ΒΑΪΟΣ ΝΙΚΙΩΤΗΣ
ΟΛΕΣ ΟΙ ΠΟΡΕΙΕΣ Η ΠΟΡΕΙΑ
ISBN: 2014 ΕΝΔΥΜΙΩΝ ΕΚΔΟΣΕΙΣ endymionpublic@yahoo.gr ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ Νικολe-τάκης Σοφούλη 3, 151 21 Πεύκη Τηλ. 210 80 20 153 www.nikoletakis.gr e-mail: info@nikoletakis.gr
ΒΑΪΟΣ ΝΙΚΙΩΤΗΣ
ΟΛΕΣ ΟΙ ΠΟΡΕΙΕΣ Η ΠΟΡΕΙΑ
ΕΝΔΥΜΙΩΝ
Ο πλύντης δίσκων φαγητού λέγεται και dj. Μεγάλη ελευθερία. Λάμπει από τη νύχτα ακόμα το φως κι αυτό θα τ' απαρνιόμουν στο ξημέρωμα αφού στεγνώνει τη γη από τη χτεσινή βροχή. Μεγάλη ελευθερία και η κλίμακα, πρωτοφανή, φορτωμένη χοντρόρωγα κι αγίνωτα σταφύλια. Στο Άρτον η υπηρεσία δεμάτων με τη θεά Αθηνά. Στην άγρια φύση του Άρτον θρηνούν θανάτους, τσίφτες στολισμένα φτερά, κουρούνες ερωτικής αγωνίας με επιτόκιο χαμηλά. Ω!... η φθορά. Χαρούπια και Dante στη χώρα των Μυκηνέων.
[7]
Ο άνεμος έκανε ήσυχα ποδήλατο στη παραλία με ζωντανές παρτιτούρες στο αυτί. Κάποτε, φυσούσε μήνυμα θυσίας. Ο ψαλμός βούτηξε στη θάλασσα μόλις πέρασε κι έπεσαν απ' τα κλαδιά τα φύλλα. Οι υπόλοιποι καλεσμένοι έλεγαν για κλέφτες και αρματωλούς, έπιναν κάτι κόκκινο και κοίταζαν δεξιά να κρύβουν στα φλας το δεξιό προφίλ. Μεθυσμένοι πυροβολούσαν ο ένας τον άλλον μετά κι ο φωτογράφος αυτοκτόνησε. Δεν έμεινε κανείς! Μόνο ένα παιδί, γυμνό από έλεος, που 'βλεπε τους καλεσμένους στις φωτογραφίες και πλέον άκουγε καθαρά τη σιωπή, αφού κι ο άνεμος, δεν επέστρεψε ποτέ.
[8]
Με την προετοιμασία πάει, όχι με το σκοπό. Που και που ακουμπούσε στη σκιά του να ξεκουραστεί και το χορτάρι γινόταν μαύρο. Τη βλέπει χθες, σήμερα, ίδια κι όμοια και τον μέθυζε η προετοιμασία κι ότι σύμβαινε βάδιζε λαθραία τής σκιάς. Λαθραία συντεταγμένος φτάνει και στις κορφές. Δεν είναι κανένας πρωτομάρτυρας, ένας κιμάς είναι χωρίς βασιλικό και γλάστρες, πίνει το κρασί των δέντρων και μοσκοβολάει η σκιά γονιμοποίηση.
[9]
Το είδαμε το παιδί. Έστεκε ορθό, στο τελώνειο άνοιγμα στυλωμένο μ' ένα τραγούδι ορκισμένο στο ψωμί που βάρυνε το ξένο. Το παιδί, τί του καταλογίζαμε;... κι ακούστηκε μια φωνή, ακόμα πιο αυστηρή: η φωνή τού εγγονού.
[10]
Ο γιατρός αποφαίνεται επί των ακτινογραφιών αυτών. «Εξάρθρωση από προσώπου αμανές». Σπρώχνουν πείνα με πείνα οιμωγές από το στόμα κι ένας μαύρος μίνιμαλ ιστός στο αττικό φως καρφωμένος.Στη 70' Φτερόλακα, πολύχρωμοι με γκλίτσες κατεβαίνουν σλάλομ από σημαιάκια εντός πίστας. Της κατεβασιάς καταφερτζίδες, κερδισμένοι σε καθίσματα από ζεστά άχυρα απόλαυσης μ' ένα κιλό ζαχαρίνη φενάκης.
