Βάιος Νικιώτης
Οιμωγές Ενδυμίων
Βάιος Νικιώτης
Οιμωγές Ενδυμίων
Οιµωγή 1η
Προσκλητήρια εξοπλισµένα δόλο στις παλάσκες. Γεννηµένα αληθινά δόντια. Και µια µάσκα µε σκαλιστές φλόγες αντί µαλλιά. Κρύφιες σκέψεις ίσα - ίσα για ένα φακό ένα χάρτη επίπεδο χωρίς βουνά. Μια επίπεδη χώρα, σε επίπεδους ανθρώπους το πλάνο και σκορπίστηκε ανάµεσα σε µαχόµενης ηµέρας πονηρά απ’ τον εαυτό τους παγίδα παραλλαγής. Ούτε κρύο ούτε ζέστη στον επινοηµένο τόπο και ο ψεύτικος αέρας µυρίζει καµµένα κλωνάρια απ' τον εκσφενδονισµό υγρού πυρός µέσα σε κολοκύθες. Των προσκλητηρίων το έδαφος έτοιµο από ίδιους που άνοιξαν διάπλατα τις άκρες προσφέροντας απλόχερα σκιές στου αέρα την παρατήρηση για κάλυψη κι απόκρυψη ανεµοδούρας µυτερής που µπορεί να µαχαιρων' τ' αστέρια. Άβολος ο φόβος [7]
που σούρνεται στο γυµνό σύδεντρο της αλήθειας, στου επίπονου ποδαρόδροµου της αλήθειας, µ’ ένα χλωµό νεκρού φορεµένο από µαύρη δύση που µυρίζει κλεισούρα κι ένα τροπικό παπαγάλο στον ώµο ταϊσµένο απ’ το ’να χέρι µαντεψιές. Στην αδικία τού γαγγραινώδες πλάνου θα σκάει λες το σφυρί µε µιας δυνατότερα από κάθε φορά και ούτε το φρύδι δε θα χαϊδευτεί. Να ’ναι ο ύπνος βαρύς από το γδουπο αναστεναγµών. Όχι για λέξεις απ’ τα ταµπούρια στο ταµείο πάρε δώσε, όσο για ακάλυπτο ορίζοντα. Το ζείδωρο της υγρασίας του από µετερίζι ιστού πορευόµενο φως.
[8]
Οιµωγή 2η
Έρωτας αγάπη δύναµη, εφήµερα συναισθήµατα σε δολοφονικές ορέξεις από φόβο. Πανταχού παρών φόβος και λυγισµένα γόνατα µεγαλώνουν σε γυµνάσια και γίνονται πονηρά ευαίσθητες ψυχές καρφώνοντας στις πλάτες ράφια βιβλίων. Πλέον υποβιβαζόµενες σε καµώµατα εντόµου. Τα διπλόποδα µε πτερύγια από ταγµάτωση ίδια σκοτεινιάζουν την ευθύτητα από συµπάθειας και δαγκώνουν το µπράτσο που θ’ απλώσει το άκρο του µε απουσία πόζα. Χουζουρεύουν την ευφορία στα κρεβάτια και στα πολύφωτα στα περβάζια και στα µουσικά κουτιά µε καµπανούλες που ’χουν άλλα µικρότερα κουτιά και δέκα πενήντα εκατό, αµέτρητα κουτιά κουτάκια να γίνονται οι ευχές εποχές µήπως συµβεί τίποτα από εαυτό µέσα και άλλων απ' την άτοπη βιολογική µαγεία µεταροµαντικών ιδεών. Πάροχοι ιδιοφυΐας και να! ευφορία έτοιµη για γιατρό φρίκης. Ο φόβος κυκλώνει... «βλέπω ένα C να κυκλώνει [9]
το κορµί σου», είπε µε ιαµατική διάθεση απ' τη κιονοστοιχία δεξιά αριστερά της περµανάντ και ο καφές. Τί ακριβώς φοβούνται... να ’ξεραν. Πώς θα κοιτάξουν κατάφατσα το κοράκι επισκέπτη απ' την άκρη του τσίγκου να φτυαρίζει νύχτα νύχτα µε το κουτάλι τους το δρόµο για το δάσος... Ένα κουτί, µεγάλο κουτί µε πετράδια και µέσα οφθαλµαπάτες οφθαλµιδίων µε κεραίες που πετούν σε µάχιµους φόβο από πνικτικής έντασης. Με φόβο βρίζουν και τις καµπανούλες γρήγορης µεταµόρφωσης των µαχίµων οµοίων από εντόµων γιατί στο µέτωπο δεν γράφουν, πολεµούν.
