weak monuments 4

Page 1

/////

Dimitris Psaroulis // /////

#71

MEDICAL EXAMINER //

Δημήτρης Ψαρούλης //

interview in the morgue of Thessaloniki.

ΙΑΤΡΟΔΙΚΑΣΤΗΣ //

νεκροτομείοt Θεσσαλονίκης,

25.07.09

(O u r d r aw e r s) c o n ta i n e v e r y t h i n g w e n e e d. W e h av e

(Στα συρτάρια) έχουμε όλα τα χρειαζούμενα που θέλουμε. g lo v e s, w e h av e s c r a p pa p e r, w e h av e o u r n ot e s…w e p u t

Έχουμε γάντια, έχουμε χαρτάκι, έχουμε σημειώσεις... τη t h e c a m e r a h e r e…a l l t h e s e […]. W e c a n’t r e a l ly u s e d i g i-

φωτογραφική μηχανή βάζουμε κάτω... όλα αυτά […] Οι ta l c a m e r a s. W h y? F i l m i s p r oof of w h at yo u h av e p h oto-

ψηφιακές (φωτογραφικές μηχανές) δεν μας κάνουν. Γιατί; g r a p h e d, w h i l e a d i g i ta l p h oto c a n b e m a n i p u l at e d a n y

Το φιλμ είναι απόδειξη το τι έχεις φωτογραφήσει ενώ την way yo u wa n t. W h e n yo u s e n d f i l m, i t’s f i x e d. […] I n c o n t r o-

ψηφιακή την κάνεις όπως θέλεις. Το φιλμ όταν το στείλεις v e r t i b l e p r oof: a n d t h at i s t h e w h o l e h i s to r y.

είναι φιξ. [ … ] Ο τύπος των ίλων: αυτό είναι η ιστορία.

#72

/////

Kambel case

// WITNESS // ΜΑΡΤΥΡΑΣ // 18.04.1932

As we were leaving, I also saw a container of petrol. The next day I became ill and they took me to hospital. I did not recog-

WEAK MONUMENTS

nize any of the accused. At home, my cats and fowl were burned, and the state gave me 25,000 drachmas as compensation. ΦΕΥΓΟΝΤΕΣ ΔΕ ΕΙΔΟΝ ΚΑΙ ΕΝΑ ΔΟΧΕΙΟΝ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΥ. ΤΗΝ ΑΛΛΗΝ ΗΜΕΡΑΝ ΗΣΘΕΝΗΣΑ ΚΑΙ ΜΕ ΕΠΗΓΑΝ ΕΙΣ ΤΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟΝ. ΕΚ ΤΩΝ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΩΝ ΔΕΝ ΑΝΕΓΝΩΡΙΣΑ ΚΑΝΕΝΑ. ΕΙΣ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ ΔΕ ΕΚΑΗΣΑΝ ΓΑΤΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΟΡΝΙΘΙΑ ΜΟΥ, ΤΟ ΔΕ ΔΗΜΟΣΙΟΝ ΜΕ ΑΠΕΖΗΜΙΩΣΕΝ ΜΕ 25.000 ΔΡΑΧΜΑΣ.

katalog texts 4.indd 1

13/10/2009 2:16:38 πμ


/////

Α θ ην ά Α θ α ν α σ ί ο υ

// Α δ ύ ν α μ α μ ν η μ ε ί α κ α ι η π ό λ η - σ υ μ β ά ν

// Χωρο-γραφώντας τους κοινούς τόπους της μνήμης1 // Για τον Βάλτερ

Μπένγιαμιν, οι φόνοι και οι εξεγέρσεις αποτελούν τις πιο μύχιες οριακές στιγμές της πόλης, τις πιο βαθιά χαραγμένες μορφές της: αιμάτινοι/αιματηροί κόμποι στο πολυδαίδαλο δίκτυο οδών και οδοφραγμάτων, ερωτικών κρησφύγετων και # παραναλωμάτων.2 Πώς αυτοί οι αιμάτινοι/αιματηροί κόμποι υφαίνουν το φθαρτό σώμα της πόλης; Πώς αρχειοθετούνται ως μνήμη ή/και αντι-μνήμη; Πώς η πόλη μνημονεύει και πώς μνημονεύεται; Πώς τα μνημεία της πόλης εθνικοποιούν 1.Μικρό απόσπασμα αυτού το θάνατο, τη μνήμη και το πένθος; Μπορεί άραγε του δοκιμίου περιλαμβάνεται στο κείμενο «Το μαύρο στην να υπάρξει αρχιτεκτονική μνημείου πέρα από την πλατεία: Χαρτογραφώντας την μονολιθική παραγωγή της εθνικής μνήμης/μνημείαπαγορευμένη μνήμη», στο συλλογικό τόμο Αμφισβητούμενοι ωσης και τις συμβατικές τις διασυνδέσεις με την χώροι: Χωρικές προσεγγίσεις του πολιτισμού, επιμ. Κώστας Γιαννακόπου- έμφυλη ταυτότητα και λος και Γιάννης Γιαννιτσιώτης. την ιδιότητα του πολίτη; 2 Walter Benjamin, The Αθήνα: Αλεξάνδρεια, 2009. Project, επιμ. Υπάρχει αντίλογος στη Arcades Rolf Tiedemann, μτφρ. θεσπισμένη λήθη μη-αναγνωρίσιμων απωλειών και Howard Eiland και Kevin McLaughlin. Νέα Υόρκη: τραυμάτων; Πώς οι εξαιρέσεις και οι αποσιωπήσεις –τα Belknap Press, 2002. «άγνωστα» και «ασήμαντα» τραυματικά συμβάντα- οριο///// A t h e n a A t h a n a s i o u // We a k m e m o r i a l s a n d t h e c i t y e v e n t // Choro-Graphing Memory’s Common Places1 // For Walter Benjamin, murders and revolts constituted the most intimate borderline moments of the city, its most deeply inscribed forms: bloodied/blood-tinged knots in the tortuous network of streets and street barricades, lovers’ hidey-holes and holocausts.2 How do these bloodied/blood-tinged knots weave the perishable body of the 1. A short extract of this essay city? How are they archived as memory and/or is contained in “Το μαύρο στην anti-memory? How does the city commemorate πλατεία: Χαρτογραφώντας την απαγορευμένη μνήμη” (Black in and how is it commemorated? How do the city’s the Square: Charting Forbidden Memory) included in the colmonuments nationalize death, memory, and lective volume Αμφισβητούμενοι mourning? Is it possible for memorial architecture χώροι: Χωρικές προσεγγίσεις του πολιτισμού (Contested Spaces: to exist beyond the monolithic production of Spatial Approaches to Civilization/ Culture), eds Kostas Yannakopounational memory/remembrance and its convenlos & Yannis Yannitsiotis, Athens, tional links with innate identity and the status of Alexandria, 2009. citizen? Does a counterargument to the institutionalized 2. Walter Benjamin, The Aroblivion of unacknowledged losses and wounds exist? cades Project, ed. Rolf Tiedemann, trans Howard How do exceptions and silencings—the “unknown” and Eiland & Kevin McLaugh“unimportant” traumatic events—delineate and upset lin, New York, Belknap Press, 2002. the monumental order of the “events archive”, which

2

katalog texts 4.indd 2-3

73

θετούν και αναστατώνουν τη μνημειώδη τάξη του «αρχείου συμβάντων» που είναι ο δημόσιος αστικός χώρος; Η Veena Das προβληματοποιεί τον ορισμό του «κριτικού/κρίσιμου συμβάντος» με γνώμονα το πρότυπο της Γαλλικής επανάστασης από τον Francois Furet3, κάνοντας την ίδια την τάξη του ορισμού να αναμετρηθεί με την ετερότητά του, με ό,τι περισσεύει και ό,τι εκπίπτει 4.Veena Das, 3.Francois Furet, από την θεσμοθέτηση και την κανονικο- Critical Events: An Penser la revolution anthropological Francaise. Παρίσι: ποίηση της μνήμης. Η κριτική εμβέλεια perspective on Gallimard, 1978. contemporary της «κρισιμότητας» μετατοπίζεται εδώ India. Δελχί: Oxford για να χωρέσει την εμβληματική, αν και University Press, 1995. αποσιωπημένη, όψη της μαζικής εθνοτικής βίας την εποχή της διχοτόμησης της Ινδίας το 1947: την αναγωγή των γυναικείων σωμάτων, μέσω ευρείας κλίμακας απαγωγών και βιασμών, σε επίμαχη εδαφική επικράτεια εθνικιστικής διεκδίκησης και βίαιης διακύβευσης της εθνικής/ανδρικής τιμής. Η Das δείχνει πώς οι γυναίκες μετατρέπουν τον ανατεθειμένο ρόλο της παθητικής μαρτυρίας σε εμπρόθετη δράση σωματικής μνήμης.4 Αν το πένθος οφείλει είτε να παραμένει εντός του οίκου ως «γυναικείο καθήκον» τιμής και μνήμης για τους οικείους, είτε να εισέρχεται στο δημόσιο χώρο μόνον ως εκδήλωση τιμής για τους νεκρούς συμπατριώτες, μέσω του πολεμικού ανδρισμού public civic space constitutes? Veena Das problematizes the definition of the “critical/crucial event” in regards to Francois Furet’s French Revolution prototype3, making the very order of the definition face up against its otherness, with whatever is left over and whatever is deducted from the institutionalization and normaliza- 3.Francois Furet, tion Penser la revoluof memory. The critical scope of “imperativeness” shifts tion Francaise, Gal- here to encompass the emblematic, although suppressed image limard, Paris,1978. of the mass ethnic violence, which occurred during the period of India’s 1947 partition: The reduction of female bodies, through large-scale abductions and rapes, to a contested territorial domain of ethnic contests and violent jeopardy to national/male honour. Das demonstrates how these women transformed their assigned role of passive witness into a deliberate act of 4.Veena Das, Critical corporeal memory4. Events: An Anthropological Perspective on Whether mourning ought to remain inside the home as Contemporary India, Oxford University Press, a “female duty” to honour and remember next-of-kin, or Delhi, 1995. enter the public domain solely to honour dead countrymen, through combat bravery and national motherhood, how does the city (not) commemorate the unlamented dead, the victims of xenophobic, racist, homophobic, ethnic, and expansionary politics, which the leading reasons for public mourning

3

13/10/2009 2:16:38 πμ


και της εθνικής μητρότητας, πώς η πόλη (δεν) μνημονεύει τους αθρήνητους νεκρούς, τα θύματα ξενοφοβικών, ρατσιστικών, ομοφοβικών, εθνικιστικών και επεκτατικών πολιτικών, που οι κυρίαρχοι λόγοι δημόσιου πένθους και εθνικής μνήμης τείνουν να εξαλείφουν; Πώς η πόλη κατοικεί και πώς εξορίζει τη θνητότητα; Πώς η πόλη συμβαίνει στην εδραιωμένη, ληξιαρχική συλλογική μνήμη αλλά και στις ρήξεις με αυτήν; Πώς ανασυντάσσεται στις ετεροτοπίες του αξιομνημόνευτου; Διατρανώνοντας αρχιτεκτονικά τη νεωτερική αστική φαντασμαγορία του έθνουςκράτους, τα εθνικά και τα πολεμικά μνημεία αποτελούν ορόσημα της ιστορικής εθνικοποίησης του (μαζικού) θανάτου μέσω της λατρείας και απαθανάτισης του νεκρού πολεμιστή. Συνιστούν οδοδείκτες ηγεμονικής και επιλεκτικής εθνικής μνήμης, εθνικιστικής νοσταλγίας, εθνικού ανδρισμού, φαντασιώσεων κυριαρχίας και κατάκτησης, επιβεβλημένης έξαρσης ή απώθησης. Έτσι, στις πλατείες που κοσμούνται από εθνικά και πολεμικά μνημεία, αρχιτεκτονική και θέαμα τίθενται στην υπηρεσία της παραγωγής μιας κοινής ιστορίας μέσω της καλλιέργειας της εθνικής φαντασίας και της συλλογικής μνήμης. Είναι οι αρένες αστικής κοινωνικότητας όπου παράγονται τελετουργικά οι πολλαπλοί και αμφιλεγόμενοι λόγοι της συλλογικής μνήμης. Εδώ σκηνογραφούνται, στο πλαίσιο των εθνικών εορτών και επετείων, οι φαντασμαγορικές μνημοτεχνικές των εθνικών ιδρυτικών μύθων: στρατιωτικές παρελάσεις, πανηγυρικοί λόγοι, and national memory tend to disregard? How does the city inhabit and how does it exile mortality? How does the city occur in the established, registered, collective memory, as well as in any rifts with this memory? How does it reconstruct itself in the heterotopias of the memorable? Architecturally manifesting the modern civic phantasmagoria of the nation-state, national and war monuments constitute landmarks of the historical nationalization of (mass) death by worshipping and immortalizing the dead warrior. They constitute signposts of authoritarian and selective national memory, nationalistic nostalgia, national manhood, fantasies of domination and conquest, imposed elation or rejection. Thus, in town squares decorated with national and war monuments, architecture and pageantry are placed at the service of producing a common history by cultivating the national imagination and collective memory. These are the arenas of civic sociability where the various and ambiguous justifications of collective memory are ritually produced. This is where the phantasmagorical mnemonic devices of the national foundation myths are staged in the framework of national holidays and anniversaries: military parades, panegyrics, didactic praise of fallen ancestors, moments of condensed national commemoration (or memorization) whose vital importance is underlined by the disciplined and healthy uniformity of parading bodies, accompanied by bands performing the national anthem or military marches.

4

katalog texts 4.indd 4-5

διδακτική εξύμνηση των πεσόντων προγόνων –στιγμές συμπυκνωμένης εθνικής (απο-)μνημόνευσης, που η ζωτική σημασία τους τονίζεται με την πειθαρχημένη και εύρωστη ομοιομορφία των σωμάτων που παρελαύνουν με τη συνοδεία της μουσικής μπάντας που ανακρούει τον εθνικό ύμνο ή παιανίζει πολεμικά εμβατήρια. Στον θεατρικό χρονότοπο της πλατείας διαπλέκονται το καθημερινό με το μνημειώδες, το πεζό με το θεαματικό, ο αστικός με τον εθνικό χώρο, η πολιτισμική μνήμη με την εθνική μυθολογία. Πρόκειται για ένα ανοιχτό εργαστήριο όπου διαδραματίζονται, συχνά με τρόπους απρόβλεπτους, πολλαπλές και ετερόκλητες τελετουργίες της σύγχρονης κοινωνικότητας: από την αυθεντικοποίηση των εθνικών, έμφυλων και ταξικών προϋποθέσεων του ανήκειν έως την τουριστική εμπορευματοποίηση και το καταναλωτικό κιτς των μυθοπλασιών της πολιτιστικής κληρονομιάς, από τα σουβενίρ και τις αναμνηστικές φωτογραφίες του σύγχρονου αστικού νομαδισμού έως την εξύμνηση της δόξας της εθνικής ομάδας, από την απόλαυση της οικειότητας έως την βίαιη περιστολή του ανοίκειου, από την εμπέδωση των ηγεμονικών συναινέσεων έως την αμφισβήτηση του κυρίαρχου λόγου, από την απαθανάτιση των μεγάλων στιγμών του έθνους έως τις καθημερινές μοναχικές διελεύσεις και κοινωνικές συναντήσεις των θνητών υποκειμένων του. Ωστόσο, οι πλατείες εκθέτουν και τις εσωτερικές εντάσεις, τις ασυμβατότητες, τις αντινομίες και τις ρωγμές στις γραμμικές και μονολιθικές αφηγήσεις μνήμης In the theatrical time-space of the square the everyday and the monumental, the pedestrian and the spectacular, civic and national space, cultural memory and national mythology are interwoven. It is an open laboratory, where many and disparate rites of contemporary sociability unfold, frequently in unforeseen ways: from the authentication of national, innate, and class prerequisites for belonging to the tourist commercialization and consumer kitsch of a mythologized cultural heritage, from the souvenirs and commemorative photographs of the modern civic nomadism to praising the glory of the national team, from enjoying familiarity to violently curbing the inappropriate, from the consolidation of hegemonic agreements to challenging ruling justifications, from immortalizing the nation’s great moments to the everyday, solitary passing-bys and social encounters of its mortal subjects. Nevertheless, public squares also expose the internal tensions, the incompatibilities, the paradoxes, and the cracks in the linear and monolithic narratives of memory and monumentalizing. They leave the very monuments they contain susceptible, open to reinterpretation, recapture and reuse or abuse. In this sense, we might say the square, is not only a prime location for public spectacle, official history, and the architectural fantasy of cultural familiarity but is also the primary multi-faceted, diverse and open space, open to the community of all those who do not belong to the community and all those who cannot tolerate the community—those with

5

13/10/2009 2:16:38 πμ


και μνημειοποίησης. Αφήνουν τα ίδια τα μνημεία που φιλοξενούν ευάλωτα, ανοιχτά σε επανερμηνείες, ανακαταλήψεις και επαναχρήσεις ή καταχρήσεις. Με την έννοια αυτή, θα λέγαμε ότι η πλατεία, εκτός από κατεξοχήν κοινός τόπος του δημόσιου θεάματος, της επίσημης ιστορίας και του αρχιτεκτονικού φαντασιακού της πολιτισμικής οικειότητας, είναι και ο κατεξοχήν πολυεδρικός, ετερόκλητος και ανοιχτός χώρος, ανοιχτός στην κοινότητα όσων δεν ανήκουν στην κοινότητα και όσων δεν αντέχουν την κοινότητα -των ετερόδοξων, εκτοπισμένων, αλλόκοτων, ξένων και αποξενωμένων-, ανοιχτός στις απρόβλεπτες συναντήσεις και τις απείθαρχες συσσωματώσεις. 5.Elizabeth Grosz, Architecture from Έτσι, the outside: Essays on virtual and δεν είναι μόνο το κοινωνικό δράμα real space. Μασαχουσέτη: MIT Press, της φαντασίωσης του ανήκειν που 2001, σελ. 9. εντοπίζεται στη σκηνή της πλατείας μέσω της ομαλοποίησης και ρύθμισης του δημόσιου χώρου, αλλά και αυτό των αμφιλεγόμενων, εναλλακτικών, ετερόδοξων και ετεροτοπικών χρήσεών του. Με την έννοια αυτή, ταιριάζει στην πλατεία ο ορισμός του χώρου από την Elizabeth Grosz: «Χώρος είναι η διαρκής δυνατότητα για μια διαφορετική ενοίκηση».5 Τα αρχιτεκτονικά και μνημειακά ορόσημα ανεγείρονται και δεσπόζουν σαν να επιζητούν να οργανώσουν –ή και να αναχαιτίσουν- αυτή την άτακτη προσωρινότητα της πλατείας. Πρόκειται για τεκμήρια μνημειακού χρόνου που δεν ανακαλούν different creeds, the displaced, the bizarre, the foreign and alienated—, open to unforeseen encounters and undisciplined incorporations. Thus, it is not only the social drama of the fantasy of belonging, which 5 Elizabeth Grosz, Architecture from the locates itself on the stage of the square Outside: Essays on Virtual and Real Space, via MIT Press, Massachusetts, 2001, p. 9. the normalization and regulation of public space, but also that of its ambiguous, alternative, heterodox, and heterotopic uses. Viewed thus, Elizabeth Grosz’s definition of space applies to the square: “Space is the ongoing possibility of a different inhabitation”5. Architectural and monumental landmarks rise and dominate as if seeking to organize—or even restrain—the square’s unruly temporality. They constitute evidence of monumental time that do not simply recall, but confront the normality of the authorized and authenticated memory. George Bataille characteristically expressed it, saying “great monuments rise up like dams, opposing a logic of majesty and authority to all unquiet elements.6 This is the structural paradox of the square, which renders it exemplarily political: It is not only a workshop for forging the placatory cultural familiarity, but also the field of many processes and tests of impropriety. Additionally, monuments do not constitute a unique sum total of uniform, fossilized systemizations of a common collective memory. Consider the vertiginous notional and political polysemy pervading the following series of different “monuments”: A

6

katalog texts 4.indd 6-7

απλώς στη μνήμη, αλλά εγκαλούν στην κανονικότητα της εξουσιοδοτημένης και αυθεντικοποιημένης μνήμης. Ο Georges Bataille το διατυπώνει χαρακτηριστικά: «Τα μεγάλα μνημεία ορθώνονται σαν φράγματα, αντιτείνοντας μια λογική μεγαλείου και εξουσίας σε όλα τα ανήσυχα στοιχεία».6 Αυτή είναι η δομική αντινομία της πλατείας, η οποία και την καθιστά παραδειγματικά πολιτική: ο δημόσιος χώρος της πλατείας δεν είναι μόνο εργαστήριο 6. Georges Bataille, σφυρηλάτησης της καθησυχαστικής πολιτισμικής “Architecture”, στο Encyclopedia Acephalica: οικειότητας, αλλά και πεδίο ποικίλων διαδικασιών και Comprising the critical dictionary and related texts δοκιμασιών ανοικειότητας. edited by Georges Bataille Επιπλέον, τα μνημεία δεν αποτελούν ένα ενιαίο and the Encyclopedia Da Costa, επιμ. Robert Lebel σύνολο ομοειδών, απολιθωμένων συστηματικοτήτων και Isabelle Waldberg. Λονδίνο: Atlas Press, 1995, κοινής, συλλογικής μνήμης. Ας αναλογιστούμε την σελ. 35-36. ιλιγγιώδη νοηματική και πολιτική πολυσημία που διαπερνά την παρακάτω συστοιχία διαφορετικών «μνημείων»: ένα τυπικό εθνικό μνημείο πολεμικής ανδρείας, ένα πολεμικό μνημείο που ανακαταλαμβάνεται και μεταγράφεται σε ορόσημο αντιπολεμικού ακτιβισμού, μνημεία πολιτικής μισαλλοδοξίας όπως κάποια μνημεία του ελληνικού Εμφύλιου Πολέμου, μνημεία του ναζιστικού Ολοκαυτώματος, το αντιομοφοβικό μνημείο με τη γλυπτή αναπαράσταση ενός ζευγαριού ανδρών κι ενός ζευγαριού γυναικών στο Christotypical national monument to military valour, a war monument “recaptured” and transformed into a landmark of anti-war activism, monuments to political intolerance, such as some Greek Civil War monuments, monuments to the Nazi Holocaust, the anti-homophobic Gay Liberation monument, depicting a male and female couple in New York’s Christopher Park, or finally, the AIDS Memorial Quilt, the mobile textile memorial for the victims of the epidemic, which constitutes an unexpected re-appropriation of the traditional, monumental, family quilt. Not all monuments are, without exception and by definition, despotic fossils of an authoritative mythology and the imposed memorization of 6. Georges Bataille, “Architecture”, in the Encyclopedia Acephalica: Comprising the victors. On the other hand, however critical dictionary and related texts edited much the national monuments decorat- by Georges Bataille and the Encyclopedia ing Da Costa, editors Robert Lebel & Isabelle the squares of large cities are destined Waldberg. London: Atlas Press, 1995, to last by freezing time, they unavoidably pp. 35-36. become bearers of the “ongoing possibility of a different inhabitation”; in other words, they become bearers of a perpetual, porous social chronology formed of notional shifts, performative reframings and cultural contentions. In other words, memorials become—even unwittingly—the unrest and mutability they resist. Memorials are the material reminders of that oblivion, which as Nicole Loraux has demonstrated guarantees and consolidates the city’s political cohesion.7

7

13/10/2009 2:16:38 πμ


pher Park της Νέας Υόρκης, ή, τέλος, το AIDS Memorial Quilt -το μετακινούμενο υφαντό μνήμης για τα θύματα της επιδημίας, το οποίο συνιστά μια απρόβλεπτη επανιδιοποίηση του παραδοσιακού, μνημειώδους, οικογενειακού υφαντού. Δεν είναι όλα τα μνημεία, ανεξαιρέτως και εξ ορισμού, δεσποτικά απολιθώματα μιας εξουσιαστικής μυθολογίας και επιβεβλημένης απομνημόνευσης των νικητών. Από την άλλη πλευρά, όσο κι αν τα εθνικά μνημεία που κοσμούν τις πλατείες των μεγάλων πόλεων προορίζονται για να διαρκέσουν παγώνοντας το χρόνο, γίνονται αναπόφευκτα φορείς της «διαρκούς δυνατότητας για διαφορετική ενοίκηση»· με άλλα λόγια, γίνονται φορείς μιας αέναης και πορώδους κοινωνικής χρονικότητας φτιαγμένης από νοηματικές μετατοπίσεις, επιτελεστικές αναπλαισιώσεις και πολιτισμικές αντιδικίες. Με άλλα λόγια, τα μνημεία γίνονται –ακόμη και άθελά τους- η ανησυχία και η μεταβλητότητα στις οποίες αντιστέκονται. Τα μνημεία είναι οι υλικές υπομνήσεις της λήθης εκείνης, 7. Nicole Loraux, Η διχασμένη πόλη: Η λήθη που, όπως μας έδειξε η Nicole Loraux, στη μνήμη της Αθήνας, μτφρ. Μ. Λυκούδης. Αθήνα: Πατάκης, 2001. εγγυάται και εμπεδώνει την πολιτική συνοχή της πόλης.7 Ό,τι περισσεύει και ό,τι δεν απορροφάται από την εθνική και έμφυλη μνημειακή κανονιστικότητα του αξιομνημόνευτου προσιδιάζει στη συμβαντική επικράτεια του «αδύναμου μνημείου». Η έννοια του «α-δύναμου» αναφέρεται εδώ σ’ αυτό Whatever is left over and is not absorbed 7. Nicole Loraux, The Divided City: on Memory and Forgetting in Ancient Athens, Greek language by the national and innate monumentranslation M. Lykoudis, Athens: Patakis tal normativeness of the memorable Publishers, 2001 pertains to the eventive domain of the “power-less monument”. The concept of “power-less” refers here to that which remains a point of resistance or discord as regards what is established: Without sovereignty yet without powerlessness. Without sovereignty but not without power, even though this may be the specific power of powerlessness.8 Such an 8.Jacques Derrida, Unconditional- aesthetic and sensory concept of the power-less ity or Sovereignty: The University on monument permeates the recolthe Borders of Europe, Inconditiolected het- nalité ou souveraineté: L’Université erotopias of the necropoleis brought aux frontières de l’Europe. Athens: once more Patakis Publishers, 2002, p. 65 into the picture in Leda Papaconstantinou’s In the Name of (1st Thessaloniki Biennale, State Museum of Contemporary Art, 2007), a performance piece that recalls and simultaneously provokes the memory of the civic landscape, dwelling within its forgotten and densely populated borders, and commemorating its inappropriate and excluded figures. Passing through and re-occupying Thessaloniki’s foreign cemeteries, is something realized from a point of double otherness; both foreigner and dead. Maurice Blanchot tells us that the death of the Other is a double death

8

katalog texts 4.indd 8-9

που παραμένει σημείο 8.Ζακ Ντεριντά, αντίστασης ή ετεροφροσύνης Απροϋπόθετο ή κυριαρχία: ως προς το εδραιωμένο Το πανεπιστήμιο στα υπαρκτό: «χωρίς εξουσία αλλά χωρίς αδυναμία. Χωρίς σύνορα της Ευρώπης. εξουσία αλλά όχι χωρίς ισχύ, Πατάκης, 2002, σελ. 65. ακόμη και αν πρόκειται για μια ορισμένη ισχύ της αδυναμίας».8 Μια τέτοια αισθητική και αισθητηριακή αντίληψη του α-δύναμου μνημείου διαπερνά τις αναμνησιακές ετεροτοπίες των νεκροπόλεων που περιδιαβαίνει εκ νέου το έργο «Εις το όνομα» της Λήδας Παπακωνσταντίνου (1η Μπιενάλε Θεσσαλονίκης, Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, 2007): μια δράση-περφόρμανς που ανακαλεί και ταυτόχρονα προκαλεί τη μνήμη του αστικού τοπίου, ενοικώντας τα λησμονημένα και πυκνοκατοικημένα όριά του και μνημονεύοντας τις ανοίκειες και αποκλεισμένες μορφές του -τους ξένους του. Η διέλευση και επανοικείωση των ξένων κοιμητηρίων της Θεσσαλονίκης επιτελείται από ένα σημείο διττής ετερότητας: του ξένου και του νεκρού. «Ο θάνατος του 9.Maurice Blanchot, The Άλλου», Writing of the Disaster, μτφρ.διπλός, μας λέει ο Maurice Blanchot, είναι «θάνατος Ann Smock. Λίνκολν: University of Nebraska Press, Ινδικό γιατί ο Άλλος είναι ήδη νεκρός … ».9 Στο 1995, σ. 19. νεκροταφείο Δενδροποτάμου, στο Αγγλικό κοιμητήριο Ασβεστοχωρίου, στα Εβραϊκά κοιμητήρια, στο Αγγλικό στρατιωτικό κοιμητήριο της Μίκρας στην Καλαμαριά, στο Αρμένικο κοιμητήριο και στο κοιμητήριο των for the Other is already dead.9. In the Indian graveyard at Dendropotamos, the English cemetery at Asbestochori, the Jewish cemeteries, 9.Maurice Blanchot, The Writing of the Disaster, the English military cemetery at Mikra, Kalamaria, the translator Ann Smock. Lincoln: University of Ne- Armenian cemetery, and the Protestant cemetery in the braska Press, 1995, p. 19. Evangelistria area, the foreign dead of the city do away with the obviousness of home, as birth and burial place, common and familiar place. In these alternate/exceptional spaces where the memorable is ritually produced, the great narrative of collective cohesion and continuation as “common ground” is put forth—and sometimes put aside. As the execution of an anti-memory, which tests the boundaries of what is established as memorable, the action of In the Name of begins in the outskirts of the city and recaptures the space, intervening, with the reverence of solidarity, in the monumental norms of mourning and memory that delineate the boundaries of the city and the political. The power-less memorial re-crosses the “common grounds”, demonstrating their otherness to them; it introduces into their order the event and the indirection of the heterotopias as a reshaping poetics and politics of the possible and actual crossing. Heterotopias as crossings are places on the move, places where everything that takes place has departed from the previous order without having a given destination.10

9

13/10/2009 2:16:39 πμ


Διαμαρτυρόμενων στην περιοχή της Ευαγγελίστριας, οι ξένοι νεκροί της πόλης δια-τοπίζουν τις προδηλότητες του οίκου, ως γενέθλιου και ενταφιαστικού, κοινού και οικείου τόπου. Σ’ αυτούς τους έκ-τακτους χώρους τελετουργικής παραγωγής του αξιομνημόνευτου, δρομολογείται 10 Σταύρος –αλλά και λοξοδρομεί- η μεγάλη αφήγηση Σταυρίδης, «Ο χώρος της της συλλογικής συνοχής και συνέχειας ως τάξης και οι ετεροτοπίες: «κοινός τόπος». Ως τέλεση αντι-μνήμης που Ο Φουκώ ως δοκιμάζει τα όρια του εδραιωμένου αξιογεωγράφος της ετερότητας», μνημόνευτου, η δράση «Εις το όνομα» ξεκινά Ουτοπία 72, Νοέμβριοςαπό τα περίχωρα της πόλης και ανακαταΔεκέμβριος 2006, λαμβάνει το χώρο παρεμβαίνοντας, με την σελ. 145-158 (σελ. 154). Βλ. και Miευλάβεια της αλληλεγγύης, στις μνημειακές chel Foucault, “Des espaces νόρμες του πένθους και της μνήμης που ορίautres”, στο ζουν τα όρια της πόλης και του πολιτικού. Dits et Écrits, τόμος II, Παρίσι: Το α-δύναμο μνημείο διασχίζει εκ νέου τους Gallimard, 2001, σελ. 1571-1581. «κοινούς τόπους», υποδεικνύοντάς τους την ετερότητά τους: εισάγει στην τάξη τους το συμβάν και την α-πορία της ετεροτοπίας, ως αναπλαστική ποιητική και πολιτική του δυνητικού και τελούμενου περάσματος: «Οι ετεροτοπίες ως περάσματα είναι τόποι εν κινήσει, τόποι στους οποίους ό,τι τελείται έχει αναχωρήσει από την προηγούμενη τάξη χωρίς να είναι δεδομένος ο προορισμός του».10 ///// A ng e l iki P it s ela // criminologist // interview in her office / Aristotle University ///// A l e xa nde r D ut t ma n n // Συγγραφεασ // απόσπασμα επιστολής. 10.Stavros Stavrides, “Ο χώρος της τάξης και οι ετεροτοπίες: Ο Φουκώ ως γεωγράφος της ετερότητας” (The Place of Order and Heterotopias: Foucault as the Geographer of Otherness), Utopia 72, November-December 2006, pp. 145-158 (p. 154). See also. Michel Foucault, “Des espaces autres”, in Dits et Écrits, Volume II, Paris: Gallimard, 2001, pp. 1571-1581.

