ararou̅na 02

Page 1

ararouna

απρίλιος 2022 τεύχος 02

Αραρούνα είναι (ίσως) μια πολυτελής βίλα στην επαρχία της Βραζιλίας ή ένα φορτηγό ψυγείο που έχει μετατραπεί σε εξοχικό. Το περιοδικό ararouna είναι η προσπάθεια για να συγκεντρώσουμε αυτά που έχουμε κάνει και να ολοκληρώσουμε αυτά που έχουμε ξεκινήσει. Στην πράξη είναι μια περιοδική έκδοση εικαστικών και λογοτεχνικών

έργων που φιλοξενεί τα πράγματα τα οποία μας εκτοπίζουν από την πραγματικότητα ή μας φέρνουν πιο κοντά σε αυτήν. απρίλιος 2022 τεύχος 02 ararouna magazine Επιμέλεια Αντώνης Ελεφάντης Θέμης Γκουντρουμπής Χρήστος Τσαρίδης Ναυσικά Ελεφάντη εκδόσεις ararouna Θεσσαλονίκη, 2022 Επικοινωνία @ararouna.magazine info@ararouna.com Εκτύπωση SKGPress
Περιοδική έκδοση εικαστικών, λογοτεχνικών έργων και διάφορων πραγμάτων
4 6
22
Μαράς 38 ZIZANIA Ροζαλία Τεγουγιάννη 48 Κολόμπους Λήδα Γανωτάκη 52 Κότες Κατερίνα Παυλάκου 53 Πριν πεθάνω Βάσω Μ. 54 άτιτλο Κατερίνα Φασίτσα 56 Ψ-Χ και f(x) Αργυρή Ξ. 58 του περιθωρίου οι ανθρώποι Irene - Χρύσω 60 «Αναρριχώντας» στη Βαβέλ Χρήστος 66 αστ(ρ)ικές προβολές & αυτοανάφλεξη Δέσποινα 68 Πανσέληνος του αιγόκερου sebuku?! (Οδυσσέας Τσομπάνογλου) 70 The Pinky Toe Harry Nill 72 -ΕΥΑΙΣΘΗΤΑ 40 οC- & -(ΑΠΟ)ΣΤΕΙΡΩΣΗ- Σταμάτης Δεμερτζής περιεχόμενα
FALLING Στέλλα Καβάγιου 14 Αυτόχρονες & At the shore & Ανεμοσυρμή & Tο φιλί —Rien 18 Vannitas Annita Luxon 20 τρεις και σαράντα εννιά Δήμητρα Καδικιώτη
lum Marjola Kreka 24 άτιτλο ανώνυμο 25 Κλειδί & Λάμπα alloprosalos_nous (Erratic miND) 26 Καμμένα Καράβια Ιωάννα Βρεττού 28 Η έξοδος Ρένια Συγκούνη 30 Έρωτας φάντασμα & Οι ετοιμόρροποι & Λουλούδι της ανατολής & Βολές Μυρτώ Χριστοπούλου 32 άτιτλο Ερμιόνη Συρογιαννοπούλου 36 alice Ντέμη Αναγνωστούλη 37 Tης διανόησης οι καρποί Αναστάσιος

άτομα δίπλα μας με τα οποία μπορούμε να μιλάμε για ώρες, ακόμα και αν δεν καταλαβαινόμαστε πάντα απόλυτα, θα είμαστε εντάξει.

Φανταζόμαστε τον Κ. να ανηφορίζει τον δρόμο του χωριού του Πύργου ανώφελα, λόγω της εξουσίας του Πύργου που τον σπρώχνει συνεχώς προς τα πίσω.

Έπρεπε να ήσουν από μια μεριά μα δεν ήσουν και ήταν τα λουλούδια για σένα. Κάθετες αποστάσεις, μα κυρίως ήρεμα απογεύματα. Παλιές αναμνήσεις με κίτρινα προάστια από Ιουνίους.

being not-as-complete with you felt closer to completion than being complete.

Τα κομμάτια σου είναι σκόρπιες συζητήσεις, τυχαίες συναντήσεις, ένα κλειδωμένο αμάξι, μια άρνηση, ένας υπαινιγμός, Του ανέθεσαν δουλειά να σφάξει τα κοτόπουλα. Θα έχουν φύγει όλοι, θα κάνει τη δουλειά του και θα φύγει κι αυτός.

αγάπησα;

Όλοι γυρνούν, Όλοι γυρνούν μόνοι τους, Ψάχνουν στα υγρά παγκάκια, Κάτω από τα υπόστεγα. Περιφέρονται ανώφελα Ώσπου να χαθούν κι εκείνοι,

5
Θέλω να γίνω πουλί το όνειρό μου είναι να χωράω μέσα σε μια χούφτα. και οι φλεγόμενες αρτηρίες μου αναριγούν κι ανθίζουν Νομίζω είναι πιο εύκολο να πιστεύεις ότι κάτι δεν υπάρχει Ακόμα κι αν ελπίζεις όσο τίποτα στον κόσμο να σαι λάθος Πυκνή των
η παρουσία,
όσο έχουμε
“Πού τρέχετε, που πάτε βιαστικές; Εδώ είναι η ζωή. Που πάτε ονειροβατώντας; Σας είχα πολλές”.
ιδεών
ώριμων καρπών πλούσια παραγωγή.
Και άντε να σε τοποθετήσω πάνω στον χρόνο. Πότε ήταν η στιγμή που σε
Να την ονομάσω στιγμή μηδέν; [ εισάγετε αριθμό ] Αποδέχτηκε το χρώμα του
και κατάλαβε
Χίλιες στροφές μέχρι να ζαλιστούν και να ξεράσουν όλη την πικρή τους αλήθεια. έφτασε η ώρα του. Δεν είχε
βουνού
πως
άλλο στόχο. Ήθελε μόνο να δει το μέρος για το οποίο προορίζεται κανονικά η ανθρώπινη ζωή.

Στέλλα Καβάγιου

Το μπλε, δεν ήταν πάντοτε ορατό, τουλά χιστον όχι με τον τρόπο που σήμερα είναι. Φαίνεται πως το μπλε της θάλασσας και εκείνο του ουρανού καμία σχέση δεν είχε το ένα με το άλλο ή με το μπλε των μα τιών ή με αυτό των υφασμάτων. Και όταν πια απέκτησε, όπως σημειώνει ο Μισέλ Παστουρώ, δεν ήταν ίδιες οι λέξεις με τις οποίες εκφραζόταν, δεν ήταν ίδιο το νόημα πίσω από αυτές, ήταν όμως πάντα χρώμα φορτισμένο. Στην Αρχαία Ελλάδα το σημε ρινό μπλε, εκείνο που συμβολίζει το νερό και τον αέρα, ήταν ένα αντι-χρώμα καθώς η προσφώνησή του, με διαφορετική τότε ρίζα, γλαύκο ή/και κυανό αφορούσε στα μάτια ή σε κάποιο πένθιμο ένδυμα. Στην κλασική εποχή, το κυανό σημαίνει αυτό ματα σκούρο και συμπεριλαμβάνει τόνους του καφέ του βιολετί, του πράσινου και του μπλε που σχεδόν είναι μαύρο.

And there were sort of bluey colours, bluey-greeny colours And it was all colours like the rainbow

Πέρασαν αιώνες μέχρι να πάρει το μπλε το όνομά του και επιπλέον χρόνια μέχρι να χρωματίσει την θάλασσα και τον ουρανό. Οι όροι blavus και azurus προέρχονται από τα γερμανικά και τα αραβικά αντίστοιχα και σηκώνουν το βάρος της κάθε ρωμαϊκής φοβίας για το ξένο και το βαρβαρικό. Η κακή, ατυχής σημειολογία του χρώματος μπλε, στις σκουρότερες εκδοχές της έγι νε, κατά τα Ρωμαϊκά και Υστερορωμαϊκά χρόνια, μανδύας που έντυσε τις πενθούσες μητέρες, σύμβολο του θανάτου και του χαμού, ντύμα αργότερα, καθιερωμένο πια,

6
FALLING

του θεομητορικού πένθους. Και πολύ πριν ορίσει την θάλασσα όρισε την απώλεια, την έννοια της απουσίας, του μη χώρου της αποστροφής, του θανάτου, του κενού της μοναξιάς. Έγινε χρώμα αβάσταχτο που σηματοδοτούσε το Χάος και κυρίως τον γιο του το Έρεβος. Ως μυθολογική μορφή της Θεογονίας του Ησιόδου το Έρεβος πλάγια σε με τη Νύχτα και μεταξύ άλλων γέννησαν το δίδυμο Ύπνος - Θάνατος, το στιγμιαίο και το αιώνιο. Κι έτσι εδώ, το μπλε μας, αφορά στον χρόνο και στην αρχή ώσπου, αργότερα, τα δυο αδέρφια να σχηματίσουν μια και μοναδική θεότητα.

He just wasn't because he was dead. He looked like him but he just wasn't because he was dead.

Ο Μισέλ Φουκώ, στο κείμενό του Οf Οther Spaces, Heterotopias, κάνει λόγο για αντι τόπους δηλαδή, αναλύει το πως ένας τόπος

7

μπορεί να αποτελέσει ένα τέτοιο σημείο εγκόλπωσης του παρόντος και του παρελ θόντος. Η μπλε μελάνη στο λευκό χαρτί, δεν είναι παρά μια ετεροτοπία της κοίμησης, έμμεσες παραπομπές σε ετρουσκικά αναθή ματα αγαπημένων που τα σώματα αυτών μοιάζουν να αποτελούν οργανικό τμήμα του ανάκλιντρου στο οποίο εδράζονται, σε σήματα ανάγλυφα και αττικά επιτύμβια μνημεία με αναπαραστάσεις νεκροδείπνων και δεξιώσεων, σε μύθους θεογονικούς, πομπές στον κάτω κόσμο, δηλαδή, σε ένα σύνολο αρχαιολογικών αναφορών που δεν αναπαρίστανται παρά διαμεσολαβούνται με σταγόνες μπλε, που αφορούν το ενδιάμεσο εκείνο σημείο μεταξύ ύπνου και θανάτου, ρητού και άρρητου.

It was all around me, this water, and I didn't like it And I began to feel very frightened I must tell my mother!

Για την θεραπεία της απώλειας, ανά τα χρόνια, σημειώνονται πολλές διαφορετικές πρακτικές. Προσπάθειες επαναφοράς του χαμένου, μέσω της νεκρομαντείας, με τη χρήση αλάτων ή αργότερα προσπάθει ες επούλωσης του τραύματος μέσω της ύπνωσης με στόχο την απομάκρυνση, του ζωντανού, από τον πόνο της ενθύμησης. Στην πρώτη, ενδεικτική αλλά σχετική με τα μπλε μας, περίπτωση συναντάμε το αλάτι ως ένα εργαλείο εξαγνισμού, ή σε άλλες περιπτώσεις ως δεισιδαιμονία, όταν αυτό βρίσκεται χυμένο και σκόρπιο. Η χρήση του αλατιού μετουσιώνει τα μπλε, λειτουργεί ως εντροπία καθώς καθιστά τον χώρο άγονο, φθαρμένο και θαλασσινό. Απροσπέλαστο σαν μάρμαρο. Οι μορφές, πιο συμπαγείς γυαλίζουν στο φως σαν να ξεβράστηκαν από τον βυθό παραπέμποντας σε άλλου τύ που επιτύμβια. Θυμίζουν, ρέπλικες ανθρώ πινης γαλήνης που στεφανώνουν με την αληθοφάνειά τους νεοκλασικά κοιμητήρια λες και ο θάνατος δεν ήρθε πράγματι από πνιγμό αλλά από πτώση.

8

Σε θέση, τεντωμένη στο ταβάνι ή καρφω μένη, στο κρεβάτι, θυμίζει μεταφυσικές διηγήσεις περι αστρικής προβολής, σαν σε ένα καθρέφτισμα υδάτινο. Το κρεβάτι είναι, σαφές όριο, ο μοναδικός χώρος δράσης στον οποίο ο κατά τόπους φορμα λισμός ευνοεί τους συσχετισμούς με μια προσωπική εξωσωματική εμπειρία.

Αnd as I pushed and pushed so I came across something and I was still pushing and I knew it was somebody. And I felt them. I could feel the shoulders then the face And then I could feel this tin hat. Τα σε πομπή μπλε, καμπυλωμένα από την κόπωση και το άργος, σώματα, πραγμα τοποιούν μια πτώση σε επανάληψη που θυμίζει την κλασική δομή: Ύπνωση - Κυ ρίως Ύπνος - Αφύπνιση (ή Θάνατος). Οι διαταραχές του μοτίβου αυτού κατακερ ματίζουν την “φυσιολογική” πορεία του Ύπνου προσκαλώντας τον αδελφό του. Μέσα στα μπλε περιγράμματα περιθωρι οποιείται κριτικά το κοινωνικά αποκλίνον και αποτρόπαιο, ασθενές και αποδιοπο μπαίο. Απο-κλινικοποιείται και χάνεται στον αντιτόπο του βυθού.

