Τραγουδια του βοιου ανασελιτσασ

Page 1

Η Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Κοζάνης στέκεται πάντα αρωγός στις προσπάθειες των φορέων του πολιτισμού, που στόχο έχουν την καταγραφή και διατήρηση της τοπικής παράδοσης. Η πολύ συστηματική δουλειά που γίνεται από την Ελληνική Εθνογραφική Εταιρεία, είναι μια ζωντανή απόδειξη ότι στην Ελληνική Περιφέρεια και ιδιαίτερα στο Νομό Κοζάνης και στο Βόιο, υπάρχουν δυνάμεις που πασχίζουν να καταγράψουν και ν α διασώσουν την τοπική μουσική μας παράδοση. Το μεράκι των ανθρώπων του ΒοίΌυ κατορθώνει τελικά μέσα από την παραγωγή του μουσικού αυτού CD, να δέσει το χτες με το σήμερα, αφήνοντας για τις νέες γενιές που έρχονται παρακαταθήκη για το μέλλον. Ο

μια

ισχυρή

Νομάρχης Κοζάνης Γιώργος Δακής

Ο Κώστας Τσώνης είναι ένας διαχρονικός εθελοντής του Πολιτισμού που τώρα έβαλε και ως στόχο τη συλλογή , τη διατήρηση και την έκδοση ανέκδοτων δημοτικών τραγουδιών της περιοχής ΒοΊου και ευρύτερα της Ανασελίτσας. Η προσπάθεια αυτή του Κώστα Τσώνη έρχεται ως συνέχεια της πολύτιμης και πολύχρονης παρουσίας του στα δρώμενα της περιοχής. Ο Δήμος Αγίου Κοσμά στέκεται αρωγός και στηρίζει αυτές τις προσπάθειες του Πολιτισμού.

Γιάwης Παπαδόπουλος Δημοσιογράφος Δήμαρχος Αγίου Κοσμά


Ανασελίτσα

από τους οποίους εκλείπουν τα ακατοίκητα πλέον τσιφλίκια Κουτσούφλιανη και Μπρατμήρ. Τα νέα απογραφικά δεδομένα, συγκριτικά με τα δεδομένα της απογραφής του 1913, παρουσιάζουν μείωση του πληθυσμού σε 69 οικισμούς, αυξητικά μεγέθη σε 20 οικισμούς και αμετάβλητο δημογραφικό καθεστώς στο τσιφλίκι Παρόχθιον και στον οικισμό Πεπονιά. (βλ. Αντωνιάδου Αριάδνη: Δημογραφικά στοιχεία των οικισμών Βυθού και Πενταλόφου της Επαρχίας Βοίου Κοζάνης)

Ένας όρος όχι τόσο γεωγραφικός, διοικητικός ή εκκλησιαστικός. Πάνω απ' όλα, η Ανασελίτσα αποτελεί μια πολιτιστική ενότητα απαλλαγμένη από διοικητικές ή άλλες οριοθετήσεις, με ταυτότητα και διάρκεια στο χρόνο. Μια έwοια που ανάγεται σε χρόνους και εποχές που ο Ελληνισμός βίωνε τους ανοιχτούς ορίζοντες.

Στα 1923, μετά την υπογραφή της συνθήκης της Λωζάνης και στα πλαίσια της ανταλλαγής πληθυσμών, αναχωρούν από την επαρχία Ανασελίτσας οι Βαλαάδες και στα «καμποχώρια» της Ανασελίτσας έρχονται πρόσφυγες, Έλληνες από τον Πόντο και τη Μ. Ασία. Η απογραφή των προσφύγων του 1923 παρουσίαζε την εγκατάσταση 784 προσφύγων σε σύνολο 16 οικισμών της επαρχίας Ανασελίτσης. Ο ερχομός προσφύγων συνεχίζεται ως το 1928, δίνει νέα δυναμική, δημιουργεί δε μιαν αρμονική κοινωνική και πολιτισμική σύμπραξη στην περιοχή.

Κατά το Γάλλο ιστορικό, πρόξενο της Γαλλίας Φραγκίσκο Πουκεβίλ, ο οποίος πέρασε από δω το 1806, η Ανασελίτσα ήταν η Ελιμεία των αρχαίων. Επί τουρκοκρατίας, στα Διοικητικά όρια του Καζά της Ανασελίτσας (υποδιοίκηση Καστοριάς, διοίκηση Κορυτσάς, Νομός Μοναστηρίου), περιλαμβάνονταν η επαρχία Βοίου, τα χωριά Δασύλλιο, Τρίκορφο, Καλλονή, Δοτσικό, Κυπαρίσσι, Αγ. Κοσμάς, Εκκλησιές, Λείψι, Κυδωνιές, Αηδόνια, Δασάκι, Κριθαράκια και Κληματάκι, που αργότερα εντάχθηκαν στο νομό Γρεβενών και το Εmαχώρι, που σήμερα ανήκει στο νομό Καστοριάς. Από την άλλη πλευρά ΒΔ και ΒΑ, όρια της Ανασελίτσας, θα μπορούσαμε να ορίσουμε τη γραμμή που δημιουργεί το όρος των Οντρίων και τα χωριά Νεστόριο, Κωσταράζι και Βογατσικό, τα οποία και αυτά σήμερα ανήκουν στο νομό Καστοριάς. Όλα σχεδόν τα χωριά της Ανασελίτσας υπάγονται στη Μητρόπολη Σισανίου και Σιατίστης και δημιουργούν μια φυσική, ιστορική και κυρίως πολιτιστική ενότητα, ένα στοιχείο της οποίας είναι και η μουσικοχορευτική παράδοση. Μετά τους Βαλκανικούς πολέμους και την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό, συνέβησαν κι εδώ διάφορες θεσμικές, διοικητικές και κοινωνικές αλλαγές, τις κυριότερες εκ των οποίων αναφέρουμε: Το 1913, αμέσως μετά την απελευθέρωση, πραγματοποιείται από τον ελληνικό στρατό, η πρώτη απογραφή, βάση της οποίας ο πληθυσμός στην περιοχή της Ανασελίτσας, ανέρχεται στις 40.492 κατοίκους. Μετά τη διαδικασία της απογραφής του 1913, ακολουθεί η διοικητική ενσωμάτωση των «Νέων Χωρών», στην ελληνική εθνική διοικητική οργάνωση. Έτσι, το 1918, αποφασίζεται από την ελληνική κυβέρνηση, η διοικητική διαίρεση του νομού Κοζάνης και η συγκρότηση δήμων και κοινοτήτων και στην Επαρχία της Ανασελίτσας. Το 1920 αποφασίστηκε η δεύτερη απογραφή του πληθυσμού της ελληνικής εθνικής επικράτειας. Η απογραφή πραγματοποιήθηκε, μετά την αναβολή των απογραφών του 1915, «λόγω της επικρατούσης εκ του πολέμου καταστάσεως εις την χώραν και του 1918, η οποία και πάλιν δεν διεξήχθη λόγω της εν γένει τεταμένης πολιτικής κατάστασις». Την περίοδο αυτή, στην Επαρχία Ανασελίτσας αναγνωρίζονται 91 οικισμοί, με συνολικό πληθυσμό 33.189 κατοίκους,

11

/

f\

/7Ζ '1

11

'.

Λίγες σrιγμcς πριν rnv αvαχώΡησn, σra πλαίσια rnb αl'[αλλαγής πλn8υσμώv, Βαλαάδες τπς ΑνασελΙτσας φωταγραφίΖαΥται μηροστά σra σπίτια τους.

ΒΡόσrιαvn (Α γιοι Ανάργυροι) 1923

11


Το 1927, η Επιτροπεία των Τοπωνυμίων της Ελλάδος, που αποτελούνταν από τους Νικόλαο Πολίτη, Σπ. Λάμπρο, Γ.Χατζηδάκη, Γρ.Βερναρδάκη, ΔΚαμπούρογλου, Κ. Άμαντο, l.Βογιατζίδη, Στ.κυριακίδη, Σ.Κουγέα , Β. Κολοκοτρώνη κ.α. και είχε συσταθεί με σχετικό βασιλικό διάταγμα από το 1909, αποφάσισε την μετονομασία της Επαρχίας Ανασελίτσας σε επαρχία Βοιου με πρωτεύουσα τη Σιάτιστα. Το 1997, με το νόμο «Καποδίστριας 1" καταργείται διοικητικά η επαρχία Βοιου και στη θέση της δημιουργούνται οι Δήμοι Σιάτιστας, Ασκίου, Νεάπολης, Τσοτυλίου και η Κοινότητα Πενταλόφου. Από τη μεριά των Γρεβενών, τα πάλαι ποτέ χωριά της Ανασελίτσας, εντάσσονται στους Δήμους Αγίου Κοσμά, Ηρακλειωτών και Κοινότητα Δοτσικού. Σήμερα (Νοέμβριος του 2008) και την ώρα που γράφονται τούτες οι γραμμές, η δημιουργία ενός ενιαίου Δήμου Βοιου, συζητείται και ακούγεται

Οι οργανοπαίχτες της Ανασελίτσας Τα δημοτικά τραγούδια και η μουσική παράδοση, συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με τους άγνωστους και αφανείς εκείνους μουσικούς του χωριού και της ανοιχτής υπαίθρου, τους λαλητάδες της χαράς και των καημών μας. Τους λαϊκούς οργανοπαίχτες, που κράτησαν την παγάν της μουσικής μας λαλέουσα. Συνεχιστές και θεματοφύλακες μιας παλιάς, αιωνόβιας παράδοσης, τη διατήρησαν, τη διέδωσαν και τη μεταβίβασαν σε μας, τις νεότερες γενιές, ατίμητο θησαυρό, φάρο και οδηγό μας. Στους γάμους, στα πανηγύρια, στα γλέντια και τις γιορτές , δημιουργούσαν καινούριους χορευτικούς ρυθμούς, άκουγαν και ενσωμάτωναν μουσικές κι ακούσματα από άλλους τόπους, που οι περιπλανώμενοι μαστοροκαλφάδες και οι άλλοι ξενιτεμένοι, έφερναν και εν συνεχεία παράγγελναν και αυτΟΣΧεδίαζαν δημιουργώντας παραλλαγές, επάνω στα παλιά χνάρια. Για τους άγνωστους και άδικα υποτιμημένους αυτούς ραψωδούς αφανείς μουσουργούς και πολλές φορές ποιητές της παράδοσής μας, θα καταθέσουμε ως φόρο τιμής δυο λόγια, λίγες εικόνες και πολλά ακούσματα - απάνθισμα μιας έρευνας καταγραφής που εδώ και 35 σχεδόν χρόνια, με αγώνα και αγωνία επιχειρείται Ο αγώνας εντείνεται και η αγωνία μεγαλώνει, καθώς πλέον ελάχιστα ακούσματα απέμειναν και αυτά κυρίως στις μνήμες των οργανοπαιχτών, των τραγουδιστών και των τελευταίων εκφραστών της λΟΙκής μας παράδοσης. Θ' αναφερθούμε κατ' αρχήν στις κυριότερες πατριές και στις μικρές πατρίδες των οργανοπαιχτών της Ανασελίτσας. Τέσσερα ήταν τα κυριότερα κέντρα, οι πόλεις δηλαδή και τα χωριά εφαλτήρια, απ' όπου βγήκαν οι περισσότεροι οργανοπαίχτες. Ήταν ο Πεντάλοφος και ο Βυθός, η Εράτυρα κι η Σιάτιστα. Από κει ορμώμενοι, κάλυmαν όλη την περιοχή της Ανασελίτσας. Από τη Σαμαρίνα, το Δοτσικό, το Τρίκορφο, την Καλονή, έως τη Δαμασκηνιά, τη Γαλατινή και τη Σιάτιστα. Οι συνεργασία τους δε, οι επαφές κι οι ανταλλαγές με μουσικούς άλλων όμορων κέντρων, όπως το Άργος Ορεστικό (Χρούπιστα) και το Εμπόριο ήταν δεδομένες. Αργότερα, σκόρπισαν κι αλλού ή κατέβηκαν όπως έκαναν όλοι, «παρακάτω", σε μεγαλύτερα κέντρα, όπως το Τσοτύλι, η Καστοριά και στις μέρες μας η Θεσσαλονίκη.

