ΥΓ. TELLING A STORY
ΣΚΕΨΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΑ ΕΡΓΟ ΤΟΥ GLYN HYGHES
E
D
I
T
O
R
I
A
L
ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΕΝΗ ΞΕΝΟΥ
Όταν του ζητούσες να περιγράψει κάτι από τη δική του ιστορία, γούρλωνε πρώτα τα μάτια και ύστερα άνοιγε το στήθος του, λες και του ζητούσες να εισπνεύσει τη μεγαλύτερη ποσότητα οξυγόνου που υπήρχε στον αέρα. Δεν ξέρω γιατί το έκανε αυτό, μα μάλλον έτσι αισθανόταν πιο παραστατικός. Τα γουρλωμένα μάτια τον έκαναν να μοιάζει σαν παιδί και έτσι σαν παιδί ενθουσιαζόταν όταν θυμόταν τα παλιά. Και οι βαθιές ανάσες πρόδιδαν την αγωνία του να μεταδώσει τις εικόνες όπως ήταν, χωρίς υπερβολές αλλά και χωρίς να αφαιρεί κανένα από το χρώμα τους. Συνήθως δεν μιλούσε πολύ. Δηλαδή μιλούσε μόνο όταν εσύ έκανες ερωτήσεις. Δεν τις φοβόταν τις ερωτήσεις, μα ούτε και τις προκαλούσε. «Πώς ήταν η γειτονιά που μεγάλωσες Λουίζ;» τον ρωτούσα κάποια πρωινά, έτσι στο ξεκάρφωτο και κείνος άρχιζε να περιγράφει, ένα μικρό σπίτι με πορτοκαλί τοίχους - στο Σάο Πάολο, είχαν πολλά σπίτια πορτοκαλί τοίχους - ένα σπίτι, λοιπόν, που δεν τους χώραγε, έξι παιδιά, όλα τους ατίθασα, που προτιμούσαν να περνάνε τις ώρες τους στην απέναντι αλάνα, εκεί παίζανε ποδόσφαιρο τα αγόρια, εκεί μόνο ήταν που ένιωθε πως τον χωρούσε όχι μόνο η γειτονιά του, αλλά και ολόκληρος ο κόσμος. Παραδίπλα είχε και ένα σουπερμάρκετ, που δεν ήταν ακριβώς όπως τα σουπερμάρκετ που υπάρχουν τώρα, ήταν πιο μικρό, συνοικιακό, με έναν ιδιοκτήτη που γούρλωνε κι αυτός τα μάτια, όχι για να γίνει παραστατικός αλλά για να θυμώσει, όταν εκείνοι γέμιζαν τις τσέπες τους κρυφά με τσίχλες και σοκολάτες. Τις λάτρευε τις σοκολάτες, ίσως γι’ αυτό ακόμα στο πρωινό του συμπεριλάμβανε πάντα δύο μεγάλες φέτες πασαλειμμένες με σοκολάτα, «σου ’μεινε απωθημένο» του ’λεγα και γελούσα, εκείνος δεν γελούσε, κουνούσε καταφατικά το κεφάλι και ύστερα έβρισκε ευκαιρία να περιγράψει πάλι την αγαπημένη του σκηνή. «Ήμουνα με τα ξαδέλφια μου, εκείνοι επέμεναν, εγώ δεν ήμουν τόσο τολμηρός αλλά ήμουν λαίμαργος και σ’ αυτό το αδύνατό μου σημείο πατούσαν κάθε φορά για να με πείσουν». Μπήκαν μαζί στο σουπερμάρκετ αλλά μετά χωρίστηκαν στους διαδρόμους, είχαν συμφωνημένο τι θα έκλεβε ο καθένας, ο Λουίζ ήταν ο πιο μικρός, άρα είχε και τις πιο μικρές τσέπες, του ανέθεσαν, λοιπόν, τις τσίχλες, «να γεμίσεις όλες σου τις τσέπες με τσίχλες» τον πρόσταξαν και κείνος υπάκουσε ακούγοντας ταυτόχρονα
την καρδιά του να χτυπά σαν ταμπούρλο και έτσι ακριβώς, σαν ταμπούρλο την ένιωθε όταν ένιωσε, λίγα λεπτά αργότερα, το τεράστιο χέρι του ιδιοκτήτη να τον αρπάζει από το γιακά και να τον σέρνει μέχρι το ταμείο, φωνάζοντας πως θα τηλεφωνήσει στη μάνα του κι ύστερα στον αστυνομικό για να τον κλείσει φυλακή. Ο Λουίζ έκλαιγε και παρακαλούσε και γούρλωνε τα μάτια του και ορκιζόταν στο Θεό πως ποτέ στη ζωή του δεν θα έκλεβε ξανά τσίχλες, πως θα έφευγε από τη χώρα, πως θα γινόταν καλό παιδί, πως θα γινόταν ίσως και μουσικός, μέχρι που μαλάκωσε τον ιδιοκτήτη για να τον αφήσει να φύγει αφού πρώτα έχωσε τα χέρια του στις μικρές του τσέπες και πήρε πίσω όλες τις τσίχλες που του ανήκαν. Εκείνη τη μέρα ορκίστηκε πως δεν επρόκειτο ποτέ να ακούσει ξανά την καρδιά του να χτυπά σαν ταμπούρλο, μα το ταμπούρλο φαίνεται, του έμεινε σαν ήχος και έτσι χωρίς να ξέρει γιατί με τα πρώτα λεφτά που πήρε σαν μισθό αργότερα, όταν δούλευε πια ντελιβεράς, αγόρασε ένα μικρό ταμπούρλο. Είχε μανία με τις μουσικές. Του άρεσε να μαζεύει δίσκους και να κάθεται με τις ώρες ακούγοντας διαφορετικούς ήχους, από διαφορετικές χώρες, από τις μουσικές φανταζόταν τις χώρες και από τις μουσικές αποφάσισε πως ήθελε να ταξιδέψει για να γνωρίσει τον κόσμο. «Δεν μπορεί, πρέπει να ’ναι όμορφος ο κόσμος αφού βγάζει τόσο όμορφες μουσικές» σκέφτηκε και έκοψε εισιτήριο για το Λονδίνο. Έφτασε εκεί με ελάχιστα λεφτά και με ελάχιστα αγγλικά, έπιασε δουλειά σαν ντελιβεράς, χανόταν συνέχεια, μπερδευόταν με τους δρόμους, μπερδευόταν και με τον τρόπο που πρόφεραν οι Εγγλέζοι τις οδούς, δεν τα κατάφερνε να πάει ποτέ στην ώρα της την παραγγελία, απελπιζόταν και όταν απελπιζόταν σταματούσε τη μηχανή μπροστά από το πρώτο περίπτερο που έβρισκε, αγόραζε τσίχλες, τις μασούσε δύο-δύο και απορούσε πώς θα τα βγάλει πέρα στον κόσμο, μακριά από το Σάο Πάολο και τη δικιά του αλάνα. Πριν τον απολύσουν κατάφερε ωστόσο να αγοράσει το πρώτο του ταμπούρλο, το βαρούσε άτσαλα τις νύχτες στο δωμάτιο που νοίκιαζε, τον έβριζαν κάτι Ινδοί που έμεναν ακριβώς δίπλα, τον έβριζαν στα ινδικά, εκείνος απαντούσε βραζιλιάνικα και έτσι τελικά απέφευγαν τους μεγάλους καβγάδες. Μια γκόμενα που γνώρισε, η οποία έμενε στην πολυκατοικία και τον γούσταρε, τον πήγε ένα βράδυ σε ένα συνοικιακό μπαράκι όπου έπαιζαν κάτι φίλοι της μουσική. Εκείνη η γκόμενα, εκείνο το μπαρ,
εκείνο το βράδυ, ήταν όλα μαζί συμφωνημένα να του αλλάξουν τη ζωή… «Εσύ είσαι που παίζεις ντραμς;» τον ρώτησε στο διάλειμμα ο αρχηγός του συγκροτήματος, ένας Ιρλανδός που ζούσε χρόνια στο Λονδίνο. Δεν πρόλαβε να απαντήσει πως βασικά δεν είχε ιδέα, πως μόνο πάθος είχε και μια επιθυμία να γινόταν μουσικός, τον πρόλαβε η γκόμενα και απάντησε για χάρη του πως όχι μόνο ήξερε να παίζει αλλά τρέλαινε κάθε βράδυ τη γειτονιά με τους παράξενους ήχους του. Εκείνος γούρλωσε τα μάτια, αυτή τη φορά από ντροπή να ομολογήσει την αλήθεια και αυτή η ντροπή μαζί με το παρεξηγημένο για αυτοπεποίθηση γούρλωμά τους, τον βρήκαν ξαφνικά να έχει μια θέση στο συνοικιακό μπαρ, παίζοντας το ρόλο του ντραμίστα. Πάνε τώρα οκτώ χρόνια που ζει στο Λονδίνο και παίζει πια σε ένα από τα πιο μοδάτα μπαρ με ζωντανή μουσική. Έμαθε να μιλά αγγλικά, έμαθε και τους δρόμους, τα βράδια δεν σταματά σε περίπτερα, ούτε και απελπίζεται, του λείπει καμιά φορά ο ήλιος του Σάο Πάολο, μα τίποτα άλλο δεν του λείπει. «Ο Βραζιλιάνος ντραμίστας» τον αποκαλούν, στη γειτονιά του και όταν καμιά φορά, τον ρωτάνε κάποιοι Εγγλέζοι, «πώς ήταν η γειτονιά που μεγάλωσες Λουίζ;», εκείνος γουρλώνει τα μάτια, σαν παιδί, φουσκώνει το στήθος, λες και θέλει να εισπνεύσει δύο δόσεις οξυγόνο και αρχίζει να διηγείται, για τους πορτοκαλί τοίχους και κείνες τις τσίχλες που έκλεψε μια μέρα και τον τσάκωσε ο ιδιοκτήτης του συνοικιακού σουπερμάρκετ, εκείνος με το τεράστιο χέρι και τα γουρλωτά μάτια…
ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ: ΙΩΑΝΝΑ ΠΑΤΤΙΧΗ
με τον γιωργο σαββινιδη
Γλαφυρος Γλαυκος Είναι και λογοτέχνης, είναι και εικαστικός, κι οι δύο αυτές ιδιότητες βρίσκονται σε εξελικτική συνάφεια μεταξύ τους. Συμπληρώνουν, ενισχύουν αλλά και εν τέλει «σαμποτάρουν» δημιουργικά η μια την άλλη, επιβεβαιώνοντας την πεποίθηση του Γλαύκου Κουμίδη ότι η ζωή και ο αντικατοπτρισμός της, η Τέχνη, είναι μια αλληλουχία ισολογισμών και αναθεωρήσεων. Ωστόσο, δεν είναι διττή η καλλιτεχνική του υπόσταση: το προϊόν της καλλιτεχνικής του έκφρασης θεωρείται και είναι ενιαίο. Το Δημοτικό Κέντρο Τεχνών: Συνεργασία Ίδρυμα Πιερίδη διοργανώνει από την ερχόμενη Τετάρτη, μεγάλη έκθεση του κορυφαίου Κύπριου καλλιτέχνη με γενικό τίτλο «Εχέμυθο στάγμα». Τόσο η λογοτεχνική όσο και η εικαστική του γλώσσα είναι τραχιές, από την πρόσμειξη κυπριακών και ξένων παραδόσεων, ντόπιων και οικουμενικών νεολογισμών. Βέρος Λευκωσιάτης, νυν κάτοικος Γερμανίας, ο Κουμίδης είναι αδιαμφισβήτητο μέλος της μικρής ομάδας (δεν λέω κάστας) Κυπρίων καλλιτεχνών που κατορθώνουν να καλλιεργούν με συνέπεια την προσωπική τους μυθολογία. Αυτή, άλλωστε, είναι η τέταρτη ατομική/ αναδρομική έκθεση Κύπριου καλλιτέχνη που διοργανώνει το Κέντρο - μετά από αυτές του Θεόδουλου, του Άγγελου Μακρίδη και της Μαρίας Λοΐζίδου. Στην έκθεση, που επιμελούνται ο Γιάννης Τουμαζής και η Αντρέ Ζιβανάρη, παρουσιάζονται επιλεγμένα αναδρομικά έργα από προηγούμενες δουλειές του, ενώ παράλληλα του δίνεται η ευκαιρία να δημιουργήσει μια καινούρια εγκατάσταση στο χώρο της Παλιάς Ηλεκτρικής. Γλαύκος Κουμίδης, «Εχέμυθο στάγμα», Δημοτικό Κέντρο Τεχνών Λευκωσίας, Συνεργασία: Ιδρυμα Πιερίδη, 3 Δεκεμβρίου - 15 Φεβρουαρίου, τηλ. 22797400
Μανιφeστο με σaρκα και οστa Έχουν περάσει 160 χρόνια από τότε που ο Μαρξ κι ο Ένγκελς δημοσίευσαν το «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος». Για πρώτη φορά στην Ιστορία αναδεικνύεται η ιδιόρρυθμη θεατρική και ποιητική υφή ενός έργου που ξεπέρασε τα αισθητικά όρια της εποχής του, προαναγγέλλοντας την αναπόφευκτη πτώση της αστικής τάξης, αλλά και τις αισθητικές επαναστάσεις του 20ού αιώνα. Το Θέατρο Άνοιξης παρουσιάζει από τις αρχές Νοεμβρίου, μια παράσταση που επιμελείται σκηνοθετικά η Έλενα Πατρικίου, «παντρεύoντας» επί σκηνής στοιχεία καμπαρέ, τσίρκου και μπουρλέσκ, άλλοτε βιο-μηχανικές, στην παράδοση του Μέγιερχολντ, κι άλλοτε εξπρεσιονιστικές χορογραφίες, με ζωντανή μουσική. Το εντυπωσιακό είναι ότι η Πατρικίου, αφουγκράστηκε και επεξεργάστηκε δραματουργικά το κείμενο, αλλά δεν διανοήθηκε να το διασκευάσει ή να το παραφράσει. Παρουσιάζεται ακέραιο: ακόμη και τα λόγια των τραγουδιών είναι αυθεντικός μελοποιημένος Μαρξ. Επέλεξε μια μετάφραση που να αποδίδει τους ρυθμούς, την εικονοπλασία, την ποιητικότητα και, τελικά, το νόημα του πρωτότυπου, που γράφτηκε στην ακμή του ρομαντισμού. Επέλεξε σκηνοθετικές ατραπούς με αναφορές στην εποχή που το θέατρο έκανε τη δική του επανάσταση, στις δεκαετίες του ’20 και του ’30. Σε μια ιστορική συγκυρία,που η μαρξιστική σκέψη είναι πάλι της μόδας (όχι ότι έπαψε ποτέ) και ανατρέχουν σ’ αυτή ακόμη και οι δεξιοί αναλυτές, μια απόπειρα αξιοποίησης των λογοτεχνικών αρετών ενός έργου που συμπυκνώνει όσο κανένα άλλο τις βασικές θέσεις του μαρξισμού, κεντρίζει το ενδιαφέρον. Αθήνα, Θέατρο της Άνοιξης, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή, μέχρι 28 Δεκεμβρίου τηλ. +30 2105238870
