ν ω ε σ ά λ π α ς ν ά α ρ ν ο γ ώ α κ ι ι τ α σ κ α ς ι ε σ έ σχ ατα µ γ ί ε δ α α ρ αρ π ώ τ ό π α υ ο τ µέσα ι α κ ε τ ό τ του ιστορία 8: θεωρείς για την σύγχρονη πόλη διδασκοντες: Αθανασιος Παγώνης_ Ειρήνη Μίχα 2013_2014
Παπαγεωργιου Κατερίνα 10ο εξάµηνο 04109692 Παράσχου Αγγελική 12ο εξαµηνο 04108079
περιεχόµενα εισαγωγή η αρχιτεκτονική και η πολεοδοµία είναι εργαλεία που δε διαχωρίζονται από τη ζωή και την κοινωνία στην οποία εκδηλώνονται.
3
αναπλάσεις στο πρώτο µισό του 20ου αι. αναπλάσεις µετά το '68
3 4
αστικές αναπλάσεις και γεωπρόσοδοι
5
ο περιορισµένος ρόλος του πολεοδοµικού σχεδιασµού/ η αγορά κατευθύνει τις αναπλάσεις. urban κεφάλαιο και πρόσοδοι
5 6
η πράσινη, πολιτισµική, αθλητική –και τελικά καταναλωτική κατεύθυνση των αναπλάσεων
7
η ανάπτυξη της αστικής µετακίνησης αναδιαρθρώνει τον εµπορευµατικό χάρτη της Αθήνας θύλακες κατανάλωσης στην πόλη ένα πιο ώριµο παράδειγµα της βιοµηχανίας τους ελεύθερου χρόνου
8 8 9
τεκµηρίωση µέσα από παραδείγµατα
9
Potzdamer Platz Docklands Barbican Defense Πλάκα Γκάζι
9 10 11 11 12 13
επίλογος
13
βιβλιογραφία
14
εισαγωγή Η αρχιτεκτονική και η πολεοδοµία είναι εργαλεία που δε διαχωρίζονται από τη ζωή και την κοινωνία στην οποία εκδηλώνονται. «Ο αστικός σχεδιασµός είναι πάνω απ' όλα µια κοινωνική δραστηριότητα. Ακόµη και κάποιος που ονειρεύεται µια ουτοπική πόλη προϋποθέτει την ύπαρξη µιας οµάδας ανθρώπων που µε συλλογικό τρόπο συνάπτουν κοινωνικές σχέσεις. Συνεπώς η µελέτη του αστικού σχεδιασµού πρέπει να εστιάσει το αναλυτικό της µέρος στην κατανόηση των κοινωνικών σχέσεων που ο σχεδιασµός στηρίζει, αλλάζει ή δηµιουργεί.» Shoukry T. Roweis. ο αστικός σχεδιασµός*1
Ξεκινώντας αυτή την εργασία, θα θέλαµε να προβληµατιστούµε πάνω στην έννοια της επιστήµης της πολεοδοµίας. Πρόκειται για µελέτη της πόλης, των ιστών της, των δικτύων της, του κτισµένου αλλά και του άκτιστου περιβάλλοντός της, αλλά πρώτα και κύρια πρόκειται για την µελέτη των σχέσεων µεταξύ όλων όσων συµβαίνουν και υπάρχουν µέσα σε µια πόλη. Η πόλη όµως πέρα από τον χώρο, έχει να κάνει και µε τον χρόνο. Η υπόσταση του χώρου της πόλης γεννιέται µέσα από κοινωνικές επιλογές και αναζητήσεις άλλα κάθε φορά συµβαδίζει µε τις τρέχουσες αντιλήψεις της κάθε κοινωνίας. Η πολεοδοµία, µπορεί να ειδωθεί και σαν µηχανισµός προώθησης και συντήρησης της εκάστοτε κατάστασης που καλείται να υπηρετήσει, µπορεί να υπάρξει και υπάρχει, για να στηρίζει και να µελετά την αποδοτικότητα αυτής της κατάστασης. Κάθε πολεοδοµική πράξη µπορεί να υπάρξει και υπάρχει σαν το µέσο κατευνασµού και αποδυνάµωσης των αντιθέσεων ή σαν εγγύηση της ύπαρξης ελεύθερου χώρου διακίνησης του εµπορεύµατος. Γι' αυτό το λόγο, η πολεοδοµία είναι, όχι µόνο ο χώρος, αλλά και οι σχέσεις που παράγει. Συγκεκριµένα τώρα, η πολεοδοµική-και όχι µόνο-διαδικασία επέµβασης πάνω σε παλιά κτίσµατα, σε υποβαθµισµένες περιοχές, σε οικιστικά ή δικτυακά σύνολα και σε διαφορετικές ζώνες της πόλης, είναι αυτό που µε άλλα λόγια θα περιέγραφε ένας πολιτικός ή πολεοδόµος ως γενικό σκοπό ανάπλασης. Πρόκειται για µία µεταξύ πολλών πολεοδοµικών πράξεων, και σαν πράξεις πρόκειται για µελετηµένες και παρεµβατικές ως προς τη λειτουργία της πόλης. Πράξεις οι οποίες προκαλούν ρήγµατα και τοµές στον αστικό ιστό, καθότι δεν πρόκειται για φυσικές εξελίξεις του χώρου µέσα στο χρόνο. Και ως πράξεις προµελετηµένες δεν µπορούν παρά να εξυπηρετούν κάποιο σκοπό. Που οφείλεται και γιατί όµως η δυσκολία στη νοηµατοδότηση του πραγµατικού χαρακτήρα των κινήτρων κάθε φορά σε µια ανάπλαση; Στη χάρτα των Αθηνών: «Όλα είναι κίνηση και, στο κάτω-κάτω, το οικονοµικό στοιχείο είναι πάντα στιγµιαία αξία.»-Άρθρο 4. Παρακάτω, θα προσεγγίσουµε τους δύο διαφορετικούς τύπους αναπλάσεων, όπως εξελίχθηκαν ιστορικά.
