ΙΔΡΥΤΗΣ † Ἀρχιμ. Χαράλαμπος Δ. Βασιλόπουλος
Τὴν 26ην Μαΐου ἡ ἐκπομπὴ «Ἀρχονταρίκι» μὲ ὑπεύθυνον παρουσιαστὴν τὸν Σεβ. Μητροπολίτην Δημητριάδος κ. Ἰγνάτιον ἠσχολήθη «μὲ τὴν χαρὰ τοῦ Ἔρωτα». Ἡ ἐκπομπὴ ἀποτελεῖ πραγματικὴν ἐκτροπὴν ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξον Πατερικὴν διδασκαλίαν τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὁ Ἀρχιμανδρίτης π. Σαράντης Σαράντος ἐφημέριος τοῦ Ἱ. Ν. Κοιμήσεως Θεοτόκου Ἀμαρουσίου «ἐτόλμησεν» ὡς πνευματικὸς πατὴρ – ἐξομολόγος νὰ ἀπαντήση μὲ καυτὰ ἐρωτήματα καὶ σχόλια εἰς τὴν ἀπαράδεκτον καὶ προκλητικὴν ἐκπομπὴν τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου. Παραθέτομεν ὁλόκληρον τὴν
ΕΤΗΣΙΑΙ ΣΥΝΔΡΟΜΑΙ: ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ: ΕΥΡΩ 50,00. ΚΥΠΡΟΥ: ΕΥΡΩ 90,00. ΕΥΡΩΠΗΣ: ΕΥΡΩ 90,00. ΑΜΕΡΙΚΗΣ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΧΩΡΩΝ: ΕΥΡΩ 100,00. ΤΙΜΗ ΦΥΛΛΟΥ ΤΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΟΣ: ΕΥΡΩ 1,20
14 ΙΟΥΝΙΟΥ 2013 Ἐλισσαίου προφήτου, Μεθοδίου ΚΠόλεως ὁμολογητοῦ, Νήφωνος Ὁσίου Ἀθωνίτου
ΕΤΟΣ ΝΓ´ ΑΡΙΘΜΟΣ ΦΥΛΛΟΥ 1979
ΚΑΥΤΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΣΕΒ. ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΝ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ κ. ΙΓΝΑΤΙΟΝ ΔΙΑ ΤΗΝ ΕΚΠΟΜΠΗΝ ΤΟΥ ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η ΧΑΡΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ» ἀπάντησίν του, μὲ τὴν ὁποίαν κατὰ τὴν ἄποψίν μας τεκμηριώνεται τὸ πόσον ξένος εἶναι ὁ Σεβ. Μητροπολίτης μὲ τοὺς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἡ ἀπάντησις, ἡ ὁποία ἐδόθη ἐνῶ διηνύομεν ἀκόμη τὴν ἐκκλησιαστικὴν περίοδον τοῦ «Χρι-
Ὑπὸ τοῦ πανοσ. ἀρχιμανδρίτου π. Σαράντη Σαράντου
μιλητοῦ Σας πανοσιολογιωτάτου Ἱερομονάχου, τοῦ ὁποίου τό ὄνομα “σεμνύνομαι” νά καταγράψω. Τό θέμα τῆς ἐκπομπῆς ἦταν “ἡ χαρά τοῦ ἔρωτα”. Παράλληλα, γιά νά γίνεται ζωντανότερος ὁ διάλογος καί γιά νά ἐμπεδωθεῖ ἀκόμα καί στό
ΣΑΡΩΤΙΚΑΣ ΑΛΛΑΓΑΣ ΔΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΖΩΟΓΩΝΗΣΙΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ Ο ΣΕΒ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ στὸς Ἀνέστη», ἔχει ὡς ἀκολούθως:
«Σεβασμιώτατε Ἅγιε Δημητριάδος κ. Ἰγνάτιε, Χριστός Ἀνέστη!
Στό Ἀρχονταρίκι τῆς περασμένης Κυριακῆς 26ης Μαΐου τοῦ 2013 εἴδαμε, παρακολουθήσαμε καί ἀπορήσαμε γιά ὅσα διημείφθησαν μεταξύ τῆς Ὑμετέρας Σεβασμιότητος καί τοῦ συνο-
Ἐκλογὴ Ἀρχιεπισκόπου καὶ Σεβ. Μητροπολίτων μὲ τὴν συμμετοχὴν κληρικῶν, μοναχικῶν ταγμάτων καὶ λαϊκῶν
ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ
Τοῦ Ἁγίου Ἰουστίνου Πόποβιτς
(2ον.—Τελευταῖον)
2. Ἡ διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, διατυπωθεῖσα ὑπὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ὑπὸ τῶν Ἁγίων Πατέρων, ὑπὸ τῶν Ἁγίων Συνόδων, περὶ τῶν αἱρετικῶν εἶναι ἡ ἑξῆς: αἱ αἱρέσεις δὲν εἶναι Ἐκκλησία, οὔτε δύνανται νὰ εἶναι Ἐκκλησία. Διὰ τοῦτο δὲν δύνανται αὗται νὰ ἔχουν τὰ Ἅγια Μυστήρια, ἰδιαιτέρως δὲ τὸ Μυστήριον τῆς Εὐχαριστίας, τὸ Μυστήριον τοῦτο τῶν μυστηρίων. Διότι ἀκριβῶς ἡ θεία Εὐχαριστία εἶναι τὸ πᾶν καὶ τὰ πάντα ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ: καὶ Αὐτὸς ὁ Θεάνθρωπος Κύριος Ἰησοῦς καὶ ἡ ἰδία ἡ Ἐκκλησία καὶ γενικῶς πᾶν τὸ τοῦ Θεανθρώπου. Intercommunio, δηλαδὴ ἡ διακοινωνία μὲ τοὺς αἱρετικοὺς ἐν τοῖς Ἁγίοις Μυστηρίοις, ἰδιαιτέρως ἐν τῇ θείᾳ Εὐχαριστίᾳ, εἶναι ἡ πλέον ἀναίσχυντος προδοσία τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἡ προδοσία τοῦ Ἰούδα. Πρόκειται μάλιστα περὶ προδοσίας ὁλοκλήρου τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεανθρώπου, τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀποστολικῆς, τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἁγιοπατερικῆς, τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἁγιοπαραδοσιακῆς, τῆς Ἐκκλησίας τῆς Μιᾶς καὶ μοναδικῆς. Ἐνταῦθα θὰ πρέπει νὰ σταματήσῃ τὶς τὸν χριστοποιημένον νοῦν του καὶ τὴν συνείδησιν ἐνώπιον μερικῶν ἁγίων γεγονότων, ἁγίων μηνυμάτων καὶ ἁγίων ἐντολῶν. Πρῶτον, πρέπει νὰ διερωτηθῶμεν ἐπὶ ποίας Ἐκκλησιολογίας καὶ ἐπὶ ποίας Θεολογίας περὶ τῆς Ἐκκλησίας θεμελιοῦται ἡ λεγομένη «intercommunio»; Διότι ὁλόκληρος ἡ Ὀρθόδοξος θεολογία τῆς Ἐκκλησίας περὶ τῆς Ἐκκλησίας βασίζεται καὶ θεμελιοῦται ὄχι εἰς τὴν «inter–communio» (δια–κοινωνίαν), ἀλλ᾽ ἐπὶ τῆς θεανθρωπίνης πραγματικότητος τῆς communio, δηλαδὴ ἐπὶ τῆς θεανθρωπίνης Κοινωνίας (πρβλ. Α´ Κορ. 1,9· 10, 16–17. Β´ Κορ. 13, 13. Ἑβρ. 2, 14· 3, 14. Α´ Ἰω. 13), ἐνῷ ἡ ἔννοια inter– communio, δια–κοινωνία, εἶναι καθ᾽ ἑαυτὴν ἀντιφατικὴ καὶ ὁλοτελῶς ἀδιανόητος διὰ τὴν ὀρθόδοξον καθολικὴν συνείδησιν. Τὸ δεύτερον γεγονός, μάλιστα δὲ ἱερὸν γεγονὸς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, εἶναι τὸ ἑξῆς: Εἰς τὴν ὀρθόδοξον διδασκαλίαν περὶ τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν Ἁγίων Μυστηρίων, τὸ μόνον καὶ τὸ μοναδικὸν μυστήριον εἶναι αὐτὴ αὕτη ἡ Ἐκκλησία, τὸ Σῶμα τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, οὕτως ὥστε αὐτὴ νὰ εἶναι καὶ ἡ μόνη πηγὴ καὶ τὸ περιεχόμενον ὅλων τῶν θείων Μυστηρίων. Ἔξω ἀπὸ τὸ Θεανθρώπινον τοῦτο καὶ παμπεριεκτικὸν Μυστήριον τῆς Ἐκκλησίας, τὸ Παν–μυστήριον, δὲν ὑπάρχουν οὔτε δύνανται νὰ ὑπάρχουν «μυστήρια»– ἑπομένως, καὶ οὐδεμία «δια–κοινωνία» (inter–communio) εἰς τὰ Μυστήρια. Ὡς ἐκ τούτου μόνον μέσα εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, εἰς τὸ μοναδικὸν τοῦτο Παμμυστήριον τοῦ Χριστοῦ, δύναται νὰ γίνῃ λόγος περὶ τῶν Μυστηρίων. Διότι ἡ Ἐκκλησία ἡ Ὀρθόδοξος, ὡς τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἡ πηγὴ καὶ τὸ κριτήριον τῶν Μυστηρίων καὶ ὄχι τὸ ἀντίθετον. Τὰ Μυστήρια δὲν δύνανται νὰ ἀναβιβάζωνται ὑπεράνω τῆς Ἐκκλησίας οὔτε νὰ θεωρῶνται ἔξω ἀπὸ τὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἕνεκα τούτου, συμφώνως πρὸς τὸ φρόνημα τῆς Καθολικῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας καὶ συμφώνως πρὸς ὁλόκληρον τὴν ὀρθόδοξον Παράδοσιν, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δὲν παραδέχεται τὴν ὕπαρξιν ἄλλων μυστηρίων ἔξω ἀπ᾽ αὐτήν, οὔτε θεωρεῖ αὐτὰ ὡς μυστήρια, ἕως ὅτου προσέλθῃ τις διὰ τῆς μετανοίας ἐκ τῆς αἱρετικῆς «ἐκκλησίας», δηλαδὴ ψευδοεκκλησίας, εἰς τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ. Μέχρις ὅτου δὲ μένει τις ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν, μὴ ἡνωμένος μετ᾽ αὐτῆς διὰ τῆς μετανοίας, μέχρι τότε εἶναι οὗτος διὰ τὴν Ἐκκλησίαν αἱρετικὸς καὶ ἀναποφεύκτως εὑρίσκεται ἐκτὸς τῆς σωτηριώδους Κοινωνίας = communio. Διότι «τὶς μετοχὴ δικαιοσύνῃ καὶ ἀνομίᾳ; τὶς δὲ κοινωνία φωτὶ πρὸς σκότος; (Β´ Κορ. 6, 14). Ὁ πρωτοκορυφαῖος Ἀπόστολος, μὲ τὴν ἐξουσίαν τὴν ὁποίαν ἔλαβεν ἀπὸ τὸν Θεάνθρωπον, δίδει ἐντολήν: «Αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν πα-ραιτοῦ» (Τίτ. 3, 10). Ἐκεῖνος λοιπόν, ὁ ὅποιος ὄχι μόνον δὲν παραιτεῖται ἀπὸ τὸν «αἱρετικὸν ἄνθρωπον», ἄλλα δίδει εἰς τοῦτον καὶ Αὐτὸν τὸν Κύριον ἐν τῇ θείᾳ Εὐχαριστίᾳ, οὗτος εὑρίσκεται εἰς τὴν