Επαμεινώνδας Ελληνικάκης - Παραπλανητικές κάρτες

Page 1

Επαμεινώνδας Ελληνικάκης

παραπλανητικές κάρτες



παραπλανητικές κάρτες



Επαμεινώνδας Ελληνικάκης

παραπλανητικές κάρτες

ΕΑΡΠΗΓΩΝ 2021


Δακτυλογράφηση κειμένων: Αντώνης Κρητικός, Φωτεινή Καπαρέλου Ηλεκτρονική σελιδοποίηση - διαδικτυακή έκδοση: Φωτεινή Καπαρέλου Επιμέλεια - κειμένων: Αντώνης Κρητικός Εκδόσεις: Έαρπηγών - γραφή και συνανάγνωση, Απρίλιος 2021 επικοινωνία: ear.pigon@yahoo.gr


Τα κείμενα του Επαμεινώνδα δημιουργήθηκαν με αφορμή ασκήσεις συγγραφής στην ομάδα γραφής και συνανάγνωσης «Εαρπηγών» στην οποία συμμετείχε το έτος 2015.




Οικογενειακή φωτογραφία

10


Δεκαετία 70

Πράσινο Φίατ τετράγωνο με σκάρα Ξάπλωνα στη βεράντα, να κοιτάζω τον ουρανό Εκείνος, αγέρωχος, τσιγάρο στο χέρι Το χάδι μύριζε νικοτίνη από μακριά Εκείνη, ανέμελη, καμπάνα παντελόνι Τη θυμάμαι έτσι, γλυκιά, όμορφη Ο Νίκος γελούσε ασταμάτητα Πριν από λίγο, παλεύαμε Εγώ, μακρύ πουλόβερ κοντιμένο Πλημμυρισμένος απ’ του ήλιου το φως Δεν είχα κουράγιο να κοιτάξω … Θυμάμαι αυτή τη ζεστασιά και την ασφάλεια να ‘χω τα μάτια κλειστά.

11


Arvo Pärt - Für Alina

Με σένα

Πάνω στις σοφίτες συναντιόμασταν κρυφά

Πατούσαμε στις μύτες να μη μας ακούσουν οι μεγάλοι

Η σκόνη στις ακτίνες ήταν όλη δικιά μας

Δεν αναζητήσαμε ξανά, ο ένας τον άλλο

Αφήσαμε τις ματιές μας, στο χρόνο χαραγμένες, αναλλοίωτες, τέλειες

Κανένας, δεν μπορεί να τις ταράξει

Λιώνουν σιγά - σιγά, μέσα μας σαν καραμέλες αγάπης

12


Περπατώ

Στην άκρη της ματιάς μου σπάει ρωγμή Το βούισμα στ’ αυτιά μου διακόπτεται από κρότο Αυτή η μούχλα κι ο καπνός που ξεραίνονται στο στόμα μου Είναι ο κόσμος μου, που καταστρέφεται Πατάω τα θρύψαλά του και καρφώνονται στα πόδια μου Όπου και να γυρίσω διαλύεται Άδηλα ξαναγεννιέται και διαλύεται Μόνο η μέθη κι ο έρωτας θα μ’ άφηνε να αντέξω να χορέψω στα συντρίμμια του

13


Του πρώτου νεκρού

Όταν έφτασα στην πρώτη γυμνασίου, μετακομίσαμε έξω από την πόλη σ’ έναν παραθαλάσσιο οικισμό, το Καλάμι. Μείναμε σε μια πολυκατοικία πάνω από τη θάλασσα κι εγώ ξεκίνησα να γνωρίσω τα παιδιά της γύρω περιοχής. Έτσι γνώρισα τον Στέλιο, τρία χρόνια μικρότερό μου, που έμενε λίγο πιο πέρα σ’ ένα σπίτι με μια μεγάλη αυλή που κρεμόταν στη πλαγιά κι ένα, σκεπαστό από φυτά, δρομάκι που οδηγούσε κάτω στη θάλασσα. Ο Στέλιος είχε έναν αδερφό, τον Χάρη, μεγαλύτερο γύρω στα είκοσι, πού ήταν στην Αθήνα – είχε περάσει στην Ευελπίδων. Τον είχα δει σε μια φωτογραφία που την είχαν σε κορνίζα στο σαλόνι. Ήταν με τη στολή και το καπέλο, μελαχρινός με μελανί χείλια, τα μάτια του μισόκλειστα και τα μάγουλά του φουσκωμένα από υπερηφάνεια. Κι ο πατέρας του ψήλωνε όποτε έβλεπε τη φωτογραφία του. Είχαν μια μεγάλη πολύχρωμη βάρκα, δεμένη σε μουράγιο κάτω από το σπίτι,την ΄λέγαν «Χαρηστέλιο», παράξενο όνομα, φτιαγμένο από τα ονόματα των παιδιών, γραμμένο σε μια ξύλινη πινακίδα στο στήθος της βάρκας. Ανεβαίναμε, κάναμε βουτιές και μακροβούτια περνώντας από κάτω της. Εκείνο το καλοκαίρι , το μόνο που θυμάμαι είναι να τσαλαβουτάμε όλη τη μέρα στη θάλασσα, εκεί από κάτω από τα σπίτια μας. Ήταν άνοιξη, κοντά στη Μεγαλοβδομάδα κι εγώ χάζευα πάνω σ’ ένα δέντρο στο ύψωμα, στη χωράφα, όταν είδα από μακριά τον Στέλιο να έρχεται. Συνάντησε κάποια παιδιά και χωρίς ν’ ακούω, κατάλαβα ότι τους έλεγε κάτι συνταρακτικό. Κατέβηκα από το δέντρο κι έτρεξα προς τα ‘κει. Ο Στέλιος είχε ένα ύφος σαν να μην καταλάβαινε… ενώ έλεγε σαν ποίημα «Ο αδερφός μου σκοτώθηκε – σκοτώθηκε μ’ ένα μηχανάκι» … «Πώς σκοτώθηκε?» ρωτούσαν όλοι. Πριν δυο μέρες είχε ορκιστεί Εύελπις, πήγαινε με τους φίλους του βόλτα με το μηχανάκι, δεν πρόσεξε και του ήρθε ένα κλαδί στον λαιμό του κι έμεινε στον τόπο. «Τον βλάκα, τι έκανε… πήγε να πεθάνει?» ξεστόμισα, κι επιτόπου δαγκώθηκα. Ο Στέλιος έφυγε να πάει να το πει και στους άλλους, ενώ ήδη ακούγονταν φωνές και ταραχή από το σπίτι του. Σε τρείς μέρες που έφεραν τον νεκρό με το αεροπλάνο, θα γινόταν η κηδεία. Εκείνη τη μέρα βγήκα στο δρόμο και είδα ότι ακόμα και γύρω από το σπίτι ήταν γεμάτο κόσμο. Διστακτικά πλησίασα μόνος μου, μπήκα από την αυλόπορτα και προχώρησα να δω στη μεγάλη αυλή που έχασκε πάνω από τον γκρεμό. Ήταν μόνο άντρες σε πηγαδάκια που μουρμούριζαν για το παιδί «Μόλις είχε τελειώσει τη σχολή» - «Τέτοιο παιδί δεν υπήρχε άλλο». .. Τα ψιθυρίσματα έπαυαν από εξάρσεις των συγγενών. Ο συνομήλικος ξάδερφος του νεκρού, με μανία χτύπαγε το στήθος του και φώναζε κοιτώντας τον Θεό «Εμένα πάρε, όχι αυτόν… εμένα, όχι αυτόν». Ο πατέρας αλλόφρων μ’ έναν σπασμό προσώπου σαν μά14


σκα αρχαίου θεάτρου, με γουρλωμένα τα μάτια και κρεμασμένο το στόμα, με το πουκάμισό του ξεκούμπωτο σχεδόν, περιφέρονταν τρεκλίζοντας , αποφεύγοντας τα χέρια και τα λόγια που έτειναν να τον παρηγορήσουν. Κάθε φορά που έφτανε κοντά στην άκρη της αυλής, κάποιος τον μάζευε από φόβο μη γκρεμιστεί από κάτω, και τον ξανάριχνε σ’ αυτή τη πορεία της απελπισίας του. Δεν άντεχα, αλλά κι από περιέργεια αποτραβήχτηκα προς την πόρτα του δωματίου που είχαν τον νεκρό. Εκεί ήταν όλες οι γυναίκες που έκλαιγαν γύρω από το φέρετρο, το οποίο ήταν σφραγισμένο με ταινίες που κανένας δεν είχε τολμήσει ν’ ανοίξει ακόμα. Σταμάτησα στη πόρτα μέχρι να συνηθίσουν τα μάτια μου το σκοτάδι. Οι γυναίκες ήταν όλες μαυροφορεμένες, έκλαιγαν σχεδόν σιωπηλά και μοιρολογούσαν κάτι σαν μονότονο νανούρισμα. Χάθηκα στον χρόνο… Γύρισα να φύγω και σκεφτόμουν ότι μπορεί να είχα μείνει εκεί, μια ώρα ή μια στιγμή, ακίνητος. Αργότερα ξεκινήσαμε με τα πόδια για την εκκλησία και το νεκροταφείο δίπλα της. Ήταν πολύς κόσμος και οι φίλοι του παιδιού από τη σχολή, με στολές και ξίφη. Ένιωθα ότι το ‘χαμε πάρει απόφαση όλοι μαζί, σαν να τον πηγαίναμε στο λιμάνι να τον αποχαιρετίσουμε, μέχρι που στο νεκροταφείο ξεκίνησαν να κατεβάσουν το φέρετρο μέσα στη γη. Με μιας όλοι πλησίασαν κι οι γονείς αρνούμενοι να δεχτούν ότι θα θάψουν το παιδί τους, κραύγαζαν κι έτειναν να πέσουν κι αυτοί μέσα, σπρώχνοντας … Άλλοι τους κρατούσαν από τα χέρια, άλλοι από το κεφάλι, τα δάκρυά τους μούσκευαν τα μαλλιά τους κι οι φωνές τους ξέσκιζαν τις ψυχές μας. Ο νεκροθάφτης άνοιξε το καπάκι του φέρετρου, σαν πειστήριο, ενός θανάτου που κανένας δεν ήθελε να πιστέψει. Ο νεκρός ήταν στο χρώμα του ξύλου με βαμβάκια στη μύτη και το στόμα να σφραγίσουν τον θάνατο μέσα του. Ο κόσμος άρχισε να σπρώχνει να δει. Εκείνη τη στιγμή το κεφάλι μου μούδιασε, ένιωσα τα πόδια μου να λυγίζουν κι εγώ να ολισθαίνω να πέσω. Συνήλθα απότομα σαν από λιποθυμία κι έφυγα βιαστικά. Τώρα πια, τα καλοκαίρια, ο πατέρας καθόταν και κοίταζε τη βάρκα έξω, τα χρώματα της παραμελημένα κι η περίτεχνη πινακιδούλα με το όνομα, να χάσκει παράταιρη σε μια βίδα στηριγμένη. Χρόνια μετά, πηγαίνοντας για Πάσχα στο μοναστήρι της Ζωοδόχου Πηγής, με την φωτογραφική μηχανή και γεμάτος περιέργεια, τρύπωσα στο οστεοφυλάκιο του μοναστηριού. Προχωρώντας με το λιγοστό φως στους στενούς διαδρόμους , διαβάζοντας ημερομηνίες και ονόματα, ανάμεσα σε παλιούς και νέους νεκρούς, συνάντησα εκείνον. Τον Εύελπι, τον νέο με τη στολή, με τα νιάτα φουσκωμένα από υπερηφάνεια, να με κοιτά με μισόκλειστα τα μάτια, από την ίδια φωτογραφία, τώρα από το κασελάκι του. Τράπηκα σε φυγή με την αδικία να μου πικραίνει το στόμα.

15


Δωμάτιο 63

Στα 185 μέτρα κάτω από την επιφάνεια, βρίσκεται το ψηλότερο δωμάτιο του καταφυγίου Β113. Εκεί αποφάσισαν να τοποθετήσει ο Γιούρι τον ασύρματο για να προσπαθήσει να επικοινωνήσει με… όποιους μπορεί να τον ακούσουν. Το δωμάτιο στρογγυλό με ένα φανάρι οροφής που άναβε με το λιγοστό ρεύμα που μάζευε ο ηλιακός συλλέκτης όποτε ο ήλιος ξεπρόβαλλε από το νέφος. Οι τοίχοι του ήταν από 60 εκατοστά μπετόν με οπλισμό - κρύοι και άβαφτοι, μόνο σε έναν είχε τον αριθμό 63 με μαύρη μπογιά. Η υγρασία και η μυρωδιά της κλεισούρας έκανε τον Γιούρι ν’ αφήσει την πόρτα ανοιχτή, ν’ αναμιχτεί ο αέρας. Τράβηξε τον ασύρματο και τον τοποθέτησε στο κέντρο του δωματίου. Ξεδίπλωσε την φορητή κεραία - κάτι σαν ανάποδη ομπρέλα, κοντοστάθηκε, έκανε τον σταυρό του - κάτι σαν ευχή, και πάτησε τον διακόπτη λειτουργίας. Όλοι οι δείκτες φωτίστηκαν και τρεμόπαιξαν μ’ έναν κοφτό ήχο. Ήταν η 107η προσπάθεια που έκαναν, έπρεπε να δείξει κάτι παραπάνω ,το σημείο ήταν καλό. Είχε κουραστεί , το δέρμα του ήταν άσπρο σα μούχλα ,τα ξανθά μαλλιά που του είχαν μείνει ήταν ελάχιστα και το κρανίο του είχε ζάρες που προχωρούσαν στο σβέρκο μέχρι το γιακά της πράσινης στολής του. Απ’ έξω από το δωμάτιο ακούστηκε να ανεβαίνει η Σαμπάχα, κάθισε στο πάτωμα του διαδρόμου χωρίς να μιλήσει για να μη χαλάσει τη στιγμή. Άναψε ένα από αυτά τα γαμημένα τσιγάρα όπως έλεγε ο Γιούρι και έκλεισε τα μάτια ν’ ακούσει. Κώλυσε την πλάτη της στον μπετονένιο τοίχο, με τον διακοπτόμενο φωτισμό έμοιαζε σαν ανάγλυφο που έβγαινε από μέσα του. Τα λεπτά της δάκτυλα πλησίασαν το τσιγάρο στα χείλια της… Ξαφνικά ακούστηκε τρεμάμενα: -- ΘΜΟΣ Ζ49 ΗΧΟΓΡΑΦΙΜΕΝΗ ΜΕΤΑΔΟΣΗ ΜΥΝΗΜΑΤΟΣ ΠΡΟΣ ΟΠΟΙΟΝΔΥΠΟΤΕ ΑΠΟΔΕΚΤΗ, ΕΔΩ ΣΤΑΘΜΟΣ Ζ49 – Η Σαμπάχα ορμά στο δωμάτιο πετώντας το τσιγάρο στο βάθος του σκοτεινού διαδρόμου. Ο Γιούρι χωρίς να την κοιτάξει με τα χέρια στους ροοστάτες του ασυρμάτου της λέει γρήγορα για να την προφτάσει: Γ. Σώπα, είναι το πρώτο μήνυμα που ακούμε μετά από 974 μέρες που μετράει το γαμημένο ρολόι στο κέντρο ελέγχου. Σ. Γιούρι υπάρχουν κι άλλοι κλισμένοι στον πάτο της γης και περιμένουν… Είμαι σίγουρη πως θα έχουν προσπαθήσει να ανέβουν… Γ. Σώπα σου λέω, αυτοί που μας έχουν χώσει σ’ αυτό το εργαστήρι της κόλασης έχουν ρουφήξει ότι σταγόνα μνήμης είχε μέσα το κεφάλι μας. Πρέπει να προσπαθήσουμε να επικοινωνήσουμε μ’ αυτούς τους κουφιοκέφαλους. Σώπα! 16


Και πιάνοντας το μικρόφωνο είπε με ταραχή: --ΜΕ ΑΚΟΥΤΕ ΕΔΩ ΚΑΤΑΦΥΓΙΟ Β113 Η Σαμπάχα βγήκε ψελλίζοντας στο διάδρομο, έψαξε και ψηλαφιστά βρήκε το σβησμένο τσιγάρο, το άναψε και κάθισε πάλι στο σκοτεινό διάδρομο καπνίζοντας σιωπηλά ένα από τα 71 γαμημένα τσιγάρα που είχαν απομείνει σ’ αυτό το αδιέξοδο κολαστήριο… ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΗ ΜΕΤΡΗΣΗ