Πεντάλοφος Βυθός Τtλn rnr; 6cKOCriar; του 50. Πεντάλοφος. Κώστας Ντίμτσιος (Τσψούλι) και Αγγcλος Τσακι/άκnς

11

Ζουμπάνι και Ντόλος, δυο μαστοροχώρια του Βοιου, κοιτίδες λαϊκών οργανοπαιχτών και σημεία αναφοράς για τη μουσικοχορευτική παράδοση και το λαϊκό πολιτισμό της Ανασελίτσας. Εδώ

11


γεwήθηκαν, έζησαν και αναδείχθηκαν σπουδαίοι λαίκοί οργανοπαίχτες , μάστορες της μουσικής μας παράδοσης. Στα τέλη του 180υ αιώνα, ξεκινώντας από τα μέρη της Β. Ηπείρου ο Μήτρος Αδαμόπουλος με το βιολί και την οικογένειά του, πλάνητες (όπως αναφέρει ο δάσκαλος lωάννης Αγακίδης) περιπλανώμενοι και αναζητώντας τόπο για να ριζώσουν, μετά από ολιγόχρονες στάσεις, στα χωριά της Κόνιτσας: Πουρνιά, Γανναδιό, Βούρμπιανη και αφού άφησαν μερικούς εκεί, καταλήγουν στο Βυθό (Ντόλο). Ο Μήτρος Αδαμόπουλος ήταν ο Γενάρχης μιας μεγάλης οικογένειας μουσικών, από την οποία «βγήκε» ο μεγάλος Νίκος Αδαμόπουλος. Η σχέση της μουσικής παράδοσης του Άνω ΒοΤου, με αυτήν της Κόνιτσας και οι συγγένειες που έχουν οι οργανοπαίχτες των δυο περιοχών, μαρτυρούν τον «κοινό τόπο» και την κοινή έως ένα σημείο ρίζα. Μαζί με το Μήτρο Αδαμόπουλο, στα τέλη του 180υ αιώνα, με τις ίδιες συνθήκες, κατεβαίνει από το Λιασκοβίκι στο Βυθό ο Νάσιος Μπέλτζιος. Έπαιζε κ λ α ρ ί ν ο μ ε τ ρ ί α κ λ ε ι δ ι ά, τ α ο π ο ί α δ ε ν πολυχρησιμοποιούσε. Έπαιζε κυρίως μόνο με τις τρύπες, σαν φλογέρα. Ήταν το πρώτο κλαρίνο που ενσωματώθηκε στις κομπανίες της περιοχής, που ως τότε αποτελούνταν από βιολιά και ντΟίρέδες. Σιδεράδες και μουσικού, ο Μήτρος Αδαμόπουλος μαζί με το Νάσιο Μπέλτζιο (κλαρίνο) αλλάζουν και στην κυριολεξία διαμορφώνουν τα μουσικά πράγματα της περιοχής. Ο Νάσιος Μπέλτζιος, έκανε γαμπρό στην κόρη του τον Κώστα Ντίμτσιο, το Τσιμούλι και αντί για προίκα, του έμαθε κλαρίνο. Γαμπρός και μαθητής λοιπόν του Νάσιου

11

Δεξιa ,

(Μ Βυ36ς 1955 , Λ oυγKατσιapιa. Μ ' ' ' ' ) ' με το βιο λ [ο Ν[κος πελ ΤΖιος κολ ας

ο

Ο Νάσιος ΜπέλΤΖιος με το κλαρίvο και ' Ντιμrσιoς ' l. (Τσιμου·λ) Υαμπρ 6ς του, Κωσrας Πεvrάλοφος 1928

Μπέλτζιου, ο Κώστας Ντίμτσιος Τσιμούλι, εξελίχθηκε σε μεγάλο μάστορα του κλαρίνου, με δικό του χρώμα και τεράστια αυτοσχεδιαστική μνήμη. Σφράγισε δε τη μουσικοχορευτική παράδοση του Πενταλόφου και όλης της περιοχής γενικότερα, παίζοντας σε όλα τα χωριά ως το Δοτσικό και τη Σαμαρίνα. Από το Τσιμούλι έμαθαν κλαρίνο δύο μεγάλοι μουσικοί της Ανασελίτσας, ο Άγγελος Τσακνάκης από το Βυθό και ο Μηνάς Μπέτζιος από την Καλονή. Και οι δύο ζούσαν ως το τέλος στο Τσοτύλι. Τα παιδιά και τα εγγόνια τους συνεχίζουν την παράδοση, συνεχίζουν όμως και την κάθοδο. Σκεφτείτε τη διαδρομή Λιασκοβίκι, Πουρνιά, Γαwαδιό, Βούρμπιανη, Βυθός, Καλονή, Τσοτύλι και σήμερα τα εγγόνια του Άγγελου και του Μηνά, συνοδεύουν "φίρμες" τραγουδιστές στα μπουζουξίδικα της Θεσσαλονίκης και της Αθήνας. Γιος του Νάσιου, ο Νίκος Μπέλτζιος (Μκόλας). Ένας μεγάλος μουσικός, ο μεγαλύτερος ίσως γλεντιστής της Ανασελίτσας. Έπαιζε βιολί, τραγουδούσε με μεράκι και καημό και είχε την ικανότητα να ξεσηκώνει τον κόσμο με τον τρόπο που έπαιζε, με τις κινήσεις και μ' αυτά που έλεγε και φώναζε ανάμεσα στο τραγούδΙ. Περίφημος για τον τρόπο που έπαιζε και τραγουδούσε τη Μαριούλα. Αν ο κόσμος δεν κερνούσε, γύριζε ανάποδα το βιολί και το χτυπούσε ρυθμικά με το δοξάρι για να ρίξουν. «Τότε ήταν που μας άδειαζε τις τζιέπες...», μολογούν οι συΥχωριανοί του

11


Ντολιανάτες, Με το γιο του τον Λέλα που έπαιζε κλαρίνο, είχαν ορχήστρα με έδρα το Βυθό (Ντόλο), Δεν πολυχΡησιμοποιούσαν χάλκινα και έμειναν για πάντα στο Ντόλο, παίζοντας μόνον στην γύρω περιοχή,

Γενεαλογικό δέντρο των ΑδαυοπουλαΙων

Όπως είπαμε νωρίτερα ο Μήτρος Αδαμόπουλος, γενάρχης μιας μεγάλης οικογένειας, περνάει την αγάπη και το μεράκι για τη μουσική σε όλα του τα παιδιά, Ένα από τα παιδιά του Μήτρου Αδαμόπουλου, ο μετέπειτα κορυφαίος για πολλούς, ο Νίκος Αδαμόπουλος, Ο Νίκος γεννήθηκε στο Βυθό όπου κοντά στον πατέρα του, στο Νάσιο Μπέλτζιο και στους άλλους πρωτοέμαθε κλαρίνο,

Το 1925 κατατάσσεται στο στρατό και υπηρετεί τη θητεία του στο μουσικό Σώμα, Εκεί μαθαίνει νότες και τα βασικά στη θεωρία της μουσικής, Όταν απολύεται απ' τα στρατό, εντάσσεται ως δεύτερο κλαρίνο στην ορχήστρα του Καστοριανού Μπίτα από τον οποίο παίρνει και μαθαίνει πολλά, Αργότερα εγκαθίσταται στο Άργος και όταν σταμάτησε να παίζει ο Μπίτας, αρχές του '50, δημιουργεί δική του ορχήστρα, για πολλούς την καλύτερη στην ευρύτερη περιοχή, Ανασελίτσας Καστοριάς Κοζάνης, Δεν ήταν μόνο καλό κλαρίνο θεωρούνταν και έξυπνος επαγγελματίας, Διάλεγε τους καλύτερους συνεργάτες μουσικούς, κυρίως από το χωριό Εμπόριο κοντά στην ΠτολεμαΙδα, μια βρυσομάνα λα'ίκών οργανοπαιχτών (από κει κατάγονταν οι Βαλκάνηδες, γνωστοί ως Γιουμπουραίοι), Το Εμπόριο είχε τους καλύτερους μουσικούς στα χάλκινα πνευστά, με μεγάλη φήμη σ' όλη τη ΔUΤΙKή Μακεδονία, Η παράδοση λέει ότι Τούρκος αξιωματικός, που υπηρετούσε στη μουσική μπάντα της εκεί Μεραρχίας, αγαπούσε το κρασί", Πήγαινε λοιπόν στα σπίτια των οργανοπαιχτών του Εμπορίου, τους μάθαινε πώς να παίζουν τα χάλκινα κι αuτoί του έδιναν κρασί, «Εμείς εδώ πάνω παίζαμε τα χάλκινα σα βιολιά, Στο Εμπόριο ήξεραν να τα παίζουν όπως πρέπει μας λέει ο Γιώργος Μπέτζιος, νεώτερος, της εποχής μας δεξιοτέχνης του κλαρίνου, . . ,»,

Δάσκαλος του Νίκου Αδαμόπουλου στο κλαρίνο, ο Δημήτρης Πουλιόπουλος, ο περίφημος Μπίτας ή Μπίντιας, Γεwήθηκε στα τέλη του 180υ αιώνα στη Νεάπολη (Λιαψίστα), όπου έζησε τα παιδικά και νεανικά του χρόνια, Έμαθε δε κλαρίνο ατ.τό τους μουσικούς της τουρκικής Μεραρχίας που είχε την έδρα εκεί,Παντρεύτηκε την Μεξάνδρα Αργυρίου από την Εράτυρα και αφού έζησε κι έπαιξε λίγα χρόνια εκεί, έφυγε το 1928 για την Καστοριά όπου έζησε το υπόλοιπο της ζωής του και διέπρεψε ως μουσικός. Πέθανε το 1952, Ο Νίκος Α6αμόπουλος με 6εύrεΡΟ κAapil'o ro γαμπρό roυ Αl'[ώΥI1 Βασιλείου. Νίκος Α6aμόπουλος

Opxriarρa με μια Kopl'cra και rρία rρoμπ6νια, Κα8ισrός, ο περίφl1μος Τ(>μαl'ής, για πολλούς ro κaλύrεΡΟ rρoμπόνι που έβγαλε ro Εμπόριο

11

Έπαιζε περίφημο κλαρίνο, Πριν την απελευθέρωση είχε διασυνδέσεις με τους Μπέηδες της περιοχής, οι οποίοι τον έπαιρναν στα γλέντια τους, Ήταν λεβέντης, άρχοντας και όπως λένε δεν

lfI


Εράτυρα Πριν από τα μέσα του 1900 αιώνα εμφανίζεται στην Ήπειρο και στη Δ. Μακεδονία το κλαρίνο και καθιερώνεται ως το κύριο μελωδικό όργανο στη τοπική μουσική. Στην Ανασελίτσα, το κλαρίνο αρχίζει να συνυπάρχει με τα βιολιά και τους νταϊρέδες, που «λαλούσαν» νωρίτερα εδώ. Οι ορχήστρες με τα χάλκινα πνευστά, ενώ στην ορεινή Ανασελίτσα εμφανίζονται τη δεκαετία του 1920, στα αστικά κέντρα της Δυτικής Μακεδονίας, Καστοριά, Εμπόριο, Σιάτιστα, Εράτυρα κλπ., εμφανίζονται νωρίτερα, στις τελευταίας δεκαετίες του 1800 και αρχές του 1900 αιώνα. Αργότερα, η χρήση των χάλκινων, επεκτάθηκε σταδιακά και στα υπόλοιπα αστικά κέντρα, καθώς και σε άλλες περιοχές της Δ. Μακεδονίας. Το γεγονός αυτό, είναι σταθμός στη διαμόρφωση της δομής και του ύφους των κομπανιών.

Καστοριά, συνοικία Nτoλrσός το 1950. Ο Μπίτας με το συγκρότπμά του 2 χρόιιια πριν πε8άνει. Σταμάτησε να παίΖει το '5 J και πέ8ανε το 1952.

Αρχικά τουλάχιστον, τα χάλκινα όργανα (καθώς επίσης η κάσα-νταούλι και το τύμπανο) «πέρασαν» στο χώρο της Δ. Μακεδονίας, από τις στρατιωτικές μπάντες που δημιουργήθηκαν τον 190 αιώνα, στα πλαίσια της αναδιοργάνωσης του τουρκικού στρατού. Στη Μακεδονία έδρευαν αρκετές τουρκικές στρατιωτικές μονάδες. Μια απ'aυτές, στη Νεάπολη (Λιαψίστα). Ήταν η 6η μεραρχία, η οποία το 1907 μετακομίζει στην Κοζάνη. Οι λόγοι που τα χάλκινα όργανα καθιερώθηκαν, εκτοπίζοντας από τις κομπανίες τα έγχορδα και μάλιστα μόνο στο χώρο της Δ. Μακεδονίας είναι πολυσύνθετοι, αλληλένδετοι και δεν είναι δυνατό να παρατεθούν στο ένθετο ενός ψηφιακού δίσκου. Αναφέρουμε τον έναν απ'aυτούς: Το κλαρίνο που είχε επικρατήσει παλιότερα, δεν βγάζει δυνατό ήχο και δυσκολεύεται να παίξει μόνο του σε ανοιχτό χώρο. Με την

κολλούσε μύγα στο σπαθί του. Στο συγκρότημά του εκτός από τους συνεργάτες με χάλκινα πνευστά και κρουστά από το Άργος Ορεστικό, πρωτοπορώντας για τα δεδομένα της περιοχής και της εποχής, είχε και μία χορεύτρια την περίφημη Πιπίτσα! Το 1928 παντρεύεται ο τότε βασιλιάς της λ/βανίας, ο Αχμέτ Ζιώγου και καλεί το Μπίντα να παίξει στο γάμο του! Στέλνει λοιπόν ένα ανοιχτό αυτοκίνητο στην Καστοριά να πάρει τον Μπίτα και την Πιπίτσα. Έμειναν περίπου μια βδομάδα στην λ/βανία για τον γάμο κι όταν γύρισαν πάλι με το αυτοκίνητο, ο Μπίτας εκτός από της λίρες που έφερε, φορούσε και 4 μαλαματένια δαχτυλίδια, δώρο το Αχμέτ Ζιώγου. Η φήμη λοιπόν, ενός μουσικού της Ανασελίτσας και της Καστοριάς, ξεπερνάει τα ελληνικά σύνορα και αποκτά διαβαλκανική διάσταση. Ο Μπίτας στην ορχήστρα παίρνει ως βοηθό το Νίκο Αδαμόπουλο. Εκτιμάει τις ικανότητές του και του μαθαίνει τα μυστικά της τέχνης. Έπαιζαν ως το τέλος μαζί και μετά το θάνατο του Μπίτα, ο Νίκος Αδαμόπουλος κρατάει τις διασυνδέσεις κυρίως με τη Σαμαρίνα, στην οποία ο Μπίτας κυριαρχούσε. Ο Μπίτας ήταν αυτός που «ανέβασε» πρώτος τα χάλκινα στη Σαμαρίνα και στην ορεινή Ανασελίτσα.