αναπλάσεις στο πρώτο µισό του 20ου αι. Η πρώτη φάση αναπλάσεων ξεκίνησε µεταπολεµικά σε ευρωπαϊκές πόλεις αφού µεγάλες εκτάσεις περιοχών κατοικίας είχαν ισοπεδωθεί και υπήρχε η ανάγκη για µια ριζική ανακαίνιση ολόκληρων εκτάσεων (όπου µεγάλες περιοχές κατοικίας ισοπεδώνονται όπως στο Λονδίνο, το Βερολίνο, το Rotterdam). Οι καταστροφές που είχαν υποστεί οι πόλεις κατά την διάρκεια του πολέµου ήταν η αφορµή _1 Γεωργούλης Δ. (1995),Κείµενα στη θεωρεία και στην εφαρµογή του πολεοδοµικού και χωροταξικού σχεδιασµού, αθήνα, Παπαζήσης, Shoukry T. Roweis., ο αστικός σχεδιασµός στις πρώιµες και ύστερες καπιταλιστικές κοινωνίες: πλαίσιο για µια θεωριτική ανάλυση, σελ 225
για την ανανέωση του πολεοδοµικού ιστού των πόλεων αυτών, την πολεοδοµική ανάπλαση των κατεστραµµένων εκτάσεων, τη ριζική αναδιάταξη του δοµηµένου περιβάλλοντος. Οι πόλεις έκτοτε αποτέλεσαν και αποτελούν πεδία πειραµατισµού όλων των µοντέλων ανάπλασης ως µηχανισµοί ανταπόκρισης στα µεταβαλλόµενα κοινωνικο-οικονοµικά δεδοµένα. Όπως ο Δηµ. Καρύδης παρατηρεί:
Οι καταστροφές που έφερε στις κεντρικές περιοχές πολλών Δυτικο- Ευρωπαϊκών πόλεων ο Β' Παγκόσµιος Πόλεµος θεωρούνται συχνά σαν η µοναδική, µεγάλη «στιγµή» που υπήρξε για την ανανέωση του πολεοδοµικού ιστού και την άσκηση µιας σύγχρονης πολεοδοµικής πρακτικής. Στην πραγµατικότητα όµως η ανανέωση του κελύφους είναι συνεχής και, ιδιαίτερα κάτω από τις σηµερινές συνθήκες συστηµατοποίησης της κρατικής παρέµβασης στην οργάνωση του χώρου, ο εκσυγχρονισµός των ίδιων αυτών πόλεων είναι όρος ζωής τους. Είναι επίσης βέβαιο ότι οι σχετικές διαδικασίες που ενεργοποιούνται προς αυτήν την κατεύθυνση εγγράφονται σε οξείς κοινωνικούς ανταγωνισµούς, έχουν ισχυρά ερείσµατα στο οικονοµικό επίπεδο και η πολιτική τους συνισταµένη είναι περισσότερο από προφανής. . Όσο για το αποτέλεσµα, το χώρο, η αλήθεια είναι πώς πράγµατι, πολλές φορές, τέτοιες περιοχές αναπλάσεων δίνουν την όψη ενός βοµβαρδισµού. *2
αναπλάσεις µετά το '68 Μετά την πρώτη φάση των αναπλάσεων στις µεταπολεµικές ευρωπαϊκές πόλεις, περνάµε στην επόµενη φάση αναπλάσεων του αστικού ιστού. Αυτή γεννιέται µαζί µε την σταδιακή µετακίνηση από τον δευτερογενή στον τριτογενή τοµέα παραγωγής, καθώς και τις αλλαγές που γίνονται σε ολόκληρο το κοινωνικό πλέγµα στις µετά το '68 ευρωπαϊκές πόλεις. Οι αναπλάσεις αυτές διαφέρουν από τα προηγούµενα παραδείγµατα γιατί γίνονται µε άξονα την ηπιότερη επέµβαση και τη διατήρηση της χτισµένης κληρονοµιάς, χωρίς όµως αυτό να αφήνει πίσω του τις επιπτώσεις του προηγούµενου µοντέλου, αλλά να τις µεταλλάσσει. Οι όροι λειτουργίας και χρήσης των πόλεων, η δύναµη και η επιρροή, οικονοµική, εµπορευµατική, πολιτική, πολιτισµική, αλλάζουν και αναπτύσσονται µέσω της ικανότητά τους να ανανεώνονται προσαρµοζόµενες στις νέες απαιτήσεις. Αυτό το νέο υπόδειγµα αναπλάσεων του αστικού ιστού γεννιέται µαζί µε την σταδιακή µετακίνηση από τον δευτερογενή στον τριτογενή τοµέα παραγωγής, καθώς και τις αλλαγές που γίνονται σε ολόκληρο το κοινωνικό πλέγµα στις µετά το '68 ευρωπαϊκές πόλεις. Η πολεοδοµία δεν υπάρχει πια για να εγγυάται τον σχεδιασµό τον πόλεων σε µια κατεύθυνση -ταξικήςχωροταξίας και µε όρους βιοµηχανικής παραγωγικής ευρυθµίας, αλλά αναδύει µε δυναµικό τρόπο, µια καινούργια διάσταση ανάπτυξης: την αναζήτηση κατάλληλου ιδεολογικού-συµβολικού-ιστορικού “φορτίου” για την αξιοποίηση-ανάλωσή του. Αυτό το φορτίο µπορεί να στηρίζεται, από το ρόλο την τέχνης στο µετά '68 φαντασιακό των µεσαίων κοινωνικών στρωµάτων, µέχρι την µεταµοντέρνα κριτική στην βιοµηχανική πόλη για τον απρόσωπο και παγερό χαρακτήρα της, το αυστηρό και µεγάλης κλίµακας zoning ή την συντηρητική φονξιοναλιστική ηθική της.