ἀποστολικὴν καὶ θεανθρωπίνην ἁγίαν πίστιν; Ἐπὶ πλέον ὁ ἡγαπημένος Μαθητὴς τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, ὁ Ἀπόστολος τῆς ἀγάπης, δίδει ἐντολήν: ἄνθρωπον ὁ ὁποῖος δὲν πιστεύει εἰς τὴν σάρκωσιν τοῦ Χριστοῦ καὶ δὲν παραδέχεται τὴν εὐαγγελικὴν περὶ Αὐτοῦ ὡς Θεανθρώπου διδασκαλίαν «μὴ λαμβάνετε αὐτὸν εἰς οἰκίαν» (Β´ Ἰω. 1, 10). Ὁ Κανὼν ΜΕ´ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων βροντοφωνεῖ: «Ἐπίσκοπος ἢ πρεσβύτερος ἢ διάκονος, αἱρετικοῖς συνευξάμενος μόνον, ἀφοριζέσθω· εἰ δὲ ἐπέτρεψεν αὐτοῖς, ὡς κληρικοῖς ἐνεργῆσαί τι, καθαιρείσθω».1 Ἡ ἐντολὴ αὕτη εἶναι σαφής, ἀκόμη καὶ διὰ τὴν συνείδησιν τοῦ κώνωπος. Δὲν εἶναι ἔτσι; Ὁ Κανὼν ΞΔ´ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων διατάσσει: «Εἴ τις κληρικὸς ἢ λαϊκός, εἰσέλθῃ εἰς συναγωγὴν Ἰουδαίων ἢ αἱρετικῶν, προσεύξασθαι, καὶ καθαιρείσθω, καὶ ἀφοριζέσθω». Καὶ τοῦτο εἶναι σαφέστατον καὶ διὰ τὴν πλέον πρωτόγονον συνείδησιν. Ὁ Κανὼν ΜΣ´ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων: «Ἐπίσκοπον ἢ πρεσβύτερον αἱρετικῶν δεξαμένους βάπτισμα ἢ θυσίαν καθαιρεῖσθαι προστάττομεν. Τίς γὰρ συμφώνησις Χριστῷ πρὸς Βελίαρ; ἢ τίς μερὶς πιστῷ μετὰ ἀπίστου;». Εἶναι ὀφθαλμοφανὲς καὶ διὰ τοὺς ἀομμάτους ὅτι ἡ ἐντολὴ αὐτὴ ὁρίζει κατηγορηματικῶς ὅτι δὲν πρέπει νὰ ἀναγνωρίζωμεν εἰς τοὺς αἱρετικοὺς οὐδὲν ἅγιον Μυστήριον καὶ ὅτι πρέπει νὰ θεωρῶμεν αὐτὰ ὡς ἄκυρα καὶ ἄνευ θείας Χάριτος. Ὁ θεόπνευστος φορεὺς τῆς ἀποστολικῆς καὶ ἁγιοπατερικῆς καθολικῆς Παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, εὐαγγελίζεται ἐκ τῆς καρδίας ὅλων τῶν ἁγίων Πατέρων, ὅλων τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, ὅλων τῶν ἁγίων Συνόδων τῆς Ἐκκλησίας τὴν ἑξῆς θεανθρωπίνην ἀλήθειαν: «Οὐκ ἒστι τύπος ὁ ἄρτος καὶ ὁ οἶνος τοῦ Σώματος καὶ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ (μὴ γένοιτο), ἀλλ᾽ αὐτὸ τὸ Σῶμα τοῦ Κυρίου τεθεωμένον... Δι᾽ αὐτοῦ καθαιρόμενοι ἑνούμεθα τῷ Σώματι Κυρίου καὶ τῷ Πνεύματι Αὐτοῦ, καὶ γινόμεθα Σῶμα Χριστοῦ (= ἡ Ἐκκλησία)… Μετάληψις δὲ λέγεται· δι᾽ αὐτῆς γὰρ τῆς Ἰησοῦ θεότητος μεταλαμβάνομεν. Κοινωνία δὲ λέγεταί τε καὶ ἐστιν ἀληθῶς, διὰ τὸ κοινωνεῖν ἡμᾶς δι᾽ αὐτῆς τῷ Χριστῷ καὶ μετέχειν Αὐτοῦ τῆς σαρκός τε καὶ τῆς θεότητος· κοινωνεῖν δὲ καὶ ἑνοῦσθαι ἀλλήλοις δι᾽ αὐτῆς· ἐπεὶ γὰρ ἐξ ἑνὸς ἄρτου μεταλαμβάνομεν, οἱ πάντες ἕν Σῶμα Χριστοῦ καὶ ἕν Αἷμα, καὶ ἀλλήλων μέλη γινόμεθα, σύσσωμοι Χριστοῦ χρηματίζοντες. Πάσῃ δυνάμει τοίνυν φυλαξώμεθα μὴ λαμβάνειν μετάληψιν αἱρετικῶν μήτε διδόναι. «Μὴ δῶτε γὰρ τὰ ἅγια τοῖς κυσίν, ὁ Κύριός φησι, μηδὲ ρίπτετε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων» (Ματθ. 7, 6), ἵνα μὴ μέτοχοι τῆς κακοδοξίας καὶ τῆς αὐτῶν γενώμεθα κατακρίσεως. Εἰ γὰρ πάντως ἕνωσίς ἐστι πρὸς Χριστὸν καὶ πρὸς ἀλλήλους, πάντως καὶ πᾶσι τοῖς συμμεταλαμβάνουσιν ἡμῖν κατὰ προαίρεσιν ἑνούμεθα. Ἐκ προαιρέσε-
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΙΣ ΤΗΝ 7ην ΣΕΛ.
μακρυνότερο χωριό τῆς Ἑλλάδος μας, ἀλλά καί τῆς ἁπανταχοῦ οἰκουμένης τό θέμα, πού ἀμφότεροι προβάλατε, παρενεβάλλοντο συνεντεύξεις μέ κάποιους νέους καί νέες, πού ἐπιβεβαίωναν τό ἀλάνθαστο τοῦ περιεχομένου τῆς συνομιλίας σας. Ἐπί προσθέτως σκοῦρες ἤ φωτεινότερες ταμπέλες ὑποχρέωναν τόν τηλεθεατή σέ ἀνάγνωση, γιά νά μή χαθεῖ τό παραμικρό νόημα καί τό ἐλάχιστο μήνυμα, πού προέκυπτε ἑκάστοτε ἀπό τά λεγόμενά σας. Ἡ κύρια ταμπέλα, πού ἐπιδιωκόταν νά κολλήσει στά μυαλά καί στίς ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΙΣ ΤΗΝ 7ην ΣΕΛ.