11

Παλιοί οργανοπαίχτες της Εράτuρας Γιάννης Κόστιος (Νιάνιος Ντοίιντος) κλαρίνο 1860

πέτρος Κάστιος (NΤoUνΤCΙς) βιολί - κορνέτο

Θωμάς Κάστιος (Ντοίιντος) κορνέτα

Πcινoγιώτης Κόστιος (Ντοίιντος) κ λορίνο

Δημιiτρης Βοτιάνης (Γκοβοκότος) τύμπανο

Τάσιος Χορίσης (Μπέλος) νταούλι

Αργότερα arnv κομπανία ΠΡοσrέ8ηκαl':Ο γιος του Νιάl'ια Kάσrια, Παιιαγιώτης Kάσrιας (Νroύl,roς κι αυτός) και τ' αl'ίψια [ου Γιάννης Kάσrιας ΚΟρl'έτα και Παιιαγιώrης Kάσrιας τρομπόνι

11


προσθήκη στην κομπανία των χάλκινων πνευστών, που βγάζουν δυνατό ήχο και ξεκουράζουν τον κλαρινοπαίχτη, δόθηκε η λύση. Μεταγενέστερα, στη διατήρηση και διάδοσή των χάλκινων, έπαιξε ρόλο και η δυνατότητά τους να παίζουν ευρωπαίκούς και "μοντέρνους» σκοπούς.

Οι κομπανίες στην Εράτuρα Η αρχαιότερη πληροφορία (προφορική) για λα·ίκά όργανα στην Εράτυρα (Σέλιτσα) αναφέρεται γύρω στα 1800 και λέει ότι ένας Οικονόμου έφερνε κάθε βδομάδα απέξω όργανα (ζουρνά νταούλι) για να γλεντήσει η οικογένειά του. Έχει σωθεί από τότε η έκφραση: "που λαλούν τ' άργανα; στου Οικονόμου την αυλή». (βλ Περιοδικό "τα χνάρια» του Συλλόγου Ερατυραίκός. Τεύχος 2, 1980) Ο Ιωάννης Φωτόπουλος περιγράφοντας πώς γιόρταζαν την πρωτοχρονιά στα παιδιά του χρόνια (γεννήθηκε γύρω στα 1860), μας πληροφορεί για την ύπαρξη ντόπιων οργανοπαικτών που έπαιζαν "κλαρνέτο» (κλαρίνο): " .. έφερον μουσικούς από την Κοζάνη, τον ξακουστόν Κωτούλαν με την σούρλαν και τον ταίφά του, με άλλην σούρλαν και δύο όργανα (νταούλια), ελάμβανον δε βοηθόν εν Σελίτση και έναν εγχώριον με το κλαρνέτο ... » ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΣΕΛΙΤΣΗΣ σελ,130. Στην ίδια σελίδα γράφει: «Εκτός αυτών εΣΧηματίζοντο και άλλοι όμιλοι μικρότεροι με τα εγχώρια όργανα. . Από τα παραπάνω πληροφορούμαστε ότι υπήρχαν κλαρίνα στην Εράτυρα πριν το 1870 καθώς επίσης και παρέες με ντόπιους οργανοπαίχτες χωρίς όμως ιδιαίτερες αξιώσεις. Σύμφωνα με προφορικές μαρτυρίες παλιότερα στην Εράτυρα λα·ίκοί οργανοπαίχτες έπαιζαν φλογέρα και στάμνα ή κλαρίνο και στάμνα. Η στάμνα ήταν κρουστό που κατασκεύαζαν οι ίδιοι οι οργανοπαίχτες τοποθετώντας σε πήλινη στάμνα μεμβράνη από κατσικίσιο δέρμα. Η ζυγιά κλαρίνο - στάμνα, πολλές φορές συμπληρωνόταν με ένα βιολί. Από τους γεροντότερους αναφέρεται ο Αντώνης Μπατιάνης (ζούσε γέρος μέχρι το 1914-15 περίπου) που έπαιζε ένα είδος κλαρίνου με 3 κλειδιά, με βιολί έναν Γκογκούτση και στάμνα κάποιον Λιόλιο Ψήμα. Το 1880-85 εμφανίζεται στην Εράτυρα ο Νιάκος Ντούντας, μεγάλος δεξιοτέχνης του κλαρίνου. Η παρουσία του στην Εράτυρα για τέσσερις περίπου δεκαετίες αποτελεί σημαντικό γεγονός, τόσο για τη μεγάλη αξία του ως οργανοπαίχτη, όσο και γιατί την εποχή του μπήκαν για πρώτη φορά τα χάλκινα στις δημοτικές κομπανίες της Εράτυρας. Τα πρώτα χρόνια η παρέα του πρέπει να αποτελούνταν από κλαρίνο, βιολί, λαγούτο ή ούτι, ίσως νταούλι και στάμνα. Ο Νιάκος ο Ντούντας φαίνεται πως είναι ο πρώτος στην Εράτυρα που έβαλε στην κομπανία του χάλκινα όργανα. Δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς έγινε αυτό, πάντως πρέπει να συνέβη πριν το 1900. Την ίδια εποχή ή λίγο αργότερα αντικαταστάθηκε και το νταούλι από την κάσα και το τύμπανο. Ακολούθησε ένα μεταβατικό στάδιο που στο συγκρότημα συνυπήρχαν τα χάλκινα με τα έγχορδα .

11

»

ως τη φυσική εξαφάνιση τη δεκαετία του 1920 των παλιών οργανοπαιχτών που έπαιζαν έγχορδα. Μετά την απελευθέρωση το 1912 παρατηρείται ένα αξιοσημείωτο φαινόμενο. Οι λαΥκοί οργανοπαίχτες, όταν υπηρετούσαν τη θητεία τους στον ελληνικό στρατό, εντάσσονταν στην στρατιωτική μουσική, όπου αποκτούσαν γνώσεις ευρωπαΥκής μουσικής, γεγονός που έπαιξε κάποιο ρόλο και επηρέασε την πορεία των δημοτικών κομπανιών στην Εράτυρα. Σ' αυτή τη γενιά, ανήκει ο γιος του Νιάκου, Παναγιώτης Κάστιας πιο γνωστός ως Ντούντας, ο οποίος συνέχισε μετά το θάνατο του πατέρα του. Αυτός άρχισε να παίζει ευρωπα·ίκούς σκοπούς, παράλληλα με τα δημοτικά. Εκείνη την περίοδο παρατηρείται σταθεροποίηση στο σχήμα και το ύφος των κομπανιών όπωςτα γνωρίζουμε. Την εποχή πριν από τον πόλεμο του 40, υπήρχαν στην Εράτυρα τέσσερις παρέες όργανα. Η γενιά αυτή οργανοπαιχτών συνεχίζει να υπάρχει και μετά τον πόλεμο ως τη φυσική φθορά της, γύρω στο '60. Παράλληλα εμφανίζονται και νεώτεροι οργανοπαίχτες. Τη δεκαετία του 1940 δημιουργείται η παρέα του Τάκη Βρέτα, η οποία ήταν και η τελευταία που έπαιζε ως το '70.

Αιτίες παρακμής και εξαφάνισης Τη δεκαετία 1960-1970 διαλύονται οι δημοτικές κομπανίες στην Εράτυρα. Οι αιτίες που έπαψαν να υπάρχουν ανάγονται τόσο σ' αυτήν τη δεκαετία όσο και στην προηγούμενη. Είναι η εποχή που στην Ελλάδα αρχίζει η ραγδαία εκβιομηχάνιση με ανάmυξη των μεγάλων πόλεων, αποτέλεσμα της οποίας είναι η αστυφιλία. Παράλληλα με την εσωτερική, παρατηρείται και μετανάστευση στο εξωτερικό. Τα χρόνια αυτά συνεχίζεται με αυξανόμενο ρυθμό η απομάκρυνση από τον παραδοσιακό τρόπο ζωής, η εξασθένιση και η αντικατάσταση των παραδοσιακών αξιών. Μέσα σ' αυτά τα πλαίσια, οι κομπανίες χάνουν την κοινωνική λειτουργικότητα τους. 'f'V.λoι λόγοι που εξαφανίστηκαν οι κομπανίες χωρίς να δημιουργηθούν νέες είναι: α) Η φυσική φθορά (γεράματα και θάνατος) των οργανοπαικτών της παλιότερης γενιάς. β) Η μετανάστευση (στην Αυστραλία και τη Γερμανία) των νεότερων οργανοπαιχτών. γ) Το ότι οι νέοι δεν μάθαιναν όργανα. Αυτό οφείλεται στη δυνατότητα απορρόφησής τους από άλλα επαγγέλματα σε συνδυασμό με τη δυσκολία και τον κόπο που απαιτείται για την εκμάθηση των οργάνων. δ) Η οικονομική δυσπραγία καθώς, εξαιτίας της αποδυνάμωσης του κοινωνικού τους ρόλου και της μείωσης του πληθυσμού, έχουμε σημαντική ελάπωση του κοινού που στήριζε οικονομικά τις κομπανίες. Επιπρόσθετος λόγος είναι ότι στις κομπανίες δυτικομακεδονικού τύπου απαιτείται σχετικά μεγάλος αριθμός οργανοπαιχτών.

11


Ο Παναγιώτης Κάστιας (Ντούντας) (1888-1972) άρχισε από μικρός να παίζει κλαρίνο, Από το 1908 ως το 1920 μετανάστευσε κατά διαστήματα στην Αμερική. Στον ελληνικό στρατό που

Πρόσωπα στις κομπανίες Παρακάτω θα εξετάσουμε τις κομπανίες της Εράτυρας και τα άτομα που τις συγκρότησαν και τις διαμόρφωσαν , δίνοντας και ορισμένα βιογραφικά στοιχεία. Ο Νιάκος Ντούντας (ΓιάWΗς Κάστιας) γεwήθηκε στη Λουσνίτσα (Γέρμα) της Καστοριάς γύρω στο 1860. Εκεί βόσκοντας πρόβατα έμαθε φλογέρα. Επειδή ήθελε να μάθει κλαρίνο, πήγε στη Σιάτιστα σ' έναν από τους κλαρινοπαίχτες της (στον Κασιάρα ή στον Τζιούτζιο) για να του δείξει τις φωνές στο κλαρίνο. Εκείνος του τις έμαθε σε σύντομο χρονικό διάστημα και για αντάλλαγμα ο Νιάκος του κουβαλούσε νερό από το πηγάδι. Στη συνέχεια εξελίχτηκε μουσικά μόνος του. Στην Εράτυρα εγκαταστάθηκε πριν το 1885. Έπαιζε στην Εράτυρα και στη γύρω περιοχή. Γρήγορα απόκτησε σημαντική φήμη και τον έπαιρναν συχνά οι Τούρκοι μπέηδες στις διασκεδάσεις τους στο Λιαψίστι (Νεάπολη). Οι Τούρκοι τον είχαν πάρει αρκετές φορές ως και στην Πόλη, όπου λέγεται ότι έχει ηχογραφήσει και δίσκο. Επίσης είχε φτάσει και αυτός, όπως αργότερα κι ο Μπίτας, μέχρι την Αλβανία. Ο Νιάκος Ντούντας δολοφονήθηκε το 1924, σ' ένα γάμο, από κάποιον Θόδωρο από τη Βλάστη που έπαιζε στην παρέα του, επειδή τον πρόσβαλε για το παίξιμο. Στην Εράτυρα, ήρθε ως γαμπρός, έμεινε και έπαιξε για 15 χρόνια ο Μπίτας (Μπήτια τον έλεγαν εδώ), ο οποίος συναγωνιζόταν στην αξία το Ντούντα. Το 1927 έφυγε από την Εράτυρα και πήγε να μείνει στην Καστοριά. Κλαρίνο εκείνα τα χρόνια επίσης έπαιζε ο Χρήστος Κοκίδης (Ντόντουλος). � Αναφέρουμε μερικά ονόματα οργανοπαιχτών εκείνης της εποχής, οι περισσότεροι από τους οποίους συμμετείχαν σε κομπανίες του Νιάκου ' . Ντούντα: Τζηκαλιός και Μήτσος τ'Νάτση � .,. ." (Ψουλιάρας) που έπαιζαν λαγούτο. Καράπασας .. .' ; ." / " -� ούτι, Γκίφας στάμνα, Τάτσιος κάποιο έγχορδο. . . ' ,�� Κορνέτα έπαιζαν οι Μιχάλης Μπουρατζής και Αντώνης Κασιάρας, κορνέτα και τρομπόνι ο ., �-' ._\ � .. � . Θόδωρος από το Μπλάτσι, εμφώνιο ένας Πέτρος -.. Ι ' • από τη Σιάτιστα. Κάσα έπαιζε ο Αναστάσης Χαρίσης \ Ο ΠαναΥιώτης Ντούνraς (Κάσnας) με rnl' ορχήστρα. (Μπέλος) που τον θυμούνται να παίζει φορώντας Δίηλα ο α6cλφός του Πέτρος με το βωλί. την παραδοσιακή φορεσιά τ' αντεριά. Ο Βασίλης Στο γάμο του Χριστόφορου Δενκτσή. Εράτυρα 1956, Βρέτας έπαιζε βιολί και κάσα.

