“χαμένες ταυτότητες” 10 αντικείμενα από τον Ελαιώνα λένε ιστορίες μέσα από την κλειδαρότρυπα
Πορτέση Στέλα
το παρόν τεύχος με τίτλο “χαμένες ταυτότητες” αποτελεί αποτέλεσμα της δουλειάς μου στα πλαίσια του εργαστηρίου ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ, ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΑ ΚΑΙ ΚΡΥΦΑ ΑΣΤΙΚΑ ΤΟΠΙΑ, με διδακτική ομάδα τις Μάρδα Ν. και Ιωάννου Όλ., στα πλαίσια του Διατμηματικού Μεταπτυχιακού Πραγράμματος Σπουδών “Έρευνα στην Αρχιτεκτονική: Σχεδιασμός-Χώρος-Πολιτισμός”, κατεύθυνση Α του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου κατά το ακαδημαϊκό έτος 2019-2020
Πορτέση Στέλα Αθήνα, Φλεβάρης 2020
τι είναι οι“χαμένες ταυτότητες”
Κοντά στο κέντρο της Αθήνας, παρά την πυκνή δόμηση και την απίστευτη κίνηση, υπάρχει μια τεράστια περιοχή, εν είδη αστικού κενού: ο Ελαιώνας. Πρόκειται για μια αμήχανη περιοχή για την Αθήνα, που μοιράζεται ανάμεσα σε 5 δήμους (Αθηναίων, Περιστερίου, Αιγάλεω, Νίκαιας-Αγ.Ι.Ρέντη, Ταύρου) όπως μοιράζεται ένας ακάλυπτος στους κατοίκους μια πολυκατοικίας. Τις Κυριακές αυτός ο ακάλυπτος γεμίζει από τους περίοικους και παίρνει ζωή με το παζάρι του παρά τις πολλές του ιδιαιτερότητες. Το παζάρι του Ελαιώνα είναι ένα ιδιαίτερο γεγονός που δεν αφορά μόνο την περιοχή αλλά ολόκληρη την πόλη. Η πρώτη επαφή με το παζάρι δεν είναι τόσο ομαλή και ρομαντική όσο θα μπορούσε κανείς να φανταστεί. Οι τόσοι άνθρωποι, με διαφορετικές καταβολές, οι τόσες εικόνες, τα πολλά πράγματα που δυσκολεύεσαι να φανταστείς πως βρέθηκαν εκεί, η φυσιογνωμία του χώρου, το αλισβερίσι προσφέρουν μια εμπειρία που δίνει μια χαώδη αίσθηση, την αίσθηση του ανοίκειου. Η πληροφορία είναι τόση σε όγκου που ο/η επισκέπτης/πτρια δυσκολεύεται να την επεξεργαστεί. Σε αυτή τη βάση η χαρτογράφηση -με τη συμβατική της έννοια- αυτής της ιδιαίτερης και πολύπλοκης δραστηριότητας είναι μια δουλειά ιδιαίτερα απαιτητική και πολλές φορές αδύνατη. Αλλά η αδυναμία της δεν έγκειται στη μετρική αποτύπωση του χώρου αυτού ή στη στατική του τεκμηρίωση αλλά στην πραγματική περιγραφή της εμπειρίας
του παζαριού, που όπως ήδη ειπώθηκε αρχικά δίνει την αίσθηση του απολύτως ανοίκειου, αλλά εν τέλει καταφέρνει να έρθει κοντά στον επισκέπτη με το δικό του μοναδικό τρόπο. Στο παρόν εγχείρημα βασικός σκοπός είναι αφενός η υπέρβαση αυτής της ανοίκειας αίσθησης κι αφετέρου η περιγραφή αυτής της σύνθετης κατάστασης του παζαριού μέσω αναφορών στα αντικείμενα της αγοραπωλησίας. Στόχος αυτής της περιγραφής είναι η ενεργοποίηση εκείνων των προσωπικών μηχανισμών οικειοποίησης αυτής της κατάστασης και η ταυτόχρονη απεύθυνσής της στους «άλλους»: εκείνους που ακόμη δεν επισκέφτηκαν το παζάρι ρακοσυλλεκτών του Ελαιώνα.
Το ανοίκειο και πώς να το υπερβούμε
Για την αθηναϊκή μητρόπολη, ο Ελαιώνας αποτελεί ένα αστικό κενό που φιλοξενεί μια ετεροτοπία τις Κυριακές. Αν κοιτάξουμε προσεκτικά στο έργο του Foucault σχετικά με τις ετεροτοπίες, θα δούμε ότι τα πανηγύρια κι τα παζάρια χαρακτηρίζονται ως τέτοιες με βασικό χαρακτηριστικό το εφήμερο και αβέβαιο του χρόνου τους. Παρά την περιοδικότητα της επιτέλεσής τους, κάθε φορά πρόκειται για ένα διαφορετικό συμβάν το οποίο απεμπλέκεται με κάποιο τρόπο από τον «καθημερινό χρόνο» κι εντάσσεται περισσότερο στο πλαίσιο ενός «γιορτινού» χρόνου[1]. Για να ορίζουμε όμως το παζάρι του Ελαιώνα ως ετεροτοπία μπορούμε, πέραν του χρονικού στοιχείου, να εστιάσουμε στην ίδια τη δραστηριότητα και τα χαρακτηριστικά της σε συνδυασμό μάλιστα με τα χαρακτηριστικά της ίδια της περιοχής. Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, η περιοχή του Ελαιώνα τείνει να αναγιγνώσκεται ως αστικό κενό ενώ παραλαμβάνει τη δραστηριότητα του παζαριού από όταν μεταφέρθηκε από το εξαιρετικά ορατό πεδίο του κέντρου της πόλης (μέχρι το 2013 βρισκόταν στο Θησείο). Άρα μιλάμε για μια «νεκρή ζώνη» που παραλαμβάνει μια «ανεπίσημη»
