Αριστείδης Αντονάς | ΚΕΙΜΕΝΑ ΦΟΝΩΝ
1. Η πολεοδοµική ιδιαιτερότητα κάποιου “συστήµατος φόνων” ζητά 2 απαντήσεις για ό,τι συνδέει τον φόνο µε την πόλη. Η πρώτη απάντηση δοκιµάζεται µπροστά στο ερώτηµα: πώς εγγράφεται σε οποιαδήποτε πόλη ένα υποχρεωτικά µνηµειώδες συµβάν όπως είναι ο φόνος; Η δεύτερη απάντηση θα σχεδίαζε την πολεοδοµία της Θεσσαλονίκης, δίνοντας σχήµατα στο ερώτηµα: τι συµβαίνει µε την ιδιαίτερη αυτή πόλη στις περιπτώσεις όπου έγινε και συνεχίζει να γίνεται σκηνή για διαφορετικούς φόνους; 2. Κάποια σπουδή στο πρώτο ερώτηµα προωθείται µε την παραµόρφωση ενός διαχωρισµού: ο Badiou διαχωρίζει µε σαφήνεια «συµβάν» και «γεγονός». Το συµβάν ορίζεται ως δράση που ξεπερνάει (µε -περισσότερο ή λιγότερο οµολογηµένα- υπερβατικό τρόπο) το απλό γεγονός. Το γεγονός καταγράφεται στα αρχεία και ξεχνιέται µε τον ιδιαίτερο τρόπο που ξεχνιέται µια τετελεσµένη αρχειοθετηµένη δράση. Το συµβάν περιέχει εσωτερικά κάποια ηρωική, λαµπρή, υποχρεωτικά µονοδιάστατη, επαναστατική ανάγνωση. Αυτή η ανάγνωση δίνει ξεχωριστή συµβολική δυναµική στό συµβάν και συνδέει το συµβάν µε το πολιτικό στοιχείο. Κάποιο ξεχείλισµα που φθάνει µαζί µε το συµβάν, το παρουσιάζει αµέσως µέσα στην πολιτική του ανατρεπτική δυναµική. 3. Στις εργασίες αναπαράστασης της Θεσσαλονίκης από τους φόνους της αναζητώνται, µέσα στη δοµή της πόλης, οι µηχανισµοί που ακυρώνουν αυτήν ακριβώς τη γιγάντωση του γεγονότος σε συµβάν που περιγράφει ο Badiou. Θα λέγαµε ίσως πως ειδικά η Θεσσαλονίκη είναι πόλη φτιαγµένη από την ύλη της ιδιαίτερης λήθης, από την σίγαση των συµβάντων που συγκροτεί την κοινότητα. Ενδιαφέρει ως παράδειγµα και έχει πολεοδοµική αξία. Κάθε σύγχρονη πόλη οργανώνεται ως κοινοτική δοµή καθώς ακυρώνει
την σηµασία των σηµαντικών συµβάντων της, ενώ δηλαδή καθιστά αόρατα ή τετριµένα τα «σηµαντικά» σηµεία που χάραξαν τον χρόνο της. Θα λέγαµε εν γένει λοιπόν: η σύγχρονη πόλη κατασκευάζεται ως αµνησιακός µηχανισµός, κατά τον τρόπο που κτίζεται ως µηχανισµός αρχειοθέτησης και κατάταξης των εγκληµατικών ενεργειών που συνέβησαν στον χώρο της πόλης: σχηµατίζεται κατά την επανάληψη και προδιαγράφεται ως υπνωτική δοµή. Η δυναµική της εγκατάστασης και του διαµερισµού γης ζητά εξ αρχής τον επιµερισµό, την καταχώρηση, την συνέχεια, την οµοιοµορφία, το αρχείο που ακυρώνουν το συµβάν ως κάτι ξεχωριστό που µπορεί να απειλήσει την ίδια την δέσµευση για εγκατάσταση στο ίδιο µέρος. 