Περιοδικώς 'Εαρπηγών, τεύχος 6

Page 1

Επιμέλεια Έκδοσης: Λιάνα Μεσάικου Καλλιτεχνική επιμέλεια: Καίτη Τοπτσόγλου

Ευχαριστούμε θερμά τους μόνιμους χορηγούς μας: Την εταιρία ΕΥΔΙΤΗ Ε.Π.Ε ενεργειακός & περιβαλλοντικός σχεδιασμός και Το βιβλιοπωλείο Λεμόνι

Τυπώθηκε σε 100 αντίτυπα για λογαριασμό της ομάδας Γραφής και Συνανάγνωσης,

Εαρπηγών 10ος χρόνος

Γραφή και Συνανάγνωση

Γραφή και Συνανάγνωση


ΠεριΟδικώς Έαρπηγών

κείμενα μέσα από τις συναντήσεις

Despair (Απελπισία) του Alberto Giacometti

ΙΟΥΝΙΟΣ

2017 - ΤΕΥΧΟΣ 6


Αντί Προλόγου Η Λέξη μου* Η μέλισσα, απ’ όποιο λουλούδι κι αν περάσει, ξέρει τον τρόπο να ρουφά μόνο το νέκταρ. Παντού υπάρχει ουσία ικανή να την μετατρέψει σε μέλι. Έχω την τύχη, την ευλογία, να συμμετέχω σε μία θαυμάσια ομάδα που φιλοδωρεί σύμφωνα με την υπέροχη δασκάλα μας κείμενα, μηνύματα, προβληματισμούς. Η δασκάλα μας χαράζει το μονοπάτι. Έτσι κι εγώ, σαν αυτή την μικρή ύπαρξη, την μελισσούλα, είμαι εδώ για να συλλέξω, να τρυγήσω και να μετουσιώσω σιγά-σιγά, να μετατρέψω την γνώση που μου παρέχεται τόσο απλόχερα, ανυστερόβουλα, με τόση αγάπη, σε ενθύμηση. Ενέργειες στροβιλίζονται γύρω απ’ όλους και απ’ όλα και είναι διαθέσιμες, το νιώθω, αρκεί να βρεθώ σε αρμονία μαζί τους. Ο εσωτερικός μου μαγνήτης είναι φορτισμένος. Είναι μεγάλο δώρο η ζωή, μου το θυμίζει επιπλέον η γέννηση του εγγονιού μου. Μέραμέρα βλέπω αυτή την τόσο αθώα ψυχή να αγωνίζεται, να προσπαθεί να εναρμονισθεί με το περιβάλλον. Πόσο θέλω ο κόσμος ν’ αλλάξει! Ο κόσμος να κοσμεί πραγματικά την γη. Να πάψει να τρώγεται, να αντιληφθεί, να εκτιμήσει την φωτιά μέσα του. Αυτή η φωτιά να τον τρώει! Το σκοτάδι να γίνει Φως! Στην ομάδα μας είμαστε συντονισμένοι να γνωρίσουμε, να καταλάβουμε αυτόν τον κόσμο, τους ανθρώπους, εμάς τους ίδιους, ξεκινώντας από πολύ μακριά στο παρελθόν, που είναι τόσο παρόν. Υπάρχει αυτή η άσβεστη φλόγα μέσα μου έτοιμη να γίνει φωτιά και είμαι, μου φαίνεται, στο κατάλληλο περιβάλλον. Ευγνωμοσύνη, λοιπόν, ευγνωμοσύνη είναι η λέξη μου! Αισθήματα φιλίας, αγάπης και ανταπόδοσης πλημμυρίζουν την καρδιά μου γι’ αυτό που ζω τώρα! Ευχαριστώ, Μαρκέλλα Μαμά *Το κείμενο γράφτηκε με αφορμή την άσκηση: «Ποια είναι η λέξη που με ταλανίζει αυτόν τον καιρό;»


ποιητικές συναντήσεις

Αύγουστο Πανσέληνος εν το μέσον του Αντώνη Κρητικού Τα φραγκόσυκα περνώντας, ωριμάζουν μαγικά. Οι αγροτόδρομοι ανοίγονται και τα σκυλιά αφανή - άσχημα σύνορο ουδέν προορισμό την έλξη, το φόβο, του ενόλου.

- Πάμε να θερίσουμε τα πένθη. Ανασταίνονται το σκοτάδι στα φατνώματα. Κι ο αέρας ξυπνάει στα φωτεινά του στάχυα περνώντας.

Βαθειό.

- στίγματα μπλαβιά πινελιές.

Μαύρο είναι οι σκιές του φεγγαριού. Το θρόισμα των αναστημένων.

Αύγουστο πανσέληνο, πάμε να θερίσουμε τα πένθη. Γεμίσανε. Στα ελλόπια αφικνώματα των γαιών.

- ζευγάρι τα πολύλογα δένδρα.

ανύποπτος

αθώος

Αύγουστο πανσέληνο Τα τριζόνια ξανατραγουδούν. Η γη ξαναγυρίζει.

Θερίζουμε Θέλω

ολόγιομα δεν έχουν όνειρα τα μαύρα μάτια είναι όνειρα

4


Σα δάκρυ

πλέει στ’ ανοιχτά

Μειδιούν μ’ ανοιχτά και ασκεπή

τα μάτια

τ’ απέναντι τη θέα που ιδρώνουν

το βράδυ πλαγιάζουν

για να φωτίσουν ν’ ανάψουν και του μονού ουρανού τα βάθεια

Απόδοτε

Μια θάλασσα

η Θέα του Ανθρώπου

Κι ανάβουν Κλείνει

τα μάτια.

Και φωτίζεται

άπειρα ο

Ουρανός

Στο σκοτάδι, να μην είμαστε μόνοι.

Όχι από φόβο. Από της δόξας αγάπη.

5


ποιητικές συναντήσεις

Στροβιλίσματα της Δέσποινας Ζαχαριάδου Με το που πρωτοπερπατάς, ξεκινάς να πας… Ο στόχος σου έμψυχος, άψυχος και τα δύο μαζί; Έχει σημασία; Έχει περάσει καιρός και λησμόνησες. Φτάνεις εύκολα; Δύσκολα; Με βοήθεια, μα και μόνος σου; Πάντως, ξεπερνάς τα όποια εμπόδια και φτάνεις, ακόμα και μπουσουλώντας, εκεί που θέλησες! Τώρα, μονολογώντας συμπεραίνεις: Το να σηκωθείς και να κινήσεις ήταν έμφυτο! Προς τα πού να πας, περιέργως, ήξερες. Με τι τρόπο ήταν το ζητούμενο! Μετά ο χρόνος δένοντας το σώμα σου, για να βαδίσεις λιγάκι σιγουρότερα τη γη μ’ ένα πινέλο σβήνει απ’ τον χάρτη σου γράμματα, προθέσεις και τόνους, φέρνοντας σύγχυση στην διαδρομή σου, μα κι έναν συνεπιβάτη. Έτσι, άρχισες να στροβιλίζεσαι γύρω από ‘σένα, τους άλλους, στο παντού και πουθενά σου. Χαμένη επιστολή, δίχως παραλήπτη. Τόσο αδιάφορα, απλά κινούσες προς το άγνωστο κι ό,τι φέρει η τύχη. Μα ήσουν τυχερός! Συχνά έπεφτες στο τίποτα και ο ανύπαρκτος-υπαρκτός φόβος σου όλο και ξεμάκραινε.

Ρωγμή Λίγες ανάσες ακόμη, ως την πρώτη ρωγμή, μετά… Καταρρέει το πλέγμα και ο παλιόκοσμος φαίνεται αλλιώς. Με το ίδιο αίμα νέα γίνεται, μαθαίνει βηματισμό μετέωρο, σε φτερά καρφωμένη. Μα το βάρος της ευδαιμονίας κλέβει απ’ το ύψος της. Σκοτώνει και γεννά κάθε της πέταγμα. Αλλά φτιάχτηκε να το ζήσει!

6


Βυθίζομαι στη σιωπή της Σεσίλ Μεχμέρ Μια φωνή μού λέει σιγανά: «Τα κρίματα κομπολόι Τα μετράω ένα-ένα Η σκιά υφαίνει τον ιστό της Το θύμα της εσύ Γνώρισέ την Για να ελευθερωθείς» Βυθίζομαι στη σιωπή Ακούω τη φωνή του: «Δεν υπάρχουν λάθη» Ψιθυρίζει «Όλα είναι μαθήματα Μη φοβάσαι Σκάψε βαθιά Όλοι οι θησαυροί είναι μέσα σου» Σκάβω Βρίσκω το κομπολόι Οι χάνδρες σκόρπιες Σκοτεινές, φωτεινές Τις μαζεύω στη φούχτα μου Τις ακουμπώ στην καρδιά μου Ξυπνάει, κτυπάει, αναστενάζει Βυθίζομαι στη σιωπή Ακούω τη φωνή μου Μου λέει: «Μην επηρεάζεσαι από τον κόσμο των φαινομένων Αψήφησε τον ψόγο και τον έπαινο Όλα είναι ψευδαισθήσεις Ψάξε γι’ άλλον ουρανό» Υπάρχει;

7


ποιητικές συναντήσεις

Πραγματικότητα της Βίλλυς Αξιώτη Το αδιαφύλαχτο. Το απρόσμενο. Το αναπάντεχο. Το ωραίο. Το κύβευμα που τυγχάνει αδιαφιλονίκητης επιθυμίας. Να υπερβαίνεις. Να καταπιέζεις. Να εξωθείς τον εαυτό. Που σκουντουφλά. Που απομυζά. Που ακουμπά στα διαβουλεύματα. Στα αναθέματα. Στα υπέροχα σκιρτήματα. Και ανυψώνεται. Και κατατροπώνεται. Και αναλώνεται στα θελήματα.

Στα ονειρέματα που ανεμοσέρνονται να απομυθοποιείς το ακατόρθωτο.

8


Σκαλοπάτια της Ιωάννας Μερεμετίδου Ανεβαίνει τα ξύλινα σκαλοπάτια Προσμετράει Ήχος από μακρύ φόρεμα Το αποτύπωμα θα μείνει Ο απολογισμός μόλις άρχισε Κι όλο ανεβαίνει τα ξύλινα σκαλοπάτια Αυτό είναι όλο; Ένα άθροισμα ημερών; Να το, πάλι έρχεται Δυνάμωσε το βήμα της

Η Σταγόνα Εκεί ψηλά στη στέγη Η σταγόνα αναρωτιέται Να πέσει ή να παγώσει; Προτιμάει να παγώσει Να παρατηρεί από ψηλά Απ’ το να λιώσει

9


ποιητικές συναντήσεις

Ατιτλοφόρητο της Φωτεινής Καπαρέλου Ένα λευκό χαρτί κι ένα λευκό παλτό, βυθισμένο στον πάτο της θάλασσας, άκαμπτο, φορώντας τη γυναικεία παρουσία μέσα του. Κι εκείνη; Ψηλόλιγνη, με αργές κινήσεις βγήκε από μέσα του όταν την πήρε το κύμα μαζί με το μεγάλο μαύρο πιάνο της στις άγριες όχθες της Νέας Ζηλανδίας; Ή όταν δεν εφάνη ο πρίγκηπάς της με το δακτυλίδι της από το μακροβούτι του στον Βιστούλα; Κοιτάζω διστακτικά ένα-ένα τα κουμπιά του μπούστου και καθώς το βλέμμα μου ανεβαίνει, σκοντάφτει στα λιτά μαλλιά της γοργόνας, που περνά οιστροδόνητη γυρεύοντας τον Αλέξανδρό της.

10


Πάλι στα όνειρα κρυφοζούσα απόψε της Δήμητρας Ευαγγέλου Να βιαστώ Μεγάλη Δευτέρα Να καθαρίσω, να παστρέψω Την ψυχή μου, τα νύχια μου Έκλαιγα κλάμα ασύδωτο, βουβό, άφθονο, αλμυρό Τα δάκρυα στον κουβά μου Κατέβαιναν οι μύριες των γυναικών μανάδων οι ψυχές σε σκάλες Μαρμάρινες Φιλντισένιες Σεντέφινες Κι εγώ βιαζόμουν όσο πλησίαζαν Ορδές αλύτρωτες Αναπάντητοι ήχοι γοεροί Στα μαυσωλεία της πόλης αντηχούσαν Στ’ αυτιά μου εκκωφαντικοί Κι ήθελα μόνο να ’ρθει το Πάσχα

Τα παιδιά της Συρίας Στην εύφορη κοιλάδα των ονείρων ακούμπησα απόψε τη ράχη μου κομμένη ανοιχτή αιμάσσουσα Ζητούσα μόνο να μ’ αφήσουν να δω πώς έρχονται και φεύγουν στην ίριδα των ανθρώπων Κι αυτοί φιμωμένοι με κάτι γυαλιστερά γιορντάνια χυδαίας γιορτής κουνούσαν τα μάτια τους κι έδειχναν τα παιδιά της Συρίας Εκεί που τα ξέπλεναν οι ιμάμηδες με κάτι χοντρά λάστιχα ποτιστικά πάνω στις καρότσες των Datsun

11


ποιητικές συναντήσεις

Άνθρωπος της ερήμου* της Ματίνας Μαλάμου Άνθρωπος της ερήμου παράξενος, απαραχάρακτος, συντιθέμενος από φωνές και σιωπές, με λογισμούς ατέρμονους ξεγυμνωμένος και τυφλός, με τον λύχνο στο χέρι σκαλίζει τα ψεύτικα κομμάτια. Περισσή η αμέλεια σωρός τ’ ανείδωτα και τ’ απορήματα του ανθρώπου. Τραύματα λόγου οι ικεσίες στην κόψη των κυμάτων στο κυνήγι της γνώσης στον πόλεμο της πλάνης. Θεοτόκε. Κωπηλατεί στην έρημο στη φθορά και στα φαντάσματα φλογίζεται η ιδέα. Άγγελμα και όραμα στοχασμός και κάθαρση. Άνθρωπος ενεργήματα ελπίδας. Ο Λύχνος στο χέρι σταλάζει στο άνυδρο, περνά τα κράσπεδα του νου, τις υπώρειες και ακρώρειες της συνείδησης. Τύμπανα πορείας ήχοι άγνωροι ηχώ αναζήτησης του Λόγου. Λόγος. Να κοινωνεί απ’ την ουσία του, να βαθαίνει στο μυστήριο, στη μοναδικότητά του, να ονειρεύεται το αφανές, πέρα απ’ το ορώμενο. Όταν το «κατ’ άνθρωπον» θυσιάζεται σε βωμό από συσσωρευμένα θραύσματα αλλοτινής εποχής, ο Λύχνος πάσχει να φωτίσει το «υπέρ λόγου». Και ο άνθρωπος της ερήμου φλέγεται.

*Εμπνευσμένο από το ποίημα «Ευαγγελισμός» του Τάσου Λειβαδίτη

12


Ήταν για την αγάπη της Καίτης Τοπτσόγλου Δεν θυμάμαι τίποτα πια. Δεν θέλω. Το μόνο που θυμάμαι είναι η ερώτηση. Έκανα μια ερώτηση γνωρίζοντας την απάντηση. Όσο δεν την έπαιρνα ξεχνούσα. Ξεχνούσα μέχρι που δεν θυμάμαι πια ούτε την ερώτηση ούτε την απάντηση. Έμεινε μόνο ο πόνος. Ήταν για την αγάπη, αυτό θυμάμαι μόνο.