///// A l e xa nde r D u ttma n n // writer // fragment of letter // 31.07.2009 Το δύσκολο είναι να δείξετε τον

What is difficult is to show the φόνο, να πείτε τι έγινε στην πόλη,

murder, to say μένοντας έξω από τον ίδιο τον δικό

what happened in the city, σας οργανωτικό λόγο.

outside of your discourse. 10

katalog texts 4.indd 10-11

#74

////// Φίλ ιπ π ο ς

Ωρ αιό πουλος // Ο

φόνος ως στοιχείο για μια άλλη

( α ν α ) π α ρ α σ τ α τ ι κ ή π ο ι ητ ι κ ή τ η ς α ρ χ ι τ ε κ τ ο ν ι κ ή ς τ η ς π ό λ η ς // Το θέμα δεν

#75

είναι να μπορέσει κάποιο πράγμα να αναπαρασταθεί. Το θέμα έγκειται στη διαδικασία χάρη στην οποία κάποιο πράγμα έρχεται στην ύπαρξη, κάποιο πράγμα που τίποτα δεν το αναπαριστά, δεν το εκπροσωπεί και το οποίο παρουσιάζει την ύπαρξη του εντεύθεν της (ανα)παράστασης και της αντιπροσώπευσης. / A. Badiou / Η πολιτική και η λογική του συμβάντος /

Το κείμενο που ακολουθεί είναι ένα είδος “επινοημένης” θεώρησης για την (ανα) παράσταση και ειδικά την αναπαράσταση του Κτιστού Συμβάντος VI ανίσχυρα μνημεία, ενταγμένη στην παράδοση της ποιητικής σκέψης. Επιδιώκει να κατασκευάσει ένα είδος (ανα)παράστασης συμβάντων φόνων, μια μελέτη του θανάτου σε μια πόλη σαν τη Θεσσαλονίκη, σε μια πόλη εν γένει, με όρους αρχιτεκτονικής. Η προσέγγισή του στηρίζεται στην έννοια του αρχείου, όπως αυτή παρουσιάζεται στη δικαιϊκή τελεστική δημόσια (ανα)παράσταση. Το Κτιστό Συμβάν VI ανίσχυρα μνημεία επιδιώκει μια προ-αφηγηματική κατασκευή, η οποία παρεμβαίνει σε ένα κενό του αρχειακού συμβάντος στο δικαιϊκό σύστημα, προκειμένου να παραγάγει μια άλλη (ανα)παράσταση, αυτή του Κτιστού Συμβάντος VI ανίσχυρα μνημεία. Για λόγους μεθοδολογικούς θα παραθέσω τρία είδη (ανα)παράστασης του φόνου: τη διανοητική κατασκευή που επινόησε και εκτέλεσε ο θύτης, την αντίστοιχη επιτελεστική διαδικασία της δίκης (προανακριτικό, ανακριτικό στάδιο, βούλευμα, ακροαματική διαδικασία, απόφαση) και την αδύνατη (ανα)παραστατική εκδοχή ////// F i l i p p o s O r a i o p o u l o s // murder as the element for another (re)presentational poetic of the city’s architecture // The issue is not whether something can be represented, but rather lies in the process which brings something into existence, something which is not presented by anything, nor represented, and which presents its existence inside both (re)presentation and representation. / A. Badiou/ Politics and the Logic of the Event / The following text is a sort of “conceived” perspective regarding (re)presentation, and in particular, the representation of Built Event VI Weak Monuments, incorporated in the tradition of poetic thought. It seeks to construct a type of (re)presentation of murders, of the events, a study of death in a city like Thessaloniki, a city in general, in architectural terms. The approach is based on the concept of the archive as it is presented in the juridical performative public (re)presentation. Built Event VI Weak Monuments strives for a pre-narrative construction, which intervenes in a void in the archival event of the juridical system to produce another (re)presentation, that of Built Event VI Weak Monuments. For methodological reasons I shall set out three types of murder (re)presentations: the intellectual construct conceived and executed by the perpetrator, the corresponding trial process (pre-interrogatory, interrogatory stage, indictment, hearing, judgment) 11

13/10/2009 2:16:39 πμ


του θύματος. Οι τρεις αυτές εκδοχές δεν θα προσεγγιστούν ως προς τις μεταξύ τους σχέσεις με βάση τη μιμητική θεωρία της ποιητικής του Πλάτωνα, δηλαδή στο πλαίσιο μιας μιμητολογίας των ιδεών (παράδειγμα, μοντέλο-μίμηση, μίμημα). Επίσης δεν θα χρησιμοποιηθούν στο πλαίσιο της ειδητικής μιμητικής αριστοτελικής εκδοχής, δηλαδή στο πλαίσιο μιας ποιητικής που η (ανα)παραστατική της κατασκευή στηρίζεται στη λογική της ιεράρχησης (γενικό - ειδικό) και της επινοημένης κάθαρσης. Τέλος, αυτά τα τρία είδη (ανα)παράστασης δεν θα αναχθούν σε ένα σύγχρονο αφηγηματικό μοντέλο, ικανό να παραγάγει ένα τελεστικό κείμενο για μια έκθεση αρχιτεκτονικής της πόλης ή για την έκδοση ενός βιβλίου ή κατάλογου. Το Κτιστό Συμβάν VI ανίσχυρα μνημεία θα επιδιώξει να πάει πίσω από αυτές τις εκδοχές (ανα) παράστασης του φόνου, όχι για την αναζήτηση της καταγωγής τους, αλλά για τη διατύπωση μιας προ-ποιητικής κατασκευής. Αν η διανοητική (ανα)παραστατική κατασκευή που επινόησε και εκτέλεσε ο θύτης είναι μοναδική σε σχέση με τον πιθανό αριθμό των εκδοχών που είχε να επιλέξει, και η εκδοχή του θύματος είναι αδύνατο να αναπαρασταθεί, τότε η (ανα)παραστατική εκδοχή της δίκης είναι μια από τις ενδεχόμενες (ανα)παραστάσεις σε σχέση με εκείνη τη μοναδική που επιτέλεσε ο θύτης, αλλά και μια από τις αδύνατες εκδοχές (ανα)παράστασης που θα μπορούσε να προτείνει το θύμα. Είναι φανερό ότι η (ανα) παραστατική εκδοχή της δίκης κινείται στην αβέβαιη λογική του ενδεχομένου, όσο κι αν επιδιώκει να την υπερβεί ή να την αγνοήσει, και αυτό για δύο λόγους: Πρώτο, γιατί η (ανα)παραστατική κατασκευή-πρόταση του δικαστή, και εντέλει της δίand the impossible (re)presentational version of the victim. These three versions will not be approached as regards their interrelations based on Plato’s mimetic theory of poetics, i.e., in the framework of a mimetology of ideas (paradigm, model-mimesis, copy-mimima).They will also not be used in the framework of the eidetic mimetic Aristotelian version, i.e., in the framework of a poetry whose (re)presentational construction is based on the logic of hierarchy (general—specific) and conceived catharsis. Finally, these three types of (re)presentation will not be reduced to a contemporary narrative model, capable of producing a performative text for an architectural exhibition of the city or to publish a book or catalogue. WeakMonuments_BuiltEvent7 will strive to go behind these murder (re)presentation versions, although not in search of their origins, but rather to set forth a pre-poetic construction. If the intellectual (re)presentational construct devised and executed by the perpetrator is unique in relation to the possible numbers of versions available to select from, and the victim’s version cannot possibly be represented, then the (re)presentational version of the trial is one of the possible (re)presentations relative to the single one the perpetrator carried out, as well as one of the impossible (re)presentation versions the victim might have suggested. It is obvious that the trial’s (re)presentational

12

katalog texts 4.indd 12-13

κης, κινείται σε ένα πλαίσιο δικαιϊκό, που από την αρχή έχει το δικό του μοντέλο αναπαράστασης (νομικό, αξιολογικό, πολιτικό) και όχι το αντίστοιχο του θύτη, και, δεύτερο, γιατί ο φόνος ως θάνατος δεν είναι (ανα)παραστάσιμος, εξαιτίας της φυσικής απουσίας του θύματος. Είναι φανερό ότι η ύπαρξη αυτού του διπλού κενού (διαφορετικό πλαίσιο του θύτη σε σχέση με αυτό του δικαστή και φυσική απουσία του θύματος) επιτρέπει από την αρχή να αναζητηθούν, ή καλύτερα να επινοηθούν, άλλες εκδοχές ή, ακόμη περισσότερο, άλλα είδη ποιητικής (ανα)παράστασης στο πλαίσιο της αρχιτεκτονικής της πόλης, όχι κατ΄ανάγκη για να αναπληρώσουν το διπλό κενό, αλλά κυρίως για να αναδιατάξουν την (ανα)παραστατική ποιητική των τριών (ανα)παραστατικών εκδοχών που περιγράψαμε πιο πάνω σε άλλου είδους (ανα)παραστάσεις. Πριν απαντηθεί το τι είδους μπορεί να είναι αυτές οι άλλες (ανα)παραστάσεις, μπορεί να τεθεί το ερώτημα: Αν ο αστυνόμος, ο δικαστής, ο εισαγγελέας, οι δικηγόροι και ο θύτης, τελικά η δίκη στο σύνολό της, στην εν γένει δικαιϊκή δομή είναι τα πρόσωπα (με τους αντίστοιχους ρόλους) που πραγματοποιούν την τελεστική διαδικασία και ερμηνεύουν το δικαιϊκό πλαίσιο, τότε ποια είναι η τελεστική διαδικασία που μπορούν να παρουσιάσουν οι αρχιτέκτονες για τους φόνους που τελέστηκαν σε μια συγκεκριμένη πόλη, όπως η Θεσσαλονίκη. Ποια είναι εντέλει η προ-ποιητική διαδικασία που θα μπορούσαν να παρουσιάσουν οι αρχιτέκτονες για το φόνο στην πόλη, ως συνέπεια μιας δομικής σύγκρουσης στο εσωτερικό του είδους της τάξης που η εν γένει πόλη συγκροτεί, δηλαδή το φόνο ως «το μοιραίο» τραγικό συγκροτητικό version operates in the uncertain logic of the possible, however much it may strive to surmount or ignore it, and this is for two reasons: First because the judge’s (re) presentational construction-proposal and, ultimately, the trial’s operate in a juridical framework, which from the start has its own representational model (legal, evaluative, political), which does not correspond to the perpetrator’s, and second because murder being death cannot be (re)presented, due to the natural absence of the victim. It is obvious that the existence of this double void (perpetrator’s framework differing from that of the judge and the victim’s natural absence) permits us from the start to search for, or rather to come up with other versions, or even more, other types of poetic (re)presentations in the context of the architecture of the city, not necessarily to replace the double void, but primarily to take the (re)presentational poetry of the three (re)presentational versions described above and rearrange it into other types of (re)presentations. Before deciding what type of (re)presentations these other ones are, one might ask the question: If the police officer, the judge, the prosecutor, the attorneys, and the perpetrator, ultimately, the trial as a whole, in the overall juridical structure are the individuals who (in their corresponding roles) carry out the performative process and 13

13/10/2009 2:16:39 πμ


στοιχείο της πόλης, του πολιτισμού, θα έλεγε ένας θεωρητικός του θεάτρου. Είναι φανερό ότι η (ανα)παράσταση των αρχιτεκτόνων δεν μπορεί παρά να είναι μια άλλη (ανα)παράσταση σε σχέση με την (ανα)παράσταση της δικαιϊκής διαδικασίας, του θύτη και του θύματος. Η έκφραση «σε σχέση» σημαίνει ότι θα πρέπει να βρεθεί μια αφηρημένη (ανα)παραστατική μορφή που να εξασφαλίζει τη δυνατότητα συσχέτισης ετερογενών (ανα)παραστάσεων (δικαστή, θύτη, θύματος, αρχιτεκτόνων), για μια εφικτή άπειρη σειρά φόνων, στις (ανα)παραστάσεις των οποίων θα μπορεί να εμπεριέχεται το στοιχείο του ενδεχομένου, όπως το περιγράψαμε πιο πάνω. Μια τέτοια δυνατότητα θα μπορούσε να έχει μια μαθηματική συναρτησιακή λειτουργία, με την πιο απλή μορφή ή την πιο σύνθετη, την αλγοριθμική της. Θα μπορούσε να εκφραστεί καταρχήν με την πιο απλή μορφή της f(x 1,2…n)=y 1,2…n. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να έχει κανείς τις (ανα)παραστάσεις f1 (δικαιϊκή), f2 (θύτη), f3 (θύματος), f4 (αρχιτεκτόνων) για καθέναν από τους συγκεκριμένους φόνους (χ 1,2,..n), που λαμβάνουν χώρα στο δημόσιο χώρο της Θεσσαλονίκης λίγο πριν από την απελευθέρωσή της έως σήμερα, με την προϋπόθεση ότι καθένα από τα χ 1,2,…n συγκροτεί ένα ξεχωριστό σύνολο (φάκελο) των στοιχείων του αρχειακού υλικού (μαρτυρίες, καταθέσεις, δημόσια έγγραφα, φωτογραφικό υλικό, σχεδιαγράμματα, κ.ά.) για κάθε φόνο ξεχωριστά. Με αυτή την προσέγγιση η ταξινομική λογική του αρχείου δεν είναι μια απλή μνημονική παράταξη κάθε τύπου ντοκουμέντου σε ένα φάκελο ή υποδιαιρέσεις φακέλων, αλλά μια συναρτησιακή δομή ικανή να εκφράσει τις σχέσεις που έχουν οι διαφορετικές (ανα)παραστάσεις f1, f2, f3, f4 για τον ίδιο φόνο αλλά και interpret the juridical framework, then what is the performative process which architects can present regarding the murders performed in a particular city, such as Thessaloniki? What, in the end, is the pre-poetic process architects might present regarding murder in a city, as a consequence of a structural conflict inside the type of order the city generally constitutes, i.e., murder as the “fatal”, tragic constituent element of the city, of culture, as a theatre scholar might say. It is obvious that the architects’ (re)presentation cannot but be another (re)presentation in relation to the (re)presentation of the juridical process, of the perpetrator, and of the victim. The term “in relation” means that we must find an abstract (re) presentational form, which would ensure the possibility to associate heterogeneous representations (judge, perpetrator, victim, architect), making an infinite series of murders possible, whose (re)presentations might contain the element of the possible, as we described it above. Such an ability might have a mathematical functional operation, in its simpler or its more complex form, its algorithmic form. First of all, it could be expressed in its simpler form f(x 1,2…n)=y 1,2…n. This means that one may have the (re)presentations f1 (juridical), f2 (perpetrator), f3 (victim), f4 (architect) for each one of the specific murders (χ 1,2,..n), taking place in Thessaloniki’s public space,

14

katalog texts 4.indd 14-15

για διαφορετικούς, ανάλογα με το περιεχόμενο των φακέλων τους και την τεχνική ταξινόμησής τους (αναλογική, ψηφιακή γραφή). Επιπλέον, αυτή η συναρτησιακή έκφραση των (ανα)παραστάσεων με βάση το σύνολο του αρχειακού υλικού, όπως θα δούμε, δίνει τη δυνατότητα μιας άπειρης πολλαπλότητας προ-ποιητικών (τελεστικών, δραματουργικών, θεατρικών) δομών (ανα)παράστασης, μία από τις οποίες, η μοναδική, εκτυλίσσεται στην ακροαματική δικαιϊκή διαδικασία με την τελεσίδικη ή μη απόφαση, ενώ όλες οι άλλες είναι αυτές που θα μείνουν μετέωρες, ανοιχτές σε κάθε νέα ερμηνευτική και νέο-ποιητική (ανα)παράσταση. Ασφαλώς αντικείμενο αναζήτησης και κατασκευής της έκθεσης και του καταλόγου Κτιστό Συμβάν VI ανίσχυρα μνημεία ανήκει στο τελευταίο είδος των μετέωρων και ανοιχτών αναπαραστάσεων πάνω στο ίδιο συναρτησιακό σύνολο του αρχειακού υλικού. Για την αναζήτηση αυτού του είδους των (ανα)παραστάσεων θα συζητηθεί καταρχήν η συγκροτητική για την συναρτησιακή (ανα)παράσταση και συγχρόνως οντολογική όψη της έννοιας του συνόλου ( του εν γένει αρχειακού υλικού. Ο Derrida, στο πλαίσιο μιας ψυχαναλυτικής προσέγγισης της έννοιας του αρχείου, παρουσιάζει μια μεταφορική και αμφίσημη έννοια του αρχείου: Ας μην αρχίσουμε από την έναρξη ούτε από το αρχείο. Αλλά από τη λέξη “αρχείο”, μια τόσο οικεία λέξη. Η αρχή, θυμίζουμε, ονομάζει την έναρξη και συνάμα την επιταγή. Αυτή η λέξη συναρμόζει φαινομενικά δύο αρχές σε μία: την αρχή σύμφωνα με τη φύση ή την ιστορία, εκεί όπου τα πράγματα αρχίζουν –φυσική, ιστορική ή οντολογική αρχή−, αλλά επίσης την αρχή σύμφωνα με το νόμο, εκεί όπου άνθρωποι και θεοί διατάσσουν, εκεί όπου shortly before the city’s liberation until today, with the prerequisite that each of the χ 1,2,…n constitutes a separate data set (file) Σ 0 → n of archival material (testimonies, testimonies, public documents, photographic material, diagrams, etc.) for each murder separately. With this approach, the archive’s classification logic is not a simple mnemonic array of every type of document inside a file or subsections of files, but a functional structure, capable of expressing the relationships of the different (re) presentations f1, f2, f3, f4 of the same murder, as well as of different ones, depending on the contents of their files and their classification method (analog, digital format). Additionally, this functional expression of the (re)presentations, based on the total amount of archival material permits, as we shall see, an infinite multiplicity of pre-poetic (performative, dramaturgical, theatrical) (re)presentation structures, one of which, one alone, takes place during the juridical hearing process with its final, or not, decision, while all the others are the ones that will remain unresolved, open to every new interpretive and neo-poetical (re)presentation. Naturally, the purpose of the WeakMonuments_BuiltEvent7 exhibition and catalogue is to locate and construct the latter type of unresolved and open representations with the same functional set of archival material.

15

13/10/2009 2:16:39 πμ


ασκείται η αυθεντία, η κοινωνική τάξη, στον τόπο όπου μετά τη θέσμισή του δόθηκε η τάξη –νομολογική. Αμέσως πιο κάτω ο Derrida, συνεχίζοντας να αναλύει την έννοια του αρχείου, θα το περιγράψει σχηματοποιημένα αλλά με πιο ευθύ τρόπο: Μέσα στη διασταύρωση του τοπολογικού και του νομολογικού, του τόπου και του νόμου, του ερείσματος και της αυθεντίας, μια σκηνή εγκατάστασης γίνεται ορατή και συνάμα αόρατη (J.Derrida, Η έννοια του αρχείου, (σ.15-17). Αν θέλει να δώσει κανείς μια από τις δυνατές ερμηνευτικές εκδοχές στα συγκεκριμένα αποσπάσματα από το κείμενο αυτό του Derrida, θα μπορούσε να προτείνει ότι το αρχείο έχει σχέση με την αρχή ως σημείο εκκίνησης, ας πούμε, μιας σκηνής εγκατάστασης σε έναν τόπο, αλλά ότι ταυτόχρονα συνδέεται και με την αρχή (την εξουσία) που με βάση το νόμο οργανώνει ένα είδος τάξης στον τόπο εγκατάστασης. Αυτό μπορεί να σημαίνει ότι το αρχείο μπορεί να κατασκευαστεί ή να κατασκευάσει μια σκηνή εγκατάστασης ενός τόπου που διέπεται από την αρχή του νόμου. Για αυτή τη διπλή σχέση του αρχείου με το νόμο και τον τόπο ο Derrida χρησιμοποιεί τον όρο τοπο-νομολογία. Η A. Farge (Γεύση του Αρχείου, σ. 42) αναφέρεται στην έννοια του αρχείου της πόλης (σε αυτή την περίπτωση το Παρίσι) με κυριολεκτικό τρόπο. Ο τρόπος εκφοράς του ορισμού αυτού μας επιτρέπει, νομίζω, να του δώσουμε μια πιο γενική ισχύ για την πόλη εν γένει: Το αρχείο, λέει η Farge, συλλαμβάνει την πόλη επ’ αυτοφώρω κατά κάποιο τρόπο: την πιάνει για παράδειγμα να κοροϊδεύει την τάξη, να μην αποδέχεται την ουτοπία των αστυνομικών ή ακόμη να διαλέγει, ανάλογα με τα γεγονότα, να επευφημήσει τους βασιλείς της ή να τους δείξει την απαρέσκειά To locate this type of (re)presentations, we shall discuss, first of all, the compositional for the functional (re)presentation, and simultaneously ontological, aspect of the concept of the general archival material set Σ 0 → n Derrida, in the context of a psychoanalytical approach to the concept of the archive, presents a metaphorical and ambiguous concept of the archive: “Let us not begin at the beginning, nor even at the archive. But rather at the word ‘archive’— and with the archive of so familiar a word. Arhkè, we recall, names at once the commencement and the commandment. This name apparently coordinates two principles in one: the principle according to nature or history, there where things commence—physical, historical, or ontological principle—but also the principle according to the law, there where men and gods command, there where authority, social order are exercised, in this place from which order is given—nomological principle.” Derrida immediately continues his analysis of archive concept giving a schematic, yet more direct description: “At the intersection of the topological and the nomological, of the place and the law, of the substrate and the authority, a scene of domiciliation becomes at once visible and invisible.” (Jacques Derrida, Archive Fever, Greek language edition, pp. 15-17). Should one want to give one of the possible interpretations of these specific extracts

16

katalog texts 4.indd 16-17

της, να εξεγείρεται, εάν νιώθει πως απειλείται. Διαβάζοντας τα κατάστιχα της αστυνομίας, διαπιστώνουμε σε ποιο βαθμό η εξέγερση, η πρόσκληση ή ακόμη και η επανάσταση είναι συνήθη κοινωνικά γεγονότα που η πόλη ξέρει να τα διαχειρίζεται, να τα προκαλεί και να αναγνωρίζει τα πρώτα τους σημάδια. Ύστερα από τις προηγούμενες προσεγγίσεις της έννοιας του αρχείου κατανοούμε ότι αυτό δεν είναι μια απλή παρατακτική αθώα ή τυχαία ταξινόμηση θεματική ή οποιασδήποτε άλλης μορφής καταγραφή των συμβάντων, αλλά μια συναρτησιακή (ανα)παραστατική κατασκευή, που οργανώνει σκηνές εγκατάστασης σε τόπους με βάση τη νομοτεχνική εξουσία και την τεχνική γραφής τους (αναλογική, ψηφιακή). Με αυτή τη βασική τοπο-νομολογική προϋπόθεση της συγκρότησης των αρχείων θα συνεχίσουμε να εξετάζουμε τις (ανα)παραστατικές συναρτήσεις f1 (δικαιϊκή), f2 (θύτη), f3 (θύματος), προκειμένου να προσδιορίσουμε το είδος της (ανα)παράστασης του Κτιστού Συμβάντος VI ανίσχυρα μνημεία f4 (αρχιτεκτόνων), που στηρίζεται στο ίδιο αρχειακό υλικό. Οι αναπαραστατικές συναρτήσεις f1 (δικαιϊκή), f2 (θύτη), f3 (θύματος) παρουσιάζουν μια ομοιότητα ως προς τη φόρμα της συναρτησιακής τους λειτουργίας που εκφράζεται από τον τύπο f(x)=y, αλλά και μια διαφορά. Η διαφορά είναι ότι κάθε φόνος αναπαρίσταται με διαφορετικές τιμές (y1...n), ανάλογα με το περιεχόμενο των στοιχείων (x1…n), τα οποία με τη σειρά τους περιέχουν έναν ξεχωριστό φάκελο (σύνολο) ( αρχειακών στοιχείων του κάθε φόνου. Αυτή η διαφορά έχει δύο επίπεδα. Το ένα αφορά όλες τις διαφορές που παρουσιάζονται εξαιτίας των διαφορετικών from this text of Derrida, one might suggest that the archive is related to the arhkè as the point of departure, let’s say a scene of settling somewhere, but that it is simultaneously linked with the arhkè (the authority), which, based on the law, organizes a type of order in the settlement place. This could mean that the archive could be constructed or could construct a scene of settling somewhere governed by the arhkè(authority) of the law. To describe this dual relationship of archive, law, and place, Derrida uses the term topo-nomology. Arlette Farge (Le gout de l’ archive, Greek edition, p. 42) refers to the concept of a city archive—in this case Paris— in a literal way. I think that the way she expresses this definition allows us to give it a broader power over the city in general. Farge says: that the archive, in a certain way, captures the city red-handed. It captures it making a mockery of order, not accepting the police’s Utopia, or even choosing, depending on events, to cheer its kings or to demonstrate its disfavour, to rebel if it felt threatened. Upon reading the police records, Farge continues, we determine to what extent, rebellion, provocation, or even revolution are common social phenomena, which the city knows how to manage, to provoke, and to recognize their early signs. After the previous approaches to the concept of the archive, we understand that

17

13/10/2009 2:16:39 πμ


φόνων (άρα και των διαφορικών αρχειακών συνόλων), όταν αυτοί αναπαρίστανται και συγκρίνονται ξεχωριστά στο εσωτερικό της καθεμιάς από τις (ανα)παραστατικές συναρτήσεις f1 (δικαιϊκή), f2 (θύτη), f3 (θύματος). Το άλλο, αντίστροφα, αφορά τις διαφορές που έχει ο ίδιος φόνος ανάμεσα στις τρεις διαφορετικές (ανα)παραστατικές συναρτήσεις f1 (δικαιϊκή), f2 (θύτη), f3 (θύματος), εξαιτίας του διαφορετικού αρχείου που έχει ο ίδιος φόνος σε καθεμιά από τις τρεις αναπαραστάσεις. Το πρώτο επίπεδο διαφορών είναι αυτονόητο, αφού κάθε διαφορετικός φόνος έχει διαφορετικά εξειδικευμένα χαρακτηριστικά αρχεία και επομένως και η (ανα)παράστασή τους σε κάθε περίπτωση είναι διαφορετική. Όμως στο δεύτερο επίπεδο η διαφορά είναι δομική, γιατί ο ίδιος φόνος αναπαρίσταται διαφορετικά από κάθε διαφορετική συνάρτηση f1 (δικαιϊκή), f2 (θύτη), f3 (θύματος), επειδή, όπως είπαμε, τα αρχεία για τον ίδιο φόνο είναι διαφορετικά για καθεμιά από τις τρεις (ανα)παραστάσεις. Ο λόγος για αυτή τη διαφορά βρίσκεται στο γεγονός ότι το περιεχόμενο των αρχείων για κάθε συνάρτηση είναι διαφορετικό. Το περιεχόμενο αυτό έχει ήδη επισημανθεί και έχει παρουσιαστεί από την αρχή αυτού του κειμένου. Πρόκειται για την ύπαρξη του διπλού κενού: α) εξαιτίας του διαφορετικού πλαισίου του θύτη σε σχέση με το πλαίσιο του δικαστή και β) εξαιτίας της φυσικής απουσίας του θύματος. Τι σημαίνει όμως αυτό το διπλό κενό με όρους συναρτησιακούς; Η απάντηση είναι απλή. Το σύνολο των στοιχείων του αρχείου της (ανα)παράστασης f2 (θύτη) εμπεριέχει εκτός των ομολογημένων στοιχείων και ένα κενό σύνολο { είτε γιατί αποκρύβονται this is not a simple, aligned, innocent or accidental classification, thematically or in any other way documenting events but a functional (re)presentational construction, which organizes settlement scenes in places based on legislative authority and the technique used to record them (analog, digital). This is the basic topo-nomological prerequisite for composing archives with which we shall continue examining the (re) presentational functions f1 (juridical), f2 (perpetrator), f3 (victim), so as to define the type of (re)presentation of WeakMonuments_BuiltEvent7 f4 (architect), which is based upon the same archival material. The representational functions f1 (juridical), f2 (perpetrator), f3 (victim) present a similarity as regards the form of their functional operation, which is expressed by the formula f(x)=y, but also one difference. The difference is that each murder is represented by different values (y1...n), depending on the content of the data (x1…n), which in their turn contain a separate file (set) ( of archival data from each murder. This difference has two levels. The one concerns all the differences that appear because of the different murders (therefore, because of the differential archival sets) when these are represented and compared separately within each one of the (re)presentational functions f1 (juridical), f2 (perpetrator), f3 (victim). The other, conversely, concerns the differences evidenced by the same murder in the three different (re)presentation-

18

katalog texts 4.indd 18-19

στοιχεία από το θύτη, είτε γιατί δεν επιτρέπονται από το δικαιϊκό σύστημα να παρουσιαστούν, είτε γιατί είναι ψευδή ( . Από την άλλη, το σύνολο των στοιχείων της αναπαράστασης f3 (θύματος) είναι απολύτως κενό { εξαιτίας της φυσικής απουσίας του θύματος. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει αντιπροσώπευση του θύτη και του θύματος με την πολιτική αγωγή και τους συνηγόρους υπεράσπισης, αλλά αυτό συνιστά το σημείο της αδύνατης παρουσίας ή της τέλειας φυσικής απουσίας του θύματος και επομένως το άνοιγμα στη λογική του ενδεχομένου στην τελεστική δικαιϊκή διαδικασία και στην τελεσίδικη ή μη απόφαση. Με αυτούς τους όρους θα μπορούσαμε να πούμε ότι η (ανα)παραστατική συνάρτηση f1 (δικαιϊκή), που εμπεριέχει στο εσωτερικό της τελεστικής δικαιϊκής διαδικασίας τόσο την συνάρτηση f2 (θύτη) όσο και την f3 (θύματος), εμπεριέχει συγχρόνως και τα δυο κενά σύνολα αρχειακών τεκμηρίων, αυτά του θύτη και του θύματος. Δεδομένου μάλιστα ότι τα κενά αυτά έχουν προκύψει εξαιτίας μιας φυσικής σύγκρουσης ανάμεσα στο θύμα και στο θύτη και της αντίστοιχης (ανα)παραστατικής σύγκρουσης (πολιτικής, κοινωνικής …) μεταξύ των τριών (ανα)παραστατικών εκδοχών, γίνεται φανερό ότι οι διαφορές πολλαπλασιάζονται με δικτυακό τρόπο στο σύνολο των κοινοτικών δομών στο συγκεκριμένο τόπο (πόλη, χώρα) τη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή. Έτσι όμως η δομική διαφορά ανάμεσα στις (ανα)παραστάσεις f1 (δικαιϊκή), f2 (θύτη), f3 (θύματος) που συνίσταται από την ύπαρξη των δύο κενών συνόλων που ανήκουν αντίστοιχα στο θύτη και στο θύμα και στις αντίστοιχες διαφορές-συγκρούσεις τους, al functions f1 (juridical), f2 (perpetrator), f3 (victim), because of the different archive the same murder has in each one of these three representations. The first level of differences needs no explanation, since each different murder has different specialized characteristic archives and, therefore, their (re)presentation in each case is different. However, on the second level the difference is structural, since the same murder is represented differently by each different function f1 (juridical), f2 (perpetrator), f3 (victim) because, as we said, the same murder’s archives are different in each of the three (re)presentations. The reason for this difference is located in the fact that the content of the archives differs for each function. This content has already been determined and presented in this text from the beginning. It concerns the existence of the double void (a) since the perpetrator’s framework differs from the framework of the judge, and (b) since the victim is, naturally, absent. What, however, does this double void mean in functional terms? The answer is simple. The data set of the archive of (re) presentation f2 (perpetrator) also contains, apart from the data confessed, an empty set {ø} as well, either because certain data has been concealed from the perpetrator, or because the juridical system does not allow it to be presented, or because it is false (–). On the other hand, the data set of (re)presentation f3 (victim) is completely empty {ø} because of the natural absence of the victim. This does not mean that the

19

13/10/2009 2:16:39 πμ


είναι αυτή που επαναλαμβάνεται σε κάθε δικαιϊκή δημόσια (ανα)παράσταση f1 κάθε φόνου, ως μια σταθερή και αέναη επανάληψη που πολλαπλασιάζει τις διαφορές συρρικνώνοντας ή διευρύνοντας ή, γενικότερα, μετασχηματίζοντάς τες. Συνεπώς, αυτή η σταθερή επανάληψη μιας δομικής διαφοράς του σταθερού κενού και της μόνιμης απουσίας στο εσωτερικό του (ανα)παραστατικού συστήματος κάνει το δικαιϊκό μοντέλο (ανα)παράστασης να αδυνατεί να κατασκευάσει την απόλυτη (ανα)παράσταση του κάθε φόνου (άρα τη μοναδική αλήθεια), να σχετικοποιεί και επομένως να επιτρέπει να μιλάει κανείς για μια επινοημένη (ανα)παραστατική κατασκευή για κάθε φόνο, δηλαδή επιτρέπει να μιλάει κανείς για μόνιμη αστοχία. Για τη σημασία μιας τέτοιου είδους επαναλαμβανόμενης διαφοράς στην κατασκευή ενός «αληθινού-ζωντανού» «θεάτρου» του κόσμου, όπως και για την τέχνη, ο Deleuze θα γράψει: (Différence et Répétition, σ. 79) (…) Θα πρέπει η διαφορά να γίνει το στοιχείο, η ελάχιστη ενότητα, που παραπέμπει σε άλλες διαφορές που ποτέ δεν το ταυτοποιούν, αλλά το διαφοροποιούν. Θα πρέπει κάθε όρος μιας σειράς, καθώς αποτελεί ήδη διαφορά, να τοποθετείται μέσα σε μια σχέση μεταβλητή ως προς άλλους όρους, και να συγκροτεί στο εξής άλλες σειρές που στερούνται κέντρου και σύγκλισης. Πρέπει να δείξει την διαφορά με το να προχωρεί “διαφέροντας”. Γνωρίζουμε ότι το έργο της μοντέρνας τέχνης τείνει να εφαρμόζει αυτές τις συνθήκες: γίνεται με την έννοια αυτή ένα αληθινό “θέατρο”, που συγκροτείται από μεταμορφώσεις και perpetrator and the victim are not represented by the prosecution and the defence, but that this constitutes the point of the impossible presence or the perfect, natural absence of the victim, and therefore introduces the logic of the possible in the juridical process and the final, or not, decision. Given these conditions we could say that (re)presentational function f1 (juridical), which contains within it the performative juridical process function f2 (perpetrator), as well as f3 (victim), simultaneously contains both empty sets of archival evidence, the perpetrator’s as well as the victim’s. Given that they both resulted from a natural conflict between victim and perpetrator and the corresponding (re)presentational conflict (political, social…) among the three (re)presentational versions, it becomes evident that the differences multiply in a networked fashion in the totality of the social structures in the particular place (city, country) during the particular historical moment. Thus, however, the structural difference of (re)presentations f1 (juridical), f2 (perpetrator), and f3 (victim), which consists of the existence of two empty sets that belong to perpetrator and victim respectively, and to their respective differences—conflicts, is the one repeated at each juridical public (re) presentation f1 of each murder, as a constant and perpetual repetition, which multiplies the differences, whether shrinking or expanding, or more generally, transforming them. As a result, this constant repetition of a structural difference between the constant

20

katalog texts 4.indd 20-21

μεταλλαγές. Θέατρα χωρίς τίποτε το σταθερό ή λαβύρινθος χωρίς νήμα (η Αριάδνη απαγχονίστηκε). Το έργο τέχνης εγκαταλείπει το χώρο της αναπαράστασης για να γίνει υπερβατικός εμπειρισμός ή επιστήμη του αισθητού. O Deleuze εξειδικεύοντας την τελευταία του πρόταση θα γράψει (σ.19) Το θέατρο της επανάληψης αντιτίθεται στο θέατρο της αναπαράστασης, όπως η κίνηση αντιτίθεται στην παγιωμένη αντίληψη και στην αναπαράσταση που επαναφέρει την κίνηση στην παγιωμένη αντίληψη. Στο θέατρο της επανάληψης δοκιμάζονται καθαρές δυνάμεις, δυναμικά ίχνη μέσα στο χώρο, που ενεργούν στο πνεύμα χωρίς διαμεσολάβηση και που το συνδέουν ευθέως με τη φύση και την ιστορία, μια γλώσσα που μιλά πριν από τις λέξεις, κινήσεις του σώματος που διαμορφώνονται πριν από τα οργανωμένα σώματα, μάσκες πριν από τα πρόσωπα, είδωλα και φαντασιώσεις πριν από τα θεατρικά πρόσωπα –όλη η συσκευή της επανάληψης ως “τρομερή δύναμη”. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι η “τρομερή δύναμη” της επαναλαμβανόμενης διαφοράς δημιουργεί μια τελεστική-θεατρική και αποκαλυπτική κατασκευή-σκηνή, δημιουργώντας διαφορές μέσα από τις διαφορές ως ένας λαβύρινθος χωρίς τον ιστό της Αριάδνης. Η αέναα επαναλαμβανόμενη διαφορά ανατρέπει τη θεατρικότητα της αναπαραστατικής εκπροσώπησης και διαμεσολάβησης, συνδέει το πνεύμα άμεσα με τη φύση και την ιστορία, σε ένα προ-ποιητικό στάδιο της γλώσσας πριν από τις λέξεις, τις χειρονομίες πριν από την οργάνωση του σώματος, τις μάσκες πριν από void and the permanent absence at the centre of the (re)presentational system makes the juridical model of (re)presentation incapable of constructing the absolute (re)presentation of each murder (therefore the only truth), to relativize, and consequently, to permit us to speak of an invented (re)presentational construction for each murder, i.e., it allows us to speak of a permanent failure. Regarding the importance of such a repeated difference in the construction of a “true-living” theatre of the world, as well as in art, Deleuze would write: “…Difference must become the element, the ultimate unity; it must therefore refer to other differences which never identify it but rather differentiate it. Each term of a series, being already a difference, must be put into a variable relation with other terms, thereby constituting other series devoid of centre and convergence. Divergence and decentring must be affirmed in the series itself. Every object, every thing, must see its own identity swallowed up in difference, each being no more than a difference between differences. Difference must be shown differing. We know that modern art tends to realise these conditions: in this sense, it becomes a veritable theatre of metamorphoses and permutations. A theatre where nothing is fixed, a labyrinth without a thread (Ariadne has hung herself). The work of art leaves the domain of representation in order to become ‘experience’, transcendental empiricism or science of the sensible.” (Difference and repetition, p. 79, Greek or French language edition) Deleuze, elaborating on his last sentence wrote “The theater of rep-