Ο ΑΓΙΟΣ ΣΤΕΦΑΝΑΣ
Ὑποβολὴ πόθεν ἔσχες ὑπὸ τῶν Ἀρχιερέων καὶ ἀντίγραφον φορολογικῆς δηλώσεως καὶ Ε9 ὑπὸ τῶν διαχειριστῶν ἐκκλησιαστικῶν ὀργανισμῶν καὶ ὑπευθύνων οἰκονομικῶν ὑπηρεσιῶν, διὰ νὰ ὑπάρξη διαφάνεια καὶ νὰ σταματήση ὁ διασυρμὸς ἐκκλησιαστικῶν παραγόντων περὶ παρανόμου καὶ ὑπόπτου πλουτισμοῦ.
Ἀλλαγὴν τοῦ τρόπου ἐκλογῆς Σεβ. Μητροπολίτων καὶ Ἀρχιεπισκόπου, συμφώνως πρὸς τὰς ὑποδείξεις τοῦ μακαριστοῦ Ἀρχιμ. Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου. Ζητεῖ τὴν Συγκρότησιν Εἰδικῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς, ἡ ὁποία εἰς συνεργασίαν μὲ ψυχαναλυτάς, θὰ ἐξετάζη τοὺς ὑποψηφίους κληρικοὺς καὶ θὰ δίδη τὴν ἔγκρισίν της διὰ τὴν χειροτονίαν των. Προτείνει τὴν παραίτησιν ὅλων τῶν Σεβ. Μητροπολιτῶν, οἱ ὁποῖοι ἀδυνατοῦν νὰ ἀνταποκριθοῦν εἰς τὰ καθήκοντά των καὶ τὴν ἀνάληψιν τῆς φροντίδος των ὑπὸ τῶν διαδόχων των Σεβ. Μητροπολιτῶν. Ζητεῖ τὴν ἀλλαγὴν τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτου τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν καθιέρωσιν ἠλεκτρονικῆς ψηφοφορίας κ.λπ.
«Ἐπαναστατικὰς» προτάσεις πρὸς τὸν Ἀρχιεπίσκοπον Ἀθηνῶν κ. Ἱερώνυμον καὶ τὴν Ἱερὰν Σύνοδον τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἑλλάδος ὑπέβαλεν ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Πειραιῶς κ. Σεραφείμ. Διὰ αὐτῶν προτείνει: 1ον) Τὴν ἀλλαγὴν τοῦ τρόπου ἀναδείξεως νέων Σεβ. Μητροπολιτῶν, συμφώνως πρὸς τὰς ὑποδείξεις τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου, τὸν ὁποῖον ἐπικαλεῖται πολλάκις καὶ ὁ Ἀθηνῶν κ. Ἱερώνυμος. Παραθέτει εἰς τὴν πρότασίν του λεπτομερῶς τὸν τρόπον ἀναδείξεως προτείνων ἀκόμη καὶ ἠλεκτρονικὴν ψηφοφορίαν διὰ τὴν ἐκλογήν. 2ον) Τὴν ἀλλαγὴν τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. 3ον) Τὴν παραίτησιν τῶν Σεβ. Μητροπολιτῶν, οἱ ὁποῖοι ἀδυνατοῦν νὰ ἀνταποκριθοῦν εἰς τὰ καθήκοντά των, ὑπὸ τὸν ὅρον ὁ διάδοχός των εἰς τὸν θρόνον θὰ ἀναλάβη τὴν φροντίδα καὶ τὴν ἐξυπηρέτησίν των ἕως τὴν κοίμησίν των. 4ον) Τὴν δημιουργίαν εἰδικοῦ ξενῶνος, ὡς τὸν εἶχε προτείνει ὁ μακαριστὸς Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν, κυρὸς Χριστόδουλος διὰ τοὺς ἀγάμους κληρικούς, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἀνάγκην φροντίδος. 5ον) Τὴν ὑποβολὴν «πόθεν ἔσχες» ὑπὸ τῶν Ἀρχιερέων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (οὐσιαστικῶς ἐπαναφέρει εἰς τὸ προσκήνιον τὴν πρότασιν τοῦ μακαριστοῦ Ἀθηνῶν κυροῦ Χριστοδούλου). 6ον) Τὴν ὑποβολὴν εἰς τὴν Διαρκῆ Ἱερὰν Σύνοδον, ἀντιγράφου τῆς φορολογικῆς δηλώσεως καὶ τοῦ εἰδικοῦ ἐντύπου Ε9 ὑπὸ τῶν «Διευθυντῶν οἱασδήτινος φύσεως
ΣΗΜΕΡΟΝ ΕΙΣ ΤΟΝ «Ο.Τ.»
G Καθ᾽ ὑπόδειξιν τοῦ Οἰκ. Πατριαρχείου ὑπεβαθμίσθη ἡ ἐπίσκεψις τοῦ Πατριάρχου Μόσχας κ. Κυρίλλου εἰς τάς Ἀθήνας. Σελ. 8 G Ἡ Πατρίς καί ἡ Ὀρθοδοξία χρειάζεται «Πατροκοσμᾶδες». Σελ. 8 G «Ρατσιστικά» ἐρωτήματα πρός τούς «ἀριστερούληδες» τῆς Ἐκκλησίας. Σελ. 8 G Ἀποκαλύψεις διά τούς πραγματικούς στόχους τῆς Μπίλντερμπεργκ. Σελ. 6
Ἐκκλησιαστικῶν Ὀργανισμῶν τῶν προϊσταμένων τῶν ἐν γένει Ἐκκλησιαστικῶν ὑπηρεσιῶν, τῶν διαχειρι-
Σ
ΟΙ ΑΞΙΟΙ ΚΛΗΡΙΚΟΙ
Τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου π. Διονυσίου Τάτση