I'd go into the sea and then I go right down to the bottom and there is some land there. I always die on the land. The land at the bottom of the sea.

-Σοφία Θρουβάλα, Ιστορικός Τέχνης, MPhil

*Text from edit of "Dreams" by Delia Derbyshire (9 minutes of a 45-minute radio work).

9
10
11

(περιγραφή έργου)

Μέσα από την προσωπική μου έρευ να σχετικά με τον ύπνο και έχοντας ως ερέθισμα τα μουσικά κομμάτια της

Delia Derbyshire σε ποίηση του Barry Bermange, “Inventions for radio”, ειδι κότερα το κομμάτι “Falling”, οδηγήθηκα στην απεικόνιση ενός ρευστού υδάτινου κόσμου, που παραπέμπει στο ονειρικό μέσα από μικρά παράλογα επεισόδια και αμφίσημες φιγούρες, έχοντας το σχέδιο ως δημιουργικό πυρήνα. Χρησιμοποιώ το μπλε και συχνά αραιωμένο χρώμα για να πετύχω μια υδάτινη-ρευστή συνθήκη, η οποία δίνει σημειολογικά και καλλιτεχνικά την αίσθηση της βύθισης, της μελαγχολί ας κα της ύπνωσης. Στα σχέδιά μου εμφανίζεται πολύ συχνά το κρεβάτι, λειτουργώντας ως “πύλη” προς τον ονειρικό κόσμο και ως τόπος όπου οι μορφές εμφανίζονται να βιώνουν διάφορες φαντασιακές καταστάσεις. Ο επισκέπτης περιπλανώμενος στον φα ντασιακό κόσμο του Falling μπορεί να με τατραπεί ο ίδιος σε ενός είδους υπνοβά τη, “επιπλέοντας” ανάμεσα στη βιωμένη και στην ονειρική πραγματικότητα, στην ύλη και στο άυλο, στο οριακό σημείο εν τέλει μεταξύ ύπνου και αγρυπνίας. Νερό, μελάνι και αλάτι συνθέτουν μια ολισθηρή,

υπνωτική συνθήκη και καλούν τον θεατή να βυθιστεί σε έναν -τρόπο τινά- συνει δητό ύπνο με οπτικοακουστικά ερεθίσμα τα και αλληλεπιδράσεις. Όντας -σε μια φαιδρή σύμπτωση- ομοιοκατάληκτα, το νερό και το όνειρο μοιράζονται ακόμα ένα ακόμη στοιχείο, αυτό της “ροής”. Το ανοίκειο συναίσθημα παρατηρείται μέσω της παραδοξότητας της αφήγησης του Falling, όπου η αλληλουχία των σχε δίων στο χαρτί συνομιλεί με το animation σε έναν φαύλο διηγηματικό κύκλο, εκεί όπου η ύλη και το άυλο συνυπάρχουν δίχως να αντιπαραβάλλονται, συστέλλο ντας τα όρια της αισθητηριακής αντίλη ψης μπροστά στο σύνηθες κι όμως

12
► Falling
FALLING
ανεξε ρεύνητο σύμπαν του ύπνου. Εκείνος σε αυτό το αβέβαιο ονειρικό παλίμψηστο δι ατηρεί την προαναφερθείσα φαντασιακή, ονειρική συνθήκη. Επιμέλεια κειμένου: Μαρία-Ελπινίκη Ζαφειράκη
13

Αυτόχρονες

Εγώ τώρα, δεν φροντίζω μόνο τον εαυτό των χρόνων των σαράντα δύο, των εννιά, αλλά και των εξήντα επτά, των δέκα έξι και των είκοσι τέσσερα. Ξανά από την αρχή, από το τώρα προς τα πίσω, και τα μπρος, με τη δύναμη όλων μαζί, μπήκαν στη θέση τους, έγιναν ένα, σύμφυση. Ο πόνος, και η συμφορά και όλα τα ερωτηματικά έχουν λυθεί. Επίγνωση, συνάφεια ιερή. Οι φόβοι διασκεδάστηκαν. Αντικριστά όλες τους, χαμόγελα, μία αγκαλιά, βλέμμα αστραπή, αγαπιούνται, έχουν επιτέλους γιορτή. Αυτό ακριβώς ένοιωθαν τότε, και εκείνη τη φορά, την άλλη που, και μετά, και πριν από αυτήν. Και οδηγήθηκαν τώρα σε αυτή τη μορφή, ανά-Στάση. Τα δάκρυα που παραλίγο τις πνίξαν, κυλήσαν προς τα μέσα, έγιναν ιχώρ, χρόνο-Δίνη, ανά-Στροφή. Να ξέρω πως όλο το φως, όλες οι ελπίδες, μικρές, μεγάλες, είχαν πυξίδα—γυρίσαν, γιατί όλες ήταν εγώ. Είχα σταθεί κατάκοπη, τις ρωτούσα: “Πού τρέχετε, που πάτε βιαστικές; Εδώ είναι η ζωή. Που πάτε ονειροβατώντας; Σας είχα πολλές”. “Ησύχασε”, είχε γυρίσει μια μικρή, ανάλαφρη, με πλεξίδα διπλή και μάτια άστρα. “...πάμε να βρούμε αυτό που θες!” Και είχαν χαθεί, τρέχοντας με χάχανα, σαν κοριτσόπουλα, νύμφες, που πάνε να παίξουν με τα κύματα. Εγώ με τις πλεξούδες, εγώ με τις ρυτίδες, εγώ και με τα μάτια αστραπή. Τα ήξεραν όλα, οι μικρές, από τα πριν. Οι μεγάλες, από το μέλλον, τους μιλούσαν σε ροή. Και όλα στο τώρα ένα φιλί. ανά-Πνοή.

14
—Rien

At the shore

We sit on the sand, side by side elbows on knees bent, around us a wave of wild horses

It will be always dawn We will always have emerged the night before The sun will always almost rise behind basalt lines serene in colors that won’t cover us for it won’t reach its zenith On this low point always, a filter gray all things and their shadow as one

The sand won’t be cold it will drink in the warm breath of the sea that we inhale too as it warms up the breeze that carries the night to its morning It will bring at times

sand on our bare feet the salt cedars behind us dry seaweeds will tickle us We won’t be afraid The breaths and the neighing and all life there hidden and dark

we will hear it happen somewhere far, beyond, we will be the end that becomes the beginning, because it was there before it was born and die can it not

We sit on the sand, elbows on knees the sea before us around us a wave of wild horses

15

Ανεμοσυρμή

Έκανα τις ηπείρους καφενέδες - πόσα ταξίδια θα μπορούσες να είχες κάνει και συ - Όπως το θέλησες έτσι και ήσουν - Κάνω τώρα αυτό που θέλω και ΄γωΑγόρι - φίλε μου περήφανε - αγέρωχοΗ σπασμένη σου κορμοστασιά - στις μύτες να πατήσω να σ’ αγκαλιάσω - είχες τις σκέψεις σου ψηλά - να σε φιλήσω στο μέτωπο - κλειστό φέρετρο - Έχω τις φωτογραφίες σουτο καθαρό σου πρόσωπο στη θύμηση - απείθαρχο βλέμμα - κραύγαζε σε όλες τις εικόνες σου - σαν άνεμος που πέρασαν από τον φακό μου - που έγινες - Έρχεσαι στα όνειρά μου - στον ξύπνο μου δίνεις εκπνοήΘα έπεφτες, αν ήμουν εκεί; - Πόσες φορές στάθηκα δίπλα σου - στον έβδομο - ταράτσα αμόνωτημε τις ώρες - αιώνες, αγώνες - χρόνος συμπαγής πριν πηδήξεις στο κενό - Σιωπηλοί και οι δύο και η αύρα σιωπηλή - να μας χαϊδεύει - από τον ήλιο ξανοιγμένες οι τούφες μας να χορεύουνε στα μάγουλαπριν γίνει σφυριχτή ριπή στ΄αυτιά σου - επιτάχυνσηΚράτησες αναπνοή; - σκίστηκε ο χρόνος - Τι ήμασταν μαζί, όταν ήσουν ακόμα εδώ; - Και πόσος καιρός πέρασε, μέχρι να λυτρωθείς; - Δεν ήμασταν σαν τους άλλους - τα νοιώθαμε όλα - βαθιά ρουφηξιάμας ήταν αρκετά - μας ήταν πολλά - σπάνια τα καταλαβαίναμε - δεν ανήκαμε - Στη σκιά κάποιων άλλων πάντα - μα αδύνατο να γίνουμε οι ίδιοι σκιάΤων στίχων μου μουσική - τις δικές σου νότες έπαιζες μοναχός - στους τάφους μου έσκαβα μοναχή - Να σου πω όμως - με βλέπεις τώρα - έσπασα την κατάρα της σιωπήςτινάζω από πάνω μου τα χώματα - Δώσε μου το χέρι σου ζεστό - μαζί μου να σταθείς στην κορυφή - Δες! ΈφτασαO Σίσυφος

16
ελευθερώθηκε - νίκησε το παράλογο και αυτόςΜαζί μου τον κόσμο - Ορθοί - να αναπνεύσεις και όλη τη ζωή - αθέατη - Ένα χάδι όλος ο ουρανός - βαμβάκι παχύ η αυτοδικαίωση - Δες! Είχες αξία - έχεις, είσαιΑγάπη - περισσή.

marinakoutraki@hotmail.com ν α γε λάς να μιλάς να φιλάς να μιλάς να φιλάς να μιλάς

να φιλάς πες το να φιλάς να φιλάς

να μιλάς τι όμορφες οι λέξεις να μιλάς να φιλάς να φιλάς στο νου να φιλάς να μιλάς να μιλάς να φιλάς απ' τα νοήματα στα χείλη να μιλάς να φιλάς πέταξε να μιλάς να φιλάς να φιλάς να φιλάς στα διπλανά να μιλάς να μιλάς να φιλάς να φιλάς φωναχτά να μιλάς να μιλάς μη σταματάς να φιλάς να μιλάς να μιλάς να φιλάς εκεί που συναντάς να φιλάς να φιλάς να φιλάς να φιλάς να φιλάς να μιλάς να μιλάς να φιλάς μη μου κρατάς να μιλάς να φιλάς να μιλάς να μιλάς να φιλάς για σένα τις λέξεις να φιλάς να μιλάς να φιλάς να γελάς από την καρδιά σου τ ο φ ι λ ί .

17
σελ 2/6
Ο Μπωντλέρ είχε πει “Ποιος θα τολμούσε να αναθέσει στην τέχνη τη στείρα λειτουργία της μίμησης της φύσης;” αλλά αυτό δε νομίζω πως ισχύει για τη Νεκρή Φύση. Υπάρχει κάτι ρομαντι κά προσωπικό και ήρεμο σε αυτή. Η “παγωμένη” στο χρόνο σκηνή αποσύνθεσης, χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερη αισθητική και δημιουργεί μια σχε δόν ποιητική μελαγχολία. Αποτελεί επιβλητική υπενθύμιση του Memento Mori στον παρατηρη τή, αλλά ταυτόχρονα επισημαίνει τα θαυμαστά πράγματα που προσφέρει η ζωή, πράγματα που ερμηνεύονται βάσει των βιωμάτων και των εν διαφερόντων του καθενός. Δεν είναι μίμηση, αλλά σύνθεση, όχι μόνο τεχνική και εικαστική, αλλά σύνθεση του μακάβριου και του θανάτου με το ωραίο και το γνώριμο. Vannitas

