τι λέω! Και σώνει τα πολλά, πολλά. Είναι βαρημένες δωδεκάμιση. Πάω για ύπνο. 7-7-2022 ΣΙΓΑ, ΣΙΓΑ… Κοντακιανοί κι οι δύο. Απάνου από ογδοήντα. Με υποκείμενα; Χωρίς υποκείμε να; Θα σας εγελάσω. Επήγανε για ψώνια. Τί όπως και να το κάνουμε κάθε μέρα θέλεις τα απαραίτητα. Από ψωμί μέχρι δαμάσκηνα δια την ευκολίαν σου. Έτσι είναι. Κι ας λένε μερικοί να δείτε κλάμα που θα ρίξετε από χειμώνα. Εντά ξει, μπορεί να μη πάρουμε μπατονέτες για τ’ αυτιά αλλά έναν αρακά θα τόνε πάρουμε, δε θα τόνε πάρουμε; Ψιωνίζεις αλλά ποιός τ’ ανεβάζει τα ψώνια μέχρι τη Πόρτα Ρεμούντα; Κόπος! Και τώρα με τη ζέστη δε θέλεις τη ζωή σου. Να τ’ αφήκεις όλα κάτου σούρχεται και μη πω τα λεϊμόνια και μη πω τη σαρδέλα και το καλό τους. Να σταματήσω μια στιγμή, να κάτσω και πάρε με Θέ μου τώρα. Τη ζωή μου δε τήνε θέλω. Δε μπορώ άλλο. Εσύ καλά σέρνεις το καρότσι. Ρώτα και μένανε πούχω τσι σάκες στα χέργια… Δεν αντέχω. Είσαι ανοικονόμητη. Να πάρω κι αυτό, να πάρω και τ’ άλλο… Κι αύριο μέρα δεν είναι; Παίρνουμε κι αύριο. Ήταν’ ανάγκη να πάρουμε και το απορρυπα ντικό για το πλυντήργιο; Εκατό κιλά είναι. Αφού δε τέγειωσε τ’ άλλο. Να μην έχουμε; - Σταμάτα δυο λεφτά να δούμε τα φογιέτα. Να πάρουμε και μια ανάσα. Τι λένε; Με γράφουνε; με γράφουνε; Χα, χα, χα… Κι άμα δε σε γράφουνε σήμερα θα σε γράψουνε αύριο. Φοβάσαι μη και δε σε γράψουνε; Μωρέ μη κάνουνε κάνα ορθογραφικό λάθος και δε με βρίσκει μετά ο Μιχα ήλης στο

που τ’ ακούει. Χτύπα ξύλο. Για κοίτα εσύ που βλέπεις… Εγώ μ’ αυτά τα μπατομπούκαλα δε ξεχωρίζω… Μεγάλα νούμερα, μεγάλα νούμερα; Τι μεγάλα νούμερα; Λέω αυτοί που πεθάνανε μεγάλοι; Στην ηλικία σου. Οι περσσότεροι.

κατάλογο. Ποιός Μιχαήλης; Ο
και
να
τη
Αρχάγγελος
με στείλει πίσω, χα, χα,χα… Μπα που
φας
γλώσσα σου! Κούφια η ώρα

- Έτσι έ; Έτσι! Εγώ προχωράω. Μη τρέχεις. Μπρος Μαρία πίσ’ Αντώνης ειμάστενε. Έλα, τί έχουμε όλη την ανηφόρα τση Οάσεως. Εδώ στη μίνα ήτανε κείνος κει ο φάβρος. Πάει κι αυτός. Καλός άνθρωπος, Θεός σχωρέστονε. Μας είχε κάνει και τσι γκιράντολες. Απ’ αυτόνε δε τσι πήραμε; Αυτές ζιούνε, ο άνθρωπος φεύγει. Τι είπες; Μη τρέχεις λέω. Έφυγες μπροστά. - Μίλα πιο δυνατά. Να μας ακούει ο κόσμος όλος; Τι είπες; Ο κόσμος όλος είπα να μας ακούει; Είναι βαρημένες εντεκάμιση. - Μωρέ ποιό μπάνιο; Για μπάνιο ειμάστενε; Ημπορεί και δώδεκα παρά κουάρτο. Να λες νάχουμε νερό. Να ρίξω λίγο απάνου μου. Δεν έχω ρολόϊ. Ξέρω γω τι ώρα είναι; Αυτό λέω. Να λες νάχουμε νερό. Κάτσε να σταθώ μου κοπήκανε τα ήπατα. - Έτο! Δώδεκα βαρεί ο Άγιος. Ούτε τη μία δε θα φτάκουμε στο σπίτι. Μη τρέχεις! Σούπα μη τρέχεις! Σιγά, σιγά… Λες νάχουμε νερό στο σπίτι; 8-7-2022 ΜΗ ΚΟΙΜΑΣΑΙ… Κοιμάσαι; Μη κοιμάσαι… - Τι είναι και με ξυπνάς; Κοιμάσαι από τα τώρα; Νύσταξα. Από τη νύχτα είμαι σηκωμένος…, ενύσταξα. Θα μας εχαρακτηρίσουνε. Ποιοί; - Οι άλλοι. Ποιοί άλλοι; Αυτοί που μικροί εξενυχτάγανε και τώρα ακόμα ξενυχτάνε. Αυτοί που δε μεγαλώνουνε ούτε τον Άη ποτέ. Το ίδιο, λένε, που εκάναμε κι εμείς μιτσοί αλλά τώρα το ρίξαμε στο χαμομήλι. - Πότε εξενυχτούσαμε; Είχαμε παιδιά, σκοτούρες, ήπρεπε να δουλέψουμε να τα βγάλουμε πέρα. Πότε ξενυχτούσαμε; Αμηδά προλαβαίναμε να ξενυ χτάμε… Κι άμα ξενυχτάγαμε την ησυχία μας θέλαμε. Κάτου στα φύκια στο Κανόνι και σε κάνα παγκάκι στον Ανεμόμυλο. Κόσμο δεν ηθέλαμε.

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 163

- Αυτοί λένε που ξενυχτούσαμε και τώρα που εμεγαλώσαμε θέλουμε την ησυχία μας και δεν αφήνουμε το τόπο να πάει μπροστά. Από νύχτα θα πάει ο τόπος μπροστά; Δε μπορεί από μέρα; ‘Ετσι λένε. Τση νύχτας τα καμώματα τα βλέπει η μέρα και τα κάνει κρεμα στάργια. - Για μίανε αλιπού τα λέν’ αυτά. Έχουνε κι αλιπού. Και μας εγράφει και στη μπλακ λιστ. Η αλιπού; Σα και το πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων παναπεί; Χίγιοι σου χρόνοι! Αυτό! Μωρέ τι μου λες; Κι άμα με γράψει τι θα πάθω; - Θα πεινάσεις το χειμώνα. Είναι ώρες να πεινάσουμε το χειμώνα; Κι άμα δε κοιμάμαι δε θα πεινάσω; Ούτε θα πεινάσεις και θα σου δώκουνε μπόνους μόνιμη θέση πάρκινγκ στη Κάτω Πλατεία δίπλα στο συντριβάνι. Το συντριβάνι δεν είναι στην Απάνου Πλατεία; - Επήρε μετάθεση για τη Κάτου, γι αυτό δε τρέχει. Άμα τ’ αφήνανε στην Απάνου θε νάτρεχε. Ναι, αλλά μου κλείνουνε τα μάτια μοναχά τους. Τι να κάμω; Ασκώσου, κατέβα κάτου, άμε σ’ ένα μαγαζί με μουσική, πιες ένα τζιν τόνικ. Κάμε κάτι! - Μίανε φορά ήπια τζιν τόνικ στο Κόρφου Μπαϊ Νάϊτ. Τότες που ξενυχτούσες; Τι ξενυχτούσα; Στσι δώδεκα το διαλύαμε. Στσι δώδεκα, όχι στσι έντεκα! Το Κόρφου Μπαϊ Νάϊτ ήτανε στον Ανεμόμυλο, δίπλα στη θάλασσα. Δεν ενο χλούσαμε. Και τότες δεν ήταν’ οι νόμοι αυτούς που λέει ο Αλιβιζάτος. Μετά εβγήκανε. Καλός κι αυτός! Ένα κι ένα ίσον δύο λέει. Αλλά τ’ απάντησε ο του Εμπορί ου και τούπε δεν ηξέρεις τι λες. Αμ’ πώς; Δεν ηξέρει το Εμπόριο και ξέρει ο Αλιβιζάτος; Ποιός νομίζει ότι είναι; Και πρώτ’ απ’ όλα τι δουγειά έχει ν’ ανακατεύεται; Πριν έρθω τάπαμε μ’ ένα τζόβενο που ξενυχτάει ακόμα και μούπε τι λες κυρά μου; Αυτός έχει μαύρα μεσάνυχτα. Ακούς; Γι αυτό σου λέω ξύπνα, τί θα μας εφακελώσουνε. Στο πύργο θα μας εστήσουνε. Κάτου από το Σταυρό στα Σπαρτά. Νυστάζω, ορή γυναίκα, νυστάζω. Μου κλείνουνε τα βλέφαρα από μόνα τους. Άσε με ησυχόνε. Κι άμα είναι να με στήσουνε στο πύργο ας με στή σουνε. Θα κοιμάμαι και δε καταλάβω τίποτις. Μέγα Σκολαρίκη… Δίπλα στο Σταυρό θα βάλουν’ ασανσέρ. Χρρρρρ…..

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ 164

Η ΜΠΑΡΜΠΟΥΝΩ

Κακή μαθήτρια. Δε τα παίρνει τα γράμματα ελέανε. Μόνο εις την Φυσικήν Ιστο ρίαν είχεν κλίση. Γιατί, παιδί μου, δε διαβάζεις; Διαβάζω. Πώς διαβάζεις; Σε βγάνω στο πίνακα να πεις το μάθημα και δε μιλάς. Μόνο στη Φυσική Ιστορία ανοίγεις το στόμα σου. Γιατί; Δεν ηξέρω. Αλλά το μάθημα το ξέρω. Και γιατί δε το λες; Τι να πω; Το μάθημα. Και τι λέει το μάθημα; Αυτά εγινόντανε στο Δημοτικό αλλά επειδής στα γραπτά όλα έγραφε και με το παραπάνου επήρε το Απολυτήργιο με έξη. Να σε γράψουμε στο Γυμνάσιο; Τσιου! Γιατί παιδί μου δε θέλεις; Άνθρωπος αγράμματος, ξύλο απελέκητο… Εγώ θέλω να με πάρεις στη μπάνκα να πουλώ ψάρι. Είναι βαργιά δουγειά για κοπέλλα. Εγώ αυτό θέλω. Την επήρε. Ασκώνανε τα τελάρα δυο μια σταγιά χεράκια και φωνάζανε. Βούρλο και μπραγάνι, βούρλο και μπραγάνι… Δύγιο λίτρες. Βούρλο μπαρμπούνι; Μπαρμπούνι. - Ξέρεις να τρως! Τί ο βασιλέας τω ψαριώνες το μπαρμπούνι είναι. ‘Όπως και να το κάμεις μία είναι η γέψη. Μπαρμπούνι! Μπαρμπούνι εφώναζε, μπαρμούνω τήνε βγάλανε. Έμοιαζε κιόλας. Όλο γέψη ήτανε. Με τα πορπετόνια τση, με το δαχτυλίδι στη μέση της, με τσι γάμπες τση τσι ολοστρόγγυλες, στο τηγάνι ήτανε να τήνε βάλεις να τήνε σουσταντσιάρεις μέχρι το κεφάλι και μάσα φτιε. Είχε κι ένα μάτι γυαλινόρο σα και τση πονήρως τση μπαρμπούνως τση φρέσκιας. Έτσι είναι. Τί το μεγάλο το ψάρι μη το ζηλεύεις. Εδώ δεν είναι η γριά η κότα πούχει το ζουμί. Εδώ είναι πάρε πράμα που σαλεύει σα και το σπαρταριστό το μπάρμπουνα. Και καλύτερα το μιτσόνε. Το μιτσό έχει όλο το γούστο. Παταράκι, σπάρος, γάβρος, γουβιός, σκορπίδι, ακόμα κι η σαρδέλα για ψίμα. Αυτά είναι. Με μπόλικο χοντρό αλάτι και λαδολέ ϊμονο με φρέσκια ρίγανη και τη ψυχή μου να σου παραδώκω. Και παν’ απ’ όλα το μπαρμπούνι. Βασιλέας!

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 165 9-7-2022

Ο Σπύρος από την απέναντι μπάνκα τήνε κυαλάρισε. Μπαρμπούνω μου τσείπε. Τση άρεσε η προσφώνησις. Εχαχάνισε πλατειά. Σα το κύμα που μπαίνει στο σκέρο τση Κόντρας Φόσσας και ξεβγάνει τα ξύλα. Ξαναχαχάνισε. Επήρε θάρρος εούτος και την εχάλεψε. Μου τήνε δίνεις; - Τόνε θέλεις; Με λέει μπαμπούνω του. Πάρτονε! 10-7-2022 ΕΔΙΑΚΟΣΙΕΣ ΠΕΝΤΕ Εδιακόσιες πέντε αιτήσεις εκάμανε δια τη Δημιουργικήν Απασχόλησιν. Θρίαμβος! Όχι σα και τα πέρσι που ήτανε κάπου ενενήντα πέντε. Αύξησις! Ο περσινός λέει άσε και να ιδούμε... Ο φετινός λέει ό,τι πει ο περσινός. Η φημερίδα λέει μη βιαοσάστενε... - Βιαομάστενε; Μέσα Ιουλίου; - Θε ν’ ανέβει πρώτα και κείνη κει η κοπέλα τση πυρόσβεσης για να ιδεί. - Τι να ιδεί; Ορές βγάρτε όσους πυροσβεστήρες έχετ’ όξω. Κρεμάστε τους στα δέντρα. Την άλλη βολά αυτούς επήρανε και σβήσανε τη φωτιά όπου τσου ειδι οποίησε ο Καλυψώς. Έτσι δεν έγινε; Τότες που ο Αρίστος εβγήκε από το τζάμι; - Βουρλισμένος που κάεσαι... - Εγώ ορέ; Ή εσύ που μου θέλεις κι εδιακόσιους πέντε απάνου χωρίς άρμενα και κουπιά; - Ο Αη Στέφανος βοήθειά μας. - Αμήν! 11-7-2022 ΕΞΗ Το τελευταίο είναι στσι πεντέμιση. - Όχίιι…! Στσι εφτάμιση! Μη μου λες εμένανε… Εχτές ανέβηκα. Με το κόκκινο; Όχι, το πειρατικό. Αφού το πειρατικό είναι το κόκκινο. - Δεν ηξέρω γώ; Εφτά μέρες ήμουν’ απάνου και το βράδυ μας εκόβανε και το νερό στη κουζίνα… Έλα μια… Γιατί; Για να τσου πει ο παπάς στ’ αυτί! Μπορεί ν’ άνοιγε άλλη κουζίνα και να

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ 166

κλείνανε τη δικήνε μας, ξέρω γω; Η δεξαμενή πάντως γιομάτη ήτανε. Επήγαμε και είδαμε! Είδα κι ένα που έκανε στσι δεκάμιση…, ά! δε μπορώ να πω. Ήτανε μέσα και προσκόποι. Αφού εμένα μούπανε που άμα επήγανε να μπούνε εγίνηκε επεισόδιο. - Στην αρχή. Μετά τα εκανονίσανε και τσου κατεβάζει. Έχουνε γνωριμίες με το παρτσινέβελο οπούχει το καΐκι. Το κόκκινο; Νομίζω με το μπλε. Το μπλε ή το κόκκινο; - Έχει σημασία; Και το πρωί; Το πρωί ο Μένιος. Ποιός άλλος; Τελικά ποιές ώρες πάει κι έρχεται καΐκι; Μα την αλήθεια καένας δεν ηξέρει σίγουρα. - Επροχτές στσι οχτώ το βράδυ εφέρανε καμιά ογδονταργιά. Ξένους. Αυτουνόνες η μάμα εγέννησε στη κλινική ενώ η δική μας στο σελλί. Με τη Πέρλα; Μωρέ ποιάνε Πέρλα. Μοναχές τους στη ρίζα τση εγιάς. Όπως η μάμα μου. Άλλες εποχές… - Ζιει η μάμα σου; Ζιει, ζιεί… Ενενήντα οχτώ! Και τάχει τετρακόσια. Και θέλει να τήνε φέρνω δω πάνου οπούχανε φυλακισμένο τον αδρεφό μου, τον άχαρο. Θέλει να τήνε φέρνω. Αλλά τώρα και να τήνε φέρω ποιός να την επάρει πίσω στα κεγιά; Μονάχη της δε μπορεί. Ούτε με το μπαστούνι ούτε που τήνε κρα τάω γω στον ανήφορο. Εβάλανε και κάτι σύρματα, διάολος μέσα τσου. Δεν ημπορεί άλλο. Επήγαινε και καθόντανε απέναντι κι έκλαιε κι όλο έκανε το σταυρό της η άχαρη… Εκεί τόνε χάσαμε και δεν ηξέρουμε και πού τόνε πα ραχώσανε. Άστα να πάνε… Άμα πεις θα τήνε πάρουνε με τ’ αυτοκίνητο. Εξυπηρετούνε… Ά!, όλα κι όλα… - Νάναι καλά οι ανθρώποι αλλά πρώτα πρέπει να πάρουμε το καΐκι. Με το ντάβανο δε μπορεί. Κόρπος θα τσήρθει. Κανονικά ο Δήμος πρέπει να ξεμπερδέψει τα δρομολόγια. Πότε κάνει το μπλε, πότε κάνει το κόκκινο. Και να βάλει δική του ταμπέλα, να ξέρει ο κό σμος υπεύτυνα. Έχει βάλει. Να ξαναβάλει και για μας τσου κούτιακες. Δε το ηξέρει οπούχει και κού τιακες; Τι; Μόνο για τ’ ΑΜΕΑ; Κι εμείς από μυαλό ΑΜΕΑ δεν ειμάστενε; Ψέματα; Τελικά με ποιο θέλεις να πας; Με το κόκκινο ή με το μπλε; Με το διάολο μέσα μου. Να μας επάρουνε μ’ όποιο θέλουνε. Να πάμε την

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 167

ώρα που πέφτει ο ήγιος, να πάει που λέει να τόνε ιδεί και μετά να τήνε τρατάρω ένα σουβλάκι κι ένα ποτήρι μπύρα και να κάτσουμε να βλέπουμε τη Πόλη φωτισμένηνε και τα καράβια που περνούνε. Δε δικαιούται; Το σπλά χνο της άφηκε δω! Οι άλλοι που τα βλέπουνε αφήκανε δω τα σπλάχνα τους; Πολλά θέλεις…, δε γίνοντ’ άλλο αυτά. - Γιατί; Έχουνε εξη κι έξη χρόνια. Έξη νάναι οι μέρες τσου. Ολουνόνες! 12-7-2022 ΝΤΟΠΙΑ Τον έπαιρνε καμιά φορά η μάμα του από το χέρι κι επήγαινε για ψιώνια στη Λαϊκή. Εψιώνιζε συνήθως από τη μπάνκα του κυρ Σπύρου του Ψάϊλα όπου ήτανε και γειτόνοι. Απ’ όλα είχε. Ντομάτες, αυτές τσι πεντανόστιμες κι ας ήτανε κακο μούτσουνες, μελιτζάνες μακριές, πιπεργιές πράσινες, πατάτες, κολοκυθάκια με τον ανθό τους, κοκκινογουλάκια, κρομμυδάκια φρέσκα, σαϊταράκια αγγούργια, λεϊμόνια, σταφύλι σουλτανίνα και κακοτρύγη και μαντζαβί, καρπούζια και πε πόνια Λευκίμμης, αρμελίνια, βαρδάτσες, κάσιες, μαρούγια, απ’ όλα είχε ο κυρ Σπύρος. Χόρτα άγρια έχεις; - Χόρτα άγρια; Να πα να μάσεις… Όλες μαζώνουνε. Δε πουλάει άγρια χόρτα η Λαϊκή. Πότε πούλουνε για να πουλεί και τώρα; Και πες του μιτσού να μη τσιμπολογάει τη σουρτανίνα. Τούδωκε ξυγιά στο χέρι. Δε σούπα να μην αγγίζεις; Όλα ντόπια. Τι; Θα σου φέρνανε απίδια και δοράκινα απ’ αλλού; Από πού; Κάθε τόπος έτρωε από τη δικιάνε του παραγωγή. Μετά εβγήκανε τα λιπάσματα και καταργηθήκανε οι καβαλίνες που κοπρίζανε τα χωράφια. Μετά εβγήκανε και τα ψυγεία που συντηρούσανε τα πράματα. Τα φέριμπότ εφέρνανε πράμα με τα φορτηγά ψυγεία. Πιο φτηνά. Στα Μαρτέζικα

άλλο μαντουάνες

μπανταντόνες. Κάτι λίγοι

τσου κάνανε το τόπο οικισμό, προϋφιστάμενο του ’23, και κάνανε τα χωράφια σπίτια. Κι από κοντά οι εγιές εγινήκανε ξενοδοχεία και ρουμς του λετ. Στη Λαϊκή εβάνανε ταμπέλες: Ντόπια. Το ντόπιο ήτανε το καλό, το ανόθεφτο, η σύνδεση με το παρελθόν που ήθελε να τρως ντομάτα από τα μέσα Ιουνίου, μελιτζάνα τον Ιούλιο και κολοκυθάκι τηγανητό απ’ όταν εγινόντανε μεγάλο και δεν έκανε άλλο να το τρως βραστό μαζί με τσι πατάτες και τσι ρόδες το κρεμμύδι στη πατατοσαλάτα. Σήμερα, πού και πού, βλέπεις ταμπέλα «Κερκύρας». Δηλωτικό του ντόπιου. Του

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ 168
δεν εβάνανε
και
εφυτεύανε αγκινάρες. Αλλά

είδους εν ανεπαρκεία που τόκανε πέρα η εισαγωγή. Εξαφανιστήκανε τα νεράτζια μας και τα λεϊμόνια μας. Τα φρούτα μας. Τα καλά μας. Δε πα να κοιτάξεις τα χτήματα, παιδί μου; Ελογγιάσανε. Είν’ αμαρτία από το Θέονε. Να πας εσύ! Εγώ ξαπλώστρες. Κι ομπρέλες. Κι από βράδυ συρτάκι στο Ροκ ον δη ρόκς. Διασκέδασις μετά τυχερών. Αυτή είν’ η ζωή! Μάμάαα…, έ μάμάαα… Πού ζιείς; Κοίταε τί δε πας καλά. Να κοιτάξεις να πάρεις καμιά κοπέλα τση προκοπής. Εγνώρισα τη Τζούντιθ. Μ’ αυτήνε κάνουμε παρέα. Ήρθε και πέρσι, ήρθε και φέτο να μ’ έβρει. - Μωρέ ποιά Τζούντιθ…, μια κοπέλα ντόπια να πάρεις. Να την ηξέρουμε. Ντόπια; Ποιάνε; 14-7-2022 Σ’ ΕΒΑΡΕΘΗΚΑ… Σ΄ εβαρέθηκα. Όλο τη συφορά φέρνεις. Πες και κάτι ευχάριστο να ξαλε γκράρουμε λίγο. Κάθε μέρα αυτό είναι στραβό, τ’ άλλο τόφαε ο γάϊδαρος, είν’ όλοι πουλημένοι, τι καταστέματα είναι τούτα, παχαίνουν’ οι μύγες και θα μας εφάνε. Πες και κάτι καλό… Κατά λάθος δε γίνεται τίποτις καλό; Δε μπορεί… Ωραία! Το βουλώνω! Πες εσύ κάτι καλό. - Εγώ; Εσύ που βλέπεις το καλό κι εγώ δε το βλέπω. Τα τίγια έχουν’ ωραία σκια. Από κάτου τσου εβάλανε ομπρέλες. Για να μη σου πέφτουνε τα φύλλα τους στο κεφάλι. - Άμα έχει Μαΐστρο μου πέφτουνε.

Δεν είν’ ωραία μέρα; Πέφτει ο ήγιος απέναντι κι η αντηγιά με στραβώνει.

Έχει βάλει φρέσκο αυτές τσι μέρες. Δεν ιδρώνουμε.

Αφύσικο για την εποχή. Ήπρεπε να κάνει ζέστες. Πότε θα τσι κάνει; - Εψές είχε τη πανσέληνο του ελαφιού. Ποιανού ελαφιού; Έχουμ’ εμείς ελάφια;

Έτσι τήνε λένε. Του ελαφιού. Ποιοί; Στσι άλλες χώρες. - Κι ειμάστενε μείς άλλη χώρα; Θέλεις δε θέλεις τα φεγγάργια έχουνε ονόματα. Κόκκινα, γαλάζια και τα λοιπά. Αυτό είναι του ελαφιού. Κακώς! Τα μόνα ελάφια που ξέρω ‘γώ είν’ αυτά τα ψεύτικα που σέρνουνε

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 169

τον Άη Βασίλη όξω από το Δημαρχείο. Αυτά είναι για τα παιδιά. Και τούτο τι είναι; Για τσου μεγάλους; Είσαι τέγεια ζω! Δε καταλαβαίνεις τη μαγεία; Όλοι οι ερωτευμένοι κοιτάνε το φεγγάρι που βγαίνει από απέναντι κι αναστενάζουνε. Αχ! - Γιατί; βλέπουνε τα κέρατα του ελαφιού και τα λιμπίζονται; Ξέρεις, ορέ, πόσοι όρκοι εδοθήκανε εψές το βράδυ; Εσένανε και νον τσε πιου. Να γεράσουμε μαζί. Να μου κλείσεις τα μάτια. Κι από πίσω τους εκάνανε το φάσκελο και κούφια η ώρα που το λέω. Και την ίδια ώρα που τση τόλεε εκοίταε την αμασκάλη αυτηνής που πέρνουνε με το ξώπλατο. Όρκοι τση φωτιάς. Εμένα μου λες; Πάντως οι φωτογραφίες π’ ανεβάσανε πολύ ωραίες. Οι καλύτερες αυτές που εβγάλανε από το Βίδο, αυτοί που ήτανε κει παναπεί. Μια Κέρκυρα μα γευτική. Ονειρεμένη. Παραμύθι αιώνων. Εβγήκε σα και τη Σταχτοπούτα με τη Πανσέληνο και κάτσαν’ όλοι με το στόμας ανοιχτόνε. Όλοι μ’ ένα κρου στάλλινο παπουτσάκι στο χέρι ήτανε. Να τση το φορέσουνε τση Κέρκυράς μας, τση αγάπης μας. Στο Παράδεισο ζιούμε. Από βράδυ όχι από μέρα… Κι από μετά τσι έντεκα… Που ελέω Σκολαρίκη ησυχάζει και ρομαντσιάρει… Άστο τον άνεμο! Σ’ εβαρέθηκα.

ΦΑΙΑΚΕΣ Εν αρχή, λένε, ην ο Φαίαξ. Γιος του Ποσειδώνα και τση Κόρκυρας. Μπορεί νάναι κι έτσι. Μπορεί και πριν απ’ αυτόνε νάτανε τα παιδιά τση Γης, οι εννιά Γίγαντες, που γεννηθήκανε όταν το διαμαντένιο δρεπάνι του Κρόνου έκοψε τ’ αποτέτοια τ’ Ουρανού, του πατέρα του, και το αίμα του έσταξε

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ 170
σε τούτο το μέρος που το δέχτηκε σα σπόρο και τσου γέννησε αυτουνούς, τσου τεράστιους. Μετά κάτι λένε για τσου ντόπιους Φαίακες στην Οδύσσεια και στην Αργοναυ τική Εκστρατεία και για ένανε Χερσοκράτη που τόνε διώξανε οι Κορίνθιοι κι αυτός ήρθε και βρήκε κάτι Ερετριείς που πρωτόρθανε κι όλοι μαζί επήρανε τα απήδαλα καράβια κι εκάμανε στόλο δυνατό π’ αλώνιζε στσι θάλασσες κι έφερνε πλούτο κι έτσι εγίνηκε η Κέρκυρα δύναμις κραταιά. Περιφερειακή βεβαίως αλλά κραταιά. Μετά εμπήκε η Ιστορία στη μέση κι ο Θουκυδίδης μαρτυράει τα του Πελοπον νησιακού Πολέμου που από τα νερά μας λέει ότι ξεκίνησε. Κάπως έτσι εγινήκανε τα πράματα και λόγω απηδάλου νεώς και κρουαζιεροπλοίων η νήσος εγίνηκε ναυαρχίδα του τουρισμού κι έχει και το κορδώνεται. Μας το λένε κι οι επισήμοι. - Ναυαρχίδα του τουρισμού εισάστενε.
15-7-2022

Κι εμείς ευχαριστιόμαστε διότι ο λόγος σου με χόρτασε και το φαΐ σου φάτο. Και ποιός είναι ναύαρχος; Έ; Λέω, η ναυαρχίδα ποιόνε έχει ναύαρχο; Αυτόνε που έχει! - Καλός; Εκ των αρίστων. Καλό τιμόνι; Πρώτ’ απ’ όλα ο ναύαρχος δεν είναι τιμονιέρης. Σε παρακαλώ! Είναι ο αφ’ υψηλού. - Και τι κάνει; Δεξιώσεις, παρελάσεις, υποδοχές επισήμων, επαφές υψηλού επιπέδου, σχεδιασμούς, συμφωνίες, υπογραφές, εγκαίνια εκθέσεων, υψηλή πολιτική βρε παιδί μου… Εκατάλαβες; Και τσου μούτσους ποιός τσου κοιτάει; - Τσου μούτσους θα κοιτάει ο ναύαρχος; Τσου κοιτάν’ οι άλλοι. Έχει κι άλλους. Μέχρι Επιτροπή Ποιότητας Ζωής έχει. Κι αυτός κουράζεται; Κουμπί του τρέχει ο ίδρως. Έτσι έ; - Βεβαίως! Κάτσε ντύσου, στολίσου, βγάλε λόγο, πάρε ντρινγκ με το ζόρι κι από υποχρέωση, κάμε ρεβεράντσες στσου άλλους ναυάρχους, μάζεψε τσου ρέμπελους όπου μιλούνε σα και τα ζα, δώκε αναμνηστικά και μετάλ λια κατά πως λέει το πρωτόκολλο, δεν είν’ αστεία πράματ’ αυτά. Και το τιμόνι ποιός το κρατεί; - Έλα τώρα…, κουβέντες είν’ αυτές; Τι σε νοιάζει εσένανε ποιός το κρατεί; Μη ρίξει σε καμιά ξέρα τη ναυαρχίδα. Δεν έχει ανάγκη. Έχει και τον αυτόματο πιλότο. Λένε όπου όλο κάπου βρίσκει. Μία στο Βίδο, μία στη Κρεβατσούλα, μίανε στον Ερημίτη, μίανε στο Λιμάνι τση Λευκίμμης, μίανε στην Ηγουμενίτσα και μ’ αυξημένο εισιτήργιο. Έτσι λένε. Κουταμάρες. Άρες, μάρες, κουκουνάρες. Πότε έβρηκε; Ορέ, και στο Ντεμπλόνι δεν εξόκειλε; Έχει ορέ το Ντεμπλόνι θάλασσα; Έχει λένε στραγγίδια. Αυτά τα λένε ως εξ επί τούτου. Η ναυαρχίδα δεν ασχολείται με τας παρω νυχίδας. Πλέει πλησίστιος με ναύκληρους κι αρμενιστές εκ των ικοφάουντς που είναι κι οι καλύτεροι εις τον κόσμον όλον. Πλέει συνεχώς; Μέχρι τσι εντεκάτης εσπερινής. Αλλ’ αυτό θα διορθωθεί, εντός ολίγου, και θα πλέει επί 24ώρου βάσεως καθ’ όσον τι ναυαρχίδα έχουμε; Κράτει στσι

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 171

μηχανές θα κάμουμε; Όχι προς Θεού! Δε θα το ηθέλε μήτε ο Φαίαξ!

Ο ΑΡΡΩΣΤΟΣ Υποκειμένων νοσημάτων. Ένα αψιού έκαμε, λίγο ο λαιμός τόνε πόνεσε, ένα τρι άντα εφτά και δύο είχε, δεν εμύριζε μήτε τη γαρουφαγιά όπου εκούτιαινε όλα τα παραδιπλανά μπαρκόνια. Κάτι έχω γυναίκα. Δε μπορώ να πάρω τα ποδάργια μου. Μην άρπαξες κάνα κόβιντ; Το πιο πιθανό. Έτσι νομίζω. Να πάρω το γιατρό. Άστονε νύχτα ώρα. Αύριο. Αύριο να λες να ξημερώσουμε καλά. Έχουμε νύχτα μπροστά μας. Θα τόνε πάρω. Γιατρέ μου, η Σοφία του Σπύρου είμαι. Ο Σπύρος έχει ένα τριάντα εφτά και δύο και του πονεί ο λαιμός. Αύριο μπορείς νάρθεις να τόνε δεις; Έρχομαι τώρα. Δεν είν’ ανάγκη, γιατρέ μου, καλά είναι… Έρχομαι.

-------------------------------------------Για ορέ Σπύρο να σου κάμω το τεστ. Λες νάχω κόβιντ; Κάτσε ακούνητος μισό λεφτό. Εντάξει. Βάλε δω το θερμόμετρο. Σοφία, φέρε μου τσι αναλύσεις πούκαμε τελευταίως ο Σπύρος να ρίξω μια ματιά. - Κάπου εδώ τσείχα, γιατρέ μου…, δε τσι βρίσκω. Να ξαναϊδώ. Άσε, θα τσι βρω ‘γώ από το κινητό. Ευτυχώς πούχουμε και τα κινητά. Έτες! εδώ είναι. Άσε Σοφία… Σπύρο έχεις και ζάχαρο ανεβασμένο…

Το ξέρω γιατρέ μου…

Τρως γλυκά Σπύρο; - Όχι γιατρέ μου…, να σου ορκιστώ. Μόνο μαρμελάδες. Τρως κι από βράδυ; Μπα, μπα, μπα… Τσιμπάω λίγο. Σα το πουλάκι. Δύγιο πιάτα; Μπα, Θεός φυλάξοι…

- Τρώει, γιατρέ μου, τρώει. Γιατί δε του λες την αλήθεια; Εσύ, Σοφία τη δουγειά σου. Στην άκρη σου. Ορίστε μας! Μιλεί κι η Σοφία… Τι κοιτάς γιατρέ; Θετικός είσαι.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ 172
16-7-2022

- Εγώ; Κι από πού κόλλησα; Δεν επήγα και πουθενά… Μην έκαμες λάθος; Σοφία, έλα δω να σου κάμω τεστ και σένα. Εσύ Σπύρο μέσα και καραντίνα. Ορέ τι μ’ έβρηκέεε…, στα καλά καθούμενάαα… Εμένανε έτυχε να μου τύχει; Γιατί Θεέ μου, γιατί; Και τώρα; Πάρε ένα ντεπόν και πάρε με τηλέφωνο αύριο να μου πεις πως πας. - Αναβράζον; Ό,τι θέλεις. Όχι, γιατί έχω και το έρκος του δωδεκαδαχτύλου που μου κάνει και τσι φου σκωμάρες. Μαλόξ να πάρω; Απόψε μη φας. - Δεν έφαγα γιατρέ μου. Ένα γιαούρτι με λίγο μέλι έφαγα, δυο δοράκινα και λίγο καρπούζι που περίσσεψε από το μεσημέρι. Λέω να μου κάνει κι ένα γάλα με δυο παξιμάδια, να δειπνήσω. Έφαε τ’ απόγιομα και τσου γαύρους τσου τηγανιτούς από το μεσημέρι κι ένα πιατίδι σκορδαγιά. Όλο τρώει, όλο μασουλάει… - Ο γιατρός ρωτάει για το βράδυ, δε λέει για τ’ απόγιομα. Τη δουγειά σου, Σοφία! Και να μη πετάγεσαι! Τα ξέρω, Σοφία μου, μη και δε τα ξέρω; Τώρα θα τόνε μάθω το Σπύρο… Εσύ Σοφία είσ’ αρνητική για την ώρα. Φυλάξου, τί θα κολλήσεις κι εσύ. Παναπεί γιατρέ μου τώρα είμ’ άρρωστος; - Καληνύχτα σας, έχω κι αλλού να πάω.

ΤΟ ΓΗΡΟΚΟΜΕΙΟ Τόξερες; Άμα δε συμφωνείς με τη παράταση τση μουσικής δεν είσαι Κερ κυραίος. - Μωρέ τι μου λες… Αυτό π’ ακούς! Έτσι είπε ένας που λέει που είναι Κερκυραίος. Μη τόπε κάπως αγοιώς; Από το τουρισμό όλοι ζιούμε είπε.

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 173
Και δε νοείται να υπάρχει Κερκυραίος που να μη συμφωνεί με τη παράταση τση μουσικής. Δε νοείται! Κάπως έτσι τόπε. Αμανείναι έτσι τότες να βάνουμε τσι μουσικές μας να κάνουνε παρέλαση μετά τσι έντεκα να σιγουρευομάστενε όπου ειμάστενε Κερκυραίοι. Καθη μερινώς! Μέχρι τσι δωδεκάμιση καθημερινά και μέχρι τη μία τα Παρασκευοσαββα τοκύργιακα. Οι μουσικές μας; Όχι, ορέ, η παράτα τση μουσικής. Γηροκομείο τήνε κάμαμε τη Κέρκυρα, λένε.
17-7-2022

- Τάχουνε με τσου γερόντους; Θα σε γελάσω. Από τη μία το λένε έτσι κι από την άλλη σκίζουνε τσι φανέ λες τους που τσου σέβονται. Σεβασμός να δεις! Να φαν κι οι κότες. Αλλά για το Γηροκομείο εμείς φταίμε. Εμείς; - Εμείς που δε νογάμε ούτε από Χρυσή Τομή, ούτε από Μέση Λύση και δεν έχουμε στάλα κατανόηση, δε θέλουμε να βάλουμε νερό στο κρασί μας και δε θέλουμε να συνεννοηθούμε. Τι συνεννόηση να κάμουμε; Εδώ είναι σα να μου λες να μοιράσει η μέλισσα το μέλι με το κηφήνα. Κάνει ο κηφήνας μέλι να το μοιραστούμε; Το δικό μας θέλει ν’ αρπάξει. Ωραία συνεννόηση! Έλα να μοιράσουμε το δικό σου. Ανάποδα το λες. Εμείς ειμάστενε οι κηφήνες κι αυτοί το μελίσσι. Την ώρα που εμείς κοιμομάστενε αυτοί δουλεύουνε. Και μας αφήνουνε να κοιμηθούμε; Όταν εμείς δουλεύουμε αυτοί κοιμόνται και δε τσου ενοχλάμε. Άκουσες να λένε που τσου ενοχλάμε; - Το ξέρεις που ένας στσου τέσσερεις τουρίστες έρχεται στη Κέρκυρα για να διασκεδάσει; Κι οι άλλοι τρεις γιατί έρχονται; Στσι διακοπές όλοι να διασκεδάσουνε δε θέλουνε; Γι αυτό δε φεύγουνε από το σπίτι τους; Εκάμανε μελέτη. - Κι εδώκανε όβολα για να μάθουνε που οι τουρίστες έρχονται για να διασκεδάσουνε; Πρέπει, λένε, να παραταθεί το ωράριο τση μουσικής στη Παγιά τη Πόλη. Οπωσδήποτε. Δε πάει άλλο! Παντού έτσι είναι. Γιατί όχι και στη Παγιά τη Πόλη; Αλλά θα κοιτάξουνε λένε και τα ντεσιμπέλ. Τί ορισμένοι τόχουνε πα ρακάνει. Ένας δύο παναπεί. Μόνο. Όλοι οι άλλοι Παναΐες! Και το 100 τσάμπα το φωνάζουμε κάθε τρεις και λίγο. Λόγω Γηροκομείου. Αλλά δε μπορεί νάρχεται ο άλλος να φάει και να του λες τρώε γλήγορα γιατί τσι έντεκα κλείνουμε. Ποιός κλείνει τσι έντεκα; Όλ’ ανοιχτά είναι μέχρι όσο πάει. Δε βλέπουμε; - Ναι, αλλά χωρίς μουσική… Και τσου διόρισε ο γιατρός να τρώνε και να πίνουνε μετά μουσικής; Όχι, αλλά χωρίς μουσική δε λέει… Να τσου πει ο παπάς στ’ αυτί… Όλοι βλέπουμε μαγαζιά που δουλεύουνε φουλαριστά μέχρι πρωΐας και χωρίς ντάπα-ντούπα. Στραβοί ειμάστενε; Δεν ηξέρω. Εγώ πέφτω νωρίς. Στο Γηροκομείο μας εβάνουνε νωρίς και κοι μομάστενε. Έχει το Υστερικό Κέντρο Γηροκομείο; Γηροκομείο υστερικό.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ 174

ΔΙΑΤΑΞΑΝ

«Να πάγεις σ’ άλλη γη, να πάγεις σ’ άλλη θάλασσα! Μια πόλη θε να βρεις καλύτερη απ’ αυτήνε». Έφερες αντιρρήσεις αλλά σου είπαν ράους! Και με το ζόρι σου φορτώσανε την εξορία του χάους. Εγύρισες και έριξες μια τελευταία ματιά. Εκείνοι εγλεντούσανε και πιάνανε λεφτά. Κι αργόσερνες τα βήματα. Είναι τα γηρατειά. Έκατσες και στοχάστηκες: Μη φταίω τάχα εγώ; Μην έδειξα το δρόμο για τούτο το φευγιό; Μη δίδαξα το σήμερα και ξέχασα το χτες; Μην είμαι το παράδειγμα για ‘να σωρό ψευτιές; Μην είναι τα βλαστάργια μου δικά μου καταστέματα; Μη τύχει και καούνε όλοι τους μεσ’ τα αίματα; Είπες να σταματήσεις. Ποιά άλλη πόλη και ποιά άλλη θάλασσα να βρεις; Σάμπως υπάρχουν άλλες που νάχεις γεννηθείς; Επέστερεψες. Εγίνηκε όπου τση Γης χαμός! Αμείτε εις το διάολο μας φέρνετε σεισμός! Δεν ημπορώ, δε δύναμαι για νάβρω άλλη πόλη… Δε μ’ ενδιαφέρει τίποτις, έχω και πορταφόλι. Και δε μπορείτε να μου δώκετε ένα, ένα! τση πόλης σας σημείο; Εδώ εσυμφωνήσαμε να βάλουμε ηχείο. Επήραμε απόφαση Δήμος και συνδικάτα. Με βουλοκέργια εις τ’ αυτιά και μέσα στο γραφείο. Κι εμείς; Αμείτε, ολοσύσκαροι εις το νεκροταφείο. 20-7-2022 ΥΠΟΧΡΕΩΣΙΣ ΜΟΥ Τόδανε, το κοιτάξανε. Μας έχουνε πάρει αμπάριζα. Αυτά που λένε δε σηκώνουνε πολλά, πολλά. Θέλουνε το Νόμο. Θέλουνε τη λογική. Θέλουνε να κοιμόνται. Μόνο ένας τρόπος υπάρχει. Να τσου βγούμε κι από πάνου. Φουλ επίθεση κι όποιονε πάρει ο Χάρος.

