στο Γιώργο μου και στο Φρειδερίκο μου στο Φρειδερίκο μου και στο Γιώργο μου μη και δε προλάβω να τσου τα πω
© Γιώργος Καγκουρίδης Κέρκυρα - 2022
Στοιχειοθεσία - Ηλεκτρονική Σελιδοποίηση - Εκτύπωση - Βιβλιοδεσία Σουέρεφ & Συνεργάτες, Γραφικές Τέχνες - Εκτυπώσεις Σολάρι 70, Κέρκυρα, Τηλ.: 26610 22077
13-5-2021 Η ΧΡΥΣΗ Η Ρουσαλένη έκανε και το ξόρκι. Από τη νόνα της τάμαθε που τση τάλεγε από μικρή κοπέλα, ετότες που τα μαγουλίτσια τση εστάζαν’ αίμα και γι αυτό από Λένη τήνε φωνάζανε Ρουσαλένη. Νάναι καλά εκεί που είναι η νόνα της, εκονό μαγε η Ρουσαλένη από τα ξόρκια κι είχε να ντύνει και να ποδένει και το στερνο παίδι τση, το Πίπη, που από μικρός τήνε βασάνιζε. Είχε βγάλει τη χρυσή κι ούτε το ξόρκι τση νόνας τση δε τον έπιανε που τον εδιάβαζε κάθε μέρα. Τση λέγανε να τόνε πάρει να του την εκόψουνε με το ξουραφάκι αλλά τι; Αυτά ήτανε σκέδια κομπογιαννίτικα, που τα κάνανε οι πίσω του ήγιου. Ενώ το ξόρκι το παραδεχόντανε ως κι ο καλόγερος. Στον Άγιο τον έταξε και μεγαλώνοντας του επέρασε η χρυσή, πανάθεμά τηνε. Ελαχτάρισε ίσαμε να τόνε δει να συνέρχεται. Τούχε αδυναμία, τόνε κυνήγουνε να του δώκει το αυγό το μελάτο και το μουρουνόλαδο αλλ’ αυτό, αλήτης του Βοργιά, όλο την έσκαγε. Από το σκογειό σκάμπες, στο Κατηχητικό δεν επήγαινε, το κόσμο όλον’ επείραζε, ό,τι ήβλεπε το μάτι του έπαιρνε το χέρι του, ήπρεπε η Ρουσαλένη όλη την ώρα να τόνε δικαιολογεί στα παράπονα που τση κάνανε. Δε το θέλει. Μικρός έβγαλε τη χρυσή, γι αυτό… Τον έκρυβε κι από το πατέρα του, τί αυτός ενευρίκιαζε και τόνε περιλάβαινε με το λουρί. Έμπαινε στη μέση κι έτρωγε αυτή τσι μισές. Εκείνη τη μέρα ο Πίπης έφυγε από το σκογειό με το φίλο του το Νικόλα κι αρά ξανε στο Γιαλό κάτου από τσου ευκάλυπτους. Εβγάλανε τσι σφεντόνες κι εσημαδεύανε τσου σπουργίτους. Ο Πίπης πίτυχε ένα φλέρονα. Φλέρονα πίτυχες; Φλέρονα. Φλέρονα σα κι εσένανε οπούβγαλες τη χρυσή. Πώς σου πέρασε; Έπιακε το ξόρκι τση Ρουσαλένης; Πεινάς; Νάχαμε λίγο ψωμί με τυρί, καλά θάτανε. Δε πας σπίτι να φέρεις; Εσένα η Ρουσαλένη σου δίνει. Να πάω αλλά να δω τι θα τση πω, τί θ’ ακούω πάλε δε πήγες στο σκογειό και τέτοια… Πέτση να με ξεματιάσει οπούβγαλα τη χρυσή, χα, χα… Ορέ, καλά λες. Άμα τήνε πιάκω από μπροστά με το ξόρκι θα τήνε κουτογε λάσω. Δώκε μου ένα φλοκί, ένα ράμα, κάτι από πάνου σου, τί θα μου το χαλέψει. ---------------------------------
- Μάμα, ο Νικόλας έβγαλε τη χρυσή. Ξεμάτιασέ τονε και θα περάσει η μάμα του να σε πλερώσει. Να πάρε δω το ράμα του. Εγώ πάω να πάρω λίγο ψωμί και τυρί και βιάομαι να πάω σκογειό. Άλλο που δε μούπε ο δάσκαλος να μην αργήσω. Έλα λέγε το ξόρκι, τι κοιτάς; Μη χασομεράς, έχει χρυσή σου λέω ο Νικόλας. Έλα! Εσκοτίστηκε η Ρουσαλένη κι αρχίνησε: «Πέρα στον άρτο ποταμό τρία παιδάκια τρώανε και σκαλίζανε. Ούτε ο ήγιος τα πειράζει ούτε το φεγγάρι. Επέρασε ο Νικόλας και ήπιε νερό. Εχλώμιασε, εκιτρίνησε, εθερμάνθηκε, αρρώστησε κι εχρύσωσε. Σκούζει, βιάζει και τη γης αναταράζει και τσι θάλασσες θολώνει και τσου ποταμούς βουρκώνει. Πέρασε ο Ιησούς Χριστός και είπε: τι έχει ο Νικόλας; Μας ήπιε το νερό μας κι εχρύσωσε. Έπιακε νερό από τον Ιορδάνη ποταμό να τόνε νίψει, να τόν’ οργίσει, να τόνε ξορκίσει». Πήρε η Ρουσαλένη βελούδο κόκκινο, μια μποτίγια άσπρη με νερό κι εννιά αμύγδαλα, τάσπασε και τάριξε μέσα στη μποτίγια. «Όπως εχάραξε η μέρα κι έφερε κι έριξε τσι αχτίνες του ο ήγιος στα βουνά, έτσι να σκορπίσει, να διαλύσει την αδυναμία του Νικόλα, την ασπράδα του και τη κιτρινάδα του». Τόπε τρεις φορές κι ήπρεπε να το λέει τρεις φορές τη μέρα.* ------------------------------
Στο Γυαλό ο Πίπης με το Νικόλα είχανε φάει το ψωμί και το τυρί. Ο Πίπης εβάρησε και τρίτο φλέρονα. Είχε ένα σημάδι… * Ξόρκι για τη χρυσή, ανεμομυγιότικο
το δάχτυλο σ’ όσους δε συμφωνάμε. Αυτοί ηξέρουνε κι εμείς, οι καθυστερημένοι, όχι μόνο δεν ηξέρουμε ούτε το μάτι μας δεν ηξέρουμε να βγάλουμε. Το ’72 ήτανε που εστείλανε τοπογράφους να το μετρήσουνε. Και εκάμανε το σκέδιο για τον ΕΟΤ κι ήτανε και πολύ καλό. Τόχω και το μαρτυράω. Τί όλα από τσου τοπογράφους ξεκινάνε. Νάχω ένα χάρτη να βάνω και να σβήνω απάνου του γραμμές. Να κάνω σκέδια αξιοποίησης και «αξιοποίησης». Ως φαίνεται, πολύ τσου άρεσε στσου Άραβες κι είπανε μπρος προχωρά με. Όβολα έχομεν! Από το ’76 έκλεισε και το Αναμορφωτήργιο και τσούκανε αδειές. Πλην όμως τα εβρήκανε σκούντρα. Επίτυχε κι η μεταπολίτεψη, έπεσε η Χούντα, ήρθανε τα πάνου κάτου και παρόλο που τα πετροδόλαρα ετρέχανε οι Κερκυραίοι είπανε τσου! Όχι! Το Βίδο το θέλουμε για μας! Αγύριστα κεφάγια οι Κερκυραίοι, μπριχού 40 τόσα χρόνια, με το άστε ντούε τσου εσταματήσανε τσου Άραβες. Μπροστά ο Δήμαρχος, ο Ραθ. Και το ’85 επή ρε το Βίδο ο Δήμος Κερκυραίων με Δήμαρχο το Κούρκουλο. Εγίνανε μελέτες κι όλοι εσυμφωνήσανε ότι το νησί να γένει τόπος για τη νεο λαία και για την αναψυχή τω Κερκυραίωνες. Και κατά δύναμη επήγε η δουγειά. Μέχρι και Διεθνείς Κατασκηνώσεις έκαμε ο Δήμος, μέχρι και τα ΚΑΠΗ ανεβαί νανε και παραθερίζανε, ένα σωρό παιδιά κατασκηνώνανε στσι Δημοτικές Κα τασκηνώσεις κι από τη μπάντα κι οι Προσκόποι κι οι Οδηγοί που με το υστέρημά τσου και το κόπο τσου εφέρνανε κι άλλα παιδιά να γνωρίσουνε τι παναπεί Φύση, ΚΕΡΚΥΡΑ και πραγματικιά ζωή. Υποθήκη, παρακαταθήκη για το μέλλον του τόπου. Τώρα τελευταία τα πράματ’ αλλάξανε. Λίγ’ απόδω, λίγ’ απόκια, όλοι εκατα λάβαμε πως τσου Κερκυραίους δε μας εθέλουνε στο Βίδο. Εσταματήσανε οι Δη μοτικές Κατασκηνώσεις και τα Ημερήσια Προγράμματα Δημιουργικής Απασχό λησης. Εδώκανε το μαγαζί σ’ ένανε που όλοι το γλέπουμε που θέλει εκτός από το μαγαζί κι όλο το νησί δικό του. Κάνει ό,τι κάνει, ό,τι θέλει, και μας εδιώχτει. Φευγάτε, λέει, με τον τρόπο του. Βρίσκει κι αβάντες από τσου «υπεύτυνους». Από τη μπάντα εξανάρθανε κι εκείνοι οι
είναι δικό μας; Από πού κι ως πού; Μας εφέρνετε πίσω τότες που οι Άρα βες εμπήκανε μπας και προκάνουνε; Δε θυμοσάστενε τι εκάνανε τότες οι Κερκυραίοι; Με το Δήμαρχό τσου μπροστά. Τώρα; Τώρα τα παιδιά μας τι κάνουνε; Τα κατάπιε ο νιορονιός κι εβρήκατε την ευκαιρία; Σας επέρασε από το νου όπου κοιμόνται; ΠΟΙΟΣ ΘΑ ΗΓΗΘΕΙ; Ο Δήμαρχος; Οι Δημοτικές Παρατάξεις; Τα Κόμματα; Οι Βουλευτάδες; Όσοι φωνάζουνε για τη Κόντρα Φόσσα και για το Βίδο βούβα; Όσοι γυρνάνε το πλάτη στον Ερημίτη και στο Ντεμπλόνι; Όλοι οι άλλοι που τσου εψηφίσαμε νάχουν’ εξουσία, μικρή μεγάλη; Καένας; Εγώ, μοναχός μου; Ένα είναι το σίγουρο. Δε θα σας επεράσει. 16-5-2021 ΚΑΤΣΙΜΠΟΥΚΟΙ
Η Λία, εκ του Αμαλία κι όχι εκ του Ευαγγελία – γι αυτό τήνε λέανε και Αμα λουτσιόν, ήτανε και η πρώτη στο πεντεγούλι. Και στο τριόγουλο καένας δεν την έφτανε. Τσι περσσότερες φορές έκανε μονές, διπλές, ουρανοί, σταυροί, κο ντοφούρνι, κατσιμπούκοι, μάνες, δαχτυγιές, καυκί και καλόγερο και σότο δεν έβγαινε. Κι όχι τίποτις επισκουτίς, όλα νέτα. Επέταε τον ένα γούλο ταψήλου με το δεξί και με τ’ αριστερό έπιανε, μάζωνε, έβανε στο φούρνο, κι ό,τι άλλο χρεια όντανε να κερδέψει. Μέχρι που τήνε βαρεθήκανε τ’ άλλα τα παιδιά και δε τήνε παίζαν’ άλλο. Άδικο είχανε; Άμα κάποιος κερδάει αβερταμάν δεν έχει γούστο. Τι; Να κάθεσαι να τόνε γλέπεις; Μάμα, δε με παίζουνε. Άστους κι εσύ μια φορά να κερδέψουνε κι αυτοί. Άμα όλο κερδαίνεις εσύ, είσαι εκτός συναγωνισμού και σε βαργιόνται. Εγώ θα πάω να παίξω στη πλατεία όπου δε με ηξέρουνε. Να κάτσεις εδώ που είσαι που μου θέλεις και πλατεία. Ολόκληρη Πόρτα Ρεμούντα δε σου σώνει; Ένα καντούνι μακριά είν’ η πλατεία, μάμα. Πού θα πάω; Στην άκρη τση γης; Αυτό που σου λέω ‘γώ! Εμεγάλωσες, πας στη Τρίτη τάξη του Θηλέων. Δεν είναι τση ηλικίας σου το πεντεγούλι. Και δε γυρίζουν’ ολόκληρες κοπέλες στσι πλατείες. Ορίστε μας! Η Λία όμως μόλις
Με τη ποδιά του σκογειού, με τη ζώνη σφιχτά στη μέση ν’ ασκώνει κάτι λίγο τη ποδιά ίσαμε τα γόνατα, με ξαναμμένα μάγουλα από το τρεχαλητό, με μάτια και χείγια να γελάνε στο καιρό, με την άνοιξη να τση ζωγραφίζει το μισοσχημα τισμένο κορμί, ήτανε σα τη δροσιά τσ’ αυγής πάνου στο νεραντζάνθι. Εκάτσανε κάτου, ανοίξανε τα ποδάργια τσου σε κύκλο, εκάμανε το τόκο κι αρχινέψανε. Ο Σπύρος την εκοίταε. Πώς κοιτάει ο χάνος οπούναι έτοιμος να χουμήξει στο δόλωμα; Έτσι. Τον είδε κι αυτή. Κι αυτή τόνε κοίταε το Σπύρο. Κάτι εφτερούγισε μέσα της. Η καρδούλα τση έκανε σάρτα. Δεν έπαιρνε τα μάτια τση από πάνου του. Λεβεντόπαιδο. Και καλός μαθητής. Ήξερε. Το χνούδι στο μού τρο του εμαύριζε. Ξούρισμα ήθελε. Σειρά σου Λία. Παίξε! Επέταξε το γουλί στον αγέρα και με τόνα μάτι έβλεπε το γουλί και με τ’ άλλο το Σπύρο. Για πρώτη φορά δεν ήτανε σίγουρη που ήτανε τα γουγιά και τι ήπρε πε να κάμει. Έφτακε να παίζει κατσιμπούκοι. Άφηκε ένα γουλί κάτου, έβαλε ένα στο στόμα, κράτησε ένα στο αριστερό χέρι και πέταξε με το δεξί το άλλο γουλί στον αγέρα. Ήπρεπε με το δεξί να μάσει το γουλί αποκάτου, αυτό του αριστε ρού χεργιού, αυτό από το στόμα και να πιάκει και το τέταρτο γουλί που έπεφτε. Τί οι κατσιμπούκοι με τέσσερα γουγιά παίζονται κι ας παίζεις πεντεγούλι. Έριξε μια ματιά στο Σπύρο και τάκαμ’ όλα. Μόνο που το γουλί που έπεφτε τση άγγιξε τη ποδιά. Επισκουτίς, επισκουτίς! Είσαι σότο! Σότο ήτανε. Ποιά; Η Λία! Τα άλλα εγελάγανε. Ο Σπύρος όχι. Ακούστηκε η φωνή τση μάμας τση. Λία, Λίααα…, Αμαλουτσιόν, που είσαι; Αμαλουτσιόοον; Χα, χα.. Αμαλουτσιόν σε φωνάζει η μάμα, άμε φεύγα! Ξεκαρδίστηκε η μουλαρία. Σκώθηκε να φύγει. Σκώθηκε κι ο Σπύρος. Η Λία έφυ γε στο καντούνι με τη μάμα τση. Όλο εγύριζε και κοίταε το Σπύρο που τήνε κοίταε κι αυτός. Ορθός κι ακούνητος. Αύριο, αύριο, θα τόνε ξανάβλεπε. Ήξερε που μένει.
ΚΑΤΣΙΜΠΟΥΚΟΙ ΙΙ Ο Σπύρος στο Πλατύ Καντούνι έμενε. Στο σπίτι με το πιο μακρύ μπαρκόνι τση Κέρκυρας. Έτσι ελέανε. Η Λία απέναντι από την Αγιά Παρασκευή. Το απόγιομα ετοιμάστηκε να πάει στ’ Αγγλικά τσ’ Ασπιώτης. Έστριψε στο Πλατύ Καντούνι κι εκοίταξ’ απάνου. Ήλεγε μη τόνε ιδεί. Δεν ήτανε. Δε μπορούσε να ήτανε; Έσωσε με τ’ Αγγλικά. Θα ξαναπερνούσε από το Πλατύ Καντούνι μη και τόνε πιτύχει. Σκοτείνιαζε όμως. Και ψιλόβρεχε μια ανοιξιάτικη βροχούλα. Άνοιξε την ομπρέλα του πατέρα της.
- Λία; Εσπαβεντάρησε. Έκαμε έτσι την ομπρέλα και τον είδε. Τα μάγουλά τση εβγά λανε φλόγες. Κάτου από το Πεντοφάναρο εστεκόντανε και δεν είχε ομπρέλα. Εβρεχόντανε. Γεια σου. Τι κάνεις μεσ’ τη βροχή; Τίποτα, πάω σπίτι μου. Βρέχεσαι. Έλα να σε πάρω με την ομπρέλα. Είδες τι παίζει το Εθνικόν; Τον Αρχισιδηρουργό. Θα πας; Κατάλληλο είναι. Εγώ θα πάω το Σαββάτο, πρώτη ώρα. Θα το πω τση μάμας μου ά μ’ αφήνει. Εγώ θέλω νάρθω. Δεν εξαναμιλήσανε μέχρι το πορτόνι του. Άσκωνε και το χέρι της που κρα τούσε την ομπρέλα να τόνε φτάνει, τί ήτανε ψηλός. Ντερέκι. Τσήδωκε το χέρι του να τη χαιρετήσει. Άπλωσε το δικό της. Τση το κράτουνε και δε τ’ άφηνε. Εκοιταζόντανε στα μάτια. Ακούνητα, αμίλητα σα να παίζανε τ’ αγάρματα. Το ψιλόβροχο εκατέβαζε την ανυπόφορη σιωπή τους μέχρι κάτου, στο Ωδείο, να τήνε παραλάβει να τήνε κάνει τραγούδι, ξανθή μου αγράμπελη τι με φοβάσαι; γένου βασίλισσα κι εγώ θρονί, στυλώσου απάνου μου… στην αγκαλιά μου, κάθ’ άλλο λούλουδο θα σε φθονεί. Ετράβηξε λίγο-λίγο το χέρι της. Το Σαββάτο; Το Σαββάτο. Ανέβηκε σπίτι. Έλαμπε. Πήγαινε κι ερχόντανε. Εκρυφογέλουνε. Τι έχεις; Τίποτα. - Πως επήγες στ’ Αγγλικά; Καλά. Στο Εθνικόν παίζει τον Αρχισιδηρουργό. Ωραίο έργο, να πάω το Σαβ βάτο πρώτη ώρα; Με ποιόνε θα πας. Με τσι κοπέλες. - Καλά. Να το πούμε και του πατέρα σου. Εξάπλωσε. Έκλεισε τα μάτια. Όλο το Σπύρο έβλεπε που τήνε κοίταε που έπαι ζε Κατσιμπούκοι. Αναρωτήθηκε. Παναπεί, τώρα, τα φτιάξαμε; Ο Ερωτας κι ο Μορφέας τση στείλανε το πιο ωραίο ύπνο, το πιο ωραίο όνει ρο. Ήτανε, λέει, Αρχισιδηρουργός
σιτήργια από τη Πέμπτη. Δε τον έβλεπε. Πού να τον ιδεί μέσα σε τόσο κόσμο; Εμπήκανε. Τον είδε. Ήταν’ ορθός και κοίταε. Τσήκανε με το χέρι του έλα, έλα. Είχε πιασμένες δύο θέσεις. Είχε βάλει απάνου τους το σακάκι και το πουλόβερ του. Με το πουκάμισο τ’ άσπρο σα το Τζέϊμς Ντιν ήτανε. Επήγε κοντά του με τη Νία του κουρέα. Την εξ απορρήτων. Τση τάχε πει. Οι άλλες εκάτσαν’ αλλού. Ελάτε, ελάτ’ εδώ. Είπα μη και δεν έρθεις. Εκάτσανε. - Ήρθες νωρίς; Για να πιάκω θέση. Γεια σου Νία. Γεια σου Σπύρο. Το πανί έκανε γκλουν-γκλαν και τα φώτα εσβήσανε. Είχε τα Επίκαιρα. Ποιός δίνει σημασία στα Επίκαιρα; Όλο τα ίδια και τα ίδια. Όλο εγκαίνια και δεξιώσεις. - Είδαμε και πάθαμε να μπούμε. Μου εδώκανε και μια πατησιά… Πού; για να ιδώ… Εδώ, βλέπεις; Μαύρο μου το κάμανε το σοσόνι μου. Εφόρουνε τα καλά της. Τη φούστα τση στολής, τη μπλούζα τη σατέν που τσείχε χαρίσει η τζία της η καλή και τη γιακέτα τη καρό. Την έβγαλε. Έκανε ζέστη. Αρχίνησε το έργο. Κι εκεί που ο Φίλιππος επήγε κι έβρηκε στο κήπο τη Κλαίρη έκαμε διάλειμμα. Μεσ’ στο καλύτερο. - Σ’ αρέσει το έργο; Τον έχω διαβάσει τον Αρχισιδηρουργό. Του Ζορζ Ονέ είναι. Θέλεις σπόρους; Εσύ Νία θέλεις; Δεν ηθέλανε. Δε πήρε κι αυτός. Καλύτερα. Η Νία εκοίταε τσι άλλες που από μακριά τσου εκάνανε μότες. Εγέλαγε και τσούκανε με το χέρι να σταματήσουνε. Πού αυτές… Με το που ξανάρχισε τσήπιακε το χέρι. Ήτανε σωστό; Τση άρεσε όμως. Δυο χέργια μπλεγμένα σφιχτά μολογούσανε όσα ο νους και το στόμα δε τορμούσα νε να μολοήσουνε. Να θέλεις και να ντρέπεσαι που θέλεις. Κι από κοντά τα μά τια. Τα μάτια που ξεσκίζανε το σκοτάδι του σινεμά που έριχτε το βελούδο του να τσου σκεπάσει, να τσου κρύψει, να τσου αφήκει να μείνουνε μοναχοί τσου, ολομόναχοι μέσα στο κόσμο που αναστέναξε ομαδικά όταν ο Φίλιππος έσκυψε κι εφίλησε τη Κλαίρη. Τα φώτα ανάψανε. THE END. Τση άφηκε το χέρι. Να βγούνε. Άλλο στριμωξίδι. Έκατσε πίσω της κι έκανε χώρο μη και του τήνε πειράξουνε. Κόσμος απόξω πολύς. Επεριμένανε τη δεύτερη ώρα. Η Νία επήγε με τσι άλ λες. Εούτοι εφύγανε μαζί. Λίγο μακριά ο ένας από τον άλλονε, μη και τσου δού νε, μη καταλάβουνε, μη προδοθούνε. Στο πορτόνι του σταματήσανε. Πώς χωρίζουνε τώρα; Ο Χρυσικόπουλος εκατέβαινε με τη κούρσα του. Τήνε τράβηξε μέσα στο πορ
τόνι μη και του τήνε κόψει. Εβρέθηκε στην αγκαγιά του. Έσκυψε κι ακούμπησε τα χείγια του στα δικά της. Το πρώτο τους φιλί. Το αξέχαστο. Το μοναδικό. Η ανεξίτηλη σφραγίδα του πρώτου τους έρωτα. Αυτό είναι το φιλί; Τι ωραίο… Συμβόλαιο αγάπης αιώνιας, ζωής και θανάτου, τέσσερα χίγια ενωμένα, τώρα πια είμαι δική του, τώρα πια είναι δικός μου. Για πάντα. Θα κράτουνε εούτος ο έρωτας; Θε νάτανε τυχεροί να κρατήσει; --------------------------------Αυτά εσκεφτόντανε η Λία, η νόνα Αμαλουτσιόν καθισμένη στο πιο μακρύ μπαρκόνι τση Κέρκυρας. Νόνα, μας είπανε από το σκογειό να τσου γράψουμε παγιά παιχνίδια που επαίζανε παγιά τα παιδιά. Ξέρεις καένα ή να το πω του πάππου του Σπύρου μην ηξέρει; Ξέρω, ξέρω. Κάτσε να σου πω να γράψεις για το πεντεγούλι. Ήμουνε πολύ καλή σ’ αυτό. Δε με νίκουνε καένας. Μια φορά μόνο εβγήκα σότο. Από επισκουτίς. Τότες στη πλατεία όπου έριχτα κατσιμπούκοι. Ο πάππους σου φταίει. Όχι, για να ξέρεις! Τι λέτε; Η νόνα λέει όπου την έκαμες κι έχασε στο κατσιμπούκοι. Έσκυψε και τση φίλησε τα άσπρα της μαγιά. 19-5-2021 ΑΠΟ ΛΟΓΙΑ ΠΑΡΑ, ΠΑΡΑ ΚΙ ΑΠΟ ΧΕΡΓΙΑ ΚΡΑΤΗΜΑΡΑ Ποτές του δεν εδούλεψε. Δεν είχ’ ανάγκη. Έβρηκε μαό. Μικρόνε του είχανε μαντεμουαζέλ, διδαχθείς κατ’ οίκον, με το βιολί του, με τα γαλλικά του, κυνήγουνε και το δουλικό τη Μαρούσω τα μεσημέργια, μίλουνε με το σεις και με το σας, έτρωε με τρία περούνια και τρία μαχαίργια, για ποιητή τόνε προορίζανε. Τί οι άλλοι όλο περί των γραμμάτων ελέανε στα ζουρ-φιξ κι η μάμα του τόχε καημό να μην έχει να λέει κι αυτή που ο μπισνόνος τση υπήρξε
κουκουλώνανε τα σκάνταλα με κάτι παντρεμενάκια, μέχρι που εκλείσανε όλοι τα μάτια τσου κι έμεινε μο ναχός του. Εξεκοκάλιζε τη περιουσία, ατέγειωτη ήτανε, κι εσύχναζε εις τα καφε νεία και μεταξύ μπρίσκουλας και τρισέτε ήθελε νάχει λόγο και επί της πολιτικής και των δημοτικών πραγμάτων. Έβγανε λόγους, τί όσο νάναι με τέτοιας σπουδάς κάτι τούχε μείνει. Καυτηρίαζε τσου τοκογλύφους, τη μάστιγα τση αγροτιάς,
είχε λόγο για το πού θα μπει το συντριβάνι, ομιλούσε περί τση ανάγκης ιδρύσεως νέας βεσπασιανής, εκθείαζε την εργατιά, καταδίκαζε την εκμετάλλευσή της, εθάγμαζε ο κόσμος, κι αποστόμωνε όσους εβάνανε τη πλέμπα πάνου από τσ’ αρχόντους. Λαϊκός ηγέτης, τούγραψε και δυο άρθρα περισπούδαστα ο διευθυ ντής τση φημερίδας για δικά του, τόνε κιαλάρησε το κόμμα. Ρε σεις, να τόνε συμπεριλάβουμε στο ψηφοδέρτιο. Μάπας είναι. Μάπας, ξεμάπας, θα μας επλερώσει και το προεκλογικό αγώνα και στο ύστερο εδιαβάσατε το άρθρο του περί των Αγροτικών Φυλακών εις Βίδο; Αυτός τόγραψε; Αυτός υπογράφει. Τόνε διπλαρώσανε. - Θα κατέλθετε μαζί μας; Θα το σκεφθώ και θα σας απαντήσω. Έτσι τον είχε μάθει να λέει ο πάππους του. Δε θα λες ποτέ ναι, δε θα λες ποτέ όχι. Θα λες θα το σκεφτώ. Ακούς; Το εσκέφτηκε. Ενδιαφέρον το βρήκε. Νάχει, βρε αδερφέ, και κάτι να κάνει όλη μέρα. Συνέχεια μπρίσκουλα; Άσε που δεν είχε και καζίνο. Τη Ρολίνα τήνε κλείσανε από πότες κι ο Ριχτόφεν με το Γκάουερ αργούσανε ν’ ανοίξουνε τ’ Αχίλλειο. Άλλωστε και τα παντρενενάκια δε τόνε προσέχανε όπως παγιά. Και μία τούπε πως το ΝτεΚαΒέ του δεν ήτανε κάμπριο κι αυτή κάμπριο ήθελε. Τέ τοια κατάστασις! Θα σας βοηθήσω! Μπράβο σας, κι ετοιμαστείτε δια την περιοδείαν μας στα χωργιά. - Είναι απαραίτητον; Βεβαίως κι απ’ αύριο ξεκινάμε. Στο καφενείο θα γένει η συγκέντρωσις και παρακαλούμε να κεράσετε όλο το μαγαζί.
Μη το συζητάτε. Όπερ και εγένετο. Ομίλησε περί της ελαιοσοδείας, των ασθενειών των ελαι οδένδρων, περί της τιμής του ελαιολάδου και άλλων συναφών. Δε μου λες, ορέ λεβεντόπαιδο, έχεις εγιές εσύ; Αν δεν με απατά η μνήμη μου υπέρ των τεσσάρων, πέντε χιγιάδων ριζών, νομίζω. Και τσι μαζεύεις μοναχός σου; Όχι, έχω τσούρμα. Εγώ επιστατώ. Αλλά αγαπώ τσου ανθρώπους του μό χθου. Βρίσκομαι κοντά τους, τρώγω μαζί τους, τους φροντίζω στις ανάγκες τους, τους ξέρω όλους με τα μικρά τους ονόματα. Εμένα πώς με λένε; ................. Εσάς; Όχι, γιατί δουλεύω στο τσούρμο σου στο Όρος. Και δε σ’ έχω ιδεί ποτές μου. Ανάθεμά με άμα έχεις κόψει στη ζωή σου ένα σπυρί, ένα γιόφυλλο.
Και μου μιλείς για τσι εγιές; Τι ξέρεις εσύ από εγιές; Για κοίτα τα χέργια μου και τα χέργια σου; Εσύ από λόγια πάρα, πάρα κι από χέργια κρατημάρα. Ασκωθήκανε κι εφύγανε. Αφήκανε και τσου καφέδες και τα κουνιάκα άπιοτα. Το κόμμα είπε πως θα συζητούσε τας εξελίξεις.
Από μικρός του αρέσανε οι παράτες. Τον έπαιρνε ο πατέρας του από νωρίς κι επιάνανε θέση απέναντι από τσου επισήμους. Τι είναι οι επισήμοι, μπαμπά; Οι πιο σπουδαίοι τση Πόλης. Ο Δεσπότης, ο Νομάρχης, ο Δήμαρχος, οι Προ έδροι, οι Αξιωματικοί, το αφάν κατέ τση κοινωνίας. Εσύ μπαμπά, δεν είσαι αφάν κατέ; Θα γίνω κι εγώ. Από δω τόχε, από κει τόχε, ο πατέρας του εγίνηκε Πρόεδρος του Σωματείου Εφέδρων και εκ του Πρωτοκόλλου εδικαιούτο θέσιν μετά των επισήμων. Τόγρα φε κι ένα ξύλινο πυραμοειδές ταμπελάκι επί της εξέδρας. Πρόεδρος Εφέδρων. Δεν ήτανε μπρος, μπρος, αλλά ήτανε. Επήρε και το μικρόνε, τούβαλε η μάνα του τ’ άσπρα, του αγοράσανε και μια ελληνικιά σημαιούλα κι εκάτσανε από τσου πρώτους στσου επισήμους. Πολύ ωραία ήτανε. Ο πατέρας του του ξήγουνε που η Βασίλισσα τσ’ Αγγλίας εχάρισε τα Εφτάνησα στη μαμά Ελλάς, τση χάρισε κι ένα Βασιγιά νάχει να πορεύεται, τσήδωκε και κάτι όβολα, όχι χάρισμα, με τόκο, ο κόσμος είχε μαζωχτεί, ήρθανε κι οι άλλοι επισήμοι, δεν έβλεπε. - Μπαμπά, δε γλέπω. Είν’ αυτός ο χοντρός μπροστά μου και δε γλέπω. Να πάμε μπροστά. Σςςς… Μίλα πιο σιγά. Είναι ο κύργιος Πρεσβευτής τση Σοβιετικής Δημοκρα τίας! Δεν επιτρέπεται. Εδώ είναι η θέσις μας. Μα εγώ δε γλέπω. Σε τι θέση σε βάλανε; Να μη γλέπεις; Άσκωσέ με να γλέπω. Δεν επιτρέπεται σου λέω. Κάτσε ήσυχος. Μετά θα σου πάρω παγωτό. Να πάμε να φύγουμε. Τώρα θα παίξει η μουσική. Θ’ ακούς. Δε θέλω. Εγώ θέλω να πάω μπροστά. Αυτοί γιατί πάνε μπροστά; - Αυτοί είναι φωτογράφοι και δημοσιογράφοι. Οι δημοσιογράφοι πάνε όπου θέλουνε. Πάντα μπροστά πάνε. Κάτσε καλός. Έρχεται ο κύργιος Υπουργός. Έτονε, να έλα δω, κοίτα από τη μπάντα. Φαίνεται. Τόνε γλέπεις; Τόσο κοντός είν’ ο Υπουργός; Εγώ έλεγα που οι Υπουργοί είναι ψηλοί. Αυτός είναι κοντός και θαγμαστός. - Είναι και χοντρός.
Εβάρησε η γκρανκάσα, αρχίνησε η παρέλαση, επερνούσανε τα σωματεία, τα σκογειά, οι οδηγοί, οι προσκόποι, οι ναύτες, τα ΤΕΑ, τα στρατά, όλοι εκάνανε το σέβας με κεφαλή δεξιά στσου επισήμους, μετά ήρθανε κάτι μοτοσυκλέτες κι η Πυροσβεστική. Τίποτις δεν είδε. Μόνο το κράνος μιανού πυροσβέστη, που ήτανε απάνου στη πυροσβεστική κι εφαινόντανε, είδε. Εσώσανε. Ο πατέρας του τον έσυρε από το χέρι, εβάρησε κάτι αμπωσιές δεξιά, αριστε ρά, κι έδωκε το χέρι του στον Υπουργό. - Εκ μέρους των εφέδρων καλώς ορίσατε εις την πόλιν μας κύργιε Υπουργέ. Χρόνια σας πολλά. Από δω ο γιος μου. Δώκε, Σπύρο, το χέρι στον κύργιο Υπουργό… Τόδωκε. Ο Υπουργός του χάϊδεψε το μάγουλο. Ο πατέρας του έλαμπε. Η μουσική εξαναβάρησε τη γκρανκάσα τση. Θα παίρνουνε κι από το Λιστόν. Τ’ απόγιομα θάρθουμε για την Υποστολή Σημαίας. Θα φέρουμε και τη μαμά. Να τση πούμε που σούπιακε και το μάγουλο ο κύργιος Υπουργός. Είδες; Άμα δεν ημάστενε στσου επισήμους θα σούπιανε το μάγουλο ο Υπουργός; Δε μ’ άρεσε. Ήτανε ιδρωμένο το χέρι του. Με γλίτσιασε. Πάρε μου το παγω τό που μούπες. Πάμε ν’ ακούσουμε και τσι μουσικές. Έλα… Σ’ αρέσουνε τα ταρατατζούμ, έ… Μ΄ αρέσουνε. Πολύ μ’ αρέσουνε, εγώ θέλω να παίζω κορνέτα, πάμε… - Αφού σ΄ αρέσουνε, Υπουργός να γίνεις. Ναι, να κάθομαι μπροστά να μου κάνουνε το σέβας και να γλέπω τα τζουμ, τζουμ. 23-5-2021 ΠΙΝΤΑ ΚΑΙ ΛΕΪΜΟΝΟΦΥΛΛΟ Πίντα. Κύπελλο. Μεταλλικό ή εμαγιέ. Εκ του αγγλικού pint λέει το λεξικό. Απα ραίτητη για τα παιδιά. Νάχουνε να πίνουνε από τη πίντα τους κι όχι από τη χού φτα τους ή απ’ ευτείας με το στόμα τους κολλημένο στη βρύση του σκογειού ή στη βρύση τση γειτονιάς. Κυκλοφορούσανε κι αρρώστιες. Κάθε καλό παιδί
Φύγε απόκια, κακοχρονονάχεις, να τρέχουμε στσου γιατρούς θέλεις; Τόσοι πίνουν’ από κει. Τώρα, τώρα, θα σε περιλάβω γώ! Μετά η πίντα εγίνηκε πλαστικιά, ποτήρι πλαστικό μιας χρήσης, μπουκαλάκι μικρό, πιες-πέτα. Ποιό παιδί πίνει σήμερα από τη βρύση του σκογειού; Κι οι βρύσες οι δημόσιες εξαφανιστήκανε, τί ήρθε το νερό μέσα στα σπίτια και δε μας εχρειάοντ’ άλλο. Άσε που το νερό τση βρύσης, λένε, που δε πίνεται. Μόνο για τον απόπατο κάνει. Τα ρούχα στο πλυντήργιο σα ξύλα τα βγάνει. Και φασούγια να βάλεις
νερό μπουκαλάδο θέλεις, τί τση βρύσης έχει άλατα και δε βράζουνε. Βρόχερνο; Μόνο κάτι πεκάδοι μαζώνουνε άμα βρέξει, να βάλουνε τα φασούγια στο μό σκιο από βραδύς. Σημαιοφόρος τση αλλαγής του τρόπου τση ζωής μας το πλαστικό. Υλικόν ευ θυνόν και ανθεκτικόν, υδατοσταγές, πιαζέβολο, αντικατέστησε το μέταλλο, το ξύλο, το εμαγιέ, τη πορτσελάνη, το μετάξι, τη τρίχα τ’ αλόγου στ’ αρμίδια, επλη μύρισε τα παιδικά παιχνίδια, τσι συσκευασίες τροφίμων και λοιπών, παντού ετρύπωσε το αφιλότιμο, και το πληχτρολόγιο που βαρώ πλαστικό είναι. Ένα και το αυτό με την ευκολία. Απαραίτητον δια την τεχνολογικοπλαστικορομποτική επανάσταση που ζιούμε. Γλήγορα, εύκολα, απλά. Έτσι βγαίνει το κέρδος. Από την ευκολία του αλλουνού που γένεται περιζήτητον είδος πρώτης ανάγκης. Αμ’ πώς; Δε θέλω να δουλεύεις, δε θέλω να δουλεύεις, δε θέλω να δουλεύεις να βασανίζεσαι…, δε λέει και το τραγούδι το παγιό; Μόνο που όσο εύκολα το χρησιμοποιούμε το πλαστικό άλλο τόσο εύκολα το πετάμε. Το κάνουμε σκουπίδι και θα μας πνίξει. Μας πνίγει. Μας έπνιξε. Διαβάζω: Στις 3 Ιουλίου μπαίνει «stop» στα πλαστικά μια χρήσης. Καταργού νται: μαχαιροπίρουνα, πιάτα, καλαμάκια, περιέκτες από φελιζόλ, κυπελάκια ποτών από φελιζόλ, περιέκτες τροφίμων από φελιζόλ, αναδευτήρες ποτών, μπατονέτες, στηρίγματα για μπαλόνια καθώς και πάσης φύσεως προϊόντα που διασπώνται σε μικροπλαστικά (οξοδιασπώμενα πλαστικά). Κάτι ανάλογο που έχει γίνει και για τσι πλαστικές σακούλες που περιοριστήκανε αλλά δεν εξα φανιστήκανε. Δεν έχεις σακούλα πάνινη δικιά σου; Πλερώνεις κατιντίς και σου δίνουνε τη πλαστικιά. Τέλος, λέει, περιβαλλοντικό. Αέρα κουβέντα. Φέξε μου και γλίστρησα. Μας έπνιξε το πλαστικό και πάμε να συμμαζέψουμε τ’ ασυμμάζευτα. Πώς το λέει; Όταν η γριά εγκαστρώθη ύστερις εκλειδομανταλώθη. Βήμα κατά πίσω. Επιστροφή στο παγιό τρόπο ζωής; Σ’ ένα κομμάτι του; Επι στροφή στη πίντα, τη πλυμένη με το λεϊμονόφυλλο; Όχι και με λεϊμονόφυλλο! Πολύ μακριά επήγες. Τη πλυμένη με απορρυπα ντικό πιάτων με άρωμα
τέλεια και αστραφτερά σκεύη, οικονομία χρήσης…, ΠΡΟ ΚΑΛΕΙ ΣΟΒΑΡΕΣ ΟΦΘΑΛΜΙΚΕΣ ΒΛΑΒΕΣ ΚΑΙ ΕΡΕΘΙΣΜΟ ΤΟΥ ΔΕΡΜΑΤΟΣ, ΜΑΚΡΙΑ ΑΠΟ ΠΑΙΔΙΑ, περιέχει άλας νατρίου δωδεκυλοζοσουλφονικού οξέ ος…» και εφτά ακόμα σκουλικομερμυγκότρυπες. Κι όλ’ αυτό θα βγαίνει στο
Καφέ Γυαλί να κολυμπάνε μέσα του οι σπάροι που μ’ αρέσουνε ξεροτηγανισμένοι; Εκατάλαβες; Και τι να κάνουμε; Πίντα και λεϊμονόφυλλο, πίντα και λεϊμονόφυλλο! Ορέ, πού ζιεις; πού ζιεις; Ξέρεις σε τι κόσμο ζιεις; 25-5-2021 ΑΛΛΗ ΔΟΥΓΕΙΑ ΤΩΡΑ… Δεν επρόκανε η γριά να κλειδομανταλωθεί, άλλη δουγειά… Μπήκε σπίτι κι άνοιξε το κουτί. Τί μόλις έμπαινε μέσα αυτό πρωτόκανε. Να ιδεί, ν’ ακούσει, να μάθει τι τρέχει. Τι τση ξημέρωσε και τούτη η μέρα. Διότι ανά πάσα στιγμή η εξουσία παραγγέλνει βγάρτε στον αέρα αυτό, βγάρτε το άλλο, να ηξέρει ο κόσμος τι του γίνεται, να μη λέει που δε του τόπαμε. Κι οι άλλοι το λένε, αμέσως και κατ’ αποκλειστικότητα, να το μάθουμε κι εμείς οι ρέστοι. Τι; Γιατί να μη το πούνε; Τσάμπα το λένε; Εβγήκε, το λοιπό, φιρμάνι. Ακούσατε, ακούσατε… Θε να κάμουμε απολιγνιτοποίηση. Τίν’ αυτό; - «Με το δύσκολο κομμάτι της εφαρμογής των πράσινων στόχων που έχουν θέσει για την Ε.Ε. και την οικονομική επιβάρυνση των πολιτών θα ασχολη θούν οι 27 Ευρωπαίοι ηγέτες, κατά τη διάρκεια του διήμερου ευρωπαϊκού συμβουλίου. Ωστόσο, η εξεύρεση λύσεων δεν είναι καθόλου εύκολη». Παναπεί; - «To ευρωπαϊκό συμβούλιο έχει ήδη δεσμευτεί από το 2019 στον στόχο για μηδενισμό των ρύπων άνθρακα μέχρι το 2050, με στόχο την πάταξη του φαινομένου του θερμοκηπίου και της κλιματικής αλλαγής που αυτό προ καλεί. Ένα χρόνο μετά, προστέθηκε και ο επιπλέον στόχος της μείωσης της εγχώριας παραγωγής ρύπων κατά τουλάχιστον 55%, σε σχέση με τα επίπε δα του 1990, μέχρι το 2030». Ξαναπαναπεί; «Η δέσμευση στους στόχους αυτούς
μηχανισμό εμπορίας των ρύπων, αλλά και η διεύρυνση του μηχανισμού ώστε να εντα χθούν και άλλοι κλάδοι, κυρίως η βιομηχανία αυτοκινήτου. Στην ουσία της συζήτησης αυτής, πάντως, βρίσκονται ερωτήματα που έχουν να κάνουν με την πρακτική επιβάρυνση των εισοδημάτων των πολιτών, δεδομένου ότι πολλά σημεία της πράσινης ατζέντας θα φέρουν μεταβατικά αυξήσεις στα
τιμολόγια του ηλεκτρικού ρεύματος, επηρεάζοντας αντιστοίχως τα επίπεδα των τιμών των τροφίμων». Εγώ θα τήνε πλερώσω; «Στην προπαρασκευαστική συνάντηση των τεχνικών επιτελείων και των πρεσβευτών των κρατών μελών, την περασμένη Παρασκευή, το «debate» αναζωπύρωσε τη γνωστή κόντρα μεταξύ πλουσιότερων και φτωχότερων κρατών, περισσότερο ή λιγότερο βιομηχανικών κρατών, με αποτέλεσμα να μην υπάρξει καν συμφωνία για ένα κοινό κείμενο συμπερασμάτων, το οποίο θα αποτελούσε τη βάση για συζήτηση στο ευρωπαϊκό συμβούλιο. Να σημειωθεί ότι από το σύστημα εμπορίας ρύπων (ETS) – ακόμη είναι υπό συζήτηση η διεύρυνσή του – θα καλυφθεί μόνο περίπου το 40% του κόστους. Το 60% θα μοιραστεί μεταξύ των κρατών μελών, μόνο που ούτε ο τρόπος, ούτε και τα κριτήρια με τα οποία θα διανεμηθεί η… «λυπητερή» έχουν πλήρως αποσαφηνιστεί. Οι μικρότερες και φτωχότερες χώρες επι μένουν σε μια αναπροσαρμογή των κριτηρίων, ώστε να επιβαρυνθούν με μικρότερο μερίδιο από το συνολικό κόστος της απολιγνιτοποίησης». Εκα ταλάβατε; Δεν εκατάλαβα τίποτις. Κι άμα δε καταλαβαίνω στα εβδομήντα μου, απο κλείεται να φταίω εγώ. Εσείς άλλο θέλετε να μου πείτε κι αγιώς μου το λέτε. Κάποια λούμπα έχει η φάβα. Πρώτ’ απ’ όλα η φάβα έχει λάκκο κι όχι λούμπα και κατά δεύτερον προσέξτε παρακάτου: «Υπάρχουν πολλαπλά σημεία τριβής, που αγγίζουν πολλά διαφορετικά κράτη μέλη. Η Πολωνία, για παράδειγμα, επιμένει σε μεγαλύτερη οικονομική αποζημίωση για τα φτωχότερα νοικοκυριά για το κόστος της απολι γνιτοποίησης, ενώ η Τσεχία ισχυρίζεται ότι η ζημιά που καταγράφει στα δάση της από την επέλαση των… σκαθαριών κινδυνεύει να τη θέσει εκτός εθνικών στόχων. Η Δανία και η Ολλανδία, ως πλουσιότερες, αλλά ήδη πιο «πράσινες», δεν επιθυμούν να επωμιστούν το βάρος του λογαριασμού της «βρώμικης» ανατολικής Ευρώπης. Και βέβαια, η Γερμανία προσπαθεί να αντισταθεί στην ένταξη της βιομηχανίας αυτοκινήτου στο
επίτευξη της μείωσης κατά 55% των ρύπων μέχρι το τέλος της δεκαετίας». Έτσι δεν είναι; Τώρα να σου πω που είναι έτσι θα σου πω ψέματα. Μπορεί και να είναι, μπορεί και όχι. Αλλ’ άστους αυτουνούς τσου κουτόφραγκους. Εδώ τι γίνε ται; - Με το νέο νομοσχέδιο του ΥΠΕΝ.. Ποιός είν’ αυτός ο Υπέν; Δε τον ηξέρω. Το ΥΠΕΝ. Το Υπουργείο Περιβάλλοντος & Ενέργειας. Μπα; Έχουμε και τέτοιο; Βεβαίως! Κατά το ΥΠΕΝ θα πλερώνουμε Δημοτικά Τέλη με βάση τις επιδό σεις μας στην Ανακύκλωση. Ωραία! Μπράβο του! Εγώ κάνω ό,τι μου λένε να κάνω για την ανακύκλωση και παραπάνου από το κανονικό, μη σου πω. Εγώ δε θα πλερώνω τίποτις. Μισό λεφτό. Δεν είναι ακριβώς έτσι. Άκουσε παρακάτου τι θα κάνει το ΥΠΕΝ: «Οριζόντιους κανόνες, που θα διέπουν την ανακύκλωση και τα Συστήματα Εναλλακτικής Διαχείρισης (ΣΕΔ), που θα προβλέπει το νέο νομοσχέδιο του ΥΠΕΝ για τη διαχείριση των απορριμμάτων. Παράλληλα αναβαθμίζεται ο ρόλος του Εθνικού Οργανισμού Ανακύκλωσης (ΕΟΑΝ) με νέες αρμοδιότη τες και ανοίγει στον ανταγωνισμό το «σύστημα επιστροφής εγγύησης» για συσκευασίες προϊόντων. Από το 2022 αρχίζει ο κύκλος αυξήσεων στα τέλη των Δήμων που έχουν χαμηλές επιδόσεις στην ανακύκλωση, καθώς αρχίζει να εφαρμόζεται και να αυξάνεται γεωμετρικά το τέλος ταφής απορ ριμμάτων, που θα επιβαρύνει τα οικονομικά των ΟΤΑ, με αποτέλεσμα ο λογαριασμός να μετακυλίεται στους πολίτες. Από 1ης Ιανουάριου 2022 θε σπίζουμε τέλος ταφής ύψους 20 ευρώ/τόνο, με σταδιακή αύξησή του στα 55 ευρώ/τόνο από 1ης Ιανουαρίου 2027, το οποίο θα αποδίδεται στο Πρά σινο Ταμείο από τους Φορείς Διαχείρισης Στερεών Αποβλήτων (ΦοΔΣΑ) και θα αξιοποιείται για ενίσχυση της ανακύκλωσης» ανακοίνωσε ο υπουργός
πηγή, κάνω δε κάνω το καλύτερο για τη καθαριότη του τόπου μου, πάλε θα με βάνουνε να πλερώνω περσσότερο. Θέλω δε θέλω. Κι ήταν’ ανάγκη να μου γιομίσουνε το μυαλό μύγες πρι μου πούνε τι θέλουνε από μένανε; Να πλε ρώνω θέλουνε. Αφού το ξέρω το μάθημα. Άμα δε κάνει ό,τι πρέπει να κάμει ο υπεύτυνος τήνε πλερώνουνε οι ανεύτυνοι. Εγώ θα φταίω που τα σκουπί δια θα φτάκουνε στο ταπέο; Είναι και θέμα ατομικής ευθύνης…
- Μωρ’ άμε φάε κουτσούλους πιπεράτους, που θα μου πεις εμένανε… Άμε, μάτια, στη μάμα σου μη πάει κάνας άλλος…, άμε!
ΤΡΙΚΛΙΝΟ * Αρχές δεκαετίας του ’60. Ο κινηματόγραφος στις δόξες του. Στα ελληνικά τα έργα πατείς με πατώ σε. Ποιος θα πρωτομπεί, τί πολλοί μεγαλύτεροι δεν ηξέρα νε να διαβάζουνε τα γράμματα στα ξένα τα έργα και τα ελληνικά δε τα χάνανε. Τι λέει; τι λέει; Ησυχία παρακαλώ…, αφήστε μας να δούμε. Δε ξέρει γράμματα…, γι αυτό. - Να κάτσει σπίτι, τι τήνε φέρνετε σε ξένα έργα; να τήνε φέρνετε στα ελληνικά. Στα ελληνικά έργα ξεδιπλωνότανε η μεταπολεμική Αθήνα με τσι πολυκατοικί ες τση τσι μοντέρνες, με τα μπαρκόνια και τα μπάνια τους με τα μάρμαρα, με τα νυχτερινά τα κέντρα διασκέδασης, με τσι αμερικάνικες τσι κούρσες ν’ αλωνίζου νε τη Πανεπιστημίου, με τσι βιτρίνες τσου τσι φωτισμένες, με τσι κυρίες με τσι φούστες ίσαμε το γόνα, με τα νέον ν’ αναβοσβήνουνε, το Βασιλικό το Κήπο, την Ακρόπολη στο βάθος, τσου τροχονόμους με τ’ άσπρα γάντια, με τον Ηλεχτρικό, με την Ολυμπιακή του Ωνάση, με τα σουβλάκια πάρε-πάρε, με τα λαχεία, τα προπά και το λαχείο Συντακτών που σούδινε το σπίτι, με τσου τσογιάδες στον Άγνωστο και τσου Υπουργούς με τσι βελάδες πάνου από τον Άγνωστο. Εγελάσανε με τη ψυχή τους με τον Αυλωνίτη και τη Βασιλειάδου, εφάγανε και παυλόσουκα απόξω από την Όαση απ’ αυτόνε με το καρμπούρο και του δώ κανε, αλαμπρατσάντε κι οι τρεις, για την Άφρα. Ευτυχώς εμένανε κοντά. Να πάμε κι εμείς στην Αθήνα. Αυτή είναι ζωή. Όχι σα κι εμάς εδώ στην Άφρα, πίσω του ήγιου. Και πόσο κάνει; Με τι να πάμε; Πού θα μείνουμε; - Στην Ομόνοια, στο Λα Μιράζ. Κερκυραίος τόχει, όλοι οι Κερκυραίοι εκεί μένουνε. Μούχουνε πει που ανοίγεις το παράθυρο και γλέπεις όλες τσι κούρσες να γυρίζουνε γύρω-γύρω από το σιντριβάνι το καινούργιο, κόσμος μύρμηρο, αυτή είναι θέα. Τι; Σα κι εδώ π’ ανοίγεις τα σκούρα και βλέπεις τσι πορτογιές τσ’ Αφριώτικες; - Από Σεφτέβρη να πάμε, νάχει αρχίσει και το ποδόσφαιρο να πάμε να δούμε και κάνα ματς. Ναι, στη Λεωφόρο θα πάμε. Μωρ’ τι μας λες; Στου Κραϊσκάκη. Στη Νέα Φιλαδέλφεια, να ιδούμε και το Νεστορίδη. - Σιγά το παίχτη.
Με το ΚΤΕΛ επήγανε, τρεις ώρες έκανε το φέρι μποτ, το «Κέρκυρα», να περάσει απέναντι στην Ηγουμενίτσα, νύχτα εξεκινήσανε, νύχτα εφτάκανε. Επήρανε ταξί, στο Λα Μιράζ πάμε τούπανε.
Με τη βαλίτζα στο χέρι εμπήκανε οι τρεις τους στο Λα Μιράζ. Εκοιτάζανε, εθαγμάζανε. Πολυτέλειες. Τσου περιέλαβε αυτός στη πόρτα. Καλώς τους, καλώς τους. Κέρκυρα; Κέρκυρα; Καλώς σας εβρήκαμε. Κέρκυρα, Κέρκυρα. - Εσείς οι τρεις εισάστενε; τρίκλινο; τρίκλινο; Όχι Τρίκλινο, εμείς από την Άφρα ειμάστενε. * Από το Τάκη. Άφρα, Τρίκλινο, γειτονικά χωριά της Κέρκυρας.
ΤΡΙΚΥΜΙΑ
Τι μου μιλάς για τρίτο κύμα; Το κύμ’ ατέγειωτο, το βράχι ας πει. Πέφτει απάνου του και το συντρίβει, μα λίγο-λίγο τόνε πονεί.
Φούσκωσ’ η θάλασσα στο Φαληράκι, το τάγιο γιόμισε, πλύμη πολλή.
Μπαμπάκια βγήκανε στον Υψηλόνε, ώρα ν’ ασκώσουμε και το πανί.
Μπαίνει το κύμα κουβέρτα, πρύμα, κράτα τεμόνι εις τον καιρό! Ο Μόρος έβρηκε να μας επνίγει, μη μας μπατάρει μεσ’ το θερμό.
Πιάκε το κύμα απ’ το κρανίο, κοίτα πως θάβγεις στη κορυφή. Πρόσεξε τώρα, τη κατηφόράαα…, πρόσεχε! λάκκος! μη καρφωθείς!
Πήρες το πρώτο, μπράβο, καλά. Κοίτα πως έρχονται τ’ άλλα τα δύοοο!
Μ’ αφρούς στο στόμα, λύσσα κακιά, θα μας χουμίξουνε σα τα θεργιά.
Τρίτωσε, πέρασε η τρικυμία, μπουνάτσα τώρα, σκέτη λαδιά. Σφούριξε, πιάκε το τραγουδάκι, τη σκαπουλάραμε! Προσωρινά.
ΔΥΣΚΟΛΗ ΔΟΥΓΕΙΑ (προς υποψηφίους)
Θέλει καρδιά, θέλει μυαλό, θέλει να θέλεις να βρεις γιαλό. Θέλει στ’ αυτιά σου μελισσοκέρι, θέλει τα κότσια σου γερά. Αστέρι. Θέλει στο χέρι σύννεφο και στο ποδάρι γης, θέλει στα μπράτσα δύναμη και το μυαλό τσ’ αυγής. Θέλει το φως τ’ Αυγερινού, μαζί τ’ Αποσπερίτη. Θέλει του Ήφαιστου φωτιά, τση Αθηνάς ασπίδα. Θέλει και νου και θέλει γνώση, θέλει του κόσμου τσ’ αγάπης όση. Θέλει καρδιά, θέλει ψυχή, θέλει στο τότσο να βρεις ζωή. Θέλει να δίνεις, να μη ζητάς, θέλει τα βράδια να ξενυχτάς. Θέλει τη πένα και το σφυρί, θέλει σοφία, πού να τη βρεις; Μόνο μια λόγχη, τρίφυλλη, άμα κρατείς. Δύσκολη δουγειά.
μερίδα. Ελευθερία του τύπου σούλεγε ο άλλος, να πω κι εγώ τη γνώμη μου, να βγάλω στη φόρα κρυμμένα μυστικά και ντοκουμέντα, να μάθουνε όλοι το τι, το που, το ποιος, το πότε, το εξ αφορμής και το γιατί νιαουρίζει το γατί. Τέτοια αίσκη! Τόνε πιάκανε στον ύπνο το κόσμονε με κάποιο σκέδιο «Προμηθεύς», που το βγάλανε απόνα συρτάρι, το φυσήξανε να του φύγει η σκόνη, κι αρχινήσανε να το διαβάζουνε. - ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α΄ Κωδική ονομασία: Μυστικότης – Αιφνιδιασμός - Έλεγχος Τηλεπικοινωνιών. Περίληψις: Κατάληψις Τηλεπικοινωνιακών Κέντρων: Κτίριον ΕΙΡ, Τηλεόρα σις (ΕΙΡ και ΥΕΝΕΔ), άπαντες οι Ραδιοφωνικοί Σταθμοί, ΟΤΕ, Τηλεφωνικά Κέντρα και Στρατιωτικαί Εγκαταστάσεις Ασυρμάτου, Εφημερίδαι άπασαι. - Το fb; τα ΜΚΔ; το ΛΟΓΟ; τη ΛΗΤΕΠ; Άντε ρε, ξεκινάτε. Χασομέργια το παίζετε; Αυτά, ρε, θα βγούνε μετά. Τίποτις δε σκαμπάζετε; Να μην ακούσουμε παρακάτου; Όχι, παρακάτου είναι ακατάλληλον δι ανηλίκους. - Έχει φωτογραφίας με γυμνάς; Ρε άντ’ απόδω… Τι το περάσατε; Το «Λούφα και παραλλαγή» του Περάκη; Αυτό θα γυριστεί μετά 17 χρόνια και θάχετε να το βλέπετε και να σπάτε πλάκα μέχρι και το 2021, μη σου πω. Τόσο πολύ; - Βεβαίως, καθ’ όσον αν νομίζετε που μόνον ημείς αισθανόμεθα μίαν φαγούραν στον καβάλον και εμφανίζομεν δροτσίλαν εις τας μασκάλας με την «Ελευθερίαν του Τύπου» κάμνετε μέγα λάθος. Το να λέει ο καθένας τη γνώ μη του μετά πάθους και παρρησίας είναι εξ αρχαιοτάτων ασθένεια ανία τος πάσης εξουσίας, αρχής και χώρας, προερχομένη εξ ιού ανθρωπογενούς που εκόλλησε ως και τσι νυχτερίδες. Τς, τς, τς…!
έχομεν την υποχρέωσιν να βάνομεν εις την μπάνταν τας μεταξύ μας επιφανειακάς διαφοράς, ότε το κοινόν μαγαζί τση εξουσίας αισθάνεται στρι μόκωλλα μ’ αυτουνούς που ντε και καλά και σώνει θέλουνε να λένε με τ’ όνομά τους τα πάντα όλα. Ντροπής πράματα και απενεργοποιείστε τους και τα σχόλια. Τί ξέρουνε και γράφουνε και μας τήνε βγαίνουνε κι από τ’ αριστερά. Νομίζω; Μα… Μάξις και ξερός κι ανοίχτε να διαβάσετε τον Κανονισμόν Αντιμετώπισης Παραπτωμάτων που τόνε γράψαμε κατά πως μας εσύφερε να τόνε γρά ψουμε. - Μάλιστα… Με ξενύχτησες πάλι. Τι μέρα ξημερώνει αύριο; 29 Μαΐου. Έχομεν καμίαν εορτήν; Εάλω η Πόλις. * ΑΠΑΓΟΡΕΥΟΝΤΑΙ παντός είδους συνειρμοί και συσχετίσεις με σημερινάς καταστάσεις. 30-5-2021 ΤΟ ΑΠΟΚΑΤΟΥ ΝΟΥΜΕΡΟ * Είναι να μη σου τύχει. Του εχάλασε το τελεβίτζιον. Απογιοματιάτικα. Γυναίκα, γιατί δε παίζει η τηλεόραση; Την ασβόλωσες πάλε; Εγώ; Όλη την ώρα αλλάζεις κανάγια. Θα χαλάσει, δε θα χαλάσει; Για να δω… Ναι δε παίζει. Φώναξε μάστορα. Πού έχεις το τηλέφωνο του Θωμά; Αυτόνε δεν εφέραμε την άλλη φορά; Ποιόνε Θωμά; Έλα, ποιο Θωμά…, το Θωμά τον άπιστο! Το Θωμά, εκείνο το ψηλό παιδί, το μελαχρινόνε, όπου μας τόνε σύστησε ο από πάνου και μας έβαλε και το πιάτο; Ρώτα τον από πάνου. Ανέβα να τόνε ρωτήσεις. Μη κοιμάται. Αυτός από μεσημέρι κοιμάται. Θα τόνε πάρω τηλέφωνο. Έλα, κοιμάσαι; Τώρα με ξύπνησες. Είν’ αργά, μέχρι τι ώρα κοιμάσαι; Άκου δω, μου εχάλασε η τηλεόραση. Μου δίνεις το τηλέφωνο εκεινού του καλού του παιδιού, του Θωμά, που ήρθε την άλλη φορά;
- Δυο λεφτά να τόβρω... Τόβρηκα. Γράφεις; Γράφω. Λοιπόν, το σταθερό 26018000096. Και το κινητό; μη και δε τον έβρω στο σταθερό. Κινητό, 6797979000084. - Νάσαι καλά. Επήρε το σταθερό. Απάντησε. Ορίστε. Άκου δω, ο Σπύρος ο Σενσάδος είμαι, οπούρθες την άλλη φορά και μού βαλες το πιάτο; Στο πρώτο καντούνι μετά το σπίτι του Αρμένη που μένω; Νάρθεις αμέσως τί μου εχάλασε η τηλεόραση και δε βλέπω. Την άλλη φορά είπες που θέλει άλλαγμα κι η κεραία. Μην είν’ από κει; Φέρε μια καινούρ για να την αλλάξομε, μια τση μιας. Και φέρε και κάνα εργαλείο. Την άλλη φορά δεν είχες κόφτη. Ούτε πένσα. Να φέρεις, τί το μάστορα τα εργαλεία τόνε κάνουνε, έτσι δεν είναι; Ή λες να εκόπηκε πουθενά το καλώδιο τση αντένας; Τόσα χρόνια…, ούουου…, ξέρεις από πότε είναι; Ήτανε το παιδί μωρό που την εβάλαμε και τώρα τεγειώνει φαντάρος. Τα τρώει τα καλώδια ο ήγιος. Μην είν’ αθάνατα; Έρχονται και παρέρχονται. Όπως οι ανθρώποι. Σήμερα είσαι κι αύριο δεν είσαι. Επροχτές εθάψαμε το διπλανόνε μας, το Λούλη τση Λούλως, τόνε ξέρεις; όλοι τόνε ξέρανε τον άχαρο το Λούλη. Μα κι αυτός δεν ήθελε να κάμει τη βατσίνα κι εκόλλησε το Πάσκα με το συνω στισμό. Καλά να πάθει! Μια ήθελε να ιδεί και τα βεγγαλικά. Εφοβόντανε και τον ίσκιο του και δεν επήγε να το κάμει το εμβόγιο. Στα βεγγαλικά επήγε. Τόνε βάλανε, λέει, στη μία δόση κι αυτός ήθελε δύο. Τι να του κάμω; Στα κεραμίδια του είναι η κεραία μου. Η μπροστινή. Θυμάσαι; Από το ταμπού κιο του ανεβαίνεις απάνου. Θάρθεις τώρα; Μη ξεχάσεις να βάλεις μάσκα. Έλα, λεβέντη μου… - Κάποιο λάθος θα κάνετε, κύριε. Εδώ είναι φαρμακείο. Και μ’ αφήνεις και σου μιλώ τόση ώρα. Είπα να μη σας διακόψω… Κλείσε! Έλα κλείσε! Να μη σας διακόψω… Τώρα σε πιάκανε οι ευγένειες; - Λάθος τηλέφωνο μούδωκες. Το φαρμακείο βγήκε. Για να ιδώ…. Δίκιο έχεις. Σούδωκα το αποκάτου νούμερο. Του Θωμά είναι το αποπάνου. Γράφεις; Ορέ, γιατί μου κάνεις καψόνια; Έλα, με πήρες και με ξύπνησες μεσ’ το καλύτερο. Στη σκοτισμάρα μου σού δωκα το αποκάτου νούμερο. Του Θωμά είναι το αποπάνου. Γράφεις; * Από το Τάκη.
Η ΣΥΛΦΙΣ Δεν ήτο και συλφίς! Ποτέ τση δεν ήτο. Ωραία, λυγερή κι ευκίνητος. Αναράϊδα τση Βορείου Ευρώπης. Αέρινη, του νερού σειρήνα, τση φωτιάς σαλαμάνδρα, του αγέρος συλφίς. Τάχε τα κιλάκια της από μιτσή. Αφρατούλα, γιοματούλα, με τα μαγουλίτσια τση, τα πιασιματάκια τση. Έτσι τήνε γνώρισε και την αγάπησε. Κι ας είχε όλου του κόσμου τα ποντίγια. Ίσως και γι αυτό. Είχον παρέλθει οι χρόνοι εκείνοι κι όσο νάναι το φαΐ είναι μία από τας απο λαύσεις τση ζωής. Τούδινε και καταλάβαινε. Εσηκωνόντανε κι από βραδύς κι έτρωε. Πάλε στο ψυγείο είσαι; Τέσσερεις η ώρα! Είχα μια λιγούρα. Και τσι τρεις λιγούρα είχες; - Ήτανε να πιω το χάπι. Μ’ άδειο στομάχι να τόπινα; Από βράδυ δε κάνει να τρώμε. Χωροφύλακα στο στομάχι μου σε βάλανε; Εγώ; για το καλό σου… Το καλό σου να σε πιάκει, νυχτιάτικα… Άμε πέσε που με παραστέκεις σα το Χάρο. Άκου κουβέντες, νύχτα ώρα… Έτσι θέλω. Επήγε να πέσει. Έκατσε ανάσκελα. Εσταύρωσε τα χέργια του πάνου στη κοι γιά του, έκλεισε τα μάτια του κι επήγε χρόνους πίσω, εκεί στο βραχάκι όπου τσήπιακε το χέρι. Πού εκοίταε το μούτρο τση, σα φεγγάρι ήτανε, κι άπλωσε το κουλό του γύρω από τη μέση τση. Φαρδιά ήτανε αλλά τ’ άρεσε. Αμηδά είχε πιάκει κι άλλη μέση… Επέταε στα ουράνια κι όλο εκοίταε τη φωτογραφία όπου του χάρισε κι από πίσω έγραφε: «Σ’ αγαπώ». Στο στρατό την έδειχτε στσου συνάδερφους. Η κοπέλα μου. Ωραία είναι, πανέμορφη! Κι από πιασίματα πρώτη. Τρως καλά… Σε περικαλώ…, ηθικής αμέμπτου! - Δε λέω…, ό,τι βλέπω λέω. Συλφίς! Πολύ τ’ άρεσε αυτό το συλφίς κι ας μην ήτο συλφίς. Το σπίτι του παινεύανε. Πώς; Το σπίτι που εστήσανε επήγε καλά. Ωραία επεράσανε. Και τα παιδιά τσου καλά. Τα αποκαταστήσανε και με το παραπάνου. Κι αγγόνια τσου εκάμανε, δυο αγγελούδια και τα ξατρέχανε στη Πλατεία. Σα το βουρλισμένο κάνεις με τη πατινέτα. Κάτσε και λίγο…, νά! πιες εδώ…
Νερό. Ίδρωσες! Μόσκεψες! Σα το ληστή έγινες!
Δε θέλω! Ποιανού νάμοιασε ήθελα νάξερα. Ποιανού διαόλου έμοιασε. Από το σόι μου όχι! Αποκλείεται! Γιατί; ο τάτας σου καλύτερος ήτανε; Και το ποντίγιο πόχει, από σένα το πήρε. Μια ζωή μαζί σου άγιασα. Νάχανε στόμα να το μολοήσουν’ οι πύργοι. Μμμμ…, κακόπεσες βλέπεις... Που εσένα εγνώρισα κι άλλο καένανε. Με μάρανες, με κάτσιασες, με κατάπιες… Μια ζωή να σε υπηρετώ, σα τη δού λα. Αλλά υπάρχει Θεός και βλέπει. Μια κουβέντα είπα κι εσύ… Τσώπα μάτια μου, μη στενοχωριέσαι, εγώ σ’ αγαπάω, έχω ‘γω μάτια γι άλληνε; Την αγκάγιασε από τη μέση τη διπλόφαρδη. Συλφίδα μου, εσύ… Θέλεις να πάρουμε σουβλάκια; 31-5-2021
ΛΟΓΟτεχνική ΑΔΕΙΑι - Δε με νοιάζει που πεθαίνω μόνο π’ όσο ζιω μαθαίνω. Θε νάξερα, εγώ, που ο Ζαν Πιαζέ ήταν’ ένας Ερβετός (1896-1980) πολύ ευ φυής επιστήμονας που ασχολήθηκε με τσι θεωρίες μάθησης ντω παιδιώνες και των εφήβων και όρισε τα στάδια τση γνωστικής ανάπτυξής τους, πάνω στα οποία στηρίζονται ψυχολόγοι και παιδαγωγοί ως και τα σήμερα; Άμα δε το διά βαζα, εν ζωή ών, θε να τόξερα; Κι άμα δε τόβλεπα μπριχού στο fb θα το θυμόμουνα; Ή άμα δεν ήξερα που ο άλλος που κάνει κουμάντο στα παιδιά και στσου νέους του κόσμου για ούζο του κοιτάει και για ούζο τση παρέας του, τση κλει δομανταλωμένης; Ή άμα δε με μάθαινε το φοιτηταργιό να προσέχω άλλη φορά να μη βάνω τ’ όνομά μου κάτου από δημοσιεύματα κατά τση Χούντας, τί θα με τρέχουνε στη Πρίγκηπος Νικολάου να δίνω κάθε μέρα το «παρών» στο Γ΄, θε να τόξερα; Τι; Ό,τι μου εδίνανε έτσι θα το υπόγραφα; Για τη χάρη τση παρέας τση κλειδομανταλωμένης; Τόμαθα το μάθημα κι έχω και το μολογάω. Και κάνω και μαντεψιές. Άμα δεν ηξέρεις τα παγιά πώς θα τα μαντέψεις τα καινούργια; Σιγά το δύσκολο. Όλο τα ίδια και τα ίδια γίνονται. Τα ξέρω, τάχω ιδεί από παγιά. Άμα έχεις δει το έργο δυο φορές στο σινεμά, δύο έργα με το αυτό εισιτήργιο, και ζω νάσαι κάτι παίρνεις χαμπάρι. Ρε συ! αυτοί μας δουλεύουνε. Ποιοί αυτοί; Όλοι αυτοί. Ομοφώνως! Πουρκουά; Επειδής ο καθένας γράφει ό,τι του κατέβει. Και συκοφαντεί και προσβάλλει και βρίζει και ειρωνεύεται και κάνει το πολυξέρη και γράφει στα παγιά του
τα παπούτσια τη δεοντολογία, τσου καλούς τρόπους, το σεις και το σας, την «εξουσία» ολόκληρήνε και τη παρέα τη κλειδομανταλωμένηνε. Ο αλαζό νας! Ακούς; Και σένανε τι σε πειράζει; Πώς δε με πειράζει; Τα διαβάζουνε όλοι και δε πρέπει. Τι το κάναμε; ‘65 το κάμαμε; 1-1-4 το κάμαμε; Είπαμε. Εμείς το ΛΟΓΟ δε θα σας τόνε στερήσουμε αλλά να λέτε ωραία πράματα. Εγέννησε η γάτα μου, ασπρίσαμε το πύρ γο, τα νερά ήτανε κρύα, το φαΐ λίγο μούπιακε, τση κράτησα και το χέρι τση Κυρίας Προέδρου στην υποδοχή, κοίτα τι ωραία που είναι η δύσις, τέτοια. Όχι και να έχετε την ελευθέραν δια να ομιλείτε επί παντός και δια παντός. Μπάστα! Είναι πράματ’ αυτά; Και η ελευτερία του ΛΟΓΟΥ; Μωρέ ποιά ελευτερία; Είναι που λες που δε σε νοιάζει που πεθαίνεις μόνο π’ όσο ζιεις μαθαίνεις. Άμα δεν είχαμε την ελευθερία του ΛΟΓΟΥ θα μας εκατεβάζανε τότες τα τανξ; Έ; - Πολύ συγχίζεσαι, μη πάθεις και τίποτις. Τι σου κάνανε…, τη γνώμη τους είπανε…, μπάαα σε καλό σου... Θ’ αρρωστήσεις! Όχι, αλλά βγάνουνε χαρτγιά που λένε ποιός είναι ποιός και να μη φτάκουμε και στα δικαστήργια καμιά ώρα. Γι αυτό. Κι αμηδά εσύ τα φοβάσαι τα δικαστήργια… Εσύ καθαρός ουρανός αστρα πές δε φοβάται, δεν είσαι; Τι σε πειράζει; Άμα τ΄ άφηνες κι αυτό, μέσα στα τόσα πούχεις αφήκει - μη με κάνεις τώρα να σου τα ξαναθυμίσω - άμα δεν έκανες τη τρίχα τριχιά – ευκαιρία έβρηκες; - άμα δεν αποφάσιζες στη δια θήκη σου να μας τ’ αφήκεις παρακαταθήκη – άκου παρακαταθήκη τα τανξ! – πιστεύεις στ’ αλήθεια που θα με πείραζε να μαθαίναν’ όλοι τη διεύθυνση και το τελέφωνό μου; Αφού όλοι υπαλλήλοι του ίδιου μαγαζιού δεν ειμάστενε; Δε ξερενομάστενε; Τώρα θα συστηθούμε; Τόειδες; Σ’ έπιακε ΛΟΓΟδιάργοια και κοίταξέ σου τί θα σου αφαιρέσω το ΛΟΓΟ. Μου ξέρεις και το Ζαν Πιαζέ… Ναι, ορέ, τον ηξέρω. Τί τα παιδιά τάχω νούμερο ένα. Εσύ τον ηξέρεις; - Εγώ ασχολούμαι με τσου ενηλίκους, με τσου Πιαζέδες θε ν’ ασχολούμαι; Και σου το ξαναλέω! Σ’ έπιακε ΛΟΓΟδιάργοια και κοίταξέ σου, τί θα σου αφαιρέσω το ΛΟΓΟ. Εγώ;
ΕΝΑ ΝΕΑΝΙΚΟ ΑΜΑΡΤΗΜΑ Ι
Ξημέρωνε αργά κι ενύχτωνε νωρίς. Μίκρην’ η μέρα. Ή γύρω από τη στια θα μαζευόντανε να κοιτάνε τα λάχανα που βράζανε μέχρι να τσου πιάκει η νύστα να πάνε να πέσουνε ή στο μαγαζί του Νιόνιου θα επηγαίνανε οπούχε και τη πετρόλαμπα, τη μαύρηνε. Πλένε τηνε και καμιά φορά, ορέ Νιόνιο, μαύρη, κατράμι είναι. Δε φέγγει. Δε τήνε βλέπεις; Καλή, καλή είναι. Κι άμα σας αρέσει. Αγιώς σπίτια σας. Άαα… Τι να κάμουνε; Εμαζευόντανε στου Νιόνιου και κάνανε την ομήγυρις. Επίνανε καμιά κούπα κι ανάβανε καμιά τσιγάλα να πάνε τα φαρμάκια κάτου. Από πολι τικά δεν ηξέρανε, από πού να ηξέρουνε; Κι άμα κάποιος άνοιγε καμιά κουβέντα περί τση καταστάσεως όλο και κάποιος θα εβρισκόντανε να πει. Τα πολιτικά εφάανε ως και το Κόντε Νάνε! Αφήστε τη κουβέντα ως έχει. Και την αφήνανε τη κουβέντα γιατί ως κι τοίχοι αυτιά έχουνε και καένας δεν ήθελε να τόνε φωνάξει τ’ άλλο πρωί ο καπιτάνιος δι υπόθεσίν του. Ποντούρες μοναχά ερίχτανε ο ένας τ’ αλλουνού, να γελάνε ως που να τσου κορπίρει η κού πα, να πιάκουνε το τραγούδι. Ευτυχώς που κάθε μέρα ερχόντανε κι ο Γιώργης από τον Ασύρματο και τσούλεγ’ ιστορίες. Παραμύθια παναπεί αλλά, προ τιβί και τα τοιαύτα που εβγήκανε μετά, με τα παραμύθια εγιομίζανε τη μέρα τους. Και μετά τιβί δηλαδής το ίδιο δε γένεται; Μια ζωή μεσ’ στο παραμύθι δεν ειμά στενε; Μια ζωή μεσ’ στο παραμύθι δε μας έχουνε; Καλώς το Γιώργη! Νιόνιο! φέρτου…, από εμένανε. Εκατέβασε τη κούπα ο Γιώργης, εις υγείαν της στρογγυλοτραπεζοκαρεκλοκα θισμένης παρέας σας, είπε, εγλύστρισε το λαρύγγι του, ήξερε τι επεριμένανε, αρχίνησε. - Για το νεανικό αμάρτημα σας έχω πει; Ναι, αλλά ξαναπέστο. Δε το θυμομάστενε. Το λοιπό! Αυτό σα τη ξανθόψειρα ήτανε. Σα το κουμπανιό το ξανθόνε. Ζω ηρό και παθιασμένο νιάτο. Δοσμένο ψυχή τε και σώματι στη παρέα, όπως καγιώρα εμείς. Ήθελε την αναγνώριση. Να ξεχωρίσει. Να του λένε οι άλλοι μπράβο. Και μεγαλύτερο μπράβο από το μπράβο τση παρέας υπάρχει; Δεν υπάρχει. Αμηδά ποιός άλλος σε ξέρει όξω από τη παρέα σου; Νομίζω; Έψαχνε, το λοιπό, την ευκαιρία να τση δείξει τση παρέας. Έτοιμο για όλα ήτανε. Κάποτες επίτυχε τη παρέα να τήνε κακολογήσουνε. Δίκιο, άδικο, τήνε κακολογήσανε. Ο αρχηγός τση παρέας έπεσε του θανατά. Δεν ήτανε και ντού ρος-ντούρος κι εμυξόκλαιε. Ακούς εκεί; Να μας τήνε λένε κι από πάνου; Ποιοί; Αυτοί οι άχρηστοι, οι ανεπρόκοποι, οι αμόρφωτοι, οι στενόμυαλοι, οι οπισθοδρομικοί, αυτοί που ούτε ένα μαγαζί δε ξέρουνε να κρατήσουνε, αυτοί που μόνο φρου-
φρου κι αρώματα είναι και στολίδια στσι βιτρίνες. Άχ!
Τι θέλεις να κάμουμε; Εγώ τίποτις, αλλά το βλέπετε τι μας εκάνουνε. Εφύσηξε τη μύτη του στο μαντήλι να του φύγει η ρούγκλα. Είμαι πολύ λυπημένος, πώς θα τ’ αντέξω; Ας βρισκόντανε κάποιος να μας προστατέψει…, να πάρει το αίμα μας πίσω. Φυτίγια τσούβανε. Τσου απανόβαρνε αλλά αυτός εκοίταε και τη πάρτη του. Ήξερε πώς να κάθεται απόξω. Τι λες αρχηγέ; Εγώ! Να ιδείς τι θα τσου κάμω. Και την έκανε την αποκοτιά ο ξανθόψειρας. Με το που δε τόνε βλέπανε έσπα σε τη βιτρίνα του μαγαζιού και το βούτηξε το στολίδι το καλό. Εγύρισε πίσω με το λάφυρο. - Έ! τι τσου πήρα…, εκορδώθηκε κι επερίμενε τα συχαρίκια. Ο αρχηγός εδαγκώθηκε. - Εγώ δε θέλω να ηξέρω τίποτις περί αυτού. Μα… Το καταχωνιάσανε το στολίδι για καμιά ντουζίνα χρόνια και δεν εξαναμιλή σανε γι αυτό. Μάλιστα, όταν εμεγαλώσανε κι η παρέα εδιαλύθηκε, ένας άλλος το πήρε το στολίδι σπίτι του και το εφύλαε εκεί ως κόρην οφθαλμού. Τόχε και τόδειχτε άμα κάποιος από τη παρέα του τη παγιά του έκανε τη βίζιτα. Έ, εγώ τι έχω… Εν τω μεταξύ το μαγαζί άλλαξε χέργια κι ο καινούργιος μαγαζάτορας τόψαχνε το στολίδι. Τόχε δει από μικρός, τόξερε, κι ένας τζίος τούχε μιλήσει για την αξία του. Αυτό, παιδί μου, είναι πολύ σπουδαίο. Ξέρεις πόσα παιδιά το εκρεμάσανε στο πέτο τσου; Ξέρεις πόσα παιδικά όνειρα έχει μαζωμένα απάνου του; Να το προσέχεις σα τα μάτια σου, άμα μεγαλώσεις. Η πρώτη του δουγειά άμα επήρε το μαγαζί στα χέργια του ήτανε νάβρει το στολίδι. Άφαντο. Ρώταγε από δω, ρώταγε από κει, τίποτις. Μόνο μια φορά ο αρχηγός εγελάστηκε και τούπε: Τόχω ιδεί σ’ ένα σπίτι. Αλλά δε τούλεγε τίποτις άλλο. Τώρα πως έγινε κι έκανε τη μαντεψιά κι εκατάλαβε ότι τόχει αυτός που το εφύλαε σπίτι του, μόνο το ίσκιωμα του τζίου το ηξέρει. Αυτό θα του το ψιθύρισε. Ποιός άλλος; Αυτές οι μαντεψιές μόνο από ισκιώματα γένονται. Φέρτο αμέσως εδώ, τούπε, μην έρθω και σου το πάρω μοναχός μου. Κλω τσίδι θε να βαρήσω στη πόρτα σου και θα στο πάρω. Ακούς; Τάχασε. Εσκοτίστηκε. Το παραδέχτηκε που αυτός τόχε το στολίδι. Έσκασε. Κι είναι που τόθελε και για ξύπνιος. Πώς τήνε πάτησε τη καρπουζόφλουδα έτσι; Να τόνε πιάκει αυτός με τη γίδα στο πλάτη; Αυτόνε; Τον αητό τση παρέας; Τον
αστρίτα του μεσημεργιού; Μόνο κόρπο που δε τούρθε. Εγύρνουνε σα το μαύρο το μπούρμπουλα πάνου από τη κάπνα τση στιας. Σα το σγούρο το νταρντάγια. Εσάρτενε. Η παρέα τόνε φασκέλωσε. Μας έκανες και το ξύπνιο…, πάρτο, ορέ, να μη σου το χρωστάμε… Ούτ’ ένα στολίδι δεν ημπορείς να κρύψεις; Αλλά και τούτος ο αφιλότιμος ρούβελα εις το φτερό εβάρησε; Κακοχρονονάχει κι αυτός. Δε θα τα πάμε καλά μαζί του. Δε φταίει αυτός. Ο δικός μας τόνε τρογύριζε συνέχεια… Γυρεύοντας επή γαινε. Όλο του κόλλουνε. Τόχει από μικρό να κολλάει τση εξουσίας σα το έμπιο στο διάσωνα. Ορέ, τρογυρνάει η μύγα στσι σφαγιές; Την αρπάζει το σφαλάγγι και τήνε τυλίγει στο κουκούλι του. Άμε μετά να ξεμπλέξεις. Δε τση φεύγεις ούτε εις τον αιώνα τον άπαντα. Το στολίδι εξαναπήγε στη βιτρίνα να το θαγμάζει όλος ο κόσμος. Ο μαγαζότο ρας δεν εφώναξε την αστενομία να τόνε κλείσουνε φυλακή. Ένα νεανικό αμάρ τημα ήτανε, έλεγε σ’ όσους τόνε ρωτούσανε. Στέρνουνε τα παιδιά στη φυλακή; Τα παιδιά τα σχωρνάνε και κοιτάνε να ξεχνάνε. Όξω και ξιόνται στη γκλίτσα του τσομπάνη, που λένε κι οι απέναντι. Έτσι έγινε και με το νεανικό αμάρτημα. - Και μετά και μετά; Δεν έχει μετά. Το μετά αύριγιο και πάω να φύγω τί απόψε θα βάλει μαζί με τα λάχανα και δύγιο πατατιά και δύγιο αυγά κι έχω ανοίξει και τη καινούρ για νταμιτζάνα. Άναμα! Ορέ, Νιόνιο! φέρτου άλλο ένα, κάτσε ορέ Γιώργη, άλλο ένα μόνο. Εκατέβασε και τη δεύτερη κούπα. Εσκούπισε με την ανάστροφη το μουστάκι του. Εχαιρέτισε τη στρογγυλοτραπεζοκαρεκλοκαθισμένη παρέα. Καλό σας ξημέρωμα. Αύριγιο πάλε. Επιάκανε το τραγούδι. Εις τον αφρό, εις τον αφρό τση θάλασσάαας… 2-6-2021 Η ΠΑΡΑΤΑΞΗ ΣΟΥ Λέει ο ένας. Η παράταξή σου. Κι ο άλλος το αποδέχεται. Η
από την άλλη. Πώς κά νουνε τα κόμματα που για να υποδηλώσουνε τη διαφορετικότητά τους έχουνε διαφορετικά χρώματα; Πράσινα, κόκκινα, κίτρινα, μπλε, καραβάκια του Αιγαίου δε με παίρνετε καλέ; Έτσι. Εμείς μέχρι και το ουράνιο τόξο επιστρατέψαμε, τί, ως φαίνεται, μας εσώσανε τα χρώματα και το παίζουμε μπεν μιξτ. Εδώ έχουμε παρατάξεις κοινού σκοπού, κοινών στόχων, κοινών προτεραιο
τήτων. Υποτίθεται; Άσε να υποτίθεται. Πώς διαχωρίζονται οι παρατάξεις; Πρώτ’ απ’ όλα διαχωρίζονται από τα πρόσωπα. Η παρέα μου, η παρέα σου. Εμείς κι εσείς. Μπαίνουνε και τα προσωπικά. Με πείραξες; Θα σε πειράξω. Μούβγαλες το μάτι; Θα σου το βγάλω κι εγώ. Και μπαίνουνε μπρος τα φαιά σου κύτταρα να βρούνε το ΛΟΓΟ. Μεγάλο πράμα ο ΛΟΓΟΣ. Όχι βρε αδρεφέ, δε γράφω το λόγο με κεφαλαία για να πικάρω τον άλλο ΛΟΓΟ. Για να τονίσω την αξία και το βάρος των όσων ξεφεύγουνε του έρκους των οδόντων μας το γράφω. Και πρώτ’ απ’ όλα το δικόνε μου, τον ανερμάτιστο, που δεν έχει έρκος. Ξεκινάει, το λοιπό, ο ΛΟΓΟΣ από το κοινό Σκοπό, το κοινό Στόχο, τις κοινές Προτεραιότητες, και τα πιάνει όλα μαζί και τα κάνει λάστικο. Τα φέρνει από δω, τα φέρνει από κει και καταλήγει στο δικό του το «δίκιο». Με τα ίδια υλικά ο άλλος κάνει άλλη πίτα. Τη «δικιά» του, τη καλύτερη. Έρχεται κι ο τρίτος, βάνει τη δική του σάρτσα, και λέει το «δικό» μου να περάσει και γαία πυρί μιχθήτω. Τέτοια καλά. Κι από την άλλη το μαγαζί παραπαίει, είν’ έτοιμο να κλείσει. Ποιός θα πλε ρώσει τσου υπαλλήλους; Ποιός θα πλερώσει το ρέγμα, το νερό, το τελέφωνο; Η εποχή «αδαπάνως προς το ΣΕΠ» επέρασε. Πάλι δάνειο θα πάρουμε; Δε κοιτάτε όσοι ενδιαφεροσάστενε ν’ αφήκετε κατά μέρος Προεδριλίκια και Γενικοεφοριλίκια και να βάλετε το κεφάλι κάτου και να μετρήσετε πόσ’ απίδια παίρνει ο σάκος; Και που θε νάβγεις Πρόεδρος και Γενικός Έφορος και μ’ αυτό τι έγινε; Σιγά τη νομπιλέτσα. Άμα δε καταλάβεις ότι Πρόεδρος και Γενικός Έφορος δεν είναι τίποτις άλλο παρά Υπηρέτης, βαστάζος, του κοινού μας Σκοπού, του κοινού μας Στόχου, των κοινών μας Προτεραιοτήτων και ως Υπηρέτης και μόνο ως Υπηρέ της ανεβαίνεις στην εχτίμηση όλων μας, χαιρέτα μου το πλάτανο και Νικολό καρτέρει. Θέλετε να μάθετε πρώτα τι θα βγάλει η κάρπη για να κανονίσετε τη μοιρασιά μετά; ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ θα βγάλει, όπως πάντα. Εδώ και χρόνους πολλούς
Η ΛΟΠΗ Τσείχε βγάλει το Θέο της. Από μικρήνε τήνε πήρε ο Χαρίλαος. Εγέννησε η γαϊδούρα του γειτόνου και τ’ αγόρασε το φορτίκι. Είδος χρειαζούμενο. Ποιός θα του κουβάλουνε τα ξύλα, το γέννημα, τσι εγιές, το σανό, τον ίδιονε; Αμηδά εί χανε βγει τα Ντατσούν; Η κυρά Παρθενόπη, το συμμάζωξε το γαϊδουράκι. Θηλυκό. Τση πόνουνε. Δεν τσείχε δώκει παιδιά ο Θέος και την είχε σα παιδί της. Τη κανάκευε, τη ξύστριζε, τη τάϊζε, τη πρόσεχε. Σα παιδί της την είχε. Την έγνοια της είχε όλη μέρα, μέχρι ραπανάκια και μήλα τσήδινε και λίγο ζάχαρη στα κρουφά από το Χαρίλαο. Τσ’ άλλαζε το σανό στη ντέζα, να την έχει πάντα καθαρήνε. Τη φοραδίτσα. Τί φορα δίτσα την ήλεγε τη γαϊδούρα, έτσι, για να παίρνει τ’ απάνου τση. Αυτός; Αυτός εκοίταε πότε θα μεγαλώσει να τήνε βάλει να δουλέψει, να του βγάλει το έξοδο. Διότι αφέντης τση ήτο κι ό,τι ήθελε την έκανε. Και νηστικιά, που λέει ο λόγος, να την άφηνε, γούστο του καπέλο του. Αφέντης τση δεν ήτο; Όχι, βέβαια που θα την άφηνε νηστικιά να του ψοφίσει σα το γάϊδαρο του Χό τζα. Όχι! Κουτός ήτανε; Αυτός την ήθελε ζωντανήνε να τήνε σταντεύει. Εμεγάλωσε η γαϊδουρίτσα κι όπως όλες οι γαϊδουρίτσες εμπήκε στο ζυγό. Τα πάντα έκανε. Και πέταλα τον άφηκε να τση βάλει και τα ξύλα του κουβάλουνε και τσι εγιές του και τσι βιτσιές του εκαρτέρουνε στην ανηφόρα που δε τήνε πέρνανε τα ποδάργια τση από το φόρτωμα και τα πάντα όλα του έκανε του αφέντη τση, του λεβέντη και του καραμπουζουκλή του Χαρίλαου. Να μη τα λέμε όλα τώρα. Σκετό Ντατσούν 4Χ4 εγίνηκε και προ Ντατσούν μάλιστα. Η γαϊδουρίτσα εμεγάλωσε, τήνε ζευγαρώσανε κι έκανε κι αυτή το δικό της γαϊ δουράκι. Η Παρθενόπη εξετρελάθηκε. Όμορφο που ήτανε… Τώρα κοίτα να ιδείς πως έρχονται τα πράματα. Επήγε η Παρθενόπη ν’ αλλάξει το σανό τση φοραδίτσας και την έπιακε ζαλάδα. Έπεσε. Την είδε η γειτόνισσα, την άσκωσε, την επήγε μέσα. Εσυνήρθε. - Τι έχεις, μωρή; Δεν ηξέρω, κάτι σα δείγια μ’ έπιακε. Τσήπιακε το κούτελο, πυρετό δεν είχε. Μην είσαι ματιασμένη; Τσήκανε το ξόρκι, δεν ανασκαμνιζόντανε. Θέρμη δεν έχεις, ματιασμένη δεν είσαι, μην είσαι γκαστρωμένη μωρή; Αφού δε πιάνομαι… Έφυγε η γειτόνισσα κι αυτή επήγε στα εικονίσματα. Λες, Παναΐα μου; Δάκρυτα εγιομίσανε τα μάτια τση. Έπιανε τη κοιγιά τση. Επήγε στη φοραδί τσα και την αγκάγιασε από το λαιμό. Εούτη σα να τση χαμογέλουνε. Έτσι τση κάστηκε. Δεν είπε τίποτις του Χαρίλαου να σιγουρευτεί. Σιγουρεύτηκε.
-
Χαρίλαε, ο Θέος μας εχάρισε παιδί. Μη πεις τίποτις σε καένανε αλλά γκαστρωμένη είμαι. Εβουρλίστηκε ο Χαρίλαος. Τι να μη πει; Βούκινο τόκαμε. Όλο το καφενείο εκέρασε. Έλαμπε ολόκληρος. Κι άμα εβγήκε και το σερνικό, μόνο που τη Μά ντζαρο δεν ήφερε. Η Παρθενόπη καλή γέννα είχε. Ο Αγιος! Μόνο που τσήκοψε το γάλα. Τση πέτρωσε το στήθος και μόνη τση, ένα βράδυ που δεν άντεχε από τσου πόνους, τ’ άνοιξε με το ξουράφι να βγει το έμπιο. Έτσι είχε ακούσει που εκάνανε. Του παιδιού γάλα τση γαϊδούρας τούδινε. Μ’ αυτό το εμεγάλωνε. Και πήρε απάνου του αυτό, έ κάτι πορπετόνια πούκανε. Κι όταν είχε τα λαιμά του και κοκίτη, από το γάλα τση γαϊδούρας τούδινε. Κι έγιανε. Τώρα τη γαϊδούρα δε τσου πήγαινε να τήνε λένε άλλο γαϊδούρα ή φορα δίτσα. Λόπη τήνε βγάλανε και το γαϊδουράκι της Λοπίτσι. Κι όταν ο Χαρίλαος επήγε να τα σταντέψει στη δουγειά η Παρθενόπη του όρμησε να τόνε φάει. - Μη κουτήσεις να τ’ αγγίξεις. Σου κόβω με τη δίκοπη το χέρι. Καλά Παρθενόπη μου, καλά! Ο άντρας μου τι κάνει; 5-6-2021 ΤΣΙΝΑΕΙ Ο ΓΑΪΔΑΡΟΣ; Ανάθεμάτο για ζωντανό. Τσινούσε. Μη κουτούσες να του πας από πίσω και να τόνε πειράξεις, σου την έδινε τη κλωτσιά. Και στην ανηφόρα. Τσίνησε και του την έδωκε. Εκατρακύλησε ίσαμε κάτου τ’ Αλέξη. Και να πεις όπου τούκαμε τίποτις; Μια βιτσιά, ίσα-ίσα, που τούδωκε. Και παρά λίγο να τον ασκώσουνε τέσσερεις. Γυναίκα, θα τόνε δώκω. Γιατί; Με κατασκότωσε. Μούδωκε μίανε τσινιά και θα με μαζεύατε από το χτήμα τ’ Αλέξη κάτου. Ήτανε που επρόκανα ν’ αρπαχτώ απόνα ροπάκι κι εκρατή θηκα. Ειδαγιώς…, τέτοια ώρα τέτοια λόγια. Το ζωντανό! Κι εγώ για να μάθει τώρα που ήρθαμε νερό δε τούδωκα. Να σκάσει, να μάθει. Να με σκοτώσει πήγε. Μη το βάρησες; Το βάρησα…, τι το βάρησα; Μια βιτσιά τούδωκα που δε ξεκουνιόνταν’ άλλο. Ο γάϊδαρος… Θα τόνε δώκω! Πωλείται γάϊδαρος έγραφε το χαρτόνι απόξω από το σπίτι. - Τόνε πουλείς το γάϊδαρό σου, Μιχαήλη; Τόνε πουλώ. Τόνε θέλεις; Όσκε. Δεν έχω τον ιδικόνε μου; Τι να τόνε κάμω; Και τότες, όρεξη για κουβέντες έχεις και με χασομεράς;
-
Γιατί τόνε πουλείς; Τσινάει; Σ’ έχει τσινήσει πολλές φορές που λες ότι τσινάει; Καλά, ορέ παιδί, τι σούπα και με πιάνεις από τα μούτρα; Ο γάϊδαρος δε πουγιόντανε, ο Μιχαήλης δε τον έπαιρνε άλλο μαζί του στο χτήμα, κι άμα η γυναίκα του δε τούδινε νερό και σανό θε νάχε ψοφήσει. Ο Μι χαήλης όμως δεν ήθελε μήτε να τόνε γλέπει μήτε να τον ηξέρει άλλο. Τι έκανες όλη μέρα στο χτήμα; Χαρομανούσες; Εμάζωξα ένα σακί εγιές αλλά πώς να τσι κουβαλήσω; Τσ’ άφηκα στη κατοι κιά. Και πότε θα τσι φέρεις; Πότε θα πάρεις σειρά για τ’ άλεσμα; Αφού αυτός τσινάει. Πώς να τσι ανεβάσω; Να με σκοτώσει θέλεις; Θα τόνε δώκω, δε σούπα που θα τόνε δώκω; Επεράσαν’ οι μέρες, η κατοικιά εγιόμισε σακιά, άναψ’ ο καρπός, περίπατο θε να πήγαινε, άχρηστος. Τι να κάμει ο Μιχαήλης τόνε ξαναπήρε το γάϊδαρο να κουβαλήσει. Και στην ανηφόρα, άμα κάτσει, μη τόνε βαρήσεις. Ακούς; Τα ζωντανά δε τα βαρούνε. Μα τι είναι; Κούτσουρα; Έχουνε κι αυτά ψυχή, ορέ. Ήθελες νάσουνα συ φορτίκι και να σε βάρουνε ο γάϊδαρος; Κι εσύ δε θα τσινούσες; Δε τόνε παραφόρτωσε το γάϊδαρο ο Μιχαήλης. Τούδωκε και νερό με το σί σκλο πρι ξεκινήσουνε. Ανέβηκε ο γάϊδαρος, ξανακατεβήκανε, ξανανεβήκανε κι επήρανε τσι εγιές του Μιχαήλη στο λουτροβειό. Εβραδιάσανε. Επήρατε τσ΄εγιές; Ναι. Σε τσίνησε; Καλός ήτανε. Δε σου τόπα; Ο καλός ο τρόπος είναι τα πάντα όλα. Πώς ο μικρός ο δόλος πιάνει το μεγάλο ψάρι; Έτσι. ……………………….
Έχεις μαζώξει κι άλλες εγιές; Κάτι λίγες. Αύριο θα πάω με το γάϊδαρο. Την άλλη μέρα ο Μιχαήλης ανέβασε και τσι ρέστες εγιές. Το χαρτόνι οπού γραφε πωλείται γάϊδαρος τόβγαλε. Επήγε κι έβαλε νερό και σανό του γαϊδά ρου. Τα καλοκάμανε. Δε τόνε ξανατσίνησε.
- Κέρκυρα; Κέρκυρα; Του απάντησε ένας. Εγώ! Γιώργης Ραψομανίκης, από το Ποταμό. Έλα να με βρεις, Γιώργη, εδώ απέναντι στα καΐκια θα μ’ έβρεις, έλα, από Κέρκυρα είμαι κι εγώ. Να σου πω. Βρεθήκανε. Τόνε πήρε σπίτι του ο Ρίτσος. Τουρκάλα η γυναίκα του, τα παιδιά τους χριστιανοί. - Πως και βρέθηκες εδώ Ρίτσο; Μεγάλη ιστορία…, πιες ρακή. Ο Ρίτσος δεν είχε στον ήγιο μοίρα. Από το Κέντρωμα ήτανε. Γράμματα δεν έμαθε, όλη μέρα μια χαψιά ψωμί έψαχνε, τόνε διπλάρωσε ο Μπίνιερης. Άκου δω. Θα σου δίνω όβολα, θα σου δώκω και μια βάρκα και θα περνάς απέναντι. Θ’ αγοράζεις από τσ’ αρβανούς ρύζια, καλαμπόκια, τυργιά, κρέατα, πετσιά, λινάργια κι ό,τι άλλο έχουνε. Θα τα βγάνεις εδώ στ’ Αγνί, πίσω από το μεγάλο βράχο, και θα μου τα φέρνεις. Και θα παίρνεις και το ρεγάλο σου. Πλούσιο. Εκατάλαβες; Κοντραμπάδο θα κάνουμε; Όχι, εμπόριο θα κάνουμε, τί το εμπόριο έχει τα λεφτά. Κοντραμπάδο το λένε οι χωροφυλάκοι αλλά κοίταξέ σου μη και σε πιάκουνε. Έβανε το κεφάλι του στο ντουρβά ο Ρίτσος, ξύπνιος ήτανε, μπέσα και τόκα το με τσου αρβανούς, ατρόμητος στη θάλασσα, επήγαινε παπόρο η δουγειά, αγό ρασε καινούργιο βρακί ντρίλινο, επέταξε τ’ άλλο με τα μπαλώματα, και λουρί πέτσινο αγόρασε και πουκάμισο άσπρο από το πραματσούλη και παπούτσια ευρωπαϊκά και πέλησε τα γουρνοτσάρουχα. Ετοιμαζόντανε να πάει και στο πα νηγύρι, να μπει στο μάτι αυτουνού του νιοράντε, του Κούτσουλου με τ’ όνομα, που όλο εγυρόφερνε τη Ματούλα του. Υπήρχε όμως και ο φτόνος. Από πού τάβρηκε τα όβολα ο Ρίτσος; Μέχρι και καφέ παραγγέλνει κι είδατε γιακέτα; Και τον είδατε που βάνει και το χέρι στη τσέπη και κουδουνάει τσι ταλαρίνες; Από πού; Άστονε τον αχαρόνε, Κούτσουλε, να πάρει κι αυτό μια ανάσα στη ζωή του. Σου λείπουνε εσένανε; στάκλεψε; Τάκλεψε καμιανού; Ο Κούτσουλος, ένα και σαράντα με τα χέργια στην ανάταση, έσκαγε, τί τόχε πάρει χαμπάρι το περί Ματούλας και ζήλευε. Τόνε παραμόνεψε το Ρίτσο. Τον είδε όπου έβγαζε τα κοντραμπάδα. Τόπε του χωροφυλάκου. Τόνε παραμονέψα νε μαζί. Μόλις άραξε του φώναξε ο χωροφύλακας. - Άρτ! και τα χέργια ψηλά! Πετάχτηκε σα το γάτο ο Ρίτσος, έπιακε το γούλο και τόνε πέταξε κατά πάνου τους. Ο γούλος επήγε κι έβρηκε το Κούτσουλο στο σταυρό και τον άφηκε σέκο. Η κακιά στιγμή… Μέχρι να ιδεί ο χωροφύλακας τι έπαθε ο Κούτσουλος, ο Ρίτσος έλαμνε πίσω
στ’ αρβανικό. Από κει ρουμάνι το ρουμάνι, χωργιό το χωργιό, μέχρι τη Πόλη έφτακε. Και πως έγινε κι εβρέθηκε με το καΐκι στη Σμύρνη και τον επήρε η τουρκάλα και τον επαντρεύτηκε.
Αυτά Γιώργη. Από το Κέντρωμα είμαι. Σα κάτι νάχω ακούσει όπου ελέανε γιάνα φονικό στ’ Αγνί. Εσύ ήσουνε ορέ Ρίτσο; Έσκυψε το κεφάλι. Κατεβάσανε κι άλλη ρακή. Δε μιλάγανε. Η τουρκάλα έφερε κι άλλη ρακή. Εχάϊδεψε και τα μαγιά του Ρίτσου, τα γκρίζα. Ο Γιώργης δεν ήξερε τι να κάνει το δίκοχό του κι όλο το τριγυρνούσε στα χέργια του. Ήθελε να ‘σκωθεί να φύγει αλλά και πάλι δε μπόρουνε. Μια πλακωμάρα τον είχε πιάκει, ένα κακό, σα την ώρα που σου σφουρίζει ο αξιωματικός «επίθεση» και βλέπεις το διπλανόνε σου να τινάζεται στον αγέρα με τα χέργια ανοιχτά. Κάπως έτσι δε θα τινάχτηκε κι ο Κούτσουλος; Μην έχεις ακούσει Γιώργη για μια Ματούλα από το Κέντρωμα; Όχι, ορέ Ρίτσο, δεν έχω ακούσει. Η κακιά στιγμή… Σκέφτεσαι τώρα με τη καινούργια κατάσταση να γυρίσεις; Δε γένεται. Έχω γυναίκα και παιδιά, δε γένεται. Η κακιά στιγμή… 8-6-2021 ΚΙΝΗΣΗ ΑΚΟΥΝΗΤΗ Κουρασμένο καράβι δε σε παίρνει μακριά. Με μηχανές στο κράτει όπου σε πά ρει το κύμα. Το πλήρωμα στο κατάστρωμα αραγμένο τ’ ανάσκελα να του περάσει η ώρα. Η κιθάρα βαρεί ένα τραγούδι βαθυστόχαστο και μπερδεμένο. Μερι κοί σιγοντάρουνε με μπόκα κιούζα. Παγωμάρα, τούρτουρο, παρ’ όλη τη ζέστη του Ιούνη. Κουνιόμαστε καθόλου; Μπααα…, ετερματώσαμε. Μην έχουμε ριγμένη την άγκυρα; - Κι όμως το τζιπιές λέει που κουνιομάστενε. Κίνηση, ακούνητη. Δεν είναι μόνο ο κόβιντ. Δε μπορεί να είναι μόνο ο κόβιντ. Δε φταίει μόνο η νότια. Κάτι άλλο συμβαίνει. Τα παιδιά γιατί δε παίζουνε άλλο όξω; Γιατί εσταματήσαμε να τα μαλώνου με οπούναι με το κινητό στο χέρι;
Μα και στο σκογειό στη τηλεκπαίδευση τα βάνουνε.
