ΣΚΕΨΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΑ
E
D
I
T
O
R
I
A
L
ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΕΝΗ ΞΕΝΟΥ
Ένας τοίχος μας χώριζε. Που δεν ήταν ακριβώς τοίχος. Ήταν φτιαγμένος από ξύλα γεμάτα ρωγμές και τρύπες, την άκουγα, λοιπόν, κάθε πρωί να βουρτσίζει τα δόντια της και κείνη με άκουγε κάθε πρωί να τραβάω το καζανάκι. Με φώναζε Ναϊλή, της άρεσε, μια Aσιάτισσα με είχε αποκαλέσει έτσι μια μέρα, σήμαινε-είπε- μικρή και χαριτωμένη και εκείνη αποφάσισε να το υιοθετήσει, το βρήκε, είπε, καταπληκτικό, μου ταίριαζε στο μέγεθος, μου ταίριαζε γενικά. «Καλημέρα Ναϊλή», την άκουγα να μου φωνάζει το πρωί κι εγώ της απαντούσα τραγουδιστά, μιμούμενη τη φωνή τενόρου, ήμουν παράφωνη και αστεία και εκείνη λυνόταν στα γέλια. Γελούσα κι εγώ γιατί την φανταζόμουνα να κάνει ήδη τις γκριμάτσες της. Έκανε δεκάδες γκριμάτσες, «εσύ θα ’πρεπε να γίνεις κωμικός», της επαναλάμβανα κάθε μέρα καθώς την έβλεπα είτε να φουσκώνει τα μάγουλα και να γουρλώνει τα μάτια, είτε να σουφρώνει τη μύτη και να σηκώνει τα φρύδια. Δεν υπήρξε ποτέ της κωμικός. Δεν ήξερα τι υπήρξε. Ήξερα μόνο όσα είχα καταφέρει να διαπιστώσω αυτούς τους λίγους μήνες που την είχα για γειτόνισσα. Ήταν μια γυναίκα γύρω στα 47 που της άρεσαν τα μοβ φουστάνια, τα διάλεγε συνήθως ριχτά και κάτω από το γόνατο και συχνά τα ταίριαζε με λευκά κοχύλια που περνούσε στο λαιμό της. Όσα κοχύλια δεν τα περνούσε στο λαιμό της τα τοποθετούσε στο μικρό τραπεζάκι στη βεράντα της, τακτοποιημένα στην εντέλεια, σε παράλληλες γραμμές ξεκάθαρες και ξέχωρες μεταξύ τους. Είχε μανία με τα κοχύλια. «Τι θα τα κάνεις όλα αυτά;» της έλεγα για να την πειράξω, εκείνα τα απογεύματα που καθόμασταν στη δική της βεράντα και πίναμε πίνα κολάντα με φρέσκο, όμως, το χυμό του ανανά. «Its cocteil hour honey», μου φώναζε με τη χαρακτηριστική της λονδρέζικη προφορά κι εγώ πηδούσα πάνω από το ξύλινο διαχωριστικό και έπαιρνα θέση δίπλα από τα κοχύλια. «Θα τα φυλάξω σε μια πλαστική σακούλα και θα τα πάρω μαζί μου πίσω στο Λονδίνο. Έχω ένα μεγάλο γυάλινο βάζο στο σαλόνι και το γεμίζω κάθε φορά που επιστρέφω από τα ταξίδια μου με δαύτα». Προσπαθούσα να φανταστώ το διαμέρισμά της στο Λονδίνο, με τη θέρμανση αναμμένη και τα κοχύλια σε ένα γυάλινο βάζο να κρυώνουν σαν μετανάστες μέσα στο ψυχρό κλίμα μιας άγνωστης πόλης. Προσπαθούσα να φανταστώ κι άλλα για τη ζωή της, μα ήταν δύσκολο γιατί την ίδια ώρα που έμοιαζε διάφανη μέσα από τις μοβ της αποχρώσεις, ήταν και καλά κρυμμένη πίσω από τις γκριμάτσες και τους αστείους μορφασμούς της, σημάδια αυτοσαρκασμού που σήμαινε, λοιπόν, πως για να διακωμωδεί τον εαυτό της είχε καταφέρει ήδη να τον κατανοήσει. Ο αυτοσαρκασμός προϋποθέτει επίγνωση και η επίγνωση προϋποθέτει ζόρισμα. Για μένα έτσι είχε η εξίσωση, για κείνη δεν ήξερα ποιες καταχωρούσε σαν ισοδυναμίες, αλλά υποψιαζόμουνα πως μετρήθηκε πολλές φορές στο παρελθόν της και με τα πλην και με τα συν. Δεν της άρεσε να μιλά για τον εαυτό της και κυρίως για το παρελθόν της. Δεν ήταν άνθρωπος που έκανε ερωτήσεις, όχι γιατί της είχαν τελειώσει πια οι περιέργειες, μα μετρούσε τη διακριτικότητα σαν πιο σημαντική, προδίδοντας έτσι πως στα χρόνια είχε πια ανάγκη να ξεχωρίσει το δικό της χώρο από κείνο των υπολοίπων. Ήταν άνθρωπος χαμηλών τόνων. Δεν της άρεσαν οι μεγάλες παρέες. Προτιμούσε να μένει ώρες μόνη διαβάζοντας βιβλία και να σηκώνεται πρωί για να παρακολουθήσει μάθημα γιόκα. Ένας άνθρωπος ήσυχος που ήταν ωστόσο έκδηλο πως αυτή την ησυχία στη ζωή της παιδεύτηκε για να την κερδίσει. Δεν ξέρω τι με έκανε να το διαισθάνομαι, αλλά ήμουν σχεδόν βέβαιη πως αν ποτέ μου μιλούσε για τη ζωή της θα έμενα έκπληκτη από τις αντιφατικές εικόνες, σε σχέση με τις σημερινές της, που θα μου περιέγραφε.
Η πρώτη επιβεβαίωση της υποψίας μου ήρθε όταν την είδα ένα πρωί να κάνει γυμνόστηθη μπάνιο στην παραλία. Δεν ήταν το γυμνόστηθη που με εξέπληξε, ήταν που από το στήθος της κρέμονταν δύο μικρά ασημένια σκουλαρίκια περασμένα στις ρώγες της. Αυτό το «ξαφνικό» τρύπημα δεν ταίριαζε ούτε με τα μικρά κοχύλια» που μάζευε για το λαιμό της και το βάζο της, ούτε και με τα μοβ φουστάνια της που τα διάλεγε ρομαντικά και στις πιο ήπιες αποχρώσεις του λιλά. Δηλαδή με τίποτα δεν θα μπορούσα να το φανταστώ, όπως δεν θα μπορούσα να φανταστώ πως ήταν ικανή να μου διηγείται τις ερωτικές της απογοητεύσεις και στο τέλος της κάθε μιας να αφήνει ένα δυνατό ρέψιμο για να βεβαιωθεί πως μπορεί ακόμα και τους δίνει τον επίλογο που τους άξιζε. Ήταν παράξενος άνθρωπος. Όχι με την έννοια του ιδιόμορφου, ούτε και του μυστήριου. Εμπεριείχε ωστόσο αντιφάσεις, μπορούσε να συγκινηθεί με το ασήμαντο, ακόμα και να βουρκώσει για κάτι που το έβρισκε ρομαντικό, έστω κι αν ήταν η ώρα που κατάπινε λαίμαργα και την τελευταία τηγανητή κολοκύθα και αμέσως την επόμενη στιγμή, μπορούσε να γίνει ξαφνικά τόσο κυνική αφήνοντας ένα κωμικό μορφασμό σαν απάντηση στην όποια βαθυστόχαστη ανάλυση. Ήταν η μοναδική που κατάφερε να γίνει φίλη με έναν περίεργο τύπο, ο οποίος έμοιαζε να αντιπαθεί τους πάντες, έστω κι αν δεν είχε προλάβει να ανταλλάξει μαζί τους μια καλημέρα. Μαζί της αντάλλαζε πολλές καλημέρες και εκείνη καθόταν μαζί του στο πρόγευμα γιατί, όπως μου έλεγε αργότερα, δεν της στοίχιζε κάτι, αντιθέτως ήξερε τι στοιχίζει σε κάποιον η μοναξιά. Άλλες φορές μπορούσε να μου μιλά για τις υπέροχες καταδύσεις που έκανε σε ένα νησί, στο οποίο ζούσε για καιρό και πόσο τυχερή ένιωσε τη μέρα που κολυμπούσαν γύρω της μεγάλες χελώνες κι ύστερα μου πετούσε ξαφνικά, σαν δυναμίτη μέσα στο βυθό, πώς άρχισε τις καταδύσεις την εποχή που όλα της φαίνονταν σαν μια άρνηση. Δεν ήξερα κάθε φορά πού θα κατέληγε η κουβέντα μας. Μα κάθε φορά έκρυβε μια ανατροπή, την οποία αποκάλυπτε ξαφνικά σαν κάτι εντελώς φυσιολογικό, λες και δεν ερχόταν σε αντίθεση με το υπόλοιπο περιεχόμενο της παραγράφου της. Και αυτό ήταν το αξιοσημείωτο. Πως όλες της οι αντιφάσεις δεν λειτουργούσαν για να αναιρέσουν την αλήθειά της αλλά για να τη συνθέσουν ακόμη περισσότερο σαν συμφιλίωση, σαν ισορροπία, σαν ευελιξία και σαν παραδοχή πως το μόνο βέβαιο είναι πως όλα αλλάζουν. Περάσαμε πολλά απογεύματα μαζί. Και ρίξαμε επίσης πολλά ρεψίματα για να τελειώσουμε έτσι, μια και καλή, με ό,τι μας ανακάτευε το στομάχι. Ήπιαμε μαζί πολλά πίνα κολάτα με φρέσκο χυμό ανανά και τραβήξαμε την ίδια ώρα πολλές φορές τα καζανάκια μας φωνάζοντας η μια στην άλλη χαϊδευτικά ονόματα, σαν μια πεποίθηση πως η τρυφερότητα δεν είναι κάτι ξέχωρο από την καθημερινότητά μας. Εκείνο όμως που ακόμα θυμάμαι και χαμογελώ είναι τη μέρα που μου ήρθε να τη ρωτήσω για το χρώμα το λιλά. «Γιατί τα διαλέγεις όλα μοβ;» της είπα και ήμασταν ακόμα με τις αλμύρες της θάλασσας και με τα αντικουνουπικά πασαλειμμένες σε όλο μας το σώμα. «Ίσως γιατί τελικά είναι το μόνο στοιχείο που με συνδέει με το παρελθόν μου». «Το παρελθόν σου ήταν μοβ;» της είπα και γέλασα μάλιστα κοροϊδευτικά. «Ήταν. Είχα βαμμένα τα μαλλιά μου μοβ και έθαβα με μεγάλη ευκολία μέσα από τις μοβ αρνήσεις μου, ό,τι δεν ήθελα να αντιμετωπίσω. Υπήρξα-ξέρεις-για πολλά χρόνια πανκ. Συνειδητά γυρνούσα στους δρόμους του Λονδίνου με μπλουζάκια που διέγραφαν τα σκουλαρίκια στις ρώγες μου και την άρνησή μου να φορέσω ένα σύστημα που δεν μου ταίριαζε». Δεν ξέρω τι απέμεινε μέσα της από εκείνη την εποχή. Το μόνο που κατάφερα να καταλάβω ήταν πως το μοβ σήμερα το διάλεγε για ησυχία. Ό,τι ήταν να πενθήσει, το πένθησε.