κοινωνική δραστηριότητα η οποία χαρακτηρίζεται από τον κυρίαρχο λόγο για το χώρο ως παρασιτική και άχρηστη για την κοινωνική αναπαραγωγή[2]. Το ζήτημα αυτό έχει τεράστιες πολιτικοοικονομικές προεκτάσεις, οι οποίες θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο μια αυτοτελούς εργασίας. Το σημείο που θα σταθούμε όμως είναι όλο αυτό το «πέπλο» που ντύνει το παζάρι του Ελαιώνα καθιστώντας ως κάτι ιδιαίτερο, διαφορετικό και παντελώς «ξένο» για ένα επισκέπτη. Το καθιστά μια ετεροτοπία των ψευδαισθήσεων[3] στις οποίες αναπτύσσονται μορφές κοινωνικότητας που ξεφεύγουν από το κυρίαρχο πρότυπο των κοινωνικών σχέσεων. Με βάσει λοιπόν όλα τα παραπάνω εύκολα θα μπορούσε κάποιος να σχηματίσει την εντύπωση μιας αλλόκοτης, ξένης ή ακόμη και τρομακτικής διαδικασίας για το παζάρι του Ελαιώνα. Σε αυτές μάλιστα τις λέξεις κρύβεται κι ένα τμήμα του ορισμού του ανοίκειου από το Freud[4]. Πράγματι, η πρώτη εμπειρία του παζαριού προκαλεί το αίσθημα του ανοίκειου, αφενός από την ενσωμάτωση του κυρίαρχου λόγου για το χώρο από τον καθένας μας, διαδικασία που γίνεται ακούσια μεγαλώνοντας σε ένα πλαίσιο “κανονικότητας” κι αφετέρου επειδή πράγματι στις σύγχρονες πόλεις όπως η Αθήνα, τέτοιες εικόνες κι εμπειρίες αποτελούν πλέον εξαιρέσεις κι όχι κανόνας. Σε συνδυασμό με τη συσχέτιση του παζαριού και της έννοιας του άχρονου της ετεροτοπία, η αίσθηση του ανοίκειου είναι πιθανό να προκαλείται από μια λανθάνουσα κατάλυση του ορίου μεταξύ πραγματικού και φανταστικού[5], χρησιμοποιώντας τις έννοιες αυτές καθ’ υπερβολή. Πέραν όμως της ανάλυσης σχετικά με το ανοίκειο αίσθημα της εμπειρίας του παζαριού, σημασία έχει η υπέρβασή του. Σε αυτό το σημείο είναι ίσως σκόπιμο να εμβαθύνουμε στον ορισμό της λέξης κυρίως από την σκοπιά της ψυχανάλυσης για να βρεθεί το τρωτό της σημείο. Ως ανοίκειο μεταφράζεται η λέξη umheimlich, η αντίθετη της heimlich που σημαίνει οικείο, με την έννοια του σπιτιού, της ασφάλειας της εστίας[6]. Αυτό το αίσθημα της ασφάλειας χάνεται τοποθετώντας το στερητικό um- μπροστά: την
ασφάλεια που μπορεί να νιώσει κάποιος μόνο στο περιβάλλον του σπιτιού του. Το οικείο μετατρέπεται σε α-οίκειο σε μια διαδικασία που όμως μπορεί να επιτευχθεί κι αντίστροφα, αρκεί να βρεθεί εκείνο το στοιχείο που δυνητικά θα καταργήσει το στερητικό άλφα και θα κάνει τον επισκέπτη να επιστρέψει σε ένα «ασφαλές περιβάλλον». Στο παζάρι εντοπίζεται πολύ έντονα η εξής αντίθεση: ένα περιβάλλον ιδιαίτερα ανοίκειο κι αφιλόξενο με τόσα αντικείμενα προς πώληση που τείνουν να είναι τόσο οικεία κι ενεργοποιούσαν μύχιες σκέψεις κι αναμνήσεις. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο γρήγορα στράφηκα στα αντικείμενα προκειμένου να καταλάβω το παζάρι και να μπορέσω να το περιγράψω.
Τα αντικείμενα
Το κοινό σημείο αναφοράς με το παζάρι και την αποποίηση του ανοίκειου ήταν τα αντικείμενα προς πώληση. Είναι εκείνα που εν τέλει δημιουργούν ένα οικείο πλαίσιο κίνησης μέσα στον Ελαιώνα γιατί σκηνογραφούν ένα περιβάλλον με αναφορές σε μνήμες συλλογικές αλλά ταυτόχρονα εν δυνάμει ατομικές. Με άλλα λόγια φτιάχνουν εξ αρχής ένα περιβάλλον παράλληλα στο υφιστάμενο που μπορεί να προκαλέσει ένα αίσθημα νοσταλγίας που κάποιες φορές αρκεί ώστε να οικειοποιηθεί ο επισκέπτης την όλη εμπειρία του παζαριού. Πρόκειται για απλά καθημερινά αντικείμενα, προσωπικά άλλες φορές που όμως έφυγαν από τους χρήστες τους και τώρα είναι προς πώληση. Παραφράζοντας την Pearce θα μπορούσαμε να πούμε πως πρόκειται για αντικείμενα με πολύπλοκους κύκλους ζωής που κατά περιόδους μπορεί να έχαιραν μεγάλης αναγνώρισης, μετά όμως έζησαν ως απορρίμματα ή ημι-απορρίμματα σε κάδους σκουπιδιών ή εγκαταλειμμένα σπίτια για να ανασυρθούν από τη λήθη μέσω ρακοσυλλεκτικών διεργασιών[7] ώστε να αποτελέσουν εμπόρευμα για το παζάρι του Ελαιώνα. Πολλά από αυτά τα αντικείμενα μπορεί να είναι εντελώς ευτελή. Δεν είναι άλλωστε
τίποτε παραπάνω από πράγματα που κάποτε ήταν τοποθετημένα σε σερβάντες, ράφια, συρτάρια, κουτιά, ντουλάπες σπιτιών. Το καθένα από αυτά τα σπίτια[8] ή οι κάδοι που πετιούνται είναι μια πηγή για τους κυριακάτικους πάγκους. Πρόκειται για αντικείμενα που έχουν ιστορική αξία και από εκείνους περνούν σε άλλα χέρια, σε κάποιο άλλο σπίτι κι έτσι η ιστορία δε χάνεται ούτε και τα αντικείμενα πάνε χαμένα[9], σύμφωνα με τα λεγόμενα μιας ρακοσυλλέκτριας-πωλήτριας. Σε αυτό ακριβώς το σημείο έγκειται η σημασία -και η αξία ενδεχομένως- αυτών των πραγμάτων αφού πριν φτάσουν στον πάγκο που θα πωληθούν κουβαλάνε τη δική τους ιστορία και την ιστορία των κατόχων τους, που όμως για εμάς είναι πιθανόν άγνωστη. Με την τοποθέτησή τους σε ένα πάγκο στο παζάρι, είναι επόμενο να συντελείται η αντικειμενοποίησή τους που θεωρητικά τα απομονώνει από την ιστορία τους και τα επενδύει με χρηστική κι εμπορική αξία και μόνο. Ωστόσο, το προϊόν αυτό δεν πωλείται απλά και μόνο με τη χρηστική του αξία, αλλά και όλου του φορτίου που αυτό κουβαλάει αλλά κάπου στο δρόμο έχει χαθεί… Η αξία αυτή έχει να κάνει με τις αξίες μια κοινωνίας σε μια δεδομένη χρονική στιγμή[10], την οποία μπορούμε να εντοπίσουμε και σε ατομικό επίπεδο, πέραν του συλλογικού, αν ειδικά νιώθουμε τον εαυτό μας να εντάσσεται σε αυτό το κοινωνικό σύνολο που κάποτε