Ο ΒΑΡΚΑΡΗΣ ΤΟΥ ΒΟΛΓΑ / ΙΒΑΝ ΜΠΕΛΟΥΚΙΝ

Page 1

Ιβάν Μπελούκιν

Ο ΒΑΡΚΑΡΗΣ ΤΟΥ ΒΟΛΓΑ

ΠΕΝΤΑΝΔΡΟΝ 2017



Ιβάν Μπελούκιν

Ο ΒΑΡΚΑΡΗΣ ΤΟΥ ΒΟΛΓΑ Δυναμώνει το τραγούδι και ελπίδες μας γεννά, όταν με καρδιά θλιμμένη σκύβουμε όλοι στα σχοινιά, η μητέρα κι ο αδελφός μας ειν’ του Βόλγα τα νερά. Όλοι είμαστε αδέλφια στα κρυφά, στα φανερά. Άιντε για, εμπρός παιδιά σκύψτε όλοι στα σχοινιά. Κι ας τραβάτε δυνατά… Με τον πόνο στην καρδιά…


ΙΒΑΝ ΜΠΕΛΟΥΚΙΝ Ο ΒΑΡΚΑΡΗΣ ΤΟΥ ΒΟΛΓΑ ΑΠΟΔΟΣΗ: ΑΝΤΡΕΑΣ ΝΑΙΡΤΟΣ ΕΙΚΟΝΑ ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ: Ilya Yefimovich Repin, «Burlaks on Volga», 1870-73 ΑΘΗΝΑ 2017 ΣΕΛ. 166 ISBN: 978-618-83361-4-8

Πέντανδρον 2017


Ιβάν Μπελούκιν

Ο ΒΑΡΚΑΡΗΣ ΤΟΥ ΒΟΛΓΑ ΑΠΟΔΟΣΗ ΑΝΤΡΕΑΣ ΝΑΙΡΤΟΣ

ΠΕΝΤΑΝΔΡΟΝ 2017



ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ ΕΙΧΑΝ ΠΕΡΑΣΕΙ σχεδόν τρεις μέρες από τότε που ρίχτηκε στα παγωμένα νερά του Νέβα το κολασμένο άψυχο κουφάρι του Γρηγόρη Ρασπούτιν. Ήτανε Φεβρουάριος του 1917. Οι Μεγάλοι Δούκες και τα ζωηρά μέλη της Δούμας σχολίαζαν τα γεγονότα μεσ’ τ’ αρχοντικά τους νυχθημερόν. Μιλούσανε πια στα φανερά για την εκθρόνιση του Τσάρου, Νικολάου Β΄, που ήθελε σώνει και καλά να κλείσει ειρήνη με τους Γερμανούς. Σκόπευαν μάλιστα ν’ ανακηρύξουν κάποιον άλλο Ρομανόφ, για να συνεχίσει τον πόλεμο. Του κάκου η Τσαρίνα κι η κόρη της γράφανε γράμματα γεμάτα αγωνία στον Τσάρο να επιστρέψει απ’ το μέτωπο. Εκείνος τους απαντούσε πως είχε εμπιστοσύνη στο στρατό του. Ο στρατός όμως δεν είχε πια την πειθαρχία του παλιού καιρού. Οι στρατιώτες λιποτακτούσαν ομαδικά κι επιστρέφανε στα χωριά τους, παρ’ όλο που τους τουφέκιζαν τα τοπικά στρατοδικεία. Σ’ όλα τα μέρη κραύγαζαν για τα δεινά που είχε φέρει ο πόλεμος. Μ’ αυτόν τον τρόπο αρχίσανε να σαλεύουν οι πρώτες φλόγες που θα κάνανε να ξεσπάσει αργότερα η Επανάσταση απ’ τη μια ως την άλλη άκρη της απέραντης και βασανισμένης Ρωσίας. *** Ως τα 1917, ορθωνόταν σιμά στην Κόστρομα, τριάντα βέρστια μακριά απ’ το Γιαροσλάβ, ο πλούσιος και γερός πύργος του πρίγκιπα Νικήτα Νικηφόροβιτς Γιάλκοφ. Ήταν περήφανος κι απείραχτος έτσι καθώς τον είχε χτίσει στα χρόνια του Πέτρου Β΄ ο κόμης Γιάλκοφ που τον είχε ιδρύσει. Στεκόταν με τους παλιούς του τοίχους πάνω στη δεξιά όχθη του Βόλγα, προς την άκρη του δάσους, που ήταν και αυτό ένα μέρος απ’ τα απέραντα κτήματα του πρίγκιπα. Έτσι καθώς άπλωνε τα τεράστια τείχη του, αυτό το γιγάντιο οικοδόμημα, σαν δυο μεγάλα πόδια προς την όχθη, έμοια7


ΙΒΑΝ ΜΠΕΛΟΥ Κ Ι Ν ζε με θηρίο τεράστιο, που ξεπετάχτηκε απ’ το δάσος για να ξεδιψάσει στο νερό που κυλάει σ’ αυτό το ποτάμι. Σ’ αυτό, το ίδιο ποτάμι που κολυμπάει μεσ’ τα νερά του και ποτίζεται ολόκληρη η Ρωσία. Από όλους τους πύργους που είχαν οι ευγενείς και καθρεφτίζανε τον επιβλητικό τους όγκο μεσ’ το νερό απ’ το μεγάλο ποτάμι –αφού είχανε χτιστεί εκεί σ’ αυτές τις όχθες, τότε που δεν υπήρχε η σιδηροδρομική γραμμή– ο πύργος του Γιάλκοφ με τα χοντρά τείχη του, με τις επάλξεις, τις πολεμίστρες και τις γιγάντιες σιδερένιες πόρτες και την εσωτερική του πολυτέλεια, που είχαν πραγματικά ονειρώδης, ήτανε ο πιο περήφανος από όλους και κανένας δεν μπορούσε να τον πει κατώτερο απ’ τα παλάτια του Τσάρου που ήταν σκόρπια σε όλη τη Ρωσία. Τον τελευταίο αυτό χρόνο ζούσε μέσα εκεί ο πρίγκιπας Νικήτας Νικηφορόβιτς Γιάλκοφ μαζί με την κόρη του Βέρα. Όταν εμφανίστηκε η Βέρα στην Πετρούπολη σε κάποια γιορτή που δόθηκε το χειμώνα για τους τραυματίες κάτω απ’ ην προστασία της Τσαρίνας, ζηλέψανε ακόμα και οι ομορφότερες δούκισσες και οι κυρίες της αριστοκρατίας. Η ομορφιά της είχε ένα παράξενο θέλγητρο. Τα λεπτά της χαρακτηριστικά, τα κάτασπρα χέρια της με τα μακριά δάχτυλα, η φυσικά έκφραση της περηφάνιά της, φανέρωναν την ευγένεια της καταγωγής της, το ψηλό γεροδεμένο της κορμί με τις πλούσιες καμπύλες, η βαθιά σκιά που είχαν τα μάτια της, τα ευκίνητα λεπτά της φρύδια, ο συγκινητικός τόνος της φωνής της, που ήταν γεμάτος καλοσύνη και το χαμόγελό της που ανάγκαζε το καμπυλωτό σαρκώδες στόμα της να παίρνει ύφος σφριγηλό, φανέρωναν μια γυναίκα δυνατή με ακατανίκητη έλξη. Κι όμως, ήταν ακόμα πολύ μικρή μολονότι είχε πρόωρη ανάπτυξη. Η Βέρα ήταν ακόμα κορίτσι σχεδόν ασχημάτιστο όταν κηρύχθηκε ο πόλεμος. Τα μεγάλα γεγονότα, που συνταράξανε τον κόσμο ολόκληρο και πιο πολύ τη Ρωσία, επιδράσανε στο μυαλό της που ωρίμασε πρόωρα, και τα ρομαντικά και φλογερά της αισθήματα, που είχαν καλλιεργηθεί όταν διάβαζε τους παλιούς ποιητές της Ρωσίας καθώς και τη Γαλλική και Αγγλική φιλολογία, έγιναν θετικότερα και βαθύτερα. Η Ρωσία με τους τρισάθλιους μουζίκους και τους βασανι8


Ο Β Α Ρ Κ Α Ρ Η Σ ΤΟΥ Β ΟΛ ΓΑ σμένους μικροαστούς, έτσι καθώς την είχανε ζωγραφίσει οι μεγάλοι ομοεθνείς συγγραφείς της, της είχε μιλήσει στο βάθος της καρδιάς. Ο πρίγκιπας Νικήτας Γιάλκοφ επιθυμούσε για την κόρη του έναν εξαίρετο άνδρα. Έτσι θα μπορούσε να τη μπάσει στην Αυλή της Πετρούπολης. Από την εποχή όμως που είχε αρχίσει μεσ’ το Τσάρκοε Σέλο ένας ανταγωνισμός θανάσιμος ανάμεσα στους κύκλους της Τσαρίνας και τους Μεγάλους Δούκες, με αρχηγό τη Μαρία Φιοντορόβνα, που ήταν μητέρα του Τσάρου, και ο απαίσιος Ρασπούτιν, με την εκμετάλλευση της αγωνίας της Τσαρίνας για την υγεία του παιδιού της, είχε γίνει παντοδύναμος και γυναίκες, καθώς η ερωμένη του Βαρύμποβα μπαίνανε μ’ ευκολία στο παλάτι, ο πρίγκιπας Νικήτας κατάλαβε πως η πρωτεύουσα ήταν ο χειρότερος τόπος για να μείνει η κόρη του, και γι’ αυτό την πήρε κι αποσύρθηκε απογοητευμένος στον πύργο του, στις όχθες του Βόλγα. Μαζί με όλους άλλωστε, που βλέπανε τι γίνεται, περίμενε να εκραγούν σοβαρά γεγονότα. Είχανε κι όλας εκδηλωθεί τα πρώτα αντιπειθαρχικά κρούσματα στο στρατό, στο μέτωπο και στα μετόπισθεν. Οι στρατιώτες αρνιόνταν να πάνε στο μέτωπο και κυκλοφορούσαν επαναστατικές προκηρύξεις. Οι Μεγάλοι Δούκες έδειχναν πως είχαν πάρει την απόφαση να μην αφήσουν με κανέναν τρόπο τον ειρηνόφιλο Τσάρο να υπογράψει ξεχωριστή ειρήνη με τη Γερμανία. Ήταν πια φανερό πως η εξουσία ξέφευγε απ’ τα αδύνατα χέρια του Τσάρου και πως πολύ κοντά βρισκόταν κάποια μεταβολή. Ο πρίγκιπας Νικήτας, που κόντευε πενήντα χρονών και που η ηλικία του δεν δικαιολογούσε να είναι απαισιόδοξος, αισθανόταν την ανάγκη να μπει μεσ’ το σπίτι του ένας άνδρας νέος. Έπρεπε λοιπόν να παντρέψει τη Βέρα. Ο πρίγκιπας Δημήτρης Ορλόφ, νεαρός απόγονος της μεγάλης ιστορικής οικογένειας και συνταγματάρχης της φρουράς του Τσάρου, είχε δει τη Βέρα σε κείνη τη γιορτή, που είχε δοθεί στην Πετρούπολη για τους τραυματίες. Την ερωτεύθηκε τότε με αίσθημα κεραυνοβόλο και τη γύρεψε απ’ τον πατέρα της. Ο Γιάλκοφ ευχαριστήθηκε που θα έπαιρνε την κόρη του ένας Ορλόφ και τον προσκάλεσε στον πύργο του. Έπρεπε κά9


ΙΒΑΝ ΜΠΕΛΟΥ Κ Ι Ν πως να ‘ρθει σ’ επαφή με τη Βέρα για να προκαλέσει τη συμπάθειά της και να γίνει ο γάμος αυθόρμητα. Ο Δημήτρης Ορλόφ βρισκόταν τώρα μια βδομάδα στον πύργο του Γιάλκοφ. Έβγαινε κάθε απόγευμα με το αυτοκίνητο με τη Βέρα και πήγαιναν περίπατο σ’ όλο το μάκρος του ποταμού. Φτάσανε ως εκεί που κατασκήνωναν οι Τατάρικες φυλές, που πλημμυρίζανε τα γύρω και βλέπανε τις συνοδείες από βαρκάρηδες, που σέρνανε δεμένοι στο ίδιο σχοινί τις μαούνες με τις οποίες μεταφέρανε διάφορα εμπορεύματα και τραγουδούσαν πάντα το ίδιο τραγούδι, το τραγούδι του Βόλγα. Μένανε όμως χωρίς αποτέλεσμα αυτοί οι περίπατοι. Ο Δημήτρης Ορλόφ δεν τολμούσε να μιλήσει στη Βέρα για τη φλόγα που έκαιγε στην καρδιά του. Η απάθειά της, το περήφανο ύφος της κι αγνή έκφρασή της, που τη φανέρωνε σαν γυναίκα που δεν μπορούσε ποτέ να κατακτηθεί του σταματούσε τη φωνή. Ήρθε όμως η μοιραία στιγμή. Το αυτοκίνητο που πήγαινε τον πρίγκιπα Ορλόφ και τη Βέρα στο συνηθισμένο περίπατό τους, στο μάκρος του ποταμού, πήγαινε σιγά, γιατί ο Ορλόφ είχε πει στον σοφέρ να πηγαίνει έτσι. Ήθελε να μιλήσει στην αγαπημένη του. — Η άδειά μου σε λίγες μέρες τελειώνει, είπε. Δεν θα έπρεπε μάλιστα να την εξαντλήσω ολόκληρη. Όλο κι αυξάνουν οι εχθροί του Τσάρου. Η Α.Μ. θα έπρεπε να βρίσκεται στην Πετρούπολη, δεν εννοεί όμως ν’ ακούσει τα παρακάλια της Τσαρίνας κι αυτά που του κάνουν οι Μεγάλες Δούκισσες να γυρίσει απ’ το μέτωπο. Πιστεύει, πως βρίσκεται ασφαλισμένος μεσ’ στο στρατό! Πλανιέται όμως! Είναι πολλοί αυτοί που θέλουν να εκμεταλλευτούνε τις αποτυχίες του πολέμου. — Η ειρήνη θα μπορούσε να σώσει τον Τσάρο και τη Ρωσία, είπε η Βέρα. — Κανένας δεν ξέρει τι να ευχηθεί. Τον πόλεμο ή την ειρήνη; Είναι βέβαιο πως θα μας εξαντλούσε η συνέχιση του πολέμου. Όμως η υπογραφή μιας ειρήνης ξεχωριστής θα μεταφέρει τη φωτιά απ’ το μέτωπο στην Πετρούπολη και στη Μόσχα. Έχει δώσει το σύνθημα ο πρώτος πυροβολισμός που σκότωσε τον Ρασπούτιν. Αντί να νικήσουνε τον κοινό κίνδυνο οι Ρομανόφ, είναι έτοιμοι να αλληλοφαγωθούνε. Στο στρατό 10


Ο Β Α Ρ Κ Α Ρ Η Σ ΤΟΥ Β ΟΛ ΓΑ και στους δρόμους όλοι φωνάζουν ενάντια στην κατάσταση, δίχως να ξέρουν τι ζητάνε· και οι ξένες προπαγάνδες εξακολουθούν να τοποθετούνε φιτίλια με δυναμίτη για να ανατινάξουν τα θεμέλια της Ρωσίας. Έπρεπε να είχα πάει εκεί που με καλεί το ιερό καθήκον, να υπερασπίσω τον Τσάρο. Δεν μπορώ όμως. — Είχες το δικαίωμα ν’ αναπαυθείς ύστερ’ απ’ τις ταλαιπωρίες που υπέφερες δυο χρόνια, του είπε η Βέρα. — Κανένας δεν έχει το δικαίωμα ν’ αναπαύεται όταν κινδυνεύουν οι άλλοι. Κι έπειτα, ένας συνταγματάρχης της Φρουράς του Τσάρου ένας πρίγκιπας, ένας Ορλόφ, ο Δημήτριος Ορλόφ όταν κάθεται άνεργος σ’ έναν ήσυχο πύργο διατρέχει τον πιο μεγάλο κίνδυνο. — Ποιον; — Να χάσει τη δύναμή του, την ικανότητά του, την πολεμική του τιμή. — Γιατί Δημήτρη; — Γιατί σ’ αγαπώ. Βέρα. Πρέπει να στο πω με λόγια που τρέμουν, σαν ερωτευμένο μαθητούδι που κλαίει απ’ την απελπισία του, γιατί δεν θέλουν να το καταλάβουν. Η Βέρα γύρισε το κεφάλι και του χαμογέλασε. Το χαμόγελο της όμως ήταν αινιγματικό και γεμάτο μελαγχολία. — Έκανα ίσως κάτι που σε πίκρανε χωρίς να το καταλάβω Δημήτρη; — Δεν είναι απάντηση αυτή. Του κάκου περιμένω τόσο διάστημα να δω πως σ’ έχω συγκινήσει, να μου δώσεις έστω και μια μικρή ελπίδα, ν’ ανακαλύψω μέσ’ τα μάτια σου μιαν απάντηση σιωπηλή στην αγωνία της ψυχής μου. — Δημήτρη, το ξέρεις πολύ καλά, πως έχω πάρει την απόφαση να υπακούσω τον πατέρα μου. Ξέρω πως έχει αποφασίσει να μας παντρέψει και γι’ αυτό βρίσκομαι πάντα μαζί σου εδώ στους μοναχικούς αυτούς περιπάτους, όταν μαντεύω πως σου είναι ευχάριστο αυτό. — Ώστε υπακούς… Εγώ όμως δεν ήθελα να υπακούς… Η μελαγχολική αυτή υπακοή απ’ τη γυναίκα που αγαπάει ένας άνδρας είναι μια άρνηση παθητική γι’ αυτόν. Δεν θα ήθελα να σ’ αιχμαλωτίσω με τα δεσμά του γάμου, που δεν μπορείς ν’ αντιδράσεις ενάντια σ’ αυτόν. Εγώ θα ήθελα την καρδιά σου, 11


