®
Vozani Ariadni avozani@central.ntua.gr Athens, Greece Selected Articles / Επιλεγμένα Άρθρα
Η Μυστική χωρικότητα των εγκαταστάσεων της Β. Ξένου στον Εθνικό Κήπο.
Η Μυστική χωρικότητα των εγκαταστάσεων της Β. Ξένου στον Εθνικό Κήπο. Η επιλογή του Εθνικού Κήπου ως τον τόπο έκθεσης του συνόλου των έργων της Β. Ξένου με τον τίτλο ‘ Η ψυχή του τόπου’ ενεργοποιεί μια νέα εμπειρία ανάγνωσης τόσο του έργου της όσο και του ίδιου του Κήπου. Ωστόσο επιχειρώντας να προσεγγίσει κάνεις την σχέση αυτή συστηματικά, αντιλαμβάνεται μια παράδοξη πραγματικότητα ; η σχέση αυτή μοιάζει α-τελης καθώς κάθε απόπειρα εντοπισμού της φύσης της, παράγει νέα πεδία συσχετισμών. Ο Eθνικός Κήπος αποτελεί έναν ιδιαίτερο και μοναδικό από πολλές απόψεις τόπο στην νεότερη ελληνική επικράτεια και ιστορία . Ο πρώην Βασιλικός Κήπος είχε οργανωθεί συμφωνά με τα αγγλικά πρότυπα και όπως διαπιστώνει κάνεις από την μελέτη του χάρτη Bareaud,1 η σκηνοθεσία του βλέμματος βρισκόταν στο επίκεντρο του σχεδιασμού του ήδη από την αρχή της σύλληψής του. Η διαμόρφωση του βασίστηκε στις αρχές χάραξης καμπυλόσχημων διαδρομών που περιέκλειαν μικρότερες ή μεγαλύτερες ενότητες φύτευσης, με διάσπαρτες μικρές κατασκευές που αφορούσαν κυρίως τις περιοχές στάσης, αναψυχής και θέασης προς την πόλη. Έτσι παρόλο που ο σχεδιασμός δεν υπάκουε σε κάποια γεωμετρία, μέσω του αναπτύγματος των διαδρομών και της κατάλληλης φύτευσης οργανωθήκαν ‘ οπτικοί δίαυλοι’ που επέτρεπαν την θέαση προς συγκεκριμένα σημεία του ορίζοντα και μνημειακά σύνολα της πόλης της Αθηνάς. Με το πέρασμα των χρόνων, τις τροποποιήσεις που έγιναν και κυρίως με την ανάπτυξη της αρχικής φύτευσης αλλά και της συμπλήρωσης νέας , οι δίαυλοι αυτοί σε μεγάλο βαθμό χάθηκαν. Το ταξίδι του βλέμματος από και προς την πόλη περιορίστηκε και ο κήπος μετασχηματίστικε σε ένα μάλλον εσωστρεφές σύστημα που δεν αποκαλύπτει εύκολα τα μυστικά του, μία νησίδα περιπλάνησης και περισυλλογής. Η επαφή με την πόλη και την ιστορία της είναι πλέον περισσότερο υπαινικτική παρά κυριολεκτική. Την ιδία στιγμή ωστόσο ο Κήπος εξακολουθεί να διατηρεί μία από τις κεντρικότερες επιλογές σχεδιασμού του : αυτήν της λαβυρινθώδους δομής που επιτρέπει μέσω της περιπλάνησης την επιμήκυνση του χρόνου διάβασης, την ψευδαίσθηση ότι βρίσκεσαι εν τέλει σε έναν τόπο κατά πολύ μεγαλύτερο από ότι πραγματικά είναι, την έκπληξη μιας αναπάντεχης θέας. Η παράδοση του περπατήματος εμπεριέχει εξάλλου την ιδέα της ενατένισης (contemplation- προερχόμενη από τις λατινικές λέξεις tempus + templum δηλαδή χρόνος + χώρος). Επιπλέον η εμπειρία της διέλευσης από έναν τόπο όπου η σκηνοθεσία του βλέμματος και ο έντεχνα οργανωμένος ‘αποπροσανατολισμός’ αποκτούν κυρίαρχη σημασία, συνδέεται έμμεσα με την μυητική διαδικασία όπου μέσω μίας ιδιαίτερης αντίληψης του χώρου και του χρόνου ο άνθρωπος έρχεται σε επαφή με τις βαθύτερες πηγές της ύπαρξης του.