Η ποιήτρια Έλενα Χουζούρη, τον καθρεφτίζει καλύτερα απ’ όλους: «Η μεγάλη επιτυχία του Θανάση Χειμωνά (γιου του ψυχιάτρου και σπουδαίου συγγραφέα Γιώργου Χειμωνά και της θεατρικής συγγραφέως Λούλας Αναγνωστάκη), είναι ο τρόπος που χειρίζεται το φαινομενικά φορτωμένο υλικό του. Αντί να αναλώνεται σε περιγραφές και σε πολυλογίες, αντί να δραματοποιεί τις καταστάσεις και να τις κάνει ασήκωτες, αντί να σερβίρει τα πάντα στο πιάτο, αντί ν’ αφήνει την πλοκή να ξεχειλώνει, ελέγχει πλήρως και στερεά κάθε βήμα του μυθιστορήματός του, παρακολουθεί με ενάργεια τους ήρωες του, στήνει διαλόγους γρήγορους και άμεσους που όμως περισσότερα κρύβουν παρά αποκαλύπτουν, εικονογραφεί πλάνα με αφαιρετικό, πυκνό και καίριο τρόπο και παίζει έξυπνα το παιχνίδι των συμπτώσεων και των εκπλήξεων». Κυριακή μεσημέρι, μετά από επικοινωνία στο σταθερό του τηλέφωνο (ο Θανάσης δεν έχει κινητό τηλέφωνο) με μαύρο παντελόνι και μαύρο φανελάκι, σταμπαρισμένο με κόκκινα γράμματα: West side story. Λίγο ντροπαλός, λίγο κουμπωμένος. Αλλά, υπερβολικά ευγενικός. -Γιατί δεν έχεις κινητό; Μα, έχω κινητό, δεν είμαι εναντίον του κινητού, όμως δεν το χρησιμοποιώ. Δεν μου λείπει αυτός ο τρόπος επικοινωνίας, το γεγονός ότι κάποιος - ανά πάσαν στιγμήν θα με βρει στο τηλέφωνο, δεν μου αρέσει. Πώς ζούσαμε πριν από τα κινητά; -Τι κάνεις συνήθως τις Κυριακές; Η αλήθεια είναι ότι, η δουλειά που κάνω, δεν ξεχωρίζει τις Κυριακές από τις αργίες. Εγώ, πέρα από συγγραφέας, επειδή δεν μπορώ να επιβιώσω μόνο απ’ αυτό, γράφω ερωτήσεις για τηλεπαιχνίδια στην τηλεόραση. Τα βράδια μού αρέσει να βγαίνω στο Κολωνάκι, εδώ που μένω. Δεν οδηγώ και αυτό με βολεύει. Συνήθως τις καθημερινές δεν ξυπνώ πολύ νωρίς, πάω και παίζω πινγκ πονγκ ή θα κάτσω σπίτι να γράψω ερωτήσεις. Ή θα ακούσω μουσική ή θα διαβάσω βιβλίο, θα πάω σινεμά ή για ποτό. Γράφω τα βράδια, δεν μπορώ να γράψω τη μέρα, μόνο να κάνω κάποιες διορθώσεις. -Τα τηλεπαιχνίδια τα κάνεις για βιοποριστικούς λόγους; Μου αρέσει. Έχει πλάκα να κάνουν τη δική σου ερώτηση στους παίκτες. -Μου δίνεις την εικόνα ενός ανθρώπου που δεν έχει καμία σχέση με τους συγγραφείς που έχουμε στο μυαλό μας. Δηλαδή, κανονικά πράγματα. Δεν είμαι ο μόνος. Δεν ισχύει η εικόνα που ίσως έχουν πολλοί στο μυαλό τους: Του μονόχνωτου συγγραφέα, με γυαλιά, που είναι όλη μέρα μπροστά από έναν υπολογιστή. Αυτό το στερεότυπο δεν υπάρχει. Οι συγγραφείς είναι «κανονικοί» άνθρωποι. -Είναι δουλειά να είναι κάποιος συγγραφέας; Είναι hobby. Δεν πληρώνεται σαν δουλειά, δεν μπορείς να επιβιώσεις απ’ αυτό. Ακόμη και best seller να κάνεις, θα βγάλεις χρήματα για ένα χρονικό διάστημα, αλλά δεν θα ζεις για πάντα έτσι. Εκτός αν το ψάξεις λίγο με περιοδικά αλλά πάλι δεν θα κάνεις τη δουλειά του συγγραφέα, θα είσαι κάτι μεταξύ συγγραφέα και δημοσιογράφου. Παλιά, όταν με ρωτούσαν, έλεγα ότι είμαι δημοσιογράφος. Μετά δεν μου άρεσε να λέω «γράφω ερωτήσεις για τηλεπαιχνίδια», αλλά είναι καλύτερο από το να λες «είμαι ποιητής». Όταν λες «είμαι συγγραφέας» σε θεωρούν ψώνιο. Πάντως δεν έχω το σύνδρομο της λευκής σελίδας, αν μου έρθει να γράψω, θα γράψω. -Η δουλειά του δημοσιογράφου που έκανες, δεν σε βοήθησε στη συγγραφή; Όχι. Εργαζόμουν στα «Νέα», αργότερα σε κάποια περιοδικά μέχρι το 2004. Από τότε
•Το τελευταίο μυθιστόρημα του Θανάση Χειμωνά «Ραγδαία Επιδείνωση» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη. •Η απομαγνητοφώνηση της συνέντευξης έγινε με soundtrack πέντε ακυκλοφόρητα τραγούδια της Άννας Βίσση, σε στίχους Μυρτώς Κοντοβά.
ΦΩΤΟ: ΠΟΛΥΣ ΠΕΣΛΙΚΑΣ
δεν ξαναδούλεψα. Κανείς, όμως, δεν με ξέρει ως αθλητικό συντάκτη. Γινόταν το ανάποδο. Όποτε πήγαινα σε εφημερίδες για να γράψω τα αθλητικά, μου έλεγαν «γράψε κανένα διήγημα» διότι με ήξεραν ως συγγραφέα, όχι ως αθλητικό συντάκτη. -Γιατί παράτησες τη δημοσιογραφία; Δεν ήταν καλά τα χρήματα. Επίσης, με τρόμαζε λίγο η ρουτίνα. Το ότι κάθε μέρα θα πήγαινα σε μία δουλειά που θα έβλεπα τους ίδιους ανθρώπους, με φόβιζε. -Πού μεγάλωσες; Στην Κυψέλη, σε ένα μικρό δρομάκι που ενώνει τη Σπετσών με την οδό Κυψέλης. Είναι μία γειτονιά που αγαπώ ακόμη και στην οποία πηγαίνω κατά καιρούς. Μία χρονιά είχαμε ζήσει στο Παρίσι, επί Χούντας, όταν ήμουν πολύ μικρός. Μετά ξαναγυρίσαμε στην Κυψέλη και από το 1980, ζούσαμε στο Κολωνάκι. Έζησα ωραία παιδικά χρόνια, δεν έχω παράπονο. -Τι ήθελες να γίνεις μεγαλώνοντας; Ήθελα να γίνω κλέφτης. Μετά ήθελα να γίνω ποδοσφαιριστής, αλλά ύστερα κατάλαβα ότι είμαι πολύ κακός στο ποδόσφαιρο και γι’ αυτό έγινα αθλητικός συντάκτης. Σε ένα ταξίδι μου στη Φλωρεντία, αποφάσισα να γράψω. Λόγω μίας ερωτικής απογοήτευσης, που ολοκληρώθηκε στη Φλωρεντία. Αυτή ήταν η αφορμή. -Δεν το είχες σκεφτεί προηγουμένως; Καθόλου. Ούτε διάβαζα ιδιαίτερα. Απλώς έκανα σπουδές φιλολογίας. -Αν και είχες το «μικρόβιο» από τον πατέρα σου, τον Γιώργο Χειμωνά και τη μητέρα σου, τη Λούλα Αναγνωστάκη. Συμβαίνει όμως και σε άλλες οικογένειες, να κάνουν τελείως διαφορετικά πράγματα τα παιδιά από τους γονείς τους. Ο γιος του Μουσολίνι ήταν πιανίστας, για παράδειγμα. Μία εποχή, γύρω στο 1990, είχα προσπαθήσει να γράψω ένα θρίλερ αλλά το σταμάτησα. Αν μου έλεγαν το 1996 «εσύ θα γίνεις συγγραφέας», θα γέλαγα. -Δεν είναι βασανιστικό για ένα παιδί να μεγαλώνει με δύο γονείς που ασχολούνται με τα γράμματα; Όπως ακούγεται είναι, αλλά δεν ήταν για μένα. Στο σπίτι δεν υπήρχε «λογοτεχνική ατμόσφαιρα», όλα ήταν πολύ χαλαρά. Πολλοί νομίζουν ότι ο πατέρας μου, ο Γιώργος Χειμωνάς, θα μου διάβαζε Προυστ για να κοιμηθώ, αλλά δεν συνέβη ποτέ κάτι τέτοιο. Όταν ήμουν σχολείο, στο δημοτικό, με είχαν ρωτήσει «τι δουλειά κάνει ο πατέρας σου;». Συνήθως έλεγα «είναι γιατρός», αλλά για κάποιο λόγο, εκείνη τη μέρα, απάντησα «συγγραφέας». Μου λέει ο συμμαθητής μου «έχει γράψει τον “Τομ Σόγερ”;», λέω «όχι», «μήπως έχει γράψει το “20 Χιλιάδες Λεύγες Κάτω από τη Θάλασσα”;», απαντώ πάλι «όχι», «ε, τότε» μου λέει «τι συγγραφέας είναι;». -Πώς μπορεί ένα παιδί να θέλει να γίνει κλέφτης μεγαλώνοντας; Μα και τώρα θέλω να γίνω, δεν το ’χω εγκαταλείψει ακόμη. Μία καλή δουλειά πρέπει να την ευχαριστιέσαι και να έχεις καλές απολαβές από αυτήν με ελεύθερο ωράριο. Η δουλειά του κλέφτη συνδυάζει όλα αυτά και είναι ιδανική. -Έκλεβες όταν ήσουν μικρός; Ναι. Μπαταρίες, όχι τσίχλες όπως έκαναν άλλα παιδάκια. -Η «μπλε ώρα» ποια είναι; Η ώρα που σουρουπώνει. Είναι η ώρα που έχει απόλυτη ησυχία. -Είναι σημειολογικό αυτό; Έχει μεταφυσικές προεκτάσεις, σε βάζει μέσα σε μία ατμόσφαιρα. Μου άρεσε ως τίτλος. Είναι και μία ώρα φύσει μελαγχολική. -Πώς αντιμετωπίζεις τις μελαγχολίες σου; Γράφω. Έτσι ξεκίνησα να γράφω. Τώρα μελαγχολώ λιγότερο από ό,τι παλιότερα. Μερικές φορές είναι ωραίο να είσαι μελαγχολικός. -Γιατί; Έχει μια γλύκα. Όταν βέβαια είναι ελαφρύ και μπορείς να το ελέγχεις. Μπορεί να σου δώσει και έμπνευση γιατί, όπως ξέρεις, η τέχνη από τη μελαγχολία ξεκίνησε. -Την ελέγχεις; Τώρα πια, ναι. Όταν όμως είχα ξεκινήσει να γράφω, δεν μπορούσα να ελέγξω τη μελαγχολία μου. Με βοήθησε όμως να την αντιμετωπίσω. -Πώς σε βοήθησε σ’ αυτό το γράψιμο; Η μελαγχολία είναι μία κατάσταση που απαιτεί μία εκτόνωση για να μπορέσεις να αντιδράσεις. Όταν, ξαφνικά, μέσα από το κεφάλι σου δημιουργείς κάτι, κάποια πρόσωπα ή καταστάσεις, αυτό σε βοηθά να περάσεις σε έναν άλλον κόσμο. Όλοι οι ήρωες μου έχουν μία δόση μελαγχολίας, διοχετεύω τη μελαγχολία μου σ’ αυτούς. Γι’ αυτό και οι ήρωές μου είναι πάρα πολύ συναισθηματικοί, ενώ εγώ νομίζω είμαι κυνικός. -Οι απογοητεύσεις σου παλιά, αφορούσαν κυρίως ερωτικά θέματα;