17


18


Οι αλλιώτικοι

Απ’ τα εννιά μου μέχρι τα έντεκα η μάνα μου επειδή δούλευε τα καλοκαίρια στα καπνά, μ’ έστελνε στη θεία μου στο χωριό. Εκεί απ’ την αρχή έκανα παρέα πυκνή, πέντε παιδιά κοντά της ηλικίας μου. Ήμασταν τρομεροί. Ο Φώκος ο πιο μεγάλος, ο Νότης με τα πόδια σαν καλάμια, ο Μάκος που δεν έλεγε το ρο, ο Τένις που ήταν ο πιο μικρός κι εγώ. Μαζί αλωνίζαμε τις γειτονιές και πολλές φορές φτάναμε μέχρι έξω από το χωριό πειράζοντας τα πάντα. Είχαμε πρόγραμμα - τρέχαμε μέχρι το παντοπωλείο, βάζαμε όλοι μαζί τίποτα δεκάρες ή πεντάρες, ό,τι είχε ο καθένας και τα ζητούσαμε καραμέλες. Ο Κυρ-Νώντας με τα πατομπούκαλα στα μάτια μας έβαζε γόμες πράσινες και κόκκινες και κάτι άλλες στριφτές που κολλούσανε στα δόντια. Τις μοιράζαμε στο σκαλί μία-μία και καθένας έπαιρνε τη χούφτα του, τις βάζαμε όλες μαζί στο στόμα και φεύγαμε τρέχοντας μέχρι τη κρύα βρύση. Όταν καταφέρναμε να καταπιούμε τη γλυκιά μπουκιά πίναμε αχόρταγοι νερό στη πηγή σπρώχνοντας ο ένας τον άλλο. Το νερό ασταμάτητο με μια συνεχή βοή που αντιλαλούσε μες στο κεφάλι μας. Μετά μούσκεμα όπως ήμασταν, πατούσαμε στις μύτες και κρυφά πηγαίναμε δίπλα, στου Γιακουμή που έφτιαχνε τα πήλινα. Εκείνος καθότανε στον τροχό, μπροστά απ’ το σπασμένο παράθυρο και με προσοχή γύρναγε και ζουλούσε τον πηλό κι έπλαθε στάμνες, βάζα, πιάτα ή με πινέλα και χρώμα τα ζωγράφιζε. Εμείς τσιμπούσαμε από τον πηλό και φτιάχναμε αλογάκια και βόλους . για να παίξουμε και τον κοιτούσαμε απ’ το παράθυρο κρυφά. Μας έπαιρνε πάντα χαμπάρι, μας άφηνε λίγο και μετά χωρίς να κοιτάξει σήκωνε το χέρι κι έκανε μια κίνηση σαν κι αυτή που κάνουμε να διώξουμε τις μύγες. Τότε φεύγαμε τρέχοντας να πάμε στα καλάμια που μούλιαζαν κάτω απ’ τη πηγή σε στέρνες, για να μαλακώσουν να τα πλέξουν καλάθια. Παίρναμε κρυφά ένα-δυο ο καθένας και φεύγαμε. Τα πλέκαμε τσέρκια και τα κυλούσαμε στους δρόμους. Καμιά φορά ανηφορίζαμε στην πάνω γειτονιά, εκεί που ‘τανε οι «αλλιώτικοι», οι ντόπιοι. Εκεί ήταν όλοι παράξενοι κι αλλόκοτοι, δεν είχα ξαναδεί τέτοιους ανθρώπους. Ήταν ο κυρ-Ηλίας ο εξαδάχτυλος που χε και το να πόδι πιο κοντό, καθόταν στο κατώφλι του σπιτιού σ’ ένα σκαμνί κι εμείς τρέχαμε ραίνοντας νερά απ’ τη πηγή κι όταν φτάναμε μπροστά του που ήταν με τα σάνδαλα και τα’ αμέτρητα δάχτυλα του, φωνάζαμε «να χα χά» και τρέχαμε. Πιο πάνω ήταν ένας γέρος, ο Όμηρος, που τον έβγαζαν στην αυλή κάθε μέρα, ούτε έβλεπε, ούτε άκουγε, καθόταν αμίλητος σε μια μεγάλη καρέκλα με χερούλια που μ’ αυτή τον πηγαίνανε από δω κι από κει σηκωτό. Πηγαίναμε μπροστά του και κάναμε τις φάτσες, λέγοντας διάφορα που εκείνος δεν άκουγε. Του αφήναμε και κανένα αλογάκι από πηλό πάνω στη ποδιά του και φεύγαμε. Τον είχαμε δει πως όταν φεύγαμε έπιανε τα’ αλογάκια και 19


τα ψηλάφιζε. Πιο πέρα στρίβαμε στη καμπούρα του λόφου πού ‘ταν το σπίτι της Πηνέλας, πηδούσαμε στα κιούπια τ’ ασπρισμένα στο κατώι και τραγουδούσαμε: Πηνέλα Παρασκευή Λαμπρή Πηνέλα Κρίμα στ’ αρνί Κρίμα στ’ αρνί Παρασκευή Λαμπρή Πηνέλα Η Πηνέλα δεν έβγαινε ποτέ έξω από το σπίτι, το δέρμα της είχε ένα σπάνιο ρυτίδιασμα, σαν ψαριού έμοιαζε κι ήταν άσπρο. Καμιά φορά την είχαμε δει στο παράθυρο να κάθεται με θλιμμένο ύφος και τότε εμείς τρέχαμε φωνάζοντας τρομαγμένοι. Η Πηνέλα δεν έβγαινε ποτέ έξω από το σπίτι, το δέρμα της είχε ένα σπάνιο ρυτίδιασμα, σαν ψαριού έμοιαζε κι ήταν άσπρο. Καμιά φορά την είχαμε δεί στο παράθυρο να κάθεται με θλιμμένο ύφος και τότε εμείς τρέχαμε φωνάζοντας τρομαγμένοι. Μια μέρα κατηφορίζοντας από τη πάνω γειτονιά μας τσάκωσε η μάνα του Φώκου, το πρόσωπό της συννέφιασε, άρπαξε τον Φώκο απ’ τα’ αυτί κι ενώ τον κρατούσε εκεί κρεμασμένο κι αυτός πατούσε στις μύτες φώναξε: «Ντροπή! Ντροπή σας κι είσαστε μεγάλα παιδιά, να μην σας ξανακούσω στη πάνω γειτονιά, κι εσύ» είπε και μ’ έδειξε με το δάχτυλο «θα το πω στη θεία σου κι αλίμονο σου». Από κείνη τη μέρα δεν ξανανεβήκαμε στη πάνω γειτονιά και με το τέλος του καλοκαιριού η μάνα μου κατάλαβε πως μεγάλωσα και δεν με ξανάστειλε στης θείας μου για καλοκαίρι. Αργότερα έμαθα ότι αυτοί οι «αλλιώτικοι» ήταν όσοι είχαν απομείνει απ’ τους ντόπιους που τους βρήκαν εκεί οι Μικρασιάτες όταν ήρθαν να στήσουν το χωριό. Αποκλεισμένους σ’ ένα ρέμα, δώδεκα σπίτια μόνοι τους με τα ζώα. Όταν από φόβο των πειρατών το νησί ερήμωσε, αυτοί ξέμειναν κρυμμένοι, διακόσια χρόνια, οχτώ γενιές κι από τη μίξη το αίμα τους χάλασε και κουβαλούσαν την κατάρα. Οι Μικρασιάτες τους κάλεσαν στο χωριό, έχτισαν σπίτια στην πάνω γειτονιά και ζήσαν μαζί ζωή αγαπητική με σεβασμό, ευγνωμοσύνη και φροντίδα. Οι ντόπιοι τους δέχτηκαν, που ήρθαν να μείνουν στον τόπο αυτό κι οι νεόφερτοι τους χάρισαν ελπίδα, οι γενιές τους να γλιτώσουν την κατάρα.

20


Το γέλασμα

Από μικρός φαινότανε το Στεφανάκι ότι είχε λωλάδα με τη θάλασσα. Ίδιος ο παππούς ο Καπταντώνης, έλεγε με σφίξιμο ο πατέρας του «ευθύς ο δρόμος στη θάλασσα, αλλά γεμάτος κύμα». Αυτός, πυθαγορειώτης, ξυπολυταράς, έτρεχε στα πλακόστρωτα κι ανέβαινε μεμιάς στα κατάρτια, να δέσει τα σκοινιά. Τα πατούχια του γραπώνανε σαν πεταλίδες στη κουπαστή κι ούτε η μάνα του δεν τον φοβόταν. Μπράσκη τόνε φωνάζανε που πήδαγε σαν βάτραχος από καΐκι σε καΐκι. Σαν άντρεψε, όλοι οι δικοί του βάλανε ότι είχαν και δεν είχαν, να σκαρώσει ένα καΐκι. Πήγε και το παράγγειλε, στα πέρα καρνάγια τ’ Αι - Σίδερα, στον Κέρκη κατ’ απ’ το δάσος που ‘κόβαν το μαύρο πεύκο το καλό που δεν σαπίζει. Καραβομαραγκοί, με μυστικά τ’ αχνάρια τους στη σάλα, να διαλέγουν ένα- ένα με το μάτι τα στραβόξυλα τα γυριστά, τα’ αθάνατα να τα ταιριάσουν, να κάμουν σκαρί, τράτα καλοτάξιδη. Να το δεις να τρέχει στη θάλασσα, σαν το γλαροπούλι χαϊδεύει το κύμα. Το ‘στήσαν, το πετσώσαν, το ‘βάψαν άσπρο, φαρμάκι κόκκινο κιννάβαρι στα ύφαλα και μια γραμμή πιο πάνω. Του βάλανε τη μηχανή, σκοινιά, πανιά λατίνια, το αρματώσανε. Τ’ όνομα Θεοσκέπαστη του ‘ γράψαν με πινέλο. Ανήμερα τ’ Αι – Σίδερα με του πανηγυριού τις μουσικές , το καβάλησε και ξεκίνησε για το Τηγάνι, καραβοκύρης πια. Σ’ όλο το δρόμο χόρευε μπρος - πίσω και τραγούδαγε και το καΐκι με το τιμόνι μαγκωμένο γλίστραγε στου ούριου άνεμου τα κύματα. Έτσι ξεκίνησε ζωή στη θάλασσα μ’ αλμύρα και με γλύκα, κι έστησε σπίτι και παιδιά και δούλεψε σκληρά για χρόνια. Μέχρι που η θάλασσα τον έφτιαξε σαν κάτι κέδρους που φυτρώνουνε στα βράχια – μαύρο, τραχύ, στεγνό κι αθάνατο… Μα έφτασε η ώρα που τ’ άσπρο του κεφάλι γύρισε και κούφανε τ’ αφτί στου ορίζοντα τον ύμνο κι άκουσε των ανθρώπων τη μικρότητα… «Αν καταθέσεις καΐκι και άδεια, σου δίνουν εκατό απ’ την Ευρώπη, να πάρει κι ο μικρός να στήσει τη ζωή του, ως πότε θά ‘σαι στη θάλασσα, κουράστηκες είσαι μεγάλος πια»… Κι αυτός, γελάστηκε. Πήγε παρέδωσε την άδεια και τράβηξε στερνή διαδρομή κι άφησε το καΐκι σ’ έναν όρμο. Σαν πήγε και ξεμάκρυνε, γύρισε κι είδε, που το τραβούσαν άτσαλα με γερανό στη γη κι αυτό σερνόταν και με μπουλντόζα το ζορίζανε να σπάσει. Τό ‘λεγε καθαρά ο νόμος στα ψιλά τα γράμματα… «το σκάφος να καταστραφεί». Ο εκσκαφέας το πάτησε, κι αυτό λύγισε και μ’ ένα κρότο που τέτοια κραυγή δεν είχε ακούσει, το πλωριό το ποδόσταμο έσπασε. Το ρετσίνι ακόμα ζωντανό ξεχύθηκε και μεμιάς τον τρύπησε στη μύτη. Τα μάτια του άρχισαν να τρέχουν και δεν σταμάταγαν.

21


Χρόνια μετά τον έβλεπες κοιτώντας τη θάλασσα να πίνει, κουβέντες δεν έκανε, η σούμα και η πίκρα τον είχαν κουφώσει από μέσα του, ώσπου προχθές στ’ Αι-Σίδερα ανήμερα το πανηγύρι, εκεί πού ‘πινε απόμερα, γύρεψε να πεθάνει.

Λωλάδα : τρέλα Αι - Σίδερα : παράφραση του Αγίου Ισιδώρου Κιννάβαρι : το κιννάβαρι είναι ο θειούχος υδράργυρος, πέτρωμα που χρησιμοποιούταν για την αδιαβροχοποίηση των σκαφών από την αρχαιότητα δίνοντας ένα χαρακτηριστικό ζωηρό ερυθρό χρώμα Λατίνι : τριγωνικό πανί Κέρκης : Το όρος Κερκετεύς στη δυτική Σάμο Τηγάνι : Έτσι ονομαζόταν το στρογγυλό λιμάνι του πυθαγορείου Νόμος : Από το 1990 και μετά, ασκείται πολιτική επιδότησης της καταστροφής των παραδοσιακών ξύλινων αλιευτικών καϊκιών με σκοπό τον εκσυγχρονισμό των αλιευτικών στόλων στις χώρες μέλη της Ε.Ε. και την προστασία της παράκτιας αλιείας. Πλωριό ποδόσταμο : Το ξύλινο κυρτό δοκάρι προέκταση της καρίνας από την μεριά της πλώρης Σούμα : Ποτό απόσταξης (τύπου ρακή) 22


Ο Λιονταρής ήταν ξυλοσχίστης, υλοτόμος, μουλαράς κι έμενε μόνος του έξω απ’ το χωριό του, τον Παγώνδα, στα όρια του δάσους σε μια καλύβα που ‘χε φτιάξει από ξύλο. Σ’ αυτή ζούσε, μισή - μισή με το μουλάρι του. Ήταν τ’ Αγίου Στεφάνου το πρωί χαράματα κι όλα γύρω ήταν κρύσταλλα, ετοίμασε το μουλάρι του, τον Ζήνω(ν) και ξεκίνησε για τον Μπουρνιά την κορφή με το πυκνό δάσος, μια ώρα διαδρομή. Δούλευε μόνος του και δεν είχε πολλές κουβέντες με κανέναν ούτε και με τους άλλους υλοτόμους γιατί τον κοιτούσαν περίεργα. Μικρός είχε πέσει σ’ ασβέστη, στο ασβεστοκάμινο του πατέρα του, και το δέρμα του ήταν ισιωμένο και ροζ, από δίπλα από το μάτι και τ’ αυτί του, στον λαιμό και το μπράτσο μέχρι την μέση του. Από τότε ξεχώρισε από το χωριό, κι ούτε δικός του, ούτε χωριανός, ούτε κορίτσι τον είχε σιμώσει. Στη δουλειά ήταν καλός, έκοβε κι έσχιζε δέντρα, ήσυχος όλη τη μέρα, να μαζέψει ξύλο μια φορτωσιά γερή, νά ‘χει για να ξοφλάει τον έμπορα απ’ το Βαθύ που τού ‘χε δώσει να πάρει το μουλάρι. Ξεκίνησε για τον γυρισμό πριν το σούρουπο με το μουλάρι φορτωμένο με ξύλο και δεμένο με τα ζωνάρια σφικτά. Προχωρώντας μες στο πυκνό δάσος και πριν φτάσει στο ξέφωτο στον Καστρόλογγο, τρόμαξε από βογγητό και σύρσιμο δίπλα του.” Ίσσα Ζήνω!” φώναξε στο φορτωμένο μουλάρι που αναστατώθηκε, και προσπάθησε να δει καλύτερα μέσα σ’ ένα σωρό σπασμένα κλαδιά. Μια μορφή κείτονταν. Μόλις το αντίκρυσε πάγωσε, ήταν σκίτσο: Επαμεινώνδας Ελληνικάκης 23


αλλόκοτο. Τού ‘ρθαν στο μυαλό του ιστορίες για τον Σκιάζαρο, τον Γοργόπη, που του τραγούδαγε παλιά η μάνα του να κοιμηθεί. Ήταν φτιαγμένο απ’ όλου του δάσους τα κλαδιά και τα φύλλα, πευκοτσίγκανα, βαλανιδιές, αγριοδάφνη, κουμαριά και κυπαρίσσι, μπλεγμένα και στριφογυρισμένα όλα μαζί κολλημένα με ρετσίνι. Τα μάτια του σαν καρβουνάκια σιγόκαιαν. Το στόμα τρομακτικό γεμάτο δόντια φτιαγμένα απ’ των ανθρώπων τα ξεχάσματα, σπασμένα κοντοπρίονα, σιδερόσφηνες και τσεκούρια. Σαν είδε ότι δεν σάλευε, ψιθύρισε «σσσς» στο μουλάρι, τράβηξε το χαλινάρι κάτω, χαμήλωσε κι άπλωσε να το αγγίξει. Τα φύλλα του σείστηκαν κι έβγαλε μια πνιχτή πνοή σαν τον αέρα που σφυρίζει στα κλαδιά πριν τη μπόρα. Ο Λιονταρής με μιας έλυσε τα ζωνάρια απ’ το μουλάρι κι άδειασε όλο το φορτίο στη γη. Έπιασε δυο μακριά ξύλα και το έδεσε πάνω τους, να το σύρει με το μουλάρι έξω από το δάσος που σκοτείνιαζε. Έφτασε αργά το βράδυ στην καλύβα, το άδειασε πάνω σ’ ένα σωρό ξύλα και το σκέπασε μ’ ένα μουσαμά. Όλη τη νύχτα ψιλόβρεχε… Εκείνος δεν έκλεισε μάτι και το μουλάρι ξεφύσαγε αναστατωμένο. Το πρωί σηκώθηκε αργά με τον ήλιο, πήρε ένα παλούκι και πήγε να το δει. Το ξεσκέπασε, το ζούληξε με το παλούκι κι αυτό ίσα που σείστηκε. Το ξανασκέπασε κι έφυγε να πάει για το μαντρί του Λάντρου να πάρει τυρί και κρέας να φάει. Γύρισε κι αυτό ήταν ακόμα εκεί. Μπήκε στη καλύβα. Τρείς μέρες δεν πήγε για ξύλα κι όλο γύριζε από δω κι από κει ανήσυχος. Μέχρι που σκέφτηκε να πάει στο χωριό να το πει αλλά το μετάνιωσε. Ως και στην Παναγιά τη Μακρινή στη σπηλιά ανέβηκε κι άναψε ένα κερί. Την τέταρτη μέρα, το άφησε εκεί κουφάρι κι έφυγε για ξύλα, μάζεψε τη φορτωσιά του και γύρισε με το σούρουπο. Πλησιάζοντας στο καλύβι το μουλάρι πείσμωσε, τεντώθηκε πίσω και δεν έκανε βήμα. Μια μεταλλική γεύση γύριζε στον αέρα. Ο μουσαμάς άδειος και κομμάτια. Μπροστά στο καλύβι τα πάντα ήταν γεμάτα αίματα και σκισμένα ρούχα. Το βογγητό ακούστηκε απ’ το στάβλο. Πήρε το τσεκούρι και πλησίασε προσεκτικά. Το θεριό ήταν στριφογυρισμένο μέσα στ’ άχυρα ήσυχο. Ο Λιονταρής έκλεισε την πόρτα του στάβλου κι έτρεξε να μαζέψει το μουλάρι, τό ‘δεσε, μπήκε στο σπίτι, άναψε τη φωτιά και κάπνισε έναν καπνό. Αργότερα πήρε μια λάμπα και βγήκε να ψάξει. Μάζεψε τα σκισμένα ρούχα, τα παπούτσια κι ένα τσαντί μ’ ένα πουγκί λίρες πού ‘βρε δίπλα στη πόρτα του στάβλου. Δαγκώθηκε σαν κατάλαβε ότι ήταν τα ρούχα κι οι λίρες του εμπόρου, του γρουσούζη, του Ρούσου που θά ‘χε έρθει μέχρι εδώ, μέρα πού ‘ναι, για τα χρωστούμενα. Το θεριό τον είχε ξεσκίσει με τα σιδερένια του δόντια και δεν είχε αφήσει ούτε ένα κομμάτι του. Ο Λιονταρής έκαψε τα ρούχα και τα πράματα στη φωτιά. Με το ξημέρωμα της πρωτοχρονιάς η βροχή είχε σβήσει τα αίματα κι όλα μοιάζαν ηλιόλουστα. Σηκώθηκε σαστισμένος αλλά κι ελαφρωμένος… ο γρουσούζης ο Ρούσος τον είχε στραγγίσει και τράβαγε κανένα χρόνο ακόμα για να ξεχρεώσει. Σκέφτηκε τις λίρες, χαμογέλασε… σκέφτηκε ακόμα και την Μυρτώ την κόρη του Παπασίμωνα που την είχε δει από μικρός, σκέφτηκε και τους άλλους που τον κοιτάγανε περίεργα. Τους σκέφτηκε όλους. Εκείνος είχε τώρα μαζί του το θεριό, τον Σκιάζαρο, τον Γοργόπη.