ΙΒΑΝ ΜΠΕΛΟΥ Κ Ι Ν Βέρα. Κι αν δεν γνώριζα την αγνότητά σου θα πίστευα πως αγαπάς κάποιον άλλον. Στο σημείο αυτή η πριγκίπισσα σήκωσε το κομψό γαντοφορεμένο χεράκι της προς τον Δημήτρη, σαν να τον ικέτευε να σταματήσει κι έστρεψε με ζωηρή περιέργεια το κεφάλι της προς τις όχθες του ποταμού, απ’ τις οποίες ακούγονταν ένα τραγούδι που το τραγουδούσαν πολλές ανδρικές φωνές. Αυτός κατάλαβε τότε ποια σημασία είχε αυτή η χειρονομία. — Θέλεις να μου επιβάλεις να σταματήσω την ώρα που βλέπεις πως ο πόνος ξεχειλίζει μέσ’ την καρδιά μου! — Όχι. Ήθελα ν’ ακούσω αυτούς που τραγουδάνε. Το τραγούδι όλο και δυνάμωνε πιο πολύ. Η πριγκίπισσα Βέρα κι ο πρίγκιπας Ορλόφ ακούγανε τώρα: Δυναμώνει το τραγούδι και ελπίδες μας γεννά, όταν με καρδιά θλιμμένη σκύβουμε όλοι στα σχοινιά, η μητέρα κι ο αδελφός μας ειν’ του Βόλγα τα νερά. Όλοι είμαστε αδέλφια στα κρυφά, στα φανερά. Άϊντε για, εμπρός παιδιά σκύψτε όλοι στα σχοινιά. Κι ας τραβάτε δυνατά… Με τον πόνο στην καρδιά… Αυτοί που τραγουδούσαν ήταν οι βαρκάρηδες του Βόλγα που σέρνανε μια μαούνα απ’ αυτές που μεταφέρουν κάθε λογής εμπορεύματα, γεωργικά προϊόντα και ξύλα μεσ’ απ’ τα νερά του ποταμού. Ανάμεσα απ’ τους θάμνους που φούντωναν κι απ’ τις αραιές τους ρίζες, διακρίνονταν τα πόδια των ανθρώπων που αποτελούσανε τη συνοδεία αυτή των δούλων που ήταν υποχρεωμένοι να σέρνουν μ’ ένα σχοινί, που όλοι μαζί το κρατούσαν, την βαριά μαούνα, σαν ζώα που τα έχουν ζέψει σ’ ένα κάρο. Παρακαλώ να σταματήσει το αυτοκίνητο, Δημήτρη, είπε η Βέρα. Προσηλώθηκε τότε να κοιτάζει τα πόδια των βαρκάρηδων

12


Ο Β Α Ρ Κ Α Ρ Η Σ ΤΟΥ Β ΟΛ ΓΑ που πατούσαν βαριά το γλιστερό έδαφος. Κοιτούσε τα γόνατά τους που τα λυγίζανε με αγωνία και διέκρινε δυο-τρία κεφάλια. Ήταν κάτι φυσιογνωμίες με χαρακτηριστικά σπασμένα, που φανέρωναν έναν κόπο ατέλειωτο χωρίς ανάπαυση, κάτι λαιμοί με φουσκωμένες φλέβες, κάτι μάτια που είχαν αγριέψει απ’ αυτήν την τυραννική δουλειά, κάτι υπάρξεις που προσπαθούσαν να γλυκάνουν το μαρτύριό του μ’ αυτό το μελαγχολικό τραγούδι. — Είναι μουζίκοι που σέρνουν τη βάρκα, είπε ο Δημήτρης. — Είναι άνθρωποι δυστυχισμένοι που υποφέρουν, είπε η Βέρα. Το τραγούδι ξανακούσθηκε τότε με το θλιβερό του ρεφρέν: ...σκύψτε όλοι στα σχοινιά. Κι ας τραβάτε δυνατά... — Η φωνή αυτή είναι σαν να βγαίνει απ’ τα βάθη της Ρωσίας, είπε η Βέρα κι εξακολουθούσε να κοιτάζει. Τα μάτια της είχαν γίνει υγρά. Το τραγούδι αυτό αναστάτωνε την ψυχή της, της έπνιγε το λαιμό. Ήτανε σαν μια αγωνιώδικη επίκληση από υπάρξεις που καταδικάστηκαν ανελέητα. Από όλες τις φωνές ξεχώριζε μία. Ήταν φωνή ηχηρή κι έδειχνε πως έβγαινε απ’ τα βάθη μιας καρδιάς δυνατής. Η Βέρα νόμισε πως τραγουδούσε πιο δυνατά απ’ όλους τους άλλους. Ήταν ένας ψηλός νέος με σώμα αθλητικό, με μαλλιά ξανθά ανακατωμένα, με φαρδύ μέτωπο, με μάτια εκφραστικά, βαθουλωμένα απ’ τη δυστυχία και με στόμα ευγενικό. — Να προχωρήσουμε; ρώτησε ο Δημήτρης. — Όχι. Στάσου ακόμα λίγο. Το τραγούδι επαναλαμβανόταν: Όλοι είμαστε αδέλφια στα κρυφά, στα φανερά. — Όλοι είμαστε αδέλφια, είπε η Βέρα σαν μια ηχώ, με την κρυστάλλινη φωνή της γεμάτη συγκίνηση. 13


ΙΒΑΝ ΜΠΕΛΟΥ Κ Ι Ν Τα μάτια της είχανε σταθεί εκστατικά προς τη μεριά των βαρκάρηδων σαν να έβλεπαν ένα όραμα αποκαλυπτικό. — Θέλεις να στους φέρω, να ‘ρθουν να τραγουδήσουν μπροστά σου, αφού σ’ αρέσει τόσο αυτό το τραγούδι; — Όχι, είπε εκείνη, θα ήταν εξευτελιστικό για αυτούς. — Θα το θεωρούσαν μάλιστα τιμή τους. — Μου είπες πρωτύτερα, Δημήτρη, είπε η Βέρα, πως αν δεν ήσουνα βέβαιος για την αγνότητά μου, θα πίστευες πως αγαπώ κάποιον άλλον. Να λοιπόν ποιους αγαπώ. Τους δυστυχισμένους αυτούς ανθρώπους. Η καρδιά μου βρίσκεται μαζί τους. Είναι τα βασανισμένα παιδιά της Ρωσίας. — Είσαι πολλή ρομαντική. — Ζούνε σαν κατάδικοι χωρίς να έχουν κάνει κανένα κακό. — Αυτός είναι ο προορισμός τους. — Προχθές είδα τον έμπορο, που μετέφερε τα εμπορεύματά του με μια μαούνα, να χτυπάει έναν απ’ αυτούς με το κνούτο, γιατί είχε πέσει κάτω απ’ την εξάντληση! — Και θα ξανασηκώθηκε αμέσως ο τεμπέλης, είπε ο πρίγκιπας. — Δημήτρη, είσαι σκληρός. Εγώ τους νιώθω σαν αδέλφια μου, καθώς λέει το τραγούδι τους. — Αν όμως είχανε έστω και την παραμικρή ελευθερία, οι βαρκάρηδες αυτοί, θα σε διαψεύδανε αμέσως. Δεν θα σε μεταχειριζόταν σαν αδελφή. Η πριγκίπισσα Βέρα Νικηφόροβνα Γιάλκοφ αδελφή των μουζίκων! Άφησε να τους μαστιγώνουν… Τώρα δεν ακουγόταν πια η συνοδεία. Είχε σταματήσει. — Αυτό είναι πολύ σκληρό, είπε εκείνη. — Για κοίτα πιο καλά εδώ στο πλάι, είπε ο Δημήτρης. Είναι κάτι πιο ενδιαφέρον. Αυτή η Τατάρισσα εκεί κάτω τσακώνεται μ’ ένα γέρο χωριάτη. Η Βέρα στράφηκε και κοίταξε προς το άλλο μέρος του δρόμου. Στη μέση μιας κατασκήνωσης Τατάρων, μια νέα γυναίκα ανεβασμένη πάνω σ’ μακρύ κάρο δίχως άλογα, προσπαθούσε να διώξει φωνάζοντας έναν σ’ γέρο, που την κατηγορούσε πως του έκλεψε μια κότα. Η γυναίκα ήταν μελαχρινή, με σώμα ρωμαλέο. Καθώς κουνιόταν και πηδούσε, ξέφευγε απ’ το στήθος 14


Ο Β Α Ρ Κ Α Ρ Η Σ ΤΟΥ Β ΟΛ ΓΑ κι απ’ τα πόδια της το ελαφρύ φόρεμά της κι άφηνε να λάμπουν στον ήλιο τα προκλητικά της μέλη. Ήταν μια όμορφη Τατάρισσα. — Γιατί την πειράζει ο άνθρωπος αυτός; ρώτησε η Βέρα. Διαμαρτύρεται η γυναίκα. — Εγώ στοιχηματίζω πως αυτή έκλεψε την κότα. Οι γυναίκες αυτές ζούνε έτσι, με ότι βρούνε. Αρπάζουν κότες, ζώα, διάφορα πράγματα, ξεμυαλίζουν τους υπηρέτες των πύργων κι έτσι τους κλέβουν. Τη στιγμή εκείνη, καθώς προσπαθούσε ο χωριάτης να ψάξει το κάρο, η Τατάρισσα φώναξε με όλη τη δύναμή της, ακουμπώντας τις φούχτες στο στόμα της για ν’ ακούγεται πιο δυνατά. — Στεφάν, Στεφάν, έλα δω. Ένας Τάταρος σιδεράς, φαλακρός, με γένια και σώμα ηράκλειο, που χτυπούσε στο αμόνι σιμά στο φυσερό του κάτι πέταλα των αλόγων, στράφηκε και κοίταξε τη γυναίκα. Η Βέρα τρόμαξε. — Τι θέαμα τρομερό που είναι ο άνθρωπος αυτός, είπε. — Προχθές τον είδα, απάντησε ο Δημήτρης. Είναι μουγκός και κατάλαβα πως είναι ερωτευμένος μ’ αυτήν την πονηρή. Ο Στεφάν προχώρησε προς το κάρο. Έτσι καθώς ήταν γυμνός απ’ τη μέση κι απάνω στάθηκε μπροστά στο χωριάτη, που άρχισε να του γνέφει πως η γυναίκα του έκλεψε την κότα. Άρπαξε τότε με το ατσαλένιο χέρι του το γέρο και τον πέταξε μακριά. Αυτός σηκώθηκε κι έφυγε βρίζοντας και κουτσαίνοντας απ’ το χτύπημα. — Καθώς βλέπεις, ο έρωτας θριαμβεύει παντού, είπε ο Δημήτρης γελώντας. Επακολούθησε τότε μια άλλη σκηνή που άφησε κατάπληκτη τη Βέρα. Ο Στεφάν προχώρησε προς την Τατάρισσα και προσπάθησε ν’ ανέβει στο κάρο. — Φύγε τώρα, του φώναξε αυτή. Ο Στεφάν δοκίμασε να προχωρήσει. — Δεν μπορείς να μαλακώσεις με το σφυρί σου την καρδιά μιας γυναίκας, έτσι καθώς μαλακώνεις τα πέταλα των αλόγων, είπε η Τατάρισσα και προσπάθησε να ξεφύγει. Αυτός όμως την άρπαξε, την έσφιξε με τα χέρια του, την 15


ΙΒΑΝ ΜΠΕΛΟΥ Κ Ι Ν ξάπλωσε στην άκρη του κάρου κι άρχισε να τη φιλάει. Αυτή προσπαθούσε να γλιστρήσει, φώναζε και τον χτυπούσε. Ο πόθος του Στεφάν όμως ήταν ασυγκράτητος. Κι ίσως ο Δημήτρης κι η Βέρα να βλέπανε εκεί δα την πιο απρόοπτη ερωτική σκηνή, αν δεν κατάφερνε η Τατάρισσα να χώσει δυνατά τα δάχτυλά της στο λαιμό του Στεφάν. Ακόμα λίγο και θα τον έπνιγε. Νικημένος αυτός τότε την παράτησε. Η γυναίκα άρπαξε τότε το κεφάλι του κι άρχισε να το χτυπάει πάνω στο ξύλο του κάρου μ’ όλη την δύναμή της. — Είναι τρομερό αυτό, είπε η Βέρα, είναι μια τίμια γυναίκα. — Φαίνεται πως δεν της γουστάρει αυτός ο άσχημος Τάταρος και προτιμάει κάποιον άλλον, συμπλήρωσε ο Δημήτρης. — Τελικά η Τατάρισσα άφησε το Στεφάν, πήδησε πάνω στο κάρο και του φώναξε από τρία βήματα απόσταση: — Φύγε τώρα, κτήνος. Αυτός έφυγε σαν κτήνος πραγματικό, που το δείρανε, κι η Τατάρισσα τράβηξε μια σανίδα του κάρου, που είχε από κάτω ένα μικρό ντουλάπι και πετάχτηκε έξω μια κότα. Ήταν η κλεμμένη. Ο Δημήτρης κι η Βέρα γελάσανε. Η Τατάρισσα κάθισε στο κάρο, έβγαλε μια τράπουλα κι άρχισε να ρίχνει τα χαρτιά. — Της λέμε να μας ρίξει τα χαρτιά; είπε ο Δημήτρης. Μ’ αυτόν τον τρόπο θα τη δούμε από κοντά. — Είναι όμορφη γυναίκα, είπε κείνη. Πάμε. Κατεβήκανε απ’ το αυτοκίνητο και προχώρησαν προς το κάρο. Μόλις τους είδε η Τατάρισσα κατέβηκε γελαστή. — Καλημέρα, της είπε η Βέρα. Πώς σε λένε; — Βαρισσούχα, εξοχότατη. Ταυτόχρονα η Τατάρισσα έριχνε μια λοξή ματιά προς το Δημήτρη. Το ύφος της, το χαμόγελο της, τα κουνήματά της φανέρωναν πως της άρεσε ο όμορφος πρίγκιπας. — Θέλουμε να μας ρίξεις τα χαρτιά, είπε ο Δημήτρης. Καθώς στέκονταν πίσω απ’ τον ώμο της Βέρας, που είχε πάει μπροστά, έγνεφε στη Βαρισσούχα με διάφορες χειρονομίες εκφραστικές, να τους πει πως βλέπει στα χαρτιά πως γρήγορα θα παντρευτούν. 16


Ο Β Α Ρ Κ Α Ρ Η Σ ΤΟΥ Β ΟΛ ΓΑ Αυτή στρώθηκε στο κάρο με τα χαρτιά μπροστά της, ενώ ο Δημήτρης της πετούσε στα πόδια τρία ρούβλια χρυσά. — Καρδιές φλογισμένες, είπε κείνη, με τα μάτια στυλωμένα στα χαρτιά. Δώστε μου εξοχότατε, ένα χαρτί με το χέρι σας… Άλλο ένα εσείς εξοχότατη… Α, να το βλέπω. Σας αγαπάει ένας όμορφος αξιωματικός. Το μαρτυράει το χαρτί. Πήρε έπειτα τα δυο χαρτιά, έκανε πως τ’ ανακατεύει με τ’ άλλα κι άρχισε να τραβάει. Βγήκανε και τα δυο χαρτιά μαζί το ένα δίπλα στο άλλο. — Γάμος είπε η Βαρισσούχα, θα παντρευτείτε. Αυτή τη στιγμή όμως δύο σταγόνες αίμα πέσανε πάνω στα χαρτιά, ενώ πάνω ακούστηκε ταυτόχρονα ένα ελαφρύ θρόισμα από φτερά που κουνιόταν. — Αίμα, αίμα, αίμα, φώναξε η Βαρισσούχα. Η Βέρα κοιτούσε κατατρομαγμένη. — Πώς βρέθηκε αυτό το αίμα; ρώτησε. — Θα χυθεί αίμα πολύ, είπε η Βαρισσούχα. — Είναι η κότα, είπε ο Δημήτρης. Νάτη! Και πραγματικά, η κότα είχε πετάξει προς το ξύλινο τόξο που βρισκόταν πάνω απ’ το κάρο για την τέντα του και έπεσε με όλο το βάρος της πάνω σ’ ένα καρφί που την τρύπησε ακριβώς τη στιγμή που βρισκόταν πάνω απ’ τα χαρτιά. — Πάμε να φύγουμε, είπε η Βέρα φοβάμαι… Και τράβηξε το Δημήτρη. Τότε πάλι ακούσθηκε το τραγούδι των βαρκάρηδων από πολύ σιμά: η μητέρα κι αδελφός μας... είν’ του Βόλγα τα νερά. Αυτή τη φορά όμως δεν ήταν πολλοί μαζί. Ένας μόνο τραγουδούσε. Οι βαρκάρηδες είχανε σταθεί εκεί για να φάνε. Η Βέρα που είχε απομακρυνθεί κάμποσα βήματα στάθηκε, γύρισε και κοίταξε. Αυτός που τραγουδούσε ήτανε ο νέος βαρκάρης με τα ξανθά μαλλιά, με το αθλητικό σώμα και τ’ όμορφο στόμα. Προχωρούσε προς το κάρο της Βαρισσούχα και κείνη φώναξε μόλις τον είδε: — Φιοντόρ, αγάπη μου, Φιοντόρ. 17