O
eμμεσες κατευθyνσεις Παρά το γεγονός ότι το έργο του έχει ως αφετηρία την άμεση παρατήρηση στοιχείων της καθημερινότητας, ο Αργεντινός εικαστικός Nicolas Robbio επιλέγει να τιτλοφορήσει την έκθεσή του στην Κύπρο, «Indirections» -τρόπον «εμμεσότητες». Η έκθεση εγκαινιάζεται αύριο και φιλοξενείται για ενάμιση μήνα στο Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης Φάρος. Το σύνολο του έργου του Robbio, ο οποίος τα τελευταία χρόνια ζει και εργάζεται στο Σάο Πάολο της Βραζιλίας, αποκαλύπτει μια έντονη επιθυμία να προσδίδει νέες έννοιες στη δομή κοινών αντικειμένων ή ακόμη καταστάσεων και συστημάτων, που δημιουργούν ένα οικείο πεδίο εργασίας που περιλαμβάνει φωτογραφία, βίντεο, σχέδια και site-specific εγκαταστάσεις. Ο 33χρονος βραβευμένος καλλιτέχνης παρατηρεί στενά και στη συνέχεια απομονώνει σχέδια και λεπτομέρειες, για να τα επανασυνδέσει με τρόπο που να καταλαμβάνουν χώρους ποικίλης κλίμακας και διαστάσεων: από ένα σχέδιο σε σελίδα μικρού σημειωματάριου, μέχρι ένα ολόκληρο δωμάτιο. Με μια τεχνική που συνδυάζει το γραφικό περίγραμμα, το στοιχείο της οπτικής απάτης και τις υλικές ιδιότητες των αντικειμένων, δίνει έμφαση στο διάκενο μεταξύ πραγματικότητας και απεικόνισης. Παράλληλα, τονίζει το κοινότοπο σε μια διαδικασία από - και επανα- συναρμολόγησης με στοιχειώδη μέρη και ιδιότητες. Όπως κάθε έκθεση του Robbio, έτσι και η συγκεκριμένη αντιμετωπίζεται ως καθορισμένη εξελικτική εργασία, κατά την οποία έργα από προηγούμενες εκθέσεις συναντούν αυτά που δημιουργούνται επιτόπου. Nicolas Robbio, «Indirections», Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης Φάρος, 1 Δεκεμβρίου-15 Ιανουαρίου, τηλ. 22663871
Συλλογικο Livre d’ Artiste Εξήντα καλλιτέχνες από δώδεκα χώρες επιστρατεύουν τη δημιουργική τους δύναμη προσεγγίζοντας από κοινού την έννοια του βιβλίου. Αποτέλεσμα αυτού του φιλόδοξου συναπαντήματος, που έγινε την εβδομάδα που μας πέρασε, είναι το συλλογικό βιβλίο «A Book for a Lifetime» (Ένα βιβλίο για μια ζωή) που επιμελήθηκε - και έχει στην κατοχή του - ο Χορστ Βάγιερσταλ. Το σκεπτικό έχει τη βάση του στη δημιουργία των «βιβλίων- καλλιτεχνημάτων» που προσβλέπουν πρώτιστα στο να θέσουν ερωτήματα σχετικά με τη γραφή, την εικόνα και το ίδιο το βιβλίο, ως υλικό αντικείμενο και ως έργο τέχνης. Κατ’ επέκταση, να κινητοποιήσουν πρωτοφανέρωτες αισθήσεις, σκέψεις, φαντασιώσεις και απολαύσεις. Η αρχή έγινε το περασμένο Σάββατο με τα εγκαίνια της έκθεσης στο ατελιέ ArtSpace, κατά την οποία οι συμμετέχοντες κλήθηκαν να παρουσιάσουν τη δική τους εκδοχή της δυναμικής ενότητας που περικλείει ένα βιβλίο. Καθένας συνεισέφερε και μια σελίδα που αποτέλεσε στη συνέχεια μέρος του βιβλίου, το οποίο αντικαθιστά τον συνηθισμένο κατάλογο. Η έκθεση, που συνεχίζεται μέχρι τα μέσα Δεκεμβρίου, χαρακτηρίζεται από τη μεγάλη γκάμα σε υλικά και σε προσεγγίσεις της έννοιας του βιβλίου. Οι επισκέπτες βλέπουν, ψηλαφούν και ξεφυλλίζουν βιβλία από τα πιο ασυνήθιστα υλικά: λογιών- λογιών υφάσματα, μέταλλο, γυαλί, ξύλο. Την πρωτότυπη αυτή διοργάνωση - που διανθίστηκε από παράλληλες εκδηλώσεις, όπως παρουσιάσεις και προβολές βίντεο - διοργανώνουν οι εκδόσεις Μούφλον σε συνεργασία με το ArtSpace και το Γερμανικό Κέντρο Γκαίτε Λευκωσίας. «A Book for a Lifetime», ArtSpace, Πυγμαλίωνος 31, Παλιά Λευκωσία. Μέχρι 13 Δεκεμβρίου, τηλ. 99875117
TELLING A STORY
Πώς είναι να δημιουργείς και μέσα σου να συνυπάρχουν διαφορετικά πολιτισμικά στοιχεία; Τι επηρεάζει την έκφρασή σου; Κι αν ο τόπος που γεννιόμαστε, μας καθορίζει, εκείνος τελικά που επιλέγουμε να ζήσουμε, πόσο καθοριστικά λειτουργεί; 12 δημιουργοί που ζούνε χρόνια στην Κύπρο αλλά κουβαλούν ο καθένας διαφορετική εθνικότητα, διηγούνται τη δική τους ιστορία. Μια ιστορία με πολυπολιτισμικές παραγράφους και διαφορετικά σημεία… μίξης. ΣΥΝΕΝΤΕυΞΕΙΣ: Χριστινα Σκορδη, Τωνια Σταυρινου, Χαραλαμπος Αριστοτελους / ΦΩΤΟΓΡΑΦιΕΣ: Πολυς Πεσλικας
Η Βαλεντίνα Σαλτέ μας περιγράφει την ιστορία που αποτελεί τον πρόλογο γι’ αυτούς τους διαπολιτισμικούς διαλόγους. Μια ιστορία που άρχισε δύο χρόνια πριν και στόχο είχε μέσα από διάφορα γεγονότα, προτάσεις και εκδηλώσεις, να υπογραμμίσει τον πολυπολιτισμικό χαρακτήρα της Κύπρου σήμερα.
Αρχίσαμε τον Δεκέμβρη του 2006. Με συναντήσεις με διάφορους φορείς – κρατικούς και μη – για να ενημερώσουμε, ν’ ακούσουμε εισηγήσεις, να αντλήσουμε ιδέες. Μια περίοδος γόνιμης ανταλλαγής ακολούθησε, μέχρι να διαμορφώσουμε το πρώτο σχέδιο δράσης. Ήμασταν από τους πρώτους που το κατέθεσαν έγκαιρα. Αγωνία μέχρι να εγκριθεί. Αλλά πόση ικανοποίηση, όταν στην επόμενη συνάντηση των εθνικών αντιπροσώπων στις Βρυξέλλες, ακούσαμε εισηγήσεις προς όλους, που πήγαζαν από το κείμενό μας. Ύστερα, μια νέα περίοδος έντονης δουλειάς, μέχρι την κατάθεση της πρότασης. Σεπτέμβρης του 2007 και το σχέδιο δράσης Celebrating together the European Year of Intercultural Dialogue in Cyprus τελειώνει στα χαρτιά κι αρχίζει αμέσως να ζωντανεύει. Και πάλι διάλογος με τους εταίρους, σχεδιασμός, προϋπολογισμοί, γραφειοκρατικές υποχρεώσεις προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Να βρούμε τον πρεσβευτή μας - πόση ικανοποίηση όταν ο Μάρκος αποδέχτηκε, ως τιμητική μάλιστα, την πρότασή μας, να δώσουμε μέσα από τη δική του ιστορία, την αξία της πολιτισμικής πολυμορφίας. Ακολούθησε η μάχη με το χρόνο, το ξενύχτι με τον Κώστα και τους συνεργάτες στο Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο Κύπρου: να προλάβουμε τα χρονοδιαγράμματα, να στηρίξουμε μια δυνατή πρόταση, με ουσιαστικό περιεχόμενο, με ουσιαστικούς στόχους, καλά σχεδιασμένες δράσεις, υλοποιήσιμη, με ευρωπαϊκή και κοινωνικο-διαπολιτισμική διάσταση, με σωστό προϋπολογισμό… όλα αυτά που προηγούνται της ουσιαστικής δράσης: εκείνης που ξεκίνησε με το άνοιγμα των σχολείων τον Σεπτέμβρη του 2007. Στόχος της χρονιάς, και όλα τα σχολεία μας ανταποκρίνονται ένθερμα στην πρόσκληση του Υπουργείου, να αναπτύξουν δράσεις διαπολιτισμικού χαρακτήρα: συνέδρια, καλλιτεχνικές εκδηλώσεις, ημερίδες, έρευνες, μαθήματα, εκθέσεις, παραγωγή υλικού, οργανωμένες συζητήσεις… ένα ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων που εμπλουτίζουν τη σχολική ζωή, δίνουν λόγο στους μαθητές, οι οποίοι αποδεικνύουν μαζί με τους εκπαιδευτικούς τους, ότι μπορούν να διαλέγονται, να ερευνούν, να αμφισβητούν τα στερεότυπα, να σέβονται την ετερότητα, να δημιουργούν και να λειτουργούν ως πολίτες μιας δημοκρατικής χώρας με πολυπολιτισμικό χαρακτήρα. Ότι μπορούν, σύμφωνα με τον ποιητή, «να αναζητούν τον άνθρωπο όπου κι αν αυτός βρίσκεται», ανοίγοντας αισιόδοξες προοπτικές για μια καλύτερη κοινωνία, την κοινωνία των ενεργών πολιτών του τόπου τους, της Ευρώπης και του κόσμου. Παράλληλα, η προετοιμασία των εκδηλώσεων: Τρέξιμο και πάλι με το χρόνο, να οργανώσουμε εκδηλώσεις, παρουσιάσεις, συνεργασίες. Να βρούμε χορηγούς επικοινωνίας – το ΡΙΚ και Ο Φιλελεύθερος ανταποκρίνονται πρόθυμα στην πρότασή μας. Να ετοιμάσουμε έντυπα, αφίσες, υλικό προώθησης. Προσφορές και σχεδιασμός του οπτικού μας μηνύματος, γράφουμε – σβήνουμε – ξαναγράφουμε με τον Κώστα τα κείμενα. Να στήσουμε με τον Ιούλιο και τη Σταυρούλα την ιστοσελίδα, να την εμπλουτίζουμε συνεχώς. Να στείλουμε στα σχολεία και στους συνεργάτες του Έτους, να εκθέσουμε σε δημόσιους χώρους, σε εκθέσεις, να μοιράσουμε στο κοινό με κάθε ευκαιρία, τις λέξεις και τις εικόνες που μιλούν για την ειρηνική συνύπαρξη των ανθρώπων, το σεβασμό, τη συνεργασία. Να προβάλουμε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή τη χώρα μας, όχι για την πενιχρή οικονομική χορηγία που πήραμε, αλλά γιατί, πολλές φορές, χρειάζεται να αποδείξουμε τα αυταπόδεικτα. Ότι, αν και μικρή η χώρα μας και σε πολλά ταλαίπωρη, εμείς είμαστε ανοικτοί στο διάλογο, αναγνωρίζουμε την αξία όλων των ανθρώπων