24


«Μη φεύγεις θηρίο θηρίο με τα σιδερένια δόντια θα σου φτιάξω ένα ξύλινο σπίτι θα σου δώσω ένα λαγήνι θα σου δώσω κι ένα κοντάρι θα σου δώσω κι άλλο αίμα να παίζεις …»

25


Ό,τι ο Θεός ορίζει

Μάστορας ο Πλάτωνας, επισκεύαζε όλα τα ξύλινα στο χωριό. Πόρτες, ταβάνια, πατώματα, στέγες. Από μικρός, βοήθεια του πατέρα του, στο δάσος να κόψει και να κουβαλήσει ξύλα και στη δουλειά να φέρει το πριόνι, το σφυρί και το καρφί. Τώρα στα πενήντα πια, ανύπαντρος, μόνο δουλειά, σπίτι κι εκκλησία. Στα καφενεία δεν πήγαινε «Ότι ο Θεός ορίζει» έλεγε συχνά και προχωρούσε. Κάθε μέρα στην εκκλησιά δίπλα απ’ το σπίτι του, έμπαινε, έριχνε στο παγκάρι, άναβε το κερί, φύλαγε την εικόνα του Αϊ – Γιώργη μέχρι και στα πόδια. Πήγαινε και καθόταν στο στασίδι του, κορδωτός δίπλα στον δεξί ψάλτη, έψελνε και λίγο, τά ‘χε μάθει όλα απ’ έξω, χωρίς να καταλαβαίνει γρι, δυο τάξεις είχε κάνει στο σχολείο. «…ννννής ηδυπαθείας. Παύσον τας ορμάς των παθών, σβέσον τα πεπυρωμένα βέλη του πονηρού, τα καθ’ ημών δολίως κινούμενα. Τας της σαρκός ημών επαναστάσεις κατάστειλον, και παν γεώδες και υλικόν ημών φρόνημα κοίμησον.» Άνοιξη είναι κι όλοι για τον Πλάτωνα είχαν δουλειά. Του δασκάλου η στέγη έμπαζε νερό όλο τον χειμώνα κι ο Πλάτωνας πήγε να την κοιτάξει. Πρωί – πρωί έκανε τον σταυρό του, είπε «Ότι ο Θεός ορίζει» κι ανέβηκε στη σκάλα και είδε. Αμέσως έφυγε, ετοίμασε το ζώο και ξεκίνησε για το δάσος, ήσυχα. Διάλεξε ένα κυπαρίσσι το ‘κοψε με το τσεκούρι, το καθάρισε και το κουβάλησε πίσω στο χωριό. Το ξάπλωσε μπροστά απ’ το σπίτι μια βδομάδα να στεγνώνει. Ανέβηκε στη στέγη, έβγαλε τα κεραμίδια, τα στοίβιασε σε μια γωνιά και άρχισε να βγάζει ό,τι σαπιόξυλο έβρισκε. Εκεί ψηλά δεν τον ένοιαζε τίποτα, μόνος καθόταν ήσυχος κι οι ώρες περνούσαν με δουλειά. Ξάφνου θα ‘τανε καπνός που βγήκε από έναν δίπλα φλάρο και ανοιξιάτικο αεράκι που τον έσπρωξε, εκεί που ‘κοβε με το σκαρπέλο, πνίγηκε απ’ τον καπνό και γύρισε - κι από κει ψηλά είδε στο παράθυρο την Νεφέλη, την κόρη του Φιλλιπάκη του παιχνιδιάτορα που τσίριζε το βιολί στα πανηγύρια. Δεκατέσσαρο χρονώ, ολόγυμνη με δέρμα άσπρο, να χορεύει σα το αερικό μες στο δωμάτιο. Το κορμί της ακόμα άπλαστο, σαν αγοριού έμοιαζε. Ο Πλάτωνας πετάχτηκε, το σκαρπέλο του ‘φυγε κι έπεσε από κάτω. Έκανε να σηκωθεί να φύγει μα το μάτι του κολλημένο στο παράθυρο, δεν τον άφηνε να κοιτάξει πού να πατήσει και κοντοστάθηκε. Όμως, γύρισε την πλάτη, έπιασε τη σκαλωσιά και τρέμοντας η ανάσα του, κατέβηκε. Πήρε το σκαρπέλο, τό ‘βαλε στη τσέπη κι έφυγε. Πρώτα γι’ αριστερά ξεκίνησε αλλά στο τρίτο βήμα γύρισε δεξιά προς την εκκλησία. Μπροστά του, η μάνα του κοριτσιού «Καλημέρα κυρ Πλάτωνα», «Ο Θεός ορίζει, ο Θεός ορίζει» μουρμούρισε, «Καλημέρα Ισμήνη» της είπε και συνέχισε σχεδόν τρεχάτος. Περπατούσε γοργά κι απ’ το σφίξιμο που έκανε στο σκαρπέλο, το χέρι του κόπηκε και μάτωσε. Το τύλιξε με την άκρη του πουκαμίσου και το ‘σφιξε να κλείσει «Ότι ο Θεός ορίζει» ψέλλισε και σκέφτηκε ότι με κόψιμο ο Θεός τον είχε ήδη τιμωρήσει. Δεν βρήκε τον παπά στην εκκλησιά κι έφυγε αλαφιασμένος για το σπίτι. Προσπάθησε να κοιμηθεί αλλά μάταια. Πήγε στο 26


κατώι κι έφερε ένα μπουκάλι κρασί πού ‘χε φυλαμένο. Αφού σουρούπωσε κάθισε δίπλα στο παράθυρο κι έβαλε να πιεί. Πίνοντας του ‘φυγε η ταραχή, μα ο πόθος του μέλωσε, πεσμένος δίπλα στο ντιβάνι σκεφτόταν να πάει κάτω απ’ το παράθυρο του κοριτσιού να του πει τραγούδι μπας και το ξελογιάσει να κατέβει και μια εικόνα στριφογύριζε όλη νύχτα στο νου του, το κορίτσι να βγαίνει απ’ τη πόρτα, το γυμνό του κορμί να φεγγίζει με το φεγγάρι κι αυτός να τ’ αγκαλιάζει. Το πρωί ξύπνησε από άσχημο ύπνο, δεν ήθελε ν’ ανέβει στη στέγη πια. Ντύθηκε κι αποφάσισε να πάει στο δάσος για να ημερέψει, να μην βλέπει κανέναν. Καθώς περπατούσε έξω απ’ το χωριό, από μια ξερολιθιά δίπλα του πετάχτηκε σφυρίζοντας φίδι. Οχιά μαγιάτικη δυό πήχες, τον κοίταζε ακίνητη με το φαρμάκι έτοιμο, πηχτό. Ο Πλάτωνας πάγωσε και μια σκέψη πέρασε απ’ το μυαλό του. Να η τιμωρία… Ό,τι ο Θεός ορίζει. Το φίδι όμως δεν τον κέντρισε κι αυτός που εκεί περίμενε ακόμα, πήρε ένα κλαδί και του πάτησε το λαιμό. Του άρπαξε το κεφάλι, έβγαλε το παγούρι το τσίγκινο του πολέμου το Ιταλικό και πίεσε το κεφάλι του φιδιού στα χείλια του παγουριού κι έσταξε το φαρμάκι μέχρι που στέρεψε. Πέταξε το φίδι μακριά και πήγε σ’ ένα ξέφωτο. Ήπιε το νερό το φαρμακωμένο μέχρι πάτο. Μετά έκανε να γυρίσει στο χωριό. Τον βρήκανε μπροστά στην εκκλησιά, είχε πέσει πρησμένος και μελανός. Τρείς μέρες ψηνόταν και βασανίζονταν με πόνους στο κρεβάτι. Δεν είπε σε κανέναν τι είχε πάει να κάνει. Μόλις συνήλθε, μόνο το κορίτσι σκεφτόταν πάλι και κατάλαβε πως είχε μέσατου, άσβεστο δαδί που σιγόκαιε. Χωρίς να πει σε κανέναν, έφυγε για το δάσος. Πήγε, έψαξε και βρήκε αμανίτες κόκκινες που όλα τα ζώα ξέρουνε και δεν αγγίζουν. Τις τύλιξε σ’ ένα σακί, γύρισε στο σπίτι κι έβαλε νερό στη φωτιά. Τις έβρασε, έβαλε μια κούπα ζουμί και σκέφτηκε: Ό,τι ο Θεός ορίζει. Τιμωρία που μου αξίζει που φώλιασε μέσα μου δαιμονικό νεράιδα να χορεύει στο μυαλό μου. Και τό ‘πιε, όλο και δεν άργησε ζαλάδα να τον πιάσει κι εκεί που καθόταν, έπεσε… Έντεκα μέρες χαροπάλευε, άλλες φορές χτυπιότανε κι άλλες ήταν σαν ψόφιος. Οι γείτονες ήταν από κοντά, του βάζανε κομπρέσες με το ξύδι, φωνάξαν και την Καπνιάδενα, τη γριά που ‘κανε τα φτιασίδια τα παγανικά. Του ‘χε λιβάνια και καπνίζανε, του ‘κοψε και βεντούζες με ξυράφι, να φύγει το κακό αίμα κι ήταν στο προσκεφάλι του και τον έψελνε με λόγια ακαταλαβίστικα. Ώσπου του βάλανε το σάβανο και τον άφησαν και τρείς μέρες απότιστο να πεθάνει. Κι οι συγγενείς μοιράσανε τα κεντίδια, τις κουρτίνες και τα στολίδια του σπιτιού για ν’ αναλάβουν την κηδεία. Ήρθε κι ο παπάς να τον διαβάσει. Κι όπως τον διάβαζε… εκείνος κουνήθηκε και με το άσπρο το ξεραμένο στόμα μουρμούρισε «Ό,τι ο Θεός ορίζει» και ζωντάνεψε. Οι χωριανοί έκπληκτοι, τον άρπαξαν όπως ήτανε με το σάβανο και τον πήγαν σηκωτό στην εκκλησιά, τον κρατούσαν όρθιο κι αυτός έκανε τον σταυρό του και τον χαμηλώνανε κι αυτός προσκύναγε και φύλαγε τα πόδια της εικόνας. Κι εκεί όπως ήτανε τ’ ανάποδα πεσμένος… αποφάσισε να ζήσει κι ας πόθησε το κορίτσι τ’ ασχημάτιστο. Έτσι είναι στη ζωή… Ό,τι ο Θεός ορίζει. 27


Το παρδαλό κατσίκι

Ο Γιάντας, γύρω στα σαράντα με κακόμοιρο ύφος, μαζεμένους ώμους και συστολή. Η μάνα του, κάτι σαν μαμή του χωριού, την φώναζαν και για τα ζώα. Μόνη της τον εμφάνισε κοντά ενός χρονού. Αυτά πού ‘ξερε τού ‘λεγε από μικρό, για τα νερά. Πότε κατεβαίνουν, πότε μαζεύονται, πότε σπάνε. Το φεγγάρι κοίταζε και τις εποχές κι έλεγε: «Τραβάει τα ζουμιά το φεγγάρι, κορφώνουνε τα φύλλα, μακραίνουν τα μαλλιά, ζωηρεύουν τα γάλατα Αφήνει το φεγγάρι, πήζουν οι μυζήθρες, γεμίζουν οι ρίζες, παχαίνουν τα κορμιά.» Για όλα έλεγε, αλλά πάνω απ’ όλα για τις γέννες. Έβλεπε τις αγριάδες που τρώγαν τα κατσίκια τον χειμώνα κι έβαζε ποια μέρα θα βγει το πρώτο το κατσίκι της άνοιξης και το πετύχαινε. Αυτά του ‘λεγε κι αυτός άκουγε και δεν μίλαγε. Κάποια στιγμή στα πέντε του, είπε «γιάντα» και τίποτα άλλο. Στο σχολείο τόνε πήγε αλλά τον μάζεψε πίσω. Η μάνα του που τον είχε ταμένο στην εκκλησιά τ’ Άη Παντελεημόνου, σαν μεγάλωσε λίγο, πήγε και κανόνισε με τον παπά να τόνε δώσει για βοήθεια της εκκλησιάς. Στην άκρη της αυλής της εκκλησιάς ήταν το βραχί, ένας ολότρυπιος βράχος που δίπλα του ανέβαιναν τα σκαλιά για την πάνω γειτονιά. Εκεί κανόνισε κι έβαλε και μέσα στον βράχο τού ‘φτιαξε κατώι κι από πάνω ένα χαμόσπιτο από τσατί και σοβά, ένα μπόι, όλο ξύλινο, με κεραμίδια από πάνω. Εκεί στην μέση του χωριού. Αυτό το «γιάντα» ούτε είχε ξανακουστεί στο χωριό, μόνο αυτός τό ‘λεγε. Στην αρχή σαν χαιρετισμό, μετά, άμα ήθελε να σου πει κάτι, ερχότανε εκεί που καθόσουνα «γιάντα» έλεγε και μετά σαν να μονολογούσε κι εσύ άκουγες. Έλεγε κι αυτός για τα κατσίκια, για τις γέννες, γι αυτά. Οι γυναίκες τον ακούγανε στα νυχτέρια που κάναν στα σκαλιά τα βράδια και μονολογούσε και δεν του λέγανε και τίποτα, αυτές τόνε ταΐζανε, μια η μια, μια η άλλη κάτι του βγάζανε κάθε μέρα. Οι άντρες άμα έλεγε για τίποτα τυριά και για τα κατσίκια δεν τόνε βρίζανε, «άντε γιάντα» του λέγανε να φύγει. Έτσι κι έλεγε τίποτα για παιδιά ή ήταν κανένας πού ‘χε γυναίκα γκαστρωμένη - μιας κι οι άντρες είναι πιο φοβητσιάρηδες και προληπτικοί - μόλις ξεκίναγε να μονολογεί τον κόβανε «άει στα κομμάτια Γιάντα, πάψε!» του λέγανε και τον διώχνανε. Κι ούτε στη πρέφα δίπλα τον θέλανε. Εκείνον μόνο η θειά του η Θαράπαινα τον έβαζε αγκαλιά στα στήθια και τον χάιδευε κι αυτός ησύχαζε και δεν μονολογούσε πια άλλο. Απ’ τον χειμώνα στο χωριό υπήρχε προσμονή. Η Μαριώ του Φαίδωνα ήτανε για παντρειά και πήγανε γαμπροί, δυό παλικάρια καλά. Ο Φαίδωνας θέλει κατσίκια προσφορά και θέλει κι ο γαμπρός νά ‘χει πάνω από πενήντα καταδικά του για να ‘χει να ζήσει να στεριώσει το σπίτι. Πήγε ο Παναγής ο μαντρωζάς με εκατόν πενήντα κατσίκια. Τά ‘πανε, τα χαρήκανε. Πήγε κι ο Κωνσταντής με πιο λίγα, καλό παιδί. Τρώγανε όλοι μαζί και τα λέγανε 28


