Το ζήτημα του υποκειμένου: έννοια και παραγωγή στο σύγχρονο αρχιτεκτονικό σχεδιασμό

Page 1

ARIS TOTLE UNIV ER SI TY OF THESSA LONIKI | S CHOOL OF ARC HITECTURE ADVANCED DES IGN: INNOVATION AND TRANSDISC IPLINARI TY I N ARCHIT ECTURAL DESI GN POST-GRADUATE PROGRAMM E OF S TUDIES

το ζήτημα του υποκειμένου: έννοια και παραγωγή στο σύγχρονο αρχιτεκτονικό σχεδιασμό ΔΑΜΒΟΠΟΥΛΟΥ ΑΡΕΤΗ

ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2017




iv


ARIS TOTLE UNIV ER SI TY OF THESSA LONIKI | S CHOOL OF ARC HITECTURE ADVANCED DES IGN: INNOVATION AND TRANSDISC IPLINARI TY I N ARCHIT ECTURAL DESI GN POST-GRADUATE PROGRAMM E OF S TUDIES

v

// το ζήτημα του υποκειμένου: έννοια και παραγωγή στο σύγχρονο αρχιτεκτονικό σχεδιασμό // the matter of subject: concept and production in contemporary architectural design

Η ερευνητική εργασία παρουσιάστηκε στο Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα «Σχεδιασμός Αιχμής: Καινοτομία και Διεπιστημονικότητα στον Αρχιτεκτονικό Σχεδιασμό» του Τμήματος Αρχιτεκτόνων του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης ως μερική εκπλήρωση των απαιτήσεων για την απόκτηση Μεταπτυχιακού Τίτλου Σπουδών στην Αρχιτεκτονική Τα πνευματικά δικαιώματα της παρούσας εργασίας ανήκουν στην Αρετή Δαμβοπούλου και στο Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Σπουδών ‘Σχεδιασμός Αιχμής: Καινοτομία και Διεπιστημονικότητα στον Αρχιτεκτονικό Σχεδιασμό’, Α.Π.Θ. Αρετή Δαμβοπούλου Ιανουάριος 2017


vi


vii

Με την ολοκλήρωση της ερευνητικής εργασίας θα ήθελα να ευχαριστήσω όλους τους διδάσκοντες του ΠΜΣ, και ιδιαίτερα τον κ.Βεργόπουλο και τον κ.Ζαρούκα για τις προσωπικές διορθώσεις.


viii


ix

// ΠΕΡΙΛΗΨΗ Στόχος της ερευνητικής εργασίας είναι η διερεύνηση της έννοιας του υποκειμένου και των τεχνολογιών κατασκευής του μέσα από τον φιλοσοφικό λόγο και η αναζήτηση του τρόπου υιοθέτησης της έννοιας αυτής από τον αρχιτεκτονικό λόγο, θέτοντας ως απώτερο σκοπό τη διερεύνηση του τρόπου με τον οποίο αυτή όταν λαμβάνεται υπόψη κατά τον σχεδιασμό, τον ανατροφοδοτούν και συμβάλλουν στην διαμόρφωση του δομημένου χώρου. Έχοντας ως έναυσμα την παρατήρηση ότι η αρχιτεκτονική ως επιστημονικό πεδίο άπτεται συχνά του φιλοσοφικού λόγου για την υποστήριξη του έργου της, και παίρνοντας ως βασική παραδοχή ότι ο χώρος δράσης ενός υποκειμένου συμβάλει στη διαμόρφωσή του, θα επιχειρηθεί μια διερεύνηση του τρόπου με τον οποίο αυτό συμβαίνει μέσω του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού ή δύναται να συμβεί. Ξεκινώντας από τη μελέτη της φιλοσοφίας, θα περιγραφούν διαφορετικές προσεγγίσεις πάνω στην έννοια του υποκειμένου, την ανάδυσή του και τον τρόπο δράσης του. Πως εμφανίζεται και ερμηνεύεται η έννοια του υποκειμένου, πως αυτό αντιλαμβάνεται το περιβάλλον του και πως μεταβάλλεται η αντίληψη του υποκειμένου σήμερα. Στη συνέχεια, μέσω της παρουσίασης δύο σύγχρονων -διαφορετικών μεταξύ τους αλλά όχι αντιθετικών- αρχιτεκτονικών προσεγγίσεων, θα εξετασθεί το πώς η αρχιτεκτονική υιοθετεί και αναπτύσσει την έννοια του υποκειμένου, στο θεωρητικό και σχεδιαστικό της έργο, συνειδητά ή όχι: ποια είναι η αντιμετώπιση του από τον σχεδιαστή, που τοποθετούν οι διαφορετικές προσεγγίσεις το άτομο και την δράση του. Συνοψίζοντας, το αντικείμενο της ερευνητικής εργασίας θα μπορούσε να οριστεί ως το ζήτημα της ενσωμάτωσης της φιλοσοφικής έννοιας του υποκειμένου και των τεχνολογιών παραγωγής του στην διαδικασία του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού και ο τρόπος με τον οποίο η ενσωμάτωση αυτή ανατροφοδοτεί το έργο και τον ρόλο της αρχιτεκτονικής στη σύγχρονη κοινωνία.


x


xi

// ABSTRACT The aim of this dissertation thesis is to explore the concept of “subject”, the methods of its production through the philosophical reason, and to research how the field of architecture adopts this concept, having as its ultimate aim to investigate the way in which the idea of the subject contributes to the formation of the built environment, when it is being considered during the design process. Being triggered by the observation that the field of architecture often leans on philosophical discourse to support its work and taking for granted that the space of action of a subject affects its shaping, this thesis will make an attempt to explore how this affection is happening or may occur through architectural design process. Starting from the study of philosophical reason, different approaches will be described on the concept of subject, its emergence and its modes of action. How the concept of subject is displayed and interpreted? In which ways the subject interacts with its milieu? How its perception changes through time? Then, two different, but not conflicting, contemporary architectural case studies will be presented, in order to help examining how the field of architecture adopts and develops the concept of subject, in its theoretical and practical work, in a conscious way – or not: how an architect addresses the idea of the subject and its action. To sum up, the purpose of this thesis could be defined as the matter of the subject : the integration of the philosophical concept and the technologies of its production in the architectural design process. Also, the exploration of the ways in which this adoption gives feedback to the work of architecture and defines its role in contemporary society.


xii


xiii

// ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

// Περίληψη

ix

// Abstract

xi

// Περιεχόμενα

Κεφάλαιο 1 // Εισαγωγή Κεφάλαιο 2 // Τεχνολογίες κατασκευής του υποκειμένου

xiii 1 9

// Η γέννηση του ατομικού υποκειμένου

12

// Πολιτικά σώματα

15

// Η θέση του υποκειμένου ως προς το περιβάλλον του

19

// Το πολλαπλό υποκείμενο

22

// Η προβολή του υποκειμένου στο μέλλον

24

Κεφάλαιο 3 // Σύγχρονη παραγωγή αρχιτεκτονικού λόγου

27

Pier Vittorio Aureli // Η πολιτική διάσταση της αρχιτεκτονικής

29

François Roche // Η αισθητηριακή διάσταση της αρχιτεκτονικής

34

Κεφάλαιο 4 // Το υποκείμενο στον αρχιτεκτονικό λόγο

41

Κεφάλαιο 5 // Συμπεράσματα

49

55

// Βιβλιογραφία


xiv


1

κεφάλαιο 1 // εισαγωγή


2

κεφάλαιο 1


// εισαγωγή

Αντικείμενο της παρούσας ερευνητικής εργασίας είναι η διερεύνηση της έννοιας του υποκειμένου, όπως αυτή εμφανίζεται στην παραγωγή θεωρητικού λόγου –φιλοσοφικού, πολιτικού- μέσα από τα διαφορετικά ρεύματα, και η σύνδεσή του με την διαδικασία του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού. Στόχος της είναι να υπογραμμίσει την σύνδεση μεταξύ φιλοσοφίας και αρχιτεκτονικής, στο συγκεκριμένο πεδίο της παραγωγής του υποκειμένου, ώστε αυτή να αποτελέσει ένα συνειδητό εργαλείο στα χέρια του αρχιτέκτονα, να διερευνήσει τον τρόπο με τον οποίο μπορεί η συνειδητοποίηση αυτή να ανατροφοδοτήσει και να εξελίξει τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό. Έναυσμα για την έρευνα υπήρξε η παρατήρηση ότι η αρχιτεκτονική ως επιστημονικό πεδίο, άπτεται συχνά του φιλοσοφικού λόγου για την υποστήριξη ή την αιτιολόγηση του έργου της. Ιδιαίτερα στο ερώτημα του πως και για ποιον σχεδιάζει ο αρχιτέκτονας, ένα ερώτημα που αποτελεί τον πυρήνα του πειραματισμού της αρχιτεκτονικής, καθ’ όλη την πορεία της ύπαρξής της ως επιστημονικό πεδίο. Δήμος, υπήκοος, πολίτης, προλετάριος, χρήστης, σώμα, πλήθος, όποια ονομασία και αν παίρνει από τον φιλοσοφικό λόγο το ανθρώπινο υποκείμενο, υφίσταται άμεση αναγωγή με τον αποδέκτη του αρχιτεκτονικού

3


4

κεφάλαιο 1

σχεδιασμού, είτε αυτό συμβαίνει συνειδητά από τον αρχιτέκτονα, και συνοδεύεται από την ταυτόχρονη παραγωγή θεωρητικού αρχιτεκτονικού λόγου, είτε όχι. Μελετώντας τις επικρατούσες φιλοσοφικές τάσεις για την παραγωγή του υποκειμένου και περιγράφοντας συγκεκριμένες αρχιτεκτονικές προσεγγίσεις, θα επιχειρηθεί μια διερεύνηση του τρόπου με τον οποίο αυτό συμβαίνει ή υπάρχει η δυνατότητα να συμβεί. Βασική παραδοχή της παρούσας μελέτης είναι πως ο δομημένος χώρος συμβάλλει στην παραγωγή του υποκειμένου, καθώς μέσα από την διάρθρωση του προκαλεί στο υποκείμενο ένα εύρος συμπεριφορών. Η μελέτη του φιλοσοφικού λόγου στοχεύει, πέρα από το να μελετήσει τον τρόπο με τον οποίο εμφανίζεται και αρθρώνεται η ιδέα του υποκειμένου, να εντοπίσει στιγμιότυπα μέσα στην ανάπτυξή του που αιτιολογούν αυτή την παραδοχή. Υπάρχει μέσα στον φιλοσοφικό λόγο άμεση ή έμμεση αναφορά στο περιβάλλον, στο χώρο –σχεδιασμένο ή μη- στον οποίο ενεργούν τα υποκείμενα; Από την άλλη πλευρά, η περιγραφή του αρχιτεκτονικού λόγου στοχεύει στο αντίστροφο, να υπογραμμιστούν εκείνα τα σημεία, όπου ο λόγος ξεφεύγει από την καθαρή περιγραφή του αρχιτεκτονικού έργου υπό κατασκευαστικούς και τεχνικούς όρους, και ανατρέχει στην ανάπτυξη ιδεών και εννοιών που δανείζεται από τη φιλοσοφία, για να οραματιστεί το αντίκτυπο του σχεδιασμού του σε κοινωνικοπολιτικό επίπεδο. Από την εμφάνιση της ιδέας περί υποκειμένου, σημείο αντίθεσης ανάμεσα στα διάφορα ρεύματα υπήρξε ο τρόπος με τον οποίο το υποκείμενο αντιλαμβάνεται τη σχέση του με τον εαυτό του και τον κόσμο. Ποια είναι τα εργαλεία και οι διαδικασίες που χρησιμοποιεί; Η γνώση προέρχεται αποκλειστικά από τις αναπαραστάσεις που κατασκευάζει ή το συναίσθημα παίζει εξίσου σημαντικό ρόλο; Και πως μπορούν να διαχωριστούν τα δύο; Ποια είναι η σχέση του υποκειμένου με το περιβάλλον του; Πρόκειται για μια απόλυτη σχέση, κατά την οποία το υποκείμενο βρίσκεται σε μια σταθερή θέση παρατηρητή, ή για μία σχετική, κατά την οποία αλληλοεπιδρά με το περιβάλλον του; Ποιες είναι οι τεχνολογίες κατασκευής του υποκειμένου μέσα από τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό και που τοποθετούν οι διαφορετικές προσεγγίσεις το άτομο και την δράση του; Πρόκειται για ένα ζήτημα καθαρά ηθικής, που συνδέει τη δράση με την πολιτική θέση σε σχέση με τον κόσμο, ή η σωματικότητα και η αισθητικότητα είναι οι κινητήριοι μοχλοί της; Τα ερωτήματα αυτά αποτελούν τον κύριο κορμό πάνω στον οποίο στηρίζεται η ανάπτυξη της ερευνητικής εργασίας, έχοντας πάντα ως απώτερο σκοπό την ενίσχυση του αρχιτεκτονικού έργου


// εισαγωγή

και λόγου μέσα από τα εργαλεία της φιλοσοφίας. Μετά την εισαγωγή του θέματος ακολουθεί ο κεντρικός κορμός της ερευνητικής εργασίας. Στο κεφάλαιο «Τεχνολογίες κατασκευής του υποκειμένου» θα περιγραφούν κάποιες από τις εξέχουσες φιλοσοφικές θεωρίες πάνω στην κατασκευή του υποκειμένου και τον τρόπο αντίληψης και δράσης του. Φυσικά, στα πλαίσια της ερευνητικής εργασίας δεν είναι δυνατόν να περιγραφούν και να αναλυθούν πλήρως οι αναφερόμενες προσεγγίσεις, παρά θα τονιστούν τα συγκεκριμένα σημεία που συνηγορούν και ενισχύουν την υπόθεση εργασίας. Η μελέτη ξεκινάει από την έννοια της “Πειθαρχίας” που παρουσιάζει ο Michael Foucault στο έργο του «Discipline and punish: The birth of the prison» (Foucault, 1995) ως την κύρια πηγή προέλευσης της ιδέας του ατομικού υποκειμένου στην καπιταλιστική κοινωνία. Στη συνέχεια, αναλύεται η ιδέα των “πολιτικών σωμάτων” του John Protevi, μέσα από το βιβλίο του «Political affect: Connecting the social and the somatic» (Protevi, 2009), όπου επιχειρεί να αναλύσει την γνώση και την συναίσθηση ως ισάξιους παράγοντες στη διαμόρφωση του υποκειμένου, ανατρέποντας την επικρατούσα ιδέα του “ορθολογιστικού γνωστικού υποκειμένου”. Ήδη μέχρι στιγμής, παρατηρούμε ότι σημαντικό ρόλο στις ιδέες περί κατασκευής του υποκειμένου παίζει συχνά το περιβάλλον ανάδυσης και δράσης των ατόμων, οπότε κρίνεται σκόπιμο να παρουσιασθεί μια προσέγγιση της σχέσης ανάμεσα στα υποκείμενα και το περιβάλλον τους. Για το λόγο αυτό, παρουσιάζεται η προσέγγιση του Jakob von Uexküll, που μέσα από την έννοια του “Umwelt” προσπαθεί να περιγράψει την ατομική εμπειρία του περιβάλλοντος από έναν οργανισμό (Uexküll, 2009). Στρέφοντας το βλέμμα προς το μέλλον, και τη θέση του υποκειμένου στη σύγχρονη κοινωνία της τεχνολογίας, παρουσιάζονται δύο απόψεις που ανατρέπουν την παγιωμένη αντίληψη του ατομικού ανθρώπινου υποκειμένου. Η πρώτη αφορά την έννοια του “Multitude”, όπως εισάγεται από τους Michael Hardt και Antonio Negri για να περιγράψει την φύση ενός νέου αναδυόμενου συλλογικού υποκειμένου (Hardt and Negri, 2004). Η δεύτερη παρουσιάζει το υποκείμενο-Χρήστη ως ένα από τα επίπεδα μιας νέας μορφής γεωπολιτικής οργάνωσης που ο Benjamin Bratton εφευρίσκει και αποκαλεί “Στοίβα”, στο ομότιτλο βιβλίο του «The Stack» (Bratton, 2015). Όπως διαπιστώνει κανείς από τη μελέτη του φιλοσοφικού λόγου πάνω στην έννοια του υποκειμένου, η διαμόρφωση διαλεκτικών σχέσεων, όπως αυτές ανάμεσα στο σώμα και τον νου (body/mind), το συναίσθημα και την ευφυΐα (sentience / sa-