_2 Καρύδης Δ.,(1991), ανάγνωση πολεοδοµίας, αθήνα, Συµµετρία, σελ. 199
αστικές αναπλάσεις και γαιοπρόσοδοι ο περιορισµένος ρόλος του πολεοδοµικού σχεδιασµού/ η αγορά κατευθύνει τις αναπλάσεις. Μετά το πέρας του πρώτου παγκοσµίου πολέµου, οι όροι λειτουργίας και χρήσης των πόλεων, η δύναµη και η επιρροή, οικονοµική, εµπορευµατική, πολιτική, πολιτισµική, αλλάζουν και αναπτύσσονται στην ικανότητά τους να ανανεώνονται προσαρµοζόµενες στις νέες απαιτήσεις του καπιταλισµού. Ο πολεοδοµικός σχεδιασµός περιορισµένο ρόλο παίζει στις αστικές αναπλάσεις. Η αγορά αποφασίζει για το τι πρέπει να χτιστεί και το πού. Το δηµόσιο έχει µικρή ανάµειξη και κυρίως προετοιµάζει το έδαφος για τις ιδιωτικές επενδύσεις κατασκευάζοντας έργα συγκοινωνιακά και υποδοµής. Ακόµα, προσπαθεί να τραβήξει το ενδιαφέρον των επενδυτών διαφηµίζοντας την υπό ανάπλαση περιοχή. Οι πολεοδοµικές αναπλάσεις των κεντρικών αστικών περιοχών είναι µηχανισµοί που τάσσονται στην υπηρεσία του κτηµατικού κεφαλαίου (prοperty capital). Εταιρείες ιδιωτικές ή µικτής οικονοµίας αγοράζουν µεγάλες εκτάσεις γης στις κεντρικές περιοχές των µεγάλων πόλεων, εκεί όπου η χτισµένη γη έχει ερηµώσει και η ταυτότητα των χρήσεων γης είναι ακαθόριστη. Οι εταιρείες αναθέτουν σε άλλες , κατασκευαστικές εταιρείες, σύµφωνα µε προγράµµατα ανάπλασης την κατασκευή κτιρίων που αρµόζουν στη σύγχρονη καπιταλιστική µητρόπολη: πύργοι γραφείων, εµπορικά κέντρα, κατοικίες υψηλού εισοδήµατος. Εντός της περιοχής που εκµεταλλεύεται το κτηµατικό κεφάλαιο, η γη αποκτά µεγαλύτερη αξία, λόγω των συγκριτικών πλεονεκτηµάτων που πηγάζουν από την ευνοϊκή συσχέτιση λειτουργιών (πχ. Μεγάλα συγκροτήµατα γραφείων µαζί µε εµπορικά σύνολα) (διαφορική γαιοπρόσοδος ΙΙ). Επιπλέον, υπάρχει µεγαλύτερο κέρδος από τη γειτνίαση µε ευνοϊκά περιβαλλοντικά δεδοµένα (πχ. Πάρκο, σταθµός µετρό, κυβερνητικές υπηρεσίες ή άλλες περιοχές όπου έχουν ήδη προχωρήσει προγράµµατα ανάπλασης κ.α.) που δεν οφείλονται σε δράσεις του ίδιου του επενδυτή (διαφορική γαιοπρόσοδος Ι). Έτσι το κτηµατικό κεφάλαιο αποκοµίζει κέρδη από τις νέες υψηλές αξίες γης που διαµορφώνονται στην περιοχή µετά την ανάπλαση καθώς και από την εκµετάλλευση των νέων σύγχρονων εγκαταστάσεων. Ένας ακόµη τρόπος για να εκτιναχθεί στα ύψη η αξία γης µιας περιοχής ή και µιας ολόκληρης πόλης είναι αυτή η γη να αποκτήσει µοναδική αξία, µέσα στην συνθήκη του ανταγωνισµού των πόλεων για την προσέλκυση κεφαλαίου. Η πρωτοκαθεδρία κάθε µητρόπολης και η διεκδίκηση µιας δεσπόζουσας θέσης έναντι άλλων, ως αποτέλεσµα του ανταγωνισµού µεταξύ κεντρικών περιοχών των Δυτικό-Ευρωπαϊκών µεγαλουπόλεων, ύστερα από την διείσδυση του κεφαλαίου σε αυτές, τείνει προς τη διεκδίκηση γης στο κέντρο αυτών των πόλεων, αυξάνοντας τον πήχη της ζήτησης στα άκρα εκτινάσσοντας κατακόρυφα και την αύξηση της αξίας γης εκεί. Κάθε πόλη στον ανταγωνισµό µε τις άλλες για την προσέλκυση του κεφαλαίου προσπαθεί να δηµιουργήσει τις πιο ευνοϊκές συνθήκες: παραχωρήσεις δηµοσίου χώρου, συγκοινωνίες, δίκτυα και εγκαταστάσεις, ασφάλεια… Και κάθε οµάδα που δρα µέσα στη πόλη συγκρούεται µε τις άλλες που µε τον ένα ή τον άλλο τρόπο βλάπτουν τα συµφέροντά της. Ο τρόπος µε τον οποίο θα γίνει η οικονοµική εκµετάλλευση µιας περιοχής πιο αποτελεσµατική και η κατεύθυνση της ανάπλασης που θα υποστεί δεν είναι ποτέ κάτι δεδοµένο. Δεν γίνεται µε κάποιο πολεοδοµικό σχέδιο για το “κοινό καλό”… Εξαρτάται πάντα από τους συσχετισµούς των συγκρουόµενων στη περιοχή συµφερόντων και τις καλλιεργηµένες κοινωνικές ανοχές. Έτσι διοίκηση, επιχειρήσεις µεγάλης κλίµακας, τράπεζες, εµπορικά κέντρα και καταστήµατα, συγκροτήµατα πρωτοκλασάτων πολυτελών κατοικιών, ο τριτογενής τοµέας παροχής υπηρεσιών, αναψυχής, τουρισµού κλπ. συγκρούονται µεταξύ τους γιατί όλοι αυτοί οι τοµείς διεκδικούν ταυτόχρονα µερίδιο γης στις ίδιες περιοχές.