τρεις και σαράντα εννιά

Δήμητρα Καδικιώτη

Τρεις και σαράντα εννιά. Έπρεπε να ήσουν από μια μεριά μα δεν ήσουν και ήταν τα λουλούδια για σένα. Κάθετες αποστάσεις, μα κυρίως ήρεμα απογεύματα. Παλιές αναμνήσεις με κίτρινα προάστια από Ιουνίους. Αβέβαια τελείως αγγίγματα, παύσεις. Ξεχειλωμένες ακινησίες που μονάχα γιορτάζουν τις κραυγές από τα ναυάγια. Ξέρεις να εκλείπεις για να βρεθείς και όλο χάνεσαι και βρίσκεσαι. Όπως όταν τα αρώματα έσπαγαν και εσύ δεν ήσουν εκεί. Συνηθίζω να κοιμάμαι σκεπτόμενη λόγους για να μείνω ξύπνια. Με κοιμίζουν τόσο το βράδυ όσο και τη μέρα. Οι ευαισθησίες μου ξεριζώνονται σαν κάποιο είδος τελετής με ολική νάρκωση. Τα πόδια μου είναι βαριά. Σαν να σηκώνουν μεγάλα μπρούτζινα κλειδιά πορτών, που ποτέ δεν θα ανοίξω. Το κεφάλι μου γέρνει προς τα δεξιά, σαν να ακούει νανούρισμα και κοιμάται υποκριτικά, ελαφριά όσο τα άγαρμπα χέρια μου δακτυλογραφούν την ανησυχία. Η ευτυχία είναι ένας ποταμός που δεν μπορεί να με βαφτίσει. Είναι κύστη της αποσαφήνισης που ο καπνός από το τσιγάρο μου μοιάζει να είναι οξυγόνο. Σκέφτομαι. Τα μακριά λευκά του δάχτυλα. Πώς με ακουμπούσαν σχεδόν νοερά και πώς σχεδόν νοερά με τύλιγαν ρίγη. Στο άκουσμα του ονόματός του, χιλιάδες πυροτεχνήματα έσκαγαν στον ουρανό και φώτιζαν, πιο πολύ από όλα τα άστρα μαζεμένα σε έναν κύκλο φτιαγμένο με διαβήτη. Το μέσα μου ανυψωνόταν σαν ένα παιδικό όνειρο και η καρδιά μου επιτέλους χτυπούσε. Τα μάτια του με έκαναν να θέλω να μοιραστώ τη ζωή. Καταγάλανα και πάντοτε μισόκλειστα έκαναν ευγενικές χειραψίες στις μιμήσεις των ερωτικών μου φαντασιώσεων. Το δέρμα του, απαλό, με τους πόρους να αχνοφαίνονται σαν καλυμμένοι από σεντόνι από κουρτίνα λευκή ημιδιαφανή. Το δέρμα του, σαν να ήταν φτιαγμένο μόνο για να υπάρχει δίπλα στο δικό μου, να στέκεται αγέρωχο, κρυστάλλινο, να με προκαλεί στο άγγιγμα, με το φόβο πάντοτε μήπως ραγίσει. Το στέρνο του με γέμιζε ελπίδες. Με έκανε να θέλω να το φιλώ, χιλιοστό-χιλιοστό, σε χρόνο ενεστώτα, σε χρόνο μέλλοντα ακόμα και σε χρόνο παρελθοντικό. Δυνητική οριστική. Θα ήθελα. Τα μικρά του σημάδια βρίσκονταν εκεί, επιβλητικά, σαν από πανοραμικής όψεως νησίδες, σε ένα αμφίβολο απέραντο γαλάζιο. Μακάρι να μπορούσα να φιλήσω ολόκληρη την επιφάνειά του. Μακάρι τα φιλιά μου να ήταν πανάκεια για τις πληγές. Με ερωτεύομαι όταν είμαι μαζί σου, μα κυρίως με απεχθάνομαι όταν δεν είμαι μαζί σου. Και αφού πλέον ο χρόνος κυλά, μόνο με τις στιγμές μας, είναι σχεδόν καθήκον να το πω. Έλα σε εμένα και υπόσχομαι μόνο μαργαρίτες. Υπόσχομαι γλυκά φθινόπωρα, με αέρα και φύλλα να πέφτουν προς τιμήν των εποχών που φεύγουν. Υπόσχομαι καλοκαίρια με βροχές, από εκείνες που τρέχεις γυμνός στην άσφαλτο. Δεν θέλω οι εποχές να έρθουν και να μη σε βρουν δίπλα μου. Δεν θέλω τα άνθη να με πεθαίνουν και εσύ να μην

20

είσαι εδώ να τα δεις. Η σαχλή μου εαυτή, σε ζητά με απόγνωση, οδύνη και πόθο. Αβέβαιο πόθο για τη μέρα που ξημερώνει, βέβαιο όμως για την ακάθεκτη ανάγκη μου να σε αγαπώ, κάθε νανοσεκόντ της ύπαρξής μου. Διάφανα τα χρόνια μας, διάφανοι και εμείς, πίσω από κουρτίνες θλίψης και ντροπής, ενάντια στον έρωτα, που τόσο μας έχει ερωτευτεί, σε χρόνο ενεστώτα, σε χρόνο μέλλοντα. Τρομάζω με τους ανθρώπους και μόνο εσύ δεν με τρομάζεις. Δεν είσαι μέτρο ή σταθμός. Είσαι ολόκληρη η έννοια του μέτρου και του σταθμού στην ολότελα παραδομένη υπόσταση μου. Είσαι όλες οι λέξεις που δεν μπορώ να πω, όλες οι αισθήσεις που δεν μπορώ να περιγράψω. Ένας πόνος γλυκός σχίζει το κορμί μου στη μέση και αυτό στέκεται ανήμπορο και δεν θωπεύει. Χωρίς τα απαλά σου χείλη να συνταιριάζουν τα δικά μου, τα χείλη δεν έχουν πια καμία χρησιμότητα. Κράτησε με λιγάκι ακόμα. Θέλω μαζί σου πρωινά, θέλω τη ζωή μαζί σου. Θέλω να τη ζήσω τη ζωή, μαζί σου. Δεν ασπάζομαι θεωρίες περί άλλων μισών και μισών ανθρώπων. Πιστεύω υπάρχουν μόνο άνθρωποι ολόκληροι, ολοκληρωμένοι, που ολοκληρωτικά, ανιδιοτελώς και ασύλληπτα, αγαπούν. Δεν γνώριζα –κι ούτε τώρα γνωρίζω για να είμαι ειλικρινής–, πώς μεταφράζεται ο κόσμος που ανακάλυψα και αν μετατοπίζεται. Το μόνο που μπορώ να πω με σιγουριά είναι πως παράδοξα είναι αναγκαίο να σε αγαπήσω. Και ίσως είναι αναγκαίο να μη σταματήσω ποτέ να το κάνω. Εξίσου παράδοξα, με περιρρέουσα αντίσταση, επικροτώ τον τρόπο που κοιτάς τη ζωή και για του λόγου το αληθές, ακόμα και την εκτίμηση σου για το πλεονέκτημα σου ως προς το συναίσθημα. Για την ευλάβεια με την οποία φέρεσαι στους ανθρώπους για τα ερεθίσματα που σου προσφέρουν, παρ’ όλη την ακίνδυνη, αγνή, αφέλεια σου. Γράφω σ’ εκείνον –κι ας μη το διαβάσει ποτέ– , για τον τρόπο που έκανε το μέσα μου να σκορπίσει. Για το πώς με δίδαξε πως όσο ολόκληρη και αν είχα υπάρξει, πάντα θα υπήρχε μια μικρή ιστορία, να ντύνει τα πιο απόκρυφα και γυμνά σημεία της μοναξιάς μου. Εξιδανικευμένα αφενός, απερίσκεπτα αφετέρου, το νήμα ενυπάρχει στην απροθυμία σου να αλλάξεις αυτό που στέκεται στο πλάι σου. Να πιστεύεις, να ακολουθείς, να μάχεσαι. Να φωτίζεις πλακόστρωτους δρόμους. Μόνο μην επισκιάσεις, στην προσπάθεια σου να το προστατεύσεις τρυφερά, όσο ανθίζει.

21

‘lum’ σημαίνει ροή (που σε καθοδηγεί). Τα κολλάζ θέτουν σε αμφισβήτηση την αντίληψη μας για το τι θεωρούμε κανονικό και πραγματικό. Στόχος είναι να προβάλλουν την εμμονή μας για την αναζήτηση στοιχείου νερού στους γειτονικούς πλανητες. Η μετάβαση από έναν τόπο σε έναν άλλον τονίζεται από μια απροσδιόριστη ροή που οδηγεί τα βήματά μας, σε έναν αόριστο χώρο χωρίς αρχή και τέλος. Έμπνευση είναι τα έργα του Carmelo Baglivo: Architectural collage.

22
lum Marjola Kreka
23

ανώνυμο

Νομίζω είναι πιο εύκολο

να πιστεύεις ότι κάτι δεν υπάρχει

Ακόμα κι αν ελπίζεις

όσο τίποτα στον κόσμο

να 'σαι λάθος

Ή τότε ελπίδα και πεποίθηση γίνονται ένα;

Όπως και να 'χει

Ίσως αν δεν το περιμένεις

αν δεν το κυνηγάς

αν δεν πασχίζεις απεγνωσμένα για κάτι

να 'ρθει τελικά σε σένα

Μα πάντα ήμουν απελπιστικά ρομαντική

Απελπισμένα

Αλλά δεν έχω καταφέρει τίποτα

Δεν έχω ζήσει τίποτα

Άρα δεν έχω αποδείξεις για το αντίθετο

Άρα δεν υπάρχει

24
25 Τα δύο σχέδια έχουν ως κυρίαρχο το σουρεαλιστικό στοιχείο το οποίο εκφράζεται μέσω του ανθρώπινου χεριού και των επιμέρους αντικειμένων. Το νόημα πίσω απο κάθε έργο αφήνεται στην κρίση του θεατή. Κ λειδί & Λάμπα
alloprosallos_nous (Erratic miND)

Καμμένα Καράβια

Ιωάννα Βρεττού

Στην αρχαία Ελλάδα, και όχι μόνο, κάτι τέτοιο αποτελούσε την ύστατη καταστροφή, καθώς το μοναδικό μέσο διαφυγής θα παλλόταν με μιας στις φλόγες. Γι’ αυτό το καράβι στη στεριά συμ βολίζει όχι μόνο τη μοναδική οδό διαφυγής την κρίσιμη στιγμή, αλλά και το σύνδεσμο με την πατρίδα, με έναν κόσμο ήδη διαμορφωμένο και γνώριμο. Κάποιες φορές μπορεί να σημάνει και την ολική καταστροφή της επιστροφής, την εξάλειψη της πιθανότητας εγκατάλειψης του πολέμου, καθώς σε κάποιους αγώνες

26
υπάρχει μόνο «νίκη ή απώλεια» αλλά καμία διαφυγή. Δεν μπορούμε να κοιτάξουμε πίσω πια. «Δεν μπορούμε να γυρίσουμε στο παλιό, τα κάψαμε τα καράβια μας.» *248, Menschliches, Allzumenschliches, Erster Band Friedrich Wilhelm Nietzsche, 1878
können wir in’s Alte nicht zurück,
die Schiffe verbrannt”
“Überdies
wir haben
*

Πεινούσε πολύ, όμως μέσα στα βουνά δεν έβρισκε ίχνος φαγητού, κανένα ζώο που να άφηνε πίσω τους φόβους του για την ανθρώπινη παρουσία. Περπατούσε πολλές ώρες μέσα στο δάσος, το οποίο περικύκλωναν τα βουνά, προκαλώντας του δέος αλλά και ανασφάλεια για την πιστότητα της διαδρομής του. Στόχος του ήταν να φτάσει στο πιο ψηλό βουνό, εκεί που κανείς άλλος δεν είχε ανέβει. Δεν ήθελε να μετράει στο μυαλό του τις προσπάθειες ανθρώπων ντυμένων «ειδικά» για το ένα, «ειδικά» για το άλλο. Δε μπορείς να νιώσεις το χώμα όταν φοράς τα πιο ογκώδη και αφύσικα παπούτσια της αγοράς, σύμφωνα με τον ίδιο, ο οποίος ήταν ευχαριστημένος από τα πεθαμένα του πάνινα. Είχαν φτάσει πολλοί στο βουνό, όχι όμως όπως ήθελε αυτός. Δεν ανήκε σε κάποια φυλή, έφυγε από το σπίτι του και δε τον έψαξε κανείς. Όταν ξεκίνησε το ταξίδι, το άγχος του για το μέλλον ήταν εκτός ελέγχου, η ζωή σε μια καλύβα με υγρασία ήταν μονόδρομος για την επιβίωσή του. Μέχρι τώρα, κατάλαβε με χίλια ζόρια όλες τις ρουτίνες επιβίωσης ενός ερημίτη-ταξιδιώτη. Του έλειπαν οι ανέσεις του σύγχρονου ανθρώπου. Δε θα άλλαζε με τίποτα την τωρινή του διαδικασία Ανατολής - Δύσης, τη μυρωδιά του υπαίθριου μαγειρέματος, τη φθορά της φύσης στον ίδιο της τον εαυτό. Η δική του φθορά ήταν γρηγορότερη από όσο περίμενε. Κάλυψε την ασήμαντη του πείνα με φρούτα και επέλεξε το περιεχόμενο των τελευταίων του σκέψεων, πριν φτάσει στο ψηλότερο βουνό. Επέλεξε να το ονομάσει Πόθο, ένα όνομα κλισέ για όλους τους ανθρώπους, σίγουρα όχι όνομα επιβλητικού βουνού.