ώσπου φάνηκε ο Γιάντας και κάθισε σε μια γωνιά κι αυτός. «Για γαμπρός μας ήρθες Γιάντα;» είπε ο Φαίδωνας. «Μη λέτε άλλο για τα ζώα, μην τα μετράτε άλλο τα κατσίκια» είπε ο Γιάντας με χαμένο κι ανήσυχο ύφος. «Θα πάνε όλα χαράμι». Ο Φαίδωνας εξοργισμένος φώναξε την γυναίκα του που ήταν απόμερα σφηνωμένη σε μια γωνιά του άλλου δωματίου ν’ ακούει - μιας και δεν της έπεφτε λόγος - να μαζέψει αμέσως τον Γιάντα. Τον έστειλαν όλοι μαζί στα κομμάτια κι αυτός έφυγε παραμιλώντας. Οι γαμπροί ευχήθηκαν για τα νέα γεννήματα της άνοιξης κι έφυγαν απ’ το τραπέζι. Τέλη Ιουλίου κι οι ετοιμασίες έχουν αρχίσει. Η Μαριώ θα πάρει τον Παναγή. Ο πατέρας της τα κανόνισε με τον γαμπρό κι έχουν τ’ αρραβωνιάσματα και μετά της Παναγιάς τον Δεκαπενταύγουστο τον γάμο. Νά σου κι ο Γιάντας στο τραπέζι ιδρωμένος κι ανήσυχος. «Μην τα μετράτε τα κατσίκια, πάει το χωριό, ποιος θα το πάει θυσία το παρδαλό κατσίκι, ο γάμος αυτός δεν θα γίνει» Μόλις ακούστηκαν αυτά οι άντρες φοβήθηκαν πολύ και τον άρπαξαν και τον πέταξαν έξω με τα κλωτσίδια, βρίζοντας. Εκείνος πήγε τρέχοντας και κλαίγοντας κι έπεσε στα στήθια της θειάς του της Θαράπαινας και δεν ησύχαζε. Οι προετοιμασίες για τον γάμο και για το πανηγύρι συνεχιζόταν, παρόλο που μια ησυχία είχε λίγο παγώσει τη ζέστη της δώδεκα τ’ Αυγούστου που φάνηκε η φωτιά από τρείς μεριές πάνω απ’ το χωριό. Οι χωριανοί έτρεξαν μόνο να φύγουν, φωνάζοντας ο ένας τον άλλον. Ο Γιάντας είχε κλειστεί από μέρες στο χαμόσπιτο κλαίγοντας και μονολογώντας. Οι χωριανοί τραβήχτηκαν στα ψηλώματα κι έκπληκτοι είδανε τη φωτιά να καίει τα λιοτρίβια, τα πρώτα σπίτια και μετά με περίεργες αλλαγές του αέρα να καίει ένα-ένα, έναν δρόμο από σπίτια διασχίζοντας το χωριό ώσπου έφτασε στο χαμόσπιτο του Γιάντα στο βραχί. Η φωτιά τρύπωσε στον βράχο, οι λαδίκες λαμπάδιασαν και σταματώντας αυτόματα ο αέρας δημιουργήθηκε ένας πυρσός φωτιάς που έσκασε ψηλά πάνω απ’ το χωριό, κι έκαιγε για ώρες μέχρι πού ‘σβησε. Εκεί, στο μέσο του χωριού, στο χαμόσπιτο του Γιάντα. Η φωτιά κατέκαψε το δάσος. Τις ελιές όλης της περιοχής. Η λάβρα σκότωσε όλα τα ζώα που ήταν στα μαντριά. Κάηκαν είκοσι σπίτια του χωριού. Ο γάμος δεν έγινε. Οι επιδοτήσεις για τους πυροπαθείς ήρθαν μετά από δύο χρόνια. Λάδι βγάλαν πάλι μετά από τέσσερα χρόνια. Πολλοί πήραν τις επιδοτήσεις κι αγόρασαν σπίτι αλλού, σε άλλο χωριό, πιο κοντά στη πόλη ή πήραν τις οικογένειές τους να ζήσουν αλλού. Τα εναπομείναντα κατσίκια επιδοτήθηκαν με ζωοτροφές για δύο χρόνια. Πολλές οικογένειες καταστράφηκαν οικονομικά κι η γενική οικονομία του χωριού διαλύθηκε και ηλικιακά το χωριό ερημώθηκε ανεπανόρθωτα. Ο Γιάντας χάθηκε. Στο βραχί η κοινότητα έστρωσε τσιμέντο κι έβαλε τρία παγκάκια που κάθονται τα παιδιά τα καλοκαίρια. Πού να μπορέσει να τ’ αντέξει αυτά κι όλα τα χειρότερα που ‘ρχοταν να σώσει, όταν τα ψυχανεμίστηκε το παρδαλό κατσίκι, ο Γιάντας.

29


Θεοφανέρωμα στην αφεγγιά

Δεκατέσσερις Σεπτέμβρη του Σταυρού, γίνεται δοξολογία στο μοναστήρι και δίπλα του - κάτω απ’ τα τέσσερα πλατάνια που φύτεψαν οι πρώτοι μοναχοί, τότε που χτίζονταν το μοναστήρι πριν πεντακόσια χρόνια - απλώνεται ένα παζάρι όλο χρώμα. Πανηγυριώτες πλανόδιοι στήνουν γι’ αυτή τη μέρα πάγκους γεμάτους πράγματα, παιχνίδια και γλυκά. Οι χωριανοί περιδιαβαίνουν κοιτώντας και τα παιδιά τρέχουν και παίζουν. Αργά το σούρουπο, όλοι μαζί κρατώντας φανάρια ανεβαίνουν τον πετρένιο για το χωριό. Στην πλατεία τα τρία καφενεία έχουν στρώσει τραπέζια και ψήνουν περιμένοντας τον κόσμο να καθίσει για ν’ αρχίσει το πανηγύρι. Ο κόσμος κάθεται ανά οικογένειες ή παρέες. Οι παιχνιδιάτορες ξεκινούν τη μουσική και όλοι σερβίρονται κρασί και κρέας. Σιγά-σιγά αρχίζουν το χορό, όλοι μαζί, τον μπάλο, τον συρτό. Τα κορίτσια με τ’ αγόρια κοιτιούνται με χαμόγελα ή πιάνονται απ’ το χέρι στο χορό. Όταν το γλέντι έχει πια φουντώσει, έρχεται η ώρα για τις παραγγελιές. Κάθε τραπέζι με τη σειρά σηκώνεται για το χορό, ένας πληρώνει την ορχήστρα, κολλώντας κατοστάρικα και πενηντάρικα στα κούτελα ή στα όργανα κι όλοι μαζί χορεύουν. Κι ήρθε η σειρά, κι απ’ την παρέα του, σηκώθηκε ο Λεωνίδας πού ‘χε τα κατσίκια έξω απ’ το χωριό, σαρανταπεντάρης, ψηλός, μουστάκι, μακριά μαλλιά, άσπρο πουκάμισο μούσκεμα απ’ το χορό και το πιόμα. Έβγαλε τρία πεντακοσάρικα, τα ανέμισε και τά ‘βαλε ένα-ένα στα τσεπάκια τα φουσκωμένα των παιχνιδιατόρων. Έκανε την παραγγελιά να χορέψει τον απτάλικο. Η μουσική ξεκίνησε, κι εκείνος με βαριά πατήματα άρχισε να γυρίζει με τα χέρια ανοιχτά κυρτωμένα σαν λαβωμένο πουλί πού ‘πεφτε… κι έγερνε από τη μια, για μια στιγμή πετάριζε ψηλά, και πάλι ξανάπεφτε. Οι φίλοι του πίναν, τον επευφημούσαν κι έσπαζαν του κρασιού τα ποτηράκια στο πλακόστρωτο. Αφού τελείωσε ο χορός πήγε, πήρε κρασί και κάθισε με μια καρέκλα ν’ ακουμπάει στο δέντρο που βρίσκονταν στο κέντρο της πλατείας. Έπινε και κοιτούσε στα χαμένα. Χόρεψε ο Πλάτων, πού ‘χε το μπακάλικο, με την παρέα του, χόρεψε κι ο Νέστορας με την κυρά του την Ανέζα - αγαπημένοι πού ‘ναι - ήρθε κι η σειρά και σηκώθηκε ο δάσκαλος, ο Κρίτων με την Μορφούλα, την Ηρώ και τη Δανάη, τις κόρες του και τον γιό του τον Τηλαύγη. Παράγγειλαν και ξεκίνησαν να χορεύουν. Οι κοπέλες του χωριού όλες γύρισαν να δούνε. Ο Τηλαύγης ήταν το πιο όμορφο αγόρι στο χωριό. Άλλες τον κοιτούσαν στα ματιά, άλλες του γνέφαν καθώς έσερνε με χάρη το χορό. Στα εικοσιτέσσερα, σαν τον Θεό χόρευε. Πιασμένος απ’ το χέρι με τις αδερφές του γελούσε, με τα σγουρά μαύρα μαλλιά να μπερδεύονται στα χείλια του. Ο Λεωνίδας καθόταν και κοιτούσε σαστισμένος, ώσπου την ώρα που περνούσε το παλικάρι από μπροστά του, έτσι απ’ το τίποτα, ξάφνου πετάχτηκε απάνω του και σαν ν’ αγκαλιάστηκαν. Μόλις το 30


ρούχο του αιματόβαψε, κατάλαβαν, πως με σουγιά του κάρφωσε δυο στην πλευρά. Το παιδί έπεσε στα χέρια των δικών του, τα κορίτσια έκλειναν με το χέρι την πληγή μα το αίμα ξεφλέβιζε ανάμεσα απ’ τα δάχτυλα, αγκαλιασμένοι έφυγαν τρέχοντας να βρουν τρόπο να πάνε μέχρι τη Χώρα να ξυπνήσουν τον γιατρό. Ο Λεωνίδας που τον κρατούσαν δύο, έκανε δυο γύρες και πετώντας τους πέρα έτρεξε κι έφυγε πλαταγίζοντας στο πλακόστρωτο και χάθηκε στρίβοντας με μια φωνή σαν γέλιο και σαν κλάμα. «Αχ αχ αχχ» Η μουσική σταμάτησε, τα φανάρια έσβησαν και σε μια στιγμή οι μανάδες μάζεψαν τα παιδιά κι όλοι χάθηκαν μες στα σπίτια τους και κλείσαν τα πατζούρια. Έμεινε σιγή και το τριζόνι. Ο Λεωνίδας συνέχισε αλαφιασμένο τρέξιμο, σαν μανιασμένο άλογο έτρεχε κι ούτε ήξερε που πατούσε. Πετάχτηκε απ’ το χωριό κι έτρεχε στα χωράφια ώσπου χάθηκε στα πηχτά τα σκοτάδια του δάσους. Τρέχοντας, γκρεμίστηκε κι έπεσε κάτω κι όπως έπεσε, έβγαλε ένα βογγητό που βρωμούσε κρασί… και παράλυσε. Έμεινε έτσι μαρμαρωμένος, με το στόμα γεμάτο φύλλα και δεν κουνιότανε. Ο χρόνος έλιωσε. Γρύλος τονε περπάτησε και σούρθηκε δίπλα του το φίδι, τσακάλι ξεθάρρεψε, του μύρισε τα μαλλιά κι έφυγε… κι αυτός εκεί… Και τότε ακούστηκε ο μπούφος, ο θεόρατος, να κράζει από μακριά, απ’ τα πλατάνια του μοναστηριού και να βουίζει όλη η ρεματιά. Ο Λεωνίδας άνοιξε τα μάτια στο πίσσα το σκοτάδι κι ακίνητος, είδε… οι βελόνες απ’ τ’ αστέρια να τρυπώνουν ανάμεσα απ’ τα πεύκα και να φωτίζουν το χώμα και κατάλαβε… και τ’ αφτιά του άκουσαν στα δέντρα γύρω, τα ζουμιά ν’ ανεβαίνουν τις φλέβες των κορμών κι άκουσε τις ρίζες να τρυπανίζουν τις πέτρες και το χώμα βαθιά και κάτω απ’ την πετρωμένη χούφτα του χιλιάδες μαμούνια να περπατάνε, να ζευγαρώνουν, να κάνουν αυγά και να πεθαίνουν… και κατάλαβε. Κούνησε το στόμα του και με τα φύλλα και το χώμα είπε: «Γιατί Θε’ μου, σήμερα, μου φανέρωσες ποιος είμαι;» Σκέφτηκε, δεν άντεχα να δω την ομορφιά του, μα η λαλιά του χάθηκε και δεν μπόρεσε να βγάλει άχνα να το πει. Σηκώθηκε, πήγε αργά ως την πλατεία και γονάτισε μουγκός δίπλα απ’ το δέντρο. Έκπληκτοι τον είδαν εκεί να γονατίζει, ο παπάς κι ο καφετζής που είχανε μείνει στο σκοτεινό το καφενείο. Ξυπνήσανε τον ταχυδρόμο που είχε τη μοτοσυκλέτα με την καρότσα, σήκωσαν τον Λεωνίδα κι όλοι μαζί αμίλητοι έφυγαν για να πάνε στην πόλη, στον χωροφύλακα. Δώδεκα χρόνια μετά, στο πανηγύρι του Σταυρού, εκεί που το γλέντι είχε ανάψει, φάνηκε ο Λεωνίδας… ο φονιάς, κακογερασμένος απ’ τη φυλακή αλλά όρθιος. Ο χορός σταμάτησε, οι μουσικοί κοντοστάθηκαν, όλοι σιγομουρμούρισαν καθώς εκείνος περπάτησε προς την ορχήστρα. Έβγαλε τα πεντακοσάρικα, τά ‘βαλε στα φουσκωμένα τα τσεπάκια κι είπε: «Μην σταματάτε, θα φύγω… Πλήρωσα γι’ αυτό που ‘καμα.» Μα ούτε μια καρέκλα δεν άνοιξε γι’ αυτόν… Πήρε ένα ποτήρι κρασί, τό ‘πιε μονορούφι, τό ‘σπασε στη γη κι έφυγε, μόνος του. Ο Λεωνίδας ο φονιάς. 31


Το σάλπιγμα

Η κυρία Μαρία, μετανάστης στο Σύδνεϋ με καταγωγή από την Σάμο. Γύρω στα 65 συνταξιούχος παραϊατρικών, με δύο κόρες παντρεμένες, χωρίς άντρα πια. Σκοτάδι… Κάπου στο βάθος ακούγονται δυο φωνές να μιλάνε ψιθυριστά, κλαμένες. Σκοτάδι… Και μέσα του κάτι σαν φως όπως όταν κλείνουμε σφιχτά τα μάτια. Ξανά οι δυό φωνές, κάτι λένε για γιατρούς, για ελπίδα, για κώμα. Σκοτάδι… και ξάφνου εμφανίζεται η καλόγρια, η καλόγρια της Παναγιάς του Κακοπέρατου. - Μια φορά με είχαν πάει στα δώδεκα - η καλόγρια λέει με λόγια σταράτα «Πήγαινε να φροντίσεις το μοναστήρι της Παναγιάς, έχει γίνει μαντρί». Σκοτάδι πάλι… Οι φωνές, οι κόρες, μιλάνε… «17 μέρες… η κατάσταση». Σκοτάδι… Κι εκεί, έτσι απλά σαν να ξυπνά απ’ το μεσημέρι, άνοιξε τα μάτια. Οι νοσοκόμες έτρεξαν, φώναξαν και τις κόρες και τον γιατρό. Ο γιατρός είπε να πάει στο σπίτι, ξύπνησε από κώμα μετά από 37 μέρες, ο όγκος έχει φτάσει σε τέτοιο σημείο που σύντομα θα πιέζει ζωτικές λειτουργίες και δεν γίνεται τίποτα, υπολόγισε τέσσερις με πέντε μήνες ζωής. Εκείνη πήγε στο σπίτι της, σαστισμένη λίγο, κάθισε στην κουζίνα κι έβαλε να μαγειρέψει κολοκυθοκορφάδες γεμιστούς. Μαγείρευε και στο μυαλό της στριφογύριζε μόνο η καλόγρια, μετά από τόσα χρόνια, τι να σημαίνουν αυτά. Δεν είπε τίποτα. Κάθισε με τις δύο της κόρες, έφαγαν και είπε: - Φέρτε τον δικηγόρο, θέλω να σας γράψω ό,τι έχω, θα πάω στη Σάμο, στο χωριό. - Μα… μαμά τι; ψέλλισαν οι κόρες. Τι θα κάνεις στη Σάμο; - Θα πάω να δω το σπίτι μας, είπε. Ταξίδεψε, έφτασε στη Σάμο, στο χωριό δεν τη γνώριζε κανείς, είχε φύγει είκοσι δύο χρονών μόλις παντρεύτηκε και δεν είχε ξαναγυρίσει. Οι χωριανοί μόλις την είδαν να μπαίνει στο πατρικό της τη γνώρισαν και ξανοίχτηκαν να την καλωσορίσουν και να της μιλήσουν. Εκείνη ρώτησε για μάστορα χτίστη και κανόνισε αυτοκίνητο να την πάνε πάνω στο μοναστήρι της Παναγιάς. Την επόμενη μέρα ξεκίνησαν με τους χτίστες κι έφτασαν στο μοναστήρι. Το θέαμα που αντίκρισαν ήταν απελπιστικό. Τα κελιά ήταν γκρεμισμένα, χωρίς σκεπή και μέσα τους έβρισκαν καταφύγιο απ’ τους καιρούς τα ελεύθερα κατσίκια των κορφών. Το καμπαναριό είχε γονατίσει από τη μία κι η καμπάνα ακουμπούσε ακίνητη. Η εκκλησία είχε τα χάλια της 32