urban κεφάλαιο και πρόσοδοι Σε αυτό το σηµείο θα παραθέσουµε µερικά στοιχεία απ' την κριτική του David Harvey, απ' το «εξεγερµένες πόλεις»*3 «Τις τελευταίες δεκαετίες η επιχειρηµατικότητα των πόλεων έχει αποκτήσει σηµασία τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο. Με αυτό εννοώ εκείνο το πρότυπο συµπεριφοράς µέσα στη διακυβέρνηση της πόλης το οποίο συνδυάζει τις κρατικές εξουσίες (τοπική, µητροπολιτική, περιφερειακή, εθνική ή υπερεθνική) µε µια ευρεία κλίµακα οργανωτικών µορφών στην κοινωνία των πολιτών (εµπορικά επιµελητήρια, σωµατεία, εκκλησίες, εκπαιδευτικά και ερευνητικά ιδρύµατα, τοπικές οµάδες, ΜΚΟ, κοκ) και µε τα ιδιωτικά συµφέροντα (εταιρικά και ατοµικά), µε στόχο τη διαµόρφωση συνασπισµών για την προώθηση ή την διαχείριση της κάθε είδους αστικής ή περιφερειακής ανάπτυξης. ... Μια τέτοια διακυβέρνηση της πόλης προσανατολίζεται κυρίως στην κατασκευή προτύπων τοπικών επενδύσεων όχι µόνο σε υλικές υποδοµές, όπως οι µεταφορές και οι επικοινωνίες, τα λιµάνια, το σύστηµα αποχέτευσης και ύδρευσης, αλλά και στις κοινωνικές υποδοµές της εκπαίδευσης, της τεχνολογίας και της επιστήµης, του κοινωνικού ελέγχου, του πολιτισµού και της ποιότητας ζωής. Στόχος είναι η συγκρότηση επαρκούς συνέργειας εντός της διαδικασίας αστικοποίησης ώστε να δηµιουργηθούν και να υλοποιηθούν µονοπωλιακές πρόσοδοι εκ µέρους των ιδιωτικών συµφερόντων και των κρατικών δυνάµεων. ... Αν οι αξιώσεις στην µοναδικότητα, την αυθεντικότητα, την ιδιαιτερότητα και την ειδικότητα θεµελιώνουν τη διαδικασία απόσπασης µονοπωλιακών προσόδων, τότε δεν υπάρχει καλύτερο πεδίο για τέτοιου είδους αξιώσεις από το πεδίο των τεχνηµάτων του πολιτισµού, των πρακτικών και των ειδικών περιβαλλοντικών χαρακτηριστικών που έχουν ιστορική σηµασία (στα οποία συµπεριλαµβάνεται, φυσικά το δοµηµένο, το κοινωνικό και το πολιτιστικό περιβάλλον). ... Το πιο προφανές παράδειγµα είναι ο σύγχρονος τουρισµός, νοµίζω όµως ότι θα ήταν λάθος να µείνει η ανάλυσή µας εκεί. Για τί εκείνο που διακυβεύεται στην περίπτωση αυτή είναι η δύναµη του συλλογικού συµβολικού κεφαλαίου ή τα ειδικά σηµάδια διάκρισης κάποιου µέρους τα οποία ασκούν σηµαντική έλξη στις ροές κεφαλαίου γενικότερα. ... Το συλλογικό συµβολικό κεφάλαιο που αποδίδεται σε ονόµατα και µέρη όπως το Παρίσι, η Αθήνα, η Νέα Υόρκη, το Ρίο Ντε Τζανέιρο, το Βερολίνο και η Ρώµη έχει ιδιαίτερη βαρύτητα και προσφέρει στα µέρη αυτά σπουδαία οικονοµικά πλεονεκτήµατα, σε σχέση παραδείγµατος χάρη µε τη Βαλτιµόρη, το Λίβερπουλ, το Έσσεν, τη Λίλα και τη Γλασκώβη. Το πρόβληµα που αντιµετωπίζουν αυτά τα τελευταία µέρη είναι η αύξηση του µεριδίου τους στο συµβολικό κεφάλαιο και των σηµαδιών διάκρισής τους, ώστε να µπορέσουν να εδραιώσουν καλύτερα τις αξιώσεις τους στη µοναδικότητα που αποφέρει µονοπωλιακή πρόσοδο. Το λανσάρισµα «branding» των πόλεων γίνεται σηµαντικότερο. »
_3 David Harvey,rebel cities, ekd. Verso 2012,εκδόσεις ΚΨΜ, (2013)
Με άλλα λόγια, τις τελευταίες δεκαετίες αναγνωρίζεται µια τάση για όλο και µεγαλύτερη αξιοποίηση των µητροπόλεων µε όρους επιχειρηµατικότητας. Η αξιοποίηση αυτή συντελείται µέσα από µια µορφή διακυβέρνησης των πόλεων που συµπεριλαµβάνει κρατικές εξουσίες, ιδιωτικά συµφέροντα και διάφορες οργανωτικές µορφές της λεγόµενης «κοινωνίας των πολιτών» (ΜΚΟ, τοπικές οµάδες, διάφορα ιδρύµατα κλπ.). Αν και αυτό το πρότυπο διακυβέρνησης µπορεί να παίρνει διαφορετικές µορφές, συνήθως προσανατολίζεται προς τη δηµιουργία µονοπωλιακών προσόδων. Και αν υπάρχει κάτι που αποφέρει τέτοιου είδους οφέλη, αυτό είναι η µοναδικότητα, η ιδιαιτερότητα, και γενικά ό,τι µπορεί να έχει ή να θεωρείται ότι έχει µια πόλη που δεν το έχει καµία άλλη. Έτσι, µέσα από αυτό το µηχανισµό αναδεικνύεται και προβάλλεται η µοναδικότητα του τόπου, και µε διάφορες διαδικασίες διαµορφώνεται το brand για να µπορεί να πουληθεί η πόλη, σύµφωνα πάντα µε τη νεοφιλελεύθερη αντίληψη. Έτσι, οι “ανταγωνιστικές” πόλεις, έχουν να πουλήσουν κάτι δικό τους, κάτι ξεχωριστό: Νέα Υόρκη – παγκόσµια µητρόπολη, Βαρκελώνη – χιπισµός και Gaudi, Ζυρίχη – τράπεζες, Λονδίνο – πανεπιστήµια, Άµστερνταµ – sex and drugs. Και οι αναπλάσεις στις πόλεις «µετά το µοντέρνο» πάντα πατούν σε αυτή τη βάση.
η πράσινη, πολιτισµική, αθλητική – και τελικά καταναλωτική - κατεύθυνση των αναπλάσεων Απ' την δεκαετία του '80 και µετά, δίπολα του είδους «υποβάθµιση / αναβάθµιση» και ορισµένα κέντρα βάρους του είδους «περιβάλλον», «πολιτισµός» σταθεροποιούνται σαν πράσινη-αισθητική κριτική απέναντι στη “βρωµιά” και στην έλλειψη ανθρωποκεντρικής «προσωπικότητας» των µοντέρνωνφορντικών πόλεων. Όµως, η ιδέα πως η αστική ποιότητα ζωής µπορεί και πρέπει να βρίσκεται στο κέντρο του φαντασιακού αλλά και της χωροταξικής πραγµατικότητας των πόλεων -εκεί δηλαδή που βρίσκεται η χωρική πύκνωση των αναζητούµενων ταυτοτήτων, που κουβαλούν συµβολικό –πολιτισµικό- ιστορικό “φορτίο”- είναι αντίθετη µε την ιδέα πως η ποιότητα ζωής δεν µπορεί παρά να είναι πράσινη -και στην καλύτερη των περιπτώσεων, για τα ανώτερα οικονοµικά στρώµατα, ηµιαστική-, πράγµα που σηµαίνει φυγή προς τα ευάερα και ευήλια περίχωρα. Μια µορφή σύνθεσης ανάµεσα στη φυγόκεντρη και την κεντροµόλα αυτή τάση είναι να µένεις στα προάστια, αλλά να µετακινείσαι για να δουλέψεις, να καταναλώσεις και να διασκεδάσεις στο κέντρο. Στην Αθήνα δηλαδή, συναντάµε µια διαφορετική ανάπτυξη από αυτή των δεκαετιών του '60 και '70 µε τις εργατικές γειτονιές δίπλα στην µεταποιητική ζώνη, µε εσωτερική ζωή και αυτάρκεια. Αναπτύσσεται το µοντέλο µιας πόλης παραγωγής και κατανάλωσης υπηρεσιών, µιας πόλης «δικτυακής», όπου κάθε συγκέντρωση παροχής υπηρεσιών (συγκέντρωση διοίκησης, ή εµπορίου, ή διασκέδασης, ή εκπαίδευσης, ή συνδυασµούς αυτών) απορροφά ανθρώπους διαφόρων κοινωνικών στρωµάτων (στελέχη και γραµµατείς, ιδιοκτήτες και µαύρους εργάτες, διανοούµενους και καθαρίστριες) από διαφορετικά σηµεία του αστικού ορίζοντα και τις εκσφενδονίσει πίσω µετά την λήξη της βάρδιας ή της κατανάλωσης των υπηρεσιών. Το ζήτηµα που ανακύπτει είναι το πρόβληµα της διαρκούς µετακίνησης ανάµεσα στο κέντρο και την περιφέρεια της πόλης. Και εδώ είναι που η ιδέα της κερδοφόρας και αποτελεσµατικής αστικής µετακίνησης µπαίνει στο προσκήνιο και ανοίγει νέους δρόµους για την αναδιάρθρωση του εµπορευµατικού χάρτη της Αθήνας.