1
Πρόκειται για την έγχρωμη λιθογραφία με τίτλο Plan du jardin Royal d’ Athenes, σε κλίμακα 1.1000 που φιλοτεχνήθηκε από τον γάλλο κηποτεχνη Francois Louis Bareaud περί το 1847 και βρίσκεται στο Μόναχο στο μουσείο της κοινότητας Ottobrun.
Η διασπορά των έργων της Ξένου στον Κήπο συνιστά ένα επιπλέον δίκτυο σημείων και σημασιών που έρχεται να συνδιαλαγεί με τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της οργάνωσης του στον βαθμό που έχει επιβιώσει. Έτσι δεν επιχειρείται μία επέμβαση με τους όρους της ενσωμάτωσης ή της ρήξης αλλά η απόπειρα της βιωματικής ανάδειξης μίας από τις κεντρικότερες ερμηνείες – αναγνώσεις του ίδιου του Τόπου. Ενός τόπου που εκτονώνει την επιθυμία για το αναπάντεχο, όπως αυτό αποκαλύπτεται στο γύρισμα μιας στροφής ,ή στο σταδιακό άνοιγμα μιας καμπύλης. Ενός τόπου που αναδιπλώνεται για να διασταλεί στον χώρο και τον χρόνο , μετατοπίζοντας και πολλαπλασιάζοντας τα σημεία του τελικού ‘προορισμού’. Τα έργα φανερώνονται και φανερώνουν τον Κήπο , σε μια στιγμή της ιστορίας του όπου επιχειρείται ο εντοπισμός και η ανάδειξη της μοναδικής του φυσιογνωμίας. Λειτουργούν έτσι ως γεγονότα που καθώς αποκαλύπτονται, νοηματοδοτούν εκ νέου σημεία και φυγές, υφές και ήχους αλλά που επιπλέον υπογραμμίζουν τον Κήπο ως τόπο διέλευσης και μεταφοράς. Η έννοια της μεταφοράς αποτελεί εγγενές συστατικό του χαρακτήρα του Κήπου. Η μεταφορά αυτή δε αφορά τόσο την αυτονόητη λειτουργία του ως τόπο μετάβασης από το ένα σημείο της πόλης στο επόμενο, ή από το άστυ στην φύση, αλλά την ιδιότητα του να ενεργοποιεί την μνήμη και την φαντασία του περιπατητή καθώς περιδιαβαίνει έναν τόπο πλούσιο σε ιστορικές αναφορές, τόσο οπτικά μέσα από τα διάσπαρτα στον Κήπο ίχνη του παρελθόντος, όσο και νοηματικά. Η αρχική πρόθεση συσχετισμού του Κήπου μέσω του έντεχνου σχεδιασμού του με την ιστορία, τα μνημεία και την τοπογραφία της Αθήνας – πρόθεση με ιδεολογικές και πολιτικές προεκτάσεις - επανέρχεται μέσα από το έργο της Ξένου με νέους όρους : η διασύνδεση με την ιστορία υφαίνεται μέσα από την ποιητική του μύθου ,η επαφή με την φύση και την γη με την εισαγωγή μιας νέας για τον Κήπο υλικότητας. Περισσότερο όμως ίσως από κάθε τι άλλο αφορά την ενεργοποίηση μιας μυητικής διαδικασίας που έχει ως έναυσμα , το αρχικό έναυσμα των εγκαταστάσεων : τις μυθολογικές εικόνες και τα Αττικά μυστήρια. Μέσω της επικράτειας του’ ιερού’ συστήνεται εν τέλει ένα νέο πλέγμα αναφορών και μεταφορών ταυτόχρονα που ενισχύει την αίσθηση μιας περιπλάνησης πέραν του συγκεκριμένου τόπου και χρόνου, παραπέμποντας στην μυητική – παιδευτική σημασία των μυστηρίων. Ωστόσο έχει σημασία να υπογραμμιστεί εδώ ότι η απόπειρα αυτή εντάσσεται μέσα στο πλαίσιο μιας τέχνης εν τέλει χωροποιητικής. Τα έργα δεν