28
Η έξοδος
Ρένια Συγκούνη

Οι πρόποδες του θύμισαν την παλιά του δουλειά, η οποία τον γέμιζε με προσμονή για την επόμενη και μεθεπόμενη καρμπόν ημέρα. Το σκαρφάλωμα δε θύμιζε σε καμία περίπτωση άθλο. Έκανε προοδευτικά τον κύκλο του βουνού, ακολουθώντας το στενό μονοπάτι, κοιτώντας ανά τακτά διαστήματα πίσω του, με την ελπίδα να αποκτήσει έναν εναλλακτικό στόχο. “Ο Πόθος θέλει να είναι ξερότοπος”, σκέφτηκε, “έτσι ώστε να ασχοληθώ μόνο μαζί του, ίσως και να θέλει να αντιμετωπίσω μόνος μου το αίσθημα της ανίας, χωρίς καμία εξωτερική απασχόληση. Με θέλει ακίνητο και δημιουργικό ταυτόχρονα”. Φτάνοντας στην κορυφή του Πόθου, συνειδητοποίησε το χρώμα των πετρωμάτων του. Ήταν απαλό ροζ, το χρώμα που οι άνθρωποι μαθαίνουν να αγαπούν και να μισούν μαζί, ανάλογα με τον ρόλο που τους δείχνει η κοινωνία. Αποδέχτηκε το χρώμα του βουνού και κατάλαβε πως έφτασε η ώρα του. Δεν είχε άλλο στόχο. Ήθελε μόνο να δει το μέρος για το οποίο προορίζεται κανονικά η ανθρώπινη ζωή. Σε λίγα λεπτά, τελειώνοντας την τελευταία οργανωμένη σειρά σκέψεων, η ύπαρξή του θα ήταν ένα πετραδάκι που κανείς επόμενος ορειβάτης δε θα παρατηρούσε. Ένιωσε την συρρίκνωση του εαυτού του μέσα στο μυαλό του, σαν να του αφαιρέθηκε ομαλά το σώμα, χωρίς πόνο και απώλεια. Συνέχισε να βλέπει τα δέντρα, του προκαλούσε ακόμα ρίγος ο αέρας του βουνού. Το ροζ πετραδάκι σχημάτισε άλλο ένα εκατοστό πάνω στον Πόθο, χωρίς να αναταράζει τα υπόλοιπα κομμάτια του.

29

Μυρτώ

Χριστοπούλου

Έρωτας φάντασμα

Έρωτα φάντασμα

Ώσπου να σ’ ανταμώσω Πήγες χάθηκες. Τη χαρά μου σε λύπη Δεν τη χάλασα. Όλα τα συναισθήματα

Που μέσα σου τα ‘πνιγες, Έγιναν αστέρες

Που έπεσαν στη θάλασσα. Άδειοι αιθέρες

Γεμίζουν με την πνοή σου, Λέξεις, χαμόγελα άτσαλα Αφήνουν την ψυχή σου. Εμείς που πίσω μείναμε Να κρατάμε την καρδιά σου Λέξη δεν ξεστομίσαμε

Παρά μόνο το όνομά σου. Ώσπου να κηρύξουμε

Κι εκείνο απαγορευμένο, Έρωτα, φάντασμα σε είπαμε Που ποτέ δεν ήσουν λυπημένος.

Οι ετοιμόρροποι

Οι ετοιμόρροποι άνθρωποι ελλοχεύουν Τον ήλιο από τη μια του ρωγμή Ν’ αποστραγγίξουν.

Οι ετοιμόρροποι άνθρωποι τριγυρνούν Τον παράφορο ήχο των βιολιών μας Ν’ ακούσουν, Τον άστατο χορό μας να δουν. Οι ετοιμόρροποι άνθρωποι προσέχουν Τον κύκλο των αστέρων μη χάσουν, Τ’ άδικο πρόσωπο του φεγγαριού να δουν. Οι ετοιμόρροποι άνθρωποι στις πηγές κοπάζουν, Δίπλα από τα πλατάνια κόκκινο νερό να πιουν. Οι ετοιμόρροποι άνθρωποι ποτέ τους δεν γυρνάνε πίσω, Δένουν την κορδέλα στο κλαρί Γιατί άλλοι τα όνειρά τους θα συνεχίσουν.

30

Λουλούδι της ανατολής

Λουλούδι της ανατολής

Που μόνο σου Με μικρά βήματα διστακτικά

Ρίζωσες βαθιά

Σε κάτασπρο χαλί, Τόσο φοβισμένο

Έκανες ν’ ανθίσεις

Σε έναν τόπο με μίσος σπαρμένο.

Πριν φτάσεις

Καρπό να βγάλεις, Σου κόβουν την καρδιά, Την ομορφιά σου

Θάβουν βαθιά

Κι εσύ άλλους Τόπους ονειρεύεσαι

Όπου τ’ αστέρια θα ‘ναι Πιο κοντά.

Βολές

Όλοι χάνονται, Όλοι ψάχνουν τις χαμένες ψυχές Στα υγρά παγκάκια. Κρύβονται κάτω από υπόστεγα Κι από θλιμμένες σκιές. Σκορπίζουν τις ψυχρές τους ματιές Ανάμεσα στους ανθρώπους που Κατεβαίνουν από τα λεωφορεία. Πολλά λεωφορεία που όλο έρχονται Και άνθρωποι που όλο φεύγουν. Όλοι γυρνούν, Όλοι γυρνούν μόνοι τους, Ψάχνουν στα υγρά παγκάκια, Κάτω από τα υπόστεγα. Περιφέρονται ανώφελα Ώσπου να χαθούν κι εκείνοι, Ώσπου άλλοι να τους ψάξουν Στα άδεια λεωφορεία, Ώσπου να τελειώσουν οι Αλλεπάλληλες βολές της θλίψης.

31

Παρατηρώ την ιερότητα της φύσης, τις εικόνες των τοπίων. Απέραντες εκτάσεις με αμέτρητα πλήθη στοιχείων που παίρ νουν τη μορφή ενός ατελείωτου ορίζο ντα, χώρου και χρόνου. Στις εικόνες αυτές το κέντρο εστίασης μοιάζει να έχει μοιραστεί ισόποσα σε κάθε σημείο. Απέναντί τους αισθανόμαστε σαν να παρατηρούμε με ανοιχτά μάτια το σκοτάδι. Φτιάχνω σχέδια με μελάνι και κατασκευ ές με σύρμα, δίνοντας έμφαση στην τε λετουργία της διαδικασίας. Για τα σχέδια είναι σημαντική η έννοια του εργαλείου:

κατασκευάζω τα εργαλεία μου από χόρτα που δένω και χρησιμοποιώ σαν πινέλα. Για τη δημιουργία των κατασκευών η προσήλωση στην επανάληψη της ίδιας διαρκώς χειρονομίας είναι σημαντική. Με την αγωνία να γεμίσει ο χώρος και ο χρόνος η διαδικασία γίνεται ένα επίπονο τάμα. Μ’ αυτόν τον τρόπο δημιουργώ «παγω μένες» εικόνες. Ακίνητες όπως φαίνονται τα κύματα της θάλασσας όταν τα κοιτάμε από πολύ ψηλά. Διαστάσεις: 0.48μ x 0.75μ, υλικό: μελάνι

32
Ερμιόνη Συρογιαννοπούλου
33 Λεπτομέρεια (πλήρες έργο βλ. επόμενη σελίδα)
Διαστάσεις: 1μ x 2.10μ, υλικό: σύρμα

alice

Ντέμη

Αναγνωστούλη

ελ eng

Βλέπεις το πρόσωπό σου σε παλιές φωτογραφίες και λες κάπως έτσι έμοιαζα κι εγώ κι αυτός και τώρα τα ματιά μου είναι πιο μικρά και δεν έχω το ίδιο κούρεμα όπως τότε, που άλλοι αποφάσιζαν για μένα.

Είναι και κάποια μεσημέρια που θέλεις να κάψεις τα οικο γενειακά άλμπουμ και οποιαδήποτε απόδειξη συνάθροισης με αυτούς τους ανθρώπους γιατί δεν έχεις κανένα κομμάτι τους. Τα κομμάτια σου είναι σκόρπιες συζητήσεις, τυχαίες συναντήσεις, ένα κλειδωμένο αμάξι, μια άρνηση, ένας υπαινιγ μός, κάποιο κελάηδισμα, ένα μυρωδάτο σεντόνι, οι ερμη νείες, ιδρώτας κι ένα απότομο ξύπνημα με μόνη σκέψη να κουνήσεις τα ποδιά και τα χεριά σου ως ένδειξη σιγουριάς ότι είναι ακόμα εκεί κι όχι πετάμενα σε κάνα σοκάκι.

You see your face in old photos and you tend to think: I looked something like this and he as well but now my eyes are small er and I don’t have the same haircut as I did back then, when others chose for me.

There are some noons when you desire to burn all the family albums, any and all proof that you are somehow connected to these people, as you do not possess any piece of theirs.

Your pieces are scattered conversations, random meet ups, a locked car, a refusal, an insinuation, birds chirping, a fragrant bed sheet, interpretations, sweat and suddenly you wake up with only one thought: to move your legs and arms to reassure yourself that they are still there and not ditched in some alley.

36

Tης διανόησης οι καρποί

Αναστάσιος Μαράς

Οι ώρες ήτανε βαριές, στης διανόησης το λιβάδι. Πυκνή των ιδεών η παρουσία, ώριμων καρπών πλούσια παραγωγή.

Ολάνθιστη είναι των ολίγων η φυτεία. Αόρατη για τους πολλούς που θεωρούν παράφρονες τους γεωργούς της νόησης, καθώς δεν βλέπουν τους καρπούς τους. Για ποιόν θερίζουν οι γεωργοί αλήθεια; Για τους πολλούς ή για των λίγων, των ελάχιστων την τέρψη; Έχεις πολλές να δώσεις απαντήσεις στο παραπάνω ερώτημα, όταν θελήσεις ειλικρινά να

απαντήσεις;

Μια και μόνη, μα πικρή

θα ‘ναι η απάντησή σου.

Τη μήνη των πολλών θα προκαλέσει, μα και για τους λίγους σίγουρος, ποτέ σου να μην είσαι.

Κυριακή 6 Μαΐου 2018

37

Το συγκεκριμένο πρότζεκτ δημιουργήθηκε μέσα στην παράξενη εποχή του κορονοϊού (2021) όπου επανερμη νεύονται οι βασικές έννοιες του χώρου, της κοινωνικότη τας και της ελευθερίας: Αλλαγή της κλίμακας των καθη μερινών διαδρομών και οπτικών ερεθισμάτων. Όλα μας τα ερεθίσματα συμπυκνώνονται στον χώρο του σπιτιού και η κλίμακα της παρατήρησής μας μέσα σε αυτό αλλάζει και σμικρύνεται καθώς είναι η μοναδική πηγή εκτόνωσης των αισθήσεων. Μόνο προγραμματισμένες κοινωνικές αλληλεπιδράσεις κατά βάση από τον υπολογιστή (περιο ρισμένες αισθητηριακά), σαθρό σύστημα υγείας, αυστηρή κρατική επιτήρηση, οικονομική ανασφάλεια. Μέσα σε αυτήν την πρωτόγνωρη και αγχωτική επο χή που χαρακτηρίζεται από μειωμένα ερεθίσματα, η πα ρατήρηση του μικρόκοσμου γύρω μας, η ονειροπόληση και η φαντασία λειτουργούν θεραπευτικά για εμένα. Οι άμπστρακτ εικόνες που αποτελούν το ένα μέρος του πρό τζεκτ δημιουργήθηκαν από ψηφιακή επεξεργασία ή και κολλάζ μακρο-φωτογραφιών των αντικειμένων που με περιβάλλουν στη νέα περιορισμένη πραγματικότητα.

38
ZIZANIA Ροζαλία Τεγουγιάννη

Αποτελούν ελεύθερες αναπαραστάσεις των τοπίων της φαντασίας μου, που είναι δυσανάλογα έντονη και δρα στήρια σε σχέση με την πραγματικότητα. Κατά βάση τα φωτογραφημένα αντικείμενα είναι λε πτομέρειες φυτών και φρούτων στα οποία παρατηρώ είτε τη μαγεία της δομής τους είτε το ενδιαφέρον των πα θήσεων ή της αποσύνθεσής τους. Κάποιες φωτογραφί ες αποτυπώνουν επίσης λεπτομέρειες που μου φαίνονται ιδιαίτερες στις σύντομες εκτός σπιτιού διαδρομές. Έχουν σχέση με τις διαβρώσεις του τεχνητού περιβάλλοντος από τα φυσικά φαινόμενα. Αυτά τα στοιχεία επεξεργασμένα και ανασυνδυασμένα παράγουν φαντασιακές έντονες αι σθητηριακά συνθέσεις διαπραγματευόμενες δίπολα:

40

ευθραυστότητας – ευημερίας, φαντασιακού – πραγματικού, ενεργητικότητας – αδράνειας, ουτοπίας – δυστοπίας.