Κυρίως. Ας πούμε, τότε που γράφτηκε ο «Ραμόν», λόγω ενός περιστατικού που έζησα στη Φλωρεντία - μίας ερωτικής απογοήτευσης, είχε μπει κάποιος άλλος στη μέση - αφορούσε αυτό το θέμα. Τώρα είμαι 37 χρόνων, στα 26 μου δεν είχα αντίληψη γι’ αυτά τα θέματα. Τότε δεν ήξερα πού είμαι. Ήμουν ένα παιδί που απλώς σπούδαζε. -Τι έγινε χθες που σου έδωσε χαρά; Χθες έπαιξα «στοίχημα» και έχασα… Επίσης, βγαίνω με μία κοπέλα αυτό τον καιρό και μου δίνει χαρά. -Ο έρωτας μπορεί να διαχωρίσει τη ζωή σου σε στιγμές που είσαι καλά και σε στιγμές που δεν αισθάνεσαι πολύ καλά; Ναι. Ακόμη όμως και οι δύσκολες στιγμές του έρωτα, έχουν μία γλύκα. Ο έρωτας έχει ένα στοιχείο μαζοχισμού. Το να υποφέρεις στον έρωτα, σε τσιγκλάει. -Έχει διαφορά η χαρά από την ευτυχία; Κάποιες φορές υπήρξα ευτυχισμένος, αλλά το κατάλαβα μετά. Την ευτυχία, όταν συμβαίνει, δεν την καταλαβαίνεις. Τη συνειδητοποιείς μετά, όταν περνάει ο χρόνος. Εγώ νοσταλγώ ακόμη και κακές στιγμές στη ζωή μου. Ίσως επειδή αφορούσαν άλλες εποχές που είχαν άλλες ομορφιές. Στην εφηβεία μου είχα διάφορα προβλήματα, ήμουνα μοναχικός για παράδειγμα, με μηδαμινή επιτυχία στις γυναίκες. -Μου κάνει εντύπωση αυτό. Έχεις πολύ ωραία χαρακτηριστικά. Τότε ήμουνα αλλιώς, ατημέλητος, κακοντυμένος, με χαμηλή αυτοπεποίθηση. -Πώς απέκτησες την αυτοπεποίθηση που έχεις τώρα; Νομίζω, έπαιξαν ρόλο τα βιβλία που έγραψα. Όταν άρχισα να γράφω και είχα μία καλή αντιμετώπιση κατάλαβα, για πρώτη φορά στη ζωή μου, ότι μπορούσα να κάνω κάτι καλά. Μέχρι τότε, αυτό δεν το ήξερα, δεν είχα καταφέρει κάτι ουσιαστικό. -Οι ήρωές σου έχουν πάντα μία απώλεια. Για ποιο λόγο; Η λογοτεχνία πρέπει να είναι σκοτεινή, να υπάρχουν απώλειες, απογοητεύσεις, αναζητήσεις χωρίς αποτέλεσμα. Δεν μου αρέσουν τα βιβλία που έχουν happy end, όλα αυτά που μιλούν για τη «θετική ενέργεια». -Τα Κοελικά. Ακριβώς. «Το σύμπαν που συνωμοτεί για να πετύχει αυτό που θες». Όλο αυτό δεν είναι λογοτεχνία, η λογοτεχνία πρέπει να αγγίξει το βαθύ είναι τού αναγνώστη. Όλοι έχουμε ζήσει απώλειες και η λογοτεχνία αυτό θα μας το βγάλει. Θα μας δημιουργήσει πιο έντονα συναισθήματα. -Οι απώλειές σου τι σου έμαθαν; Τελικά ισχύει αυτό που λένε: Ό,τι δεν σε σκοτώνει- μέχρι ενός ορίου- σε κάνει πιο δυνατό, πιο ρεαλιστή, πιο κυνικό. -Άλλαξαν πολλά από τον τρόπο που έβλέπες τον κόσμο; Αρκετά. Τώρα πια με στενοχωρούν περισσότερο πράγματα από το παρελθόν, παρά από το παρόν. Τώρα στενοχωριέμαι όταν χάνω στο «στοίχημα» ή στο πινγκ πονγκ. -Ποιο είναι εκείνο το κομβικό σημείο που σε άλλαξε; Όλη εκείνη η εποχή, η ερωτική απογοήτευση, το ξεκίνημα της συγγραφής. Η μεγάλη αλλαγή έγινε στο διάστημα από το 1997 μέχρι το 2000. Είδα διαφορετικά τα πράγματα, συνέβησαν πολλά μαζί: Πλησίασα στα 30, έπαψα να είμαι φοιτητής, ξεκίνησα να δουλεύω, πέθανε ο πατέρας μου. Εκείνη, ήταν πολύ δύσκολη εποχή. Μετά, άρχισα να βλέπω διαφορετικά τα πράγματα. Από το 2004 και μετά, άλλαξα τελείως. -Είναι κακό να είσαι ευαίσθητος; Γενικά, δεν είναι πολύ καλό. Αλλά μπορείς να γίνεις συγγραφέας, οπότε έχεις κάποια πλεονεκτήματα. Από την άλλη, πρέπει να είσαι και ευαίσθητος, δεν μπορείς να είσαι ένα γαϊδούρι. -Ποιο είναι το μεγαλύτερό σου ελάττωμα; Εγώ θεωρώ ότι το μεγαλύτερό μου ελάττωμα είναι το ότι είμαι τεμπέλης. Θα μπορούσα να κάνω πολύ περισσότερα πράγματα, αλλά δεν τα κάνω εύκολα, πρέπει να ζοριστώ πολύ. -Σκέφτεσαι το μέλλον σου; Είμαι άνθρωπος που – μέχρι τώρα- ζούσα πιο πολύ στο παρελθόν παρά στο μέλλον. Όχι τόσο στο παρόν. Είναι λάθος, αλλά ζεις περισσότερο γιατί είναι πάντα και τα δύο πολύ μεγαλύτερα: Το παρελθόν είναι πάντοτε μεγάλο, το μέλλον - αν όλα πάνε καλά - είναι επίσης μεγάλο, το παρόν περικλείει ένα πολύ μικρό διάστημα. Εκτός κι αν έχεις μία ευρύτερη ζωή.
ΦΩΤΟ: ΠΟΛΥΣ ΠΕΣΛΙΚΑΣ
ότε ήταν η χρονιά που ξεπήδησε το κίνημα του punk; Το 1976, όταν ο Johnny Rotten έσκυψε πάνω από το μικρόφωνο και γελώντας αποδοκιμαστικά, σαν ένας έφηβος Κουασιμόδος στη βρετανική τηλεόραση, απάγγειλε τη θρυλική δήλωση «Είμαι ένας Αντίχριστος, είμαι ένας αναρχικός»; Ή ήταν μια χρονιά νωρίτερα, όταν η Patti Smith, ριγώντας από το ιερό πνεύμα του Rimbaud, σημάδεψε την αρχή της υποκειμενικής έρευνάς της για τον Grail, εξουδετερώνοντας όλες τις χριστιανικές αρχές: «Ο Ιησούς Χριστός πέθανε για κάποιου άλλου τις αμαρτίες, όχι τις δικές μου;». Ίσως όμως να ήταν και τόσο νωρίς όσο το 1956, όταν ο Elvis Presley απελευθέρωσε το σώμα του στο σόου του Milton Berle, όπως ένας Xουντίνι του Rock ’n’ Roll, και τίναξε τα πόδια του σαν να μην ανήκαν στο υπόλοιπο σώμα του. Το punk είναι ένα project με πολλούς κώδικες και μηνύματα μη αποδοχής: από τη μια ένα μανιφέστο καθορισμένο από μουσική, μόδα, τέχνη και την ιστορία του στιλ και το οποίο επικράτησε από το 1976 μέχρι το 1978. Από την άλλη, μια θεμελιώδης συμπεριφορά άρνησης, όπου τα ιστορικά του ίχνη μπορούν να εντοπιστούν πίσω στον 20ό αιώνα, στα κινήματα του ντανταϊσμού και του λετρισμού αλλά και πέρα από αυτά. Ο όρος εντοπίζεται για πρώτη φορά στο έργο του William Shakespeare «Measure by measure», όπου μια πόρνη χαρακτηρίζεται ως «punk». Πιο σχετικό όμως είναι το τραγούδι του Frank Zappa, το «Flower Punk», από το 1968 -ένα αντι-χίπι κομμάτι, τυπικό της «προοδευτικής» πλευράς- και το φαινόμενο των garage punk band, όπως οι Grateful Dead και οι Quicksilver Messenger Service. Αλλά το φαινόμενο όπως το καταλαβαίνουμε και όπως παρουσιάστηκε στην έκθεση «No one is innocent», μπορεί να ερμηνευτεί λιγότερο σαν μια μουσική γενιά και περισσότερο σαν μια μεταφορά διαγραφής, ένα μέσο στιλιστικό, το οποίο έθεσε σε λειτουργία ένα πρόγραμμα καταστροφής, αποβάλλοντας τη γραμματική των παλιών παραδοσιακών ποπ κουλτούρων και κοινωνικοπολιτικών μηνυμάτων. Όπως έγραψε ο Greil Marcus, στο Anarchy in the UK, το punk ήταν μια φωνή που αρνήθηκε τα κοινωνικά γεγονότα και αυτή η άρνηση οδήγησε στην αποδοχή του ότι όλα ήταν δυνατά. Η μουσική ενσωματώθηκε γύρω στο 1977 ’76, όταν διψασμένοι ατζέντηδες χρησιμοποίησαν το punk ως ένα μέσο για να εκτοξευθεί στον πλανήτη των media και την κοινωνία. Όμως για να γίνει αυτό, ένας μεγάλος αριθμός υπο-συστημάτων έπρεπε να χρησιμοποιηθεί ώστε να γίνει πιο έντονος ο αντίκτυπος αυτού του τελευταίου νεανικού παγκόσμιου κινήματος, το οποίο ήταν και ήθελε να είναι, κάτι περισσότερο από ένα «ακουστικό έπιπλο» στα εφηβικά δωμάτια: διαφήμιση, μόδα, μέσα μαζικής ενημέρωσης, τέχνη και πολιτική που πολύ πρόθυμα αφήνονταν σε μια πρόκληση. Οι συνθήκες για να γίνει αυτό, δεν ήταν καθόλου άσχημες. Οι ΗΠΑ