τοποθετούνται μόνο ‘προς θέαση’ επιδιώκοντας να αποτελούν ‘ αισθητικά αντικείμενα’, αλλά προτείνουν νέες χωρικές εμπειρίες, σε ένα περιβάλλον ήδη καταγεγραμμένο στην συλλογική μνήμη της πόλης. Κατά μία έννοια κάθε τρισδιάστατη κατασκευή στον χώρο προκαλεί νέα πεδία συσχετισμών και δράσεων, παράγοντας χωρικές ποιότητες. Το ζήτημα είναι τι φύσης χωρικές ποιότητες προκύπτουν κάθε φορά μέσα από την αντίστοιχη χειρονομία. Οι εγκαταστάσεις της Β. Ξένου συστήνουν ένα σύστημα γραφής , μια γλώσσα που αποκαλύπτει την φύση του ίδιου του χώρου που τα υποδέχεται . Εάν μία ανάγνωση των εγκαταστάσεων αφορά την ιδιαίτερη αισθητική και νοηματική τους υπόσταση, μία επιπλέον αφορά τον τρόπο που επιχειρούν να επανασημασιοδοτησουν τον ίδιο τον χώρο. Έτσι , με την επιφύλαξη της απώλειας που φέρει κάθε είδους κατηγοριοποίηση, τα συγκεκριμένα έργα θα μπορούσαν να διακριθούν σε ενότητες ανάλογα με τον τρόπο που
υποδεικνύουν κινήσεις , διελεύσεις και στάσεις, όχι μόνο έμμεσα ή μεταφορικά αλλά και κυριολεκτικά. Στην πρώτη ενότητα ανήκουν τα έργα που αναπτύσσονται σε οριζόντιους ή κάθετους άξονες είτε μέσω γραμμικών στοιχείων είτε μέσω επιφανειών οργανώνοντας περάσματα ή απλά υποδεικνύοντας κατεύθυνση ως αγωγοί διασύνδεσης με αφανή πεδία. Η διαδικασία της διέλευσης τόσο χαρακτηριστική στο σύνολο των έργων -μία διαδικασία στην ουσία της χωροποιητική- ενεργοποιεί την συμμέτοχη του επισκέπτη μέσω της κίνησης, εντάσσοντας τον σε έναν μεταβατικό χώρο. Η σημασία του άξονα εξάλλου εμπεριέχει το νόημα της μετάγουσας δύναμης: πρόκειται ταυτόχρονα για το σύμβολο και τον διαμεσολαβητή της μετάβασης. Στην κατηγορία αυτή εντάσσονται τα έργα Axis, Axis Mundi, Axis Mundi- Έρως και Θάνατος, αλλά και οι εγκαταστάσεις με γλυπτά Έλευσις και Νήστις. Το έργο Πέρασμα αν και συμβολίζει ακριβώς την περιπέτεια της μετάβασης από έναν κόσμο σε έναν άλλον μέσα από την δυναμική μίας κίνησης, είναι ίσως διαφορετικής φύσης από τα προηγούμενα έργα ως προς το τρόπο που υποχρεώνει τον επισκέπτη να το αντιλήφθη ανήκοντας ταυτόχρονα στην προηγουμένη και την επόμενη κατηγορία. Έτσι στην δεύτερη ενότητα θα μπορούσαν να ενταθχούν τα έργα εκείνα όπου διακόπτουν την συνέχεια μιας πορείας, εντοπίζοντας την ιδιαίτερη σημασία ενός κέντρου και προκαλώντας μία μικρή ή μεγαλύτερη σε χρονική διάρκεια στάση η οποία μετασχηματίζεται σταδιακά σε περιμετρική κυκλική αυτήν την φορά κίνηση. Η σύνθεση των γλυπτικών στοιχείων που αποτελούν κάθε φορά την εγκατάσταση, το μέγεθος ,η μορφή η μεταξύ τους απόσταση αλλά επιπλέον η διαλεκτική σχέση που αποκτούν σε σχέση με το άμεσο περιβάλλον τους, δημιουργεί χωρικά πεδία όπου ο επισκέπτης καλείται να βρει την δική του θέση , πριν συνεχίσει την περιπλάνηση του. Στην ενότητα αυτή ανήκουν τα έργα