[11]
Από εκλάμψεις η επιθυμία με χέρι που ψευδίζει ελεημοσύνες ύψους αφίσας. Μόδα από πειρασμό παλιά, που σπρώχνει σε καλή τιμή μια ολοένα και πιο ριζική στέρηση παράφωνα εαυτή και γίνεσαι τόσο εύκολα κτήνος, όσο εύκολα κάνεις την αθώα περιστερά. Να, έκανε ρίμα το ποίημα και θίχτηκε η ρίμα, όπως κάθε τι άσκησης μες στον πυρετό που χάνει το βήμα και μένεις με την άσκηση στο χέρι και γεννιέται μια φιγούρα χωρικής μεταφοράς που σε κοιτάει με τα δικά σου μάτια και ζεις, εν τέλει, με μάτια εξακρίβωσης στοιχείων.
[12]
Γυρίζει, στρέφεται, τούτο το χώμα τρέφεται που στάθηκε, ήπιε μια ρακή, στίχους και ακόρντα πελαγίσια. Περίμενε...
Κι ακόμα περιμένει επιπλέον μ' ένα κλάσμα πείρας που 'φτιαξε και θάνατο οδυνηρό στο ίδιο του κρανίο, ένα σύμπτωμα από φύσηγμα,
το φύσηγμα αυτό στο σκουριασμένο ακόντιο ν' αλλάξει το σβέρκο στα βουνά να σημαδέψουν μέλλον. ...κι ένας περνάει και χτυπάει βαρύ ταμπούρλο μ' ένα αλλήθωρο μάτι.
[13]
βαλτόδεντρα
Άστρα τη νύχτα, ήλιος το πρωί, νερό απ' τη χαραμάδα· πιο κάτω υπόνομοι, πάμε πάλι απ' την αρχή. Άστρα τη νύχτα [...]
[14]
σε μοτίβο Ταρκόφσκι
Από το δάσος των γεγονότων σηκώνονται τα μάτια σε μαύρα πανιά και διασχίζουν κρεμαστάρια με σφαχτά και χάνονται στα χρόνια, φτάνουν στους γυρολόγους της ιστορίας για να ψωνίσουν από τον πάγκο φυλλάδια για χαλάκι “καλωσήρθες” αυτής της πόλης. Μυριάδες μορφές, οικοδεσπότες με τέχνη ενός πείσματος αφαίρεσης του πραγματικού αψηφώντας το κασκόλ τού βασάνου του.
Απ' το μελανό σημείο του ουρανού βρέχει μέλλον στη τελευταία χούφτα τής γης και τρέχει ένα σκυλί, κινείται γύρω της, κάθεται στο πλάι και με τη μουσούδα σε σκουντά αλεξικέραυνο...
[15]
Με κεντούν με τα μάτια κάτι ανθρώπινα στοιχεία πάνω σε βιβλία μεταμορφωμένα σε νούφαρα να ποζάρουν αποφθέγματα ως αλήθειες χωρίς να συναντιούνται ποτέ. Αλήθειες μεγαλωμένες χωρίς αλήθεια είναι όπως οι ψίθυροι αυτοί μέσα από τα δόντια. Ή φωνές φωνές ν' αλυχτά το φωναχτό ή σιωπές σιωπές ρίγος να ‘ναι από το σιωπηλό. Τα ψίθυρα βιάζουν τον αέρα, αντιβουίζουν κάτι στοιχειωμένο και διαβάλλουν την ατμόσφαιρα από μπαλωμένα καραβόπανα. Κανένα πλοίο δε φαινόταν.
[16]
La pietà
Ένα ρόδο κάνει περιπάτους ανάμεσα, εκεί που στέφει ο θάνατος το έλεος.
Ο καιρός περνά στης αναμονής την αίθουσα και χαιρετιόμαστε ακόμα άκοποι του ψαλμού· κι όπως συχνά συμβαίνει στο ξεδίπλωμα της χρονοπιέτας, ο καθείς και τα όπλα του στου μεσαγρού το συνανθρώπινο ήχο.
[17]
ο κύκλος των εποχών
Ησύχασε, καθόμαστε στη νύχτα σε άδεια στέγη αποκάτω. Αέρηδες, νεροποντές, εκεί· πλυμένα σώματα από παλιές ιδέες, πρόσωπα από ζωντανή απουσία.