. �1i '� , � ... , Ι, . . ' : "�����)� ,

11

� �\:

ι'

υπηρέτησε έμαθε νότες. Έπαιζε στην αρχή στην παρέα του πατέρα του και μετά το θάνατό του την ανέλαβε ο ίδιος. Ήταν η κυριαρχούσα μορφή την περίοδο του μεσοπολέμου. Στην παρέα του, έπαιζε βιολί ο αδερφός του Πέτρος (περ. 1896,97-1965) και τρομπόνι ο άλλος αδελφός του ο Θωμάς. Ο Πέτρος Κάστιας έπαιζε πολύ καλό βιολί, είχε σημαντικές γνώσεις μουσικής και ήταν ο ιθύνων νους στην ορχήστρα . Έπαιζε επίσης και κορνέτα. Στην παρέα του Παναγιώτη Ντούντα συμμετείχαν ο Δημήτρης Μάτας (Μήτσος ΓKOυvτής) κορνέτα, ο Δημήτρης Βατιάνης (Γκαβοκότας), τρομπόνι, ο Αναστάσης Μπέλος κάσα κι ο Θόδωρος Καραμήτσιος τύμπανο. Την ίδια εποχή στην Εράτυρα υπήρχαν άλλοι τρεις κλαρινοπαίχτες: ο Δημήτρης Κοκίδης (Ντόντουλος) που είχε πάρει λίγα στοιχεία μουσικής απ' το στρατό, ο Λάμπρος Κότας και ο Βαγγέλης Πούλιος, Οι δύο τελευταίοι σχημάτιζαν παρέες περιστασιακά κι έπαιζαν συνήθως σε γειτονικά χωριά και σε πανηγύρια. Τρομπόνια έπαιζαν κάποιος Πιστολάκης, ένας Κράπης απ' το Άργος Ορεστικό, και τ' αδέλφια Βασίλης και Παντελής Μάτας, Καλή κορνέτα έπαιζε ο Αποστόλης Πούλιος (Τόλιος). Ο Τάκης Βρέτας (1921) έμαθε κλαρίνο κοντά στον Νίκο Αδαμόπουλο, στο Άργος. Το 1941 σχημάτισε παρέα με τον αδερφό του Κων/νο Βρέτα, κορνέτα και τους θείους του Δημήτρη Μάτα (Γκουντή) κορνέτα, Βασίλη και Παντελή Μάτα τρομπόνια. Κάσα έπαιζε ο Φώτης Τσιοτίκας και τύμπανο ο Θύμιος Τσιοτίκας. Μεταπολεμικά οι δύο σπουδαιότερες παρέες είναι του Παναγιώτη Ντούντα και του Τάκη Βρέτα. Στην παρέα του Ντούντα έπαιζε κλαρίνο και ο γιος του Γιώργος Κάστιας που από το '45-'47 ως το '56 σχηματίζει, όταν υπάρχει δουλειά, και δική του παρέα με Σιατιστινούς οργανοπαίχτες. Ο Δ, Κοκίδης και ο Βαγγέλης Πούλιος, επειδή υπήρχε έλλειψη χάλκινων, συγχωνεύ τηκαν για ένα διάστημα σε μία παρέα. Στην τελευταία γενιά οργανοπαιχτών ανήκουν: οι ΓιάWΗς Κάστιας, γιος του Πέτρου και Παναγιώτης Κάστιας του Θωμά (Μπότης), που έπαιζαν κορνέτα ο πρώτος και τρομπόνι ο δεύτερος στην παρέα του Π. Ντούντα. Ο Λάζος Δ. Βατιάνης τρομπόνι και ΓιάWΗς Δ. Βατιάνης τρομπόνι και εμφώνιο, ο Μηνάς Κοκίδης, γιος του Δημήτρη, που είχε κάνει στη στρατιωτική μουσική και έπαιζε κορνέτα αρχικά με τον πατέρα του, ύστερα στην παρέα του Ντούντα και τέλος με τον Βρέτα, ο Κ, Μάτας του Βασ. και Κ. Μάτας του Παν, και οι δύο έπαιζαν τρομπόνια . Ο Δημήτρης Πούλιος, γιος του Τόλιου, κορνέτα και τρομπόνι. Το παίξιμο μουσικών οργάνων αποτελούσε οικογενειακή παράδοση που μεταφερόταν από πατέρα σε γιο. Κυριότερη οικογένεια οργανοπαιχτών είναι αυτή που ξεκινάει από το Νιάκο Ντούντα και περιλαμβά νει τρεις γενιές,

fI


Η σύνθεση των κομπανιών της Ανασελίτσας και της Δυτ. Μακεδονίας ευρύτερα, είναι χαρακτηριστική. Είναι τα πιο πολυμελή συγκροτήματα που παρουσιάστηκαν στην εκτέλεση της ελληνικής δημοτικής μουσικής. Σε αντίθεση με την υπόλοιπη Ελλάδα, όπου ο αριθμός των οργανοπαικτών δεν ξεπερνάει τους τέσσερις, εδώ οι κομπανίες αποτελούνται από 6-7 ή και περισσότερα άτομα.

αργότερα σε sibemol και έπαιζαν χαμηλότερα, πιο βαρειά (στη χοντρή όπως έλεγαν). Στην Εράτυρα και στη Σιάτιστα, αυτό γινόταν γιατί ταίριαζε η ψιλή φωνή στο είδος και στο ύφος μουσικής που παιζόταν Τα χάλκινα λειτουργούσαν μέσα στην κομπανία με δύο τρόπους. α) παίζοντας μαζί με το κλαρίνο σε ταυτοφωνία. β) κρατώντας μαζί με τα κρουστά το ρυθμό, ρόλο που παίζει στην υπόλοιπη Ελλάδα το λαγούτο, γεμίζοντας τα μουσικά κενά (<<για να μη σταματάει το τραγούδι») και δημιουργώντας το ηχητικό υπόστρωμα πάνω στο οποίο κινείται το κλαρίνο. Η 6εκαμελnς opxnarpa roυ Μηνά και Βαγγέλη Mncrzιou. KaAovn πανηγύρι roυ ΠροφΜη Ηλία σης αρχές roυ '70

Η συνηθισμένη σύνθεσή τους είναι: κλαρίνο, 1-2 κορνέτες, 2 τρομπόνια, κάσα και τύμπανο. Ορισμένες περιλάμβαναν και βιολί. Η χρησιμοποίηση των χάλκινων πνευστών αποτέλεσε τομή στο ύφος και στον τρόπο εκτέλεσης της δημοτικής μουσικής. Τα όργανα αυτά, ευρωπαϊκής προέλευσης, είναι κατασκευασμένα να παίζουν στη δυτική συγκερασμένη κλίμακα. Δημιουργήθηκε λοιπόν η ανάγκη να προσαρμοστεί ο τρόπος παιξίματος τους στα μικροδιαστήματα και τις μουσικές κλίμακες της ελληνικής (δημοτικής και βυζαντινής) μουσικής, που διαφέρουν ριζικά από την ευρωπαϊκή. Παρόμοιο πρόβλημα αντιμετωπίστηκε βέβαια και με την είσοδο νωρίτερα στον ελληνικό χώρο του κλαρίνου και του βιολιού. Σε αυτές τις περιmώσεις όμως προϋπήρχαν στην ελληνική μουσική αντίστοιχα όργανα και εφαρμόστηκε στα καινούργια η τεχνική παιξίματος τους (της φλογέρας ή του ζουρνά στο κλαρίνο και της λύρας στο βιολι'). Ανάλογα όργανα με τα χάλκινα δεν υπήρχαν στη δημοτική μας μουσική. Αυτό ανάγκασε σε διαφορετική λύση του προβλήματος. Ως ένα βαθμό οι λαίκοί οργανοπαίχτες κατάφεραν να αποδώσουν με τα χάλκινα, κλίμακες της ελληνικής μουσικής.

Με την κάσα και το τύμπανο, επειδή τα όργανα αυτά είναι ρυθμικά, δεν αντιμετωπίστηκε παρόμοια δυσκολία. Επίδραση υπήρξε μόνο στο ηχόχρωμα. Στο συγκρότημα κυριαρχούν τα πνευστά που καλύmουν όλα μαζί ευρεία περιοχή ηχητικών συχνοτήτων. Τις πιο υψηλές συχνότητες καλύmει το κλαρίνο. Η κορνέτα παίζει μια οκτάβα χαμηλότερα από το κλαρίνο και άλλη μία οκτάβα πιο κάτω το τρομπόνι. Το κλαρίνο ήταν το κύριο μελωδικό όργανο της κομπανίας και «οδηγούσε» το σύνολο. Οι κλαρινοπαίχτες στις παρέες της Εράτυρας και της Σιάτιστας, είχαν si κλαρίνα και έπαιζαν «ψιλά», σε αντίθεση με αυτούς της ορεινής Ανασελίτσας, που είχαν στην αρχή κλαρίνα σε 00 και

11

Πολλές φορές τα χάλκινα διαφοροποιούνται μεταξύ τους. Η κορνέτα ήταν το δεύτερο μελωδικό όργανο, έκανε δηλαδή τη δουλειά που κάνει το βιολί όταν συνοδεύει το κλαρίνο. Σε ορισμένα σημεία, ιδίως στα οολαρίσματα του κλαρίνου, κρατάει κι αυτή μαζί με τα τρομπόνια το ρυθμό, γεμίζοντας τον με μουσικές περιστροφές από τη βασική του νότα. Τα τρομπόνια είναι λιγότερο ευέλικτα όργανα και περιορίζονται να παίζουν απλοποιημένες μουσικές φράσεις. Δηλαδή την ίδια μουσική φράση που το κλαρίνο αναmύσσει λεmομερειακά, τα χάλκινα εκτελούν απλοποιημένη. Το παίξιμο στις κομπανίες που εξετάζουμε είναι, περισσότερο από αλλού, δουλειά συνόλου. Η τεχνική και ο τρόπος παιξίματος κάθε οργάνου καθορίζεται και από τη δομή της ορχήστρας . Έτσι το κλαρίνο δεν κάνει τα κλωσίματα που κάνει σ' άλλες περιοχές, όπου παίζει με συνοδεία εγχόρδων, όπως στην Ήπειρο για παράδειγμα όπου «τα κλαιν' τα κλαρίνα». Αντίθετα στα αυτΟΣΧεδιαστικά σολαρίσματα επειδή στηρίζεται στην ηχητική βάση που δημιουργούν τα χάλκινα, μπορεί να φτάσει σε υψηλά επίπεδα. Δεύτερο σολιστικό όργανο μπορεί να είναι η κορνέτα και πολύ σπάνια το τρομπόνι. Η εκτέλεση των δημοτικών τραγουδιών γινόταν οργανικά. Δεν υπήρχε τραγουδιστής στις κομπανίες. Σε ορισμένες ειδικές περιmώσεις, μερικοί απ' τους οργανοπαίκτες σταματούσαν το παίξιμο του οργάνου τους και τραγουδούσαν, όπως στον τρανό το χορό, όπου μία στροφή παίζουν τα όργανα και μια τραγουδούν τα λόγια, ενώ το νταούλι κρατά τον ρυθμό.

11


Αλλαγές στη σύνθεση Στη διάρκεια της εξελικτικής τους πορείας, η σύνθεση των κομπανιών σημείωσε ορισμένες αλλαγές από τη βασική που αναφέρθηκε προηγούμενα. Στην αρχή, σ' ένα μεταβατικό στάδιο, συνυπήρχαν χάλκινα και έΥχορδα. Στην παρέα του ο Νιάκος Ντούντας είχε, εκτός από το κλαρίνο, βιολί, κορνέτα, τρομπόνια, εμφώνια (που τα έλεγαν φώνια ή μποφώνια), γκραν κάσα­ νταούλι και λαγούτο ή ούτι. Αξίζει να αναφερθεί ότι όταν τον καλούσαν οι μπέηδες στο Λιαψίστι (Νεάπολη), πήγαινε με διαφορετική σύνθεση βιολί, ούτι ή λαγούτο. Ο Παναγιώτης Ντούντας είχε στην παρέα του βιολί. Υπήρξαν περιmώσεις που σε μια παρέα έπαιζαν δύο κλαρίνα. Για ένα διάστημα στην παρέα του Βρέτα υπήρχε εμφώνιο αντί για δεύτερο τρομπόνι. Μετά το '50 τέλος, ορισμένες φορές, ιδίως όταν έπαιζαν σε διασκεδάσεις, στην παρέα προστέθηκε ακορντεόν.