ζούσαν ακόμα τραυματικές στιγμές μετά το σκάνδαλο του Watergate και πόλεμο στο Βιετνάμ που φαινόταν να μην τελειώνει ποτέ. Η Αγγλία έτρεμε τον IRA και ήταν στο περιθώριο της παγκόσμιας οικονομίας μετά από χρόνια λάθος κινήσεων της κυβέρνησης και το Βερολίνο, στη σκιά του Τείχους, σίγουρα θα ήταν πρόθυμο να λάβει μέρος σε έναν όμορφο χορό πάνω σε ένα ηφαίστειο. Η κουλτούρα των χίπις και ο Μάης του ’68 ήταν ήδη μια μακρινή ανάμνηση. Έχοντας την αίσθηση ότι κάτι τους είχε υποσχεθεί δέκα χρόνια πριν αλλά η υπόσχεση αυτή δεν τηρήθηκε, κάποιοι όπως ο μουσικός παραγωγός Malcolm MacLaren, ο γραφίστας Jamie Reid και η fashion designer Vivienne Westwood έκαναν την αρχή. Ένα κατάστημα ρούχων, το Sex (που αργότερα μετονομάστηκε σε Seditionaries) στο δρόμο King’s Road στο Λονδίνο, έγινε το αρχηγείο ενός project που ασχολήθηκε με τον επαναπροσδιορισμό των αξιών. Χρησιμοποιούσαν μπλουζάκια ως ένα μέσο για αινιγματικά μηνύματα και σοκαριστικές εικόνες και έκαναν τα ρούχα του S/M, την παράνομη κάλυψη για καθημερινές performance μέσα στην πόλη. Ο McLaren, που απέτυχε στο Λονδίνο ως μάνατζερ των New York Dolls, σχημάτισε ένα αντι-συγκρότημα, με αγόρια με βαμμένα μαλλιά σπόντες. Τους ονόμασε Sex Pistols και χρησιμοποίησε το κοινωνικό τους υπόβαθρο (ανήκαν στην κοινωνική τάξη) για να σοκάρει την τηλεόραση, τις δισκογραφικές εταιρίες, ένα πουριτανικό κοινό και να επιτεθεί σε ένα τρομοκρατημένο αγγλικό σύστημα των κοινωνικών τάξεων. Ή, όπως το έθεσε ο Guy Debord, «να βάλει λάδι, σε ένα μέρος όπου υπήρχε φωτιά». Μπορεί η αρχική πρόθεση του βρετανικού punk να ήταν να κερδίσει «μετρητά από το χάος», αλλά πολύ σύντομα κάτι εντελώς διαφορετικό ξεπήδησε: ένας στροβιλισμός από σημάδια και εμβλήματα, μια κακοφωνία ιδεολογικών μηνυμάτων που μεταφέρονταν με καταστροφικό σάλο. Σύμφωνα με το όραμα του Malcolm McLaren, το punk σχεδιάστηκε για να είναι ένα μεγάλο ΟΧΙ. Χρησιμοποίησε την ποπ μουσική ως το μέσο για να το πετύχει γιατί πολύ απλά αυτός ήταν ο τρόπος να προσεγγίσει ευκολότερα τους εφήβους. Όμως δεν περιορίστηκε μόνο σ’ αυτό. Η ανάγκη για έκφραση οδήγησε στην αναζήτηση άλλων μέσων που θα κατέστρεφαν τη γλώσσα της κοινωνίας. Στην τελευταία συναυλία των Sex Pistols στο San Francisco, ο Johnny Rotten ρώτησε το κοινό «Ένιωσες ποτέ ότι σε έχουν ξεγελάσει;». Η αλήθεια όμως ήταν πως όλοι όσοι είχαν θαμπωθεί από τη μαγεία και τη δύναμη του punk, δεν ήξεραν στην αρχή τι τους συνέβαινε. Μόνο όταν πέρασε πολύς καιρός και είχαν όλα τελειώσει, το συνειδητοποίησαν. Το punk, μετά από τρεις δεκαετίες, κατέληξε να θυμίζει μια σειρά από πολλά κλισέ: εκείνο το χαρακτηριστικό Mohawk κούρεμα και οι κονκάρδες με το slogan «No Future». Το τι απέμεινε όμως, ήταν ένα hangover μετά από μια μεγάλη νύχτα έξω και μια αίσθηση ενός μακρινού ονείρου. Αυτό που το αντιπροσωπεύει περισσότερο, ήταν η φράση του Theophile Gautier «Καλύτερα βαρβαρότητα παρά βαρεμάρα».
του graphic design ήταν ο Jamie Reid. Ο γραφίστας από το Μάντσεστερ έγινε ο οπτικός στιλίστας της punk σκηνής, συγκεκριμένα λόγω του σχεδιασμού των εξωφύλλων των album των Sex Pistols. Το πιο εντυπωσιακό ήταν το εξώφυλλο του «God Save the Queen». Τα μάτια και το στόμα της βασίλισσας είναι καλυμμένα από τον τίτλο του τραγουδιού και το όνομα του γκρουπ, κάνοντάς την να μοιάζει σαν θύμα απαγωγής. Ο Reid χρησιμοποίησε γράμματα κομμένα από εφημερίδες, για να μιμηθεί το στιλ των γραμμάτων που στέλνουν συνήθως οι εκβιαστές. Η ιδέα πίσω από αυτό ήταν ότι το punk, υπήρξε μια ενέδρα στη συνείδηση της μάζας. Το κοινό χρησιμοποιήθηκε συμβολικά σαν όμηρος και κακομεταχειριζόταν με απαιτήσεις, απρέπεια και οπτικά σοκ. Το punk ήθελε να «δημιουργήσει σύγχυση, χωρίς να το θέλει». Υπήρχε σαν ιδέα και τρόπος ζωής. Στο Λονδίνο, το punk είχε ταυτιστεί με συγκεκριμένες περιοχές και ήχους, ένα χαρακτηριστικό ήχο, ένα γνώριμο look και μια πολύ συγκεκριμένη συμπεριφορά. Το καλλιτεχνικό γκρουπ, COUM Transmissions, που μετονομάστηκε μετά στη ροκ μπάντα Throbbing Gristle, είναι χαρακτηριστική περίπτωση όλων όσων αντιπροσώπευε τότε το punk. Έπαιζαν με τα ρούχα, με τις εναλλαγές στην εμφάνιση και τα όρια του στιλ και των φύλων. Εκείνο που έβγαινε προς τα έξω σαν ήχος, εικόνες και κολάζ υλικών, ήταν απλά μια μετάφραση ιδεών. Παρόλο που όλα αυτά έδειχναν να λειτουργούσαν σαν ένας «λευκός καμβάς» από το 1976-77, εντούτοις υπήρχε μια γενική αίσθηση δραστικής αλλαγής. «Καταστρέφουμε ώστε να δημιουργήσουμε πράγματα», είχε πει ο McLaren. «Το punk αγκάλιαζε όλα όσα οι καλλιεργημένοι άνθρωποι και οι χίπι, μισούσαν», έγραψε ο Jon Savage. «Το πλαστικό, το junk food, τις B-movies, τη διαφήμιση. Είχαμε βαρεθεί τον κόσμο να είναι τόσο καλός και “σωστός”. Το punk σε απελευθέρωνε και ήταν κάτι καινούριο: ήταν η ιδέα του να καπνίζεις εξήντα τσιγάρα τη μέρα και να μένεις ξύπνιος όλο το βράδυ καταναλώνοντας speed». Στην τέχνη, άρχισε να υπάρχει μια «αντι-καλλιτεχνική» συμπεριφορά. Σημαντικοί καλλιτέχνες που είχαν ήδη μια μεγάλη προϊστορία, μαγεύτηκαν από τη μαύρη ενέργεια του punk. Ο Bill Woodrow είχε ήδη μια σημαντική έκθεση στη Whitechapel Art Gallery. To 1978 όμως ήρθε σε επαφή με το punk. Εμπλούτισε τα υλικά του με απλά καταναλωτικά πράγματα όπως ψυγεία και αυτοκίνητα, απομεινάρια μιας καταναλωτικής κοινωνίας, χρεωμένης με ιστορία και βία. Λονδίνο Πολλοί ξέφυγαν από την «ασφάλεια» της κοινωνίας που έζησε την περίοδο Ο Leigh Bowery, ένας Αυστραλός των προϊόντων σε μια καινούρια και συναρπαστική α, ήταν ένας performer του punk στην αγγλική πρωτεύουσ εποχή με απεριόριστες δυνατότητες, μόνο και μόνο ing. Κάλυπτε το πρόπου τον συνέδεσαν με το cross-dress καταλήξουν σε έναν ωκεανό με προβληματιες του ήταν τρυπημένες για να σωπό του με μαύρο μακιγιάζ, οι ρώγ κές καταστάσεις. ιές αλυσίδες, το σώμα και από πάνω τους κρέμονταν βαρ Για πολύ λίγο, το punk μπόρεσε να γίνει ο ήχος και αφρό και φόραγε ένα του ήταν καλυμμένο με νάιλον και η εικόνα των ανθρώπων που ανακάλυπταν τη δική ανήκε πουθενά αλλά ο μαυρόασπρο λεοπάρ κορμάκι. Δεν τους δύναμη. Όμως αυτό σύντομα εξαντλήθηκε. Το ό ήταν το υπόστρωμα κόσμος όλος ήταν το σπίτι του. Αυτ από τους Sex Pistols στους Duran Duran σης ζωής, που οδήγησε μονοπάτι μιας εξαιρετικά στιλιζαρισμένης στά δεν ήταν τόσο σημαντικό. Και σε κάποια φάση το η ηχώ των σημαδιών που στο σύντομό του θάνατο και έγινε που απέμεινε, ήταν slogan και οι ιδέες είχαν ρούχα έκαναν τον άντρα μόνο έφερε το punk. Τώρα επιτέλους τα προ πολλού εξατμιστεί. Το «No Future» είχε μεταd’ etre. και το σωστό χτένισμα έγινε raison τραπεί σε «Too much Future». επιρροή της μόδας και Το διασυνδετικό στοιχείο για την