Δεν έσωσε τούτο δω; Νομίζεις! Δεν έσωσε. Θα ξαναρχίσει. Η τρικυμία δεν έχει μόνο τρία κύματα.
Έρχονται κι άλλα από πίσω. Κάτσε εδώ που είσαι ακούνητος, μην αλλάζεις θέση και μπατάρουμε. Μετακίνηση φορτίου και βρίσκεις πάτο. Η κιβωτός του κόσμου ταλαντεύεται κάτου από ένα σύννεφο θανατηφόρων προγνώσεων καιρού. Μπροστά τους τα κοβιντάκια μοιάζουνε με παιδικά παι χνίδια. Πάμε ορέ να πιάκουμε δυο κουπιά; Εμείς οι δύο; Να ιδούνε κι οι άλλοι. Βαργιόμαι. Κάτσε κει να σε τρών’ οι μύγες. Ξεκουνήσου. Δε πάει το πράμα με κουπιά. Πες να φτιάξουνε το ντίζελ. Εν ανάγκη βάλε μπρος και το πυρηνικό αντιδραστήρα. Ξέρεις η κίνηση δια της μυϊκής δυ νάμεως αντικαταστήθηκε από την αιολική ενέργεια και μετά από την ηλε κτρική ενέργεια. Εξέχασες τον ατμό ο οποίος εξ ενός αγρότου εφευρέθη και μετά τόνε πήρε ο Βαττ. Ο Βαττ ήτανε σπουδαγμένος. Μεγάλο πράμα η εκπαίδευσις ήτις την σή μερον μεγάλως εξελίχθη δια μεθόδων προηγμένων και συγχρόνων και όχι βαρείτε με τα κουπιά. Όλα είναι θέμα στρατηγικών επιλογών, διοικήσεως, οργανώσεως, επικοι νωνίας προεξαρχούσης της εικόνος, της τηλεοπτικής και τση ιντερνετικής, ήτις εν εγρηγόρσει θέτει τας μάζας εις κατεύθυνσιν επιλεγμένην και κατευ θυνομένην ώστε να συγκρατούνται τα στελέχη τα οποία θέτουν εις κίνησιν το μαγαζί. Αντιληπτόν; Θα ήθελα να προσθέσω τας συγχρόνους μεθόδους μεστού λόγου, λογικού και αλόγου, και τον ρυθμόν του διοικητικού άσματος που άδεται μπόκα κιούζα και θέτει εις κίνησιν μέχρι και την ακουνησίαν, μη σου πω. Ατέρμονη η σοβαρή συζήτησις αλλά οι μύγες καλά ετρώανε τα σκουπίδια που επνίγανε όλο το κατάστρωμα μαζί με τσι κουβέντες. Και τσι κουβέντες οι μύγες τσι τρώνε. Να τα απομακρύνομεν. Τι λες; Άστα κει που είναι θα τα μετατρέψομεν εις ενέργειαν σκουπιδοκε ντρικήν και θα κονομήσομεν. Βρωμάνε. Ο καπιτάνιος τι κάνει; Κοιμάται. Απαράδεκτον! Να τον αλλάξομεν. Να κάμομεν εκλογάς. Και ν’ ασκωθούμε; - Όχι, δε χρειάεται. Θα ψηφίσομεν δια τηλεδιασκέψεως και με ηλεκτρονικήν ψήφον από εδώ που ειμάστενε. Ά! καλά τότες. Διότι εγώ δεν ανέχομαι την παραμικράν παραβίασιν των αρ χών μου! «Κίνηση, Ακούνητη».
Ένας στη πρύμη επήρε μόνος του το κουπί κι εβάρθηκε να ξεκουνήσει το καράβι με τη γούντουλα. 9-6-2021 ΜΟΝΟΜΑΧΙΑ ΣΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΗΓΙΟ Ήγιος κόκκινος ζεστός μούκλεισε τα βλέφαρά μου. Μια σκια σκούρα εφάνηκε μέσ’ απ’ τσ’ εγιές. Σα το Λούκι Λουκ ήτανε. Με τα ποδάργια σε διάσταση και τα χέργια απλωμένα πάνου από τα εξάσφαιρα. Εκοί ταξα μη κοιτάει κάνα άλλονε κει κοντά. Ψυχή γεννημένη. Μόνο ο πιτσικαμόρτης επερίμενε δίπλα στη νεκροφόρα με τα δυο άλογα. Κι ένας άλλος με ημίψηλο. Νοδάρος μου φαινόντανε. Πρακτικά εκράτουνε; Τι; Εκλογές δεν είχαμε. Μονο μαχία θε να γινόντανε; Με ποιόνε; Έχει γούστο με μένανε…, μπα αποκλείεται…, τι τούκαμα ‘γώ; Γκουντμόρνιν, τούπα σε άπταιστα κερκυραϊκά. Τι χαλεύετε; Δεν απάντησε. Εκούνησε τα δάχτυλά του πάνου από τσι λαβές κι έφτυσε τη γόπα του τσιγαρίλος από το στόμα του. Στριμόκωλλα τα πράματα. Δε πιστεύω να… Εγύρισα να φύγω με τρόπο. Καλημέρα σας. Εγώ φεύγω…, έχω να μάσω πάτελες. Η σφαίρα έσκασε ανάμεσα από τα ποδάργια μου. Εσάρτεψα σα το μόστακα. Έκαμα να βάλω τσι κόρσες. Από πίσω μου εστεκόντανε ένας περίεργος μ’ ένα σπαθί ποντερνό, νάαα…, ένας άλλος σαν ινδιάνος, μισοχαμογελάκιας, με το σουνέτο στο στόμα και παραπέρα μία κυρία να τήνε πιεις στο ποτήρι με το λεϊμονόφυλλο. Επήγα να περάσω από τη μπάντα. Ο σπαθάκιας μ’ απόκοψε. Εβάρησε τα ποδάργια του στη γης κι έκατσε σε μισοημικάθισμα. Ουαμορουνόο… γκουόν! Απαγορεύεται; Δυο λεφτά εδώ παρακάτου πάω, οπούχει αχινιούς…
Μου την έριξε.
σφαίρα
κατά πάνου
σιγά-σιγά σα σε σλόου μόσιον. Έκανα λίγο πιο κει και δε με πίτυχε. Μέχρι να περάσει μόσκεψα στον ίδρωτα. Έπιακα το εξάσφαιρο. Δεν έβγαινε. Μάγκωσε ο διάολος. Έβαλα δύναμη. Τίποτις. Ο άλ λος μου ξανάριξε. Ευτυχώς που οι σφαίρες του επηγαίνανε με το πάσο τους σα την οικονομία την ελληνικιά. Έβαλα πιο πολλή δύναμη. Εφώναξα κιόλας.
- Έβγα ορέ! Τι έπαθες χριστιανέ μου, νυχτιάτικα; Τι σιεις τη ντεστιέρα; Σεισμό μου κά νεις; Όχι…, τι; σε ξύπνησα; Τι κάνεις νύχτα ώρα, πόλεμο κάνεις; - Μονομαχούσα. Με ποιόνε; Απ’ τσ’ εγιές εβγήκε. Και; Τόνε σκότωσες κάνε; Ο Σαββόπουλος στη τελεόραση ετραγούδουνε: Έ, έεε…, Ήγιε κόκκινε αρχη γέεε… Δε σου τόχω πει να κλειείς τη φωνή από τη τηλεόραση πρι κοιμηθείς; Μ’ ανταριάζει. Ενόμισα όπου εμονομαχούσα κάτου από το κόκκινο ήγιο. Σιγά μην ενόμισες που ήσουνε κι ο Αλαίν Ντελόν! Άμε πιε λίγο νερό να συ νέρθεις. Κι άνοιξε τη φωνή να μ’ αποκοιμίσει ο Σαββόπουλος. Εγώ χωρίς φωνή, δε με πιάνει ο ύπνος. 11-6-2021 ΕΓΙΝΗΚΕ Εγίνηκε στσι 8 του μηνός η τακτική-δια περιφοράς συνεδρίαση τση Οικονομι κιάς Επιτροπής του Δήμου «περί Έγκρισης όρων Διακήρυξης Εκμίσθωσης Δημοτικού Σκάφους ο Άγιος Στέφανος» κι η Δήμαρχος έφερε να ψηφιστεί η από 31/5 εισήγηση τση Οικονομικιάς Επιτροπής. Αυτή μετά από διαλοϊκή συζήτηση εψήφισε την εισήγηση.
Δηλαδής χωρίς συντήρηση και με τη δεξιά μηχανή να μη δουλεύει; Ή θα προκάνει ο Δήμος να του το παραδώκει στη τρίχα; Δεν ηξέρω. Γιατί μέχρι τσι 28 Ιούνη που θε να γίνει η δημοπρασία προκάνουνε να το βγάλουνε στο καρνάγιο και να το φτιάξουνε; Ακόμα στο πόστο του είναι αραγμένο. Και λένε που χρωστάμε και τα περσινά στο καρνάγιο και κάτι στο περσινόνε το καπιτάνιο. Έτσι είναι; Το καράβι λέει αυτό που εψηφίστηκε, θε να κάνει 12 δρομολόγια την άνοιξη, 17 το καλοκαίρι, 12 το φθινόπωρο και 2 το χειμώνα. Εδώ είναι που είπανε οι δυο πονηροί δε γράφετε πότε θε νάναι το τελευταίο δρομολόγιο; Κάτι θα τσου πονήρεψε. Αλλά δε το γράψανε το πότε θα σταματά νε τα δρομολόγια, τί, ως φαίνεται, δεν εχρειαόντανε. Για τα πετρόγια, το καπιτάνιο, το ναύτη, το καρνάγιο, τσι άδειες και τα ρέστα αυτός που θα το πάρει θα κόβει εισιτήργιο μέχρι 3 ευρά (άμα θέλει θα κόβει και λιγότερο – λέτε;) και υποχρεωτικά θα κόβει και κάρτες εβδομαδιαίες και του μηνός από 8 και 25 ευρά. Εδώ είναι οπούπε ο άλλος, ορές, εμείς στο τσάμπα τόχαμε το ’90. Για τον κόσμο το αγοράσαμε το καράβι νάχει να κάνει μπάνιο στο Βίδο που όξω από τα βράχια τση Παναγιοπούλας και τον Ανεμόμυλο δεν έχει σήμερις μέσα στη πόλη να πάει αλλού. Τσου τα κλείσαμ’ όλα εκεί που, από τσι Αλυκές του Ποταμού και γύρω-γύρω μέχρι τα Μο Ρεπά, όπου ήθελες εβούτουνες. Αλλά δε του πέρασε. - Και τέτοια εποχή που το βγάνουνε ποιός εβουρλίστηκε να το πάρει; Άφτιαχτο; Μέσα να μπει; Καένας δε θα βρεθεί. Θα βρεθεί. Όχι αμέσως. Η πρώτη δημοπρασία θε να βγει άγονος, η δεύτερη το ίδιο και θα το πάρει στη τρίτα. Εν τω μεταξύ θε νάχει μπει ο χειμώνας κι από του χρόνου φτου κι από ξαρχής. Μαντεψιά; Μαντεψιά! Θα βρεθεί. Ξέρει αυτός. Ποιός; Ξέρω ‘γω ποιος! 12-6-2021 ΤΟ ΟΥΦΟ
ύμνους δοξαστικούς, ποιήματα αγαπησιάρικα, τραγούδια και μουσικές να τα σφουρίζουνε αι γενεαί αι πάσαι, καθ’ όσον ευλογημένον ουράνιον σώμα είν’ η γης και μοναδικόν εις το σύμπαν όλο που κουβαλεί ζώντες οργανισμούς να τσι γαργαλάνε το νερό και το χώμα τση, άμα έχει φαγούρα. Και γελάει μ’ όσους λένε υπάρχει ζωή κι αλλού και ψάχνουνε με τα τηλεσκόπια να την εύρουνε και δε τήνε βρίσκουνε. Διότι, κύργιε, εκτός από κάτι εξωγήινους που κατιβήκανε με τα ούφο τους και μας τσου κρύβουνε και κάτι νόμους περί πιθανοτήτων που λένε δε μπορεί; γιατί μόνο εδώ; καένας δεν έβρηκε ακόμα ζωή σα την εδικήνε μας αλλού; Τώρα βέβαια λαμβάνουμε κάτι ραδιοκύματα και κάτι άλλα μυστήργια από τα πέρατα του σύμπαντος κι αναρωτιομάστενε ομαδικώς. Ποιός να τα στέρνει; Εγώ πιστεύω που υπάρχει ζωή και εκτός γης. Δε μπορεί. Γιατί εδώ κι όχι αλλού; Έ; Και τα ούφο τι είναι; Εκατοντάδες, χιγιάδες μας επισκεφτήκανε. Γκουγκλάρησε και θα ιδείς. Βάλε το Γιου Τιουμπ, το Διαδίκτυο, τη τηλεόρα ση, άνοιξε μια φημερίδα βρε αδερφέ... Γεμάτα από ούφο είναι. Δεν είναι; Αλλά μας τα κρύβουνε να μη τα ξέρουμε. Δε μ’ ενδιαφέρει. Κι αφού τα ούφο βορτάρουνε στο Διαδίκτυο, πώς λες που μας τα κρύβουνε; Εγώ δεν είμαι ούφο και με νοιάζει μόνο ο τόπος μου, ο καλύτερος του κόσμου. Τόνε θέλω καθαρόνε, όμορφο, περιποιημένονε, φιλόξενο. Αυτό μ’ ενδιαφέρει κι τίποτις άλλο. Γι αυτό και πρέπει να τον αξιοποιήσομεν. Παρντόν; - Να τον αναπτύξομεν. Και εξ αυτού να οικονομήσομεν. Να τον εδείχτομεν κατά πως πρέπει στσου αλλουνούς, να τόνε θαγμάζουνε, να τσου λέμε τσι ιστορίες του περιληπτικά, να τσου κάνουμε και καφέ καλόνε κι όχι νερο μπλούτσια, να τσου κάνουμε σπίτια πάνου στο κύμα να κάθονται και πισί νες δύγιο μέτρα από τη θάλασσα και μπιτς μπαρ με ξαπλώστρες κι ομπρέ λες για τον ήγιο ολούθε και νυχτερινή
νει ν’ ακουμπάει στου γούλους και την αμμούσα και το ίδιο είναι να βλέπεις σπίτια και ξενοδοχεία κι άσφαρτα και λογής τω λογαδιώνες αυτοκίνητα και κότερα να στολίζουνε το περιβάλλον το ανθρωπογενές με το ανθρωπομύρ μηρο να τσουμπανάει όλη νύχτα και το πρωί να σ’ αφήνει το σκουπιδοα ποτύπωμά του νάχεις να το σκώνεις και να μη ξέρεις πού να το ρίξεις; Το ίδιο είναι να μη βλέπεις τι αγέρα αναπνέεις και το ίδιο είναι να τόνε γλέπεις τούφες, τούφες από το καυσαέριο το φιλτραρισμένο που δε κάνει και κακό; Υπάρχει και προδιαγραφή στο περιβαλλοντικό όρο. Έ; Μμμμ…, δε μ’ αρέσει. Δε σ’ αρέσει; Και τι σ’ αρέσει; Σ’ αρέσει να γλέπεις κάτι Ερημίτιδες και κάτι Βίδα μεσ’ στην εγκατάλειψη και τη κακομοιργιά; Να πηγαίνεις για μπάνιο και να μην έχεις ούτε που να γδυθείς να πέσεις; Να πρέπει να κουβαλείς νερό από το σπίτι σου και το ταπεράκι με τη φρουτοσαλάτα του μιτσού; Δεν είναι καλύτερο να σου σερβίρουνε τα πάντα χωρίς να κουνήσεις το δαχτυ λάκι σου παρά μόνο για να βάλεις το χέρι στη τσέπη να πλερώσεις; Δε σ’ αρέσει να τάχεις όλα ιν μπόκα; Με τη μουσικούλα σου, τη ντάπα-ντούπα, που διώχτει και τσου τζιτζίρους; Εσένανε σ’ αρέσει; Και πολύ μάλιστα. Αυτή είναι ζωή. Ζωή και κότα που λένε. Να χαζεύεις τη δεσποινίς, αλά Μύκονος στάϊλ, με τσι ποδάρες τση τσι εξωγήινες και τσι τρίτσες τση σα τον ιπτάμενο δίσκο! Σα τα ούφο; Σα τα ούφο. Εγώ δεν είμαι ούφο! 12-6-2021 BLUE Το περιοδικό BLUE της AEGEAN και OLYMPIC AIR, τεύχος Νο 85, το τελυταίο, γράφει και για το Βίδο. Ποιό είν’ αυτό το τεύχος; Αυτό που βρίσκεις στο δίχτυ μπροστά από το κάθισμα σου στο αερόπλανο. Αυτό που ξεφυλίζεις να σου πε ράσει η ώρα και να διαβάσεις τσι διαφημίσεις. Δε τόχεις δει; Και τι να σου κάμω ‘γώ…
Κέρκυρας, δεν έχει καθόλου αυτοκίνητα, ενώ στις εκτάσεις του κυκλοφορούν ελεύθερα φασιανοί, λαγοί και ορτύκια. Από το λιμάνι το μονοπάτι διασχίζει το νησί και οδηγεί στις παραλίες Τραμουντάνα, με άμμο και γαλαζοπράσινα νερά, και στην παραλία Μαΐστρος. Πάνω από το λιμάνι λειτουργεί καντίνα και εστιατόριο υπό την επιμέλεια του ξενοδοχείου Ikos Dassia με τραπέζια σε ξύλινο deck πάνω στη θάλασσα, με φανταστική θέα σε όλη την Παλιά Πόλη και τα δύο φρούρια. Η
προσέγγιση γίνεται σε περίπου δέκα λεπτά με καραβάκι από το Παλαιό Λιμάνι της Κέρκυρας». Ορές γιατί λέτε ψέματα; Πρώτ’ απ’ όλα βρίσκεται σε απόσταση κοντά ενός μιλίου, μετρημένο. Έχει σήμερα ένα αυτοκίνητο, το πυροσβεστικό, κι ένα φορ τηγό σταματημένο. Κι έχει δρόμους που ανοιχτήκανε από το κυρ Φίλιππα και το κυρ Αλέκο. Ποιό μονοπάτι; Δρόμους έχει. Τσου λαγούς τσου εξεκάνανε. Ορτύ κια δεν είχαμε ποτές μας. Ποιος τάειδε; Να μου το πει κι εμένανε ο εξυπνάκιας που τάειδε. Κάτι φασιανοί και κουνέγια τσου ξεμπουρίσανε από μπροστά, τί εκουτσουλούσανε και δεν είναι πρέπον να γλέπουνε οι υψηλοί του Ikos Dassia να κουτσουλούνε τα ζωντανά. Το δίκιο, δίκιο! Μια σύχαση ήτανε. Κι έτσι κι αυτά για σκάσει ελιγοστέψανε. Άμε ψάξε να τάβρεις. Ναι, από πίσω είναι δυο σπιά τζες που μέχρι και τη Γαλάζια Σημαία επήρανε τω καιρώ εκείνωι. Τώρα η αμ μούσα δε φαίνεται, τί τήνε σκεπάσανε τα φύκια, τα ξύλα και τα πλαστικά που βγάνει η θάλασσα και περιμένουμε κάτι αγγέλους του Βίδο, άμα δεν επεθάνανε κι αυτοί, να πάνε να τα μαζώξουνε. Τση τα ρίχτουμε τση θάλασσας τα πλαστικά και κείνη η αφιλότιμη μας τα φτιεί κατάμουτρα. Ντροπής! Τη καντίνα και το εστιατόργιο τάχει πάρει ο Ikos Dassia για 6+6 χρόνια. Κι έχει ξύλινα deck, όχι όμως πάνου από τη θάλασσα. Είχε βάλει κι εκεί αλλά του τα βγάλαμε. Τί χωρίς αγώνα τίποτις δε γένεται. Μπροστά από την καντίνα όμως έχει. Όλα κι όλα. Εκάμανε ταβλάτσο (deck λέγεται κανονικά) χωρίς άδεια αλλά ποιός να χαλέ ψει ποιανού άδεια στο Βίδο; Γιατί; Και για τσι γυψοσανίδες μέσα στο μαγαζί εγυρέψαν’ άδεια; Να μην ειμάστενε κι υπερβολικοί. Έτσι; Ο νοικάρης έκοψε με το άστε-ντούο το υπόστεγο του εστιατόργιου, τί δε του άρεσε, και επήρε τη σάλα του μπροστά από τη καντίνα. Κι ας μη τόχει νοικιάσει το μέρος. Με το έτσι θέλω τόχει. Τι; Είναι τση κυρά Μαρίας και τση κυρά Μορφούλας το μέρος; Κουταμάρες! Εδώ ειμάστενε επιχείρηση δυνατή και κάνουμε και δωρεές εις τον Δήμον λόγω ευαισθησίας. Αμή; Θέα φανταστική, ναι, συμφωνούμε. Δεν υπάρ χει καλύτερη. Στο κόσμο όλονε. Πόση περσσότερη ομορφιά θε νάβρεις; Αλλά η ομορφιά αυτή δεν είναι δια όλους. Αλλοίμονο! Είναι μόνο για τσου διαόλους. Η ομορφιά πουλάει κι οι αγοραστές πρέπει να πάνε από τη Δασιά να πιάκουνε σειρά να την ιδούνε. Από το Παλιό
νου από τη θάλασσα; Τα τραπέζια που εσταματήσανε τσι κατασκηνώσεις ντω παιδιώνες και εδιατάξανε να βάλουνε σύρματα και πορτόνια; Όπου πάνε φιρίφιρί να εδιώξουνε προσκόποι κι οδηγοί κι αφήστε τα δήθεν που τσου εδώκανε άδεια; Μήτε παντόφολα κερκυραίου δε θέλουνε να γλέπουνε. Εδώκανε 40.000 ευρά το χρόνο και θέλουνε 538 στρέμματα εφ’ όρου ζωής. Αγάπη το Θέονε. Και καθομάστενε και τσου κοιτάμε. Κλωτσίδι ηθέλουνε. Κι αυτοί κι όσοι τσου αβαντάρουνε. Τώρα εγώ τι φταίω μεσημεργιάτικα; Με πήρε κείνος κει ο Γιώργης και μ’ αντάριασε. Ορέ Γιώργη. Από μεσημέρι κοιμάμαι, ορέ! Ξυπνάω νωρίς! 14-6-2021 Ο ΜΟΡΟΣ Ήτανε ανήσυχο. Λες κι είχε σκουλούκι. Δεν εκαθόντανε ποτές στο πισινό του. Να τρέξει, να πειράξει, ν’ αγγίξει. Σατανάς. Κάτσε δυο λεφτά να φας τη πάστα σου. Δε θέλω. Έλα ψυχή μου, να! μια κουταγιά μόνο και φεύγεις… Τσήβγαλε τη γλώσσα όξω. Νευρίασε. Καλά στο σπίτι αλλά και στο Λιστόν, μπροστά στο κόσμο… Έλα δω… Αμέσως! Ζωηρός ο μικρός…, επαρατήρησε η φώκια από το διπλανό τραπέζι. Να μη του τα κάνετε όλα καλά. Τί ύστερα κακομαθαίνουνε. Εγώ στα παιδιά μου ήμουνε κέρβερος. Άχνα δεν εβγάνανε. Αλλά οι σημερινές μανάδες τσου τα κάνετε όλα καλά. Όχι που δε πρέπει, καλά κάνετε. Παιδιά είναι! Πώς! Αλλά μετά δεν ημπορείτε να τα μαζέψετ’ άλλο. Αλήτες του Βοργιά γένονται. Δε το λέω για το δικό σου, αυτό είναι λίγο ζωηρούλικο, πού να δείτε κάτι άλλα. Πόσο χρονώνες είναι; Δεν τση απάντησε. Τση εγύρισε τη πλάτη. Έσκασε όμως. Επροσβάρθηκε. Να τση κάνουνε τη παρατήρηση μεσ’ στη μέση του Λιστόν; Αυτηνής; Που όλη μέρα πίσω από το διάολό της έτρεχε; Εκοκκίνησε. Το αίμα στο κεφάλι τσ’ ανέβηκε. Έφαγε και τη πάστα του μιτσού, να μη πάει χαμένη, ήπιε και το νερό κι εβάρησε παλαμάκια νάρθει το γκαρσόνι, να πλερώσει, να φύγουνε. Τον άρπαξε από το χέρι και τον έσερνε κατά το Παλάτι. Βλέπεις εδώ; Εδώ μέσα είν’ ο Μόρος. Θα του πω να σε πάρει, να γλυτρώσω από σένανε. Μια πάστα εκατεβήκαμε να φάμε, ξυνό μου τόβγαλες. Τώρα, τώρα…, θα σε δώκω εγώ του Μόρου να σε πάρει, να ησυχάσω. Έλα Μόρε πάρτονε…, έλα Μόρε…
Κλάμα αυτό και τω γονέωνε. Όχίιι…, να μη πάρει ο Μόρος, δε θέλώωω – ρούφαγε και τη μύξα του – όχί ιι..., μη με δώκεις του Μόρούουου…, όχι μάμα μου γλυκειά, όχι το Μόρο, όχίιι…
Επλάνταξε στο κλάμα. Έβγαλε το μαντήλι να του σκουπίσει τη μύτη. Κυρία σας συμβαίνει κάτι; Γιατί βάνει τα ούρλα ο μικρός; Να μην ανακατωνοσάστενε. Σας γνωρίζω κι από χτες; Εγώ; για σας… Μια τόσο ωραία κυρία σα και σας… Ησύχασε μικρέ μου, θέ λεις να σου πάρω μια φούσκα; Γιατί κλαις; Ρούφαγε τη μύτη του κι έκλαιε μ’ αναφιλητά. Θα με δώκει η μαμά στο Μόρο και δε θέλω… Θα με φάει… Είδε κι έπαθε να τόνε πάρει να φύγουνε. Ερεζιλεύτηκε μεσ’ στα Λιστά. ---------------------------------------------------
Χρόνια μετά. Στο Παλάτι δεν εμπήκε ποτές του. Κι όταν στο Γυμνάσιο είπανε που θα τσου επαίρνανε βόρτα στο Παλάτι δεν επήγε. Έκανε τον άρρωστο. Εδώ του εκαθό ντανε το Παλάτι κι ο Μόρος του. Από τη μία ήθελε να πάει και να τον ιδεί το Μόρο, που του εμαύρισε τη ψυχή, κι από την άλλη μεγάλος πια και με παιδιά τόνε φοβόντανε. Είχε ρωτήσει κι ένα φύλακα του Παλατιού κάποτες. Έχει το Παλάτι Μόρο; Βεβαίως! Μόλις μπαίνεις τόνε βλέπεις φάτσα κάρτα. Απέναντι από τη πόρ τα τον έχουμε και φυλάει όλο το Μουσείο. Η γυναίκα του, του το ξέκοψε. Τη Κυργιακή θε να πάρουμε τα παιδιά στο Παλάτι, που Παλάτι βλέπουνε και Παλάτι δεν ηξέρουνε. Τέλος! Όλο το βράδυ δεν εκοιμήθηκε. Δεν ήθελε να παραδεχτεί όπου αυτός που επολέμησε και στ’ αρβανικό εφοβόντανε το Μόρο. Αλλά ορισμένα πράματα τα φοβόντανε. Και τη γυναίκα του δε την εφοβόντανε; Εγύρισε να την ιδεί. Ερού χαζε του καλού καιρού. Κι είχε και τη κακή συνήθεια να κοιμάται με τα μπικου τιά. Εσκέφτηκε. Χειρότερος θε νάναι ο Μόρος από τούτηνε; Σωστό και μπράβο μου που το εσκέφτηκα, εσκέφτηκε. Ησύχασε κάπως και τόνε πήρε μια σταγιά. Στην είσοδο τον είδε. Στο κεφαλόσκαλο ήτανε. Μαύρος, κατάμαυρος, με μια μπάλα στο κεφάλι. Ο φύλακας εξήγησε που τον είχανε βάλει εκεί οι ιγγλέζοι για φωτιστικό. Η μπάλα είναι από πάνου τρύπια κι έχει και κάτι μικρές τρύπες στο πλάι. Εβάνανε μια λάμπα μέσα, μια λαδοφωτιά, ένα κερί, κάτι να φέγγει. Εκ πω ρολίθου. Για λαμπατέρ τον είχανε κατά τη μόδα τση εποχής. Γι αυτό τον είχανε. Κι εμείς επειδής ήτανε βαμμένος μαύρος, κατράμι, τον εβαφτίσαμε Μόρο. Έτσι του εβγήκε το όνομα. Ο μιτσός έτρεξε ανέβηκε τα σκαγιά και τον άγγιζε.
- Φύγε από κει. Μη τον αγγίζεις! Γιατί; Θα με φάει; 18-6-2021 ΤΟ ΜΗΤΡΩΟ Συνεκροτήθη ο Σύλλογος εις Σώμα. Πρόεδρος, Αντιπρόεδρος, Γραμματέας, Τα μίας και τα λοιπά. Αυτουνού του εδώκανε να κρατάει το Μητρώο σπίτι του, τί ο Σύλλογος δεν είχε αποκτήσει ακόμα γραφείο δικό του, να το βάλουνε εκεί όπως θα ήπρεπε. Καλοί είναι οι συλλόγοι αλλά άμα σου βάνουνε αρμοδιότητες τσινάς. Πού να γράφω ‘γώ τώρα… - Δε κάνω καλά γράμματα, να το πάρει άλλος. Δε μας ενοιάζουνε οι καλλιγραφίες, τούπε ο Πρόεδρος. Ένα φάκελο θάχεις να βάνεις τσι αιτήσεις εγγραφής και δυο κόλλες αναφοράς, να γράφεις και να σβήνεις όσους γράφονται κι όσους σβήνονται από το Σύλλογο, να ηξέ ρουμε πόσοι ειμάστενε κάθε φορά. Με μολύβι να γράφεις, να μπορείς να σβήνεις, τί από λάθη σε ξέρουμε. Πρώτος! Και μη βγάνεις την ουρά σου απόξω. Κάτι πρέπει να κάνεις κι εσύ. Εξόν κι άμα θέλεις να αναλάβεις το Υλικό. Όχι, το Υλικό, όχι. Καλύτερα το Μητρώο. Έτσι το ανάλαβε. Κι έγραφε κι έσβηνε μέχρις ότου εβγήκανε τα κομπιούτερ, κάτι μισόμαθε, κι έκανε στο εξής και οικονομία σε μολύβια και γόμες. Καλός ο Σύλλογος δεν εφεύγανε τα μέλη του, εξόν κάτι παραιτήσεις μια φορά και στο τόσο. Όμως επερνούσανε τα χρόνια και αρχινήσανε μερικοί να αποδημούν εις Κύριον. Να επιστρέφουνε στο Δημιουργό των πάντων και των παντών. Εμάκραινε ο κατάλογος. Ο Σύλλογος αποφάσισε να κάνει ετήσιο Μνημόσυνο υπέρ αναπαύσεως των ψυχών των μεταστάντων μελών του. Του είπανε να τσου κάνει ένα κατάλογο των θανόντων, να τσου μνημονεύουνε στο
Τί αγαπημένοι ήτανε μεταξύ τους όλοι τους και πολύ τσου πόναγε άμα έφευγε καένας. Τον έκαμε. Δυο νοματέοι στην αρχή, μετά εμάκραινε η σειρά. Κάθε φορά που έσβηνε ένανε από τα εν ενεργεία μέλη και τον έγραφε στο κατάλογο των θα νόντων κάτι τον έπιανε. Ένα σφίξιμο, ένα τρέμουλο στο πάτημα του πλήκτρου, ένα άστα να πάνε. Εχτές ήπρεπε να ξαναβαρίσει το πλήκτρο, να ενημερώσει το Μητρώο. Άνα ψε τσιγάρο. Εκοίταξ’ όξω. Ερώτησε τη γυναίκα του μην ήθελε να τση ψιωνίσει κάτι από κάτου, μην εχρειαόντανε να τση σκουπίσει τσι σκάλες, μην είχε να τση απλώσει τίποτις ρούχα, όλο όχι τούλεγε. Έκαμε καφέ. Εβγήκε στο μπαρκόνι να ιδεί άμα περνάει ο κόσμος. Έκαμε να διαβάσει αλλά δεν εσυγκεντρωνόντανε.
Εσκέφτηκε να στρώσει το κρεβάτι. Στρωμένο ήτανε και το φαΐ είχε γίνει και το δάχτυλό του που επέρασε πάνου από τα έπιπλα δεν έβρηκε σκόνη να τήνε ξε σκονίσει. Εσώσανε οι δικαιολογίες και κείνο κει το τελέφωνο δεν εβάρουνε, το άχρηστο, να πιάκει τη κουβέντα. Έκατσε να γράψει. Με το που πάτησε το πλήκτρο να γράψει Νο 60, Στέφανος, στο κατάλογο των θανόντων τον επιάκανε δάκρυτα στα μάτια. Θολώσανε τα μάτια του και δεν έγραφ’ άλλο.
- Τι έχεις; κλαις; Όχι, ένα μπάμπαλο μου μπήκε στο μάτι. Για να ιδώ, να στο βγάλω. Δε χρειάεται, το εδιώξανε τα δάκρυτα στη μπάντα, έφυγε. Έχεις τίποτα; - Δεν έχω. Τι νάχω; Ξέρω ‘γω; Σα κάτι νάχεις. Τίποτις δεν έχω. Άμε ντύσου να κατεβούμε. Την άλλη μέρα το αποφάσισε. Θα ήλεγε στο Σύλλογο ότι μπούχτησε με το Μητρώο. Καλύτερα δώκετέ μου το Υλικό, θα τσούλεε. 20-6-2021 ΠΑΡΤΗ ΑΠΟ ΒΛΑΚΑ Δεν είναι όπου ήτανε κουτός. Κάθε άλλο. Το ίδιο μυαλό με όλους τσου άλλους εκουβάλουνε. Μην εκουβάλουνε και περσσότερο. Ήτανε όμως παρατηρητικός. Επρόσεχε τι γένεται γύρω του. Άμα υποστήριζε που έχει δίκιο ο πιο μεγάλος κι ο πιο δυνατός τση γειτονιάς ούτε σιλικουτίδια έτρωε κι η μάνα πρώτονε τόνε διάλεε στην ομάδα του φούτου μπολ. Και δε τον έβανε τέρμα. Επίθεση τον έβανε. Αλλά κι αυτός ό,τι κι αν ήλεγε ο αρχηγός, η μάνα, όλο Συ Κύργιε ήτανε. Στο σκογειό επρόσεξε που άμα το πρωί άφηνε στην έδρα τση κυρά δασκάλας λουλούδια από το κήπο αυτή όλο του γλυκομίλουνε. Ποτές δε τον είπε ζω, ποτέ δε τούπε άπλωσε το χέρι σου να φας βιτσιά. Το πολύ-πολύ να προσέχεις περσσότερο Κωστάκη, να τούλεγε. Ούτε τιμωρία ορθόνε με το μούτρο στο τοίχο τον έβαλε ποτές, ούτε στη μάνα του τση μολόησε ποτές τα καλά του. Και τον επέρναε εις όλας τας τάξεις. Τα ίδια και στο Γυμνάσιο και φοιτητής. Προσεκτικός, επαρατηρούσε. Κατά πού εβάρουνε η εξουσία; Κατά κει; Κατά κει κι αυτός. Κι όποτε τον ερωτούσανε τι ομάδα είσαι, πότε ήτανε Ολυμπιακός, πότε Παθαναϊκός, πότε ΑΕΚ και μια φορά ΠΑΟΚ. Κι από κόμματα; Με όλους. Ανάλογα κατά που εφύσαε ο άνεμος. Εφταπαντιέρης κανονικός. Επαρουσιάστηκε στο στρατό. Άϊντε, ρε ζαγάρια, στη γραμμή…, ουστ!
-
Μακάρι όλοι να είχαν την κοινωνικήν σας μόρφωσιν, κύριε υποδεκανεύ!
Αμ’ πώς…, τι τάχουμε πλάκα τα γαλόνια;
Έτσι εγλύτωνε τσι αγγαρείες και τα καψόνια.
Τα όπλα στην ανάταση και τρέχουμε ζαγάρια! Εν δυο, εν δυο…, Κωστάκης! Διατάξτε, κύριε υποδεκανεύ!
Θαλαμοφύλαξ! Βέβαια οι άλλοι τον είχανε στη πόντα του σπαθιού. - Ο γλυψιματίας…, ο σφογγοκωλλάριος…, το καρφί…, ο ρουφιάνος του κερατά… Αλλά ο κύργιος υποδεκανεύς ήτο εξουσία κι ο Κωστάκης είχε μάθει που χέρι που δε μπορείς να το δαγκάσεις, σκύβεις και το φιλάς. Πολύ χρήσιμος οδηγία και μετά με τον ίδιο τρόπο εδιορίστηκε κι επορεύο ντανε μια χαργιά. Κατουρημένες ποδιές φιλάει, ο αρχιτεμπέλαρος, πώς τόνε κάμανε Τμημα τάρχη Α΄ το βλάκα; Η σειρά μου δεν ήτανε για προαγωγή; Έχει μπάρμπα στη Κορώνη, βλέπεις… Ο πανίβλακας… Βλάκας από δω, βλάκας από κει, του το κολλήσανε το παρατσούκλι. Ο Βλά κας… - Και ποιός νομίζεις όπου εκουκούλωσε τσι βλακείες του Διευθυντή; Ο Βλάκας ανάλαβε να πέσει στα ποδάργια τση Επιθεώρησης, εγώ έκανα λάθος στσι προστέσεις τσούπε, βλακεία μου, τί δεν ηξέρω κι από αριθμομηχανή και πατούσα άλλ’ αντ’ άλλων τα κουμπιά αλλά, ορίστε, τα λεφτά εδώ είναι, δε λείπει ούτε δεκάρα. Έτσι τσου μπαλιγάρησε κι έβγαλε το Διευθυντή λάδι λαμπάντε, όπου μετά έβαλε αυτός τα λεφτά στη θέση τους και του τσοντά ρησε κι ο Βλάκας. Ναι, κι η Επιθεώρηση δεν ήτανε κουτή αλλά μια και τα βάλανε πίσω τα όβολα είπανε κι αυτοί τι να ανακατεύουμε τσι βρωμιές τώρα; Βρωμάνε! Και μια και δε λείπουνε τα όβολα άστους τσου βλάκες να πάνε να κουρεύονται, είπανε. Τσούκανε κι ο Βλάκας το βλάκα, τσούπεσε και στα ποδάργια τους έχω γυναίκα και παιδί μη με κάψετε, υπογράψανε «καλώς» κι εφύγανε. Μετά όμως ο Διευθυντής τον έκανε Τμηματάρχη Α΄ και σούφαγε τη θέση. Έτσι δεν έγινε; Το βλάκα! Πολύ βλάκας ο Βλάκας. Όλοι πια βλάκα ελέγανε το Βλάκα. Εκυκλοφόρησε. Ποιό είν’ τούτο το παλληκαρόπουλο; - Ο υγιός του Βλάκα. Το μεσημέρι στο τραπέζι τον ερώτησε. Πατέρα το πρωί έπαιξα τσι γροθιές στο σκογειό, τί ο Πέτρος του κύργιου Γιαννάκη έλεγε που σε λένε Βλάκα. Είν’ αλήθεια που σε λένε Βλάκα; Μην ακούς τον κόσμο, παιδί μου. Μας φτονούνε. Αυτό που κάνω εγώ δε
μπορούνε να το κάνουν’ όλοι. Όχι που δε θέλουνε, δε μπορούνε. Δεν είν’ εύκολο να κάνεις το βλάκα. Τα μέσα μου το ξέρουνε. Και δεν είμαι βλάκας, παιδί μου. Απόψε μ’ έχουνε καλεσμένονε στη τηλεόραση να τσου πω για τη διαφάνεια εις τα οικονομικά. Καλεί η τηλεόραση βλάκες; Θα μεγαλώσεις και θα καταλάβεις. Άλλο βλάκας-βλάκας κι άλλο κάνω πάρτη από βλάκα. 23-6-2021 ΑΝΤΕ ΠΑΛΙ Απορίες. Όλο απορίες είναι. Άλλες. Εγώ, εμείς, στην εποχή μας δεν είχαμε τέ τοιες απορίες. Κι άμα δω να κάνουνε σε κάποιονε μπούλιγκ τι να κάμω; - Να τόνε προστρατέψεις. Κι άμα δε μπορώ; Πάρε το 100! Δεν έχεις κινητό; Κι άμα αυτοί που του κάνουνε μπούλιγκ είναι μεγαλύτεροι, πιο δυνατοί, πιο μπρατσωμένοι, και μου τη πέσουνε όλοι μαζί και τσι φάω κι εγώ, κι αντί για μαλλί βγω κουρεμένος; Να τόνε προστρατέψεις. Άμα ήσουνε στη θέση του δε θάθελες κάποιος να σου πάρει το μέρος; Δίκιο έχεις. Κι εμένα μου κάνανε μπούλιγκ. Μου την επέσανε όλοι μαζί και με στριμώξανε στη γωνιά τση αυλής και δεν ήξερα τι να κάμω. Καένας δε μου πήρε το μέρος. Τόπες του δασκάλου; Και να τόλεγα αμηδά που θα με πίστευε; Θε ναρχόντανε όλοι οι άλλοι και θα με βγάνανε βουρλισμένο. Θα με λέγανε και καρφί. Εγώ πρωτοξεκίνησα, θα λέανε, εγώ τσούπα τη μάνα τσου και το πατέρα τσου, δε βγάνεις άκρη. Ακούει ο δάσκαλος όλες τσι καμπάνες και τι να κάμει; Τον ένανε να πιστέψει ή τσου πολλούς; Πιστεύει τσου πολλούς, σε κατσαδιάζει κι από πάνου, ψεύτης βγαίνεις, και σου λέει θα φωνάξω και το πατέρα σου να του τα πω τα καλά σου. Κι οι άλλοι γελάνε, κι η αδικία πάει σύννεφο κι εσύ τι να πι στέψεις για τούτη τη ζωή; το παγιόκοσμο και τη παγιοκοινωνία; Μια αδικία είναι. Όλη. Σύσκαρη. Το άδικο επικρατεί. Ψέματα; Αντιστάσου με το δίκαιο, το καλό, το ηθικό, το τίμιο. Μη το βάνεις κάτου. Ναι, καλά… Ζήσε Μάη μου, να φας τριφύλλι. Είχαμε, τότες, μπούλιγκ; Δεν είχαμε. Εντάξει. Κοροϊδεύαμε ο ένας τον άλλο νε. Χοντρό τον ελέγαμε, γυαλάκια τον ελέγαμε, κεκέ τον ελέγαμε, φλίκουρο τον ελέγαμε, απ’ τα κόκκαλα βγαρμένη τον ελέγαμε, φούσκα, μπαφούσκα, μαύρο, βουτυρόπαιδο τον ελέγαμε κι ανάλογα με τα χούγια του, του κολλούσαμε και το παρατσούκλι. Ο νόμπιλες, ο κολλίτσιανος, ο σαρταπίκος, ο μόμολος, η μπλά
ντρα, η σκαρτσοδέτα, η σουρτούκω και τα ρέστα. Μπούλιγκ, με την έννοια του εκφοβισμού, με την έννοια τση παιδικής Μαφίας, που σου παίρνει τη μαρέντα, που σε αποκλείει από τη παρέα, που σου τη πέφτει να σου πάρει τα δυο ευρώ πούχεις στη τσέπη σου, δεν υπήρχε. Με το που έλεγες θα το πω του πατέρα μου εκάνανε όλοι πίσω. Όχι ‘γω, αυτός! Εσήμερις αλλάξανε τα πράματα. Θέλεις τα μαθήματα άνευ διδασκάλου τση τελεόρασης, θέλεις το λάσκο τση κοινωνίας, θέλεις ο διάολος μέσα μας που κουναρούμε τη βία και δε το καταλαβαίνουμε, βγάνουμ’ όξω και μια επίδοξη Καμόρα, έτοιμη για το πάρτα όλα. Αυτό! Από τση παιδικιάς και τρυφεράς ηλικίας. Και μετά μας επειράζει που βγαίνουνε τα μπουμπούκια μας να κυβερνήσου νε το τόπο και δε ξεχωρίζουνε την πρόοδο του τόπου από τη μάσα, που απλώνουνε τη κουρτίνα να μη βλέπουμε Βίδο, Κόντρα Φόσσα, Μπάνια τ’ Αλέκου, Πλαζ, Ντεμπλόνι, Κρεβατσούλα, Πλατεία, Σαρόκο, Ερημίτη, Φρούργια, Σπηγιά κι απ’ αύριγιο Ίσσο, Νήσο, Αφιώνα και τα ρέστα. Κι άμα σκώσουνε τη κουρτίνα γράφουνε απάνου «ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ» και μας εσερβίρουνε κουτόχορτο μη και δε τρώμε όλη μέρα κουτόχορτο. Οι κουτοπόνηροι. Μεγαλώνουμε τα παιδιά μας να μη τσου λείψει τίποτις. Κι αυτά ψάχνουνε να βρούνε ένα τίποτα πέρα από το τίποτα του κουτόχορτου που τα ταΐζουμε. Λάθος κάνω; Άμα κάνω λάθος κρεμάστε με. Προτιμώ τόπον εκτέλεσης το γή πεδο του Βίδο. Κι άμα δε βρείτε μέσο να πάτε στο Βίδο, δώκετέ μου χάρη, του άχαρου. Μούλεγε ο άλλος, αυτός που δε μ’ αφήνει ήσυχο στιγμή: Ό,τι σπείρεις θα θερίσεις. Εγώ; - Εσύ! Άντε πάλι! 24-6-2021
Εσείς
Σημαίες έχετε; Θα σε γελάσω. Λιγότερες από πέρσι. Κι όσες και νάχουμε οι περσσότερες μπροστά από ξενοδοχεία είναι. Έτσι έ; Και γιατί; Κατά πίσω πάτε; Δε προσέχετε τσι αχτές σας; Από τα νερά σας δε ζιείτε; Νάναι καθαρά και τα λοιπά; Δε μου λες; τσι Γαλάζιες Σημαίες ποιός τσι έβρηκε; Παγιά δεν είχαμε. Κάτι Γάλλοι από το 1985. Τσούνι-τσούνι, παγκόσμιο πρότζεκτ έγινε. Τι είναι το πρότζεκτ;
- Θα σου πω άλλη φορά. Ετούτοι εκάμανε μία στάμπα, ένα σήμα ποιότητας, οικολογικής, που το αναγνωρίζουνε οι περσσότεροι και που φέρνει κοντά τσου τομείς του περιβάλλοντος και του τουρισμού σε τοπικό, περιφερειακό και εθνικό επίπεδο. Και πως το εκεφτήκανε να το κάμουνε; Τσου το διόρισε ο γιατρός; - Είναι ΜιΚιΌ! Ά! εντάξει… Άμανείναι ΜιΚιΌ, πάω πάσο. Βέβαια! Αυτοί ηξέρουνε το σωστό. Κι άμα το κάνεις σου δίνουνε για μπρά βο μια Γαλάζια Σημαία. Τσάμπα; - Θα σε γελάσω. Κι εγώ που θέλω Γαλάζια Σημαία μπροστά από το μαγαζί, νάχω να τήνε δείχτω και να κορδώνομαι, τι να κάμω; Το λοιπό… Άκου. Για να κερδέψει μια αχτή τη Γαλάζια Σημαία πρέπει να πληροί αυστηρά κριτήρια που σχετίζονται με το παράκτιο οικοσύστημα και το ευαίσθητο φυσικό περιβάλλον τση αχτής. Να τσεκάρεις συνεχώς τα νερά και να βάνεις ταμπέλες που να λένε άμα είναι καλά τα νερά ή όχι. Κάθε μέρα αυτό. Και να γράφεις στη ταμπέλα και για το Διεθνές Πρόγραμμα «Γα λάζια Σημαία», να διαβάζουνε όσοι έρχονται για μπάνιο να μην κάνουνε σα τσου κάφρους (και με το μπαρντόν κύργιοι Κάφροι). Να μη βγαίνουνε αποχετέψεις κι άμα βγαίνουνε νάναι διαλεγμένες από Βιολογικό. Κι όχι ό,τι κι ό,τι. Να έχεις κάμει σκέδια για τη χρήση τση γης πάρα μέσα και κάτι πε ριβαλλοντικές μελέτες. Οι μελέτες μας εκάψανε… Σώνει τη γκρίντα. Άκου! Να καθαρίζεις την αμμούσα από σκουπίδια κι απο τσίγαρα. Να βάλεις πολλούς κάδους και να τσ’ αδειάζεις στην ώρα τους κι όχι να τσου αφήνεις να βρωμάνε κατά σκυγιού. Να μην αφήνεις να κατιβαί νουνε μέχρι κάτου αυτοκίνητα και μοτοσακά, σκύλοι, γάτοι, νάχεις ναυα γοσώστες εκπαιδευμένους και εξοπλισμένους, ν’ ανοίξεις δρόμους και για όποιονε δε μπορεί και να ξέρεις τι να κάμεις άμα κάνα καράβι αμολήσει σεντίνες ή κάνα ξενοδοχείο αμολήσει απ’ αυτά που αμολάνε άμα τσου βουλώνει ο βόθρος. Όλ’ αυτά; Κι όσοι έχουνε Γαλάζια Σημαία όλ’ αυτά τα κάνουνε; Άλλο αυτό. Και να κάνεις αίτηση. Χωρίς αίτηση, νιέντε. Και μετά; Μετά έρχονται αυτοί, βλέπουνε, βάνουνε το χέρι στη καρδιά και σου δίνου νε τη Σημαία τη Γαλάζια ή δε σου τήνε δίνουνε. Και ποιοί είν’ αυτοί; Δεν ηξέρω αλλά πάντα οι ίδιοι είν’ αυτοί. Και πώς σ’ ολόκληρη σπιάτζα εδώκανε τη Σημαία μόνο μπροστά από το ξε νοδοχείο και δεξιά, κι αριστερά δεν εδώκανε; Δεν είναι όλη η σπιάτζα ίδια;
Μισό μέτρο πιο κει από το ξενοδοχείο είναι άλλη σπιάτζα; Τι να σας επώ… κι εγώ ό,τι διαβάζω σας λέω. Εγώ ξέρω κάτι αχτές που τα νερά τους είναι σα τα κρύσταλλα, σούρχεται να τα πιεις, κοιτάς και βλέπεις από πάνου, χωρίς μάσκα, το χταπόδι στα τρία μέτρα, που δεν έχουνε δρόμο παρά ένα μονοπάτι, ίσα-ίσα κατεβαίνεις, που δεν έχουνε μαγαζιά, ξενοδοχεία, αετούς και μπανάνες, που φωνάζεις νάβρεις τον ιδιοχτήτη να του πεις και σου απαντάει ο Θέος: «Εούτος είναι ο Παράδεισος που σούλεγα. Εδώ ιδιοχτήτης είμ’ εγώ και κα ένας άλλος. Εδώ ΥΠΑΡΧΩ». Και δεν έχουνε Γαλάζια Σημαία. Γιατί δεν έχουνε Γαλάζια Σημαία; - Κάδους έχουνε; ναυαγοσώστες έχουνε; βιολογικό έχουνε; ξαπλώστρες; ομπρέλες; δρόμους έχουνε; καμπίνες; νερό να ξεπλένεσαι; πάρκινγκ; μαρί να; μπιτς μπαρ με φραπέ και τραγούδια; πολυέλαιους και τούγια στσι εγιές; φύλακες άγγελους έχουνε; Όχι, αλλά ΥΠΑΡΧΕΙ Ο ΘΕΟΣ… Δε σώνει; - Άστ’ αυτά. Βλέπεις; τίποτις δεν έχουνε από τας προδιαγραφάς τση ΜιΚιΌ. Άμανείχανε δυο πράματα μόνο θα τσου μένανε να κάνουνε για να πάρουνε τη Γαλάζια Σημαία. Τι; Ένα ξενοδοχείο και μια αίτηση. 25-6-2021 Ο ΠΑΠΠΟΥΣ Ο ΠΕΤΡΟΣ* Ο Πέτρος δυο αγάπες είχε. Το κόρο και το ψάρεμα. Άμα εψάρευε ετραγούδου νε. Άμα ετραγούδουνε στο κόρο, δεν εψάρευε. Τώρα είχε και τσι ομπίες του. Τί άνθρωπος ήτανε κι αυτός κι είχε τσι αδυνα μίες του. Το κόρο τ’ Άη Βασίλη τ’ αγάπουνε περσσότερο από τση Μητροπόλεως. Αλλά στον Άη Βασίλη δε του δίνανε. Κι ας ήλεγε ο παπάς υπέρ των ψαλλόντων εν αυτώ. Ενώ, πού και πού, ο κυρ Νίκος στη Μητρόπολη, άμα έπαιρνε, τσούδινε και στσου χορωδούς κάτιντίς. Με το που τα τσέπωνε ο Πέτρος μη τον είδατε το Παναή. Στον Άη Βσίλη επήγαινε κι ο κυρ Νίκος έμενε από πρίμο κι άμε να κάμει ψευτοπρίμο αυτός. Βαρύτονος ήτανε. Ο Πέτρος έγινε πάππους. Εμεγάλωνε ο Μιχαήλης κι από τα έξη του ο Πέτρος όλο τούπιανε το μούσκουλο να ιδεί άμα εψώμωσε. Γιατί όλο του ζουλάς το μπράτσο του παιδιού, μπαμπά; Ξέρω ‘γω! Τι ξέρεις; Του μιτσού τούχε μάθει να λάμνει. Είχε το μπατέλο του στο Γιαλό και τον έπαιρνε μαζί του, να μάθει το παιδί μπάνιο, να ξεχωρίζει τη δράκαινα και το
σκορπιό, να τρώει τη ψαρόσουπα, να ξεχωρίζει την Άϊντα από το Ριγκολέττο και το γουβιό από τη μελιχάνα. Μάθαινε τούτο, τούφευγε του πάππου άμα του ζούλαγε το μούσκουλο, τί τον έπιανε κάτι σα σκαρτσικαβάγια, και στα δέκα του ο πάππους ο Πέτρος τούβρηκε το μούσκουλο καλό του Μιχαήλη και στσι τρεις το πρωί επήγε και τόνε ξύπνησε. Σκώσου να πάμε για ψάρεμα. Νυστάζω! - Σκώσου, θα μας επιάκει η ζέστη. Έλαμνε ο μιτσός, κατά Κάτου Αητό θα πηγαίνανε. Λίγο τ’ αριστερό σου κάνε τί θα μας εβγάλεις στο Στροβίλι. Όχι! κάμε το δεξί να πέσουμε στη τράτα. Δε γλέπεις το γρι-γρι; Ποιό γρι-γρι; - Λάμνε και μη μιλάς. Στη Βάθη ανταμώσανε.
- Ορές καλόπαιδα! Λίγο σαρδέλα να δολώσω…
Στη Λαϊκή! Έλα μάτια, μη μου βγάνεις τη ψυχή… Του ερίξανε τρεις φταργιές σαρδέλα. Ο Μιχαήλης τσι λούστηκε. Πάππου! Αυτοί μου ρίχτουνε σαρδέλες!
- Τσώπα, τσάμπα είναι! Μάθενε! Τούχανε κοπεί τα χέργια. Δεν άντεχε άλλο. - Εκουράστηκα, πάππου… Δεν είχε κι άδικο. Κάπου οχτώμιση μίγια έλαμνε, τ’ άχαρο. Τώρα…, τεγειώνει και το τρίτο παραγάδι, λίγο ακόμα… Από το κόρπο του Φτεγιά μέχρι το Κάτου Αητό τρία παραγάδια ερίξανε. Μο νόσταρα. Ο πάππους ήξερε τα σημάδια. Νετάρανε. Εβγήκαν’ όξω στη σπιάτζα μετά το Σταυρό. Τον έβαλε να κοιμηθεί στη ξύλινη τη κούνια του μιτσού, σε κείνο το πέτρινο κάλυβο από τσου τσομπαναρέους. Ήξερε. Κι ο κάλυβος δεν είχε πόρτα. Τι να τήνε κάμει; Μη και τα σπίτια όλα κι όλοι οι κάλυβοι του Θέου δεν είναι; Του Θέου είναι! Τόνε ξύπνησε με το Δόξα Σοι τω Δείξαντι το Φως… Τούχε ετοιμάσει ψωμί, ντομάτα και ζαμπονάκι Τούλιπ. Πολύ του άρεσε το ζαμπονάκι του Μιχαήλη. Μέ χρι τα τώρα τ’ αρέσει. Εμπήκανε στο μπατέλο να πάνε ν’ ασκώσουνε. Ώ! εντέσαμε! Φέρε μου τη κουλούρα και φέρε με κάθετα. Ξέρετε από κουλούρα; Όσοι δεν ηξέρετε είναι μια σιδερένια κουλούρα, κάπου 30 πόντους άνοιγμα και κάπου τρία-τέσσερα κιλά βάρος, μπορεί και πιο πολύ, με μια κοψιά ίσα-ίσα να περνάει τ’ αρμίδι. Τήνε δένεις μ’ ένα γερό σπάο, περνάς μέσα τη μάνα του παραγαδιού και την αμολάς να πάει κάτου νάβρει το παράμολο με το ντεμένο αγκίστρι και μαζεύεις κι αμολάς απότομα, και ίσα βά
ρει δώστου, να φύγει τ’ αγκίστρι απ’ το ντέμα, να ελευθερωθεί το παραγάδι, να κάμεις τη δουγειά σου. Άμα δεν ελευθερωθεί κόβεις το παραγάδι, βάνεις ένα καλαδούρι και πας ν’ ασκώσεις από την άλλη μεργιά. Ανίβα-κατίβα η κουλούρα σου κόβονται τα ήπατα αλλά στα ντέματα είναι κάνα ψάρι. Του Μιχαήλη του βγήκε ο Θέος του. Ξέντεσε όμως. Ο Πέτρος εμάζευε. Ακούω κουδούνισμα! Το δεξί σου κάμε, μη το χάσουμε. Φέρε μου τη μπόχα. Ετσακίστηκε. Ερχόντανε ψάρι. Όλη η κούραση επήγε περίπατο. - Μεγάλο πάππου; Καλό! Η συναγρίς άσπρισε στον αφρό. Ο Μιχαήλης την έπιακε με τη μπόχα. Το πρώ το του μεγάλο ψάρι! Πόσα κιλά πάππου; Ίσαμε 14-15 λίτρες. Επιάκανε κι άλλα, πιο μικρά. Ο Μιχαήλης ενθουσιάστηκε. Ο Πέτρος ετραδού δουνε το Γλυκειά Πατρίδα Κέρκυρα. Έλαμνε κι αυτός στην επιστροφή. Ο Μιχαήλης ήβλεπε τον ήγιο να βαρεί τη τελευταία του αστραψιά στον Υψη λόνε. Μπουνάτσα είχε. * Από τον άγγονα το Σπύρο. 26-6-2021 ΠΑΣΤΙΤΣΑΔΑ Εμύριζε όλ’ η Κέρκυρα. Από πρωί Κυργιακής. Όλα τα καντούνια εμυρίζανε. Επέρνουνες και σούσπαγ’ η μύτη. Τί είχαν’ αρχίσει νάχουνε τα νοικοκυργιά
κρομμύδι
το σκόρδο και μετά ρίχτεις μέσα όλη τη φέτα το κριάς ή πρώτα το κόβεις σε μερίδες; Πρώτα όληνε. Μετά το κόβεις. Γιατί η απέναντι, ξέρεις ποιά, μούπε που το πρωτοκόβεις. Το κακό της το καιρό! Ευχαριστώ πολύ. Έβραζε το κρέας το καλό, μέσα μπάντα, στη κατσαρόλα, έπηγ’ η σάρτσα κι απ’ τ’ ανοιχτό το παράθυρο έβγαινε όξω όλο τούτο δω το κακό το άρωμα που όμοιο του δεν υπάρχει. Σου ανακάτωνε στόμαχον, κοιγιά και σκώτια και σού σπαγε πάσαν αντίστασιν εις τον μυελόν, όπου ετότες δεν ήξερε περί διαίτης,
διατροφής και τα ρέστα που ανακαλυφτήκανε από τότες που τη παστιτσάδα την εμαγειρεύουνε και τσι καθημερνές. Μάμα, μου βάνεις μια φέτα; Και το ρωτάς; Εγώ! Αμέσως! Σου επομπάριζε μια φέτα ψωμί χτεσινό στο σούγο και σου το πάσαρε. Ψωμί μπαγιάτικο βουτηγμένο στο σούγο τση παστιτσάδας. Και νεκρούς ανα σταίνει. Να τρώει η μάνα και του παιδιού να μη δίνει. Να πηγαίνεις στσου εφτά γευστικούς ουρανούς. Να φωνάζουνε γλώσσα, ουρανίσκος κι όλα τση καταφά γου κοιλότητας αυτό είναι κι άλλο δεν είναι. Και να πεινάς όπως πεινάει το παιδί το πρωί. Που σε τρώει όλονε, μια χαψιά σε κάνει. Βάλε κι άλλο. Σιγά, θα με φας και μένανε, θέλω και σάρτσα για τα μακαρούνια. - Λίγο, πολύ λίγο… Ορίστε κι αυτό! Όχι άλλο, δεν έχω… Μάλιστα. Μάλιστα, το λοιπό, μάλιστα, λέξη ξεχασμένη και λησμονημένη και με σάρτσα παραγιομισμένη. Σκουπίσου, όλο σάρτσες έγινες! Έλα δω! Πως θα βγεις όξω έτσι; Νωρίς ασκώθηκε. Αυτή πιο νωρίς. Από τη νύχτα. Παστιτσάδα κάνεις; Ναι. Νάχουμε και γι αύριο, να μη μαγειρεύω κυργιακάτικα. Ωραία μυρίζει. Ού κάπο σάρτσα… Να σου βάλω μέσα μια φέτα; - Κάνει; Πρέπει να χάσω κιλά. Τώρα θα τα χάσεις; Κι έτσι να τήνε φάω; Θέλει και λίγο πιοτίν. Πάει πιοτίν τέτοια ώρα; Ακόμα δε ξημέρωσε! Και τι πάει να πει; Φάε τώρα πούχεις όρεξη, θα τήνε ξανάβρεις νομίζεις; - Ο γιατρός… Άλλο ο γιατρός κι άλλο το να τρως! Καλά λες! Βάλε μου! Τι μούφερες; Και κρασί πρωί-πρωί; Και δυο φέτες; Θέλεις μπύρα; Όχι! Αλλά ψωμί και βούτα ξημερώματα; - Γιατί; εδιόρισε ο Θέος πότε να τρώμε; Όχι, αλλά λέω… Φάε τώρα που τόχεις όρεξη. Εσύ δε θα φας; Εγώ κάνω διατροφή! Έχω πάρει τελευταίως. Τρώγε! Σ’ άρεσε; - Μμμμμ….
ΘΑ ΤΟΝΕ ΧΤΥΠΗΣΕΙΣ; - Θα πας να τόνε χτυπήσεις; Ποιόνε; Τον «Άγιο Στέφανο». Γιατί; Τι μούκανε να τόνε βαρήσω; Ορέ, για το καΐκι του Δήμου σου λέω. Άμα τόνε χτυπήσεις στη δημοπρασία, λέω. Άαα…, δε νομίζω… Να πας και να μη κάθεσαι. Κάθεσαι που κάθεσαι, καπιτάνιος είσαι, από θάλασσες ηξέρεις, όλο τον Ειρηνικό τον έφαες στα νιάτα σου, τρία ευρά το κεφάλι εδιορίσανε, πενήντα τακατό αύξηση από τα πέρσι, πελατεία σίγου ρη, τι άλλο θέλεις; Είναι σε καλή κατάσταση το σκάφος; Ξέρω ‘γώ; Έτο! εδώ απέναντι είναι, από τα πέρσι το καλοκαίρι εδώ είναι, ακούνητο. Άμε δες το. Από τα πέρσι; Και δεν εβγήκε όξω για χειμώνα; - Μπορεί και να βγήκε, δεν επρόσεξα. Γιάννη…, ορέ Γιάννη! Είδες, ορέ, να βγάλουνε το καΐκι για το Βίδο όξω το χειμώνα; Όρεξη έχεις; Εγώ δεν έχω όρεξη! Καλά, ορέ, τι σούπα; Μπάαα…, φέρε μου ένα νερό. Ένα καφέ επήρες, τέσσερα ποτήργια νερό μούπιες και μ’ αυτό πέντε. - Αφού κάνει ζέστη. Κοίτα, ορέ, κάτι ανθρώποι…, δεν έχουν’ όρεξη για δουγειά. Και μετά σου λέει ανεργία. Ποιά ανεργία; Ορίστε, κύργιοι, πάρτε το καΐκι! Να δουγειά! Το λοιπόν! Θα πας να το χτυπήσεις; Να το ιδώ πρώτα, ορέ. Γρουν στο σακί να πάρω; Ποιός θα μ’ ανοίξει να το ιδώ; Μην έχει κολλήσει η μηχανή; Μη θέλει τίποτις ξύλινα; Μη τόχει φάει η καράουλα; Από σημαίες εντάξει φαίνεται. Πάρε τηλέφωνο να σου πούνε. Ποιόνε να πάρω; Άκου ποιόνε να πάρω… Το Δήμο, ορέ, αυτουνού δεν είναι το καΐκι; Και θα μου απαντήσουνε; - Ορές! κοιτάχτε έναν ανάποδο άνθρωπο. Γιατί να μη σου απαντήσουνε; Ξέρω ‘γώ; Απαντάνε; Πως δεν απαντάνε. Χάρη θα τσου κάνεις και δε θα σου απαντήσουνε; Και μέχρι πότες μπορώ να το χτυπήσω; Στσι 9 του μηνού εβγήκε η προκήρυξη, μέσα σε 20 μέρες πρέπει να δώκεις προσφορά. Παναπεί μέχρι τα σήμερα ή μέχρι αύριγιο. Πάρε να ρωτήσεις τώρα. Τώρα δε μπορώ. Θα πάρω από το σπίτι, από το σταθερό. Γιατί από το σταθερό;
- Για νάμαι σταθερός, ορέ. Για να μη πέσω. Και γιατί να πέσεις; Όσες φορές παίρνω τηλέφωνο σε υπηρεσία όλο πέφτω. Με κάτι τέτοιες εξυπνάδες θα χάσεις το καράβι. Θα χάσεις την ευκαιρία να δώκεις γεια τση φτώχιας. Ξέρεις τι είπε ένας, ορέ, παραμονή Χριστουγέν νων, χειμώνας καιρός, για το Βίδο; Τι είπε; Για τους έρωτες που δεν είναι μόνον καλοκαιρινοί και εφήμεροι, πάντα θα βρίσκεις και τρόπο και χρόνο.... και μετά, εχτές παναπεί, είπε που οι συ νεργασίες δημιουργούν δρόμους γρήγορους, ασφαλείς και φυσικά .... είναι μονόδρομοι! Ακούς τι είπε; Και τι φταίω ‘γω που τάπε; Επειδής αυτός ξέρει και τα λέει ωραία και καλά και με ελληνικούρες, εγώ πρέπει να πάρω το καράβι; Θα το χάσεις! Ας το χάσω. - Ξέρεις πόσοι το ορέγονται; Ναι, ορέ, δε γλέπεις την ουρά από τσου ενδιαφερόμενους; Από τη Σπηγιά στο Σαν Τζιάκομο εφτάκανε. Άσε μας… 2-7-2021 Ο ΜΗΝΑΣ ΤΟΥ ΜΕΛΙΤΟΣ Από προξενιό. Τόνε τρατάρανε γλυκό του κουταγιού από τα χεράκια της, ετρέ ξανε να τόνε σκουπίσουνε τί ετρέμανε τα χέργια του και τούπεσε το νερό απά νου του, να πάτε και μια βόλτα μέχρι το φόρο να γνωριστείτε, μόνοι σας, επε ράσανε οι καιροί εκείνοι…, δεν ειμάστενε κι οπισθοδρομικοί…, μέχρι και το ελεωφορείο περνάει από το χωργιό μας και κάνει στάση κι εσείς ως δάσκαλος ωραία εμιλήσατε επροχτές εις το κινηματόγραφο όπου εφέρανε
η προξενίτρα, έλα…, μια ψυχή που είναι να βγει ας βγει χα, χα, χα…, έλα πέστε κάτι και σεις…, τόνε κοιτάζανε όλοι, μέχρι και ο τζίος ο Τσάντος τόνε κοίταε οπούχε και το καταρράχτη. Ασκώθηκε ορθός. Λαμβάνω την τιμήν να ζητήσω την χείραν της χαριτοβρύτου δεσποσύνης Αιμιλίας. Τι λέει; τι λέει; - Πες ναι, πες ναι…
- Ναι!
Η Αιμιλία εκατέβασε κάτου τσου οφθαλμούς, έκαμε να σκωθεί αλλά ξανάκα τσε, τί τα πάχη μου, τα κάλλη μου αλλά δεν ασκώνονται τ’ άτιμα και με τη μία. Ασκώθηκε ο τζίος Μανώλης, οπούχε τεγειώσει και το Σχολαρχείο. Εύχομαι ταχείαν την στέψιν. Για πόσο εκουκουλώθη ο κύργιος Αριστοτέλης (στο εξής Τέλης σκέτο) ούτε που το εκατάλαβε. Η δις Αιμιλία όλο εκοίταε τη βέρα της που εγυάλιζε και ακο λούθησε τας συμβουλάς της τζίας Ρόδως, μη τόνε πατήσεις μωρή στο η δε γυνή να φοβείται τον άνδρα τί με τα τόσα κιλά οπούσαι θα τόνε σακατέψεις. Κου τσόνε θα τόνε πάρεις; Ο Τέλης πολύ το εχτίμησε αυτό, τί σα το Ζαχαρία με τη χοντρή του Θησαυρού ήτανε, και ολίγον πιωμένος μετά τον γάμον τση τόπε. Θα σε πάρω μήνα του μέλιτος. Με το ροζ το κομπινεζόν, το σατέν, ήτανε η Αιμιλία κι επολέμουνε ν’ ανοίξει τσι κόπιτσες από το σουτιέν της το ευρωπαϊκό. Το μεγαλύτερο μέγεθος έπαιρνε, να μη τήνε σφίγγει. Στη Κέρκυρα να με πάρεις. Εκεί επήγανε κι η Χρυσούλα με το Στάθη κι όλο μου το λέει τι ωραία που ήτανε. Εκαταλύσανε εις ξενοδοχείον κεντρικόν, καταμεσής τση Πιάτσας. Εφάγανε κασάτα στο Λιστόν. Με το λοντόνι επήγανε στο Κανόνι. Εβγάλανε και φωτογραφία με φόντο το Ποντικονήσι. Επεράσανε όπως δεν εξαναπεράσανε ποτές τσου. Μεγάλο πράμα ο μήνας του μέλιτος. Νάτανε όλη μας η ζωή μήνας του μέλιτος κι όχι που μετά έρχεται ο κουμπά ρος με το ξύδι. Να! Βλέπεις εδώ, Χρυσούλα; Στο Ποντικονήσι ειμάστενε. Ωραίες μέρες, άααχ… - Αυτά μας εμένουνε. Οι φωτογραφίες… Μην όλη μας η ζωή μια φωτογραφία δεν είναι; Όλα έρχονται και παρέρχο νται. Μέχρι κι ο μήνας του μέλιτος. 3-7-2021
Ελυσσιάξατε. Φταίει ο Δήμος και φταίει ο Δήμος. Γιατί φταίει ο Δήμος; Ο Δήμος, ορέ, φταίει π’ αφήνεις το κυπελάκι από το παγωτό σου πάνου από το καδάκι για τ’ αποτσίγαρα; Ο Δήμος σου φταίει π’ αφήνεις τη σακούλα σου με τα σκουπίδια εκεί π’ αράζεις τη Φερράρι; Ο Δήμος σου φταίει που πετάς τ’ απαίταχτα στο δρόμο και στη θάλασσα; Ο Δήμος σου φταίει που παρκάρεις πάνου στο πεζοδρόμιο, στη διάβαση πεζών, στη θέση για τ’ ΑΜΕΑ; Ο Δήμος σου φταίει που είσαι χύμα και για τη πάρτη σου πάρτα όλα και νον τσε πιού και για
τσου άλλους μη και τον είδατε το Παναή; Προβατείς και δεν υπολογίζεις τίποτις. Μόνο που βγάνεις φωτογραφίες από τσου λάκκους τση Γαρίτσας, από τα φύκια τση, από τα κουντούτα που δεν έχου νε συνδεθεί με το Βιολογικό, από τα σκουπίδια μια πεταξιά δίπλα από τσου κάδους, από τα βουνά από τα φύκια του Μον Ρεπό, από το Βίδο που το βλέπεις μόνο από τα Μουράγια και κάνεις like στσι φωτογραφίες, από τσου καινούρ γιους λόφους εις το Ντεμπλόνι. Που μου κάθεσαι με τόνα ποδάρι πάνου στ’ άλλο κι έχεις και γνώμη για τη Κρεβατσούλα και τον Ερημίτη. Που δε σ’ αρέσει τίποτις, ούτε η ανάπτυξη, ούτε ο φωτισμός του Σαν Τζιάκομο, ούτε η ανταλλαγή δώρων με το πρόξενο τση Ζουναουλβάνδης, ούτε η ομιλία επί τη επετείω των 200 χρόνων, ούτε τίποτις! Μπάστα, ορέ, μπάστα. Ευτυχώς που υπάρχει κι η τηλεόρασις που τα λέει και τα γράφει όλα, να τα θυμόνται αι γεννεαί αι πάσαι.
Μια ζωή κόντρα. Μια ζωή απέναντι. Εούτο σου μυρίζει και τ’ άλλο σου βρωμάει.
Να πάρουμε τα σκουπίδια στη Κοζάνη; Όχι!
Να βάλουμε το πειρατικό για το Βίδο; Όχι!
Να κάμουμε μελέτη για το κυκλοφοριακό; Όχι!
Οχιά και μονομερίδα!
Τι θέλετε, ορές, τι θέλετε; Το χριστουγεννιάτικό χωργιό δε σας αρέσει, το ταγέρ δε σας αρέσει, τα βεγ γαλικά δε σας αρέσουνε, τα ρεγάλα τση επιχείρησης, τση πιο καλής του κό σμου, δε σας αρέσουνε, το νερό λέτε που βγαίνει καφέ, εμείς φταίμε που βγαί νει καφέ ή ο σωλήνας ο τούβλινος του Άνταμου; δεν έχετε να κάμετε μπάνιο πουθενά; λες και τότες στ’ αντρικά δεν εσκοντάφτανε οι κουτσούλοι στο κεφάλι του σιορ Λόλου με τ’ όνομα! Θέλετε και καραβάκι για το Βίδο που σας εβάλαμε και κάδους εφτά κατηγοριών και δεν ερίξατε ακόμα τίποτις μέσα; Τι θέλετε ορές; Πέστε μου, τι θέλετε; Αφού όλα θέμα παιδείας είναι. Έχετε παιδεία; Έλλειμμα παιδείας έχετε, κακοχρονάχετε που σας αφαλόκοψε. Διαόλοι. Έ! διαόλοι! Ηξέρετε, εσείς, να ξεχωρίζετε το καλό από το κακό; Την αισθητική από το κιτς παρέιντ; Όλο άρτον και θεάματα εισάστενε. Όλο πινακωτή, πινακωτή κι από τ’ άλλο μου τ’ αυτί, εισάστενε. Παιδεία δεν είναι τα φτυχία σας, οι δόξες σας και οι τζιριτζάντζουλές σας. Παιδεία είναι η από γεννησιμιού μας αγάπη για το τόπο μας και το συνάν
Παιδεία είναι η αγάπη σ’ αυτό που εκληρονομήσαμε κι η έγνοια να το κληρονομήσουμε κι εμείς όπως το παραλάβαμε κι όχι πετσοκομμένο από την ιδιω τικοποιημένη ανάπτυξη. Νέτο και καθαρό κι αμόλυντο.
Παιδεία είναι να κρατήσουμε τη γλώσσα μας, όξω από τα ξενόφερτα αγγλο ποιημένα ελληνικά. Παιδεία είναι η διατήρηση του φασαριούζικου κερκυραίϊκου φέρεσθαι, η παστιτσάδα και το μπουρδέτο μας, η μουσική στο πάρκο μας, η Αναγνωστική κι η Βιβλιοθήκη μας, που δε τσι παραδίνουμε τσου νεόκοπους ανεπρόκοπους, τα φρούργια κι η πλατεία μας, η θάλασσα κι οι ακρογιαγιές μας, που είναι δι κές μας και δε τσι πουλάμε στο θα σας εκάμουμε νέες θέσεις εργασίας και θα κατιβούνε τόσα και τόσα αερόπλανα και κρουαζιέρες προς άγραν πελατών από τσου επιτήδειους του ινκλούζιβ που κάνουνε τα μαγαζιά μας άδεια. Παιδεία είναι η αναρίτσια στ’ άκουσμα τση καμπάνας τ’ Αγιού. Ο σταυρός μας στη Χάρη Του. Αυτά κι άλλα τόσα είναι η παιδεία μας. Τι θέλουμε; Τι χαλεύουμε; Την αξιοπρέπειά μας πίσω θέλουμε. Τη ζωή μας πίσω θέλουμε. 4-7-2021 ΔΙΑΚΟΠΕΣ ΣΤΗ ΚΕΡΚΥΡΑ Υπό τας φιλύρας έπαιρνε το καφέ του. Μόνος! Τι ωραία! Σιωπή! Ο ήγιος εβγήκε από τη Μαντρακίνα. Μόνο τα χιλιδόνια ακουόντανε που εξατρέχανε τα πρωινά κουνούπια. Χτες το βράδυ αρέβαρε εις τα πατρώα κι εξύπνησε νωρίς μπας και το χάσει. Για το άρωμα του τίγιου ο λόγος αλλά δε το πρόκαμε. Επέσανε οι ανθοί του κι εγίνανε αυτές οι μικρές πράσινες μπαλίτσες που δε μυρίζουνε. Ας
σε να ταξιδεύει; Πόσο ακόμα θα τόνε κρατούσανε τα κότσια του; Καλημέρααα… Καλημέρα σας! Έκατσε στο διπλανό τραπέζι. Ωραίος ίσκιος, έ; Ο καλύτερος! Από Αθήνα; από Αθήνα; Δε σ’έχω ξαναδεί. - Ναι, στην Αθήνα μένω. Ερχόμαστε μια φορά το χρόνο. Κάθε χρόνο. Διακοπές στη Κέρκυρα. Κερκυραϊκής καταγωγής; Κερκυραίος, κερκυραίος, εδώ ετέγειωσα το Γυμνάσιο. Μπα; και τίνος είσαι; - Ο πατέρας μου ήτανε καθηγητής στην Εμπορική. Εδίδασκε Εμπορικό Δίκαιο. Ά! τον ήξερα. Καθηγητή τον είχα. Δεν εγίνηκε και διευθυντής; Ναι, ναι, τον ήξερα. Αυστηρός αλλά και δίκαιος. Δε μπορώ να πω. Μια φορά μούριξε κι αποβολή. Μ’ έπιακε που επήγαινα καθημερνή στο κινηματόγραφο και χωρίς πηλίκιο. Δεν είχε κι άδικο, αλλά είχε ωραίο έργο. Με το Ροδόλφο Βα λεντίνο, θυμάμαι. Δε μπορούσα να το χάσω. Αλλά την αποβολή την έφαγα. Χα, χα, χα… Κι ο ίδιος που μένεις; Στο Καμπιέλο, στο πατρικό. Δε τ’ αφήκαμε. Ερχόμαστε το καλοκαίρι και κα μιά φορά από Πάσχα. Παντρεμένος; - Ναι. Η γυναίκα μου έκατσε να συνεφέρει το σπίτι. Ξέρετε από τη κλεισούρα είναι σα να μπαίνεις για πρώτη φορά σε σπίτι ακατοίκητο. Ξέρετε πως είν’ αυτά… Ένα σωρό δουλειές ανοίγονται. Δε θα κάτσω πολύ. Θα πάω να τη βο ηθήσω. Αλλά το πρωινό καφέ υπό τας φιλύρας δε μπορούσα να τόνε χάσω. Με τίποτις! Τίποτις δε λέγεται; - Τίποτις, τίποτις… Πάντως δε σας θυμάμαι εξ όψεως. Εγώ επήγαινα στο Πρώτο. Τίνος είστε εσείς; Του Σπύρου του δασκάλου, κι εγώ δάσκαλος έγινα. Έχω πάρει σύνταξη από χρόνια. Αλλά το πρωινό κάτου από τα τίγια δε τ’ αλλάζω με τίποτις. Κάθε πρωί έρχομαι ‘δω, τί μετά πιάνει η ζέστη. Κάθε πρωί; Κάθε πρωί, όσο μπορώ και κατιβαίνω. Και τι κάνετε; Διακοπές στη Κέρκυρα! Συνεχώς και αιωνίως. Χα, χα, χα…
ΟΥΤΕ ΡΟΝΙΑ Αντίπροχτες. Καλημέρα. Εσείς έχετε νερό; Έχουμε. Εμείς απάνου στην Όαση δεν έχουμε. Καθόλου; - Το πολύ-πολύ να τρέχει μια ρονιά. Τόπες στη ΔΕΥΑΚ; Και που το λέω; Πότε έχουνε βλάβη, λένε, πότε που δεν έχει πολλή πίεση το δίχτυο, η υπόθεση είναι που έχω άρρωστο άνθρωπο μέσα στο σπίτι και χωρίς νερό…, καταλαβαίνεις… - Σε καταλαβαίνω. Μη και δεν είναι γιομάτη η δεξαμενή στην Ανάληψη; Δεν ηξέρω. Η υπόθεση είναι που άμα έχεις κατάκοιτο άνθρωπο, νερό θέ λεις. Είσαστε και ψηλά στην Όαση. Και τι να κάμω; Ν’ αλλάξω σπίτι; - Υπομονή…
Τι σούλεγε; Δεν έχουνε νερό κι έχει τον άντρα της στο κρεβάτι… Αλλοίμονό σου μη σου τύχει…
Σήμερα. Δεν έχουμε νερό; Εσταμάτησε από τσι έξη η ώρα. Κάποιος σωλήνας θε νάσπασε. Ημπορεί κι αυτό. Ευτυχώς που εμαγείρεψα από βραδύς. Φέρε μου μπουκαλάδο να νιφτώ. Να, πάρε. Τώρα που απαγορεύονται τα πλαστικά μιας χρήσης να ιδώ τι θα κάμουνε. Σε μπουκάγια γυάλινα θα το πουλάνε; Θα βάλουνε βρύσες δημόσιες. Όπως τον καιρό του σέτε; Ποιό καιρό του σέτε… Δεν είχανε βάλει κάρτα, κάπου την έχω, κι επαίρναμε νερό από την όσμωση; Και στο Καμπιέλο και στη Πόρτα Ρεμούντα και στον Ανεμόμυλο επήγαινες κι έβαζες. Αλλά μετά τα εσυντρίψανε. Τώρα λειτουρ γούνε; Δεν ηξέρω. Παγιότερα επίναμε κι απ’ ευτείας από τη βρύση νερό αλλά αφού δεν αξιωθήκαμε να κάμουμε τα φράγματα όλοι νερό μπουκαλάδο πίνουμε. Ήπρεπε να το φέρναμε από το Γαλάζιο Μάτι.
- Όρεξη έχεις; Ποιό μάτι, ορή; Το μάτι του το κλούβιο που κάνει στράκα, στράκα σα παγιοσακαράκα. Ά! νάτηνε η κάρτα, εδώ την έχω. Άμε φέρε μ’ αυτήνε. Τώωωρααα…, έχει λήξει προ πολλού. Κάμε υπομονή. Θάρθει κάποια ώρα, μόνο πρόσεξε τί στην αρχή θα τρέχει λάσπη. - Ξέρω, ξέρω… Αυτήνε την άχαρη πάνου στην Όαση σκέφτομαι. Καλά εμείς. Δε πειράζει. Αλλά νάχεις κι άρρωστο άνθρωπο μέσα στο σπίτι… Για κοίταξε μην ήρθε… Ούτε ρονιά. 7-7-2021 Η ΔΗΜΟΠΡΑΣΙΑ Εγίνηκ’ η δημοπρασία; Εγίνηκε και απέβη άγονος. - Δεν επήγε καένας να χτυπήσει; Ως φαίνεται... Και που έγινε η δημοπρασία; Νομίζω εις το Δημαρχιακόν Κατάστημα γίνονται αι δημοπρασίαι. Παγιότερα εγινόντανε στο ΕΥΡΩΠΗ, το καφενείο. Και πιο παγιά στο καφενείο η ΚΕΡΚΥΡΑ του Ματζούκη. Και πού ήταν’ αυτό; Και πού το ξέρεις; Όλα τα ξέρεις; Ψέματα λες! Το εδιάβασα, ορές! Στο βιβλίο εκεινού του Σαμαρτζή που το εκυκλοφόρησε πριν 20 τόσα χρόνια ο Κάρτερ. Το λέει στη σελ. 176. Ακούστε τι λέει: «1866 – τη 13 Φεβρουαρίου: Έγινε δημοπρασία έξωθεν του Καφε νείου «Κέρκυρα» του κ. Γ. Ματζούκη διά τινα κτήματα της Κυβερνήσε ως. Παρών ο Νομαρχεύων Πλέσκας και διάφοροι άλλοι. Επρόκειτο περί των χόρτων εκ των Φρουρίων Παλαιόν και Νέον, περί ου εν Αβράμη μακελείου, περί των εν Κόντρα Φόσσα αποθηκών και περί τινος οικίας Δούσμανη, όντα αυτά όλα της
Κι έγραψε; Δε το λέει, αλλά γιατί να μην έγραψε; Αφού αι τιμαί ήσαν υπέρογκοι! - Και παναπεί πως οι αποθήκες στη Κόντρα Φόσσα ήταν’ ιδιωτικές; Κάποιοι τσι πήρανε σε δημοπρασία από το 1866; Εσύ τι λες; Εγώ λέω μην ο Σαμαρτζής ήτανε ξεμωραμένος και δεν ήξερε τι έγραφε. Και πρώτ’ απ’ όλα που ήτανε το καφενείο «ΚΕΡΚΥΡΑ»; Έ; - Δε παίρνω κι όρκο αλλά σε μια παγιά φωτογραφία φαίνεται ένα καφενείο
ΚΕΡΚΥΡΑ εκεί που μετά ήτανε το καφενείο του Βέλλα. Κοίτα δω! Πρώτ’ απ’ όλα γράφει Ζαχαροπλαστείο κι όχι καφενείο. Και μετά λέει που είναι μιανού Βασίλη Μίχου κι όχι του Ματζούκη. Ημπορεί εν τω μεταξύ ν’ άλλαξε χέργια. Από το 1866 επεράσανε 50 χρόνια μέχρι τότες που εβγήκε η φωτογραφία. - Χέργια άλλαξε, όνομα δεν άλλαξε; Ξέρω ‘γώ; Και ηξέρεις αν ετότες η δημοπρασία υπήρξε γόνιμος ή ήτανε άγονος όπως η προχτεσινή; Γόνιμος λέει όπου ήτανε. Αλλά και πού να το ξέρω; Εκεί ήμουνα; Γιατί; Εσύ που λες που επροχτές η δημοπρασία εβγήκε άγονη ήσουνε κει και το ξέρεις; Εγώ ό,τι εδιάβασα λέω. Κι εγώ ό,τι εδιάβασα που λέει ο Σαμαρτζής λέω. Σώνει, ορές, με τσι δημοπρασίες. Στ’ αλήθεια γονιμοποιούνται οι δημοπρα σίες; Άκου γόνιμη κι άγονη… Μα τι είναι; Λουλούδια και γονιμοποιούνται; Δεν αλλάζετε κουβέντα; 7-7-2021 ΤΑ ΚΟΥΝΟΥΠΙΑ Τι βαρείς; διώχτεις τσι μύγες; Όχι μωρέ, με τρογυρίζει ένα κουνούπι. Κουνούπι; Φέτος δεν έχουμε πολλά κουνούπια, το πρόσεξες; Το βλέπεις; όλο απάνου μου έρχεται ο διάολος. Μ’ έφαε σε δυο μεργιές και με τρώει. Θάσαι γλυκοαίματος, φαίνεται. Έχω φενιστίλ, να σου δώκω; Δώκε μου. Έτο πάλι, το βλέπεις; δε πιστεύω νάναι κάνας τίγρης… Σιγά, ορέ, μην είναι κι ελέφαντας! Να, πάρε δω, βάλε φενιστίλ. Και να πά ρεις αουτάν ν’ αλοίφεσαι. Εσύ βάνεις; Όχι! Εγώ δε βάνω χημικά απάνου μου. Τρίβομαι με βασιλικό, τα διώχτει αμέσως. Μπα; Μπου! Φυσικά πράματα, ορέ. Και μισκοβολάω κι όλος! Έχουνε να το λένε οι κυρίες! Για να σε μυρίσω… Δε μυρίζεις… Θα εξατμίστηκε. Πάντως από τότες που αδειάσανε τσι βάσκες στο Μποσκέ το δεν έχουμε τόσα πολλά κουνούπια. Για τα κουνούπια τσι αδειάσανε; Όχι, ορέ, άμα ήτανε για τα κουνούπια θ’ αδειάζανε και τη βάσκα στο συ ντριβάνι.
- Να την αφήκουνε ήσυχήνε. Πάνε και πίνουνε σκύλοι, γάτοι, τα πιτσούνια, οι σπούργοι κι όλα τ’ άλλα. Ά! με ξανατσίμπησε! Να μη κάθεσαι δίπλα στο χόρτο. Να κάθεσαι από τη μεργιά του δρόμου. Το πρωί με την υγρασία στο χόρτο πάνε τ’ αναθεματισμένα. Θυμάσαι ετότες όπου δεν είχαμε χορτάρι στη πλατεία κι σπό πάνου μας εραντίζανε και τ’ αερόπλανα με το ντι-τι-τι; Κουνούπια, σφήκες, κεντρίνες, μελίσσια, τζιτζίκοι, βαβίλες, όλα εξαφανιζόντανε. Άλλες εποχές. Και στο σπίτι είχαμε το φλιτ. Το θυμάσαι το φλιτ; Έτο πάλι! Σβίιιννν, μεσ’ στ’ αυτί μου, μου κάνει. Σαν αερόπλανο κάνει. Σήμερα τ’ αερόπλανα μας εψεκάζουνε κουτόχορτο. Και δε το παίρνουμε χα μπάρι. Είδες τι αφήνουνε πίσω τους; Όλ’ αυτό πέφτει απάνου μας και μας εκουτιένει. Το ίδιο μυαλό είχαμε εδώ και χρόνια; Εσένα σε θυμάμαι όπου έλυνες όλα τα σταυρόλεξα. Τώρα τα λύνεις; Μούφαγε την Άγι’ Ανάσταση το αφιλότιμο. Και δε το πιτυχαίνω να το σκο τώσω. Δε βλέπω κι άλλο, ο άχαρος, δε βλέπω… - Πάμε να κάτσουμε μπροστά; Πάμε! Μου φορείς και βερμούδα; Το τζόβενο κάνεις; Γι αυτό σε κυνηγάει το κου νούπι. Βρίσκει πράμα! Την έβαλα για τη ζέστη. Τι να κάμω; - Καλά, καλά…, ψεκασμένος είσαι, σε πείραξε το φάρμακο και κάνεις το τζόβενο. Τα βλέπεις κακομοίρη μου; Εσένα δε σε ψεκάσανε; Παίρνω το αντίδοτο. Παναπεί; - Πίνω ούζο. Και το ούζο διώχτει το ψέκασμα; Και το ψέκασμα διώχτει και τα κουνούπια διώχτει, χα, χα, χα… Ναι; Φέρε μας δυο ούζα… - Τι κάνεις εκεί; Αλοίφω τα ποδάργια μου. Να κάτσει το κουνούπι, να πιει το ούζο, να μεθύ σει, να πάει στο γέρο τον άνεμο. Είσαι τέγεια ψεκασμένος… Εμβόλιο έκαμες; Αύριγιο τη δεύτερη δόση. Αλλά τσι φοβάμαι τσι ενέσεις. Τι φοβάσαι; Σα να σε τσιμπάει ένα κουνούπι είναι. Άμα ξέρεις, πρέπει να τσου πω όπου με καταφάγανε και τα κουνούπια;
ΑΓΝΩΣΤΟΥ ΠΑΤΡΟΣ Και αγνώστου πατρός και αγνώστου μητρός ήτο. Στη πίσω μπάντα του Ορφελίνου (Ορφανοτροφείο), στη βρεφοδόχο τον αφήκανε κι εβαρήσανε τη καμπα νέλα νάρθουνε να τόνε πάρουνε. Χάλευε ποιανού μούλικο ήτανε και ποιανής κακομοίρας που δε μπόρουνε να το κρατήσει. Πίσω από κάθε ορφανό κρύβεται μια ιστορία να σου σηκώνετ΄ η τρίχα. Εμεγάλωσε μέσα στους κανόνες. Τώρα ξυπνάμε, τώρα νιβόμαστε, τώρα πάμε σκογειό, τώρα τρώμε, τώρα μιλούμε, τώρα δε μιλούμε, τώρα κοιμομάστε νε, τώρα και τώρα και να μη σ’ έβρει άλλη ώρα. Στα δεκατρία του τσούφυγε. Τόνε ψάξανε για λίγο αλλά κατοχή ήτανε, εδώ έχανε η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα, πού να τον έβρουνε; Εγράψανε στο βλιβλίο «εξηφανίσθη και ανεφέρθη η εξαφάνισις εις την καραμπινιερίαν». Κι αμηδά επήγε μακριά; Στη Κόντρα Φόσσα εκατέβηκε και ο μάστρο Κόρδι κας τον άφηνε να κοιμάται στη μπαράγκα του. Τον εβοήθουνε στα ψαρέματα, ανέβαινε να του πουλήσει και τα ψάργια, έκανε και θελήματα, έτσι εμεγάλωσε ο Πίπης ο Μούλικος ο επονομαζόμενος και Μόστακας, τί όλο εσάρτενε. Μέχρι που εσάρτεψε πάνου από το φυλάκιο του ναύτη κι έκοψε με το σουγιά εκείνο το καλώδιο οπούχανε βάλει οι Ιταλοί κι εκρεμόντανε. Τσου τόκοψα τσου ιταλώνες το καλώδιο μάστορα… Κοίτα νάβρεις κάνα μπεγιά. Λίγο πριν την απελευθέρωση ο μάστρο Κόρδικας ‘πόθανε. Από κόρπο. Τόνε πήρανε τέσσερεις σε μια τάβλα και τον ανεβάσανε στη Μαντρακίνα. Στον Άη Γιαννόπουλο τόνε θάψανε. Ο Μόστακας εκλερονόμησε τη μπαράγκα και τη βάρκα κι όλα τα εργαλεία του μάστρο Κόρδικα. Όλη μέρα στη θάλασσα αρχίνη σε να κονομάει. Έβγαλε και ταυτότητα. Σπύρος Αγνώστου εδήλωσε που τόνε λέ ανε. Τότες δεν ηθέλανε και πολλά, πολλά, του τήνε δώκανε τη ταυτότητα. Τόνε πήρανε και φαντάρο κι επολέμησε το ’48 στο Κλέφτη. Εγύρισε ζωντανός, επήγε να δουλέψει στσι τράτες, έκανε και κάτι σιμπριές με το γέρο Νιόνιο οπούχε τη τράτα και το ‘57 εβρέθηκε με τη τράτα δική του. Εικοσιενιά χρονώνες ήτανε, από σπίτι έμενε στη Τένεδο, ερχόντανε να του καθαρίζει η Τασία, τήνε κυαλά ρισε ο Σπύρος. Ποιανού είσαι; Αγνώστου πατρός, στο Ορφανοτροφείο εμεγάλωσα. Κι εγώ. Αλήθεια; Τήνε παντρεύτηκε τη Τασία ο Σπύρος. Επροκόψανε. Εκάμανε και δυο παιδιά. Ορή Τασία! Λέω ν’ αλλάξω το παράνομά μας. Αγνώστου δε μ’ αρέσει. - Και πώς να το κάμουμε; Το εσκέφτηκα. Αναγνωστόπουλος.
- Πιο καλό είναι. Ο Σπύρος ο Αναγνωστόπουλος άμα έπιανε πολλά ψάργια έστερνε και στο Ορφανοτροφείο, νάχουνε να τρώνε τα φλιμένα. Τάστερνε με τα παιδιά τση τρά τας. Ευχαριστούμε, από ποιόνε είναι; Αγνώστου! 11-7-2021 ΑΠ’ ΟΣΑ ΞΕΡΩ Έως και το 2016: Ο προ του κυλικείου υπαίθριος χώρος με τραπεζοκαθίσματα του επιχειρηματία παρείχετο ελεύθερα στο κοινό. 2017-2018: Ο προ του κυλικείου υπαίθριος χώρος καλύφθηκε από ξύλινη κατασκευή του νέου επιχειρηματία (ταβλάτσο-deck) και εκεί επεκτάθηκε η τρα πεζαρία του εστιατορίου, παράλληλα με την λειτουργία της τραπεζαρίας στο Υπόστεγο. Διαμαρτυρίες πολιτών. 25-4-2019: Δήμος Κέρκυρας, Συμφωνητικό Μίσθωσης. Μεταξύ άλλων ενοικιάζεται στην IKOS Δασιά και ένα εξωτερικό στέγαστρο (ημιυπαίθριος χώρος) εμβαδού 148,95 τμ. (υπό στοιχείο 4 του τοπογραφικού), το Υπόστεγο. Δεν εκμισθώθηκε στην IKOS ο προ του κυλικείου υπαίθριος χώρος. 2019: Το Υπόστεγο κατεδαφίστηκε από την IKOS. Περιορισμένες διαμαρτυρίες πολιτών. 2019-2020: Ως κύριος χώρος της τραπεζαρίας του εστιατορίου χρησιμοποιήθη κε ο προ του κυλικείου υπαίθριος χώρος με το ξύλινο δάπεδο και η ξύλινη εξέ δρα λουομένων που δεν εκμισθώθηκαν στην IKOS. Επιλεκτική χρήση του εστια τορίου από πελάτες της IKOS Δασιά. Δυσχερής η χρήση από τους Κερκυραίους.
στασή του, από το Δήμο, που εκτός από το ότι μας την υποσχέθηκε, αποτελεί και συμβατική του υποχρέωση. Έτσι το μίσθιο έμεινε χωρίς εξωτερικό χώρο με σκιά.
5. Ο μόνος σκιασμένος και χρησιμοποιήσιμος χώρος είναι και ο χώρος στον οποίο αναφέρεται η καταγγελία. Αν δεν μπορούμε πάντως να τον χρησιμοποι ούμε εμείς, δεν μπορεί και κανένας να τον χρησιμοποιεί».
2021: Ιούλιος. Το καΐκι «Άγιος Στέφανος» και το εστιατόριο δεν λειτουργούν. Έντονες διαμαρτυρίες και κινητοποιήσεις πολιτών. 10-7-2021: από ανάρτηση του Σπύρου Νεράντζη η IKOS μας πληροφορεί: «… προκειμένου όλοι οι επισκέπτες του νησιού να μπορούν να εξυπηρετηθούν, υπό τις καλύτερες δυνατές συνθήκες…, … θα προχωρήσουμε στο άνοιγμα του αναψυκτηρίου (καντίνας)…, όσο αφορά στο εστιατόριο, με απόλυτο σεβασμό στους πελάτες και στην υψηλή παροχή υπηρεσιών που θέλουμε να προσφέ ρουμε, σε συνδυασμό με το κοινά αποδεκτό ότι ο χώρος χωρίς την φυσική σκιά, είναι:
• αφιλόξενος και ακατάλληλος, τουλάχιστον κατά την διάρκεια της ημέρας
• αρκετά μικρός για τους επισκέπτες του Βίδο
αποφασίσαμε να μην το λειτουργήσουμε έως ότου μπορέσουμε με νόμιμο τρόπο να παρέχουμε την παροχή υπηρεσιών που αρμόζει στην νησίδα Βίδο, στους επισκέπτες του αλλά και στο όνομα και τη φήμη της εταιρίας μας. Πα ρακαλούμε να μεριμνήσετε για την ενημέρωση της Δημοτικής Αρχής και του κοινού». ΑΠΟΡΙΕΣ: Στη καλή χρήση του μισθίου περιλαμβάνεται και η μη λειτουργία του; και η επέκταση σε
Υπόστεγο και να επανέλθει η χρήση του προ του κυλικείου χώρου στην προ του 2017 κατάσταση. Ο επιχειρηματίας να αξιοποιήσει το χώρο «5» του τοπογραφικού που του τόνε νοικιάσαμε και δεν τον έχει αγγίξει. Να σημειωθεί ότι μέχρι σήμερα η IKOS Δασιά δεν έχει κάνει καλή χρήση του μισθίου κατά τα προαναφερθέντα. Το εστιατόριο να είναι ευχερώς προσβάσιμο στους Κερκυραίους και σε όλους τους επισκέπτες του Βίδο.
Μέχρι αργά το βράδυ, όπως προ του 2017. Το ίδιο κι όλο το νησί. Να αρχίσει η επισκευή των κτιρίων του Βίδο με πρώτο το Διοικητήριο. Να εφαρμοσθούν και να αξιοποιηθούν οι υπάρχουσες μελέτες για το Βίδο. Να μη κωλυσιεργήσουμε με νέες, δήθεν, μελέτες. Να συντηρηθεί και να μπει στη γραμμή το καΐκι ΜΑΣ. … και όσα έκαστος κατά διάνοιαν έχει … 13-7-2021 ΒΑΣΤΑ ΧΑΣΟΜΕΡΓΙΑ Στο γήπεδο επί Κερκυραϊκού. Ισόπαλοι. Οι άλλοι επετάγανε το μπαλόνι όξω. Ο τερματοφύλακας τους έκανε εκατό ώρες να επαναφέρει την σφαίραν εντός πεδιάς κατά την ορολογίαν της εποχής. Από την εξέδρα εφωνάζαμε: Ορέεε…, βάστα χασομέργιάαα… Και να δεις που, στο 98 που λένε, ο Κασταγιόλας έφυγε από μπροστινή μπα λονιά του Μπίλη, ψωμί μοσκεμένο, κι εκερδέψαμε 1-0! Πανζουρλισμός! Άμα δεν εβάστουνε
που τόνε βρήκανε το Θεό τον από μηχα νής; Η ερπίδα πεθαίνει τελευταία. Έτσι λένε κι έτσι είναι. Σήμερα στο γήπεδο παίζουνε μάσκα, κρούσματα, σκουπίδια, Βίδο, ολίγο Λα ζαρέτο, νερά, μελούρα, ζουμιά, αφραγκία, όρθιοι και καθήμενοι, Γουβιά, κα λαμάκια μιας χρήσης, βρύσες δημοτικές, μετά τσι 12 μπλουτούθ σε παλάτι και πλατεία, κόντρες στον Ύψο, πειρατικό - Άγιος Στέφανος, μπλε κάδος-ανακύκλω ση, ταβλάτσο θέατρου Βλαχοπούλου, ίκος - σύκος, εμβολιασμένοι - ανεμβολί
αστοι, ΣΥΔΙΣΑ - ΦοΔΣΑ, ξενοδοχείο καραντίνας, δενδρύλλια κάνναβης, φύκια στο Μον Ρεπό, κατασκηνώσεις, κλειστός κι ο Ζήσιμος, λάκκοι στσου δρόμους, χόρτα στα φρούργια, κρουαζιέρα άνευ, φραπορτορουφίχτρα, το γήπεδο ξερό κι απόξερο, φωνάζει ο Άη Μάρκος, Κρεβατσούλα εν όψει, σελφ και ράπιντ τέστ, η σάρα η μάρα και το κακό συναπάντημα. Και περιμένει να μπει αλλαγή το Ντεμπλόνι και το εργοστάσιό του κι έτσι και μπει για τα καλά, όχι που δεν είναι μέσα, το χάσαμε το ματς όπως έχασε η Αγγλία στα μπέναρντι.
Κι ο Ερημίτης; και τ’ άλλα; Άστ’ αυτά! Είναι μακριά. Διατητής η Οικονομικιά η Επιτροπή οπούχει λόγο για όλα και καθόλα και κου μαντάρει μοναχή της. Κατά νόμον, βεβαίως, βεβαίως. - Ορήηη… Βάστα χασομέργια, ορήηη! Βάστα χασομέργια μην εγλυτρώσουμέεε…
Οϊμένανε! Ορήηη…, βάστα ορήηη…! Μη και ο Μπίλης βγάλει τετατέτ το Κασταγιόλα πάλι και βάλουμε κι εμείς κάνα γκολ! Καιρό έχουμε να βάλουμε ένα γκόλ.
ΣΠΙΤΙΑ ΣΑΣ, ΣΠΙΤΙΑ ΣΑΣ Τέσσερεις ήτανε κι εκαθόντανε στο τραπεζάκι με τσι τέσσερεις καρέκλες. Ελέα νε ό,τι ελέανε αλλά δεν ακουόντανε τι ελέανε. Ήρθανε άλλες δύο. Μπα, καλώς τα μάτια τους τα όμορφα. Δεν εχωρούσανε όλες στο ένα τραπεζάκι κι εκάτσανε στο διπλανό. Εγυρίσανε να τσι βλέπουνε. Ασκώσανε τα ντεσιμπέλ. Φρέσκες, φρέσκες! Επήγατε μπάνιο; Εγώ, όχι. Αυτή! Πάει στη σκαλοπούλα και βγάνει όξω τσι πατσές τση. Εγώ δε πάω, ντρέπομαι. Να με βλέπουν’ όλοι… Έχω το γνώθι σαυτόν. Αυτήνε δε τήνε νοιάζει. Καλά κάνει. Έχει να δώκει καμιανού λογαριασμό; Πολύ καλά κάνει. Εσύ χάνεις. Τώρα που θ’ ανοίξει η πλαζ θα πηγαίνω κι εγώ. Τα μαζώξανε τα φύκια. Και στο Μο ρεπό δε θα σου φαίνονται οι πατσές; - Δεν είναι το ίδιο. Είναι κλειστός ο χώρος. Τι εμαγειρέψατε για σήμερα; Ρωτάω για να ιδώ τι θα κάνω κι εγώ. Εγώ έχω από τα χτες φακές. Δε τσι φάγαμ’ όλες. Θα κάμω και δυο αυγά βραστά.
- Φακές καλοκαιργιάτικα; Γιατίιι; Ένα όσπριο χρειάεται. Να κάμεις φασουλάκια φρέσκα. Δεν έβρηκα. Βελόνες είχανε αλλά θα πάρω το Σαββάτο που θα κάνω και σκορδαγιά και σαρδέλες τηγανιτές. - Μέχρι το Σαββάτο θε νάχει γιομίσει το φεγγάρι και δε θα βγάλουνε σαρδέλα. Φέρνουνε από τη Καβάλα. Όχι παιδί μούουου…, δε τσι τρώω αυτές. Τσου βάνουνε φορμόλη. Εγώ παίρνω μόνο απ’ αυτόνε που φέρνει από τη τράτα από του Πετριτί. - Εγώ έκαμα από τα ψες γεμιστά. Κι εμείς μακαρόνια με κιμά έχουμε. Και μια σαλάτα. Τι μπελάς κι αυτό το φαί. Δεν ηξέρεις τι να κάμεις κάθε μέρα. Λέω να τσου κάμω κάνα μπιφτέκι και μια σαλάτα και λίγο φέτα. Άμα δε τσου αρέσει στο εστιατόργιο. Εβαρέθηκα κάθε μέρα τι θα φάμε και τι θα φάμε. Τα ποδάργια μου να φάτε τσου λέω. Έχω αγαναχτήσει. Βάνει κι ο μιτσός το μάστερ σεφ κι όλο μου λέει τρίψε και λίγο μαϊντανό, βάλε και λίγο βασιλικό, μέχρι και το τζίντζερ έμαθε, ο κούτσουλος. Θα του δώκω καμιά ώρα με τη κουτάλα αλλά έχει χάρη που τον αγαπάω. Είναι καλό παιδί. Μέχρι και τα σκουπίδια πάει και μου ρίχτει. - Το ξέρετε όπου ήρθε ο Δημόκριτος να κοιτάξει τα σκουπίδια μας; Ποιός είν’ αυτός; Έλα, Δημόκριτος! Δημόκριτος σκέτο; Δεν έχει παράνομα; Μωρή ο Δημόκριτος το ινστιτούτο. Γι αυτόνε λέμε. Ινστιτούτο; Ποιό ινστιτούτο; Εγώ μόνο το ινστιτούτο το γαλλικό ηξέρω. Είσαι τέγεια πίσω του Ήγιου. Τέτοια που είσαι ούτε το εμβόλιο δε θάκανες. - Εγώ; από τσι πρώτες. Και τσι δύο δόσεις. Τότες γιατί φορείς μάσκα; Μας ελευτερώσανε από τη μάσκα. Έτσι πρέπει. Να τήνε φορούμε πρέπει. Μου τόπε ο μιτσός που διαβάζει. Εγώ και που ακούω τα νέα δε καταλαβαίνω τίποτις. Άλλος έτσι, άλλος αγι ώς. Αμηδά καταλαβαίνεις… Από σαράντα κύματα, λέει, θα περάσουμε κι ακόμα δεν επεράσαμε το τέταρτο. Έχουμε δρόμο… Άμε δε με δείτε άλλο, ραντεβού στο νεκροταφείο, χα, χα, χα… Ώ! τώρα που το εθυμήθηκα. Να πάω να πάρω μια μπριτζιόλα του μιτσού. Στσου άλλους μανέστρα με τη σάρτσα θα τσου κάμω. Δε θα τσου κάμεις τα μπιφτέκια; Όχι, εμετάνοιωσα. Πού να πλάθω τώρα… Μια μακαρονάδα ναπολιτέν! Και πολύ τους και καλό τους. Άργησα. Πάω να φύγω. Πλερώστε μου και το καφέ, έτσι; Γεια σας. Την είδες; Όλο έτσι κάνει. Δήθεν που βιάεται κι αφήνει το καφέ της απλέ ρωτο. Όχι που με νοιάζει ο ένας καφές αλλά μας επερνάει για κουτές κάθε
φορά. Άστηνέεε…, τι θέλεις τώρα να μαλώσουμε για ένα καφέ; Όχι…, αλλά λέω. Σκωνομάστενε να φύγουμε και ‘μεις; Μεσημέργιασε και κάνει ζέστη. Φου δε κάνει. Καλά λες. Πάμετε. Σπίτια σας, σπίτια σας.
Η ΚΟΥΦΗ Ο πατέρας της βαρήκοος. Εούτη απ’ όταν εγεννήθηκε δεν άκουε καλά. Γι αυτό κι άργησε να μιλήσει. Λίτσα! Ε Λίτσα; Δεν ακούς; - Έ; Δεν άκουε. Η μάνα της και πού δεν τήνε πήρε και τι δε τσήκαμε. Και στσου Γιαννάδες τήνε πήρε όπου τσήπανε που είναι μια ξορκίστρα για τη κουφαμάρα - μπάαα…, δεν υπάρχει ξόρκι για τη κουφαμάρα, ψέματα - και πινομέταξο με λάδι τσήβανε από βραδύς και το μάλλινο με το χαμομήλι που την έκαιε, τίποτις. Τήνε πήρε και στο γιατρό να την εξετάσει. Έχει πρόβλημα εις το έσω ους, διέγνωσε. Υπάρχει ανάλογον περιστατικόν εις την οικογένειαν; Δεν ήξερω για το ους αλλά κι ο άντρας μου κουφάλογο είναι. Εξ αυτού. Κληρονομικότης! Δυστυχώς! Η Λίτσα εμεγάλωνε και με κάτι λάτες λάδι και με κάτι ντενεκέδες τυρί τόσωσε το Δημοτικό. Αλλά ο Θέος ό,τι τσήκοψε από κουφαμάρα τση τόδωκε και με το πολύ-πολύ παραπάνου σε ομορφιά και χάρη. Κόπελλος η Λίτσα σου, επέρνουνε και εβάρουνε συναγερμός στα σερνικά. Περίμενε ορή Λίτσα…, να σου πω! Αυτή τύπος και υπογραμμός. Ούτε εγύριζε να κοιτάξει. Τι τση μιλάτε; Κουφή είναι! Κουφήνε θα πάρεις; Να τση λες φέρε μου το κρασί και να σου φέρνει το μπρουστουλί του καφέ; Ειμάστενε κι εμείς εδώ. Κι ακούμε και τραγουδούμε κι όλες τσι χάρες εδώ τσείχουμε. Όποιος έχει μάτια
στας
να
Δικηγόρος εγύ ρισε μ’
να!, τόνε πήρανε στο κόμμα, φέρελπις νέος, κι εσύντρεξε στας εκλογάς. Όταν έβγαλε το λόγο στο χωργιό τήνε πρόσεξε τη Λίτσα. Αυτή είχε πάει μπροστά-μπροστά ν’ ακούει. Εσκοτίστηκε. - Πώ, πώ κορμοστασιάαα…, του ξέφυγε. Έεε… κορμοστασιά, λέγω, που έχουν οι ελιές σας, οι καλύτερες της νήσου, τα μπάλωσε. Ζήτώωω…, όλόοο… Ερώτησε, έμαθε, έστειλε προξενιό, επήγε σπίτι.
- Και με όλον τον σεβασμόν ζητώ την χείραν της χαριτοβρύτου δίδος Λίτσας. Ναι, ναι, την επήρανε τη Λίτσα και κάνει χειροτεχνία στου Σίγγερ. Τσώπα ορέ, τι λες; Μας τήνε χαλεύει το παιδί. Ποιάνε; τη ραπτομηχανή; Τη κοπέλλα, ορέ! Τήνε θέλει να τήνε στεφανωθεί. Η Λίτσα τον ήθελε. Από τότε που τον άκουσε να βγάνει το λόγο. Κι είχε καταλάβει που τα περί κορμοστασιάς απάνου της επηγαίνανε. Κουφή, κουφή αλλά και πονήρω, πονήρω. Εγώ θέλω, είπε. Κι επήγε και στάθηκε δίπλα του. Ζωή χαρισάμενη το αντρόγυνο. Ήρθε η Λίτσα στη Χώρα, εγνώρισε όλα τα καλά, ο Σπύρος τση μέχρι βουλευτής εγίνηκε, μετακομίσανε εις Αθήνας. Τα βουλευτιλίκια έχουνε και υποχρεώσεις κοινωνικάς. Δεξιώσεις, εγκαίνια, να συμφάγομεν με το κόμμα, είχανε και αι άλλαι κυρίαι Υπουργών και Βουλευτών τα ζουρ-φιξ, ο Σπύρος μόνος του επήγαινε. Πότε θα φέρεις και τη κυρία σου να την εγνωρίσομεν; Μίαν άλλην φοράν. Μίαν άλλην φοράν, μίαν άλλην φοράν το πράμα δεν επήγαιν’ άλλο. Μας έχει καλέσει η κυρία Ευδοκία του Υπουργού. Πρέπει να πάμε. Έβαλε τη ντουαλέτα τση τη μαύρη, την εξώπλατη η Λίτσα σου και με το που μπήκε στη σάλα όλοι εσταματήσανε να μιλούνε κι εμείνανε με το στόμ’ ανοιχτό. Ορμήσανε τα τζόβενα κι οι γεροξεκούτηδες να τήνε γνωρίσουνε. Αι κυρίαι τήνε πιάκανε αγκαζέ και τήνε πήρανε να τήνε ξομολοήσουνε. Εούτη το στόμα της δε τ’ άνοιγε. Τσου χαμογέλουνε, κουνούσε το κεφαλάκι της συμφωνώντας πάντα, να μη κακοκαρδίσει καένανε. Η κυρία Ευδοκία την εκατάλαβε. Τόπε του αντρός τση. Κουφή είναι, έλα να σου τήνε γνωρίσω. Γοητευμένος κυρία μου…, πως λέγεστε; Κουφή πήρε ο Σπύρος; Έκανε να βγάλει το ωρολόγιον τσέπης διότι επλησίαζε η ώρα των ομιλιών. Τούπεσε το χαρτάκι. Ραβασάκι. Η Λίτσα έκανε πως τσήπεσε η βεντάγια και τ’ άσκωσε με τρόπο. Το πάσαρε του Σπύρου. Η κυρία σας δεν ακούει; Ακούει πως αύριο στις 22,00 θα μεταβείτε φιλοξενούμενος της κυρί ας Υπουργού εις την οικίαν του, ξέρετε τίνος Υπουργού, του νεαρού; του απουσιάζοντος εις την Εσπερίαν; Εσκοτίστηκε. Έβαλε το χέρι στο τσεπάκι του ωρολογίου του. Ο Σπύρος του ενεχείρισε το ραβασάκι. Παρακαλώ την εχεμύθειαν σας. Μα, τι λέτε… Η Λίτσα επαρακολούθουνε. Μειδίαινε συγκαταβατικώς. Μπορεί να μην
άκουε. Αλλά ήξερε να διαβάζει. Το Δημοτικό τόχε βγάλει. 19-7-2021 ΕΓΙΝΗΚΑΜΕ ΘΕΑΤΡΟ * Άαα! όλα κι όλα! Η κυρία Ευαγγελία ήτο θεατρόφιλος. Όλη μέρα στη στάτζα, να κάμει το φαΐ από βραδύς, να σκουπίσει, να σφουγ γαρίσει, να πλύνει, να σιδερώσει από τη νύχτα, να πάει στη Λαϊκή, να πάρει το ψωμί, να πάει στο τουριστικό για να φύγει ο Χριστόφορος να πάει στσι τράπε ζες, στο λογιστή και στσι εφορίες, ούτ’ ένα μπάνιο δεν επρολάβαινε να πάει. Να πάμε κι εμείς ένα μπάνιο τη Κυργιακή Χριστόφορε. Τη Κυργιάκη έρχονται τρία κρουαζιερόπλοια. Να πάρουμε των εφτά το καραβάκι για το Βίδο και στσι οχτώμιση να γυρί σουμε. Δεν έχει καραβάκι στσι εφτά. Έχει αυτό που πάει και φέρνει τα σκουπίδια. Έτσι πάει κι η Αντώνια, η απέ ναντι. Πάει κι έρχεται φρέσκια, φρέσκια. Να πας στη Σκαλοπούλα άμα θέλεις να φρεσκαριστείς και στσι εννιάμιση να είσαι στο μαγαζί. - Είναι βρώμικα. Καένας δεν ενδιαφέρεται. Αφήνουνε τα κότερα ν’ αφήνουνε αυτά που αφήνουνε. Η Ποπίτσα εγιόμισε ορτικάρια και δε πάει άλλο. Καλά, καλά είναι. Παγιά μέσ’ στα κουντούτα εκάναμε μπάνιο και τι επάθα με; Ήταν’ αγιώς ετότες. Ακόμα κι οι κουτσούλοι μας πιο αγνοί ήτανε. Διότι τι ετρώαμε; Τα πάντα όλα αγνά. Σήμερα; Ό,τι και να φας όλο έψιλον είναι. Κι από απορρυπαντικά και σκόνες δεν είχαμε. Και το γαδίνι με τσι σαπουνάδες στο καντούνι τ’ αδειάζαμε, δε τ’ αδειάζαμε στο κουντούτο να πάει να βγει στη θάλασσα που κάνει ο κόσμος γαργάρα για τσι αμυγδαλές του. Κάνω λάθος; - Λάθος μου κάνεις στο ταμείο. Βάνεις χέρι. Ξέρω γώ… Λες για το κατοστάρικο; Αφού το ξέρεις που αύριο έχει θέατρο. Το πήρα για το εισιτήργιο. Όλα σου καλά αλλά εγώ το θέατρο δε το χάνω. Δεν έχανε με τίποτις το θέατρο η κυρία Ευαγγελία. Κι άρρωστη νάτανε, θα πήγαινε. Ετοιμαζόντανε, έπλενε μέχρι και τσι αμασκάλες τση, έβανε τη γκυλότα της την άσπρη, τη καλή, το σουτιέν της το μαύρο, έκανε και με το πιστολάκι το μαλλί της, εβαφόντανε, επαρφουμαριζόντανε, έβανε τα καλά της κι εκαθόντα νε από τσι πρώτες να ιδεί το θέατρο. Ό,τι θέατρο και νάτανε. Στσι επιθεωρήσεις εγέλουνε με τη ψυχή της. Στ’ άλλα, τα λυπητερά, όλο έκλαιε. Όλα τσι αρέσανε. Τα ρουφούσε. Και τα θυμόνταν’ όλα. Την υπόθεσή τους. Κι όλοι οι ηθοποιοί καλοί τση φαινόντανε. Οι καλύτεροι.
- Πώς και δεν έγινες ηθοποιός Ευαγγελία; Άλλες εποχές. Εγώ, από μικρή ήθελα αλλά ο πατέρας μου, Θεός σχωρέστο νε, ούτε να τ’ ακούσει. Ναι, μπαλαρίνα θα σε κάνουμε τώρα…, μούλεγε. Κι από κοντά κι η μάμα μου. Εβουρλίστηκες; να κοιτάς νάσαι σεστάδα, νοικο κυρά, προκομμένη, άσ’ τα θέατρα. Ξέρεις καένανε να παίρνει θεατρίνες; Όλες στο ράφι μένουνε. Κι όμως στο θέατρο τόνε γνώρισε το Χριστόφορο. Έτυχε κι εκάτσανε δίπλαδίπλα κι εκεί που έκλαιε τσήδωκε το μαντήλι του να σκουπιστεί. Τον αγαπητικό τση βοσκοπούλας έπαιζε. Κοίτα μην αργήσεις Βαγγεγιώ. Αύριο έρχονται τέσσερα κρουαζιερόπλοια. Αυτό το Βαγγεγιώ πολύ την επείραζε. Σούχω πει να με λες Ευαγγελία. - Και κοίτα άμα έρθεις μη με ξυπνήσεις... Όλη μέρα στο πόδι είμαι. Εγύρισε. Κοιμάσαι; Κοιμάσαι λέω; ………………………… Είχε και μπαλέτο. Κάτι κοπελάρες, ίσαμ’ εκεί πάνου. Κοίτα πως εκάνανε… Με τη γκυλότα την άσπρη και το σουτιέν το μαύρο η Ευαγγελία, κατά Χριστό φορο Βαγγεγιώ, εστριφογυρίζε να του δείξει του Χριστόφορου. Έκανε και ζέστη, τα παράθυρα ανοιχτά, τα φώτα αναμμένα, η Αντώνια εφώναξε του αντρός τση. Κοίτα σκέδια η Βαγγεγιώ, Τάκη… Ώωω…! ασκώνει και τα ποδάργια τση. Μη πέσει. Εβουρλίστηκε τέγεια. Τι κάνει; Έσκυψε να ιδεί καλύτερα. Κι η Ποπίτσα από παραδίπλα το ίδιο. Εσκάσανε στα γέγια. Ο Χριστόφορος εξύπνησε, ασκώθηκε, με τα σώβρακα ήτανε και το προκοίλι όξω, επήγε κι ετράβηξε τα σκούρα, να μη φαίνονται. Ρεζίλι εγινήκαμε. Θέατρο τση γειτονιάς εγινήκαμε. Κοίτα πως εκάνανε…, έτσι… Σπαγκάτο! Κάτσε μη σου φύγει κάνα ποδάρι και τρέχουμε στσου γιατρούς. - Άααχ…, δε με καταλαβαίνεις. Σε καταλαβαίνω ψυχή μου, σε καταλαβαίνω… Άμε πέσε τώρα. Αύριο θά χουμε πέντε κρουαζιερόπλοια. * Από τη Μαρία
ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΔΟ Πριν δυο μήνες. Δήμος Κεντρικής Κέρκυρας, κατεπείγουσα δια περιφοράς συνεδρίαση την Τρίτη, 18/5, με δύο θέματα. Θέμα 2ο: Έγκριση εκκίνησης των διαδικασιών για την εκμίσθωση του δημο τικού σκάφους «Άγιος Στέφανος» για την κάλυψη των μετακινήσεων από και προς τη νησίδα Βίδο. «Πρέπει να ξεκινήσουν άμεσα οι διαδικασίες δημοπρασίας του δημοτικού σκάφους ώστε να μπορέσουν να εξυπηρετηθούν οι Υπηρεσίες του Δήμου (δημιουργική απασχόληση, κατασκηνώσεις) αλλά και οι επισκέπτες». Μετά δυο μήνες. Άγονες δύο δημοπρασίες εκμίσθωσης του δημοτικού σκάφους. Πάμε για απ’ ευθείας ανάθεση. Γράφουμε στον προϋπολογισμό 28.000 ευρώ. Με 28.000 ευρά κάποιος θα βρεθεί, δε θα βρεθεί; Θα βρεθεί, θα βρεθεί, όπου νάναι θα βρεθεί. Μπροστά θα του τα δώκουμε; Μπροστά; γιατί; Να κάμει τη δουγειά του και θα πλερωθεί. Δε θα πλερω θεί; Μωρέ θα πλερωθεί. Πότε; κάποτε; Θα του τα φάμε; Δεν είμεθα τέτοιοι ανθρώποι… Το περσινόνε τον εξοφλήσαμε; Να ρωτήσω τας Υπηρεσίας. Γιατί το λες; Δε τόνε ξοφλήσαμε; - Δεν ηξέρω, ρωτάω. Γιατί ρωτάς; Σκέφτομαι να εκδηλώσω ενδιαφέρον. Στα σοβαρά ή αστειεύεσαι; Στα σοβαρά, στα σοβαρά… - Τώρα, μεταξύ μας… Κάτσε ήσυχος, Παναγιά κοντά σου, κάτσε ήσυχος… Δεν άκουσες εκείνονε τον ιγγλέζο στο γιου τιουμπ τι έλεε για το Βίδο; Τα περί τση δημόσιας τση περιουσίας και για την ιδιωτικοποίηση της, γιατί το είπα νε τα μνημόνια; Όχι. - Οχιά! Βάλε ν’ ακούσεις. Από τα μνημόνια εξεκίνησε η ιστορία τση ιδιωτικοποίησης, λέει. Και την αβαντάρουνε, λέει, όλοι οι ντόπιοι αβανταδόροι. Τι είναι σωστό και τι πρέπει να γίνει πράξη. Έτσι λένε. Αριστεροί είναι; Δεξιοί, αριστεροί δεν ηξέρω. Όλοι τα ίδια κάνουνε, όλοι τα ίδια λένε. - Δε μ’ ενδιαφέρει. Γιατί;
- Γιατί νιαουρίζει το γατί και κακαρίζ’ η κότα; Ποιά κότα; Άσε μας…, που θέλεις να σου πω και ποιά κότα… Ο υπεύτυνος του Βίδο τι λέει; Τι να πει κι αυτός, ο άχαρος… Ό,τι μπορεί λέει. Καλύτερα γι αυτόνε να μη λέει. Κάθε φορά που λέει όλο τσούκες κάνει. Χρυσός η σιωπή. Βάνει στο φουλ, ως φαίνεται, ο Δήμος τσι μηχανές για να προκάνουνε οι Υπηρεσίες του τη Δημιουργική Απασχόληση, τσι Κατασκηνώσεις και για να μας ανεβάζουν’ απάνου. Θα προκάνει για του χρόνου; Μακάρι να προκάνει. Αλλά μέχρι τότες, καλύτερα να μη λένε. 25-7-2021 ΑΛΛΟ ΑΥΤΟ Εντάξει. Τα παραλένε. Έχουνε συφέροντα. Εδώ ως κι ο καλύτερος γιατρός του κόσμου είπε πως δεν είναι κι έτσι. Εδώ ως κι εγώ, ποιός; εγώ!, αμφιβάλ λω και μη κουτίσει και μου πει καένας πως έχω άδικο, τί θα του εξηγήσω το ανεξήγητο. Εδώ η μια συνομωσία πάει ξοπίσω τση αλληνής και δεν έχουμε τίποτις. Με μια ασπιρίνη περνάει, όλα αέρα φρέσκο δουγειά είναι, νάχουνε να μας αρμέγουνε οι πολυεθνικές, τί έχουνε κεσάτια και δεν ημπορούνε να μη βάνουνε όβολα στο κασετί. Αμέεε… - Όλα είναι ένα ψέμα, μια ανάσα μια ζωήηη…, σα λουλούδι ένα χέρι θα μας κόψει μιαν αυγή. Ότι θα μας κόψει, θα μας εκόψει. Μιαν αυγή, ένα μεσημέρι, μια νύχτα. Και τι έγινε; Σιγά το μόγανο. Άμα είναι νάρθει θε ναρθεί αγιώς θα προσπεράσει. Και τι με νοιάζει εμένανε; Στάχτη και μπούρβερη. Τάφαγα τα ψωμιά μου. - Εσύ τάφαγες και με το παραπάνου. Με το ενανήμισυ ποδάρι στο λάκκο είσαι. Τα παιδιά σου; τ’ αγγόνια σου; Έ; Έξις και ξερός. Μόνο τη πάρτη σου σκέφτεσαι; οι άλλοι; τα παιδιά; Κουταμάρες. Διαδόσεις! - Διαδόσεις, ξεδιαδόσεις, κάπου 13.000 νοματέοι επεθάνανε στην Ελλάδα. Το ένα δέκατο όλης τση Κέρκυρας. Για κάμε κόντο… Σα να πέθανε όλη η Παγιά Πόλη. Λένε ψέματα! Πόσα ψέματα λένε; Άμα λένε ψέματα 50 τακατό, στ’ άλλα μισά δε μπορεί να λένε ψέματα. Και 6.000 νάναι οι πεθαμένοι είναι σα να επέθανε κοντά δυο φορές όλη η Λευκίμμη. Λίγο είναι; Ούτε το θανατικό του Μαραθιά να ήτανε. Και τότες πολύ ολιγότεροι αποθάνανε.
- Τα εκάμανε για να μας επαρακολουθούνε. Μας εβάνουνε με τα εμβόλια το τσιπ για να ηξέρουνε που πάμε, τι λέμε και τι σκεφτομάστενε. Αμή; Σιγά ορέ που εζηλέψανε το νιονιό σου. Όλη μέρα το μυαλό σου στο μπέβε τόχεις. Κοίτα μη σου μεθύσει και το τσιπ κι αλλοίμονό σου κακομοίρη μου. Θα σε πιάκουνε με τ’ αλκοτέστ και θα σε κλείσουνε μέσα. - Είναι θέμα ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η κουταμάρα δε συγκαταλέγεται στ’ ανθρώπινα δικαιώματα. Τόπε ως κι η Μέρκελ! Ορέ, τι λέει, ορέ! Κι η Μέρκελ; Γι αυτό θε να βγούνε οι πράσινοι. Σιγά τα πράσινα τ’ αλόγατα. Σ’ αυτουνούς θα κάμουνε εμβόλια με μέντα, δυόσμο και δεντρολίβανο. Θάλασσα θα τα κάμουνε. Θάλασσα, ξεθάλασσα, το βλέπεις το τέταρτο το κύμα; Σα πολυκατοικία εί ναι και θα μας επνίξει όλους. Είσαι και φοβιτσιάρης, πανάθεμάσε, μη πω τον Άη… Μη βλαστημάς, ορέ, έρχεται το παιδί… - Καλώστονε, για το πού τόβαλες… Με τα παιδιά, βόρτα με τα ποδήλατα. Πρόσεχε…
Τι να προσέξω; Τ’ αυτοκίνητα στο δρόμο…, και μη πηγαίνετε εκεί που μαζεύονται πολλοί και κολλήσεις τίποτις…, ακούς; Καλά…, κι εσύ να προσέχεις…, βάλε και μάσκάαα…, όλο χωρίς μάσκα είσαι, χα, χα… Άμε μάτια, άμε… Τον είδες το διάολο; Ποιανού διαόλου έμοιασε ήθελα να ξέρω… Εμένανε, πάντως, όχι! - Είσαι και του λόου σου καλό σκουτί… Για τον άγγονα σε νοιάζει, για τσου άλλους όλο συνωμοσίες και τσιπς… Άλλο αυτό. 26-7-2021
- Ούτ’ εγώ έκανα. Εσένα έμοιασε και στη Καλλιγραφία όλο μηδέν τση βάνει αυτή. Δε πειράζει, θε να γίνει γιατρός να γράφει συνταγές! Γιατί; Εσύ που δεν έκανες καλά γράμματα γιατρός εγίνηκες; Τσου αθιρμούς τσου γράφει καλά; - Ούτε τσου αθιρμούς τσου γράφει καλά. Για να δω κι εγώ… Έλα, δω ψυχή μου… Για γράψε μου το εξακόσια είκοσι… Το έξη ένα μικρό κουλουράκι κι ένα μπαστουνάκι από πάνου από τ’ αρι στερά και λοξά προς τα δεξιά. Ωραία! Για το δύο αρχίζουμε από πάνου και κάνουμε μισό κουλουράκι από τ’ αριστερά προς τα δεξιά. Μετά ένα μπαστουνάκι λοξό από δεξιά προς τ’ αριστερά και κάτου μια γραμμού λα ίσια. Μπράβο μάτια μου! Μπράβο σου! Και το μηδέν ένα κουλου ράκι όπως σούδειξε η μαμά. Μπράβο Τιτίκα! Πολύ ωραία! Πάμε να το δείξουμε και στη μαμά. Λένήηη…, έλα να ιδείς πως έγραψε η κοπέλα το 620. Ωραία το λες εσύ αυτό; Γιατί δε διαβάζεις το 620; 620 ορνιθοσκαλίσματα είναι, όχι το 620. Έτσι είναι το 620; Το γράψαμε έτσι για να μη το καταλαβαίνουνε όλοι, χα, χα…, έτσι δεν είναι Τιτίκα μου; Ναι, μπαμπά. Καλά, καλά…, αύριγιο πάλι μηδέν θα τση βάλει. Στα προφορικά όμως είναι καλή. Ετότες να την εκάμουμε πολιτικό να κάνει κι 620 ορνιθοσκαλίσματα με τη γλώσσα. Καλά λες! Πώς και δε το σκέφτηκα; Εσύ το μυαλό σου αλλού γι αλλού…, ξύπνα! ε ΔΕΠΑΝ κοίτα, που θα του δώκουμε τα εξακοσιαεικοσάργια ! 28-7-2021 ΟΛΟΙ ΝΙΑΟΥ ΚΙ ΕΣΥ ΓΑΒ Πνεύμα αντιλογίας. Να βάψουμε το καμπινέ άσπρο, ασβέστη, και για τα μικρόβια. Όχι, μαύρο! Μαύρο τον απόπατο; πάει; - Πάει και παραπάει. Να μη φαίνονται κι οι βρωμιές. Απ’ όξω μπέλα-μπέλα κι από μέσα κατσιδέλα; Στην Αμερική μαύρονε τόνε βάφει κείνος κει ο εκατομμυριούρχος.
- Κι επειδής αυτός τόνε βάφει μαύρονε, οπούχει κι εκατό δούλους να του τόνε καθαρίζουνε, πρέπει να τόνε βάψουμε κι εμείς μαύρο; Ο κόσμος πάει μπροστά. Μην εισάστενε οπισθοδρομικοί. Ν’ αντισκώνετε τσου εκατομμυριούρχους, τί αυτοί ηξέρουνε καλύτερα. Άμα δεν ηξέρανε θε νάτανε εκατομμυριούρχοι; - Αυτοί ημπορεί να νοικιάζουνε και ταξί για το Φεγγάρι κι εμείς το ίδιο να κάμουμε; Άμα ημπορείτε, ΝΑΙ! Ορέ κοιτάτε κει λογική! Εδώ ο κόσμος πεινάει κι υποφέρει κι αυτός κρατη μένος στα μεγαλεία. Όλοι νιάου κι αυτός γαβ. - Δε βλέπετε πέρα από τη μύτη σας. Μέσ’ στη μιζέρια και στη κακομοιργιά εισάστενε. Όλοι ζηλεύετε τα μεγάλα τα σπίτια με τσι πισίνες, τα κουστού μια τση μέγκλας τα καλά, το επάγγελμα εισοδηματίας, τσι δεξιώσεις στα μέγαρα, τσι κοπέλες τσι γυαλιστερές, τσι παρέες με τσου πρωθυπουργούς, τα κότερα και τσι κρουαζιέρες, τα φαγιά μια μπουκιά και χιγιάρικο, το βασι γιά τση γαρίδας, τον άλλονε των ρουμπινιών αλλά το κεφάλι κάτου κι από φαΐ μεσογειακή διατροφή, δήθεν, που δεν έχετε ούτε μια πίτα απ’ όλα ν’ αγοράσετε. Ψωμολυσσιάριδες! Οι πλούσιοι για νάναι πλούσιοι αδικούνε. Αμηδά ρίχτει ο Θέος αντίς για βροχή τσεκίνια και τα βρίσκουνε… Κάπως γίνεται κι από τσ’ ανθρώπους. Τα μαζώνουνε τα όβολα. Κι άμα μαζώνεις και μαζώνεις και μαζώνεις από τσου άλλους που σου δουλεύουνε έρχεται κάποια ώρα και τσου αδικείς. Έτσι δεν είναι; Διότι, κύργιε, πόσα θέλεις για να χορτάσεις, εσύ, τα παιδιά σου και τα πολυσέγγονά σου; Εδώ σου λέει ο ντόκτορ κάμε δίαιτα και τη βγάνεις με φακές χωρίς λάδι και ζηλεύεις τον άλλονε που τρώει κάτου από τη σκαλω σιά ψωμί, λάδι, τυρί και σαλάδο. ………………………………………….. Να σου δώκω λίγο σαλάδο μάστορα; Έχω να φάω σαλάδο ούτε γω δε ξέρω από τα πότες. Έχω τριγλυκερίδια. Ορέ φάε…, μην είσαι κουτός. Φάε, μια ζωή την έχουμε. - Έχω και χοληστερίνη. Έπιακα χτες αθερίνα, θέλεις να σου φέρω να τήνε κάμεις τηγανιτή και μ’ ένα ουζάκι; Άμα κάμει κι η κυρά Μαρία σκορδαγιά θα σου φέρω. Μου απαγορεύονται τα τηγανιτά λόγω έλκους. Κι όχι σκόρδο, όχι σκόρδο, τί έχω το απόγιομα σύσκεψιν με κάτι CEO. Και πως τήνε βγάνεις όλη μέρα; Κάθεσαι και μετράς τσι λίρες σου; Θα πάρω το ταξί για το Φεγγάρι. Έτσι έ; Νάρθω κι εγώ; Έχει μόνο μία θέση και μίανε για το σοφέρ. Δεν έχει άλλες. Δε πάμε καλύτερα εδώ απέναντι να βγάλουμε σκαρτσιμά να ψαρέψουμε, να βγάλουμε κι αχινιούς για το ούζο και δυο πετροκαβούρους να τσου κά
μουμε παστιτσάδο; Εδώ απέναντι σχεδιάζω να κάμω ξενοδοχείο εικοσιεφτά αστέρων, με μα ρίνες, πισίνες, ελικοδρόμιο, αίθουσα συνεδριακή, νάρχονται οι ηγέται να θρονιάζονται και να λένε τσι σοφίες που λένε. Άμα θέλεις θα σε προσλάβω κι εσένανε, νάβρεις δουγειά και να κονομάς μισθόν μετ’ αυξήξεως δύο τα κατό κάθε δέκα χρόνια. Και για το δύο τακατό ν’ αφήκω τσου απαλοκαβούρους; Γι αυτό δε θα πας ποτές σου μπροστά. Όλο στο τρεις κι εξήντα θα κάτσεις. Μ’ αυτά τα μυαλά, άχαρε, ημπορεί να ιδείς το Φεγγάρι από κοντά αλλά το πολύ-πολύ που θα καταφέρεις είναι να τα τινάξεις υγιής και φεγγαρολου σμένος. Άστ’ αυτά κι έλα μαζί μου να φάμε κέφαλους πετάγια στη χόβολη. Κι άμα έχεις όβολα φέρτα για προσάναμα. Κάνουνε. Να γυρίσουμε στο παρελθόν; στη ζωή των σπηλαίων; στην ανασφάλεια; στον πρωτογονισμό; Να γυρίσουμε στη ζωή ορέ, ποιά ανασφάλεια; Αλλά δε σου τόπα; Όλοι νιά ου κι εσύ γαβ! 31-7-2021 ΤΑ ΓΕΜΙΣΤΑ Λάβα έκανε. Δεν έκανε φου. Έσκαγε ο τζίτζικας. Τι θα φάμε σήμερα; - Κάτι ελαφρύ… Μουσακά; Ελαφρύς είν’ ο μουσακάς; Γιατί; σα γλυκό είν’ ο μουσακάς. Δε βάνουμε μπρος για γεμιστά; - Δεν επήρα μελιτζάνες. Με ντομάτες και πιπεργιές, είν’ ανάγκη να βάλουμε και μελιτζάνες; Είναι βαργιές οι μελιτζάνες. Εντάξει, αλλά ‘γω το ταψί στο φούρνο δε το παίρνω. Μούσκεμα είμαι, κολ λάω όλη από το πρωί. - Θα το πάρει το παιδί. Μη του πέσει. Έλα δω! Να πας να γιομίσεις από τη βρύση στο Απολυμαντήριο το λαγίνι με νερό και να μη σε χάσω. Μετά θα πας στο φούρνο να πάρεις το ταψί. Καλά. - Όχι καλά, καλάμια! Πού πας; Εδώ! Που εδώ;
- Εδώ σου λέω, εδώ! με τα παιδιά. Να σε βλέπω! Μη πάτε πίσ’ απ’ τ’ Ασπιώτήηη…., αλλοίμονό σου! Ναι. Όχι ναι, νιασμός! Ακούς; Πάνε κι εξαφανίζονται πίσ’ απ’ τ’ Ασπιώτη και μετά άμε να τάβρεις. Μέχρι τη θάλασσα πηγαίνουνε κι ανεβαίνουνε και στα Σπαρτά. Την άλλη φορά τάπιακε ο ναύτης. Άσε που περνάνε πάνου από τα σκουπίδια. Παιδιά είν’ αυτά; Παιδιά είναι, τι θέλεις να κάμουνε; Πιάκε δω να καθαρίσεις τσι ντομάτες, να πιάκω γω τσι πιπεργιές. Άναψε και τη γκαζιέρα για το ρύζι. Άμε κόψε και δυόσμο και λίγο μαϊντανό από το κήπο. Να καθαρίσω και τα κρεμμύδια. Βγάλε και μια μπουκαλίνα λάδι από τη πίλα. Μάλιστα μητέρα. Λα περ λα ετοιμάστηκε το ταψί με τα γεμιστά. Φώναξέ τονε. Γιώργόοο… ………………………………………… Δεν απαντάει. Πήγες πίσ’ απ’ τ’ Ασπιώτη, μην είν’ εκεί; Πουθενά δεν είναι. Άτιμο παιδί, πάει και χάνεται τότε που τόνε θέλεις. Και του τόπα! Δε του τόπα νάναι δω κοντά; Θα τόνε περιλάβω με τη βίτσα. Αυτό δεν είναι παιδί, αλήτης του βοργιά είναι. Άστονέεε…, παιδί είναι. Θα πάω ‘γω στο φούρνο. - Αυτό μας έλειπε, γριά γυναίκα με τέτοια κάψα στσου δρόμους... και κολλάς όλη! να σούρθει και κάνα κόρπο! Άφηκε το ταψί κάτου, εγώ θα πάω…, μη το τραβάς! Εσύ μη μου το τραβάς! Εγώ θα πάω! Ώωω…, είδες τι εγίνηκε; τα γεμιστά εριπιστήκανε όλα κάτου. Και τώρα; - Αυτό φταίει, κακοχρονονάχει. Του πατέρα του έμοιασε. Φεύγει και δε γυρίζει άλλο. Ά! κοίτα να σου πω…, όλα κι όλα! Που θα μου πεις για τον άντρα σου που όλη μέρα
Σε
μέχρις εδώ. Αυτό φταίει. Τώρα που θάρθει να ιδείς τι θα του κάμω… Να μη του κάνεις τίποτα! Του παιδιού μου! Για το μεσημέρι τι θα τσου κάμουμε; Αυγά με τη σάρτσα και μία σαλάτα. Ήρθες, μάτια μου; Ναι νόνα, να πάρω το ταψί. - Θα σε σκοτώσω φλιμένε μου, θα σε σκοτώσω! Μη τόνε κρύβεις, μητέρα. Όλα κι όλα. Άσε με, θα τόνε βαρήσω, να μάθει άλλη φορά. Αγιού, το παιδί μ’, αγιού το γιαβρί μ’. Κακούργα, έ κακούργα! Γιατί φωνάζει η μάμα;
και του εκανονίσανε κι επαντρεύτηκε και κείνηνε τη κλε ρονόμα από το χωργιό κι άμα τα ετίναξανε τάτας και μάμα ο κύργιος Αριστείδης εβρέθηκε με περιουσίαν τρανταχτήν και ακλόνητον. Όσο του εκατεβάζανε τα γαϊδούργια του Όρους τσι εγιές στο λουτρουβιό, δίπλα στη θάλασσα, να τσι αλέσουνε οι μυλόπετρες, να γιομίσουνε τα βαρέγια με το λάδι, να τα πάρουνε οι μπεντζίνες στη Ντέζα κι απόκια να τα φορτώσουνε οι μαούνες στα ποστάγια για Πειραιά, να γίνει ο ίδρως χιγιάρικα, καλά ήτανε. Μετά ποιός να πάει να του τσι μάσει; Όλοι στα ξενοδοχεία εδουλεύανε και τα χτήματα ελογγέψανε. - Διατί, κύργιε Σπύρο, δε θα παχτώσετε εφέτος το χτήμα; Εμεγάλωσα, εγέρασα, κύργιε Αριστείδη. Δεν ημπορώ. Και τα παιδιά; Ο ένας δουλεύει στο Κλαμπ κι ο άλλος σπουδάζει δικεόρος στας Αθήνας. Αλλάξανε τα πράματα κύργιε Αριστείδήηη…, ο κόσμος πάει μπροστά. Πάν’ αυτά που ήξερες. Βγάνε και μη βάνεις το πάτο θε να πιάνεις, λέει μία παροιμία. Εσταματήσανε τα γαϊδούργια του Όρους να του κατεβάζουνε χιγιάρικα του κύργιου Αριστείδη. Ούτε αυγά του φέρνανε, ούτε πουλακίδες, ούτε χόρτα άγρια, ούτε σύκα, ούτε νούμπουλα, ούτε τζίντζολες, ούτε παυλόσουκα στην εποχή τους που τ’ αρέσα νε. Εδυσκολεύτηκε. Οι επιτήδειοι τόνε διπλαρώσανε. - Εκείνα τα σαράντα στρέμματα τα παραθαλάσσια τι θα τα κάμεις; Είναι ετριακόσιες ενενήντα τρεις ρίζες εγιές. Νερογιές, όχι εγιές. Καρπούνε; Δε καρπούνε. Και τσι μαζώνεις; Δε τσι μα ζώνεις. Και τι να τσι κάμω; - Κάμε τις ξενοδοχείο. Εγώ; Και τι ξέρω εγώ από ξενοδοχεία; Είναι ένας που τσι θέλει. Τσι πουλείς; Να το σκεφτώ. Μην αργήσεις και χάσουμε την ευκαιρία. Το εσκέφτηκε. Το ωραιότερο χτήμα του ήτανε κι ας μην εβγάνανε λάδι οι νε-
ρογιές. Σούκανε χαρά να το περπατείς. Εγιές πανύψηλες, χάλευε από τα πότες, κι ανάμεσα τους οι μυρτιές, τυλιγμένες με τσι χιλινδρονιές, που λαμποκοπούσε η δροσιά τους στο πρωινό τον ήγιο. Κάποτες είχε σκεφτεί που ο Παράδεισος έτσι θα ήτανε. Πώς αγιώς να ήτανε ο Παράδεισος; Ένα σιάδι εγιές, μισό βήμα από το νερό να του ρίχτεις πέτρες να κάνουνε σάρτα. Κι η Μάρω να βοσκάει τα δυο της πρόβατα και να τραγουδεί «δε θέλω να δουλεύεις, δε θέλω να δουλεύεις…». Δε τση τόχε πει; Έλα μαζί μου, Μάρω μου, και δε θα δουλεύεις άλλο. Στα μεταξωτά θα σ’ έχω. Στα πούπουλα και στ’ ασημένια. Στη Χώρα, στο τρίπατο θα σε πάρω. Με παπά και με κουμπάρο. Πρώτη κυρά και κοκόνα τση Χώρας θα σε κάμω. Έλα δω, Μάρω μου. Αλλ’ αυτή η αφιλότιμη του εγέλασε κι έβαλε τσι κόρσες. Κι ούτε εξανακατέ βηκε ν’ αρμυρίσει τα ζωντανά. Εχάθηκε στην ανηφόρα και γέλουνε. Και πήγε και πήρε εκείνονε τον Έχτορα, πού τι έκαμε; Στο Κλαμπ εδούλευε, στα πεταλό. Κι εκείνη, η άχαρη, μετά που έκλεισε ο Δεσύλλας, καμαριέρα εγίνηκε στο Πυργί. Δεν επαντρεύτηκε ο κύργιος Αριστείδης. Όλο τη Μάρω να τρέχει στη ανηφόρα και να γελάει έβλεπε στον ύπνο του και στο ξύπνιο του. Μια εικόνα, μια στιγμή, που τον εσημάδεψε σ’ όλη του τη ζωή. Και τ’ ακρογυάλι που τούλεε ρίξε μου πέτρες να σου κάμω σάρτα, να σου φύγει ο νους να τόνε καταπιώ στο τελευταίο σάρτο. Έτυχε και την είδε μετά από μέρες. Εκατέβαινε από το ΧΤΕΛ. Εσταμάτησε και τήνε κοίταε. Κι αυτή τον εκατάλαβε. Έμαθα που το επούλησες το χτήμα το καλό, Αριστείδη. Ξενοδοχείο μεγάλο ασκώνεται. Πού τόμαθες; Εκατέβηκα την άλλη φορά στο γιαλό και μούπανε απαγορεύεται, ιδιωτικός χώρος, να φύγεις! Το πούλησα. Δεν ήτανε τυχερό να το κρατήσω. Μην ημπορείς να πεις να πάρουνε και τον Έχτορα; Το Κλαμπ έκλεισε. Θα το πω. 4-8-2021 ΦΡΕΣΚΑΜΕΝΤΟ ΠΑΥΛΟΣΟΥΚΑ
τα πέρσι εχαθήκανε. Οι μικροπωλητές φρουταργιόλοι. Αυτοί που επουλούσανε λαχανικά και φρούτα εποχής σε δυο τρεις γωνιές στο Σαρόκο, ένας στα Ψαράδικα, ένας όξω από του Κασίμη, δυο έξω από τη Λαϊκή και καμπόσοι μέσα στη Λαϊκή. Τσούφαε ο κόβιντ. Ανάμεσα στα μέτρα απαγορέψανε και σ’ αυτουνούς να πουλούνε υπαιθρίως. Δε βρίσκεις άλλο λεϊμόνια, νεράντζια μού λικα, περσέμολο, σέλινο, πατάτες, σκόρδα, ρίγανη, μόρες, κορόμηλα, μήλα Κα-
λαφατιωνίτικα, νέσπολες, μπουρνέλες, σύκα, τζίντζολες, συκομαϊδες, ντομάτες, κραμπιά, καμπεντεφιόργια, κρεμμυδάκια και σκόρδα φρέσκα, γλυκοπατάτες, μαρούγια, αγγούργια, κοκκινογούγια, ρεπανάκια, χόρτα άγρια, καμιά μελιτζάνα κι ό,τι άλλο εκόβανε από τσου κήπους τους οι μικροπαραγωγοί. Βρίσκεις βέ βαια απ’ όλα στσι μπάνκες και στα μανάβικα αλλά τσου μικροπαραγωγούς δε τσου βρίσκεις. Τα δικά τους κολλάνε τσ’ αλλουνώνες δε κολλάνε Μικροποσότητες εκατεβάζανε από ιδρύσεως κόσμου. Τώρα τσου το απαγο ρέψανε. Ούτε σουκέρους, ούτε φρακατσάνοι, ούτε παυλόσουκα κομμένα στο χέρι. Πάλι γκρίντα; Αφού βλέπεις πως είν’ η κατάστασις. Βλέπω πως είν’ η κατάστασις. Τι διαφορά έχουν’ οι άλλοι από τσου μικρο πωλητές; Το ίδιο δεν είναι; Δεν περιλαμβάνονται εις το πρωτόκολλον. Το πρωτόκολλον σου κόβει παυλόσουκα; Να πα να κόψεις μοναχός σου. Επήγαινα κι έκοβα τέτοια εποχή από τσι παυλοσουκιές του Βίδο. Και γιατί δε πας και τώρα; Θα σούλεγα γιατί αλλά έχεις χάρη που επροχτές εγιόρταζε ο Άη Στέφανος και δε θέλω να κολαστώ. Πάντως, εγώ είδα κάτι τελάρα με παυλόσουκα Μάρτας. Δεν είναι το ίδιο. Πρώτ’ απ’ όλα δεν είναι του ίσκιου. Δεν έχουνε τη νοστι μάδα του άγουρου που πάει να γίνει ώρμο, τη γλύκα του πρωινού πρι μπει το μεσημέρι, την αντίσταση στο κουπί που το κόβει μπριχού ωρμάσει και σου πέσει με το που τ’ αγγίζεις. Έτσι; Ορέ! Και στα παυλόσουκα φιλοσοφίες; Γράψε κάτι και για τσι μαντουάνες! Εραμολίρισες καημένέεε… Ημπορεί. Πάντως πολύ θάθελα να τσου ξαναφήκουνε να πουλούνε στο δρόμο. Να μου κόψουνε επί τόπου τρία να φάω κι έξη για το σπίτι. Ναι, καλάαα… Κοίτα μη στουμπώσεις! Εδιάβασα που κάνουνε καλό και στη χοληστερίνη και για κάτι άλλα. Ακούς; ακούς; Τι ν’ ακούσω; - Ένας φωνάζει φρεσκαμέντο παυλόσουκάαα… Πού; πώς; πότε; ποιός φωνάζει; Δεν άκουσες; Όχι. Πήγαιν’ όξω από το Φοίνικα ν’ ακούσεις. Από βράδυ. Είν’ αυτοί με το καρ μπούρο. Μετά το κινηματόγραφο. Με κογιονάρεις; Όχι παυλόσουκα δε βρίσκεις, ούτε το Φοίνικα δε βρίσκεις. Εχαθήκανε αντάμα. Σύσκαρα.
ΓΑΙΑ ΠΥΡΙ ΜΙΧΘΗΤΩ Χάος – Έρεβος και Νύχτα – Αιθέρας και Ημέρα – Γαία και Έρως. Έτσι τα βάνει στη σειρά ο Ησίοδος. Τρομάρα του και του Ησίοδου, από πού τάξερε και τάλεγε; Αλλά έχτη και καταϊδρωμένη βγάνει στη πασαρέλα τση Κοσμογονίας τη Γη. Αυτήνε που όλοι εμείς που τη πατούμε όλοι μέσα θε να μπούμε. Καθ΄ όσον παιδιά της ειμάστενε και ως μαμά έχει απάνου μας απόλυτον εξουσίαν ως ελέω Χάους άνασσα. Εντάξει. Στην αρχή που ήτο επίπεδος και νεαρά έκανε και τσι κουταμάρες της. Κορίτσι πράμα ήτανε και με ποιόνε πήγε δε το ξέρει μήτε ο Ησίοδος. Αλλά εγέννησε τον Ουρανό κι ένα δείλι αυτός έβαλε κείνα κει τα χρώματα που βάνει και τα φωτογραφίζουμε καλλιτεχνικώς, να πάρουμε νι εις την νι like στο fb και ν’ αναστενάξουνε μέχρι και τα πέτσα του Λιμανιού. - Αχ! τι ωραίαι αι ημέραι εκείναι… Ωραίαι, ξεωραίαι η Γη με τον Ουρανό εδώκανε κλώτσο στο παραμύθι να γυ ρίσει και εκ του κλώτσου τούτου επεταχτήκαμε κάποια βολά και ημείς οι αν θρώποι, εστρογγυλοκαθίσαμε επί της γεννήτορος Γαίας κι αποδείχτηκαμε σκα τόπαιδα εις σημείον αφάνταστον. - Βρε σεις καθήστε καλά θα σας τις βρέξω. Τίποτα εμείς. Μέχρι κατακλυσμό μας έκανε, μέχρι τον Εγκέλαδο μας έστειλε, μόνο που δε μας αφαλόκοψε. Τι παιδιά της ειμάστενε κι όσο νάναι κατά βάθος μας συχώρουνε. Στον Ουρανό του τάλεγε. Δε βλέπεις τι κάνουνε; Παιδιά σου είναι, δεν ενδιαφέρεσαι; Βλέπω. Τι θέλεις να κάμω; - Ρίχτους ένα μετεωρίτη, τόσους έχεις, κάμε κάτι. Τ’ αγαπάω τα φλιμένα. Είναι σκαμπουλουνιάρηδες. Παιδιά μας είναι. Μη και δε τσου δώκαμε το καλό παράδειγμα; Είσαι αδυνάτου χαρακτήρος, ανάθεμα την ώρα που έμπλεξα μαζί σου. Αλλά δεν είχα, η άχαρη, μάμα κι εγώ να με συμβουλέψει. Ναι, καλά! Κακόπεσες κι εσύ. Κλείσου σε μοναστήρι! Θα κλειστώ! Κι έκανε μία έτσι η Γης κι από επίπεδη και ίσια εγίνηκε στρογγυλή, σα το ζω ύφιο που τ’ αγγίζεις και γένεται μπαλάκι. Οι ανθρώποι εξεσαλώσανε. Αληταργιό άνευ επιτηρήσεως. Σφάξανε, κάψανε, καταστρέψανε, χτίσανε, σκεφτήκανε, προοδέψανε ως κοινωνίαι, φυλαί, έθνη και τα λοιπά. Μέχρι και τη παγκοσμιοποίηση εβρήκανε. Κίνητρα δύο. Η εξουσία και το κέρδος. Επιδίωξις μία. Να περνάω ΕΓΩ καλά και
γαία πυρί μιχθήτω. Εκάμανε κοινωνίας. Εκάμανε χωργιά και πόλεις. Εβρήκανε και την ιδιωτική περιουσία κατοχυρωμένη δια νόμων ισχυρών. Για τα ρέστα είπανε: Όλοι μαζί ζιούμε, όλοι μαζί στο καλό και στο κακό. Και τα νερά και τα βουνά και τα δάση κι οι κάμποι και τα ποτάμια και τα ρυάκια και τα δέντρα και τα ζα, άγρια κι ήμερα, και τα ψάργια κι οι πάγοι κι οι ερήμοι κι οι ζούγκλες όλα να ανήκουνε σ’ όλους από κοινού, τί αυτά ανήκουνε στη μάνα Γη και δε τ’ αγγίζουμε. Καθ’ όσον πολιτιζμένοι ειμάστενε κι έχουμε δυο δράμια μυαλό στο κεφάλι μας. Αυτά είναι δια όλους και θα τα λέμε δημόσια περιουσία και θα κάνουμε υπηρεσίας δημοσίας να τα φροντίζουνε και να τα προστα τεύουνε. Μόνο που μερικοί το εξανασκεφτήκανε. Βρε τι κουταμάρες είν’ αυτές; Τί παναπεί δημόσιο, τι παναπεί δημόσιος πε ριουσία; Φέρτε τα δω να τα αξιοποιήσομεν. Γιατί υπάρχει ο ιδιωτικός τομέ ας; Δεν είπαμε; Να περνάω ΕΓΩ καλά και γαία πυρί μιχθήτω. Το ξανάκουσε η Γη. Τση το μαρτύρησε ο Ουρανός. Τό και τό λένε για σένανε. Γαία πυρί μιχθήτω, λένε. - Έτσι έ; Θα τα κάψω τα σκατόπαιδα, να μάθουνε. Μόνο που δεν επρόκανε. Τα σκατόπαιδα εβάλανε μόνα τους φωτιές. 10-8-2021 ΤΟ ΣΠΙΤΙ Σε χαμοκέλα εμεγάλωσε. Αυτό είχε ο πατέρας του. Για κρεβάτια τριστέγια. Για πάτωμα το χώμα. Ανακατεμένο με λάδιατα κι ασβέστη είχανε κάμει μια κρούστα πατημένη κι αδιάβροχη και το νερό που έσταζε από τα κεραμίδια γλιστρού σε προς τα όξω. Δίπλα με το σωρό τσι πατάτες εκοιμόντανε. Τα μποντίκια εβρί σκανε να τρώνε και δε τόνε πειράζανε. Κι οι διπλανοί του το ίδιο. Και δε ζήλευε. Όλοι στο ίδιο καζάνι εβράζανε. Μεγάλωσε. Τ’ όνειρό του ένα σπίτι. Πραγματικό. Με τοίχους πέτρινους. Με μια κάμαρη για τον ίδιονε και τη Κατέρω. Και μίανε για τα παιδιά. Και κουζίνα με στια και καρφιά στο πύργο για τα χαρκώματα. Κι ένα μακρύ τραπέζι με κα ρέκλες κι όχι κρούζες. Και με λαδοφωτιές παντού για το βράδυ. Κι ένα μικρό απόπατο απ’ όξω. Να μη τρέχουνε στσι σφαγιές. Στο μεροκάματο. Από νύχτα σε νύχτα. Κάθε βράδυ που εγύριζε έφερνε μαζί του πέτρες. Και ξύλα. Και χώμα. Έκλεβε κι ασβέστη από τσι οικοδομές. Κι ό,τι σίδερα έβρισκε. Όλα χρειαζόντανε. Έξοδα μηδέν. Ούτε τσιγάρο. Μάζωνε. Είχε σκοπό. Ήτανε κάποιοι από δίπλα που είχανε βάλει μπρος και χτίζανε. Πήγαινε και βοήθαγε. Μάθαινε κιόλας. Έτσι γωνιάζουνε, έτσι αλφαδιάζουνε, έτσι ρεμπου
κάρουνε. Μου γιόμισες όλο το τόπο πέτρες κι αγερίνες. Πού θα βάλω φέτος τσι πα τάτες; Έχεις τόπο, μάνα. Άσε με, ξέρω γώ. Πέντε χρόνια μάζευε. Η Κατέρω από δίπλα τον έβλεπε. Θα χτίσεις Δημήτρη; Πρώτα θα χτίσω κι ύστερα θάρθω να σε ζητήσω. - Πίσω απ’ τη ντέζα του σιορ Ντάντου έχει πέτρες. Τσείχω σταμπάρει. Όταν έβαλε μπρος, ήρθαν’ όλοι να τόνε βοηθήσουνε. Έσφαξε και κόκορο στα θεμέγια. Ο φίλος του ο Πέτρος έκοψε μια καρυδιά και τούκανε το τραπέζι και τα σκάνια. Κι ο Θωμάς εκατέβασε κυπαρίσσια από τσ’ Αντικρημνούς για τράβα. Κι ο πατέρας του τούδωκε μια λίρα ν’ αγοράσει υαλοπίνακες. Και τα παιδιά τση Ντόντως τ’ ανοίξανε το βόθρο. Ορές παιδιά το φχαριστώ είναι λίγο. Εγώ θα κοιτάξω να σου κάμω κι ένα μπότζο. Άστονε κει να στέκει. Μετά θ’ ασκώσεις κι άλλο, να κάμεις απαλάτι. Νάσαι καλά Χτόφορε. Σπολάϊτή σου. Από το Θέο να τόβρεις. Σώσανε και τα ρεμπουκαρίσματα, έσωσε κι η σκέπαση. Απάνου έβαλε και δυο μπουκαλίνες μίανε με λάδι και μίανε με κρασί για καλή πόρεψη. Του τσί δωκε κρουφά η Κατέρω. Το γλέντι μπροστά από το σπίτι εγίνηκε. Εχόρεψε κι ήπιε αγκαγιά με τη Κατέ ρω του. Κι επροκόψανε. Και τα παιδιά τσου παραπάνου. Όλα τα καλά αποχτή σανε. Κι αγγόνια τέσσερα. Κάτου από τη περγουγιά εκαθόντανε καθ’ απόγιομα. Είχε μέσα και τελεόρα ση αλλά δε τ’ άρεσε. Όλη τη μαύρη συφορά ήλεγε. Φωτιές, καταστροφές. Σα τσι σειρήνες του πολέμου εβάρουνε από το πρωί. Ερχόντανε, λέει, φωτιά και κατά δω και να πά’ να φύγουνε. Πατέρα να σε πάρουμε στη Χώρα. Σήκω! Δε πάω πουθενά. Δεν αφήνω το σπίτι μου. Θα καείς! - Πάρτε τα λάστιχα, ορές. Κόφτε όλα τα δέντρα στο φράχτη. Κλείστε τα παράθυρα. Ρίχτε νερό στη σκέπαση. Αμολύστε τα ζωντανά. Ανοίχτε το κοτέτσι. Από πού έρχεται η φωτιά; Από πού φυσάει;
Από το Βοριά έρχεται. Νοτιάς φυσάει. Βάρτε φωτιά στο Νοτιά. Να πάει η φωτιά νάβρει αυτήνε που κατεβαίνει από το Βοριά να τήνε κόψει. Εγώ δε κάθομαι. Φεύγω. Έχω γυναίκα και παιδιά. Φύγε! Εσύ αγόρασες. Δεν έχτισες. Όπου δεν έχτισε κι όπου δεν επάντρεψε. Φύγε. Φύγετ’ όλοι. Κατέρω! Έβγα όξω ορή. Καίγεται το σπίτι μας.
ΔΕΝ ΕΧΟΥΜΕ ΚΡΑΤΟΣ - Δεν έχουμε κράτος… Εδιαλυθήκαν’ όλα. Δεν είδες τι γένεται; Κράτος είν’ αυτό; Άρτζι μπούρτζι και λουλάς είναι. Ό,τι θέλει ο καθένας κάνει και δε δίνει λογαργιασμό καμιανού. Χρωστάει το κράτος; φοβάται το κράτος; κλα ψουρίζει το κράτος; Έτσι είναι το κράτος; Κι όλο του φταίνε οι άλλοι; Αυτό δε φταίει; - Φταίνε οι προηγούμενοι. Κι αυτοί ελέανε ότι εφταίγανε οι προπροηγούμενοι. Και πάει λέοντας μέχρι το 1821. Φταίει το πολιτικό σύστημα, η πολιτική θεώρησις. Φταίνε τα κόμματα. Φταίνε τα κουμπιά τση Αλέξαινας. Πού είναι το ΗΘΙΚΟ, το ΔΙΚΑΙΟ, το ΤΙΜΙΟ, το ΕΙΛΙΚΡΙΝΕΣ, το ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ; Αυτά είναι θεωρίες. Τι είναι το κράτος; Ξέρω ΄γώ; Τι είναι το κράτος; Το γκουβέρνο; η αρχή; η εξουσία; Τι είναι; Όλ’ αυτά πρέπει νάναι. Κι οι υπηρεσίες του, τα υπουγεία, οι περιφέρειες, οι δήμοι, οι κοινότητες. - Δεν έχει άλλο κοινότητες. Οι καλύτερες ήτανε. Λάθος τους που τσι ξηλώσανε. Όσο πιο λίγοι αποφασί ζουνε για ένα τόπο τόσο το καλύτερο. Όσο πιο λίγοι τόσο πιο κοντά στη Δη μοκρατία ειμάστενε. Πού να ξέρω ‘γώ τι χρειάεται ο Στραβοπόταμος στου Γιατρώνες; Όσο πιο πολλοί χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα. Πας να πεις το παράπονό σου και σου λένε στ’ άλλο γραφείο, στον άλλο όροφο, στην άλλη υπηρεσία, είναι δουγειά τση περιφέρειας, τση αποκεντρωμένης, του υπουργείου, χρειάεται τροποποίηση ο νόμος από τη βουλή, να κάμετε προσφυγή στο ΣτΕ, να δείτε το πρωθυπουργό. Είναι εύκολο να δεις το πρω θυπουργό; - Βάλε τελεόραση να τόνε διεις. Και ρώτησε τονε. Κι άμα δε σου απαντήσει να γράψεις στσι εφημερίδες, να τσου βγάλεις στα κανάγια, γράψε και στο fb. Ναι, σιγά που ιδρώνει τ’ αυτί του κράτους. Μπενάκης, βγαινάκης. Δε σ’ ακούει καένας. - Και γιατί να σ’ ακούσει; Πάντα δίκιο έχεις; Όλο κουταμάρες λες και τίποτα δε σ’ αρέσει. Δε μας επήρανε χαμπάρι κι οι ξένοι; Αυτοί που μας εδανεί σανε; Αυτοί που μας εβάλανε να υπογράψουμε τα μνημόνια; Τι είπανε; Πάρτε τάβολα αλλά θα λιγοστέψετε το κράτος, τί αποδείχτηκε που κράτος δεν έχετε. Θα δώκετε τα τελέφωνα, τ’ αεροδρόμια, τα λιμάνια, τα ναυπη γεία, τα τρένα, τσι νατούρες, το ρέγμα κι ό,τι κάνουνε το κράτος, κράτος, τί δεν εισάστεν’ άξιοι για κράτος κι αφήστ’ εμάς να σας εκάνουμε κουμάντο που ξέρουμ’ από κράτος καλύτερα. Δεν εβλέπετε τα δικά μας τα χάγια όπου τάχουμε κάνει κι εμείς όλα ρουμ μπαραρούμ;
- Ναι, αλλά το χρέος επήγε τρεις φορές απάνου…
Δεν έχει σημασία. Σημασία δεν έχει μόνο άμα χρωστάς αλλά και ποιανού χρωστάς. Χρωστάς στο κράτος σου; Στσου πολίτες σου που αυτοί είναι, υποτίθεται, το κράτος σου; Μόνο; Θα τα βολέψεις. Είναι σα η μια τσέπη να χρωστάει τσ’ αλληνής. Άμα όμως χρωστάς του γειτόνου κάποια στιγμή θα σου τα χαλέψει. Κι άμα δεν έχεις να του τα δώκεις θα σου πάρει κείνο κει το κομματάκι που το λούζει η θάλασσα κι ο ήγιος και τι να το κάμεις; Άχρηστο σούναι και φέρτο δω να ρεφάρεις λίγο από το χρέος του κράτους σου και πάρε δω κι άλλο χρέος να πορευτείς κι ας μεγαλώσει το χρέος σου. Κι εκεί που το βιώσιμον είναι στο 100 εμείς θα πούμε που είναι στο 300. Γούστο μας, καπέλο μας και καουμποϊλίκι μας. Κι άμα βρεθεί καένας να σας εδιαμαρτυρηθεί εμείς θα του πούμε τι θέλετε, κύργιε; Από το 100 το βιώσιμον επήγε στο 300 κι αύριο στο 400. Μη κι αυτοί που μετράνε το βιώσιμον δικοί μας δεν είναι; Λογαργιασμό θα σας εδώκουμε; Αμή; Δε μ’ αρέσουν’ αυτά. Άτιμα πράματα. Σα και το παιδί τση Στυγός και του Πάλλαντα. Του Κράτους, που είναι η προσωποποίηση τση ωμής εξουσίας. Ωμή, ξεωμή, στολάιστο νάναι δική μας. Πάν’ αυτά. Το κράτος από χρόνια εγίνηκε ιδιωτικό. Δεν ημπορούσαμε να διαχειριζόμαστε χρήματα ως κράτος και το πασάραμε στον ιδιωτικό τομέα για να μας φέρει αποτέλεσμα. Ξεπουληθήκαμε. Αξιοποιηθήκαμε. Και εντί μως και ατίμως. Κι έφερε ο ιδιωτικός τομεύς αποτέλεσμα; Για τη πάρτη του ναι. Για εμάς όχι. Και γιατί δεν εκοιτάξαμε να διορθώσουμε το κράτος το δικό μας, να φέρνει αποτέλεσμα μοναχό του; - Έλα ντε… 15-8-2021 ΑΝΥΠΑΝΤΡΕΣ ΚΑΙ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΕΣ Πότε γιορτάζουν’ οι Μαρίες, οι Μαίρες, οι Μαργιώ, οι Μαριγούλες, οι Μαιρού λες, οι
- Έτσι είναι το πρέπον!
Πουρκουά; Για τση μαμάς σου τα λουργιά! Μάλιστα!
Με τη διαφορά που υπάρχουνε κι οι Παναγιώτες κι οι Παναγιώτιδες. Κι οι Παναγιώτες εντάξει. Έλκονται από τσι Μαρίες κι ακολουθούνε το έθι μον. Οι Παναγιώτηδες; - Τάκη γιορτάζεις αύριο; Όχι, το Νοέμβρη. Μετά των παρθένων! Μετά των παρθένων; Ουί! Ο Τάκης, εκ του Παναγιώτης, Παναγιωτάκης, Τάκης, μετά των παρθένων; Θεός φυλάξει! Εκτός κι αν… Να σου λείπουνε τα εκτός κι αν, τί και βαρβατίλας βρωμάει το χνώτο του και το ούζο πίνει ανέρωτο και το καφέ του σκέτο. Παρακαλώ… Καλώς, και με το μπαρντόν. Και δε γιορτάζει σήμερον; Όχι! Λογαργιασμό θα μας εδώκει πότε θέλει να γιορτάζει; Για να του πω ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ. Εσύ πέσ’ του ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ άμα θέλεις. Τι παναπεί; Οι ευχές είναι πάντα καλοδεχούμενες. Του Πάνου τούπες; Άαα…, γιορτάζει κι ο Πάνος; Αυτός με το τσιγάρο το σέρτικο; Σήμερα; Δεν ηξέρω, ρώτησέ τονε. Σωστά. ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ Τάκη, ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ Πάνο. Έτσι μπράβο! Πες μίανε ευχή κι άστηνε να πέσει χάμω. Όλοι γιορτάζουμε σήμερα. ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ σ’ όλονε το κόσμο. ΑΜΗΝ, ΠΑΝΑΪΑ ΜΟΥ!
ΠΛΑΤΕΙΑ ΣΟΥΒΛΑΣ Επήγες χτες στην εκκλησιά; Επήγα που να μην επήγαινα. Γιατί; - Εκολάστηκα! Παναΐα μου σχώραμε! Τι σου συνέβη; Απ’ όξω εψήναν’ αρνιά. Από τη νύχτα βάλανε μπρος; Θάτυχε. Αμ δε… Δεν έτυχε! Έφυγα, επήγα στην παρακάτω εκκλησιά. Τα ίδια! Εγυ ρίζανε τσι σούβλες. Και στη παρακάτω και στη παρακάτω. Εστεφάνωσα τα
πάντα όλα. Από Τριπουλέΐκα μέχρι Αγιούς Θοδώρους κι από Άη Λια μέχρι Μπαστούνι κι από το Νισοκομείο μέχρι την Υπαπαντή. Παντού μία σούβλα. Όλ’ η Κέρκυρα. Μπορείς να μπεις σ’ εκκλησιά; Έρχετ’ η τσίκνα μέσα και σκεπάζει και το λιβάνι του παπά. Μπόχα! Ο κόσμος αγόραζε; - Νωρίς ήτανε, δεν είχανε καλοψηθεί. Αλλά επεριμένανε να σώσει η εκκλησιά, να πάρουνε τ’ αντίδωρο, να το φάνε μ’ ένα μπουκούνι πέτσα. Τέτοια σκέδια… Είναι γλέπεις η μέρα. Απ’ άκρη σ’ άκρη τέτοια μέρα όλ’ η Κέρκυρα μια σού βλα είναι. Τήνε τρυπάνε από τα Λεύκη μέχρι τον Αρμυρό και τήνε σιγοψέ νουνε, να σουσταντσιάρει, να τήνε κάμουνε μοιράδια, να φάει ο κόσμος, να πει ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ, μέρα πούναι. Για το καλό. Τέλος πάντων. Εκκλησιά επήγες τελικά; Εγύρισα όλη τη Κέρκυρα και στη Κυροπούλα εκατάληξα. Και λειτουργούσε η Κυροπούλα; Δε λειτουργάει. - Έκανα το σταυρό μου απ’ όξω. Εκεί δεν είχε σούβλα. Και τι εφάγατε το μεσημέρι; Κόκορο παστιτσάδο. Μας είχε φέρει ο Πρικόπης από το Βιρό. Καθαρισμέ νονε. Κόκορο τση Παναΐας; Πάει; - Το κάμαμε να πάει. Τι ήθελες να κάμουμε; Αφού κόκορο ήφερε ο Πρικόπης. Αρνί μας ήφερε τη Λαμπριά. Εχαλάσανε κι οι βιλάνοι. Άκου κόκορο τση Παναΐας… Εδώ λένε τη Σπιανά δα από Πλατεία Ληστών να τήνε βγάλουνε Πλατεία Σούβλας. Τόγραψε κι η φημερίδα. - Ωραίαα…! Στο ταπέο του κρίκετ να ψήνουμ’ αρνιά και στο Πάρκο η μουζική να παίζει του Κίτσου η μάνα κάθονταν στην άκρη στο ποτάμι. Άσκημα θάναι; Ούτε λόγος! Πλατεία Σούβλας; Πλατεία Σούβλας! Αφού τόγραψε κι η φημε ρίδα… Βασιλικιά η διαταή και τα σκυγιά δεμένα. Τόπε κι η τελεόραση; - Όχι. Άαα…! Άμα δε τόπε η τελεόραση δε μετράει. Περίμενε μέχρι να το πει. Ήτανε καλός ο κόκορος; Εγλύψαμε και τα δάχτυλά μας. Κάπο! Τ’ απόγιομα εκατέβηκες; Για καφέ στο Λιστόν. Εκοίταξα και τη ταμπέλα μη και την αλλάξανε και γρά ψανε Πλατεία Σούβλας. Όχι δε την αλλάξανε. Περίμενε και θα δεις!
ΤΙΜΗΣ ΕΝΕΚΕΝ Μικρός επαντρεύτηκε, μικρός εγίνηκε πάππους. Όταν ο άγγονας επήγαινε στη Δευτέρα του Δημοτικού τον έπιακε από το χέρι να πάνε βόρτα. Τόνε βλέπεις αυτόνε; Ξέρεις ποιός είναι; Όχι. Ο Ανταμος είναι, αυτός που ήφερε το νερό στη Πόλη από τη Μπινίτσα. - Ά! Και γιατί φορεί τέτοια ρούχα κι έχει και σπαθί; Αρχαίος Έλληνας ήτανε; Όχι, Ιγγλέζος ήτανε. Αλλά ένας Προσαλέντης, που έκαμε το άγαρμά του, τον έκαμε όχι σαν αρχαίο Έλληνα αλλά σα Ρωμαίο στρατηγό. Για να δείξει πόσο σπουδαίος ήτανε. Σα τσου Ρωμαίους στρατηγούς. Εκατάλαβες; Όχι. Γιατί δε τον έκανε όπως ήτανε; Αυτός σεντόνια φόρουνε; Χλαμύδες λέγονται. Κανονικά εφόρουνε άλλα ρούχα. Πανταλόνια και σα κάκια και δεν είχε πέδιλα. Γαλότσες, στιβάγια είχε. Ψηλά μέχρι κάτου από το γόνα. Κι είχε άλλο σπαθί. Πιο μακρύ. Και φόρουνε και καπέλο τσόχινο, μαύρο, και δεν είμαι σίγουρος άμα είχε και φτερό. Και τότες γιατί τον έκαμε έτσι ο πως τον είπαμε; Ο Προσαλέντης; Αυτός. Ήθελε να τον εκθειάσει, να τόνε κάνει να μοιάζει σα Ρωμαίος. Δε σούπα; Κι οι Ρωμαίοι είναι οι καλύτεροι του κόσμου; Κάποτες ήτανε, τώρα όχι. Εκείνο που θέλω να σου μείνει είναι που αυτό το άγαρμα είναι ο Άνταμος που ήφερε το νερό. Για να ξέρεις άμα σε ρωτή σουνε. Αυτός ποιός είναι; Αυτός είναι ο Γκίλφορδ. Αυτός έκαμε την Ιόνιο Ακαδημία. Πολύ σπουδαίος. Τον έχουμε οι Κερκυραίοι σε πολύ μεγάλη εχτίμηση. Και γι αυτό του εκά μαμ’ άγαρμα. Κι αυτός Ρωμαίος ήτανε; Όχι. Ιγγλέζος κι αυτός. Αλλά του εβάλανε κι αυτουνού τέτοια ρούχα. Για να τόνε τιμήσουνε. Παναπεί άμα θέλεις να τιμήσεις κάποιονε του αλλάζεις τα ρούχα; Θα μεγαλώσεις και θα καταλάβεις. Αυτό πίσω τι είναι; Ξέρεις; Είναι το Παγιό Φρούργιο. Μου τόπε η νόνα που ήρθαμε να κάμω κούνια. Και πόσο παγιό είναι; Ποιος τόχτησε; Σας τόπανε στο σκολείο; - Όχι, αλλά πολύ παγιό πρέπει νάναι. Δε βλέπεις που έχει χαλάσει; Μάλιστα! Και τούτος είναι ο Σαλιμπούργος. Στρατηγός σπουδαίος. Εσταμά τησε τσου Τούρκους το 1716. Εκατάλαβα. Κι αυτός Ιγγλέζος θάτανε, τί κι αυτός ντυμένος σα Ρωμαίος εί ναι. - Αυτός ήτανε Γερμανός. Και Ιγγλέζους και Γερμανούς όλους σα Ρωμαίους τσου ντύνανε;
-
Δε σούπα; Τιμής ένεκεν, που λένε. Μη δε ξέρεις πάππου; Δε τα καταλαβαίνω. Θα ρωτήσω και τη δασκάλα. Να τήνε ρωτήξεις. Για κοίτα ετούτονε… Αυτός ήτανε Έλληνας και Κερκυραί ος. Αυτός φοράει τα ρούχα που εφόρουνε στην εποχή του. Τα πραγματικά. Ο Ιωάννης Καποδίστριας είναι, ο πρώτος Κυβερνήτης τση Ελλάδας. Αυτός που μας έκανε κράτος ελληνικό. Πολύ σπουδαίος αλλά τόνε σκοτώσανε γιατί ήτανε σπουδαίος. Αυτός μ’ αρέσει. Κρίμας που τόνε σκοτώσανε. Γιατί τόνε σκοτώσανε; Γιατί τσου καλούς τσου σκοτώνουνε οι κακοί. Αλλά στσου κακούς δε τσου κάνουνε αγάρματα. Στσου καλούς κάνουνε. - Εκεί απέναντι από το Γκίλφορδ στο Μποσκέτο, δίπλα στη πόρτα ήτανε και κάτι μικρά αγάρματα. Μόνο τα κεφάγια τους. Δεν ήταν’ ολόκληροι. Ο Λορέντζος ο Μαβίλης και ο Ντίνος ο Θεοτόκης. Αυτοί ήτανε καλοί; Οι πιο καλοί! Από τσου καλύτερους. - Ούτε αυτουνούς τσούχανε ντυμένους Ρωμαίους. Ούτε. Γιατί; ΤΙΜΗΣ ΕΝΕΚΕΝ! 21-8-2021 ΑΠ’ ΕΥΤΕΙΑΣ ΑΝΑΘΕΣΗ Με κείνηνε την απ’ απευτείας ανάθεση τι γένεται; Είπανε που αφού εβγή καν’ άγονες οι δυο δημοπρασίες θα το εδίνανε απ’ ευθείας ανάθεση με κάπου 28.000 ευρά. Το δώκανε; Εκεί ακούνητο είναι από τα πέρσι. Τόφαε ο ήγιος. Θ’ άνοιξ’ όλο. Φακλάνα θε νάγινε. Μούπε προχτές ο υπεύτυνος ότι είναι εντάξει. Δεν έχει τίποτις. Σα καινούρ γιο είναι, λέει. Δεν έχει τίποτις; Μα από σίδερο είναι; Ξύλινο είναι. Δεν άνοιξε; Εμένανε η βάρκα μου, πούχω να πάω μέρες, έμπασε νερά από τα ψηλά και μη μου πάει στο πάτο καμιά ώρα μ’ όλη τη μηχανή. Με πήρε τελέφωνο ψες το βρά δυ ο Κολάγγης και μούπε πως στο πάτο θα πάει. Αυτό γιατί δε θα πάει; Πάει καένας κάθε μέρα και του ρίχτει νερά; Θα σε γελάσω. Αλλά ποιός να πάει; Δεμένο κι ακούνητο στο μόλο είναι. Από τα πέρσι. Και τα παιδιά τση απασχόλησης πως ανεβαίνουνε; Με το πειρατικό νομίζω. Τι; Επήρε την απ’ ευτείας ανάθεση το πειρατικό; Αποκλείεται. Δε γένετ’ έτσι. Αφού δε πάει άλλος ανάλαβε το πειρατικό τη
γραμμή. Δεν ηξέρω κιόλας καλά και μη σε γελάσω. Όχι, λέω μη και το πειρατικό επήρε τα 28.000 ευρά. Αποκλείεται. Ο άνθρωπος τη δουγειά του κάνει. Κάνει δρομολόγια να εξυ πηρετήσει το κόσμο. Κι άμα πας εξυπηρετείσαι; - Δεν ηξέρω. Έχω ν’ ανέβω ούτε κι εγώ δεν ηξέρω από τα πότες. Δεν ηξέρω. Αλλά μούπε ο υπεύτυνος που από μεσημέρι δε πατεί καένας να φάει. Ποιός να κάτσει να φάει στα τσιμέντα κάτου από τσι ομπρέλες; Μεσ΄ στο ντάβανο; Γιατί; Είν’ ανοιχτό το εστιατόργιο; - Όχι, αλλά λέμε. Και να ήτανε θα επήγαινες να φας; Αφού αυτοί οι διαόλοι εφωνάζανε και το διώξανε από τη σκια, τι ήθελες να κάμει; Έκλεισε. Άδικο είχε; Μα λένε που τη σκια δε την είχε νοικιάσει. Τα τσιμέντα νοίκιασε. Ψέματα; Όχι δεν είναι ψέματα. - Και το υπόστεγο πάνου από τα τσιμέντα τι εγίνηκε; Δεν ήτανε μια χαρά; Ποιό υπόστεγο; Τόφαε η μαρμάγκα. Το ρίξανε γιατί ήτανε σάπιο. Ποιό σάπιο; Μια χαρά υπόστεγο ήτανε. Ξέρω ‘γω! Δεν είχε άδεια. Γιατί; Οι γυψοσανίδες μέσα έχουν’ άδεια; - Άλλο το μέσα, άλλο το όξω. Δεν είναι το ίδιο. Ορέ, πώς τα εκατεφέραν’ έτσι; Έχει υπογραφεί σύμβασις. Για έξη συν έξη χρόνια άμα κάμουνε καλή χρήση. Και κάνουνε; Δε νομίζω. Τι καλή χρήση κάνουνε; Καλή χρήση κάνουνε άμα ο κόσμος είν’ ευχαριστημένος. Είναι; Μακάρι νάτανε. Και θα του το δώκουνε και γι άλλα συν έξη χρόνια; Κάνε με μάντη να σε κάν’ αφέντη. Κανονικά από τα τώρα θε νάπρεπε να του πούνε όχι κύργιε, δεν έκανες καλή χρήση, πάνε περίπατο τα συν έξη. Αλλά θα του το πούνε; Δε πιστεύω. Να χάσω τα μάτγια που γλέπω. - Γι αυτό σου λέω. Πάντως μια βόρτα, όπως κι αν είναι θέλω να πάω. Τι ώρες πάει το πειρατικό; Δες! Έβαλε ταμπέλα. 22-8-2021 Ο ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Μπαμπάς του ο Ιαπετός. Τιτάν. Καμία σχέση με τα τσιμέντα. Μαμά του η Κλυ μένη. Ωκεανίς. Συμπαθής και χρήσιμος νέος. Αυτός έδωκε τη τσεκουργιά στο κεφάλι του Διός και ξεπετάχτηκε η Αθηνά και του πέρασε ο πονοκέφαλος του Διός, του αρχικουμανταδόρου. Ούτε ντεπόν αναβράζον να ήτανε.
-
Υπόχρεος, Προμηθεύς… Μα τι λέτε…, υποχρέωσίς μου, Ζευς! Άμα σούχει υποχρέωση ο παρτσινέβελος το συνηθέστερο είναι να το ξεχά σει. Πάντως, έτσι κι αποχτήσεις την εύνοια και την εμπιστοσύνη τση εξουσίας ό,τι θέλεις κάνεις. Και κλέβεις και κονομάς και περνάς ζωή και κότα και διορίζεις όλο σου το σόι στο δημόσιο και παίρνεις δάνειο με αρνητικό επιτόκιο. Εκτός κι αν είσαι τίποτις ιδεαλιστής και εισπράττεις φάσκελα κι όλοι σου λένε κοίτα τόνε το βλάκα. Ο Προμηθεύς μια ζωή βλάκας ήτανε για τη πάρτη του και ξύπνιος για το αν θρώπινο είδος που και τη φωτιά τούδωκε και τα κρέατα των θυσιών τούδωκε και ό,τι τον άνεμο μέσα τους του εζητήσανε οι ανθρώποι τσου τάδωκε. Ανθρώπινη πρόνοια τον είπανε. Καμία σχέση με τη Πρόνοια τη Κοινωνικιά που μοιράζει εισιτήργια να πας να δεις το Σεφερλή. Μετά οι σπουδαγμένοι, αυτοί που πιάνουνε κι αναλύουνε όσ’ ασκώνουνε και δεν ασκώνουν’ αναλύσεως και γράφουνε διδακτορικά γι αυτά που κάναν’ οι άλλοι κι εξηγούνε στσου παράλλους τι εννοούσε ο ποιητής, εγράψανε περί του Προμηθέως όχι και λίγα. Λες και κάθε ποιητής άλλα λέει κι άλλα εννοεί κι έχει ανάγκη μεταφράσεως. Τέλος πάντων. Τη φωτιά ο Προμηθεύς την έκλεψε από το Δία που την είχε μονοπώλιο με σήμα το κεραυνό τση ΔΕΗς και τήνε παράδωκε ιδίοις αυτού χερσί στο ανθρώπινο γένος. Τσου φώναξε. Έτσι κουρδίζει το κουρντιστίρι αλλά προσέχτε τί με τη φωτιά δε παίζουμε. Καλή, καλή αλλά καίει και τα πάντα όλα. Κάμετε χρήσιν καλήν, τί θα σας την επάρω πίσω. Μάλιστα, θα προσέχομεν. - Καλά, καλά…, δε σας ξέρω; μια ζωή τα σκότια μου τρώτε. Η αλήθεια είναι πως οι ανθρώποι σε πολύ εχτίμηση τον είχανε το Προμηθέα. Και τα σκότια άλλος του τάτρωε. Κείνος κει ο αητός του Δία κι άμα δεν ήτανε ο Ηρακλέας ακόμα στο Καύκασο θε νάτανε αλυσσοδεμένος να τότε γαργαλάει το παγιόπουλο. Εντάξει, μετά τάβρηκε με την ομάδα Δίας, ανέβηκε και στα μοτο σακά τους για βόρτα στη παραλιακή κι εδιορίστηκε
-
Αυτοί οι άχρηστοι. Άμα είχαμε διαλέξει ετότες το Ποσειδώνα θε να τρέχανε τα νερά και δε θάχαμ’ ανάγκη. Θα βάναμε την αντλία στα ποτάμια και θα τσι σβήναμε τσι φωτιές. Τώρα; Πας στον πυροσβεστικόν κρουνόν και δε στάζει. Βρε σεις, το Κηφισό και πως τον λεν το ποταμό Ιλισό, Ιλισό εσείς δε τσου εκάματε από ποτάμια δρόμους; Εσείς δεν εβάλατε τσι φωτιές; Δε σας τόπα να προσέχετε, τί με τσι φωτιές δε παίζουμε; Ζητάτε και τα ρέστα; Η Αθηνά σας φταίει; Φταίει, φταίει… Η Αθηνούλα μου; Το παιδί μου; Που τη ξεγέννησα; Που την έκαμα διαμα ντόπετρα στση γης το δαχτυλίδι; Ρε άντ’ απόκια. Ετότες! Σήμερα καρβουνίνα σκέτη έγινε. Κι εσείς δε τήνε κάψατε; Εσείς δε τήνε μαγαρίσατε; Εμείς, αλλά μη ξεχνάς πως τη φωτιά εσύ μας την έδωκες. Έτσι; Βρε αχάριστοι. Καλά λένε που ουδείς ασφαλέστερος εχθρός από τον ευ εργετηθέντα αχάριστον. Κακοχρονονάχετε. Φέρτε πίσω τη φωτιά, ανάξιοι κλερονόμοι, ανάξιοι. Άντε να μου χαθείτε. Δεν είπαμε κι έτσι, μπαμπά. Θα μας εκόψεις και το ηλεχτρικό; Το αυτοκίνη το, το αερόπλανο, το καράβι, τη γκαζιέρα, τη στια, το ίντερνετ, το καλορι φέρ, το κλιματιστικό τέτοιες μέρες που σκάει ο τζίτζικας; - Ναι θα σας τα κόψω. Μα δε φταίμ’ όλοι. Οι κυβερνώντες. Όλοι φταίτε! Άχρηστοι, έ άχρηστοι. Εντάξει, αλλά κοίτα να πλερώσεις και το ηλεχτρικό που κάψαμε και τόχουμ’ απλέρωτο. - Σε ποιόνε; Στη ΔΕΗ. Αυτή έχει στα χέργια της όλη τη φωτιά. Στη ΔΕΗ; Αυτήνε πούχει σήμα το κεραυνό; Όλα κι όλα! Με τη ΔΕΗ δε τα βάνω. 26-8-2021 ΟΡΚΙΣΟΥ… Εγκρινιάζανε. Δεν είναι κατάσταση αυτή. Βρώμα και δυσωδία. Παντού! Όπου και να κοι τάξεις μια απογοήτεψη. Μια σίχαση. Σκουπίδια παντού. Γιατί δε τα μαζεύ ουνε; Τόσος κόσμος περνάει. Έχει κάτι στα χέργια του και πού να το ρίξει; Κάθε είκοσι, πενήντα μέτρα θε νάπρεπε να υπάρχει κάδος. Και κάποιος να γυρίζει συνεχώς και να τσου αδειάζει τσου κάδους. Ποιος κάποιος;
- Ξέρω ‘γώ; Κάποιος! Φταίμε κι εμείς. Ημπορεί οι κάδοι νάναι λειψοί αλλά κράταέτο το σκουπίδι σου να το ρίξεις παρακάτου. Μη τ’ αφήνεις εδώ κι εκεί. Όλες οι γωνιές γιο μάτες σκουπίδια είναι. Τρως στο πόδι αυτό που τρως και θέλεις την άλλη ώρα νάβρεις κάδο να το ρίξεις. Δε βρίσκεις μπροστά σου και τ’ ακουμπάς όπου κι αν έβρεις. Σ’ όποια αγκωνή σε βολεύει. Να το ξεφορτωθείς. Σ’ όποια γλάστρα έχουνε βάλει. Σ’ όποια κολώνα δίπλα. Σ’ όποιο περβάζι. Σ’ όποιο παρτέρι και σ’ όποιο πιτέρι. Σ’ όποιο άγαρμα από κάτου. Κι άμα δεν έβρεις τίποτα το πελείς στο δρόμο και του δίνεις και μια κλωτσιά. Τι θέλεις; Να σούχει ο Δήμαρχος ένανε το κατόπι σου να σου μαζώνει το κυπελάκι από το παγωτό άμα σώσεις το γλύψιμο; Δεν αντιλέγω. Ειμάστενε κι εμείς…, άστα να πάνε. Οι μαγαζάτορες όμως δε θάπρεπε κάτι να βάνουνε, νάναι απ’ όξω τα μαγαζιά τους καθαρά; Τα περίφτερα; Αλλά κι ο Δήμος δυο κάδους παραπάνου, από τσου μικρούς, εχάθηκε να βάλουνε; - Εβάλανε. Αλλά χειρότερα ήτανε. Εγιομίζανε στο άψε σβήσε. Εξεχειλίζανε και χειρότερα ήτανε. Γι αυτό και τσου ξηλώσανε. Ωραίααα…! Πονάει κεφάλι, κόβει κεφάλι. Ποιος φωστήρας το διάταξε; Δεν ηξέρω. Κάποιος που θα ηξέρει καλύτερα. Πάντως, δεν είδες που στα κουτιά με τα τσιγάρα δεν είν’ άλλο σκουπίδια; Κάτι κάνουνε. - Κάνουνε ό,τι μπορούνε. Κι άμα θέλουνε μπορούνε. Αλλά δε σώνει αυτό που κάνουνε κι αυτό που μπορούνε. Όταν έχουμε τουρισμό θέλει παρα πάνου. Οι ντόπιοι, οι περσσότεροι, μαθαίνουμε. Άλλο που πάνου από τσι προσκόποι έριχτε χτες ένας κάτι καρέκλες ξύλινες στο κάδο το μπλε. Ανα κύκλωση έκανε; Θα τον αλιμπαρτάρουνε το κάδο στη πρέσα κι η καρέκλα θα τση τσακίσει τα μαχαίργια. Ούτε που το εσκέφτηκε. Εχάθηκε να πάρει τελέφωνο στα ογκώδη; Οι ξένοι; Ένα χαρτί έχουνε στο χέρι τους, περπατάνε καμπόση ώρα, βαριόνται να το κρατάνε, το πετάνε. Τι θα το κάμουνε; Θα το φάνε; Γι αυτό θέλουμε περσσότερους κάδους και να τσ’ αδειάζουμε πιο γλήγορα. - Του χρόνου ημπορεί να βάλουνε κάδους εφτά ρεγμάτων όπως και στο Βίδο. Να βάλουνε, γιατί να μη βάλουνε; Αλλά να
περιεχόμενο να πηγαίνει
που πρέπει. Όχι όλα μαζί στο
να χωνευτούνε μ’ όλα τ’ άλλα, τ’ αχώνευτα. Γιατί; Για να περιμένουνε στάσουλο μη και τα πάρουνε στη Κοζάνη; Είδες τι γένεται στο Ντεμπλόνι; Τρέχουνε τα ζουμιά, ποταμάκι, ίσαμε τη λίμνη του Μπερντάνου και υπογείως μέχρι και το Λι βάδι του Ρόπα φτάνουνε. Καφέ εγίνηκε η λιμνούλα και μέχρι κι οι ζάμπες επήγανε και φύγανε από τη βρώμα. Του χρόνου θα τακτοποιηθούνε όλα. Αλήθεια; Ορκίσου! Μα το βρακί σου!
ΕΜΒΟΛΙΟ ΣΤΑ 13 - Θα πάω αύριο να κάμω το εμβόλιο. Είν’ ανάγκη; Μου τόπε ο τζίος μου, ο γιατρός. Και ξέρει; Κάτι παραπάνου ξέρει από τσου άλλους. Γιατρός δεν είναι; - Ετότες που εσπούδαζε δεν είχε βγει ο κορωνοϊός. Τώρα εβγήκε. Από πού τόνε ξέρει; Και τι; Επειδής παγιά δεν είχαμε το κόβιντ δεν ηξέρει ο τζίος καλύτερα τι πρέπει να κάμεις να μην αρρωστήσεις; Δε λένε όλ’ οι γιατροί τα ίδια. Είναι και κάποιοι που λένε που το εμβόγιο δεν είναι καλό. Το ξέρω. Αλλά οι πάρα πολλοί περσσότεροι γιατροί λένε που είναι καλό. Η αδρεφή του κυρ Μανώλη, του από κάτου, έκαμε το εμβόγιο και μετά έκα με πυρετό. Κοντά σαράντα τσήφτακε. Στο Νισοκομείο τήνε πήρανε. Τήνε βάλανε στσι λοιμώξεις. Ήρθε το ΕΚΑΒ και τήνε πήρε. Είναι μέρες μέσα. Ο κυρ Μανώλης ούτε που ν’ ακούσει για εμβόγιο. Για το κυρ Μανώλη το μπακάλη λες; Ναι. Αυτόνε πούχει το μίνι μάρκετ. Ξέρεις με πόσο κόσμο μιλεί όλη μέρα ο κυρ Μανώλης; Έχει και τηλεόραση μέσα στο μαγαζί κι όλη μέρα ακούει τα πάντα όλα. Να σου πει ο Μανώλης για τ’ εμβόγιο να μείνεις με το στόμ’ ανοιχτό. Τα πάντα όλα ξέρει. Εψές ήλεγε που σ’ αλλάζει το Ντιν Νταν Άε και σε κάνει, να μη σου πω τι σε κάνει. Σε βουρλίζει, σε δαιμονίζει, βγάνεις τρίχες στο πλάτη, αλλαξομουσουδιάζεις, γιομίζεις ορτικάρια, σε πειράζει στσι αμυγδαλές, σου πρικίζει τη γλώσσα, δε μπορείς να φας, σου στενεύει το καταπίτα, βγάνεις λούγκες στσι αμασκάλες, έχεις ίδρωτες, αναγούλες, το κακό σου το τάραχο έχεις. Αυτά είχε κι η αδρεφή του και τήνε πήρανε στο Νισοκομείο. Έγιανε η κυρά Παναγιωτή; Εψές τήνε βγάλανε. Έγιανε, αλλά πώς έγιανε… Κι αυτοί στο Νισοκομείο, που τα κρύβουνε παναπεί, ξέρεις τι τσήπανε; Κοιγιακά τσήπανε οπούχε. Να μην είναι γλούπος τσήπανε. Άκου κοιγιακά… Αλλά τα κρύβουν’ οι διαόλοι, τα κρύβουνε. Μην έφαε από τα παγωτά του κυρ Μανώλη; Όλα ληγμένα είναι.
Μπάαα…, ποιός το λέει αυτό; Εσύ δεν ήλεγες προψές, διάολο μέσα σου Μανώλη και τι μούκανες; Εσύ δεν εφώναξες το τζίο κι ήρθε άρον, άρον να σε κάμει καλά; Δεν ήταν’ από το παγωτό. Από άλλο ήτανε. Από τι; Από το λαπά πούφαγες από βραδύς; Δεν ηξέρω. Από κάτι άλλο ήτανε. Τέλος πάντων. Κοίταξέ σου αύριο μη πας
και κάνεις το εμβόγιόοο.... Έτσι; Είσαι και δεκατρίο χρονώνες! Θα πάω, πάππου. Θα πάω. Για μένανε πρώτ’ απ’ όλα και για τη μαμά και το μπαμπά και για σένανε και τη νόνα και για τη τζία την Όργα και για τσου συμμαθητές μου μεθαύριο που θα πάω σκογειό και για τσου δασκάλους μου και για όλονε το κόσμο. Θα πάω! ……………………………………………………………………………………………
Έλα… Τι έγινε; τόκαμες; Τόκαμα! Και; πώς είσαι; Μια χαρά. Τρίχες στο πλάτη έβγαλες; Άσε μας, ορέ πάππου, άσε μας… 30-8-2021 ΒΟΥΤΥΡΟ ΚΕΡΚΥΡΑΣ Κόντε πεινάος εκατάληξε. Έφαγε το καταπέτασμα του πατέρα του και του πεθε ρού του. Δεν άφηκε ρόποδο. Και τι δεν επέρασε από τα χέργια του. Όλα στάχτη και μπούρβερη εγινήκανε. Χτήματ’ αποχτήματα, σπίτια, μαγαζιά, λίρες, μετρη τά, καταθέσεις κι ομόλογα. Χρυσαφικά και πιάνα, όλα ρουμπαραρούμ επήγανε. Μπον βιβέρ, δεν εκόπιασε, έβρηκε το μαό και τον εκατέθεσε στο τζιόγο και στο ποδόγυρο. Πυρ, γυνή και θάλασσα. Όταν ήρθανε να τόνε βγάλουνε από το σπίτι τον έπιακε κόρπο και δε θα τόνε προκάνανε. Ευτυχώς η σιόρα Λουΐζα τούχε κρυμμένα τα χρυσαφικά τση νόνας τση κι επλέρωσε μ’ αυτά το χρέος και κράτησε το σπίτι μέχρι που έκλεισε κι αυτή τα μάτια της. Αρχοντικό καλό. Εούτος, μεγαλωμένος μέσ’ στα μεγαλεία, διδαχθείς κατ’ οίκον, είχε τη μύτη του ψηλά. Ενοίκιασε ένα ισόγειο σ’ ένα στραβοκάντουνο κι έβαλε τ’ αρχοντικό στο ερμπιενμπί. Έτσι εβολευόντανε. Τί το μόνο που τον ένοιαζε ήτανε να μη χάσει το τουπέ του. Δε τούχε μείνει και τίποτις άλλο. Σπάνια έβγαινε από το ισόγειο. Τί άμα βγαίνεις χαλάς. Άμα όμως έβγαινε λες κι ήβλεπες άρχοντα του 19ου. Με τα κουστούμια του, τα πουκάμισά του τα μεταξωτά, τη κολαρίνα του με τη σπίλα, τα χειροποίητα τα σκαρπίνια του, τα μανικετόκουμπα από μανταπέρλα, τα γάντια του τα πέτσινα, μέχρι και σώβρα κο καθαρό άλλαζε για να βγει. Εκάθητο εις καφενείον τση απάνου πλατείας, τί το Λιστόν το εκατάχτησε
- Κάτσε αλλά για λίγο. Σκουζάτεμι αλλά περιμένω τον πρόεδρο των κρεατοπαραγωγών τση Αργεντινής. Για καλό; Δουγειές! Στην Αργεντινή; - Εκτρέφομεν αγελάδας. Εκεί κάτου; Είναι το κατάλληλον μέρος. Οικονομικά; Βεβαίως. Έχομεν κάτι γκαούτσους, κάνουνε ό,τι κάνουνε και μας επακετά ρουνε το κριάς και μας το στέρνουνε κατεψυγμένο φρεσκότατο. Και πώς ελέγχετε την κατάσταση; Ο αρχιγκαούτσος είναι τση εμπιστοσύνης. Τρώει βέβαια ό,τι τρώει από τσου άλλους γκαούτσους, τρώει κι από μας, αλλά πώς; Και ημείς κονομάμε τον επιούσιον. Και με το παραπάνου. - Κι από κει κάτου έρχεται πιο φτηνό από το ντόπιο; Γιατί υπάρχει ντόπιο; Υπάρχει πως δεν υπάρχει. Αυτό με τη πράσινη σφραγίδα, δεν είναι το ντό πιο; Κερκύρας εννοώ. - Κερκύρας, Κερκύρας… και σε ποσότητα, όχι. Μόνο από σπίτια και κάτι ελευθέρας βοσκής εις το Όρος. Γι αυτό σου λέω… Βούτυρο κάνετε; Αυτό θα κουβεντιάσουμε. Να κάμουμε βούτυρο Κερκύρας. - Κερκύρας εξ Αργεντινής; πώς; Τι πώς; Το παν είναι τι λέει το χαρτί απόξω. Το από μέσα άστο για τον Αλέξη να κάνει αυτό το κιτρινιάρικο. Πφφ…! Τόνε κιαλάρισε ένας που πέρνουνε. Εκείνο το γραμμάτιο πότε θα μου το ξοφλήσεις; Θα σου το διαμαρτυρήσω! Κι αυτά περί Αργεντινής πέστα σε κάνα άλλονε. Τζιτζιφιόγκε, έ τζιτζιφιόγκε! Έμεινε στήλη άλατος. Έβαλε το κεφάλι κάτου. - Σκουζάτεμι αλλά φεύγω. Με περιμένουνε σπίτι. Κι ο κυρ πρόεδρος από την Αργεντινή; Θα περάσει από το σπίτι. Έχω πάρει βούτυρο Κερκύρας απ’ τ’ Αλέξη να τόνε βάλω να δοκιμάσει. Το εξέχασα όπου του τόπα. Εσύ κάτσε. Μου πλερώνεις και το καφέ. Σε πειράζει; Δε σε πειράζει. Την άλλη φορά θα σε κεράσω εγώ. - Την άλλη φορά φέρε μου και λίγο βούτυρο Κερκύρας. Κι άμα δεν έβρεις Αργεντινής, φέρε μου απ’ τ’ Αλέξη. Και πούσαι; Ίδιο να το κάμετε! Το καλύ τερο!
ΤΟ ΤΣΙΜΠΟΥΡΙ
- Αψιού! Εκρύωσες; Δεν ηξέρω. Αλλά κομμένος είμαι, κάτι έχω. Να σε δω..., ζεστός μου φαίνεσαι. Από πότε είσαι έτσι; Από τα αντίπροχτες που εγυρίσαμε από το χωργιό. Ίσαμε το χτήμα επήγα με, δεν εκάμαμε και τίποτις. Ούτε ίδρωσα, ούτε έκαμα δουγειά, ούτε με φύσηξε. Και στο χτήμα τι έκανες; Να ιδούμε τσι εγιές επήγαμε. Έχουνε λογγιάσει, πρέπει να τσι καθαρίσω. Μην έφαγες τίποτις; - Όχι, κι η Μαρία τα ίδια με μένανε έφαγε και δεν έχει κάτι. Εγώ έφαγα και κάτι βατόμουρα. Αυτή δεν ήθελε. Εμπήκες σε τίποτις σφαγιές να τα κόψεις; Εμπήκα. Μωρέ μην επήρες κάνα τσιμπούρι; Έχεις φαγούρα; - Εδώ, κάτου από τον αγκώνα με τρώει. Αλλά δεν έχω τίποτα. Για να ιδώ… Έτο! Αυτό το σημαδάκι πρέπει να είναι τσιμπούρι. Νάρθεις από το ιατρείο να σου το βγάλω. Είναι επικίνδυνο. Μέχρι και το μυαλό πειράζει. Άστο, θα το κάψω με το τσιγάρο να φύγει. Αλλοίμονό σου! Όχι με τσιγάρο. Μη του μείνει το κεφάλι του μέσα σου και μετά θα θέλει νυστέρι. Έλα να σου το τραβήξω προσεκτικά με τη λαβίδα. Έτσι γένεται. Σιγά μην έρθω! Τι θα μου κάνει; Πόσο αίμα θα μου ρουφήξει; Τρεις στα γόνες; Και τι έγινε; Τα κουνούπια μούχουνε ρουφήξείειει… Ανάθεμά τα μ’ έχουνε βουρλίσει όλο το καλοκαίρι. Τώρα δες! Θα το κάψω με το τσιγάρο και θα φύγει. Μη τορμήσεις! Στο απαγορεύω! Και τι είσαι συ που μου το απαγορεύεις; Δικό μου το χέρι, δικό μου και το τσιμπούρι, ό,τι θέλω τα κάνω. Κουμανταδόρο στο σώμα μου θα σε κάμω; Τώρα τι να σου πω… Ζω είσαι; Κάμε ό,τι θέλεις. Δεν έχεις και μυαλό και τι να σου πειράξει το τσιμπούρι; Φεύγω να μη σε βλέπω και μαλώσουμε. Στο καλό και να μας γράφεις. Και κοίταξέ σου, εγώ δε σείπα ζω. Έτσι; …………………………………………………………………………………………….. Τον είδες; Μας το παίζει ντοτόρος! Όλα τα ξεραίνεται. Το ίδιο και με το κο ρωνοϊό. Κάμε το εμβόγιο και κάμε το εμβόγιο. Δε θέλω ορέ κύργιε να το κάμω. Λογαργιασμό θα σου δώκω; Δε θέλω. Άααα…! Θα το κάψεις; - Κοίτα δω! Βλέπεις; Έτο! Έφυγε ο διάολος. Σα κουκούτσι από σταφύλι είναι. Σπάστο να δούμε άμα βγάλει αίμα.
Το τσάκισε με το νύχι του μεγάλου δάχτυλου πάνου στο μάρμαρο του τραπεζιού. Τσάαακ!, έκανε. Μια σταγόνα ελέρωσε το μάρμαρο. Τήνε καθάρισε με τη χαρτοπετσέτα. Είπε και του γκαρσονιού να φέρει το βετέξ να κάμει μίανε περασιά. Είδες; - Έ, ο σατανάς! Σε τσίμπησε και σου ρούφηξε το αίμα σου. Μακάρι κι ο κορωνοϊός νάτανε σα το τσιμπούρι. Να του δώκεις μια να σπά σει, αχ βρε κόσμε γυάλινε. Να πάει στο γέρο τον άνεμο. Αλλά κι αυτός ο γιατρός τσιμπούρι μούγινε. Να πάω, λέει, να μου το τραβήξει με τη λαβίδα! Ορίστε! Έφυγε με το τσιγάρο, δεν έφυγε; Μην ήθελε να του πλερώσω την επίσκεψη; Γιατί μέχρι τώρα σούχει πάρει λεφτά; Φίλοι δεν εισάστενε; Σου παίρνει; Όχι! Δε μπορώ να πω!
4-9-2021 ΜΟΥ Πώς κάνει, αγάπη μου, η αγελάδα; Μου κάνει η αγελάδάαα… Μου κάνει η αγελάδα, πες αγάπη μου μούουου… Μούουου… Μπράβο, καρδιά μου. Τι του λες του παιδιού; Κακές λέξεις το μαθαίνεις; Τι κακές λέξεις; Του λέω πως κάνει η αγελάδα. Τέρμα τα μου κι οι αγελάδες. Τώρα το μου εγίνηκε κακιά λέξη. Από τα πότες; Από τα τότες! Να μη σε ξανακούσω! Εβουρλίστηκες; Εγώ εβουρλίστηκα ή εσύ δε ξέρεις τι σου γένεται; Τι γένεται; Ορή, έφτακε και σε μας ο καινούργιος κορωνοϊός. Ο Μου με τ’ όνομα. Δεν ακούς ειδήσεις; Όλα τα κανάγια το λένε. Αλλά πού νιονιό… Σε φάγανε τα σήριαλ. Καμία ενημέρωση. Τόχεις το γυαλί όλο στσι κουταμάρες. Γλέπω και διαφημίσεις. Είχανε μίανε διαφήμιση για γάλα κι είχε μια αγελά δα οπούκανε μου. Γι αυτό του τόπα. Διαφήμιση για το κορωνοϊό δεν είχανε. Ορή, τα νέα να κοιτάς. Να μαθαίνεις, να μορφώνεσαι. Να ηξέρεις που πάνε τα τέσσερα. Να μάθεις τι γένεται στο κόσμο. Όλο για σκοτωμούς λένε. Δε τα μπορώ. Μετά δε μπορώ να κοιμηθώ. Και τώρα που συ έμαθες το Μου τι έγινε; Και κοίτα να σου πω… Γιατί Μου; Μούλεγες για το Δέρτα οπούναι κακό. Τώρα πως επηδήσανε από το Δέρτα στο Μου; Τσου εσώσανε τα γράμματα;
-
Είσαι τέγεια ζω. Αυτά ορή είν’ επιστήμη. Αλλά που να νογήσεις. Σε φάανε οι φρουτόκρεμες του μιτσού. Μου, μη του ξαναπείς! Ακούς; Δε μου λες εσύ που τα ξέρεις όλα… Το πρώτονε κορωνοϊό πως τόνε λέγανε; Το πρώτονε; Δε θυμάμαι πως τόνε λέανε το πρώτονε. Κάμε μας, το λοιπό, τη χάρη… Πες ψυχή τση ψυχής μου πως κάνει η αγελά δάαα… Μούουου…, κάνει η αγελάδα. Πες το κι εσύ. Μούουου… Μπράβο μάτια μου. Άνοιξε και το στόμα σου να φας τη φρουτόκρεμα που τήνε τρώει κι η αγελάδα…, μπράβο σου άντρα μου! Πώς κάνει η αγελάδα; Μούουου… - Φέρε μου μια χαρτοπετσέτα να του σκουπίσω το στόμα… Είδες η αγάπη μου; Μου, λέει, κάνει η αγελάδα. Μούουου… Ακόμα αυτή η χαρτοπετσέτα; 6-9-2021 ΝΤΕΜΟΣΤΡΑΤΣΙΟΝ Τι έγινε πάλε; Ντεμοστρατσιόν; Τι χαλεύουνε; Η πιατσέτα τση Πόρτα Ρεμούντας είχε γιομίσει κόσμο. Ξαπλωμένοι κάτου οι εργάτες μπροστά από τη πόρτα του εργοστάσιου. Εκάνανε στάση εργασίας. Ηθέλανε το 12ωρο να γίνει 8ωρο. Ένας έβγανε λόγο. - Εργάτες! Όλοι μαζί στον αγώνα. Η μέρα να χωριστεί στα τρίγια. Ένα στη δουγειά, ένα για ξεκούραση κι ένα για ύπνο. Δεν ειμάστενε ζα. Ανθρώποι ειμάστενε. Να δουλέψουμε, ναι. Να κοιμηθούμε κιόλας. Και να ξεκουρα στούμε, να κοιτάξουμε τα σπίτια μας, τσι οικογένειές μας, τα παιδιά μας, τα ιντερέσα μας, πότε θα τα κάμουμε όλ’ αυτά με το κεφάλι κάτου από τη μηχανή; Δώδεκα ώρες στη δουγειά ούτε τα φορτίκια μας δε τα βάνουμε να κάνουνε. Το πλούτο των αφεντικώνες τόνε κάνουμε μεις. Και γι’ αυτό έχου με λόγο και στη δουγειά και στα νιτερέσα τους. Μπάστα, ορές κύργιοι! Δε θα μας επιείτε και το γαίμα. Εφέρατε μηχανές; Μάλιστα. Αλλά τσι μηχανές εμείς τσι βάνουμε μπρος. Χωρίς τα χέργια μας δε μπαίνουνε μπρος. Έχετε την ανάγκη μας
- Άστους να κουρεύονται. Άστους, άστους, αυτοί είναι ικανοί να γκρεμίσουνε και τσι άρμες. Αλλά βρί σκουνε και τα κάνουνε. Η Αστενομία τι κάνει; Ο Δήμαρχος; Ο Νομάρχης; Δεν υπάρχει κράτος; Ώ, ώ, ώωω…! Φασκελώνουνε κατά τα μπαρκόνια μας. Εμάς παναπεί φα σκελώνουνε; Μη δίνετε σημασία. Αγνοείστε τους. Η πλέμπα, οι πεινασμένοι, οι απόδη τοι, οι χλεμπονιάρηδες… Κοιτάχτε αυτόνε! Όσα χιγιάδες μπαλώματα έχει στο βρακί του τόσες λίρες έχω. Έτονε πως χτυπιέται. Ποιός είναι; Δε τον ηξέρω. - Ούτε κι εγώ. Μην είναι πρόσφυγας; Μας εθρονιαστήκανε κι αυτοί και μας εφέρανε τη τουρκιά στη πόλη. Ανά θεμά τους, τσου τουρκόσπορους. Να το ιδείτε! Μέχρι Δημάρχοι θα εγίνου νε οι τουρκόσποροι. Θα μας εκαταπιούνε κατά πως πάνε. Θα το ιδείτε! ……………………………………………………………….. - Θα πάρετε μια λεμονάδα; Σιορ Ντάντο; Σιόρα Ντεζιρέ; Μην είσαι και του λόου σου μ’ αυτουνούς; Όσκε αφέντη. Εγώ από το σπίτι δε βγαίνω. Βγαίνω; Από πού να τσου ξέρω; Εγώ, σιορ Ντάντο, φιλώ το χέρι σας κι άλλο δεν ηξέρω. Καλά, καλά, μην δεν ηξέρω που άμα έχεις εξόδου πας και βρίσκεις εκείνονε το φαντάρο από τα Ιωάννινα; Μια φορά το μήνα βγαίνω σιορ Ντάντο. Κι είναι καλό παιδί, θα με πάρει μου λέει. Θα σε πάρει; Από πού θα σε πάρει; Άμα δε πω εγώ το ναι δεν έχει να σε πάρει από πουθενά. Ορίστε μας! - Σιορ Ντάντο και με το συμπάθειο. Εγίνηκα είκοσι χρονώνες. Να μου δώκεις τα μιστά μου. Από έντεκα χρονώνες μ’ έχεις στη δούλεψή σου και φράγκο δεν έχω δει. Να μου δώκεις τα μιστά μου και φεύγω. Μ’ έχεις φάει πετσί και πέτσωμα. Ούτε να διαβάζω δεν ηξέρω. Σκογειό δε μ’ άφηκες να πάω. Με φάατε. Σώνει! Είμ’ άνθρωπος κι εγώ. Φέρτα και φεύγω! - Ντεμοστρατσιόν κι εσύ ορή; Που άμα δε σ’ έπαιρνα ακόμα
Εσταμάτησε. Ορές! Εσείς πόσο ζιείτε; Μέχρι πότες θα γλύφετε το σπανόφυκο; Μεγαλώ νετε και πεθαίνετε κι εσείς, έτσι δεν είναι; Κι άμα δε μπλεχτείτε σε τίποτις δίχτυα ή δε σας εκαμακώσει κάνας ψαροντουφεκάς ή δε σας εκαταπιεί κα μιά λαμπούρδα, τι γένεται μετά; Ψοφάτε και πέφτετε στη λάσπη να σας εφάνε οι αληθινές, τα καβουράκια, οι κανιόκες κι οι γάμπαρες, τριανταέξη το κιλό; Γοδέρετε, άχαρα, το σπανόφυκό σας τώρα που μπορείτε και γυα λίζετε. Μετάαα… Έφυγε η φωνή του, έφτακε μέχρι τη θάλασσα και του ξαναγύρισε χωρίς απά ντηση. Έβαλε ξανά μπρος. Με βήμα ταχύ. Το μάτι του αγκάγιασε τον αγαπημένο του περίπατο. Κέρκυρά μου γιατί να σ’ αφήκω; Δεν είν’ αμαρτία; Στου Δεσύλλα μπροστά του επηγαίνανε δυο παιδιά. Εβαρούσανε τσι αμπωσιές. Εγελάγανε. Αυτή ολομεμίας εσάρτεψ’ απάνου του. Αυτός τήνε στριφογύ ρισε και τήνε φίλησε. Τον είδανε και μαζωχτήκανε. Την άφηκε κάτου και φύγανε μπρος χεράκι, χεράκι. Έκοψε ταχύτητα. Τ’ άφηκε ανενόχλητα. Από μέσα του τα σταύρωσε. Κομμάτι του περίπατου, κομμάτι τση Κέρκυρας και τα ζευγαράκια. Κομμάτι τση Κέρκυρας ο έρωτας. Μη κι αυτός τα ίδια δεν έκανε στην εποχή του; Επεράσανε απέναντι, στσου ευκάλυπτους. Κάτι τούπε κι αυτός την εξάτρεξε. Του κρουβήθηκε πίσω απόνα ευκάλυφτο. Την άρπαξε και τήνε ξαναφίλησε. Τα ξανασταύρωσε. Αγάπες μου, είπε. Η ζωή, τα νιάτα, παρούσα και παρόντα. Η αγάπη, ο έρωτας, η συνέχεια. Ατέ γειωτα την ώρα που υπάρχουνε. Μόνο μια στιγμή την ώρα τση ανάμνησης. Τι γλήγορα που περνούν… Λίγο πριν το Μύλο εκαθόντανε στα κουρτελάτσα ο Μίγιος. Είχε ανοιχτό το τρανζίστορ. Ήξερε όλους τσου σταθμούς κι εδιάλεγε τσου καλύτερους. Εσταμάτησε. Καλησπέρα. Ράδιο ακούς; Τι να κάμω; Ράδιο. Ωραία τραγούδια έχει. Του Αττίκ. Τα καημένα τα νιάτα. Με τη Δανάη. Αθά νατο τραγούδι. - Άχ! Τα καημένα τα νιάτα, τι γλήγορα που περνούν…
Τ’ ΑΝΑΣΚΕΛΑ Μέράαα... Καλώστονε κι ας άργησες. Κάτσε. Εδώ; Γιατί τι έχει το εδώ;
- Μούρχεται ο ήγιος στα μάτια. Να μη βλέπω τσι μότες που κάνετε; Βάλε το σκάνιο πιο κει να μη σούρχεται ο ήγιος. Τ’ ανάσκελα ξύπνησες; Μπρούμυτα, με το μούτρο κάτου. Γιατί; Αλληλουϊσμένο σε βλέπω πρωί, πρωί. Σαν όρθιο λείψανο είσαι. Και τα μά τια σου γιομάτα τσίμπλες. Δε νίφτηκες; Κριθαράκι βγάνεις; Κάτσε να σε φα σκελώσω να σου περάσει. Όρσε! Όρσε εσένανε και μέσ΄ στο κεράτό σου π’ αυξαίνει! Έ, σέστα! Μην εκοιμήθηκες με τα τζάμια ανοιχτά και σε πλάκωσε κάνα ίσκιωμα; Τα κλείνω και βάνω και το κλιματιστικό, άμα θέλεις να ξέρεις. - Έχετε και κλιματιστικό; Μπράβο! Να προσέχεις όμως, να καθαρίζεις και το φίλτρο τί βόσκουνε κάτι νόσοι από τσου λεγεωνάριους και το πρώτο που κάνουνε είναι να σε αλληλουΐζουνε. Μπα; Μπου! Έλα κάτσε ‘δώ που κάθομαι, που δεν έχει ήγιο, να μη γκρινιάζεις. - Εγώ γκρινιάζω; Όχι ο Μέτελας, που δε του σώσανε τη Στέρνα στην ώρα της. Μια σταγιά καφέ ήρθα να πιω και θα μου τόνε βγάλετε από τη μύτη; Εγώ φταίω που πέφτει ο ήγιος απάνου μου; Δε σούπα ν’ αλλάξουμε θέση; - Παιδί…, ένα καφέ! Τι καφέ; Άκου τι καφέ… Καφέ καφετίσιο! Έλα μια… Φέρτου ένα μέτριο, πολλά γλυκύ και όχι, ελαφρύ βαρύ, με τέσσερεις φου σκάλες στη μπάντα κι όχι στη μέση. Ένα μέτριο φέρτου! - Μη τσου ακούς παιδί μου. Ένα φρέντο χωρίς ζάχαρη φέρε μου. Φρέντο; Από πού κι ως πού έμαθες και το φρέντο; Από το να σου πει ο παπάς στ’ αυτί κι ο διάκος στη κεφάλα. Φρέντο θέλω. Λογαργιασμό θα σας εδώκω; Και πούσαι παιδί… Άστ’ το καφέ. Ένα ούζο φέρε μου και μεζέ μόνο πατάτες. - Πρωί, πρωί ακόμα δεν ετηγανίσαμε τσι πατάτες. Θα περιμένετε κύργιε. Ορέ εξυπηρέτηση… Και μετά σου λένε θέλουμε και τουρισμό. Να σας φέρω ένα τόστ; Δε θα σας το χρεώσουμε. Πολύ σπλέντιτοι εισάστενε. Όλοι σας. Ένα μέτριο φέρε μου, να τεγειώνου με. Μάλιστα! Τον είδατε; Μας εκάνει και τον εξυπνάκια. Δε θα σας το χρεώσουμε. Λες και θα το πλέρωνε το τοστ από τη τσέπη του. Ού πώ, πώ, γκρίντάαα… Είναι τρόπος αυτός που μιλάς του παιδιού; Την όρεξη τση παραξενιάς σου έχει; Νάσαι ευγενικός και να το προσέχεις το παιδί. Για το μεροκάματό του σκοτώνεται. Άμα συ ξυπνάς τ’ ανάσκελα τι
σου χρωστάει; Έλα σκώσου ν’ αλλάξουμε θέση.
Τώρα εντάξει; Εντάξει! Πες μου την αλήθεια. Τ’ ανάσκελα ξύπνησες; - Τ’ ανάσκελα! 10-9-2021 ΜΟΝΟΙ ΣΤΟ ΚΑΝΟΝΙ Πριν πολλά χρόνια. Πάμε στο Κανόνι να μείνουμε μόνοι; - Άντε να χαθείς κρύε… Άπαξ και του απαντήσει του κρύου η δεσποινίς ή η κυρία άντε να χαθείς κρύε, πάει…, τόνε κατάπιε το σκαρτσιμά. Εγώ κρύος; Τι λέτε; Εγώ σας γλέπω φωτογραφία στο Κανόνι με φόντο το Πεντικονήσι να το σκεπάζει η κορμοστασιά σας, η ατέγειωτη! - Πρώτ’ απ’ όλα Ποντικονήσιον ονομάζεται κι όχι Πεντικονήσι! Αγράμματε! Εσκοτίστηκα από την ομορφιά σας. Όχι κι αγράμματος… Ετέγειωσα και το Σκολαρχείο! Σχολαρχείο! Εντάξει Σχολαρχείο! Εσείς στο Αρσάκειο πάτε; Δασκάλα θα γίνεται; - Να μη σας ενδιαφέρει…, δεν ομιλώ με αγνώστους! Κακώς! Άμα δεν ομιλάτε στσου αγνώστους πώς θα κάμετε γνωστούς; Νο μίζω; Κακώς νομίζετε και δεν σας ενδιαφέρει που πηγαίνω στο Αρσάκειον. Πώς! Εκεί δίπλα μένω. Από κάτου έχει ο πατέρας μου το μαγαζί. Υποδημα τοποιείον. Του Λαυρέντη αν έχετε προσέξει τη ταμπέλα. Έχουμε τα καλύτερα στη βιτρίνα. Χειροποίητα και επιδιορθώσεις αλλά φέρνουμε και παπού τσια έτοιμα. Λουστρίνια ευρωπαϊκά. Δεν εντρυφώ εις τας βιτρίνας. Αδιαφορώ! Κακώς! Όχι κακώς που δε κοιτάτε τσι βιτρίνες, κακώς εγώ που δε σας είχα προσέξει όταν ασκολαίνατε. Πού είχα τα μάτια μου; Πώς μου ξέφυγε η πιου μπέλα ντι Κορφού; Χα, χα… Μα πως τα λέτε… Σας παρακαλώ όμως μη με ακολουθείτε. Μας παρατηρεί ο κόσμος. Με εκθέτετε. Με καλούν αι φίλαι μου. Ντίνο με λένε, εσάς; Ελένη, αλλά σας παρακαλώ αφήστε με. Μετά πολλά χρόνια. - Πάμε στο Κανόνι να μείνουμε μόνοι;
-
Βούρλο είσαι παιδάκι μου; Από πού τόσκασες; Παίζει τίποτα; Άκου στο Κανόνι… Γουέρ άργιου φρομ; Ένιγουέι, τέσπά. Στούντιο υπάρχει; Μάνι; Κά μπριο; Κινητό; Πόσους φόλοουέρς έχεις; Στο ινσταγκράμ σε ξέρουνε; Στο τικ τοκ; Δε σ’ έχω δει μέσα. Ποστάρεις ποτέ; Εγώ έχω πάνω από 3.000 φόλοου έρς. Ανεβάζω φωτό με μαγιό. Ινφλουένσερ! Μάτσο και ματσό! - Είμαι στο φέισμπουκ. Πασέ! Δεν είναι ιν. Ντόντ τοκ του μι. Δεν είσαι φάση. Ωραία τα μαλλιά σου τα πράσινα και το τατού στο πόδι. Και το στρας στη μύτη. Καταπληκτικό! Πώς σε λένε; Εμένα με λένε Ντίνο. Έλεν! Και ψάξε αλλού γατάκι! Χα, χα, χα… Εξαφανιζόλ! Λούζερ, έ λούζερ. Τέικ δε χι. Άκου στο Κανόνι! Μπλιάχχχ…!
Και τελικά επήγανε στο Κανόνι; Δεν ηξέρω. Οι πρώτοι μέχρι τα σκοτάδια επήγανε. Πώς να πάνε στο Κανόνι; Ούτε λο φωρείο δεν είχε τότες. Και με τα πόδια θα τσου βλέπαν’ όλοι. Οι δεύτεροι τι να πάνε να κάνουνε στο Κανόνι; Βλέπεις εσήμερα ετέγειωσε το πάμε στο Κανόνι να μείνουμε μόνοι. Μύρμηρο ο τόπος. Άσε που ούτε σκαρτσιμά δε βρίσκεις στη Λίμνη να δολώσεις. Νομίζω; 11-9-2021 ΕΣΩΣΑΜΕ ΓΙΑ ΦΕΤΟΣ Πάει κι αυτό. Δεν είδες που λένε ότι κι αυτό θα περάσει; Επέρασε. Μεθαύριο θ’ ανοίξουνε τα σκογειά. Πάει το καλοκαίρι. Το φάγαμε; Μας έφαγε; Εμπήκε το Φθινόπωρο. Μεθαύ ριο ο Χειμώνας. Μέχρι του χρόνου έχει ο Θέος. Σημασία έχει να περνάει ο και ρός. Κι όσοι λένε αυτά που λένε, άστους να τα λένε να τσου φεύγει κι η κάψα. Έπεα πτερόεντα. Εσήμερα τα λένε κι αύριο τα ξεχνάνε. Τί ο κόσμος για μια καλή κουβέντα ζιει. Τέσσερα χρόνια στη στάτζα δεν αντέχει άλλο. Κι ένα ΘΑ περιμέ νει να πάνε τα φαρμάκια κάτου. Κι όταν έρθει η ώρα η καλή, ρίχτεις ένα κάρο δικαιολογίες, βάνεις και καμπόσο ΘΑ και νετάρεις. Ημείς κύργιοι, τό και τό. Αι στατιστικαί λέγουσι τόσο επί τσι εκατό σ’ αυτό και τόσο επί τσι εκατό στο άλλο. Κι άμα μας ερωτάτε για το Βίδο εβάλα με υπεύτυνο, δεν εβάλαμε; Κι άμα αυτός τάκανε θάλασσα, ημείς φταίμε; Εδώκαμε βάση κι επέσαμ’ όξω. Βάρτε πλάτη και την άλλη βολά θα βάλουμε άλλονε δικόνε μας που ξέρει και παραξέρει. Αμητί! Καλόνε; Το καλυτερότερο! - Θα βάλετε μπρος και το καΐκι, κανονικά και μέχρι τσι μιάμιση; Θα ξανακά-
μετε το Υπόστεγο; Θα τρώμε όπως παγιά; Θα ρίξετε και τα σύρματα; Θα ξαναφέρετε τα παιδιά να κατασκηνώνουνε; Θα πάρετε και την άδεια για τσι κατασκηνώσεις; Θα γκρεμίσετε και τσι γυψοσανίδες; Θα γοδέρει κι η κυρά Μαρία απέναντι από τη καντίνα; Θα ξαναφέρετε για βακάνς τα ΚΑΠΗ; Θα κοιμάτ΄ απάνου ο υπεύτυνος; Θάρχεται το μόνιμο προσωπικό με το πρώτο τσι εφτά για να παίρνει και τα σκουπίδια από τα εφτά ρέγματα; Θα καθαρίσετε και τσι σπιάτζες; Θα βάλετε μπρος το σκέδιο πυρασφάλειας; Θα κανο νίσετε και το μνημείο τω Ρώσωνες να τα γράφει σωστά; Ημείς δεν είμεθα των ΘΑ! Ημείς είμεθα των έργων. Μη κοιτάτε πίσω. Ο κόσμος πάει μπρος. Το παρόν δεν είναι σα και το χτες. ΘΑ κάμομεν μελέτας, καθ’όσον άνευ μελετών και στρατηγικού σχεδιασμού μηδέν εις το πηλίκιον. Είμεθα υπέρ τση ΑΝΑΠΤΥΞΕΩΣ! Κι ανάπτυξις άνευ τση ιδιωτικιάς πρωτο βουλίας γένεται; Δε γένεται! Αυτό το ξέρουνε μέχρι κι οι γάτες. Τσι γάτες τσι επήρατε από πάνου. Όχι ημείς! Οι άλλοι! Και γάτας θα σας φέρομεν κι αρκούδας κι ό,τι άλλο ευδοκιμεί εις την πανίδαν της νήσου. Μέχρι και κροκόδειλους, μη σας πω! Αμ’ πώς; Όλόοο! Εσένα θέλουμε. Προσδοκώ εις την ψήφον σας. Μονοκούκι, ορές! Ένας εφώναξε. Με το καΐκι τι θα γένει; Τόχετε τρία χρόνια όξω. Καταλαβαίνετε! ΘΑ πρέπει να εκπονηθεί οικονομοτεχνικιά μελέτη και να συνταχθεί έκτεση του νηογνώμονος, αίτινες θα υποβληθώσιν εις εν εκ των πρώτων-πρώτων Δημοτικών Συμβουλίων δια να καταδειχθεί το αξιόπλοον του σκάφους ή όχι. Άλλως θα προχωρήσομεν εις απ’ ευτείας ανάθεσιν εις άλλο σκάφος, ιδιώτου, αξιόπλοον και με τη βούλα. Όλα κι όλα! Μα εδώ και τρία χρόνια είχε εισαχθεί το θέμα τση απ’ ευθείας αναθέσεως. Τι απέγινε; Δεν ενθυμούμαι. Θα ζητήσω τα πρακτικά και θα δημοσιεύσομεν ενημερω τικόν δελτίον τύπου. Θα το ακούσετε κι από τσι τελεοράσεις. Απ’ όλα τα κανάγια. Τί ημείς όλα τα κανάγια το ίδιο τάχουμε. Κι ας λένε ό,τι λένε! Εκα ταλάβατε; - Ά! Εντάξει ετότες! Σας είπα, δε σας είπα; Όλόοο…
ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ Άντε και ξημέρωσε. Το μαρτυράει ο θόρυβος από τα μηχανάκια, τα ΙΧ και τα
φορτηγά που τροφοδοτούνε τα μαγαζιά. Το μαρτυράει το φως που έρχεται και σπάει το μαύρο. Οι λάμπες του δρόμου που σβήνουνε. ΟΙ καρέκλες των καφε νείων που σέρνονται στο πεζόδρομο. Η καμπάνα που αδύναμα φτάνει μέχρις εδώ. Ποιά εκκλησιά γιορτάζει και βαρεί; Δεν ηξέρω. Του Σταυρού εσήμερα. Τα χιλιδόνια επιάκανε δουγειά. Η Σημαία στο Φρούρ γιο ακούνητη. Φου δε κάνει. Δε λέει και να βρέξει. Να φρεσκάρουμε. Πάλι ζέστη θα κάνει. Ο βασιλικός στο πιτέρι μοσκομυρίζει. Η μέρα του βλέπεις. Τόνε μοιράζουνε και στσι εκκλησιές, τί, λέει, αυτός εμύρισε κι εμαρτύρησε που ήτανε θαμμένος ο σταυρός του Κυρίου στο Γολγοθά. Στα καΐκια ο Σταύρος μόλις έδεσε το «Σταύρο». Κανονικά εσήμερα δε ψα ρεύουμε. Του Σταυρού δεμένα όλα. Ναι, καλά… Κάποτες δε ψαρεύανε. Σήμερα όλοι όξω είναι. Το μεροκάματο, ο επιούσιος, που τον’ ευλογάει ο Σταυρός. Ξεψάρισες; - Νετάρισα. Έπιακες; Δόξα το Θέονε. Θα πιεις καφέ; Ένα μπουτσούνι… - Στην υγειά μας και χρόνια πολλά. Να πάρε δω λίγο βασιλικό. Επήγες εκκλησιά; Κάθε χρόνο τέτοια μέρα. Εσύ δε πας; Του Σταυρού ψαρεύω. Τόχω τάμα. Για το παππού το Σταύρο. Ξέρω. Που εσκοτώθηκε τέτοια μέρα, έτσι; - Έτσι. Τέτοια μέρα τον έκοψε το βλήμα όξω από το Δημοτικό Θέατρο. Στο λαιμό τον επίτυχε το βλήμα, τον άχαρόνε. Από πίσω του η νόνα μου δεν έπαθε τίποτις. Τα ούρλα έβαλε και τον έσυρε από τη κολώνα. Ετρέχανε να σωθούνε από τσι εμπριστικές αλλά ερίχνανε κι από τσι άλλες. Τσι εκρη χτικές. Ερίχνανε κι απ’ αυτές. Τα ζα! Στο λαιμό τον επίτυχε το βλήμα. Τον έσερνε στο δρόμο, στα καντούνια, ίσαμε το σπίτι. Το σπίτι δεν εκάηκε. Τον έσερνε και στσι σκάλες. Τον ανέβασ’ απάνου. Τον έβαλε στο κρεβάτι, τον έπλυνε από τα αίματα. Τον επέρασε όλονε με ξύδι. Του εφόρεσε τη φορεσιά του πάνου από το σάβανο. Του σταύρωσε τα χέργια του και του τάδεσε με μια φίντα από το σεντόνι. Τον έκαμε γαμπρό. Και μετά επλύθηκε κι αυτή, άνοιξε τη κασέλα κι επήρε και φόρεσε το νυφικό τση. Και χόρεψε. Χόρεψε μοναχή της, από πάνου του, ένα χορό άλλονε. Αλλόκοτο, αλληλουϊσμένο νε. Χαρούμενο χορό, μούλεγε. Τί ο γιος τση, ο πατέρας μου, δεν ήταν’ εκεί, ήτανε στη θάλασσα. Ψάρευε, σώθηκε. Τί το κλαρί τση σώθηκε. Και μούλεγε του Σταυρού να ψαρεύεις, μάτια. Να ψαρεύεις. Γι αυτό ψαρεύω του Σταυ ρού κι ας με συχωρέσει ο Θέος. Θεός σχωρέστους. Τι εγνωρίσανε κι αυτοί… Πόλεμο και κατοχή. Ευτυχώς
εμείς δεν εγνωρίσαμε τέτοια. Λένε που θα ζητήσουμε αποζημιώσεις. Τι αποζημιώσεις να χαλέψουμε; Αποζημιώνεται η ψυχή; Αποζημιώνεται η καταστροφή; Με πόσο αποζημιώνεται να σέρνεις τον άνθρωπό σου ανά μεσα από τσι φωτιές; Με πόσο αποζημιώνεται ο χορός τση νόνας μου; Με πόσο αποζημιώνεται ο φόβος; Η απόγνωση; Το θάψιμο τση ζωής; Δώκε μου τσιγάρο. Τούδωκε. Το άναψε και στσι τρεις ρουφιξιές τόσβησε. Πάω να πάρω το ψάρι στη Λαϊκή. Άλλο που δε μούπε η νόνα μου. Ζήσε, παιδάκι μου, ζήσε!
16-9-2021 ΕΓΕΡΑΣΑ ΜΩΡΕΣ ΠΑΙΔΙΑ Ο γέροΔήμος. Άσμα δημώδες. Τόπιακε ο Βαλαωρίτης και τόκαμε ποίμα. Τόχανε και τα αναγνωστικά. Και το τραγουδούσαμε στις 25 Μαρτίου. Ο γεροΔήμος πέ θανε, ο γεροΔήμος πάει. Γεννιέτ’ ο κόσμος και πεθαίνει ο κόσμος. Βραχύβιος η ύπαρξις. Για το καθέ να μας μεγάλη υπόθεση. Όπως κάθε υπόθεση που περιλαμβάνει το ΕΓΩ. Ζιεις και νομίζεις που ό,τι κάνεις απασχολεί το σύμπαν. Που κάποιος αόρατος σε παραμονεύει να σου γράψει την ιστορία σου, τη σπουδαία. Τρίχες. Καένας δε σου δίνει σημασία. Και το πιο σπουδαίονε που τόνε γράφει κι η Βικιπαίδεια, ποιοί τόνε διαβάζουνε; Οι ανθρώποι οι κατοικούντες σε μια άκρια ενός εκ των ατέγειωτων Γαλαξιών του Σύμπαντος Κόσμου; Ζήσε Μάη μου να φας τριφύλλι δηλαδής. Δουγειά φέξε μου και γλύστρησα και άνευ σημασίας. Έκανε και κάνει ο άνθρωπος ό,τι ημπορεί να μακρύνει τη ζωή του. Κοιτάνε οι επιστήμονες στα μικροσκόπιά τους τι μας πεθαίνει και βγάνουνε φάρμακα να μη πεθαίνουμε μπονώρα. Αγιώς τέτοια ώρα ούτε οι μισοί δε θα ειμάστενε όπου γης. Απόθανε η κυρά Βαρβάρα; Πόσο ήτανε;
τα βαργιομάστενε και μεις όταν είχαμε τη νιότη και δε το καταλαβαίναμε που την είχαμε. Τη τζία σου δε πήγες να τήνε ιδείς, που σ’ αγαπάει. Θα πάω. Να πας. Πάντα σου δίνει και κάνα φράγκο. Εγέρασα μωρές παιδιά, σαράντα και γι άλλους πενήντα χρόνια κλέφτης. Κλέ φτης κανονικός. Έκλεψα, δεν ηξέρω τι ακριβώς έκλεψα, γνώση πάντως έκλεψα.
Έμαθα. Συμπέρανα. Έφτακα σ’ ένα σημείο. Κι αυτό που έκλεψα με βαραίνει. Θέλω να το δώκω πίσω. Να το επιστρέψω το κλεμμένο. - Αυτά ηξέρω και προσέχτε οι νεότεροι αυτά είναι τα σωστά κι αυτά είναι τα λάθη. Μη τα κάμετε κι εσείς. Ακούτε; Άσε μας, ορέ μπάρμπα. Την όρεξή σου έχουμε; Ορές, πού πάτε; πού πάτε; Όπου θέλουμε πάμε. Ορές! Δε με νοιάζει που πεθαίνω, λέει, μόνο π’ όσο ζω μαθαίνω. Ακούστε! Πάμε γι’ άλλες πολιτείες μελλοντικές, να βρεθούμε σ’ εμπειρίες αληθινές. Αν το θες! Κι σ’ άλλους Γαλαξίες. Ορές, το ηξέρετε που ο Γαλαξίας έγινε από το γάλα τση Ήρας; Σιγά τα ωά! Ορές, περιμένετ’ ορές! Μη τρέχετε. Ακούστε. Δυο λεφτά να ιδώ το τικ τοκ. Τι έλεγες; Για το γεροΔήμο ήλεγα. Που τ› αντρειωμένου ο θάνατος δίνει ζωή στη νιό τη. Που πάει αυτός και το καριοφίλι του. Και τι θέλεις; Να σου πάρω καλάσνικοφ; Άσε, άσε…
18-9-2021 ΛΕΣ ΝΑ ΒΡΕΞΕΙ; Από τα μέσα του Μάη έχει να βρέξει καλά. Κάτι ψιχάλες μόνο έκανε. Όλο φωτιά ήτανε. Μέσα Σεπτέμβρη και μόνο κάτι συννεφιές κάνει. Ανομβρία. Άλλαξε το κλίμα. Σαχάρα θα γίνουμε. Θα τα κάνει τα νερά του. Ο μήνας χαρίζει, ο χρόνος δε χαρίζει. Φταίει η τρύπα του όζοντος. Το διοξείδιο, λένε. Το τρώει το όζον και το τρυ πάει. Ξέρεις πόσο μεγάλη τρύπα έχει κάμει; Σα την Ανταρκτική και πιο μεγάλη. Γιώνουνε οι πάγοι και θα πλημμύρουμε. Θα ξαναφτάκει η θάλασσα στον Άγι’ Αντώνη. Ναι καλά…, αφού δε βρέχει. Βρέχει; Πούναι τα πρωτοβρόχια; Τέτοιες μέ ρες στο Δημοτικό η κυρά δασκάλα μας έβανε και
έβανε έξη η κυρά δασκάλα γιατί εκάναμε κι ορθογραφικά λάθη. Το δερτίο λέει ολίγοι όμβροι. Το μυαλό του και μια λίρα κι ένα πιάτο πρικαλίδα του δερτίου. Δε μυρίζει ο αγέρας βροχή. Μη μου λες εμένανε!
Έτο! Μούπεσε μια σταγόνα! - Σιγά τα λάχανα. Δε θα βρέξει!
Εγώ σου λέω που θα βρέξει. Θα βρέξει όπως σε βλέπω και με βλέπεις! Κά τσε να πάρω τη γυναίκα μου να τση πω να μπάσει τα ρούχα, τί από τη νύχτα άπλωσε. Δεν έχει ανάγκη σου λέωωω… Βαστάει ο καιρός. - Τι βαστάει; Δε τόνε βλέπεις που κρέμεται; Ορές γιατί μαλώνετε; Να ιδούμε τι λέει το meteo. Έτο! Για το μεσημέρι λέει ασθενής βροχή. Αύριο συννεφιά. Και μεθαύριο πάλε ασθενής βροχή. Ορίστε, βλέπεις; Δίκιο έχω. Θα βρέξει! Η ασθενής βροχή δεν είναι βροχή. Εδώ λέμε βροχή, βροχή. Όχι κουταμάρες. Για τα περ’ αμπέγια είσαι. Εγώ; Εσύ παίρνεις τη γλυκοπατάτα για ρεπάνι. Εγώ ορέ; Εμένανε θα μου πεις; Όπούχω φάει τη θάλασσα με το κουτάλι; Θα βρέξει και καλά! Το καλό σου να σε πιάκει. Εξέχασες που εμπούκαρες μια μέρα στο μαγαζί να φυλαχτείς γιατί δεν είχες πάρει ομπρέλα; Και βράχηκες και σούτρεχε η βαφή από τα μαγιά κι είχες γένει σα μουζέτο; Το εξέχασες; Εγώ, ορέ; Κοίταξε τρίχα; Μαύρη, κατάμαυρη! Σα και σένανε είμαι που άσπρισες, γεροπρίντση; Εγώ, ορέ, δε κάνω το τζόβενο σα κι εσένανε. - Τσοπάτε ορές! Ψιχαλίζει. Πάμετε κάτου από τη ομπρέλα, μη βραχούμε. Βρέχει; Νερό είναι κι ας τρέξει. Τι μας ενοιάζει; Τα καναλέτα τα ξεβουλώσανε; Ποιός να τα ξεβουλώσει; Κι όσα ήτανε ξεβουλωμένα, εβουλώσανε κι αυτά. Δε βρέχει ακόμα. - Κάποια ώρα θα βρέξει, δε θα βρέξει; Μην επλημμύρουμε, λέω. Θα πλημμύρουμε, όπως κάθε χρόνο. Γιατί να μη πλημμύρουμε; Αλήθεια τώρα. Λες να βρέξει; 20-9-2021
EKATOIKEITO
Παγιό σπίτι. Κάποτες εκατοικείτο. Στο ισόγειο μαγαζιά. Από πάνου σπίτια. Νοι κιακά. Εμένανε οικογένειες. Εμεγαλώσανε παιδιά. Γέγια και τσακωμοί ακουγό ντανε στα πέριξ. Έτρεχε η ζωή από τα πατώματα κι ξαγλυστρούσε από τσι φανέ
στρες και τα μπαρκόνια. Μέχρι κι ο Μοροζίνης τ’ άκουε, ανταριαζόντανε, και γι αυτό αποφάσισε να γίνει άγαρμα. Εκατοικείτο. Μετά, με τσι μπόμπες, η Ανουντσιάτα έπεσε. Μόνο το καμπαναργιό τση εστεκόντανε. Και τα σπίτια στη πλατεία Δημαρχείου επέσανε. Ερείπια εγίνανε. Και στο παλάτι του Λατίνου έπεσε μπόμπα. Και στο Ντόμο. Το Δημαρχείο εγλύ τρωσε. Λαβωμένη η περιοχή, κάτι ήπρεπε να γίνει. Εγίνηκε σκέδιο πόλης κι είπανε εκεί να κάνουμε ένα δρόμο που να πηγαίνει από την Ευγενείου Βουλγάρεως μπροστά από τη πόρτα του Δημαρχείου, να ρίξουμε το Ντόμο και τη κοντράδα από τα σπίτια πίσω από το Ντόμο και να βγαίνει στο Πεντοφάναρο κι έτσι να μη περνάνε τα λοφωρεία από τσι Κάρντε Λάκουες, τσι στενές. Αλλά το Βατικανό είπε: Τι; Θα μας ερίξετε το Ντόμο; Και δε τόνε ρίξανε. Κι αφού δε τόνε ρίξανε εφέρανε το δρόμο ίσαμε το «εκατοικείτο». Κι εσταματήσαν’ εκεί. Τα σπίτια στη Γκύλφορδ τα ρίξαν’ όλα. Και κάνανε τη πλατεία Δημαρχείου, όπου σήμερα παίζουνε τα παιδιά με τα σκέι τμπορντ, παίζουνε μπαλόνι και πηδάνε τα σκαγιά με τα ποδήλατα ανάμεσα από τα τραπέζια του καφενείου. Απέναντι, το παλάτι του Λατίνου το εκάμανε Τράπεζα τση Ελλάδος, αυτή που όπου νάναι κλείνει. Εν τω μεταξύ επεράσανε κάπου ογδοήντα χρόνια από τσι μπόμπες. Το «εκατοικείτο» έμεινε κει. Λένε που τόχει κάποιο Υπουργείο αλλά δε τόσιαξε καθ’ όσον ερυμοτομείτο και δεν έβγαν’ άδεια. Από κάτου, τα μαγαζιά, λένε, είναι αλλουνόνες. Μύλος η δουγειά. Οι νοικιαρέοι εφύγανε. Δεν εκατοικείτο. Ρίμαξε, περιστερώνας έγινε. Μπορεί να πέσει είπανε. Ημπορεί να εκάνανε κι έκτεση επικινδύνου. Δεν ηξέρω. Και το εντύσανε με σκαλωσιά και κάτι δίχτυα σα κι αυτά που μαζώνουνε τσι εγιές. Και πάνου από τα μαγαζιά εβάλανε ένα ταβλά τσο. Για να μη πέσει τίποτις και σκοτώσει κάνα άνθρωπο. Σήμερα και τα δίχτυα έχουνε πάει ταφόντου. Εχαλάσανε. Πλαστικά ήτανε, τάφαε ο ήγιος. Εχτές επερνούσα από κάτου κι άκουα στο ταβλάτσο να τρέχουνε. Γάτοι είναι; - Μην είναι μποντίκια; Μεγάλα θε νάναι. Πολλή φασαρία κάνουνε. Γάτοι! Και τα μποντίκια άμα τ’ αφήκεις σα τσου γάτους γένονται. Να μη ξαναπεράσουμε από δω μη μας έρθει κάνας μπόντικας στο κεφάλι. Καλά λες! Κι ο μπόντικας δε πειράζει. Μη πέσει όλο το σπίτι. - Ωραία κατάστασις, μεσ’ στη μέση τση Χώρας. Δε τα βλέπουνε; Τα βλέπουνε, πώς δε τα βλέπουνε; Μεσ΄ στο μούτρο τους είναι.
- Και τι κάνουνε; Υπάρχουνε νομικά προβλήματα. Τον άνεμο μέσα τους! Για τα προβλήματα δε τσου βγάλαμε; Κάποτες αυτό το σπίτι εκατοικείτο!
Ο ΝΤΕΤΕΚΤΙΒ Του αρέσανε τα αστυνομικά. Εδιάβαζε μετά μανίας. Ντετέκτιβ Χι, Λέμι Κόσιον, Μάσκα, Μυστήριο, Αγκάθα Κρίστι και τα ρέστα. Και στο κινηματόγραφο δεν έχανε καένα αστυνομικό και κατασκοπευτικό. Το Τζέμις Μπον τόνε θάγμαζε. Να του μοιάσει ήθελε, να κάνει ανδραγαθήματα, να σώσει τον κόσμο από το τρελό επιστήμονα ήθελε. Επήγε να μάθει και ζίου-ζίτσου. Θα του χρειαόντα νε. Ντετέκτιβ ήθελε να γίνει αλλά τελικά υπάλληλος τραπέζης έγινε. Ασκώλενε μετά τσι τέσσερεις και στσι πέντε και στσι έξη πολλές φορές, τί όλο υπήρχε κάτι στη δουγειά κι ήπρεπε να κάτσει παραπάνου, ήλεγε ο κύργιος διευθυντής. Πολλές φορές εσκέφτηκε να του κάμει ένα ζίου-ζίτσου του κύργιου διευθυντή, να νετάρει μ’ αυτόνε, αλλά με εθελουσία δεν ήθελε να τόνε διώξουνε. Κι όλο σοι κύριε ήτανε. Μάλιστα κύργιε διευθυντά! Κι από μέσα του, το διάολο μέσα σου κύργιε διευθυντά. Η άλλη, στο Δημόσιο, ασκώλενε πιο νωρίς αλλά ο μιτσός την ώρα που ασκώ λενε η μάμα, είχε φύγει για τ’ αγγλικά. Το βράδυ εμαζευόντανε όλοι μαζί, σα οικογένεια. Το βράδυ ετρώγανε όλοι μαζί. Το πρωί και το μεσημέρι μια τυρόπιτα, ένα σάντουιτς, ένα κάτιντίς, αναψυκτικά και καφέδες. Και κάνα παγωτό. Όλοι το ίδιο κάνουνε παναπεί. Γιατί νομίζεις επολλαπλασιαστήκανε τα φαστ φουντ; Γιατί ο κόσμος δε προκάνει να μαγειρεύει στο σπίτι. Μη δε θέλει; Όξω από τη βαργιομάρα δε προκάνει. Να ψιωνίσει, να καθαρίσει τσι πατάτες, να βάλει λάδι, να κόψει το κρεμμύδι, να το τσιγαριάσει, να ρίξει το περτέ, να ρίξει τσι πατάτες, να γένει το πατάτες γιαχνί και με λίγη φέτα να φάνε. Και για να ξεσβενάρει βλέπει μάστερ σεφ το βράδυ που όλο δείχτει κάτι συνταγές για
το μιτσόνε άμα είχε διαβάσει (πά ντα διαβασμένο ήτανε αυτό το παιδί, μπράβο του!), τι έγινε στο σκογειό, άμα επλερώσανε το ηλεχτρικό, ποιόνε είδανε στο δρόμο, κάνα νέο από τη μάμα, αν ήτανε καλές οι αναλύσεις πούκανε, τέτοια ελέγανε. Και μετά εβλέπανε καμιά ταινία να κουτιάνουνε να πάνε για ύπνο. Ζωή κακομοίρα.
-
Άμε ν’ ανοίξεις. Βαρεί το κουδούνι, δεν ακούς;
Το παιδί με τη πίτσα θάναι. Πάρε λεφτά να πλερώσεις. Δως του και κάτι, τσου κυνηγάνε τσου ντελιβε ράδες, τ’ άχαρα! Ο μιτσός με τόνα μάτι τη ταινία ήβλεπε και μετ’ άλλο στο κινητό επάτουνε με μανία τα κουμπιά. Άστονε αυτό το διάολο. Θα σου πονέσουνε τα μάτια.
Τώρα, να τεγειώσω αυτή τη πίστα. Θα σου το πάρω! Δυο λεφτά, τι θα με σκοτώσει αυτός!
Ποιός αυτός; Ο κακός!
Κι εσύ είσαι ο καλός; Εγώ είμαι ο ντετέκτιβ! Ντετέκτιβ θα γίνω! Ναι, καλά! Κοίταξε μη σε διώξουνε με καμιά εθελουσία! 23-9-2021 ΠΕΡΠΑΤΩ ΕΙΣ ΤΟ ΔΑΣΟΣ
Περπατώ εις το δάσος όταν ο λύκος δεν είν΄ εδώ. Λύκε, λύκε είσ’ εδώ; Βάνω τα παπούτσια μου και σας κυνηγώ! Η εισαγωγή του κυνηγητού, του ξατρεχατού. Τρέχουν’ όλοι μη τσου πιάκει ο κακός ο λύκος και τσου κάνει κι αυτουνούς κακούς λύκους να κυνηγάνε τα καλά παιδιά μέχρι που να γίνουνε όλοι κακοί λύ κοι και να μην έχουνε ποιόνε να κυνηγήσουνε. Καθ’ όσον άμα και δεν υπάρχει καλό παιδί ποιόνε να κυνηγήσεις; ποιόνε να ξατρέξεις; Το κακό το λύκο; Αυτός δε πιάνεται με τίποτις. Εξόν κι αν… Τι εξόν κι αν; - Εξόν κι αν τα καλά παιδιά αυξάνονται
φοβάται κιόλας. Ο κακός ο λύκος; Όλοι οι κακοί λύκοι φοβόνται όταν στο έρμο το δάσος περπατούνε τα καλά παιδιά. Και τεγειώνει το παιχνίδι, ξεχνιέται, πάει στο γέρο τον άνεμο, τί όλα τα παιχνίδια τεγειώνουνε μια μέρα, σημερνή, αυριανή, μεθαυριανή. - Μη βάλει καμιά φωτιά και τ’ αφανήσει το δάσος… Σιγά τα αίματα. Και φωτιά να βάλει και δρόμους ν’ ανοίξει κι εγκαίνια να κάμει με το δάχτυλο στο στόμα θα μείνει. Φωνή λαού, οργή Θεού. Μου κάεται όπου τα λες για τον Ερημίτη. Για τον Ερημίτη τα λέω. - Κι εσύ βάνεις τη πάρτη σου στα καλά παιδιά; Επερπάτησες επροχτές εις το δάσος; Άμα με πέρνανε τα ποδάργια μου θα περπατούσα. Κι άμα δεν επερπάτησα, πολύ θάθελα να περπατούσα. Δικαιολογίες! - Επερπάτησα όταν δεν επερπάτουν’ άλλος. Εσύ που σε πέρνουνε τα ποδάργια σου πήγες; Εγώ είμαι υπέρ τση αναπτύξεως του τόπου. Κι αυτοί, ορέ, που περπατούνε στο έρμο το δάσος και πάνε να ξετρυπώσου νε το κακό το λύκο υπέρ τση αναπτύξεως του τόπου είναι. 25-9-2021 Ο ΤΣΟΥΚΑΔΟΡΟΣ Από μικρός όλο τσούκες έκανε. Όπου θέλεις. Στσι μπάλες, στσι γουβίτσες, στο τσιλίκι, στο κάτου μπαλί, παντού. Ποτές του δε πιτύχαινε τίποτις. Μια φορά τον εβάλανε τέρμα στο μπαλόνι κι όπως τούρθε η μπάλα άσκωσε το ποδάρι του να τήνε κλωτσήσει κι αυτή η αφιλότιμη επέρασε από κάτου ατό το πόδι του κι εμπήκε γκολ. Τι να κάνουνε και τ’ άλλα, τον εβγάλαν’ όξω και βάλαν’ άλλονε. Τι; να χάνανε; Εκαθόνταν’ απόξω και τσου κοίταε που παίζανε. Με τα μούτρα κάτου.
Μια άλλη μέρα τσούπε: Να παίξω κι εγώ μπαλόνι; Τι να παίξεις; Αφού είσαι τσουκαδόρος. Και τούμεινε. Τσουκαδόρος. Μάμα με λένε τσουκαδόρο και δε με παίζουνε. Μπα, κακοχρονονάχουνε, τα αληταργιά… Έλα δω ψυχή τση μάμας, θα σου πάρω ‘γώ μπαλόνι καλό που αυτά δεν έχουνε. Μη κλαις, καρδιά μου, μη κλαις… Και του πήρε μπάλα ποδοσφαίρου δίφετη και με κορδόνι. Τση τσοντάρισε κι
η
πεθερά της και ο τζίος ο Συμεών, ο καλός. Την άρπαξε και βγήκε στη γειτονιά. Εβάρουνε κλωτσίδια με το μπαλόνι στο μουράγιο μοναχός του. Πήγαιν’ η μπάλα κι ερχόντανε κι αυτός τήνε βάρουνε, να μάθει. Τ’ άλλα τόνε κοιτάανε. Να την ιδώ δυο λεφτά τη μπάλα; Ορίστε! Καλήηη…! Φέρτηνε να παίξουμε. - Όχι! Αφού με λέτε τσουκαδόρο. Εγώ; πότε σ’ είπα ‘γώ τσουκαδόρο; Κι εσύ με λες κι όλοι με λέτε. Αλλά τώρα πούχω μπαλόνι δικό μου θα μάθω καλύτερ’ από σας. Ο πατέρας του τον έγραψε στο σύλλογο οπούτανε ταμίας. Τον εβάλανε στα τσικό κι επήγαινε στσι προπονήσεις. Ο κυρ Σπύρος, οπούκανε και το προπονητή, πρώτ’ απ’ όλα τσούκανε στίβο. Τάβανε τα τρέχουνε, να πηδάνε στο σκάμμα, να ρίχτουνε σφαίρα και λίθο. Ακόντιο και δίσκο δε τσούδινε γιατί ήλεγε πως είν’ επικίνδυνα για τα παιδιά. Μετά από το στίβο τάβανε και παίζανε μονότερμα και τσου άλλαζε άμυνα, επίθεση. Αλλά ο τσουκαδόρος, τσουκαδόρος. Δε τόχε το άθλημα. Όμως στα 1000μ. πάντα πρώτος έβγαινε και τσου άφηνε τσου άλλους πολύ πίσω. Στη Τετάρτη του Γυμνασίου ο γυμναστής τον έβαλε στην ομάδα του στίβου. Έτρεξε στσι γυμναστικές επιδείξεις και 200μ. και 400μ. και 1000μ. και πρώτος εβγήκε και στα τρία. Μέχρι και στην έχτη που τέγειωσε το Γυμνάσιο πάντα πρώτος. Θρύλος! Μέχρι που τόνε φωνάξανε και στην Εθνική. Τ’ άλλα στσι κερκίδες εθαγμάζανε. Είδες ο τσουκαδόρος; Βαλκανιονίκης εγίνηκε. - Μπράβο του! Αφού δεν είχε τίποτις να σημαδέψει. Μόνο τρέχει, γι αυτό. Τρέξε κι εσύ έτσι άμα μπορείς. Μπορείς; Ναι, καλά… Μετά από χρόνια, στο στέκι στο καφενείο, έκανε προβλέψεις. Στσι εκλογές αυτός θα βγει. Διότι έτσι κι αγιώς! Κι αυτόνε να ψηφίσουμε! Είχε γραφτεί βλέπεις στο κόμμα κι έκανε τον αβανταδόρο. - Αυτόνε; Βεβαίως! όπως με βλέπεις και σε βλέπω! Τον εβγάλανε τον υποψήφιο. Αλλά τσούκα εκάμανε. Άχρηστος. Βουβός επή γαινε στα συμβούλια, βουβός ερχόντανε. Πάλι τσούκα εκάμαμε. Φελός. Και μας είπες να τόνε ψηφίσουμε… Τσουκα δόρε, έ! τσουκαδόρε.
ΦΕΥΓΑΤΕ, ΦΕΥΓΑΤΕ…
- Να πάτε να φύγετε! Δε το βλέπετε που δε μπορείτε να μείνετ’ άλλο; Να πάτε να μείνετε παρόξω. Κάτοικοι, σου λέει, τση παγιάς τση Πόλης… Από πού κι ως πού; Τα τείχη επέσανε από τον καιρό των Άγγλωνες. Οι πόρτες εγκρεμιστήκανε. Και τση Μπαρούτης και τση Πόρτας Ρεμούντας. Ευτυχώς που ερίξανε αυτοί που ερίξανε και τη Πόρτα Ριάλα κι άνοιξε ο δρόμος στη πρόοδο. Άμα δε τάχανε ρίξει όλ’ αυτά από πού θα περνούσαν’ εσήμερα τα φορτηγά και τα λοφωρεία; Τα ταξιά; Τα τρενάκια; Οι άμαξες; Τα μηχανάκια; Ο κόσμος πήγε μπροστά. Μέχρι κι εσείς έχετε γιώτα χι και θέλετε να παρ κάρετε εντός παγιάς πόλης. Δε το ξέρετε που είναι μνημείο τση Ουνέσκος και εξ αυτού προορίζεται μόνο για τσι βίζιτες; Νάρχονται οι ξένοι να παρ κάρουνε στσι πλατείες, να γυρίζουνε τα Καμπιέλα, να λένε τι ωραία που είναι, ν’ αγοράζουνε σουβενίρ μέιντ ιν τσάινα, ν’ ανεβαίνουνε στο Παγιό το Φρούργιο μέχρι ν’ ανοίξει και το Νέον οπούναι κλειστόν εις το κοινόν, να νοικιάζουνε σπίτια από το μπιμπί, να γίνει όλη η πόλη ένα ξενοδοχείο ολίγων αστέρων, «πάρε κόσμε» εδώ ο τουρισμός καλός και φτηνός; Έ; Αλλά μου θέλετε νάχετε λόγο και για το τι θα γίνει στη παγιά τη Πόλη. Μέχρι συλλόγους εκάματε. Αν είναι δυνατόν! Κι όλο γράφετε χαρτγιά προς την Επιτροπήν. Είναι σκέδια αυτά; Και να ξεσπιτωθούμε; Αμητί! Τί; τώρα που καθοσάστεν’ εδώ είναι καλά; Άμανήτανε δε θα γκρινιά ζατε για τη μουζική από τα μαγαζιά, για τα κλιματιστικά που δε σας αφήνουνε να βάζετε, για τσι μηνύσεις τση Αρχαιολογίας, για τα σκουπίδια που εδώ που τα λέμε δικά σας είναι, για το νερό που δε φτάνει στα ψηλά, για τα γκράφιτι που δε σας αρέσουνε, για τα φύλλα και τη μελούρα που πέφτουνε από τα δέντρα, για τα καφενεία που πιάνουν’ όλο το τόπο, για τα καναλέτα που είναι βουλωμένα, για τσι λούμπες πούχουν’ οι δρόμοι, για τα έργα ράβε-ξήλωνε, για το Φοίνικα που δε φτιάχνετ’ άλλο, για τη βίλα του Πετσάλη, και για ό,τι άλλο γκρινιάζετε. Και για τη βίλα Ρόσσα, το αεροδρόμιο, το γήπεδο, τα σφαγεία, το Μο Ρεπό, τον περίπατον Γαρίτσης, για του Σολάρη, για τη κατουρίστρα στο Σαρόκο, για… Αυτά δε μετράνε. Είναι όξω από τη Πόρτα Ριάλα. Ανάθεμά τονε και που την έριξε! Και πού να πάμε; Να ξεπουλήσετε τα σπίτια σας στα φάουντς που τα βλέπουνε ψωμί μοσκε μένο. Και με τα όβολα που θα σας εδώκουνε να πάτε ν’ αγοράσετε άλλα σπίτια, περιμετρικώς. Δε σας εκάμαμ’ οικισμούς προϋφιστάμενους του εικοσιτρίο εκεί που ήτανε μόνο μαντουάνες; Εκεί να πάτε. Φευγάτε! Μα μέχρι σήμερα εμείς δεν επλερώναμε, γενιές και γενιές, να συντηρού νται τα σπίτια, να μη πέσουνε, να τα φτιάξουμε από τσι μπόμπες, κι άμα δε
το κάναμε αμηδά θε νάβρισκε τίποτις η Ουνέσκος να τήνε κάμει μνημείο… Το διάολο μέσα της θε νάβρισκε. Κι αντί το μάνα χολή; Φευγάτε; Φευγάτε, φευγάτε… 29-9-2021 ΤΟ ΦΡΟΣΑΚΙ Ευφροσύνη. Φρόσω. Φροσάκι ποτέ δε τήνε λέανε. Λόγω διαστάσεων. Γεματού λα, αφρατούλα, τα πάχη μου τα κάλλη μου, με τα προγούλια τση, τσι λαιμαργιές τση, όγκος δυσκίνητος. Κι όμως. Όπως όλοι, είχε και τσι χάρες τση. Μάγουλο φράπα, βερίκοκο, ρίκο ρίκο ρίκοκο, μάτια τσακίρικα, χαμόγελο και χείγια για φίλημα. Έβανε και τα ριχτά να κόβει τα πάχητα, ήτανε και σκερτσόζα και στη βόρτα στη πλατεία επέταε το ματοτσίνορό τση. Εκεί τον έκοψε τον Αγησίλαο, το κουτσόνε, πάτο κορφή. Σαν αυγολέϊμονο. Είδες το παιδί; Τόνα του ποδάρι είναι πιο κοντό από τ’ άλλο! Στη γέννα τό παθε όπου τόνε τράβηξε η μαμή. Ο Αγησίλαος πολύ βαρέως τόφερε τ’ όνομά του. Γιατί, περικαλώ, Αγησίλαος; Αφού στην οικογένεια δεν είχαμ’ Αγησίλαο. Τι εσκέφτηκε και μ’ έβγαλε Αγησίλαο ο νούνος; Επειδής κουτσαίνω όπως ο Αγησίλαος τση Σπάρτης; Εγώ φταίω που εγεννήθηκα με τόνα ποδάρι πιο κοντό από τ’ άλλο και κουτσαίνω ελαφρώς; Του βάνανε παραπάνω σιόλα στ’ αριστερό και δε φαινόντανε η κουτσαμάρα. Πάντως στσι γυμναστικές επιδείξεις πρώτος έβγαινε στη σφαίρα, τί στα χέργια και στη δύναμη πρώτος. Την άρπαξε την Ευφροσύνη στα σκοτάδια από τη μέση σα τη μέγγενη κι αναστέναξε η Φρόσω. Δεν εκαταλάβαινε ο Αγησίλαος από κιλά και οκάδες. Μπε χλιβάνης. Κι όπως όλοι οι μπεχλιβάνηδες λίγο λειψός από μυαλό. Τση άρεσε τση Φρόσως. Άντρα μου, τούπε. Και άντρας τση έγινε με δόξα και τιμή στην εκκλησιά. Κι άντρας…, άντρας, όχι κουταμάρες. Αναστέναξε το τρίτο πάτωμα στη Λέοντος. Εσκοτιστήκανε οι γειτόνοι, τί κι η Φρόσω δε τόκλεινε το στόμα τση. Μπράβο του! Ζωή χαρισάμενη. Μόνο που η Φρόσω δεν εγκαστρωνόντανε. Δε πιάνομαι, Άγη μου. Δε πειράζει Φροσάκι μου. Από Θεού είν’ αυτά. Τι θέλεις; Να κάμουμε κάνα κουνιονό και να μας το βγάλουνε Αγησίλαο; Άστο καλύτερα. - Κι όμως… Κι όμως, κι όμως, επερνούσανε τα χρόνια. Μαράζι τόχε το Φροσάκι. - Εγώ δε κάνω. Επήρανε σκύλο, επήρανε γάτο, επήρανε και γαρδέγια. Δεν ήτανε το ίδιο. Εκά
μανε ό,τι μπορούσανε να κάμουνε. Τίποτις. Και τήνε διαβάσανε πάνου από τα σαράντα κύματα κι ό,τι ξόρκι εγνωρίζανε τση το κάμανε. Τίποτις. Η τζία τση τση τόπε. Μη δε μπορεί, μωρή, αυτός; Ο Αγησίλαος; Μπάαα…, ντούρος! Δεν ηξέρεις καμιά φορά… Ο Αγησίλαος τήνε φίλησε, τήνε χαιρέτησε, θα πήγαινε στας Αθήνας να φέρει εδώδιμα-αποικιακά για το μαγαζί. Το Φροσάκι έμπασε μέσα τον υγιό τση Αλεξάνδρας. Παλληκαρόπουλο στα ντουζένια του. Έγινε ό,τι έγινε. Τζία, μου κάεται όπου είμαι έγκυμος και ολίγον γκαστρωμένη. Από τον Αγησίλαο; Από ποιόνε άλλονε; - Μωρήηη…, όχι σε μένανε… Του τόπες; Του τόπα! Και; Αμανείναι σερνικό Αγησίλαο να το βγάλουμε μούπε και με φίλησε. Μπράβο του! Αγησίλαος! Ωραίο όνομα. Το παλληκαρόπουλο Θεμιστοκλή τόνε λέανε. Νούνα η Αλεξάνδρα. 1-10-2021 ΤΟ ΤΖΑΤΖΙΚΙ
Μπα; ήρθες; Πώς κι αυτό; Σ’ έμπασε μέσα η βροχή; Εφοβήθηκες για τ’ απα λό σου; Ούτε ένα γεια σου δε μου λες; - Να σε φιλήσω… Δε θέλω φιγιά. Έχω βάλει κρέμα νυχτός. Σμπερλέτο ύπνου; Κοροϊδεύεις; Εγώ, κύργιε, δε θάχ’ ανάγκη από κρέμες και μάσκες αλλά με κάτσιασες με τη ζωή που μούκανες ενώ εσύ…, κοίτα μάγουλα τσιτωμένα… Σα το ποπό του μωρού του παιδιού είναι τα μάγουλά σου. Έχεις γκρίντα, έ; Πώς να
σπιτιού σου; Με
παιδιά ήμουνα. Γιατί;
με καμιά μορόζα; Να λες μη σε πιτύχω καμιά μέρα θα μας εγράψουνε όλες οι ‘φημερίδες. Μμμ!, για να ξέρεις! Αλλοίμονο σου κακομοίρη μου. Βγάλε τα κιαλέτα σου να σου τα σκουπίσω. Εκεί δε βλέπεις τέγεια, εκεί ξεπορτίζεις. Στράβιακα! Τι έχει για φαΐ; Φακές από το μεσημέρι. - Μη με πειράξουνε κι έχω τίποτις γκρούσματα βραδιάτικα. Έχω ευαίσθητο
στομάχι από το έρκος. Κάμε μου μία ντομάτα. Κρατημάρα έχεις; Κάμε μοναχός σου! Αλλά θέλεις δούλους να σε υπηρε τούνε, έτσι σ’ έμαθε η μάμα. Όλα ιν μπόκα, μη κουνήσει το παιδί το χεράκι του και τση πάθει τίποτις κι ας γίνει και τοκιστής και σουλατσαδόρος. Αυτή σε χάλασε. Πού ήσουνε; Δε μούπες! Γιατί δε μου λες; Φοβάσαι; - Άσε με ορή ήσυχόνε, μη σου δώκω καμία μ’ όλη τη ντομάτα. Το κρεμμύδι που τόχεις; Στο ΠΡΟ-ΠΟ ήμουνα. Θα βρωμάς κρεμμυδίλας. Ούτε σ’ ενδιαφέρει για μένανε. Είμαι υποχρεω μένη όλο το βράδυ να μυρίζω το χνώτο σου; Ορίστε το κρεμμύδι, μπρος στα μάτια σου ήτανε. Ξεστραβώσου. Να πάρε δω και λάδι. - Το αλάτι; Αλάτι, όχι. Έχεις πίεση. Βάλε λίγη ρίγανη να σε νοστιμέψει. Πάρε και ψωμί. Μπαγιάτικο; Ξέρεις νάχω κάνα φούρνο, να σου ξεφουρνήσω τώρα; Λίγο κρασί; - Έφερες; Ας έφερνες. Όλα γω θα τα κάνω; Μου θέλεις και κούπα; Σε βαρέθηκα, κύργιε, πάω μέσα να μη σε βλέπω. Έκατσε να φάει. Ήθελε και κάτι άλλο. Στο τραπέζι ήτανε ένα πιάτο με τζατζίκι. Πότε τόκανε; Αλλά τση άρεσε τση ίδιας το τζατζίκι και πάντα έκανε. Μάστορας! Έκοψε μια μπουκιά ψωμί, τη βούτηξε στο τζατζίκι και τήνε κατάπιε. Περίεργη γεύση. Έφαγε άλλη μία. Την έφτυσε. Ιουλία τι τζατζίκι είν’ αυτό; - Τι έκαμες μωρέ; Πανάθεμά σε τη μάσκα νυχτός έφαες; Γλούπε, έ γλούπε… Και τώρα; Εγώ; τι έκαμα; Αυτό μέσα στο γιαούρτι δεν είν΄ αγγούρι; Ποιό γιαούρτι άχρηστε, έ άχρηστε! Νιβέα με αγγούρι είναι…, μπα συφορά μούουου…, μπα κακό που με βρήκέεε… - Εσένανε; Εμένανε! Πρέπει να πάω στο Νισοκομείο να μου κάνουνε πλύση στομάχου, μη δηλητηριαστώ. Έφυγα! πάω στα επείγοντα. Μωρέ που πας; Έχεις κάνει τεστ; Όχι! θα μου κάνουν’ εκεί. Κάτσε δω που είσαι. Δε θα πάθεις τίποτα! Κακό σκυλί, ψόφο δεν έχει. - Κάτι πρέπει να κάμω… Βάλε τα δάχτυλά σου στο λάρυγγα, να ξεράσεις. Λες; Μη γδάρω τσι αμυγδαλές μου… Ακούς εκεί να μου φάει τη κρέμα νυχτός που ανακάτεβα τόση ώρα το αγ γούρι με τη νιβέα. Τέγεια άχρηστος!
Ο TEMPORA Ο MORES
- Ποιός τόπε αυτό; Ο Κικέρων! Τι ‘ταν’ αυτός; Ρωμαίος από τη Ρώμη. Πλούσιος. Τσου καλύτερους δασκάλους είχε. Ρω μαίους, Αθηναίους κι από τη Ρόδο κι από την Ασία, απ’ όπου θέλεις είχε. Ρήτωρ! Δυνατός. Από τσου καλούς, ο καλύτερος. Εκρεμόντανε όλοι από τα χείγια του. Και ξέρεις! Η γλώσσα κόκκαλα δεν έχει και κόκκαλα τσακίζει. Τσου τάλεε με τέτοιο τρόπο που τσούκανε να μην ηξέρουνε κατά πού να πάνε. Άλλοι εφεύγανε από τη Ρώμη, εξορία, άλλους τσου καταδικάζανε εις θάνατον και τα λοιπά. - Δικεόρος ήτανε; Πολιτικός! Νομίζω και δικηγόρος. Αυτό λέω. Οι περσσότεροι πολιτικοί δικηγόροι δεν είναι; Αυτοί ξέρουνε και διαβάζουνε τσου νόμους και πες, πες στα δικαστήργια γίνονται και ρήτο ρες. Άμα δεν ηξέρεις τι λένε οι νόμοι που να ξέρεις ποιό είναι το σωστό; - Μπα; Μόνο ότι λένε οι νόμοι είναι το σωστό; Άμανήταν’ έτσι τότε γιατί κάθε τρεις και λίγο αλλάζουνε τσου νόμους; Γιατί κάθε μέρα, πλην εορτών και διακοπών, συνεδριάζει η Βουλή κι αλλάζει τσου νόμους; Αυτό δε κάνει; Όταν αλλάζουνε τα πράματα αλλάζουνε κι οι νόμοι. Τι δε καταλαβαίνεις; Τι να καταλάβω… Παγιά δεν είχαμε τα μονοπώλια; Θυμάσαι που τα σπίρτα, το πετρόγιο, τ’ αλάτι, ο καπνός ήτανε μονοπώλιο του κράτους; Έβανε φόρο το κράτος κι όσα μάζωνε αυγαταίνανε τα κέρδη του κι επλερώναμε λιγότε ρο φόρο εμείς. Το μυαλό σου και μια λίρα. Ορέ, αυτά επηγαίνανε απ’ ευτείας σ’ αυτούς που χρωστούσαμε, στσου τοκογλύφους. Μ’ αυτά εξοφλήσαμε τα παγιά τα χρέη. Επί Παπάγου αυτή η δουγειά. Το ’67 ξοφλήσαμε και πάπαλα τα παγιά τα χρέη. Κι αφού ξοφλήσαμε άλλαξε σιγά, σιγά κι ο νόμος για τα μονοπώ λια. Να μην άλλαζε; Άλλαξε και φέραμε τον ελεύθερο ανταγωνισμό που δε τον αφήνανε τα μονοπώλια να μας τακτοποιήσει όπως μας ετακτοποίησε. Έτσι πήγε μπροστά ο τόπος! - Μπροστά επήγαμε ή μπροστά κατά πίσω; Και μ’ αυτό τι; Δεν εξαναποχτήσαμε χρέγια; Ούτε κι εγώ δεν ηξέρω πόσο τακατό επί του ΑΕΠ είναι σήμερα το χρέος. Μας έπνιξε, μας πνίγει, άσε που δε μας αφήνουνε να καταλάβου με που πάν’ απ’ όλα φταίει το χρέος. Αυτό που από λεύτερο σε κάνει δούλο. Μην αλλάζεις τη κουβέντα. Γι αυτό δεν αλλάξαμε το νόμο και το μονοπώλιο το κάμαμε μνημόνιο; Ετέγειωσε τώρα και το μνημόνιο. Πάει κι αυτό. Δεν ετέγειωσε; Μωρέ ετέγειωσε, άκουα κι ένανε που τόλεε στο τελεβίτζιον. Αλλά από την άλλη έλεε ότι χρωστάμε ακόμα τα μαγιά τση κεφαλής μας. Κουτουρού. Έτσι
είναι; Ναι, έτσι είναι. Αλλά δε φταίμ’ εμείς. Τι; σ’ αφήνει ο τοκογλύφος να μη χρωστάς; Άμα δε του χρωστάς άχρηστος τούσαι. Η υπόθεση είναι να του χρωστάς να ζιει κι αυτός, ο άχαρος. Αγοιώς τι να σε κάμει; Σαλαμιστράδα; Κι άμα πας να τόνε ξοφλήσεις σου λέει πάρε ακόμα τούτα ‘δώ, να μου ξοφλή σεις μ’ αυτά που σου δίνω τώρα πιο νωρίς τα προηγούμενα και με χαμηλότερο τόκο παναπεί, που σε συφέρει. Κι άμα του κάνεις μουτσουτσούνια σου φορμάρει ένα από Βορά ή εξ Ανατολών κίνδυνο, τί όλοι οι τοκογλύφοι έχουν’ ένα κασετί με κινδύνους που σε κάνει να μην ασκώνεις κεφάλι ποτέ σου. Αλλά για να γίνουνε όλ’ αυτά δε πρέπει ν’ αλλάζουν’ οι νόμοι; Μόνο με νόμους αλλάζουνε. Αμαντάμ παπαντάμ! Κάτι τέτοια εγινόντανε και στη Ρώμη με το Κατιλίνα, το κλεφταρά, κι ο Κικέρωνας είπε το περίφημον «Ο tempora ο mores» στα λατινικά. «Ώ καιροί, ώ ήθη» στα ελληνικά. Μόνο που δεν είχε βγει ακόμα το τραγούδι «όλα τριγύρω αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν» και την εξεστόμισε τη κουταμάρα του κατά Κατιλίνα ο Κικέρων. Και τον έφαε τον άνθρωπο. Αλλ’ όστις λέει ωραίας κουταμάρας, που δε τσι καταλαβαίνεις με τη μία, οι άλλοι κάθονται με το στόμας ανοιχτό και θαγ μάζουνε. Τι είπε ο μέγας… Όλα τριγύρω αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν. Καλά λες. Μωρέ καλά λένε οι Κερκυραίοι «ώ τέμπορα, ώ μόρες, ώ τζίντζο λες κλανιόρες»! - Αθάνατη Κέρκυρα! 5-10-2021 Ο ΒΙΟΠΑΛΑΙΣΤΗΣ Καλημέρα σας. Κάτσε! Θα πιεις καφέ; Παιδί… Κέρασε το κύριο ό,τι θέλει. Ένοιωσε μέσα του μια αγαλλίαση. Μια περηφάνια. Ένα κάτιντίς άλλο που του επήρε όλο με μίας τα κόπια και τα βάσανα μιας ζωής. Δεν είναι και λίγο να σε υποδέχεται έτσι το πρώην αφεντικό σου. Να σου λέει κάτσε δίπλα μου. Σαν ίσος προς ίσο. Που τον έβλεπες μια ζωή να σου μετράει το μεροκάματο κάθε Σαββάτο και λίγο ήθελε να του φιλήσεις και το χέρι. Έκατσε. Η οικογένεια καλά; Η γυναίκα σου; Τα παιδιά; Η μάνα σου; Ευτέρπη δε τήνε λένε; ζιει; Όλοι καλά. Τα παιδιά εσπουδάσανε. Η μάνα μου επέθανε εδώ και πέντε χρόνια. Κοντά εκατό έφτακε. Πλήρης ημερών! Καλή γυναίκα! Δε την ήξερα αλλά για να βγάλει τέτοιο γιο… Για μένα λες σιορ Στέφανε; Αμή για ποιόνε άλλονε; Για σένανε. Μη κοιτάς που δεν είχαμε πολλά, πολ
λά, αλλά εγώ πάντα σ’ εχτιμούσα. Σ’ έβλεπα πως εδούλευες στο εργοστάσιο. Ποτέ σου δεν άργησες στη δουγειά. Ποτέ σου δεν εβιάστηκες να φύ γεις. Με ανθρώπους σα κι εσένανε εγίνηκα κι εγώ ό,τι εγίνηκα. Και με τον ίδρωτα το δικόνε σου. Το τίμιο. Εσύ επολέμησες κιόλας. Δεν επολέμησες; Επολέμησα. Σπολάϊτήσου αφέντη. Μεγάλη κουβέντα μούπες. Ο Θέος να μου κόβει μέρες και να σου δίνει χρόνια. Κουνήσου από τη θέση σου Σπύρο μου…, τίν’ αυτά που λες… Κάμε μου τη χάρη… Εγώ πρέπει να σου πω φχαριστώ κι εσένανε και σ’ όλους που μου δουλέψατε. Άμα δεν εισάστεν’ εσείς, δε θε νάμουνα κι εγώ. Τι λες τώρα… Αμηδά κάνας αναίστητος είμαι; Ξέρω πολύ καλά και τι εγενόντανε τότες και τι γίνεται σήμερα που το εργοστάσιο πήγε κι έκλεισε. Ας όψονται οι τράπεζες και τα δάνεια. Ανάαα…θεμά τα. Εγώ σιορ Στέφανε θυμάμαι που κι όταν εμειώθηκε η παραγωγή και το κου βεντιάζαμε παναπεί οι εργάτες μεταξύ μας, το μεροκάματο έπεφτε κανο νικά. Εβλέπαμε τη κατάσταση. Και να ξέρεις! Όλοι εβάναμε τα δυνατά μας να το κρατήσουμε το ‘ργοστάσιο. Το βλέπαμε σα δικό μας. Απ’ αυτό εζιούσαμε. Εγώ απ’ αυτό εσπούδασα και τη Μαίρη μου και την Ουρανία μου. Δικηγόροι κι οι δυο τους εγινήκανε. Περπατούνε και τρέμ’ η γης. Μόνο που δε μου παντρευτήκαν’ ακόμα. Σπολάϊτήσου γι άλλη μια φορά. Σύνταξη πήρες; - Επήρα αλλά μου τήνε μειώσανε. Όπως σ’ όλους παναπεί. Αλλά άμα είσαι μαθημένος και στα λίγα τα καταφέρνεις. Άμα έχεις μεγαλώσει με το κώλο σου στο βούτυρο, και με το συγγνώμη παναπεί, τότε έχεις πρόβλημα. Έτσι είν’ η ζωή. Εσύ, σιορ Στέφανε, εβγήκες στη σύνταξη; Εβγήκα. Από τη σύνταξή μου ζιω. Για να ξοφλήσω τα δάνεια το πούλησα το ‘ργοστάσιο. Μου βάλανε το μαχαίρι στο λαιμό. Τράπεζες, τοκογλύφοι, εφορείες, κάτι λαμόγια δήθεν επενδυτές που σε διπλαρώνουνε άμα μυρι στούνε ψοφίμι. Ξέρεις πως πάν’ αυτά… Μα βλέπω που και το ‘ργοστάσιο ξενοδοχείο εγίνηκε. Δε μπορούσες να το κάνεις εσύ ξενοδοχείο; - Εγώ; Τότες στα πενήντα μου να χαλάσω το τόπο μου που τον είχα και τον έχω και πάνου από τη μάνα μου, τη συχωρεμένη; Θεός φυλάξει… Γιατί; Για να πάρω τσου τουρίστες και τα καλά τους στο λάκκο μου; Όχι, παιδί μου… Στα πενήντα μου, Σπύρο, είχ’ αποχτήσει και τότσο μυαλό. Κι επειδής ήμου νε κάποτε πλούσιος τι εγίνηκε; Έτρωγα, έπινα παραπάνου; Επήγαινα με τη κούρσα κι οι άλλοι με τα ποδάργια; Αφού ο γιατρός άλλο που δε μούπε. Να πορπατώ. Και να κόψω τα κρέατα. Και το κρασί με μέτρο. Παιδιά δε με αξίωσε. Αυτά έχουνε σημασία. Η Μαίρη σου κι η Ουρανία σου, που καλό στεφάνι νάχουνε και να τσι δεις όπως ποθείς. Ευχαριστώ σε. Μόνο που πρέπει να φύγω. Εβάρησε ο Άγιος εννιά μπότα και μ’ έχει φωνάξει μία νοικοκυράντσα να τση φρεσκάρω τη κρεβατοκάμα
ρη. Κάνω κι εγώ ό,τι μπορώ να τσοντάρω στη σύνταξη. Να πας στο καλό. Εχάρηκα που σε είδα. Παρομοίως. ……………………………………………………… Πολλές φιοριτούρες τσήκαμες τση πλέμπας σιορ Στέφανε. Δεν είναι τση τά ξεώς μας! Του σιορ Σπύρου; Ορέ ο σιορ Σπύρος είναι βιοπαλαιστής, ορέ! Ίσαμε τα τώρα! Δε τον άκουσες; Εβδομήντα τόσο είναι κι ακόμα πάει για το μεροκά ματο. Βιοπαλαιστής! Σα και σένανε είναι που ζιεις από το βιβλιάργιο; 7-10-2021 ΟΙ ΛΟΥΜΠΕΣ
Μη πας από κει. Έχει λάσπες. Λούμπες. Λούμπες τσι λέτε; Σα τάφοι είναι. Λούμπες τσι λέμε, εσείς πώς τσι λέτε; Έτσι μας εμάθαμε να τσι λέμε η μάμα κι η νόνα. Αυτές από το μπάου-μπάου-στα! μας εμάθαμε να μιλούμε τη γλώσσα μας. Στο Δημοτικό εμάθαμε και να τήνε γράφουμε και να τήνε δια βάζουμε. Να, Άννα, να ένα μήλο. Μετά εσπουδάξαμε κι εγινήκαμε μορφω μένοι. Και βγάνουμε λούμπες λόγους για λούμπες, που για να τσου κατα λάβεις πρέπει πρώτα να ξέρεις το έψιλον γιώτα και το όμικρον γιώτα. Και περιμένεις να μπει η Άνοιξη να σώσουνε κι οι λούμπες κι οι λάσπες. Ορθώς! Διότι, και σαφώς, ότε η Άνοιξις έρχεται και τα λουλούδια ανθίζουν τις νύχτες με κοιμίζουνε τα πλοία σα σφυρίζουν. Μπράβο σου! Είσαι και ποιητής εκ του προχείρου. Πού τα βρίσκεις…, πού τα βρίσκεις… - Διότι ως Άνοιξις κόβουν’ οι βροχές και τα νερά
- Όπως με βλέπεις και σε γλέπω!
Και με τα σκουπίδια; Τι και με τα σκουπίδια; Όλα εντάξει. Κι άμα θέλεις κάτι άλλο στη Περιφέ ρεια. Αυτή ανάλαβε να κάνει το κουμάντο και να τα παίρνει και να τα βαϊ λεύει.
- Θα τα στέρνει στη Κοζάνη; Τι να σας πω… Κι εγώ ένας απλός υπάλληλος είμαι… Και με τα καναλέτα; Τι με τα καναλέτα… Τα εξεβουλώσατε; Λένε που έρχονται βροχάδες. - Και γιατί να τα ξεβουλώσουμε; Να τα ξεβουλώσετε εσείς που τα βουλώνετε. Εσείς δε τα βουλώνετε; Εμείς τα βουλώνουμε; Πάτε και ρίχτετε μέσα μέχρι και σακούλες μπλε. Σας έχω σταμπάρει! Όχι! Δε ρίχτουμε σ’ όλα τα καναλέτα. Μόνο σ’ όσα είναι μπρος από τη πόρ τα μας. Όλα κι όλα! Τα καναλέτα μπρος από το Μουσείο εμείς τα βουλώ σαμε; Ένα είναι βουλωμένο από το καιρό του σέτε. Άμα τ’ ανοίξεις μέχρι κι αρχαία μπορεί να βρεις μέσα. Για ποιό Μουσείο λες; Γι αυτό που άμα πεθάνω θα με βάλουνε μέσα στη βιτρίνα να γλέπει ο κό σμος τι σκέδιο ήταν’ αυτοί που γκρινιάζουνε σήμερα. Να σκιάονται τα παι διά, να μη κάνουνε και να μη λένε τα ίδια με μένανε και να τρώνε όλο το φαΐ τους. Τα σκασμένα! Καλά λες. Κι έτσι όπως σε κόβω θα κάμεις ένα λείψανο τση μέγκλας! Άμα ποθάνεις θε νάρθω να σε προσκυνήσω. Θα κάμω και το σταυρό μου. Να σου σχωρεθούνε οι αμαρτίες σου. - Έλα, ορέ, άμα σου βαστάει. Και κάμε να με φιλήσεις. Θα σου δώκω ένα φούσκο, άχαρε, που θάναι όλος δικός σου! Όλο με μίας. Για να μάθεις να κογιονάρεις! Έχεις τάφον οικογενειακόν; Όχι, δεν έχουμε. - Κακώς, και να πας ν’ αγοράσεις μνημείο. Πού θα σε χώσουνε; Σε καμιά λούμπα; Και τώρα με τσι βροχάδες είναι και γιομάτες νερά. Ού πώ, πώ! Αναρί τσιασα. Ορέ!, τι λέει ορέ! Άσε που μεσ’ στη λούμπα μπορεί ν’ αρπάξεις και κάνα κρύωμα. Είν’ ώρα γι αρρώστιες; 7-10-2021 Ο ΤΖΙΓΚΙΡΙΓΚΙΤΣΙΟΝ Έλα ‘δώ! Πού πας έτσι; Το μουσαμά σου βάλε. Βρέχει! Θ’ αρρωστήσεις…
- Δε θέλω!
Να! Βάλε και τσι γαλότσες. Δε μου πάνε. Από τα πέρσι εμεγάλωσε το ποδάρι μου και δε μου πάνε. Βάρτες για σήμερα που δεν έχεις άλλες και θα σου πάρουμε αύριο καινούρ γιες. - Να μου δώκεις την ομπρέλα. Όποιος πάει στο σκογειό με μουσαμά και γαλότσες τόνε κοροϊδεύουνε τ’ άλλα παιδιά. Τόνε λένε μαμάκια, φιόγκο, λου μπίνα, τζιγκιριγκιτσιόν, χταπόδι τση λούμπας τόνε λένε. Δε θέλω. Τι παναπεί τζιγκιριγκιτσιόν; Πρώτη φορά τ’ ακούω. Το λένε γι αυτουνούς που σκιάονται μη γιώσουνε σα τη ζάχαρη. Μη τσου πέσει το πάπαλό τσου. Άκου κουβέντες! Τζιγκιριγκιτσιόν, πάπαλο, λουμπίνα… Ποιός σου τα μαθαί νει αυτά; Όλα τα παιδιά τα λένε. Και τι παναπούνε; - Παναπούνε που κάποιος δεν είναι άντρας, άντρας… Άμα είσαι άντρας και βρέχεσαι και πορπατείς μεσ’ στσι λούμπες και δε σε νοιάζει. Κι ο μπαμπάς δεν έφυγε για τη δουγειά και δε πήρε την ομπρέλα; Δε θα βραχεί; Αλλά είναι άντρας! Μωρέ μου την άφηκε που θα κατέβω να ψιωνίσω. Αμηδά έχουμε κι άλλη; Βάλε το μουσαμά σου, σου λέω…, μη με σκας! Να μου δώκεις την ομπρέλα! Κι εγώ με τι θα κατηβώ; Να γένω μούσκεμα; Και κάτσε να πιεις το γάλα σου. Κάθε πρωί με σκας, δε σ’ αντέχω άλλο. Έχει πέτσα, δε μ’ αρέσει…
- Νάτο, στην έβγαλα…, πιέτο! Εγώ δε βάνω μουσαμά!
Άγιε μου, δώκε μου δύναμη. Έτηνε η Μαιρούλα τση κυρά Τασίας. Τήνε βλέπεις; Πάει στο σκογειό. Με το μουσαμά της και τσι γαλότσες τση. Έτο! Εσταμάτησε και σε περιμένει να πάτε μαζί. Βάλε το μουσαμά σου κι εσύ, να φύγεις. Δε τόνε βάνω! Τσου μουσαμάδες τσου φορούνε οι κοπέλες και οι τζιγκιρι γκιτσιόν. Όχι τα παιδιά. Εγώ δεν είμαι τζιγκιριγκιτσιόν! Εντάξει, δεν είσαι τζιγκιριγκιτσιόν! Πάρε την ομπρέλα! Φεύγα καμιά ώρα. Θα βαρήσει το κουδούνι και θα μείνεις πάλι απόξω. Φεύγα! Φεύγω. Έλα ‘δώ να σε φιλήσω… Όχι πολλά φιγιά μάμα, έτσι; Ούτε λουμπίνα είμαι ούτε κάνας τζιγκιριγκι τσιόν! * Παραγγεγιά!
ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΡΠΙΔΑ
- Βροχή όμως εχτές…, είδες; Ανοίξανε οι ουρανοί. Εξεπλυθήκαμε. Επλημμύραμ’ όμως. Και; Κάθε χρόνο δε πλημμύρουμε; Να λες που όλα τα νερά πάνε στη θάλασ σα. Άμα δεν είχαμε τη θάλασσα τι θα γενομάστενε; - Άμα δεν είχαμε τη θάλασσα, θα μας είχε δώκει η Γης λίμνες και ποτάμια. Εκεί θα πηγαίνανε τα νερά. Κι άμα εμείς μπαζώναμε τα ποτάμια για να κάνουμε δρόμους; Μια και δυο το κάναμ’ αυτό; Έχει πνιγεί κόσμος. Και τι τήνε νοιάζει τη Γης; Αυτή μια φορά τα νερά της θα τα περάσει. Απ’ όπου κι αν έβρει. Και δε τήνε νοιάζει για τσου ανθρώπους; Και γιατί να τήνε νοιάξει; Τι το ιδιαίτερο έχουν’ οι ανθρώποι; Παράσιτα τση Γης είναι, τήνε σκαλίζουνε, τήνε χτίζουνε, τήνε στραγγίζουνε, τήνε μοιρά ζουνε, τήνε μπομπαρδίζουνε κι αφού τση κάνουνε όλες τσι αταξίες που κά νει ένα παιδί στη μάμα του κάθονται μετά και τήνε μελετάνε και βγάνουνε λόγους εις τα συνέδρια γι αυτό φταίει αυτό και για τ’ άλλο τ’ άλλο. Κι η Γης σπάει πλάκα με τσου σοφούς απάσης τση στρογγυλής επικράτειας και ξιέ ται όπως ξιέσαι συ άμα σε τσιμπήσει το κουνούπι. Κι άμα τήνε παρατρώει η τσιμπησιά δε βάνει φενιστίλ αλλά κουνιέται λίγο, φωνάζει ένα σύννε φο να τήνε πλύνει λίγο από τη βρώμα που τήνε γιομίζουμε, σου τραβάει και μια φωτιά, τί έτσι τση γουστάρει, και σε ποιόνε να δώκει λογαργιασμό; Στο Πλανητικό το Σύστημα, στο Γαλαξία ή στο Σύμπαν ολόκληρο; Αυτοί δεν ασχολούνται μ’ αυτά. Αυτοί έχουν’ άλλους νόμους. Όποιος δε κάθεται κα λός ή τόνε χώνουνε σε καμιά μαύρη τρύπα, να μάθει, ή του στέρνουνε καέ να αστεροειδή ή κάνα κομήτη και τόνε μπομπαρδίζουνε να του χαλάσουνε τσου δεινόσαυρους κι ανοίγουνε δουγειές στσου παλαιοντολόγους
των
παναπεί. Γιατί των κουμπανιών; Είδος ανθεκτικόν μέχρι και στη ραδιενέργεια, μη σου πω. Βεραμέντε; Εκατό τακατό! Το λέανε και από τηλεοράσεως στην εκπομπή η οικογένειά μου και τ’ άλλα ζώα. Κουταμάρες! Κουταμάρες, κουταμάρες, αλλά επιστημονικά τεκμηριωμένες. Μα τι λες! Μπορούνε οι κουμπανιοί να χτίσουνε σπίτια, να κάμουνε δρό
μους, να κάμουνε μουσεία, να βάλουνε μέσα τα κόκκαλά μου; Γιατί οι ανθρώποι πως μπορέσαμε; Εμείς βαρούμε μια πατησιά και τόνε γιώνουμε το κουμπανιό και μετά σιχαι νομάστενε και παίρνουμε το χαρτί τση κουζίνας να του μαζέψουμε τα ζου μιά του και να τα ρίξουμε στα σκουπίδια, τα σύμμεικτα. Έτσι δε κάνουμε; - Έτσι! Έτσι εκάνανε κι οι δεινόσαυροι που ως κατσαρίδας μας εβλέπανε και με μια πατησιά μας εκάνανε ό,τι κάνουμε μεις εις τους κουμπανιούς. Μπαρντόν; Δεν είναι κι έτσι… Το ανθρώπινο είδος διαφέρει… Έχει νιονιό. Γράφει βλι βλία. Οι κατσαρίδες γράφουνε βλιβλία; Το ίδιο είναι; - Οι κατσαρίδες, ορέ, κάνουνε πολέμους; Κάνουν’ αδικίες; Έχουνε φυλακές; Ρίχτουνε διοξείδιο στην ατμόσφαιρα; Θέλουνε φυσικό αέργιο για να ζεστα θούνε; Τρώνε τον αγκλέουρα; Τι το κακό κάνουνε; Ξυπνάς το βράδυ, ανάβεις το φως και τήνε βλέπεις να σου κουνεί τσι κεραί ες τση σα να σου λέει άσε με μπάρμπα να κάμω χρεία μου. Οι σιχαμένες! - Σιχαμένες, ξεσιχαμένες σε μουσείο θα βάλουνε τα κόκκαλά σου! Και δεν υπάρχει ερπίδα; Υπάρχει! Άκου τι έγραψε ένας Λευτέρης Παπαδόπουλος: «Κάποτε θα ‘ρθουν να σου πουν πως σε πιστεύουν, σ’ αγαπούν και πως σε θένε. Έχε το νου σου στο παιδί, κλείσε την πόρτα με κλειδί, ψέματα λένε. Κάποτε θα ‘ρθουν γνωστικοί λογάδες και γραμματικοί, για να σε πείσουν. Έχε το νου σου στο παιδί, κλείσε την πόρτα με κλειδί, θα σε πουλήσουν. Και όταν θα ‘ρθουν οι καιροί που θα ‘χει σβήσει το κερί στην καταιγίδα, υπερα σπίσου το παιδί, γιατί αν γλιτώσει το παιδί υπάρχει ελπίδα». Αυτό; - Αυτό! 9-10-2021 ΕΙΣΑΙ ΣΙΓΟΥΡΟΣ; Είδες τη φωτογραφία; Εχτές την ανεβάσανε. Ορίστε δες. Το βλέπεις το ούφο; Από πάνου μας ήτανε. Έκοβε βόρτες και μας εκατασκόπευε. Και δεν εκατέβηκε; Όχι, δε πρέπει να κατέβηκε. Κι ήρθε από κει που ήρθε και δεν εκατέβηκε; Τσάμπα ήρθε; Ημπορεί νάρθε να τραβήξει φωτογραφίες. Εμείς, ορέ, άμα πάμε στον Άρη κατεβαίνουμε κάτου και φωτογραφίες τρα βάμε και πέτρες μαζεύουμε κι ό,τι μπορούμε κάνουμε. Ειμάστενε περίερ γοι. Τα ούφο δεν είναι περίεργα; Είναι, πώς δεν είναι. Άλλες φορές κατεβαίνουνε. Πότε;
- Δεν εκατεβήκανε στα Καψαγγούργια, στη κατοικιά του Τσάντου, κι εμπήκε μέσα η λάμψη κι αλυχτούσανε οι σκύλοι του, μέρα μεσημέρι, που τσου κορπίρει η νύστα και δε κουνιόνται με τίποτις; Έ; Πότε εγίνηκε αυτό; Δεν είναι πολύς καιρός. - Κι ο Τσάντος τι έκανε; Τι να κάμει, ο άχαρος. Εκοιμόντανε. Είχε γύρει ξεθεωμένος απ’ τσ’ Αμμού σες, από το χτήμα, έφαε, ήπιε και δυο κούπες, εξάπλωσε και δεν εκατάλαβε τίποτις. Και ποιός το κατάλαβε και το μολόησε; - Ο ίδιος. Τον εξύπνησ’ η λάμψη. Τόνε στράβωσε. Μας τόλεε στου Ψυχραιμία, μετά. Ήταν’ αλληλουϊσμένος. Επήγα να τα κάμω πάνου μου, μας είπε. Ού πώ, πώ! Αλλά κι εγώ του αμόλαρα τα σκυγιά και τσούπα τσού! Αλλ’ αυτά, τ’ αφιλότιμα, ούτε που κουνηθήκανε. Θα τσούκανε μάγια. Αυτός! Κι η Λόπη που ήτανε; Ο Τσάντος τον είδε; - Σιγά μη έπαιρνε χαμπάρι η Λόπη. Τα ζώα μου αργά! Ο κακομοίρης ο Τσάντος δεν επρόκανε να ιδεί, τί αυτός ήτουνε μέσα στη λάμψη. Πού να τον ιδεί… Έτσι, έ; Έτσι! Γι αυτό σου λέω. Κατιβαίνουν’ οι διαόλοι, πώς δεν κατιβαίνουνε… Κα τιβαίνουνε και παρακατιβαίνουνε. Εμένανε θα μου πεις; Τι; Είδες κι εσύ; Αμή… Πότε; Πρόπερσι, αντιπρόπερσι, θα σε γελάσω. Ήτανε βράδυ κι ο Μπούλης έσκου ζε. Ποιός Μπούλης; Το μοσκάρι μου, ο Μπούλης. Τον ηξέρεις, δε τον ηξέρεις; Αυτός ήταν’ όξω από τη ντέζα! Και πώς ήτανε; - Έλα πως ήτανε… Αφού ήτανε βράδυ σου λέω, πώς να τον ιδώ; Και; Τι και. Με είδε κι όπου φύγει, φύγει. Με φοβήθηκε. Λούης εγίνηκε. Εμπήκε στον ιφτάμενο δίσκο κι εξαφανίστηκε. Κι είδες εσύ τον ιπτάμενο δίσκο; Άκου τι ρωτάει… Ορέ, οι εξωγήινοι με ιφτάμενους δίσκους δε κυκλοφορού νε; Πρώτη φορά τ’ ακούς; Δεν είδες κάνα φως στον ουρανό; Από πού να ιδώ; Ήτανε ένα σωρό άστρια στον ουρανό. Ξέρω ‘γώ ποιό ήτανε το δικό του; Από πού να ξέρω; ………………………………….
- Τι με κοιτάς έτσι; Δε με πιστεύεις; Είσαι σίγουρος;
ΟΣΑ ΠΑΙΡΝΕΙ Ο ΑΝΕΜΟΣ
Επήγες σινεμά; Ναι. Καλό; Καλούτσικο. - Δε σ’ άρεσε; Μωρέ μ’ άρεσε. Ωραίο ήτανε. Μόνο που επειδής είχα διαβάσει το βιβλίο και την ήξερα την υπόθεση κάτι μου ξύνισε. Δεν ήταν’ όπως τόγραφε το βι βλίο. Όταν το διάβασα εσχημάτιζα στο μυαλό μου άλλες εικόνες. Πιο ηρωϊ κές, πιο συναισθηματικές. Ακόμα και τα τοπία αγιώς τάχα πλάσει στο μυαλό μου κι αγιώς τάδειχτε η ταινία. Πάντως καλή ήτανε. Πολύ καλή. Να πας να τήνε δεις. Παίζουνε και καλοί ηθοποιοί. Η Βίβιαν Λι κι ο Κλαρκ Γκέϊμπλ. Αυτή κάνει τη Σκάρλετ ο’ Χάρα κι αυτός το Ρέϊ Μπάτλερ. Κι αυτή όμορφη κι αυτός άντρα κλας! Πάντως, δεν ήτανε σα και το βιβλίο… Τ’ αγόρασες; Όχι το δανείστηκα από τη Φανή, από τη Βιβλιοθήκη. Όλο από κει παίρνω. Αλλά τση τα γυρίζω. Είναι και κάποιοι που δε τση τα γυρίζουν’ άλλο. Να φανταστείς που τον Εραστή τση Λαίδης Τσάτερλι που τον είχε τριπλόνε, τώρα δεν έχει ούτε ένα. Αλλά άλλο η αφήγηση, άλλο ο κινηματόγραφος. Δεν είναι το ίδιο. Η αφήγηση είναι μια τέχνη του ανθρώπινου μυαλού που βάνει μπρος τη φαντασία του κάθε αναγνώστη κι ο καθένας πάει και κάνει τσι δικές του εικόνες στο μυαλό του. Αυτές που το μυαλό του θέλει να κά νει. Ο κινηματόγραφος σου μοστράρει με το έτσι θέλω τσι δικές του εικό νες και διαβάζεις από κάτου τα γράμματα τι λένε οι ηθοποιοί. Γι αυτό και το θέατρο είναι καλύτερο. Ακούς και βλέπεις απ’ ευτείας τσου ηθοποιούς. Ζωντανό πράμα. Λένε που μια εικόνα ισοδυναμεί με χίγιες λέξεις. Τόχ’ ακούσει. Δε το πιστεύω. Εν αρχή ην ο λόγος. Κάποιος τόπε, δε θυμάμαι τώρα ποιος. Δεν είπε εν αρχή ην η εικόνα. Κι όμως μετά από χρόνια η εικόνα θα κυριαρχήσει. Θα σαρώσει. Για την ευκολία της. Για τσι χίγιες τση λέξεις. Μη κάμουνε και μηχανήματα που θα πατείς το κουμπί και θα γλέπεις τσι ειδήσεις αντί να τσι διαβάζεις στη φη μερίδα. Μη κάμουνε άλλα μηχανήματα που θα γράφεις μήνυμα και θα το παίρνει ο άλλος στην άλλη άκρια τση γης στο δευτερόλεπτο. Μη κάμουνε
φωτογραφική μηχανή χωρίς φιρμ. Μην κάμουνε μηχάνημα που να μπορείς όπως πηγαίνεις στο δρόμο, να τραβάς φωτογραφίες και να τσι στέρνεις να τσι δει κι αυτός όπου μιλείς. Ημπορεί να γίνει κι αυτό. Δεν ηξέρω. Κι αυτό άμα γένει από τη φαντασία του ανθρώπου θα γένει. Από τη φαντασία που βόσκει μέσα στα βιβλία που γράφει. Γράφει, διαβάζει, φαντάζεται. Αυτό είναι το λάις. Η φαντασία. Τώρα τι κάνεις; Αυτά που είπαμε θα τα γράψεις; Ναι. Βάλε και μια φωτογραφία από κάτου. Αγιώς θα σου τα πάρει όλα ο άνεμος. Να βρω, να βάλω. Πάντως να το ξέρεις. Η φαντασία δε χρειάεται χίγιες λέξεις. Τέλος πάντων. Το έργο πώς το λέγανε; Όσα παίρνει ο άνεμος. 11-10-2021 Ο ΦΟΥΡΝΟΣ ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΥ* Σκογειό δεν ήθελε να πάει κι ας ήτανε απέναντι από το σπίτι του. Αλλά τόνε στείλανε με το ζόρι. Αυτό τσούλειπε να τσου κάνει το νιάνιαρο ό,τι ήθελε. Έκλα ψε, έσκασε, εχτυπήθηκε. Απ’ τ’ αυτί τον έπιακε η μάμα του και τον έσυρε στη τάξη. Εδώ θα κάτσεις και δε θα κουνηθείς από δω. Ορίστε μας. Η νόνα του τον έπιακε με το καλό. Δε σ’ αρέσει να μάθεις γράμματα, να διαβάζεις τα παραμύθια μοναχός σου, να γίνεις άνθρωπος; Τι θα κάμεις άμα μεγαλώσεις; Εγώ θέλω να γίνω φούρναρης. Φούρναρης; Σα το Μήτρο; - Ναι. Στο καντούνι πίσω από το σπίτι του ήτανε ο φούρνος του Μήτρου. Εξ Ηπεί ρου ο Μήτρος, είχε πάρει ένα σκοτεινό ισόγειο και τόχε κάνει
και τα γλυκά να τα ψήσουνε. Εμύριζε ο φούρνος μυρωδιές γαργαλιστικές και πού τον έχανες πού τον έβρισκες το Τώνη, μέσα στο φούρνο ήτανε. Μασκότ του φούρνου θα τόνε λέγαμε σήμερα. Είχε και τα τυχερά του. Καμιά πατάτα, κάνα βογγύλι απ’ αρνί που τόβγανε με μαεστρία ο Μήτρος από το μπουτάκι μ’ ένα τσιγκέλι και δεν εφαινόντανε απόξω τίποτις, καμιά κλώδα από το γύρω, γύρω του κέικ, κάνα στριμμένο φύλλο μπακλαβά όλο και κάτι κονομούσε. Επρόσεχε πως εφούρνιζε ο Μήτρος, πως ξεφούρνιζε, πως έριχτε το κλαρί να μη σβήσει η φωτιά κι εμάθανε. Εβοηθούσε κιόλας. Πιο πολύ τ’ άρεσε όταν έβγαινε το ταψί και μοσκομύριζε ο φούρνος όλος. Την άλλη
ώρα το εσκέπαζε με κάτι χιγιολαδωμένες πετσέτες, να μείνει ζεστό το φαΐ και να μη πέσουνε απάνου του τίποτις μπάμπαλα από το ταβάνι. Συνέχεια όλο επέ φτανε αγερίνες από το παγιοτάβανο. Ού κάπο πράμα κύργιε Μήτρο! Περίμενε θα σου δώκω μετά. Όταν έφτακε στη Πέφπτη τάξη ο διευθυντής του σκογειού άλλαξε. Ήρθε ένας ψηλός και νοίκιασε σπίτι παραδίπλα από το δικό του. Τον είχε δάσκαλο κι αυτός έβλεπε το Τώνη που πήγαινε κι ερχόντανε στο φούρνο. Τώνη, πριν τον εκκλησιασμό, νάρθεις να σου δώκω να μου πάρεις το κοτό πουλο με τσι πατάτες στο φούρνο. Μάλιστα κύργιε! Κάθε Κυργιακή αυτή η δουγειά εγινόντανε, τί του κυρ δάσκαλου ήταν’ ένας που τούχε, ως φαίνεται, μεγάλη υποχρέωση και κάθε Σαββάτο τούφερνε ένα κοτόπουλο από το χωργιό που υπηρετούσε πρι μπει στη Χώρα. Εκείνη τη Κυργιακή το Τώνη τον επήρε ο ύπνος. Εξύπνησε όλο με μίας κι έτρεξε για το κοτόπουλο. Άργησες… Έβρεχε κύργιε, γι αυτό… Πάρε δω… Έτρεξε ο Τώνης, εγλυστρούσανε οι πλάκες, ήρθε σάρτα λεμπαρτά κοφινέτα μ’ όλο το ταψί. Εμάζωξε πατάτες και κοτόπουλο και τόδωκε του Μήτρου μ’ όλα τα χώματα. Ο κύργιος επήγε και το πήρε το μεσημέρι κι ο Τώνης δεν εκοιμήθηκε όλο το βράδυ. Τι θα τούλεγε την άλλη μέρα ο δάσκαλος; Δε μπορεί, θα τα κατα λάβαινε τα χώματα, πώς; - Έλα δω Τώνη… Μήπως την ώρα που πήγαινες το ταψί στο Μήτρο συνέβη κάτι; Μήπως σκόνταψες; Μήπως έπεσες; Όχι κύργιε. Κι άμα εβρήκατε αγερίνες στο φαΐ θε νάναι απ’ αυτές που πέ φτουνε από το ταβάνι του Μήτρου. Κι εσύ που το ξέρεις που το φαΐ είχε αγερίνες; - Έ;! Ο δάσκαλος δε τόνε ξαναφώναξε να του πάει το ταψί στο Μήτρο. Κι ο Τώνης δεν έγινε φούρναρης που τόσο τόθελε. Γράμματα όμως έμαθε. * Από το Τώνη. 12-10-2021 ΤΙ ΘΑ ΦΑΜΕ ΣΗΜΕΡΑ; Αυτός ασκώθηκε, έβαλε τα βρακιά του κι άνοιξε τη πόρτα να φύγει. Πού πας;
- Στη δουγειά, πού να πάω; Άργησα. Τι θα φάμε σήμερα; Ό,τι θέλεις. Και μπαμ η πόρτα. Είναι αναίστητος. Δεν τον ενδιαφέρει τίποτα. Εκάηκα μια φορά να μου πει τι θα φάμε. Κι ό,τι και να του δώκω το καταπίνει σα γκλάρος και δε πα ραπονιέται. Μα ανάλατο του δώκεις, μα λύσσα στ’ αλάτι, μα καμμένο, μα ωμό, δε λέει λόγο. Έρχεται από τη δουγειά κι άμα τον αφήκεις τρώει και το τραπεζομάντηλο. Στην αρχή τούστρωνα το καλό τση προίκας μου. Αυτό με το κοφτό, στόχω δείξει; υπέροχο. Και με τ’ ασορτί τα πετσετάκια του. Έργα τέχνης. Από τη νόνα μου τόχω. Εσύ κάνεις κοφτό; Τώρα όχι. Ό,τι αφήκεις σ’ αφήνει. Μιτσή μ’ είχε μάθει η νόνα μου. Χρυσοχέ ρα! Με το βελόνι τση μας εμεγάλωσε, τί ο τάτας μου είχε το ατύχημα οπού πεσε από το κάρο. Στου Τρουμπέτα θυμάσαι; Είχε γίνει σάλος. Και μάμα δεν εγνωρίσαμε τρία παιδιά. Απάνου στη γέννα μου έφυγε. Θεός σχωρέστους όλους. Ό,τι έκανε η νόνα μου. Τη Κυργιακή θα πάω να τσου ανάψω ένα κερί. Τι μαγειρεύεις; Εμάζωξα από βραδύς νερό βρόχερνο κι έβαλα φασούγια. Ωραία τα φασούγια. Έβαλες και κοντσαδούρα; Όχι, μάτια. Για ποιόνε τα εντρίγα; Αφού αυτός δε προσέχει τίποτα. Μια πι περίτσα καούρικη, τσούσκα, μόνο έβαλα, τί μ’ αρέσει το καούρικο. Για δείξε μου το τραπεζομάντηλο. Εδώ τόχω. Στο συρτάρι τση κουζίνας. Έτο! Κοίτα…, πρόσεξε μη σου χυθεί ο καφές και το λεκιάσεις. Πολύ ωραίο. Να του δώκεις όμως μια πλυσιά, τί σούχει κιτρινίσει εδώ… κι εδώ! Λες να βάλω χλωρίνη; Όχι προς Θεού! μη σου το κάψει. Στο χέρι πλύνε το, προσεκτικά, με πράσι νο σαπούνι. Και μη τ’ απλώσεις στον ήγιο. Ο ήγιος κάνει τσι κιτρινάδες στ’ άσπρα. Τ’ άσπρα να τ’ απλώνεις από την ανάποδη, να μη σου κιτρινίζουνε. - Έτσι έ; Εμένα θα μου πεις. Απ’ όσο θυμάμαι όλο έπλενα. Από μιτσή κοπέλα. Πρωί βράδυ, στη ταβλομαστέλα με θυμάμαι. Έχω τραβήξει εγώ που με βλέπεις… Κι εγώ παιδί τσ’ ορφάνιας ήμουνα. Ο πατέρας μου εξήνταδύο χρονώνες μ’ έκανε. Άστα, βράστα κι αυτός. Άφηκε τη πρώτη του γυναίκα κι επήγε στα γεράματα κι επαντρεύτηκε τη μάμα μου, κοπελούλα πράμα. Μετά από λίγο αυτή τούφυγε κι επήγε στην Αθήνα. Μαύρη πέτρα έριξε πίσω της. Εχάθηκε και δεν έδωκε από τότες σημεία ζωής. Τήνε κατάπιε η γης. Κι εμένα η νόνα μου μ’ ανάλαβε. Άγια γυναίκα.
- Με το Νιόνιο σου πως τα πάτε; Καλά, καλά… Όχι, τί λένε που ξενοκοιτάζει. Εγώ δεν είδα παναπείς τίποτις αλλά οι κακές γλώσσες λένε το μακρύ τους και το κοντό τους… Θα ΄χεις ακούσει, δε μπο ρεί…
- Τι μυρίζει; Μωρή σ’ αρπάξανε τα φασούγια… Με τη κουβέντα… Λεμπαρτάρησέ τα σ’ άλλη πινιάτα και μη ξύσεις το πάτο και μυρίζουνε κα ΐλας. Με προσοχή. Σιγά που θα τσου αλλάξω κατσαρόλα. Έτσι θα τ’ αφήκω. Αυτουνού ό,τι και να του δώκω το τρώει. 12-10-2021 ΤΟ ΦΑΣΚΕΛΟ - Ακούς; Δυο πράματα να προσέχεις. Τα κρυώματα και το μάτιασμα. Απ’ αυτά έχει ανάγκη ο άνθρωπος. Απ’ αυτά πάνε οι περσσότεροι. Κάθεσαι και σε φυσάει κι αρπάζεις μετά ένα πλευρίτη, όπως ο πάππους σου, που από τη μια στιγμή στην άλλη άρπαξε τη πούντα μαλίνια κι εγίνηκε το μνήμα όπου πάμε και τ’ ανάβουνε το κερί. Γι αυτό σου λέω, μη τρέχεις κι ιδρώνεις και μετά αψιού κι αψιού. Και να βάνεις το φυλαχτό σου. Εσύ όλο το βγάνεις. Με μποδάει η παραμάνα. Για να ιδώ. Καλά λες. Βγάλε τη φανέλα σου να σου βαρήσω δυο πουντιές να μην έχεις τη παραμάνα. Είσαι κι όμορφο, το πιο όμορφο! Παναγιά κοντά σου, και μη μου σε ματιάσουνε, ψυχή τση ψυχής μου. Καρδιά μου, αγάπη μου γλυκιά. Γιατί ο κόσμος είναι φθονερός. Το κακό το μάτι, το θολό, βαρύ κι ακάθαρτο, μέχρι και τ’ άλογο ρίχτει κάτου. Αμή; Σε βγάνει η μάμα όξω σα το πομπόνι και σε ζηλεύουνε οι καρακάξες. Τί έχουνε φυσικό να ρίχτουνε τα μάτια τσου απάνω σου, ομορφιά μου. Άμα τσι βλέπεις να σε κοιτάνε να κάνεις φάσκελο. Μη κοιτάς που σου λένε Πίπη μου και Πίπη μου. Κατά βά θος σε ζηλεύουνε οι γκιόσες. Φτού, φτου, φτου… Μα η μάμα μου λέει που δεν είναι σωστό να φασκελώνω. Και την άλλη φορά που φασκέλωσα το Βαγγέλη με βάρησε. Το Βαγγέλη όχι. Να μη τόνε φασκελώνεις. Ούτε τ’ άλλα παιδιά. Τα παιδιά είναι αμόλυντα. Δεν έχουνε κακία μέσα τους. Οι μεγάλοι έχουνε κακία. Έτσι είναι. Με τα χρόνια έρχεται η κακία και τσου σκλαβώνει τσ’ ανθρώπους. Θα μεγαλώσεις και θα μάθεις. Συφέρο, όβολα, δόξα, εξουσία, ποντίγιο, εκδίκη ση είναι τα κακά τση γης που μέσα της μια ώρα θε να μπεις κι εσύ. Πρόσεξέ σου. Και να φασκελώνω τη γειτονιά; Θα τσι φάω πάλε. Μωρέ κουτέ, θα τσου φασκελώνεις μέσα από τη μπούρσα σου, τη τσέπη
σου. Έτσι δε θα σε βλέπουνε που φασκελώνεις. Ακούς; Εμεγάλωσε. Θέλεις που δε τόνε ματιάσανε, θέλεις που φυλαγόντανε από τα κρυώματα, θέλεις για τίποτις άλλο, σπουδαίος έγινε. Αψηλός, όμορφος, δικεό ρος το επάγγελμα, με τη κούρσα του, τα παρτά του τα καμιλό, επερπάτουνε κι έτριζε η γης. Καλημέρα σας κύργιε Σπύρο. Τα σεβάσματά μου. Καλή σας ημέρα. Κι αύριο καλύτερή σας. Καταδεκτικός. Τον αγάπουν’ ο κόσμος. Και πρώτα, πρώτα τα θηλυκά. Όλο τα γλυκά μάτια του εκάνανε. Πως δήθεν δε τόνε κοιτάγανε αλλά ένα «αχ…» στη διασταύρωση του το ρίχτανε. Αλλά κι αυτός διακριτικός. Δεν έδινε σημασία. Μόνο ραβασάκια έστερνε εκεί που ήξερε που θα του περνούσε. Τι εσπούδασε δεκεόρος; Ήξερε απ’ αυτά! Στη γειτονιά επήγε να ιδεί τι γένεται το σπίτι. Επίτυχε τη κυρία Χαριτίνη του κουρέα. Καλησπέρα σας κυρία Χαριτίνη. Καλησπέρα, ποιός είσαι μάτια; Ο Σπύρος της Νίκολης κυρία Χαριτίνη. Τση Νίκολης, ποιανής Νίκολης; Ά τση Νίκολης που έμενε δίπλα μου; Ο Πί πης είσαι; Ο Πίπης! Και πως έγινες έτσι; Όμορφος, ψηλός… Άκου ο Πίπης! Αχιλλέα! Έβγα να ιδείς το Πίπη τση Νίκολης. Σαν ηθοποιός είναι. Έβαλε το χέρι στη τσέπη του κι έκανε ένα φάσκελο. Για καλό και για κακό. 13-10-2021 ΓΡΑΨΕ! Όλοι
Χαίρε βάθος! Τίποτις όρθιο. Όλα ρουμ μπαραρούμ. Εβγήκε όμως με το σπαθί του. Καένανε δεν επαρακάλεσε να τόνε ψηφίσει. Ούτε λόγους έβγαλε. Όλοι ηξέρανε με ποιόνε είχανε να κά μουνε. Νοικοκύρης. Και στο σπίτι του και στη δουγειά του. Κάτι κόμματα που τόνε διπλαρώσανε τάδιωξε. Αμείτε στο γέρο τον άνεμο, τσούπε. Ο κόσμος το εκατάλαβε. Εσένα θέλουμε είπε δια της ψήφου του τση καθοριστικιάς και τση δημοκρατικής, τση ανόθευτης. Τση ιερής. Είχε μπαϊλντίσει ο κόσμος με τσ’ αλλουνούς. Μεγάλες κουβέντες, λύσεις για όλα, κι αποτέλεσμα μηδέν εις το πη λήκιον. Εψήφιζε τόσα χρόνια ο κόσμος κι όλο τσούκες έκανε. Έτσι εβγάλανε ετούτονε. Γιατί τον ηξέρανε και γιατί δεν εμιλούσε αέρα φρέσκο. Ούτε μοστρα ριζόντανε στα κανάγια. Ούτε έταζε. Είχε χορτάσει ο κόσμος από λόγια. Από το λάϊς η δουγειά.
Εστρογγυλοκάθισε στη καρέκλα. Έβγαλε τα στυλά του και τα χαρτγιά του. Ωραία ήτανε. Εβάρησε η πόρτα. Ομπρός! Καλημέρα σας κύριε Δήμαρχε. Συγχαρητήρια δια την εκλογήν σας. Εγώ, θα το ξέρετε βέβαια, εσάς εψήφισα. - Τι έχουμε; Εδώ μία απόφασις του προηγουμένου Δημοτικού Συμβουλίου περί στολι σμού της Πόλεως εν όψει των εορτών. Και εδώ η σχετική απόφασις της Οικονομικής Επιτροπής. Ορίστε, εδώ, και οι κωδικοί των εγγραφών. Υπο γράψτε παρακαλώ. - Πόσο; Τι πόσο; Πόσο κάνει το μαλλί; Επουσιώδες! Πενήντα χιλιάδες. Δραχμές; - Όχι ευρώ. Ευρώ έχουμε τώρα! Επενήντα χιγιάδες ευρά για φώτα και κούκλες; Κάπου δεκαεφτά εκατομ μύργια φράγκα; Παναπεί τριάμιση εκατομμύργια τάλαρα; Δια τον εορτασμόν! Γράψε! - Δεν έχω στυλό. Εδώ, ορίστε. Γράψε! Μάλιστα. Θα πάρουμε πενήντα χιγιάδες ευρά πράμα να το μοιράσουμε στσι φτωχές οικογένειες να κάμουνε κι αυτοί γιορτές. - Μα…, δε γίνεται. Δεν έχει εγγραφεί το ποσόν εις τον κωδικόν κοινωνικών παροχών. Ούτε απόφασις του Δημοτικού Συμβουλίου ελήφθη περί αυτού. Και η Οικονομική Επιτροπή τι θα πει; Δια τον στολισμόν ενεγράφησαν οι 50.000 όχι περί ενισχύσεως απόρων. Το ίδιο είναι. Γράψε! - Μα πώς; Εμείς, ορέ, θα γιορτάσουμε μαζί με το γιορτάσι τω φτωχώνες. Γιορτασμός είναι κι αυτό. Μπάινει και παραμπαίνει στο κωδικό και στην άστα να πάνε απόφαση. Με τα στολίδια τση απόφασης εμείς θα δώκουμε πραγματικά στολίδια ανακούφισης στσου φτωχούς και στα παιδιά τσου. Άσε τσι λά μπες. Κι όχι λεφτά στα εντρίγα, διάολος μέσα σας! Κι άμα έρθουνε να μας επούνε τα κάλαντα, όχι κεράσματα. Δεν έχουμ’ όβολα για κεράσματα, για δώρα και για δεξιώσεις. Τα όβολα μόνο για τσι ανάγκες του κόσμου τάχου με. Γράψε! Υπάρχει περίπτωσις να λογοδοτήσετε εις την Δικαιοσύνην. Τό και τό λέει το γράμμα του Νόμου. Υπάρχει και το Εποπτικόν. Και η Αποκεντρωμένη. Μην
εκτεθείτε. Εγώ για σας το λέω. Εκαταλάβατε; Ορέ, κάμε αυτό που σου λέω! Η συμπαράσταση σ’ αυτόνε που έχει ανάγκη είναι ΝΟΜΟΣ πάνου από τσου νόμους. Ποιός θα με δικάσει που αντί για κούκλες και λάμπες έδωκα φαΐ; Λες να υπάρχει κάνας δικαστής που να μην ηξέρει να ξεχωρίζει το σωστό και το δίκαιο; Τσι λάμπες από το φαΐ; Γράψε! - Μήπως η αντιπολίτευσις; Μη χάσετε ψήφους… για την άλλη φορά…., ξέρετε… Δεν υπάρχει άλλη φορά. Τώρα έχει τ’ απάνου χέρι ο λαός. Και θα τσου δώ κει μίανε κατακέφαλα και για την άλλη βολά. Και μία δικήνε μας. Ή τώρα ή ποτές. - Μα… Μάξις και ξερός. Γράψε! Και δυο λεφτά. Εσύ τι είσαι; Γενικός Γραμματεύς. Απολύεσαι. Θα βάλω άλλονε, να γράφει πιο γλήγορα. Το μυαλό του έπαιρνε στροφές. Το σκεφτόντανε. Με τσου διαόλους έμπλεξα. Αλλά θα τσου δείξω ΄γώ. Γράψε! έγραψες; Έγραψα κύργιε ΔΗΜΑΡΧΕ. Τι έγραψες; Θα πάρουμε πενήντα χιγιάδες ευρά πράμα να το μοιράσουμε στσι φτωχές οικογένειες να κάμουνε κι αυτοί γιορτάδες. Φέρε να το υπογράψω.
Φλαρέτου και πάραπάνου κι εκατέβασε τα μήλα από τσου Καλαφατιώνες. Απόξω από τη πόρτα μου τα μάζωνα. Τα νερά εμπήκανε μέχρι μέσα στα σπίτια. Ήτανε κλεισμένη η μπούκα, γι αυτό. Να! Πάρτε δώ. Μμμ… ωραία τα καλαφατιωνίτικα. Τα καλύτερα. Να μας ξαναφέρεις. Να ιδούμε, τί αυτός ο καινούργιος παρτσινέβελος τση Χώρας έβαλε αμέ σως εργάτες να καθαρίσουνε τη μπούκα. Εκεί πάνε και στριμώχνονται ξύλα, χώμα, άμμοι και κλειούνε το ποτάμι. Πολλά νερά. Από του Δούλη μέχρι το Μπλάντραφο τρέχουνε τα νερά από τσου τράφους κι έτσι φουσκώνει. Επή ρε κι ένα μοσκάρι και τόπνιξε.
- Να του πεις του παρτσινέβελου να μη τήνε καθαρίσει τη μπούκα. Ποιανού αυτουνού; Ακόμα δεν ανάλαβε κι έβαλε και καθαρίσανε όλες τσι σούδες. Λαμπίκο τσι κάμανε. Αυτός κατά πως πάει δε θ’ αφήκει ρόποδο. Όλο καθαριότη λέει, όλο καθαριότη. Μας έβαλε κι ασπρίσαμε τα πάντα όλα. Θέλει, λέει, να πάρει η Χώρα το βραβείο για μια πιο καθαρή Ελλάδα. Και μεις τι του χρωστάμε; Αφού τα βραβεία, χαρτγιά είναι. Έτσι τσου τα δίνουνε. Για τα μάτγια του κόσμου. Τώρα καλά κάνει από μια μεργιά, τί με τα νερά εθολώσανε τα πηγάδια. Δεν έχουμε νερό να πιούμε. Βγάνω με το γεράνιο και τ’ αφήνω να ξεθολώσει και μετά το βράζω μπριχού το πιούμε. Κι ο τζίος σας είναι υπέρ τση καθαριότη. Αβανταδόρος του παρτσινέβελου είναι. Όλο ξωπίσω του τρέχει. Κλείνει η μπούκα λέει και δε μπαίνουνε κέφαλοι στο ποτάμι και με το μπιζόβολο δε πιάνει τίποτις. Τώρα με το φούσκωμα να δούμε μη μπούνε. Είχε δεμένονε το κορίτο του κάτου από το γιοφύρι και του τον επέταξ’ όξω. Εκεί τον άφη κα με κάτι άλλους και κοιτάνε πώς να τόνε ξαναρίξουνε μέσα. Άμα δεν τον είχε σκεπασμένονε θα τούχε βουγιάξει. Τι θέλει κι ανακατεύεται κι αυτός με τσου κορίτους… Επήγε λέει να κυνηγήσει και του βραχήκανε τα φυσίγγια και δε βαρούσανε. Και μετά επήγε κι αυτός να βοηθήσει τσου άλλους ν’ ανοίξουνε τη μπούκα. Τούπα κάτσε καλός, τι δουγειά έχεις εσύ; Αλλά δεν ακούει, μάτια. Κάνει όπου τα ξέρει όλα. - Εσύ νόνα πως ήρθες; Με τα πόδια ή πήρες το λοφωρείο; Με τα πόδια, μάτια. Ποιό λοφωρείο; Καλά που δεν ήρθε αλλά και να ‘ρχό ντανε είναι κι αυτός ο εισπράχτορας και σου λέει να κόψεις εισιτήργιο. Από πού; Με τα πόδια ήρθα. Έκοψα από το Κεφαλομάντουκο. Τίποτις άλλο δε κατεβάζει το ποτάμι; Κάν’ απίδι; - Δεν είναι η εποχή τους. Κάτι κότες ψόφιες εκατέβασε αλλά δεν ηξέρω μάτια άμα τρώονται έτσι που ήτανε φουσκωμένες. Δε τσ’ άγγιξα. Και που πέρασα το γιοφύρι ίσα, ίσα το πέρασα. Μέχρι απάνου ήτανε το νερό. Εκατέβαινε σα χείμαρρος. Έκανε και βουητό. Βούουου…., έκανε. Και τώρα πως θα γυρίσεις; - Δεν έχω ανάγκη εγώ! 16-10-2021
ΜΑΪΚΑ ΣΤΗ ΠΟΡΤΑ ΡΕΜΟΥΝΤΑ *
Τι έχεις; Τίποτα. Πώς τίποτα; Με τα μούτρα κάτου είσαι.
Να μην είμαι; Είπα κι εγώ να τεγειώνουμε με τσι συφορές αλλά δε μας εθέλει ούτ’ ο Θέος. Δε μας εσώνανε όσα μας εβρήκανε, μας έστειλε και τσι πλημμύρες.
- Αυτός φταίει; Θέλω να σου πω. Πολλή μιζέργια βρε παιδάκι μου. Ένα καλό δεν ακούς. Είμαι να σκάσω από το πρωί. Υπομονή. Κάντ’ υπομονή κι ο ουρανός θα γίνει πιο γαλανόοος… Άκου τούτο δω μη κι αλλάξεις διάθεση. - Είσ’ αναίστητος! Έχεις όρεξη και τραγουδάς; Λέγε! Το λοιπό! Στη Πόρτα Ρεμούντα εζιούσε μία Τζινοβία. Μικρήνε την είχανε σκιάξει. Μη σε μαγέψουνε, τση ελέανε, οι μάϊσες και σε πάρουνε. Πού; Μακριά. Σε ξεδοντιάζουνε, βγάνεις τρίχες παντού, τα νύχια σου δε κόβο νται, τα μαγιά σου σέρνονται κάτου, μέσ’ στη βρώμα και στη δυσωδία σε βάνουνε. Γι αυτό νάσαι καλή, ν’ ακούς το λόγο και να μη κάνεις σα σουρ τούκω να τρογυρίζεις δεξιά κι αριστερά στα καντούνια του κόσμου. Ακούς; Μάλιστα! Έτσι εμεγάλωσε η Τζινοβία. Μ’ αυτές τσι ομπίες. Και τήνε πέρνανε στο μεζέ. Τζινοβία στο από πίσω καντούνι είδα που πέρνουνε μια μάϊσα. Οϊμένανε! Ο Περικλής, με τ’ όνομα, μπακάλικο είχε. Απ’ αυτόνε εψιώνιζε όλη η γειτονιά. Πρόσχαρος άνθρωπος, πειραχτήργιο. Τη Τζινοβία δε την άφηνε σε χλωρό κλαρί. Έμπαινε να ψιωνίσει κι έτρεμ’ η φλιμένη. Και βγήκε ο Δράκουλας και την έφαε τη κοπέλα. Αλήθεια Περικλή; - Να χάσω τα μάτια που γλέπω. Αφού τόδειξε κι ο κινηματόγραφος. Ψέματα σου λέω; Κι έφαε κι άλλους; Όχι, τί αυτοί είχανε βάλει στα πόρτιγά τους σκόρδα. Αλλά το σκόρδο δε κά νει για όλα. Είναι και κάτι άλλοι που σε καρφιτσώνουνε. Βρίσκεις στη πόρ τα σου έν’ αυτό από σαπούνι με καρφίτσες και σου παίρνει τη φωνή, δεν ακούς, δε γλέπεις, αντί να πας μπρος πας κατά πίσω, έχεις καρδιοκάψωνες, ό,τι κακό σου θέλει σούρχεται. Αμήηη… Και τι κάνεις; Ασκώνεσαι από νύχτα και κατουρείς όλα τα πορτόνια του καντουνιού σου από πέντε φορές το καθένα, όξω από το δικό σου. Το δικό σου δε το κατουρείς. Και γι ασφάλεια και τα πορτόνια του διπλανού καντουνιού. Κάνεις τη βόρτα όληνε. Έτσι πρέπει. Μόνο έτσι λύνονται τα μάγια. Και πού νάβρεις τόσο κάτουρο; Πίνεις συνέχεια νερό. Έχεις μαζί σου μια μπουκαλίνα νερό κι όλο πίνεις. - Έτσι έ; Τώρα πως έγινε κι έβρηκε η Τζινοβία στο πόρτιγο μια πλάκα σαπούνι με καρ φίτσες καένας δεν ηξέρει. Έβαλε τα ούρλα. Με μαέψανε! αγιούτο χριστιανοί!
Εκατεβήκανε από το από πάνου πάτωμα οι αδερφές Κοκκαλίνες. Αυτές οι πετσί και κόκκαλο που τσου εμέτρουνες τα πλευρά και πάνου από τα ρούχα. Τι συμβαίνει Τζινοβία; Τι έπαθες; Τό και τό και να η πλάκα το σαπούνι με τσι καρφίτσες. Μη τ’ αγγίζεις μωρή ηη…, δος του κλωτσιά! Και που το ξέρεις πού το βάλανε για σένανε; Μη το βάλανε για μας; Το ίδιο πορτόνι έχουμε. Καλά λες. Όλο το βράδυ οι Κοκκαλίνες κι η Τζινοβία εκατουρούσανε τα πορτόνια. Επί νανε και κατουρούσανε. Ετρέχανε τα κάτουρα μέχρι τη Πλατεία. Πλημμύρα εγί νηκε. Και μύριζε και τ’ άτιμο το άτσιντο. Βρώμάαα… Έτσι κι έτσι εψές το βράδυ κύργιε Περικλή. Όπως μου τάπες. Μια πλάκα σαπούνι σα κι αυτές που πουλάς έβρηκα. «Χρυσαλίς». Δε πιστεύω να μας έκανες εσύ το μαϊκό…, έ; Εγώ; Όλη η γειτονιά από μένανε ψιωνίζει! ……………………………………
Δε γελάς; Τι να γελάσω; Αυτά δεν είναι για γέγια. Εγώ τα πιστεύω κάτι τέτοια. * Από το Τάκη Δου. 17-10-2021 ΤΟ ΥΣΤΕΡΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ Την άλλη Τετάρτη, 20 του μηνού, η Επιτροπή Διαβούλευσης, οι επικεφαλής των δημοτικών παρατάξεων κι η κυρία Δήμαρχος είναι καλεσμένοι να συζητήσουνε για την Έγκριση του Κανονισμού τση Παγιάς τση Πόλης. Αυτήνε που οι ταμπέλες στσι διασταυρώσεις των δρόμων τήνε βαχτίσανε Ιστορικό Κέντρο. Να συζητή σουνε οι ηγέτες μας, να διούνε και ν’ αποφασίσουνε τι πρέπει να γίνει και μ’ αυτό. Να ξεκαθαρίσουμε το εξής. Η Παγιά Πόλη, κι όχι το Υστερικό Κέντρο - πανά θεμά σας - είναι αυτή που χωρίς αυτήνε η Κέρκυρα δεν είναι Κέρκυρα. Είναι αυτή που ζιει γιατί τη ζιούνε όσοι ζιούν’ εκεί. Χωρίς αυτουνούς θε νάτανε πεθα μένη κι η Κέρκυρα που μας και σας μεγάλωσε και μεγαλώνει μέχρι και τα νεογέννητα βλαστάργια μας. Δε θάτανε Κέρκυρα, άλλο θάτανε. Άμα δε το καταλα βαίνετε από το λάϊς, αμείτε φευγάτε δεν έχετε λόγο για την άλλη Τετάρτη. Άμα το συναίσθημα είναι φευγάτο από το μυαλό σας, δεν έχετε καμίανε δουγειά με μας. Άμα γλέπετε μονάχα πέτρες κι όχι ανθρώπους, βάρτε στο λαιμό σας μίανε πέτρα και βαρείστε βουτιά από τη σουκιά στο Καποσίδερο. Για να ζήσει η Παγιά Πόλη θέλει και τα σπίτια του κόσμου και τα μαγαζιά
της. Συμφωνώ. Αυτά τα δύο πάνε μαζί. Χωρίς το ένα πάει περίπατο και τ’ άλλο. Το λοιπό, άκου τι χρειάεται: Λέγε. Πρώτον να ζιούνε οι κατοίκοι όπως όλος ο κόσμος σήμερα. Νάχουνε νερό, ηλεχτρικό, αποχέτεψη, καθαριότη, τα σκογειά να είναι εντάξει, λαϊκή, κλιματιστικό, μέρος να παρκάρουνε, ησυχία μεσημέρι και βράδυ να κοιμόνται, μέρος να κάνουνε μπάνιο στη θάλασσα το καλοκαίρι, να μη πέφτουνε τα κάστρα, να μπορεί να μπαίνει και στα καντούνια η Πυροσβεστική και το ΕΚΑΒ, να είναι ο «Περίπατος Γαρίτσης» όπως πρέπει νάναι, το Κανόνι να μην έχει φύκια, να πηγαίνουνε και στο Βίδο, να μη μας λένε για να πάτε στα ΓΑΚ θέλει διόδια, να μη κυκλοφορούνε κάτι θελέσπια στσου δρόμους, να είναι τα καναλέτα όλα ανοιγμένα, νάχει και χώρο για τσου τουρίστες, να ρεγουλάρουνε το αέρα φρέσκο μπι εν μπι, να μη βλέπεις ερείπια μεσ’ στη μέση τση Χώρας, να υπάρχει σέστο και νοικοκυργιό κι ό,τι έκαστος κατά διάνοιαν έχει. Να ζιει, παναπεί, το ιστορικό παρελθόν μαζί με το σεβαστικό παρόν εν πλήρει τάξη. Αυτά! Δεν είναι κι εύκολο. Το ξέρω. Γι αυτό οι πολυξέρηδες που δεν ηξέρουνε, να ρωτάνε και ν’ ακού νε. Αυτούς που ζιούνε στο Υστερικό Κέντρο και κάτι περσσότερο ξέρουνε. Αυτούς που κάθε μέρα, νυχτώνει ξημερώνει, παρκάρουνε και ξεπαρκάρουνε, ρίχτουνε τα σκουπίδια τους εκεί που τσου βάνουνε τσου κάδους και ζητάνε την ανακύκλωση και δε τήνε βρίσκουνε. Κι όχι να βαρούνε στο γρα φείο γραμμές επί χάρτου. Έτσι κάνουνε; - Έτσι κάνουνε μου κάεται. Μακάρι να κάνω λάθος αλλά κατά κει πάει η δουγειά. Κι όχι παναπεί που θα γίνει τίποτις και τώρα! Θα γράψουνε σ’ ένα χαρτί αυτά κι αυτά και στο τέλος τα ίδια Παντελάκη μου τα ίδια Παντελή μου. Όπως τα ξέρουμε. Ίδια κι απαράλλαχτα θα μείνουν’ όλα. Κάτσε να ιδούμε την άλλη Τετάρτη τι θα γίνει. - Τι θα γίνει; Το πολύ, πολύ το Υστερικό Κέντρο να το ξαναβαχτήσουνε Ιστορικό Κέντρο. Για τη Παγιά τη Πόλη καμία κουβέντα. Την έχουνε διαγράψει. 17-10-2021
ήτο και εκπάγλου καλλονής. Μια κανονικιά κοπέλα ήτανε. Μόνο λίγο τα δόντια τση εβγαίνανε κατά όξω. Γι αυτό εψεύδιζε. Ήτανε και παχιά, λίγο φρεγα τοειδής κι έγερνε κατά Πουνέντε άμα εφύσαε Λεβάντες. Επορπάτουνε και λες κι ήβλεπες το Γυμνάσιο στη λιτανεία. Μια στα δεξιά, μια στ’ αριστερά, σα το κύμα τση θάλασσας, το μικρό. Κλερονόμησε όμως το μαγαζί του πατέρα τση που
πουλούσε από γραμματόσημα μέχρι Κλασσικά Εικονογραφημένα. Τετράδια και βιβλία του σκογειού και μυθιστορήματα γνωστών συγγραφέων. Τον Ιβανόη, τη Πείνα, το Πύργο των Καταιγίδων, το Ουδέν νεότερον από το Δυτικόν Μέτωπον, τα άπαντα του Παπαδιαμάντη, την εγκυκλοπαίδεια του Ήγιου, τέτοια επούλου νε.
Απέναντί της, η κυρία που ετηγάνιζε σουπιές και γαρίδες Χαλικιόπουλος τση τόλλεε: - Εγώ θα σε παντρέψω. Μακάρι σιόρα Άννα μου. Καένας δε με κοιτάει. Καλά, καλά… Ο κύργιος Εμμανουήλ από εξ απέναντι ήτανε, δάσκαλος, κι ήρθε στη Χώρα με μετάθεση από Μελούνα. Έμαθε όμως και τ’ άρεσε το ψάρεμα κι επήγαινε κι έριχτε στα Πέτσα κι όλο γαρίδες ωμές αγόραζε από τη σιόρα Άννα, για δόλωμα. Σεις που εισάστενε των γραμμάτων πώς και δεν επαντρευτήκατε; Δε μπο ρεί…, θα σας ετύχανε τύχες. Τυχερά είν’ αυτά. Βλιβλία αγοράζετε; Συχνώς! Από εδώ απέναντι από τη Ποπίτσα μας να παίρνετε. Έχει τα πάντα όλα. Και κοπελάρα, έ… Θα το έχω υπ’ όψιν. Υπ’ όψιν, ξυπόψιν, επήγε κι εζήτησε τση Ποπίτσας μην είχε τσου Αδερφούς Καραμαζώφ. Και κοίταξε να ιδείς όπου η Ποπίτσα τσούχε. Και κουβεντιάσανε και για το Μιχαήλ Στρογγώφ κι η Ποπίτσα πίσω από το μπάγκο ήτανε και τα κάλλη της όλα δεν εφαινόντανε. Μόνο το πέτο τση το ξεκούμπωτο, το πλούσιο. Του άρεσε. Και το βιβλίο αγόρασε κι είπε ότι θα ξαναπεράσει, και ξαναπέρασε και ματαξαναπέρασε και κείνη τη μέρα η Ποπίτσα έκλεισε τη πόρτα του μαγα ζιού με το καδινάτσο από μέσα και μείνανε μόνοι οι δυο τσου και τα λοιπά τα απαγορεύει το fb διότι περί ηθικής σε παίρνει και στο δικαστήργιο. Δίπλα στο χασάπικο ο Πεπίνος από τα Μαρτέζικα επαρακολούθουνε. Διότι τη Ποπίτσα στο μάτι την είχε βάλει καθ’ όσον μπορεί να μην ήτανε
έκλεινε το μάτι στη Ποπίτσα αλλ’ αυτή πού; Αφού κι αυτή όλο τόκλεινε το μάτι τση από γεννησημιού της. Είχε λέει τικ. Κι άμα έχεις τικ δε καταλαβαίνεις από κλείσιμο ματιού. Νομίζω; Ώστε έτσι, έ; Κλειδώνονται μέρα μεσημέρι μέσα; Και μας εκάνει και τη σά ντα; Τώρα θα ιδείς. Πέλησε το περιεχόμενο του κουβά στη πόρτα τση Ποπίτσας, τη κλειστή. Αμη δά ήτανε και κλεισμένη αεροστεγώς. Πού τέτοια εκείνες τσι εποχές. Κάτου από
το σκαλί είχε μια χαραμάδα όπου εχώραγε μέχρι αρουραίος. Τσου πήρε η μπόχα.
Κάτι βρωμάει δις Ποπίτσα. Διατί το τοιούτον; είπε ο Εμμανουήλ. Δεν ηξέρω, είπε η Ποπίτσα κι έσιαξε τη φούστα της. Αυτός όπου φύγει, φύγει. Αυτό έλειπε να γίνει βουρδούγιο τω σκυγιώνε σ’ όλη τη Σπηγιά. Έφυγε. Η Ποπίτσα του φώναζε, πού πας; πού πας; Αυτός έβαλε τσι κόρσες. Ο Πεπίνος τήνε στραβοκοίταε κι η σιόρα Άννα, που τάχε δει όλα, ήλεγε: Ντροπής, Πεπίνο, ντροπής. Γιατί ντροπής σιόρα Άννα; Τη μπουκιά από το στόμα ήρθε να μας επάρει ο λιμοκοντόρος; Παναπεί πας και για γαμπρός; - Και για γαμπρός και για βλιβλιοπώλης. Αμή έτσι πε μου. Και πώς δε σ’ επήρα εγώ χαμπάρι τόσο καιρό; Είσ’ απ’ το Μαντούκι και σε τρώει το σκουλούκι. Έβαλε τα στέφανα η Ποπίτσα, κουμπάρα η σιόρα Άννα, κι έκατσε σπίτι για τα κουνιονιά. Ο Πεπίνος το πρωί έβανε το κλειδί στο μαγαζί κι έριχτε και μια ματιά δίπλα στο χασάπικο. Ο καινούργιος δεν εκαθάριζε καλά τσι πατσές. Καλές οι πατσές. Αχρείαστες νάναι. * Από το Τάκη Δου. 19-10-2021 ΕΧΑΝΕ ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΟΥ Από σπίτι φτώχια και τω γονέωνε ο Πέτρος. Ερημιά κι ακλεργιά κι ό,τι συφορά σου θέλει. Φροντίδα αφρόντιστη. Μόνος του που λέει ο λόγος εμεγάλωνε. Στη Γυμναστική έχανε το βήμα του. Τρ-τρ…, τρ-τρ-τρρρ…, ο δάσκαλος με τη σφουρίχτρα, εν δύο εν στη Γυμναστική το τραγούδι, αυτός έχανε το βήμα του. Τόνε πειράζανε. - Σκόρδο, κρεμμύδι, ορέ! Στ’ αριστερό το σκόρδο, στο δεξί το κρεμμύδι. Χα, χα, χα… Τι; έ; Μην πειράζετε το συμμαθητή σας επενέβαινε ο κυρ δάσκαλος, Φωτεινό τον ελέγανε το φωτισμένονε. Προσπαθεί κι αυτό είναι αρκετό. Συνέχισε Πέτρο μου, δε πειράζει. Ορίστε; - Τίποτα παιδί μου, συνέχισε. Εκαταλάβαινε ο Πέτρος που τόνε πειράζανε, εκαταλάβαινε και που ο κύργι ος τον υπερασπιζόντανε. Πάντα τον υποστήριζε. Όταν τον έβγανε στο πίνακα,
ασκωνόντανε από την έδρα του και πήγαινε κοντά του και του φώναζε μεσ’ στ’ αυτί του. Δεν άκουε καλά ο Πέτρος αλλά ο κυρ δάσκαλος που τόχε καταλάβει δεν ήλεγε σε καένανε που δεν ακούει καλά ο Πέτρος. Κι ας τον ελέανε τα παιδιά κουφόνε. Τόνε κοίταε το κυρ δάσκαλο ο Πέτρος με μάτια που λαμπυρίζανε από τα δά κρυτα και την ευγνωμοσύνη. Προσπαθούσε. Κι έπαιρνε θάρρος από το δάσκα λό του να προσπαθεί περσσότερο. Σα πατέρα του τον είχε κι ακόμα καλύτερα. Στη παρέλαση ο δάσκαλος τον έβαλε στη μέση. Να μη πολυφαίνεται. Αλλά τον έβαλ’ όμως. Μια ξερακιανή κυρά δασκάλα είπε να μη βγει αυτός, τί μας εχαλάει τη παρά ταξη. Αλλά την αποπήρε ο κυρ δάσκαλος. Τα παιδιά πρέπει να βγαίνουν’ όλα. Είτε έχουνε καλό βήμα, είτε η στολή τους και τα παπούτσια τους δεν είναι κατά πως πρέπει. Παρελαύνουνε για να μάθουνε να τιμάνε την ιστορία τους. Δική τους δεν είναι η ιστορία; Ποια νού είναι; Έχεις ακούσει εσύ την Ιστορία να λέει θέλω βήμα καλό και καλό παπούτσι; Μμμμ…, απαξιώ! είπε η ξυνή και του εγύρισε τη πλάτη. Εβάρουνε τα μπότα τση η γκρανγκάσα μπροστά από τσου επισήμους, ο δά σκαλος αριστερά, στο τρίτο από το τέλος του τμήματος κατά πως πρέπει, πα ρέλαυνε κι αυτός κι επαρακολούθουνε τα παιδιά. Ετρέχανε οι νότες μία, μία κι εγιομίζανε όλη τη Πλατεία. Εφτάνανε, μία, μία, και στ’ αυτί του Πέτρου. Σκέ πασε μάνα, σκέπασε, επαίζανε. Επήρε βήμα. Μια χαρά βήμα πήρε. Μετά που φύγανε από τσου επισήμους τόχασε πάλι. Δεν άκουε τη μουσική. Την άλλη μέρα ο Πέτρος με τα μάτια κάτου επήρε το θάρρος κι είπε του δα σκάλου.
Κύργιε, να σας πω; - Ναι Πέτρο μου. Κύργιε, δεν ακούω καλά. Το ξέρω Πέτρο μου, μην ανησυχείς. Μα στο Γυμνάσιο, κύργιε, που θάναι πολλοί καθηγητές τι θα κάμω; Θα κανονίσω ΄γώ. Τον επήρε στο γιατρό. Επλέρωσε ο ίδιος και του αγόρασε ακουστικό. Ακριβό. Του στοίχισε αλλά του το πήρε μ’ όλη του τη καρδιά. Έλαμψε το μουτράκι του Πέτρου. Άκουε καλά. Κι ο γιατρός τούπε να πηγαίνει κάθε τόσο να τόνε βλέπει. Τσάμπα. Εγίνηκε μέγας και τρανός ο Πέτρος σου. Έκαμε προκοπή κι έκαμε κι εγχείριση στ’ αυτιά του. Του εσύστησε ένανε γιατρό στην Αθήνα ο γιατρός τση Κέρκυρας. Δεν εμπιστευόντανε άλλονε. Άξιος ο Πέτρος σου! Και Δήμαρχος εβγήκε. Ούτε σαράντα δεν ήτανε. Αλλά τον εχτιμήσανε και τόνε βγάλανε Δήμαρχο. Τί οι αξίες δε κρύβονται. Αρκεί νά
χεις μάτια να βλέπεις κι αυτιά ν’ ακούς. Και τότες ο κόσμος και μάτια είχε κι αυτιά. Ο γιατρός του είχε πεθάνει. Του άναβε κερί κάθε τόσο. Το δάσκαλό του, το Φωτεινό, δε τόνε ξέχασε. Πάντα τω Φωτώνε που εγιόρταζε, του έπαιρνε ένα βάζο με γλυκό σταφύλι που του άρεσε. Καλώς το Πέτρο. Φιλώ το χέρι σας, δάσκαλέ μου. - Και Δήμαρχος έμαθα. Μάλιστα. Τι ακούτε να λέει ο κόσμος για μένανε κύργιε; Να κι ένας Δήμαρχος που δε χάνει το βήμα του.
21-10-2021 ΛΕΥΚΗ ΚΟΛΑ Για να πάει στο σκογειό κάθε μέρα το γιοφύρι επέρνουνε. Με τα πόδια. Το λο φωρείο ήθελε εισιτήργιο. Δεν εδιάβαζε. Στσου διαγωνισμούς όλο λευκή κόλα έδινε. Πάντως, με κάτι λάτες λάδι και κάτι παρακαλετά και κάτι φιλώ και τη κατουρημένη σας ποδιά κύργιε καθηγητά και με κάτι πρέπει να κάνουμε γι αυτόνε, πού θα πάει αυτή δουγειά; τόσωσε το Γυμνάσιο από τα έξη χρόνια στα εννιά. Είχε περάσει και το περιοδεύον και τσου τόπε. Να πάω φαντάρος και να μην έχω σώσει; Το βρήκανε ορθόν και του το δώκανε το χαρτί, να μη τόνε βλέπουνε κι άλλο. Αλλά διαγωγή κοσμία και με το ζόρι. Διότι κάθε μέρα πριν τη προσευχή μπροστά τον εβγάνα νε. Τέσσερεις ημέρες αποβολή διότι εθεάθης με το πηλίκιον εις την κωλότσεπη, διότι συνελήφθεις εις τον κινηματόγραφον καθημερινήν και εις ακατάλληλον έργον, διότι επήγες στα ποδοσφαιράκια του Τούρκου, διότι εκάπνιζες εις τους καμπινέδας, διότι σε μαρτυρήσανε που ήσουνε με τη δυχατέρα του γιατρού ρα ντεβουδάκι στη Βλαχέραινα, διότι πας και παίζεις μπαλόνι με τον Αστέρα, διότι τι δουγειά είχες στη Νικηφόρου Θεοτόκη απάνου στο πάτωμα όπου μαζεύο νται οι Λαμπράκηδες; Δεν είχανε κι άδικο. Όλ’ αυτά τα έκανε, άσε που ήτανε ο πρώτος με παντελόνι καμπάνα,
Εδιορίστηκε στο Δημόσιο. Στη Νομαρχία. Με το μέσον βέβαια του ταξίαρχου, αλλά εδιορίστηκε. Τύπος και υπογραμμός. Δεν επαντρεύτηκε, δεν είχε υποχρεώσεις. Τον εδιπλάρωσε το κόμμα, μαζί μας να κατέβεις. Είπε ναι. Εκατέβηκε εις τας αυτοδιοικητικάς. Εβγήκε σύμβου λος. Δήμαρχος ο του κόμματος. Αγέρα φρέσκο. Του φαίνεσθαι. Το κόμμα τούλεε ό,τι λέει ο Δήμαρχος θα λες ναι. Όμως όταν εκόντευε να πέσει το γιοφύρι, που παιδί επέρνουνε κάθε μέρα και τ’ αγάπουνε, δεν άντεξε κι είπε: - Ορές, εγώ δεν υπογράφω να πέσει το γιοφύρι.
Αυτή είναι η γραμμή του κόμματος.
Να βράσω τη γραμμή σας. Θα τεθείτε εκτός κόμματος.
Έχω φάει εγώ αποβολέεες…, σιγά τα λάχανα. - Έχετε την υποχρέωσιν να εισηγηθείτε καταλλήλως.
Εγώ; Υμείς! Λευκή κόλα θα σας εδώκω. 22-10-2021 ΒΡΕ ΔΕ Μ’ ΑΦΗΝΕΤΕ ΗΣΥΧΟ…
Αθλητικός τύπος. Κρικετίστας, κωπηλάτης κι ό,τι θέλεις. Αγάπες του ο ΝΑΟΚ κι οι Προσκόποι. Κι άλλα πολλά. Ενεργός φοιτητής κι ενεργός πολίτης στα χρόνια τση Χούντας. Τα δύσκολα. Με το μοναδικό του τρόπο δίδασκε την υπομονή και τη καρτερικότητα. Διεκ δικούσε τη ζωή που τον αδίκησε. Δυνατός χαρακτήρας. Το Μάη θα το κόψω το τσιγάρο.
Σιγά μη το κόψεις. Εννιά του Μάη το κόβω. Χαιρετίσματα γι’ αύριο. Τόκοψε στις εννιά του Μάη. Μάρμπουρο εκάπνιζε, τρεις ρουφηξιές τόκανε. Να, πάρε δω από τα δικά μου. - Όχι…, και μη μου το ξαναπείς. Θα μαλώσουμε. Σπαθί τόκοψε. Σπαθί έκοψε και το παράπονο για το πόνο που τόνε κατάτρωε. Από τα εικοσιτρία του. Κι έπειτα από καμιά πενηνταργιά εγχειρήσεις. Μετά το τσιγάρο εδίπλωνε χαρτάκια. Με τα μακριά, οστεώδη του δάχτυλα. Ο λόγος του δεν άλλαζε ούτε όταν πονούσε. Ίσιος, δίκαιος, απόλυτος. Μ’ ένα πιπέρι ειρωνείας για τα κακώς κείμενα. Όχι, να λάβεις υπ’ όψη σου κι αυτό. Δεν ημπόρουνε ο υπεύτυνος να κάνει τίποτις άλλο. Κάμε μας τη χάρήηη... Δε μπορούσε; Τι παναπεί δε μπορούσε; Άμα δε μπο
ρείς, κύργιε, στη μπάντα σου. Άσε να πάει κάνας άλλος πολυξέρης στη θέση σου. Διαφορετικά άμε να κάνεις μπάνιο στο Καταπίνο που το καλοκαίρι στερεύει. Εγώ, ορέ, εμεγάλωσα κάτου από τη φοινικιά τση Άγιας Λένης, εκεί που πρωτοβλέπουμε το φως. Μέχρι νάρθει ο ήγιος στο Απολυμαντή ριο φέξε μου και γλύστρησα. - Εσύ, ορέ, στο Σπαρτίλα εγεννήθηκες. Έβλεπες τη Χώρα με το κανοκιάλι. Στο Καταπίνο σε κουνάρισε η μάμα σου, η Αλίκη με τον Αχιλλέα. Άμα ηξέρανε τι κουφάρι εκουναρούσανε θα σ’ είχανε ρίξει μέσα στη λίμνη να βγάνεις ακόμα μπουρμπουλήθρες. Ναι, ορέ. Δεν ειμάστενε σα κι εσένανε που σε μεγαλώσανε στη λούμπα κάτου από το Φτωχοκομείο. Γι αυτό είσαι ό,τι είσαι. Πίσω του ήγιου. Έτσι δεν είναι Φρίντα; Ναι, ναι… Μωρ’ αμείτε… Ήρθε και τ’ Αβράμη να μας εβγάλει τη γλώσσα. - Φίλε μου, καλέ… Όχι και φίλοι…, γνωστοί και πολύ που σου πάει. Έτσι; Ό,τι πεις, Χτώφορέ μου! Τσιγάρο θέλεις; Έχεις χάρη π’ αγαπάω τη φιλονάδα μου. Αυτό π’ αγάπαγε ο Χριστόφορος ήτανε τα μιτσά. Αγάπες μου, ψυχούλες μου τσούλεε. Όλα τα μιτσά που τρέχανε στο Λιστόν και τ’ αγκαγιάζανε τα μάτια του χωρίς να μπορεί να γυρίσει το κεφάλι. Πόναγε. Έβλεπες τη γκριμάτσα του πό νου στη σύσπαση των μυών του προσώπου. Στο σμίξιμο των βλεφάρων. Τόβλε πες. Και την άλλη ώρα τράβαγε τα χείγια του σ’ ένα με το έτσι θέλω χαμόγελο. Τί εγώ μοναχός μου πονώ. Δε σας έχω ανάγκη. Καμίανε ανάγκη. Πάνε τώρα τρία χρόνια που ο Χριστόφορος μας λείπει. Κι εμένανε πολύ. Μου λείπει το καθημερινό του, το ζωντανό του μάθημα για την υπομονή και τη καρ τερικότητα που σου θέλει η ζωή για να ξεκολλήσεις το φύλλο του ημερολόγιου τση μέρας που πέρασε. Μου λείπει το παράδειγμά του τση υπομονής. Μου λεί πει ο ύμνος του που σιγοσφούριζε καμιά φορά. Βρε δε μ’ αφήνετε ήσυχο, άστε με ήσυχο, όλοι! Θέλω να ζήσω ελεύθερος δίχως ταυτότητα πια… Καλή σου νύχτα ελεύθερε Χριστόφορε. Φίλε μου. 23-10-2021 Η ΚΟΛΙΝΑ Την έχεις δει
Κόντε Νάνε, είναι κολίνα. Τι κι εμείς απ’ αυτουνούς το κλερονομήσαμε. Τση οικογενείας του Κυβερνήτη ειμάστενε. Την έχεις δει τη κολίνα να ξαγλυ στράει; Όχι, από πού; Άμα βρέξει πολύ παίρνει το κατήφορο. Την άλλη φορά έφτακε μέχρι του «Ξενύχτη». Δε τ’ άκουσες; Ήμουνα μιτσός. Γι αυτό σου λέω. Δεν ηξέρεις τι παναπεί κολίνα. Ένα βουνό από πηλό. Τι από δω μέχρι κι όλο το Κεφαλομάντουκο ένας πηλός είναι. Και μου κάνεις και υψομετρική αποτύπωση; Γιατί; Του χρόνου όλα θε νάναι πιο χαμηλά. Τσάμπα σου ο κόπος και τσάμπα τα λεφτά που θα σου δώκω. Από τον άλλονε θα πλερωθώ. Αυτός διάταξε και τα υψόμετρα. Αποτυπώνω την παρούσαν κατάστασιν. Θα γίνουσι μελέται επί του παρόντος υψομετρι κού διαγράμματος που θα σας εκάμω. Πώς; Ναι, καλά… Με τσι κολίνες δε παίζουνε. Από τη μια στιγμή στην άλλη παίρ νουνε το κατήφορο. Όχι κι έτσι… Όπως με βλέπεις και σε βλέπω. Γιατί οι κορφές τω βουνώνες είναι σκέτη πέ τρα; Γιατί από τα νερά τσου φεύγει το χώμα και πάει παρακάτου εις κώνον απόρριψης. Πώς εγινήκανε οι πεδιάδες; Από το χώμα που κατηφόρισε. Από τσι κολίνες. Μικρές και μεγάλες. Τίποτις δεν ηξέρεις; Στο σκογειό δε σας τα μάθανε; Επί των κατολισθήσεων και πλευρικώς προς τας οδούς κυρίως εφαρμόζο μεν φραγμούς εκ γαιωδών υλικών, κυρίως με συρματοπλεγμένους όγκους πετρών και ποταμίσιων κροκάλων, αίτινες επιτρέπουσιν την ροήν των υδά των δια μέσου αυτών και εκτονώνουν την πίεσιν των ρευστών. Είναι υψηλοτέρας αντοχής από τα τοιχεία του μπετόν αρμέ. Αυτό. Τελεόραση βλέπεις αυτές τσι μέρες; Ανελλιπώς. Στο Κομπίτσι είδες τι έγινε; - Είδα. Κι εκεί μια κολίνα ήτανε. Επομπάρισε νερό το χώμα, εξαγλύστρησε, έσπασε το τοιχείο σα νάτανε από χαρτόνι, επαράσυρε ό,τι επαράσυρε μπροστά από τη βρύση και τώρα καθομάστενε από πάνου της και κλαίμε. Με τσι κολίνες δε παίζουμε. Τσι προλαβαίνουμε. Θα πρέπει να κάνουμε μελέτας. Σιγά τας ομελέτας. Μέχρι να κάμουμε τας μελέτας οι κολίνες θα μας εκατα πιούνε. Θα μας εθάψουνε όλους μαζί στα χαμηλά. Τα παραλέτε… Γιατί, ορέ, έχεις δει να βρίσκουνε κάνα τάφο οι αρχαιοτέτοιοι στα ψηλά; Όλους στα χαμηλά τσου βρίσκουνε. Εκεί που σκάνε οι κολίνες.
ΟΪΜΕΝΑΝΕ! Εδούλευε στσι Αλυκές τση Λευκίμμης. Στα Τηγάνια. Εδώ και πολλά χρόνια. Ετότες που τα μπράτσα κι ο ίδρως σου, ο πλούτος σου παναπεί, μπορούσανε να σε ζήσουνε. Με στέρηση, μ’ αδικία, μ’ εκμετάλλευση. Από ιδρύσεως κόσμου αυτά. Είχες όμως το πλούτο σου πάνου σου. Δικός σου ήτανε. Μετά το πλούτο σου αυτόνε σου τόνε κλέψανε τα μηχανήματα. Λίγο και λίγοι τόνε χρειάονται. - Πότε εγινόνταν’ αυτά; Πόσος καιρός επέρασε; Λίγος καιρός; Πολύς καιρός; Ετότες που ακόμα εδουλεύανε η Ελαιουργεία, ο Δεσύλλας, τα Ελαιόπανα, η Παλλάδα, τα Καμίνια, ο Μπάκλης, ο Ασπιώτης, ο Νταγιέτος, ο Μαργαρίτης, ο Καλιβοκάς, τα Κλωστοϋφαντουργεία, ο Σοφιανόπουλος/Ζαφειρόπου λος, τα Σαπουναργιά, τα Μπουτεγιά, τα Καφεκοπτεία, τα Στιλβωτήρια, τα Βυρσοδεψεία, η ΑΕΒΕΚ μετά, τα Σαγματοποιεία, τα Υποδηματοποιεία, τα Λουτρουβιά, τα Καρνάγια τα παγιά, οι Μαούνες, οι βιοτεχνίες Χειροκτίων και Σαρώθρων, οι Τράτες κι όχι οι Ανεμότρατες, τα ΧΤΕΛ κι όχι τα ΚΤΕΛ, ο Εισπράχτορας, η Κανταρέλα, το Μπιζόβολο, το Πεδίο Βολής στις Αλυκές, το βουητό στο Παγιό Λιμάνι, πόρτα σε μια Πόλη π’ έλαμπε από τον ασβέστη στις γειτονιές της και που στο σαρανταήμερο είχε τα καναλέτα τση ανοι χτά και κουτσά-στραβά άντεχε. Όξω από τον Ανεμόμυλο που ήτανε χαμηλά. Χωρίς μετεωρολογικό δερτίο. Χωρίς Αθηνές και Μπάλους. Χωρίς τίποτις. Μια Πόλη, ένα Νησί, που μετά εσήκωσε τα χέργια ψηλά στο περίστροφο τση επιπόλαιης Ανάπτυξης. …………………………………………………… Τάμαθες; Θα κάμουνε κι άλλο ξενοδοχείο, μεγάλο, στσου Κακιλαμπριανά δες. Μπράβο! Να δουλέψει κι ο κόσμος. Και τι δουγειά θα κάνει; Ό,τι και να κάμει. Αρκεί να μη ξεμεσιάζεται να μαζών’ εγιές! Θα καθαρίζουμε όμως κάθε μέρα και τ’ ακαθάριγα. - Δε πειράζει. Αρκεί να μη μαζώνετ’ εγιές! Και τα μιστά θα πέφτουνε, ντάγκαντάγκα! Μη
τα χωράφια και τα ζωντανά; Μη λογγέψουνε τα πάντα όλα και κλείσουν’ οι σούδες κι οι τράφοι; Μη τσου κλείσουνε τα σκουπίδια; Μη και καταστραφεί το περιβάλλον; Το περιβάλλον; Τίν’ αυτό; Οι αχτές μας, τα βουνά μας, τα νερά μας, τα χωργιά μας, οι ομορφιές μας. Ο τόπος μας. Και τι έγινε; Δικός σας είν’ ο τόπος, ό,τι θέλετε τόνε κάνετε. Παρντόν; Πεινά
ει ο κοσμάκης. Κοίτα πού και πώς ζιεί! Πίσω από τσι σφαγιές κάνει. Άσε να βγάλετε το κεφάλι σας από το στράϊστο. Να δώκετε γεια τση φτώχειας. Θα σας εδώκει δάνειο το γραφείο. Η τράπεζα θα σας εδίνει δάνεια αβέρτα μαν. Δος ημίν σήμερον! Ντάγκα-ντάγκα λέμε! Λένε που όποιος δανείζεται γίνεται σκλάβος αυτουνού που του δανείζει. Μη κάποτες μας τα χαλέψει πίσω και δεν έχουμε να του τα δώκουμε; Μέχρι να σας τα χαλέψει, ημπορεί και να παραγραφούνε. Να τα σβήσουνε. Δεν είδατε πόσα δάνεια εχαριστήκανε στσου μεγαλοτέτοιους; Θα βγάλου νε οι τράπεζες το διάφορο από τσου τόκους. Παμείτε κολώνες!
……………………………………………………………………………… Οι κολώνες επήγαμε κει όπου επήγαμε. Με τας οδηγίας των υπευτύνων. Φα νερές και κρουφές. Ντόπιων και μη ντόπιων. Επήραμε το σφουγγάρι κι εσβήσα με από το πίνακα ό,τι ηξέραμε. Εκάμαμε σπίτια και ρουμς του λετ. Ελίγδωσε τ’ αντερό μας και γιομίσαμε αυτοκίνητα που δεν ηξέρουμε που να τα παρκάρου με. Ωραία ήτανε. Αλλά μετά μας ήρθε ο κουμπάρος με το μέλι. Φέρτε τα πίσω. Πουρκουά; - Για το γιατί πούχει δυο τρούπες. Ειμάστενε και σε μνημόνιο. Εγώ φταίω; Κι εσύ φταις, που μούθελες νάχεις και στον ήγιο μοίρα. Δεν ήθελες; Ενόμιζα πως… Άλλη φορά να μη νομίζεις. Κόκκινο δάνειο είσαι. Πλέρωνε τώρα. - Δεν έχω. Και μη νομίζεις πως το ντάγκα-ντάγκα έπεφτε κανονικά. Το Μάη ποτέ μούπανε που θα μου τα δώκουνε. Μου χρωστάνε. Δε μ’ ενδιαφέρει! Τί σου βάνω το μαχαίρι στο λαιμό. Έτσι; Οϊμένανε! 26-10-2021
στα «Δίχτυα» και στο «Κόρφου μπάϊ Νάϊτ». Δεν ήθελε άλλο να κοιμάται σε τρι στέγια κι ήθελε και καμπινέ μέσα σε σπίτι δίπατο. Νοικιάζω τ’ αποπάνου και μένω στ’ αποκάτου. Κάτι σα το μπι-μπι το σημερνό. Τα γνώρισα, τα είδα με τα μάτια μου, στα χωργιά τση Κέρκυρας στα τέλη του ‘70. Συφορά και κακομοιρ γιά. Αγώνας με αγωνία. Να ζήσουνε καλύτερα τα παιδιά μου. Τη θέλησή του κόσμου για πιο ανθρώπινη ζωή τη μεταφράσανε, ΣΩΣΤΑ, ως αδυναμία. Και την αδυναμία του την εκάμανε ψήφο. Σκάλα για την εξουσία.
Όλοι, χωρίς εξαιρέσεις. ΟΛΟΙ! Το δείχτουνε οι Νόμοι που ψηφιστήκανε. Τώρα κάνουμε ένα πρόχειρο ταμείο. Χρωστάει, λένε, ο κόσμος πάνου από 450 δις. Χρωστάμε όλοι μαζί τα μαγιά τση κεφαλής μας. Τόσο τακατό του ΑΕΠ. Αλλά πήγαμε, λένε, μπροστά. Πήγαμε; Άμα κάνουμε κόντο στα σκουπίδια μας, πήγαμε. Ρίχτεις άμα έχεις. Άμα δεν έχεις τι να ρίξεις; Και με το που είδανε αυτοί που βλέπουνε ότι μας περσσεύει ο ΑΡΤΟΣ, που η πείνα επέρασε, είδανε την άλλη μας αδυναμία. Τα ΘΕΑΜΑΤΑ. Και μας τα δίνουνε πλούσια, να σκοτιζομάστενε. Μέχρι και στο δρόμο βλέπουμε. Κινητώς με κινητά. ΑΡΤΟΣ και ΘΕΑΜΑΤΑ. Παγιά συνταγή, δοκιμασμένη. Μη τα τώρα ανακαλύψαμε την Αμερική; Ήπρεπε να αντισταθούνε οι παγιοί; Να βά λουνε πρώτα το μυαλό από τη κοιγιά; Εύκολο είναι; Εμείς σήμερα τι κάνουμε; Βολευόμαστε και θα βολευόμαστε. Μπροστά η κοιγιά. Πρώτος εγώ. Αμπελοφιλοσοφίες και τω γονέωνες. 28-10-2021 ΤΟ ΚΥΔΩΝΙ Τα κυδώνια ωρμάζουνε το Φθινόπωρο. Στα τέλη. Από τα τελευταία φρούτα τση χρονιάς. Μετά περιμένουμε τσι νόσπολες τσι χειμωνιάτικες και τα νεράτζια. Πρώτα ο Θέος, ναμάστενε όλοι καλά. Ωμό το κυδώνι είναι στιφό. Τρώεται και δε τρώεται. Επομένως αυτά που λένε που ο Αδάμ έδωκε στην Εύα κυδώνι κι όχι μήλο και που μ’ ένα κυδώνι ο Πάρις εκαλόπιακε την Αφρόδω να του κάνει πλάτες με την Ωραία Λένη, μη τα πιστεύ ετε. Φέϊκ νιουζ τση αρχαιότητας πρέπει νάναι. Αλλά σα γλυκό του κουταγιού, νάσαι και παιδί και να το κλέβεις από το βάζο, είναι το κάτι άλλο. Δε σταματάς. Ακούτε με, ξέρω ‘γω! Πού είσαι; Δεν ακούς που σε φωνάζω; Εδώωω… Πού εδώ; Τώρα έρχομαι. Που ήσουνα; Πώς έγινες έτσι; Τι έτρωες; Τίποτα. Πώς τίποτα; Έ, το πουλόβερ σου πως έγινε. Ακόμα δε στόπλεξα. Κοιτάχτε τόνε, κόσμε! Γλύφεται σα το γάτο. Μωρέ, κακοχρονονάχεις, το κυδώνι έφα ες κι αλιμουρδώθηκες; Όχι! Εγώ; Οχιά δυμούτσουνη! Κοίτα πως έγινες! Κοίτα δω! Τ’ άδειασες το βάζο. Μόνο η αρμπαρόζα έμεινε στο πάτο. Κάτσε κει ακούνητος, κακομοίρη μου, να σε βαρήσω. Πού πας; Έλα δω! Είπα!
- Θα με βαρήσεις. Όχι θα σ’ αφήκω, να μου τρως το κυδώνι. Δεν έρχομαι.
Καλά, καλά, έτονε ο πατέρας σου, κακομοίρη μου. Τώρα, τώρα, θα σε κανο νίσει αυτός με το λουρί! Μπάμπήηη…, περίλαβέτονε.
- Έλα, δω, ορέ! Αμέσως! Μη με κάνεις να σε ξατρέξω. Μάλιστα. Έφαγες πολύ; Δε ξέρω. Πόσες κουταγιές έφαες; - Δε θυμάμαι. Σε πονάει η κοιγιά; Όχι. Έλα! βλέπεις κι εσύ; Δε τόνε πονάει η κοιγιά. Μια κουταγιά μόνο θάφαε. Τι μια κουταγιά; Κοίτα το βάζο. Δυο δάχτυλα από το πάτο μόνο εμείνανε. - Μη τόφαε κάνας άλλος; Ποιός; Ο Μόρος; Δεν ηξέρω. Για πες μου συ. Μία κουταγιά μόνο δεν έφαες; Μία… Έτο! μία μόνο σου λέει που έφαε…
- Θα με κάμετε πατέρας και γιος καμιά ώρα να πάρω τσου δρόμους σα τη βουρλισμένηνε και να μην ηξέρω κι εγώ που να πάω. Μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι. Μούρχεται να βάλω τα ούρλα. Θα μούρθει τίποτα… ………………………………………………
Εσύ που πας; Κάτσε να φάμε! Δε πεινάω… Μα κι εσύ όλο ξοπίσω του τρέχεις… Άστονε! αφού σου λέει που δε πεινά ει…, μπάαα… Δε θα φύγει ο πατέρας σου; Θα σε κανονίσω ‘γώ! 29-10-2021 Α, ΡΕ ΤΑΣΟ! Δεν ηξέρω. Σε μερικούς, αρκετούς, πολλούς; μπορεί και να μην αρέσει.
που
που είδα με το Τάσο να παρελαύνει, μόνος του, στο Μαθράκι. Δάκρυτα μούρθανε στα μάτια. Τι; ψέματα να πω; Λένε που όσο μεγαλώνεις τόσο πιο πολύ γένεσαι ευσυγκίνητος. Μάλλον δί κιο θάχουνε. Τόχω παρατηρήσει και σ’ άλλες περιπτώσεις. Αλλ’ αυτός ο Τάσος
να κρατεί τη Σημαία στο Μαθράκι με παραστάτες τη κυρά δασκάλα του κι έναν άλλονε - δεν ηξέρω ποιος ήτανε – τι να σας πω. Για τη πιο όμορφη και σωστή παρέλαση που είδα ποτές μου ήτανε. Εκεί στην άκρη να κυματίζει το Σύμβολο. Στα χέργια μιας άδολης, μικρούλας ψυχής.
Αμή αυτοί οι άλλοι; Αυτοί, όλοι αυτοί του Μαθρακιού; Όλοι αυτοί που εχει ροκροτούσανε το Τάσο δίπλα στη θάλασσα; Δυο τόσο δα χεράκια με το Σύμβο λο στο χέρι.
Όλοι, λένε, κάτι του είναι του Τάσου. Μα τζίος, μα τζία, μα πάππους, μα νόνα. Όλοι κάτι τούναι. Δικοί του όλοι είναι του Τάσου. Μια μάνα, τριάντα-τραντα πέντε νοματαίοι οικογένεια. Όλο το Μαθράκι τα μάτια πάνου του. Το μοναδικό παιδί στη τελευταία άκρη. Ελάτε στη θέση τους. Η μοναδική τους ερπίδα. Αυτός θα ζήσει για πολλά, πολλά χρόνια όταν αυτοί όλοι θάχουνε φύγει. Αυτός θα μαρτυρήσει. Αυτός θα γράψει την Ιστορία τση τελευταίας γωνιάς. Αυτηνής που τήνε κρατάνε με νύχια και με δόντια. Κοίταξέ τονε! Ωραίος είναι!
Ο πιο όμορφος. Μπράβο της τση κυρά δασκάλας. Άμα τόπες, ξαναπέστο. Παλληκάρι!
Εγώ στα νιάτα μου… Χαιρέτησέ τα. Τώρα ο Τάσος μας! Δες τονε. Μέσα από τα μάτια του ζιούμε!
Τι σούναι τα νιάτα…, τα παιδιά… Λεβέντης! Που θα φάνε για μεσημέρι; Μου κάεται που τσήπανε τση μάνας του να πάνε να φάνε στου Σπέη, στου Τρίψα, στου Μόμολου, στου Τζάνη, στου Αμολόητου, στου Φαγκρή, στου Κούκου, όλοι τσούπανε, δεν ηξέρω που θα πάνε να φάνε. Κουταμάρες! Πες του Προέδρου να στρώσει στο γιαλό να φάμε όλοι μαζί. Η κάθε μία να φέρει το φαΐ της και να στρώσουμε. Μη πόσοι ειμάστενε; Τριάντα, τριανταπέντε νοματαίοι ειμάστενε. Ένα σόϊ, όλοι μας. Φέρε και το κρασί το καλό που κρούβεις. Διάολε, έ! διάολε! Έφυγα! Τασούλη, έλα κάτσε, εδώ! Στη μέση! Να σε βλέπουμ’ όλοι. - Η καλύτερη παρέλαση. Ναίαιαι…, μη το συζητάς… Εβίβα! Εις υγείαν και να σκάσουν’ οι οχτροί μας!
Κυρία, να μας σας εζήσει το παιδί! Και του χρόνου! - Αμήν, Παναΐα μου!
ΜΙΑ ΒΡΑΣΙΑ ΛΑΧΑΝΑ
Οχτώβρης. Νυχτώνει νωρίς. Εγύρισε μόσκεμα. Σαρανταήμερο. Βγάλε το, θ’ αρρωστήσεις. Πού ήσουνε; Στον Ασύρματο. Στου μπάρμπα Γιώργη. Έπινες; Όχι! από πού; Δεν είπε και καένας τσου να με κεράσει. Ο Γιώργης μόνο μούφερε μίανε κούπα. Από μένανε μούπε. Νάναι καλά. Εκατάλαβε που δεν είχα. Παρασκευή. Αύριο θα πλερωθώ. Κοίτα μη τα πιεις. Έχουμ’ ανάγκες. Τα παιδιά. Γιατί, ορή, σας άφηκα ποτές χωρίς φαΐ; Δε σας εφέρνω πάντα; Έλα, βγάλε το, σούρουμα είναι. Κάτσε εδώ δίπλα στη στια, να στεγνώσεις. Ο διαολόκαιρος, δε λέει να σταματήσει. Τα παιδιά εφάγανε; Εξαπλώσανε. Τσούδωκα και το ψωμί. Το βάλανε στο θερμό και το κάνανε παπάρα. Εντάξει είναι. Κοιμόνται. Εμείς έχουμε να φάμε; Μια βρασιά λάχανα. Κάτσε να κενώσω. Φέρε μου και μια σκάρδα σκόρδο. Σκόρδο; Ναι. Έχουμε σκόρδο. Μπέβε έχεις; Μισή μπουκαλίνα που άφηκες τη τελευταία βολά. Νιο δεν έχει; Βράζει ακόμα. Κάν’ αυγό; Κρύωσε ο καιρός. Δε γεννάνε. Σέσκλα και δυο πατατιά. Άνοστα είναι. Μου τέγειωσε τ’ αλάτι. Θα πάω αύριο στ’ Αλυκές μα μαζώξω. Φέρε μου δυο ξύλα να πάρει μπρος η βράση. - Ρίξε τα ριγανόσκουρδα. Βαριόμαι ν’ ασκωθώ. Είσαι κουρασμένος; Όλη μέρα με τη κανταρέλα στο πλάτη. Ανίβα, κατίβα τη σκαλωσιά. Επέθα να. Εσύ; Τι εγώ; - Εκουράστηκες; Δε με κρατάνε τα ποδάργια μου. Εκατό κομμάτια εγίνηκα όλη μέρα. Η μέση μου… Πονείς; Δε μ’ αφήνει αυτή η μέση, διάολος μέσα τση. - Έλα δω, κυρά μου. Έλα δω ομορφιά μου. Κάτσε δω. Ψυχή μου! Έλα να σε φιλήσω.
-
Όρεξη έχεις; Κάτσε να βγάλω τη πινιάτα από τη στια. Μια βρασιά λάχανα έχουμε. Μη μας επιάκουνε.
ΜΟΥΤΡΟ ΜΕ ΜΟΥΤΡΟ Δε τση μιλούσε. Την είχε προσβάλει. Τσείχε πει όπου τα ρούχα που άπλωνε ήτανε σγαργιασμένα. Βρώμικα. Δεν έχεις σαπούνι; Πώς σου βγήκαν’ έτσι; Λες και δε τάπλυνες. Λουλάκι έριξες; Ντροπής τέτοια μπουγάδα. Κοίτα τα δικά μου! Τριαντίζουνε! Δε τση απάντησε. Έσκασε όμως. Ακούς εκεί πούχει το φυσικό να μιλεί για τα ρούχα μου… Που μου βγήκε ο πλάτης στη ταβλομαστέλα να τα τρίβω εκατό ώρες… Άστηνε. Τόσα ξέρει, τόσα λέει. Όχι…, κοίτα δω… Βλέπεις; Είν’ αυτά σγαργιασμένα; Αλλά άλλο τήνε πείρα ξε. Είναι που τσείπα για τα σέστα του Μιχαήλη. Τι; Να μη τση το πω; Όλο Σύλβιά μου και Σύλβιά μου μ’ έχει. Κι εσύ άμα ήθελες και τα μαγιά μου τρίχες. Ο πρόστυχος! Δε κοιτάει οπούναι εκατό σοδιώνες, μου κάνει και το γάρμπο. Κουδουνάει η τσέπη του και νομίζει πως μπορεί να μας έχει όλες. Όχι κύργιε! Εμείς το κούτελό μας τόχουμε καθαρό και καθαρό θε να μεί νει. Κοίταξε τη γυναίκα σου. Επέρασε η μπογιά τση και ξενοκοιτάζεις; Ποιός νομίζεις οπούσαι; Ο Αλαίν Ντελόν; Είδες τα μούτρα σου στο καθρέφτη; Σα το κιμά το διπλοκομμένονε είσαι. Εσούρωσες. Σα το άπλυτο το σώβρακό σου είσαι που απλώνει η γυναίκα σου. Τριαντίζουνε τα ρούχα τση λέει και δε κοιτάει τσι κιτρινίλες στσου καβάλους. Αλλ’ όσα δε φτάνει η αλιπού τα κάνει κρεμαστάργια. Η ρεκλούτω. Μη συγχίζεσαι. Δε κάνει. - Δε μπορώ. Ξέρει πολύ καλά το τι γένεται. Και δε τση σώνει που δε τήνε στολίζω μ’ ένα ακόμα κέρατο γυαλισμένο αλλά θέλει και μας εβγεί κι από πάνου. Η κυρά με τσι φωνές τση πάει να κρούψει τσι μπομπές τση. Έλα, δε φταίει αυτή. Ο Μιχαήλης. Την έχει φέρει στο δόξα πατρί και τι να κάμει; Κάνει υπομονή. Να τόνε χωρίσει τώρα στα γεράματα; Να κάμει ό,τι τήνε φωτίσει ο Θέος. Εγώ τι τση φταίω; Δεν ηξέρει τι άλλο να μου πει και τα βάνει με τα ρούχα μου. Δώκε τόπο στην οργή! Εβρεθήκανε μούτρο με μούτρο. Καλή σου μέρα κι αγαθή σου κι αύριο καλύτερή σου. Επήγανε σκογειό τα μιτσά; Επήγανε. - Μη σε πείραξε που σούπα για τα ρούχα σου; Δε πιστεύω…
- Γιατί να με πειράξει; Ποιανού είναι τα ρούχα καθαρά μόνο ο ήγιος το ξέρει. Μόνο η ήγιος. Αυτός που βλέπει τα πάντα όλα και τα κέρατα του καθεμια νού και τση καθεμιανής. Γιατί να με πειράξει; Εγώ ούτε κέρατα έχω ούτε κέρατα βάνω. Άλλες να κοιτάξουνε τα κούτελά τσου. Σου τόχω ξαναπεί. Βαργιά κουβέντα. Παναπεί; - Παναπεί να μη κοιτάς τσι απλώστρες του κόσμου και να κοιτάς το σπίτι σου. Τον άντρα σου. Το Μιχαήλη μου; Μου, μου και σου-σου. Και πες του να μη μου μηνάει κάθε λίγο άμα θέλω σπέζα. Δεν έχω ανάγκη τσι σπέζες του. - Σούπε τέτοιο πράμα; Αυτό κι άλλα. Ο άπλυτος. Αυτόνε ν’ απλώσεις να ξεκατσιάσει. Αλλά τα ξέ ρεις κι εσύ. Μη μου κάνεις που δε τα ξέρεις. Τα ξέρεις και τα παραξέρεις. Εγώ, κυρία μου, άμα θες να μάθεις, δεν έχω φοτίκια. Σα το καθαρό ουρανό είμαι. Όπως και τα ρούχα μου π’ απλώνω. Εντάξει; Κι ήθελα να σε ιδώ μού τρο με μούτρο να στα πω κατάμουτρα. Φεύγεις; Φύγε! Χάρη μου κάνεις. Τέτοιο μούτρο οπούσαι ούτε να σε ματαιδώ δε θέλω. Ορίστε μας… 7-11-2021 ΤΟ ΣΥΝΤΡΙΒΑΝΙ* Ήτανε μυστήργιος. Άλλο τούλεγες, άλλο σούλεγε. Τ’ άρεσε να θυμάται από τον Άη Λουκά λουκάνικα. Σου χάλαγε το ίσιο. Σούκανε τη κουβέντα σκατά, και με το συγγνώμη παναπεί. Ο λόγος για τον Κανονισμό τση Παγιάς τση Πόλης. Αναβλήθηκε πάλε, έ; Αναβλήθηκε. Και που θα παρκάρουμε; είπανε τίποτις; Όχι, μη βιάεσαι. Εγώ δε βιάομαι, εγώ άλλο κοιτάω. - Τι; Την εβλέπετε τη Σπιανάδα; Στραβοί ειμάστενε; Το λοιπό, εδώ και καμιά τετρακοσαργιά τόσα χρόνια και βάλε, ο παραπρο προπάππους μου είχε ‘δώ, μεσ’ στη μέση, το σπίτι του. Τρεις ορόφοι, με μπαρκόνια και σοφίτα μπιτάντε. Οι Βενετσιάνοι του το ρίξανε μαζί με καμιά δυο χιγιάδες άλλα τόσα σπίτια, για να κάμουνε τη Σπιανάδα. Με το έτσι θέλω. Ακούς; Χωρίς αποζημίωση. Τί ηθέλανε απληχώργια μπροστά από το Κάστρο, να βλέπουνε τσου οχτρούς που θα ερχόντανε και να τσου βαρούνε με τα κανόνια. Δεν ηθέλανε σπίτια μπροστά από το Κάστρο, να μη μπορούνε να κρουβήνονται οι οχτροί και τσούρχονται κοντά, μεσ’ στα μούτρα
τσου. Κι έτσι μας ερίξανε το σπίτι μας, το τρίπατο. Και τη μπιτάντε! Ο δικός μου ετότες δεν εσυμφώνησε και πήρε το Βενετσιάνο στα δικαστήργια. Αλλά δε του δώκανε σημασία. Εγώ ερώτησα δικεόρο. Έχω δικαιώματα επί τση Πλατείας; Έχεις μούπε. Και τι να κάμω; Να μηνύσουμε το Κράτος μούπε. Διότι μετά τσου Βενετσιάνους, τσου Γάλλους, τσου Ρωσότουρκους, πάλε τσου Γάλλους, τσου αυτοκρατορικούς, και τσου Ιγγλέζους, υπεύτυνο να σε αποζημιώσει είναι το Ελληνικό Κράτος. Ηξέρεις που ήτανε το σπίτι; Στο Συντριβάνι ήτανε του λέω, εκεί όπου στέκονται οι επισήμοι στσι παρελά σεις. Λίγο πιο κει από τη Κατουρίστρα, αν θυμάσαι. Δε θυμάμαι μούπε και με ρώτησε άμα έχω καμιά φωτογραφία του σπιτιού. Δεν έχω φωτογραφία τούπα αλλά θα ψάξω μη βρω. Ορέ εβγάνανε φωτογραφίες το 1600; Δεν εβγάνανε; Δεν είχανε βρει ακόμα τη φωτογραφία. Κι όμως στην Επιτροπή Διαβούλευσης μου κάεται που έχουνε. Αυτοί έχου νε φωτογραφίες απ’ όλες τσι πέτρες, αμαντάμ παπαντάμ. Φωτογραφίες μ’ ανθρώπους, τσου κατοίκους τση Παγιάς Πόλης, δεν έχουνε ούτε μία. Αλλά εμένανε δε μ’ ενδιαφέρει. Εγώ το σπίτι μου θέλω να ξανασκώσω στο Συ ντριβάνι τση Πλατείας. Δε το δικαιούμαι; Αφού δε μας αποζημιώσανε, ετότες. Και; Τι και; Επήγα και σε μηχανικό τοπογράφο. Να μου κάνεις τοπογραφικό τού πα και να γράψεις όπου είναι δικό μου. Ναι μούπε, εγώ κατά δήλωσιν του ιδιοκτήτου μέχρι και το Παρθενώνα γράφω όπου είναι δικός του. Και θα πάρουμε και συντεταγμένες από το δορυφόρο. Και θα σου το δηλώσω και στο Κτηματολόγιο. Αμή; Και τάκαμες όλα; - Ήτανε λιγάκι ακριβός. Θα ρωτήσω κι άλλονε. Καλή στερέωση. Μόνο που το Συντριβάνι δε στάζει. Θα το συνδέσω με το ρουμπινέ του μπάνιου. Δε μπορεί, όλο και κάτι θα βγάνει.
Ο ΤΕΤΡΑΠΕΡΑΤΟΣ * Κι εκεί που τόχε πάρει απόφαση που δε θα κάμει παιδί ο εξηκοντούτης σιορ Ευτύχιος έκαμε το διάδοχο. Παναπεί η σιόρα Ανδρονίκη τον έκαμε που τόσα χρόνια δεν επιανόντανε. Τυχερά είν’ αυτά κι από Θεού. Εξεπετάχτηκε στσι σα ράντα ένας παίδαρος, να! Με τα μαγουλίτσια του, τα πορπετόνια του, μ’ όλα κι όλα του μεγάλα. - Ο γραμματέας σου, ο κύργιος Παύλος, να μας τόνε βαχτίσει. Εδώ κι ένα χρόνο που τον ήφερες σπίτι όλα δεξιά μας πάνε. Ναι, απ’ όταν ήρθε όλα τα καλά του Αβραάμ και του Ισαάκ στο πόρτιγό μας κάθε πρωί. Εμπιστοσύνης άνθρωπος. Αλλά κι εγώ, έ; Ήξέρω να διαλέω ανθρώπους. Ε Νίκη; Γουρλής! Ήρθε και που μέχρι που γκαστρώθηκες. Εγώ, παναπεί, σε γκάστρωσα, χα, χα, χα… Αλλά κι εγώ, όμως, δε τον αφήνω έτσι. Τον έχω ευχαριστημένονε. Αμηδά είμαι κουτός… Ξέρεις εσύ, ξέρεις… Τον εβάχτισε ο κύργιος Παύλος το μιτσόνε και τον έβγαλε Λεωνίδα, το όνομα του πατέρα του. Τσου το χάλεψε του σιορ Ευτύχιου και τση σιόρας Νίκης και δε τούπαν’ όχι. Μεταξύ τους είπανε πως τούχανε υποχρέωση. Λεωνίδα τον έβγα λε, Λεό τόνε φωνάζανε. Εούτος ο Λεός ήτανε παιδί σπίρτο. Πανέξυπνο, τετραπέρατο. Ο σιορ Ευτύχιος είχε να το λέει. Δεν υπάρχει πιο έξυπνο παιδί. Τα πάντα ξέρει. Εκορδωνόντανε. Ήλεγε τση υπηρεσίας να τόνε φέρνει από το καφενείο να τόνε δείχτει στσου φίλους του, να τόνε παινεύουνε. Για πε μου, Λεό, τι είναι η Δημοκρατία; Δημοκρατία είναι το πολίτευμα μιανού τόπου που κυβερνάνε οι Δημάρχοι. Μπράβο σου Λεό. Θέλεις λουκούμι; Υποβρύχιον, με όλο το θάρρος και αν δεν σας πειράζει σας παρακαλώ! Ένα υποβρύχιον του Λεό μας και γλήγορα! Αμέσως! Μπράβο, Λεό, εκτός από τετραπέρατος είσαι κι ευγενέστατος. Ξανακορδωνόντανε ο σιορ Ευτύχιος, ο ευτυχής. Εκείνο το χειμωνιάτικο πρωινό, απ’ αυτά που ο ήγιος καίει, σε βαρεί κατακούτελα και σε κουτιαίνει, ο σιορ Ευτύχιος όλο εκοίταε να δει την υπηρεσία να του φέρει το Λεό να τον επιδείξει στη παρέα, να σκάσουνε. Καλώς το Λεό. Υποβρύχιον; Λουκούμι. Φάε το λουκούμι σου και πες μας πρώτα από πού έρχεσαι. Από το σπίτι, παπάκη. Και τι κάνει η μάμα σου, λεβέντη μου; Αστράψανε τα μάτια του τετραπέρατου. Ήξερε τι έκανε η μάμα του.
- Παίζει τ’ άλογο με το νούνο!
Μπράβο, μπράβο, Λεό! Μα τι έξυπνο παιδί που είναι ο Λεό. Να σου ζήσει. Πρόωρος ανάπτυξις! Σπάνιο φαινόμενο. Αυτός μια μέρα θα πάει πολύ ψηλά! - Μοιάζει του σιορ Ευτύχιου.
Να τόνε χαίρεσαι Ευτύχιε. Συγχαρητήρια. Μεγάλη παρατηρητικότις!
Ο σιορ Ευτύχιος είπε στην υπηρεσία να πάρει το Λεό στο Μποσκέτο να παίξει με τ’ άλλα παιδάκια. Ευχαρίστησε την ομήγυρη για τα καλά λόγια που είπανε για το Λεό κι ασκώθηκε να πάει σπίτι. Είχε, λέει, μια επείγουσα δουγειά κι αυτός ο ήγιος τον είχε κουτιάνει.
* Βασισμένο στο «Κερκυραϊκοί τύποι και κορφιάτικα έθιμα» του Εμμανουήλ Μαυρο γιάννη, Αθήναι 1949. 9-11-2021 ΟΙ ΠΟΝΤΙΤΣΕΣ Ανέβηκε τη σκάλα σα το μόρτο γάτο. Στσι ποντίτσες. Δεν εβάρησε το μπατι δούρο που τόνε βάρουνε πάντα. Να τσου πιάκει στα πράσα ήθελε. Εγύρισε το κλειδί ν’ ανοίξει το καδινάτσο. Σμπάρο έκαμε, πανάθεμάτονε. Και τση τόχε πει αυτηνής να του βάνει λάδι. Τίποτις αυτή. Όρμησε μέσα. Ακόμα με το κομπινεζόν είσαι; Ακόμα δεν ασκώθηκα, Ευτύχιέ μου, ενύσταζα. Δώδεκα η ώρα κι ενύσταζες; Ενύσταζα, η άχαρη. Εξενύχτησα ψες. Εταχτοποιούσα τσι νταντέλες μου και με πήρε η ώρα. Έκαμε το γύρο του σπιτιού. Έψαξε όλες τσι κάμαρες. Μέχρι και στον απόπα το έψαξε. Και κάτου από τσι κοκέτες. Και πίσω από τσι κολτρτίνες. Εβγήκε και στο μπαρκόνι. Και στο γραφείο του γραμματικού. Άνοιξε και τ’ αρμάργια. Μόνο που τ’ αρμάρι το μεγάλο δεν άνοιγε. Ήτανε κάνας χρόνος που δεν άνοιγε. Είχε σφηνώσει και δεν άνοιγε. Η Νίκη τούλεε όπου φταίει όπου ήτανε από κερασιά. Φουσκώνει η κερασιά, δε το ξέρεις; Η κερασιά φουσκώνει; Από τα πότες; Φουσκώνει, φουσκώνει… Η κερασιά, βέβαια, από άνοιξη φουσκώνει που βγάνει τ’ άνθη τα ωραία και τήνε ζωγραφίζουνε οι γιαπωνέζοι που τσ’ αρέσουν’ οι κερασιές και κάνουν’ έργα τέχνης. Αμείτε στο Παλάτι να ιδείτε. Εούτη, φριγμένο ξύλο, από τα πότες αποφάσισε ολομεμίας να φουσκώνει και να μην ανοίγει;
- Δώκε μου το κλειδί Έχω ‘γω κλειδί απ’ τ’ αρμάρι; Ανοιχτό πάντα είναι. Το κλειδί τόχεις εσύ στην αρμαθιά. Ο Παύλος πού είναι; Δεν ήρθε σήμερα. Από Κυργιακή δεν έρχεται. Έρχεται; - Ο Λεός μούπε που ήταν’ εδώ και παίζατε το άλογο. Μωρ΄ κάτι άκουσα κι εγώ από κάτου όπου έχουμε τ’ άλογο και την άμαξα. Μη πήγε ο Παύλος να κοιτάξει τ’ άλογο και τον είδε ο Λεός από το μπαρκό νι; Ά, ά, ά! να τόνε ρωτήσεις το Παύλο και να του κάμεις τη παρατήρηση. Δεν ημπορεί νάρχεται ό,τι ώρα θέλει αυτός να δει τ’ άλογο και να μην ειδι οποιάει. Ορίστε μας! Όρμηξε να πάει κάτου να ιδεί το άλογο. Τίποτις, όλα καλά. Αλλά και τ’ άλογο του κάστηκε που τόνε στραβοκοίταε. Σανό φρέσκο δεν είχε. Ανέβηκε πάλε. Επή ρε το κλειδί από τ’ αρμάρι. Εγύρισε το κλειδί. Ανοιχτό ήτανε. Άνοιξε! Δε σου τόπα; Η κερασιά μια ανοίγει και μια δεν ανοίγει. Πότε φουσκώνει και πότε ξεφουσκώνει. Τι ψάχνεις; Τα ρούχα σου είναι στ’ άλλο τ’ αρμάρι. Εδώ έχουμε τα παρτά τα χειμωνιάτικα. Τι ψάχνεις; Θα κάνεις πολλή ώρα αυτή τη φασαρία; Σούπα! Εξενύχτησα κι άσε με να κοιμηθώ. Αλλά ποτές σου δε με σκέφτεσαι. Με πήρες μιτσή κοπέλα, να σε υπηρετώ με πήρες. Κι όλο συ Κύριε θέλεις νάμαι! Με λες και κυρά! Κερί και λιβάνι! Δούλα σου είμαι. Μια ζωή. Ευτυχώς που έχω το Λεό μου. Αγοιώς από το μπαρκόνι θε νάπεφτα. Να δώκω γεια τση μοίρας μου, τση κακομοίρας μου. Άσε με! Αναίστητε! Καλά, καλά, κάμε χρεία σου, αλλά να! ο Λεός μούπε… Τι σούπε μωρέ το παιδί; Παιδί είναι, ό,τι θέλει λέει. Όλο του λες και του λες για να κορδώνεσαι συ στα καφενεία. Μικρομέγαλο τόκαμες. Το δασκαλεύ εις να λέει σα το παπαγάλο τι είναι η Δημοκρατία. Λες κι έχουμ’ ανάγκη τη Δημοκρατία. Να πα να κάνεις μπάνιο εσύ κι η Δημοκρατία σου. Πέντε χρονώ παιδί. Το βασανίζεις τ’ άχαρο και καμιά ώρα θα σου τα βγάλω τα μάτια. Στη τύχη μου μέσα που σ’ εγνώρισα. Ησύχασε, μάτια μου. Παρεξήγησις. Αλλά κι αυτός ο Λεός…, βουρδούγιο μ’ έκαμε στο καφενείο. - Τι τόνε τράταρες; Λουκούμι! Δε σούχω πει να μη του δίνεις λουκούμι; Υποβρύχιον δε σούχω πει να του δίνεις; Λουκούμι ήθελε. - Να του πέσουνε τα δόντια θέλεις; Καλά δε θα του ξαναδώκω. Άσε με να κοιμηθώ! Ο Παύλος εκατέβαινε το καντούνι. Η κυρά Αργυρή εκοίταε από τη φανέστρα
και του φώναξε. Γιατί κάνεις ποντίτσες σιορ Παύλο μου; Έχεις οκιοπουλίν; Μπάαα…, τίποτις! Από συνήθειο. Το γλέπω και σε γλέπω… Εσένανε και τσι ποντίτσες σου κάθε Κυργιακή! 10-11-2021
ΑΓΑΠΗ ΣΤΟ ΚΑΝΤΟΥΝΙ
Καλημέρα σιορ Ευτύχιε, καλή σας ημέρα, καλημέρα Κόντε μου. Καλημέρα κυρ’ Αργυρή. Την ώρα που επήγατε να ιδείτε το άλογο, εκείνη την ώρα έφευγε κι ο γραμ ματικός σας, ο κυρ Παύλος. - Έ; τον είδες εσύ; Έβγαινε από το σπίτι; Δεν ηξέρω. Από δω που κάθομαι δεν ηβλέπω το πόρτιγό σας καλά. Βάνει κι ο αφιλότιμος ο Περικλής το κάρο του ορθό δίπλα στη φανέστρα μου και μου κόβει το μισό καντούνι. Αλλά περαστικός θε νάτανε ο κυρ Παύλος, τί ο κυρ Παύλος από Κυργιακή δεν έρχεται στο σπίτι σας, έρχεται; - Δεν έρχεται… Αυτό λέω κι εγώ. Τι να κάμει σπίτι σου σιορ Ευτύχιε ο κυρ Παύλος από Κυρ γιακή; Αφού μίανε Κυργιακή έχει κι αυτός ο άχαρος να ξεκουραστεί, να πάει μια εκκλησιά. Εσείς επήγατε στην εκκλησιά εσήμερις σιορ Ευτύχιε; Επήγα, κάθε Κυργιακή πάω. Και μετά πάω στη Πλατεία. - Καλά κάμετε σιορ Ευτύχιέ μου. Βοήθειά σας, τέτοιος καλός άνθρωπος που εισάστενε. Όλος ο κόσμος το λέει. Προσκυνώ σας, αφέντη. Αλλά κι ο Θέος τα γλέπει αυτά κι ανταμείβει τσου ανθρώπους, τσου καλούς. Δε σας εχάρι σε το Λεό σας; Δε σας έδωκε γυναίκα νέα, καλή, έμορφη, γλυκειά, ευγενικιά και πάν’ απ’ όλα τίμια; Ά, όλα κι όλα! Όλα τα Καμπιέλα κι οι Πόρτες Ρεμού ντες, όλες οι Οβριακές έχουνε να το λένε. Ξέρω ΄γώ. Εχτές στο Μαρκά όλοι για τη κυρά Νίκη σου ελέανε. Και για το κυρ Παύλο. Ήτανε κι ο κυρ Παύλος στο Μαρκά κι ένας κάτι τούπε κι αυτός τούπε «μη μου λες εμένανε για τη κυρία Ανδρονίκη» κι επήγανε ν’ αρπαχτούνε, αλλά εμπήκανε στη μέση κάτι μούλοι και τσου εχωρίσανε. Αμή! Εκεί ήμουνα μπροστά και τάειδα όλα. Μπράβο του, του κυρ Παύλου. Είσαι πολύ τυχερός που τον έχεις στη δούλεψή σου σιορ Ευτύχιε. Του σιορ Ευτύχιου, του ευτυχή, σα να τούρθε μια ζαλάδα. Ίδρωνε, ξεΐδρωνε. Έβγαλε το μαντήλι του και σκούπιζε τον ίδρω του. Λασκάρησε και τη γραβάτα του. Τι έχεις σιορ Ευτύχιέ μου…, δεν είσαι καλά; Στάκα να σου φέρω λίγο νερό. Ναι… Να πάρε δω…, πάρε και σκάνιο να κάτσεις. Μια στιγμή και τα πάντα όλα.
Είδες; Μεσ΄ στα καλά καθούμενα. Τι σου είναι ο άνθρωπος..., τίποτις δεν είναι. Πάω να φωνάξω τη γυναίκα σου. Όχι! μη πας…, κοιμάται… Θα κουράστηκε η τσαμένη. Ξέρεις τι σου είναι οι δουγειές του σπιτιού; Ξε θεονωμάστενε οι γυναίκες, οι άχαρες. Όπου δεν ηξέρει. - Άσε Αργυρή, καλύτερα είμαι. Συνέρχομαι.
Ά! να κι ο Λεό σου. Έρχεται. Τι έχεις παπάκη; Τίποτα Λεό μου, τίποτα. Εκουράστηκα λίγο. Ο Λεό τον αγκάγιασε σφιχτά και τόνε φίλησε. Το παπάκη του. Πολύ τον αγα πούσε ο Λεό το παπάκη του. Και υποβρύχιον τούπαιρνε και λουκούμι τούπαιρνε κι ό,τι κι αν ήθελε τούπαιρνε και πολύ τ’ άρεσε που του μάθαινε τόσα πολλά και παράξενα πράματα όπως για τη Δημοκρατία. Κι ο Ευτύχιος τον έσφιξε το Λεό του. Μια αγκαγιά σα φάρμακο που διώχτει όλες τσι αρρώστιες. Σα θαύμα που γιατρεύει. Ασκώθηκε. Έπιακε το Λεό του από το χέρι. Πάμε παιδί μου πάνου. Πάμε να ξυπνήσουμε τη μάμα σου να φάμε όλοι μαζί. Αγαπημένοι. Όλοι μαζί, αγαπημένοι. Τί η αγάπη είναι πιο δυνατή απ’ όλα στο κόσμο. Τί το πιο σπουδαίο πράμα στη ζωή είναι να ειμάστενε καλοί ανθρώποι. Ν’ αγαπάμε και να σχωρνάμε. Και να παραδεχομάστενε και τα λάθη μας. Τί όλη την ώρα ο άνθρωπος λάθη κάνει. Μόνο η αγάπη διορ θώνει τα λάθη που κάνουμε. Είναι σα το σφουγγάρι που σβήνει τα λάθη του μαύρου, του καταραμένου, του πίνακα τση ζωής μας. Έχει πολύ μεγάλη δύναμη η αγάπη, Λεό μου. Πιο πολλή δύναμη κι από τη Δημοκρατία, παπάκη; Ναι Λεό μου. Άμα έχουμε αγάπη ούτε τη Δημοκρατία δε χρειαομάστενε. Κι αυτήνε την εβρήκαμε άμα εχάσαμε την αγάπη μας. Πάμε. Πάμ’ απάνου. 12-11-2021 ΤΑ ΠΙΚΙΝΙΚΙΑ Απλώνεις το καρό το τραπεζομάντηλο καταγής. Στο χόρτο, το επονομαζόμενο και
ντόπιους καροτσιέρηδες, τσου παρακατιανούς, να κοιτάνε από τη μπάντα τα όσα έτρωε η αγγλικούρα κι εγλυφόντανε. Τίναυτό που τρώνε τώρα; Μπέϊκον! Κάτι σα τη παντσέτα. Νάχαμε λίγο! Άμα είσαι ιγγλέζος τρως με τρόπο. Δεν ορμάς και βαρείς καμακιές κι όποιονε πάρει ο Χάρος. Έχεις τρόπους, Ηξέρεις το φέρεσθαι. Τσιμπάς, πάντοτε με πε ρούνι, ποτές με τα δάχτυλα, τυρίον ξηρόν, τεμάχιον φίντα φανέλα, το φέρεις απαλώς και νωχελικώς μεταξύ των οδόντων οίτινες το κατακρατούν επ’ ολίγον και δια περικαλίστου κινήσεως τση γλωσσός το εισάγουν εις τον καταπίτα σου κι από κει κι έπειτα έχουνε άλλοι να κάμουνε κουμάντο μέχρι τ’ απολιφάδια του να κάμουνε σαπονόφουσκες στα κουντούτα τση Γαρίτσας. Και νάρχεται κάθε μία φιτουάλα και να σου λέει βρώμικα ήτανε σήμερις τα νερά.
Από πού κι ως πού, κερία; Από τα καράβια π’ αράζουνε αρόδου, μη και δε πλερώσουνε τα λιμενικά. Η όλη διαδικασία εισήχθη επί Αγγλοκρατίας. Εκοιτάανε οι βιλάνοι το παρά δοξον κι αρωτήξανε. Τι κάνετ’ εδώ; - Πικ νικ. Παναπεί; Πικ νικ! Πικινίκι; Όου γες! Έτσι εμάθανε οι Κερκυραίοι τα πικ νικ, τα πικινίκια. Όμορφα τα πικινίκια. Στρώνεις, τρως, πίνεις, γελάς, σεμνά και βικτωριανά, συγκρατημένα, επιδεικνύεις κανόνες καλής συμπεριφοράς και αβροφροσύνης, όλα κατά πως πρέπει, σα νάναι η Αγκάθα Κρίστι και να παρακολουθεί δια της μις Μαρπλ να ανακαλύψει το έγκλημα. Γίνονται φόνοι στα πικινίκια; Ουί και μιζαμπλί. Πώς δε γίνονται. - Παγιά, όχι τώρα. Και τώρα, και τώρα… Είδες εσύ κάνα φόνο σε πικ νικ; Επροχτές, στη μέση του Λιστόν! Ποιόνε εσκοτώσανε; - Ομαδική αυτοκτονία. Πότε, πού, πώς; Ερώτησα το Γιάννη. Ορέ, Γιάννη, τι κάνουνε αυτοί οκλαδόν απέναντι από το περίφτερο, μεσ’ στη μέση του Λιστόν;
-
Από προχτές το κάνουνε. Έρχονται, μάλλον φέρνουνε καφέ από το σπίτι, και κάθονται κατά γης και τόνε πίνουνε κάτου. Γιατί; Άλλο σκέδιο τούτο; Δεν ηξέρω. Διαμαρτύρονται για την αύξηση στο ρέγμα; Έρχονται κάτι λογαργιασμοί ξε γυρισμένοι. Δεν ηξέρω τι κάνουνε. Και χτες τα ίδια κάνανε. Μυστήργιο πράμα. Μη κάνουνε πικινίκι; 13-11-2021
Ο ΛΟΓΑΡΓΙΑΣΜΟΣ *
Για πού τόβαλες, πρωί, πρωί; Να πλερώσω τη ΔΕΗ πάω. Αλλά δε μπορεί, κάποιο λάθος θα κάνανε. Μου γράψανε 554 ευρώ που έκαψα. Από πού; Δυο ψυχές ειμάστενε, πόσο να κάψουμε; Λάθος θα κάνανε. Δε προσέχουνε και σου βαρούνε στο ψαχνό. Έναντι ή εκκαθαριστικός; Εκκαθαριστικός. Και πόσο είπες που είναι ο λογαργιασμός; Κοντά 600 ευρώ. Πολλά! Λάθος θα κάνανε. Μη δε πήρανε την ένδειξη καλά; Κοίταξες το ρο λόϊ; Το κοίταξα. Εντάξει είναι η μέτρηση. Δεν είναι εκεί το λάθος. Άμε να ρωτήσεις… Εκεί πάω. Καλημέρα σας. Μου ήρθε αυτός ο λογαργιασμός. Κάποιο λάθος θε νάγινε, τί εγώ ποτές μου δεν έκαψα τόσο πολύ. Για να ιδώ… Πρώτ’ απ’ όλα έχει λήξει εδώ και είκοσι μέρες. Κι εμείς σας τον στείλαμε εδώ κι ενάμισι μήνα. Εγώ χτες τόνε πήρα. Χτες μου τον έφερε ο ταχυδρόμος. Μία φορά το μήνα περνάει κι αν… - Έχει λήξει… Και; Εντάξει, δε πειράζει… Θα πληρώσετε με μετρητά ή με κάρτα; Μακάρι νάχα και να πλέρωνα. Άμα είχα εξακόσια ευρώ εξαναπαντρευό μουνε. Από πού; Για κοιτάχτε μην έγινε κάνα λάθος, γι αυτό ήρθα. - Δε φαίνεται κανένα λάθος. Ορίστε. Ρυθμιζόμενες χρεώσεις 162,90, Έναντι κατανάλωσης - 81,50, Διάφορα-Δήμος-ΕΡΤ 74,06, ΦΠΑ 27,50… Πληρώνουμε και ΦΠΑ; Γιατί;
- Δεν αγοράζετε ενέργεια; Δε θα πληρώσετε ΦΠΑ; Εγώ δεν αγοράζω καμία ενέργεια. Ούτε που τήνε ξέρω. Εγώ μόνο το φως ανάβω. Δεν έχετε ηλεκτρική κουζίνα; Έχουμε. - Θερμοσίφωνα; Μας εχάλεσε και ζεσταίνουμε νερό στο μάτι για να πλυθούμε. Τηλεόραση, ραδιόφωνο, πλυντήριο πιάτων, φούρνο μικροκυμάτων, σεσου άρ, μπλέντερ, τοστιέρα, άλλες οικιακές συσκευές, στεγνωτήριο ρούχων μή πως; - Τι λες παιδάκι μου. Εμείς μόνο τηλεόραση έχουμε. Είπαμε. Κινητό να μην έχουμε αλλά όχι και να μην έχουμε τηλεόραση… Στο 2021 ζιούμε. Δε ξέρω, εδώ λέει χρεώσεις προμήθειας ΔΕΗ 371,04. Καταναλώνετε πολύ ρεύμα. Για θέρμανση τι έχετε; Μήπως το κλιματιστικό; Τι θέρμανση; Ο λογαργιασμός είναι του καλοκαιργιού. Και κλιματιστικό δεν έχουμε. Τότε κάπου γίνεται διαρροή. Να φωνάξετε ηλεκτρολόγο να δει. Άλλα λεφτά; Τι να σας πω κύριε. Να στείλουμε τον υπάλληλο να ξανακοιτάξει τη μέτρη ση. - Εντάξει είναι η μέτρηση, είδα ‘γώ. Τότε; Δεν ηξέρω. Και δεν έχω τόσα λεφτά. Τι θα γίνει; Θα μου κόψετε το ρέγμα; Να πληρώσετε ένα μέρος, έναντι. Πάρε 80 ευρώ, δεν έχω άλλα. Μα, ποιός είμαι; Ο Μποδοσάκης είμαι; --------------------------------------------------------Τι έγινε; έβγαλες άκρη; - Τσούδωκα ογδοήντα ευρά για τώρα, τί θα μου το κόβανε, είπανε. Αλλά 370 ευρώ μόνο το ρέγμα…, από πού τα κάψαμε; Η ΔΕΗ είναι Δημόσια Επιχείρηση. Δε κάνει λάθη. Δημόσια είναι; Όχι ιδιωτικιά; Έχουμε ακόμα δημόσιες επιχειρήσεις; Δεν έχουμε; - Ξέρω ‘γώ; Ά! τώρα που το θυμήθηκα. Δίκιο έχουνε. Ξέρεις από πού το καίμε; Από πού; Έχει τη μανία κι αφήνει όλο το βράδυ ανοιχτό το λαμπάκι νυχτός. Καίει όλη τη νύχτα. Θέλει, λέει, νάναι ανοιχτό να βλέπει που ασκώνεται το βράδυ. Θα τση τη κόψω τη συνήθεια. Δε θα πλερώνω εγώ κερατιάτικα για τη λάμπα τση. Τώρα τ’ αφήνει ανοιχτό; Παγιά; Όχι και παγιά ανοιχτό τ’ άφηνε. Ούτε απ’ αυτό είναι. Μωρέ μην ακριβήνανε
το ρέγμα; Αποκλείεται! Αφού είναι Δημόσια Επιχείρηση Κοινής Ωφελείας. Για το συ φέρο του κόσμου λειτουργάει, μα για ποιανού αλλουνού το συφέρο λει τουργάει; Είσαι σίγουρος; - Δε παίρνω κι όρκο! Πάντως για να σούρχεται 554 ευρώ λογαργιασμός θε νάσαι πλούσιος! Χα, χα, χα… Θα σου πω καμιά κουβέντα… * Παραγγεγιά. 14-11-2021 Η ΤΣΑΤΣΑΡΑ Όλα τα εξαφανίζεις. Πού είναι η τσατσάρα μου; Μεσ’ στα μάτια σου είναι τα χτένια. Τρία! Δε τα βλέπεις; Δε σου λέω για τα χτένια, ορή. Τη τσατσάρα μου θέλω. Πού την έχεις; Όλα τα ρίχτεις. Αλλά έτσι είσαι μαθημένη από τη μάμα. Τη Κοντέσα ντα Ρίμινι από τα Τριπουλέϊκα. Δεν είναι δικό μου; Ρίχτο! Δε σούχω πει να μη πειρά ζεις τα πράματά μου; Έτσι κάνεις και γιομίζεις μόνη σου κάθε μέρα μισό κάδο σκουπίδια. Μ’ αρέσει που υποστηρίζεις και την ανακύκλωση. Έμαθες και τσι πράσινες γωνίες. Μη μάθεις και τσου πράσινους κύκλους! Βγάνεις και λόγους και στσι άλλες, τσι ανεπρόκοπες. Εγώ ανακυκλώνω! Ρίχτω! Αλλά όλες το ίδιο εισάστενε. Ψώνια όλη μέρα κι Άγιος ο Θεός. Δεν έχω να βάλω τίποτα απάνου μου. Σα τη Σίντσω να γυρίζω; Κι έχεις τέσσερεις ντουλάπες πράμα. Σε λίγο θ’ ανοίξουμε και μαγαζί. Περπατείς και κουβαλάς απάνου σου ίσαμε χίγια ευρά ρούχα και παπούτσια. Άσε τσι τσάντες. Λογής τω λογαδιώνες. Άσπρες, κόκκινες, κίτρινες, μπλε, θα τσι πάρω να τσι ρίξω εις τη θάλασσα, καλέ! Κι άμα πεις για τα παπούτσια; Γιομίζουμε τέσσερεις βιτρί νες. Γόβες, ξώφτερνα, μαύρα, καφέ, πάνινα από πάνου, καστόργια, με τα κούνι, χωρίς τακούνι, ίσια για τσου κάλους, για το διάολο μέσα μου μέσα. Η τσατσάρα μου πού είναι; Ψάχνω. Και πού ψάχνεις τι; Θα την έβρεις; Κοίτα τι βρήκα… Τη παγιά μου ταυτότητα. Κοίτα τη φωτογραφία. Όμορφη δεν ήμουνε κοπέλα; - Παν’ τα νιάτα, παν’ τα κάλλη, δε ξαναγυρίζουν πάλι. Στα χαρτγιά ψάχνεις; Εκεί έχεις τη τσατσάρα; Όχι. Αλλά όπως άνοιξα το κασετί είδα τη ταυτότητά μου. Πολύ ωραία ήμου να. Και τα μαγιά μου μακριά. Ώρες εχτενιζόμουνα στο καθρέφτη νάρθω να σέβρω. Εκοίταα μη μου πετάει καμία τρίχα. Αλλά τίποτις δεν εχτίμησες.
Ποτέ δε μούπες που τα μαγιά μου είν’ ωραία. Κι εγύριζα σπίτι άστα τα μαλλάκια σου ανακατωμένα. Και ξαναχτενιζόμουνα. Κι η μάνα μου μούλεγε που έχω ωραιοπάθεια. Μωρέ τα μαγιά σου θα κοίταα, δεν είσαι καλά. Γιατί; εσύ μούπες ποτέ για τη φιλέτα μου; Είχα τη τσατσάρα μου στη κωλότσεπη κι όλο την έβγανα και βαρούσα μίανε περασιά. Κι έβανα και μπιλ κριμ. Κι άκουα βέλβε και μ’ έτσουζε, τον αχαρόνε. Άσε να κοιτάξω ΄γώ να την έβρω. Εσύ θα μου βγάλεις όξω και την εγκυκλοπαίδεια του Ελευθερουδάκη. Φύγε απόκια. Έ! η καρφίτσα τση τζίας Μαριγίτσας. Και ξέρεις πόσο καιρό την έψαχνα; Άαα…, εδώ την είχα… Και νόμιζα που την έχασα. Ωραία καρφίτσα. Έχει και τρία ρουμπινάκια. Αντίκα. Φύγε απόκια, σου λέω. Θα ξημερώσουμε. Μη μου φωνάζεις εμένανε, μη βάλω τα ούρλα και σηκώσω τη γειτονιά στο ποδάρι. Η τσατσάρα σου κι η τσατσάρα σου! Τι να την εκάμεις; Έχεις μαγιά να χτενίσεις; Σα γλόμπος εγίνηκες. Τι τη θέλεις νύχτα η ώρα; Τι θα χτενίσεις; - Έεε…, πώς; Εδώ απάνου απ’ τ’ αυτιά δεν έχω κάτι λίγα; Μου πετάνε και με τη παγιά μου τη τσατσάρα θα στρώσουνε. Άμε πέσε παιδάκι μου, να νεκρωθείς! Μου θέλεις και καλλωπισμούς για τον ύπνο. Βάλε φιλέ, να σώνουμε. Καλά λες. Πού είναι ο φιλές μου; 17-11-2021 ΤΑΚ-ΤΑΚ Εγεννήθηκε λίγο μετά τον εμφύλιο. Συμμοριτοπόλεμο τον ελέανε τότες. Περί πολιτικής δεν ήξερε. Από πού να ξέρει; Στο σπίτι δε μιλάγανε. Άμα κάποιος έλε γε κάτι οι άλλοι κουνάγανε το κεφάλι τους και τόνε στραβοκοιτάανε. Και του κάνανε νοήματα να μη μιλεί μπροστά στα παιδιά. Το ’58 κάτι άκουσε να λένε για κάποια ΕΔΑ. Τι είναι η ΕΔΑ; Δε του απαντήσανε. Το βράδυ των εκλογών τόνε πήρανε στου θείου Στέφα νου οπούχε ράδιο. Αυτοί δεν είχανε. Ο θείος ο Στέφανος ήτανε πολύ χαρούμε νος γιατί, λέει, έβγαινε η ΕΡΕ. Αυτός φράγκο δεν έδινε για τσι εκλογές. Άσε που δεν είχανε γίνει και αγώνες και αντίς να λέει το ράδιο στα Χρονικά τση Ημέρας πόσα γκολ έβαλε ο Νεστορίδης όλο έλαβον και έλαβον έλεε. Πότε θα φύγουμε; Σςςςς… Την άλλη μέρα η δασκάλα τσου ρώτησε. Τι εψηφίσανε οι γονείς σας; - Δεν ηξέρω.
Από πού να ξέρει; Ένας είπε που οι δικοί του εψηφίσανε ΕΔΑ. Να μη το ξαναπείς αυτό τούπε η δασκάλα. Δεν εκατάλαβε. Γιατί να μη το ξαναπεί; Αφού αυτή τον ερώτησε.
Μετά οι μεγάλοι όλο και κάτι περσσότερα ελέανε, επήρανε ράδιο στο σπίτι και το μεσημέρι στο τραπέζι το βάνανε ν’ ακούνε ειδήσεις. Δεν τον ενδιέφερε. Να φάω, να πάω να παίξω. Αυτό μόνο εσκεφτόντανε. Στο Γυμνάσιο, ’64 ήτανε; τσου βάλανε μάθημα Αγωγή του Πολίτου. - Άκου φίλε μου! Τόξερες εσύ που εχτός από τη Πλατεία Συντάγματος στην Αθήνα υπάρχει κι άλλο Σύνταγμα; Δε τόξερε. Τόμαθε κι αυτό. Τι άλλο να μάθει; Μόνο που στην Αθήνα εκάνανε κάθε μέρα διαδηλώσεις τί εμαλώνανε ο Βα σιγιάς με το Γέρο και βάνανε τον κόσμο να μαλώνει κι αυτός. Άλλη δουγειά δεν είχανε να κάνουνε εκεί στην Αθήνα; Αλλά στη Κέρκυρα όλα καλά. Κι ο Βασιγιάς ήρθε για διακοπές και τ’ αερό πλανα ερίχτανε ντιντιντί κι ο Γέρος ήρθε νάβρει το Βασιγιά κι άμα εγεννήθηκε η Αλεξία εκάνανε χαρές και χαραμπούργια στη Πλατεία. Ερίξανε και βεγγαλικά όπως το Πάσχα. Ωραία πράματα. Εδείχτανε και τα επίκαιρα στη Κάτω Πλατεία. Τσάμπα. Κι εκεί που σα νάρχισε κάτι να καταλαβαίνει, με κάτι Λαμπράκιδες που κυ κλοφορούσανε και τσου εδείχτανε ο κόσμος με το δάχτυλο και στο σκογειό στο διάλειμμα ελέανε τι τσου κάμανε οι Λαμπράκιδες και τσου κυνηγάνε; και που μετά εβγήκε μια πολύ ωραία εφημερίδα, τα Γαργάλατα, πολύ καλή, όλο γέγιο –κρίμας που την εκλείσανε, εγίνηκε Επανάσταση. Όχι σα του 1821 που εδιώξαμε τσου Τούρκους. Όχι! Όχι σαν αυτήνε που τήνε γιορτάζει η Επιτροπή για το 1821 και βάνουνε και τη στολή Καραγκούνα πάει στη βρύση. Όχι! Άλλη Επανάσταση εγίνηκε που αντίς να διώξει τσου παρτσινέβελους τση βίας και τση νοθείας, άκου σκέδια!, έφερε κάτι άλλους παρτσινέβελους να μας εκάνουνε κουμάντο. Τί εφώναζε ο κόσμος ένα, ένα, τέσσερο στσου δρόμους και δεν ήτανε σωστό. Ήτανε; Εκείνη τη καλοθύμητη μέρα δεν εκάμανε σκογειό. Ούτε το φροντιστήργιο τση Δεσύλλας-Ασπιώτης έκαμε. Επήγε κι είδε κάτι στρατιώτες που εφυλάανε σκοπιά όξω από το Παγιό το Φρούργιο. Μετά επήγε σπίτι. Το μαγαζί ήτανε κλει στό και δεν επήγε να δώκει εκεί το παρόν. Πού γύριζες; - Στα Αγγλικά αλλά μας εδιώξανε. Όξω από το Φρούργιο ήτανε στρατιώτες. Αλλά από κόσμο νέκρα. Δε βλέπεις άνθρωπο. Και κάτι αστυφυλάκοι εκάνα νε περιπουλία. Σε σταματήσανε; Όχι. Γιατί;
- Δεν ηξέρεις τι έχει να γίνει από δω και μπρος. Θα σε βάλουνε να προδώσεις μέχρι και το πατέρα σου. Εγώ; Εσύ! Έτσι εκάμανε και το ’36. Θα τσου μολοήσεις που ψηφίζω ΕΔΑ. ΕΔΑ ψηφίζεις; Κι από πού να το ξέρω ‘γω; - Δε παίρνω την Αυγή; Παίρνεις και τα Γαργάλατα. Εγώ αυτήνε κοιτάω και το Θησαυρό και το Ντο μινό. Την Αυγή δε τήνε πολυκαταλαβαίνω. Όλο κάτι περίεργα γράφει. Ξέ ρεις ποιός είναι ένας Μαρξ; Αυτό που σου λέω ‘γώ! Μπες μέσα και δε θα ξαναβγείς άμα δε σου πω εγώ! Ακούς; Μάλιστα. Να ρωτήσω κάτι; Λέγε! Γιατί μου φωνάζεις; Τι έκαμα; Εμένανε μου φαίνεται που πολύ καλά εκάμα νε κι εκάμανε την Επανάσταση. Παίζει και το ράδιο όλα τα καλύτερα εμβα τήργια. Δε σ’ αρέσουνε; Άμα δε σ’ αρέσουνε γιατί έχεις ανοιχτό το ράδιο; Ο Σιδέρης στο φροντιστήργιο μας έλεγε που θα γίνει Χούντα. Δεν είναι καλή η Χούντα; Άμε μέσα και κάτσε να διαβάσεις. Του χρόνου θα δώκεις ακαδημαϊκό. Πού θα δώκεις; - Στο Πολυτεχνείο. Τα Πολυτεχνεία μας εμαράνανε. Το πρωί στο δρόμο άκουε ένα μεγάφωνο να λέει, τακ-τακ εσύ, τακ-τακ κι εγώ. Αναρίτσιασε. Τακ-τακ! 18-11-2021 ΤΟ ΚΑΡΦΙ * Με πονεί το δόντι μου, μάμα. Για να δω; Ποιό είναι; Εδώ πάνου η δοντούρα…, άααχ…, με πονάς!
Κάτσε δυο λεφτά να ιδώ. - Μη τ’ αγγίιι…ζεις! Με λάχτισες!
Σου κουνάει; Ναι. Σούχει κάνει κουφάλα; Ναι! - Μη κλαις. Σύρε στη τζία την Ανθή οπούχει ούζο, να σου δώκει μια μπουκιά,
να το κρατήσεις απάνου, να σου μουλώσει ο πόνος. Κι έχει ούζο η τζία; Πρέπει νάχει, αφού επροχτές έκαμε συκομαΐδες. Θάχει. Τζία έχεις ούζο να βάλω στο δόντι μου; - Σε πονάει; Μωρή σου πρήστηκε η μαγούλα. Σούχει κάνει κατάστασις. Αμηδά θα σου κάνει τίποτις το ούζο…, να πάρε δω να βάλεις… Και πες του πα τέρα σου να σε πάρει στου Κοτσή.
Δε θέλω στου Κοτσήηη…
Καλά, καλά, κλαίγε! Άμα δε πας στου Κοτσή δε θα γιάνεις άλλο. Μια στιγμή θα κάτσεις ακούνητη και θα σου το βγάλει.
Δε θέλωωω…, είν’ αυτός με το καρφί.
Το καρφί, ποιό καρφί; κουταμάρες!
Μου τόπε η Ρούλω! Τσήβγαλε κι αυτηνής ένα δόντι. Έχει λέει ένα καρφί καρφωμένο στο μπάγκο κι από κει δένει ένα νήμα και στην άλλη άκρια σου δένει το δόντι είπε. Αλλά τι έγινε μετά δε θυμόντανε. Πάντως τση τόβγαλε και μετά τση τρέχανε αίματα.
-------------------------------------------------
Ο Κοτσής, οινομαγειροκαφεπαντοπωλείον, εργαλεία, είδη προικός, κουρείον και βδέλλαι «ΤΟ ΚΑΡΦΙ», εσκούπισε τα χέργια του στη μπροστέλα, επήρε το νήμα, τόδεσε στο καρφί και δίπλα έβαλε λίγο μπαρούτι απόνα σκάγιο. Δύο από το καφενείο κι ο πατέρας της τρεις τ’ αρπάξανε το κοπελίτσι και το κρατούσα νε ακούνητο στο σκάνιο, σκυφτό μπροστά από το καρφί. Ο Κοτσής έσκυψε να ιδεί. Τσήκλεισε τη μύτη τί δεν άνοιγε το στόμα της. Τσήδεσε γερά τη δοντούρα. Εσάρτενε, έδωκε και του Κοτσή μια δαγκασιά αλλά έξη χέργια σα κουπιά τήνε κρατάανε ακούνητη. Τήνε πέθανε μέχρι να τση το δέσει. Τση τρέχανε τα δάκρυτα σα το νερό στη σγόρνα. Ο Κοτσής έβαλε φωτιά στο μπαρούτι. Αφήστε τήνε! Το φοβισμένο κεφαλάκι της ετινάχτηκε σαν ελατήργιο προς τα πίσω, να φύ γει από τη φωτιά. Όλο αυτό ήτανε! Στην άκρη τση κλωστής εκρεμόντανε η δοντούρα. Την επή ρανε
ΘΕΛΕΙ ΑΔΕΙΑ
- Κλιματιστικό δε θα βάλουμε; Θέλει άδεια. Ν’ αλλάξουμε τα βάζα τση αποχέτευσης. Στουμπώσανε. Από τον καιρό του σέτε είναι. Θέλει άδεια. - Πέφτουνε και τ’ απάσβεστα στο δρόμο. Μη σκοτώσουμε και κάνα άνθρωπο και μετά βρούμε κάνα μπεγιά. Θέλει άδεια. Να ματασύρουμε και τα κεραμίδια. Τρέχουνε τα νερά. Θέλει άδεια. - Κι οι πλάκες από το μπαρκόνι εραγίσανε. Θα πέσουμ’ από κάτου καμιά ώρα. Να βάλουμ’ άλλες. Θέλει άδεια. Τα σκούρα δε φτιάχνοντ’ άλλο. Επαγιώσανε. Αλουμίνια να βάλουμε. Θέλει άδεια. - Οι σγόρνες ετρυπήσανε, στάζουνε τα νερά και πομπάρουνε τσου πύργοι. Θέλει άδεια. Το πάτωμα στη κάμαρη του παιδιού κουνιέται. Κάποιο τράβο θα σάπηκε. Να τ’ αλλάξουμε. Θέλει άδεια. - Να κάμουμε και καινούργιο πόρτιγο. Μια σύχαση είναι. Θέλει άδεια. Και τα καλώδια του ηλεχτρικού κρέμονται σαν απλώστρα, να πεις να τα μαζέψουνε. Τόπα. Δεν έρχονται. - Και γιατί δεν έρχονται; Έχει άδεια το προσωπικό. Και τα νερά στο δρόμο τρέχουνε. Κάποιος σωλήνας θάσκασε, να ειδιοποι ήσεις. Ειδιοποίησα. Δεν έρχονται. - Και γιατί δεν έρχονται; Έχουν’ άδεια. Με άδεια δε γένεται, χωρίς άδεια δε γένεται. Τι γένεται; Πώς; Μπαλώματα στσου δρόμους γένονται, μαζεύουνε τα σκουπίδια κι αστράφτουμε, το Ντεμπλόνι το καθαρίσανε, τσου λάκκοι στη Γαρίτσα τσου κλείσανε κι ένα σωρό άλλα. Ποιά άλλα; Δεν εκάμανε τα πάρκιγκ; Δεν αλλάξαν’ όλες τσι λάμπες; Δεν εξεκινήσανε τα έργα στο Βίδο; Δεν ανοίξανε τα καντούνια να περνάει η Πυροσβεστική
και το ΕΚΑΒ; Το ερείπιο δίπλα στο Δημαρχείο δε το φτιάξανε; Όλα τα ερείπια στην Οβριακή δε τα συμμαζώξανε; Δεν εξεβουλώσανε όλα τα καναλέτα; Δεν εφτιάξανε το γιοφύρι του Ποταμού; Δεν εβάλανε και τα ηλεχτρικά λο φωρεία να φέρνουνε τον κόσμο μέσα από το Λιμάνι και από τ’ αροδρόμιο τση φράπορτ; Δεν εφτιάξανε το Φοίνικα και τη Βίλα Ρόσα; Του Πετσάλη; Το Φτωχοκομείο; Δεν εκάμανε τσι καινούργιες κατουρίστρες; Τόσα εγκαίνια εγινήκανε. Τόσους λόγους εβγάλανε. «Κέρκυρα το πράσινο νησί, όνομα και πράμα», εγράψανε μέχρι κι οι τάϊμς! Πώς; Θα βάλουνε και καρουζέλ για τα Χριστούγεννα. Γι αυτό επήρανε κι άδεια. Κι εγώ γιατί δε τα βλέπω; - Δε κατεβαίνεις. Άμα εκατέβαινες θε να τάβλεπες. Εγώ δε σούδωκα την άδεια; Φοβάμαι να κατέβω. Είναι κι ο νιορονιός. Και τι να σου κάμω ‘γώ; Να κοιτάξεις να βάψουμε το σπίτι. Έχει να βαφτεί από τα πότες. Ντροπής! Ειμάστενε και στην Ουνέσκο! Να το βάψουμε. Οι άλλοι συμφωνούνε. Θέλει άδεια. Στην άδεια μου μέσα! 21-11-2021 ΑΡΟΔΟΥ Ένα καΐκι είναι. Ένα σκάφος. Δε φαίνεται στη φωτογραφία η Σημαία του. Ημπο ρεί και να μην έχει καθόλου Σημαία. Άραξε αρόδου. Εκεί στο Νότο. Απέναντι από τον Άη Γιώργη. Κάπου σαράντα νοματέους έχει μέσα. Τόσοι είναι είπαν’ οι Αρχές. Πρόσφυγες; μετανάστες; λαθρομετανάστες; άσπροι; μαύροι; από ανάγκη; καθάρματα; χριστιανοί; μουσουλμάνοι; άλλοι; Που πηγαίνανε; εδώ ηθέλανε να βγούνε; γιατί αράξαν’ εδώ; τσου χάλασ’ η μηχανή; κάνανε νερά; είχαν’ άρρωστο μέσα; δεν είχανε φαΐ; Τι; Πλούσιοι δεν είναι. Δε ταξιδεύουν’ έτσι οι πλούσιοι. Φτωχίτες υπό εκμετάλ λευση, πάσης μορφής και είδους θε νάναι. Μην είναι πονηροί; Μέσα κι αυτό. Έχουνε μαζί τους και παιδιά; γερόντους; Κοιμόνται ο ένας απάνου στον άλλονε; Ευτυχώς που τσι δυο τελευταίες μέρες ο Νοέμβρης τσου κάνει καλό καιρό. Δίπλα τους το σκάφος του Λιμενικού. Σίγουρα θα τσου δώκανε τα χρειαζού μενα. Φαΐ, φάρμακα. Σίγουρα θα μάθανε από πού έρχονται και πού ηθέλανε να πάνε. Σίγουρα θα έχουνε τ’ αμέντι τσου να είναι ασφαλείς. Να μη βουγιάξουνε τέγεια. Αλλ’ άμα βάλει καιρό τι θα κάμουνε; Δε θα τσου βγάλουν’ όξω; Να πνιγούνε όξω από τον Άη Γιώργη θα τσου αφήκουνε; Αποκλείεται.
Παραβιάσανε τα θαλάσσια σύνορα τση χώρας; Χωρίς άδεια; Τιμώ την άδεια! Δεν επιτρέπεται η αποβίβασις διότι οι νόμοι κι οι διεθνείς κανόνες απαγο ρεύουνε; Τι θ’ απογίνουνε οι σαράντα ψυχές; Ορέ σκοτούρες! Από ψηλά επιτηρεί τα πάντα η Κυρά των Αγγέλων του Αρκουδίλλα. Δεν ηξέ ρω αν γιορτάζει σήμερα «μετά των παρθένων» ή το δεκαπενταύγουστο. Δεν έχει σημασία. Αυτή γιορτάζει κάθε μέρα. Εψές, αποβραδίς, ανήγγειλε τη γέννηση του Χριστού. «Χριστός γεννάται δο ξάσατε, Χριστόν εξ ουρανών απαντήσατε, άσατε τω Κυρίω πάσα η γη και εν ευφροσύνη ανυμνήσατε λαοί ότι δεδόξασται». Δεδόξασται λαοί, δεδόξασται. Να δεδόξασται! Βάλε το χέρι σου, Παναΐα μου, να τα βγάλουν’ όξω τ’ άχαρα. Πες το και του Άη Γιώργη. Κι ό,τι έχουνε να τσου κάμουνε να τσου το κάμουν’ όξω. Αγοιώς θε να το πω του Αγιού Σπυριδώνου και στο περίσσευμά του. Ξέρει ΑΥΤΟΣ! Εκατό χιγιάδες Κερκυραίοι δε μπορούμε να κάμουμε κουμάντο σε σαράντα ακάλεστους μουσαφίριδες; Να τσου στεγνώσουμε, να τσου ταΐσουμε, να τσου βαϊλέψουμε και μετά να βάλουμε μπρος τσου νόμους και τσου διεθνείς κανόνες; Για την ώρα είναι δεμένοι αρόδου. Έχεις κοιμηθεί αρόδου; 22-11-2021 ΟΙ ΠΙΓΚΟΥΪΝΟΙ
Μάμα θα στολίσουμε; Είναι νωρίς. Τη παραμονή στολίζουμε. Ο Σπύρος τση κυρά Δέσποινας εστολίσανε. Κακώς! Τη παραμονή στολίζουνε ο κόσμος. Και τι; Μέχρι τη παραμονή θα περιμένουμε; Σιγά μη στολίσουμε κι από το Νοέμβρη. Μα ποιοί σου κάεται που ειμάστε νε; Φτωχό τ’ αρνί, πλατειά η ουρά; Όποιος έχει πολύ πιπέρι βάνει και στα λάχανα; Τέλος πάντων. Τ΄ Αγιού να στολίσουμε. Και πολύ σας και καλό σας. Να κόψω ένα κλαρί απ’ τ’ Ασπιώτη; Σούπα, είναι νωρίς. Και τι πειράζει να το κόψω από τα τώρας; - Θα ξεραθεί μέχρι τ’ Άη Γιαννιού. Άκουμε και μένανε. Καλά. Ασημόχαρτα να μαζώξω; Μάζωξε. Θα κόψω κι όμηρα για τη φάτνη.
-
Αυτά τα κόβουμε τελευταία στιγμή. Νάναι φρέσκα. Έχει όμηρα στο κήπο. Πολλά!
Άστα κει όπου είναι. Τι σ’ έπιακε; Σκαρτσικαβάγια σ’ έπιακε; Περίμενε. Μάλιστα!
Είχε λυσσιάξει. Τ’ άλλα στολίζανε. Είχανε κόψει και τσι καλύτερες τσούφες. Μία έμεινε στο κυπαρίσσι στο βουνό. Άμε φτάστηνε. Θα πήγαιν’ αυτός άμα δεν επρόκαν’ άλλος. Ξέρω ‘γώ τι γίνεται; Επήγε και την έκοψε. Την έβαλε και σ’ ένα κουβά με νερό να μη ξεραθεί. Πού είναι ο κουβάς; Δεν ηξέρω. Το κακό σου το καιρό. Ό,τι λείπει εσύ το παίρνεις. Εγώ; Πότε; Αυτό που σου λέω ‘γώ! Το δέντρο εστολίστηκε ανήμερα τ’ Αγιού. Δε τσ’ άφηκε πιο πριν. Αφού εφά γανε τσι τηγανίτες. Τ’ άσκωσε από βραδύς να τσου δώκει, μέρα που ‘ρχόντανε να τα γλυκάνει. Δεν ήτανε καλές. Τση καήκανε. Σα στραγάγια εγινήκανε. Ούτε νάσπαγες με τα δόντια σου καρύδια και λεφτοκάργια. Αλλά τσι φάγανε. Να μη πάει χαμένη κι η ζάχαρη, η γλυκειά. Κανέλα δεν είχε, δεν έβαλε. Στο δέντρο του εβάλανε μπαμπάκια κι ετυλίξανε τα κυπαρισσόμηλα με τ’ ασημόχαρτα από τα τσιγάρα. Εβάλανε και φωτογραφίες από ηθοποιούς. Ωραίο ήτανε. Στη κορφή θα βάνανε κι ένα αστέρι που είχε κόψει αυτός απόνα καρτόνι. Από τα κιβώτια που μάζωνε ο μπάρμπα Γιάννης και τα πούλουνε στη Χαρτο ποιΐα. Το τυλίξανε μ’ ασημόχαρτα από τα τσιγάρα αλλά τσου χάλασε και δεν εβάλανε τίποτις. Εβάλανε από κάτου και τα όμηρα για τη φάτνη κι ας μην είχανε φάτνη. Άμα μάσουμε όβολα από τα κάλαντα να πάμε ν’ αγοράσουμε και μπάλες. Θάναι πιο ωραίο. Πουλούνε οι μπάγκες όξω από του Καλλίνικου. Πουλούνε και χαρκομανίες με τη φάτνη. Είπανε και του θείου του Γιάννη να βγάλει και φωτογραφία το δέντρο το στο λισμένο. Εκάτσανε κι αυτοί μπροστά. Μαζί με το πατέρα και τη μάνα τους που φορούσανε τα καλά τους. Ελέγανε που ένας Άγιος Βασίλης, πλούσιος, θ’ άφηνε και δώρα από κάτου. Και το πρωί εβρήκανε κάτι φούσκες, πιγκουΐνους, με χαρτονένια παπουτσάκια. Κάτου από το δέντρο. Επετάγανε
- Όχι! Έτο! Ο Αη Βασίλης τσούφερε!
Ο ΚΙΚΑΡΑΣ * Νταν, νταν έκανανε τα όβολα μέσα στη κίκαρα. Ήχος μεθυστικός και εισιτήριον εισόδου εις το κατάστημα τση Λεμονιάς. Το ισόγειον. Άμα ακουγόντανε το νταν, νταν στη κίκαρα, άνοιγ’ η πόρτα και αι πύλαι του παραδείσου. Του προσωρινού; Του προσωρινού! Ο κύργιος Ντίνος, αψηλός, πρώην αχθοφόρος, μουστακαλής, με ζωνάρι μάλ λινο, κόκκινο κι από μέσα τη φαρτσέτα εις πρώτην ζήτησιν, έριχτε την αριμπού μπλικα κατά πίσω κι άδειαζε τη κίκαρα. Καθ’ όσον το περιεχόμενον δικό του. Και ο πελάτης δικός του. Επίσης. Ήξερε και το αγγλικό εκ του λιμένος κι άμα άραζε αρόδου ο στόλος, το φόβη τρο τση Μεσογείου, αυτός εκανόνιζε. Γκερλς; γκερλς; καμ χίαρ. Εξ αυτού εγιόμιζε κι η κίκαρα, νταν, νταν! κι εκονομούσε κι ο Ντίνος και τα γκερλς. Δούναι και λαβείν. Ο Ντίνος δεν ήτο κι ο πρίμο ρουφιάν ντι κορφού, άλλος ήτο. Αλλά ήτο. Και εξηγείτο. Χίαρ πουτ δε μάνι. Ιν κίκαρα. Κίκαρα; Γες! Εμπαίνανε στο νόημα τα ναυτάκια κι επήγαινε η δουγειά παπόρι. Αλλά δίκαιος! Τρία δικά μου, ένα δικό σου. Τι; Αυτός δεν εξεποδαργιαζόντα νε όλη μέρα προς άγραν πελατείας; Αυτός δεν εκέρνουνε αβέρτα μαν και φάι ροπ τα ναυτάκια να τα φέρει στο άι γουόντ ε γκερλ; Αυτός
τση κίκαρας, την άλλη μέρα το έκανε λίρες. Χρυσές. Και τσείχε και τσι κουδούναε στη τσέπη του. Καλημέρα σας κύργιε Ντίνο. Καφέ με ολίγην; Θέλετε και παξιμάδι; Βάλε! Ο βήχας και τα όβολα δε κρύβονται. Άμα τα κουδουνάς κιόλας όπως ο Ντίνος, παρντόν ο κύργιος Ντίνος, καθ’ όσον τα όβολα και μόνο τα όβολα σου βάνουνε μπρος από το μικρό σου το «κύργιος» και εξ αυτού όλοι σου κάνουνε το σέβας. Τση τσέπης σου το σέβας παναπεί αλλά κι η μπούρσα σου δική σου είναι. Δεν
είναι; Παραμονάς των εκλογών του τήνε πέσανε οι του κόμματος. - Θα μας υποστηρίξετε κύργιε Ντίνο; Εκορδώθηκε. Με υπολογίζουνε εσκέφτηκε. Παράγγειλε και ούζο. Να στανιά ρει.
Θα σας επώ! Άναψε τσιγάρο. Φούσηξε το καπνό κατά το ταβάνι. Δεν εσκέφτηκε και πολύ. Κι αυτός στο Συμβούλιο το Δημοτικό ανάμεσα στ’ αρχόντους! Ναι, αμέ! Ασκώθηκε κι ανακοίνωσε εις την ομήγυριν. - Κατιβαίνω εις τα εκλογάς. Να το ξέρετε και να με ψοφίσετε. Αγοιώς τα περί Λεμονιάς κομμένα. Επετάχτηκε ο Ντεκλεμέντες. Εσένανε να ψηφίσουμε; Το Κίκαρα; Πως με είπες ορέ; - Κίκαρα! Κίκαρας δεν είσαι; Έβγαλε τσι χρυσές από τη τσέπη. Τσι πέταξε στο τραπέζι. - Ορέ, κάτου από τσι χρυσές βλέπεις να γράφει τίποτις; Τα πάντα τα σβήνουνε οι χρυσές. Στσι εκλογές δεν εβγήκε. Παρ’ όλες τσι χρυσές που τσου τσι φάγανε από το το κόμμα. Αλλά όσο εκράτησε το πανηγύρι ωραία ήτανε. Μόνο που από τότες όλοι τον εφωνάζανε Κίκαρα. Και τούμεινε. Ο Κίκαρας. *Από το Τάκη Δου. 24-11-2021 ΤΟ ΚΙΝΗΤΟ * Επαρουσιάσθη εις το κοινόν. Με τσι αμπωσιές του από πίσω κουμανταδόρου. Του σκοτεινού υποβολέως. Από καιρό τον άμπωνε. Ήτανε, λέει, το πουλαίν του. Τι πουλαίν, πούλαρος! Ιδού, κύργιοι, φέρελπις νέος. Διότι άμα δε κατεβάσομεν νέον, με φρέσκιας ιδέας, τι θα παρουσιάσομεν; Το μαλλί τση γριάς ή τη γριά τη κότα; Κάνει καλό ζουμί! Να το βράσομεν το ζουμί. Με νερομπλούτσια δε χορταίνεις. Χορταίνεις; Εδώ θέλει ψαχνό να βαρείς χαψιά και να ευφραίνεται ο καταπίτας σου. Να βρίσκεις πορπετόνια, να μπουκώνεσαι. Πηρουνιά και βογγίλι. Έτσι βαϊλεύ εις τον λαόν που σου λέει να δοκιμάσομεν και κάτι άλλο. Και βγάνεις άλλο πιάτο μεζέδων, κομπλικέϊτετ, μετά του τσίπουρου, που κάνει και καλό στη καρδιά. Με συνοδεία κιθάρας. Ενδημεί το ποτόν, εικοσιδύο γράδα! Ναι, αλλά το νέο είναι σα να πηγαίνουμε στο άγνωστον με βάρκα την ερπί
δα. Ξέρω ‘γώ; Μη και δε βγει καλό το καρπούζι; Μη το συζητάς! Δε ξέρω ‘γώ να διαλέω καρπούζια; Ξέρεις; Ήξερε, έλεε. Είχε και τ’ απάνου χέρι εις τον συνδυασμόν, λόγω προϋπηρεσί ας, τόνε πιστέψανε. Όλο του! είπανε του νέου και παμείτε κολώνες. Εβγήκε. Οι άλλοι ελέανε ότι εβγήκε άνευ δόξης και τιμής. Με σκαμπουλου νιές. Φτιαγμένη τράπουλα. Αλλά εβγήκε. Εστρογγυλοκάθισε και παραγγείλανε και καινούργια καρέκλα, τί η παγιά δεν εχώρουνε το ψαχνό του. Έσιαξε τα κιαλέτα του και είπε: Να βάλετε τας μηχανάς στο φουλ. Υμείς τι θα βάλετε; Δυο λεφτά, τί ΕΓΩ παίζω με το κινητόν. - Άλλα είπαμε. Μην είσθε εγωϊστές. Αυτά που ξέρατε να τα ξεχάσετε. Σύνθημά μου η ΕΛΕΥ ΘΕΡΙΑ, ψυχή τε και σώματι, ατόμων και λαού. Μέχρι τελικής πτώσεως της ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ! Αφήστε όλα τα άνθη ν’ ανθίσουν. Κατσιασμένα τα γλέπω. Τα άνθη θέλουν και το πότισμά τους με το νερό τση ΠΗΓΗΣ. ΑΣΥΔΟΤΑ μαραίνονται. Τα τρώει το σιδερόχορτο. Και το σιδερόχορ το το τρών’ οι γάτοι άμα έχουνε κοιγιακά και ξερνάνε. Ατυχής η παρομοίωσις. Ζείστε και ξεφαντώστε! Μια ζωή την έχουμε κι αν δεν τη γλεντήσουμε, τι θα καταλάβουμε; τι θα καζαντήσουμε; Μα ο ηγέτης δεν οφείλει να δίνει το καλό παράδειγμα; Τι παναπεί καλόν; Το καλόν αλλάζει όπως αλλάζει ο καιρός. Άλλο σήμερα, άλλο αύριγιο. Έχομεν πέσει εις βαρομετρικόν χαμηλόν. Έκατσε από πάνου μας το γνέφι και δε λέει να φύγει. Κέρκυρα, Λέσβος, Κρήτη. Ιόνιο, Αιγαίο, Κρητικό. Πότε θα κάνει ξαστεργιά; Κάμε κάτι. Δεν ημπορείς; Παραιτήσου. Τι περιμένεις; Να μας επάρουνε με τσι ντομάτες; Τα μάθανε και τα κανάγια κι όπου νάν’ ορμάνε. Θα σηκώσομεν το χαλί και θα κρύψομεν τα φροκάγια από κάτου. Το μυαλό σου και μια λίρα
Ο ΝΤΙ ΚΑΚΑΣ
- Άμα ήμουνα ‘γώ θα του βάρουνα κλωτσιές στο καλάμι. Αλλά σας εβρίσκουνε μελίχλορους και σας τα κάνουν’ αυτά. Κι εσείς όλοι το κεφάλι κάτου. - Μύγα σε τσίμπησε; - Εγώ μύγα δε σηκώνω στο σπαθί μου. Έτσι; Έχεις και σπαθί; - Ορές αμείτε απόδω! Που έχετε και μούτρο και μιλείτε. Σε μένανε ξέρετε να βγάνετε τη γλώσσα όξω; Στο λευκό; Άμα σας προσβάρνουνε οι άλλοι βούβα και το μάτι μου τ’ αλλήθωρο που τρέχει στο κατήφορο και κάνει τρίκι τράκα σα παγιοσακαράκα; Ορέ, κοίτα, ορέ, έναν άντρα! Και δε του φαινόντανε. Ένα κι είκοσι με τα χέργια στην ανάταση! Σα μπαλόνι του κρίκετ είναι! Και μας το παίζει και μάγκας. - Εγώ, ορές, άμα θέλετε να ξέρετε, ετότες που ειμάστενε στο συνέδριο του κόμματος, δε θυμάμαι τώρα και που έγινε ακριβώς, δεν ασκώθηκ’ απάνου κι είπα του Προέδρου να πάει να κόψει το λαιμό του έτσι που μας τάκανε; Και με χειροκροτούσαν’ όλοι; Μέχρι που τον έκανα και παραιτήθηκε, τον άχρηστο!
- Πότε εγινήκαν’ αυτά; - Πώς; Δε τα γράψαν’ όλες οι φημερίδες; Και μετά εξύπνησες; - Ά! εσείς δε τρωοσάστενε με τίποτις! Δε του εκρέμασα το πανό «Πρόεδρε, άμα θες να σε λένε άντρα, παραιτήσου;». - Κι αυτός ήθελε να τόνε λένε άντρα και παραιτήθηκε; - Βεβαίως! Τί αυτός ήταν’ άντρας. Κι άμα δεν ήθελε να τόνε λένε άντρα δε θα παραιτιόντανε; - Μωρ’ αμείτε φάτε κουτσούλους… Και τούδωκες και κλοτσιά στο καλάμι; - Με βαστάξανε. - Άμε μωρέ ντι κάκα! Ντι κάκα! Πότε, ορέ, εγινήκαν’ αυτά. Μινχάουζεν, έ Μιν χάουζεν! - Να μη σώσω να πάω απέναντι! Καλά! Κάτσ’ εδώ! Και δω καλά ειμάστενε. Πού ν’ ασκώνεσαι τώρα; - Εντάξει. Ξανακάθομαι. Και μετά δε μ’ εκάνανε όξω φύλα ρούχα στα τσικό τση Ομάδας; Μ΄ αναγνωρίσανε. Μου δώκανε τη θέση μου. Ηρακλειδέα του Στέμματος με είπανε. Ούτ’ αυτό τ’ ακούσατε; - Αυτό, ναι! Όλοι ελέανε, είδατε το Ντι Κάκα δόξες; Το πανό τόχεις; Μου το πήρε κείνος κει ο κακός. Για πολύ κακό μιλάμε. Αλλά θα τόνε ταχτο ποιήσω ‘γώ. Έχω ράμματα για τη γούνα τούουου… Κοίτα μη σου δώκει κάν’ ανάποδο, τί αυτός λένε που βαρεί άτσαλα.
- Σιγά που θα τόνε φοβηθώ. Εγώ, ορές, δεν έκανα τ’ αεροπλανικό του Τζίμη Λόντου και τον επέταξα όξω από το ριγκ; - Αλήθεια; Είχες γεννηθεί ετότες;
- Θα με κάνετε να πάω απέναντι! Όχι βρε, χρυσέ μου άνθρωπε, μια κουβέντα είπαμε…, δε μπορούμε να αστειευτούμε και μια φορά; Μπάαα… Όχι, γιατί εγώ μύγα στο σπαθί μου δεν ασκώνω! Έτσι; Ξηγημένοι!
- Με τούτονε το Πρόεδρο είσαι φχαριστημένος; - Τελευταίως κάνει κουτσουκέλες. Αλλά θα τόνε κανονίσω ‘γώ! Δε με ξέρει καλά… Θα του βάλω πανό κι αυτουνού. Αμέεε!
- Είσαι άξιος! Και δε ζητάς το παγιό πανό από το κακόνε, να μη μπεις και στο κόπο να ξαναγράφεις; Θα σου το δώκει. Έχει πει που θα το δώκει σ’ όποιονε είναι δικό του και το θέλει.
- Δε κάνει αυτό! Γιατί; - Λέει «Παραιτήσου αν θες να σε λένε άντρα». Αλλά ο καινούργιος Πρόεδρος είναι λίγο, πώς να το πω…, τέλος πάντων. - Πέστο! - Δε το λέω! Άμε ορέ Ντι Κάκα… Ντι Κάκα! 30-11-2021
ΓΙΑ ΕΝΑ ΚΑΛΥΤΕΡΟ ΑΥΡΙΟ Καλό το σήμερα. Πολύ καλύτερο από το χτες. Γιατί; Τι γιατί. Η ταβλομαστέλα εγίνηκε πλυντήριο, ο απόπατος λουτρόν κι η λε τρίνα WC. Το άροτρον τρακτέρ. Το κάρο φεράρι. Το σακάκι φούτερ. Το «είσ’ αυτού;» κινητό. Και βγάνει και φωτογραφίες! Τα λεφτά μια κάρτα. Το κο γολάδο άσφαρτος. Το φανάρι ψυγείον ηλεκτρικόν. Το μάλλινο το στρώμα κοκομάτ. Ο κομμός συρταριέρα. Το φουρνέλο κι η γκαζιέρα ηλεκτρική κου ζίνα με κεραμική επιφάνεια που την αγοράζεις τη Black Friday με ευκολίες πλερωμής και με 30 τακατό έκφτωση. Πάει το μπιστιού. Θέλεις κι
τα κοτόπουλα αβέρτα μαν, τ’ αλεύργιατα εισαγωγής, αντί για αγνόν παρθένον ελαιόλαδον έχει το ευ θυνότερον σπορέλαιον με ολίγον κερασάκι γράσον, το πράσινο σαπούνι έγινε μοσκοσάπουνο για να κόβει την ιδρωτίλα και από στερεόν εγίνηκε και υγρό πιάτων. Εντάξει ειμάστενε. Δε θέλουμ’ άλλα. Μπράβο μας, όλα οκέι. Απογράφτηκες; Βεβαίως!
- Ηλεχτρονικά; Με βοήθησε η δυχατέρα μου. Τσήλεγα και πάτουνε τα κουμπιά. Τι έγραψες; Δυο ψυχές, δωμάτια έξη, μετά κεντρικής θερμάνσεως. Το ’61 τι έγραψε ο πατέρας σου; - Πού να ξέρω. Ψυχές εφτά, δωμάτια τρία, με μαγκάλι με πυρήνα, πρέπει νάγραψε. Είδες; Πρόοδος! Μετά 60 χρόνια, πρόοδος. Και τι θέλεις τώρα; Όχι, λέω, επειδής μου το παίζεις νοσταργός του παρερθόντος. - Μ’ αρέσουνε τα παγιά. Από αντίκα έπιπλα μέχρι φωτογραφία τση Ντέζας του ’30. Και σήμερις; Τι εσήμερις; Μια γιαπωνέζικη παροιμία λέει: Αν οι γονείς δουλεύουν και τα παιδιά τους καλοπερνούν, είναι βέβαιο πως τα εγγόνια τους θα καταλήξουν ζητιάνοι. Έκαμες Τζαπάν; Όχι, το εδιάβασα. Παναπεί το ’31 που θε νάχω πάει εις τας αιωνίους μονάς ο δικός μου θα γράψει δύο δωμάτια και οχτώ ψυχές; - Δεν ηξέρω. Εξαρτάται πως τόνε μεγαλώνεις. Του λέω να κοιτάει για ένα καλύτερο αύριο. Και πώς θα το κάνει αυτό; Του λέω που το σπουδαιότερο πράμα στο κόσμο είναι νάναι καλός άνθρω πος. Και να προσπαθεί. Η νοοτροπία της ήσσονος προσπάθειας δε βγάνει πουθενά. Αυτή καλά κρατεί. Ο κόσμος τι λέει; Δεν ηξέρω, από πού να ξέρω; Σάμπως γλέπω τηλεόραση; 1-12-2021 Η ΤΡΕΛΗ ΑΓΚΙΝΑΡΑ Δεν ήτο τρελός, τρελός. Δε τόνε κλείσανε ποτές στο βουρλοκομείο. Δεν έβγαλε ποτές του το χέρι πίσω από τα κάγκελα και να φωνάζει κύργιε, κύργιε, ένα τσι γάρο. Ιδιόρρυθμος όμως. Όλοι νιάου κι εγώ γαβ. Πνεύμα αντιλογίας. Τίποτα δε τ’ άρεσε. Ποτέ του δεν είπε μπράβο σε κανένανε. Όλα στραβά. Δεν έσταζε η βρύση χολευόντανε. Είχε πολλή πίεση το νερό, θα μας εσπάσει τα πάντα όλα εφώναζε. Δε τον έβρισκες ούτε στο ζεστό ούτε στο κρύο. Αρνητής των πάντων. Είρων. Τοκιστής και σουλατσαδόρος. Δε τούλειπε το νιονιό. Εμορφώθη, έβγαλε
και το Σκολαρχείο αλλά από δουγειά νιέντε. Στο μανάβικο του πατέρα του δε πάταε. Αν και την ήξερε τη δουγειά. Εγώ δε δουλεύω, είμαι επαναστάτης. Η δουγειά είναι δουλεία. Σ’ αναζητώ στη Σαλλονίκήηη…, ξημερώματάαα… Εβουρλίστηκες; Εδήλωσα τρελός - εδήλωσα τρελός - και γλύτωσα από όλους σας τελείως κι εντελώς - δεν έχω ούτ’ ένα πρόβλημα - εδήλωσα τρελός! Και τι θ’ απογίνεις; Εγώ κάποια ώρα θα τα κλείσω τα μάτια μου. Να πω του κύργιου Ηλία να σε πάρει στη Λαϊκή να κουβαλείς τα κοφίνια; Ετρελάθηκες; Να κουβαλεί κοφίνια ένας επαναστάτης; Το ξέρεις που είναι ηρωισμός να έχεις ιδέες αντίθετες με την εποχή σου; Αγωνίζομαι σήμερα για ένα καλύτερο αύριο. Είμαι ένας τρελός ήρως! Το μόνο που χρειάομαι είναι η πνευματική τροφή. Ναι, αλλά κάθε μεσημέρι τρως τον αγκλέουρα κι από βράδυ κοντεύεις να φας κι εμένανε. Πού θα πάει αυτή η δουγειά; Μία σύνταξη έχω που μ’ άφη κε ο συχωρεμένος ο πατέρας σου κι έχω βάλει πολλά μπιστιού και στο μπα κάλη και στο χασάπη και στο ψαρά. Δε θα μου ξαναδώκουνε. Ο νους δια να αναπτυχθεί έχει την ανάγκη πρωτεϊνών. Και δε σου σώνει όσο σ’ αναπτύχθηκε; Θέλεις κι άλλο; Το ξέρεις που ο κό σμος σε λέει τρελό; Θα πάω στη ζούγκλα με το Ταρζάν, θα φύγω σ’ ένα μήνάαα… Αμήν και πότε. Σαράντα χρονώνες κι ακόμα από τη βέστα μου κρέμεσαι. - Είμ’ ακόμα παιδί κι έχω μία ψυχή αθώααα… Δε κοιτάς που άσπρισες; Θα μου δώκεις για τσιγάρα; Πάρ’ εδώ κι άμε κοίταξε μην εκέρδισε το λαχείο. Το λαχείο εκέρδεψε. Έβαλε τα λεφτά στη Τράπεζα. Άνοιξε μανάβικο κεντρι κόν. Επήρε και παιδί ν’ ασκώνει τα κοφίνια. Κέρβερος. Έκοψε και το τσιγάρο. Δεν ήταν’ ώρες για έξοδα. Δε κρατιόνται έτσι τα μαγαζιά. Θέλει σέστο. Τώρα να σου βρω και μια καλή κοπέλα. Νάχει προίκα!
Επήρε τη Νίτσα. Ο μπαμπάς, χωράφια με αγκινάρες, τούγραψε και το σπίτι. Προικώον. Ετακτοποιήθηκε. Όλα κομπλέ. Η Νίτσα ήθελε να βγάλουνε και όνομα στο μανάβικο. - Αγκινάρα να το βγάλουμε. Εκρεμάστηκε η ταμπέλα. «Η τρελή αγκινάρα» έγραφε.
Ο ΤΣΙΡΟΣ Και το όνομα αυτού, το προσκοπικό, Τσίρος!
Τσίρο, μπακαλάρο, στακοφίσι! Βάρ’ τη κότα να γεννήσει!
Σα κλωστή ήτανε μιτσός ο Τσίρος που τήνε ξετύλιξε ο κυρ Μιχάλης απ’ τσ’ Άης Δέκα και τήνε σκάλωσε στο καντούνι τ’ Αγιού. Ίσως γι αυτό τον εβγάλανε Τσίρο. Τόνε γνώρισα στο Γυμνάσιο. Το Πρώτο. Εκάτσαμε μαζί. Φιλέτα, μπλου τζιν αμερικάνικο από κάποιο τζονάκι που του τόκανε τσέιντζ μ’ ένα τσιμπούκι λί τσινο, ημπορεί και όχι, ο Τσίτος θα ξέρει καλύτερα, τσατσάρα στη κολότσεπη, πουκάμισο άσπρο, διαφανές, και μέσα από τη τσέπη να φαίνεται το πακέτο το Μάρμπουρο κι ας είχε μέσα μόνο δυο άφιλτρα από του Τσούκα. Ώ, καήμενε Γρηγορόπουλέεε… Ορίστε κύργιε. - Τι ορίστε κι ορίστε. Σώνει η φιλέτα και πρόσεχε στο μάθημα. Προσέχω κύργιε. Το βλέπω, δε το βλέπω; Μεγάλη κολλιτσίδα ο Χρύσανθος. Να αναλάβεις την ενωμοτία Ξιφιών. Για πες ντόοο.. Ντόοο… Βαρύτονος είσαι, θα πηγαίνουμε να ψάλλουμε στη Βλαχέραινα που είναι ψάρτης ο πατέρας μου. Και στη Μητρόπολη με το Σκολαρίκη. Δεν ηξέρω να ψάλλω. Θα είμαι δίπλα σου. Δε θα σ’ αφήκω. Θα μάθεις. Θα κάτσεις και κοντά στο Τζέκο, θ’ ακούς, θα μάθεις. Κι εγώ δίπλα σου. Άμε πες όχι του Τσίρου. Δύσκολο. Και τσι προσκόποι με στρίμωξε, άλλο που δεν ήθελα, και στη χορωδία του κυρ Παναγιώτη του Σπίνουλα, και το φα-ντο έμαθα, και χορωδία προσκοπικιά μας έκαμε κι είπαμε στο «Ευρώπη» τα κάλα ντα του κύργιου (ένας ήτανε ο κύργιος) και μετά τον έβρηκα στην Αθήνα, Ανθυ πολοχαγός!, και μετά στην Κέρκυρα στον ΟΤΕ, και μούκανε πάσα το 4ο Σύστημα, τί αυτός ανακατεύτηκε με τη χορωδία του ΟΤΕ και μου κόλλαγε να πάω κι εγώ αλλά δεν επήγα. Ήταν’ η πρώτη φορά που τούπα όχι! Το γέγιο και το τραγούδι ήτανε μέσα του. Όλο τραγούδουνε. Χαρούμενος, λυπημένος, ερωτευμένος, καλοκαρδισμένος, αλληλουϊσμένος, ό,τι και νάτανε τραγούδουνε. Πιο πολύ τραγούδουνε παρά μιλούσε. Και το ’17 στη Καναβιά τση Στρογγυλής ετραγουδήσαμε μαζί μ’ άλλους φίλους. Προσκόπους. Τη τελευταία φορά που ήπιαμε μαζί καφέ μου λέει: Για πάρε το θυμωμένος μου ήρθες απόψε να σου κάνω τέρτσο, να ιδείς πως γίνεται το τέρτσο. Θα ξεφτελιστούμε μεσ’ στο κόσμο…
- Δυο λεφτά, δυο λεφτά… Θυμωμένος είμ’ απόψε Χρύσανθε. Πολύ θυμωμένος. Κι όλη η Κέρκυρα είναι θυμωμένη μαζί σου. Τι πας και φεύγεις; Δεν είπαμε που θα τραγουδήσουμε το κάτασπρε, μικρέ μου κρίνε; Θα σου κάνω και τέρτσο. Καλή σου νύχτα, φίλε μου.
ΘΑ ΦΑΣ; Θα φας; Όχι. Τίποτα; - Αφού ξέρεις που από βραδύς δε τρώω. Έχε τους πόδας σου ζεστούς, την κεφαλήν σου κρύαν, τον στόμαχόν σου ελαφρύν, γιατρού δεν έχεις χρείαν! Εγώ θα τσιμπήσω λίγο. Τι θα φας; Εμείνανε από το μεσημέρι λίγη σπανακόπιτα κι έξη κεφτέδες. - Ωραίοι ήτανε, πολύ ωραίοι. Να σου βάλω δύο με το κρασί σου; Κι έν’ αυγό σφιχτό. Φάε και λίγη σπανακόπιτα. Μη με πειράξει. - Τι να σε πειράξει; Χόρτο είναι. Και το φύλλο εγώ τ’ άνοιξα. Δε σ’ άρεσε; Πώς δε μ’ άρεσε… είχε και στην άκρη το κρίτσι του… Τέλειο! Να πάρε ‘δώ. Μη μου βάνεις, δε θέλω σου λέω! Μια χαψιά είναι. - Έλα, βλέπεις; με υποχρεώνεις! Τι κρασί πίνεις; Μπριαμάκι. Μου το χαρίσανε οι φίλοι μου οι Κασφίκηδες από τσου Κα στελλάνους. Γλυκόπιοτο. Να σου κενώσω ‘δώ ή θα φας μέσα; Μέσα, μέσα…, έχω κάτι να γράψω.
Θα φας και νεράτζια; Για λίγη δροσιά. Κακώς! Το πορτοκάλι το πρωί είναι χρυσός, το μεσημέρι άργυρος και το βράδυ μόλυβδος!
Μια ψυχή πούναι να βγει, ας βγει!
Όλο δε τρως και δε τρως, αλλά όλο τρως. Τι βάνεις εκεί; Κούπα; Δε κάνεις σαν άνθρωπος. Σώνείειει… θα κάμεις σκώτι!
-
Τώρα θα το κάμω; Δεν έχω; Μια ζωή τον έξυπνο μας κάνεις…, εγώ για το καλό σου... Μη τρως! Εσύ, ορή, δε μ’ έκανες να φάω; Ήθελα ‘γώ να φάω; Ναι καήμενε, σε λίγο θα μας πεις που σου ανοίγαμε και το στόμα. Πάω να ξαπλώσω. Φέρε μου ένα κουραμπιέ κι ένα μελομακάρονο να τα φάω στο κρεβάτι με τη τηλεόραση. Βλέπεις το Σασμό; Όχι, το Σκασμό! Σπασμός να σε πιάκει!
Ασκώθηκες; Τι ψάχνεις; Τα μαλόξ που τάβαλες; Εδώ είναι. Εκατό φορές σούχω πει να μη τρως από βράδυ. Τα μαλόξ μασώμενα είναι; 5-12-2021 Α΄ ΓΥΜΝΑΣΙΟ Να συζητήσω με τον παππού μου για τους παλιούς θεσμούς του σχολείου. (αποβολές, στολές, εκδρομές, βία, τάξεις που τελείωσε, σχέση μαθητών-καθη γητών, μαθήματα).
Να σου πω για το Γυμνάσιο. Νομίζω πως αυτό σου ζητάνε κι όχι για το Δη μοτικό. Πήγαινα στο Α΄ Γυμνάσιο Αρρένων εν Κερκύρα. Από το 1962 έως το 1968. Τότε τα Γυμνάσια δεν ήταν μεικτά. Μόνο η Εμπορική Σχολή είχε και αγόρια και κοπέλες. Εμείς είμαστε μόνο αγόρια. Άρρενες! Για να μπω στο Γυμνάσιο έδωσα εξετάσεις. Δεν έμπαιναν στο Γυμνάσιο όλα
παιδιά που
το Δημοτικό. Ήταν πολύ σπουδαίο να καταφέρεις να μπεις στο Γυμνάσιο. Καθημερινά φορούσαμε το καπέλο του Γυμνασίου. Το πηλίκιο. Ήταν υποχρε ωτικό. Στολή καθημερινή δεν είχαμε. Μόνο στις παρελάσεις και στις λιτανείες φορούσαμε μπλε φορεσιά, άσπρο πουκάμισο και μπλε γραβάτα. Και παπού τσια δερμάτινα, μαύρα και καλογυαλισμένα. Τα σπορτέξ δεν είχανε βγει. Δεν ήταν εύκολο σε όλους να έχουν μπλε φορεσιά και οι οικογένειές τους είχαν οικονομικές δυσκολίες να τους πάρουν. Ήταν όμως υποχρεωτικό. Με το πηλίκιο ξεχωρίζαμε οι μαθητές στο δρόμο. Όταν κάναμε τις αταξίες μας, μας λέγανε αυτοί που μας βλέπανε: «Μπράβο σου! Πας και στο Γυμνά σιο!». Κι έτσι είμαστε μαζεμένοι. Αν μας έβλεπαν οι καθηγητές μας στο δρόμο χωρίς πηλίκιο, την άλλη μέρα,
μετά την προσευχή ο Γυμνασιάρχης μας έδινε αποβολή και φώναζε τον πατέρα μας στο σχολείο. Συνήθως οι γονείς μας όταν ακούγανε για κάτι κακό που κάνα με μας έδιναν κι ένα χέρι ξύλο όταν γυρίζαμε σπίτι. Αποβολές μας έδιναν και όταν μας έπιαναν να καπνίζουμε, όταν πηγαίναμε στο κινηματογράφο τις καθημερινές, όταν απουσιάζαμε από τον υποχρεωτικό κυριακάτικο εκκλησιασμό, όταν πηγαίναμε σε μπιλιάρδα και ποδοσφαιράκια, όταν μας ακούγανε να βρίζουμε, όταν μας έπιαναν να διαβάζουμε ακατάλληλα αστυνομικά περιοδικά, τη «Μάσκα» και το «Ντετέκτιβ Χ», και γενικά ο μαθητής του Γυμνασίου θα έπρεπε να είναι ένα καλό και προσεκτικό παιδί. Και να δια βάζει πάντα. Αν δεν διαβάζαμε για πολύ καιρό πάλι φώναζαν τον πατέρα μας και μας τιμωρούσαν. Το 1964 το Γυμνάσιό μας χωρίστηκε σε Α΄ Γυμνάσιο και Α΄ Λύκειο. Τότε κα ταργήθηκε και το πηλίκιο. Για να μπω στο Α΄ Λύκειο πάλι έδωσα εξετάσεις. Μερικοί συμμαθητές μου που δεν πέτυχαν στις εξετάσεις σταμάτησαν να πηγαί νουν σχολείο. Τότε στα μαθήματά μας προστέθηκε η Ιλιάδα και η Οδύσσεια από μετάφρα ση και κυρίως η Πολιτική Αγωγή. Έτσι αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε κάποια πράγματα για τα οποία κανείς δεν μας είχε μιλήσει. Ούτε στα σπίτια μας, μας μιλούσαν γι αυτά. Φοβόντουσαν. Θυμάμαι πως τότε πρωτάκουσα τον όρο «Σύ νταγμα». Όμως το 1967 αυτό το μάθημα αφαιρέθηκε. Δεν το θέλανε άλλο. Το Α΄ Γυμνάσιο Αρρένων εν Κερκύρα ήταν κλασσικό σχολείο. Έδινε βαρύτητα πρώτα στα Αρχαία Ελληνικά, στα Νέα Ελληνικά και στα Θρησκευτικά, στην Ιστο ρία, Γεωγραφία, Λογική, Κοσμογραφία, Φυσική, Μουσική, Μαθηματικά. Και γράφαμε στην καθαρεύουσα ενώ μιλούσαμε στα Νέα Ελληνικά. Αν και εγώ είχα ένα μαθηματικό, το Γιάννη Λινάρδο, που δεν επέτρεπε σε κανένα μαθητή να μη μάθει «μαματικά», όπως τα έλεγε. Όλοι μάθαμε, θέλα με δε θέλαμε! Τον φοβόμαστε πολύ. Νομίζαμε ότι είχαμε φάει πολύ ξύλο απ’ αυτόν. Όμως μετά από χρόνια που συναντηθήκαμε οι μαθητές της τάξης μου διαπιστώσαμε ότι κανέναν δεν είχε αγγίξει! Πάντως ήτανε ο φόβος και ο τρόμος του σχολείου.
ολογημένο για αυθάδη και ανάρμοστη συμπεριφορά σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Τότε επιτρεπόταν τα χαστούκια. Τώρα και να φτάσει ο καθηγητής στο αμήν δεν επιτρέπεται. Μπορεί να χάσει μέχρι και τη δουλειά του. Μεταξύ μας και κοροϊδεύαμε ο ένας τον άλλον και μαλώναμε. Και παλεύαμε και γροθιές ρίχναμε. Όμως μπαίνανε στη μέση οι άλλοι και μας χωρίζανε. Αυτό που σήμερα λέγεται μπούλινγκ δεν υπήρχε. Καθόλου. Δεν κάναμε μικροσυμμο ρίες για να επιτεθούμε στους αδύναμους και να κάνουμε τους παλληκαράδες. Ποτέ! Ούτε μας περνούσε από το μυαλό να κάνουμε κάτι τέτοιο. Το αντίθετο μάλιστα. Τους πιο αδύναμους τους προστατεύαμε. Ούτε ο πιο δυνατός στα χέ ρια τύχαινε κάποιας ιδιαίτερης αναγνώρισης. Αν έριχνε μακριά τη σφαίρα στις Γυμναστικές Επιδείξεις, τότε ναι! Για τίποτα άλλο. Οι Γυμναστικές Επιδείξεις που γινόντανε στις 21 Μαΐου ήταν φανταστικές. Τις περιμέναμε όλο το χρόνο. Γιατί δεν πηγαίναμε πολλές ημερήσιες εκδρομές. Φωνάζαμε Ε-Κ-Δ-Ρ-Ο-Μ-Η πριν την προσευχή αλλά πού! Η Πέμπτη τάξη και η έκτη (εβδόμη και ογδόη τότε) πήγαιναν εκδρομή και εκτός Κέρκυρας. Εγώ δεν έτυχε να πάω. Το ’67 και το ’68 είχανε απαγορευτεί οι εκδρομές. Στο τέλος όμως της χρονιάς πηγαίναμε μια ημερήσια εντός Κέρκυρας. Συνήθως στη Μεσογγή πηγαίναμε. Μας έδιναν φαγητό από το σπίτι και το αλκοόλ απαγορευόταν δια ροπάλου. Όπως και το τσιγάρο. Δεν μας έπαιρναν ούτε στα Μουσεία, ούτε στη Βιβλιοθήκη, ούτε στην Αναγνωστική. Μερικοί τα ανακαλύπταμε αυτά τα μέρη μόνοι μας. Το σχολείο μας το αγαπούσαμε πολύ. Είμαστε σε συνεχή κόντρα με το Β΄ Γυμνάσιο. Σε διαρκή ανταγωνισμό σε όλα. Στο Α΄ Γυμνάσιο Αρρένων εν Κερκύρα χρωστάω πολλά. Με τα αρνητικά του που για να τα εκτιμήσει σωστά κάποιος θα πρέπει να γνωρίζει τις πολιτικές, κοινωνικές, οικονομικές, θιασωτικές και λοιπές συνθήκες της δεκαετίας του ‘ 60. Του Α΄ Γυμνασίου Αρρένων εν Κερκύρα ήμουν Σημαιοφόρος. Κι αυτό τόχω
- Η Παγιά Πόλη, ορέ! Άαα…, το υστερικό κέντρο! Και; Τι και; Θα βάνεις μάσκα παντού. Κι ο καφές σου σε φλιτζάνι. Και να σου σώνουνε τα πλαστικά τα καλαμάκια. Κι άμα θέλεις νερό, όχι άλλο εξάδες. Από τη βρύση τη δημοτικιά. - Κι από πότε ισχύουν’ αυτά; Εδώ και μήνες, δε το πήρες χαμπάρι; Κάτι άκουσα αλλά δε παίρνω κι όρκο. Τα λένε και μετά τα ξεχνάμε. Δε μας τα λένε συνέχεια να τα…, να δεις πως το λένε…, ά ναι! Να τα εμπεδώσουμε. Και τα ξεχνάμε. Εγώ φταίω; - Θυμάσαι καμιά φορά που δεν έφταιγες ‘σύ; Όχι! Να λέμε και του στραβού το δίκιο! Περίμενε! Είναι τίποτις άλλο που πρέπει να θυμάμαι; Μη ξεχαστούμε, παναπεί. Τίποτις άλλο. Αυτά είναι. Τίποτις άλλο. Με το Βίδο τι γένεται; - Το μελετάμε το πράμα. Τώρα που είναι χειμώνας ψιλοξεχάστηκε. Άστο για το καλοκαίρι. Με το Ντεμπλόνι; Μια χαρά είναι το Ντεμπλόνι. Τι έχει; Εφύγαν’ οι τουρίστες, ελιγοστέψανε τα σκουπίδια, βρέχει κι ο Θέος κι όλα τα ζουμιά τα παίρνει το νερό παρακά του, μια χαργιά τρέχει. Αλλά το μελετάμε το πράμα. Και θα ιδούμε. Με τον Ερημίτη; Το λοιπό άκου να ιδείς! Λένε που τα πετρώματά του, δηλαδής το χώμα οπούναι κάτου από το χώμα, να ιδείς πως τάπανε…, ά ναι! Υδατοπερατά! Τώρα δεν ηξέρω τι παναπεί υδατοπερατά αλλά όλα τα νερά του καταλή γουνε στσι λίμνες κι από μεθαύριγιο ό,τι ρίχτεις απάνου θε νάρχεται κάτου. Αλλά το μελετάμε το πράμα.
Με τη Κρεβατσούλα; Άκουσα που εκόψανε τσι εγιές! Κουταμάρες! Μίανε μόνο εγιά εκόψανε όπου μπόδαγε. Σιγά το πράμα! Κι αυτό το πράμα το μελετάμε; - Τι; έτσι θα τ’ αφήναμε; Κι εκεί στη Νήσο τση Περίθειας τι γίνεται; Δεν ηξέρω ακόμα. Γένονται μελέται. Πολλές μελέτες, βρε παιδί μου. Μη μας επειράξουνε στο μυαλό. Πόσα να βαστάξει κι αυτό, το άμοιρο; Βαστάει, βαστάει… Όχι, λέω, τώρα με το νιορονιό μη λασκάρει κι αυτό. Και μετά; Τι μετά; Αφού φορούμε μάσκα. Έκαμες αναμνηστική; Έκαμα. Μα δε κάνουν’ όλοι. Και φοβάμαι. Μη φοβού Μαριάμ! Έχουσι γνώσιν οι φύλακες! Μακάρι. Θα μου κάνεις μια χάρη;
- Ό,τι θέλεις. Θα μου τα ξαναπείς όλ’ αυτά μεθαύριγιο; Όχι τίποτις άλλο, αλλά μη ξεχα στούμε. 7-12-2021 ΠΡΟΣ 40ΑΡΗΔΕΣ * Όταν οι γεννηθέντες κει γύρω στο ‘50 εμεγαλώσαμε πολύ κι εγίναμε κοντά 18άρηδες, άντρες μεγάλοι, αφήναμε και λίγη φαβορίτα, τόση όση δεν επέσυ ρε την αποβολή, και λίγη καμπάνα το παντελόνι και λίγο μεγαλύτερο από τον ένα πόντο το μαλλί και κάνα τσιγάρο στο καμπινέ οι πρώτοι θεριακλήδες και περνάγαμε για ωραίοι, τόχαμε καμάρι αν είχαμε και γκόμενα, τι γκόμενα δη λαδή, το πολύ-πολύ χεράκι-χεράκι σε κάνα παγκάκι ή όταν εσβήνανε τα φώτα στο Παλλάς, οπούχε 20 το εισιτήργιο και 2φραγκο η τυρόπιτα του κυρ Βασίλη από τα κάγκελα και 10άρικο το ψωμάκι με σουβλάκι, κρεμμύδι και σάλτσα του Μπούζη, που σούσπαγε τη μύτη και ψαχνόσουνα νάβρεις το 10άρικο που ποτέ δεν είχες και την έβγαζες στο δανεικό, δώκε μου λίγο ορέ, κι αυτά τα καταρα μένα υγρά του στομάχου να μην ικανοποιούνται με τίποτα και νάχεις και το Ζερβό να σου λέει για Ευκτική - άκου Ευκτική! - και το Λινάρδο «φτιάξε μου ένα κύκλο» με κείνονε το καταραμένο διαβήτη που στρίγγλιζε στο πίνακα και το Χρύσανθο να τραγουδάει και τη μαύρη μας τη συφορά Φλεβάρη και Ιούνιο στους διαγωνισμούς, κάνε πιο κει ορέ να δω! και το Καντηλιώτη άλλη μια πρό βα στον Ολυμπιακό Ύμνο και το Θηλέων κι οι Εμπορικάνες να μαζεύουνε τσι φουφούλες στις Γυμναστικές Επιδείξεις – τι χαρά μεγάλη! – και το Προβατά να τρέχει 800σάρι – αν κερδίσεις το Κοντοσώρο, ορέ, έχεις 2 κουτιά τσιγάρα Έθνος, αθλητικό πνεύμα! - αθάνατε Φαναριώτη που μας διατηρούσες σε άριστη φυσι κή κατάσταση, ανάταση, πρόταση, έκταση, κεφαλή δεξιά, κεφαλή αριστερά, το διάολο μέσα σου κεφαλή που τώρα έβγαλες κι άσπρες τρίχες και λες ότι είμεθα πλέον ώριμοι άνθρωποι, το κακό μας τον καιρό είμεθα αφού «τσου!» ειμάστενε να πιστέψουμε
μέσα από κείνες τσι νότες τση καρδιάς που μένει 18άρικη, ανάθεμά τηνε κι αυτήνε που έχει κάνει ως και καρδιογράφημα, καθόσον η ηλικία η 40άρικη είναι και επικίνδυνος εις τας καρ διακάς παθήσεις, κι ελαφρώς η μέση με πονεί ένεκα η δισκοπάθεια και διάολος μέσα σου σουβλάκι και τυρόπιτα που σας εχόρτασα και τελικά με μάθατε τι παναπεί τριγλυκερίδιο και ουρικό οξύ και πού ‘σουν νιότη πού ‘δειχνες που θα
γινόμουν άλλος, κι άσε μας αδερφέ μου να μελαγχολήσουμε ήρθαμε; ναι ρε παιδιά δίκιο έχετε, αφήστε τσι αναμνήσεις να μας ταξιδέψουνε στα ροζ συννε φάκια τους τότε που το χαμόγελο δεν άφηνε τα χείλη μας, όπως απόψε πούμα στε 18άρηδες, πούμαστε μαθητές του Βούλγαρη, του Βασιλείου, του Σγούρου και τση Σγούρενας, του Γραίκα, τση Ερπίδας, του Τσιντή, του Μαντζαβίνου, τση μίσεζ Τζόουνς – γκουντ μόρνιν, γκουντ μόρνιν, του Αρβανίτη, του Μπαλατσινού, του Κοντομάρη, του Βίκα και των άλλων παιδικών μας ηρώων, που επιτέλους, καθημερινή, μας επιτρέψανε νάρθουμε για συνεστίαση μετά οίνου – ωραίο πράμα ο οίνος! – άντε και στην υγειά μας!
* Μια πρόταση. Γράφτηκε στου «Πίπιλα» το καλοκαίρι του ’90. 9-12-2021 Η ΜΠΑΡΑΓΚΑ Εστήθη κατάστημα επί στερεών θεμελίων, διπλολιθοδομή και εις βάθος. Όλα τα λεφτά τσου πήρε το θεμέγιο. Αντισεισμικό. Βράχος ακλόνητος. Άρειος πάγος. Πελεκηθείς με το απόσταγμα σοφίας αιώνων συλλεχθείσης μ’ αίμα κι ιδρώτα. Για το από πάνου δεν είχανε. Και δε τσου πείραζε που δεν είχανε. Δεν ηθέλανε πολλά. Και με το τίποτις εκάνανε τη δουγειά τους. Και τραγούδίιι…, να φαν κι οι κότες. Εξεχείλιζε η φαιδρότης κι όλος ο μαχαλάς εχαιρόντανε. Παραγκοειδές το αποπάνου αλλά με κάτι φημερίδες για τζάμια και φροκάλισμα συνεχώς έλαμπε από καθαριότη. Φτού να μην αβασκαθείτε τσου ελέανε. Στέκι εγίνηκε. Μικροί, μεγάλοι, όλοι εκεί. Μελίσσι. Κοσμοσυρροή. Μετά εγίνηκε νόμος κι η μπαράγκα τσου μπόδαγε. Φευγάτε, θα βάλουμε άλλους μέσα. Σοβαρολογείτε; Όπως με βλέπεις και σε βλέπω. Προσωρινή όμως η κατάληψις, διότι κατά πως λένε κι οι γραφές «η έλλειψις παντός ηθικού χαλινού…, … απεστέρησε τους πάντας παντός ηθικού έρμα τος…»
- Θ’ αλλάξω και τσι ταπετσαρίες. Επροχτές τσι εφρεσκάραμε τσι λερωμένες. Δεν ηξέρω τίποτις! Φωνή λαού, οργή Θεού. Εγώ εβγήκα και να σας ελείπου νε τα πολλά, πολλά. Μα… - Μάξις και ξερός. Βάρτε χρώμα στη ζωή σας, τί μας έπνιξε η νότια σας. Αμάν πια. Δεν ηβλέπετε τη διαφορετικότητα; Πολυκολόρ! Τι να κάμουνε, αποχωρήσανε. Επήγαν’ όξω από τη μπαράγκα κι εκλέγανε. Ρε σεις! Δε μπαίνουμε μέσα; Γράφει απαγορεύεται. Σιγά το πράμα. Ορίστε, μπείτε. Και να δεις μετά τόσα χρόνια όλα ήτανε στη θέση τους. - Ούτε σκόνη δεν έχει. Σε τούτα δω τα μάρμαρα κακιά σκουργιά δε πιάνει. Εμαθεύτηκε. Κατέφτασε ο διευθυντής. Εκράτουνε και τσου τίτλους ιδιοκτη σίας και τσι εγγραφές στο Κτηματολόγιο. Δικά μου είναι, φευγάτε. Δε πάμε πουθενά. Εδώ επανήρθαμε και την εποχή τση έλλειψης παντός ηθικού χαλινού. Τώρα θα φύγουμε; Ποτές! Ήγγικεν η ώρα! Τοις κείνων ρή μασι πειθόμενοι! Φεύγα ‘σύ! Διατάσσω! Ρε, άντ’ απόκια! Καένα δε μπορείς να διατάσσεις, έτσι που τάκαμες! Άμε νάβρεις κάνα ηθικό έρμα. Θα σας εφέρω την αστενομία. Μωρέ τι μας λες; Απόδω μόνο τέσσερεις θα μας επάρουνε. Θα σας εκόψω το ρέγμα. Έριξε το Γενικό. Σκότος! Εσκοτιστήκανε. Δεν εβλέπανε. Εψαχνόντανε. Από τη γωνία εβγήκε το ίσκιωμα. Τση Μαλβίνας. Τσου φώναξε τη γνωστή ρήση. Το σήμα της το κατατεθέν. Ο διευθυντής το πήρε απόφαση κι έφυγε. Ήτανε και πάλι λεύτεροι. 10-12-2021 ΤΟ ΞΕΥΤΕΛΙΚΙ Κι ευτυχώς που εσήμερα δε κάνουμε αυτά που εκάνανε αυτοί οι άχρηστοι στην αρχή. Στο λάϊς. Αλλοίμονο μας άμα εκάναμε και σήμερα τα ίδια. Ακό μα στην εποχή των σπηλαίων θα ειμάστενε. Να μη σου πω των παγετώνων. Ενώ τώρα δες χλίδα… Σαν έλατο, ώ έλατο, ειμάστενε με γκιρλάντα φωτοσωλινένια. Έχει να μιλεί ο ντουνιάς ο όλος. Αστέρες του Διαδικτύου εγινήκαμε.
Με τη φωτογένειά μας την ατέγειωτη. Και με πόζες αλά σεζ λογκ. Φραπεδιά και κινητό. Και πάρτε και μια σέρφι προς παραδειγματισμόν. Και φέρτε μου μπλουζάκι ριγωτό κατακορύφως που κόβει και τα πάχητα. Γράφουνε για μας τα πάντα τα μίντια. Λαλούν τα καναρίνια και πλαντάζουν. Τα σύμπαντα γιορτάζουνε τη δόξα μου, ώ Καίσαρ. Μέχρι και ενθάδε αριβάρουνε οι αβα νταδόροι με τορμηρή καρδιά. Αμ’ πώς; Ενθάδε; Ενθάδε κείται. Αλλού βαρεί ο μάστορας, αλλού οι μανουάλοι. Παρντόν και πουρκουά. Ένα Σώμα ειμάστενε όλοι και μια ψυχή. Ομονοού ντες και συνδοξαζόμενοι. Ομοθυμαδόν. Βασιλικιά η διαταή και τα σκυγιά δεμένα. - Όρσε, ορέ, να μη σου το χρωστάω. Κάμε κράτει τσι μηχανές. Αυτοί ετότες ιδρύσανε αυτό που ιδρύσανε. Η αρχή είναι το ήμισυ του παντός λένε. Μην είναι σήμερα διαθέσιμος καένας φωστήρας ν’ αποσώσει τ’ άλλο μισό; Επί νέας βασικής βάσεως; Ουρανιοτοξοειδούς; Εγώ! - Μπράβο σου και δυο αυγά Τουρκίας! Τι το λες και δε το κάνεις; Δε λέω, αλλά είμεθα Κίνησις. Κουνιόμαστε. Να μη κουνιόμαστε; Τι τώρα; Νάρχεται ο πάσα είς και να σε διακόπτει εν ώρα εργασίας και να σου συ στήνει εαυτόν και παρασήματα από το καιρό τση Ενώσεως; Πότες και ποιός ήρθε; Πανάθεμά τονε! Ποιός ήταν’ αυτός ο ανεπρόκοπος κακομοίρης, κακοχρονονάχει; Ξέρω ‘γώ ποιος ήτανε! Αλλά τι θέλεις τώρα; ν’ αρπαχτούμε; Γι αυτό κάνω μόκο. Όχι και κακώς! Ν’ αρπαχτούμε χίγιες φορές. Αυτά είναι αποστήματα και πρέπει να σπάνε. Διαφορετικά κακοφορμίζουνε, γάγγραινα γίνονται και μας ψοφάνε. Τι; Όλο τσου και τσώπα; Εγώ δια το γενικόν καλόν… Το καλό σου να σε πιάκει. Φοβάσαι μη γκρεμιστεί η μπαράγκα; Λίγο γεια νάχουμε και θα τήνε ξαναστήσουμε και καλύτερήνε, που μας
δια ένα
ζιούμε εις
Την άσπλαχνον, την άκαρδη, την άδικη, την άτιμη και την
Δε καταλαβαίνω τίποτις. Εις ποίαν γλώτταν ομιλείτε; Με γρίφους μιλάς γέ ροντα. Σιγά μην εκαταλάβαινες. Δύσκολον; Δύσκολον. Δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω. Κι όχι τζάμπα μαγκιές. Πάρε φωτογραφίες χωρίς αποστολέα. Μην εκτεθώ. Να εχτεθείς, ορέ. Έχεις υποχρέωση να εχτεθείς. Τι; Μόνο τσιτάτα εις την αγγλικήν και υπονοούμενα; Εγώ από την Κέρκυρα θα βγάλω το φίδι από τη τρύπα; Μπορώ; Άσε με τί έχω και να κάμω τηγανίτες αύριγιο για τα παιδιά του κόσμου. Καθ’ ότι οι ανθρώποι τι ειμάστενε; Ζα ειμάστενε, ατελή
και ευκολοπαρασυρόμενα ως σίτα αλουμινένιου παραθύρου. Αι συνθήκαι βλέπεις. Εδώ πας στο ψυχολόγο και σ’ αρωτάει από τον Άη Λουκά λουκά νικα, ανάβει τη πίπα του (κάθε καθώς πρέπει ψυχολόγος έχει μία πίπα) και σε βάνει κάτου να σου βγάλει ψυχογράφημα, και σου βγάνει χαρτί με γραμμή ανιβοκατιβαίνουσα ως το διάγραμμα των κρουσμάτων του νιορο νιού, οπούχει μέχρι τα τώρα τέσσερα κύματα και μη τα εκατοστίσει. Και σ’ αρπάζουνε οι άλλοι και σου ξεψαχνίζουνε το ντιν νταν έϊ και σου βγάνου νε ινδοευρωπαίος, αρείας φυλής, από τα μεταξύ του Αφγανιστάν και του Πακιστάν όρη και δι’ αυτό αι ανατολίτικαι παρεκκλίσεις. Τρίχες κατσαρές δηλαδής, διότι και ευτραφής είσαι και δεν έχεις μύτη αϊτού και ευρείς ορί ζοντες ατενίζεις και τα δικαιώματα πάντων των «αδυνάμων» τάχατες τάχεις κορώνα στο κεφάλι σου και τσου «αδυνάμους» κατά πολύ υπηρετείς και σου το ανταποδίδουσι και με το παραπάνου. Οι άχαροι τση μοίρας τους. Τα φλιμένα. Τσου βρίσκεις στην ανάγκη και τσου πατείς το λαιμό. Εγώ; - Εσύ! Αλλά και ευαίσθητος ψυχή είσαι και κάθεσαι και γράφεις ποιήματα στο ηγιοβασίλεμα και θαγμάζεις και το ουράνιο τόξο μετά την βροχήν αλλά από ανατολή νιέντε, καθ’ ότι είσαι και μουργέλας και δε ξυπνάς νωρίς. Σε κορπίρει το έχας. Με παρεξηγείτε… - Καθόλου και παίξε το σιλέντσιο. Πάντως, ένα μελαχρινάκι τόχεις και μαγουλίτσι φράπα και το πουκαμισάκι απόξω, να κόβει τη μπάκα που χορταίνει ανωτάτας κοινωνικάς επιστήμας και περατζάδα στο γυαλό με το κινητό ανά χείρας, ανάμεσα στσου μούτσους, τσου βαρύμαγκες. Διότι είπαμε. Δια ένα καθαρό κούτελο ζιούμε εις αυτήν την κενωνίαν! Νομίζω; - Νόμισμα κίβδηλον και άνευ αξίας ως το bitcoin όπου όλο πέφτει τελευταίως. Κι όποιος έχει κάτι να πει, να το πει ευθέως, αγοιώς να σκάσει και ν’ αφήκει το γάμο να στεργιώσει. Κουτσομπόληδες! Άσε μας μωρή καλλονή σαρδέλα που σ’ είχα και σ’ εχτίμηση. Όσα ξέρει ο νοικοκύρης δε τα ξέρει ο κόσμος όλος που τόχει τούμπανο κι εσύ κρυφό καμάρι. Και μη μου συγχύζεσαι και μου πάθεις τίποτις. Στάσου εις το ύψος σου! Είμαι κοντός. Άλλο αυτό. Κάμε ποντίτσες. Βάλε και τα χέργια στην ανάταση. Μα είδες τι μου λένε; οι άθλιοι! Δε τσου σώνουνε οι δικές τσου οι μπομπές, οι χτεσινές, με βγάνουνε και στα μανταλάκια. Γιατί, κύργιοι; Σας επείραξα; Το μάτι σας ήβγαλα; Δεν ημπορείτε να ιδείτε άνθρωπο να προκόβει κι αμέ σως να του ορμήσετε; Σας έχει φάει η ζήγεια κι η οπισθοδρόμηση. Δεν ει μάστενε όλοι το ίδιο. Διαφέρουμε κατά τη διαφορετικότητα. Παγιά μυαλά, σκουργιασμένα! Όπισθεν του ήγιου εισάστενε. Την όπισθεν να προσέχεις, μη σε πάρει ο κατήφορος.
- Έχω βάλει δεκατέσσερα χειρόφρενα. Η γυναίκα του Καίσαρος πρέπει πρώτ’ απ’ όλα νάναι τίμια για να φαίνεται τίμια. Ανάποδα το λένε. Γραφή βουστροφηδόν. Απ’ όποια μεργιά και να το διαβάσεις ξεφτελίκι γρά φει. 11-12-2021 Η ΒΙΖΟΝ
Εβγήκε ο δικός του. Εγύρισε σπίτι κατενθουσιασμένος.
Γυναίκα τήνε κάμαμε. - Παναπεί; Τώρα θα τρώμε με χρυσά κουτάγια. Να πάω να πάρω αυτό το φουστανάκι με τα στρας; Πάρε και δύο. Λεφτά υπάρχουνε να φάνε κι οι κότες. Είσαι σίγουρος; Θα σου κάμουνε αύξηση στο μιστό; - Μωρέ ποιά αύξηση και πράσιν’ άλογα. Τώρα θάχουμ’ ελευθέρας. Συνέτρεξα, δε συνέτρεξα; Εκερδέψαμε, τόνε βγάλαμε και τώρα μας εχρωστάει. Ξέ ρει αυτός πως θα πέσει η κονόμα. Τάχουμε συζητήσει. Μη σε βγάλει από λόγο; Άμα κάτσουνε στη καρέκλα ξεχνάνε τα πάντα όλα. Και μη τον είδατε το Παναή… - Για κουτόνε μ’ έχεις; Θα υποστήριζα όποιο κι όποιονε; Υποστήριξα αυτόνε που τόνε κρατάω στο χέρι. Ξέρω ‘γώ τσι μπομπές του. Λίγο να μου κουνηθεί τα βγάνω όλα στη φόρα και τόνε ρίχτω. Και το ξέρει αυτό. Δίπλα του θάμαι να του λέω τι να κάμει κι άμα δε το κάνει θα του κλείνω το μάτι και θα κα ταλαβαίνει. Αμ’ πώς. - Εσύ ξέρεις καλύτερα. Εγώ πάντα σε θάγμαζα για το μυαλό σου. Να πάρω και μια βιζόν; Πάρε και τη βιτόν. Βιζόν είπα. Είσαι και κουφάλογο. Βιζόν; Βιζόν! Τσου μπορούνε στσι γυναίκες οι βιζόν, έ; - Χα, χα…, μας μπορούνε, δε μας μπορούνε; Καλά που μου τόπες. Αλλά περίμενε λίγο να πάρω πρώτα τη προκαταβολή. Περίμενε. Επήρα και βιζόν. Τέλεια. Έχει μία τρίχα… Μία έχει; Όχι καλέ! Νάρθεις να σου τήνε δείξω. Πόσο έκανε;
- Δεν ηξέρω. Ο Τέλης μου επήγε και πλέρωσε. Ο γλυκός μου…, πολύ με αγαπάει. Τώρα που έγινε εξαπτέρυγο τση εξουσίας όλα τα καλά μου φέρνει. Βιβάρι τόκαμε το σπίτι. Θα μου πάρει και μονόπετρο, τί όταν εστεφανώσα με δεν είχε ο χρυσός μου. Αλλά τώράαα…Τώρα τρώμε με χρυσά κουτάγια. Μου τόπε. Κουράζεται όμως. Όλη μέρα δίπλα του είναι. Τι θα πει αυτός του το λέει. Και τόνε φυλάει από τσι τσούκες. Μη νομίζεις που αυτός φελάει για τίποτις; Μπάαα…, κούτιακας είναι. Δεν ηξέρει. Επροχτές για να καταλάβεις ήτανε έτοιμος να πάει να πει στη τηλεόραση που αντίς για γιορτάσια θε νά δινε μποναμάδες στσου φτωχούς. Κι ο Τέλης μου, Παναγιά κοντά του, του το ξέκοψε. Ο κόσμος θέλει θεάματα τούπε. Δώστου του κόσμου γιορτάσια και του παίρνεις τη ψυχή. Ακούς; Έχει μυαλό ο Τέλης μου. Κι ο άλλος τι είπε; Μπράβο Τέλη τούπε. Εγώ δε το εσκέφτηκα. Καλά που μου τόπες, τούπε. Και τ’ άλλαξε το τροπάριο. Αμητί; Έχει νιονιό ο Τέλης μου! Όσο γι αυτό δε μπορώ να πω. Έχει και παραέχει. Και για σένα έχει και για όλο το κόσμο έχει. Και για τη Λούλα τση κυρά Αρτεμισίας έχει. Γιορτάζει η Λούλα αύριο και χρόνια της πολλά. Όμορφη γυναίκα. Ά! όλα κι όλα. Την άλλη φορά την είδα που εφόρουνε μια βιζόν άλλο πράμα. Κι όπως είναι και ψιλή τση πήγαινε και πως τση πήγαινε… Σαν ηθοποιός του κινηματόγραφου ήτανε. Ούτε η Σοφία Λόρεν νάτανε. - Κι από πού την έβρηκε τη βιζόν η Λούλα; Αυτοί δεν έχουνε να φάνε. Κι από πού να ξέρω; Μη τση τήνε χάρισε κάνα εξαπτέρυγο τση εξουσίας σα το Τέλη σου; Ξέρω ‘γώ; 12-12-2021 ΚΑΜΕ ΑΓΙΕ ΜΟΥ Ασκώθηκε να πιει νερό. Εξαναξάπλωσε. Δεν εκλείνανε τα μάτια του. Άνοιξε τη τηλεόραση μη και τόνε πάρει ο ύπνος. Μπάαα…, πού τέτοια τύχη. Το μάτι του γαρίδα. Ξανασκώθηκε. Έκαμε καφέ. Ερούφηξε πέντε τσιγάρα ταμπακοτά. Εσκε φτόντανε τι άλλο είχε να κάμει. Είχε να κάμει, αλλά μετά που θα ξημέρωνε. Ο Άγιος εβάρησε τρία μπότα. Ασκώθηκε ορθός κι
Καμπιέλα και τα Μαντούκια, ικέτες στο γερμένο κεφάλι Του. Να προσκυνήσουνε τα πασουμάκια Του. - Κάμε καλά το παιδί, Άγιε μου, και σου το τάζω στη Χάρη Σου. Κάμε, Άγιε μου, να γυρίσει καλά το παιδί από το μέτωπο. Κάμε, Άγιε μου, να πέσει ο καιρός, τί είναι πέντε μέρες που έφυγε στη θά
λασσα. Μη μου πνιγεί. Κάμε, Άγιε μου, να γιάνει, τι τον έφαε ο νιορονιός και τον έχω μέρες στο νισοκομείο και δε μ’ αφήνουνε και να τον ιδώ. Κάμε, Άγιε μου, κάμε… Και σου τάζω!
Και τα τάματα γιομίζουνε το νυχτέρι Του. Το βεγιόνι Του.
Παραδίπλα στσι φουφούδες με τα κάρβουνα τζιτζιρίζουν’ οι τηγανίτες. Άμε φέρε έξη, δε με κρατάνε τα πόδια μου. - Με μέλι ή με ζάχαρη; Με ό,τι κι αν είναι. Εκατέβηκε. Δε τόνε χώρουν’ η κάμαρη. Να πάω να ιδώ είπε. Η νότια τόνε κορπίρησε. Άσκωσε το γιακά του. Στο πλακάδο ούτε ψυχή. Στο καντούνι Του το ίδιο. Στο καμπαναργιό Του ένα φώς. Όπου νάναι θα βαρήσουνε τα τέσσερα μπότα. Νέκρα. Εστάθηκε ν’ ακούσει. Κάτι άκουε. Κράτησε την αναπνοή του. Κι άκουσε. Φωνές που λέγανε κάμε και κάμε. Κάμε Άγιε μου, κάμε… Κι είδε. Κι είδε μια σύμπασα Κέρκυρα απούσα στο βεγιόνι Του, χωρίς τσι σημερνές φουφούδες με το πετρογκάζ, αλλά μια Κέρκυρα απανταχού παρούσα στην ατέγειωτη ικεσία Του. Κάμε Άγιε μου… Επάγωσε. Να γυρίσω είπε. Μια φιγούρα έστριψε από τη Φιλαρμονικής. - Έχει κόσμο; Πολύ! Μόνο κλείσε τα μάτγια σου ν’ ακούσεις και να ιδείς. Χρόνια σου πολλά, με υγεία. Καλημέρα. Καλημέρα σου. Στο δρόμο εφέγγανε τα λαμπιόνια. Ποιός τα γλέπει τέτοια ώρα; Γιατί δε τα κλείνουνε να κάμουνε και οικονομία; Αλλ’ από την άλλη είναι νότα χαράς κι ερπίδας για τσου ξενύχτηδες. Όπως αυτός. Εμπήκε μέσα. Εξαναξάπλωσε. Δε τον έπαιρνε ο ύπνος. Ξανασκώθηκε. Εβαρήσανε πέντε μπότα. Εγύρισε κατά τον Άγιο. Κάμε Άγιε μου… 14-12-2021
REVENGE PORN
Νέος όρος. Νέο-νεοελληνικός. Revenge porn. H έμφυλη βία στο Διαδίκτυο. Πα τείς στο γκουγκλ και σου βγάνει «εκδικητικό πορνό». Παναπεί, που για να σου βγάλω το μάτι, σου βάνω φωτογραφίες και βίντεα που σ’ εξευτελίζουνε. Και τώρα με τα κινητά όλα είναι πανεύκολα. Αμηδά σου λένε πόζαρε να σε τραβήξω με το φλας και τσου λες δυο λεφτά να σκεπαστώ. Πατεί ο άλλος το κουμπί κι εγίνηκ’ η δουγειά. Επί της πράξεως. Και περί αυτών τα σημερνά παιδιά είν’ αστέργια. Μια κλεφτή ματιά στο κι
νητό σου και την άλλη ώρα σου κατεβάζουνε τα εσώψυχά σου. Πάει περίπατο η ιδιωτικότητα. Με το που πατείς τα κουμπιά στον υπολογιστή και στο κινητό ό,τι ανεβάζεις μπορούνε και σου το κλέβουνε. Και σου το μοστράρουνε σε δημόσια θέα και σ’ εξευτελίζουνε. Και να το σβήσεις αφήνει ίχνη κι όχι απ’ αυτά που τσου παίρνεις το καλούπι με γύψο για να τα δείξεις τ’ Αρχηγού. Το παν όλο είναι να προσέχεις τα κουμπιά. Τους εντολοδόχους. Να μη τα πατείς καθόλου είναι μία λύση. Όμως σήμερα και για να σου βράσουνε τα μα καρόνια ένα κουμπί πατείς. Τώρα, άλλες φορές πατούνε άλλοι τα κουμπιά για σένανε κι άλλες φορές τα πατείς μοναχός σου. Και ή τα βλέπεις κι αγαναχτείς τ’ άλλο δευτερόλεφτο και το λες στην Αστυνομία και πας στα Δικαστήργια, να βρούνε ποιός σου κάνει τέτοιες μπαρτζολέτες, ή γελάς και το φχαριστιέσαι και το κάνεις σέαρ μέχρις ότου το μαθαίνει ο κόσμος όλος και σου κακοφαίνεται. Και μετά, άμα γένεις βουρδούγιο, σου φταίνε όλοι όξω από σένανε. Γιατί κύργιε με βγάνεις φόρα παρτίδα; Ντροπής! Ντροπής δική σου! Εσύ τι χάλευες δύγιο ώρες να παίζεις με το κινητό; Την ώρα που ποζάριζες, την ώρα που ετράβαγες τη σέρφι δε τόξερες; Αφού το κινητό το παίζεις στα δάχτυλα. Όλα του τα εντρίγα τα ξέρεις. Δεν είμ’ εγώ. Και ποιός είναι; Ο Μέτελας; Είναι revenge porn. Δε φταίω. Προσωπικαί στιγμαί, υποκλαπείσαι. Κι αγιού το χριστιανοί τί με κακολογούνε οι κουτσομπόληδες. Φαίνεται το μούτρο σου; Όχι. Μου το κλέψανε. Σου το κλέψανέεε…; Το μούτρο; Το λογαργιασμό μου. Το ίδιο είναι. Οι άθλιοι! Τα κλεφτρόνια. Γιατί δε τσου πιάνει η Αστενομία; Να το καταγ γείλεις, εδώ και τώρα! Αφήστε την Αστυνομία στη μπάντα, τί θα κοιτάξει και τα δικά μου. Και δε θέλω. Καλώς! Μην ανησυχείς! Εντάξει ειμάστενε. Δε μπορούνε να σου κάμου νε τίποτις. Ας πάνε να τ’ αποδείξουνε. Μπορούνε; Δε μπορούνε! Και θα βγάλουμε κι ένα δεκάρικο λόγο περί προστασίας των παιδιών, περί ενημέ ρωσής τους, περί λήψεως μέτρων, περί καταδίκης των κλεφτών, περί δια σποράς ψευδών ειδήσεων, περί συνολικής ευθύνης, περί καταδίκης τοιούτων πρακτικών και περί όλοι μαζί να προβούμε στις νόμιμες ενέργειες. Να βγούμε στην επίθεση. Εν ανάγκη να ρίξουμε και τη μπάλα στην εξέδρα. Να ξεσκίσουμε και τα πουκάμισά μας. Από αγανάχτηση. Τι; μπρίκια κολλάμε; Χαμός στο ίσωμα. Σκόνη και κουρνιαχτός. Εθόλωσε η ατμόσφαιρα και κρύβει την ΑΛΗΘΕΙΑ. Βρε μπας και δεν είν’ έτσι; Βρε μπας κι αδικούμε; Βρε μπας και είναι τίποτις
revenge porn; Κι άμα δεν είναι; Ξέρεις αν είναι ή δεν είναι; Δε παίρνω κι όρκο. Και τότε όλοι ψέματα λένε; - Δεν ηξέρω. Εγώ εκείνο που ηξέρω είναι που κάθε ενδιαφερόμενος για τέτοια πράματα, θύτης ή θύμα, όποιος είναι καθαρός κι αστραπές δε φοβά ται, πάει στην Αστενομία και στην Ελληνική Δικαιοσύνη. Αργεί ν’ αποφασίσει. Εκατό χρόνια κάνει. Και μέχρι τότε τι να κάμω; ΠΑΡΑΙΤΕΙΣΑΙ!
15-12-2021 ΤΟ ΕΠΙΠΕΔΟ Σήμερα στη Γεωμετρία θα μιλήσουμε για το επίπεδο. Τι είναι το επίπεδο; Το επίπεδο είναι μια ίσια επιφάνεια. Όπως το ταβάνι, όπως ο τοίχος, όπως το πάτωμα. Αλλά δεν έχει αρχή και τέλος. Προχωράει συνέχεια δεξιά κι αρι στερά, μπρος και πίσω. Καταλάβατε; Βλέπετε αυτό το φύλλο το χαρτί; Αυτό είναι ένα επίπεδο. Αλλά να φαντα στείτε ότι συνεχίζεται ατελείωτα προς όλες τις κατευθύνσεις. Όμως εμείς χρειαζομάστενε κάθε φορά ένα κομμάτι του επιπέδου για να κάνουμε τη δουλειά μας. Άμα θέλουμε να γράψουμε θέλουμε ένα μέρος μιανού επιπέ δου για να μπορούμε να το χρησιμοποιούμε. Έτσι δεν είναι; ……………….. Άμα θέλουμε να ζωγραφίσουμε σ’ ένα κομμάτι χαρτί, κάτι σαν επίπεδο δε θέλουμε; Κι ο πίνακας ένα επίπεδο είναι. Η εφημερίδα που διαβάζει ο μπα μπάς σας ένα επίπεδο δεν είναι; Ζαρώνει όμως. Εξαρτάται από το δημοσιογράφο. Δηλαδή το επίπεδο είναι όπως η Γης; Ένα ίσιο, όπως ο χάρτης; Έχουμε πει που η Γη είναι στρογγυλή. Αλλά για να τήνε παρουσιάσουμε και να τήνε καταλαβαίνουμε, τήνε φανταζομάστενε σαν ίσια κι έτσι τήνε ζωγραφίζουμε στο χάρτη. Σαν ένα επίπεδο.
για να καταλάβουμε το επίπεδο πρέπει να το φανταστούμε; Και ναι και όχι. Η φαντασία παίζει μεγάλο ρόλο στη ζωή μας. Εξηγεί και τ’ ανεξήγητα. Στο τέλος όλα εξηγούνται με τη λογική, τα μαθηματικά, τη φυσι κή και τσι άλλες επιστήμες. Αυτά θα τα μάθετε στσι άλλες τάξεις. Για τώρα να ξέρετε ότι το επίπεδο είναι ένα ίσιο πράμα που χωρίζει το χώρο στα δύο. Ένα πάνου από το επίπεδο και ένα κάτου από το επίπεδο. Ας πούμε που όλοι εμείς ειμάστενε πάνου σε ένα επίπεδο. Και πατούμε σ’ αυτό και δε
πέφτουμε. Αν ειμάστενε από κάτου πως θα στεκόμαστε; Με τα πόδια ψηλά και το κεφάλι κάτου; Γένεται; Δε γένεται! Κύργιε, κύργιε…, γι αυτό ο μπαμπάς μου ήλεγε που ο διευθυντής του είναι κατωτάτου επιπέδου και κάποια ώρα θα τόνε διώξουνε, θέλει δε θέλει; Άλλο αυτό. Άλλο εννοούσε ο μπαμπάς σου. Θα σου εξηγήσω άλλη ώρα. - Εμένα η μαμά μου λέει πως η κυρία του κυρίου του αποκάτου διαμερίσματος είναι κατωτάτου επιπέδου. Άλλο εννοεί η μαμά σου. Πάντως, η γειτόνισσά σας κατοικεί σε ένα επίπεδο κάτω από το δικό σας. Κύργιε, συγγνώμη. Δηλαδή υπάρχουνε πολλά επίπεδα; Και πάνου και κά του από το επίπεδό μας; Υπάρχουνε. Και μεις σε ποιό απ’ όλα τα επίπεδα ειμάστενε; Είμαστε όλοι στο ίδιο επί πεδο; Αυτά δε θα τα πούμε στη Γεωμετρία. Θα τα πούμε σε άλλο μάθημα. Πά ντως να είσαστε ευχαριστημένοι για το επίπεδο που βρισκόσαστε. Και να αγωνιζόσαστε για να διατηρήσετε το επίπεδό σας. Κι άμα δε σας αρέσει κάτι να το λέτε με θάρρος. Κι όχι να το βουλώνετε. Και να μην αφήκετε ποτέ και κανένα να σας ερίξει το επίπεδό σας. Είναι πολλοί τέτοιοι. Όπως είναι και πολλοί που δε τσου αφήνουνε να κάνουνε τέτοια πράματα. Και να κοι τάτε πάντα να διαβάζετε, να εισάστενε καλοί και ν’ ανεβαίνετε επίπεδο. Κι όχι σα κάτι άλλους που πέφτουνε από το επίπεδό τους. Πέφτουνε κιόλας; Πέφτουνε πολλές φορές. Γιατί δεν ελέγχουνε ούτε τι κάνουνε ούτε τι λένε ούτε τι γράφουνε. Και σου κάνουνε και το μαύρο άσπρο. Νομίζουνε πως εί ναι πιο έξυπνοι από τσου άλλους. Το μεγαλύτερο λάθος! Όλοι το ίδιο μυαλό κουβαλούμε. Η νόνα μου λέει που η κυρά με τσι φωνές τση πάει να κρύψει τσι μπομπές τση. Κι όταν η γριά εγκαστρώθη ύστερις εκλειδομανταλώθη. Αυτό είναι; Έχεις σοφή νόνα. Έτσι είναι. Σου πετάνε οι εξυπνάκηδες καμπόσες εξυπνά δες και σου ζητάνε να αποδείξεις ότι το επίπεδο είναι επίπεδο. Όμως κάθε φορά που κάνουνε κάτι τέτοιο πέφτουνε και σε
Αγίας Γραφής. Εν χρήσει από τσου πάντες αναλόγως των περιστάσεων. Θρησκευόμενους και μη. Ένθεους και άθεους. Αιτείται η συγχώρεση στην ατελή μας φύση. Άνθρωποι είμαστε και σφάλματα κάνουμε όλοι σε τούτη τη ζωήηη…, κι είναι πολύ σκληρό, ο ένας απ’ τους δυο τον άλλο να μην εννοείειει…, έλεε το 1970 ο Γιώργος ο Κοινούσης, εν μέσω Χούντας. Λαϊκός στιχουργός, συνθέτης και αοιδός. Ρήση λαϊκού και κανενός περισπού δαστου. Ρήση ειλικρινής ως ο λαουτζίκος. Καθαρή κουβέντα, τίμια και σταράτη. Κι όχι σα κάτι τραγούδια που για να βγάλεις νόημα φέρνεις και καμιά 400σαριά μέτρα συρματόπλεγμα, από το αγκαθωτόν, να οριοθετήσεις το ξέφραγ’ αμπέλι. Κατανοητόν; Κατανοητόν μεν αλλά κι η μοιχαλίς δεν εζήτησε συγγνώμη τελικά δε. Εζή τησε; Μπα, πανάθεμά σε! Να σε εννοήσω μέχρις εκεί που δε παίρνει, να σε συγ χωρήσω, να σου σκουπίσω τα δάκρυτα, να κάτσω μπροστά σου να φάω εγώ τη πετριά σου. Να παραδεχτείς όμως κι εσύ το λάθος σου. Να μη μου κάνεις το καμπόσο και τον ανήξερο. Να μη σε υπερασπίζω, να μη τρώω εγώ για πάρτη σου τσι πετριές κι εσύ από πίσω από το πλάτη μου να μου βγά νεις και τη γλώσσα. Τι; για βλάκα με περνάς; Τι μου χαλεύεις; Να σ’ αφή κω ένθρονο, να μου κάνεις τα ίδια; Να κλείνω τα μάτια στη μοιχαλίδα που μου θέλει να την έχω και κορώνα στο κεφάλι μου; Αυτή τη δουγειά μόνο οι σφουγγοκωλάριοι την εκάνουνε. Κατέβα από το θρόνο σου, χαμήλωσε τα μάτια, ζήτα μια μισή συγγνώμη, κάτσε στη γωνιά σου κι έτσι κι εγώ θα βγω να πω: Ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω. Αγοιώς πώς; - Μα τη μοιχαλίδα τήνε πιάκανε επί τση πράξεως. Εμένα με πιάκανε; Αυτό σε μάρανε; Αφού εγίνηκες βουρδούγιο και τω σκυγιώνες. Δε σου σώ νει; Γιατί δε βγαίνεις να πεις είμαι αθώος του αίματος; Γιατί δε πας στην Αστενομία να πεις με αδικούνε; Όσο δε κάνεις τίποτις τόσο διασύρεσαι. Δε το καταλαβαίνεις; - Συκοφαντίες! Υπάρχουν αποδείξεις; Για όλο το κόσμο υπάρχουν αποδείξεις. Μόνο για σένα δεν υπάρχουνε; Δε τον υπολογίζεις το κόσμο; Τόνε γράφεις στα παγιά σου τα παπούτσια; Γι αυτό σε γράφει κι αυτός στα δικά του. Ένας μήνας πέρασε. Δε σου σώνει; Αδιάφορον, και συνεχίζω να υπογράφω τας ανακοινώσεις. - Σου ρίξαν’ όλοι μπλακ ανεξίτηλον. Φίλοι κι οχτροί. Δε σου φεύγει ούτε με άζαξ που κάνει και τα τζάμια αόρατα. Ορατών τε πάντων και αοράτων. Σου βγήκε τ’ όνομα. Κάγιο να σούβγαινε το μάτι. Έσωσες. Και μην ακούς κάτι αβανταδόρους φωστήρες, ανοικονόμητους. Για τη πάρτη τσου κοιτάνε. Σα τσου απατεώνες τσου ράφτες που εκάμανε τα ρούχα του Βασιγιά αόρατα και τον αφήκανε να κυκλοφορεί ξεβράκωτος. Δε θα σε σώσουνε οι ράφτες. Εμείς θα σου σκουπίσουμε τα δάκρυτα. Με το περίσσευμα του περισσεύ
ματος. Άμα θέλεις. Θέλεις; Και τι σκέδιο; Εμείς θα βγούμε και θα πούμε ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω. Εμάς που μας πιστεύει ο κόσμος κι ας κάνει που δε μας πιστεύει. Κατά βά θος όλοι μας επιστεύουνε. Εμάς που κι αν έχουμε σκουπίσει δάκρυτα και δάκρυτα. Μέχρι και κλεφτρόνια εσυχωρέσαμε. Μέχρι και τσι τελεσίδικες αποφάσεις του Άρειου Πάγου δε τσι εβγάλαμε στα μανταλάκια. Εμάς που μας έχουνε σκουπίσει τ’ αδέρφια μας και τα δικά μας δάκρυτα, όταν επαρα δεχτήκαμε τα δικά μας λάθη. Έτσι εμάθαμε και ηξέρουμε. Επί τση πράξεως. Τσου άλλους ποιός να τσου πιστέψει; Τα λαμόγια να πιστέψει; Αυτουνούς που άμα δε ξέρουνε τι άλλο να πούνε σου πετάνε ένα λίθο βαλέτω; 17-12-2021 ΤΟ ΝΟΟΥΜΕΝΟ Και μόλις είχαμε σώσει με τσου κρουνούς που από τη μια μεργιά αυτοί εγιομίζανε νερό τη δεξαμενή κι από την άλλη αυτή είχε έναν άλλο κρουνό που την άδειαζε και σου λέγανε να βρεις πότε θα είναι γιομάτη η μισή, μας εξημέρωσε η Άλγεβρα. Του χρόνου θα κάνουμε Άλγεβρα. Είναι δύσκολη; Πολύ! Όλο τύποι και υπογραμμοί. - Ποιός θα μας κάνει; Ο Λινάρδος! Ο Λινάρδόοος; Αυτός κάνει την Άλγεβρα. Έπιακε τη κιμωλία κι έγραψε απάνου, απάνου στο πίνακα το γράμμα Άρφα, το μικρό. Ήτανε και ψηλός κι έφτανε. Μετά κάτι είπε κι αρχινήσανε οι τύποι τση Άλγεβρας με τα γράμματα. Εντάξει με τα γράμματα τα συνηθίσαμε αλλά κέρβε ρος. Τσιμουδιά στη τάξη. Κι άμα δεν ήξερες σου πέταγε ένα «τέγεια μπαίγνιο είσαι;» και σου κοβόντανε τα ήπατα. Να βγει στο πίνακα ο …. Ξεφύλλιζε το κατάλογο, γυρνούσε τα φύλλα είχε φτάκει στο Σου. - Ο Ασωνίτης να βγει στο πίνακα. Εγώ; Έχουμε κι άλλο Ασωνίτη στη τάξη; Όχι κύργιε. Το τετράδιό σου; - Το εξέχασα στο χωργιό, κύργιε!
- Κι εσύ πως και το θυμήθηκες κι ήρθες; Ασωνιτήηη… δε κάνεις για μαματικά Ασωνίτήηη… Δε πας στο χωργιό σου να μαζώνεις τσι εγιές και να κάνεις και το τροχονόμο στσου τζιτζίρους; ……………………………….. Γράφε! «Άρφα τονούμενο» και «βήτα τονούμενο» και όλο αυτό στο τετρά γωνο. Τι έγραψες; «Άρφα το νοούμενο» και «βήτα το νοούμενο» στο τετράγωνο. Τονούμενο Ασωνίτη, τονούμενο! Ποιό νοούμενο και υπονοούμενο; Τονού μενο! Λέγε! «Άρφα το νοούμενο»… Η τάξη ξεκαρδίστηκε. Κάτι τέτοια ξεσπάσματα τ’ άφηνε ο κύργιος. Τ’ αρέσανε και του ίδιου. Αλλά την άλλη ώρα βούβα. Τονούμενο, Ασωνίτη, ΤΟ-ΝΟΥ-ΜΕ-ΝΟ! Με τόνο! Εκατάλαβες; Με τόνο! Μάλιστα. Κάτσε κάτου Ασωνίτη. Τα μαματικά είναι ΄πιστήμη, Ασωνίτη. Ούτε ζεγκού νοι είναι ούτε μαντουάνες. Ούτε τζιτζίροι είναι ούτε σαρταπίκοι. Κι αύριο να φέρεις το τετράδιο. Ακούς; ……………………………. Και μη ξανακοιτάξεις όξω από το παράθυρο. Τι κοιτάς; Παίζει μπάσκετ η εβδόμη με το κύργιο Φαναριώτη. Πάλι ρίχτουνε φλούδες στο καλάθι; Ω! Να βγει στο πίνακα ο … 17-12-2021 ΟΙ ΝΑΖΙ Με το που τέγειωσε ο Πρώτος Μεγάλος Πόλεμος του 20ου αιώνα αρχινήσανε οι γκρίνιες στη Γερμανία. Ηττηθείσα, παραδοθείσα, εξευτελισθείσα. Τις πταίει; Όλοι οι άλλοι εκτός από μας, είπαν’ οι Γερμανοί και βάλανε μπρος να εκδικηθούνε. Βρήκανε κι ένα όχημα, το Nationalsozialismus, και εξ αυτού οι Ναζί κι ο Ναζισμός, παρακλάδι του Φασισμού που εγνώριζε δόξες στην Ισπανία και στην Ιταλία. Από κει και πέρα ένα τσιγάρο δρόμος ήτανε μέχρι το Δεύτερο Παγκό σμιο
τση Φύσης. Κι ανατρέπονται συμπεριφορές μέχρι και καθεστώτα. Παραδείγματα πολλά, άπειρα ανά τσου αιώνες. Τα λέει όλα η Ιστορία. Μόλις πέσει ο Φασισμός, οποιασδήποτε μορφής, τότες ξυπνάνε οι λεγόμε νες Δημοκρατικές Δυνάμεις. Ημείς είμεθα Δημοκράτες. Υμείς είσθε Φασίσται. Διαχωρισμός εις τα δύο. Το αυγό του φιδιού που λένε. Μόνο που είναι δύ σκολο να είσαι δημοκράτης και νάχεις και την εξουσία στα χέργια σου. Μη ο Πε ρικλής είσαι; Μη ο Σωκράτης είσαι να πιείς το κώνιον; Χωρίς να το καταλάβεις καλά-καλά από δημοκράτης γένεσαι φασίστας. Θέλει κότσια να μην εξοκείλεις. Όχι! Σε παρακαλώ! Είναι πράματα αυτά που μου λένε και μου γράφουνε; Μου βάνουνε τρικλοποδιές, δε με ψηφίσανε, είναι εναντίον μου, δε τσου αρέσει τίποτις, δε με ακούνε, δεν είναι μαζί μου, κάνουνε ό,τι τσου γου στάρει, συνωμοσιολογούνε, είναι προδότες, πιάνουνε την αγκίδα και τήνε κάνουνε πέρονα, μου βάνουνε καρφιά σα το Χρηστό, σε ποιόνε; σε μένανε; τον Άγιο ξύλινο; Τώρα για Άγιος και ξύλινος άστο καλύτερα. Είσθε ανεκτικός. Σας επερνάνε αδυνάτου χαρακτήρος και σας τα κάνουν’ αυτά. Έτσι έ; Τώρα θα ιδούνε! Κι αρχινάνε οι διώξεις. Να φύγει αυτός, να διωχτεί ο άλλος, να πάει στο πυρ το εξώτερον ο τρίτος. Και μπαίνει η αδικία από το παράθυρο. Δε κλείνετε το παράθυρο; Κάνει ρέγμα και θα μας εκόψει. Να μας εκόψει! Ξέρετε, και με το μπαρδόν δηλαδής, που δίνετε κι εσείς αφορμές. Εγώ; - Ήτανε σκέδια αυτά που εκάματε στη Κρήτη; Τι έκαμα; Αυτά που εκάματε. Ήτο πρέπον; Δεν έκαμα τίποτις! Συκοφαντίες και χακάρισμα λογαριασμού. Και περικαλώ επ’ αυτού δε θέλω κουβέντα! Ορίστε μας! - Εμείς μαζί σας ειμάστενε. Αλλ΄αμείτε και στην Αστενομία να τα πείτε. Γιατί δε πάτε; Μπριχού έξη μήνες δε σας εφωνάζαμε ζήτω; Τώρα όμως τα κάματ’ όλα, Γης Μαριάμ. Εμείς τι ξέρουμε; Ξέρετε και δε μιλείτε. Αφού είπανε που σας τα είπανε. Γιατί δε μιλείτε; Γιτί δε τα γράφετε σ’ ένα χαρτί; - Κωλυόμεθα. Εμείς θα βγάλουμε το φίδι από τη τρύπα; Διαχωρίζουμε τη θέση μας. Ά! όλα κι όλα! Είσθε κι εσείς προδότες! Ημείς; Μη το ξαναπείτε! Ημείς αγοιώς τάπαμε κι αγοιώς μας τα φέρατε. Εγώ; έχετε αποδείξεις; - Όποιος ζητάει αποδείξεις και δεν ακούει την απόδειξη της αγανάχτησης του κόσμου από δημοκράτης φασίστας γίνεται. Μη σου πω και Ναζί. Το συνώ
νυμο της ΑΔΙΚΙΑΣ!
Εγώ ψηφίζω… Να μας εκάνεις τη χάρη. Το τι ψηφίζεις είναι δικαίωμά σου, ιερόν και μυστι κόν. Και το τι ψηφίζεις σήμερις δε γράφεται στο Πιστοποιητικό Κοινωνικών Φρονημάτων, όπως παγιά. Σήμερις το ζητούμενο είναι το ΔΙΚΙΟ, το ΗΘΙΚΟ, το ΤΙΜΙΟ, όπως ήτανε από το 1910. Καταλαβερδίγκος; Άμα σε αλώσει η εξουσία από δημοκράτης γένεσαι φασίστας το άλλο δευτερόλεφτο. Εντά ξει; Κι άσε τα παπαγαλάκια σου να σου κάνουνε αβάντα. Οι κάθε λογής παπαγάλοι δε πιάνονται κι ας γράφουνε ό,τι γράφουνε. Βρες κάνα αληταρά σπούργο να ρωτήσεις. Να δεις τι θα σου πει. - Εγώ επιμένω. Εσύ και τα παπαγαλάκια σου θα μας το κλείσετε το μαγαζί. Ναζί, έ Ναζί! 20-12-2021 ΤΖΟΚΙ ΝΤΙ ΒΙΛΑΝΙ Σάλα σκοτεινή. Ημίφως. Έπιπλα βαργιά, σκαλιστά, σκούρα. Στο σκρίνιο ένα σωρό πορτσελάνες κι ασημικά. Τα μολυβένια στρατιωτάκια τα βαρέθηκε. Δεν είχε με τι άλλο να παίξει. Η νόνα με τη ρομπ ντε σαμπρ και τσι παντόφολες είχε γίνει ένα σώμα μια ψυχή με τη πορθρόνα της. Είχε τη φιορεντίνα αναμμένηνε κι εδιάβαζε τα γαλάζια της γράμματα. Βλέπεις νόνα; - Βλέπω. Δεν έβλεπε. Από χρόνια δεν έβλεπε. Έκανε πως έβλεπε κι έκανε πως εδιάβα ζε. Ν’ ανάψω το φως; Όταν έρθει η μητέρα σου. - Πού πήγε; Σουαρέ, στης κυρίας Αθανασίας. Θα καθυστερήσει. Ησύχασε. Δε τόνε χώρουν’ ο τόπος. Εγύριζε σα το σγούρο, το νταρντάγια. Άνοιξε τα τζάμια. Κλείσε τη φανέστρα, μην κρυώσεις. Τα παιδιά τρέχουνε κάτου. Θα πάνε για κάλαντα. Να πάω κι εγώ; Δεν είναι παιδιά της τάξεώς μας. Βιλάνοι! Χωριατόπαιδα! Κι εγώ κάποτε γνώρισα ένα βιλάνο. Το Πέτρο. Ψηλό και όμορφο. Και μου έγραφε πως θα με κλέψει. Αλλά ήτο βιλάνος! Ν’ ανάψω το τζάκι; Δεν είναι εις τα καθήκοντά σου οι φωτιές. Είσαι μικρός ακόμα. Κοίταξε το δέντρο. - Το είδα. Πόση ώρα να το κοιτάω;
Τήνε πήρε ο ύπνος. Πάντα την έπαιρνε ο ύπνος στο τρίτο γαλάζιο γράμμα. Έγερνε το κεφάλι και σα να χαμογέλουνε.
Έβαλε το παρτό του κι άνοιξε τη πόρτα. Πού πας; Κάτου. Το ξέρει η νόνα σου; - Αυτή μούπε να κατέβω. Αλήθεια λες; Πάω να τήνε ρωτήσω. Κοιμάται τώρα. Μη τήνε ξυπνήσεις. Αλήθεια σου λέω κυρία Μαρία! Δε ξέρω… Εκατέβηκε τη σκάλα φουλαριστός. - Νάρθω κι εγώ να πούμε τα κάλαντα; Έλα! Αλωνίσανε τη Πόλη όληνε. Εμαζέψανε. Στου κυρ Αλέκου, του σπλέντιτου!, δε τσου ανοίξανε. Ποτέ δε τσου ανοίγανε. Εκοίταε ο γερό τσιφούτης από το κουρτινάκι και δεν άνοιγε. Αλλά πάντα επηγαίνανε για να του πούνε στο τέλος «Κατέβαινε το τάλαρο να πάμε κι άλλη βόρτα, κι αν δε μ’ ανοίξεις να σε δω σου κατουρώ τη πόρτα!». Ξεκαρδιζόντανε. Τσου πήρε η ώρα. Νύχτωσε. Εσκεφτόντανε που η μάμα του θάχε γυρίσει και θα τον έψαχνε. Αλλά ήτανε γλυκειά η παρέα. Κάτου από το σπίτι του εκάτσανε να μοιράσουνε τα κέρδητα. Εμαλώσανε στη μοιρασιά. Αρπαχτήκανε στα χέργια. Αμπωσιές και κλωτσίδια. Η μάμα του βγήκε στο παράθυρο. Είχε ανάψει και το φως. Έλ’ απάνου, γλήγορα! Να μη συφτάκεις ν’ ανέβεις. Τώρα θα σε περιλάβω! Η νόνα εξύπνησε. - Προς τι ο θόρυβος και οι φωνασκίες Ιουλία; Εσείς μητέρα τον αφήσατε να κατέβει; Επιάστηκε στα χέργια με τα βρωμό παιδα. Και του τόχω πει να μη κάνει παρέα με τσου αλήτες. Τζόκι ντε λα μάνι, τζόκι ντι βιλάνι!* Αχ! ντι βιλάνι, ντι βιλάνι… Πάλι τα γράμματα εκεινού του βιλάνου εδιαβάζατε
ΤΟ ΤΡΙΤΟ ΓΡΑΜΜΑ*
Εν Καμπιέλω 23 Δεκεμβρίου 1949 Αγάπη μου, χθες, που ήρθε και σε σχόλασε η μαμά σου από το Θηλέων, δεν πρόλαβα να σου μιλήσω. Είχα να σου επιστρέψω και το λεύκωμά σου. Θα το δώσω στη Φανή να σου το δώσει. Έγραψα με το ψευδώνυμο «βιλάνος». Νομίζω που με είδες που ήμουνα απέναντι και σε κοίταζα. Ήσουν πολύ όμορφη με τη καινούργια σπορ ζακέτα σου. Πρέπει να την πήρες από τη Μικάλεφ. Νομίζω που την είδα στη βιτρίνα. Δώρο για τα Χριστούγεννα ήταν; Εγώ απόψε θα γυρίσω στο χωριό για τις γιορτάδες. Δε μπορώ να μη πάω. Αφήκανε το πατέρα μου από την εξορία. Θα γυρίσω τ’ Άη Γιαννιού που ανοί γουν τα σχολεία. Στις έξη το απόγευμα φεύγει το λεωφορείο από το Σαρόκο. Αν πάρεις το γράμμα μου και σ’ αφήσουνε να κατέβεις, έλα να σε δω. Κι ας μη μιλήσουμε. Και μόνο που θα σε δω η εικόνα σου θα μου κρατάει συντροφιά για δεκαπέντε μέρες. Βλέπεις, φωτογραφία σου δεν έχω. Φοβάσαι να μου δώσεις. Μία μόνο έχω από παρέλαση αλλά δε φαίνεσαι καλά. Την έχω στο πορτοφόλι μου. Κάθε τόσο τη βγάνω και τη φιλάω. Ένα μόνο φιλί μούδωκες, εκείνο το βράδυ στα σκοτάδια μετά το σινεμά, και μου πήρες τη καρδιά για πάντα. Για όσο ζω. Σ’ αγαπώ πολύ, μα όλα τ’ αστέργια του Παντοκρατόρου. Θα τα κοιτάω και θα σε σκέφτομαι όλες αυτές τις μέρες που θα είμαι στη Πετάλεια. Λένε που χιόνισε. Εγώ θα σε βλέπω Χιονάτη μέσα στ’ άσπρα. Κάθε μέρα, κάθε νύχτα, κάθε ώρα. Το καλοκαίρι που θα τελειώσουμε το Γυμνάσιο εγώ θα δώσω για τη Σχολή Εμποροπλοιάρχων. Θα ξενιτευτώ. Θα κοιτάξω να κάμω πολλά λεφτά, να έρθω να σε ζητήσω από το μπαμπά σου σαν ίσος προς ίσο. Θα με περιμένεις; Ξέρω δεν είναι εύκολο. Αλλά αγάπη σα και τη δικιά μου δε πρόκειται να βρεις όπου κι αν ψάξεις. Σου γράφω σε γαλάζιο χαρτί, σα τη θάλασσα που θα με πάρει κοντά της. Αλλά το μπλε είναι και το χρώμα του ουρανού που τυλίγει και ενώνει όλο το κόσμο. Και μας. Θα κοιτάω ψηλά και θα σε βλέπω κάθε ώρα και κάθε στιγμή.
έχετε στο πορτόνι. Εσύ γιατί δε μου γράφεις; Το έχω παράπονο. …………………………………………….
Νόνα, σούπεσε αυτό το γράμμα. Έχει και μια φωτογραφία μέσα. Φέρτο, δω! Το πήρε και το φίλησε.
*Παραγγεγιά. 21-12-2021
Ο ΚΑΡΛΑΚΑΣ
Να βγάλεις εισιτήργια για το θέατρο. Τι παίζει; Πρόζα είναι. Πρόζα; τι πρόζα; Δεν έχει όνομα το έργο; - Έχει, αλλά δε το θυμάμαι. Εσένα τι σ’ ενδιαφέρει; Μα παρακολουθείς… Άμε μοναχή σου. Μόνη μου δε πάω. Ασυνόδευτη; Τι θα πει ο κόσμος; Βαργιέμαι. Είμαι και εβδομήντα χρονώνες. Εσύ είσαι μιτσή. Μιτσή στα σαράντα μου; Μεγαλοκοπέλα θα με πεις. Ξεκουνήσου! Τέγεια ακοινώνητος έγινες. Ποιοί παίζουνε; Οι μούλοι τση πλατείας παίζουνε. Μπάαα… Καλάαα… ……………………………………………. Εδώ μια χορωδία είναι κι ετοιμάζεται να τραγουδήσει. Πού είναι η πρόζα; Θα έκανα λάθος! Δες τι λέει το πρόγραμμα. Δεν επήρες πρόγραμμα; - Πήρα. Εγώ μεγαλώνω εσύ ξεκουτιαίνεις μου κάεται. Τι λέει το πρόγραμμα; Πρώτα θα τραγουδήσουνε τα «Βατράχια». Ωραίο! Το ξέρω. Μέσ’ τσου βάρ τους τα ποτάμια κατοικεί λαός για γέγια, λαός για γέγιάαα…, λαός για γέ γιάαα… - Τσώπα! Μας ακούει ο κόσμος όλος. Βουρδούγιο εγίναμε. Αφού το ξέρω. Τσώπα! Εβγήκε ο Πρόεδρος τση Χορωδίας επί σκηνής. Κυρίες και κύργιοι! Θα σας επούμε τα «Βατράχια». Λαός σοφός κι όχι για γέγια όπως μας ελέει το άσμα. Καθ’ όσον μαρτυργιάρικος κι ό,τι ηξέρει τ’ αμολάει, αβέρτα κουβέρτα. Άλλοι τον ακούνε και γελούνε κι άλλοι τον ακούνε και κλαίνε. Νέτα, σκέτα τα λένε οι καρλάκοι. Βρε κε κεξ, κουάξ, κου
άξ, κύργιε Τάπα είσαι βλαξ! Καθ’ όσον ένας κύργιος Τάπας εκατηγόρησε το κάρλακα που μπριχού μιλήσει, γράψει, κατηγορήσει δεν εκοιτάχτηκε στο καθρέφτη. Άκου κουταμάρα. Αφού όλη μέρα στο καθρέφτη του νερού κοι τάεται ο κάρλακας. Τι; Πρέπει να πάρει καθρέφτη που να λέει «Καλημέρα»; Τα λέει ο κάρλακας χύμα και σταράτα κι όποιονε πάρει ο χάρος. Και τόνε στενοχώρησε το κύργιο Τάπα που ήτο δεκανέας κι είχε παιδιά εννέα και του χάλεψε το λόγο του κάρλακα. Εσύ τι έκαμες; τούπε. Τι να κάμει ένας κάρλα κας; Τα κουνούπια χάφτει, τσου ανωφελείς κώνοπες που δηλητηργιάζουνε τη κοινωνία. Τι άλλο μπορεί να κάμει ένας κάρλακας; Το πολύ-πολύ να δώ κει τα μπουτάκια του να γίνουνε μεζέδες στο Σκριπερό όπου τσου τρώνε τσου καρλάκους. Άλλο μπορεί; Εντάξει, περπέρος είναι. Και μ’ αυτό; Αυτός μπορεί να ρίξει την εξουσία; Η εξουσία πέφτει μονάχη της. Τήνε τρώνε τα σκέδια της και τα καμώματά τση. Αγοιώς πώς; Οι καρλάκοι τση φταίνε, κύρ γιε Τάπα μας, τση εξουσίας όπου κόφτεσαι; Έ; Αλλά πολλά είπαμε κι όπου εκατάλαβε, εκατάλαβε. Παμείτε! Αβάντι μαέστρο! - Ξύπνα! Ρουχάζεις! Τι; Ξύπνα! αρχίζει! Μέσ’ τσου βάρτους τα ποτάμια κατοικεί λαός για γέγια, λαός για γέγιάαα…, λαός για γέγιάαα…, έχουν κίτρινα σακάκια, καλαμένια ποδαράκια, κουτσα βάκια δίχως έννοιάαα… Τσώπα! Δεν έχεις το Θέο σου. Γιατί; Με το κυρ Τάπα είσαι κι όχι με το κάρλακα; Σώνει! Νίψον ανομήματα, μη μόναν όψιν! - Τι λες; Τι λες; Ό,τι λένε όλοι οι καρλάκοι. Άμα θέλεις βάλε στο Γιου Τιουμπ το «Νίψον ανομήματα, μη μόναν όψιν» ν’ ακούσεις. Έγινες και ροκάς στα εβδομήντα σου; Πάντα ροκάς ήμουνε. Και μη μου μιλάς. Βαρώ σπέντες. 22-12-2021
Αυτοί την είδανε ακουμπισμένηνε απάνου στη θερμοκοιτίδα. Το μιτσό είχε ζωηρέψει. Εκούναγε χεράκια, ποδαράκια, τα ματάκια του ανοιχτά και χαμογέ λουνε. Το είχανε φέρει άρον-άρον στο Νισοκομείο, τί είχε τρεις μέρες γεννημέ νο και δε βύζαινε. Μπαμπά, το παιδί δε μου τρώει, ούτε κλαίει, κάτι έχει… Έτρεξε ο πάππους, έφερε το παιδίατρο, αυτός εδιάταξε βάρτε του μπουγιό τες, κρατάτε το ζεστό αλλά ο πάππους τ’ άρπαξε και το πήγε στο Νισοκομείο. Από πίσω η μάμα, αλαφιασμένη. Κι ο πατέρας αλληλουϊσμένος. Το βάλανε αμέσως στη θερμοκοιτίδα. Μέσα δε τσου αφήνανε να κάτσουνε καθόλου. Από το τζάμι το βλέπανε για λίγο. Τα βράδια στ’ αυτοκίνητο εκοιμό ντανε κι οι δύο. Στάσουλο. Νάναι κοντά στην αγάπη τους. Και κάθε τόσο ο ένας έμπαινε μέσα κι επαρακάλουνε τη νισοκόμα να τον αφήκει να το δει από το τζάμι. Ήτανε κι άλλο ένα παιδί μέσα. Η μάνα του απόξω από το Ντεμπλόνι. Ασκώ θηκε το βράδυ να κατουρήσει και τσήπεσε το παιδί μέσα στη λάτα με τα κάτου ρα. Μαύρο ήτανε το μουτράκι του από το πέσιμο. Έτρεμε η άχαρη. Έκλαιε. Ξημερώνοντας Χριστούγεννα είδανε τη κουδουνίστρα απάνου στη θερμοκοι τίδα. Και το μιτσό τους καλύτερα. Είχε πάρει τ’ απάνου του. Ποιός τ’ άφηκε τη κουδουνίστρα; - Ο Πολύκαρπος. Επέρασε εψές κι άφηκε δώρα στα παιδιά. Και πώς δεν τον είδαμε; Εδώ απόξω ειμάστενε. Ήρθε κι η μουσική κι έπαιζε στο δρόμο τα κάλαντα για τσ’ αρρώστους. Κάθε νότα και δάκρυ. Ας έχει ο Άγιος όλο τον κόσμο γερόνε. Γιορτάδες μέρες στα Νισοκομεία…, ούτε στο χειρότερό σου οχτρό. Έτσι είναι η ζωή… Ζωή κακομοίρα. Ακόμα δε γεννιέσαι, στα βάσανα. Να λέτε και δόξα το Θέονε. Μεθαύριο θα βγείτε. Μεθαύριο εβγήκανε. Επήρανε και τη κουδουνίστρα. Του μιτσού πολύ του άρεσε. Όλο μ’ αυτήνε έπαιζε.
Μετά από χρόνια πολλά.
Τη κουδουνίστρα του παιδιού την έχεις; -
Κάπου θα την έχω φυλαμένηνε.
Να την έβρεις να μου τήνε δώκεις.
Τι τη θέλεις;
Να τήνε βάλω στο σκρίνιο με τ’ ασημικά, να τήνε βλέπω. Να τήνε δείξω και στ’ αγγόνια μου.
Ο ΕΦΟΡΟΣ Έλεγε, Θεός σχωρέστονε, ο Έφορος στο περισπούδαστο προϊστάμενο που τόνε γυρόφερνε να κάμει τη δουγειά του. «Πρώτα θα κοιτάξω να ποτίσω τη δική μου την αυλή και μετά την αυλή των αλλουνώνες!». Κόκαλο ο άλλος. Τι να του πει; Να μη ποτίσει πρώτα την αυλή του και να ξεραθεί, νάναι στο ύστερο ξερές κι απόξερες κι οι δύο; Του βούλωσε το στόμα ο Έφορος. Κι εκείνη την εποχή ένας ήταν ο Έφορος. Μετά εγινήκαμ’ άλλοι Εφόροι. Μερικοί με τσι αμπωσιές τσι ξένες, από τσι άλλες αυλές, τσι ξερές. Κι άμα εκοβόντανε το νερό οι ξενομερίτες εφωνάζανε αγιούτο χριστιανοί δεν έχουμε να πιούμε στάλα. Δώκετέ μας από το δικό σας το νερό, τί θα μας εξεραθούνε όλα. Αγιούτο, τί εμπήκαμε στο τόκο με το καράβι δεμένο στο ντόκο. Αγιούτόοο... Τώρα αλήθεια λέγανε, ψέματα λέανε, ποιός να ξέρει; Ηξέρανε και κείνο το παραμύθι με το βοσκό που εφύλαε τα πρόβατα κι έπαιζε τη κιθάρα (λάθος! τη φλογέρα) κι εφώναζε λύκος, λύκος! για να σπάει πλάκα, κι ήτανε και λίγο υποψιασμένοι αλλά μιας κι είχανε λάβει την αμπωσιά να βγούνε κι αυτοί στην επιφάνεια, άσε σου λέει να την ανοίξουμε τη κάνουλα. Μόνο που αυτοί δεν είχανε κάνουλα δικήνε τους. Κι αυτό το λίγο που έσταζε το κάνανε απλώστρα να στεγνώνουνε τα σώβρακα τ’ Άη Βασίλη. Διότι φτωχό τ’ αρνί πλατειά η ουρά. Γιορτάδες ερχόντανε και στο σπίτι σου φτωχός αλλά στο πανηγύρι πλούσιος! Κι ας μυρίζει ο στόμας σου νηστικίλας. Αμήηη! Κι επειδής τώρα δεν είχε άλλο θα κοιτάξω την αυλή μου πρώτα, αλλά θα κοι τάξω κατά προτεραιότητα την αυλή του κύργιου προϊστάμενου, κι επειδής ό,τι λίγο υπήρχε στο πάτο του βαρεγιού του τζίο Πίπη εγίνηκε σώβρακο σ’ απλω σταργιά, εβάλανε το μαχαίρι στο λαιμό των αποκάτου. Πάντα οι από κάτου τήνε πλερώνουνε. Όχι όλοι. Οι τση άλλης μπάντας.
Φέρε!
Ουκ αν λάβεις παρά του μη έχοντος.
Δεν ηξέρω, φέρε!
Από πού; Στάσις εργασίας, έλλειψις χρημάτων. - Παραμύθια τση Χαλιμάς. Θα σου το κλείσω το μαγαζί. Ορέ μαζί το ανοίξαμε; Ήσουν’ εκεί όταν μας εβγήκε ο Θέος να το στήσουμε; Εβάλαμε κάτου αγάπη, ίδρω, τη τσέπη μας, πολλά κομμάτια από τη ψυχή και το ξενύχτι μας. Το είναι μας όλο αφιερωμένο στα παιδιά. Μα για τη πάρτη μας εκοιτάξαμε; - Να δώκετε το φόρο. Αγοιώς σας εκόφτουμε το ρέγμα. Εμείς έχουμε το διακόφτη. Το κέρατο τση φυλής σας. Για κουνηθείτε και τα λέμε! Εισάστενε φαντάσματα.
- Λόχος παναπεί. Μέχρι τα χτες εκατό νοματαίοι, ολοζώντανοι, ειμάστενε. Μέχρι και παρέλαση εβγαίναμε. Άκου φαντάσματα! Ντροπής σου και που το λες! Και μας κάνεις και το σάντο! Ντροπής!
Δεν ηξέρω τίποτις. Το φόρο κατεβαίνετε τί Dura lex, sed lex. Ο λεξ τέλος Αυγούστου λέει. - Λάθος! Η υποπαράγραφος τση υποπαραγράφου λέει τέλος Δεκέμβρη. Το κέρατό σας το βερνικωμένο. Άκου τέλη Δεκέμβρη. Από πού το βρήκατε; Αυτό λέει η εν Αθήναις αυλή. Η παραπαίουσα; Κι εσύ γιατί δε μπαίνεις ασπίδα στο νόμιμο; Γιατί δε βά νεις το προσωπικό σου να βοηθήσει; Ποιός δε σ’ αφήνει; Τι γραμμάτια χρω στάς; Δε βλέπεις που τα πάντα όλα πάνε ρουμ μπαραρούμ με τα σώβρακα τ’ Άη Βασίλη κρεμασμένα τ’ αψήλου; Άφηκες το κιτσαργιό κι έπιακες το καρακιτσαργιό; ………………………………………… Κοίταε, ορέ, την αυλή σου που έχει ξεραθεί και θέλει πότισμα κι άσε τσι άλ λες. Έτσι δεν μας έλεε ο Έφορος; Μη με κάνεις και κολάζομαι μέρες πούναι. 24-12-2021 ΚΑΛΑΝΤΑ 2021
Μασκούλα φορώ, σακκούλα κρατώ. Η σύνταξη τρέχει, κανείς δεν αντέχει. Καφέ πώς θα πιω με τέτοιο καιρό; Με μάσκα χοντρή, διπλή και τριπλή! Να κάτσω μου λένε, φοβάμαι κι ας λένε. Γουγιά δε θα πίνω, σωλήνας να γίνω; Κάτσε…, ‘ντάξ! Μη βγούνε τα τανξ; Ζωή μια μερίδα! του Χάρου σελίδα. Ψηλά το κεφάλι, θ’ ανοίξει και πάλι. Το τεστ τόχεις κάνει; Κερί και λιβάνι. Τα κάλαντα λένε; Μπάαα! Όλοι τους κλαίνε. Ά, ναι! τα κάλαντα είναι. Χριστού γεννατσούργια! Ξηλώσου να δώκεις! Μπορώ και με δόσεις; Να κόψεις, να κόψεις! στη τσέπη καβούργια; Να πάρω και σπίτι…, ρυζάκι, νυχάκι. Να βγει πιλαφάκι; δεν έχει κριάς; Καταχρήσεις; Το Πάσκα εκάμαμε ένα λαπάς! Και το δεκαπενταύγουστο αυγά κι ένα λουκάνικο. Αμή…! Ψωμί; τυρί; σαλάδο; Έχουν χοληστερίνη.
Και το ψωμί; Γλουτένη, την αναθεματισμένη. Έρεψες…, σα τσίρος έγινες. Μη κάνεις διατροφή; Τρώω σκυλοτροφή. Πειράζει στο συκώτι. Δε τρώγω ό,τι κι ό,τι. Να πάρεις ένα γάλο. Παγιά μου τόνε κάνανε ρεγάλο. Τώράαα… Τώρα σα πογιώρα; Αν τόπες ξαναπέστο. Μακαρόνια με σάρτσα πέστο. Βάνεις και μπεσαμέλ; Όχίιιι…! Δεν είμαι καρουζέλ! 25-12-2021
Ο ΚΥΡΓΙΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ Παραμονή Χριστουγέννων. Θα ελέανε τα κάλαντα. Στη γειτονιά. - Μη πάτε μακριά! Ακούτε; Μάλιστα. Δε τσου αφήνανε να πάνε μακριά. Δεκαεφτά προσφυγικά είχε η γειτονιά και του Πετσά και το Απολυμαντήργιο δεκαεννιά. Μετρημένα στα δάχτυλα. Τι να σου κάνουνε δεκαεννιά σπίτια; Πόσα να βγάλεις; - Να πάμε και μέχρι του Κουτσοβάσιλα; Σιγά μη πάτε και στο φούρνο του Πετρόπουλου. Εδώ τριγύρω θα πάτε. Στου Λαμάκια μας εδίνουνε. Αυτό π’ ακούτε! Ορίστε μας! Να πάμε και μέχρι τσι Σουλτάνες; - Μη κουτήσετε και πάτε! Στη θάλασσα θα φτάκετε; να πνιγείτε; Στο κυρ Ηλία, στου Ασπιώτη; Στο κυρ Ηλία πηγαίνετε. Όχι παρακάτου από τον Άη Γιάννη! Η περιοχή δράσης οριοθετήθη. Οβρέϊκο, μέχρι του Πετσά, Ασπιώτη, Άης Γιάννης, Φτωχοκομείο. Τέλος! Μακρυνάρι ο Ασπιώτης. Μας είπανε να πάμε στου Ασπιώτη, δε μας είπανε; Εφτάκαμε στο τέρμα. Απέναντι τάπαμε στον Αποστολίδη, του Καλλίνικου μετά ήτανε κλειστό το απόγιομα, ανεβήκαμε μέχρι το εικονοστάσι τ’ Άη Γιάννη, απέναντι από τσι αποθήκες με τα πετρόγια. - Να πάμε στο κυρ Γιάννη; Μας είπανε όχι στσι Σουλτάνες. Είναι ο κυρ Γιάννης Σουλτάνα; Δεν είναι! Επιτρέπεται.
- Καλά λες. Ο κυρ Γιάννης ο Δασκαλόπουλος ήτανε μια φιγούρα άλλη. Ελέγανε που ήτανε δικαστής ή κάτι τέτοιο. Τόνε βλέπαμε πάντα με το κουστούμι του και τη γραβάτα του ν’ ανεβαίνει την Αβραμίου. Εγύριζε μ’ ένα πάκο φημερίδες. Δεν εμίλουνε σε καένανε ο κυρ Γιάννης. Οι μανάδες μας ελέανε που είναι ακοινώ νητος. Που είναι μορφωμένος και γι αυτό δεν επαντρεύτηκε ποτές του. Που είναι ατσιγκόλλητος. Άκληρος. Μονόχνωτος. Αυτός που ζει με τσι γάτες. Που δε δίνει του αγγέλου του νερό. Που μια μέρα θα πεθάνει και τι θα τα κάμει; Στο Φτωχοκομείο από πάνου από το σπίτι του θα καταλήξει. Αυτά ήλεγε η γειτονιά για το κυρ Γιάννη. Και μεις τόνε φοβόμαστε. Δε μας είχε μιλήσει ποτές. Δε μας είχε κοιτάξει ποτές. Κι όταν ανέβαινε την Αβραμίου, εμείς όλοι εκάναμε στη μπάντα. - Να πάμε στο κυρ Γιάννη; Θα μας εδιώξει. Και να μας εδιώξει, τι; Το πολύ, πολύ να βάλουμε τσι κόρσες. Θα μας εφάει; Πάμετε; Πάμετε! Εβαρήσαμε τη πόρτα. Το μπαντιδούρο. Άνοιξε μετά από λίγο. Εφόρουνε ένα μπορντώ παρτό μ’ ένα κορδόνι με φούντες στη μέση. Από κάτου εφαινόντανε η καμιζόλα του κι οι τσαβάτες τσου, οι δερμάτινες. Εκράτουνε στα χέργια του τη γάτα. Τι θέλετε; Να τα πούμε; Να τα πείτε. Χρι-στού-γε-ννα, πρω-τού-γεννα, πρώτη γιορτή του χρόνου… Δε μας έδωκε ούτε μύγδαλα, ούτε καρύδια, ούτε καραμέλες. Μας έδωκε έκα κατοστάρικο! Εμείναμε με το στόμ’ ανοχτό. Ένα κατοστάρικο έπαιρνε το μήνα ο πάππους του Γιώργου που εδούλευε στην Ελαιουργεία. Ο Σπύρος τ’ άρπαξε μη και το μετανοιώσει. - Ευχαριστούμε. Καλά Χριστούγεννα. Δεν εμίλησε, δεν εγέλασε, δεν έκανε τίποτις. Έκλεισε τη πόρτα. Ο κυρ Γιάννης ο Δασκαλόπουλος, δε τόνε βάλανε στο Φτωχοκομείο. Επέθανε μια μέρα ήσυχα, χωρίς φωνές, έτσι όπως ήσυχα ανέβαινε την Αβραμίου. Το σπίτι πριν από τσι Σουλτάνες τ’ άφηκε του Δήμου. Παιδιά, σκυγιά δεν είχε. Ένα φτωχό σπίτι είχε, προσφυγικό, όχι σα και τη Βίλα Ρόζα. Έτσι είναι από τα τότες. Επί τση Ιωάννου Θεοτόκη σήμερα. Κλειστό, ορφανεμένο, ερειπωμένο. Εψές, επέρασα από μπροστά. Εκατέβηκα. Είπα να του ξαναπώ τα κάλαντα. Ο μπατιδούρος τση πόρτας έλειπε. Κάποιος θα τον επήρε να τόνε πουλήσει για μπρούτζο. Για μπρούτζο θα πουλήσει κάποια βολά κι ο Δήμος όλο το σπίτι. Ορές! Βάρτε μέσα παιδιά. Να λένε και τα κάλαντα του κυρ Γιάννη.
Η ΙΚΕΤΙΣ
Η ικέτις. Μια φωτογραφία τση Μαρίας. Καμία σχέση με την ικέτιδα Αϊμά, τη γυφτοπούλα του Παπαδιαμάντη. Αυτή δεν εισώρμησεν εις το καπηλείον κράζουσα, Σώσατέ με! Σώσατέ με! Αυτή εκατέβηκε με τη ρόμπα και τα χρόνια της να πάει να ψιωνίσει. Πήρε ό,τι πήρε. Το μυαλό της σκοτισμένο. Τα χαστούκια τση ζωής δεν έχουνε σώσει. Ακόμα. Οι πληγές τους ζωντανές, φίδια φαρμακερά. Το βασανιστήριο παρόν στο τώρα. Ψυχή βασανισμένη, χάλευε τι καημούς κουβαλάει. Τσι τσαβάτες τση σέρνει στο καντούνι. Δεν το αντέχει. Από πού να κρατηθεί; Σκέφτεται το τι την έβρηκε, ανάκατα με το τι έχει να κάμει. Πρώτα να μαγειρέψει, να φάνε. Έχει και μιτσά στο σπίτι; Έχει άρρωστο; Έχει παιδί στη φυλακή; Κόρη χωρι σμένη; Άντρα στα καράβια; Αυτήνε δε τήνε κυνηγάνε οι Τούρκοι. Άλλα τήνε κυνηγάνε. Αυτά τα άλλα με το μάτι το θολό, βαρύ κι ακάθαρτο. Που μήτε ξόρκι δε τα πιάνει. Σκυγιά λυσσασμέ να, τση ζωής μοιρασμένα. Και πρέπει ν’ αντέξει. Να μαγειρέψει, να κενώσει το φαΐ, να τσου δώκει δύναμη με το δικό της ύστερο που δε παραδίνει την ερπίδα. Στα σκαγιά λιγοψυχάει. Άνθρωπος είναι κι αυτή. Ασκώνει το δεξί το χέρι στην εικόνα. Με σκυμμένο το κεφάλι. Ικέτις. Σώσατέ με! Σώσατέ με! Αγιοί όλου του κόσμου, Σώσατέ με! Βουβή παράκληση, βουβή απόκριση. Κι όμως. Παίρνει δύναμη. Πήρε δύναμη. Δε μπορεί. Ικέτεψε. Ταπεινώθηκε, ξαλάφρωσε, μοιράστηκε το πόνο. Βουβά, σαν ηχείο αλαλάζον. Ακούστηκε. Συ χωρέθηκε, αυτή που δεν έφταιξε. Η οστέϊνη μορφή τήνε χαιρέτισε. Τση υποσχέθηκε. Έτσι το κατάλαβε. Έτσι θάναι. Μεγάλο πράμα η Πίστη. Πιστεύεις στο αδύνατο να το κάμεις δυνατό. Ο φακός συλλαμβάνει την ικεσία. Τήνε κάνει ορατή, αναγνωρίσιμη. Έχει κι η φωτό τη δική της δύναμη. Σα την εικόνα την οστέϊνη. Αυτή στέκει εκεί, ακούνη τη. Περιμένει να
Ο ΛΟΥΛΗΣ Από πριν να τόνε βαχτίσουνε Λούλη τόνε λέανε. Σπύρος μεν αλλά η μάμα του Λούλη τον ανέβαζε, Λούλη τόνε κατέβαζε. Εκ του Σπυριδούλης. Το όνομα του μπαμπά της. Τούχε αδυναμία. Ο Λούλης κι ο Λούλης. Γιορτάδες. Σε λίγο θα ‘ρχόντανε η Πρωτοχρονιά κι ο Άη Βασίλης που φέρνει τα δώρα. Τσι στρίνες που ελέανε παγιά και κάποιος τόγραψε και μου το θύμισε. Στρίνα, η αποκάλυψη. Το αγωνιώδες ξέσκισμα του περιτυλίγματος να δω τι έχει μέσα το κουτί. Και τσι βρίσκανε τα μιτσά τσι στρίνες και τα κουτιά τους κάτου από το δέντρο. Ήρθανε κι αυτές εν Ελλάδι μαζί με το δέντρο και το Τελωνείο, ανάθεμά το, δε τσούβαλε τέλη. Με ελευθέρας εμπήκανε και τσίχουμε να μας ξηλώνουνε. Εντάξει, η στρίνα έχει και άλλη έννοια αλλά γι αυτήνε άλλη βολά. Ακόμη εβάστουνε το πράμα που τα δώρα ερχόντανε μόνο τη Πρωτοχρονιά. Όχι σα και σήμερα που τα δώρα ξεκινάνε από τα Χριστούγεννα λες κι ο Άη Βασίλης κάνει δύο δρομολόγια αντίς για ένα. Κοψομεσιάζεται και μάλιστα άνευ εισπράκτορος για οικονομία. Αλλά από την εποχή του Λούλη αρχινήσανε αι υπερβολαί. Να κάμουμε δέντρο. Εγώ, στην εποχή μου, δεν ήξερα δέντρο. Όλοι κάνουνε. Εμείς δε θα κάνουμε; Να μην έχει δέντρο ο Λούλης; Να υστε ρεί; Τόνε κακομαθαίνεις. Και Σπύρο τόνε λένε. Όχι Λούλη. Θα τόνε πάρουνε στο μεζέ. Θα του φωνάζουνε Λούλήηη…, τα κοκοράκιάαα… Είναι μικρό το παιδί! Μικρός; Τι μικρός; Μουστάκι έβγαλε. - Η αγάπη μου…, το μιτσό μου το παιδάκι…, να του πάρουμε δώρα! Δε τούπλεξε η μάνα μου το πουλόβερ; Τι λες; Τα παιδιά θέλουνε παιχνίδια. Να του πάρεις τραντζίστορ. Μη σου πω και πικ απ. Καλά λέω. Να του πάρεις και πικ απ και δίσκους. Τι λες ορή γυναίκα…, ξέρεις πόσο κάνουνε; - Δεν επήρες το δώρο; Και τι να πρωτοπάρω; Εγώ θέλω εκείνηνε τη μπλούζα τη σιελ οπούχει ο Πλασκασοβίτης στη βιτρί να και το παντελόνι το μαύρο από τη Μικάλεφ. Παντελόνι; Μα ποιά είσαι; Η Μπριτζίτ Μπαρντό είσαι; Κι ο Πλασκασοβίτης πουλάει μόνο αντρικά. Έβαλε τώρα και γυναικεία. Πόσο κάνουνε; Τίποτις. Τζάμπα.
-
Τζάμπα, τζάμπα αλλά δε μας εβλέπω καλά. Έχω να δώκω και το νοίκι και να πλερώσω το νερό και τη ΛΕΚ. Τη Πρωτοχρονιά στη μάνα σου θα φάμε; Την έχω καλεσμένηνε. Και την αδρεφή μου. Θα φέρει και τα παιδιά. Να μου δώκεις να τσου πάρω δώρα. Αυτοί πάντα μας εφέρνουνε. Από πού; Εγώ είπα με το δώρο να ματασύρουμε τα κεραμίδια όπου στά ζουνε. Μετά. Τώρα θα πάρεις του Λούλη και θα κάνουμε και το τραπέζι. Γάλο να φέρεις. Δε κάνει κότα; Μπα, Θεός φυλάξει. Κότα τη Πρωτοχρονιά; Γάλο! Εγώ δε κάνω σελινάτο με χοιρινό που σ’ αρέσει. Την άλλη φορά με πείραξε και γιόμισα ορτυκάρια. Τρεις μέρες λαπά έτρωα να συνέρθω. Με πειράζει το σέλινο. Γάλο και να τόνε πάρεις στου Γιαννούτσου που τόνε ψένει καλά. Θα τόνε παραγιομίσω. Για σένανε παναπεί, που σ’ αρέσει η γέμιση. Εγώ δε τήνε τρώω. Και να πεις στου Παπαγιώργη να μας εφέρουνε τούρτα. Αμυγδάλου. Και να φέρεις νούμπουλα και σαλάδα από του Φαναριώτη. Από τα καλά. Και τυργιά ξερά. Μια φορά έχουμε Πρωτοχρονιά. Θάχουμε και του χρόνου. Αυτό που σου λέω. Που μ’ έχεις σταντέψει μια ζωή. Τη καδένα που μούπες που θα μου πάρεις ακόμα μου τήνε παίρνεις. Άσε με τί μούρχεται να κλαίω. Έλα μια. Ντάξει μη κλαις. Αλλά το ταβάνι θα στάζει. Να στάζει! ……………………………………………………..
Σπύρο, έλα δω. Λέγε! Θέλεις τραντζίστορ; - Θέλω. Πικ απ; Δίσκοι; Θέλω. Έγραψες γράμμα τ’ Άη Βασίλη; Ακόμα στον Άη Βασίλη είσαι; - Ετότες δέντρο δε θέλεις, θέλεις; Χωρίς δέντρο που θ’ αφήκει το τραντζίστορ και το πικ απ ο Άη Βασίλης; Με δουλεύεις; Τι σου λέει Λούλη; Άστονε, είναι φευγάτος.
Η ΚΟΛΟΝΑ Τρεις οι μεγάλες πολιορκίες τση Χώρας επί Βενετοκρατίας. Το 1537, το 1716 και το 1798-1799. Οι δύο πρώτες από τσου Τούρκους με κάτι ευρωπαϊκές αμπω σιές, η τρίτα από Τούρκους και Ρώσους με το Κατήρβεη και τον Ουσακώφ, με γάλη η χάρη του, του άγιου, κι ας έσφαξε όσους έσφαξε. Συχωρεμένος. Οι δύο πρώτες τσούκα αλλά η τρίτη πίτυχε και καλώς πίτυχε μιας κι εδιώξανε τσου άθεους τσου Γάλλους κι ήρθανε στα πράματα οι Ρώσοι. Και μη κοιτάτε που εμπήκανε και κάτι Τούρκοι μαζί τους, τση προσκολλήσεως λένε ότι ήταν’ αυτοί. Τάξερε αυτά ο κυρ Μήτσος, τάχε διαβάσει σε συνέχειες από τη φημερίδα πούγραφε την ιστορία του Νησιού. Του Μάρμορα, αν έχετ’ ακουστά. Ο κυρ Μήτσος μια ζωή τη πέτρα πελέκουνε. Έκανε λιθάργια για τα λουτρου βιά. Εκατέβαινε στο γυαλό που εφτάνανε οι αμυγδαλόπετρες ίσαμε το νερό, υπολόγιζε με το μάτι και το πιόμπο κι έβανε μπρος, τί τα λιθάργια ήτανε βαργιά και δίπλα στη θάλασσα σύφερε να τα πελεκάει, να τα φορτώνουνε μια τση μιας τα καΐκια, να τα πάρουμε κατά τη παραγγελία. Τώρα πως τούρθε του κυρ Μήτσου να κάμει μίανε μεγάλη κολόνα, άγνωστο. Τόπε στο μαγαζί. Εγώ θα κάμω μνημείο για τσι πολιορκίες τση Χώρας και θα πω να το βάλου νε μεσ’ στη μέση τση Πλατείας. - Είσαι με τα καλά σου; Γιατί; Το υλικό τσάμπα, θα το κάμω σε πέντε κομμάτια, να μπορεί να φορ τωθεί. Θα το προσέξω. Άγαρμα θα κάμεις; Ξέρεις; Όχι άγαρμα…, δεν είμαι και γλύφτης... Θα κάμω μίανε κολόνα αψηλή κι από κάτου θα γράψω αυτό το έκαμε ο κυρ Μήτσος ο λεβέντης με τα χέργια του για να θυμοσάστενε όσοι την εβλέπετε όπου εγλύτρωσε
κι ασήκωτα. Εστάθηκε κάποτες η κολόνα κι ήτανε να τήνε πιεις στο ποτήρι. Έργο τέχνης είπε ο δάσκαλος, όπου επρόσεξε και την ορθογραφία. Ο Πρόεδρος εμήνυσε στη Χώρα. Έχουμε τό και τό, ο κυρ Μήτσος τόκαμε, όβολα δε θέλει και πείτε μας πότε να το φέρουμε, να σας το χαρίσουμε, να το βάλετε μεσ’ στη μέση τση Πλατείας. Κι όλ’ αυτά τάγραψε σε αίτηση χαρτοσημα
σμένη κι έβαλε και τη σφραΐδα. Τήνε πήρε ο Νίκος τση Τσάντας, ο καρολόγος, να τήνε δώκει. Την έδωκε στον υπεύτυνο και ρώτησε πότε θα έχουνε απόκριση. Εν καιρώ τούπε ο υπεύτυνος και πράγματι περνούσε ο καιρός και απόκριση δεν ερχόντανε. Έχεις κάνα νέο Πρόεδρε; Ακόμα Μήτσο. Μα καλά τι κάνουνε; Ξύδι χάρισμα γλυκό σα μέλι. Καποιανού του χαρίζανε ένα γάϊδαρο και τον εκοίταε στα δόντια. Τίν’ αυτοί… Εδέησε κι ήρθε η απάντηση. Εμαζεύτηκε το χωργιό ν’ ακούσει το γραμματικό που θα τήνε διάβαζε. Ευχαριστούμε δια την αγνήν σας πρόθεσιν να δωρήσετε εις την Πόλιν την κολόναν σας. Πλην όμως δια να αποδεχθώμεν την αξιέπαινον χειρονομίαν σας, θα πρέπει να συστήσομεν επιτροπήν εξ ειδικών οι οποίοι θα αποφανθώσιν επί της φιλοκαλίας του έργου και επί της αναγκαιότητος υπάρξεως τούτου. Τι είναι φιλοκαλία γραμματικέ; Μη διακόπτετε! Συνεχίζω. Όμως εις την Πλατείαν αποκλείεται να τοποθε τηθεί. Πρώτον, η αμυγδαλόπετρα είναι ευθυνόν υλικόν και δεν προσιδιάζει εις την Πλατείαν. Αν ήτο εκ μαρμάρου Καράρας ή έστω Πεντέλης θα ετίθετο το θέμα εις συζήτησιν. Δεύτερον, είναι ανεπαρκής και στενός ο χώρος της Πλατείας και κάνει γυμνάσια και ο στρατός. Και τρίτον θα εμποδίζει την θέαν του Παλαιού Φρουρίου. Προτείνομεν αντί της Πλατείας τη πιατσέτα παρά του Γρίτση, να κοσμεί και την βεσπασιανήν. Τι είναι η βεσπασιανή γραμματικέ; Δεν ηξέρω αλλά κάτι σπουδαίο θε νάναι. Βεσπασιανή είναι η κατουρίστρα του Γρίτση, πρώην Κονταρίνη, εξήγησε ο δάσκαλος. - Τη κολόνα μου στη κατουρίστρα; Για σκατό τήνε περάσανε; Κόρπο πήγε να τούρθει του κυρ Μήτσου. Εκοκκίνισ’ όλος. Ετρέξανε και του βάλανε βδέλες στο λαιμό, να του πάρουνε το κακό το γαίμα. Την άλλη μέρα εξεχώρισε τα πέντε κομμάτια τση κολόνας κι άρχισε να τα πε λεκάει. Λιθάργια θα τάκανε για τα λουτρουβιά. Όχι τίποτις άλλο αλλά να πιάκει κι η κολόνα τόπο. 30-12-2021
τίποτις δεν ήθελε. Είχε πέσει τ’ ανάσκελα και περίμενε το Χάρο να τόνε πάρει. Είχε φάει τα ψωμιά του. Κι άμα τα φας τα ψωμιά σου το έργο λέει THE END. Η Γη ήτανε πάλι έγκυμος και θα γεννούσε αύριγιο. Μια ζωή γκαστρωμένη ήτανε κι αυτή. Δεν επρόκανε να κάμει μια γυροβογιά πέριξ του Ήγιου κι αυτός ο αφιλότιμος την άφηνε με τη κοιγιά στο στόμα. Άμα δε τση ερχόντανε οι πόνοι θα τση το παίρνανε με καισαρική. Τί τζαναμπέτικος ο μούλος και δεν έβγαινε μπριχού τσου 12 μήνους. Μούλος, περικαλώ, κι όχι μούλα. Αρσενικού γένους. Τση τόχε πει η μαμή η Ειλείθυια πούχει ποντερνή κοιγιά, τόχε δείξει κι ο υπέ ρηχος. Και περικαλώ όχι σχόλια περί τση Ειλειθυίας, πτυχιούχος μαμή ήτανε με διδακτορικό εξ Ολύμπου και τα γελάκια περί ηλίθιας κομμένα. Έτσι; - Εικοσιδύο να τόνε βγάλετε είπε ο Εικοσιένας. Μάλιστα μπαμπά. Εξεπετάχτηκε ο παίδαρος την ώρα που εβαρούσανε τα δώδεκα μπότα. Τον’ αφαλοκόψανε, τόνε πλύνανε, τόνε σενιάρανε. Και να οι αλλαξιές και να τα τσι πουνάκια και να όλα τα καλά. Από μέρες τα ετοιμάζανε και τάχανε περάσει κι από τα σαράντα κύματα. Ανασκαμνίστηκε ο μπόμπιρας, εκατάπιε δυο παντεσπάνια από του Παπα γιώργη να στανιάρει, ετέντωσε τσι γροθίτσες του κι εκατέβηκε από τη κούνια. Μωρ’ τι ‘ναι τούτο δω; Ακόμη δεν εγεννήθηκε πορπατεί; Δράκος είναι; Να το δεις που θα γίνει πολύ σπουδαίος. Άμα έχει μυαλό… Για να γίνεις σπουδαίος σήμερα δε θέλει μυαλό. Άλλα θέλει. Κοίταξέ τονε! Σα και τον Ηρακλέα είναι. Δυνατός στα χέργια αλλά περί μυαλού δε μου γιομίζει το μάτι. Ακόμα δεν εβγήκε απ’ τ’ αυγό τη τηλεόραση πήγε κι άνοιξε. Γι αυτό θα πάει θα πάει ομπρός. Αυτός θα τήνε σφάξει τη Λερναία την Ύδρα που μας εκατατρώει. Αμήν Παναΐα μου. Από το στόμα σου και στου Δία τ’ αυτί. Μόνο μη κρυώσει έτσι ξυπόλητος, τί τρογυρνάνε και κάτι μεταλλάξεις λογής τω λογαδιώνες. Μην αρρωστήσει. Αυτά επρόκανε να πει ο Εικοσιένας κι έκλεισε τα μάτια του. Απόθανε; Απόθανε! Πάει κι αυτός. - Από κορωνοϊό; Εμβολιασμένος; Θα σε γελάσω.
Ο μιτσός, που επερπάτουνε ξυπόλητος, εμίλησε - άλλο θάγμα και τούτο! - εις άπταιστον νέαν-νεοελληνικήν.
Ιζ δε άνκλ ντεντ; Όου γες. Και γιατί μείπε τσυπόλητο; - Ξυπόλητο σ’ είπε. Γες. Τσυπόλητο.
-
Έλα να σε βαχτίσουμε στον αγέρα, μη πας αβάχτιστο κι είναι κρίμας. Και πώς θα με βγάλετε; Είκοσι σα και τον πούαρ μαν; Όχι. Εικοσιδύο θα σε βγάλουμε, εντολή του τζίου σου, και κοίτα νάσαι κα λός και γουρλής, όχι σα και τον Είκοσι και τον Εικοσιένα, τσου κατσικοπό δαρους. Και ποδέσου μη πατήσεις κάνα γυαλί και κόψεις τα ποδάργια σου. Πού τρέχεις έτσι; Δεν έχω ανάγκη. Οι πατούσες μου είναι σα σιόλες. Κοίταξέ τονε! Δεν ακούει το λόγο! Βάλε παπούτσια, παιδί μου! Έλα δω! Βάλε και μάσκα Κ95! Κυκλοφορούνε κάτι ιοί, να! κάτι ιοί με το συμπάθιο. Προφυλάξου, να μας επροφυλάξεις. - Δε θέλω! Το ποντίγιο του Είκοσι έχει! Πού πας Εικοσιδύο μου τσυπόλητος στ’ αγκά θια; 2-1-2022 ΣΤΡΙΝΕΣ Είδες σέστα; Τση φαίνοντ’ όλα. Δε τήνε διαφέρει; Από σπίτι τση δε τήνε βλέπουνε πως βγαίνει όξω; Μάνα δεν έχει; Εσκάρτεψε η κοινωνίααα… κι οι κοπέλες ό,τι έχουνε το δείχτουνε. Που εμείς ετότες… Στο σκογειό πάντα με τη ποδιά. Κι όξω, ή φούστες ή φορέματα. Δεν εφοράγαμε πανταλόνια. Αντρικό ρούχο. Οι Γαλλίδες τα πρωτοφέρανε στη Κέρκυρα. Εβγαίνανε με τα σορτς κι εβουρλιζόνταν’ οι άντρες. Από κει τα μάθαμε. Από το κινηματόγραφο τα μάθαμε. Η Καρέζη στο «Ραντεβού στη Κέρκυρα» πανταλόνια φόραγε. Κι εγίνηκε μόδα. Το εξήντα! Πριν η Μελίνα, ως Στέλλα, όλο φούστες φόραγε. Κι οι ξένες οι ηθοποιοί εφοράγανε παντελόνια ακόμα και προπολεμικά. Η Μάρλεν Ντίτριχ κι η Όντρεϊ Χέπμπορν. Οι ξένες! Οι δικές μας όχι. Μόνο κάτι τση αριστοκρατίας που εκάνανε τσι αμαζόνες
μου
προσέχω να μη κάνω στρίνες. Τί και με τσι φούστες άμα δεν επρόσεχες σου φαινόνταν’ όλα. Ήτανε μία στη γειτονιά, η Φιόρη του Τσελέστε παναπεί, την ηξέρατε δε τήνε ηξέρατε; που από επί τούτου έβανε τόνα ποδάρι πάνου στ’ άλλο και τση φαινόντανε μέχρι κι η ζαρτιέρα. Και παραπάνου. Θέαμα εγινόντανε. Και τα παληκαρόπουλα όλο εκόβανε βόρτες, για να ιδούνε παναπεί. Και τα πα νταλόνια τα εβγάλανε για τσι γυναίκες ακριβώς γι’ αυτό. Να μη κάνουνε
στρίνες. Ναι, αλλά τα βρακιά ετότες ήτανε πλατιά, δεν ήτανε κολλητά απάνου σου, όπως τα τώρα. Τότες τα βάνανε οι κοπέλες και για να κάνουνε τη μόδα αλλά και γιατί τα βρακιά είναι πιο βολικό ρούχο. Πρώτα τα φορούσανε οι αμαζό νες, στα αρχαία χρόνια, μετά μόνο οι άντρες και μετά όλος ο κόσμος. - Οι χίπισες τα φορούσανε. Με κάτι καμπάνες να! Κι από κει και πέρα όλες μπλου τζιν. Εθησαύρισε ο Τζιν. Μπα; Τζιν ελεγόντανε; Δε τόξερα. Τζιν, Τζιν τόνε ελέανε. Πώς αγοιώς; Κάπως αγοιώς τόνε ελέανε. Δε θυμάμαι τώρα. Αλλά τώρα οι κοπέλες εφύ γανε από το τζιν και φοράνε μόνο κάτι σκισμένα και κάτι κολλημένα απάνου τσου που καλύτερα νάτανε ξεβράκωτες τέγεια. Πιο πολλά δείχτουνε παρά κρύβουνε. Στρίνες κάνουν’ εξεπίτηδες. Χειρότερα κι από το σκογειό που εγράφαμε στα μπούτια μας τσι ρετσέτες για το διαγώνισμα κι ερχόντανε από πάνου σου ο κύργιος, σ’ ήβλεπε, και καθόντανε ώρα και σ’ έβλεπε και δε σούλεγε τίποτις. Έτσι ετέγειωσα εγώ το σκογειό. Μετά έτριβα τα μπούτια μου ώρες να φύγει το μελάνι, τί ήπρεπε να ξαναγράψω για τ’ άλλο δι αγώνισμα. Κι εγώ, κι εγώ… Τώρα στα διαγωνίσματα ήθελα νάξερα που γράφουνε τσι ρετσέτες. - Τώρα έχουνε το κινητό και τσου στέρνουνε εσεμές απ’ όξω. Πάντως, τα βρακιά που φορούνε τώρα είναι ό,τι πρέπει για στρίνες. Κοίτα και τούτηνε που περνάει. Πιο κολλητό δε γένεται. Νάτανε κόρη μου θα τσή λεγα ‘γω… Σιγά τα αίματα. Ορή εσύ δεν ανέβαινες στο μπόντε με το μπικίνι και σου φαινόνταν’ όλα; Τα εξέχασες αυτά; Άλλο στο μπάνιο. Δεν είναι το ίδιο. Το ίδιο είναι; Κάτσε ν’ ασκωθώ, να πά να φύγω, τί έχω να ψιωνίσω και καρβουνάκια για το θυμιατό. Μη μου κλεί σουνε. Βάρτε ένα χέρι τί δε μπορώ να ξεδιπλωθώ. Είναι κι αυτό το μπαγκάκι πολύ χαμηλό και δε μπορώ. - Να! Πιάσου από το χέρι μου. Ώωώπάαα… Πρόσεχε μωρή. Φωτογραφία μας έβγαλες όλες. Στρίνες μας έκαμες. Φοράς και μαύρη; Χα. χα, χά… Τ’ αρέσει τ’ Αριστείδη. Χα. χα, χά… 3-1-2022 ΣΤΡΙΝΕΣ ΙΙ Άργησες Φιόρη! Πού ήσουνε; Όπου νάναι θα φεύγαμε. Ειμάστενε τόση ώρα ‘δώ. Στο Κοιμητήργιο ήμουνε. Δε σας είπα ψες που θα πήγαινα να πάρω καρ βουνάκια για το θυμιατό; Είχα να πάω στο Κοιμητήργιο από πότε. Πάλε στο
ίδιο μπαγκάκι καθοσάστενε; Το παρακεί είναι καλύτερο. Τι λες… Αυτό έχει και πλάτη κι ακουμπάς και βλέπεις και το ρολόϊ τ’ Αγιού, απέναντι. Και βλέπεις και τον κόσμο που περνάει. Το καλύτερο μπαγκάκι τση Πλατείας είναι. Εσύ άμε παρακεί να μας εκάμεις και αντικάμαρα. Άμε να μετράς τ’ αυτοκίνητα που περνάνε να το πεις τση Επιτροπής και να βλέ πεις και ποιος ρίχτει τα σκουπίδια του στο κάδο και ποιος τ’ αφήνει απ’ όξω. Από κει γυρνάω και βλέπω όλη τη Πλατεία. Σφαιρικώς. Τον Άνταμο, τη Κοφι νέτα, τη Μαντρακίνα, το Μποσκέτο, τα παιδιά που παίζουνε στο ταπέο, το Φρούργιο, ίσαμε την Απάνου Πλατεία βλέπω με το καρουζέλ. Βέβια! Βλέπεις και το πάρκιγκ. Να πεις να σου εκόψουνε μιστό που το προ σέχεις! Άμε, ορή! Κάτσε κάτου! Παλουκώσου! Γιατί πήγες στο Κοιμητήργιο; Άναψες το καντήλι του Αριστείδη; Μπα που να φας τη γλώσσα σου, γλωσσοκοπάνα, φαρμακόγλωσση, κακή καντουναργιά. Ο Αριστείδης μου ζει και βασιλεύει, κακοχρονονάχεις! Κου νήσου από τη θέση σου… - Αλήθεια ζιει; Έχω να τόνε δω από τα πότες… Επειδής δε κατεβαίνει. Τα καφενεία να τόνε φάνε; Κάθεται και βλέπει τα αθλητικά. Φούτουμπόλ και μπάσκετ. Έχουμε βάλει πιάτο και πιάνουμε όλους τσου σταθμούς. Άκου ο Αριστείδης μου, η αγάπη μου…, φτου, φτου, φτου… - Έτσι είναι. Όποιος έχει πολύ πιπέρι βάνει και στα λάχανα. Έχω χρόνια να τον ιδώ κι είπα..., λάθος! Δε τόθελα. Συγγνώμη, παναπεί. Νάναι καλά ο άνθρω πος. Αφού ζιει, πώς…, νάναι καλά πάντα, ούτε λόγος…, αλλά θα κοντεύει και τα εκατό τώρα…, έ; Μωρή ποιά εκατό; Ογδοήντα άκλειστα είναι. Μετά το Πόλεμο εγεννήθηκε. - Δε μας ήλεγες που επολέμησε το ΄40; Εγώ; πότε; Ο πατέρας μου επολέμησε. Ο Αριστείδης μου ήταν’ αγέννητος. Ά, εσύ εκούτιανες τέγεια… Από μικρή κουτή ήσουνε αλλά τώρα παραγίνη κες… Αυτός ορή δε μας ήλεγες που εμπήκε με τη Σημαία στη Κορυτσά; - Είσαι χασολοϊσμένη; Πότε ορή; Ορές! Πέστε ορές! Δε μας τόλεε; Βουρλισμένη είμαι; Έφερες και τον αντρεντέ σου; Να μη χασομεράω… Ορές, μιλείστε ορές! Ο Αριστείδης δεν εμπήκε στη Κορυτσά; Πόσους πόντους ασκώνεις στην αρχή; Σκας μωρή! Ο Αριστείδης κι ο Αριστείδης… Αφού θέλεις να τ’ ακούσεις, άκουσέ τα. Τον ήθελες μωρή από τα τότες. Γιατί ήτανε υπάλληλος. Κι έσκα σες μωρή που δε τόνε πήρες εσύ κι έμεινες στο ράφι. Που εμένανε μόνο εκοίταε και δεν είχε μάτγια γι άλληνε. Σκάσε, μη πάω και φύγω. Βλέπεις εμείς δε του εκάναμε στρίνες σα κι εσένανε. Όλοι σε ξέρανε. Η Φιό
ρη του Τσελέστε με τ’ όνομα. Όλοι σε ξέρανε τι εξ όλης και προόλης ήσουνε. Άσκωνες τα ποδάργια σου για να σου φαίνοντ’ όλα. Ας τ’ άσκωνες κι εσύ. Εγώ είχα να δείξω, εσύ τι είχες; Βρωμαργιά! Βάρτε ένα χέρι ν’ ασκωθώ να πά’ να φύγω. Από το Κοιμητήργιο έρχομαι και δε θέλω να κολαστώ. - Νάτος κι ο Αριστείδήηης…, έρχεται. Εκατέβηκες Αριστείδη μου; Δεν έχει αθλητικά; Καλησπέρα σας. Είπα νάρθω να σ’ έβρω τί αργούσες κι ανησύχησα. Και το κινητό τόχεις κλειστό. Απ’ όταν εμπήκα στο Νεκροταφείο κι εξέχασα να τ’ ανοίξω. Πάμε να κά τσουμε στο καφενείο; Πάμε. Έφυγα ορές. Πάμε στο καφενείο, δίπλα. Κι εσύ σκάσε, ορή, να κάνεις και σμπάρο! Στο καλό, στο καλό, και στη καλή την ώρα. ----------------------------------------Τήνε βλέπετε; Τον έπιακε κι αγκαζέ. Εσύ να τα βλέπεις που τον έβγαλες και πεθαμένονε, τον αχαρόνε τον Αρι στείδη. Ας μη τούκανε στρίνες και θα σούλεγα ‘γώ ποιά θα τον είχε αγκαζέ τώρα. Έτσι είναι. Οι άντρες στρίνες θέλουνε. Να κοιτάνε. Τσι καλές κοπέλες, τσι τίμιες, καένας δε τσι κοιτάει. Εγώ ηξέρω που έχω το κούτελό μου καθαρό. Όχι σα κι αυτήνε που δεν έχει αφήκει, μέχρι τα τώρα, μούλο για μούλο… Έλα μια! Σώνει, ορή, σώνει! Τσούφαες τσ’ ανθρώπους. Κοίτα αυτήνε που περνάει. Όλη της η μέση όξω. Δε κρυώνει; Πλευρίτη θα πάθει. Κι όλα τση όξω. Τα πάντα τση όλα στρίνες. 4-1-2022 ΠΑΓΩΤΟ ΦΡΑΟΥΛΑ
βάλουμε; Στσι
απ’ όπου πήρε το νερό. Μα εκεί ποιός θα τόβλεπε; Τ’ αγάρματα τα βάνουμε κάπου να φαίνονται. Άμα δε φαίνονται τι αξία έχουνε; Παναπεί η αξία είναι να φαίνεσαι; Έεε…, όπως και να το κάνουμε άλλο είναι να φαίνεσαι κι άλλο να μη φαί
νεσαι… Και τότες γιατί γκρινιάζεις με τη τηλεόραση και λες αυτοί μόνο για να φαί νονται βγαίνουνε; Δε κάνουνε καλά; Άλλο η τηλεόραση. Στη τηλεόραση κουνιόνται. Τ’ αγάρματα είν’ ακούνητα. Αλλά όσοι κουνιόνται στη τηλεόραση είναι σα και τ’ αγάρματα, ένα πράμα. Εκατάλαβες; ‘Όχι. Παναπεί όπου και τ’ αγάρματα κουνιόνται; Όπως τ’ άγαρμα του Σαλι μπούργου που είπες ότι το κουνήσανε δυο φορές; Άλλο αυτό. Μπόδαγε και το βάλανε λίγο πιο κει. Δε πειράζει. Και συ δεν έλεγες που ήπρεπε να το βάλουνε στη Λαϊκή γιατί στο Νέο Φρούργιο επολέμησε κι όχι στο Παγιό; Ναι αλλά εκεί δε θα φαινόντανε, σου εξήγησα. Κι εκεί για χρόνια ερίχταμε τα σκουπίδια μας. Μεσ’ στα σκουπίδια να τόνε βάναμε; Και τη κολόνα του Ντούγκλα γιατί την επήρανε απ’ τ΄ Ακταίον και τήνε βά λανε στη Γαρίτσα; - Στο Ακταίον όπου την είχανε έκατσε το χώμα κι έπεσε. Γι αυτό την επήρανε. Το Καποδίστρια θα τόνε πάρουνε καμιά ώρα; Γιατί να τόνε πάρουνε; Και γιατί να μη τόνε πάρουνε; Όλους τσου παίρνουνε. Εγώ λέω να τόνε βά λουμε στο Λιμάνι να τόνε βλέπουνε όλοι όσοι έρχονται στην Κέρκυρα. Αυτό είναι το καλύτερο μέρος. Εκεί θα βάλουν’ άλλονε. Θέση καπαρωμένη. Ποιόνε θα βάλουν’ εκεί; Θα βάλουνε, θα βάλουνε… Ποιόνε; Το Γκύλφορδ, το Θεοτόκη, ποιόνε; - Άλλονε, πιο σπουδαίο! Είν’ άλλος πιο σπουδαίος κι από το Καποδίστρια; Ο κόντε Λαμαρίνας…, ξέρω γώ ποιόνε θα βάλουνε; Από πού να ξέρω; Ανδριάντα θα βάλουνε; Άμα δε βάλουνε ανδριάντα μπορεί να βάλουνε καμιά κολόνα, σα και του Ντούγκλα. Θα ιδούμε. Και τη βάρκα θα τήνε βγάλουνε; Πού θα τήνε πάρουνε; Στα καρνάγια θα τήνε πάρουνε για πέτσωμα. Ξέρω ‘γώ; Κάπου θα τήνε πά ρουνε να την απηθώσουνε. Μπορεί ν’ ασκωθεί κι ο Αρκίνοος να τήνε πάρει να φύγει σα και τον Οδυσσέα, τί λένε όπου μας εβαρέθηκε. Δε τσου εν διαφέρει που θα τήνε πάρουνε. Ποτέ τσου δε τσου άρεσε η παγιόβαρκα. Μπόδαγε, λέει, τη θέα του Νέου Φρουρίου και δεν ήτο πρέπον. Μα από κει δε φαίνεται το Φρούργιο. Άμα ρίξεις τσι πολυκατοικίες φαίνεται. Κολόνα να βάλουνε. Γιατί κολόνα;
- Η κολόνα δε μποδάει τη θέα του Νέου Φρούργιου κι είναι πρέπον. Καλά, καλά…, άμα σε ρωτήσουνε πέστσου πως είναι πρέπον. Θα μας ερωτήσουνε; Σιγά που θα μας ερωτήσουνε. Αυτά είναι πράματα που τα ξέρουνε μόνο λίγοι και διαλεχτοί. Ουχί τα άγια τοις κυσί. - Τι είναι κυσί; Να σου πάρω ένα παγωτό φράουλα;
Ο ΧΡΟΝΟΣ * Από το Χάος εξεπετάχτηκε. Από αρχαιοτάτων και προϊστορικών. Μπερδεύτηκε κι έγινε ένα με τη μυθολογία. Ποιός είναι ο πιο δυνατός; Ποιός κάνει μεγαλύτερο σάρτο; Ποιός πηδάει πιο ψηλά; Ποιός είναι ο πιο βαρύς; Ποιός ο πιο ελαφρύς; Ποιός μπορεί ν’ ασκώσει πιο πολύ; Ποιός είναι πιο γλήγορος, ποιός είναι πιο αργός; Άρτ εδώ και δε πάει στάσουλο. Τι παναπεί γλήγορα; Το μακριά, το ψηλά, το βαργιά, κατανοητόν. Το πιο γλήγορα; Το πιο αργά; Τι δε καταλαβαίνεις; Ποιός ρίχτει με το τόξο πιο γλήγορα το βέλος; Ο Κένταυρος Χείρων. Όχι! Η Αρτεμις και περικαλώ μη βλασφημείτε τα θεία. Κάνετε λάθος. Να μετρήσομεν τον χρόνον και βγάλε τα κοψίδια από τη φω τιά, θα καούνε τόση ώρα απάνου στο βωμό. Να τόνε μετρήσομεν τον χρόνον, γιατί να μην τόνε μετρήσομεν; Φέρε τη κλεψύδρα. Κάπως έτσι ανεφύει η έννοια και η μέτρησις του χρόνου ως καθημερινή ανά γκη πέραν των ερωτηματικών περί μέρας και νύχτας. Και μην ακούτε κουτα μάρες ότι Χρόνος ίσον Κρόνος και πάει ο παγιός ο χρόνος κι ας γιορτάσουμε παιδιά. Ο πανδαμάτωρ Χρόνος είναι άπιαστος κι ας εμάθαμε μέχρι και τα έτη φωτός. Κι ας εκάμαμε από ρολόγια καμπαναργιού μέχρι ωρολόγια χειρός. Μια γύρα τση Γης γύρω από τον Ήγιο, λέει, είναι ένας χρόνος. Γιατί, κύργιε, να μην είναι δυο βόρτες κι εγώ από 72 να είμαι 36; Έτσι εσυμφωνήσαμε να μετράμε το Χρόνο. Μπα, κακοχρονονάχετέεε... Εγώ δεν εσυμφώνησα. Έννοια φανταστική ο χρόνος. Άπιαστος κι αμέτρητος. Τόνε κατιβάσανε με ντάουνλόουντ οι ανθρώποι στα δικά τους τα μέτρα. Από το χωρισμό τση μέρας με βάση το δώδεκα, που εσκεφτήκαν’ οι Αιγύφτιοι και μας εφέρανε ίσαμε τα σήμερα τη ντουζίνα ν’ αγοράζουμε τ’ αβγά, εφτάκαμε στσι υποδιαιρέσεις του δευτερόλεπτου, στο χρόνο ντε τε και στα έτη φωτός. Από πού κι ως πού; - Αμφισβητείς την τέταρτη διάσταση; τον Αϊνστάιν;
-
Εγώ; Εγώ άϊ κιού ραδικιού. Αλλά λέω… Να μη λες! Ορίστε μας! Η άλλη μούπε π’ άλλαζει ο χρόνος και να ντυθώ κατά πώς πρέπει και να τήνε πάρω στο ρεβεγιόν να δείξει τη ντουαλέτα τση, που για να τήνε πάρει εμέτρησα έξη πανηντάρικα. Λες και μου περσσεύανε! Έξη μήνες έκανα να τα μαζώξω. Για ένα μόμεντ έξη πενηντάρικα. Μισή ντουζίνα. Αυτό σου λέω. Όλα είναι χρόνος. Ναι, αλλά πούντονε; Τι παναπεί χρόνος; Δεν είναι κάτι που το πιάνουμε και το γλέπουμε. Ρομάντσο, Ντομινό, Φαντασία είναι. Οκέϊ! Φαντασία είναι. Και στον επόμενο τόνο η ώρα θε νάναι εννιά. - Εννιά; Άργησα. Έχω αραντεβού να πάω να μου σιάξουνε το κινητό. Μου εχάλασε και δε δείχτει καλά την ώρα. Στάκα δυο λεφτά. Τι θέλεις; Ξέρεις τι θέλεις; Θέλω μια στιγμή στο χρόνο. Μ’ ότι έχει μέσα η στιγμή. Αυτό θέλω. One Moment In Time που λέει και η Dana Winner. Δώκε μου μια στιγμή, λέει, να γίνω καλύτερος άνθρωπος. Δώκε μου μια στιγμή να κάμω το καλό και να νοιώσω λεύτερος. Μέσα από μια ΚΑΛΗ ΠΡΑΞΗ. Κι άσε τα μετρήματα. Ανάθεμάτα τα μετρήματα. Σα συρματοπλέγματα είναι. Κι εγώ θέλω νάμαι ΛΕΥΤΕΡΟΣ.
* Από μια ανάρτηση του Χρήστου.
5-1-2022 ΠΑΜΕ ΠΑΛΙ
Θεοφανείων σήμερα. Μέχρι κι η ΔΕΗ εγιόρτασε. Με το φως της το πανάκριβο. Αύριο τ’ Άη Γιαννιού. Εσώσανε τα γιορτάσια. Από Δευτέρας κάθε κατεργάρης στο μπάγκο του. Αρχίζουνε τα σκογειά. Φωτισμένα και συνωστισμένα. Με τα παράθυρ’ ανοιχτά. Να μπαίνει το φως μαζί με το κρύο. Ασφαλώς και με γενική ασφάλεια. Του ηλεκτρικού πίνακα τη γενική ασφάλεια. Την άλλη την ασφάλεια
τα κεφάγια κάτου μέχρι τα καρναβάγια που θα βγούμε να ξεφαντώ σουμε στσου δρόμους με τ’ άρματα, στσι σάλες, στσου χορούς των συλλόγων και στα τσικνίσματα τση Τσικνοπέφτης. Θα το κάψουμε. Φέτος, λέει, θ’ απαγο ρευτούνε στα καρναβάγια οι μάσκες. Τί άμα φορούμε και τα καρναβάγια μάσκες θα περάσουνε και δε θα τα καταλάβουμε. Από τα τώρα ετοιμάζονται τα γκρουπ. Σιόρα μάσκαρα, σιόρα μάσκαρα… Κοιμάσαι;
- Έ; Λέω κοιμάσαι; Τί μιλείς στον ύπνο σου. Πρωΐ είναι ή νύχτωσε; Απόγιομα είναι. Ρουχάζεις τρεις ώρες. Τι έβλεπες; Μιλούσα; - Για κάποια σιόρα έλεγες. Ποιά ήτανε; Τι ποιά ήτανε; Ξερω ΄γώ τι λες; Μη μου κάνεις εμένανε το σάντο. Μην ήτανε καμιά απ’ αυτές που ξάτρεχες φοιτητής; Εγώ ξάτρεχα; Αυτές με ξατρέχανε. - Σου ζηλεύανε τα κάλλη; Δε μπορείς να πεις…, μια χαρά παιδί ήμουνε. Και με το μαλλί μου και με τη φαβορίτα μου και με τη καμπάνα μου. Κι εσύ δε με ξάτρεχες; Εγώ; Πότε; Τότε! - Εχασολοΐστηκες μου κάεται. Εγώ σε ξάτρεχα; Εσύ, ορέ, νύχτωνε, ξημέρωνε δεν ήσουνε κάτου από το σπίτι μου; Ρούπι δε μ’ άφηνες να κάνω. Όλο ξω πίσω μου. Και μου τόλεε η μάνα μου. Δε μ’ αρέσει αυτή η κατάστασις! Σε εκθέτει! Αλλά ΄γώ πού; Το ζω το ντυμένο! Μη χάσω το γόη! Και να πεις που δεν είχα τύχες; Μάτσο! Ξέρεις πόσοι με θέλαν’ εμένανε; - Ποιοί σε θέλανε; Ο υγιός τση Άσπας, ο κοντός, ο άλλος από το από πίσω καντούνι, ο Μπουχέσας, ποιός άλλος σ’ ήθελε; Ο Τάσος από το καντούνι τση Φιλαρμονικής που όλο ένα τρομπόνι εκουβάλουνε, ποιός; Ήτανε κι άλλοι, πολλοί. Και μη μ’ αλλάζεις κουβέντα. Για ποιάνε σιόρα έλε γες; - Δεν ηξέρω. Σιόρα…, ποιά σιόρα; Δεν ηξέρω καμίανε σιόρα. Όχι μόνο τήνε φώναζες, χαμογέλουνες κιόλας. Λέγε! Πας να μου κάνεις μια στάλα καφέ να ξυπνήσω; Να ‘σκωθείς να πάμε να πιούμε καφέ κάτου. Που μ’ έχεις τέσσερεις μέρες κλεισμένηνε μέσα. Μπρός!
Πάρε μάσκα. Το τηλέφωνό σου το πήρες; Πάρε και τα χαρτγιά και τη ταυτό τητά σου. Και κλειδιά. Λεφτά έχεις; Πάμε.
Καλησπέρα σιόρ’ Αγγελική. Τι κάνετε; Τα παιδιά καλά; Τ’ αγγόνια; ……………………………………………… Αυτήνε τη σιόρα ήβλεπες στον ύπνο σου; Σε παρακαλώ… - Αυτήνε ήβλεπες… Μη μου λες εμένανε. Μ’ αυτήνε δεν εχόρεψες στο χορό των Προσκόπων στσι Εσπερίδες; Τι δουγειά είχες να τήνε χορέψεις;
- Ώ, ώ, ώ…, κουβέντα από το καιρό τση Ενώσεως! Δε θυμάμαι…, καρναβάγια ήτανε. Βλέπεις που το θυμάσαι; Να δούμε φέτος. Τι φέτος; Αφού καρναβάγια δε θα γίνουνε. Δεν ακούς; Ετριακόσια κρού σματα έχουμε! Θα κολλήσουμ’ όλοι. Δε θα γλυτρώσει καένας. - Άστ’ αυτά. Άμα θέλ’ η νύφη κι ο γαμπρός τύφλα νάχει ο πεθερός! Ξέρεις εσύ!
Τι ξέρω, ο άνεμος μέσα μου! Τι ξέρω; Μια ζωή κερί αναμμένο και στα γερά ματα μου κάνεις και ζήγιες; Άσε με να πιω το ύστερό μου. Να πάρεις τηλέφωνο το μικρόνε να τόνε ρωτήσεις αν εδιάβασε για τη Δευ τέρα. Έχει μάνα και πατέρα! Να ενδιαφερθείς που δεν ενδιαφέρεσαι για τίποτα. Τόνα παιδί πάνου στ’ άλλο θα είναι. Πριν τσι γιορτάδες δεν εκόλλησε ο διπλανός του κι ετρέχαμε; Και τι φταίω ‘γώ; Αφού θέλουνε τα σκογειά ανοιχτά. Επίτηδες το κάνουνε. Άστα σου λέει να κολλήσουν’ όλα, να κολλήσουνε κι οι μεγάλοι, να κάμουμε την ανοσία τση αγέλης, να τεγειώνουμε μ’ αυτήνε την αργολαβία. Θα πάρω να ρωτήσω να μου πει τι θα γίνει τη διευθύντρια, τη σιόρα Κατερίνα. Δεν έχεις να πάρεις τηλέφωνο καμίανε σιόρα. Ακούς; Μάλιστα! 6-1-2022 19ο ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΠΡΟΣΚΟΠΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ Πέρασαν κιόλας 4 χρόνια από το προηγούμενο Συνέδριό μας. Αυτό που καθόρι σε το Όραμα, την Αποστολή και το Στρατηγικό Σχεδιασμό μας 2018-2027, αυτό νε που το 2027 θα μας εκάνει 40,000 προσκόπους στην Ελλάδα. Μάλιστα ο τότε ΓΕ, προ τετραμήνου και πλέον, είχε στείλει και στις ΕΠΠ ένα ερωτηματολόγιο με 17 ερωτήσεις για να μας διευκολύνει
2. «Η οργανωτική ταυτότητα μιας σύγχρονης κίνησης». Και μας καλεί να τα συζητήσουμε στα κλιμάκιά μας. Τι να συζητήσουμε; Αμη δά καταλαβαίνω τι θέλει να πει ο ποιητής… Τέλος πάντων. Θα κάμουμε ό,τι μας εφωτίσει ο Θέος. Αλλά κι αυτά που θα συζητήσουμε που θα τα δώκουμε; Δε λέει. Πέστε μας παιδιά. Άμα δε σας εχρειάζονται οι σκέψεις μας μη μας βάνετε να μιλάμε στο βρόντο. Στο Συνέδριο καλούνται και οι 20 ΠΠ που είναι μέλη της ΓΣ, ως παρατηρητές, μαζί με 268 Βαθμοφόρους (παρντόν! Ενήλικα Στελέχη) και κάτι άλλους, όλοι μαζί κάπου 320 με 330 άτομα. Μάλιστα «οι ΠΕ θα πρέπει με ευθύνη τους να μεριμνήσουν για την όσο το δυνατόν πληρέστερη αντιπροσώπευση της ΠΕ στο Συνέδριο, με Βαθμοφόρους οι οποίοι θα πρέπει να είναι αποδεκτοί από το σύνολο. Γι’ αυτό θα πρέπει ν’ ακολουθη θεί η καλύτερη δυνατή διαδικασία, η οποία θα εξασφαλίζει τη συμμετοχή και έκφραση άποψης όλων των Βαθμοφόρων της Περιφερειακής Εφορείας». Αλλά ο ΚΔ/2017 λέει ότι «η ανάδειξη γίνεται κατά προτίμηση στα Συνέδρια των ΠΕ». Τι έγινε η ανάδειξη; Πέθανε; Θα καταβληθεί προσπάθεια από το ΔΣ να μην επιβαρυνθούν οι Σύνεδροι πολύ στο οικονομικό και να κοιτάξουνε που θα μείνουνε μοναχοί τους. Αυτό λέει που το Συνέδριο θα γίνει δια ζώσης. Εισάστενε σίγουροι που η μαντάμ «Ο» θα μας αφήκει; Τέλος πάντων. Προχωρείτε, προχωρείτε. Το Συνέδριο είναι υποχρεωτικό να γίνεται στο πρώτο χρόνο από την ανάδειξη του νέου ΔΣ και πρέπει να γίνεται. Το λέει ο Οργανισμός. Όμως εχάθηκε σα πρώτο θέμα να μπει το τι κάναμε για την υλοποίηση του Στρατηγικού Σχεδιασμού 2018-2027 που αποφασίσαμε στο προηγούμενο Συνέδριο; Να μάθουμε πόσα Συστήματα ανοίξανε και πόσα κλείσανε μέσα σε τέσσερα χρόνια; Αυτό δεν είναι το πρωτεύον για να δούμε που είμαστε και τι πρέπει
ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ ΚΟΣΜΟΣ Λέει ο τοίχος στην είσοδο της Πτολεμαίων 1. «Πρόσκοποι. Δημιουργούμε έναν καλύτερο κόσμο». Το είδες εσύ; Όχι, από τη φωτογραφία. Έχω τέσσερα χρόνια να πατήσω στη Πτολεμαίων. Και; - Τι και; Ωραίο είναι αυτό που λέει. Και γίνεται; Έ; Γίνεται λέω; Θα σε γελάσω. Δε ξέρεις αν στο τόπο σου οι προσκόποι κάνουνε τον κόσμο λίγο καλύτερο; Μεγάλη κουβέντα. Δεν απαντιέται μ’ ένα ναι ή μ’ ένα όχι. Τέγεια ζω είσαι; Τίποτις δε καταλαβαίνεις; Τι θέλεις; Λεξικό ανωμάλων ρη μάτων; Τα περί ανωμάλων άστα σε παρακαλώ. Δε τ’ αντέχω. Από κρούσματα πως πάτε; Πολλά! Κάπου τρακόσια κάθε μέρα. Τρακόσια ανώμαλα; Μαζί μιλάμε; Του νιορονιού λέω. Ά, ευτυχώς! Τι ευτυχώς; ……… Ώ, πώ, πώ… Πού πήγε ο νούς σου; Όχι, λέω… Να μη λες! Διάσκαντζε, έ διάσκαντζε! Κάνουμε ό,τι μπορούμε. Άμυνα κρα τάμε. Να κρατήσουμε ό,τι μπορεί να κρατηθεί. Κι άμα στανιάρουμε, να ιδούμε πώς θα ξαναξεκινήσουμε. Για την ώρα ένδον. Θεού ερπίδα παναπεί; Υπάρχει ερπίδα. Χτες μια βάρκα έπλευσε στα Θεοφάνεια. Τήνε κοιτάζανε
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ 236 βάση τον αριθμό των Συστημάτων της περιοχής ευθύνης τους, προβαίνουν αναλογικά στον καθορισμό του αριθμού των Βαθμοφόρων που θα μετάσχουν σαν εκπρόσωποι της Περιφερειακής Εφορείας τους στο Συνέδριο Η ανά δειξη γίνεται κατά προτίμηση στα Συνέδρια των Περιφερειακών Εφορειών (ΚΔ/2017, 1,γ,4,3), που γίνονται κάθε χρόνο μεταξύ Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου (ΚΔ/2017,6,β). Η Αν. 3-1/5-1-2022/ΓΕ καθόρισε τον αριθμό των εκπροσώπων/βαθμοφόρων
Ερωτά ο καθείς.
1. Έγιναν μεταξύ Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου τα ετήσια Συνέδρια όλων των ΠΕ; 2. Αναδείχθηκαν σε αυτά ή με κάποια άλλη διαδικασία ανάδειξης όλοι οι εκ πρόσωποι/βαθμοφόροι των ΠΕ στο 19ο Παν. Συνέδριο; Η ίδια η Αν. 3-1/5-1-2022/ΓΕ δημιουργεί αμφιβολίες. Τι σημαίνει «οι ΠΕ θα πρέπει με ευθύνη τους να μεριμνήσουν για την όσο το δυνατόν πληρέστερη αντιπροσώπευση της ΠΕ στο Συνέδριο, με Βαθμοφόρους οι οποίοι θα πρέπει να είναι αποδεκτοί από το σύνολο»; Τι σημαίνει «πρέπει να ακολουθηθεί η καλύτερη δυνατή διαδικασία»; Για την κατοχύρωση των δημοκρατικών διαδικασιών στο ΣΕΠ κάποιοι μείνα με και επτά (7) χρόνια εκτός κίνησης. Κάποιοι κληθήκαμε και στην Αστυνομία, διωκόμενοι και απολογούμενοι. Κάποιοι παρουσιάστηκαν στην Αστυνομία και με τα μωρά τους στην αγκαλιά. Ξεχνιόνται αυτά; Μετά λόγου γνώσεως ως κι αυτά ξεχνιόνται. Αλλά να «ξεχαστούν» ακόμη και οι προβλεπόμενες Δημοκρατικές
Ο ΣΒῶΛΟΣ ΣΒῶΛΟΣ. Κανών τονισμού: «ὅταν ἡ λήγουσα εἶναι βραχεία καὶ ἡ παραλήγουσα μακρὰ τότε ἡ παραλήγουσα περισπᾶται». Και εξ αυτού ο σβῶλος περισπάται. Του βάναμε περισπωμένη. Αμέ! Όμως μεταλλάχτηκε κι εγίνηκε σβόλος, με δύο όμικρον, σα και τη τελευταία μετάλλαξη του τελευταίου ιού. Αλήστου μνήμης οι σβόλοι. Μόνο άμα ανοίγει φύλλο η κυρία διαμαρτύρεται πώς τση σβόγιασε το ζυμάρι και που τση πήρα λάθος αλεύρι. - Κοίτα ‘δώ…, μου σβόγιασε… Δε σούπα να πάρεις ολικής αλέσεως; Αλεύρι μούπες να φέρω, αλεύρι έφερα! Σβῶλους, βόλους, δε τσου λέαμε. Μπάλες τσου λέαμε. Γυαλινόρους, σιδερί τες, πιλίτες. Κάτι μεγάλους, σα σβόλους, τσου λέαμε κολόκες. Χοντροί και μεγάλοι σα και τσι σπούρδες. Τσι κολόκες. Αυτοί ήτανε καλοί άμα επαίζαμε τσι δεκάρες. Εστήναμε τσι δεκάρες, ο καθέ νας τη δεκάρα του τη μία πίσω την άλληνε, με λίγο χώμα να κάθοντ’ ορθές και ρίχταμε από το λάϊς. Όποια δεκάρα έριχτες την έπαιρνες δικήνε σου. Πρωτοχρο νιάτικο παιχνίδι, τυχερό. Προπόνηση για το τ’ αψήλου που παίζαν’ οι μεγάλοι. Όξω από τσι δεκάρες εστήναμε και τύχες. Σε τούτο το παιχνίδι οι κολόκες εί χανε μεγάλη αξία. Βαργιές και μεγάλες σαρώνανε τα πάντα στο πέρασμά τους και κέρδουνες. Εδώ οι γυαλινόροι δε φελάγανε. Κάποτε ένα παιδί, ξενομερήτι κο, είπε τη κολόκα βόλο. Κι έτσι εμάθαμε και τσου βόλους. Δεν είχανε τη σπιρ τάδα του γυαλινόρου ή και του σιδερίτα στο κλόκου πάστρες μου κι ό,τι κι αν έβρω, αλλά κάθε παιδί εκοίταε μην έβρει καμιά κολόκα, κάνα βόλο, νάχει να παίξει. Καθ’ όσον για να ρίξεις καμιά δεκάρα ή καμιά τύχη ένας βόλος σου χρειάεται. Να τσου ισοπεδώνει τσ’ αλλουνούς τα πάντα όλα. Να κερδέψεις εσύ, να χάσουν’ οι άλλοι. Μέχρι τα σήμερα αυτό γίνεται. Τούτη την ισοπέδωση και το εξ αυτής κέρδος τόχει ο βόλος, ο σβῶλος, η μικρή σφαίρα χώματος, λάσπης ή από όποιο άλλο υλικό. Άμα όμως είναι και σιδερί τας κι αντέχει εις τας κρούσεις ακόμα καλύτερα. Αλλά ετότες άμε νάβρεις βόλο σιδερίτα να τόνε κάμεις κολόκα. Θέλει ρουλεμάν μεγάλο, ειδικής
ανάμεσα από τσι δυο παλάμες να τσι κάνουμε στρογγυλές και τέλειες και τσι αφήναμε να στεγνώσουνε στη σκια, γιατί στον ήγιο εσκάγανε. Εκάναμε πέντέξη, άμα ετσακιζόντανε η μία νάχουμε την άλληνε να ρίξουμε. Μερικοί τσι βάφανε κι απ’ όξω με όχρες, νάναι κι ωραίες. Σήμερα οι πιλίτες βόλοι έχουν’ εξαφανιστεί. Δε τσου βρίσκεις με τίποτις. Ούτε σε φωτογραφίες δεν υπάρχουνε. Τα μιτσά ούτε που τσούχουν’ ακουστά.
Και μεγαλύτεροι ακόμα. Τσου λες: Έχεις ακούσει για ένα σβῶλο, βόλο, πιλίτα; Βεβαίως! Για τον εκ του Πηλίου Βόλο δε λες; Την αρχαία Ιωλκό; Έχει κάτι τσίπουρα… 9-1-2022 Ο ΣΤΟΥΚΟΣ Ο Πρόσκοπος είναι ένα παιδί που είναι πάντα έτοιμο να βοηθήσει τους άλλους και να κάνει κάθε μέρα μία καλή πράξη. Ο πρώτος θρυλούμενος ορισμός του Προσκοπισμού. Απλός, απλούστατος, κατανοητός. Μεγαλειώδης και αποστομωτικός. Ο ορισμός του ΚΑΛΟΥ. Τι δε καταλαβαίνεις; Δεν έχει άλλο να καταλάβεις. Όλο αυτό είναι. Κι όμως… Αν αναλύσεις αυτό κι αναλύσεις και τ’ άλλο, εις το βάθος υποκρύ πτεται κι αυτό και τ’ άλλο. Ο τάδε είπε κι ο δείνα είπε κι ο σοφός εξήγησε κι ο εντρυφήσας απέδειξε κι ο αρχηγός των ινδιάνων τα πρωτόπε και του τάκλεψε ο δικός μας, κι ένα σωρό άλλοι είπανε και τι δεν είπανε. Κι εγώ ως Αρχηγός Εκπαιδευτής, περικαλώ, προσέθεσα κι έκαμα και διδακτορικό και να το διαβάσετε, πωλείται ευρώ 12 εις το προσκοπικόν ενεχυροδανει στήριον, να ξεστραβωθείτε, καθόσον τα πάντα είναι κίνησις και προσαρμοστικότης εις τας νέας πραγματικότητας, άς δέον να λαμβάνομεν υπ’ όψιν, διαφορετικά θα μας επάρει και θα μας εσηκώσει και θα ψάχνομεν αν το 1821 εγίνηκε Επανάστασις ή αν ο κόντε Νάνες μας έβαλε με το άστε-ντούο το φοίνικα ως σύμβολον, ο αθεόφοβος!, και ημείς επιπολαίως ενεργούντες τον αντιγράψαμεν. Αίσχος! Αντράκλα (γλυστρίδα) έφαες; Μπλιάχχχ…., λαϊκόν έδεσμα! Φύεται και εις το Βίδο. Ανάθεμά τονε που τόφερε. Καλά εκάμαμε και τόνε διώξαμε. Θα ηδυνάμην να σας ομιλώ επί ώρας. Καθ’ ότι ο Προσκοπισμός, εν τη ευρεία του εννοία, οφείλει,
επί των ημερών μας.
τας
υπ’ όψιν… - Ρε αντ’ απόκια. Προσκοπισμός είναι αυτό που είπε το παιδί. «Ο Πρόσκοπος είναι ένα παιδί που είναι πάντα έτοιμο να βοηθήσει τους άλλους και να κάνει κάθε μέρα μία καλή πράξη». Ο ορισμός του ΚΑΛΟΥ. Ο ορισμός της ΕΥΘΥΝΗΣ. Ο ορισμός του ΠΟΛΙΤΗ. Δε το εκατάλαβες με τη μία; Δε θα το καταλάβεις ποτές σου. - Εγώ; Εγώ έχω πάρει τέσσερα Δέρτα-Δέρτα!
- Πάρε κι εικοστέσσερα. Στούκος ήσουνε και στούκος θα μείνεις. 9-1-2022 ΣΑΒΒΑΤΟ ΚΙ’ ΑΠΟΓΙΟΜΑ Ι Σάββατο κι απόγιομα κι η ασετιλίνη, το καρμπούρο, άναψε στα καροτσάκια τση Απάνου Πλατείας. Πιο κει από το κολονάκι με το μηδέν. Σινεμά δε θα πηγαίνα νε. Δεν είχε όλη η παρέα για το εισιτήργιο. Και τι; Μοναχός του να πήγαινε; Δεν έλεε κι ας είχε το τάλαρο στη τσέπη του. Το βδομαδιάτικο. Ο ίδρως έγιωνε τ’ αλάτι από το πρωινό μπάνιο και τούκανε φαγούρα στη πλάτη. Δεν είχε ξεπλυθεί στα Μπάνια και σπίτι του που πήρε το σωλήνα να ρί ξει απάνου του είχε κοπεί το νερό. Έκαμε τη φιλέτα του, έβαλε το χειμωνιάτικο πανταλόνι, το μπλε το καλό, κι ας έσκαε ο τζίτζικας, το πουκάμισο τ’ άσπρο το μακρυμάνικο, εγυάλισε τα παπούτσια του με κάμελ, εκοίταξε να μη λερώσει τσι άσπρες του τσι σκάρτσες κι επήρε κι έβαλε το ρολόϊ του πατέρα του. Τον άφηνε να το παίρνει. Νάχει κι αυτός κάτι. Στο ράδιο η Χωματά ετραγούδουνε «μιλάς κι ακούω τη φωνήηη σου…». Στο Πεντοφάναρο εβρεθήκανε. Πάμε κατ’ απάνου; Εφτάκανε στο Ακταίον. Η Γαρίτσα ένας καθρέφτης. Την έκοβε με το μαχαίρι η τελευταία αχτίνα του ήγιου. Πάμε παρακάτου; Όχι να γυρίσουμε. Στη Στέρνα την είδε. Την είχε μαρκάρει από τα Μπάνια. Ήτανε με τσι φιλονά δες τση. Κι αυτές, πέντε κοπέλες, εκάνανε βόρτα. Την εκοίταξε. Τόνε κοίταξε κι αυτή. Μια στιγμή και τα πάντα όλα. Μαχαιργιά! Σα και τη τελευταία αχτίνα του ήγιου π’ έκοβε τη Γαρίτσα. Τύφλα νάχουνε τα ραδιοκύματα του υπερπέραν. Η άμεση συνεννόηση. Μόνο που σ’ αγαπώ δεν είπανε τα μάτια τσου. Παρακάτου ο Βάβος είχε βγει με τ’ ακορντεόν. Δίπλα του ο άλλος που πού λουνε αμύγδαλα στο πάγο. Επήρε ένα σκαρτότσο. Ένα φράγκο. Δώκε μου! Τα θέλω! - Δώκε μου, ορέ… Μετά. Εγυρίσανε, τήνε ξανάδε στο πάρκο. Η μουζική έπαιζε. Εσταματήσανε δίπλα τους, ν’ ακούσουνε. Κοπέλα θέλεις αμύγδαλα; Δεν απάντησε αλλά πήρε. Εξανακοιταχτήκανε. Μια νότα έφυγε από το πάρ κο, εγίνηκε βέλος και τσου πέρασε μπάντα κι άλλη και τσου δύο. Δυο ματιές,
δυο χαμόγελα, ένα συμβόλαιο με χίγιες βούλες. Ο Ερωτας εκούρνιασε ανάμεσα στα μάτια τους. Εκεί κουρνιάζει. Από τα μάτια πιάνεται, στα χείλη κατιβαίνει… Αύριο θα πας μπάνιο; Ναι. Αυτό ήτανε. Τι έγινε, ορέ; Τίποτα. - Πώς τίποτα; Τι τσ’ είπες; Τίποτα. Άμα θέλεις αμύγδαλα πάρε. Εκάνανε κι άλλες βόρτες. Έκανε που δεν ήξερε. Δεν ήθελε να τόνε πάρουνε χαμπάρι οι άλλοι. Ούτε κι αυτή. Όλο γέλουνε και μίλουνε στσι άλλες. Άκουε τη φωνή της. Κι όλο λοξά τον εκοίταε. Κι αυτός. Επήγε δέκα. Ήπρεπε να πάνε σπί τια τους. Αργήσανε. Το καρμπούρο στα καροτσάκια είχε σβήσει. Πάει κι αυτό το Σαββάτο. Αύριο στα Μπάνια; Ναι. Στο δρόμο για το σπίτι του εσφούριζε. Μιλάς κι ακούω τη φωνήηηη σου… 11-1-2022 ΕΝΑ ΑΠΕΡΑΝΤΟ ΕΡΓΟΤΑΞΙΟ Διαβάζω και βλέπω. Μέσα στο Παγιό το Φρούργιο νάϊλα, τζαμένιες ξεχυτές, γυψοσανίδες, μια υπογεφύρια έρπουσα-υφέρπουσα, ένας σταυρός-τηλέγραφος να στέρνει το ύστερό του τηλεγράφημα. Ορές, κατιβείτε απόκια, μη βαρήσετε. - Κοιτάμε το Βίδο. Και τι βλέπετε; Δε βλέπουμε τίποτα. Αναπτύσσεται; Ούουου…, όλο ανάπτυξη είναι. Μιλιούνια οι υπαλλήλοι. Από τα τώρα τό χουνε κάνει κουφέτο. Μπράβο! Παρακάτου βλέπετε; Αμήηη…, τη Κρεβατσούλα. Όλα καλά; Όλα εντάξει. Και τσι εγιές εκόψανε και σύρματα βάνουνε και το δρόμο, το δημοτικόνε κλειούνε, πάει παπόρο η ανάπτυξη. Τίποτις άλλο; Πώς! Στο Ντεμπλόνι λίγο θέλει να σώσει το εργοστάσιο, ένα βαψιματάκι θέλει μόνο.
- Τι χρώμα θα το κάμουνε; Μαύρο, σα και το ρυάκι που όλο-όλο τρέχει, τράφος μεγάλος πάει να γίνει. Αναπτύσσεται. Μπράβο τους! Νάναι καλά! Και σ’ ανώτερα. Τα σκουπίδια τα πήρανε; Όλα! Πάρκο το κάνανε, περιβαλλοντικό. - Αυτά είναι. Κατά Ερημίτη μεργιά βλέπετε; Μόνο μηχανήματα. Έτοιμα είναι ν’ αρχινήσουνε, να βάλουνε χερικό να ανα πτύξουνε τη περιοχή. Μόνο που είναι κάποιοι που κοιτάνε και δε ξέρω γιατί δε ξεκινάνε. Ντρέπονται; Η ντροπή, ντροπή δεν έχει και χαράς τον που την έχει. Άλλο; - Άλλο δε φαίνεται. Τα κρύβει ο Παντοκράτορας. Αυτός καλά; Περιμένει τη σειρά του. Όλα μαζί ν’ αναπτυχθούνε; Σωστά! Κατά Νότο μεργιά; Εξεκινήσαν’ έργα στο λιμάνι τση Λευκίμμης. Έρχονται και κότερα. Εκεί να δεις ανάπτυξη. Να μη σου λέω… Όλα πρίμα παναπεί; Κατάπριμα. Ούτε πουλί πετούμενο. Αυτά δε γίνονται μοναχά τους. Υπάρχει σχεδιασμός, δε μπορεί… Δεν ηξέρω. Εσύ που είσαι από κάτου τι λένε τα νέα; - Ένας γράφει: «Με διαδοχικές αποφάσεις του Υφυπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας (ΥΠΕΝ) κ. Γιώργου Αμυρά, που άρχισαν να δημοσιεύονται σε ΦΕΚ λίγο πριν τα Χριστούγεννα, εξελίσσεται η σταδιακή κατάργηση των 36 Φορέων Διαχείρισης Προστατευόμενων Περιοχών (ΦΔΠΠ) της χώρας. Η διαχείριση των περιοχών αυτών περνά στη δικαιοδοσία του «Οργανισμού Φυσικού Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής» (ΟΦΥΠΕΚΑ)». Ά! Γι αυτό, τόση ανάπτυξη… Είπα κι εγώ! 11-1-2022 ΣΑΒΒΑΤΟ ΚΙ ΑΠΟΓΙΟΜΑ ΙΙ * Θα κατεβούμε; Άμα θέλεις… Εσύ θέλεις; Αφού θέλεις, πάμε. Ντύσου. Περίμενε. Μια ζωή σε περιμένω. Μη τρέχεις.
-
Τρέχω; Πιο σιγά πήγαινε. Με πονεί το ισχύο. Κράτησέ με. Εξαφανιστήκανε και τα καροτσάκια. Από δω έπαιρνα καραμέλες ραντεβού. Απ’ αυτές τσι μιτσές, τσι γόμινες. Τριαντάφυλλο. Να μη σου μυρίζω. Κι εσύ τέγεια ζω! Και σκορδαγιά νάτρωες, με φίλουνες. Μπόχάαα… Αλλά πάντοτε τέτοιος ήσουνε. Δε με υπολόγιζες. Τη πάρτη σου εκοίταες και μόνο τη πάρ τη σου. Εγώ; Πρίν έρθω πάντα εμάσουνα γαρουφαλάκι. Κι η μάνα μου δεν έβρισκε να βάλει στο ραβανί και στο κυδωνόπαστο. Τι εγινήκανε τόσα γαρουφαλά κια; έλεε. Μ’ είχε κουτιάνει η μπόχα. Αλλά τι να κάμω; Είναι που σ’ αγάπαγα. Γιατί εγώ δε σ’ αγάπαγα; Παναπεί τώρα δε μ’ αγαπάς; Όρεξη έχεις; Περπάπα! - Τρέχεις! Να κάτσουμε στο παγκάκι; Από δώ φαίνεται όλ’ η Γαρίτσα. Πρόσεχε! Αυτό είναι χαλασμένο. Τ’ ασβολώσανε. Οι μούλοι. Όλα τα συντρί βουνε. Πάμε στο δίπλα. Ωραία είναι, δεν είναι; - Άμα δεν εγράφανε και με σπρέϊ στο κουρτελάτσο θάτανε ακόμα πιο ωραία. Τι γράφουνε; Κάτι στ’ αγγλικά. Σα μουτζούρα είναι. Γιατί δε τα πιάνουνε αυτά που λερώ νουνε; Τόσο δύσκολο είναι; Άστα. Παιδιά είναι. Θέλουνε να εκφραστούνε. - Ωραία έκφραση…, τι να σου πω… Εχάθηκε να γράψουνε ένα ποίμα, κάτι άλλο; Όταν ο τοίχος είχε τη δική του ιστορία είχε και μια ιστορία να πει. Τώρα; Όλα σε πειράζουνε. Ώωω… Ανάψαν’ οι λάμπες. Ορέ γλόμποι! Σα κακιά Ανάσταση είναι. Ετότες ήτανε κάτι ωραίοι, στρογγυ λοί, τούμποι. Και δε τσου εβάναμε σημάδι με τα πλακίδια; Όλους τσου κατεβάσαμε. Ει μάστενε κι εμείς καλά σκουτιά. Τι μας επηράζαν’ οι τούμποι; Όχι εμείς οι κοπέλες, εσείς τ’ αγόργια. Εμείς ποτές! Ν’ ασκωνομάστενε! Έπεσ’ ο ήγιος. Όπου νάναι θα βαρήσει κι η σάλπιγγα υποστολή Σημαίας. Να κάτσουμε προσοχή. Στο καιρό του σέτε ζιεις; Πάν’ αυτά. Εσώσανε. Ανεπιστρεπτί. Χαμηλός αυ τός ο μπάγκος. Μ’ έπιακε κι η μέση μου. Πάμε να φύγουμε; Μέχρι να φτά κουμε σπίτι θέλουμε και μισή ώρα. Πάμε. Κάτσε να σ’ ασκώσω. Ώωωαπάαα… Θυμάσαι στο πάρκο;
- Θυμάμαι. Θέλεις αμύγδαλα; Έχω!
Από πού τα πήρες; Από το σούπερ μάρκετ. Από πού ήθελες να τα πάρω; Από τον Εισαγγελέα που κουβάλουνε το Βάβο, το στραβόνε; Πάν’ αυτοί. Εις τας αιωνίους μονάς. Εκεί όπου οδεύουμε. - Δεν είναι παγωμένα! Τότες ήτανε παγωμένα. Και Σαββάτ’ απόγιομα, δεν έχει μουσική; Πράτει, δε θα φτάκουμ’ άλλο.
* Παραγγεγιά.
13-1-2022 ΤΟ ΤΑΣΑΚΙ Τούπεσε. Έσπασες τίποτα; - Το τασάκι. Το σταχτοδοχείο; Από μιτσός αχλάδες είχες στα χέργια σου. Καλά σ’ έλεγε αχλάδα ο πατέρας σου… Τι παναπεί αχλάδας; Ζημιάς, καταστροφέας των πάντων, ό,τι πιάνεις σου πέφτει. Πού πας; - Να φέρω, να τα μαζέψω. Αυτό το τασάκι μου τόχε κάνει δώρο η φιλονάδα μου η Νίκη, καλή τση ώρα, όταν άνοιξα το γραφείο. Από τότες τόχα. Κρίμας που έσπασε. Εδώ και σαράντα έξη χρόνια τόχα. Ξέρεις πόσα τσιγάρα έσβη σα εδώ μέσα; Ολόκληρο το Ματσάγκο έσβησα. Κρίμας. Μάζευε! Τα μισά απ’ όξω τ’ αφήνεις. Φέρε ‘δώ να τα μαζώξω ‘γώ. Όλο μι σοδουγειές. Άσε με! Άμε μέσα! Επιθεωρητή σε διορίσαμε; Έχεις άλλο τασάκι; Έχω. Απ’ όλα πρέπει νάχω! Άμα δεν ήμουνα κι εγώ θα τόχαμε διαλύσει το σπίτι. Πάρε ‘δώ! Τι; πλαστικό; - Μη θέλεις και το καλό; το κρυστάλλινο; Γιατί; το κρυστάλλινο για ποιόνε τόχεις; Είναι τση σάλας! Μωρέ τι μου λες…, νάχει η σάλα κι εγώ να μην έχω; Άμα σου το δώκω θα το σπάσεις κι αυτό. Αχλάδα, έ αχλάδα! - Δώκε μου ‘δώ τούτο το πλαστικό να φουμάρω ένα, τί εχολεύτηκα τώρα. Είδες το πλαστικό; Εδώ κι εξήντα χρόνια ούτε που το ξέραμε. Ήρθε σα σί φουνας και τα ισοπέδωσ’ όλα. Πιάτο έγινε, κίκαρα έγινε, τραπεζομάντη λο, μπουκάλι, καρέκλα, παπούτσι, πληκτρολόγιο – ανάθεμά το! – ντέντα,
βάρκα, στολίδι για δέντρα και πλατείες, τραπέζι, ρούχο, χρήμα, χρώμα για τοίχους, ανταλλακτικό, μπρίζα, τηλεόραση, ντουλάπα, πολυμηχάνημα, κα λαμάκι, συνθετική ίνα, ποτήρι, μαχαιροπήρουνο, τάπερ, παιχνίδι, σουβέρ, ό,τι θέλεις εγίνηκε. Και παν’ απ’ όλα σκουπίδι. Και σακούλα και κάδος να βάνουμε μέσα τα σκουπίδια του, τα πλαστικά. Αυτά τα εξήντα τελευταία χρόνια κι όλα τ’ άλλα που θαρθούνε η εποχή του πλαστικού θα ονομαστούνε. Πώς λέμε η εποχή των παγετώνων; Το ίδιο. Είσαι ειδικός να κάνεις τη τρίχα, τριχιά. Δε μας ευκόλυνε τη ζωή μας; Δεν εκάμαμε οικονομία; Πόσο έκανε το σκρίνιο, το χειροποίητο, που μας έκανε ο Μοδέρνος; Και πόσο εχαλάσαμε για την αποθηκούλα για τσι σκούπες που έχουμε στο μπαρκόνι; Τίποτις δεν αναγνωρίζεις; Ετότες δεν είχαμε σκουπίδια αλλά και πώς εζιούσαμε. Ζωή κακομοίρα. Τότες δεν είχαμε τι να ρίχτου με. Γι αυτό δεν είχαμε σκουπίδια. Τώρα και σκουπίδια έχουμε και τα πάντα όλα έχουμε. Απόδειξη τση προόοδου! Αμέ! Ορή, τι λέει ορή… Επικοινωνείς; - Μη σβήνεις το τσιγάρο στο τασάκι μ’ αναμμένη τη κάφτρα. Θ’ αφήκει σημάδι. Για να ιδώ! Ορίστε! Τόκαψες! Το χάλασες αχλάδα μου. Και να το κό ψεις το τσιγάρο. Άμα σε πιάκει ο νιορονιός αλλοίμονό σου, κακομοίρη μου. Με τόσα υποκείμενα και με το τσιγάρο έσβησες τ’ άλλο δευτερόλεφτο. Κι ούτε σημάδι δε θ’ αφήκεις. Το τασάκι θα μείνει, εσύ δε θα μείνεις! - Δε σούπα να μου φέρεις το κρυστάλλινο; 13-1-2022 Ο «ΔΙΑΠΛΟΥΣ» Τόνε πιάκανε, λέει, για διακίνηση ναρκωτικών στην Κέρκυρα. Μεγάλη επιτυ χία τση ΕΛΑΣ. Όσο μεγαλύτερη η ποσότητα που πιάνουνε τόσο μεγαλύτερη η επιτυχία. Έτσι λένε. Κι έτσι είναι. Όσο πιο πολλά ναρκωτικά πιάνουνε τόσο με γαλύτερη προστασία δίνουνε στο κόσμο. Και ΜΠΡΑΒΟ ΤΟΥΣ και πάντα τέτοια. Ναι, αλλά πόσα δε πιάνουνε;
- Πάλι οι εθελοντές; Και τι θέλεις; Τρεις νοματαίοι είναι όλοι κι όλοι. Τι να πρωτοπροκάνουνε; Κι έχει ανάγκη κόσμος και κοσμάκης. Κι όξω από τα ναρκωτικά. Κι αυτοί που πίνουνε κι αυτοί που τζιογάρουνε, μέχρι κι αυτοί που είναι όλη μέρα στο ίντερνετ και ξεχνάνε και να τρώνε. - Να πάω κι εγώ τότες. Και σε κάνουνε καλά; Έχουνε κάνει καλά πολλούς. Απ’ αυτουνούς που γινήκανε καλά κι οι εθε λοντές. Αλλά δε προκάνουνε. Πάνε και στο Δήμο του Βοργιά, πάνε και στσι Φυλακές. Εκατό κομμάτια γίνονται. Δώκετέ μας δυο-τρία άτομα ακόμα, λένε, αλλά δε τσου δίνουνε. - Γιατί; Δε τσου περσσεύουνε. Έχουμε και το νιορονιό τσου λένε, ανάθεμά τονε, και δε τσου δίνουνε. Και μπριχού βγει ο νιορονιός γιατί δε τσου δίνανε τότες; Τώρα τι θέλεις; Γι αυτές τσι δουγειές όλοι μας τσου και τσώπα δεν ειμάστε νε; Ακούς τον κόσμο να μιλεί; Κάνει που δε ξέρει. Εσύ πως δεν ήξερες το «Διάπλου»; Γιατί εσύ τον ήξερες; Είχα ακουστά, αλλά το τι και το ποιο δε το ήξερα καλά. Βλέπεις; Όλο θεωρία επισκόπου και καρδία μυλωνά είσαι. Έκαμες ποτέ σου κάτι; Μία φορά, παγιά, στη «Νίκος Μώρος». Και μετά; Νετάρισες; Δεν αλλάζουμε κουβέντα; Τι λέει η φημερίδα; Η Αστενομία, λέει, έπιακε ένα ταξί που είχε μέσα πενήντα τόσα κιλά πράμα. Μεγάλη επιτυχία. Και πόσα επεράσανε και δε τα πιάκανε λέει; Όχι! Ανάθεμά τους. Τα παιδιά μας θα τα πιούνε. Εκεί που θα πάρουνε αυτούς που θα πάρουνε για το Άρσος τση Γαρίτσας και για το Γκράντε Γιαχτ και για την Αποσκλήρυνση δε περσσεύει ένας να τόνε στείλουνε στο «Διάπλου»; Και τι σκέση έχουν’ αυτά με το «Διάπλου»; Έχουνε. Δεν έχουνε.
Κεινού του Δυσσέα πούρθε και τ’ άφηκε; Τί του δώκαμε καινούργιο και τ’ άφηκε όξω από το λιμάνι το παγιό; Ποιός να ξέρει; Όσες φορές και να το ρωτήσανε δε μιλεί. Πας ν’ ακούσεις τα κυπαρίσσια του που σφουρίζουνε στο Σιρόκο αλλ’ άμε να καταλάβεις τη γλώσσα των κυπαρισσιώνες. Από πού ήρθε; Από τον αγέρα ήρθε; Φέρνει ο αγέρας χώμα; Χμμμ… Πολυτραγουδημένο, πολυζωγραφισμένο, πολυφωτογραφημένο, σήμα κατα τεθέν έγινε. Πηγή έμπνευσης. Σφραΐδα. Βουλοκέρι έμψυχων και άψυχων. Μια σταγιά χώμα. Του κάμαμε κι εκκλησάκι. Ζωντανό ημερολόγιο καταγραφής αιώ νων. Ανοιχτό βιβλίο προς ανάγνωση κι εκμετάλλευση. Η ανακούφιση στα μάτια του ερωτευμένου. Μέσον προσπορισμού. - Εδώ σταθείτε να σας εβγάλω μια φωτογραφία να φαίνεται και το Ποντικονήσι. Να θυμοσάστενε το μήνα του μέλιτος. Δυόμιση δραχμές και τα λεφτά μπροστά. Να σας επάρω με τη βάρκα απάνου; Άμα ήρθατε Κέρκυρα και δεν ανεβείτε στο Ποντικονήσι είναι σα να μην ήρθατε… Η πρώτη εικόνα άμα κλείνουνε τα μάτια του ξενιτεμένου. Το πρώτο όνειρο στο πρωτοΰπνι. Μ’ αυτή κοιμάται και μ’ αυτή ξυπνάει. Συνώνυμο τση νοσταλ γίας. Το ρεζουμέ αισθημάτων, ελπίδων, ερώτων, αναμονών, του νυν απολύεις τον δούλον σου δέσποτα. Από πού ήρθε; Από τον αγέρα ήρθε; Να σας επάρω με την άμαξα να πιούμε καφέ στο Κανόνι. Βλέπετε; Αυτό είναι το Ποντικονήσι! Θαγμάστε! Και θαγμάζουνε αυτή τη πινεγιά του πράσινου μέσα στο γαλάζιο. Μεσ’ στο πίντσιριρί τση χρυσής τομής. Η απόλυτη αρμονία. Ωραία είναι! Κεντράρει το μάτι τη κουκίδα και γαληνεύει ο σύμπαντας κόσμος. Πληρού ται. Σταματάει ο χρόνος στη κοιταξιά. Τα σύμπαντα γιορτάζουνε τη δόξα Σου Δημιουργέ. Και φύγε απόδω 737, μου χαλάς
μέση θα τήνε κράτουνε. Την ώρα που περνάει το ρίγος δυο κορμιά, μια ζωή. Έτσι τα πρόσταξε η Γης στα παιδιά της που τση πατούνε το χώμα. Αυτή τη σταγιά το χώμα που όμοιο του δεν υπάρχει. Δε θα το βρείτε πουθενά. Ούτε στσου Αμαζόνιους, ούτε στσου Ειρινικούς, ούτε στην άκρια τση Γης. Πουθενά.
- Από πού ήρθε; Από τον αγέρα ήρθε; Από τον αγέρα ήρθε. Μέσα στο άδειο φως του απογεύματος.
* Αφιερωμένο. 16-1-2022 ΜΗ ΚΡΑΤΑΣ ΤΟ ΣΤΟΜΑ ΣΟΥ ΚΛΕΙΣΤΟ Μπαμπά, ο κύργιος Σπύρος είπε… - Μη του μιλάς, Λάκη, ακόμα δε μπήκε μέσα ο πατέρας σου… Είναι κουρασμένος, δε τόνε βλέπεις; Φέρτου τσι παντόφολες. Δώκε μου δω, Τώνη, το σακάκι σου… Εκουράστηκες σήμερα; φλιμένε μου… Κάθε μέρα τα ίδια, Κούλα μου, δε τα ξέρεις; Έχω να μαζέψω για το νοίκι, από πού; Ποιός κυρ Σπύρος, Λάκη; - Ο γαλατάς, πρόκαν’ η Κούλα. Και τι είπε; Τι είπε και τι είπε…, τίποτα δεν είπε. Που δε θα φέρει αύριο γάλα, είπε. Αυτό δεν είπε Λάκη; Αυτό είπε! Μάαα… - Μαμούνια! Άμε μέσα και φέρε το τραντζίστορ ν’ ακούσει ο πατέρας σου τσι ειδήσεις. Τσι ειδήσεις τσ’ άκουσε ο κύργιος Τώνης. Και για το πόσους τόνους μπόμπες ερίξανε τα υπερφρούργια Μπι 52 άκουσε, και για το τάμα του Έθνους άκουσε, και για την ανέγερση μουσείου σαρώθρων άκουσε, και για τα εγκαίνια του νέου γηπέδου άκουσε, περί του αν θα φέρει αύριο γάλα ο κυρ Σπύρος ο γαλατάς δεν άκουσε. Καθότι για τους γαλατάδες και τσου πραματσούληδες δεν λένε οι ειδή σεις. Ούτε τότες ούτε τώρα. Κι ο Λάκης για το πραματσούλη ήθελε να του πει του πατέρα του κι όχι για το κυρ Σπύρο το γαλατά πούχε να θάψει το φορτίκι που του ψόφησε κι όλοι το ξέρανε που του ψόφησε και που δε
αυτές τσι σκάρτσες τσι νάϋλον, άρτι αφιχθείσαι εξ Αμερικής και σου κάνουνε ένα πόδι…, αν και εσείς δεν έχετε ανάγκη με τέτοια πόδια που ούτε η Τζίνα η Λολομπριτζίτα δεν έχει τέτοια πόδια σα και τα δικά σας. Και να βάνεις και μίνια που είναι τση μοδός να σου φαίνονται, κυρία Κούλα μου. Τί άμα δε τσι δείξεις τώρα τσι ποδάρες σου, πότε θα τσι δείξεις; Χα, χα, χα… Τα παραλέτε…, με κάνετε και γελάω…
- Εγώ ότι βλέπω λέω. Δε ξέρω άμα είναι του νούμερού μου. Να τσι προβάρω; Δε περνάτε δυο λεφτά μέσα; Μπούκαρε ο κύργιος Σπύρος στο ισόγειο απαρταμάντ κι η Κούλα είπε του Λάκη!
Άμε όξω να παίξεις. Επήγε ο Λάκης να παίξει κι η Κούλα επροβάρησε τσι νάϋλον. - Βλέπεις, Σπύρο, δε μου πάνε. Να! ούτε να τσι πιάκω με τη ζαρτιέρα δε φτάνουνε. Δες κι εσύ! Έχεις άλλες; Για σένανε, Κούλα μου, τα πάντα όλα έχω και πάρε και το κιβώτιο όλο. Σύ σκαρο. Πρόσεχε! Είν’ όξω ο Λάκης! - Λάκη. Έλα δω καμάρι μου. Να πάρε δω, μπισκότα γεμιστά, άμε κάτου από τη συκιά να τα φας, ήσυχα, ήσυχα… Δεν εκράτησε τίποτα από το κιβώτιο η Κούλα. Ούτε μπιστιού έβαλε. Εδώ δεν είχανε να πλερώσουνε το νοίκι, έξοδα θάκανε; Πάντως το νοίκι επλερώθηκε κι αυτό το μήνα και τον άλλο μήνα. Ανάσανε ο Τώνης. Δε μου ζητάει αυτός ο σπαγγοραμένος το νοίκι, Κούλα. Κι εγώ, τι; Κουτός είμαι να πάω κατά πάνου του; Άστονε νάρθει και θα δω τι θα του πω άμα έρθει. Άαα…, τόνε βαρέθηκα κι αυτόνε και το μεγάρο που μας ενοικιάζει… Έτσι Λάκη μου; Μάαα… Μάξις και ξερός, ξαναπρόκανε η Κούλα. Μην αντιμιλάς του πατέρα σου! Εκράτησε κλειστό το στόμα του ο Λάκης. Τόνε μπούκωνε κι ο κυρ Σπύρος με μπισκοτάκι γεμιστό. Ωραίο πράμα το μπισκοτάκι το γεμιστό. Μέχρι κι ο Λογο θέτης τόκαμε τραγούδι. Αυτό άκουε μετά από χρόνια ο Λάκης στο τραντζίστορ κι είπε από μέσα του. Δε θα ξαναφήκω το στόμα μου κλειστό. Κι ότι εσκεφτόντανε τόλεε. Αντιπαθής έγινε. Εχαρακτηρίστηκε. Φάκελο του κάμανε. Τον αρώτηξ’ ο αρχιφύλαξ. Τι έχεις να πεις; Δυο λεφτά. Τρώω μπισκοτάκι γεμιστό. 17-1-2022 ΕΚΔΡΟΜΟΥΛΑ ΜΕ ΜΠΙΣΚΟΤΟ *
Ήθελα να πάω να ξεδώσω, έφυγα απ’ το σπίτι για το πόστο. Πήρα λωφορείο των εννέα, είχα ραντεβού με τον Αντρέα.
Είχαμε και μάσκα, όλα εντάξει, δείξαμε χαρτί και διά την τάξη. Φτάκαμε στην Παλαιοκαστρίτσα, είπαμε να φάμε πεσκαντρίτσα.
Δεν είχανε πιάκει πεσκαντρίτσα, είχανε του φούρνου μία λίτσα. Έμοιαζε σα γκρίζα μοστερίτσα, σα κι αυτές που είναι στη Γαρίτσα.
Μη κρατάς το στόμα σου κλειστό, πάρε ένα σπάρο γιομιστό, μ’ αθερίνα, γαύρο και γαρίδες, κι από πάνου κάτι πεταλίδες.
Αντρέα, δε τσι τρως τσι πεταλίλες; Έχω από τα ψες όλο ξυνίλες. Φέρε μας ετότες το σοφρίτο. Έχω ένα υπέροχο παστίτσιο.
Φάγαμε εγιές, ψωμί και λάδι, ούζο, φέτα κι έν’ αβγό ασπράδι. Θέλαμε και κάτι σε γλυκό, είχε μπισκοτάκι γιομιστό.
Είδαμε από κοινού όλη τη θέα, έβγαλα και σέρφι τον Αντρέα. Ήτανε πάρα πολύ ωραία, κάτσαμε και εις την προκυμαία.
Φύγαμε, λοιπόν, κατά τσι δύο, έφευγε το ελεοφωρείο.
Πήρα να διαβάσω ένα βλιβλίο, Καζαμίας του εικοσιδύο.
Μη κρατάς το στόμα σου κλειστό, πάρε ένα σπάρο γιομιστό, μ’ αθερίνα, γαύρο και γαρίδες, κι από πάνου κάτι πεταλίδες.
250 19-1-2022 ΕΧΑΣ - Μεθαύριο είναι η ημέρα τση Αποταμιεύσεως. Το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, όπως κάθε χρόνο έτσι και φέτος, θα βραβεύσει την καλύτερη έκθεση. Θα δώσει βιβλιάρια και κουμπαράδες. Γράφτε! Τι γράφουνε τώρα; Εθυμήθηκε το τζίτζικα και το μέρμηγκα, σταγιά-σταγιά γιομίζει η στάμνα η πλατειά, φασούλι-φασούλι γιομίζει το σακούλι, βγάνε και μη βάνεις το πάτο θε να πιάνεις, ο πωλών τοις μετρητοίς κι ο πωλών επί πιστώσει, άρπαξε να φας και κλέψε νάχεις (άστο αυτό, ποιός θα το καταλάβει;), δος ημίν σήμερον και άφες αύριον, εθυμήθηκε και τη μουζίνα που του χάρισε ο μπάρμπας του ο Κώτσος, να μαθαίνει το παιδί, είπε. Εθυμήθηκε και τη νόνα τη Κατερίνα που κουναρούσε το μοσκάρι για έχας. Τι είναι έχας, νόνα; Νάχουμε για μια ανάγκη. Για μια αρρώστια, για ένα κατιντίς. Άμα ο άνθρω πος είναι σπάταλος δε κάνει προκοπή. Μέχρι και το σπίτι του παίρνουνε. Όπως του Σούλη τση τζίας τση Νίκολης όπου τόνε φάανε οι τράπεζες κι οι τοκογλύφοι πετσί και πέτσωμα και τα παιδιά του τώρα είναι στσου πέντε δρόμους. Εβρήκε όλα τα καλά αλλά ένα έπιανε, δέκα εχάλουνε. Τι εκατάλα βε; Ρούχα και πάλε ρούχα, ταξίδια, αυτοκίνητα, το κότερο «Μπέλα Βίτα», γλέντια, ξενύχτια, τζιόγοι, ποτά, κάτι άλλα, διασκεδάσεις, ζωή χαρισάμενη, εκατάντησε σα και το υγιό του Φλασκοδήμα εκατάντησε. Στο Φτωχοκομείο τον έχουνε. Εβάρησε το κουδούνι, η δασκάλα εμάζωξε τσι εκθέσεις, αυτός κόλα λευκή. Τίποτις δεν έγραψες; τι έκανες τόση ώρα; - Εσκεφτόμουνα, κυρία. Ως και στη σκέψη σπάταλος είσαι. Δε θα τα πας καλά. Μάλιστα. Εγύρισε σπίτι, επήρε τη μουζίνα του και μ’ ένα μαχαίρι προσπάθουνε να βγά λει τα τάλαρα που είχε μέσα. Τι δουγειά έχουνε τα τάλαρα μέσα στη μουζίνα; Να τα πάρω ν’ αγοράσω καραμέλες και μια τυρόπιτα αύριο στο διάλειμμα. Για έχας θα κοιτάω;
τος από το 1000 πΧ. που το ανακαλύψαμε μέχρι τα σήμερα που ήρθε το bitcoin και τα κρυπτονομίσματα και που κατά πως φαίνεται θ’ αντικαταστήσουνε τα χάρτινα τραπεζογραμμάτια, τί κι αυτά άλλο τόκο δε δίνουνε και το τραπεζικόν απόρρητον εγίνηκε ρητόν κι από πάνου για να σου φυλάνε οι τράπεζες το έχας σου σου βάνουνε μπέναρντι επιτόκιον αρνητικόν. Κι όσο περί Εθνικής Ανασυ γκροτήσεως η δουγειά επήγε ταφόντου. Σώνει τόση Ανασυγκρότησις. Δε θέλουμ’ άλλο. Βρε, σεις; Βάνετε χέρι στο έχας μου; Μαζί το κάμαμε; Να σας εξηγήσομεν. Το χρήμα, ως όλα, εγίνηκε πλαστικόν, άρα εύπλαστον. Αι σύγχρονοι οικονομικαί θεωρίαι πρεσβεύουσι… Να τας βράσω τας θεωρίας σας. Μου τα παίρνετε νομίμως. Τί κι οι νόμοι για τη πάρτη σας γίνονται και για τη πάρτη σας κοιτάνε. Άσε η Εφορία που εγίνηκε ΑΑΔΕ και προκόψαμε. Υπάρχει, λόγω κόβιντ, αύξηση των καταθέσεων, περίσσευμα ρευστού και εξ αυτού δε βγαίνομεν… Μας το λέει και η Ε Κου Του. Το κακό σας τον καιρό. Ποιανού κουτού; Αγοιώς μου τάλεγε η κυρά δασκά λα όταν μ’ έβαλε να γράψω περί Αποταμιεύσεως. Άλλαι εποχαί. Να ιδώ τι θα κάμετε άμα πάρουμ’ όλα τα όβολα και τα φυλάξουμε στα στρώματα. Είμεθα μία σύγχρονος οικονομία. Στρωμάτων και παπλωμάτων; Μία σύγχρονος μαντζαρία εισάστενε. - Μη το λέτε… Επεριορίσαμε και τα κόκκινα δάνεια! Είμεθα εις καλυτέραν θέσιν. Το λέει και ο οίκος Φιτς! Πριτς! Τα πουλήσατε σ’ αυτούς που τα επουλήσατε. Για τον κόσμο από κόκ κινα, μαύρα εγινήκανε. Το μαχαίρι στο λαιμό του βάνουνε αυτοί που τα πήρανε. Αφού σας εξελασπώσαμε, αφού επλερώσαμε τσι κουτροκεφαγιές σας, μας τήνε λέτε κι από πάνου; Πιάσ’ τ’ αυγό και κούρευτο. Έκατσε και σκέφτηκε. Πάντα εσκεφτόντανε. Φω ναχτά. Λες νάκανε καλά ο Σούλης τση τζίας τση Νίκολης που έβαλε φωτιά στο έχας του; Για έχας θα κοιτάω; Έχει ο Θέος. 20-1-2022 Η
το νήμα της και γράφει τη μοίρα των ανθρώπωνες. Τί για τσου ανθρώπους η Κλωθώ τα γράφει. Για ποιόνε άλλονε; Όλα τάχει γραμμένα. Όλα τάχει υπό πα ρακολούθησιν. Κι άμα ετότες έκλωθε η Κλωθώ ένα σκουτί για κάθε άνθρωπο έτσι και σήμερα οι σύγχρονες Κλωθούδες σου κλώθουνε ένα τσιπ στο μπράτσο καθοριστικόν τση μοίρας σου και του ριζικού σου. Σε μαρκάρουνε καθ’ όσον το αχανές Σύμπαν εσένανε έχει βάλει σημάδι. Εσύ είσαι κι άλλος δεν είναι. Να μη σε προσέξει; Κι έτσι και φτερνιστείς βάνουνε στην άκρη κομήτες και μετεωρίτες διότι σου λένε εκρύωσε ο λεβέντης μας και κάμετε στη μπάντα μη τόνε φυσήξει τίποτις και ψυχρωθεί. Αμέεε… Όλα μια γύρα είναι και κέντρο του σύμπαντα κόσμου ΕΓΩ! Και επ’ αυτού δε θέλω αντιρρήσεις. Ναι, αλλά έχεις ημερομηνία λήξης. Ποθαίνεις! - Λάθος, μεγάλο λάθος! Δε θα ποθάνω, ποτές μου. Θα μετεσαρκωνθώ, θα ζήσω εις άλλην διάστασιν και εις άλλην σφαίραν. Θα πάρω και το έχας μου μαζί μου. Τι; θα τ’ αφήκω κάτου; Τσ’ αποδέλοιπους; Στο είπε η Κλωθώ; Τι ξέρει κι αυτή, καημένε… Το μάτι της τ΄ αλλήθωρο που τρέχει στο κατήφο ρο. Το μάτι της το κλούβιο. Να φανταστείς ούτε περί εξωγήϊνων δεν ηξέρει. Άμα βάλεις το γιου τιουμπ μέχρι κι αστειάκια με τσου ούφο θα ιδείς να κάνουμε κι αυτή πέρα βρέχει. Έκαμε τόσο λάθος; Βεβαίως! Δε μου λες; Επρόβλεψε τα περί νιορονιού; Όχι! Επρόβλεψε τα περί Άρφα και Δέρτα και Μου και Όμικρον; Τα σταμάτησε; Όχι! Η άχρηστη! Διότι όλα τούτα από το διάστημα μας ήρθανε κι όχι από τσι νυχτερίδες. Σιγουραμέντε; Μη το συζητάς! Επήγα κι αρώτηξα στο καφέ τση κυράς Καγιόπης. Θα κολλή σω; Όχι, μου είπανε. Να βάνω μάσκα; Όχι, μου είπανε. Να πλένω τα χέργια μου; Ναι, τί τα νύχια σου ένα πένθος τόχουνε, μου είπανε. Κοίταξέ τα τώρα, πεντακάθαρα είναι. Τ’ αυτιά σου τα πλένεις; Το Πάσκα τώρα. Η κερίθρα με προστατεύει από τα μικρόβια. Τσίμπλες έχεις. - Κι αυτές καλό κάνουνε. Δεν αφήνουνε τσου ιούς να πάνε παραμέσα. Κι η Κλωθώ τίποτις; Τίποτις, η άχρηστη. Ράβε, ξήλωνε δουγειά να μη σου λείπει. Μη δε τάχετε καλά; Όχι, δεν είναι περί τούτου. Την αρώτηξα. Να κάμω το εμβόγιο; τσείπα. Ναι, μου είπε. Ειδαγοιώς, θα σου γράψω να γίνεις γάτα. Άκου γάτα! Ούτε γάτος; Γάτα για να μην ενοχλείς τσι κοπέλες του κόσμου, μούπε. Ενοχλείς τσι κοπέλες;
- Εγώ; ποτές! Πού και πού ένα χάπι τσου δίνω. Βιασμού. Δεν είναι πρέπον! Γιατί, ορέ, τι είναι πρέπον; Εδώ ως κι η τηλεόραση άμα τήνε ανοίξεις μετά τσι δώδεκα όλα σενόρμπιτε τάχει. Ό,τι θέλεις, γλέπεις. Και σε θριντί. Μάθη μα άνευ διδασκάλου. Πάρτε, φάτε κι αντιγράφτε. Κι εγώ ό,τι γλέπω κάνω. Κι οι πιο μιτσοί χειρότερα. Έχω άδικο; Κι η Κλωθώ; Είπαμε. Είναι δυχατέρα τση Νύχτας. Τι να ιδεί; Εγώ που κόλλησα ξώφαρτσα την έβγαλα. Ούτε 38. Τι να σου πω… Μωραίνει Κλωθώ ον βούλεται απολέσαι. 22-1-2022 ΑΔΙΑΝΟΗΤΟΝ Αδιανόητον! ανέκραξε ο Ευρυσθεύς όταν ο Ηρακλάκιας μπούκαρε εις το ανά κτορον φέρων την λεοντήν. Όχι που εφοβήθη αλλά μία ελαφρά ευκοιλιότητα τον έπιακε εις την θέαν. Καθόσον και η θέα από την άκριαν του γκρεμού φόβον προκαλεί. Αδιανόητο, δε το χωράει ο νους μου. Γιατί ρε φίλε; Τι είναι ο νους σου; Μνήμη υπολογιστή απεριορίστου χωρη τικότητος; Όχι, αλλά λέω. Πού να τήνε φανταστεί κανείς τέτοια ενέργεια; Ούτε τα ντρονς του Σουλτάνου δε τήνε πιάκανε. Κι ας τα εξάγει και εις τας μεγάλας χώρας. Μεγάλη ντρίπλα. Ούτε ο Χατζηπαναγής να ήτανε. Κι αυτός Ηρακλιδεύς και εξ αυτού. Άντε η παγιόγρια… Παγιόγρια, παγιόγρια αλλά σας επετάξαμε τρία τεμάχια επροχθές. Αδια νόητο; Σιγά τα ωά. Κι η άλλη η παγιόγρια δεκάξη χρόνια μας έκατσε στο σβέρκο και μας ετάραξε στο σφίχτε το ζωνάρι, δεν έχει άλλο χαβιάρι. Αυτό κι αν ήταν αδιανόητο. Τώρα αλό ζαν φαν ντε λα πατρί! Ραφάλ και βελάρα. - Ναι, αλλά άμε να τα ξεπλερώσεις. Αδιανόητο το ποσόν. Έτσι κάνουσι αι γηραιαί κυρίαι. Είναι κομμάτι ακριβαί αλλά η γριά η κότα έχει το ζουμί. Ναι, αλλά έτσι μας ξεζουμίζει η Γηραιά. Στρατό δε κάνει, όπλα κάνει. Ενώ ημείς λεβέντες μια ζωή. Κοπέλα τσου τη παραδώκαμε επί πόλου ταύρου, που δείχτει και το δίευρο, κι αυτοί μας τήνε κατσιάσανε τη κοπελούλα. Μπάμπω μας τήνε παραδώκανε. Περνάνε τα χρόνια. Οράτε την γηραιάν Αλβιώνα. Εξεχώρισε τη θέση της
και τρίζει και τα δόντια εις το ουκρανικόν. Άλλο αδιανόητον. Πού πα ρε Καραμήτρο; Κολαούζος του Πουνέντε μια ζωή; Φωτιά στα τραίνα όλου του κόσμου; Θα τα βρούνε. Άκουσες τι είπε ο Λάβρακας; Θα κάτσουμε καλά άμα κάτσετε καλά. Και χάλεψε και γραπτήν απάντησιν. - Και τι τούπανε; Θα σας απαντήσομεν μόλις έβρομεν στυλό, τί αυτός που έχομεν δε γράφει. Και; Τι και; Κάπου θα βρούνε ένα στυλό. Δε μπορεί. Κάπου θάχουνε. Εν τω μεταξύ ο παγιός ιός αλωνίζει κι έβγαλε και κερατάκια. - Είναι σα το μπόμπολα που του λες μπόμπολα, στριμπόμπολα βγάλ’ τα κερατά σου, πέθανε η μάνα σου και κλαίνε τα παιδιά σου. Κι αυτός τα βγάνει. Αδιανόητο; Αδιανόητον! Εδώ ο κόσμος χάνεται, αυτοκτονεί, χαγιέται, πιάνει με το παρά του κάθε Γιωργία να ξεσβενάρει τη κάψα του, βαργιέται που ζιεί, ψάχνει νάβρει στο πάτο του κάδου τσι Αξίες πούχε κάποτες, ψάχνει από πού είναι και γιατί είναι, τι είναι το καλό και το κακό, όλα ανακατωμένα, σαν φασόν, εν μέσω σύμπαντος διαστελλομένου κι από μνήμη συρρικνωμένου. Προσπερνάει κι αδιαφορεί, κύργιε Ευρυσθεύ. Θέλουμε, επειγόντως, ένα Ηρακλάκια, να μας εκάνει τον άθλο. Έχουμε καένα πρόχειρο; Ούτε για δείγμα. Φώναξέ μου το παγιόνε. Αυτόνε; Δε τέγειωσε; Έληξε η σύμβασή του. Συντάχθηκε και πρωτόκολλο παράδοσης παραλαβής του έργου. Πήρε συχωροχάρτι και με βούλα Διός. Με τον Όλυμπο θα τα βάλουμε; Φώναξέ τονε που σου λέω… Εκείνο το κόπρο του Αυγεία δε τόνε καθάρισε καλά. Έχει κάμει τη λεοντή βελέντζα και κοιμάται στσου Κορφούς. - Κοιμάται; Στσου Κορφούς; Αδιανόητον! 24-1-2022
- Μεγάλωσε πρώτα και μετά βλέπουμε. Και μάθε γράμματα, τί κατά πως πας με τη τσάπα και κάνα θέλημα θα βγάνεις τον επιούσιον. Όπως εγώ. Κι εγώ ετότες δεν είχαμε σκολείο. Είχαμε παναπεί ένα ωραίο πέτρινο σπίτι όπου έγραφε Μονοθέσιον Δημοτικόν Σχολείον αλλά ούτε θέση ούτε δάσκαλο εί χαμε πάντα. Έτσι ήτανε τα σκογειά στα χωργιά. Στα περσσότερα. Μετά το ’30 κάτι εγίνηκε. Μέχρι τότες η εκπαίδευσις στα χωργιά, μας εμαθαίνανε μόνο ανάγνωση κι αρίθμηση και βιτσιές πολλές. Ενώ στη Χώρα είχανε και Σκολαρχείο και Γυμνάσιο και Λύκειο. Μέχρι κι οι κοπέλες επηγαίνανε στ’ Αρσάκειο. Αλλά άλλο η Χώρα, άλλο το χωργιό. Διάβαζε, αγοιώς το πολύ κάνας μούτσος θα γένεις στα καράβια, να κάνεις φασίνα στο κατάστρωμα φέξει, νυχτώσει. Θα διαβάζω. Εδιάβαζε ο Θεόδουλος, έδωκε εξετάσεις και μπήκε στο Γυμνάσιο κι όλο το χωργιό το σχολίαζε. Είδες ο Θεόδουλος; Γυμνασιόπαις! Και δε του φαινόντανε. Επούλησε ο πατέρας του τ’ αμπέλι το καλό, να σπουδάξει το παιδί. Του νοί κιασε κάμαρη στον Άγι’ Αντώνη, στου Τριάγκωνου από τον Άη Μαθιά, και θά τρωε στη ταβέρνα του Σκορπιού από κάτου. Μελετηρός ο Θεόδουλος, ήσυχος και πράος. Στα βλιβλία του ο νους του και στη Κατερίνα που έμενε απέναντι και κάθε πρωί την έβλεπε να πηγαίνει στο Θηλέων. Αλλά δειλός. Την έβλεπε, τήνε κοίταε αλλά ποτέ δε τση μίλησε. Ούτε ένα γεια σου. Έρως πλατωνικός που λένε. Πώς; Να κοιτάξει η Κατερίνα το χωρ γιατόπαιδο από τη Μαρταούνα με τα δυο μισοφέγγαρα στο κώλο; Γίνεται; Δε γίνεται. Δεν έχασε τάξη ο Θεόδουλος, πέρασε περιοδεύον κι έπιακε δουγειά στη τα βέρνα μέχρι να δει τι θα κάμει. Κι η Κατερίνα αρραβωνιάστηκε κείνονε κει τον εμπορορράπτη στη Παλαιολόγου. Εν τω μεταξύ η Αθηνούλα του Τριάγκωνου είχε μεγαλώσει. Ολόκληρη γυναί κα έγινε. Σα σταξιά δροσιάς ήτανε. Και τόσα χρόνια στο ίδιο σπίτι δε τόχε προ σέξει το νιάνιαρο. Αυτή όμως τόνε θάγμαζε το γυμνασιόπαιδα, το Θεόδουλο. Αθηνούλα σ’ αρέσει να σ’ αγαπάνε; Την ερώτησε πριν ανέβει τσι σκάλες. Εγώ σ’ αγαπάω, τούπε. Ανοίξανε τα φυλλοκάρδια του Θεόδουλου
με την ειδικότητα την κτηθείσα εν τω στρατεύματι τον επήρανε μαρκόνι σ’ ένα καράβι του Λιβανού. Με την Αθηνούλα γράμματα. Δε βλέπω την ώρα νάρθω να σε χαλέψω Αθηνούλα, αγάπη μου. Δικός σου, Θεόδουλος. Κι έπαιρνε απάντηση. Λώλο μου σε φιλώ και πρόσεχε στσου ωκεανούς. Μάτια μου.
Εικοσπέντε χρονώνες ήτανε που την εχάλεψε. Αυτή είκοσι. Εγώ κυρ Τριάγκωνε από καιρό την αγαπάω την Αθηνούλα σου και τήνε θέλω γυναίκα μου. Μ’ όλο το σέβας κι άμα συμφωνείς και προίκα δε θέλω. Έχω οικονομηθεί στα καράβια. Εγίνηκε. Εβούηξε ο Άη Μαθιάς στο γάμο. Από πάνου ο Παντοκράτορας εχα μογέλουνε και τσου σταύρωνε. Στον Άη Δημήτρη, στο πατρικό του, εμείνανε. Και περάσανε ζωή καλή. Τί άμα υπάρχει αγάπη κι η πιο μεγάλη δυσκολία κάνει πέρα. Ψέματα; Τώρα ο Θεόδουλος παίρνει από το χέρι τον άγγονά του και του δείχτει από τη Μαρταούνα το αγριοπέλαγος. Έχει πολύ ωραία θέα από τη Μαρταούνα. * Αφιερωμένο. 24-1-2022 ΑΤΤΙΚΗΣ ΟΔΟΣ Παγιόκαιρος. Πού τόνε βλέπεις το παγιόκαιρο; Μια χαρά γιακάδα έχει. - Δε λέω για ‘δω. Για την Αθήνα λέω. Τσούθαψε η Ερπίδα στο χιόνι. Ακραία καιρικά φαινόμενα. Ως κι η Αττικής Οδός εσήκωσε τα χέργια ψηλά. Δε τση έσωνε που λόγω covid είχε διαφυγή κερδών, ογδοήντα εφτά εκατομμύργια λέει όπου έχασε, τση επίτυχε και το χιόνι, τση άχαρης. Να ζητήσει αποζημίωση από το κράτος. - Το κράτος φταίει; Βεβαίως! Διότι, κύργιε, εγράψαμε στη σύμβαση τι θ’ απογίνει η τσαμένη η εταιρειούλα άμα τήνε πιάκει καμιά αναφυλαξία, κάνας τεταρταίος, κάνας ρούφουλας, κάνα χιόνι παραδείγματος χάριν; Έ; το γράψαμε; Και τι δουγειά έχει το κράτος; Δικό του είναι το χιόνι; Του Θεού είναι. - Μην ανακατεύεις τα θεία. Βλασφημία. Του κράτους είναι. Διότι το κράτος δεν έχει τα νερά; Και το χιόνι τι είναι; Νερό δεν είναι; Του κράτους είναι. Πριτς! Το κράτος μας, σοφά ποιόν, έχει δώκει τα νερά μας στον ιδιωτικό τομέα. Διότι πώς; Δεν είναι επιχειρηματίας το κράτος. Δεν είναι η δουγειά του αυτή. Μάθαμε τώρα όλοι να λέμε τα περί κοινωνικής ωφελείας. Όχι, κύργιε. Δεν είν’ έτσι το κράτος. Γι αυτό δεν εκάμαμε και το ΤΑΙΠΕΔ, καλή του ώρα, που ξεφορτώνει το δημόσιο τομέα και φορτώνει τα πάντα όλα στο κουτόνε τον ιδιωτικό; Έχει πουλήσει ως και το χιόνι. Τεράστιο ντιλ. Επήραμε και βραβείο απ’ αυτουνούς που όλο δίνουνε βραβεία. Καμιά ΜιΚιΟ; - Βεβαίως ΜιΚιΟ. Διότι άνευ ΜιΚιΟ ημπορεί να ζήσει το κράτος; Τώρα θα δεις που όλες οι ΜιΚιΟ θα ξαμολυθούνε ν’ ανοίξουνε και την Αττικής Οδό.
Αμέ…
Ο Στρατός πάει. Εντάξει ο Στρατός πάει. Ο Στρατός που πάει και στσι πυρκαγιές και στσου σεισμούς και στσι πλημμύρες και σ’ ότι κακό σου θέλει. Πάει και στο χιόνι. Γιατί να μη πάει; Αυτή είναι η κρατική φροντίδα. Όχι, για να μη λένε, αυτοί που το μόνο που ξέρουνε είναι να λένε. Λένε και κλαίμε. Να ιδούμε μη τόνε κάνουνε και το Στρατό ιδιωτικόνε. Το πιο σωστό. Μια ΜιΚιΟ πρέπει να τόνε κάνουνε, ιδιωτικιάς χρηματοδο τήσεως. Τί κι ο πόλεμος, ό μη γένοιτο, έχει έξοδα, εξοπλισμούς, δυνάμεις ταχείας επεμβάσεως, ένα σωρό έχει. Μπορεί να σκοτίζεται το κράτος μ’ όλα τούτα; Μέχρι τα τώρα αγοιώς τα ξέραμε. Κι η Κυβέρνηση, οι Βουλευτές, η εξουσία άπασα τι θα κάνει σε περίπτωση πολέμου; Δεν είναι δουγειά τους. Ας πάνε να παίξουνε χιονοπόλεμο στην Αττικής Οδό. Έχει χιόνι πολύ. Να φαν κι κότες! 26-1-2022 ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ, ΣΥΡΡΙΚΝΩΣΑΝΕ ΤΟ ΠΑΡΚΙΝΓΚ
Έβγα στο παράθυρο να δεις. Τι; Εβάλανε κορδέλες πάνου στ’ αυτοκίνητό μας. Ποιός; Κάνουν’ έργα κι εβγάλανε όλα τ’ αυτοκίνητα. Άμε βγάρτο κι εσύ, μη σε γρά ψουνε. Με πονεί η πλάτη. Δε κατεβαίνω ούτε που να το πει ποιος. Πάρε το παιδί νάρθει να το πάρει. Εσκοτίστηκες; Δεν αποκλείστηκε στην Αθήνα; Έξη χιγιόμετρα επερπάτησε νύχτα η ώρα μέχρι να φτάκει εκεί που μένει. Εκούτιανες; Ά, ναι. Πάντως εγώ δε κατεβαίνω. Και να κατέβω πού νάβρω πάρκινγκ τέ τοια ώρα; Άσε αύριο ξημερώματα να το πάρω. Και πάρε τηλέφωνο τη Νίτσα μη ξέρει τι έργα γίνονται. Αυτή όλα τα ξέρει. ………………………………………….. Νίτσα, τι γίνεται από κάτου; Εβάλανε κορδέλες, απ’ αυτές τσι κόκκινες, για να φύγουνε τ’ αυτοκίνητα. Θα κάνουνε είπανε διαγραμμίσεις και θα βάλουνε και κολονάκια. Απ’ αυτά που βάλανε κι όξω από το Παλάτι και πήγανε ταφόντου την άλλη ώρα; Δεν ηξέρω. Κάτι για οριοδείκτες ελέγανε. Τι είναι οριοδείκτες, μωρή, ξέρεις; Από πού να ξέρω… Και παναπεί πάνου από τη σκαλινάδα του Σαββανή δε
θα παρκάρουνε άλλο τ’ αυτοκίνητα; Να μη παρκάρουνε κυρά τέτοια μου. Μας επνίξανε. Εμείς, δηλαδή, που δεν έχουμ’ αυτοκίνητο τι επάθαμε; Ο Σπύρος μου με τα πόδια και με την Αστική πάει κι έρχεται στη δουγειά. Και τούπε κι ο καρδιολόγος που του κάνει καλό που πορπατεί. Ο δικός σου ξάπλα; - Του πονεί ο πλάτης. Γι αυτό δεν εκατέβηκε. Εσύ εκατέβηκες; Όχι, τι εμίλουνα στο κινητό με τη Ρόζα να τση πω στο χαλιβά άμα βάνω χοντρό ή ψηλό σιμιγδάλι. Τίποτις δεν ηξέρει. Είδες σέστα; Ένα χαλιβά δεν ηξέρουνε να κάνουνε. Σ’ αφήνω τι ακούω το φαΐ στη στια να τζιτζιρίζει και μη μ’ αρπάξει. ………………………………………. Τι σούπε; Ως φαίνεται δε θ’ αφήκουνε άλλο να παρκάρουμε τ’ αυτοκίνητα στη στρο φή. Θα βάλουνε κολονάκια και θα χρωματίσουνε γραμμές. Εκεί επαρκάραμε μέχρι και είκοσι αυτοκίνητα. Πού θα τα πάρουμε; Στα μπαρκόνια θα τα βάλουμε; Και ποιός κάνει το έργο; Σούπε η Νίτσα; Όχι, δε τήνε ρώτησα. Επιάκαμε τη κουβέντα για το σιμιγδάλι. Κάτσε να τήνε πάρω πίσω. Ορή Νίτσα και ποιός κάνει την αργολαβία; Ξέρεις; Ο Δήμος. Εκρέμασε χαρτγιά. Και στο ξαναλέω. Πες αυτουνού να ξεκουνη θεί, τί θάρθει η Τροχαία και θα σας το πάρει τ’ αυτοκίνητο. - Καλά. Το φαΐ σου κάηκε; Ευτυχώς το πρόκαμα. Ίσα, ίσα που μ’ άρπαξε. Πίγιο νόστιμο γένεται άμα πιάκει λίγο. Να λες να ιδούμε τι θα βάλουνε εκεί που θα βγάλουνε τ’ αυ τοκίνητα. Δε πιστεύω ν’ απλώσουνε τίποτις καρέκλες… Αποκλείεται! Τι να βλέπουνε; Αυτουνούς που μπαίνουνε στο ερείπιο πίσω από τη ροδιά; Χά λευε τι γένεται εκεί μέσα… Μεσ’ στη μέση τση Χώρας. Μη σκοτωθεί καένας καμιά ώρα εκεί μέσα. Και μετά δε θα ηξέρει καένας τίποτις. Εκεί δεν ηξέρανε να βάλουνε κόκκινες κορδέλες; Στο δρόμο ηξέρανε να βά λουνε; Εχτός κι άμα γίνει κάνα πάρκινγκ στο κήπο απέναντι. Ξέρω γώ; Δε πιστεύω… - Χμμμ… Πίσω έχει η αχλάδα την ουρά. Σε κλείνω, τί ανεβαίνει ο Σπύρος. ……………………………………………. Τι σούπε; Ο Δήμος. Ο Δήμος; Γιατί; Άλλη δουγειά δεν είχε ο διάολος; Ήθελα νάξερα ποιός μί νιγγας το εσκέφτηκε. Κάνας τρελός επιστήμων επί τση συρρικνώσεως; Απ’ ολόκληρο το Υστερικό Κέντρο εδώ εβρήκε να κάμει το πείραμα; Δεν έχουνε κι άδικο. Αφού εκάνανε τα τέσσερα mega-parking, όπου τάχα
νε μαρκάρει προεκλογικά, εκεί να πάτε να βάνετε τ’ αυτοκίνητά σας, λένε. Αλλά άσε να δεις ο ίδιος αύριο που θα κατέβεις. ……………………………………………….
Εκατέβηκες; Εκατέβηκα. Με τόσο κρύο; Τι να κάμω… Αγάπη μου, ταλαιπωρείσαι. Και πονάει κι η πλάτη σου. Τι γίνεται; Συρρικνώσανε το πάρκινγκ αγάπη μου. Αυτό γίνεται.
28-1-2022 Ο ΤΣΕΟΣ Έτσι είναι. Άμα πας να σε θάψουνε έχει έξοδα. Τέλη ταφής. Να σ’ ανοίξουνε το λάκκο, να σε χώσουνε, να σε χωνέψει η Γης, να σε ανακτήσει, τί τση Γης παιδί εί σαι κι εσύ και κάποια ώρα σε γυρεύει πίσω. Να σε ξαναγεννήσει μ’ άλλη μάνα, μ’ άλλο πατέρα, τί όλα κύκλους κάνουνε στη ζωή και μην ακούτε τι λένε αυτό είναι δικό μου και τα ρέστα. Τίποτις δεν είναι δικό σου και στο τέλος μια κακία μένει, πανάθεμά τηνε την επίγεια, που ακόμα δεν έμαθε τα περί ανακύκλωσης των πάντων και εις τον αιώνα τον άπαντα. Τι μουρμουράς; Τίποτις. Διαβάζω. - Τι διαβάζεις; Να εδώ. Τήνε ξέρεις την Εγκύκλιο/17-12-2021 τση Δ-νσης Διαχείρισης Απο βλήτων, τση Γενικής Γραμματείας Συντονισμού Διαχείρισης Αποβλήτων, του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, τση Ελληνικιάς Δημοκρατίας; Σιγά και μη δε τήνε ξέρω. Τι λέει; - Λέει: Εφαρμογή του άρθρου 38 του Ν. 4819/2021 - Τέλος ταφής. Παναπεί; Παναπεί που σύμφωνα με
Βιολογικών Απο βλήτων (ΜΕΒΑ), Μονάδες Μηχανικής Βιολογικής Επεξεργασίας (ΜΕΑ), και Μονάδες Αποτέφρωσης Αστικών Αποβλήτων], που διατίθενται σε Χώρους Υγειονομικής Ταφής (ΧΥΤ). Φτου σκουλικομερμηγκότρυπα. Στο ζουμί έλα. Το ζουμί, του ζουμιού είναι πως από τη Πρωτοχρονιά για κάθε τόνο σκουπί
δι που θα θάβουμε στο Ντεμπλόνι – πού αλλού; - θα πλερώνουμε 20 ευρώ στον ΕΟΑΝ, μέσω ΦοΔΣΑ και ΟΤΑ α΄ βαθμού. Ά, εντάξει. Εγώ ούτε ΦοΔΣΑ είμαι ούτε α΄ βαθιμού είμαι. Και ποιός είν’ αυτός ο ΕΟΑΝ; Ο Εθνικός Οργανισμός Ανακύκλωσης. - Έχουμε και τέτοιονε; Αφού δεν έχουμε Ανακύκλωση. Γι αυτό, για να μάθουμε να κάνουμε Ανακύκλωση. Κι άμα δε μάθουμε από το 1927 θα του δίνουμε του ΕΟΑΝ 55 ευρά το τόνο, το χρόνο. Τόσα πολλά; Για μας εκάνει ο ΕΟΑΝ την Ανακύκλωση; Όχι, αλλά εμείς για να μη πλερώνουμε θα κάνουμε Ανακύκλωση μοναχοί μας, για να μη πλερώνουμε. Εκατάλαβες; Και τώρα δε κάνουμε ό,τι μπορούμε; Κι άμα μας αβαντάρανε θα κάναμε πιγιότερα. Και τι θα τα κάνει ο ΕΟΑΝ τόσα όβολα; Θα τα βάνει ο ΕΟΑΝ τα όβολα σε ειδικό λογαργιασμό. Πλήρης διαφάνεια. Πώς; Κι αυτός δε θάχει έξοδα; Εδώ ένας Τσέος για τα σκουπίδια παίρνει και ίσαμε 6.000 ευρά το μήνα παίρνει, ίσαμε. Και μπορεί ο Τσέος και κανονίζει όλα τα σκουπίδια μοναχός του; Μα ποιός είναι; Ο Μασίστας είναι; Όχι. Ο Τσέος δίνει διαταές. Ξέρεις τι κούραση έχει να διατάζεις; Άσε που βάνεις και υπογραφές. Έτσι είναι. Σου πιάνεται ως κι η αμασκάλη. - Και δεν ήτανε καλύτερα με τούτονε δω το κακό τα όβολα αντίς για ΕΟΑΝ και Τσέους να δίναμε τα όβολα σε μίανε Διαλοή στη Πηγή, σε καμίανε Πράσι νη Γωνία, σε κάνα Κάδο Εφτά Σημείων, όπως στο Βίδο που δε πατεί Θεού ψυχή, και σε κάτι τέτοια; Προέχει η Οργάνωσις και ο Σχεδιασμός. - Ναι, αλλά ώσπου να ζωγραφίσουνε την Οργάνωση θα μας εφάνε σύσκαρους. Δεν εβρήκανε τίποτις άλλο παρά το Τέλος Ταφής; Μη προέχει η μα σαμπούκα; Αφού δε κάνουμε σαν ανθρώποι. Ό,τι έβρουμε το κλωτσάμε δεξιά κι αρι στερά. Για συμμαζευτείτε τώρα. Να ιδείτε πόσ’ απίδια παίρνει ο σάκος. Αμήηη… Έχω μια απορία. Λέγε. Σ’ αυτούς που θαφτήκανε στο χιόνι τι Τέλος Ταφής τσου βάλανε; Ό,τι πει ο Τσέος.
ΚΑΜΕΙΣ-ΛΑΒΕΙΣ, ΚΑΡΔΙΑ ΜΗ ΣΕ ΠΟΝΕΣΕΙ Διότι αυτό είναι. Ο εαυτός. Ο απόλυτος έλεγχος. Η συνείδηση. Αυτή που τα ξέρει όλα. Έκαμες τι έκαμες, είπες τι είπες, εσκέφτηκες τι εσκέφτηκες, πριν ξα
πλώσεις σου τα δείχτει όλα σα κινηματογραφική ταινία, ανάθεμά το για μυαλό, και δεν έχεις και κομπιούτερ να πατήσεις οφ, να το κλείσεις μια και καλή το ανυπόφορο. Όλη μέρα κάνεις, μιλάς, υπολογίζεις, ισορροπείς, αγαπάς, λυπιέσαι, στενο χωργιέσαι, γελάς, ειρωνεύεσαι, συμφωνείς, διαφωνείς, κριτικάρεις, το παίζεις σπουδαίος και κακομοίρης, συμπονείς, συμπάσχεις, κοροϊδεύεις, φασκελώνεις, αναμασάς το παρελθόν, δημιουργείς, καταστρέφεις, αδικείς κι ένα σωρό άλλα απτόμενα του ψυχικού σου κόσμου που τόνε βάνουνε κάτου οι ψυχολόγοι κι αποφαίνονται: έχετε παιδικά τραύματα. Το κέρατο τση φυλής τσου τω ψυχολόγωνες, ορές λεβέντες το νιτερέσο πάει μπροστά, η αυτοσυντήρηση, εγώ να μη πάθω, να μη με πιάκουνε κλέπτοντα οπώρας, διότι τας οπώρας πολύ τας επιθυμώ έστω και κλεμμένας. Κάπως έτσι πάει η δουγειά αλλά είναι κι αυτό το ανεξήγητο που το λένε συνείδηση και σε τυραννάει πριν κλείσουνε τα μάτια σου και νεκρωθείς. Το διώ χτεις άλλ’ αυτό εκεί. Μπάστακας. Τι έκαμες; Τι έκαμα; Αδίκησες! Εγώ; Εσύ, διάολος μέσα σου. Εγέμισες τον κόσμο όλονε μύγες. Αναλαμβάνω με αίσθημα ευθύνης το καθήκον να κρατήσω το τιμόνι, είπες. Θα προσπαθή σω, ωστόσο, με όλη μου τη δύναμη να τιμήσω τον θεσμό, είπες. Σήμερα ξεκινά μια πορεία υπηρεσίας, συνεργασίας και δράσης, είπες. Σήμερα απο κτάμε ξανά μια αναπάντεχη επικαιρότητα, είπες. Σήμερα η «δημιουργία ενός καλύτερου κόσμου» αποτελεί αναγκαίο όραμα για τη βιωσιμότητα του πλανήτη και των γενιών που θα έρθουν, είπες. Ας δώσουμε το χέρι στη πορεία αυτή δε περισσεύει κανείς και καμία..., είπες. Ξέρετε στο λάϊς αυτά λέγονται. Πώς το λένε; Ποιητική αδεία το λένε. Εγώ το πήρα τοις μετρητοίς. Θα ήπρεπε να ηξέρεις που σε όλα υπάρχει και πλαν μπι. Θα σου ξηλώσω το κουμπί. Άμε κοιμήσου, ορέ. Κάμεις-λάβεις, καρδιά μη σε πονέσει. Με πονάει, πολύ. Τι να κάμω; Πριν απονεκρωθείς ζήτα συγγνώμη. Πρώτος εσύ. Κι άσε τι θα πούνε αι Επι τροπαί. Ζήτα συγγνώμη. - Από ποιούς; Πρώτ’ απ’ όλα από σένανε. Κάμεις-λάβεις, καρδιά μη σε πονέσει. Κι άμε μπρος όχι με το δικό σου νιτερέσο. Με το νιτερέσο του κόσμου. Δος του ερπίδα και στήριγμα στα δικά του ονείρατα. Εσύ δε μας το έπαιξες και ποι ητής; Εσύ δε μας είπες
Τις πιο όμορφες μέρες μας δεν τις έχουμε ζήσει ακόμα. Κι αυτό που θέλω να σου πω το πιο όμορφο απ› όλα, δε στο ‘χω πει ακόμα. - Έ; Έξις και ξερός! Γι αυτό σου λέω. Κάμεις-λάβεις, καρδιά μη σε πονέσει. 31-1-2022 ΚΑΘΟΛΟΥ ΕΥΚΟΛΟ Των γραμμάτων. Ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστήμιου. Συνταξιούχος τώρα και παρόλο που του πετσοκόψανε τη σύνταξη έβγαινε για ένα καφέ τη μέρα. Η καθημερινή του απόλαυση. Τούρκικο έπινε, μπαρδόν, ελληνικόν. Μονό ή διπλό κυρ Βασίλη; Μονό, παιδί μου, μονό. Εφούμαρε τσιγάρο με φελλό από κασετίναν σκληράν. Είχε και αναπτήραν μπικ, από τσου μιτσούς. Εφύσαγε τα δαχτυλίδια του εις τον αγέρα κι αυτά εκάνανε κύκλους κι αυτός εμελέτουνε τη κίνησή τους την απροσδιόριστη και την αταξινόμητη εις τσου ανθρώπινους φυσικούς νόμους, που του εχαλάγανε και το διδακτορικό «Αι κινήσεις των αερίων εις την βαρυτικήν εποχήν», το οποίο στο καιρό του είχε χαλάσει κόσμο. Πάντως, προσωπικότης ο κυρ Βασίλης εις την γενέτειρά του και επειδής τον άλλο χρόνο θα εγενόντανε εκλογές το συζητήσανε στο κόμμα. - Να του πούμε να κατέβει. Δε τόνε ξέρει ούτ’ η μάνα του. Δεν έχει ρέγμα. Ρέγμα δεν έχει, αλλ’ όσο νάναι άλλο είναι νάχουμε κι ένα καθηγητή Πανε πιστημίου εις το ψηφοδέρτιον. Μας εδίδει κύρος. Κι αμηδά θα βγει…, από πού; Νομίζω; - Καλώς, κι άμε να τον έβρεις να του το πεις. Από πρωΐ πίνει καφέ στου Λευκαδίτη. …………………………………………. Τι κάνεις κυρ Βασίλη; Παρακολουθώ την κίνησιν των χιλιδονιών. Απρόβλεπτος και αταξινόμητος, ως και η κίνησις των δαχτυλιδιών του καπνού. Και ενώ η δευτέρα επηρεάζεται από τα ρέγματα του αέρος και από τσι συνθήκες πιέσεως και θερμο κρασίας, η κίνησις των χιλιδονιών επηρεάζεται κατά πρώτον από την αναζή τησιν της τροφής. Η κοιγιά καθορίζει την κίνησιν κι άμε να συμμαζώξεις τη κοιγιά εις φυσικόν νόμον. Σκέπτομαι πως εκτός της Θεωρίας του Χάους θα πρέπει να εισάγομεν και την Θεωρίαν τση Κοιγιάς.
- Βεβαίως, και έχετε δίκαιον κυρ Βασίλη. Καθότι ο κόσμος από τη κοιγιά του οδηγείται. Πάν’ απ’ όλα. Γι αυτό και ημείς κατερχόμεθα εις τον πολιτικόν στίβον, να γιομίσει η κοιγιά του κόσμου, να στανιάρει, να κάτσει καλά και να έχετε και υμείς, κυρ Βασίλη, τη δυνατότητα να τήνε μελετήσετε στανια ρισμένηνε. Θα κατιβείτε μαζί μας; - Δεν το εσκέφτηκα ποτές μου. Εγώ εις την πολιτικήν; Δεν έχω ιδέαν. Καθόλου εύκολον. Θα σας επούμε ημείς που τα ξέρουμ’ όλα. Δεν εκατάλαβα τίποτις. Σπάστα και ξαναρίχτα. Κυρ Βασίλη… Τι γλώσ’ είν’ αυτή; του πεζοδρομίου; υμείς; ο επιστήμων; - Ημείς! Καθότι σε κάθε άνθρωπο πρέπει να μιλάς στη γλώσσα που καταλαβαίνει, για να καταλαβαίνει. Άλλωστε εκ του πεζοδρομίου εξεκίνησα και μπρίκια δε κολλάω. Εννοώ τι εννοείς και μίλα μου στα ίσια διότι κι οι λέξεις εκ κινήσεως του στόματος εξέρχονται και το «ἕρκος Ἀχαιοῖσιν πολέμοιο». Το είπε ο Όμηρος εξ ονόματος του Αχιλλέως που θνήσκει εσαεί εις το Αχίλ λειον Κερκύρας κι ας του σπάσανε το βέλος. Με παρεξηγήσατε… Ρε, αντ’ απόκια… Και δε θ’ ασχοληθείτε με την πολιτικήν; Υμείς εκ των εξεχόντων μελών της Πατρώας Γης; - Δεν είναι κι εύκολο. Πιο εύκολο είναι να μαντρώσω σε φυσικό νόμο την κίνηση των δαχτυλιδιών του καπνού και των χιλιδονιών που τρέχουνε μ’ ανοιχτό το στόμα εις αναζήτησιν του κουνουπιού, παρά την πολιτικήν που εξ ανωφελών κωνώπων αποτελείται. Άσε που τσιμπάνε κι άσκημα και σου κάνουνε βορδόνους. Η αναζήτησις της εξουσίας δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεσις. Έχει νόρμες απροσδιόριστες. Εξ αρχαιοτάτων δεν εμαντρώθη και λέγουσι πως έχει αποδειχτεί που δε μαντρώνεται. Δηλαδής μου λέτε όχι; Δεν είναι καθόλου εύκολο.
1-2-2022 ΚΟΛΛΑΜΕ
Άκουσες; 381 σήμερα. Όλοι θα κολλήσουμε. Γιατί έτσι; Και μουζέτα φοράμε οι περσσότεροι και όλο και πιο πολλοί εμ βολιάζονται. Κάνουνε και τη τρίτα δόση. Προσέχει ο κόσμος. Ο πιο πολύς. Εγώ βλέπω που μόνο για τα ψώνια και τσι δουγειές τους κατεβαίνουνε κι η ουρά όξω από το Δημοτικό Θέατρο φτάνει μέχρι τη Νομαρχία. Μόνο για ένα καφέ κάθονται ο κόσμος. Μη κοιτάς εμάς τσου γερόντους. Οι πιο νέοι δεν αντέχουν’ άλλο. Σκάνε. Και λίγο έτσι να κάνουνε κολλάνε. Και μετά κολλάνε και τα υποκείμενα νοσή
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΓΚΟΥΡΙΔΗΣ 264 ματα στο σπίτι κι αυτοί πάνε περίπατο εις τας αιωνίους μονάς. Κάθε μέρα εκατό φεύγουνε. 3.000 το μήνα. Γιατί δε κλείνουνε τα σκογειά; Μπορείς να μου πεις γιατί δε κλείνουνε τα σκογειά; Άλλοι λένε που δε πάει άλλο με τη τηλεκπαίδευση κι άλλοι που δεν έχουνε όβολα για τη πλατιφόρμα. Ποιά πλατιφόρμα; Αυτήνε τση τηλεκπαίδευσης. Στοιχίζει. Και δεν ασφαλίζει και τα προσωπικά μας δεδομένα. Μέχρι προχτές δεν είχαμε προσωπικά δεδομένα, τώρα τ’ αποχτήσαμε. Κάποιος θα μας τα κόλλησε. Αλλά στα παιδιά κάνουνε τεστ. Κι έχουνε κι ανοιχτά τα παράθυρα δια τον εξαερισμόν. Κι έτσι δε κολλάνε τα μιτσά νιορονιό κι αρπάζουνε ένα πλευρίτη ξεγυρισμέ νονε. Όλα για βεντούζες είναι. Εγώ τα βλέπω στο διάλειμμα που βαρούνε αμπωσιές. Δε κολλάνε; Κολλάνε, πώς δε κολλάνε; Αλλά μου κάεται που πάμε για την ανοσία τση αγέλης. Δε το λένε όμως. Κι άλλα κράτη το ίδιο κάνουνε. Έχουν’ ασκώσει όλος ο κόσμος τα χέργια ψηλά. Δεν ηξέρει τι να κάμει. Κι εγώ. Δεν ηξέρω τι να κάμω. Έκαμα και τη τρίτανε. Τι άλλο να κάμω; Να πας στη ζούγκλα με το Ταρζάν. Έχεις υποκείμενα; ‘Εχω, γιατί να μην έχω; Εσύ; - Κι εγώ. Έτσι και κολλήσω σε βλέπω νάρχεσαι δια τον τελευταίον ασπασμόν. Για να με κολλήσεις; Τι λες; Εγώ δε πάω σε κηδείες. Αποφεύγω τον συγχρω τισμόν. Καλά κάνεις. Πρέπει να προσέχουμε. Μωρέ προσέχω. Αλλά όλο μέσα μ’ έφαε η τηλεόραση. Την ανοίγω και με πιάνει πλακωμάρα. Όλη τη συφορά λέει. Κοντά 24.000 έχουνε πεθάνει ίσαμε τα τώρα. Για βάρτους στη γραμμή... Ούτε στην Απάνου και στη Κάτου Πλατεία δε χωράνε. Δεν έχεις δίκιο για τη τηλεόραση. Παγιά, ναι. Εβάρουνε όλη μέρα συνα γερμό. Τώρα κάτι λίγο ησύχασε. Θα πήρε γραμμή ως φαίνεται να μας ησυ χάσει. Κι όλο δείχτει τσακωμούς και σκοτωμούς. Είδες πως εσκοτωθήκανε στη Βουλή; Ρόμπες εγίνανε. Άλλοι απρίσανε από το χιόνι κι άλλοι ούτε που κοκκινίζουνε. Μη τσου τρώει κάνας άλλος νιορονιός και κολλάνε συναμε ταξύ τους; Αφού κρατάνε αποστάσεις. Δε τσου πιάνει αυτουνούς ο νιορονιός. Ντρέ πεται και φεύγει. Πάω να φύγω κι εγώ. Κάτσε να πιούμε μισό καφέ. Από πότε έχουμε να πιούμε. Δε μπορώ. Με περιμένει κι αυτή σα τον Άη Λουβίγκη. Το βράδυ θα σου κάνω βιντεοκλίση. Δεν ηξέρω απ’ αυτά. Σου τόχω πει εκατό φορές πως δεν ηξέρω.
- Να κάτσεις να μάθεις. Ή πάρε με εσύ τηλέφωνο. Όλο εγώ σε παίρνω. Τσιγκουνεύεσαι; Δεν είν’ αυτό. Αλλά κοντεύω από τη κλεισούρα να γίνω υποχονδριακός. Τι νομίζεις; Κι η κλεισούρα ένας ιός είναι. Σου κολλάει σα τη ψείρα στο στρα τό. Γιατί ξιέσαι; Τώρα που μελέτησες τη ψείρα μ’ έπιακε σα μια φαγούρα στο καύκαλο. Με κόλλησες. Μια ζωή όλο και κάτι κολλάμε. Δεν έχεις άδικο. Κολλάμε, ορέ, κολλάμε.
2-2-2022 Η ΘΕΑ ΦΗΜΗ Από εξανέκαθεν υπήρχε. Μαζί με το Χάος εμφανίστηκε. Διότι Χάος και Φήμη ένα και το αυτό. Από την Αρχαία Ελλάς. Από τας Αθήνας. Τα λέει ο Λυσίας πολύ καλά για το πως ο Ευφίλητος εσκότωσε τον Ερατοσθένη από το κουτσομπογιό τση γραίας που του εκάρφωσε που ο Ερατοσθένης τό και τό με τη γυναίκα του. Καθ’ ότι το κουτσομπογιό έχει και μια δόση εκδίκησης μέσα του. Όπως και η προκάτοχός του θεά Φήμη, η αγγελιοφόρος του Δία, που ο Ησίοδος μας συμβουλεύει να ειμάστενε επιφυλακτικοί απέναντί της, τί πρόκειται για κάτι «άτακτο, ελαφρύ και εύκολο να γιγαντωθεί, και που δύσκολα το ξεφορτώνεται κανείς». Μπράβο Ησίοδε και σ’ ευχαριστούμε πολύ. Επιστημονικώς το λένε η αργόσχολη συζήτηση πράξεων και ενεργειών άλλων ανθρώπων, συνήθως απόντων, που γεφυρώνει τα κοινωνικά και οικονομικά χά σματα. Τί η Φήμη δεν καταλαβαίνει από ταξικάς διαφοράς. Εσύ είσαι στο πύρ γο σου αλλά στο καπηγειό σου σκάβουνε το λάκκο. Η γλώσσα κόκκαλα δεν έχει και κόκκαλα τσακίζει που λένε. Δε μπορώ να σου κάνω τίποτις άλλο; Να δεις κι εγώ τι θα λέω για σένανε. Ο πείξας, ο δείξας. Πάρε κι εγώ! Και γίνονται μέχρι και δικαστήργια για συκοφα
Αντίδραση στο κατεστημένο θα ελέγανε κάτι κοινωνιολογούντες. Γελοιοποίηση των όσων δε φτάνει η αλιπού και τα κάνει κρεμαστάργια κάτι άλλοι. Άμυνα σε όσα μας εκάνει κάθε μέρα η κάθε αλιπού, για να μη βουρλιστούμε στο ύστε ρο. Κοινωνικός σχολιασμός ονομάσθη εξ όσων ωραιοποιούν και το Κουασιμό δο, που στο ύστερο είχε κι ευγενικά ψυχή. Έμαθες τι είπανε στο Συμβούλιο εψές; Όχι, τι; Δε παρακολουθείς τα νέα; Τέγεια ακοινώνητος είσαι; Αυτός είπε αυτά γιατί αυτός έχει συφέρο και θα κονομήσει από τ’ αυτά κι άμα δε γίνουν’ αυτά θα του τα φάνε οι άλλοι τ’ αυτά. Αμή; Έτσι πες μου κι είπα κι εγώ τι δουγειά έχει αυτός με τσι καβαλίνες; Βεβαίως! Διότι κι οι καβαλίνες θα μπούνε στο ΕΣΠΑ ως προϊόν εν ανεπαρ κεία. Έτσι εξηγείται…. Στο παρελθόν ανακηρύχθηκε ιέρεια του κουτσομπογιού μια κυρία Έλσα Μάξ γουελ, θεραπαινίς τση κυρά Φήμης, που έκανε και τι δεν έκανε εις τας Αμερικάς και εις τας Ευρώπας. Ήτανε δημοσιογράφος, συγγραφέας, τραγουδοποιός και ραδιοφωνική παραγωγός, η οποία καθιερώθηκε ως επαγγελματίας διοργανώ τρια κοσμικών εκδηλώσεων. Άμε βάρτα μαζί της. Καθ’ ότι η Φήμη είναι σα και την εξουσία. Τσάμπα την εκάνανε οι αρχαίοι μας θεά; Κάτι ξέρανε. Σήμερα τήνε λένε η τέταρτη εξουσία. Και εξοπλισμένη από το Γουτεμβέργιο και μετά με βι βλία, πανό και φέιγ βολάν και αποκτήσασα τελευταίως και πυραύλους αέροςαέρος τηλεοπτικών κεφαλών, σου αμογιέται και εντός οικίας, σ’ ανταργιάζει, σ’ αγανακτεί, σε κάνει να βάνεις τσι φωνές.
Ορή, γυναίκα…, ακούς τι εκάμανε; Δε μ’ αρέσουνε τα κουτσομπογιά εμένανε. Είν’ έτοιμοι ν’ αρπαχτούνε δια το χιονοδρομικόν. Ακούς; Επιτρέπονται τέ τοια πράματα; Μη λένε ψέματα; Μωρή υπάρχει καπνός χωρίς φωτιά; Μην είναι φήμες; Φέϊκ νιουζ; Μη πιάνεις τη Φήμη στο στόμα σου. Δε θα τα βάλουμε και με τα θεία! - Καλά λες. Πάω να θυμιατίσω τη τηλεόραση. Μεγάλη η Χάρη Τση. 7-2-2022 ΕΒΙΒΑ Μάρτης μπαίνει. Ποιός Μάρτης; Φλεβάρη έχουμε. Ετίναξα την ανθισμένη αμυγδαγιά.
- Με τα χεράκια σου; Κούνια που σε κούναε, ορέεε... Μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει. Μέρα μπαίνει, μέρα βγαίνει, όχι μήνας…
Πού το ξέρεις; Εγώ δε ξέρω; Το Μάρτη ξύλα μάζευε μη κάψεις τα παλούκια.
- Από Μαρτιού πουκάμισο κι απ’ Αύγουστο ζεγκούνι. Μήτε ο Μάρτης καλοκαίρι, μήτε ο Αύγουστος χειμώνας. Λείπει ο Μάρτης από τη Σαρακοστή; Πότε ο Μάρτης δε μπορεί, πότε ο κώλος του πονεί! Έχεις σκοτίτα φλιμένε μου… - 25 του Μαρτιού μέρα μυρτοστολισμένη. Ζήσε Μάρτη μου να φάς τριφύλλι. Τήνε πάτησέεες… Ζήσε Μάη μου να φάς τριφύλλι! Άχρηστε!
Ά, ναι; Κάνεις δέκα και δε κάνω καμία; Όταν εσύ επήγαινες εγώ έγερνα. - Είσαι και μεγαλύτερος. Εκατό σοδιώνες είσαι, δεν είσαι;. Όπου τα μικρομάθει δε τα μεγαλαφήνει. Ακούς; Με μεγαλύτερό σου σκόρδα μη φυτεύεις. Εγώ αυτό ξέρω. Θέ μου μεγαλοδύναμε, μεγάλο τ’ όνομά σου, φύλλο δε πέφτει απ’ το δε ντρί, χωρίς το θέλημά σου! - Το ρίξαμε στα θεοτικά; Δεν έχεις ν’ απαντήσεις; Ένας λόγος εις την χρείαν, θεραπεύει την καρδίαν. Παρηγοριά στον άρρωστο όσο να βγει η ψυχή του. Έτσι κι έτσι το ψωμί σου τόφαες. Έχει άλλο λάδι το καντήλι σου ή να σε νεκροφιλήσω από τα τώρα; - Όποιος σκάφτει το μνήμα τ’ αλλουνού, πέφτει ο ίδιος μέσα. Το κακό έρχεται με μιας και φεύγει λίγο λίγο.
Ψύλλους στ’ άχυρα γυρεύεις; Κάτσε πιες.
Εβίβα κι άσπρο πάτο. Εβίβα. - Να σκάσουν’ οι οχτροί μας!
Να σκάσουνε πανάθεμά τους και μια μύγα στην ουρά τους!
Εβίβα φίλε μου, καλέ.
Εβίβα! Έλα να σε ασπαστώ!
ΚΑΤΟΧΗ Μια σανίδα με ρόδες. Βάνεις τόνα ποδάρι απάνου και με τ’ άλλο την αμπώνεις να πάει μπροστά κι η σανίδα κι εσύ. Κάτι σα πατινέτα χωρίς τιμόνι. Από πού το βρήκανε; Από το σκι; Που έχουνε κάτι σανίδες που γλιστράνε; Απ’ όπου και
να το βρήκανε ωραίο είναι. Κο0υνιέσαι με πράσινη ενέργεια. Δε καις πετρόγιο ούτε μπεντζίνα, δύο κι είκοσι εις τας νήσους. Βαρείς κλωτσιά και πας παρακά του. Ενοχλητικόν όμως! Πουρκουά ενοχλητικόν; Τι σου κάνει; Εμένανε, άμα ανεβαίνουνε απάνου του να πάνε παρακάτου, τίποτις. Αλλά κάνουνε σκέδια. Παναπεί; Να! Τσ’ αρέσει να πηδάνε ν’ αναποδογυρίζει το σκέϊντμπόρντ στον αγέρα και όπως πέφτει να τσου βρίσκει πάλι απάνου του. Κι αυτό είναι σπουδαίο; Πολύ! Να φανταστείς που όλοι οι άλλοι σε χειροκροτάνε και σου λένε μπράβο σου κι εσένα θέλουμε. Μόνο που κάνει φασαρία. Ντουκ, ντουκ κι άμε να κοιμηθείς από μεσημέρι. Κοιμάσαι από μεσημέρι; Κοιμάμαι, ορέ, κοιμάμαι. Στην ηλικία μου θέλω να κοιμάμαι. Θέλω να κόβω τη μέρα στα δύο. Μη νομίζεις που αντέχω όπως παγιά; Εγέρασα. Θέλω και την ησυχία μου. Κι έχω ν’ ακούω το ντάπα ντούπα του σκεϊντμπορντ και δε μ’ αφήνει να κλείσω μάτι. Βαρούνε σάρτα στα σκαγιά τση Νομαρχίας κι ακούονται ως κι απάνω από το Γυμναστήργιο, στη πολυκατοικία όπου μένω, λες και μου βαρούνε τη γκρανγκάσα τση μουσικής μεσ’ στ’ αυτί μου. Επήρα την Αστενομία. Ήρθε το περιπολικό κι εξαφανιστήκανε. Από κάτου ήμουνε. Ετρέχανε κι ελέγανε μας τήνε πέσανε οι μπάτσοι κι όπου φύγει, φύγει. Αφήκανε και τα σκουπίδια τους ινμπάντο. Πάντα τ’ αφήνουνε. Τον ένανε αστυφύλακα τον ήξερα και τόνε ρώτηξα. Τσου τήνε πέσατε; Τι να κάμουμε; Είχαμε εντολή. Εβαρήσαμε μία με τη σειρήνα κι επήγανε κι εφύγανε. Τι; Να τα πιάναμε μιτσά παιδιά; Όλο το ίδιο γίνεται. Να κάμει να γένει το σκεϊντμπορντ στη Γαρίτσα, να πηγαίνουν’ εκεί να ξεσβενάρουνε, να σώνουμε. Και νομίζεις που θ’ αφήκουνε τα σκαγια τση Νομαρχίας και του Δημαρχείου για να πάνε στο Άρσος; Δεν ηξέρω, μούπε. Να πάνε στο Άρσος. Να πάνε. Εκεί δε θα ενοχλούνε. Γιατί; Εκεί δε μένει κόσμος; Εκεί δεν έχουνε αρρώστους, γερόντους κι ευ παθείς ομάδες; - Έ; Έξις και ξερός! Να μην ακούς εσύ και ν’ ακούει ο άλλος; Ωραίααα…! Μα εγίνηκε μελέτη για το Άρσος. Κι αμηδά; Ερωτήξανε οι μελετητάδες τσου περίοικους; Δε τσου ρωτήξανε; - Γιατί; Σε ποιά μελέτη τσου ρωτάνε για να τσου ρωτήξουνε και τώρα; Εμίλησε η επιστήμη, μη το συζητάς… Να τήνε βράσω τέτοια επιστήμη. Κάνει μελέτες αμελέτητες. Τσι περσσότε ρες φορές.
- Τα παράπονά σου στο Δήμαρχο. Εχαθήκανε άλλοι χώροι; Στον Άγνωστο, στο Φαληράκι, μέσα στο Φρούργιο, στη Κόντρα Φόσσα; Αυτοί είναι χώροι αρχαιολογικοί, πολιτιστικής κλερονομιάς τση Ουνέσκος κι επεμβαίνει και το ΚΑΣ. Δεν επιτρέπεται. - Κι επιτρέπεται στο Άρσος; Μια στενή λουρίδα δίπλα στα σπίτια; Να μας ετρώει όλη μέρα το Θέονε; Ως κι οι Ιταλοί, στη κατοχή, εβάνανε τσου σκύ λους τους κι ετρέχανε μέσα στο Μον Ρεπό. Να μην ενοχλούνε. Ο Παρίνης! Γιατί τώρα Κατοχή έχουμε; Κατοχή!
9-2-2022 ΑΠΟ ΠΟΥ ΞΕΡΕΙΣ; Πάμε να παίξουμε; - Τι; Ληστές χωροφυλάκοι. Τόνε ξάτρεξε, τον έπιακε, μετά τον έπιακε αυτόνε ο άλλος, το κάμανε πέντ’ έξη φορές, εβαρεθήκανε. Μετά ήρθε ο Σίμος τση Μαντείας κι έφερε το μπαλόνι το δίφετο. Άμα ειμάστενε τέσσερεις θα παίζαμε διπλό. Πού είναι ο Γιώργος; Διαβάζει. Δε τον αφήνει η μάνα του να βγει όξω να παίξει. Όλο διαβάζει. - Πάμε στο Οβρέϊκο για γαρδέγια; Παμείτε. Εγώ θέλω να παίξουμε μπαλόνι. Θα παίξουμε μετά. Εκεί που κάνουνε βολή που είναι και το γήπεδο. Εκεί δε μας εφωνάζει και καένας. Εδώ όλη η γειτονιά μας φωνάζει πιο σιγά και πιο σιγά. Εσύ που είσαι πιο μεγάλος να είσαι και μπακότερμα κι εμείς οι δύο εναντίον σου. Ενύχτωσε κι επήγανε στα σπίτια τους. Εκάτσανε να διαβάσουνε και να γρά ψουνε. Πώς έγινες έτσι; Πού πήγες; Δε σούχω πει εκατό φορές να μη λερώνεσαι; Έτσι σ’ έβγαλα εγώ όξω; Μετά από το μπαλόνι εκάναμε κι αγώνες. Ανώμαλο δρόμο. Εσαρτέψαμε το πύργο του Οβρέϊκου κι από του Πετρόπουλου ετρέξαμε μέχρι τον Άη Γιάν νη. Αλλά ήτανε λάσπες στο δρόμο. Πρώτος εβγήκα! Έλα δω να σε πλύνω. Κοίτα δω πως έγινες. Και κάτσε να διαβάσεις φλιμένε μου. Δε βλέπεις το Γιώργο που δε σηκώνει κεφάλι από τα βλιβλία; Αυτός θα γίνει άνθρωπος. Εσύ κάτσε με το τσιλίκι και το κάτου μπαλί. Να δούμε άμα μεγαλώσεις τι θα γίνεις. Με το μπαλόνι δε τρως. Με τα γράμματα τρως.
- Ναι, αλλά ο Γιώργος δε ξέρει να παίζει.
Και μ’ αυτό; Ο Γιώργος εγίνηκε μηχανικός. Όχι στσι μηχανές από τσου άλλους. Άνοιξε Τε χνικόν Γραφείον κι έκανε ωραία σπίτια. Έκανε και μελέτας. Εβρεθήκανε.
Τι κάνεις; καλά; Όσο μπορούμε. Δε σε βλέπω στο κουρείο. Πού κουρεύεσαι; - Πάω στου Μίκιου στη Γαρίτσα. Απέναντι από το Άρσος. Άκουσα που θα το ξαναπλάσουνε. Θα το αναπλάσουνε. Εγώ έκανα τη μελέτη. Εσύ; Εσύ θα κάμεις και το γήπεδο το τσιμεντένιο για τα σκέϊμπορντ; Δια τας τροχοσανίδας ομιλείς; Εγώ! - Μεγάλη κουταμάρα. Γιατί; Πρώτ’ απ’ όλα θα φωνάζουνε οι γειτονιές στα παιδιά όλο πιο σιγά κι όλο πιο σιγά. Τσι ρώτησες τσι γειτονιές άμα θέλουνε; Ερώτησες τα παιδιά άμα θέλουνε να τσου φωνάζουνε; - Όχι. Οχιά! Και δεύτερον από που κι ως που ξέρεις εσύ, ορέ, πως παίζουνε; Εσύ ποτές σου δεν έπαιξες. Όλο διάβαζες. Ορέ, τα παιδιά θέλουνε απλιχώργια. Δε θέλουνε ένα στρέμμα τσιμέντο και γύρω-γύρω συρματοπλέγματα. Πό λεμο έχουμε; Να δεις που κι αυτό να κάνεις πάλε στα σκαγιά τση Νομαρχί ας και του Δημαρχείου θα πηγαίνουνε. Σιγά μη και το Καμπιέλο μετακομίσει στη Γαρίτσα. Θα είναι ελεγχόμενος ο χώρος. Θα υπάρχει ασφάλεια. Άμα σου λείπει η ασφάλεια, πες να γίνει η Πόλη ασφαλής. Να μη φοβόνται οι μανάδες ν’ αφήνουνε τα παιδιά τους ελεύθερα να παίζουνε στσι πλατεί ες. Να μην υπάρχουνε κινδύνοι. Όπως παγιά. Αυτό δεν περιλαμβάνεται στη μελέτη. Αλλά και το Άρσος είναι πολύ μεγά λο. Τι θα τόνε κάνουμε τόσο χώρο; Δε πρέπει να αξιοποιηθεί; Κι έτσι θα τόνε αξιοποιήσεις; Εσύ τι θάκανες; - Θα τον άφηνα όπως είναι τώρα. Ελεύθερο για τα παιδιά και τα ραντεβουδάκια. Αλλά από πού να καταλάβεις, εσύ; Εσύ ποτές σου δεν έπαιξες. Κι ούτε φίλησες στο παγκάκι. Από πού ξέρεις; 10-2-2022 ΤΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ Πώς λέγεσαι;
- ……………. Γεώργιος. Του; Χαραλάμπους. Πώς τόνε λένε το πατέρα σου; Χαράλαμπο. - Γενική; Του Χαραλάμπους. Χαράλαμπος, του Χαραλάμπους; Ο Χαράλαμπος δεν είναι δευτερόκλητο; Μάλιστα. Επομένως ο Χαράλαμπους, του… ; - Χαραλάμπου. Έτσι μπράβο. Ο Χαραλάμπης του Χαραλάμπους. Τριτόκλητο. Ο Χαράλα μπος του Χαραλάμπου. Δευτερόκλητο. Μάλιστα κύργιε. Μη ξανακάνεις λάθος στο όνομα του πατέρα σου. Ντροπής! - Μάλιστα κύργιε. Ευχαριστώ κύργιε. Από τότε δε ξανάκανα λάθος. Και λέω τα περί Χαραλάμπους και Χαραλάμπου στσου άλλους και τσου κάνω τον έξυπνο. Τόμαθα το μάθημά μου. Ποιός μου τό μαθε; Κάνας φιλόλογος; Όχι. Ένας γυμναστής. Ο Τσιντής. Τί ετότες όλοι ηξέρανε και πέραν ειδικότητας. Σήμερα του Αγίου Χαραλάμπου και όχι Χαραλάμπους τόνε θυμήθηκα το δά σκαλό μου. Καλό του Παράδεισο που λένε. Δε μπορεί. Σε κάποιο Παράδεισο θα στέκει. Να διορθώνει τα ονόματα των καινούργιων μαθητών του που πάνε να του χαλέ ψουνε ένα ακόντιο για να κάνουνε προπόνηση στο γήπεδο τ’ απόγιομα. Όπως εγώ ετότες. Που μου το χρέωσε. Κι έγραψε τ’ όνομά μου στο χαρτί. Πώς λέγεσαι; ……………. Γεώργιος. Του Χαραλάμπου, έ; Μάλιστα, κύργιε, του Χαραλάμπου.
ΕΙΠΕ Εκληρώθηκε. Ένορκος. Σε υπόθεση ληστείας. Δεν ήθελε τη ζωή του. Γιατί εγώ; Εγώ θα βγάλω τα κάστανα από τη φωτιά; Γυναίκα δε θέλω να πάω. Αφού εκληρώθηκες. Να πας. Τραβήγματα θέλεις; Θα πω όπου είμαι άρρωστος. - Να πας. Είναι υποχρέωσίς σου. Για φαντάσου να ειμάστενε εμείς στη θέση
τους; Και νάσαι δίκαιος, ορέ. Ακούς; Ο ένας όχι, ο άλλος όχι, είναι δυο μεργιές που θέλουνε το δίκιο τους. Τα στραβά μάτια θα κάνεις; Βάλε το χέρι στη καρδιά κι όρμα. Κατά που λέει η συνείδησή σου. Αφού το λες… Εμίλησε ο Πρόεδρος, ο εισαγγελέας, οι δικεόροι, οι μαρτύροι, άκρη δεν έβγαινε. Τόκαμε ή δε τόκαμε; Οι φωτογραφίες από τσι κάμερες εδείχτανε τα πάντα όλα αλλά όχι το μούτρο του ληστή. Τόχε σκεπάσει με κουκούλα. Όλα εδείχτανε ότι αυτός ήταν’ ο ληστής με το κουζινομάχαιρο αλλά πάρε κι όρκο. Παίρνεις; Η διαδικασία έσωσε. Επήγανε ιδιαιτέρως να συσκεφτούνε. Αυτός είναι! Ένοχος! Δε φαίνεται το μούτρο του. Τεκμήριον αθωότητος. Να απαλλαγεί λόγω αμ φιβολιών. Είναι κάνας εδώ μέσα που δε πιστεύει ότι ήταν’ αυτός; ………………………………………… Βούβα; Ένοχος! - Όχι! Εμπερδευτήκανε. Αυτός δεν είχε μιλήσει. Άκουε. Έβαλε το νου του να δουλέ ψει. Τα στοιχεία δεν ήταν’ ατράνταχτα. Πώς να πεί ένοχος; Κι αν μία στο κατομ μύργιο ήταν’ αθώος; Να τόχει βάρος; Εσηκώθηκε. Επήρε το λόγο. Ατράνταχτα στοιχεία για τον φερόμενο ως πταίσαντα έχουμε; Δεν έχουμε. Ατράνταχτα στοιχεία για την τέλεση τση ανάρμοστης πράξης, τση ληστείας, έχουμε; Έχουμε. Οι κάμερες δείχτουνε και τι δε δείχτουνε. Όλοι τα είδαμε, όλοι τα ξέρουμε. Υπάρχουν’ αποχρώσες ενδείξεις. Τίν’ αυτές; Αποχρώσες ενδείξεις είναι οι ενδείξεις που επαρκούν για να σχηματίσει κα νείς άποψη και να λάβει απόφαση για την παραπομπή του φερομένου ως κατηγορουμένου στο δικαστήριο για να δικαστεί. Αν λείπουν δεν στοιχειο θετείται κατηγορία. Και για να τόνε φέρουνε στο δικαστήργιο δεν υπάρχουν’ αποχρώσες ενδεί ξεις; Κανονικά ναι. Αλλά δεν ηξέρω. Ο κόσμος τόχει τούμπανο κι εμείς κρυφό καμάρι. Τι κάνουμε τώρα; Εξανασκώθηκε. Εζήτησε και πάλι το λόγο. Λέγε. Το μόνο σίγουρο είναι η τέλεση τση πράξης κι όσα εδείξανε οι κάμερες. Τη πράξη θα καταδικάσουμε Αν κάποιος έκαμε ό,τι δείχτουνε οι κάμερες αυτός που τα έκαμε δεν είν’ εντάξει. Και δε μπορεί αύριο να μας κορδώνεται και να θέλει να μας εκάνει και τ’ αφεντικό. Άμα καταδικάσουμε τη πράξη αυτός
που την έκαμε δε θάχει μούτρο να μας εξανακοιτάξει στα μάτια. Και θα κάτσει στη μονιά του. Κι άμα είν’ αναίστητος; Άμα είν’ αναίστητος όπου από μας θέλει κάθεται δίπλα του κι όπου από μας δε θέλει πάει και φεύγει. Διαχωρίζει τη θέση του όπου λένε. - Μα έτσι θα το κλείσουμε το μαγαζί. Θ΄ αφήκουμε τ’ άγρια να διώξουνε τα ήμερα; Δε πειράζει. Ας ανοίξουμε ένα άλλο μαγαζί. Καλό. Τη πράξη, πάντως, πρέ πει να τήνε καταδικάσουμε. Καλά λες. Κι ας μη καταδικάσουμε αυτόνε που την έκαμε άμα δεν έχου με τα κότσια. Όλουνόνες τα μάτια απάνου μας κοιτάνε. Να ξευτελιστούμε, μορφωμένοι ανθρώποι, πάει; Δε πάει. Να καταδικάσουμε τη πράξη είναι το λιγότερο που μας απομένει. Επ’ αυτού εσυμφωνήσαν’ όλοι. Εκτός απ’ αυτόνε που το πρωτόπε. Εγώ πι στεύω που αυτός ελήστεψε, είπε. Και δε πρέπει να κάμουμε πίσω, είπε. Έδωκα όρκο και δε μπορώ, είπε. 12-2-2021 ΤΕΛΩΝΟΥ ΚΑΙ ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ Εγίνηκε τελώνης. Φοροεισπράκτορας. Ερχόντανε στο χωργιό να εισπράξει τσου φόρους και έπεφτε σύρμα. - Έρχεται, έρχεται! Κρουβηθείτε! Κι άδειαζε όλομεμίας το χωργιό κι όλοι όπου φύγει, φύγει. Να γλυτρώσουνε από το φόρο, τον αβάσταχτο. Κι αυτός άμα έβρισκε καμιά γριά ή κάνα νιάνιαρο που δε μπορούσανε να τρέξουνε, τσούβανε το μαχαίρι στο λαιμό και τσούπαιρ νε το ύστερό τους. Ελυπόντανε η ψυχή του αλλά ήπρεπε κι αυτός κάτι να φέρει του Βασιλέα, τί αγοιώς θα τον έδιωχτε και δε θάτανε άλλο τελώνης να μπορεί να ζιει. Τόχε όμως βάρος μέσα του. Δε μπορώ να πιάκω αυτουνούς που μπο ρούνε και τρέχουνε και κρουβύνονται και μου ξεφεύγουνε και τα βάνω μ’ όσους δε μπορούνε.
χωργιό
έκανε να
αλλά ήτανε γέροντας και δεν επρόκανε. Τον έπιακε. Πώς σε λένε; - Φαρισαίο. Του κόντε Ιουστίνου, αν έχετ’ ακουστά. Πώς, πώς, τον ηξέρω. Όλοι τον ηξέρουμε. Αν είναι δυνατόν να μην ηξέρω το κόντε Ιουστίνο. Σοφός και θεοσεβούμενος. Έχει να το λέει ο κόσμος όλος. Έχει γράψει και το βλιβλίο «Περί της φοροαποφυγής των φτωχών». Τόχω διαβάσει όλο. Τρεις φορές. Βαγγέγιο τόχω. - Δεν είναι του πατέρα μου. Εγώ τόγραψα. Φαρισαίος του Ιουστίνου.
- Εσείς; Εγώ! Ο πλούσιος δεν φοροαποφεύγει. Ο φτωχός φοροαποφεύγει. Εγώ υπηρετώ το Βασιλέα. Τον υποστηρίζω. Τόνε συμβουλεύω όπου είμαι σο φός. Άμα δεν ειμάστενε οι Φαρισαίοι πως θα εστεκόντανε ο Βασιλέας; Κι άμα δε στέκεται ο Βασιλέας από πού θα σούδινε το μιστό σου εσένανε, άχαρε Τελώνη, που όλη μέρα τρέχεις στα χωργιά και στα ρουμάνια; Πάντως, εδώ λέει που χρωστάτε φόρους από εξανέκαθεν, κύργιε Φαρισαίε. Πολλούς! Κουταμάρες! Οι Φαρισαίοι δε πλερώνουμε. Νόμος ΙΖΗ΄, Άρθρον 1012, πα ράγραφος κστ΄, εδάφιον 224. Εγώ τον έκαμα το Νόμο, το σπουδαίονε. Δε λες που εδιάβασες το βλιβλίο μου; Δε το θυμάμαι. Κακώς! Όμως, και με το συγγνώμη παναπεί, κατέβαινε τα τάλαρα τί πρέπει να πάρω του Βασιλέα τα όβολα κι άμα δε του τα πάρω θα με διώξει. - Αφού σου λέω υπάρχει Νόμος φοροαπαλλαγής. Νόμος ΙΖΗ΄, Άρθρον 1012, παράγραφος κστ΄, εδάφιον 224. Εγώ τον έκαμα. Μπάαα… Βλέπεις αυτή τη σφαγιά; Από πίσω κρουβύνεται μια χήρα με τρία κεφάγια παιδιά. Αυτήνε πιάκε. Έχει; - Έχει αυγά. Πάω να τση τα πάρω. Τση τα πήρε αλλά η ψυχή του εσφίχτηκε και πολύ το μετάνοιωσε που τση τα πήρε. Το βράδυ, μπριχού πέσει, έκλαιε που τση τα πήρε τ’ αυγά. ……………………………………………………………
Εβρεθήκανε μαζί, ομού κι αντάμα, Τελώνης και Φαρισαίος μπροστά από τη πόρτα τ’ Άη Πέτρου. Είχανε πάει μαζί, ομού κι αντάμα, από νιορονιό κι οι δυο τους. Πώς λέγεστε; Τελώνης. Για να ιδώ. Πήρατε άφεση ως φτωχίτας, τί κι εσείς δεν ημπορούσατε τι άλλο να κάμετε. Εξ ανάγκης τα εκάματε και ζητήσατε και συχώρεση. Περά στε. Εσείς; Φαρισαίος. Δεν έχετε ελευθέρας. Στο αποκάτω διαμέρισμα θα πάτε. Φαρισαίος του κόντε Ιουστίνου σας είπα. Για ξανακοιτάχτε…, είμαι τση εξουσίας. Του Βασιλέα. - Ποιός είν’ αυτός; Δε τόνε βρίσκω. Ά! νάτονε. Είναι στη στήλη των αδίκων. Νάτονε! Κι εσύ εδώ είσαι. Μα πως μας εβρήκατε τόσο γλήγορα; Έχουμε βάλει ίντερνετ.