που ζουν στον τόπο μας, μπορούμε να διοργανώνουμε εκστρατείες ευαισθητοποίησης των πολιτών, να συνεργαζόμαστε με όλους σε πνεύμα αμοιβαίου σεβασμού, να δίνουμε καθημερινά ουσιαστικό νόημα στο σύνθημα «Η διαφορετικότητα μας ενώνει». Γενάρης του 2008 και η σκηνή ανοίγει με ένα συναπάντημα δημιουργών στις γλώσσες και τις μουσικές του κόσμου. Τα φώτα ανάβουν και «Μουσικών Διάλογοι…» γεμίζουν τις ψυχές με εικόνες, λέξεις και ήχους από τη Μεσόγειο και τα Βαλκάνια, από την παράδοση τη δική μας και τόσων άλλων λαών, από το πνεύμα της συναδέλφωσης των ανθρώπων. Γενάρης με Δεκέμβρη του 2008: Συνέδρια – μαθητών, φοιτητών, εκπαιδευτικών – διαγωνισμοί διαλογικών συζητήσεων στα ελληνικά και στα αγγλικά, δράσεις σε όλες τις γλώσσες, η Ελένη, η Παυλίνα, ο Παναγιώτης, ο Σπύρος, η Νίκη και τόσοι άλλοι συνεργάζονται με έναν κοινό σκοπό: να ακουστούν οι φωνές όλων, οι διαφορετικές, να μάθουμε να ακούμε και να συμβιώνουμε, να δεχόμαστε, να δημιουργούμε για την πρόοδο του ανθρώπου. Παρουσιάσεις και πάλι σε στοχευμένες ομάδες, εκδόσεις, συνεργασία σε εκδηλώσεις με πολιτιστικούς και εκπαιδευτικούς φορείς, τοπικά και διεθνή συνέδρια, λογοτεχνικές συναντήσεις, εικαστικές, κινηματογραφικές και μουσικές συνευρέσεις. Ταξιδεύουμε συχνά με την Όλγα στον «Περίπλου», βρισκόμαστε με την Αλεξία και τον Κώστα «εντέχνως». Σχεδιάζουμε με την Ελένη και την Έλενα τη συνομιλία δημιουργών στον τόπο μας. Με «Βραδιά Διαλόγου» «συναντιόμαστε» στις 22 του Μάη με ανθρώπους από άλλες 37 χώρες. Η Κύπρος συμμετέχει δυναμικά, εκατοντάδες δημιουργοί και άλλοι εθελοντές μεταφέρουν το μήνυμα της συναδέλφωσης σε χιλιάδες κατοίκους τούτου του τόπου. Το καλοκαίρι, η μουσική, ο λόγος και η εικόνα μάς ταξιδεύουν στο χώρο και το χρόνο στα Λεύκαρα, ενώ το έθνικ φεστιβάλ συνενώνει ήχους του κόσμου σε πλατείες των πόλεων. Πίσω από τη σκηνή, κάθε φορά, πολλοί οι αφανείς ήρωες που σχεδιάζουν, στηρίζουν, δουλεύουν ακούραστα για την υλοποίηση. Η Δάφνη, η Γεωργία, ο Νέναντ, ο Άνθος, η Kerstin, η Μαίρη, ο Λάρι, η Ίλκε, η Κατρίν, η Μαριάννα, η Tatjiana, η Κατερίνα, η Μαρία, η Καλίνα, o Εύανδρος και τόσοι άλλοι, οραματίζονται και φτιάχνουν τον κόσμο της πολυπολιτισμικής συνύπαρξης. Αγωνία και ικανοποίηση, κάθε φορά, τρέχουμε με τον Κώστα να στηρίξουμε, να οργανώσουμε, να προβάλουμε, να συμμετάσχουμε, να πάρουμε «γεύση» από όλες τις δράσεις. Στήριξη και εμπιστοσύνη από τους «πιο πάνω», εμψύχωση από τους συνεργάτες στο Υπουργείο, άψογη συνεργασία μεταξύ μας, οι διαφωνίες δεν γίνονται ποτέ διαφορές, αλλά γόνιμος διάλογος που διευρύνει και εμπλουτίζει και τη δική μας οπτική και προοπτική. Αρχές του Δεκέμβρη του 2008. Το Έτος πλησιάζει στη λήξη του. Την πρώτη Δευτέρα του μηνός, με «Υφάνσεις» στην Καστελιώτισσα, τα μοναχικά νήματα θα συνευρεθούν εικαστικά, για να δώσουν αρμονία και ομορφιά στην παλλόμενη πολιτισμική ποικιλία της ζωής μας. Ο Nenad, ο Ευαγόρας, ο Ειρηναίος, ο Γιώργος και ο Γιώργος θα συναντηθούν και πάλι με τη Umut, το Μανόλη, την Παυλίνα, τον Sorin και τη Σόνα, για ένα καινούριο ταξίδι στις μουσικές του κόσμου. «Μουσικών Διάλογοι συνέχεια…» και το «Παλλάς» ανοίγει και πάλι τη σκηνή του, με νέους ορίζοντες για τη συνεύρεση των τεχνών και του πολιτισμού. Την Τρίτη τα νιάτα θα μιλήσουν, θα τραγουδήσουν, θα παρουσιάσουν «…με την καρδιά», θα εκθέσουν τις δράσεις και τις δημιουργίες τους στο Κέντρο Ευαγόρα Λανίτη. Την Παρασκευή, δημόσιος διάλογος και δημιουργίες, εικαστικές και καλλιτεχνικές, στην Πάφο. Και ύστερα; Όταν τα φώτα του Έτους κλείσουν, σωπάσουν οι επίσημες φωνές κι αλλάξουν οι λέξεις και οι στόχοι, όλοι μας, θεατές και δημιουργοί, επώνυμοι και άσημοι, ως καθημερινοί πολίτες ενός τόπου όπου ηχούν ποικίλες γλώσσες, θα μπορούμε να βλέπουμε τον «άλλο» ως «δικό και συνεργάτη», τον άνθρωπο ως συνάνθρωπο και συμπολίτη; Θα μπορούμε να ανέβουμε στη σκηνή της καθημερινότητας χωρίς φόβο και προκατάληψη, χωρίς φωταγωγίες, μεγαλοστομίες, αλλά με αληθινή δράση, ως ελεύθεροι συνταξιδιώτες σε ένα καλύτερο έργο, πολυπολιτισμικό, ειρηνικό, δίκαιο και πάνω από όλα ανθρώπινο; Γιατί αυτή η πολύχρωμη παράσταση, αληθινή, καθημερινή, προκλητική, δεν πρέπει να τελειώσει ποτέ. Μόνο τότε, η κάθαρση θα επέλθει, για όλους μας. * Η Βαλεντίνα Σαλτέ ανήκει στην ομάδα του Εθνικού Συντονιστικού Σώματος για το Ευρωπαϊκό Έτος Διαπολιτισμικού Διαλόγου 2008, του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού
GLYN HYGHES
Those happy days
Ήταν ένα ταξίδι αργό με τρένο κι ύστερα με πλοίο. Στα μέσα της δεκαετίας του ’50, ένας 25άρης τότε καλλιτέχνης θα έφτανε από την Ουαλία στην Κύπρο. Τα πρώτα χρόνια της εικαστικής του δημιουργίας είναι αυτά που σήμερα θυμάται. Είναι οι ευτυχισμένες μέρες του Glyn Hughes… Της ΧριστIνας ΣκορδΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΠΟΛΥΣ ΠΕΣΛiΚΑΣ
Ανοίγει ένα από τα σκονισμένα κουτιά που βρίσκονται στο μικρό δωμάτιο του σπιτιού. Μια πρόσκληση για εγκαίνια στην «Απόφαση» αρχές της δεκαετίας του ’60, σημειώσεις, αποκόμματα εφημερίδων, σκίτσα, σχέδια κοστουμιών από θεατρικές παραστάσεις, κιτρινισμένες από τα χρόνια φωτογραφίες με τον Κάσσιαλο και τον Χριστόφορο Σάββα. Στους τοίχους έργα. Το ίδιο και στο πάτωμα. Παντού. Σ’ αυτά, τα τρία δωμάτια του σπιτιού, σ’ ένα στενοσόκακο στο Καϊμακλί, κατάφερε να χωρέσει μέσα σε κασόνια, ράφια, συρτάρια και μπαούλα, τη ζωή μισού αιώνα. Της δικής του, αλλά και της σύγχρονης κυπριακής τέχνης, συνοδοιπόρου του για 52 χρόνια στο νησί. Η συνέντευξη με τον Glyn Hughes μετατρέπεται τελικά σε μονόλογο. Ο ίδιος μεταφέρει επιλεγμένα τη μνήμη του στα avant-garde χρόνια της δεκαετίας του ’60. Συναντιέται με τις ωραιότερες αναμνήσεις του, μ’ αυτές τις ευτυχισμένες, όπως ο ίδιος χαρακτήριζε ξανά και ξανά, μέρες. Και όταν κάποιος ταξιδεύει πίσω στο χρόνο έχοντας παρέα αναμνήσεις, τότε καλύτερα να μη διακόπτει αυτή την ιδιαίτερη συνάντηση, κανείς…
* «Έλα», μου έγραφε η Κιμ. «Έλα»… Ήταν ένα κορίτσι που γνώριζα από το κολέγιο, συμφοιτήτριά μου, παντρεμένη μ’ έναν Κύπριο, τον Ιερίδη, και εγκατεστημένη μαζί του στο νησί. Το έκανα. Έφτασα το 1956. Ήμουν 25 χρόνων. Έμενα τότε σ’ ένα σπίτι κοντά στο Λήδρα Πάλας. Η Κύπρος κι η ευρύτερη περιοχή δεν ήταν άγνωστο σημείο στο χάρτη για μένα. Ο αδελφός μου υπηρετούσε στην Αμμόχωστο κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Κι ο παππούς μου επίσης – τον αγαπούσα πολύ - στρατιώτης κι αυτός, σκοτώθηκε τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο στην Τουρκία. Ήξερα από μικρός για ταξίδια… * Ήμουν πολύ κοινωνικός, επικοινωνιακός. Γι’ αυτό δεν άργησα να κάνω φίλους. Από τους πρώτους κιόλας μήνες ήξερα Έλληνες, Τούρκους κι Αρμένιους, αν και εκείνες τις μέρες μάλιστα, στα τελευταία χρόνια της αποικιοκρατίας, ήταν κάπως επικίνδυνο να σχετίζεσαι με ντόπιους. Σε έβλεπαν καχύποπτα. Πίστευαν πως είσαι κατάσκοπος. Γελοία πράγματα… * Το φως ήταν υπέροχο. Ποτέ μου δεν είχα δει κάτι παρόμοιο. Ήταν επόμενο λοιπόν… Η δουλειά μου επηρεάστηκε απ’ αυτό το χρώμα. Άρχισα έτσι να ζωγραφίζω τοπία. Θυμάμαι πόσο άλλαξε η ζωή μου, πόσο πολύ ευτυχισμένος ήμουν. Στο Λονδίνο δεν ζωγράφιζα πολύ. Πήγαινα σπίτι και ήμουν κουρασμένος. Δεν είχα χρόνο να αφοσιωθώ σ’ αυτό που ήθελα πραγματικά να κάνω. Στην Κύπρο λύθηκαν τα χέρια μου. Είχα όλο το χρόνο μπροστά μου. * Ακολουθούσα σχεδόν καθημερινά το ίδιο πρόγραμμα: πήγαινα στην Πύλη Πάφου κι απ’ εκεί με ένα λεωφορείο βρισκόμουν σε διάφορα χωριά. Στη Μύρτου και σ’ άλλες περιοχές κυρίως στα βόρεια. Κάποια βράδια με φιλοξενούσαν οι κάτοικοι εκεί ή οι μοναχοί στο Μοναστήρι στη Λάπηθο. Τίποτα άλλο δεν έκανα. Ζωγράφιζα. Ήθελα να εγκλωβίσω αυτό το υπέροχο χρώμα και να το βάλω στα έργα μου.
* Τέσσερα χρόνια μετά την άφιξή μου στην Κύπρο, παρουσίασα την πρώτη μου έκθεση στο ξενοδοχείο Λήδρα Πάλας. Οι τοίχοι της αίθουσας ήταν γεμάτοι διακοσμητικά στοιχεία, έτσι αναγκαστικά έβαλα τα έργα μου πάνω σε καρέκλες. Ανάμεσα στους καλλιτέχνες που ήρθαν να δουν τα έργα μου, ήταν και ο Πολ Γεωργίου. Μου είπε λοιπόν: «Ποτέ μη βάζεις τους πίνακές σου πάνω σε καρέκλες». Τους σήκωσε και τους έβαλε στο πάτωμα. Δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτό… Ο επόμενος καλλιτέχνης που έκανε έκθεση στο Λήδρα Πάλας, ήταν λίγο αργότερα ο Χριστόφορος Σάββα. * Με τον Χριστόφορο Σάββα, συναντηθήκαμε στην Πλατεία Σολωμού - δεν θυμάμαι για ποιο λόγο - και αποφασίσαμε να κάνουμε μια γκαλερί μαζί. Έτσι κι έγινε. Ήταν απόφαση στιγμής. Ήταν η «Απόφαση», η πρώτη γκαλερί σύγχρονης τέχνης στην Κύπρο. Ήταν απίστευτος ο συγχρονισμός: η γνωριμία με τον Σάββα, η γκαλερί, η Aνεξαρτησία της Κύπρου. Ήταν η σωστή στιγμή για να δημιουργήσουμε. Πίστευα πάντα πως ο Χριστόφορος Σάββα, ήταν καλύτερος καλλιτέχνης και πιο μορφωμένος από μένα. Γενικά εκείνες τις μέρες οι περισσότεροι καλλιτέχνες ήταν καλλιεργημένοι, μορφωμένοι, φύσεις περιπετειώδεις… * Τον Κάσσιαλο τον ήξερα πολύ καλά. Πηγαίναμε, θυμάμαι, στο χωριό του, την Άσσια, για να δούμε τα έργα του και να τα εκθέσουμε στην «Απόφαση». Εγώ οδηγούσα, ήμουν, πιστέψτε με, πολύ κακός οδηγός κι ο Σάββας μου έδινε οδηγίες. Στρίψε απ’ εδώ, τώρα ευθεία, τώρα αριστερά… Ήταν τρέλα. Το αυτοκίνητο γέμιζε με τα έργα του Κάσσιαλου. Τα φορτώναμε και φεύγαμε ξανά για Λευκωσία. Υπέροχες μέρες, στ’ αλήθεια. * Μ’ άρεσε πολύ να χορεύω. Δεν θα ξεχάσω ποτέ το βράδυ που πήγα σ’ ένα νυχτερινό κέντρο για να ακούσω τον Μπιθηκώτση. Είναι σαν να έχουν περάσει αιώνες από τότε… Τραγουδούσε δυο ώρες ασταμάτητα. Χόρευα συνέχεια. Μ’ αρέσει πολύ ο ρυθμός των ελληνικών τραγουδιών… * Με τον Χριστόφορο Σάββα κάναμε πολλά ταξίδια μαζί. Ταξίδια περιπέτειας. Άφραγκοι κι δυο. Ένα τέτοιο ήταν στη Βηρυτό όταν πήγαμε για μια έκθεση της ΟΥΝΕΣΚΟ. Μαζί με τον Σάββα είχε έρθει κι η Σιμόν, μια Eλβετίδα ζωγράφος, μια πανέμορφη γυναίκα, σαν σταρ έμοιαζε. Μέναμε κι οι τρεις σε ένα πολύ φτηνό ξενοδοχείο. Δεν είχαμε λεφτά ούτε για να φάμε. Κάποια στιγμή κοίταξα έξω από το παράθυρο και είδα έναν Κύπριο, γνωστό σήμερα επιχειρηματία, να μπαίνει στο ξενοδοχείο. Φύγαμε στα γρήγορα από το δωμάτιο για να τον συναντήσουμε. Του είπαμε πως η Σιμόν είναι άρρωστη, έχει ανάγκη από φαγητό. Στον Σάββα εκ των υστέρων δεν άρεσε πολύ αυτό που κάναμε. Πρέπει να ήταν πολύ ερωτευμένος μαζί της… * Ω ναι� Οι δεκαετίες του ’50 και ’60 ταυτίζονται με avant-garde εποχές. Ήταν σύγχρονοι οι καλλιτέχνες στην Κύπρο. Κι ο Διαμαντής κι όλοι. Με τον Σκοτεινό – κι αυτός πολύ μοντέρνος – κάναμε μια έκθεση μαζί στην Αμμόχωστο. Πολύ σοφιστικέ, πολύ διαβασμένος. Κι ο Οικονόμου το ίδιο. Ίσως γιατί ταξίδευαν πολύ. Ίσως γιατί είχαν λιγότερες πληροφορίες και μπορούσαν να τις χρησιμοποιήσουν σωστά. Ίσως γιατί τα γυμνάσια είχαν τότε πολύ υψηλό επίπεδο. Τους άρεσε πάντως η περιπέτεια.
