23. «Πιστός σ’ εκείνον ως το τέλος» Στις 8 Μαρτίου 1945, ο Ρόµπερτ Κέµπνερ και η σύζυγός του παρουσιάστηκαν στο οµοσπονδιακό δικαστήριο, στη γωνία Ενάτης οδού και Μάρκετ στη Φιλαδέλφεια, και έδωσαν τον όρκο που απαιτείται για να πολιτογραφηθούν Αµερικανοί πολίτες1. Εκείνος φορούσε κοστούµι και ριγέ γραβάτα, εκείνη ένα λουλούδι στο καπέλο. Ο Κέµπνερ κέρδισε την ιθαγένειά του µε την αξία του. Η δουλειά του για τις δηµόσιες υπηρεσίες είχε διευρυνθεί σηµαντικά τα τελευταία τρία χρόνια του πολέµου. Δεν παρείχε µόνο τις γνώσεις του ως εµπειρογνώµονα στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και πληροφορίες στο FBI, αλλά αναφερόταν επίσης στο Τµήµα Στρατιωτικών Πληροφοριών του Υπουργείου Πολέµου και, µαζί µε τη σύζυγό του και µια οµάδα βοηθών, συνέτασσε εκτενείς εκθέσεις για το Γραφείο Στρατηγικών Υπηρεσιών (OSS)2, τον προκάτοχο της CIA. Στην OSS οι Κέµπνερ συνεργάζονταν µε τον Χένρι Φιλντ, έναν ανθρωπολόγο στον οποίο ο Ρούζβελτ είχε αναθέσει να µελετήσει αυτό που θεωρούσε το πιο πιεστικό µεταπολεµικό ζήτηµα: τη µετανάστευση και την επανεγκατάσταση των διεθνών προσφύγων. Το άκρως απόρρητο σχέδιο «Μ» περιλάµβανε τελικά περισσότερες από 600 εκθέσεις γενικού ενδιαφέροντος. Η συµβολή των Κέµπνερ ήταν ένα µητρώο των λιγότερο ή περισσότερο σηµαντικών Γερµανών αξιωµατούχων, καθώς και µια έκθεση, διαρθρωµένη σε πέντε µέρη, σχετικά µε τις γυναίκες στη ναζιστική Γερµανία. Οι έρευνες διανεµήθηκαν στα αρµόδια στελέχη στην Ουάσινγκτον και στη συνέχεια, µετά τον θάνατο του Ρούζβελτ, µπήκαν «στη ζώνη του λυκόφωτος, στην οποία οι αναφορές αρχειοθετούνται και λησµονούνται»3. Ο Κέµπνερ συνέχισε να ελπίζει ότι θα σταµατούσε να δουλεύει ως ειδικός συνεργάτης και θα αποκτούσε τελικά µια θέση πλήρους απασχόλησης στο FBI. Αν και δεν ήταν καθόλου σαφές κατά πόσο είχε µέλλον εκεί, απέρριψε δύο καλά αµειβόµενες εργασίες στην Ουάσινγκτον4: η πρώτη, µε µισθό 6.200 δολάρια ετησίως, ήταν µια θέση ερευνητή στην Υπηρεσία Κηδεµονίας Ξένης Περιουσίας1, που επέβλεπε την κατάσχεση της περιουσίας των εχθρών των ΗΠΑ· η δεύτερη δουλειά, 1
Office of Alien Property Custodian: υπηρεσία της αµερικανικής κυβέρνησης κατά τον Α΄ και τον Β΄ Παγκόσµιο Πόλεµο, για την προστασία και διαχείριση της περιουσίας που ανήκε στους εχθρούς των ΗΠΑ (Σ.τ.Μ.).