* δώρημα, -ατος, τὸ (ἐκ τοῦ δωρέω: δίδω δῶρα, χαρίζω): τὸ δεδομένον, τὸ δωρηθέν, τὸ δῶρον, τὸ χάρισμα (λατ. gratis), χωρίς πληρωμήν.
ῥῆμα, -ατος, τὸ (ἐκ τοῦ ῥέω: λέγω• ἐξ αὐτοῦ ἐσχηματίσθησαν χρόνοι τινές, ὡς τὸ ἐρῶ): τὸ λεγόμενον ἤ λαλούμενον, λέξις, λόγος, φράσις.
τὸ δώ–ῥῆμα σχεδιάστηκε γιὰ νὰ προσφέρεται ἀπὸ τὸ ἀρσάκειο γυμνάσιο – λύκειο θεσσαλονίκης τῆς φιλεκπαιδευτικῆς ἑταιρείας ὡς χειροπιαστὸ καλωσόρισμα καὶ κατευόδιο· περιέχει ἔντεκα συνθέσεις, μὲ ζωγραφιές καὶ ποιήματα (ὁκτὼ ἀπὸ αὐτὰ εἶναι τοῦ γιώργου σαραντάρη καὶ τρία ἀπὸ «τὰ μικρὰ» τοῦ μιχάλη γκανᾶ, ἐκδόσεις μελάνι 2013), οἱ ὁποῖες μποροῦν νὰ διαβαστοῦν καὶ σὰν μιὰ συνομιλία μὲ τὴ ρήση τοῦ μάνου χατζιδάκι πὼς «ἡ σημασία τῶν πουλιῶν δὲν φανερώνεται σὰν τὰ φονεύεις μὲ δίκαννο σὲ κυνήγι. ἡ σημασία τῶν πουλιῶν ὑπάρχει μόνο ὅταν πετοῦν, γιὰ νὰ θυμίζουν τὸν ξεχασμένο μας προορισμό»· τὸ δώ–ῥῆμα σχεδίασε ὁ θανάσης νευροκοπλῆς μὲ τὸν θοδωρῆ σπανό, ὁ ὁποῖος εἶχε καὶ τὴν εἰκαστικὴ του ἐπιμέλεια τὸν ἰούνιο τοῦ δύο χιλιάδες δεκαέξι.