5


6

κεφάλαιο 1

pience), την νόηση και την συν-αίσθηση (cognition / affect), την πολιτική και την αισθητική (politics / aesthetics), το σωματικό και το κοινωνικό (somatic / social), για την ανάλυσή του έχουν ίσως παγιώσει μια γωνία θέασης που παράγει σαφείς διαχωρισμούς στην ολότητα του, προκαλώντας ενδεχομένως απλουστεύσεις ή και παρανοήσεις στην κατανόηση του, ειδικότερα όταν αυτό εισάγεται ως έννοια στη διαδικασία του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού. Η ανάγνωση αυτή αμφισβητείται από την παρούσα εργασία, που στοχεύει να μελετήσει το υποκείμενο ως μια ολότητα, χωρίς ωστόσο να ισοπεδώνει τα επιμέρους χαρακτηριστικά του και την συμβολή τους στη δράση του μέσα στο χώρο. Στη συνέχεια, στο κεφάλαιο «Σύγχρονη παραγωγή αρχιτεκτονικού λόγου», θα παρουσιαστούν δύο αρχιτεκτονικές προσεγγίσεις, αυτές των Pier Vittorio Aureli και Francois Roche, που βασίζονται πάνω σε κείμενα των ίδιων των αρχιτεκτόνων και περιγραφές των αρχιτεκτονικών τους έργων. Η επιλογή των συγκεκριμένων περιπτώσεων μελέτης βασίστηκε στην υπόθεση πως οι δύο αυτές περιπτώσεις παρουσιάζουν μια διαφορετική προσέγγιση της έννοιας του υποκειμένου –χωρίς αυτή να είναι αντιθετική- μέσα από το αρχιτεκτονικό τους έργο, με την πρώτη να προσανατολίζεται προς την πολιτική δράση του υποκειμένου μέσα στον δομημένο χώρο και την δεύτερη στην αισθητηριακή διάσταση του υποκειμένου και την μετάφρασή της σε δράση. Η βαθιά συνείδηση του εαυτού, η πλήρης γνώση της θέσης του στο χώρο, μέσω του διαχωρισμού και της αντίθεσης στην περίπτωση του P.V. Aurelli, και μέσω της ανάλυσης της ψυχοσωματικής υπόστασης του έμβιου όντος στην περίπτωση του F. Roche, είναι το πρώτο βήμα για την ανάληψη δράσης από το υποκείμενο. Ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός τους, με διαφορετικά εργαλεία και διαδικασίες σε κάθε περίπτωση, στόχο έχει να προσφέρει προς αυτή την κατεύθυνση, να συνδιαμορφώσει το υποκείμενο και να το καλέσει σε δράση. Στο επόμενο κεφάλαιο, που ονομάζεται «Το υποκείμενο στον αρχιτεκτονικό λόγο», θα επιχειρηθεί μια συνδυαστική ανασκόπηση της παραπάνω βιβλιογραφίας, ένας σχολιασμός πάνω στο βασικό ερώτημα του πώς ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός χρησιμοποιεί ή μεταφέρει την έννοια του υποκειμένου και τις τεχνολογίες κατασκευής του στην πρακτική του. Ποιες από τις έννοιες που αναπτύχθηκαν στο 2ο κεφάλαιο, υιοθετούνται στον θεωρητικό λόγο των δύο υπό μελέτη αρχιτεκτόνων, ή περιγράφονται χωρίς να γίνεται άμεση σύνδεση με αυτές μέσα από το αρχιτεκτονικό τους έργο; Ποια είναι η στάση των δύο


// εισαγωγή

αρχιτεκτόνων σχετικά με την αντιμετώπιση του υποκειμένου μέσα στην διαδικασία του σχεδιασμού; Πως οραματίζονται τη δράση του μέσα στο χώρο που σχεδιάζουν; Ολοκληρώνοντας την ερευνητική εργασία, στο τελευταίο κεφάλαιο θα επιχειρηθεί μια συνολική ματιά σχετικά με τις φιλοσοφικές ιδέες περί υποκειμένου και τις τεχνολογίες κατασκευής του και προβολής του στο μέλλον, τον αρχιτεκτονικό λόγο που παράγεται –εν προκειμένω- από τους δύο υπό μελέτη αρχιτέκτονες συνοδευτικά και επεξηγηματικά του αρχιτεκτονικού τους έργου, των φιλοσοφικών αναζητήσεων που περιλαμβάνει αυτός ο λόγος, και του πως, εν κατακλείδι, όλη αυτή η διαδικασία συμβάλλει στην εξέλιξη του πεδίου της αρχιτεκτονικής και την παραγωγή συνεπούς έργου στη σύγχρονη εποχή. Έχοντας στραμμένο το βλέμμα προς το μέλλον, και τη θέση της αρχιτεκτονικής παραγωγής μέσα στις νέες αναδυόμενες κοινωνίες της τεχνολογίας και της πληροφορίας, η παρούσα ερευνητική εργασία εξετάζει το πώς το πεδίο της αρχιτεκτονικής μπορεί να ανατροφοδοτηθεί από μια εσωτερική αναζήτηση και συνειδητοποίηση των εργαλείων της, όπως είναι η στήριξη πάνω στον φιλοσοφικό λόγο.

Σημείωση: Στο σημείο αυτό πρέπει να διευκρινιστεί ότι καθώς η παρουσίαση της βιβλιογραφίας, τόσο του φιλοσοφικού όσο και του αρχιτεκτονικού λόγου, περιλαμβάνει την ανάπτυξη ιδεών και εννοιών που εισήγαγαν οι ίδιοι οι δημιουργοί, οι έννοιες αυτές μεταφέρονται αυτούσιες στην αγγλική ή την ελληνική γλώσσα μέσα σε ανωφερή εισαγωγικά “…”, ενώ αποσπάσματα που χρησιμοποιούνται σε πιστή μεταφορά του αρχικού κειμένου σε εισαγωγικά «…»

7


8


9

κεφάλαιο 2 // τεχνολογίες κατασκευής του υποκειμένου


10

κεφάλαιο 2


// τεχνολογίες κατασκευής του υποκειμένου

Η παράδοση της έννοιας του υποκειμένου είναι ιδιαίτερα μεγάλη και κατέχει εξέχουσα θέση μέσα στον φιλοσοφικό λόγο, ξεκινώντας ήδη από τον Αριστοτέλη, και τη διάκριση που εντοπίζει ο ίδιος μεταξύ ψυχής και νου. Ένα από τα επίμαχα ζητήματα της φιλοσοφίας ήταν και εξακολουθεί να είναι η σχέση του υποκειμένου με τη σκέψη και τη γνώση, πώς ο άνθρωπος βιώνει τον εαυτό του και τη σχέση του με τον κόσμο μέσω των αναπαραστάσεων που κατασκευάζει. Στα πλαίσια της ερευνητικής εργασίας δεν είναι δυνατόν να μελετηθούν και να παρουσιασθούν σφαιρικά όλες οι θεωρητικές προσεγγίσεις της έννοιας του υποκειμένου, παρά επιλέγονται κάποιες στιγμές, θα μπορούσε να πει κανείς, της φιλοσοφικής και πολιτικής σκέψης που βοηθούν στην ανάπτυξη του θέματος.

11


12

κεφάλαιο 2

// Η γέννηση του ατομικού υποκειμένου Στο έργο του Michel Foucault κυριαρχεί η αναζήτηση του τρόπου συγκρότησης του υποκειμένου μέσα από σχέσεις νοηματοδότησης και εξουσίας. Ιδιαίτερα στο 3ο μέρος του βιβλίου του «Discipline and punish: The birth of the prison» με τίτλο «Discipline» (Foucault, 1995) αναλύεται πώς η γέννηση κατά τις αρχές του 18ου αιώνα και στη συνέχεια η επικράτηση ενός συστήματος πειθαρχίας οδήγησε μέσα από τις διαδικασίες και τους μηχανισμούς του στην ανάδυση του εξατομικευμένου υποκειμένου, του «ανθρώπου του μοντέρνου ανθρωπισμού» (Foucault, 1995 : 141). Για τον M. Foucault, το νεωτερικό που συνέβη κατά την γέννηση της “κοινωνίας της πειθαρχίας”, μιας που δεν είναι η πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία που το σώμα γίνεται αντικείμενο αυταρχικών και καταπιεστικών εξουσιών, είναι η αντίληψη του ανθρωπίνου σώματος ως αναλύσιμο και χειρίσιμο μέσω τριών συγκεκριμένων μεθόδων: της αλλαγής της κλίμακας του ελέγχου, ο οποίος μετατοπίζεται από την αντιμετώπιση του σώματος ως μια ενιαία ενότητα στον κατακερματισμό του, της αλλαγής του αντικειμένου του ελέγχου, που δεν είναι πλέον οι συμβολισμοί του σώματος αλλά οι δυνάμεις του, και τέλος της υιοθέτησης της τυπικότητας, του συνεχούς και διεξοδικού ελέγχου των διαδικασιών του σώματος και όχι του αποτελέσματος τους. Η πειθαρχία, λοιπόν, μπορεί να γίνει κατανοητή ως

«…μια τέχνη του ανθρώπινου σώματος, η οποία κατευθυνόταν όχι μόνο στην αύξηση των ικανοτήτων του, ούτε στην εντατικοποίηση της υποταγής του, αλλά στη διαμόρφωση μιας σχέσης που μέσα στον ίδιο τον μηχανισμό την έκανε πιο υπάκουη καθώς γινόταν πιο χρήσιμη, και αντίστροφα» (Foucault, 1995 : 137). Είναι ένας “μηχανισμός εξουσίας” που παράγει πειθήνια, χρήσιμα σώματα και αντιστρέφει την πορεία των εσωτερικών δυνάμεων του σώματος, των ικανοτήτων, των ταλέντων του, μετατρέποντάς τες σε σχέσεις υποταγής. Μέσα από εξαιρετική προσήλωση στη λεπτομέρεια, και από τη συνειδητοποίηση της “μικρο-φυσικής” της εξουσίας, η πειθαρχία γεννά τον εξατομικευμένο άνθρωπο μέσω ενός ολόκληρου συστήματος τεχνικών, μεθόδων, γνώσης, σχεδίων και δεδομένων.


// τεχνολογίες κατασκευής του υποκειμένου

13

εικόνα 1. N Harou - Romain. Plan for a penitentiary, 1840. A prisoner, in his cell, kneeling at prayer before the central inspection tower, Cf. p.250,

πηγή: Foucault, M. (1995) Discipline and punish: The birth of the prison. 2nd edn. New York: Vintage Books.


14

κεφάλαιο 2

Η προσεκτική κατανομή των ατόμων στο χώρο, μέσω του εγκλεισμού, του διαχωρισμού, του ωφέλιμου χώρου και της ταξινόμησης, βοηθά στον χειρισμό του πλήθους, και στη μετατροπή του σε «ταξινομημένες πολλαπλότητες» (Foucault, 1995 : 148). Μέσω της κατανομής, της ανάλυσης, της επίβλεψης και της κατανόησης, το άτομο χαρακτηρίζεται ώστε να γίνει όσο το δυνατόν περισσότερο ωφέλιμο, καθιστώντας έτσι δυνατό «τον έλεγχο και τη χρήση ενός συνόλου ξεχωριστών στοιχείων: τη βάση της μικρο-φυσικής που θα μπορούσε να ονομαστεί κυτταρική εξουσία» (Foucault, 1995 : 149). Ο έλεγχος της δραστηριότητας των ατόμων, με τον αυστηρό προγραμματισμό, έναν επιβαλλόμενο ρυθμό, τη συσχέτιση των σωμάτων-κινήσεων-αντικειμένων και την εξαντλητική επανάληψη, οδηγεί στον καλύτερο έλεγχο του σώματος και στην βελτιστοποίηση της λειτουργίας του. Η οργάνωση της δημιουργικής διαδικασίας και η συσσώρευση και εκμετάλλευση του χρόνου των ατόμων, μέσα από τον κατακερματισμό του, την αυστηρή οργάνωσή του, την ολοκλήρωσή του μέσω της εξέτασης και την προσαρμογή του πάνω στο εκάστοτε άτομο, οδηγούν στην απόλυτη εκμετάλλευση των ικανοτήτων του. Η σύνθεση των δυνάμεων πολλαπλών σωμάτων, που εκφράζεται με τον συνδυασμό του ανθρωπίνου σώματος με άλλα, την διαμόρφωση ενός συνεκτικού χρόνου από τις ποικίλες χρονικές ακολουθίες και την ακρίβεια της διοίκησης των ατόμων, μέσω της συνεχούς εκπαίδευσης, οδηγούν στην κατασκευή ενός μηχανισμού μέγιστης απόδοσης που αποτελείται από σωστά αρθρωμένα μέρη. Συνοψίζοντας τα παραπάνω ο M. Foucault υποστηρίζει ότι:

«η πειθαρχία δημιουργεί… μια ατομικότητα που φέρει 4 χαρακτηριστικά: είναι κυτταρική (από την χωρική κατανομή), είναι οργανική (από την κωδικοποίηση των δραστηριοτήτων), είναι γενετική (από την συσσώρευση του χρόνου), είναι συνδυαστική (από την σύνθεση των δυνάμεων). Και ως τέτοια, εκτελεί 4 σπουδαίες τεχνικές: σχεδιάζει πίνακες · υπαγορεύει κινήσεις· επιβάλλει ασκήσεις· και τελευταία, προκειμένου να αποκτήσει τον συνδυασμό των δυνάμεων, σχεδιάζει “τακτικές”.» (Foucault, 1995 : 167). Επίσης αποδίδει στην “πειθαρχική εξουσία” ένα στρατιωτικό ιδεώδες της κοινωνίας που βασίζεται στην λεπτομερή οργάνωση της μηχανής, στις επ’ αόριστο μορφές εξάσκησης και στην αυτοματοποιημένη πειθαρχία.