21

13/10/2009 2:16:39 πμ


τα πρόσωπα, εντέλει όλα αυτά σε ένα προ-αφηγηματικό στάδιο που ενσωματώνει η τέχνη. Ύστερα από αυτή τη διαπίστωση μπορεί να τεθεί το ερώτημα: ποια είναι η άλλη (ανα)παραστατική κατασκευή που θα χρησιμοποιήσει την αέναα επαναλαμβανόμενη διαφορά, όπως την περιγράψαμε πιο πάνω, δηλαδή το διπλό κενό σύνολο του αρχειακού υλικού στις (ανα)παραστάσεις f2 (θύτη), f3 (θύματος), έτσι ώστε να παραχθεί ένα τελεστικό έργο με προ-αφηγηματικά ή, καλύτερα, προ-ποιητικά χαρακτηριστικά στην περίπτωση των φόνων στο «ανοιχτό θέατρο» της πόλης εν είδει έργου τέχνης. Το εξειδικευμένο ερώτημα στην περίπτωση του Κτιστού Συμβάντος VI ανίσχυρα μνημεία μπορεί να τεθεί ως εξής: Τι είδους είναι εκείνη η τέχνη της αρχιτεκτονικής και της πόλης, που θα εισήγαγε το αδιαλείπτως επαναλαμβανόμενο δομικό διπλό αρχειακό κενό των (ανα)παραστάσεων f2 (θύτη), f3 (θύματος) στην (ανα)παράσταση f1 (δικαιϊκή ακροαματική θεατρική διαδικασία), έτσι ώστε να παραχθεί μια τελεστική αντι-(ανα)παράσταση ή, αν θέλετε, μια άλλη (ανα)παράσταση; Ποια είναι εκείνη η επινοημένη τελεστική αρχιτεκτονική της κατασκευής της πόλης, που να μην είναι κεντροθετημένη, ιεραρχημένη, η οποία να αναδεικνύει και να πολλαπλασιάζει αδιάλειπτα τη διαφορά, αφήνοντας σε συνεχή και αέναη εκκρεμότητα την τελεσίδικη και οριστική ταυτότητα του φόνου, του κάθε φόνου, αναδιατάσσοντας τη δικαιϊκή διαδικασία στο προ-ποιητικό της επίπεδο και επιδιώκοντας τελικά να παρουσιάσει, σύμφωνα με το μότο του Badiou, την ύπαρξη του etition is opposed to the theatre of representation, just as movement is opposed to the concept and to representation which refers it back to the concept. In the theatre of repetition, we experience pure forces, dynamic lines in space which act without intermediary upon the spirit, and link it directly with nature and history, with a language which speaks before words, with gestures which develop before organised bodies, with masks before faces, with spectres and phantoms before characters—the whole apparatus of repetition as a ‘terrible power’.” (p. 19)Therefore, we see that the “terrible power” of a repeated difference creates a performative-theatrical and revelatory construction-stage, creating differences through differences, like a labyrinth, which lacks Ariadne’s thread. The perpetually repeated difference overturns the theatricality of the representative representation and mediation, links the spirit directly to nature and history, in a pre-poetic stage of language before words, gestures before the body is organized, masks before faces, ultimately all these in a pre-narrative stage, art embodied by art. After this statement, one might ask: What is the other (re)presentational construction, which would use the perpetually repeated difference, as we described it above, i.e., the double empty set of archival material in (re)presentations f2 (perpetrator), f3 (victim), to produce a performative work with pre-narrative, or rather, pre-poetic

22

katalog texts 4.indd 22-23

εντεύθεν της (ανα)παράστασης και της αντιπροσώπευσης. Ασφαλώς δεν πρόκειται για προϋποθέσεις μιας μεταφυσικής ματιάς, αλλά για μια άλλη (ανα)παραστατική κατασκευή από τη μεριά της αρχιτεκτονικής της πόλης, της τέχνης εντέλει που εκπληρώνει τις πιο πάνω προϋποθέσεις. Έτσι το ερώτημα μπορεί να εξειδικευθεί ως εξής: πώς το Κτιστό Συμβάν VI ανίσχυρα μνημεία συγκροτεί την αρχιτεκτονική της πόλης ως έργο τέχνης μέσα σε μια (άλλη) αναπαράσταση της αδιαλείπτως επαναλαμβανόμενης διαφοράς των κενών αρχειακών συνόλων στους φόνους της πόλης της Θεσσαλονίκης, εντέλει στην πόλη εν γένει; Μια απάντηση μπορεί να είναι: Το Κτιστό Συμβάν _ Ανίσχυρα Μνημεία, ως συμβάν τέχνης. Τι σημαίνει ως συμβάν τέχνης γενικά και τι ειδικά για τις προϋποθέσεις που τέθηκαν προηγουμένως; Παίρνοντας υπόψη την κριτική που ο Derrida, στο έργο του La vérité en peinture άσκησε στο βιβλίο του Heidegger Η καταγωγή του έργου τέχνης, δεν θα χρησιμοποιήσω το γνωστό ορισμό του έργου τέχνης ως συμβάντος της αλήθειας από τον Heidegger, αλλά το γενικό ορισμό του συμβάντος που δίνει ο Badiou στο βιβλίο του L’être et l’événement χρησιμοποιώντας τη μαθηματική μεταοντολογική προσέγγισή του, γιατί αυτή θα βοηθήσει να συνδεθεί η απάντηση στο προηγούμενο ερώτημα με τη συναρτησιακή αναπαραστατική μεθοδολογία που ακολουθήθηκε έως τώρα, και έτσι θα δοθεί η δυνατότητα να κατασκευαστούν προαφηγηματικές ή, καλύτερα, προ-ποιητικές κατασκευές (σ. 542): -Το συμβάν, που ανήκει στο συμβαντολογικό πεδίο [+] (σύνολο), είναι η πολλαπλή characteristics, in the case of the murders in the city’s “open theater”, as a sort of work of art.The focused question in the case of WeakMonuments_BuiltEvent7 might be formulated thus: What type of architectural or urban art is capable of importing the continuously repeated structural double archival void of (re)presentations f2 (perpetrator), f3 (victim) into (re)presentation f1 (juridical hearing theatrical process) in order to produce a performative anti-(re)presentation, or, if you like, another (re)presentation? What is that conceived performative architecture of a city’s construction, which is not centralized and categorized, which can continuously demonstrate and multiply the difference, leaving the irrevocable and final identity of murder, of every murder, in a constant perpetual state of suspension, reordering the juridical process on its pre-poetic level and seeking, ultimately, to present, according to Badiou’s motto the existence inside both (re)presentation and representation . Naturally, these are not the prerequisites of a metaphysical gaze, but rather another (re)presentational construction on the part of the architecture of the city, of an art finally fulfilling the above conditions. Thus, the question can be focused thus: How does WeakMonuments_BuiltEvent7 configure the architecture of the city as a work of art in an(other) (re)presentation of the continuously repeated difference of the empty archival sets to the murders in the city of Thessaloniki, in the city in general?

23

13/10/2009 2:16:39 πμ


σύνθεση αφενός των στοιχείων του πεδίου και αφετέρου αυτού του ίδιου (του συμβάντος). -Ο αυτοπροσδιορισμός είναι λοιπόν συγκροτιτικό στοιχείο του συμβάντος. Είναι στοιχείο της πολλαπλότητας την οποία αυτό το ίδιο συγκροτεί. -Το συμβάν παρεμβάλλεται ανάμεσα στο κενό και σε αυτό το ίδιο. Θα λέγαμε ότι είναι υπέρ-ένα (ως προς την κατάσταση στην οποία δρα). Σύμφωνα με την άποψη του Badiou, το συμβάν είναι μια πολλαπλότητα (σύνολο) που συντίθεται από τα στοιχεία του συμβαντολογικού πεδίου στο οποίο ανήκει και από το ίδιο τον εαυτό του. Ο αυτοπροσδιορισμός του (auto-appartenance), που ανήκει στην ίδια την πολλαπλότητα του συνόλου του, είναι συγκροτητικό στοιχείο του συμβάντος. Το πιο σημαντικό για την περίπτωσή του Κτιστού Συμβάντος, όπως το εξετάζουμε στην δικαιϊκή (ανα)παράσταση f1, είναι ότι το συμβάν τοποθετείται ανάμεσα στο κενό { σύνολο και στον εαυτό του. Αυτό σημαίνει ότι το Κτιστό Συμβάν VI ανίσχυρα μνημεία, όντας σε αυτή την ενδιάμεση ποιητική θέση (στο κενό { σύνολο και στον εαυτό του) μπορεί να συμβάλει στην αλλαγή, στο μετασχηματισμό του κενού συνόλου, στην περίπτωσή μας στο διπλό κενό-απουσία των (ανα)παραστατικών συνόλων f2 (θύτη), f3 (θύματος), τα οποία, όπως είδαμε, ανήκουν και χρησιμοποιούνται στη συναρτησιακή (ανα)παράσταση f1 (δικαιϊκή ακροαματική θεατρική διαδικασία), με αποτέλεσμα να μπορεί να μιλάει κανείς για μια επινοημένη καταOne answer might be: Weak Monuments_Built Event7, as an art event. What does art event mean generally, and what in particular for the prerequisites set previously? Taking into consideration the criticism that Derrida, in his work The Truth in Painting levelled against Heidegger’s book The Origin of the Work of Art, I will not use Heidegger’s well-known definition of the artwork as the event of truth, but rather the general definition of event Badiou gives in L’être et l’événement using his mathematical meta-ontological approach; it will assist us in linking the answer to the previous question regarding the functional representational methodology, followed up to now, thus permitting the construction of pre-narrative, or rather pre-poetic constructions (p. 542): ·The event, which belongs to the eventological field [+] (set), is the multiple composition, on the one hand, of the elements of the field and, on the other, of itself (the event). ·Self-definition then is a configurational element of the event. It is an element of the multiplicity, which it itself configures. ·The event is interposed between the void and itself. We could say it is hyper-one (regarding the condition upon which it operates) In Badiou’s view, the event is a multiplicity (set) composed of the elements belonging to the eventological field to which it belongs, and of itself. Its self-definition (auto-

24

katalog texts 4.indd 24-25

σκευή στο πλαίσιο των άπειρων ενδεχομένων. Αυτό σημαίνει ότι το Κτιστό Συμβάν VI, από τη μεριά του, πρέπει να επινοήσει και να συγκροτήσει μια άλλη συναρτησιακή (ανα)παράσταση από το ίδιο αρχειακό σύνολο των f2 (θύτη), f3 (θύματος), έτσι ώστε να διαφοροποιήσει, ενδεχομένως να ανατρέψει, πάντως να αναγάγει την f1 (δικαιϊκή ακροαματική θεατρική διαδικασία) σε ένα ανοιχτό πεδίο ανάγνωσης και τελεστικής θέασης, αυτό της τέχνης της αρχιτεκτονικής και της πόλης. Προκειμένου να προδιαγραφεί η κατασκευή αυτής της άλλης (ανα)παράστασης f4 του Κτιστού Συμβάντος VI ανίσχυρα μνημεία, θα χρειαστεί να εξειδικευτεί ο ορισμός της έννοιας του συμβάντος με βάση τη μεταφορική χρήση που κάνει ο ίδιος ο Badiou στο έργο του Ηθική, και αυτό γιατί θεωρώ ότι είναι χρήσιμο να τοποθετηθεί η γνωστική ενότητα της ποιητικής στην παραδοσιακή της θέση, ανάμεσα στον πρακτικό λόγο (Ηθική) και στο θεωρητικό (από τον Αριστοτέλη με τη διαμεσολάβηση του Καντ έως σήμερα). Γράφει ο Badiou (σ.53): «Τα συμβάντα είναι μη αναγώγιμες μοναδικότητες, στοιχεία «εκτός νόμου» των καταστάσεων. Οι πιστές διαδικασίες αλήθειας είναι ενύπαρκτες ρήξεις κάθε φορά εξ ολοκλήρου επινοημένες. Τα υποκείμενα, που είναι τοπικές εκδοχές της διαδικασίας αλήθειας («σημεία» αλήθειας) είναι ιδιαίτερες και ασύγκριτες επαγωγές. Απέναντι σε τέτοια υποκείμενα είναι –ίσως− νόμιμο να μιλήσουμε για μια «ηθική των αληθειών». Στην περίπτωση του Κτιστού Συμβάντος επιζητείται μια επινοημένη προ-ποιητική κατασκευή, μοναδιappartenance or self-belonging), which belongs to the same multiplicity of its set, is a constituent element of the event. In the case of Built Event, what is important, as we examine it in juridical (re)presentation f1, is that the event is placed between the empty {ø} set and itself. This means that the location of WeakMonuments_BuiltEvent7 in this intermediate poetic place (in the empty {ø} set and itself) may allow it to contribute to change, to the transformation of the empty set, in our case to the double void-absence of (re)presentational totals f2 (perpetrator), and f3 (victim), which, as we saw, belong to and are used in functional (re)presentation f1 (juridical hearing theatrical process); as a result, we are able to speak of an conceived construction in the framework of infinite possibilities. This means that Built Event VI, for its part, must conceive of and configure another functional (representation) from the same archive set of f2 (perpetrator), and f3 (victim), in order to differentiate, possibly overturn, in any case to apply f1 (juridical hearing theatrical process) to an open field of understanding and performative vision, that of the art of architecture and the city. In order to define the construction specifications of this other (re)presentation f4 of WeakMonuments_BuiltEvent7, the definition of the concept of the event will have to be focused on the basis of Badiou’s own metaphorical practice in his work Ethics: An Essay on the Understanding of Evil, because I consider it useful to place poetry’s cog-

25

13/10/2009 2:16:39 πμ


κή και μη αναγώγιμη (όπως είναι ένα έργο τέχνης), που βρίσκεται «εκτός νόμου», δηλαδή εκτός της κανονικότητας που δημιουργεί η επανάληψη της δικαιϊκής διαδικασίας για κάθε φόνο. Η επινοημένη κατασκευή επιδιώκει επίσης να δημιουργήσει ένα είδος ρήξεων σε σχέση με αυτή τη δικαιϊκή κανονικότητα, παρεμβαίνοντας στα κενά σύνολα που εμπεριέχονται στις (ανα)παραστάσεις f2 και f3, έτσι ώστε να υπάρξει μια αναδιάταξη στην (ανα)παραστατική συνάρτηση της δικαιϊκής διαδικασίας f1 (από το προανακριτικό στάδιο ως την ακροαματική διαδικασία και την τελεσίδικη απόφαση), με τελικό αποτέλεσμα προ-ποιητικές εκδοχές παρουσίας του θύματος και του θύτη. Τι είδους είναι όμως αυτή η ρήξη που αναδιατάσσει τη δικαιϊκή κανονικότητα με βάση την “αναπλήρωση» του διπλού κενού, στο οποίο αναφερθήκαμε πιο πάνω, εξαιτίας του διαφορετικού πλαισίου του θύτη σε σχέση με εκείνο του δικαστή και της φυσικής απουσίας του θύματος; Ο Ranciére στο the future of the image και στο κεφάλαιο του «are some things unrepresentable ?» θα γράψει για το novelistic realism (σ. 120): It is the emancipation of resemblance from representation. It is the loss of representative proportions and proprieties. (…): everything is on the same level, the great and the small, important events and insignificant episodes, human beings and things. Everything is equal, equally representable. And this equally representable spells the ruin of the representative system. Σύμφωνα με μια τέτοια θέση, που μεταφέρει το συμβάν της αναπαράστασης από την εν γένει θέση του στον κόσμο της αναπαράστασης στο πεδίο της τέχνης και nitive segment in its traditional place, between practical thought (Ethics) and theory (from Aristotle with the intervention of Kant up to this day). Badiou writes (Greek edition, p. 52): “Events are irreducible singularities, the ‘beyondthe-law’ of situations. Each faithful truth-process is an entirely invented immanent break with the situation. Subjects, which are the local occurrences of the truth-process (‘points’ of truth), are particular and incomparable inductions. “It is with respect to subjects of this kind that it is—perhaps—legitimate to speak of an ‘ethic of truths’.”In the case of Built Event, we are pursuing a conceived pre-poetic construction, unique and non-reducible (like a work of art), which is “beyond-thelaw”, i.e., outside the normalcy created by the repetition of the juridical process for each murder. The construction conceived also seeks to create a certain type of ruptures in relation to this juridical normalcy, intervening in the empty sets contained in (re)presentations f2 and f3, in order for there to be a reconfiguration in the representational function of the juridical process f1 (from the pre-interrogatory stage to the interrogatory hearing and the final decision), with the end result being certain pre-poetic versions of the presence of the victim and the perpetrator. What type of rupture, however, develops, reconfiguring the juridical normalcy on the basis of the “replacement” of the double void, to which we previously referred, because of the

26

katalog texts 4.indd 26-27

ειδικότερα του Kτιστού Συμβάντος, θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι αυτό, καθώς παρεμβαίνει ανάμεσα στα κενά σύνολα και στον εαυτό του, μπορεί να δημιουργήσει μια άλλη (ανα)παραστατική συνάρτηση f4 (x 1,2,…n), αυτή που ονομάστηκε συνάρτηση των αρχιτεκτόνων. Η (ανα)παράσταση αυτή λειτουργεί στο πεδίο του συνόλου των φόνων και των αντίστοιχων φακέλων αρχειακού υλικού, κατασκευάζοντας αναδιατάξεις του αρχειακού υλικού, οι οποίες καταστρέφουν την αφηγηματική δομή του τελεστικού λόγου της δημόσιας δικαιϊκής (θεατρικής) διαδικασίας, η οποία συγκροτείται από την ένωση των (ανα)παραστάσεων f=f1 Uf2 Uf3. Το Κτιστό Συμβάν VI ανίσχυρα μνημεία μπορεί, με αυτό τον τρόπο να δημιουργεί Πράξεις και Σκηνές τελεστικού λόγου από τα ίδια τα αρχεία, αλλά όχι με τη λογική να κατασκευαστεί ένα άλλο δικαιϊκό θέατρο της ακροαματικής διαδικασίας. Η κατασκευή αυτών των Πράξεων (α,β,γ…) και των Σκηνών (1, 2, 3 …) υπό μορφή “κτιστών βιβλίων”, προβολών κειμένων, συρραφής κειμένων και αφισών), καταργεί την αυτονομία του κάθε φόνου και κατασκευάζει ένα μεγάλο αρχείο (εν είδει μαθηματικού μητρώου), που αποτελείται από επιμέρους αρχεία. Αυτές οι Πράξεις και οι Σκηνές παρουσιάζουν το αρχειακό υλικό των φόνων ως ένα σύνολο που ενσωματώνει όλες τις διαφορές μεταξύ όλων των φόνων για τα επιμέρους στοιχεία που συγκροτούν το κάθε αρχείο (προανακριτικό, ανακριτικό υλικό, βούλευμα, καταθέσεις, κατηγορουμένων, μαρτύρων, αυτοψίες, αναπαραστάσεις, σχεδιαγράμματα, ακροαματική διαδικασία, αγορεύσεις, τεχνικό υλικό των φόνων, τεκμήρια, τελεσίδικη απόφαση, perpetrator’s different framework relative to that of the judge and the natural absence of the victim? Ranciére in The Future of the Image, in the chapter “Are Some Things Unrepresentable?” would write about novelistic realism (p. 120): It is the emancipation of resemblance from representation. It is the loss of representative proportions and proprieties. (…): everything is on the same level, the great and the small, important events and insignificant episodes, human beings and things. Everything is equal, equally representable. And this equally representable spells the ruin of the representative system. According to such a position, which transfers the event of representation from its general position in the world of representation to the field of art, and specifically to Built Event, one might maintain that this, as it intervenes between the empty sets and itself, could create another (re)presentational function f4 (x 1,2,…n), the one, which was named the function of architects. This (re)presentation operates on the field of the set of murders and the corresponding files of archival material, constructing reconfigurations of the archival material, which destroy the narrative structure of the performative thought of the public juridical (theatrical) process, which is composed of the union of (re)presentations f=f1 U f2 U f3. WeakMonuments_BuiltEvent7 can, in this way, create Acts and Scenes of performative thought from the archives them-

27

13/10/2009 2:16:40 πμ


αναψηλαφήσεις, εντολές κρατήσεων, μεταγωγές, τεχνικές περιγραφές, προσωπικά αρχεία κ.ά.). Σε μια τέτοια αναδιάταξη δεν υπάρχει η ιεραρχία του μικρού και του μεγάλου, του σημαντικού και του ασήμαντου, του αδύναμου και του ισχυρού, του προσωρινού και του μόνιμου, του σίγουρου και του αβέβαιου, του ασφαλούς και του ανασφαλούς, της μικρής και της μεγάλης εμβέλειας, του ηθικού και του ανήθικου, του παθολογικού και του φυσιολογικού. Όλα αυτά τα δίπολα δεν σημαίνει ότι καταργούνται, αλλά ότι αποκτούν μια θέση αβεβαιότητας ή ανατροπής ή προσωρινής αναστολής ή άλλης διάταξης συσχετίσεων ή μετασχηματισμών σε ένα ενιαίο δικτυακό πλέγμα σχέσεων ενός λαβυρίνθου χωρίς κέντρο. Αποτέλεσμα όλης αυτής της αντιστροφής του (ανα)παραστατικού αρχειακού συστήματος f1 (δικαιϊκή διαδικασία) είναι να μπορούν να αναδυθούν τα δύο κενά: του θύτη και του θύματος, όχι με νέα στοιχεία, αλλά με νέες νοηματικές αναδιατάξεις. Το Κτιστό Συμβάν VI ανίσχυρα μνημεία έως εδώ δεν παράγει και, πολύ λιγότερο, δεν προτείνει μια αφήγηση, αλλά προσπαθεί να κατασκευάσει ένα έργο με προ-ποιητική ή, αν προτιμάτε, προ-αφηγηματική ή, καλύτερα, προ-θεατρική δομή, έτσι που να επιτρέπει έναν άπειρο αριθμό ποιητικών κατασκευών από τη διαμεσολάβηση κάθε μορφής τέχνης και επιστήμης, όπως και από τον κάθε αναγνώστη-επισκέπτη της έκθεσης και του καταλόγου. Θα μπορούσε, ίσως, να μιλήσει κανείς για ένα είδος επινοημένου αρχιτεκτονικού και πολεοδομικού δοκιμίου (f4). Το κτιστό συμβάν VI ανίσχυρα μνημεία λοιπόν, ως μια άλλη (ανα)παραστατική συselves, but not according to the logic of constructing another juridical hearing process theatre. The construction of these Acts and Scenes in the form of “constructed books” text projections, collated texts and posters) abolishes the autonomy of each murder and constructs a large archive (a type of mathematical register) consisting of separate archives.These Acts and Scenes present the archival material of murders as a set that incorporates all the differences between all the murders for the separate elements that constitute each archive (preliminary investigation, interrogatory material, indictment, depositions, accused, witnesses, autopsies, reconstructions, charts, hearing, pleadings, technical material on the murders, evidence, final decisions, reviews, detention orders, transports, technical descriptions, personal archives, etc.). In such a reconfiguration, there exists no hierarchy of small and large, important and unimportant, weak and powerful, temporary and permanent, certain and uncertain, safe and unsafe, narrow and wide scope, moral and immoral, pathological and normal. It does not mean that all these opposites are abolished, but that their positions are uncertain, overturned, temporarily suspended, or are placed in another configuration of associations or transformations in a single network grid of relationships in a labyrinth, which lacks a centre. The result of this entire reversal of (re)presentational archival system f1 (juridical process) is that the two voids may emerge: the perpetrator’s and

28

katalog texts 4.indd 28-29

νάρτηση (f4), παρεμβαίνει με δομικό τρόπο στα κενά σύνολα που συγκροτούν την απουσία του θύτη και του θύματος και τα οποία ενσωματώνονται στο σύνολο των αρχείων της δημόσιας ακροαματικής διαδικασίας (f=f1 Uf2 Uf3), προκειμένου να επινοήσει μια προ-ποιητική κατασκευή, που αυτοκατασκευάζει τη συγκρότησή της στο μεταίχμιο της λήθης και της μνήμης, δηλαδή εντός του μνημοτεχνικού συστήματος της πόλης. Εδώ, δυνάμει υφίστανται όλες οι δυνατές εκδοχές ανάδυσης και μεταφορικής-ποιητικής πλήρωσης των κενών συνόλων. Όμως το ερώτημα είναι: ποια είναι η υλική βάση στην οποία εγγράφεται αυτή η μεταφορική-ποιητική πλήρωση; Ας το επαναλάβουμε: το κέντρο της δικαιϊκής (ανα)παράστασης είναι ο φόνος, εντέλει ο θάνατος, ως αποτέλεσμα των άπειρων και αέναων συγκρούσεων (πολιτικών, οικονομικών, κοινωνικών, πάθους), που τα τελευταία χρόνια, όπως υποστηρίζει η Sassen, λαμβάνουν χώρα σχεδόν αποκλειστικά στην πόλη. Ασφαλώς το σταθερό ερώτημα παραμένει αν η βία του θανάτου είναι η διαδικασία παρέμβασης οποιασδήποτε μορφής κοινωνικής αλλαγής και ανασυγκρότησης (συμπεριλαμβανομένης και της επαναστατικής). Από την παράδοση γνωρίζουμε ότι ο Κάιν σκότωσε τον Άβελ και έγινε ο πρώτος δημιουργός της πόλης, ο Θησέας σκότωσε το Μινώταυρο και εγκαθίδρυσε την πρώτη δημοκρατία στην Αθήνα, η Μήδεια τα παιδιά της και η Φόνισσα τα εγγόνια της. Όμως πώς θα απαντήσουμε για τις εκατοντάδες σύγχρονες πολιτικές δολοφονίες, για το Ολοκαύτωμα, για τις Γενοκτονίες, για τον αφανισμό των Μεταναστών; the victim’s, with new noematic reconfigurations rather than new data. Up to now, WeakMonuments_BuiltEvent7 has not produced, much less suggested a narrative, but sought to construct a work with a pre-poetic, or if you prefer, pre-narrative, or, better yet, pre-theatrical structure in a way that would permit an infinite number of poetic constructions through the intervention of every form of art and science, as well as through every reader-visitor of the exhibition and the catalogue. One might speak of a type of invented architectural and urban essay (f4). WeakMonuments_BuiltEvent7 then, like another re(presentational) function (f4), intervenes in a structural way in the empty sets that constitute the absence of the perpetrator and the victim, which are incorporated in the archives set of the public hearing process (f=f1 U f2 U f3), in order to invent a pre-poetic construction, which constructs its own configuration on the borderline of oblivion and memory, i.e., within the city’s mnemonic system. Here, all possible versions of emerging and metaphorical poetic completion of the empty sets are feasible. The question, however, is: What is the material basis upon which this metaphorical-poetic completion is inscribed? To reiterate: Murder is at the centre of the juridical (re)presentation, death, ultimately, as a result of the infinite and perpetual conflicts (political, financial, social, hot-blooded), which in the past few years, as Saskia Sassen claims, take place almost exclusively in the city.

29

13/10/2009 2:16:40 πμ


Ο φόνος συμβαίνει σε ένα συγκεκριμένο τόπο και σε ένα συγκεκριμένο χρόνο. Έως τη στιγμή του φόνου, ο χρόνος είναι αυτός που κυριαρχεί του τόπου. Ο χρόνος στη δυτική παράδοση είναι συνδεδεμένος με το γίγνεσθαι του κόσμου (η δημιουργία των 7 ημερών από το Θεό), προηγείται του τόπου και από την άποψη του φύλου ο χρόνος είναι άρρεν, ενώ ο τόπος είναι το θήλυ. Όμως από τη στιγμή του φόνου και πέρα ο χρόνος σταματάει, δεν έχει παρόν, λέει ο Blanchot. Παραμένει όμως ο τόπος ή, καλύτερα, το ίχνος του ορατό ή αόρατο. Μετά το θάνατο ο τόπος, αν δεν παίρνει την προτεραιότητα του χρόνου, συνηθίζουμε να λέμε “ο τόπος του εγκλήματος”, γίνεται τουλάχιστον ισότιμος με το χρόνο. Στην (ανα)παραστατική συνάρτηση του φόνου f(x) o χρόνος και ο τόπος από μεταβλητές γίνονται σταθερές. Ο Deleuze (Différence et Répétition σ.148) επισημαίνει: Ο θάνατος είναι μάλλον η έσχατη μορφή του προβληματισμού, η πηγή των προβλημάτων και των ερωτημάτων, το σημάδι της σταθερής υπόστασής τους πάνω από κάθε ερώτηση, το Πού και το Πότε: που ορίζει αυτό το (μη) ον από το οποίο τροφοδοτείται κάθε κατάφαση. Από αυτή την άποψη ο ίδιος ο τόπος (το τοπολογικό ίχνος του φόνου) είναι ένα είδος φακέλου που συγκεντρώνει όλα τα στοιχεία (ερωτήματα και τεκμήρια) γύρω από το συμβάν του φόνου. Το ίδιο συμβαίνει με κάθε τόπο που περιλαμβάνει συμβάντα τα οποία προηγούνται (οργανώνουν) του φόνου, όπως και με τους τόπους που διεκπεραιώνουν τις συνέπειες του φόνου αρχειοθετώντας τες (πρώτες βοήθειες, νοσοκομείο, νεκροτομείο, γραφείο κηδειών, εκκλησία, νεκροταφείο, αστυNaturally, the invariable question remains: Is the violence of death the intervention process for any form of social change and reconfiguration (including revolutionary)? Tradition tells us Cain killed Abel and became the first creator of a city, Theseus killed the Minotaur and instituted Athens’ first democracy, while Medea killed her children and Papadiamantis’ Murderess her grandchildren. However, how do we answer for the hundreds of contemporary political assassinations, for the Holocaust, for genocides, for the extermination of immigrants?Murder occurs in a specific place and at a specific time. Until the moment of the murder, time dominates place. In Western tradition, time is linked to the creation of the world (God created the world in seven days), and precedes place, and in the matter of gender, time is male, while place is female. However, from the moment of the murder on, time ceases, and according to Maurice Blanchot there is no present. The place, however, remains, or rather its trace, whether visible or invisible. After death, the place, if it does not acquire time’s priority—we are used to saying “the crime scene”—becomes, at least, time’s equivalent. In the representational function of crime f(x), time and space change from variables to constants. Deleuze points out (Difference and Repetition, Greek language edition, p. 148): “Death is, rather, the last form of the problematic, the source of problems and questions, the sign of their persistence over and above every response, the ‘Where?’

30

katalog texts 4.indd 30-31

νομικό τμήμα, δικαστικό κτίριο, ληξιαρχείο, φυλακή, τόποι εκτέλεσης, δικηγορικό γραφείο, δημοσιογραφικό γραφείο, κ.ά). Έτσι λοιπόν ο τόπος του φόνου συγκροτεί ένα δίκτυο δημόσιων τόπων (δρόμοι, πλατείες, εξωτερικοί χώροι) και αρχιτεκτονικών κτιρίων (δημόσιων και ιδιωτικών), δηλαδή μια δομή της πόλης που οργανώνει και οργανώνεται γύρω από το φόνο, εντέλει γύρω από τη δομή της ασφάλειάς της. Είναι φανερό ότι μια τέτοια πόλη, χωρίς να είναι, μπορεί να περιλαμβάνει την ετεροτοπική προσέγγιση του Foucault ή των περιθωριακών ομάδων του Agamben ή τη δυστοπική του Zedner ή ακόμη την πόλη-καταφύγιο προσφύγων του Derrida. Αν λοιπόν η ασφάλεια της πόλης οργανώνεται γύρω από την τοπο-νομολογία (σύμφωνα με την ψυχαναλυτική ορολογία του αρχείου από τον Derrida) του φόνου, στην οποία αντιστοιχεί η δομή των τόπων και των κτιρίων που περιέγραψα πιο πάνω, τότε στους τόπους αυτούς αντιστοιχούν μια σειρά από υπηρεσίες που διέπονται, σύμφωνα με τη λογική του J. Austin, από τις αντίστοιχες τελεστικές-θεατρικές πράξεις και λόγους (ορκωμοσίες, ανακρίσεις, ομολογίες, καταθέσεις προφορικές και γραπτές, ακροαματική διαδικασία, συμπλήρωση εκατοντάδων επαναλαμβανόμενων εντύπων) και ρόλους (αστυνόμος, ανακριτής, εισαγγελέας, δικαστής, δικηγόρος, ιατροδικαστής, ληξίαρχος, φύλακας, νεκροθάφτης, νεκροκομιστής, ιερέας, οδηγός, κ.ά), που αναλαμβάνουν να (ανα)παραστήσουν τη δικαιϊκή τελεστική (θεατρική) διαδικασία. Είναι προφανές ότι μπορεί κανείς να γενικεύσει ένα τέτοιο μοντέλο για το σύνοand “When?’ which designate this (non)-being where every affirmation is nourished.” From this perspective, the place itself (the topological trace of murder) is a type of file that collects all the data (questions and evidence) on the murder event. The same occurs with every place where events that precede (organize) the murder take place, as well as with the places, where the consequences are dealt with by archiving them (emergency medical services, hospital, morgue, funeral home, church, cemetery, police station, court building, registry, prison, places of execution, law offices, press offices, etc.). Thus the location of the murder constitutes a network of public places (streets, squares, outdoor sites) and of buildings (public and private), i.e., a city structure, which organizes and is organized around murder, ultimately, around its security structure. It is obvious that such a city, without being any of the following, may include Foucault’s heterotopic approach, or that of Agamben’s marginal groups, or Zedner’s dystopic one, or even Derrida’s city—refuge of refugees. If therefore, the security of the city is organized around the topo-nomology (according to Derrida’s psychoanalytical archive terminology) of murder, which the structure of the places and buildings described above corresponds to, then a series of services correspond to these places, services governed, according to Austin’s logic, by the corresponding performative-theatrical actions and speeches (swearing-ins, interro-

31

13/10/2009 2:16:40 πμ


λο των συμβάντων της πόλης και έτσι να μιλάει για την πόλη ως το μεγάλο −(ανα) παραστατικό− αρχειακό συμβάν. Όμως δεν είναι ο τόπος ούτε και η στιγμή για να υποστηρίξει κανείς μια τέτοια νεο-ποιητική προσέγγιση για την πόλη και την αρχιτεκτονική. Αυτό που μπορούμε να κάνουμε, ίσως, είναι να εξετάσουμε μια απόπειρα γενίκευσης (τo έχει κάνει εδώ και πολλά χρόνια ο Mitscherlich μιλώντας για τη νεύρωση της πόλης), χρησιμοποιώντας αυτή τη φορά τη λογική της αρχειακής ψυχαναλυτικής προσέγγισης του θανάτου, που διατύπωσε ο Derrida στο η έννοια του αρχείου (σ.28), στην οποία αναφερθήκαμε πιο πάνω: Αφού η ενόρμηση του θανάτου είναι επίσης, σύμφωνα με τις εντυπωσιακές λέξεις του Φρόυντ, μια ενόρμηση επιθετικότητας και καταστροφής (Destruktion), δεν ωθεί μόνο στη λήθη, στην αμνησία, στην εκμηδένιση της μνήμης, ως μνήμη (mnēmē) ή ανάμνηση (anámnēsis), επιτάσσει επίσης τη ριζική εξάλειψη, στην πραγματικότητα την εκρίζωση εκείνου που δεν ανάγεται ποτέ στη μνήμη ή στην ανάμνηση, ήτοι του αρχείου, της καταγραφής, του μνημειακού ή τεκμηριωτικού μηχανισμού ως υπομνήματος(hupόmnēma) συμπληρώματος ή μνημοτεχνικού εκπροσώπου, βοηθήματος ή σημειωματαρίου. Στο ίδιο κείμενο, παρακάτω (σ.50) ο Derrida θα γράψει: Τα συμπαρομαρτούντα αυτής της εννοιολογικής διαφοράς μεταξύ Verdrängung (απώθηση, καταστολή) και Unterdrückung (κατάργηση) δεν περιορίζονται σε λεκτικά ζητήματα (…). Αφορούν άμεσα δομές αρχειοθέτησης. gations, confessions, oral and written testimonies, hearings, hundreds of repetitious forms completed) and roles (police, examining magistrate, prosecutor, judge, lawyer, medical examiner, registrar, guard, mortician, pallbearer, priest, driver, etc.) that undertake to represent the juridical performative (theatrical) process. It is obvious that such a model can be generalized for all the events in the city and thus we can refer to the city as the large (re)presentational-archival event. However, this is neither the place nor the time to defend such a neo-poetic approach to the city and to architecture. What we could do, perhaps, is examine an attempt at generalization (Alexander Mitscherlich has been doing this for years when discussing the city’s neurosis), using this time the logic of the archival psychoanalytical approach to death, expressed by Derrida in Archive Fever (Greek language edition, p. 28), which we previously referred to: “As the death drive is also, according to the most striking words of Freud himself, an aggression and a destruction (Destruktion), it not only incites forgetfulness, amnesia, the annihilation of memory as mnēmē or to anámnēsis, but also commands the radical effacement, in truth the eradication of that which can never be reduced to mnēmē or to anámnēsis, that is, the archive, consignation, the documentary or monumental apparatus as hypόmnēma, mnemotechnical supplement or representative,

32

katalog texts 4.indd 32-33

Αν λοιπόν το συμβάν του κάθε φόνου, εντέλει του κάθε θανάτου στην πόλη επιδιώκει την καταστροφή κάθε αρχειακής τοπο-νομολογίας, μέσω κάθε μηχανισμού απώθησης και κατάργησης του ίχνους του φόνου, το Κτιστό Συμβάν VI ανίσχυρα μνημεία δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να επιδιώκει σε (ανα)παραστατικό επίπεδο να δημιουργήσει στο μεταίχμιο λήθης και μνήμης μια προ-ποιητική κατασκευή για να ανοίξει ένα πεδίο ανοιχτών αφηγηματικών λόγων και κατασκευών για τον κάθε αναγνώστη-επισκέπτη της έκθεσης. Τι είδους όμως είναι η σκηνή εγκατάστασης που επιζητά η καταστροφή μιας τέτοιας αρχειακής τοπο-νομολογίας. Iσως η σιωπή ενός ασήμαντου νεκροταφείου. auxiliary, or memorandum.” In the same text (p. 50), Derrida wrote that: “The stakes of this conceptual difference between Verdrängung and Unterdrückung are not limited to nominal questions […]. They directly concern the structures of archivization.” If, therefore, the event of every murder, ultimately, of every death in the city seeks to destroy every archival topo-nomology, through every mechanism, which rejects and abolishes the trace of murder, WeakMonuments_BuiltEvent7 does nothing other than seek, on a (re)presentational level, to create on the borderline of oblivion and memory a pre-poetic construction to open up a field of open narrative words and constructions for every reader-visitor of the exhibition. Yet, what type of installation scene does the destruction of such an archival topo-nomology require? Maybe the silence of an insignificant graveyard.