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 175 18-7-2022

-

Παναπεί; Να βγούμε και να πούμε άλλα. Ούτε για τη μουσική μετά τσι έντεκα, ούτε για κάτι τέτοια. Να πούμε που οι ξένοι δε πίνουνε μόνο μετά τσι έντεκα αλλά ψιωνίζουνε κι από τα παραδιπλανά μαγαζιά μετά τσι δύο. Όλη μέρα δε ψιωνίζουνε. Έχετε δει καένα ξένο να ψιωνίζει από μέρα; Καένας! Ούτε για δείγμα! Όλοι περιμένουνε να πάει δύο για να ψιωνίσουνε. Μην είσαι υπερβιολικός; Τα μαρκαντικά δεν είν’ ανοιχτά στσι δύο. Είναι και παραείναι! Κι άμα η διασκέδαση πάει στον Ύψο πάει η Πόλη. Θα πεθάνει. Νεκροταφείο θα γίνει. Τρεις χιγιάδες επιχειρήσεις θα κλείσουνε. Έξη χιγιάδες εργαζόμενοι θ’ απολυθούνε. - Τόσο πολύ; Τόσο και παρατόσο. Έχεις κάνει βόρτα στσι δύο η ώρα; Η Φιλελλήνων ανοι χτή και φίσκα από κόσμο. Ψέματα; Και βγαίνει ο άλλος και τήνε σκουπίζει, τί ο σκουπιδιάρης δε περνάει ποτές του. Αμάν! Στσι δύο κοιμάμαι. Δεν ηξέρω. - Βάλε το ξυπνητήρι τσι δύο κι έβγα να δεις. Μύρμηρο ο κόσμος. Πατείς με πατώσε. Μετά τα μεσάνυχτα μπαίνει η ζωή στη Πόλη. Το πρωΐ νέκρα. Ψυχή δε κυκλοφοράει. Αλλ’ εσύ κοιμάσαι! Άμα μ’ αφήνουνε, κοιμάμαι. Κακώς! Έβγα όξω να συνεισφέρεις στον αγώνα για το μεροκάματο τση Πό λης σου. Αγοιώς θα τήνε θάψεις και θάσαι εσύ ο υπεύτυνος πιτσικαμόρτης. Εγώ; Δεν ηξέρω… Θα σου τα πω κι από τηλεοράσεως να τα μάθεις. Τι ώρα θα σ’ έχουνε; Κάπου στσι δέκα. - Τότε ξαπλώνω. Θε νάχει επανάληψη στσι δύο. Καλά… Φέξε μου και γλύστρησα. Αυτοί εισάστενε. Και το θέλετε και για Κερκυραίοι. Δε νοείται να εισάστενε Κερκυραίοι. Νοείται να κοιμόνται οι Κερκυραίοι από καλοκαίρι; Σοβαρολο γείτε; Τρομάρα σας! Ορές, αφήστε τσου καναπέδες και κατεβείτε να βάλετε πλάτη στα μαγαζιά. Χωρίς ντάπα-ντούπα θα εξαφανιστείτε. Το λέει κι η απογραφή 2021. Δε διαβάζετε; Άσε να δούμε τι θα πει και η Επιτροπή Ποιότητας Ζωής. Τι να πει; Δεν ηξέρετε τι θα πει; Μιλημένα καλοκαμωμένα θα πει. Δωδε κάμιση κι οποιανού τ’ αρέσει. Οποιανού δε τ’ αρέσει να πάει στο διάτα νο. Μας επαρασκοτίσατε. Ο Νόμος κι ο Νόμος και πράσιν’ άλογα. Εμείς θα τσουμπανίζουμε θέλετε, δε θέλετε. Κι αυτά τα περί υποχρεωτικής ηχομό νωσης όσων τσουμπανίζουνε στο Μέτελα. Αυτός κι ο Άνταμος δεν εβάνανε τη μουσική κι έπαιζε όσο καλοτρώανε κάθε βράδυ; Εβάλανε αυτοί ηχομό νωση στο Παλάτι; Μπούντηνε; Υπάρχει κι ιστορικό προηγούμενο. Ρωτείστε

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ 176

και την Αρχαιολογία. Αυτή ξέρει και γι αυτό δε μιλεί. Η Αρχαιολογία έχει να κάνει επί των ακινήτων.

Κι εσείς ακίνητα εισάστενε. Νεκρωνοσάστενε και δε κουνιόσαστε.

Μπράβο ορέ φίλε! Καλά τσου τάπες! Θα σε ξαναψηφίσουμε. - Ευχαριστώ! Υποχρέωσίς μου.

Ο ΑΥΤΟΣ Μούλος. Αβάπτιστον. Στα τρία του πέθανε η μάνα του. Από χτικιό. Μια κέρινη μαντόνα ήτανε. Η ομορφιά ζωγραφιστή. Ένας μυξιάρικος γυμνοσάλιαγκας έμεινε Αυτός. Και φοβόντανε. Όλα κι όλους τα φοβόντανε. Τόνε συμμάζεψε η γειτόνισσα, η μάμα Κατερίνα. Τόντυσε, το πόδεσε, το τάϊσε. Δε το παράλλασε από τα δικά της παιδιά. Αλλά τα παιδιά είναι σκληρά. Είσαι μούλος! Τι είναι μούλος; Τη μάνα σου δε τήνε στεφάνωσε ο πατέρας σου. Ούτε ντόπιος είσαι. Από τη Χώρα την έφερε ο άρχοντας τη μάνα σου και τήνε έβαλε στη κατοικιά του να κρουβήσει τσι μπομπές του. Μάνα μου είναι η μάμα Κατερίνα. - Μωρέ τι μας λες; Από το δρόμο σε μάζωξε. Ούτε όνομα δεν έχεις. Πώς σε λένε. Αυτός. Αυτό τον ελέανε. Και μούλο. Αλλά περσσότερο Αυτό. Η μάμα Κατερίνα είπε να τόνε βαχτίσει Λια αλλά τσου μούλους δεν ήταν’ εύκο λο να τσου βαχτίσεις. Εκατάλαβε νωρίς. Έφυγε στα έξη του. Εχάθηκε. Εψάξανε αλλά δε τόνε βρίσκα νε. Τόνε δηλώσανε στη Χωροφυλακή εξαφανισμένο. Πότε τον είδατε τελευταία φορά; Εψές το βράδυ. Εκαθόντανε στο πόρτιγο και κράτουνε το κεφάλι του. Δεν έμπαινε μέσα. Κάποιο ίσκιωμα θα τόνε πήρε. Ημπορεί κι ο Μώρος. Ποιός άλλος; Εψάξατε; Σ’ όλα τα πηγάδια, δεν αφήκαμε τράφο για τράφο. Πουθενά. Ο Πέτρος του Τσάντου ανέβηκε κι όλες τσι χαλικαργιές του Μέγα Γκρεμού. Τίποτις. Ούτε στη θάλασσα. Καένας δεν τον είδε, καένας δεν τον άκουσε, καένας δε τον απάντησε. Ο χωροφύλακας επάτησε τη σφραΐδα. Εξαφανισθείς! Εξεχάστηκε. Καμιά φορά ελέανε στο φόρο:

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 177
21-7-2022

- Εκείνος ο Αυτός τι να γίνηκε; Άνοιξε η γης και τόνε κατάπιε; Καένα αερικό, καμιά λάμια θα τον έφαε. Τρογυρνάνε τα βράδια. Εκεί ψηλά στον Άη Λια βλέπω πού και πού ένα φως. Τι νάναι; Το βλέπετε κι εσείς; Όχι πάντα. Αλλά το είδα κι εγώ. Την άλλη μέρα ανέβηκα κι ήβρα κάρβου να. Κι ένα τσάκαλη σκοτωμένονε και γδαρμένονε. Τούχανε πάρει τη προβιά του. Κάποιο στοιχειό…, τι άλλο; Αναριτσιαίνανε και που τα λέανε. Τα βάνεις με το διάολο; Όλα τα κακά του δια όλου είναι. Μπαίνει μέσα σου άμα και μόνο τόνε κοιτάξεις. Και σε κάνει δούλο του. Σου παίρνει τη ψυχή και σου τήνε σκλαβώνει. Κάνας διάολος θα τόνε πήρε και τον Αυτό. Η μάμα Κατερίνα δεν έκλαψε που έχασε τον Αυτό της. Λέξη δεν είπε. Αχ δεν έβγαλε. Μόνο κάθε μέρα επήγαινε στον Άη Λια τον Αψηλόνε κι άφηνε ψωμί, κρασί κι ό,τι τση περίσσευε από το μεσημέρι. Και κάνα αποφόρι. Έκανε το σταυ ρό της κι έφευγε. - Γιατί Κατερίνα αφήνεις κάθε μέρα στον Άη Λια; Τόχω τάμα από τότε που έχασα τον Αυτό μου. Μα σου τα τρώνε τα ζωντανά. Ο Αη Λιας τα τρώει οπούναι Αψηλός και βλέπει. Ός τα πάνθ’ ορά. Τήνε κλώτσησε ο γάϊδαρος τη μάμα Κατερίνα, εκατρακύλισε στα γκρεμά κι έμει νε στο τόπο. Τήνε κηδεύανε. Στον Άη Λια οπούχε και το νεκροταφείο δίπλα. Δεύτε λάβετε τον τελευταίον ασπασμόν. Και όλο με μίας έλαμψε όλ’ η εκκλησιά. Εμπήκε μέσα το φως. Ο Αη Λιας ο ίδιος. Ψηλός, μαυρισμένος, αντριωμένος. Έσκυψε στη μάμα Κατερίνα. Τσήπιακε το χέρι και τση το φίλησε. Μπήκε και βγήκε. Σα και την αστραπή. Έφυγε όπως φεύ γει το φως στη Δύση. Ποιός ήτανε; ποιός ήτανε; Όλος ο Άη Λιας ήτανε. Στο λαιμό του είχε μια προβιά τσάκαλη. Την είδα. Λες νάτανε ο Αυτός; - Αυτός θάτανε! 22-7-2022 ΜΥΚΟΝΟΣ Πενήντα τρίο ο κύργιος Δημήτρης. Νοικοκύρης. Σώφρων, μυαλωμένος. Με του ριστικό ιδιοκτησίας του επί της Καποδιστρίου. Και το χειμώνα στα χτήματα τα πατρικά. Στον Ύψο. Μάζων’ εγιές κι έπαιρνε και την επιδότηση. Σφιχτός. Με το κεφάλι κάτου. Είχε και τα παιδιά που σπουδάζανε. Έξοδα. Να μη τσου λείψει τίποτις. Διακοπές του ζητήσανε, διακοπές τάστειλε. Άμε πλέρωσέ τες. Πού θα πάτε ορές παιδιά;

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ 178

- Δε σ’ ενδιαφέρει! Κατέβαινε!

Η Σούλα (εκ του Τασούλα) κουτοσόρω. Αλλά στα νιάτα της να τήνε πιεις σ’ ένα ποτήρι ήτανε. Την άρπαξε από τα δεκαοχτώ της. Όχι θα την άφηνε! Σούλα μου, Σούλα μου και νον τσε πιου ο κύργιος Δημήτρης. Έβαλε το κεφάλι κάτου ν’ αντε πεξέρθει στας υποχρεώσεις. Έτσι είναι. Τα μεταξωτά βρακιά… Τη νύχτα μέρα την έκανε ο κύργιος Δημήτρης, που λέει ο λόγος. Μήτσο… Σούχω πει εκατό φορές να μη με λες Μήτσο. - Εντάξει Μήτσο μου. Η Νίτσα φέτος θα παραθερίσουνε στη Μύκονο. Δέκα μέρες. Εβρήκανε, λέει, μπιμπί και θα πάνε. Επήρε και καινούργιο μπανιερό. Με φρου-φρου που κόβει…, ξέρεις…, τα περιττά… Οι φακές ωραίες εγίνανε. - Μια ζωή την έχουμε κι αν δεν τη γλεντήσουμε τι θα καταλάβουμε τι θα καζαντίσουμε, λέει η Νίτσα. Άστηνε να λέει. Ο άντρας της δανεικά ήρθε και μου χάλεψε το χειμώνα. Ακόμα να τα λάβω. Το τόκο παναπεί. Το κεφάλαιο το πήρα. Κουτός είμαι; Με τα δικά μου τα λεφτά θα πάει στη Μύκονο η Νίτσα; Αύριο θα πάω να του διαμαρτυρήσω το γραμμάτιο τ’ αντρός τση. Έτσι για να μάθει τη Μύκο νο. Ο μάπας! Τι να κάμει κι αυτός; Έχει αδυναμία στη Νίτσα. Όλο Νίτσα μου, Νίτσα μου είναι. Δε τον ηξέρεις το Σπύρο; Αδυνάτου χαρακτήρος. Ναι, αλλά στη Μύκονο την επαίρνει τη Νίτσα. Εσύ εμένανε; Τι θέλεις; Μπορείς να μου πεις τι θέλεις; Να πάμε κι εμείς στη Μύκονο! Όπως η Νίτσα. Να κάμουμε τι; Εκεί είν’ ωραία… Κι εδώ δεν είν’ ωραία; Κόσμος πλημμύρα. Κάθε πέντε λεφτά κι έν’ αερό πλανο πετάει. Τι έχει η Μύκονος παραπάνου; Ξεβρακωσιά; Θέλεις ξεβρα κωσιά; Με τα μπανιερά γυρίζουνε και στσου δικούς μας δρόμους. Τσου κάμαμε και πιστεύουνε πως η Καποδιστρίου είναι η Ψαρού. Ξεβράκωτες όλες γυρίζουνε. Μικρές μεγάλες. Σα και τη Μύκονο κι ακόμα χειρότερα. Και τσι κοιτάς; Θα στα βγάλω τα μάτια! Εγώ; Εγώ μόνο το κασετί κοιτάω. Τι να κοιτάξω; Τώρα πούγινε η θάλασσα γιαούρτι; - Εμένα μου λες; Όλο εκεί έχεις το μυαλό σου. Εγώ; Εσύ! Μη και δε σε ξέρω; Εγώ σ’ έχω γεννήσει. Τσόπα! Κάποιος εμπήκε. - Τα παιδιά θάναι. Εγυρίσανε από τσι διακοπές. Ξέρεις που επήγανε τελικά; Στη Μύκονο. Πού αλλού;

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 179

Ο ΤΣΑΚΑΛΗΣ Παμπόνηρος. Ίδιος τσάκαλης. Παραμόνευε τσου ετοιμοθάνατους και τα ψοφί μια. Τί οι ετοιμοθανάτοι και τα ψοφίμια μυρίζουνε. Κι η μυρωδιά μαζώνει τα τσακάγια. Από τα αμερικάνικα κογιότ μέχρι τα ινδικά ταμπακί. Όλα του κόσμου τα τσακάγια ίδια είναι. Δεν έχουνε λύπηση. Τελευτάς; Τώρα είναι η ευκαιρία να σ’ αρπάξω. Και σε γυροφέρνουνε με τη γλώσσα όξω και τσου τρέχουνε και τα σάγιατα. Να βαρήσω κι εγώ μια δαγκασιά από το φτώμα. Σα και τσι τσάκαλες που μοιρολογούσανε τη Μαντάμ Ορτάνς την ώρα που εκείνη έβλεπε φάντασμα το Καναβάρο της με το καπέλλο του. Και τσι αρπάζανε οι μοιρολοΐστρες τσι ντουαλέτες τση με τα φτερά εν ζωή. Τσι τραβούσανε ποια θα τσι πρωτοπάρει. Τι να τσι κάνουνε οι μοιρολοΐστρες τσι ντουαλέτες; Αλλά έτσι είναι. Ψοφάς; Να σου πάρω κι εγώ. Μόνο που καμιά φορά βρίσκεται κάνας άξεστος Ζορμπάς και σ’ αρχίζει τσι φούσκοι και σου γλυτρώνει το παπαγάλο σου κατά τα πως τα γράφει ο Καζαντζάκης. Παμπόνηρος το λοιπόν. Ίδιος τσάκαλης. Το μύρισε το ψοφήμι. Έστειλε τσου αντιπροσώπους. Ορμάτε! Στα ξεκέντια τση είναι, ποιός είν’ ο κάβουρας και ποιό το ζουμί του; Δεν έχει. Ό,τι έχει! Ζα! Που δεν ηξέρετε. Τώρα είν’ η ώρα. Δαγκάστε! - Πού; Δασιά, Βίδο όπου βρείτε. Πεθαίνει δε το βλέπετε; Ορμάτε! Μυρίζει θανατίλας. Καλύτερα. Είναι και σιτεμένη. Και άνευ αντιστάσεων. Αλλά υπάρχουνε και Νόμοι. - Εδώ δε μπορεί να εφαρμόσει το Νόμο των 11,00, ποιοί Νόμοι; Να τσου βράσω τσου Νόμους. Έχουνε Επιτροπή Διαβούλευσης. Ναι, καλά…, σιγά την Επιτροπή. Θα συνέρθει τη Τρίτη. - Ποιά Τρίτη; Τη Τρίτη ποτέ. Μη κι έχει απαρτία; Όλοι δουγειά θε νάχουνε. Και τη Τετράδη το ίδιο. Μοναχή τση θα την αφήκουνε. Αφού μυρίζει. Όχι, λέω, μη και βρεθεί κάνας Ζορμπάς και μας εβάλει στα χαστούκια. Ορές εγώ είμαι ο τσάκαλης. Δεν είμαι; Κάμετε ό,τι σας λέω. Βαρύς αχός ακούεται, πολλά ντουφέκια πέφτουν. - Από τα τώρα; Από τσι έντεκα η ώρα. Τόσο νωρίς; Τσι έντεκα δε βγαίνει ο τσάκαλης;

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ 180 25-7-2022

26-7-2022 ΝΥΣΤΑΖΩ Λέει η εισήγηση προς την Επιτροπή Διαβούλευσης του Δήμου: Να τροποποιήσουμε την απόφαση που πήραμε στις 2 Απριλίου 2012 που τότες ορίσαμε το καλοκαίρι η μουσική στη Παγιά Πόλη να σταματάει στις 11,00 και εκτός της Παγιάς Πόλης στις 2,00 και να πάρουμε άλλη απόφαση για παράταση τση μουσικής στην εδαφική περιφέρεια του Δήμου.

Εσύ τόξερες; Τι να ξέρω; Οπούχουμε εδαφική περιφέρεια. Άσε με τώρα. Κοιτάω μια περιφέρεια που περνάει. Λες να μας εβάλουνε μέχρι τσι δύο να ξαγρυπνάμε; Σώνει, ορέ, μ’ αυτές τσι μουσικές και τσι Επιτροπές τους. Ελυσσιάξατε! Όλοι σας! Αποκλείεται όμως. Αφού είπανε μέχρι τσι δωδεκάμιση. Δεν άκουσες; Τώρα ακούω το τζίτζικα. Πάλι τα ίδια; Οι άλλοι λένε μέχρι τη μία. Και για να λένε αυτοί μέχρι τη μία, τη μία! Μη σκοτίζεσαι. Μπάαα… Τόχουνε κανονισμένο. Δωδεκάμιση! Τόπανε. Τώρα βαρεί ο Άγιος δωδεκάμιση. Τέλος πάντων. Για να σου κάμω τη χάρη. Κι οι εχτός δωδεκάμιση; Δε καταλαβαίνεις κιόλας. Οι εκτός μέχρι τσι δύο, μπορεί και μέχρι τσι τρεις, κι οι εντός χατηρικά στσι δωδεκάμιση. Εκεί πάει η δουγειά. Τι παναπεί εντός εκτός και επί αυτά… Αφού είπανε για την εδαφική περι φέρεια. Τα σύνορα όλου του Δήμου παναπεί. Δε ξεχωρίζουνε τη Παγιά τη Πόλη. Τόσο δύσκολο είναι να το καταλάβεις; Περίμενε…, δε γίνεται…, εμείς ειμάστενε ουνέσκοι. - Μωρέ αέρα φρέσκοι ειμάστενε, ποιοί ουνέσκοι. Να ιδούμε τι θα πει κι η Επιτροπή Διαβούλευσης. Ποιά είν’ αυτή; Κάπου πενήντα φορείς, κάπου ογδοήντα άτομα συνολικά. Άμα θέλεις σου τσου λέω. Τσου ξέρω έναν ένανε και περιμένω να δω τι θα πει ο καθένας. Την είχανε ξεχασμένηνε την Επιτροπή αλλά ευτυχώς που την εθυμηθήκανε, τί η προηγούμενη Επιτροπή

να μη παρανομούνε δεν ήξερε τι έλεε. Τι να ξέρει κι αυτός, ο άχαρος… Από πού να ξέρει για την εδαφική περιφέ ρεια… Εδώ τα πράματα είν’ απλά. Γιατί, κύργιοι, φωνάζετε Παγιά Πόλη και Παγιά Πόλη; Σας τήνε καταργούμε τη Παγιά σας τη Πόλη σας. Γούστο μας,

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 181
είπε μέχρι τσι έντεκα και δε τσου καλάρεσε. Κι άμα και τούτη πει μέχρι τσι έντεκα τι θα κάμουνε; Έχουνε και τη Ποιότητα Ζωής. Ά, εντάξει ετότες! Παναπεί αυτός ο δεκεόρος από την Αθήνα που τσούπε να κάτσουνε στ’ αβγά τους και

καπέλο μας. Ορίστε μας! Τι; Μόνο ο Ύψος θα κάνει φασαρία και θ’ ακούεται νύχτα ώρα μέχρι πίσω από το Βίδο; Κι εμείς! Εδώ έχουμε εδαφική περιφέ ρεια με το γράμμα του Νόμου. Ολ τουγκέδερ. Θα τζουμπανάμε μέχρι πρωΐ ας κι όπου αντέξει. Μέχρι να μας εδιαμαρτυρηθεί κι η Σαγιάδα. Σώνουνε τα νεκροταφεία. Σώνουνε τα Γηροκομεία. Δε νοείται κοιμισμένος Κερκυραίος. Νοείται; Άμα τη μισή ζωή σου κοιμάσαι, κοιμίσης θάσαι μια ζωή. Ξύπνα! Νυστάζω… 27-7-2022 ΕΧΕΙ ΑΥΤΟ ΚΑΠΟΙΑ ΣΗΜΑΣΙΑ; Μεγάλωσα, κουράστηκα και θέλω ησυχία. Δεν είμαι άρρωστος. Ακόμα. Αλλά θ’ αρρωστήσω, δε θ’ αρρωστήσω; Μη και δίπλα μου είναι κάνα παλληκάρι άρ ρωστο; Έχει αυτό κάποια σημασία; Ο ήχος της σιωπής σταματάει τα ξημερώματα μετά την επιβληθείσα μουγκαμά ρα των εκτός ορίων ηχείων. Έχει αυτό κάποια σημασία; Τα παιδιά τριγυρνάνε όπως τριγυρνούσανε και με τα χαχανητά τους υποδέχο νται τη ζωή. Όπως παγιά, όπως πάντα. Είν’ εδώ. Περνάνε από κάτου. Τσου βλέ πω, τσου ακούω. Και δεν ενοχλούνε. Οι παρέες ξεδίνουνε μέχρι πρωΐας, μέχρι ανατολής. Όπως τότε. Το μόνο που λείπει είναι το ρυθμικό ντάπα-ντούπα. Αυτό ενοχλεί. Έχει αυτό κάποια σημασία; Κι εδώ έρχετ’ ο νόμος. Οριζόντιος μεν, μη κοιμώμενος δε. Ποιοί τον επικαλού νται σήμερα; Αυτοί που χρόνια τόνε κρύβανε; Οι άλλοι; Τα συμφέροντα που λένε; Δεν αποκλείεται. Τίποτα δεν μπορεί να αποκλειστεί. Όπως και η επίκλησή του νόμου από τους πολλούς που δεν έχουν συμφέροντα. Ή όλοι έχουμε συμφέροντα και διαπλοκές; Ποιές; Έχει αυτό κάποια σημασία; Να ρυθμίσουμε τα αρρύθμιστα. Μάλιστα. Να τα ρυθμίσουμε, γιατί να μη τα ρυθμίσουμε; Μια ζωή όλο στη ρύθμιση ειμάστενε. Βγάρτε με και να δείτε τι θα σας εκάμω. Μέχρι και διαλοή στη πηγή θα σας εκάμω. Μπούντηνε; Έχει αυτό κάποια σημασία; Καένας δεν θέλει την κατάλυση των νόμων. Κόνισμα ο νόμος. Όλοι σ’ αυτόνε ορκίζονται. Σωστά. Ποιός θα πει το αντίθετο; Ποιός θα πει που ο Νόμος έγινε για να μας παγιδέψει στα συμφέροντα των τρίτων; Ποιός θα πει που ο Νόμος δεν έγινε για να μας προστατέψει από τα συμφέροντα των τρίτων; Ποιοί τελικά είναι αυτοί οι τρίτοι; Αυτοί που θέλουνε να κοιμηθούνε; Μήπως οι αρρώστοι; Μήπως οι «αθέμιτοι» ανταγωνιστές;

ΓΙΩΡΓΟΣ
182
ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ

Έχει αυτό κάποια σημασία; Διχασμός; Γιατί διχασμός; Μήπως προσπάθεια εκβιαστικής καταπάτησης των δικαιωμάτων που εκπορεύονται από το νόμο και που αυτή κι αν διχάζει; Έχει αυτό κάποια σημασία; Δεν συμφωνώ με τις απόψεις του Γιώργου. Υπέφερα μ’ αυτές. Μέχρι που όταν έπαιρνα το 100 να διαμαρτυρηθώ μου φωνάζανε από κάτου. Σε ξέρουμε! Να δεις τι έχεις να πάθεις! 27-7-2022 ΤΡΩΝΕ ΟΙ ΓΑΤΟΙ ΨΑΡΓΙΑ; Κατεβαίνω. Που πας; Να ψιωνίσω. Θέλεις κάτι; Τι θα φάμε σήμερα; Λέω να πάρω μελιτζάνες να κάμουνε ένα μουσακά. Από πότε έχουμε να τόνε φάμε… Μουσακά; Μπελαλίδικος. Και να κάμω θες να πείς! Όχι να κάνουμε… Εσύ παφ-πουφ και πασάς στα Γιάννενα. Πότε έβαλες το χέρι σου στσι δουγειές του σπιτιού; Έλα πούσαι καλή… Τόνε κάνεις ωραίο. Το πιο ωραίονε κάνεις. Είναι βαρύς. Τηγανητά, ο κιμάς, η μπεσαμέλ, βούτυρα, λάδιατα, τα απαγο ρεύει κι ο γιατρός… Μια φορά στο τόσο δε πειράζει. Έχεις τριγλυκερίδια. Εγώ; Και χοληστερίνη φουλ. Αυτά σου κάνανε και το ζάχαρο. - Είναι πούμαι γλυκός. Το γλυκό σου να σε πιάκει. Πάντως την άλλη φορά έφαε μουσακά κι ο Τζουτζούκος σου. Το ξέρω αλλά δεν είν’ αυτά φαγιά για το παιδί. Και τι θα φάμε; - Κοίτα μην έβρεις τίποτις σαρδέλα να τήνε κάμουμε ψητή στο φούρνο. Έχει και ωμέγα τρία. Ωμέγα; Εγώ τα ρολόγια Ωμέγα ήξερα. Καλά! Ερβετικά! Με ρουμπίνια. Αλλά δε τρωγόντανε. Μια ζωή όλο εξυπνάδες…, μμμ... Σαρδέλα και μια σαλάτα θα φάμε. Και πούσαι; Φέρε και ξηρά τροφή για το γάτο. Πάλι; Προχτές δε τούφερα; Την έφαε; Είναι φαγανός ο Τζουτζούκος μου, η αγάπη μου η μοναδική! Ευτυχώς πού χω κι αυτόνε…

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 183

- Δώστου σαρδέλες. Τίιιιι…. Σαρδέλέες του Τζουτζούκου; Τρώνε οι γάτοι ψάργια; 28-7-2022 Η ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΙΟΤΙΝ Διεβουλεύθημεν δι εκπροσώπων εις την διαβούλευσιν. Κατά την εισήγησιν ήπρεπε ν’ αποφανθούμε να τροποποιήσουμε ή να μη τρο ποποιήσουμε την απόφαση που πήραμε στις 2 Απριλίου 2012 που τότες ορί σαμε το καλοκαίρι η μουσική στη Παγιά τη Πόλη να σταματάει στσι 11,00 και εκτός τση Παγιάς τση Πόλης στσι 2,00. Τι αποκάμαμεν ορές παιδιά; Τι να αποκάμομεν; Ο ένας αυτό, ο άλλος τ’ άλλο. Παναπεί με το όπλο παραπόδα; Ακριβώς! Και τότες γιατί εκάμαμεν την διαβούλευσιν; Πρώτον για να πάρουμε το Υστερικό Κέντρο μέχρι Ανεμόμυλο και Κανόνι και δεύτερον ήπρεπε να γίνει για να μην έχει να λέει καένας όπου δε τόνε διαβουλευτήκαμε. Και; Τι απόφαση εβγήκε; Απόφαση; Δεν έχει απόφαση. Η Επιτροπή έχει γνωμοδοτικό χαρακτήρα. Ορθόν και με το μπαρδόν. Ποία η γνωμοδότησις τότες; - Να σου πω δεν ηξέρω ακριβώς. Πάντως καταγραφτήκανε όλαι αι απόψεις όλων. Άπαντες οι παριστάμενοι φορείς είπανε μέσες άκρες να πάμε σε πα ράταση αλλά οι κατοίκοι ούτε που να τ’ ακούσουνε. Κι οι 69 φορείς; Δεκατέσσερεις ήτανε. - Μόνο; Κι οι άλλοι 55 τι λένε; Ήπιανε τ’ αμίλητο νερό. Δεν έχουνε γνώμη; Έχουνε λένε αλλά εσκεφτήκανε εμείς θέλουμε να ειμάστενε στην Επιτροπή άμα κάνει κάνα πανηγύρι, καμιά δεξίωσις, κάνα μπουφέ με καναπεδάκια, να φορούμε τα καλά μας τα ρούχα, να κάνουμε και να μας εκάνουνε ρεβεράντσες, γιατί άλλο; Κι επειδής δεν είχε μπουφέ δεν ήρθανε. Κούνια που μας κούναγε. Ποιανού να κάμω τη καρδιά, ποιανού να τη χαλά σω… Και στο φινάλε τι είπανε; Τι να πούνε; Να το κοιτάξει η Ποιότητα Ζωής είπανε ορισμένοι. Κι ένας είπε ότι εν κατακλείδι όλα είναι θέμα αισθητικής. Σα και τσου στρατιώτες όξω από το Δημαρχείο; Δεν διευκρινίσθη. Παναπεί δεν ελήφθη απόφασις επί της γνωμοδοτήσεως;

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ 184

- Δεν εκατάλαβα για να σου πω και την αλήθεια. Και τώρα; Τώρα η άχαρη η Ποιότητα θα πάει με τη γνωμοδότηση του Τοπικού Συμ βουλίου που λέει μέχρι τσι 11,00. Μόνο. Κι ό,τι τη φωτίσει ο Θέος. Πότε συνεδριάζει η Ποιότης; - Αύριο το πρωΐ τσι 11,00 στο Μο Ρεπό. Θάρθω ν’ ακούσω. Ά, δυο λεφτά. Τι παναπεί Ποιότης; Ποιότης ίσον πότης. Όλα για το νυχτερινό πιοτίν δε γίνονται; Αυτό που 69 κατασκευαστές ποιοτικών πιοτίν συνιστούν για να μη γίνουμε όλοι νεκρο ταφείο; - Μου βάνεις ένα βέρμουτ; Βέρμουτ; Που το θυμήθηκες; Δεν έχουμε βέρμουτ. Να σου βάλω ένα άπε ρολ σπριντζ; Τίν’ αυτό; Η σύγχρονη αισθητική στο πιοτίν. Πίνεται μετά μουσικής και παράγει ΠΟΙ ΟΤΗΣ! 29-7-2022 ΕΛΑΤΕ!

Αναμενόμενο. Πέντε υπέρ. Δύο παρών. Δύο κατά. Με πέντε-τέσσερα ενενικήκαμεν. - Μου θυμίζει τη νίκη του Πύρρου. Ορές! Αυτό δεν είναι νίκη. Καταδίκη είναι. Να παίζεις στο δικό σου το γή πεδο, με διατητή δικόνε σου και ν’ αλλάζεις τσου κανονισμούς στο παρά πέντε, με το άστε ντούο, και να βάνεις την άλλη ομάδα να παίζει χωρίς τερματοφύλακα, λέει; Δε λέει… Και νάχεις και την αβάντα από τα δύο «πα ρών». Δηλαδής τι ορές παιδιά; Δεν εκαταλάβατε τόσο καιρό και θέλετε κι άλλο τράτο για να καταλάβετε; Άκου παρών… Ελάτε την άλλη Τετράδη να μας το παίξετε και με τον αστυφύλαξ και με το χωροφύλαξ. Πιστεύετε που τρώμε κουτόχορτο;

Δεν είδατε που την ίδια ώρα σας εκλείναμε το μάτι; Εμείς; Παρών εψηφίσαμε και δεν υποστη ρίξαμε τσου άλλους με την εισήγηση. Εντάξει; Ορές, έχετε το θάρρος τση γνώμης σας και πέστε ό,τι έχετε στο νου σας. Μη μετράτε ψήφους. Δεν έχει ανάγκη από μέτρημα η Παγιά η Πόλη. Μόνη της θα πολεμήσει, δε σας έχει ανάγκη. Και θα δικαιωθεί απέναντι στη κα ταστρατήγηση εντόπιων και διεθνών νόμων. Θέλετε να κάμουμε υπομονή μέχρι τση τελικής δικαίωσης; Θα κάμουμε. Δέκα χρόνια τώρα αυτό δε κά

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 185
Ρίχτε μια ματιά στα πέριξ,
κατά
πάει
γειά και ψηφίστε «παρών» μαζί με τσ’ αλλουνούς τσου αβανταδόρικους προοδευτικούς που μας το παίζουνε οσίες Μαρίες! Εμείς; Παρών εψηφίσαμε κι έτσι επέρασε η πρότασις.
δείτε
που
η δου

νουμε; Αλλά δε θα σας αφήκουμε να πάτε πού. Ξοπίσω σας φλιμένα μας. Δε θα σας αφήκουμε σε χλωρό κλαρί. Με την επίκληση του νόμου που τόνε γράφετε στα παγιά σας τα παπούτσια. Τί εσείς ηξέρετε καλύτερα; Τρομάρα σας. Το τάραχό σας το τάραχο ηξέρετε. Πως είπατε; Δεν εκαταλάβαμε καλά; Ορές, εκαταλάβαμε και παρακαταλάβαμε. Αφήστε τα ψόφια. Θα τα πούμε στο Δημοτικό Συμβούλιο; Ελάτε, ορές, ελάτε να τα πούμε!

ΖΕΣΤΗ

Ζέστη… Πολλή…, φου δε κάνει. Θα καούμε. Κολλάω όλη, λάσπη έγινα. Και να πεις που εκουνήθηκα; Όχι! Είναι η υγρασία. Μπάνιο επήγες; Από πού; Για να πας μπάνιο εσήμερα θέλεις ένα εικοσάρικο στο νερό. Από πού; Να πηγαίνεις στον Ανεμόμυλο, από τη σκαλίτσα. Και ποιός σούπε που μπορώ από τη σκαλίτσα; Μακάρι να μπόρουνα. Στσι Αλυκές να πηγαίνεις πούχει ρηχά. - Ναι μάτια μου αλλά μη κοιτάς που εσύ είσαι κοπέλα. Εγώ δε μπορώ να φτάκω μέχρι κει. Καλή κοπέλα! Πενήντα ένα είμαι. Κοπέλα είσαι, κοπέλα… Άμα γένεις εβδομήντα τότε θα καταλάβεις όπου ήσουνε κοπέλα. - Και στο ΝΑΟΚ καλά είναι. Καλά είναι αλλά την άλλη φορά που πήγα έπεσα κι ήρθανε και μ’ ασκώσα νε. Βουρδούγιο έγινα. Δε ξαναπηγαίνω. Στο Βίδο; Κογιονάρεις; Ποιό Βίδο; Προτιμώ να μένω μέσα και να ρίχτω λίγο νερό απά νου μου, όποτες έχει νερό παναπεί. Εψές πάλι εκόπηκε. Με το βέντουλο στο χέρι είμαι. Και το βράδυ μοσκεύω τα σεντόνια και βάνω από κάτου από το σεντόνι μια πετσέτα να κρατάει τον ίδρω να μη πάει στο στρώμα. Άστα! Κλιματιστικό έχεις. Δε το βάνεις; Εχάλασε κι ο μάστορας επαρήγγειλε πλακέτα, τί μου κάηκε. Είπε που άμα πέφτει το ρέγμα το μηχάνημα μετά τρώει πολλά αμπέρ ολομεμίας και μετά που έρχεται απότομα το ρέγμα σου καίει τα πάντα όλα. Αυτό είπε. Αλλά ο λογαργιασμός τση ΔΕΗς μούρθε 400 ευρώ. Μόνο; Εμάς μας ήρθε 666!

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ 186
30-7-2022

- Του διαόλου παναπεί. Ποιανού διαόλου; Όλοι οι διαόλοι εδώ είναι. Πότε ο ένας, πότε ο άλλος. Δεν ηξέρεις από ποιόνε να πρωτοφυλαχτείς. Δίκιο, δίκιο. Σε κλίνω τί με φωνάζει από μέσα ο Αντρέας να του βάλω τσι σταγόνες του. Είναι κι αυτός ο διάολος ο ΟΤΕς που όλο γράφει. - Δώκε του χαιρετισμούς. Ευχαρίστως αλλά θα τσου καταλάβει; Χαμένα τάχει. Δε το ξέρεις; Το ξέρω, το ξέρω… Αλλά κι εσύ μωρή κοπέλα επαντρεύτηκες και πήρες το τάτα σου. Για να τόνε γεροκομήσεις σε πήρε. Κι ούτε παιδιά σούκαμε. ……………………………… - Έλα ακούς; Ακούς; Τόκλεισε! Δε πειράζει. Έχει κι αυτή τα δικά της. 31-7-2022 Η ΡΟΥΓΑ Μία, μία έβγαινε για λίγο φρέσκο. Άλλη έγνεθε, άλλη έπλεκε, άλλη ξέφλιζε, άλλη μαντάριζε, όλες κάτι εκάνανε. Όλα τα χέργια πιασμένα κι όλες οι γλώσσες λυτές. Όλες με τσι τσαβάτες τσου και τσου κόρφους ξεκούμπωτους. Η Λένη έρι ξε μπροστά τους μια λάτα νερό. Για φρέσκο. Ορή Λένη, φέρε μου και λίγο να βάλω στα λαιμά μου… Ναι, που καλό νά χεις. Εκάηκα! Η άλλη, μια κοπελούλα σα τα κρύα τα νερά, με γαλανά μάτια και ξανθά μαγιά, ψιλόλιγνη, εσταμάτησε μπροστά τους. Ξεκαβαλίκεψε το υποδήλατο και τσούπε: Χελόου! Τι ‘ναι τούτο δω το ερμοκουνάρητο, Τασία; Ιδρωμένο είναι. Μούσκεμα το τσιπούνι του. Κι ας τάχει όλα όξω. Δε ντρέ πεται; Ξένη είναι. Στα ξωτερικά είν’ αγοιώς. Όλα όξω. Δε τσι νοιάζει. Διψάς, ορή; Γκουτ ίβνινγκ. Φέρτη της, ορή Λένη, λίγο νερό, έτοιμο να πέσει κάτου είναι. Τση κάνανε νόημα να κάτσει δίπλα τους στο πεζούλι. Τσι χαιρέτησε όλες δια χειραψίας. Εχαμογέλουνε. Τση γελούσανε κι αυτές.

Κάτσε κόρη μου. Από πού είσαι; Ίγκλαντ, Ίγκλαντ; Γες!

Και πως σε λένε; Ίο με λένε Μαρία.

Όου, άϊ σίϊ. Λιζ, ιζ μάϊ νέϊμ. - Ορές, Λίζα τήνε λένε.

Πάρε δω πιες. Η Λένη εσκοτώθηκε να τση φέρει όλα τα καλά. Φρακατσάνους, μοσκαρδίνια, αρμελίνια, παυλόσουκα και νερό από το πηγάδι.

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 187

- Και πού μένεις; Γουότ; Λέω που ντορμίρ; Κι έβαλε τσι δυο απαλάμες τση στο μάγουλό τση και γύ ρισε το κεφάλι τση στη μπάντα. Όου ιν Κόρφου Τάουν, ιν οτέλ. - Τι είναι το οτέλ, ορή Πέπη; Το ξενοδοχείο. Εκεί που δουλεύει κι ο Πίπης μου. Όπου νάναι ασκολάει. Έτονε ήρθε. Ο Πίπης, σπουδαγμένος, στη ρεσεψιόν εδούλευε. Χάι μις Λιζ. Γουότ αρ γιου ντούιν ιν μάϊ βίλατζ; Τσήδωκε το χέρι του. Αυτή δε του τ’ άφηνε. Ιζ βέρι νάις γιούαρ βίλατζ, είπε η μις Λιζ την ώρα που εκατάπινε ένα μαλα κομελιτοσύσκαρο σουκέρο. Έκατσε με τσι ώρες. Έβαλε χέρι και στο ξέφλο από τα καλαμπόκια. Όλο εγέλου νε, όλο εγέλουνε.

------------------------------------------Ο Πίπης κι η Λίζα εζήσανε ζωή καλή. Μέχρι και ενοικιαζόμενα εκάμανε. Θα τα γράψουνε λέει στα παιδιά τους. Μισιακά. Νάχουνε να τα γοδέρουνε. Η Λίζα κάθ’ απόγιομα βγαίνει στη ρούγα. Φέρνει και το βελονάκι της. Κάνει γκομπλέν για το Πολιτιστικό Σύλλογο που θα κάνει αύριο λαχειοφόρο στο πα νηγύρι. Κερκυραία η Λιζ. Ήσυχη γυναίκα. Με τα σέστα τση και τα ιντερέσα τση. Δεν έχει δώκει δικαιώματα καμιανού. Την άρπαξε κι ο Πίπης κι ο τόπος και την έκανανε ένατσου, όπως κάνει από ιδρύσεως τούτη η γης που τη πατούμε κι όλοι μέσα θε να μπούμε. Την άλλη βολά τση φέρανε χαρτί να υπογράψει για νάναι το Βίδο μόνο στσου Κερκυραίους. Υπόγραψε. Μετά τ’ όνομά τση έγραψε: Η ΡΟΥΓΑ. Εδιάβασε που και για την άλλη Τετράδη θα πούνε στο Δημοτικό Συμβούλιο για τη μουσική. Πίπη! εγώ θα πάω! Εγώ είμαι ρούγα! - Θα σε πάρω ‘γώ. 31-7-2022 ΤΟ ΛΑΤΑΚΙ Τόνε βλέπεις; Τι; - Εκλώτσησε το λατάκι. Το ζω! Αντί να τ’ ασκώσει και να πάει να το ρίξει. Δικό του ήτανε; Όχι. Έχει σημασία; 100.000 Κερκυραίοι άμα ερίχναμε κάθε μέρα από ‘να σκουπίδι στσου κάδους θε νάχαμε κάθε μέρα 100.000 λιγότερα σκουπίδια

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ 188

στσου δρόμους. Είναι δουγειά του Δήμου αυτή. Πλερώνουμε, δε πλερώνουμε; Η καθαριότη είναι μισή αρχοντιά. Κι η άλλη μισή τι είναι; Η άλλη μισή είναι ο πολιτιζμός που χωρίς τη καθαριότη μένει μισός κι ο πολιτισμός. Ναι, καλά… Ο πολιτισμός, ορέ, είν’ αυτό που λέμε κουλτούρα. Από τη λατινική λέξη colere που σημαίνει οργώνω, καλλιεργώ. Είδες που λέμε ότι αυτός είναι καλλιεργημένος; - Τόνε σκάψανε παναπεί; Με κάτι μυαλά σα και τα δικά σου εφτάκαμε εδώ που εφτάκαμε. Ο πολι τιζμός, ορέ, είναι η γνώση, η πίστη, η τέχνη, ο νόμος, τα ήθη και τα έθιμα, που στη Κέρκυρα κρατάνε από τα χρόνια τα αρχαιοελληνικά ακόμα, κι ό,τι άλλο απόχτησε ο άνθρωπος, συνήθειες και ικανότητες, μέσα στη κοινωνία. Τα διατηρεί και τα αναπτύσσει στη σειρά. Οικονομία, παιδεία, παραγωγή, ανάπτυξη, οικονομία, παιδεία… και πάλε από την αρχή. Αλλά εδώ στη Κέρ κυρα τήνε χάσαμε τη σειρά. Τήνε πατήσαμε με τη παιδεία και το τουρισμό. Η παιδεία άργησε κι ο τουρισμός βιάστηκε ν’ αλέσει τη παραγωγή και την οικονομία που πρωτόφαε τη παιδεία. Κι έτσι κάνουμε «ανάπτυξη» μέσα στην υπανάπτυξη. Γι αυτό ο άλλος εκλώτσησε το λατάκι. Χασολοϊσμένος είσαι; Τι κουταμάρες είν’ αυτές; Πολιτισμός είναι να φο ρείς καλά ρούχα, να έχεις το φέρεσθαι που λένε, δημόσιες σχέσεις, να χα μογελάς την ώρα που σε φτύνουνε, να πηγαίνεις στας δεξιώσεις, νάχεις διαβάσει και πέντε ελληνικούρες και να τσι ξεφουρνάς κατά περίφτωση, να μπορείς να λες και να μη καταλαβαίνει ο άλλος τι λες. Αυτό δεν είναι; Και μετά σε βάνουνε μέχρι και σε Ποιοτική Επιτροπή για να μη τηρείς το νόμο και στο ψηφοδέρτιο τση Εθνικολαϊκής Ανασυγκροτήσεως, μη σου πω. Γι αυτό σου λέω που εχάσαμε τη σειρά. Επήγε η παιδεία ταφόντου. Άμα έβρω λίγηνε θα σου τήνε δώκω να τήνε βάλεις στο ψυγείο. - Αμόρφωτο με λες; Εγώ έχω βγάλει Πανεπιστήμιο, κύργιε! Είμαι επιστήμων. Θα δώκω σε λίγο διάλεξιν δια την ρύπανσιν της ατμοσφαίρας. Πάω τί έχω αργήσει. Όπως πας πάρε και το λατάκι που κλώτσησε ο άλλος και ρίχτο στο κάδο. 1-8-2022 ΤΟ ΠΑΓΩΤΟ Θα φέρω και παγωτό. Θέλεις κι εσύ; Όχι! Οχιά! Όλο το καλοκαίρι δεν έφαες ένα. Δε σ’ αρέσει;

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 189

- Εμένα δε μ’ αρέσει; Ξέρεις πόσα παγωτά έτρωα ‘γώ; Και τώρα γιατί δε τα τρως; Παγωτά είν’ αυτά; Σα γλίτσα σκέτη είναι. Κρύα είναι, πάγος δεν είναι. Το παγωτό πρώτ’ απ’ όλα είναι πάγος από του Μαργαρίτη. Μπούντονε; Αυτά πουλούνε τώρα. Τι θέλεις; - Παγωτό «ΘΑΥΜΑ» θέλω! Έπαιρνα από το καροτσάκι. Λεϊμόνι, φράουλα, φυστίκι, κρέμα, κακάο! Ένα όνειρο. Μετά εβγήκανε οι κρέμες. Κάτι σκόνες παναπεί που τσου ρίχτουνε νερό και τσι ανακατεύουνε και τσι κρυώνουνε και σου τσι δίνουνε για παγωτό. Είχε και ο Ετιέν το μηχάνημα απόξω από το μαγαζί που τσι ανακάτευε και σούβαζε στο χωνάκι. Δεν είναι παγωτό αυτό. Δε μ’ αρέσει. Εξόν που τίποτις από γεννησιμιού σου δε σ’ αρέσει, αυτά είναι. Άμε νά βρεις άλλα. Ο Μπούζης έκλεισε. Δεν έκλεισε; Άμε βρες μου μόκα. Σου λένε βέβαια έχουμε παγιομόκα αλλά η μπάλα το παγωτό από σκόνη είναι κι η σαντιγί αέρα φρέσκο. Αμηδά είναι κίτρινη του γαλάκτου. Έχουνε κάτι σπρέϊ και τήνε βάνουνε από πάνου. Κι η μπάλα η κρέμα αμηδά ξέρεις από ποιανού διαόλου σακί σκόνη είναι. Ετότες ανακάτευες με το μακρύ κουτάλι να πάει το νες καφέ κι η σαντιγί μέχρι κάτου και πρόσεχες μη και σου φύγει απόξω και λερωθείς κι έγλυφες πρώτα το λαιμό από το κουτάλι κι αναστέ ναζες. Τώρα; - Να σου κάμω εγώ. Παγωτό; Παγωτό. Λεϊμόνι και πορτοκάλι. Και πορτοκάλι; Αύγουστος μήνας; Τώρα έχουνε και από Αύγουστο μήνα πορτοκάγια. Θέλεις; - Θέλω! Ορίστε! Σ’ αρέσει; Και Θεό ανασταίνει! Μπράβο ορή γυναίκα. Πώς τόκαμες; Τίποτις! Έζηψα λεϊμόνι, έβαλα ζάχαρη και νερό και τόβαλα στη κατάψυξη. Το ίδιο και το πορτοκάλι. Λεϊμονάδα παγωμένη παναπεί. Υπέροχο! Μπράβο σου! Έδωκα και του μι τσού κι είπε που δεν έχει ξαναφάει τέτοιο πράμα. Να ξανακάμεις. Άμα έχω όρεξη. Δεν είναι και για χόρταση τα παγωτά.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
190
Και βέβαια! 2-8-2022 ΤΣΗ ΝΥΧΤΑΣ Έβλεπε όπου ήτανε στο Βόρειο Πόλο. Πορπάτουνε μέσα στου πάγους. Είχε ένα φως περίεργο. Σα και το Βόρειο Σέλας. Γαλαζοπρασινοκίτρινο με γραμμές. Ανα
Δε λέω… Άμα έχεις όρεξη.