ΥΧΝΑ ἀναφερόμαστε στοὺς ἀνάξιους κληρικούς, οἱ ὁποῖοι προκαλοῦν μὲ τὴ συμπεριφορά τους καὶ δημιουργοῦν διάφορα σκάνδαλα, ἐνῶ ξεχνᾶμε τοὺς κληρικούς, ποὺ ἐργάζονται στὴν Ἐκκλησία μὲ φόβο Θεοῦ καὶ ἱερὸ ζῆλο. Καὶ εἶναι ἀρκετοὶ αὐτοί. Δόξα τῷ Θεῷ! Οἱ Μητροπολίτες ἔχουν ὑποχρέωση νὰ τοὺς προσέχουν καὶ νὰ τοὺς στηρίζουν, γιατὶ καὶ αὐτοὶ ὡς ἄνθρωποι ἔχουν ποικίλα προβλήματα, τόσο οἰκογενειακὰ ὅσο καὶ ἐνοριακά. Τὸ λέω αὐτό, γιατὶ ἔχουμε περιπτώσεις, ὅπου συμβαίνει τὸ ἀκριβῶς ἀντίθετο. Μητροπολίτες νὰ θέτουν στὸ περιθώριο τοὺς εὐλαβεῖς κληρικούς, γιατὶ φοβοῦνται ὅτι θὰ χάσουν τὴ λάμψη τοῦ ἀρχιερατικοῦ τους ἀξιώματος. Πρόκειται γιὰ κατάσταση, ποὺ μόνο ὡς πνευματικὴ δὲν μπορεῖ νὰ χαρακτηριστεῖ. Ὅμως ἀξίζει νὰ παρακολουθήσουμε τὴν ἀγωνία, ποὺ ἔχει γιὰ τὸ ποίμνιό του ἕνας εὐαίσθητος ἱερέας. Δείχνει αὐτό, ποὺ οἱ περισσότεροι ἱερεῖς δὲν προσέχουν λόγῳ ραθυμίας. «Κάθε φορά, ποὺ σκέφτομαι πόσο ἀποδοτικὸς εἶμαι στὸ ποιμαντικό μου ἔργο, μὲ πιάνει μελαγχολία. Αἰσθάνομαι ὅτι σχεδὸν τίποτα δὲν κατορθώνω, ὅτι ὅλα παραμένουν ἴδια, ὅπως τὰ εἶχα βρεῖ πρὸ πολλῶν ἐτῶν. Ἴδιοι παραμένουν καὶ οἱ ἄνθρωποι, χωρὶς ἀλλαγὲς στὴ συμπεριφορὰ καὶ τὸν τρόπο ζωῆς γενικότερα». Πράγματι οἱ ἄνθρωποι δύσκολα μεταβάλλονται, παρὰ τὶς συνεχεῖς προσπάθειες τοῦ ἱερέα τους. Μπορεῖ νὰ σέβονται τὸν ἱερέα τους καὶ νὰ τὸν ἐπαινοῦν, μένουν ὅμως ἀνεπηρέαστοι. Καὶ αὐτὸ προβληματίζει τὸν ποιμένα, ποὺ κοπιάζει γιὰ τὸ ποίμνιό του. Παρηγορεῖται ὡστόσο, γιατὶ τὸ φαινόμενο εἶναι γενικό. Τὸ βλέπει καὶ στοὺς παραθεριστὲς τοῦ καλοκαιριοῦ, ποὺ κατακλύζουν τὴν ἐνορία του καὶ δὲν εἶναι ἄλλοι ἀπὸ τοὺς ταξιδεμένους ἐνορίτες του. Εἶναι πάντα ἴδιοι. Συνεχίζουν νὰ ζοῦν μὲ τὶς ἁμαρτωλές τους συνήθειες καὶ τὸ ἦθος τους δὲν εἶναι χριστιανικό. Μένουν καὶ αὐτοὶ ἀνεπηρέαστοι ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς τους. Εἶναι βέβαια, σχολαστικὸ καὶ πρόωρο νὰ θέλει ἕνας κληρικὸς νὰ δεῖ τὴν καρποφορία τοῦ ἔργου του. Δὲν πρέπει νὰ ἀνησυχεῖ γι᾽ αὐτό. Ἐὰν ἡ συνείδησή του εἶναι ἥσυχη, πρέπει νὰ αἰσθάνεται χαρὰ καὶ νὰ δοξολογεῖ τὸ Θεό, πάντα μὲ ταπεινὸ φρόνημα. Ἀπολογία θὰ δώσει μόνο στὸν Κύριο, ποὺ τοῦ ἔδωσε τὸ χάρισμα τῆς ἱερωσύνης. Οἱ κρίσεις τῶν ἀνθρώπων πρέπει νὰ τὸν ἀφήνουν ἀδιάφορο. Ὁ ἱερός του ζῆλος πρέπει νὰ διατηρεῖται καὶ νὰ αὐξάνεται ἀπὸ τὸν προσωπικό του πνευματικὸ ἀγώνα. Νὰ διατηρεῖ νεανικὸ φρόνημα καὶ νὰ ἐργάζεται μὲ πλήρη ἀφοσίωση καὶ θερμὴ προσευχή. Στὴν ἐποχή μας ὅλα αὐτά, ποὺ σημειώνω ἐδῶ ἠχοῦν κάπως παράξενα στὴν πλειονότητα τῶν κληρικῶν, ἀλλὰ καὶ σὲ πολλοὺς κοσμικόφρονες Μητροπολίτες. Αὐτοὶ ἔχουν ἄλλη νοοτροπία καὶ ἄλλες προτεραιότητες. Δὲν νοιάζονται γιὰ τὸ ποίμνιο, οὔτε καὶ σκέφτονται τοὺς κινδύνους, ποὺ ἀντιμετωπίζει. Ἐκεῖνο, ποὺ ἰδιαίτερα τοὺς ἀπασχολεῖ εἶναι νὰ ἱκανοποιοῦνται τὰ τρία πάθη: ἡ φιλοχρηματία, ἡ φιλοδοξία καὶ ἡ φιληδονία. Ἐὰν τὸ πετυχαίνουν αὐτό, ὅλα βαίνουν καλῶς. Δὲν σκέφτονται τίποτα πιὸ πέρα. Ὅλα ἀρχίζουν καὶ τελειώνουν σ᾽ αὐτὰ τὰ φοβερὰ πάθη. Πάντως, πρέπει νὰ ὑπενθυμίσω ὅτι οἱ φιλοχρήματοι, οἱ φιλόδοξοι καὶ οἱ φιλήδονοι κληρικοὶ δὲν θὰ εἰσέλθουν στὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ ἂς φοροῦν βαρύτιμους σταυροὺς καὶ ἀπαστράπτουσες μίτρες.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΥΠΑΛΔΟΣ – ΙΑΚΩΒΑΤΟΣ Ὁ πολιτικὸς τῆς Ρωμηοσύνης
Τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνοῦ
(2ον) Στὴ συνάφεια αὐτὴ ἒχει μεγάλο ἐνδιαφέρον μιὰ ἀναφορὰ τοῦ Ἰακωβάτου στὴ σχέση τοῦ Χριστιανισμοῦ ὡς Ὀρθοδοξίας μὲ τὸν Ἑλληνισμό, ὡς κλασσικὴ ἀρχαιότητα. Ὁ κινούμενος σὲ πατερικὸ πλαίσιο κεφαλονίτης πολιτικὸς ἔρχεται μὲ τὴν περίφημη ἀγόρευσή του τῆς 22ας Ἰουλίου 1864 νὰ ἱεραρχήσει ἀπέναντι στοὺς ἑλληνολάτρες διαφωτιστές, ὅπως ὁ Π. Καλλιγᾶς12, τὰ δύο αὐτὰ μεγέθη, ὑποστηρίζοντας μὲ τὴ ρητορική του δύναμη τὴν ὑπέρβαση τῆς κλασσικῆς ἀρχαιότητος ἀπὸ