Προσωπικό ύφος Κάθε κλαρινοπαίχιης είχε διαμορφώσει δικό του προσωπικό ύφος. Όπως διηγούνται οι παλαιότεροι ο Νιάκος Ντούντας ήταν πολύ καλός στο κλαρίνο, ένας από τους καλύτερους κλαρινοπαίχτες στην Ελλάδα. (Λένε πως άλλο τέτοιο κλαρίνο δεν ξαναεμφανίστηκε στην Μακεδονία παρά ο Μανόλης Παπαγεωργίου). Έπαιζε όπως λένε «πολύ γλυκό,. κλαρίνο και εύκολα «πήγαινε από ψιλή φωνή σε πιο χοντρή,., «ήταν διπλός στο παίξιμο κι έφερνε πράματα πολλά,.. Ενδεικτικό της τεχνικής του παιξίματός του είναι, όπως θυμούνται, ότι φούσκωνε τα μάγουλα όταν έπαιζε. Στους μανέδες ήταν άφταστος, γι' αυτό άλλωστε τον προτιμούσαν και οι Τούρκοι μπέηδες. Διηγούνται μάλιστα για ένα είδος διαγωνισμού που έκαναν οι μπέηδες ανάμεσα στον Νιάκο Ντούντα και τον Κασιάρα (και τον Τζιούτζο κατά μία εκδοχή) και προτίμησαν το Νιάκο Ντούντα γιατί έπαιζε καλά τους μανέδες.

Μουσική θεματολογία Στην αρχή, πρέπει να σημειώσουμε πως στον τομέα του δημοτικού τραγουδιού, η Εράτυρα ανήκε σε μία πολιτιστική ενότητα με πόλεις και κωμοπόλεις της Δ. Μακεδονίας (όπως η Καστοριά, η Σιάτιστα, η Κοζάνη, το Βελβεντό κ.ά.), Όπου το μουσικό κλίμα είναι καθαρά Μακεδονικό, σε αντίθεση με την ορεινή Ανασέλιτσα και τα Γρεβενά που παρουσιάζουν έντονες επιδράσεις από την Ήπειρο.

11

Η Εράτυρα ήταν ανοιχτή σε πολιτιστικές επιρροές. Αυτό γίνεται έκδηλο στην μουσική θεματολογία των κομπανιών της. Εκτός από τους καθαρά τοπικούς χορούς, έπαιζαν συρτά, καλαματιανά, τσάμικα, μπεράτια (ή μπερατινά), . αρβανίτικα, συγκαθιστά ( σ υ γ κ α θ ' κ ά ), σ ο ύ σ τ ε ς , χασάπικα, ζεϊμπέκικα, (ζιουμπέτ'κα), τσιφτετέλια.

Από τη δεκαετία του '20 άρχισαν να παίζουν και « ε υ ρ ω π αϊκ ά ,., ό π ω ς λέγονταν. Ήταν το ελαφρά Άργος Ορεστικό, δεκαετία roυ '60. τραγούδια, επιτυχίες της Ο Νίκος Αδαμόπουλος με ro συγκρότπμό roυ σε παρέλασπ εποχής, που με τα γραμμόφωνα είχαν γίνει γνωστά. Ο πρώτος που έπαιξε «ευρωπαϊκά,. στην Εράτυρα ήταν ο Παναγιώτης Ντούντας. Τα τραγούδια αυτά παίζονταν γιατί τα ζητούσε ο κόσμος από μόδα «οι γυναίκες δεν ήθελαν άλλα συρτά να χορέψουν, μόνο ταγκό συρτό,. καθώς υπήρχε η δυνατότητα να παιχτούν τέτοιου είδους τραγούδια χάρη στη δομή της κομπανίας και στο ότι αρκετοί οργανοπαίχτες γνώριζαν από νότες. Ένας άλλος λόγος, ήταν μία προσπάθεια να αυξηθεί η θεματολογία, που έγινε κυρίως για λόγους επαγγελματικού γοήτρου. Οι ευρωπα'ίκοί σκοποί προσαρμόστηκαν στις συνθήκες που υπήρχαν. Έτσι τα ταγκό παίζονταν πιο γρήγορα (το «παραμάζωναν»), χορεύονταν σαν συρτό και το ονόμαζαν μάλιστα ταγκό­ συρτό. Μερικές φορές γίνονταν και αυτΟΣΧεδιασμός στο τέλος του τραγουδιού. Υπήρχαν επίσης και οι Ντράφτσες, για τις οποίες γίνεται αναφορά παρακάτω. Οι κομπανίες αποτελούσαν αναπόσπαστο μέρος της ζωής της Εράτυρας και ολόκληρης της Ανασελίτσας. Έπαιζαν σε γάμους, σε πανηγύρια και σε διασκεδάσεις. Ακόμα χρησιμοποιούνταν σαν μπάντες σε παρελάσεις, περιφορές του επιταφίου και σε σημαντικές κηδείες.

fI


Σιάτιστα Όσα αναφέραμε για την Εράτυρα, ισχύουν εν πολλοίς και για τη Σιάτιστα, τη μεγαλύτερη πόλη της Ανασελίτσας και πρωτεύουσα της τέως πλέον (διοικητικά) επαρχίας Βοίου. Η Σιάτιστα και η Εράτυρα, αστικά κέντρα Kc!ι οι δυο, KaMmOVTav από τους ίδιους σχεδόν μουσικούς κι από τις ίδιες ορχήστρες. Στις δεκαετίες 1950 και 1960, στη Σιάτιστα, υπήρχαν τρεις ορχήστρες. Μια απ' αuτές, η περίφημη "Σκύλα» η οποία κράτησε το παρωνύμιο από κάποιον παλιό κλαρινοπαίχτη τον " Σ κ ύ λ λ α » Ν ί κ τ σ ι ο ν ( Δ. Γκ α γ κ α σ ο ύ λ η ς ). Τ ο υ απέδωσαν δ ε αυτό το παρωνύμιο, επειδή έπαιζε γερά, χωρίς να κουράζεται!

Οι ορχήστρες της Σιάηστας

δεκαετ:ί.α του 160

ίl1ν

ιη Ορχήστρα Η νω «σκύλ » α γ

Θω ά Γκ κ σούλ ης μ ς αγ α κλ ίνο αρ

στ ή

Γιάννης Γκαγκασούλης , κλ ίνο αρ

Α ύ ργ ρης Γκ κ σούλ αγ α ης, ούλι τύ π νο , ντα μ α

ορχηστρα Γώ ο ι ργ ς Κάστιας, κλ ίνο αρ

Νίκο ς ά ι , K οστπόνι aς τ ρ μ

τ Δημή ρης Τσ οτίκ α ς, ι ούλ ντα ι

Πανα γιώτ ης τι Κάσ ας, τ ο πόνι ρ μ

Κώστα ς ά σ ς, K τιa Γκ βοκότ α α ς, τύυπ νο � α

Ορχήστρα ΣlάTlστας Γιώργος Τmοτίκaς, κλαρίνο

Παναγιώτης Γκαγκοοούλης, τρομπόνι

Θωμός(ΤΟ1ώμος) ' Γκαγκοοούλης, κορνέτα

Γάμος στπ Σιάπστα τα 1904. (Αρχείο Γεωργίου Μπόντα). Η oρxιiστpα αποτελείται από κJ.αρίνo, 6υο βιολιά, 6υο νταϊρέ6cς και μια κορνέτα Γρηγόρης Τrnοτiκος, τρομπόνι

Κώστας Γκαγκοσούλης, τυμπαvο, νταούλι

Οι οργανοπαίχτες στη '" J .) Σιάτιστα αποτελούσαν μια ιδιαίτερη, ξεχωριστή ομάδα. Ήταν δε οι περισσότεροι εκτός από μουσικοί και σιδεράδες. Η Δέσποινα Μαζαράκη, στο βιβλίο της "Το λαΥκό κλαρίνο στην Ελλάδα» κάνει αναφορά στους οργανοπαίχτες της Σιάτιστας, και παραθέτει στοιχεία που της έδωσε ο Γεώργιος Μέγας. " ...Για τη Σιάτιστα τα σχετικά στοιχεία μας τα δίνει ένα σημείωμα του Καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών και Επίτιμου Διευθυντή του Λαογραφικού Αρχείου και της Εθνικής

fI

Μουσικής Συλλογής της Ακαδημίας Αθηνών κ. Γ. Μέγα: Εις την Σιάτισταν, ως και εις άλλας μακεδονικάς πόλεις, ήσαν εγκατεστημένοι από πολλών ετών Γύφτοι χριστιανοί. Ήσαν συγκεντρωμένοι εις την βορείαν είσοδων της πόλεως και απέζων με την σιδηρουργικήν (πέταλα, καρφιά κλπ.) και την μουσικήν.

Η Σιάτιστα προ του 1900 αριθμούσε 8-1 Ο χιλιάδας κατοίκων και είχαν ανεmυγμέvην κοινωνικήν ζωήν. Οι γάμοι, που διαρκούσαν ολόκληρον εβδομάδα, και αι διασκεδάσεις των μεγάλων εορτών, έδιδαν και εις τους γύφτους μουσικούς αρκετήν απασχόλησιν. Έτσι συνέβαινε να εργάζονται κατά την περίοδον 1900-1915, που ενθυμούμαι, τέσσερεις κλαριτζήδε;ς με την κομπανία των (κλαρίνο, βιολί, χορνέτα, λαγούτο, νταϊρέ): ο Γεώργιος Τζιούτζος, ο Ιωάvvης Ντούντας, ο Κωνστ. Κασιάρας και ο Γκουντής ή Γεώργιος Μπάκας. Ο Ντούντας είχε κοντά του και τον γιο του Παναγιώτη, μικρόν τότε 12-13 ετών τον έβαναν στην καρέκλα ορθόν κι έπαιζε κλαρινέτο ,ψι μπεμόλ» Σήμερα ό Παναγιώτης Ντούντας, 50 ετών, είναι ο καλύτερος κλαριτζής της περιφερείας, διαμένων εις την Εράτυραν, όπου ασχολείται και με την καλ/ιέργειαν καπνού και το επάγγελμα του υδραυλικού. Προ αuτών ειργάζετο ο Κωνσταντίνος ΓKαντίVΗς και ο κατά 1 Ο έτη πρεσβύτερός του Ζήσης Τζιούτζος...»

11


Για το ποια ήταν η κοινωνική θέση των οργανοπαιχτών στη Σιάτιστα, παίρνουμε αρκετά ενδιαφέροντα στοιχεία, από ένα περιστατικό που συνέβη την πρωτοχρονιά του 1936, όταν οι οργανοπαίχτες διαμαρτυρόμενοι, αποφάσισαν ν' απεργήσουν και να μην καλύψουν μουσικά, τα γλέντια που οργάνωναν οι Σιατιστινοί τη μέρα εκείνη. Η «Εφημερίς της Σιατίστης» που εξέδιδε ο Παν. Α. Τσαούσης, στο φύλο της 1 σης Ιανουαρίου 1936, αφιερώνοντας ένα δίστηλο, αναφέρεται και περιγράφει το περιστατικό αυτό. (Το φύλο σώζεται στο αρχείο του Γεωργίου Μπόντα). ,

-�

" '7

."χ: -

....,

' �..-F;- '' 1$. �'�T:"" .. " ,� ... ,,"':<ii:� "" ' ''H�� � _. � rJ.:., .�. ·��;::�· '" �" '''' '1' : .

.

,

....

:�;:>.-

,,� -ι;.,ο" ,.JJ'. ·3.0ιd:.{PrJ�JOU

.

' .

•• . •

39

_ .•

'

�,Ι

.

.1 .

..

::,

.!

.

�::�:; :� ��:5�; � I�N'

�"

j ,,,�;-

:

..

"

..•

..

" "

�.

"ί .

"''"'' · 1

.

. ...

.'. , : .,.. <ο, ',;.;:,, " , �.s: " �;'-'; ; ,Ι '

-':

,; ,

. ..

,.:".,

.

--

----

.

.'

''-' ....' ...

. .

..

"'/,:· :' �Ι·./ .. ,.

"

.1· ·

.

1)' "1.<,.'.

:' ':> 1,_.;

[

0-'

:- �

.'

'-< : ' "' ' . ." _ ,

� .;; i;::�'���·�:�Ζ::� l��!���;�Ο:��{���.λ'ό�,· �}����;ε��� , .} �:\' Δ.I.&':�Y,�T""7 .ιΔ:�ΟJ<ΤI"'''�_.:c 'ρ�,:.. . . -1'.:",�', n�Ρλ·ΣI<r:γt-:=���;#α-ι:�DαΡ(

Π Α Ν.