4. Αν ισχυριστούµε ότι, στην διαφοροποίηση µεταξύ συµβάντος και γεγονότος του Badiou, το συµβάν αναπαρίσταται ως γεγονός ιδιαίτερης συµβολικής αξίας, τότε πρέπει να σκεφτούµε την πόλη ως τυπικό οργανωτικό σύστηµα καταστροφής συµβάντων, ως µηχανισµό ακύρωσης του συµβάντος. Η σύγχρονη πόλη είναι πριν από κάθε τι άλλο µηχανισµός επιµερισµού, κατάταξης, αρχειακής επιβολής, µε πρώτο επιθυµητό θύµα το συµβάν. 5. Η αφελής καταστασιακή προτροπή για µια ενεργή πόλη, που θα γινόταν πόλη καταστάσεων και πόλη συµβάντων χωρίς καµιά παθητικότητα, ενεργούς ζωής και όχι παθητικής αναπαράστασης, δεν ζητούσε απλά –αν η παρατήρηση µας έχει βάση- κάποια ενεργοποίηση της σύγχρονης πόλης αλλά την κατάργηση µιας από τις κύριες συνθήκες συγκρότησής της. Την συνθήκη τιθάσευσης του φόνου. Στην Θεσσαλονίκη η τιθάσευση του φόνου ζητά µεγάλη ενέργεια, η προσέγγιση του θέµατος δεν είναι απλή υπόθεση. Η πόλη –εκτός από τους «καθηµερινούς φόνους» της- έχει στο ενεργητικό της µια σειρά από εµβληµατικούς φόνους: καταφέρνει να είναι µια σύγχρονη πόλη όσο τους ξεχνά και συγκροτήθηκε ως τέτοια επειδή δεν µπορεί να τους θυµάται.
6. Στην σκηνή αυτών των παρατηρήσεων, η σηµασία του µνηµείου στην πόλη ερµηνεύεται διαφορετικά. Υπάρχει η κοινή άποψη ότι ένα µνηµείο εγκαθιστά κάποιο καταξιωµένο συµβάν στον ιστό της πόλης. Θα µπορούσε να ισχυριστούµε ότι τα αστικά µνηµεία που γνωρίζουµε, πολύ πριν εγκαταστήσουν ένα συγκεκριµένο συµβάν σε έναν ιστό (τον οποίο ήδη χαρακτηρίσαµε αµνησιακό), βοηθάνε κι αυτά στην αστική αµνησία µε την αναγωγή του συµβάντος σε γεγονός. Ένα µνηµείο εγκατεστηµένο σε µια πόλη και ήσυχο κάνει το συµβάν µνηµονεύσιµο µε τον πιο αφελή και ασφαλή τρόπο. Ένα µνηµείο της πόλης είναι εφησυχασµένη δυνατότητα ανάκλησης του εκάστοτε µνηµονευόµενου συµβάντος µε τον τρόπο της καταχώρησης. Ένα µνηµείο µνηµονεύει µε τον τρόπο που ξεχνά. Θέλει να εγκαταστήσει όχι την µνήµη του συγκεκριµένου συµβάντος αλλά την αποδοχή ενός συγκεκριµένου τρόπου ανάγνωσης. Κάποιου είδους εφησυχασµός βρίσκεται στα θεµέλια οποιουδήποτε µνηµείου. Από την άλλη πλευρά δεν µπορούµε να φανταστούµε καµία ηθική χωρίς µνήµη. Στην πόλη: καµία ηθική χωρίς κάποιου τύπου µνηµείωση. Στην πολιτική: καµιά δράση χωρίς εµβύθιση στην µνήµη. 