Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ ΤΗΣ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗΣ
Κλεοπάτρα Μπουκουβάλα Μαίρη Λιαροπούλου
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Οι αρχαιότερες τοιχογραφίες που έχουν βρεθεί είναι τουλάχιστον 40.000 ετών, στο Μάρος του νησιού Σουλαέζι στην Ινδονησία, σύμφωνα με χρονολόγηση που δημοσιοποιήθηκε το 2014. Πριν τα ευρήματα αυτά, οι παγκοσμίως παλαιότερες τοιχογραφίες που είχαν βρεθεί βρίσκονταν στην Ευρώπη, με αυτές του Σοβέ στη Γαλλία να χρονολογούνται περίπου 30.000 με 32.000 χρόνια πριν.
ρα φίε ς
Διάσημες τοιχογραφίες που έχουν ανακαλυφθεί και φημίζονται για την σύνθεση και τεχνική τους, είναι αυτές του Λασκώ στη Γαλλία με ηλικία περίπου 17.000 ετών, και στην Αλταμίρα της Ισπανίας της ίδιας περίπου περιόδου.
αλταμίρα (~17.000 π.Χ.) λασκό (~17.000 π.Χ.)
τα α
σοβέ (~30.000 π.Χ.)
ρχ αιό τερ ασ πή στο λαι νκ αμ όσ ε β μο ρα χο γ
μάρος (~40.000 π.Χ.)
ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΤΩΝ ΣΠΗΛΑΙΩΝ 40.000 π.Χ. - 10.000 π.Χ.
Η ζωγραφική σπηλαίου ή οι τοιχογραφίες σπηλαίων, είναι καλλιτεχνικές αναπαραστάσεις και σχέδια που βρίσκονται στην επιφάνεια των φυσικών τοιχωμάτων των σπηλαίων, και κατά κύριο λόγο έχουν προϊστορική προέλευση. Αρκετές από αυτές σε Ευρώπη και Ασία χρονολογούνται ως και 40.000 χρόνια πρίν. Ο ακριβής λόγος δημιουργίας των παλαιολιθικών τοιχογραφιών δεν είναι γνωστός, και μια απλή υπόθεση είναι πως αποτελούσαν καλλιτεχνικές εκφράσεις των προϊστορικών ανθρώπων και γενικότερα διακοσμητικά στοιχεία. Ένα κοινό χαρακτηριστικό όλων των τοιχογραφιών της περιόδου αυτής σε όλο τον κόσμο, είναι η λεπτομέρεια στην απεικόνιση ζώων με τους ανθρώπους να απεικονίζονται κυρίως ως απλές μορφές ή με αποτυπώματα των χεριών τους.
Τοιχογραφία βίσονα στο σπήλαιο Αλταμίρα, Ισπανία
Σπήλαιο των Θηρίων - Γκίλφ Γκεμπίρ, νοτιοδυτική Αίγυπτο
Σπήλαιο της Μαγκούρα - Ραμπίς, Βουλγαρία
Σπήλαιο των χεριών - Σάντα Κρούζ, Αργεντινή
Σπήλαιο της Μπιμπέτκα - Μάντια Πραντές, Ινδία
Σπήλαιο Λασκό - Λασκό, Γαλλία
Από το σπήλαιο Λασκό
Με τον όρο Μινωικός πολιτισμός εννοείται ο προϊστορικός πολιτισμός της Κρήτης. Το όνομα μινωικός προέρχεται από τον μυθικό βασιλέα Μίνωα και δόθηκε από τον Άρθουρ Έβανς, τον αρχαιολόγο που ανέσκαψε το ανάκτορο της Κνωσού. Το νησί της Κρήτης βρίσκεται στο κέντρο της Αν α τολ ι κ ή ς Μ ε σ ο γ ε ί ο υ σ ε μ ι α σ τ ρ α τ η γ ι κ ή θ έ σ η , απορρόφησης επιδράσεων από την Αίγυπτο την Μέση Ανατολή και την Ευρώπη. Η πρωιμότερη εγκατάσταση στην Κρήτη έχει εντοπιστεί στις περιοχές Πλακιάς και Πρέβελη. Πρόκειται για παλαιολιθικά και μεσολιθικά ευρήματα, τα παλαιότερα αναγόμενα στα 130.000 χρόνια πριν από σήμερα. Η νεολιθική κατοίκηση, η οποία μέχρι το 2010 πιστευόταν ότι ήταν η παλαιότερη, αρχίζει με την Ακεραμική περίοδο, περί το 7000 π.Χ. Μετά από αυτή την περίοδο ακολούθησε μια μακρά περίοδος σχετικής σταθερότητας, έως την έναρξη της Εποχής του Χαλκού, περί το 3000 π.Χ. Οι χρονολογικές παράμετροι που ορίζουν την Μινωική περίοδο της εποχής του Χαλκού αφορούν κυρίως στο χρονικό διάστημα 3000 έως 1000 π.Χ.. με κυρίαρχα γεγονότα την οικοδόμηση της Κνωσού 1900 π.Χ., την έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας περ. 1500 π.Χ. και την καταστροφή της Κνωσού 1375 π.Χ. Στην Κρήτη άκμασαν περί τις 100 Μινωικές πόλεις.
Την ονομασία Κυκλάδες χρησιμοποίησαν οι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς για να χαρακτηρίσουν το πυκνό σύμπλεγμα των μικρών νησιών στο κέντρο του Αιγαίου πελάγους, τα οποία φαίνονται να σχηματίζουν έναν νοητό κύκλο γύρω από το ιερό νησί τους και τόπο λατρείας του Απόλλωνα, τη Δήλο. Τα νησιά αυτά υπήρξαν το λίκνο ενός σημαντικού πολιτισμού, του λεγόμενου Κυκλαδικού πολιτισμού, που άνθησε κατά την 3η χιλιετία π.X. Τρεις είναι οι λόγοι που συνέτειναν στη γένεση και στην ανάπτυξη πολιτισμού στις Κυκλάδες κατά τους αρχαιότατους αυτούς χρόνους. Πρώτον, η στρατηγική γεωγραφική τους θέση, δεύτερον, οι περιορισμοί του φυσικού τους περιβάλλοντος οι οποίοι ανάγκασαν τους νησιώτες να στραφούν εξαρχής στην θάλασσα προκειμένου να προσποριστούν τα απαραίτητα για την επιβίωσή τους και τρίτον, ο ορυκτός τους πλούτος, συγκεκριμένα ο οψιανός της Μήλου, η σμύριδα της Νάξου, ο μόλυβδος της Σίφνου, ο χαλκός της Κύθνου και της Σέριφου και, τέλος, η κατεξοχήν πρώτη ύλη των νησιών, το μάρμαρο. Ο όρος κυκλαδικός πολιτισμός καλύπτει περίπου δύο χιλιετίες, δηλαδή το διάστημα από το 3200 έως το 1100 π.Χ., και διακρίνεται σε Πρωτοκυκλαδικό, Μέσο και Υστεροκυκλαδικο. Ο Κυκλαδικός πολιτισμός όμως άκμασε περισσότερο την περίοδο της πρώιμης Εποχής του Χαλκού (30002000).
ΜΙΝΩΙΚΟΣ ΚΑΙ ΚΥΚΛΑΔΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ 3000 π.Χ. - 1000 π.Χ.
Τόσο οι Μινωικές, όσο και οι Κυκλαδικές τοιχογραφίες αντλούν τα θέματά τους από τη φύση, την καθημερινή ζωή, τις θρησκευτικές τελετουργίες, τους αγώνες. Το χρώμα παίζει καθοριστικό ρόλο στην απόδοση της φωτεινότητας, που χαρακτηρίζει αυτήν την τέχνη, πλούσιο σε αποχρώσεις, ορυκτής ή φυτικής προέλευσης, το οποίο συγγενεύει με στοιχεία του αιγυπτιακού ζωγραφικού
Η ΠΑΡΙΖΙΑΝΑ Μια εντυπωσιακή κοπέλα με μεγάλα μάτια, κυματιστά μαλλιά και κατακόκκινα χείλη. Πρέπει να ήταν ιέρεια, γιατί στο πίσω μέρος του φορέματός της υπάρχει ο ιερός κόμβος.
ΟΙ ΓΑΛΑΖΙΕΣ ΚΥΡΙΕΣ Όμορφες Μινωίτισσες που κουβεντιάζουν. Έχουν ωραία φορέματα, σύμφωνα με τη μόδα της εποχής, όμορφα χτενισμένα μαλλιά και πολύτιμα κοσμήματα.
Ο ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ ΜΕ ΤΑ ΚΡΙΝΑ Ένας νέος περπατά μέσα σε κήπο. Στον λαιμό φοράει περιδέραιο και στο κεφάλι διάδημα από κρίνα και φτερά παγωνιού. Στο σώμα φοράει περίζωμα, σύμφωνα με τη μόδα της μινωικής εποχής. Με το αριστερό του χέρι κρατούσε κάποιο ιερό ζώο, σφίγγα ή γρύπα. Οι αρχαιολόγοι θεωρούν ότι αντιπροσωπεύει τον ΒασιλιάΑρχιερέα της Κνωσού.
ΤΑ ΔΕΛΦΙΝΙΑ Δελφίνια κολυμπούν ανάμεσα σε ψάρια, μέσα στα κύματα, σε αυτή την τοιχογραφία από τα διαμερίσματα της βασίλισσας.
Η ΑΙΘΟΥΣΑ ΤΟΥ ΘΡΟΝΟΥ Στην αίθουσα του θρόνου οι τοίχοι ήταν στολισμένοι με ανάγλυφες τοιχογραφίες που παρίσταναν γρύπες μέσα σε κήπο με λουλούδια. Γύρω από τους τοίχους υπήρχαν αλαβάστρινα θρανία και στη μέση αλαβάστρινος θρόνος.
ΤΑ ΤΑΥΡΟΚΑΘΑΨΙΑ Τα ταυροκαθάψια ήταν ένα αγώνισμα που συνηθιζόταν πολύ στα μινωικά χρόνια. Περιλάμβανε το πιάσιμο του ταύρου από τα κέρατα, το επικίνδυνο άλμα στη ράχη του ζώου και τέλος το πήδημα στο έδαφος πίσω του. Οι δύο ακριανές μορφές είναι γυναικείες, ενώ η μεσαία ανδρική.
Στην τοιχογραφία της Άνοιξης εικονίζεται το βραχώδες τοπίο της Στρογγύλης (Σαντορίνη), πριν την Μινωική έκρηξη. Τα βράχια έχουν απροσδόκητα σχήματα και παρουσιάζονται σε τρία χρώματα: κίτρινα, κόκκινα και μπλε, το οποίο θεωρείται ότι δηλώνει την ηφαιστειακή τους προέλευση.
Η ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ Είναι η μοναδική τοιχογραφία του Ακρωτηρίου που βρέθηκε ολόκληρη στην θέση της. Υμνεί τον ερχομό της Άνοιξης και πιθανότατα ο χώρος, στον οποίο βρέθηκε, ήταν χώρος ιερός, κάτι στο οποίο συνηγορεί και το γεγονός ότι έξω από αυτό, προς στην ανατολή, βρέθηκαν σκεύη ιεράς σημασίας
Στις κορυφές και στις πλαγιές των βουνών έχουν ζωγραφιστεί ερυθροί ανθισμένοι ή μισοανοιγμένοι κρίνοι με χρυσοκίτρινους μίσχους και στήμονες. Οι κρίνοι φύονται ανά τρεις. Θεωρείται ότι οι κρίνοι είναι της ποικιλίας Lilium Chalcedonicum (κόκκινος κρίνος), η οποία είναι κοινή στην Ελλάδα και ειδικά στα νησιά του Αιγαίου. Υπάρχει, πάντως, και η άποψη ότι τα κρίνα είναι Pancratium Maritimum L. (κρίνος της θάλασσας), τα οποία φυτρώνουν ακόμα στην Σαντορίνη τα καλοκαίρια. Τα κρίνα αυτής της ποικιλίας είναι λευκά, αλλά θεωρείται ότι ο ζωγράφος τα απέδωσε με κόκκινο χρώμα για να ξεχωρίζουν από το λευκό φόντο. Τα στελέχη των κρίνων απεικονίζονται να κάμπτονται στις κορυφές των βράχων εξαιτίας του ανέμου και στις πλαγιές εξαιτίας της επίδρασης της βαρύτητας.
Ένα ζευγάρι αντιλόπες του είδους Oryx Beissa αποδίδονται μόνο με το περίγραμμα τους, με δυνατές μαύρες γραμμές, άλλοτε πιο παχιές, άλλοτε λεπτότερες και ενίοτε με διπλές γραμμές. Στα κεφάλια των ζώων γίνεται χρήση και κόκκινου χρώματος για την απόδοση λεπτομερειών. Η ακρίβεια των λεπτομερειών οδηγεί στο συμπέρασμα ότι τέτοια ζώα πρέπει να κατοικούσαν στο νησί πριν από την Μινωική έκρηξη. Το φόντο είναι λευκό και ερυθρό, πιθανότατα αντιπροσωπεύοντας γη και ουρανό.
Στην τοιχογραφία απεικονίζονται δύο γυναικείες φιγούρες απασχολημένες με τη συλλογή του κρόκου. Στο φόντο υπάρχει ένα λιβάδι με κρόκους, ενώ το τοπίο είναι βραχώδες και παραπέμπει στην τοιχογραφία της Άνοιξης. Αυτός είναι ο λόγος που θεωρείται ότι οι δύο αυτές τοιχογραφίες είναι έργα του ίδιου καλλιτέχνη.