// τεχνολογίες κατασκευής του υποκειμένου

Για τον ίδιο, η πειθαρχική εξουσία περισσότερο εκπαιδεύει, παρά επιβάλλει, συνενώνει δυνάμεις για να τις μεγεθύνει παρά για να τις μειώσει, αναδεικνύει τα υποκείμενα παρά τα ενοποιεί κάτω από μια ομογενοποιητική μάζα, και όλα αυτά με τη χρήση απλών, ελάχιστων, μετριοπαθών διαδικασιών, όπως η ιεραρχική επιτήρηση, που με τα μέσα παρακολούθησης που διαθέτει, ένα από τα οποία είναι η αρχιτεκτονική, καθιστά τα άτομα καθ’ όλα ορατά. Ή η κανονικοποίηση των ατόμων, μέσω της ποινικοποίησης συγκεκριμένων πράξεων, της τιμωρίας της μη-συμμόρφωσης, της διόρθωσης, της εισαγωγής του δίπολου συμπεριφοράς καλού-κακού, και της ταξινόμησης των ατόμων. Το ιδιαίτερο ποινικό σύστημα που διατρέχει όλη την έκταση της πειθαρχικής μηχανής δημιουργεί έναν κανόνα προς συμμόρφωση, διαφοροποιεί τα άτομα μέσω της σύγκρισης με τον γενικό κανόνα, τα μετρά, τα αξιολογεί και τέλος τα κατανέμει. Μέσα από αυτόν τον προσδιορισμό του κανονικού, εν τέλει, αποκαλύπτει «όλες τις αποχρώσεις των ατομικών διαφορών» (Foucault, 1995 : 184). Τέλος, η εξέταση συνδυάζει και τις δύο προηγούμενες τεχνικές της παρακολούθησης και της αξιολόγησης, μετατρέποντας την ορατότητα σε άσκηση εξουσίας, εισάγοντας την ατομικότητα στο πεδίο της καταγραφής και κάνοντας κάθε άτομο μια “περίπτωση”. Για τον M. Foucault κατά την γέννηση του συστήματος της πειθαρχίας, συμβαίνει μια ανατροπή στον πολιτικό άξονα της ατομικότητας: όσο η εξουσία τείνει να γίνει περισσότερο απρόσωπη και ωφελιμιστική, τόσο τα υποκείμενα της εξουσίας τείνουν να γίνουν πιο διακριτά εξατομικευμένα. Τη στιγμή που εφαρμόστηκε αυτή η νέα τεχνολογία εξουσίας και η νέα πολιτική ανατομία του σώματος, έγιναν δυνατές οι “επιστήμες του ανθρώπου”, «όλες οι επιστήμες, αναλύσεις και πρακτικές που υιοθετούν τη ρίζα “ψυχό-”» (Foucault, 1995 : 193). Το άτομο και η γνώση του είναι αναμφίβολα μια πραγματικότητα κατασκευασμένη από την τεχνολογία εξουσίας που ο M. Foucault ονομάζει “πειθαρχία”. // Πολιτικά σώματα Ο John Protevi διερευνά την ιδέα της αλληλοεπικάλυψης του κοινωνικού και του σωματικού στοιχείου στην κατασκευή του υποκειμένου, η οποία αντικατοπτρίζει μια στροφή της σύγχρονης φιλοσοφίας σε έναν «νέο μη-μηχανιστικό υλισμό» (Protevi, 2009 : vii) , την οποία ο ίδιος ονομάζει “political physiology”, “πολιτική φυσιολογία”. Για την διερεύνηση του πάνω σε αυτές τις αλληλοεπικαλύψεις εισάγει στο βιβλίο του “Political Affect” (Pro-

15


16

κεφάλαιο 2

1 Για τον όρο affection επιλέγεται η μετάφραση στην ελληνική γλώσσα ως συναίσθηση , γιατί θεωρείται ότι περιγράφει καλύτερα το νόημα της έννοιας που θέλει να αποδώσει ο συγγραφέας στο έργο του. (μτφ. της ίδιας) 2 Η γνώση είναι ενσωματωμένη όταν είναι πλήρως εξαρτώμενη από τα χαρακτηριστικά του φυσικού σώματος ενός πράκτορα, δηλαδή όταν πτυχές του σώματος ενός πράκτορα πέρα από το μυαλό παίζουν σημαντικό αιτιολογικό ή σωματικά συστατικό ρόλο στην γνωστική διαδικασία. [πηγή Stanford Encyclopedia of Philosophy, “Embodied Cognition” <https://plato. stanford.edu/ entries/embodied-cognition/> (Accessed: 4 January 2017)]

tevi, 2009) τρεις βασικές έννοιες, αυτές των “body politics”, “political cognition” και “political affect”, ή των “πολιτικών σωμάτων”, της “πολιτικής γνώσης” και της “πολιτικής συναίσθησης” 1 , όπως θα αναφέρονται στο εξής. Μια κυρίαρχη ιδέα σε πολλά ρεύματα φιλοσοφίας, όπως αναπτύσσει ο J.Protevi, είναι η εικόνα της γνώσης ως η αντικειμενική σύλληψη και επεξεργασία πληροφορίας που οδηγεί σε μια αναπαράσταση. Ωστόσο, πλέον η ιδέα της αναπαράστασης ως η κύρια πηγή γνώσης μας για τον κόσμο αμφισβητείται από πολλούς στοχαστές που εστιάζουν στον ρόλο του συναισθήματος στην απόκτηση γνώσης, αμφισβητώντας αυτό που ονομάζεται “ορθολογιστικό γνωστικό υποκείμενο”, και προσανατολίζονται στη μελέτη της ανάπτυξης των υποκειμένων ως σύνολα γνωστικών και συναισθητικών χαρακτηριστικών, αποτέλεσμα διαφορετικών κοινωνικοπολιτικών διαδικασιών. Κατά την επικρατούσα ιδέα του “ορθολογιστικού γνωστικού υποκειμένου”, αυτό, αφού επεξεργαστεί τις πληροφορίες που περιέχονται στις αναπαραστάσεις, αποφασίζει την πορεία δράσης του στον κόσμο, σύμφωνα με τη σύγκλιση ή την απόκλιση των χαρακτηριστικών του περιβάλλοντος που έχει αντλήσει από τις κατασκευασμένες αναπαραστάσεις του και των επιθυμιών του, και τέλος προστάζει το σώμα του να δράσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο προς την αποφασισμένη πορεία. Αν και για ορισμένους φιλοσόφους, το “ορθολογιστικό γνωστικό υποκείμενο” είναι ο ηθικός στόχος, στον οποίο καλείται κανείς να φτάσει, για άλλους είναι μια ανούσια αφηρημένη έννοια ή, ακόμη χειρότερα ένα μέσο πολιτικής καταπίεσης. Οι τελευταίοι, φαίνεται να ξεπερνούν το υποκείμενο, εστιάζοντας πάνω από αυτό σε ένα πολλαπλό κοινωνικό επίπεδο, το οποίο συνιστά ένα πεδίο δράσης μιας πληθώρας υποκειμένων με διαφορετικά αισθητικά και γνωστικά χαρακτηριστικά, στον χώρο ανάμεσα σε αμέτρητες κοινωνικές ομάδες και δίκτυα. Κριτική επίσης ασκείται και στην ατομικότητα του υποκειμένου, μέσω της μελέτης της “ενσωματωμένης γνώσης” 2 , η οποία μελετά κάτω από την επιφάνεια του υποκειμένου, τους αυτοματοποιημένους, ενσωματωμένους μηχανισμούς του και τις πολυάριθμες σωματικές και ψυχολογικές διαδικασίες από τις οποίες διαμορφώνεται. Επιπλέον, πολλές από τις προσεγγίσεις που αντιτίθενται στην έννοια του “ορθολογιστικού γνωστικού υποκειμένου”, μετακινούν το πεδίο μελέτης τους παραπλεύρως του υποκειμένου, στο άμεσο κοινωνικό και τεχνικό περιβάλλον του. Ωστόσο, αυτή η μελέτη πάνω από, κάτω από ή παραπλεύρως του υποκειμένου, δεν υπονοεί την πλήρη διαγραφή του υποκειμένου, αλλά μια μετατόπιση από


// τεχνολογίες κατασκευής του υποκειμένου

το καθαρά γνωστικό υποκείμενο. Η αντίληψη του υποκειμένου ως η σύνθετη αλληλεπίδραση νου, σώματος και περιβάλλοντος, η τοποθέτηση της ανάπτυξης της υποκειμενικότητας στο ποικίλο ιστορικό της πλαίσιο, δεν υπονοεί μια στάση υπέρ του “θανάτου του υποκειμένου” 3 . Η ιδέα των “πολιτικών σωμάτων” του J.Protevi στοχεύει στο να περιγράψει τον αναδυόμενο χαρακτήρα της υποκειμενικότητας: την παραγωγή του υποκειμένου στις αλληλεπιδράσεις των σωματικών και κοινωνικών συστημάτων. Για τον ίδιο, η πολιτικά παρακινημένη “συναισθητική γνώση” είναι αυτή που δίνει νόημα στα “πολιτικά σώματα”, τα οποία με τη σειρά τους νοηματοδοτούν τις καταστάσεις μέσα στις οποίες βρίσκονται, αποδίδοντας αξία στον εαυτό τους και το περιβάλλον τους και υιοθετώντας μια γραμμή πλεύσης. Παρόλο που η πολιτικά παρακινημένη “συναισθητική γνώση” συνδέει το συναίσθημα με τη γνώση, ο J.Protevi στην μελέτη του απομονώνει την “πολιτική γνώση”, καθώς τα “πολιτικά σώματα” νοηματοδοτούν τις καταστάσεις με βάση πολιτικές κατηγοριοποιήσεις. Ο όρος “πολιτικός” δεν αφορά μόνο κράτη και επίσημους θεσμούς, αλλά οποιαδήποτε ανθρώπινη ομάδα μέσα στην οποία διαμορφώνονται σχέσεις διάδρασης ανάμεσα στα άτομα. Αντιστοίχως, όταν χρησιμοποιείται ο όρος “πολιτική φυσιολογία”, δεν περιορίζεται μόνο στους φυσιολογικούς και ομοιοστατικούς μηχανισμούς, αλλά περιλαμβάνει και τις αντανακλαστικές, νευρικές και ορμονικές διαδικασίες προ-συνειδητής αντίδρασης των σωμάτων σε συγκεκριμένες καταστάσεις. Δεχόμενοι την νοηματοδότηση των διαφόρων καταστάσεων από τα “πολιτικά σώματα” με βάση πολιτικές κατηγοριοποιήσεις, περνάμε στην έννοια της “πολιτικής συναίσθησης”, της ικανότητας των ατόμων να επηρεαστούν από τον κόσμο σε επίπεδο ευαισθησίας. Κατά τον ορισμό του J.Protevi τα “πολιτικά σώματα”:

«…είναι ενσωματωμένα, με εξατομικευμένες φυσιολογικές και ψυχολογικές σωματικές διαστάσεις, και ενυπάρχουν σε πολλαπλές και αλληλεπικαλυπτόμενες κοινωνικοπολιτικές σχέσεις με άλλα πολιτικά σώματα, σχέσεις οι οποίες είναι οι ίδιες φυσιολογικές και ψυχολογικές... Συνθετικά, μπορούμε να διακρίνουμε πρώτης και δεύτερης τάξης πολιτικά σώματα. Τα πρώτης τάξης πολιτικά σώματα είναι σε προσωπική κλίμακα, ενώ τα δεύτερης τάξης μπορούν να είναι είτε σε ομαδική είτε σε κοινωνική κλίμακα. Χρονικά, μπορούμε να διακρίνουμε την βραχυπρόθεσμη ή

Αποδίδοντας αξία στην κατανάλωση, σε αντίθεση με την συσσώρευση, ο George Bataille (Γάλλος φιλόσοφος και συγγραφέας, 1897-1962) εισάγει την εποχή του θανάτου του υποκειμένου. Επιμένει ότι τα άτομα πρέπει να παραβιάζουν τα όρια που τους επιβάλλονται από την υποκειμενικότητα για να ξεφύγουν από την απομόνωση και επικοινωνήσουν. (Audi, 1999: 73) 3

17


18

κεφάλαιο 2

στιγμιαία χρονική κλίμακα, την μεσοπρόθεσμη, ή συνήθεια/ εκπαίδευση/ αναπτυξιακή κλίμακα, και την μακροπρόθεσμη ή ιστορική κλίμακα…»

«δηλαδή σκέψη υπό όρους κατανομής των χαρακτηριστικών σε έναν πληθυσμό παρά υπό όρους ενός ιδανικού τύπου» (Protevi 2009 : 29)

4

(Protevi, 2009 : 37). Ωστόσο, με τον τρόπο που έχουν οριστεί μέχρι στιγμής, κυριαρχεί η αίσθηση ενός αφηρημένου, μοναδικού “πολιτικού σώματος”. Για να κατανοήσουμε τον πληθυντικό αριθμό των “πολιτικών σωμάτων”, ο J.Protevi προτείνει να τα σκεφτούμε υπό τους όρους της πληθυσμιακής σκέψης 4 , ανιχνεύοντας τις κατανομές των χαρακτηριστικών που καθορίστηκαν από την διαφορετική πρόσβαση στις αναπτυξιακές πηγές, υπό τους όρους ενός διευρυμένου και πολύπλοκου εικονικού πεδίου πρακτικών παραγωγής της υποκειμενικότητας μέσα σε μια κοινωνία με ποικίλους παράγοντες, στόχους, εντάσεις και αποτελέσματα. Επιπλέον, όλες οι παραπάνω συνθετικές και χρονικές κλίμακες είναι απλά μια αναλυτική σύμβαση, μιας και στην πραγματικότητα όλα τα απτά “πολιτικά σώματα” συντίθενται στις αλληλοεπικαλύψεις αυτών των κατηγοριών και όλα τα γεγονότα, βιολογικά, κοινωνικά ή πολιτικά, περιέχουν όλα τα επίπεδα “πολιτικής φυσιολογίας”. Κάθε πρώτης τάξης “πολιτικό σώμα” μπορεί να ανήκει σε πολλά διαφορετικά δεύτερης τάξης σώματα, τα οποία είτε έρχονται σε συμφωνία είτε όχι, και πολλαπλά επίπεδα δεύτερης τάξης “πολιτικών σωμάτων” συνθέτουν ένας τρίτης ή τέταρτης τάξης “πολιτικό σώμα”, όπως για παράδειγμα ένα έθνος. Η δημιουργία αυτών των πολλαπλών “πολιτικών σωμάτων”, ωστόσο, δεν είναι ούτε συγχρονική ούτε αυτοποιητική. Επιπλέον, ο J.Protevi υποστηρίζει πως η “πολιτική συναίσθηση” αποτελείται τόσο από αντικειμενικές όσο και από υποκειμενικές πτυχές τις οποίες αντίστοιχα ονομάζει “πολιτική φυσιολογία” και “πολιτικό αίσθημα”. Ενώ η πρώτη εξετάζει την άμεση αλληλεπίδραση του κοινωνικού και του σωματικού, την μετρήσιμη αντίδραση του σώματος σε μια δεδομένη κατάσταση και προσεγγίζεται μόνο από ένα τρίτο πρόσωπο, το δεύτερο περιγράφει την υποκειμενική αντίληψη της διάδρασης, το πώς νιώθει το υποκείμενο μέσα στη δεδομένη κατάσταση και προσεγγίζεται μόνο σε πρώτο πρόσωπο. Μέσα από τον όρο “συναίσθηση” ο J.Protevi τονίζει ότι η επαφή μεταξύ δύο σωμάτων δεν είναι μόνο η διαπραγμάτευση των κόσμων τους μέσα από τις αναπαραστάσεις τους, αλλά και η αίσθηση του πως θα είναι η συνάντησή τους, το δεύτερης τάξης “πολιτικό σώμα” που θα διαμορφωθεί. Στο σημείο αυτό, ο συγγραφέας υιοθετεί την ανάλυση της έννοιας της “συναίσθησης” από τους G.Deleuze και F.Guattari ως την


