ΕΒ∆ΟΜΑ∆ΙΑΙΑ ΕΚ∆ΟΣΗ | ΑΘΗΝΑΪΚΟ & ΜΑΚΕ∆ΟΝΙΚΟ ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΟ ΕΙ∆ΗΣΕΩΝ
ΤΕΥΧΟΣ 51 | 27 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2016
ΠΕΡΑΣΜΕΝΑ ΝΑΙ
ΞΕΧΑΣΜΕΝΑ ΟΧΙ Γυναίκα από το Δίστομο λίγους μήνες μετά τη σφαγή. Η Μαρία Παντίσκα, είδε τους κατακτητές να σκοτώνουν τη μάνα της. Η φωτογραφία είναι του Dmitri Kessel και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό LIFE στις 27/11/1944
2 | ΤΟ ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΟ
ΣΦΥΓΜΌΣ
ΣΤΟ ΠΕΡΙΘΩΡΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ Η ΕΠΈΤΕΙΟΣ ΤΟΥ “ΌΧΙ”. Η απόφαση ενός λαού να θυσιάσει ό,τι έχει και δεν έχει, ακόμη και τη ζωή του, για να πολεμήσει το “απόλυτο κακό”. Μία από τις κορυφαίες στιγμές του λαού μας, που για μία ακόμη φορά στάθηκε στο ύψος του και έδωσε στους Ευρωπαίους την ευκαιρία, σε μεγάλο βαθμό, να χωθούν στο κάδρο της δόξας και της θυσίας. Κάθε χρόνο γιορτάζουμε. Επανάληψη ανακοινώσεων, ξύλινα λόγια επισήμων, παρελάσεις, κατάθεση στεφάνων, τραγούδια της Βέμπο στο ραδιόφωνο, ταινίες του Τζέιμς Πάρις στην τηλεόραση, ο Πρέκας να φωνάζει “ελάτε να τα πάρετε” και η πραγματική ιστορία την οποία πάντα θα αναζητούμε, να χάνεται, μαζί με τους παππούδες μας, να ξεφτίζει, να παραδίδεται στο πολιτικά ορθό, στο επιχείρημα “περασμένα ξεχασμένα”. Η ΠΕΡΊΟΔΟΣ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΉΣ, εκείνα τα μαύρα χρόνια της εξαθλίωσης, του θανάτου, αλλά και του αγώνα από την πλειονότητα του λαού μας, πάντα περνούσε στα πλάγια, από κάτω ή στα ψιλά της επετείου. Προφανώς κάποιοι δεν ήθελαν να μνημονεύεται εκείνη η εποχή. Αν όχι να περάσει η κατοχή στη λήθη, τουλάχιστον να αλλοιωθεί η σημασία της. Να ξεχαστούν οι αγώνες, οι θυσίες χιλιάδων, για τις ιδέες τους, για την ελευθερία. Να σβηστεί αν είναι δυνατόν η στάση της άρχουσας τάξης ή εκείνων που προτίμησαν να συνεργαστούν με τους κατακτητές, αυτών των λίγων, αλλά όχι και ελάχιστων, να συμπλεύσουν με τη βαρβαρότητα των ναζί. ΤΟ ΠΡΑΚΤΟΡΕΊΟ, στις επόμενες σελίδες, νιώθοντας υποχρέωση προς τους νεότερους, αλλά και υποχρέωση να θυμίσει γιατί σφαγιάστηκε μια γενιά, γιατί αυτοί που κατάφεραν να επιζήσουν είδαν ότι ο αγώνας ενός λαού δεν κατάφερε να δικαιωθεί, βλέποντας μετά από λίγα χρόνια τα ίδια πρόσωπα που αν μη τι άλλο καλοπέρναγαν στην κατοχή να κάνουν κουμάντο στη χώρα τους, ενώ οι σύμμαχοί τους πούλησαν για τα συμφέροντά τους. Το Πρακτορείο δεν θέλει να κάνει ιστορία, τουλάχιστον με την επιστημονική διάστασή της. Δεν παραδίδει μαθήματα ιστορίας, δεν θέλει να διεκδικήσει το αλάθητο. Άλλωστε η αναζήτηση της αληθινής ιστορίας είναι μια διαρκής αναζήτηση, που πολλές φορές σου ανατρέπει πλήρως αυτά που σου έχουν μάθει, έχεις διαβάσει. Το περιοδικό μας προτιμά να μεταφέρει ιστορίες, όπως μας τις είπαν οι παππούδες μας, οι γιαγιάδες μας, οι μπαρμπάδες μας. Αυτά που μας έλεγαν πολλές φορές στο περιθώριο της “επίσημης ιστορίας”, εκεί μετά από ένα κυριακάτικο γεύμα, ένα κρύο βράδυ, όταν περίσσευε το φαγητό στο τραπέζι και τους έρχονταν στο μυαλό όλες αυτές οι ιστορίες περηφάνιας και φρίκης. ΑΥΤΈΣ ΤΙΣ ΙΣΤΟΡΊΕΣ για τις λαχανίδες ή τις πετρόσουπες, που κορόιδευαν την πείνα, για τον ξάδερφο που πέθανε από ένα τσίμπημα κουνουπιού ή το γείτονα που πέθανε τρώγοντας σάπιο ψωμί, για τους Γερμανούς που εξαφάνισαν το παλικαράκι από το απέναντι σπίτι, για τη μάνα που μπήκε μπροστά στο δειλό χέρι με το πολυβόλο και έπεσε νεκρή, για να μην πάρουν το παιδί της σε κάποιο μπλόκο, για το κρύψιμο της αντιστασιακής προκήρυξης, για το δωδεκάχρονο που το εκτέλεσαν γιατί έκλεψε δυο σοκολάτες, για τα βασανιστήρια του θείου, που ήταν σε κάποια αντιστασιακή ομάδα και παρακαλούσε να πεθάνει, αλλά δεν έλεγε ονόματα ή διευθύνσεις, ακόμη και για τη φυγάδευση του Ιταλού στρατιώτη, που είχε τρομάξει και αυτός από τη θηριωδία των Γερμανών. Αλλά και για τους δωσίλογους, αυτούς που έβαλαν τη σβάστικα στο μπράτσο, τους καταδότες με τη μαύρη κουκούλα, που σχεδόν πάντα κούτσαιναν, τους μαυραγορίτες που θησαύρισαν. ΈΧΟΥΝ ΠΕΡΆΣΕΙ 72 ΧΡΌΝΙΑ από το τέλος του εφιάλτη εκείνου. Δεν είναι πολλά χρόνια. Ακόμη ζουν άνθρωποι που πολέμησαν ή έζησαν μία από τις πιο μαύρες εποχές της παγκόσμιας ιστορίας. Εγώ θυμάμαι ακόμη ως νέος τους παππούδες ή τις γιαγιάδες να μου μιλάνε για εκείνη την εποχή. Τώρα καταλαβαίνω ότι διάλεγαν τις περισσότερες φορές, τις πιο ανώδυνες ιστορίες. Μπορεί να γέλαγαν, να έκλαιγαν από συγκίνηση, να σκοτείνιαζαν, αλλά πάντα στο τέλος όταν πήγαινε η κουβέντα στους ναζί, μου έκανε εντύπωση ο στιγμιαίος τρόμος στο βλέμμα τους. Τότε πραγματικά δεν καταλάβαινα. Κάτι η νεότητα, κάτι η άγνοια, κάτι οι εποχές της ευφορίας δεν κατανοούσα. Και όμως ήταν τόσο απλό. Το πόσο εύκολο είναι να γλιστρήσει η ανθρωπότητα στις μαύρες εποχές και στις ζοφερές “ιδεολογίες” . Γι’ αυτό περασμένα ναι, ξεχασμένα όχι. * Να ευχαριστήσουμε όλους όσους βοήθησαν την έκδοση αυτή και ιδαιτέρως το Πολεμικό Μουσείο Αθηνών για τη συνδρομή του με φωτογραφίες από το αρχείο του.
Χάρης Αναγνωστάκης
ΤΟ ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΟ | 3
Του Ανδρέα Μακρίδη
Η εθνική επέτειος δεν καθιερώθηκε με βασιλικό ή προεδρικό διάταγμα. Καθιερώθηκε ως γιορτή τον Οκτώβριο του ‘41, από τον λαό με την κατάθεση λουλουδιών σε μνημεία και αγάλματα ηρώων. Με τις αυθόρμητες διαδηλώσεις που χτύπησαν οι Ιταλοί καραμπινιέροι, με ηχηρές αποδοκιμασίες των δωσιλόγων
ΠΟΙΑ 28η ΟΚΤΩΒΡΊ 4 | ΤΟ ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΟ
Τ ΟΥ;
Τι ακριβώς γιορτάζουμε την 28η Οκτωβρίου και γιατί; Ποιος είναι ο λόγος που όλα τα κράτη της Ευρώπης γιορτάζουν την απελευθέρωσή τους ενώ εμείς μονάχα την έναρξη του πολέμου; Είναι αυτό μια εθνική ιδιαιτερότητα, ένας αναχρονισμός ή μήπως μια ιστορική ανορθογραφία που θα πρέπει με κάποιον τρόπο να διορθωθεί; Από την εποχή της απελευθέρωσης και μέχρι σήμερα, ο εορτασμός της 28ης Οκτωβρίου έχει πάντα μια πολιτική χροιά. Για τους νικητές του Εμφυλίου και επί δεκαετίες, το “Όχι” ξεκινούσε από την περιγραφή ενός ηρωικού Μεταξά και έφτανε μέχρι τη γενναιότητα του Έλληνα στρατιώτη που “πέταξε τους Ιταλούς στη θάλασσα”. Το γεγονός ότι ο Μεταξάς είχε βασανίσει και εξορίσει ακόμα και κορυφαίους πολιτικούς της αστικής παράταξης, έμοιαζε να μην έχει καμία σημασία: το πρωινό της 28ης Οκτωβρίου ήταν απλώς “ο Πρωθυπουργός της Ελλάδος”, και ο Μουσσολίνι ήταν “ο Ντούτσε”, ή στην καλύτερη περίπτωση, ο “δικτάτορας της Ιταλίας”. Η λέξη “φασισμός” ήταν κρυμμένη στη μέσα τσέπη απ’ το σακάκι, πλάι στον καλοδιπλωμένο Τύπο της Αριστεράς. Μετά τη Χούντα ήρθε η εποχή της μεγάλης και ηχηρής αμφισβήτησης. Για την Αριστερά, παλαιά και νέα, όπως ανδρώθηκε στη χουντική επταετία, “το Όχι το είπε ο Λαός”, ενώ ο Μεταξάς και το Επιτελείο του, “ζητούσαν μόνο λίγες ντουφεκιές για την τιμή των όπλων”. Εάν ακολουθούσε κανείς τον συλλογισμό αυτό μέχρι τέλους, θα κατέληγε στο συμπέρασμα πως ο Έλληνας στρατιώτης το ‘40, υπήρξε ο πρώτος στην Ιστορία, που νίκησε μαζί με τον αντίπαλο και τους ίδιους του τους αξιωματικούς - και η ελληνική στρατιωτική ιεραρχία, η πρώτη που κέρδισε έναν πόλεμο που ήθελε να χάσει... Με την καθολική αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης το 1981, νομιμοποιήθηκε και η de facto εισαγωγή της στους σχολικούς εορτασμούς. Μπορεί ο Άρης και ο Σαράφης να απουσίαζαν από τα σχολικά εγχειρίδια, αλλά τα αντάρτικα τραγούδια τους αντηχούσαν στα σχολικά αμφιθέατρα της 28η. Η απέναντι παράταξη δεν είχε τίποτε να αντιπροτείνει, έχοντας ξεχάσει και η ίδια τους δικούς της αγωνιστές Η “εθνική συμφιλίωση” του ‘89, καθιέρωσε και σχέσεις αβρότητας απέναντι στους παλιούς αντιπάλους, μέχρι που η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης έφερε στο προσκήνιο την αμφισβήτηση της αμφισβήτησης: Τους ιστορικούς που επισκέπτονταν με νέα ματιά, τα χρονοντούλαπα του παλιού ΓΕΣ και του υπουργείου Τύπου και Πληροφοριών του ‘50. Η εποχή της μεγάλης οικονομικής κρίσης και των Μνημονίων, έμελε να φέρει στο προσκήνιο και κάποια ξεχασμένα πολιτικά υποσύνολα: Είναι η σπορά των ηττημένων - όχι του Εμφυλίου αυτή τη φορά, αλλά του 1945: Οι πολιτικοί απόγονοι της 4ης Αυγούστου και της ΕΣΠΟ, οι δημόσιοι υπερασπιστές της Ειδικής Ασφάλειας και των Ταγμάτων Ασφαλείας, με τις όποιες εσωτερικές διαφοροποιήσεις τους. Ξεκινάμε λοιπόν απ’ το σημείο μηδέν; Όχι ακριβώς. Αφού η γειτνίαση με τον μεταξικό ολοκληρωτισμό δεν μπορεί να αποφευχθεί στο πλαίσιο του εορτασμού της 28ης Οκτωβρίου, πολλοί πλέον προτείνουν την σταδιακή αντικατάστασή του, με μια γιορτή της απελευθέρωσης. Μια γιορτή που θα ερχόταν να συναντήσει τις αντίστοιχες εκδηλώσεις των άλλων ευρωπαϊκών λαών, ενσωματώνοντας και την αντιφασιστική παρακαταθήκη της Εθνικής Αντίστασης, για ΤΟ ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΟ | 5