υπήρξε. Αν και δε μεταφράζεται σε χρήματα αυτή η αξία (στην περίπτωση του παζαριού τουλάχιστον), δε σημαίνει ότι παύει να υπάρχει. Για να διεισδύσω σε αυτό το επίπεδο της αξίας τους, αντικείμενα που τείνουν να είναι πιο προσωπικά, όπως μια φωτογραφία ή ένα γράμμα, αλλά και αντικείμενα που κάποια στιγμή όλοι μπορεί να είχαμε στο σπίτι μας όμως ποτέ δεν τα προσέξαμε, αποτελούν χρήσιμο υλικό προς διερεύνηση. Με βάση αυτή την παράμετρο έγινε και η επιλογή των αντικειμένων που συλλέχθηκαν από το παζάρι γιατί εξέπεμπαν αυτού του είδους τη οικειότητα που νικούσε το ανοίκειο του παζαριού. Το μεγάλο βήμα όμως είναι η σημασία αυτών των αντικειμένων στο τώρα και η μεθερμηνεία τους σε λέξεις ή ιδέες[11]…
Οι χαμένες ταυτότητες
Τα αντικείμενα αυτά προκειμένου να έρθουν στο παζάρι ως προϊόντα, «απογυμνώνονται», χάνουν κομμάτι της υπόστασής τους, άρα και την ταυτότητά τους. Έστω προσωρινά δεν αποτελούν τίποτα παραπάνω από εμπόρευμα. Παρά λοιπόν την αντικειμενοποίησή τους, η απώλεια αυτή είναι δυναμική γιατί η ένδειξη της χαμένης ταυτότητας είναι αρκετά ισχυρή, καθώς δεν παύουν να είναι με τον τρόπο τους φορείς του παρελθόντος και διαμεσολαβητές παρελθόντος και παρόντος[12]. Η αίσθηση ότι αυτή η χαμένη ταυτότητα έχει ανάγκη να αποδοθεί ήταν η κινητήριος δύναμη ώστε να βρει ο επισκέπτης διεξόδους οικειοποίησης του παζαριού μέσω των αντικειμένων. Δεν είναι κάτι παραπάνω από την ενεργοποίηση μιας προσωπικής μνήμης που συνδέεται με την εικόνα του αντικειμένου κι εν τέλει γίνεται ο τρόπος που το περιβάλλον παύει να είναι αναγνωρίσιμο ως ανοίκειο. Το οικείο πλαίσιο, άλλωστε, της μνήμης μπορεί να στοιχειοθετείται από σπίτια, δρόμους, πέτρες, φυτά αλλά και από τέτοιου είδους αντικείμενα. Είναι σαφώς ευάλωτο και εκτεθειμένο σε αναπόφευκτες αλλαγές καθώς οι μνήμες που υποστηρίζει
κινούνται και ζουν σε ένα χρόνο δανεικό, πάντα υπό την απειλή μικρών ή μεγάλων καταστροφών[13]. Προκειμένου αυτό να σωθεί θα πρέπει να συμβολοποιηθεί με κάποιον τρόπο που δεν είναι απαραίτητο ότι θα έχει άμεση αναφορά στη συλλογική μνήμη όπως την αναλύει ο Halbwachs[14], αλλά θα αποτελέσει δυνητικά ένα φορέα ατομικής μνήμης που θα εκδηλωθεί πιθανά μέσα από μια προσωπική αφήγηση. Με άλλα λόγια τα αντικείμενα αυτά προκειμένου να οικειοποιηθούν στο μέγιστο βαθμό αλλά και να σωθούν στο χρόνο ως μνήμες θα πρέπει να αποκτήσουν μια νέα ταυτότητα από το νέο τους χρήστη. Αυτό που επιχειρείται στις σελίδες αυτού του τεύχους είναι στην ουσία η απόδοση αυτής ακριβώς της χαμένης ταυτότητας των αντικειμένων σαν ένας τρόπος οικειοποίησής τους που εν τέλει λειτουργεί σαν οικειοποίηση ολόκληρου του παζαριού και της εμπειρίας του σε αυτό, μέσα από μικρές ιστορίες των αντικειμένων: τις “ιστορίες του πάγκου”. Αυτή η χαμένη ταυτότητα είναι που χρειάζεται το αντικείμενο για να μπορέσει να “σταθεί” στο χρόνο, όπως ακριβώς χρειάζεται κι ένας άνθρωπος. Και αυτή η ταυτότητα δεν μπορεί να προκύψει παρά μόνο από τη μνήμη, η οποία όταν χάνεται δημιουργεί άλλη μια συνθήκη πιο κοντά στο ανοίκειο[15]. Η μνήμη αυτή δεν έχει να κάνει με πιστοποιητικά γνησιότητας. Οι “ιστορίες του πάγκου” είναι προφορικές ιστορίες που εκ πρώτης όψεως έχουν αναφορά σε ατομικές και υποκειμενικές διαδικασίες. Στην πραγματικότητα όμως θα μπορούσαν να είναι ιστορίες που ο καθένας και η καθεμία έχει ακούσει από την οικογένειά του ή τους φίλους του ενώ παράλληλα αποτελεί ένα προσωπικό σημείο αναφοράς για τη δική του/της ταυτότητα. Η προφορική ιστορία δεν είναι άλλωστε τίποτα παραπάνω από μια αφήγηση μιας εμπειρίας μέσα από λεπτομερείς περιγραφές της καθημερινότητας από την οπτική του κατόχου του εκάστοτε αντικειμένου. Και αυτή η οπτική λειτουργεί σαν ένα αντίδοτο στις στατικές αναλύσεις ή την παράθεση νομοθετικών ή διοικητικών εγγράφων που κυριαρχούν στην παραδοσιακή κοινωνική
ιστορία[16] κι εν τέλει διαμορφώνει ταυτότητες συλλογικές ή ατομικές. Οδηγός σε αυτή την προσπάθεια και πηγή έμπνευσης αποτέλεσε η σκέψη και η γραφή του Georges Perec, Γάλλο πεζογράφο που λόγω των ελάχιστων έως μηδενικών οικογενειακών αναμνήσεών του, η μόνιμη κατάστασή του θα μπορούσε να περιγραφεί ως “χωρίς ή προς αναζήτησης ταυτότητας”. Στα κείμενά του πολλές φορές περιγράφονται αντικείμενα καθώς και η ακριβής θέση ή τρόποι ταξινόμησης αυτών, ενώ επιχειρεί απεγνωσμένες κινήσεις να βρει το μίτο στο λαβύρινθο που τον έζωνε από παντού. Προσπαθεί να προχωρήσει μέσα από τα ψίχια της μνήμης, τις εξαφανίσεις αλλά και τις απουσίες της ζωής του προς την αναζήτηση της αρχιτεκτονικής μιας “σκόρπιας ζωής”[17]. Είναι εξαιρετικός ο τρόπος που σκηνοθετεί διχαλωτά τον παιδικό του βίο πάνω σε ένα πραγματικό αλλά ταυτόχρονα φαντασιακό άξονα μήπως κατορθώσει να ενσωματώσει το χρόνο στη γραφή, επιχειρώντας ουσιαστικά μια προσωπική μυθολογία[18]. Μια μυθολογία παρόμοια με αυτή που προσπάθησε κι εγώ να στήσω για αυτά τα εξίσου σκόρπια αντικείμενα…