Παντού πλανιέται η συμφορά* Παντού πλανιέται η συμφορά Στήνει το δόκανο κρυφά σαλτάρει και προσμένει αναγκεμένο να σε βρει αθώο να σ’ αρπάξει Παντού πλανιέται η συμφορά πάει στα μαύρα στα λευκά τα πέλαγα τα όρη Ταξιδεμένη ούρια ταξιδεμένη αντάρα πλανιέται σπέρνοντας πλάνες χαράς της λησμονιάς ανθάκια

*Φράση από το έργο «Προμηθέας Δεσμώτης» του Αισχύλου

13


ποιητικές συναντήσεις

Άθυρμα των καιρών* του Κωνσταντίνου Κωνσταντόπουλου Αυτός, ο άμοιρος Άθυρμα τότε του καιρού - τα βίωσε… όλα! Κοίταζε τον κόσμο - απόκοσμα όλα. Κοίταζε τον άνθρωπο - απάνθρωπα όλα. Κοίταζε εαυτόν - Βοριάς όλα! Άκουγε τον κόσμο - ανήκουστα όλα. Άκουγε τον άνθρωπο - ανυπάκουα όλα. Άκουγε εαυτόν - Νοτιάς όλα! Μίλαγε στον κόσμο - παράλογα όλα. Μίλαγε στον άνθρωπο - άφωνα όλα. Μίλαγε σ’ εαυτόν - Σιρόκος όλα! Έζησε τον κόσμο - τα έζησε όλα. Έζησε τον άνθρωπο - τα βίωσε όλα. Έζησε εαυτόν - Βαρδάρης όλα! Ο άμοιρος αυτός, ο εαυτός Άθυρμα τώρα των ανέμων - τ’ απεβίωσε… όλα!

*Φράση από το έργο «Προμηθέας Δεσμώτης» του Αισχύλου

14


Νεκρή φύση του Κωνσταντίνου Κωνσταντόπουλου Ήρθε! Έπεσε… Ρωτά την μάνα φύση του γιατί τον τυραννάει Μα ‘κείνη μένει σιωπηλή και δεν του απαντάει «Ποια είν’ η αλήθεια; Μίλα μου Ποια είν’ η ουσία; Μίλα! Ρωτώ σε, φύση μου νεκρή, παρακαλώ σε, μίλα! (Απάντηση καμμία) Τριάδα μου και πτώση μου και φως πληροφορία Τι να την κάνω την ζωή; Μαύρη ταλαιπωρία (Απάντηση καμμία) Θ’ αποκοπώ, θ’ απαρνηθώ Μνήμη νεκρή θα γίνω Να μην μπορώ να θυμηθώ ποια είν’ η μορφή π’ αφήνω Κι η μάνα φύση μίλησε Η απάντηση ήταν μία «Άνθρωπε, χώμα και νερό, Λόγε μαζί και αιτία Φωτογραφία είν’ η ψυχή κι απαθανατισμένη Φύση νεκρή είν’ η ζωή, κι αναθεματισμένη» Η αλήθεια είναι μία: Τρομάρα τον ζυγώνει Α, κι άλλη μία: Η γη ανακυκλώνει Σηκώθηκε, έθαψε το χώμα κατά γης, απέδωσε την νεκρή φύση στην φύση κι απέδρασε απ’ την φύση παρά φύση -Έφυγε Η ουσία είναι μία: Ήρθε, έζησε, έφυγε Α, κι άλλη μία: Ήρθε, έπεσε, σηκώθηκε και… Έφυγε

15


ποιητικές συναντήσεις

Τις πταίει; της Κατερίνας Λαμπρίδου Ἔφταιγε ἡ ἀνατροφή; Μήπως τάχα ἡ συναναστροφή; Κι αὐτή δέν ἤξερε γιατί ὅλα τ' ἀπέδιδε στή μοίρα της τήν μαύρη, τήν σκληρή. Κάποτε κοίταξε στά βάθη τῆς ψυχῆς νά ἰδεῖ τί ὑπῆρχε ἄραγε ἐκεῖ. Ἡ ψυχή εἶναι ὄργανο έξ ὁλοκλήρου πνευματικό ἕτοιμη νά δεχτεῖ τὀ φωτεινό καί τό σκοτεινό τό ἀνθρώπινο καί τό θεῖο. Μέ ἐπίμονη καί ἐπίπονη προσπάθεια θ' ἀντιληφθεῖ τήν τύφλα της, κυρίαρχο ἐμπόδιο νά ἰδεῖ πώς ὅλα στή δική της βούληση εἶχαν ἐναποτεθεῖ. Αὐτοπεποίθηση μηδαμινή στόν ἑαυτό πού τόν ἀγνοοῦσε χωρίς ἐνδοιασμό. Κι ἔρχεται ἡ ὥρα πού ἐν μἐρει αὐτοπεποίθηση ἀποκτᾶ πού γιά τό δίκιο της ν' ἀγωνίζεται τή βοηθᾶ. Τίς ἦττες ν' ἀποδέχεται καί στή ζωή μέ ἰσοτιμία καί ἰσονομία νά πορεύεται. Κάθε προσπάθεια νά μήν τήν σταματᾶ, ὅσες φορές κι ἄν χρειασθεῖ, ὡσότου ἡ νίκη κατακτηθεῖ.

16


'Αντιλαμβάνεται μέ δυσφορία πώς ἄγνοια κυριαρχεῖ και ἡ μοίρα της οὐδόλως ἤτανε σκληρή. Ἡ θέλησή της, ἡ έλαστική, πού λύγιζε στά <<θέλω>> καί στά <<πρέπει>> τῶν ἄλλων τήν διάθεσή τους νά ἱκανοποιεῖ. Μέγιστη ἡ σύγκρουση τῆς ὕπαρξης, τοῦ <<θέλω>> καί τοῦ <<πρέπει>> προαιώνιοι γίγαντες ἐχθροί ὅπου ἀνάμεσά τους πέφτει τῆς πραγματικότητας γέφυρα εἰρηνευτική ἡ ἀλήθεια. Φωτίστηκε ὁ βυθός τῆς ὕπαρξής της. Διαπίστωσε πώς εἶναι ἰδιαίτερη καί ἱκανή. Ἀποφάσισε νά ζεῖ ἐλεύθερη δυνατή μέ τήν ἀλήθεια φίλη καρδιακή. Χωρίς στόχους μεγαλόπνοους. Σκοπός ν' ἀξιωθεῖ πνευματικούς θησαυρούς τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης ἀρωγούς. Οἱ πλάνες μία πρός μία διαλύονται. Ἡ οὐσία τῆς ζωῆς τό ζητούμενο. Κάθε πρόκληση παρατηρούμενο. Ρήξη δέν τίθεται ὡς προαπαιτούμενο. Ἄγνωστο κάθε μελλούμενο. Συμφιλίωση μέ τό παρελθόν στό ἐδῶ καί στό τώρα στό ΠΑΡΟΝ.

17


συνομιλώντας με τα κείμενα 18

Ο Κόκκινος Φάκελος της Άννυς Ζερβού Στο πλαίσιο της άσκησης: << Άδειο δωμάτιο >> Ο Ιωσήφ μπήκε στην κρεβατοκάμαρα κι άφησε πίσω του το μπάνιο να αχνίζει με την πόρτα ανοιχτή. Το δέρμα του ανατρίχιασε από την απότομη αλλαγή θερμοκρασίας. Χαμογέλασε καθώς σκέφτηκε το μόνιμο πείραγμα της Βενετίας: «Τα κατάφερες να φτάσεις στο σημείο βρασμού αυτή τη φορά;» Αλήθεια, γιατί δεν είχε γυρίσει η Βενετία; Ήταν σίγουρος ότι μέχρι να βγει από το μπάνιο θα είχε έρθει. Εκείνος είχε επιστρέψει στο σπίτι βιαστικά, δεν την βρήκε εκεί –πού είχε πάει, αλήθεια; κάπου θα είχε πεταχτεί– και μπήκε κατευθείαν στην μπανιέρα. Να τον έβρισκε έστω να ετοιμάζεται όταν θα γυρνούσε. Της είχε υποσχεθεί ότι απόψε δεν θα αργούσε από τη δουλειά, αλλά άργησε. Κι όμως εκείνη δεν είχε έρθει ακόμα. Η ώρα είχε πάει 9 παρά τέταρτο και στις 9.30 έπρεπε να είναι στα παιδιά. Μα πού είχε πάει; Είχε αλλάξει κάτι; Μήπως είχε στείλει κανένα μήνυμα; Έκανε 2 βήματα για να πιάσει το κινητό του από το ξύλινο σεκρετέρ. Το μοναδικό έπιπλο του σπιτιού για το οποίο είχαν τσακωθεί όταν μετακόμισαν. Δεν του άρεσε καθόλου, αλλά η Βενετία το είχε σχεδόν επιβάλει. «Είναι παλιακό και δεν ταιριάζει με την υπόλοιπη διακόσμηση του δωματίου», είχε πει εκείνος. «Είναι της γιαγιάς μου. Είναι ρετρό και προσθέτει μια vintage πινελιά στη μοντέρνα ατμόσφαιρα», είχε απαντήσει εκείνη. Υπήρχαν άγνωστες λέξεις σε αυτήν τη φράση κι έτσι του ήταν αδύνατον να αντικρούσει το επιχείρημα. «Μα πιάνει όλον τον τοίχο ανάμεσα στην πόρτα του μπάνιου και το κρεβάτι. Είναι κι ο χώρος μικρός... Θα σκοντάφτω όλη μου τη ζωή, θα χτυπάω το μικρό μου δάχτυλο! Και ξέρεις πόσο πονάει αυτό!» «Να φοράς παντόφλες για να μη σφουγγαρίζω όλη μου τη ζωή τα ίχνη από τις βρεγμένες πατούσες σου στο παρκέ.» Όχι, δεν ήταν αυτός ο σωστός δρόμος για να αποφευχθεί η εγκατάσταση του επίπλου στο δωμάτιο. «Είναι σκιαχτικό. Με τρομάζει!» «Θα σου περάσει.» Πάντα τον ακύρωνε κυνικά. Κανένα μήνυμα δεν υπήρχε στο κινητό. Κάθισε στα πόδια του κρεβατιού γυμνός και νωπός. Κοίταξε τον καθρέφτη απέναντί του. Είχε παχύνει λίγο; Δεν αποκλείεται… Μα πού είχε πάει η Βενετία; Συνειδητοποιούσε τώρα ότι όλη μέρα δεν είχαν μιλήσει καθόλου. Από το πρωί που έφυγε πρώτος εκείνος, δεν είχαν επικοινωνήσει άλλο. Αυτό δεν συνέβαινε συχνά. Και μπορεί τον τελευταίο καιρό να είχαν και οι δυο τους γεμάτα προγράμματα και μετά βίας να προλάβαιναν να χαιρετηθούν, αλλά ηλεκτρονικά δεν χάνονταν σχεδόν ποτέ. Πιεσμένη περίοδος, σκέφτηκε. Η Βενετία παραπονιόταν ότι δεν ξεκουράζονται, ότι δεν χαλαρώνουν, ότι δεν χαίρονται. Δεν είχε άδικο, αλλά... ήταν απλώς μια πιεσμένη περίοδος. Θα περνούσε. Και μετά θα ήταν πάλι όλα καλά. Θα ήταν όπως είναι πάντα. Κεφάτοι και αχώριστοι. Θα ήταν. Δεν θα ήταν; Τινάχτηκε απότομα γιατί ένιωσε το στομάχι του ξαφνικά να τον ειδοποιεί για κάτι. Για τι; Ανοησίες. Έγραψε ένα μήνυμα στο κινητό: «Αγάπη μου; Πού είσαι; Θα αργήσουμε στα παιδιά». Δεν το έστειλε. Θα ετοιμαζόταν πρώτα και, αν στο μεταξύ δεν είχε γυρίσει, θα το έστελνε. Πήγε να ανοίξει την ντουλάπα, αλλά κάτι πάτησε. Έναν κόκκινο φάκελο. Έσκυψε να τον πιάσει κι εκείνη την ώρα άκουσε το κλειδί στην πόρτα. Κράτησε τον φάκελο στα χέρια του και ετοιμάστηκε να κρύψει με αυτόν τα γεννητικά του όργανα για να της κάνει πλάκα όταν θα έμπαινε στο δωμάτιο, δήθεν ότι ντρέπεται. Γελούσαν πάντα με τέτοιες χαζομαρίτσες. «Ιωσήφ», τον φώναξε από μέσα. «Εδώ», απάντησε εκείνος. Η Βενετία μπήκε στο δωμάτιο χωρίς να τον κοιτάξει, έκατσε στα πόδια του κρεβατιού και έσκυψε να βγάλει τα παπούτσια της. «Πρέπει να αλλάξω. Θα αργήσουμε στα παιδιά. Γιατί είναι βρεγμένο εδώ το πάπλωμα;»