Η τιμή που οφείλεται στην Ελλάδα, έγκειται στο ότι υπήρξε από τις ελάχιστες χώρες που υπερασπίστηκε το έδαφός της επί επτά μήνες να χειροκροτήσει τελικά, όχι απλώς την απελευθέρωση της πατρίδας μας, αλλά και την απαλλαγή της Ευρώπης απ’ τον χιτλερικό εφιάλτη. Η προσέγγιση αυτή, δεν είναι χωρίς ενδιαφέρον. Απέχει πολύ ωστόσο απ’ το να αποτελεί πανάκεια. Κι οι λόγοι είναι περισσότεροι από ένας. Έχουμε κουραστεί στη χώρα μας να επαναλαμβάνουμε ότι “η Ευρώπη αυτή δεν είναι η Ευρώπη που ονειρευόμαστε, η Ευρώπη του Ντε Γκωλ, του Σουμάν και του Αντενάουερ”. Η ρήση αυτή, ήταν και παραμένει εν πολλοίς, ένας τρόπος για να διατηρούμε ακέραιη την φαντασίωση, ότι παραμένουμε ως λαός πιστοί στα “ευρωπαϊκά ιδεώδη” σε πείσμα των καιρών. Αν όμως τα ιδεώδη αυτά ήταν ποτέ ζωντανά, πρωτίστως θα έπρεπε να αφορούν τους λαούς και τα κράτη που τα προέβαλαν, και όχι εμάς που τα εισαγάγαμε. Την ίδια ώρα που η Ελλάδα θυμάται τον Ντε Γκάσπερι, τον Μπραντ, τον Κράισκι, ή έστω τον Γκένσερ και τον Μιτεράν, στις χώρες της Βαλτικής οι συνεργάτες των χιτλερικών ανακηρύσσονται εθνικοί ήρωες, η Ευρώπη υψώνει τείχη για τους πρόσφυγες που εν πολλοίς κι η ίδια δημιούργησε, στην Αυστρία η ακροδεξιά χτυπά την πόρτα της Προεδρίας, στην Ουγγαρία ένα ανοιχτά ρατσιστικό κόμμα συγκεντρώνει το ένα πέμπτο των ψήφων. Η ακροδεξιά αναμένεται να κρίνει το αποτέλεσμα των επόμενων εκλογών στην Γερμανία, ενώ στη Γαλλία, μια πιο ήπια εκδοχή της διεκδικεί την πρωτοκαθεδρία στην πολιτική της ζωή. Την ίδια ώρα που η Ελλάδα στρέφεται προς την Ευρώπη για έναν νέο εορτασμό σε ένα πλαίσιο πανευρωπαϊκό, δεν αποκλείεται η Ευρώπη να χρειάζεται να στραφεί προς την Ελλάδα. Κι αυτό είναι κάτι που κανείς δεν δείχνει έτοιμος να διαχειριστεί. Αν πάλι οι ευρωπαϊκές χώρες εορτάζουν την λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και την νίκη των 6 | ΤΟ ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΟ
Συμμάχων, αντί για την έναρξη των αγώνων τους ενάντια στη χιτλερική λαίλαπα, αυτό πρωτίστως οφείλεται στο γεγονός ότι οι περισσότερες απ’ αυτές, είτε δεν μπόρεσαν, είτε δεν θέλησαν να προβάλουν σοβαρή αντίσταση ενάντια στον προελαύνοντα κατακτητή τους. Με εξαίρεση την Βρετανία, την Σοβιετική Ένωση και την Νορβηγία, οι δυνάμεις του Άξονα δεν δυσκολεύτηκαν να κατακτήσουν τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες – κι ακόμα και η μαρτυρική Πολωνία που αντιστάθηκε επί έναν μήνα, δεν είχε διστάσει προηγουμένως, το 1938, να καρπωθεί και ένα τμήμα της Τσεχοσλοβακίας στο πλαίσιο της Συμφωνίας του Μονάχου, που αναγνωρίζεται σαν δώρο προς τον Χίτλερ. Η τιμή που οφείλεται στην Ελλάδα, έγκειται ακριβώς στο γεγονός ότι υπήρξε απ’ τις ελάχιστες χώρες που υπερασπίστηκε το έδαφός της επί επτά μήνες (συμπεριλαμβανόμενης και της Μάχης της Κρήτης), με πάνω από 13.000 νεκρούς και 62.000 τραυματίες, μόνη της με την βοήθεια ελάχιστων Βρετανών στρατιωτών κι εθελοντών από την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία, και αναμένοντας μάλιστα εισβολή από τρία διαφορετικά μέτωπα. Υπάρχει ωστόσο και μια άλλη πτυχή, πιθανόν και η σοβαρότερη. Ο εορτασμός της νίκης, μοιάζει με εορτασμό υπό όρους – μία χαρά που ενσωματώνει τη βεβαιότητα του κεκτημένου. Η θύμηση όμως του “Όχι”, ενέχει την υπερηφάνεια για έναν αγώνα που δόθηκε χωρίς βεβαιότητα, αν όχι και με την πρόβλεψη των ρεαλιστών, ότι η μικρή Ελλάδα θα λύγιζε στην προσπάθεια. Εάν υπήρξε διαφορά, ανάμεσα στο αγωνιώδες ερώτημα του Μεταξά στον Γκράτσι, “ώστε λοιπόν έχουμε πόλεμο;” και στο “Όχι” του ελληνικού λαού απ’ το Καλπάκι και τα Οχυρά ως την Κρήτη, η διαφορά ήταν ακριβώς αυτή: Ο Μεταξάς, ο Γεώργιος, ο Μπάκος, ο Παπάγος, ο Πλαστή-
“ Και μήπως θαρρείς που εδώ ψηλά κρατούμε αχνάρια φτωχά του χρόνου, ή γνοιάστηκε η ψυχή μας αν θε να λιώσουν κάποτε τα χιόνια αν είναι να γυρίσουμε στην ίδια που ξέραμε άνοιξη;” “Είστ’ έτοιμοι ή δεν είστε να τη δεχτείτε τέτοιαν άνοιξη” ρωτάει τον Έλληνα ο στρατιώτης. “ Ίσως, να πεις μπορεί, την περιμένουν κάποιοι τέτοια που λέω, βγαλμένη απ’ το καμίνι της μάχης, απ’ τις μάχες πυρωμένη σάμπως χαλκό αναμμένο, με τη ζώνη πολεμικά ζωσμένη, με τα μάτια σα φλόγα, και στα χείλη της απάνω του λαού τη γλώσσα, απόκριση ζητώντας στην ίδια γλώσσα απ’ όλους σας... Έτσι ίσως, μ’ αποκριθείς, την περιμένουν κάποιοι...” Μα οι άλλοι; ρας, προδίκαζαν την έκβαση της μάχης και πρότειναν τις συμμαχίες ανάλογα. Για τον λαό μας, δεν υπήρξε δίλημμα. Η 28η Οκτωβρίου δεν καθιερώθηκε με βασιλικό ή προεδρικό διάταγμα. Καθιερώθηκε ως γιορτή, την πρώτη επέτειό της τον Οκτώβριο του ‘41, με την κατάθεση λουλουδιών στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη, στ’ άγαλμα του Φεραίου, του Σολωμού, του Μπάυρον και του Βαλαωρίτη, στ’ άγαλμα του Κολοκοτρώνη και του Παύλου Μελά. Με τις αυθόρμητες διαδηλώσεις που χτύπησαν οι Ιταλοί καραμπινιέροι, με ηχηρές αποδοκιμασίες των δωσιλόγων. Και η επέτειος τιμήθηκε απ’ όλες τις οργανώσεις της Εθνικής Αντίστασης, με προκηρύξεις, παράνομες συγκεντρώσεις, αναζωπύρωση της νεολαίας. Γιορτάζανε το “Όχι” οι Έλληνες αγωνιστές; Γιορτάζανε το “Όχι”, το σύνθημα για “Αέρα”, την Κορυτσά - την πρώτη πόλη που αποσπάστηκε, έστω για λίγο, απ’ τα νύχια του Εχθρού σε όλη την Ευρώπη. Την ελευθερία που κατέκτησε ο ελληνικός Τύπος την 28η Οκτωβρίου του ‘40, να διαπομπεύει τον Μουσολίνι και την απάνθρωπη ιδεολογία του. Το διάγγελμα που αναγκάστηκε να εκφωνήσει ο ίδιος ο θαυμαστής του φασισμού, ο Ιωάννης Μεταξάς την 22α Νοεμβρίου του 1940, δηλώνοντας ότι “ο φασισμός δεν είναι δυνατόν να ανεχθή ποτέ εις τους κόλπους του ανθρώπους αγωνιζόμενους δια τα μεγάλα και υψηλά ιδανικά”. Μας ενδιαφέρει η κληρονομιά αυτή; Ή μήπως λυγίζοντας απ’ το βάρος μιας αδυσώπητης σχετικότητας, είμαστε έτοιμοι να συζητήσουμε, ακόμα και τη δουλεία μας με ανταλλάγματα; Η 28η Οκτωβρίου, δεν υπήρξε μονάχα μια πολεμική κινητοποίηση. Ήταν και ένα “γράμμα απ’ το μέτωπο” - ένα μήνυμα ανεκπλήρωτο ως τις μέρες μας, που μονάχα η ποιητική πέννα του Άγγελου Σικελιανού μπόρεσε να περιγράψει:
“...Ακόμα είναι πολλοί αυτού κάτω; Αυτοί, που στο ζεστό τους το κρεβάτι τρεμολογάν να ονειρευτούν το χιόνι, μα απ’ τα παχιά τα στρώματά τους ξάφνου πετιώνται από βρυκόλακες, να μπούνε στον ψεύτικό τους τάφο, να γλιτώσουν μιαν έρμη ζωή που οι ίδιοι ορίζοντές της πλατύτεροι απ’ τον τάφο αυτό δεν είναι; Αυτοί, που τρέμουν του λαού τη γλώσσα σαν άκουσμα σειρήνας; Πες μου, φίλε... Αλλ’ όχι... αλλ’ όχι... Τι θα πεις, το ξέρω! “...Πνέμα γυμνό! Ευωδιά σπαθιού πλυμένου μες στ’ άχαρο αίμα των εχτρώνε! Νίκη, νίκη στα σκιάχτρα απ’ άκρη σ’ άκρη... Τρόμος ναι, τρόμος στα φαντάσματα! Η Ελλάδα θε να γυρίσει να βρει την Ελλάδα!” Φίλε χαίρε!” ΤΟ ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΟ | 7
Του Γιώργου Μηλιώνη
Η πείνα στην Κατοχική Ελλάδα που σχεδόν μετετράπη σε γενοκτονία του λαού μας, χτύπησε περισσότερο τα παιδιά. Αυτά, με τους ηρωισμούς τους και τη θέληση για ζωή, είναι οι πρωταγωνιστές, είναι οι “σαλταδόροι”, που έκαναν δύσκολη τη ζωή στους κατακτητές
ΤΡΕΙΣ ΦΊΛΟΙ ΑΠ’ ΤΟΝ ΒΎΡΩΝΑ ΚΟΎΡΣΕΨΑΝ ΤΟ ΚΑΜΙΌΝΙ 8 | ΤΟ ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΟ
Α
Αν και ο όρος «σαλταδόρος» στη διάρκεια δεκαετιών είναι μάλλον κακόφημος, εντούτοις με αυτόν αναφερόμαστε στη διάρκεια της φασιστικής Κατοχής στην Ελλάδα, σε εκείνους τους ατρόμητους πιτσιρικάδες που οδηγημένοι από το ένστικτο της αυτοσυντήρησης «σάλταραν» στα καμιόνια των κατακτητών που μετέφεραν τρόφιμα, πετώντας στο δρόμο κουραμάνες για τους ανθρώπους που λιμοκτονούσαν. Άλλες φορές έπαιρναν μαζί τους όσα τρόφιμα μπορούσαν να κουβαλήσουν και η πεινασμένη λαϊκή γειτονιά ξανάσαινε για μια στιγμή, γιατί δεν κρατούσαν τίποτα κρυμμένο, απλά, φυσικά, όπως ζούσαν οι λαϊκές οικογένειες μοίραζαν τα τρόφιμα, πρώτα-πρώτα στα ορφανεμένα σπίτια και σε όσους είχαν ανάγκη. Μικροκατεργαραίοι σαν παιδιά της γειτονιάς, επιστράτευσαν μυαλά-ξυράφια και κορμάκια με ευελιξία αίλουρου για να ζήσουν. Συγκρότησαν ομάδες ανά περιοχή, οργάνωσαν κρυψώνες, συνδέθηκαν με την Αντίσταση, παραδίδοντας στην Οργάνωση, όπως έλεγαν το ΕΑΜ, όπλα που καμιά φορά αποτελούσαν μέρος της λείας τους. Παιδιά της γειτονιάς που η ανάγκη τα οδήγησε να «χαρτογραφήσουν» με άλλο μάτι τους δρόμους που πριν την Κατοχή έπαιζαν, εντόπισαν τις «παγίδες» για τα καμιόνια που συνήθως ήταν ανηφόρες ή διασταυρώσεις του δρόμου με τις ράγες του τραίνου, καθώς εκεί τα φορτηγά «έκοβαν» ταχύτητα. Τα ονόματά τους είναι ζωντανά ακόμα στους συντρόφους τους της γενιάς τους, για τους υπόλοιπους είναι ξεχασμένα στα λασπωμένα σοκάκια των ανατολικών συνοικιών και των φτωχογειτονιών του Πειραιά. Αξίζει όμως να θυμόμαστε και αυτή την πλευρά του λαϊκού αγώνα, γιατί και σε αυτή την πάλη για ζωή, πολλά παιδιά ξεψύχησαν από σφαίρες φασιστών, για ένα καρβέλι ψωμί και για ένα πακέτο μακαρόνια. Τα παιδιά στον πόλεμο κατά της πείνας Οι πιτσιρικάδες-σαλταδόροι του Βύρωνα ήταν η μεγαλύτερη ομάδα από όλες όσες δρούσαν σε διάφορες συνοικίες. Τόπος συγκέντρωσης ήταν το Ζάππειο, πίσω από το γυμναστήριο «Φωκιανός» ή λίγο παρακάτω στο βαριετέ «Όαση». Εκεί αντάμωναν τα πρωινά για να χωριστούν στη συνέχεια σε μικρότερες ομάδες ανά δύο ή το πολύ ανά τρεις. Όπως αναφέρει ο Φώντας Φιλέρης οι σαλταδόροι είχαν εφεύρει τρείς λέξεις για να συνεννοούνται μεταξύ τους: Η πρώτη ήταν το λίιου , η δεύτερη το ντουντουντου και η τρίτη το χάπατες. Την πρώτη λέξη την φώναζαν με όλη την δύναμη της φωνής τους οι αργοπορημένοι μέχρι να ακούσουν την απόκριση και να συναντηθούν με τους άλλους. Η δεύτερη λέξη σήμαινε «όρμα δεν σε βλέπει κανένας» και η τρίτη προειδοποιούσε πως υπάρχει κίνδυνος. Το κυνήγι του θησαυρού γινόταν στα μέρη που σίγουρα σύχναζαν Γερμανοί: Ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία», Παναθηναϊκό Στάδιο, Κολυμβητήριο, Στύλοι Ολυμπίου Διός, Ακρόπολη και ξανά πίσω. Οι πιο τολμηροί την έστηναν στα Χαυτεία, ενώ ο Φώντας Φιλέρης αναφέρει τρία πρόσωπα, τον Μάκη Κανδύλη, τον Γιώργο Καμπάνη και άλλον έναν που ΤΟ ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΟ | 9
Παιδιά συγκρότησαν ομάδες σε πολλές περιοχές, οργάνωσαν κρυψώνες και συνδέθηκαν με την Αντίσταση