7. Εξετάζουµε τον φόνο στον ιδιαίτερο τρόπο που συνδέεται µε το συµβάν και στην θεατρική σκηνοθεσία που τον εγκαθιστά στην σκηνή της πόλης. Ο φόνος παρουσιάζεται ως ξεχωριστό συµβάν αφού είναι ταυτόχρονα καταγράψιµος, εξιστορήσιµος και µη αντιστρέψιµος. 8. Ο θάνατος αποτελεί ήδη εξαιρετικό µη αναστρέψιµο συµβάν. Η πόλη το περιµένει µε τους ιδιαίτερους µηχανισµούς απόκρυψης – καταχώρησης του θανάτου. Τα µητρώα θανάτου είναι οι µαγικές, λανθάνουσες ή κρυµµένες ιστορίες των πόλεων. Ο φόνος ωστόσο παρουσιάζεται µε κάποια ανήθικη ιδιαιτερότητα: είναι η αποφασιστική δράση που πραγµατοποιεί την µη αναστρεψιµότητα µε κάποιο ενεργό χτύπηµα. Ο φόνος είναι όριο για την
ανθρώπινη δράση: µε ιδιαίτερο τρόπο ο φόνος µιλά για την ερµηνεία. Υπάρχει κάτι ανήθικο στην ερµηνεία µε το οποίο παίζει πάντοτε ο ερµηνευτής. Η ηθική της ερµηνείας βασίζεται στη συνείδηση της µόνιµης δυνατότητας παραµόρφωσης. Όµως στην περίπτωση του φόνου, πόσο µακριά µπορεί να φτάσει το έργο του ερµηνευτή; 9.
Η ερµηνεία µπορεί να διαβάζεται ως κίνηση προς τα πίσω: η ερµηνεία σβήνει «αυτό που βλέπουµε» και το οργανώνει εκ νέου. Ερµηνεύουµε κάτι και του δίνουµε νέα µορφή. Με τον ίδιο τρόπο µπορούµε άραγε να µετατρέψουµε την ερµηνεία ενός φόνου; Με διαφορετικές εµφανίσεις παρουσιάζεται συχνά το πολιτικό έγκληµα. Το έγκληµα εν γένει τείνει συχνά να δείχνει εκ των έξω µιαν άλλη εκδοχή από εκείνη που συνδέεται µε την δολοφονική ενόρµηση. Ο θύτης ζητά κατανόηση, καταθέτει µια απολογία ή βρίσκει ότι αυτό δεν χρειάζεται κάν, είναι αθώος επειδή έδρασε εν αµύνει. Ένα δικαστήριο απαλλάσσει ή µειώνει τις ποινές ανάλογα µε την ιδιαίτερη ερµηνεία της εκάστοτε ανθρωποκτονίας: εκ προµελέτης ή εξ αµελείας: να ήδη δύο διαφορετικές ερµηνείες για το ίδιο γεγονός. Όσα αποτελούν την ερµηνευτική διαχείριση του φόνου παρουσιάζουν ωστόσο κάποια αδυναµία της ερµηνείας να λειτουργήσει δραστικά: δεν είναι δυνατόν να µεταβάλλουν το µη αναστρέψιµο γεγονός του φόνου. Ο φόνος είναι το κατ’ εξοχήν συµβάν επειδή αυτό που συµβαίνει µε τον φόνο είναι ήδη εξ υποθέσεως αναπόδραστο. Η ερµηνεία µπορεί να δώσει νέα ζωή σε κάποια νεκρή αναπαράσταση αλλά δεν µπορεί να ανατρέψει την δράση του φόνου.
10.