χωρίς παράθυρα και πόρτα, γεμάτη χώματα και πέτρες. Ξεκίνησαν αμέσως να καθαρίζουν κι όταν στο τέλος της ημέρας είπαν να φύγουν η Μαρία έβαλε δυό καρέκλες αντίκρυ κι είπε: «Πάτε εσείς, εγώ εδώ θα μείνω να σας περιμένω αύριο με τα υλικά που χρειάζονται.» Έτσι έγινε κι οι χτίστες πήγαιναν κάθε μέρα με τα υλικά κι έφερναν και κάτι για φαγητό για τη Μαρία. Εκείνη δεν κατέβαινε στο χωριό, εκεί όλη τη μέρα δούλευε και το βράδυ στις δυό καρέκλες ξεκουραζόταν. Μέσα στα χαλάσματα και κάτω απ’ τα πόδια της καρέκλας να περπατάνε φαλάγγια – σκορπιοί μαύροι – κι οι αέρηδες του βουνού βγαλμένοι απ’ τα φαράγγια και τις πανύψηλες κορφές, να λυσσάνε. Εκείνη εκεί κάθε βράδυ να κάθεται μες στα σκοτάδια του βουνού να κοιμηθεί. Ένα βράδυ φάνηκε πέρα απ’ τη κορυφή του χωματόδρομου και γυάλισε μες στο φως της πανσελήνου καβαλάρης αγέρωχος, τα’ άλογο χλιμίντρησε και με μιας κατηφόρισε στο χωματόδρομο και χάθηκε στο δάσος. «Ο αϊ-Γιώργης θα τανε» σκέφτηκε. «Δεν μπορούσε να ταν άνθρωπος αυτός, μόνο ο Αϊ-Γιώργης» είπε, χάρηκε, πήρε κουράγιο σκεπάστηκε και κοιμήθηκε. Δυο μήνες πέρασε έτσι η Μαρία, ώσπου στήθηκε σκεπή καινούρια κι άρχισαν να μπαίνουν τα κεραμίδια και μπήκε σε καθαρό χώρο να στρώσει να κοιμηθεί. Οι χωριανοί άρχισαν ν’ ανεβαίνουν στο μοναστήρι, να προσκυνήσουν στην εκκλησιά κι εντυπωσιασμένοι από τις προσπάθειες της καλόγριας Μαρίας έφερναν ό,τι σκεφτόταν ο καθένας, τραπέζια, κρεβάτια, κουζινικά, τρόφιμα. Η καλόγρια δεν ξανακατέβηκε στο χωριό, έβαλε κήπο και καλλιεργούσε, έβαλε κότες και μια κατσίκα. Οι χωριανοί όποτε ήταν να επισκεφτούν το μοναστήρι πήγαιναν πάντα κάτι για προσφορά - λιβάνια, αλάτι, αλεύρι, ζάχαρη για τους επισκέπτες. Έτσι μου είχε πει κι εμένα ο θείος μου και πήρα αλεύρι κι αλάτι και ξεκινήσαμε έξι άτομα παρέα για το Κακοπέρατο, εντυπωσιασμένοι από τις ιστορίες που είχαμε ακούσει για τους γκρεμούς, για τους ασκητές. Φτάσαμε σ’ ένα πλάτωμα με πλατάνια κι ένα ποταμάκι που αμέσως δίπλα απ’ το μοναστήρι ξεκινούσε να τρώει αιώνια ένα φαράγγι που πέφτε σύντομα σε βάθος τρομερό 200 μέτρα και παραπάνω. Από πάνω μας κορφές πανύψηλες βράχων με λιγοστά τεράστια πεύκα στη βάση τους. Πάνω στις κόψεις των βράχων έβλεπες κατσίκια να περπατούν κάνοντας ισορροπία το ένα πίσω απ τ’ άλλο. Κι ανάμεσα απ’ τη βοή των βουνών το μοναστήρι της Παναγιάς, το Κακοπέρατο. Ένα μικρό μετόχι με τον κήπο του μ’ εκκλησία και κελιά. Περάσαμε το ξύλινο γεφυράκι κι ανοίξαμε την αυλόπορτα. Τότε είδαμε για πρώτη φορά την Καλόγρια, μια μικρόσωμη γυναίκα με μαύρα που κρατούσε μια τσάπα ίση με το μπόι της κι έσκαβε μ’ απίστευτα δυνατές κινήσεις το χώμα του κήπου. Στην πόρτα είχε την τρομακτική πινακίδα: « Το χέρι που θ’ ανοίξει αυτή τη πόρτα να τη κλείσει» Εμείς γελάσαμε κι είπαμε διάφορα κοροϊδευτικά για κομμένα χέρια και άλλα, αλλά μπαίνοντας προχωρήσαμε αφήνοντας ανοιχτά. Τότε απ το πουθενά εκεί που νομίζαμε ότι έσκαβε στον κήπο, η καλόγρια πετάχτηκε μπροστά μας και άρπαξε ένα κορμό δέντρου και με μιας ασφάλισε τη πόρτα. Εμείς μείναμε άφωνοι από τη ταχύτητα και τη δύναμη της γυναίκας αυτής. Τότε εκείνη είπε: «Δεν αφήνω ανοιχτά γιατί έχω πάρει ένα τραγάκι να βατέψει τη κατσίκα κι είναι άτακτο και μπορεί να φύγει.» Εμείς ακόμα άφωνοι προχωρήσαμε. Της είπα για τον θείο μου, της έδωσα τις προσφορές και 33


καθίσαμε μιλώντας όλοι μαζί ακατάπαυστα για το εντυπωσιακό τοπίο, για το κακοπέρατο και γι’ άλλα. Η καλόγρια χωρίς να πει τίποτα έφερε λαχανικά από το κήπο κι έβαλε να τηγανίζει στη φωτιά σε μια υπαίθρια κουζίνα που είχε. Και σε είκοσι λεπτά και μας σέρβιρε μεγάλες πιατέλες με ντοματοσαλάτα με κρεμμύδια και πιπεριές, πατάτες, κολοκυθάκια και μελιτζάνες τηγανιτές, τυρί κατσικίσιο μυζήθρα, ψωμί που το χε ψήσει στο φούρνο το χτιστό, κρασί και σούμα και είπε: «Φάτε και τίποτα να το μπουλώσετε». Πέσαμε στα φαγητά που ήταν από τα πιο νόστιμα που φάγαμε ποτέ, τα φάγαμε όλα κι ήπιαμε και το κρασί και αρχίσαμε τις ερωτήσεις. Μας είπε την ιστορία της ότι ήταν έντεκα χρόνια στο μοναστήρι, μας μίλησε για το Κακοπέρατο, το στενό πέρασμα που οι ασκητές έσκαψαν στο μέτωπο του τεράστιου γκρεμού και που οδηγεί στη σπηλιά που έμειναν απομονωμένοι από τα πάντα. Μας είπε να προσέξουμε στο Κακοπέρατο μην πέσουμε από κάτω. Εκείνη το καθάρισε και φώναξε τον στρατό και κάρφωσε κατά μήκος ένα χοντρό σύρμα για να κρατιέται ο κόσμος. Με ασβέστη άσπρο και με λουλάκι γαλάζιο έβαψε σταυρούς στο βράχο και σταύρωσε τη διαδρομή για να προστατεύονται αυτοί που περνάνε – γιατί είναι οι δαίμονες που σ’ ανεμοστροβιλίζουν και σε πετάνε από κάτω. «Ποιοι δαίμονες?» ρώτησα εγώ σχεδόν για πλάκα, «οι δικοί σου δαίμονες, μ΄αυτούς θα παλέψεις» μου είπε και το μπούλωσα. Το βράδυ ξαπλώσαμε ξεχωριστά κορίτσια – αγόρια στα κελιά παρόλο που ήμασταν ζευγάρια και κοιμηθήκαμε τρείς σ’ ένα μεγάλο κρεβάτι. Το πρωί θα πηγαίναμε στο Κακοπέρατο και λέγαμε το βράδυ ιστορίες. Η καλόγρια όλη νύχτα περπατούσε μ’ ένα καντήλι στο χέρι. Το πρωί ξυπνήσαμε, φάγαμε και ξεκινήσαμε για το μονοπάτι. Φτάσαμε στο πέρασμα που ήταν σκαμμένο στο τεράστιο μέτωπο του γκρεμού και το περάσαμε σχεδόν άφοβα λόγω της ηλικίας μας με γέλια και παράτολμα αστεία. Μπαίνοντας στη σπηλιά ανεβήκαμε με χέρια και με πόδια τα σκαλιά για να φτάσουμε στην είσοδό της. Εκεί μπροστά ήταν χτισμένη μια εκκλησία πολύ χαμηλή κι από πάνω της από μια τεράστια τρύπα του βράχου έμπαινε ήλιος. Ένας από μας μπήκε κι άναψε ένα καρβουνάκι με λιβάνι, ο καπνός άρχισε να βγαίνει απ το κάθε κεραμίδι και μαζί με τον ήλιο που μπουκάριζε το θέαμα ήταν μαγικό. Η σπηλιά χαμηλότερα πίσω είχε το Αγίασμα – νερό απ’ τα σταλάγματα των βράχων. Από πάνω είχε τρεις ξεχωριστές κοιλότητες θαλάμους που ανέβαιναν οι ασκητές με σκάλες. Ήπιαμε νερό απ τ’ Αγίασμα και ξεκινήσαμε να εξερευνούμε τη σπηλιά. Ο θόλος ήταν πολύ μεγάλος κι επικοινωνούσε με τρείς διαφορετικές αίθουσες από μικρά περάσματα. Για να μην χαθούμε αρχίσαμε να φωνάζουμε ο ένας τον άλλον και στο τέλος μαζευτήκαμε όλοι πίσω στο εκκλησάκι. Σε μια τρύπα, ψάχνοντας βρήκα ένα σκελετό, τοποθετημένο με πετραδάκια γύρω του. Ο σκελετός ήταν μικρός - γύρω στο 1,20μ και θεωρήσαμε ότι ήταν λείψανο ασκητή, γιατί όσοι τους είχαν δει είχαν περιγράψει ότι ήταν μικροί σαν παιδιά από την ασιτία και την άσκηση. Οι αναφορές για τους ασκητές ήταν ελάχιστες και χάνονταν στον χρόνο κι αυτές που υπήρχαν ήταν από περιηγητές και βοσκούς που μιλούσαν για αόρατους ασκητές που τρέχοντας χάνονταν στα βάθη των σπηλαίων. Άλλοι μιλούσαν για θυμιάματα που ‘βγαίναν από τις τρύπες των βράχων και ψαλμωδίες στα πιο απίθανα σημεία των γκρεμών. Μαζευτήκαμε να φύγουμε, να περάσουμε το Κακοπέρατο να φτάσουμε πάλι στο μονα34


στήρι. Κοντοστάθηκα να φύγω τελευταίος. Κάτι ένιωθα, δεν καταλάβαινα, μόνο το ένιωθα από την πρώτη στιγμή που ανέβηκα σ’ αυτά τα βράχια… δεν ήξερα τι είναι. Φύγαμε από το μοναστήρι και γυρίσαμε πίσω και παρ’ όλο που ήταν καλοκαίρι κι όλη την μέρα κάναμε μπάνια και το βράδυ πίναμε ποτά σε παραλιακά μπαρ, η επίσκεψη στο Κακοπέρατο είχε κάτι που με είχε συνταράξει. Μετά από δυο χρόνια που έκανα την διπλωματική μου πήγαμε με την φίλη μου και μείναμε πάλι στο μοναστήρι για δυο μέρες. Εγώ διάβαζα γραπτά του 1600 και 1700 από περιηγητές κι επισκέπτες που ανέβηκαν τα βουνά και περιέγραψαν το νησί κι εκεί ένιωσα σαν να χω ζήσει περιηγητής του 1600, τίποτα δεν είχε αλλάξει πάνω σ’ αυτά τα βράχια. Αυτοί οι τεράστιοι όγκοι από μάρμαρο κι ασβεστόλιθο, γεμάτοι τρύπες, σπηλιές, βάραθρα και φαράγγια είχαν κάτι το ιερό. Αργότερα, έμαθα ότι στον Κέρκη, σ’ αυτό τον ορεινό όγκο, σε σπηλιά, είχε καταφύγει ο Πυθαγόρας για ν’ αποφύγει την μανία του Πολυκράτη του τυράννου. Εδώ ο Πυθαγόρας ολοκλήρωσε σκέψεις και θεωρίες για τον Θεό και τον άνθρωπο. Εδώ σ’ αυτόν τον βράχο από τον 10ο αιώνα μ.Χ., ανέβηκαν ν’ απομονωθούν ακόμα και στα πιο απόκρημνα σημεία ασκητές. Το 1450 υπήρχαν 500 πάνω στο βουνό και γι’ αυτό, οι σπηλιές κι οι τρύπες του έγιναν ασκηταρειά, βωμοί κι εκκλησάκια που κρέμονται πάνω από τους γκρεμούς. Αναφορές για ασκητές έφτασαν μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα. Πρόσφατα, διαβάζοντας, έμαθα ότι στις 21 Ιουλίου του 1949, αντάρτες ανέβηκαν κυνηγημένοι σ’ αυτά τα βράχια χωρίς πυρομαχικά κι εφόδια κομματιασμένοι σε μικρές ομάδες μήπως βρουν τροφή. Ο στρατός είχε αδειάσει τα χωριά κι επιχειρούσε με 7000 στρατιώτες με την εποπτεία του ίδιου του στρατάρχη Παπάγου και του Αμερικανού στρατηγού Βαν Φλίτ, ήταν «Η μάχη του Κέρκη». Μια άνιση μάχη που αποδεκάτισε τους αντάρτες που μέσα σ’ αυτούς κι αυτόχειρες αξιωματικοί και νέοι που τα κορμιά τους πετάχτηκαν σε βάραθρα ή διαπομπεύτηκαν σε δρόμους του Καρλοβάσου και τα κεφάλια τους κλωτσήθηκαν σαν τόπια στις πλατείες μπροστά στα μάτια των παιδιών και των γονιών τους. Κι όταν η αισχρότητα πέρασε τ’ ανθρώπινα όρια αυτοί γύρισαν εκεί στα βράχια κι αγιοποιήθηκαν σαν τους ασκητές, σαν την καλόγρια, σαν τον Πυθαγόρα. Αυτό είναι που νιώθεις, κάτι σαν έναν ήχο εκκωφαντικό, αβάσταχτο σάλπιγμα μες στη ψυχή σου, έναν ήχο που αφορά όλους, τον πόνο όλων, τον λόγο όλων, τον λόγο όλων ν’ αγγίξουν το απόλυτο, γι’ αυτό ήρθαν εδώ, να ζήσουν, να παλέψουν, να πεθάνουν. Η καλόγρια πέθανε δύο χρόνια πριν, 25 χρόνια μετά το κώμα στο Σύδνεϋ, πήγε στο μοναστήρι και δεν ξαναέφυγε ποτέ. Τώρα το μοναστήρι πάλι ρημάζει αλλά μπορεί κάπου στον κόσμο κάποιος να βλέπει ένα όραμα μ’ αυτή την Κυρά-Μαρία.

35


Ξεπλυμένοι

«Ξεκίνησα μαζί με τους άλλους από το χωριό. Περπατήσαμε ως το σούρουπο ώσπου φτάσαμε σ’ έναν σταθμό. Εκεί μας περίμεναν κι άλλοι. Όλοι μαζί μπήκαμε σε φορτηγό και ταξιδέψαμε όλη τη νύχτα μέχρι τα σύρματα. Από εκεί περάσαμε μόνοι μας κρυφά και με τα πόδια προχωρήσαμε να βρεθούμε με το φορτηγό που μας περίμενε σε μια ρεματιά. Ταξιδέψαμε μέχρι τ’ απόγευμα που φτάσαμε σε μια μικρή πόλη. Εκεί μας έβαλαν κρυφά σε μια αποθήκη, μας έδωσαν να φάμε ψωμί και να πιούμε νερό. Κοιμήθηκα πάνω στους άλλους μέχρι που μέσα στη βαθιά νύχτα ξεκινήσαμε πάλι κρυφά σε μια διαδρομή μισής μέρας ως τα όρια των βουνών. Περάσαμε χωρίς έλεγχο και συνεχίσαμε όλη τη μέρα μέχρι που πονούσε όλο το κορμί μου από το κούνημα. Το βράδυ κάναμε στάση έξω από ένα χωριό που κοιμόταν, ήπιαμε μόνο νερό στη πηγή. Έπρεπε να βιαστούμε. Το πρωί φτάσαμε σε μια πόλη. Μας άφησαν και περπατήσαμε σε ομάδες μέχρι πίσω από το λιμάνι, στη θάλασσα. Μας έφεραν μπισκότα και νερό - δεν είχα ξαναφάει μπισκότα. Μασούσα με μανία και κοίταζα - δεν είχα ξαναδεί θάλασσα.» Grand bogaz (Στενό της Μυκάλης). Ξεκίνησαν πριν το χάραμα οι πρώτοι και μετά από μισή ώρα οι άλλοι σε φουσκωτές βάρκες με μηχανή. Ξάγρυπνοι όλο το βράδυ περίμεναν το σινιάλο απ’ τον τύπο του λιμενικού. Φουρτούνα κι η διαδρομή μια ώρα, η θάλασσα στο στενό να τρέχει σα ποτάμι. Όλοι μαζί εβδομήντα, γυναίκες κι άντρες και δυό παιδιά. Ούτε και ‘ξέραν που πηγαίναν, είχαν ακούσει, ότι άμα περάσεις τη θάλασσα σε μαζεύουν και βρίσκεις δουλειά ή φεύγεις για καλύτερα στην Ευρώπη. Ήτανε κι η ιστορία του Αχμέτ που πήρε στο χωριό τηλέφωνο τη μάνα του κι έστειλε 50 δολάρια και μια φωτογραφία, καλοντυμένος με κινητό στο χέρι και δίπλα σ’ αυτοκίνητο κόκκινο, σπορ. Το νησί ξεπρόβαλλε με το λιγοστό φως του ήλιου που χάραζε. Κι αυτοί πιασμένοι όλοι μαζί ένα σώμα, λούζονταν αλμύρα κάθε φορά που το φουσκωτό έμπαινε στο κύμα. Στο μυαλό τους πάλευε η Ευρώπη κι ο Αχμέτ να διώξει την τρομάρα. Σάμος, ξημέρωμα, μωβ, άνοιξης. Ο ήλιος ίσα που φαίνεται, τα κύματα λυσσάνε. Στου Σιδερά στην ερημιά, στα βράχια, κάτω απ’ τη σπηλιά τους παράτησε, είκοσι απλωτές θάλασσα μέχρι έξω να βγούνε, κι έφυγε. Στη ζώνη του διακόσια απ’ τον καθένα. Τώρα άλλοι ματώνουν στα βράχια να βγουν, άλλοι πνίγονται κι ο γλάρος τους βλέπει μ’ απορία από πάνω με φτερά ανοιχτά - σταυρωμένος. Ως κι ο Νικόλας ο μεθύστακας πού ‘χε να φανεί πενήντα χρόνια βγήκε απ’ τη σπηλιά του και τους κοιτούσε ανήμπορος. Μπήκανε στη σπηλιά να βγάλουν τα βρεμένα κι απ’ τις 36