ΑΡΧΑΙΚΗ - ΚΛΑΣΣΙΚΗ ΕΠΟΧΗ 7ος π.Χ. - 5ος π.Χ. αιώνας
Αρχαϊκή εποχή: Αγγεία. Μαύρες φιγούρες πάνω σε πηλό (μελανόμορφος ρυθμός) με πιο πλαστικά περιγράμματα στις μορφές και πιο λεπτομερείς αποδόσεις στα μαλλιά, πιο φυσικές στάσεις και κινήσεις, απόδοση κάπως της τρίτης διάστασης (βάθους) και πιο οργανωμένη σύνθεση. Κάτι εξίσου σημαντικό είναι η αποτύπωση του συναισθήματος !
Το 5 3 0 π . Χ . π ε ρ ν ά μ ε σ τ ο ν ερυθρόμορφο ρυθμό ( μορφές αφήνονται με τον πηλό και το φόντο βάφεται μαύρο). Αποτέλεσμα, ακόμα μεγαλύτερος σχεδιαστικός πλούτος! Καλύτερη απόδοση του σώματος, πιο ρεαλιστικά πρόσωπα, έμφαση στα συναισθήματα των ηρώων και ο Σωσίας είναι ο πρώτος καλλιτέχνης που απεικονίζει το μάτι προφίλ και όχι όπως είχε επηρεαστεί όλη η τέχνη της εποχής από τους Αιγυπτίους με το μάτι μετωπικά ενώ το πρόσωπο ήταν προφίλ.
Κλασική εποχή: Εξυμνείται σε γραπτά κείμενα η ζωγραφική τέχνη αλλά δεν υπάρχουν δείγματα: Κατακτιέται η προοπτική, η φωτοσκίαση, απόδοση του όγκου μέσα από τις χρωματικές διαβαθμίσεις. Μόνο τα ερυθρόμορφα αγγεία είναι πιο ελεύθερης γραφής.
Αγγείο που χρονολογείται το 510 π.Χ
Το σπήλαιο Πιτσών βρίσκεται σε υψόμετρο περίπου 800 μ. κοντά στα χωριά Πιτσά και Κάτω Λουτρά Κορινθίας. Η πρόσβαση στο εσωτερικό του σπηλαίου γίνεται από άνοιγμα πλάτους 1,50 μ. Το σπήλαιο ανασκάφηκε το 1934 από τους Α. Ορλάνδο και Μ. Μιτσό, και έδωσε πολύ σημαντικά ευρήματα που χρονολογούνται από τον 7ο - 2ο π. Χ. αιώνα και αποκαλύπτουν ότι το σπήλαιο αποτελούσε ιερό χώρο όπου λατρεύτηκαν οι Νύμφες. Τα σημαντικότερα ευρήματα, χάρη στα οποία το σπήλαιο απέκτησε τη φήμη του, είναι τέσσερις γραπτοί ξύλινοι πίνακες που αποτελούν μοναδικά έργα της αρχαίας ελληνικής ζωγραφικής πάνω σε ξύλο και χρονολογούνται από το β' μισό του 6ου π. Χ. αιώνα.
Σπήλαιο Πιτσών. Γυναίκες που συζητούν. Ζωγραφική σε ξύλο (6ος π.Χ. αιώνας).
Σημαντικοί ζωγράφοι την Αρχαϊκή εποχή ήταν: Ο Τηλεφάνης από την Σικυώνα, οι Κορίνθιοι Κλεάνθης, Αρίδικος, και Έκφαντος, ο Φιλοκλής πιθανώς από τη Ναύκρατη, ο Κίμων από τις Κλεωνές. Αναφέρουμε μερικούς από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της Ελληνικής ζωγραφικής της κλασσικής περιόδου: Ο Πολύγνωτος του οποίου η συμβολή στην ανάπτυξη της κλασσικής ζωγραφικής ήταν καθοριστική. Καταγόταν από τη Θάσο και ο πατέρας του Αγλαοφών ήταν επίσης ζωγράφος. Ο Αριστοτέλης τον αποκαλεί «αγαθόν ηθογράφον».Ο Πολύγνωτος, μαζί με τον Μίκωνα, έκαναν τα σημαντικότερα βήματα στην παρουσίαση του διαστήματος και του χώρου. Η σημαντικότερη όμως προσφορά του Πολύγνωτου ήταν η αναλυτική χρήση των χρωμάτων με τα οποία δουλεύει η φύση ως επί το πλείστον στο υλικό της μέρος (και όχι στο ψευδαισθησιακό, όπως το χρώμα της θάλασσας και του ουρανού που ενώ είναι διάφανη στην πραγματικότητα, φαίνονται γαλάζια, μπλέ). Τα καθαρά και έντονα χρώματα πχ κόκκινο, κίτρινο, , μπλέ κλπ, υπάρχουν στο υλικό μέρος της φύσης σε αναλογία μικρότερη του 1/1000. Η ζωγραφική όφειλε να μιμείται τον χρωματικό τρόπο της φύσης. Πρόκειται για την περίφημη «Πολυγνώτεια τετραχρωμία». Τα χρώματα αυτά είναι: το άσπρο, το μαύρο, το κεραμμυδί (χοντροκόκκινο), η ώχρα και όλα τα παράγωγά τους (το γκρί, το καφέ, το πράσινο, το κίτρινο, το πορτοκαλί, το ροζ, κλπ.). Η χρήση των «Πολυγνώτειων χρωμάτων» χαρακτηρίζει ολόκληρη την αρχαία Ελληνική ζωγραφική (Αρχαϊκή, κλπ) αιώνες πριν τον Πολύγνωτο. Η προσφορά του Πολύγνωτου έγκειται στην μεγαλύτερη ανάλυση των χρωμάτων αυτών, δηλαδή στην παραγωγή περισσότερων χρωματικών διαβαθμίσεων πάνω σε αυτή την χρωματική κλίμακα.
Τι έδωσε ο Πολύγνωτος στην Ελληνική ζωγραφική Εδωσε πολλά και την πήγε πολλά σκαλιά επάνω. Έβαλε και τέταρτο χρώμα ..την ώχρα ή κίτρινο και έτσι με άσπρο, μαύρο, κόκκινο και κίτρινο ζωγράφιζαν πιά. Έβαλε επίπεδα στην ζωγραφικές του παραστάσεις και έδωσε προοπτική στον πίνακα. Τρίτον ήταν ηθικοπλάστης μορφών ώστε να βγάλει και συναίσθημα και τέταρτον ζωγραφιζε τόσο πειστικά τις μορφές και τους χιτώνες των γυναικών και φαίνονταν τόσο διάφανα τα πέπλα και αληθινά..που πήγαιναν κόντα να τα αγγίξουν για να βεβαιωθούν οτι ήταν ζωγραφική και οτι δεν είχε βάλει κάποιο ύφασμα διάφανο πάνω απ τις μορφές του. Ο Πλάτωνας επίσης, αναφέρει ότι αν ζωγραφίζοντας κανείς ένα πρόσωπο δεν χρησιμοποιήσει Πολυγνώτεια χρώματα, αλλά κάποια άλλα, θα χάσει την φυσική χροιά του ανθρώπινου προσώπου.
Η Πολυγνώτια κλίμακα έχει χρησιμοποιηθεί από πολλούς καλλιτέχνες ώστε να αποδώσουν το ελληνικό στοιχείο, με παραδείγματα όπως ο Γ. Τσαρούχης, τον Κόντογλου αλλά και άλλοι. Η χρήση της τετραχρωμίας δημιουργεί μία παλέτα χρωμάτων λίγο πιο πεσμένη τονικά, βρώμικη και ιδιαίτερα γήινη. Έτσι ερμηνεύονται πιο εύστοχα τα χρώματα του ελληνικού τοπίου, που λόγω του πολύ δυνατού ήλιου και φωτός αλλοιώνεται το πόσο έντονα και καθαρά τα αντιλαμβάνεται το μάτι μας.
Ε λ λ η ν ι σ τ ι κ ή περίοδος,θεωρούνται οι τρείς αιώνες που μεσολάβησαν από τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου το 323 π. Χ έως το 31 π. Χ οπότε το τελευταίο από τα Ελληνιστικά βασίλεια ,αυτό της Αιγύπτου με βασίλισσα την Κλεοπάτρα έπεσα στα χέρια των Ρωμαίων. Οι κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου βοήθησαν στην εξάπλωση του ελληνικού πνεύματος σ’ όλες τις κυριαρχημένες χώρες όπου ιδρύονται μάλιστα αξιόλογα πνευματικά κέντρα όπως η ‘Έφεσος, η Αντιόχεια, η Πέργαμος, και η Αλεξάνδρεια.
EΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΕΠΟΧΗ 4ος π.Χ. αιώνας
Στην αρχαία ελληνική κλασική περίοδο έχουμε μία ιδεαλιστική απεικόνιση της πραγματικότητας. Ενώ στην Ελληνιστική εποχή έχουμε μια στροφή στο ρεαλισμό . Οι φιγούρες των αγαλμάτων είναι γεμάτες πάθος και οι μορφές των προσώπων αντανακλούν τα φυσικά χαρακτηριστικά.
Έτσι, σ’ αυτή την εποχή αναπτύσσεται το σύμπλεγμα ως συνηθέστερη γλυπτική έκφραση με δύο ή περισσότερες ολόγλυφες μορφές ε αυτά τα έργα εκτός από το φυσικό εκφραστικό πλάσιμο των μυώνων και όγκων, παρατηρούμε την εφαρμογή πολύπλοκης κίνησης σε δραματικές ίσως και κάπως θεατρινίστικες σκηνές που έρχονται σ’ αντίθεση με ταστη κλασικά έργατέχνη . Αυτό συνεχίζετε και κατά ρωμαϊκή Η Ρωμαϊκή τέχνη ενσωματώνει στοιχεία δανεισμένα από την ετρουσκική και την ελληνική καλλιτεχνική παράδοση. Διότι οι Ρωμαίοι έζησαν για πολύ καιρό κάτω από ετρουσκική επίδραση και ότι με την επέκτασή τους προς την κεντρική και νότια Ιταλία και Σικελία ήρθαν σε άμεση επαφή με την ελληνική τέχνη. Τα ζωγραφικά έργα ελληνιστικής εποχής που μας δίνουν μια εικόνα πως μπορεί να ήταν η αρχαία κλασσική ζωγραφική είναι τα ψηφιδωτά και οι τοιχογραφίες της Βεργίνας.
Από τη Μακεδονία του ύστερου 4ου αι. π.Χ. σώζονται σημαντικά ζωγραφικά έργα που άλλαξαν την εικόνα που είχαμε σχηματίσει για τη ζωγραφική αυτής της περιόδου. Πρόκειται για τοιχογραφίες που διακοσμούσαν τους μακεδονικούς τάφους, οι οποίοι έχουν τη μορφή κτισμάτων, με αρχιτεκτονική διαρρύθμιση και διακόσμηση στο εσωτερικό και στο εξωτερικό τους. Οι βασιλικοί τάφοι της Βεργίνας έχουν συνδεθεί με τη δυναστεία του Φιλίππου και του Μεγάλου Αλεξάνδρου από τον μεγάλο αρχαιολόγο Μανόλη Ανδρόνικο, που έκανε τις ανασκαφές και ταύτισε τον «Τάφο Β» με τον τάφο του Φιλίππου Β’, πατέρα του Αλεξάνδρου. Στα εκπληκτικά ευρήματα που εκτίθενται στο Μουσείο της Βεργίνας, που πρέπει κανείς οπωσδήποτε να επισκεφθεί, οι τοιχογραφίες, έργα πιθανότατα ονομαστών ζωγράφων και από την κυρίως Ελλάδα, ρίχνουν φως στις κατακτήσεις της ζωγραφικής κατά την ύστερη κλασική και πρώιμη ελληνιστική περίοδο.
η αρπαγή της Περσεφόνης «τάφο Ι» στις Αιγές δίπλα σε εκείνον που αποδίδεται στον Φίλιππο Β›
η μορφή του Πλούτωνα (λεπτομέρια)
Μια άλλη αναπαράσταση της αρπαγής της Περσεφόνης από τους μακεδονικούς τάφους εντοπίστηκε στον τάφο της Ευριδίκης, μητέρας του Φιλίππου Β' και κοσμεί την πλάτη του μοναδικού θρόνου που ανακαλύφθηκε μέσα σε αυτόν. Στο ερεισίνωτο του θρόνου βλέπουμε το τέθριππο του Πλούτωνα και την Περσεφόνη. Η τοιχογραφία είναι «αμφάς» καθώς βλέπουμε το άρμα από μπροστά, ενώ τα πρόσωπα και τα σώματα των μορφών δεν αποκαλύπτουν κάποια ιδιαίτερη κίνηση. Αντίθετα, εν κινήσει απεικονίζονται τα τέσσερα άλογα, δύο άσπρα και δύο καφέ.
Κυνήγι ελαφιού Ψηφιδωτό από την Πέλλα, περ. 330-300 π.Χ.
Το ψηφιδωτό του Διονύσου, από την Οικία των προσωπείων, στη Δήλο, του 1ου αι. π.Χ.