42

Παράλληλο αφήγημα φωτογραφιών. Διαπραγμάτευση περί: εμφάνιση του ιού, μονοτονία της καθημερινότητας,

άγχος για τους ηλικιωμένους γονείς, διαχείριση των φιλικών σχέσεων, διαχείριση εργασίας από το σπίτι, αναπόληση κοινωνικών συμβάντων, εσωτερική ασφυξία, καταστολή, παράξενη όψη της πόλης

44

Τρόπος παρουσίασης:

Στο αρχικό έντυπο έργο σε κάθε σελίδα υπήρχε η επε ξεργασμένη εικόνα και από πίσω της μια φωτογραφία. (*στο ararouna 02 το μέγεθος και οι αναλογίες των ψη φιακών εικόνων αναπροσαρμόζονται ώστε να καλύπτουν τη δεξιά σελίδα κάθε δισέλιδου). Στο αρχικό έντυπο οι φωτογραφίες ήταν πολύ μικρότερες της σελίδας και το ποθετούταν τυχαία πάνω σε ένα μέρος του καμβά της. Τα δύο παράλληλα αφηγήματα φωτογραφιών - ψηφιακών εικόνων σε δυάδες όπως είχαν επιλεχθεί δημιουργούσαν και αναμεταξύ τους συσχετίσεις και σενάρια. Επίσης με τον τρόπο με τον οποίο ήταν δομημένο το βιβλίο (τύπου σπιράλ) δεν υπήρχε πρώτη και τελευταία σελίδα – η σει ρά ανάγνωσης αφηνόταν στην φαντασία του αναγνώστη. Το πρωτότυπο έντυπo αφήγημα αποτελούταν από 17 άμπστρακτ εικόνες και 17 φωτογραφίες.

Στο ararouna 02 έχουν επιλεχθεί μέρος του έργου και δυάδων, καθώς και διαφορετικό φορμάτ, δημιουργώντας πάλι μια διαφορετική αφήγηση.

Ένας ακόμη πιθανώς κατάλληλος τρόπος παρουσίασης είναι ένα εκθεσιακό περιβάλλον: λευκό, αποστειρωμένο με διαδρόμους που στενεύουν, φαρδαίνουν, διακλαδώ νονται, οδηγούν σε δωμάτια και σε αδιέξοδα (μια μορ φή παρόμοια του λαβυρίνθου). Μια τέτοια περιήγηση στο χώρο θα αναπαριστούσε την ακαθόριστη εγκεφαλική λει τουργία με την οποία αλληλοσυσχετίζονται τα ερεθίσματά μας κινητοποιώντας τη φαντασία μας. Κατά κανόνα οι φωτογραφίες θα τυπωνόταν σε διάφορα μεγέθη και θα τοποθετούνταν σε λιγότερο κεντρικά σημεία του χώρου, διασκορπισμένες, ενώ τα κολλάζ θα τυπώνονταν μεγάλα καλύπτοντας καταληκτικούς τοίχους διαδρόμων. Ο περι πλανώμενος σε μια μη γραμμική αφήγηση θα έκανε τις δικές του αλληλουχίες ερεθισμάτων - φαντασίας.

46

Μερικές φορές, όσο ενδεχομένως δραματικό και αν ακούγε ται, μια ταινία έρχεται στη ζωή σου την κατάλληλη στιγμή, ακριβώς όταν τη χρειάζεσαι. Αυτό συνέβη και σε μένα με το Κολόμπους, μια ταινία την οποία σκόπευα να δω εδώ και πάρα πολύ καιρό, συνεχώς όμως για κάποιο λόγο το ανέ βαλα, παρόλο που, ξέροντας κάποια γενικά στοιχεία, ήμουν αρκετά σίγουρη ότι θα μου άρεσε. Όταν τελικά έκατσα να τη δω, στο τέλος μιας όχι και τόσο καλής μέρας, ήμουν σίγουρη από το πρώτο κιόλας μισάωρο ότι αναπόφευκτα θα γινόταν μια από τις αγαπημένες μου· ακόμα περισσότερο, ότι επρόκειτο για μια ταινία κατά κάποιο τρόπο “δική μου”. Το Κολόμπους, λοιπόν, αποτελεί το ντεμπούτο του Κορεάτη σκηνοθέτη και σεναριογράφου

48 Κολόμπους: μια ωδή στις μικρές, καθημερινές στιγμές
Kogonada . Διαδραματίζεται στην ομώνυμη πόλη της Ιντιάνα των ΗΠΑ, Mέκκα των αρχι τεκτονικών πειραμάτων του μοντερνισμού σε αυτήν τη γωνιά της Αμερικής. Ένας διάσημος καθηγητής αρχιτεκτονικής, ο οποίος έχει καταφτάσει στην πόλη με σκοπό
να βγάλει μια ομιλία σχετικά με το έργο του μεταφέρεται επειγόντως στο νοσοκομείο μετά από ένα εγκεφαλικό. Τρομοκρατημένη, η γραμματέας του έρχεται σε επικοινωνία με τον γιο του, Τζιν (John Cho) , ο οποίος, αν και πρακτικά αποξενωμένος από τον πατέρα του, καταφτάνει στην πόλη προκειμένου να σταθεί στο
“What about everyday life? Are we losing interest in everyday life?”
Λήδα Γανωτάκη

πλευρό του. Εκεί, γνωρίζει την εικοσάχρο νη Κέισι (Haley Lu Richardson) , η οποία είναι παθιασμένη με την αρχιτεκτονική, δουλεύει στην κεντρική βιβλιοθήκη του Κολόμπους και ζει με τη μητέρα της. Οι δυο τους, αν και φαινομενικά τελείως ασύμ βατοι ως χαρακτήρες, έρχονται κοντά και αναπτύσσουν μια ιδιαίτερη φιλία μέσα από ήρεμους περιπάτους και βαθιές συζητήσεις.

Συνυφαίνοντας θέματα όπως η αρχιτεκτο νική, η οικογένεια, η μοναξιά, η επιθυμία για μια καλύτερη ζωή αλλά ταυτόχρονα και ο φόβος της αλλαγής, ο Kogonada εξυμνεί την ομορφιά, τη γλυκιά μονοτο νία και τις διακριτικές, βαθιά προσωπικές πτυχές της καθημερινής ζωής. Η κάμερα ακολουθεί τους χαρακτήρες στις ήσυχες στιγμές της μέρας τους, όταν είναι χαμέ νοι στις σκέψεις καθώς φτιάχνουν καφέ το πρωί και όταν συζητούν για όσα τους φοβίζουν αργά το βράδυ υπό τα νέον φώτα ενός κλειστού εμπορικού κέντρου.

Ταυτόχρονα, ο τρόπος που οι πρωταγωνι στές κινηματογραφούνται δε γίνεται ούτε στιγμή παρεμβατικός, καθώς ο Kogonada τους δίνει το χώρο να “αναπνεύσουν” και να ξεδιπλωθούν με τους δικούς τους ρυθμούς. Ολόκληρη η ταινία αποπνέει μια οικειότητα: άνθρωποι και χώροι που δεν έχουμε ξαναδεί ποτέ, όσο περνά η ώρα αρχίζουν να φαντάζουν όλο και πε ρισσότερο σαν μισοξεχασμένο όνειρο, σαν ένα μέρος που όλοι ζήσαμε για λίγο όταν ήμασταν μικροί. Κάθε σκηνή είναι μαγευ τική· αριστοτεχνικά δομημένη και τέλεια ισορροπημένη, τόσο ως προς την τοποθέ τηση των στοιχείων μέσα στο πλάνο όσο και ως προς την προσεκτική αντίθεση των χρωμάτων. Η κάμερα του Kogonada κοιτά τα πάντα με τόση ευαισθησία και αγάπη για κάθε μικροσκοπική λεπτομέρεια που είναι πρακτικά αδύνατο να μη νιώσεις, έστω και λίγο, το πάθος με το οποίο προσεγ γίζει τόσο την ίδια την ταινία όσο και την τέχνη του κινηματογράφου γενικότερα.

49

Αυτή είναι ίσως και η κυριότερη θεματική που διατρέχει το Κο λόμπους, καθιστώντας το για μένα μια ταινία κάθε άλλο παρά καθημερινή ή μονότονη: το πάθος. Σε έναν από τους πρώτους περιπάτους τους, η Κέισι και ο Τζιν φτάνουν μπροστά στο “δεύ τερο αγαπημένο κτίριο” της Κέισι, μια μοντερνιστική τράπεζα, από τις πρώτες στην Αμερική. Ο Τζιν, παρόλο που δηλώνει ότι σιχαίνεται την αρχιτεκτονική, της ζητά να του μιλήσει για αυτό και εκείνη ξεκινάει να παραθέτει πληροφορίες. Πριν προλάβει, ωστόσο, να προχωρήσει με την ανάλυση σύνθεσης και της δομής του, εκείνος τη διακόπτει, οπότε και ακολουθεί ο εξής διάλογος: “Τζιν: Είπες ότι αυτό είναι ένα από τα αγαπημένα σου κτίρια.

Κέισι: Είναι.

Τζιν: Γιατί; Σου αρέσει θεωρητικά, λόγω των στοιχείων που ξέρεις;

Κέισι: Όχι, πέρα από αυτό, με συγκινεί.

Τζιν: Ναι! Ναι, πες μου γι’ αυτό! Τι σε συγκινεί;

Κέισι: Νόμιζα ότι μισούσες την αρχιτεκτονική.

Τζιν: Ναι. Αλλά με ενδιαφέρει οτιδήποτε σε συγκινεί.”

50

Αυτός ο διάλογος είναι για μένα η ουσία του Κολόμπους. Ο Τζιν, η Κέισι και κατ’ επέκταση ο καθένας από εμάς, κάνουμε το καλύτερο που μπορούμε για να επι βιώνουμε μέρα με τη μέρα, για να φρο ντίζουμε εκείνους τους οποίους αγαπάμε· προσπαθούμε, θυσιάζουμε, πέφτουμε και σηκωνόμαστε ξανά και ξανά. Η ζωή, όμως, είναι παραπάνω από απλή επιβίωση, είναι πάθος. Η δημιουργία σχέσεων με εκείνους που μοιράζονται τα πράγματα για τα οποία είμαστε παθιασμένοι, οι οποίοι πραγματικά μας καταλαβαίνουν είναι ένα από τα ομορφότερα και βασικότερα κομμά τια του να είναι κανείς άνθρωπος. Ακόμα

περισσότερο, οι σχέσεις (όπως εδώ στην περίπτωση του Τζιν και της Κέισι) όπου το άλλο άτομο ίσως δεν καταλαβαίνει

ακριβώς, αλλά παρ’ όλα αυτά θέλει να μας ακούσει να μιλάμε για ώρες για όσα μας ενθουσιάζουν, απλά και μόνο επειδή νοιά ζεται για μας και για όσα έχουμε να πούμε είναι κάτι σπάνιο και, για μένα, από τις πιο ειλικρινείς μορφές αγάπης που μπορεί

να υπάρξει ανάμεσα σε δύο ανθρώπους. Είναι πιστεύω προφανές σε αυτό το σημείο ότι το Κολόμπους κατάφερε να με αγγίξει. Παρόλο που ενδεχομένως σε κάποιους να φανεί υπερβολικά νωχελική, προσωπικά έχω καιρό να νιώσω κάτι τόσο έντονο βλέποντας μια ταινία. Στο εσωτερικό της ο Kogonada καταφέρνει να αποστάξει ένα συναίσθημα το οποίο, ιδιαίτερα μετά από αυτό τον (σχεδόν) ενάμιση χρόνο είναι σχεδόν επίπονα τρυφερό και νοσταλγικό. Το Κολόμπους μου θυμίζει πόσο μου λείπει αυτή η γαλήνια, υποτιμημένη καθημερινότητα με τις δημόσιες βιβλι οθήκες και τις μεταμεσονύκτιες βόλτες . Ταυτόχρονα, όμως, στον πυρήνα του βρίσκεται η υπενθύμιση ότι παρά το φόβο του αγνώστου και τις αναπόφευκτες απώλειες, όσο έχουμε ο ένας τον άλλο, όσο έχουμε άτομα δίπλα μας με τα οποία μπορούμε να μιλάμε για ώρες, ακόμα και αν δεν καταλαβαινόμαστε πάντα απόλυτα, θα είμαστε εντάξει.

51

Αύριο το πρωί στις επτά θα έρθει ο πατέρας μου στο σπίτι Του ανέθεσαν δουλειά να σφάξει τα κοτόπουλα. Θα έχουν φύγει όλοι, θα κάνει τη δουλειά του και θα φύγει κι αυτός. Τις είχαμε δέκα χρόνια στον κήπο σ’ ένα αυτοσχέδιο κοτέτσι σα καντίνα. Αύριο όμως θα πεθάνουν όλες και ίσως ξηλώσει και τ’ αμπέλι.

Γιατί χωρίσαν με τη μάνα μας κι εκείνη δε τις θέλει πια.

Δε τις ήθελε ποτέ. Απλά την έπρηξε ο Κώστας και τις πήραν. Και τώρα έφυγε, οπότε δε τις θέλει πια. Εκείνος γιατί έφυγε κι εκείνη γιατί έμεινε.