σακούλες τις πλαστικές να βάλουν άλλα, γοργά να ξεκινήσουν απ’ τα βράχια, να μπουν στο δάσος ώσπου να φτάσουν στην άσφαλτο. Σάμος, ξημέρωμα, μωβ, άνοιξης. Πλησιάζοντας στο νησί, ένας Σύριος που τον είχαν δασκαλέψει από την Τουρκία έβγαλε μια φαλτσέτα κι έκοψε στο μπαλόνι του σκάφους κατά μήκος, μια ανεπανόρθωτη τομή. Αμέσως το σκάφος έγειρε κι όλοι χύθηκαν με πνιχτή φωνή μέσα στη θάλασσα γραπωμένοι από πλαστικές σακούλες φουσκωμένες. Ο αέρας σφυρίζει κι αυτοί ανεβαίνουν με χέρια και με πόδια τους γκρεμούς στα Μελισσόβραχα, μέχρι τις πεζούλες με τις ελιές και τον Άγιαντώνη, το ξωκλήσι. Εκεί με τα βρεγμένα ρούχα, έθαψαν και το παιδί που δεν τα κατάφερε να γραπωθεί. Εκεί μπροστά στον Άγιαντώνη με την πετρένια στέγη τό ‘κλαψε η μάνα του κι ύστερα γρήγορα ξεκίνησαν την ανηφόρα ανάμεσα στους γκρεμούς με τα γεράκια, μια ώρα χωματόδρομο μέχρι την άσφαλτο. Τώρα. Δες τους, δέσμιοι. Σμίξαν με τους άλλους κι ανακατώθηκαν, στο πεζούλι στη σειρά μπροστά στο λιμεναρχείο. Δήλωσαν όλοι Αφγανοί κι ας μην ήταν, κι άλλα ονόματα. Ο ταχυδρόμος ο Μίλτος περνάει στρίβοντας με το μηχανάκι και τους κοιτάει με μάσκες πράσινες στο στόμα με τα μάτια ορθάνοιχτα να κοιτάνε. Χωρίς όνομα, χωρίς πατρίδα, χωρίς προορισμό. Πού θα στεριώσουν; Στο νησί της απομόνωσης; Στη γη της λησμονιάς; Στη χώρα των εξευτελισμών; Και πού οι αέρηδες και τα κύματα θα τους ξεβράσουν πάλι; Σαν ναυαγοί αποκαμωμένοι, αποξενωμένοι, εξιλεωμένοι, ξεπλυμένοι απ’ την ιστορία τους, τ’ όνομά τους, την καταγωγή τους, Όλα ξεπλυμένα απ’ τη θάλασσα.

37


38


Περί άλγους

Η ζωή είναι πόνος. Η δουλειά, ο μόχθος είναι πόνος. Άμα θες ν’ ανέβεις ένα βουνό θα πονέσεις. Ο μαραθώνιος είναι πόνος πολλών ωρών ανάλογα. Για να γεννηθείς θέλει πόνο. Η μάνα σου πονάει αφόρητα μέχρι να φανείς. Είναι κι οι πόνοι προειδοποίησης, πλησιάζεις την φωτιά, ο πόνος σου λέει φύγε. Πατάς κάτι αιχμηρό, ο πόνος σε ειδοποιεί, σε πονάει, κάτι συμβαίνει, πας στο γιατρό, το κοιτάει το θεραπεύει. Να μην συζητήσουμε για τον πόνο της ψυχής. Τον πόνο της θλίψης, της απώλειας, της απελπισίας, της απογοήτευσης. Κάποτε είπα, δεν ξέρω με τι αλαζονεία το ‘πα. «Μπορώ να ζήσω με τον πόνο» Δεν ξέρω ούτε γιατί το ‘πα, δεν ξέρω ούτε ποιος τ’ άκουσε. Κι όταν γέμισα με πόνο, κάποια στιγμή έσπασα κι είπα το παίρνω πίσω, δεν μπορώ να ζήσω με τον πόνο, μα ήταν αργά. Τώρα είμαι σε δυό ομάδες. Με τη μια, «Τα Μαύρα Πουλιά» έχουμε διάφορους δέκτες ασύρματους, σι –μπι, ραδιόφωνο και ιντερνέτ και μαθαίνουμε πού θα πέσει ξύλο και πάμε, σε διαδηλώσεις, σε ποδοσφαιρικούς αγώνες, σε κόντρες, σε οτιδήποτε συγκεντρώσεις. Μπλεκόμαστε ανάμεσα στις παρατάξεις και πλακωνόμαστε. Τρώμε πολύ ξύλο, αλλά ρίχνουμε κιόλας πολύ. Πολλές φορές άμα βλέπουμε ότι δεν ξεκινάει φασαρία την ξεκινάμε εμείς, λέγοντας διάφορα προσβλητικά ή βρισιές ανάλογα με την περίπτωση. Ένα σπίρτο και να ’σου ξεσπάει η φωτιά γιατί είναι όλοι έτοιμοι για ξύλο. Στην άλλη ομάδα, «Τα Τσακάλια» «The Jackals» χωριζόμαστε σε ομάδες των έξι-επτά και περπατάμε στο δρόμο - και καλά σαν παρέα - και άμα δούμε κανένα φλώρο, κανένα καλοντυμένο παλιόπουστα τον ξεμοναχιάζουμε. Κάποιος αναλαμβάνει με κλήρο να τον δείρει κι άλλοι τον κρατάνε και παρακολουθούν. Μετά βρισκόμαστε πίσω απ’ το στάδιο στο σαντουϊτσάδικο του Ταράτσα όλες οι ομάδες, εξιστορούμε τις περιπέτειές μας και γελάμε πίνοντας μπύρες. Παίρνουμε και κανένα πορτοφόλι γιατί τα τσακάλια είναι μη κερδοσκοπικός οργανισμός και δεν έχει από αλλού έσοδα, για το ενοίκιο και για τ’ άλλα. Τον Μάρτη συναντηθήκαμε με τους Πάνθηρες κι αλλάξαμε σημαιάκια και τώρα πρέπει να πάρουμε άλλα. Έχω βάλει στο μυαλό μου να κάνω ένα σεμινάριο στο ιντερνέτ «Πώς φτιάχνεις βόμβες» και ονειρεύομαι άμα το τελειώσω να φτιάξω πολλές και να πάω να τις αφήσω παντού, στο μετρό, στην αγορά, στο Μοναστηράκι, στο Σύνταγμα, στην Ομόνοια, στο Μαρούσι, στην Κηφισιά, στο Ψυχικό, στην Κυψέλη… παντού, με τα ρολογάκια τους να σκάνε όποτε 39


θέλουν. Ίσως ο πόνος που θα προκαλέσω από τους τραυματισμούς, από τους συγγενείς των νεκρών κι απ’ όλους να ισοζυγιάσει τον πόνο που ‘χω μέσα μου. Κι εγώ θα κυκλοφορώ εκεί ανάμεσα στις βόμβες μου με τα ρολογάκια τους, που μπορεί να σκάσει καμιά δίπλα μου και να με σκοτώσει και να μ’ απαλλάξει από τη τυράννια μου. Κι οι πόνοι μου θα φύγουν στον αέρα και θα πάνε να φωλιάσουν στις ψυχές αυτών που μ’ αγαπούσαν σαν θλίψη που θα μάθουν για τον θάνατό μου. Αυτά ή … ή που μπορεί να μη πονάω πια. Είναι κι αυτό μια περίπτωση. Ένα παγόβουνο σε μια θάλασσα πίσσας. Μου μοιάζει περίεργο. Έχω ξεχάσει πώς είναι, να κινείσαι και να μη πονάς, να κοιμάσαι χωρίς τον πόνο, ν’ αναπνέεις χωρίς πόνο. Αλλά, μπορώ να θυμηθώ και να το συνηθίσω κιόλας, μόνο τα πονάκια προειδοποίησης, τα μικρά, τα κανονικά, τ’ ανθρώπινα. Μπορώ να ζήσω χωρίς τον πόνο.

40


Ενδιάμεσοι χώροι

Μισώ τους ενδιάμεσους χώρους. Κι όταν μιλάμε για ενδιάμεσους χώρους εννοούμε και τους χρόνους. Βασικά τους ενδιάμεσους χωροχρόνους που είναι κάτι μέρη που παγιδεύεσαι· δεν μπορείς να τα αποφύγεις με τίποτα και ο χρόνος παρουσιάζει ελαστική επιμήκυνση, μπορεί δηλαδή ένα λεπτό να διαρκέσει μία ώρα, μία μέρα, σε ειδικές περιπτώσεις πιο πολύ. Κάτι χαραμάδες, κάτι μικρές ρωγμές που πέφτεις σε κρίσιμες στιγμές στη ζωή. Μπορώ να σκεφτώ που στην Τρίτη Δημοτικού, στο γραφείο του διευθυντή που μας είχαν φωνάξει με τη μάνα μου να μας υπογράψει ο διευθυντής το απολυτήριο. Εκείνος έπιασε το χαρτί κι εκείνη τη στιγμή παγιδεύτηκα, δεν ξέρω για πόσο χρόνο. Ενώ ο διευθυντής αναπολούσε όλης της χρονιάς τα ατοπήματα και τα σφάλματα, και η μάνα μου μια κοίταζε εκείνον και μια εμένα, με ύφος «θα τα πούμε μετά», τ’ αυτιά μου βούλωσαν, κοίταξα τη φωτογραφία του Μακαρίου, δίπλα τον Καραμανλή και πιο κάτω σε πιο μικρό ο Άι Παντελεήμονας. Φρεσκοξύρισμα κόντρα, οινόπνευμα με μυρτώ, και το μαλλί τραβηγμένο σαν πρόκα από τη μια, πάνω από το αυτί, στην άλλη, ούτε τρίχα δεν πέταγε. Στο γραφείο χαρτιά, στην άκρη κοντά στη γωνία η θρυλική αυλακιά του Θανάση. Που είχαν πάει τον Θανάση τον Μπαφαλούκα στον διευθυντή να τον κοπανίσει με τον σιδερένιο χάρακα· εκείνος τράβηξε το χέρι κι ο διευθυντής κοπάνισε το γραφείο κι έκανε μια χαρακιά βαθειά, τη χαρακιά του Θανάση. Ο Θανάσης είχε μείνει δύο χρονιές στη Δευτέρα και δύο χρονιές στην Τρίτη. Όταν ήταν η μέρα της φυσικής ιστορίας και ο καθένας έπρεπε να φέρει κάτι που είχε βρει στη φύση, πέτρωμα ή άλλο, ο Θανάσης έφερε ένα βλήμα από όλμο που είχε βρει σφηνωμένο, δίπλα απ’ το σπίτι του. Κι όταν τό ‘φερε και τό ΄βαλε στην έδρα, έτσι άθιχτο που ήτανε με μια βουλιαμάδα μόνο, ο δάσκαλος φοβήθηκε και φώναξε τον διευθυντή, που εκκένωσε το σχολείο και φώναξε την αστυνομία, που δεν πλησίαζε ώσπου πήγε ο Θανάσης και το πήρε και το πήγε πάλι πίσω. Εκείνη η μέρα ήταν δύσκολη. Πιο πριν απ’ αυτό ένα κορίτσι έφερε ένα κομμάτι από το πετρωμένο δάσος της Μυτιλήνης. Μόλις το είδα ενθουσιάστηκα τόσο που πήγα να το δω και μου έπεσε απ’ τα χέρια και έγινε χίλια κομμάτια. Το κορίτσι έκλαιγε μέχρι που εμφανίστηκε το βλήμα. Και τότε ο διευθυντής υπογράφει το απολυτήριο και λέει: «Κανονικά θα έπρεπε να του βάλουμε διαγωγή κοσμία» - η μάνα μου έκανε μια στιγμιαία αναρρόφηση, γιατί κανονικά η διαγωγή έπρεπε να είναι κοσμιωτάτη· έτσι και είχες κοσμία στιγματιζόταν όλη η μαθητική σου καριέρα, μπορεί και η μετέπειτα ζωή. Τέλος πάντων, αυτό μπορεί να διήρκεσε 4 λεπτά αλλά εγώ παγιδεύτηκα για πολλές ώρες και ταλαιπωρήθηκα πολύ ν’ αποδεσμευτώ. 41


Στη ζωή, βέβαια, μπορεί να σου τύχουν ενδιάμεσοι χώροι, κάτι κρίσιμες στιγμές που μπορεί να σε διαλύσουν, όπως ο ενδιάμεσος χώρος περιμένοντας τη γνωμάτευση μιας αξονικής ή μαγνητικής τομογραφίας. Ό,τι κι αν είναι το μυαλό μπορεί να πάει παντού κι αυτό είναι το χειρότερο γιατί οι ενδιάμεσοι χώροι είναι ένα παιχνίδι που κάνει ο συμπαντικός χωροχρόνος με το μυαλό, ένα λεπτό, ένα δευτερόλεπτο, ένα χρόνο. Σκέφτομαι αυτούς που μπορεί να παγιδεύονται σε έναν ενδιάμεσο χώρο μεταξύ ζωής και θανάτου. Παγιδευμένοι από σκέψεις, απομεινάρια από σώματα, δάκρυα ή χαρές, βασανιστήρια που διαρκούν. Και ίσως η κόλαση να ‘ναι αυτό. Κάποιοι λένε ότι όσο πιο έτοιμος είσαι για κάτι τότε πιο εύκολα μεταβαίνεις σ’ αυτό, το αφήνεις να γίνει, να προχωρήσει φυσικά. Πόσο έτοιμος όμως μπορείς να είσαι, για παράδειγμα για μια διαγωγή κοσμία ή πως μπορείς να διαχειριστείς την κεραμίδα που σου πετάει ο γιατρός δύο ώρες μετά το χμ… για ένα αιμάτωμα ή για μια κύστη 6 εκατοστών ή για έναν όγκο; Πόσο έτοιμος μπορεί να είσαι να πεθάνεις ό,τι ηλικία και να ‘χεις. Θέλει προσπάθεια καθημερινά να ζεις με τη μνήμη του θανάτου, την επίγνωση και την τέχνη της ζωής.

42


Θερινός κλονισμός Ξεκινάμε με το δεδομένο ότι τον έχεις πάθει τον νευρικό κλονισμό. Ένα τηλεφώνημα με την ψυχολόγο, ένα με την γιατρό που είναι σε άδεια 3 εβδομάδες - μεσημεριάτικα, τρώει καρπούζι, σου λέει πάρε κανένα Ταβόρ. Ταβόρ. Σ’ αυτή την ηλικία ν’ αρχίσω να παίρνω Ταβόρ, όποτε με πιάνει τίποτα. Και ανακαλύπτεις όχι ότι ξύπνησες, αλλά ότι κοιμόσουνα όλη τη νύχτα με ένα συναγερμό κάτω από το παράθυρό σου Ίου Ίου Ίου, και στο τέλος, ταρα ταρα πίου πίου τα. Και μετά από 30 δευτερόλεπτα κάποιος περνάει από δίπλα και αρχίζει πάλι το ίου ίου, όλη τη νύχτα. Τι άχρηστοι όλοι αυτοί οι συναγερμοί, όλο το 24ωρο σφυράνε και κανένας δεν δίνει σημασία, ούτε αυτοί που τους έχουν βάλει. Και μαζί όλη τη νύχτα τα σκουπιδιάρικα και η ανακύκλωση, έρχονται από κάτω τα σπάνε και φεύγουνε. Και να σου ο τρελός της απέναντι πολυκατοικίας με το φυσερό. Ένα φυσερό που φυσάει τα φύλλα και τα σπρώχνει στα παρτέρια και μετά πάει από την άλλη του παρτεριού και φυσάει και από κει, και μέχρι το απόγευμα ο αέρας τα έχει πάλι ανακατώσει. Να και παλιατζής κάθε μέρα, κάθε πρωί «Σταματήστε τον παλιατζή, καθαρίζω υπόγεια, καθαρίζω ταράτσες, παλιές καρέκλες, παλιά τραπέζια...» το ηχογραφημένο ποίημα σου φουντώνει συναισθήματα τρελά. Δεν πίστευα ότι το Παλαιό Φάλληρο είναι τόσο παλιό που χρειάζεται 5 φορές τη μέρα παλιατζή, αυτοδιαλύεται. Μια μέρα πέρασε κι ένας καρεκλάς «Καρεκλάς, μάστορας…», πάλι καλά που δεν πέρασε κι εκείνος με τον πάγο και την πηρούνα, καμιά λατέρνα με τον Φωτόπουλο και τον Αυλωνίτη να τρελαθούμε τελείως. Απ’ την άλλη πλευρά της πολυκατοικίας έχεις το γαύγισμα. Είναι οι «φιλόζωοι» που έχουν τα σκυλιά στα μπαλκόνια κλεισμένα, 3 από την δική μας πλευρά και 4 στην απέναντι και στο ισόγειο έχει και κτηνιατρείο. Όλη τη μέρα περνάνε, «τι γίνεται, που πας, ποιος είσαι εσύ» κτλ. Μιλάνε κι αυτά, τι να κάνουνε. Σκυλάκια περιορισμένα είναι. Πάνω απ’ το κτηνιατρείο ένας τύπος έχει στο μπαλκόνι δύο μάινες, η μια γαυγίζει και γαυγίζει και η άλλη κάνει τη λίμα - άργησα να την ανακαλύψω. Αλλά κάποια στιγμή το κατάλαβα. Πού την άκουσε τη λίμα σιδήρου και γοητεύτηκε δεν ξέρω αλλά εμείς περνάμε και κάποια απογεύματα με ρεσιτάλ. Γαύγισμα με λίμα μείζονα. Κι όλα αυτά τα μικρά και οι ηχητικές λεπτομέρειες να συνοδεύουν την 24 ωρη τεράστια βοή της παραλιακής· της απόβασης των στρατευμάτων. Μεταγωγικά πυροβολικού, άρματα μάχης ακατάπαυστα. Όλα αυτά και με την παράκρουση στο τσεπάκι αράζεις καναπέ και λες: θα κάνω μια πιο μεγάλη φασαρία εσωτερικά του σπιτιού και θα υπερκαλύψω τον θόρυβο με ήχο, και ανοίγεις τηλεόραση που το πρόγραμμα από συνεχείς ειδήσεις και έκτακτα δελτία, σήριαλ και τηλεμάρκετινγ, σου βάζει ιδέες και να ένα χαμόγελο. Σκέφτεσαι πως μπορείς να σπάσεις την τηλεόραση με πιο θεαματικό τρόπο, να την πετάξεις από το παράθυρο, και να την κόψεις με σπαθί σαμουράι να κοπεί στα δύο κι ακόμα να δουλεύει. Να τραβήξεις το καλώδιο 43


και να του φύγει από τα χέρια του παπάρα και να μείνει. Ή να έρθει η στιγμή που μετά από κάρμα 6μιση ζωών φτάνεις στην πολυπόθητη στιγμή ανάτασης και θέωσης και σύ το χρησιμοποιείς και σαν Δίας κεραυνοβολείς την τηλεόραση κι ο κεραυνός μεταδίδεται σ’ όλα τα στούντιο! Τα γελοία πρόσωπα των δημοσιογράφων μπαρουτιάζουν η εικόνα μένει για 10 δευτερόλεπτα που αυτοί μαύροι ψάχνουν να δουν τι έγινε και μετά όλο το δίκτυο πέφτει. Επί της ευκαιρίας δημιουργείς και μια ψιλοηλεκτρομαγνητική καταιγίδα και όλα τα οχήματα σταματούν. Λίγη ησυχία ρε γαμώτο. Τώρα άλλες 6-7 ζωές καλώς εχόντων των πραγμάτων για να φτάσεις σ’ αυτό το επίπεδο. Ίσως το χαράμισες για βλακεία αλλά είναι κι αυτός ο νευρικός κλονισμός.