ζομένων ἐκκλησιαστικὴν περιουσίαν καὶ τῶν λογιστῶν ἐκκλησιαστικῶν διαχειριστῶν». Μὲ τὰς δύο τελευ-
τὴν Ὀρθοδοξία, μέσα στὴν ὁποία σώζεται πιὰ ὁ Ἑλληνισμός: «Μὲ τοιαύτην ἰδέαν τοῦ αὐτοκεφάλου ἔρχεται ὁ Κύριος οὗτος ὁ προαγορεύσας νὰ ἐπιτεθῆ ἐναντίον ἡμῶν [...] καὶ ὅτι, ἂν θέλωμεν ν' ἀναπνεύσομεν τὸν ἀέρα τῆς ἐλευθερίας, ὀφείλομεν ν' ἀναβῶμεν εἰς τὴν Ἀκρόπολιν τῶν Ἀθηνῶν [...]. Ἡ ἔκφρασις εἶναι ὡραία, ἀλλ᾽ ἡ ἰδέα εἶναι ψευδής. Ὁ χριστιανὸς δὲν ἔχει χρέος ν' ἀναβῇ εἰς Ἀκροπόλεις, διὰ νὰ λάβῃ τὸ πνεῦμα καὶ τὴν αὔραν τῆς ἐλευθερίας, διότι αὐτὸ εἶναι ἄντικρυς ἐναντίον τοῦ Εὐαγγελίου,
τὸ ὁποῖον κηρύττει ὅτι, “ὅπου πνεῦμα Κυρίου, ἐκεῖ ἐλευθερία” (Β´ Κορ. 3, 17). Ὄχι λοιπὸν εἰς τὴν Ἀκρόπολιν τὴν σημερινήν, ἀλλ' οὐδὲ τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων ὑπῆρξε ποτὲ ἡ ἐλευθερία ἡ ἐθνικὴ καὶ θρησκευτική· διότι τὸ πάλαι ὑπῆρχον ἐδῶ ἐν Ἑλλάδι, ὅπου τὴν σήμερον εἶσθε ἐλεύθεροι, ὑπῆρχον τριάκοντα χιλιάδες πολῖται καὶ τετρακόσιαι χιλιάδες εἱλώτων, δούλων σκλάβων. Καὶ ἂν σεῖς εἶσθε ἐλεύθεροι, καὶ ἐγὼ μεθ' ὑμῶν, δὲν τὸ χρεωστῶ εἰς τὴν Ἀκρόπολιν τῶν Ἀθηνῶν, ἀλλ' εἰς τὴν Ἀκρόπολιν τῆς Σιών, ἀπὸ τὴν ὁποίαν προῆλθε τὸ πνεῦμα τῆς ἐλευθερίας»13. Ὁ Ἰακωβάτος φυσικὰ δὲν ἀρνεῖται —ἔχοντας ρωμαλέα ἑλληνικὴ συνείδηση ὁ ἴδιος— οὔτε ἀπορρίπτει τὴ σημασία τῆς ἑλληνικῆς καταγωγῆς, γιὰ τὴν ὁποία πολλὲς φορὲς δείχνει τὴν ὑπερηφάνειά του. Ἀποστρέφεται ὅμως τὴ μονομέρεια
ταίας αὐτὰς προτάσεις οὐσιαστικῶς ἐπιδιώκει τὴν διαφάνειαν καὶ τὸν τερματισμὸν δυσφημιστικῶν δημοΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΙΣ ΤΗΝ 7ην ΣΕΛ.
Ἐξομοιώνει τόν Ἐπιτάφιον μέ τήν ὁμοφυλοφιλίαν ὁ προκλητικός σοδομιστής κ. Βαλλιανᾶτος
Τὴν 15ην Ἰουνίου ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ τήν μνήμην τοῦ Ἁγίου Στεφανᾶ ἑνός ἐκ τῶν Ο´ Ἀποστόλων. Εἰκών ἐκ τοῦ Ἱ. Ναοῦ Ἁγ. Στεφανᾶ, Στεφάνι Κορινθίας.
ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΠΙΣΤΕΩ Σ ΚΑΙ ΖΩΗΣ
ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΙ ΤΕΤΑΡΤΟΝ ΤΕΡΑΣ!
Τοῦ κ. Μιχαὴλ Ε. Μιχαηλίδη, Θεολόγου
Ὡς γνωστόν ὁ Σεβ. Θεσ/νίκης ἀντιδρᾶ εἰς τήν παρέλασιν ὁμοφυλοφίλων εἰς τήν Θεσ/νίκην. Ἐάν αἱ δηλώσεις εἶναι πραγματικαί, τότε ὁ ἄνθρωπος, σύμβουλος συγκεκριμένου πρώην πολιτικοῦ Ἀρχηγοῦ καί φιλοσκοπιανός (συμπλέει μέ τούς Σκοπιανούς εἰς τό ζήτημα τοῦ ὀνόματος τῶν Σκοπίων) ἀποδεικνύει ὅτι οἱ σοδομισταί δέν ἔχουν «ἱερόν καί ὅσιον». Καί εἶχον δίκαιον οἱ προπαπποῦδες μας, οἱ παπποῦδες μας καί οἱ πατέρες μας, οἱ ὁποῖοι ἔλεγον ὅτι ἡ ὕβρις «εἶσαι πράκτωρ» καί «εἶσαι ὁμοφυλόφιλος» ἦταν ἡ χειροτέρα ὅλων. Ἡ Παλαιά Διαθήκη, ἡ ὁποία ἐκφράζει τή παρακοήν, τήν ἁμαρτίαν, τήν πνευματικήν πτῶσιν καί τόν Νόμον, περιγράφει τήν ὀργήν τοῦ Θεοῦ ἀπό τά «Σόδομα καί τά Γόμορρα». Ἡ Καινή Διαθήκη καταδικάζει τούς ἀρσενοκοίτας καί τονίζει ὅτι δέν θά κληρονομήσουν τήν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν. Αὐτό ὅμως δέν ἐνδιαφέρει τούς «Βαλλιανάτους», οἱ ὁποῖοι, προκειμένου νά ἱκανοποιήσουν τά πάθη των καί τά αἰτήματά των, γίνονται ἀδίστακτοι καί φθάνουν ἕως τοῦ σημείου νά ἐξομοιώνουν τόν Ἐπιτάφιον μέ τήν ὁμοφυλοφιλίαν ἤτοι μέ τό μεγάλο πάθος τῆς ἀτιμίας, ὡς τό περιγράφει ὁ Ἀπ. Παῦλος.