Αντί επιλόγου
Μέσα στο ανοίκειο περιβάλλον του Ελαιώνα στέκονται τα οικεία αντικείμενα προς πώληση. Η οικειότητα που απορρέουν είναι αποτέλεσμα όχι μόνο προσωπικών μνημών που ακουμπούν πάνω τους, αλλά μιας νοσταλγίας ενός ασφαλούς περιβάλλοντος. Αντικείμενα που “κάτι θυμίζουν” κι έτσι δε νιώθουμε χαμένοι ανάμεσα στους πάγκους, αντικείμενα που ενεργοποιούν μνήμες ασφάλειας από τα παιδικά ή εφηβικά μας χρόνια. Αντικείμενα που ψάχνουν παράλληλα κι εκείνα για τη δική τους ασφάλεια, τη δική τους ταυτότητα. Αντικείμενα που μέσα από τις “ιστορίες του πάγκου” προσπαθούν να βρουν αυτό που -ενδεχομένως- ξεφορτώθηκαν πριν βρεθούν εκεί... Όλες αυτές οι μικρές ιστορίες μέσα από την κλειδαρότρυπα της μνήμης δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ταυτότητα του κάθε αντικειμένου για μια δεδομένη χρονική στιγμή, για έναν/μια χρήστη/στρια. Οι “ιστορίες του πάγκου” δεν είναι ταυτότητες ή αφηγήσεις άπαξ. Δεν είναι τελικά τίποτε παραπάνω από ένα έναυσμα ώστε καθένας να ανασύρει τη δική του εκδοχή της ίδιας ιστορίας, τη δική του εκδοχή της ταυτότητας του αντικειμένου, τη δική του μικρή χαμένη νησίδα λήθης στη θάλασσα της μνήμης του...
Βιβλιογραφικές αναφορές
1. Foucault, 1967:7 2. Doron, G. 2008. «”…those marvellous empty zones on the edge of our cities”: Heterotopia and the “dead zone”» στο Heterotopia and the city. Public space in a postcivil society, Michiel Dehaene, Lieven De Cauter (επιμ.) Λονδίνο: Routledge 3. Αργύρης, 2012, https://akea2011.com/2012/12/26/eterotopia/ 4. Freud, 2009:15 5. ο.π.:52 6. Βαϊκούση, 2009:12 7. Pearce, 2002:36 8. ο.π.:46 9. https://www.iefimerida.gr/news/391710/oloi-oi-anektimitoi-thisayroi-poy-mporei-na-vrei-kaneis-sta-pazaria-rakosyllekton-poy
10. Σταυρίδης, 2010:116 11. Pearce, 2002:33 12. Σταυρίδης, 2010:116 13. Λαμπροπούλου, 2016:14 14. Γίνεται εκτενής αναφορά κι ανάλυση περί συλλογική, ατομικής μνήμης και των διαφορών-ιδιαιτεροτήτων τους στο Halbwachs, Η ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΜΝΗΜΗ, μτφρ: Πλυτά Τ., Μαντόγλου Α., Αθήνα, ΠΑΠΑΖΗΣΗ, 2013 15. Σχετικά με την κατάσταση απώλειας συλλογικής και ατομικής μνήμης ως προς την κοινωνική τους διάσταση γίνεται ανάλυση από τη Μαντόγλου στο Μαντόγλου Α., ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΜΝΗΜΗ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΛΗΘΗ έκδηλες και λανθάνουσες μορφές κοινωνικής σκέψης, Αθήνα, πεδίο, 2010 16. Βαν Μπούσχοτεν, 2016:38 17. Τσιριμώκου, 2005:13 18. ο.π.:17
Βιβλιογραφία
(ελληνική) Μαντόγλου Α., ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΜΝΗΜΗ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΛΗΘΗ έκδηλες και λανθάνουσες μορφές κοινωνικής σκέψης, Αθήνα, πεδίο, 2010 Σταυρίδης Στ., Μετέωροι χώροι της ετερότητας, Αθήνα, ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ, 2010 Σταυρίδης Στ. (επιμ.), ΜΝΗΜΗ ΚΑΙ ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ, Αθήνα, ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ, 2006 Συλλογικό, Η μνήμη αφηγείται την πόλη: Προφορική ιστορία και μνήμη του αστικού χώρου, επιμ.:Βαν Μπούσχοτεν Ρ., Βερβενιώτη Τ., Λαμπροπούλου Δ., Μούλιου Μ., Χαντζαρούλα Π., Αθήνα, ΠΛΕΘΡΟΝ, 2016
Συλλογικό, URBAN CONFLICTS, Θεσσαλονίκη, Εργαστήριο συναντήσεις και συγκρούσεις στην πόλη, 2015
(ξένη) Doron, G. 2008. «”…those marvellous empty zones on the edge of our cities”: Heterotopia and the “dead zone”» στο Heterotopia and the city. Public space in a postcivil society, Michiel Dehaene, Lieven De Cauter (επιμ.) Λονδίνο: Routledge Foucault M., Περί αλλοτινών χώρων (des espaces autres), Ετεροτοπίες (σελ. 1) Το κείμενο γράφτηκε στην Τυνησία το 1967 και δημοσιεύτηκε την άνοιξη του 1984. Μισελ Φουκώ, Ομιλίες και Γραπτά, Περί αλλοτινών χώρων (διάλεξη στη λέσχη αρχιτεκτονικών μελετών, 14 Μαρτίου 1967). Architecture, Mouvement, Continuiti, τ. 5, σελ. 46-49 Freud S., ΤΟ ΑΝΟΙΚΕΙΟ, μτφρ: Βαϊκούση Ε., επίμετρο: Δοξιάδης Κ., Αθήνα, ΠΛΕΘΡΟΝ, 2009 Halbwachs, Η ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΜΝΗΜΗ, μτφρ: Πλυτά Τ., Μαντόγλου Α., Αθήνα, ΠΑΠΑΖΗΣΗ, 2013 Pearce S., μουσεία, αντικείμενα & συλλογές, μτφρ: Γυιόκα Λ., Καζάζης α., Μπίκας