Η Αμφίπολη ήταν αρχαία πόλη χτισμένη στην ανατολική Μακεδονία, στις όχθες του ποταμού Στρυμόνα, στη θέση πόλης που παλαιότερα ονομαζόταν Εννέα Οδοί ή πολύ κοντά σε αυτήν. Η Αμφίπολη ιδρύθηκε από Αθηναίους το 437 π.Χ. με στόχο τον έλεγχο των μεταλλείων της Θράκης, αλλά πέρασε στα χέρια των Σπαρτιατών κατά τη διάρκεια της πρώτης φάσης του Πελοποννησιακού πολέμου, την περίοδο 431-421 π.Χ. Η Νικίειος Ειρήνη το 422 π.Χ. προέβλεπε να αποδοθεί στους Αθηναίους η Αμφίπολη, μια υπόσχεση που δεν υλοποιήθηκε. Στη συνέχεια η Αμφίπολη έμεινε στην επιρροή των Σπαρτιατών. Μια τελευταία προσπάθεια ανάκτησή της από τους Αθηναίους το 358 π.Χ. απέτυχε και τον επόμενο χρόνο καταλήφθηκε από τον Φίλιππο, τον πατέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου και έγινε μέρος του Βασιλείου των Μακεδόνων. Με την πτώση του Μακεδονικού Βασιλείου από τους Ρωμαίους η Αμφίπολη έγινε μέρος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας Από την πόλη διερχόταν η περίφημη Εγνατία οδός.
Αν και το μοναδικό ψηφιδωτό της Αμφίπολης ως αναπαράσταση θυμίζει σαφώς την τοιχογραφία του «τάφου Ι» των Αιγών, εν τούτοις το γεγονός ότι απαντάται σε δύο ταφικά μνημεία που αποδίδονται στην δυναστεία των Τιμενιδών, την καθιστά «κοινό τόπο». Έτσι, η αποκάλυψη από τον τάφο της Αμφίπολης, μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα πως ο νεκρός που βρίσκεται εκεί ήθελε, αν μη τι άλλο, να τονίσει τη σχέση του με τη δυναστεία. Κάτι τέτοιο, δεν αποκλείει η σχέση να ήταν είτε συγγενική, είτε ίσως πολιτική, αν και παραμένει μυστήριο ποιος παρήγγειλε το έργο τέχνης και για ποιο σκοπό ακριβώς.
Η Πομπηία ήταν πόλη της νότιας Ιταλίας, στην πλευρά της Τυρρηνικής θάλασσας, κοντά στη σημερινή Νάπολη. Χτίστηκε τον 5ο αιώνα π.Χ. από τους Έλληνες στις ακτές της Καμπανίας στους πρόποδες του Βεζούβιου, κοντά στη Ρώμη. Η Πομπηία έπεσε στα χέρια των Ρωμαίων και είχε επηρεαστεί πολύ από τον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό. Η τοποθεσία της και το κλίμα της ήταν περίφημα, πράγμα που την έκανε το καλύτερο θέρετρο της αρχαίας Ρώμης. Πολλοί πλούσιοι Ρωμαίοι είχαν χτίσει πάνω στους σκεπασμένους με αμπέλια λόφους της, όμορφες εξοχικές επαύλεις, τις οποίες στόλιζαν με διάφορα έργα τέχνης. Η Πομπηία ήταν πόλη ανθηρή, με πληθυσμό 20.000-30.000 κατοίκους. Το 62 μ.Χ. έγινε ένας σφοδρότατος σεισμός, που συντάραξε την ωραία και πλούσια αυτή πόλη. Αλλά ο σεισμός αυτός δεν ήταν παρά το προμήνυμα για την ολοσχερή καταστροφή της. Πράγματι λίγα χρόνια αργότερα, στις 24 Αυγούστου του 79 μ.Χ., μετά από μια φοβερή έκρηξη του Βεζούβιου, ένα τεράστιο κύμα από στάχτη έθαψε για πάντα, μέσα σε λίγες ώρες, την εύθυμη, σπάταλη και πανέμορφη ρωμαϊκή πόλη Η παλαιά πόλη είχε ξεχαστεί και κανείς δεν ήξερε την ύπαρξή της. Πρώτη ανακάλυψη τμήματος της Πομπηίας έγινε το 1592, τυχαία, κατά τις εργασίες για την κατασκευή του υπόγειου υδραγωγείου της πόλης Τόρε Ανουντσιάτα που βρίσκεται εκεί κοντά. Τότε βρέθηκαν πολλά σημαντικά αντικείμενα, που μαζί με όσα ανακάλυψαν σε κατοπινές ανασκαφές αποτελούν σήμερα έναν πραγματικό θησαυρό τέχνης. Οι ανασκαφές έφεραν την Πομπηία ζωντανή στα μάτια μας, αποκαλύπτοντας πολλές λεπτομέρειες της καθημερινότητας των κατοίκων της.
ΟΙ ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΜΠΗΙΑΣ 2ος π.Χ. αιώνας - 79 μ.Χ.
Οι τοιχογραφίες, που μας έχουν σωθεί και που όπως πιστεύουν πολλοί μελετητές, βασίζονται σε ελληνικά πρότυπα, χρονολογούνται από το 2ο π.Χ. αιώνα μέχρι το 79 μ.Χ. που η πόλη καταστρέφεται. Οι ζωγράφοι, που τις έφτιαξαν δεν είναι βέβαιο ότι ήταν Έλληνες. Τα χρώματα είναι πλούσια και λαμπερά. Η ψευδαίσθηση ενός τρισδιάστατου χώρου πάνω στην επιφάνεια του τοίχου καλλιεργείται συστηματικά και φτάνει σε πολύ σημαντικά αποτελέσματα. Η ζωγραφική της πομπηίας μάγεψε και μαγεύει ακόμη σύγχρονους δημιουργούς.
Ο Αλέξανδρος καβάλα στον Βουκεφάλα εφορμά κατά του Δαρείου στη μάχη της Ισσού (334 π.Χ.). Λεπτομέρεια από το περίφημο ψηφιδωτό που βρέθηκε στην επονομαζόμενη "Οικία του Φαύνου" στη Πομπηία. Είναι έργο του 1ου-2ου αιώνα π.Χ. και αντίγραφο ζωγραφικού έργου του 4ου αιώνα π.Χ. Βρίκεται στο αρχαιολογικό Μουσείο της Νάπολης.
Ο Δαρείος τρέπεται σε φυγή στη μάχη της Ισσού. Είναι και αυτό λεπτομέρεια από το ψηφιδωτό που απεικονίζει τη μάχη της Ισσού. Αποτελεί συνέχεια του προηγούμενου ψηφιδωτού. Βρίσκεται στο αρχαιολογικό Μουσείο της Νάπολης.
Ζωηρότητα και φυσικότητα στην έκφραση και την κίνηση, που θα συναντήσουμε στη ζωγραφική μετά το μεσαίωνα, στην αναγέννηση
Φαγιούμ (αραβ. ,وم#اﻟﻔــــــــــــــFayum, Al Fayyum) είναι η ονομασία πόλης της Αιγύπτου, καθώς και της όασης που βρίσκεται κοντά στην πόλη. Απέχει 130 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της πρωτεύουσας του Καΐρου και αποτελεί τμήμα της αρχαίας Κροκοδειλόπολης. Ήταν ένα από τα κορυφαία θρησκευτικά κέντρα της αρχαίας Αιγύπτου, όπου λατρευόταν ο θεός Σομπέκ.[1] Σήμερα η πόλη υπολογίζεται ότι έχει περίπου 350.000 κατοίκους. Η ονομασία της πόλης προέρχεται από το αιγυπτιακό pA y-m, που σημαίνει λίμνη ή θάλασσα.
ΦΑΓΙΟΥΜ 1ος - 3ος μ.Χ. αιώνας
Στην Αίγυπτο στα χρόνια της Ρωμαικής κατάκτησης (από το 31 π.Χ.) αναπτύσσεται μια τέχνη που είναι συνέχεια της Αιγυπτιακής παράδοσης της προσωπογραφίας αλλά και συνάντηση με τις ελληνορωμαικές επιδράσεις.Πρόκειται για την τέχνη του Φαγιούμ, επαρχίας της Αιγύπτου, όπου μέσα σε τάφους βρέθηκαν προσωπογραφίες για τις οποίες μιλάμε και που κατέληξαν να αποκαλούνται κι αυτές Φαγιούμ. Οι προσωπογραφίες χαρακτηρίζονται από μετωπικότητα, βλέπουμε δηλαδή όλο το πρόσωπο κι όχι μόνο το πλάι του, κι ανοίγει έτσι ο δρόμος που θα μας οδηγήσει στη βυζαντινή εικόνα. Τα χρώματα είναι πλούσια και λαμπερά, αλλά σε καμια περίπτωση κραυγαλέα.
Βυζαντινή τέχνη ονομάζεται πρωτίστως η καλλιτεχνική παραγωγή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας από τον 4ος αιώνας ως την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453, και κατ' επέκταση η τέχνη που ακολούθησε τις ίδιες αρχές έξω από τα χωροχρονικά όρια της συγκεκριμένης κρατικής οντότητας. Διαχρονικά σημαντικότερο κέντρο της βυζαντινής τέχνης ήταν η πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας Κωνσταντινούπολη, η ακτινοβολία της βυζαντινής τέχνης όμως απλώθηκε σε μεγάλο μέρος του μεσογειακού κόσμου και στην ανατολική Ευρώπη ως τη Ρωσία και την Αρμενία. Επίσης συναντήθηκε δημιουργικά με τη μεσαιωνική τέχνη της Δύσης και του ισλαμικού κόσμου συμβάλλοντας στην εμφάνιση υβριδικών καλλιτεχνικών ρευμάτων.
ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ 4ος -15ος μ.Χ. αιώνας (έως σήμερα)
Η βυζαντινή τέχνη είναι βαθειά ανθρωποκεντρική και διακρίνεται π.χ. από την ισλαμική τέχνη, που είναι ανεικονική και καλλιγραφική, ή από την κινεζική, που εστιάζει περισσότερο στο τοπίο. Η συνέχιση της αρχαίας εικαστικής παράδοσης στην απόδοση της ανθρώπινης μορφής αποτελεί και την πιο καθοριστική συμβολή της βυζαντινής τέχνης στην ευρωπαϊκή. Η κλασική Αρχαιότητα επιβίωσε στο Βυζάντιο περισσότερο από οπουδήποτε αλλού, και χωρίς τη μεσολάβηση του Βυζαντίου είναι αμφίβολο αν η λεγόμενη Καρολίδεια αναγέννηση (μέσα 8ου μέσα 9ου αι.), η Ρομανική τέχνη (11ος-12ος αι.) και τελικά η Ιταλική Αναγέννηση (από τον 14ο αι.) θα είχαν ξαναβρεί το νήμα της κλασικής τέχνης, που είχε σχεδόν κοπεί στη Δύση μετά την κατάρρευση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας το 476 και τις Μεγάλες Μεταναστεύσεις. Οι Βυζαντινοί αγιογράφοι ζωγράφιζαν τά έργα τους χωρίς νά πιστεύουν στήν αξία τών φθαρτών καί εγκοσμίων καί χωρίς νά επιδιώκουν τή μίμηση τού φυσικού καί τού απόλυτου.Προσπαθούν δηλ. νά αποδώσουν τό βαθύτερο νόημα καί τήν πνευματική ουσία τής εικονογραφικής σύνθεσης καί όχι τά εξωτερικά γνωρίσματα τού θέματος.Καταργούσαν δηλ. τήν ύλη δημιουργώντας εξωγήινη ατμόσφαιρα,παραγνωρίζοντας έτσι ή αλλοιώνοντας καί αυτήν ακόμη τή φύση,σέ αντίθεση μέ τούς καλλιτέχνες τής Αναγέννησης καί τής Αρχαιότητας,πού βασική τους επιδίωξη ήταν τό φυσιοκρατικό ιδεώδες Έτσι π.χ, τά βουνά εικονίζονται ξερά μέ έντονες εξάρσεις αφύδικων βράχων,τά δένδρα έχουν θυσανωτά φυλλώματα καί συνήθως δέν ανήκουν σέ καμμιά από τίς γνωστές ποικιλίες τού φυτικού βασιλείου.Καί ακόμη ένα απλό κτίριο μέ μιά πύλη ταπεινή ή μεγαλοπρεπή καί δύο παράθυρα,πού δέν στεγάζει ούτε ένα άτομο,μπορεί νά συμβολίζει μία ολόκληρη πόλη.Τό φώς παράλληλα διαχύνεται σποραδικά,εμφανίζεται,αλλάζει τόνους καί διαχέεται στά πρόσωπα,τά αντικείμενα καί στό χώρο αυθύπαρκτο,ανεξάρτητο,δυναμικό,ολοφώτεινο καί χαροποιό.Καί δέν προέρχεται από καμμιά συγκεκριμένη φωτεινή πηγή ή κατεύθυνση.Παρατηρούνται μόνο τοπικές εξάρσεις,τονισμοί καί πτώσεις,χωρίς νά δημιουργούνται συνέχειες από φώς ούτε σκιές στά πρόσωπα καί τά πράγματα,δέν έχει καμιά φυσική υπόσταση καί δημιουργεί αναμφισβήτητα μιά εξωγήινη ατμόσφαιρα,πού μόνο στά όνειρά του μπορεί νά συναντήσει ο θεατής.Καί ακόμη,ανάλογα μέ τήν προσοχή πού θέλει νά συγκεντρώσει ο ζωγράφος στά απεικονιζόμενα πρόσωπα τής εικονογραφίας του,τά ενδύματα κινούνται,από ένα ισχυρό ρεύμα πού τά ωθεί μέ ορμή καί τά πτυχώνει επάλληλα. Κάθε ένδυμα ανεμίζει μέ τή δική του ένταση καί κατεύθυνση,αναεξάρτητα από τόν περιβάλλοντα χώρο,χωρίς νά μειώνεται σημαντικά η κινητικότητα άλλου μέ αντίθετη ή παράλληλη κίνηση.Έτσι επιτυγχάνεται σχετική εξισορρόπηση κινήσεων καί εκμηδενίζεται η εντύπωση ύπαρξης ενιαίου ρεύματος,πού θά κυριαρχούσε στήν εικόνα άν όλα τά στοιχεία τής σύνθεσης επηρεάζονταν από τήν κατεύθυνση τού ανέμου.Καί ακόμη τά τραπέζια,τά καθίσματα καί τά λοιπά έπιπλα,οι τοίχοι,οι θύρες,οι στέγες,οι αυλές καί τά άλλα αρχιτεκτονικά μέλη δέν ανταποκρίνονται καθόλου στίς φυσικές τους αναλογίες καί παρουσιάζονται συνήθως σκόπιμα μέ λαθεμένη καί αντίστροφη,πρός τήν φύση,προοπτική Ο ουρανός,πού ποτέ δέν έχει τό φυσικό του χρώμα,είναι κατασκότεινος,ενώ ο ήλιος,όταν υπάρχει όπως στή Σταύρωση τού Χριστού,δέν εικονίζεται σάν φυσική φωτεινή πηγή,αλλά παριστάνεται ότι συμμετέχει στό μεγάλο γεγονός τής Σταυρώσεως.Οι διάφορες εξάλλου σκηνές εικονίζονται τό ίδιο φωτεινές,άσχετα άν τά διάφορα επεισόδια γίνονταιμέρα ή νύχτα.Τό χρυσό βάθος τών παραστάσεων συμβολίζει τό χώρο τής Βασιλείας τού Θέού,όπου βρίσκονται οι άγιοι,οι δικαιοι,οι όσιοι,οι μάρτυρες "οι δεδουλευκώτες τώ Θεώ". Καί ακόμη,στή βυζαντινή τέχνη οι ανθρώπινες εκδηλώσεις χαράς,πόνου καί λύπης αντιμετωπίζονται μέ τή φιλοσοφημένη εγκαρτέρηση καί τήν ανοχή τών πρόσκαιρων καί φθαρτών,χωρίς δραματικές εξάρσεις στίς εκφράσεις καί τίς κινήσεις.