// τεχνολογίες κατασκευής του υποκειμένου

«ικανότητα ενός σώματος να δράσει και να δεχτεί δράση, τι μπορεί να κάνει και τι μπορεί να δεχτεί» (Protevi 2009 : 49), τη διπλή υπόσταση της “συναίσθησης”, πρώτον να υφίσταται κανείς τη σωματική αλλαγή που προκαλεί μια συνάντηση (αντικειμενική πτυχή), και δεύτερον την αίσθηση αυτής της σωματικής αλλαγής (υποκειμενική πτυχή). Οι G.Deleuze και F.Guattari ορίζουν την “συναίσθηση” ως την ικανότητα των σωμάτων να συνθέτουν αναδυόμενες λειτουργικές δομές με άλλα σώματα, διατηρώντας την ετερογένεια των μερών τους (δεύτερης τάξης “πολιτικά σώματα”). Η “συναίσθηση” είναι εγγενώς πολιτική, καθώς είναι βασικό συστατικό μέρος της σύνθεσης των “πολιτικών σωμάτων”, τα οποία είναι μέλη ενός ευρύτερου βιο-οικο-κοινωνικο-πολιτικού πεδίου άλλων σωμάτων με τα οποία βρίσκονται σε αλληλεπίδραση. Ολοκληρώνοντας, μπορούμε να τονίσουμε ότι για τον J.Protevi, η “πολιτική συναίσθηση” είναι η πηγή νοηματοδότησης των “πολιτικών σωμάτων” και των απτών πραγματοποιημένων συναντήσεών τους, μέσα σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικό πλαίσιο και μεταξύ των υποκειμένων που διαμορφώθηκαν μέσα σε αυτό το πλαίσιο. // Η θέση του υποκειμένου ως προς το περιβάλλον του Παρατηρούμε ήδη, από την μέχρι τώρα ανάπτυξη των προσεγγίσεων πάνω στην κατασκευή του υποκειμένου, ότι η ιδέα του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο τα άτομα γεννιούνται και δρουν, φαίνεται να κατέχει σημαντικό ρόλο στην ανάλυση της παραγωγής του υποκειμένου. Επίσης, όπως τονίστηκε από την αρχή, η συνείδηση του εαυτού και του περιβάλλοντος ενός υποκειμένου αποτελεί αντικείμενο αντιπαράθεσης ανάμεσα στα διάφορα φιλοσοφικά ρεύματα, που φαίνεται να διαχωρίζονται υπέρ της γνώσης ή υπέρ της συν-αίσθησης σχετικά με την αντίληψη του κόσμου από το υποκείμενο. H έννοια του Umwelt 5 προτάθηκε για πρώτη φορά το 1936 από τον βιολόγο Jakob von Uexküll, για να περιγράψει «την υποκειμενική εμπειρία του περιβάλλοντος κόσμου από τον ατομικό οργανισμό μέσω των συγκεκριμένων του αισθήσεων» (Uexküll, 2009: 145). Πρόκειται για το σύνολο των αισθήσεων που περιβάλλει ένα σώμα και καθορίζει μέχρι και σήμερα την χωρική έννοια του περιβάλλοντος και την σχέση του σώματος με αυτό. Παρόλο που τα περιβάλλοντα είναι κοινά για τα άτομα, τα Umwelten που βιώνονται από αυτά είναι εξ ορισμού διαφορετικά, καθώς βασίζονται στη σύνθεση αισθητηριακών και συναισθηματικών

5

Ο όρος

die Umwelt μετάφραση από την γερμανική γλώσσα στην αγγλική ως

environment, surroundings και στην ελληνική ως

περιβάλλον (μτφ. της ίδιας)

19


20

κεφάλαιο 2

6 Η φαινομενολογία είναι η μελέτη των κατασκευών της συνείδησης όπως βιώνονται από το σημείο θέασης πρώτου προσώπου. Η κεντρική δομή μιας εμπειρίας είναι η σκοπιμότητα της, η κατεύθυνση της προς κάτι, καθώς είναι μια εμπειρία ενός αντικειμένου... λόγω του περιεχομένου ή της σημασίας (που αναπαριστά το αντικείμενο)… [πηγή Stanford Encyclopedia of Philosophy,

“Phenomenology” <https:// plato.stanford. edu/entries/ phenomenology/> (Accessed: 4 January 2017)]

δικτύων από τα άτομα. Ο χώρος θα πρέπει να κατανοηθεί ως μια ενυπάρχουσα κατάσταση υποκειμενικής εμπειρίας, μιας και το άτομο συνθέτει την πραγματικότητά του αλληλοεπιδρώντας με το περιβάλλον. Η θεωρία αυτή αντιτίθεται τόσο στην αντικειμενική αντίληψη του χώρου, όσο και στις φαινομενολογικές 6 και μετάνεωτερικές ιδέες που αντιλαμβάνονται τον χώρο ως μια κατασκευή του υποκειμένου. Το υποκείμενο βρίσκεται στο κέντρο του αντιληπτού κόσμου, ο οποίος περιέχει οτιδήποτε μπορεί αυτό να δει. Τα ορατά πράγματα ταξινομούνται σύμφωνα με τη σημαντικότητά τους για την ζωή του υποκειμένου. Τα αόρατα πράγματα που συγκαλύπτονται από άλλα αποκαλύπτονται στο άτομο μέσω των υπόλοιπων αισθήσεών του. Γύρω από το ανθρώπινο σώμα οι αισθήσεις του συνιστούν ένα προστατευτικό τείχος που γίνεται ολοένα και πυκνότερο. Αυτό το νησί των αισθήσεων γύρω από το άτομο είναι αυτό που ο J.v. Uexküll αποκαλεί Umwelt, και «χωρίζεται σε διακριτές αισθητηριακές σφαίρες που γίνονται έκδηλες η μία μετά την άλλη κατά την προσέγγιση ενός αντικειμένου» (Uexküll, 2009: 145). Τα αντικείμενα του περιβάλλοντος, τα οποία ενέχουν όλα τα πιθανά αισθητηριακά χαρακτηριστικά, παραμένουν πάντα παράγωγα του ανθρώπινου υποκειμένου, και όχι υπάρξεις ανεξάρτητες του υποκειμένου. Γίνονται «πράγματα» για το υποκείμενο μόνο αφότου καλυφθούν από το αισθητηριακό περίβλημα που τους αποδίδει το Umwelt. Καθώς οι αισθητηριακές σφαίρες διαφορετικών υποκειμένων είναι παρόμοιες ως προς τα βασικά χαρακτηριστικά τους, τα αντικείμενα σε διαφορετικά Umwelten μοιάζουν επίσης να είναι παρόμοια. Αυτό έχει οδηγήσει στην παρανόηση ότι τα αντικείμενα είναι αυτόνομες πραγματικότητες ανεξάρτητες του υποκειμένου. Ωστόσο για τον J.v. Uexküll, η μεταβλητότητα των αντικειμένων είναι αδιαπραγμάτευτη: κάθε αντικείμενο γίνεται κάτι το διαφορετικό όταν εισέρχεται σε ένα διαφορετικό Umwelt. Για τον άνθρωπο, το κέντρο του Umwelt του είναι το σπίτι του –η βάση του. Καθώς περιπλανιέται τείνει να αποκόψει τον χώρο μέσα στον οποίο κινείται από τις αισθητηριακές σφαίρες του και ως εκ τούτου να επεκτείνει την ακτίνα της περιπλάνησής του, αποκομμένος από τον εαυτό του και το κέντρο του. Για το λόγο αυτό, ο χώρος και τα αντικείμενα μέσα σε αυτόν μοιάζουν να αυτονομούνται. Ήδη από τον Immanuel Kant το σύμπαν παρουσιάστηκε ως μια ανθρώπινη αντίληψη, θεώρηση η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει στην αποκατάσταση της αξίας του χώρου του Umwelt του ατόμου, κάτι που δεν έγινε λόγω της χρησιμότητας της ιδέας ενός αντικειμενικού κόσμου, που περιλαμβάνει όλα τα έμβια


// τεχνολογίες κατασκευής του υποκειμένου

21

Ο ΡΑ Σ Η

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ Α ΚΟ Η

ΟΣΦ Ρ

ΗΣΗ

ΑΦ Η

ΓΕΥ

Σ Η

ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ

UM W EL T διάγραμμα 1 το Umwelt ενός ατόμου, ιδία επεξεργασία


22

κεφάλαιο 2

πράγματα και θεσπίζει τις σχέσεις μεταξύ τους, στην καθημερινή ζωή. Χωρίς την έννοια του αντικειμενικού κόσμου είναι αδύνατον να συνδυαστούν όλες οι υποκειμενικές θεάσεις μιας εικόνας, για το λόγο αυτό οι αισθητηριακές ματιές εγκαταλήφθηκαν και αντικαταστάθηκαν από σύμβολα που μπορούν να ενσωματωθούν σε μια νοητική κατασκευή, ώστε να επιτυγχάνεται η επικοινωνία ανάμεσα στα άτομα. // Το πολλαπλό υποκείμενο

βλ. Hardt, M. and Negri, A. (2000) Empire . 9th edn. Cambridge, MA: Harvard University Press. 7

Αν και η επίσημη μετάφραση στην ελληνική γλώσσα για τον όρο multitude είναι πλήθος , εδώ επιλέγεται ο όρος πολλαπλότητα , για να τονίσει τη διαφορά από την ομογενοποιητική έννοια του πλήθους που δεν θεωρείται ότι συνάδει με την ιδέα που θέλουν να αποδώσουν οι συγγραφείς. (μτφ. της ίδιας) 8

Οι Michael Hardt και Antonio Negri, αφού πρώτα έχουν εισάγει την ιδέα της “Αυτοκρατορίας” 7 ως τη νέα μορφή παγκόσμιας κυριαρχίας, στο βιβλίο τους «Multitude, war and democracy in the age of empire» (Hardt and Negri, 2004) προσπαθούν να κατανοήσουν τη φύση μιας νέας αναδυόμενης παγκόσμιας τάξης στην εποχή της μετα-νεωτερικότητας που ονομάζουν “Πολλαπλότητα” 8 . Η “Πολλαπλότητα” αναδύεται μέσα από την ίδια την κυριαρχία της “Αυτοκρατορίας” και στοχεύει πέρα από αυτή, στη δική της αυτόνομη διαμόρφωση της κοινωνίας. Η ιδέα αυτή μπορεί να γίνει αντιληπτή ως ένα ανοιχτό και επεκτάσιμο δίκτυο, που περιλαμβάνει όλες τις διαφορετικότητες χωρίς να τις καταπιέζει, και παρέχει εκείνα τα σημεία συνάντησης που θα επιτρέψουν τον “από κοινού” βίο, όπως για παράδειγμα το Διαδίκτυο όπου «οι διαφορετικοί κόμβοι παραμένουν διαφορετικοί αλλά συνδέονται όλοι στο Δίκτυο, και… τα εξωτερικά σύνορα του δικτύου είναι ανοιχτά έτσι ώστε νέοι κόμβοι και νέες σχέσεις μπορούν πάντα να προστεθούν.» (Hardt and Negri, 2004: xv). Για να γίνει περισσότερο κατανοητή η ιδέα της “Πολλαπλότητας”, οι Hardt και Negri την αντιπαραβάλουν με άλλες έννοιες που περιγράφουν ένα συλλογικό υποκείμενο, όπως ο κόσμος, οι μάζες ή η εργατική τάξη. Σε αντίθεση με τον κόσμο, που είναι ένας, η “Πολλαπλότητα” συντίθεται από ένα πλήθος διαφορετικών μοναδικοτήτων «που δεν μπορούν ποτέ να υποβαθμιστούν σε μια ενότητα ή μια μοναδική ταυτότητα» (Hardt and Negri, 2004: xiv). Ωστόσο, σε αντίθεση με τις μάζες, αυτές οι κοινωνικές διαφορές παραμένουν, χωρίς να καθιστούν την “Πολλαπλότητα” κατακερματισμένη, αναρχική ή ασυνεχή. Πρόκειται για το ενεργό κοινωνικό υποκείμενο που διαμορφώνεται στη βάση όλων των κοινών στοιχείων των μοναδικοτήτων. Επίσης, σε αντίθεση με τον ορισμό της εργατικής τάξης, η “Πολλαπλότητα” δεν σχηματίζεται αποκλείοντας κοινωνικές ομάδες αλλά περιλαμβάνοντας όλες τις διαφορετικές εκφράσεις της


// τεχνολογίες κατασκευής του υποκειμένου

κοινωνικής παραγωγής, καθώς οι Hardt και Negri αναγνωρίζουν ότι η παγκόσμια παραγωγή σήμερα δεν περιορίζεται μόνο στην οικονομία, αλλά έχει διεισδύσει στην επικοινωνία, τη γνώση, τα συναισθήματα και τον τρόπο ζωής, ορίζοντας αυτό που ονομάζεται “βιοπολιτική παραγωγή”. Σε κοινωνικό επίπεδο, οι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι η “Πολλαπλότητα” αναζητά έναν κόσμο όπου οι όποιες διαφορές, φύλου, φυλής ή σεξουαλικού προσανατολισμού, δεν γεννούν σχέσεις εξουσίας. Σε οικονομικό επίπεδο, η “Πολλαπλότητα” ορίζεται ως

«το κοινό υποκείμενο της εργασίας, δηλαδή η αληθινή σάρκα της μετα-νεωτερικής παραγωγής, και την ίδια στιγμή το αντικείμενο από το οποίο το συλλογικό κεφάλαιο προσπαθεί να φτιάξει το σώμα της παγκόσμιας ανάπτυξής του» (Hardt and Negri, 2004: 101). Η αληθινή εικόνα της “βιοπολιτικής παραγωγής” της “Πολλαπλότητας” βρίσκεται στο εσωτερικό της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης και εναντίον της, μέσω της συγκέντρωσης και του μοιράσματος της από κοινού παραγωγής της. Ως ταξική ιδέα, στοχεύει από τη μία να αποδείξει ότι «δεν υπάρχει νοηματική ή πραγματική αντίθεση ανάμεσα στην μοναδικότητα και το κοινό.» (Hardt and Negri, 2004: 105), και από την άλλη να επαναπροσδιορίσει τον ορισμό της ταξικής πάλης του Karl Marx, θέτοντας το ζήτημα του «τι μπορεί να γίνει η Πολλαπλότητα» (Hardt and Negri, 2004: 105). Συνοψίζοντας θα μπορούσαμε να πούμε ότι η ιδέα της “Πολλαπλότητας” εκφράζει και εργάζεται προς μια ανοιχτή, ισότιμη και ελεύθερη παγκόσμια δημοκρατική κοινωνία. Τα δύο χαρακτηριστικά της που τονίζουν τη συμβολή της στην κατάκτηση αυτής της δημοκρατίας είναι η οικονομική πτυχή της και η πολιτική οργάνωσή της, αν και οι δύο τομείς δεν είναι πλέον ευδιάκριτοι ούτε μεταξύ τους, ούτε από την κοινωνία ή τον πολιτισμό. Επιπλέον, παρόλο που, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, η “Πολλαπλότητα” παραμένει εσωτερικά διαφοροποιημένη, «είναι ικανή να δρα από κοινού και επομένως να κυβερνά τον εαυτό της.» (Hardt and Negri, 2004: 100), προκαλώντας έτσι την πεμπτουσία της δημοκρατίας, τη διακυβέρνηση όλων από όλους.