βόσβηνε σα και του περιπολικού. Είχε λαχανιάσει. Μόσκεμα στον ίδρω. Επήγαινε να σκάσει. Κι απέναντί του έτρεχε μια κρύα πηγή. Τα ποδάργια του κου νηθήκανε προς τα κεί. Αλλά δε την έφτανε. Εμπήκε στ’ αυτοκίνητο. Ευτυχώς επήρε μπρος με τη μία. Έστριψε μετά του Καποδίστρια για Γαρίτσα. Ήτανε κάτι κόκκινα μεσ’ στη μέση μέση του δρόμου. Επάτησε δύο. - Άρτ! του φώναξε ο αστενόμος. Που πας; Στον Ανεμόμυλο καπιτάνιε μου. Απαγορεύεται! Πρώτα θα κάμεις το γύρο τση Πόλης! Άδεια και δίπλωμα!

Ορίστε, εδώ!

Τίν’ αυτά; - Δίπλωμα και άδεια κυκλοφορίας.

Δε κάνουνε. Δείξε μου τα στο κινητό.

Δεν έχω κινητό.

Δεν έχεις κινητόοοο;

Δεν έχω. - Απαγορεύεται να μην έχεις. Θα σε γράψω!

Μάαα.. Ευτυχώς εκείνη την ώρα εβγήκε μια λευκή αρκούδα και τον έφαε το τροχονόμο. Μια μπουκιά τον έκαμε. Ευτυχώς! Τί και τα ποδάργια του έκανε να τα κουνήσει, να τρέξει, αλλά δε κουνιόνταναι. Η άλλη εξύπνησε.

- Τι με κλωτσάς; Εγώ; Τι έβλεπες; Κάτι κολονάκια κόκκινα μεσ’ στσου πάγους όπου ήμουνα με μια αρκούδα κι ένανε αστυφύλακα που δεν ήτανε αστυφύλακας, σα Αντιδήμαρχος μου φαινόντανε, εκεί στου Καποδίστρια και δε μ’ άφηνε να στρίψω δεξιά. Αλλά τον έφαε η αρκούδα κι έστριψα αλλά δεν ηξέρω που επήγα. Τα τηγανητά τα κολοκυθάκια οπούφαες το βράδυ φταίνε. Σου τόχω πει να μη τρως από βράδυ κι άμα τρως να τρως ελαφριά. Όχι τηγανιτά τώρα με τσι ζέστες. - Δύο έφαγα.

Ήπιες και τη μπύρα. Εφούσκωσες. Μούσκεμα είμαι. Άμε ρίξε λίγο νερό απάνου σου να συνέρθεις. Πάω. ………………………………………..

Γυναίκα…, δεν έχει νερό. Δεν έχει; Το κόψανε! Κι είμαι με το σαπούνι στο χέρι. Κάτσε να σου ρίξω μπουκαλάδο να συνέρθεις. Ρίξε μου, κάμε γλήγορα γιατί ξαναβλέπω και στο ξύπνιο μου όπου είμαι

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 191

στου Καποδίστρια και θέλω να στρίψω για Γαρίτσα. Καμιά αρκούδα βλέπεις; Δε νομίζω. Τώρα, έρχομαι!

ΩΡΑ ΕΝΤΕΚΑ Γυρίσατε; Γυρίσαμε. Επήγε κι έντεκα αμιά. Τελικά τι απέγινε; Δεν εσώσαν’ ακόμα. Ακόμα; Και τι λένε τόσες ώρες; Ό,τι έχουνε πει τόσο καιρό, τα ξανάπανε με πιο πολλά λόγια. Ήτανε κόσμος; Πολύς. Νεολαία να ιδείς. Η βερμούδα κι η σαγιονάρα επήγαινε σύννεφο και χωρίς μάσκα. Εφώναζε ο κυρ Πρόεδρος αλλά πού… Όλο νιάτα. Εντύπωση σούκανε. Δε δουλεύουνε όλοι αυτοί απ’ απόγιομα; Ήτανε και μεγάλοι αλλά πολύ λιγότεροι. Αυτοί σίγουρα δε δουλεύουνε. Όλοι κατοίκοι τση Παγιάς τση Πόλης; Μπάαα…, ένα τριάντα τακατό από τσου παρόντες και πολύ που σου λέω. - Και τι χαλεύανε οι εβδομήντα τακατό; Αφού για τη Παγιά τη Πόλη δεν ήτανε; Όσα ξέρει ο γείτονας δε τα ξέρει ο κόσμος όλος. Αγοιώς το λένε αλλά τέλος πάντων. Για πες τι είπανε; Πρώτα επήρε το λόγο… - Μωρέ ποιό λόγο… Το ζουμί πες μου. Με δυο λόγια. Το λοιπόν. Όλοι ήτανε υπέρ του Νόμου. Όλα κι όλα! Ούτε ένας δεν είπε να μη τηρηθεί ο Νόμος. Σού ‘κανε χαρά να τσου ακούς. Ο Νόμος κι ο Νόμος! Ούτε η παρανομία δεν έχει τόσο Νόμο. Μετά όλοι ήτανε υπέρ τση Ουνέσκος. Ουνέσκο από δω, Ουνέσκο από κει. Όλοι ουνέσκοι ήτανε. Όξον ένας που δε πολυήτανε ή δεν ήτανε καθόλου. Αλλά δε μετράει ο ένας. Μετράει; Τόσα καλά είδαμε από την Ουνέσκο. Γι αυτό την έχουμε κορώνα στο κεφάλι μας. Ύστερα όλοι ήτανε υπέρ τση γαλήνης, τση ησυχίας και τση ηρεμίας. Δε το συζητάω. Εμείς για την ηρεμία των κατοίκων και τα μαγιά μας τρίχες. Με γάλος σεβασμός και εις τους ασθενείς και εις τους οδοιπόρους! Πάνου απ’ όλα τα καλά συναισθήματα. Όμορφος κόσμος… Και για τα ντεσιμπέλ εσυμφωνήσανε άπαντες. Ογδοήντα είπανε. Με κλει στές πόρτες και ηχομόνωση. Κι η Αστενομία απίκο μέχρι πρωΐας να ελέγχει.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ 192
4-8-2022

Για το Λιμενικό δεν είπανε. Εκάνανε και πρόβες και δείξανε πόσα είναι τα ογδοήντα μη και δεν ηξέρουμε. Επιστημονικά πράματα! Εκεί που τα χαλάσανε ήτανε για την ώρα. Τσι έντεκα οι μεν, τσι δώδεκα και τσι δωδεκάμιση οι δε, τσι δωδεκάμιση και τη μία οι τρίτοι που εκάνανε και τη χάρη στσου μεν και τσου εδώκανε τα συχαρίκια οι δε που εκάνανε κατά πίσω γιατί τσι τρεις ηθέλανε κατά βάθος. Κι επροσέχανε και εις τας διατυπώσεις. Άψογοι. Αφού εφέρανε και στον αστυφύλαξ και στο χωροφύλαξ πίτες να γκουσιαστούνε. Και νεράκια κρύα. Τακτ! Και μετά; - Μετά εφύγαμε. Είχε πάει κι έντεκα! Και τι λες να γίνει; Εγώ λέω που το έντεκα θα περάσει. Θα απαγορέψουνε τσι μόνιμοι κατοίκοι να κυκλοφορούνε μετά τσι έντεκα, τί και οι μουζικάντηδες δίκιο έχουνε. Περνάνε μπροστά από τα μαγαζιά τους και τσου κάνουνε μότες! - Μα αυτό δε το λέει ο Νόμος. Είσαι με τα καλά σου; Νόμος είναι το δίκιο του αρπάκτη! 5-8-2022

ΕΝΑΣ ΜΕΤΡΙΟΣ Εκατέβηκε νωρίς. Ακόμα δεν είχε ανοίξει το μαγαζί να του σερβίρει το καφέ. Τα τζιτζίκια δεν είχανε πάρει ακόμα φόρα. Μια καυτή νότια ερχόντανε με το πρωϊνό αεράκι. Περσσότερο τον έκαιε παρά τόνε δρόσιζε. Άναψε τσιγάρο. Εφύσηξε το καπνό κατά πάνου κι αυτός επήγε κατά κάτου. Κάτι φορτηγάκια του ανεφο διασμού τση Παγιάς Πόλης εμαρσάρανε. Του θυμήσανε τη μακρινή φωνή των φυλακισμένων που φωνάζανε καθ’ απόγιομα. Δε ξεχώριζες τι ελέγανε. Αλλά σ’ έπιανε μια αναρίτσια, ένα κακό. Δε μπορούσες να τσου ακούς. Γιατί φωνάζανε; Χωρίς να το θέλεις ένοιωθες που φωνάζανε για το άδικο, για το βάσανο που κάποιοι κακοί τσου εκάνανε. Ελέανε κι οι μανάδες στη ρούγα. Τα φλιμένα! Γιατί φωνάζουνε μάμα; - Τσώπα τώρα, δεν είναι δική σου δουγειά. Άκουγες, αλλά απαγορευόντανε να σου πούνε, να καταλάβεις. Σ’ έπιανε μια πλακωμάρα κι ήθελες να σταματήσουνε να φωνάζουνε.

όξω από το Ψυχιατρείο με τσι αλλοπρόσαλλες, βασανισμένες μορφές που με τεντωμένο χέρι σου ζητούσανε πίσω από τα κάγκελα ένα τσιγάρο μετά το ηλεκτροσόκ. Κι αμηδά είχες, μαθητής του Δημοτικού, τσιγάρο να τσου δώκεις; Εκοίταες το βασανισμένο χέρι και σου ‘ρχόντανε μαχαιργιά στη καρδιά. Τότες εκατάλαβες πόσο σπουδαίο είναι ένα

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 193
Εγύριζες κατά Σαρόκο μεργιά, τί από κάπου κει ερχόντανε η φωνή, και σ’ έπιανε σύγκρυο. Όπως όταν επέρνουνες
Δε μπορούσες να παί ξεις. Αυτή η φωνή σε κόρπιρε. Αυτοί να φωνάζουνε κι εσύ να παίζεις ληστές-χω ροφυλάκοι;

τσιγάρο. Τότες εκατάλαβες πόσο σπουδαίο είναι να μην υπάρχουνε κάγκελα. Χωρίς να ξέρεις το γιατί. Δυστυχία, Δυστοπία. Μια φανταστική κοινωνία όπου τα μέλη της ζούνε κάτω από αβάσταχτες, άδικες κι απάνθρωπες συνθήκες. Δίπλα σου. Κοντά σου. Και να μη ξέρεις το γιατί. Να μη σου το εξηγούνε. Το κακό στο πλάϊ σου και να μη καταλαβαίνεις γιατί και πως υπάρχει. Στο σκογειό σου είπανε για το Σωκράτη, το Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη. Όλα τα καλά μαζωμένα. Ένας κόσμος που μπορούσε νάναι όμορφος, αγγελικά φτιαγ μένος. Στον εκκλησιασμό και στο κατηχητικό άκουες για το λόγο του Χριστού. Αγαπάτε αλλήλους. Το Βαγγέγιο έλεγε «Πολλοὶ δὲ ἔσονται πρῶτοι ἔσχατοι καὶ ἔσχατοι πρῶτοι». Άλλο και τούτο! Γίνεται; Είπες που γίνεται! Μετά που εδιάβασες το Τόμας Μουρ έβρηκες που όλ’ αυτά κρουβηνόντανε σε μια χώρα που την ελέανε Ουτοπία. Το αντίθετο τση Δυστοπίας. Εσκέφτηκες μο ναχός σου να την έβρεις αυτήνε την Ουτοπία. Σού ‘δωκε αμπωσιά και μια Υπό σχεση κι ένας Νόμος. Κατά την Ουτοπία εβαρούσανε. Καλή εφαινόντανε και σ’ αυτήνε δεν εφωνάζανε ούτε οι φυλακισμένοι κι ούτ’ εζητούσανε τσιγάρο οι τρε λοί. Μόνο που αναρωτήθηκες. Τι παναπεί φυλακισμένος; Τι παναπεί τρελός; Μετά σ’ αρπάξανε οι ανάγκες τση ζωής και σ’ αλέσανε στσι μυλόπετρές τσου. Εψήφισες και κάνα δυο, τρεις φορές αριστερά μην έβρεις την αρχή του μονοπα τιού που πάει στην Ουτοπία. Σα και το δρόμο που ερίχτανε τα ψίχουλα ο Χανς κι η Γκρέτελ ήτανε. Τα τρώανε τα πουγιά τση Δυστοπίας, τα συφεροντολόϊκα. Είπες να στήσεις τη δικιάνε σου Ουτοπία στο νησάκι, εδώ απέναντί σου. Μέσα κι όξω από το κόσμονε. Και μεσ’ στην ώρα πούπες Δόξα σοι ο Θέος, ορμήσανε τα κοράκια τση Δυστοπίας και σου τήνε πήρανε μέσ’ από τα χέργια. Ούτ’ εδώ; Πουθενά; Πουθένα η Ουτοπία; Ούτε στην άκρια τση Γης; Ένα μέτριο; - Έ; Ένα μέτριο να φέρω; Ένα μέτριο. Όλα στο κόσμο ένας μέτριος είναι. 7-8-2022

Ο ΜΑΥΡΟΣ Ι

Ο γέροντας τόβρηκε. Στο μπροστινόνε σκέρο. Δίπλα στη ξεψυχισμένη λεχώνα. Πάρτε το! είπε στσου ψαράδες. - Αυτό είναι

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ 194
έτοιμο να
Πάρτε το! Παραχώσανε τη λεχώνα,
ένα σταυρό με
σόξυλα κι ο άλλος έφερε
από χελώνα και τόβαλε
του
και
πεθάνει…
χωρίς παπά, ένας τσήκαμε
δυο θαλασ
ένα καύκαλο
μέσα. Μοναχό
χωρίς μάνα
γάλα. Ως και τα γατσούγια τση Κόντρας Φόσας και μάνα

είχανε και γάλα είχανε. Σούγο από μπιάνκο και μπουρδέτο του δίνανε αντίς για γάλα. Ρίχτανε μέσα και κάνα ψίχουλο. Όποιος επέρνουνε έριχτε και μια ματιά στη χελώνα, να δει τι κάνει. Από θάγμα έζησε. Μεγάλωσε. Ένας γίγαντας εγίνηκε. Μ’ ατσαλένιο κορμί και σιδερένια μπράτσα. Ποτές του δεν έκλαψε, ποτές του δεν αρρώστησε, ποτές του δε παραπονέθηκε και ποτές του δε βαχτίστηκε. Μόνο που άργησε να μιλή σει. Το χειμώνα δε κρύωνε και το καλοκαίρι δε ζεσταινόντανε. Μαύρος από την άρμη και τον ήγιο. Μαύρο τόνε φωνάζανε. Εδούλεψε στη καστροκτισία. Επεράσανε από τα χέργια του πέτρες και πέτρες. Κάποιες είχανε και σκαλίσματα. Αυτές τσίβανε στη μπάντα. Άλλοι όμως τσι πέρνανε και τσι χτιούσανε. Μετά τόνε βάλανε στο κάτεργο. Τ’ άρεσε. Κι ας μην έβλεπε που πάνε. Τόνε να νούριζε το κύμα. Έμαθε να κοιμάται στο ξύπνιο του. Πολλές φορές έβλεπε και το γέροντα να λέει: Πάρτε το! Ήρθε διαταή τα κάτεργα να πάνε να χτίσουνε τ’ Αβράμη. Μέρα-νύχτα. Ερχόντανε οι Τούρκοι. Τα καράβια τους εφαινόντανε κατά Ύψο μεργιά. Μεγάλα καρά βια, τα μεγαλύτερα πούχε δει. Και κάτι μεγάλοι κορίτοι. Θα κάνανε γιουρούσι ελέανε οι Τούρκοι και θα τσου σφάζαν’ όλους. Τη νύχτα έφυγε. Τόσκασε. Άμα έμενε θα τόνε βάνανε να πολεμήσει. Σίγουρος θάνατος. Στην εκκλησιά του Κοτσέλα ξημέρωσε. Έφαε παυλόσουκα. Ήπιε νερό από το πηγάδι. Ξάπλωσε μπροστά από τα τελευταία στασίδια. Οι κρύες πλάκες του φέρανε τη δροσιά του ύπνου. Αποκορώθηκε. Τον εξύπνησε ο γέροντας. Τι κάνεις εδώ; - Με πήρε ο ύπνος. Στο Σκάρπονα να πας, εκεί θα μας εβαρήσουνε οι Τούρκοι. Στον Ύψο εβγήκανε. Στο Σκάρπονα να πας, εκεί θα πολεμήσουμε. Γιατί να πολεμήσω; Μάνα, πατέρα, παππούδες, παιδιά, σκυγιά δεν έχω. Τίποτις δεν έχω. Μια χελώνα μόνο έχω. Και το κουφάρι μου. Μόνο αυτό κουβαλώ.

Στο Σκάρπονα να πας, μόνος του θα μείνει. Θα φύγω στα χωργιά, θα κρουβηθώ στα ρουμάνια. Στο Σκάρπονα να πας, χωρίς το Σκάρπονα θα καούνε κι’ όλα τα ρουμάνια. Ας καούνε! Στο Σκάρπονα να πας, θάμαι κι εγώ εκεί. Θα σε περιμένω. Άσε με! Άλλαξε πλευρό. Ξανακοιμήθηκε. Ετούτη τη φορά πετάχτηκε αλαφιασμένος. Ο Τούρκος ήτανε στη πόρτα τση εκκλησιάς, μ’ ένα γυριστό σπαθί. Του όρμησε. Ξεκόλλησε μ’ ένα τραβιξίδι το

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 195

στασίδι και τούδωκε στο κεφάλι. Σέκο τον άφηκε. Ευτυχώς μόνος του ήτανε ο Τούρκος, δεν έβλεπ’ άλλονε. Φόρεσε τα ρούχα του και το σαρίκι του. Του πήρε και το σπαθί. Οι κανονιές ακουόντανε απ’ τ’ Αβράμη. Ως φαίνεται οι Τούρκοι το πήρανε κι από κει βαρούσανε. Στήνανε σκάλες στο Σκάρπονα κι ανεβαίνανε. Ανέβηκε κι αυτός μαζί τους. Δε τόνε καταλάβανε, το Μαύρο. Ξεπετάχτηκε στη κορφή. Είδε το γέροντα ν’ αντιστέκεται μοναχός του. Πήγε και τούβαλε πλάτη. Δύο εναντίον όλων. Δυνατός ο Μαύρος, πιο δυνατός ο γέροντας. Κρατούσανε καλά. Κρατού σανε επί ώρες. Ποιός είν’ αυτός που πρόδωσε; Ποιός Τούρκος πολεμάει Τούρκο; - Ποιός είν’ αυτός που κρατάει το Σκάρπονα μοναχός του; Τούρκος είναι; Ο Στρατηγός ανέβηκε και ρίχτηκε στη μάχη. Ο Σκάρπονας δεν έπεσε. Η Πόλη σώθηκε. Γιατί φοράς ρούχα Τούρκου; Του τα πήρα. Ο γέροντας που είναι; Τον έχασα. Σκοτώθηκε; - Ποιός γέροντας; Αυτός που πολεμούσαμε μαζί. Δεν είδαμε καένα γέροντα. Μοναχός σου πάλευες. 8-8-2022 Ο ΜΑΥΡΟΣ ΙΙ Εσκοτίστηκε. Μοναχός του ήτανε; Εχασολοΐστηκε; Δεν εκατάλαβε τι εγίνηκε; Αφού αγγιζόντανε πλάτη με πλάτη με το γέροντα τόσες ώρες. Αφού του μίλαγε. Βάστα Μαύρε και βάστα Μαύρε, δε τούλεε; Ασκώθηκε να πα να τον έβρει. Ένα, ένα εγύριζε τα πεταμένα κουφάργια, να ιδεί. Εφώναξε και στσου από κάτου, στο τράφο, που εμαζώνανε αυτουνούς που δεν είχαν’ ανέβει κι αυτούς που κατρακυλήσανε από το Σκάρπονα σκοτωμένοι. Ορές! Για κοιτάχτε μην έβρετε κάνα γέροντα… Πώς είναι; Γέροντας αλλά κοτσανάτος. Γέροντας στο μούτρο αλλά καρδαμωμένος. Τι φορεί; - Ή μαύρα ή κουρέγια. Δεν επρόσεξα. Δε βλέπουμε τέτοιονε. Έμεινε όλο το βράδυ στο Σκάρπονα. Ανέβαινε, κατέβαινε. Έψαχνε. Στη Κορα κοφωγιά έκατσε. Ήτανε κουρασμένος. Τόνε πήρε. Δεν εκατάλαβε ούτε τη γκρι νιόλα που πέταξε απάνου του το νερό του νερού. Εβούγιαξε μέσα στη λάσπη. Δροσιζόντανε. Τόνε ξύπνησε η βουή του αγριολεβάντε. Επήγαινε να ξηλώσει και τσι πέτρες. Άσκωσε το χέρι του ν’ αγγίξει το γνέφι πούχε κατέβει μέχρι κά του. Ασκώθηκε κι άφηκε το νερό να τόνε ξεπλύνει από τσι λάσπες. Απέναντι στ’ Αβράμη τσούδε που φεύγανε μέσα στο θρούμπαλο.

196
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ

-

Αμείτε στην ευκή του μούρμουρα. Ορές αμείτε, αμείτε… Όρσε!

Ο Σκλαβούνος τον επίτυχε. Σε θέλει ο Στρατηγός. Τι θέλει; Είπε να παρουσιατείς. Παρουσιάστηκε στη μίνα του Στρατηγού. Πρώτ’ απ’ όλα βγάλε τα τούρκικα. Θα σου δώκουμ’ άλλα ρούχα. Μαζί θα πάμε στον Άγιο. Θα τον ανοίξουμε, να κάμουμε δέηση. Και τι δουγειά έχω ‘γώ στον Άγιο; Μία φορά που επέρασα απ’ όξω κι είπα να μπω με διώξανε, τί αβάχτιστος είμαι, και μούπανε να κάτσω στα σκαγιά με τσου ζητιάνους. Όχι πολλά, πολλά! Είναι διαταή! Μύρμηρο ο κόσμος. Πατείς με πατώ σε. Τσου ανοίξανε το δρόμο. Επεράσανε. Αρχίνησε η δέηση. Ελέανε το απολυτίκιο. «Τῆς Συνόδου τῆς πρώτης ἀνεδείχθης ὑπέρμαχος, καὶ θαυματουργὸς θεοφό ρε, Σπυρίδων Πατὴρ ἡμῶν· διὸ νεκρᾷ σὺ ἐν τάφῳ προσφωνεῖς, καὶ ὄφιν εἰς χρυσοῦν μετέβαλες· καὶ ἐν τῷ μέλπειν τὰς ἁγίας σου εὐχάς, Ἀγγέλους ἔσχες συλλειτουργούντάς σοι Ἱερώτατε. Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ· δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι· δόξα τῷ ἐνεργούντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα». Επήγανε ν’ ανοίξουνε το κρουστάλι Του. Δεν άνοιγε. Ο διάκος εφώναξε. - Λείπει, λείπει! Έλειπε. Κάποια δουγειά θε νάχε. Βαρήσανε τσι καμπάνες Του αλάρμα. Εσώσα νε. Οι Βενετσιάνοι είπανε κάθε τέτοια μέρα να Του κάνουμε λιτανεία. Ο κόσμος απόξω εγονάτισε. Οι Τούρκοι εφύγανε. Στον αγύριστο! Ο Μαύρος εκατέβηκε στη Κόντρα Φόσα. Επήγε να ιδεί τη χελώνα του. Μέσα ήτανε έν’ άλλο μιτσό. Κι ο γέροντας από πάνου του. Οι Τούρκοι εφύγανε. Πού ήσουνε; Όλο το βράδυ σε χάλευα. Λογαργιασμό θα σου δώκω; Όχι, αλλά έσκασα να σ’ έβρω. Ήλεγα που σε σκοτώσανε. Ήλεγες κι ήλεγες. Τι ήλεγες; Εδώ στο μπροστινόνε σκέρο έβρηκα ένα σα κι εσένανε. Ένα ξενομερίτη Κερκυραίο που τον έβγαλε η θάλασσα. Και τόνε σταύρωσα. Σα κι εσένανε. Πάρτο! Το πήρε αγγαγιά. Αυτό του γέλασε και τούπιακε το δάχτυλο. Τα πασουμάκια σου εδιαλυθήκανε. Ξυπόλητος είσαι. Θα μου κάμουν’ άλλα. Πάρτο, πάρτο! 10-8-2022 Ο ΡΙΚΟΣ Ι Κεκέδιζε. Και, και, και… και πώς σε λέεε…νέεε…

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 197

Από γεννησιμιού του το ντεφέτο. Κεκέ τόνε βγάλανε. Δεν είχανε κι άδικο. Αφού για να σου μιλήσει επρόκανες να πας στο Μποσκέτο και να γυρίσεις. Η μάνα του τόχε βαρύ. Να τση βγει το παιδί κεκές; Γιατί Θεέ μου; Ο Κεκές το συνήθισε να τόνε λένε Κεκέ. Τ’ άκουε που κεκέδιζε και το πήρε από φαση. Κεκές είμαι και κεκές θα μείνω. Μόνο που μαύρισε η ψυχή του. Ποιά θα με κοιτάξει εμένανε; Καμία. Ποιά θα πάρει ένα κεκέ; Εδώ καλός, γερός είσαι και τα θηλυκά σου βρίσκουνε ένα σωρό κουσούργια. Είναι ψηλοκάγκαρης, είναι στούμπος, είναι στραβοκάνης, έχει μύτο, είναι ατσούμπαλος, έχει κοντά χέργια, έχει μαγούλους, πάει με τη μπάντα, είναι ρίτσικος, τα μάτια του είναι σα κου μπότρυπες, αυτόνε το φτωχίτα κοιτάζεις; Από αρχαιοτάτων η αχτινογραφία του άλλου. Πολύ πιο πριν ο Ρέντγκεν έβρει τσι αχτίνες Χ. Τον είχανε προκάνει οι καντουνογυρίστρες στσι ρούγες. Τίνος είσαι ‘σύ; Τίνος ήτανε; Τση μάνας του και του πατέρα του ήτανε. Αλλά οι άλλες εσημει ώνανε στον απεριορίστου χωρητικότητος σκληρό δίσκο τση ρούγας τα πάντα όλα. Κι από δίπλα οι μιτσές ακούανε να ξέρουνε κι αυτές. Οι αθώες! Μικρός όλο πετριές εβάρουνε και δεν άφηνε γάτο να μη τόνε ξατρέξει. Όχι που ενδιαφερόντανε παναπεί αλλά να μη ξέρεις τι γένεται δίπλα σου; Κεκές το παιδί. Ναι, τ’ άχαρο. - Μα κι αυτή ήπρεπε να τόνε τάξει. Δε τον έταξε. Τι περιμένεις απ’ αυτήνε; Μην είναι καμιά σεστάδα; Είδες τη μπουγάδα π’ απλώνει; Τσι γκιλότες τση μαζί με τα σώβρακα και τσι σκάρτσες τ’ αντρός τση τσ’ απλώνει. Ανακατεμένα όλα. Επιτρέπεται; Ο κυρ Σπύρος έψαχνε ψιλές φωνές για τη χορωδία τ’ Αγιού. Υπήρχε έλλειψη από πρίμους. Πάντα λείπουνε οι καλοί οι πρίμοι. Από εξανέκαθεν. Από μπασα δούρα να φαν’ κι οι κότες. Εσκέφτηκε νάβρει μιτσά. Εζήτησε την άδεια από το διευθυντή του σκογειού να πάει να προβάρει τα παιδιά. Ένα, ένα στη σειρά. Τον Εθνικό Ύμνο που τόνε ξέραν’ όλα τάβανε να του πούνε. Ήρθε κι η σειρά του Κεκέ. Φωνή καμπάνα σα και του Καρούζου ο Κεκές σου κι όταν ετραγούδουνε δε κεκέδιζε. Περίεργο πράμα. Να σε γράψω και στο Ωδείο, να μάθεις κι από νότες, εσύ θα πας πολύ μπρο στά, τούπε ο κυρ Σπύρος. Μάλιστα. Απαραίτητος για τη χορωδία εγίνηκε ο Κεκές. Και στον Υποψήφιο που ανεβά σανε ήτανε ο πρώτος στο κόρο. Όλο μπράβο του λέανε κι αυτός δε το χόρταινε. Όλο και περσσότερο προσπάθουνε. Τί ο λόγος ο καλός, καλός γιατρός είναι. Κι από την Αθήνα που ήρθανε και τον άκουσε ο μαέστρος τση Λυρικής τούπε θα σε πάρω μαζί μου. Αλλά η μάμα του δε τον άφηκε να πάει. Είναι μιτσός ακόμα για τα ξένα.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ 198

Στο σκογειό εσταματήσανε να τόνε πειράζουνε κι αρχινήσανε να τόνε λένε με τ’ όνομά του. Ρίκος ήτανε. Κι ο μάστρο Μήτσος τόνε πήρε στο κουρείο του, «έχομεν και βδέλας», να μάθει. Επέταγε και μια άρια κάθε τόσο ο Ρίκος κι η πελατεία αβγάταινε. Επηγαίνανε να ξουριστούνε και να τον ακούσουνε. Το φτερό στον άνεμο πες Ρίκο. - Μάλιστα. Μετά ο Ρίκος επήρε το κουρείο από το μάστρο Μήτσο και τ’ άλλαξε όνομα. «Ενρίκο Καρούζο» τόβγαλε. Σπουδαίος ο Καρούζος. Τον είχε ακούσει και σε μια πλάκα. Καλά επήγαινε ο Ρίκος σου, αποκαταστημένος, κι όταν εκυαλάρισε στο δρόμο τη Μαρία τση χήρας και κοιταζόντανε, δε τήνε σταμάτησε να τση μιλήσει. Εφοβόντανε μη και τόνε πιάκει το κεκέ του. Καντάδα τσήκαμε. Αυτά τα μαύρα που φορείς εγώ θα σου τα βγάλω, θα σου φορέσω κόκκινα κι ύστερα θα σε πάρω. Η Μαρία τούριξε ένα γαρούφαλλο. Το πρωτοφίλησε κιόλας. 11-8-2022 Ο ΡΙΚΟΣ ΙΙ Αύγουστος ήτανε που ο Ρίκος εστεφανωθήκανε με τη Μαρία. Στον Ιάσονα και Σωσίπατρο. Εκάμανε και τραπέζι όξω από το σπίτι, στο Γιαλό. Μεταξύ τους κι όλη η γειτονιά. Κάτου από τα δέντρα. Στο τραπέζι οι νιόπαντροι και τα σόγια, οι άλλοι καταής. Ελέανε να πάνε στο Κέντρο αλλά δεν εβγαίναν’ οικονομικώς. Ήπιε ο Ρίκος, εκαλοκάρδισε κι έπιακε να τραγουδεί. Όχι τσι γνωστές άριες που τραγούδουνε στο κουρείο. Οπερέτες τση εποχής ετραγούδουνε. Τί τα νιάτα έχουνε κάθε βολά και τα δικά τους τραγούδια. Τη «Ριρίκα», τη «Χαλιμά», το «Βαφτιστικό» μέχρι και το «Θέλω να δω τον Πάπα» ετραγούδησε. Γλέντι του σκοτωμού. Ο Τζίμης ήφερε και τη κιθάρα του κι ο Αβατάγγελος το βιολί του. Ονειρεμένη βραδιά. Αξέχαστη. Τ’ αυγουστιάτικο φεγγάρι έκοβε τη νύχτα. Πέρ νουνε μέσα από τσι φυλλωσιές του ευκάλυπτου και

Θαλάσσια καντάδα, γιομισμένη μ’ άρμη και φύκι. Η μπαρκαρόλα δεν είναι για τσου πολλούς. Είναι για τον ένανε που τήνε νοιώθει. Για τον έρωτά του μόνο. Και για τη κομπανία του που πλα ντάζει μαζί του. Δεν είναι για χόρταση. Ούτε για καλλιτεχνείες μήτε για βεγγα

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 199
το
πουκάμισο και το ιδρωμένο πέτο του Ρίκου. Έκατσε να ξεκουραστεί. Η Μαρία του γιόμισε το ποτήρι κι έγυρε το κεφάλι της στον ώμο του. Από τη θάλασσα ακούστηκε να τραγουδούνε: «Δε θέλω να δουλεύεις, δε θέλω να δουλεύεις…». Κάποια βάρκα έκανε μπαρκαρόλα. Βενετσιάνικο το πράμα που ξέφυγε από τα κανάγια τση Γαληνοτάτης και το
φώτιζε
ξεκουμπωμένο
μά θαμε και στσου Κορφούς. Όπου πλαντάζει από έρωτα τον Αύγουστο βγαίνει με τη βάρκα του και το λαλεί το πλάνταγμά του.

200

λικά. Ωδή στον ερωτικό Αύγουστο είναι, το καλό το μήνα. Ετρέξανε όλοι στα κουρτελάτσα. Τσου απαντήσανε: «Απόψε τη κιθάρα μου τη στόλισα κορδέλες…». Ορές, βγείτε παρόξω να σας ετρατάρουμε. Μακαρούνια με το σούγο έχου με. Και κρασί. Επαντρεύτηκε ο Ρίκος. Μπαρκαρόλα κάνετε; - Είναι ιναμορότος ο Τσελέντες. Γι αυτό εβγήκαμε. Με ποιάνε; Αυτά δε λέονται… Να ζήσετε Ρίκο. Και συ Μαρία. Και τσ’ αποδέλοιπους! Αύριο νάρθω για ξούρισμα; Αύριο δε δουλεύω, ορέ! Μια φορά παντρεύεται ο άνθρωπος. Δικαιούμαι μίανε μέρα, δε τήνε δικαιούμαι; Ούτε λόγος! Κι ότι σπάρους πιάκουμ’ απόψε θα σου τσου φέρω δώρο να τσου κάνεις τηγανητούς. Αλλά έχεις μια φωνή ορέ Ρίκο ούτε ο Μάριος Λά ντσας! Η Ζαρμπή ήλεγε που θα σε πάρει στη μπαρκαρόλα της. Θα βάλει και πιάνο στη μεγάλη μαούνα του Βόγγολη, λένε. Θα την αράξουνε απέναντι από τη Σκάλα του Δημάρχου. Θα παίζει αυτή στο πιάνο και θάχει και το κόρο του Ωδείου. Το ξέρω, με ειδιοποίησε. Εβίβα! Εβίβα. - Ρίκο μου, επρόσεξες; Τι; Όταν εμίλουνες με τσου μπαρκαρόλους δεν ήλεγες και, και.. Το πρόσεξα, ψυχή μου. Ροδάνι η γκλώσσα μου. Έγιανα! Είναι που επαντρευ τήκαμε Μαρία μου. Σε σένα το χρωστάω και στον Άγιο που αύριο είναι το θάγμα του. Έλα δω κυρά μου να σ’ αγκαγιάσω.

Αύγουστος του σαραντατρίο ήτανε. Οι Γερμανοί εστέκανε στην Ηγουμενίτσα. Τάχανε χαλάσει με τσου Ιταλούς και λέανε που θα κάναν’ απόβαση. Όλ’ η Κέρ κυρα στο πόδι. - Φεύγουν’ οι Φράγκοι. Οι Ντεντέσκοι είναι χείρου και χειρότεροι. Μη μας εκάψουνε. Μη μας εστείλουνε σε κάνα Νταχάου. Με τσου Οβραίους μόνο τάχουνε. Εμάς δε θα μας επειράξουνε. Είναι πιο καλοί από του Μουσολίνι.

Χμμμ…, θα ιδούμε. Ζέστη κάνει. Σκάει ο τζίτζικας. Απόψε θα σου κάνω μπαρκαρόλα. Απαγορεύεται! Θα μας επιάκουνε! Φοβάμαι!