Η ιδέα της καταναλωτικής πόλης ή τουλάχιστον, των συγκεντρωτικών θυλάκων κατανάλωσης µέσα σ' αυτήν (είτε πρόκειται για εµπορικά κέντρα είτε πρόκειται για µουσεία, είτε πρόκειται για malls είτε για clubs, είτε πρόκειται για δίκτυα πεζοδρόµων, είτε για γήπεδα-πολυκαταστήµατα) θα γιγαντωθεί, φαντασιακά κατ' αρχήν στη δεκαετία του '90, εν αναµονή των ολυµπιακών αγώνων του 1996, που τελικά έγιναν το 2004. Αλλά και πριν από τους ολυµπιακούς αγώνες και την µαζική απόδοση δηµόσιων χώρων για ιδιωτικές επενδύσεις, ο νοµαδισµός της διασκέδασης και της τέχνης θα προκαλέσει έγκαιρα τις δικές του µικρο -αναβαθµίσεις, σε παράλληλα υποκέντρα: Θησείο, Ψυρρή, Mπουρνάζι, Κορυδαλλός.
η ανάπτυξη της αστικής µετακίνησης αναδιαρθρώνει τον εµπορευµατικό χάρτη της Αθήνας Οι παραδοσιακές συντεταγµένες της σύγχρονης Αθήνας είναι κάτι περισσότερο από παρελθόν. Οι χαράξεις των δρόµων, ανάλογα µε τις προτιµήσεις και τις ιδιαιτερότητες των ιδιοκτητών συνήθιζαν και συνηθίζουν να ενώνουν τους µπουρζουάδες όλου του κόσµου. Ο εκσυγχρονισµός στις µεταφορές, αν και ετεροχρονισµένος, φάνηκε πως τώρα µπορεί να εκπληρώσει το σκοπό του. Πρόκειται για µια ριζική αναδιάρθρωση στις µετακινήσεις, που βοηθά και την αναδιάρθρωση του εµπορευµατικού χάρτη της πόλης. Δεν θα υπήρχε Ikea στα Σπάτα χωρίς Αττική οδό και προαστιακό σιδηρόδροµο. Δε θα άνοιγε mall και δεν θα µετακόµιζε το Village από την Φραγκοκλησιάς στο ολυµπιακό στάδιο, αν δεν άνοιγε υπερσταθµός Νερατζιώτισας. Και όλα αυτά είναι επακόλουθα µιας προοδευτικής πορείας εύρεσης γης προς εκµετάλλευση, εφόσον στη σύγχρονη Αττική πραγµατικότητα, έχει εκλείψει. Ύστερα από το ξεχείλισµα του λεκανοπεδίου, η εκµεταλλεύσιµη επιφάνεια, η γη πάνω στην οποία θα επενδυθεί το κεφάλαιο και ο κάτοχός της θα εκµεταλλευτεί την υπεραξία της, τοποθετείται στο υπόλειµµα της περιαστικής ανάπτυξης. Κι αφού ο λαός ψοφά για κατανάλωση (για κατευνασµό της δυστυχίας του δηλαδή) αυτή του προσφέρεται απλόχερα τώρα πια όχι µόνο στο κέντρο αλλά και δίπλα στο σπίτι του. Κι αν είναι µακριά δεν έχει σηµασία αφού του προσφέρεται κι ο δίαυλος εκµηδένισης των αποστάσεων του οποίου η σηµασία είναι δυική, για να προσεγγίζει κάποιος τους τόπους εργασίας και κατανάλωσης το ίδιο εύκολα. Να δουλεύει παραγωγικά και να ξοδεύει εύκολα.
θύλακες κατανάλωσης στην πόλη Με το πέρασµα στον καταναλωτικό καπιταλισµό διαµορφώνεται µια µεγάλη βιοµηχανία γύρω από τη ζώνη του ελεύθερου χρόνου, αλλάζοντας την παραδοσιακή κοινωνική του οργάνωση. Το πέρασµα αυτό, εκφράζεται τόσο µε την ανάπτυξη του τριτογενή τοµέα παραγωγής (υπηρεσίες κλπ) όσο και στην εικόνα της πόλης και στο χαρακτήρα των αναπλάσεων που έρχονται να την µετασχηµατίσουν και να τη προσαρµόσουν στις σύγχρονες καπιταλιστικές ανάγκες. Η παραγωγή του αστικού χώρου της πόλης της Αθήνας είναι χαρακτηριστικό παράδειγµα αυτού του περάσµατος. Ενώ τις δεκαετίες του ΄50 και του ΄60 η ανάπτυξη της γινόταν σύµφωνα µε τις προσταγές του δευτερογενούς τοµέα, ο οποίος στην ελληνική περίπτωση σε µεγάλο βαθµό ταυτιζόταν µε την οικοδοµή, στις µετέπειτα δεκαετίες η ανάπτυξη της γίνεται προς τη κατεύθυνση διαµόρφωσης καταναλωτικών κέντρων ψυχαγωγίας (ψυρρή, κεραµικός, MALL, πάρκα, αθλητικές εγκαταστάσεις κλπ).
Χαρακτηριστικό της σηµασίας που είχε για το κεφάλαιο η ανάπλαση της περιοχής του ψυρρή, ήταν η βιαιότητα µε την οποία αντιµετωπίστηκαν από τους µπράβους των κεφαλαιούχων, οι κάτοικοι που αρνήθηκαν την εισβολή των µπαρ στην περιοχή που η ζωή αποτελούταν από µικρές βιοτεχνίες, βυρσοδεψία και κατοικίες.