Προηγήθηκε τελευταῖα, κάποιο μου κείμενο (ἀρ. φύλλου 1978, 07.06.13), μέ τίτλο: "Τά τρία τέρατα", χαρακτηρισμοί τῶν ἀπάνθρωπων ἰδεολογιῶν: τοῦ ναζισμοῦ, τοῦ φασισμοῦ καί τοῦ κομμουνισμοῦ. Μελετώντας ὅμως, σκέψεις τοῦ γνωστοῦ Γέροντα τῆς Πάρου καί μακαριστοῦ ἀρχιμανδρίτη π. Φιλοθέου Ζερβάκου γιά τή σατανική βλασφημία, τότε ἀντιλήφθηκα πώς, ὑπάρχει καί τέταρτο "τέρας". Ἀλλ᾽ αὐτό τό "τέρας" μπορεῖ νά εἶναι... κάθε βλάσφημος. Ἔλεγε λοιπόν ὁ Γέροντας π. Φιλόθεος: «Ὅποιος βλασφημεῖ τόν Θεό ἤ τόν Χριστό, τόν Τίμιο Σταυρό, τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο ἤ τούς Ἁγίους, αὐτός δέν πρέπει νά ὀνομάζεται ἄνθρωπος, οὔτε θηρίο. Πρέπει νά ὀνομάζεται τέρας...»! Ἀκόμα καί στό βασιλιά Κωνσταντῖνο εἶχε στείλει ἐπιστολή γιά τό θέμα τῆς βλασφημίας στό στρατό, πού ἀγωνιζόταν στή Μ. Ἀσία, ἀλλ᾽ ἀδιαφόρησε... Καί λίγους μῆνες πρίν τήν καταστροφή τῆς Μ. Ἀσίας, κάποιος γνωστός του ἀπ᾽ τή Σμύρνη, τοῦ εἶπε: – Νά γνωρίζεις, πάτερ Φιλόθεε, ὅτι σέ λίγες μέρες ὁ στρατός μας θά μπῆ στήν Κωνσταντινούπολη. – Γνωρίζω, τοῦ ἀπάντησα, ὅτι σέ λίγες μέρες θά βρίσκεται στήν Ἀθήνα, ἡττημένος καί καταδιωγμένος. – Μή εἶσαι, μοῦ λέγει, τόσο ἀπαισιόδοξος! – Δέν εἶμαι ἀπαισιόδοξος, τοῦ εἶπα, γιατί οἱ στρατιῶτες ἀντί νά ἐπικαλοῦνται τόν Θεό γιά βοήθεια, Τόν βλαστημοῦν....
τῆς κοραϊκῆς «ἀνάμνησης» καὶ τὴ ρομαντικὴ μανία τῶν συγχρόνων του, ποὺ ὑποτάσσουν τὴν ὀρθοδοξία στὸν κλασσικὸ ἑλληνισμό, ὄντας πρῶτα Ἕλληνες καὶ μετὰ Χριστιανοὶ —τὸ ἀντίθετο ἀκριβῶς ἀπὸ τὴν πεποίθηση τοῦ Ἰακωβάτου. Τὴν διάσωση ὅλων τῶν αὐθεντικῶν στοιχείων τῆς Ἑλληνικότητας μέσα στὴν Ὀρθοδοξία, σὲ μιὰ θεανθρώπινη ἕνωση, δὲν ἀρνεῖται ὁ Ἰακωβάτος· ἀποκρούει ὅμως τὴν παραγνώριση αὐτῆς τῆς ὄψης τῆς ἑλληνικότητας καὶ κυρίως τὴν προσκόλληση στὴν Εὐρώπη, μὲ τὴν ἐντύπωση ὅτι ἔτσι ἐπιτυγχάνεται ἡ ἐπιστροφὴ στὴν ἑλληνικὴ ἀρχαιότητα (πρβλ. κοραϊκὴ ἀρχὴ τῆς «μετακένωσης»). Αὐτό, νομίζουμε, φανερώνει ἡ συνέχεια τοῦ λόγου του: «Ἡμεῖς ἐκληρονομήσαμεν ἀπὸ τοὺς πατέρας ἡμῶν ἄλλα πράγματα, τὰ ὁποῖα μᾶς ἀποτελοῦσι τὸ πρώτιστον ἔθνος τοῦ κόσμου, καὶ σεῖς παρημελήσα-
τε αὐτά, διὰ τῶν ὁποίων παρουσιαζόμεθα οἱ ἐξοχώτεροι τῶν ἀνθρώπων, καὶ περιορίζεσθε εἰς τὸ μαγειρεῖον τοῦ Ἄρνετ» . Ὁ λόγος ἀφορᾶ στὸ Ἑλλαδικὸ αὐτοκέφαλο, ὁ δὲ Ἄρνετ φαίνεται ὅτι εἶναι ὁ διακεκριμένος γερμανὸς προτεστάντης θεολόγος τῆς ἐποχῆς Johann Arndt († 1881). Τὸ νόημα τῶν λόγων του: Ὁ γνήσιος Ἕλληνας δὲν θὰ κατέφευγε ποτὲ σὲ ξένες λύσεις γιὰ μία ὑπόθεση τόσο δική του, τόσο ἑλληνική, ὅπως ἡ Ἐκκλησία του. Γιὰ τὸν Ἰακωβάτο ἡ Ὀρθοδοξία δὲν εἶναι μόνο ἡ αὐθεντικὴ ἔκφραση τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἀλλὰ καὶ ἡ πνευματικὴ κιβωτός, μέσα στὴν ὁποία ζεῖ, κινεῖται καὶ σώζεται ἡ Ρωμηοσύνη, ὁ ἑλληνισμὸς στὴν οἰκουμενικὴ διάστασή του. Αὐτὸ ἰσχύει ἰδιαίτερα γιὰ τὰ Ἰόνια Νησιά, τὸ «μικρότατο μέρος τῆς Ρωμηοσύνης»14 καὶ ἰδιαίτερη πατρίδα τοῦ Ἰακωβάτου. «Ἐν Ἑπτανήσῳ ζῶμεν
Ὁ ἐκπρόσωπος τῶν ὁμοφυλοφίλων κ. Βαλλιανᾶτος φέρεται νά ἐξομοιώνη τόν Ἐπιτάφιον τοῦ Κυρίου μας μέ τήν ὁμοφυλοφιλίαν. Συγκεκριμένως εἰς διαδικτυακόν ἱστότοπον φέρεται νά ἀπηύθυνε μήνυμα εἰς τόν Σεβ. Θεσ/νίκης κ. Ἄνθιμον, μέ τό ὁποῖον τόν ἐκάλει νά ἀπαντήση, ἐάν θά τοῦ ἦτο ἀρεστόν τήν ὥραν, κατά τήν ὁποίαν θά διήρχετο ὁ Ἐπιτάφιος ἀπό τάς ὁδούς τῆς Θεσ/νίκης, ὁμοφυλόφιλοι νά ἔρριπτον πέτρας.