Π., επιμ.: Γυιόκα Λ., Θεσσαλονίκη, εκδόσεις Βάνιας, 2002 Perec G., ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗ, μτφρ: Κυριακίδης Α., Αθήνα, ύψιλον/βιβλία, 1992 Perec G., ΖΩΗ ΟΔΗΓΙΕΣ ΧΡΗΣΗΣ, μτφρ: Κυριακίδης Α., Αθήνα, ύψιλον/βιβλία, 1991 Perec G., ΣΚΕΨΗ/ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ, μτφρ-εισ.: Τσιριμώκου Λ., Αθήνα ΑΓΡΑΣ, 2005 Yates A. F., Η ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ, μτφρ: Μπερλής Α., Αθήνα, ΜΟΡΦΩΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΗΣ, 2014
(διαδικτυακή) Αλεξίου Γ., Μια Κυριακή στο παζάρι του Ελαιώνα, <https://www.ogdoo.gr/erevna/ thema/mia-kyriaki-sto-pazari-tou-elaiona>, τελ. επισκ.: 15/2/2020 ΑΠΕ-ΜΠΕ, Ολοι οι ανεκτίμητοι θησαυροί που μπορεί να βρει κανείς στα παζάρια ρακοσυλλεκτών -Πού και πότε γίνονται στην Αθήνα, <https://www.iefimerida.gr/news/391710/oloi-oi-anektimitoi-thisayroi-poy-mporei-na-vrei-kaneis-sta-pazaria-rakosyllekton-poy>, τελ. επισκ.: 15/2/2020 Αργύρης Μ., Συζητώντας για την ετεροτοπία – οι χωροχρονικές εμπειρίες των «τεράτων», <https://akea2011.com/2012/12/26/eterotopia/>, τελ. επισκ.:
17/2/2020 Μανωλέλη Μ., Κυριακή στα υπαίθρια παζάρια του Βοτανικού, <https://www.athensvoice.gr/life/urban-culture/athens/342333_kyriaki-sta-ypaithria-pazaria-toyvotanikoy>, τελ. επισκ.: 15/2/2020 ΣΩΜΑΤΕΙΟ ΡΑΚΟΣΥΛΛΕΚΤΩΝ ΕΡΜΗΣ, επίσημη ιστοσελίδα Σωματείου Ρακοσυλλεκτών Ερμής, < https://somateio-rakosyllekton-ermis.webnode.gr/ >, τελ. επισκ.: 15/2/2020
“ιστορίες του πάγκου”
Εδώ βρίσκονται οι χαμένες ιστορίες των αντικειμένων του παζαριού στον Ελαιώνα όπως τις εμπνεύστηκε η συντάκτρια κατά την αγορά τους. Οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα ή γεγονότα είναι συμπτωματική. Ή μπορεί και όχι...
ο θείος Λάκης
Ο θείος Λάκης είχε τελειώσει τη Γεωπονική Σχολή εν μέσω Δεκεμβριανών. Επέζησε παρότι τον κυνηγούσαν αλλά αναγκάστηκε να φύγει αμέσως στο εξωτερικό. Εκεί όπου πήγε πάντα έστελνε γράμματα που τα πότιζε μέσα σε μπαχάρια ή αρώματα γιατί έλεγε ότι “από τη μύτη θυμόμαστε”. Ο θείος Λάκης ήταν επίσης καλός στις ιστορίες. Ήταν τόσο απίστευτες βέβαια που κάθε φορά για να τον πιστέψουμε έστελνε κι από μια φωτογραφία του. Προσωπικά δεν τον γνώρισα ποτέ, οπότε δεν ξέρω αν πράγματι υπήρξε ή αν τις φωτογραφίες τις ξετρύπωνε η γιαγιά μου για να μην ξεχνάμε τον αδερφό της…
οι ρίζες
Η κα Χαρίκλεια ήταν νέα ακόμη όταν πήγε στη Γερμανία για να βρει δουλειά. Το χωριό της, στην ορεινή Βοιωτία, είχε από καιρό ερημώσει από ανθρώπους και σπαρτά. Καλά ελληνικά δεν ήξερε να γράφει, αλλά δεν τα ξεχνούσε κι έτσι έγραφε όποτε της δινόταν η ευκαιρία. Ο Σίλος από την άλλη, είχε μείνει στην Αθήνα να προσέχει τους γονείς γιατί κι εκείνοι γέροι άνθρωποι ήταν. Είχε εξάλλου και τη γυναίκα του να τον βοηθάει. Κι εκείνος έγραφε, κυρίως στη Χαρίκλεια, καθώς όση αύξηση κι αν είχε πάρει ήδη από το χειμώνα του ‘87, τα χρήματα δεν αρκούσαν για κλήσεις εξωτερικού. Άλλωστε η αλληλογραφία ήταν κι ένας τρόπος να μην ξεχνάει τις ρίζες του.
το συρτάρι
Κάθε γραφείο, εκτός από τον προφανή του ρόλο, μπορεί να χρησιμεύσει κι ως χώρος αποθήκευσης. Συνήθως σε αυτό βοηθάνε τα συρτάρια. Μέσα στο κάθε συρτάρι υπάρχουν πράγματα που καλό είναι να μη βρίσκονται επάνω στο γραφείο ή ακόμη κι αν βρίσκονταν δε θα χρησίμευαν σε τίποτα άλλο παρά στο να πιάνουν χώρο. Πολλές φορές το συρτάρι έχει χρησιμεύσει σαν ένα είδους αρχείου. Μια παλιά τακτική του πατέρα μου ήταν να αποθηκεύει εκεί αποκόμματα εφημερίδων και περιοδικών που δεν έπρεπε ποτέ να χαθούν. Αυτά συγκαταλέγονταν στο “εφήμερο αρχείο” ή αλλιώς“επείγοντα”. Το συρτάρι με ένα είδος σταθερού αρχείου δεν είχα καν όνομα. Ή μάλλον είχε, το προφανές: “Το συρτάρι”. Το να ζητήσει κάτι ο πατέρας μου από το συρτάρι, αυτόματα όλοι καταλαβαίναμε από πού προέρχεται το αντικείμενο, αλλά και πού θα επέστρεφε μετά. Το περιεχόμενο ήταν πάντα οργανωμένο και ταξινομημένο με έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο, ώστε να καταλαβαίνει αν ποτέ κάποιος άλλος έχει “μπλεχτεί” χωρίς την εντολή του. Ωστόσο, δεν επρόκειτο για αντικείμενα αξίας ή έστω υψίστης σημασίας. Αντίθετα, ήταν μια μορφή κωδικοποίησης στα πλαίσια της ταξινόμησης αυτών: ήταν γεμάτο με φακέλους γραμμάτων χωρίς το περιεχόμενό τους. Φυσικά ένα άτομο με ιδιαίτερα συνδυαστική μνήμη όπως ο πατέρας μου, ήθελε απλά να έχει στοιχεία ενεργοποίησης της μνήμης του κι όχι τα ακριβή “πειστήρια”. Αυτά τα θυμόταν. Η δυσκολία φάνηκε αργότερα, πολύ αργότερα. Όταν πλέον η αλληλογραφία έγινε ένας απαρχαιωμένος τρόπος επικοινωνίας των ανθρώπων και το μόνο που έμεινε ήταν το ίδιο το συρτάρι.