ένα πιο ώριµο παράδειγµα της βιοµηχανίας τους ελεύθερου χρόνου Πιο ώριµα τέτοια παραδείγµατα είναι οι αστικές πλαζ που συναντάµε σε πολλές πόλεις της Δυτικής Ευρώπης όπως το Τορίνο, το Παρίσι, οι Βρυξέλες, το Άµστερνταµ και το Βερολίνο. Ο λόγος γίνεται για εκτάσεις γύρω από λίµνες και ποτάµια στα κέντρα των πόλεων τα οποία µε τη µεταφορά µερικών τόνων άµµου, τη φύτευση µερικών φοινίκων και µερικές οµπρέλες µετατρέπονται σε urban τουριστικά θέρετρα «της διπλανής πόρτας». Πρόκειται για παιδότοπους ενηλίκων που αποφέρουν έξτρα έσοδα σε δήµους και επιχειρήσεις. Η παιδική αυτή αθωότητα µετατρέπει τις ετήσιες διακοπές σε χρόνο εντατικότερης κατανάλωσης µέσα από το τουρισµό. Κάποιοι λένε πως το φορντικό µοντέλο κατανοµής του 24ώρου σε 8 (ώρες δουλειά) + 8 (ώρες διασκέδαση) + 8 (ώρες ύπνου) έχει µετατραπεί στις ώριµες καπιταλιστικά µητροπόλεις σε Χ + Ψ + Ζ = 24 και τέτοιου είδους αστικές εξυγιάνσεις βοηθούν στην επίτευξη αυτού του σκοπού. Αυτή η εξυγίανση του χρόνου εργασίας βοηθά στη ταύτιση ελεύθερου χρόνου και κατανάλωσης.
τεκµηρίωση µέσα από παραδείγµατα
Potzdamer Platz Ένα χαρακτηριστικό παράδειγµα για το πώς µια εταιρεία µπορεί να επιβάλλει τους δικούς της όρους σε µια ανάπλαση είναι η Potzdamer Platz, µία από τις κεντρικές πλατείες του Βερολίνου. Πριν από το πόλεµο υπήρξε ένα πολύ ζωντανό σηµείο, αλλά το 1940 ισοπεδώθηκε. Από το 1961 έως το1989 το τείχος περνά στα όριά της και έτσι παραµένει κατεστραµµένη και εγκαταλειµµένη. Η Potzdamer Platz βρίσκεται ανάµεσα στο
ιστορικό κέντρο του πρώην ανατολικού Βερολίνου και στο Kulturforum, που περιλαµβάνει σηµαντικά σύγχρονα δηµόσια κτίρια. Μετά την πτώση του τείχους και την ένωση της Γερµανίας, τα πολεοδοµικά δεδοµένα που εισήγαγε η νέα πρωτεύουσα σε αυτό το σηµείο της, τουλάχιστον από την άποψη της διαχείρισης και εκµετάλλευσης της αστικής γης, έφεραν την πλατεία και την ευρύτερη περιοχή της στο στόχαστρο µεγάλων επιχειρήσεων. Το αρχικό σχέδιο ανασχεδιασµού, που επιλέγεται από το δήµο, στηρίζεται στην αναβίωση του οικοδοµικού τετραγώνου ως πραγµατικό µέγεθος. Το σχέδιο ανατρέπεται, γιατί προκύπτει ότι λίγο πριν από την πτώση του τείχους µία εταιρεία, η Daimler Benz, είχε αγοράσει ένα κοµµάτι της πλατείας. Έτσι ο αρχιτέκτονας της εταιρείας Renzo Piano και το σχέδιο του επιβλήθηκαν στο δήµο. Οι παλιές χαράξεις των δρόµων διατηρήθηκαν αλλά η κλίµακα της αρχιτεκτονικής, µε τους ουρανοξύστες και τις τεράστιες οικοδοµικές µάζες, διαλύει το παλιό οικοδοµικό τετράγωνο. Δηµιουργήθηκαν εµπορικοί χώροι, γραφεία, κατοικίες υψηλών εισοδηµάτων, χώροι πολιτισµού και αναψυχής. Η περιοχή είναι ελεγχόµενη από τις εταιρίες και οι ενοχλητικοί εκδιώκονται. Υπό τον έλεγχό τους βρίσκονται ακόµη και οι δρόµοι και οι πλατείες που θεωρούνται δηµόσιος χώρος και άρα προσβάσιµος σε όλους.
Docklands Από το 19ο αιώνα η περιοχή των Docklands αποτέλεσε το λιµάνι του Λονδίνου. Στα µέσα της δεκαετίας του 1960 ξεκίνησε να εκδηλώνεται η ακαταλληλότητά του λόγω των αλλαγών των δεδοµένων στη ναυτιλία. Μέχρι το 1981 το λιµάνι είχε κλείσει τελείως. Από τη δεκαετία του 1970 εµφανίστηκαν προτάσεις για την ανάπλαση της περιοχής, που ήταν παρακµασµένη, και προτάθηκαν κινήσεις για τη βελτίωση της ποιότητας ζωής των κατοίκων. Το 1981, όµως, δηµιουργήθηκε το LDDC (London Docklands Development Corporation), ένας οργανισµός µε µεγάλη δύναµη και µεγάλη αυτονοµία. Δεν είχε κανένα κατευθυντήριο σχέδιο από άποψη, και µοναδικός σκοπός του ήταν να βοηθήσει τον ιδιωτικό τοµέα να επενδύσει στα Docklands όσο το δυνατό πιο γρήγορα. Ενδεικτικό είναι ότι τα τέσσερα πρώτα χρόνια οι συνεδρίες του γίνονταν µε µυστικοπάθεια και δεν ανακοινώθηκε