Τι φοβάσαι ορή Μαρία. Δε τσου γλέπεις τσου Φράγκους; Εδιαλυθήκανε.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ

Σα και τα μυρμήγκια, τσι τούρκοι, κάνουνε. Τρέχουνε κι ούτε ηξέρουνε που πάνε. Όλα λεύτερα. Δεν είδες όπου όλα τα παιδιά είναι στσου δρόμους και κατεβάζουνε τσι Ιταλικές Σημαίες και βάνουνε τσι δικές μας και δε τσου λέει καένας τίποτις; Άμα δε πάμε σήμερα, χάλευε πότες θα ξαναπάμε μπαρκα ρόλα. -------------------------------------------

Ο κορίτος ήτανε στη μέση του κόρπου. Ασκώθηκε ο Ρίκος και τραγούδουνε:

Πάπια που κορφολούζεσαι στου Ιονίου τα νερά, Κέρκυρα ανθοστόλιστη εφτά νησιών κυρά. ………………………………………. Κι αδρέφια έχεις Κέρκυρα, δε θα καταδεχτούνε, την όμορφή τους αδρεφή, οι Φράγκοι να χαρούνε. Ακούανε, όσοι ακούανε. Όσοι Γαριτσιώτες είχανε κινήσει από νωρίς για τον Άγιο. Ήτανε το θάγμα Του σήμερα. Αράξανε με το διπλοκάμπανό Του. Θα στράτευε σήμερα. 12-8-2022 Η ΜΠΑΡΚΑΡΟΛΑ Βαρκαρόλα λέγεται, όχι μπαρκαρόλα. - Μπαρκαρόλα! Το λέει κι ένας παγιός Κερκυραίος. Θεός σχωρέστονε. Μας τ’ άφηκε σ’ ένα βλιβλίο όπούγραψε για τη παγιά κορφιάτικη γκλώσσα. Μά ριος το μικρό του. Το μεγάλο του δε το θυμάμαι. Βενετσιάνικος ύμνος του έρωτα ήταν’ η μπαρκαρόλα μεσ’ το κατακαλόκαιρο. Ετραγουδούσανε τον έρωτα οι γκοντογιέρηδες στσου ερωτεγμένους. Κι από τσι γκόντολες με τσου ερωτιάρηδες Βενετσιάνους εκατρακύλησε ως κι εδώ. Εμείς δεν είχαμε γκόντολες, ψαρόβαρκες είχαμε. Μαούκι, Σπηγιά, Κόντρα Φόσσα, Γιαλός. Κι όπου ήτανε ιναμοράτος κι είχε βάρκα, δικιάνε του ή δανεικιά, την έπαιρνε κι ετραγούδουνε στην ιναμοράτα του τα πάθη τση ψυχής του. Δυο πράσινα

Από πού κι ως πού

άχαρη τση

τση; Δεν είχε. Κάτι μπαρκαρόλες

εξαιρετικάς περιπτώσεις. Προς τιμήν αυτουνού που ηθέλα νε να καλοπιάκουνε μη και τον αρμέξουνε. Αυτή ήτανε η μπαρκαρόλα. Επροψές εκάμανε βαρκαρόλα στη Γαρίτσα. Τραγούδι τση θάλασσας την είπανε αλλ’ όλοι εκαταταλάβαμε που κάτι σα βαρκαρόλα ηθέλανε να κάμουνε. Αγοιώς γιατί να φωνάξουνε τσι βάρκες; Τόσα κότερα ήτανε παρόξω. Είπανε και για τσι Τούρκοι που δεν επάτησε οθωμανικιά μπότα στο νησί, είπανε και που από εξανέκαθεν είχαμε Δημοκρατία στο νησί, τί οι Βενετσιά

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 201
μάτια, με μπλε βλεφαρίδες, με έχουνε κάμει τρελόοοο… Κι ας μην είχε η λε γάμενη πράσινα μάτια. Κι ας μην είχε μπλε βλεφαρίδες.
νάχε μπλε βλεφαρίδες η
μάμας
εκάνανε και εις

νοι είχανε Δημοκρατία κι ας μας εβάλανε καπέλο το Λίμπρο ντ’ Όρο, είπανε και για το θάμα τ’ Αγιού και που γι αυτό Τόνε τιμάμε κάθε τέτοια μέρα, είπανε που άμα δεν ειμάστενε ‘μείς οι Τούρκοι θε να φτάνανε μέχρι και τη Φιλανδία, μη σου πω, κι ακόμα παραπέρα. Άμα επηγαίνανε παραπέρα θα τσου σταμάτουνε ο Άης Βασίλης. Δε θα τσου σταμάτουνε; Θα σε γελάσω. Αλλά επειδής τσου σταματήσαμ’ εμείς, επροψές ετραγου δούσαμε ύμνους εορταστικούς και θαλασσόβρεχτους. Μέσα από τσι βάρκες; Απόξω. - Και τότες τι μπαρκαρόλα ήταν’ αυτή; Στη μπαρκαρόλα από τσι βάρκες τραγουδούνε να τσου ακούνε οι απόξω. Τ’ ανάποδο εκάμανε; Ετραγουδούσα νε οι απόξω να τσου ακούνε οι βάρκες; Ορέ κουτέ, μπορούνε στσι βάρκες να βάλουνε ηχητικά; Γιγαντοοθόνες; Φω τορρυθμικά; Μπορούνε; Δε μπορούνε. - Μπα; Και τι εγίνηκε; Εκλείσανε το δρόμο πιο ‘κει από τη Σκάλα του Δημάρχου ίσαμ’ απέναντι κι εβάλανε καρέκλες να κάτσουνε οι επισήμοι. Οι άλλοι που δε χωρούσανε να κάτσουνε ούτε ακούανε ούτε εγλέπανε. Ήτανε κι οι τρύπες στο πεζοδρό μιο κι επροσέχανε μη πέσουνε μέσα. Αλλά ερίξανε βεγγαλικά από το γκεστ σταρ Άη Στέφανο που τα είδαν’ όσοι δε πρωτοφύγανε και τα χειροκροτήσανε θερμώς. Τάχανε φυλαμένα από το Πάσκα; Ημπορεί. Καλά πάντως ήτανε. Άμα δε πέσει και κάνα βεγγαλικό δε λέει το γιορτάσι. Λέει; Οι επισήμοι κα ταυχαριστηθήκανε κι εδίνανε συχαρίκια ο ένας τ’ αλλουνού. Ακόμα δίνου νε. Ο κόσμος όμως νιέντε κι έφυγε μπριχού να σώσουνε. Κακώς! Δεν είναι τρόπος αυτός! Καένα σέβας! Άρτος και θεάματα ελέανε. Ήτανε ξένοι; Κάτι ξέμπαρκοι. Ετρώανε κοκονέλες. Γουότ αρ γιου ντούιν; ελέανε. Βαρκα ρόλα τσου λέανε αλλ’ αυτοί δεν εκαταλαβαίνανε. Άμε να τσου εξηγήσεις γιατί το 1716 δεν εκάμαμε βαρκαρόλα στο Σκάρπονα και κάμαμε λιτανεία. Ημπορείς; Ήπρεπε να τσου το πεί ο υπεύτυνος. Δεν ήταν’ υπεύτυνος; Ήτανε. Ο πιο καλός. Άριστος. Μόνο που δε ξέρει να λέει όχι εκεί που πρέπει να λέει όχι. Τόκαμε αλλά η ψυχούλα του το ξέρει. Κι ας λέει που όλα καλά. Τι να πει; Μην εκοίταε το μέλλον; Κοιτάς το μέλλον και ξεκινάς από το 1716; Είναι σα να μπερδεύεις το σώ βρακο με τη γραβάτα. Άλλο το ένα, άλλο το άλλο. Δε χωράει το 1716 σε μπαρκαρόλα. Είναι πολύ μεγάλο για να χωρέσει στα μπατέλα. Αυτό είναι το κουμπί. Ηθέλετε κύργιοι αυγουστιάτικη φιέστα; Βεβαίως, και να σας εκά μομεν. Μην ανακατεύετε όμως Σκάρπονες με μπαρκαρόλες. Δε δένουνε. Ο

202
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ

υπέυτυνος συχωρεμένος. Μας έχει κάμει τόσα καλά… Αλλά μεγάλη κουβέντα να ξέρεις πότε να λες όχι! Και τελικά; Τελικά, εδιαλυθήκαμεν ησύχως και κατά πως πρέπει, τί μετά από δυόμιση ώρες ορθοστασία και γερός να είσαι η μέση σου σε πιάνει, δε σε πιάνει; Κι άμα έχεις αύριο να βγεις και στη λιτανεία πρέπει να πας να ξαπλώσεις. Νομίζω; Εβγήκες; Δεν εβγήκα. Ήθελα αλλά δε μπόρουνα. Όλες οι μουσικές εβγήκανε. Μόνο οι μουσικές. Ά! και κάτι λίγοι προσκόποι. Καένας άλλος. Ούτε σκογειά ούτε τίποτις. Έχει πέσει σύλληψη. Ούτε τα σκογειά; Και πως θα μάθουνε τα παιδιά για τη σημερνή μέρα. Ποι ός θα τσου το πει; Και γιατί να τσου το πει; Και να τσου το πει θα το καταλάβουνε; Μηνήπως κι η ιστορία τση Κέρκυρας έχει καμιά σημασία για τα παιδιά; Άμα είχε θα τσου τήνε βάνανε μάθημα και στο σκογειό. Από το Δημοτικό. Θα τσου ελέανε και δυο λόγια. Γιατί να τσου την επούνε; Το σάγιο τσου θα χάσουνε. Αυτά είναι μόνο για τσου μεγάλους. Τήνε λένε συναμεταξύ τους εις εσπερίδας οι σπουδαγμένοι. Δεν είν’ όλα για όλους. Τι; Τα Άγια τοις κυσί; Δεν ειμάστενε όλοι ανωτάτου. Οι περσσότεροι ειμάστενε κατωτάτου. Όλα καλά καμωμέ να. Σωστά, σωστά… Μόνο ένα να σου πω που δεν εκατάλαβα. Εφορούσανε μπότες οι Τούρκοι σα και τσου Γερμανούς το ‘40; Είχαν’ οθωμανικές μπότες; Τσαρουχάκια δε φοράγανε κι αυτοί; Σα και τσου χωριάτες που μαζεύουνε πατάτες; - Δεν ηξέρω. Εγώ είμ’ αστός. ΠροΑστός! 17-8-2022 Η ΑΛΟΓΟΜΥΓΑ Τι σκέφτεσαι; Επέσανε τα καράβια σου όξω; Τίποτις. Το παρελθόν. Τι είναι το παρελθόν; - Το παρελθόν είναι το χτες. Αυτό που φεύγει και

πίσω. Ό,τι

εγίνηκε

πάμε

Πέτρα που

άλλα. Φρέσκα

πουλάει ο κουλουράς. Τι να πουλήσει; Τα χτεσινά; τα μπαγιά τικα; Το παρελθόν έχει μέλλον; Ζει το παρελθόν; Υπάρχει παρελθόν; Υπάρχουν οι αναμνήσεις που σε συνδέουν με το χτες; Υπάρχει η συγκίνηση που σε συνδέει με τα όσα έχεις ζήσει; Με τα όσα έχεις μάθει, με τα όσα σούπανε, με τα όσα έχεις διαβάσει; Με τα όσα γνώρισες, με τα όσα έζησες, με τα όσα δέθηκες; Υπάρχει το πνεύμα τους πάνω του αίματος; Τί το πνεύμα μας πά

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 203
δε ξανάρχεται.
ρίχτηκε και δε γυρίζει
εγίνηκε,
και
γι
κουλούργια

νου από το γαίμα είναι. Ψέματα; Ο Φαίακας κι ο Δημόδοκος. Η κληρονομιά που μας σ’ αφήκανε. Ή υπάρχει μόνο το σήμερα και το μέλλον; Κουταμάρες. Όλα τα πάντα είναι μέλλον. Το τι θα γίνει αύριο. Κι οι χαρτορί χτρες για τα μελλούμενα δε σου λένε; Τα παγιά τα ξέρεις. Για τα παγιά θα σου πούνε; - Και τα παγιά δεν έχουν’ αξία; Η ιστορία δεν έχει αξία; Και τότες γιατί τη γράφουνε; Γιατί γράφουνε εγκυκλοπαίδειες και βικιπαίδειες κι ένα σωρό άλλα βλιβλία, ιστορικά; Γιατί ο καθένας λέει την προσωπική του διαδρομή σα παραμύθι στ’ αγγόνια του; Δεν έχει τι άλλο να κάνει; Ναρκισσισμός! Ατομικός. Υπάρχει κι ο συλλογικός. Εμείς ετότες…, αυτό και κείνο. Και σήμερις απόθανε ο Νάρκισσος; Δεν υπάρχει άλλος Νάρκισσος; Δεν κοι τάει καένας το μούτρο του μεσ’ το νερό και ν’ αυτοθαγμάζεται μέχρι θανά του; Απ’ αυτά δεν ηξέρω. Αυτά είναι πολύ παγιά. Σα και τη Παγιά μας τη Πόλη. Αυτή κι αν είναι Νάρκισσος. Αυτοθαγμάζεται. Σε βαρκορόλες στα νερά τση Γαρίτσας και θα φάει καμιά ώρα το κεφάλι της από το πολύ θαγμασμό. Το μέλλον της, το προδιαγεγραμμένο, το κοιτάει; Κοιτάει τα σημερνά τα καλά της; Απ’ ευτείας ταφόντου πάει η απήδαυλος ναυς. Απ’ όπου και να το κοι τάξεις. Μέχρι που αντιστέκεται στο ντάπα-ντούπα. Από πού ν’ αρχίσεις και πού να σώσεις; Κοιτάμ’ ομπρός. Στο μέλλον. Εσύ συγκρίνεις με το παρελθόν. Εσύ ζητάς ανάσταση νεκρών και ζωήν παρελθούσαν. Εσένα σε πειράζει κι η αλογόμυγα που πετάει. Δεν είν’ έτσι. Πρατούμε μπρος. Ίζιντ δατ ράϊτ; Αλλάξαμε και τη γκλώσσα; Το ρίξαμε στ’ αγγλικό; Αυτή είναι η σημερνή διεθνής γλώσσα. Για να συνεννοούνται οι λαοί. Πώς κάποτες ήτανε τα ελληνικά; Τώρα είναι τ’ αμερικάνικα. Σού δίνουνε το σουβλάκι και λες θενξ. Ευχαριστώ θα πεις; Το ευχαριστώ είναι του παρελθόντος; Έσωσε. Κι εσύ που λες που μιλάς τη παγιά κερκυραΐκη γλώσσα, κουταμάρες λες. Πρώτ’ απ’ όλα τα κορφιάτικα δεν είν’ ελληνικά. Ψέματα; - Ένας Γιάννης

204
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
η
Δε τον έχω ακουστά. Γυμνασιάρχης του Α΄ Γυμνασίου Κέρκυρας. Σπουδαίος! Τι σπουδαίος; Ήξερε τι παναπεί ρουμς του λετ; Μάλλον όχι. Έ, τότες κι αυτός του παρελθόντος, του χτες που πάει στο τίποτα.
Άααα…! Τι έπαθες; Με τσίμπησε μια αλογόμυγα.
Ρωμανός λέει που στα χωργιά μας διατηρήθηκε αναλλοίωτη
αρχαία ελληνική γλώσσα. Ποιός ήταν’ αυτός ο Ρωμανός;
Άσε μας.

Η ΜΥΣΤΗΡΙΩΔΗΣ ΝΗΣΟΣ Η εν προκειμένω Μυστηριώδης Νήσος ουδεμίαν σχέσιν έχει με την νήσον «Λίν κολν» του Ειρηνικού Ωκεανού όπου ο Ιούλιος Βερν εγκατέστησε τη παρέα του πολυμήχανου κ. Κύρου Σμιθ, όστις με τσ’ αμπωσιές του εξ Ινδιών πλοιάρχου Νέμο τάφερε βόρτα και σώθηκε όλη η παρέα. Μέχρις κι ο σκύλος, ο Τοπ, εσώ θηκε. Εις την παρούσαν νήσον δεν υπάρχει καένα υποβρύχιον Ναυτίλος αράζον εις υποβρύχιον σπηλιά να βάλει πλάτη σε καμίανε παρέα. Ένας παγιός Ναυτίλος καφενείο σερβίρον και υποβρύχιον ήτανε και μια Σπηγιά με καΐκια που ξεφορ τώνανε καρπούζια Λευκίμμης από τα καλά. Τίποτις άλλο. Και τελευταίως πλοιάρχοι σα και το Νέμο εχαθήκανε από κακή φύλαξη και κάτι πολυμήχανοι κκ Κύροι Σμιθ αποδειχτήκανε φελοί εις την μηχανικήν και τα έργα. Σύλληψη! Πάντως, οι σεισμογράφοι καταγράφουν συνεχώς σεισμούς μικρού εστιακού βάθους που κάνουνε και βουή όπως εχτές στον Άη Μαθιά. Τον άκουσες; Ποιόνε; Το σεισμό. Ούτε που τον επήρα χαμπάρι. Τοπικός! - Τοπικός; Παναπεί; Τι παναπεί; Κάποιο ηφαίστειο είναι από κάτου μας και καμιά ώρα θα βαρή σει καμίανε και θα μας τα κάνει όλα ρουμ μπαραρούμ. Στη Κέρκυρά ΜΑΣ; Όπως σε γλέπω και με γλέπεις! - Δε νομίζω. Τοπικόν το φαινόμενον. Δεν θα έχει συνέχειαν. Μ’ αυτό το πλευρό να κοιμάσαι. Θα σκάσει καμιά ώρα το ηφαίστειον και ο σώζων εαυτόν σωθείτο. Θα βουγιάξουμε ως εβούγιαξε η Μυστηριώδης Νήσος. - Φέτος εβουγιάξαμε από κόσμο. Δε πέφτει καρφίτσα. Τόσο τακατό πάνου τ’ αεροδρόμιο, τόσο η κρουαζιέρα, τόσο τα φέριμποτ, τόσο τα κότερα. Τα λένε τα στατιστικά. Εβουγιάξαμ’ από κόσμο. Εκονομήσαμε. Δεν έχουμ’ άλλο ανάγκη. - Να σου πω… Λαμβανομένου υπ’ όψιν του αθιρμού αφίξεων, όχι. Ο τζίρος χαμηλός. Το ταμείον είναι μείον. Με τόσο κόσμο; Μην ακούς τι λένε. Ξέρεις πόσοι ήρθανε με τ’ αερόπλανα για να μπούνε στη κρουαζιέρα που ερχόνταν’ άδεια για να τσου πάρει; Ξέρεις πόσοι ερχόντανε και την άλλη ώρα ήτανε στην Αρβανία και στας Ηπειρωτικάς ακτάς; Κέ

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 205
19-8-2022

ντρο διερχομένων εκαταντήσαμε. Μόνο με υποβρύχια δεν εφεύγανε. Άσε και το μάντρωμα του ολ ινκλούζιβ. Αυτό που το βάνεις; Ψυχή γεννημένη δε κυκλοφορούσε. Κάτσε ορέ παιδί! Οι δρόμοι ήτανε στοίβα ο κόσμος. - Όλοι μ’ ένα πρόχειρο στο χέρι ή μ’ ένα παγωτό. Είδες να κρατάνε τσάντες; Άμα ο τουρίστας δε κρατάει τσάντα φέξε μου και γλύστρησα. Δουλεύει η εστίαση. Δεν είδες που τα ενενήντα τακατό από τα μαγαζιά που λούνε καφέ και ποτά και φαΐ στο χέρι; Όλα τ’ άλλα εκλείσανε. Άμα σου τρυπήσει η σιόλα από το παπούτσι πας και σου την αλλάζουνε ή παίρνεις καινούργιο ζευγάρι; Καινούργιο παίρνω. Γι αυτό σου λέω. Θα κάμει καμίανε έκρηξη το ηφαίστειο και δε θα μείνει ρόποδο. Βράζει το πράμα. Φορτώνει. Τσαγκάρη δεν έχουμε, μπακάλη δεν έχουμε, μαρκάντε δεν έχουμε, ράφτη δεν έχουμε, νερό δεν έχουμε, ρέγμα δεν έχουμε, δρόμους δεν έχουμε, λάδι λίγο, προβατα-γίδια λίγα, κάρβου να εισαγωγής, λεμόνια εισαγωγής, πορτοκάγια το ίδιο, σύκα τα πείραξ’ ο καιρός, ψάργια από τη Καβάλα, ντομάτες Κοζάνης, πατάτες Νευροκοπίου, παυλόσουκα Μάρτας, οι τζίντζολες άφαντες, φέτος δε θα δεις ούτε συκο μαΐδα. Μόνο κομμωτήργια έχουμε που κατεβήκανε από τσου ορόφους στο δρόμο. Διότι η εμφάνισις είναι το παν. Απ’ όξω μπέλα-μπέλα. Φορτώνει το ηφαίστειο. Λίγο θέλει και θα κάμει το μπαμ! Δεν έχουμε κάνα Νέμο, κάνα Κύρο Σμιθ,να μας εσώσουνε; Πού να τσούβρουμε; Αμηδά καμιά Μυστηριώδης Νήσος ειμάστενε; Άσε να δούμε τι θα γίνει του χρόνου. Τι περιμένεις να γίνει; Μην έβρουμε κάνα Κύρο Σμιθ και γλυτρώσει τη Μυστηριώδη Νήσο. Αυτά μόνο σε μυθιστορήματα επιστημονικής φαντασίας γίνονται. Έτσι έ; 19-8-2022 ΤΑ ΑΛΜΑΤΑ Τα άλματα είναι τέσσερα. Απλούν, τριπλούν, ύψος και επί κοντώ. Δε μπορείς να τα κάνεις όλα μαζί. Τα τρία περιλαμβάνονται και εις το δέκαθλον. Μόνο το τριπλούν δεν είναι μέσα. Γιατί; Αδικημένο το άθλημα κι ας μας έχει δώκει μετάλλια και μετάλλια. Μέχρι ολυμπιακά. Δε μπορεί με τη μία όπως ο Μίλτος; Ας κάμει τρία όπως η Σπυριδούλα. Δε τήνε λένε Σπυριδούλα. Πηδάει τριπλούν; Πηδάει.

206
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ

- Ποιόνε έχει προπονητή; Θα σε γελάσω. Πόσο πηδάει; Πολύ. Παίρνει φόρα από το ταπέο, το πρώτο είναι Κανάγια, το δεύτερο Άης Δέκα και το τρίτο χάλευες που νάναι. - Παγκόσμιο ρεκόρ; Υπερπερανικό! Μπράβόοοο… Αυτό είναι ρεκόρ. Καθαρίζει από τα τώρας τη πρώτη θέση. Με άνεση. Ποιός θα τση βγει; Οι άλλοι δε φτάνουνε ούτε στο σκάμμα. - Καένας! Πάντως στα προκριματικά δεν είχε καλάς επιδόσεις. Από το λάϊς δεν εκουνήθηκε. Αμίλητα, ακούνητα. Ούτε το κουτσό δεν έβγανε με τη μία. Δεν είχε καλή πίκα. Τώρα έχει; Τώρα και στόχο έχει και κρότο έχει και σκάμμα στο Γαλίσιον Όρος έχει. - Τι μου λες; Δε διαβάζεις; Όλοι τα γράφουνε. Έτσι έ; Παναπεί περίπατο θα κάνει; Εις το Άρσος τση Γαρίτσας. Και γιατί στο Άρσος; - Θέλει να κάμει και σκέϊτ μπορντ. Δε τση σώνει το τριπλούν; Χμμμ… 20-8-2022 Η ΜΑΝΑ* ‘Όλα για το παιδί. Από εμφανίσεως του είδους. Να γίνει καλύτερο. Να ζήσει καλύτερα. Με περισσοτέρας ανέσεις. Να μάθει αυτά που δεν έμαθα. Να κάνει αυτά που δεν έκανα. Να προχωρήσει ομπρός. Να τ’ αφήκω και το ύστερό μου. Περιουσία και δύναμη. Κλερονομιά. Να πατήσει απάνου μου, να βγει ψηλότε ρα. Όλο και πιο ψηλά. Άνω θρώσκω όπωπα. Αυτό κι οι αποδέλοιποί μου. - Πάμε, τί εβγήκανε παλαμίδια στο γιαλό, να τα πιάκουμε, να τα φάμε. Άμε μοναχός σου, τί θα ξυπνήσει ο βασιλέας και πρέπει να τόνε βυζάξω. Καλά λες. Πάω. Πρόσεχέ τονε ‘σύ. Κάπως έτσι δεν επροέκυψε αυτό που λέμε οικογένεια; Κάπως έτσι δεν εσυνε στήθη ο θεσμός της στο διάβα των αιώνων; Κάπως έτσι δεν επροσδιορίσθηκαν οι ρόλοι του πατέρα και τση μάνας; Από τη μια μεργιά η επιβίωση, να φάω, κι από την άλλη το συναίσθημα, η αγάπη, ο έρωτας, να νικήσω το Χάρο με το παιδί μου, αυτά που διατάζει η Φύση και στα δυο της φύλα που τάκανε να κολλάνε όπως η πορτσελάνα και το βολίμι τσι αμυγδαλόπετρες. Παρεξόν των

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 207

παρεξόντων. Κάπως έτσι δεν όρισε η Φύση ποιός θε νάναι ο κυνηγός και ποιός θε νάναι η μάνα; Τότες. Τώρα; Αυτά επί των ανθρώπων και μόνον. Μωρέ επί των πάντων όλων. Για μελέτησέ το. Μέχρι κι η χταπόδενα προτι μάει να σβήσει νηστικιά παρά ν’ αφήκει τα χταποδίτσια τση φαΐ για τσου καβούρους, μέχρι κι η βερικοκιά κάνει τα βερίκοκά της μ’ έτοιμο το φαΐ γύρω από το κοκαρίκι της. Νάχει να τρώει το παιδί. Όλα για το παιδί. Για το μέλλον. Για το κατακυριεύσασθε. Για την εντολή. Και; Τι και; Εξ αυτού ο θεσμός τση οικογένειας. Μέχρις τα σήμερα. Αύριο δεν ηξέρω. Λες να ξεφτίσει; Κατά κει δε πάει; Δε σούπα για το παρεξόν που προσκυνάει τα παρεξόντα; Πολύ λάσκα. Όλα τα ΜΜΕ τα παρεξόντα αγκαγιάζουνε. Και τα επιβάλουν. Δεν ηξέρω κιόλας. Εν τω μεταξύ πολλά αλλάξανε. Με πρώτο να δουλεύει η μάνα. Γιατί δε δουλεύει; Το μεγάλωμα του παιδιού δεν είναι δουγειά; Το σέστο του σπιτιού δεν είναι δουγειά; Ο κήπος με τα φιόργια και τσι ντομάτες δεν είναι δουγειά; Το νοικοκυργιό, η θαλπωρή τση φωγιάς, το νιτερέσο τση φα μίγιας, το διάβασμα του παιδιού, δεν είναι δουγειά; - Δεν αποφέρουν κέρδος. Δεν υπάρχει εισόδημα. Δεν εγγράφονται εις τον προϋπολογισμόν. Και ως γνωστόν όλα είναι Οικονομία. Η βασιλεύουσα των επιστημών. Η μάνα εξηρτάτο οικονομικώς από τον πατέρα. Ήτο υπό. Εξηρ τάτο από τον άντρα να τση δώκει να φάει. Εξηρτάτο. Κι η εξάρτηση είναι δουλεία. Άσε που δημιουργεί καταπιεσμένες προσωπικότητες και στερείται η ανθρωπότης από τα φωτισμένα γυναικεία μυαλά. Λίγες είν’ αυτές που εβρήκανε και τι δεν εβρήκανε; Η ισότης των φύλων. Έτσι επήγαμε μπροστά. Και το παιδί; Τι και το παιδί; Εκάμαμε νηπιαγωγεία, εκάμαμε παιδικούς σταθμούς, εκά μαμε γυμναστήργια, εκάμαμε εξωσχολικάς απασχολήσεις, εκάμαμε και τι δεν εκάμαμε. Προς διευκόλυνσιν της εργαζομένης μητέρας και προς θυσίαν του βρέφους έναντι του τάλαρου. Και τα κόπια τση μάμας που πάνε; Ξέρω ‘γώ; Ρώτα καμιά τράπεζα. Και το χάδι τση μάνας τι εγίνηκε; Το περιορίσαμε χρονικώς; Το περιορίσαμε…, τρόπος του λέγειν. Άμα ο πατέρας-κυνηγός δεν επρόκα νε τα πάντα όλα, εβγάλαμε και τη μάνα στο κουρμπέτι. Να τσοντάρει. Να ανταπεξέρθει η φαμίγια στας ανάγκας της εποχής. Ν’ αυγατίσει το εργα τικόν δυναμικόν. Να παράγει πιγιότερο, νάχουμε να τρώμε πιγιότερο, νά χουμε να εκμεταλλευόμαστε πιγιότερους. Ψέματα; Να μην έχουμε κι εμείς

ΓΙΩΡΓΟΣ
208
ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ

κλιματιστικό; Από πού να βγούμε; Η τεχνολογία τρέχει. Και μας αρέσει και μας αλέθει. Η μάνα πρέπει να δουλέψει. Να φέρει. Να πάρουμε και τριάντα εφτά ιντσών κι ηλεχτρικό αυτοκίνητο, φιλικό προς το περιβάλλον. Άμα δε δουλέψουνε κι οι γυναίκες από πού θα βρούνε τα νοικοκυργιά να πάρουνε αυτά τα καινούργια, τα απαραίτητα, που βγάνουνε κάθε τόσο οι αιματο ρουφίχτρες; Πώς θα κόβουμε τη μπανάνα σε κύβους; Να μη την εκόβουμε σε κύβους; Και για τη τεχνολογία η οικογένεια θα γίνει φύλλο και φτερό; Αυτό επιτάσσει η πρόοδος. Κι η ισότης. Κι η ανεξαρτησία τση μάνας. Και να πάει πίσω το παιδί; Να μη το χουχουλίσουμε, να μη το κανακέψου με, να μη του δείξουμε που αυτός ο κόσμος είν’ αγγελικά πλασμένος κι εσύ το αγγελούδι του; Να μη το προστατέψουμε; Τι θα το κάμουμε; Να τ’ αφή κουμε να κατρακυλήσει εκεί που κατρακυλάνε τα παιδιά; Επί του παρασυνθήματος. Εσύ τι λες να κάμουμε; Να ξαναβάλουμε μπροστά το παιδί. Και τη μάνα του. Όσο η μάνα είναι μάνα και θέλει νάναι μάνα να κοιτάξουμε να τση κόψουμε μιστό για νάναι μάνα και για να δουλεύει για ένα κόσμο καλυτερόνε και νάναι ανεξάρτητη και νάναι και κυρά και κοκόνα. Μετά το παιδί ας κάμει ό,τι θέλει. Όσο όμως η μάνα είναι μάνα, νάναι μάνα. Κλώσα που σκεπάζει τα μιτσά της μη και τση τα πειράξουνε. * Με απόλυτο σεβασμό και αγάπη στις μπιζνόνες, στις νόνες και στις μανάδες που μας εκά νανε ανθρώπους. 21-8-2022 ΕΦΡΕΣΚΑΡΙΣΕ - Καλώστονε κι ας άργησες. Σε χάσαμε. Που ήσουνε; - Δεν εκατέβαινα. Η ζέστη. Πού να πάς με τόση ζέστη; Ευτυχώς εβγήκανε τα Μαΐστρα. Να πάρουμε και μιαν ανάσα. Το βράδυ έριξα και το σεντόνι. - Και τι έκανες; Σ’ έφαε η τηλεόραση; - Είχε το Πανευρωπαϊκό. Μεγάλες επιτυχίες. Τέσσερα χρυσά επήραμε ίσαμε τα τώρα. Πρώτη φορά. Κι όλα τα παιδιά, με μετάλλια και χωρίς μετάλλια, πολύ καλά. Μπράβο τους! Και τση δικιάς μας, τση Σπυριδούλας μας. Πολύ καλή. Τα είδατε; - Τα είδαμε. Μεγάλος ο Τεντόγλου. Από τα Γρεβενά. Εκεί εμεγάλωσε. Κι η Στεφανίδου κρατάει ακόμα. Από τη Παλλήνη είναι. Άμα βάλει απάνου της όλα τα μετάλλια πούχει κερδέψει δε θ’ ασκώνει το βάρος. Αλλά κι η άλλη η Ντρισμπι ώτη; Δυο χρυσά! - Από πού είν’ αυτή; - Από τη Καρδίτσα. Έχει ταβέρνα. Σπουδαία.

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 209

- Είναι όμως μεγάλη. - Ναι, ορέ, έχει τα μισά σου χρόνια… Μεγάλη είναι; - Όχι, καταλαβαίνεις πως το λέω…

- Πώς το λες; - Δεν είναι και κοπελούλα…

- Είναι και παραείναι! Φρέσκο πράμα. Σα και το Μαΐστρο που μας εφρεσκάρει τώρα. Δε την είδες; Μια φυσιξιά ήτανε το δάκρυ της στον Εθνικό μας Ύμνο και μας εδρόσισ’ όλους. Νάναι καλά το κορίτσι.

- Κορίτσι ήταν’ η άλλη. Η Ελίνα. Ούτε είκοσι χρονώνες. Τσούριξε πέντε μέτρα.

Μπράβο της!

- Αυτή από πού είναι; - Από τη Καλλικράτεια τση Χαρκιδικής. Εκεί εγεννήθηκε, εκεί εμεγάλωσε. - Αλλά το παράνομα Τζένγκο είν’ ελληνικό; Αρβανίτικο μοιάζει. - Αρβανίτικο είναι. Και τι μ’ αυτό; Την είδες πως εκουνιόντανε τα χείγια της στον Εθνικό μας Ύμνο; Εδώ γεννήθηκε και διάλεξε για Πατρίδα της την Ελλάδα. Εδώ και δυο χρόνια αξιωθήκαμε να τση δώκουμε την ελληνική υπηκοότητα. Στσι αδρεφές τση; Ζήσε Μάη μου να φας τριφύλλι. Σε πειράζει που έγινε Ελληνίδα; Που την αναγνωρίσαμε για Ελληνίδα; Άμα δεν έριχτε το ακόντιο μακριά θα την αναγνωρίζαμε; Όλα χώμα είναι. Αυτό που σε γεννάει, αυτό που σε κουναρεί, αυτό που θα σε σκεπάσει. Που η μάνα της κι ο πατέρας της είναι Αρβανίτες, αυτό σε πείραξε; - Λέω για το ομόθρησκον, το ομότροπον, το ομόγλωσσον και το όμαιμον. - Άμα και τα βάλεις κάτου μόνο το ομόγλωσσον μας έμεινε. Κι ένα άλλο που δε το λένε. Το ομόψυχον. Τι όπως και να το κάνεις μια ψυχή, μια Πατρίς. Κι η ψυχή κι η Πατρίς έχουνε μέσα και το ομόθρησκον και το ομότροπον και το ομόγλωσ σον και το όμαιμον. Νομίζω; - Άααα… Εφύσηξε… Ο Μαΐστρος… Ψυχή μου φρεσκαμέντο… - Αυτό σου λέω. Το ΟΜΟΨΥΧΟΝ που μας εφρεσκάρει. 22-8-2022 ΕΠ’ ΑΥΤΟΦΩΡΩ Δεν επήγαιν’ άλλο. Εχάσκανε οι λάκκοι από τα πότες. Είχανε τσακιστεί και κάνα δυο ποδάργια. Εφώναξε τον υπεύτυνο. Γιατί δε τσου κλειούμε; Δεν είναι εις την δικαιοδοσίαν μας. Είν’ αλλουνού παπά βαγγέγιο. Ποιανού; - Του ανώτερου. Ναι, αλλά τα ποδάργια δικά μας είναι. Δεν είναι τ’ ανώτερου. Επήρε τελέφωνο τον ανώτερο. Γιατί δε τσου κλιείς;

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ 210

- Μη και δε θέλω; Δε μ’ αφήνει ο παρανώτερος. Δεν εγκρίνει. Μελέτη έχεις; Και μελέτη έχω κι απ’ όλα έχω αλλά σκοντάφτει η υπόθεση στην υποπαρά γραφο τση υποπαραγράφου. Να το πεις του βουλευτή. - Το ξέρει. Μάλιστα μια μέρα επήγε να σκοτωθεί κι ο ίδιος. Ήτανε βράδυ και δεν έβλεπε, τί είχε καεί η λάμπα. Και τι θα γίνει; Δεν ηξέρω. Δεν είναι κατάστασις αυτή. Το Φθινόπωρο θε να βγει η θάλασσα στην Αλ κιβιάδου Δαρή. Θα βγει, δεν είναι που δε θα βγει. Αλλά τι να κάμω… Την άλλη ώρα εφώναξε τσου υπαλλήλους. Ορές, βάνετε πλάτη να κλείσουμε αυτοί τσι λάκκοι μη σκοτωθεί κάνας άν θρωπος; - Έχουμ’ άδεια; Άδεια δεν έχουμε αλλά να περιμένουμε πρώτα να σκοτωθεί καένας και μετά να κλαίμε; Μη μας επάρουνε στο αυτόφωρο. Θάμαι κι εγώ εκεί. Το έργο εξεκίνησε. Μια τση μιας. Άρπα κόλλα, βέβαια, αλλά εκάνανε γλήγορα. Τσου καρφώσανε. Δεν έχουν’ άδεια. Η Αστυνομία έστειλε το 100. Έχετ’ άδεια; - Όχι. Παμείτε αυτόφωρο. Τον επιάκανε κι εβρέθηκε την άλλη ώρα ενώπιον του δικαστή. Διατί εκτελείται έργον άνευ αδείας; Για να μη σκοτωθεί ο κόσμος. Εμείς, πάντως, εχαλέψαμ’ άδεια. Εδώκαμε κι όλα τα χαρτγιά. Αλλά δε μας τήνε δίνουνε. Έχουνε μπερδέψει τσι υποπαραγράφους. Από πότε υποβάλλατε αίτησιν αδειοδοτήσεως του έργου; Από τον καιρό του σέτε. Αμηδά θυμάται κανείς από πότε; Υμείς, προσωπικώς, έχετε συμφέρον από την εκτέλεσιν του έργου τούτου; Εγώ; Από πού; Εγώ στην Αλιπού μένω, τι δουγειά έχω με τον περίπατον Γαρίτσης; Υπάρχει επικινδυνότης; Αφορά εις την ασφάλειαν των διερχομένων; Ρωτείστε και τσου αστυφυλάκους. Υπάρχει; Υπάρχει, υπάρχει. Αλλά δεν είχε άδεια.

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 211

- Η ασφάλεια των Ελλήνων Πολιτών υπερέχει πάσης αδείας. Συνταγματική η επιταγή. Κι εις περίπτωσιν που δεν προβλέπει το Σύνταγμα τοιαύτην επιτα γήν, κακώς, θα έπρεπε να την προβλέπει. Αθώος ο κατηγορούμενος και να συνεχίσετε, κύριε, το έργον άνευ σπουδής και με όλους τους κανόνας της τέχνης. Να γίνει καλόν και ασφαλές. - Μη με ξαναπιάκουνε όμως. Θα είμαι και εγώ εκεί. Το πολύ, πολύ να με συλλάβουν και εμέ επ’ αυτο φώρω. 23-8-2022 ΚΟΣΤΟΥΜΙ ΛΙΝΟΝ Κοστούμι λινόν. Ύφασμα εξαιρετικόν, εξ Ινδιών. Υποκάμισον βαμβακερόν, βαμ βάκι Αιγύπτου. Υποδήματα σεβρό, δίχρωμα, άσπρο-καφέ. Εις την κεφαλήν πα ναμάς με κορδέλαν φαιάν. Αποσκευαί μία, τί τι να πάρει ένας άντρας μοναχός του που παίρνει το ατμόπλοιον να επισκεφτεί άλλους τόπους άλλα μέρη; Δεν επρόκανε να κατέβει τη σκάλα του καραβιού και τον αρπάξανε δυο χέργια σα τανάγιες, αυτόνε και την αποσκευή του, και τον απηθώσανε εις την λέμβον να τόνε βγάλει όξω. Καθ’ όσον το ατμόπλοιον αρόδου έριχτε άγκυρα μέχρις ότου εβαθύνανε το λιμάνι κι έδενε στα πέτσα. Κατέλυσε εις παρακείμενον του πολύβουου και πολυσύχναστου λιμένος ξενο δοχείον, μία τουαλέτα εις κάθε όροφον και άνευ ζεστό νερό, τί καλοκαίρι ήτανε και τι να το κάνει το ζεστό νερό το καλοκαίρι ο πάσα εις; Ιγγλέζος, ιγγλέζος; Ιγγλέζος. Περιηγητής. Πες του να τόνε πάρω βόρτα με το λοντόνι. Και θα σε τακτοποιήσω μετά. Ούτως και εγένετο. Μέσω Μουράγια, Σπιανάδας, Γαρίτσας και Στρατιάς αρεβά ρανε στο Κανόνι. Του σερβίρανε καφέ τούρκικο και γλυκό βύσσινο, του κουταγιού. Άνευ παραγγελίας. Ανέπνευσε βαθέως. Εχαμογέλασε. Τί όλος ο τόπος ένα χαμόγελο ήτανε, αυτός δε θα χαμογέλουνε; Το λοντόνι επερίμενε. Στάσουλο. Έβγαλε τη λάπη του κι αρχίνησε να γράφει. Τι έγραφε; Συγγραφεύς ήτο; Ημερο λόγιον εκράτουνε κι έκανε μέσα και ζωγραφιές. Επέρασε η ώρα. Εκάλεσε τον υπηρέτην. Ουάν μπιρ, πλιζ. Σι σινιόρε. Τι θέλει;, τι θέλει; Ουάν μπιρ. - Μπιρ στου Χρυσομάλλη. Πάρτου μίανε τζιντζιμπίρ, το ίδιο είναι. Ψημένη καλά η τζιντζιμπίρ με το που την άνοιξε ο σέρβαντ εχύθηκε όλη όξω. Έπεσε και στο κοστούμι το λινόν. Τόνε λέρωσε. Νέβερ μαϊντ, νέβερ μάϊντ είπε το λινόν κι εξακολούθησε να γράφει.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ 212

Ο σέρβαντ τόνε σκούπισε με το άσπρο το μπαβαργιόλι να τόνε καθαρίσει. Αλλά άφηκε μακιές. Περί την μεσημβρίαν ανεχώρησαν δια το ξενοδοχείον. Εζήτησε να του πλύνουν το λινόν. Του στείλανε τη Μαρία. Γιου αρ βέρι κάϊντ. Η Μαρία έβαλε τα μάτια κάτου. Αυτός εφόρουνε τη ρόμπ ντε σαμπρ, τη μεταξωτή.

Καμ χίαρ, ντίαρ Μαρία. Η Μαρία όπου φύγει, φύγει. Το απόγιομα του το πήρε και τριάντιζε. Τόπλυνε, τ’ άπλωσε, τούριξε κι ένα σεντόνι από πάνου να μη του το κιτρινίσει ο ήγιος και του το σιδέρωσε. Ινκολλάρισε και τα πέτα να του στέκονται, τί το λινό μαζώνει. Χάου ματς; Η Μαρία εσήκωσε δείχτη και μέσο όπως μετά από χρόνια θάκανε κι ο Τσώρτσιλ. Τούου πάουντζ τσήδωκε το λινόν αν και η Μαρία για τούου ντράχμας επήγαινε. Αλλά τον άφηκε και τσήπιακε το χέρι. Μετά χειροφιλήματος περικαλώ! Αφιχθέντος τηλεγραφήματος «γιούαρ φάδερ ιζ ιλ» ασκώθηκε να φύγει άρον, άρον. Εξέχασεν και το ημερολόγιόν του, το οποίον προ ετών επωλήθη από κα ρότσι μικροπωλητή έξωθεν της Εθνικής Τραπέζης. Έγραφε όλην την ιστορίαν. Και υπέγραφε: το λινόν κοστούμι. 24-8-2022 ΕΠΙ ΔΙΚΑΙΩΝ ΚΑΙ ΑΔΙΚΩΝ Έτος 3022. Άκρα του τάφου σιγή. Ούτ’ ο αέρας δεν εφύσαγε ν’ ασκώνει τη σκόνη. Τί όλα σκόνη εγινήκανε. Βουνά, ποτάμια, θάλασσες, χωράφια, πόλεις, χωργιά, κοι λάδες, πεδιάδες, όλα μια έρημη άμμος εγινήκανε. Από τη μια άκρια τση Γης στην άλληνε. Ο ήχος τση Μεγάλης Μαύρης Τρύπας εδυνάμωσε ολομεμίας και σύντριψε με τα ηχοβαρυτομαγνητικά του κύματα όλους τσου πλανήτας. Σκόνη τσούκαμε. Ένας τελευταίος επί του ταπέου έγραφε λίγο πριν τον επάρει κι αυτόνε

και ειρήνης, επί θεωριών και ανακαλύψεων, επί ιδεολογιών και ιδεολογικών και θρησκευτικών διαφορών, επί σκέψεων και συναισθημάτων, επί όλων. Όλα κατέρρευσαν. Εξαφανίστηκαν. Δεν υπάρχει, πλέον, τίποτις. Μόνο μια μικρούλα τρύπα έμεινε. Διεγράφη και η Ιστορία. Σας χαιρετώ. 2022». Ασκώθηκε και πέταξε το χαρτί στον αέρα. Ποιόν αέρα; Κι αυτός σκόνη είχε γίνει. Αστρόσκονη. Αλλά το χαρτί εκατάκατσε επί τση άμμου που το εσκέπασε σα φυ λαχτό εκεί όπου εβαρούσανε τεσσάρες. Εις τον αστερισμόν τση Φλογός επαρατηρήσανε πως η ασήμαντος γαλάζια κου

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 213
το κύμα. «Επήλθεν η ισότης. Επί δικαίων και αδίκων, επί πλουσίων και πτωχών, επί πνεύματος και ύλης, επί πολέμου

κίδα που επαρατηρούσανε καμιά φορά δια του ισχυροτάτου υπερ-ραδιοτηλεσκοπικού και υπερ-διαστημικού υπερ-τηλεσκοπίου τους εγίνηκε από γαλάζια, φαιά. Σα νάσβησε. Μόνο μια μικρούλα, πολύ μικρούλα μαύρη τρύπα είχε απο μείνει και εξέπεμπε συνεχώς και εναγωνίως το δυσνόητον σήμα «Γαρίτσα-Γα ρίτσα». - Κάτι εγίνηκε εκεί. Και δε πάμε να ιδούμε; Είναι κομμάτι μακριά. Κουταμάρες. Δεκαπέντε χιγιάδες πολυαστρικές μυριοχιγιετίες δρόμος εί ναι. Σιγά τα αίματα. - Κοστίζει. Δια την έρευναν το κόστος αξίζει. Νομίζω; Παμείτε. Επί του ταπέου επροσγειώθησαν. Παντού σκόνη και άμμος. Αναλύσανε την χη μικήν σύστασιν του εδάφους. - Πυρίτιον. Τόσο πολύ; Τόσο. Δυο λεφτά, ετούτο εδώ είναι διαφορετικόν. Ομοιάζει με φύλλον αμπελο σουκιάς, μη σου πω και φρεσκοπαυλοσουκιάς, που φύεται και εις την Φλο γώδη νήσον μας, την Κορφουφαιακονίαν. Έχετε υπ’ όψιν. Και κάτι γράφει. Βάρτο στον υπερ-υπερπερανικό μεταφραστή. Τι λέει; «Επήλθεν η ισότης. Επί δικαίων και αδίκων, επί πλουσίων και πτωχών, επί πνεύματος και ύλης, επί πολέμου και ειρήνης, επί θεωριών και ανακαλύψε ων, επί ιδεολογιών και ιδεολογικών και θρησκευτικών διαφορών, επί σκέ ψεων και συναισθημάτων, επί όλων. Όλα κατέρρευσαν. Εξαφανίστηκαν. Δεν υπάρχει, πλέον, τίποτις. Μόνο μια μικρούλα τρύπα έμεινε. Διεγράφη και η Ιστορία. Σας χαιρετώ. 2022». Πότες εγράφη; Το 2022 λέει. - Ως φαίνεται θα υπήρξε εδώ κάποιος πολιτισμός. Και μάλλον θα εξηφανίσθη όταν ο ήχος τση Μεγάλης Μαύρης Τρύπας ισοπέδωσε τους πλανήτας του Γαλαξία μας. Το πιθανότερον. Από ποιόνε εγράφη; Δε λέει. Αναφέρεται σ’ ένα σωρό, σε μια μικρούλαν Μαύρη Τρύπαν και εις την Ιστορίαν. Τη μικρούλα Μαύρη Τρύπα τήνε βλέπετε; Άστετήνε. Όλο «Γαρίτσα-Γαρίτσα» λέει. Δεν έχει γούστο. Θα κλειστεί προ σεχώς δια πυριτίου. Με την Ιστορίαν δε ξέρω τι γίνεται. Τι είναι η Ιστορία; Δεν ηξέρω. Εμείς δεν έχουμε. Θα ήτο προηγμένος πολιτισμός εδώ για νάχει

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ 214

και Ιστορία. Αλλά εκ του αποτελέσματος κι αυτή το 3022 διαγράφτηκε. Επί δικαίων και αδίκων; Επί δικαίων και αδίκων! 25-8-2022 Η ΓΚΙΛΟΤΑ