* Αυτό που με θύμωσε πολύ, ήταν τα γεγονότα του ’63. Ήταν απαίσιο αυτό που συνέβαινε τότε. Πολλή βία. Συνειδητοποίησα πως οι άνθρωποι, μπορεί να αλλάξουν πολύ από τη μια στιγμή στην άλλη. Το 1974; Όλα άλλαξαν και ακόμα δεν μπορώ να καταλάβω γιατί. Με προβληματίζει αυτή η περίοδος και από δημιουργικής πλευράς. Πιστεύω πως οι καιροί μετά από το ’74, είναι ακόμα καταθλιπτικοί. Το βγάζουν αυτό οι καλλιτέχνες μέσα απ’ τα έργα τους. Άλλαξε κι ο τρόπος ζωής. Δεν υπάρχει πια αυτή η περιπέτεια την οποία ζούσαμε εμείς. * Όχι, δεν δυσκολεύτηκα ποτέ. Δεν ένιωσα ποτέ αποκλεισμένος, ποτέ ξένος. Στις εκθέσεις μου ερχόντουσαν όλοι. Και Eλληνοκύπριοι και Tουρκοκύπριοι. Δεν είχα ποτέ στη ζωή μου προβλήματα, ούτε με πολιτικούς, ούτε με κανέναν. Είμαι καλλιτέχνης, ίσως γι’ αυτό. * Είδα πριν λίγους μήνες τα έργα του Χριστόφορου Σάββα μαζεμένα σε μια μεγάλη έκθεση. Ένιωσα πως ήμουν κι εγώ κάπου εκεί, κατά τη διάρκεια της δημιουργίας τους. Ο χρόνος με ταξίδεψε πίσω σε ευτυχισμένες μέρες… * Δεν είχα πρόβλημα με τη γλώσσα, γι’ αυτό δεν έμαθα ποτέ ελληνικά. Όλοι όσοι συναναστρεφόμουν από τότε που έφτασα στην Κύπρο, μιλούσαν πολύ καλά αγγλικά. Τώρα ανακαλύπτω πως εδώ στη γειτονιά μου στο Καϊμακλί, δεν μιλούν όλοι αγγλικά. Είναι η πρώτη φορά που νιώθω την ανάγκη να μιλήσω ελληνικά. Ξέρω πάρα πολλές λέξεις, αλλά δεν μπορώ να τις βάλω σε τάξη. Ένας καλλιτέχνης χθες ήρθε με υπέροχους πίνακες και ποιήματα. Λυπήθηκα πολύ γιατί δεν μπόρεσα να διαβάσω τα ποιήματά του. Μου ζήτησε να ανοίξω την έκθεσή του και θα το κάνω… * Έχουμε ανάγκη από έργα τα οποία να βλέπουμε και να μας ταράζουν. Προτιμώ τα έργα ζωγραφικής, επειδή είμαι ο ίδιος ζωγράφος. Άλλες μορφές εικαστικής δημιουργίας δεν με συγκινούν. Μ’ αρέσει να τα βλέπω αλλά όταν φεύγω, δεν νιώθω πως έχω «κερδίσει» κάτι. * Δεν είμαι θρήσκος. Αντίθετα. Είμαι άθεος, αν και προέρχομαι από θρησκευόμενη οικογένεια. Ποτέ δεν μ’ ενδιέφερε η Εκκλησία. Ήθελα να μείνω εκτός. Οι περισσότεροι ζωγράφοι άθεοι δεν είναι; * Ως Κύπριος, συμμετείχα πριν λίγα χρόνια στην Τριενάλε Καΐρου. «Πώς μπορεί ένα άνθρωπος με τέτοιο όνομα σαν και εσένα να είναι Κύπριος;», με είχε ρωτήσει ένας άντρας της ασφάλειας... Μα πατρίδα σου δεν είναι ο τόπος στον οποίο βρίσκεσαι;
Το φως ήταν υπέροχο. Ποτέ μου δεν είχα δει κάτι παρόμοιο. Η δουλειά μου επηρεάστηκε απ’ αυτό το χρώμα. Τίποτα άλλο δεν έκανα. Ζωγράφιζα. Ήθελα να εγκλωβίσω αυτό το υπέροχο χρώμα και να το βάλω στα έργα μου.
Antrei Crup Ρώσος, Ηθοποιός Στεκόμασταν πλάτη με πλάτη. Τα τηλέφωνά μας ήχησαν ταυτόχρονα. Έτσι συναντήθηκα με τον Antrei Crup. Παρήγγειλε πράσινο τσάι και αρχίσαμε την κουβέντα μας. «Ποιος άνεμος σ’ έφερε μέχρι εδώ;», ήταν η πρώτη μου ερώτηση. «Άνεμος ερωτικός», απάντησε χαμογελώντας. Γνώρισε την Κύπρια γυναίκα του στην Πετρούπολη, όταν σπούδαζε. Αποφάσισαν μαζί να επιστρέψουν στην Κύπρο. Ήταν το 2000. Ένας φίλος, Κύπριος συμφοιτητής του, τους παρέλαβε από το αεροδρόμιο με το φορτηγό που ’χε δανειστεί από τη μαμά του. Με εκείνο το ίδιο φορτηγό ταξίδεψαν σε όλη την Κύπρο. «Ένας Ρώσος ηθοποιός στην Κύπρο;» με κάνει να διερωτώμαι… «Είχα επίγνωση των δυσκολιών», μου λέει. «Ήξερα πως θα έπαιρνε χρόνο. Έπρεπε πρώτα να μάθω τη γλώσσα. Μου πήρε έξι μήνες. Πρέπει δε να σου πω πως διαπίστωσα ότι οι Κύπριοι και οι Ρώσοι σκέφτονται και ενεργούν με πολύ παρόμοιο τρόπο, πράγμα που με βοήθησε. Προσπαθούσα να είμαι πάντα δημιουργικός. Δεν ντρεπόμουν να συνδιαλέγομαι, να ακούω μουσική, να παρακολουθώ θέατρο έστω και με ελλιπή γνώση της γλώσσας». Η ευκαιρία να ανέβει στη σκηνή, του δόθηκε όταν ο ΘΟΚ ανέβασε το έργο του Τσέχοφ «Ο Γλάρος». Τη σκηνοθεσία είχε αναλάβει Ρώσος σκηνοθέτης. Όταν ο τελευταίος ζήτησε τη βοήθεια μεταφραστών, σύστησαν τη Νικολέτα (η γυναίκα του Antrei) και τον ίδιο. Ο σκηνοθέτης μετά τη γνωριμία τους, του έδωσε την ευκαιρία
με ένα μικρό ρόλο, ν’ ανέβει στο σανίδι. Πάνε τώρα οκτώ χρόνια που ζει εδώ. Νιώθει Κύπριος. Έμαθε να αγαπά αυτή τη χώρα γιατί εδώ γεννήθηκαν τα παιδιά του, γιατί εδώ είναι ο χώρος που εργάζεται και δημιουργεί. Όταν ακούει Κυπρίους να παραπονιούνται για τα αρνητικά του τόπου, εκείνος πάντα τους λέει την ίδια φράση: «Αφού δεν σας αρέσει, γιατί δεν φεύγετε…». Όταν το μυαλό και η ψυχή μένουν ανοιχτά, η διαφορετικότητα είναι ευλογία. Μένει μόνο να νικήσεις τον εγωισμό μέσα σου. Για τον Αντρέι το θέατρο είναι τρόπος να θεραπεύει τον εαυτό του. Στην αρχή, αναμφισβήτητα, συνάντησε δυσκολίες. Το σημαντικό όμως για εκείνον ήταν να βρει την απάντηση στο ερώτημα «τι θέλω σαν καλλιτέχνης;». Ξεκαθάρισε νωρίς πως εκείνο που τον ενδιέφερε, ήταν να δημιουργεί. «Στο Αντίδοτο φτιάχνουμε τα δικά μας έργα. Αφουγκραζόμαστε τα προβλήματα και τις αγωνίες του κόσμου και τα παρουσιάζουμε πίσω δημιουργικά. Έτσι τα μηνύματα αποκτούν μια δυναμική». «Πώς σκέφτεσαι τον εαυτό σου στο μέλλον;», τον ρωτώ για επίλογο. «Θα συνεχίζω να ζω στην Κύπρο, τα πράγματα για μένα εδώ είναι όπως τα φαντάστηκα, όπως τα ονειρεύτηκα. Ξεκινώ μια νέα προσπάθεια δημιουργίας θεατρικών εργαστηρίων με παιδιά. Θέλω να συνεχίσω να λαμβάνω με τις κεραίες μου, τα μηνύματα των καιρών. Και μέσω της καλλιτεχνικής δημιουργίας να τα παρουσιάζω πίσω στον κόσμο».
Χαράλαμπος Αριστοτέλους
Martin Mason, Βρετανός, Καλλιτέχνης
«Γεννήθηκα στο Dartford. Mία πόλη γνωστή για δύο πράγματα: για τις κηδείες της, μιας και εκεί γυρίστηκε το Four Weddings and a Funeral, και για τον Mick Jagger, ο οποίος γεννήθηκε εκεί και πήγε στο σχολείο μου. Μάλιστα, είχα ένα βιβλίο μαθηματικών με την υπογραφή του - Michael Jagger - το οποίο αποφάσισα να πουλήσω. Το έδωσα για πέντε λίρες. Κι όταν στο τέλος της χρονιάς διαπίστωσαν ότι έλειπε από τη βιβλιοθήκη, με τιμώρησαν με πρόστιμο - μαντέψτε - πέντε λιρών� Σίγουρα δεν θα γινόμουν ποτέ επιχειρηματίας». Ευτυχώς. Γιατί έγινε πολύ καλός ζωγράφος. Και από τους καλλιτεχνικούς δρόμους του Λονδίνου, βρέθηκε στη Λευκωσία. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία… «Σπούδασα Ζωγραφική και εγκαταστάθηκα στο Λονδίνο. Έζησα δυο-τρία χρόνια εκεί, μέχρι που γνώρισα ένα κορίτσι, Κύπρια αρμενικής καταγωγής, και την ακολούθησα μέχρι εδώ. Η πρώτη μου εντύπωση; “Ω Θεέ μου πού ήρθα�”. Έφυγα από μια μεγαλούπολη και βρέθηκα σε ένα μέρος που έμοιαζε με μεγάλο χωριό». Δώδεκα χρόνια μετά, είναι ακόμη εδώ. Όλο και κάποια καλή εξήγηση θα υπάρχει. «Οπωσδήποτε. Καταρχάς, επαγγελματικά, να πετύχεις ως καλλιτέχνης σε μια πόλη όπως το Λονδίνο, είναι εξαιρετικά επίπονο. Ιδιαίτερα αν θες να έχεις κάποιον αντίκτυπο. Εδώ τα πράγματα είναι πολύ εύκολα. Εύκολα μπορείς να εκθέσεις τη δουλειά σου, να εισπράξεις τις εντυπώσεις και μάλιστα προσωπικά, αφού αυτό που αποκαλούμε “καλλιτεχνική κοινότητα” είναι πολύ μικρή. Κι αυτό θα σου δώσει την αυτοπεποίθηση να πας παρακάτω». Τι γίνεται όμως με τα ερεθίσματα, την κουλτούρα που σε περιβάλλει; «Ξέρετε, δεν έχει πια και τόση διαφορά αν είσαι στο Λονδίνο ή στη Λευκωσία. Η παγκοσμιοποίηση έχει επιδράσει με τέτοιον τρόπο που τα ερεθίσματα ταξιδεύουν σαν κύματα φωτός� Παρακολουθώ το BBC, διαβάζω τα περιοδικά τέχνης, πίνω τον καφέ μου στο Starbucks, όπως υποθέτω θα έκανα κι εκεί. Έχω ακόμη φίλους στο Λονδίνο που με κρατάνε ενήμερο. Το ενδιαφέρον είναι ότι το Λονδίνο χωρίζεται σε περιοχές με διαφορετικούς καλλιτεχνικούς κύκλους. Λειτουργούν σαν ξεχωριστές κοινότητες. Κάτι σαν τη Λευκωσία. Τώρα, όταν πηγαίνω στο Λονδίνο, νιώθω ότι δεν ανήκω εκεί. Υπήρξε μια φάση που με έπιανε μελαγχολία και ζήλευα τους φίλους μου που ζούσαν στο ρυθμό της πόλης. Ύστερα πέρασα μια φάση που δεν ανήκα ούτε εκεί, ούτε εδώ. Τώρα; Τώρα αισθάνομαι ότι εδώ είναι ο τόπος μου. Όταν έχεις παιδιά, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Τώρα είμαστε οικογένεια. Κι αυτό αλλάζει τα πάντα». Είναι όμως και θέμα προσωπικής ματαιοδοξίας. Ίσως, αλλά δεν φαίνεται να τον αγγίζει… «Αυτή η απομόνωση που σου δίνει η Κύπρος, λειτουργεί και θετικά. Μπορείς να ανήκεις στον παγκόσμιο ιστό της τέχνης, έχοντας και την πολυτέλεια, να απολαμβάνεις τη δική σου μικρή γωνιά».