23


24

κεφάλαιο 2

// Η προβολή του υποκειμένου στο μέλλον Ο Benjamin Bratton στο βιβλίο του “The Stack” (Bratton, 2015) παρουσιάζει την ιδέα της “Στοίβας” ως ένα μοντέλο γεωπολιτικής οργάνωσης που αρθρώνεται από την κατακόρυφη στοίχιση ανεξάρτητων επιπέδων το ένα πάνω στο άλλο. Τα επίπεδα της “Στοίβας” στην ανάλυσή του ονομάζει με τη σειρά : “Earth” (=Γη), “Cloud” (=Σύννεφο), “City” (=Πόλη), “Address” (=Διεύθυνση), “Interface” (=Διεπιφάνεια) και “User” (=Χρήστης) (Bratton, 2015). Μέσα σε αυτή την νέα οργάνωση το υποκείμενο της δράσης μετακινείται από το πολιτικό υποκείμενο μιας Πόλης ή το οικονομικό υποκείμενο μιας Αγοράς προς τον “Χρήστη” μιας πλατφόρμας. Mε αυτό τον τρόπο ο συγγραφέας αμφισβητεί την «αμφίβολη κατασκευή του εξατομικευμένου ανθρώπινου ατόμου, μιας μαγικής φιγούρας χωρισμένης από τον κόσμο μέσω της κυριαρχίας που ασκεί πάνω του» (Bratton, 2015: 283), και παρουσιάζει το άτομο, όχι ως το κέντρο της δράσης και της αντίληψης, αλλά ως μια κατηγορία πρακτόρων. Για τον B. Bratton η θέση του “Χρήστη” της “Στοίβας” ως πολιτικό υποκείμενο ενέχει το παράδοξο της ταυτόχρονης τάσης από την μία προς την τεχνητή υπέρ-διαφοροποίησή του και από την άλλη προς τον απόλυτο πλουραλισμό του: αρχικά η λεπτομερής κατασκευή του πληροφοριακού ειδώλου του “Χρήστη” συμβάλει στην ψευδαίσθηση ενός εξατομικευμένου, σαφούς και σταθερού υποκειμένου, την οποία έρχεται να ανατρέψει το συνεχώς αυξανόμενο πλήθος των δεδομένων πληροφορίας που αφορούν «οτιδήποτε δεν είναι αυτός» (Bratton, 2014: 6). Η υπεραξία της ατομικής του ταυτότητας αντικαθίσταται από την συνειδητοποίηση ότι είναι απλά η διασταύρωση πολλών μεταβαλλόμενων ροών. Στην διαδικτυακή κοινωνία της “Στοίβας” ένα πολλαπλό υποκείμενο “Χρήστη” μπορεί να συντίθεται από διαφορετικού τύπου υποκείμενα, για παράδειγμα δύο ανθρώπους, έναν άνθρωπο και ένα ρομπότ κ.ο.κ., και κάθε ατομικό υποκείμενο να συμμετέχει σε παραπάνω από έναν μετά-Χρήστη, χωρίς να έχει απαραίτητα συνείδηση της συμμετοχής του σε αυτό το αχανές δίκτυο. Η μετατόπιση αυτή από την κλίμακα του ατομικού Χρήστη, στο αθροιστικό προφίλ ενός μετα-Χρήστη υπονοεί για τον B. Bratton μία αλλαγή στον τρόπο διακυβέρνησης των “Χρηστών”

«Οι πολιτικές ταυτότητες των Χρηστών παράγονται μέσω διεπιφανειακών συστημάτων, και το δημόσιο προφίλ και η νομιμότητα αυτών των συστημάτων εμφανίζονται στο


// τεχνολογίες κατασκευής του υποκειμένου

25

εικόνα 2. Diagram by Metahaven of the six layers of The Stack.

πηγή: Bratton, B.H. (2015) The Stack: On Software and Sovereignty. Cambrige, Massachusetts: The MIT Press.


26

κεφάλαιο 2

σύνθετο μωσαϊκό Χρηστών που αυτό κατασκευάζει. Το όλο φτιάχνει μέρη, τα οποία φτιάχνουν σύνολα: το σύστημα εξατομικεύει το Χρήστη, και η ολότητα των Χρηστών έρχεται να ορίσει το πεδίο και την ποιότητα του συστήματος ως υποδομή για τις ζωές τους.»

«είναι τόση (η καταστροφική δύναμη του ανθρώπινου είδους) που οι γεωλόγοι έχουν φθάσει σε συμφωνία σχετικά με μια “Ανθρωπόκαινη εποχή” όπου η επίδραση του ανθρώπου στον πλανήτη θα είναι υποθετικά ευδιάκριτη ως ένα γεωλογικό στρώμα ευανάγνωστο κατά πολύ αφότου ο άνθρωπος πάψει να υπάρχει…» (Colebrook 2014: 10) 9

(Bratton, 2015: 290). Επομένως, αν και η “Στοίβα” συμβάλλει υπό μία έννοια στον θάνατο του χρήστη – ενός πολύ συγκεκριμένου ανθρωπιστικού χρήστη-, από μια άλλη σκοπιά προωθεί την αναπαραγωγή «άλλων ειδών μη-ανθρώπινων “Χρηστών” σε οποιονδήποτε συνδυασμό» (Bratton, 2014: 7). Καθώς η ρομποτική και τα εργαλεία της πλατφόρμας “Σύννεφο” συνενώνονται σε μια κοινή κατηγορία μηχανών, προοδευτικά δεν θα είναι σαφές αν πίσω από μια μηχανή υπάρχει ένα ανθρώπινο υποκείμενο και σε ποιο ποσοστό. Από την κατασκευή του “Χρήστη” ως ένα μηχανιστικό σύνολο οντοτήτων δεν μπορεί να εξαχθεί καμία άλλη ταυτότητα, παρά το μοτίβο διάδρασης ανάμεσα σε εν μέρει δράστες. Γεννιέται, επομένως, η ανάγκη για μια οχύρωση του “Χρήστη” ως γεωπολιτικό υποκείμενο και παράλληλα για έναν επαναπροσδιορισμό του πολιτικού υποκειμένου, που θα προσανατολίζεται στη σύνθεση και ανύψωση τόπων διακυβέρνησης, από το άμεσο, διεπιφανειακό υλικό ανάμεσα στα υποκείμενα, τα σώματα και τα πράγματα. Σύμφωνα με τον B. Bratton η “Στοίβα” είναι κατασκευασμένη με τέτοιο τρόπο, ώστε να επιτρέπει την αντικατάσταση του περιεχομένου οποιουδήποτε επιπέδου, ενώ το συνολικό οικοδόμημα συνεχίζει να λειτουργεί. Αν και η “Στοίβα”, λοιπόν, είναι έτσι σχεδιασμένη ώστε να ανανεώνεται συνεχώς, εντούτοις η αντικατάσταση ενός “Χρήστη” είναι δύσκολη. Σήμερα αυτό συμβαίνει με την πρόσθεση στη θέση του “Χρήστη” περισσοτέρων και διαφορετικών οντοτήτων, ωστόσο πρέπει να επιζητηθούν πιο συνεκτικές μετατοπίσεις, οι οποίες θα επιτρέψουν την ανάπτυξη μετά-ανθρώπινων και μη-ανθρώπινων σχέσεων και θα μετακινήσουν την ανθρωπότητα από την παραδοσιακή της θέση στο κέντρο της δράσης. Ένα από τα αποτελέσματα της “Στοίβας” ίσως να είναι η μετάβαση από το Ανθρωπόκαινο 9 στο Μετά-Ανθρωπόκαινο


27

κεφάλαιο 3 // σύγχρονη παραγωγή αρχιτεκτονικού λόγου


28

κεφάλαιο 3


// σύγχρονη παραγωγή αρχιτεκτονικού λόγου

Μετά την ανασκόπηση της βιβλιογραφίας στο πεδίο της φιλοσοφίας, θα επιχειρηθεί μία συνοπτική περιγραφή του θεωρητικού λόγου και κάποιων στιγμιότυπων του αρχιτεκτονικού έργου δύο σύγχρονων αρχιτεκτόνων, του Pier Vittorio Aureli και του Francois Roche, που σκοπό έχει να αναδείξει τη στάση των δύο απέναντι στο υποκείμενο κατά την διάρκεια του σχεδιασμού και τις αντιλήψεις τους σχετικά με τη δράση του μέσα στον χώρο. Pier Vittorio Aureli // Η πολιτική διάσταση της αρχιτεκτονικής Ο Pier Vittorio Aureli εισάγει στον θεωρητικό του λόγο τον όρο “absolute architecture” , “απόλυτη αρχιτεκτονική” (Aureli, 2011), για να τονίσει «το διακριτό της αρχιτεκτονικής μορφής όταν αυτή έρχεται αντιμέτωπη με το περιβάλλον στο οποίο συλλαμβάνεται και κατασκευάζεται» (Aureli, 2011: ix). Ο όρος χρησιμοποιείται ώστε να δηλώσει τη σημασία του διαχωρισμού, του να είναι κανείς πραγματικά ο εαυτός του αφότου έχει πρώτα διαχωρίσει τη θέση του από το «άλλο». Ο διαχωρισμός αυτός συνιστά την ουσία της πολιτικής ζωής. Ο ίδιος υιοθετεί τον όρο πολιτική υπό τον ορισμό του Αριστοτέλη, δηλαδή την λήψη αποφάσεων που αφορούν τα κοινά, την πόλη, σε αντίθεση με την οικονομία, που αφορά την λήψη αποφάσεων σχετικά με τον οίκο, το ιδιωτικό. Επομένως, η πολιτική συνίσταται στην συνύπαρξη μέσα στην πόλη, στον χώρο ανάμεσα στα άτομα, μέσα στον οποίο δυνητικά ενυπάρχουν σχέσεις αντίθεσης και διαμάχης. Από την άλλη, η βασική συνθήκη της αρχιτεκτονικής μορφής είναι να διαχωρίζει και να διαχωρίζεται από την εκτενή οργάνωση της πόλης, την αστικοποίηση της. Πολιτική και αρχιτεκτονική συνδέονται μέσω του κοινού χαρακτηριστικού τους, του διαχωρισμού και της αντίθεσης. Η αστικοποίηση, κατά τον P.V. Aureli, είναι το συνεχώς επεκτεινόμενο σύστημα διακυβέρνησης που χαρακτηρίζεται από διαρκή ενσωμάτωση και αφομοίωση, το οποίο προοδευτικά κυριάρχησε πάνω στην πόλη, με κύριο υποκινητή της το καπιταλιστικό σύστημα. Η πιθανότητα μιας “απόλυτης αρχιτεκτονικής” είναι η επανίδρυση της πόλης ως ο χώρος την πολιτικής αντιπαράθεσης και επανασύνδεσης των μερών. Η πολιτική δράση έγκειται πρωτίστως στην αναγνώριση του ποιος είναι εχθρός και ποιος όχι. Μέσα από την πολιτική ένας άνθρωπος ή μια ομάδα αποκτά γνώση του εαυτού του, ορίζει τι είναι, τι θέλει, τι σκοπεύει να γίνει, μέσα από την αντίθεση του με το «άλλο». Στη σύγχρονη κοινωνία του πλουραλισμού και της ποικιλομορφίας, η έννοια του εχθρού έχει δαιμονοποιηθεί. Ωστόσο ο πολιτικός βίος μέσω της διαμάχης και

29


30

κεφάλαιο 3

της αντιπαράθεσης – ο τρόπος του να ζει κανείς μέσα στην πόλη σύμφωνα με τον P.V. Aureli- δεν έγκειται στην πολεμική και την αφομοίωση των διαφορών, αλλά στην επίτευξη της συνύπαρξης μέσω της αναγνώρισης και παρά τις διαφορές αυτές. Στην ιδέα της “απόλυτης αρχιτεκτονικής” ως τη σύνθεση διαφορετικών και συχνά αντιμαχόμενων μερών, συνηγορεί ο δεύτερος όρος που εισάγει στον αρχιτεκτονικό του λόγο ο P.V. Aureli “the idea of the archipelago”, “η ιδέα του αρχιπελάγους” (Aureli, 2011), η μορφή της πόλης ως ένα σύνολο διακριτών «νησιών»-αρχιτεκτονικών μορφών, που παρά την περατότητα και την διαφορετικότητά τους, συνενώνονται μέσα από τη θάλασσααστικό χώρο που τα περιβάλλει και τα οριοθετεί. Δεν πρόκειται για μια τυχαία συνάθροιση διαφορετικών μερών, αλλά μια τάση αυτών των μερών προς ένα κοινό νοητό κέντρο, που ταυτόχρονα τα έλκει μεταξύ τους και τα (δια)χωρίζει, αποτρέποντάς τα να ενοποιηθούν σε μια άμορφη μάζα. Τα νησιά του αρχιπελάγους αντιτίθενται στην τάση της αστικοποίησης ως ρητές μορφές, ως σημεία, ως παύσεις. Η έννοια του ορίου εμφανίζεται ως καίρια για το έργο του P.V Aureli. Είναι αυτό που διαμορφώνει τη σχέση ανάμεσα στο εσωτερικό – τη θέση του δρώντος υποκειμένου- και το εξωτερικό – τη θέση του περιβάλλοντος στο οποίο το υποκείμενο δρα. Ρόλος της “απόλυτης αρχιτεκτονικής” του “αρχιπελάγους” του είναι η ξεκάθαρη παρουσία των ορίων, η χαρτογράφηση, η κατανόηση, η παγίωση και η ενίσχυσή τους. Μέσω της θέσπισης των ορίων είναι που η συνύπαρξη αντιμαχόμενων μερών επιτυγχάνεται. Άλλωστε, «αν κάποιος θα συνόψιζε τη ζωή σε μια πόλη... σε μια χειρονομία, αυτή θα έπρεπε να είναι το πέρασμα μέσα από όρια» (Aureli, 2011: 46). Όπως περιγράφει ο ίδιος, μαζί με τον συνεργάτη του Martino Tattara, στο κείμενο που συνοδεύει το έργο τους Stop City, αποστολή του αρχιτεκτονικού έργου είναι να «εγκαθιδρύσει ένα αξίωμα τάξης μέσα από το οποίο να πλαισιώνει και να κατασκευάζει μορφές κατοίκησης» (Aureli and Tattara, 2005: 1). Η ιδέα του ορίου είναι κρίσιμη στην διερεύνηση της προβληματικής της πόλης, καθώς η σημασία του ξεκινά από το σημάδεμα της γης και εκτείνεται μέχρι την διαχείριση της συνύπαρξης του ανθρώπου και της διαμόρφωσης σχέσεων εξουσίας. Το συγκεκριμένο έργο παίρνει τη μορφή ενός απόλυτου ορίου, που χωρίζει την πανταχού παρούσα αστικοποίηση από τον κενό χώρο, στερούμενο αρχιτεκτονικών ποιοτήτων, στυλ, μορφοπλασίας, προτείνοντας μια προσπάθεια αρχιτεκτονικής πλαισίωσης της πόλης. Η αρχιτεκτονική δεν αντιμετωπίζεται ως το όχημα της