ΙΒΑΝ ΜΠΕΛΟΥ Κ Ι Ν Πήδησε αμέσως απ’ το κάρο, έτρεξε κοντά του και κρεμάστηκε απ’ το λαιμό του. Η Βέρα κι ο Δημήτρης τους είδαν την ώρα που φιλήθηκαν. Η Βαρισσούχα μεσ’ τα χέρια του έκανε σαν τρελή από αγάπη. — Αυτός είναι, είπε η Βέρα σαν εκστατική με τα μάτια της καρφωμένα στον βαρκάρη, που η Βαρισσούχα τον είχε αποκαλέσει Φιοντόρ. — Δηλαδή ποιος ειν’ αυτός; τη ρώτησε ο Δημήτρης ενώ κοιτούσε το βαρκάρη με τα φρύδια σουφρωμένα. — Είναι ο βαρκάρης με τη γλυκιά φωνή, απάντησε αυτή. — Ένας απ’ τα αδέλφια της πριγκίπισσας Γιάλκοβας, της απάντησε αυτός. Κάποιος άλλος όμως θα σε πληροφορούσε φυσικά πως η Βαρισσούχα είναι κάτι παραπάνω από αδελφή. Είναι μια γυναίκα ορεχτική που μαζί της θα καλοπέρναγε ένας γλεντζές. Αυτά όμως δεν έχουν καμία σημασία. Καθώς μιλούσε εξακολουθούσε να κοιτάζει το βαρκάρη ταραγμένος. Τον είχε ζηλέψει ο θαυμασμός κι η συγκίνηση της Βέρας. — Άμα κάποιος βλέπει τους ανθρώπους αυτούς να δοκιμάζουν λίγη χαρά ανακουφίζεται κάπως, είπε εκείνη. Μέσα σε αυτά τα φτωχά πλάσματα μπορείς να βρεις όλη την ψυχή της Ρωσίας. Αντί να της απαντήσει σ’ αυτά τα λόγια ο Δημήτρης κοιτούσε τη Βαρισσούχα που έβγαζε νερό απ’ το πηγάδι για να δώσει στο φίλο της. — Θα ήθελα να πιω λίγο νερό, της είπε, έλα μαζί μου. Η πριγκίπισσα το δέχθηκε μ’ ευχαρίστηση αυτό. Είχε την περιέργεια να δει από κοντά τον βαρκάρη με τα λυπημένα όμορφα μάτια και με τη γλυκιά φωνή, που λίγη ώρα πριν, με το τραγούδι του την είχε βυθίσει σε μια ονειροπόληση μυστικοπαθή. — Μα θα στενοχωρήσουμε αυτό το ερωτευμένο ζευγάρι, είπε κείνη σε μια στιγμή, σαν να ήθελε ν’ αντιδράσει στην αλλόκοτη έλξη που εξασκούσε ο βαρκάρης στη φλογερή ψυχή της. — Θέλεις να πεις πως θα διακόψουμε την αδιαντροπιά τους, της είπε ο Δημήτρης Ορλόφ. — Έχουνε κάθε δικαίωμα ν’ αγαπιούνται, του είπε κείνη. 18


Ο Β Α Ρ Κ Α Ρ Η Σ ΤΟΥ Β ΟΛ ΓΑ — Τότε πάμε, είπε ο πρίγκιπας καθώς προχωρούσε προς το πηγάδι. — Ξαφνικά ακούσθηκε μια κραυγή πόνου και την έκανε να στραφεί τρομαγμένη. Ένας νέος ξανθός, πιο μικρός απ’ τον Φιοντόρ, με χαρακτηριστικά λεπτά και μαλλιά κατάξανθα, που φορούσε κουρελιασμένα ρούχα, προχωρούσε με προσπάθεια αγωνιώδη προς το πηγάδι ενώ άφηνε στεναγμούς και επιφωνήματα εξάντλησης σε κάθε βήμα του. Μπορούσε μόλις να περπατάει και τελικά έπεσε κάτω. Μόλις τον είδε ο Φιοντόρ άφησε τη Βαρισσούχα κι έτρεξε κοντά του, γονάτισε κατά γης τον σήκωσε στα δυνατά του μπράτσα, τον μετέφερε στο πηγάδι και τον ξάπλωσε σε κάτι ξύλα κομμένα από κορμούς δέντρων, που βρίσκονταν εκεί μπροστά. Η σκηνή αυτή έκανε τη Βέρα και το Δημήτρη να σταματήσουν. — Νερό, φώναξε ο Φιοντόρ. Η Βαρισσούχα γέμισε αμέσως τον κουβά απ’ το πηγάδι κι ο Φιοντόρ πήρε νερό με τις χούφτες του κι έβρεξε το πρόσωπο του νέου. Αυτός συνήλθε αμέσως κι άνοιξε τα μάτια του. — Σ’ ευχαριστώ, αδελφέ μου, είπε στο Φιοντόρ ενώ του πήρε τα χέρια και τα φίλησε. Ο Φιοντόρ τον βοήθησε να σηκωθεί και φώναξε έναν γέρο που ήταν σκυμμένος εκεί σιμά πάνω σ’ ένα τραπέζι με δυο κατσαρόλες και πιάτα με ψάρια παστά απ’ το ποτάμι και του είπε: — Να του βάλεις να φάει. Ο νέος που είχε λιποθυμήσει πριν από λίγο προχώρησε προς το γέρο, ενώ η Βαρισσούχα αγκάλιασε ξανά κι φίλησε μ’ ένα φιλί φλογερό τον Φιοντόρ στο στόμα. — Φιοντόρ γι’ αυτό σε λατρεύω, του είπε. Γιατί τους αγαπάς όλους. Η πριγκίπισσα Βέρα, που ως αυτή τη στιγμή κοιτούσε συγκινημένη τη σκηνή εκείνη, είπε: — Έχει δίκιο αυτή η Βαρισσούχα ν’ αγαπάει έτσι αυτόν τον αθλητικό βαρκάρη. — Ίσως γιατί έχει αθλητικό κορμί, όπως είπες, της απάντησε ο Δημήτρης με χαμόγελο γεμάτο σαρκασμό. 19


ΙΒΑΝ ΜΠΕΛΟΥ Κ Ι Ν — Η καρδιά του όμως συγκινείται με τα βάσανα των άλλων! Ο πρίγκιπας πλησίασε με βήμα βιαστικό προς το πηγάδι. Ακολουθούσε η Βέρα. Η Βαρισσούχα έβγαζε νερό απ’ το πηγάδι. Γέμισε ένα δοχείο χάλκινο και το έδωσε στον Φιοντόρ να πιει, ακριβώς τη στιγμή που έφθασε ο Δημήτρης κρατώντας το μικρό του μαστίγιο στο χέρι του, που ως τη στιγμή εκείνη είχε χωμένη στην τσέπη του τη λαβή του. Στάθηκε ανάμεσα στον Φιοντόρ και τη Βαρισσούχα. Σήκωσε απότομα το άλλο χέρι του, έσπρωξε με τον αγκώνα τον Φιοντόρ και πήρε το δοχείο με το νερό απ’ τα χέρια της γυναίκας. Ο Φιοντόρ στάθηκε ακίνητος και κοιτούσε ταραγμένος. Ο Δημήτρης πλησίασε το δοχείο προς το στόμα, το κράτησε όμως για λίγο σε μικρή απόσταση απ’ τα χείλη του και είπε: — Με το δοχείο αυτό δεν μπορεί να πιει κάποιος είναι βρόμικο. — Είναι πιο καθαρό κι από κρύσταλλο πλυμένο και το νερό είναι διαμάντι, είπε η Βαρισσούχα. Η Βέρα έσκυψε στο δοχείο. — Βέβαια, λάμπει, είπε. Θέλω κι εγώ να πιω. Κι έκανε να πιάσει το δοχείο και να το πλησιάσει στο στόμα της. Ο Δημήτρης της κράτησε το χέρι. Η Βέρα αιστάνθηκε τα δάχτυλα του να τρέμουν νευρικά επάνω στο μπράτσο της. — Όχι της είπε. Με το δοχείο αυτό πίνουν οι μουζίκοι κι οι Τάταροι. Δεν είναι για τα δικά σου χείλη. Υπάρχει στο αυτοκίνητο ένα κύπελλο από αλουμίνιο για τις εκδρομές. — Μα διψάω πολύ, είπε εκείνη και το πήρε με το άλλο της χέρι κι ήπιε. Ο Δημήτρης έγινε τότε πιο νευρικός. Η Βέρα πρόσθεσε: — Δεν αφήσαμε όμως αυτόν τον κουρασμένο βαρκάρη να πιει ακόμα. Πάρτο. Κι έδωσε το δοχείο στο Φιοντόρ. Αυτός το πήρε και την ευχαρίστησε με μια μικρή κλίση του κεφαλιού του. Ο Δημήτρης δεν είπε τίποτα. Τα νεύρα του ξεσπάσανε σ’ έναν γέρο μουζίκο με γένια άσπρα, που καθόταν πλάι από κει. Του πέταξε κατά γης το κασκέτο του με κίνηση του ξύλου του μαστιγίου του. 20


Ο Β Α Ρ Κ Α Ρ Η Σ ΤΟΥ Β ΟΛ ΓΑ Ο μουζίκος σήκωσε προς τον Δημήτρη το κεφάλι του και άμα τον είδε παραμέρισε φοβισμένος, με την έκφρασή και την κίνηση ενός ανθρώπου που φοβάται μη τον δείρουνε. Ο Φιοντόρ έκανε δυο βήματα και σήκωσε το κασκέτο του μουζίκου. — Ο πρίγκιπας σου πέταξε το κασκέτο δίχως να το θέλει, είπε δυνατά η Βέρα. Ο Δημήτρης χαμογέλασε ειρωνικά μ’ αυτήν την προσπάθεια της Βέρας που ήθελε να τον δικαιολογήσει. — Είμαι βέβαιος γι’ αυτό, είπε ο Φιοντόρ. Ο Δημήτρης κάθισε για λίγο πάνω στην τετράγωνη στοίβα απ’ τα κομμένα ξύλα, εκεί όπου είχανε ξαπλώσει λίγο πρωτύτερα τον εξαντλημένο νέο. — Ποιος ήταν αυτός που λιποθύμησε πιο πριν; ρώτησε τον Φιοντόρ η Βέρα. — Ένας φίλος μου βαρκάρης, ο Ιβάν. — Είναι κάτασπρο το δέρμα του και πολύ λεπτά τα χαρακτηριστικά του. Δίχως άλλο δεν θα είναι Τάταρος. — Όχι. — Ούτε μουζίκος. Θα νόμιζε κάποιος πως είναι ευγενής η καταγωγή του. — Είναι πιθανόν, απάντησε ο Φιοντόρ. Καθώς λέει ο ίδιος, η μητέρα του είναι μια δασκάλα απ’ τη Ρήγα, που την είχανε στον πύργο κάποιου κόμη κοντά στο Γιαροσλάβ. — Κι άφησε σ’ αυτή την κατάσταση το παιδί της; — Η μητέρα του έχει πεθάνει από πολύν καιρό, εξοχότατη. Λίγο ύστερα που τον γέννησε. — Κι ο πατέρας του; — Ούτε κι αυτός ο ίδιος τον γνωρίζει. Είναι κάποιος αξιωματικός, που τον φιλοξενούσαν στον πύργο και που ξεμυάλισε τη μητέρα του. Απ’ την κρυφή αυτή σχέση γεννήθηκε το παιδί αυτό. Διώξανε έπειτα τη γυναίκα απ’ τον πύργο κι επειδή πήρε το παιδί της μαζί, τη δείρανε τόσο πολύ, που πέθανε η δυστυχισμένη. Το παιδί το πήραν οι βαρκάρηδες και το μεγάλωσαν. Άλλοι λένε πως ο Ιβάν είναι παιδί της δεσποινίδας αυτού του πύργου, από κάποιον ερωτικό της δεσμό κι ο κόμης διέταξε να το πετάξουν. Έτσι το περιμάζεψαν οι μουζίκοι απ’ το δάσος. Βρεθήκαμε μαζί στην ίδια συντροφιά. Έχει αισθήματα ευγε21


ΙΒΑΝ ΜΠΕΛΟΥ Κ Ι Ν νικά και γι’ αυτό τον αγαπώ. Δεν αντέχει όμως ο δύστυχος να τραβάει τη βάρκα και τον χτυπάνε με το κνούτο συχνά. Κάνω ότι μπορώ γι’ αυτόν. Τον έχω πάντα δίπλα μου στη δουλειά. Ο Δημήτρης σηκώθηκε. — Βέρα είπε, ώρα να γυρίσουμε. Αυτή δεν άκουσε όμως. Εξακολουθούσε να κοιτάζει το Φιοντόρ συγκινημένη απ’ αυτά που της διηγήθηκε. — Περνάτε συχνά κάτω απ’ τον πύργο σέρνοντας τη μαούνα; — Μάλιστα, είπε ο Φιοντόρ. — Ήμουνα βέβαιη, είπε εκείνη. Η φωνή σου μου είναι γνώριμη. Όταν περνάτε τραγουδώντας, ξεχωρίζω τη φωνή σου απ’ τις άλλες. Το τραγούδι του Βόλγα είναι το αγαπημένο μου τραγούδι. Το τραγουδάω και το παίζω στο πιάνο. Κι όταν ακούω τη φωνή σου, μου φαίνεται σαν να μου φέρνει ένα μήνυμα μακρινό μέσα σε μια νοσταλγία. Η Βαρισσούχα που άκουγε αυτή τη συζήτηση με ζήλια γιατί φαντάσθηκε πως η Βέρα της ξεμυάλιζε τον Φιοντόρ, πλησίασε το Δημήτρη και του ψιθύρισε σιγά με χαμόγελο σατανικό. — Να δείτε πως η πριγκίπισσα θα καλέσει στον πύργο τον Φιοντόρ να της τραγουδήσει το τραγούδι του. Μ’ αυτόν τον τρόπο ήθελε να τον καταφέρει να πάρει την όμορφή πριγκίπισσα και να φύγουν. Ο Δημήτρης όμως, που είχε πια πειραχτεί απ’ τη συγκίνηση που έδειχνε για τους βασανισμένους η Βέρα κι απ’ την επιμονή της να εξακολουθεί να μιλάει με το Φιοντόρ, ερεθίστηκε απ’ τον υπαινιγμό που του έκανε η Βαρισσούχα και βρέθηκε μ’ ένα πήδημα μπροστά στο Φιοντόρ. Απ’ την κίνηση αυτή που γίνηκε απότομα τραντάχθηκε ο κουβάς και χύθηκαν τρεις σταγόνες νερό πάνω στο παπούτσι του Δημήτρη. Αυτός σήκωσε τότε το πόδι του, το ακούμπησε στην άκρη του πηγαδιού κι είπε με φωνή προσταχτική στο Φιοντόρ ενώ του έδειχνε τη λουστρινένια του μπότα. — Σκούπισέ την. Ο Φιοντόρ κοίταξε κατάπληκτος τον πρίγκιπα γι’ αυτήν την απρόοπτη προσβολή που του έκανε και στεκόταν ακίνητος. Έκανε δήθεν πως δεν άκουσε κι ετοιμάσθηκε να φύγει. Ο Δημήτρης τον άρπαξε απ’ τον αγκώνα και τον συγκρά22


Ο Β Α Ρ Κ Α Ρ Η Σ ΤΟΥ Β ΟΛ ΓΑ τησε ενώ με το άλλο χέρι του κούναγε το μαστίγιο απειλητικά και του είπε πάλι δυνατά. — Σκούπισέ την. Ήθελε έτσι να εξευτελίσει τον αναιδή βαρκάρη μπροστά στη Βέρα, για το ότι ξεχάστηκε και μιλούσε μαζί της σαν να ήτανε ίσος. Η Βέρα παρακολουθούσε όλη αυτή τη σκηνή με την αγωνία στα μάτια. Δεν τόλμησε να μιλήσει. Ήξερα τα νεύρα του Δημήτρη και πόσο σκληρός ήταν στους μουζίκους και μάντευε πολύ καλά πως και η παραμικρή επέμβασή της αντί να σώσει το φτωχό βαρκάρη, θα τον εξέθετε ακόμα πιο πολύ στο θυμό του αρραβωνιαστικού της. Η Βαρισσούχα, που δεν περίμενε το ξέσπασμα αυτό του πρίγκιπα ενάντια στο φίλο της, προσπάθησε να προχωρήσει και να σταθεί ανάμεσα στους δυο άνδρες που αλληλοκοιτάζονταν απειλητικά, δεν τολμούσε όμως γιατί ο Δημήτρης Ορλόφ φώναξε απειλητικά στο κατακόρυφο του θυμού του: — Για τελευταία φορά. Σκούπισέ την. Ο Φιοντόρ σήκωσε προς τη Βέρα τα μάτια του και το βλέμμα του συνάντησε το δικό της που τον παρακαλούσε να υπακούσει. Εκείνη γνώριζε καλά τον πρίγκιπα. Το ίδιο του έγνεφε κι η Βαρισσούχα που φοβόταν πολύ για την τύχη του. Ο Φιοντόρ τότε έσκυψε και καθάρισε με το μανίκι του τη μπότα του Δημήτρη. — Άλλη μια φορά, τον διάταξε αυτός. Κι επαναλήφθηκε ο εξευτελισμός. — Την δουλειά αυτή την ξέρει πολύ καλά, είπε ο Δημήτρης στη Βέρα δυνατά με σαρκασμό, ευχαριστημένος που ταπείνωσε μπροστά της το βαρκάρη του Βόλγα. — Να φύγουμε σε παρακαλώ, είπε εκείνη κατάχλομη. — Μα ξέρει τόσο καλά να καθαρίζει τις μπότες, ξαναείπε ο Δημήτρης, που αξίζει για τη λουστρική του να του δώσει κάποιος μετάλλιο. Απ’ τα μάτια του Φιοντόρ περνούσαν αστραπές κι η αγανάκτηση είχε κάνει την όψη του ν’ αγριέψει. — Εμείς οι βαρκάρηδες, είπε στον πρίγκιπα με φωνή γεμάτη θυμό, έχουμε πιο τίμια παράσημα απ’ αυτά που κρεμάνε μπροστά στις στολές του μερικοί. 23