δεν κατονομάζει ως τους πρώτους που σάλταραν πάνω στα γερμανικά καμιόνια. Στην αρχή της πλατείας Ομονοίας, όπου τα καμιόνια κόβανε ταχύτητα, αυτά τα τρία παλικαρόπουλα σκαρφάλωναν στην καρότσα κι ώσπου να φτάσει το καμιόνι στην στροφή της Πειραιώς αρπάζανε ότι βρίσκανε μέσα κι εξαφανίζονταν. (Τα παρακάτω κείμενα είναι από το βιβλίο του Ξενοφώντα Φιλέρη “Οι σαλταδόροι του Βύρωνα” - Εκδόσεις Καστανιώτη) Τα παιδιά από τις γειτονιές Οι σαλταδόροι του Βύρωνα και μερικοί από το Παγκράτι είχαμε για πιάτσα κατ’ αποκλειστικότητα το κέντρο της Αθήνας. Οι σαλταδόροι από τις δυτικές συνοικίες, Κοκκινιά, Αιγάλεω, Περιστέρι, είχαν για στέκι το λιμάνι του Πειραιά και όλες τις διαβάσεις του τραίνου μέχρι το Ρούφ. Καμιά από τις ομάδες αυτές δεν παραβίασε τα σύνορα της άλλης και ποτέ δεν τσακωθήκαμε μεταξύ μας. Όμως ο Λαμπράκης –ο Λάμπης από την Κοκκινιάπαραβίασε αυτά τα σύνορα και μια μέρα νάτος φάντης-μπαστούνι στην Ομόνοια. Κανένας από τους Βυρωνιώτες δεν του είπε «αυτή είναι δική μας περιοχή και τράβα φύγε από δώ». Του Λαμπράκη τόλεγε η καρδούλα του. Σε μας ήρθε προς το τέλος του ’43 όταν είχαν αρχίσει και οι αναδουλειές μας και οι Γερμανοί με όσα είχαν υποστεί από τους σαλταδόρους έβαζαν τα αγαθά που μετέφεραν στο καμιόνι που οδηγούσε ο στρατιώτης τους και από πίσω κότσαραν μια άδεια ρυμούλκα για λόγους ασφαλείας, περιορίζοντας έτσι στο ελάχιστο την δυνατότητα να τους κλέψει κανείς. Ο κίνδυνος ήταν πολύ μεγάλος γιατί στις στροφές η ρυμούλκα άλλαζε άξονα και ξαναρχόταν στα ίσια μετά την ολοκλήρωση της στροφής. Όμως ο Λάμπης από την Κοκκινιά αυτό δεν το λογάριασε. Στη γωνία Ομονοίας και Πειραιώς σάλταρε στο καμιόνι, γέμισε το ντορβά του με κουραμάνες κα περίμενε την κατάλληλη στιγμή για να την κάνει. Στο Ρουφ λίγο πριν τις γραμμές του τραίνου, αφού πρώτα άνοιξε το παραπέτο του φορτηγού και πέσανε στο δρόμο ένα σωρό κουραμάνες, προσπαθώντας στη συνέχεια να ισορροπήσει γλίστρησε κι έπεσε και οι τροχοί της ρυμούλκας τον σκότωσαν. Μερικοί από τους διαβάτες που έτυχε να περνούν από εκεί, άρπαξαν από μια ματοβαμμένη κουραμάνα και το ‘βαλαν στα πόδια. Ο Λαμπράκης και ο Τζίμης ο χοντρός ήταν τα πρώτα θύματα των σαλταδόρων. Πεινάω! Ο Τζίμης ένα καλοθρεμμένο παιδί, παχουλό, με κόκκινα μάγουλα, με φατσούλα που θύμιζε χορτάτο αγόρι, λες και δεν γνώρισε Κατοχή, ήρθε ένα πρωινό εκεί όπου συναντιόμασταν στο Ζάππειο και μας είπε: Πεινάω! Αυτό το «πεινάω» και μόνο ήταν αρκετό για να τον πάρουμε μαζί μας. Έτσι αυτό το γλυκό παλικάρι που το αγαπούσαμε όλοι, έγινε σαλταδόρος, αλλά μόνο για δέκα μέρες. Κάθε βράδυ έξω από το εστιατόριο «Πανελλήνιον» στην οδό Πανεπιστημίου όπου έτρωγαν οι Γερμανοί φαντάροι, άραζε μπροστά ένα καμιόνι γεμάτο κουραμάνες και εφοδίαζε με ψωμιά αυτό το φαγάδικο. Εμείς που ξέραμε τι μετέφερε το καμιόνι πηγαίναμε λάου λάου από το πλαϊνό μέρος της καρότσας, δηλαδή από την μεριά του δρόμου, τρυπώναμε το χέρι μας μέσα από το πανί και αρπάζαμε από μια κουραμάνα. Ο Τζίμης όμως εκείνο το βράδυ έκανε το μοιραίο
10 | ΤΟ ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΟ
λάθος. Αντί να χώσει το χέρι του στην καρότσα από την μεριά του δρόμου, πήγε από το πίσω μέρος του καμιονιού. Δεν πρόλαβε να ανοίξει το παραπέτο. Τον πυροβόλησε αμέσως ο Γερμανός που ήταν μέσα στην καρότσα. Ο Τζίμης ο χοντρός ξεψύχησε το πρωί. Δεν μάθαμε που τον έθαψαν τον Τζίμη. Μάθαμε όμως ποιος είχε καρφώσει στους Γερμανούς ότι κλέβαμε κουραμάνες από αυτό το καμιόνι. Ήταν ο περιπτεράς
Ο Γιώργης Ένα από τα λεβεντόπαιδα της παρέας ήταν ο Γιώργης. Έτσι και του ‘λεγες ότι είσαι ρέστος, σ’ έπαιρνε από το χέρι, σε τάιζε και σου ‘δινε και χαρτζηλίκι. Ο Γιώργος που όταν έβρεχε έβγαζε τα παπούτσια του και περπατούσε ξυπόλητος στα νερά ήταν τσαγκάρης!!! Το Πίκολο Το Πίκολο ήταν ο μικρότερος από όλους τους σαλταδόρους. Ζούσε με την χήρα μάνα του σε ένα τρισάθλιο δωματιάκι, υγρό και μουχλιασμένο που χωρούσε τσίμα-τσίμα ένα διπλό σιδερένιο παλιοκρέβατο όταν κοιμόντουσαν και οι δυό και μερικά συμπράγκαλα της συμφοράς. Αυτό το τετραπέρατο μορτάκι, που δεν ήξερε γράμματα μου είπε μια μέρα πως όταν τελειώσει ο πόλεμος θα πήγαινε στο σχολείο για να μάθει να γράφει. Όμως αυτό δεν έγινε και το Πίκολο έβγαζε τίμια το ψωμί του κάνοντας τον μικροπωλητή. Το καλοκαίρι του 1947 μετά τον θάνατο της μάνας μου και με τον αδελφό μου εξόριστο στην Ικαρία, το Πίκολο που ήξερε ότι κοιμόμουν από δω κι από κει γιατί με «γύρευε» η αστυνομία με φιλοξένησε για δυο βραδιές στο φτωχικό του. Με τον Μίμη, τον Φιφίκο, όπως τον φωνάζαμε ήμασταν μαζί σαλταδόροι στην Κατοχή, μετά μαζί στην Αντίσταση, μαζί μετά τον Δεκέμβρη πήγαμε ποδαράτο μέχρι την Λαμία, με τον Φιφίκο να μας εμψυχώνει στον δρόμο τραγουδώντας «Εμπρός ΕΛΑΣ για την Ελλάδα, το δίκιο και την λευτεριά».
που είχε το κιόσκι έξω από το «Πανελλήνιον» και πουλούσε προφυλακτικά και τσιγάρα «στούκας». Ο Τζίμης ο χοντρός ήταν το πρώτο θύμα που είχαμε οι σαλταδόροι. Ο Μάκης Ο Μάκης ήταν το άλφα και το ωμέγα των σαλταδόρων. Ήταν ο πιο τολμηρός και αποφασισμένος σαλτα-
Οι πιτσιρικάδες-σαλταδόροι του Βύρωνα ήταν η μεγαλύτερη ομάδα από όλες όσες δρούσαν σε διάφορες συνοικίες
δόρος. Ήταν ο πρώτος από το σινάφι μας που έκλεψε όπλο για να το δώσει στον ΕΛΑΣ στον Βύρωνα. Το παράδειγμά του το ακολουθήσαμε κι άλλοι. Κλέβαμε όπλα και στη συνέχεια τα δίναμε στην Αντίσταση. Μετά τον πόλεμο ο Μάκης κι εγώ δεν σταματήσαμε. Μαζί με τον Μισέλ που ήταν καθολικός και τον Γιάννη συνεχίσαμε παράνομα τον αγώνα. Στον εμφύλιο με κίνδυνο της ζωής μας γράφαμε συνθήματα στους τοίχους. Η ομάδα αυτή σταμάτησε την δράση της το 1948. Εμένα με έστειλαν εξορία, τον Μισέλ τον πέρασαν στρατοδικείο, τον καταδίκασαν σε θάνατο και βγήκε φυτό από την φυλακή μετά από αρκετά χρόνια. Ο Γιάννης πέρασε τα χειρότερα. Τον πήγανε στην Μακρόνησο και τον σακατέψανε στην κυριολεξία. Δεν υπέγραψε δήλωση.
Ο Φιφίκος Ο Φιφίκος κατάφερε να πάρει από κοιμισμένο Γερμανό την κουβέρτα με την οποία ήταν σκεπασμένος. Την μέρα που γύρισα από την εξορία και πήγα στο καφενείο ο Φιφίκος έπεσε στην αγκαλιά μου και δακρυσμένος δεν ξεκολλούσε από πάνω μου. Αργότερα ο Φιφίκος έγινε ταξιτζής. Αυτός ο άνθρωπος που με τις πλάκες του έκανε όλο τον κόσμο να γελάει, όταν ήταν μόνος του έμενε σκυθρωπός κι αμίλητος. Κανείς από τους φίλους του δεν ήξερε το μυστικό που έκρυβε μέσα του Τον είδα για τελευταία φορά στο καφενείο που έκανε πιάτσα με το ταξί του. Δεν ήταν ο Φιφίκος που γνώριζα. Ήταν ένας φευγάτος άνθρωπος που με το ζόρι σου μιλούσε και τα μάτια του ήταν υγρά. Τον ρώτησα: Τι τρέχει κι είσαι έτσι, σου συμβαίνει τίποτα; Μπα, τίποτα δεν τρέχει, κάτι μικροπροβλήματα έχω αλλά θα περάσουν. Κι αλλάζοντας κουβέντα μου πρότεινε να πιούμε δυο ουζάκια. Μετά από ένα μήνα έφυγε προδομένος από την καρδιά του. 11 | ΤΟ ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΟ
Του Φάνη Γρηγοριάδη
Η ΘΕΣΣΑΛΟΝΊΚΗ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΉΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΝΤΊΣΤΑΣΗΣ Με τα κοιμητήρια των νεκρών στρατιωτών και των δύο πολέμων διάσπαρτα, διαλυμένη από την πυρκαγιά του 1917, με εξουθενωμένη την οικονομική και κοινωνική της βάση, οι κατακτητές που είχαν υποτάξει όλη την Ευρώπη, δεν υπολόγιζαν, να συναντήσουν την παραμικρή αντίσταση. Κι όμως λίγες ημέρες μετά ξεκίνησε ο αγώνας 12 | ΤΟ ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΟ
Σ
Στις 6 Απριλίου του 1941 τα ναζιστικά στρατεύματα εξαπέλυαν επίθεση στα ελληνογιουγκοσλαβικά σύνορα και στις 9 του μηνός έμπαιναν στη Θεσσαλονίκη. Οι Θεσσαλονικείς, μουδιασμένοι, αντίκρισαν τις ερπύστριες των τανκς να «χαρακώνουν» το οδόστρωμα της παραλιακής, τη «σβάστικα» να υψώνεται στο Λευκό Πύργο και μετά σε δημόσια κτίρια και τον ναζιστικό στρατό να παρελαύνει σε μια πόλη, που ακόμη δεν είχε «συνέλθει» από τα δεινά του Α΄Π.Π, και τον ελληνοϊταλικό πόλεμο. Με τα κοιμητήρια των νεκρών στρατιωτών και των δύο πολέμων, διάσπαρτα στην ως τότε περιφέρεια της πόλης, με ισχυρά τραυματισμένο τον αστικό της ιστό από την πυρκαγιά του 1917, με εξουθενωμένη την οικονομική και κοινωνική της βάση και με τις οξύτατες ταξικές και κοινωνικές αντιθέσεις να «κοχλάζουν» κάτω από μια επιφανειακή ηρεμία, η ναζιστική κατάκτηση - καθώς είχε ήδη υποτάξει όλη την Ευρώπη - δεν υπολόγιζε να συναντήσει την παραμικρή αντίσταση. Κι όμως, λίγες μόνο μέρες μετά την είσοδο των κατακτητών, τον Μάιο του 1941, η πρώτη αντιστασιακή εφημερίδα και η πρώτη αντιστασιακή οργάνωση της χώρας η «Ελευθερία» καλούσε από τη Θεσσαλονίκη το λαό σε αντίσταση. Στην πλειοψηφία τους οι Θεσσαλονικείς δεν συντάχθηκαν, ούτε και αποδέχθηκαν την κατοχή, κάποιοι επέλεξαν το δρόμο της ενεργητικής αντίστασης και άλλοι της ανυπακοής, με σκοτεινή εξαίρεση μια μειοψηφία δοσίλογων, που συνεργάστηκε και ενίοτε ξεπέρασε σε βαρβαρότητα ακόμη και τον ίδιο το στρατό κατοχής. Στην οδό Τσιμισκή 72 εγκαταστάθηκε ο θηριώδης μηχανισμός της «Γκεστάπο». Η Βέρμαχτ χρησιμοποιούσε ως βάση της το Αρσακλί, το σημερινό Πανόραμα Θεσσαλονίκης. Ένα πυκνό, ασφυκτικό δίκτυο πληροφοριών, πλήρους ελέγχου απλώθηκε παντού στην πόλη. Η παραβίαση των ανθρώπινων και των ατομικών δικαιωμάτων, ο εξευτελισμός, ο διασυρμός της προσωπικότητας, η περιφρόνηση της ζωής μπήκε σε ημερήσια διάταξη. Με πιο μελανή την περίοδο, του «μαύρου» χειμώνα του 1941-42, «οπότε δύο χιλιάδες Θεσσαλονικείς «θερίστηκαν» από την πείνα και πολλοί περισσότεροι, σχεδόν τετραπλάσιοι, από διάφορες αιτίες και στερήσεις» όπως αναφέρουν οι ιστορικοί, κατά το διάστημα 1941-1944 μια αλληλουχία από πολιτικά, κοινωνικά και στρατιωτικά γεγονότα κινήθηκαν σχεδόν έξω από τα όρια της ανθρώπινης λογικής, στα όρια της αποκτήνωσης. Το μαρτύριο των Εβραίων της πόλης στην πλατεία Ελευθερίας τον Ιούλιο του 1942 ήταν μόνο ένα προμήνυμα. Τα φυλετικά μέτρα, το «άστρο του Δαβίδ» στο πέτο, η καταγραφή, η λεηλασία των περιουσιών τους, η υποκριτική και ύπουλη μεθόδευση του διοικητή του Γ’ Ράιχ, τον Μαξ Μέρτεν, για δήθεν «απαλλαγή» των ομήρων της Ισραηλιτικής Κοινότητας από καταναγκαστικά έργα έναντι λύτρων και η επιβίβαση των Εβραίων της πόλης στα «βαγόνια του θανάτου» λίγο πριν καταβληθεί η τρίτη και τελευταία δόση, ο εκτοπισμός και ο αφανισμός τους στο Άουσβιτς, ήταν μόνο μια πλευρά της αδίστακτης, παρανοϊκής τακτικής των ναζί. Η άλλη πλευρά της ήταν πρωτοφανής εφαρμογή, ενάντια στις αρχές κάθε έννοιας δικαίου, ΤΟ ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΟ | 13