Νέα Υόρκη Εκείνη την περίοδο είχαν ξεπηδήσει στο Μεγάλο Μήλο, πολλά μικρά και πειραματικά συγκροτήματα. Παραγωγός των περισσότερων ήταν ο Brian Eno. Ο πρώην glam ρόκερ έγινε ένας πρωτοπόρος στην ambient μουσική σκηνή. Ένα από αυτά τα συγκροτήματα ήταν οι Teenage Jesus. Στη σύντομη παρουσία τους, έκαναν ίσως, την πιο δραστική μείωση του ροκ ως μια μορφή τέχνης: Μια ρυθμική εναλλαγή ενός στακάτου και ακατάπαυστου έντονου beat. Χωρίς ούτε μια προσπάθεια να δημιουργηθεί μια μελωδία. Αυτός ο έντονος ήχος ονομάστηκε «No Wave». Στη δεκαετία του ’70 η Lower East Side της πόλης ήταν μια περιοχή ξεχασμένη από το Θεό και την κυβέρνηση. Η κυβέρνηση του Νίξον ενδιαφερόταν για την πλειονότητα, αυτήν που βρισκόταν εκτός των μεγάλων πόλεων. Έτσι οι πόλεις βρίσκονταν σε μια μεγάλη παρακμή. Στη συγκεκριμένη περιοχή, είχε αρχίσει να ανθεί μια μικρή καλλιτεχνική σκηνή. Στην αρχή δεν είχε να κάνει με λεφτά και δόξα αλλά με την έκφραση, την παραβίαση και την αναδόμηση ταυτότητας, η οποία είχε σχέση με τη φυλή, τις κοινωνικές τάξεις και το φύλο. Η σκηνή του punk και του No Wave ήταν το καλύτερο πράγμα που συνέβαινε στην NYC εκείνη την περίοδο. Ανταποκρινόταν σε μια γενική αίσθηση αποτυχίας της γενιάς των χίπι και ήταν ενάντια στον πρόεδρο Reagan. Η Αμερική επανερχόταν στη Σκοτεινή Εποχή. Επικρατούσε μια συγκεκριμένη ιδέα. Να μην αφήνονται οι δημόσιοι χώροι στους δυνατούς και τους εκπροσώπους των εμπορικών συμφερόντων, αλλά να διεκδικούνται από άτομα που θα υποστήριζαν το motto «Ι am somebody». Η καλλιτεχνική σκηνή σύντομα υιοθέτησε αυτή τη στάση και ανήγαγε τέτοιους ανθρώπους σε σταρ. Δύο από αυτούς ήταν ο Keith Haring και ο JeanMichael Basquiat. Μπορεί στο Λονδίνο το punk να άρχισε γύρω στο 1976 με το single των Sex Pistols, το «Anarchy in the UK», στη Νέα Υόρκη όμως δεν υπήρχε ένα συγκεκριμένο σημείο έναρξης. Και ενώ στο Λονδίνο, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’70, υπήρχε μια έντονη ροκ θεατρικότητα, στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, το punk μπήκε με φόρα και ανέδειξε καινούριες φωνές και ιδέες. Οι Ramones θεωρήθηκαν η πρώτη punk μπάντα στην ανατολική πλευρά. Ακόμα και η Patti Smith θεωρήθηκε μέλος της punk σκηνής. Το εξώφυλλο του δίσκου της Horses ήταν συγκλονιστικό: Η τραγουδίστρια πόζαρε φορώντας ένα ανδρικό πουκάμισο και ένα σακάκι ριγμένο στους ώμους της, μοιάζοντας καθόλου τυχαία, με ένα νεαρό Rimbaud. Αυτή η ανδρόγυνη εικόνα έγινε το μοντέλο για τους νεαρούς με φλεγόμενες ψυχές και λογοτεχνικές φιλοδοξίες. Το Μεγάλο Μήλο είχε περισσότερα υποστρώματα και πιο πολύπλοκες μορφές τέχνης σε σύγκριση με την punk σκηνή του Λονδίνου στην οποία κυριαρχούσε περισσότερο η μόδα, το design και τα Top of the Pops. Στη Νέα Υόρκη, υπήρχε πάντα μια σύνδεση με την τέχνη, ακόμα και αν συχνά αυτό σήμαινε την απόρριψη της καλλιτεχνικής σκηνής και του συστήματός της και τη δημιουργία σε εργοστασιακούς χώρους και σε μικρές γκαλερί χωρίς λεφτά.
Βερολίνο Ήταν τότε περικυκλωμένο από την ανατο λικογερμανική βιομηχανία, τον Εθνικό Στρατό, τα λόγια του Erich Honecker «Μπροστά πάντα, πίσω ποτέ!» και απομονωμένο από τον «αντιφασιστικό τοίχο της προστασίας». Το Βερολίνο ήταν προστατευμένο από τους «ανόητους Δυτικογερμανούς», είχε πει η Annette Humpe, μυθική φιγούρα της πόλης. Τα νοίκια ήταν χαμηλά, υπήρχε ελεύθερο ωράριο στα καταστήματα, η διάθεση ήταν κακή και η ανάγκη για διασκέδαση μεγάλη. Έτσι το Βερολίνο έγινε πλατφόρμα πειραματισμού. Άρχισε να δημιουργείται μια ομάδα με μη υπαρξιστές, ντυμένους στα μαύρα, που πήγαιναν από πάρτι σε πάρτι και πειραματίζονταν με χάπια. Ο Jurgen Teipel, μουσικός και διάσημος DJ εκείνης της περιόδου, είχε γράψει: «Όταν πηγαίναμε στο Ku’ damm, περπατούσαμε στο Βερολίνο σαν να περνάγαμε μέσα από τη ζούγκλα. Δεν βλέπαμε καν τους γύρω ανθρώπους και το περιβάλλον. Ήταν σαν να μην υπήρχαν. Ζωγραφίζαμε το δικό μας χάρτη του Βερολίνου». Καθόλου παράξενο που εκείνη την εποχή, ο David Bowie και ο Iggy Pop εγκαταστάθηκαν στην πόλη. Ο δίσκος του Bowie, Low, ήταν μια καταγραφή, μιας παρακμής που βασίλευε μέσα από τα συντρίμμια του πολέμου. Αναφορές εκείνης της περιόδου καταγράφουν σκηνοθετημένες ιεροτελεστίες αηδίας, ώστε να τεστάρουν τα ψυχολογικά όρια του ανθρώπινου οργανισμού. Ο Blixa Bargeld, τραγουδιστής, ζούσε σε ένα υπόγειο όπου, για χάρη της απλότητας, ουρούσε μέσα σε ένα δοχείο γιαουρτιού δίπλα από το κρεβάτι. Το punk θεωρήθηκε ότι σήμαινε πρωτοτυπία. Ακόμα και το κούρεμα. Κοντοκουρεμένο μαλλί, ακόμα και τρύπες κομμένες μέσα. Το punk έφτασε στη Γερμανία, όπως και στην υπόλοιπη ήπειρο, με καθυστέρηση 2 – 3 χρόνων, τότε που στην Αγγλία μιλούσαν για το μετα-punk. Γι’ αυτό το λόγο η punk σκηνή στο Βερολίνο χωρίστηκε σε δυο στρατόπεδα. Εκείνο που κρατούσε την παράδοση των Sex Pistols και το άλλο που συμβάδιζε περισσότερο με τις τότε καταστάσεις στη Νέα Υόρκη. Υπήρχαν περιπτώσεις που οι δύο σκηνές συνυπήρχαν. Η μια ήταν στο Club SO 36, ένα μη χώρο ανοικτό για δημιουργία προς όλους. Εκεί παρουσιάστηκαν κατά καιρούς, avant-garde punk συγκροτήματα, φιλμάκια χαμηλού προϋπολογισμού με σκηνοθέτες όπως οι Jorg Buttgereit και Martin Jelinksi.
Ακόμα όμως και η avant-garde σκηνή μοιράστηκε στα δύο. Η μια πτέρυγα ήθελε να διαφυλάξει την αυθεντικότητά της αλλά και την παρουσία της στον κόσμο με το να παρουσιάζει δουλειά που έφτανε στα απόλυτα ψυχολογικά όρια. Η άλλη είχε μια πιο σκεπτική και κυνική στάση. Δεν πίστευε ότι η αυθεντικότητα, μπορούσε να εντοπιστεί στον πυρήνα της ύπαρξης. Την ενδιέφερε να κερδίσει μια προοπτική του κόσμου μέσα από την κατασκευή της απουσίας της μοναδικότητας. Το Βερολίνο ζούσε σε μια εποχή κοινωνικών αλλαγών. Μέσα από τη μαγεία της pop, συγκεκριμένα κοινωνικά γεγονότα συνδέθηκαν με συγκεκριμένους ήχους και δημιούργησαν σύμβολα μιας μεταμόρφωσης της κοινωνικής πραγματικότητας. Εκείνη η φωνή λειτούργησε σαν ένα είδος ελευθερίας της σκέψης. Η ηχώ της αντηχεί ακόμα και σήμερα, το 2008.