Ο όρος ρομανική τέχνη (ή ρομανικός ρυθμός, παλαιότερα ρωμανική τέχνη, ρωμανικός ρυθμός) αναφέρεται στο καλλιτεχνικό ρεύμα που κυριάρχησε στη μεσαιωνική Ευρώπη από τον 11ο ως τις πρώτες δεκαετίες του 13ου αι. και εκφράστηκε κυρίως στην εκκλησιαστική αρχιτεκτονική και γλυπτική, λιγότερο στη μ ν η μ ε ι α κ ή ζω γ ρ α φ ι κ ή , τ η ν εικονογράφηση χειρογράφων και τη μικροτεχνία.
Με τον όρο γοτθική τέχνη αναφερόμαστε στο καλλιτεχνικό ρεύμα που εμφανίστηκε την περίοδο του Μεσαίωνα. Η γοτθική τέχνη άρχισε να εμφανίζεται στη Γαλλία, περίπου στις αρχές του 12ου αιώνα και κυρίως στην αρχιτεκτονική. Στη διάρκεια των επόμενων χρόνων και μέχρι τα τέλη του 14ου αιώνα, εξαπλώθηκε σε ολόκληρη σχεδόν τη δυτική Ευρώπη.
από ΤΗ ΡΟΜΑΝΙΚΗ - ΓΟΤΘΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ στον ΤΖΙΟΤΤΟ 13ος- 14ος αιώνας μ.Χ.
Οι βάσεις της ιταλικής Αναγέννησης είχαν τεθεί από τους μεγάλους καλλιτέχνες του 12ου και του 13ου αι., δηλαδή της ρομανικής και της γοτθικής περιόδου. Στον 14ο αι., αλλά και αργότερα, όταν η πόλη έφτασε στο απόγειο της ανάπτυξής της, οι διάφορες κοινωνικο-πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις που σχετίζονται με αυτήν, δημιούργησαν νέες συνθήκες που επηρέασαν και την τέχνη. Αυτές οι εξελίξεις οδηγούν στη διαπίστωση, πως η τέχνη, που μέχρι τότε κατευθύνονταν κυρίως από τη θρησκευτικότητα και από τις εκκλησιαστικές ανάγκες, απέκτησε μια μεγαλύτερη αυτονομία, διευρύνοντας τα πεδία δραστηριότητάς της γύρω από νέα ενδιαφέροντα πολιτικού προσανατολισμού και Οι Σταυροφόροι, είχαν μεταφέρει ένα τεράστιο πλήθος αρχαίων έργων τέχνης και αντικειμένων, που συγκέντρωσαν σε ιδιωτικούς χώρους οι ηγεμόνες, οι ευγενείς και οι ανώτεροι κληρικοί. Αυτή η επαφή της Δύσης με την αρχαία ελληνική τέχνη, αποτέλεσε μια από τις κύριες αιτίες, που σύντομα δημιούργησε μια τάση απαγκίστρωσης από την εκκλησιαστική κηδεμονία, και ταυτόχρονα μιαν απαξίωση της γοτθικής τέχνης, που άρχισε να θεωρείται βάρβαρη. Στην Ιταλία, και ιδιαίτερα στη Φλωρεντία, η τέχνη του Τζιόττο είχε αλλάξει όλη την αντίληψη της ζωγραφικής. Σε αυτό το σημείο, η επανεξέταση του έργου του Τζιόττο ντι Μποντόνε είναι πολύ σημαντική για την κατανόηση της καλλιτεχνικής επανάστασης που πέτυχε στην εξέλιξη της δυτικής τέχνης προς την Αναγέννηση: Ο Τζιόττο, λοιπόν, παραμέλησε, κατά αρχήν, τα παραδοσιακά εικονογραφικά θέματα, στρέφοντας το ενδιαφέρον του στον άνθρωπο και τονίζοντας τα πρόσωπα με τρόπο που να εκφράζουν με τον όγκο τους κάτι εντατικά τραγικό. Ο άνθρωπος στο προσκήνιο με την ατομικότητα της ύπαρξής του συμμετέχει σε σκηνές που τις διακρίνει μια καλά σχεδιασμένη θεατρικότητα. Ωστόσο, το άλμα που έκαναν οι Ιταλοί με τον Τζιόττο για να ξεπεράσουν το φράγμα της τρίτης διάστασης, που χωρίζει τη ζωγραφική από τη γλυπτική, οφείλεται στη βυζαντινή τέχνη. Παρά την αυστηρότητά της, η βυζαντινή τέχνη, διαφύλαξε πιο πολλά στοιχεία από τις ανακαλύψεις των ζωγράφων της ελληνιστικής εποχής, από όσα διασώθηκαν στην εικαστική γραφή του Μεσαίωνα στη Δύση. Πολλές από αυτές τις ανακαλύψεις ήταν, κατά κάποιο τρόπο, κρυμμένες κάτω από την παγερή σοβαρότητα μιας βυζαντινής εικόνας, όπου το πρόσωπο πλάθεται με τη βοήθεια της φωτοσκίασης, υπάρχει η σωστή αντίληψη της βράχυνσης και το πλάσιμο των πτυχώσεων των χιτώνων. Ένας καλλιτέχνης ικανός να αποτινάξει τη μαγική επιρροή του βυζαντινού συντηρητισμού, θα μπορούσε να ξανοιχτεί σε έναν καινούριο κόσμο και να μεταφράσει τις φυσικές μορφές της γοτθικής γλυπτικής σε ζωγραφική. Αυτή η μεγαλοφυΐα ήταν, για την ιταλική τέχνη, ο Φλωρεντινός ζωγράφος Τζιόττο. Οι μέθοδοί του όφειλαν πολλά στους βυζαντινούς καλλιτέχνες, και οι στόχοι και οι προοπτικές του στους μεγάλους γλύπτες των καθεδρικών ναών του Βορρά.
Δείγματα γοτθικής αρχιτεκτονικής και ζωγραφικής.
Simone Martini: Ο Ευαγγελισμός, 1333
Cimabue: Maestà, 1280-1285, Uffizi Gallery,
Giotto: Η Είσοδος στην Ιερουσαλήμ, (Cappella Scrovegni) in Padua, 1304-06
Giotto: Το φίλημα του Ιούδα, 1304-06, (Cappella Scrovegni) in Padua, 1304-06
Giotto: Επιτάφιος Θρήνος, 1304-1306
Giotto: Η φυγή στην Αίγυπτο
Ξεκίνησε κατά τον 15ο αιώνα, στη Φλωρεντία. Τα έργα έχουν θέματα κυρίως από τη Βίβλο, την Ελληνική και Ρωμαϊκή μυθολογία, την ιστορία, αλλά και τη σύγχρονη ζωή. Στην ουσία αποτελεί την απελευθέρωση από τις προκαταλήψεις και τις νοοτροπίες του Μεσαίωνα.
ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ 15ος - 16ος αιώνας μ.Χ.
Οι αρχαίες κλασικές τέχνες, μετά από μια παραγκώνιση πολλών αιώνων, ως παγανιστικές και ειδωλολατρικές, επανέρχονται στο προσκήνιο, αυτή τη φορά όμως αναμεμειγμένες με χριστιανικά στοιχεία. Χαρακτηρίζονται για τη λεπτομέρεια στο σχήμα και στο χρώμα και δίνεται μεγάλη έμφαση στην προοπτική. Για πρώτη φορά το ανθρώπινο σώμα εκθειάζεται, τόσο στη ζωγραφική, όσο και στη γλυπτική. Από τους κύριους εκφραστές είναι: Botticelli, Michelangelo, Leonardo da Vinci, El Greco, Hieronymus Bosch, Jan van Eyck, Albrecht Dürer
Ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος (1541 – 7 Απριλίου 1614), γνωστός επίσης με τo ισπανικό προσωνύμιο El Greco,[i] δηλαδή Ο Έλληνας, ήταν Kρητικός ζωγράφος, γλύπτης και αρχιτέκτονας της Ισπανικής Αναγέννησης. Έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του μακριά από την πατρίδα του, δημιουργώντας το κύριο σώμα του έργου του στην Ιταλία και στην Ισπανία. Εκπαιδεύτηκε αρχικά ως αγιογράφος στην Κρήτη, που αποτελούσε τότε τμήμα της ενετικής επικράτειας, και αργότερα ταξίδεψε στη Βενετία. Στην Ιταλία επηρεάστηκε από τους μεγαλύτερους δασκάλους της ιταλικής τέχνης, όπως τον Τιντορέττο και τον Τιτσιάνο, του οποίου υπήρξε μαθητής, υιοθετώντας στοιχεία από τον μανιερισμό. Το 1577 εγκαταστάθηκε στο Τολέδο, όπου έζησε μέχρι το τέλος της ζωής του και ολοκλήρωσε ορισμένα από τα πιο γνωστά έργα του.
Προσκύνηση των Μάγων, 1568, Museo Soumaya, Πόλη του Μεξικού Η Κοίμηση της Παναγίας των Ψαριανών, περ. 1567, τέμπερα σε ξύλο, 61,4x45 εκ., Ερμούπολη, Εκκλησία της Κοίμησης της Παναγίας
Τα έργα του Δομίνικου Θεοτοκόπουλου περιέχουν κάτι το ασυνήθιστο, κάτι που δεν είναι εύκολο να ερμηνευτεί. Η αισθητική στην οποία στηρίζονται είναι ιδιόμορφη, οι προθέσεις του φαίνονται ανεξιχνίαστες. Αλλά και ο ίδιος ο δημιουργός τους περικλείει γύρω του ένα μυστήριο το οποίο αντιστέκεται στις εύκολες ερμηνείες. Ο Φραντσίσκο Πατσέκο γράφει στο Arte de la Pintura το 1649: « Ήταν ένας μεγάλος φιλόσοφος, εύστοχος στις παρατηρήσεις του και είχε γράψει για τη ζωγραφική, τη γλυπτική και την αρχιτεκτονική». Είναι γνωστές οι εξαϋλωμένες, πέρα από το συνηθισμένο, μορφές του. Η πνευματικότητα που περιέχουν στην έκφραση. Σε όλο το θρησκευτικό έργο του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου μπορούμε να διακρίνουμε το διαχωρισμό του υλικού από τον ουράνιο κόσμο, αλλά και την προσπάθειά του να ενώσει σταδιακά, μέσα από το χρώμα και το φως, το γήινο με το υπερβατικό.
Στο διάσημο έργο του «Η Ταφή του Κόμητος Οργάθ», το οποίο εξιστορεί το θρύλο της ταφής του αφέντη του Οργάθ, ενός ευεργέτη της εκκλησίας, τη στιγμή που οι Άγ ι ο ι Α υ γ ο υ σ τ ί ν ο ς κα ι Στ έ φ α ν ο ς εμφανίστηκαν, κατά θαυμαστό τρόπο, και απέθεσαν τον νεκρό στον τάφο του, διαφαίνεται έντονα αυτός ο Δυϊσμός. Η ατμόσφαιρα του θαύματος δημιουργείται με έναν εκπληκτικό χειρισμό φωτός και χρώματος. Οι εκφράσεις στα πρόσωπα των παρευρισκομένων είναι εκστατικές και τα σώματά τους φαίνονται να αιωρούνται ανάμεσα στον γήινο και τον ουράνιο κόσμο, όχι μόνο σαν απλοί μάρτυρες, αλλά και κοινωνοί. Ο άγγελος, ο οποίος ενώνει τη γη με τον ουρανό, βρίσκεται στον κεντρικό άξονα της σύνθεσης και ανεβαίνει στριφογυρίζοντας προς τον ουρανό, για να μεταφέρει την ψυχή του κόμη, η οποία έχει τη μορφή παιδιού. Το ουράνιο πλήθος το οποίο υπάρχει δίπλα από τον Χριστό, είναι μορφές έντονα επιμήκεις και το φως που υπάρχει γύρω του γίνεται υπερβολικά λαμπερό, μέχρι που καταλήγει σε μια ακτίνα φωτός.