[10]
Οιµωγή 3η
∆εν είναι αξιοθέατα δεν είναι παράξενα ζώα, στο πεδίο µάχης να ’ρθεις να χαζέψεις. Ίσα που το απροσδόκητο συναίσθηµα ξανοίγει από σπιθαµή ρωγµή. Ίσα για συµπολεµιστού πυρήνα. Και κοιτάς... Εκ του πρηνηδόν θέση στ’ όρυγµα δίπλα σε αδελφή ψυχή, λάβε. Οι Θεοί διαστήµατος δε θα ’ρθουν.. Όλος ο ντουνιάς. Σέβη σε πολιτισµικά πολυβόλα µε επιταγές προέλασης για µορφή τάξη ωραιότητα, όλα σε κόκκινη γραµµή αταξίας. Η οργή, - σε κάθε συγχορδία επι της ζώνης ευθύνης, βάλλει κατά µέτωπο δόξα πατρί οράµατα µαγείες θρύλους αλύγιστο πείσµα για φροντίδα ζωντανού. Το χώµα δεν είναι χώµα, είναι χέρια µας. Που παραδέρνουν κάθε ασύντακτη µέρα. Τινάζονται, ηλεκτρισµένα απ' τη συνύπαρξη. Ποτέ δε ξεθυµαίνουν ποτέ.
[11]
Μόνο στον ύπνο τους µπορούν να φιληθούν, µόνο στ' όνειρο βλέπουν τον αριθµό που µε νύχια αξιώνουν οδύνη έρωτα. Είναι δύο από ερωτηµατικό, µοιράζονται την ιστορία όχι από πουληµένη κονσόλα της νήσου ηδονών µεσοπέλαγα των χρεογράφων. Στη ρωγµή υπαρκτής αγάπης που κλονίζει συθέµελα από µητέρας γη. Ό, τι γίνεται αυθεντικά δε ξεγίνεται. Το αυθεντικό αποδοµοµείται µοναχά. Πολέµα, ω!... άκαρδη µητέρα.
[12] [12]
Οιµωγή 4η
Από αδυναµία να ξεκάνεις κάτι. Κάτι να κάνεις από κάτι. «Ναι µητέρα, ξέρω από ποιον είµαι». Αυτόπτες µάρτυρες δε βρέθηκαν. «Στο ’χα πει µάνα, απόψε θα γίνει ο δήµιος νοηµάτων. Νοήµατα από λαιµό παραφουσκωµένα µε νοήµατα περισσότερα απ' όσο µπορούν να καταπιούν». Υπάρχουν κι άλλες νύχτες µπροστά. Τα υπόλοιπα είναι τόσο όµορφα. Γρασίδι δεντρόκηπος, δες, αλλάζουν στις εποχές όλα εδώ αληθινά, µαγικά αληθινά, και φέρνουν µια ζάλη κοντανασαίνοντας ανακούφιση από ηλιόφως. Όσο το επιτρέπει ο µαύρος λόφος από δίπλα µε τ’ αγκάθια. «Άλλωστε εµείς τον βλέπουµε κι αυτό φτάνει», είπε, χωρίς να τραυλίζει η τρίτη συλλαβή του πατρώνυµου. Περνά το τραµ κάνοντας ζιγκ ζαγκ σε µια πόλη ειδώλων και χτυπά το καµπανάκι ντιν ντιν όπως χτυπά το καµπανάκι από νοσταλγίας και ψαλιδίζει κάθε φορά ένα µικρό
[13] [13]
κοµµάτι ευχής που ’δωσε η µάνα. «Εσύ, νούµερο δύο, κοίτα το φακό... - σε κλικ γρήγορο από κρασί φτιαγµένος».
[14] [14]
Οιµωγή 5η
∆ες πρώτα, πως εισπνέει ηλιαχτίδα όµορφα και πως µεγαλώνει της λεµονιάς o καρπός λιτός. Μετά, ίσως µπορέσεις να τραβήξεις και του κινδύνου το σχοινί.
[15]
Οιµωγή 6η (Επίλογος)
Ένα ανθισµένο λιβάδι µε υπερήφανη από κλεισούρα γλώσσα ψύθιρο λεφτά. Αισθήµατα βιαστικά βήµατα περαστικά αισθήµατα. Νεφοσκεπή κορυφή έντοµα και σουφρωµένα χείλη. Λασπόλακκοι γεµάτοι ψέµα απάτη και η άβυσσος που από κάτω χαίνει. Υποκατάστατα διαφάνειας καθρεφτών. Τρεµάµενα δάχτυλα πόθων κι ο κόπος που αξίζει φυσώντας τού κάκου τον καπνό. Σβησµένο το λυχνάρι. Ανάλαφρο άγγιγµα από µητέρες αίσθηση από πληγή σε βάθος. Από σιωπής χαµόγελο αιώνια ποίηση η τροχιά του. Ανέκφραστοι οι πολεµιστές γράφουν τον ίσκιο και την ηχώ σε κοίλο καλντέρας. Πλεονέκτηµα χωρίς αντίρρηση, ο ιδρώτας στη µήτρα από ποτάµιο σώµα φωτίζει κανονικό δωµάτιο. Από εξάρτηση καµία. ....εξάρτηση.
[16]
ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΟΙΜΩΓΕΣ ΤΟΥ Βάιου Νικιώτη ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΑΝ ΨΗΦΙΑΚΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΑΣΙΛΗ ΛΑΛΙΩΤΗ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΤΟ ∆ΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2013