<,ο,. Α. ,ο·Τ ,Σ Α σ ν Σ Ι; Σ· �.' . . 'ι '

'ι

�"

.

"

Τιμ})

_.

..

.r;DJ.ooo

2Jeax.'

:1'

·

-

'9.16

.

,

1 Ο /aνουaρίου 1936

«ΕΝΩ ΚΥΜ Η ΖΩΗ ΜΑΣ» Η ΠΡΟΟΔΟΣ ΜΑΣ

ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΣ ΑΠΕΡΓιΑ ΟΡΓΑΝΟΠΑΙΧΤΩΝ ΕΝ ΣΙΑΤιΣΤΗ «Μέχρι τούδε είμεθα συνηθισμένοι να ακούωμεν απεργίας εργατών, υπαλλήλων, μαθητών, αυτοκινητιστών και διαφόρων άλλων επαγγελματιών. Κανείς όμως δεν εφαντάσθη, ότι ήτο δυνατόν να έχωμεν και απεργίαν υπό των οπαδών του Ηφαίστου της πόλεώς μας, οι οποίοι παίζουν διάφορα πνευστά και έγχορδα όργανα, τα κοινώς λεγόμενα λαλούμενα. Η συμπαθής αύτη τάξις ανέκαθεν επιζητεί να πληροφορηθεί απλώς μόνον ότι υπάρχουν ομάδες διασκεδάζουσαι και σπεύδει και τας περιτριγυρίζει δια να κατορθώσει να λάβει την άδειαν vt1 παίξει με τα λαλούμενά της . Είναι δε γνωστή και παροιμιώδης η αγάπη των προς τα χρήματα ως και η παράδοσις η σχετική με την παραγγελίαν του Πιλάτου περί κατασκευής των ήλων του Χριστού κ.τλ Και όμως ο αέρας της προόδου συμπαρέσυρε και τους συμπολίτας μας, μοναδικούς μουσικάντας της πόλεως. Κατά την πρωΤΟχΡονιάν υπάρχει εν Σιατίστη το έθιμον της μεταμφιέσεως δηλαδή των καρναβαλιών συμφώνως προς το οποίον διάφοροι ομάδες μεταμφιεζομένων με επί κεφαλής διαφόρους (δυσανάγνωστο) διασκεδάζουν όλον το εικοσιτετράωρον της πρώτης του έτους.

11

Ιδού λοιπόν τι εσοφίσθησαν οι φίλοι μας συμπολίται ολίγας ημέρας προ της πρώτης του έτους. Αντήλλαξαν γνώμας, συγκεντρώθησαν εις την οικίαν των αδελφών Γκαγκασούλη εις συνέδριον, ανήρτησαν την εικόνα της θεομήτορος και ήρχισαν να συσκέmωνται. το σοβαρώτατον της εκτάκτου και πρωτοφανούς αυτής συνεδρίας εισηγείται ο κοινή βοή

εκλεγείς πρόεδρος κ. Νιάκους Ρόνας, δεινός βιολιστής όστις με το ογκώδες παράστημα και την προτεταμένην κοιλίαν, έχει ύφος αληθινά προεδρικόν και επιβλητικόν. Καταλαμβάνει την προεδρικήν έδραν έχων προς τα δεξιά αυτού τον Πέτρον Κάστιαν και Ιωάννην Ράντον «γυρούς μπουρατζήδες» παίκτας των μεγαλυτέρων πνευστών οργάνων και αριστερά τον παίκτην μπουζουκίου και τον ωσαύτως δεινόν βιολιστήν και Μακεδονομάχον Γιάννην Λaλαγιάνην. Κατ' αρχάς ο πρόεδρος εξορκίζει όλους έμπροσθεν της Αγ. Εικόνος, ότι θα μείνωσι σταθεροί εις όσα θα αποφασισθούν. Κατόπιν αφού έξεσε την κοιλίαν του άρχισε να λέγη. Έως πότε ημείς θα είμαστε καταδικασμένοι κάθε πρώτην του έτους να παίζουμε δια να γλεντούν οι αρχοντάδες μας και να μας βρίζουν τον πατέρα οι Τσαουσιάδες χρονιάρα μέρα; Ας αποφασίσουμε εφέτος να γίνω μεν ημείς καρναβάλια και να φέρωμεν συναδέλφους μας οργανοπαίκτας από το Βελβενδό και να διασκεδάσωμεν όλοι μαζύ αδελφωμένοι. Ίσως αλλάζει το γούρι αυτήν την Χρονιά και έχωμεν καλωσύνες και επιτυχημένες αρραβώνες στον αγαπητόν μας κλαρινοπαίκτην «Σκύλλαν» Νίκτσιον τον Δ. Γκαγκασούλην, Δαμιανόν και όλα τα λεβεντόπαιδά μας. Να ιδούν μια φορά οι Σιατιστινοί πώς ξέρομε να γλεντούμε ημείς ωραία. Ο μακαρίτης ο πατέρας μου ο Ρόνας, ο μακαρίτης Τζιούτζιος Ζβίγγος, ο αλησμόνητος νταϊροπαίκτης Κόλτσης ο Νιούλκας, πέθαναν με μεράκι, γιατί δεν μπόρεσαν να γλεντήσουν μια τέτοια χρονιάρα μέρα». Και με βοήν και αλλαλαγμόν επεδοκίμασαν τους λόγους του, ενώ τα μάτια της Σκύλλας ήστραψαν και απεφάσισαν να μείνουν πιστοί εις την συμφωνίαν και να μασκαρευτούν συν γυναιξί και τέκνοις και αμέσως ήρχισαν να προετοιμάζονται. Πραγματικώς ήτο η πρώτη παρέα η οποία εχόρευσε εφέτος μετά την απόλυσιν της εκκλησίας έμπροσθεν της Μητροπόλεως υπό τους ήχους εγχόρδου μουσικής επί τούτω κληθείσης από την Κοπρίβα. Ημείς (δυσανάγνωστο) τριακονταμελούς περίπου παρέας των συμπαθών συμπολιτών μας ήτο εξαιρετικά επιτυχής και μάλιστα των κυριών και των κορασίδων. Αι γραφικαί στολαί εις τας φύσει ωραίας γυφτοπούλας προσέδιδον ιδιαιτέραν χάριν. Οι άνδρες ντυμένοι Τσολιάδες. Εντύπωσιν προξενούσε η λεβεντιά του Μακεδονομάχου Λαλαγιάννη αν έλειπαν μερικές Σιουλναρίδες απ' τα χολέβια, ανακατωμένες με τρουστκαλίδες λάσπης, ασφαλώς θα 'παιρνε το σχετικό βραβείο της εφημερίδας μας. Αι γυναίκες ντυμένες Τσιγγάνες Αφρικανικού τύπου, και από τα κορίτσια δύο-τρία ήσαν αλανάκια. Εγλέντισαν με γούστο και τάξιν όχι μόνον καθ'όλην την ημέραν και νύχτα της πρωτοχρονιάς, αλλά και κατά την επομένην ημέραν μέχρι του

11


απογεύματος οπότε εξέδραμον δι' αυτοκινήτων εις την γειτονικήν κωμόπολιν Εράτυραν, «Σέλιτσαν» δια να συνεχίσωσι το γλέντι των. Έπρεπε να παρευρεθήτε ολίγας στιγμάς εις την πλατείαν «τρία Πηγάδια» και να απολαύσητε αυτούς χορεύοντας και να θαυμάσητε την λεβεντιά και γούστο. Να ιδήτε την Λαλαγιάwιναν σέρνουσαν τον χορόν και τον κ. Πέτρον Κάστιαν να την παρακολουθή χτυπώντας τα «ζίλια» και θα ελέγατε αυτοί εδώ ξεύρουν να γλεντήσουν πραγματικά και στις φλέβες των τρέχει μουσικό αίμα, ώστε γνωστός θαμών του καφενείου Μάλαμα εξεφράσθη λίαν ενθουσιωδώς και ιδία για τους γαλακτοφόρους προβολείς της Λαλαγιάwενας, οίτινες εις κάθε πήδημα άλλαζαν διεύθυνσιν ελκύοντες και προκαλούντες την προσοχήν των μερακλήδων θεατών. Όδε κατακλασμένος κατά τον Μακεδονικόν αγώνα Μακεδονομάχος σύζυγός της ΛαλαγιάVVΗς όλο κι αναστέναζε κι ο τόπος δεν τον χωρούσε. Προ παντός όταν ήκουσε να τραγουδεί η Λαλαγιάwενά τουτο εξής τραγούδι: Αχ Τσιγγάνα με φωνάζουν, Γυφτοπούλα με ονομάζουν Μόλις βγήκα απ' το τζαντίρι , βρήκα άντρα μουσαφίρη και μου λέγει να με πάρει για να γίνουμε ζευγάρι να με πάει στην έπαυλή του, να φουμάρουμε μαζί του βλέπω Γύφτισες κοπάδια, όλο σίτες και ταγάρια στέκω μια και τη ρωτάω, τ' όνομά της για να μάθω.. Η Εφημερίς μας σημειώνουσα την πρόοδον και την νεωτεριστικήν τάσιν αυτήν των συμπολιτών μας, εύχεται ολοψύχως εις αυτούς τον καινούργιον χρόνον ευτυχισμένο και πρόοδον εις τας εργασίας των, να απολαύσουν δε ότι ποθεί ο καθείς».

Περιεχόμενα

του ψηφιακού δίσκου 1.Ζιωγούλα Τραγούδι του αρραβώνα. Τ ρ α γ ο υ δ ο ύ ν: Ε ρ υ δ ί κ η Δινοπούλου, Σεβαστή και Ευαγγελία Σιμοπούλου, Αρετή Μπούσιου, Ασπασία Γαλάτου και Δάφνω Μπούσιου από το Τρίκορφο.

11

2. Ανασελίτσα (10<; Νυφιάτικος)

Οργανικός σκοπός, ένας από τους τρεις Νυφιάτικους χορούς της Ανασελίτσας. Χορεύεται στη Σαμαρίνα και στα ορεινά χωριά τ η ς Α ν α σ ε λ ί τ σ α ς . Π α ί ζ ε ι τ ο συγκρότημα του Νίκου Δ . Αδαμόπουλου. Χορεύει πρώτη η νύφη κι όλοι «κερνούν». Η καλύτερη στιγμή για τους οργανοπαίχτες. 3. Γράμμουστα και Λιανοτόπι

Καθιστικό τραγούδι που αναφέρεται σε μια από τις πολλές επιθέσεις Τουρκαλαβανών, 1955. Γαμπρός και π νύφπ, περνούν ro πέφινο στα δυο αυτά κέντρα του βλαχόφωνου γεφύρι αι/άμεσα Μόρφπ και ΧρυσαυγΓι. Ελληνισμού που βρίσκονταν στις πλαγιές του Γράμμου. Πολλά τα πάθη και τα δεινά, εξ' αιτίας κυρίως των επιθέσεων και των συγκρούσεων με Τουρκαλβανούς από το 1760 ως το 1770 και των αντιπαραθέσεων με τον Αλή Πασά από το 1790 μέχρι το 1810. Τελικά οι οικισμοί αυτοί, οδηγούνται σταδιακά στην καταστροφή και την ερήμωση, οι δε κάτοικοι μετακινούνται σε άλλους τόπους. Σήμερα, ακολουθώντας τους τουριστικούς χάρτες και την ένδειξη «Ερείπια Γράμμου» συναντούμε ορθούς τέσσερις πέτρινους τοίχους της παλιάς εκκλησίας της Γράμμουστας, που ήταν αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Παίζει φλογέρα και τραγουδάει ο Λευτέρης Γυφτάκης, από το Βυθό (με το παλιό Ντόλος). 4. Γιουσούφ Αράπης.

Ιστορικό τραγούδι σε ρυθμό τσάμικου. Τραγουδιέται στη Σιάτιστα και αναφέρεται στο συγγενή και στενό του φίλο του Αλή Πασά, το Γιουσούφ Αράπη, γνωστό από τη δράση του την άνοιξη του 1794, στα χωριά του Βάλτου, στα Τζουμέρκα, στον Ασπροπόταμο, στ' Άγραφα, στο Ξηρόμερο και στο Καρπενήσι όπου κατά τον Κασομούλη, ("Στρατιωτικά Ενθυμήματα", Τομ Α' σελ. 118), «επέδραμε θύων και απολλύων, φέρων πυρ και σίδηρον και σκοινί ... και με τα παλούκια εις τους (.όμους, εγέμισεν τα βουνά από mώματα παλουκωμένων, ψημένων, σφαγμένων ανδρών, αδυνάτων ποιμένων και χωρικών.» Το 1804 ο Κατσαντώνης συγκρούεται και καταφέρνει να εξοντώσει ένοπλο τμήμα του Γιουσούφ Αράπη που συνέχιζε τη δράση στο Βάλτο και στο Ξηρόμερο. Η νίκη του Κατσαντώνη προκάλεσε μεγάλη εντύπωση στους υπόδουλους Έλληνες. Παίζει η Σιατιστινή ορχήστρα με τους Γιώργο Κάστια κλαρίνο, Νίκο Κάστια τρομπόνι, Παναγιώτη Κάστια τρομπόνι, Δημήτρη Τσιοτίκα νταούλι και Κώστα Κάστια ή Γκαβοκότα τύμπανο. Τραγουδάει ο Γιάννης Τσιάρτας.