Αυτή η ιεράρχηση του χρώματος και του φωτός, αλλά και των μορφών από το γήινο προς το ουράνιο, το οποίο υπάρχει και σε άλλους πίνακές του, όπως στην Ανάσταση, στη Σταύρωση, στον Ευαγγελισμό κ.ά., η ύπαρξη του μεσολαβητή Αγγέλου, η ψυχή που αποδεσμεύεται και επιστρέφει εκεί από όπου προήλθε, μας παραπέμπουν στην Πλατωνική και Νεοπλατωνική δομή σκέψης. Την ύπαρξη των δύο κόσμων, του αισθητού και του ιδεατού και την επιστροφή της ψυχής μετά τον θάνατο στον κόσμο των ιδεών. Τα υπερφυσικά μεγέθη του Χριστού, της Παναγίας και των Αγγέλων σε σχέση με τα άλλα πρόσωπα που υπάρχουν στους πίνακές του, δείχνουν την ουράνια ιεραρχία, κάτι που υποστήριξε ο Διονύσιος ο αρεοπαγίτης, βιβλία του οποίου βρέθηκαν στη βιβλιοθήκη του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου. Είναι γνωστό όμως ότι και ο Πλωτίνος μίλησε για το ιεραρχημένο Σύμπαν. Αυτή η ιεράρχηση φαίνεται καθαρά στο έργο του «Η Βάπτιση του Χριστού».
Η στενόμακρη φόρμα που συναντάται σε πολλούς πίνακές του, με θρησκευτικό περιεχόμενο, είναι χαρακτηριστική. Με αυτόν τον τρόπο υπερβαίνει τη φυσική πραγματικότητα και δημιουργεί μια ψευδαίσθηση μορφών που αιωρούνται. Πολλές φορές βλέπουμε μια παραμόρφωση στο χρώμα και τη φόρμα, έντονη επιμήκυνση των μορφών, με κεφάλια πολύ μικρά σε σχέση με το σώμα, έτσι που στο τέλος οι μορφές να φαίνονται σαν να είναι σε μια διάχυτη κατάσταση. Όταν ενώνονται δε με το έντονο φως, μοιάζουν με φλόγες. Αυτή η έντονη απεικόνιση του φωτός, παραπέμπει στη πνευματική φώτιση, όπως ο ίδιος αναφέρει για τον πίνακά του «Άποψη και Χάρτης του Τολέδο». Η απογύμνωση της μορφής από την ύλη και η σύλληψη μέσω του νου μιας ανώτερης πραγματικότητας, καταργούν τον τόπο και το χρόνο στους θρησκευτικούς του πίνακες και ο ίδιος έρχεται σε αντίθεση με την αριστοτελική άποψη ότι η μορφή και η ύλη είναι αναπόσπαστα ενωμένες.
Ο Λεονάρντο ντα Βίντσι (15 Απριλίου 1452 — 2 Μαΐου 1519) ήταν Ιταλός αρχιτέκτονας, ζωγράφος, γλύπτης, μουσικός, εφευρέτης, μηχανικός, ανατόμος, γεωμέτρης, παλαιοντολόγος και γιατρός, που έζησε την περίοδο της Αναγέννησης. Εκτός από τα παραπάνω, ο ντα Βίντσι ενδιαφερόταν για την αστρονομία, τη βοτανική, τη συγγραφή, την ιστορία και τη χαρτογραφία. Ο Λεονάρντο γεννήθηκε στο Βίντσι της Ιταλίας στις 15 Απριλίου 1452. Το πλήρες όνομά του ήταν Leonardo di ser Piero da Vinci, αν και υπέγραφε τα έργα του ως «Leonardo» ή «Io, Leonardo» (= «Εγώ, ο Λεονάρντο»).
«Κυρία με την ερμίνα»
Η Παρθένος και ο μικρός Ιησούς με την Αγία Άννα
Η Μόνα Λίζα (γνωστή και ως Τζιοκόντα, ή Πορτραίτο της Λίζα Γκεραρντίνι, συζύγου του Φρανσέσκο ντελ Τζιοκόντο[1]) είναι προσωπογραφία που ζωγράφισε ο Ιταλός καλλιτέχνης Λεονάρντο ντα Βίντσι. Πρόκειται για ελαιογραφία σε ξύλο λεύκης, που ολοκληρώθηκε μέσα στη χρονική περίοδο 1503-1519. Αποτελεί ιδιοκτησία του Γαλλικού Κράτους, και εκτίθεται στο Μουσείο του Λούβρου, στο Παρίσι. Ο Ντα Βίντσι αναμίγνυε με τέτοιο τρόπο τα χρώματα, ώστε να εκμεταλλευτεί την περιφερειακή όραση του θεατή. Αυτό που κατάφερε με το τρικ ήταν να κάνει το σχήμα του στόματος ν΄αλλάζει, ανάλογα με την οπτική που παρατηρεί κανείς τον πίνακα. Σύμφωνα με τους ερευνητές των Sheffield Hallam University και Sunderland University, αν κάνεις focus στο χαμόγελο, τότε τα χείλη μοιάζουν να έχουν μία κατεύθυνση προς τα κάτω. Αν όμως, αφήσεις το βλέμμα να σου περιπλανηθεί σε άλλα χαρακτηριστ
Το α ν τ ί γ ρ α φ ο τ ο υ π ί ν α κ α Μ ό ν α Λ ί ζα π ο υ δημιουργήθηκε την ίδια χρονική περίοδο με το αυθεντικό έργο, όπως αποκαλύφθηκε μετά την συντήρηση. Ο δημιουργός του αντιγράφου δεν ήταν ο Λεονάρντο, αλλά πιθανότατα κάποιος μαθητής του, ίσως ο Φραντσέσκο Μέλτσι, που εργαζόταν στο ίδιο εργαστήριο με τον Ντα Βίντσι και ζωγράφισε το έργο την ίδια περίοδο που ο Ντα Βίντσι ζωγράφισε την Τζιοκόντα.
Ο Μυστικός Δείπνος (ιταλ. Il Cenacolo ή L'Ultima Cena) είναι τοιχογραφία του 15ου αιώνα, δημιουργημένη από τον Λεονάρντο Ντα Βίντσι. Βρίσκεται στο Μιλάνο της Ιταλίας, στην τραπεζαρία του μοναστηριού Σάντα Μαρία ντέλλε Γκράτσιε (Santa Maria delle Grazie - Παναγία της Χάριτος), αν και η δημιουργία του έγινε ως παραγγελία από τον δούκα Λουδοβίκο Σφόρτσα, που επιθυμούσε αρχικά το κτήριο να αποτελέσει το μαυσωλείο της οικογένειάς του. Αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα και πολυτιμότερα έργα στην ιστορία της τέχνης και ένα από τα πλέον αναγνωρίσιμα και αναπαραχθέντα έργα ζωγραφικής.
Σε μια εποχή που η τεχνολογία ήταν ανύπαρκτη ο Λεονάρντο ντα Βίντσι στην πιο δημιουργική περίοδο της ζωής του παρατηρούσε με μια ασυνήθιστη δύναμη πνεύματος το γύρω του κόσμο, γεγονός που τον οδήγησε - ως άριστο γνώστη της τέχνης του σχεδίου - στη σπουδή και ιδιαίτερα στην καταγραφή αυτής καθ' εαυτής της φύσης, στην οποία καταγραφή επιδόθηκε με συστηματική μέθοδο και διορατική λογική. Έκανε συστηματικές παρατηρήσεις σχετικά με το πέταγμα των πουλιών. Έτσι, έγινε διάσημος επινοώντας και σχεδιάζοντας ιπτάμενες μηχανές και ελικόπτερα. Δεν σταμάτησε, όμως, σε αυτά αφού επινόησε υγρόμετρα, άρματα μάχης, αλλά και ποδήλατα, «αυτοκίνητα» (αυτοκινούμενα) μηχανήματα. Ασχολήθηκε ιδιαιτέρως και με την κατασκευή νερόμυλων, ατμοκίνητων κανονιών, αναπνευστικών συσκευών, υποβρυχίων και σκάφανδρων!
Ο Αλεσσάντρο ντι Μαριάνο Φιλιπέπι (Alessandro di Mariano di Vanni Filipepi, 1 Μαρτίου 1445 – 17 Μαΐου 1510), γνωστός περισσότερο ως Σάντρο Μποττιτσέλλι[1], (Sandro Botticelli) ήταν διακεκριμένος Ιταλός ζωγράφος της αναγέννησης. Αποτέλεσε έναν από τους πιο γνωστούς και επιτυχημένους καλλιτέχνες της εποχής του, του οποίου η φήμη άρχισε να εξανεμίζεται κατά τις αρχές του 16ου αιώνα, όταν οι φιλοσοφικές ιδέες που διαπερνούσαν τους πίνακές του άρχισαν να εκτοπίζονται. Το ενδιαφέρον για το έργο του αναθερμάνθηκε στα μέσα του 19ου αιώνα, αποκτώντας τη θέση και την αναγνώριση που κατέχει μέχρι σήμερα.
Η μυστική γέννηση, 1500, 108.5 x 15 εκ, Εθνική Πινακοθήκη, Λονδίνο
Αλληγορία της Άνοιξης (περ. 1482). Στο κέντρο της σύνθεσης δεσπόζει η μορφή της Αφροδίτης, ενώ πάνω από το κεφάλι της, ο Έρωτας ρίχνει τα βέλη του με τα μάτια δεμένα. Στο αριστερό τμήμα του πίνακα διακρίνονται οι τρεις Χάριτες και ο Ερμής. Στο δεξί άκρο, ο Ζέφυρος κυνηγά τη νύμφη Χλωρίδα, δίπλα από την οποία βρίσκεται η θεά των λουλουδιών Φλώρα.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1480 ολοκληρώθηκε ένας από τους πλέον δημοφιλείς πίνακές του, η Γέννηση της Αφροδίτης, έργο του οποίου δεν γνωρίζουμε τον παραγγελιοδότη, ωστόσο εικάζεται πως αποτέλεσε παραγγελία της οικογένειας των Μεδίκων καθώς βρισκόταν στην κατοχή της οικογένειας στις αρχές του 16ου αιώνα. Ο Μποτιτσέλι φιλοτέχνησε το έργο χρησιμοποιώντας ως πηγή τον Όμηρο και απεικόνισε τη στιγμή κατά την οποία η Αφροδίτη φθάνει στο νησί των Κυθήρων, μετά τη γέννησή της. Στο αριστερό άκρο του πίνακα, απέδωσε το Ζέφυρο μαζί με την Αύρα, οι οποίοι προσπαθούν να φυσήξουν έτσι ώστε η Αφροδίτη να φτάσει στη στεριά όπου θα την υποδεχτεί μία από τις Ώρες. Ο Μποτιτσέλι απεικόνισε την Αφροδίτη σύμφωνα με τις κλασικές αναλογίες των αρχαίων αγαλμάτων, ενώ για τη στάση της ακολούθησε το πρότυπο της Αιδήμονος Αφροδίτης (Venus Pudica).
Μπαρόκ Ξεκίνησε στις αρχές του 1600 στη Ρώμη. Ο όρος προέρχεται πιθανότατα από την πορτογαλική λέξη “barocco”, που σημαίνει το ακανόνιστο μαργαριτάρι και δηλώνει γενικά την έννοια του ασυνήθιστου ή παράδοξου σχήματος.
Ροκοκό Γεννήθηκε στη Γαλλία στις αρχές του 1700. Ο όρος προέρχεται από τη Γαλλική λέξη “rocaille” που σημαίνει όστρακο.
ΜΠΑΡΟΚ - ΡΟΚΟΚΟ 17ος μ.Χ. αιώνας
Το μπαρόκ επιδιώκει να θαμπώσει με τον όγκο, τα πολύπλοκα σχέδια και τη φορτική πολυτέλεια της διακόσμησης, το στήσιμο του έργου και το θεατρικό ύφος. Η επιτυχία του οφείλεται σε ένα μεγάλο βαθμό και στη στήριξη της καθολικής εκκλησίας, η οποία χρησιμοποίησε την τεχνοτροπία του και το δραματικό του ύφος για την αναπαράσταση πολλών θρησκευτικών θεμάτων που προκαλούσαν τη συναισθηματική συμμετοχή του θεατή. Επιπλέον, η αριστοκρατία της εποχής ευνοήθηκε από το επιβλητικό ύφος του μπαρόκ για την κατασκευή ανάλογων κτιρίων ή παλατιών που ενίσχυαν το κύρος της. Από τα κυριότερα χαρακτηριστικά του ρεύματος αυτού είναι η εκμετάλλευση του φωτός και η δημιουργία έντονων αντιθέσεων μέσω Τα έργα ροκοκό προσπαθούν να αποτυπώσουν τις ευχάριστες καθημερινές σκηνές, με ειδυλλιακά τοπία και πρόσωπα από την αριστοκρατία σε διάφορες ασχολίες, ξεφεύγοντας από τα αυστηρά όρια που επέβαλλε η εκκλησία. Τα χρώματα είναι απαλά και διάφανα με τόνους παστέλ, χωρίς βαθιές φωτοσκιάσεις. Προσπαθούν να προσδώσουν στα έργα έναν τόνο χαριτωμένο, ανάλαφρο και μια κομψότητα. Επίσης η ζωγραφική πορτραίτων ήταν πολύ διαδεδομένη αυτή την εποχή.