όορέσκ της Μ το Καφέ Πιτ σ ε μ α με κ α ή κ θ ή η αντηθ Δεν συναντ Βολταίρ. Συν ρέ α π μ α Κ π της όσχας, ούτε στο βαθιές δομές ς τι σ ι, σ έλ σ είο Τ οιμόστο ξενοδοχ ατσαρίδες. Κ κ ες υρ α μ τά ε σε κα ονειρευτούμ λης, ανάμεσα ι μόνο για να α κ νο ο ό Τ μ . , α ο τημ μασταν λίγ πέραντο διάσ πόλεις στο α ς ιε , τα κίτρινα έν ια φ γ α σ χρυ χαν πτερύ εί τα η ίν κ ο αυτ ύνταν καλοκαίρι τα άνυχτα αιωρο εσ μ τα , ά λ η σι τις ν χαμ αμε στο Τσέλ ταξί πετούσα ίζ υρ Γ ς. α μ ιόν ε τίποτα δικό κεφάλια όφταιναν. Δεν είχαμ ς στην ρεσεψ πρ ο ς π πάνω από τα μα ν ρω δε οί νθ ά θε ο νη` είχαμε της μέρας` μας ήταν καταπατημέ ιάζαμε χωρια ο σία τη Μ πρώτες ώρες . οκ η ιδι σ η ς, νε μα ά πης με ψεύτικη γρια αμε: στα βάθη της λύ μάς κοιτούσε ομένες στα ά υσική` αυτό μόνο είχ δ μο ρα τη α π , έγ ές ές π απ ο της διακ αμε αστρ τοπούλες σε με στο ρυθμό ταν ακίνητοι` περιμέν α ασ ίζ όμ δ εκ α στ β αν ς: είχ η ς α όσα μά ς Υόρκ ν πανκ στην νικές, περιμέναμε όλ τα φο σ ι θηρία της Νέα α κα μ ες ή ωμ ν` χρ ο σ μέσα Βαν Μόρι ινόταν η είχαν δώσει. Τέλος, μουσικής του οσχεθεί και δεν μας ρισον μάς φα υπ ό Μ ν μασταν α νό Β εχα ο , δ ς ση ω λάνη αμε εμφάνιση, όμ ριστροφική μας περιπ υ θεού. Διανύ πε το ην ς στ η ρξ ταν α γό ύπ ου λ ύνης, ακ τον ά δειξη αν ωκεανό σ μοναδική έν : στις λιτανείες της οδ ας έν ν -έν ας το έν ό π α θο το ς, αδιάφ ρης ες μίλια καλοκαίρια σ το τραγούδι μιας άγρια κάδες χιλιάδ τα ικά ε ντ μ φα α κω ύσ εκ νο ν πως έφταιπίσω: περ ίδια, αστράέλεγαν και ξανάλεγα ι υπ λο ο άλ λον και πάλι κ σ Οι . ά ής ιν οχ επ τε εσα στα φω το οδόστρωμα` εμείς ντας το Τσέλσι, ανάμ χύτητα, πως έφταιγε ροχή, ανοίγο τα β η ή γε ιν ιρ α κ ο ις λ ο. Τ Στόουνς. ν κα φτοντας στη πό ψευδάργυρ ς έφταιγαν οι Ρόλινγκ α πω ι με κ ά ρα ξέ υτ ο κ ν ταν σα οι φωτιές μάς έπνιν την Κάτω Μανχά ιγόμασταν στο νερό, ς λικνίζοντα α Κα μ ά ικ θ ω σ μέσα σε αχνή, με: τα αν ανέσπερη εποχή μι με νύχτες χορεύα σα ι. ρά ο πε λ α ν: γα νδ αιναν οι βά μιζα πως αυτά ήταν τα ψυχεδελιώρα που έβγ όμαστη αρρώστια. Νό ` χάσαμε τις ον ά ατ ακ ργ α ε μ α ο κ ή αρμ ’κει τίποτ’ άλλο δεν Γεννηθ θεούς της δυσ σμου, πως πέρα από κό υς υ το το ια σ όρ ε μ α ύσ ν. άχω ό το κενό και πως υπακο υγή των βατρ όλα προέρχονταν απ κές γιορτές, ς ρα Πω . κ χε ν ήρ τη υπ ε μ πιο γρήγορα αν έμοιαζε ίες υψώνοντ έχανα τον καιρό μου ν: υμ νίας: το πανκ γα ιθ λη τέ επ κα ι εί ο εκ : λλον` ο κόσταν τίποτα ια μας` όλα λινδρομούσα στο μέ δ πα , ό υς π Δεν φοβόμα λο τα άλ σ υς ν το α ό απ ατρακυλούσ ς νύχτες κατεβαίν, ακοκι έσβηναν, κ ατούσε με τα χέρια. Τι εγκατέλειπα ρπ ς α πε μ ος σμ ν, α ντ ύο οι πανκ βάδιζαν διαλ ικός μπετ Σίτι, εκεί όπου ξεχνιούνταν, δεν ήταν ο δ φα υ Άλ ο ο π στ με υς να το ο ώμους ή χωρίς ποτα, ν δρόμ βόα τυλιγμένο στους εριμέναμε τί π λουθούσαν το αν έν εν μ’ δ μα , θυ τέ ρά ο π ικτικά: νούσαμε α που φαίνονταν επιδε ίζαμε πόλεις χ ίρι σ χα μας. Δεν θρη ια μα δ με – λά ε αλ π α βό αν όσο έπρε όπως ζούσαν, τα πτώτάσεις όλα διαρκούσ τεροι πέθαιναν έτσι , πέτρινες εκ σό υς ρισ ο πε μ οι ή ερ ες ιύβλιν αναζητούσε κανείς: ς, ήταν ο μαγ αψιδωτές, το χάνονταν. Δεν τους ρέ ο υς το φ τά ές μα ικ ερ ς ες. Μ ι οικογενειακά ταν ο χημικό ροκαμένες μάνες κα ή φωταγωγημέν χα ς ν χα ρέ ο ήρ φ υπ ν δε ες λ υ Οζ, άλ έροχα ορφανός, δεν βραχύβιες κός δρόμος το ατα` ο κόσμος ήταν υπ ιχνίδι με τις άμ α δρ π ο ιμ ι, σ τσ νά Έ α θ ές. οι έμοιαζαν με χειμάρ εφιάλτης, το υστες μουσικ ύσε πουθενά, οι δρόμ ρε ικο ύρ το χ κα α η, π ρκ ς Υό τι α η ι ει κα Όταν έφυγα από τη Νέ όταν τελειώσ πανκ μπάντες ρους που κόχλαζαν. τι θα κάνεις ν` α ια ύσ θηκα` φοβήο ύρ ο υλ ιν κ α τήσω κ τζελες: κι εκεί φοβή τα χρόνια Άν ζη ς να Λο ο α στ α θ γα : πή υν ρωτιόμο , πριονιστήέβαστοι, μήπως ξεχά μουσική, ανα ε φορτηγίδες μήπως γίνουμε αξιοσ μ κα θη ία π με το ίζα , α πα α , ει έσ ων μ όν ίλ τα χρ ίτι – σκοτεινά βασ ς, όταν ήμασταν τριάν τα και γκραφ πω η ε ίν υμ κ σο ο το υτ υ α πο ο α α ρκ μέν τα θ ένα πά ρια, τρακαρισ ς τα εγκλήμα ι της Καλιφόρνια, σ’ ώ ρέ θ τε α ον κ Μ , ο ό στ ει ελ ς ιο μακ το ράφι με τι ομερός». σ’ αυτό το ήπ , θα θυμάμαι έλεγαν «Ντένις ο Τρ ά λ η π ιω σ ι α υ. ντ ο μ νο ώ ό λ υτ π α εα εξ νώ τον και θα συμπο ταν ασυμαρμελάδες οι` φαινόμασ νέ ια π ν τα σ α μπορούΔεν ήμ ι. Κανείς δεν νο ρο χ ά ι α κ αιροι χε στανάρτητοι, άκ : ο κόσμος εί ει β ά λ τα α κ ελε να αμε πιστέψει σε και δεν ήθ άσει όλα, είχ ιμ κ ο δ ε μ α χ ος. Μεθούματήσει` τα εί ίγα για το τέλ λ ει σ ή φ α ε μ χα χνολοσε μερικά, εί σε σχήματα τε ν τα σ α μ ιό ντ οι συνα ια: τρέχαμε` σαμε συχνά, ε βιντεοδρόμ σ ε μ α ύσ ο τρ γικά, γλισ
-Τι σημαίνει το punk για σας προσωπικά; Για μένα ήταν ένας τρόπο ς να βρίσκω την προσωπικ ή μου ισορροπία, να εκφράζω τη σεξουαλικ ότητά μου. Ήταν ένας τρό πο ς να αλλάξει η κουλτούρα και μέσα από αυτ ήν η ίδια η ζωή μας. Δεν μπ ορώ να σκεφτώ κανέναν άλλον τρόπο να άρχιζα την καλλιτεχνικ ή μο υ δραστηριότητα. - Οι punks ασχολούνταν με το τι συνέβαινε στους ελιτίσ τικους καλλιτεχνικούς κύκλους του Λο νδίνου ή της Νέας Υόρκης ή οπουδήποτε αλλού; Όχι. Το μόνο πράγμα που τους απασχολούσε, ήταν η εξτρίμ συμπεριφορά. Δεν ήθελαν να ξέρ ουν τίποτα άλλο παρά το πώ ς να βρουν τρόπους να ξεφύγουν από εκείνο που αποκαλούσαμε «νορμάλ ζωή». Αυτή ήταν η αποστολή του ς. - Πιστεύετε ότι οι punks κατ άφεραν τελικά να φέρουν μια αλλαγή και σε ένα πολιτικό επίπεδο; Οι punks υπήρξαν η αιτία για να γεννηθεί μια νέα γεν ιά καλλιτεχνών. Η πολιτική τους υπήρξ ε η κινητήριος δύναμη πίσ ω από πολλές εκφράσεις της σύγχρονης τέχνης. Έχουν επηρεάσει σε μεγ άλο βαθμό την κουλτούρα. Κα ι έχουν καταφέρει να προ βά λου ν τον ερασιτέχνη, ως ισάξιο ή κα ι -μερικές φορές- πιο σημα ντικό από τον επαγγελματία. Στην Αμερι κή το Hip Hop, για μένα, δεν είναι τίποτα άλλο παρά μαύρο punk ροκ. Το κίνημα των punks - Σε ποιους το άλλ αξε και τη μουσική και τη μόδα. Έδωσ μείς ζει ακόμα ε και στα δύο μια πολιτική η ιδεολογία τω Ο ι punks έχουν βά ση για να ν punks; συνυπάρξουν σαν τέχνη κα αναμφισβήτη ι σαν δράση και δημιούργ τα επηρεάσει καθέναν. Αν κο ησε το έδαφος και εμβολιάσει του αμφισβητούμενου και ιτάξουμε τη σύ τον του αμφιλεγόμενου. γχρονη τέχνη έχει άμεσες επ , θα διαπιστώσο - Τι θα ήταν διαφορετικό αν ιδράσεις από υμε ότι δεν υπήρχε το κίνημα των το κί νημα των pun εντοπίζονται punks; Οι punks έκαναν τον κόσμο ks, έστω κι αν σε μάρκετινγκ να μοιάζει τότε, αθώος, πιο αυτές φ αινόμενα όπω ο οποίος αν δε νέος, πιο ζως είναι ο Ντάμι ντανός. Και επαναπροσδιό ν ήταν κατασκ εν ρισαν το γκλάμουρ. Επέλε Χερστ, ευαστής μιας χνης, σίγουρα ξαν να κάνουν φρικτής σύγχ την ασκήμια, να εμφανίζετ θα εί χε ρο υπ νη άρ αι ως ομορφιά. Και διακήρυξ ς τέξει punk. Υπάρ σύγχρονοι κα αν πως το να χουν επίσης αν είσαι καλός, είναι βαρετό, λλιτέχνες όπω ερ το να είσαι «κακός», είναι χό μενοι ς ο B anksy, η δουλ καθαρά επηρε καλό. - Τελικά πότε ακριβώς ήτα ειά του οποίου ασμένη εν μέ ν το τέλος των punks; εί ρε ναι ι από το στιλ τω ματιά στις γραφ ν punks. Αν ρί Οι punks τέλειωσαν όταν ιστικές τέχνες ξο η ίδια εκείνη γενιά που του υμ ε μια , θα διαπιστώσο σειρά, δεν μπ ς αποτελούσε, υμε ότι καμιά έθεσε τον εαυτό της προς ορεί να συγκρι γρ πώληση. Οι punks δεν ήτα αμ θε ματοί με pu εκ είνη που είχα nks, η οποία εξ ν ποτέ προς πώληση. Αυτό άλλωστε ήτα ν δημιουργήσε ακολουθεί να ν και το νόημα της ύπαρξής ι οι θε ωρείται σύγχρο δε κοιτάξουμε τους. Σήμερα υπάρχουν δύο κόσμο στο χώρο της νη και μοντέρ ι που συνθέτουν αυτό που μό να δα . Αν ς, οι Comme de Yves Saint Lau ονομάζουμε «κουλτούρα». Ο ένας κόσ s Garcons, Lan rent, Dolce&G μος είναι η αυθεντικότητα vi ab n ba , λο n a, ι L οί και ο άλλος ο ouis Vuitton κα κοι έχουν επη μιμητισμός. Οι περισσότεροι ρεαστεί από τι ι χιλιάδες άλκαλλιτέχνες ξοδεύουν σή ς αν στ αδόμηση των ιλιστικές επιτ μερα τις ζωές τους, προσπαθώντας να μετ ρούχων που απ αγές των pun ατρέψουν σε αυθεντικό, ένα ks. Η οτελούσε το κύ μό δα ς τω ν κόσ ν μο punks, είναι σή ριο χαρακτηρι μιμητισμού. Για να μπορέσει με στ κανείς να κάνει κάτι τέτοιο ικ ρα ό ο τρόπος που της επιλέγουν για , πρέπει να οι πλείστοι σχ ’ναι ή μάγος ή αλχημιστής. να φτιάξουν τα εδιαστές Ζούμε λοιπόν σε έναν κόσ δι κά κτ το η υς ρι στικό της εποχ ρούχα. Επίση μο μιμητισμού όπου τα πάντα έχουν την τιμ ς το πιο χαραής μας που είνα ή τους. Ψάχνοντας για κάτι τελικά μια προ ι η κο υλτούρα του Ίν αυθεντικό σ’ αυτόν τον κόσμο είναι λες έκ τα ση τερνετ, είναι κα ι μετεξέλιξη τη και ψάχνεις για βελόνι στα ζωής των pun ς κουλτούρας άχυρα. Από την άλλη υπάρχει μια τεράστ ks: τα blogs, το κα ι του τρόπου ια δίψα για το αυθεντικό κα facebook, το Y σ’ αυτή τη διαπ ι όταν αυτό outube, όλα συ ανακαλυφθεί, σίγουρα δεν ίστωση. Γιατί νηγορούν θα είναι προς πώληση… εί ναι μέσα από νέοι τρομοκρά αυτά που γενν τες της κουλτο ιο ύνται οι ύρας. Είναι μέ η κουλτούρα κα σω αυτών που ι δεν έχει πια δι αδίδεται την ανάγκη κα ματος για να εξ νενός εμπορικ απλωθεί και να ού συστήπ ρο των punks παρ ωθηθεί. Παρόλ αμένει τόσο αι α αυτά το κίνη νι μα γματικό όσο π θήσει να υπάρ άντα και θα εξ χει ανεξαρτήτω ακ ολους εποχών, σαν ρομαντικό, τό κάτι τόσο άγρι σο σέξι και τό ο και τόσο σο αθώο, σαν πυρήνα όλων κάτι τελικά που των ονείρων μα αποτελεί τον ς.