33

13/10/2009 2:16:40 πμ


///// A ng e l ik i P its e l a // criminologist // interview in her office / Aristotle University

/////

///// Αγγε λ ι κ ή Π ι τσ ε λ ά // εγκληματολογοσ // 08.08.09.

#76 Δεν πρέπει να μας ανησυχεί το γεγονός ότι We should not στο κέντρο της πόλης be worried by the fact η 
εγκληματικότητα είναι μεγαλύτερη. Η that criminality is πυκνότητα του πληθυσμού greater in the city centre. είναι μεγαλύτερη Population density και η κινητικότητα is greater and είναι μεγαλύτερη, mobility is greater, οπότε η αυξημένη εγκληματικότητα hence increased criminality στα κέντρα in city centres των πόλεων is expected. είναι αναμενόμενη. 34

katalog texts 4.indd 34-35

Έλλη Ευθυμίου

// Β α σ ι κ έ ς έ ν ν ο ι ε ς π ο ι ν ι κ ο ύ δ ι κ α ί ο υ γ ι α τ α

ε γ κ λ ή μ α τ α κ α τ ά τ η ς ζω ή ς κ α ι κ α ν ό ν ε ς π ο ι ν ι κ ή ς δ ι κ ο ν ο μ ί α ς // Το σύνολο

των κανόνων δικαίου που θεσπίζονται στο πλαίσιο ενός συγκεκριμένου κοινωνικού σχηματισμού, αποσκοπεί πρωτίστως στην προστασία των κοινωνικών αγαθών και στη διασφάλιση με τον τρόπο αυτό της ειρηνικής συνύπαρξης και διαβίωσης των μελών του. Είναι αλήθεια ότι τα προστατευόμενα με νόμο κοινωνικά αγαθά, καθορίζονται πάντα από την κυρίαρχη κοινωνική ομάδα, η οποία, εκφραζόμενη μέσω του δικαίου, ανάγει τα κοινωνικά αγαθά σε «έννομα» με βάση τα συμφέροντά της, σε συνάρτηση με χρονικές και τοπικές συνισταμένες, οι οποίες επηρεάζουν τον καθορισμό αυτό. Με δεδομένο αυτό, είναι μοιραία και η σχετικότητα της αξίας των εννόμων αγαθών, που επιβεβαιώνεται άλλωστε τόσο από την ιστορική, όσο και από τη νομική εμπειρία. Έτσι, το έννομο αγαθό της ανθρώπινης ζωής, μολονότι οντολογικά είναι το υπέρτατο αγαθό, δεν αξιολογούνταν με το ίδιο βάρος πάντοτε σε κάθε κοινωνία. Γνωρίζουμε, για παράδειγμα, ότι στην αρχαιότητα η ζωή ενός δούλου είχε πολύ μικρή αξία και οπωσδήποτε μικρότερη από τη ζωή ενός ελεύθερου πολίτη. Γνωρίζουμε επίσης ότι σε περιπτώσεις πολέμου αίρεται η προστασία του εννόμου αυτού αγαθού, ενώ σε κάποιες κοινωνίες, ακόμα και σήμερα, το έννομο αγαθό της τιμής θεωρείται ///// E l l i E f t h y m i o u // B a s i c c o n c e p t s o f p e n a l l a w c o n c e r n i n g c r i m e s a g a i n s t l i f e a n d r u l e s o f c r i m i n a l p r o c e d u r e // The rules of law adopted, in their entirety, within a specific social framework are intended first and foremost to protect social goods and thereby to ensure the peaceful life and coexistence of the members of the society in question. It is true that the social goods and rights protected under the law are invariably defined by the dominant social group, which, expressing itself through the instrument of the law, makes social goods into ‘lawful property’ on the basis of its own interests, in association with the various other local and temporal factors which influence this definition. It is therefore inevitable that the value of lawful property will be relative in nature – a relativity confirmed, moreover, by both historical and legal experience. Thus the concept of human life as a lawful entitlement, although in ontological terms the supreme good, is not always endowed with the same value in every human society. We know, for example, that in ancient times the life of a slave was worth much less than the life of a free citizen. We also know that in times of war the usual protection accorded to this lawful entitlement to life is suspended, while in some societies, even today, the lawful entitlement to one’s honour is valued more highly than the

35

13/10/2009 2:16:40 πμ


υπέρτερο του εννόμου αγαθού της ανθρώπινης ζωής. Επομένως, ακόμη και το υπέρτατο αγαθό της ανθρώπινης ζωής ακολουθεί από νομική άποψη τις επιλογές της κρατικής εξουσίας και έρχεται σε δεύτερη μοίρα απέναντι στην έννομη τάξη και την κρατική εξουσία, αφού «τα στοιχεία που προάγονται σε έννομα αγαθά μέσα σ’ ένα συγκεκριμένο (ιστορικά προσδιορισμένο) κοινωνικό σχηματισμό έχουν αξία μόνο ενόψει και στους κόλπους της έννομης τάξης που τα προστατεύει». (Ι. Μανωλεδάκης, Ποινικό Δίκαιο – Γενική Θεωρία) Ο Ελληνικός Ποινικός Κώδικας στο άρθρο 14 αυτού ορίζει: « Έγκλημα είναι πράξη άδικη και καταλογιστή στο δράστη, η οποία τιμωρείται με νόμο». Τα εγκλήματα λοιπόν είναι κατ’ αρχήν πράξεις άδικες, όπως και τα αστικά αδικήματα, αλλά, σε αντίθεση με αυτά, ενέχουν μία μεγαλύτερη κοινωνικοηθική απαξία, αφού είναι πράξεις ιδιαζόντως αντικοινωνικές, που προσβάλλουν έννομα αγαθά του ατόμου ή της κοινωνικής ολότητας με τρόπο ιδιαίτερα επικίνδυνο και αξιόμεμπτο, ώστε να επισύρουν δικαιολογημένα την ιδιαίτερη αποδοκιμασία του δράστη από την έννομη τάξη, καταλογίζονται δε σε ενοχή του δράστη (δόλο ή αμέλεια) και τιμωρούνται σύμφωνα με τον ποινικό νόμο. Με βάση το παραπάνω άρθρο απαιτείται να εξειδικεύονται στο νόμο οι εγκληματικές πράξεις και να προβλέπεται η ποινή που επισύρουν. Πρόκειται για τη βασική αρχή του ποινικού δικαίου «nullum crimen nulla poena sine lege» (κανένα έγκλημα entitlement to one’s life. Thus even the supreme good of human life is subject, in law, to the wishes of the state; it comes second in importance to law and order and the authority of the state, since ‘those things which are elevated to the rank of lawful entitlements within a specific (historically determined) social structure are of value only in the light of, and within, the rule of law which protects them’ (I. Manoledakis, Criminal Law – General Theory). Article 14 of the Greek Penal Code states that: ‘A crime is a wrongful act, of which the perpetrator is culpable, and which is punished by law’. Crimes, then, are in principle wrongful actions, just like civil offences, but in contrast to the latter they contain within themselves a more serious social and moral threat, since they are acts of a particularly antisocial nature, which assail the lawful property and entitlements of the individual or the social entity as a whole, in a manner both reprehensible and dangerous, justifiably bringing down on the perpetrator the particular disapproval of the legal system; they entail the culpability of the perpetrator (in the form of either malice or negligence) and are punished in accordance with the criminal law. The article cited above serves as the foundation on which the law must define more precisely the nature of criminal acts and the sanctions they will entail. This is the fundamental principle of criminal law: nulla crimen nulla poena sine lege (no crime and no penalty without law), which has been adopted by the legislative systems of all

36

katalog texts 4.indd 36-37

καμία ποινή χωρίς νόμο), που υιοθετείται από όλες τις νομοθεσίες των πολιτισμένων κρατών και η οποία οφείλεται στο Γερμανό ποινικολόγο και φιλόσοφο του δικαίου Anselm Feuerbach. Η αρχή αυτή της τυποποίησης του ποινικού φαινομένου κατοχυρώνεται στο Ελληνικό Σύνταγμα στο άρθρο 7 παρ. 1 αυτού, το οποίο ορίζει: «Έγκλημα δεν υπάρχει ούτε ποινή επιβάλλεται χωρίς νόμο που να ισχύει πριν από την τέλεση της πράξης και να ορίζει τα στοιχεία της. Ποτέ δεν επιβάλλεται ποινή βαρύτερη από εκείνη που προβλεπόταν κατά την τέλεση της πράξης». Σύμφωνα με την παραπάνω βασική αρχή, στον ισχύοντα στην Ελλάδα Ποινικό Κώδικα και στο 15ο Κεφάλαιο αυτού ορίζονται τα εγκλήματα κατά της ζωής καθώς και οι ποινές που αυτά επισύρουν. Ειδικότερα, στο άρθρο 299 του παραπάνω κεφαλαίου του Π.Κ. τυποποιείται η ανθρωποκτονία από πρόθεση και ορίζεται ότι: « Όποιος με πρόθεση σκότωσε άλλον τιμωρείται με την ποινή του θανάτου ή με ισόβια κάθειρξη. Αν η πράξη αποφασίστηκε και εκτελέστηκε εν βρασμώ ψυχικής ορμής, επιβάλλεται η ποινή της πρόσκαιρης κάθειρξης». Βέβαια, το άρθρο 50 Π.Κ., που πρόβλεπε και ρύθμιζε τη θανατική ποινή, καταργήθηκε με το άρθρο 1 παρ. 12β του ν. 2207/1994. Στα επόμενα άρθρα του ίδιου κεφ. του Π.Κ. (άρθρα 300-307) εξετάζονται οι περιπτώσεις της ανθρωποκτονίας με συναίνεση, της συμμετοχής σε αυτοκτονία, της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, της παιδοκτονίας, της τεχνητής διακοπής της εγκυcountries and which owes its origin to the German penologist and philosopher of law, Anselm Feuerbach. This standard approach to crime and punishment is enshrined in article 7 para. 1 of the Greek Constitution, which states that ‘There can be no crime and no penalty can be imposed without the law, which must predate the commission of the crime and define its characteristics. At no time may a penalty be imposed which is more severe than that envisaged at the time of the commission of the crime’. It is according to the above basic principle that crimes against life and their appropriate penalties are defined in the 15th Chapter of the Greek Penal Code. Specifically, article 299 of the above Chapter describes the offence of intentional homicide and states that: ‘Anyone found guilty of intentional homicide shall be sentenced to death or life imprisonment. If the act was decided on and committed in the heat of violent emotion, a term of imprisonment shall be served’. Of course, article 50 of the Penal Code, which made provision for capital punishment, was abolished by article 1 para. 12b of Law 2207/1994. The following articles in the same chapter of the Penal Code (articles 300-307) examine the cases of consensual homicide, complicity in homicide, homicide by negligence, infanticide, termination of pregnancy, physical damage to an embryo or newborn child, the advertising of termination of pregnancy, exposure of life to danger and failure to prevent death. 37

13/10/2009 2:16:40 πμ


μοσύνης, της σωματικής βλάβης εμβρύου ή νεογνού, της διαφήμισης τεχνητών μέσων διακοπής της εγκυμοσύνης, της έκθεσης σε κίνδυνο ζωής και της παράλειψης λύτρωσης από κίνδυνο ζωής. Όπως βλέπουμε, σύμφωνα με τις διατάξεις του Π.Κ., το έννομο αγαθό της ανθρώπινης ζωής προστατεύεται με την ποινή της κάθειρξης, που είναι η ανώτερη προβλεπόμενη ποινή. Η ποινή αυτή υπάγει την προσβολή του εννόμου αυτού αγαθού της ανθρώπινης ζωής στα κακουργήματα, εφόσον, σύμφωνα με τον Π.Κ. (άρθρο 18α ) «Κάθε πράξη που τιμωρείται με την ποινή του θανάτου (η οποία, όπως προαναφέρθηκε, έχει καταργηθεί) ή της κάθειρξης είναι κακούργημα». Τα κακουργήματα τιμωρούνται μόνον όταν τελούνται με δόλο, και με δόλο πράττει όποιος θέλει την παραγωγή των περιστατικών που συγκροτούν την έννοια κάποιας αξιόποινης πράξης ή γνωρίζει ότι από την πράξη του ενδέχεται να παραχθούν αυτά τα περιστατικά και τα αποδέχεται ( άρθρο 27 Π.Κ.). Σύμφωνα με το άρθρο 111 Π.Κ. τα κακουργήματα παραγράφονται σε 20 χρόνια εφόσον η επιβληθείσα ποινή είναι ισόβια κάθειρξη και σε 15 χρόνια σε κάθε άλλη περίπτωση. Η προθεσμία της παραγραφής αρχίζει από την ημέρα που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη εκτός αν ορίζεται διαφορετικά (άρθρο 112 Π.Κ.) Στα άρθρα 134 επ. Π.Κ. η ιδιότητα του θύματος, συνδεόμενη με την ομαλή λειτουργία του πολιτεύματος και τις προσβολές αυτού, επιβαρύνει το αξιόποινο πράξεων As we see in the provisions of the Penal Code, the lawful entitlement to life is protected by the sanction of imprisonment, which is the most severe penalty the Code envisages. This sanction ranks an assault on the lawful entitlement to life among those offences classed as felonies, since, according to article 18(a) of the Code ‘Any act punishable by death [a sentence which, as we said above, has now been abolished] or imprisonment is a felony’. Felonies are punished only when they are committed with criminal intent, i.e. when the perpetrator wishes to bring about those circumstances which constitute a criminal act or knows that his action is likely to lead to such circumstances and accepts that consequence (article 27, PC). Under article 111 of the Code the statute of limitations on felonies is a period of twenty years, where the penalty for the offence would be life imprisonment, and fifteen years in all other cases. This period is calculated from the date on which the offence was committed, except where specified otherwise (article 112, PC). Articles 134ff. of the Code set out certain aggravating circumstances – the status of the victim, the importance of the smooth functioning of the state – in which the culpability of actions relating to attempts on the life of politicians or state functionaries is deemed more grave: paragraph 3 of article 134 states that a person attempting to assassinate the President of the Republic or any individual exercising presidential au-

38

katalog texts 4.indd 38-39

που συνδέονται με προσβολές κατά της ζωής φορέων πολιτειακών λειτουργημάτων. Συγκεκριμένα στη παρ. 3 του παραπάνω άρθρου ορίζεται ότι, όποιος αποπειράται να θανατώσει τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ή εκείνον που ασκεί την προεδρική εξουσία τιμωρείται με θάνατο (που έχει καταργηθεί) ή ισόβια κάθειρξη. Το άρθρο 96 του Συντάγματος αναφέρεται στην αρμοδιότητα των τακτικών ποινικών δικαστηρίων για την τιμωρία των εγκλημάτων και τη λήψη όλων των μέτρων που προβλέπουν οι ποινικοί νόμοι, ενώ στο άρθρο 97 Συντ. εξειδικεύεται και διαχωρίζεται η εκδίκαση των κακουργημάτων και των πολιτικών εγκλημάτων, η οποία ανατίθεται στα Μικτά Ορκωτά Δικαστήρια. Συγκεκριμένα το άρθρο 97 Συντ. ορίζει : «Τα κακουργήματα και τα πολιτικά εγκλήματα δικάζονται από μικτά ορκωτά δικαστήρια που συγκροτούνται από τακτικούς δικαστές και ενόρκους, όπως ο νόμος ορίζει. Οι αποφάσεις των δικαστηρίων αυτών υπόκεινται στα ένδικα μέσα που ορίζει ο νόμος». Συνακόλουθα και στο άρθρο 109 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ορίζεται ότι, το μικτό ορκωτό δικαστήριο δικάζει σε πρώτο βαθμό τα κακουργήματα, εκτός από εκείνα που ανήκουν στην αρμοδιότητα των τριμελών εφετείων και τα πολιτικά πλημμελήματα. Η έννοια του πολιτικού εγκλήματος προσδιορίζεται από τα επί μέρους νομοθετήματα με αποτέλεσμα, όπως προκύπτει και από τη νομολογία, να θεωρούνται ως πολιτικά εγκλήματα μόνο οι πράξεις που προσβάλλουν το έννομο αγαθό της κρατικής υπόστασης. Αν προσβάλλουν και άλλα έννομα αγαθά thority shall be liable to the death sentence (since abolished) or life imprisonment. Article 96 of the Constitution refers to the competence of the ordinary criminal courts to punish crimes and to take all measures provided for in penal legislation, while article 97 defines and establishes a separate status for the trying of felonies and political crimes – assigned to the Mixed Sworn Courts. Specifically, article 97 states that ‘Felonies and political crimes shall be tried by mixed sworn courts, made up of regular judges and jurors, as the law appoints. The decisions of these courts are subject to the legal means appointed by the law’. Consequently, article 109 of the Code of Criminal Procedure states that the mixed sworn court will try all felonies at the first level except those falling within the jurisdiction of the three-member appeal courts, and political offences. The concept of a political crime is defined by various acts of legislation with the result, as seen in case law, that only those actions which threaten the existence of the state itself are regarded as political crimes. If the actions in question represent an assault on other lawful entitlements or possessions, then they are regarded as composite political offences and treated with more severity by the current legal system (e.g. concurrence of the crime of high treason with premeditated murder). In calculating the severity of the sentence appropriate to the offence, in accordance with the provisions of article 79 of the Penal Code, the court will take into consideration:

39

13/10/2009 2:16:40 πμ


χαρακτηρίζονται ως σύνθετα πολιτικά και η τέλεσή τους αντιμετωπίζεται με μεγαλύτερη απαξία από το ισχύον δικαιικό σύστημα. (π.χ. συρροή εγκλήματος εσχάτης προδοσίας με ανθρωποκτονία από πρόθεση) Κατά την δικαστική επιμέτρηση της ποινής, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 79 Π.Κ., το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη α) τη βαρύτητα του εγκλήματος που έχει τελεστεί και β) την προσωπικότητα του εγκληματία. -Όσον αφορά τη βαρύτητα του εγκλήματος, το δικαστήριο αποβλέπει -στη βλάβη που προξένησε το έγκλημα ή τον κίνδυνο που προκάλεσε, -στη φύση, στο είδος και το αντικείμενο του εγκλήματος, καθώς επίσης σε όλες τις περιστάσεις χρόνου, τόπου, μέσων και τρόπου που συνόδευαν την προπαρασκευή ή την εκτέλεσή του, -στην ένταση του δόλου ή στο βαθμό της αμέλειας του υπαιτίου. Κατά την εκτίμηση της προσωπικότητας του εγκληματία το δικαστήριο σταθμίζει ιδίως το βαθμό της εγκληματικής διάθεσης που εκδήλωσε ο υπαίτιος κατά την πράξη. Για να τον διαγνώσει με ακρίβεια εξετάζει, -τα αίτια που τον ώθησαν στην εκτέλεση του εγκλήματος, -την αφορμή που του δόθηκε και το σκοπό που επιδίωξε, -το χαρακτήρα του και το βαθμό της ανάπτυξής του, -τις ατομικές και κοινωνικές περιστάσεις και την προηγούμενη ζωή του και a) the severity of the offence that has been committed, and b) the personality of the criminal. In its consideration of the severity of the crime the court will examine: the harm done by the criminal act or the danger it posed; the nature, type and object of the crime, as well as all the circumstances of time, place, means and method which accompanied its planning or execution; the degree of criminal intent, malice or negligence of the individual convicted of the offence. In assessing the personality of the accused, the court must also weigh the degree of criminal disposition demonstrated by the offender in the committing of the act. To reach an accurate understanding of the act it must examine: the motives impelling the individual to commit the crime; the occasion provided for the act and the objective pursued; the character and degree of development of the individual, his individual and social circumstances and previous life and character; his conduct during and after the committing of the act, particularly the degree of remorse he has shown and his willingness to make good the consequences of his actions. In pronouncing sentence the court will state explicitly the reasons for the punishment it is handing down. Rules of criminal procedure

Criminal procedural law is that part of penal law which concerns the study of those

40

katalog texts 4.indd 40-41

–τη διαγωγή του κατά τη διάρκεια της πράξης και μετά την πράξη, ιδίως τη μετάνοια που επέδειξε και την προθυμία του να επανορθώσει τις συνέπειες της πράξης του. Στην απόφαση του δικαστηρίου αναφέρονται ρητά οι λόγοι που δικαιολογούν την κρίση του δικαστηρίου για την ποινή που επέβαλε. Κανόνες ποινικής δικονομίας

Το ποινικό δικονομικό δίκαιο ή γνωστό και ως Ποινική Δικονομία, είναι ο κλάδος του ποινικού δικαίου, που ασχολείται με τη μελέτη των κανόνων, οι οποίοι κατά βάση ρυθμίζουν το μηχανισμό επιβολής συγκεκριμένης ποινής για συγκεκριμένο έγκλημα. Με την άσκηση της ποινικής δίωξης κινητοποιείται ο ποινικός μηχανισμός και υποδηλώνεται η εκπροσώπηση και η συνολική παρουσία της εισαγγελικής αρχής, σε όλη την πορεία της ποινικής διαδικασίας. Συγκεκριμένα, την ποινική δίωξη ασκεί στο όνομα της Πολιτείας, ο εισαγγελέας των πλημμελειοδικών. Όταν το μονομελές πλημμελειοδικείο συνεδριάζει εκτός της έδρας του πρωτοδικείου και ο εισαγγελέας των πλημμελειοδικών έχει κώλυμα και εφόσον δεν υπάρχει αντεισαγγελέας να τον αναπληρώσει μπορει να ασκεί χρέη αντεισαγγελέα Ειρηνοδίκης ή Πταισματοδίκης, που ορίζεται από τον Πρόεδρο των Πρωτοδικών, μετά από σχετικό έγγραφο του Εισαγγελέα Πρωτοδικών. Η ποινική rules that regulate the mechanism by which a specific penalty is imposed for a specific crime. The penal mechanism is initiated by the launching of a prosecution; the prosecuting authority is represented and present throughout the whole course of the penal procedure. Specifically, a criminal prosecution is conducted in the name of the state by the prosecutor to the magistrates’ courts. When the single-member magistrate’s court is sitting outside the jurisdiction of the court of first instance and the prosecutor to the magistrate’s court is unable to attend, and where there is no deputy prosecutor to stand in for him, the place of the deputy prosecutor may be taken by a peace-court judge or police-court magistrate appointed by the President of the Judges of the Court of First Instance, the necessary documentation being provided by the Prosecutor to the Court of First Instance. A criminal prosecution in the police magistrates’ courts may be conducted by the public prosecutor, appointed for this purpose. It is possible, however, for the conduct of a criminal prosecution to be assigned to the police magistrate, in which case the police magistrate’s court is convened without a public prosecutor being present. The accusing authority is the prosecutor to each court, or the public prosecutor where such an office exists (article 27, Code of Criminal Procedure [CCP]). When no indictment or petition is required, the prosecution is initiated ex officio,

41

13/10/2009 2:16:40 πμ


δίωξη στα πταισματοδικεία ασκείται από τον δημόσιο κατήγορο, που ορίζεται για το σκοπό αυτά. Είναι δυνατόν όμως η άσκηση της ποινικής δίωξης να ανατεθεί στον πταισματοδίκη, οπότε το πταισματοδικείο συγκροτείται χωρίς να παρίσταται δημόσιος κατήγορος. Κατηγορούσα αρχή είναι ο εισαγγελέας κάθε δικαστηρίου ή ο δημόσιος κατήγορος, όπου υπάρχει. (άρθρο 27 ΚΠΔ). Όταν δεν απαιτείται έγκληση ή αίτηση, η ποινική δίωξη κινείται αυτεπάγγελτα, ύστερα από αναφορά, μήνυση ή άλλη είδηση ότι διαπράχθηκε αξιόποινη πράξη. (άρθρο 36 Κ.Π.Δ.) Οι ανακριτικοί υπάλληλοι οφείλουν να ανακοινώσουν χωρίς χρονοτριβή στον αρμόδιο εισαγγελέα οτιδήποτε πληροφορούνται με κάθε τρόπο για αξιόποινη πράξη που διώκεται αυτεπαγγέλτως. (άρθρο 37 Κ.Π.Δ.) Την ίδια υποχρέωση έχουν σύμφωνα με το ίδιο άρθρο του Κ.Π.Δ. οι υπόλοιποι δημόσιοι υπάλληλοι αν πληροφορήθηκαν κάποια αξιόποινη πράξη, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, όπως και οι ιδιώτες σύμφωνα με το άρθρο 40 του Κ.Π.Δ. Όταν μια καταγγελία φτάσει στα χέρια του εισαγγελέα, ακολουθεί η μελέτη αυτής, ως προς την νομική βασιμότητα των καταγγελομένων και ως προς την ουσιαστική βασιμότητα της καταγγελίας. Ο έλεγχος του ουσιαστικά βασίμου, τόσο της μηνύσεως, όσο και της εγκλήσεως, συνδέεται με την διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, η οποία συνιστά μια δικαστική προέρευνα της υπόθεσης, προκειμένου να αποφασισθεί αν θα ασκηθεί ποινική δίωξη ή όχι. Σύμφωνα με τα άρθρα 43 και 47 following a report, suit or other notification that a criminal act has been committed (article 36, CCP). The investigating officers must notify without delay the competent prosecutor of any information they receive, by any means, of a criminal act to be prosecuted ex officio (article 37, CCP). The same obligation is incumbent, under the same article, on all other public functionaries who learn of a criminal action, in the performance of their duties, and, under article 40 of the Code, on all private citizens. When an accusation is laid before the prosecutor it is studied to establish whether an offence has been committed in law and in fact. The scrutiny of the basis in fact of an action or indictment is associated with the conducting of the preliminary examination, which is an initial judicial investigation of the case to decide whether or not a criminal prosecution should be brought. Under articles 43 and 47 of the CCP (as amended by articles 5 and 6 respectively of Law 3160/2003 and article 5 of Law 3346/2005), a preliminary examination must take place before the launching of a criminal prosecution for any felony or misdemeanour in the competence of the three-member magistrates’ court, and this prosecution must rest on the existence of ‘adequate’ evidence that the charge is properly founded. The preliminary examination, which may be initiated as described above either by the prosecutor in person or following a report by an investigating official or public functionary (articles 33 paras. 1 and 2, and 34 of the CCP), is intended to establish the existence or absence of the necessary conditions for launch-

42

katalog texts 4.indd 42-43

Κ.Π.Δ. (μετά την τροποποίησή τους με τα άρθρα 5 και 6 αντίστοιχα του ν. 3160/2003 και το άρθρο 5 του ν. 3346/2005), προβλέπεται η υποχρεωτική διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης πριν την κίνηση της ποινικής διώξεως για κακούργημα ή πλημμέλημα αρμοδιότητας τριμελούς πλημμελειοδικείου, η οποία μάλιστα θα πρέπει να συνοδεύεται από την ύπαρξη «επαρκών» ενδείξεων βασιμότητας. Η προκαταρκτική εξέταση, η οποία μπορεί να ενεργηθεί όπως αναφέρθηκε παραπάνω είτε από τον ίδιο τον εισαγγελέα προσωπικά είτε ύστερα από σχετική παραγγελία, από ανακριτικό ή δημόσιο υπάλληλο (άρθρα 33 παρ. 1 και 2 και 34 Κ.Π.Δ.) αποσκοπεί στη διαπίστωση της συνδρομής των προυποθέσεων για το αν πρέπει να κινηθεί ή όχι η ποινική δίωξη. Ο εν δυνάμει κατηγορούμενος ή ύποπτος όπως κατονομάζεται : -καλείται σαράντα οκτώ ώρες πριν για παροχή εξηγήσεων και εξετάζεται ανωμοτί, - έχει δικαίωμα να παρίσταται με συνήγορο, - έχει δικαίωμα να αρνηθεί εν όλω ή εν μέρει την παροχή εξηγήσεων καθώς και να λάβει προθεσμία μέχρι σαράντα οκτώ ώρες για την παροχή τους (προθεσμία η οποία μπορεί να παραταθεί από εκείνον που διενεργεί την προκαταρκτική εξέταση), - μπορεί να ζητήσει, πριν την παροχή εξηγήσεων, να του χορηγηθεί αντίγραφο της δικογραφίας, - έχει το δικαίωμα να προτείνει μάρτυρες προς εξέταση και να προσαγάγει άλλα αποδεικτικά μέσα προς αντίκρουση των καταγγελομένων σε βάρος του και – θα πρέπει να ενημερωθεί προing a criminal prosecution. The potential defendant or suspect is given forty-eight hours notice to present himself for questioning and is examined without taking an oath; he may be accompanied by a lawyer; he may refuse to provide all or some of the explanations required of him and may be allowed up to forty-eight hours to provide them (a period which may be extended by the officer conducting the preliminary examination); he may ask, before offering explanations, to be supplied with a copy of the case file; he may propose witnesses for questioning and may lay before the investigators any other evidence to refute the charge against him; he must be informed in advance by the officer conducting the preliminary examination of the action into which the examination is being conducted and of his rights. In the event of the examination of the ‘suspect’ being conducted on oath or when it is not possible for his lawyer to be present, the examination may not form part of the case file but will remain on file at the prosecutor’s office (article 31 para. 2 sub-paragraph vi, CCP). Moreover, any infringement of the rights allowed to the ‘suspect’ (presence of lawyer, access to entire contents of case file, period allowed to furnish explanations, examination of witnesses for defence, furnishing of explanations) will render the charge entirely invalid, by proportionate application of article 171 para. 1(ii) and (iv) of the CCP. This invalidity of the charge may be claimed by the ‘suspect’ up until the point where his referral for trial has become irrevocable,

43

13/10/2009 2:16:40 πμ


ηγουμένως από εκείνον που ενεργεί την προκαταρκτική εξέταση για την πράξη που αφορά η εξέταση και για τα δικαιώματά του. Σε περίπτωση που η εξέταση του «υπόπτου» γίνει ενόρκως ή χωρίς δυνατότητα παράστασης με συνήγορο, δεν μπορεί να αποτελέσει μέρος της δικογραφίας αλλά παραμένει στο αρχείο της εισαγγελίας (άρθρο 31 παρ. 2 εδ στ΄Κ.Π.Δ.) Επίσης, η τυχόν παραβίαση των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται στον «ύποπτο» (παράσταση με συνήγορο, πρόσβαση σε όλα τα στοιχεία της δικογραφίας, προθεσμία προς παροχή εξηγήσεων, εξέταση μαρτύρων υπεράσπισης, παροχή εξηγήσεων), συνεπάγεται απόλυτη ακυρότητα κατ’ αναλογική εφαρμογή του άρθρου 171 παρ. 1 β΄και δ΄του Κ.Π.Δ. Την εν λόγω ακυρότητα μπορεί να προτείνει ο «ύποπτος», μέχρις ότου καταστεί αμετάκλητη η παραπομπή του σε δίκη, προσφεύγοντας στο αρμόδιο συμβούλιο, κατ’ αρθρο 176 Κ.Π.Δ. Η προκαταρκτική εξέταση είναι πάντα έγγραφη και δεν υπόκειται σε περιορισμούς ως προς τον τόπο και τον χρόνο διενέργειάς της. Είναι συνοπτική και η διάρκειά της δεν μπορεί να υπερβεί τους τέσσερις μήνες, με δυνατότητα παράτασης έως τέσσερις μήνες επιπλέον, στις περιπτώσεις που ενεργείται από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών (όχι από ανακριτικό η δημόσιο υπάλληλο) κατά τα άρθρα 43-47 και συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι. Στα πλαίσια της προκαταρκτικής εξέτασης μπορεί να διενεργηθεί οποιαδήποτε ανακριτική πράξη που διενεργείται και στο πλαίσιο by recourse to the competent council under article 176 of the CCP. A full written record of the preliminary examination must be kept and the examination is not subject to any limitations in terms of time or place where it is conducted. It is a summary investigation whose duration may not exceed four months, with the possibility of extension for up to four months in cases where it is being conducted by the magistrates’ court prosecutor (not an investigating official or public functionary), under articles 43-47, and where exceptional grounds exist. Within the context of the preliminary examination any form of investigation is allowed that might be conducted during a preliminary inquiry, with the exception, of course, of the arrest of the person involved or the taking of a formal statement, since in the preliminary examination there is no accused, only a suspect. If the person who is the subject of an action or indictment or the person under suspicion is legally summoned and does not appear, the preliminary examination is concluded without his questioning (article 31, para. 2, CCP). A preliminary examination may be held into any form of charge or accusation of any kind of crime (misdemeanour or felony), but the conducting of the preliminary examination is mandatory in the case of felonies and of misdemeanours in the jurisdiction of the three-member magistrates’ court, when a criminal prosecution is to be launched, unless a police inquiry has preceded it (article 243, para. 2, CCP) or a sworn administrative examination (article 43, para. 1, CCP), otherwise the prosecution