Τώνια Σταυρινού
Dara Milovanovic Σερβίδα, Χορεύτρια / Χορογράφος Την περίμενα σε ένα καφεστιατόριο της Λευκωσίας. Θα ερχόταν από τη Λεμεσό, ήταν η μέρα που δίδασκε στο πανεπιστήμιο, στο τμήμα χορού. Κατέφθασε ομολογώντας πως στο δρόμο, εισέπραξε ένα εξώδικο πρόστιμο. Ευτυχώς δεν είχε χάσει το κέφι της και ο καφές βοήθησε ακόμη περισσότερο… Γεννήθηκε στη Γιουγκοσλαβία και όταν ήταν σε ηλικία 4 χρόνων, η οικογένειά της μετακόμισε στη Ρωσία. Έζησε εκεί 4 χρόνια και μετά επέστρεψε στο Βελιγράδι. Επόμενος προορισμός η Κύπρος, συγκεκριμένα η Λεμεσός. Ήταν ήδη 14 χρόνων, η χώρα της αντιμετώπιζε τότε τις συνέπειες του εμπάργκο και η οικογένειά της αποφάσισε να αναζητήσει μια καλύτερη τύχη εδώ. Από μικρή λάτρευε το χορό. Χόρευε από έξι χρόνων, όλοι στην οικογένειά της χόρευαν. Μετά το σχολείο βρέθηκε στην Αγγλία, δεν της άρεσε καθόλου και έφυγε για τη Φιλαδέλφεια, στις ΗΠΑ, η οποία εξακολουθεί να είναι η αγαπημένη της πόλη. Εκεί πήρε το πτυχίο της στις Πολιτικές Επιστήμες και μετά έκανε μεταπτυχιακό πάνω στην ιστορία του χορού. «Σήμερα μ’ αρέσει πια να αποκαλώ τον εαυτό μου dance writer», μου λέει. «Και τι σημαίνει ακριβώς αυτό;», τη ρωτώ. «Αρθρογραφώ για θέματα που αφορούν στο χορό. Δεν είναι κριτικές, δεν μ’ αρέσει η έννοια «κριτικός χορού», τη βρίσκω πολύ αυστηρή. Ο κόσμος σήμερα στην Κύπρο προσπαθεί να μάθει πράγματα γύρω από το σύγχρονο χορό κι εγώ προσπαθώ να δώσω τις κατάλληλες πληροφορίες και τη σωστή γνώση. Κι αυτό είναι που απολαμβάνω περισσότερο». Η ζωή της στην Κύπρο δεν ήταν ιδιαίτερα εύκολη. Πιο παλιά είχε περάσει από το μυαλό της να αλλάξει το επίθετό της ώστε να μην προδίδεται η καταγωγή της. «Πολλοί μας αποκαλούσαν Γιουγκοσ(κ))λάβους. Ήταν άσχημο. Δούλεψα σκληρά για να μάθω τη γλώσσα και να ενταχθώ στην τοπική κοινωνία. Δεν ήθελα να με αντιμετωπίζουν σαν ξένη. Δούλευα σαν χορεύτρια
αλλά παράλληλα, για να επιβιώνω, έπρεπε να εργάζομαι και στην οικογενειακή μας επιχείρηση, κάτι που δεν ταίριαζε καθόλου στο χαρακτήρα μου. Ευτυχώς όλα αυτά τέλειωσαν πια. Από φέτος διδάσκω Ιστορία Χορού στο νεοσύστατο Τμήμα Χορού του Πανεπιστημίου και το απολαμβάνω». Τη ρωτώ πώς είναι αυτή η εμπειρία της διδασκαλίας και μου εξηγεί πως χρειάζεται αρκετή δουλειά για να κατανοήσουμε το επίπεδο των χορευτών άλλων χωρών με διαφορετικά βιώματα. «Ένας Κύπριος φοιτητής στην Κύπρο ζει κάτω από την προστατευτική ομπρέλα των γονιών του και ίσως να μην έχει βάλει ποτέ στη ζωή του μια μπουγάδα ή να έχει μαγειρέψει ένα πιάτο φαΐ. Και μένα η ζωή μου εδώ κύλησε μέσα στην ασφάλεια της οικογένειάς μου. Η μαμά μου μας πρόσεχε πολύ. Εκεί όπου έπαθα πολιτισμικό σοκ, ήταν στο Λονδίνο, αλλά αυτό με βοήθησε να ωριμάσω και ταυτόχρονα να ωριμάσει ο τρόπος που αντιμετώπιζα την τέχνη και το χορό». Η πιο δύσκολη ερώτηση που μπορεί να της κάνουν, ομολογεί, εξακολουθεί να είναι το «από πού είσαι;». Η οικογένειά της κατάγεται από τη Σερβία αλλά ζει μόνιμα πια στην Κύπρο. Ο σύζυγός της είναι Κύπριος της Αγγλίας… «Νιώθω λίγο μετέωρη. Στην Αμερική αυτό δεν το ένιωσα ποτέ». Μετέωρη; Και πώς την επηρεάζει αυτό; «Στη διδασκαλία με βοηθά πάρα πολύ γιατί δεν έχω όρια στο μυαλό μου για το τι είναι εθνικότητα. Έχω ζήσει σε πολλές χώρες και όλες οι εμπειρίες μου επηρεάζουν τη σχέση μου με το χορό. Σήμερα η καινούρια τάση για ένα χορευτή είναι να ανακαλύπτει, με τη βοήθεια των εμπειριών του και να φέρνει στην επιφάνεια τη δική του προσωπική κίνηση. Αυτήν που δεν έχει ακόμη δοκιμαστεί. Φυσικά πολλοί το συγχέουν με εκείνο που ονομάζουμε πολυπολιτισμικότητα, τη νέα αυτή τάση μίξης διαφορετικών στοιχείων ή της ένωσης του παραδοσιακού με το μοντέρνο. Λίγοι είναι τελικά εκείνοι που θα χειριστούν σωστά όλα αυτά τα υλικά, για να πετύχουν κάτι αληθινά πρωτότυπο».
Χαράλαμπος Αριστοτέλους
Carla Abrantes Πορτογαλλίδα, Kαλλιτέχνης
Ξενυχτούσε στα café του Πόρτο μελετώντας για το πανεπιστήμιο, συνήθιζε να χάνεται σε διαδρομές και γωνίες της πόλης, αναπνέοντας μια ιστορία χιλίων χρόνων. «Μεγάλωσα με μια βαθύτατα αστική συνείδηση. Η πόλη ήταν στα κύτταρά μου. Κι αυτός ήταν ο λόγος που η πρώτη μου επαφή με την Κύπρο, με έκανε να κλάψω από απογοήτευση. Ζώντας όμως εδώ, τέσσερα χρόνια τώρα, έχω φτάσει πια να θαυμάζω αυτόν τον τόπο». Κόρη σοσιαλιστών, με ένα δεσποτικό πατέρα, αυστηρών αρχών και μια φιλελεύθερη μητέρα που την έμαθε να αντιδρά και να επαναστατεί, μοναχοπαίδι της μεταπολίτευσης -γεννήθηκε το 1977, μόλις τρία χρόνια μετά το τέλος της δικτατορίας στην Πορτογαλία - είχε έντονη πολιτική και κοινωνική συνείδηση από τα γεννοφάσκια της. Στα 16 της έκανε την πρώτη επαγγελματική της έκθεση ζωγραφικής. Μέχρι να μπει στο πανεπιστήμιο, είχε προλάβει να εκθέσει τη δουλειά της σε μεγάλες γκαλερί, αλλά και να βιώσει την απογοήτευση για τον τρόπο που καθοδηγείτο το εμπόριο της τέχνης. «Περνούσα μια φάση απογοήτευσης την περίοδο των σπουδών μου. Τότε έχασα και τον πατέρα μου. Ένιωθα τα πάντα να καταρρέουν γύρω μου κι έτσι όταν πήρα υποτροφία για μεταπτυχιακό στη Φλόριντα, έκοψα το εισιτήριο κι έφυγα. Η Αμερική ήταν ένας άλλος κόσμος. Ήμουν αποφασισμένη να εγκατασταθώ εκεί για πάντα». Ο έρωτας όμως έφερε τα πάνω κάτω κι έτσι αποφάσισε να αφήσει πίσω της το «νέο κόσμο» για να γνωρίσει έναν καινούριο. «Δεν θα ήθελα να χρεώσω στο σύζυγό μου, την απόφασή μου να τα παρατήσω όλα και να φύγω. Δεν είμαι από τις γυναίκες που θα άλλαζαν τη ζωή τους για έναν άντρα, άλλωστε. Περισσότερο ήταν σαν να διάλεγα μοντέλο ζωής. Ανάμεσα στην Αμερική, όπου θα αφοσιωνόμουν στην καριέρα μου, οπόταν θα συνέχιζα να ζω έχοντας τον εαυτό μου στο επίκεντρο και από την άλλη, σε μια πιο ισορροπημένη ζωή, όπου δεν θα ήταν όλα τόσο πολύ εστιασμένα σε μένα και τον εαυτό μου». Η πρώτη της επαφή με την Κύπρο - και συγκεκριμένα με τη Λεμεσό - ήταν σχεδόν τραυματική. «Έκλαιγα σιωπηλά στο αυτοκίνητο σε όλη τη διαδρομή και σκεφτόμουν «Θεέ μου, τι έκανα;». Μετά από αυτή την αντίδραση, ο σύντροφός μου ήταν σίγουρος ότι θα έφευγα. Προς μεγάλη του έκπληξη όμως αποφάσισα να φανώ εντελώς παράλογη και ανεύθυνη και να δοκιμάσω! Κι όταν πια ήρθα εδώ, λίγο-λίγο άρχισα να καταλαβαίνω. Κι όταν αρχίσεις να καταλαβαίνεις, τότε όλα αποκτούν νόημα. Η αρχιτεκτονική της Κύπρου, για παράδειγμα, δικαιολογημένα βρίσκεται σε αυτό το σημείο. Είναι μια χώρα που έζησε μια εισβολή, μία βίαιη μετακίνηση πληθυσμού, η οποία δημιούργησε την άμεση ανάγκη για στέγαση προσφύγων. Έτσι έπρεπε γρήγορα να κτιστούν όπως-όπως νέα κτίρια. Είναι μια χώρα που απέκτησε την ανεξαρτησία της πριν από μόλις 48 χρόνια. Κατανοώντας λοιπόν την ιστορία, αρχίζεις σιγά σιγά να τη θαυμάζεις για όσα έχει πετύχει. Οι Κύπριοι είναι αξιοθαύμαστοι στον τρόπο που έχουν επανεφεύρει τους εαυτούς τους. Υπάρχει μια μεγάλη δίψα για τα πράγματα. Να προλάβουν να αφομοιώσουν όλα τα χαμένα χρόνια. Και είναι ενδιαφέρον να δεις πού θα οδηγήσει». Δεν έχει νιώσει ποτέ της «ξένη» με την έννοια του ανεπιθύμητου. «Βοήθησε πολύ το γεγονός ότι κέρδισα την ανεξαρτησία μου από τον πρώτο χρόνο. Πήρα δουλειά στο Frederick όπου διδάσκω και παράλληλα οργάνωσα το ατελιέ μου και ξεκίνησα δουλειά». Στην προηγούμενή της έκθεση που ήταν και η πρώτη που παρουσίασε στην Κύπρο, δούλεψε με το χαρακτήρα της Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων. Ένα πλάσμα με μεγάλη περιέργεια, έναν παρατηρητή, χωρίς ηλικία, που πειραματίζεται με το μέγεθός της, αλλά και με διάφορες εμπειρίες, αλλάζοντας, ανάλογα με το μέρος στο οποίο βρίσκεται. «Ζώντας στην Κύπρο, η εικαστική μου δουλειά έχει επηρεαστεί με διάφορους τρόπους. Καταρχάς το θέμα του μεγέθους. Από την τεράστια κλίμακα της Αμερικής και από τα μεσαία μεγέθη της πατρίδας μου, βρέθηκα σ’ αυτό το μικρόκοσμο. Με απασχόλησε πολύ λοιπόν, η αρχιτεκτονική με την έννοια των χώρων που κτίζουμε για να ζούμε μέσα, κυριολεκτικά αλλά και συμβολικά». Οι άνθρωποι συχνά μετανιώνουν για τις αποφάσεις τους, για τη δουλειά που διάλεξαν, για τον άνθρωπο που παντρεύτηκαν, για τα πράγματα που έχασαν… «Για μένα, ένας από τους μεγαλύτερους φόβους μου είναι η στασιμότητα. Η παύση. Αυτό που θα με έκανε να μετανιώσω, θα ήταν να σταματούσα. Να φτάσω σε ένα σημείο και να μείνω εκεί. Αυτό είναι θάνατος».