Η Θεσσαλονίκη απελευθερώθηκε στις 30 Οκτωβρίου 1944. Τα στρατεύματα του Ε.Λ.Α.Σ. αφόπλισαν τους εναπομείναντες δωσίλογους του μέτρου της «συλλογικής ευθύνης», οι εκτελέσεις αθώων αμάχων πολιτών ακόμη και παιδιών για κάθε επίθεση σε βάρος γερμανού στρατιώτη, η ενεργοποίηση των «γερμανοντυμένων» οπλισμένων σωμάτων, με προεξάρχοντες τους Δαγκουλαίους και τον Πούλο, οι σφαγές στο Χορτιάτη, στα Γιαννιτσά, στο Ασβεστοχώρι και αλλού στη Μακεδονία και σε όλη τη χώρα, συμπλήρωναν την εικόνα της οδυνηρής κατοχικής περιόδου. Ο τύπος φιμώθηκε, μόνο ο «δοσιλογικός» τύπος κυκλοφορούσε, οι εφημερίδες τη «Νέα Ευρώπη» και την «Απογευματινή της Θεσσαλονίκης» που εκθείαζαν τους «θριάμβους» του ναζισμού στα διάφορα μέτωπα, έβριθαν αντισημιτικών κειμένων ειδικά από το 1943 και μετά και προέβαλλαν μια «μαγική εικόνα» πόλης, που «διασκέδαζε» και «ευημερούσε» κάτω από τη μπότα των ναζί! Εκτός από τη δημοσίευση των διαταγών της κατοχικής διοίκησης, διάνθιζαν τις λιγοστές τους σελίδες με πληθώρα εκδηλώσεων που απευθύνονταν, όχι βέβαια στον χειμαζόμενο λαό, αλλά στους λίγους ευνοούμενους από το καθεστώς του τρόμου, κατέχοντες, «μαυραγορίτες» και συνεργάτες, με προ14 | ΤΟ ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΟ
αναγγελίες χοροεσπερίδων, διαφημίσεις καζίνο, κέντρων διασκέδασης. Την ψηφιοποίηση του «δοσιλογικού» τύπου επιμελήθηκε πρόσφατα ο καθηγητής του ΠΑ.ΜΑΚ. Βλάσης Βλασίδης, αναδεικνύοντας πλευρές της «γκεμπελικής» διάστασης του πιο στυγνού κατοχικού καθεστώτος. Η Θεσσαλονίκη απελευθερώθηκε στις 30 Οκτωβρίου 1944. Τα στρατεύματα του Ε.Λ.Α.Σ. μπήκαν στην πόλη, πολιόρκησαν στο κτίριο της Χ.Α.Ν.Θ. τους εναπομείναντες δοσίλογους και απέτρεψαν την ανατίναξη των εγκαταστάσεων του λιμανιού, του κεντρικού υδραγωγείου της πόλης, στην περιοχή της Παναγίας Φανερωμένης και της Ηλεκτρικής Εταιρίας. Παράλληλα, λόχος του εφεδρικού Ε.Λ.Α.Σ. Μυλεργατών διέσωσε τους «Μύλους Αλλατίνη», από τους δοσίλογους. Αρκετοί ακολούθησαν τους γερμανούς στην αποχώρηση τους, πολλοί συντρίφθηκαν από τον ΕΛΑΣ στη μάχη του Κιλκίς, αλλά τελικά ελάχιστοι τιμωρήθηκαν με αμελητέες ποινές, ή και απαλλάχθηκαν από τα μεταπολεμικά δικαστήρια, μέσα σε ένα ταραγμένο πολιτικό κλίμα, στο διάστημα από την απελευθέρωση μέχρι και το ξέσπασμα του ελληνικού εμφυλίου.
Της Μαίρης Τζώρα
ΟΙ ΠΡΏΤΕΣ ΗΜΈΡΕΣ ΤΟΥ ΠΟΛΈΜΟΥ ΣΤΗΝ ΉΠΕΙΡΟ Ο Βασίλειος Κραψίτης, λογοτέχνης από την Παραμυθιά, θυμάται πως αυτός, ένα αμούστακο παλικάρι, και η οικογένειά του έζησαν τις σφοδρές μάχες των πρώτων ημερών
ΤΟ ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΟ | 15
Το πυροβολικό των Ιταλών σκίζει τα στήθη των στρατιωτών μας και του άμαχου πληθυσμού μας 16 | ΤΟ ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΟ
Ο ΒΑΣΊΛΕΙΟΣ ΚΡΑΨΊΤΗΣ είναι λογοτέχνης από Παραμυθιά. Γεννήθηκε το 1926 και έφυγε από την ζωή το 1989. Στο δικό του «Ημερολόγιο», αποτυπώνει τα γεγονότα στον τόπο του, που βρέθηκε στην πρώτη γραμμή του πολέμου το 1940, όπως ο ίδιος τα έζησε . Από το βιβλίο του, ο Βασίλειος Κραψίτης θυμάται: 27-10-1940: Πριν χαράξει έφυγα για την Παραμυθιά που στρατοκρατείται. Εδώ έχει την έδρα του ο στρατηγός Λιούμπας. Δεν έχω τίποτε πιο ιερό από τους γονείς μου. Έτσι μισθώνω δύο άλογα και τους μεταφέρω, πεζοπορώντας εγώ στο Μορφάτι. Στον κάμπο της Παραμυθιάς πολυβοληθήκαμε από Ιταλικά αεροπλάνα. Μόλις που διασωθήκαμε. Έχουμε εγκατασταθεί σ’ ένα παλιό, ιδιόκτητο οίκημα του Δημοτικού Σχολείου, στον ένα λόφο του χωριού. Αγρυπνώ: Τι να πρωτοσκεφθής, που πλησιάζει η θύελλα της εθνικής μας καταστροφής; Μεσάνυχτα, ο αγροφύλακας χτυπάει την πόρτα. Καθησυχάζει τους γονείς μου και κατεβαίνω στο διδακτήριο του κάμπου όπου ένας υπενωματάρχης από την Υποδιοίκηση Χωρ/κής Μαργαριτιού μόλις έφτασε και μου παραδίνει «επί αποδείξει» ένα σφραγισμένο με βουλοκέρι φάκελο. Τον αποσφραγίζω είναι διαταγή «κατεπείγουσα» της Νομαρχίας Θεσπρωτίας. Σημαίνω την καμπάνα του Σχολείου. Αγουροξυπνημένοι οι κάτοικοι έρχονται και μου ζητούν εξηγήσεις. Τους διαβάζω αποσπάσματα της άνω εντολής: «Οι δημόσιοι υπάλληλοι με διαταγή της Νομαρχίας έφυγαν από το μεσημέρι από την Ηγουμενίτσα… Ειδικεύεται ότι το χωριό Μορφάτι είναι ο μόνος δρόμος υποχωρήσεως για την Πρέβεζα των Χριστιανών κατοίκων, περιφερειών Πάργας, Μαργαριτιού και Ηγουμενίτσας. Οι κάτοικοι με συντονισμό της χωροφυλακής να διευκολύνουν στην υποχώρησή του τον ανωτέρω πληθυσμό…». Είναι φανερό! Είμαστε στα πρόθυρα του πολέμου. Δυστυχισμένη πατρίδα μας! 28-10-1940: Πόλεμος! Πόλεμος! Μας ξυπνάνε οι ήχοι των κανονιών. Είμαστε κοντά στα σύνορα. Το πυροβολικό των Ιταλών σκίζει τα στήθη των στρατιωτών μας και του άμαχου πληθυσμού μας. Από το Μορφάτι περνάνε τρομαγμένοι χιλιάδες κάτοικοι της Θεσπρωτίας, κυριότερα γυναικόπαιδα με κατεύθυνση το χώρο της Πρεβέζης. Μισθώνω δύο άλογα για τους γονείς μου και ακολουθώ πεζοπορώντας ανάμεσα στο πλήθος των νέων προσφύγων. Τι τραγωδία! Στο χωριό Γλυκή συναντιέμαι με τους νέους πρόσφυγες από το Φιλιάτι και την Παραμυθιά. Μισθώνω δύο μουλάρια (μόλις είχα εισπράξει από το Δημόσιο Ταμείο τους μισθούς μου Σεπτεμβρίου-Οκτωβρίου 1940, περίπου δρχ. 3000) για τους γονείς μου, και μέσω της Σκάλας
της Τζαβέλαινας φτάνουμε στο χωριό Σαμονίβα του Σουλιού. Μας φιλοξενεί ο γνώριμος του πατέρα μου, πρόκριτος Σταύρος Τόκας. Στο μεγάλο δωμάτιο του σπιτιού του μένουμε 40 περίπου άτομα, που ζούμε από την ελεημοσύνη του, ήτοι ψωμί, μπομπότα, ξυνόγαλο και λίγο τυρί. Μένουμε αρκετές μέρες, ως που ο στρατός μας, που βάσει στρατιωτικού σχεδίου είχε υποχωρήσει, ήταν τώρα έτοιμος για επίθεση. 9-11-1940: Φεύγουμε από τη Σαμονίβα. Πεζοπορώ με τους υπερήλικες γονείς μου για το χωριό Σεριζιανά. Είμαι φορτωμένος μια βαριά βελέντζα από το σπίτι μας και λίγα (απαραίτητα) τρόφιμα. Πρέπει να έχω υψηλόν πυρετόν. Το απόγευμα φθάνουμε στο Λούρο, όπου με άλλους πρόσφυγες η χωροφυλακή μας προωθεί με φορτηγά αυτοκίνητα στα Ιωάννινα. Καταφεύγοντας λόγω των συχνών βομβαρδισμών των Ιταλών στα σπίτια του κάστρου των Ιωαννίνων, όπου εκατοντάδες γέροντες και γυναικόπαιδα περνάμε άγρυπνοι τη βραδυά. 11-11-1940: Από το πρωί, κει με ξεσκισμένο το δεξιό παπούτσι αναζητώ σε χάνια των Ιωαννίνων αγωγιάτες από την Παραμυθιά. Τελικά μισθώνω δύο άλογα για τους γονείς μου κατόπιν προκαταβολής δραχμών 1.200 (χιλίων διακοσίων, αφάνταστα υπερβολικού ποσού). Ξεκινάμε (εγώ πεζοπορώντας με τον αγωγιάτη) μέσω του δρόμου «χάνι Τζεμαλή-αγά» για την Παραμυθιά, όπου φθάνουμε αργά το απόγευμα. Το σπίτι μας, κατά την απουσία μας, είχε διαρρηχθή. Τι καταστροφή! Πολλά από τα βιβλία μας ήταν ξεσκισμένα στο πάτωμα. Τα περισσότερα από τα παλαιότυπα και χειρόγραφα του προγόνου μας Χριστοδούλου Κραψίτη, ακόμα και αποκόμματα ελληνικών εφημερίδων της περιόδου της Τουρκοκρατίας, είχαν κλαπή. Φτάνει αμέσως στο σπίτι μας, ο αδελφικός φίλος μου γιατρός Λευτέρης Βαλασκάκης. Εξετάζει τον πατέρα μου που έχει υψηλό πυρετό, μας δίνει φάρμακα και ένα δικό του θερμόμετρο. 13-11-1940: Μέσα σε τρεις μέρες ο από τον συνοικισμό «Άγιος Νικόλαος» της Παραμυθιάς μαραγκός Βασίλης (Τσίλης) Μπρέστας, αποκατέστησε όλες τις ζημιές του σπιτιού μας με άμεση εξόφληση της αξίας των υλικών και της αμοιβής του. 22-11-1940: Τα Σχολεία του Νομού μας δεν λειτουργούν. Οι διδάσκαλοι της Επαρχίας Παραμυθιάς -όσοι δεν έχουν στρατευθή- αποσπάστηκαν σε διάφορες υπηρεσίες στης πόλεως. Συγκεντρώνω στοιχεία για τα από 28-10-1940 γεγονότα του Φιλιατού και της Ηγουμενιτσας από κατοίκους τους που έχουν, ως πρόσφυγες εγκατασταθή στην Παραμυθιά. Επίσης πολλά στοιχεία μου δίνουν οι: «Κωστάκης Ιω. Μητσιώνης, Σιών Μπακόλας και Μάνθος Στατηράς, που σ’ όλο αυτό το διάστημα ήταν στην Παραμυθιά. Ο στρατός προχώρησε πέραν του ποταμού Καλαμά. Ο Ανθυπασπιστής Χωρ/κής Μιχαήλ Γυπάκης και ο Αγρονόμος Φίλιππος Καρβούνης, που υπηρετεί στην Παραμυθιά, σε εκτέλεση υπηρεσιακής διαταγής συνέλαβαν τους άρρενες μουσουλμάνους της περιοχής, οι οποίοι προωθήθηκαν στα στρατόπεδα Κορίνθου και Χίου. Οι μωαμεθανοί Τσάμηδες κατά την 28-10-1940 υποχώρηση του στρατού μας με την χρήση κρυφού οπλισμού τους, βοήθησαν τον Ιταλικό στρατό που προχωρούσε στο Ελληνικό έδαφος, χτύπησαν πισώπλατα το στρατό μας που υποχωρούσε, λεηλάτησαν στις πόλεις και τα χωριά μας περιουσίες Ελλήνων, πυρπόλησαν σπίτια και μαγαζιά, δολοφόνησαν Χριστιανούς Έλληνες κλπ. Τώρα η Ελληνική πατρίδα αμύνεται. 30-11-1940: Είναι το πρώτο γράμμα που παίρνω σήμερα του αδελφού μου Βαγγελάκη που πολεμάει στην πρώτη γραμμή. Του απαντάω αμέσως…