O Ρέμπραντ Χάρμενσοον φαν Ράιν (Ολλανδικά: Rembrandt Harmenszoon van Rijn, IPA: [ˈrɛmbrǡnt ˈǶǡrmǩ(n)soːn vǡn ˈrɛin], 15 Ιουλίου 1606 - 4 Οκτωβρίου 1669), γνωστός ευρύτερα ως Ρέμπραντ,[1] ήταν μείζων Ολλανδός ζωγράφος και χαράκτης του 17ου αιώνα, που σήμερα συγκαταλέγεται μεταξύ των κορυφαίων ζωγράφων όλων των εποχών. Το όνομά του συμβολίζει την περίοδο της «χρυσής εποχής» της Ολλανδίας, στην οποία ανήκει χρονικά το έργο του. Φιλοτέχνησε συνολικά περίπου 400 πίνακες, περισσότερα από 1000 σχέδια ζωγραφικής και περίπου 290 χαρακτικά,[2] αν και μέρος των έργων που αποδίδονται στον Ρέμπραντ –κυρίως έργα ζωγραφικής και σχέδια– αμφισβητείται.
Η εβραία νύφη (Ισαάκ και Ρεβέκκα), π. 1666, λάδι σε μουσαμά, 121,5x166,5 εκ., Άμστερνταμ, Ρέικσμουζεουμ
Προσωπογραφία του Jan Six, λάδι σ ε μ ο υ σ α μ ά , 11 2 x 1 0 2 ε κ . , Άμστερνταμ, Συλλογή Six
Μάθημα ανατομίας του Δρ. Τουλπ, 1632, λάδι σε μουσαμά, 169,5x216,5 εκ., Χάγη, Mauritshuis
O λόχος των Frans Banning Cocq και Willem van Ruytenburch ή Η νυχτερινή περίπολος, π. 1642, λάδι σε μουσαμά, 363x437 εκ., Άμστερνταμ, Ρέικσμουζεουμ
Ο Ρομαντισμός είναι καλλιτεχνικό ρεύμα που ξεκίνησε στη Γερμανία γύρω στο 1800.
ΡΟΜΑΝΤΙΣΜΟΣ 19ος μ.Χ. αιώνας
Χαρακτηρίζεται από έργα που έχουν πλούσια χρώματα, αντιθετικά χρώματα και αδρές πινελιές που δεν ακολουθούν πιστά τα περιγράμματα. Αυτή η ελευθερία, σε συνδυασμό με τα γεμάτα κίνηση και ενέργεια θέματα, προκαλούν στον θεατή όμορφα συναισθήματα και του διεγείρουν τη φαντασία. Οι ζωγράφοι αντλούν τα θέματά τους από τη σύγχρονη εποχή και το περιβάλλον με μια ιδιαίτερη αγάπη για τα εξωτικά θέματα και για τους αγώνες των λαών για την ελευθερία.
Ο Ευγένιος Ντελακρουά (γαλλικά: Ferdinand Victor Eugène Delacroix, προφέρεται: [ø .ʒɛn dǩ.la.kʁwa]) (26 Απριλίου 1798 - 13 Αυγούστου 1863) ήταν μεγάλος Γάλλος ρομαντικός ζωγράφος του 19ου αιώνα, που επηρέασε την ζωγραφική συμβάλλοντας στην ανάπτυξη του ιμπρεσιονισμού. Εμπνεύστηκε από ιστορικά γεγονότα όπως η Ελληνική και η Γαλλική Επανάσταση, καθώς και από ένα ταξίδι του στο Μαρόκο.
«Η Ελευθερία οδηγεί το Λαό»
«Καβαλάρης Έλληνας αγωνιστής»
Η σφαγή της χίου
Η Ελλάς στα ερείπια του Μεσολογγίου
Το Ρεαλιστικό κίνημα έχει τις απαρχές του στα μέσα του 19ου αιώνα σαν αντίπαλο δέος του Ρομαντισμού και της Ιστορικής απεικόνισης. Για να αποδοθεί η «αληθινή» ζωή, οι Ρεαλιστές ζωγράφοι εμπνεύστηκαν από εργάτες και απλούς ανθρώπους σε καθημερινά περιβάλλοντα οι οποίοι ασχολούνταν με τις καθημερινές τους δραστηριότητες.
Τον 19ο αιώνα ο «Νατουραλισμός» ή η «Νατουραλιστική Σχολή» ανυψώθηκε σαν όρος που εκπροσωπούσε μια αποσχισθείσα υποκατηγορία του κινήματος του Ρεαλισμού. Προσπάθησε (όχι με πλήρη επιτυχία) να διαχωριστεί από τον Ρεαλισμό αποφεύγοντας θεματικές σχετικά με τα πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα ενώ έδινε βάρος στη Φυσική ιστορία και στη βιολογία.
ΡΕΑΛΙΣΜΟΣ - ΝΑΤΟΥΡΑΛΙΣΜΟΣ 19ος μ.Χ. αιώνας
Γύρω στα μέσα του 19ου ο ρεαλισμός εμφανίζεται στη Γαλλία ως αμφισβήτηση του ρομαντισμού. Χωρίς να λείπει και από παλαιότερες περιόδους , το κίνημα αυτό τώρα θα αποκτήσει το ουσιαστικό του περιεχόμενο ως κίνηση «ανάμεσα στην ψευδαίσθηση και την πραγματικότητα», ως απόπειρα πιο στενής σύνδεσης της τέχνης με τη ζωή, ως προσπάθεια μεταφοράς της οπτικής πραγματικότητας στη ζωγραφική επιφάνεια. Ο όρος Ρεαλισμός στη σύγχρονη Τέχνη, χρησιμοποιείται το 1855 από τον Κουρμπέ και την έκθεσή του, την οποία ονομάζει ο ίδιος « Έκθεση του Ρεαλισμού» . Στα χρόνια που ακολουθούν θα χρησιμοποιηθεί ο όρος για όλο και περισσότερα πράγματα και στον 20ο αιώνα θα αναφέρονται διαφορετικά είδη ρεαλισμού, όπως ο Νατουραλισμός, τον οποίο θα μπορούσαμε να τον εξηγήσουμε απλά «σαν μια πιο προχωρημένη κλίμακα του ρεαλισμού» και να αποσαφηνίσουμε την αντίθεση : «Ρεαλισμός στη Γαλλία και Νατουραλισμός στη Γερμανία» . Δηλ. όταν φτάνει η ζωγραφική σε βαθμό κορεσμού της φύσης, το έργο πέφτει στο νατουραλισμό, στρέφεται στη λεπτομέρεια. Η Βιομηχανική επανάσταση είχε δημιουργήσει μια νέα τάξη, πλούσια και μεσαία η οποία και διαδραματίζει ολοένα και σημαντικότερο ρόλο σε Ευρώπη και Αμερική. Ο ρεαλιστής καλλιτέχνης ενδιαφέρεται να δώσει ό,τι βλέπει , όπως το βλέπει και να είναι
”Καλημέρα κύριε Courbet» Courbet (1849
Ο Γκυστάβ Κουρμπέ (γαλ. Jean Désiré Gustave Courbet, 10 Ιουνίου 1819 - 31 Δεκεμβρίου 1877) ήταν Γάλλος ζωγράφος, μια από τις επιβλητικότερες μορφές της Γαλλικής τέχνης του 19ου αιώνα. Θεωρείται από τους πρωτεργάτες του Ρεαλισμού. Συνέβαλε επίσης στη μετέπειτα εξάπλωση του Ιμπρεσιονισμού, καθώς υποστήριξε την δημιουργική ελευθερία του καλλιτέχνη, τάχθηκε υπέρ της αυτονομίας του και προώθησε τις εκθέσεις τους
Ο Εντουάρ Μανέ (Édouard Manet, 23 Ιανουαρίου 1832 – 30 Απριλίου 1883) ήταν Γάλλος ζωγράφος. Θεωρείται ένας από τους θεμελιωτές της μοντέρνας τέχνης ενώ συνδέθηκε έντονα και με το κίνημα του ιμπρεσιονισμού. Αποτέλεσε επιπλέον έναν από τους πλέον αμφιλεγόμενους καλλιτέχνες του 19ου αιώνα.
Plum Brandy” Manet (1878
Ο Εντγκάρ Ντεγκά (πλήρες όνομα (γαλλ. Edgar Germain Hilaire Degas) 19 Ιουλίου 1834-27 Σεπτεμβρίου 1917 ήταν Γάλλος ζωγράφος, χαράκτης και γλύπτης, από τους σημαντικότερους του 19ου αι. “New Orleans Cotton Exchange”Degas (1873)
Τεοντόρ Ρουσσώ: (Απρίλιος 15, 1812 – Δεκέμβριος 22, 1867) ήταν Γάλλος ζωγράφος του Νατουραλισμού.
Η γέφυρα της Νάρνης, 1826, Μουσείο του Λούβρου.
“Λιβάδι με δέντρα” Corot (1870)
O Ζαν-Μπατίστ Καμίλ Κορό (JeanBaptiste Camille Corot, 16 Ιουλίου 1796 – 22 Φεβρουαρίου 1875) ήταν Γάλλος ζωγράφος, γνωστός κυρίως για τις τοπιογραφίες του. Φ ι λ ο τ έ χ ν η σ ε πορτρέτα, τοπία και συνέθεσε μεγάλους ιστορικούς πίνακες. Χαρακτηρίστηκε επίσης για τη γ ε ν ν α ι ο δ ω ρ ί α το υ , ενισχύοντας νέους καλλιτέχνες. Η γυναίκα με το μαργαριτάρι, Μουσείο του Λούβρου.
Ο ιμπρεσσιονισμός αναπτύχθηκε γύρω στα 1870, στη Γαλλία και προέρχεται από τη λέξη “Impressionism” που σημαίνει “εντύπωση” Ο μετεμπρεσσιονισμός αποτελείται από διάφορα καλλιτεχνικά ρεύματα που ξεκίνησαν γύρω στα 1880 και αποτελούν επέκταση του ιμπρεσιονισμού.
ΙΜΠΡΕΣΙΟΝΙΣΜΟΣ - ΜΕΤΕΜΠΡΕΣΙΟΝΙΣΜΟΣ 19ος - 20ος μ.Χ. αιώνας
Ο ιμπρεσιονισμός χαρακτηρίζει την καμπή στη ζωγραφική και την μετάβαση από το αντικειμενικό στο υποκειμενικό. Ο καλλιτέχνης αποτυπώνει υποκειμενικά το θέμα, σύμφωνα με την εντύπωση που του προκαλεί εκείνη τη στιγμή. Κύρια χαρακτηριστικά του ιμπρεσιονισμού είναι τα ζωντανά χρώματα, κυρίως με χρήση των βασικών χρωμάτων, έμφαση στην αναπαράσταση του φωτός, μικρές και συχνά εμφανείς πινελιές, σπάνια χρήση του μαύρου χρώματος και για πρώτη φορά η ζωγραφική σε ανοιχτούς χώρους (en plein air), γεγονός που ευνοήθηκε από την ανακάλυψη των προ-επεξεργασμένων χρωμάτων. Ο μετεμπρεσιονισμός αποτελείται από διάφορα καλλιτεχνικά ρεύματα που ξεκίνησαν γύρω στα 1880 και αποτελούν επέκταση του ιμπρεσιονισμού. Οι μετα-ϊμπρεσιονιστές ζωγράφοι εξακολουθούν να διατηρούν τα χαρακτηριστικά του ιμπρεσιονισμού, ωστόσο επιδιώκουν να προσδώσουν μεγαλύτερο συναισθηματισμό στα έργα τους, χωρίς όμως να αποτελούν μια ομάδα με κοινά χαρακτηριστικά. Έτσι εμφανίζονται μεμονωμένοι καλλιτέχνες με δικό τους στυλ ζωγραφικής. Ο Paul Cézanne προσπάθησε να αποδώσει την ουσία των πραγμάτων μέσα από την έρευνα και την ενδελεχή παρατήρηση της φύσης. Ο Paul Gauguin δημιούργησε ένα δικό του στυλ, τον Κλουαζονισμό ζωγραφίζοντας στα νησιά του Ειρηνικού, με τη χαρακτηριστική επιπεδοποίηση του χώρου και τα πλακάτα αντιθετικά του χρώματα που περικλείονται με χοντρές γραμμές. Ο Vincent van Gogh ανακαλύπτει ένα δικό του τρόπο έκφρασης, ένα είδος εξπρεσιονισμού με τον οποίο ολοκάθαρα χρώματα τοποθετούνται στον καμβά με γοργές κυματιστές πινελιές.
Ο Πωλ Σεζάν (19 Ιανουαρίου 1839 – 22 Οκτωβρίου 1906) ήταν σημαντικός Γάλλος ζωγράφος. Το έργο του αντιπροσωπεύει την μετάβαση από τον ιμπρεσιονισμό στο κίνημα του κυβισμού.