// σύγχρονη παραγωγή αρχιτεκτονικού λόγου

31

εικόνα 3 Stop City, DOGMA (P. V. Aurelli, M. Tattara), 2007,

πηγή: http://www.dogma.name/slideshow.html


32

κεφάλαιο 3

αύξησης, την ανάπτυξης, της ευελιξίας, αλλά αντιθέτως ως ο περιορισμός τους. Καθώς η σύγχρονη πόλη χαρακτηρίζεται από την διάχυση των κοινωνικών σχέσεων, όπου η παραγωγικότητα της ανθρώπινης επικοινωνίας και διάνοιας τείνει να επικρατήσει σε όλες τις πτυχές της ζωής, και μετατρέπεται προοδευτικά στο σύγχρονο εργοστάσιο -και οι κάτοικοί της στη νέα εργατική τάξη, η αρχιτεκτονική των Aureli και Tattara στοχεύει στην ανάδυση μιας νέας ταξικής συνείδησης, ικανής να εισάγει παύσεις – όρια μέσα στην αέναη αστικοποίηση. Το έργο τους «αντιμετωπίζει την πιθανότητα ενός πολιτικού υποκειμένου» (Aureli and Tattara, 2005: 7), το οποίο δεν προτείνεται μέσα από τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό αλλά είναι δυνατόν να αναδυθεί μέσα από το κάλεσμα της αρχιτεκτονικής να πάρει θέση. Την άποψη του ότι το –πολιτικό- υποκείμενο διαμορφώνεται μέσα από τον δομημένο χώρο αναπτύσσει ο P.V. Aureli στο βιβλίο του «Less is Enough» (Aureli, 2013), όπου μέσα από την παράδοση του ασκητισμού, την μετεξέλιξη της σημασίας του μέσα στον ιστορικό χρόνο και την έκφραση του στο χώρο, περιγράφει την επιρροή του πάνω στο ανθρώπινο υποκείμενο να προσαρμόζει τον εαυτό του ώστε να ανταποκρίνεται στις οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες της λιτότητας που ανακύπτουν ανά εποχές. Η ουσία του ασκητισμού είναι βαθιά προσανατολισμένη στην παραγωγή του υποκειμένου, καθώς επιτρέπει στα άτομα να διαμορφώσουν τον εαυτό τους μακριά από τους κανόνες του κυρίαρχου συστήματος.

«Η διαδικασία αυτή συχνά περιλαμβάνει την αρχιτεκτονική και τον σχεδιασμό ως μια συσκευή αναπαράστασης του εαυτού. Επειδή ο ασκητισμός επιτρέπει στα υποκείμενα να εστιάσουν στους εαυτούς τους ως τον πυρήνα της δραστηριότητας τους, η αρχιτεκτονική που αναπτύχθηκε μέσα σε αυτή την πρακτική είναι μια αρχιτεκτονική εστιασμένη όχι στην αναπαράσταση, αλλά στην ίδια τη ζωή – στον βίο, ως το πιο γενικό υπόστρωμα της ανθρώπινης ύπαρξης.» (Aureli, 2013: 62). Η στοιχειώδης αρχιτεκτονική μονάδα του μοναστηριού, το κελί, είναι για τον Roland Barthes, όπως αναφέρει ο P. V Aureli, η τέλεια αναπαράσταση της εσωτερικότητας του ατόμου και της αναζήτησης του εαυτού του που θα γίνει έπειτα μια θεμελιακή τυπολογία του μοντέρνου κόσμου, το μονό δωμάτιο. Επιπλέον η αρχιτεκτονική του μοναστηριού είναι η πλήρης έκφραση της δραστηριότητας του, όπου κάθε χώρος φιλοξενεί μια


// σύγχρονη παραγωγή αρχιτεκτονικού λόγου

33

εικόνα 4 Stop City, DOGMA (P. V. Aurelli, M. Tattara), 2007,

πηγή: http://www.dogma.name/slideshow.html


34

κεφάλαιο 3

συγκεκριμένη δραστηριότητα των ατόμων που πραγματοποιείται με συγκεκριμένο τρόπο, σε συγκεκριμένο χρόνο και για συγκεκριμένη διάρκεια. Όσο περνάμε σε πιο καπιταλιστικά συστήματα κυριαρχίας, η ατομική ιδιοκτησία και η συσσώρευση πλούτου αποκτά ιδιαίτερη σημασία για την ταυτότητα του υποκειμένου, και ο ρόλος του ασκητισμού αλλάζει χαρακτήρα. Μεταφράζεται πλέον σε «μια δεοντολογική και ηθική συνθήκη της οποίας στόχος ήταν να διασφαλίσει κοινωνικό έλεγχο και να αυξήσει την αφοσίωση στη δουλειά» (Aureli, 2013: 193). Το υποκείμενο καθοδηγείται να εργάζεται περισσότερο, να παράγει περισσότερο, να πλουτίζει, και εν τέλει να καταναλώνει περισσότερο. Η μετάφραση αυτή μεταδίδεται και στο επίπεδο του χώρου. Η ατομική ιδιοκτησία αποκτά ιδιαίτερο βάρος, καθώς δένει τα άτομα με τον χώρο και αποτρέπει αποκλίνουσες συμπεριφορές. Μέσα από λιτότητα της αναπαράστασης του χώρου, όπως εκφράστηκε από το μοντέρνο κίνημα, το άτομο αισθάνεται επισφάλεια και ωθείται στην εντατικοποίηση της παραγωγής. Από μια άλλη οπτική, ωστόσο, ακριβώς αυτή η κληρονομιά του ασκητισμού, η στροφή προς τον εαυτό και ο συμβιβασμός με το «λιγότερο» -επειδή είναι απλά αρκετό, και όχι περισσότερο – υποστηρίζει ο P. V. Aureli ότι μπορεί να γίνει το όχημα για την απελευθέρωση του υποκειμένου από την “οικονομία του χρέους” και τις πολιτικές λιτότητας και την ανασύσταση της “κοινωνίας των ατόμων” του Karl Marx, μέσω του μοιράσματος και της συνύπαρξης. Francois Roche // Η αισθητηριακή διάσταση της αρχιτεκτονικής Για τον Francois Roche η ζωή είναι μια σχιζοφρενική ζώνη αντιμαχόμενων επιθυμιών και απρόβλεπτων συγκρούσεων που είναι αναπόσπαστο στοιχείο της εξουσίας και της σκλαβιάς, της αποδόμησης και του νέου, της κινητικότητας και της δημιουργίας. Tο ζήτημα της ύπαρξης έγκειται στο πως τοποθετείται κανείς – αρχιτέκτονας, καλλιτέχνης, επιστήμονας, πολίτης- σχετικά με την αντιθετική σχέση που χαρακτηρίζει –σύμφωνα με τον ίδιο- τον σύγχρονο κόσμο, ανάμεσα στην εξουσία που επιβάλλεται από πάνω προς τα κάτω (top down), όπως η διαχείριση της οικονομίας και της τεχνολογίας και εν δυνάμει ολόκληρο το καπιταλιστικό σύστημα, και την ανάδυση πρακτικών από κάτω προς τα πάνω (bottom up), που αμφισβητούν την κυρίαρχη αντιπροσωπευτική εξουσία ως ατελή και εργάζονται δημιουργικά προς την ανατροπή της. Ο ανταγωνισμός αυτός θα μπορούσε να αποτελέσει ένα


// σύγχρονη παραγωγή αρχιτεκτονικού λόγου

35

αντικείμενο διαπραγμάτευσης για την αρχιτεκτονική, η οποία μέσα από τη δημιουργία νέων αρχιτεκτονικών πρωτοκόλλων με μη ιεραρχικό και μη ντετερμινιστικό τρόπο να επιχειρήσει να μεταμορφώσει το παιχνίδι της εξουσίας και την γνώση που αυτή διαχειρίζεται.

«Μόνο μέσα από στρατηγικές διαμάχης, αντίθεσης, αγανάκτησης και κατάληψης είναι που το καπιταλιστικό οικοδόμημα... συμφωνεί να επαναπροσδιορίσει τους τρόπους συναλλαγής του» (Roche, 2012: 4). Ωστόσο, κανείς δεν μπορεί να έχει απόλυτο έλεγχο πάνω στη δράση του ανθρώπου. Οι άνθρωποι λειτουργούν ως πράκτορες «μερικές φορές είναι υποδουλωμένοι πράκτορες, μερικές φορές σμήνη, ακόμα και ευφυείς πράκτορες» (Roche and Turpin, 2013: 198). Ο ίδιος μέσα από τη δουλειά του, ξεκίνησε υιοθετώντας μια “αδύναμη θέση” προσπαθώντας να αποφύγει μια εξουσιαστική τάση πάνω στα πράγματα. Στην πορεία, αυτή η “θέση αδυναμίας” αμφισβητήθηκε ως επιδεικτική – μια στάση υπεράνω της κατάστασης, η οποία θεωρείται εξωγενές σύστημακαι έγινε η προσπάθεια να μετατραπεί σε ενδογενής, σε μέρος του συστήματος. Πως μπορεί κανείς ως άνθρωπος, ως θηλαστικό να μεταμορφώσει το σύστημα στο οποίο υπόκειται; Θα πρέπει πρώτα να αποδεχθεί ότι έχει χάσει ένα κομμάτι της γνώσης του συστήματος - να αποκτήσει επίγνωση της υποκειμενικής του θέσης-, γεγονός που απαιτεί έναν βαθμό διαπραγμάτευσης ανάμεσα στον εαυτό του και τη φύση.

«Η πιθανότητα να φτιάξεις μια πρεσβεία ώστε ο καθένας, κάθε πράγμα σε κάθε πλευρά, να έχει το δικαίωμα να διαπραγματευτεί μια ζώνη όπου όλες οι σχέσεις ανάμεσα σε συμπεριφορές είναι εφικτές. Άνθρωπος και φύση, άνθρωπος και δελφίνι κ.ο.κ.» (Roche and Turpin, 2013: 199) Προς αυτή την κατεύθυνση εργάζεται ο F.Roche, να ολοκληρώσει τον άνθρωπο ως κάτι ζωώδες, ως ένα διάνυσμα του “Part maudite” του Georges Bataille 10, λαμβάνοντας υπόψιν την ψυχολογία, την φυσιολογία, την ιστορία, την ιδιοσυγκρασία των σωμάτων, θεωρώντας το σώμα μια μηχανή διαχείρισης συναισθηματικών ροών, ένα σώμα που έχει αναφορές στο σώμα δίχως όργανα και τις επιθυμητικές

βλ. Bataille, G. (1949) La 10

part maudite / précédé de la notion de dépense. Paris: Editions de Minuit, βιβλίο πολιτικής οικονομίας που μελετά τις κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις της κατανάλωσης. Στα αγγλικά ο τίτλος αποδίδεται ως

The Accursed Share που θα μπορούσε να μεταφραστεί στα ελληνικά ως

Το καταραμένο απόθεμα (μτφ. της ιδίας)


36

κεφάλαιο 3

11 Βλ. Deleuze G. and Guattari F. (1981), «Οι

επιθυμητικές μηχανές » , in Γιάννης Κρητικός (ed.)

Καπιταλισμός και σχιζοφρένεια: Ο αντιΟιδίπους , μτφρ. Καίτη Χατζηδήμου, Ιουλιέττα Ράλλη, Αθήνα: Εκδόσεις Ράππα, pp. 9-59

μηχανές των Deleuze και Guattari. 11 Η αρχιτεκτονική εδώ δεν τίθεται υπό όρους λειτουργίας, αλλά υπό όρους διαχείρισης αυτών των ψυχοσωματικών ροών, που επιχειρεί να εξάγει μορφή ή/και πρόγραμμα, όχι μέσω της παγιωμένης γνώσης και των εργαλείων του αρχιτέκτονα, αλλά μέσω της ταξινόμησης των συν-αισθημάτων. Ο ίδιος ονομάζει αυτή τη προσέγγιση σε ένα από τα έργα του “an architecture des humeurs” “μια αρχιτεκτονική των συναισθηματικών διαθέσεων” (Roche, 2016), η οποία βασίζεται στην ανάγνωση της φυσιολογίας του ανθρώπου. Το έργο αυτό επιχειρεί να καταστήσει αντιληπτές τις συναισθηματικές μεταπτώσεις του σώματος, την προσαρμογή και την ενσυναίσθηση του, όταν αυτό εισέρχεται σε ένα νέο περιβάλλον. Αποτελεί ένα αρχιτεκτονικό πείραμα, μια σειρά οχημάτων για την κατασκευή «αρχιτεκτονικών συναθροίσεων πάνω σε συναλλακτικά και κατασκευαστικά πρωτόκολλα» (Roche, 2016) που συνδυάζει την χρήση καθαρών υπολογιστικών και μηχανιστικών διαδικασιών από τη μια, και την αναζήτηση όλων των λεπτών αποχρώσεων της συναισθητικής ποικιλομορφίας του ανθρώπινου σώματος από την άλλη. Όπως αναφέρει και ο ίδιος σε ένα από τα κείμενα του πάνω στο θέμα, η “αρχιτεκτονική των συναισθηματικών διαθέσεων” αναδιατυπώνει την ανάγκη για την αντιμετώπιση του άγνωστου – της ανθρώπινης φυσιολογίας- με την αντιφατική προσέγγισή του μέσα από υπολογιστικά και μαθηματικά εργαλεία. Απώτερος σκοπός αυτής της διαδικασίας είναι να αναδείξει τις πολλαπλότητες, την ετερογένειά τους και τις δυνατότητες που ενυπάρχουν σε αυτές (Roche, 2016). Μέσα από μία σειρά μετρήσεων των χημικών αντιδράσεων του σώματος, συλλέγεται πληροφοριακό υλικό σχετικά με την ευχαρίστηση ή την απέχθεια, την περιέργεια ή την αδιαφορία του σώματος, ώστε να χαρτογραφηθεί ένα μοντέλο κατοίκησης, έξω από το πεδίο των συνηθισμένων εργαλείων του αρχιτέκτονα. Ο F. Roche και οι συνεργάτες του στήνουν

«μια κατασκευαστική και αφηγηματική μηχανή που είναι ανοιχτή σε δύο αντιθετικές εισροές, την προσταγή της επιθυμίας που κωδικοποιείται από τη γλώσσα και την προσταγή της προγενέστερης της ίσως κρυμμένης χημικής εκροής της» (Roche, 2010: 11), ώστε να κάμψουν την δύναμη που κατέχει η γλώσσα στην έκφραση του υποκειμένου και να αναζητήσουν την ζωώδη πλευρά του.