Η ιστορία της γέφυρας στους Αγιούς Ο αμυντικός σχεδιασμός στην πρώτη γραμμή του μετώπου, για την αναχαίτιση του εχθρού, επέβαλε την ανατίναξη των πέτρινων γεφυριών κοντά στα σύνορα με την Αλβανία. Στις 27 Οκτωβρίου 1940, ο ελληνικός στρατός ανατινάζει το ένα από τα τέσσερα τόξα που είχε το μήκους 115 μέτρων γεφύρι στους Αγιούς, στο παραπόταμο Γορμό του Καλαμά στο Πωγώνι λίγα χιλιόμετρα μετά το Καλπάκι, για να αναχαιτίσει τους Ιταλούς και να αποτρέψει την μεταφορά των οχημάτων και των βαρέων όπλων. Την ίδια ημέρα, ανατινάζονται η γέφυρα του Γυφτοπόταμου πλησίον του χωριού Κατούνα στην Κακκαβιά και η Μεσογέφυρα στο Αώο κοντά στο μοναστήρι της Μολυβδισκέπαστης. Παράλληλα, οι Έλληνες έβαλαν εκρηκτικά και στη γέφυρα του Μπουραζανίου, η οποία λόγω κακής πυροδότησης δεν ανατινάχτηκε με αποτέλεσμα να καταληφθεί στις 29 Οκτωβρίου από τους Ιταλούς. Οι Ιταλοί επιχείρησαν άμεσα να κατασκευάσουν στους Αγιούς μία πρόχειρη γέφυρα και να επισκευάσουν το τόξο για να περάσει ο στρατός, οχήματα, τανκς και βαρύς οπλισμός. Μάλιστα χρησιμοποίησαν υλικά ακόμη και το μάρμαρο από το Άγιο βήμα της εκκλησίας της Αγίας Παρασκευής που βρίσκεται στην περιοχή. Η πυροβολαρχία «Φάντασμα», του λοχαγού Βαβέτσου, με το πρώτο βλήμα βρίσκει στόχο στους Αγιούς, με αποτέλεσμα να καθυστερήσει η προσέγγιση των Ιταλών στο Καλπάκι κατά δύο ημέρες, γι αυτό η επίθεση έγινε στις 4 Νοεμβρίου. Λίγες ημέρες αργότερα, μετά την αντεπίθεση της 8ης Μεραρχίας και την προέλαση του Ελληνικού στρατού, το Μηχανικό με την βοήθεια και των κατοίκων της περιοχής επισκευάζεται το τόξο της γέφυρας. Τον Ιούλιο του 1943, συμμαχική αποστολή με τη βοήθεια Ελληνικών αντιστασιακών οργανώσεων ανατίναξε τη γέφυρα στο σημείο όπου είχε επισκευαστεί. Μετά την απελευθέρωση, κατασκευάστηκε μια ξύλινη γέφυρα δίπλα στη μεγάλη. Τελικά ολοκληρώθηκε η επισκευή της γέφυρας, η οποία δεν στάθηκε για πολύ, αφού στις 27 Νοεμβρίου 1947 την ανατίναξε από τα θεμέλια αυτή τη φορά, ο Δημοκρατικός στρατός όταν κινήθηκε προς τη Μουργκάνα. Η μεγάλη λίθινη γέφυρα στους Αγιούς ήταν καθοριστικής σημασίας για την οδική σύνδεση των Ιωαννίνων με την Αλβανία. Η γέφυρα, χτίστηκε το 1885, με τέσσερις αψίδες που είχαν άνοιγμα 25 μέτρων η μια και 15 μέτρα ύψος. Το πλάτος του ήταν 7 μέτρα και το μήκος της 115. Οι Μαστόροι που την κατασκέυασαν ήταν από την περιοχή της Κόνιτσας, ο Γεώργιος Γκάσιος από την Καστάνιανη, καθώς και οι Μάρκος Δημάρατος και Αντώνιος Λίντας από την Βούρμπιανη. Σημ: Ο Σπύρος Μελετζής ήταν ο φωτογράφος της Εθνικής Αντίστασης...για την φωτογραφία που έβγαλε στο γεφύρι το 1937. ΤΟ ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΟ | 17
Του Aνδρέα Μακρίδη
ΣΤΙΓΜΕΣ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ
O
Όσο υπάρχουν άνθρωποι... Όταν στα τέλη του ‘43, οι Γερμανοί κατέκτησαν την Ζάκυνθο μετά την συνθηκολόγηση της Ιταλίας, ο γερμανός Φρούραρχος Πάουλ Μπέρενς, αξίωσε από τον δήμαρχο της πόλης Λουκά Καρρέρ, έναν πλήρη κατάλογο με τους Εβραίους της Ζακύνθου, απειλώντας τον με το πιστόλι του. “Στην αμηχανία μου σκέφτηκα τον Δεσπότη” εξήγησε αργότερα ο Καρρέρ. “Τον γνώριζα για γενναίο και υπερπατριώτη τον Δεσπότη της Ζακύνθου, τον Χρυσόστομο Δημητρίου. Και κατέφυγα σ’ εκείνον. Του το εξιστόρησα με κάθε λεπτομέρεια”. “Ο Δεσπότης με θάρρος μου απαντά: “Δεν θα πας κανένα κατάλογο στους Γερμανούς. Θα αναλάβω εγώ””. Την νύχτα, οι Εβραίοι της Ζακύνθου βρήκαν προσωρινή φιλοξενία σε σπίτια χριστιανών για παν ενδεχόμενον. Ειδοποιούνται οι πυρήνες του ΕΑΜ και του ΕΔΕΣ στο νησί και συμφωνούν πως αν αποτύχουν οι προσπάθειες διάσωσης των Εβραίων, θα αναλάβουν να τους προστατέψουν εκείνοι. Ο Μητροπολίτης γνωρίζει άπταιστα γερμανικά - έχει ζήσει και σπουδάσει στο Μόναχο, πιθανόν να είχε συναντηθεί και συνομιλήσει ακόμα και με τον Χίτλερ όταν ο “Φύρερ” ήταν ακόμα άσημος. Ελπίζει η παρέμβασή του να φτάσει ως εκείνον. Επισκέπτεται τον Φρούραρχο και του ζητά να μην επεκταθούνε και στη Ζάκυνθο οι συλλήψεις των Εβραίων, αλλά ο Μπέρενς επικαλείται τις διαταγές του. Το ίδιο και ο γερμανός Διοικητής Άλφρεντ Λιτ. Ο Χρυσόστομος εξασφαλίζει λίγες μέρες διορία, μέχρι που του ζητά ο Λιτ επιτακτικά τη λίστα με τα ονόματα. Και ο Δεσπότης βγάζει από το ράσο ένα χαρτί: “Ιδού ο κατάλογος των οικογενειών των Εβραίων της Ζακύνθου κ. Λιτ”. Στο χαρτί υπάρχουνε μονάχα δυο ονόματα. Το ένα είναι του δημάρχου Λουκά Καρρέρ και το άλλο του ίδιου του Δεσπότη. Όταν η Επιτροπή Αποκαταστάσεως Εβραίων του ΟΗΕ δημοσίευσε τα στοιχεία με τις απώλειες των Εβραίων στην Ελλάδα, από τις 25 εβραϊκές κοινότητες, μονάχα η Ζάκυνθος είχε μηδενικές απώλειες. “Πληθυσμός προ διωγμού, 275, Πληθυσμός μετά διωγμόν 275. Ποσοστόν μειώσεως μηδέν”. (Οι πληροφορίες είναι δανεισμένες από το βιβλίο του Διονύσιου Στραβόλεμου “Ένας ηρωισμός - Μια δικαίωση”.
18 | ΤΟ ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΟ
Ο ήρωας Ιβάνωφ
Οι φίλαθλοι που βλέπουν τις ομάδες τους να αγωνίζονται στο Ιβανώφειο κλειστό γυμναστήριο του Ηρακλή Θεσσαλονίκης, αγνοούν στην πλειοψηφία τους την βαριά ιστορία αυτού του ονόματος. Ο Γεώργιος Ιβάνωφ – Σαΐνοβιτς, γιος ενός Ρώσου αξιωματικού και μιας Πολωνέζας μητέρας, υπήρξε τερματοφύλακας της ποδοσφαιρικής ομάδας του Ηρακλή και στη συνέχεια κολυμβητής κι ιστιοπλόος στην ίδια ομάδα. Η εισβολή του Χίτλερ στην Πολωνία και η γενναία αντίσταση των Ελλήνων στα βουνά της Πίνδου την 28η Οκτωβρίου, ενέπνευσαν τον Γ. Ιβάνωφ, ο οποίος ζήτησε να προωθηθεί στην Παλαιστίνη για να υπηρετήσει στην πολωνική ταξιαρχία που είχε εκεί συγκροτηθεί. Την ημέρα που οι Γερμανοί έμπαιναν στην Αθήνα, ο Ιβάνωφ κατέφθανε στην Χάιφα, όπου αντί να αναλάβει καθήκοντα στρατιώτη, έμελε να εκπαιδευτεί στον ανορθόδοξο πόλεμο και τα σαμποτάζ. Στις 13 Οκτωβρίου του 1941, ο Ιβάνωφ επιστρέφει στην Ελλάδα απεσταλμένος του κέντρου 004 της βρετανικής αντικατασκοπείας (S.O.E.) και πιάνει επαφή με την αντιστασιακή ομάδα “Οργάνωσις Αναστάσεως Γένους” του αξιωματικού Γιάννη Μπομποτίνου και του γιατρού Κώστα Γιαννάτου. Χειριζόμενος τον ασύρματο της οργάνωσης στην Αθήνα, μεταφέρει πληροφορίες με τις οποίες βυθίζονται δύο πλοία φορτωμένα με πυρομαχικά, που προορίζονταν για την ενίσχυση του Ρόμμελ στην Αφρική. Δύο μήνες αργότερα, ένας παιδικός φίλος του Ιβάνωφ απ’ τη Θεσσαλονίκη ονόματι Ντίνος Πάντος, τον καταδίδει στις γερμανικές αρχές. Ο Ιβάνωφ συλλαμβάνεται και στη συνέχεια δραπετεύει επιτιθέμενος ενάντια στον Γερμανό λοχία που τον συνόδευε. Ακολουθεί η επικήρυξή του με 500.000 δραχμές τον Δεκέμβριο του ‘41, η σκληρή παρανομία και μια σειρά πράξεων κατασκοπείας και σαμποτάζ: Αποστολή στο Κάιρο των οχυρωματικών θέσεων των γερμανικών πυροβολαρχιών στον Μαραθώνα, καθώς και του μετεωρολογιού σταθμού στον Άραξο, ο οποίος καταστράφηκε στη συνέχεια από αγγλικά αεροσκάφη. Ανατίναξη από τον ίδιο τον Ιβάνωφ του γερμανικού υποβρυχίου U-133 στον κόλπο της Ελευσίνας στις 14 Μαρτίου του ‘42, (ενέργεια για την οποία χρειάστηκε να κολυμπήσει την απόσταση Ελευσίνα-Μέγαρα), ανατίναξη τον Μάιο του 1942, του ισπανικού πλοίου “San Isidore” γεμάτου με πυρομαχικά. Εξαιρετικά σημαντική υπήρξε και η εκπαίδευση που παρείχε ο Γ. Ιβάνωφ, σε ομάδα πατριωτών που εργάζονταν στο εργοστάσιο των αδελφών Μαλτσινιώτη στο Νέο Φάληρο, όπου ανακατασκευάζονταν και συναρμολογούνταν κινητήρες για τα γερμανικά αεροσκάφη. Το σαμποτάζ που οργάνωσε στην παραγωγή των κινητήρων, υπολογίζεται πως προκάλεσε την πτώση εκατοντάδων γερμανικών πολεμικών αεροσκαφών. Τον Γ. Ιβάνωφ πρόδοσε για δεύτερη φορά ο αστυνομικός Παντελής Λαμπρινόπουλος, για τον οποίον υπήρχαν ήδη υποψίες πως έκλεβε χρήματα από το ταμείο της οργάνωσης. Μαζί μ’ αυτόν συνελήφθησαν και έξι ακόμα πατριώτες. Λίγο πριν την εκτέλεση, την 4η Ιανουαρίου του 1943, ο Ιβάνωφ διεμήνυσε στον γιατρό Κ. Γιαννάτο: “Κώστα πρέπει να ζήσεις για να πάρεις εκδίκηση. Πες σε όλο τον κόσμο ποιος πρόδωσε... Να έχεις θάρρος, χρειάζεται θάρρος...Ζήτω η Ελλάδα! Ζήτω η Πολωνία!”. Στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής, ο Ιβάνωφ έκανε μία ακόμα απόπειρα απόδρασης. Αυτή τη φορά δεν τα κατάφερε. Οι σφαίρες των Γερμανών τον βρήκαν στο δεξί πλευρό τραυματίζοντάς τον. Βαριά πληγωμένος σύρθηκε εκ νέου στον τόπο της εκτέλεσης. Μετά την απελευθέρωση, ο προδότης Κώστας Πάντος συνελήφθη και καταδικάστηκε σε θάνατο – ποινή ωστόσο που μετατράπηκε σε πολυετή φυλάκιση. Ο Παντελής Λαμπρινόπουλος είχε ήδη πεθάνει. (Οι πληροφορίες για το αφιέρωμα, προέρχονται από το βιβλίο “Γεώργιος Ιβάνωφ – Σαΐνοβιτς, Ήρωας της Ελληνικής Κατοχικής Αντίστασης” του αντιναυάρχου ε.α., Ξενοφώντα Μαυρογιάννη).
Περικοπές
Μία από τις πρώτες ενέργειες της κατοχικής διακυβέρνησης, ήταν η χρήση του υπόδουλου ελλαδικού
Τύπου, προκειμένου να στηλιτευτεί η “σπατάλη” της δεκαετίας του ‘30, η οποία εμφανιζόταν ως αιτία της εξαθλίωσης του ελληνικού λαού. “Αι δαπάναι και οι φόροι ήρχισαν να υψώνονται με αγροίκον ιταμότητα” διαπιστώνει η εφημερίδα “Ακρόπολις” της 10ης Μαΐου του 1941 για να αναγγείλει στη συνέχεια πως “θα περικοπούν πολλαί θέσεις δημοσίων υπαλλήλων”. “Πληροφορούμεθα αρμοδίως ότι η Κυβέρνησις προήλθεν εις την απόφασιν της εφαρμογής αυστηρών οικονομιών εις τον Προϋπολογισμόν. Προς τον σκοπόν τούτον, κατηρτίσθη επιτροπή εκ των Διοικητών των Τραπεζών Ελλάδος και Εθνικής, κ.κ. Νεγροπόντη και Ζαβιτσιάνου, η οποία, υπό την προεδρίαν του κ. υπουργού των Οικονομικών θα μελετήση και θα εισηγηθεί εις το υπουργικόν Συμβούλιον την περικοπήν πολλών θέσεων δημοσίων υπαλλήλων και άλλας σημαντικάς οικονομίας εις την διαχείρισιν του δημοσίου πλούτου”.