αναγγελία γάμου
Όταν ο Άρης αποφάσισε να παντρευτεί με την Κατίνα κι αφού κανονίστηκαν όλα, έστειλε στην εφημερίδα την αναγγελία του γάμου τους. “Ο Ζιώγος Αριστείδης του Αχιλλέα και της Καλλιόπης το γένος Πατεράκη που γεννήθηκε στο Μαρούσι Αττικής και κατοικεί στο Ψυχικό Αττικής και η Λεπενιώτη Αικατερίνη του Περικλή και της Μαρούσας το γένος Λύτρα που γεννήθηκε στην Αθήνα και κατοικεί στην Αθήνα πρόκειται να παντρευτούν στον Ιερό Ναό Αγίας Φιλοθέης στη Φιλοθέη Αττικής.” Έτσι ο γάμος τους είναι έγκυρος. Ωστόσο, αν ήθελαν να είναι ειλικρινείς μαζί μας ή έστω να μας κεντρίσουν το ενδιαφέρον, θα έγραφαν: “Ο Ζιώγος Αριστείδης, νέος πολλά υποσχόμενος δικηγόρος, και η Λεπενιώτη Αικατερίνη, πρώην Αρσακειάδα, πρόκειται να παντρευτούν μετά των ευχών των γονέων τους Αχιλλέα και Περικλή. Είναι δύο νέοι της ίδιας τάξεως, άρα και πολύ ταιριαστοί. Ο γάμος τους θα τελεστεί σε εκκλησία της Φιλοθέης ώστε να είναι εύκολη η πρόσβαση των καλεσμένων εκ βορείων προαστίων. Μετά την τελετή, το ευτυχές ζεύγος θα ξεκινήσει το ταξίδι του μέλιτος στην ελληνική επαρχεία, όπως η Κατίνα αποφάσισε παρά την επιμονή του Άρη να μην απομακρυνθούν από την πρωτεύουσα. Τα δύο αυτά παιδιά θα ξεκινήσουν την κοινή ζωή τους στο προικώο μοντέρνο διαμέρισμα της Κατίνας στο Κολωνάκι -που ανήκε στη μητέρα της, Μαρούσα, ως αγροτεμάχιο ακόμη-, παρά τις αντιρρήσεις της κας Καλλιοπίτσας που δεν ήθελε να αποχωριστεί το γιο της.” Αυτή, μάλιστα, είναι μια εμπεριστατωμένη αναγγελία γάμου! Και ίσως μέσω αυτής της έκθεσης να μπορούσαμε να καταλάβουμε πόσο πραγματικά είναι αποφασισμένοι για αυτό το γάμο.
ανάλυση ή προς εξαγωγή συμπερασμάτων
Στη φωτογραφία αριστερά εικονίζεται ένας νεαρός φαντάρος. Από τα χαρακτηριστικά του προσώπου του, δηλαδή, μάλλον πρόκειται για νεαρό. Ίσως βέβαια και το χαλαρό της στάσης του να μαρτυράει ότι δεν έχει ακόμη συνειδητοποιήσει ότι πάει στον πόλεμο. Από τη στολή του προκύπτει ότι μιλάμε για κάποια άλλη μορφή στράτευσης κι όχι τακτικής. Αυτό άλλωστε μαρτυρούν έκδηλα τα φυσίγγια που είναι σταυρωτά στον κορμό του. Το αξιόλογο όμως εντοπίζεται στα τσαρούχια των παπουτσιών του. Δεν πρόκειται για στρατιωτικές αρβύλες, αλλά μάλλον για ένα στοιχείο που υπαινίσσεται την καταγωγή του: είναι κάποιος επαρχιώτης της ηπειρωτικής χώρας. Σε αυτό συνηγορεί και το αντικείμενο που κρατάει στο αριστερό του χέρι. Πρόκειται για μια βέργα με διττή χρησιμότητα: αφενός στο να διώχνει τυχόν άγρια ζώα, αφετέρου σε πιθανή αναρρίχηση ή δύσκολη πεζοπορία. Τα όπλα που κατέχει είναι δύο κι όχι ένα. Αυτό όμως μπορεί μόνο κάποιος παρατηρητικός να το δει, καθώς εκτός του κύριου όπλου, στην αριστερή του τσέπη βρίσκεται ένα μικρό πιστόλι χειρός. Άλλο ένα συμπέρασμα από αυτό το στοιχείο είναι πως πρόκειται για δεξιόχειρα. Αυτό όμως που γεννά ακόμη περισσότερες απορίες και προκαλεί μυστήριο είναι το μαύρο πένθος στον αριστερό του ώμο. Ο νεαρός κρατάει πένθος ακόμη και σε καιρό πολέμου, άρα μάλλον δεν έχει φυσικοποιήσει ακόμη το θάνατο στο μυαλό του. Η φωτογραφία δεν αναγράφει κάποια ημερομηνία, τοποθεσία ή άλλο στοιχείο στο πίσω μέρος της. Φυλάγεται σε ένα κουτί στη σερβάντα της θείας Τέτας, που ωστόσο σαν αντικείμενο δεν έχει στοιχεία άξια προς μνεία, εκτός από το περιεχόμενό του.
μικρές απώλειες
Κάτι εξαιρετικά συνηθισμένο στο σπίτι μου είναι τα μεγάλα τραπεζώματα. Επίσημες κι ονομαστικές γιορτές, προσωπικές επιτυχίες, στιγμές που πρέπει να θυμόμαστε ή απλά η συγκέντρωση όλων στο πατρικό είναι αφορμή για ένα τραπέζι! Το μενού φροντίζουμε πάντα να είναι κάτι διαφορετικό ώστε να εξερευνούμε νέες γεύσεις αλλά και μια προσπάθεια να μην καταλήξουν αυτές οι μαζώξεις σε ρουτίνα. Ένα πράγμα που παραμένει κάθε φορά το ίδιο είναι το στρώσιμο του τραπεζιού το οποίο έχει ένα ξεχωριστό πρωτόκολλο που ακολουθείται και δε δύναται να παραβιαστεί. Στην αρχή τοποθετείται το τραπεζομάντιλο, πάντα λευκό και με τελειώματα από δαντέλα ή σχέδια από βελονάκι. Αμέσως μετά πρέπει να τοποθετηθούν τα πιάτα: πρώτα το μεγάλο ρηχό, από πάνω της σαλάτας και στην κορυφή το βαθύ για τη σούπα. Έπειτα τοποθετούνται τα μαχαιροπίρουνα. Ανάλογα με το πλήθος των ατόμων επιλέγεται και το σερβίτσιο: 6 και λιγότεροι το ασημένιο με τα στάχυα, 6-12 το καρό μεταλλικό, 12 και άνω το καινούριο με τις χοντρές λαβές. Η δε σειρά πάντα ίδια: αριστερά το πιρούνι, δεξιά το μαχαίρι και το κουτάλι από την έξω πλευρά, ενώ στην κορυφή των πιάτων με κατεύθυνση προς αριστερά το πιρουνάκι για φρούτο και από πάνω του με κατεύθυνση προς δεξιά το κουτάλι για γλυκό.