Γενεσιουργός αιτία της Τέχνης είναι η ανάγ κη. Μια ανάγκη έκφρασης και εξωτερίκευση ς των πιο ζωντανών στοιχείων μέσα μας. Στην Ιστορία της Τέχνης η πλειοψηφία των κινη μάτων και των σημαντικότερων καλλιτεχνών είναι η ιστορία μιας ανάγκης για ελευθερί α, για την ευχέρεια να εκφράζεται όπως απαιτεί το ένστικτό του. Ο δρόμος για την ικανοποί ηση αυτής της ανάγκης ενέχει πολλές φορές τη βία. Τέχνη δεν είναι μόνο αυτό που χαϊδεύει το μάτι μας, υπό προϋποθέσεις μπορεί να είνα ι το εντελώς αντίθετο. Στην εποχή μας δεν είνα ι λίγοι οι καλλιτέχνες που τολμούν να στρα φούν στην ιδέα και την εικόνα μιας κοινωνίας σε αποσύνθεση, χρησιμοποιώντας την και ως σύμβολο της κοινωνικής κρίσης. Υπάρχουν κλασικές ακαδημαϊκές μελέτες που κάνουν τέτοιους συσχετισμούς, όπως για παράδειγμα για τη σύνδεση του punk, με το dada και την Καταστασιακή Διεθνή. Σε όλες τις περιπτώσεις ξεπρόβαλλαν οι εκφραστέ ς που μιλούσαν με θυμό και αγανάκτηση για την αποσύνθεση της κοινωνίας, την παντοδυν αμία της βιομηχανίας και του κεφαλαίου, την ανεπάρκεια της τέχνης να δώσει λύσεις και να βελτιώσει τη ποιότητα ζωής των ανθρώπω ν. Ουρλιαχτά αγωνίας για το μέλλον. Το ουρλιαχτό της punk είναι το πιο εκκωφαντ ικό ίσως γιατί διακατέχεται και από περίσσια απαισιοδοξία για το μέλλον. Η μεγάλη αντίφ αση έγκειται στο ότι πολλοί από τους διαχ ρονικούς εκπροσώπους του κινήματος ανήκουν σήμερα στη μικρή λίστα των πιο ακριβοπλ ηρωμένων καλλιτεχνών του κόσμου. Ένα όνομ α αρκεί: Ντάμιεν Χιρστ («I’m a punk at hear t» έχει δηλώσει ο ίδιος).
εις περιπτώσεις
Koh, Colen, Snow: Τρ
έσως την προγων τους τράβηξε αμ έρ ν τω ση φύ ή ηρ λμ Η το atchi, ο τών όπως ο Charles Sa εκ λλ συ ων ντ ινό μα σοχή ση είο των νεαρών vier Peres. Κοινό στοιχ Δάκης Ιωάννου, ο Ja ι Dash Snow, e Koh, Dan Colen κα καλλιτεχνών Terenc λλιτεχνική επαναστατική τους κα ι κα ιη βία τη ό απ ς εκτό του καταξιν αγαπημένα παιδιά ού ελ οτ απ ι ότ αι είν , διάθεση τους κοσμούν τη vier Peres, ενώ έργα ωμένου συλλέκτη Ja οιξε αυτό το μήνα αλερί Saatchi, που άν συλλογή της νέας γκ στο Chelsea. 1η Μπιεν τη δουλειά τους στην ισα ώρ γν ια» άτ «μ ά Ελληνικ στην περίφημη Destroy Athens και νάλε της Αθήνας 2007 Figure», με ς ΔΕΣΤΕ «Fractured έκθεση του Ιδρύματο Ιωάννου, το ική συλλογή του Δάκη ωπ οσ πρ ν τη ό απ γα έρ αβήξουν οι μπορούσαν να μην τρ θα ν δε υ οίο οπ υ το βλέμμα κριά ότι χρίζουν υ «φωνάζουν» από μα καλλιτέχνες αυτοί πο προσοχής. ρακτηρίζεται από ιτεχνικό πεδίο να χα λλ κα νο ρο γχ σύ το ε Μ καλλιτέκάποιοι διάττοντες… οία οπ ν τη με τα τη χύ την τα οδική τροχιά ι εξαφανίζονται, η αν χνες εμφανίζονται κα τικά σταθερή. ρα τους είναι εκπληκ που έχει πάρει η καριέ
Τerence Koh: Πολυτελής… παρακμή
Με βάση τη Νέα Υόρκη ο γεννημένος στο Πεκίνο Τerence Koh, επονομαζόμενος παλαιότερα και asianpunk boy, έφτασε μέσα σε λιγότερο από πέντε χρόνια να θεωρείται σταρ της διεθνούς εικαστικής σκηνής. Τα έργα του έχουν χαρακτηριστεί «συνδυασμός νεανικής κουλτούρας και πολυτελούς παρακμής ». Το ξεπέταγμά του στη διεθνή εικαστική σκηνή έμοιαζε απ’ την αρχή ελπιδοφόρο. Ο Javier Peres είχε, ευτυχώς για τη σύγχρονη Τέχν η, μόλις παρατήσει τη διεθνή νομική του καριέρα για να ανοίξει την γκαλερί Peres Projects τους Λος Άντζελες, αναθέτοντας στον asian punkboy το εναρκτήριο show. Το νερό είχε κυλήσει στο αυλάκι…. Ο ίδιος δηλώνει 31 ετών, αν και για ημερομην ία γέννησής του έχει αναφερθεί, το 1979 αλλά και το 1980. Αμφ ιβολίες για την ηλικία του έχει μέχρι και ο ίδιος ο μέντοράς του, ο Κανα δός καλλιτέχνης Α.Α. Bronson, εκ των ιδρυτών της καλλιτεχνικής ομάδας General Idea, ο οποίος όχι μόνο τον κάνει για 36 ετών, αλλά στοιχηματίζει ότι δεν έχει γεννηθεί στο Πεκίνο, αλλά στη Σιγκαπού ρη και ότι ψεύδεται για τα πάντα. Έχει χαρακτηριστεί και νεαρός punk καπι ταλιστής και να κρίνουμε από τον τρόπο εργασίας του, μάλλον επιδιώκε ι να διατηρήσει αυτόν τον τίτλο. Η αναγνώριση που απολαμβάνει έγινε ακόμη μεγαλύτερη μετά την ατομική έκθεση πέρσι στο Μουσείο Aμερικανικής Τέχνης Whitney. Στον ίδιο αρέσει να «εκτίθετα ι» και να τολμά κάθε φορά που επιδεικνύει στο κοινό την εικαστικ ή του πραμάτεια. Γιατί όπως έχει δηλώσει, «εάν θα αποτύχω, θέλω να αποτύχω θεαματικά, μπροστά σ’ όλο τον καλλιτεχνικό κόσμο, γιατ ί αυτό ανακουφίζει την πίεση».
Dan Colen: Κουτσουλιές πουλιών
Με βάση κι αυτός τη Νέα Υόρκη, λίγο πριν κλείσει τα 30 του χρόνια, ο Dan Colen συνθέτει εγκαταστάσεις και γλυπ τά που επιτρέπουν τη χρήση εφήμερων υλικών και τεχνοτροπίες γκράφιτι. Γιος γλύπτη, του Sy Colen, αποφοίτησε το 2001 από το Rhod e Island School of Art and Design. Πολλές αμερικανικές και άλλες γκαλερί έχουν φιλοξενήσει δουλειά του, περιλαμβανομένης βεβαίως της Peres Projects του Βερολίνου. Mε θέμα το εσωτερικ ό του διαμερίσματος
w έχει δημιουργήτου κολλητού του Dash Sno mbals, Smoke and σει το έργο «Secrets and Cy Wall in the Future», Scissors: My Friend Dash’s ή Saatchi. που ανήκει πλέον στη συλλογ α του είναι αυτά που Τα πιο χαρακτηριστικά έργ τας μπογιά, αλά δημιούργησε το 2007 πετών βάδες, κάνοντάς τους Jackson Pollock σε 62 καμ έχουν κουτσουλήσει να μοιάζουν σαν να τους… ές συμβολίζουν έμπουλιά. Ουάου! Οι κουτσουλι από την καλλιτεχνική μεσα αυτό που περισσεύει ure» συμμετείχε με το δράση. Στο «Fractured Fig ’t what it used to be εξεζητημένο «Nostalgia ain βάση τη χειρονομιακή (Writing on the wall)», με ή γλυπτική κατα«γραφή» πάνω σε μονολιθικ σκευή μεγάλου μεγέθους.
