Η ΜΑΓΙΚΗ ΝΥΧΤΑ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ
Η νύχτα είχε πέσει για τα καλά στο χωριό. Όλοι οι κάτοικοι ήταν κλεισμένοι στα σπίτια τους και περίμεναν την ώρα που θα χτυπούσε η καμπάνα της εκκλησίας. Τρία. Δύο. Ένα… αλλά η καμπάνα δε χτύπησε και κανείς δεν ήξερε τον λόγο. Η Άννα με τη μητέρα της κάθονταν στο προσκεφάλι του μικρού άρρωστου αδερφού της φορώντας τα καλά τους ρούχα και περιμένοντας τον χτύπο της καμπάνας που θα σήμαινε τον ερχομό της νέας χρονιάς. Ήθελαν να είναι και οι τρεις μαζί να αγκαλιαστούν και να ανταλλάξουν ευχές. – Μαμά, είναι δώδεκα και δύο λεπτά. Γιατί δε χτύπησε η καμπάνα; – Δεν ξέρω, κορίτσι μου. Χρόνια πολλά! Ευτυχισμένος ο νέος χρόνος! – Χρόνια πολλά, μανούλα, είπε η Άννα και αγκάλιασε τη μητέρα της. Κοίταξαν με στοργή και οι δύο τον πεντάχρονο Αλέξανδρο. Κοιμόταν και χαμογελούσε στον ύπνο του. Είχε διαγνωστεί πριν τρεις μήνες μια σπάνια ασθένεια: ένα σύνδρομο του είχε παραλύσει τα άκρα. Κάθε μέρα γινόταν όλο και πιο αδύναμος και οι γιατροί δεν έδιναν πολλές ελπίδες για την καλυτέρευση της υγείας του. Το αντίθετο μάλιστα… –Χρόνια πολλά, αδερφούλη… είπε σιγανά η Άννα. Η μητέρα έπιασε τρυφερά την Άννα από το χέρι και την οδήγησε έξω από το δωμάτιο. Την πήγε στο μικρό τους αλλά όμορφα στολισμένο χριστουγεννιάτικο δέντρο και της έδειξε ένα κουτί με ασημί περιτύλιγμα, διακοσμημένο με έναν όμορφο πράσινο φιόγκο. –Χρόνια πολλά, Αννούλα μου. Αυτό είναι το δώρο σου για την Πρωτοχρονιά. Άνοιξέ το. Η Άννα σήκωσε το κουτί στα χέρια της και έσκισε το αστραφτερό, όμορφο περιτύλιγμα. Στη συνέχεια άνοιξε το κουτί και τα μάτια της έλαμψαν από χαρά. Μέσα βρισκόταν το ροζ ζακετάκι που είχε δει στη βιτρίνα την προηγούμενη εβδομάδα. Στεκόταν για ώρα και το χάζευε. Πίστευε όμως πως δε θα μπορούσε ποτέ της να το αποκτήσει. Ήταν πανάκριβο! –Ω, μανούλα. Σ’ ευχαριστώ πολύ. Πώς κατάφερες να το αγοράσεις; –Το αξίζεις, Άννα!