// σύγχρονη παραγωγή αρχιτεκτονικού λόγου

37

εικόνα 5 an architecture “des humeurs”, R&Sie(n) (F. Roche, S. Lavaux), 2009-11,

πηγή http://www.new-territories.com/blog/architecturedeshumeurs


38

κεφάλαιο 3

Επιπλέον, η Φύση κατέχει εξέχοντα ρόλο στην αρχιτεκτονική προσέγγιση του F.Roche. Η Γαία είναι η κυρίαρχος του κόσμου, του οποίου οι άνθρωποι δεν είμαστε παρά ένα μικρό μέρος, απλά διανύσματα στις δυνάμεις της παγκόσμιας ισορροπίας, παρόλο που ακόμα απολαμβάνουμε την ψευδαίσθηση της κυριαρχίας μας πάνω της. Είναι ο πυρήνας της ζωώδους δύναμης και της βιοποικιλότητας, που ο άνθρωπος χρησιμοποίησε ωφελιμιστικά για να εξυπηρετήσει τις οικονομικές και πολιτικές του ανάγκες, αδιαφορώντας για τις συνέπειες. Η Φύση, όμως, είναι τερατώδης και εκδικητική, και όχι «το ειρηνικό πράγμα που περιστασιακά βάλλεται από καταστροφές» (Roche and Turpin, 2013: 199) , όπως γίνεται αντιληπτή από την σύγχρονη αρχιτεκτονική. Αντίληψη που υπηρέτησε το σκοπό της κυριαρχίας του ανθρώπου πάνω στη φύση, και οδήγησε στην εμπορευματοποίηση της, την υιοθέτηση της οικολογίας ως ένα στιλιστικό διάκοσμο, και την μετατροπή της σε στερεότυπο. Υπό αυτό το πρίσμα, η σχέση ανθρώπου και φύσης απαιτεί επαναδιαπραγμάτευση. Ο όρος της επαναδιαπραγμάτευσης εμφανίζεται συχνά στον αρχιτεκτονικό λόγο του F.Roche. Για τον ίδιο τόσο ρόλος της αρχιτεκτονικής, όσο και ρόλος κάθε υποκειμένου – ανθρώπου, σώματος, έμβιου όντος- είναι να επαναδιαπραγματευτεί τη σχέση του με τον εαυτό του και τον κόσμο γύρω του, ώστε να μπορέσει να την εφεύρει εκ νέου. Η αρχιτεκτονική, κλεισμένη τώρα στο γυάλινο κλουβί της αυτοαναφορικότητας, καλείται να βρει τον τρόπο να επανιδρύσει την αλληλεπίδραση με τον έξω κόσμο, να κατανοήσει «το εγώ ως μια μορφή διαπραγμάτευσης με τους άλλους» (Roche and Turpin, 2013: 204), να αμφισβητήσει τις υπάρχουσες συνθήκες της παραγωγής και της πρακτικής και όχι να μένει αμέτοχη, οχυρωμένη πίσω από το τείχος της τεχνογνωσίας και της υπολογιστικότητας. Μια στάση που έχει καταστήσει την αρχιτεκτονική σήμερα ακατάλληλη και ανίκανη να δράσει μέσα στην κοινωνία, αδιάφορη για το τι συμβαίνει έξω από το πεδίο της. Όμως οι αρχιτέκτονες οφείλουν να «ορίσουν μια πολιτικό-αισθητική συνθήκη κατασκευής… να αμφισβητήσουν τις συνθήκες παραγωγής και το πλαίσιο της πρακτικής» (Roche and Turpin, 2013: 204).


// σύγχρονη παραγωγή αρχιτεκτονικού λόγου

39

εικόνα 6 an architecture “des humeurs”, R&Sie(n) (F. Roche, S. Lavaux), 2009-11,

πηγή Mouvement n° 54, avaliable at http://www.new-territories.com/blog/architecturedeshumeurs


40


41

κεφάλαιο 4 // το υποκείμενο στον αρχιτεκτονικό λόγο


42

κεφάλαιο 4


// το υποκείμενο στον αρχιτεκτονικό λόγο

Αφού πραγματοποιήθηκε μια ανασκόπηση σε επίπεδο βιβλιογραφίας σχετικά με την έννοια του υποκειμένου στο φιλοσοφικό λόγο, και μια περιγραφή του αρχιτεκτονικού λόγου και έργου των αρχιτεκτόνων Pier Vittorio Aureli και Francois Roche, στο σημείο αυτό θα επιχειρηθεί μια συζήτηση πάνω στο θέμα της ενσωμάτωσης των φιλοσοφικών ιδεών που συνοδεύουν την έννοια του υποκειμένου και τις τεχνολογίες κατασκευής του στον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό μέσα από τις συγκεκριμένες μελέτες περιπτώσεων. Το υποκείμενο είναι για τον P.V. Aureli βαθιά επηρεαζόμενο από την πολιτική, όπως αυτή εκφράζεται τόσο στη διακυβέρνηση και την έκφρασή της στην καθημερινή ζωή όσο και στην αρχιτεκτονική. Την ιδέα της μετάφρασης σε αρχιτεκτονική μορφή πολιτικών κυριαρχίας ή διακυβέρνησης ανέπτυξε ο ίδιος, όπως είδαμε και νωρίτερα, στο βιβλίο του “Less is Enough” (Aureli, 2013) , όπου υποστηρίζει ότι η στροφή στον ασκητισμό ως η ηθική αιτιολόγηση πολιτικών λιτότητας, τις οποίες είχε ανάγκη ο καπιταλισμός ανά περιόδους στη σύγχρονη ιστορία του, εκφράζεται στο σχεδιασμό από την στάση “less is more” 12 του μοντέρνου κινήματος. Μέσα από την ανάλυση των ιδεών και των εννοιών που διατρέχουν την ασκητική στάση ζωής, το πώς αυτές

Φράση που αποδίδεται στον Ludwig Mies van der Rohe (Γερμανός αρχιτέκτονας, 1886–1969) ως δίδαγμα για το μινιμαλιστικό σχεδιασμό και την αρχιτεκτονική 12

43


44

κεφάλαιο 4

ερμηνεύτηκαν και υιοθετήθηκαν κατά την πορεία των χρόνων στη διαμόρφωση του σύγχρονου καπιταλιστικού συστήματος και την μεταφορά τους στον σχεδιασμένο χώρο, ο P.V. Aureli αποδεικνύει ότι ο δομημένος χώρος συμβάλει ουσιαστικά στην κατασκευή του υποκειμένου. Άλλωστε κάτι τέτοιο υποστηρίζεται και από τον M. Foucault, καθώς όπως είδαμε κατά την ανάλυση του “πειθαρχικού συστήματος”, ο χώρος με τον κατάλληλο σχεδιασμό του, την σαφή κατανομή του και την λειτουργική διαχείρισή του συμβάλει στην ταξινόμηση και επίβλεψη των ατόμων και επομένως, σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα εργαλεία και διαδικασίες της “πειθαρχίας”, στην ανάδειξή τους σε εξατομικευμένα υποκείμενα (Foucault, 1995). Πάνω σ αυτήν την παραδοχή, ότι ο χώρος συμβάλει στη διαμόρφωση του υποκειμένου, ο P.V. Aureli εργάζεται έχοντας ως στόχο, μέσω του σχεδιασμού, στην εκχώρηση χαρακτηριστικών, ή ίσως θα μπορούσε να πει κανείς πιθανοτήτων, στο υποκείμενο που θα συμβάλουν στον βίο του μέσα στη σύγχρονη πόλη «ως μια μορφή αντίστασης» (Aureli, 2011). Για τον P.V. Aureli κεντρικό ρόλο στον αρχιτεκτονικό του λόγο παίζει η έννοια του διαχωρισμού. Ο διαχωρισμός ερμηνεύεται εδώ ως η πλήρης συναίσθηση της θέσης ενός υποκειμένου, της βαθιάς γνώσης του τι ξεχωρίζει ένα υποκείμενο από τα υπόλοιπα, χωρίς αυτό να υπονοεί μία πολεμική στάση. Γνωρίζω τον «αντίθετο» μου δεν σημαίνει ότι θέλω να αναιρέσω ή να αφομοιώσω όλες αυτές τις λεπτές διαφορές, αλλά ότι αποζητώ την συμβίωση παρά την ύπαρξή τους και μέσα από αυτή. Στο αρχιτεκτονικό του έργο, ο P.V Aureli μεταφράζει αυτή την έννοια του διαχωρισμού, στις ιδέες της “απόλυτης αρχιτεκτονικής” και του ορίου. Για τον ίδιο, η αρχιτεκτονική έχει την ανάγκη να διαχωριστεί και να «προφυλαχθεί» από την διαρκώς επεκτεινόμενη κυριαρχία του καπιταλισμού, η οποία εκφράζεται σε επίπεδο πόλης στην έννοια της αστικοποίησης, το αυστηρό σύστημα οργάνωσης και διαχείρισης της πόλης, και σε επίπεδο καθημερινής ζωής στην επέκταση της παραγωγής σε όλες τις εκφάνσεις του σύγχρονου βίου. Μέσα από την δημιουργία ορίων, ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός προτείνει «ένα μοντέλο μιας πόλης στην οποία δεν υπάρχει αρχιτεκτονική όπως παραδοσιακά υπονοείται, αλλά μόνο η προσπάθεια της αρχιτεκτονικής πλαισίωσης της πόλης» (Aureli and Tattara, 2005: 3). Υπό αυτό το πρίσμα η αρχιτεκτονική αντιμετωπίζει την πιθανότητα της γέννησης ενός πολιτικού υποκειμένου, δεν προσπαθεί να το σχεδιάσει, αλλά το προκαλεί «να αναδυθεί και να πάρει θέση» (Aureli and Tattara, 2005: 7). Παρατηρούμε, επομένως, μια αντιμετώπιση της έννοιας του


// το υποκείμενο στον αρχιτεκτονικό λόγο

υποκειμένου υπό τους όρους της “Πολλαπλότητας” των M. Hardt και A. Negri (Hardt and Negri, 2004). Το αναδυόμενο υποκείμενο του σχεδιασμού του P.V. Aureli είναι μέρος του κοινωνικού συνόλου της πόλης, διατηρώντας παράλληλα όλα εκείνα τα ατομικά χαρακτηριστικά που το καθιστούν ξεχωριστό. Ζει “από κοινού” μέσα στο αρχιτεκτονικό “αρχιπέλαγος”, αλλά παράλληλα πραγματώνει τον βίο του διασχίζοντας διαρκώς όρια. Επιπλέον, είναι το υποκείμενο της “βιοπολιτικής παραγωγής” που μάχεται να αντισταθεί στην ομογενοποιητική και ισοπεδωτική κυριαρχία του καπιταλιστικού συστήματος. O Francois Roche αντιμετωπίζει εξωτερικά, από θέση παρατηρητή, τον άνθρωπο ως ένα πράκτορα, του οποίου τη συμπεριφορά δεν είναι κανείς σε θέση να ελέγξει απολύτως, και εσωτερικά, ως ύπαρξη, ως το άτομο που θα πρέπει να συνειδητοποιήσει την υποκειμενική του θέση μέσα στο σύστημα στο οποίο βρίσκεται, να αποδεχτεί την μερική γνώση του για το σύστημα, και εν δυνάμει να εργαστεί για την ανατροπή του. Αντιλαμβάνεται, θα μπορούσε να πει κανείς, το υποκείμενο, ως το σύνολο των άγνωστων μέχρι ενός σημείου φυσιολογικών και ψυχολογικών του αντιδράσεων, θεώρηση που μας παραπέμπει στα “πολιτικά σώματα” του J. Protevi, ο οποίος στη μελέτη του αμφισβητεί την ύπαρξη του καθαρά γνωστικού υποκειμένου και δίνει ισάξια σημασία στη συμβολή των συναισθητικών χαρακτηριστικών του ατόμου στην διαμόρφωση του “πολιτικού σώματος” (Protevi, 2009). Η προσέγγισή του F. Roche για μια “αρχιτεκτονική των συναισθηματικών διαθέσεων”, προσπαθεί να κάνει κατανοητές μέσα από μαθηματικά και υπολογιστικά εργαλεία «τις συναισθηματικές συναλλαγές του “σώματος ζώου”… την προσαρμογή του, τη συμπόνια του, την ενσυναίσθηση του, αντιμέτωπο με μια κατάσταση» (Roche, 2016), έχοντας ως απώτερο σκοπό την ανάδειξη των “πολλαπλοτήτων”, την ετερογένεια τους και τις ενυπάρχουσες δυνατότητές τους. Εντοπίζουμε, επομένως, και στον αρχιτεκτονικό λόγο του F. Roche, μια αναφορά της έννοιας της “Πολλαπλότητας”, όπως την ανέπτυξαν οι Hardt και Negri (Hardt and Negri, 2004): το πολιτικό υποκείμενο που μέσω της ετερογένειας και της συνύπαρξης θα μπορέσει να αντισταθεί στις κυριαρχικές εξουσίες και να ιδρύσει μια αληθινή δημοκρατία. Πάνω σε αυτό το ζήτημα της διαμάχης ανάμεσα στην επιβαλλόμενη top-down εξουσία και την αναδυόμενη bottom-up πρακτική των “πολλαπλοτήτων”, η αρχιτεκτονική για τον F. Roche καλείται να το αντιμετωπίσει ως ένα «αντικείμενο διαπραγμάτευσης

45


46

κεφάλαιο 4

με ένα αβέβαιο και αμφιλεγόμενο τρόπο... μη ιεραρχικά, μη ντετερμινιστικά» (Roche, 2012: 2). Υιοθετώντας μια κριτική ματιά απέναντι στη σημερινή στάση του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού, την τυφλή υποταγή στη δύναμη των εργαλείων και την ατέρμονη παραγωγή έργου χωρίς αμφισβήτηση, ουσιαστικά προτείνει ποια θα έπρεπε να είναι η συνεπής θέση της αρχιτεκτονικής: “αντοχή” και ”αντίσταση” (Roche, 2012). Ωστόσο, όπως έχει ήδη αναφερθεί, ο F. Roche αντιμετωπίζει τους ανθρώπους ως πράκτορες, των οποίων η δράση δεν είναι πάντα ελεγχόμενη (Roche and Turpin, 2013). Για να μπορέσει κανείς, σύμφωνα με τον ίδιο, να εργαστεί προς τη μεταμόρφωση του συστήματος στο οποίο υπόκειται, θα πρέπει να έχει πλήρη αντίληψη τόσο του ίδιου του συστήματος, όσο και της υποκειμενικής του θέσης μέσα σε αυτό – υποκειμενική υπό την έννοια της ατελούς συναισθητικής γνώσης για το σύστημα. Ο συλλογισμός αυτός μας παραπέμπει στην ιδέα της “Στοίβας” του B. Bratton και τη θέση του υποκειμένου-“Χρήστη” μέσα σε αυτή: ο “Χρήστης” δεν είναι ένα προκαθορισμένο κατασκεύασμα, αλλά πρέπει να ερμηνευτεί και να κατασκευαστεί μέσα από τα επίπεδα της “Στοίβας” στην οποία συμμετέχει, «είναι μια θέση όχι μόνο μέσω της οποίας βλέπουμε τη Στοίβα, αλλά επίσης μέσω της οποίας μας βλέπει η Στοίβα» (Bratton 2015: 287). Επιπλέον, η προσπάθεια που κάνει μέσα από το έργο του ο F. Roche να ανοίξει ένα είδος διαπραγμάτευσης ανάμεσα σε όλες τις σχέσεις –του ανθρώπου με τον εαυτό του, του ανθρώπου με τη φύση, του ανθρώπου με τα ζώα- και να αναδείξει το ζωώδες της ανθρώπινης ύπαρξης, οδηγεί με έναν τρόπο στην ανάδυση του μετα-Χρήστη του B. Bratton, μια ταυτότητα που κρύβει από πίσω της ένα σύνολο ατομικών υποκειμένων ανθρώπινων και μη, προετοιμάζοντας έτσι την μετάβαση στη μετα-Ανθρωπόκαινη εποχή και την καθαίρεση του ανθρώπινου υποκειμένου από το κέντρο του αντιληπτού του κόσμου. Αντιλαμβανόμαστε, επομένως, ότι και οι δύο αρχιτέκτονες υιοθετούν στον θεωρητικό τους λόγο, συνειδητά ή και όχι, έννοιες της φιλοσοφίας του υποκειμένου και ανατρέχουν σε φιλοσοφικούς στοχασμούς για να ενισχύσουν ή να αιτιολογήσουν τις προτάσεις τους. Η σύνδεση αυτή δεν είναι άμεση και προσωπική, καθώς κανένας από τους δύο αρχιτέκτονες δεν αναφέρει κατά την ανάπτυξη των ιδεών του ότι ακολουθεί πιστά κάποια από τις φιλοσοφικές ιδέες που αναπτύχθηκαν στο 2ο κεφάλαιο. Η αναγωγή, που παρουσιάζεται εδώ ανάμεσα στις φιλοσοφικές και αρχιτεκτονικές ιδέες που αναλύθηκαν στα προηγούμενα κεφάλαια,


// το υποκείμενο στον αρχιτεκτονικό λόγο

πο λιτ ικ

//

M. Foucault

//

J. Protevi

47

ά

ιθ

σώ

πε α

τα

χί

μα

αρ

F. Roche

με τα

// πολλαπλότητα

//

P.V Aurelli

-Χ ρή στ ης

M. Hardt & A. Negri

B. Bratton

διάγραμμα 2 συσχετισμοί μεταξύ φιλοσοφικού και αρχιτεκτονικού λόγου, ιδία επεξεργασία


48

κεφάλαιο 4

στόχο έχει να υπογραμμίσει την αρχική παρατήρηση ότι το πεδίο της αρχιτεκτονικής δανείζεται συχνά έννοιες και συλλογισμούς του φιλοσοφικού λόγου για να ενισχύσει τις προτάσεις του. Ιδιαίτερα, όσον αφορά το ζήτημα του υποκειμένου, που είναι εξίσου κρίσιμο και για τα δύο επιστημονικά πεδία. Παρατηρούμε, λοιπόν, πως ενώ ο P.V. Aureli επικεντρώνεται στην πολιτική πτυχή του υποκειμένου, που καθορίζει τη στάση του και την κίνηση του μέσα στον δομημένο χώρο, ο F. Roche δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στη συναίσθηση, τις φυσιολογικές και ψυχολογικές αντιδράσεις ενός έμβιου όντος, οι οποίες καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό σύμφωνα με τον ίδιο την θέση του στο χώρο της πόλης και της πολιτικής. Οι δύο απόψεις, που όπως έχει τονισθεί ήδη δεν παρουσιάζονται ως αντιθετικές, μοιάζουν να συγκλίνουν προς την επιδίωξη της κατασκευής, μέσα από τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό, ενός ατομικού υποκειμένου το οποίο θα διατηρεί μεν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, αλλά παράλληλα θα συνιστά μέλος ενός μεγαλύτερου συνόλου, ενός συλλογικού υποκειμένου με ενσωματωμένες και ενυπάρχουσες δυνατότητες, που καλούνται να αναδυθούν. Ρόλος του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού είναι να συνδράμει προς αυτή την κατεύθυνση. Ενισχύεται, επομένως, η πεποίθηση ότι η αρχιτεκτονική ξεφεύγει από το πεδίο της απλής παραγωγής αρχιτεκτονικού έργου χωρίς νόημα και ανάγεται σε πολιτική πράξη, υπό το πρίσμα της επιρροής που έχει πάνω στην κατασκευή του υποκειμένου του και την μετέπειτα δράση του στον κόσμο. Η σχέση αυτή μοιάζει αμφίδρομη, καθώς από την πλευρά του, ο φιλοσοφικός -και εκάστοτε πολιτικός λόγος- όταν γίνεται κτήμα των αρχιτεκτόνων και λαμβάνεται υπόψιν κατά τον σχεδιασμό, τον ισχυροποιεί και του προσδίδει νόημα.


49

κεφάλαιο 5 // συμπεράσματα


50

κεφάλαιο 5


// συμπεράσματα

Έναυσμα για την παρούσα ερευνητική εργασία υπήρξε, όπως ειπώθηκε ήδη, η σχέση ανάμεσα στον φιλοσοφικό και τον αρχιτεκτονικό λόγο, το δάνειο του δεύτερου από τον πρώτο για την υποστήριξη και αιτιολόγηση των πρακτικών και έργων της αρχιτεκτονικής. Ιδιαίτερα όσον αφορά την έννοια του υποκειμένου, που είναι κεντρική στη διάρθρωση της παρούσας εργασίας, όπως κεντρική είναι και στην αναζήτηση τόσο της φιλοσοφίας όσο και της αρχιτεκτονικής. Η παρούσα μελέτη υποστηρίζει πως όταν η φιλοσοφική έννοια του υποκειμένου λαμβάνεται υπόψιν κατά τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό είναι δυνατόν να τον ανατροφοδοτήσει και να τον εξελίξει. Αφού παρουσιάσθηκαν κάποιες φιλοσοφικές προσεγγίσεις πάνω στην έννοια του υποκειμένου και τις τεχνολογίες κατασκευής του –οι οποίες δεν αφορούν πάντα και απαραίτητα τον χώρο-, περιγράφηκε ο αρχιτεκτονικός λόγος δύο σύγχρονων αρχιτεκτόνων, των Pier Vittorio Aureli και Francois Roche, μέσα από συζητήσεις και προσωπικά τους κείμενα, στον οποίο διαφαίνονται οι απόψεις τους σχετικά με τον αποδέκτη του σχεδιασμού τους και τον τρόπο με τον οποίο οι ίδιοι τον διαχειρίζονται μέσα από το έργο τους. Στη συνέχεια, έγινε η προσπάθεια ο λόγος των αρχιτεκτόνων να συνδυαστεί με τον φιλοσοφικό λόγο, ως προς τις ιδέες που παρουσιάζει και την αντιμετώπιση που έχει απέναντι στο υποκείμενο που ιδεατά κατοικεί τον χώρο –ιδεατά γιατί αφορά το στάδιο του σχεδιασμού, η εκάστοτε προσέγγιση όμως στόχο έχει να προκαλέσει την ανάδυση ενός πραγματικού υποκειμένου που θα ενσωματώνει όλα τα δυνητικά χαρακτηριστικά που ο αρχιτέκτονας επιθυμεί να του προσδώσει μέσα από το έργο του. Από τη μία πλευρά, ο Pier Vittorio Aureli δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στην ύπαρξη μέσα στην πόλη, την οποία θεωρεί την ενσωμάτωση της πολιτικής στο χώρο, εφόσον διαπραγματεύεται τον χώρο ανάμεσα στα άτομα, αποτελεί το κοινό σημείο συνύπαρξής τους παρά τις όποιες διαφορές τους. Επομένως, η κίνηση του υποκειμένου μέσα στην πόλη, το πέρασμα του μέσα από τα όρια, είναι μια δράση πολιτική, την οποία η αρχιτεκτονική καλείται να καλλιεργήσει. Από την δική του θεώρηση, ο Francois Roche επιθυμεί να διερευνήσει όλες τις σωματικές και ψυχολογικές αντιδράσεις των σωμάτων, καθώς θεωρεί ότι αυτές μπορούν να αποκαλύψουν δεδομένα για τον τρόπο κατοίκησης των υποκειμένων που βρίσκονται σε ένα προ-συνειδητό επίπεδο. Αυτές οι ζωώδεις αντιδράσεις είναι δυνατόν να προσφέρουν νέες διαδικασίες και εργαλεία για το πεδίο της αρχιτεκτονικής που απομακρύνονται από τις κοινωνικές συμβάσεις της παρούσας

51


52

κεφάλαιο 5

πρακτικής. Παρατηρείται, λοιπόν, πως οι δύο προσεγγίσεις, αν και διαφορετικές μεταξύ τους, συνηγορούν στην αρχική υπόθεση εργασίας, ότι ο αρχιτεκτονικός χώρος – και πριν την πραγμάτωσή του ο σχεδιασμός του- συμβάλουν στην διαμόρφωση του εκάστοτε υποκειμένου. Η αρχιτεκτονική δεν είναι απλά μια πράξη παραγωγής ενός χτισμένου περιβάλλοντος, αλλά ανάγεται σε πράξη πολιτική. Πολιτική υπό την έννοια της δύναμης που έχει να διαμορφώνει μαζί με τον χώρο και τα υποκείμενα που δρουν μέσα σε αυτόν. Η όλη συζήτηση σκοπό έχει να αναδείξει την δύναμη που έχει ο εκάστοτε αρχιτέκτονας να συμβάλει, μέσω του σχεδιασμού του, στην παραγωγή των υποκειμένων που θα κατοικήσουν το αποτέλεσμα του. Η συζήτηση αυτή αποκτά μια διαφορετική βάση σήμερα, την εποχή της απεδαφικοποίησης και της διευρυμένης διάσπασης προσοχής ή της εξασθένισης του συναισθήματος, μιας και το υποκείμενο, βομβαρδισμένο από την πληθώρα των ερεθισμάτων, δυσκολεύεται να συνειδητοποιήσει τη θέση του στον κόσμο. Από την άλλη, η μετατόπιση του ανθρώπινου υποκειμένου από το κέντρο του αντιληπτού κόσμου, λόγω των καταιγιστικών εξελίξεων στην τεχνολογία και την ανάδυση νέων συστημάτων συνύπαρξης και οργάνωσης, έχουν οδηγήσει στον αποπροσανατολισμό του και στην εμφάνιση ενός νέου είδους υποκειμένου, που δεν αφορά πλέον μόνο τον άνθρωπο, αλλά συνυπολογίζει στην ταυτότητα του ένα πλήθος μετα-ανθρώπινων «πρακτόρων». Ποιος είναι λοιπόν ο ρόλος της αρχιτεκτονικής στην αυγή της νέας αυτής πραγματικότητας; Πως καλείται να διαχειριστεί τα υποκείμενα –ανθρώπινα και μη- τα οποία αφορά η πρακτική της; Η ερευνητική εργασία υποστηρίζει ότι για να μπορέσει το πεδίο της αρχιτεκτονικής να απαντήσει στα απαιτητικά ερωτήματα που αναδύονται σήμερα, μέσα στην παγκόσμια κοινότητα, θα πρέπει να επανεξετάσει τη σχέση της με το φιλοσοφικό λόγο, και να συνειδητοποιήσει την δύναμη που αυτός της παρέχει ως εργαλείο. Οι τρόποι με τους οποίους θα μπορέσει η αρχιτεκτονική να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της σύγχρονης παραγωγής είναι ένα αντικείμενο που χρήζει ιδιαίτερης και διεξοδικής έρευνας, και αποτελεί τον στόχο των αρχιτεκτόνων τόσο σε ακαδημαϊκό/ ερευνητικό, όσο και σε πρακτικό επίπεδο.


// συμπεράσματα

53


54

// ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Audi, R. (ed.) (1999) The Cambridge dictionary of philosophy. 2nd edn. Cambridge: Cambridge University Press. Aureli, P.V. (2008) The project of autonomy: Politics and architecture within and against capitalism. New York: Temple Hoyne Buell Center for the Study of American Architecture. Aureli, P.V. (2011) The possibility of an absolute architecture. Cambridge, MA: The MIT Press. Aureli, P.V. (2013) Less is Enough: On Architecture and Asceticism. Moschow: Strelka Press. Aureli, P.V. and Tattara, M. (2005) Stop city . Available at: http:// www.gizmoweb.org/wp-content/uploads/2010/01/stop-city_dogma.pdf (Accessed: 4 January 2017) .

Bratton, B.H. (2014) ‘The black stack’ , e-flux, (#53). Available at:

http://www.e-flux.com/journal/53/59883/the-black-stack/ (Accessed: 4 January 2017).

Bratton, B.H. (2015) ‘User Layer’ , in The Stack: On Software and Sovereignty . Cambrige, Massachusetts: The MIT Press. Colebrook, C. (2014) Death of the PostHuman Essays on Extinction, Vol. 1. Ann Arbor, Michigan: Open Humanities Press. Foucault, M. (1995) Discipline and punish: The birth of the prison. 2nd edn. New York: Vintage Books. Hardt, M. and Negri, A. (2004) Multitude: War and democracy in the age of empire. New York: Penguin Pr, New York, New York, U.S.A. Lazzarato, M. (2014) Signs and Machines: Capitalism and the Production of Subjectivity. Los Angeles, California: Semiotext(e). Negarestani, R. (2014a) ‘The labor of the inhuman, part I: Human’ , e-flux, (#52). Available at: http://www.e-flux.com/journal/52/59920/thelabor-of-the-inhuman-part-i-human/ (Accessed: 4 January 2017)

Negarestani, R. (2014b) ‘The Labor of the Inhuman, Part II: The Inhuman’ , e-flux, (#53). Available at: http://www.e-flux.com/ journal/53/59893/the-labor-of-the-inhuman-part-ii-the-inhuman/


55

Protevi, J. (2009) Political affect: Connecting the social and the somatic. Minneapolis, Minnesota: University of Minnesota Press. Roche, F. (2010) ‘Protocols / process’ . Interview with Caroline Naphegyi for Mouvement n° 54, pp. 8–11. Available at: http://

www.new-territories.com/blog/architecturedeshumeurs/wp-content/ u p l o a d s / 2 010 / p d f / m o u v e m e n t % 2 0 U K % 2 0 Un e _ a r c h i t e c t u r e _ d e s _ humeurs_UKlight2.pdf (Accessed: 4 January 2017).

Roche, F. (2012) ‘Reclaim Resi[lience]stance//......R2’ , Log, (25), pp. i–5. Roche, F. (2016) . . . . . An architecture ‘des humeurs’ . Available

at: http://www.new-territories.com/blog/architecturedeshumeurs/?p=14 (Accessed: 4 January 2017).

Roche, F. and Turpin, E. (2013) ‘Matters of Fabulation. On the Construction of Realities in the Anthropocene’ , in Turpin, E. (ed.) Architecture in the Anthropocene. Encounters Among Design, Deep Time, Science and Philosophy. Ann Arbor, Michigan: Open Humanities Press, pp. 197–208. Uexküll, J. von (2009) ‘An Introduction to Unwelt’ , in Hensel, M.U., Menges, A., and Hight, C. (eds.) Space reader heterogeneous space in architecture. AD READER . Chichester, United Kingdom: Wiley, John & Sons, pp. 145–148.

// Ηλεκτρονικές πηγές

DOGMA, <http://www.dogma.name/slideshow.html> (Accessed: 4 January 2017)

Hubert C., ‘Subject’ <http://christianhubert.com/writings/index. htm> (Accessed: 4 January 2017) New Territories, ‘an architecture “des Humeurs”’ <http://www. new-territories.com/blog/architecturedeshumeurs/> (Accessed: 4 January 2017)

Stanford Encyclopedia of Philosophy, <https://plato.stanford. edu/index.html> (Accessed: 4 January 2017)


56


57


58




Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.