– Καί στ᾽ ἀλήθεια, δέν καθυστέρησε νά γυρίσει ὁ στρατός μας, ἡττημένος καί καταδιωγμένος. «Τά ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος» (Ρωμ. στ΄ 23). Τά γεγονότα πιά, εἶναι σ᾽ ὅλους γνωστά καί τραγικά. Ὄχι μόνο γύρισαν -ὅσοι γύρισανστήν Ἀθήνα, ἀλλ᾽ ὁλόκληρος ὁ Ἑλληνισμός τῆς Μικρασίας βίωνε πιά τήν πικρότερη τραγωδία τῆς ζωῆς του. Αὐτή ὑπῆρξε καί ἡ μεγαλύτερη τραγωδία τοῦ Ἑλληνισμοῦ, μετά τήν Ἅλωση. Κάθε ἁμαρτία εἶναι προσβολή κατά τοῦ Θεοῦ, ἀλλ᾽ ἡ βλασφημία -χωρίς μετάνοια- «οὐκ ἀφεθήσεται οὔτε ἐν τῷ νῦν αἰῶνι οὔτε ἐν τῷ μέλλοντι» (Ματθ. ιβ´ 32). Εἶναι ἀσυγχώρητη. Ἐάν ὅλα τά ἁμαρτήματα ἔχουν καί κάποια ἐλαφρυντικά, ἡ βλασφημία τοῦ Θεοῦ, τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Σταυροῦ, τῆς Παναγίας καί γενικά τῶν "ἱερῶν καί ὁσίων", ὅπως συνηθίζουμε νά λέμε συνοπτικά, δέν ἔχει, οὔτε μπορεῖ νά ἔχει ἐλαφρυντικά. Ὁ ἄνθρωπος ὁ βλάσφημος εἶναι χειρότερος καί ἀπό τό διάβολο, διότι "τά δαιμόνια πιστεύουσι καί φρίσσουσι" ( Ἰακ. β´ 19). Ὁ Σατανᾶς πιστεύει καί φρίσσει μπροστά στό ἄπειρο μεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ, ἀλλά δέ βλαστημάει. Τή δουλειά του τήν κάνει ὁ ἄνθρωπος, πού γίνεται τό στόμα τοῦ Σατανᾶ. Τί νά πεῖ κανείς γιά τόν ἕλληνα βουλευτή πού εἰσηγήθηκε τελευταῖα τήν ἀποποινικοποίηση τῆς βλασφημίας; Φρῖξον ἥλιε! Ἐάν ὁ σατανᾶς εἶναι τό τέρας τῆς ἀβύσσου, ὁ βλάσφημος ἄνθρωπος εἶναι τό τέρας τοῦ πλανήτη μας. Ἄς προσευχόμαστε νά συνέλθουν.
ἐν τῇ θρησκείᾳ»15, θὰ πεῖ στὰ 1864, γιὰ νὰ συμπληρώσει σὲ μεταγενέστερη ἀγόρευσή του: «...ἐὰν οἱ ἑπτανήσιοι δὲν ἤθελον τηρήσει ὡς κιβωτὸν τῆς ἐθνότητος τὴν Ἐκκλησίαν, βεβαίως ἤθελον εἶσθαι ἡνωμένοι μετὰ τῆς Δύσεως»16. Αὐτὸ ἐσήμαινε στὴ σημαντικὴ τοῦ Ἰακωβάτου: θὰ εἶχαν χαθεῖ γιὰ τὸν Ἑλληνισμό17. Ἡ Ἐκκλησία, ὡς τὸ σωματικὸκοινωνικὸ πλαίσιο τῆς Ὀρθοδοξίας «διετήρησε τὴν ἑνότητα καὶ τὴν ὕπαρξιν» τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ἐξασφάλισε δηλαδὴ τὴν ἱστορικὴ ἐπιβίωση καὶ συνέχειά του. Πρόκειται γιὰ σαφή, ἐνσυνείδητη καὶ ἀκλόνητη, ταύτιση τοῦ Ἰακωβάτου μὲ τὸν ἐκκλησιαστικὸ χῶρο καὶ τὴν μὴ ἐκκοσμικευμένη ἀκόμη πλειοψηφία τοῦ λαοῦ, ποὺ ἔχοντας ζωντανὴ τὴν ἐμπειρία τῆς σημασίας τῆς Ὀρθοδοξίας - Ἐκκλησίας στὴ ζωή του, ἔβλεπε τὴν Ἐκκλησία ὡς κιβωτὸ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΙΣ ΤΗΝ 2αν ΣΕΛ.