Σε παρακολουθούνε; Εμένα; Γιατί; Λένε που όλους τσου παρακολουθούνε. Όλους; όχι κι όλους… Ορισμένους. Σταμπαρισμένους. Μωρέ όλους μας παρακολουθούνε. Θέλουνε να ξέρουνε το τι και το ποιο μας. Γιατί ορέ; Ξέρω ‘γώ τα μυστικά του κράτους; Μου τα λένε; Από πού κι ως πού… Τι ‘μαι ‘γώ; Εγώ ξέρω ίσαμε τι χρώμα έχουνε οι γκιλότες τση κυρά Νίτσας που τσι απλώνει απέναντι. Ροζ είναι. Κι εδώ που τα λέμε κάτι γκιλό τες νάαα… Μέχρι κι η χοντρή του Θησαυρού χωράει μέσα. Ενδιαφέρει το κράτος αν οι γκιλότες τση Νίτσας είναι ροζ; Ναι, αλλά από πού τσι αγοράζει; Ξέρω ‘γώ από πού τσι αγοράζει; Από την Αστρίκ. Από πού να ξέρω; Το κράτος όμως το ενδιαφέρει. Και γιατί το ενδιαφέρει η γκιλότα τση Νίτσας; - Τα πάντα όλα ενδιαφέρουνε το κράτος. Από τη γκιλότα τση Νίτσας ξεκινάει και τήνε βρίσκει στη τσέπη τση πρωθυπουργού τση Εχθριλανδίας και γέ νεται διπλωματικόν επεισόδιον. Ψέματα; Επροχτές ανεβάσανε τσι φωτο γραφίες. Κι η άλλη έκλαιε. Αλλά είναι κι άλλοι που μας επαρακολουθούνε. Τι τρώμε, τι ψιωνίζουμε, τι διαβάζουμε, τι βλέπουμε, τι παρακολουθούμε για νάχουνε να μας εσερβίρουνε καταλλήλως αυτό που μας ενδιαφέρει μη και κονομήσουνε εις είδος, όβολα, ψήφο και διαφήμιση. Μεγάλο πράμα η διαφήμιση. Όλα λένε μια εικόνα είναι σα γκιλότα απλωμένη. Από πότες εγίνηκε αυτό; Δεν επήρες χαμπάρι; Εδώ κι όχι πολύ καιρό δε βλέπεις που σου γράφουνε όπου ανοίξεις σεβόμαστε την ιδιωτικότητα σας; Γίνετε μέλος. Συμφωνείτε; Διαφωνείτε; Περισσότερες επιλογές. Όχι τώρα. Όχι ευχαριστώ. Ναι θέλω. Θέλετε να λαμβάνετε ειδοποιήσεις για τα νέα της οικονομίας; Θέλετε να λαμβάνετε πρώτοι ειδοποιήσεις; Ναι; Όχι; Εγγραφή! Διαχείριση συγκατά θεσης cookies. Αποδοχή. Δεν αποδέχομαι. Προβολή προτιμήσεων. Θέλεις να είσαι ο πιο γκαζιάρης στην ενημέρωση; Ρυθμίσεις για τα cookies. Αποδοχή όλων των cookies. Απόρριψη όλων. Τα αθλητικά που πρέπει να ξέρεις. Εγγραφή. Θέλετε να λαμβάνετε ενημερώσεις; Και τα λοιπά και τα λοιπά. Μωρέ ναι. Στην αρχή τάσβηνα όλα. Είχανε από κάτου και κάτι μιτσά γράμ

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 215

ματα και δεν ήβλεπα να τα διαβάσω. Αλλά μετά εβαρέθηκα και πατάω συμφωνώ και σώνω. Λέω ΝΑΙ σε όλα. Όπως στη Βουλή. Δε κάνω καλά; Και στο fb δε σου λένε δείτε ποιος κοιτάει το προφίλ σας; Γιατί σου το λένε; Γιατί σε παρακολουθούνε. Νομίζω; Τώρα που το λες σα νάχεις δίκιο. Με παρακολουθούνε παναπεί; - Σιγουραμέντε. Θε νάμαι σπουδαίος ως φαίνεται για να με παρακολουθούνε. Όλοι σπουδαίοι ειμάστενε. Δε το ξέρεις; Τώρα μεταξύ μας. Θα σου το πω αλλά μη με μαρτυρήσεις, εντάξει; Εγώ; Με ξέρεις εμένανε. Τάφος ανοιχτός. - Η Νίτσα φορεί και σιελ γκιλότες. Αμή; Κάθε πότε; Φορεί αλλά πιο πολύ φορεί ροζ. Τι μου λες… Μη το πεις, έεε… - Παιδιά ειμάστενε; Τι κάνεις εκεί; Τι φωτογραφία ανεβάζεις; Τση ΔΕΗς; Και τι σκέση έχει η ΔΕΗ με τσι γκιλότες τση Νίτσας; Γιατί; Κι η ΔΕΗ μια γκιλότα δεν εγίνηκε;

ΟΥ Ι Τάμαθες; Αλλάζει ο Εκλογικός Νόμος. Γιατί; Γιατί λέει εις τας Αυτοδιοικητικάς Εκλογάς δε κατεβαίνουνε κόμματα. Κα τεβαίνουνε; - Όλα κι όλα! Ποτές μέχρι τα τώρας δεν εκατεβήκανε. Και γι αυτό σου λέει θα κάμουνε ενιαίο ψηφοδέρτιο, όποιος θέλει θα κα τεβαίνει μοναχός του κι οι πρώτοι που θα βγούνε θε να ‘ναι το Δημοτικό Συμβούλιο κι όπου πάρει τσου περσσότερους ψήφους θα βγει Δήμαρχος. Το ίδιο και για τη Περιφέρεια; - Όχι για τη Περιφέρεια. Μόνο για τσου Δήμους. Όσο νάναι η Περιφέρεια

216
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
έχει και μια κομματική χροιά. Κι οι Δήμοι δεν έχουνε; Μπα, Θεός φυλάξοι. Μη το ξαναπείς… Και; - Τι και; Εσύ θα βάλεις; Θα βάλω! Κι άμα βγεις με ποιόνε θα συνεργαστείς; Δε θάχεις έναν άνθρωπο δικόνε
27-8-2022

σου; Τση εμπιστοσύνης; Θα βάλει κι η Νίνα. Έχουμε συνεννοηθεί. Από το μπαρκόνι της θα βγάλουμε λόγο. Είναι μεσ’ στη μέση τση Χώρας. Σε κεντρικό σημείο. Θα κρεμάσουμε πανό και θα πετάμε φέιγ βολάν. Και κάματε πρόγραμμα; - Εκάμαμε. Και τι θα πείτε; Ημείς είμεθα οπισθοδρομικοί. Τση συντηρήσεως. Τση επιδιορθώσεως. Του μπαλώματος. Του ρεκτιφιέ. Δε θα κάμουμε νέα έργα. Όλοι οι προηγούμενοι μας επεθάνανε στα νέα έργα. Όλο νέα έργα και νέα έργα. Εμπουχτήσαμε. Σώνει. Μπάστα. Εμείς θα συντηρήσουμε αυτά που εκάμαν’ οι άλλοι. Διότι άμα σου τρυπήσει το σκαρτσούνι και δε πάρεις τ’ αυγό το ξύλινο να το κα ρυκέψεις θα τήνε πετάξεις τη σκάρτσα τη μεταξωτή, έτσι και δε τήνε πας να σ’ ασκώσουνε τσι πόντοι. Έτσι δεν είναι; Δύσκολο… - Τι ‘ναι δύσκολο; Άμα και δε πεις για νέα έργα θα σου πούνε κι αυτοί που κάνουνε τα νέα έργα γιατί να σε υποστηρίξω; Από πού θα μείνει και για μένανε κάνα ξερο κόμματο; Από πού θα βγούνε τα έξοδα τση προεκλογικής εκστρατείας; Πώς θα βγεις; - Μα τι έξοδα να ‘χω; Δε θα ‘χω έξοδα. Όσο να ‘ναι θάχεις. Τα φέιγ βολάν δε στοιχίζουνε; Θα βάλει τα μισά η Νίνα. Έχει αυτή; Θα την αρωτήξω. - Τήνε βλέπεις; Άμα κατιβαίνει για τσι γάτοι. Λες να μην έχει; Από πού τ’ άχαρο… Αλλά και πάλι αφού θα εισάστενε δύο, παράταξη θα κάμετε. Σα και τα τώρας που δε κατεβαίνουνε τα κόμματα αλλά πανταχού παρόντα είναι. Δε πιστεύω να σας απανωβάλανε από κάνα κόμμα για να κατεβείτε; Κουβέντες είν’ αυτές; Όχι, αλλά μη και σας εσταμπάρουνε για κομματική χροιά και σας εφωνά ξουνε ού… Δε θέλω ού, δε θέλω ού… 29-8-2022 ΟΥ ΙΙ Τσωπάτε ορές! Λέει τ’ αποτελέσματα. Βγαίνεις μπαμπά;

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 217

- Ως φαίνεται βγαίνω. Δήμαρχος; Άσε να ιδούμε τι εψήφισανε Καμπιέλο, Πόρτα Ρεμούντα, Οβριακή, Γαρί τσα, Φορτιά, Σαρόκο, Άγιοι Πατέρες, Καποδιστρίου, Ανεμόμυλος, Γερα σίμου Μαρκορά, Άη Θανάσης, Μουράγια, Αβράμη, Νικηφόρου Θεοτόκη, Σπηγιά, Πεντοφάναρο, Κόντρα Φόσα, Κοτσέλας και Μαούκι. Αυτά βγάνουνε Δήμαρχο. Αλλά τα λένε τελευταία, τί εκεί ψηφίζουνε πολλοί κι αργούνε στη καταμέτρηση. Η κυρία Νίνα βγαίνει; Με τα τσαρούχια της. Πρώτη είναι για την ώρα. - Σ’ απερνάει; Μ’ απερνάει. Και τση τόπα. Να πεις που δε τση τόπα; Δήμαρχος εγώ, Νίνα, τσείπα. Ναι μου είπε αλλά τήνε ξέρουνε στα χωργιά. Όλη μέρα στο μαγαζί εγνώρισε κόσμο και κόσμο. Εγώ στο γραφείο πόσους να γνώριζα; Κι η Νίνα είναι και κουβεντιαστού. Καλημέρα σας, από πού εισάστενε; έχετε παιδιά; τι δουγειά κάνουνε; ο πατέρας ζιει; η μάμα; επέθανε; τι μου λες…, δε τόμαθα ειδακεμή θε να ‘ρχόμουνε, ο μιτσός έγιανε από το κοκίτη; το χρυσό μου…, να του σφογγίζετε και τσι ρούγκλες τση αγάπης μου, είναι ευαίσθητο το καμάρι μου… Εγώ στο γραφείο αυτά θε νάλεγα; Ημπορούσα; Παναπεί δε θα βγεις Δήμαρχος; Κι εγώ που έκοψα δύο συνολάκια για τη περίσταση; Ένα βεραμάν με χρυσά κουμπιά κι ένα μαύρο, επίσημο, με σκισιά έκοψα. Η ράφτρα θα μου τα κάμει τί έτοιμα δεν έβρηκα. Έχω λίγα ποπά. Παναπεί δε θα τα βάλω; Να πεις στη Νίνα να με βάλει επί τση εθιμοτυπίας. Γιατί; Η άλλη που είχανε οι άλλοι καλύτερη ήτανε από μένανε; Σα και το χτικιό ήτανε. - Εγώ μπαμπά είπα στο σκογειό όπου εσύ θάσαι Δήμαρχος. Τώρα δε θάσαι; Σωνείτε ορές! Γι αυτό εκατέβηκα; Για να κορδωνοσάστενε ‘σείς και να μου κάνετε τσου Δημάρχους; Για το καλό του Δήμου εκατέβηκα. Για την οπισθο δρόμηση που θα μας πάρει ομπρός. Ναι αλλά βγαίνει η Νίνα. - Κατσείτε να ιδούμε. Τώρα λέει τ’ αποτελέσματα απ’ τ’ Αβράμη. Έλαβον: Αβραμιώτης 44, Νίνα 12. Θα βγεις, θα βγεις… Μωρέ τ’ Αβράμη θα με ψήφιζε, σιγά που δε θα μ’ εψήφιζε τ’ Αβράμη…, ποιόνε θα ψήφιζε; Λες να πάρω και μια φούξια μπλούζα με βολάν να τήνε βάνω με το ταγέρ το βεραμάν; Και γόβες κίτρινες; Πάει το κίτρινο με το βεραμάν, δε πάει; Άσε να ιδούμε τι θα ψηφίσει η Οβριακή. Εκεί είναι το κουμπί. Τσωπάτε! τώρα το λέει: Νίνα 189, Αβραμιώτης 4. Πάει. Πάπαλα. Εχάσαμε. Πάρτηνε να τση δώκεις τα συχαρίκια. Και πεσ’ της να με βάλει επί τση εθι μοτυπίας. Πρώτο αυτό θα τση πεις!

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ 218

- Δεν απαντάει. Ξαναπάρε. Στο δρόμο θάναι και θα σκουπίζει. Θα σκουπίζει; Η Δήμαρχος; Θα τση κάμουνε ού. Δε κάνει για Δήμαρχος αυτή. - Κάνει, κάνει…

ΤΙΜΑΙ ΠΡΟΣΙΤΑΙ Καινούργιο είναι το κόσκινο, ψηλά είναι κρεμασμένο. Το σπίτι στην Απολλοδώρου 73 δικό σου δεν είναι; Δικό μου. Και τι το κάνεις; Τι να το κάμω; Θέλει φτιάξιμο. Αλλά πού λεφτά… Θέλει τη μάνα του και το πατέρα του. Λέω να το πουλήσω. Και γιατί δε το κάνεις μπι-μπιπ; Να πάρεις δάνειο, να το φτιάξεις και να βγάλεις και μια μπιτάντε με αποχωρητήργιο να τήνε νοικιάζεις κι αυτήνε; Δίνει η Τράπεζα; Για κάτι τέτοια δίνει. Άμα και τση πεις και μπι-μπιπ, έτοιμη είναι. Δε θέλω σκοτούρες. Δε θέλεις, δε θέλεις αλλά τόχεις εκεί και κάθεται. Ορέ, σε δυο χρόνια τόχεις ξωφλημένο. Άμα τόχα ‘γω απαλάτι θα τόκανα. Ναι αλλά το χειμώνα δε θα νοικιάζεται. Ποιός σου τόπε; Τα νοικιάζουνε οι φοιτητές. Όχι το ίδιο σα μπι-μπιπ αλλά ανάρπαστα γίνονται τα σπίτια μέσα στη Πόλη. Δε τα βλέπεις τ’ άχαρα που ψάχνουνε σπίτι και δε βρίσκουνε; - Θέλει ματάσυρμα κι η σκεπή. Ματάσυρέ τηνε. Μέσα σ’ όλα κι αυτό. Ένα έξοδο. Και τι θα πούνε οι αποκάτου; Θα θέλουνε να βάλουνε για τη σκεπή; Και τι σ’ ενδιαφέρει; Εσύ θα τήνε πλερώσεις. Ο μικρός ο δόλος φέρνει το μεγάλο ψάρι. Έχεις να κονομήσεις τ’ άντερά σου. Στη σκεπή κολλάς; - Λες; Έσωσ’ η αργολαβία. Κι η σκεπή εγίνηκε κι η μπιτάντε με τη θέα και τ’ αποχωρη τήργιο κι ο εξοπλισμός σΥΚΕΑ κι όλα δόξα σοι ο Θέος ετοιμαστήκανε. Τόβαλε και στη πλατιφόρμα δια την ενοικίασιν. Πάνου κάτου, πάτωμα και μπιτάντε, τετρακόσια τη βραδιά εγύρευε. Του τα δώκανε. Έτριβε τα χέργια του. Τέσσερεις ι (επί) τριάντα 12.000 το μήνα γυναίκα. Σε πέντε μήνους εξω φλήσαμε και θάχουμε και το διάφορο. Την εκάμαμε γυναίκα, νάναι καλά ο Πίπης που μ’ άνοιξε τα μάτγια. Αυτά ήλεγε, αυτά εγίνανε.

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 219
30-8-2022

Μόνο που στο πρώτο πάτωμα έμενε ο δικαστής. Εκ Στερεάς με νοίκι. Κάθε λίγο και λιγάκι γκρ-γκρ στσι σκάλες. Και φωνές. Και ρεμπεγιό. Κι ήτανε μια βολά και ξερατά στσι σκάλες. Τι κάνουνε; Ανίβα, κατίβα όλη μέρα είναι. Άσε που φωνάζουνε όλες τσι γκλώσσες του Ισραήλ. Ποιοί είναι; - Ενοίκιασε ο από πάνου το πάτωμά του στο μπι-μπιπ. Και τη μπιτάντε, τη παράνομη. Και πότε την έκαμε; Τότε που έσιαξε τη σκεπή μοναχός του κι εμείς δεν είπαμε τίποτις, τί αυτός τήνε πλέρωσε και δε μας ενόχλησε. Δεν επήρες χαμπάρι; - Άκουα μαστοργιές αλλά όλο στα δικόγραφα ήμουνε βουτηγμένος. Δεν εκατάλαβα. Και τώρα εκατάλαβες; Άστους! Ο Νόμος λέει που για τα μπι-μπιπ θέλει ανεξάρτητη είσοδο. Δε μπορεί ο καθένας να κάνει όλη τη πολυκατοικία ξενοδοχείο. Αυτό λέει. - Ο Νόμος κι ο Νόμος! Μας έφαες με τσι Νόμοι. Άσε τον κόσμο να προοδέψει. Να ζήσει. Τι σε πειράζει; Με πειράζει. Αλλοιώνεται η εικόνα τση Πόλης. Όλη ένα ξερατό εγίνηκε. Όπως η σκάλα μας. Όλ’ η Πόλη ένα ξενοδοχείο θα γένει; Είσαι οπισθοδρομικός. - Εγώ; Το μπι-μπιπ απαγορεύτηκε εις την Απολλοδώρου 73 και εις όλην την Πόλην. Εφαρμόστηκε ευρέως η απόφασις του Δικαστηρίου. Την Απολλοδώρου 73 τήνε νοικιάσανε φοιτητές. Ενοίκιον κανονικόν. Η πρυτανεία ανεκουφίσθη. Όξω από το Πανεπιστήμιο ξανακολληθηκάνε τα «ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ». Τιμαί προσιταί. 1-9-2022 ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗ Εκ του κρίνω. Κρίνω και αποφασίζω. Κρίνω και επιλέγω. Αποφασίζω τι θα κάμω,

Κι

στη πάρτη μου δεν έχω να δώκω λογαργιασμό σε καένανε. Κάνω αυτό που θέλω και λούζομαι τα καλά και τα στραβά που κατεβάζει ο μίλιγγας μου. Μόνο που τσι περσσότερες φορές δε φταίει ο μίλιγγάς μου. Τι φταίει ο κακομοίρης άμα βασανίζεται με τη κλιματική κρίση; Τι φταίει για την ενεργεια κή κρίση; Τι φταίει για τη σκουπιδική κρίση; Τι φταίει που άδειασε η θάλασσα από ψάργια και δε πιάνω; Κάτι άλλοι τόνε βάνουνε σε διαρκή προβληματισμό.

ΓΙΩΡΓΟΣ
220
ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
επιλέγω ενέργειες για να αντιμετωπίσω την όξυνση ενός προβλήματος. Για τη πάρτη μου, για το σύλλογό μου, για το τόπο
τη
μου, για
Χώρα μου, για τον κό σμο όλονε. Δικαίωμά μου; Δικαίωμά μου. Ακόμα. Μη μου το κόψουνε να λες.
όσο αφορά

Αυτός φταίει που η μπαγκέτα το ψωμί από ένα ευρώ επήγε ένα κι εβδομήντα; Αυτός φταίει που τρέμω για τον επόμενο λογαργιασμό τση ΔΕΗς; Το αυτοκίνητο δε το κουνώ. Όλο αυτός φταίει; Δε μπορεί… Κι έτσι η κρίση γένεται κριτική γι αυτούς που τόνε πειράζουνε το μίλιγγά μας, γιατί δε πειράζουνε μόνο το δικόνε μου το μίλιγγα, πειράζουνε και τσου μίλιγ γες του κόσμου όλου. Και εξ αυτού λες, ορέ φίλε τι συμβαίνει; Ποιός με πειράζει; Ποιός δε μ’ αφήνει ήσυχόνε; Ποιός; Αυτός ο ποιος έχει ονοματεπώνυμο. Εξουσία τόνε λένε. Αυτή που αποφασίζει για πάρτη μου και για τη πάρτη μας. Αμπελοφιλοσοφίες… - Άδικο έχω; Κάτσε εκεί που είσαι και μη τα πολυσκέφτεσαι. Έτσι είναι τα πράματα και μη τ’ ανακατεύεις, γιατί βρωμάνε. Σα και τα σκουπίδια; Εσύ δε τα κάνεις τα σκουπίδια; Κάθε μέρα δε ρίχτεις τη σακούλα σου; - Τήνε ρίχτω αλλά τήνε πλερώνω και στο κόκκαλο. Το ίδιο και το ρέγμα. Κάνουνε ό,τι μπορούνε. Ναι, αλλά τσούχω βάλει συνεταίρους στη τσέπη μου; Όπως όλοι κι εσύ. Και τι παναπεί αυτό; Να μη μιλήσω; Να μη διαμαρτυρηθώ; Να μη τονίσω αυτά που με πειράζουνε; Από το σκουπίδι μέχρι το γιώσιμο των πάγων; Το ξέρεις ότι έχουμε κλιματική αλλαγή; Είδες τσι ζέστες εφέτος; Τη ξηρασία; Τη ρήχη τση θάλασσας; Είδες; Έχουνε ξαναγίνει. Πότες; - Ετότες που αδειάσανε τα ποτάμια από νερό και κάποιοι εγράψανε στσι πέτρες έτσι και το διαβάσεις αυτό αλλοίμονό σου. Εξανάγινε το λοιπόν! Και τότες εκρίνανε να βάλουνε φόρο στο ηλεχτρικό ρέγμα; Τότες δεν είχανε ηλεχτρικό ρέγμα. Βλέπανε όπως εβλέπανε. Δε βλέπανε; Εγώ σου λέω όπου και ετότες η εξουσία θε νάβαλε φόροι και στα κεργιά και στα λάδιατα και στσι λαδοφωτιές. Όπως και τα τώρα που όλο λέει τόσο απάνου η κιλοβατώρα. Τί η εξουσία άμα έχει πρόβλημα δε κρίνει. Σπάνια κρίνει. Βάνει ένα φόρο και νετάρει. Αμηδά κοιτάει πως θα κάμει το κακό μικρότερο… Η εξουσία δε θέλει σκοτούρες. Όπως κι εσύ. Και θα μας εδώκει κι επιδότη ση. Σε μένανε; Όοόχιιι, χρυσέ μου. Την επιδότηση θα τήνε δώκει σ’ αυτόνε που μου πουλάει το ρέγμα. Σ’ αυτόνε που επήρε το δημόσιο αγαθό και τόκαμε ιδιωτικό. Του το δώκανε παναπεί. Τσου βάλανε το μαχαίρι στο λαιμό και του το δώκανε. Είχαμε και τα μνημόνια…

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 221

- Γιατί; Τώρα δε τάχουμε; Πολλή κριτική δε κάνεις; Έχω κρίση. 3-9-2022 ΝΕΝΙΚΗΚΑΜΕΝ Μεγάλη κουβέντα. Δε τήνε ξαμολάς επί ασημάντου. 490 π.Χ. Νενικήκαμεν. Γνωστό ποιος τόπε, πότε τόπε, γιατί τόπε, τι συνέβη μόλις τόπε. Το μάθαμε στο Δημοτικό. Και γουρλώναμε τα μάτια στσι λέξεις που ήτανε χαραγμένες στο βλιβλίο τση Ιστορίας που χαράζανε και τσι ψυχές μας. Τίμα τη Πατρίδα σου. Ανατρίχιαζες που ήσουνα κι εσύ σπόρος του Νενικήκαμεν. Με γάλη δουγειά. Ο υπέρτατος θρίαμβος ανακατωμένος με την υπέρτατη θυσία. Εμείς ενικήσαμε κι όχι οι άλλοι. Υπέρ βωμών και εστιών κι όχι επί πανηγύρεως. Νενικήκαμεν. Το ψιθύρισε κι έφυγε. Το επανέλαβον οι ζώντες. Νενικήκαμεν. Ο ένας τόπε τ’ αλλουνού κι ο ψίθυρος εγίνηκε κραυγή ουρανομήκης και σκαλί στηκε με σεμνή σμίλη στο μάρμαρο τση αιωνιότητας. Κλερονομιά άνευ φόρου. Τα καταφέραμε. Μπράβο μας! Είδες τι εκάμαμε ετότες; Νενικήκαμεν. Περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαις. Μα και τώρα νενικήκαμεν. Ποιόνε ενικήσαμε; Τη Κροατία ψες στο μπάσκετ; - Το ΕΣΠΑ. Το ΕΣΠΑ; Ποιό είν’ αυτό; Αυτό που δίνει λεφτά για τα πάντα όλα. Μας έδωκε για το φεστιβάλ. Κατα φέραμε και τα πήραμε. Νίκη εκτός έδρας. Θρίαμβος! Μωρέ τι μου λες; - Ναι, μα χίγιους Αγιούς. Μας έδωκε. Όλο τον άλλο χρόνο θα έχουμε φεστιβάλ. Αυτό που θα πάει μέχρι τσι εκλογές! Κι όχι ό,τι κι ό,τι… Ποιότης! Μια σακούλα άρτον και θεάματα μας έδωκε νάχουμε να τρώμε όλο το εικοσι τρίο! Να τσου βγει το

Αμή;

Όλους αυτούς που το στόμα τους στάζει χολή. Που δεν αναγνωρίζουνε τίποτις. Που δε σου κάνουνε ούτ’ ένα like. Αυτουνούς τσου ανεπρόκοπους που και στο καλύτερο δε σου λένε μπράβο αλλά θυμόνται κάτι σκουπίδια και κάτι άλλα ασημάντου. Γι αυτούς. Κι όλοι αυτοί είναι σα και τσου Πέρσες; - Ίδιοι κι απαράλλαχτοι. Να πανηγυρίσομεν ετότες. Εκρεμάσαμε πανιά.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ 222
μάτι και στσου αλλοίθωρους που δε πιστεύουνε.
Κι οξόν από το ΕΣΠΑ νενικήκαμεν και κάν’ άλλονε παναπεί; -

ΤΟ ΤΙΓΙΟ Από πάνου του ήτανε. Το δέντρο. Αυτό που από κάτου από τον ίσκιο του καθό ντανε να ονειρευτεί συχνά. Τί έκοβε τη καλοκαιρνή κάψα κι άφηνε το αεράκι να τόνε συνεφέρει και να του φρεσκάρει τα όνειρα. Στέγνωνε τον ίδρω του, οι απαλάμες του δε γλυστρούσανε, έπιανε το χαρτί κι έγραφε. Τι γράφεις; Το κέρατο τση φυλής μου. Μεγάλο; Το μεγαλύτερο. Τση φυλής τση ένδοξης; Κάμε μου τη χάρη. Βούλωστο. Με διακόπτεις. Και τι μολύβι έχεις; Αυτό που το σαγιώνεις και γράφει σα στυλός; Απ’ αυτό. Και που τόβρηκες; Αυτό είναι από το καιρό του σέτε. Κι εγώ από τον καιρό του σέτε είμαι. Είχα φυλαμένα. Να τα ρίξω; Όχι, αλλά τώρα γράφουνε στο λάπτοπ. Δεν έχεις λάπτοπ; Έχω. Και γιατί δε το φέρνεις μαζί σου να γράφεις σαν άνθρωπος; Και τώρα πώς γράφω; σα γάϊδαρος; Με το μπαρδόν κιόλας, αλλά τα χείγια σου έχουνε γίνει μπλε. Το σαγιώνεις, το σαγιώνεις αλλά έχεις γίνει χάγια. Έτο! σούπεσε! Τώρα θα το βάλεις στο στόμα σου; Θα το σκουπίσω. Υπάρχουνε μικρόβια. Παγιά δεν υπήρχανε; - Άλλες εποχές. Ετότες δε τα ηξέραμ’ όλα. Τώρα ό,τι και να κάνεις βάνεις ντετόλ. Και; Τι και… Πρέπει να προσέχεις. Από το τίποτις μπορεί να πας στα θυμαράκια. Ωραία τα θυμαράκια. Μοσκοβολάνε. - Όχι στσου αποκάτου, στσου αποπάνου. Κι εγώ σου λέω που και στσου αποκάτου μισκοβολάνε. Ερώτησες καένα από τσου αποκάτου και σούπε που δε μοσκοβολάνε; Μη τα παρασκοτίζεις. Κοίτα κατά πάνου. Η φλαμουργιά κιτρινίζει. Θα κοιμηθεί. Έρχετ’ ο χειμώ νας. Την άνοιξη θα ξανανθίσει. Θα βγάλει τ’ άνθη της να μας εζαλίζουνε. Θα τα κόψουμε να μας εκοιμίζουνε εις ύπνον ευωδιαστόν και γαλήνιον. Μετά θα βγάλει τα πλατύφυλλα φύλλα της να μας εδροσίζουνε στη σκια τους, τη πλούσια. Νάναι καλά αυτός που τήνε φύτεψε. Άξιος. Ο κυρ Νίκος;

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 223 4-9-2022

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ

- Ο κυρ Νίκος. Ποιά φλαμουργιά; Τίγιο εφύτεψε. Τίλιο το ονομαστόν και τση Πλατείας μας κυριαρχόν. Μεγάλη η χάρη του. 7-9-2022 ΕΝΑ ΠΑΓΙΟ ΧΑΡΤΙ Σου πέφτει καμιά φορά στο χέρι κάνα παγιό χαρτί. Κάνα παγιόχαρτο που γρά φτηκε γιατί κάποια ώρα κάποια ψυχή συγκινήθηκε. Χάνεται το χαρτί στο χρόνο, παραπέφτει, ξεχνιέται. Ούτ’ αντίγραφον σε χωμα τερή δε βρίσκεις. Τί; Όσες σοφίες κατεβάζουμε κάθε μέρα δε ξεχνιόνται την άλλη ώρα; Τσι τρώει ο χρόνος, ο σκόρος, το σαράκι, η Λήθη που έλεε κι ο Άλλος. Delete. Αλλά καμιά φορά τα φέρνει έτσι ο διάτανος και σου πέφτει στα χέργια το παγιό χαρτί και σε κάνει κόκορο. Άκουε. Ακούω. Δέκα είναι τα πιο δυνατά πράγματα στο κόσμο όλο.

1. Το σίδερο είναι δυνατό, μα το λιώνει η φωτιά.

2. Η φωτιά είναι δυνατή, αλλά τη σβήνει το νερό.

3. Το νερό είναι δυνατό, αλλά το εξατμίζει ο Ήλιος και το κάνει σύννεφο.

4. Το σύννεφο είναι δυνατό, αλλά το κουρελιάζει ο άνεμος.

5. Ο άνεμος είναι δυνατός, αλλά τόνε τρώει η ζέστη.

6. Η ζέστη είναι δυνατή, αλλά τήνε τρώει το κρύο.

7. Δυνατός είναι κι ο άνθρωπος, αλλά τόνε τσακίζει ο φόβος.

8. Ο φόβος είναι δυνατός, αλλά τόνε καταργεί ο ύπνος.

9. Κι ο ύπνος είναι δυνατός, μα πιότερο δυνατός, δυστυχώς, είν’ ο θάνα τος.

10. Αλλά και πιο πέρα από το θάνατο ζει για πάντα η αγάπη. Κουταμάρες… Άρες, μάρες, κουκουνάρες. Και τα λεφτά; Η εξουσία; Η δύνα μη; Το εγώ; Ο ελέω Θεού αρχηγός; Ο πλανητάρχης; Ο εγώ όλα τα σφάζω κι όλα τα μαχαιρώνω; - Εσύ λες κουταμάρες. Για τσου περσσότερους τέτοιους μετά θάνατον λένε «σκατά στο λάκκο του». Ψέματα; Και για κάτι άλλους «Καλός άνθρωπος ήτανε, Θεός σχωρέστονε». Έτσι δε λένε; Παναπεί το μετά κρίνει το πριν; Αυτό. - Το παν είναι να γοδέρεις το τώρα. Το σήμερα. Άμα φύγεις και πας εις τα εξ ών συνετέθης, τι σε νοιάζει; Θα σου ζητήσει βιογραφικό ο Άγιος Πέτρος; Σιγά… Δεν ηξέρω τι χαλεύει ο Άγιος Πέτρος αλλά εγώ τόνε δικόνε μου προπάτορα

224

τόνε θυμάμαι με αγάπη. Ένας συνηθισμένος άνθρωπος ήτανε. Ήλθε, είδε και απήλθε. Δε διακρίθηκε. Καένας δε τον ήξερε. Μόνο κάτι λίγοι πούχου νε φύγει κι αυτοί. Φίλοι του. Σήμερα καένας δε τόνε θυμάται. Μόνο εγώ. Γιατί μ’ αγαπούσε. Πολύ. Γιατί στα τελευταία του μούλεγε με τα μάτια σου βλέπω. Γι αυτό. Γιατί, μεταξύ μας υπήρχε ΑΓΑΠΗ. Κι η αγάπη δε σβήνει τη μνήμη, νικάει και το θάνατο. 11-9-2022 Ο ΛΕΓΑΜΕΝΟΣ Γάμπριζε. Ομορφάντρας. Αψηλός, μελαχρινός, σπαθάτος, μουστακάκι πιτσιγιά, μαλλί μπριγιαντίνη του κοράκου. Όλος ο Κλαρκ Γκέϊμπλ ήτανε, πλην όμως πε τσέντες, να τον έστυβες δε τούβρισκες όχι ταλαρίνα ούτε δίφραγκο. Όμως, καθ’ ότι και πιτσικαμόρτης, και το κουστούμι του Γραφείου Τελετών εφόραγε και τ’ άσπρο το πουκάμισο με τα μανικετόκουμπα τα ψεύτικα και το σκαρπίνι το πο ντερνό με τσι σκάρτσες τσι μπαμπακερές, τσι άσπρες. Η Ουρανία δεν ήτο και Βίβιαν Λι. Αντιθέτως. Ολοστρόγγυλη ήτανε, την έγραφες με το διαβήτη, κι ότι και νάβανε δε τήνε κολάκευε. Τση τόλεε η Ανθούλα «Κομ μώσεις και Περμανάντ». Μη τρως. Δε τρώω. Τι τρώω; - Έχεις γίνει σα βαντάκα. Τα πάχη μου, τα κάλλη μου. Ο Λεγάμενος, έτσι τόνε λέανε η Ουρανία με την Ανθούλα, τόχε μελετήσει το πράμα. Να καλοπαντρευτώ. Τι; Όλο κάσες θα κουβαλώ; Από το κομμωτήργιο επέρνουνε συχνά. Τί εκεί τρογυρνούσανε τα θηλυκά κι έκοβε κίνηση. Θα του τύχει και του γκλάρου σουπιά, εσκεφτόντανε. Η Ουρανία, κατηγορίας σουπιάς, τόνε κιαλάρισε. Ανθούλα, αυτός με κοιτάει.

Ποιός αυτός; Ο Λεγάμενος. - Εσένα; Εμένα!

Μμμμ…, σιγά το Κλαρκ Γκέϊμπλ… Πάμε απόψε στο Ακταίον; Παίζει το «Όσα παίρνει ο άνεμος».

Επήγανε. Είχε και δροσιά. Έμπαζε η Γαρίτσα το φρέσκο της. Ο Λεγάμενος ήρθε να κάτσει δίπλα στην Ουρανία. Είναι πιασμένη η θέση; Όχι ελεύτερη…, καθίστε. Ρωτάω γιατί έχετε απάνου το τρικό σας.

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 225

- Μη το χρειαστώ για την υγρασία. Δεν έχετε ανάγκη εσείς. Έχετε κάτι κορφάδες… Η Ουρανία εβάρησε αγκωνιά στην Ανθούλα. Αρχίνησε το έργο και την ώρα που ο Ρεντ Μπάτλερ εφίλησε τη Σκάρλετ Ο’ Χάρα η Ουρανία αναστέναξε. - Άααχ… Κρυώνετε; Να σας ερίξω το τρικό σας; Η Ουρανία εσκοτίστηκε. Ξαναβάρησε αγκωνιά στην Ανθούλα. Δεν ήξερε τι να πει. Του χαμογέλασε και ανοιγόκλεισε τα βλέφαρά τση σα τσι καλολαδωμένες μπερτουέλες από τα σκούρα. Άααχ… ξανάπε. Τρεις ώρες και, ήτανε το έργο. Το καταφχαριστήθηκε. Το καλύτερο απ’ όσα είχε δει. Ετελείωσε. Ανάψανε τα φώτα. Ο Λεγάμενος ασκώθηκε και τσι χαιρέτησε. Καληνύχτα σας. Όλο το βράδυ η Ουρανία δεν εκοιμήθηκε. Ονειρεύοντανε όπου ήτανε η Βίβιαν Λι και που ο Λεγάμενος τήνε φίλουνε. Ο Λεγάμενος εξημέρωσε όξω από το κομμωτήργιο. Εμπλάκαρε την Ανθούλα. Ανθούλα δε σας λένε; Ανθούλα. Ξέρετε από τα ψες δε μπορώ να σας βγάλω από το μυαλό μου. Όλο εσάς εκοίταζα. Το έργο δε το είδα. - Εγώ ήβλεπα που εκοιτάζατε την Ουρανία. Αφού ήτανε ανάμεσά μας. Ξεροκατάπιε η Ανθούλα. Ξέρετε, εγώ καλό σκοπό έχω. Αύριο, μεθαύριο θα κάνω δικό μου Γραφείο Τελετών. Κι εσείς με το κομμωτήργιο, θα ζήσουμε ζωή χαρισάμενη. Εν τω άμα και το θάμα. Ούτως και εγένετο. Διότι ο έρως δε κοιτάει τσέπη. Από τα μάτια πιάνεται στα χείλη κατιβαίνει. Κι ο Λεγάμενος είχε κι αυτός ψυχή. Κι η Ανθούλα με το περμανάντ της ήτανε να τήνε πιεις στο ποτήρι. Στο χρόνο απά νου η Ανθούλα ήτο σε ενδιαφέρουσα. Η Ουρανία άλλαξε κομμωτήργιο. 12-9-2022 ΑΠΟ ΤΟ ΓΑΜΟ ΗΡΘΑΜΕ… Μάμα, αύριο θα μου κρατήσεις τα παιδιά; Έχουμε γάμο. Ειμάστενε καλε σμένοι με το Πέτρο. Να σου τσι κρατήσω τσι αγάπες μου. Χαρά μου. Ποιός παντρεύεται; - Η Ρήνη τση κυρά Κούλας με το Σπύρο του κυρ Φώντα. Αυτουνού του τσιφούτη; Σας έχουνε και τραπέζι; Γι αυτό σου λέω να μου κρατήσεις τα παιδιά. Θα πάμε στου Τριάνκολου, μετά το Κεφαλομάντουκο. Άνοιξε κέντρο. Έχει τα τραπέζια όξω. Θάχει παν

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ 226

σέληνο κι απόψε θάν’ ωραία. Πολύ. Θάχει και μουσική. Και τραγουδίστρια. Τη Λένη τση Δέσπως από τα Τριπουλέϊκα. Και παίζουνε κι οι αδρεφοί Κου τοσώροι. Ακκορντεόν και κιθάρα. Πολύ καλοί. Λένε που θα τσου πάρουνε και στην Αθήνα μαζί με τη Λένη. Γκρουπ! Μπα; Εγίνηκε κι η Λένη τραγουδίστρια; Σα και τη Ρένα; Μια ζωή τσουλού κανος ήταν΄η Λένη. Έχουνε να το λένε όλες οι ρούγες. Ξώπλατα και φουρό. Τέτοια καταστέματα! Και πού θα γένει ο γάμος; Στον Άη Λια του Ποταμού. Από κει ο Τριάνκολος δυο βήματα είναι. Και πως θα πάτε μέχρι τον Άη Λια; Με άμαξα; Με τα πόδια θα πάμε. Δεν έχουμε. Άσε που τσου κάναμε και δώρο. Από πού; Και θα σέρνεις το μάντο σ’ όλα τα Μαρτέζικα; Ποιό μάντο… Το τσίτι μου θα βάλω, αυτό με τσι ψηλές τσι τιράντες και τσι γόβες μου τσι μαύρες. Με το τσίτι σου σου φαίνονται όλ’ από μπροστά. Κι οι γόβες, τόσο δρόμο, μη και σε βαρήσουνε στσι φτέρνες. Αμηδά κουτή είμαι… Τσι τσαβάτες μου θα βάλω και τσι γόβες πρι να μπού με στην εκκλησιά. Ά!, εντάξει ετότες. - Πώς επεράσατε; Ωραία ήτανε. Εμείς εκάτσαμε με τη Μαρία και το Σπύρο του Λούλη. Εχορέ ψαμε κιόλας. Και βαρς και ταγκό και φοξ τροτ. Η ορχήστρα καλή. Κι από φαΐ; Τι εφάγατε; Ένα κομματσούλι παστίτσιο, δυο δαγκασιές, μας εφέρανε. Μήτε στη δο ντούρα μας δε μας επήγε. Κι όλοι ελέανε όπου ήτανε το πρώτο. Ποιό πρώτο; Αυτό ήτανε όλο κι όλο. Νηστικούς μας αφήκανε. Να φανταστείς που ο Πέτρος εζήτησε δεύτερο ποτήρι κρασί και του το χρέωσε ο Τριάνκολος δύ γιο φράγκα. Ένα ποτήρι του διορίσανε κι αυτουνού να δώκει του καθεμια νού. Μόνο. Επιτρέπεται; Αλλά έκανε κουμάντο ο τσιφούτης ο κυρ Φώντας. - Δε σου τόπα; Αυτός δε δίνει τ’ αγγέλου του νερό. Τα βάνει τόνα μούτρο πάνου στ’ άλλο. Στο λάκκο του θα τα πάρει; Όλος ο κόσμος αυτό ήλεγε. Άμα θέλεις, κύργιε, να κάμεις τραπέζι να το κά μεις. Όχι βοήθα με φτωχέ μη γίνω σα και σε. Δεν είν’ έτσι. Ασκωθήκαμε και φύγαμε και δε τόνε χαιρετήσαμε. Το γαϊδούρι, το ξεσαμάρωτο. Τα παιδιά κοιμόνται; Κοιμόνται τ’ αγγελούδια μου. Άστα. Θα σου τα φέρω αύριο. Μήπως πεινά τε; Παστιτσάδα έχω από το μεσημέρι. Πεινάς Πέτρο; Άμα περσσεύει βάλε μας. Από το γάμο ήρθαμε πολύ ειμάστενε πεινασμέ νοι.