ΙΒΑΝ ΜΠΕΛΟΥ Κ Ι Ν Με μια κίνηση απότομη τράβηξε το ξεκούμπωτο πουκάμισό του κι είπε καθώς έδειχνε, με το δάχτυλο στο πλατύ γυμνό στήθος του μια ουλή, που είχε στον ώμο: — Αυτά είναι τα παράσημά μας, οι πληγές που μας κάνει στον ώμο το σχοινί που σέρνουμε τη βάρκα. Ο Δημήτρης σήκωσε το μαστίγιο και τον χτύπησε δυο φορές δυνατά. Το μαστίγιο τον πέτυχε στο πρόσωπο και στο στήθος. Στα δύο αυτά αστραπιαία χτυπήματα ο Φιοντόρ έκανε ένα βήμα προς τα πίσω κι έπειτα ξανά πάλι ένα βήμα μπροστά και στάθηκε. Το πρόσωπό του συσπάστηκε παρατεταμένα απ’ τον πόνο κι απ’ την προσπάθεια που έκανε για να συγκρατήσει την ορμή του, να επιτεθεί ενάντια στον Ορλόφ. Η Βαρισσούχα άφησε να της ξεφύγει μια μικρή κραυγή και δυο-τρεις βαρκάρηδες που είχαν κι αυτοί πλησιάσει οπισθοχώρησαν και στάθηκαν με το κεφάλι σκυμμένο από φόβο μην τυχόν και τους κτυπήσει κι αυτούς ο κύριος με το μαστίγιο, που είχε εξαγριωθεί! Είχε δείρει με το μαστίγιο μπροστά τους τον πιο δυνατό από όλους, τον Φιοντόρ, που τον θεωρούσαν, άμα βρίσκονταν κοντά τους, πως τους εξασφάλιζε από κάθε επίθεση κι από κάθε κίνδυνο. Η Βέρα με γουρλωμένα τα μάτια απ’ την τρομάρα κι απ’ τη συμπόνια ταυτόχρονα, έστρεφε τη ματιά της πότε στον Δημήτρη και πότε στον Φιοντόρ, έσφιγγε ενωμένα τα χέρια της πάνω στο στήθος της σαν να προσπαθούσε να συγκρατήσει την καρδιά της, που χτυπούσε δυνατά απ’ την αγωνία. Προχώρησε όμως αμέσως προς τον Δημήτρη, τον έπιασε απ’ τα χέρια και του είπε: — Να φύγουμε, σε παρακαλώ! Ήθελε ν’ αποτρέψει μια καινούργια επίθεση του Δημήτρη ενάντια στο δύστυχο βαρκάρη. Κι η παραμικρή κίνηση του Φιοντόρ, ίσως να του στοίχιζε τη ζωή. Ο πρίγκιπας κρατούσε πιστόλι μαζί του. Όπως πάντα, από τότε που άρχισε ο πόλεμος, φορούσε στολή εκστρατείας κι είχε το στρατιωτικό του περίστροφο μέσ’ τη θήκη κρεμασμένο στην πέτσινη πλατειά του ζώνη. Ο Δημήτρης εξακολουθούσε να έχει το βλέμμα του στραμμένο προς τον Φιοντόρ. Οι δυο άνδρες στέκονταν ο ένας αντίκρυ στο άλλον κι ήταν έτοιμοι να ορμήσουν. Απ’ το αριστερό 24


Ο Β Α Ρ Κ Α Ρ Η Σ ΤΟΥ Β ΟΛ ΓΑ φρύδι του Φιοντόρ έτρεχε αίμα ίσαμε το σαγόνι του. Από τον ώμο ως το μαστό, στον ανοιχτό του στήθος ήταν τώρα χαραγμένη, μια κατακόκκινη γραμμή από αίμα. Μόλις αντίκρισε το αίμα η Βαρισσούχα έτρεξε στον Φιοντόρ κι αφού πήρε νερό με το χάλκινο δοχείο έκανε κάποια κίνηση για να τον πλύνει. Ο Ιβάν, που είχε παρακολουθήσει τη σκηνή από αρκετή απόσταση πλησίασε κι αγκάλιασε το φίλο του. Τ’ άσπρα του χέρια υψώθηκαν προς τις πλάτες του Φιοντόρ κι ενώ τρέχανε δάκρυα απ’ τα όμορφα γαλανά του μάτια, στάθηκε μπροστά του προσπαθώντας να τον προφυλάξει από καινούργιά επίθεση του πρίγκιπα, σε τέτοια θέση ώστε να δεχτεί αυτός το χτύπημα. Ο Φιοντόρ έσκυψε προς το στήθος του, στο μέρος που χτύπησε το μαστίγιο και έφερε ταυτόχρονα το χέρι προς στο στήθος του κι ολόκληρη την παλάμη του, καθώς την τράβηξε ματωμένη απ’ το πρόσωπό του. Λευτερώθηκε τότε με μια κίνηση απ’ τη Βαρισσούχα, που έριχνε αγριεμένες ματιές μίσους στον πρίγκιπα και στη Βέρα και τον ενοχλούσε προσπαθώντας να του πλύνει και να του δέσει της πληγές, καθώς κι απ’ τα χέρια του Ιβάν, κι αφού σήκωσε το χέρι μπροστά με τα ματωμένα δάχτυλα που κουνούσε σπασμωδικά σαν ένα κρίνο κόκκινο αλλόκοτο που έτρεμε, φώναξε στον Ορλόφ. — Κοιτάξτε αυτό το αίμα. Είναι κατακόκκινο. Σας βεβαιώνω πως δεν υπάρχει καμία διαφορά ανάμεσα στο αίμα μας και στο δικό σας. Γι’ αυτό θα πειστείτε πολύ σύντομα. Η Βέρα είχε κλείσει τα μάτια απ’ τη φρίκη που της προξενούσε το αίμα. — Τι εννοεί αυτό το κτήνος; είπε ο Δημήτρης κι έκανε μια κίνηση να σηκώσει το μαστίγιο ξανά. Η Βέρα όμως κατόρθωσε να τον συγκρατήσει τεντώνοντας μπροστά του το σώμα της με το στήθος της που έπαλλε εξογκωμένο και με τα λεπτά χέρια της γαντζωμένα πάνω στους καρπούς απ’ τα δικά του, το ίδιο όπως κι η Βαρισσούχα, μπροστά στον κίνδυνο μια καινούργιας επίθεσης, είχε καλύψει με το μισόγυμνο ρωμαλέο κορμί της το κορμί του Φιοντόρ, με μάτια φλογισμένα, με ανοιγμένα τα σαρκώδη χείλη της και με σφιγμένα τα κατάλευκα δόντια της που γυάλιζαν. Οι δυο γυ25


ΙΒΑΝ ΜΠΕΛΟΥ Κ Ι Ν ναίκες βρέθηκαν έτσι αντιμέτωπες σαν δυο έχθρες θανάσιμες, η μια με την αριστοκρατική επιβολή της, με το πλαστικό κορμί της, κάτωχρη απ’ τη συγκίνηση με μάτια που φανέρωναν όλη της την ηρωική αγωνία, και η άλλη με γυμνό το προκλητικό στητό της στήθος, με σφιγμένες τις γροθιές, έχοντας την όψη ενός θηρίου υπέροχου που ήταν έτοιμο να ορμήσει για να δαγκώσει την άλλη θανάσιμα. Ο Φιοντόρ πήρε μόνος του το μαντήλι της Βαρισσούχα που το είχε ρίξει λίγο πιο πριν στην άκρη του πηγαδιού κι έδεσε μόνος του μέτωπό του ενώ ο Δημήτρης πέρασε το χέρι του στη λεπτή μέση της αρραβωνιαστικιάς του κι αποτραβήχτηκε πιο πέρα. Στάθηκε έπειτα για μια στιγμή κι αφού είδε μερικούς κουρελήδες βαρκάρηδες που είχανε τριγυρίσει τον Φιοντόρ: — Α, σεις παλιόσκυλα, τους φώναξε, να πάτε γρήγορα στην δουλειά σας. Χτύπησε ύστερα το μαστίγιο του στον αέρα κι όλοι αυτοί οι φτωχοί άνθρωποι υποχώρησαν. Ο Δημήτρης κι η Βέρα προχώρησαν προς τ’ αυτοκίνητο. Ο πρίγκιπας τότε αντελήφτηκε πως του έλειπε το ένα γάντι. Το είχε βγάλει άραγε όταν ετοιμάσθηκε να χτυπήσει τον θρασύ βαρκάρη ή του είχε πέσει πιο πριν; Δεν μπορούσε να θυμηθεί. Γι’ αυτό γύρισε πίσω ενώ η Βέρα φοβισμένη τον ακολούθησε. Ο Φιοντόρ βρισκόταν εκεί ακόμα. Η Βαρισσούχα, καθώς στεκόταν μπροστά του, με τα χέρια στους ώμους της δεν είδε τον πρίγκιπα, που έψαχνε κατά γης για να βρει το γάντι. — Αυτά τα έπαθες, του έλεγε γιατί τόλμησες να μιλήσεις με την αριστοκράτισσα αυτή. Γιατί δεν ήθελες ν’ αγαπήσεις εμένα; Γιατί προτιμάς αυτή; — Είσαι τρελή, της απάντησε ο Φιοντόρ. Εγώ τους μισώ όλους αυτούς του ανθρώπους. Ο Δημήτρης άκουγε που μιλούσαν χωρίς όμως και να καταλαβαίνει τι λέγανε, γι’ αυτό γύρισε και του είπε: — Τι κάνεις ακόμα εκεί; — Περιμένω κι άλλο αίμα, του φώναξε κείνος. Κι άμα είδε το γάντι του πρίγκιπα μπροστά του το πάτησε και το βαστούσε κάτω απ’ το βαρύ του πόδι μεσ’ τη λάσπη. 26


Ο Β Α Ρ Κ Α Ρ Η Σ ΤΟΥ Β ΟΛ ΓΑ — Μα προς Θεού, Δημήτρη, έλα να φύγουμε, φώναξε η Βέρα με φωνή γεμάτη απελπισία στον αρραβωνιαστικό της. Ο πρίγκιπας Ορλόφ δεν είδε το γάντι καθώς το πατούσε ο Φιοντόρ. Γύρισε μόνο και του είπε σαν απάντηση στην πρόκληση του: — Αρκεί αυτό για σήμερα. Θα μείνω εδώ κάμποσες μέρες και θα σε ξαναδώ. Ακολούθησε έπειτα τη Βέρα που τον έσερνε απ’ το χέρι. Άμα φτάσανε στο δρόμο που είχε μείνει το αυτοκίνητο, η Βέρα που γύριζε συνεχώς το κεφάλι και κοιτούσε είδε να συγκεντρώνεται πλήθος γύρω απ’ το πηγάδι. Όλοι οι βαρκάρηδες κι οι Τάταροι, που δεν τολμούσαν να πλησιάσουν όση ώρα βλέπανε εκεί τον πρίγκιπα Ορλόφ, τρέξανε αμέσως. Ακουγότανε μια βοή. Κι ανάμεσα στις φωνές διέκρινε και μια γυναικεία που φώναζε: — Φταίει η γυναίκα. Με τα φερσίματά της, αυτή έκανε τον αξιωματικό να ζηλέψει και να χτυπήσει τον Φιοντόρ. Άλλα θα μου το πληρώσει. Ο Δημήτρης δεν καταλάβαινε τα λόγια γιατί ήταν απασχολημένος με τη μηχανή του αυτοκινήτου που προσπαθούσε να τη βάλει σε κίνηση. Άμα είδε όμως τη Βέρα έτσι κατατρομαγμένη να κοιτάζει το πλήθος που θορυβούσε γύρω απ’ το πηγάδι, στράφηκε κι αυτός κι αφού γύρισε το μοτέρ, έχοντας τώρα την αρραβωνιαστικιά του δίπλα του, της είπε αφού εβίασε τον εαυτόν του να χαμογελάσει: — Γιατί ανησυχείς, Βέρα;… Αυτά είναι σκυλιά που γαβγίζουν. Με στενοχωρεί μόνο που έχασα το γάντι μου, αυτό είναι το πιο σοβαρό περιστατικό του περιπάτου. Ένα γάντι βέβαια δεν αξίζει και σπουδαία πράγματα, αλλά το μαλακό του δέρμα, που είναι κατεργασμένο αξίζει πιο πολύ απ’ το τομάρι ενός βαρκάρη του Βόλγα. Το αυτοκίνητο ξεκίνησε σιγά. — Όποιος θα σε γνώριζε Δημήτρη, του είπε αυτή τότε, μόνο απ’ τα σαλόνια του δικού μας κόσμου, θα του ήταν αδύνατο να φανταστεί πως είσαι τόσο σκληρός σ’ αυτούς τους φτωχούς ανθρώπους. — Όποιος θέλει να είναι κύριος, πρέπει να ξέρει να κρατάει 27


ΙΒΑΝ ΜΠΕΛΟΥ Κ Ι Ν διαρκώς σε υποταγή τον όχλο. — Με τρόπους τόσο σκληρούς όμως, με τόσες ταπεινώσεις; — Εσύ δεν ξέρεις, Βέρα, πόσο μας μισούν. Τα λόγια και οι θεωρίες που εξαπολύσανε οι δικηγόροι κι οι πειναλέοι φοιτητές, τους κάνανε να φαντάζονται πως μπορούνε να μας υποσκελίσουνε και τους έχουν εξάψει έτσι το πάθος. — Εγώ ξέρω τι γίνεται, είπε αυτή. Όλα τα παρακολουθώ. Δεν θα ήταν όμως προτιμότερο να τα πλησιάζει κάποιος αυτά τα δυστυχισμένα πλάσματα και να τους φανερώνει κάποια στοργή; Ίσως να μεταβαλλόταν το μίσος τους σε αγάπη. Έχω τη γνώμη, πως μέσα σε όλους τους ανθρώπους, η ανάγκη της αγάπης είναι σαν ένα στήριγμα μπροστά σ’ έναν κίνδυνο. Δεν πρέπει να μου πεις πως δεν το νιώθουν το αίσθημα αυτό. Μήπως δεν το πρόσεξες αυτό το λαϊκό τραγούδι που το τραγουδάνε οι πιο δυστυχισμένοι Ρώσοι, οι βαρκάρηδες του Βόλγα; Ένας και μόνο στίχος του τα μαρτυράει όλα: Όλοι είμαστε αδέλφια στα κρυφά, στα φανερά. — Ν’ αφήσεις αυτά τα λόγια των τραγουδιών που δεν έχουν νόημα. Δεν μπορεί να γίνει το ξύδι κρασί. — Δημήτρη, έχεις άδικο. Τα τραγούδια εκφράζουν ότι έχει πιο βαθύ μεσ’ την ψυχή του ένας λαός. — Είσαι αιώνια ρομαντική. Το ξέρεις Βέρα, πως στην Πετρούπολη βρίζουν ολοφάνερα τον Τσάρο ηλίθιο κι αποκαλούνε διεφθαρμένη την Τσαρίνα; Η αστυνομία δεν προφτάνει να πιάνει τους παλιανθρώπους και τους αναιδείς. Και ξέρεις που οφείλεται αυτό; — Η κούραση και τα βάσανα του πολέμου αποκάμανε τους ανθρώπους. Αν είχανε όμως διαφωτίσει το λαό πως ο Τσάρος δεν είναι αυτό που λένε και πως ούτε η Τσαρίνα αξίζει αυτές τις αποτρόπαιες συκοφαντίες, τότε φυσικά θα τους αγαπούσαν. Σε καμία εποχή, κανένα αυτοκρατορικό ζευγάρι της Ρωσίας δεν έδειξε τόσον πόνο και τόσο πολλά αισθήματα για το λαό, όσο ο Νικόλας Β΄ και η Αλεξάνδρα Φιοντόροβνα. — Είπες, λοιπόν, να διαφωτιστεί ο λαός; Μα δεν υπάρχει λαός, Βέρα. Υπάρχει μονάχα ένας όχλος, που υπέφερε φυσικά απ’ τον πόλεμο, μα που ερεθίζεται αδιάκοπα απ’ αυτούς που έχουνε συμφέρον να εκραγεί μια επανάσταση. Δηλαδή απ’ αυ28