Νάρκισσος, Περσεφόνη, Περσεφόνη ΙΙ, Γαια Ανάδυση, Προσανατολισμός, Φύσις κρύπτεσθαι φιλεί, Σπειρα και Εκάτη. Τέλος μία ξεχωριστή ενότητα αποτελούν τα έργα εκείνα στα οποία εισάγεται ο Λόγος μέσω της γραφής, εκεί όπου τα Λεγόμενα λαμβάνουν χώρα και γίνονται Δεικνύμενα. Πρόκειται για τις εγκαταστάσεις Στήλες, Πλάκες και Έργο με αγκωνάρια. Θα μπορούσε ίσως κάνεις να ισχυριστεί ότι στα έργα αυτά η γραφή, ως φορέας νοήματος, αποτελεί την αφετηρία και το όχημα μιας εκρηκτικής συνειρμικής διαδοχής εσωτερικών εικόνων όπου ο παρόντας τόπος και χρόνος συντίθεται με τον τόπο και τον χρόνο της προσωπικής μνήμης και φαντασίας. Ακριβώς επειδή το νόημα της κάθε λέξης δεν είναι ένα , ακριβώς επειδή ο χώρος δεν προσλαμβάνεται μόνο μέσω των αισθήσεων αλλά μάλλον μέσω μιας μεθεκτικής σχεδόν εμπειρίας, μίας συνθετικής διαδικασίας όπου ανάλογα με το ερέθισμα ένα πλέγμα προσωπικών αναφορών ενεργοποιείται , τα έργα αυτά δεν υπολείπονται σε ικανότητα να παράγουν χωρικότητα. Είναι εν τέλει και αυτά έντονα χωροποιητικά, γιατί επιπλέον της χορογραφίας των κινήσεων και στάσεων που προκαλούν, φανερώνουν ίσως πιο έντονα στο αντίκρισμα τους τον τρόπο που ο χώρος κατασκευάζεται εντός μας. Παρατηρώντας τον χάρτη με τα σημεία τοποθέτησης των έργων στον Κήπο διαπιστώνει κάνεις μία φαινομενικά ισότροπη αντιμετώπιση. Τα έργα εντοπίζονται σε αντίστοιχες σχεδόν αποστάσεις, στην προοπτική ενός μονοπατιού , σε περιοχές ‘ κρυμμένες ‘ ή σε πλατώματα που αποτελούν
δημοφιλή σημεία του Κήπου. Ωστόσο όπως έχει ίσως ήδη γίνει αντιληπτό η σημασία του χαρακτήρα των εγκαταστάσεων και του τρόπου που επιχειρούν να επικοινωνήσουν με τον τόπο που τα υποδέχεται υπερβαίνει την λογική μίας γραμμικής αφήγησης όπου το κάθε σημείο νοηματοδοτείται από το προηγούμενο. Η αφήγηση δεν είναι μία αλλά εξαρτάται από τον τρόπο που ο επισκέπτης την ‘κατασκευάζει’ , δηλαδή από την διαδρομή που επιλέγει να ακολουθήσει για να επισκεφτεί τα έργα. Επιπλέον, όσο και αν η συγκεκριμένη επιλογή των σημείων εγκατάστασης λαμβάνει υπ’ όψη τις υφιστάμενες συνθήκες και θεάσεις δεν προτείνεται ως μοναδική. Η εγκατάσταση των έργων θα μπορούσε να ακολουθεί διαφορετικό ρυθμό, καταλαμβάνοντας άλλα σημεία χωρίς να προδίδεται ή να ακυρώνεται η δύναμη των συσχετισμών , ο τρόπος που η παρουσία τους ενεργεί όσο παραμένουν σημεία μη ‘εύκολα’ ορατά , όσο δεν αποτελούν προορισμό αλλά αποκάλυψη. Τέλος, η ανάδειξη της ψυχής του τόπου και η ανάγκη μας να μυηθούμε σε αυτήν , προϋποθέτει την ανατρεπτική ισχύ που φέρει η επαφή με το φαινομενικά αν- οίκειο, την διάθεση μας να έρθουμε σε επαφή με ξεχασμένες αλλά αρχετυπικές διαδικασίες. Μέσω των εγκαταστάσεων, ο Κήπος μας περιμένει στο γύρισμα μιας στροφής, στην προοπτική ενός περάσματος, για να μας ξαφνιάσει εκ νέου…
.