“Πέφτομε για την πατρίδα”
Ο δημοσιογράφος της Εθνικής Αντίστασης, Μανώλης Λίτινας, στέλεχος του ΕΔΕΣ και υπεύθυνος για τον παράνομο Τύπο της οργάνωσης. Συνελήφθη απ’ τους χιτλερικούς και οδηγήθηκε στην έδρα της Ειδικής Ασφάλειας, στο κολαστήριο της οδού Μέρλιν 6, όπου βασανίστηκε άγρια προκειμένου να αποκαλύψει τους συνεργάτες του. Τα βασανιστήρια απέβησαν άκαρπα και οδηγήθηκε στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως του Χαϊδαρίου. Στις 8 Σεπτεμβρίου του 1944, οι ναζί εκτέλεσαν στο Δαφνί τον Μανώλη Λίτινα μαζί με άλλους 80 πατριώτες. Στο δρόμο προς τον τόπο της εκτέλεσης, πρόλαβε να ρίξει ένα σημείωμα απευθυνόμενο στη μάνα και την αδελφή του: “8/9/44. Σήμερα το πρωί τυφεκιζόμεθα. Πέφτομε για την πατρίδα με γέλιο στα χείλη για την λευτεριά. Λίτινας Μανώλης, Βατατζή 6”. Λίτινας
Ευχές για τον κατακτητή
Κατά τη διάρκεια του 1943, οι χιτλερικοί παρουσιάζουν στη Μακεδονία την προπαγανδιστική έκθεση “Ο Σοβιετικός Παράδεισος” με φωτογραφικό υλικό από την κατεχόμενη Σοβιετική Ένωση. Στην παρουσίαση της έκθεσης συμμετέχουν κορυφαίοι ιεράρχες, όπως οι Μητροπολίτες Σερρών, Εδέσσης, Φλωρίνης και Κασσανδρείας.Η παρουσία τους αποτυπώνεται σε ειδική έκδοση με τίτλο “Ο Αγών της Ελλάδος κατά του Μπολσεβικισμού” που επιμελήθηκε η εφημερίδα “Νέα Ευρώπη”. Την ώρα που οι χιτλερικοί εξοντώνουν την εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης, ο Μητροπολίτης Κασσανδρείας κ. Ειρηναίος, καταφέρεται στην ομιλία του εναντίον των Εβραίων και εύχεται τη νίκη στα γερμανικά όπλα: “Μπολσεβικισμός και Μασσωνισμός ή κεφαλαιοκρατία, είνε δύο δυσώδεις πληγαί άι οποίαι εκβράζουσιν όλας τας δολοπλοκίας, ψεύδη, δυστυχήματα, συμπλοκάς, αιματοχυσίας, καταστροφάς και δεινοπαθήματα υπό των οποίων πάσχει η σύγχρονος ανθρωπότης. Ο κατ’ αυτών πόλεμος είνε φιλάνθρωπος, ευγενής και σωτήριος. Ας ευχηθώμεν εις τα γερμανικά όπλα επιτυχίαν, καίτοι αναλογιζόμενοι το μέγεθος του αναληφθέντος αγώνος ιλιγγιώμεν και σταματώμεν, διότι αναντιρρήτως το ήμισυ του επί της επιφανείας της γης υπάρχοντος παντοδυνάμου χρυσού ευρίσκεται εν ταις χερσί των Εβραίων, ο δε χρυσός είνε το ισχυρότερον των εν τω κόσμω τούτω υλικών όπλων...”
Ξέπλυμα
Οι Άγγλοι κατέστρεψαν την Ελλάδα” δηλώνει η εφημερίδα “Φωνή των Ελλήνων”, με υπέρτιτλο: “Η θέσις όλων των Ελλήνων είναι παρά το πλευρόν της Γερμανίας”. Η “Φωνή των Ελλήνων” ήταν το δημοσιογραφικό όργανο της ένοπλης οργάνωσης “Εθνικός Ελληνικός Στρατός” των Κυριάκου Παπαδόπουλου (Κισά Μπατσάκ) και Κώστα Παπαδόπουλου, που δρούσε στη Μακεδονία ενάντια στον ΕΛΑΣ σε συνεργασία με τους κατακτητές. Μετά από νομοθετικές περιπέτειες, ο “Εθνικός Ελληνικός Στρατός” αναγνωρίστηκε ως Εθνική Ανταρτική Ομάδα με Βασιλικό Διάταγμα της κυβέρνησης Παπάγου στις 8 Δεκεμβρίου του 1952, ενώ ο Κώστας Παπαδόπουλος εκλεγόταν επί σειρά ετών βουλευτής. ΤΟ ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΟ | 19
Του Ηλία Κάνιστρα
Δύο γέροντες από την Πάτρα περιγράφουν όσα έζησαν στην Κατοχή. Τις καταστροφές, τον θάνατο, τα αντιστασιακά κατορθώματα, αλλά και τους ναζί που θέριζαν και τους μαυραγορίτες που αλώνιζαν
ΟΙ ΘΗΡΙΩΔΊΕΣ ΚΑΙ Ο ΑΓΏΝΑΣ ΓΙΑ ΕΠΙΒΊΩΣΗ 20 | ΤΟ ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΟ
O
Ο Μιχάλης Μιχαλόπουλος 93 χρόνων και ο Γιάννης Θεοδωρόπουλος 87 χρόνων περιγράφουν στο «Πρακτορείο» όσα βίωσαν κατά τη διάρκεια της κατοχής στην Πάτρα. Ο Μ. Μιχαλόπουλος, μεγαλύτερος σε ηλικία, πήρε τη μεγάλη απόφαση να ενταχθεί σε δίκτυο αντίστασης που λειτουργούσε μέσα στην Πάτρα «γιατί το έλεγε μέσα μας», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά. Από την πλευρά του ο Γιάννης Θεοδωρόπουλος περιγράφει θηριωδίες των Γερμανών, αλλά και τον καθημερινό αγώνα για επιβίωση. Βέβαια δεν ξεχνούν και οι δύο τη δράση των μαυραγοριτών.
ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΣ
«Όταν ξέσπασε ο πόλεμος, φύγαμε με την οικογένειά μου από την Πάτρα, για να γλιτώσουμε από τους βομβαρδισμούς. Βρήκαμε καταφύγιο σε ένα κοντινό χωριό, το Καστρίτσι. Όμως, έπειτα από λίγο καιρό επιστρέψαμε στην πόλη, όπως και άλλα παιδιά, που είχαν φύγει και αυτά με τις οικογένειές τους. Θέλαμε να βοηθήσουμε αυτές τις δύσκολες ώρες. Έτσι συμμετείχαμε στις προσπάθειες για την «οχύρωση» των καταφυγίων. Αρχίσαμε να κουβαλάμε σακιά με άμμο, τα οποία προηγουμένως τα γεμίζαμε στην παραλία των Ιτεών. Με αυτά τα σακιά «κτίζαμε» τις πόρτες των υπογείων, που χρησιμοποιούνταν ως καταφύγια». Σε αυτό το σημείο ο Μιχάλης Μιχαλόπουλος αρχίζει να περιγράφει το πώς ήλθε σε επαφή με Βρετανούς στρατιωτικούς. «Πήγαινα στο σπίτι του στρατιώτη, που βρισκόταν στο ΤΟ ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΟ | 21
Ο Μιχάλης Μιχαλόπουλος 93 χρόνων και ο Γιάννης Θεοδωρόπουλος 87 χρόνων περιγράφουν όσα βίωσαν κατά τη διάρκεια της κατοχής στην Πάτρα 22 | ΤΟ ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΟ
κέντρο της Πάτρας. Εκεί έμαθα από Βρετανούς στρατιωτικούς, οι οποίοι ετοιμάζονταν να φύγουν από την πόλη, πως πλησιάζουν οι Γερμανοί στην Πάτρα. Έπειτα από λίγες ημέρες, συνεχίζει ο Μιχάλης Μιχαλόπουλος, οι Γερμανοί μπήκαν στην Πάτρα. «Θυμάμαι πως βρισκόμουν στην οδό Κορίνθου, στο ύψος του Αρσακείου και έβλεπα τους Γερμανούς με τις μηχανές που είχαν δίπλα το καλάθι. Ένα ιερέας που βρισκόταν μέσα στο κτίριο του Αρσακείου, προσπαθούσε να εμψυχώσει όσους πατρινούς ήσαν εκεί. Μετά κυριάρχησε η σιωπή, γιατί ο κόσμος φοβόταν. Στη συνέχεια όσοι είχαν συγγενείς ή φίλους που κατοικούσαν σε χωριά έφυγαν, γιατί δεν ήξεραν τι θα ακολουθήσει». Σε αυτό το σημείο, ο Μιχάλης Μιχαλόπουλος αρχίζει να εξιστορεί το πώς ξεκίνησε την αντιστασιακή του δράση. «Εγώ και άλλα παιδιά θέλαμε να αγωνιστούμε για την πατρίδα μας, το έλεγε μέσα μας και έτσι εντάχθηκα στην ομάδα που ονομαζόταν «Διασυμμαχική Αποστολή». Σκοπός αυτού του δικτύου αντίστασης, όπως λέει ο Μιχάλης Μιχαλόπουλος, ήταν «η κυκλοφορία προκηρύξεων για να ενθαρρύνουμε το φρόνημα των κατοίκων της Πάτρας, αλλά και η συγκέντρωση πληροφοριών, για την οργάνωση σαμποτάζ». Μεταξύ άλλων τα μέλη του δικτύου παρακολουθούσαν τους δρόμους από την Πάτρα προς την Αθήνα και τον Πύργο, όπως και τις εγκαταστάσεις των Γερμανών και των Ιταλών, για να πληροφορούνται τις κινήσεις τους. Πρώτη επαφή, όπως λέει, έγινε με τον δικηγόρο Κώστα Πρεβεδούρο, τον οποίο αργότερα εκτέλεσαν οι Γερμανοί, για να πάρει τις πρώτες προκηρύξεις. «Όταν συγκεντρώναμε πληροφορίες», συνεχίζει ο Μιχάλης Μιχαλόπουλος, «πηγαίναμε σε συγκεκριμένα καταστήματα στην Πάτρα, όπου οι ιδιοκτήτες τους ανελάμβαναν να τις στείλουν, με τη βοήθεια ενός αγωγιάτη, σε κλιμάκιο Άγγλων, που ήσαν εγκατεστημένοι στην κοινότητα Σούλι της Πάτρας. Από εκεί οι πληροφορίες έφθαναν στο Κάιρο, προκειμένου να καταστρωθούν τα σχέδια για σαμποτάζ. Όσον αφορά στο επιχειρησιακό σκέλος της «Διασυμμαχικής Αποστολής», ο Μιχάλης Μιχαλόπουλος λέει πως το είχαν αναλάβει Έλληνες, Άγγλοι Γάλλοι και Πολωνοί αξιωματικοί, οι οποίοι έπεφταν με αλεξίπτωτα στην Αχαΐα, αλλά και την Κορινθία, προερχόμενοι από το Κάιρο. Ανάμεσα στους Έλληνες αξιωματικούς που ήλθαν στην Πάτρα και ανέλαβαν αντιστασιακή δράση ήσαν οι υπολοχαγοί Μανώλης Καμπάκης και Βαγγέλης Βανδουλάκης. Πολλοί από αυτούς τους αξιωματικούς κρύβονταν σε σπίτια πατρινών, οι οποίοι κινδύνευαν με εκτέλεση αν τους εντόπιζαν οι κατακτητές. Αφού λοιπόν οι στρατιωτικοί, λέει ο Μιχάλης Μιχαλόπουλος, «έπαιρναν τις απαραίτητες πληροφορίες από τους πατρινούς, οργάνωναν στη συνέχεια το δίκτυο κατασκοπείας και προχωρούσαν σε σαμποτάζ σε συνεργασία με πατριώτες». Μία από τις επιχειρήσεις που οργανώθηκαν από τους πατρινούς, ήταν η ανατίναξη νοσοκομειακού πλοίου, το οποίο θα απέπλεε από το λιμάνι με Γερμανούς στρατιώτες και όχι τραυματίες. Όμως κινδύνευσαν να γίνουν αντιληπτοί και έτσι ματαίωσαν την ανατίναξη. «Όταν ένας από την ομάδα επιχείρησε να αφοπλίσει τη βόμβα που θα έμπαινε στο πλοίο εξερράγη και τον τραυμάτισε θανάσιμα. Τότε ξεκίνησε μια μεγάλη προσπάθεια για να κρύψουμε και τις άλλες πέντε βόμβες που είχαμε, ώστε μα μην μας εντοπίσουν οι Γερμανοί». Όσο για το προαναφερόμενο πλοίο, οργανώθηκε νέα επιχείρηση που είχε αποτέλεσμα, αφού προκλήθηκε φθορά. Σε αυτό το σημείο ο Μιχάλης Μιχαλόπουλος κάνει ιδιαίτερη αναφορά στο μέλος του δικτύου, τον
Μιχάλη Κατραβά, που τραυματίστηκε θανάσιμα από την βόμβα. «Ο Μιχάλης πριν ξεσπάσει ο πόλεμος εργαζόταν στον ΣΠΑΠ. Όμως, όταν ξεκίνησε η κατοχή, αρνήθηκε να συνεχίσει την εργασία του, διότι δεν ήθελε με κανένα τρόπο να προσφέρει την οποιαδήποτε υπηρεσία στους κατακτητές». Όσο για τις συνθήκες διαβίωσης μέσα στην Πάτρα, ο Μιχάλης Μιχαλόπουλος θυμάται: «Τι να σας πω. Πείνα και δυστυχία. Είχαμε ταράξει τα λάχανα, ότι βρίσκαμε το μαγειρεύαμε και εννοείται χωρίς λάδι, που να το βρεις το λάδι». Όσο για τους μαυραγορίτες θυμάται χαρακτηριστικά μια φράση τους: «Βάστα Ρόμμελ να ξεπουλήσουμε».