Ο Β Α Ρ Κ Α Ρ Η Σ ΤΟΥ Β ΟΛ ΓΑ τούς που θέλουν να μας ανατρέψουν, απ’ αυτούς που θέλουν να καταστρέψουν τη Ρωσική αριστοκρατία, για να μας πάρουν τα κτήματα και τα πλούτη μας. Είπες πως φταίει ο πόλεμος. Μα έχουν γίνει τόσοι άλλοι πόλεμοι περασμένοι, το ίδιο φοβεροί σαν κι αυτόν ή με τα ίδια σχεδόν λυπητερά αποτέλεσμα για το λαό, που κι η πιο μικρή ανωμαλία της ζωής του τον οδηγεί στην πείνα και στο θάνατο. Ο Νικόλαος Β΄ όμως ξέχασε πως βασιλεύει πάνω σε Ρώσους κι η Αλεξάνδρα Φιοντορόβνα είναι πολύ Γερμανίδα και δεν θα έπρεπε να είναι Τσαρίνα. — Τι θέλεις να πεις; — Πως κι δύο τους ξεχάσανε ότι κάθονται πάνω στο θρόνο της Ρωσίας. Ο αυτοκράτορας έκανε το σφάλμα να πάει στο μέτωπο, μεσ’ το στρατηγείο, να βρεθεί στη μέση απ’ τους αξιωματικούς και απ’ τους στρατιώτες ακόμα. Εκεί τον είδανε έτσι καθώς είναι με όλα του τα ελαττώματα κι ήταν πολύ φυσικό να το αποκαλέσουν ηλίθιο. — Εσύ όμως ξέρεις πως αυτό δεν είναι σωστό. — Είναι όμως ένας άνθρωπος χωρίς θέληση και χωρίς αποφασιστικότητα. Αυτό είναι αρκετό για έναν Τσάρο ώστε να τον αποκαλέσουν ηλίθιο. Σ’ αυτό φταίει φυσικά ο ίδιος. Και μολαταύτα θα μπορούσε να είναι αυτός που είναι, να μην τον βλέπουν όμως. Τον είδανε αναποφάσιστο, τον ακούσανε να παραπονιέται ενάντια στους υπουργούς του κι έτσι τους έδωσε την εντύπωση πως δεν μπορεί να επιβληθεί. Τους απέλπισε κι αυτούς η αποκάρδιωσή του. Αν λοιπόν σήμερα, ολόκληρη η Ρωσία τρέμει για την έκβαση του πολέμου, αυτό το κάνει γιατί ο κόσμος ξέρει πως τρέμει κι ο Τσάρος. Ο Ρώσος θέλει να τον κυβερνάει μια δύναμη που να την συγχέει με το Θεό που είναι αόρατος. Έχει ανάγκη να πιστεύει στα τυφλά! Ο Ρωσικός λαός, είναι λαός από φανατικούς. Έπειτα έχουμε την Τσαρίνα… Εκείνη αντί να συγκρατήσει τον Τσάρο με την επιρροή της, έκαμε πολύ χειρότερα… Ξέπεσε μοναχή της. — Και πιστεύεις εσύ, Δημήτρη, στις άτιμες συκοφαντίες που λένε, πως δήθεν έχει σχέσεις με τον Γρηγόρη Ρασπούτιν; — Δεν το πιστεύω καθόλου αυτό, Βέρα, γιατί ξέρω πως έδωσε αυτή τη θέση σ’ αυτόν τον βρωμερό σάτυρο, απ’ την αγωνία που είχε για τη ζωή του Τσάρεβιτς. Δεν μπόρεσε διόλου να πιστέψει πως ένα παιδί που πάσχει από αιμοφιλία είναι 29


ΙΒΑΝ ΜΠΕΛΟΥ Κ Ι Ν δυνατόν να θεραπευτεί και πως είναι καταδικασμένος ο άμοιρος Αλέξης Νικολάιεβιτς. Ο Ρασπούτιν, την έκανε να πιστέψει με τις κατεργαριές του πως μπορούσε να σώσει το παιδί της. Αυτό το νιώθω πολύ καλά, λέγεται στοργή μιας μητέρας. Σου είπα όμως πως ήτανε πολύ Γερμανίδα, υπερβολικά Ευρωπαία για Ρώσους και γι’ αυτό ξέπεσε… — Ο κόσμος πίστεψε στα ψέματα που διαδίδανε σε βάρος της. — Είπανε κι άλλα πιο χειρότερα για άλλες Τσαρίνες, που ήταν και πραγματικά μάλιστα. Τη γνωρίζεις φυσικά την ιστορία. Κανείς όμως δεν τόλμησε να σηκώσει κεφάλι. Γιατί καμιά απ’ αυτές δεν είχε πάψει να παίζει το ρόλο της Τσαρίνας. Η Αλεξάνδρα Φιοντορόβνα όμως ανακατεύτηκε πολύ με το λαό. Από τότε που άρχισε ο πόλεμος θέλησε να φανερώσει τ’ ανθρώπινα αισθήματα της. Μετέτρεψε τα διάφορα παλάτια, σε χειρουργεία και σε αναρρωτήρια, κι αφού έβαλε κει μέσα τους αρρώστους και τους τραυματίες, άρχισε κάθε μέρα να τρέχει μαζί με τις Μεγάλες Δούκισσες από νοσοκομείο σε νοσοκομείο, και να εξοικειώνεται μ’ αυτόν τον όχλο, να δίνει το χέρι της, να δίνει υποσχέσεις, να λέει λόγια τρυφερά! — Και την κατηγορείς για τα μεγάλα αισθήματά της; — Μόνο γιατί τα φανέρωσε με τον τρόπο αυτόν Βέρα. Από πού φαντάζεται πως ξεπετάχτηκαν αυτοί που την βρίζουνε πιο πολύ, οι πιο μεγάλοι επαναστάτες, οι πιο επικίνδυνοι. Ξεπετάχτηκαν μεσ’ απ’ αυτά τα νοσοκομεία της Τσαρίνας. Αντί να τους συγκινήσει, καθώς εσύ νομίζεις, τους άναψε το επαναστατικό πάθος. Άνθρωποι φτωχοί κι αγροίκοι, βρεθήκανε ξαφνικά νοσηλευόμενοι μέσα σε παλάτια γεμάτα πολυτέλεια που δεν την είχανε δει ποτέ τους, μέσα σε σπίτια που αερίζονται καλά, που θερμαίνονται καλά και που ήταν γεμάτα από έργα τέχνης. Τους ήταν λοιπόν πολύ φυσικό να κάνουν τη σύγκριση αυτών των παλατιών με τις δικές τους αξιοθρήνητες καλύβες. Κι όταν οι Μεγάλες Δούκισσες και οι κυρίες της αριστοκρατίας τους σερβίριζαν με τα κάτασπρα χέρια τους το τακτικό φαΐ τους, που ήταν καλομαγειρεμένο κι άφθονο, τότε θυμηθήκανε τα φτωχά και πανάθλια δικά τους φαγητά, τις στερήσεις τους και την κακομοιριά τους! Κι αντί να θέλουνε να φιλήσουν μ’ ευγνωμοσύνη τα χέρια αυτά που τους ευεργετούσαν, επιθυ30


Ο Β Α Ρ Κ Α Ρ Η Σ ΤΟΥ Β ΟΛ ΓΑ μούσανε αντίθετα να τα δαγκώσουν με θηριώδικη λύσσα. Κι αυτό γιατί είδανε και μάθανε τι τους έλειπε στη ζωή τους. Να μην πιστεύεις λοιπόν στην ικανοποίηση της ευεργεσίας, Βέρα. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος για ν’ αποχτήσει κάποιος θανάσιμους εχθρούς. Ο λαός τη θέλει την ευεργεσία, μισεί όμως αυτόν που τον ευεργετεί. — Όχι λοιπόν. Εγώ δεν μπορώ να συμφωνήσω μαζί σου. — Ένας λαός κυβερνιέται καλά, μόνον όταν τον αισθάνεται τον αφέντη του, έτσι όπως αισθάνεται το άλογο τον καβαλάρη του. Και μάλιστα έναν καβαλάρη με σπιρούνια τα πλευρά τ’ αλόγου πρέπει να τα ματώνεις. — Αυτό μπορεί όμως να ξεσπάσει σε κατάσταση άγρια. Δημήτρη, δεν σου το κρύβω πως φοβάμαι για σένα πολύ. Είσαι σκληρός γι’ αυτούς. — Το μόνο μέσο κυριαρχίας είναι η βία. — Και τώρα τι προβλέπεις Δημήτρη; — Φαίνεται πως είναι αναπόφευκτη κάποια ταραχή. Ίσως γίνει κάποιο κίνημα. Μη φοβάσαι όμως. Μόνο για τον Τσάρο πρόκειται. Θα τον εκθρονίσουν. Λυπάμαι πολύ, είμαι αφοσιωμένος στον Νικόλαο, κανείς όμως δεν θα μπορέσει ν’ αντιδράσει σ’ ένα γεγονός μοιραίο. Θ’ ανακηρύξουνε Τσάρο κάποιον άλλο Ρομανόφ. Φαίνεται μάλιστα πως κι ο ίδιος ο Νικόλαος θέλει να παραιτηθεί. Δεν θα ικανοποιηθούνε όμως εκείνοι που περιμένουν ν’ αρπάξουν την εξουσία. Θα βρεθούνε κάτω από έναν άλλο Τσάρο πιο δυνατό μάλιστα. Η επανάσταση αυτή θα είναι αναίμακτη. Το αυτοκίνητο στάθηκε μπροστά στην πόρτα του πύργου. ***

31


ΙΒΑΝ ΜΠΕΛΟΥ Κ Ι Ν ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΟΛΙΣ ΑΝΕΒΗΚΕ στον πύργο η πριγκίπισσα Βέρα, πέρασε απ’ το γραφείο του πατέρα της πρίγκιπα Νικήτα, τον φίλησε στο μέτωπο, στράφηκε προς τον Δημήτρη που την ακολούθησε και του είπε: — Απόψε είμαι πολύ κουρασμένη. Αισθάνομαι πως δεν είμαι και τόσο καλά. Θα πάω στην κάμαρά μου. Αύριο θα σε ξαναδώ. Έπειτα από τόσες συγκινήσεις ένιωθε την ανάγκη να βρεθεί μόνη. Πλημμύριζαν την καρδιά της τα πιο αντίθετα συναισθήματα. — Σου έχω ετοιμάσει μιαν ευχάριστη έκπληξη, της είπε ο πατέρας της. Κάθισε Βέρα. Ο πρίγκιπας Γιάλκοφ τράβηξε το συρτάρι του μεγάλου γραφείου του. Η Βέρα κάθισε και κοίταξε τον πατέρα της καθώς τραβούσε το συρτάρι. Ο πρίγκιπας Νικήτας ήτανε κατάχλομος. Υπόφερε πολύ κι ο πόνος ήταν ζωγραφισμένος στο πρόσωπό του. Μα αφού ο πατέρας της φαινόταν τόσο λυπημένος, τι άραγε ήταν αυτό το τόσο ευχάριστο που κρυβόταν σ’ αυτήν την έκπληξη; Είναι έτοιμα τα συμβόλαια του γάμου, εξακολούθησε ο Πρίγκιπας Νικήτας καθώς έβγαζε ένα μεγάλο φάκελο. Παιδιά μου θα σας παρακαλέσω, να τα υπογράψετε. Θα επιθυμούσα να γίνει πολύ γρήγορα ο γάμος σας. Ο Δημήτρης Ορλόφ έσφιξε το χέρι του μέλλοντα πεθερού του μ’ ευχαρίστηση. Η Βέρα όμως ήταν γεμάτη ανησυχία. Τα δάχτυλα του πατέρα της τρέμανε ανάμεσα στα χαρτιά του συμβολαίου. Για πρώτη φορά στη ζωή της, η Βέρα έβλεπε αυτό το σταθερό χέρι να τρέμει. Μήπως ήταν απ’ τη συγκίνηση που θα την πάντρευε; Ο γάμος αυτός όμως, που ο ίδιος τον είχε ζητήσει θα έπρεπε να τον γεμίζει χαρά. Έκανε γαμπρό έναν Ορλόφ, τον πρίγκιπα Δημήτρη Ορλόφ, που ήταν βαθύπλουτος κι ευνοούμενος του παλατιού, που θα καταχτούσε πολύ σύντομα τα πιο μεγάλα στρατιωτικά αξιώματα, με τη μεγάλη ειδική μόρφωση που είχε και με την αυταρχικότητα και την αδάμαστη θέληση που κυριαρχούσε στο χαρακτήρα του. Οι Γιάλκοφ ήταν πιο παλιοί απ’ τους Ορλόφ. Η αριστοκρατική τους προέ32


Ο Β Α Ρ Κ Α Ρ Η Σ ΤΟΥ Β ΟΛ ΓΑ λευση άρχιζε απ’ τους πρώτους αιώνες που εκχριστιανίσθηκε η Ρωσία. Ήταν μια οικογένεια πιο αρχαία ίσως κι απ’ τους Ρομανόφ ακόμα. Τα τελευταία πενήντα χρόνια όμως οι Γιάλκοφ ζούσανε αποτραβηγμένοι, χωρίς να επιζητάνε αξιώματα και τους πιο πολλούς μήνες του χρόνου παραμένανε στον πύργο τους, κοντά στην Κόστρομα, στις όχθες του Βόλγα. Πού οφειλόταν άραγε η τόσο ταραχή του πατέρα της, που όσο κι αν προσπαθούσε να την κρύψει, σ’ αυτήν που τον γνώριζε τόσο καλά, ήταν ολοφάνερη; Και ποιο το νόημα να είχε άραγε αυτό το μεγάλο συμβόλαιο, που έτσι καθώς είχε συνταχθεί, με κάθε λεπτομέρεια για τις ιδιοκτησίες του οίκου των Γιάλκοφ, που τώρα τις διέθετε ο πρίγκιπας Νικήτας Νικηφόροβιτς Γιάλκοφ, ως μοναδικός και τελευταίος κληρονόμος κι απόγονος αυτής της παλιάς οικογένειας, έμοιαζε πιο πολύ με διαθήκη. Ο πρίγκηπας Γιάλκοφ άρχισε να διαβάζει χαμηλόφωνα αυτό το επίσημο έγγραφο –για να μην φανερώσει ίσως πιο πολύ τη συγκίνησή του– μπροστά στην κόρη του και στο γαμπρό του. Σε λιγάκι τον διέκοψε ο Δημήτρης. Του είπε πως το θεωρούσε περιττό να κουραστεί διαβάζοντας όλες αυτές τις πυκνογραμμένες σελίδες. Ήταν πρόθυμος να υπογράψει μαζί με τη Βέρα. Κι αμέσως έβαλε την υπογραφή του στην τελευταία σελίδα κι ύστερα έδωσε την πένα και στη Βέρα. Υπέγραψε κι αυτή. Ο πρίγκιπας Νικήτας τους φίλησε. Η Βέρα αισθάνθηκε τότε την ανάγκη να κλάψει και να προσευχηθεί. Είχε παραδεχθεί να παντρευτεί με τον πρίγκιπα Ορλόφ μόνο και μόνο για να ευχαριστήσει τον πατέρα της. Αυτό ήτανε βέβαια το πιο καλό συνοικέσιο που θα μπορούσε να κάνει η πριγκίπισσα Βέρα Νικήτοβνα Γιάλκοβα. Φυσικά δεν αγαπούσε τον πρίγκιπα Δημήτρη Ορλόφ. Τίποτα δεν είχε ξυπνήσει μεσ’ την ψυχή της ο ορμητικός έρωτάς του. Αυτός ήταν ένας άνθρωπος βίαιος, ζωηρός, που ήθελε να ικανοποιεί τις φιλοδοξίες του κατακτώντας ένα ανώτατο αξίωμα μεσ’ την τσαρική απολυταρχία, ενώ αυτή ζούσε ονειροπολώντας έναν κόσμο ευτυχισμένο που να ζει και ν’ αναπνέει μέσα σε μια ατμόσφαιρα γεμάτη από αγάπη. Αυτή ήταν ρομαντική, σχεδόν μυστικοπαθής. Ονειρευόταν έναν πρίγκιπα του παραμυθιού, γερό, ευγενικό, που ν’ ακτινοβολεί γύρω του το φως της ευγε33