Τότε έρχεται ο δίσκος με τα ποτήρια -προσέχουμε πάντα να είναι ζευγάριακαι πάνω και δεξιά των πιάτων τοποθετείται το ποτήρι του κρασιού. Δίπλα του στη θέση 2και10 ακριβώς το ποτήρι του νερού. Και τα δύο είναι κολονάτα με λεπτό γυαλί που έχει κάποιο σχήμα χαραγμένο πάνω του. Η στιγμή αυτή είναι κρίσιμη γιατί ενώ όλα μοιάζουν έτοιμα, λείπει ίσως το χρησιμότερο κομμάτι: οι πετσέτες! Πρέπει να ελεγχθούν ότι είναι ολόλευκες και κολλαριστές, ενώ όποιος αναλάβει αυτό το δύσκολο έργο οφείλει να μετρήσει και να θυμάται πόσες πετσέτες από κάθε παρτίδα χρησιμοποίησε γιατί σχεδόν σε κάθε γιορτή λείπει μία, μπορεί και δύο. Το ζήτημα αυτό είναι πολύ σοβαρό όχι μόνο γιατί χαλάει το σετ, αλλά πολύ περισσότερο γιατί κανείς δεν αναλαμβάνει την ευθύνη να αναζητήσει τις χαμένες πετσέτες από τους καλεσμένους μας, καθώς κάτι τέτοιο θα σήμαινε προσβολή και ίσως αιτία να μην ξανάρθουν σπίτι μας! Ούτε όταν η μητέρα μου σε ένα σουαρέ της πρώτης της ξαδέρφης παρατήρησε πως είχε 8 ίδιες πετσέτες σαν τη δική της -πρώην- 6άδα με το κοφτό σχέδιο από βελονάκι, που είχε κεντήσει η θεία Γεωργίτσα και για τις δυο τους, μπόρεσε να τις ζητήσει. Προσπάθησε όμως να τις βάλει διακριτικά στην τσάντα της… Η προσπάθεια στέφτηκε με απόλυτη αποτυχία!
τα σουβενίρ του κόσμου
Στην τουαλέτα του δωματίου της Νόπης υπάρχουν 3 κοσμηματοθήκες. Η πρώτη περιέχει δαχτυλίδια και βραχιόλια, η δεύτερη σκουλαρίκια και η τρίτη μενταγιόν. Αν κάποιος τις συγκρίνει θα καταλάβει αμέσως ότι η τρίτη είναι η πιο ογκώδης με τον περισσότερο αποθηκευτικό χώρο. “Λογικό”, θα σκεφτεί κανείς, “αφού τα μενταγιόν πιάνουν περισσότερο χώρο”. Κι όμως η απάντηση δεν είναι τόσο προφανής…! Ο λόγος του μεγέθους αυτής της θήκης είναι όχι τα μενταγιόν, αλλά τα πολλά ταξίδια της Νόπης και των στενών συγγενών και φίλων. Κι έτσι η Νόπη σας μαρτύρησε τη μεγάλη της ιδιαιτερότητα: σε όσα μέρη επισκέπτεται δεν αγοράζει καρτ-ποστάλ, καρφίτσες ή μαγνήτες, αλλά ένα μενταγιόν. Σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται για αντικείμενα μεγάλης αξίας. Τα μεταφορικά τους μπορεί να κοστίζουν αλλά τα ίδια όχι. Η Νόπη, λοιπόν, ψάχνει να βρει πάντα ένα παζάρι στο οποίο θα αγοράσει το μενταγιόν-σουβενίρ σε καλή τιμή κι αφού έχει τέρψει πρώτα την ψυχή της από το παζάρεμα. Ίσως κάποιες φορές το παζάρεμα να είναι ο μόνος και απόλυτος σκοπός. Όπως και με αυτό εδώ το ασημένιο μενταγιόν. Όταν το είδε στο μεγάλο παζάρι της Αλεξάνδρειας ένιωσε σα να βρήκε ένα χαμένο λυχνάρι! Το καλοδουλεμένο και ελατό ασήμι σε συνδυασμό με το μαύρο όνυχα της τράβηξε αμέσως το βλέμμα. Πάντα της άρεσε άλλωστε ο όνυχας και η σκοτεινή δύναμη που εκείνος κρύβει, όπως της επιβεβαίωσε και ο έμπορας. Η δε αλυσίδα της φάνηκε μοναδική για αυτό το κομμάτι! Κατάφερε κι έριξε την τιμή του από τις 220 αιγυπτιακές λίρες στις 170 σημειώνοντας άλλη μια προσωπική επιτυχία! Στο δρόμο του γυρισμού άρχισε να σκέφτεται ξανά και ξανά ότι τα περισσότερα μενταγιόν της είναι ασημένια κι ότι ίσως ήταν μια επιπόλαιη αγορά. Δε σταμάτησε όμως ούτε στιγμή να σκέφτεται την Αλεξάνδρεια που άφησε πίσω…
η ανταλλαγή
Συνήθως ο συλλέκτης φαίνεται από πολύ νεαρή ηλικία. Έχει την τάση να παίρνει μαζί του μικρά καθημερινά αντικείμενα από μέρη που επισκέπτεται ακόμη κι όταν μιλάμε για το καφέ της γειτονιάς του. Υπάρχουν πολλά πράγματα που μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενα συλλογών. Γραμματόσημα, νομίσματα, μικρά αυτοκίνητα αντίκες, στρατιωτάκια για τους πιο βιρτουόζους, αλλά ακόμη και χαρτοπετσέτες, μαγνητάκια ψυγείου, καρτ ποστάλ, γομολάστιχες, μολύβια για όσους ανακαλύπτουν πιο αργά τη συλλεκτιτορική τους φύση. Επίσης έχω συναντήσει ανθρώπους που μάζευαν ποτήρια από μαγαζιά που το κρασί τους είχε συναρπάσει, σπιρτόκουτα, πακέτα τσιγάρων, ακόμη και γόπες που τους είχαν συντροφεύσει στις κομβικές για εκείνους στιγμές της ζωής τους. Πολύ συνηθισμένο, αν και όχι τόσο πια, είναι να συλλέγει κανείς καρφίτσες. Υπάρχει μια πολύ σοφή λογική οικονομίας πίσω από αυτό. Η καρφίτσα είναι εύκολη στη μεταφορά και στην αποθήκευση, ενώ η απόκτησή της μπορεί να γίνει με ελάχιστα έως καθόλου χρήματα. Παραπάνω βλέπετε δύο υποσυλλογές καρφιτσών που ταξινομήθηκαν με βάση την προέλευσή τους από μια χώρα που δεν υπάρχει πια. Η συνάντησή τους έγινε με σκοπό την ανταλλαγή κομματιών από τη μία στην άλλη σαν ένα είδος ιδιωτικής έκθεσης. Πρόκειται κομμάτια που προέρχονται από δύο διαφορετικές συλλογές που ωστόσο περνούν από γενιά σε γενιά. Στη δε κάτω εικόνα ο συλλέκτης άφησε να εννοηθεί ότι η συλλογή του μετρά πάνω από 4 γενιές, με μόνη απόδειξη τη φερεγγυότητά του. Η διπλή αυτή εικόνα, λοιπόν, έχει παγώσει ακριβώς στο σημείο της ανταλλαγής ώστε η διαδικασία να λάβει μια κάποια επισημότητα. Δεν φαίνεται όμως να είναι ακριβώς έτσι γιατί τα δάχτυλα του ενός εκ των δύο συλλεκτών προδίδουν την αγωνία του όλη αυτή η διαδικασία να λάβει τέλος το συντομότερο δυνατό…
το τασάκι των μουσαφίρηδων
Στο σπίτι της γιαγιάς μου δεν υπήρχε παρά μόνο ένα τασάκι: το τασάκι των μουσαφίρηδων. Ένα μοναδικό τασάκι πάνω στο τραπεζάκι της υποδοχής, το οποίο μετακινούνταν μαζί με τον ενδεχόμενο καπνιστή-μουσαφίρη. Πρόκειται για ένα κινούμενο αντικείμενο το οποίο όμως κατέχει ταυτόχρονα σταθερή θέση στην καθημερινή ζωή του σπιτιού. Αποκτήθηκε με τρόπο παράδοξο. Δεν αγοράστηκε ποτέ, παρά δωρίστηκε από τη θεία Λούλα στη γιαγιά μου όταν η πρώτη αποφάσισε να δώσει ένα πιο μοντέρνο αέρα στο σαλόνι της. Κάθε τόσο ρωτούσα τη γιαγιά πληροφορίες για το εν λόγω τασάκι και τη χρήση του κάνοντας πάντα τον ίδιο διάλογο: -Γιαγιά, γιατί σε ολόκληρο σπίτι έχεις μόνο ένα τασάκι; -Αφού κανένας μας δεν καπνίζει παιδάκι μου! Αυτό είναι απλά μήπως έρθει κανένας… Χρόνια αργότερα, έχοντας χάσει μέρος της παιδικής μου αθωότητας, σκέφτηκα ότι ο παππούς κάπνιζε “Άσσος κασετίνα”. Μετά το θάνατό του, το σπίτι έπαξε να έχει τασάκια. Εν τέλει ίσως αυτή ήταν μια άλλη ένδειξη πένθους αφού κανείς πλέον δε φορούσε μαύρα ρούχα ύστερα από τόσα χρόνια…
“πρόθεση έκθεσης αντικειμένων”
Τα αντικείμενα του παζαριού μαζί με τις ιστορίες του πάγκου έχουν να πουν κάτι για τον Ελαιώνα και την κυριακάτικη αυτή δραστηριότητα. Στη βάση αυτή προέκυψε η ιδέα δημιουργίας μια έκθεσης για το παζάρι του Ελαιώνα για όσους έχουν επισκεφτεί το παζάρι αλλά ποτέ δε σκέφτηκαν αυτή την εκδοχή. Πολύ περισσότερο, όμως, για όλους εκείνους που διστάζουν να πάνε στο παζάρι. Ο χώρος της έκθεσης στήνεται σα μια μικρογραφία ενός υπο-παζαριού του Ελαιώνα με αποθηκευτικούς χώρους εν είδη κουτιών στο κεντρικό σημείο και άλλους κατακόρυφα εν είδη ραφιών. Ο διαχωρισμός σε κουτιά και ράφια γίνεται καθώς τα αντικείμενα που έχουν συλλεχθεί από το παζάρι είναι δύο κατηγοριών: από τη μία φωτογραφίες, γράμματα, γραπτά που θα μπορούσαν να περιγραφούν ως δισδιάστατα και από την άλλη μικρά καθημερινά αντικείμενα που θα περιγράφονταν ως τρισδιάστατα. Σε αυτό το πλαίσιο τα μεγάλα κουτιά 60*60 εκ. είναι οι χώροι αποθήκευσης αλλά και έκθεσης των τρισδιάστατων αντικειμένων. Η ιστορία είναι γραμμένη στο πάνω μέρος ώστε ο επισκέπτης να την εντοπίζει σχετικά άμεσα, ενώ το αντικείμενο βρίσκεται μέσα στο κουτί και μπορεί να το δει μόνο μέσω της οπής στο μπροστινό μέρος. Τα δε κατακόρυφα ράφια 30*30 εκ. αποτελούν τους χώρους αποθήκευσης των δισδιάστατων αντικειμένων. Μόλις ο επισκέπτης ανοίξει το πορτάκι του ραφιού του αποκαλύπτεται το αντικείμενο και η ιστορία. Τα κουτιά-ράφια που περιέχουν αντικείμενο έχουν ιδιαίτερη σήμανση μέσω του διαφορετικού χρώματος, η οποία ουσιαστικά λειτουργεί ως μια “πρόσκληση” για τον επισκέπτη να ανακαλύψει μόνος του την ιστορία και το αντικείμενο. Με άλλα λόγια να αναζητήσει τη χαμένη ταυτότητα του αντικειμένου...
_πρόθεση κάτοψης
_πρόθεση τομής
_αξονομετρική απεικόνιση
θέση της ιστορίας του αντικειμένου
θέση του αντικειμένου
οπή θέασης του αντικειμένου
_αξονομετρική απεικόνιση κουτί έκθεσης αντικειμένων
θέση του αντικειμένου
θέση της ιστορίας του αντικειμένου
ανοιγόμενο πορτάκι ραφιού
_αξονομετρική απεικόνιση ράφι έκθεσης αντικειμένων
κι όσο υπάρχουν άδεια κουτιά ή ράφια και ιστορίες που δε γράφτηκαν θα υπάρχουν και χαμένες ταυτότητες...