Οι Χαρτοπαίκτες (1890-1895
Βουνά της Προβηγκίας. Μουσείο Ουαλίας
Ο Πωλ Γκωγκέν (Eugène Henri Paul Gauguin, Παρίσι, 7 Ιουνίου 1848 – Νήσοι Μαρκησίες, 8 Μαΐου 1903) ήταν σημαντικός Γάλλος ζωγράφος, εκπρόσωπος του ρεύματος του μετα-ιμπρεσιονισμού και έντονα πειραματικός καλλιτέχνης που επηρέασε τα ρεύματα της μοντέρνας τέχνης. Θεωρείται σήμερα ένας από τους μείζονες ζωγράφους όλων των εποχών.
Ο Βίνσεντ βαν Γκογκ (Vincent Willem van Gogh, προφορά στα ολλανδικά: Βίνσεντ φαν Χοχ) (30 Μαρτίου 1853 – 29 Ιουλίου 1890) ήταν Ολλανδός ζωγράφος. Εν ζωή, το έργο του δεν σημείωσε επιτυχία ούτε ο ίδιος αναγνωρίστηκε ως σημαντικός καλλιτέχνης. Ωστόσο, μετά το θάνατό του, η φήμη του εξαπλώθηκε πολύ γρήγορα και σήμερα αναγνωρίζεται ως ένας από τους σημαντικότερους ζωγράφους όλων των εποχών. Η επίδραση του στα μεταγενέστερα κινήματα του εξπρεσιονισμού, του φωβισμού αλλά και εν γένει της αφηρημένης τέχνης, θεωρείται καταλυτική.
Οι πατατοφάγοι (1885)
Βάζο με 12 ηλιοτρόπια (1889)
Έναστρη νύχτα (1889)
Στο έργο του αυτό ο Βαν Γκογκ έχει απεικονίσει χαοτικές δίνες που ακολουθούν την κλιμάκωση Κολμογκόροφ, όπως προκύπτει από μαθηματική ανάλυση της εικόνας. Ο Βαν Γκογκ αναπαράγει σε πίνακές του, επακριβώς, νόμους της φύσης.
Οι Έλληνες ζωγράφοι του 19ου και 20ου αιώνα έρχονται σε επαφή με τα αντίστοιχα ευρωπαικά ρεύματα της εποχής του, επιρρεάζονται όμως συγχρόνως από την βυζαντινή τέχνη, που είναι παρούσα στην Ελλάδα, αλλά και τις κατά τόπους λαικές φόρμες. Αποτέλεσμα είναι ότι οι περισσότεροι δεν εντάσσονται αυστηρά σε κάποιο ρεύμα, αλλά έχουν συγκαιράσει επιρροές και έχουν καταλήξει στο δικό τους προσωπικό ύφος και στυλ.
Η ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΣΤΗ ΝΕΟΤΕΡΗ ΕΛΛΑΔΑ 19ος - 20ος μ.Χ. αιώνας
Ο Νικηφόρος Λύτρας (Πύργος Τήνου, 1832 – Αθήνα, 13 Ιουνίου 1904) ήταν ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες ζωγράφους και δασκάλους της ζωγραφικής κατά τον 19ο αιώνα. Θεωρείται από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της Σχολής του Μονάχου και πρωτοπόρος στην διαμόρφωση της διδασκαλίας των Καλών Τεχνών στην Ελλάδα. Η πολυσήμαντη τέχνη του καλύπτει τα τρία τέταρτα του πρώτου αιώνα της ελληνικής αναγέννησης.
Ο Λύτρας εργάστηκε ευσυνείδητα και ως ζωγράφος και ως καθηγητής στη Σχολή Καλών Τεχνών και γνώρισε νωρίς την αναγνώριση και την δόξα. Οι ανεξάντλητοι θησαυροί της ψυχής του, η ευαισθησία και η ευρύτητα της καλλιτεχνική του ιδιοσυγκρασίας, έκαναν γόνιμη τη διδασκαλία του και τα αποτελέσματά της λαμπρά, δεδομένου ότι οι σημαντικότεροι καλλιτέχνες της νεότερης Ελλάδας υπήρξαν μαθητές του. Κοντά του μαθήτευσαν πολλοί ζωγράφοι, που αργότερα ακολούθησαν διαφορετικούς δρόμους και διακρίθηκαν, μεταξύ των οποίων ο Γεώργιος Ιακωβίδης, ο Πολυχρόνης Λεμπέσης, ο Περικλής Πανταζής, ο Γεώργιος Ροϊλός και ο Νικόλαος Βώκος. Πέθανε σε ηλικία 72 ετών το καλοκαίρι του 1904, μετά από σύντομη ασθένεια που εικάζεται ότι οφειλόταν σε δηλητηρίαση από τις χημικές ουσίες των χρωμάτων. Λίγους μήνες αργότερα, την έδρα του στο Σχολείο Καλών Τεχνών (Πολυτεχνείο), ανέλαβε ο παλαιός μαθητής του Γεώργιος Ιακωβίδης.
ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΛΥΤΡΑΣ (1832-1904)
Ο γαλατάς (1895)
Επιστροφή από το πανηγύρι της Πεντέλης
Η Αντιγόνη εμπρός στο νεκρό Πολυνείκη (1865)
ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΛΥΤΡΑΣ (1832-1904)
Κάλαντα (1872)
Η πυρπόληση της τουρικικής ναυαρχίδας
ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΛΥΤΡΑΣ (1832-1904)
Ο Νικόλαος Γύζης (Σκλαβοχώρι Τήνου, 1 Μαρτίου 1842 – Μόναχο, 22 Δεκεμβρίου 1900 / 4 Ιανουαρίου 1901 ) ήταν ένας από τους πιο σημαντικούς Έλληνες ζωγράφους του 19ου αιώνα της λεγόμενης «Σχολής του Μονάχου». Διακρίθηκε σε όλα τα χρόνια των σπουδών του και πήρε τα πρώτα βραβεία στην ξυλογραφία, τη ζωγραφική και τη χαλκογραφία.[
Άτομο βαθιά θρησκευόμενο, στράφηκε αργότερα προς τις αλληγορικές και τις μεταφυσικές παραστάσεις. Τα λεγόμενα «θρησκευτικά» του έργα, με πλέον χαρακτηριστικό τον πίνακα Ιδού ο Νυμφίος έρχεται (1895–1900, Εθνική Πινακοθήκη της Ελλάδας - Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου), αντιπροσωπεύουν τα οράματα του ώριμου πλέον καλλιτέχνη και δηλώνουν απερίφραστα τις υπαρξιακές του αγωνίες. Κυρίαρχο θέμα των ώριμων έργων του ήταν ο αγώνα του εναντίον του Κακού και η τελική νίκη του Καλού. Η σημαντικότερη μορφή σ' αυτά τα έργα του είναι η γυναίκα, που άλλοτε εμφανίζεται ως Τέχνη, άλλοτε ως Μουσική, άλλοτε ως Άνοιξη, άλλοτε ως Δόξα, κ.λπ. Νεότεροι μελετητές του έργου του διακρίνουν ότι στα λιγότερο γνωστά ύστερα έργα του, και κυρίως στα σχέδιά του με κάρβουνο και κιμωλία, ο Γύζης δίνει μια εξπρεσιονιστική τάση απελευθέρωσης από τον ακαδημαϊκό ρεαλισμό.
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΓΥΖΗΣ (1842-1901)
Το κρυφό σχολειό (1885-1886)
Τα αρραβωνιάσματα (1877)
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΓΥΖΗΣ (1842-1901)
Το τάμα (1874) Ιστορία (1892)
Ιδού ο Νυμφίος έρχεται (π. 1895-1900)
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΓΥΖΗΣ (1842-1901)
Ο Γεώργιος Ιακωβίδης (Χίδηρα Λέσβου, 11 Ιανουαρίου 1853 – Αθήνα, 13 Δεκεμβρίου 1932) ήταν Έλληνας ζωγράφος κι ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του καλλιτεχνικού κινήματος της Σχολής του Μονάχου, δηλαδή του ακαδημαικού νατουραλισμού. Τα θέματά του, παρότι ζωντανά και γεμάτα ελληνικό φως, διακατέχονται από την θεατρικότητα και την αυστηρότητα που επέβαλε ο ακαδημαϊσμός. Η στάση του απέναντι στον γαλλόφερτο ιμπρεσιονισμό ήταν ιδιαιτέρως επικριτική.
Ο Γεώργιος Ιακωβίδης έχει αφήσει μεγάλο ζωγραφικό έργο, περί τους 200 ελαιογραφικούς πίνακες που σώζονται στα μεγαλύτερα μουσεία της Ευρώπης και Αμερικής, στη Πινακοθήκη Αθηνών και σε διάφορες ιδιωτικές συλλογές. Διακρίθηκε ως ζωγράφος παιδικών σκηνών, προσωπογραφίας και ανθογραφίας. Από τα έργα του τα πλέον γνωστά είναι: η «Παιδική συναυλία» (Πινακοθήκη Αθηνών), ο «Παιδικός καυγάς», ο «κακός εγγονός», το «Σκουλαρίκι», ο «Πάππος και εγγονός», τα «Πρώτα βήματα», η «Μητρική στοργή», το «Κτένισμα της εγγονής», η «Κρέουσα» κ.ά. Οι παιδικές σκηνές των έργων του χαρακτηρίστηκαν δείγματα νατουραλιστικής ειλικρίνειας. Το προσωπικό ημερολόγιο του καλλιτέχνη, όπου αναγράφονται τα έργα του χρονολογικά από το 1878 έως το 1919, δωρήθηκε στην Εθνική Πινακοθήκη από τον γιο του ζωγράφου τον γνωστό ηθοποιό Μιχάλη Ιακωβίδη το 1951.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΙΑΚΩΒΙΔΗΣ (1853-1932)
Παιδική Συναυλία (1894
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΙΑΚΩΒΙΔΗΣ (1853-1932)
ΠΑΙΔΙΚΗ ΣΥΝΑΥΛΙΑ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΙΑΚΩΒΙΔΗΣ (1853-1932)
Ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ ή Θεόφιλος Κεφαλάς ή Κεφάλας, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα (Βαρειά Λέσβου, 1870; – Βαρειά Λέσβου, 24 Μαρτίου; 1934), γνωστός απλά και ως Θεόφιλος, ήταν μείζων λαϊκός ζωγράφος της νεοελληνικής τέχνης. Κυρίαρχο στοιχείο του έργου του είναι η ελληνικότητά του και η εικονογράφηση της ελληνικής λαϊκής παράδοσης και ιστορίας. Η ζωή του ήταν πολύ δύσκολη εξαιτίας του κόσμου που τον χλεύαζε, επειδή κυκλοφορούσε φορώντας την παραδοσιακή φουστανέλα.
Τον Ιούνιο του 1961 εγκαινιάστηκε μεγάλη έκθεση με έργα του Θεόφιλου στο Μουσείο του Λούβρου. Ήταν ο θρίαμβος του φουστανελά που κάποτε τον έλεγαν "σοβατζή". Το κοσμοπολίτικο Παρίσι υποδέχθηκε τον Έλληνα αυτοδίδακτο καλλιτέχνη, τον "παρθένο μαθητή των αισθήσεων", ο οποίος, κατά τον Οδυσσέα Ελύτη "έδωσε έκφραση πλαστική στο αληθινό μας πρόσωπο". Η έκθεση οφείλετο στον Τεριάντ, βαθύ πατριώτη και εμπνευστή κορυφαίων δημιουργών του 20ου αιώνα, που ανακάλυψε τον Θεόφιλο και προσέδωσε κύρος στο έργο του, κινώντας το ενδιαφέρον της Ευρώπης, των διανοουμένων της εποχής. Ο "εν ξιφήρεις" φουστανελάς μπήκε στις αίθουσες του πιο λαμπρού μουσείου και οι Λουδοβίκοι συναντήθηκαν με τον Αντώνη Κατσαντώνη, τον Αθανάσιο Διάκο, τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, τον Μέγα Αλέξανδρο, την Αρετούσα[4]. Έργα απλά, ελεύθερα, γεμάτα φως, σοφία και γλαφυρότητα, ενθουσίασαν τους επισκέπτες της έκθεσης "οι οποίοι εξεφράζοντο μετά θαυμασμού δια την πρωτοτυπίαν του ζωγράφου Θεόφιλου, που θεωρείται ως ο πρωτοπόρος της λαϊκής αυτής τεχνοτροπίας"[5].
ΘΕΟΦΙΛΟΣ ΧΑΤΖΗΜΙΧΑΗΛ-ΚΕΦΑΛΑΣ(1870-1934)
ΘΕΟΦΙΛΟΣ ΧΑΤΖΗΜΙΧΑΗΛ-ΚΕΦΑΛΑΣ(1870-1934)
Η Μυτιλίνη
ΘΕΟΦΙΛΟΣ ΧΑΤΖΗΜΙΧΑΗΛ-ΚΕΦΑΛΑΣ(1870-1934)
Ο Κωνσταντίνος Παρθένης (Αλεξάνδρεια Αιγύπτου, 10 Μαΐου 1878 – Αθήνα, 25 Ιουλίου 1967) ήταν διακεκριμένος Έλληνας ζωγράφος, που με το έργο του έφερε σημαντική αλλαγή στα εικαστικά δρώμενα της Ελλάδας στις αρχές του 20ού αιώνα.