ΓΙΑΝΝΗΣ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ
Ο Γιάννης Θεοδωρόπουλος όταν ξέσπασε ο πόλεμος ήταν 11 χρόνων και η ημέρα που βομβαρδίστηκε η Πάτρα, στις 28 Οκτωβρίου του 1940, θα μείνει για πάντα χαραγμένη στην μνήμη του. «Από τις βόμβες που έριξαν τα ιταλικά αεροπλάνα σκοτώθηκε στην περιοχή της Τριών Ναυάρχων, όπου εργαζόταν, ο αδελφός μου ο Ντίνος, που τότε ήταν 16 χρόνων. Μαζί του δούλευε και ο άλλος μου ο αδελφός, ο 18χρονος Διονύσης, ο οποίος τραυματίστηκε». Περιγράφοντας στη συνέχεια όσα έζησε κατά τη διάρκεια της κατοχής, στέκεται σε ένα γεγονός, που όπως τονίζει, «δεν ξέχασα και δεν πρόκειται ποτέ να ξεχάσω»: «περνώντας μια ημέρα από την πλατεία των Ψηλών Αλωνίων είδα κρεμασμένα στα δέντρα περισσότερα από 15 παιδιά, που ήταν, δεν ήταν, 16 με 17 χρόνων. Τα είχαν κρεμάσει οι Γερμανοί σε αντίποινα γιατί βοηθούσαν τους αντάρτες». Συνεχίζοντας να περιγράφει τις ημέρες της Κατοχής θυμάται: «Μέναμε στη συνοικία της Αγίας Τριάδας. Το δημοτικό κατάφερα να το τελειώσω στο γυναικωνίτη της εκκλησίας, αφού το σχολείο το είχαν μετατρέψει οι Γερμανοί σε φυλακές. Όσο για τις συνθήκες της ζωής, φτώχεια, πείνα και δυστυχία. Πηγαίναμε στα συσσίτια της εκκλησίας και τρώγαμε λίγο φαγητό μέσα σε ένα κυπελλάκι, που συνήθως ήταν όσπρια, και λίγη κουραμάνα. Στο σπίτι είχαμε μόνο λάχανα, που τα βράζαμε μόνο με νερό, ενώ αν βρίσκαμε λίγο λάδι, τότε πανηγυρίζαμε. Επίσης, πηγαίναμε μαζί με τα άλλα αδέλφια μου στα Ζαρουχλέικα, στα Συχαινά, στον Ομπλό και σε άλλες περιοχές κοντά στην Πάτρα, για να βρούμε λίγα ξύλα, ώστε να ζεσταθούμε. Παράλληλα, προσπαθούσαμε να κλέβουμε φρούτα και χόρτα, για να ξεγελάσουμε την πείνα μας». Όσο για τους μαυραγορίτες, ο Γιάννης Θεοδωρόπουλος, θυμάται το εξής περιστατικό: «Ένας εξάδελφος μου αναγκάστηκε να δώσει το σπίτι του και το μαγαζί του, για να πάρει ένα σακί με αλεύρι». Επίσης, θυμάται ότι πατρινοί έδιναν ότι είχαν μέσα στα σπίτια τους, από τιμαλφή μέχρι ρούχα και έπιπλα, για να εξασφαλίσουν λίγα τρόφιμα. Ακόμη περιγράφει και τις ημέρες αγωνίας που έζησαν, όταν οι Γερμανοί συνέλαβαν τον αδελφό του τον Διονύση, που είχε τραυματιστεί την πρώτη ημέρα του πολέμου. «Τον συνέλαβαν μαζί με άλλα παιδιά από τη γειτονιά και τους οδήγησαν στα σχολεία στην περιοχή «Μαρούδα», που λειτουργούσαν ως φυλακές. Τα άλλα παιδιά τα πήγαν στο κτήμα Λυμπερόπουλου και τα εκτέλεσαν. Μέχρι να τον δούμε τον Διονύση να επιστρέφει στο σπίτι, πιστεύαμε ότι οι Γερμανοί τον είχαν σκοτώσει».
ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΠΛΟΥΤΙΣΑΝ ΑΠΟ ΤΗ ΔΥΣΤΥΧΙΑ Γερμανική Κατοχή στην Ελλάδα: Πτώματα και ερείπια, εκτελέσεις, δυστυχία και εξαθλίωση, πείνα και μαύρη αγορά. Η Κατοχή έφερε τους Αθηναίους και τους κατοίκους των μεγάλων πόλεων αντιμέτωπους με την έλλειψη τροφίμων και την πείνα. Τότε έκανε την εμφάνισή της η μαύρη αγορά, δηλαδή η χωρίς έλεγχο από το κράτος διακίνηση αγαθών, η οποία στηριζόταν στον νόμο της προσφοράς και της ζήτησης και γινόταν όχι με το επίσημο νόμισμα, αλλά με ανταλλαγές ειδών. Χρυσαφικά, κοσμήματα, πολύτιμα και ακριβά αντικείμενα ανταλλάσσονταν με λίγο λάδι, όσπρια και αλεύρι. Όταν δεν έμεινε πια τίποτα (κινητό) για να πουληθεί, οι άνθρωποι άρχισαν να πουλούν τις ακίνητες περιουσίες τους (σπίτια, μαγαζιά, επιχειρήσεις, οικόπεδα) για λίγο ψωμί και μερικά δράμια όσπρια. Η μαύρη αγορά ξεκίνησε σαν μια προσπάθεια του κόσμου να εξασφαλίσει τα στοιχειώδη εξελίχθηκε όμως σε ένα πλήρως ελεγχόμενο από μεγαλέμπορους (που συνεργάζονταν με τις κατοχικές αρχές και με δωσίλογους) δίκτυο διακίνησης προϊόντων. Είναι περιττό να σημειωθεί ότι οι μεγαλέμποροι αυτοί, το κύκλωμα αυτό, θησαύρισαν. Η φτώχεια και η πείνα πολλών ανθρώπων δημιούργησαν πλούτο για λίγους. Αλέξης Ηλιάδης ΤΟ ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΟ | 23
Του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΈΣ ΔΙΑΜΆΧΕΣ ΜΈΣΑ ΣΤΗΝ ΚΑΤΟΧΉ 24 | ΤΟ ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΟ
O
Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, η περίοδος της Κατοχής δεν ήταν για τους ανθρώπους της λογοτεχνίας μια περίοδος απόσυρσης και σιωπής, αλλά το ακριβώς αντίθετο: μια εποχή γεμάτη ένταση και ζωντάνια, με πολλές συγκρούσεις (ιδεολογικές και αισθητικές), καθώς και με πλήθος πρωτοποριακές αναζητήσεις, που από τη μια πλευρά συνέχιζαν τους προβληματισμούς οι οποίοι είχαν προλάβει να αναπτυχθούν κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου ενώ από την άλλη προετοίμαζαν τον κόσμο ο οποίος θα πρωταγωνιστούσε στη μεταπολεμική σκηνή. Το παράδειγμα που επιβεβαιώνει περίτρανα το άγρυπνο λογοτεχνικό πνεύμα της Κατοχής είναι η πληθώρα των λογοτεχνικών περιοδικών τα οποία εκδόθηκαν μεταξύ 1941 και 1944 με τον αριθμό τους να πλησιάζει (αν όχι και να ξεπερνά) τα σαράντα. Λογοτεχνικά περιοδικά όπως τα «Μακεδονικά Φύλλα», τα «Πειραϊκά Γράμματα», τα «Μακεδονικά Γράμματα», η «Νεοελληνική Μούσα», το «Ξεκίνημα», η «Φοιτητική Τέχνη» και οι παράνομοι (ήταν επιρροή του ΚΚΕ) «Πρωτοπόροι» αποτέλεσαν το πεδίο μιας πρωτοφανούς ανθοφορίας. Εκεί δημοσιεύτηκαν ποιήματα και διηγήματα των οποίων οι αντιστασιακές αιχμές έμπαιναν κάτω από τη μύτη του κατακτητή (τα λογοτεχνικά περιοδικά αποτέλεσαν τη βάση για τη γέννηση της αντιστασιακής λογοτεχνίας), εκεί ξιφούλκησαν οι μαρξιστές στους καβγάδες τους με την ιδεαλιστική παράταξη, εκεί εκφράστηκαν οι απόψεις των εκπροσώπων της Γενιάς του 1930 για την ανανέωση της ποίησης και του μυθιστορήματος, εκεί, τέλος, φιλοξενήθηκαν οι διαμάχες για τον ρόλο της τέχνης: είναι η τέχνη κλεισμένη στον γυάλινο πύργο της ή έχει παιδαγωγικό και κοινωνικό χαρακτήρα; Το άλλο ζήτημα που συνεπήρε τους πνευματικούς ανθρώπους της Κατοχής ήταν η πολύκροτη «Δίκη των τόνων». Τον Νοέμβριο του 1941, ύστερα από τρεις διαδοχικές συνεδρίες, η Φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών εξαπέλυσε βαριές κατηγορίες εναντίον του καθηγητή της Ιωάννη Κακριδή για δύο βιβλία του: την «Ελληνική Κλασσική Παιδεία» και τα «Σχόλια στον ‘’Επιτάφιο’’ του Θουκυδίδη». Ο Κακριδής χρησιμοποιούσε τα βιβλία για τις πανεπιστημιακές του παραδόσεις και το κατηγορητήριο που του απευθύνθηκε ήταν τριπλό: υιοθετούσε τη δημοτική γλώσσα, απλοποιούσε την ορθογραφία και (το χειρότερο όλων) καταργούσε το πολυτονικό σύστημα. Στο διδακτικό έργο του Κακριδή, ο οποίος προσπαθούσε να εξοικειώσει τους φοιτητές του με μια γραμματεία που έμοιαζε στα μάτια τους νεκρή, οι αρχές του Πανεπιστημίου Αθηνών είδαν έναν θανάσιμο κίνδυνο για τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό: έναν κίνδυνο ο οποίος στρεφόταν κατά του έθνους και των αιώνιων αξιών του. Η υπόθεση κρίθηκε στη «Δίκη των Τόνων», στην οποία δικηγόροι του Κακριδή ήταν, μεταξύ άλλων, οι Θεμιστοκλής και Κωνσταντίνος Τσάτσος. Τον Ιούλιο του 1942 το δικαστήριο του επέβαλε ποινή προσωρινής (δίμηνης) απόλυσης ενώ το 1943 η ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας επικύρωσε την ποινή, αποδεικνύοντας ότι το μακρύ χέρι του γλωσσικού ζητήματος, που ταλάνιζε την Ελλάδα από τις αρχές του 20ου αιώνα, είχε φτάσει μέχρι και την Κατοχή, για να ταράξει άλλη μια φορά τα πνεύματα: από τη μια πλευρά η συντήρηση και ο αρχαϊσμός των καθαρευουσιάνων και από την άλλη το φιλελεύθερο φρόνημα του δημοτικισμού. Το 1945 ο Κακριδής επέστρεψε στη θέση του υφηγητή στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ), απ’ όπου και είχε μετακινηθεί στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Λίγο αργότερα εξασφάλισε υποτροφία από τη σουηδική κυβέρνηση και δίδαξε στο Πανεπιστήμιο της Λουντ. Η Κατοχή είχε, έτσι κι αλλιώς, τελειώσει. ΤΟ ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΟ | 25
Ε Του Γιώργου Μηλιώνη
Έπειτα από την πρώτη απάντηση στους φασίστες και τους ντόπιους θαυμαστές τους, οι Έλληνες ξεσηκώθηκαν και αγωνίστηκαν για την εθνική και κοινωνική απελευθέρωσή τους. Οι μεγάλες στιγμές ενός λαού που πάλεψε μέσα στις πιο αντίξοες συνθήκες. Μέσα σε συνθήκες καταχνιάς, πείνας και κατατρεγμού. Πολλοί έφυγαν μέσα σε κείνες τις συνθήκες και ανάμεσά τους κάποιοι πού ήταν στηρίγματα αυτού του λαού, καθώς με τα τραγούδια τους, με την μουσική τους, με την φωνή τους, εξέφραζαν τις πίκρες και τα βάσανα του. Σε αυτούς τους ανθρώπους, τους συνθέτες, μουσικούς και τραγουδιστές που έφυγαν μέσα στην Κατοχή θα αναφερθούμε σε αυτό το σημείωμα. Υπηρέτησαν όλοι τους το ρεμπέτικο τραγούδι, πλην του Αττίκ, ο οποίος “έφυγε” τον Αύγουστο του 1944 παίρνοντας υπερβολική ποσότητα “βερονάλ” βαθύτατα προσβεβλημένος, καθώς ένας ναζί τον είχε σπρώξει στον δρόμο. Η Κατοχή προσέβαλε ως τα βάθη της ψυχής του τον μεγάλο καλλιτέχνη. Μέσα στο 1941 έφυγε από την ζωή ο Ανέστος Δελιάς, ή Ανεστάκι, ή Αρτέμης: Ο Δελιάς γεννήθηκε στην Σμύρνη το 1912. Ήταν πολύ αγαπητός. Στην ζωή του μοιραίο ρόλο έπαιξε μια πόρνη, η οποία τον έριξε στην πρέζα. Ο Δελιάς πέθανε μόνος και το άψυχο σώμα του βρέθηκε σε ένα καροτσάκι στο Βαρβάκειο το 1941. Ένας άλλος καλλιτέχνης που έφυγε μέσα στην Κατοχή, ήταν ο Γιάννης Εϊτσιρείσης, ή Εϊζερίδης, ή Ιντζιρίδης, ή πιο γνωστός ως Γιοβάν Τσαούς. Από τους καλύτερους μουσικούς.Όταν έπαιζε, ο Μάρκος Βαμβακάρης ακουμπούσε το μπουζούκι του δίπλα και καθόταν να τον ακούσει. “Παίξε ρε Γιοβάνη” τούλεγε ο Μάρκος, “να χαρείς τα παιδιά σου”. Ο Γιοβάν Τσαούς πέθανε τον Οκτώβριο του 1942 από δηλητηρίαση. Έφαγε τηγανόψωμο που έφτιαξε με χαλασμένο αλεύρι που είχε πάρει από κάποιο βομβαρδισμένο πλοίο στο λιμάνι του Πειραιά. Λίγες ώρες αργότερα από την ίδια αιτία πέθανε και η γυναίκα του, η οποία έχει γράψει σχεδόν όλους τους στίχους των τραγουδιών του. Ο Γιώργος Κάβουρας αποτελεί αναμφισβήτητα μια από τις πιο συγκλονιστικές φωνές του ρεμπέτικου τραγουδιού. Έζησε μόνο 36 χρόνια για να μας χαρίσει 70 μόνο ανεπανάληπτες ερμηνείες. Ήταν γνώστης διαφόρων μουσικών οργάνων, αλλά τελικά με την παρέμβαση του Στελλάκη Περπινιάδη, που ήταν και φίλοι, αποφασίζει να ασχοληθεί με το τραγούδι.