Σήκωσε τα μάτια της και τον είδε μέσα από τον καθρέφτη, στην αστεία του πόζα, με τον κόκκινο φάκελο. Η αντίδρασή της δεν ήταν αυτή που περίμενε ο Ιωσήφ. Το βλέμμα της πάγωσε και γύρισε απότομα προς το μέρος του. «Πού το βρήκες αυτό;» ρώτησε σπασμωδικά, με φωνή πνιγμένη. Ο Ιωσήφ σάστισε. «Ήταν πεσμένος στο πάτωμα… Τον σήκωσα τώρα... Πήγα… Ξέρω ‘γω… Ε;... Ε... Δεν ξέρω… Γιατί;» Η Βενετία τον κοίταξε και το ύφος της άλλαξε λίγο άγαρμπα. Γλύκανε τεχνητά. «Ε… Τίποτα, απλώς τον έψαχνα, νόμιζα ότι τον είχα χάσει κάπου έξω… Τέλος πάντων, μου τον δίνεις σε παρακαλώ;» «Ναι…» Ο Ιωσήφ της έδωσε τον φάκελο, εκείνη τον πήρε και τον ακούμπησε στο ραφάκι δίπλα στον καθρέφτη. Δεν είμαστε καλά, σκέφτηκε ο Ιωσήφ. Μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν του είχε περάσει τίποτα κακό από το μυαλό, αλλά η αντίδρασή της ήταν λίγο –έως πολύ– ανησυχητική. Στάθηκαν πλάτη-πλάτη και ο Ιωσήφ τράβηξε ένα μποξεράκι από το συρτάρι. «Καλά, τι έπαθες;» είπε φορώντας το εσώρουχό του. «Τίποτα. Τι έπαθα;» απάντησε εκείνη, βγάζοντας την μπλούζα της. «Έπαθες πανικό που βρήκα τον φάκελο ή μου φάνηκε;» γέλασε αμήχανα ο Ιωσήφ και ξεκρέμασε το παντελόνι του. «Τι λες, μωρέ… Ποιον πανικό; Απλώς νόμιζα ότι τον έχασα και εξεπλάγην που τον είδα ξαφνικά στα χέρια σου», αποκρίθηκε εκείνη, ακούγοντας την καρδιά της να χτυπάει στους 180 παλμούς, καθώς ξεκούμπωνε το σουτιέν της. «Και λοιπόν; Είναι κάτι τόσο σημαντικό; Τι είναι αλήθεια;» ρώτησε δήθεν αδιάφορα και έδεσε τη ζώνη του. «Είσαι περίεργος;» είπε χαμογελώντας και έβγαλε τη φούστα της. «Βλέποντας την αντίδρασή σου, ναι. Δεν πιστεύω να είναι κανένα γράμμα για τον εραστή σου; Δεν πιστεύω να είναι κανένα γράμμα από τον εραστή σου; Δεν πιστεύω να είναι κανένα γράμμα ότι με εγκαταλείπεις;» εκτόξευε διαδοχικά και κάπως θεατρικά τις ερωτήσεις του, αναμένοντας από εκείνη κάτι που θα καθησύχαζε τον τρόμο που είχε αρχίσει να τον κυριεύει. Φόρεσε το πουκάμισό του. «Α, ναι! Τώρα που το λες! Ετοιμάζομαι να σε εγκαταλείψω, να κλεφτώ με τον εραστή μου και σου έχω βάλει σε έναν φάκελο τρία γράμματα. Ένα που του έγραψα εγώ, ένα που μου έγραψε εκείνος και ένα προς εσένα, όπου σου εξηγώ τα πάντα. Όταν στον δώσω, ελπίζω να δείξεις κατανόηση», απάντησε σαρκαστικά και πήρε το φόρεμά της από τον καλόγερο. «Σοβαρά τώρα; Αυτό είναι το καλύτερο χιούμορ που μπορείς να κάνεις;» «Έλα βρε καλέ μου… Είμαι σε αμηχανία. Είναι κάτι που ετοιμάζω για την επέτειό μας την άλλη εβδομάδα και θέλω να είναι έκπληξη όταν στον δώσω. Και ήδη έχει χαθεί ένα μεγάλο μέρος της.» Κοιτάχτηκαν μέσα απ’ τον καθρέφτη. «Να σε πιστέψω;» «Δηλαδή εσύ νομίζεις ότι μέσα σε αυτόν τον φάκελο υπάρχει κάτι που τερματίζει τη σχέση μας, ενώ εγώ σου λέω ότι υπάρχει κάτι που επιβεβαιώνει την αγάπη μας;» Ο Ιωσήφ έμεινε σιωπηλός. «Ορίστε, πάρ’ τον. Δες τον.» Ο Ιωσήφ έμεινε ακίνητος. «Αχ! Αυτήν τη στιγμή, και μέχρι ν’ ανοίξεις τον φάκελο, η σχέση μας για σένα είναι σαν τη γάτα του Σρέντιγκερ*. Είμαστε ταυτόχρονα και χωρισμένοι και αγαπημένοι», ξέσπασε σε γέλια η Βενετία. Ο Ιωσήφ την κοίταξε επίμονα. «Σε περιμένω στο αυτοκίνητο», της πέταξε παγωμένα και βγήκε από το δωμάτιο. «Βάζω παπούτσια και κραγιόν κι έρχομαι.» Η Βενετία έμεινε στο δωμάτιο να κοιτάζει τον φάκελο. Φόρεσε τα παπούτσια της, έβαλε κραγιόν, πήρε τον φάκελο και τον έβαλε στην τσάντα της. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Τον αγαπούσε τόσο πολύ, σκέφτηκε. Έσβησε το φως και βγήκε από το δωμάτιο. *Η Γάτα του Σρέντινγκερ: Ένα θεωρητικό πείραμα του 1935, από τον Αυστριακό φυσικό Έρβιν Σρέντιγκερ, που χαρακτηρίζεται και ως παράδοξο. Το σενάριο παρουσιάζει μία γάτα σ’ ένα σφραγισμένο κουτί με ραδιενεργή πηγή, η οποία μπορεί να είναι ταυτόχρονα ζωντανή και νεκρή.

19


συνομιλώντας με τα κείμενα

Η βέρα

της Λένας Σουλαντίκα

Κάθισε στο ξύλινο παγκάκι να ξαποστάσει. Σκούπισε με την ανάστροφη του χεριού της το κάθιδρο μέτωπό της και βάλθηκε να τακτοποιεί τ’ ατίθασα μαλλιά της κάτω από την λευκή βαμβακερή μαντίλα. «Αϊ στο καλό πια, δεν στέκεται με τίποτα στο κεφάλι μου αυτό το παλιόπραμα. Άσε που δεν μπορώ να το συνηθίσω με τίποτα. Σκέψου και να ήμουν υποχρεωμένη να φοράω μαντίλα συνέχεια, θα τρελαινόμουν. Αμ το καλοκαίρι, πώς αντέχεται αυτή η φασκιά στο κεφάλι;» Κοίταξε τη μικρή ομάδα των μαυροφορεμένων γυναικών που πέρασαν από μπροστά της. Τσαντόρ και γάντια, απόλυτη έκφραση σκληροπυρηνικής πίστης. Ή ανάγκα και οι θεοί πείθονται; Ποιος ξέρει; Πού να βρεις άκρη σ’ αυτή τη χώρα; Η ματιά της διασταυρώθηκε με μια καυτή, υγρή ματιά, παραχωμένη στη στενή σχισμή του μαύρου καλύμματος του κεφαλιού. «Είσαι τυχερή, το μαντήλι σου είναι λευκό», της είπε η ματιά. «Εσύ το διάλεξες;» ρώτησε η δική της ματιά. «Γεννήθηκα μ’ αυτό, κι η μάνα μου, κι η μάνα της μάνας μου.» «Θα το βγάλεις ποτέ;» «Μια φορά έγινε, κι από τότε το πληρώνουμε ακριβά όλοι μας, γυναίκες κι άντρες.» Το μαύρο κουβάρι ενσωματώθηκε στη σκιά της μεγάλης πύλης, λαμπρής εισόδου στο ανάκτορο Απάντανα. Έσκυψε να δέσει τα κορδόνια του παπουτσιού της. Η λευκή γυαλιστερή μαντίλα ξεγλίστρησε μπροστά στο μέτωπό της. Μηχανικά τα χέρια της άφησαν τα κορδόνια κι απλώθηκαν προς τα πάνω. Είδε κάτι να γυαλίζει δίπλα από το παπούτσι της. Το δεξί χέρι άλλαξε πορεία, τεντώθηκε προς το άσπρο χώμα κι έπιασε το μικρό δαχτυλίδι. Σκυμμένη ακόμα, ανασήκωσε το κεφάλι και κοίταξε τριγύρω της. Κανένας. Έβγαλε τα σκούρα γυαλιά ηλίου και περιεργάστηκε το εύρημά της. Κίτρινος χρυσός, στολισμένος με γυαλιστερές πέτρες, όλες λευκές, αστραφτερές εκτός από μία, κόκκινη σε σχήμα καρδιάς. Στο εσωτερικό μέρος του δαχτυλιδιού ήταν χαραγμένα με αριστοτεχνική καλλιγραφία λέξεις. Αραβικά; Περσικά; Ξανακοίταξε τριγύρω της. Στο βάθος, είδε ξανά τη μαύρη μάζα να μετακινείται προς το μουσείο, το ανάκτορο της βασίλισσας, το Hashid, ξεχωριστά, μακριά απ’ το Απάντανα, τόσες χιλιάδες χρόνια πριν, ακόμη και τότε που οι γυναίκες είχαν μακριά βοστρυχωτά μαλλιά, φορούσαν κοσμήματα και σκουλαρίκια και μακριά φορέματα με μανδύες και εσθήτες, ακόμα και τότε που οι γυναίκες αυτής της χώρας ζούσαν σε ανακτορικό γκέτο. Και οι φρουροί απέστρεφαν το βλέμμα στο πέρασμά τους. Ούτε το άγγιγμα του αντρικού βλέμματος δεν επιτρεπόταν στις βασίλισσες. Και χιλιάδες χρόνια μετά τα ίδια κύτταρα, μπολιασμένα με θρησκευτική μισαλλοδοξία και φανατισμό, πάλλονταν κάτω από τσαντόρ, συντονισμένα με την ίδια στέρηση και την ίδια λαχτάρα για ένα βλέμμα, έστω και από ξένη γυναίκα∙ αναζητούσαν με απόγνωση μια ματιά ν’ ακουμπήσουν τον αιώνιο θυμό, τη διαχρονική ακύρωση της φύσης τους, την πίκρα της προκατάληψης, την ενοχή των κρυφών ονείρων, το πνιχτό κλάμα της ανεκπλήρωτης ελπίδας. Δοκίμασε να φορέσει το δαχτυλίδι στο μεσαίο της δάχτυλο. Μικρό. Το φόρεσε στο μικρό δάχτυλο του αριστερού της χεριού. Άπλωσε το χέρι τεντωμένο μπροστά και βάλθηκε να παρατηρεί το δαχτυλίδι. «Πολύ απλό για δαχτυλίδι, μάλλον βέρα θα είναι. Τι να σημαίνουν άραγε αυτά που είναι χαραγμένα στο εσωτερικό του;»

20


Η ομάδα με τις μαυροφορεμένες γυναίκες ξαναπέρασε από δίπλα της. Ένιωσε το θρόισμα των μαύρων πέπλων να χαϊδεύει την μακριά, μπεζ, βαμβακερή καμπαρντίνα της. Κατέβασε γρήγορα το απλωμένο χέρι και γύρισε το κεφάλι προς το μέρος τους. Τα βλέμματά τους ξαναδιασταυρώθηκαν, αυτήν τη φορά με οικειότητα. Κοιτάχτηκαν σαν παλιές γνώριμες, με συγκατάβαση, αλληλοαποδοχή, τρυφερότητα. Το μαύρο σμάρι την προσπερνούσε, κυλώντας αργά πάνω στις ακανόνιστες μεγάλες πέτρινες πλάκες του δαπέδου, μπροστά από τον τοίχο που παρέλαυναν οι ξένες αντιπροσωπείες με τα δώρα σεβασμού και υποταγής στον παντοδύναμο βασιλιά. Σήκωσε τη φωτογραφική μηχανή για να φωτογραφίσει το οικείο βλέμμα απέναντί της. Αυτή ξεχώρισε από τις άλλες μένοντας πίσω, της έγνεψε αρνητικά με τον δείκτη του δεξιού της χεριού. Κατέβασε τη μηχανή και έκανε δυο διστακτικά βήματα προς το μέρος της. Την σταμάτησε μ’ ένα νεύμα της παλάμης. Μετά από δευτερόλεπτα αμήχανης σιωπής, η γυναίκα με το τσαντόρ σήκωσε το δεξί γαντοφορεμένο της χέρι της, έδειξε με τον αριστερό της δείκτη τον παράμεσο, έβαλε και τις δυο παλάμες στο στήθος της, τις κράτησε για λίγο εκεί και μετά τις απλωσε προς το μέρος της. Με μια φευγαλέα υπόκλιση του κεφαλιού της στράφηκε προς το τις άλλες και με γοργό βήμα ενώθηκε ξανά με τη μαύρη ακολουθία, που εξαφανίστηκε στο κατέβασμα της μεγάλης σκάλας στην έξοδο του αρχαιολογικού χώρου της Περσέπολης. Ξανακοίταξε τη βέρα στο μικρό της δάχτυλο. «Μα, τη βέρα της, μου χάρισε τη βέρα της; Γιατί; Γιατί σε μένα; Τι να θέλει να μου πει άραγε;» Είδε τον ξεναγό της να πλησιάζει. Έχωσε βιαστικά το χέρι στη μεγάλη τσέπη της καμπαρντίνας της και ανέβηκε την σκάλα του ανακτόρου. Από ψηλά είδε την ομάδα των γυναικών να μπαίνει στο τουριστικό λεωφορείο που τις περίμενε στο τέλος του μεγάλου διαδρόμου, έξω από τον ψηλό λιθόχτιστο περίβολο του αρχαιολογικού χώρου. Μπήκε λαχανιασμένη στο λεωφορείο, με την καρδιά της να πεταρίζει ανήσυχα. Κάθισε δίπλα στο παράθυρο προς τη μεριά των μνημείων και κοίταξε προς το ανάκτορο στο ψηλότερο σημείο του χαμηλού λόφου. Την είδε να στέκεται ακίνητη, στραμμένη προς το μέρος τους, με το λευκό μαντήλι ν’ ανεμίζει ελεύθερα στον αέρα. Την είδε να σηκώνει το δεξί της χέρι ψηλά και να το δείχνει με τον αριστερό της δείκτη. Μετά την είδε να βάζει τα δυο της χέρια στο στήθος και στη συνέχεια να τα απλώνει ανοιχτά προς το μέρος του λεωφορείου. Τα μάτια της υγράνθηκαν, η καρδιά της ηρέμησε, τα χέρια της σταμάτησαν να τρέμουν. Το είχε αποφασίσει εδώ και καιρό. Αυτή η βέρα χρόνια τής βάραινε το δάχτυλο. Και τη ζωή. Πριν τριάντα χρόνια την είχε περάσει ο Arash στο δάχτυλό της. Πίσω του, η μητέρα του της φόρεσε ένα χρυσό κολιέ στολισμένο μ’ ένα βαρύτιμο μενταγιόν, με μια μεγάλη πέτρα από λάπις-λάζουλι στο σχήμα της καρδιάς. Εκείνη τη μέρα παντρεύτηκε με τον Arash και τη μητέρα του. Γρήγορα συνειδητοποίησε ότι με τον Arash μοιραζόταν το κρεβάτι της και με τη μητέρα του όλη την υπόλοιπη ζωή της. Χάθηκε, εξαφανίστηκε, τα όνειρα και οι ελπίδες της καλύφτηκαν από το μαύρο πέπλο που με σπουδή τακτοποιούσε κάθε πρωί στο κεφάλι της, λίγο πριν ανοίξει την πόρτα στην πεθερά της, που κάθε μέρα ορμούσε στη ζωή της και την καταλάμβανε λεπτό προς λεπτό με νουθεσίες, παρατηρήσεις, κοφτές μικρές οδηγίες, αποφασιστικές κυριαρχικές κινήσεις, επιτακτικές θρησκοληψίες και κηρύγματα, φόβο, άγνοια, προκαταλήψεις. Στην αρχή υπέμενε στωικά τις καθημερινές επελάσεις της. Τα δυο παιδιά έδωσαν στην πεθερά της ακόμη περισσότερο χώρο. Κι αυτή συνεχώς συρρικνωνόταν, εξαφανιζόταν, βυθιζόταν σε μια μικρή τρύπα που της ρούφαγε στάλα-στάλα την ύπαρξη. Ως τώρα στριφογύριζε τη βέρα της με λύσσα κι αποτροπιασμό. Στην κόκκινη μικρή καρδιά στο κέντρο της βέρας

21


συνομιλώντας με τα κείμενα

εγκλωβιζόταν όλη της η απόγνωση, η απελπισία, οι πνιγμένοι λυγμοί της τα βράδια στο κρεβάτι δίπλα στον γιο της μάνας του. Το δαχτυλίδι που την ένωνε μαζί του, την ένωνε με τη μάνα του και με τη μάνα της μάνας του. «Κόρη μου, αυτό το δαχτυλίδι δένει τις γενιές όλων των γυναικών της οικογένειας. Το φόραγε η γιαγιά μου, το φόραγε η μάνα μου, τώρα το φοράς εσύ. Το φοράνε οι μανάδες των γιων της οικογένειας. Τώρα ανήκεις στη φυλή μας.» Από ‘κείνη τη μέρα, η φυλή των Qashqai έσφιγγε ασφυκτικά το δάχτυλό της και κυρίεψε τη ζωή της. Μια βραδιά ξαγρύπνιας το αποφάσισε, θα εξαφάνιζε τη βέρα, θα ελευθερωνόταν από τα σφιχτά δεσμά της, θα ‘παιρνε τη ζωή της πίσω. Είδε την ξένη από μακριά να κάθεται σταυροπόδι στο παγκάκι. Φορούσε μπεζ καμπαρντίνα και μια κατάλευκη μαντίλα. Μόλις την πλησίασε, οι ματιές τους συναντήθηκαν. Με αργές, αποφασιστικές κινήσεις, έβγαλε το μικρό γάντι από το δεξί της χέρι, τράβηξε τη βέρα με την μικρή κόκκινη καρδιά και την πέταξε στα πόδια της. «Αν τη βρει, σώθηκα, η ζωή μου θ’ αλλάξει. Μεγάλε Αλλάχ, κάνε να την βρει, θα την κάνω αδερφή, κι ας μην την ξέρω». Μέσα στη μεγάλη σκηνή που είχε στηθεί στις όχθες της κάτασπρης λίμνης από αλάτι, μια γυναίκα με πολύχρωμα, γυαλιστερά, πλουμιστά ρούχα έβγαλε τη μαύρη μαντίλα της και την ακούμπησε στα στρωσίδια δίπλα από τη φωτιά που έκαιγε. Άρχισε να σιγοτραγουδάει ένα παραδοσιακό τραγούδι της περήφανης ψυχής των Qashqai, που μιλούσε για τον γενναίο ξένο που ήρθε από τη χώρα πέρα από τη μακρινή θάλασσα καβάλα στο ψηλό άσπρο άλογό του, νίκησε τον Ξέρξη, προσκύνησε τον τάφο του Κύρου και τράβηξε με τα στρατεύματά του ανατολικά στην Ινδία. Το δυνατό καλοφτιαγμένο σώμα της λικνιζόταν νωχελικά στον ρυθμό του τραγουδιού της. Με το κεφάλι στραμμένο στον ουρανό, τα μάτια κλειστά κι ένα αινιγματικό χαμόγελο στα χείλη, ακούμπησε τις παλάμες της πάνω στο στήθος της. Έβγαλε από τον παράμεσο του δεξιού της χεριού το δαχτυλίδι με τις λαμπερές πέτρες και την μικρή καρδιά στην κορυφή και βάλθηκε να διαβάζει συλλαβιστά με ψιθυριστή φωνή τις λέξεις που ήταν χαραγμένες στο εσωτερικό του χρυσού δαχτυλιδιού. «Η καρδιά μου θα ταξιδέψει λεύτερη πέρα από τη θάλασσα». Φαντάστηκε τον γενναίο ξένο να την παίρνει καβάλα στο φτερωτό του άλογο και να πετάνε μαζί πάνω από τα ψηλά χιονισμένα βουνά της ερήμου, πάνω από το Ισπαχάν, το Σιράζ, το Κερμάν και την Ταμπρίζ, πάνω από τις αλμυρές, άνυδρες λίμνες και την απέραντη θάλασσα στα δυτικά και να πατάνε στην εύφορη καταπράσινη γη, που γέννησε τον ξανθό γαλανομάτη απελευθερωτή της ψυχής της. «Μια μέρα θα γίνει αυτό, θα γίνει ο κόσμος να χαλάσει», φώναξε δυνατά. Έριξε ξανά τη μαντίλα στα μακριά βοστρυχωτά μαλλιά της, στερέωσε τον φερετζέ από τη μια άκρη του μαντιλιού στην άλλη, φόρεσε τα μικρά τσιγκελωτά πασούμια της που είχε αφήσει στο παχύ μάλλινο χαλί με τα περίτεχνα σχέδια μπροστά από την είσοδο της σκηνής και με μια αποφασιστική κίνηση, παραμέρισε το δερμάτινο πέτασμα της σκηνής και πετάχτηκε έξω με μάτια που πέταγαν φωτιές. «Ο κόσμος να χαλάσει, εγώ τη μοίρα μου θα την αλλάξω. Κι αν όχι εγώ η κόρη μου, κι αν όχι εγώ, η κόρη της κόρης μου», σκέφτηκε, την ώρα που η σκιά της έσβηνε μακριά στην λίμνη από αλάτι.

22


Το κρυφτό της Έρρικας Μακρή Κείμενο εμπνευσμένο από φράση του «Περιμένοντας τον Γκοντό» του Μπέκετ Όποιο πρωινό κι αν ξυπνήσει κανείς είναι μια ωραία νίκη. Νικώ τον θάνατο κάθε πρωί, ξυπνώ με την αίσθηση ότι κατάφερα να σηκωθώ. Του ξεφεύγω καθημερινά, μην νομίζεις πως δεν ουρλιάζω από χαρά, δεν το ακούς γιατί συνήθως κρύβομαι. Κάθε βράδυ κρύβομαι σιωπηλά μέσα στο πάπλωμα ή και κάτω από τα πιο λεπτά σεντόνια. Ίσως για' αυτό όσο περνά ο καιρός οδεύω προς τις μονοχρωμίες. Τέχνασμα θα είναι για να γλιστρά το μάτι, να μην στέκεται επάνω μου. Έχω κάνει το κρυφτό επιστήμη. Όταν ήμουν μικρή κρυβόμουν πίσω από τις κουρτίνες. Μετά κρυβόμουν τόσο καλά, ακόμα κι αν χρειαζόταν να κάνω ισορροπία ανάμεσα στο παράθυρο και στο κενό. Αν δεν ήθελα να με βρεις, δεν με έβρισκες. Ε πού να ήξερα ότι με ό,τι ασχολείσαι μικρός, με αυτό θα ασχολείσαι και μεγαλώνοντας, ακόμα κι αν το μεταμορφώσεις. Ακόμα κι αν το πεις αλλιώς. Μοναχικός. Δημιουργικός. Ευφάνταστος. Αλλόκοτος. Δύσκολος. Εφευρετικός. Ένα σωρό λέξεις μπορείς να πεις. Αγαπώ τις μικρές ανακαλύψεις. Αγαπώ και τις αντιφάσεις. Αγαπώ τα παιχνίδια. Παίζοντας κρυφτό, σε βρίσκω. -Αγάπη μου, πού είσαι; Έλα, βγες, το παράκανες δεν μπορώ άλλο να σε ψάχνω. Βγες. Βαρέθηκα το κρυφτό, ν’ αλλάξουμε παιχνίδι. Έλα, σ’ έχω μάθει πια. Δεν θες να χάνεις με τίποτα και ξέρεις πως, αν δεν κρυφτείς πολύ καλά, θα σε βρω. Αν υποψιαστώ ότι καμουφλάρεσαι, θα θυμώσω. Παίζουμε κρυφτό, όχι μπλόφα. Λοιπόν, τέλος, φεύγω. Θα κρυφτώ κι εγώ, είναι η σειρά μου και να δούμε τότε τι θα συμβεί, που κανείς δεν θα ψάχνει κανέναν. Θα φυτρώσουμε εκεί σαν καρότα. Αυτό είναι που με κάνει έξαλλη μαζί σου. Κάτι μου κρύβεις. Ναι, αυτό είναι. Καμουφλάρεσαι. Έτσι παίζεις εσύ. Εγώ δεν κάνω τέτοια. Εγώ παίζω καθαρά. Εσύ όμως… Όσο το σκέφτομαι, αυτό είναι. Να δεις που το έχεις μελετήσει. Σκάβεις, σκάβεις μια τρύπα για να χωθείς. Επειδή ξέρεις πως ακόμα και μέσα σε τρύπα θα σε βρω. Θα σε μυριστώ σαν σκυλί που αναγνωρίζει τη μυρωδιά και το ένστικτο το οδηγεί, έτσι κι εγώ θα σε βρω. Γι’ αυτό, λοιπόν, εσύ κάνεις κάτι αδιανόητο. Χώνεσαι μέσα στην τρύπα που σκάβεις κι από πάνω εμφανίζεις κάτι άλλο. Τι έξυπνο, τι ύπουλο, τι εξοργιστικό. Δεν παίζω έτσι. Να το ξέρεις. Κουράστηκα να σε ψάχνω. Μην κρύβεσαι άλλο, το βρήκα. Κάνεις τη στρατηγική του καρότου. Άλλο κρύβεται από κάτω, άλλο εμφανίζει από πάνω. Αλλά αυτό είναι άλλο παιχνίδι. Όλα τα μπερδεύεις. Και τέλος πάντων, βγες. Αυτό το παιχνιδάκι είναι τόσο ανάποδο, όσο κι εσύ. Φτάνει ως εδώ. Και έπειτα το έχεις παρακάνει με τα καρότα. Πώς άρχισε όλο αυτό; Πότε; Ενώ εγώ κοιμόμουν, βαφόμουν, μαγείρευα για σένα και για μένα. Καρότα δεν θα ξαναφάμε ποτέ. Τα απαγορεύω. Μη μου ξαναμιλήσεις για καρότα. Θα τα ξεριζώνω όπου τα βλέπω τα παλιοκαρότα σου. Θα τα κάνω κομματάκια, σούπα θα τα κάνω. Σούπα! Ωραία, νίκησες. Δεν σε βρήκα, αλλά βρήκα το παιχνίδι σου. Και τα παλιοκαρότα σου. Τώρα είναι αργά. Δεν θέλω να σε βρω. Δεν θέλω τη λύπη σου για τα δάκρυά μου. Δεν είναι για εσένα. Είναι δικά μου. Δεν είναι από θυμό, δεν είναι από αγανάκτηση, είναι από τα κρεμμύδια που καθαρίζω. Εσύ με τα καρότα κι εγώ με τα κρεμμύδια. Όχι, δεν θέλω πια να βγεις από την κρυψώνα σου. Να μείνεις εκεί κρυμμένος όλο το Σαββατοκύριακο και την εβδομάδα που μας έρχεται να μην πας στη δουλειά, λέω εγώ. Πότε άφησες τη δουλειά μια μέρα για εμένα; Ποτέ. Ενώ τώρα σε έχω ικανό. Έναν μήνα μπορείς να μείνεις κρυμμένος εσύ. Τόσα χρόνια ονειρεύομαι ένα ταξίδι. Και ποτέ δεν μπορείς. Κρύβεσαι από τη ζωή, από εμένα δεν θα κρυφτείς; Εγώ κρύβομαι από τον θάνατο, εσύ κρύβεσαι από τη ζωή. Και τώρα ξέρω, θα ξυπνήσεις από την καροτότρυπα και θα με κοιτάζεις με τα γλυκά σου μάτια, πιο ανόητος από ποτέ. Και δεν θα ξέρεις αν κέρδισες ή αν έχασες. «Το έχεις παρακάνει με τα καρότα», θα σου πω. Δεν θα καταλάβεις, αλλά είναι Κυριακή και είναι η μέρα μας. Να συναντηθούμε, να τσακωθούμε, να ονειρευτούμε, να παίξουμε, να ταξιδέψουμε, να χαθούμε και να βρεθούμε. Πού να τα χωρέσουμε όλα; Σαν να θες να φυτέψεις σε μια μόνο γλάστρα όλα τα ζαρζαβατικά του κόσμου. Και πουθενά δεν θα τα βρούμε όλα όσα φανταστήκαμε. Είναι Κυριακή, ας μείνουμε στο κρεβάτι μας.

23


συνομιλώντας με τα κείμενα

Ονειροκαθρεφτίσματα της Κατερίνας Αποστόλου Κείμενο εμπνευσμένο από το «Περιμένοντας τον Γκοντό» του Μπέκετ

Ο καιρός δεν λέει ν’ αποφασίσει ανάμεσα στην λιακάδα και την συννεφιά. Κάθομαι στην πολυθρόνα δίπλα στο παράθυρο, με τα πόδια μου απλωμένα στο σκαμνί και τις κουρτίνες ανοιχτές. Στ’ αριστερό μου χέρι κρατώ ένα βιβλίο. Με το δεξί τραβώ αποφασιστικά μια λεπτή κουβέρτα. Διακοπή απ’ το υπαλληλίκι κι ευκαιρία για αυτοδιάθεση. Χωρίς να ‘μαι το ίδιο αποφασισμένη ότι θα διαβάσω, ξεκινώ ρίχνοντας πυκνές ματιές έξω από το παράθυρο, απορροφώμενη πότε από το περιστέρι που πίνει νερό, πότε από το νεοφυτεμένο κόκκινο ερωτάκι και πότε από τις φωνές των παιδιών που παίζουν στο γρασίδι. Δυνατές ηλιαχτίδες καίνε τον αριστερό μου ώμο, που είναι κοντά στο παράθυρο. Αποσπώμαι για λίγο. Τραβιέμαι πιο δεξιά στο κάθισμα κι αλλάζω χέρι που κρατώ το βιβλίο. Συννεφιάζει. Σε μια προσπάθεια να συγκεντρωθώ καλύτερα, διαβάζω ψιθυριστά: Βλαδίμηρος: «Δουλεύεις στον κύριο Γκοντό;» Αγόρι: «Μάλιστα, κύριε.» Βλαδίμηρος: «Και τι κάνεις;» Αγόρι: «Βόσκω τα γίδια, κύριε.» Οι ηλιαχτίδες που ξεφεύγουν απ’ το σύννεφο δρουν πάλι διασπαστικά στην προσοχή μου, ενώ η αντηλιά που τις διαδέχεται βαραίνει τα βλέφαρα. Στον ύπνο μου το κουδούνι της εισόδου χτυπά απαιτητικά. Όχι επίμονα, αλλά απότομα και δυνατά χωρίς λόγο. Ένα κοριτσάκι ξεκινά ν’ ανοίξει χοροπηδώντας. Φοράει φουρό και τινάζει δεξιά-αριστερά τα μακριά του μαλλιά με τις χοντρές μπούκλες. Η πόρτα ανοίγει διάπλατα και πάνω στο χαλάκι περιμένει η δερμάτινη επαγγελματική τσάντα του. Ο ίδιος –ο πατέρας– έχει διαβεί βιαστικά κι αγέρωχα την είσοδο. Έγινε άφαντος. «Μετάφερε την τσάντα μέσα και μετά φέρε και βάλε μου τις παντόφλες», ακούγεται μια φωνή. «Μάλιστα, πατέρα», απαντά το κοριτσάκι, που καθώς εκτελεί τις οδηγίες έχει πια μακριές σφιχτοδεμένες κοτσίδες και φορά την σχολική μπλε ποδιά της ομοιομορφίας. Το περιστέρι χτυπά το ράμφος του στο τζάμι κι ανοίγοντας τα μάτια μου βρίσκω το φως εκτυφλωτικό. Επιστρέφω στις σελίδες του βιβλίου με μικρή δυσκολία, αλλά σύντομα με μικρότερη στ’ όνειρο. Ένα μπαλόνι-κοριτσάκι που το φουσκώνουν, μεγαλώνει κι αποφοιτά απ’ όλες τις τάξεις μ’ επαίνους και άριστα. Στην τελετή βράβευσης των αποφοίτων της Γ’ λυκείου, όμως, τ’ όνομά του δεν εκφωνείται. Επόμενη σκηνή, το προαύλιο του Πανεπιστημίου με συμφοιτητές. Τα κατάφερε λοιπόν στις εισαγωγικές… Και τότε γιατί ο πατέρας, σαν βαριά άρρωστος στο κρεβάτι, κλαυθμηρίζει και οδύρεται τραβώντας τα μαλλιά του; Ξυπνώ με μια στεναχώρια. Έξω χαρά Θεού, που όμως δεν με διαπερνά, ούτε καν μ’ αγγίζει. Κουλουριάζομαι και τραβώ την κουβέρτα πάνω απ’ το κεφάλι μου, προσποιούμενη πως έχει συννεφιά και δεν χάνω τίποτα. Όσο αποφασιστικά την τραβώ, άλλο τόσο αποφασισμένη είμαι το βάρος που ’χω μέσα μου να το διαλύσω στον ύπνο καλύτερα, σε πιο ξεθωριασμένες εικόνες, παρά στον ξύπνιο και στο φως. Η συνέχεια του ονείρου με δικαιώνει για λίγο: Το «Άριστα» στο πτυχίο αχνοφαίνεται, όπως και τα χαμόγελα γύρω-γύρω από τον πάπυρο.

24


Η μητέρα –κι αυτή αγέρωχη– με πλαίσιο το πεντακάθαρο τακτοποιημένο βασίλειό της –την κουζίνα– ρωτά την κόρη της: «Και τι θα κάνεις τώρα μ’ αυτό το πτυχίο;» Η κόρη απαντά: «Θα βόσκω τα γίδια». Η μητέρα επανέρχεται: «Θα ’χεις δικά σου;» και η κόρη συνεχίζει : «Θα δουλεύω στον Τσακλαγιαγκίλ». Ξέρω πως η κόρη απάντησε, αλλά δεν ακούω την φωνή της. Δεν ακούω καμμιά φωνή. Είναι σαν να διαβάζω γραμμένες απαντήσεις. Ούτε αναγνωρίζω αν ειπώθηκαν αυτές ειρωνικά, απογοητευμένα, παθητικά. Μήτε το πρόσωπό της βλέπω∙ αν είναι το βλέμμα άδειο, αν είναι ισορροπημένο, καθαρό, συμφιλιωμένο μ’ αυτήν την προοπτική ή αν η κόρη χαμηλοβλέπει μέχρι την γιρλάντα στην ποδιά της μάνας της και σ’ αυτό το ύψος πετά χολωμένη τις απαντήσεις της. Το σώμα με πονά από το σφίξιμο και ο πόνος με φέρνει αργά στο συνειδητό. Αντιστέκομαι. Κρατώ μισόκλειστα τα μάτια και νανουρίζω τον νου με καθησυχαστικές, ουδέτερες, ανούσιες σκέψεις. Σ΄ αυτήν την διάσταση, μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, κάνει την εμφάνισή της ανάμεσα στα βλέφαρά μου μια μορφή άγνωστη. Ούτε γυναίκα, ούτε άντρας. Βλέπω από απόσταση: τα γόνατα ελαφρά λυγισμένα, η μέση σπαστή, σκυφτή η πλάτη, όπως και το κεφάλι. Περνάει εμπρός από έναν καθρέφτη, κοιτάζει κι αμέσως αποστρέφει το πρόσωπό της. Μοιάζει τρομαγμένη. Με κυριεύει περιέργεια, που την διαδέχεται αγωνία. Νοιώθω την ανάγκη να τρέξω. Οπλίζομαι με το θάρρος του αδαούς και σπεύδω να δω μέσα στον καθρέφτη τι είναι αυτό που τρόμαξε την μορφή, να προλάβω τα σημάδια, να πάρω επιτέλους τις απαντήσεις, αν είναι δυνατόν υπαγορευμένες και καθαρογραμμένες να περιμένουν εμένα… Φθάνω, ενώ η μορφή μόλις εγκατέλειπε τον καθρέφτη. Κοιτάζοντας μέσα του, πρόλαβα –θεώρησα– και είδα: τα γόνατα ελαφρά λυγισμένα, η μέση σπαστή, σκυφτή η πλάτη, όπως και το κεφάλι. Κρατώ τα στοιχεία αυτά της εικόνας, ενώ συνεχίζω μ’ αγωνία να ψάχνω στα διάκενά της για ολόκληρες τις απαντήσεις καθαρές, καθαρογραμμένες, μέσα στο πλαίσιο πάντα του καθρέφτη, πλαίσιο που είναι μαύρο, που ξεθωριάζει, που ξασπρίζει και διαλύεται, σαν τη συννεφιά που διαδέχεται ένας υπέρλαμπρος ήλιος! Κάηκαν οι απαντήσεις, σαν το φιλμ που πήρε φως βίαια και πρόωρα. Σ’ αυτό το φως θα παραδώσω τελικά σήμερα το αναιμικό μου σώμα, το εξαντλημένο και στραγγισμένο από την επαχθή υπαλληλική μου καθημερινότητα, να ζεσταθεί, να γιάνει, μέχρι την επόμενη προσπάθεια, αν θε’ να ‘ρθεί.

25


συνομιλώντας με τα κείμενα

Είμαστε μάγοι; της Άλκηστης Παναγίδου Κείμενο εμπνευσμένο από φράσεις από το «Περιμένοντας τον Γκοντό» του Μπέκετ Ναι, ναι, είμαστε μάγοι. Τι σημαίνει άραγε αυτό, το «είμαστε μάγοι»; «Μάγος» είναι αυτός που κάνει απίστευτα πράγματα να συμβούν. «Είμαστε» είναι ο πληθυντικός του είμαι. Άραγε είμαστε μάγοι, επειδή είμαστε μαζί εγώ κι εσύ ή επειδή, ούτως ή άλλως, ο καθένας μας είναι μάγος; Αν υποθέσουμε ότι ισχύει το πρώτο, τότε το σημαντικό (η δύναμή μας) είναι στο ότι είμαστε μαζί, ότι στηριζόμαστε ο ένας στον άλλο, ότι εκμεταλλευόμαστε τα πιο δυνατά σημεία, τα δικά μου και τα δικά σου, και κάνουμε το αδύνατο, δυνατό. Αν όμως ισχύει η δεύτερη υπόθεση, τότε ο καθένας μας είναι μάγος από μόνος του. Τότε ο καθένας μας έχει τη δύναμη να κάνει απίστευτα πράγματα να συμβούν. Για μένα, προσωπικά, ισχύουν και τα δύο και το ένα ενισχύει το άλλο. Η δύναμη που κουβαλάμε είναι άγνωστη ακόμα και σ’ εμάς τους ίδιους και ίσως περάσουμε και όλη τη ζωή μας χωρίς να την βρούμε. Αλλά και ο μάγος, απ’ την άλλη, χρειάζεται τους άλλους για να μοιραστεί τα μαγικά πράγματα που κάνει∙ χρειάζεται ν’ ανταλλάξει, να δώσει και να πάρει. Ίσως γι’ αυτό όταν είμαστε μόνοι, ακόμα και τα καλά πράγματα που μας συμβαίνουν, δεν μπορούμε να τα νοιώσουμε πραγματικά∙ γιατί δεν υπάρχει το μοίρασμα. Στην πραγματικότητα δεν μπορεί να υπάρξει το Εγώ χωρίς το Εμείς∙ δεν έχει νόημα η ύπαρξή του… Έλα τώρα να κάνουμε αυτό που αποφασίσαμε γιατί θα το ξεχάσουμε. Εδώ ξεκινάμε με το εμείς (κάνουμε, αποφασίσαμε, ξεχάσουμε). Κατ’ αρχήν, λοιπόν, αποφασίσαμε οι δυο μας να κάνουμε κάτι. Κι αν το έχουμε αποφασίσει πραγματικά και οι δύο, τι είναι αυτό που θα μας εμποδίσει να το κάνουμε, που θα μας κάνει να το ξεχάσουμε; Μήπως αυτό που αποφασίσαμε, στην πραγματικότητα το αποφάσισε περισσότερο ο ένας; Ή αυτό που αποφασίσαμε δεν είναι και τόσο σημαντικό; Κι αν δεν είναι τόσο σημαντικό, γιατί να μην το ξεχάσουμε; Ή υπάρχει κάτι άλλο που κινδυνεύουμε να ξεχάσουμε (εκτός από αυτό που αποφασίσαμε να κάνουμε); Μήπως κινδυνεύουμε να ξεχάσουμε ότι είμαστε μάγοι; Ότι μπορούμε ν’ ανοίξουμε και να συναντηθούμε με κάτι πιο πλατύ από το ατομικό, με κάτι που υπάρχει πριν από μας και θα υπάρχει και μετά, με κάτι που ενώνει όλα τα όντα του πλανήτη μ’ αυτήν την ενέργεια που συνδέει το πέταγμα μιας πεταλούδας με ένα καιρικό φαινόμενο στην άλλη άκρη του κόσμου, μ’ αυτήν τη γνώση που κρύβεται μέσα στα κύτταρα μας κι έρχεται από πλάσματα που έχουν εξαφανισθεί εδώ κι εκατομμύρια χρόνια! Μήπως αυτό είναι που κινδυνεύουμε να ξεχάσουμε τρέχοντας μέσα στην καθημερινότητα, κλεισμένοι μέσα στις μικρές, προσωπικές αγωνίες, ανάγκες, επιτυχίες ή αποτυχίες; Ή, ακόμα χειρότερα, κλεισμένοι μέσα στο Εγώ, που έχει ξεχάσει τη δύναμη του Εμείς; Κι αυτές οι ερωτήσεις έρχονται από έναν μάγο, που τα τελευταία χρόνια αναρωτιέται πολύ για τη μνήμη του!

26


Κεφάλαιο Μ της Όλγας Νικολαΐδου Θυμάται κάποια φορά είχε έρθει στο σπίτι η κυρία Ελένη. Που ήταν λέει μοδίστρα. Είχε στο στόμα της καρφίτσες και στα χέρια της κράταγε μια κορδέλα με χαραγμένους αριθμούς. «Τι είναι αυτό που κρατάτε;» «Α, αυτό είναι το μέτρο μου.» «Και τι είναι μέτρο;» «Αυτό που μετράει.» «Τι;» «Όλα.» Ήταν πολύ μικρή. Νόμιζε ότι για να μετρήσει κανείς, αρκούσε να ξεστομίσει αριθμούς στη σειρά: 1,2,3… Ως το δέκα. Όλα, τότε, μπορούσαν να μετρηθούν μέχρι το δέκα. Κάποτε έμαθε ότι οι αριθμοί είναι άπειροι. Δεν τελειώνουν ποτέ και πουθενά. Μετά έμαθε ότι είναι και ακέραιοι. Όχι όλοι. Αλλά κάποιοι από αυτούς δεν διαιρούνται, παραμένουν πάντα ολόκληροι. Σε αντίθεση με τους ανθρώπους. Που ποτέ δεν παραμένουν ολόκληροι. Που πάντα διαιρούνται. Τι είναι μέτρο; Το σκεφτόταν συχνά. Και φανταζόταν τους αριθμούς να κρατάνε μια ατέλειωτη κορδέλα, σαν εκείνη της κυρίας Ελένης, της μοδίστρας. Και με αυτή να μετράνε τη γη, τον ουρανό, την θάλασσα, τον ήλιο, τον αέρα… Το αίμα μετριέται; «Παν μέτρον άριστον.» Από τα αγαπημένα αποφθέγματα του παππού της του Μαθιού. «Να κρατάς το μέτρο σε όλα τα πράγματα», έλεγε στην Λυδία. «Ναι, αλλά ποιο μέτρο;» αναρωτιόταν εκείνη. Το μέτρο των ανθρώπων, το μέτρο των αριθμών; «Ο Θεός έχει μέτρο;» «Δεν το χρειάζεται το μέτρο ο Θεός, εμείς οι ανθρώποι το χρειαζόμαστε.» Η γιαγιά Ουρανία ήταν σίγουρη. Και για το τι χρειάζονταν οι άνθρωποι και για το τι δεν χρειαζόταν ο Θεός. Εκείνη πάλι όχι. «Μ’ αγαπάς;» «Ναι.» «Πόσο;» «Αμέτρητα.» Ο διάλογος γινόταν κάτι καλοκαιρινά απογεύματα την ώρα που ο ήλιος διαλυόταν σε χίλια κομμάτια, μοιράζοντας ομορφιά και θλίψη στο μεγάλο του κόσμου τραπέζι. Επισφραγιζόταν με ένα μαγικό φιλί. Τα φιλιά της με τον Θοδωρή είχαν τη μαγεία της ανακάλυψης. 14χρονα παιδιά να ανακαλύπτουν το σώμα της αγάπης μέσα στο σώμα τους. Στα χείλη, στη γλώσσα, στα χέρια και σε ‘κείνη την καρδιά που δήλωνε παρούσα με 100 παλμούς και τόσο πρόθυμη να σπάσει. Την τρόμαζε εκείνο το αμέτρητα, την ώρα που το ξεστόμιζε. Κι ας το ένιωθε. Άλλωστε, μόνο αυτά που νιώθουμε μπορούν να μας τρομάξουν. Όσο μεγάλωνε το καταλάβαινε. Με ανοιχτές τις πληγές μας πορευόμαστε σε αυτήν τη γη. Και ίσως το μόνο ίχνος που αξίζει να αφήσουμε σε αυτήν να είναι ακριβώς το αίμα αυτών των πληγών. Αυτή η ματωμένη γραμμή που συνεχίζει να διαγράφεται, όσο εμείς συνεχίζουμε να προχωράμε. Μετριέται το αίμα; Το αίμα του ανθρώπου ίσως να μπορεί να το μετρήσει ο Θεός. Αλλά έχει μέτρο ο Θεός; Ή μήπως το έχασε, όταν στον Άνθρωπο χαρίστηκε;

27


συνομιλώντας με τα κείμενα

Αλληλογραφία ανάμεσα σε δύο Α της Αθηνάς Μασούλα Αγαπημένη Ανθή, Μεγαλώσαμε πια αρκετά και βαρέθηκα να σε αποκαλώ Τσίχλα ή τσιχλίτσα. Από ‘δω και πέρα θα σε αποκαλώ Ανθή. Λοιπόν, Ανθή μου, είναι βράδυ και κάνει κρύο. Οι καμπάνες της Αγίας Τριάδος χτυπούν ατελείωτες ώρες, λες και το ρολόι του ψηλού καμπαναριού δεν έχει δείκτες, σαν να μην θέλει να κλείσει τον χρόνο στον κύκλο του. Σήμερα το πρωί μου έφεραν ένα φυτό. Μην ρωτήσεις ποιος, δεν ξέρω να σου πω. «Αυτό το δώρο για σας, κυρία», μου είπε ένα αγόρι. Δεν θα το πιστέψεις, όμως, ήταν το φυτό που πριν λίγο καιρό έβλεπα στον ύπνο μου, καθώς περπατούσα στο λιβάδι του μανδραγόρα. «Φέρνει τύχη», μου είχε πει η γιαγιά, «αλλά πρόσεχε μην υποτιμήσεις τις υπερφυσικές ιδιότητές του». Το νεαρό αγόρι άφησε το φυτό κάτω από το παράθυρό μου κι έφυγε. Ξάπλωσα και άφησα το παράθυρο ανοιχτό, αν και το αεράκι έτσουζε. Έγειρα για λίγο στο μαξιλάρι, όμως η νύχτα και το αεράκι έφερναν παράξενες μυρουδιές και δεν κατάλαβα πώς έπεσα σε λήθαργο. Και μέσα στον ύπνο μου, σαν να ήμουν εκεί, ζωντανά, είδα τη σελήνη τόσο δα μικρή να δύει στον οίκο του θανάτου. Δεν έβλεπα κανέναν νεκρό, όμως τα σύννεφα δημιουργούσαν αιθέρια σώματα με εσάρπες αμαυρόχρωμες που ανέμιζαν και πηγαινοέρχονταν ανάμεσα στα φυτά της γης και του ουρανού. Αναδεύτηκα για λίγο και περίμενα κάποιον να με βγάλει από τον λήθαργο, αλλά οι πόρτες που άνοιγαν κι έκλειναν με βύθισαν πιο πολύ και έβλεπα και άκουγα στον ύπνο μου για την γέννηση ενός αρσενικού. Θυμάσαι την γιαγιά; Που μας έλεγε ότι όταν βλέπεις στον ύπνο σου αγόρι είναι στεναχώρια; Λοιπόν, μέσα στη νύχτα άνοιξα τα μάτια και είδα ένα μικρό σπίτι, σαν μικρό κρεβάτι με ξύλινα κάγκελα, με ένα τόσο δα μικρό αγόρι φτιαγμένο από όργανα που μίκραιναν. «Αν είχα παρελθόν;» διάβασα τα χείλη του να ψελλίζουν κι έκλαιγε. Και απέναντι ήταν ο λευκός τοίχος με τον μπιζουτέ καθρέφτη και τα μαύρα στίγματα που ήθελαν να εγκλωβίσουν το μικρό σώμα, το φτιαγμένο από όργανα που μίκραιναν και προσπαθούσαν να κρύψουν το λυπημένο κλάμα του. Αγαπημένη μου Ανθή, τι κάθομαι και σου γράφω τώρα∙ λες κι εσύ μπορείς να μου εξηγήσεις τα σημάδια των παραισθήσεων από τις μυρουδιές του μανδραγόρα. Θα σου πω, όμως, και αυτό μόνο και θα τελειώσω γιατί είμαι κουρασμένη∙ όλ’ αυτά με κουράζουν. Σηκώθηκα τρικλίζοντας και θυμήθηκα ότι ήταν ημέρα Κυριακή και πανσέληνος. Η μυρουδιά του μανδραγόρα βαριά, μου έκοβε την αναπνοή. Έξω τα φυτά βούιζαν σαν έντομα και τα νυχτοπούλια χτυπούσαν τις φτερούγες τους, μου φάνηκε, μέχρι θανάτου. Κοίταξα έξω. Δεν υπήρχε τίποτε. Μόνο η πανσέληνος, ξεθωριασμένη, ήταν στον οίκο του θανάτου. Έσκυψα να δω κάτω από το παράθυρο και δεν μπορείς να φανταστείς τι είδα. Είδα τον κορμό του μανδραγόρα, σαν κουφάρι ανθρώπινο να βγάζει κραυγές, λες και ήθελε να με προετοιμάσει για κάτι. Τι κρίμα, να χρειάζεται ο άνθρωπος να προκαλεί υπερφυσικές δυνάμεις για να ερμηνεύσει το λογικό, την αρρώστια και τον θάνατο∙ τον φόβο της αρρώστιας και του θανάτου. Τότε ήταν που ο φόβος για κάτι που θα άκουγα με ακούμπησε τρυφερά στο χέρι. Ο πατέρας πέθανε εκείνη την Κυριακή. Πόσο παράξενα μυρίζει η στασιμότητα! Τι είχαν απογίνει οι φωτογραφίες του; Το ξέρω σε κούρασα, αλλά, γράψε μου, γιατί η στασιμότητα γεμίζει τον χρόνο αθόρυβα; Φιλιά, Αγνή

28


Ο πρώτος νεκρός της Ανδρονίκης Μύγια Ήταν Δεκέμβριος του 1969 κι έκανε κρύο. Αυτό που σταμάτησε το παιχνίδι μου κι έσπρωξε το βλέμμα μου στο παράθυρο ήταν η κραυγή. Τρόμαξα. Τι ήταν αυτό; Μετά κραυγές και θρήνοι. Κοίταξα από το παράθυρο. Και είδα στο απέναντι σπίτι που έμενε η κυρία Μαρία με τον Κυρ Νίκο. Κάτι κακό είχε συμβεί. Μου το έλεγε μια φωνή μέσα μου. Αυτή η φωνή που γεννιέται μαζί μας. Και πεθαίνει μαζί μας. Τα παράθυρα του σπιτιού ορθάνοιχτα, όπως τα στόματα που κραυγάζανε. Κόσμος μπαινόβγαινε και κεριά, πολλά κεριά. Κόσμος με κεριά. Η γειτονιά ανάστατη. Όλοι συνομιλούσαν και μπαινόβγαιναν και πάλι συνομιλούσαν. Κι εγώ χοροπήδαγα κοιτώντας από το παράθυρο. Κοίταζα από το παράθυρο και χοροπήδαγα πάνω στις κραυγές και τους θρήνους. Και έπειτα αναζήτησα την μαμά μου, τρέχοντας ανάμεσα στα μπουλούκια που είχαν σχηματίσει τώρα οι γείτονες. Αλλά η μαμά μου φαινόταν αναστατωμένη. Με πήρε μια αγκαλιά ξεπέτα και μετά μου είπε: «πήγαινε μέσα να παίξεις, είσαι μικρή ακόμα». Η ώρα περνούσε και όλη η γειτονιά κάθισε να δει τις ειδήσεις, ΥΕΝΕΔ. Έτσι το ‘λέγαν το κανάλι. Ο εκφωνητής έλεγε για ένα «τραγικό», έτσι το είπε, δυστύχημα σε πτήση της Ολυμπιακής εταιρίας, από Χανιά για Αθήνα, μοντέλο αεροπλάνου Douglas DC-6. Έπεσε στην περιοχή Κερατέα. Έτσι είπε ο εκφωνητής των ειδήσεων. Ογδονταπέντε επιβάτες και πέντε το πλήρωμα του αεροπλάνου. Όλοι νεκροί. Πιλότος ήταν ο αδελφός της γειτόνισσάς μας. Στο σπίτι των κραυγών, των κεριών και των θρήνων. Έπειτα, για πολύ καιρό έπεσε μια σιωπή στη γειτονιά. Ακόμη και στο σπίτι μας. Η τηλεόραση έπαιζε χαμηλά. Όλη η γειτονιά ήταν αυτή η σιωπή. Όλη η γειτονιά συμπαραστεκόταν στο πένθος. Έτσι γινόταν τότε στη γειτονιά. Πονούσε ένας, έτρεχαν όλοι. Στο πέρασμα του χρόνου δεν κοιτούσα πια από το παράθυρο τις κραυγές, τα κεριά και τους θρήνους. Ήμουν εγώ το παράθυρο, η κραυγή και ο θρήνος.

29


συνομιλώντας με τα κείμενα

Τικ Τακ της Φωτεινής Καπαρέλου Το τραίνο τσουλάει πάνω στις ράγες. Τα μωβ γυαλιά πάνω στο μωβ βιβλίο. Φιδίσια ρυάκια ανακατεύονται στο γκρι του χειμώνα. Ο τόπος που φεύγει. Γυμνά καλώδια γκρίζα. Το μισοβγαλμένο βυζί της μιγάδας μπρος στο παράθυρο της ηδονής. Μυρίζει σπέρμα ο δρόμος και φοβάμαι. Μια μαύρη μαντίλα ανεμίζει καθώς στριγγλίζει το τραμ φτάνοντας. Όλοι αυτοί στη στάση περιμένουν τον χρόνο να τσουλήσει. Η ακινησία του χρόνου και το σιντριβάνι που πετάει τα νερά του στους ασάλευτους θεατές του. Βαριεστημένα σέρνουν τα πόδια τους οι τουρίστες, χαμένοι στις σκέψεις των κατεβασμένων σκουφιών τους. Περαστικός με λυμένο κορδόνι αριστερού παπουτσιού σκοντάφτει σε δύο άστεγους που σέρνουν το καρότσι τους, περιφέροντας τη ζέχνα τους σε ελλειπτική τροχιά. Το ρολόι ακουμπισμένο κατάχαμα δεν κινεί τους δείκτες του. Μωβ καλσόν και μωβ μπότες καθρεπτίζονται στο αντικρινό βαγόνι. Γκρίζα επιθεωρήτρια εισιτηρίων με άλουστα μαλλιά, πατικωμένα από το υπηρεσιακό καπέλο. Φοιτητής με αστραφτερό βλέμμα νιότης. Άνθρωποι τραβηγμένοι, αποσπασμένοι, στριμώχνονται, αγγίζονται αθέλητα, τυχαία, ανεβαίνοντας. Ζαρώνουν από φόβο, μικραίνουν στη γωνία τους, κοιτάζοντας από τον 14ο όροφο τις στέγες των γκρίζων κτιρίων, των γυάλινων καταπακτών του χρόνου, αυτούς τους κλέφτες των 8άρων και 10άρων της καθημερινής μιζέριας τους, καθορισμένης από άλλους. Έχουμε καιρό να περάσουμε. Ο αέρας σπρώχνει βίαια τα γυμνά κλαδιά, οι σειρήνες ουρλιάζουν. Ο αέρας θυμωμένος βρυχάται πάνω στο τζάμι του κόκκινου δωματίου. Εκείνη γυρίζει απότομα, πετάγεται τρομαγμένη, λαχανιασμένη, στις ώρες της νύχτας που τελειωμό δεν έχουν, κενό, αυταπάτες ανεκπλήρωτων επιθυμιών, βουλιάζοντας σε ανύπαρκτα σκαλοπάτια, παραπατώντας σε σκαλοπάτια που δεν βλέπει. Κι ο χρόνος βουλιάζει και παρασύρεται από το πρωινό θαμπό αντιφέγγισμα. «Πάψτε επιτέλους να με βασανίζετε, διώξτε αυτό το κόκκινο χαρτάκι από την πόρτα. Οι ώρες είναι ατέλειωτες και στριμωγμένες έξω στην αίθουσα αναμονής. Καμώνομαι πως κοιτάω τα μυτερά αρχιτεκτονικά ευρήματα που προεξέχουν και συνομιλούν με τις φτηνές ταμπέλες νέων, που μάταια διαλαλούν την πραμάτεια τους σε τυφλούς περαστικούς. Βιάζομαι, βαδίζω τρέχοντας, το τραίνο που περνά στις διπλανές ράγες μού βουλώνει τ’ αυτιά. Σκύβω κι ανεβάζω τα φερμουάρ στις μπότες μου. Το βλέμμα μου τρυπώνει στο μαύρο κενό του σπασμένου παραθύρου.»

30


Σουγιάς της Σεσίλ Μεχμέρ Ήταν Φεβρουάριος. Κρύο τσουχτερό. Είχαμε σόμπα, αλλά ξύλα δεν είχαμε, ούτε χρήματα είχαμε. Πάνω από το σπίτι πλανιόταν μια σκιά, σαν γκριζόμαυρο μανιτάρι. Μέσα στο σπίτι η σκιά του πατέρα μου, που ένιωθα να απλώνεται σε κάθε γωνιά του. Τρύπωνε παντού, μα προπαντός στις ψυχές μας. Η σκιά ήταν εκεί, είτε έλειπε είτε ήταν παρών. Στην τελευταία περίπτωση, όμως, γινόταν ολόμαυρη και κολλούσε μέσα μου σαν πίσσα. Ήμουν δώδεκα χρόνων. Ήμαστε τέσσερεις σ’ ένα δωμάτιο. Σ’ ένα μικρό δωμάτιο χωρίς παράθυρο, που χρησίμευε ως κουζίνα, ως καθιστικό, αλλά και ως κρεβατοκάμαρα. Ήταν η μάνα μου, ο πατέρας μου, η αδελφή μου κι εγώ. Τα αγόρια, μικρότερα από ‘μένα και την αδελφή μου, μάλλον βρίσκονταν στο άλλο δωμάτιο με το τζάκι. Στο υπόγειο, στοιβαγμένες οι πατάτες συρρικνώνονταν, έβγαζαν φύτρες, έχαναν βάρος, σαν ξερακιανές γεροντοκόρες, και μερικές σάπιζαν. «Πρέπει να πουλήσουμε τις πατάτες», άρχισα εγώ. Δούλευα σκληρά στα χωράφια και πίστευα ότι δικαιούμουν να έχω λόγο για το ζήτημα αυτό. «Τις πατάτες δεν τις πουλάω», λέει με αυστηρό τρόπο ο πατέρας μου, «γιατί θα ανέβει η τιμή τους». «Ναι, αλλά χάνουν σε βάρος», του απάντησα. «Εκτός αυτού, εσύ δε μας έχεις πει ότι τώρα βγαίνουν οι πατάτες της Νάξου; Ποιος θ’ αγοράσει αυτές τις ξεζουμισμένες, όταν μπορεί να αγοράσει στην ίδια τιμή τις φρέσκιες; Και μην βλέπεις τον θείο τον Φάνη που τις κρατάει, αυτός έχει λεφτά». «Άκου εδώ», μου λέει, «στο σπίτι αυτό, εγώ κάνω κουμάντο και θα γίνεται ό,τι λέω εγώ!» «Γι’ αυτό είδαμε προκοπή», του ανταπάντησα. Ποιος είδε τον διάβολο και δεν τον φοβήθηκε! Αρπάζει τον σουγιά του και, βλασφημώντας τα θεία, τον βάζει στο μαλακό του λαιμού μου. Τότε απλώνω στο πλάι τα χέρια και του λέω, δυνατά και σταθερά: «Κάν’ το, αλλά μετά θα παίρνεις φόρα και θα κτυπάς το κεφάλι από τον έναν τοίχο στον άλλο!» «Διάβολε!» μου είπε, πέταξε το μαχαίρι κάτω κι έφυγε. Όμως, εγώ, κάθε φορά που έπρεπε να έρθω σε αντιπαράθεση με κάποιον άνδρα (ακόμα και γυναίκα) που είχε έστω και την ελάχιστη εξουσία, ένιωθα ένα αόρατο μαχαίρι στο λαιμό μου και δεν άπλωνα καν τα χέρια μου να αμυνθώ ή έστω να πω κάτι, γιατί ο φόβος μού έσφαζε τις λέξεις.

31


συνομιλώντας με τα κείμενα 32

ΥΚΚ του Αντώνη Κρητικού Εγώ πήγαινα με τ’ αμάξι, για να ζητήσω συγγνώμη, μέχρι τη Χαλκίδα. . Πάνω-κάτω κάθε βδομάδα, συνέχεια. Απόγευμα, μετά τη δουλειά ή πρωί τα Σαββατοκύριακα και αργίες. Ένα απόγευμα, του Αγίου Πνεύματος –είχα κάτσει να φάω σε μια ταβέρνα στην επιστροφή– εκεί που έπινα τη μπύρα, βλέπω μπροστά που είχα το αμάξι κάτι αλήτες να μου το σπάνε. Έμεινα με το ποτήρι και τη μπύρα σχεδόν να πνιγώ και σηκώθηκα ολόρθος και ζαλισμένος, μα παγωμένος. Αυτοί με είχαν στο οπτικό τους πεδίο και με «γράφανε». Ήθελα να ζητήσω συγγνώμη και πήγαινα μέχρι την αυλή στο σπίτι, καμμιά φορά έμπαινα μέσα, άμα δεν μ’ έβλεπε κανείς, καμιά φορά καθόμουνα στο παγκάκι στον κήπο ή κρυβόμουν στις τριανταφυλλιές. Άμα ήταν ολόκλειστα, περίμενα να φανεί κανείς κι όποιος ερχότανε τον κέρναγα, καραμέλες το ανιψάκι μου, χαρτζιλίκι την μάνα του και μικρή μου ξαδέρφη –για τα παιδιά, κι έναν καφέ– ντομάτες την θεία Αγγελική από το κτήμα –αδερφή της μάνας μου– τα προγνωστικά του Στοιχήματος στον ξάδερφο… Άμα έβλεπα την αδερφή μου, δεν είχα τίποτα να της δώσω και κει μου ‘ρχόταν να πω: «συγγνώμη», μα έψαχνα στην τσέπη μου κι έπιανα, ένα μυξοκούρελο. Τα παιδιά τελειώσαν με το έργο τους, το είχαν κάνει τζάμι: λιάρδα το αυτοκίνητο και τους κοίταγα. Είπαν να φύγουν, δεν έλεγαν τίποτα δηλαδή, μόνο έπρατταν. Αλλά έπρεπε να συμπληρωθεί το έργο από έναν λόγο. Τους πρόλαβα: «Σας παρακαλώ, μη μου σκάστε τα λάστιχα, να γυρίσω πίσω».


Business Trip της Λιάνας Μεσάικου Από το αεροδρόμιο κατευθείαν στα γραφεία της εταιρείας, δεν πρόλαβα καν να μυρίσω τον αέρα τους. Επηρεασμένη από το jet lag, πάλευα να διατηρήσω την αίσθηση του χρόνου, μ’ ένα στομάχι που δεν συμβάδιζε με τα χρώματα του ουρανού. Στο κτήριο δεν άκουγες παρά μονάχα τον απόηχο ηλεκτρικής σκούπας. Στο ξενοδοχείο με περίμενε ένα 5αστερο δωμάτιο με τζακούζι κι ένα τραπέζι δίπλα στην τζαμαρία πολυτελούς εστιατορίου με πιάτο μια θέα που αδημονούσα να μετρήσω με την φαντασία μου. Μέσα στο άδειο δωμάτιο, το στομάχι μου γρύλισε με όλη την αγένεια που μπορούσε να επιστρατεύσει κι εγώ ήμουν τόσο κουρασμένη, που ούτε να ντραπώ δεν κατάφερα. Ο 'Αρνελ έστρεψε τα μάτια του από την οθόνη του κινητού του σε μένα. Δεν ξέρω αν αδυνατούσα να διαβάσω το βλέμμα του λόγω γλώσσας ή κούρασης. Αρκετά νεαρός σε ηλικία, ο Άρνελ ήταν ο χαμηλόμισθος υπάλληλος που του έπεσε ο λαχνός να περιμένει να τελειώσω τον έλεγχο. Παράξενο πώς καμμιά φορά σε κληρώνει η ατυχία! Μετά την πρώτη του, στιγμιαία δυσανάγνωστη, αντίδραση ακολούθησε πανικός, πώς δεν σκέφτηκε να με ρωτήσει τόσες ώρες εάν θα ήθελα κάτι να φάω. Το εστιατόριο της εταιρείας είχε κλείσει προ πολλού. Ο 'Αρνελ, με τα σπαστά αγγλικά του, μου έδωσε να καταλάβω ότι μόλις μου παρήγγειλε δείπνο, χρησιμοποιώντας ένα app στο κινητό του. Στην ζωή μου έχω αρχή –παραξενιά, εγωϊσμό, όπως θέλετε πείτε το– να μην αφήνω ποτέ κανέναν άντρα να παραγγέλνει για μένα. Αλλά για όλα υπάρχει μια πρώτη φορά, όπως λέει το ένα κλισέ. Και συμπληρώνει το δεύτερο: πάντοτε χρειάζεται μια εξαίρεση για να επιβεβαιώσει τον κανόνα. Και καθώς η σκέψη μου έκανε βόλτες μέσα στο δάσος των συνειρμών, πατώντας πάνω σε στρώμα παχύφυλλο, στρωμένο από μαλακά κόκκινα φύλλα που, όχι μόνο δεν σε προδίδουν θροΐζοντας, αλλά συνωμοτικά πνίγουν την παρουσία σου διαφυλάσσοντας το μυστικό σου, καθώς σκεφτόμουν πως ο εγκέφαλός μου είναι ένα ρόδι, και κόκκινα σπυριά δεν είναι μόνο οι συνειρμοί, οι σκέψεις και οι μνήμες, αλλά και τα κλισέ, κι εκεί που προσπαθούσα να θυμηθώ αν το ρόδι παίζει κάποιον ρόλο στην Θεογονία για να μην το ταυτίζω μόνο με τον Ελύτη, ήρθε το γεύμα μου. Αυγό. Αυτό μάλιστα. Θεογονία σκεφτόμουν, θεογονία μου σερβιρίστηκε. Χαμογέλασα με ευγνωμοσύνη στον Άρνελ, που ανέλαβε να το ετοιμάσει με περηφάνεια μικρού παιδιού: λίγο πιπεράκι, φυσικός χυμός λεμονιού και κολίανδρος. Αναρωτιέμαι αν πρέπει να το κόψω με μαχαιροπίρουνο, αλλά, εφόσον ο Άρνελ το έβαλε μπροστά μου, θεώρησα πως είναι μέρος της παράδοσης. Έκοψα ένα μικρό κομματάκι βυθίζοντας το μαχαίρι οριζόντια, ξεκινώντας από το τμήμα που το Πάσχα αποκαλούμε «μύτη», (σε αντίθεση πάντα με τον «κώλο»). Ο εκφραστικός συνειρμός κόπηκε το ίδιο απότομα, όσο απότομα μου εμφανίστηκε σε πρώτο πλάνο το εσωτερικό του αυγού. Μέσα στο πιάτο μου, λίγα εκατοστά κάτω απ’ το πιρούνι μου, ακριβώς κάτω από το σαλιωμένο σαγόνι μου και λίγο πιο πάνω από το αγενές στομάχι μου –που στην θέα αυτή του κόπηκε απότομα ο «βήχας»– εκεί, λοιπόν, τα μάτια μου αντίκρυσαν ένα μικρό παπάκι με το ράμφος, τα νυχάκια, τα κλειστά φτερά, που ακόμα αγνοούν ότι δεν θ’ ανοίξουν ποτέ∙ ένα παπάκι που, όχι μόνο δεν θα γίνει ποτέ του κύκνος, ούτε παπάκι δεν θα γίνει.

33


συνομιλώντας με τα κείμενα

Προσευχόμουν με όλες τις δυνάμεις που μου απέμειναν, όπως κι εγώ αδυνατούσα να ερμηνεύσω το βλέμμα του Άρνελ, έτσι κι αυτός να μην μπορεί να αναγνώσει τον πανικό και την αηδία μου. «Είναι Balut», μου λέει και απορώ πώς ένα τόσο αστείο όνομα, όνομα που υπό κανονικές συνθήκες θα ανήκε σ’ ένα γαλάζιο ελαφαντάκι ή ένα ροζ ιπποποταμάκι, πώς γίνεται να μου προξενεί τόσον πόνο. Για πρώτη φορά ως χορτοφάγος κατάλαβα όλους αυτούς που σκωπτικά με ειρωνεύονταν όποτε έτρωγα αυγό. Και η δική μου απάντηση πάντα η ίδια: «Εάν πίστευα πως το αυγό είναι ζώο, τότε θα έπρεπε να είμαι και κατά της έκτρωσης», έλεγα, ευχαριστημένη με τον εαυτό μου που κατάφερνα να τους αποστομώσω. Ήθελα να κάνω εμετό. Αλλά σκόνταψα πάνω στον Άρνελ, που με κοιτούσε μ’ ένα βλέμμα γεμάτο προσμονή και ικανοποίηση. Κι εκείνη την στιγμή, ήξερα ότι κάποιον από τους δυο μας έπρεπε να προσβάλω. Το ερώτημα ήταν ποιον. Εκείνον ή εμένα; Το επόμενο πρωί, όταν έκανα check out, άφησα στην ρεσεψιόν έναν φάκελο με δολλάρια για την κυρία που θα έπρεπε να καθαρίσει τον εμετό μου απ’ το τζακούζι.

34


Η νέα τάξη πραγμάτων της Ιωάννας Κωνσταντάκου Εμπνευσμένο από το «Προμηθέας Δεσμώτης» του Αισχύλου. Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα μεγαλύτερου κειμένου. ... Τι να το κάνουν το Φως οι άνθρωποι; Δεν είχαν καν την ικανότητα να το αντέξουν. Απόδειξη; Τρεις χιλιάδες χρόνια το έχουν και δεν έπαψαν ούτε για μια στιγμή να παραπαίουν σαν τυφλοπόντικες. Εντάξει, πες πως δεν είχαν την υποδομή τότε που ολίσθησα στο ύστατο ατόπημα. Τρεις χιλιάδες χρόνια μετά, δεν το συνήθισαν έστω και λίγο; Είναι ασύλληπτο και όμως... Όχι, δεν το συνήθισαν! Ήταν φτωχοί εκ φύσεως και εγώ, ο απερίσκεπτος, τυφλωμένος από τον εγωισμό μου, τους προσέφερα την δυνατότητα του εύκολου κέρδους. Το αποτέλεσμα; Από πένητες κατάντησαν ξεδιάντροπα άπληστοι, ελεεινά κραιπαλώδεις. Πριν ήταν ανίσχυροι και φοβισμένοι. Και τι έγινε μόλις απέκτησαν μια κάποια εξουσία; Αντί με ό,τι τους δωρίστηκε να φροντίσουν να περιποιηθούν την πλάση, εκμεταλλεύτηκαν τις τέχνες Μας για να ρημάξουν έαρ, γη και ύδωρ. Ζαβάδια ακαλλιέργητα ήταν και εξαιτίας μου μεταλλάχτηκαν σε τέρατα. Τι τους κατηγορώ, όμως, και αυτούς τους άμοιρους; Φταίει το ψάρι που δεν μπορεί να πετάξει; Εμείς οι Θεοί πράξαμε καλύτερα; Και πρώτος από όλους εγώ, κινούμενος από το ποταπό μου θέμα, τους πρόσφερα ένα δώρο που εξαρχής δεν μου ανήκε για να το διαθέσω. Ανήκουστο, και όμως τους δώρισα το Φως! Που δεν το κέρδισαν, που δεν τους άξιζε, που –ακόμα χειρότερα– δεν ήξεραν και δεν έμαθαν ποτέ τι να το κάνουν. Που, πόσο μάλλον, οι φτωχοί ποτέ δεν ζήτησαν. Κι εγώ, κοντραρισμένος με τον Δία, πήγα και τους ελέησα. Και οι ταλαίπωροι, για να αποφύγουν τα χειρότερα, για να μην με προσβάλουν, το δέχτηκαν. Με λάτρεψαν σαν σωτήρα και ακόμα με τιμούν με τα δέοντα, αγνοώντας το κακό που τους έκανα. Πού να ήξεραν οι αφελείς ότι η δωρεά μου τους καταδίκασε να είναι πάντα και για τα πάντα, υπόλογοι! Κάποτε, ακόμα κι εγώ ο ίδιος ήμουν έξαλλος μαζί τους, λόγω της υποτιθέμενης ανικανότητας τους, της ασύλληπτης βαρβαρότητας τους. Λες και έφταιγαν οι ίδιοι, λες και τόλμησαν ποτέ οι κακόμοιροι να ζητήσουν το οτιδήποτε. Θλίβομαι βαθύτατα, ποσώς με νοιάζει το συκώτι μου. Γι’ αυτούς νυχθημερόν σπαράζει η καρδιά μου. Κατά βάθος, είναι όλοι τους παιδιά μου. Ένας προς έναν, όλες αυτές οι τριάντα τρεις γενιές που ήρθαν ή μέλλονται, είναι σπλάχνα μου. Δεν υπήρξε ποτέ και πουθενά πατέρας χειρότερος από εμένα! Κανείς ανήρ δεν υπήρξε πιο αχρείος∙ όποιο και να ήταν το κρίμα του, το δικό μου θα είναι πάντα βαρύτερο. Κανένας γονιός δεν υπήρξε πιο γενναιόδωρος, αλλά, ωιμέ, και πιο απών και ανεύθυνος! Όλη μου η οδύνη και η δυστυχία, όλος μου ο θυμός και η ενοχή τελικά αναβλύζει υπέρ τους, όχι εναντίον τους. Ω, Δία! Πόσο τους έβλαψα και πόσο εξακολουθώ να τους ταλαιπωρώ, αιώνες τώρα; Τους αδίκησα περισσότερο από κάθε άλλον Αθάνατο! Ποιος; Εγώ! Που υποτίθεται πως τους είχα αδυναμία. Τους εγκλώβισα στο αιώνιο μαρτύριο της ανικανότητας τους να γίνουν πραγματικά φωτεινοί, ενώ θεωρητικά θα μπορούσαν, θα έπρεπε και θα όφειλαν. Τους αλυσόδεσα στην κατάρα της αέναης ματαίωσης να μην πραγματωθούν, να μην γίνουν ποτέ αυτό που θα μπορούσαν ή θα ήθελαν να γίνουν. Ακόμα χειρότερα… Έρχονται στο Φως, που τόσο αψήφιστα τους δώρισα, λουσμένοι στην χαρά, κινούμενοι από την ελπίδα που εγώ τους εμφύσησα. Και μετά σούρνονται σαν τα σκουλήκια στον βούρκο, μέσα από μάχες και πληγές, μέσα από απώλειες και φθορές ξανά προς την λήθη. Ευτυχώς που τους απέμεινε το σκότος, το μόνο δώρο της αρχικής σχεδίασης τους που δεν κατάφερα να τους στερήσω. Δοξάζω εσένα, Δία σπλαχνικέ, που τους εξασφάλισες, τουλάχιστον, αυτό το αποκούμπι. Να μπορούν κάπου να αποσυρθούν, να ξαποστάσουν και, επιτέλους, να ξεχάσουν όλην αυτήν την λαίλαπα. Όλον αυτόν τον ανελέητο και ανούσιο νόστο.

35


συνομιλώντας με τα κείμενα 36

Καημένα μου παιδιά, αγαπημένα μου εύθραυστα πλασματάκια, πώς να σας ζητήσω συγχώρεση; Ποτέ δεν θα τολμούσα, κυρίως από εσάς, που δεν ζητήσατε τίποτα και όλα σας προσφέρθηκαν, μόνο για να σας βασανίσουν. Δεν υπάρχουν λόγια για να εκφράσω το άλγος μου! Δυστυχώς, όπως και εσείς κάνετε αδιάλειπτα, έκανα κι εγώ ένα γιγαντιαίο σφάλμα, που δεν μπορώ να πάρω πίσω. Δεν δύναμαι να επανορθώσω. Αμαρτίες γονέων παιδεύουσι τέκνα. Το μόνο που με παρηγορεί είναι ότι σταθήκατε τυχεροί μέσα στην ατυχία σας∙ τουλάχιστον, εσείς πεθαίνετε, ξεχνάτε και ξεχνιέστε. Εγώ, πάλι, ο Αθάνατος, δεν έχω καν αυτή την πολυτέλεια…


Στο Δρόμο του Αντρέα Σαμψών Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα. Σε σοκάκι του Ψυρρή, μπροστά από γκράφιτι της τεράστιας κεφαλής του πασίγνωστου σκύλου Λουκάνικου, κοιμούνται δυο άστεγοι δίπλα-δίπλα. Τον ένα τον λένε Θρασύβουλο (Θράσο) και τον άλλο Αριστοτέλη (Αρίστο). … - ΑΡΙ: Πάμε λοιπόν για την αγορά του εξοπλισμού; - ΘΡΑ: Αμ έπος. Αμ έργον! Και σε ποια βιβλιοθήκη θα πάμε, Αρίστο μου; - ΑΡΙ: Στην εθνική, βέβαια. Στη Βαλλιάνειο! - ΘΡΑ: Εκείνη με τις δυο μαρμάρινες στρουφιχτές σκάλες; - ΑΡΙ: Ακριβώς. - ΘΡΑ: Δεν πάω, φοβάμαι. - ΑΡΙ: Τι φοβάσαι; - ΘΡΑ: Τις σκάλες. - ΑΡΙ: Έχεις υψοφοβία; - ΘΡΑ: Όχι. Γκρεμοφοβία. - ΑΡΙ: Δεν σε αντιλαμβάνομαι. - ΘΡΑ: Αν ήταν ισόγεια δεν θα φοβόμουνα, αλλά απ’ αυτό το ύψος με τόσα σκαλιά, το γκρέμισμα θα είναι οδυνηρό. - ΑΡΙ: Έλα, βρε χέστη. Δεν σου εξήγησα πως θα είμαστε καλοδεχούμενοι; - ΘΡΑ: Και στην Εθνική Τράπεζα μου είχες πει να πάμε να ζητιανέψουμε και μας πέταξαν με τις κλωτσιές. - ΑΡΙ: Ναι, αλλά είναι διαφορετικά πράγματα. Σ’ αυτήν τη χώρα δυσκολεύονται να σου δώσουν λεφτά, γιατί σπανίζουν. Αν είναι όμως για τη γνώση, αυτή παρέχεται δωρεάν, δεν το ξέρεις; - ΘΡΑ: Το ξέρω. Ειδικά όταν πρόκειται για τα σκουπίδια της γνώσης. - ΑΡΙ: Υπερβάλλεις όπως πάντα. - ΘΡΑ: Κι εσύ αεροβατείς όπως πάντα. Δηλαδή πιστεύεις πως μας μαθαίνουν την πραγματική ιστορία αυτού του τόπου κι όχι μια εκδοχή που συμφέρει τους διοικούντες και τους ρασοφόρους μας; - ΑΡΙ: Βέβαια. - ΘΡΑ: Α, κατάλαβα. Είσαι απ’ αυτουνούς που πιστεύουν πως στην παραλία της Σμύρνης υπήρχε συνωστισμός! - ΑΡΙ: Ε, όχι κι έτσι. - ΘΡΑ: Α, πάλι καλά. Όχι μέχρις εκεί ε; Αλλά πως οι στρατηγοί του ’21 κάνανε «καπάκια» με τους Τούρκους και σκοτώνανε Έλληνες; Για τον Κολοκοτρώνη που απαίτησε μεγάλο μέρος του πρώτου δανείου για να πολεμήσει; Το χρυσάφι που πήρε από τους πολιορκημένους της Τριπολιτσάς; Ο Ανδρούτσος που σκότωσε πιο πολλούς Έλληνες από Τούρκους και πλούτισε, αλλά τον «έφαγε» ο Μαυροκορδάτος και του τα πήρε όλα; Καμιά υποψία, ε; - ΑΡΙ: Μα τι φανταστικά πράγματα είναι αυτά που λες; Πού τα βρήκες; - ΘΡΑ: Διαβάζοντας ιστορία. Ενώ εσύ, σίγουρα, διάβαζες μόνο Παπαρρηγόπουλο, ε; Μολόγα το. - ΑΡΙ: Και βέβαια! Εσύ τι διάβαζες; - ΘΡΑ: Εκτός των άλλων, Κορδάτο.

37


συνομιλώντας με τα κείμενα 38

- ΑΡΙ: Κι έχουν γίνει τέτοια πράγματα; - ΘΡΑ: Κι άλλα πολλά. Να μη σε στεναχωρήσω τώρα, γιατί βλέπω πως ζορίζεσαι. Μη μου πάθεις και τίποτα. - ΑΡΙ: Ε, λοιπόν δεν καταλαβαίνω σε τι χρησιμεύει η προβολή κάποιων μελανών σημείων της ιστορίας μας, ενώ προέχει η ενότητα και η υπερηφάνεια του λαού! - ΘΡΑ: Παρά την ιστορία που μας γεμίσανε το κεφάλι, ενότητα δεν είχαμε ποτέ, εκτός από την επιστράτευση του ΄40! Όσο για την περηφάνεια, αυτή έχει εκθρέψει ανόητους και ακραίους Ελληναράδες! Για να μη σου αναφέρω και την περίπτωση γειτόνων μας, τριών διαφορετικών φυλών, που με αυτό το μίγμα ενότητας και περηφάνειας, τους κάνουν να πιστεύουν πως είναι απ’ ευθείας απόγονοι του Μεγαλέξανδρου! - ΑΡΙ: Μμμμ… - ΘΡΑ: Μμμμ κάνει η αγελάδα που δεν έχει διαβάσει καθόλου ιστορία. - ΑΡΙ: (θυμωμένα) Είσαι ακραίος! - ΘΡΑ: (ήπια) Κι εσύ αντιδραστικός! - ΑΡΙ: (θυμωμένα) Είσαι κόκκινος! - ΘΡΑ: (ήπια) Κι εσύ μαύρος! - ΑΡΙ: Είσαι, είσαι… - ΘΡΑ: Ο σύντροφός σου στο πεζοδρόμιο! Γιατί μαλώνουμε, Αρίστο μου, αφού τώρα ανήκουμε στο ίδιο κόμμα; - ΑΡΙ: Στο ποιο; - ΘΡΑ: Στης εξαθλίωσης. - ΑΡΙ: Α, να χαθείς. - ΘΡΑ: Κι άμα χαθώ θα είσαι καλύτερα; - ΑΡΙ: Δεν ξέρω… Πιθανόν. - ΘΡΑ: Ε, τότε να φύγω. - ΑΡΙ: (γυροφέρνει σκεφτικός. Ξαφνικά έκπληκτος) Και η σχολή φιλοσοφίας; Έτσι εύκολα εγκαταλείπουμε τον εκπληκτικό στόχο μας για μικροδιαφωνίες; - ΘΡΑ: Ξέρεις, ψυλλιάζομαι πως θα έχουμε και χοντροδιαφωνίες ως φιλόσοφοι. - ΑΡΙ: Γιατί το λες αυτό; - ΘΡΑ: Ε να, εσύ θα υπεραμύνεσαι των ιδεαλιστών κι εγώ των υλιστών φιλοσόφων. - ΑΡΙ: Δεν θα μπορέσουμε να βρούμε τη μέση οδό; - ΘΡΑ: Δεν υπάρχει ολίγον έγκυος! Ή είσαι ή δεν είσαι. - ΑΡΙ: (θριαμβευτικά) Ε, τότε, θα προβάλλουμε όλες τις απόψεις χωρίς αποκλεισμούς! Τι λες; - ΘΡΑ: Ε, αφού εσύ κάνεις τόσο μεγάλες εκπτώσεις, να μείνω εγώ πίσω; - ΑΡΙ: Θαυμάσια! Άρα, λοιπόν, πάμε βιβλιοθήκη; - ΘΡΑ: Πάμε τρέχοντας. Αλλά για πες μου, πώς το έχεις σκεφτεί; Μέχρι να είμαστε ξεσκολισμένοι, δεν θα λέμε τίποτα εδώ στους περαστικούς; Μούγκα, για τρία χρόνια; Θα πεινάσουμε, χαμένε. - ΑΡΙ: Ε, όχι βρε αδερφέ, θα λέμε. Ό,τι μαθαίνουμε την κάθε μέρα, θα το κάνουμε επανάληψη μεταξύ μας για να το εμπεδώσουμε κι έτσι, όλο και κάτι θα έχουμε για να κάνουμε την παράστασή μας. Συμφωνείς; - ΘΡΑ: Να μη σου πω πως επαυξάνω κιόλας. - ΑΡΙ: Καμιά άλλη απορία; - ΘΡΑ: Όχι, εκτός απ’ αυτήν που έχουμε ήδη. - ΑΡΙ: Θαύμα! Επί το έργον.


Δε σε είχα για τόσο δειλό της Καίτης Τοπτσόγλου Κείμενο εμπνευσμένο από τη φράση «Τρελάθηκες; Πρέπει να βρούμε κάπου να περάσουμε τη νύχτα. Έλα!» από το έργο «Περιμένοντας τον Γκοντό» του Μπέκετ ΑΛΦΑ: Πώς μπλέξαμε έτσι; Η μπόρα μόλις έχει περάσει, αλλά το κρύο είναι τσουχτερό. Κρυμμένοι στη στοά, τρέμουν. Βγάζουν τα κεφάλια τους να δουν αν ο δρόμος είναι άδειος. Στα μάτια τους αντανακλάται το φως της ταμπέλας «Λευκά Είδη», που κρέμεται από τη μαρκίζα. ΑΛΦΑ: Ας μείνουμε εδώ μέχρι να ξημερώσει. Να εκεί στη γωνιά. Δε θα φαινόμαστε καθόλου. ΒΗΤΑ: Τρελάθηκες; Πρέπει να βρούμε κάπου να περάσουμε τη νύχτα. Έλα! ΑΛΦΑ: Όχι, μη μ’ αφήνεις. Ο Βήτα τον αρπάζει βίαια απ’ τον καρπό. ΒΗΤΑ: Έλα! Το πρωί θα είναι αργά. ΑΛΦΑ: Ας μας πιάσουν. Έτσι θα τελειώσουν όλα. ΒΗΤΑ: Μη φωνάζεις! Τον πιάνει από τα μπράτσα και τον σφίγγει για να μην τρέμει. ΒΗΤΑ: Δε σε είχα για τόσο δειλό! ΑΛΦΑ: Είμαι, είμαι. Γι’ αυτό άσε με εδώ και φύγε να γλυτώσεις. (Χτυπάει το κεφάλι με τις γροθιές του.) Ήταν τρομερό αυτό που κάναμε. ΒΗΤΑ: Το πρωί θα σε βρουν παγωμένο. ΑΛΦΑ: Καλύτερα. ΒΗΤΑ: Όπως αγαπάς, αλλά να ξέρεις, δεν είσαι τόσο κτήνος όσο νομίζεις. Αν δεν άρπαζε το μαχαίρι, τίποτα δεν θα είχε συμβεί. ΑΛΦΑ: Ήταν παιδί σχεδόν. ΒΗΤΑ: Αιμοβόρο! ΑΛΦΑ: Παιδί παρ’ όλα αυτά. ΒΗΤΑ: Πάρε το μπουφάν μου και τράβα στο βάθος. Μπορεί να σε περάσουν για άστεγο. Και πρόσεξε, δεν είδες, δεν άκουσες, κοιμόσουνα. Άντε τράβα, τι με κοιτάς; ΑΛΦΑ: Κι εσύ; ΒΗΤΑ: Στο διάολο. ΑΛΦΑ: Για δυο δεκάρες; Είναι άδικο! ΒΗΤΑ: Πήγαινε! Ανάβουν τα φώτα στο πατάρι του μαγαζιού. Μια γυναίκα ουρλιάζει « Αστυνομία, αστυνομία, το σφάξαν το παιδί!». Τρέχουν προς το δασάκι, απέναντι. Ένα συρματόπλεγμα υψώνεται κατά μήκος του δρόμου. Είναι παγιδευμένοι. Η σειρήνα του περιπολικού ακούγεται πολύ κοντά. ΑΛΦΑ: Ως εδώ ήταν. Τέλειωσε. ΒΗΤΑ: Σκαρφάλωνε! ΑΛΦΑ: Δεν μπορώ. Ο ΒΗΤΑ τον σπρώχνει βίαια. Τον τραβάει, τον στηρίζει, τον σηκώνει ψηλά, αλλά εκείνος πέφτει πάλι σα σακί στο χώμα. Τον αφήνει και προσπαθεί τώρα να διαφύγει μόνος του. Έχει σκαρφαλώσει ως τη μέση όταν βλέπει, πίσω απ’ το συρματόπλεγμα, ανάμεσα στα δέντρα, να φέγγουν σαν κουμπιά τρία ζευγάρια κίτρινα μάτια. Ακούει το υπόκωφο γρύλισμα. Τους περιμένουν!

39


Ο Εαρπηγών προτείνει : Αθηνά Μασούλα (2005) «Σε κοφτερό μαχαίρι» αφήγημα (2009) «Τα λιοντάρια του έρωτα» μυθιστόρημα Εκδόσεις Γαβριηλίδης

Κωνσταντίνος Κωνσταντόπουλος Θέατρο -­τριλογία (2011) «εις το όνομα της Μητρός και του Υιού» (2013) «του Υιού και του Αγίου» (2015) «τα του Πνεύματος τω Πνεύματι» εκδόση θέατρο ΣΥΝ ΚΑΤΙ κεντρική διάθεση εκδόσεις Αγγελάκη (2017) «Μάντυ ΜΉΔΕΙΑ» πρόβα - μάθημα Εκδόσεις Αγγελάκη

Γεωργία Τάτση (2013) «Χορός στα ποτήρια» μυθιστόρημα Εκδόσεις Γαβριηλίδης

Nίκος Ορτετζάτος (2014) «Το Θηρίο» θεατρικός μονόλογος Εκδόσεις ECLIPSES GROUP THEATER Παρουσιάστηκε στο Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης τον Μάρτιο του 2014

Παναγιώτης Ρίζος (2014) «Τηγανητές γοργόνες» μικρές ιστορίες

(2016) «Ικετηρία» Εκδόσεις Παπαδόπουλος

Δήμητρα Ευαγγέλου (2016) « Στο μικρό μου τραπέζι» ποιητική συλλογή Εκδόσεις Γαβριηλίδης


Επιμέλεια Έκδοσης: Λιάνα Μεσάικου Καλλιτεχνική επιμέλεια: Καίτη Τοπτσόγλου

Ευχαριστούμε θερμά τους μόνιμους χορηγούς μας: Την εταιρία ΕΥΔΙΤΗ Ε.Π.Ε ενεργειακός & περιβαλλοντικός σχεδιασμός και Το βιβλιοπωλείο Λεμόνι

Τυπώθηκε σε 100 αντίτυπα για λογαριασμό της ομάδας Γραφής και Συνανάγνωσης,

Εαρπηγών 10ος χρόνος

Γραφή και Συνανάγνωση

Γραφή και Συνανάγνωση


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.