ποτέ κανένα από τα σχέδιά του. To LDDC οριοθέτησε µία περιοχή, τη λεγόµενη enterprise zone, και εντός αυτής δίνει στους επενδυτές µια σειρά διευκολύνσεων και κινήτρων. Επίσης, έκανε πολλά έργα υποδοµής και συνέδεσε συγκοινωνιακά τα Docklands µε το κέντρο του Λονδίνου µέσω του Docklands Light Railway. Επόµενο ήταν η περιοχή να µετατραπεί σε ένα τεράστιο εργοτάξιο, αφού προσελκύει πολλούς επενδυτές. Τελικά µία τεράστια έκταση στα Docklands µετατράπηκε σε δεύτερο οικονοµικό κέντρο του Λονδίνου. Πολλά γραφεία, εµπορικές χρήσεις, κατοικίες µεσαίου και, κυρίως, υψηλού εισοδήµατος είναι ο απολογισµός της ανάπλασης. Οι ουρανοξύστες και οι µεγάλες οικοδοµικές µάζες που φιλοξενούν γραφεία και εµπορικά καταστήµατα έρχονται σε πλήρη αντίθεση µε τις αποθήκες του λιµανιού του προηγούµενου αιώνα*4. Τα πρώτα χρόνια της ανάπλασης δόθηκαν λίγες ευκαιρίες σε κατοίκους να αγοράσουν σπίτια στην περιοχή. Όµως, όσο οι τιµές ανέβαιναν, αυτό γινόταν _4 Thornley A., (1992), the crisis of London, Routledge, σελ.160
ολοένα και πιο δύσκολο. Οπότε, µπορεί να µην εκδιώχτηκαν οι κάτοικοι µε συνοπτικές διαδικασίες, όπως σε άλλες περιπτώσεις αναπλάσεων, αλλά οι συνθήκες για αυτούς δυσκόλεψαν µε τα χρόνια. Άλλο ένα ζήτηµα για τους κατοίκους είναι η αποκατάστασή τους στον τοµέα της εργασίας. Στην περιοχή υπάρχουν µεγάλα ποσοστά ανεργίας και αφορούν κυρίως ανειδίκευτους εργάτες. Η προσφορά σε αυτούς, λοιπόν, δουλειών γραφείου δε λύνει τα προβλήµατά τους. Η έκταση του ανοιχτού δηµόσιου χώρου είναι ποσοστιαία πολύ µικρότερη από την υπόλοιπη πόλη. Ενώ το 11% του Λονδίνου είναι υπαίθριος χώρος, στα Docklands πέφτει στο 6%.*5
Barbican Η παρέµβαση της δηµοτικής αρχής του Λονδίνου γι' αυτή τη περίπτωση ανάπλασης προέβλεπε εφαρµογή κοινωνικής πολιτικής µε κατοικία και κοινωφελείς εξυπηρετήσεις. Σιγά σιγά η κατοικία έδωσε τη θέση της σε πύργους γραφείων και στο εµπόριο, ενώ αυτή περιορίστηκε κυρίως σε τρεις 37όροφες πολυκατοικίες τα απρόσωπα µορφολογικά χαρακτηριστικά των οποίων ήταν η άµεση επιβολή της αίσθησης εκµηδενισµού της ανθρώπινης ύπαρξης, ο ψυχρός αποκλεισµός της δηµοσιότητας του χώρου, και η ιεραρχία των χώρων.
Defense Ένα ακόµα παράδειγµα είναι η Defense, η οποία δηµιουργείται τη δεκαετία του 1950 στο δυτικό Παρίσι πάνω στο µνηµειακό άξονα που συνδέει το Λούβρο και την Αψίδα του Θριάµβου. Αυτό το παράδειγµα ανάπλασης πρόκειται για το αποτέλεσµα έλλειψης γης προς εκµετάλλευση στο κέντρο του Παρισιού. Ο στόχος στην περίπτωσή της ήταν η δηµιουργία ενός νέου διευθυντικού – επιχειρηµατικού κέντρου, αφού το _5 Ibid,σελ.62
παλιό κέντρο αντιµετώπιζε σοβαρά προβλήµατα υπερσυγκέντρωσης. Η γενική ιδέα αρθρώνεται µε ένα κεντρικό πλάτωµα – ραχοκοκαλιά της ανάπλασης - κάτω από το οποίο αναπτύσσεται ένα εκτεταµένο συγκοινωνιακό δίκτυο και χώροι στάθµευσης. Γύρω από το πλάτωµα χωροθετούνται τα κτίρια που στεγάζουν γραφεία ιδιωτικών εταιρειών αλλά και δηµόσιων υπηρεσιών και εµπορικά καταστήµατα. Η περιοχή, όµως, το βράδυ ερηµώνει και κατόπιν διαγωνισµού προστίθενται και άλλες λειτουργίες πολιτιστικού περιεχοµένου. Χτίζονται και κατοικίες αρχικά χαµηλού και µεσαίου εισοδήµατος και αργότερα και υψηλού. Ενώ η κατοικία που αναπτύσσεται είναι των ιδιωτικών εταιριών οι οποίες νοικιάζουν στους εργαζόµενους ώστε να µένουν κοντά στη δουλειά δίπλα σε πολυτελή διαµερίσµατα υπαλλήλων. Έτσι οι εργαζόµενοι στο νέο κέντρο µπορούν να µένουν µέσα σε αυτό και δε χρειάζεται να µετακινούνται πολύ. Ο πολιτιστικός εµπλουτισµός της Defense έχεις ως συνακόλουθο τον τουριστικό της. Η περιοχή εµπλουτίζεται διαρκώς µε καινούριες µονάδες, εφόσον το σχέδιο γενικής διάταξής της είναι πολύ ευέλικτο.
Πλάκα Στην ελλάδα, τις δεκαετίες του 1970 και του 1980, εµφανίζονται µικρότερης κλίµακας παρεµβάσεις αν συγκριθούν µ' αυτές του εξωτερικού. Παρολαυτά, οι κρατικές δράσεις για την προστασία και ανάπλαση των νεοκλασικών κτιρίων, οι περιορισµοί και η µεταφορά στο συντελεστή δόµησης σε προστατευόµενες περιοχές, θα αποτελέσουν γερά πρώτα βήµατα αυτής της καινούργιας αντίληψης περί ανάπτυξης βασισµένη στις υπηρεσίες, για το αστικό πεδίο και για την κερδοφόρα αξιοποίησή του. Η Πλάκα αποτελεί περίπτωση όπου διατηρείται το κτισµένο περιβάλλον και αυτόµατα ανεβαίνει η αξία της γης. Οι κάτοικοι αρχίζουν να την εγκαταλείπουν. Οι κατοικίες παλιώνουν και δεν συντηρούνται. Η περιοχή γεµίζει κέντρα διασκέδασης και εισβάλλει ο τουρισµός. Η οικονοµική της αξία, όµως, αυξάνεται, αφού αποτελεί τον κατεξοχήν πόλο έλξης των τουριστικών δραστηριοτήτων και ιστορικό και παραδοσιακό σηµείο της Αθήνας πλάι στο πιο συµβολικό της σηµείο, την Ακρόπολη*6. Στα πλαίσια της εµπορευµατικής και οικονοµικής εκµετάλλευσης του αστικού χώρου, οφείλουν να γίνουν κάποιες προσπάθειες για την προστασία της. Έτσι το 1974 εκπονείται µία πρώτη µελέτη ανάπλασης. Τελικά, κατόπιν διάφορων αλλαγών στην αρχική µελέτη, η ανάπλαση ξεκινά το 1979. Δόθηκε έµφαση στην κατοικία. Πολλά παραδοσιακά κτίρια κρίθηκαν διατηρητέα και επισκευάστηκαν ή συντηρήθηκαν. Πολλοί δρόµοι πεζοδροµήθηκαν. Καθιερώθηκαν νέες χρήσεις γης και, µάλιστα, εφαρµόστηκε διάταγµα λεπτοµερούς καθορισµού των επιτρεπόµενων χρήσεων ανά οικοδοµικό τετράγωνο. Η ανάπλαση είχε ως αποτέλεσµα να διατηρηθεί ο αστικός ιστός και τα παραδοσιακά κελύφη και να διαφύγει η περιοχή τον κίνδυνο των απαλλοτριώσεων και των ρυµοτοµήσεων. Όµως η αναβάθµιση συµβαδίζει µε την οικονοµική ανάπτυξη της περιοχής. Οι τιµές γης ανεβαίνουν υπερβολικά. Η αρχική κοινωνική διαστρωµάτωση του πληθυσµού διαφοροποιήθηκε και η Πλάκα προσελκύει κατοίκους ή χρήστες από ανώτερα εισοδηµατικά στρώµατα της κοινωνίας. _6 Νικολαιδου Σ., Στεφάνου Ι., Χατζόπουλος Α., (1995), Αστικά Ανάπλαση, ΤΕΕ, σελ. 360
Γκάζι Ένα ακόµη εγχώριο παράδειγµα είναι αυτό της ανάπλασης στο γκάζι. Το όνοµα της η περιοχή το πήρε από το εργοστάσιο παραγωγής φωταέριου. Η περιοχή αυτή παλιότερα διακρινόταν για την πολυπολιτισµικότητα της καθώς διέµεναν εκεί Ποµάκοι, ροµά καθώς µετανάστες, είτε εσωτερικοί από τις ελληνικές επαρχίες, είτε από τις χώρες που πρώτες είχαν µεταναστευτικές εισροές στην ελλάδα, βαλκανικές και χώρες ανατολικής Ευρώπης δηλαδή. Πέρα από το εργοστάσιο στην περιοχή σταδιακά άνοιξαν πολυάριθµα συνεργεία αυτοκινήτων, βαφεία, φαναρτζίδικα και καταστήµατα πώλησης ανταλλακτικών, στριµωγµένα το ένα δίπλα στο άλλο στα στενά δροµάκια της περιοχής. Όταν όµως έγινε η ανάπλαση της περιοχής δηµιουργήθηκε εκεί ένα νέο κέντρο, ένας θύλακας διασκέδασης ο οποίος πέρα από την industrial κουλτούρα της περιοχής που προσπάθησε να διατηρήσει προσπάθησε να αποκτήσει και συγκεκριµένη απεύθυνση στην γκέι κοινότητα. Το αποτέλεσµα σήµερα είναι στην περιοχή να επικρατεί ένα γκέτο διασκέδασης, και µάλιστα αµφίβολης ποιότητας, το οποίο έχει εκτοπίσει οποιαδήποτε άλλη χρήση ή διαδικασία, όπως η κατοικία ή εργασία στο δευτερογενή.
επίλογος Οι αναπλάσεις γεννήθηκαν µαζί µε την ιδεολογία του δίπολου αναβάθµιση- υποβάθµιση. Δίπολο που ορίζεται από αισθητικά και εµπορευµατικά κριτήρια αποκρύπτοντας τα κοινωνικά χαρακτηριστικά που ο διαχωρισµός αυτός περικλείει. Αυτό το δίπολο είναι απαραίτητο για την οµαλή εξέλιξη της σύγχρονης πόλης και τη συνεχή προσαρµογή της. Αυτο είναι που διαµορφώνει την ιδεολογία που αφορά την ποιότητα ζωής µέσα στην πόλη. Άλλωτε γεµίζοντας την πόλη µε πράσινο και άλλωτε µε περισσότερο µπετό.
βιβλιογραφία Αραβαντινός Α., (1997), Πολεοδοµικός σχεδιασµός , Αθήνα, Συµµετρία Γιαουτζή Μ. Καυκάλας Γ. (επιµ.), Η Πόλη στο κεφαλαιοκρατικό σύστηµα, Αθήνα, Οδυσσέας Καρύδης Δ.,(1991), ανάγνωση πολεοδοµίας, Αθήνα, Συµµετρία Η χάρτα των αθηνών, ύψιλον βιβλία Μαντουβάλου Μ., Μαυρίδου Μ.,(2003), Σχεδιασµός- πολεοδοµικές πολιτικές και οι πόλεις στην Ελλάδα και την άλλη Ευρώπη, Αθήνα , ΕΜΠ Μπίρης Κ., (1966), Αι Αθήναι από τον 19ο στον 20ο αιώνα, Αθήνα, Έκδοσης του Καθιδρύµατος πολεοδοµίας και ιστορίας των Αθηνών Νικολαϊδου Σ., Στεφάνου Ι., Χατζόπουλος Α., (1995), Αστικά Ανάπλαση, ΤΕΕ Σαρηγιάννης Γ., (2000), Αθήνα 1830-2000, Συµµετρία Σαρηγιάννης Γ., (2002), « Η διαχείριση του δηµόσιου και του ιδιωτικού χώρου από τις δυνάµεις καταστολής της εξουσίας», Αρχιτέκτονες, τεύχος 35 Thornley A., (1992), the crisis of London, Routledge Τσαγκαράτος Σ., (2001), Πολεοδοµικά τετράδια, Νεφέλη Τσιβίκη Κ. , (2003)»Παρεµβαίνιντας στο Γκάζι και Κεραµεικό», Αρχιτέκτονες, τεύχος 41 Φιλιππίδης Δ., (2002) θεώρηση των σύγχρονων αναπλάσεων ,ΕΜΠ Από την µηδενίκή πολιτικη στη µηδενικη ανοχη Murray C., Wilson J., Kelling G.,Λέσχη Κατασκόπων του 21ου αι., σειρά versus Mike Davis, Πέρα από το BLADE RANNER-Αστικός έλεγχος- Η οικολογία του φόβου, future Μητροπολιτικά Συµβούλια , (2003)εισηγήσεις ανοιχτών συνελεύσεων, Αθήνα Mike Davis, εξυµνώντας τους βαρβάρους , ελευθεριακή κουλτούρα David Harvey, rebel cities, ΚΨΜ Καρύδης Δ., τα επτά βιβλία της πολεοδοµίας, παπασωτηρίου