11


5. Ντόϊνα

οποίος κατά τη διάρκεια της ηχογράφησης, «ποιεί την φήμην» και εμψυχώνει «ΤΟ κλαρίνο, το καμάρι της Λόντζιας" τον Κώστα Ντίμτσιο - Τσιμούλι, που εδώ ξεδιπλώνει το ταλέντο, τη δεξιοτεχνία και την τεράστια αυτοοχεδιαστική του μνήμη, Στο τέλος, κλείνει το σκοπό, ο Χριστόδουλος (Λάκης) Χαλκιάς με το βιολί του,

Οργανικός σκοπός, μια από τις ντράφτσες, «" ,Μετά το τραπέζι στο σπίτι του γαμπρού και μετά το τραγούδι (Εδώ σε τούτουν του σουφρά",) έρχονταν μέσα στο σπίτι τα όργανα κι έπαιζαν τις ντράφτσες ή «ζτράφτσες» από το κροατικό Zdravice δηλ, «στην υγειά», γράφει ο Δημήτριος Παπαναούμ, Η ντράφτσα είναι σκοπός αργός, μακρόσυρτος, βαρύς στον οποίο δοκιμάζεται περισσότερο η δεξιοτεχνία του κλαριντζή, ενώ οι άλλοι κρατούν το ίσο, Φυσική κατάληξη της ντράφτσας, ήταν σκοποί ανατολίτικοι, τσιφτετέλια, Μ'αυτά παλιότερα ο Νιάκος Ντούντας και οι άλλοι οργανοπαίχτες, «ξεσήκωναν τους μπέηδες της Λιαψίστας, όταν τους καλούσαν στα γλέντια τους, Στις Ντράφτσες, περιλάμβανονται όμως κι άλλα αργά καθιστικά τραγούδια, όπως κλέφτικα και τραγούδια του Μακεδονικού αγώνα (Λούκας, Παύλος Μελάς κλπ,) Μετά τις Ζτράφτσες το σπίτι άδειαζε κι όλοι έβγαιναν στην πλατεία για τον τρανό χορό, Μια από τις ντράφτσες που έπαιζαν, ήταν και η Ντ6ίνα, παλιός ποιμενικός σκοπός που έφεραν οι ταξιδευτές και οι πραματευτάδες από τη Ρουμανία, Ντόϊνες, συναντούμε στην Εράτυρα και στην Πυρσόγιαννη τ/ς Κόνιτσας, Δε γνωρίζω αν σώζονται, αν υπάρχουν άλλες καταγ.ραφές με NτόϊVες, Παίζει κλαρίνο με εξαίρετο τρόπο και μοναδική τεχνική, ο Παναγιώτης Κάστιας (Ντούντας), Τον συνοδεύουν, Δημήτρης Μάτας (Μήτσος ΓKOυVΤΉς) κορνέτα, Δημήτρης Βατιάνης τρομπόνι, Αναστάσιος Μπέλος νταούλι και Θόδωρος Καραμήτσιος τύμπανο,

8. Κυρατζίδικο

Αργό τραγούδι της στράτας, σαν αυτά που κάποτε ζωντάνευαν τις παζαρόστρατες και τις ποταμιές της Ανασελίτσας, Παζαριώτες, Βλάχοι, Κοπατσαραίοι, που ξημερώματα, προτού να φέξει, τραβούσαν για τα παζάρια της Αί Μαρίνας στο Τσοτύλι και του Αγίου Αχιλείου στα Γρεβενά, Κυρατζήδες, τζιομπαναραίοι, οδοιπόροι της νύχτας και της μέρας, αντιλαλούσαν με τις υπέροχες φωνές, τις μοναδικές διφωνίες και τα βγαλμένα απ' την ψυχή μακρόσυρτα «αϊ-χόϊ», Μοναδικά ακούσματα των παιδικών μας χρόνων, Μη λυπηθείς μιαν ορφανή, μη λυπηθείς μια χήρα Να λυπηθείς μιαν όμορφη, μια μΙKΡOπανΓρεμέVΗ τη στέλν' άνΓρας στα πρόβατα, τη στέλνει άνΓρας στα γίδια κι αυτός γυρνάει, γυρνάει γιε μου στα καπηλειά Παίζει φλογέρα και τραγουδάει ένας από τους τελευταίους μερακλήδες της Ανασελίτσας, Ο Θεμιστοκλής Βλάχος, βοσκός στα παιδικά του χρόνια από την Αγία Σωτήρα, γαμπρός στη Μόρφη και μετανάστης στο Sudbery - OntarioTou Καναδά

6. εψές περδίκα ν'έπιανα Τραγούδι από «την άλλη μεριά της Ανασελίτσας», αυτή που σήμερα ανήκει στο νομό Γρεβενών, Τραγουδάει ο όμιλος γυναικών από το Τρίκορφο,

9. Καραμπατάκι

Οργανικός σκοπός, βαρύς χορός για μερακλήδες, Παίζεται και χορεύεται στα πάνω χωριά της Ανασελίτσας ως το Δοτσικό και τη Σαμαρίνα, Καραμπατάκι σημαίνει στα τουρκικά, μαύρο παιδί, Παίζει ο Νίκος Δ Αδαμόπουλος και το συγκρότημά του, Συνηθισμένο γύρισμα μετά το καραμπατάκι, ήταν ο τσάμικος,

7. Νουμπέτ

Αργός, επιβλητικός, οργανικός σκοπός που ανοίγει και κλείνει τα γλέντια κυρίως στα γύρω από τον Πεντάλοφο χωριά της Ανασελίτσας, Η ηχογράφηση έγινε στον Πεντάλοφο, στα τέλη της δεκαετίας του '50, από τρεις μερακλήδες, Το γιατρό Κλεάνθη Κιτσάκη από το Δοτσικό, το Χρήστο Μητράκα και τον επίσης γιατρό Αντώνη Παπανικολάου, ο

11

Κώσraς Nτίμrσιoς (Τ σιμούλι)

10. Μαργιούλα Στον καθιστικό, έως αργό στρωτό αυτόν σκοπό, ο μεγάλος γλεντιστής της Ανασελίτσας από το

11


Βυθό (Ντόλο με το παλιό), ο Νίκος (Μκόλας) Μπέλτζιος «κεντάει» κι αυτοσχεδιάζει με τη φωνή και το βιολί του. Με τη Μαργιούλα κυρίως, (Μαργιόλα στην Ήπειρο), η φήμη του Μκόλα Μπέλτζιου είχε απλωθεί σ'όλα τα χωριά της ορεινής Ανασελίτσας. Τον συνοδεύουν, ο γιος του Χαράλαμπος (Λέλας) Μπέλτζιος με το κλαρίνο και ο Παύλος Μπέλτζιος, ο οποίος χτυπάει το νταούλι με τα χέρια, σαν νταϊρέ, για τις "ανάγκες" της ηχογράφησης. Ο Μκόλας, ανάμεσα στο τραγούδι, ξεσηκώνει την παρέα, παινεύει το παίξιμό του και «κάνει» δυο γυρίσματα. Το «σαν ήμαν νιος καμιά φορά, σαν ήμαν παλικάρι» και «τ' χαραή», έναν σκοπό που έπαιζαν κοντά στην αυγή, όταν καταλάγιαζε το γλέντι. </Ενα τελευταίο, για ν' αδειάσουν οι τζιέπες», λίγο πριν σκορπίσουν οργανοπαίχτες και μερακλήδες. 11. Συγκαθιστά και γυρίσματα Εδώ ακούγονται δυο συγκαθιστά (συν+κάθομαι) και τέσσερα διαφορετικά γυρίσματα. Η Σταυρομάνα, ο παλιότερος συγκαθιστός της Ανασελίτσας και το </Εχασα μαντήλι μ' εκατό φλουριά». Για τις ανάγκες δε του γλεντιού, τα γυρίσματα: 1) «Σκύλα Κατερινιώ». 2)Το Κουρναβάδικο (από την οικογένεια των Κουρναβαίων του Διλόφου) το οποίο στο Εmαχώρι το λένε Ζντρού - συνηθισμένο γύρισμα των περισσοτέρων χορών της περιοχής, 3)Το συρτό «Βασίλω» και 4) η "Μάντρα», που εδώ το λένε «Λιανώματα». Παίζουν, κλαρίνο ο Χαράλαμπος (Λέλας) Μπέλτζιος, βιολί ο Μκόλας Μπέλτζιος και νταούλι ο Παύλος Μπέλτζιος. Η Μαργιούλα και τα Συγκαθιστά ηχογραφήθηκαν στο Βυθό (Ντόλο), μια Κυριακή το Σεmέμβριο του 1968, στο σπίτι του Μκόλα (Νικόλαου Μπέλτζιου), κατά τη διάρκεια ενός γλεντιού, μ'ένα μαγνητόφωνο ταινίας GRUNDIG. Χορεύουν, γλεντούν και συνοδεύουν τους μουσικούς στο τραγούδι, οι Βάσος Γκιούρης, Ανθούλα Γκιούρη, Νίκος Γκιούρης και Κοσμάς Παπατσιούμας. 12. Γαλαξί (20ς Νυφιάτικος) Ο Νυφιάτικος που χορεύεται «στα χαμηλότερα» χωριά της Ανασελίτσας, ως την Εράτυρα και τη Σιάτιστα. Είναι γνωστός ως Γαλαξί ή Γαλαξίδι. Η μελωδία γνωστή, τη συναντούμε και σε άλλες περιοχές. Ακούγοντας το σκοπό, στο μυαλό μας έρχεται η μελωδία από το τραγούδι «Μικρό μου Καστελόριζο». Ανασελίτσα - Καστελόριζο, δυο άκρες του Ελληνισμού και μια κοινή μελωδία. Παίζει ο Παναγιώτης Κάστιας (Ντούντας) και το συγκρότημά του.

11

13. 30ς Νυφιάτικος Ο τελευταίος από τους τρεις, Νυφιάτικος της Ανασελίτσας, με το συγκρότημα του Παναγιώτη Κάστια (Ντούντα). Χορεύεται λιγότερο απ' τους άλλους δυο και σχεδόν μόνο στη Σιάτιστα και την Εράτυρα. 14. Τρανόςχορός Παίζει κλαρίνο ο Παναγιώτης Ντούντας και τραγουδάει ο ίδιος μαζί με όλο το συγκρότημα. Πρόκειται για μια μοναδική και σπάνια ηχογράφηση. Παλιά συνήθεια, μόλις τελείωνε ο τρανός χορός, οι χορευτές, άρπαζαν τα καπέλα των οργανοπαιχτών και τα πετούσαν στον αέρα. Για αυτό οι οργανοπαίχτες, πριν αρχίσουν να παίζουν τον Τρανό χορό, μάζευαν τα καπέλα στη μασχάλη. Ο Τρανός χορός χορεύεται και τραγουδιέται κυρίως στη Σιάτιστα, στην Εράτυρα και στα γύρω χωριά στο γάμο, μετά τα στεφανώματα και παίρνουν μέρος όλοι οι καλεσμένοι. Κατά την παράδοση, καθιερώθηκε το έτος 1784, κατά την πρώτη επιδρομή των Τουρκαλβανών, τους οποίους απέκρουσαν 500 γεwαίοι Σιατιστινοί, που συγκέντρωσε ο προεστός Λογοθέτης στο αρχοντικό της ξακουστής Κυρα-Σανούκως Χατζηγίάwη. Ο Ναούμ Δημόλας, στο βιβλίο του «Η ζωή στη Σιάτιστα», γράφει: Ο «Τρανός» χορός είναι ήρεμος και με συμμετρικές κινήσεις στην αρχή, ταχύς και πηδηχτός στο τέλος και εκφράζει τη λύπη των συγγενών της νύφης και τη χαρά της οικογενείας του γαμπρού. Να παρακάτω οι στίχοι του τρανού χορού. Πα τ' ισένα, κυρά νύφn, πέντε κάστρα μάλωνάνε κι άλλα πέντε πολεμούσαν για τα δυο σου μαύρα μάτιακαι το μιρτζιανό σου χε(λι, Μωρή κοντή συρματιρή, κοντή συρματιρένια, να' ρθείς αργά στην πόρτα μου, να 'ρθείς και στ' αργαστήρι. Έχω δυο λόγια να σου ειπώ, δυο λόγια να σου κρένω. -Και πώς να πω τη μάνα μου και πως να την γελάσω. -Μάνα μ', νερό δεν έχουμι. -Σα δε 'ναι, σύρε πάρε. Κι αδράχνει το χρυσό σταμνί στη βρύση για να πάει και βρίσκει το γιαρέντη της στην πέτρα να κοιμάται. Να τον ξυπνήσει αντρέπεται, να τον λογιάσ' φοβάται και σκύβει και τον φ(λησε στα μάτια και στο στόμα. την αμάχη πό πιασάμι και στη μέσ' σταυραίτός και μου πήρεν την περδίκα και μ' την έφαγι και μου πήρεν το μαντήλι και μ' το πέταξιν Στου Αί�Θανάσn την αυλή χρυσό πουλάκι στέκει και λαλεί Αηδονολαλεί και λέει τον καιρό που θέλ' να εύρει. Στα τρία αλώνια βάλαν την βουλή για Σταμούλη το σκυλί, μέσ' στη Σιάτιστα να πάνouν, τρεις αρχόντισσες να πάρουν, τη Γεράνεια να πατήσουν κι άρχοντα να μη αφήσουν. Στο Γρεβενό γιουμάτισαν και στο γιουφύρ' σταμάτησαν, μέσ' στην άκρ' απ' το γιοφύρι έστησαν χρυσό τσαντήρι, άνοιξαν τα μπαϊράκια τους δεν ξέρουν τα φαρμάκια τους. Θα γυρίσουν λαβωμένοι, δεν το ξέρουν οι καημένοι. -Κυρά-Σανούκω, πες της Βάϊας σου