Η ερµηνεία οργανώνει ανασυστάσεις των γεγονότων, πριν από αυτό όµως η ερµηνεία ευθύνεται για την κατασκευή τους. Πρέπει ωστόσο να δοθεί προσοχή στη συνθήκη αυτής της ανασύστασης. Δεχόµαστε ότι καµιά στιγµή της δράσης δεν παράγει ένα µοναδικό εννοιολογικό κέντρο σε οποιοδήποτε συµβάν. Από την άλλη πλευρά, η δυνατότητα άπειρων επιστροφών και
άπειρων ερµηνειών οποιουδήποτε γεγονότος θα µπορούσε να απειλεί οποιαδήποτε ηθική συγκρότηση. Όλα θα µπορούσε να επανεκκινούν ως εάν δεν είχαν γίνει. Κάποια ροή µπορεί να επανεφευρίσκεται πάντοτε και να αναζητά συνέχειες ακόµα και εκεί που εµφανίζεται ασυνέχεια. Ο φόνος αποτελεί ιδιαίτερο παράδειγµα για την ερµηνεία. Η ερµηνευτική παντοδυναµία δεν είναι αρκετή για να αλλάξει την ροή των γεγονότων. Ο φόνος αποτελεί το πιο τρανταχτό παράδειγµα για αυτό το αξίωµα. Κάτι µοιάζει χαµένο µε τον φόνο και µαζί µε µέ τον φόνο κάτι χάνεται για οποιοδήποτε ασήµαντο γεγονός. Η µοναδικότητα, την οποία η ερµηνεία αντιµετωπίζει εξ αρχής ως απλή στιγµή της πολλαπλότητας, µοιάζει στον φόνο σκληρή ύλη γεγονότος και το συµβάν στην περίπτωση του φόνου ορίζει το µη αναστρέψιµο, την αστοχία, την ασυµµετρία οποιασδήποτε αναθεώρησης ή µετάνοιας. 11.
Η πολλαπλότητα της πόλης γεννιέται µε τον αστικό τρόπο διαµερισµού γης αλλά επίσης µε τον τρόπο κατατεµαχισµού, κατάταξης και αρχειοθέτησης µνηµονικών τραυµάτων. Πριν γίνει συνειδητοποιηµένος τρόπος επιβολής εξουσίας, κατά την πιο πρόσφατη δυτική εποχή του πλανήτη, η πολλαπλότητα συνειδητοποιήθηκε ως τρόπος κοινής διαµονής στην πόλη. Αστικό δίκαιο, πιστοποιητικά νεκροτοµείων, ανακριτές, δικαστήρια, ιατροδικαστής, εργασίες σήµανσης, καταχώρηση στο αρχείο: όλα συνηγορούν στην ποθητή πολλαπλότητα που διαλύει την αβάστασχτη µονοδιάστατη σύσταση του συµβάντος του φόνου, διαλύει τον ριζικά αναλλοίωτο, αδιαµφισβήτητο «πυρήνα του γεγονότος». Μαζί µε αυτόν τον αναλλοίωτο πυρήνα παρουσιάζεται το «πρώτο» ίχνος για το γεγονος: το νεκρό σώµα του δολοφονηµένου.
12.
Το σώµα του δολοφονηµένου είναι το κατ’ εξοχήν τεκµήριο. Είναι ταυτόχρονα η «ίδια η δράση» και η αναπαράστασή της. Είναι ό,τι συνέβη και
το τεκµήριό του συµβάντος. Το πτώµα του δολοφονηµένου συµπυκνώνει την δράση και το ίχνος της στο ίδιο το παράδοξο αυτό υπόλειµµα. Εκείνο ζητά την εργασία λήθης, από την στιγµή που παρουσιάζεται: να θαφτεί, να εξαφνιστεί όπως εξαφανίστηκε η δράση που το προξένησε. Η ταφή ενός νεκρού είναι εξαφάνιση ενός σώµατος, η ταφή ενός δολοφονηµένου είναι εξαφάνιση µιας δράσης. 13.
Ιστορικό ερώτηµα: µπορούµε να ζητήσουµε µια ιστορία χωρίς συµβάν; Αυτή θα ήταν η ιστορία που η συγκρότηση της πόλης οργανώνει για τον εαυτό της. Η απάντηση στο ιστορικό ερώτηµα θα ζητούσε νέους όρους για αναγνώσεις αρχείων, νέες αφηγήσεις από την αναµόχλευση καταχωρήσεων. Η ιστορία της πόλης εµφανίζεται έτσι ως συγκροτησιακή της αστοχία.