Αύριο θα σφάξουμε τις κότες και θα ξεριζώσουμε τ’ αμπέλι. Να θυμηθώ να μαζέψω τα σταφύλια. Γιατί είναι στην ώρα του και είναι κρίμα να τα φάει το σκάμμα. Τι, επειδή δε θέλουμε πια τ’ αμπέλια; Τώρα που το σκέφτομαι τ’ αμπέλια δε θα στέριωναν εδώ. Καλύτερα στη Σαντορίνη που τα ‘χει και παράδοση. Θα έπιαναν καλά στο χώμα κι ίσως να τα θέλαν πιο πολύ ή να τα δίναν σε κανέναν άλλο χριστιανό. Τώρα θα ξεριζωθούν και θα πεθάνουν και οι κότες.

που κανείς δε τα θέλει

52
Κότες
Λυπάμαι
μα ούτε κι εγώ τα θέλω Αρκετά ώστε να μπω μπροστά τους να τα σώσω. Μόνο κάθομαι σε μια γωνιά και τα κοιτάω και κλαίω. Από την άλλη, Να μείνουν να ρημάζουν; Καλύτερα να φύγουμε νωρίς.
Κατερίνα Παυλάκου

Πριν πεθάνω

Βάσω Μ.

Πριν πεθάνω

θέλω να γίνω άγαλμα όλο μάρμαρο και ακινησία και σκληρή ομορφιά. Είμαι σε πόλεμο με τους μαλακούς ιστούς του δέρματός μου.

Θέλω να γίνω πουλί το όνειρό μου είναι να χωράω μέσα σε μια χούφτα.

Θέλω να γίνω ραβασάκι, ερωτικό γράμμα γιατί τότε κάθε ατέλειά μου (μια μουτζούρα στη λέξη σ’ αγαπώ, ένα δάκρυ) θα είχε ως απαρχή της τον έρωτα -και άρα θα ήταν, εξ ορισμού, όμορφη-

θέλω να γίνω λίστα για ψώνια για να είμαι χρήσιμη σε κάποιον -Ας μην κοροϊδευόμαστε μεταξύ μας όμως νιώθω πραγματικά χρήσιμη μόνο όταν είμαι όμορφη οπότε στην τελική θα μπορούσα να γίνω απλά ένα κραγιόν. Λένε ότι το Russian Red της MAC “κολακεύει την επιδερμίδα κάθε γυναίκας!” (χαμόγελο, φλας, τίτλος μάρκας) Οπότε ναι. Πριν πεθάνω θέλω να γίνω το Russian Red της MAC.-

53
Κατερίνα Φασίτσα Προσπάθεια, αποτυχία, και ευαλωτότητα. φόβος

Είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου πως δεν θα προσπαθήσω ποτέ το τι αισθάνομαι για εσένα να περιγράψω.

Αυτό θα απαιτούσε μια τοποθέτηση (1), μια συγκεκριμενοποίηση (2), μια σύγκριση (3) και μια ποσοτικοποίηση (4) Τοποθέτηση σε μια συγκεκριμένη κλίμακα, όπου θα τοποθετηθούν και άλλοι άνθρωποι και εσύ θα πρέπει να προπορεύεσαι σε αυτήν. Αν θέλουμε να είμαστε σωστοί και ακριβείς θα πρέπει να χρησιμοποιήσουμε

τη γλώσσα των μαθηματικών, για να περιγράψουμε κάτι.

[ Γλώσσα των μαθηματικών = κοινή και για όλους ]

Προβλήματα που προκύπτουν: Θα σε συγκρίνω με άλλους ανθρώπους ή με άλλα συναισθήματα; Χρειαζόμαστε έναν ή δύο άξονες; Ή μήπως και παραπάνω; Τι θα βάλουμε σε κάθε άξονα; Και πως θα οριστεί η κλίμακα; [ εισάγετε αριθμό ]  Αν εσύ μπεις στο τέλος –υπάρχει τέλος;– ποιος ή τι θα μπει στην αρχή;  Βασικά μήπως να μπεις στην αρχή; Μήπως είσαι η στιγμή μηδέν; [ εισάγετε

56
αριθμό ] Μα να, τώρα με αυτό που μου ζητάτε  –πόσο τον αγάπησες  ήταν η ερώτηση που μου τέθηκε– με αναγκάζετε να μιλάω για στιγμές. Στιγμές πάνω στο διηνεκές του χρόνου; [ εισάγετε αριθμό ] Ψ-Χ
Αργυρή
και f(x)
Ξ.

Ή στιγμές της ζωής μου; Ή μήπως της δικής σου; Και τι θα πει στιγμή;  Και άντε να σε τοποθετήσω πάνω στον χρόνο.

Πότε ήταν η στιγμή που σε αγάπησα; Να την ονομάσω στιγμή μηδέν; [ εισάγετε αριθμό ]

Άρα να βάλω και αρνητική κλίμακα στο γράφημα (;) Και άντε λύνω αυτό το πρόβλημα. Τώρα με αναγκάζετε να ανα- καλύψω/πολήσω/ρωτηθώ ποιους και πόσους ανθρώπους έχω αγαπήσει στη ζωή μου. [ εισάγετε αριθμό ]

Και σαν να μην φτάνει αυτό πρέπει κάποιος να μου πει αν σε αυτό το γράφημα θα βάλω και τους ανθρώπους που έχω αγαπήσει αλλιώς

[ εισάγετε αριθμό ]

Να κάνουμε μια συμφωνία; Μέχρι να παρουσιάσω εγώ το γράφημα που μου ζητήσατε, θα μου επιτρέψετε να θέσω και εγώ μια ερώτηση: «πόσο δημοκρατική θεωρείτε πως είναι η σύγχρονη πολιτική σκηνή;»  -Χώρος για σχεδιάγραμμα-

57
58 Κοινοποιήστε τα δικά σας κολάζ στην ψηφιακή κοινότητα “Κολαζιστας againt / collagersistance” του περιθωρίου Irene - Χρύσω Περιθώριο Συν-αίσθημα Αν-
59 Δεξιά: Στη μνήμη του Νίκου Σαμπάνη. Η φωτογραφία προέρχεται από την ταινία Rom (2019) του Μενελάου Καραμαγγιώλη. οι ανθρώποι Κενό Μεταίχμιο. θρωπος

Franz Kafka (1883-1924)

Μιχάλης Κατσαρός, Μείζονα Ποιητικά, Εκδόσεις Τόπος, 2018, σ. 67-68.

λογοτεχνία και ο Καφκικός κόσμος Γιατί διαβάζουμε λογοτεχνία; Τι είναι αυτό που μας προσφέρουν οι ιστορίες και οι λέξεις που τις συνθέτουν, το οποίο δεν μπορούμε να προσεγγίσουμε χωρίς να εισέλθουμε στον κόσμο ενός μυθιστορήματος; Είτε για ψυχα γωγικούς, είτε για ερευνητικούς λόγους, η λογοτεχνία ανοίγει μία πόρτα συλλογισμού και διερώτησης γύρω από πληθώρα ζητημά των, καθώς «…η μοίρα των ανθρώπων έχει καταγραφεί λεπτομερώς στην ιστορία της πραγματικής λογοτεχνίας και όποιος θέλει να διερωτηθεί για αυτήν αργά ή γρήγορα θα προσφύγει στις σελίδες της»[2]. Η ανάγνω ση, ως πράξη, εκκινεί από την ενασχόληση με ένα «αντικειμενικό», «δοσμένο» κείμενο και πορεύεται προς μια υποκειμενική κατα νόηση και διερώτηση γύρω από τα ζητήματα του εκάστοτε λογοτεχνικού έργου. Έτσι, θα μπορούσε να ειπωθεί πως η έρευνα γύρω από τα νοήματα και τις ιδέες που εκφρά ζονται σε ένα λογοτεχνικό έργο μπορεί να αποφέρει διαφορετικές προσεγγίσεις και

60 «Αντισταθείτε…στον κοντό άνθρωπο του γραφείου… Αντισταθείτε πάλι σ’ όλους αυτούς που λέγονται μεγάλοι… στις κολακείες τις ευχές τις τόσες υποκλίσεις από γραφιάδες και δειλούς για το σοφό αρχηγό τους… Τότε μπορεί βέβαιοι να περάσουμε προς την Ελευθερία»[1] . (Μιχάλης Κατσαρός, «Η Διαθήκη
πο ρίσματα. Όπως αναφέρει και ο Benjamin, «τα σχόλια και η μετάφραση σχετίζονται με το κείμενο, όπως το ύφος και η μίμη ση
σεις-περιοδικό ΠΑΝΟΠΤΙΚΟΝ,
λη Ανδρικοπούλου,
«Αναρριχώντας» στη Βαβέλ: ο τρομακτικός κόσμος της εξουσίας στον Πύργο του Kafka
μου») [1]
Η
με τη φύση: το ίδιο φαινόμενο ιδωμένο με τρόπους διαφορετικούς»[3]. Παρόλη την [2] Κώστας Δεσποινιάδης, Ο ανατόμος της εξουσίας, Εκδό
2018, σ. 80. [3] Walter Benjamin, Μονόδρομος, Εκδόσεις Άγρα, μτφρ. Νέλ
2016, σ. 46.
Χρήστος

ελευθερία ερμηνειών που φαίνεται να προ σφέρουν τα συγγραφικά έργα, νοηματικές πτυχές συγκεκριμένων κειμένων εμφανίζο νται με εντυπωσιακή δυναμική. Τα έργα του Franz Kafka φαίνεται να περι έχουν αυτήν τη δυναμική προσέγγιση γύρω από κοινωνικά/πολιτικά ζητήματα. Εκκινώ ντας από τον κόσμο της καθημερινής ζωής και των διαπροσωπικών σχέσεων, φτάνο ντας ως τον προβληματισμό γύρω από την κοινωνική οργάνωση και την κριτική της υπάρχουσας μορφής της, «ο Kafka έξυσε την επιφάνεια της καθημερινής ύπαρξης για να αποκαλύψει έναν παράλογο και παράδο ξο κόσμο, χωρίς σκοπό, ένα λαβύρινθο στον οποίο περιπλανιέται ο άνθρωπος, μέσα σε μια ανεξήγητη και συνεχή αγωνία»[4]. Στην πραγματικότητα, όμως, κάθε αλληγορία ξε διπλώνεται ως άκρως ρεαλιστική και ωμή αποτύπωση των προβλημάτων της σύγχρο νης κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής κατάστασης. O Καφκικός κόσμος είναι ο κόσμος των αρχείων και των μουχλιασμέ νων και σκοτεινών δωματίων, ενώ οι χαρα κτήρες του ζουν σε σοφίτες σαν δικαστές ή σε πύργους σαν υπουργοί[5]. Όπως αναφέρει και η Ζωγράφου, «τα κείμενα του βρίθουν από τρομοκρατία, χαφιεδισμό,

κοινωνικό

από τα έργα [4] Κατερίνα Σχινά, Franz Kafka, Η Μεταμόρφωση, Εκδόσεις Πατάκη, 2018, μτφρ. Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, σ. 7. [5] Walter Benjamin, ΦΡΑΝΤΣ ΚΑΦΚΑ, Εκδόσεις Έρασμος, μτφρ. Στέφανος Ροζάνης, 2017, σ. 13.

[6] Λιλή Ζωγράφου, Σύγχρονός μας ο ΚΑΦΚΑ, Εκδόσεις ΑΛΕ ΞΑΝΔΡΕΙΑ, 1999, σ. 24.

του Kafka με εμφανή κοινωνική προσέγγι ση, το οποίο μας εισάγει σε αρκετές πτυχές του Καφκικού έργου είναι ο Πύργος. Όπως αναφέρει ο Löwy, «ο ‘Πύργος’ αποτυπώνει τη Δύναμη, την Εξουσία, το Κράτος ενάντια στον λαό, ο οποίος αποτυπώνεται μέσω του ‘Χωριού’»[7]. Αυτή η περιγραφή μιας γραφει οκρατικής εξουσιαστικής δομής στον Πύργο από τον Kafka εκφράζει μια δυναμική αμφι σβήτηση «της δεσποτικής βάσης όλων των κρατών, του κράτους γενικότερα (όπως κάνουν οι αναρχικοί) και συγκεκριμένα το σύγχρονο κράτος με τη γραφειοκρατική, ιε ραρχική δομή του, απρόσωπη, απολυταρχι κή και αλλοτριωτική»[8] [7] Michael Löwy, Paper Chains: Bureaucratic Despotism and Voluntary Servitude in Franz Kafka’s The Castle, στο Diogenes 51 (4):49-58, 2004, σ. 50. [8] Ο.π., σ. 50.

«Η πυραμίδα του καπιταλιστικού συστήματος»: καρικατούρα που δημοσιεύθηκε το 1911 στην εφημερίδα Industrial Worker (επεξεργασμένη)

61
μιας απρόσιτης,
και ανώνυμης γραφειοκρατίας μπάτσων, με τους ιθύνοντες τόσο αθέατους, όσο ν’ αμ φιβάλλουμε για την ύπαρξή τους»[6]. Κοιτώ ντας γύρω μας, παρατηρούμε αμέσως τα κοινά του Καφκικού
γραφειοκρα τικό μυστικισμό
γιγάντιας
κόσμου με το σύγχρο νο
γίγνεσθαι. Ένα

στο κράτος, Εκδό σεις-περιοδικό ΠΑΝΟΠΤΙΚΟΝ, μτφρ. Γιώργος Περτσάς –Πωλ Μανιάτης, 2019, σ. 7.