11


να διώΕ,' τους φυλαχrάδες , διώξτε τους να παν εκείθε, να πατήσουμε το σπίτι. -Δεν σας φοβάμαι, σκυλαρβανιτάδεs, έχω τα σπίτια μου ψηλά με μολύβι σκεπασμένα και με μάρμαρο στρωμένα. Κάτω στο Μπούνο μαχαλά μάστε φκέλ/ια και τσαπιά σύρτε και στου Καρδογιάννη να του πάρτε το τηγάνι

- Πες το, πες το παπαδιά μου, μη μ' αντρέπεσαι - Έλα βράδυ κι αύριο βράδυ, θα 'μαι μοναχή. Χα, χα, γέλασε ό δεσπότης και συνέχισε το σεργιάνι ... »

Και συνεχίζει ο Ναούμ Δημόλας.Στον τρανό χορό, πρώτος πιάνεται ο κουμπάρος. Η διάταξη του κορυφαίου του χορού καμιά φορά αλλάζει από σεβασμό. Π Χ αν ο πατέρας του γαμπρού είναι ηλικιωμένος, μπαίνει μπροστά και δεύτερος ο κουμπάρος ή και αν υπάρχει ο παππούς του γαμπρού, από σεβασμό τον βάζουν πρώτο. Ακολουθούν οι κοντινότεροι συγγενείς και όλοι οι καλεσμένοΙ.Τελευταίοι από τους άντρες δυο μπράτιμοι, ο μεγάλος κι ο μικρός, ο γαμπρός με τη νύφη. Μετά την νύφη πιάνεται η κουμπάρα, όλες οι γυναίκες και στο τέλος η μικρότερη αδελφή του γαμπρού.Στον τρανό χορό δεν πιάνονται, μόνο η μάνα του γαμπρού και της νύφης, οι οποίες κάθονται έξω απ' το χορό και καμαρώνουν. Στον τρανό χορό παίρνουν μέρος όλοι οι καλεσμένοι, και διαρκεί ώσπου να συμπληρωθούν τρεις γύροι απ' το σημείο που πιάνονται οι νεόνυμφοι. Ο τρανός χορός αρχίζει με τραγούδι που τραγουδούν όλοι, στη συνέχεια έρχεται η γλυκιά μελωδία της μουσικής που δίνει πιο έντονα το ρυθμό του χορού (είναι δε τόσο γλυκιά η μελωδία της μουσικής και δύσκολη, που δεν μπορεί εύκολα να παιχθεί από μουσικούς, αν δεν είναι ντόπιοι και δεν έχουν βιώματα του τρανού χορού). Η μουσική κάνει στάση πάλι και τραγουδιούνται πάλι ορισμένοι στίχοι του τρανού χορού. Αυτό επαναλαμβάνεται μέχρι να συμπληρωθούν οι τρεις γύροι του χορού, οπότε οι μουσικοί με ένα εύθυμο πηδηχτό ρυθμό τελειώνουν. Ο τρανός χορός είναι βαρύς και μεγαλοπρεπής, ήρεμος και αργός στην αρχή και γρήγορος πηδηχτός στο τέλος. Εκφράζει τη λύπη του αποχωρισμού και τη χαρά του γάμου. Ο Νιάκος Ντούντας ο τρανός χορός κι ο Δεσπότης Ένα ανέκδοτο περιστατικό με το Νιάκο Ντούντα, καταγεγραμμένο από αυθεντική διήγηση: "...Εκείνα τα χρόνια, μια Κυριακή, ήταν ο δεσπότης εδώ (στην Εράτυρα). Η επιτροπή (ο Παπαθωμάς, ο Γιάννης ο Στρέμπας (ο πάπος) και άλλοι, τον πήραν και γύρισαν μια βόλτα να ιδεί ο Δεσπότης το χωριό. Τότε ήταν και γάμος, χόρευαν έξω στ' αλώνια τον τρανό χορό όπως χορεύεται, με πεθερούς, συμπεθέρους, νύφη, γαμπρό, με όλους τους συγγενείς. Το τραγούδι οι οργανοπαίχτες το λένε μια στροφή με τα όργανα και μια στροφή με το στόμα. Όταν βλέπει ο Ντούντας ο Νιάκος τον δεσπότη να κάνει σιργιάνι, στον ίδιο σκοπό, αντί να πει τα λόγια που έλεγε στο τραγούδι (για τησένα κυρά νύφη...) αρχίζει και λέγει: Σκέφτηκα να σεργιανίσω μες στον γκιουλμπαξέ βρίσκω το δεσπότ' αφέντη ολομόναχο. -Κάτι θα σε πω δεσπότη μ', μα σ' αντρέπουμαι

11

Καταγραφή Βασίλης Στρέμπας 15. Άϊστε παιδιά μ' να φύγουμε Ο αποχαιρετιστήριος σκοπός, "το καπάκι» που έκλεινε το γλέντι του γάμου. "Άϊντε να παίξουμε και το σιαϊτάνκου» έλεγαν μεταξύ τους οι οργανοπαίχτες (για να ακολουθήσει στη συνέχεια η μοιρασιά). Παίζει το συγκρότημα του Παναγιώτη Κάστια (Ντούντα).

Οι Γυναίκες από

τη

Χρυσαυγl1 (ΜΟιΡαλΙ1)

16. Φέτος θα γίνει ο πόλεμος

"Λόγιο» προφανέστατα ιστορικό τραγούδι, που πέρασε στην τοπική παράδοση. Αναφέρεται στον Παύλο Μελά και στο μετέπειτα πόλεμο που οδήγησε στο "να γίνει το Ρωμέίκο» Τραγουδάει όμιλος γυναικών από τη Χρυσαυγή (Μοιραλή). Στο όμιλο συμμετέχουν: Ανδρονίκη Βαλκάνου, Σταυρούλα Πουλιοπούλου, Αρετή Τζίντζιου, Αφροδίτη Γκέκα, Πόπη Χριστοπούλου, Χρυσάνθη Κέδρου.

11


17. Γυναίκες που χορεύετε Τσάμικο που το συναντούμε σ'όλα τα χωριά της Ανασελίτσας. Παίζει το συγκρότημα του Νίκου Δ. Αδαμόπουλου 18.

Πέρδικα βασιλικιά

Τραγούδι της παρέας, του τραπεζιού και «του δρόμου». Τραγουδάει ο Θεμιστοκλής Βλάχος απ' την Αγιά Σωτήρα. 19. Σκάρος Ο γνωστός ποιμενικός σκοπός, από το μεγάλο δεξιοτέχνη του κλαρίνου, το Νίκο Δ. Αδαμόπουλο.

Ευχαριστώ Το Mιxάtfl NηστΙKά� και το ψώτη ΣαKaλή, από Τ9 τμήμα Μ9υσικής Επιστήμης και ,Τέ)(V11ς 910 Πανεπιστήμιο Μακεδσνιας, το μερακι και σι γνωσεις των οπσιων συνεβαλαν τα μεγιστα στην πραγμστοποιηση της εκδοσης. Το Γεώργιο Μπόντα, �υγγραφέα, Λαογράφο, τ. Διευθυντή της Δημόσιας Βιβλιοθήκης Σιάτιστας, για τις χρήσιμες συμβουλές και τις πολυτιμες ΠΛηροφοριες. Τον αδελφικό φίλο και συνεργάτη στην έρευνα, Κώστα Σιωμούλη από τη Μόρφη. Το Bασίλι;l Στρέμπα από την EΡΆΤUρα, ο οποίος, κστά τη διάρκεια της έρευνας, πολλές φορές μοιράστηκε μαζί μας την αγωνια. Το Γιώργο Τσότσο για τη βοήθειά του, όσον αφορά τους χάρτες και την απαραίτητη για την έρευνα «οριοθέτηση». Το ΕΛΙ.Α., για την ευγενή παραχώρηση του χάρτη της παλιάς Ανασελίτσας. Το Νίκο Γκιούρη, για την ηχογράφηση που έγινε στο Βυθό. Τον με τα κοινά του Βοίου και της ευρύrερης παριοχής ασχολούμενο, αγαπητό <ι>ίλο και συμπστριώτη Δημήτρη Λαμπρόπουλο, χωρίς τη συμπαράσταση του οποίου δε θα ήταν δυνστή η παρούσα έκοοση. Τον Αριστστέλη Μαγιάνη, από τον Πολιτιστικό Σύλλογο του Βυθού. Το Νομάρχη Κοζάνης Γιώργο Δακή, το Δήμαρχο Αγίου -Κοσμά Γιάννη Παπαδόπουλο και το Δήμαρχο Τσστυλίου Μανώλη Γκάση που στάθηκαν αρωγοί στην προσπάθειά μας. Τη Στέλα Λαμπροπούλου. Τους φίλους Λευτέρη Γυφτάκη και Θεμιστοκλή Βλάχο, τις κυράδες του Τρικόρφου και της Χρυσαυγής, οι φωνές των οποίων θα μείνουν ζωντανές για πάντα, παρακσταθηκη στις επόμενες γενιές. Τον καλο φίλο Γιώργο Μπέτζιο, από τους τελευταίους δεξιστέχνες του κλαρίνου στην Ανασελίτσα, για τις πολυτιμες πληροφορίες που αφoρoύvτην τέ)(V11 και το «ισνάφι» Όλους αυτούς που τώρα τους ξεχνώ και που σιγστραγούδησαν, ή σιγοσφύριξαν κάποιο τραγούδι, κάποια μελωδ!α, θυμήθηκαν τα παλιά, έδωσαν πληροφορίες και μας εμπιστεύrηKαν φωτογραφίες και υλικό, συμβάλλοντας στο να ξεruλιXΓεί το κουβάρι της έρευνας.

πις παρώς «με ro σrόμα>, σrl1ν πλαrεία rnς Kaλovιiς, J'1O ra εYKαίlrlΩ ΓΟΟ σιχΓώυ ΓεώΡΥιας Τσώνl1ς, � Mπόμπoρaς, EιXJύμιας ΤΖιiκας, Baσίλcιoς ΤΖl1μαιράκσς (&ισιλά/ο-71ς) και Νάmος Μπό�moρaς

11

Από καρδιάς, όλους τους ευχαριστώ. Κώστας Τσώνης

11


� Πηγές Βιβλιογραφία �:; �

Αρχείο Γεωργίου Μπόντα

� �

λ.'-)' () �)'� _

Δ. Παπ αναούμ: «ΜΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΙΑΤιΣΤΗΣ"

Η επεξεργασία, αποθορυβοποίηση και η δημιουργία του master έγιναν στο Εργαστήριο Μουσικής Επιστήμης και Τέχνης του Πανεπιστημίου Μακεδονίας

Αντωνιάδου Αριάδνη: Δημογραφικά στοιχεία των οικισμών Βυθού και Πενταλόφου της Ε παρχίας Βοιου Κοζάνης. Ιστοσελίδα Εκπολιτιστικού Συλλόγου Βυθού Βο·ίου.

Η αναπαραγωγή του CD, στη Nea Media, Βόλος.

Ναούμ Δημόλα, «Η ζωή στη Σιάτιστα"

Στοιχειοθέτηση & Επιμέλεια εντύπου: Dynamic Advertising office Εκτύπωση Εντύπου: Art Graphic

Περιοδικό «τα χνάρια» του Συλλόγου Ερατυραίκός. Τεύχος 2,1980 Φωτογραφικό αρχείο Αθαν. Κουλούσια

© Ελληνική Εθνογραφική Εταιρεία

ethnografic. society@gmaiI.com

Δέσποινα Μαζαράκη: «Το λα'ίκό κλαρίνο στην Ελλάδα, Αθήνα 1959». Γεωργίου Μέγα: «Σιάτιστα. ΤΌρχοντικά της, τα τραγούδια της κ' οι μουσικοί της". Έκδοση Συλλόγου Σιατιστέων Θεσσαλονίκης. Αθήνα 1963

11

� . (;" � (

11


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.