Τινάζονται απ' τα κλαδιά και δίνονται πολύ στον ήχο ανακαλύπτοντας τον δικό τους ρυθμό, μια ποσότητα χρόνου στην κατοχή τους.
Σώπα, άκου πόσο ωραίο, και σπουδαίο, εσύ, πως κρατιέσαι από χαραμάδα ανοιχτή με δρόμο ενάντια και κύλινδρο στο χέρι, πως ξεδιπλώνεις μια σιωπή καινούργια.
[18]
πέρασμα
Νιώθεις ότι μεγαλώνουν οι αρθρώσεις σου κι αισθάνεσαι τη μάταιη λαχτάρα για τον εαυτό σου. Αυτά κι ένα λυχνάρι μ’ αναστεναγμούς όλο κι όλο εκτεθειμένο στον αγέρα ακριβώς καταγής που' ναι από κλώνους του θανάτου… εκείνου, που του πέφτει ο πρώτος λόγος κι ανάβει σπίρτο στο πόδι.
[19]
Με αργές βελονιές περνούν οι μέρες στο γόνατό μου· με ενοχλεί το πόδι, ωστόσο, δεν είμαι κουτσός.
[20]
Το ημερολόγιο είναι γεμάτο ορατότητα. Ένα νυχτερινό ξεφύλλισμα και τα παπούτσια βρίσκονται σε θαμπομπλέ προκυμαία Φυσάει νέα τοπόσημα στην αλμυρή αφριά και του γήινου πόνου τ' ανομολόγητα καίγονται όπως το πολυπαιγμένο φιλμ από το φως... Πήρα βιαστικά μια άλλη αναπνοή και καταγινόμουν ημέρες κι ένιωσα τα παπούτσια, ξαφνικά, ότι μπορούν να σκέφτονται.
[21]
όλες οι πορείες η πορεία Απλώνονται οι μελωδίες σ' όλο το μήκος τού κορμιού μου και οι στίχοι γίνονται έγχορδα κι επαναλαμβάνουν τις μελωδίες από τον κορμό και πες… πες, από που φυσάει τον ήλιο να τον ακολουθήσω· δεν αντιστέκεται, δεν ξεκολλά από πάνω μου τα μάτια της η φαντασία.
[22]
φως του πρωινού
Ούτε που σαλεύω κρεμασμένος απ' τα έγχορδα που παίζουν ό,τι κονιορτοποιεί του βέλους τη σκοπευτική γραμμή· πολυχορικό με άρπισμα και κιθάρες εικονογραφεί το άχθος τοπίων που δηλώνει το κράτημα από τα δέντρα, καντέντσα το βιολοντσέλο απ' άλλο ύψος επί της αρμονίας σπρώχνει το κοράκι του νικημένου σώματος στο κοινό τσουκάλι. Πόσα ξέρεις φως του πρωινού...
[23]
δίκαιο, ο οπλισμός των τοίχων
Άδειο διαμέρισμα που αντηχεί τη σιωπή. Απλώνεται η μανία τού κρύου αφού η ζωή δεν είναι όλο πράσινα και λουλούδια. Άδειο διαμέρισμα· ένα αντίγραφο που μοιράζεται από τη θυρίδα τού ήλιου να γραφεί από την αρχή τού βιβλίου η μορφή.
Πάτωμα-πάτωμα η ζωή, από την ταράτσα μέχρι το υπόγειο η σιωπή, να θέλω την κατοικία που γεννήθηκα.
[24]
χρονοτράπεζα
Είδα στα μάτια μου κι έσκαψα με το πατητό και σήκωσα από 'κει μέσα δάκρυα που βυθίστηκαν από κοντάκι διευθύνσεων.
Τα έκανα παράτα να ξεπλένω του χρονικού τη σκόνη· πιο πέρα, να 'ναι ορατές μορφές... Ω, πως αναπηδούν σε μια κλωστή καπνού!
Μια φωνή μιλάει, μιλάει απ' ένα νυχτέρι μέθης καρφωμένη στου χρυσόξυλου το απροσδόκητο κι όλα όσα βλέπει, βαδίζουν, γιατί δεν θυμούνται τι είναι οι πόνοι· το στέρνο όμως...
[25]
Βάδισα εικόνες και καλωσήρθες από τόπο σε τόπο· όλες μου τις ενέργειες, πότε χτισμένα κόκαλα πότε θερισμούς.