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 227

Η ΚΟΥΤΣΟΜΠΟΛΑ Όλα ήθελε να τα μαθαίνει η κυρά Νίνα. Να μην ηξέρει τι γίνεται δίπλα της; Ποιός με ποιανε, ποιά με ποιονε; Το πρώτο. Μετά αυτός χρωστάει αυτουνού κι αυτός τ’ αλλουνού. Αυτοί εμαγιοξεσκιστήκανε. Μέχρι το δρόμο ακουόντανε οι φωνές τσου. Βούκινο εγίνανε. Να μην ηξέρει το τι και το ποιό; Να μην ηξέρει ποιανού θα τ’ αφήκει ο Ανανίας τση Σουλτάνας; Σε ποιά τάξη θα πάει φέτος το μιστό τση Καγιόπης; Ο στούκος; Πώς επροβιβάστηκε; Εβάλανε μέσον; Με τι λεφτά αγόρασε η κυρά Μαντεία το σερβάν; Από πού; Αφού δεν έχουνε. Από πού η Ζωή πάει κάτου σα το φιγουρίνι; Με καπέλο ασορτί με το φουστάνι κι ίδιο το ντύμα από τα τσόκαρα τα τανξ; Τση περσσέψανε απ’ αυτά που παίρνει απ’ τ’ Ασπιώτη; Γιατί η κυρά Κατίνα έχει ν’ απλώσει εδώ και πέντε μέρες; Είν’ άρρωστη; Κι η Ποπίτσα έχει να φανεί από προψές. Γιατί εκλείστηκε; Τση συμ βαίνει τίποτις; Κι ο Πετρόπουλος γιατί δεν εφούρνισε; Δε του δίνει αλεύργια ο Μπάκλης; Εμαλώσανε; Θα κάμει σιμπριά με το Ζαφειρόπουλο; Κι ο Δήμαρχος γιατί λένε που θα τα παρατήσει; Δεν αντέχει άλλο, λένε, με το κόμμα του. Τσου ζητάει και δε του δίνουνε μήτε το τάραχο από το τάραχό τσου. Έχουμε σφίξεις του λένε. Έτσι είπανε. Μέχρις εκεί ήξερε κι ενδιαφέροντανε η κυρά Νίνα του Μιχαήλη. Ράδιο δεν είχανε στο σπίτι και δεν ήξερε και γράμματα να διαβάζει καμιά κυβερνητικιά εφημερίδα. Τσι άλλες που έπαιρνε ο Παντελής τση Δέσπως, τα μιάσματα, ούτε που τσ’ άγγιζε. Τσίβλεπε κάθε τόσο στα σκουπίδια αλλά δε τσι άγγιζε. Δεν επιτρεπόντανε τέτοια πράματα. Και να τσίπαιρνε αφού δεν ήξερε να διαβάζει. Είχανε και φωτογραφίες. Τέτοια που ήτανε η Νίνα αμέσως θάμπαινε στο νόημα. Ένα εμάθαινε, εκατό εκαταλάβαινε. Άμα αυτή είχε σπουδάσει θε να γινόντανε μεγάλη και τρανή. Αμηδά κάτι που κάνουνε τσου υπουργούς είναι καλύτεροι… Αλλά τέτοιο μυαλό ξουράφι έμεινε στη γειτονιά. Δε προ χώρησε. Ερχόντανε όμως ένας γραβατάδος και την έβρισκε κάθε τόσο. Μη τούλεε τα χαρτγιά; Αυτή έριχτε και τα χαρτγιά. Δε τάριχτε; Τάριχτε. Αλλά αυτός άλλα πρέπει να τήνε ρώταε. Ποιος από τη γειτονιά ψηφάει ποιονε. Αυτά πρέπει να τήνε ρώταε. Όλοι αυτό είχαμε καταλάβει. Και ποιός ήταν’ αυτός; Δεν εμάθαμε. Ποτές. Πρέπει να ήτανε μυστικός. Τση αστενομίας; Όχι. Πάραπάνου πρέπει νάτανε. Τση παρακολουθήσεως. Πράκτορας. - Σα και το Τζέμις Μποντ; Ποιός είναι ο Τζέμις Μποντ; Λουκά τόνε λέανε. Τον έπιακε μία μέρα η κυρά Κατίνα να τόνε ξομολοήσει αλλ’ αυτός πού… Άλλα τόνε ρώταε, άλλα τσή λεε. Μάστορας!

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ 228 15-9-2022

- Παναπεί μας επαρακολουθούνε από τα τότες; Γιατί αμφιβάλλεις; Παρακολουθούνε και μένανε παναπεί; Και σένανε κι όλους μας. Και τσου σπουδαίους; - Πρώτ΄ απ΄ όλα αυτουνούς. Έτσι έ; Έτσι. Αμητί ενόμιζες; Κι η εξουσία μια κουτσομπόλα είναι. Σα και τη Νίνα. 17-9-2022 Ο ΝΑΦΤΙΚΟΣ Μετρίου αναστήματος και μετρίας συντάξεως. Με προσδόκιμο ζωής τα ενενή ντα ήθελ’ ακόμα. Όλη του η προκοπή στη θάλασσα ένα σπιτόπουλο στο τρίτο πάτωμα. Αγνάντευε από το παράθυρό του τον απέναντι πύργο στα τρία μέτρα. Λίγο ήθελε να τον αγγίξει κιόλας. Πού στη θάλασσα που το μάτι του απλωνό ντανε στα μίγια τ’ ατέγειωτα. Επεριορίσθη. Η κρίση βλέπεις. Κάτι που κατάφερε να βάλει στη μπάντα δεν του έδινε άλλο τόκο. Ήπρεπε να σώσει κι αυτός τσι τράπεζες. Αλλά το κεφάλαιο δε το πείραζε. Να τόχει για μια ανάγκη. Ανθρώποι ειμάστενε. Εξύπναγε νωρίς και μίλουνε μοναχός του. Σκάτζα βάρδιάαα… Η ώρα μου; - Η ώρα σου η τελευταία! Έρχεται… Πλύση καταστρώματος. Ασκώσου. Νυστάζω… Νομίζεις…, αφού και να κάτσεις στο κρεβάτι δε θα κοιμηθείς. Σκώσου. Έκανε πλύση καταστρώματος, τόχε το σπιτόπουλο και φύσαε από τάξη και κα θαριότη. Ήξερε. Τόσα χρόνια στα καράβια άμα δεν είχε ασφαλίσει τη μπου καπόρτα όξω από τη Τζαπάν τέτοια ώρα στη λάσπη του ωκεανού θε νάτανε χωμένος, ν’ αυγαταίνει τη λάσπη. Σιδηρομετάλλευμα από το Βλαδιβοστόκ στο Εκουαδόρ. Είχε κει μια Μαρία. Πάντα τον επερίμενε. Τι θα φάμε σήμερα; Άδειο το ψυγείο. - Τση Μαρίας είχε όλα τα καλά. Άχ Μαρία… Όταν τσείπα να τήνε φέρω στην Κέρκυρα δεν ήθελε. Τι να τση κάμω; Αφού είχε λα μάμα και λα πάπα και τον αδρεφό τση στη φυλακή δια τας πολιτικάς του πεποιθήσεις. Να τσ’ άφηνε; Γιατί; Για το μπόϊ σου ή για την ομορφιά σου; Δε τσήφερνα όλου του κόσμου τα καλά; Στη Λαϊκή να πας να φέρεις κάνα κέφαλο για μπιάνκο. Σκόρδο έχουμε;

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 229

- Φέρε και λίγο περσέμολο.

Πρώτα θα πάω να πιω ένα καφέ. Κοίτα μη μιλείς μοναχός σου στο δρόμο και σε περάσουνε για βουρλισμέ νονε. Εκατέβηκε. Ο καιρός εκρεμόντανε.

- Καλώς τονε. Λες να βρέξει; Τι λες κι εσύ που είσαι και ναφτικός. Τα γνέφια είναι ψηλά. Δε μυρίζει βροχή. Κρατάει ο καιρός. Ημπορεί τ’ από γιομα ή με το πέσιμο του ήγιου. Στην Ανκόνα τσούπνιξε. Κατά δω έρχεται. Τόπε και το δερτίο. Τσωπάτε ορές! Ο καιρός είναι θηλυκός. Γεννάει σα και τη κουνέλα. Γυρίζει από τη μια στιγμή στην άλληνε. Σα και τη ζωή. Ανάθεμά τηνε τη καντουνογυρίστρα. Σα το κύμα, το θελέσπιο, είναι. Πότε σ’ ασκώνει ταψήλου, πότε σε ρίχτει στο βάραθρο. Κι άμα δεν έχεις τιμόνι καλό, σε καταπίνει και σε τρώει η λάσπη. Τα γκαρσόνια μαζεύουνε τσι ντέντες. Μη και τσου τσι πάρει ο καιρός. - Κάγιο γαϊδουρόδενε παρά γαϊδουρογύρευε. Το τσιγάρο τόκοψες; Μια ζωή πούρο εκάπνιζα. Το βαρέθηκα. Αβάνας; Εκουαδόρ. Μου τα φύλαε η Μαρία. Στα πούρα εδούλευε. - Ποιά Μαρία; Μία…, εκεί. Ζιεί; Πάω στη Λαϊκή μην έβρω κάνα κέφαλο για μπιάνκο. 18-9-2022 Η ΙΣΧΥΣ ΕΝ ΤΗ ΕΝΩΣΕΙ Τόχουμ’ ακούσει και τόχουμε χειροκροτήσει εκατό χιγιάδες φορές. Ενότητα, ομοθυμία, όλοι μαζί. Όλοι για ένανε κι ένας για όλους οπούλεγε κι ο Ντ’ Αρ τανιάν, ο μπόντι γκαρντ. Ψέματα; Ποιόνε και ποιάνε δεν έβρηκε σύμφωνο το «όλοι μαζί»; - Θεωρητικώς ναι, αλλά στη πράξη όχι. Εδώ δε μπορείς ο ίδιος να συμφωνήσεις με τον εαυτό σου θα συμφωνήσουνε δύο; Τρεις; Χίγιοι δεκατρείς; - Δε λέω αυτό. Υπάρχουνε πράματα που μας ενώνουνε και πράγματα που μας χωρίζουνε. Όμως προ του κοινού κινδύνου συσπειρωνομάστενε. Από αρχαιο τάτων. Κάνουμε συμμαχίες. Ο φόβος φυλάει τα έρμα. Τότες λέμε η ισχύς εν τη ενώσει, τί όλα θέλουνε και τη δικαιολογία τους. - Κι οι συμμαχίες έχουν’ ημερομηνία λήξης. Φίλοι, φίλοι, καριοφίλι, αλλά δε θα με πάρεις κι αιχμάλωτο. Δεν είδες τον εξ ανατολών σύμμαχό μας; Θάρθει μια νύχτα με φεγγάρι, λέει, να μας ξυπνήσει και τη παγιά μας την αγάπη να μας

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
230

θυμίσει.

- Θα μας εκάνει καντάδα; - Συνοδεία παραβιάσεων εναερίου, χερσαίου και θαλασσίου χώρου.

- Μη το λέει γι αστείο; Αφού συμμάχοι ειμάστενε.

- Αστείο, αστείο, αλλά τ’ αστεία και τα γέγια καμιά φορά σου βγαίνουνε ξινά. Θέλει προσοχή!

- Και τι κάνει κανείς εις αυτάς τας περιπτώσεις; - Κάνει μία συμμαχία. - Συμμαχία μέσα στη συμμαχία; - Η ισχύς εν τη ενώσει. - Η ισχύς εν τη διαλύσει τση συμμαχίας θες να πεις. - Έχουνε Μπαϊρακτάρ και Σου 400 και λένε που θα μας εκάνουνε νταντά. - Ντα; - Ντα! - Εμάς; Της φίλης και συμμάχου χώρας; - Εμάς. Διότι καιρό ετράβηξε αυτή η συμμαχία και παραγνωριστήκαμε. Δε τσου ακούς που κάθε λίγο και λιγάκι μας επετάνε σπόντες; Τούτο το χώμα είναι δικό μας και δεν είναι δικό σας; - Μη το λένε για εσωτερική κατανάλωση; - Αυτή η κατανάλωση τσούδωκε το λάσκο. Η κατανάλωση που φέρνει το κέρδος. Όλα στο κέρδος ανάγονται. - Εχαθήκανε αι αξίαι. Εχάθηκε η Ιστορία. Δε διδάσκετ’ άλλο. Εχαθήκανε κι οι δασκάλοι που τήνε λέανε μετά λόγου γνώσεως. Το μάθημα το κάνουνε από τηλεοράσεως οι κάτοχοι τση τηλεοράσεως. - Οι εκμαυλιστές των μαζών; - Δε τσ’ ακούς; Σου κορπίρουνε το μυαλό με φόβο και στο τέλος σου πετάνε ένα η ισχύς εν τη ενώσει. Σα να σου κάνουνε ηλεκτρονικό ηλεκτροσόκ εκ του μακρόθεν και μέσα στο σπίτι σου. - Ακρίβυνε και το ρέγμα. Τσου συφέρει; Πού τα βρίσκουνε τα λεφτά κι εκπέ μπουνε; - Δε τσου νοιάζει. Έχουν’ επιδότηση. Κατσείτε καλά σου λένε τί άμα δε μας βγάλετε και την άλλη μπακιά μαύρο φίδι που σας έφαε. Έτονε ο άλλος. Δεν ακούτε τι λέει; Μας απειλεί. Ο Αννίβας προ των πυλών. Ποιός θα κάνει κουμάντο ετό τες; Ο αδρεφός μου ο ψεύτης; Κατσείτε καλά. - Κι έχουνε μαλώσει τ’ αδρέφια; - Πως δήθεν. Αυτοί το ξέρουνε το μάθημα. Τσου τόχανε πει από αμνημονεύ των. Δύο χρειάονται. Να εναλλάσσονται. Μία ο ένας, μία ο άλλος. Η ισχύς εν τη ενώσει. - Κι οι άλλοι; - Δεν υπάρχουν άλλοι. Οι άλλοι είναι εκτός ενώσεως.

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 231

Η ΑΤΥΧΗΣΑΣΑ Φυτόν αυτοφυές. Ένας χνουδάτος σπόρος, σα μολογούρα, βρήκε κι έκατσε σ’ ένα μπουτσούνι χώμα. Την ίδια μέρα έβρεξε και τον εδρόσισε. Ξύπνησε. Άνοιξε τα χεράκια του σαν αγουροξυπνημένο μιτσό. Τίναξε τα ποδαράκια του να πατή σουνε πιο βαθιά, κει που ο υδροφόρος ορίζων κουβάλαγε λογής τω λογαδιώνες φαητά. Και να κάτι άζωτα και να κάτι ασβέστια και να κάτι άλλα ανόργανα, επή ρε τ’ απάνου του. Ο ήγιος τση Στεργιάς κι η αρμύρα τση θάλασσας του δώκανε τσι πρώτες ανάσες. Πέταξε ένα κλαράκι με δυο φυλλαράκια κι ανάσανε. Πλού σιος ο αγέρας από διοξείδιο, το ρούφαγε κι ας ήτανε από εξατμίσεις. Ωραίο ήτανε, το φχαριστιόντανε, κι εξέπνεε τ’ άχρηστο τ’ οξυγόνο. Στο σκογειό έμαθε που σε κάτι άλλα αυτοκινούμενα ζούδια πολύ τσου άρεσε το οξυγόνο. Μάλιστα εκαθόντανε κει απέναντι στα κουρτελάτσα, επαίρνανε βαθειές ανάσες και λέα νε, ά! ψυχή μου οξυγόνόοο… Τώρα πως έτυχε και δε το πάτησε καμιά πατούσα από τσι χιγιάδες που το δρα σκελίσανε είναι άλυτον πρόβλημα τση θεωρίας των πιθανοτήτων. Πάντως, ένας που έβανε τσι πλάκες για το πεζοδρόμιο και το είδε, είπε τσ’ αλλουνούς. Λεύκα είναι, αφήστε τήνε να μεγαλώσει. Κι ο επιστάτης του έργου εσυμφώνησε. Αυτή θα γίνει δέντρο μεγάλο. Ωραίο είναι. Έτσι έγινε κι εμεγάλωσε κι εφούντωσε κι έβγαλε τσου δικούς της χνουδάτους σπόρους που τσούπαιρνε ο αγέρας παρακάτου κατά την επιταγήν αυξάνεσθε και πληθύνεσθε και κατακυριεύσατε την γην. Έτσι έκανε κι αυτή και μεγάλωσε, ο κορμός εγίνηκε διαμέτρου 62,6 εκατοστών, πήρε μπόϊ ίσαμε 15 μέτρα και πολύ το κορδωνόντανε. Εν τω μεταξύ ο κορμός της άσκωσε τσι πλάκες του πεζοδρομίου και στο επόμε νο έργο «Αποκατάσταση πεζοδρομίου Γιαλού» ο νέος μανουάλος του τόπε του επιστάτη. Παρτσινέβελε εούτη η λεύκα έχει ασκώσει όλες τσι πλάκες και μας εχαλάει το ίσιο. Δε τήνε κόβουμε; Είσαι βουρλισμένος, ορέ; Το δέντρο να κόψουμε; Αυτήνε, ορέ, εγώ τήνε γνώρισα κλαράκι. Βγάλε τσι πλάκες γύρω-γύρω, τήνε πνίξανε. Κι από πού θα περνάει ο κόσμος; Να κατεβαίνει στο δρόμο; Να πηγαίνει από μέσα, ορέ. Δε μπορεί να πηγαίνει από μέσα; Άκου να τήνε κόψουμε… Με κάτι τέτοιους σα και σε σένανε δέντρο για δέντρο δε θα μεί νει. Ούτε για δείγμα. Αλλοίμονό μας άμα πέσουμε στα χέργια σου. Έτσι εσώθη η λεύκα και πολύ τση άρεσε που ερχόντανε κάτι ζευγαράκια και φιγιόντανε στον ίσκιο της από κάτου. Μάλιστα όταν ένας έβγαλε το σουγιά του και τση χάραξε στο κορμό της μια καρδιά μ’ ένα βέλος κι έγραψε «σ’ αγαπώ», επόνεσε, εφώναξε, αλλά τση άρεσε κιόλας που επήρε πιστοποιητικόν αγάπης

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ 232 22-9-2022

και έρωτος. Το κουβέντιασε και με τσι φιλονάδες της. Με χαράξανε. Είναι γιατί είσαι κούκλα. Σε προτιμήσανε. Κι εσάς γιατί δε σας προτιμήσανε; - Ημπορεί γιατί εσύ είσαι μεσ’ στη μέση. Εχτές ήρθε ένας και τσήβαλε με το σπρέι μια γραμμή κόκκινη. Μετά ήρθε ένας άλλος και μ’ ένα αλυσοπρίονο τήνε κατέβασε από το πάτο. Επέθανε. Ούτε που πρόκανε να φωνάξει από το πόνο. Μπαμ και κάτου. Τση δώκανε με τη μία τη χαριστική βολή. Ετελεύτησε του μάταιου τούτου κόσμου κι ούτε το ΕΚΑΒ δεν επρολάβανε να φωνάξουνε κάτι διαμαρτυρόμενοι να τήνε πάρει. Γιατί το κόψατε, ορές, το δέντρο; Το λέει η μελέτη. Το κέρατο τση φυλής σας. Ήτανε μεσ’ στη μέση. Μπόδαγε. Ημπορεί νάπεφτε και πάνου σε κάνα συτο κίνητο και μετά να μας εζητούσανε αποζημιώσεις. Ήτανε κούφιο. Κουφός είσαι του λόγου σου που δεν ακούς τον ήχο τση θάλασσας και δε βλέπεις τον ήγιο τση Στεργιάς που τήνε μεγαλώσανε. Θα σε πάρω στ’ αυτόφωρο. Έβαλε καιρό. Οι διπλανές πηγαίνανε κι ερχόντανε. Φωνάζανε τα κλαργιά τους και τα φύλλα τους. Μοιρολόϊ τση κάνανε. Η κουτσούπω…, θε νάρθει κι η σειρά μας; Βουΐζανε. Εκλαίανε. Κάτι ελέανε. Τι λένε, τι λένε; Ο γέρο επιστάτης εκαθόντανε απέναντι στα κουρτελάτσα κι έκλαιε. Επήγανε κοντά του. Γιατί κλαις; Η ατυχήσασα, η ατυχήσασα…

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 233
Ο ΔΙΠΛΩΜΑΤΗΣ Από μικρός ο Μόστακας είχε φιλοδοξίες.
να διακρίνεται και να τον διακρίνουν. Και τούχε πει κι ο πάππους του που είχε διατελέσει Γραμματέας τση Κοινότητος πως το παν είναι να τάχει καλά με την εξουσία. Και για να τάχει καλά με την εξουσία ήπρεπε νάναι διπλωμάτης. Τι είναι ο διπλωμάτης, πάππου; - Αυτός που τόνα μάτι του κοιτάει κατά Πουνέντε και τ’ άλλο κατά Λεβάντε. Μάλιστα. Έκατσε στο καθρέφτη κι επροσπάθουνε τόνα μάτι του να κοιτάει δεξιά και τ’ άλλο αριστερά. Δε τα κατάφερνε. Ή και τα δύο δεξιά εκοιτάανε ή και τα δύο
23-9-2022
Ήθελε

αριστερά. Έσκασε. Καταστενοχωρήθηκε. Έβαλε τα κλάματα. Τι κλαις πιτσούνι μου; Τι έχεις; Έλα δω να πεις του πάππου… Εγώ δεν μπορώ να γίνω διπλωμάτης. Δε τα καταφέρνω. Ουάαα… Δε γίνεται έτσι, καρδιά μου, έλα δω να σου εξηγήσω. Και του εξήγησε του Μόστακα που όλο εσάρτενε και γι αυτό τόνε λέανε Μό στακα. Πως σαρτένεις μια εδώ και μια εκεί; Αυτός είναι ο διπλωμάτης. Πότε θα πηγαίνεις με τη μία εξουσία και πότε με την άλληνε. Όλες το ίδιο είναι. Όλες τη πάρτη τσου κοιτάνε. Αμηδά είναι καένας τσου σα και το Κόντε Νάνε; Πού τέτοια τύχη… Αλλά θέλει τρόπο για να μη σε καταλάβουνε που τσου κογιονάρεις. Κι η εξουσία μόνο δύο έχει; Δεν έχει τρίτονε; Πολύ δύσκολο να μπει τρίτος στη μέση. Στσου δύο τρίτος δε χωρεί. Άστο αυτό. Θα μεγαλώσεις και θα το γνωρίσεις. Εσύ τη πάρτη σου να κοιτάς. Θα είσαι και με τον ένανε αλλά θα γελάς και τ’ αλλουνού. Έτσι άμα ο άλλος γί νει εξουσία εσύ θα χαιρετάς και τον ένανε, τί κάποια ώρα ο ένας θα ξανάρθει στα πράματα. Εκατάλαβες; Θε νάσαι φίλος με όλους. Όσο πιο πολλούς φίλους έχεις τόσο πιο καλά. Τσου εχθρούς τι να τσου κάμεις; Άχρηστοι είναι και σου βγάνουνε και το μάτι. Εγώ ενόμιζα ότι ήπρεπε ν’ αλληθωρίζω. - Ακριβώς! Άμα είσαι μ’ όλους πότε θ’ αλληθωρίζεις κατά τον ένανε και πότε θ’ αλληθωρίζεις κατά τον άλλονε. Παναπεί ο διπλωμάτης είν’ αλλήθωρος; Σάρτενε ‘σύ και μη σε νοιάζει. Θα μάθεις ν’ αλληθωρίζεις χωρίς να το κα ταλάβεις. Εκατάλαβε. Και μήλο έπαιρνε στη δασκάλα και μποκέ λουλούδια έπαιρνε και μολογούσε στα κρυφά τσου άτακτους να τσου τιμωρήσουνε και στο στρατό έδι νε τσιγάρο του λοχία να μη τόνε βάνει αγγαρία και στσι εκλογές έκανε ψήφους και του μιανού και τ’ αλλουνού. Εσείς κυρ Αντώνη ποιόνε θα ψηφίσετε; - Εμείς ειμάστενε από πάντα με τον ένανε. Δεν αλλάζουμε. Το ξέρω. Και καλά κάνετε. Μ’ αρέσει που εισάστενε σταθερός. Κι εγώ το ίδιο. Αλλά αφού θα ψηφίσετε τον ένανε βάρτε κι ένα σταυρό του Σπύρου του Μπριβάδου, άμα θέλετε παναπεί, που είναι και καλό παιδί και τίμιο. Θα το σκεφτώ… Εσείς τζια Γιωργούλα ποιόνε θα ψηφίσετε; Ά! αυτή τη βολά τον άλλονε. Δεν είδες πως μας εκατάντησε ο ένας; Μέχρι και στσι παυλοσουκιές φωτιά μας έβαλε. Είδες καταστέματα; Κι εγώ τον άλλονε υποστηρίζω. Και πούσαι τζία…, βάλε σταυρό του Νιόνιου του Πηγαδούλη. Είπε που θα μας εκαθαρίσει όλες τσι σούδες.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ 234

-

Έτσι είπε; Άμα είπε έτσι θα του βάλω. Που πλημμάρουμε και βγάνω τα νερά με το μπουγέλο. Και δι αυτής της διπλωματικής οδού ο Μόστακας εδιορίσθη και πήρε και προ αγωγή και τόνε καλούσανε και εις τας δεξιώσεις καθ’ όσον υπηρεσιακός παρά γων. Και τόνε βάλανε να εκφωνήσει και τον πανηγυρικόν της ημέρας και τον επικήδειον του εκλιπόντος Προέδρου. Δόξες και διακρίσεις. Μεγαλεία. Τόνε βλέπανε στο δρόμο και του βγάνανε και το καπέλο. Ωραία τήνε βόλεψε ο Μόστακας, εβγήκε και εις την σύνταξιν αλλά όπως όλος ο κόσμος είχε ένα αχ. Δεν ενυμφεύθη. Επί χρόνια τάχε με την Τασούλα του Μπερ λεμπέ αλλά ο τάτας τση ήτανε κομματόσκυλο τ’ αλλουνού. Πώς να την επάρει; Δεν ήτο διπλωματικόν και θα εκακοχαρακτηριζόντανε από τον ένανε. Την άφηκε. Τώρα τήνε βλέπει που ξατρέχει τ’ αγγόνια τση στη πλατεία κι αλλάζει δρόμο. Τί κι η αλλαγή δρόμου διπλωματία είναι. 24-9-2022 ΕΠΙΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ «Επηδιωρθόσεις Ιπποδημάτων» έγραφε το καρτόνι. Κάποιοι εγελάγανε. Κά ποιοι δεν εκαταλαβαίνανε γιατί γελάγανε αυτοί που γελάγανε. Σε κοροϊδεύουνε Γιάννη; Γιατί γελάνε; Όποιος γελάει με τον άλλονε, γελάει με τα μούτρα του. Με τη ταμπέλα γε λάνε. Μου τόχουνε πει να τη διορθώσω. Μου το γράψανε κιόλας. Ορίστε! «Επιδιορθώσεις Υποδημάτων» είναι το σωστό. Το ξέρω. Και τι παναπεί; Όλοι δε καταλαβαίνουνε που σιάχνω παπούτσια; Αλλά τσούφαε το έψι λον γιώτα και το όμικρον γιώτα. Αυτά τσου μαράνανε. Δε κοιτάνε τη τύφλα τους. Εγώ δε σας εμπαλώνω τα στιβάγια και τα τσαρούχια καλά; Έχει καέ νας παράπονο; Αυτό δε μετράει; - Μωρέ καλά μας τα φτιάχνεις. Και πρώτος τσαγκάρης. Έχεις βγάλει τ’ όνομα. Αλλά αλλάζουν’ οι καιροί. Όλοι τώρα μαθαίνουνε γράμματα και γελάνε με τσου αγράμματους. Τσ’ αρέσει και τσου κογιονάρουνε. Τα λένε συναμεταξύ τους και το βρίσκουν’ αστείο. Και χα, χα, χα τα γέγια. Διόρθωστο και συ. Γράφτο πάλι. - Ναι καλά… Και που να πα νάβρω καινούργιο χαρτόνι; Πού να τόβρω; Εκοίταξες στα σκουπίδια; Και ποιός ρίχτει καρτόνι στα σκουπίδια για να τόβρω κι εγώ; Λέω μήπως… Να μη λες. Άμα σου μείνει καρτόνι ή κλιεις κάνα τζάμι που σούσπασε ή τόχεις για προσάναμα για το φουρνέλο. Αμηδά το ρίχτεις να τόβρει άλλος… Έτσι δεν είναι; Έτσι είναι αλλά βρες κι εσύ ένα. Σ’ αρέσει που σου γελάνε; Οι σπουδαγμέ νοι λένε όπου είναι θέμα επικοινωνίας.

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 235

- Και τι είναι η επικοινωνία; Έ! καταστέματα. Κόβουνε τα δέντρα. Ούτε για γέγια δεν είναι. Για κλάϊματα είναι. Οι ανεπρόκοποι. Δε τα κόβουνε τα γερά. Κάτι άχρηστα κι άρρωστα κόβουνε. Θα φυτέψουν’ άλλα. Τάειδα εις τη μακέτα. Δέντρα τάτο νάνο. Κάτι μιμόζες και κάτι κοκκινοδαμα σκινιές άμα το λέω και καλά. Εδώ έχουμ’ ευλκαλύφτους έσαμε 30-40 μέτρα μπόϊ. Θα τσου κόψεις και θα βάλεις μιμόζες; Θα σ’ αρέσει; Είκοσι μέτρα κάτου; Ίδια θε νάναι η φωτογραφία; Τι θέλουνε; Να βλέπουνε οι απάνου ορόφοι τη θάλασσα; Φταίνε, γιατί δε μας το εξηγήσανε. Άμα μας το εξηγούσανε θα το καταλα βαίναμε και δε θα φωνάζαμε. Αφού εκάμανε μελέτη, αυτοί που την εκάμα νε ξέρανε, δεν ηξέρανε; Και τήνε παραλάβανε αυτοί που τήνε παραλαβαί νουνε και τσούπανε και το στα μπένε και τσου πλερώσανε με τα δικά μας τα λεφτά. Τσου εξοφλήσαμε. Εμείς τι ξέρουμε; Το μάτι μας δε ξέρουμε να βγάλουμε. Κι έχουμε και λόγο; Άστε τους να κάμουνε αυτό που θέλουνε και μετά μιλάτε. Ναι, ορέ… Τώρα πρωτόειδα δέντρο. Δεν ηξέρω ποιό δέντρο είναι γερό και ποιό άρρωστο; Τα γράμματα είναι; - Εκόψανε γερό; Εκόψανε. Κι αντίς να πούνε εκάμαμε λάθος, εκεί αυτοί. Να κόψουμε, να κόψουμε. Γιατί ορές δεν επιδιορθώνετε το λάθος; Άμα εγώ σούκανα πρόβα στο παπούτσι και μούλεες με βαρεί στο κότσι δε σου τ’ άνοιγα με το καλα πόδι; Δε σου τόφτιαχνα; Δε σούκανα την επιδιόρθωση; Επερίμενες να σου το κάμω στενό, να σε λαχτίζει και μετά να μου το φέρεις πίσω; Δε γίνοντ’ έτσι οι δουγειές. Έκαμες λάθος κύργιε! Το βλέπεις, δε το βλέπεις; Επιδιόρ θωσέ το. Τώρα! Άλλαξε τα βάρδουλα και βάλε άλλα πέταλα. Κι άμα δε σου κάνουνε πέταλα για παπούτσια βάλε πέταλα γι άλογα. Υστερούν στην επικοινωνία. Δε σου τόπα; - Και τι είναι η επικοινωνία; Η εξήγηση με απλά λόγια που να τα καταλαβαίνεις κι εσύ ο αγράμματος. Αυτό είναι; Τότες θα τσου επικοινωνήσω κι εγώ. Και τι θα κάμεις; Θα τσου βάλω ένα καρτόνι που τόχω φυλαμένο που λέει «Επηδιωρθόσεις Ιπποδημάτων». 24-9-2022 Η ΕΛΠΙΝΙΚΗ Έφυγε κι η Ελπινίκη. Πάνε τώρα κοντά δυο χρόνια. Εκ Φοινίκης. Πόλης των ελ

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ 236

λήνων Χαόνων. Ο πατήρ της Αγαμέμνων. Εκεί γύρω στο 1914 που υπογράφτηκε το Πρωτόκολλο τση Κέρκυρας ο Μένιος έφυγε. Σ’ ένα παπόρο μέσα, όλοι μέσα, όλοι μέσα… Στην Αμερική εβρέθηκε. Στο Μπόστον. Άφραγκος, πετσέντες. Έβαλε το μούτρο κάτου. Δουγειές του πουδαργιού. Και πιάτα. Άμα εμέτρουνες πόσα πιάτα έπλυνε ουρανοξύστη σήκωνες. Όλο γες σερ ήτανε. Καένας δε τούδινε σημασία. Τση ξεμπραχαγιάς. Αλλά μάζωνε. Σα το έμπιο. Δε τάβανε στη τράπεζα. Δεν είχε εμπιστοσύνη. Το ’29 εγέλουνε. Οι κούτιακες ενομίζανε που οι τράπεζες είναι σα και τη κασαφόρτε. Σιγά μην είναι… Ούτε σήμερα δεν είναι. Αυτός είχε ένα κουτί κι έβανε τα δολάργια τόνα πάνου στ’ άλλο. Κι όταν τ’ αφεντικό του εφαλίρισε στη κρίση επήγε και τον έβρηκε. Μου πουλάς το μαγαζί; Έχεις; Έχω. Κι εγίνηκε εστιάτωρ στο Μπόστον ο Μένιος, γκρικ φουντ και ελαιόλαδον Κερ κύρας κι επροόδεψε. Άσκωσε κεφάλι κι εχάλεψε εις γάμον την Ουρανία του Αχιλλέα εκ Χίου. Έτσι προέκυψε η Ελπινίκη κι είχανε ντράβαλα με το παπά τση Ορθοδόξου. Ο Μένιος το όνομα τση μάμας του ήθελε να βγάλει. Ελπινίκη; Δεν είναι όνομα χριστιανικόν. Ούτη ήτο θυγατέρα του Μιλτιάδου και ετεροθαλής αδρεφή του Κίμωνα. - Για ψάξε… Έψαξε. Η Ελπινίκη εορτάζει κάθε πρώτη του Σεφτέβρη μετά των σαράντα παρ θένων και ασκητριών. Την έχουμε γραμμένηνε την Ελπινίκη. Χριστιανή ορθόδοξος ήτο. Βλέπεις; Βάχτισέ τηνε τότες. Έτσι εβαχτίστη η Ελπινίκη, εμεγάλωσε, τήνε σπουδάσανε. Κλερονόμα η Ελπινίκη, αλλά επήγαινε και στο μαγαζί. Ανυπερθέτως. Εκεί την είδε ο Μεμάς ο εκ Κερκύρας αεροπόρος και τήνε κοίταξε. Κοντακιανή η Ελπινίκη αλλά σπίρτο. Κι όλο γέλουνε. Μ’ ένα γέγιο απ’ αυτά που ψηλώνουνε τον άνθρωπο και φτάνει πάνου κι απ’ τ’ αερόπλανο. - Καλή αυτή. Ποιανού είναι; Τ’ αφεντικού. Του Μένιου. Πρόσεξε! Ο Μένιος είναι από τη Φοινίκη. Μωρέ τι μας λες… κι εγώ είμαι από τα Μουράγια. Ετρεμοπαίξανε τα βλέφαρα τση Ελπινίκης στο Μεμά, το παίδαρο. Κι αυτός έστειλε το προξενιό. Τήνε θέλει κυρ Μένιο. Είναι αεροπόρος. Εσείς κυρία Ουρανία τι λέτε; Δε λέει η Ουρανία! Ό,τι πω εγώ! Πόσα βγάνει; Βγάνει, δε βγάνει; Αεροπόρος είναι. Άμα θέλει να πάρει το μαγαζί, εγώ εμεγάλωσα, ν’ αφήκει τ’ αεροποριλίκια και ν’ αναλάβει το μαγαζί. Θα του το πω.

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 237

Του τόπανε, το ζύγισε. Η Ελπινίκη την άλλη βολά τούσκασε χαμόγελο. Πονηρό. Το πήρε απόφαση. Συμφωνώ. Ζωή χαρισάμενη εζήσανε. Πέντε μαγαζιά εκάμανε. Και πήρανε και χτίσανε και σπίτι παράκτιον στο Μασατσούτσες. Και στην Κέρκυρα αγοράσανε οροφοδια μέρισμα επί τση Λεωφόρου Αλεξάνδρας μπριχού τση κόψουνε τα δέντρα. Έφυγε νωρίς ο Μεμάς. Στο Α΄ Νεκροταφείο τον έχουνε. Η Ελπινίκη πηγαινοερχόντανε στην Κέρκυρα. Στο σπίτι τους. Τα παιδιά της τση λέανε να μη κάνει τόσα ταξίδια λόγω υγείας. Αυτή εκεί. Πήγαινε κι ερχόντανε. Καμιανού δεν είπε οπούχε καρκίνο. Όταν τσείπε ο γιατρός έχεις καρκίνο αυτή τούπε: Και σα… Τόσος κόσμος έχει. Ετελεύτησε εις τον αέρα. Σ’ ένα ταξίδι Κέρκυρα - Νέα Υόρκη. Ελέανε που τήνε πήρε ο αεροπόρος στη Κέρκυρα. 26-9-2022 ΤΟ ΠΑΡΚΙΝΓΚ Και εγεννήθη και εβαχτίστη και έλαβεν το όνομα «Σύλλογος Μονίμων Κατοίκων τση Παγιάς τση Πόλης». Νονοί μερικοί. Μπορεί και στην αρχή ένας. Πάντα ένας λέει να γίνει κάτι κι άμα μαζευτούνε πάνου από 21, νομίζω, μπορούνε και κάνουνε και Σύλλογο. Άμα είναι έτσι έχουνε το δικαί ωμα. Δεν ηξέρω και καλά κιόλας. Και μετά και λένε και μιλούνε. Και λένε εμείς έτσι το βλέπουμε το πράμα κι έτσι νομίζουμε που είναι το σωστό να κάμετε εσείς που αποφασίζετε. Κι όσοι αποφασίζουνε κάνουνε αυτό που εκείνοι νομίζουνε σωστό, τί αυτοί που αποφασίζουνε κάνουνε, οι άλλοι δε κάνουνε, μόνο λένε τη γνώμη τους. Να μη λένε τη γνώμη τους. Ποιός τσου ρώτηξε; Ποιοί είν’ αυτοί και λένε; Αυτό μας έλειπε να λέει ο καθένας τη γνώμη του. Πού πάμε, ορές, που πάμε; Να μη μιλούνε παναπεί; Δε σώνει που μιλούνε, από πού κι ως πού βαχτιστήκανε Μόνιμοι Κατοίκοι; Όλοι

Εγώ που είμαι Μόνιμος Κατοίκος από τον καιρό τση Ενώσεως δεν ηξέρω καένα τους. Ούτε στη φάτσα. Και μας εβγάνουνε και τη γλώσσα και μας ελένε που να πάμε ν’ αρά ξουμε τ’ αυτοκίνητά μας. Εβουρλιστήκανε τέγεια; Παρανόμως ιδρυθήκανε; Δεν ηξέρω πως ιδρυθήκανε. Μεγάλη ιστορία. Θα σου τήνε πω άλλη βολά. Αλλά έχουνε μεγάλο τουπέ. Μέχρι και στα Δημοτικά Συμβούλια πάνε και

238
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
εδώ μένουνε; Πόσοι είναι; Από πού κρατάει η σκούφια τους; Ποιά είναι η κοινωνικιά τους βάση; Την ελέγξανε ποτές;

τσου δίνουνε και το λόγο. Εμένανε δε μου τόνε δίνουνε. Γιατί; Θα κατιβούνε για Δημάρχοι; Παναπεί όλοι του Συλλόγου ούτε γνώμη πρέπει νάχουνε ούτε το δικαίωμα να συντρέξουνε στσι εκλογές άμα θέλουνε; Η πολλή Δημοκρατία μας έφαε. Και ποιά Δημοκρατία; Αέρα φρέσκο Δημο κρατία. Κάνα δυο λένε ό,τι λένε, κάτι άλλοι γράφουνε και τσου αβαντάρουνε, αμηδά όλοι συμφωνάνε μ’ αυτά που λένε αυτοί; Μα τσου ψηφίσανε, τσου εκλέξανε. Αυτό που σου λέω. Ήξερε ποτές του ο κόσμος τι ψηφίζει για να ξέρει όπου ψήφισε κι αυτουνούς; Έ; - Δεν ηξέρει; Ορέ που ζιεις; Δε βλέπεις όπου είναι όλοι γερόντοι; Ηξέρουν’ οι γερόντοι; Τα κούχτια; Μ’ αρέσει που πάνε και κάτι κανάγια και τσου ρωτάνε. Τι να τσου πούνε; Πότε έκλεισε το γκαζ; Και τι πρέπει να γίνει; - Να τσου διαλύσουνε, να τσου κλείσουνε, να τσου διώξουνε. Καλά εκάνανε κείνοι κει κι είχανε το Καιάδα και τσου ρίχτανε μέσα. Δε τα λέει ακριβώς έτσι η Ιστορία. Ναι, πάρε συ την Ιστορία και βράστηνε να δεις τι ζουμί θα βγάλει. Κάμε τήνε και αυγολέϊμονο, να θαραπαείς. - Πάντως είναι πολύς κόσμος που είναι στο Σύλλογο. Έχει κάπου εξακόσιους νοματαίους. Κουταμάρες! Τρεις κι ο κούνουπας είναι. Είναι κι ένας άλλος Σύλλογος, ακούω, μ’ άλλους τρακόσιους. Κι αυτός τα ίδια και χειρότερα. - Πολύ μένος, βρε παιδί μου… Μη και πήγες να γραφτείς κι εσύ και δε σε γράψανε; Τι σου κάνανε; Το μάτι σου βγάλανε; Μου βγάλανε τ’ αυτοκίνητό μου από το πάρκινγκ. 27-9-2022 ΤΑ ΝΟΥΜΕΡΑ - Τελικά ποιά ήτανε τα νούμερα; Επρόσεχα αλλά δεν εκατάλαβα κιόλας. Ή 185 ή 135 ή 191 ή 70 ή 35 ή 153 που θα φυτευτούνε, δηλ.

λένε, μέχρι και τη τελευταία στιγμή πριν τα κόψουνε. Όξω αυτά που είναι στα πεζοδρόμια, τί αυτά εφυτρώσανε όπου θέλανε και δεν εσκεφτήκανε όπου αύριο θα γένει πεζοδρόμιο για το κόσμο. Οι κούτιακες. Καλά να πά θουνε. Μα ο κόσμος πάει από μέσα. Κουτός είναι να πάει απ’ όξω; Απ’ όξω είναι

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 239
1 να φεύγει και 3 να έρχονται. Ή δεν ηξέρει καέ νας σίγουρα, ακόμα κι ο πιο υπεύτυνος, γιατί θα τα τσεκάρουνε ένα-ένα,

για τ’ αυτοκίνητα. Και να μην έχουμε ένα πεζοδρόμιο για τ’ αυτοκίνητα; Μα στο πεζοδρόμιο είναι κι οι κολώνες τση ΔΕΗς. Θα τσι βγάλουνε; Γι αυτές δε γράφει τίποτις η μελέτη. Μόνο για τα δέντρα λέει. Κι όταν εκάμανε τη γκραν μελέτη δε τα τσεκάρανε ένα-ένα; Τώρα περιμέ νουνε να τα τσεκάρουνε; Ως φαίνεται… Ως φαίνεται, ως φαίνεται αλλά εμείς σκοτωνομάστενε συναναμετάξυ μας. Έτσι είναι αι μελέται. Στο προσαπόκου και να πέφτει ο μπονές. Αφού τσι παραλάβανε κιόλας. Επισήμως. Κι επλερωθήκανε. Τσι πλερώσαμε. - Και τώρα ειμάστενε αιχμαλώτοι στσι μελέτες; Ό,τι γράφει δε ξεγράφει. Το έργατο συμβασιοποιήθηκε και είναι σε εξέλιξη. Τίποτα, τίποτα δε μας σταματά… Μα… Μάξις και ξερός. Τώρα θα τα μάθεις; Θυμάμαι κάποτες έναν υποψήφιο που φώναζε προεκλογικά «έχομεν μελέτας, έχομεν μελέτας…» αλλά τόνε μαυρίσανε τον αχαρόνε. Δεν ήξερε τότες ο κόσμος από μελέτας. Γι αυτό. Και τώρα ξέρει; Από πού; Λέω τώρα που έχουμε και τη Διαύγεια. - Ποιά διαύγεια; Θα βρέξει, δεν ακούς; Ήρθε μήνυμα στο κινητό. Ακραία καιρικά φαινόμενα. Δε θα πάνε τα παιδιά στο σκογειό. Θα ρίξει με το τουλούμι. Εμείς ετότες επηγαίναμε, έβρεχε δεν έβρεχε. Σούρομα γινομάστενε. Αλλά άμα δεν ήσουνα το πρωΐ στη Προσευχή αλίμονό σου. Άπλωνες το χέρι σου κι έτρωες τη βιτσιά. Θυμάμαι που ο Σπύρος του Κουτσονιόνιου άργησε κι όταν εμπήκε στη τάξη είπε του δασκάλου «έκατσα κάτου από το φτεγιά μέχρι να κόψει» κι ο δάσκαλος τούδωκε διπλές βιτσιές, για να μάθει που όταν πέφτουνε κεραυνοί να μη πηγαίνει κάτου από το φτεγιά. Και τόμαθε; Ζιει πάντως. - Ζιει κι ο φτεγιάς; Όχι, ο άχαρος. Τόνε κόψανε προχτές. Ήταν’ άρρωστος; Μια χαρά ήτανε αλλά εκαθόντανε πάνου στο πεζοδρόμιο. Δεν επρόσεξε που εβγήκε. Και τόνε κατεβάσανε. Ήτανε μέσα στα νούμερα; Του γράψανε κόκκινη γραμμή. Ποιοί; Αυτοί που γράφουνε τα νούμερα.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ 240

30-9-2022 ΕΞΑΓΓΕΛΙΑΙ ΚΑΙ ΕΓΚΑΙΝΙΑ Εξαγγελίες και εγκαίνια. Αυτά προετοιμάζουν την είσοδο εις τας προεκλογικάς περιόδους. Θα σας εκάμομεν και γιοφύργια. Εγκαινιάζομεν το έργον τούτο που το εβά λαν’ άλλοι μπρος προ εικοσαετίας. Αλλά, προσέχτε. Εμείς το τεγειώσαμε! Μα είναι ακόμα ακάμωτο το σκογειό… Δεν έχει καμίαν σημασίαν. Πέστε που είναι καμωμένο. Αμηδά τι του λείπει; Μήπως ο εξοπλισμός; Άλλο ο εξοπλισμός. Δε τόνε βάλανε μέσα οι προηγούμενοι. Οι άχρηστοι, οι ανίκανοι. Αμείτε να τσου ψηφίσετε. Τσου ανεπρόκοπους! Αλλά από πού μυαλό; Τόσο είχανε, τόσο σας εδώκανε. Εμείς όμως θα το δώκουμε στον εργολάβο να το εξοπλίσει. Το μυαλό σας; Κογιονάρετε; Για τον εξοπλισμό λέμε Μη κάμετε και σεις καμιά εικοσαργιά χρόνια; Παιδιά ειμάστενε; Ό,τι σας είπαμε μπριχού δε τα κάμαμ’ όλα; Έ, όχι κι όλα; Γιατί; Τι δεν εκάμαμε; Τα σκουπίδια; Τι τα σκουπίδια; Δε τα διώξαμε να πάν’ αλλού; - Τσι δρόμοι; Έλα, δε βλέπετε που μπαλώνουμε τσι λακκούδες; Το νερό; Γιατί; δε τρέχει; Λίγο κίτρινο. - Και δε σας αρέσει που το βλέπετε; Άμα δεν ήτανε κίτρινο θα το βλέπατε; Να μην ηξέρετε τι πίνετε; Προς Θεού! Τίποτις δε σας αρέσει; Έχετε τίποτις άλλο να πείτε; Για πέστε μας ένα καλό που εκάματε; Ένα; Χιγιάδες! Πρώτ’ απ’ όλα εκάμαμε του κόσμου τα συνέδρια. Εφέραμε κάτι ‘πιστήμονες με κάτι φτυχία να! με το συμπάθιο. Και τραγουδιστάδες πολλούς. Δε γοδέρατε; Ούτε που τσούχατε ματαειδεί. Εκάμαμε το κρεμα στό κήπο στ’ απαλάτι. Εκλείσαμε το πάρκινγκ και δε πλερώνει καένας. Αφή καμε τα μισά φρεάτγια του Λιστόν ακαθάρηγα να ξεπληθεί ο δρόμος που είναι γιομάτος από τσι τσίκλες που μασουλάτε και τσι ρίχτετε κάτου και τσι πατείε. Τι ηθέλετε; να σας εμασάμε και τσι τσίκλες; Όχι προς Θεού τέτοιες σιχαμάρες… Γι αυτό σας ελέμε. Όλοι αύριο να πάρετε τα ξερά σας και νάρθετε που θα εγκαινιάσουμε τα έργα στο Βίδο.