κή ορμή»[10]. Στην πραγματικότητα, όμως, αυτή η ορχήστρα φαίνεται να μην διακα τέχεται ούτε στο ελάχιστο από τη δύναμη που προσπαθεί να προβάλει ως δομικό χα ρακτηριστικό της. Το πλήθος και ο τρόπος που ιεραρχούνται τα πρόσωπα της εξουσίας σαν αυτοτελής και πολύπλοκος μηχανισμός είναι που τον καθιστούν δυνατό στα μάτια του λαού[11]. Αυτήν τη συνθήκη πιθανότατα ήθελε να εκφράσει ο Kafka στον Πύργο.

Ο Κ., ο πρωταγωνιστής του έργου, καλείται στο χωριό του Πύργου του Κόμη ως τοπο γράφος. Στην κυκλωμένη από ομίχλη κορυ φή του λόφου, βυθισμένος στην καταχνιά, στην άκρη ενός δρόμου χωρίς τέλος, εδρά ζεται ο Πύργος. Ο Πύργος, μια απόκρημνη, επιβλητική και συγκεντρωτική συναρμολό γηση «χαμόσπιτων», υψώνεται σαν φάρος. Το εκτυφλωτικό του φως δεν αποτελεί έν δειξη για αποφυγή κινδύνων αλλά οιωνό μιας ατελεύτητης εξουσιαστικής ιεραρχίας. Ο οικισμός του χωριού τελικά επισκιάζεται οδεύοντας καθημερινά προς τη συντριβή του, κάθε μέρα από την αρχή. Οι κάτοικοι του χωριού, εγκλωβισμένοι σαν σε γαλέρα που οδεύει προς τα βράχια, κωπηλατούν προς τον θάνατο με σκυμμένο το κεφάλι, «ασθενικοί, δεμένοι με αλυσίδα»[12]. Μέσα στον Πύργο η εξουσία οχυρώνεται χωρικά και θεσμικά, εποπτεύει καθολικά τη ζωή, ορίζει όλες τις εκφάνσεις της. Από το πρώτο βράδυ διαμονής του στο χω ριό, ο Κ. θα έρθει αντιμέτωπος τόσο με τον Πύργο ως γραφειοκρατικό θεσμό εξουσίας,

Ο.π., σ. 7.

Ο.π.,

62
εκατόν πενήντα άνθρωποι είναι στην ορχήστρα»[9] (Gustav Landauer, «Αδύναμοι κρατικοί αξιωματούχοι, ακόμη πιο αδύναμος λαός») Στην αρχή του άρθρου «Αδύναμοι κρατικοί αξιωματούχοι, ακόμη πιο αδύναμος λαός», ο Gustav Landauer παρομοιάζει την εκά στοτε εξουσιαστική γραφειοκρατική δομή με μια ορχήστρα μουσικής. Παρατηρώντας αυτήν την πολυπληθή ορχήστρα «το κοινό παραληρεί μαγεμένο μπροστά σ’ αυτή την τεράστια δύναμη, σ’ αυτή την επιβλητι [9] Gustav Landauer, Η κοινότητα ενάντια
Ο Πύργος: μια Βαβέλ από τραπουλόχαρτα «Ένας πολύ χλωμός, πολύ νευρικός, εντελώς άρρωστος και αδύναμος άνδρας κάθεται στο γραφείο του και σχεδιάζει μουσικές νότες στο χαρτί. Συνθέτει μια συμφωνία. Δουλεύει με κάθε επιμέλεια βάζοντας όλη του την τέχνη. Η συμφωνία ανεβαίνει στη σκηνή:
[10]
[11]
σ. 7. [12] Belgrado Pedrini, Η Γαλέρα, από πηγές στα ιταλικά και στα αγγλικά το τραγούδι «η Γαλέρα» μάλλον γράφτηκε στη φυ λακή Fossombrone το 1967, https://athens.indymedia.org/ post/1304837/ «Ο Πύργος της Βαβέλ», Pieter Bruegel the Elder, 1563 (επεξεργασμένη)

όσο και με τους κατοίκους. «Δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στους χωρικούς και στον Πύργο»[13], δηλώνει ο δάσκαλος του χωριού προς τον Κ. στις πρώτες σελίδες του έργου. Αυτή είναι η συνθήκη που επιτρέπει την ύπαρξη και την κυριαρχία του Πύργου[14] . Οι κάτοικοι όχι απλά ανέχονται τον Πύργο σαν θεσμό εξουσίας, αλλά με τη δουλική και υποτακτική συμπεριφορά τους τον διαιωνί ζουν. Έτσι, «δικαιούνται βασιλιά…κι έπειτα αφού υπάρχει βασιλιάς, κάποιος δεν πρέπει να υπακούει;»[15]

Επιστρέφοντας στη ρήση του Landauer σχε τικά με την «ορχήστρα» της εξουσίας και τη φαινομενική παντοδυναμία της, μπορού με να διερωτηθούμε γύρω από τη χωρική και διαπροσωπική δομή του Πύργου όπως αυτή περιγράφεται από τον Kafka. Αρχικά, ο Πύργος καθίσταται ολότελα απρόσιτος. Ο Κ., βαδίζοντας, παρατηρεί ότι ο κεντρικός δρόμος του χωριού «δεν έφτανε μέχρι τον λόφο του Πύργου, πήγαινε μόνο μέχρι ένα σημείο κοντά σ’ αυτόν, έπειτα όμως, θαρ ρείς σκόπιμα, έστριβε και, παρ’ όλο που δεν απομακρυνόταν από τον Πύργο, δεν τον πλησίαζε»[16]. Ο Πύργος, απρόσιτος χωρικά, αποτυπώνει αρχιτεκτονικά την ατελείωτη ιεραρχική φύση των δομών εξουσίας που αντιπροσωπεύει[17]. Όσον αφορά τις διαπρο σωπικές σχέσεις στους θεσμούς του Πύρ γου, «η Διοίκηση όσο καλά οργανωμένη και να ήταν, προάσπιζε μακρινά, αόρατα πράγ

[13] Franz Kafka, Ο Πύργος, Εκδόσεις Νησίδες, μτφρ. Βασίλης Τομανάς, 2016, σ. 16.

[14] Κώστας Δεσποινιάδης, Ο ανατόμος της εξουσίας, Εκδό σεις-περιοδικό ΠΑΝΟΠΤΙΚΟΝ, 2018, σ. 27.

[15] Άρης Τσιούμας, σπαράγματα φόνων, Ελευθεριακές Εκδό σεις Ναυτίλος, 2017, σ. 46.

[16] Franz Kafka, Ο Πύργος, Εκδόσεις Νησίδες, μτφρ. Βασίλης Τομανάς, 2016, σ. 17.

[17] David Spurr, «Demonic Spaces: Sade, Dickens, Kafka» στο Architecture and Modern Literature, 2012, σ. 91.

ματα στο όνομα μακρινών αόρατων Κυρίων, ενώ ο Κ. μαχόταν για κάτι ζωτικά κοντινό, για τον ίδιο του τον εαυτό»[18]. Ο χειρισμός των υποθέσεων του Κ. από τη διοίκηση του Πύργου φαίνεται ακριβής και μελετημένος: «Άφηναν τον Κ. να πηγαίνει όπου θέλει, μόνο μέσα στο χωριό βέβαια, μ’ αυτό τον καλόπιαναν και τον εξασθενούσαν, κυρίως εξάλειφαν εδώ όλες τις δυνατότητες για αγώνα και τον μετέφεραν σε μία…τελείως αγνώριστη, αναστατωμένη, αποξενωμένη ζωή»[19]. Έτσι, ο Πύργος, τόσο σε χωρικό όσο και σε διαπροσωπικό επίπεδο, φαίνε ται πανίσχυρος και άρτια οργανωμένος. Στην αντίληψη του Κ., όμως, περιγράφε ται εξίσου ως τίποτα παραπάνω από «μια άθλια κωμόπολη, ένας σωρός από χωρια τόσπιτα»[20]. Ταυτόχρονα, οι διαδικασίες της Διοίκησης γίνονται αντιληπτές από τον Κ. ως μια «γελοία σύγχυση που αποφασίζει σε ορισμένες περιστάσεις για την ύπαρξη ενός ανθρώπου»[21] και οι κάτοικοι του χωριού ως υποτακτικά κύτταρα που εξασφαλίζουν την επιβίωση και την «αναπαραγωγή» του Πύργου. Μια πιθανή συνειδητοποίηση των κατοίκων του χωριού γύρω από αυτές τις συνθήκες φαντάζει ως σημαντικό βήμα ενά ντια στην παντοδυναμία του Πύργου. Όπως γίνεται φανερό, όμως, και από την περί πτωση του Κ. ένα βήμα μόνο, όσο δυναμικό και αν είναι, δεν αρκεί για ανέβει κάποιος στην κορυφή ενός βουνού.

[18] Franz Kafka, Ο Πύργος, Εκδόσεις Νησίδες, μτφρ. Βασίλης Τομανάς, 2016, σ. 72.

[19] Ο.π., σ. 72-73.

[20] Ο.π., σ. 15.

[21] Ο.π., σ. 79.

63

Σίσυφος και η συλλογική ανάβαση

«Μόνο αυτός που περπατά συνειδητοποιεί τη δύναμή του, κι ότι αυτός ο ίδιος χώρος που για τον αεροπόρο δεν είναι παρά μια ξετυλιγμένη πεδιάδα, σε κάθε του στροφή κάνει να ξεπροβάλουν μακρινοί ορίζοντες» [22] (Walter Benjamin, «Κινέζικα Αντικείμενα»)

Στηριζόμενοι στην παραπάνω ρήση του Benjamin, μπορούμε να προβληματιστούμε σχετικά με την «ανάβαση» και την πορεία των κοινωνικών υποκειμένων μέσα στις πλαγιές και τους δρόμους του σύγχρονου γίγνεσθαι. Ο αεροπόρος παρατηρεί «μια ξετυλιγμένη πεδιάδα». Αποκομμένος από το έδαφος, δεν μπορεί να διαισθανθεί την περιπλάνηση στη γη που λέγεται κοινωνι κή πραγματικότητα, όπως την αισθάνονται τα άτομα της βάσης, τα άτομα της γης, τα άτομα που βαδίζουν. Αυτή η προβληματι κή συνθήκη εμφανίζεται σε μεγάλο βαθμό στο Καφκικό έργο, αρχικά με τη μορφή των αλλοτριωμένων, «ανώτερων» κατώτερων, εκμεταλλευόμενων υποκειμένων, τα οποία αναλαμβάνουν κάποια θεσμική θέση. Έτσι, ενώ εγκαταλείπουν φαινομενικά το καυ τό έδαφος πατώντας ίσως σε ένα πεσμέ νο κορμό δένδρου, ο καπνός που αναδύει η γη τους πνίγει εξίσου και ο κορμός που στέκονται δεν θα αργήσει να γίνει στάχτη. Εγείρεται ο προβληματισμός σχετικά με το [22] Walter Benjamin, Μονόδρομος, Εκδόσεις Άγρα, μτφρ. Νέλ λη Ανδρικοπούλου, 2016, σ. 43-44.

«Σίσυφος», Tiziano Vecellio, 1548-49 (επεξεργασμένη)

πώς μπορεί κάποιος, του οποίου τα πόδια δεν καίγονται, μην προσπαθώντας έστω να πατήσει το πόδι του στο πυρωμένο έδαφος, να δώσει συμβουλές σε αυτούς που λιώνουν βουλιάζοντας στη λάσπη και τη λάβα; Ο Κ. προσπαθώντας να δώσει λύση στα προβλή ματα επιβίωσής του στο χωριό του Πύργου, αναζητά βοήθεια απευθυνόμενος σε ανώτε ρα και κατώτερα θεσμικά πρόσωπα. Όπως είναι αναμενόμενο, δεν καταφέρνει σε κα μία των περιπτώσεων να σημειώσει κάποια πρόοδο. Από τους κατοίκους του χωριού και την υποτακτική συμπεριφορά τους μέχρι τους «αξιοσέβαστους» και παντοδύναμους γραμματείς και προϊσταμένους, η εξουσία διαχέεται σε όλες τις διαπροσωπικές πτυχές συνθέτοντας έναν αδιαπέραστο ιστό, μία απότομη και δύσβατη ανηφόρα, στην οποία ο Κ. θα βαδίσει ξανά και ξανά χωρίς ουσια στικό αποτέλεσμα. Επιπλέον στον Πύργο, το ζήτημα της ανάβα σης, της δράσης δηλαδή προς ένα ανώτερο

64
Ο Κ. ως

σημείο διαβίωσης, τόσο αξιακά όσο και πρα κτικά, φαίνεται να λαμβάνει τη μορφή ατο μικής περιπλάνησης. Ο Κ., διαπράττοντας το πρώτο και βασικό βήμα της συνειδητο ποίησης της κοινωνικής του θέσης αλλά και της τάξης των γραφειοκρατών εξουσιαστών που τον καταπιέζει, αδυνατεί να ανέβει ένα ακόμα σκαλοπάτι. Αδυνατεί να προσεγγίσει τους ομοίους του και να δράσει προς το κοι νό τους συμφέρον. Από την άλλη είναι πολ λές οι φορές που προσπαθεί όπως σχεδόν όλα τα δρώντα λογοτεχνικά πρόσωπα του συγγραφικού έργου να εκμεταλλευτεί εξί σου καταπιεζόμενα άτομα για να αποκομί σει ατομικό συμφέρον. Ο Κ., παγιδευμένος ανάμεσα στη συνειδητοποίηση της θέσης του και στην αδυναμία προσέγγισης άλλων καταπιεσμένων υποκειμένων, κατανοεί το πρόβλημα αλλά δεν προσεγγίζει μια, πιθανή έστω, λύση.