14.
Πολεοδοµικό ερώτηµα: µπορούµε να δούµε την πόλη ως µηχανισµό που σκοτώνει το συµβάν; Τότε η τοπικότητα της πόλης θα ερχόταν µαζί µε κάποια ιδιαίτερη δική της επιβεβλητέα, επιχειρησιακή α-τοπία.
Aristide Antonas | MURDER REMAINS
1.
The urban distinctiveness of a certain “murder system” requires two answers in reference to whatever links murder to the city. The question testing the first answer is: How does a necessarily monumental event such as murder register in any city? The second answer would draw Thessaloniki’s urban plan, giving shape to the question: What happens in this special city on the occasions it was and continues being the scene of different murders?
2.
A study of the first question advances by distorting a separation: In Badiou there is a distinct separation between “event” and “fact”. The event is defined as action that surpasses (in a—admittedly more or less—transcendent way) the simple fact. A fact is documented in the archives and forgotten in the unique way one forgets a completed archived action. An event contains a certain heroic, shining, necessarily one-dimensional, revolutionary reading. This reading gives the event a distinctive symbolic dynamic and links the event to the political element. Some overflow, which arrives along with the event, immediately presents it in its political subversive dynamic.
3.
In undertaking to represent Thessaloniki through its murders, we seek the mechanisms nullifying precisely this enormous expansion of fact into event described by Badiou. We might say that Thessaloniki in particular is a city created from the stuff of a specific oblivion, from the stilling of the events that constitute a community. It is an
interesting example, which has civic value. Every contemporary city is organized as a social structure while it nullifies the importance of the city’s important events, i.e., while concealing or rendering trite the “important” points that marked the city’s timeline. In general, we would say a contemporary city is constructed as an amnestic mechanism in the way it is built as a mechanism to archive and classify criminal activities that occurred within the city space; formed during repetition its specifications requiring a mesmerizing structure. From the beginning, the dynamics of settlement and land distribution require allocation, classification, continuity, uniformity, archives, all nullifying the status of the event as something unique, which might threaten the very commitment to settling in the same place.
4.
Were we to claim that in Badiou’s differentiation between event and fact, the event is represented as a fact with particular symbolic value, then we should consider the city as a typical organizing system for destroying events, as an event nullification mechanism. The contemporary city is, beyond everything else, an allocation, classification, archive imposition mechanism, with the event as its first desired victim.
5.
The naive, situational appeal for an active city, which would become a city of situations, a city of events without any passiveness, a city of active life and not passive representation, did not simply require—if our observation has any foundation—the contemporary city to be activated in some way; one of the main conditions of its
configuration also had to be cancelled. The condition harnessing murder. In Thessaloniki, harnessing murder requires a great deal of energy; approaching the issue is not a simple matter. The city—apart from its “everyday murders”—had a series of emblematic murders in its history. As long as it forgets them, it succeeds in being a contemporary city, and was configured as such because it cannot remember them.
6.
In the scene of these observations, the monument’s importance in the city is interpreted in a different way. The common viewpoint says a monument installs some noteworthy event in the city network. We might claim that the urban monuments we are familiar with, long before installing a particular event in a network (which we have already defined as amnesic) also promote civic amnesia by reducing an event to a fact. A monument, tranquil and installed in a city, is an artless and safe way to turn an event into something commemorated. A city monument is the lenient ability to recall each commemorated event through classification. A memorial commemorates in the way it forgets. It wishes to establish acceptance of a certain type of interpretation rather than the memory of the specific event. Some sort of relaxation is at the foundation of every museum. On the other hand, we cannot imagine any morality without memory. In the city: No morality without some sort of remembrance. In politics: No action without submersion in memory.