ΙΒΑΝ ΜΠΕΛΟΥ Κ Ι Ν νικής του ψυχής και την ευτυχία, με μια δόξα καμωμένη όχι από πράξεις βίαιες και σκληρές, αλλά από κατορθώματα όμορφα κι ηρωικά κι απ’ την λατρεία των ανθρώπων που θα τους εξασφάλιζε μια τύχη πιο καλή. Η Βέρα τότε δεν αγαπούσε κανέναν. Κι αν η ευαίσθητη ιδιοσυγκρασία της κι η ποιητική και τρυφερή ψυχή της έσπρωχνε την καρδιά της προς τους φτωχούς ανθρώπους, που ζούσανε γύρω απ’ τον πύργο και την έκανε να συγκινείται απ’ το τραγούδι που τραγουδούσαν οι βαρκάρηδες του Βόλγα, να χύνει δάκρυα όταν διάβαζε τον Πούσκιν, τον Γκόγκολ και τον Ντοστογιέφσκι και την έκανε να μένει εκστατική από γοητεία, όταν άκουγε τη φωνή κι αντίκριζε την εκφραστική μορφή ενός νέου βαρκάρη, όπως ο Φιοντόρ, που τον είχε γνωρίσει πριν από λίγο, ποτέ όμως δεν μπορούσε να λησμονήσει πως ήταν κόρη του πρίγκιπα Γιάλκοφ και πως έπρεπε να κρατήσει την ευγένεια της καταγωγής της πολύ ψηλά! Το τελευταίο αυτό προτέρημά της ήταν ένα αίσθημα που το είχε κληρονομήσει κι είχε ατσαλωθεί μέσα της απ’ την περηφάνια που είχανε τόσες γενεές Γιάλκοφ. Ο πατέρας της, που τρόμαζε καμιά φορά απ’ την υπερβολική ευαισθησία της, σ’ αυτήν της την περηφάνια στηριζόταν και γι’ αυτό έμενε ήσυχος. Τώρα όμως ήτανε τόσο ταραγμένος, που δεν πρόσεξε την συγκίνηση της κόρης του, κι όταν σηκώθηκε η Βέρα και προχώρησε προς την πόρτα του μπαλκονιού της μεγάλης αίθουσας, που τη χρησιμοποιούσε για γραφείο κι όπου αυτή είχε τη συνήθεια να πηγαίνει και να κοιτάζει το ποτάμι, δεν την κράτησε. Ήθελε άλλωστε να μείνει για λίγο μόνος με το γαμπρό του. Όταν απομακρύνθηκε η Βέρα, του είπε σιγά: — Δεν πρόφτασα να σου διαβάσω έναν όρο που υπάρχει στο συμβόλαιο αυτό. Όταν αποχτήσετε παιδιά, το δεύτερό σας αγόρι θα ήθελα να προσθέσει στο επίθετό του και το Γιάλκοφ, έχοντας και το δικαίωμα να κληρονομήσει τη μισή περιουσία μου και να έχει αδιαφιλονίκητη την κατοχή αυτού του πύργου. Είμαι ο τελευταίος Γιάλκοφ κι επιθυμώ να επιζήσει τ’ όνομά μου έστω κι από θηλυγονία. — Η κάθε θέλησή σας μου είναι ιερή, απάντησε ο Ορλόφ. — Εκείνο όμως που θέλω να σου τονίσω, εξακολούθησε ο

34


Ο Β Α Ρ Κ Α Ρ Η Σ ΤΟΥ Β ΟΛ ΓΑ Νικήτας Νικηφόροβιτς Γιάλκοφ, είναι η ευτυχία της Βέρας καθώς και η δική σου. Περνάμε καιρούς πολύ πονηρούς. Κινδυνεύει η Αγία Ρωσία. Η φωτιά βρίσκεται κάτω απ’ τα πόδια μας. Μερικοί άνθρωποι ασυλλόγιστοι τα παίζουν όλα για όλα για να πετύχουν πράγματα αμφίβολα. — Αυτοί είναι οι αλήτες με τις ιδέες της δήθεν ελευθερίας, που τις χρησιμοποιούνε για να νικηθεί η Ρωσία και να καταρρεύσει το καθεστώς. Αυτοί θέλουνε τους Γερμανούς στην Πετρούπολη και στη Μόσχα ίσως για να κερδίσουν μεταρρυθμίσεις πολιτικές. Τους ξέρουμε καλά απ’ τον Ρωσοϊαπωνικό πόλεμο. Και τότε κάνανε τα ίδια. Τώρα όμως υπάρχουμε εμείς. — Κι εγώ το πίστευα αυτό. Τώρα όμως έχω άλλες πληροφορίες. Δεν είναι αυτοί οι πιότερο επικίνδυνοι. Αυτό το φοβερό κύμα θα μπορούσε να συγκρατηθεί, αν μερικοί άλλοι που στέκονται πιο ψηλά δεν σπεύδανε να γκρεμίσουν εκείνο που κινδυνεύει να γκρεμιστεί. Είναι οι Μεγάλοι Δούκες μαζί με τη μητέρα του Τσάρου. Για να πετύχουν να εκθρονίσουν το Νικόλαο Β΄ προπαρασκευάσανε ένα κίνημα επαναστατικό. Ξεχάσανε όμως πως μ’ αυτόν τον τρόπο κόβουν τον κορμό του δέντρου την ώρα που κι αυτοί πατάνε πάνω στα κλαδιά του. Ένας υπηρέτης χτύπησε την πόρτα, κι ο Νικήτας Νικηφόροβιτς σταμάτησε να μιλάει. — Εμπρός, φώναξε. Μπήκε ο υπηρέτης και ρώτησε αν μπορεί να παρουσιασθεί στον πρίγκιπα Δημήτρη Ορλόφ ένας στρατιώτης αγγελιοφόρος του Τηλεγραφείου του Γιαροσλάβ. Αμέσως τον μπάσανε μέσα. Παρουσιάσθηκε ο αγγελιοφόρος κι αφού χαιρέτισε στρατιωτικά έβγαλε ένα έγγραφο απ’ το σακίδιο του και το έδωσε στον Ορλόφ. Αυτός το πήρε, άνοιξε το φάκελο και διάβασε: «Εξερράγη επανάσταση. Καλείστε αμέσως να προσέλθετε και ν’ αναλάβετε τη διοίκηση στο σύνταγμά σας». Το τηλεγράφημα είχε σταλεί στο Γιαροσλάβ απ’ το μέτωπο, με την εντολή να το επιδώσουμε με το πιο σύντομο μέσο στον πρίγκιπα Δημήτρη Ορλόφ στον πύργο του Γιάλκοφ. Κατάχλομος ο Ορλόφ διέταξε με μια χειρονομία τον αγγελιοφόρο να βγει και να τον περιμένει έξω κι έπειτα έδωσε το 35


ΙΒΑΝ ΜΠΕΛΟΥ Κ Ι Ν τηλεγράφημα στον πεθερό του. Αυτός το διάβασε και χωρίς να φανερώσει καμιά έκπληξη στο πρόσωπό του είπε: — Αυτό το γνώριζα. Είχα πληροφορίες απ’ το Γιαροσλάβ την ώρα που λείπατε με τη Βέρα. Θα σας το έλεγα. Γι αυτό ακριβώς είχα αρχίσει να σας μιλάω. — Μα αυτό είναι τρομερό, είπε ο Ορλόφ χτυπώντας τη γροθιά του στο τραπέζι. Το χτύπημα αυτό προκάλεσε την προσοχή της Βέρα. Γύρισε αμέσως απ’ τη τζαμόπορτα, όπου ρέμβαζε όρθια καθώς κοιτούσε το πλατύ ρεύμα του Βόλγα, που άσπριζε την ώρα που έπεφτε η νύχτα και πλησίασε στο μεγάλο γραφείο όπου μιλούσαν ο πατέρας της κι ο Δημήτρης. Ο Νικήτας Νικηφόροβιτς της έδειξε το τηλεγράφημα. — Θα έπρεπε ίσως να το κρύψουμε από μιαν άλλη γυναίκα είπε, η Βέρα όμως είναι μια αντάξια Γιάλκοβα. Όποια κι αν είναι η αλήθεια μπορεί να τη μαθαίνει. Αυτή το διάβασε, σήκωσε για μια στιγμή αναποφάσιστη τα μάτια της προς τον Δημήτρη, κατέλαβε μια προσπάθεια για να συγκρατήσει την ταραχή της και του είπε: — Ασφαλώς θα είναι κάποιο επεισόδιο δίχως μεγάλη σημασία. Θα είναι καμιά στάση τοπική. Θα την έχουνε καταστείλει. Στο αλλοιωμένο πρόσωπό της όμως φανέρωνε πως δεν τα πίστευε αυτά που έλεγε. — Έλεγα πριν από λίγο στο Δημήτρη, είπε ο Νικήτας Νικηφόροβιτς, πως έχω πληροφορίες για την επανάσταση αυτή. Ακούστε. Ο Τσάρος έχει συλληφθεί απ’ τους επαναστάτες. Πρέπει να περιμένουμε γεγονότα πιο σοβαρά. — Θα δούμε πόσοι είναι αυτοί που κρατάνε τον Τσάρο και θ’ αναμετρηθούμε. — Δεν πρόκειται για μια στάση που την έκανε ένα σώμα στρατιωτικό. Έχει γενικευθεί το κίνημα. Έχουνε μεταφέρει τον Τσάρο στην Πετρούπολη. Τον έχουν πάει στο Τσάρκοε Σέλο. — Στ’ ανάκτορα, είπε ο Ορλόφ. Αυτό επιτρέπει τότε κάθε αισιοδοξία. Ίσως να είναι δικοί του αυτοί που τον μεταφέρανε. 36


Ο Β Α Ρ Κ Α Ρ Η Σ ΤΟΥ Β ΟΛ ΓΑ — Είναι επαναστάτες, είπε ο πρίγκιπας Νικήτας. Η Πετρούπολη βρίσκεται στα χέρια τους. Φρουρείται το Τσάρκοε Σέλο. Έχουνε απαγορεύσει σ’ ολόκληρη την Τσαρική οικογένεια ν’ απομακρυνθεί από κει. — Είναι όμως εξασφαλισμένοι απ’ τους ταραξίες μ’ αυτόν τον τρόπο, είπε η Βέρα. — Θεωρήσανε ασφαλισμένη ακόμα και την οικογένεια του Λουδοβίκου 16ου όταν τη μεταφέρανε απ’ το Παρίσι στις Βερσαλλίες, είπε ο Νικήτας με απαισιοδοξία. Και μάλιστα δεν τον αναγκάσανε από τότε να παραιτηθεί. Και μολαταύτα ο δρόμος αυτός οδήγησε στην καρμανιόλα αυτή τη δυστυχισμένη οικογένεια. — Μη λησμονείς όμως πατέρα, είπε η Βέρα, πως περάσανε από τότε εκατό είκοσι πέντε χρόνια. Πώς είναι δυνατόν να επαναληφθούν αυτά τα φρικαλέα πράγματα στον εικοστό αιώνα. — Οι άνθρωποι αλλάζουνε μόνο τον τρόπο της ζωής τους καθώς και τη μόδα και τα μέσα που οι εφευρέσεις τους τελειοποιούνε. Τα πάθη τους καθώς κι οι εκδηλώσεις τους παραμένουν τα ίδια, καθώς στην εποχή της πρωτόγονης κοινωνίας, που η μια φάρα ορμούσε ενάντια στην άλλη, με ρόπαλα, με λιθάρια, ακόμα και με τα δόντια γύρω από το κυνήγι που το ήθελε δικό της. Γνωρίζω θλιβερές λεπτομέρειες για τα όσα αρχίσανε να συμβαίνουν στην Πετρούπολη. Ακούστε τα. Στις 17 του μηνός η κόμισσα Κλαϊνμίσελ προσκάλεσε λίγους φίλους της σε τραπέζι. Παρευρίσκονταν εκεί ο πρίγκιπας κι η πριγκίπισσα Κοράκιν, ο πρίγκιπας Μιγκρέλλι, οι δύο βαρώνοι ντε Πιλάρ, ο Ζβεγκίντσεφ διοικητής της Ρήγας, ο Ρώσος πρεσβευτής στο Βατικανό Γκομπαστόφ και κάμποσες κυρίες. Αλλά δεν πρόφτασαν να φάνε. — Θα μάθανε φυσικά πάνω στο φαγητό πως κηρύχθηκε η επανάσταση είπε η Βέρα. — Την ώρα που τους αναγγείλανε πως ήταν έτοιμο το τραπέζι και πως θα σερβίριζαν, εξακολούθησε ο πρίγκιπας Νικήτας και πήγαινε στην τραπεζαρία, δυο καμαριέρηδες, μουζίκοι της τραπεζαρίας, τρέξανε και φώναξαν: «Να φύγετε, φύγετε γρήγορα». Κάμποσοι οπλοφόροι, άλλοι με στολή στρατιωτική, άλλοι ναύτες κι άλλοι που φαίνονται σαν εργάτες είχανε 37


ΙΒΑΝ ΜΠΕΛΟΥ Κ Ι Ν σπάσει τις πόρτες κι είχαν ανεβεί στο μέγαρο απ’ τη σκάλα της υπηρεσίας. Δύο υπηρέτες, απ’ τους πιο δυνατούς, που ήταν και τολμηροί προσπάθησαν να τους συγκρατήσουν. Τους τραυμάτισαν και έπεσαν. Οι οπλοφόροι περάσανε από πάνω τους και πλημμυρίσανε τις κάμαρες. Ο γιος του Πιλάρ, που ήταν υπολοχαγός, έβγαλε το ξίφος του για να πάει να τους διώξει. Τον συγκρατήσανε ευτυχώς οι πιο μυαλωμένοι γιατί αλλιώτικα θα ήταν κι αυτός χαμένος όπως κι οι άλλοι. Ήταν τυχερός όμως, γιατί μόλις μπήκαν οι οπλοφόροι στα πρώτα διαμερίσματα της κόμισσας, θαμπωθήκανε απ’ τα πολύτιμα πράγματα κι άρχισαν την αρπαγή. Στο αναμεταξύ προλάβανε κι έφυγαν αυτοί που σας είπα κι έτσι δεν τους σφάξανε. Πολλές κυρίες μάλιστα δεν πρόφτασαν ούτε να φορέσουν τα καπέλα και τα πανωφόρια τους. Βγήκανε στο χιόνι έτσι καθώς ήταν. Στο απέναντι μέρος του δρόμου, εκεί σιμά, είχε ο Πιλάρ τη γκαρσονιέρα του, καταφύγανε όλοι εκεί μέσα κι απ’ τα παράθυρα, που ήταν κλειστά, είδανε σε λιγάκι να φεύγουν αυτοί που είχαν κάνει την επιδρομή, και να κρατάνε στα χέρια ότι είχε αρπάξει ο καθένας. Άλλοι κρατούσαν μπουκάλες κρασί, άλλοι πιατικά κι άλλο τραβούσαν στο χιόνι κουρτίνες του μεγάρου, είχε γίνει λαφυραγώγηση σωστή. — Θα ήτανε μέρα αναρχίας. Ίσως η πρώτη μέρα, ώσπου να επιβάλλουν την τάξη οι αρχηγοί της επανάστασης. — Όχι. Αντίθετα μάλιστα. Είναι μια επανάσταση που οργιάζει στους δρόμους με μανία δίχως να υπακούει σε καμιά αρχή. Κανένας, δεν φαίνεται να είναι αρχηγός. Κάθε στρατιώτης, ναύτης ή εργάτης που κρατάει όπλο είναι και καπετάνιος. Ό,τι θέλει ο καθένας κάνει. — Κι οι αξιωματικοί τι κάνουν; ρώτησε ο πρίγκιπας Ορλόφ χτυπώντας τη γροθιά του στο τραπέζι. — Η κόμισσα Κλαϊνμίσελ, που μου έστειλε αυτές τις πληροφορίες, προχθές με το ταχυδρομείο, μου λέει πως απ’ το σπίτι που καταφύγανε και περάσανε μέσα κει την πρώτη νύχτα, είδανε την άλλη μέρα να περνάνε συνέχεια στο δρόμο κανόνια με στρατιώτες και ναύτες ένοπλους που μεταφέρανε αφοπλισμένους αξιωματικούς. Τους πάνε όλους στη Σεργιένσκαγια κι είναι άγνωστη η τύχη τους. Μαζί με τους αξιωματικούς μεταφέρανε και πολλούς με πολιτικά. Κανένας καλοντυμένος δεν 38


Ο Β Α Ρ Κ Α Ρ Η Σ ΤΟΥ Β ΟΛ ΓΑ είναι ασφαλισμένος άμα κυκλοφορεί στο δρόμο. Πολλές κυρίες της αριστοκρατίας της Πετρούπολης βρίσκονται ανάμεσα σ’ αυτούς που έχουν πιάσει. Οι επαναστάτες διακρίνονται γιατί φοράνε στο αριστερό χέρι μια φαρδιά ταινία κόκκινη μ’ ένα άσπρο αστράκι. Η κόμισσα Κλαϊνμίσελ με την οικογένεια Κρουσένσκι και την πριγκίπισσα Καντακουζηνού προσπάθησαν να βρουν άσυλο σε καμιά πρεσβεία. Τους απαντήσανε πως δεν μπορούνε να τους δεχτούνε γιατί δεν επεμβαίνουν στα εσωτερικά της Ρωσίας και δεν θέλουν να παρεξηγηθούν! Αφού πετύχανε με την προπαγάνδα τους οι σύμμαχοί μας να γίνει η επανάσταση, τώρα μιλάνε για ουδετερότητα απέναντι στη Ρωσία. Αυτό είναι τρομερό. Η Κρουσένσκι τότε είχε μιαν υπέροχη έμπνευση. Ζήτησε καταφύγιο στην Κινέζικη Πρεσβεία, που βρισκόταν εκεί κοντά. Τους δέχτηκε όλους ο Κινέζος πρεσβευτής. — Ώστε ο Κινέζος έκανε αυτό που αρνηθήκανε οι ευγενείς και πολιτισμένοι Ευρωπαίοι; είπε η Βέρα. — Μάλιστα. Έμειναν κρυμμένοι εκεί μέσα τρεις μέρες. Η κυρία Κλαϊνμίσελ θέλησε να μάθει σε ποια κατάσταση βρισκόταν το σπίτι της και να πάρει μερικά ασπρόρουχα. Έστειλε γι’ αυτό έναν Κινέζο υπηρέτη της πρεσβείας. Ο Κινέζος μπερδεύτηκε με τους επαναστάτες και μπήκε στο μέγαρο. Στρατιώτες κάθε όπλου και ναύτες είχανε μεταβάλει το μέγαρο σ’ έναν παράξενο στρατώνα. Τα πράγματα ήταν σκόρπια εδώ και κει, τα έπιπλα σπασμένα, τα υφάσματα σχισμένα και μια πρωτάκουστη βρωμιά βασίλευε παντού. Είχανε και γυναίκες μαζί τους. Γυναίκες του δρόμου φυσικά. Ο Κινέζος μέτρησε καμιά εκατοστή από δαύτες. Είχανε εγκατασταθεί μαζί τους εκεί. Όλες φορούσαν φουστάνια, δαντέλες, γόβες, πανωφόρια και κοσμήματα που τα είχανε αρπάξει από κει μέσα, απ’ τα ντουλάπια της κόμισσας. Την τρίτη μέρα ένα απόσπασμα έκανε έφοδο στην Κινέζικη Πρεσβεία γιατί είχαν μάθει πως κρύβανε Ρώσους ευγενείς. Αν δεν παρουσιαζόταν ο ίδιος ο Κινέζος πρεσβευτής με την απόφαση να υπερασπισθεί αυτούς του ανθρώπους, θα τους μεταφέρανε τους δύστυχους, ποιος ξέρει σε ποια φυλακή με το φορτηγό που περίμενε. Αυτά με πληροφόρησαν. Καθώς βλέπετε η Πετρούπολη βρίσκεται στα χέρια των επαναστατών και πως δεν είναι ένα απλό κίνημα 39