44

katalog texts 4.indd 44-45

της προανάκρισης, εκτός βέβαια από τη σύλληψη προσώπου και τη λήψη απολογίας, καθώς στην προκαταρκτική εξέταση δεν υπάρχει κατηγορούμενος αλλά απλώς ύποπτος. Εφόσον ο μηνυόμενος ή εγκαλούμενος ή εκείνος κατά του οποίου στρέφονται οι υποψίες κλητεύθηκε νόμιμα και δεν εμφανίστηκε, η προκαταρκτική εξέταση περατώνεται και χωρίς την εξέτασή του. (άρθρο 31 παρ. 2 Κ.Π.Δ.) Προκαταρκτική εξέταση μπορεί να γίνει σε κάθε μορφής καταγγελία και για οποιοδήποτε έγκλημα (πλημμέλημα ή κακούργημα), είναι όμως υποχρεωτική η διενέργεια της προκαταρκτικής εξέτασης στα κακουργήματα και στα πλημμελήματα αρμοδιότητας τριμελούς πλημμελειοδικείου, όταν πρόκειται να κινηθεί η ποινική δίωξη, εκτός εάν προηγήθηκε αστυνομική προανάκριση (άρθρο 243 παρ. 2 Κ.Π.Δ.) ή ένορκη διοικητική εξέταση (άρθρο 43 παρ. 1 Κ.Π.Δ.), διαφορετικά παράγεται απόλυτη ακυρότητα της ποινικής δίωξης (άρθρο 171 παρ. 1 β Κ.Π.Δ.) Εφόσον από τη μελέτη της καταγγελίας, προκειμένου περί κακουργήματος ή πλημμελήματος αρμοδιότητας του τριμελούς πλημμελειοδικείου, διαπιστωθεί ότι προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για να κινηθεί η ποινική δίωξη, επί δε των λοιπών πλημμελημάτων (και πταισμάτων) αποκλεισθεί με απόλυτη βεβαιότητα το (προφανές) αβάσιμο της κατηγορίας, ο εισαγγελέας υποχρεούται να κινήσει την ποινική δίωξη (άρθρο 43 παρ. 1 και 47 παρ. 3 Κ.Π.Δ. ) Η ποινική δίωξη από τον εισαγγελέα γίνεται με τρεις τρόπους: α) με απευθείας εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο, β) με is deemed wholly invalid (article 171, para. 1b., CCP). If investigation of the accusation of a felony or misdemeanour in the competence of the three-member magistrates’ court should yield sufficient evidence to initiate a prosecution, or if investigation of other misdemeanours (and minor offences) should exclude with absolute certainty the possibility of the charge being (evidently) ungrounded in law, the prosecutor must launch a prosecution (article 43, para. 1, and 47, para. 3, CCP). A prosecution may be conducted by the prosecutor in three ways: a) by direct laying of the case before the court, b) by instruction that a preliminary inquiry be held, issued to any (general or special) investigating officer, and c) by instruction that a main inquiry be held. As soon as the prosecution has been launched, the person suspected of committing the crime acquires the formal status of a defendant. a) Direct laying of the case before a court A prosecution initiated by direct summoning of the defendant before the court is always possible in the case of minor offences, misdemeanours in the competence of the single-member magistrate’s court, misdemeanours heard under the in ipsa culpa procedure and all other minor offences if a preliminary examination has taken place. Thus direct summoning of the defendant before the court is not possible in the case of felonies and offences falling within the competence of the three-member magistrates’ court, for which there has been no preliminary examination (in the case of offences in

45

13/10/2009 2:16:41 πμ


παραγγελία για διενέργεια προανάκρισης, η οποία δίνεται σε οποιοδήποτε (γενικό ή ειδικό ) ανακριτικό υπάλληλο και γ) με παραγγελία για διενέργεια κύριας ανάκρισης. Μετά την κίνηση της ποινικής δίωξης, ο φερόμενος ως δράστης, αποκτά την ιδιότητα του κατηγορουμένου. α) Απευθείας εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο, Κίνηση της ποινικής δίωξης με απευθείας κλήση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο είναι πάντα δυνατή στα πταίσματα, στα πλημμελήματα αρμοδιότητας μονομελούς πλημμελειοδικείου, στα πλημμελήματα που δικάζονται κατά τη διαδικασία των αυτόφωρων και στα υπόλοιπα πλημμελήματα αν έχει προηγηθεί προκαταρκτική εξέταση. Επομένως αποκλείεται η απευθείας κλήση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, στα κακουργήματα και στα πλημμελήματα αρμοδιότητας του τριμελούς πλημμελειοδικείου, για τα οποία δεν προηγήθηκε προκαταρκτική εξέταση ( για πλημμελήματα αρμοδιότητας τριμελούς πλημμελειοδικείου, χωρεί απευθείας εισαγωγή στο ακροατήριο εφόσον προηγήθηκε αστυνομική προανάκριση ή ένορκη διοικητική εξέταση). Στην περίπτωση της απευθείας παραπομπής στο ακροατήριο, ο εισαγγελέας συντάσσει το κατηγορητήριο, όπου διαλαμβάνονται τα πραγματικά περιστατικά της κατηγορίας και οι διατάξεις που την προβλέπουν. β) Παραγγελία για διενέργεια προανάκρισης, η οποία δίνεται σε οποιοδήποτε (γενικό ή ειδικό ) ανακριτικό υπάλληλο. the competence of the three-member magistrates’ court a direct placing of the case before the court is possible if a police inquiry or sworn administrative examination has already taken place). In the case of direct referral to the court, the prosecutor draws up the charge, describing the actual circumstances of the offence and the provisions of the law which cover it. b) Instruction to conduct a preliminary inquiry, given to any (general or special) investigating officer. The conducting of a preliminary inquiry (when preceded by a preliminary examination or police investigation or sworn administrative examination) is now allowed only for the purposes of specific investigating activities and for exceptional reasons which must be specified in the prosecutor’s instruction (article 244, final sub-paragraph, CCP, as added by article 10 of Law 3346/2005). Thus the preliminary inquiry is now necessary only in exceptional circumstances, such as for example cases where there is adequate evidence that a crime has been committed, but no evidence as to the identity of the accused, or where it is deemed essential to take his formal statement. A written record is always kept of the preliminary inquiry (article 241, CCP) and the information uncovered is not published (article 241, CCP). This means that none of those involved can have access to the content of the investigation until the accused is called to make a formal statement, while none of the investigation may be con-

46

katalog texts 4.indd 46-47

Η διενέργεια προανάκρισης (όταν προηγήθηκε προκαταρκτική εξέταση ή αστυνομική ανάκριση ή ένορκη διοικητική εξέταση), επιτρέπεται πλέον μόνο για τη διεξαγωγή συγκεκριμένων ανακριτικών πράξεων και για εξαιρετικούς λόγους που πρέπει να μνημονεύονται ειδικά στην παραγγελία του εισαγγελέα (άρθρο 244 εδ. τελ. Κ.Π.Δ., όπως το εδ αυτό προστέθηκε με το άρθρο 10 ν.3346/2005). Επομένως, η προανάκριση είναι πλέον αναγκαία μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όπως για παράδειγ0μα στην περίπτωση που προκύπτουν μεν επαρκείς ενδείξεις τέλεσης της πράξης, δεν προκύπτουν όμως τα στοιχεία ταυτότητας του κατηγορουμένου ή κρίνεται απολύτως αναγκαία η λήψη της απολογίας αυτού. Η προανάκριση είναι πάντα έγγραφη (άρθρο 241 Κ.Π.Δ.) και τα στοιχεία της δεν δίνονται στην δημοσιότητα (241 Κ.Π.Δ.). Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει αδυναμία πρόσβασης στο περιεχόμενό της απ’ όλους τους διαδίκους, μέχρι ότου κληθεί σε απολογία ο κατηγορούμενος και αποκλείεται η διενέργεια των ανακριτικών πράξεων παρουσία τρίτων, πλην των συνηγόρων για τον κατηγορούμενο και τον πολιτικώς ενάγοντα. Στο πλαίσιο της προανάκρισης ο προανακριτής καλεί και εξετάζει μάρτυρες (213 Κ.Π.Δ.), έχει δυνατότητα να εκδώσει ένταλμα βίαιης προσαγωγής μάρτυρα, να επιβάλει ποινή για λιπομαρτυρία (229 Κ.Π.Δ.) Εάν ο προνανακριτής είναι εισαγγελέας, ανακριτής, ειρηνοδίκης ή πταισματοδίκης, καλεί τους κατηγορούμενους για απολογία πριν από σαράντα οκτώ τουλάχιστον ώρες (245 παρ. 1 Κ.Π.Δ. όπως αντικαταστάθηκε με το ducted in the presence of third parties, except the lawyers representing the accused or the plaintiff in a civil action. During the preliminary inquiry the investigator may summon and examine witnesses (article 213, CCP), may issue a sub poena for a reluctant witness, and may impose a penalty on a defaulting witness (article 229, CCP). If the investigator is a prosecutor, investigating magistrate, peace-court judge or police court magistrate, he summons the defendants to make their statement within at least forty-eight hours (245, para. 1, CCP, as replaced by article 12 of Law 3160/2003). After the defendant has had his rights explained to him and before he has begun to make his statement, he may exercise his right to ask for a stay of the proceedings and see copies of the documents in the case file. The investigator must then explain fully and clearly to the defendant the crime of which he is accused (273, para. 2, CCP). When the defendant makes his statement, the investigator calls on him to set out in full the grounds for his defence (274, sub-paragraph i, CCP). The accused may choose not to respond, having the right to remain silent under article 273, para. 2 of the CCP. If he chooses to respond, he may do so orally or by presenting a written statement (223, paras. 2 and 3, 273, para. 2 sub-para. iii, CCP). The investigator then employs all the evidence deemed conducive to uncovering the truth, on condition that he will not compromise the dignity of the defendant or any third party. The preliminary inquiry may reach its conclusion even if the defendant (having been summoned in good time

47

13/10/2009 2:16:41 πμ


άρθρο 12 του ν. 3160/2003). Μετά την εξήγηση των δικαιωμάτων του στον κατηγορούμενο και πριν αυτός αρχίσει την απολογία του, μπορεί αυτός (κατηγορούμενος) να κάνει χρήση των δικαιωμάτων του, ζητώντας προθεσμία και αντίγραφα των εγγράφων της δικογραφίας. Στη συνέχεια ο προανακριτής οφείλει να εκθέσει με πληρότητα και σαφήνεια στον κατηγορούμενο την πράξη για την οποία κατηγορείται (273 παρ. 2 Κ.Π.Δ.) Κατά την απολογία του κατηγορούμενου, ο προανακριτής καλεί αυτόν να εκθέσει πλήρως τους λόγους που συμβάλλουν στην υπεράσπισή του (274 εδ΄α Κ.Π.Δ.). Ο κατηγορούμενος μπορεί και να μην απαντήσει, έχει δικαίωμα σιωπής σύμφωνα με το άρθρο 273 παρ. 2 Κ.Π.Δ. Εάν ο κατηγορούμενος επιλέξει να απαντήσει, αυτό μπορεί να το κάνει προφορικά είτε με την παράδοση γραπτής απολογίας (223 παρ. 2 , 3 και 273 παρ. 2 εδ΄γ Κ.Π.Δ.) Στη συνέχεια ο προανακριτής ενεργοποιεί όλα τα αποδεικτικά μέσα που κρίνονται πρόσφορα για την αποκάλυψη της αλήθειας με την προυπόθεση ότι δεν θα θιγεί η αξιοπρέπεια του κατηγορούμενου ή οποιουδήποτε τρίτου. Η προανάκριση μπορεί να τελειώσει ακόμη και εάν δεν εμφανισθεί ο κατηγορούμενος (ο οποίος έχει κληθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα). Η διάρκεια της προανάκρισης δεν μπορεί να υπερβαίνει τους έξι μήνες, εκτός εάν συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι, οπότε ο χρόνος αυτός παρατείνεται για τέσσερις μήνες με έγκριση του εισαγγελέα εφετών (243 παρ. 4 Κ.Π.Δ. όπως η παράγραφος αυτή προστέθηκε με το άρθρο 11 του ν. 3160/2003). Με το πέρας της προανάκριand in due legal form) fails to present himself. The duration of the preliminary inquiry may not exceed six months, except where special grounds exist, in which case the duration may be extended for four months if approved by the prosecutor to the court of appeal (243, para. 4, CCP, as added by article 11 of Law 3160/2003). When the preliminary inquiry is complete, and before it is forwarded to the prosecutor, the case file is made available to the defendant, on the instruction of the prosecutor, on pain of invalidating the whole procedure (171, para. 1iv and 175 para. 1 CCP). If there are no gaps or omissions in the evidence gathered by the preliminary inquiry, the prosecutor to the magistrates’ court selects the method to be used for material conclusion of the inquiry: by direct summoning of the accused before the court (245, para. 1a, CCP), by submission of a recommendation to the judicial council (245, para. 1b, CCP), by filing among the offences within the jurisdiction of the single-member magistrate’s court (245, para. 1c, CCP), or by instruction to the investigator to conduct a main inquiry, only where the committing of a felony has been established (245, para. 1d, CCP). Under article 243 para. 2 of the CCP, if a delay would mean a direct risk of danger, or if it is a case of a felony or misdemeanour in ipsa culpa, then all the investigating officers specified in articles 33 and 34 are obliged to employ all the investigatory practices necessary to confirm the commission of the act and to uncover the identity

48

katalog texts 4.indd 48-49

σης και πριν αυτή διαβιβασθεί στον εισαγγελέα, η δικογραφία τίθεται σε γνώση του κατηγορουμένου, ύστερα από εισαγγελική παραγγελία, άλλως παράγεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας (171 παρ. 1δ΄ και 175 παρ. 1 Κ.Π.Δ.) Εφόσον το αποδεικτικό υλικό της προανάκρισης δεν παρουσιάζει κενά ή ελλείψεις, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών επιλέγει τον τρόπο ουσιαστικής περάτωσης της προανάκρισης. – με απευθείας κλήση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο (245 παρ. 1α΄Κ.Π.Δ.), - υποβολή πρότασης στο δικαστικό συμβούλιο (245 παρ. 1 β΄ Κ.Π.Δ.), - αρχειοθέτηση στα πλημμελήματα αρμοδιότητας μονομελούς πλημμελειοδικείου (245 παρ. 1γ΄Κ.Π.Δ.) και παραγγελία στον ανακριτή για διενέργεια κύριας ανάκρισης, μόνον εφόσον προκύπτει η τέλεση κακουργήματος (245 παρ. 1δ΄Κ.Π.Δ.) Σύμφωνα με το άρθρο 243 παρ. 2 Κ.Π.Δ. αν από την καθυστέρηση απειλείται άμεσος κίνδυνος ή αν πρόκειται για αυτόφωρο κακούργημα ή πλημμέλημα, τότε όλοι οι κατά τα άρθρα 33 και 34 ανακριτικοί υπάλληλοι, είναι υποχρεωμένοι να επιχειρούν όλες τις προανακριτικές πράξεις που είναι αναγκαίες για να βεβαιωθεί η πράξη και να ανακαλυφθεί ο δράστης, έστω και χωρίς προηγούμενη παραγγελία του εισαγγελέα. Με την εν λόγω διάταξη καθιερώνεται η αυτεπάγγελτη δραστηριότητα των ανακριτικών υπαλλήλων αν συντρέχουν οι σχετικές προυποθέσεις. Έτσι λοιπόν, ενώ προανάκριση με εισαγγελική παραγγελία είναι αδιανόητη στα κακουργήof the perpetrator, even when no instruction from the prosecutor has preceded such investigation. The provision in question establishes the ex officio activity of the investigating officers, where the relevant conditions are in place. Thus while a preliminary inquiry on the prosecutor’s instructions is unthinkable in the case of felonies (the only option is an instruction to carry out a main inquiry), nevertheless preliminary inquiries may be held in the areas of serious criminal behaviour, such as crimes against life, narcotics, robbery, etc. c) Instruction that a main inquiry be held Prosecution by instruction to conduct a main inquiry may be launched in the case of felonies, where it is the only method of starting a prosecution, in the case of misdemeanours when the imposition of constraints is deemed necessary (246, para. 3b, CCP, as replaced by article 13 of Law 3160/2003), and in the case of recurrent homicide through negligence and when temporary custody is involved (combination of 246, para. 3b and 282, para 3c of CCP). The instruction to conduct a main inquiry is always in writing and must state and define specifically the criminal act and the provision of penal law which it infringes (246, para. 1, CCP). The process of investigation is made up of both inquiry and preliminary inquiry, the content of both being the same. The purpose of the inquiry is to investigate the case, to establish the substance of an accusation, in order either to refer the accused to a court or to close the case at the

49

13/10/2009 2:16:41 πμ


ματα (δυνατή μόνο η παραγγελία κύριας ανάκρισης), εντούτοις μπορεί να υπάρξει προανάκριση στον τομέα της βαριάς εγκληματικότητας, όπως στα εγκλήματα κατά της ζωής, στα ναρκωτικά, στη ληστεία κ.λ.π. γ) Παραγγελία για διενέργεια κύριας ανάκρισης. Η ποινική δίωξη κινείται με παραγγελία κύριας ανάκρισης, -στα κακουργήματα, που είναι ο μοναδικός τρόπος κίνησης ποινικής δίωξης και – στα πλημμελήματα, όταν κρίνεται αναγκαία η επιβολή περιοριστικών όρων (246 παρ. 3β΄Κ.Π.Δ. όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 13 ν. 3160/2003) ενώ προκειμένου περί ανθρωποκτονίας από αμέλεια κατά συρροή και όταν συντρέχει περίπτωση προσωρινής κράτησης (συνδ. 246 παρ. 3β΄και 282 παρ. 3γ Κ.Π.Δ.). Η παραγγελία για κύρια ανάκριση είναι πάντοτε γραπτή και πρέπει να καθορίζει και να εξειδικεύει την αξιόποινη πράξη και την ποινική διάταξη που την προβλέπει (246 παρ. 1 Κ.Π.Δ.) Η ανάκριση και η προανάκριση συγκροτούν την ανακριτική διαδικασία και ανάμεσά τους υφίσταται ταυτότητα περιεχομένου. Ο σκοπός της ανάκρισης είναι η διερεύνηση της υπόθεσης, για να ελεγχθεί η ουσία μιας κατηγορίας, προκειμένου, είτε να παραπεμφθεί ο κατηγορούμενος στο ακροατήριο, είτε να κλείσει η υπόθεση στο στάδιο της προδικασίας. Ο τακτικός ανακριτής ενεργεί στο πλαίσιο μιας λειτουργικής αυτονομίας αλλά επί τη βάσει δικής του ανακριτικής πρωτοβουλίας (248 παρ. 1 Κ.Π.Δ.). Η ανεξαρτησία του τακτικού ανακριτή απέναντι στον εισαγγελέα, εκτείνεται μέχρι τη σε pre-trial stage. The regular investigator acts in a framework of functional autonomy, but on the basis of his own investigatory initiative (248, para. 1, CCP). The regular investigator’s independence of the prosecutor extends to a partial recognition of his right not to follow the prosecutor’s instruction to conduct a main inquiry, only if he regards himself as not competent or if the act is not criminal in nature or if the statute of limitations applies or if there are reasons which prevent or suspend the prosecution (247, para. 1, CCP). In corresponding cases of disagreement between investigator and prosecutor the decision rests with the judicial council. No such right of dissent is allowed to the officer conducting the preliminary inquiry. The council of magistrates exercises a degree of supervision over the activity of the investigator, within the limits of the council’s competence and on the basis of the cases described in article 307 PPC (non-compliance with a proposal by the prosecutor or litigant, settlement of difficult issue, differences between litigants or between litigants and prosecutor, completion or continuance of the inquiry, appeal against temporary custody order and any other issue envisaged in special provisions). A written record is always kept of the inquiry and thus a report is compiled on each act of investigation (241 CCP) which remains confidential (241 CCP) until the accused is summoned to make a formal statement, while there are no constraints on the time and place of conducting of the inquiry. Obviously, it must not be conducted at an unsuitable time or place (240 CCP). After the

50

katalog texts 4.indd 50-51

κάποιο βαθμό αναγνώριση του δικαιώματος να μην εκτελέσει την εισαγγελική παραγγελία για την ενέργεια κύριας ανάκρισης, μόνο αν θεωρεί τον εαυτό του αναρμόδιο ή αν η πράξη δεν φέρει αξιόποινο χαρακτήρα ή αν παραγράφηκε το αξιόποινο ή αν υπάρχουν λόγοι που εμποδίζουν ή αναστέλλουν την ποινική δίωξη (247 παρ. 1Κ.Π.Δ.) Σε αντίστοιχες περιπτώσεις διαφωνίας μεταξύ ανακριτού και εισαγγελέα, αποφασίζει το δικαστικό συμβούλιο. Τέτοιο δικαίωμα διαφωνίας, επ’ ουδενί αναγνωρίζεται για τον προανακριτικό υπάλληλο. Ένα είδος εποπτείας ασκεί στη δράση του ανακριτή το συμβούλιο πλημμελειοδικών μέσα στα όρια της αρμοδιότητάς του και στη βάση των περιπτώσεων που διαλαμβάνονται στο άρθρο 307 Κ.Π.Δ. (μη συμμόρφωση με πρόταση του εισαγγελέα ή ενός διαδίκου, κανονισμός δυσχερούς ζητήματος, διαφορές μεταξύ διαδίκων ή μεταξύ αυτών και του εισαγγελέα, αποπεράτωση ή εξακολούθηση ανάκρισης, προσφυγή κατά του εντάλματος προσωρινής κράτησης και για κάθε άλλο θέμα που προβλέπεται σε ειδικές διατάξεις). Η ανάκριση γίνεται πάντοτε εγγράφως και για το λόγο αυτό, για κάθε ανακριτική πράξη συντάσσεται έκθεση (241 Κ.Π.Δ.), παραμένει μυστική (241 Κ.Π.Δ.) μέχρις ότου κληθεί ο κατηγορούμενος σε απολογία, ενώ ως προς τον τόπο και τον χρόνο διενέργειάς της δεν υπάρχει κανένας περιορισμός. Δεν πρέπει βέβαια να γίνεται σε ακατάλληλο τόπο και χρόνο (240 Κ.Π.Δ.) Μετά την συγκέντρωση από τον ανακριτή όλων εκείνων των στοιχείων που συνδέονται με την κατηγορία και την θεμελιώνουν, καλεί investigator has gathered all the evidence relating to and substantiating the charge he invites the accused to make a formal statement, furnishing him the opportunity to rebut the charge. If the accused has been arrested and brought before the investigator immediately following the committing of a serious crime (e.g. intentional homicide, rape) for which a remanding in custody is appropriate, then the taking of the formal statement precedes many other acts of investigation, precisely because a decision must be taken on whether or not to detain the individual in question. In these cases the accused is called on to make a supplementary statement. The main inquiry is not deemed to be complete if the accused has not made a statement (270, para. 1, CCP). If the accused is summoned and does not appear, the summons is issued again. If the accused refuses to appear, while there is sufficient evidence of his guilt, then the inquiry may be considered completed on issuing of a warrant for his arrest or instruction that he be compelled to appear (270, para. 2 and 272, CCP). The issuing of an arrest warrant to ensure the appearance of the accused (instead of a simple summons) is required when such action is absolutely necessary to prevent a strong likelihood of flight (282, para. 3, CCP). The accused has the right to appear before the investigator with a lawyer (100, paras. 1, 3 in combination with 96, CCP), to communicate with his lawyer (100, para. 4, CCP), to be apprised of the investigation documents (101, CCP), to be given time to prepare his statement (102, CCP). After the investigator has

51

13/10/2009 2:16:41 πμ


τον κατηγορούμενο να απολογηθεί, δίνοντάς του την ευκαιρία να αντικρούσει την κατηγορία. Σε περίπτωση που ο κατηγορούμενος έχει συλληφθεί και οδηγηθεί στον ανακριτή αμέσως μετά την τέλεση μιας βαριάς πράξης (π.χ. ανθρωποκτονία με πρόθεση, βιασμός) για την οποία συγχωρείται η προσωρινή κράτηση, τότε η λήψη της απολογίας προηγείται από πολλές άλλες ανακριτικές πράξεις, ακριβώς γιατί πρόκειται να αποφασισθεί η επιβολή ή μη της προσωρινής κράτησης. Σε μια τέτοια περίπτωση, ο κατηγορούμενος καλείται σε συμπληρωματική απολογία. Η κύρια ανάκριση δεν θεωρείται τελειωμένη, αν δεν απολογηθεί ο κατηγορούμενος (270 παρ. 1 Κ.Π.Δ.) Σε περίπτωση που ο κατηγορούμενος κλητευθεί και δεν εμφανισθεί, κλητεύεται εκ νέου. Αν ο κατηγορούμενος δεν εμφανισθεί από απείθεια, ενώ παράλληλα υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής εναντίον του, τότε η ανάκριση μπορεί να θεωρηθεί περατωμένη με την έκδοση εντάλματος σύλληψης ή βίαιης προσαγωγής (270 παρ. 2 και 272 Κ.Π.Δ.) Η κλήτευση του κατηγορουμένου με έκδοση εντάλματος σύλληψης (αντί απλής κλήσης) είναι επιβεβλημένη, όταν εξαρχής υφίσταται απόλυτη αναγκαιότητα του μέτρου πρόληψης μιας σφόδρα πιθανής φυγής του κατηγορουμένου (282 παρ. 3 Κ.Π.Δ.) Ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα -να εμφανίζεται ενώπιον του ανακριτή με συνήγορο (100 παρ. 1, 3 σε συνδ. με 96 Κ.Π.Δ.) –να επικοινωνεί με τον συνήγορό του (100 παρ. 4 Κ.Π.Δ.) – στην ανακοίνωση των εγγράφων της ανάκρισης (101 Κ.Π.Δ.) –προθεσμίας για απολογία (102 Κ.Π.Δ.). explained his rights to the accused and before inviting him to make his formal statement he must explain to him, fully and clearly, the nature of the offence of which he is accused (273, para. 2, CCP). The accusation is set out in a charge sheet, a written text detailing the charge (beginning with the legal framework, followed by a version of the actual events of the case), to which the accused responds with his statement. The latter may be made orally or in writing. After taking the statement of the accused the investigator may release him, or issue an order for his release under certain conditions, or, if the terms of article 282 CCP are met, may issue a reasoned instruction for his remanding in custody, always having first secured the written consent of the prosecutor. A specific limit of six months is placed on the length of provisional custody for felonies and no more than one year may be allowed to elapse before a final decision is issued. In exceptional circumstances this limit may be extended by six months at most, so that the total length of custody for one offence may not exceed eighteen months for felonies, while for misdemeanours the limit is nine months. As soon as the work of the investigator is complete he forwards the case file to the prosecutor, with no obligation to draw up a finding with his opinion on the results of the investigation (308, para. 1, CCP). He will also inform the parties involved of the completion of the investigation, so that they may exercise their rights under articles 101, 107, 108 and 308 para. 3, CCP).

52

katalog texts 4.indd 52-53

Μετά την εξήγηση από τον ανακριτή στον κατηγορούμενο των δικαιωμάτων του και πριν τον καλέσει να απολογηθεί, οφείλει να του εκθέσει με πληρότητα και σαφήνεια την πράξη για την οποία κατηγορείται (273 παρ. 2 Κ.Π.Δ.) Η μορφή με την οποία εκτίθεται η κατηγορία ονομάζεται κατηγορητήριο και σ’ αυτό διατυπώνεται αναλυτικά η κατηγορία σε ένα γραπτό κείμενο (όπου προτάσσεται το νομικό μέρος και ακολουθεί η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών) και ακολουθεί η έκθεση απολογίας του κατηγορουμένου. Ο κατηγορούμενος μπορεί να απολογηθεί είτε προφορικά, είτε παραδίδοντας την απολογία του γραπτή. Ο ανακριτής αμέσως μετά την απολογία του κατηγορουμένου, μπορεί να τον αφήσει ελεύθερο ή να εκδώσει διάταξη που να του θέτει περιοριστικούς ή άλλους όρους ή αν συντρέχουν οι προυποθέσεις του άρθρου 282 Κ.Π.Δ. να εκδώσει εναντίον του ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένο ένταλμα προσωρινής κράτησης, αφού προηγουμένως και σε κάθε περίπτωση λάβει τη γραπτή σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα. Η διάρκεια της προσωρινής κράτησης επί κακουργημάτων ορίζεται ειδικώς στους έξι μήνες και δεν μπορεί να υπερβαίνει έως την έκδοση οριστικής απόφασης, το ένα έτος. Για εξαιρετικές περιπτώσεις παρέχεται η δυνατότητα παράτασης των ανώτατου αυτού ορίου για έξι το πολύ μήνες, ήτοι συνολικός χρόνος προσωρινής κράτησης για το ίδιο έγκλημα δεν μπορεί να υπερβαίνει τους δεκαοκτώ μήνες στα κακουργήματα, ενώ στα πλημμελήματα ο αντίστοιχος χρόνος είναι οι εννέα μήνες. Once the case file has been passed by the investigator to the prosecutor to the magistrates’ court, the latter may, if he feels the investigation is not complete, return the file to the investigator for further investigation (308, para. 1, CCP). When the main investigation is adequate, the prosecutor takes the following action: + In the case of a felony, and if there is sufficient evidence of guilt to bring the accused to trial, he will submit a proposal to that effect to the council of magistrates (308, para. 1, CCP). The order requiring the accused to appear in court may be appealed or reversed (478, para. 1, 482, para. 1, CCP). If the prosecutor takes the view that there is no evidence of guilt or that the evidence gathered is not sufficiently serious to bring the accused to court, or that the action in question was not a crime, or when there are special factors which mean that the action cannot be considered criminal, or which invalidate the charge, then he will submit a proposal that the case be dropped to the council of magistrates or to the appeal court judges in the case of a crime under article 1 of Law 1608/1950. When there is evidence of the guilt of the accused, but insufficient to bring him before a court, then the prosecutor recommends to the council a provisional stay of the prosecution (311 in combination with 309, para. 1c, CCP) rather than a definitive dropping of the case. + In the case of misdemeanours, if the prosecutor to the magistrates’ court takes the view that sufficient evidence of the guilt of the accused has been gathered, he will

53

13/10/2009 2:16:41 πμ


Ο ανακριτής μόλις ολοκληρώσει το έργο του, διαβιβάζει αμέσως τη δικογραφία στον εισαγγελέα, χωρίς να απαιτείται η σύνταξη πορίσματος με τη γνώμη του σε σχέση με όσα προέκυψαν από την ανάκριση (308 παρ. 1 Κ.Π.Δ.), γνωστοποιώντας στους διαδίκους ότι ολοκληρώθηκε η ανάκριση, ώστε να ασκήσουν τα δικαιώματα που τους παρέχονται με τα άρθρα 101, 107 και 108- άρθρο 308 παρ. 3 Κ.Π.Δ.) Μετά τη διαβίβαση της δικογραφίας από τον ανακριτή στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών, ο τελευταίος έχει την δυνατότητα αν κρίνει ότι η ανάκριση δεν είναι πλήρης, να επιστρέψει τη δικογραφία στον ανακριτή για περαιτέρω ανάκριση (308 παρ. 1 Κ.Π.Δ.) Όταν η κύρια ανάκριση είναι επαρκής ο εισαγγελέας ενεργεί: _Σε περίπτωση κακουργήματος και εφόσον προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις ενοχής για την παραπομπή του κατηγορουμένου, υποβάλλει παραπεμπτική πρόταση στο συμβούλιο πλημμελειοδικών (308 παρ. 1 Κ.Π.Δ. ). Το παραπεμπτικό βούλευμα που θα εκδοθεί υπόκειται σε έφεση αλλά και σε αναίρεση (478 παρ. 1, 482 παρ. 1 Κ.Π.Δ.) Αν ο εισαγγελέας κρίνει ότι δεν υπάρχουν καθόλου ενδείξεις ή ότι αυτές που προέκυψαν δεν είναι σοβαρές για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο ή ότι το γεγονός δεν συνιστά αξιόποινη πράξη ή όταν υπάρχουν λόγοι που αίρουν τον άδικο χαρακτήρα της πράξης ή τον καταλογισμό, υποβάλλει απαλλακτική πρόταση στο συμβούλιο πλημμελειοδικών ή στο συμβούλιο εφετών αν πρόκειται για έγκλημα του άρθρου 1 ν. 1608/1950. Όταν οι ενδείξεις για την ενοχή του κατηγορουsubmit a recommendation to the council of magistrates that the person in question be brought to court. This is the classic method of completing the main inquiry, with the issuing of a ruling by the magistrates’ council. He may also, if he takes the view that there is adequate evidence to bring the accused to court, and if the investigator agrees, send the case directly to the court, serving the accused with a notice to appear. In this case of a direct referral of the accused to a court hearing, the accused may appeal, under the provision of article 322 of the CCP, to the competent prosecutor to the court of appeal, within ten days of serving of the notice to appear. If the prosecutor takes the view that there is no evidence, or that the evidence gathered is insufficient to bring the accused to court, or that the action in question was not a crime, or that there were circumstances which removed the criminal nature of the action or that invalidated the charge, then he recommends to the magistrates’ council that the case be dropped. The prosecutor to the appeal court has overall authority in regard to the investigation and has the right to act, in person or through one of the deputy prosecutors under him, to initiate a preliminary examination, under article 31 para.1, in respect of any crime committed in his region. The same right is enjoyed by the prosecutor to the Supreme Court, who may also, in the cases cited in article 30 para.3 (cases of a special nature which are particularly disturbing to public opinion), order the conducting of an

54

katalog texts 4.indd 54-55

μένου υπάρχουν αλλά δεν είναι επαρκείς για την παραπομπή του στο ακροατήριο, τότε ο εισαγγελέας προτείνει στο συμβούλιο την προσωρινή παύση της ποινικής δίωξης (311 σε συνδ. με 309 παρ. 1 γ΄ Κ.Π.Δ.) και όχι την οριστική απαλλαγή του κατηγορουμένου. Σε περίπτωση πλημμελήματος εάν ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών κρίνει ότι προκύπτουν αποχρώσες ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου υποβάλει παραπεμπτική πρόταση στο συμβούλιο πλημμελειοδικών. Πρόκειται για τον κλασικό τρόπο περάτωσης της κύριας ανάκρισης με την έκδοση βουλεύματος του συμβουλίου πλημμελειοδικών. Επίσης μπορεί, αν κρίνει ότι προκύπτουν αποχρώσες ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, και εφόσον συμφωνήσει σ’ αυτό και ο ανακριτής, να στείλει απευθείας την υπόθεση στο ακροατήριο επιδίδοντας κλητήριο θέσπισμα στον κατηγορούμενο. Κατά της εν λόγω απευθείας παραπομπής του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, μπορεί ο κατηγορούμενος να προσφύγει σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 322 Κ.Π.Δ. στον αρμόδιο εισαγγελέα εφετών, μέσα σε δέκα μέρες από την επίδοση του κλητήριου θεσπίσματος. Αν ο εισαγγελέας κρίνει ότι δεν υπάρχουν καθόλου ενδείξεις ή ότι αυτές που προέκυψαν δεν είναι σοβαρές για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο ή ότι το γεγονός δεν συνιστά αξιόποινη πράξη ή όταν υπάρχουν λόγοι που αίρουν τον άδικο χαρακτήρα της πράξης ή τον καταλογισμό, υποβάλλει απαλλακτική πρόinvestigation as a matter of the utmost urgency (article 35 CCP, as amended by article 6 para. 2 of Law 2854/2000 and also applicable in pending cases under article 28 para. 2 of Law 2915/2001). The hearing procedure

After the accused has been served notice to appear before a court the main hearing process commences, associated with the final referral to court of the accused. This occurs when the deadline has passed for the accused to appeal the notice to appear (308 and 322, CCP) or when the appeal process has come to an end. When an appeal against the notice to appear is not permissible (e.g. referral to the single-member magistrate’s court) then the notice to appear in court issued by the prosecutor marks the commencement of the preparatory and main procedure, simultaneously. The basic principles governing the hearing procedure are as follows: a) the principle of the open trial is enshrined in article 93 para. 2 sub-para. 3a of the Constitution, where it is clearly explained that the sessions of all courts are public and all judicial rulings must be handed down in open session. In accordance with this provision of the Constitution article 329 para. 1 sub-para. i of the CCP appoints that the proceedings of the hearing and the announcement of the ruling shall be in public session in all criminal courts and all persons shall be free to attend their proceedings, except in those cases explicitly specified where it is felt that to hold the proceedings

55

13/10/2009 2:16:41 πμ


ταση στο συμβούλιο πλημμελειοδικών . Η ανώτατη διεύθυνση στην ανάκριση ανήκει στον εισαγγελέα εφετών, που έχει επιπλέον το δικαίωμα να ενεργεί, προσωπικά ή με κάποιον απ’ τους αντεισαγγελείς που υπάγονται σ’ αυτόν, προκαταρκτική εξέταση σύμφωνα με το άρθρο 31 παρ. 1 για κάθε έγκλημα που γίνεται μέσα στην περιφέρειά του. Το ίδιο δικαίωμα έχει και ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, ο οποίος επίσης μπορεί να διατάσσει στις περιπτώσεις του άρθρου 30 παρ. 3 (περιπτώσεις εξαιρετικής φύσης που συνταράσσουν την κοινή γνώμη) τη διεξαγωγή της ανάκρισης κατά απόλυτη προτεραιότητα. (άρθρο 35 Κ.Π.Δ., όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 6 παρ. 2 του ν.2854/2000 και εφαρμοζόμενο και σε εκκρεμείς υποθέσεις σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 2 του ν 2915/2001) Η διαδικασία στο ακροατήριο.