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 241

- Δεν ακούσαμε τίποτις. Μας εσαμποτάρουνε τα ΜΜΕ. Δε τα λένε. Θα το κάμουμε το Βίδο να λά μπει. Θα το περάσουμε όλο με λακ. Είναι χορηγός το ικοκομμωτήργιο. Έφε ρε όβολα από τη Σιγκαπούρη. Πακτωλός. ‘Ετσι έ; - Να μη στα συζητάω. Περσσεύουνε κιόλας και θ’ αγοράσουμε αλυσοπρίονα γιαπωνέζικα για το Άρσος. Δε θ’ αφήκουμε κολυμπηθρόξυλο. Θα πίνεις το καφέ σου και θα σε μαυρίζει ο ήγιος. Δε θα θέλεις ούτε ξαπλώστρες ούτε μπάνια ούτε κουταμάρες. Όλα ιν μπόκα. Εγώ θέλω να κάνω και καμιά βουτιά. - Άμα θέλεις να πηγαίνεις στο Βίδο. Έχει απαγορεύεται. Πήγαινε στη Πλαζ. Τρέμει ο πόντες. Φοβάμαι. Πήγαινε στσι Αλυκές. Έχει και πάπιες. - Να πάω στη Δασιά; Απαγορεύεται. Είναι ιδιωτικιά η πλαζ. Την αγοράσανε; Βεβαίως! Και πόσα λεφτά σας εδώκανε; - Δε τα πήραμ’ ακόμα. Κι αυτοί επήρανε όσα τσου δώκατε; Τα πήρανε και τα χτίσανε. Αλλά τι; Θα μας εγελάσουνε; Είν’ ανθρώποι τση εμπιστοσύνης. Σιγκαπουριανοί! Δεν ηξέρω. Άκουσα που το εξαγγείλατε. Εγκαίνια εκάματε; 2-10-2022 ΕΚΤΟΣ ΕΡΓΟΤΑΞΙΟΥ Έτρεχε, εσκόνταψε, έπεσε. Άνοιξε το κεφάλι του. Τα αίματα ετρέχανε. Από τη μία έκλαιε κι από την άλλη πίεζε με το χέρι του τη κοψιά. Τα άλλα σκοτιστήκανε. Μόνο ένας εγέλουνε. Ο Πέτρος. - Ού αίματααα… Κακομοίρη μου θα σε σκοτώσει η μάνα σου. Πάω να τση το πω. Όχι, θα με βαρήσει. Να πάω πρώτα στο Γιατρείο, να μου το δέσουνε. Η κυρά Αννέτα τούκοψε με το ψαλίδι τα μαγιά γύρω από το τάγιο, είπε που ευ τυχώς δεν εχρειαόνταναι πόντοι, του τόπλυνε με οξυζενέ, τούβαλε οινόπνευμα και γιώντιο, αυτός εσάρτενε, του εσταμάτησε το αίμα που έτρεχε και τούβαλ’ απάνου γάζα, μετά μπαμπάκι και του το σταύρωσε με λευκοπλάστ. Σα καρνά βαλος ήτανε. Μάμα εβάρησα.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ 242

- Πού, πώς πότε…, τι έγινε; έλα δω…

Θα με βαρήσεις. Δε θα σε βαρήσω, έλα δω να δω…

Όχι, θα με βαρήσεις…

Έλα δω, τί τώρα είναι που θα τσι φας! Επήγε. Τον αγκάγιασε. Τόνε φίλησε. Τον έψαξε παντού μην είχε βαρήσει κι αλλού.

Πού εβάρησες; Επαίζαμε πίσ’ απ’ τ’ Ασπιώτη στάκα μαν. Εσκόνταψα στη ρίζα από ‘να φκά λυφτο. Κι έπεσα. - Δε σούχω πει να μη πηγαίνεις πίσ’ απ’ τ’ Ασπιώτη; Μη σ’ έσπρωξε κάνας άλλος μούλος; Ο Πέτρος εγέλαγε που βάρησα. Οι άλλοι με πήρανε στο Γιατρείο. Εντάξει είμαι τώρα. Βγάλε τη φανέλα σου. Γιομάτη αίματ’ είναι. Να σου τήνε πλύνω. Ώ! τι τρα βάω η άχαρη τση μοίρας μου. Μόνο άμα κλείσω τα μάτια μου θα ησυχάσω. Και ποιος ακούει το πατέρα σου άμα θάρθει. Μαζί μου θα τα βάλει που δε σε κοντρολάρω. Που σ’ αφήνω με τσου μούλους. Και σταμάτα να κλαις. Τι κλαις; Θα βγάλεις τίποτα που κλαις; Κανονικά στο ξύλο ήπρεπε να σε τσακί σω. Να μάθεις να μη πηγαίνεις πίσ’ απ’ τ’ Ασπιώτη. - Ο ευκάλυπτος φταίει…, είχε κάτι ρίζες… Εμείς όλοι θε να ‘μάστενε στο λάκκο κι ο ευκάλυπτος θα ζιει, φλιμμένε μου. Τώρα σου φταίει ο ευκάλυφτος; Τι θέλεις; να πάμε να τόνε κόψουμε; Αμη δά δικός μας είναι… ……………………………………………..

Αυτά εσκεφτόντανε. Περπάτουνε με τα χέργια πίσω. Έβαλε το χέρι του στο κεφάλι του να πιάκει τη κουκουμίθρα του. Το τάγιο τούχε αφήκει σημάδι και στη μπάντα που βάρησε το κεφάλι του είχε λίγη πόντα. Κι από τότες όλο την άγγιζε. Εσταμάτησε. Είχανε κόψει ένανε ευκάλυφτο. Μόνο η ρίζα του απλωνόντανε ακόμα. Εθυμήθηκε τότες που σκόνταψε κι έπεσε. Είδε το Πέτρο που γέλουνε, τη κυρά Αννέτα, τη μάνα του που δε τόνε βάρησε. Εφύγαν’ όλοι. Όπως του τόχε πει η μάνα του. Εμείς θα φύγουμε κι ο ευκάλυφτος θα ζιει. Εούτονε τόνε κόψανε. Τόνε πεθάνανε πρι τση ώρας του. Γιατί τόνε κόψανε; Δι κός τους ήτανε; Στο μάτι τσου πείραξε; Κι αφήκανε τη ρίζα του; Μη βαρήσει κάνα παιδί εσκέφτηκε. Να τήνε βγάλουνε σύσκαρη ήπρεπε. Σα παγίδα είναι. Αυτοί παιδιά δεν έχουνε; Να πάω να τσου το πω. Παρακάτου εκόβανε δέντρα. Επήγε και τσούβρηκε.

Ο ευκάλυφτος που εκόψατε δικός σας ήτανε; Αυτό που αφήκατε θα σκοτω θεί κάνα παιδί. Παρακαλώ… Περάστε εκτός εργοταξίου.

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 243

Η ΑΜΠΕΛΟΣ *

Η άμπελος ήτανε χαρτί. Χαρτί του διαόλου. Όποιος τόχε ήγλεπε όλες τσι γυναίκες γαλαπίδικες. Ο Αγγελέτος πούχε την άμπελο, το σπίτι του τώρα είναι όλο σουκιές. Ούτ’ απόξω δε περνάνε. Εκεί εκρεμάστηκε τί έκανε του κόσμου τα κακά και τ’ ολέθρια. Οι διαόλοι τόνε βάνανε να τα κάμει. Αυ τοί του βάλανε την άμπελο στα χέργια. Άνοιξε το κουτί του τζίου του, του Μαλαντρέα, ο Αγγελέτος και τόβρηκε. Ο Μαλαντρέας τούδειξε που τόχε. Αυτός εβρικολάκιασε. Ορθός εβρέθηκε ένα βράδυ στο στασίδι. Τον επιτί μησε ο παπάς, τρεις φορές, στην Αγιά Τριάδα, κι έπειτα έβαλε τσι κόρσες και φώναξε άλλους τρεις παπάδες να πάνε μαζί. Αλλ’ αυτός είχε φύγει. Στο Κακότραφο είπανε που τον είδανε να ροβολάει κι από πίσω ετρέχαν’ οι κοτρώνες να τόνε προκάνουνε να τόνε χώσουνε εις τον αιώνα τον άπαντα. Εκεί εθάφτηκε. Στη πέτρα όχι στο χώμα. Από το χώμα βγαίνεις. Από τη πέ τρα πού να την ασκώσεις; Κάτου από τον Υψηλόνε είναι. Τόνε σκέπασε η Χαλικαργιά. Επροψές που ένας τουρίστας επήγε ν’ ανέβει τη Χαλικαργιά εκεί έμεινε. Η Πυροσβεστική είδε κι έπαθε να τόνε κατιβάσει. Λένε που τόνε κράτουνε απ’ τ’ αστραγάλι ο Μαλαντρέας. Κι ο Αγγελέτος; Ο Αγγελέτος αμούστακος ήτανε κι επαίδευε τη χήρα. Τσίβανε τσου περό νους του Ιησού Χριστού. Ήτανε μιτσός και δεν ήξερε από γυναίκα. Κι αυτή τόνε πήρε. Όχι που ήθελε αλλά αυτός είχε την άμπελο. Έτσι εγίνηκε. Κι έβανε το μαχαίρι στο λαιμό σ’ όλο το χωργιό. Ετόκιζε τα λεφτά τση χήρας. Μι τζιβίρης. Δεν είχε έλεος. Στην άσοδη ήτανε να χώσει μέσα το Πέρικλε του Τσαμπού. Κι επήγε η κόρη του να τόνε παρακαλέσει. Κι αυτός έβγαλε την άμπελο και τήνε πήρε. Κι αυτή, το έρμο, έπεσε από το φρύδι του Φουρκή στο χάος κι εχάθη. Κι η μάνα τση, η Σπερδούκλω, εκατίβηκε τα γκρεμά να πάει να την έβρει. Εμπουρδουκλώθηκε είπανε κι έπεσε κι αυτή να πάει να βρει τη κόρη της στο πάτο. Την έφαε το σκότος. Αλλά όπως έπεφτε τόνε καταράστηκε τον Αγγελέτο να μη γιώσει. Η χήρα τον άφηκε και κλείστηκε στο μοναστήρι. Πετσί και κόκκαλο έχει γίνει. Τάθελε αμιά κι αυτή. Κι αυτός εγίνηκε δαχτυλοδειχτούμενος. Καένας δε του μίλουνε. Όπου τον εβλέπανε, εφεύγανε. Και κατάντησε να μιλεί μοναχός του με τα δέντρα. Ως κι αυτά τον αποστρεφόντανε. Τί και τα δέντρα και ψυχή έχουνε και θυμητικό. Σα και τη μηγιά του Καρλούκιου που την έκοψε κι αυτή του εφαρμάκωσε το χώμα και δε βγάνει μήτε πρικαλίδα. Που ήτανε ο τόπος γιομάτος μοσκολάχανα και ζεγκούνους. Στάχτη και διάργυρος. Μόνο μια αγριοσουκιά του μίλουνε τ’ Αγγελέτου. Έλα, έλα, τούλεε. Κι αυτός σ’ αυτήνε επήγε και κρεμάστηκε. Εκεί τον αφήκανε. Τόνε φάανε τα μηρμήγκια κι οι κεντρίνες. Μόνο άμα του εμείνανε μοναχά τα κόκκαλα τόνε κατιβίβασε ο νιος παπάς και τον έθαψε.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ 244 4-10-2022

Ήτανε λέει αμαρτία να τον αφήκει. Και βρικολάκιασε; Μόνο μια φορά τον είδανε. Τη νύχτα. Στο φόρο ήτανε, κουστουμάδος. Κι άφηκε την άμπελο να τήνε πάρει ο αγέρας. Έτσι ησύχασε. Κι η άμπελος που έφτακε; - Στη Χώρα τήνε βρήκανε. Και τι την εκάμανε; Την έχουνε φυλαμένηνε στο Δημαρχείο.

* Βασισμένο στα «Κερκυραϊκά» του Γιάννη Μπουνιά. 6-10-2022 Η ΛΟΥΓΚΑ Τσου τόκαμες το ξόρκι; Τσου τόκαμα. - Και; έπιακε; Ήτανε πολύ βαργιά αβασκαμένοι. Ανασκαμνιζόμουνε συνέχεια. Πήγε να μου φύγει ο σάγονας. Με πονούσ’ η κλείδωση κάτου απ’ τ’ αυτιά. Επήγα να πεθάνω. Ποιός; Εγώ! Μεγάλο κακό. Κι εξημέρωσα με κακό γαρμπούνι στην αμασκάλη. Λούγκα. - Κακό σπυρί; Κακό; Το κακό τσου να τσου πιάκει. Καλόγερος. Τσου πήρα όληνε την αβα σκανία και κοίτα…, να εδώ… Δεν ημπορώ να τήνε κλείσω την αμασκάλη μου. Ού πω, πω διάσονάαας…, να βάλεις κατάπλασμα με μολόχα. - Ποιά μολόχα; Εδώ θέλει μολόχα, χαμομήλι, σπαθόχορτο και λίγο φλόμο, να τα βράσεις, να τα σουρώσεις, να ρίξεις έν’ αβγό χωρίς τ’ ασπράδι και λάδι από το καντήλι. Και να σου τήνε φασκιώσουνε τη λούγκα με μάλλινη φανέ λα. Κι όσοι με καταραστήκανε να μαζωχτούνε και να μου κάνουνε το ξόρκι για το κακό γαρμπούνι. Μην είναι άνθρακας σκιάομαι. - Γιατί; Το κακό γαρμπούνι άνθρακας δεν είναι; Και να ρίξουνε καρβουνάκια στο νερό, το καθαρό. Και που να τόβρουνε το νερό το καθαρό; Να πάρουνε μπουκαλάδο. Γιατί; Το μπουκαλάδο είναι καθαρό; - Να πάρουνε από την όσμωση και καρβουνάκια από τα ξύλα που θα κάψουνε.

Πρώτ’ απ’ όλα η όσμωση δε λειτουργεί. Από τω καιρώ εκείνω. Να το σουρώσουνε με σαράντα τουλουπάνια, να στάξει καθαρό. Έτσι πρέ πει. Κι άμα περσσέψει να το πιούνε. Άσπρο πάτο στην υγειά μου. Και να

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 245

μου κάνουνε και το ξόρκι. Όλοι μαζί. Χάλευε πότες θα μαζευτούνε τώρα. Και να μαζευτούνε θα βάλει ο άλλος το ξόρκι στην Ημερησία Διάταξη; Τι να πρωτοβάλει; Τα Βίδα; τα Ντεμπλόνια; τσι Δασιές μ’ ένα ή με δύο σου; Και πες που το βάνει το ξόρκι. Το ξέρουνε; Θα τσου το στείλω με ες σε μες. Δε τσούδες; Όλη την ώρα με το κουνητό στο χέρι ήτανε. Επικοινωνούσανε. Τσούφαε η πολλή επικοινωνία. Παγιά, που δεν είχανε τα κουνητά, επροσέ χανε τι λέει ο άλλος. Τώρα μόλις αφήκουνε το κουνητό πετάγονται και λένε «επί προσωπικού». Και δε σώνουν’ άλλο. - Ήτανε κι ένας που μας εσυστήθηκε και μας είπε που είναι κουζουλός και να τόνε προσέχουμε, τί δεν ασκώνει πολλά, πολλά. Τούριξα φάσκελο από τηλεοράσεως. Μη σ’ εμάτιασ’ αυτός; Ο κουζουλός το βουρλισμένονε τόνε φοβάται. Εμίλουνε κι όλοι στη τσέπη τους του κάνανε το φάσκελο. Αμή; Και τελικά τι απόγινε; Επήραν’ απόφαση; Ενύσταξα και δεν είδα το τέλος. Είχα και τη λούγκα κι εκορπίρησα. Έβαλα μαξιλάρι κάτου από το χέρι μου, νάναι ψηλά η αμασκάλη, να μην ακουμπά ει η λούγκα, και τόνε πήρα. - Και πως πας; Πώς να πάω; Όπως πάει όλος ο κόσμος. Από ψες το βράδυ ξέρεις πόσοι εβγάλανε λούγκες; Πολλοί. Εγιόμισε όλ’ η Χώρα καλόγερους. 7-10-2022 ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ Είναι κάτι αποφάσεις που τσι λένε ιστορικές. Είναι σπουδαίες. Άλλες είναι φανερές κι άλλες κρουφές. Μυστικές. Και κάποιες κάτου από το τραπέζι. Καθο ρίζουνε συνθήκες συμμαχιών, συνθήκες ειρήνης, αναγνωρίσεις κρατών, δημι ουργία αξόνων, αποτελέσματα πολέμων, ένα σωρό καθορίζουνε. Από το καπίκι στη μπρίσκουλα

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ 246
σέτε μέχρι εγώ έχω τα πυρηνικά κι εσύ απαγορεύεται
συμμάχοι-συμμάχοι αλλά εγώ θέλω όλο
Όλες οι ιστορικές αποφάσεις έχουνε ένα κοινό χαρακτηριστικό. Δε κρατάνε. Ακόμα κι οι πιο σπουδαίες. Μετά από λίγο ή από πολύ λίγο χαλάνε.
σατε λένε οι μεν, δεν έχετε δίκιο λένε αυτοί που την αθετήσανε, να μας εξηγήσετε λένε κάτι τρίτοι και μετά σφάζονται όλοι μαζί μέχρι την επόμενη ιστορική απόφαση και την επακολουθούσα συνθήκη. Και τσι σπουδαιότερες συνθήκες τσι γράφουνε στα βλιβλία τση ιστορίας να παιδεύουνε τα μιτσά για το πότε
νάχεις. Μέχρι
το Αιγαίο. Και μην ακούς που λέω το μισό. Όλο το θέλω και τη Παμβώτιδα μαζί, τί κι η κυρά Φροσύνη δικιά μου δεν ήτανε;
Την αθετή

εγίνηκε η συνθήκη του Μάαστριχτ. Το 1821 έγινε. Ντροπής! Λες ψέματα, και κάτσε κάτου. Το 1821 εξεκίνησε η Παλιγγενησία. Και αυτή δεν ήτανε συνθήκη. Οργή Λαού, οργή Θεού ήτανε. Επανάσταση. Του Μάαστριχτ η συνθήκη υπογράφτηκε το 1992. - Τόσο αργά; Τόσο. Και ποιοί την υπογράψανε; Οι Ευρωπαίοι. Κακιά φάρα. - Κι εσύ Ευρωπαίος είσαι. Κι εγώ; Κι εσύ! Και γιατί δε το καταλαβαίνω; Εσύ δε θα το καταλάβεις ποτές σου. Είδες χτες στο Δημοτικό Συμβούλιο; Υπογράφτηκε συνθήκη. Επί των παρόντων. Αφού εμαγιοξεσκιστήκανε είπανε όλα καλά καμωμένα αλλά οι Συλλόγοι θάχουνε εποφτεία. Θα βάλουνε μηχανικό και γεωπόνο και θα βλέπουνε τι γίνεται. Κι αυτοί θα λένε τη γνώ μη τους. Αυτό να κοπεί, αυτό να μη κοπεί, εδώ να πέσει τσιμέντο κι εκεί όχι. Δημοκρατικά πράματα. - Κι οι Συλλόγοι εσυμφωνήσανε; Αυτοί δε ψηφίζανε. Οι άλλοι εψηφίσανε την ιστορικιάν απόφασιν. Αυτοί που εμείνανε. Σου λέει μπασ’ τους μεσ’ στα πράματα και μετά θα τσου λέμε επί παρουσία σας εγίναν’ όλα. Εκεί εισάστενε. Και συμφωνούσατε. Τώρα τι θέλετε; - Πονηρός ο βλάχος. Αλλά εγώ άλλο λέω. Οι Συλλόγοι μεταξύ τους εσυμφωνήσανε; Έχεις ακούσει που θ’ αμολύσουνε ένα πύραυλο να κάνει στράκα ο μετεω ρίτης; Εκατάλαβα. Και τότε τι σόϊ συμφωνία είν’ αυτή; Άμα ο μηχανικός του μια νού δε συμφωνεί με το μηχανικό τ’ αλλουνού κι ο αργολάβος δε συμφωνεί με καένα από τσου δύο, ποιός θα λέει τι πρέπει να γένει; Ποιανού να κάμεις τη καρδιά, ποιανού να τη χαλάσεις; Θα μαλώσουνε εκατό τακατό. Δε κρατά νε, μάτια μου, οι ιστορικές αποφάσεις. Χαλάνε την άλλη ώρα. Δε σου τόπα; Και τι άλλο να κάνανε; Έλα στη θέση τους. Κοτζαμάν Δημοτικό Συμβούγιο μετά οχτώ ώρες κουβέντα να μην έπαιρνε απόφαση; Εβάλανε τάξη και κα νόνες. Έστειλε γράμμα κι ο κόντες του Λουργιού. Ά, πα, πα, πα, είπε. Τάξη και κανόνες, τάξη και κανόνες. Και τσούκανε τα μούτρα κρέας. Ολουνόνες. Και τα μαγαζιά, όξω δύο, μαζί τους εσταθήκανε. Τσου δώκανε χαρτί και το υπογράψανε. Τί σου λέει τ’ αβγό με τη πέτρα τα βάνει; Δε τα βάνει. Κι αυτοί τι είπανε;

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 247

- Τι να πούνε; Καλοί οι κανόνες, καλοί… Σα και του Μάαστριχτ. Έλα παρτσινέβελε να υπογράψεις να μην είσαι άλλο παρτσινέβελος στο τόπο σου. Ορ μάω κι όποιονε πάρει ο Χάρος. Έτσι δεν εγίνηκε; Τα παραλές. Δεν είναι ακριβώς έτσι. Αλλά πάντα σου ήσουνε υπερβολικός. Δεν εκάμανε υποχωρήσεις; Από 191 το πήγανε στο 35 και να δούμε. Τόπανε δε τόπανε; Και που τόπανε; Έχουνε μπέσα; Πάντως, αυτό που κάνανε δε το κάνανε με το χέρι στη καρδιά. Κάτι από Ιερά και Εγκάρδιο Συμμαχία μου θυμίζει. Τάξη και κανόνες ελέγανε κι αυτοί, και την Επανάσταση και την Κέρκυρα τσείχανε θαμένες. Αλλά οργή Λαού, οργή Θεού. Ψέματα; Τέλος πάντων. Εδώκανε τα χέργια; Μπάαα…, δεν υπάρχει εμπιστοσύνη. Αύριο έχουν’ ασφαλιστικά. Να δούμε τι απόφαση θα βγει. Ιστορική. 7-10-2022 ΤΟ ΡΕΤΟΥΣ Σήμερα είναι άγνωστη η λέξη για τσου πιο πολλούς. Και παγιά το ίδιο ήτανε. Σήμερα έχει αντικατασταθεί από το photoshop. Πιάνουνε μια φωτογραφία και τση βγάνουνε τα μάτια. Είσαι 104 κιλά; Σε κάνουνε 84. Άμα θέλεις και λιγότε ρο. Έχεις προγούγια; Μετά δεν έχεις. Καλά οι ρυτίδες και τα αραιωμένα μαγιά, αυτά δεν είναι τίποτις. Πατείς το κουμπί και σε αποκαθιστά! Βγαίνεις σα και το Σιλβέστρο. Το γάτο; Μωρέ ποιό γάτο; Το Σταλόνε στα νιάτα του. Τότες που τον ελέγανε Ρόκη και Ράμπο. Αλλά ετότες δεν υπήρχανε τα μέσα και άμα είχες ατέλειες σου τα διορθώνανε με το ρετούς. Σπουδαία δουγειά. Είχανε ένα τρίπτυχο πράμα με μπερτουέλες που το ανασήκωνες και γινόντανε ένα ζήτα. Στο μεσαίο είχε ένα καρτόνι με μια τρύπα στη μέση κι από πίσω μια λάμπα κι εκεί έβανες τη πλάκα, γυάλινη ή φίρμ, κι μ’ ένα μαλακό μολύβι Faber Castel και μ’ ένα ξουραφάκι, Astor κατά προτίμηση, έγραφες κι έσβηνες κι έκανες τη δις Κοκ καλίνα νάχει το μπούστο τση Τζένις Μάσφιλντ. Της Τζέιν Μάνσφιλντ; Αυτηνής. Τη Κοκκαλίνα που την εθυμήθηκες; Τσείχαμε βγάλει φωτογραφία τση μιανής, να τήνε στείλει για προξενιό. Πετσί και κόκκαλο ήτανε, το ίδιο κι η αδρεφή τση. Δύο ήτανε οι Κοκκαλίνες. Εκατεβαίνανε για βόρτα στο Γιαλό αλαμπρατσάντε και κοιτάγανε μην αγαντσάρουνε καένανε. Από μέσα εβάνανε στουμπώσια και στο μπούστο κι από πίσω να φαίνεται πράμα. Άμα τσου λέανε να πάνε στσου ευκαλύ

248
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ

φτους, αυτές επηγαίνανε. Τη πλάκα τση μιανής μούδωκε να τση κάμω ρετούς, για να μάθω. Τι του δίνεις εκεί; Θα την εχαλάσει. Και να την εχαλάσει τι θα γίνει; Το πολύ-πολύ να την εκάμει όπως είναι τη Κοκκαλίνα. Μετά θα τήνε ρετουσάρω κι εγώ. Αλλά κι αυτό πρέπει να μάθει. Αύριο, μεθαύριο μπορεί να βγάνει το ψωμί του από το ρετούς. Εμένα δε μ’ αρέσει το ρετούς. Μου πονάνε τα μάτια. Να πάω όξω; Κάτσε κει και μη κουνηθείς. Κοίταε να μαθαίνεις. Γιατί μούδωκες μπούφα; Τι έκαμα; Μη κουνιέσαι! Έτο! Το φόντο εχάλασε. Σα και τα μούτρα σου τόκαμες. Πάρε τώρα το ξουραφάκι και ξύστο όλο. Στη φωτογραφία θα βγει όλο μαύρο. Κάνει και κοντράστ. Θα τση πούμε ότι είναι καλλιτεχνικιά. Έτσι τσήπαμε τση δις Κοκκαλίνα. Και να δεις που τση άρεσε. Και την εγιά από το πηγούνι τση βγάλαμε και τσι τρίχες από τη μύτη. Και τση μεγαλώσαμε και τα μάτια της που ήτανε σα κουμπότρυπες. Στην Αστραλία την έστειλε. Κι ο κούτια κας είπε τήνε παίρνω. Και τσήστειλε και τα εισιτήργια να πάει με το καράβι να στεφανωθούν’ εκεί. Επλέρωσε. Πολύ ωραία με κάνατε. Ευχαριστώ. Ο μιτσός. Αυτός σας ερετουσάρισε. - Έλα δω, ψυχή μου. Πάρε δω να πάρεις παγωτό. Εμπήκε στο νόημα. Όλα είναι ένα ψέμα, μια ανάσα μια πνοή, σα λουλούδι κά ποιο χέρι θα μας κόψει μιαν αυγή. Από το ψέμα κερδαίνεις. Από την αλήθεια σπάνια. Ο κύργιος Απόστολος, ο νέος Νομάρχης, δεν είχε ένα χρόνο που ανέλαβε και μας εφώναξε στη Νομαρχία.

Άμε να δεις τι θέλει.

Εγώ είμαι μιτσός. Ντρέπομαι. Η ντροπή, ντροπή δεν έχει και χαράς τον που την έχει. Άμε! Εγώ κρατάω το μαγαζί. Ο πατέρας σου τρέχει στ’ Αχίλλεια. Άμε! Εχτύπησε τη πόρτα. Εμπρός. Καλημέρα σας από το φωτογραφείο που μας εφωνάξατε είμαι. Εσύ; Μάλιστα. Και ξέρεις; Ξέρω! Μιτσό παιδί… Από τη γης δε φαίνεσαι… Τέλος πάντων. Κοίτα δω…, θέλω σ’ αυτήνε τη φωτογραφία στη Γαρίτσα τα δέντρα να μου τα κάμετε πιο ψηλά. Λίγο κατσίδικα φαίνονται και δε μ’ αρέσουνε. Μπορείτε; Θα μεγαλώσουνε με το καιρό.

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 249

- Μέχρι να μεγαλώσουνε ποιος ζει, ποιος πεθαίνει. Τώρα τα θέλω. Μάλιστα! Τι σούπε; Θέλει, λέει, τα δέντρα να φαίνονται πιο ψηλά. Και τούπα να τσου κάνουμε ρετούς. Εσυμφωνήσαμε. - Άκου να δεις, ρετούς κάνουμε στα μούτρα κι όχι στα δέντρα. Τα τοπία δε τ’ αλλάζουμε. Είναι καταγραφές. Εκεί οι φωτογραφίες δε λένε ψέματα. Εκεί δε χωράει ρετούς. Γιατί βαράς μπούφα; Για να μαθαίνεις, διάολε, τι είναι το ρετούς! - Και του Νομάρχη τι θα του πούμε; Να πάει να κάνει μπάνιο στον Ανεμόμυλο.

10-10-2022 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ Οχτώβρης. Ασκολάσανε. Παίξανε στο δρόμο όσο ερχόντανε από το σκογειό στο σπίτι. Εφτάκανε. Πεινάγανε. Πού είναι η μάμα; Τι θα φάμε σήμερα, νόνα; Η μάνα σας είναι στο Ποταμό και κάνει ρίβες στο χωράφι. Βάνει κοκκινο γουλάκια. Σήμερα έχουμε ελληνική ιστορία. Πάλι; - Οποιανού δε τ’ αρέσει στο εστιατόργιο. Τι θέλετε να σας εδώκω; Τα ποδάργια μου τ’ άπλυτα; Άααα… Εμένα δε μ’ αρέσει η ελληνική ιστορία. Θα τη φας και θα πεις κι ένα τραγούδι. Η Ελλάς ποτέ δε πεθαίνει; - Άμα σε πιάκω θα σου πω εγώ η Ελλάς ποτέ δε πεθαίνει. Εγώ θέλω λίγο. Δε πεινάω. Και τ’ απόγιομα έχω αγγλικά. Και; Τι; να μου φύγει καμιά αποφορά; Ντρέπομαι. Ορίστε μάαας… Μας αρχίσανε κι οι ντροπέεες… Η μαντάμ ντε Πομπαντούρ που τρώει μόνο το παντεσπάνιιι… Εγώ θα πω του πάππου να μου κάμεις δυο αυγά μάτια. Και ποιός σούπε που έχουμε; Οι κότες δε γεννάνε. Έχουνε κόρυζα. Τι είναι η κόρυζα; Σα και το μαλαθράκι που έχεις στον εγκέφαλο. - Εγώ δεν έχω μαλαθράκι. Και τι έχεις κονίδες; Εγώ δε θέλω ελληνική ιστορία προυμ-προυμ. Να μου κάμεις πατάτες τηγα νιτές.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ 250

- Δεν έχω λάδι. Έχεις! Αυτό τι είναι; Αυτό τόχω για το καντήλι. Δεν έχεις άλλο; Βλέπεις νάχω; - Στη πίλα; Να την αφήκετε ήσυχήνε τη πίλα. Μπορεί να μας έβρει κάνας πόλεμος. Ποτές δεν ηξέρεις τι γένεται. Τι κάνεις εκεί; Τρώω λίγη λεφτή. Θα χορτάσεις με ψωμιά και δε θα φας την ελληνική ιστορία. - Μια φλέτζα έφαα… Και στη μοσκέρα τι έχεις; Έχεις αυγά, έ; Δεν έχω τίποτις. Όνειρα βλέπεις; Και φύγε από κει μη και τήνε ρίξεις. Φύγε! Έρχετ’ ο πάππους. Ακούω βήματα. Πάππου δε θέλουμ’ ελληνική ιστορία προυμ-προυμ. Ναι μάτγια; Κάμε τους από δυο αυγά τηγανιτά και μια τηγανιά πατάτες. - Δεν έχω! Έχεις. Δε σούφερα; Αυτά χοροπηδούσανε. Ετραβούσανε το βρακί του πάππου. Χαρές και χαρα μπούργια. Αυτός εγέλουνε κι εκαμάρωνε. Αυτή έβαλε το δείχτη λυγισμένονε στο στόμα, τόνε δάγκασε και τούπε. - Εσύ μου τα κακομαθαίνεις. Αφιλότιμε άντρα. Ορέ άμα δε φάνε φασούγια θα χάσουνε όλη τη δύναμή τους. Θα την έβρουν’ αύριο. Κάμε τους από δυο αυγά. Και πατάτες. Φασούγια θα τσου δώκεις; Έτσι χαλάει η νεολαία. Κάμε τους όλα τα χατήργια να δούμε αύριο τι θα κάμουνε στη ζωή τους. Δε τα μεγαλώνουνε έτσι τα παιδιά. Αλλά πού μυαλό. Εκούτιανες, φλιμένε μου. Δε τα γλέπεις; Όλα μεσ’ στο ροκ εν τρολ είναι. Πάει χάλασε ο κόσμος! Κάμε τους από δυο αυγά κι άσε τσι φιλοσοφίες. Τι θέλεις; Κορίτσι πράμα να πάει στα αγγλικά και να κάνει προυμ-προυμ; 13-10-2022 ΤΣΗ ΚΑΜΕΡΑΤΑΣ Ορέ πως εκαταντήσαμ’ έτσι; Δεν υπάρχει τίποτις. Ούτε κράτος ούτε γάτος. Ένα καλό δεν ακούς. Σκοτώνουμε, κλέβουμε, εξαπατούμε, διαλύουμε, βιά ζουμε, καταστρέφουμε, συντρίβουμε, εξαφανίζουμε κι από την άλλη θέ λουμε να έχουμε και τη πίτα γερή και το σκυλί χορτάτο. Αγαναχτούμε μ’ ό,τι βλέπουμε κι ό,τι διαβάζουμε που γένεται γύρω μας. Φωτιά θα πέσει να μας εκάψει. Γαία πυρί μειχθήτω. Όλα ρουμ μπαραρούμ. Κατακλυσμός! Και κάνουμε και παιδιά; Σε τι κόσμο μπαμπά μ’ έχεις φέρει να ζήσω; Όλα κατά

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 251

διαόλου. Αναπτυσσόμεθα όμως. Ναι, έχουμε γίνει πιο ψηλοί. Αυτό μας εμάρανε. Καλύτερα ήτανε όταν ει μάστενε σμπούκοι. Όταν τα σπίτια ήτανε χαμηλά και το χώμα το στολίζαμε με λουλούδια κι όχι με τσιμεντόπλακες κι ασφάρτους. Έβγαινες όξω από το σπίτι σου και μια βρασιά λάχανα τα μάζευες από τη σούδα σου. Και τήνε καθάριζες κιόλας να σου παίρνει τα νερά τση βροχής και να μη πλημέρνεις. Τώρα και λάχανα δε βρίσκεις και στο πρωτοβρόχι όλα τα νερά μπαίνουνε μέσα στη κουζίνα. Δε τα τραβάει η σούδα; - Την έκλεισα, τί δικιά μου ήτανε κι επειδής θάχτιζα μούπανε να τήνε βάλω μέσα στο τοπογραφικό για το συντελεστή δόμησης. Πάντως ωραίο σπίτι έκαμες. Απαλάτι. Από πίσω έχεις αφήκει χώρο; Από πίσω, εκεί που έβανε η νόνα μου τσι πιπεργιές και τσι ντοματιές, έκαμα πισίνα. Αμή… Με δάνειο όμως. Δεν είχα. Ακόμα το ξεπλερώνω. Έχω βάλει καρφιά στη τράπεζα. Μου την εζήτησε το γραφείο τη πισίνα. Αγοιώς δε μου το νοίκιαζε. Έκαμα και μπαρ. Το καλοκαίρι έρχεται κι ο τζιντέης και μου βάνει μουσική. Ωραία πράματα. Κάθονται, τσούχω κάμει ένα πλακόνι να μη πατούνε στο χώμα, κάνουνε και το μπάνιο τους κι από βράδυ, τρώνε, πίνουνε, δόξα σοι ο Θέος ημών, δόξα σοι. - Κι άμα βρέχει που πάνε τα νερά; Εδώ σε θέλω κάβουρα να περπατείς στα κάρβουνα. Άμα βρέχει πλημέρνου με. Έκαμα και το λάθος κι έκαμα γύρω-γύρω ένα πύργο και δε μπορούνε τα νερά να φεύγουνε στο δρόμο. Μένουνε μέσα κι άμε μάζωχτα. Λα μπέλλα Βενέτσια γενομάστενε. Έκαμα κι εγώ μια τρύπα στο πύργο και φεύγουνε όσα φεύγουνε στο χτήμα του γειτόνου μου, του Νίκου του Μπιζόβολου. Αλλά ειμάστενε στα δικαστήργια. Άτιμος άνθρωπος. Αφού είναι από κάτου μου και πάντα τα νερά μου στο χτήμα του επηγαίνανε, τώρα τόνε πειράξα νε; Αλλά φταίει κι ο Δήμος. Πού είναι τα αντιπλημυρικά έργα κύργιε Δήμε; Έ; Γιατί παγιά δε πλημέρναμε και τώρα μ’ ένα πίτσι-πίτσι θέλεις τη κιβωτό του Νώε να πας απέναντι; Αφού

Ντατσούν

τι ήθελες να γίνει;. Τέσσερα

ίσον δεκάξη, του

σώβρακο κοντεύει να πετάξει. Τι ήθελες; Ηθελέστα και παθέστα. Όπου έστρωσες θα κοιμηθείς. Δεν ήθε λες ανάπτυξη; Φάε τώρα ανάπτυξη. Απλώνεις την αρίδα σου όξω από το πάπλωμα και περιμένεις να σου σκεπάσουνε τα ποδάργια και να σου τα πλύνουνε; Γιατί; Σου χρωστάει καένας το μοσκοσάπουνο; Μου χρωστάει. Εγώ τσου ψήφισα. Με τα δυο μου χέργια. Πώς νομίζεις που

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
252
προϋφιστάμενους του εικοσιτρίο, αφού τα μονοπάτια τα κάμαμε κοινοχρήστοι δρόμοι, αφού αφήκαμε τα γαϊ δούργια
εκάμαμε τα χωράφια οικισμούς
κι αγοράσαμε
τέσσερα επί τέσσερα,
επί τέσσερα
Παντελή το

εβγήκανε; Από μόνοι τους; Να μην ήμουν’ εγώ να τρέχω στα κουζινιά μήτε το ψήφο τους δε θα βρίσκανε. Τσου πήρα τηλέφωνο, να τσου πω που επλη μύρισα και νάρθουνε να μου πάρουνε τα νερά. Απάντηση καμία. Ακόμα περιμένω. Έπαθα μεγάλη ζημιά. Αλλά ούτε φωνή ούτε ακρόαση. Άφαντοι. Καένας; - Καένας! Και που ήτανε; Ξέρω ‘γώ που ήτανε; Εχορεύανε στο μπάλο τση Καμεράτας. 14-10-2022 Η ΣΠΑΚΑ * Έπαιρνες φόρα όξω από τη πόρτα από τα Γυναικεία κι από το πρώτο σκαλί τση Σκάλας εκτιναζόσουνε σα και το Τσαρδάρη όπου έκανε το μπλονζόν. Τα νερά ρηχά κι ήπρεπε να τήνε κόψεις τη βουτιά να μη καρφωθείς στσι πέτρες. Είχανε κι αχινιούς. Αλλά άμα έπεφτες σπάκα, σα και το κάρλακα που βουτάει με τη κοιγιά, όξω από τη τσουσμάρα άκουες και τη ρέστα μουλαρία να σου φωνάζει: Σπάαακάαα… Δεν έκανα σπάκα. Ορίστε κι η κοιγιά μου… Είναι κόκκινη; είναι κόκκινη; Ορέ, άμε ορέ, άμεεε…, ρώτα και τη κυρία. Κυρία σπάκα δεν έπεσε; Με βρέξατε! Εμείς; αυτός! Δε ξέρει να πέφτει, πέφτει σπάκα κι ασκώνει νερά. Ορέ, έβρε ξες τη κυρία, ορέε… Έ! πως την έκαμες…, σούρωμα την έκαμες. Θα πάτε μπάνιο κυρία; Στα Γυναικεία; Εγώ απ’ όξω από τα σύρματα θάρθω. Κύργιε ναύτη, κύργιε ναύτη… Αυτοί οι μούλοι μας ενοχλάνε. Εμπρός διαλυθείτε. Ή στα Αντρικά ή φύγετε. Δε τση κάναμε τίποτις. Αυτός εβάρησε σπάκα κι αυτή λέει που την έβρεξε. Δε την έβρεξε. Έτο! Κοίταξέ τηνε…, στεγνή είναι. Δεν επιτρέπεται να βαρείτε βουτιές από τη Σκάλα. Την άλλη φορά ένας έφαε τα ποδάργια του στο τελευταίο σκαλί και τόνε τρέχανε στο Γιατρείο. Σπίτια σας! Όχι, κύργιε ναύτη, ελάτε εδώ να σας εδείξω. Έλα, δω να δεις. Εδώ στο τελευ ταίο σκαλί ειμάστενε, εδώ, εδώ… Από δω έπεσε. Από δω μπορεί ν’ ασκώσει νερά; Μην αμπώνετε, ορές, να του δείξω θέλω πως έγινε. Μην αμπώνετε, θα πέσουμε μέσα. Θα κάμουμε μπλουμ, άααάαα… Μας ερίξανε οι μούλοι, κύργιε ναύτη μου, εγώ δε τόθελα. Και σου βράχή κανε κι οι γκέτες. Κι ο πηλίσκος σου κάνει τ’ απλέου. Έ, πως εγίνανε. Έφυγε όλο το πάϊπερ. Δε πειράζει όμως, κάτσε στον ήγιο να στεγνώσεις. Δεν είναι τίποτις. Εκεί πήγαινε κάτσε. Στο πεζούλι. Ορές; Φέρτε του μια πετσέτα του άχαρου. Εσένα θα σε πάρω μέσα.