ΙΒΑΝ ΜΠΕΛΟΥ Κ Ι Ν για να εκθρονίσουν το Νικόλαο Β΄ και ν’ ανακηρύξουν καινούργιο Τσάρο, είναι μια κοινωνική επανάσταση. Στρέφεται ενάντια στους ευγενείς, στους αξιωματικούς και στους πλούσιους αστούς. — Ο πιο πολύς στρατός όμως παραμένει πιστός στο καθήκον του, είπε ο Δημήτρης, γι’ αυτό και με καλούνε στο σύνταγμά μου. — Κι εγώ αυτό ελπίζω, είπε ο Νικήτας. Ίσως να πρόκειται μοναχά για ορισμένα στρατιωτικά τμήματα και μόνο για την Πετρούπολη. Και γι’ αυτό πριν φύγετε, θα ήθελα ν’ αρραβωνιαστείτε, Δημήτρη. Θέλω να θεωρείς γυναίκα σου τη Βέρα και να μην ξεχάσεις πως όπου κι αν βρεθείς θα πρέπει να τη θυμηθείς και να τη σώσεις μαζί με τον εαυτό σου. Ο Δημήτρης Ορλόφ έπιασε το χέρι της αρραβωνιαστικιάς του. — Νομίζω πως κανείς δεν κινδυνεύει εδώ πέρα, είπε. Τώρα όμως δεν μπορώ να μη φύγω. Αν δω όμως πως το κίνημα θα επεκταθεί και πέρα απ’ την Πετρούπολη θα τρέξω αμέσως εδώ. — Κανένας δεν είναι ασφαλισμένος πιο πολύ από μας, είπε η Βέρα. — Ο πύργος Γιάλκοφ εξασφαλίζεται από τη μακρινή απόσταση. Οι επαναστάτες άλλωστε θα πρέπει να περάσουν απ’ το Γιαροσλάβ. Και θα βρίσκομαι εγώ εκεί. — Εδώ φυσικά δεν υπάρχουν εχθροί, επανέλαβε η Βέρα. — Μόνο που υπάρχουν οι Τάταροι και οι βαρκάρηδες του Βόλγα, είπε ο Δημήτρης. — Αυτούς μην τους φοβάσαι είπε εκείνη. Μας αγαπάνε όλοι. — Αυτό μην το λες Βέρα. Κανένα απ’ αυτά τα κτήνη δεν μπορεί να σας αγαπάει. Το μίσος ενάντια σε κάθε αφέντη λάμπει μέσ’ τα μάτια τους. Δεν τους φοβάμαι όμως γιατί δεν έχουνε όπλα και ψυχή για να επαναστατήσουν. Δεν είδες με πόση δειλία έσκυψε και μου σκούπισε την μπότα μου αυτός που έκανε τον παλικαρά; Τώρα ήρθε η ώρα να φύγω. Ο Δημήτρης Ορλόφ φώναξε έναν υπηρέτη να πάρει τη βαλίτσα του και να την κατεβάσει κάτω. Θα έφευγε μ’ ένα απ’ τα τρία μεγάλα αυτοκίνητα του πύργου. 40


Ο Β Α Ρ Κ Α Ρ Η Σ ΤΟΥ Β ΟΛ ΓΑ Ο Πρίγκιπας Νικήτας ακολούθησε τον υπηρέτη. — Θέλω να επιθεωρήσω μόνος μου το αυτοκίνητο, είπε. Δεν πρέπει να μείνεις με κανέναν τρόπο στη μέση του δρόμου. Ο Δημήτρης κι η Βέρα μείνανε μόνοι. — Πριν σε αποχαιρετήσω, της είπε, θα ήθελα να μου παίξεις ένα κομμάτι στο πιάνο. Η Βέρα κάθισε στο πιάνο κι άρχισε να παίζει το τραγούδι των βαρκάρηδων του Βόλγα. — Μην το παίζεις αυτό, είπε ο Δημήτρης, είναι τραγούδι επαναστατικό. — Δεν έχεις δίκιο, είπε αυτή και σταμάτησε. Είναι το τραγούδι της ζωής από πολλούς ανθρώπους που ζούνε γύρω απ’ το Βόλγα. Έχει βγει απ’ τον πόνο που έχουνε κι απ’ την ανάγκη της αγάπης που νιώθουν. — Το έχει βάλει σε μουσική κάποιος που θέλησε έτσι να τους δυναμώσει τη διάθεση της εξέγερσης. Αυτό είναι φανερό. Δεν το έχεις προσέξει. — Πώς φαίνεσαι, Δημήτρη, πως δεν έχεις ζήσει κοντά σε ποτάμι. Δεν το έχει βάλει σε μουσική κανένας μαέστρος, όπως φαντάζεσαι. Είναι η μουσική που βγήκε απ’ τα νερά του Βόλγα κι απ’ τα βάσανα που τραβάνε αυτοί οι άνθρωποι γύρω στις όχθες του. Είναι μια μουσική απ’ αυτές που γεννιούνται μόνες τους απ’ τις σπαρακτικές νότες της δυστυχισμένης ζωής. Οι βαρκάρηδες το τραγουδάνε ακριβώς την ώρα που νιώθουν το σχοινί της βάρκας που σέρνουνε, να τους πληγώνει τον ώμο, και την ώρα που προσπαθούνε να στερεώσουνε με αγωνία τα πόδια τους πάνω στην άμμο που γλιστράει. Είναι τραγούδι γεμάτο αίσθημα. — Είναι γεμάτος μίσος! — Εμένα όμως μου ξυπνάει την αγάπη. Με κάνει να νιώθω συμπόνια γι’ αυτούς. Έπειτα… δεν ξέρω… στην ψυχή μου μέσα το τραγούδι αυτό γίνεται πολύ πλατύ… Η βάρκα αυτή είναι το βαρύ φορτίο της ζωής μας, που μας πληγώνει όταν το τραβάμε. — Σε κάνει να πλανιέσαι ο ρομαντισμός. Να μην το ξαναπαίξεις αυτό το τραγούδι. Όλα όσα είπες μπορούν να τα λένε όσοι ξεσηκώνουν αυτούς τους παλιανθρώπους, που οργιά41


ΙΒΑΝ ΜΠΕΛΟΥ Κ Ι Ν ζουνε στους δρόμους και στα μέγαρα της Πετρούπολη που τα ληστεύουν. Θέλω να μου υποσχεθείς πως δεν θα το ξαναπαίξεις. — Μα πώς κάνεις έτσι για ένα τραγούδι; — Με κάνει να θυμώνω. Τη στιγμή εκείνη ακούστηκε έξω το τραγούδι. Κάτω στην όχθη του ποταμού, σε αρκετή απόσταση περνούσε πάλι συνοδεία από βαρκάρηδες. Η Βέρα χαμογέλασε. — Αυτό όμως δεν μπορείς να γυρέψεις να πάψει, είπε με χαμόγελο στο Δημήτρη. Ακόμα και τη νύχτα περνάνε τραγουδώντας. Βλέπεις λοιπόν πως δεν είναι τραγούδι από επαναστάτες. Τη στιγμή αυτή οι βαρκάρηδες έχουνε περασμένο το σχοινί στον ώμο κι ίσως να υπάρχει κάποιος που χτυπάει με το κνούτο αυτούς που πέφτουν. Έπρεπε λοιπόν να είσαι ήσυχος. Τους φτωχούς ανθρώπους της περιοχής, τους έχουνε πάντα ζεμένους σαν τα ζώα. Το τραγούδι δυνάμωσε κι η Βέρα έμεινε με το κεφάλι ψηλά, με τα μάτια της να κοιτάζουν το μαύρο κενό έξω απ’ το παράθυρο μ’ έκσταση. Προσπαθούσε να διακρίνει τη γνώριμη φωνή που τη συγκινούσε πιο βαθιά, τη φωνή του Φιοντόρ. — Βέβαια. Έχεις δίκιο, της είπε ο Δημήτρης. Δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος να επαναστατήσουν αυτοί ποτέ. Η εντύπωση απ’ τη βαριά δουλειά που συνεχιζόνταν εκεί πέρα στις όχθες του Βόλγα τον καθησύχαζε. Τίποτα δεν κινδύνευε πέρα απ’ το Γιαροσλάβ. Μπορούσανε να τραγουδάνε όσο θέλανε, θα εξακολουθούσανε όμως πάντα να σέρνουνε τη μαούνα. Η Βέρα όμως, σαν ν’ απαντούσε σε κάποια κρυφή της σκέψη, είπε: — Μέσα σ’ αυτή τη μουσική στενάζει η ψυχή από εκατομμύρια Ρώσους. — Προς το παρόν, απάντησε αυτός, αμέτρητα πλήθη από τίμιους ανθρώπους κι από γυναίκες ανυπεράσπιστες τρέχουνε δω και κει τρελοί απ’ την τρομάρα, ύστερ’ απ’ την επιδρομή που κάνανε αυτοί οι ληστές που τους ονόμασαν επαναστάτες. Η Βέρα σηκώθηκε απ’ το πιάνο. — Μάλιστα. Είναι τρομερό, είπε. Έχεις δίκιο. Γίνανε πολ42


Ο Β Α Ρ Κ Α Ρ Η Σ ΤΟΥ Β ΟΛ ΓΑ λά έκτροπα στην Πετρούπολη. — Να λες, γίνονται. Και αυτοί, που τους καταδιώχνουνε εκείνοι οι αγριάνθρωποι, είναι φίλοι μας, είναι άνθρωποι δικοί μας, είναι συγγενείς μας, είναι η τάξη μας. Αν τυχόν και βρισκόσουνα εκεί, Βέρα, θα σε συγκινούσε τότε το τραγούδι του Βόλγα; Κούνησε θλιβερά το κεφάλι της εκείνη. — Έχεις δίκιο, του απάντησε. Ίσως να είμαι πολύ ρομαντική. Δεν ξέρω όμως… Εδώ πέρα, μου φαίνεται πως δεν θα είχα να φοβηθώ τίποτα από μιαν εξέγερση. Όλοι αυτοί που πλησιάζουν στον πύργο ξέρουνε πόσο τους αγαπώ. Κι αν τυχόν και βρίσκονταν εδώ μερικοί από αυτούς που έκαναν την άνανδρη επίθεση στο μέγαρο της κόμισσας Κλαϊνμίσελ, θα βρίσκονταν πάλι άλλοι που θα μας υπερασπίζανε. Δεν έχει κάνει ποτέ κανένα κακό ο πατέρας μου. Έχει μάλιστα την ιδέα πως μονάχα κι αν μ’ αντίκριζαν θα σταματούσαν, θα βγάζανε τα καπέλα τους και θα φεύγανε. — Εγώ πιστεύω πως δεν θα προχωρήσει η επανάσταση πιο πέρα απ’ την Πετρούπολη. Κι αυτό με καθησυχάζει. — Και τη στιγμή που τίποτα πια δεν θα τους αναχαίτιζε, εξακολούθησε η Βέρα, να είσαι βέβαιος Δημήτρη, πως θα ορθωθεί μπροστά τους αγέρωχα μια γνήσια απόγονος των Γιάλκοφ, αυτή που θα γίνει αύριο πριγκίπισσα Ορλόφ. Ο Δημήτρης πέρασε στη μέση της το χέρι του. — Φεύγω της είπε. Είμαι ευχαριστημένος που είσαι ήσυχη. — Την τράβηξε στην αγκαλιά του με κίνηση αργή και την έσφιξε πάνω στο στήθος του. Αυτή με το κεφάλι γερμένο πίσω είχε τα μάτια μισόκλειστα. Ήταν η πρώτη φορά που βρισκόταν στα χέρια του έτσι, στα χέρια ενός άνδρα. — Άσε με να γεμίσω με τον έρωτά μου την ψυχή σου. Και τη φίλησε. — Αντίο θα σε ξαναδώ, Βέρα της είπε. Εκείνη του έσφιξε τα χέρια. — Σου έχω εμπιστοσύνη, του απάντησε. Θα σε περιμένω σύντομα. — Κι εγώ το ελπίζω. Έφερε τότε στα χείλη του και τα δυο της χέρια κι έφυγε 43


ΙΒΑΝ ΜΠΕΛΟΥ Κ Ι Ν γοργά αφήνοντας την. Απ’ το παράθυρο, η Βέρα άκουσε σε λίγο να φεύγει το αυτοκίνητο. Ο θόρυβος της μηχανής ανακατώθηκε με τον ήχο του τραγουδιού που το εξακολουθούσαν οι βαρκάρηδες. Έπειτα έγινε σιγά-σιγά όλο και πιο αδύναμος και σε λίγα λεπτά κυριάρχησε πάλι το τραγούδι του Βόλγα. Καμιά άλλη φορά δεν ήτανε τόσο έντονη, τόσο βαθιά και τόσο διάφανη η φωνή του Φιοντόρ. ***

44


Ο Β Α Ρ Κ Α Ρ Η Σ ΤΟΥ Β ΟΛ ΓΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ Η ΦΛΟΓΑ ΤΗΣ επανάστασης προχωρούσε απ’ την Πετρούπολη στα εσωτερικά της Ρωσίας. Αργά μα ολοένα και μεγαλώνοντας, σαν μια φωτιά που άρχισε από ένα περίπτερο και που μεταδινόταν τώρα και κατάτρωγε ένα κτίριο θεόρατο, που θα μπορούσε να τη σταματήσει μια ενέργεια κεραυνοβόλα, μα που κανένας δεν υπήρχε να την εμποδίσει. Η προσωρινή επαναστατική κυβέρνηση του Μιλιουκόφ κι αυτοί που την υποστηρίζανε, είτε γιατί ελπίζανε πως με την αναστάτωση της Ρωσίας ολόκληρης θ’ ανατρέπανε όλα τα στηρίγματα του Τσάρου, είτε γιατί δεν μπορούσαν να επιβληθούνε, είχαν εγκαταλείψει στην αναρχία την πρωτεύουσα την ίδια. Μικρές ομάδες από οπλοφόρους τριγυρίζανε αδιάκοπα στους δρόμους και πιάνανε όσους θεωρούσανε ύποπτους ή απλώς τους αντιπαθούσανε, και τους μεταφέρνανε στις φυλακές με αυτοκίνητα φορτηγά. Πολλούς από αυτούς τους οδηγούσαν σε μέρη δασόφυτα και πυκνά και τους τουφεκίζανε χωρίς άλλη διαδικασία. Με τον τρόπο αυτό δημιουργούσαν χώρο στις φυλακές γι’ αυτούς που πιάνανε πιο ύστερα. Σκοτώνανε κάμποσους απ’ αυτούς που είχαν συλλάβει τις προηγούμενες μέρες κι άδειαζαν έτσι τα κελιά και τις αυλές απ’ τις φυλακές όπου βρισκόταν σωριασμένοι κρατούμενοι, αξιωματικοί, αριστοκράτες και αστοί πλούσιοι. Η κυβέρνηση βέβαια δεν έδινε διαταγές τέτοιες. Μολονότι ήταν μια κυβέρνηση επαναστατική, που έπρεπε να δείξει πως ήταν πραγματικά κύρια της κατάστασης, για να μπορέσει να σταθεί, έπρεπε να επιβάλει το νόμο. Και για να επιβάλει ως νόμο τη νέα τάξη πραγμάτων δεν έπρεπε να κάνει εκτελέσεις αθρόες χωρίς δικαστικές αποφάσεις, πιάνοντας ανθρώπους μεσ’ απ’ το πλήθος δίχως ένταλμα και δίχως καμιά κατηγορία. Εκείνους όμως που ξεπαστρεύανε κατά προτίμηση ήταν οι αξιωματικοί του ναυτικού που πιάνανε. Το μίσος απ’ τους ναύτες ξεσπούσε ενάντια σ’ αυτούς. Όλα αυτά τα κάνανε οι ένοπλοι στρατιώτες και ναύτες που είχαν καταρτίσει τα Σοβιέτ τους και εκτελούσανε ότι αποφάσιζαν μόνοι τους. Γι’ αυτό το λόγο δεν γενικεύτηκε γρήγορα η επανάσταση σ’ ολόκληρη τη Ρωσία. Οι στρατιώτες κι οι ναύ45