Μετά την κλήτευση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, αρχίζει η κύρια διαδικασία του ακροατηρίου, που συνδέεται με την αμετάκλητη παραπομπή του κατηγορουμένου. Αυτό συμβαίνει, είτε όταν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία ασκήσεως προσφυγής κατά του κλητηρίου θεσπίσματος (308 και 322 Κ.Π.Δ.), είτε όταν περατωθεί τελειωτικά η διαδικασία της άσκησης προσφυγής. Όταν δεν είναι επιτρεπτή ή άσκηση προσφυγής κατά του κλητηρίου θεσπίσματος (π.χ. παραπομπή στο μονομελές πλημμελειοδικείο), τότε η κλήτευση του κατηγορουμένου στο ακροατήin public would be damaging to public morals, or where there are special reasons to protect the privacy or family lives of those involved (93, para. 2 of the Constitution and 330 para. 1 of the CCP, as replaced by Law 3090/2002). In these cases the ban on public attendance only applies to the hearing of evidence and argument, not to the announcement of the court rulings, except in the case of the special juvenile courts, where the hearings may be conducted in camera, and it is also permitted for the decisions of the courts not to be publicly announced (96 para. 3 of the Constitution and Law 3315/1955 art. 1). b) an essential condition of the openness of the proceedings is that they be conducted orally. All proceedings of the court hearing are conducted orally, as is the announcement of the court’s decision (331 CCP). For this reason any document laid before the court during hearings must be read out. If the court were to take into account documents not read out in open session, the eventual decision would be subject to reversal under article 510 para. 1 a and c, CCP. The principle of oral proceedings is respected both in the minutes compiled and in the court’s decision, formulated in writing but handed down orally (140-144, CCP). c) the principle of direct contact, i.e. the relationship of direct contact and communication between the court and, mainly, the accused, as well as the other parties providing evidence. A corollary of this principle is the requirement that the defendant be

56

katalog texts 4.indd 56-57

ριο από τον εισαγγελέα, αποτελεί έναρξη της προπαρασκευαστικής και της κύριας διαδικασίας ταυτόχρονα. Οι βασικές αρχές που διέπουν την διαδικασία στο ακροατήριο είναι : α) Η αρχή της δημοσιότητας των δικών κατοχυρώνεται από το άρθρο 93 παρ. 2, 3εδ, α΄ του Συντάγματος, όπου σαφώς επεξηγείται ότι οι συνεδριάσεις κάθε δικαστηρίου είναι δημόσιες και κάθε δικαστική απόφαση απαγγέλλεται σε δημόσια συνεδρίαση. Εναρμονιζόμενο με την διάταξη αυτή του Συντάγματος το άρθρο 329 παρ. 1εδ. α΄ Κ.Π.Δ. ορίζει ότι η συζήτηση στο ακροατήριο καθώς και η απαγγελία της απόφασης γίνεται δημόσια σε όλα τα ποινικά δικαστήρια και επιτρέπεται στον καθένα να παρακολουθεί ανεμπόδιστα τις συνεδριάσεις, πλην των περιπτώσεων που ορίζονται σαφώς και κρίνουν ότι η δημοσιότητα πρόκειται να είναι επιβλαβής στα χρηστά ήθη, ή ότι συντρέχουν ειδικοί λόγοι προστασίας της ιδιωτικής ή οικογενειακής ζωής των διαδίκων (93 παρ. 2 Συντ. και 330 παρ. 1 Κ.Π.Δ. όπως αντικαταστάθηκε με το ν.3090/2002). Στις περιπτώσεις αυτές, ο αποκλεισμός της δημοσιότητας αφορά τις συνεδριάσεις και δεν εκτείνεται και στις αποφάσεις, πλην των περιπτώσεων των ειδικών δικαστηρίων ανηλίκων όπου οι συνεδριάσεις επιτρέπεται να μη διεξάγονται δημόσια, αλλά και οι αποφάσεις τους είναι δυνατόν να μην απαγγέλλονται δημόσια (96 παρ. 3 Συντ. και ν. 3315/1955 αρ. 1) . β) Η αρχή της προφορικότητας, η οποία αποτελεί ουσιώδη προυπόθεση της δημοpresent at all times at the hearing (340 para. 1 sub-para. a, CCP). d) the principle of adversarial conduct of the trial, in accordance with which, and with the provisions of articles 333 para. 2, 358, 138 para. 2 sub-para. a, 333 para. 3 and 369 para. 1 of the CCP, the litigants and their advocates have the right to put questions directly to witnesses, experts or technical advisors, to makes statements, to lodge applications or objections on any matter relating to the subject under discussion. Following examination of each witness the prosecutor and other parties involved (particularly the defendant) are entitled to confront the witness and counter his testimony with anything that may define more precisely his reliability or tend to the uncovering of the truth, to make statements and offer explanations relating to the testimony heard or evidence examined. Before each decision or ruling issued during the hearing the prosecutor and other parties have the right to he heard. The defendant and his advocate have the right to the last word. It follows from the above that the independent active participation of the accused in the evidentiary procedure is an expression of the fundamental right to a judicial hearing (article 20, Constitution) in the context of the criminal trial. e) the principle of the impartiality of the judge. Article 332 of the PPC makes it clear that the judge must treat all persons involved in the proceedings in court in a dispassionate and objective manner.

57

13/10/2009 2:16:41 πμ


σιότητας. Η διεξαγωγή της διαδικασίας στο ακροατήριο του δικαστηρίου γίνεται προφορικά, όπως προφορικά απαγγέλλεται και η απόφαση (331 Κ.Π.Δ.). Για το λόγο αυτό, έγγραφο που τίθεται υπόψη του δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίω διαδικασία, θα πρέπει να αναγνωσθεί. Άλλωστε η λήψη υπόψη του δικαστηρίου, εγγράφων μη αναγνωσθέντων, θεμελιώνει δικαίωμα αναίρεσης σύμφωνα με το άρθρο 510 παρ. 1 α΄και γ΄ Κ.Π.Δ. Η προφορικότητα αποτυπώνεται τόσο στα συντασσόμενα πρακτικά, όσο και στην εγγράφως διατυπωμένη και προφορικά απαγγελθείσα απόφαση (140-144 Κ.Π.Δ.) γ) Η αρχή της αμεσότητας, όπως νοείται η σχέση άμεσης επαφής και επικοινωνίας του δικαστηρίου κυρίως με τον κατηγορούμενο αλλά και με τα άλλα προσωπικά αποδεικτικά μέσα. Απόρροια της αρχής αυτής αποτελεί η υποχρέωση συνεχούς παρουσίας του κατηγορουμένου στο ακροατήριο (340 παρ. 1 εδ. α΄Κ.Π.Δ.). δ) Η αρχή της κατ’ αντιδικίαν διεξαγωγής της δίκης σύμφωνα με την οποία και σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 333 παρ. 2, 358, 138 παρ. 2 εδ. α΄, 333 παρ. 3 και 369 παρ. 1 Κ.Π.Δ. -οι διάδικοι και οι συνήγοροί τους έχουν το δικαίωμα να υποβάλλουν ερωτήσεις απευθείας στους εξεταζόμενους μάρτυρες, πραγματογνώμονες ή τεχνικούς συμβούλους, να προβαίνουν σε δηλώσεις, αιτήσεις ή ενστάσεις για οποιοδήποτε θέμα αφορά την υπόθεση που συζητείται, -μετά την εξέταση κάθε μάρτυρα ο εισαγγελέας και οι διάδικοι (ιδίως ο κατηγορούμενος) έχουν το δικαίωμα να αναφέρουν εναντίον του μάρτυρα ή της μαρτυρίας του οτιδήποτε μπορεί να καθορίσει ακριβέστερα την αξιοπιστία του και να συντείνει στην αποκάλυψη της αλήθειας, να προβαίνουν σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικά με τις καταθέσεις που έγιναν ή τα αποδεικτικά μέσα που εξετάσθηκαν, -πριν από κάθε απόφαση ή διάταξη που εκδίδεται κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, παίρνουν το λόγο ο εισαγγελέας και οι παρόντες διάδικοι. Ο κατηγορούμενος και ο συνήγορός του, παίρνουν το λόγο τελευταίοι. Απ’ όλα τα παραπάνω συνάγεται ότι η αυτοτελής ενεργητική συμμετοχή του κατηγορουμένου στην αποδεικτική διαδικασία, συνιστά έκφραση του θεμελιώδους δικαιώματος της δικαστικής ακρόασης (άρθρο 20 Συντ.) στο πλαίσιο της ποινικής δίκης. ε) Η αρχή της αντικειμενικότητας του δικαστή. Από τη διάταξη του άρθρου 332 Κ.Π.Δ. προκύπτει ότι ο δικαστής οφείλει να μεταχειρίζεται τα πρόσωπα που συμμετέχουν στην όλη συζήτηση και διαδικασία κατά τρόπο απαθή και ψύχραιμο. Απόδειξη

Κυριότερα αποδεικτικά μέσα στην ποινική διαδικασία είναι –οι ενδείξεις, -η αυτοψία, -η πραγματογνωμοσύνη, - η ομολογία του κατηγορουμένου, -οι μάρτυρες και –τα έγγραφα (178 Κ.Π.Δ.). Αποδεικτικά μέσα που έχουν αποκτηθεί με αξιόποινες πράξεις ή μέσω αυτών, δεν λαμβάνονται υπόψη για την κήρυξη της ενοχής, την επι-

58

katalog texts 4.indd 58-59

βολή ποινής ή τη λήψη μέτρων καταναγκασμού, εκτός εάν πρόκειται για κακουργήματα που απειλούνται με ποινή ισόβιας κάθειρξης και εκδοθεί για το ζήτημα αυτό, ειδικά αιτιολογημένη απόφαση του δικαστηρίου. (177 παρ. 2Κ.Π.Δ.). Ειδικότερα η αυτοψία μπορεί να γίνει σε όλα τα στάδια της διαδικασίας σε τόπους, πράγματα ή ανθρώπους, για να βεβαιωθούν η τέλεση και οι περιστάσεις του εγκλήματος. Για την αυτοψία συντάσσεται έκθεση (180 Κ.Π.Δ.). Κατά τη διεξαγωγή της αυτοψίας εκείνος που την ενεργεί μπορεί να προβεί είτε ο ίδιος, είτε με τη συνδρομή ειδικού υπαλλήλου ή εμπειρογνώμονα σε ιχνογραφήματα, φωτογραφήσεις ή απεικονίσεις και ιδίως να πάρει δακτυλικά ή άλλα αποτυπώματα. Μπορεί επίσης να προχωρήσει σε πειράματα με περιεχόμενο την αναπαράσταση του εγκλήματος ή την εξακρίβωση άλλων περιστατικών που είναι χρήσιμα για την ανακάλυψη της αλήθειας. Κατά τη διεξαγωγή των πειραμάτων πρέπει να αποφεύγονται η προσβολή του θρησκευτικού, του εθνικού ή του ηθικού συναισθήματος, ή ο κίνδυνος να διαταραχθεί η δημόσια τάξη, καθώς και η δημοσιότητα (181 Κ.Π.Δ.). Όταν γίνεται η αυτοψία, μπορούν να προσληφθούν μάρτυρες ή πραγματογνώμονες, που ορκίζονται νομότυπα, για να γίνει ο καθορισμός πραγμάτων ή τόπων ή της ταυτότητας προσώπων ή για να δοθούν άλλα χρήσιμα στοιχεία (182 Κ.Π.Δ.). Αν αναβληθεί η υπόθεση για να γίνει αυτοψία, είναι όμως δύσκολο να μεταβεί επιτόπου ολόκληρο το δικαστήριο, η ενέργεια της αυτοψίας είναι δυνατό να ανατεθεί σε ένα από τα μέλη του δικαστηρίου. Αν πρόκειται για τόπο που βρίσκεται έξω από την έδρα του δικαστηρίου, μπορεί να ανατεθεί σε κάποιον ανακριτικό υπάλληλο που εδρεύει στον τόπο αυτό (363 Κ.Π.Δ.). Από όλα τα παραπάνω συνάγεται ότι ουσιαστικό ποινικό δίκαιο και ποινικό δικονομικό δίκαιο, βρίσκονται σε μια αδιάσπαστη λογική και λειτουργική ενότητα. Το Evidence

The principal methods of establishing proof in the penal procedure are evidence, forensic examination, expert opinions, a confession by the accused, testimony by witnesses and documents (178, CCP). Evidence obtained by criminal means cannot be used to determine guilt, to sentence the accused or to take coercive measures, except in the case of felonies punishable by life imprisonment and where a specially reasoned decision of the court is issued (177, para. 2, CCP). Forensic evidence may feature at all stages of the procedure, involving persons, places or objects, used to confirm the committing and the circumstances of the crime. Forensic evidence is presented in the form of a report (180, CCP). The official conducting the forensic investigation may – himself, or through the assistance of a special officer or experts – proceed to make sketches, to take photographs or other representations of the scene, and especially to collect fingerprints and other trace evidence. He may also conduct experiments to reconstruct the crime or establish other circumstances

59

13/10/2009 2:16:41 πμ


ποινικό δικονομικό δίκαιο, χωρίς αναγωγή στο ρυθμιστικό πλαίσιο των κυρωτικών κανόνων, θα αποτελούσε μια ακατανόητη και αυθαίρετη αντίδραση της έννομης τάξης στο έγκλημα. Επομένως ποινικό δικονομικό δίκαιο είναι οι κανόνες δικαίου που ρυθμίζουν την απάντηση της έννομης τάξης στο έγκλημα, με συγκεκριμένη δικανική μορφή και παράλληλα προστατεύουν τον πολίτη από την ενδεχόμενη καταχρηστική άσκηση της ποινικής καταστολής. useful in ascertaining the truth. In conducting these experiments all offence to religious, national or moral feelings must be avoided, as must any risk to public order; publicity must be avoided (181, CCP). During conduct of the forensic inquiry witnesses or experts may be engaged, and sworn according to due legal form, in order to establish the circumstances of the crime, the identity of persons or other valuable information (182, CCP). If the case is adjourned pending a forensic examination, given the difficulty of removing the entire court to the scene of the crime, the conduct of the examination may be delegated to one of the members of the court. If the crime scene lies outside the geographical jurisdiction of the court the forensic examination may be assigned to an investigating officer based in that area (363, CCP). It is evident from the above that an integral logic and functional unity underlie and connect the areas of criminal law and criminal procedure. If the procedure were not anchored in the regulatory framework of the rule of law In writing this paper I have it would constitute an arbitrary and unintelligible reac- consulted the works Ποινική Δικονομία [Criminal tion of the legal system to crime. Thus criminal proce- Procedure] by Adam Papadadure is a manifestation of the rules of law which govern makis (Sakkoulas Press) and Ποινικό Δίκαιο - θεωρία [Crimithe response of the legal system to crime, a manifesta- nal Law – General Theory] by Ioannis Manoledakis (Saktion which assumes a specific judicial form, and which at koulas Press). the same time protects the citizen from the possibility of abuse of their power by the criminal courts.

60

katalog texts 4.indd 60-61

Γι ά ν ν η ς Στ α υ ρ α κ ά κ η ς // Π ο λ ι τ ι κ ή κ α ι χ ώ ρ ο ς // απόσπασμα από το “A n t i n o m i e s o f S p a c e ” / Urban Politics Now / NAi publishers / edited by BAVO. [...] Γνωρίζουμε ότι ο χώρος ήταν, και είναι ακόμη, η θεμελιώδης μεταφορά στην κοινωνικο-πολιτική σκέψη και πρακτική, καθώς και στη φαντασιακή σύλληψη εναλλακτικών μορφών του μέλλοντος. Σε ό,τι αφορά την ανάλυση, το σχήμα βάσηεποικοδόμημα και η διάκριση δημόσιο-ιδιωτικό, που αποτελούν δύο (ιεραρχικές) χωρικές αναπαραστάσεις του κοινωνικού, αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα. Το πρώτο σχήμα σημάδεψε την πορεία της θεωρητικής εξέλιξης του μαρξισμού, ενώ η δεύτερη διάκριση διέπει τη φιλελεύθερη ερμηνεία πολλών επίμαχων ζητημάτων (από τη διαφθορά ως τις σχέσεις ανάμεσα στην θρησκεία και την πολιτική). Στο πεδίο της πολιτικής φαντασίας, το σημαντικότερο παράδειγμα είναι, φυσικά, ο ουτοπικός λόγος. Τις ουτοπίες τις φαντάζονται παραδοσιακά με χωρικούς όρους – ως νησιά, θύλακες ή αποικίες, ως οριοθετημένες χωρικές οντότητες (Anderson 2006: 42). Τυπικό παράδειγμα αυτής της εμμονής με τον χώρο είναι η Ουτοπία του More, που αναπαρίσταται ως ένα νησί χωρισμένο σε πενήντα τέσσερις πόλεις, καθεμία από τις οποίες διαιρείται με τη σειρά της σε τριάντα νοικοκυριά (Jameson 2004: 39), καθώς και οι κανόνες που ρυθμίζουν – που προσδίδουν μία τάξη – σε όλες

/////

#77

////// Ya n n i s S t a v r a k a k i s // f r a g m e n t f r o m “A n t i n o m i e s o f S p a c e ” / Urban Politics Now / NAi publishers / edited by BAVO. We know that space has been and still is the fundamental metaphor in socio-political thought and practice, including the oppositional imagination of alternative futures. As far as analysis is concerned, the base-superstructure schema and the public-private divide, both (hierarchical) spatial representations of the social, offer characteristic examples. The first one has marked the trajectory of Marxist theorization, while the second underlies the liberal understanding of many contentious issues (from corruption to relations between religion and politics). In the field of political imagination, the most important example is, of course, utopian discourse. Utopias have been traditionally imagined in spatial terms – as islands, enclosures or colonies, as delimited spatial entities (Anderson 2006: 42). Typical of this obsession with space is, in More’s Utopia, its representation as an island divided into fifty-four cities, each divided again into thirty households (Jameson 2004: 39) as well as the rules regulating – ordering – all social activities. Likewise, the kernel of many utopian visions is illustrated as a building, such as Bacon’s House of Solomon or Fourier’s Palace or Phalanstery, etc. The metaphor of space and the reinstatement of its homogeneity – or, at least, a celebration of its nostalgic trace – has remained to a very large extent dominant within

61

13/10/2009 2:16:41 πμ


τις κοινωνικές δραστηριότητες στο πλαίσιό της. Εξάλλου, το επίκεντρο πολλών ουτοπικών οραμάτων απεικονίζεται ως ένα κτήριο, όπως συμβαίνει για παράδειγμα με τον Οίκο του Σολομώντος του Bacon ή το Ανάκτορο ή Φαλανστήριο του Fourrier. H μεταφορά του χώρου και η αποκατάσταση της ομοιογένειάς του – ή τουλάχιστον η εξύμνηση του νοσταλγικού της ίχνους – παραμένει σε πολύ μεγάλο βαθμό κυρίαρχη στην πολιτική φαντασία της αριστεράς, τόσο στις κριτικές όσο και στις ουτοπικές της διαστάσεις. Ακόμη και ένας στοχαστής όπως ο Giorgo Agamben, που έχει παρακολουθήσει τους λεπτούς μετασχηματισμούς της βιοπολιτικής κυριαρχίας μέσα από ένα ιδιαίτερα περίτεχνο θεωρητικό πρίσμα και επιδιώκει να αποσταθεροποιήσει τα απλοϊκά χωρικά μοντέλα – εξού και η έμφαση που αποδίδει στα «κατώφλια» και τις «ζώνες αδιακρισίας», τους «συμπεριληπτικούς αποκλεισμούς» και τις παράδοξες τοπολογίες και ροές – δεν μπορεί να αποφύγει τη χρήση του αρκετά παραδοσιακού χωρικού μοντέλου του δοχείου. Πώς αλλιώς μπορεί κανείς να ερμηνεύσει τον ισχυρισμό του ότι «σήμερα το θεμελιώδες βιοπολιτικό παράδειγμα της Δύσης δεν είναι η πόλη αλλά το στρατόπεδο»; (Agamben 1998: 181). Ακόμη και αν το στρατόπεδο εννοιολογηθεί με τρόπο που υπερβαίνει απλοϊκές ιδέες τοπο-θέτησης στον χώρο (έδαφος), παραμένει μία μορφή χωροθέτησης και εξακολουθεί να ερμηνεύεται με αρκετά παραδοσιακούς χωρικούς όρους: η γένεση του στρατοπέδου σηματοδοτεί «τον ποpolitical imagination in the Left both in its critical and utopian dimensions. Even somebody like Giorgio Agamben, who has followed the delicate transformations of biopolitical sovereignty through a very sophisticated theoretical prism, aiming at destabilizing simplistic spatial models – hence his insistence on ‘thresholds’ and ‘zones of indistinction’, on ‘inclusive exclusions’ and paradoxical topologies and flows – cannot refrain from using the quite traditional spatial model of the container. How else can one understand his claim that ‘today it is not the city but rather the camp that is the fundamental biopolitical paradigm of the West’? (Agamben 1998: 181). Even if the camp is conceptualized in a way transcending simplistic notions of localization (land), it does remain a form of localization and continues to be conceived in rather traditional spatial terms: the birth of the camp signals ‘the political space of modernity itself’, while the state of exception, of which it is the materialization, is described as ‘a new and stable spatial arrangement’ (Agamben 1998: 174-5). What is at stake in it is the ‘creation of a space’, the delimitation of a space, containing the threshold of indistinction between bare life and juridical rule (Agamben 1998: 174) and this containing spatial function is incarnated in a proliferating variety of physical spaces (one example is offered by the zones d’ attente in French international airports) (Agamben 1998: 174) [1]. No wonder that in the cover of the US edition of Homo Sacer one finds a topographical master plan of Auschwitz.

62

katalog texts 4.indd 62-63

λιτικό χώρο της ίδιας της νεωτερικότητας», ενώ η κατάσταση εξαίρεσης, την οποία ενσαρκώνει υλικά, περιγράφεται ως «μία νέα και σταθερή χωρική διαρρύθμιση» (Agamben 1998: 174-5). Διακυβεύεται εν προκειμένω η «δημιουργία ενός χώρου», η οριοθέτηση ενός χώρου, που περιλαμβάνει το κατώφλι της αδιακρισίας ανάμεσα στη γυμνή ζωή και τον νομικό κανόνα (Agamben 1998: 174), ενώ αυτή η ευρύτερη χωρική λειτουργία ενσαρκώνεται σε μία αυξανόμενη ποικιλία φυσικών χώρων (ένα παράδειγμα αποτελούν οι zones d’ attente των γαλλικών διεθνών αερολιμένων) (Agamben 1998: 174) [1]. Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, γιατί στο εξώφυλλο της έκδοσης του Homo Sacer στις ΗΠΑ βρίσκουμε ένα τοπογραφικό διάγραμμα του Άουσβιτς. Το κρίσιμο ερώτημα είναι σε ποιον βαθμό αυτές οι χωρικές μεταφορές μπορούν ακόμη να ερμηνεύσουν την περιπλοκότητα του κόσμου μας, σε ποιον βαθμό απελευθερώνουν ή υποδουλώνουν την πολιτική φαντασία. Φοβάμαι ότι τέτοια παραδείγματα και μοντέλα αναπαράγουν σε ένα άλλο επίπεδο την απώθηση του πολιτικού που χαρακτηρίζει τη μεταδημοκρατική, ύστερη καπιταλιστική πόλη. Γνωρίζουμε, για παράδειγμα, ότι η ουτοπία ενέχει μία «αναστολή του πολιτικού» (Jameson 2004: 43). Αυτό ισχύει και για τις ριζοσπαστικές της παραλλαγές. Στην πραγματικότητα, μία τέτοια αντιπολιτική τάση, μία «μεταπολιτική αντίληψη», χαρακτηρίζει γενικά τη ριζοσπαστική παράδοση στη Δύση. Πρόκειται για εκείνο που ο Schwartz κατονομάζει ως «αντιπολιτική κληρονομιά» της ριζοσπαστικής παράδοσης. Μεγάλη The question is to what extent such spatial metaphors can still account for the complexity of our world, to what extent they liberate or enslave political imagination. My worry is that such paradigms and models reproduce on another level the repression of the political characteristic of the post-democratic late capitalist city. We know, for example, that utopia involves a ‘suspension of the political’ (Jameson 2004: 43). And that also applies to its radical versions. In fact, such an anti-political tendency, a ‘post-political vision’, has generally characterized the radical tradition in the West. This is what Schwartz has described as the ‘antipolitical legacy’ of the radical tradition. A big part of radical theory – from Rousseau to Marx and Lenin – has ‘sought to transcend politics through the creation of conflict-free societies’ fulfilling ‘a universal conception of “true human interests”, thereby eliminating social conflict and the need for politics’ (Schwartz 1995: 3, 21). Both reactionary and progressive utopias have involved spatializations repressing the political. In the words of Pierre Rosanvalon, ‘The liberal economic utopia of the eighteenth century and the socialist political utopia of the nineteenth century paradoxically are part of the same representation of society founded on the ideal of the abolition of politics’ (Rosanvalon 2006: 153). And isn’t the situation today similar with the post-democratic consumerist utopia and the appealing immanentist idea that resistance to it does not require any real political mediation? We also know that explanations based on the base-superstructure model

63

13/10/2009 2:16:41 πμ


μερίδα της ριζοσπαστικής θεωρίας – από τον Ρουσσώ ως τον Μαρξ και τον Λένιν – «επιδίωξε να υπερβεί την πολιτική με τη δημιουργία κοινωνιών απαλλαγμένων από συγκρούσεις», κοινωνιών οι οποίες θα πραγμάτωναν «μία οικουμενική έννοια ‘αληθινών ανθρώπινων συμφερόντων’, εξαλείφοντας έτσι την κοινωνική σύγκρουση και την ανάγκη για πολιτική» (Schwartz 1995: 3, 21). Στο πλαίσιο αυτό, τόσο οι αντιδραστικές όσο και οι προοδευτικές ουτοπίες περιλαμβάνουν χωρικές διευθετήσεις που απωθούν ή απαρνούνται το πολιτικό. Όπως επισημαίνει ο Pierre Rosanvalon, «η φιλελεύθερη οικονομική ουτοπία του δέκατου όγδοου αιώνα και η σοσιαλιστική πολιτική ουτοπία του δέκατου ένατου αιώνα αποτελούν παραδόξως μέρος της ίδιας αναπαράστασης της κοινωνίας που θεμελιώνεται στο ιδεώδες της κατάργησης της πολιτικής» (Rosanvalon 2006: 153). Και η σημερινή κατάσταση δεν είναι, άραγε, παρόμοια, με τη μεταδημοκρατική καταναλωτική ουτοπία, από τη μια, και, από την άλλη, τη σαγηνευτική ιδέα της «εμμένειας», που θεωρεί ότι η αντίσταση στην πρώτη δεν προϋποθέτει καμία πραγματική πολιτική διαμεσολάβηση; Τέλος, γνωρίζουμε ότι οι εξηγήσεις που βασίζονται στο μοντέλο βάση-εποικοδόμημα – το ίδιο ισχύει και για τη φετιχοποίηση της διάκρισης δημόσιου-ιδιωτικού – έχουν αγνοήσει ή και προγράψει το στοιχείο του πολιτικού (Laclau & Mouffe 1985). Ακόμη και στον Agamben – τουλάχιστον στον Homo Sacer – το τίμημα για την απόφασή του να τοποθετήσει τη μεταφορά του στρατοπέδου στην καρδιά μίας δυστοπικής ιστορικής – and the same might apply to the fetishization of the public-private distinction – have neglected or even foreclosed the element of the political (Laclau and Mouffe 1985). Even in Agamben – at least in Homo Sacer – the price to be paid for locating the metaphor of the camp at the heart of a dystopian historical dialectic, which continuously advances incessantly colonizing more and more aspects of the social, seems to be the ultimate repression of the political. Abandoning Space? / In that sense, the current crisis of political reasoning and imagination is, above all else, a crisis of space [2]. All the difficulties listed in the previous section, the crisis of space, probably explain a certain trend of leaving behind the metaphor of space and prioritizing a conceptualization of the political as a moment, an event. I am not referring here to the supposed generalized trend from space to temporality as the dominant metaphor within modernity, as an era of progress and innovation, of the continuous emergence of the new, for such a conception is undermined by a reliance to a secularized eschatological/teleological schema in which temporality is ultimately reduced to space (Laclau 1990) [3]. Very often we use spatial metaphors to speak about temporal experience, as in expressions like ‘I am looking ahead to the vacation’, the delivery date is far away’, ‘put that behind you’, etc. (Connolly 2005: 98). Indeed, quantified time is usually represented in spatial terms (Lefebvre 2004: 74). This is particularly the case when a telos, a teleology, is invited to orient our sense of

64

katalog texts 4.indd 64-65

διαλεκτικής, η οποία εξελίσσεται ακατάπαυστα εποικίζοντας όλο και περισσότερες διαστάσεις του κοινωνικού, είναι μάλλον η τελική απώθηση του πολιτικού. Εγκαταλείποντας τον χώρο;

Με αυτή την έννοια, η σημερινή κρίση του πολιτικού στοχασμού και της πολιτικής φαντασίας είναι, πάνω από όλα, μία κρίση του χώρου [2]. Ολες οι δυσκολίες που απαριθμήθηκαν στην προηγούμενη ενότητα, και οι οποίες στοιχειοθετούν αυτή την κρίση, εξηγούν πιθανόν μία ορισμένη τάση απεμπόλησης της μεταφοράς του χώρου και πρόκρισης, στη θέση της, μίας εννοιολόγησης του πολιτικού ως στιγμής, ως συμβάντος. Δεν αναφέρομαι εδώ στη γενικευμένη, υποτίθεται, τάση μετάβασης από τον χώρο στην χρονικότητα ως κυρίαρχη μεταφορά στο πλαίσιο της νεωτερικότητας, η οποία νοείται ως μία εποχή προόδου και νεωτερισμού, συνεχούς ανάδυσης του νέου, γιατί μία τέτοια θεώρηση υποσκάπτεται από το γεγονός ότι στηρίζεται σε ένα εκκοσμικευμένο εσχατολογικό/τελεολογικό σχήμα στο οποίο η χρονικότητα ανάγεται εν τέλει, και πάλι, στον χώρο (Laclau 1990) [3]. Πολύ συχνά χρησιμοποιούμε χωρικές μεταφορές για να αναφερθούμε σε χρονικές εμπειρίες, όπως στις εκφράσεις «προσβλέπω στις διακοπές», «η μέρα παράδοσης είναι μακριά», «άσε το ζήτημα αυτό πίσω σου» κλπ. (Connolly 2005: 98). Πράγματι, ο ποσοτικοποιημένος χρόνος αναπαρίσταται συχνά με χωρικούς όρους (Lefebvre 2004: 74). Αυτό συμβαίνει ιδίως όταν ένα τέλος, μία τελεολογία, καλείται να προσανατολίσει την αίσθησή historicity and temporality, to orient our paradigmatic and epistemic constructions, thereby annulling historicity (Derrida 2005: 128). Thus the dislocation, the coming event is only acknowledged as a ‘foreseen event’, as something ‘already present, already presentable; it has already arrived or happened and is thus neutralized in its irruption’ (Derrida 2005: 143). No true becoming is possible under such conditions, since the ‘eventfulness of the event’ is not registered (Derrida 2005: 143). What I have in mind, on the contrary, is distinctions like the one introduced by Ernesto Laclau between the social – as the space of our socially produced ‘positive’ reality – and the political – as the moment of negativity, in which the ‘positivity’ of the social encounters its ontological limit, and is, as a result, dislocated and restructured. It is revealing in Laclau’s work that whenever reference is made to the political it is a temporal metaphor that predominates (the political as the moment of the original institution of the social, as the moment of reactivation and antagonism, as the event of dislocation). At the same time, the social is conceptualized in more traditional spatial terms (in terms of surfaces of inscription and sedimentation) (Laclau 1990). We have here a distinction related to the one introduced by Claude Lefort between politics and the political. In Lefort, politics typically involves a profound topographical dimension. It is usually conceptualized as a distinct area of phenomena that, together with other areas (the economy, culture, the legal sphere, etc.), comprise the totality

65

13/10/2009 2:16:42 πμ


μας για την ιστορικότητα και την χρονικότητα, να προσανατολίσει τις παραδειγματικές και επιστημικές μας κατασκευές, ακυρώνοντας έτσι στην πράξη την ιστορικότητά τους (Derrida 2005: 128). Με τον τρόπο αυτό η εξάρθρωση, το επερχόμενο συμβάν, αναγνωρίζεται μόνον ως ένα «συμβάν που είχε προβλεφθεί», ως κάτι «ήδη παρόν, κάτι που μπορούσε από πριν να παρουσιαστεί· έχει ήδη επέλθει ή συμβεί και εξουδετερώνεται έτσι η εισβολή του» (Derrida 2005: 143). Υπ’ αυτές τις συνθήκες δεν είναι δυνατό κανένα πραγματικό γίγνεσθαι, καθώς δεν αναγνωρίζεται η «συμβαντικότητα του συμβάντος» (Derrida 2005: 143). Eκείνο που έχω κατά νου, αντιθέτως, είναι διακρίσεις όπως εκείνη που εισήγαγε ο Ernesto Laclau όταν διαχώρισε το κοινωνικό – ως το πεδίο της κοινωνικά παραγόμενης, «θετικής» πραγματικότητας – από το πολιτικό – ως τη στιγμή της αρνητικότητας, στην οποία η «θετικότητα» του κοινωνικού συναντά το οντολογικό της όριο, και, ως αποτέλεσμα, εξαρθρώνεται και αναδομείται. Είναι ιδιαίτερα εύγλωττο ότι στο έργο του Laclau, κάθε φορά που γίνεται αναφορά στο πολιτικό κυριαρχεί μία χρονική μεταφορά: το πολιτικό ως η στιγμή της αρχικής θέσπισης του κοινωνικού, ως η στιγμή της επανενεργοποίησης και του ανταγωνισμού, ως το συμβάν της εξάρθρωσης. Ταυτόχρονα, το κοινωνικό εννοιολογείται με πιο παραδοσιακούς, χωρικούς όρους (ως επιφάνεια εγγραφής και παγίωσης ή θεσμικής ιζηματοποίησης) (Laclau 1990). Εδώ έχουμε μία διάκριση που συνδέεται με εκείνην που εισηγήθηκε ο of the social system. On the other hand, however, one needs to take into account the political as the ontological moment, the ontological horizon, of this (and every) topography. Thus, in Lefort, the political, is conceptualized as a moment, an event that institutes society (Lefort 1988). And, of course, Lefort and Laclau are not the only available examples. In his early work Henri Lefebvre had also studied the importance of moments. And, more recently, time becomes a ‘central object of inquiry’ in William Connolly’s book, Pluralism (Connolly 2005: 5). Connolly characteristically stresses time as becoming and out of joint, a ‘becoming through which the new surges into being’ and which exceeds human explanation and control (Connolly 2005: 103, 104). This dimension of time is most visible in these ‘protean moments when we are hit by surprising events and movements that throw aspects of our previous projections into disarray’ (Connolly 2005: 128). Last but not least, Pierre Rosanvalon invites us to reflect on the relation between democracy and temporality, of democracy as a function of time (Rosanvalon 2006: 47, 206). This course is not, however, without its own problems. There is always a danger of fetishizing the moment of the political in an attempt to guarantee the possibility of a radical refoundation of social life beyond the (spatial) limits of hegemonic discourses. Disappointed by his equation of space with hegemonic representations and fixity and by the association of temporality with dislocation, freedom and possibility, Do-

66

katalog texts 4.indd 66-67

Claude Lefort, ο οποίος διαχωρίζει σαφώς την πολιτική από το πολιτικό. Στον Lefort, η πολιτική ενέχει κατά κανόνα μία βαθιά τοπογραφική διάσταση. Εννοιολογείται συνήθως ως ένας διακριτός τομέας φαινομένων που, συνδυαζόμενος με άλλους τομείς ή υποσυστήματα (την οικονομία, την κουλτούρα, τη νομική σφαίρα κλπ.), συνθέτει το σύνολο του κοινωνικού συστήματος. Από την άλλη, ωστόσο, πρέπει να λάβουμε υπόψη το πολιτικό ως οντολογική στιγμή, ως τον οντολογικό ορίζοντα αυτής (και κάθε άλλης) τοπογραφίας. Έτσι, στον Lefort, το πολιτικό εννοιολογείται ως μία στιγμή, ως ένα συμβάν που θεσμίζει την κοινωνία (Lefort 1988). Και, φυσικά, ο Lefort και ο Laclau δεν είναι τα μόνα παραδείγματα που διαθέτουμε. Στο πρώιμο έργο του, ο Henri Lefebvre μελέτησε και αυτός τη σημασία των στιγμών. Και, πιο πρόσφατα, ο χρόνος γίνεται «κεντρικό αντικείμενο έρευνας» στο βιβλίο του William Connolly, Pluralism. O Connolly τονίζει χαρακτηριστικά τον χρόνο ως γίγνεσθαι και εξάρθρωση, ένα «γίγνεσθαι μέσω του οποίου το νέο αναδύεται στην επιφάνεια του είναι» και το οποίο ξεπερνά τις ανθρώπινες δυνατότητες ερμηνείας και ελέγχου (Connolly 2005: 103, 104). Αυτή η διάσταση του χρόνου γίνεται κυρίως ορατή σε εκείνες τις «πρωτεϊκές στιγμές όπου κλονιζόμαστε από απρόσμενα συμβάντα και εξελίξεις που διασαλεύουν ορισμένες διαστάσεις των προηγούμενων προβολών μας» (Connolly 2005: 128). Τέλος, ο Pierre Rosanvalon μας καλεί να στοχαστούμε τη σχέση ανάμεσα στη δημοκρατία και τη χρονικότητα, τη δημοκρατία ως χρονική λειreen Massey and Margaret Kohn have criticized Laclau’s prioritization of temporality and his neglect of the progressive dimensions of space (Kohn 2003, Massey 2005). In Radical Space, Kohn argues that space also constitutes a ‘site of dislocation, rupture, contradiction and contingency’ (Kohn 2003: 22). On the one hand, of course, ‘spatial configurations naturalize social relations by transforming contingent forms into a permanent landscape that appears as immutable rather than open to contestation’ (Kohn 2003: 5). However, the manipulation of space by the state and other hegemonic powers – the role of the traditional monument, Haussmann’s redesign of Paris and Bentham’s Panopticon are just three well-known examples of such manipulation – is not the only existing possibility: ‘space is not just a tool for social control … spatial practices can contribute to transformative politics. All political groups – government and opposition, right and left, fascist and democratic – use space, just as they employ language, symbols, ideas and incentives’ (Kohn 2003: 7). Thus, space has both a disciplinary and an emancipatory potential (Kohn 2003: 88) [4]. This is clearly visible in the antithetical function of the square as a space of sedimentation as well as contestation of power. For example, Kathrin Wildner has shown how the Zocalo, the main square in the historic centre of Mexico City, constitutes an ‘empty’ space which is again and again ‘occupied, produced, negotiated and disputed’. An empty space reserved for the various manifestations of the state – such as parades and other military rituals – but

67

13/10/2009 2:16:42 πμ


τουργία και ως χρονική μεταβλητή (Rosanvalon 2006: 47, 206). H κατεύθυνση αυτή, ωστόσο, παρουσιάζει επίσης τα δικά της προβλήματα. Υπάρχει πάντα ένας κίνδυνος φετιχοποίησης της στιγμής του πολιτικού σε μία προσπάθεια κατοχύρωσης της δυνατότητας μίας ριζικής επανίδρυσης της κοινωνικής ζωής, πέρα από τα (χωρικά) όρια των ηγεμονικών λόγων. Εμφανώς απογοητευμένες από το γεγονός ότι ο Laclau εξισώνει τον χώρο με τις ηγεμονικές αναπαραστάσεις και την παγίωση, συνδεόντας παράλληλα τη χρονικότητα με την εξάρθρωση, την ελευθερία και τη δυνατότητα, η Doreen Massey και η Margaret Kohn άσκησαν κριτική στην πρόταξη της χρονικότητας από τον Laclau και στην αδιαφορία που επιδεικνύει για τις προοδευτικές διαστάσεις του χώρου (Kohn 2003, Massey 2005). Στο έργο της Radical Space, η Kohn υποστηρίζει ότι ο χώρος αποτελεί κι αυτός ένα «πεδίο εξάρθρωσης, ρήξης, αντίφασης και ενδεχομενικότητας» (Kohn 2003: 22). Από τη μία, φυσικά, «οι χωρικοί σχηματισμοί φυσικοποιούν τις κοινωνικές σχέσεις μετατρέποντας ενδεχομενικές μορφές σε ένα μόνιμο τοπίο που μοιάζει αμετάβλητο και καθόλου ανοικτό στην αμφισβήτηση» (Kohn 2003: 5). Ωστόσο, η χειραγώγηση του χώρου από το κράτος και άλλες ηγεμονικές δυνάμεις – ο ρόλος του παραδοσιακού μνημείου, η επανασχεδίαση του Παρισιού από τον Haussmann και το Πανοπτικόν του Bentham είναι τρία μόνο γνωστά παραδείγματα μίας τέτοιας χειραγώγησης – δεν είναι η μόνη δυνατότητα που υπάρχει: «ο χώρος δεν είναι μόνο ένα εργαλείο also hosting oppositional movements and demonstrations (Wildner 2003). The same could be said about a multitude of similar spaces around the globe – from Tiananmen square in Beijing to Syntagma in my native Athens. All this is not to suggest that we should ‘reverse the dichotomy and privilege space as the ultimate embodiment of dislocation’. Kohn’s conclusion is that both space and time contain elements of fixity and flux: ‘Rather than re-establishing a hierarchy between the two terms, it would be more fruitful to analyze how these two dimensions converge, contradict one another, and thereby reconstitute new political possibilities’ (Kohn 2003: 23) [5]. I don’t think, however, that Laclau would dispute that dislocation only takes place against a ‘spatial’ background, that space is always presupposed as a site of dislocation. What is dislocated is always a pre-existing structure, a pre-existing spatial fixity. However, can we equate the ‘site’ of a dislocatory event with the event per se? What Laclau argues is that we need to conceptually distinguish between the site of dislocation, the pre-existing structure which is dislocated, and the moment of dislocation itself in its unpredictability and unrepresentability. The two are intimately related but cannot be reduced to each other [6]. If dislocation signals the emergence of the new then the event of dislocation cannot be determined by the pre-existing structure, and thus something external to space has to be acknowledged in its structural causality. Obviously this does not justify the neglect of the continuous dialectic between space

68

katalog texts 4.indd 68-69

κοινωνικού ελέγχου...οι χωρικές πρακτικές μπορούν να συμβάλουν σε πολιτικές μετασχηματισμού. Όλες οι πολιτικές ομάδες – κυβέρνηση και αντιπολίτευση, δεξιά και αριστερά, φασίστες και δημοκράτες – χρησιμοποιούν τον χώρο, όπως ακριβώς κάνουν χρήση της γλώσσας, αλλά και συμβόλων, ιδεών και κινήτρων» (Kohn 2003: 7). Έτσι, ο χώρος έχει πειθαρχικές αλλά και χειραφετητικές δυνατότητες (Kohn 2003: 88) [4]. Αυτό διακρίνεται με σαφήνεια στην αντιθετική λειτουργία της πλατείας ως χώρου παγίωσης αλλά και αμφισβήτησης της εξουσίας. Για παράδειγμα, η Kathrin Wildner έχει δείξει πώς το Zocalo, η κεντρική πλατεία στο ιστορικό κέντρο της Πόλης του Μεξικού, αποτελεί έναν «κενό» χώρο που «καταλαμβάνεται, παράγεται, υπόκειται σε διαπραγμάτευση και αμφισβητείται» ξανά και ξανά. Είναι ένας κενός χώρος που προορίζεται για διάφορες εκδηλώσεις του κράτους – όπως παρελάσεις και άλλες στρατιωτικές τελετές –, αλλά φιλοξενεί επίσης κινήματα αντίστασης και διαδηλώσεις (Wildner 2003). Το ίδιο θα μπορούσαμε να πούμε και για μία πληθώρα παρόμοιων χώρων ανά την υφήλιο – από την πλατεία Τιενανμέν στο Πεκίνο ως το Σύνταγμα στην Αθήνα. Όλα αυτά δεν σημαίνουν, ωστόσο, ότι θα πρέπει «να αντιστρέψουμε τη διχοτομία και να προτάξουμε τον χώρο ως την τελική ενσάρκωση της εξάρθρωσης». Το συμπέρασμα της Kohn είναι ότι τόσο ο χώρος όσο και ο χρόνος περιέχουν συγχρόνως στοιχεία σταθερότητας και ρευστότητας: «Αντί να εγκαθιδρύσουμε ξανά μία ιεραρχία ανάμεσα στους δύο όρους, θα ήταν πιο γόνιμο να and time. But this is something that Laclau also acknowledges. He accepts, for example, that although temporality – the dislocatory event – disrupts spatial hegemonies and, as a result, needs to be acknowledged as their ontological limit, it cannot hegemonize space – the moment we pass from dislocation to rearticulation, from destruction or deconstruction to reconstruction, from negativity to positivity, once more space becomes the surface on which we have to operate (Laclau 1990) [7]. Thus, what Massey describes as a certain circularity in Laclau’s work (Massey 2005: 44) seems to be the trace of a very complex understanding of the dialectic between temporality and spatiality, a dialectic which starts with a conceptual dichotomisation between the two but ends up with an acknowledgement of their constitutive interrelation. This may explain why Zizek’s critique of Laclau can sound as the exact opposite of the criticism articulated by Kohn and Massey. His argument is that, although at the conceptual level the re-politicisation promised by radical democracy’s stress on antagonism and dislocation sounds quite radical, in practice hegemonic struggle is never played out at an ontological level, at the level of an ontology of negativity – and, may I add, at the level of pure temporality. For him the Political is split and thus seems to ‘be operative only in so far as it ‘‘represses’’ its radically contingent nature, in so far as it undergoes a minimum of ‘‘naturalization’’ … we are never dealing with the Political ‘‘at the level of its notion’’, with political agents who fully endorse their contingency’

69

13/10/2009 2:16:42 πμ


αναλύσουμε πώς οι δύο διαστάσεις συγκλίνουν και αντιτίθενται η μία στην άλλη, δημιουργώντας έτσι νέες πολιτικές δυνατότητες» (Kohn 2003: 23) [5]. Δεν νομίζω, ωστόσο, ότι ο Laclau θα αμφισβητούσε ότι κάθε εξάρθρωση πραγματοποιείται μόνον σε σχέση με ένα «χωρικό» υπόβαθρο, ότι ο χώρος προϋποτίθεται πάντα ως τόπος της εξάρθρωσης. Αυτό που εξαρθρώνεται είναι πάντα μία προϋπάρχουσα δομή, μία προϋπάρχουσα χωρική παγίωση. Μπορούμε, ωστόσο, να εξισώσουμε τον «τόπο» ενός εξαρθρωτικού συμβάντος με το ίδιο το συμβάν; Εκείνο που υποστηρίζει ο Laclau είναι ότι θα πρέπει να κάνουμε μία εννοιολογική διάκριση ανάμεσα στον τόπο της εξάρθρωσης, την προϋπάρχουσα δομή που εξαρθρώνεται, και τη στιγμή της ίδιας της εξάρθρωσης που είναι απρόβλεπτη και δεν μπορεί να αναπαρασταθεί. Oι δύο διαστάσεις συνδέονται στενά μεταξύ τους αλλά δεν ανάγονται η μία στην άλλη [6]. Αν η εξάρθρωση σηματοδοτεί την ανάδυση του νέου, τότε το συμβάν της εξάρθρωσης δεν μπορεί να καθοριστεί από την προϋπάρχουσα δομή και συνεπώς θα πρέπει να αναγνωρίσουμε τη δομική αιτιότητα ενός στοιχείου εκτός χώρου. Προφανώς αυτό δεν νομιμοποιεί οποιαδήποτε αδιαφορία για τη συνεχή διαλεκτική ανάμεσα στον χώρο και τον χρόνο. Αλλά τούτο το αναγνωρίζει και ο Laclau. Δέχεται, για παράδειγμα, ότι αν και η χρονικότητα – το εξαρθρωτικό συμβάν – κλονίζει τις χωρικές ηγεμονίες και, συνεπώς, θα πρέπει να αναγνωριστεί ως το οντολογικό τους όριο, δεν μπορεί να ηγεμονεύσει τον χώρο – τη στιγμή που περ(Zizek in Butler, Laclau and Zizek 2000: 100). In other words, radical democrats cannot assume full responsibility for negativity and temporality; they have to rely on a certain positivisation – and, may I add, a certain spatialization. The price they pay for that is the naturalisation of capitalist relations, of a certain form of hegemonic fixity. In order to avoid this danger, Zizek prioritizes a politics of the ‘radical act’, a voluntarist act that promises a total change in the coordinates of reality, but refuses to think anything beyond the miracle of its own idealized occurrence. His politics of the act privileges the moment of a singular political praxis – the prime example here is Antigone’s suicide – which transcends altogether the discursive (spatial) limits of the symbolic and, operating as a cataclysmic real creation, opens itself onto the void of eternity (Zizek 1998, Zizek 2001). Thus, it entails a very clear danger of ultimately disavowing the dialectic between positive and negative central in Lacanian theory (and radical democracy), replacing it with a quasi-religious politics of the event/act as miracle. Contrary to Zizek’s claims, this theoretico-political orientation is inconsistent with Lacan’s understanding of the act, which is always seen as incarnating and not transcending the negative/positive dialectic. Furthermore, it does not take into account the dimension of temporality beyond the moment of this miraculous occurrence, neglects the dialectic between time and space, and, as a result, disregards the problem of the form institutional arrangements can and should take following the

70

katalog texts 4.indd 70-71

νάμε από την εξάρθρωση στην νέα άρθρωση, από την καταστροφή ή την αποδόμηση στην ανοικοδόμηση, από την αρνητικότητα στη θετικότητα, ο χώρος καθίσταται ξανά η επιφάνεια στην οποία θα πρέπει να λειτουργήσουμε (Laclau 1990) [7]. Έτσι, εκείνο που η Massey χαρακτηρίζει κυκλικότητα στο έργο του Laclau (Massey 2005: 44), φαίνεται ότι συνιστά το ίχνος μίας πολύ σύνθετης κατανόησης της διαλεκτικής ανάμεσα στην χρονικότητα και τη χωρικότητα, μίας διαλεκτικής που ξεκινά με την εννοιολογική διχοτόμηση ανάμεσα στις δύο αλλά καταλήγει στην αναγνώριση της συστατικής τους διασύνδεσης. Αυτό ίσως εξηγεί γιατί η κριτική του Zizek στον Laclau μπορεί να εκληφθεί ως η ακριβώς αντίθετη από εκείνην που διατυπώνουν οι Kohn και Massey. Το επιχείρημά του είναι ότι, αν και στο εννοιολογικό επίπεδο, η επαναπολιτικοποίηση που υπόσχεται η έμφαση της ριζοσπαστικής δημοκρατίας στον ανταγωνισμό και την εξάρθρωση ηχεί αρκετά ριζοσπαστική, στην πράξη ο ηγεμονικός αγώνας δεν διεξάγεται ποτέ σε ένα οντολογικό επίπεδο, στο επίπεδο μίας οντολογίας της αρνητικότητας – και, θα προσέθετα, στο επίπεδο μιας καθαρής χρονικότητας. Κατά την άποψη του, το πολιτικό είναι διχασμένο και φαίνεται συνεπώς ότι «λειτουργεί μόνο στο μέτρο που ‘απωθεί’ τη ριζικά ενδεχομενική του φύση, στο μέτρο που υφίσταται έναν ελάχιστο βαθμό ‘φυσικοποίησης’...δεν αντιμετωπίζουμε ποτέ το Πολιτικό ‘στο επίπεδο της έννοιάς του’, δεν έχουμε ποτέ να κάνουμε με πολιτικά υποκείμενα δράσης act, including the possibility of experimenting with new post-fantasmatic types of ordering. To enable the formulation of new strategies of resistance/re-politicisation one would need to move in the direction of articulating an alternative conception of the act linking Lacan’s insights (operating both on the real and the symbolic level) with a radical democratic project putting forward the idea of a continuous re-enacting of the act, as well as imagining and constructing a (conceptual, affective and material) space, a re-construction of the polis, where this becomes possible. Zizek’s concentration on the moment of the miraculous act, a moment which opens itself onto eternity, his fixation on Antigone’s perfect suicide (transubstantiating real negativity to an imaginary positivity without any symbolic mediation), an act without after, forecloses any real discussion on temporality and space after the act, especially of the way spatial configurations are altered by an event and of the extent to which a democratic fidelity to event-ness (and not to the act/event seen as a unique moment of total refoundation) can be spatially embodied and (even partially) incorporated and enjoyed. The conclusion is clear. It is not Laclau – nor, of course, Lefort, Connolly or Rosanvalon, for that matter – but Zizek who, through his concept of the ‘radical act’, fetishizes temporality and neglects space. Incidentally, this idea of the act as a unique miraculous occurrence, has no foundation in Badiou’s theorization of the event – which is generally considered a major influence in Zizek’s formulation of the act – and needs

71

13/10/2009 2:16:42 πμ


που αποδέχονται πλήρως την ενδεχομενικότητά τους» (Zizek στο Butler, Laclau & Zizek 2000: 100). Με άλλα λόγια, οι ριζοσπαστικοί δημοκράτες δεν μπορούν να επωμιστούν πλήρως την ευθύνη για την αρνητικότητα και τη χωρικότητα· πρέπει να στηριχθούν σε μία ορισμένη θετικοποίηση – και, θα προσέθετα, σε μία ορισμένη χωρικοποίηση. Το τίμημα που πληρώνουν για αυτό είναι η φυσικοποίηση των καπιταλιστικών σχέσεων, μίας ιδιαίτερης μορφής ηγεμονικού καθορισμού. Για την αποφυγή αυτού του κινδύνου, ο Zizek προκρίνει μία πολιτική της «ριζικής» ή «ριζοσπαστικής πράξης», μίας βολονταριστικής πράξης που υπόσχεται την ολική αλλαγή των συντεταγμένων της πραγματικότητας, αλλά αρνείται να σκεφτεί οτιδήποτε άλλο πέρα από το θαύμα της ίδιας της εξιδανικευμένης της επιτέλεσης. Η πολιτική της πράξης που ασπάζεται προτάσσει τη στιγμή μίας μοναδικής, εξαιρετικής πολιτικής πράξης – το κατεξοχήν παράδειγμα εδώ είναι η αυτοκτονία της Αντιγόνης – που υπερβαίνει πλήρως τα ρηματικά (χωρικά) όρια του συμβολικού και, λειτουργώντας ως μία κατακλυσμιαία πραγματική δημιουργία, ανοίγεται στο κενό της αιωνιότητας (Zizek 1998, Zizek 2001). Εδώ, ωστόσο, ελλοχεύει ένας πολύ σαφής κίνδυνος τελικής απάρνησης της διαλεκτικής ανάμεσα στο θετικό και το αρνητικό που έχει κεντρική θέση στη λακανική θεωρία (και τη ριζοσπαστική δημοκρατία), καθώς η εν λόγω διαλεκτική αντικαθίσταται από μία οιονεί θρησκευτική πολιτική του συμβάντος/πράξης ως θαύματος. Παρά τους ισχυρισμούς του Zizek, αυτός ο to be wholly attributed to Zizek. In Badiou’s schema, no intervention ‘can legitimately operate according to the idea of a primal event, or a radical beginning’. Badiou calls speculative leftism ‘any thought of being which bases itself upon the theme of an absolute commencement’ (Badiou 2005: 210), any thought that does not recognise evental recurrence – what I call the dimension of event-ness – and thus remains trapped in the fantasy of Revolution or Apocalypse. In a similar vein, Lefebvre has defined as ‘schizophrenic leftism’ any appeal to ‘an absolute spontaneity in destruction and construction’ in the service of a revolution, which, incidentally, ‘is never defined’ (Lefebvre 1991: 56). Isn’t Zizek’s act the first association that springs to mind here? These are then the terms of our predicament. On the one hand, we have the Scylla of a spatial reduction/repression of the political; on the other, the Charybdis of neglecting space altogether and concentrating on a suicidal fetishism of the radical act, of a pure moment resisting any presentation of tomorrow, and, as a result, has very little value for political theory and praxis. It is here that the need for a new orientation emerges, an orientation that requires some connection with the problematic of space – in order to claim even a minimum of social relevance and effectiveness – but has to exceed the suffocating limits of its dominant metaphorical representations build on a repression of the political. This is a task that Chantal Mouffe, Ernesto Laclau and others would entrust to an ethics and a practice of radical democracy. Here radical

72

katalog texts 4.indd 72-73

θεωρητικο-πολιτικός προσανατολισμός δεν συνάδει με την ερμηνεία που έδωσε ο Lacan στην πράξη, και σύμφωνα με την οποία αυτή πάντα ενσαρκώνει, αλλά δεν υπερβαίνει τη διαλεκτική αρνητικού/θετικού. Επιπλέον, δεν λαμβάνει υπόψη τη διάσταση της χρονικότητας πέρα από τη στιγμή αυτού του θαύματος, παραγνωρίζει τη διαλεκτική ανάμεσα στον χρόνο και τον χώρο, και, ως αποτέλεσμα, παραβλέπει το πρόβλημα της μορφής που μπορούν και θα πρέπει να πάρουν οι θεσμικές διευθετήσεις μετά την πράξη, καθώς και τη δυνατότητα πειραματισμού με νέες, μεταφαντασιωτικές μορφές κοινωνικής οργάνωσης. Για να μπορέσουμε να αναπτύξουμε νέες στρατηγικές αντίστασης/επανα-πολιτικοποίησης, θα πρέπει να κινηθούμε στην κατεύθυνση της άρθρωσης μίας εναλλακτικής σύλληψης της πράξης που θα συνδέει τις επισημάνσεις του Lacan (τόσο στο πραγματικό όσο και στο συμβολικό επίπεδο) με ένα ριζοσπαστικό δημοκρατικό σχέδιο, το οποίο προβάλλει τη δυνατότητα συνεχούς επανεπιτέλεσης της (ατελούς) πράξης, να φανταστούμε, και, επίσης, να κατασκευάσουμε έναν (εννοιολογικό, συναισθηματικό και υλικό) χώρο, μία ανακατασκευή της πόλεως, όπου κάτι τέτοιο θα είναι εφικτό. Η επικέντρωση του Zizek στη στιγμή της ως εκ θαύματος πράξης, σε μία στιγμή που ανοίγεται στην αιωνιότητα, η εμμονή του με την τέλεια αυτοκτονία της Αντιγόνης (που μεταστοιχειώνει την πραγματική αρνητικότητα σε φαντασιακή θετικότητα χωρίς καμία συμβολική διαμεσολάβηση), μία πράξη χωρίς μετά, προαποκλείει κάθε πραγματική συζήτηση για democracy is envisaged as a vehicle of re-politicisation through the agonistic recognition of antagonism. In order to avoid the post-political reduction of antagonism to scientific/biopolitical/consumerist administration as well as the opposite danger of a glorification of violent antagonism as a prelude to the attainment of some utopian order beyond any symbolic (agonistic) registering, radical democracy entails a delicate and continuous balancing act between negativity and positivity, time and space. Such a balancing act will have to be thought as an invitation to invent space anew. This is something foreclosed in Zizek’s aforementioned critique of Laclau, which is based on one very significant omission: “Concerning Zizek’s assertion of the need for a minimum of naturalization and the impossibility of representing impossibility as such, my response is qualified … For in the endless play of substitutions that Zizek is describing one possibility is omitted: that, instead of the impossibility leading to a series of substitutions which attempt to supersede it, it leads to a symbolization of impossibility as such as a positive value … The possibility of this weakened type of naturalization is important for democratic politics, which involves the institutionalization of its own openness and, in that sense, the injunction to identify with its ultimate impossibility” (Laclau in Butler, Laclau and Zizek 2000: 199). In other words, Zizek seems to deny the very possibility of institutionalizing lack and

73

13/10/2009 2:16:42 πμ


την χρονικότητα και τον χώρο μετά από κάθε πράξη, για τον τρόπο, ειδικότερα, με τον οποίο ένα συμβάν αλλάζει τους χωρικούς σχηματισμούς και για τον βαθμό στον οποίο μία δημοκρατική πίστη στη συμβαντικότητα (και όχι στην πράξη/συμβάν ως μοναδική στιγμή μίας συνολικής επανίδρυσης) μπορεί να ενσαρκωθεί χωρικά και (εν μέρει έστω) να πραγματωθεί κοινωνικά. Το συμπέρασμα είναι ξεκάθαρο. Δεν είναι ο Laclau – ούτε, φυσικά, o Lefort, o Connolly ή o Rosanvalon, από αυτή την άποψη – που φετιχοποιεί την χρονικότητα και αδιαφορεί για τον χώρο, αλλά ο Ζizek, με την ιδέα του για τη «ριζική/ριζοσπαστική πράξη». Παρεμπιπτόντως, αυτή η ιδέα της πράξης ως μοναδικού γεγονότοςθαύματος, δεν θεμελιώνεται κατά κανένα τρόπο στη θεωρητική επεξεργασία του συμβάντος από τον Badiou – που θεωρείται γενικά ότι άσκησε σημαντική επιρροή στην ερμηνεία της πράξης από τον Zizek – και θα πρέπει να αποδοθεί απόλυτα στον ίδιο τον Zizek. Στο σχήμα του Badiou, καμία επέμβαση «δεν νομιμοποιείται να λειτουργήσει σύμφωνα με την ιδέα ενός πρωταρχικού συμβάντος, ή μίας ριζικής αρχής». Ο Badiou αποκαλεί θεωρησιακό αριστερισμό «κάθε στοχασμό του είναι που βασίζεται στη θεματική μίας απόλυτης έναρξης» (Badiou 2005: 210), κάθε σκέψη που δεν αναγνωρίζει τη συμβαντική επανάληψη – εκείνο που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε διάσταση της συμβαντικότητας – και παραμένει συνεπώς εγκλωβισμένη στην παρωχημένη φαντασίωση της Επανάστασης ή της Αποκάλυψης. Με την division, of articulating a positive, spatial political order encircling – but not neutralising – negativity and impossibility, temporality and the political. This is exactly what radical democracy stands for. Rethinking Space

In opposition to Zizek’s speculative or schizohrenic leftism, the crisis of space can and should reorient political reflection into novel understandings of space and of the space-time dialectic. There is no doubt that we need ‘to rethink the political space of the West’ (Agamben 187), in fact to ‘relearn to think about space’ in general (Auge 1995: 36). Taking on board many insights of Laclau and Mouffe, Massey invites us to rethink space neither as ‘a container for always-already constituted identities’ nor as a ‘completed closure or holism’ (Massey 2005: 12). There are at least two good reasons for such a reorientation: 1. Even if a true political ontology requires a non-reductionist registering of temporality, there can be no politicization in isolation from the field of spatial representation: antagonism can only surface within space – conflicts between socio-political forces can only be articulated in space (Lefebvre 1991: 365). Even the temporality of dislocation can only be felt negatively through the disruption of space – in a similar way that anomalies leading to a scientific revolution are only visible against the background of normal science (Kuhn 1966) and the presence of the Freudian unconscious is only felt

74

katalog texts 4.indd 74-75

ίδια λογική, ο Lefebvre έχει ορίσει ως «σχιζοφρενικό αριστερισμό» κάθε επίκληση «ενός απόλυτου αυθορμητισμού της καταστροφής ή της κατασκευής» στην υπηρεσία μίας επανάστασης, η οποία, παρεμπιπτόντως, «δεν ορίζεται ποτέ» (Lefebvre 1991: 56). H πράξη του Zizek δεν έρχεται αμέσως εδώ συνειρμικά στον νου; Αυτοί είναι λοιπόν οι όροι του διακυβεύματός μας. Από τη μία, έχουμε τη Σκύλλα μίας χωρικής αναγωγής/απώθησης ή και απάρνησης του πολιτικού· από την άλλη, τη Χάρυβδη μίας πλήρους αδιαφορίας για τον χώρο και της επικέντρωσης σε έναν αυτοκτονικό φετιχισμό της ριζοσπαστικής πράξης, μίας καθαρής στιγμής που ανθίσταται σε οποιαδήποτε σκιαγράφηση του αύριο και, κατά συνέπεια, έχει πολύ μικρή αξία για την πολιτική θεωρία και πράξη. Εδώ προκύπτει η ανάγκη για έναν νέο προσανατολισμό, έναν προσανατολισμό που απαιτεί τη σύνδεση με την προβληματική του χώρου – για να εξασφαλίσει ένα minimum κοινωνικής συνάφειας και αποτελεσματικότητας –, αλλά θα πρέπει να υπερβεί τα ασφυκτικά όρια των κυρίαρχων μεταφορικών του αναπαραστάσεων, οι οποίες στηρίζονται σε μία απώθηση του πολιτικού. Πρόκειται για κάτι που η Chantal Mouffe, o Ernesto Laclau και άλλοι θα εμπιστεύονταν σε ένα ήθος και μία πρακτική ριζοσπαστικής δημοκρατίας. Εδώ η ριζοσπαστική δημοκρατία νοείται ως ένα όχημα επανα-πολιτικοποίησης μέσω της αγωνιστικής αναγνώρισης του ανταγωνισμού. Για να αποφύγει τη μετα-πολιτική αναγωγή του ανταγωνισμού σε μία επιστημονική/βιοπολιτική/καταναλωτική through the disruption of the conscious system (when, for example, normal discourse is destabilized by a lapsus). 2. Most important, even if the emergence of the new requires the dislocation of preexisting hegemonic structures, it has, in its turn, to acquire a spatial representation: ‘New social relationships call for a new space’ – ‘ “Change life!” “Change Society!” These precepts mean nothing without the production of an appropriate space’ (Lefebvre 1991: 59). If no spatial innovation occurs, if no new space is created, what has probably occurred is a ‘failed transition’ (Lefebvre 1991: 55): ‘Ideas, representations or values which do not succeed in making their mark on space, and thus generating (or producing) an appropriate morphology, will lose all pith’ (Lefebvre 1991: 417). One more quote from Lefebvre, this time from Rhythmanalysis: ‘In the course of a crisis, in a critical situation, a group must designate itself as an innovator or producer of meaning. And its acts must inscribe themselves on reality’ (Lefebvre 2004: 14). Simply put, ‘Events “take place”. And again. And again’ (Tschumi 1996: 160): the recognition, interpretation and accommodation of an unexpected event within discourse can only occur in terms which are spatial (Auge 1995: 45). In reality we cannot escape what Lefebvre calls ‘trial by space’ (Lefebvre 1991: 416), although this should not force us ‘to understand the spaceless in spatial terms’ (Widler 2000: 236) [8]. Is such an orientation theoretically plausible and political relevant?

75

13/10/2009 2:16:42 πμ


διαχείριση καθώς και τον αντίθετο κίνδυνο εξύμνησης του βίαιου ανταγωνισμού ως προοιμίου για την πραγμάτωση μίας ουτοπικής τάξης πέρα από οποιαδήποτε συμβολική (αγωνιστική) εγγραφή, η ριζοσπαστική δημοκρατία απαιτεί μία λεπτή και διαρκή διαδικασία διαπραγμάτευσης ανάμεσα στην αρνητικότητα και τη θετικότητα, τον χρόνο και τον χώρο. Αυτή η διαδικασία διαπραγμάτευσης θα πρέπει να εκληφθεί ως μία πρόσκληση να επανεφεύρουμε τον χρόνο. Κάτι τέτοιο αποκλείεται εξ’ αρχής από την προαναφερθείσα κριτική του Zizek στον Laclau, η οποία βασίζεται όμως σε μία πολύ σημαντική παράλειψη: όσον αφορά τον ισχυρισμό του Zizek ότι απαιτείται ένας ελάχιστος βαθμός φυσικοποίησης και ότι είναι αδύνατη η αναπαράσταση της αδυνατότητας ως τέτοιας, η απάντησή μου προϋποθέτει ορισμένες διακρίσεις... Γιατί στο αέναο παιχνίδι των υποκαταστάσεων που περιγράφει ο Zizek παραλείπεται ένα ενδεχόμενο: αντί η αδυνατότητα να οδηγεί σε μία σειρά υποκαταστάσεων που επιχειρούν να την υπερβούν, μπορεί να οδηγεί σε μία συμβολοποίηση της αδυνατότητας καθεαυτήν ως θετικής αξίας...Η δυνατότητα αυτού του ασθενέστερου τύπου φυσικοποίησης είναι σημαντική για τη δημοκρατική πολιτική, η οποία ενέχει τη θεσμοποίηση της ίδιας της της ανοικτότητας και, με την έννοια αυτή, την απαίτηση να ταυτιστεί με την τελική της αδυνατότητα (Laclau σε Butler, Laclau & Zizek 2000: 199). Mε άλλα λόγια, ο Zizek μοιάζει να αρνείται την ίδια τη δυνατότητα θεσμοποίησης At the level of theory, Lacan does show a certain direction. For a start, his interest in space cannot be disputed. Already from his early article on the mirror stage (1936/1949) Lacan will describe imaginary identification as a ‘spatial identification’ (Lacan 1977). In his Rome discourse (1953) he shows great interest in forms of representation that disturb dominant (imaginary) spatializations. Here it is the topological figure of the torus that draws his interest and others will soon follow (including the Moebious strip and figures from the topology of knots). Topology seems to offer him the chance to rethink space in a radically different way, a way that does not represent or define, that destabilizes established boundaries and binary oppositions. Most crucially, a way beyond metaphor, for topology is not a metaphor (Miller 2004: 35). Dissatisfied with (simplistic) spatial metaphors, Lacan will seek in topology a real, paradoxical space beyond space itself, a space that does not neutralize what exceeds spatiality and representability, but rather encircles its traces: ‘topology shows structure, the Real of structure, insofar as it cannot be said, but only shown’ (Ragland 2004: xvi) [9]. Yet, moving from the topological level to the social and political level is not always obvious (Lefebvre 1991: 3). However, all that has been sketched in this paper about radical democracy must have shown that it is not impossible either. Indeed, in politics, it is the radical potential of the democratic invention that entails such a paradoxical topology. This scandal has been given its paradigmatic illustration by Claude Lefort.

76

katalog texts 4.indd 76-77

της έλλειψης και της διαίρεσης, της άρθρωσης μίας θετικής, χωρικής πολιτικής τάξης που κυκλώνει – αλλά δεν εξουδετερώνει – την αρνητικότητα και την αδυνατότητα, τη χρονικότητα και το πολιτικό. Αυτό ακριβώς είναι ο στόχος της ριζοσπαστικής δημοκρατίας. Αναστοχαζόμενοι τον χώρο

Ενάντια στον θεωρησιακό ή σχιζοφρενικό αριστερισμό του Zizek, η κρίση του χώρου μπορεί και πρέπει να αναπροσανατολίσει τον πολιτικό στοχασμό προς νέες ερμηνείες του χώρου και της διαλεκτικής χώρου-χρόνου. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα πρέπει «να αναστοχαστούμε τον πολιτικό χώρο της Δύσης» (Agamben 187), στην πραγματικότητα «να ξαναμάθουμε να στοχαζόμαστε τον χώρο» εν γένει (Auge 1995: 36). Λαμβάνοντας υπόψη πολλές από τις ευαισθησίες των Laclau και Mouffe, η Massey μας καλεί επίσης να αναστοχαστούμε τον χώρο όχι ως «ένα δοχείο για προσυγκροτημένες ταυτότητες», ούτε ως ένα «ολοκληρωμένο κλείσιμο ή συνόλιση» (Massey 2005: 12). Υπάρχουν δύο τουλάχιστον καλοί λόγοι για έναν τέτοιο αναπροσανατολισμό: 1. Ακόμη και αν μία αληθινή πολιτική οντολογία απαιτεί μία μη αναγωγιστική καταγραφή της χρονικότητας, δεν μπορεί να υπάρξει καμία πολιτικοποίηση αποκομμένη από το πεδίο της χωρικής αναπαράστασης: ο ανταγωνισμός μπορεί να αναδυθεί μόνο στον χώρο – οι συγκρούσεις ανάμεσα σε κοινωνικοπολιτικές δυνάμεις και επιλογές μπορούν να αρθρωθούν μόνο μέσα στον χώρο (Lefebvre 1991: 365). Ακόμη και η χρονικότητα της εξάρθρωσης μπορεί να γίνει αντιληπτή μόνον μέσω της διασάλευσης του χώρου – όπως και οι ανωμαλίες που οδηγούν σε μία επιστημονική επανάσταση γίνονται ορατές μόνο στο φόντο της κανονικής επιστήμης (Kuhn 1996), Before the democratic revolution, in the Ancien Regime, the prince functioned as the embodiment, the incarnate of power, it was through him that society acquired its own form and body. The democratic revolution introduces and unprecedented ‘institutionalization of conflict. The locus of power is an empty place, it cannot be occupied – it is such that no individual and no group can be cosubstantial with it – and cannot be represented’ (Lefort 1988: 17). This is where the topological paradox lies. A democratic society is – or should be – conscious of the need to represent itself, to create and institute its own space, but, at the same time, aware of the ultimate impossibility of any final representation [10]. According to Lefort, this is why democracy has encountered the resistance and criticism of conservatives, liberals and socialists – precisely because a democratic society involves a form of representation condemned to receive, to host, the unrepresentable. It is here that the challenge lies: in our ability to acknowledge this dialectic between space and the spaceless, representation and the unrepresentable, and to radicalize and safeguard this irreducible topology both in theory and in politics.

77

13/10/2009 2:16:42 πμ


και η παρουσία του φροϋδικού ασυνείδητου γίνεται αισθητή μόνο μέσω της διασάλευσης του συνειδητού συστήματος (όταν, για παράδειγμα, η συνήθης ροή του λόγου αποσταθεροποιείται από μια λεκτική παραδρομή). 2. To κυριότερο είναι ότι, ακόμη και αν η ανάδυση του νέου απαιτεί την εξάρθρωση των ηγεμονικών δομών που προϋπάρχουν, πρέπει, με τη σειρά της, να αποκτήσει μία χωρική αναπαράσταση: «Οι νέες κοινωνικές σχέσεις χρειάζονται έναν νέο χώρο – ‘Αλλάξτε τη ζωή!’, ‘Αλλάξτε την Κοινωνία!’ Αυτές οι προτροπές είναι κενές νοήματος χωρίς την παραγωγή του κατάλληλου χώρου» (Lefebvre 1991: 59). Αν δεν επέλθει μία χωρική ανανέωση, αν δεν δημιουργηθεί κανένας νέος χώρος, τότε μάλλον έχουμε να κάνουμε με μία «αποτυχημένη μετάβαση» (Lefebvre 1991: 55). «Iδέες, αναπαραστάσεις ή αξίες που δεν κατορθώνουν να αφήσουν το σημάδι τους στον χώρο, και να δημιουργήσουν (ή να παραγάγουν) έτσι μία κατάλληλη μορφολογία, χάνουν όλη τους τη δύναμη» (Lefebvre 1991: 417). Ένα ακόμη σχετικό παράθεμα από τον Lefebvre, αυτή τη φορά από τη Ρυθμανάλυση: «Στη διάρκεια μίας κρίσης, σε μία κρίσιμη κατάσταση, μία ομάδα θα πρέπει να αυτοανακηρυχθεί σε παράγοντα καινοτομίας ή παραγωγό νοήματος. Και οι πράξεις της πρέπει να εγγραφούν στην πραγματικότητα» (Lefebvre 2004: 14). Με απλά λόγια, «Τα συμβάντα λαμβάνουν χώρα. Ξανά. Και ξανά» (Tschumi 1996: 160): η αναγνώριση, η ερμηνεία και η νοηματική υποδοχή ενός απρόσμενου συμβάντος μπορούν να πραγματοποιηθούν μόνον με χωρικούς όρους (Auge 1995: 45). Στην πραγματικότητα, δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από εκείνο που ο Lefebvre ονομάζει «δοκιμασία του χώρου» (Lefebvre 1991: 416) αν και δεν θα πρέπει «να ερμηνεύσουμε το μη χωρικό με [αποκλειστικά] χωρικούς όρους» (Widler 2000: 236) [8]. Είναι θεωρητικά δόκιμος και πολιτικά εύστοχος ένας τέτοιος προσανατολισμός; Στο επίπεδο της θεωρίας, ο Lacan δείχνει πράγματι μία κατεύθυνση. Καταρχάς, το ενδιαφέρον του για τον χώρο είναι αδιαμφισβήτητο. Ήδη από το πρώιμο άρθρο του για το στάδιο του καθρέφτη (1936/1949) ο Lacan θα περιγράψει τη φαντασιακή ταύτιση ως «χωρική ταύτιση» (Lacan 1977). Στον Λόγο της Ρώμης (1953) δείχνει μεγάλο ενδιαφέρον για μορφές αναπαράστασης που διαταράσσουν τις κυρίαρχες (φαντασιακές) χωροθετήσεις. Το ενδιαφέρον του προσελκύει εδώ το τοπολογικό σχήμα του τόρου [torus], και σύντομα θα ακολουθήσουν κι άλλα (όπως η ζώνη του Moebius και σχήματα από την τοπολογία των κόμβων). Η τοπολογία τού δίνει, όπως φαίνεται, τη δυνατότητα να αναστοχαστεί τον χώρο με έναν ριζικά διαφορετικό τρόπο, έναν τρόπο που δεν αναπαριστά ούτε ορίζει, αλλά αποσταθεροποιεί τα καθιερωμένα σύνορα και τις δυϊστικές αντιθέσεις. Το κυριότερο είναι ότι ο τρόπος αυτός πηγαίνει πέρα από τη μεταφορά, γιατί η τοπολογία δεν αποτελεί μεταφορά (Miller 2004: 35). Καθώς δεν τον ικανοποιούν οι (απλοϊκές) χωρικές μεταφορές, ο Lacan θα αναζητήσει στην τοπολογία έναν πραγματικό, παράδοξο χώρο πέρα από

78

katalog texts 4.indd 78-79

τον ίδιο τον χώρο, έναν χώρο που δεν εξουδετερώνει ό,τι υπερβαίνει τη χωρικότητα και την αναπαραστασιμότητα, αλλά κυκλώνει τα ίχνη του: «η τοπολογία δείχνει τη δομή, το Πραγματικό της δομής, στον βαθμό που δεν μπορεί να ειπωθεί, αλλά μόνο να δειχθεί» (Ragland 2004: xvi) [9]. Ωστόσο, η μετάβαση από το τοπολογικό επίπεδο στο κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο δεν είναι πάντα αυτονόητη (Lefebvre 1991: 3). Από την άλλη, όλα όσα, παρουσιάστηκαν επιγραμματικά στο παρόν κείμενο για τη ριζοσπαστική δημοκρατία θα πρέπει να έχουν καταδείξει ότι δεν είναι και αδύνατη. Πράγματι, στην πολιτική, το ριζοσπαστικό δυναμικό της δημοκρατικής επινόησης προϋποθέτει μία τέτοια παράδοξη τοπολογία. Η κλασική περιγραφή αυτού του σκανδάλου έχει γίνει από τον Claude Lefort. Πριν τη δημοκρατική επανάσταση, στο Ancien Régime [Παλαιό Καθεστώς], ο ηγεμόνας λειτουργούσε ως η ενσάρκωση, το σώμα της εξουσίας, και μέσω αυτού αποκτούσε και η κοινωνία τη μορφή και το σώμα της. Η δημοκρατική επανάσταση εισάγει μία πρωτόγνωρη «θεσμοποίηση της σύγκρουσης. Ο τόπος της εξουσίας είναι ένα κενό σημείο, δεν μπορεί να καταληφθεί – είναι έτσι διαρθρωμένος ώστε κανένα άτομο και καμία ομάδα δεν μπορούν να είναι συνυπόστατα με αυτόν – και δεν μπορεί να αναπαρασταθεί» (Lefort 1988: 17). Εδώ βρίσκεται το τοπολογικό παράδοξο. Μία δημοκρατική κοινωνία έχει – ή θα πρέπει να έχει – συνείδηση της ανάγκης να αναπαραστήσει τον εαυτό της, να δημιουργήσει και να θεσπίσει τον δικό της χώρο, αλλά, ταυτόχρονα, οφείλει να έχει επίγνωση της απώτερης αδυνατότητας κάθε τελικής αναπαράστασης [10]. Σύμφωνα με τον Lefort, αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η δημοκρατία συνάντησε την αντίσταση και τις επικρίσεις των συντηρητικών, των φιλελεύθερων και των σοσιαλιστών – ακριβώς επειδή μία δημοκρατική κοινωνία ενέχει μία μορφή αναπαράστασης που είναι καταδικασμένη να υποδέχεται, να φιλοξενεί, το μη αναπαραστάσιμο. Εδώ έγκειται η πρόκληση: στην ικανότητά μας να αναγνωρίσουμε τη διαλεκτική ανάμεσα στον χώρο και το εκτός χώρου, την αναπαράσταση και το μη αναπαραστάσιμο, να ριζοσπαστικοποιήσουμε και να διαφυλάξουμε αυτή την απερίσταλτη τοπολογία τόσο στη θεωρία όσο και στην πολιτική πρακτική. 1. Aξίζει να σημειωθεί ότι μία σύστοιχη εικόνα με εκείνη του Agamben, οι «μη χώροι» του Auge (Auge 1995: 79) – που περιλαμβάνουν αίθουσες αναμονής των αεροδρομίων, υπεραγορές και εσωτερικούς χώρους αυτοκινήτων –, χαρακτηρίζεται από μία μάλλον κοινότοπη, στερεότυπη συμβολοποίηση (Auge 1995: 95). 2. Αντλώ την έκφραση αυτή από τον Widler (Widler 2000). 3. O Lefebvre έχει πιθανόν δίκιο όταν υποστηρίζει ότι η νεωτερικότητα αποκλείει τον χρόνο από τον κοινωνικό χώρο: «Ο οικονομικός χώρος υποτάσσει τον

1. Notice how the counterpart of Agamben’s vision, captured in Auge’s ‘non-places’ (Auge 1995: 79) – including airport lounges, supermarkets and car cabins – reveals a rather banal, cliché symbolization (Auge 1995: 95). 2. I am taking this expression from Widler (Widler 2000). 3. Lefebvre is probably right when he argues that modernity excludes time from the social space: ‘Economic space subordinates time to itself; political space explicitly expels it as threatening and dangerous (to power)’ (Lefebvre 1991: 95).

79

13/10/2009 2:16:42 πμ


χρόνο στον εαυτό του· ο πολιτικός χώρος τον απωθεί ρητά ως έναν απειλητικό και επικίνδυνο παράγοντα (για την εξουσία)» (Lefebvre 1991: 95). 4. To Casa del Popolo είναι ένα από τα σημαντικά χωρικά σημεία αντίστασης που μελετά το βιβλίο της Kohn. 5. H ρυθμανάλυση είναι μία προσπάθεια του Lefebvre να μελετήσει από κοινού τον χρόνο και τον χώρο: «Οπουδήποτε υπάρχει μία αλληλεπίδραση ανάμεσα σε ένα χώρο, ένα χρόνο και μία ανάλωση ενέργειας, υπάρχει ρυθμός» (Lefebvre 2004: 15). Μία παρόμοια προσπάθεια παρατηρείται και στην προσέγγιση του Tschumi στην αρχιτεκτονική: «Πώς θα μπορούσαν οι αρχιτέκτονες να σταματήσουν να αντιλαμβάνονται την αρχιτεκτονική και τον σχεδιασμό ως πιστό προϊόν της κυρίαρχης κοινωνίας, και να δουν την τέχνη τους, αντιθέτως, ως ένα καταλύτη αλλαγών;», ρωτά ο Tschumi (Tschumi 1996: 7). Η απάντησή του περιστρέφεται γύρω από τον ορισμό της αρχιτεκτονικής «ως χώρου και συμβάντος ταυτόχρονα» (Tschumi 1996: 22). Φυσικά, αυτό δεν προϋποθέτει καμία έννοια αρμονίας· η αρχιτεκτονική συνδέεται με τα συμβάντα όπως «η τάξη με το χάος»: «Το συμβάν και ο χώρος δεν συνενώνονται αλλά επηρεάζουν το ένα το άλλο» (Tschumi 1996: 122, 130). 6. Παρόμοια είναι και η σχέση ανάμεσα στο «συμβάν» και τον «συμβαντικό τόπο» στον Badiou. Ακόμη και το συμβάν του Badiou, αυτή η «αυστηρώς μη υπολογίσιμη ανάδυση» (Badiou 2005: xiii), αυτή η επέμβαση της καθαρής χρονικότητας, έχει ιδιαίτερους χωρικούς όρους δυνατότητας. Με άλλα λόγια, υπάρχει ένα χωρικό πρότερο του συμβάντος. Κανένα συμβάν δεν είναι δυνατό χωρίς αυτό, χωρίς εκείνο που ο Badiou ονομάζει «συμβαντικό τόπο». Στις παρυφές του κενού που διαπερνά όλες τις καταστάσεις (αλλά αποκρύπτεται μέσα τους), ο συμβαντικός τόπος προϋποτίθεται σε κάθε ανάδυση του νέου: «Κάθε ριζική μετασχηματιστική πράξη ξεκινά σε ένα σημείο, το οποίο, μέσα σε μία κατάσταση, είναι ένας συμβαντικός τόπος» (Badiou 2005: 176). O Badiou δεν είναι ντετερμινιστής και έτσι ο συμβαντικός τόπος δεν καθορίζει ούτε εγγυάται την πραγματοποίηση του συμβάντος: «Ο τόπος είναι πάντα μόνο μία συνθήκη ύπαρξης για το συμβάν» (Badiou 2005: 179). Ωστόσο, δεν υπάρχει συμβάν χωρίς μία ιστορική συγκυρία, παρότι μία «ιστορική κατάσταση δεν παράγει απαραίτητα συμβάντα» (Badiou 2005:179). Αυτό γίνεται ιδιαίτερα σαφές σε σχέση με τον Απόστολο Παύλο, ένα από τα αγαπημένα παραδείγματα του Badiou. Εδώ ο Badiou πασχίζει να διαχωρίσει τη θέση του από μία (εγελιανού στυλ) διαλεκτική σύνδεση ανάμεσα στο αρνητικό και το θετικό, όπου η ανάσταση γίνεται η «άρνηση της άρνησης» του θανάτου, και ανυψώνεται έτσι στη θέση μίας καθοριστικής διαλεκτικής στιγμής (Ba-

80

katalog texts 4.indd 80-81

4. The Casa del Popolo is one of the important spatial sites of resistance studied in Kohn’s book. 5. Rhythmanalysis is Lefebvre’s attempt to study time and space together: ‘Everywhere where there is interaction between a place, a time and an expenditure of energy, there is rhythm’ (Lefebvre 2004: 15). A similar attempt can be observed in Tschumi’s view of architecture. ‘How could architects avoid seeing architecture and planning as the faithful product of dominant society, viewing their craft, on the contrary, as a catalyst of change?’ asks Tschumi (Tschumi 1996: 7). His answer revolves around ‘the definition of architecture as simultaneously space and event’ (Tschumi 1996: 22). Of course, no harmony is implied here; architecture is linked to events like ‘order to chaos’: ‘Event and space do not merge but affect one another’ (Tschumi 1996: 122, 130). 6. Similar is the relation between ‘event’ and ‘evental site’ in Badiou. Even Badiou’s event, this ‘strictly incalculable emergence’ (Badiou 2005: xiii), this strike of pure temporality, has particular spatial conditions of possibility. In other words, there is a spatial before of the event. No event is possible without it, without what Badiou calls the ‘evental site’. On the edge of the void crossing all situations (but masked within them), the evental site is presupposed in every emergence of the new: ‘Every radical transformational action originates in a point, which, inside a situation, is an evental site’ (Badiou 2005: 176). Badiou is not a determinist and thus the evental site does not determine or guarantee the occurrence of an event: ‘The site is only ever a condition of being for the event’ (Badiou 2005: 179). However, there is no event without such a historical conjecture, eventhough such a ‘historical situation does not necessarily produce events’ (Badiou 2005: 179). This becomes very clear with reference to Saint Paul, one of Badiou’s favourite examples. Here Badiou is at pains to distance himself from a (Hegelian-style) dialectical linkage between negative and positive, with resurrection becoming the ‘negation of the negation’ of death, elevating it thus to the position of a decisive dialectical moment (Badiou 2003a: 65). Nevertheless, he cannot completely disengage the event of resurrection from death as some sort of – albeit non-dialectical – pre-condition (of possibility). Thus death functions as an ‘evental site’, connecting the before the event with the event itself and making possible and relevant its occurrence: ‘The evental site is that datum that is immanent to a situation and enters into the composition of the event itself … Death is construction of the

diou 2003: 65). Παρόλα αυτά, δεν μπορεί να διαχωρίσει τελείως το συμβάν της ανάστασης από ένα είδος – μη διαλεκτικού – όρου (δυνατότητας). Έτσι ο θάνατος λειτουργεί ως «συμβαντικός τόπος», συνδέοντας το πριν το συμβάν με το ίδιο το συμβάν και καθιστώντας δυνατή και επίκαιρη την πραγματοποίησή του: «Ο συμβαντικός τόπος είναι αυτό το δεδομένο που είναι εμμενές σε μία κατάσταση και υπεισέρχεται στη συγκρότηση του ίδιου του συμβάντος... Ο θάνατος κατασκευάζει τον συμβαντικό τόπο στον βαθμό που έχει ως αποτέλεσμα ότι η ανάσταση (η οποία δεν μπορεί να συναχθεί από τον ίδιο) θα έχει απευθυνθεί στους ανθρώπους, στην υποκειμενική τους κατάσταση» (Badiou 2003: 70). Με αυτή την έννοια, αν και το συμβάν υποτίθεται ότι εξαλείφει την αρνητικότητα – αυτό είναι το ριζοσπαστικό οικουμενικό μήνυμα του Παύλου – και δεν ανάγεται στον θάνατο, ωστόσο «ο θάνατος είναι απαραίτητος για την κατασκευή του τόπου του» (Badiou 2003: 73). Όπως το έχει διατυπώσει εύγλωττα ο Laclau, «δεν θα μπορούσε να γίνει καμία ανάσταση χωρίς θάνατο» (Laclau 2004: 134). Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για την πολιτική, όπου η δημιουργία συνδέεται συχνά αξεδιάλυτα με την καταστροφή (Badiou 2003:176). 7. Μία παράλληλη στρατηγική ακολουθείται στην πιο πρόσφατη θεωρητική επεξεργασία της «χώρας» από τον Derrida: «Η χώρα...θα επέτρεπε την ανάδυση – χωρίς καν να παράγει οτιδήποτε – εκείνου που κατονομάζεται ως έλευση του συμβάντος» (Derrida 2005: xiv). Η χώρα φιλοξενεί «ένα κάλεσμα να σκεφτούμε το επερχόμενο συμβάν, τον επερχόμενο λόγο» (Derrida 2005: xv). Εκείνο που απαιτείται είναι μία άνευ όρων διάθεση φιλοξενίας προς το επερχόμενο συμβάν (Derrida 2005: 149-151). Aλλά η άνευ όρων φιλοξενία δεν μπορεί και δεν θα πρέπει να «αντιτίθεται άνευ όρων» στην ισχύ της κυριαρχίας. Η χρονικότητα του συμβάντος δεν μπορεί να εξαλείψει τη χωρικότητα της κυριαρχίας χωρίς να θέσει σε κίνδυνο «πέρα από το εθνο-κρατικό σχήμα της κυριαρχίας, τις κλασσικές αρχές της ελευθερίας και του αυτοπροσδιορισμού» (Derrida 2005: 158). Επομένως, θα πρέπει κανείς να «είναι υπεύθυνος» (Derrida 2005: 158) και ιδιαίτερα προσεκτικός. Να διαπραγματεύεται διαρκώς τη σχέση ανάμεσα σε αυτό που γίνεται υπό προϋποθέσεις και στο άνευ όρων, τον υπολογισμό και το ανυπολόγιστο (Derrida 2005: 150). 8. To ίδιο τονίζει και η ηθική του συμβάντος του Badiou. Από τη μία, το συμβάν γίνεται αντικείμενο πίστης και δημιουργεί υποκειμενικότητες. Κάπως έτσι η χρονικότητα αποκρυσταλλώνεται στον χώρο. Ωστόσο, ο Badiou δεν αγνοεί τους κινδύνους που ενέχει η πίστη στο συμβάν, ό,τι ακολουθεί ένα συμβάν. Και προσπαθεί να αποκρούσει αυτούς τους

evental site insofar as it brings it about that resurrection (which cannot be inferred from it) will have been addressed to men, to their subjective situation’ (Badiou 2003a: 70). In that sense, although the event is supposed to eradicate negativity – and this is Paul’s radical universal message – and is irreducible to death, nevertheless ‘death is required for the construction of its site’ (Badiou 2003a: 73). As Ernesto Laclau has cogently formulated it, ‘there would have been no resurrection without death’ (Laclau 2004b: 134). This is especially the case in politics where creation is often inextricably linked to destruction (Badiou 2003b: 176). 7. A parallel strategy is followed in Derrida’s most recent theorization of khora: ‘Khora … would give rise – without even giving rise to anything – to what is called the coming of the event’ (Derrida 2005: xiv). Khora hosts ‘a call for a thinking of the event to come, of the democracy to come, of the reason to come’ (Derrida 2005: xv). What is needed is an unconditional hospitality towards the event to come (Derrida 2005: 149-151). But that unconditional hospitality cannot and should not ‘oppose unconditionally’ the power of sovereignty. The temporality of the event cannot erase the spatiality of sovereignty without endangering ‘beyond the nation-state figure of sovereignty, the classical principles of freedom and self-determination’ (Derrida 2005: 158). One has to ‘be responsible’ (Derrida 2005: 158). To continuously negotiate between the conditional and the unconditional, calculation and the incalculable (Derrida 2005: 150). 8. This is also stressed in Badiou’s ethic of the event. On the one hand, the event attracts fidelity and creates subjectivities. Thus temporality is crystallized in space. However, Badiou is not unaware of the dangers posed by the fidelity to an event, by what follows an event. And he attempts to guard against these dangers. Badiou does acknowledge, in a very Lacanian way, the unnameable kernel of every truth procedure. There is something unnameable in every truth procedure, which cannot be integrated into ‘the realm of knowledge and objectivity’ (Hallward 2003: 258) and has to be acknowledged as such. Failure to acknowledge it opens the door to evil. Due to this constant danger, Badiou has often accepted the need to incorporate this recognition in the truth procedure associated with an event. Thus, an aporetic void must be continuously reinscribed in the philosophical/political terrain, a move related to Badiou’s call for reserve or restraint (Badiou 2003b: 168). In Hallward’s

81

13/10/2009 2:16:43 πμ


κινδύνους. Ο Badiou αναγνωρίζει, με ένα words, ‘Since evil is the determination to βαθιά λακανικό τρόπο, τον ακατονόμαστο impose the total power of a truth, to name πυρήνα κάθε διαδικασίας αλήθειας. Υπάρχει everything in its situation, ‘‘the ethics κάτι ακατονόμαστο σε κάθε διαδικασία of a truth derive entirely from a sort of αλήθειας, το οποίο δεν μπορεί να restraint [retenue] with respect to its ενσωματωθεί στη «σφαίρα της γνώσης και powers’’. The truth cannot and must not try της αντικειμενικότητας» (Hallward 2003: 258) to say everything. … Only such restraint alκαι πρέπει να αναγνωριστεί ως τέτοιο. Η μη lows it to persevere in its forever ongoing αναγνώρισή του ανοίγει την πόρτα στο κακό. self-elaboration’ (Hallward 2003: 265). It is Λόγω αυτού του διαρκούς κινδύνου, ο Badiou here that the inscription of limits, of negaέχει δεχθεί συχνά την ανάγκη ενσωμάτωσης tivity, acquires its full force in Badiou’s αυτής της αναγνώρισης στη διαδικασία argument: ‘whatever your truth, Badiou αληθείας που συνδέεται με ένα συμβάν. Έτσι, adds, one should not go all the way. One στο φιλοσοφικό/πολιτικό πεδίο θα πρέπει should continue in such a way as to be able να επανεγγράφεται διαρκώς ένα απορητικό to continue to continue’ (Hallward 2003: 265, κενό, μία κίνηση που σχετίζεται με την emphasis added). The practical/political έκκληση του Badiou για αυτοσυγκράτηση correlate of this principle is an axiomatic ή περιορισμό (Badiou 2003b: 168). Όπως το commitment to non-violence, conceived as διατυπώνει ο Hallward, «καθώς το κακό offering the hope of a lasting break in the είναι η αποφασιστική βούληση να επιβάλει futile recycling of violences: ‘Only such a κανείς την ολική εξουσία μίας αλήθειας, να principled commitment can both respond ονομάσει τα πάντα στην κατάστασή της, ‘η to the violent re-presentation of the state ηθική μίας αλήθειας πηγάζει απολύτως από and, once this re-presentation has been ένα είδος αυτοσυγκράτησης [retenue] σε suspended, block the creation or reasserσχέση με τις δυνάμεις της’. Η αλήθεια δεν tion of new forms of violence’ (Hallward μπορεί και δεν πρέπει να πει τα πάντα... Μόνο 2003: 269). μία τέτοια αυτοσυγκράτηση της επιτρέπει να 9. On Lacan’s relevance for a discussion συνεχίσει τη διηνεκή της αυτο-επεξεργασία» of space, see Gregory 1997 and Gunder 2005. (Hallward 2003: 265). Εδώ αποκτά την πλήρη Both papers also examine the relation δύναμή της η εγγραφή των ορίων, της between Lacan and Lefebvre. αρνητικότητας, στο επιχείρημα του Badiou: 10. Agamben’s conception of ‘dislocating «όποια κι αν είναι η αλήθεια σου, προσθέτει localization’ would probably fit here, if it ο Badiou, δεν θα πρέπει να προχωρήσεις weren’t for his strong use of the metaphor μέχρι τέλους. Θα πρέπει κανείς να συνεχίσει of the camp and the repression of the poμε τέτοιο τρόπο ώστε να είναι σε θέση να litical in Homo Sacer. συνεχίζει να συνεχίζει» (Hallward 2003: 265, δική μου υπογράμμιση). Το πρακτικό/ πολιτικό σύστοιχο αυτής της αρχής είναι μία αξιωματική δέσμευση για την απόρριψη της βίας, καθώς μόνον αυτή η απόρριψη προσφέρει την ελπίδα της ανακοπής της μάταιης ανακύκλωσης της βίας: «Μόνο μία τέτοια δέσμευση επί της αρχής μπορεί να απαντήσει στη βίαιη ανα-παράσταση του κράτους και να εμποδίσει επίσης, μετά την αναίρεση αυτής της αναπαράστασης, τη δημιουργία ή την αναβίωση νέων μορφών βίας» (Hallward 2003: 269). 9. Αναφορικά με τη σημασία του Lacan για την ανάλυση του χώρου, βλ. Gregory 1997 και Gunder 2005. Και τα δύο άρθρα εξετάζουν επίσης τη σχέση ανάμεσα στον Lacan και τον Lefebvre. 10. Η έννοια της «εξαρθρωτικής χωροθέτησης» του Agamben θα ταίριαζε ίσως εδώ, αν ο θεωρητικός δεν χρησιμοποιούσε τόσο έντονα τη μεταφορά του στρατοπέδου και της απώθησης του πολιτικού στον Homo Sacer.

Gunder, Michael, ‘The Production of Desirous Space: Mere Fantasies of the Utopian City?’, Planning Theory, 4: 2, 2005, pp. 173-199. Hallward, Peter, Badiou, Minneapolis: Minessota University Press, 2003. Jameson, Fredric, ‘The Politics of Utopia’, New Left Review, 25, 2005, pp. 3554. Kuhn, Thomas (1996), The Structure of Scientific Revolutions, Chicago: Chicago University Press. Lacan, Jacques, Encore: On Feminine Sexuality, the Limits of Love and Knowledge, New York: Norton, 1998. Laclau, Ernesto, New Reflections on the Revolution of our Time, London: Verso, 1990. Laclau, Ernesto and Mouffe, Chantal, Hegemony and Socialist Strategy, London: Verso, 1985. Lafont, Jeanne, ‘Topology and Efficiency’, in Ragland, Ellie & Milovanovic, Dragan (eds) Lacan: Topologically Speaking, New York: The Other Press, 2004. Lefebvre, Henri, The Production of Space, Oxford: Blackwell, 1991. Lefebvre, Henri, Rhythmanalysis, London: Continuum, 2004. Lefort, Claude, Essais sur le politique, XIXe-XXe siècles, Paris: Seuil, 1986. Massey, Doreen, For Space, London: Sage, 2005. Miller, Jacques-Alain, ‘Mathemes: Topology in the Teaching of Lacan’, in Ragland, Ellie & Milovanovic, Dragan (eds) Lacan: Topologically Speaking, New York: The Other Press, 2004. Mouffe, Chantal, On the Political, London: Routledge, 2005. Ragland, Ellie, ‘Introduction: Topologically Speaking’, in Ragland, Ellie & Milovanovic, Dragan (eds) Lacan: Topologically Speaking, New York: The Other Press, 2004. Rosanvalon, Pierre, Democracy, Past and Future, New York: Columbia University Press, 2006. Stavrakakis, Yannis, Lacan and the Political, London: Routledge, 1999.

Βιβλιογραφία - Bibliography

Stavrakakis, Yannis, The Lacanian Left, Edinburgh: Edinburgh University Press/

Agamben, Giorgio, Homo Sacer: Sovereign Power and Bare Life, Stanford: Stanford University Press,

Albany: SUNY Press, 2007.

1998.

Tschumi, Bernard, Architecture and Disjunction, Cambridge, MA: The MIT

Auge, Marc, Non-Places: Introduction to an Anthropology of Supermodernity, London: Verso, 1995.

Press, 1996.

Badiou, Alain, Saint Paul, The Foundation of Universalism, Stanford: Stanford University Press, 2003.

Widler, Anthony, Warped Space: Art, Architecture and Anxiety in Modern

Badiou, Alain, Being and Event, London: Continuum, 2005.

Culture, Cambridge, Mass.: The MIT Press, 2000.

Connoly, William, Pluralism, Durham: Duke University Press, 2005.

Zizek, Slavoj, ‘From “Passionate Attachments” to Dis-Identification’, UMBR(a),

Derrida, Jacques, Rogues: Two Essays on Reason, Stanford: Stanford University Press, 2005.

1, 1998, pp. 3-17.

Gregory, Derek, ‘Lacan and Geography: the Production of Space Revisited’, in

Zizek, Slavoj, Did Somebody Say Totalitarianism?, London: Verso, 2001.

82

katalog texts 4.indd 82-83

83

13/10/2009 2:16:43 πμ


Σχολιαστές

Ειδικοί Σχολιαστές

Παραγωγοί

Αθηνά Αθανασίου

Patrick Hanafin

Πέτρος Φωκαϊδης

Γιάννης Σταυρακάκης

Ιωάννα Λαλιώτου

Βαλεντίνα Κάργα

Ιστορικοί Σχολιαστές

Στράτος Δορδανάς

Κ ι ν ητ ι κ ά Κ ε ί μ ε ν α

Αντώνης Λιάκος

Τάσος Σακελλαρόπουλος

Εύα Παπαμαργαρίτη

Έφη Αβδελά

Πολεοδόμοι Ιστορικοί

Γιώργος Ρυμενίδης

Συ γ γ ρ α φ έ α ς

Αλέκα Γερολύμπου

Ιλιάνα Τσαπατσάρη

Δημήτρης Δημητριάδης

Βίλμα Χαστάογλου

Συ ν ε ρ γ ά τ ε ς Σ χ ε δ ι α σ τ έ ς

Σύ μ β ο υ λ ο ς Ι σ τ ο ρ ι κ ό ς

Σύ μ β ο υ λ ο ς π ε ρ ί

Benoit Durandin

Γιώργος Αναστασιάδης

Αρχιτεκτονικής της

Κατερίνα Κουτσογιάννη

Α φ ηγ ητ ή ς

Πόλης

Αν τ α π ο κ ρ ι τ έ ς

Σάκης Σερέφας

Βασίλης Κολώνας

Κατερίνα Χρυσανθοπούλου

Ε ι δ ι κ ο ί Π α ρ α τ η ρ ητ έ ς

Εγ κ λ η μ α τ ο λ ό γ ο ι

Στέλλα Τσιόντση

Αντώνης Μόλχο

Νίκος Παρασκευόπουλος

Ειρήνη Ωραιοπούλου

Οντέτ Βαρόν Βασσάρ

Αγγελική Πιτσελά

Συ ν ε ρ γ ά τ η ς Γρ α φ ί σ τ α ς

Δ ι κ ηγ ό ρ ο ς

Εισαγγελέας

Γιάννης Παπαγιαννάκης

Έλλη Ευθυμίου

Κωνσταντίνος Λογοθέτης

Commentators / Athanasiou Athina / Stavrakakis

Αστυνομικός

Νεκροτόμος

Yiannis / writer / Dimitriades Dimitris / Historical

Γιώργος Μαρωνίτης

Δημήτρης Ψαρούλης

Narrators / Liakos Antonis / Avdela Efi / Histo-

Συ λ λ έ κ τ η ς

Το ξ ι κ ο λ ό γ ο ς

rian commentators / Dordanas Stratos / Laliotou

Γιάννης Μέγας

Λήδα Κοβάτση

Ioanna / Sakellaropoulos Tasos / Serefas Sakis / CON-

Συ ν ο μ ι λ ητ έ ς

Νεκροθάπτης

SULTANT HISTORIAN / Anastasiades Yorgos / SPECIAL

Alexander Duttmann

Ελευθέριος Τεκτονίδης

OBSERVERS / Molho Anthonis / Varon Vassar Odette /

Γαρυφαλιά Κατσαβουνίδου

Δημοσιογράφος

Lawyer / Efthimiou Elli / URBANISM HistorianS /

Μανώλης Πρατσινάκης

Απόστολος Λυκεσσάς

Gerolympos Aleka / Hastaoglou Vilma / Consultant

Μεταφράστρια

on the Architecture of the city / Kolonas

Λίλια Ψαρού

Vassilis / Criminologists / Paraskevopoulos Nikos / Pitsela Angeliki / former prosecutor / Logothetes Konstantinos / Journalist / Likessas Apostolos / MEDICAL examiner / Psaroulis Dimitris / collector / Yannis Megas / Toxicologist /

Scene 4

the corps vanishes

εξαφανιση του νεκρου

Τέ τ α ρ τ η σ κ ην ή

katalog texts 4.indd 84

Αριστείδης Αντονάς

Kovatsi Leda / Police officer / Maronitis Giorgos / Funeral Office / Tektonidis [eleftherios] / trans-

Aristide Antonas Αλέξης Δάλλας Alexios Dallas Φίλιππος Ωραιόπουλος Filippos Oraiopoulos

lator / Lilia Psarrou / Interlocutors / Alexander Duttmann / Patrick Hanafin / Garyfalia Katsavounidou / Manolis Pratsinakis / producers / Phokaides Petros / Karga Valentina / assistant designers / Durandin Benoit / Koutsogianni Katerina / Animated Films / Iliana Tsapatsari / Papamargariti Eva / Rimenides Yorgos / reporters / Chrysanthopoulou Katerina / Oreopoulou Irini / Stella Tsiontsi / assistant graphic designer / Yannis Papayannakis

13/10/2009 2:16:43 πμ


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.