ΑΜΟΡΓΟΣ

Page 1

ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ

Α Μ Ο Ρ Γ Ο Σ

Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΚΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ● ΕΛΕΓΕΙΟ ● το τραγούδ ι του παλιού καιρού



Α Μ Ο Ρ Γ Ο Σ

Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΚΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ● ΕΛΕΓΕΙΟ ● το τραγούδ ι του παλιού καιρού


ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ (1911-1992) ΑΜΟΡΓΟΣ ΕΙΚΟΝΑ ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ ΓΕΡΑΣΙΜΟΥ ΣΤΕΡΗ «ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ» ΕΙΚΟΝΑ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟΥ ΝΙΚΟΥ ΧΑΤΖΗΚΥΡΙΑΚΟΥ - ΓΚΙΚΑ «ΑΜΟΡΓΟΣ» ISBN: 978-618-83040-8-6 ΑΘΗΝΑ 2017 ΣΕΛ. 46 Πέντανδρον 2017


ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ

Α Μ Ο Ρ Γ Ο Σ

Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΚΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ● ΕΛΕΓΕΙΟ ● το τραγούδ ι του παλιού καιρού

ΠΕΝΤΑΝΔΡΟΝ 2017


Το εξώφυλλο της 1ης εκδόσεως


Αντι Προλογου Η Αμοργός, η νήσος, μπορεί να πήρε το όνομά της από ένα είδος λιναριού το φυτό αμοργίς, από το οποίο κατασκευάζονταν οι «άλικοι αμοργίδες», οι ξακουστοί αραχνοΰφαντοι ερυθροί χιτώνες που από τη «Λυσιστράτη» του Αριστοφάνη πληροφορούμαστε ότι φορούσαν οι γυναίκες των Αθηνών για να φαίνονται γυμνές και να εξάπτουν τον έρωτα των ανδρών τους αλλά και σε επιστολή που αποδίδεται στον Πλάτωνα ότι οι «αμοργίνοι χιτώνες» αποτελούσαν δείγμα πολυτέλειας που ξεχώριζαν από τα λινά υφαντά άλλων περιοχών. Όμως η Αμοργός, είναι ο ποιητικός χωροχρόνος στον οποίο συναντάμε την παράδοση της επικής εποχής του Ομήρου ως τις παραλογές των δημοτικών τραγουδιών, τις ρίζες του ρεμπέτικου έως τις αρχές του υπερρεαλισμού αλλά και τον διανθισμένος με βιογραφικά στοιχεία του ποιητή παραμυθένιο τόπο. Η Αμοργός η μοναδική και για πολλούς αινιγματική ποιητική σύνθεση του Νίκου Γκάτσου κυκλοφόρησε το 1943 σε 308 αντίτυπα από τις Εκδόσεις Αετός, και λέγεται ότι γράφτηκε σε μία μόλις νύχτα. «Μνημειώδες έργο του νεοελληνικού ποιητικού λόγου», χαρακτήρισε την «Αμοργό» ο στενός φίλος του Μάνος Χατζιδάκις, «επειδή περιέχει βαθύτατα την ελληνική παράδοση, δεν την εκμεταλλεύεται, ενώ συγχρόνως περιέχει όλη την ευρωπαϊκή θητεία του Μεσοπολέμου». Το πνευματικό κατεστημένο όμως δεν κατανόησε την σημασία της Αμοργού την κατακρεούργησε, την ειρωνεύτηκε, την λοιδόρησε σφοδρά. Ο Ελύτης υπερασπιζόμενος το έργο του φίλου του έγραψε το κείμενο Ποιητική Νοημοσύνη, στο οποίο επισημαίνεται για πρώτη φορά η σημασία της Αμοργού. «Δεν θα επιχειρήσω εδώ πέρα καμιά κριτική για την Αμοργό, παρόλο που θα ‘θελα να μιλήσω μια μέρα για τον τρόπο που ξαναφέρνει στην αισθητική του 20ου αιώνα το επικολυρικό ύφος, την εντέλεια του ρυθμού, που έρχεται να θυμίσει πόσο δύσκολο πράγμα είναι ο σωστός ελεύθερος στίχος, για το παράδοξο σύμπλεγμα της γερμανικής (χαιλντερλινικής, θα έλεγα) αντίληψης του ρομαντισμού, με τον sui generis δωρικό ρομαντισμό

Η Αμοργός


8

της Μάνης, τέλος για τον πειστικό τόνο της φωνής του, και τις ωραίες, τις υπέροχες κάποτε, εικόνες του…». Το 1946 και το 1947 ο Γκάτσος δημοσιεύει άλλα δύο ποιήματα, το «Ελεγείο» και «Ο ιππότης και ο θάνατος». Το «Ελεγείο» είναι ένα λυρικό ποίημα γραμμένο για έναν πρόωρα χαμένο φίλο, πιθανότατα τον Γιώργο Σαραντάρη ποιητή της πρωτοπορίας. Όσο για τον «Ιππότη και τον θάνατο», που βασίζεται σε μια χαλκογραφία του Ντίρερ, είναι μια κραυγή διαμαρτυρίας για τη γερμανική Κατοχή. Το 1963 θα δημοσιεύσει και το τελευταίο από τα τρία ποιήματά του, το «Τραγούδι του παλιού καιρού» (1963), αφιερωμένο στον φίλο του Γιώργο Σεφέρη, που μόλις του είχε απονεμηθεί το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Ήταν σαφές πως ο Γκάτσος είχε στραφεί σε άλλες μορφές έκφρασης. Τώρα τον ενδιέφεραν οι μεταφράσεις και η στιχουργική, τις οποίες έμελλε να υπηρετήσει και να επηρεάσει βαθύτατα... Ο ίδιος ήταν ωστόσο πάντα ένα αίνιγμα. Δεν έδωσε ποτέ συνεντεύξεις και δεν ενέδωσε στη γοητεία της τηλεόρασης. Τον Γκάτσο τον ήξεραν μόνο όσοι ευτύχησαν να τον ζήσουν από κοντά στις περίφημες λογοτεχνικές παρέες που ήταν μέλος. Μιλούσαν για έναν αυστηρό άνθρωπο με έντονο χιούμορ και σίγουρα ιδιαίτερο πνεύμα. Ο Γκάτσος ήταν όλα αυτά, ποιητής, στιχουργός, μεταφραστής, εραστής, μα πάνω απ΄ όλα δάσκαλος. «Την μεγάλη σημασία του την αντλεί από το ότι είναι ένας μεγάλος δάσκαλος που διδάσκει όσους έχουνε την τύχη να του πούνε «καλημέρα», αν και κείνος θελήσει να τους πει «καλημέρα» και να συνεχίσει. Άλλωστε «οι μεγάλοι δάσκαλοι δεν είχαν μια ειδική σχολή όπου διδάσκανε έπρεπε να πετύχουν μαθητές που θα ήθελαν να εκμαιεύσουν από αυτούς την διδασκαλία. Αυτή είναι και η περίπτωση του Γκάτσου», έχει πει ο Μάνος Χατζιδάκις •

Βιογραφικά

Ο Νίκος Γκάτσος γεννήθηκε το 1911 ή το 1914. «Ο πατέρας του Νίκου Γκάτσου ήταν μετανάστης στην Αμερική, αλλά έκανε πολλά ταξίδια στην Ελλάδα. Σ” ένα από αυτά έπαθε πνευμονία πάνω στο καράβι και πέθανε, δυο μέρες πριν φτάσουν στη Νέα Υόρκη. Τον πέταξαν στην θάλασσα. Το μαντάτο έφτασε στο χωριό του Γκάτσου, την Ασέα Αρκαδίας, ένα μήνα


μετά. Η μητέρα του ήταν, κατά τις διηγήσεις του Νίκου, πολύ αξιοπρεπής άνθρωπος. Γύρισε από το πάνω μέρος του χωριού με το μαντίλι κατεβασμένο κι όταν μπήκε στο σπίτι ξέσπασε σε κλάμα. Ο Νίκος ήταν τότε πέντε χρονών. Τρόμαξε τόσο, που από τότε τρέμανε τα χέρια του σε όλη του τη ζωή…», όπως μας πληροφορεί η σύντροφός του Αγαθή Δημητρούκα. Έρχεται στην Αθήνα 18χρονος με την μάνα και την αδερφή του, όταν εισήχθη στην Φιλοσοφική Αθηνών. «Τόσο ανεξήγητα πανέτοιμος μας είχε φτάσει (…) με πλήρη εξάρτυση: Με τους Έλιοτ και τους Λόρκα, τους Κάφκα και τους Σαρτρ. Χώρια βέβαια την δημοτική παράδοση που κυκλοφορούσε στο αίμα του», έγραψε για κείνον ο φίλος του, Οδυσσέας Ελύτης. Με τον Ελύτη γνωρίζεται ένα βράδυ του ’36 ενώ χάζευαν έξω απ΄ τα ζαχαροπλαστεία των Χαυτείων. Να πώς περιγράφει ο Ελύτης αυτήν τη γνωριμία και την πρώτη του εντύπωση από τον Γκάτσο: «Μια μέρα, ένα βράδυ μάλλον, εκεί που χάζευα έξω απ’ τα ζαχαροπλαστεία των Χαυτείων, μου έπεσε από τον ουρανό ένας απροσδόκητος ομοϊδεάτης. Ήταν ο ποιητής Νίκος Γκάτσος ... σφίγγοντας κάτω από τη μασχάλη του ένα μάτσο ξένα κινηματογραφικά περιοδικά, γαλλικά και αμερικάνικα τα περισσότερα. Κάπνιζε αδιάκοπα ενώ άκουγε αυτά που του έλεγα μ’ ένα ύφος αποσπασμένο ... ώσπου αράξαμε σ’ ένα μικρό καφενείο και πιάσαμε στα χείλη μας τα «Μανιφέστα» του Breton. Δόξα να’ χει ο Θεός, ο άνθρωπος αυτός είχε μπει στο νόημα. Ήταν ο δεύτερος μετά τον Εμπειρίκο. Κι ίσαμε σήμερα που γράφω, και που έχουνε περάσει τρεις δεκαετίες σχεδόν, είναι ένας από τους πέντε ή έξι σ’ ολόκληρη την Ελλάδα (μαζί με το Νικήτα Ράντο, το Νίκο Εγγονόπουλο και το Νάνο Βαλαωρίτη) που αποδειχτήκανε κάτοχοι πραγματικοί του μυστικού. Θέλω να πω: της γοητείας, του θαύματος, και όχι των γνώσεων που σήμερα διδάσκονται στα Πανεπιστήμια και βρίσκονται σ’ όλες τις Εγκυκλοπαίδειες… Πολύ φυσικό να γίνουμε γρήγορα φίλοι. Ανταλλάξαμε βιβλία, ποιήματα, μυστικά». Φανατικοί και οι δυο της μοντέρνας ποίησης και του υπερρεαλισμού, γίνονται αμέσως φίλοι. Οι δυο τους μαζί με τον Σεφέρη, τον Κατσίμπαλη, τον Καραντώνη, τον Σαραντάρη, τον Εμπειρίκο, τον Εγγονόπουλο, τον Αντωνίου, και κάμποσους

9


10

άλλους νέους, σχηματίζουν μια παρέα, τον πυρήνα της νεότερης ποίησης, και προωθούν τις απόψεις τους μέσα από το περιοδικό Νέα Γράμματα. Μαζί με τον Ελύτη μάλιστα ιδρύει το πρώτο φιλολογικό καφενείο της γενιάς τους, το Ηραίον, στην διασταύρωση των οδών Αγίου Μελετίου και Πατησίων και μαζεύουν όλη την πρωτοπορία της σύγχρονης ποίησης και διανόησης. Εμπειρίκος και Εγγονόπουλος διαβάζουν τα ποιήματά τους και συζητούν τα τεκταινόμενα στα γράμματα. Στις δύο το βράδυ, μας πληροφορεί ο Ελύτης, όταν έκλεινε το καφενείο, ένα πλήθος νέων ξεχύνονταν στους γύρω δρόμους «κι άρχιζαν ατελείωτες συζητήσεις κάτω απ” τους ευκαλύπτους, συχνά ως τις τρεις και τέσσερεις το πρωί», υπό το άγρυπνο και φιλύποπτο βλέμμα των χωροφυλάκων. Ο Χατζηδάκις συνεχίζει: «Η ‘’Αμοργός’’ και ο ‘’Μπολιβάρ’’ πρωτοδιαβάζονται στο σπίτι του Ανδρέα Εμπειρίκου, στην οδό Γεωργίου Αινιάνος, το καινούριο καταφύγιο της παρέας, μαζί με την ‘’Ursa Minor’’ του Τάκη Παπατσώνη, τα ποιήματα της Μάτσης Χατζηλαζάρου και άλλων πολλών». Η παρέα αλλάζει κάποια στιγμή στέγη και τώρα συναντιέται στο σπίτι του Γκάτσου στην Κυψέλη. Το 1937 η παρέα σκόρπισε, ο Κατσίμπαλης πήγε στο Παρίσι, ο Σεφέρης στην Κορυτσά, ο Ελύτης στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών της Κέρκυρας. Ο Γκάτσος μένει στην Αθήνα και μαζί με τον Καραντώνη συνεχίζουν την έκδοση των Νέων Γραμμάτων. Ο πόλεμος και η ναζιστική κατοχή δεν σταμάτησε την πνευματική ζωή. Στον Πόλεμο του 1940 ο Γκάτσος θα υπηρετήσει σε βοηθητικό πόστο ως προστάτης οικογενείας και καταφεύγει στην ποίηση αναζητώντας εκφραστικές διεξόδους. Το 1943 εκδίδει την Αμοργό το 1948 μετάφρασε τον Ματωμένο Γάμο και μελοποίησε ο Χατζιδάκις. Το ’49 το Θέατρο Τέχνης ανεβάζει το Λεωφορείον ο Πόθος, πάλι σε μετάφραση Γκάτσου. Από εκεί είναι και το Χάρτινο το Φεγγαράκι, που σημάδεψε την αντίληψη των νεοελλήνων περί μουσικής και τραγουδιού. Το 1966 με την περίφημη Μυθολογία τους άρχισαν συνειδητά πλέον να σχεδιάζουν τους περίφημους κύκλους τραγουδιών του, ο ένας την μουσική ο άλλος τους στίχους. Μεταφράζει θεατρικά έργα όπως το Περιμπλίν και Μπελί-


11

σα, το Σπίτι της Μπερνάντα Άλμπα, τον Θρήνο για τον Ιγνάθιο Σάντσιεθ Μεχίας και την Παραλογή του Μισοΰπνου του Λόρκα. Ακόμη τον Πατέρα του Στριντμπεργκ, την Υψηλή Εποπτεία του Ζενέ, το Ταξίδι μακριάς ημέρας μέσα στη νύχτα του Ο΄ Νιλ, το Φουέντε Οβεχούνα του Λόπε ντε Βέγα και κάποια μονόπρακτα του Τ. Ουίλιαμς και γράφει συνεχώς υπέροχους στίχους. Ο Νίκος Γκάτσος πέθανε σε νοσοκομείο της Αθήνας στις 12 Μαΐου 1992 και ετάφη στο χωριό του, την Ασέα Αρκαδίας, χωρίς επισημότητες με την σεμνότητα που άρμοζε σε μία προσωπικότητα του ύψους του και με την παρουσία επιστήθιων φίλων του. Μετά τον θάνατό του βρέθηκαν στο αρχείο του ολοκληρωμένα ποιήματα και προσχέδια ποιημάτων, τα οποία δημοσιεύτηκαν το 1994 ως «Δάνεισε τα μετάξια στον άνεμο». «Ο Νίκος Γκάτσος δεν πήγε ποτέ στην Αμοργό. Δεν έδωσε ποτέ συνέντευξη. Μας αποκάλυψε σε όλο το ποιητικό του μεγαλείο τον Λόρκα. Ήταν ένας πολύ αυστηρός φίλος, κατά τον Μάνο Χατζιδάκι. Έλεγε τα απαραίτητα. Έζησε βίον ασκητικόν. Μακριά από την πολλή συνάφεια του κόσμου και τες πολλές κινήσεις και ομιλίες, κατά τον Αλεξανδρινό. Εσιώπησε πολύ... Και τραγούδησε απίστευτα! Οι στίχοι των τραγουδιών του, πραγματικά ποιήματα οι περισσότεροι, μας διδάσκουν τι πάει να πει αρρενωπότητα της δημοτικής παράδοσης, οργανική λειτουργία της ομοιοκαταληξίας, ήθος της ελληνικής», είπε ο καλός του φίλος Οδυσσέας Ελύτης. Όσο για τον Χατζηδάκι, τον αποχαιρέτισε κάπως έτσι: «Ο Γκάτσος επηρέασε εμένα και όχι εγώ τον Γκάτσο. Εγώ ήμουν ο μαθητής. Είχα την τύχη να εισπράξω πολύτιμα μαθήματα, ιδίως σε μια περίοδο, μετά την απελευθέρωση, που οι συνομήλικοι του φίλοι έφυγαν στην Ευρώπη και οι δικοί μου πάλι το ίδιο, και μείναμε οι δυο μας στο πατάρι του ‘‘Λουμίδη’’ ή του ‘‘Πικαντίλλυ’’ να μιλάμε ... Τον θεωρώ τον πιο σημαντικό άνθρωπο που γνώρισα στη ζωή μου, μετά τη μητέρα μου»... Πηγές: Η ελληνική ποίηση, νεωτερικοί ποιητές του μεσοπολέμου, Αλεξ. Αργυρίου, Αθήνα 1979, εκδ. Σοκόλη, imerodromos.gr, kathimerini.gr (3-9-2017), newsbeast.gr (8-2-2017).

Ο Θάνατος





Κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοί καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ



17

Μὲ τὴν πατρίδα τους δεμένη στὰ πανιὰ καὶ τὰ κουπιὰ στὸν ἄνεμο κρεμασμένα Οἱ ναυαγοὶ κοιμήθηκαν ἥμεροι σὰν ἀγρίμια νεκρὰ μέσα στῶν σφουγγαριῶν τὰ σεντόνια Ἀλλὰ τὰ μάτια τῶν φυκιῶν εἶναι στραμένα στὴ θάλασσα


18

Μήπως τοὺς ξαναφέρει ὁ νοτιὰς μὲ τὰ φρεσκοβαμένα λατίνια Κι ἕνας χαμένος ἐλέφαντας ἀξίζει πάντοτε πιὸ πολὺ ἀπὸ δυὸ στήθια κοριτσιοῦ ποὺ σαλεύουν Μόνο ν᾿ ἀνάψουνε στὰ βουνὰ οἱ στέγες τῶν ἐρημοκκλησιῶν μὲ τὸ μεράκι τοῦ ἀποσπερίτη Νὰ κυματίσουνε τὰ πουλιὰ στῆς λεμονιᾶς τὰ κατάρτια Μὲ τῆς καινούργιας περπατησιᾶς τὸ σταθερὸ ἄσπρο φύσημα Καὶ τότε θά ’ρθουν ἀέρηδες σώματα κύκνων ποὺ μείνανε ἄσπιλοι τρυφεροὶ καὶ ἀκίνητοι Μὲς στοὺς ὁδοστρωτῆρες τῶν μαγαζιῶν μέσα στῶν λαχανόκηπων τοὺς κυκλῶνες Ὅταν τὰ μάτια τῶν γυναικῶν γίναν κάρβουνα κι ἔσπασαν οἱ καρδιὲς τῶν καστανάδων Ὅταν ὁ θερισμὸς ἐσταμάτησε κι ἄρχισαν οἱ ἐλπίδες τῶν γρύλων

Γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν κι ἐσεῖς παλληκάρια μου μὲ τὸ κρασὶ τὰ φιλιὰ καὶ τὰ φύλλα στὸ στόμα σας Θέλω νὰ βγεῖτε γυμνοὶ στὰ ποτάμια Νὰ τραγουδῆστε τὴ Μπαρμπαριὰ ὅπως ὁ ξυλουργὸς κυνηγάει τοὺς σκίνους Ὅπως περνάει ἡ ὄχεντρα μὲς ἀπ᾿ τὰ περιβόλια τῶν κριθαριῶν


Μὲ τὰ περήφανα μάτια της ὀργισμένα Κι ὅπως οἱ ἀστραπὲς ἁλωνίζουν τὰ νιάτα.

Καὶ μὴ γελᾶς καὶ μὴν κλαῖς καὶ μὴ χαίρεσαι Μὴ σφίγγεις ἄδικα τὰ παπούτσια σου σὰ νὰ φυτεύεις πλατάνια Μὴ γίνεσαι ΠEΠPΩMENON Γιατί δὲν εἶναι ὁ σταυραητὸς ἕνα κλεισμένο συρτάρι Δὲν εἶναι δάκρυ κορομηλιᾶς οὔτε χαμόγελο νούφαρου Οὔτε φανέλα περιστεριοῦ καὶ μαντολίνο Σουλτάνου Οὔτε μεταξωτὴ φορεσιὰ γιὰ τὸ κεφάλι τῆς φάλαινας. Εἶναι πριόνι θαλασσινὸ ποὺ πετσοκόβει τοὺς γλάρους Εἶναι προσκέφαλο μαραγκοῦ εἶναι ρολόι ζητιάνου Εἶναι φωτιὰ σ᾿ ἕνα γύφτικο ποὺ κοροϊδεύει τὶς παπαδιὲς καὶ νανουρίζει τὰ κρίνα Εἶναι τῶν Τούρκων συμπεθεριὸ τῶν Αὐστραλῶν πανηγύρι Εἶναι λημέρι τῶν Οὔγγρων Ποὺ τὸ χινόπωρο οἱ φουντουκιὲς πᾶνε κρυφὰ κι ἀνταμώνουνται Βλέπουν τοὺς φρόνιμους πελαργοὺς νὰ βάφουν μαῦρα τ᾿ αὐγά τους Καὶ τόνε κλαῖνε κι αὐτὲς Καῖνε τὰ νυχτικά τους καὶ φοροῦν τὸ μισοφόρι τῆς πάπιας Στρώνουν ἀστέρια καταγῆς γιὰ νὰ πατήσουν οἱ βασιλιάδες Μὲ τ᾿ ἀσημένια τους χαϊμαλιὰ μὲ τὴν κορώνα καὶ τὴν πορφύρα

19


Σκορπᾶνε δεντρολίβανο στὶς βραγιὲς Γιὰ νὰ περάσουν οἱ ποντικοὶ νὰ πᾶνε σ᾿ ἄλλο κελλάρι Νὰ μποῦνε σ᾿ ἄλλες ἐκκλησιὲς νὰ φᾶν τὶς Ἅγιες Τράπεζες Κι οἱ κουκουβάγιες παιδιά μου Οἱ κουκουβάγιες οὐρλιάζουνε Κι οἱ πεθαμένες καλογριὲς σηκώνουνται νὰ χορέψουν Μὲ ντέφια τούμπανα καὶ βιολιὰ μὲ πίπιζες καὶ λαγοῦτα Μὲ φλάμπουρα καὶ μὲ θυμιατὰ μὲ βότανα καὶ μαγνάδια Μὲ τῆς ἀρκούδας τὸ βρακὶ στὴν παγωμένη κοιλάδα Τρῶνε τὰ μανιτάρια τῶν κουναβιῶν Παίζουν κορῶνα-γράμματα τὸ δαχτυλίδι τ᾿ Ἅη-Γιαννιοῦ καὶ τὰ φλουριὰ τοῦ Ἀράπη Περιγελᾶνε τὶς μάγισσες Κόβουν τὰ γένια ἑνὸς παπᾶ μὲ τοῦ Κολοκοτρώνη τὸ γιαταγάνι Λούζονται μὲς στὴν ἄχνη τοῦ λιβανιοῦ Κι ὕστερα ψέλνοντας ἀργὰ μπαίνουν ξανὰ στὴ γῆ καὶ σωπαίνουν Ὅπως σωπαίνουν τὰ κύματα ὅπως ὁ κοῦκος τὴ χαραυγὴ ὅπως ὁ λύχνος τὸ βράδυ.

Ἔτσι σ᾿ ἕνα πιθάρι βαθὺ τὸ σταφύλι ξεραίνεται καὶ στὸ καμπαναριὸ μιᾶς συκιᾶς κιτρινίζει τὸ μῆλο Ἔτσι μὲ μιὰ γραβάτα φανταχτερὴ Στὴν τέντα τῆς κληματαριᾶς τὸ καλοκαίρι ἀνασαίνει


Ἔτσι κοιμᾶται ὁλόγυμνη μέσα στὶς ἄσπρες κερασιὲς μία τρυφερή μου ἀγάπη Ἕνα κορίτσι ἀμάραντο σὰ μυγδαλιᾶς κλωνάρι Μὲ τὸ κεφάλι στὸν ἀγκώνα της γερτὸ καὶ τὴν παλάμη πάνω στὸ φλουρί της Πάνω στὴν πρωινή του θαλπωρὴ ὅταν σιγὰ - σιγὰ σὰν τὸν κλέφτη Ἀπὸ τὸ παραθύρι τῆς ἄνοιξης μπαίνει ὁ αὐγερινὸς νὰ τὴν ξυπνήσει!

21


22

Λένε πὼς τρέμουν τὰ βουνὰ καὶ πὼς θυμώνουν τὰ ἔλατα Ὅταν ἡ νύχτα ροκανάει τὶς πρόκες τῶν κεραμιδιῶν νὰ μποῦν οἱ καλικάντζαροι μέσα Ὅταν ρουφάει ἡ κόλαση τὸν ἀφρισμένο μόχθο τῶν χειμάρρων


Ἢ ὅταν ἡ χωρίστρα τῆς πιπεριᾶς γίνεται τοῦ βοριᾶ κλωτσοσκούφι.

Μόνο τὰ βόδια τῶν Ἀχαιῶν μὲς στὰ παχιὰ λιβάδια τῆς Θεσσαλίας Βόσκουν ἀκμαῖα καὶ δυνατὰ μὲ τὸν αἰώνιο ἥλιο ποὺ τὰ κοιτάζει Τρῶνε χορτάρι πράσινο φύλλα τῆς λεύκας σέλινα πίνουνε καθαρὸ νερὸ μὲς στ᾿ αὐλάκια Μυρίζουν τὸν ἱδρώτα τῆς γῆς κι ὕστερα πέφτουνε βαριὰ κάτω ἀπ᾿ τὸν ἴσκιο τῆς ἰτιᾶς νὰ κοιμηθοῦνε.

Πετᾶτε τοὺς νεκροὺς εἶπ᾿ ὁ Ἡράκλειτος κι εἶδε τὸν οὐρανὸ νὰ χλωμιάζει Κι εἶδε στὴ λάσπη δυὸ μικρὰ κυκλάμινα νὰ φιλιοῦνται Κι ἔπεσε νὰ φιλήσει κι αὐτὸς τὸ πεθαμένο σῶμα του μὲς στὸ φιλόξενο χῶμα

23


24

Ὅπως ὁ λύκος κατεβαίνει ἀπ᾿ τοὺς δρυμοὺς νὰ δεῖ τὸ ψόφιο σκυλὶ καὶ νὰ κλάψει. Τί νὰ μοῦ κάμει ἡ σταλαγματιὰ ποὺ λάμπει στὸ μέτωπό σου; Τὸ ξέρω πάνω στὰ χείλια σου ἔγραψε ὁ κεραυνὸς τ᾿ ὄνομά του Τὸ ξέρω μέσα στὰ μάτια σου ἔχτισε ἕνας ἀητὸς τὴ φωλιά του Μὰ ἐδῶ στὴν ὄχτη τὴν ὑγρὴ μόνο ἕνας δρόμος ὑπάρχει Μόνο ἕνας δρόμος ἀπατηλὸς καὶ πρέπει νὰ τὸν περάσεις Πρέπει στὸ αἷμα νὰ βουτηχτεῖς πρὶν ὁ καιρὸς σὲ προφτάσει Καὶ νὰ διαβεῖς ἀντίπερα νὰ ξαναβρεῖς τοὺς συντρόφους σου Ἄνθη πουλιὰ ἐλάφια Νὰ βρεῖς μίαν ἄλλη θάλασσα μίαν ἄλλη ἁπαλοσύνη Νὰ πιάσεις ἀπὸ τὰ λουριὰ τοῦ Ἀχιλλέα τ᾿ ἄλογα Ἀντὶ νὰ κάθεσαι βουβὴ τὸν ποταμὸ νὰ μαλώνεις Τὸν ποταμὸ νὰ λιθοβολεῖς ὅπως ἡ μάνα τοῦ Κίτσου. Γιατί κι ἐσὺ θά ’χεις χαθεῖ κι ἡ ὀμορφιά σου θά ’χει γεράσει. Μέσα στοὺς κλώνους μιᾶς λυγαριᾶς βλέπω τὸ παιδικό σου πουκάμισο νὰ στεγνώνει Πάρ᾿ το σημαία τῆς ζωῆς νὰ σαβανώσεις τὸ θάνατο Κι ἂς μὴ λυγίσει ἡ καρδιά σου Κι ἂς μὴν κυλήσει τὸ δάκρυ σου πάνω στὴν ἀδυσώπητη τούτη γῆ Ὅπως ἐκύλησε μιὰ φορὰ στὴν παγωμένη ἐρημιὰ τὸ δάκρυ τοῦ πιγκουίνου Δὲν ὠφελεῖ τὸ παράπονο Ἴδια παντοῦ θά ’ναι ἡ ζωὴ μὲ τὸ σουραύλι τῶν φιδιῶν στὴ χώρα τῶν φαντασμάτων Μὲ τὸ τραγούδι τῶν ληστῶν στὰ δάση τῶν ἀρωμάτων Μὲ τὸ μαχαίρι ἑνὸς καημοῦ στὰ μάγουλα τῆς ἐλπίδας Μὲ τὸ μαράζι μιᾶς ἄνοιξης στὰ φυλλοκάρδια τοῦ γκιώνη


Φτάνει ἕνα ἀλέτρι νὰ βρεθεῖ κι ἕνα δρεπάνι κοφτερὸ σ᾿ ἕνα χαρούμενο χέρι Φτάνει ν᾿ ἀνθίσει μόνο Λίγο στάρι γιὰ τὶς γιορτὲς λίγο κρασὶ γιὰ τὴ θύμηση λίγο νερὸ γιὰ τὴ σκόνη...

25


26

Στοῦ πικραμένου τὴν αὐλὴ ἥλιος δὲν ἀνατέλλει Μόνο σκουλήκια βγαίνουνε νὰ κοροϊδέψουν τ᾿ ἄστρα Μόνο φυτρώνουν ἄλογα στὶς μυρμηγκοφωλιὲς Καὶ νυχτερίδες τρῶν πουλιὰ καὶ κατουρᾶνε σπέρμα.


Στοῦ πικραμένου τὴν αὐλὴ δὲ βασιλεύει ἡ νύχτα Μόνο ξερνᾶν οἱ φυλλωσιὲς ἕνα ποτάμι δάκρυα Ὅταν περνάει ὁ διάβολος νὰ καβαλήσει τὰ σκυλιὰ Καὶ τὰ κοράκια κολυμπᾶν σ᾿ ἕνα πηγάδι μ᾿ αἷμα.

Στοῦ πικραμένου τὴν αὐλὴ τὸ μάτι ἔχει στερέψει Ἔχει παγώσει τὸ μυαλὸ κι ἔχει ἡ καρδιὰ πετρώσει Κρέμονται σάρκες βατραχιῶν στὰ δόντια τῆς ἀράχνης Σκούζουν ἀκρίδες νηστικὲς σὲ βρυκολάκων πόδια.

Στοῦ πικραμένου τὴν αὐλὴ βγαίνει χορτάρι μαῦρο Μόνο ἕνα βράδυ τοῦ Μαγιοῦ πέρασε ἕνας ἀγέρας Ἕνα περπάτημα ἐλαφρὺ σὰ σκίρτημα τοῦ κάμπου Ἕνα φιλὶ τῆς θάλασσας τῆς ἀφροστολισμένης.

Κι ἂν θὰ διψάσεις γιὰ νερὸ θὰ στίψουμε ἕνα σύννεφο Κι ἂν θὰ πεινάσεις γιὰ ψωμὶ θὰ σφάξουμε ἕνα ἀηδόνι Μόνο καρτέρει μιὰ στιγμὴ ν᾿ ἀνοίξει ὁ πικραπήγανος N᾿ ἀστράψει ὁ μαῦρος οὐρανὸς νὰ λουλουδίσει ὁ φλόμος.

27


28

Μὰ εἶταν ἀγέρας κι ἔφυγε κορυδαλλὸς κι ἐχάθη Εἶταν τοῦ Μάη τὸ πρόσωπο τοῦ φεγγαριοῦ ἡ ἀσπράδα Ἕνα περπάτημα ἐλαφρὺ σὰ σκίρτημα τοῦ κάμπου Ἕνα φιλὶ τῆς θάλασσας τῆς ἀφροστολισμένης.


29

Ξύπνησε γάργαρο νερὸ ἀπὸ τὴ ρίζα τοῦ πεύκου νὰ βρεῖς τὰ μάτια τῶν σπουργιτιῶν καὶ νὰ τὰ ζωντανέψεις ποτίζοντας τὸ χῶμα μὲ μυρωδιὰ βασιλικοῦ καὶ μὲ σφυρίγματα σαύρας. Τὸ ξέρω εἶσαι μία φλέβα γυμνὴ κάτω ἀπὸ τὸ φοβερὸ βλέμμα τοῦ ἀνέμου εἶσαι μία σπίθα βουβὴ μέσα στὸ λαμπερὸ πλῆθος


30

τῶν ἄστρων. Δὲ σὲ προσέχει κανεὶς κανεὶς δὲ σταματᾶ ν᾿ ἀκούσει τὴν ἀνάσα σου μὰ σὺ μὲ τὸ βαρύ σου περπάτημα μὲς στὴν ἀγέρωχη φύση θὰ φτάσεις μία μέρα στὰ φύλλα τῆς βερυκοκιᾶς θ᾿ ἀνέβεις στὰ λυγερὰ κορμιὰ τῶν μικρῶν σπάρτων καὶ θὰ κυλήσεις ἀπὸ τὰ μάτια μιᾶς ἀγαπητικιᾶς σὰν ἐφηβικὸ φεγγάρι. Ὑπάρχει μία πέτρα ἀθάνατη ποὺ κάποτε περαστικὸς ἕνας ἀνθρώπινος ἄγγελος ἔγραψε τ᾿ ὄνομά του ἐπάνω της κι ἕνα τραγούδι ποὺ δὲν τὸ ξέρει ἀκόμα κανεὶς οὔτε τὰ πιὸ τρελὰ παιδιὰ οὔτε τὰ πιὸ σοφὰ τ᾿ ἀηδόνια. Εἶναι κλεισμένη τώρα σὲ μιὰ σπηλιὰ τοῦ βουνοῦ Ντέβι μέσα στὶς λαγκαδιὲς καὶ στὰ φαράγγια τῆς πατρικῆς μου γῆς μὰ ὅταν ἀνοίξει κάποτε καὶ τιναχτεῖ ἐνάντια στὴ φθορὰ καὶ στὸ χρόνο αὐτὸ τὸ ἀγγελικὸ τραγούδι θὰ πάψει ξαφνικὰ ἡ βροχὴ καὶ θὰ στεγνώσουν οἱ λάσπες τὰ χιόνια θὰ λιώσουν στὰ βουνὰ θὰ κελαηδήσει ὁ ἄνεμος τὰ χελιδόνια θ᾿ ἀναστηθοῦν οἱ λυγαριὲς θὰ ριγήσουν κι οἱ ἄνθρωποι μὲ τὰ κρύα μάτια καὶ τὰ χλωμὰ πρόσωπα ὅταν ἀκούσουν τὶς καμπάνες νὰ χτυπᾶν μέσα στὰ ραγισμένα καμπαναριὰ μοναχές τους θὰ βροῦν καπέλα γιορτινὰ νὰ φορέσουν καὶ φιόγκους φανταχτεροὺς νὰ δέσουν στὰ παπούτσια τους. Γιατὶ τότε κανεὶς δὲ θ᾿ ἀστιεύεται πιὰ τὸ αἷμα τῶν ρυακιῶν θὰ ξεχειλίσει τὰ ζῷα θὰ κόψουν τὰ χαλινάρια τους στὰ παχνιὰ τὸ χόρτο θὰ πρασινίσει στοὺς στάβλους στὰ κεραμίδια θὰ πεταχτοῦν ὁλόχλωρες παπαροῦνες καὶ μάηδες καὶ σ᾿ ὅλα τὰ σταυροδρόμια θ᾿ ἀνάψουν κόκκινες φωτιὲς τὰ μεσάνυχτα. Τότε θὰ ’ρθοῦν σιγὰ-σιγὰ τὰ φοβισμένα κορίτσια γιὰ νὰ πετάξουν τὸ τελευταῖο τους ροῦχο στὴ φωτιὰ κι ὁλόγυμνα θὰ χορέψουν τριγύρω της ὅπως τὴν ἐποχὴ ἀκριβῶς ποὺ εἴμασταν κι ἐμεῖς νέοι κι ἄνοιγε ἕνα παράθυρο τὴν αὐγὴ γιὰ νὰ φυτρώσει στὸ στῆθος τους ἕνα φλογάτο γαρύφαλο. Παιδιὰ ἴσως ἡ μνήμη τῶν προγόνων νὰ εἶναι βαθύτερη παρηγοριὰ καὶ πιὸ πολύτιμη


συντροφιὰ ἀπὸ μία χούφτα ροδόσταμο καὶ τὸ μεθύσι τῆς ὀμορφιᾶς τίποτε διαφορετικὸ ἀπὸ τὴν κοιμισμένη τριανταφυλλιά του Εὐρώτα. Καληνύχτα λοιπὸν βλέπω σωροὺς πεφτάστερα νὰ σᾶς λικνίζουν τὰ ὄνειρα μὰ ἐγὼ κρατῶ στὰ δάχτυλά μου τὴ μουσικὴ γιὰ μία καλύτερη μέρα. Οἱ ταξιδιῶτες τῶν Ἰνδιῶν ξέρουνε περισσότερα νὰ σᾶς ποῦν ἀπ᾿ τοὺς Βυζαντινοὺς χρονογράφους.

31


32

O ἄνθρωπος κατὰ τὸν ροῦν τῆς μυστηριώδους ζωῆς του Κατέλιπεν εἰς τοὺς ἀπογόνους του δείγματα πολλαπλᾶ καὶ ἀντάξια τῆς ἀθανάτου καταγωγῆς του Ὅπως ἐπίσης κατέλιπεν ἴχνη τῶν ἐρειπίων τοῦ λυκαυγοῦς


χιονοστιβάδας οὐρανίων ἑρπετῶν χαρταετοὺς ἀδάμαντας καὶ βλέμματα ὑακίνθων Ἐν μέσῳ ἀναστεναγμῶν δακρύων πείνης οἰμωγῶν καὶ τέφρας ὑπογείων φρεάτων.

33


34

Πόσο πολὺ σὲ ἀγάπησα ἐγὼ μονάχα τὸ ξέρω Ἐγὼ ποὺ κάποτε σ᾿ ἄγγιξα μὲ τὰ μάτια τῆς πούλιας Καὶ μὲ τὴ χαίτη τοῦ φεγγαριοῦ σ᾿ ἀγκάλιασα καὶ χορέψαμε μὲς στοὺς καλοκαιριάτικους κάμπους


Πάνω στὴ θερισμένη καλαμιὰ καὶ φάγαμε μαζὶ τὸ κομένο τριφύλλι Μαύρη μεγάλη θάλασσα μὲ τόσα βότσαλα τριγύρω στὸ λαιμὸ τόσα χρωματιστὰ πετράδια στὰ μαλλιά σου.

Ἕνα καράβι μπαίνει στὸ γιαλὸ ἕνα μαγγανοπήγαδο σκουριασμένο βογγάει Μιὰ τούφα γαλανὸς καπνὸς μὲς στὸ τριανταφυλλὶ τοῦ ὁρίζοντα Ἴδιος μὲ τὴ φτερούγα τοῦ γερανοῦ ποὺ σπαράζει Στρατιὲς χελιδονιῶν περιμένουνε νὰ ποῦν στοὺς ἀντρειωμένους τὸ καλωσόρισες Μπράτσα σηκώνουνται γυμνὰ μὲ χαραγμένες ἄγκυρες στὴ μασχάλη Μπερδεύουνται κραυγὲς παιδιῶν μὲ τὸ κελάδημα τοῦ πουνέντε Μέλισσες μπαινοβγαίνουνε μὲς στὰ ρουθούνια τῶν ἀγελάδων Μαντήλια καλαματιανὰ κυματίζουνε Καὶ μία καμπάνα μακρινὴ βάφει τὸν οὐρανὸ μὲ λουλάκι Σὰν τὴ φωνὴ κάποιου σήμαντρου ποὺ ταξιδεύει μέσα στ᾿ ἀστέρια Τόσους αἰῶνες φευγάτο Ἀπὸ τῶν Γότθων τὴν ψυχὴ κι ἀπὸ τοὺς τρούλλους τῆς Βαλτιμόρης Κι ἀπ᾿ τὴ χαμένη Ἁγιὰ-Σοφιὰ τὸ μέγα μοναστήρι. Μὰ πάνω στ᾿ ἀψηλὰ βουνὰ ποιοὶ νά ’ναι αὐτοὶ ποὺ κοιτᾶνε Μὲ τὴν ἀκύμαντη ματιὰ καὶ τὸ γαλήνιο πρόσωπο;

35


36

Ποιᾶς πυρκαγιᾶς νά ’ναι ἀντίλαλος αὐτὸς ὁ κουρνιαχτὸς στὸν ἀγέρα; Μήνα ὁ Καλύβας πολεμάει μήνα ὁ Λεβεντογιάννης; Μήπως ἀμάχη ἐπιάσανεν οἱ Γερμανοὶ μὲ τοὺς Μανιάτες; Οὐδ᾿ ὁ Καλύβας πολεμάει κι οὐδ᾿ ὁ Λεβεντογιάννης Οὔτε κι ἀμάχη ἐπιάσανεν οἱ Γερμανοὶ μὲ τοὺς Μανιάτες. Πύργοι φυλᾶνε σιωπηλοὶ μία στοιχειωμένη πριγκίπισσα Κορφὲς κυπαρισσιῶν συντροφεύουνε μία πεθαμένη ἀνεμώνη Τσοπαναρέοι ἀτάραχοι μ᾿ ἕνα καλάμι φλαμουριᾶς λένε τὸ πρωινό τους τραγούδι Ἕνας ἀνόητος κυνηγὸς ρίχνει μία ντουφεκιὰ στὰ τρυγόνια Κι ἕνας παλιὸς ἀνεμόμυλος λησμονημένος ἀπ᾿ ὅλους Μὲ μία βελόνα δελφινιοῦ ράβει τὰ σάπια του πανιὰ μοναχός του Καὶ κατεβαίνει ἀπ᾿ τὶς πλαγιὲς μὲ τὸν καράγιαλη πρίμα Ὅπως κατέβαινε ὁ Ἄδωνις στὰ μονοπάτια τοῦ Χελμοῦ νὰ πεῖ μία καλησπέρα τῆς Γκόλφως.

Χρόνια καὶ χρόνια πάλεψα μὲ τὸ μελάνι καὶ τὸ σφυρὶ βασανισμένη καρδιά μου Μὲ τὸ χρυσάφι καὶ τὴ φωτιὰ γιὰ νὰ σοῦ κάμω ἕνα κέντημα Ἕνα ζουμπούλι πορτοκαλιᾶς Μιὰν ἀνθισμένη κυδωνιὰ νὰ σὲ παρηγορήσω


Ἐγὼ ποὺ κάποτε σ᾿ ἄγγιξα μὲ τὰ μάτια τῆς πούλιας Καὶ μὲ τὴ χαίτη τοῦ φεγγαριοῦ σ᾿ ἀγκάλιασα καὶ χορέψαμε μὲς στοὺς καλοκαιριάτικους κάμπους Πάνω στὴ θερισμένη καλαμιὰ καὶ φάγαμε μαζὶ τὸ κομένο τριφύλλι Μαύρη μεγάλη μοναξιὰ μὲ τόσα βότσαλα τριγύρω στὸ λαιμὸ τόσα χρωματιστὰ πετράδια στὰ μαλλιά σου.

1943

37


38

Ο Ι Π Π Ο Τ Η Σ Κ Ι Ο Θ Α Ν ΑΤ Ο Σ (1 5 1 3 ) Dürer zum Gedächtnis

Καθὼς σὲ βλέπω ἀκίνητο Μὲ τοῦ Ἀκρίτα τ’ ἄλογο καὶ τὸ κοντάρι τοῦ Ἁη-Γιωργιοῦ νὰ ταξιδεύεις στὰ χρόνια Μπορῶ νὰ βάλω κοντά σου Σ’ αὐτές τὶς σκοτεινὲς μορφὲς ποὺ θὰ σὲ παραστέκουν αἰώνια Ὥσπου μιὰ μέρα νὰ σβυστεῖς κι ἐσὺ παντοτινὰ μαζί τους Ὥσπου νὰ γίνεις πάλι μιὰ φωτιὰ μὲς στὴ μεγάλη Τύχη ποὺ σὲ γέννησε Μπορῶ νὰ βάλω κοντά σου Μιὰ νεραντζιὰ στοῦ φεγγαριοῦ τοὺς χιονισμένους κάμπους


Καὶ τὸ μαγνάδι μιᾶς βραδιᾶς νὰ ξεδιπλώσω μπροστά σου Μὲ τὸν Ἀντάρῃ κόκκινο νὰ τραγουδάει τὰ νιάτα Μὲ τὸ Ποτάμι τ’ Οὐρανοῦ νὰ χύνεται στὸν Αὔγουστο Καὶ μὲ τ’ Ἀστέρι τοῦ Βοριᾶ νὰ κλαίει καὶ νὰ παγώνει — Μπορῶ νὰ βάλω λιβάδια Νερὰ ποὺ κάποτε πότισαν τὰ κρίνα τῆς Γερμανίας Κι αὐτὰ τὰ σίδερα ποὺ φορεῖς μπορῶ νά σοῦ τὰ στολίσω Μ’ ἕνα κλωνὶ βασιλικὸ κι ἕνα ματσάκι δυόσμο Μὲ τοῦ Πλαπούτα τ’ ἄρματα καὶ τοῦ Νικηταρᾶ τις πάλες. Μὰ ἐγὼ ποὺ εἶδα τοὺς ἀπογόνους σου σὰν πουλιὰ Νὰ σκίζουν μιὰν ἀνοιξιάτικη αὐγὴ τὸν οὐρανὸ τῆς πατρίδας μου Κι εἶδα τὰ κυπαρίσσια τοῦ Μοριᾶ νὰ σωπαίνουν Ἐκεῖ στον κάμπο τοῦ Ἀναπλιοῦ Μπροστὰ στὴν πρόθυμη ἀγκαλιὰ τοῦ πληγωμένου πελάγου Ὅπου οἱ αἰῶνες πάλευαν μὲ τοὺς σταυροὺς τῆς παλληκαριᾶς Θὰ βάλω τώρα κοντὰ σου τὰ πικραμένα μάτια ἑνὸς παιδιοῦ Καὶ τὰ κλεισμένα βλέφαρα Μέσα στὴ λάσπη καὶ τὸ αἷμα τῆς Ὁλλανδίας. Αὐτὸς ὁ μαῦρος τόπος Θὰ πρασινίσει κάποτε. Τὸ σιδερένιο χέρι τοῦ Γκὲτς θ’ ἀναποδογυρίσει τ’ ἁμάξια Θὰ τὰ φορτώσει θημωνιὲς ἀπὸ κριθάρι καὶ σίκαλη Καὶ μὲς στοὺς σκοτεινοὺς δρυμοὺς μὲ τὶς νεκρὲς ἄγαπες Ἐκεῖ ποὺ πέτρωσε ὁ καιρὸς ἕνα παρθένο φύλλο

39


40

Στὰ στήθια ποὺ σιγότρεμε μιὰ δακρυσμένη τριανταφυλλιὰ Θὰ λάμπει ἕνα ἄστρο σιωπηλὸ σὰν ἀνοιξιάτικη μαργαρίτα. Μὰ ἐσὺ θὰ μένεις ἀκίνητος Μὲ τοῦ Ἀκρίτα τ’ ἄλογο καὶ τὸ κοντάρι τοῦ Ἁη-Γιωργιοῦ θὰ ταξιδεύεις στὰ χρόνια Ἔνας ἀνήσυχος κυνηγὸς ἀπ’ τὴ γενιὰ τῶν ἡρώων Μ’ αὐτὲς τὶς σκοτεινὲς μορφὲς ποὺ θὰ σὲ παραστέκουν αἰώνια Ὥσπου μιὰ μέρα νὰ σβυστεῖς κι ἐσὺ παντοτινὰ μαζὶ τους Ὥσπου νὰ γίνεις πάλι μιὰ φωτιὰ μὲς στὴ μεγάλη Τύχη ποὺ σὲ γέννησε Ὥσπου καὶ πάλι στὶς σπηλιὲς τῶν ποταμιῶν ν’ ἀντηχήσουν Βαριὰ σφυριὰ τῆς ὑπομονῆς Ὄχι γιὰ δαχτυλίδια καὶ σπαθιὰ Ἀλλὰ γιὰ κλαδευτήρια κι ἀλέτρια. 1947


41

ΕΛΕΓΕΙΟ Στὴ φωτιὰ τοῦ ματιοῦ σου θὰ χαμογέλασε κάποτε ὁ Θεὸς Θὰ ’κλείσε τὴν καρδιά της ἡ ἄνοίξη σὰ μιᾶς ἀρχαίας ἄκρογιαλιὰς μαργαριτάρι. Τώρα καθὼς κοιμᾶσαι λαμπερὸς Στοὺς παγωμένους κάμπους ποὺ οἱ ἀγράμπελες Γίναν βαλσαμωμένα φτερὰ μαρμάρινα περιστέρια Βουβὰ παιδιὰ τῆς ἀπαντοχῆς — Ἤθελα νὰ ’ρθεις μιὰ βραδιὰ σὰ βουρκωμένο σύννεφο Ἄχνη τῆς πέτρας πάχνη τῆς ἐλιᾶς Γιατί στο ἅγνό σου μέτωπο Κάποτε θὰ ’βλεπα κι ἐγὼ Τὸ χιόνι τῶν προβάτων καὶ τῶν κρίνων


42

Μὰ περασες ἀπ’ τὴ ζωὴ σὰν ἕνα δάκρυ τῆς θάλασσας Σὰ λαμπηδόνα καλοκαιριοῦ καὶ στερνοβρόχι τοῦ Μάη Κι ἂς εἴσουν μιὰ φορὰ κι ἐσὺ ἕνα γεράνιο κῦμα της Ἕνα πικρὸ βότσαλο της Ἕνα μικρὸ χελιδόνι της σ’ ἕνα πανέρημο δάσος Χωρὶς καμπάνα τὴ χαραυγὴ χωρὶς λυχνάρι τὸ ἀπὸβραδο Μὲ τὴ ζεστὴ σοῦ καρδιὰ γυρισμένη στὰ ξένα Στα χαλασμένα δόντια τῆς ἄλλης ἀκρογιαλιᾶς Στὰ γκρεμισμένα νησιὰ τῆς ἀγριοκερασιᾶς καὶ τῆς φώκιας. 1946


43 το τραγο ύδ ι του παλιο ύ καιρο ύ Ἀλλάζουν οἱ καιροὶ περνᾶν τὰ χρόνια τοῦ κόσμου τὸ ποτάμι εἶναι θολὸ μὰ ἐγὼ θὰ βγῶ στοῦ ὀνείρου τὰ μπαλκόνια γιὰ νὰ σὲ ἰδῶ σκυμμένο στὸν πηλὸ καράβια νὰ κεντᾶς καὶ χελιδόνια. Τό πέλαγο πικρὸ κι ἡ γῆ μας λίγη καὶ τὸ νερὸ στὰ σύννεφα ἀκριβὸ τὸ κυπαρίσσι ἡ γύμνια τὸ τυλίγει τὸ χόρτο καίει τὴ στάχτη του βουβὸ κι ἀτέλειωτο τοῦ ἥλιου τὸ κυνήγι. Κι ἦρθες ἐσὺ καὶ σκάλισες μιὰ κρήνη γιὰ τὸν παλιὸ τοῦ πόντου ναυαγὸ ποὺ χάθηκε μὰ ἡ μνήμη του ἔχει μείνει κοχύλι λαμπερὸ στὴν Ἀμοργὸ καὶ βότσαλο ἁρμυρὸ στὴ Σαντονίνη. Κι ἀπ τὴ δροσιὰ ποὺ σάλεψε στὴ φτέρη πῆρα κι ἐγὼ τὸ δάκρυ μιᾶς ροδιᾶς γιὰ νὰ μπορῶ σὲ τοῦτο τὸ δεφτέρι καημοὺς νὰ συλλαβίζω τῆς καρδιᾶς μὲ τοῦ παραμυθιοῦ τὸ πρῶτο ἀστέρι. Μὰ τώρα ποὺ ἡ Μεγάλη φτάνει Τρίτη κι Ἀνάσταση θ ἀργήσει νὰ φανεῖ θέλω νὰ πᾶς στὴ Μὰνη καὶ στὴν Κρήτη μὲ συντροφιἀ σου ἐκεῖ παντοτινὴ τὸ λύκο τὸν ἀητὸ καὶ τὸν ἀστρίτη. Κι ἄμα θὰ ἰδεῖς κρυφὰ στὸ μέτωπό σου νὰ λάμπει μ άπαλὴ μαρμαρυγὴ τ ἀλλοτινὸ πεφτάστερο σηκώσου νά ζωντανέψεις πάλι μιὰ πηγὴ ποὺ καρτερεῖ στὸ βράχο τὸ δικό σου 1963



ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ ● ΑΜΟΡΓΟΣ ● ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ ΤΟΥ ΑΘΛ.Ε.ΠΟΛΙ.Σ. ● ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΜΙΧΑΗΛ ΜΕΤΑΞΑΣ ● ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΣΗ: ΕΙΡΗΝΗ ΒΡΕΤΤΟΥ ● ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2017 Η ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ ΠΕΝΤΑΝΔΡΟΝ ● ΠΑΡΕΧΕΤΑΙ ΔΩΡΕΑΝ ΣΕ ΟΛΟΥΣ Αριθμός έκδοσης VIII


ISBN: 978-618-83040-8-6


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.