44


Μια στιγμή ξενοιασιάς

Τί να ‘ναι μια στιγμή ξενοιασιάς, από τι ν’ αποτελείται; Στο μυαλό μου ΄ρχεται μια γερή αγκαλιά αέρα με τα χέρια ανοιχτά πάνω σε ποδήλατο που τρέχει χωρίς να κρατάω τα τιμόνια. Ίσως. Μαζί με την ξενοιασιά τη στιγμιαία, πάντα κολλάει ωραία και λίγο ελευθερία και κατευθείαν νομίζω ότι το βρήκα. Μια μονομιάς βουτιά σε δροσερά νερά, καθαρά, με τα μάτια ανοιχτά κι ας τσούζουν λίγο για να δεις αυτά τα χρώματα από ασπριδερό τυρκουάζ μέχρι μακριά στο νερό το βαθύ, το γαλάζιο. Έτσι γυμνός. Χωρίς τίποτα. Παρά μόνο μια θάλασσα. Χρειάζεται μια καθαρή θάλασσα. Έχω στο νου μου μια, μια μικρή παραλία με έναν τεράστιο βράχο από πάνω της και μπροστά μας το πέλαγος. Πετραδάκι πολύχρωμο και το νερό βαθαίνει κατηφορικά. Όταν έχει κύμα το μπάνιο είναι μια πάλη. Παρόλο που μοιάζει απόμακρη παραλία και κατεβαίνεις απ’ το βουνό με μονοπάτι και είναι και γυμνιστών, είναι κοντά σε ένα λιμανάκι. Τ’ Αυλάκια με παραλία και κάτι ταβερνούλες. Κάποτε έκανα μπάνιο με μια φίλη μου ξένη εκεί. Αφού κολυμπήσαμε και την είχα προειδοποιήσει για το ρεύμα της άκρης της παραλίας, που σ’ έβγαζε από την παραλία, εκείνη ξεκίνησε να προσπαθεί να γυρίσει πίσω και δεν μπορούσε. Με φώναξε λίγο φοβισμένη, προσπάθησα κι εγώ να την τραβήξω γιατί είχε πολύ ρεύμα και όσο περνούσε η ώρα τρομοκρατούνταν και πιο πολύ, οπότε εγώ της μίλησα και της πρότεινα να πάμε μαζί με το ρεύμα. Οπότε με απαλές απλωτές μετά από το βράχο, φτάσαμε στο λιμανάκι στα ταβερνάκια. Εκείνη ησύχασε και πήγαμε από το νερό στην πρώτη ταβέρνα και ζητήσαμε από μια παρέα που ‘τρωγε χταποδάκια και έπινε ούζα, αν είχαν τίποτα να μας δώσουν να φορέσουμε. Φορώντας πολύχρωμα μαντήλια και παρεώ, ανεβήκαμε στο δρόμο και μετά κατεβήκαμε από το μονοπάτι στην παραλία ησυχάζοντας με την ιστορία μας κι αυτούς που μας είχαν δει να χανόμαστε προ μισαώρου. Μετά γυρίσαμε στην ταβέρνα κι εκείνο το βράδυ το περάσαμε με τα παιδιά με τα φουλάρια. Έτσι ξένοιαστα κι ας είχαμε κινδυνέψει και λίγο.

45


Μια στιγμή ξενοιασιάς 2

Και κει που βουτάς στην δροσιά και δε σε νοιάζει τίποτα περνάει ένα κήτος και σε χάφτει με μια μπουκιά γιατί είναι βαθιά, σε καταπίνει και ενοχλημένο σε δυο λεπτά ξεπροβάλει στη μικρή παραλία μπροστά στις ταβέρνες και σε ξερνά. Εσύ κάνεις μια τούμπα στα πετράδια γεμάτος γαστρικά υγρά και μπακαλιαράκια στα χέρια και στα πόδια ωσάν νέος Ιωνάς γυμνός. Μια φωτό μαζί με το κήτος από κινητό, ανέβασμα στα μήντια με 15.000 Like στη μία, άρα παγκοσμίως και άντε εις ανώτερα να δώσεις συνέντευξη, να γράψεις ένα βιβλίο την περιπέτεια να διαβάσεις τον Ιωνά-κάτι.

46


Βουτιά στα βαθειά

Και έτσι είναι λέει «βουτιά στα βαθειά νερά» και μετά συνηθίζεις ή όχι, αλλά μια βουτιά είναι, για να μην πας σιγά-σιγά κι όλο ανησυχίες και δισταγμούς. Παλιά οι πατεράδες τα πετούσαν τα παιδιά με καμάρι μες στα κύματα να τους φύγει η τρομάρα και να μάθουνε τη θάλασσα. Έτσι με πέταξε και μένα ο πατέρας μου, σε μια παραλία με κύμα πίσω απ’ το λιμάνι, γυμναστής με ειδικότητα στην κολύμβηση πόσο νά ‘μουνα 4-5 και τα κατάφερα. Πόσο είναι –πια λένε- πάντα (μια ψυχρολουσία) (μια βουτιά στα βαθειά) (ένα βάπτισμα) μια βουτιά στα ανεξερεύνητα ένα μικρό πλήγμα μια δόνηση μέσα σου που σου κλονίζει τα στεγανά φόβου, πίστης, δύναμης, ελπίδας για λίγο, και μετά επανέρχεσαι με πιο μεγάλα στεγανά με πιο πολύ δύναμη με πιο πολύ σοφία – ή που θα πνιγείς καμιά ώρα.

47


Ανάβαση ενός βουνού

Και λες να ανέβεις ένα βουνό. Να φτάσεις στην κορφή του κόσμου. Να πας πάνω απ’ τα σύννεφα. Δίπλα στο Θεό ή στον ουρανό. Να τα καταφέρεις - να δεις ό,τι μπορείς. Πράγματα που σου γεμίζουν την ανάσα, σε φορτώνουν δύναμη, κουράγιο, ελπίδες, μανία και πείσμα. Μα δεν είναι μόνο τα πόδια, τα παπούτσια, το μπαστούνι, τα ρούχα που θα σε πάνε πάνω, αλλά αυτός που θα σε τραβήξει είναι το μυαλό σου. Γιατί τελικά η ανάβαση σε ένα βουνό είναι ένας επίπονος σιωπηλός αγώνας μόνο με τον εαυτό σου. Κι ας πας και με παρέα. Το μυαλό σου θα σου μιλήσει μόνο, θα σου δώσει κουράγιο για λίγο ακόμα, θα απελπιστεί, θα πεισμώσει, θα κλάψει και τελικά το μυαλό σου είναι αυτό που θα μεθύσει με την ευφορία της επίτευξης της ανάβασης. Όχι το σώμα. Να επισημάνω ότι μια καλή ανάβαση ολοκληρώνεται και με μια καλή κατάβαση, η οποία χρειάζεται πολύ μεγάλη προσοχή, διότι στατιστικά τα περισσότερα ατυχήματα γίνονται κατά τις καταβάσεις. Όταν το μυαλό δεν είναι σε τόσο εγρήγορση και το σώμα είναι ήδη καταπονημένο από την ανάβαση που έχει προηγηθεί. Αχ, αυτοί οι προσωπικοί αγώνες, πως σε γεμίζουν δύναμη. Μακάρι να ανέβαινα ένα βουνό κι ας ήμουν και ξυπόλητος. Το ‘χω κάνει, μια φορά.

48


Δεισιδαιμονία

Αμάν η δεισιδαιμονία από τότε που ο άνθρωπος ήτανε πίθηκος. Πώς έρχονται τα πράγματα έτσι που πιστεύει ότι τυχαία ή άσχετα γεγονότα σχετίζονται μεταξύ τους σύμφωνα με ένα σχέδιο κρυφό. Δηλαδή ξεκινάει για ψάρεμα, έξω απ΄ την σπηλιά τον εκουτσούλησε ο Πτεροδάκτυλος, έτσι και δεν πιάσει ψάρι να φάει... πάει να πει ότι ο κουτσουλημένος ψάρι δεν τρώει. Να μη συζητήσουμε τι έγινε μετά μ’ αυτές τις δεισιδαιμονίες, το ότι χρησιμοποιήθηκαν από όλους και για όλα, από θρησκείες, από αρχές, για να τιθασεύσουν, για να καταπιέσουν, να σκοτώσουν. Όλα αυτά στηριζόμενοι στο φόβο, που προκαλεί η δεισιδαιμονία. Κάποια στιγμή ο Επίκουρος μίλησε καθαρά και λογικά ενάντια στις δεισιδαιμονίες της εποχής του, μίλησε και για την ελεύθερη βούληση, και ότι μοιάζει αδύνατο όλες οι ζωές με όλες τις εκφάνσεις τους, από γελοίες μέχρι σοβαρές, να είναι προδιαγεγραμμένες και πλεγμένες όλες μαζί σε ένα ολικό σχέδιο χωρίς να επιτρέπεται καμιά παράκαμψη από αυτό και στην τελική, γιατί, για ποιο λόγο είναι βαρετό - αυτή η μοίρα είναι βαρετή. Έτσι, που είναι και γραμμένη από πριν θέλει σενάρια επί σεναρίων για κάθε μέρα κι άντε μη στραβώσει τίποτα - παπαπά, άσκοπο. Ακόμα και σήμερα, οι προλήψεις, οι δεισιδαιμονίες και γενικώς αυτού του είδους οι φοβίες υπάρχουν λίγο πολύ σε όλους μας φωλιασμένες. Εγώ, δε μου φτάνουν όλα μου τα χάλια, έβαλα και μου κέντησαν ένα μάτι απ’ αυτά για το μάτιασμα, γύρω σκούρο μπλε, μετά άσπρο, μετά γαλάζιο ανοιχτό και στη μέση μαύρο. Το ‘ραψα μπροστά στη μέση στο καπέλο μου και το φοράω. Το έκανα τόσο μεγάλο που όχι μόνο προστατεύομαι εγώ αλλά ξεματιάζω και επί τόπου κάθε λογής αβασκανία, καλό ή κακό μάτι ή και κακό λόγο και στους άλλους με μια απλή θέαση. Έτσι θυμήθηκα και κάποιον στην παλαιολιθική εποχή που βρήκε μια πέτρα με δυο ομόκεντρους κύκλους που έμοιαζε με ανθρώπινο ή βοδιού μάτι και πάσχισε να το τρυπήσει και να το κρεμάσει με λουρί δέρμα πάνω του φυλαχτό. Μπορεί να ήμουνα κι εγώ.

49


Ελευθερία κινήσεων - εναντίον - περιορισμού κινήσεων

Να ξεκινήσουμε από τον περιορισμό γιατί μου φαίνεται ότι από την αρχή η ελευθερία είναι πιο δύσκολο πράγμα. Σαν περιορισμό κινήσεων τι να πούμε; Την φυλακή, την ασθένεια, την παραλυσία, την πνευματική ή ψυχική ακαμψία, τον υπερβολικό περιορισμό από δεσμεύσεις, συμβάσεις, υποχρεώσεις και ευθύνες της καθημερινότητας· κι απ΄ την άλλη τί να ‘χουμε. Να ‘χεις λέει τελειώσει το Λύκειο και να ‘χεις γράψει και καλά και θα αποφασίσεις και τι θες να κάνεις και σου δίνουν και οι γονείς σου να πας διακοπές και έχεις και παρέα και έχετε πει να πάτε και Ικαρία· κάποιος είπε για Νίσυρο να δείτε κάτι φιλαράκια, παίζει και κάτι σα σχέση στην παρέα και θα δεις τι θα κάνεις. Υπάρχει κάποια ελευθερία, αλλά μου φαίνεται ότι το νόημα βρίσκεται στην αναλογία. Εντάξει, εκτός του περιορισμού, αναλογία θέλησης για κίνηση και ευελιξίας που βγαίνει και από μια διάθεση ανεμελιάς λίγο. Γιατί δεν συζητάμε ότι ακόμα και στην καλύτερη περίπτωση έχει τύχει να πάνε όλα κατά διαόλου και να στραβώσουν όλα, ταξίδια, σχέσεις, λεφτά, όλα. Μήπως βάζοντας ένα απλό, δικαιωματικό, ανθρώπινο πλαίσιο ελευθερίας βούλησης και κινήσεων με μία δόση ανοχής της πραγματικότητας ως έχει, με μια συνειδητή αντιμετώπιση των δεσμεύσεων και των ευθυνών, και αρκετή διάθεση ευελιξίας, μπορούμε να πούμε ότι θα πετύχουμε μια κατάσταση ομαλής ή φυσικής κινήσεως και όχι ακινησίας και περιορισμού. Κάποτε έκανα ένα πείραμα: προσπάθησα να απομακρυνθώ από τις δεσμεύσεις, τους περιορισμούς και τις ευθύνες οι οποίες μου είχαν περιορίσει τις κινήσεις μου. Είπα να κάνω ένα ταξίδι σαν μια τελευταία ευκαιρία μου να αποδείξω ότι μπορώ να κινηθώ. Έφυγα λοιπόν μακριά, χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, και ενώ εκεί που ήμουν θα μπορούσα μέχρι και να χαθώ για πάντα. Μην έχοντας κόψει τα δεσμά μου περιπλανιόμουν κουβαλώντας λουριά χιλιάδων χιλιομέτρων που με κρατούσαν χειροπόδαρα. Γυρνώντας πίσω τα λουριά που είχα τεντώσει τόσο πολύ γύρισαν και τυλίχτηκαν γύρω μου. Μ’ έσφιξαν και μ’ έσκασαν. Το πείραμα απέτυχε. Τώρα έχω βάλει μπροστά άλλο πείραμα και ελπίζω ότι θα πάει καλά.