Tώνια Σταυρινού
Nicolas Tscopp Ελβετός, Φωτογράφος
Ο Nicolas δυσκολεύεται με τα σχεδιαγράμματα και τους δρόμους της πρωτεύουσας. Δίνουμε έτσι ραντεβού στην Οκτάνα, για να ’ναι βέβαιος πως θα φτάσει στην ώρα του. Γνωρίζει τη διαδρομή. Μου εξηγεί πως η παλιά πόλη με τα αναπαλαιωμένα σπίτια, είναι η αγαπημένη του περιοχή και πως σ’ αυτό τον συγκεκριμένο χώρο παρουσίασε μαζί με τη σύζυγό του, για πρώτη φορά, έργα του στην Κύπρο. Ελβετός την καταγωγή, έζησε τον περισσότερο χρόνο της ζωής του στο Παρίσι κι απ’ εκεί τον περασμένο Αύγουστο προσγειώθηκε με Μαρία Περεντού και τη μόλις 1 ½ χρόνων κόρη τους στο νησί, αποφασισμένοι να ζήσουν και να δημιουργήσουν σ’ ένα πιο ήρεμο κι ανθρώπινο περιβάλλον. «Έχω την εντύπωση, πως ζω στα σύνορα της Ευρώπης κι όταν νιώθω πως κινούμαι στα άκρα, μ’ αρέσει. Είναι μια ποιητική πόλη η Λευκωσία, με έναν ιδιαίτερο, ξεχωριστό χαρακτήρα». Γνώριμος πρώτα με την πόλη της Λεμεσού - μια που η οικογένεια της Μαρίας μένει εκεί - παραδέχεται πως στη Λευκωσία βρίσκει κάτι διαφορετικό. «Είναι η πρωτεύουσα και μπορείς να το νιώσεις. Εκτός αυτού - αν και δεν ξέρουμε πώς θα εξελιχθούν οι προσπάθειες λύσεις του Kυπριακού - σίγουρα υπάρχει η προοπτική με την άλλη πλευρά». Μου μιλά για τους φίλους καλλιτέχνες που έχουν στα κατεχόμενα, για την εικόνα των εκκλησιών και των μιναρέδων που τ’ αρέσει να βλέπει… «Ξέρεις τι; Θέλω να ψηφίσω εδώ. Είναι η πρώτη φορά που έχω την ανάγκη να το κάνω…». Επισκέπτης του νησιού για πολλά χρόνια, με διαβεβαιώνει πως έχει εξοικειωθεί για τα καλά με τη νοοτροπία. Δεν τίθεται θέμα προσαρμογής. «Γνωρίζω πως είναι διαφο-
ρετικός ο τρόπος σκέψης εδώ και πιστεύω πως μου ταιριάζει», λέει. Μετακομίζοντας από το Παρίσι κι αφήνοντας πίσω του τους έντονους ρυθμούς ζωής, ο Nicolas φαίνεται να απολαμβάνει όλα όσα μπορεί να του προσφέρει μια μικρή πόλη με λιγότερη φασαρία και πολύ λιγότερους κατοίκους. Διακρίνω στο πρόσωπό του ηρεμία, αλλά και ενθουσιασμό όταν μιλά για τη μετακόμιση στην Κύπρο, το χρόνο που θα ’χει τώρα για τον εαυτό του, για τη δουλειά του, τις προσπάθειές του να μάθει ελληνικά, ανακουφισμένος που γλίτωσε από τις μεγάλες αποστάσεις του Παρισιού. «Ετοιμάζω ένα μεγάλο στούντιο για φωτογραφήσεις. Αυτό σημαίνει αυτόματα πως θα κάνω μεγαλύτερα έργα. Στο Παρίσι θα ήταν αδύνατο να είχα τόσα πολλά τετραγωνικά για να εργαστώ. Μ’ εμπνέει πολύ το φως. Το χρώμα. Οι αντιθέσεις κατά τη διάρκεια της χρονιάς, η αλλαγή των εποχών». Το στούντιο που ετοιμάζει, δεν θα το χρησιμοποιεί μόνο για τη δημιουργία δικών του έργων. Θα ’ναι ένας χώρος στον οποίο θα διδάξει τη φωτογραφική τέχνη. Με την εμπειρία που είχε για έξι χρόνια στο Parsons Paris School of Design, έχει βάλει στόχο τον Γενάρη, η σχολή να ’ναι έτοιμη για να υποδεχτεί μαθητές κάθε ηλικίας. Τελειώνοντας, μου συνοψίζει ξανά τους στόχους του: να μάθει ελληνικά, να διδάξει και να ετοιμάσει τα, γεμάτα φως, νέα έργα του. «Νομίζω πως το ωραιότερο απ’ όλα, όταν αποφασίσεις να ζήσεις σε άλλον τόπο, είναι πως αυτός ο νέος προορισμός, μπορεί να σου προσφέρει διαφορετικά πράγματα. Εσύ το μόνο που έχεις να κάνεις, είναι να αποδεχτείς μόνο τα καλά, με βάση τις εμπειρίες, τις γνώσεις και τα θέλω σου».
Χριστίνα Σκορδή
Nenad Bogdanovic Σέρβος, Μουσικός «Είσαι μουσικός; Τότε το κοινό περιμένει να δει έναν κωμικό, διασκεδαστή, ένα είδος του καραγκιόζη. Καταλαβαίνεις τι εννοώ»… Μια εισαγωγή κλασικά θλιβερή για τα δικά του δεδομένα, σκέφτομαι, και τον φαντάζομαι να παίζει ακορντεόν μπροστά σε κοινό που έχει μάθει να διασκεδάζει με λαϊκά και σουξέ. Φτάνοντας στην Κύπρο o Nenad Bogdanovic διαπίστωσε πως θα ζούσε σ’ ένα φτωχό για τα σύγχρονα πολιτιστικά δεδομένα, κράτος, με πλούσιους όμως κατοίκους, σ’ ένα μικρόκοσμο καλλιτεχνών. Θα μάθαινε μια ελληνική «διαφορετική» γλώσσα και θα είχε μπροστά του ένα κοινό που άκουγε τους ήχους του ακορντεόν και περίμενε να σκάσει το ανέκδοτο μετά το πάτημα του τελευταίου πλήκτρου… Την ίδια ώρα με τη ματιά ενός κλασικού ακορντεονίστα αφοσιωμένου από τα 9 του χρόνια στη μουσική και με βέβαιη σχεδόν πεποίθηση πως η Κύπρος θα του πρόσφερε, λόγω της πολυπολιτισμικότητάς της, πολλά, διέκρινε προοπτικές και ευκαιρίες αναβάθμισης του πολιτισμού, που ως Kύπριος πολίτης θα υλοποιούσε λίγα χρόνια αργότερα. Μιλά ελληνικά, χρησιμοποιώντας δύσκολες λέξεις με ευκολία. Μόνο η προφορά προδίδει την καταγωγή του. Μου εξηγεί πώς τα κατάφερε εστιάζοντας το φακό χωρίς περιορισμούς, στην κοινωνία την οποία θα ζούσε «…για να μη μείνει εγκλωβισμένος στο μικρόκοσμο ενός Σέρβου που έφτασε στην Κύπρο ως μετανάστης». Η γλώσσα εξάλλου είναι ο μόνος τρόπος να κατανοήσεις και να καταλάβεις τη νοοτροπία των ανθρώπων στην κοινωνία που ζεις. Κι αυτό έκανε. Εξέτασε συμπεριφορές και δεξιότητες, είδε γύρω του ανθρώπους να αγαπούν την τζαζ, το λάτιν και το έθνικ, ένα κοινό να τον χειροκροτεί λίγα χρόνια μετά, ως σολίστα ακορντεόν σε έργα του Άστορ Πιατσόλα, κόσμο ν’ αποδέχεται πια μουσικές και ήχους που μέχρι στιγμής δεν άκουγε. Η αποκαλούμενη από τον ίδιο προσπάθεια αυτοεξέλιξής του μεταφράζεται σε «κατανόηση της διαφορετικότητας, κατανόησης δηλαδή των λόγων που κάποιοι δεν είναι όμοιοί σου…». Μου μιλά για την οικογένειά του, την επίσης μουσικό σύζυγό του και την κόρη τους και παραδέχεται πως σήμερα, ανήκει στην κατηγορία των μεταναστών που έχουν βρει τη θέση τους στην κυπριακή κοινωνία. «Δεν νιώθω πια ξένος. Η Κύπρος μου πρόσφερε πολλά». Μουσικός διευθυντής της μικτής χορωδίας της Πολιτιστικής Κίνησης Επιλογή Λεμεσού και σύμβουλος Aνάπτυξης Προγραμμάτων του Σωματείου, ιδρυτής και πρόεδρος του Σωματείου Μουσικά Νιάτα Κύπρου, αναπτύσσει ένα ποικιλόμορφο έργο στοχεύοντας στην ανάπτυξη και τον εμπλουτισμό της τοπικής πολιτισμικής σκηνής. Ανοίγει την ίδια ώρα μια νέα σελίδα στην ανάπτυξη της τοπικής τζαζ μουσικής με την ίδρυση της πρώτης ορχήστρας τζαζ και λάτιν στην Κύπρο - της «Cyprus Big Band»- της πρώτης ορχήστρας τανγκό στην Κύπρο, της Meditango, αλλά και της τοπικής ορχήστρας δωματίου με ονομασία «Η Καμεράτα Λεμεσού». Καλλιτεχνικός υπεύθυνος του Κουαρτέτου του Δούναβη μαζί με τον Μανώλη Νεοφύτου, τον Sorin Horlea και τον Ειρηναίο Κουλλουρά, μελετούν την παραδοσιακή μουσική Τσιγγάνων της κεντρικής Ευρώπης, Ρωσίας και των Βαλκανίων.
Κι όλα αυτά γιατί; «Όχι πάντως για να ακουστεί τ’ όνομά μου. Αλλά για να δημιουργηθεί πολιτιστική υποδομή. Για να μπορεί ένας συνθέτης να γράψει για ορχήστρες, να δίνει παραστάσεις, να έχει απέναντί του ένα κοινό που τον υπολογίζει. Για να μπορεί ένας νέος μουσικός να βρει κατάλληλη εργασία. Για να γίνουν οι σχέσεις της πολιτιστικής κοινότητας πιο γόνιμες. Δεν ζούμε απλά για να παράγουμε και να δημιουργούμε μόνο για τον εαυτό μας. Υπάρχει η κοινωνική διάσταση της δημιουργίας μας». Άποψη που πηγάζει από την παιδεία της χώρας του και κατά προέκταση, δικό του, προσωπικό θέμα. «Κουβάλησα από τη Σερβία την κοινωνική αποστολή των τεχνών, της εργασίας και της δημιουργίας. Η ανατολικοευρωπαϊκή παιδεία δίνει έμφαση στην αποστολή ενός καλλιτέχνη. Αυτό ακριβώς θέλησα να φέρω στην Κύπρο συνεισφέροντας στον τοπικό πολιτισμό. Αλλά και κάτι άλλο: «Ο καλλιτέχνης, πιστεύω, πρέπει να έχει δυνατή πολιτική γνώμη, όποια κι αν είναι αυτή. Οι τέχνες, είπε κάποτε κάποιος, δεν είναι ο καθρέφτης της κοινωνίας, αλλά το σφυρί της. Πιστεύω πολύ σ’ αυτό. Έχουν τη δύναμη να διαμορφώσουν την κοινωνία με τον ίδιο τρόπο που κάθε καλλιτέχνης μπορεί να πολεμήσει για τη θέση του μέσα σ’ αυτήν».
Χριστίνα Σκορδή
Cathryn Robson Αγγλίδα, Συνθέτρια / Tραγουδίστρια «Από την παιδική μου ηλικία θυμάμαι μεγάλους γαλάζιους ουρανούς, το ποτάμι και τις συννεφιασμένες μέρες. Γεννήθηκα σε ένα χωριό της Αγγλίας αλλά μεγάλωσα στον Καναδά και στη Σκοτία. Από τον Καναδά θυμάμαι την απεραντοσύνη του τοπίου, τα φθινοπωρινά φύλλα, το χιόνι, το Halloween, το βουητό της πόλης του Τορόντο. Μεγάλωσα σε μια συνηθισμένη οικογένεια της εργατικής τάξης, η οποία με δίδαξε πολύ σημαντικές αξίες, όπως η εντιμότητα, η ανθρωπιά και η σκληρή δουλειά. Πράγματα, τα οποία τιμώ μέχρι και σήμερα. Η μουσική ήταν πάντοτε στη ζωή μου. Τραγουδούσα και έγραφα μουσική μαζί με τη δίδυμη αδερφή μου από τον καιρό που ήμαστε μικρές. Η μουσική ήταν το μέσο μου για να καταλαβαίνω τον κόσμο». Σπούδασε μουσική και σύνθεση, συνέχισε την εκπαίδευση σε πρόγραμμα της Εθνικής Όπερας της Αγγλίας και αργότερα εξασφάλισε δίπλωμα για τη διδασκαλία φωνητικής. Ζει στην Πάφο, διδάσκοντας μουσική, συμμετέχοντας σε παραστάσεις μουσικές και θεατρικές- συνθέτοντας και τραγουδώντας, μεταξύ άλλων με το jazz/pop τρίο Da Capo. «Επαγγελματικά εξακολουθώ να είμαι εγκατεστημένη κατά κάποιον τρόπο στη Βρετανία, αφού διδάσκω φωνητική και τραγούδι μέσω Διαδικτύου. Πρωτοήρθα στην Κύπρο πριν από εφτά χρόνια. Τη λάτρεψα. Ένιωθα ότι ήταν πολύ κοσμοπολίτικη και πολύ ζωντανή. Μου άρεσε που το νησί βρισκόταν σε ένα σταυροδρόμι, ανάμεσα σε Ευρώπη, Αφρική και Μέση Ανατολή. Εκείνη την εποχή ετοιμαζόμουν να φύγω από την Αγγλία και η Κύπρος απλώς μου
έκανε κλικ. Τόσο απλά. Με είχε ιντριγκάρει η ιστορία και η εθνική ανάμιξη του νησιού. Δεν ήταν έκπληξη λοιπόν το ότι κατέληξα να ζω εδώ». Έχει ακούσει πολλή ελληνική, λαϊκή μουσική κατά την παραμονή της κι αυτό την έχει επηρεάσει με έναν υπόγειο τρόπο. «Αυτό το είδος έχει ένα βαρύ δραματικό και ποιητικό τόνο, σε σύγκριση με τη δυτική μουσική. Θα έλεγα ότι ο τρόπος που τραγουδώ, έχει επηρεαστεί από αυτό το φορτίο και έχει γίνει πιο εξωστρεφής, πιο θαρραλέος». Δεν είναι όμως μόνο η μουσική της που έχει επηρεαστεί. «Έχω μάθει να εκφράζω αυτό που σκέφτομαι. Προσέχω επίσης, όταν πηγαίνω στην Αγγλία, ότι έχω λιγότερη υπομονή απέναντι στα αγγλο-σαξονικά χαρακτηριστικά, τις αναστολές και την έλλειψη ευθύτητας. Είμαι σίγουρη ότι αυτό έχει να κάνει με τον καιρό στην Κύπρο, ο οποίος επιτρέπει στους ανθρώπους να ζουν έξω το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους. Αυτό σίγουρα σε ανοίγει σαν άνθρωπο. Στα αρνητικά θα έβαζα το γεγονός ότι ζώντας εδώ, έχω γίνει πιο σκληρή και λιγότερο ιδεαλίστρια, εξαιτίας της σκληρότητας που επικρατεί στην τοπική κουλτούρα. Οι αξίες που βρίσκονται στον πυρήνα του χαρακτήρα μου, έχουν δοκιμαστεί στην Κύπρο, πολλές, πολλές φορές». Και παρόλο που έχει ζήσει εδώ πολλά χρόνια, εξακολουθεί να ξαφνιάζεται και να εκπλήσσεται. «Η Κύπρος είναι ένα μέρος με μεγάλες αντιθέσεις. Θα βρεις τα δύο άκρα των πραγμάτων στο κάθε τι. Θα συναντήσεις την πιο ζεστή και εγκάρδια γενναιοδωρία και την ίδια μέρα θα γνωρίσεις μια σκληρότητα που θα σε αφήσει άφωνο. Υποθέτω ότι ποτέ δεν θα ξέρω τι να περιμένω, όσα χρόνια κι αν ζήσω εδώ�».