Φανταζόμαστε τον Κ. να ανηφορίζει τον δρόμο του χωριού του Πύργου ανώφελα, λόγω της εξουσίας του Πύργου που τον σπρώχνει συνεχώς προς τα πίσω. Ο Κ. γνωρίζει ακριβώς την πηγή της δυστυχίας του. Έχει απόλυτη συνείδηση της συνθήκης στην οποία τα άτομα του Πύργου σαν Ολύ μπιοι θεοί οχυρωμένοι στον Πύργο/Όλυμπο τους εγκλωβίζουν τους κατοίκους του χω ριού. Μπορούμε να παρομοιάσουμε τον Κ. με τον Σίσυφο, ο οποίος όντας «προλετά ριος των θεών, ανίσχυρος κι επαναστατη μένος, γνωρίζει όλη την έκταση της άθλιας κατάστασης του»[23]. Επαναστατημένος στον βαθμό που αντιλαμβάνεται την τραγική κοι νωνική πραγματικότητα, ανίσχυρος όμως καθώς δεν κάνει το επόμενο βήμα, όντας [23] Albert Camus, Ο Μύθος του Σισύφου, Εκδόσεις Καστανιώ τη, μτφρ. Νίκη Καρακίτσου-Ντουζέ – Μαρία Κασαμπαλό γλου-Ρομπλέν, σ. 166.

εγκλωβισμένος σε μία ατομική και αλλότρια συνθήκη. Και αν ο Σίσυφος δεν θα μπορού σε ποτέ να ζητήσει βοήθεια, ο Κ. έχει κάθε δυνατότητα αλλά και υποχρέωση τουλάχι στον να προσπαθήσει. Καθώς ο Κ. κινείται συνεχώς προς την κορυ φή του βουνού σαν τον Σίσυφο, μόνο η συ νειδητοποίησή του τον καθιστά χαρούμενο. «Ο αγώνας και μόνο προς την κορυφή αρ κεί για να γεμίσει μία ανθρώπινη καρδιά»[24], όμως δεν αρκεί για να φανταστούμε τον Κ., όπως και τον Σίσυφο ευτυχισμένο[25]. Ο Κ. μπορεί να νιώσει την ικανοποίηση της ατο μικής του «εξέγερσης» κάθε φορά, όμως, που η πέτρα που σπρώχνει επιστρέφει στους πρόποδες του βουνού, κανένα ψήγμα ευ τυχίας δεν μπορεί να αντικαταστήσει το αί σθημα της ήττας, το αίσθημα της ανώφελης προσπάθειας. Όμως, επιστρέφοντας στις ρήσεις του Benjamin, αν ο Κ. θέλει «ο πό νος του να πάψει να παίρνει τον κατήφορο της θλίψης, και να διανοίξει ανηφορικά το δρόμο της εξέγερσης»[26], πρέπει να εγκατα λείψει την επιθυμία για μοναχική ανάβαση. Φτάνοντας στην κορυφή, λίγο πριν η πέτρα κυλήσει πάλι προς τα κάτω, χρειάζεται μια συλλογική ώθηση. Ένα συλλογικό στήριγμα για να περάσει η πέτρα το ανηφορικό σημείο και να αρχίσει να κυλά ορμητικά προς την άλλη πλευρά του βουνού. Όπως αναφέρει και ο Kafka: «πέρα από ένα ορισμένο ση μείο, δεν υπάρχει επιστροφή. Αυτό το ση μείο οφείλουμε να φτάσουμε»[27] .

[24] Ο.π., σ. 168. [25] Ο.π., σ. 168. Ο Camus αναφέρει πως «πρέπει να φαντα στούμε τον Σίσυφο ευτυχισμένο».

[26] Walter Benjamin, Μονόδρομος, Εκδόσεις Άγρα, μτφρ. Νέλ λη Ανδρικοπούλου, 2016, σ. 54-55.

[27] Franz Kafka, Αφορισμοί, Εκδόσεις ΡΟΕΣ, μτφρ. Βασίλης Ρούπας - Άγγελος Φιλιππάτος – Αλέξανδρος Βέλιος, 2009, σ. 16.

65

αστ(ρ)ικές προβολές

ΙΙ.

ένας σαδιστικός θεός κατοικεί στα σωθικά μου

ανείπωτη και ανήκουστη η βάρβαρη έκφρασή τους

πάνω σε μια πόλη που ο γαλακτερός οχετός του φεγγαριού πλημμύρισε

κάθε μπαλκόνι και ταράτσα

κάθε νύχτα οικειοποιούμαι λίγο λίγο τη θαμπή του λάμψη

και κάθε αυγή ξεγυμνώνομαι

και πάλι

Δέσποινα

αυτοανάφλεξη

στέκομαι μπροστά στον καθρέφτη, μονάχα παχύρευστο σκοτάδι

τα παράθυρα μέσα στην απελπισία τους θεοποιούνται

κάποιες φορές το ρολόι ξυπνάει με θόρυβο

ένα θηρίο παραμονεύει στο πατάρι

μία δρεπανοφόρα άνοιξη

τα χέρια μου εισπνέουν αυτήν την αποκάλυψη

και οι φλεγόμενες αρτηρίες μου αναριγούν κι ανθίζουν

Πανσέληνος του αιγόκερου

sebuku?! (Οδυσσέας Τσομπάνογλου)

Όταν μου λείψεις δε θα έρθω να σε βρω,

όταν σε δω θα σου βάλω το κομμάτι να το ακούσεις

Αυτό το ποίημα είναι για εσένα

γραμμένο από δάκρυα

γεμάτο ανασφάλειες

και ερωτηματικά.

Είναι το γυμνό γεύμα μας

ένα τσάι στην Ταγγέρη

ή κάποιο τρόλλεϋ που

ματαίωσε τον τελικό προορισμό.

Είναι το αδιάφορο βλέμμα

και το φιλί που

αρνείται τη λήθη

είναι το εγώ που

παραμερίζει την ύλη του κάθε φορά που αντικρίζει

τη σιωπή σου. ΣΑγάπησα τη στιγμή που αρνιόμουν την αγάπη κι έτσι έμεινα για πάντα ένα κομμάτι της θλίψης σου.

Η απελευθέρωση έρχεται τη στιγμή της εκμηδένισης εκεί που τίποτα δεν μπορεί να χαθεί γιατί όλα είναι ήδη χαμένα. Είναι η στιγμή όπου αρχίζει η ιστορία της τραγωδίας, είναι η πνοή που ρέει και είναι σαν άνεμος κυριακάτικου μεσημεριού. είναι ότι είχαμε και χάσαμε στην πορεία δύο ξένοι με κοινό προορισμό.

68

Κάποτε θα βρω τις κατάλληλες λέξεις

κι αν δεν τις βρω

τότε απλά θα είμαι ανίκανος

για την πορεία.

Ορισμένες φορές νιώθω αδύναμος

διότι ότι νιώθω δεν μπορώ να σου το πω

και όταν βρίσκω το θάρρος

εσύ δεν μου σηκώνεις το τηλέφωνό μου.

Μπερδεμένος λογισμός

ψάχνει την ολοκλήρωση

μες στην ατέλεια

και την τελειότητα

μες στην πιο θαμπή

οπτική του κορμιού σου.

Η οικειότητα είναι νησί

μες στις τρικυμίες του μυαλού μου και όταν τη συναντήσω

ψάχνω πώς θα της κρυφτώ ώστε να μην με φυλακίσω

Η αγάπη μας έγινε πάθος και το πάθος μας πόνος ένα τηλέφωνο που δεν βρήκε αποδέκτη είναι ένα τηλέφωνο που δεν έγινε ποτές.

69

The Pinky Toe

Why? What’d you think happens?

You see, it all started with that Soul that was once complete, right? And the Soul wandered and wandered until it met that Other Soul that was not-as-complete. They just happened to meet, what can you do about it? It’s how it usually goes.

So, that first Soul would talk and spend time with the Other Soul, until it felt some kind of spark. You know, that kind of spark that souls only feel around specific souls and believe it to be unique and unattainable? Eh, you’ll find out what I’m talking about eventually. Anyway, the Soul said to the Other Soul that hey, you, you’re kinda cool and all and it’s not so fair that you’re not as complete as I. Here, take this. And it took out a part of itself and handed it to the Other Soul. To be exact, it gave its left pinky toe.

Now, it said, we can be not-as-complete together.

To be fair, that was its favorite toe.

Eons passed and the two souls wandered on, until the Other Soul thought that maybe it should give something back for what it got. It was used to giving, for it had given plenty. Taking, though, and accepting – that was a first.

Ahh, no need to worry, said the first Soul. I like being this way with you.

And then more eons walked by, some in a hurry, some taking their time. And as strange as it may seem to you, through all the run-arounds in the rain, through every stargazing night, through all the trips and surpris es and cheers and cries the two souls might have had, at some point the

70

Other Soul found that the little extra toe weighed significantly more than it remembered.

Did it get heavier, you ask? How didn’t the Other Soul notice it before, you might think. And you’d be right to wonder.

But, sometimes, some parts just don’t quite fit. And truth be told, some of those times, it takes longer to figure out. In any case, the Other Soul thought it should give the pinky toe back, let the first Soul be complete again.

But No, the Soul protested and shouted, being not-as-complete with you felt closer to completion than being complete. But even though it yelled and fought, the Other Soul had made up its mind. And just like that, poof!

It left.

From then on, the two souls would wander in different directions. May be they would meet again at some point in this world so vastly small, maybe not. And maybe they’d meet other souls or lose some more parts of their own. Who knows?

What’s for certain, is that by regaining its pinky toe, the first Soul would never be as complete as it once was.

You know why? Because it wouldn’t be the toe it gave away, but a shared part. It would always be part of both of their souls.

And the Soul would bear it forever. As the Other Soul would bear its void.

It’s what happens, really. Souls go and leave behind scars and scat tered memories. Only thing left for us is a little pinky toe.

And it’s more than enough.

71

Σταμάτης Δεμερτζής

-ΕΥΑΙΣΘΗΤΑ 40 ο CΡυθμίζω το πλυντήριο στην ένδειξη: «ΕΥΑΙΣΘΗΤΑ 40 ο C». Τοποθετώ μέσα του

αντωνυμίες, βιώματα και τη ληξιαρχική πράξη γέννησης. Χίλιες στροφές μέχρι να ζαλιστούν και να ξεράσουν όλη την πικρή τους αλήθεια. Το απορρυπαντικό αφαιρεί τους λεκέδες της ετεροκανονικότητας των απλύτων μου. Μόλις σημάνει η λήξη, απλώνω τα πλυμένα μου σε όλο το φάσμα του φύλου και τα φορώ μόλις στεγνώσουν.

-(ΑΠΟ)ΣΤΕΙΡΩΣΗΜέσα στην ακαταστασία του σπιτιού μου τα πεταμένα μπουκάλια μπύρας τις
τις
τα βρώμικα
τους κούφιους τοίχους γεμάτους ανεκπλήρωτα
ήρθε η
να βάλει τάξη να καθαρίσει τα άπλυτά μου να ξεπλύνει τους λεκέδες μου να στειρώσει την ευτυχία μου. *το συγκεκριμένο ποίημα έλαβε το πρώτο βραβείο στον πρώτο πανελλαδικό διαγωνισμό φεμινιστικής και κουηρ λογοτεχνίας το 2021
γόπες και τις στάχτες στο τραπέζι
σκονισμένες κορνίζες
εσώρουχα
όνειρα
μάνα

© 2022, ararouna magazine © οι δημιουργοί για τα έργα τους «Επιτρέπεται η μερική ή ολική αναδημοσίευση και χρήση για μη εμπορικούς σκοπούς έπειτα από αναφορά της πηγής και των δημιουργών των έργων, με επιθυμητή την επικοινωνία με την εκδοτική oμάδα».

Στείλε το έργο σου εδώ: info@ararouna.com

ISSN 29449049

Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.