Όλα, μ' ένα χορδιστό χαμόγελο σπαταλήθηκαν κάθε που μια σκέψη άφηνα να στέκει στο πλατύσκαλο για προστασία στο αντίστροφο του χρόνου.
Όσο κι αν σε μαζέψω, όσο κι αν κεντηθείς σταυρωτά στεκούμενα νερά μη σε ματιάσουν, όσο καθαρά, αλφαβητικά, χωρίς μουντζούρες θε να σε στήσω, ξανά και πάλι ανανεώνεσαι γαμημένο ευρετήριο.
Έτσι σπαταλήθηκα κι έτσι συνεχίζω...
[26]
πέντε σονέτα
του σπασμού
Ποτισμένη η κάθε μου πληγή, με ρίζες που διψούν κι ανασταίνουν φύλλα να τα χορταίνει αέρας στο πιο ψηλό κλαδί.
Φορές πολλές με τύλιξε η πειθώ... ο ήχος της, που φανερώνει τραγούδι αυτό που τραγουδά όταν ο σπασμός στεριώνει και σελίδες αποκάλυψης γυρνά· και τραγουδούσε, μέσα της ξανά και πάλι και πως αλλιώς να κάνει, εκείνος!... ο σπασμός, που 'ξερε και τις πληγές να τις χορταίνει ζάλη.
[29]
του κριού
Ώρες από επιθυμία τρόμου να σωθούν με τράβηγμα, μαζί, αγκαζέ κι αυτές να ξεπλακώνουν χρόνο. Σωθείτε στην ιστορία, ώρες,
δεν έχω χρόνο, μαζί να σας τραβώ από προηγούμενες σιωπές, ούτε πόδια να με πάνε μου χαρίστηκαν. Έχω να σκαρφαλώνω οπλές,
να συνομιλώ μ' αγγέλους, να δίνω από ψυχή τον πιο δυνατό χυμό κι από σιωπή, να σωπαίνω χρόνο. Δεν υπάρχει ''έχω χρόνο από χθες'',
μπροστά απ' τον τροχό τού φόβου ανθίζουν και δε δύουν... το σούρουπο μιλάει, με διατρέχουν ολόκληρο, στο γύρισμα της μέρας οι στιγμές.
[30]
της αγωνίας
Μαραθώνιοι βομβαρδισμοί απ΄ το ψαλτήρι τού φωτός που ανεβάζει τα στόρια.
- Πού είχες πάει; Λάμνοντας ερχότανε, από φωτεινή αυλίτσα τα νερά και τα κλαδιά, τα φύλλα και η σαγήνη των ανθών, η ασύνειδη απόλαυση ο αθώος λόγος των σαρκών, η ηδονή που λυτρώνει το αύριο στο υψωμένο δάχτυλο, μια φορά η νιότη λάμνοντας ερχότανε, απ' το δόσιμο τού άλλου στον πόθο τού ενός κι έπλαθε αγιάτρευτα στο καφετί το πράσινο, ως που να στερηθεί το φως.
[31]
της όχθης (στην ώρα τού κόσμου) Κάτι από μέλλον μεταφέρουν που το είλκυσε το σκάφος των λέξεων απέναντι του ποιήματος. Σκόνη-σκόνη την πήγανε την όχθη σκορπισμένοι, λιώμα... Μια εικόνα ρέει κυματούσα
που ζει στο ρολόι, ως χαλίκι κόντρα. Δυο νησιά, που πλέουν πέρα,
καπνίζουν λήθη απ' το ίδιο τσιγαρόχαρτο, τ' αθύρματα των σύννεφων, το βλέμμα.
[32]
του βινύλιου
Πριν έβαλαν το πικάπ να παίζει, δεν θυμούνται τι κι έξαφνα το μέσα θέλει, γεννήθηκε απ' ένα σκρατς στο βινύλιο. Σκόπελος η ντο κόλλησε τη βελόνα στο εσύ, μέσα εκείνος ακούει απ' το μη. Η σολ τού πέλαγου εκείνη, μ' άροτρο χέρι, οργώνει το νύχι. Το άσμα το μπλοκέ
λεύτερο που 'δινε μοτίβο στο εσύ κι εκείνη, θέλω κάρπιζε στο μέσα, ήχος ωμός, φορτωμένος φως μίσχος απ' αιματωμένα χείλη.