7.
In murder, we examine the particular way it connects to the event, and the theatrical direction that installs it on the city stage. Murder is presented as a distinct event since it is simultaneously recordable, narratable, and irreversible.
8.
Death already constitutes a singular irreversible event. The city awaits it with its specific death concealment - documentation mechanisms. The death registries are the city’s enchanted, latent, or hidden histories. Murder, however, is presented with a certain immoral particularity: it is a decisive act, which achieves irreversibility through a certain active blow. Murder is the borderline of human action; in a specific way, murder speaks of interpretation. There is something immoral in interpretation, which the interpreter always plays with. The morality of interpretation is based on an awareness of the permanent possibility of distortion. However, in the case of murder, how far can the interpreter’s work reach?
9.
Interpretation may be understood as a step back; interpretation erases “what we see” and organizes it anew. We interpret something and give it new form. Are we perhaps capable of transforming the interpretation of a murder in the same way? Political crime is frequently presented under different façades. Crime, in general, frequently tends to project an external version different from that linked to the murderous impetus. Perpetrators ask for understanding, submit pleas, or find even that unnecessary; they are innocent because they acted in self-defence. A court acquits, or reduces penalties according to the specific interpretation of each
specific homicide: Premeditated or negligent; here, already, are two different interpretations of the same fact. Everything that constitutes murder’s interpretive administration, nevertheless, demonstrates that interpretation is incapable of functioning effectively; it is impossible to alter the irreversible fact of murder. Murder is the singular event, because what occurs in murder is ex hypothesi already inescapable. Interpretation can give new life to a dead representation, but it cannot overturn the act of murder.
10.
Interpretation reconstitutes facts. However, interpretation is responsible for their construction in advance. Nevertheless, we must pay attention to the condition of this reconstitution. We accept that no moment of action produces a unique conceptual centre in any event. On the other hand, the possibility for infinite reversions and infinite interpretations of whatsoever fact might threaten any moral configuration. Everything could start up again as if nothing had occurred. A certain course could always be re-invented and search for continuations even among apparent discontinuity. Murder constitutes a specific example for interpretation. Interpretive omnipotence does not suffice to alter the course of facts. Murder constitutes the most resounding example of this axiom. Something appears lost with murder, and along with murder, something is lost for whatever unimportant reason. The uniqueness, which interpretation confronts from the start as a simple instance of multiplicity, appears in murder as the hard substance of fact. The event, in the case of murder, defines the irreversible, failure, and the asymmetry of any reassessment or remorse.
11.
The city’s multiplicity is born through the civic way of parcelling out land, as well as with the way of dividing, categorizing, and archiving wounds of memory. Before it became a deliberate way of imposing authority, during the planet’s most recent Western era, multiplicity was recognized as the way to facilitate common inhabitation of the city. Civil law, morgue certificates, investigating magistrates, courts, medical examiners, information gathering, archiving; all encourage the desired multiplicity that dispels the insupportable one-dimensional composition of the event of murder, dispels the profoundly unalterable, undisputed “nucleus of the fact”. The “first” indication of the fact, i.e., the dead body of the murder victim, makes its appearance with this unalterable nucleus.
12.
The body of the murder victim is the very best testimony. It is simultaneously “the act itself” and its representation. It is what has happened and the testimony of the event. The murder victim’s body condenses the act and its traces into the same paradoxical remains, which demand oblivion be put to work from the moment they appear; to be buried, to disappear, the same way the causal act disappeared. Burying the dead eliminates a body, burying a murder victim eliminates an act.
13.
Historical question: Can we request a history with no events? That would be the history the city’s configuration is organizing for itself. The answer to the historical question would require new terms for
archival readings, new narratives from delving through entries. The city’s history is thus presented as a configuration error.
14.
Urban Planning Question: Can we view the city as a mechanism, which kills the event? Then the topicality of the city would come with some specific, imposable operational a-topia.