Ο Παρθένης αποτελεί μια ιδιαίτερη περίπτωση στην σύγχρονη ελληνική ζωγραφική. Αρχικά, οι σπουδές του στην Βιέννη και η μουσική του παιδεία[4], τον έφεραν κοντά στον γερμανικό συμβολισμό και στον πρώιμο γερμανικό εξπρεσιονισμό ενώ οι κριτικοί τέχνης θα τον κατατάξουν ως νεοτεριστή,μοντερνιστή και ‘σεσεσιονιστή’ (από το “Sezession” που σημαίνει «απόσχιση»).[5] Αργότερα, η επαφή του με τον μεταϊμπρεσιονισμό στο Παρίσι και η βαθιά γνώση της βυζαντινής αγιογραφίας τον ώθησαν προς την διαμόρφωση ενός τελείως προσωπικού ύφους, όπου μέσα σε λαμπερά και εξαϋλωμένα χρώματα παρουσιάζεται μια εξιδανικευμένη Ελλάδα. Έργα του Παρθένη βρίσκονται στην Εθνική Πινακοθήκη, στην Πινακοθήκη του Δήμου Αθηναίων και σε πολλές άλλες δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.
ΚΩΝ/ΝΟΣ ΠΑΡΘΕΝΗΣ (1878-1967)
ΚΩΝ/ΝΟΣ ΠΑΡΘΕΝΗΣ (1878-1967)
Αποθέωση του Αθανασίου Διάκου (1931
ΚΩΝ/ΝΟΣ ΠΑΡΘΕΝΗΣ (1878-1967)
Ο Φώτης Κόντογλου, ή με το πραγματικό του όνομα Φώτιος Αποστολέλης, (Αϊβαλί Μικράς Ασίας, 8 Νοεμβρίου 1895 – Αθήνα, 13 Ιουλίου 1965) ήταν Έλληνας λογοτέχνης και ζωγράφος. Αναζήτησε τ η ν « ε λ λ η ν ι κότ η τα » , δ η λα δ ή μ ί α α υ θ ε ν τ ι κ ή έ κφ ρ α σ η , επιστρέφοντας στην ελληνική παράδοση, τόσο στο λογοτεχνικό όσο και στο ζωγραφικό του έργο. Είχε ακόμα σημαντικότατη συμβολή στον χώρο της βυζαντινής εικονογραφίας. Σήμερα θεωρείται ως ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της «Γενιάς του ’30». Μαθητές του ήταν ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Νίκος Εγγονόπουλος, κ.ά.
Ο Κόντογλου εμπνέεται από την ελληνική παράδοση και προσηλώνεται με φανατισμό σε ό,τι θεωρεί καθαρά ελληνικό, βγαλμένο από την παράδοση του Βυζαντίου και της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Στις φορητές του εικόνες χρησιμοποίησε τη μέθοδο της ωογραφίας. Πολλές από αυτές έχουν εκδοθεί από τον «Αστέρα». Αγιογράφησε πολλές εκκλησίες (Καπνικαρέα, Αγία ΒαρβάραΑιγάλεω, Άγιος Ανδρέας Πατησίων, Ζωοδόχος Πηγή και Αγία Παρασκευή Παιανίας, Ευαγγελισμός Ρόδου, Άγιος Χαράλαμπος Πολυγώνου, Άγιος Γεώργιος Κυψέλης κ.ά). Φιλοτέχνησε τοπία, σχέδια βιβλίων, περιοδικών, ποιητικών συλλογών, πορτραίτα, ενώ το σημαντικότερο έργο στην κοσμική ζωγραφική είναι οι βυζαντινοπρεπείς νωπογραφίες του στο Δημαρχείο Αθηνών, με θέματα και πρόσωπα από την Ελληνική Ιστορία. Δούλεψε στο Βυζαντινό Μουσείο, το Κοπτικό Μουσείο του Καΐρου και δημιούργησε το Βυζαντινό τμήμα του Μουσείου της Κέρκυρας. Σημαντική ήταν η συμβολή του στην αποκατάσταση των τοιχογραφιών στον Μυστρά.
ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ (1895-1965)
ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ (1895-1965)
ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ (1895-1965)
Ο Γιάννης Τσαρούχης, του Αθανασίου, (Πειραιάς 13 Ιανουαρίου 1910 - Αθήνα 20 Ιουλίου 1989) ήταν ζωγράφος και σκηνογράφος. Τα πρώτα του έργα τα εξέθεσε το 1929 στο "Άσυλο Τέχνης". Η επιτυχία που σημείωσε τον οδήγησε στη συνέχεια να φοιτήσει στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών του Μετσόβιου Πολυτεχνείου (1929 - 1935) με καθηγητές τους Ιακωβίδη, Βικάτο και Παρθένη. Παράλληλα μαθήτευσε κοντά στον Κόντογλου (1931 - 1934), ο οποίος τον μύησε στη βυζαντινή αγιογραφία, ενώ μελέτησε την λαϊκή αρχιτεκτονική και ενδυμασία. Μαζί με τους Πικιώνη, Κόντογλου και Αγγ. Χατζημιχάλη πρωτοστάτησε στο αίτημα της εποχής για την ελληνικότητα της τέχνης. Την περίοδο 1935-1936, αφού πρώτα επισκέφτηκε την Κωνσταντινούπολη, ταξίδεψε στο Παρίσι και στην Ιταλία. Επισκεπτόμενος τα διάφορα μουσεία ήρθε σε επαφή με δημιουργίες της Αναγέννησης και του Ιμπρεσιονισμού καθώς και με τα σύγχρονα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής του. Ανακάλυψε το έργο του Θεόφιλου και γνώρισε καλλιτέχνες όπως ο Ματίς και ο Τζακομέτι.
Στο έργο του Γιάννη Τσαρούχη εκφράζεται κυρίως η χαρά και το θαύμα της ζωής. Προσπάθησε να ισορροπήσει τις μεγάλες παραδόσεις και να συλλάβει τις αιώνιες καλλιτεχνικές αξίες. Οι πίνακές του περικλείουν αφομοιωμένα πολλά λαϊκά και λαογραφικά στοιχεία ιδιαίτερα του λιμένος του Πειραιά. Θεωρείται από τους μεγαλύτερους σύγχρονους Έλληνες ζωγράφους με διεθνή προβολή και ιδιαίτερα στη Γαλλία. Παράλληλα όμως εργάσθηκε και ως σκηνογράφος τόσο σε ελληνικά όσο και σε ξένα θέατρα με μεγάλη πάντα επιτυχία. Σ΄ αυτόν οφείλεται η καθιέρωση, σχεδόν σε όλες τις σκηνές του ελληνικού κινηματογράφου που γυρίστηκαν σε λαϊκά κέντρα, της παρουσίας του ναύτη είτε σε χορό είτε όχι, θεωρούμενη μάλιστα και απαραίτητη. Το 1977 ανέβασε ο ίδιος τις Τρωάδες του Ευριπίδη σε δική του νεοελληνική απόδοση με δική του διδασκαλία & σκηνογραφία.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ (1910-1989)
ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ (1910-1989)
καραβάκια στο λιμάνι
ο Πειραιάς στην αρχαιότητα
ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ (1910-1989)
σε πιο κυβιστική μορφή
τα παραδοσιακά επαγγέλματα των Ελλήνων
ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ (1910-1989)
ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ (1910-1989)
Ο Νίκος Εγγονόπουλος του Παναγιώτου (21 Οκτωβρίου 1907 - 31 Οκτωβρίου 1985) ήταν Έλληνας καθηγητής του Ε.Μ. Πολυτεχνείου, ζωγράφος, σκηνογράφος κα ι πο ι η τ ή ς . Θ ε ω ρ ε ί τα ι έ ν α ς α π ό το υ ς μ ε ί ζο ν ε ς εκπροσώπους της γενιάς του '30, ενώ αποτέλεσε και έναν από τους κύριους εκφραστές του υπερρεαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα. Το έργο του περιλαμβάνει ακόμα μεταφράσεις, κριτικές μελέτες και δοκίμια.
Πίνακές του υπάρχουν στην Εθνική Πινακοθήκη, στις Δημοτικές Πινακοθήκες Αθηνών, Ρόδου, Θεσσαλονίκης, στο Μουσείο Θεάτρου στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και σε ιδιωτικές συλλογές. Πέθανε το 1985 από ανακοπή καρδιάς και η κηδεία του πραγματοποιήθηκε δημοσία δαπάνη στο Α΄ Νεκροταφείο της Αθήνας. Ποιήματα του Εγγονόπουλου έχουν μεταφραστεί στα γαλλικά, αγγλικά, ιταλικά, ισπανικά, δανικά, πολωνικά, ουγγρικά και τη βενετική διάλεκτο. Επιπλέον έχουν μελοποιηθεί από το Νίκο Μαμαγκάκη και τον Αργύρη Κουνάδη, ο οποίος έγραψε τη μουσική υπόκρουση στο ποίημα Μπολιβάρ για το δίσκο της εταιρίας Διόνυσος, σε απαγγελία του ίδιου του Εγγονόπουλου. Το έτος 2007 ανακηρύχθηκε από τον καλλιτεχνικό κόσμο της χώρας ως "Έτος Ν. Εγγονόπουλου".
ΝΙΚΟΣ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ (1907-1985)
«Ποιητής και ήρωας»
Ομηρικό με τον ήρωα
Ποιητής και μούσα
ΝΙΚΟΣ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ (1907-1985)
«Καφενείο, Τα Παλληκάρια».
Ο Οδυσσέας διηγείται στον Όμηρο, ελαιογραφία, 1957
ΝΙΚΟΣ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ (1907-1985)
Η ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΛΛΑΔΑ 20ος - 21ος μ.Χ. αιώνας
Ο Δημήτρης Μυταράς (Ιούνιος 1934) είναι σύγχρονος Έλληνας ζωγράφος με διεθνή καταξίωση και καθηγητής της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών (ΑΣΚΤ).
Το 1975 εκλέχθηκε καθηγητής της ΑΣΚΤ. Έργα του έχουν εκτεθεί στην Αθήνα, σε ατομικές εκθέσεις στις γκαλερί "Ζυγός", "Άστορ", "Μέρλιν", αίθουσα Τέχνης (Θεσσαλονίκη), καθώς επίσης και στη Μπολόνια, Φλωρεντία, Ρώμη, Γένοβα κ.ά.. To Μάρτιο του 2008 εξελέγη τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών[2]. Η Ακαδημία τον διέγραψε από την επετηρίδα της διότι μετά από ασθένεια έμεινε τυφλός[3][4] Ο Δημήτρης Μυταράς ομιλεί επίσης Γαλλικά και είναι μόνιμος κάτοικος Αθηνών (Πολύγωνο).
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΥΤΑΡΑΣ (1934 - )
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΥΤΑΡΑΣ (1934 - )
Ο Αλέκος Φασιανός (Αθήνα, 1935) είναι Έλληνας ζωγράφος.
Το χαρακτηριστικό ύφος του Φασιανού διαμορφώνεται στις αρχές της δεκαετίας του '60. Τρία βασικά θέματα έμειναν αναλλοίωτα στη διάρκεια της πορείας του: άνθρωπος, φύση, περιβάλλον. Η σπουδή του ελληνικού πολιτισμού και η ενασχόληση με τις γραφικές τέχνες και τη χαρακτική επηρέασαν και το ζωγραφικό του έργο. Ο Στις πρώτες συνθέσεις του κυριαρχεί η μορφή του αξιωματικού, με τα φουσκωτά, κόκκινα μάγουλα, τα φανταχτερά σιρίτια στη στολή και το γελοιογραφικά υποβλητικό ύφος. Σταδιακά οι μορφές κινούνται και αποκτούν δική τους ζωή. Γίνονται ζεύγη, που γεμίζουν το χώρο, μόλις αγγίζοντας η μία την άλλη, μένοντας ωστόσο ενωμένες σχεδιαστικά σε μία μάζα.
ΑΛΕΚΟΣ ΦΑΣΙΑΝΟΣ (1935 - )
ΑΛΕΚΟΣ ΦΑΣΙΑΝΟΣ (1935 - )
Ο Κώστας Παπανικολάου γεννήθηκε στο Ριζοβούνι Πρέβεζας το 1959. Σπούδασε ζωγραφική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας με καθηγητές τον Γιάννη Μόραλη και τον Μυταρά
Ο Βασίλης Παπανικολάου γεννήθηκε στην Άρτα το 1968. Αποφοίτησε το 2002 από την Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας
ΑΦΟΙ
ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ (1959 - ) ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ (1968 - )
ΑΦΟΙ
ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ (1959 - ) ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ (1968 - )
Ο Αλέκος Κυραρίνης γεννήθηκε στην Αθήνα και μεγάλωσε στην Τήνο, τόπο καταγωγής των γονέων του. Σπούδασε στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας, με καθηγητή τον Γιάννη Ψυχοπαίδη.
ο φίλος μας
ΑΛΕΚΟΣ ΚΥΡΑΡΙΝΗΣ
ο φίλος μας
ΑΛΕΚΟΣ ΚΥΡΑΡΙΝΗΣ
Η Ελένη Γλύνη γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών Αθηνών, Ζ΄ εργαστήριο Ζωγραφικής, με δάσκαλο τον Γιάννη Ψυχοπαίδη και στο εργαστήριο Φορητής Εικόνας – Φρέσκου με δασκάλους τον Σωζο Γιαννούδη και Παύλο Σάμιο. Είναι υπότροφος του ΙΚΥ 2006-2008
η φίλη μας
ΕΛΕΝΗ ΓΛΥΝΗ
η φίλη μας
ΕΛΕΝΗ ΓΛΥΝΗ
ΕΠΙΛΟΓΟΣ