ΤΟ ΜΙΝΌΡΕ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΉΣ 26 | ΤΟ ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΟ
Μετά το ‘40 η κατάσταση αλλάζει, ο Γιώργος Κάβουρας κυνηγιέται από τους Ιταλούς (είχε Ιταλική υπηκοότητα μέχρι το 1936) και περνά στιγμές αγωνίας κρυμμένος και φοβισμένος για την οικογένειά του και για το ίδιο. Το τέλος έρχεται σύμφωνα με τα λεγόμενα της αδελφής του στις 20 Φεβρουαρίου 1943. Δούλευε στο μαγαζί του Στελλάκη στο Χαϊδάρι και λιποθύμησε την ώρα που τραγουδούσε. Στο νοσοκομείο της Νίκαιας που τον πήγαν το οποίο είχαν αναλάβει οι ΓερμανοίΙταλοί, κανείς δεν έδωσε σημασία και έτσι μετά από έξι μέρες το “αηδόνι” του ρεμπέτικου ξεψύχησε από το εγκεφαλικό επεισόδιο που είχε πάθει. Στο νοσοκομείο τον μετέφερε ο Γιάννης Αγορόπουλος ή Χατζής που εκείνη την εποχή δούλευε μαζί του. Στα χέρια του Χατζή έγινε τραγουδιστής ο Κάβουρας, ενώ ο Χατζής του συμπαραστάθηκε ως την τελευταία του στιγμή. Σμυρνιός ήταν και ο Βαγγέλης Παπάζογλου. Ήταν εξαιρετικός μουσικός και ήταν καθιερωμένος στην Σμύρνη πριν το 1922. Πάνω σε αυτόν και τον Παναγιώτη Τούντα που και αυτός πέθανε μέσα στην Κατοχή στηρίχθηκε το λαϊκό μας τραγούδι πριν να μπει το μπουζούκι. Ο Παπάζογλου αρνήθηκε να δίνει τραγούδια του στην δισκογραφία γιατί δεν ήθελε να του τα ελέγχουν οι επιτροπές του Μεταξά. Μέχρι τον πόλεμο του ‘40 ζούσε κάνοντας περιοδείες στην επαρχία και συχνά έβγαινε στη γύρα βγάζοντας πιατάκι. Επίσης υπάρχει μαρτυρία από τον Γρηγόρη Ασίκη, ότι λίγο πριν πεθάνει ο Παπάζογλου πήγε στην οδό Αθηνάς 33, στο στέκι των μουσικών και μοίρασε σε συναδέλφους του παρτιτούρες πολλών ανέκδοτων τραγουδιών του. Τα ανέκδοτα αυτά τραγούδια είναι περίπου 100. Ο γιος του Βαγγέλη, Γιώργης μετά από 25 ετών προσπάθειες κατάφερε να μαζέψει περίπου70. Ο Γιώργης Παπάζογλου για την συμμετοχή του στους αγώνες κατά των κατακτητών “τιμήθηκε” δεόντως με φυλακές και εξορίες από το ελληνικό κράτος. Σμυρνιός ήταν ο Δημήτρης Μπαρούσης, ή Μπαρούς, ή Λορέντζος πού ήρθε στην Ελλάδα μετά το 1922. ‘Ηταν επί πολλά χρόνια σύμβουλος του Σωματείου λαϊκών μουσικών. Ο Δημήτρης Μπαρούσης χάρισε το καλό του βιολί στον Μιχάλη Γενίτσαρη. “Έφυγε” το 1944. Η μαύρη πείνα που θέριζε τα λαϊκά στρώματα και ιδιαίτερα τα παιδιά, ο αγώνας του λαού μας για επιβίωση, τα θαρραλέα παιδιά που έγιναν από την ανάγκη σαλταδόροι τραγουδήθηκαν από το ρεμπέτικο τραγούδι. Επίσης, οι ρεμπέτες επηρεάστηκαν και από τον οργανωμένο αγώνα του ΕΑΜ, της ΕΠΟΝ και του ΕΛΑΣ, τραγούδησαν τον αντάρτικο αγώνα, ιδιαίτερα ο Μπαγιαντέρας, μίλησαν μέσα από τα τραγούδια τους για τις λαϊκές γειτονιές της Κατοχής τα μπλόκα και τους αγωνιστές. Από τις φοβερές συνθήκες της περιόδου της Κατοχής έχασαν την ζωή τους και σπουδαίοι δημιουργοί του λαϊκού μας τραγουδιού, όμως, έφθασαν ως εμάς τα τραγούδια τους από τους πατέρες μας που πάντα κουβαλούσαν μέσα τους το παιδί που υπήρξαν στην Κατοχή, το κορίτσι που δεν πρόφτασαν να φιλήσουν, τον αγιάτρευτο καημό της λαχανίδας, τον φόβο της συσκότισης, τον φίλο που “έφυγε” πολεμώντας στο βουνό, και τις αγωνίες και τους αγώνες της συνοικίας. ΤΟ ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΟ | 27
Του Αντώνη Βαζογιάννη
ΟΙ ΜΠΑΛΑΔΌΡΟΙ ΣΤΗΝ ΑΝΤΕΠΊΘΕΣΗ... 28 | ΤΟ ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΟ
Π
Παραμονή της 28ης Οκτωβρίου 1940, λίγες ώρες πριν το τελεσίγραφο του Ιταλού πρεσβευτή Μανουέλε Γκράτσι στις 3 τα ξημερώματα, στην Ελλάδα παιζόταν ποδόσφαιρο. Το περίφημο πρωτάθλημα των πόλεων (Ενώσεων Αθήνας, Πειραιά και Μακεδονίας), διεκόπη βέβαια αυτόματα, όπως και κάθε αθλητική δραστηριότητα. Οι περισσότερες ομάδες διέκοψαν τους επίσημους αγώνες και περιορίστηκαν σε φιλικά ματς. Τα πιο πολλά γήπεδα μετατράπηκαν σε νοσοκομεία και αποθήκες. Που σκέψη και χρόνος για μπάλα. Ο πόλεμος διέλυε κάθε πλουτοπαραγωγικό πόρο, συρρίκνωνε τον πληθυσμό, αφάνιζε ολόκληρα χωριά, ενώ η οσμή θανάτου από τον λιμό της Αθήνας, απλωνόταν σε ολόκληρη την επικράτεια. Κι όμως στη ρημαγμένη χώρα, οι Έλληνες αντιστάθηκαν όσο κανένας λαός στην Ευρώπη. Στις πόλεις, στα βουνά, αλλά και στα γήπεδα. Δύο χρόνια μετά την έναρξη του πολέμου, οι Έλληνες αθλητές οργανώνονται στην Ένωση Ελλήνων Αθλητών, με σκοπό να βοηθήσουν φυλακισμένους και φυματικούς αθλητές, που στοιβάζονταν στα δωμάτια του νοσοκομείου «Σωτηρία». Στην ιστορία έχει μείνει ένα παιχνίδι, που δεν έγινε ποτέ. Ένας αγώνας που μετατράπηκε σε διαδήλωση. Μια από τις πρώτες, αν όχι η πρώτη, αντικατοχικές διαδηλώσεις στην Ελλάδα. Άνοιξη του 1942: ο Παναθηναϊκός προγραμματίζει φιλικό με την ΑΕΚ , στην επιταγμένη από τους Γερμανούς, Λεωφόρο Αλεξάνδρας, με σκοπό τα έσοδα να πάνε στο νοσοκομείο της Σωτηρίας. Τα 15.000 εισιτήρια εξαντλήθηκαν αμέσως. Λίγο πριν τη σέντρα έγινε γνωστό ότι τα έσοδα δεν θα δοθούν για το νοσοκομείο της Σωτηρίας. Εξέλιξη που βρήκε αντίθετους τον αρχηγό του Παναθηναϊκού, Κρητικό, και της ΑΕΚ, Κλεάνθη Μαρόπουλο, αλλά και όλους τους παίκτες, που αποφάσισαν να μην αγωνιστούν. Οι δύο ομάδες βγήκαν στον αγωνιστικό χώρο, χαιρέτησαν τους φιλάθλους, ανέβηκαν στις εξέδρες και εξήγησαν τι είχε συμβεί. Οι φίλαθλοι αγανάκτησαν. Όρμησαν στον αγωνιστικό χώρο. Ξήλωσαν τις ξύλινες εξέδρες, ξερίζωσαν τα δοκάρια, φώναζαν συνθήματα υπέρ των ποδοσφαιριστών. Τα επεισόδια γενικεύτηκαν. Γρήγορα σχηματίστηκε αντιφασιστική διαδήλωση, που έφτασε μέχρι την Ομόνοια και διαλύθηκε μόνο με την εμφάνιση των γερμανικών δυνάμεων Κατοχής. «Αν παίζαμε, θα ήταν σαν να συμφωνούσαμε με τους κατακτητές», θα πει μετά ο Κλεάνθης Μαρόπουλος. Ιστορία χαρακτηριστική, αλλά σίγουρα, όχι η μόνη. Ο Πανιώνιος, για παράδειγμα, έδωσε όλα τα έσοδα από φιλικό παιχνίδι, για την επισκευή του αντιτορπιλικού «Έλλη». Αθλητές, έφτιαχναν, τις δικές τους ομάδες αντίστασης, όπως εκείνη του αθλητή του Ηρακλή Θεσσαλονίκης, Γιώργου Ιβάνωφ, του οποίου το όνομα έδωσαν στο γήπεδο μπάσκετ των «κυανόλευκων». Σε αυτή συμμετείχε και ο Μιχάλης Παπάζογλου του Παναθηναϊκού. Έδιναν πληροφορίες στους Άγγλους και οργάνωναν σαμποτάζ, ενώ κατάφεραν με συνεργάτες στο ναύσταθμο να καταστρέψουν 30 αεροπλάνα των Γερμανών και να βυθίσουν με νάρκες τρία ελαφρά πολεμικά πλοία. Ο τερματοφύλακας του Ολυμπιακού Αχιλλέας Γραμματικόπουλος, πολεμούσε δίπλα στον επιθετικό του Παναθηναϊκού, Μίμη Πιερράκο, που θάφτηκε μαζί με χιλιάδες άλλους Έλληνες στρατιώτες στην Αλβανία. Ο Σπύρος Κοντούλης της ΑΕΚ, σκοτώθηκε στην προσπάθειά του να δραπετεύσει ενώ τον πήγαιναν στον τοίχο της Καισαριανής, τον Ιούνιο του ‘44. Ο Νίκος Σωτηριάδης σκοτώθηκε στην Κλεισούρα τον Γενάρη του 1941, όπως και ο Γιώργος Βατίκης. Παίχτες του ΠΑΟΚ και οι δυο τους. Κυριάκος Μαυραντζούλης, Νίκος Μαλαβέτας και Φάνης Σωτηρίου, από τον Ολυμπαικό Βόλου βρήκαν το θάνατο στη διάρκεια της Κατοχής. Ιστορίες γραμμένες στην «Αθλητική Ηχώ» της εποχής. Λίγες από τις πολλές που υπήρξαν. Όσοι ζουν ακόμη, γνωρίζουν. Αυτοί που τις έμαθαν μέσα από διηγήσεις, οφείλουν να τις θυμούνται. Εκείνοι που τις αγνοούν, έχουν χρέος να τις μάθουν. ΤΟ ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΟ | 29
ΞΕΧΑΣΑ
ΝΑ ΡΩΤΗΣΩ
1 2 3
Κάνδανος, Βιάννος, Δίστομο, Καλάβρυτα, Τσαρίτσανη και δεκάδες άλλες πόλεις και χωριά έχουν χαρακτηριστεί με Προεδρικό Διάταγμα ως τόποι μαρτυρίου. Πόσα είναι ακόμη τα χωριά που δεν έχουν ακόμη χαρακτηριστεί ως τόποι μαρτυρίου;
Ακόμη και αυτοί που δεν το πολυκαταλαβαίνουν γνωρίζουν το “Βάστα Ρόμεεεελ”. Το έλεγαν μόνο οι μαυραγορίτες ή και κάποιοι που οι ίδιοι ή και οι οικογένειές τους βρέθηκαν και πάλι “στα πράγματα” μερικά χρόνια μετά;
Κατοχή και πείνα, φυλακή, εκτελέσεις, θάνατος, δυστυχία, κατάρρευση υποδομών, καταλήστευση δημόσιου και ιδιωτικού πλούτου, αλλά και εκτεταμένη αρχαιοκαπηλία. Αλήθεια, που βρίσκεται η υπόθεση με τις κλεμμένες αρχαιότητες από τους ναζί; Εκδότης: Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων Α.Ε., Πρόεδρος & Γενικός Διευθυντής: Μιχάλης Ψύλος, Υπεύθυνος Έκδοσης: Χάρης Αναγνωστάκης, Συντονιστής: Αλέξης Ηλιάδης, Σχεδιασμός: greekinfographics, Διαφήμιση: ads@ana-mpa.gr, τηλ. 210-6405604, Ιδιοκτησία ΑΠΕ-ΜΠΕ ΑΕ, Διεύθυνση: Τσόχα 36, Αθήνα ΤΚ 11521, Τηλ. 210-6400560, e-mail: mag@ana-mpa.gr f Το Πρακτορείο magazine, Παραγωγήεκτύπωση: ATHENS PRINT, Διανομή: VES company, Φωτογραφίες: ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΟ, EPA, shutterstock
Τα κείμενα που φιλοξενούνται στο περιοδικό δεν απηχούν απαραίτητα τις απόψεις του ΑΠΕ-ΜΠΕ.
www.ana.gr ΣΗΜΕΙΑ ΔΙΑΝΟΜΗΣ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ Στους σταθμούς του μετρό και του ΗΣΑΠ Σύνταγμα, Ομόνοια, Μοναστηράκι, Πειραιά και Μαρούσι. Σε επιλεγμένα καταστήματα στο κέντρο της Αθήνας (Κολωνάκι, Σύνταγμα, Εξάρχεια, Παγκράτι, Γκάζι, Αμπελόκηπους, Μοναστηράκι, Νέο Κόσμο, Πλάκα), της Αγίας Παρασκευής, των Βριλησσίων, του Βύρωνα, της Γλυφάδας, της Ηλιούπολης, του Ίλιου, της Κηφισιάς, του Αμαρουσίου, της Νέας Σμύρνης, της Νέας Φιλαδέλφειας, του Παγκρατίου, του Παπάγου, του Πειραιά, της Πετρούπολης, της Πεύκης, του Ταύρου, της Φιλοθέης, του Χαλανδρίου και της Γλυφάδας. Επίσης, στα βιβλιοπωλεία Ιανός, Ελευθερουδάκης, PUBLIC (Συντάγματος), Ευριπίδης (Χαλάνδρι), Λιβάνης, Εκδόσεις Αιώρα κλπ. Ακόμη στο Γαλλικό Ινστιτούτο, στη Στοά του Βιβλίου, στο Ίδρυμα Θεοχαράκη, στο Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού, στον Ελληνικό Κόσμο, στο Νομισματικό Μουσείο κ.ά. Στη Θεσσαλονίκη, στα βιβλιοπωλεία Μαλλιάρης Παιδεία, Πρωτοπορία, Mind the book, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης, ΧΑΝΘ, Books n’ Toys, Πράσινο Σύννεφο και σε επιλεγμένα καταστήματα.
30 | ΤΟ ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΟ
ΤΟ ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΟ | 31
32 | ΤΟ ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΟