ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ ΣΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΓΡΑ ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ: Βάρδια / Τοῦ πολέμου–Στὸ ἄλογό μου / Λὶ / Τὸ ἡμερολόγιο ἑνὸς τιμο-
νιέρη – Ἀθησαύριστα πεζογραφήματα καὶ ποιήματα / Ἀλληλογραφία Νίκου Καββαδία – Μ. Καραγάτση / Γράμματα στὴν ἀδελφή του Τζένια και στὴν Ἔλγκα ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ: Γραπτὰ ἢ Προσωπικὴ Μυθολογία / Ὁ Μέγας Ἀνατολικὸς - 8 τόμοι / Νικόλαος Ἐγγονόπουλος ἢ Τὸ θαῦμα τοῦ Ἐλμπασὰν καὶ τοῦ Βοσπόρου καὶ Διάλεξη τοῦ 1963 γιὰ τὸν Ἐγγονόπουλο / Ταξίδι στὴ Pωσσία / Γράμματα στὸν πατέρα, τὸν ἀδελφό του Μαράκη καὶ τὴ μητέρα / Περὶ σουρεαλισμοῦ – Ἡ διάλεξη τοῦ 1935 / Τὰ χαϊμαλιὰ τοῦ ἔρωτα καὶ τῶν ἀρμάτων / Οἱ κύκλοι τοῦ ζωδιακοῦ ΝΙΚΟΣ ΓΑΒΡΙΗΛ ΠΕΝΤΖΙΚΗΣ: Τὸ Μυθιστόρημα τῆς Κυρίας Ἔρσης / Ὁ Πεθαμένος καὶ ἡ Ἀνάσταση / Πόλεως καὶ νομοῦ Δράμας παραμυθία / Ψιλὴ ἢ περισπωμένη / Γραφὴ Κατοχῆς / Ἡ ἀρχιτεκτονικὴ τῆς σκόρπιας ζωῆς ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ: Ἀπελλῆς ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ: Τροχιὲς σὲ διασταύρωση – Ἀλληλογραφία μὲ τὴν ΚΑΙΤΗ ΔΡΟΣΟΥ καὶ τὸν ΑΡΗ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ - EDMUND KEELEY: Ἀλληλογραφία 1951-1971 / Συζήτηση ΣΩΤΗΡΗΣ ΣΠΑΘΑΡΗΣ: Αὐτοβιογραφία – Ἡ τέχνη τοῦ Καραγκιόζη ΘΩΜΑΣ ΚΟΡΟΒΙΝΗΣ: Φαχισὲ Τσίκα / Κανὰλ ντ’ Ἀμοὺρ / Ὄμορφη νύχτα / Ὁ Καραγκιόζης λαϊκὸς τραγουδιστὴς / Ὁ γύρος τοῦ θανάτου / Ἀγγελόκρουσμα – Ἡ τελευταία νύχτα τοῦ κυρ-Ἀλέξανδρου / ’55 / Τί πάθος ἀτελείωτο / Τὸ πρῶτο φιλὶ / Ὁ κατάδεσμος / Σκίρτημα ἐρωτικὸν ΤΑΚΗΣ ΣΙΜΩΤΑΣ: Ὁ Λάκκος / Περὶ φαντασίας ΚΑΛΗ ΚΑΛΟ: Ὅσα δὲν πῆρε ὁ ἄνεμος – Ἡ αὐτοβιογραφία μιᾶς θεατρίνας ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ Χ. ΚΑΣΔΑΓΛΗΣ: Ἱστορίες πρὶν ἀπὸ τὸ σεισμὸ ΑΛΕΞ. ΑΔΑΜΟΠΟΥΛΟΣ: Ψέματα πάλι / Τὸ τσιγάρο καὶ ἡ γιόγκα / Δώδεκα καὶ ἕνα ψέματα ΚΑΙΗ ΤΣΙΤΣΕΛΗ: Ὁ χορὸς τῶν ὡρῶν / Ὁ θάνατος μιᾶς πόλης / Τὸ Α καὶ τὸ Ω ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΤΑΪΚΟΣ: Ἐπικίνδυνες μαγειρικὲς / Αἰσχροτάτη Ἐριέττα / Βηθσαβὲ Ν. ΞΥΔΑΚΗΣ: Τὰ τριαντάφυλλα τῆς Μάρσα Ματροὺχ – Ἡ Ἀθήνα τοῦ ὀφείλει τὴ μουσική της ΝΑΝΟΣ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ: Τὰ σπασμένα χέρια τῆς Ἀφροδίτης τῆς Μήλου ΤΑΚΗΣ ΣΠΕΤΣΙΩΤΗΣ: Δελτίον ταυτότητος – Γενικὸς ἀριθμὸς Θ 307136 / Τριανδρίες καὶ Σία – Ἱστορίες-Κείμενα / Τὸ ἄλλο κρεβάτι / Γραμματικὸς σ’ ἕνα παιδὶ τοῦ δρόμου ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ ΑΝΤΟΝΑΣ: Ὁ Φλογοκρύπτης / Ὁ χειριστὴς / Ἀριθμοὶ / Ἡ τραγουδίστρια καὶ ἡ πολυθρόνα / Τὰ κτίσματα / Ὁ μηχανισμὸς τοῦ δωματίου ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΚΟΡΟΜΗΛΑ: Εὐτυχισμένος ποὺ ἔκανε τὸ ταξίδι τοῦ Ὀδυσσέα ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΛΟΚΥΡΗΣ: Τὸ μουσεῖο τῶν ἀριθμῶν / Τὰ ἐλιξήρια τῆς φωνῆς τους / Ποικίλη ἱστορία / Παρασάγγες Α´ / Παρασάγγες Β´ ΚΛΑΙΡΗ ΜΙΤΣΟΤΑΚΗ: Oἱ παράξενοι λόγοι τῆς κυρίας Μποβαρὺ ΜΑΡΙΝΑ ΚΑΡΑΓΑΤΣΗ: Τὸ Εὐχαριστημένο ἢ Oἱ δικοί μου ἄνθρωποι ΠΕΤΡΟΣ ΠΙΚΡΟΣ: Χαμένα κορμιὰ / Σὰ θὰ γίνουμε ἄνθρωποι / Τουμπεκὶ ΕΛΕΝΑ ΠΕΓΚΑ: Σκουὼς – Στιγμὲς ἀντρικὲς καὶ γυναικεῖες / Σφιχτὲς ζῶνες καὶ ἄλλα δέρματα ΓΙΩΡΓΗΣ ΓΙΑΤΡΟΜΑΝΩΛΑΚΗΣ: Τρία ἀπρόσεκτα διηγήματα / Τὸ Βασίλειο τῆς Κρήτης ΣΟΦΙΑ ΔΙΟΝΥΣΟΠΟΥΛΟΥ: Ἡ κόρη τοῦ ξενοδόχου ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΔΕΛΗΓΙΩΡΓΗ: Τρυφερὸς σύντροφος / Ἀνέστιος – Τὸ ἡμερολόγιο ἑνὸς ἄστεγου ΘΟΔΩΡΗΣ ΓΚΟΝΗΣ: Τὰ πορτοκάλια τῆς Ἀρχαίας Ἐπιδαύρου / Ὁ ὕπνος τῆς Ἀλεξανδρουπόλεως / Ἐφτὰ λευκὰ πουκάμισα ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΣΤΕΦΑΝΙΔΗΣ: Τὸ χάδι ΘΟΔΩΡΟΣ ΦΕΣΤΑΣ: Ὁ γέρος ποὺ φοροῦσε ἕνα καπέλο ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΛΦΟΠΟΥΛΟΣ: Καρρὲ-Καρρὲ καὶ ἄλλα διηγήματα ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΤΖΑΚΑΣ: Διπλωμένα φτερὰ / Θολὸς βυθὸς / Κάτω ἀπὸ τὶς ὁπλὲς / Φῶς τῆς Φονιᾶς / Λίγη φλόγα, πολλὴ στάχτη
Σ Π Υ ΡΟΣ Γ Ι Α Ν ΝΑ ΡΑ Σ
ΤΗ ΜΕΡΑ ΠΟΥ ΘΑ ΣΗΚ ΩΝΟΜΟΥ Ν ΝΑ ΧΟΡΕΨΩ Ε Ν Τ Ε Κ Α Ο Μ Ο Κ Ε Ν Τ ΡΑ Δ Ι Η Γ Η Μ ΑΤΑ
ΕKΔOΣEIΣ AΓPA
Τοῦ ἴδιου στὶς Ἐκδόσεις Ἄγρα: Ὁ βασιλιὰς ἔρχεται ὅποτε τοῦ καπνίσει, διηγήματα, 2015 καὶ Μεταφράσεις ἔργων: JEAN GENET, LAURENT MAUV ÍGN Í ER, JOHN MAYNARD KEYNES, GREGORY MARKOPOULOS, ETEL ADNAN, JEAN-BERNARD POUY
᾽ Αναζητῆστε τὶς Ἐκδόσεις Ἄγρα στὴν ἱστοσελίδα μας www.agra.gr Ἐὰν ἐπιθυμεῖτε νὰ ἐνημερώνεστε γιὰ τὶς νέες ἐκδόσεις καὶ τὶς ἐκδηλώσεις μας, μπορεῖτε νὰ μᾶς ἀποστείλετε ὄνομα καὶ ἠλεκτρονικὴ διεύθυνση.
ISBN 978 -960 - 505 -290 - 4 © 2017, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΓΡΑ Α.Ε.
Ζωοδόχου Πηγῆς 99, 11473 Ἀθήνα Τηλ. 210.7011.461 - FAX 210.7018.649 http://www.agra.gr, e-mail: info@agra.gr Facebook: Agra Publications καὶ Σπύρος Γιανναρὰς
Η ΚΟΎΤΑ
Τοῦ Γιάννη Παλαβοῦ
Ma race ne se souleva jamais que pour piller. ARTHUR RIMBAUD 1
Δ
ΕΝ ΑΝΤΈΧΩ ΑΛΛΟ τὰ δελτία εἰδήσεων. Δὲν τὰ σηκώ-
νει πιὰ ὁ ὀργανισμός μου. Μοῦ προκαλοῦν ἐκνευρισμό, ἐνίοτε καὶ ταχυπαλμία. Κι ὅταν κάποτε ἐπιτέλους τελειώσουν δὲν εἶναι λίγες οἱ φορὲς ποὺ ἔρχονται καὶ μὲ στοιχειώνουν οἱ ἴδιες ἐφιαλτικὲς εἰκόνες. Ἤμουν, νομίζω, στὴν τελευταία τάξη τοῦ γυμνασίου καὶ μὲ εἶχε πάρει, θυμᾶμαι, τηλέφωνο ἡ μάνα μου ἀπ’ τὴ δουλειά, ἀμέσως μετὰ τὴν ἔκτακτη εἴδηση γιὰ τὸ ἀπειλητικὸ σύννεφο ποὺ κατέπλεε ἀργὰ ἀπὸ τὸν Βορρᾶ. Δὲν ξεχνῶ τὴν ἀλλόκοτη τσιρίδα στὴ φωνή της ποὺ μοῦ ζητοῦσε –μὲ ὕφος ἐπιτακτικὸ ποὺ δὲν σήκωνε ἀντίρρηση– νὰ φύγω τρέχοντας γιὰ τὸ σοῦπερ μάρκετ καὶ νὰ μαζέψω ὅσα περισσότερα ὄσπρια καὶ μακαρόνια μποροῦσα νὰ σηκώσω στὰ χέρια. Μέχρι νὰ διανύσω τὰ λίγα τετράγωνα ποὺ μᾶς χώριζαν ἀπ’τὴν ἀχανὴ ὑπεραγορά, ἄρχισαν νὰ πέφτουν οἱ πρῶτες σταγόνες τῆς βροχῆς. Τὸ σύννεφο πάνω ἀπ’τὸ κεφάλι μου εἶχε ἕνα παράξενο πράσινο χρῶμα βρασμένου κουνουπιδιοῦ. Θυμᾶμαι τὸν κόσμο ποὺ ἔβγαινε τρέχοντας ἀπ’τὸ ἀνοιχτὸ στόμα τοῦ κτιρίου· ἀλλὰ καὶ τὴν ἔνταση μὲ τὴν ὁποία πολλοὶ πάλευαν νὰ ἀνοίξουν κάτι ξεχαρβαλωμένες ὀμπρέλες ποὺ κουβαλοῦσαν μαζί τους. Θυμᾶμαι τὸ στομάχι μου νὰ
1. Τὸ γένος μου δὲν ξεσηκώθηκε ποτὲ παρὰ μονάχα γιὰ νὰ λεηλατήσει. 101
102
Τ Η ΜΕΡΑ ΠΟΥ ΘΑ ΣΗΚ ΩΝΟΜΟΥ Ν ΝΑ ΧΟΡΕΨΩ