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 253

- Εμένα; Γιατί; Μαζί δεν επέσαμε; Μας αμπώσανε και τσου δυο μας. Εγώ τι φταίω; Άμα δε μ’ έπιανες δε θάπεφτα. Εσύ έχεις και μπανιερό. Και τι ήθελες; Να τόβγανα; Επήγα να κρατηθώ από πάνου σου, ο άχαρος, κι επέσαμε παρέα. Κάτσε τώρα να στεγώσεις, φλιμένε μου, τι άμα πας έτσι στη Βάση αλλοίμονό σου. Φυλακή θα σου ρίξουνε. Άσε που όπως έπεσες εβάρησες σπάκα κι άσκωσες του κόσμου τα νερά… Κυρία σας έβρεξε ο κύρ γιος ναύτης; Δε μιλείτε; Η σιωπή μου προς απάντησίν σας. Στα σύρματα μετά, εντάξει;

* Δεν εγίνηκε ακριβώς, έτσι, αλλά κάπως έτσι εγίνηκε. 20-10-2022 Η ΚΡΕΜΑΛΑ

Επείραξα, όσους επείραξα, έχω μεγάλη γλώσσα. Με χάκαραν στο φέισμπουκ, μου έβαλαν τσιρότα. Τι λες μου αποκρίθηκαν, δε λέμε την αλήθεια; Είναι σκληρή και δύσκολη σαν και τα παραμύθια.

Τα παραμύθια πάντοτε θα λένε την αλήθεια κι εσείς αμείτε κάμετε αλήθεια τη συνήθεια. Βαρείτε και σκοπεύσατε των αοιδών το τόνο, αυτών που διαμαρτύρονται στο Άρσος των αιώνων. Αυτών που διαμαρτύρονται στα ντεσιμπέλ του τρόμου, αυτών που επιμένουνε στις προσταγές του νόμου. Αυτών που έχουν για σημαία τους τ’ Αρκίνοου το θρόνο κι όχι αυτών που θέλουνε ν’ αλώσουνε το χρόνο. Πολλά βαργιά οχήματα βγάνουνε στο σεργιάνι, βουγιάζουνε τη Πόλη μας, ως και το συντριβάνι. Στο Σαλιμπούργο στήσανε pos και εισιτήργια και στο λιμάνι εβάλανε στάση στα λωφορήργια. Εχτύπησες; Εβάρησες; Σε έπιακε ο covid; Άμε να βρεις τη γιατρειά στα Γιάννενα. Εδώ δεν έχει sozid.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ 254

Εδώ μονάχα είσπραξη έχει η Εφορεία κι άμα και διαμαρτυρηθείς σου παίρνουνε τα τρίγια.

Έτσι εκαταντήσαμε, δεν έχει σωτηρία. Βίδα, Ντεμπλόνια και Δασιές δίνουνε μαρτυρίγια. Παντού όλοι εις θάνατον. Αμείτε στη κρεμάλα. Κι οι κρουαζιέρες θάρχονται να γλέπουν άλλα γι άλλα. 20-10-2022 Η ΑΜΩΝΙΑΚΑ Ι * Είδες τι εγίνηκε; Τι; Επέθανε ο σιορ Σπύρος. Ο λεβεντάνθρωπος. Ο μεγαλοπρεπής. Ο ίσαμε κια πάνου. Ο επερπάτουνε κι έτρεμ’ η γης. Τι λες τώρα… Ο ατράνταχτος! Και μεσ’ την ώρα που του είπε καλημέρα σου σιορ Τζιόρτζη ένα ξαφνικό τούρ θε, ουρανοκατέβατο. Εκατέρρευσε, όξω από του Τζιανκάρλου. Επετάχτηκε ο φαρμακοτρίφτης απ’ απέναντι. Τον έπιακε. Απόθανε είπε. Από τι; Έλα από τι… Για να πέσει έτσι ξερός όλο με μίας από καρδιά. Από τι άλλο; Τι σου είναι ο άνθρωπος… Τη μια στιγμή είναι, την άλλη δεν είναι… Ο άχα ρος. Κι ήτανε καλός άνθρωπος. Συμπονετικός. Έδινε. Είχε κι έδινε. Ο κακο μοίρης… Έτσι είν’ η ζωή. Σήμερα είσαι, αύριο δεν είσαι. Παν’ τα νιάτα, παν’ τα κάλλη δεν ξαναγυρίζουν πάλι. Έτσι δεν είναι; Έτσι, έτσι… Τόνε πήρανε; Αμέσως! Ειδιοποιήσανε τσι θυγατέρες του. Ετρέξανε και τόνε μαζέψανε. Σπίτι τόνε πήρανε. Στση Ιουλίας. Από πάνου από του Τζιανκάρλου μένει. Δε μένει Δημοδόκου; Έχει χρόνια πούχει φύγει. Επήγε πάνου από του Τζιανκάρλου, τί από πίσω βρίσκεις και παρκέρνεις. Αλλά κλάϊμα να ιδείς… Τον αγαπούσανε πολύ τον αχαρόνε. Τρία θηλυκά έκαμε αλλά τον είχανε και πως τον είχανε. Ο τάτας μας κι ο τάτας μας. Μεγάλο σέβας. Αλλά ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης… Κι εσύ που τα ξέρεις; Ήσουν’ εκεί; Εγώ; Δεν εβάχτισα το μιτσό τση Λούλας; Τση οικογενείας είμαι. Τόνε πήρα νε σπίτι. Κι εγώ από δίπλα. Τόνε πλύνανε με νεκρόπλυμα, με κρασί και ξύδι, τόνε σαβανώσανε αλλά μετά εδιαφωνήσανε. Το κουστούμι του το καλοκαιρνό να του βάλουμε. Το καλοκαιρνό; Και τι παναπεί;

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 255

- Δε κάνει. Έχει ανοιχτό χρώμα. Και ποιό να του βάλουμε; Το ανοιξιάτικο το μπεζ; Είσαι με τα καλά σου… Νεκρός είναι! Θέλει σέβας. Να του βάλουμε το χει μωνιάτικο το μπλού. Το χειμωνιάτικο; Εδώ σκάει ο τζίτζικας. Μην ιδρώσει. - Είσαι τέγεια ζω. Ιδρώνουνε οι πεθαμένοι; Δεν ιδρώνουνε; Λειψή ήσουνε μια ζωή. Όλο κουταμάρες. Να λες να πάμε στση μάμας να του πάρουμε το χειμωνιάτικο. Και να τση πούμε και τα μαντάτα. Οι ποτσικαμόρτες εσυμφωνήσανε. - Σωστό! Το μπλού να μας εφέρετε να του βάλουμε. Και τα παπούτσια του τα λουστρίνια, τα καλά, να μας εδώκετε. Θα τόνε πάρουμε στο ψυγείο, τί είναι Σαββάτο και το Σαββατοκύργιακο δε κηδεύουνε. Θα τόνε βάλουμε στο ψυ γείο. Από Δευτέρα τώρα. Πάντως η Ευτυχία διαφωνούσε. - Το μπεζ πρέπει να του βάλουμε που είναι και ντεμί σεζόν. Μωρ’ άσε μας… Τση μάμας να λες πως θα το πούμε… Πρέπει με τρόπο. Μη τσήρθει κι αυτηνής τίποτις. Έχει και πίεση. Και χοληστερίνη στα ύψη. Και μετά θα λένε που δε τήνε προσέξαμε. Εγώ θα τση το πω. Με τρόπο. Ξέρω ‘γώ! - Μπράβο Ιουλία. Εσύ να τση το πεις. Απ’ όξω, απ’ όξω… Ναι, αλλά θα πάμε σπίτι χωρίς μαύρα. Άμα μας ιδεί με μαύρα θα το κατα λάβει. Εντάξει; Εβάλανε τα εμπριμέ τους και πήγανε χωρίς μαύρα. Καλώς τες. Πώς κι ήρθατε κι οι τρεις μαζί; Από τα πότες είχατε νάρθετ’ όλες μαζί. Δε μιλάτε; Ο πατέρας σας δεν ήρθ’ ακόμα. Ήπρεπε νάχει έρθει. Και ανησυχώ. Σε ποιά ντουλάπα έχεις μάμα το κουστούμι του παπάκη το χειμωνιάτικο, το μπλου; Τι το θέλετε; Την εσκουντήσανε. Πες Ιουλία, πες. Ασκώθηκε η Ιουλία ορθή, έκαμε το σταυρό της, εκοίταξε τη μάμα της στα μάτια αποφασιστικά, έφερε τσ’ απαλάμες της στο ύψος του οισοφάγου και τσι τίναξε απότομα στο πλάι με τη γνωστή κίνηση του οριστικού τέλους. Μάμα…, ο πατέρας πάπαλα! Κόκορος έμεινε στη μέση του δρόμου. Ο Σπύρος μου; Κόκορος; Άαα… Ελιποθύμησε. Φέρε την αμμωνίακα Ιουλία… Γλήγορα! Στο αρμάρι είναι. Κάτου, κάτου. Μαζί με το ποντικοφάρμακο και το φλιτ και το άκουα φόρτε. Θα τήνε χά σουμε και τη μάμα… Είπες πως θα τση το πεις με τρόπο. Έτσι το λένε;

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ 256

- Και τι σκέδιο το λένε; Είσαι πολύ ζω! Την αμμωνίακα φέρε, την αμμωνίακα! *Από τη Λία.

Η ΑΜΜΩΝΙΑΚΑ ΙΙ * Τση βάλανε το μπουκαλάκι με την αμμωνίακα στη μύτη. Εμύρισε, φταρνίστηκε, συνήρθε. Είσαι καλά μάμα; - Ο Σπύρος μου, ο Σπύρος μου, πού είν’ ο Σπύρος μου; Στο ψυγείο. Τι τση λες μωρή Ιουλία; Βούλωστο καμιά ώρα. Γιατί στο ψυγείο δε τον έχουνε; Εντάξει μάμα, εντάξει, όλα είναι κανονισμένα. Τη Δευτέρα θα πάμε από νωρίς στην εκκλησιά. Κατά τσι έντεκα θα τόνε φέρουνε. Απόψε θα κοιμηθεί εδώ η Ιουλία. Να μην είσαι μοναχή σου. Όχι η Ιουλία, όχι η Ιουλία. Εσύ Λούλα μου να μείνεις…, ψυχή μου, έτσι; Εμένα γιατί δε με θέλεις; Από μικρή άγαρμπη ήσουνε. Δεν είχες το φέρεσθαι. Όταν σε πήραμε στο γάμο τση τζίας τση Καίτης δεν έτρεχες ολοτρόϋρα κι εφώναζες και του χρόνου και του χρόνου; Ρεζίλι μας έκανες. Οικογενειακώς. Άκου τι θυμήθηκε… Αφού ήμουνε μιτσή. Ήξερα; δεν ήξερα… Ποτέ σου δεν έμαθες. Πάντα έκανες την έξυπνη. Και νάσουνε…, αλλά που… Ποιανού διαόλου έμοιασες δεν ηξέρω. - Άμα δε ηξέρεις εσύ ποιός θέλεις να ξέρει; Ο κουμπάρος; Αλλά εγώ φταίω που σούφερα την αμμωνίακα. Να πάρουμε μαζί μας το μπουκαλάκι μη μας εχρειαστεί τη Δευτέρα. Να πάρουμε και το κουστούμι του το καλό, το μπλου, και τα παπούτσια τα λου στρίνια να τα δώκουμε σ’ αυτουνούς. Να τόνε ντύσουνε. ……………………………………………………………………… Από τσι δέκα ήτανε στην εκκλησιά. Κι αυτοί τσι έντεκα είπανε που θα τόνε φέρ νανε, τσι δώδεκα τόνε φέρανε. Είχε λέει κυκλοφοριακό. Αργήσατε. Ήτανε μπροστά μας ένα κόκκινο δίπατο κι είχανε μπλοκαριστεί όλ’ οι δρό μοι. Κομφούζιο. Μα την Άγι’ Ανάσταση δεν ηξέρω τι θα γίνει μ’ αυτήνε τη κατάστασις. Άσε η ζέστη. Εγιώσαμε. Σούρουμα στον ίδρω εγινήκαμε. Δε τα βλέπουνε; Τόνε μπάσανε στην εκκλησιά, τα τακτοποιήσαν’ όλα, ανοίξανε και το φέρετρο. Σπύρο μου, αγάπη μου, ζωή μου… Πού μ’ άφηκες την άμοιρη; Εγώ ήπρεπε

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 257
21-10-2022

να πρωτοπάω, εγώ… Έχεις Ιουλία την αμμωνίακα; Δε τα γλέπω καλά τα πράματα. Την έχω, την έχω… Η άμοιρη του χάϊδευε το κεφάλι. Τόνε φίλουνε. Τούπιανε τα χέργια. Ο άνθρω πός της. Λίγο είναι; Όλες της οι στιγμές μαζί του ήτανε. Ο πόνος αβάσταχτος. Όπου δε τον έχει γνωρίσει. Εκατρακυλούσανε τα δάκρυτα στα μάγουλά της και πέφτανε πάνου του. Τον εκοίταζε και σα να τση φάνηκε που εδάκρυζε κι αυτός. Έκανε ένα βήμα κατά πίσω. Ορές κοπέλες…, μου κάεται που δακρύζει. Για… Δεν έχεις άδικο… Ιησούς Χριστός νικά κι όλα τα κακά σκορπά. Και το κούτελό του…, ιδρώνει! Από τη ζέστη θάναι. Εγώ σας το είπα να του βάλουμε το μπεζ, το ντεμί σεζόν, αλλά εσείς εκεί. Το χειμωνιάτικο το μπλού. Με τόση ζέστη… Έσκασε ο άνθρωπος! Ορίστε τώρα… - Σκουπίστε τόνε. Σωνείτε ορές, με τσι κουταμάρες. Από το ψυγείο τόνε βγάλανε, παγωμένο νε, και με τη ζέστη γιώνει. Τι Ιησούς νικά… Για τίποτις δεν εισάστενε. Δώκε τέ μου ένα μαντήλι να τόνε σφογγίσω. Δεν έφερες εσύ; - Έφερα χαρτί κουζίνας. Το ίδιο είναι. Σκούπισέ τονε. Η μάμα που πήγε; Ώωω! καταγής! Ελιποθύμησε πάλι. Φέρε γλήγορα την αμμωνίακα. Αμέσως. Εσύ τι κάνεις εκεί με το βέντουλο; - Του κάνω φρέσκο. Γιατί; Αφού ιδρώνει πάλι. Ζεσταίνεται. Δε το βλέπεις; Άμε μωρή κουτοσόρω. Τόση ώρα τι λέμε; Τση μάμας κάνε με το βέντουλο να συνέρθει. - Τση μάμας δε θα τση δώκουμε να μυρίσει την αμμωνίακα; Μωρή αναίστητη γελάς; Γελάω, να μη γελάσω; Ούτε ιταλικιά ταινία να ειμάστενε. Μωρέ καλά λένε που δεν υπάρχει γάμος άκλαυτος και κηδεία αγέλαστη. Εμείς εφέραμε ως κι αμμωνίακα. Σώνει Ιουλία, σώνει. Χα, χα, χάαα… Θα μας εκάνεις να κατουρηθούμε. * Από τη Λία.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ 258

ΠΑΜΕ ΓΙΑ ΚΑΛΑΜΑΡΓΙΑ; Θυμάσαι που επρόπερσι τέτοια εποχή εκάμαμε την αίτηση για τ’ αυτοκίνη τα; Τι απέγινε; Δε θυμάμαι. Ποιά αίτηση; Δεν μας ειδιοποιήσανε να στείλουμε μέλι στο monimoi_katoikoi@corfu. gov.gr; Και να τσου στείλουμε το Ε1 και τη ταυτότητά μας; Μέιλ λέγεται. Τι μέιλ, τι μέλι, τι κουραμαμέλι. Γλυκά μεν αλλά πολλή γλυφούρα. Όλα το ίδιο είναι. Ά, ναι! Τώρα εθυμήθηκα. Τα λέγαμε τότες που επήγα για καλα μάργια. Σούρθε καμία ειδοποίηση; Εμένα όχι. Ούτ’ εμένα. Κι εγίνηκε σπίτι ολόκληρη φασαρία. Εγώ είπα δε μ’ αφήνετε ησυχόνε, εγώ δε κάνω τίποτις. Είναι κουταμάρες. Καλύτερα να πάω για κα λαμάργια. Αλλά ο υγιός μου ήλεγε θα δώκουνε θέσεις στάθμευσης στσου μονίμους κατοίκους και μη μας αφήκουν’ απ’ όξω. Εγώ τούλεα μη τσου πι στεύεις, μάτια, αλλά αυτός πού! Επανάσταση έκαμε. Τούπα κι εγώ κάμε ό,τι θέλεις κι έφυγα, τί τέτοια εποχή πιάνουμε τσου φύσουνες. Ορίστε μας τώρα! Που είν’ η θέση; Ψάχνει ταξιθέτη; Θα κάνανε μελέτη είπανε. Όπ‘ ακούς πολλή μελέτη βάσταε κι ένα τζαλέτι. Τί το τζαλέτι τρώεται, η μελέτη δε τρώεται. Αχώνευτη είναι. Δεν είδες τη μελέτη του Άρσους; Σα κουμπότρυπα το κάμανε το Άρσος. Εντάξει…, εκάμανε και μια τσούκα. Ξεκινάνε όμως αι μελέται για το Φοίνι κα, για τα Φράγματα, για τα Νισοκομεία, για τσι αντικαταστάσεις των αγω γών, για τα Ντεμπλόνια όπου θα γένει εργοστάσιο με πέντε καμινάδες. - Γιατί πέντε; Για να μας εφασκελώνουνε κι από μακρυά; Όλα θα γίνουνε. Λίγη υπομονή. Ειμάστενε σε καλό δρόμο. Στο Πέραμα έχει πέσει ο δρόμος. Κι όπως πας στον Άη Γόρδη και παντού. Χαμός και χάος. Δεν έχεις δίκιο. Αργήσανε αι μελέται. Είν’ αυτή η άτιμη η γραφειοκρατία. - Και ποιός την εγέννησε αυτή τη γραφειοκρατία; Εκ παρθενογενέσεως. Καένας δε φταίει. Μόνη της εβγήκε. Άμα τήνε δεις σα τη Λερναία Ύδρα είναι. Τση κόβεις τόνα κεφάλι και βγάνει δύο. Αλλά τώρα υπάρχει βούλησις. Πολιτικιά. Θα το σκοτώσουνε το τέρας. Μη κοιτάς πριν. Μπριχού δεν ηξέρανε. Τώρα εμάθανε. - Στου κατσίδη το κεφάλι; Κάμε υπομονήηηη… Εμένα θα μου πεις για υπομονή. Εγώ, ορέ, για να πιάκω το καλαμάρι δε κάνω υπομονή; Ώρες στέκω, πάνου κάτου ο καλαμαρολόγος, να τον αρπά

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 259
22-10-2022

ξω το φύσουνα που και τηγανιτός γίνεται και με μακαροντσίνι κι άμα έχεις όρεξη τόνε παραγιομίζεις κιόλας. Αλλά δε βρίσκω θέση να παρκάρω πάνου από τη Κόντρα Φόσα, τι τα συμπράγαλα είναι βαργιά και δεν ημπορώ να τα κουβαλώ στα χέργια. Είναι όλες οι θέσεις πιασμένες από τα λοφωρεία. Αυτό του λέω του γιου μου. Πού είναι η θέση που κάναμε την αίτηση; Βού βα αυτός. Είπαμε έγινε μία τσούκα. Και μία σα καμία. Μετά τσι εκλογές θα γίνουν’ όλα. Μη βιάεσαι, μόνο μη βιάεσαι… Κοίτα κάπο! Και πρόπερσι την ίδια φωτογραφία με τα καλαμάργια μούδειξες. - Και πρόπερσι σούπα που εβαρέθηκα τσι κουταμάρες. Θέλεις να πάμε για καλαμάργια; 24-10-2022 ΗΣΥΧΙΑ Τι γίνεται; καλά; Ησυχία, τάξις κι ασφάλεια! Και καλά καλάμια. Σου συμβαίνει τίποτις; Μ’ ενοχλάει αυτός. Ποιός αυτός; Τάχει βάλει τώρα με τσι θάλασσες. Δε τ’ αρέσουνε. Ούτ’ ο κόρπος τση Γαρί τσας τ’ αρέσει ούτε το Καφέ Γυαλί τ’ αρέσει. Και ειρωνεύεται. Φωνάζει και τσου τρείς σωματοφύλακες και τσου δίνει ξύλινα σπαθιά ν’ αγωνιστούνε υπέρ Μαρινών. Είναι σκέδια αυτά; Οι σωματοφύλακες, οι μπόντι γκαρντ, τέσσερεις ήτανε μαζί με το Ντ’ Αρτα νιάν. - Δε καταλαβαίνω τίποτις. Να μωρέ παιδί μου, λέει που στο κόρπο τση Γαρίτσας θα γένει Μαρίνα. Και δε με πειράζει που θα γένει Μαρίνα, που στο ύστερο θα ταιργιάζει και με την Ανάπλαση του Άρσους, τί κι αυτή Ανάπλαση

να βάλουνε ένα ντάπα-ντούπα να ευφραν θεί η καρδία του κόσμου; Μετά λέτε που ο Σύλλογος τση Γαρίτσας έχει άδι κο. Χίγια δίκια έχει. Η Κέρκυρα, ορέ, είναι το νησί του μπελκάντο, τι μου λες; Δεν είναι σα και το Λεξ. Πώς είπες; Ο Λεξ; Ο Λεξ! Ο Σολάρης έλεγε Λεξ τα φτυσικά σκυλάκια.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ 260
θε νάναι, με πειράζει που εσυμφωνήσανε να παίζουνε τα μεγάφωνα από το πρωΐ μέχρι τ’ άλλο πρωΐ το τραγούδι «Μαρίνα, Μαρίνα, Μαρίνααα…». Το θυμάσαι; το έπαιζε ο Φοίνικας στα διαλείμματα. Και σα; Τι και σα; Επιτρέπεται; Εχάθηκε

- Καμία σκέση. Φωνή διαμαρτυρίας ο Λεξ. Θυμωμένη. Απ’ τα κόκκαλα βγαρμένη. Εγίνανε κι επεισόδια. Ερίξανε μολότωφ, ερίξανε δακρυγόνα, δε βλέ πεις; Δε βλέπω τίποτις. Μ’ αφήκανε μάτια να διω; Εγώ την ησυχία μου θέλω και να μπορώ να ψαρεύω τσου σπάρους στο Καφέ Γυαλί. Γαλήνη και ησυχία. - Ησυχία μεσ’ στη τάξη, κάποιος ψίλος θα πετάξει, από δω και από κει μεσ΄ τση κυρίας το βρακί. Ποιανής κυρίας; Μία είναι η κυρία. Η πρώτη στη τάξη. Η τατάλα; - Η τατάλα! Ξέρεις τη παροιμία; Ποιάνε; Ξέρεις να κλέβεις; Ξέρω. Ξέρεις να κρύβεις; Όχι! Κάτσε στ’ αυγά σου. Παναπεί; Αυτό που παναπεί. 25-10-2022 ΒΑΡΒΑΡΟΤΗΤΑ Όλα εδώ πληρώνονται, αξίζω τση τύχης μου, ή όπως στρώσω θα κοιμηθώ. Τι σ’ έπιακε πάλι; Τι μ’ έπιακε; Μόλις εξύπνησα αυτή η βαβίλα μούρθε και μ’ έβρηκε. Εσύ φταις μούπε. Τι; δε φταις; Εσύ με το ψήφο σου τσούβγαλες. Και μας εβουγιάξανε. Σα και τη Μαστέλα. Μα δε τσου εψήφισα! Τσου ψόφισες, δε τσου ψόφισες, ορίστε τα καταστέματα. Τι πάει καλά ορέ; Πε μου ένα που πάει καλά, να το παραδεχτώ. - Το φεστιβάλ. Εδώ ο κόσμος καίγεται και το γατί χτενίζεται; Κι εγώ τι φταίω; Φταις! Εσύ είσαι η κολώνα τση Δημοκρατίας! Εγώ; Εγώ ολάκερη κολώνα; Μοναχός μου; - Εσύ, ορέ! Και φταις και παραφταίς! Αλλά πού

με τη λόγχη; Δε βλέπεις το αμελέτητο καρα κιτσαργιό που τρέχει σα και τ’ αλόγατα; Δε γλέπεις να χαλάσω το χώμα μου το καλό και να του ρίξω τσιμέντο, που τσιμέντο να γένεις; Δε γλέπεις που το κέντρο των αποφάσεων άγεται και φέρεται μεταξύ των συφερόντων; Να σου δώκω μάσα να μου δώκεις ψήφο; Εδιαμαρτυρήθηκα.

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 261
Ταξιαρχία στο Μπαλακλάβα, τέτοια μέρα, ανήμερα; Δε γλέπεις τα συφέροντα τση νύχτας που πάνε να θάψουνε τη μέρα
κουκούτσι μυαλό… Δε τήνε γλέπεις τη βαρβαρότητα που επελαύνει σα και την Ελαφρά

- Και; Σώνει μια διαμαρτυρία για να κοιμάσαι ήσυχος; Εγώ το καθήκον μου τόκαμα; Κι αλλάζεις πλευρό; Εδώ, ορέ, κοντεύουνε να σου ρίξουνε πυρηνι κιά διασκέδασις. Χειμώνα, καλοκαίρι. Απ’ τ’ άγρια ξημερώματα μέχρις και τ’ άγρια μεσάνυχτα. Μεσ’ στη μέση τση Χώρας. Κι αμολάτε οι κατοίκοι στα πέ ριξ μη και σας μπομπαρδίσουμε σα και τη Χερσώνα. Και θα το κάμουνε, δεν είναι που δε θα το κάμουνε. Οσονούπω που λες κι ο ίδιος. Θα το φέρουνε στη συζήτησις. Έχουνε πλάτες παντού. Από Πουνέντε μέχρι Λεβάντε. Εκεί να δεις επιχειρήματα περί τση Αναπλάσεως του Υστερικού του Κέντρου. Που άμα δε τσουμπανάει ολημερίς τι σόϊ Υστερικό θε νάναι; Εκεί να δεις πάλε τσι Χρυσές Τομές, τσι δώδεκα, όχι τσι δωδεκάμιση και στη μία παρά κουάρτο. Κι εσένα ο νους σου στο ψάρεμα και πόσους γιαλίσιους πρέπει να βγάλεις για να δολώσεις; Με προστατεύει η Ουνέσκος. Ναι καλά…, σιγά μη κουνηθεί. Ορέ κι η Ουνέσκο το μάτι τσου κλείνει. Μπού ντηνε; Την είδες ποτέ σου; - Και τι να κάμω; Να βγεις μπροστά, ορέ! Να βάλεις υποψηφιότητα. Είπαμε να κατιβούμε με τη Νίνα. Μας ελείπουνε μόνο άλλοι εδιακόσιοι ενενήντα οχτώ νοματαίοι. Έρχομαι κι εγώ. - Να κάτσεις στ’ αβγά σου. Το ψηφοδέρτιο είναι αφστηρά διμελές. Και πως θα γίνει; Λέμε να βάλουμε μέσον να μας εδεχτούνε. Μέσον; Στην Ελλάδα δε χωράει μέσον. Μα τι ειμάστενε; Αγγλία; Τόρις ει μάστενε; - Δεν ειμάστενε, έ… Πάντως κάτι θα γίνει. Δε γίνεται που να το πει ποιός. Μα φυσικό αέργιο είναι. Εδώ είναι Βαρκά νια, ορέ, δεν είναι παίξε γέλασε. Νόμος και τάξις, νόμος και τάξις. Νέα τάξις. Θα γίνει, θα γίνει… Να γίνει τι; - Θα γίνει. Κι εμείς κολώνες τση Δημοκρατίας δεν ειμάστενε; Δε σώνουνε δύγιο κολώνες. Θέλει κι άλλες. Πολλές. Και πού να τσίβρουμε τσι πολλές; Στο κλιν; Δε το επιτρέπει ο νόμος κι η τάξις κάτου από τρακόσιους. Ετρακόσιοι εξήντα πέντε λέει. Βαρβαρότητα ο Νόμος, βαρβαρότητα.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ 262

25-10-2022 ΜΠΡΑΒΟ ΜΠΡΑΒΟΙ… Και μένεις με το στόμ’ ανοιχτό. Δε σώνουνε τα τόσα παραβατικά που συμβαί νουνε κάθε μέρα και τσιμπιέσαι να δεις άμα είσαι ξυπνητός ή ονειρεύεσαι, διαβάζεις καταγγελίες για το γνωστό άθλημα τση εποχής. Το μπούλινγκ. Τον εκφοβισμό. Το στήσιμο τση πλεκτάνης που σε φέρνει να λες Θε μου κόψε με. Μέχρι τώρα το άθλημα ετούτο επαιζότανε κυρίως μεταξύ μαθητών. Τήνε πέ φτανε οι «δυνατοί» μαθητές στσου αδύναμους. Έτσι ενόμιζα ως από γεννησι μιού μου αφελής. Σήμερα εδιάβασα για ένα Καθηγητή ΕΠΑΛ να λέει που αναγκάστηκε να παραι τηθεί γιατί οι «μαθητές» του ασκούσαν εκφοβισμό σε τέτοιο βαθμό και με τέ τοιο τρόπο που μάθημα δε μπορούσε να κάνει, τον απειλούσανε ευθέως να του κάψουνε τ’ αυτοκίνητο, να τόνε βαρήσουνε, να και να. Και πρωτεργάτες ένας εξωσχολικός, διαβιών εντός τση σχολικιάς αυλής και ρυθμίζων τα πρότυπα με τα οποία τα παιδιά θα γίνουνε πολίτες και συνεχιστές τση ευνομούμενης ΠΟ ΛΙΤΕΙΑΣ ΜΑΣ, κι ένας τση Β΄ Πληροφορικής, καπετάν δερβέναγας του σκογειού. Αυτοί ρυθμίζουνε τη διαπαιδαγώγηση που δίνει το σκογειό στα βλαστάργια μας. Όχι το σκογειό κι οι Καθηγητάδες. Δυο μπράβοι και μισοί. Μπράβο μπρά βοι! Μετά ένας Δήμαρχος εκατάγγειλε κάτι μπράβους νυχτερινού κέντρου γιατί δεν αφήνει να βαράει η μουσική δυνατά όλο το βράδυ. Να δεις τι θα πάθεις τούπα νε. Και που μένεις ξέρουμε, και το αυτοκίνητό σου ξέρουμε και σε ποιο σκογειό πάει το παιδί σου ξέρουμε. Μπράβο μπράβοι! Κι ο Καθηγητής κι ο Δήμαρχος καταφύγανε εκεί που ήπρεπε να καταφύγουνε. Το και το τσου είπανε συμβαίνει. Θα πάει μακριά αυτή η βαλίτζα; Και για το Καθηγητή ασκώσαν’ όλοι τα χέργια ψηλά. Έτσι είναι και να το δεχτείς. Κάμε κι ένα μπουτσούνι υπομονή. Βαρ’ τους ένα 12 και νετάρεις. - Μα δε μπορώ να τσου κάνω μάθημα. Δε μ’ αφήνουνε. Σπάνε, συντρίβουνε, φωνάζουνε, καπνίζουνε μέσα στη τάξη, η αποβολή δε πιάνει, τα κινητά στο φουλ, τι να κάμω; Να πλερώνομαι και να μη δουλεύω; Και σα… Ούτ’ ο πρώτος θάσαι ούτ’ ο τελευταίος. Έλα καημένε… Παιδιά εί ναι. - Παιδιά; τι παιδιά; Αυτά θα βγάλουμε αύριο να πάρουνε τη Χώρα στα χέργια τους; Εγώ δε μπορώ άλλο. Πάω να φύγω. Παραιτούμαι. Μην είσαι υπερβολικός; Για το Δήμαρχο ήταν’ αγοιώς τα πράματα. Κοτζαμάν Δήμαρχος είναι. Δεν είναι καθηγητάκος. Άστραψε και βρόντηξε στο Δημοτικό Συμβούλιο. Εγώ δεν εκβιά ζομαι είπε. Εγώ δε κάνω πίσω. Κι οι μπράβοι τους τζάμπα μάγκες είναι. Όπου θέλει ας έρθει να μ’ έβρει. Θα του εξηγήσω τι εστί βερίκοκο.

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 263

Δυο διαφορετικές περιπτώσεις εκφοβισμού. Η πρώτη ασκείται από παιδιά. Η δεύτερη από μεγάλους. Κι οι δύο έχουνε κοινό παρονομαστή. Βρίσκουνε και τα κάνουνε. Λασκάραμε. Εξ όλων των απόψεων και επόψεων. Δε παν’ να λέν’ οι Νόμοι κι οι Διατάξεις; Από το να τα λένε μέχρι να εφαρμοστούνε, χαίρε βάθος δυσθεώρητον. Στο μεσοδιάστημα εμείς αλητεύουμε. Μαφία. Καμόρα. Εσκο μπαργιανοί. Κι ο Εισαγγελέας; Η Αστενομία; Τι κάνουνε; Ό,τι μπορούνε. Το κατά δύναμιν. Έχουνε και το Εσωτερικών Υποθέσεων. Εχάλασ’ ο κόσμος. Επαραδόθηκε στα λαμόγια, στσου μπράβους. Μπράβο, μπράβοι… - Ευτυχώς αυτά δε συμβαίνουνε στη Κέρκυρα. Πώς είπατε; 26-10-2022 ΚΑΦΕΣ ΜΕ ΜΠΟΥΡΔΕΤΟ Εξύπνησες άντρα μου; Καλή σου μέρα. Εκοιμήθηκες καλά; Εννιάμιση πήγ’ η ώρα. Πότε θα πας ν’ ανοίξεις το μαγαζί; Άργησες να κοιμηθείς; Μέχρι τι ώρα έβλεπες τηλεόραση; Είχε κάνα καλό έργο και σε ξενύχτησε; Να σου κάμω καφέ; Ένα μπουτσούνι… Πάρε δω, βάλε τσι τσαβάτες σου μη πορπατείς ξυπόλητος και μου κρυώ σεις… Ορέ, τι άντρα έχω ‘γώ… Ένα μούτρο σα και το φεγγάρι το άτσιερο. Όλος ο Γιουλ Μπρίνερ στα γεράματά του… Καλύτερα παναπεί δε μου γιο μίζεις και το σπίτι τρίχες, νάχω και να τσι σκουπίζω. Η άχαρη από τη νύχτα είμ’ ασκωμένη. Δύγιο πλυντήργια έβαλα. Και σε περιμένω ν’ ασκωθείς να πάω στο μπαρκόνι ν’ απλώσω. Έλα καμάρι μου…, σιγά-σιγά, μη μου ντέσεις πουθενά και σκοτωθείς και μετά νάχω άλλα. Έλα, Παναγιά κοντά σου, να ετοιμαστείς, να πας να φύγεις, να τεγειώνω κι εγώ καμιά ώρα… Έλα, αγά λι-αγάλι, στράαατα… στρατούουουλα…, βάλε και τσι σκάρτσες σου και να κόψεις και τα νύχια σου καμιά ώρα μη σε πιάκουνε που κουβαλείς φονικό εργαλείο. Έλα… - Τι μυρίζει; Μπουρδέτο κάνεις; Τώωωρα… Έτοιμο είναι. Πλύνε και τα δόντια σου εκεί που πας. Μπαίνεις και δε βγαίνεις άλλο. Άλλαξε και σώβρακο. Από πότε έχεις ν’ αλλάξεις. Κρασί έχεις; Κακοτρύγη από του Βλάσση. Έξτρα, πρίμα γκουτ. - Βάλε μου λίγο μπουρδέτο. Πρωΐ, πρωΐ; Τσι μπουκιές θα μου μετράς; Κι ο καφές;

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ 264

- Κάμε και το καφέ. Και πάει καφές με μπουρδέτο; Το κάνω και πάει. Μάλιστα αφέντη μου… Περί ορέξεως ουδείς λόγος. Μόνο τέγειωνε γιατί θα κατέβω. - Πού θα πας; Εδώ απέναντι στη κομμώτρια. Πάλι έξοδα; Να μου τα κόψει λίγο και να μου τα βάψει. Τι να σου βάψει; - Εδώ…, δε βλέπεις τσι ρίζες όπου είναι άσπρες; Δε μπορώ να κυκλοφορώ έτσι. Θα πάω και στην εκκλησιά. Τ’ Άη Δημήτρη σήμερα, βοήθειά μας. Γιορ τάζει κι ο κουμπάρος. Θα πάμε επίσκεψη. Την άλλη φορά μου τόπε η μανά βισσα. Πρέπει να τα βάψεις μούπε. Άμα τήνε πειράζει τη μανάβισσα να τση πεις να σου δώκει αυτή λεφτά για το κομμωτήργιο. Εγώ δεν έχω. Δε σ’ έχω ανάγκη. Έχω τη σύνταξή μου. Πλερώνω με κάρτα. Νάναι καλά ο τζίος σου, καλή του ώρα εκεί που είναι, που μ’ έγραψε στο μαγαζί κι έχω τη σύνταξή μου. Θεός σχωρέστονε. Άγιος άνθρωπος. Και τέγειωνε καμιά ώρα. Έλα να φας. Σου εκένωσα. Έβγα! - Με ζάλισες πρωΐ, πρωΐ. Δε ξουρίστηκες; Ο καφές εκρύωσε. Το μπουρδέτο καλό; Ήθελε λίγο παραπάνου λεϊμόνι. - Ένα είχα. Έφερες; Όλα ‘γώ θα τα κάνω εδώ μέσα; Εσύ τι κάνεις όλη μέρα; Μόνο κομμωτήργιο; Το μεσημέρι τι θα φάμε; Δε σούσωσε το μπουρδέτο; Θέλεις να φας και το μεσημέρι; Ο καφές κρύος ήτανε. 27-10-2022 ΜΙΑ ΜΕΡΑ Ξημερώνει αυγή δροσάτη με το πρώτο το πουλί, λες και κράζει τον εργάτη στη φιλόπονη ζωή. Σηκωθείτε να πάτε σχολείο. Μάλιστα μητέρα. - Το γάλα σας είναι έτοιμο. Τη πέτσα την έβγαλα. Αμέσως μητέρα. Τα δόντια σας να πλύνετε. Και μην αργείτε. Έχετε πάρει όλα τα βιβλία σας; Τσι κασετίνες; Τσι πίντες σας; Οι σάκες σας είναι εντάξει; Σήμερα έχετε Γυ

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 265

μναστική; Όχι μητέρα. Δεν έχουμε. Ωραία, πηγαίνετε και στο δρόμο μη παίζετε. Περνάνε αυτοκίνητα. Εντάξει; Μάλιστα μητέρα. Ελάτε να σας φιλήσω. Ματς, μουτς. Πώς επήγατε σήμερα; Σας έβγαλε ο κύριος στο πίνακα; Ξέρατε; Σε ποιό μά θημα σας έβγαλε; Τι απαντήσατε; Εμένα με έβγαλε Ιστορία και μου είπε μπράβο. - Εμένα με ρώτησε πόσοι είναι οι ωκεανοί και μου είπε άριστα. Βλέπετε όταν διαβάζετε; Δεν αισθανθήκατε ωραία με το μπράβο του δά σκαλου; Μάλιστα μητέρα. Θα με βοθήσετε να στρώσω το τραπέζι; Σε λίγο θα έρθει ο πατέρας σας να φάμε όλοι μαζί. Αμέσως μητέρα. Εσείς μητέρα τι κάνατε σήμερα; Σκούπισα, έστρωσα, έκοψα πορτοκάλια και δυόσμο από το κήπο, επήγα και ψώνισα πατάτες από τη Λαϊκή, ντομάτες δεν έβρηκα, πέρασε η εποχή τους, επήγα μέχρι το Υδραγωγείο και πλέρωσα το νερό κι επήγα από το Ταχυδρομείο για το μισθό μου. Μου εκάνανε αύξηση. Από 3.750 δραχμές που έπαιρνα μου τόνε κάνανε 3.975. Κι εγώ, μαμά, άμα γίνω μαμά θα μου δίνουνε μισθό; Βεβαίως! Η δουλειά της μάνας είναι πολύ σημαντική. Όλα τα κόμματα τση Βουλής εσυμφωνήσανε. Καμία διαφοροποίηση. Για να πάει η κοινωνία εμπρός είπανε πρώτα πρέπει να διατηρήσουμε το πρώτο της κύτταρο. Την οικογένεια. Διαφορετικά πώς; Ελέγανε στο σκογειό που η γυναίκα πρέπει να είναι ανεξάρτητη, να σπου δάζει, να δουλεύει, να μην έχει ανάγκη τον άντρα της. - Γιατί; Εγώ δεν είμαι ανεξάρτητη; Και τη Πάντειο τελείωσα και το διδακτορικό μου κάνω. Δε με βλέπετε που διαβάζω κάθ’ απόγιομα; Από τη στιγμή όμως που αποφάσισα να παντρευτώ το πατέρα σας, που τον αγαπάω πολύ όπως κι αυτός εμένανε, και κάναμε εσάς, τα αγγελούδια μας, ήξερα που πρώτα θα έπρεπε να είμαι μάνα. Κι αυτό είναι σωστό; Έτσι πρέπει να γίνεται; Σωστό, σωστότατο. Αυτό το διατάζει η Φύση. Ο πατέρας να είναι ο κυνηγός, η μάνα να έχει την κύρια επιμέλεια του οίκου κι οι δυο μαζί να ανατρέφου νε τα παιδιά τους. Πρώτ’ απ’ όλα. Δε θέλει μια γυναίκα να κάμει παιδιά και οικογένεια; Με γεια της με χαρά της. Δε θέλει να γνωρίσει τη χαρά να γεννήσει και να μεγαλώσει τα παιδιά της; Μαζί με τον άντρα της; Με αγάπη

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ
266

και αφοσίωση; Μια φορά σου δίνει αυτή την ευκαιρία η Φύση. Την έχασες; Δε θα την έβρεις ποτέ σου. Νόμος! Υπεράνω κάθε Νόμου. Και στη ζούγκλα να πας ο ίδιος Νόμος ισχύει. Από ιδρύσεως κόσμου. Σκεφτείτε το. Μάλιστα μητέρα. Κι εδώ έρχεται να βάλει τάξη και πλάτη το Κράτος. Διότι τι είναι το Κράτος; Αυτό που κρατεί και ρυθμίζει τσι ζωές όσων κρατεί. Και σου λέει πώς μια γυναίκα που δε δουλεύει αλλά θέλει να στήσει και να κρατήσει μια οικο γένεια που χωρίς αυτήνε εγώ δε θα είμαι Κράτος, θα με κάνει Κράτος; Να την αφήκω νάχει την ανάγκη του κυνηγού να τση λέει σούφερα να φας, όχι δε σούφερα; Να του δίνει λογαργιασμό για να πάει στη κομμώτρια; Εδώ το σοφό Κράτος τσήκοψε μιστό τση μάνας, να μη δίνει λογαργιασμό σε καένανε. Να είναι και να νοιώθει ελεύτερη και χαρούμενη που ανατρέφει τα παιδιά της. Τί έτσι στήνεται το Κράτος. Αγοιώς φέξε μου και γλίστρησα. Όλα πάνε ρουμ μπαραρούμ. Με πρώτο το κράτος. Και ποιός πλερώνει τσι μητέρες; - Όλοι μας. Με τσου φόρους μας. Το πρώτο έξοδο στο Προϋπολογισμό. Βάνουμ’ όλοι γι αυτό. Και πρώτα οι άντριδες που κάνουνε και τη φορολογική μας δήλωση. Κι εκεί πρωτοπάνε οι πόροι του Κράτους. Πού να πάνε; Στα κανόνια; Στσι απ’ ευθείας αναθέσεις; Στα γιορτάσια; Στας μελέτας; Πού; Απ’ όξω μπέλα-μπέλα κι από μέσα κατσιδέλα; Ένα Κράτος θέλει να είναι ευτυχισμένο. Και για να είναι ευτυχισμένο θέλει ευτυχισμένους πολίτες. Ευτυχισμένες οικογένειες. ……………………………………………………… Ξύπνα, κακοχρονάχεις. Σε πλάκωσε το πάπλωμα; Σήκω να φύγεις. Εγώ κατε βαίνω. Πρέπει να χτυπήσω κάρτα στη δουγειά. Φεύγω. Σκώσου. Το μεσημέ ρι πάρε ένα μπέργκερ. Ή ένα κομμάτι πίτσα. Σ’ άφηκα 5 ευρά. Θα τα πούμε μετά τσι οχτώ. Έχεις 4-6 Αγγλικά και 6-8 έκθεση. Και διάβαζε. Άστ’ το κινητό. Αυτό δε θα σου δώκει να φας το κινητό. Διάβαζε να γίνεις άνθρωπος. Έτσι θα γίνω άνθρωπος;

ΔΕ ΠΟΥΓΙΕΤΑΙ V 267

Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.