50


Χώρος σφοδρών αλλαγών

Οι αλλαγές είναι περίεργες, πολλές φορές είναι δύσκολο να τις χωνέψεις, να τις δεχτείς. Συνήθως ο άνθρωπος έχει μια τάση να παγιώνει καταστάσεις, να ζητά την ασφάλεια μιας σταθερότητας – της μη αλλαγής. Εγώ αυτή τη στιγμή είμαι σε μια περίοδο σφοδρών αλλαγών. Έχω ένα χώρο ο οποίος ανοίγει πάνω στο στέρνο μου, κάτω από το σαγόνι σχεδόν και εκεί γίνονται όλα. Η αλήθεια είναι ότι τον χώρο αυτόν τον έχω κλέψει από ένα κάστρο, το Amber Fort, που βρίσκεται δίπλα στη ροζ πόλη Jaipur, στην Ινδία, στο Rajastan. Γύρω οι βουνοκορφές, όλες πλεγμένες με περίτεχνο τείχος. Πιο πέρα η έρημος. Ο χώρος μου λοιπόν είναι ένας τετράγωνος χώρος με περιμετρικό χαμηλό τοίχο. Κάτι σαν πλατεία με τέσσερα δένδρα, έχει και ένα ξεχωριστό κτίριο. Το κτίριο με τα χιλιάδες καθρεφτάκια, γεμάτο παραθυράκια και παραστάσεις και ανάγλυφα επενδυμένα με καθρέφτη. Μόλις πλησιάζεις και ενώ λαμπυρίζει από παντού, μπορείς να δεις τον εαυτό σου μέχρι και διακόσιους συγχρόνως, από διάφορες μεριές. Κι εσύ κάθεσαι ακίνητος και μόνο γυρνάς τα μάτια σου, πέρα δώθε. Είναι μαγικό κτίριο στ’ αλήθεια. Στο κέντρο αυτής της πλατείας αιωρούμαι και αλλάζω συνέχεια. Αυτή τη στιγμή περνάω τις αλλαγές από τις κορτιζόνες. Στροβιλίζομαι σε αργή κίνηση και το πρόσωπό μου φουσκώνει, η κοιλιά μου διογκώνεται, το στήθος μου φουσκώνει, τα πόδια μου πρήζονται και τυμπανίζουν. Σκέψου να ‘χεις κάνει τι έχεις κάνει, να ΄χεις και τύψεις και να τυραννιέσαι, και να έχεις και τα πόδια σου πρησμένα να τυμπανίζουν αφόρητα, να μην μπορείς να περπατήσεις. Οιδίποδας! Πριν από ένα μήνα είχα περάσει τη φάση της καράφλας, που μου είχαν πέσει όλες οι τρίχες, τα φρύδια, τα βλέφαρα, τα μαλλιά, όλα. Η αλήθεια είναι ότι αισθάνθηκα καθαρός. Με έβλεπα στα καθρεφτάκια και δεν μπορούσα να με συνηθίσω. Με κοίταζα από δω, με κοίταζα από κει, κάτι μου θύμιζα. Κάποιον μου θύμιζα. Προχθές, κάνοντας μπάνιο άλλαξα ολοκληρωτικά δέρμα. Το δέρμα έφευγε μαύρο σε φλούδες και αποκαλυπτόταν άσπρο, νέο δέρμα. Ευτυχώς η διαδικασία δεν ήταν οδυνηρή. Τώρα με τις κορτιζόνες οι αλλαγές είναι πολλές. Στροβιλίζομαι αργά και αλλάζω όποτε πάω στους καθρέπτες. Πια δεν περιμένω να δω τίποτα γνώριμο. Έτσι κι αλλιώς, μετά από τόσες αλλαγές δεν περιμένω ότι θα επανέλθω στη μορφή που είχα πριν, αλλά σε μια νέα μορφή του εαυτού μου. Σ’ αυτή τη ζωή όλο ξεκινήματα, όλο κάτι déjà vu. Να φανταστείς ότι 47 χρόνια μετά, ξαναξάπλωσα ανήμπορος να κλαίω ο καραφλός με τη μάνα μου σα βρέφος. 51


Τώρα που πέρασε η περίοδος της ατριχίας έχω μια παράξενη τριχοφυΐα στο μέτωπο που ενώνεται με τα φρύδια, που δείχνουν διαθέσεις να γίνουν τεράστια και συνεχίζουν δίπλα από τα μάτια κι ενώνονται με το μούσι και με ένα μουστάκι, σαν το βαμμένο μουστάκι του Γκράουτσο Μαρξ των αδελφών Μαρξ. Χθες, στο κτίριο με τους καθρέπτες με ονόμασα το μαλλιαρό γουρούνι μιας κι είμαι και πρησμένος. Αν αφήσω όλη αυτή την τριχοφυΐα μπορεί να γίνω σαν τον Χανουμάν, τον θεό πίθηκο των Ινδών. Μόνο οι χαμηλότερες φύσεις ξεχνιούνται και γίνονται κάτι καινούριο. Ο Ντόκτορ είπε ότι άμα ξεχνάς, μπορείς να αλλάξεις στη ζωή. Η πεταλούδα ξεχνάει ότι ήταν κάμπια και μεταμορφώνεται. Ο ιππότης όμως του κάστρου πρέπει να θυμάται τα πάντα. Θα προσπαθήσω να θυμάμαι. Το θέμα είναι ότι οι αλλαγές που μπορεί να είναι από τις κορτιζόνες ή της Πενθεσίλειας αμαζόνες ορμόνες - ιατρικούς κανόνες του φαγητού, ακετανόνες, κοδεΐνες, μορφίνες - που είναι υποτίθεται αναστρέψιμες αλλαγές - αλλά μετά από τόσο καιρό τι... Να μη συζητήσουμε - ότι με τον καιρό έχω αλλάξει. Στροβιλίζοντας και την νοοτροπία μου και μια ρυτίδα πείσματος και κάτι σαν γινάτιον που είχα, διπλή, μόνιμη ανάμεσα στα μάτια, δεν την έχω πια μόνιμη, έχει αλλάξει η ρύτιδα, παράξενο, αλλά το είδα στα καθρεφτάκια. Εκεί τα παρατηρώ όλα ήσυχα και το ‘δα κι αυτό. Τι θα βγει απ’ αυτόν τον χωροχρόνο αλλαγών, είναι αλήθεια ότι μόνο το κτίριο με τα καθρεφτάκια ξέρει. Μόνο αυτό θα μου δείξει ποιος είμαι και τι θέλω πια. Μέχρι τότε αλλάζω αλλά δεν ξεχνώ.

52


Το Σιδηρούν Προσωπείο

Κάποτε έτυχε και είδα την ταινία το Σιδηρούν Προσωπείο. Είχα πάει μπας και καταφέρω να μπω από κάτι σύρματα στην οικοδομή, απέναντι στου Ηλία το θερινό σινεμά· να δω ό,τι έργο είχε τότε. Με είδε ο Κουτρόγιαννος, γνωστός, πιο μεγάλος σε ηλικία, μαγκίτης απ’ τα προσφυγικά. Εγώ από μικρός είχα κάτι που ξεχώριζα, ήτανε τα μακριά ξανθά μαλλιά, ξέρω ‘γω... Έλα και συ, μου λέει αυτός - είχε στήσει ένα πόστο για να βλέπει τις ταινίες, που ήταν από τα καλύτερα και το κανόνιζε εκείνος σε κάθε προβολή. Έριχνε ένα τρομερό σάλτο από το φράκτη πάνω από τις τουαλέτες του σινεμά και μετά πιανόταν από τα πόδια και κρεμόταν ανάποδα και έπιανε έναν-έναν τους μικρούς που θα ανεβαίνανε πάνω, του ανεβάζανε και μια σπαστή καρέκλα βεράντας και μια γκαζόζα. Ήτανε το καλύτερο σημείο, κανένας δεν κοιτούσε πάνω από τις τουαλέτες. Βλέπαμε όλοι το έργο πρώτη θέση. Μόνο στα διαλλείματα να τραβούσανε όλοι τα καζανάκια γιατί μύριζε λίγο κατρουλίλα. Λοιπόν, εκείνη τη μέρα είχε το Σιδηρούν Προσωπείο, που επειδή ήμουνα και μικρός, δεν το είδα και από την αρχή, δεν κατάλαβα τίποτα, ούτε γιατί του βάλανε το προσωπείο ούτε για πόσο χρόνο. - Για όλη του τη ζωή μέχρι να πεθάνει σε ένα νησί απομονωμένο, σε ένα κάστρο. Το ίδιο το Σιδηρούν Προσωπείο δεν ήταν κακό, στυλιζαρισμένα μάτια και στόμα, το πρόβλημα ήτανε να δεις ή να φας και να πιεις, γιατί τα μισά φεύγανε δεξιά και αριστερά της γραμμής που είχε για στόμα. Κι ύστερα, όταν κάποια στιγμή κάποιοι έδωσαν να πάνε για να τον σώσουν, μόλις ανοίξανε το προσωπείο το ξανακλίσανε. Ή αυτός μετά από 15 χρόνια δεν μπορούσε χωρίς το προσωπείο ή είχε γίνει το μούσι του κόμπος ή ήτανε χειρότερος στο πρόσωπο χωρίς το προσωπείο, δεν κατάλαβα. Το χειρότερο πιο είναι: ότι από την προβολή εκείνη μου έμειναν αυτές οι απορίες άλυτες. Κι άλλο χειρότερο είναι ότι έφτασα κάποια στιγμή να νιώθω σα να φοράω το σιδηρούν προσωπείο και να υπόκειμαι σ’ αυτό το παράλογο μαρτύριο χωρίς λόγο και χρόνο. Γιατί άμα εκτίεις κάποια ποινή, υπάρχει ίσως μια λογική αξιόποινης πράξης και ποινής στο χρόνο. Ενώ στην περίπτωση του σιδηρούν προσωπείου - το ξέρω - δεν είναι ευχάριστη σκέψη να το σκέφτομαι για μένα, αλλά έχει αυτό το παράδοξο που είναι αδιέξοδο.

53


Η παραίσθηση

Βάζω το θέμα της παραίσθησης γιατί είναι περίεργο θέμα και γιατί αυτήν την εποχή έχω μία, δεν είναι μία αλλά η αίσθηση που μου αφήνει είναι περίπου μία. Θα την αναφέρω και ό,τι αποκαλυφθεί. Δεν βλέπω συχνά παραισθήσεις αλλά αυτό τον καιρό μου συμβαίνει… Λοιπόν κλείνω τα μάτια και στιγμιαία βλέπω τα εξής. 1. Κάποιος που στο σαγόνι του έχει ένα φλουδάκι (ένα ξερό δέρμα) το οποίο και αποκολλά. Και εκείνη τη στιγμή έχουμε ένα κομματάκι ξερό δέρμα που ενώ ήταν το σημαντικότερο πριν από ένα λεπτό τώρα είναι ένα σκουπίδι που όνο να πετάξεις θες και από την άλλη ένα σημείο στο σαγόνι που είναι ροζ ευαίσθητο ίσως τσούζει λίγο σου δίνει λίγο ανασφάλεια αλλά αυτό θα γίνει σε πολύ λίγο ένα φυσιολογικό σημείο του σαγονιού. 2. Το δεύτερο που βλέπω με κλείσιμο ματιών είναι η στιγμιαία κίνηση που πετάγεται από το στενό συμπαγές πράσινο κουκούλι ή κάμπια και μένει απ’ τη μια ημιδιαφανές, πριν κουκούλι για πέταμα και απ’ την άλλη η κάμπια που ακόμα δεν έχει σκληρύνει απ’ τον αέρα και είναι εκεί και κάνει τις πρώτες κινήσεις της άγνοιας της ζωής της. 3. Το τρίτο είναι το δόντι που ενώ κουνιέται είναι δόντι και μόλις κάνει το τσακ και αποκοπεί μένει στο χέρι πάλι σαν σκουπίδι (μόνο να το πετάξεις σκέφτεσαι) και στο ούλο μια αιματηρή υπερευαίσθητη τρύπα που δεν μπορείς να αγγίξεις ούτε με τη γλώσσα, που βέβαια γνωρίζουμε ότι μες στη μέρα ή το πολύ την επόμενη το σημείο αυτό θα είναι σκληρό και δεν θα ενοχλεί καθόλου. 4. Το τέταρτο που βλέπω είναι κάτι σαν ομφάλιος λώρος που την ώρα που το δένουν σφιχτά με κάτι σαν σκοινί αυτό όσο ήταν σχεδόν ξερό κόβεται εκεί στον κόμπο και αποκολλάται. Και τα τέσσερα μου αφήνουν την ίδια αίσθηση γιατί δεν πρόκειται για κάποια παράσταση αλλά για μια στιγμιαία σκηνή που αφήνει μία αίσθηση. Η αίσθηση αυτή είναι ότι αχρηστεύεται το παλιό και είναι αναγκαίο να φύγει κι ας αφήνει αυτή την ανασφάλεια πίσω του η οποία φυσιολογικά θα γίνει ασφάλεια. Αυτό μου λέει νομίζω η παραίσθηση και αφού το λέει θα το ακούσω. – μπλιν μπλον

54



Βιβλιοπωλείο Λεμόνι, 12 Ιουνίου 2015, εκδήλωση Εαρπηγώνα

56


Για τον Επαμεινώνδα

57


.. ο δοξασμένος άγγελος σα μωρό κοιμάται Ξαπλωμένα σείουν τα δυνατά φτερά του Σαν αναπνέει κι ονειρεύεται ..

Αντώνης Κρητικός

58


Ο Επαμεινώνδας ήταν Θηβαίος στρατηγός και πολιτικός του 4ου αιώνα π.Χ., ο οποίος απάλλαξε τη Θήβα από τη σπαρτιατική κυριαρχία και την μετέτρεψε σε ισχυρή πόλη-κράτος. Ο Επαμεινώνδας είναι καλλιτέχνης του 21ου αιώνα μ.Χ.. Μπορεί μ’ ένα μαύρο μολύβι, να αποτυπώνει στο λευκό χαρτί το γέλιο και το κλάμα της ψυχής των ανθρώπων. Και μπορεί να σμιλεύει το σώμα των λέξεων, για να το παραδίδει σε εμάς χαραγμένο από τις πληγές του θείου πόνου. Με την σφραγίδα της θείας χάρης. Ο Επαμεινώνδας, ήταν γενναίος. Κάποτε σε μια μάχη, ο συμπολεμιστής του Πελοπίδας, μετά από εφτά χτυπήματα, έπεσε. Ο Επαμεινώνδας τότε, παρόλο που τον θεώρησε νεκρό, στάθηκε μπροστά του για να υπερασπιστεί το σώμα και τα όπλα του, προτιμώντας να πεθάνει, παρά να αφήσει τον Πελοπίδα, να βρίσκεται πεσμένος εκεί. Έτσι δέχτηκε εκείνος χτύπημα από δόρυ στο στήθος και από ξίφος στον βραχίονα. Ο Επαμεινώνδας είναι γενναιόδωρος. Δέχτηκε πολλά χτυπήματα, τον καιρό που ήταν μαζί μας. Αλλά εμάς, δεν μας άφησε να δεχτούμε κανένα. Μας μοίρασε τις ιστορίες του, όπως μοιράζει κανείς στους συντρόφους του, το ψωμί. Και ήπιε γλυκό, κόκκινο κρασί στην υγειά μας, όχι στη δική του. Τώρα, έφυγε. Αλλά επιστρέφει συχνά. Μας φανερώνεται. Και μας αφήνει να αντέχουμε να βλέπουμε την ομορφιά του.

Όλγα Νικολαΐδου

59


Τον Επαμεινώνδα δεν τον γνωρίζω πολύ καλά, ούτε εκείνος γνωρίζει καλά εμένα. Μου φαίνεται δύσκολο να γράψω κάτι γι' αυτόν ή τουλάχιστον δύσκολο να πέσω μέσα σε όλα όσα γράψω, αλλά σίγουρα μπορώ να μοιραστώ την αίσθηση που έχω για εκείνον. Ο Επαμεινώνδας είναι στα μάτια μου ένας άνθρωπος με πολλές ευαισθησίες, ευγένεια, αίσθηση του χιούμορ και μία υπομονετική και θαρραλέα παρατηρητικότητα για τη ζωή και τους τρόπους της. Έχει κάτι από την αγνότητα ενός μικρού αγοριού, έναν τρόπο να γίνονται τα καθημερινά πράγματα μαγικά μέσα στον ρεαλισμό τους, ενώ ταυτόχρονα έχει την ειλικρίνεια ενός ενήλικα, την επίγνωση πως όλα γύρω έρχονται και παρέρχονται, είτε το θέλεις είτε όχι, και δεν πειράζει. Μέσα από τα κείμενά του κάνει ήρεμες αφηγήσεις βιωμάτων, αισθήσεων, συναισθημάτων και το κάνει με έναν τρόπο που με συγκινεί βαθύτατα και μου δημιουργεί εικόνες που για κάποιον λόγο μου φαίνονται γνώριμες. Η φωνή του Επαμεινώνδα είναι ζεστή και φιλική και μ' αρέσει να τον ακούω να διαβάζει. Όλο του το πρόσωπο είναι καλοσυνάτο και πρόσχαρο. Γελάω πολύ με τον αυτοσαρκασμό του ενώ εκτιμώ τον ευγενικό τρόπο του όταν μιλάει για τους άλλους.

Καρολίνα Αλειφεροπούλου

60


Ήταν ένα λιγνό πουλί με μάτια βυθισμένα. Το λοφίο του έμοιαζε με τα ατημέλητα μαλλιά ενός ποιητή. Τα πόδια του λιγνά και οι φτερούγες του πασπαλισμένες σκόνη. Ένα γκρίζο πουλί που ξεχώριζε μες στο σκοτάδι γιατί έλαμπαν τα μάτια του με φως που έπαιρναν από κάπου έξω. Έγιναν οι συστάσεις, ονόματα, φυλές, καταγωγές… Ό,τι ειπώθηκε, εκείνη την πρώτη φορά, ήταν σημαντικό για όλους και το ξέραμε. Υπήρξαν από τότε αρκετές συναντήσεις των αισθήσεων, μα λίγες μετρημένες στα δάκτυλα, εκ του φυσικού. Εννοώ, πως ενώ εμφανίζονταν σπάνια, νοιώθαμε την παρουσία του κοντά μας. Κάπως σαν την αιωνιότητα που αν και παρούσα μας διαφεύγει συνεχώς.

Καίτη Τοπτσόγλου

61


σκίτσο: Επαμεινώνδας Ελληνικάκης


Περιεχόμενα Δεκαετία 70.................................................................................................. 11 Με σένα........................................................................................................ 12 Περπατώ....................................................................................................... 13 Του πρώτου νεκρού........................................................................................ 14 Δωμάτιο 63.................................................................................................. 16 Οι αλλιώτικοι................................................................................................ 19 Το γέλασμα.................................................................................................... 21 Aπό κλαδιά φύλλα και των ανθρώπων τα ξεχάσματα......................................... 23 Ό,τι ο Θεός ορίζει......................................................................................... 26 Το παρδαλό κατσίκι........................................................................................ 28 Θεοφανέρωμα στην αφεγγιά............................................................................ 30 Το σάλπιγμα.................................................................................................. 32 Ξεπλυμένοι.................................................................................................... 36 Περί άλγους.................................................................................................. 39 Ενδιάμεσοι χώροι........................................................................................... 41 Θερινός κλονισμός......................................................................................... 43 Μια στιγμή ξενοιασιάς.................................................................................... 45 Μια στιγμή ξενοιασιάς 2................................................................................. 46 Βουτιά στα βαθειά......................................................................................... 47 Ανάβαση ενός βουνού.................................................................................... 48 Δεισιδαιμονία................................................................................................ 49 Ελευθερία κινήσεων - εναντίον - περιορισμού κινήσεων........................................ 50 Χώρος σφοδρών αλλαγών............................................................................... 51 Το Σιδηρούν Προσωπείο.................................................................................. 53 Η παραίσθηση............................................................................................... 54 Για τον Επαμεινώνδα....................................................................................... 57

63



Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.