σφίγγεται ἀπ’τὸ ἀπρόσμενο ἡμίφως στὸ ἐσωτερικό. Κυρίως ὅμως, τὴν ὁλοένα καὶ μεγαλύτερη αἴσθηση τοῦ ἀνοίκειου καὶ τοῦ ξένου μέσα στὸ μαγαζὶ ὅπου ἔκοβα βόλτες ἀπὸ μωρό, τραβώντας τὸν πατέρα ἀπ’τὸ μανίκι γιὰ ἕνα κουτάκι καραμέλες ἢ τσίχλες Big Babol. Θυμᾶμαι τὰ ἄδεια ἀπὸ τρόφιμα ράφια: μονάχα ἂν ἐπικεντρωνόσουν στὸ ἄθικτο, ἐκεῖνο μὲ τὰ παιχνίδια, τὶς μπάλες καὶ τὰ ἄθλια ἐπιτραπέζια, μποροῦσες νὰ φέρεις στὸ νοῦ τὸ κατάστημα στὴν πρότερή του κατάσταση. Θυμᾶμαι τὴν ἀπελπιστικὴ εἰκόνα τῶν μισοάδειων ραφιῶν, τὸ ἀπειλητικὸ κενὸ ἀνάμεσα στὰ ἐλάχιστα ἀντικείμενα καὶ στὴ βασανιστικὴ ἐπίδραση ποὺ ἀσκοῦσε πάνω μου, σὰν τὸ ἐκκωφαντικὸ οὐρλιαχτὸ ἢ τὴ διαπεραστικὴ σειρήνα ποὺ δὲν λέει νὰ κοπάσει. Καὶ ξαφνικὰ ἕνα ράφι γεμάτο χαρτοπετσέτες καὶ καθαριστικά. Κι ὕστερα πάλι ἡ ἴδια αἴσθηση τοῦ κενοῦ νὰ σὲ κατακλύζει. Τὴν ἀνατριχιαστικὴ ἐκείνη κενοφοβία ποὺ ἔκανε τοὺς ἀναγεννησιακοὺς καλλιτέχνες νὰ μὴν ἀφήνουν σπιθαμὴ ἀκάλυπτη στὸ χαρτὶ ἢ στὸν καμβά τους· καὶ τοὺς σύγχρονους πωλητὲς σπιθαμὴ ἀνεκμετάλλευτη ἀπὸ τὶς προθῆκες τῶν καταστημάτων τους· ποὺ ἐκείνη τὴ στιγμὴ φανταζόμουν νὰ χάσκουν ἄδειες σὲ ὁλόκληρη τὴν πόλη, κι ἀπ’ἄκρη σ’ἄκρη σὲ ὁλόκληρη τὴ χώρα. Ποὺ ἐπίσης ἔβλεπα νὰ βυθίζεται σταδιακὰ στὸ ἴδιο ἀπειλητικὸ ἡμίφως. Ἐπιστρέφοντας στὸ διάδρομο μὲ τὰ παιχνίδια ζούληξα κάτι μαλακὸ μὲ τὸ παπούτσι μου. Ἔσκυψα καὶ μάζεψα μιὰ πλαστικὴ κούκλα Barbie χωρὶς κεφάλι. Φοροῦσε, θυμᾶμαι, ρὸζ ζακέτα καὶ μπλὲ ἐλεκτρίκ κολλάν, λευκὲς κάλτσες μέχρι τὸ γόνατο καὶ κόκκινα πατίνια. Ἡ κούκλα μὲ τὴν τρύπα ἀνάμεσα στοὺς ὤμους καὶ τὰ ὀρθωμένα χέρια σὰν ἄλλη μινωικὴ θεὰ τῶν ὄφεων (πρέπει ἄραγε νὰ ἐξηγήσει κανεὶς στὸν ἀναγνώστη τὴ σημασία τοῦ ἀποκεφαλισμένου ἱεροῦ ἀγαλματιδίου τῆς παιδικότητας;), μοῦ προκάλεσε βαθιὰ
Η κούτα
103
ἀνατριχίλα. Τὴν παράτησα στὸ πρῶτο ἄδειο ράφι κι ἀπομακρύνθηκα μὲ γοργὰ βήματα. Ἔτσι ἔπεσα –πῶς νὰ τὸ ξεχάσω ἄλλωστε;– στοὺς δύο ἐκείνους ἄντρες μπροστὰ στὰ ψυγεῖα μὲ τὸ ἀνοιχτὸ χαρτόκουτο ἀνάμεσά τους. Τοὺς θυμᾶμαι νὰ στέκονται ἀκίνητοι σὰν ἀρχαῖοι ἀθλητὲς σὲ μελανόμορφο ἀγγεῖο. Τὸν γεροδεμένο μελαχρινὸ μὲ τὰ ἴσια μαλλιὰ καὶ τὴ σκούρα γραβάτα. Τὴ σπασμένη του μύτη νὰ αἱμορραγεῖ σὰν ξεχασμένη βρύση ἀνοιχτή, μουσκεύοντας τὸ πουκάμισό του. Ἐκεῖνος ὅμως νὰ μὴν κατεβάζει τὶς γροθιές. Καὶ τὸν εὐτραφὴ μὲ τὴν καράφλα ἀπέναντί του καὶ τὴν κοιλιὰ ποὺ πεταγόταν μαζὶ μὲ τὸ μισὸ πουκάμισο πάνω ἀπὸ τὴ ζώνη. Ἦταν σαφῶς σὲ χειρότερη κατάσταση. Τὸ πρόσωπό του ἦταν ὅλο μιὰ πληγή, τὸ ἀριστερὸ μάτι σχεδὸν κλειστὸ ἀπὸ τὸ πρήξιμο κι ἀπ’ τὸ δεξὶ φρύδι τὸ αἷμα ἔτρεχε ποτάμι τυφλώνοντας καὶ τὸν μισάνοιχτο ὀφθαλμό. Ἦταν ἀμφίβολο ἂν μποροῦσε πιὰ νὰ δεῖ ποῦ νὰ χτυπήσει. Οὔτε ὅμως ἐκεῖνος κατέβαζε τὶς γροθιές. Καὶ ξαφνικὰ εἶδα μιὰ γυναίκα μ’ ἕνα μπλὲ ἐλεκτρίκ παιδικὸ καρότσι (στὸ χρῶμα τοῦ ρούχου τῆς Barbie) νὰ ξεπροβάλλει βιαστικὰ ἀπ’ τὸ βάθος τοῦ διαδρόμου. Ἔμοιαζε κυριολεκτικὰ μὲ τὸ ἀγρίμι ποὺ βγαίνει ἀλαφιασμένο ἀπ’ τὴ φωλιά του ἀναζητώντας τροφή. Δὲν θὰ ξεχάσω τὴ γυαλάδα τοῦ πανικοῦ στὰ μάτια της. Κοντοστάθηκε ἀπέναντί τους, ἀνάμεσα στὶς σκοτεινὲς ἀλέες τοῦ σοῦπερ μάρκετ καὶ κοίταζε, ἐντελῶς ἀνέκφραστη, πότε τὰ αἱμόφυρτά τους πρόσωπα καὶ πότε τὸ ἀνοιχτὸ χαρτόκουτο. Καὶ τότε –δὲν θὰ τὸ ξεχάσω ποτὲ αὐτὸ– εἶδα ξαφνικὰ τὸν γραβατωμένο νὰ σκύβει, νὰ χώνει ἀργὰ τὰ δύο δασύτριχά του χέρια μέσα στὴν ἀνοιγμένη κούτα καὶ νὰ βγάζει τέσσερα μπουκάλια γάλα τοῦ ἑνὸς λίτρου. Ὁ κοντὸς δὲν
104
Τ Η ΜΕΡΑ ΠΟΥ ΘΑ ΣΗΚ ΩΝΟΜΟΥ Ν ΝΑ ΧΟΡΕΨΩ
κούνησε ρούπι, παραμένοντας πάντα σὲ στάση μάχης. «Γιὰ τὸ παιδὶ» γύρισε κι εἶπε ὁ μελαχρινὸς στὴ γυναίκα, γυρνώντας καὶ κοιτάζοντάς τη στὰ μάτια. «Εἶναι ἀντίδοτο στὴ ραδιενέργεια» πρόσθεσε, δίνοντάς της τὰ μπουκάλια, λὲς κι ἔπρεπε κάπως νὰ ἐξηγήσει, τὴν ὥρα ἐκείνη, τὴν πράξη του. Τὰ ματωμένα δαχτυλίδια γυάλισαν γιὰ λίγο στὸ θαμπὸ φῶς. Εἶχε ἀπὸ δύο σὲ κάθε χέρι. Ὁ κοντόχοντρος κατέβασε τὰ χέρια κι ἔπιασε νὰ σπρώχνει, βαριὰ συνοφρυωμένος, τὸ πουκάμισο μέσα στὸ παντελόνι. Ἔδειχνε ἐντελῶς ἀπορροφημένος στὸν ἑαυτό του. Θυμᾶμαι πῶς σούφρωνε περίεργα τὰ χείλη καθὼς συμμάζευε ροῦχο καὶ κοιλιά. Ἡ γυναίκα ἔσπρωξε μὲ μιὰ ἀπότομη κίνηση τὸ καρότσι μπροστά, ἅρπαξε τὴν προσφερόμενη λεία καὶ τὴν παράχωσε ἐπιδέξια μέσα στὸ καλάθι τοῦ παιδικοῦ ἁμαξιδίου. Τὸ μωρὸ δὲν ἔβγαλε κίχ. Ἂν πράγματι ὑπῆρχε μωρὸ καὶ δὲν ἔκλεβε μπροστὰ στὰ μάτια τους τοὺς δύο αἱμόφυρτους ἄνδρες. Θυμᾶμαι ἔντονα τὸ κενό της βλέμμα ὅταν σήκωσε ξανὰ τὸ κεφάλι πρὸς τὸ μέρος τους. Ὕστερα ἐξαφανίστηκε στὸ ἀχανὲς μισοφωτισμένο ἐσωτερικὸ τοῦ μαγαζιοῦ, τρέχοντας μὲ μικρὰ βιαστικὰ βήματα. Ἔχω ἀκόμα στ’αὐτιὰ τὴν ἀγχωτικὴ ἠχὼ τῶν τακουνιῶν της στοὺς διαδρόμους. Τότε, ἐντελῶς ἀπροσδόκητα, ὁ κοντὸς ἔβγαλε μιὰ ἀνατριχιαστικὴ στριγκλιά, πήδηξε πάνω ἀπὸ τὸ χαρτόκουτο καὶ πάνω στὸν γραβατωμένο, τὸν ἅρπαξε ἀπὸ τὸ λαιμὸ καὶ ἔγιναν ἕνα κουβάρι στὸ πάτωμα. Γύρισα πανικόβλητος νὰ φύγω. Πρόλαβα δυστυχῶς ὅμως νὰ δῶ τὸν μελαχρινὸ νὰ χτυπάει μὲ λύσσα τὸ κεφάλι τοῦ ἄλλου στὸ μάρμαρο… κι ἀκόμα χειρότερα, πρόλαβα νὰ ἀκούσω τὸν ἀφόρητο ἐκεῖνο ὑπόκωφο ἦχο, σπασμένου καρυδιοῦ στὸν καρυοθραύστη, ποὺ ἔκανε τὸ κρανίο τοῦ χοντροῦ καθὼς προσέκρουε στὴν
Η κούτα
105
σκληρὴ ἐπιφάνεια. Αὐτὴ ἦταν ἡ τελευταία, ἡ πιὸ ἔντονη, καὶ μακρὰν ἡ πιὸ φρικτὴ εἰκόνα ποὺ ἔρχεται ὅλο καὶ συχνότερα, σὰν αὐτόκλητη Ἐρινύα, στὸ νοῦ. Ἄλλο τίποτα δὲ συγκράτησα… δὲν θυμᾶμαι κὰν ἂν ἐπέστρεψα μὲ ὄσπρια καὶ μακαρόνια στὸ σπίτι. Τὸν τελευταῖο ὅμως καιρό, κάθε ποὺ μπαίνω σὲ σοῦπερ μάρκετ σφίγγεται τὸ στομάχι μου.