Tώνια Σταυρινού
Catherine Louis Νικητα Γαλλίδα, Διευθύντρια του Κέντρου Ευαγόρα Λανίτη Η εικόνα μιας Γαλλίδας, με ισπανικές ρίζες, να μιλάει ελληνικά, να τρώει sushi, ακούγοντας jazz, σ’ ένα ιταλικό εστιατόριο, είναι ο τέλειος πρόλογος για τη συζήτηση που πρόκειται να ακολουθήσει. «Είμαι μια πολίτις του κόσμου. Πραγματικά, δεν βρίσκω κάτι που να με εκφράζει και να με χαρακτηρίζει περισσότερο από αυτό. Πιστεύω πολύ σε μια οικουμενική ταυτότητα». Η πρώτη φορά που ήρθε στην Κύπρο, ήταν πριν από 18 χρόνια. Και πριν από 15, εγκατέλειψε το Παρίσι, για να ακολουθήσει το σύντροφό της ώς εδώ. «Άλλες εποχές… Η Κύπρος τότε ήταν ένα μεγάλο χωριό. Δεν ένιωσα απλά ότι ερχόμουνα σε μια διαφορετική χώρα. Ήταν σαν να είχα ταξιδέψει από τον πλανήτη μου σε έναν άλλο� Δεν με προβλημάτισε όμως αυτό. Γιατί δεν ήρθα περιμένοντας κάτι συγκεκριμένο, δεν ήρθα εδώ με ένα προσχέδιο. Εξαρτάται από τον τρόπο που αποφασίζεις να αντιμετωπίσεις κάτι. Σίγουρα το τοπίο ήταν πολύ διαφορετι-
κό αλλά αυτό ήτανε αποδεκτό. Στο κάτω-κάτω, εξίσου ακραίες διαφορές μπορούσα να βρω και στη χώρα μου φεύγοντας από το Παρίσι και πηγαίνοντας σε άλλα προάστια». Αισθάνεται τυχερή γιατί έζησε την αλλαγή που συντελέστηκε στην κοινωνία και το τοπίο της Κύπρου τα τελευταία 15 χρόνια. «Ήμουνα σε ένα γρήγορο τρένο και ήρθα σε μια κοινωνία που είχε δυσκολίες να πάρει μπρος, να ξεκινήσει, να αποδεχθεί πράγματα και να προχωρήσει. Η συνάντηση αυτών των δύο κόσμων ήταν πολύ ενδιαφέρουσα για μένα. Η διαφορά ήταν πολύ έντονη. Τώρα πια μπορώ να πω ότι δεν υπάρχει». Ζει με τους δυο γιους και το σύζυγό της στη Λευκωσία, αλλά πηγαινοέρχεται στη Λεμεσό, στο Κέντρο Λανίτη, το οποίο διευθύνει τα τελευταία έξι χρόνια. Με τρία πτυχία -στην Ιστορία της Τέχνης, στην Επικοινωνία και στην Ανάπτυξη Πολιτιστικών projects- στη Σορβόνη και δύο μεταπτυχιακά, εργάστηκε στο Sotheby’s, στο Μουσείο του Λούβρου, στο Δημαρχείο και στο Ιστορικό Μουσείο του Παρισιού. Όσο να ’ναι, το «κοστούμι» των καθηκόντων της εδώ πρέπει να της πέφτει στενό. «Δεν το αντιμετωπίζω με αυτόν τον τρόπο. Η Κύπρος είναι πια μέρος ενός ευρύτερου περιβάλλοντος, δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από την υπόλοιπη Ευρώπη -στα καλά αλλά και στα κακά της- με τις δικές της
πάντα ιδιομορφίες. Όπου κι αν βρίσκομαι, αισθάνομαι ότι ανήκω σε αυτό το ευρύτερο περιβάλλον. Άλλωστε, πάντα ταξίδευα πολύ». Αυτό που στενεύει όμως ασφυκτικά το πεδίο της τέχνης στην Κύπρο, είναι τα στερεότυπα που ακόμη κυριαρχούν. «Νομίζω ότι θα πρέπει να ξεπεράσουμε την εικόνα του καλλιτέχνη σαν μια φιγούρα που ζει μες στη μιζέρια, πλανιέται στους δρόμους και περνάει τις μέρες του μπροστά από τον καμβά μ’ ένα πινέλο. Και φυσικά ούτε είναι σωστό να μένουμε σε μια ρομαντική εξιδανικευμένη μορφή του, να τον βλέπουμε σαν σωτήρα. Η τέχνη έχει πολύ πιο ευρεία έννοια. Δεν είναι ένα κλειστό σύμπαν, είναι ένας τρόπος επικοινωνίας. Ο καλλιτέχνης απευθύνει μια πρόσκληση προς την κοινωνία και μια πρόκληση για το πώς να αντιμετωπίσει τη ζωή». Η απουσία υποδομών στον πολιτισμό εγκλωβίζει το διάλογο της τέχνης, στην Κύπρο, ανάμεσα στους ίδιους ανθρώπους. Το «πλήθος των γκαλερί» και τη μικροκοινωνία των καλλιτεχνών. «Δυστυχώς ο μόνος τρόπος να προσεγγίσεις την τέχνη στην Κύπρο, είναι μέσα από τις γκαλερί. Έτσι το εμπορικό στοιχείο μεσολαβεί πάντα στη σχέση του καλλιτέχνη με το κοινό. Όλα γίνονται κάτω από το πρίσμα μιας συναλλαγής, με την προοπτική της αγοραπωλησίας. Είναι σπάνιες οι περιπτώσεις στις οποίες μπορεί να
υπάρξει μία ζωντανή και αποτελεσματική συνάντηση του κοινού με τους δημιουργούς. Τα περισσότερα πράγματα μένουν ανάμεσα σε ένα συγκεκριμένο κοινό, το οποίο είναι πάντα ίδιο, και στους καλλιτέχνες μεταξύ τους. Τα μηνύματα δεν φτάνουν πάρα έξω». Όλα ξεκινούν από την παιδεία και καταλήγουν στο κράτος, το οποίο αποφεύγει να κατακρίνει («δικαιολογημένα η Κύπρος είχε άλλες προτεραιότητες τα τελευταία 35 χρόνια») αλλά θεωρεί φορέα μιας μεγάλης πρόκλησης. «Αυτό που χρειάζεται, είναι μια κάθαρση σε όλα τα επίπεδα. Σε θέματα κοινωνίας, θρησκείας, παιδείας και πολιτισμού. Να ξεπεράσουμε ταμπού, όχι απλά για να φορτωθούμε τις επιρροές των άλλων, αλλά για να απολαύσουμε τις αλλαγές και να επωφεληθούμε απ’ αυτές. Έχουμε υποχρέωση να μη μείνουμε πίσω. Είτε το θέλουμε είτε όχι, οι αλλαγές θα γίνουν. Εναπόκειται σε μας, να το αποδεχθούμε και να το δούμε θετικά. Είναι μάταιο να προσκολληθούμε στα παλιά. Και να κλείσεις την πόρτα, ο αέρας θα συνεχίσει να φυσάει. Ακόμη κι αν βάλεις δέκα κλειδαριές, ο αέρας θα τρυπώσει από τις χαραμάδες».
Τώνια Σταυρινού
Βesir Kilic Κούρδος, Ποιητής Ο Besir, 31 χρ., είναι πολιτικός πρόσφυγας κουρδικής καταγωγής και ζει στην Κύπρο. Ήταν στρατιώτης για δέκα χρόνια. Σήμερα γράφει ποίηση. Η ποιητική συλλογή του «Manamo» που σημαίνει «μάνα μου» και ήταν η πρώτη κυπριακή φράση που του εντυπώθηκε - θα μεταφραστεί στα ελληνικά με την επιχορήγηση του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού. Όταν τον συνάντησα στο διαμέρισμά του, μου προσέφερε τσάι και μπισκότα. Για να είναι το ίδιο ζεστή και γλυκιά η κουβέντα μας. Έτσι συνηθίζουν -μου είπε- και στην πατρίδα του. «Αγαπώ την Κύπρο, είναι μια υπέροχη χώρα», ήταν η πρώτη του φράση. Έχει πια επίσημα αναγνωριστεί ως πολιτικός πρόσφυγας και απολαμβάνει τα ίδια δικαιώματα με τους υπόλοιπους, εκτός εκείνο της ψήφου. Είναι συγγραφέας και ποιητής. Δεν μπορεί όμως να ζήσει από αυτό. Έτσι αναγκάζεται να κάνει διάφορες δουλειές για να κερδίσει το ψωμί του. «Τον τελευταίο καιρό δουλεύω μπογιατζής. Η καθημερινή μάχη για επιβίωση με κρατάει μακριά από το γράψιμο. Εδώ θα ήθελα περισσότερη βοήθεια από το κράτος για να μπορέσω να επικεντρωθώ στο γράψιμο. Ξεκίνησα να γράφω ένα βιβλίο πριν τρία χρόνια αλλά δεν βρίσκω χρόνο να το τελειώσω». Άρχισε να γράφει στα 12 του χρόνια. Το 1993 έγραψε το πρώτο του ποίημα. Κάποιοι φίλοι που το είχαν διαβάσει, επέμεναν να το δημοσιεύσουν σε μια τοπική εφημερίδα. Ένιωσε υπέροχα μόλις το είδε δημοσιευμένο. «Μέχρι εκείνη τη στιγμή είχα γνωρίσει μόνο πόλεμο. Ήμουν ένας στρατιώτης». Σήμερα εκείνο που καθοδηγεί το γράψιμό του, είναι περισσότερο και από τη μνήμη και το παρελθόν, τη φαντασία ή το όνειρο, είναι το παρόν. Οι στιγμές που τώρα βιώνει. Σκέφτεται συνέχεια την πατρίδα του. «Δυστυχώς δεν μπορώ να ταξιδέψω σε αυτήν. Είμαι σήμερα πολιτικός πρόσφυγας και θα συναντούσα τρομερά προβλήματα αν το επιχειρούσα.
Ούτε και οι γονείς μου μπορούν να με επισκεφτούν. Και ξέρεις κάτι, ακόμη και όταν ζούσα εκεί, δεν μπορούσα να τους συναντήσω εξαιτίας του πολέμου. Από δεκατριών χρόνων οι δρόμοι μας χώρισαν οριστικά. Είναι ένα τεράστιο κενό στην καρδιά μου. Μαθαίνω να ζω μαζί του». Δεν ονειρεύεται να βγάλει λεφτά από το γράψιμο γιατί δεν αγαπά τα λεφτά. «Όταν τα έχω, τα σκορπάω απ’ εδώ και απ’ εκεί», λέει. «Και τι ονειρεύεσαι λοιπόν;», τον ρωτώ. «Ονειρεύομαι μια κανονική ζωή. Να έχω μια στέγη πάνω από το κεφάλι μου, να πληρώνω το νοίκι, να διαβάζω τα αγαπημένα μου βιβλία, να πηγαίνω κινηματογράφο και φυσικά να γράφω. Δεν πιστεύω πως τα λεφτά μάς ανήκουν. Το ίδιο νιώθω και για τα ποιήματά μου. Δεν ανήκουν σε μένα αλλά στον κόσμο εκεί έξω που θα τα διαβάσει. Αλλιώς τι αξία θα είχαν; Είναι ανάγκη για μένα να τα δώσω στον κόσμο, αλλιώς είναι σαν να τα σκοτώνω. Αυτό είναι το όνειρό μου, ο κόσμος να διαβάσει τα ποιήματά μου. Είναι το δώρο μου στον κόσμο. Όταν δεν το καταφέρνω, είμαι θλιμμένος». Εκείνο που του αρέσει πιο πολύ στην Κύπρο, είναι η μουσική. «Είναι σαν εικόνα. Δεν διαφέρει πολύ από την κουρδική. Κάθε φορά που ακούω μουσική, ακόμη και αν δεν καταλαβαίνω τα λόγια, σκέφτομαι μέσα από τη μελωδία τρία πράγματα. Τον πόνο, την απουσία και την ελπίδα». Λίγο πριν φύγω, του ζητώ σαν ΥΓ. να μου διαβάσει ένα ποίημά του. Μετά χαράς μου απαντά… Μου δίνει ένα αντίγραφο και διαβάζω: Θεέ μου/ Είδα τις όμορφες γυναίκες που έπλασες/ Ήρθες στο μυαλό μου εσύ/Επίτρεψέ μου/Αν δεν είναι ντροπή/Επίτρεψέ μου/Αν δεν είναι αμαρτία/Θεέ μου� Αν ήξερες/οι τόσο ατίθασες/Όλες οι όμορφες γυναίκες που έπλασες/ Από τη γέννα της μάνας τους/Είναι όλες γυμνές�/ολόγυμνες…
Χαράλαμπος Αριστοτέλους
Milena Κουλα Σερβiδα, Χορεύτρια/Xορογράφος Συναντηθήκαμε στον παιγνιδότοπο του Κήπου Λεμεσού. Τα απογεύματα είναι η δική της σειρά να φροντίζει το μικρό Νικόλα, μου λέει και χαμογελάει, γιατί ο μπαμπάς διδάσκει ντραμς σε επίδοξους νεαρούς μουσικούς. Η ίδια είναι χορεύτρια και χορογράφος και ζει στην Κύπρο τα τελευταία 4 χρόνια. Δεν ήρθε με σκοπό να μείνει. Ο πρώτος χρόνος πέρασε με την ίδια να κάνει όνειρα, να φύγει για να χορεύει στο εξωτερικό. Ο έρωτας όμως τη συνεπήρε, δική της η παραδοχή. Κι αυτή η «ανατροπή» την ανάγκασε να ψάξει περισσότερο το χώρο, διαπίστωσε στην πορεία πως υπήρχαν αρκετοί ταλαντούχοι χορευτές και χορογράφοι εδώ και το μικρό μέγεθος της χώρας αντί να την περιορίζει, την έκανε τελικά πιο δημιουργική. «Με βοήθησε να γνωρίσω καλύτερα τον εαυτό μου», μου λέει και επεξηγεί πως το γεγονός ότι δεν είχε πολλές επιλογές, την ωφέλησε στο να βάλει πείσμα και να τα καταφέρει με εκείνα που είχε στη διάθεσή της. «Πάντα πίστευα, έτσι κι αλλιώς, ότι δεν χρειαζόμαστε πολλά». Τα πρωινά χορεύει, τα απογεύματα τα αφιερώνει στο μικρό γιο της. Λατρεύει εξίσου και να χορογραφεί. «Υπάρχει διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στα δύο;», τη ρωτώ και μου απαντά, πως ο χορευτής είναι αυτός που με το σώμα του και την ψυχή του θα δώσει ζωή στη χορογραφία. Η διαδικασία της χορογραφίας ίσως είναι πιο κοπιαστική νοητικά αλλά όντως τα όρια δεν είναι διακριτά, αν αναλογιστεί πως η ίδια χορογραφεί τον εαυτό της. «Από πού αντλεί έμπνευση ένας χορογράφος;», διερωτώμαι. «Από τη ζωή», μου απαντά. «Ξεκινάς με ένα κενό το οποίο στη συνέχεια, κίνηση με κίνηση, γεμίζει, σωματικά και πνευματικά». Εκείνο που την ενοχλεί πολύ, είναι πως, όχι μόνο στην Κύπρο αλλά και σε άλλες χώρες συμπεριλαμβανομένης και της Σερβίας, ο χορός δεν έχει αναγνωρισθεί ως επάγγελμα, τόσο σε επίπεδο θεσμών όσο και στη συνείδηση του κόσμου. Η ίδια αναγκάζεται να δηλώσει πολλές φορές νοικοκυρά κι αυτό τη στενοχωρεί. «Είμαι επαγγελματίας χορεύτρια και θα ήθελα επιτέλους να αναγνωρίζομαι ως τέτοια», λέει με έμφαση, για να καταλήξει πως εκείνο που την προσβάλλει περισσότερο, είναι το στερεότυπο το οποίο δυστυχώς ακόμα ισχύει και συνδέει, στο μυαλό πολλών, το χορό με το καμπαρέ… Ονειρεύεται να δημιουργήσει κάποια στιγμή τη δική της ομάδα χορού. Αισθάνεται πια την Κύπρο σπίτι της, της αρέσει που ζει στη Λεμεσό, η θάλασσα προσδίδει μια μόνιμη νότα διακοπών, της αρέσει όμως να κάνει βόλτες και στη Λευκωσία που έχει τη γοητεία των γρήγορων ρυθμών. «Η Κύπρος σου χαρίζει τη δυνατότητα να ισσοροπείς μεταξύ καριέρας και οικογένειας, κι αυτό είναι πολύ σημαντικό», υπογραμμίζει. Πριν ο μικρός Νικόλας μας διακόψει ξανά για να ζητήσει γλυκά από τη μαμά, της κάνω μια τελευταία ερώτηση: «Ποια είναι η πιο έντονη στιγμή για ένα χορευτή;» «Η κάθε στιγμή, είτε είναι στην πρόβα είτε στην παράσταση, έχει τη δική της μαγεία. Ακόμα και μια κακή στιγμή, ένα λάθος, μπορεί να προσδώσει φρεσκάδα. Ο χορός δεν αφορά στην τελειότητα, αυτό θα ισοδυναμούσε με θάνατο. Και ο χορός είναι ζωή…».
Χαράλαμπος Αριστοτέλους
Pavel Ljalin, Εσθονός, Τρομπονίστας «Ήρθαμε με δυο βαλίτσες κι ένα τρομπόνι. Φτάσαμε στο αεροδρόμιο Λάρνακας, βγήκαμε έξω και είπαμε “ας πάμε στη Λευκωσία που είναι και πρωτεύουσα”. Μπήκαμε σ’ ένα ταξί, ήρθαμε εδώ κι από τότε μείναμε. Τεσσεράμισι χρόνια τώρα»… Η γυναίκα του είναι καλλιτέχνις. Πριν μπουν στο αεροπλάνο για Κύπρο, ζούσαν στη Μόσχα. Σπούδασε μουσική, τελείωσε το Κονσερβατόριο, δούλεψε στην όπερα της Μόσχας για εφτά χρόνια και συμμετείχε σε περιοδείες σε όλη την Ευρώπη. «Αποφασίσαμε να εγκαταλείψουμε τη Μόσχα γιατί θέλαμε να ξεφύγουμε από τους τρελούς ρυθμούς της. Αν θες να ζήσεις εκεί, θα πρέπει να τρέχεις 24 ώρες το 24ωρο. Γιατί διαλέξαμε Κύπρο; Θέλαμε μια ευρωπαϊκή χώρα όπου να μιλούν αγγλικά. Έτσι είχαμε να διαλέξουμε ανάμεσα σε Βρετανία, Ιρλανδία και Κύπρο. Τις δυο πρώτες τις απορρίψαμε λόγω του καιρού. Και μας έμεινε η Κύπρος». Η πρώτη τους εντύπωση ήταν να κοιτάζουν ο ένας τον άλλον και να διερωτώνται: «πού στο καλό ήρθαμε;». Σήμερα το θυμούνται και γελούν… «Ήμασταν συνηθισμένοι στην Ευρώπη, όπου ο πολιτισμός είναι μέσα στην καθημερινότητά σου… Εδώ ήταν σαν έρημος, σε αυτόν τον τομέα. Μέρα με τη μέρα, όμως, ανακαλύπταμε πράγματα, μαθαίναμε για μια συναυλία εκεί, μια έκθεση εδώ κι αρχίζοντας να έχουμε πρόσβαση στην πληροφόρηση για το τι γίνεται, το τοπίο άρχισε να αλλάζει». Τώρα, έχουν αρχίσει να συνηθίζουν ακόμη και τους αργούς ρυθμούς με τους οποίους τα πράγματα αλλάζουν. «Νομίζω ότι είναι γενικότερα θέμα νοοτροπίας εδώ. Δεν εξελίσσονται γρήγορα τα πράγματα, κοιτάξτε τα έργα στους δρόμους με τι ταχύτητα προχωρούν, πόσο μάλλον τα έργα που αφορούν τον πολιτισμό. Η κουλτούρα ενός λαού είναι κάτι στο οποίο πρέπει να επενδύει η κυβέρνησή του, ξεκινώντας από την παιδεία και συνεχίζοντας μετά με επιχορηγήσεις και υποδομές. Νομίζω ότι σε αυτό υστερεί η Κύπρος. Δεν αξιολογεί τον πολιτισμό ως προτεραιότητα». Εκτιμά όμως το γεγονός, ότι εδώ έχεις ευκαιρίες να προχωρήσεις, ειδικά στη μουσική. «Υπάρχει δίψα για καινούρια πράγματα. Και είναι σπουδαίο πλεονέκτημα αυτό για την Κύπρο. Σου δίνει τη δυνατότητα να προχωρήσεις. Αργά μεν, αλλά μπορείς. Δεν υπάρχει μέρος του κόσμου χωρίς μειονεκτήματα». Ξεκίνησε να παίζει το τρομπόνι από σύμπτωση. Ίσως από τύχη. «Ήμουνα πέντε χρόνων και ήθελα να πάω σε μια καλοκαιρινή κατασκήνωση. Η μητέρα μου για να μου το επιτρέψει, έβαλε ως όρο να δώσω εξετάσεις για τη μουσική σχολή. Ήθελα πολύ να πάω στην κατασκήνωση, γι’ αυτό έβαλα τα δυνατά μου και πέρασα. Επιστρέφοντας από τις διακοπές έπρεπε να αρχίσω μαθήματα. O δάσκαλος με ρώτησε τι όργανο θα ήθελα να μάθω και του είπα τρομπέτα γιατί είχα δει κάποιον να παίζει στην τηλεόραση. Ξεκίνησα λοιπόν για δυο μήνες τρομπέτα, αλλά στη σχολή παρουσιάστηκε έλλειψη τρομπονίστα. Μου λέει ο δάσκαλος, θα σε πείραζε να αλλάξεις όργανο; Δείξε μου, του λέω. Όταν έβγαλε το τρομπόνι από τη θήκη, μου φάνηκε τεράστιο και πολύ εντυπωσιακό. Ενθουσιάστηκα� Κι από τότε είμαστε μαζί». Όταν μπήκε στην Κρατική Ορχήστρα Κύπρου, διαπίστωσε ότι στην Κύπρο δεν υπάρχει άλλος επαγγελματίας. Υπάρχουν δύο-τρεις τρομπονίστες αλλά κανένας στο δικό του επίπεδο. «Η αλήθεια είναι ότι εξακολουθεί να μην υπάρχει άλλος κι αυτό με κάνει να αισθάνομαι κάπως περίεργα. Θα ήθελα να υπάρχουν περισσότεροι επαγγελματίες, δεν είναι καλό αυτό ούτε και για μένα. Είναι θέμα χρόνου -νομίζω- να εμφανιστούν και άλλοι. Είναι οι αργοί ρυθμοί που λέγαμε… Ζώντας εδώ μαθαίνεις να κάνεις υπομονή».
Τώνια Σταυρινού
L
A
S
T
P
A
G
E
Το εξώφυλλο είναι φωτογραφία του Πόλυ Πεσλίκα
ΥΓ. 30/11/2008 ΚΑΘΕ ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΟΝ ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟ ΕΚΔΟΤΗΣ-ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΝΙΚΟΣ ΠΑΤΤΙΧΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑ ΣΥΝΤΑΞΗΣ ΕΛΕΝΗ ΞΕΝΟΥ ART DIRECTOR ΙΩΑΝΝΑ ΠΑΤΤΙΧΗ ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΛΕΝΑ ΠΑΡΠΑ ΕΙΔΙΚΟΣ ΣΥΝΕΡΓΑΤΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΓΕΩΡΓΙΟΥ ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΙ ΜΑΡΙΝΑ ΣΙΑΚΟΛΑ ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ CHARLIE MAKKOS ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΒΑΤΤΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ OMAΔΑ ΑΝΤΡΕΑΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΠΟΛΥΣ ΠΕΣΛΙΚΑΣ ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΤΑΠΑΣ ΜΟΝΙΜΟΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΚΑΡΑΒΑΛΗ ΚΩΣΤΑΣ ΜΑΝΤΖΑΛΟΣ ΜΑΡΙΑ ΜΑΣΟΥΡΑ FILEP MOTWARY ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΒΒΙΝΙΔΗΣ ΝΙΚΟΛΑΣ ΣΠΑΡΣΗΣ ΑΛΕΞΗΣ ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΟΥΜΑΖΗΣ ΣΩΤΗ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΡΙΛΛΙΔΗΣ ΙΩΑΝΝΑ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΕΛΛΑ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΥ
Οι εκδηλωσεις για τη ληξη του Ευρωπαϊκου ετους Διαπολιτισμικου Διαλογου 2008 1.12.2008 – Λευκωσία
2.12.2008 – 3.12.2008 Λεμεσός
17.00 Intercultural Dialogue «Inter-cultural dialogue and cultural policy in the European Union». Διάλεξη από τον Επίτροπο Εκπαίδευσης, Κατάρτισης, Πολιτισμού και Νεολαίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης Αίθουσα Τελετών Πανεπιστημίου Κύπρου, Καλλιπόλεως 75 Διοργάνωση: Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού και Πανεπιστήμιο Κύπρου
Προωθώντας τη διαπολιτισμικότητα μέσα από το Πρόγραμμα Διά Βίου Μάθησης Κέντρο Ευαγόρα Λανίτη Παρουσιάσεις: 2.12.08 (10:30-13:30) Έκθεση: 2.12.08 (14:00 – 18:00) και 3.12.08 (8:30 – 11:00) Διοργάνωση: Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού και Ίδρυμα Διαχείρισης Ευρωπαϊκών Προγραμμάτων Διά Βίου Μάθησης. 5.12.2008 – Πάφος Pafos
19:00 Υφάνσεις – Weavings – Documa Έκθεση με τα έργα που διακρίθηκαν στον Παγκύπριο Διαγωνισμό Τέχνης Αίθουσα «Καστελιώτισσα» Διοργάνωση: Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού και Ε.ΚΑ.ΤΕ. 20:30 Μουσικών Διάλογοι συνέχεια… Κινηματοθέατρο Παλλάς Διοργάνωση: Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, Δήμος Λευκωσίας, Θέατρο ΡΙΑΛΤΟ 30
Διαπολιτισμικός Διάλογος – Σεβασμός στη Διαφορετικότητα Δημόσια συζήτηση, καλλιτεχνικό πρόγραμμα, εγκαίνια έκθεσης «Υφάνσεις» Κτίριο Παλιάς Ηλεκτρικής Η έκθεση θα παραμείνει ανοικτή μέχρι τις 7 Δεκεμβρίου 2008 Διοργάνωση: Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, Δήμος Πάφου, Γραφείο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Αντιπροσωπεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην Κύπρο και Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών της Κυπριακής Δημοκρατίας. Είσοδος δωρεάν
ΔΙΟΡΘΩΣΗ ΚΕΙΜΕΝΩΝ ΜΑΡΙΑ ΖΕΡΒΟΥ ΜΑΡΙΑ ΚΑΠΑΤΑΗ ΜΑΡΙΑ ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΥ ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΙ ΧΡΩΜΑΤΩΝ & ΕΚΤΥΠΩΣΗ: PROTEAS PRESS LTD
Σε αυτό το τεύχος συνεργάστηκαν δημιουργικά οι:
Βαλεντίνα Σαλτέ Glyn Hughes Nicolas Tschopp Nenad Bogdanovic Carla Abrantes Milena Κούλα Βesir Kilic Catherine Louis Νικήτα Martin Mason, Pavel Ljalin Antrei Crup Cathryn Robson, Dara Milovanovic Tώνια Σταυρινού
Μας ενδιαφέρουν τα δικά σας Υστερόγραφα. Οι δικές σας ιδέες για θέματα και οι δικές σας απόψεις. Τα περιμένουμε στην ηλεκτρονική διεύθυνση: eleni.xenou@phileleftheros.com