[33]
τα σκάγια
Λίγο να κάνει κοπάνα απ' τα σύννεφα το φως και δίνει σ' όλα μια πλαστική αξία με την τελειότερη, σπιθοβόλα εκγύμναση. Στο αττικό φως, που σ' απορροφά ολόκληρο δεν μετακινείσαι απλώς· μες απ' τα βιτρό του πλήθους, τον πυρετό του θλιμμένου και τα ερωτηματικά της μοναξιάς, ευκίνητο κορμί από θερμούς τόνους σε πάει ο ελιγμός.
[35]
δεν αλλάζω τα ηχεία μου
Σκοτεινά κατάβαθα ό,τι δεν προσέχει τη ζωή αλλά τη δράση της, σφυράει απ' το στήθος τ' όνειρο, το μόνο που απαντά στις ερωτήσεις μου.
[36]
Ντύθηκα στην πένα και είπα να γράψω κάτι για το χρόνο.To σκέφτηκα, μ' ένα κουλούρι στο 'να χέρι κι espresso του πικρού στο άλλο. Σταύρωσα κι ένα κατράκειο γέλιο στο παράθυρο. - Τί τα θες;
[37]
Η βενζίνη αρκετή για να πω ότι ποντάρω στον προορισμό. Μάζεψα φόρα και βλέπω το κοντέρ της μοτοσυκλέτας που υψώνει τη φωνή τού αέρα και κουβεντιάζουμε και στέλνει δάκρυα στα μάτια· τίποτ' άλλο δεν ακούγεται, τίποτ' άλλο δε με δακρύζει από έλλειψη.
[38]
διακρότημα Ι Ι
Στο ξέφωτο χτυπά μεταβολές ο λεηλάτης, ο μέγας ωρολογοποιός. Οι εξτρεμιστές εκ του ορθίως: άρξατε πυρ! Έν' δυο, θρόισμα... Όσα επακολουθήσουν, το βαραίνουν. ΙΙ
Βλέπεις το δρομάκι κι από δρομάκι υφαίνεται και ο λαβύρινθος. ΙΙΙ
Πας με τη φωνή, πας με τη σιωπή, πορτοκάλι στιμμένο.
[39]
ΙV
Ο νούς σε πάει, ο νους σε θεραπεύει, κορμί... το νου σου. V
Ήθελες τη φωνή από ζωή, μόνο που η φωνή είχε μια στύση γυμνή από ηθικής βαρύτητας. VI
Το φρόντιζες το πρόσωπο, το κοίταζες και του μιλούσες με σιγανή φωνή. Στο άσπρο πρόσωπό σου, ουτ' ένα ποίημα γραμμένο. VII
Όταν βρέχει, το μάρμαρο γίνεται θερινής ανάγνωσης.
[40]
VIII
...κι ο τόπος, αφανίζεται από τα θυσιαστήριά του. IX
Άνοιγεις την πόρτα και βουτάς σε καθρέφτη. Α, το κόκκινο μπάνιο το ζεστό! X
Αυτά τα περιστέρια να πάνε αλλού, σαν τον πόνο μου άσπρα είναι.
[41]
διακρότημα ΙΙ I
Πολλοί τα ζητούν κι ακόμα πιο πολλοί τα βαρούν τα παλαμάκια... δεν έμαθαν αφού… να παν το βήμα, τη βρίσκουν με χαδάκια. ΙΙ
Η μάσκα δεν έχει κώλο, δεν έχει από μάτια ν' απαντήσει. ΙΙΙ
Έκανα μακριά μαλλιά και άτακτα, σα δηλητηριώδες φυτό πάνω στο κεφάλι μού είναι.
[42]
IV
Οι ρυτίδες ταξιδεύουν το ταξίδι παρασέρνοντας όλα τα πρίν. Γι' αυτό οι εύθικτοι θυμώνουν.
V
… και την ομίχλη, την πάω ζεϊμπέκικα, για να καθαρίσει. VI
Κατοίκηση των πόλεων από ερειπωμένους ανθρώπους. Αν κατέχεις από παιδί δεν κατοικείς τα όπισθεν. VII
Να ποτίζετε το περιβόλι, καμιά φορά, από χρόνια παιδικά. Βιτσιόζικο περιβόλι!