ου
Dash Snow: Παιδί του δρόμ
ς, ο μόλις 27 ετών Γέννημα θρέμμα Νέας Υόρκη γλυπτικές του εγκαταSnow είναι γνωστός για τις τογραφίες του. Κοστάσεις, τα κολάζ και τις φω βιογραφικό, είναι σμογυρισμένος και με «βαρύ» ν Κύπρο συλλέκτριας δισέγγονος της γνωστής στη ιας του ομώνυμου Dominique de Menil, ιδρύτρ 13 του χρόνια το έσκασε Ιδρύματος- Μουσείου. Στα στους δρόμους, φωαπό το σπίτι και άρχισε να ζει αρχείο από μέρη που τογραφίζοντας σκηνές «ως μένη» όπως λέει. μπορεί να μη θυμάμαι την επο ατα κολάζ του χρησιΣε κάποια από τα πιο πρόσφ το σπέρμα, ενώ με μοποίησε ως υλικό το ίδιο του ληρές» σκηνές, από το φακό του αποτυπώνει «σκ κατανάλωση ναρκωερωτικές περιπτύξεις, από εγκληματικής βίας, τικών, από άσκηση φυσικής, κότητα του κόσμου εκθέτοντας και την επιδεικτι ευθύτητα. της Τέχνης με αφοπλιστική
Φωτo: ΣκεYη Ερωτοκρiτου
Η κοινωνία τους θεωρεί, στην καλύτερη των περιπτώσεων, γραφικούς, στη χειρότερη αλήτες (όπως τους πανκ). Μερικοί λένε πως είναι απλώς μια μόδα για τους πιτσιρικάδες που θα περάσει και άλλοι το καταγράφουν σαν πιο σοβαρό σύμπτωμα της εποχής. Όπως και να ’χει, οι EMO με τα φουντωμένα μαλλιά και τα σκισμένα τζιν θα μπορούσαν άραγε να χαρακτηριστούν και σαν οι πανκ αυτής της δεκαετίας; Ο όρος Emo είναι μια συντομογραφία της λέξης Emotional (που πάει να πει συναισθηματικός) και δεν χρησιμοποιείται μόνο για να αποδώσει μια τάση μόδας αλλά και για να ξεχωρίσει μια στάση η οποία προέρχεται από ένα συγκεκριμένο ειδος μουσικής, τη λεγόμενη Emocore (συνδυασμός της hardcore και της πανκ μουσικής). Η Emo κουλτούρα άρχισε να κάνει την εμφάνισή της στα τέλη των 90’ς για να φτάσει σήμερα να βρίσκεται στο απόγειό της. Οι Emo έχουν τα δικά τους sites, γράφουν τα δικά τους καταθλιπτικά ποιήματα, αισθάνονται πως οι υπόλοιποι δεν τους καταλαβαίνουν και ανταλλάζουν μεταξύ τους τιπς για το πώς να εξελίξουν το εναλλακτικό τους λουκ την ίδια ώρα που χορεύουν στους ρυθμούς της emocore. Είναι λοιπόν οι EMO, οι νεο-PUNK;
ΜΕ ΤΟΝ ΓΙΑΝΝΗ ΧΑΤΖΗΓΕΩΡΓΙΟΥ
Το εξώφυλλο είναι δημιουργία των Λευτέρη Τάπα και Πόλυ Πεσλίκα
Μου το είχες πει επάνω στη μηχανή σου, στη λεωφόρο Αθηνών, λίγο πιο κάτω από την πιάτσα των τραβεστί. Μόλις σου είχα γνωρίσει την Αλόμα, είχατε πει δυο τρεις κουβέντες (δεν σε συμπάθησε νομίζω, αλλά δεν σ’ το ’πα), με ρώτησε αν είμαστε συγγενείς, κάτι ανέφερε ότι μοιάζουμε, «σαν αδέλφια είστε», είπε, αλλά «όχι», πρόλαβες να απαντήσεις, «συνάδελφοι είμαστε». Σε διόρθωσα αμέσως: «Ναι, συγγενείς είμαστε, έχουμε το ίδιο DNA». Ποιητικά, από αυτά που σου άρεσαν. Χαμογέλασες. Ξανανέβηκα στη μηχανή σου ευτυχισμένος. Δεν ήξερα ακόμη. Λίγο πριν φτάσουμε στα Εξάρχεια, κόμπιασες, ανέβασες ταχύτητα, μετά έκοψες χιλιόμετρα απότομα, να φτάνει η φωνή σου καλύτερα στ’ αφτιά μου. Μάλλον δεν θα μου το ’λεγες, αλλά η χαρά σου δεν θα το κρατούσε άλλο πια μυστικό στο στόμα. «Τι θα κάνεις στις 3 Οκτωβρίου;», είπες, «τίποτα, τι θα γίνει;», «υπάρχει ένας γάμος». Έκλεισα τα μάτια και σε αγκάλιασα σφικτά, κόλλησα επάνω στο μπουφάν σου, ο δρόμος έγινε οκταπλής κατεύθυνσης, μου ’ρθε να γελάσω, μετά λυπήθηκα, μετά στενοχωρήθηκα, ύστερα ζαλίστηκα, κρατήθηκα πάνω σου σφικτά σαν γδαρμένο ζώο πριν απ’ το σφαγείο. Όλα, σε δευτερόλεπτα. «Ο δικός σου γάμος;». «Ναι. Θα ’ρθεις;», «Θα έρθω». Και κατάπια σάλιο να μη φανεί ο κόμπος. Είχαμε να μιλήσουμε ενάμιση μήνα. Κάτι οι διακοπές, κάτι οι δουλειές, πείσμωσα που δεν μ’ έπαιρνες εσύ τηλέφωνο και περίμενα να κάνεις το πρώτο βήμα, ένα «τι κάνεις; είσαι καλά Γιαννάκη;», ήθελα. Αλλά, δεν το ’κανες. Φυσικά, θυμόμουνα κάθε μέρα τον Χριστιανόπουλο που μου είχες στείλει στο email μου ύστερα από εκείνο το βράδυ που μέθυσες και με φίλησες στο στόμα, τα «μαύρα» σου τραγούδια, τα δύο σπάνιά σου sms, «θέλω να σου εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου που εμφανίστηκες στη ζωή μου», αλλά και εκείνο το ποίημα, εκείνο που τα κατέστρεψε όλα: «να σου γλείψω τα χέρια, να σου γλείψω τα πόδια, ο έρωτας γεννιέται με την υποταγή…». Και, έπεσα στην παγίδα. Ότι να, εδώ είμαστε. Λάθος. «Πώς σου φαίνεται αυτό που πάω να κάνω; Ο γάμος;», με ρώτησες μετά, λίγο πριν πάρω το τζιν τόνικ μου στο bar που καθίσαμε. Δεν σε απέτρεψα, δεν σου είπα «τι πας να κάνεις;», δεν ούρλιαξα, δεν έκλαψα, δεν συγκινήθηκα. Δεν έκανε τίποτα το θεατρικό -σαν μαστουρωμένος έμοιαζα. Ανάπηρος από λέξεις. Κάτι πήγα να πω,
ότι μόνο τέσσερις μήνες γνωρίζεστε, ότι πριν από δύο μήνες -όταν σε είχε πάρει πέντε φορές τηλέ φωνο μέσα στις τρεις ώρες που ήμασταν μαζί στη δουλειάμου είχες πει «δεν έχουμε σχέση, όμως θα δείξει», αλλά δεν είπα τίποτα. Μάταιο. Μετά, με άφησες στο σπίτι, ανέβηκες να πάρεις την κάμερά σου, φιληθήκα με στα μάγουλα, σε αποχαιρέτησα, σε χτύπησα στον ώμο, έφυγες και μ έπιασαν τα κλάματα. Για δέκα μέρε ς έκλαιγα κάθε βράδυ λίγο πριν κοιμηθώ. Ύστερα, το συνή θισα. Απαθής. Στο γάμο σου δεν με κάλεσες τελικά. Σε ρώτη σα βέβαια πού θα γίνει και τι ώρα, μου είπες, αλλά πρόσθεσες «δεν κάνει να το ζήσεις αυτό, σ’ αγαπώ». Δεν είπα τίποτα. Τι να ’λεγα; «Εντάξει, δεν θα ’ρθω». Οι άλλοι με ενημέρωναν - δεν ήξεραν τι ζούσα. Έκαναν περιγραφές, ποιοι ήταν εκεί, τι έγινε, πόσο χόρεψεςδεν ήθελα να μάθω. Στενοχώρια. Προχθές κανόνιζες το μήνα το μέλιτός σου. Ρομαντικά, στην Ιταλία. Μιλο ύσες στο τηλέφωνο, με επίθετα γλυκά, «μωρό μου» και «πουλί μου». Δεν έλιωνες, δεν ήσουν ερωτευμένοςφαινόταναλλά κάτι είχε στο μάτι σου, κάτι έλαμπε. Δεν ξέρω πια. Και δεν ρωτάω. Τι απάντηση να ’χουν τα ανεξ ήγητα; Πήρα την ψηφιακή. «Μου απλώνεις το χέρι σου;», σου είπα. «Τη βέρα θες να βγάλεις;». «Ναι, τη βέρα ». «Έλα, τράβα». Κλικ. Δεν ξανάκλαψα μετά.
ΥΓ. 26/11/08
ΚΑΘΕ ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΟΝ ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟ ΕΚΔΟΤΗΣ-ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΝΙΚΟΣ ΠΑΤΤΙΧΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑ ΣΥΝΤΑΞΗΣ ΕΛΕΝΗ ΞΕΝΟΥ ART DIRECTOR ΙΩΑΝΝΑ ΠΑΤΤΙΧΗ ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΛΕΝΑ ΠΑΡΠΑ ΕΙΔΙΚΟΣ ΣΥΝΕΡΓΑΤΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΓΕΩΡΓΙΟΥ ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΙ ΜΑΡΙΝΑ ΣΙΑΚΟΛΑ ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ CHARLIE MAKKOS ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΒΑΤΤΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ OMAΔΑ ΑΝΤΡΕΑΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΠΟΛΥΣ ΠΕΣΛΙΚΑΣ ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΤΑΠΑΣ ΜΟΝΙΜΟΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΚΑΡΑΒΑΛΗ ΚΩΣΤΑΣ ΜΑΝΤΖΑΛΟΣ ΜΑΡΙΑ ΜΑΣΟΥΡΑ FILEP MOTWARY ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΒΒΙΝΙΔΗΣ ΝΙΚΟΛΑΣ ΣΠΑΡΣΗΣ ΑΛΕΞΗΣ ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΟΥΜΑΖΗΣ ΣΩΤΗ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΡΙΛΛΙΔΗΣ ΙΩΑΝΝΑ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΕΛΛΑ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΥ ΔΙΟΡΘΩΣΗ ΚΕΙΜΕΝΩΝ ΜΑΡΙΑ ΖΕΡΒΟΥ ΜΑΡΙΑ ΚΑΠΑΤΑΗ ΜΑΡΙΑ ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΥ ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΙ ΧΡΩΜΑΤΩΝ & ΕΚΤΥΠΩΣΗ: PROTEAS PRESS LTD
Σε σαυτό το τεύχος συνεργάστηκαν δημιουργικά οι:
Γιώργος Χειμωνάς Σώτη Τριανταφύλλου Μαρία Μασούρα M. Hulot
Το υλικό είναι από την Έκδοση No One is Innocent που έχει πρόσφατα κυκλοφορήσει στο εξωτερικό με αφορμή την έκθεση για το κίνημα των Punk.
Μας ενδιαφέρουν τα δικά σας Υστερόγραφα. Οι δικές σας ιδέες για θέματα και οι δικές σας απόψεις. Τα περιμένουμε στην ηλεκτρονική διεύθυνση: eleni.xenou@phileleftheros.com
30