[43]
VIII
Οι κουδουνίστρες από γραφής απαντούν τη νέα ποιητική άνοιξη και μια κραυγή απ' αθερίνα, αλλάζει τοπίο κι όψη: [...] IX
Ο μοναχός σε μονό διαβάζει. Ο διπλός σε διπλό κρεβάτι, ξανά διαβάζει. Τί βελτιώνει; Την εκσπερμάτωση στις ρωγμές της καμπάνας. X
Στη μπουζού, η (οικονομική) κρίση τού καθρέφτη…
[44]
διακρότημα ΙΙΙ I
Στο έλος το βουητό ανταλλάσεται με την ησυχία. Ω!... το έλος, στο πράσινο χρώμα από ελπίδα το στάσιμο από συνειρμό, είναι δημιουργικό. Χρόνε χρόνε, γιατί τραβάς τον πειρασμό; II
Στολίστρες λέξεις μ’ ένα δείκτη από φωναχτό στίχο.
ΙΙΙ
...κι ωραίο χρώμα έχει αυτή η μπουκάλα με ρακί και η μπίρα στο ποτήρι, πόσο ζωηρή! Και η ζαχαριέρα και τα φλυτζάνια και το λαδόξυδο κι ο ποπ ρυθμός απ' τα βραστά αυγά! Το άλογο... δε μπήκε μέσα όμως. ΙV
[45]
Μια πορτίτσα και τα παραθύρια ήσυχα και στο λιακωτό με χαμένη κάθε αίσθηση το καϊκι που λικνίζεται. V
…κι η ρότα απ' τις αναπνοές των φίλων το κουράγιο η ροή. VI
Κανένας ήχος από καμπάνες δε φτάνει ν΄ακουστεί, να συναθροιστεί, φέρνοντας τη φούρια τού χρόνου.
VII
Να βοτανίζεις, να βοτανίζεις... κι ας πέφτει του λαιμού
[46]
το μαντήλι απ’ τον αέρα. Υπάρχω εγώ να το σηκώσω.
Κάτι φυσά τις μελωδίες από τα στήθια κι ένα κλειδί σού ανοίγει τα μάτια και βρίσκεσαι μαζί σου. Α ο έρωτας!
VIII
ΙΧ
Ο ήλιος έλαμπε μοναδικά και η βροχή με φωνές από μελωδικά πλήκτρα, ευνοούσε σ’ ένα μικρό κέντρο των πραγμάτων μια συλλογή ανθών από αγάπη. Χ
Ω η αγάπη!... πως ζυγίζει τούς κινδύνους…
[47]
Π
Ε
Ρ
Ι
Ε
Χ
Ο
Μ
Ε
Ν
Α
Ο πλύντης δίσκων φαγητού................................ ...............7 Ο άνεμος έκανε ήσυχα ποδήλατο......................................8 Με την προετοιμασία πάει..................................................9 Το είδαμε...........................................................................10 Ο γιατρός αποφαίνεται.....................................................11 Από εκλάμψεις..................................................................12 Γυρίζει................................................................................13 βαλτόδεντρα......................................................................14 σε μοτίβο Ταρκόφσκι........................................................15 Με κεντούν........................................................................16 La pietà..............................................................................17 ο κύκλος των εποχών........................................................18 πέρασμα............................................................................19 Με αργές...........................................................................20 Το ημερολόγιο...................................................................21 όλες οι πορείες η πορεία...................................................22 φως του πρωινού..............................................................23 δίκαιο, ο οπλισμός των τοίχων..........................................24 χρονοτράπεζα....................................................................25 Βάδισα εικόνες..................................................................26 πέντε σονέτα σονέτο του σπασμού.........................................................29 του κριού...........................................................................30 της αγωνίας.......................................................................31 της όχθης (στην ώρα τού κόσμου)....................................32 του βινύλιου......................................................................33 τα σκάγια...........................................................................35 δεν αλλάζω τα ηχεία μου..................................................36
[49]
Ντύθηκα στην πένα...........................................................37 Η βενζίνη αρκετή...............................................................38 διακρότημα Ι......................................................................39 διακρότημα ΙΙ.....................................................................42 διακρότημα ΙΙΙ....................................................................45
[50]
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΒΑΪΟΥ ΝΙΚΙΩΤΗ ΟΛΕΣ ΟΙ ΠΟΡΕΙΕΣ Η ΠΟΡΕΙΑ ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕΨΗΦΙΑΚΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΑΣΙΛΗ ΛΑΛΙΩΤΗ ΦΙΛΙΑΣ ΧΑΡΙΝ ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΤΟΝ ΜΑΡΤΙΟ ΤΟΥ 2014