ΙΒΑΝ ΜΠΕΛΟΥ Κ Ι Ν τες, όσοι είχαν λιποταχτήσει απ’ το μέτωπο κι έγιναν κύριοι της κατάστασης, μεταβλήθηκαν αμέσως απ’ τις πρώτες μέρες σε ενόπλους αντάρτες και δεν φεύγανε απ’ την Πετρούπολη κι απ’ τα άλλα μεγάλα αστικά κέντρα, καθώς η Μόσχα και το Κίεβο, όπου είχαν αρχίσει παρόμοια γεγονότα, όχι όμως τόσο τρομερά σαν αυτά στην πρωτεύουσα. Η απέραντη αγροτική Ρωσία ήταν ακόμα ήσυχη. Αυτοί που θέλανε μια πραγματική επανάσταση, τότε μόλις είχανε αρχίσει να την οργανώνουν. Είχανε δει πως μπορούσαν να εκμεταλλευτούνε την ανατροπή του θρόνου που είχε γίνει στην Πετρούπολη. Η επαναστατική Δούμα, που ήταν ακόμα αστική, μόλις παραιτήθηκε ο Τσάρος δεν κατόρθωσε να παγιώσει ένα καθεστώς αμέσως, ή μ’ έναν καινούριο Τσάρο απ’ την οικογένεια των Ρομανόφ ή με τη στερέωση μιας ισχυρής δημοκρατίας. Η ευκαιρία λοιπόν ήταν μοναδική γι’ αυτούς που επιδιώκανε μια κοινωνική μεταβολή, όχι μόνο πολιτειακή, και γι’ αυτό δεν την άφησαν ανεκμετάλλευτη. Οι μεγάλοι Ρώσοι επαναστάτες, ο Λένιν και ο Τρότσκυ είχανε φίλους που βρίσκονταν στην Ελβετία ακόμα. Οι κορυφαίοι του Σοσιαλιστικού Κόμματος, οι οπαδοί της Δεύτερης Διεθνούς, αρχίσανε την επαναστατική οργάνωση με πυρετώδικη ενεργητικότητα. Κι απ’ τη μια μεριά φροντίζανε να δυναμώνει όλο και πιο πολύ στην Πετρούπολη η αναρχία, καθώς και στη Μόσχα και στ’ άλλα αστικά κέντρα, σε τρόπο που να χάσει το κύρος της και τη δύναμή της η αστική κυβέρνηση κι αρχίσανε την προπαγάνδα στέλνοντας αποστολές με αντιπροσώπους και με όπλα στις αγροτικές περιφέρειες. Στην αρχή εκδηλωθήκανε αραιά τα πρώτα κρούσματα από επιθέσεις που τις κάνανε οι χωριάτες ενάντια στις πλούσιες επαύλεις και στους ισχυρούς πύργους, που είχαν οι ευγενείς στις αγροτικές περιφέρειες. Για τις αποστολές αυτές εκτός απ’ τους σιδηροδρόμους, που ήταν πολύ αραιοί, μοναδικοί δρόμοι ήταν τα πλωτά ποτάμια, που διασχίζανε τη Ρωσία παντού. Οι χωριάτες ακούγανε αυτά τα επαναστατικά κηρύγματα, που ήταν πρωτοφανή γι’ αυτούς, πως δεν πρόκειται δηλαδή για τον Τσάρο μοναχά και για ν’ αποχτήσουν πολιτικά δικαιώματα, πράγματα που δεν τα καταλάβαιναν, αλλά για την απότομη μεταβολή της οικονομικής

46


Ο Β Α Ρ Κ Α Ρ Η Σ ΤΟΥ Β ΟΛ ΓΑ τους θέσης. Τους λέγανε πως θα τους μοιρασθούν οι μεγάλες ιδιοκτησίες και πως όλος ο πλούτος που ήταν αποθηκευμένος στις επαύλεις, στους πύργους και στα μέγαρα, μέσ’ τις πόλεις, ήταν δικός τους. Θα έπρεπε να μπούνε οπλισμένοι για να τα πάρουν. Κι έτσι, με μια τέτοια διέγερση του πόθου της απόκτησης, προχωρούσε η επαναστατική φλόγα. Ο Βόλγας, αυτός ο μεγάλος πλωτός δρόμος της Ρωσίας δεν έμεινε αχρησιμοποίητος απ’ τους επαναστάτες. Πέρα απ’ το Γιαροσλάβ όμως οι αριστοκράτες ήταν ήσυχοι ή δεν φοβόνταν τουλάχιστον επιθέσεις αιφνιδιαστικές. Γιατί εκεί ακριβώς είχανε συγκεντρωθεί αντεπαναστατικά στρατεύματα, πού ήταν ικανά να συγκρατήσουν τους επαναστάτες. Αυτό τουλάχιστον πιστεύαν. Γι’ αυτό ήτανε αρκετά ήσυχος ο πρίγκιπας Νικήτας Νικηφόροβιτς Γιάλκοφ. Αν υπήρχε κάποιος κίνδυνος, ο ίδιος ο γαμπρός του θα ερχόταν να τον ειδοποιήσει. Ο Δημήτρης Ορλόφ, θα το έκανε αυτό αποκλειστικά και μόνο γιατί ήταν αρραβωνιασμένος και υποχρεωμένος να φροντίσει για την αρραβωνιαστικιά του. Αγαπούσε τη Βέρα με πάθος παράφορο και θα μπορούσε να τρέξει μέσα από κάθε λογής κίνδυνο, για να τη σώσει και να τη μεταφέρει σε μέρος πιο ασφαλές, έστω και αν υπήρχε η παραμικρή πιθανότητα επίθεσης. Στο αναμεταξύ αυτό ο πρίγκιπας Νικήτας, είχε βρει τρόπο να έχει πληροφορίες για όσα γίνανε και γίνονταν ακόμα στην Πετρούπολη. Κι αυτά που κάθε τόσο μάθαινε από γράμματα μακροσκελή, τον κάνανε να μεταβάλει την αρχική γνώμη που είχε για την ευθύνη του κακού που ως τότε την έριχνε στον Τσάρο και στην Τσαρίνα. Και στ’ ατελείωτα βράδια που περνούσε στον πύργο, κοντά στο μεγάλο τζάκι της τραπεζαρίας του πύργου, έδινε στη Βέρα να του διαβάζει τα γράμματα αυτά που τον διαφώτιζαν και τον πληροφορούσαν για τα πιο παράξενα γεγονότα. Αυτός που έφταιγε λιγότερο από όλους γι’ αυτό το κακό που έγινε, ήταν ο Νικόλαος Β΄ κι η Αλεξάνδρα Φιοντορόβνα. Ο Τσάρος, από όλους όσους λάμβαναν μέρος στον πόλεμο ήταν ο λιγότερο υπεύθυνος, γιατί φαντάσθηκε πως μ’ αυτόν 47


ΙΒΑΝ ΜΠΕΛΟΥ Κ Ι Ν τον τρόπο υπερασπιζόταν τα πιο σοβαρά συμφέροντα της Ρωσίας. Αν τυχόν παράβαινε τις συνθήκες συμμαχίας που είχε με τη Γαλλία, θα έπρεπε να περιμένει τη Γερμανία που νικούσε, μπροστά στα Ρώσικα σύνορα. Θα έχανε την Πολωνία κι η μοναρχία των Αψβούργων θα κατάπινε την Τρανσυλβανία και τη Βεσσαραβία. Θ’ αποκλείανε έτσι για πάντα τη Ρωσία απ’ τη Μεσόγειο μπλοκάροντας τη Μαύρη Θάλασσα κλείνοντας οριστικά τα στενά του Ελλησπόντου και η Βαλτική θα έμενε μια θάλασσα καθαρά γερμανική. Τι άλλο πιο καλό θα μπορούσε να κάνει ένας Ρώσος ηγεμόνας, απ’ το να συμμετάσχει σ’ έναν τέτοιο πόλεμο αναπόφευκτο; O Γιάλκοφ έπειτα έλαβε τις πιο ακριβείς πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο που υποκινήθηκε η ανατροπή και πως εξερράγη το επαναστατικό κίνημα. Ολόκληρη αυτή η παράδοξη και σιχαμερή ιστορία του Ρασπούτιν, που τα τελευταία αυτά χρόνια κυκλοφορούσε σε βάρος της αξιοπρέπειας του Τσάρου και της τιμής της Τσαρίνας, ήταν ένα παραμύθι σχεδόν. Ο Ρασπούτιν ήταν ένας απ’ τους αμέτρητους πλανόδιους που διασχίζανε τη Ρωσία και μιλούσαν στα χωριά για τη θρησκεία, συγκεντρώνοντας γύρω τους το θρησκόληπτο όχλο χωρίς να είναι ούτε καν ιερωμένοι και που τους ονομάζανε μολαταύτα αγίους. Οι άνθρωποι αυτοί μπήκανε μ’ αυτόν τον τρόπο και μέσα στις ρωσικές πόλεις. Υπάρχουνε άνθρωποι μορφωμένοι κι ιδιαίτερα γυναίκες που τους πιστεύουνε, που τους θεωρούνε υπεράνθρωπους, πως επικοινωνούνε με το Θεό και με τους αγίους και πως είναι ικανοί να θαυματουργούνε. Ο κάθε Ρώσος κλείνει μέσα στην ψυχή του και λίγο θρησκόληπτο μουζίκο. Απαράλλαχτα όπως και στην Ιουδαία, στα χρόνια του Χριστού υπήρχαν πλανόδιοι κήρυκες του Νόμου του Ιεχωβά, που τους αποκαλούσανε με κάθε ευκολία τότε προφήτες. Οι Ρώσοι πιστεύουνε στη δύναμη της προσευχής, και στις προσευχές λοιπόν αυτών των «αγίων» ανθρώπων, που έχουν πολλές φορές αποκρουστικό παρουσιαστικό, αποδίνουν ιδιαίτερη και μεγάλη σημασία. Τους παρακαλούνε να προσευχηθούν για τις αρρώστιες που έχουν τα παιδιά τους, για τις σιτοδείες καθώς και όλα τα δεινά που τους απειλούνε. Ο Ρασπούτιν ήταν ένας τέτοιος τύπος, που είχε κατορθώσει να φτάσει στην Πετρούπολη. 48


Ο Β Α Ρ Κ Α Ρ Η Σ ΤΟΥ Β ΟΛ ΓΑ Ο πρίγκιπας Νικήτας πληροφορήθηκε λοιπόν με κατάπληξη πως ο Ρασπούτιν δεν ήταν έτσι καθώς τον είχε παρουσιάσει η φύση και πως οι σχέσεις του με την Τσαρική οικογένεια δεν ήταν έτσι καθώς τις είχανε περιγράψει ως τότε. Αυτά όλα τα διηγούταν στην κόρη του την πριγκίπισσα Βέρα. — Ήτανε ένας άνθρωπος με εμφάνιση αποκρουστική, άσχημος τερατώδικα, ένας χωριάτης απ’ τη Σιβηρία. Ο Τσάρος κι η Τσαρίνα τον είχανε γνωρίσει στο σπίτι της Μεγάλης Δούκισσας Μιλίτσας Νικολάγιεβνας, του Μεγάλου Δούκα Νικολάου της κόρης του ηγεμόνα του Μαυροβουνίου Νικήτα. — Μα αυτός ο αποκρουστικός άνθρωπος είχε σχέσεις με τη Μεγάλη Δούκισσα; — Δεν είχε τέτοιες σχέσεις σαν αυτές που τον κατηγορούσαν. Η Μιλίτσα, που καθώς ξέρεις είναι γυναίκα μορφωμένη, τον είχε μαζέψει στο μέγαρο της από απλή περιέργεια. Πόσοι και πόσοι απ’ αυτούς τους αγροίκους «αγίους» Ρώσους μπαίνουν με την πιο μεγάλη ευκολία μεσ’ τα πιο μεγάλα ρωσικά σπίτια; Ο Ρασπούτιν ήταν αγράμματος, γνώριζε όμως απ’ έξω όλη την Αγία Γραφή, και φαίνεται πως είχε θεραπευτικές γνώσεις σαν αυτές που ξέρουν οι κομπογιαννίτες. Είχε γιατρέψει λοιπόν μερικούς άρρωστους και θεωρήθηκαν σαν θαύματα. Η Τσαρίνα που ζούσε με τον πόνο της χρόνιας και θανατηφόρας αρρώστιας του παιδιού της, του Αλέξη Νικολάγιεβιτς, τον κάλεσε στ’ ανάκτορα γιατί είχε απελπιστεί απ’ την επιστήμη. Τις ημέρες εκείνες είχε αρχίσει κι η αιμορραγία του Αλέξη κι ο Ρασπούτιν κατόρθωσε να τη σταματήσει, ίσως γιατί τότε ακριβώς είχε συμπέσει να βελτιωθεί η κατάσταση του άρρωστου παιδιού. Έτσι θεωρήθηκε ο Ρασπούτιν απ’ την Τσαρίνα σωτήρας του παιδιού της. Αυτή είναι όλη η ιστορία. — Μα δεν τον έμπασε στ’ ανάκτορα η ερωμένη του Άννα Βυρούμποβα; ρώτησε η Βέρα. — Δεν υπήρξε ποτέ ερωμένη του Ρασπούτιν η Βυρούμποβα. Κι αυτή τον γνώρισε στο μέγαρο της Μεγάλης Δούκισσας Μιλίτσας κι έπειτα τον έβλεπε σαν απεσταλμένη της Τσαρίνας, άμα τον γύρευε για να προσευχηθεί. Ούτε αυτή η γυναίκα όμως, ούτε καμιά άλλη, από όλες αυτές της αριστοκρατίας και της Αυλής, δεν υπήρξαν ποτέ ερωμένες του. Άμα τον σκοτώσανε και προ παντός τώρα με την επανάσταση, για να δικαιο49


ΙΒΑΝ ΜΠΕΛΟΥ Κ Ι Ν λογήσουν το φόνο του, προσπάθησαν με κάθε τρόπο να βρουν στοιχεία για τέτοια όργια του Ρασπούτιν με γυναίκες απ’ αυτές που του αποδίνανε, δεν βρήκανε όμως καμιά. Ανακρίνανε τη Βυρούμποβα με όλες αυτές τις κατηγορίες, αποδείχτηκε όμως πως ήταν αθώα. — Τότε γιατί τους κατηγόρησαν και τους δύο καθώς κι άλλες γυναίκες, ακόμα και την Τσαρίνα; — Αυτή ήταν μια μεγάλη συνωμοσία που τη διοργανώσανε οι Μεγάλοι Δούκες ενάντια στο Τσάρο και στη γυναίκα του. Η Μαρία Φιοντορόβνα, η μητέρα του Τσάρου μισούσε τη νύφη της και δεν αγαπούσε το γιο της. Ήθελε τον άλλο γιο της τον Μιχαήλ Αλεξάντροβιτς στο θρόνο. Σκεφτήκανε πως έπρεπε να κάνουν το λαό να μισήσει την Τσαρίνα και να περιφρονήσει τον Τσάρο. — Και κάνανε τέτοιο έγκλημα; — Η ιστορία απ’ τις δυναστικές οικογένειες είναι γεμάτη από τέτοιες σελίδες σιχαμερές. Μήπως δεν άρχισε κι η Γαλλική Επανάσταση με τη συνωμοσία που κάνανε οι πρίγκιπες ενάντια στη Μαρία Αντουανέτα; Έτσι καθώς κι αυτοί σκηνοθετήσανε την υπόθεση του περιδέραιου, το ίδιο κι οι Ρομανόφ δημιουργήσανε την ιστορία του Ρασπούτιν. Τον κάνανε σύμβολο από ανύπαρκτα αίσχη που ηθέλαν να τα αποδώσουν στην Τσαρίνα. Ο λαός τα πίστεψε κι εμείς οι ίδιο τα πιστέψαμε γιατί πάντα πιστεύουμε το κακό. — Και μ’ αυτόν τον τρόπο γκρεμίσανε το τσαρικό καθεστώς, που δεν μπορούσαν να υπάρχουν δίχως αυτό. — Δεν το περιμένανε. Νομίζαμε πως αφού θα εκθρονιζόταν ο Νικόλαος, θα γινόταν Τσάρος ο Μιχαήλ ή ο Μέγας Δούκας Νικόλας Νικολάγιεβιτς. Ξεχάσανε πως αρχίζει εύκολα μια επανάσταση, κανείς όμως, ούτε κι αυτοί που την προετοίμασαν δεν γνωρίζουν που θα καταλήξει. Όλοι οι Μεγάλοι Δούκες, σχεδόν ήταν μπλεγμένοι σ’ αυτήν τη συνωμοσία. Μερικοί μάλιστα απ’ αυτούς φερθήκανε πολύ αισχρά στην Τσαρίνα κι έπειτα απ’ την επανάσταση. Άμα γίνηκε γνωστό πως παραιτήθηκε ο Τσάρος στο μέτωπο και στο Τσάρκοε Σέλο, η Τσαρίνα γεμάτη απελπισία που την είχανε εγκαταλείψει όλοι οι αυλικοί, νοσήλευε την κόρη της Τατάνια Νικολάγιεβνα που είχε κοκίτη. Μονάχα ένα μικρό τάγμα είχε μείνει να φρουρεί 50


Ο Β Α Ρ Κ Α Ρ Η Σ ΤΟΥ Β ΟΛ ΓΑ το παλάτι. Κι αυτό ακόμη έδειχνε διάθεση ν’ αποσυρθεί, κι η Τσαρίνα που ως τότε δεν γύρεψε κανενός την προστασία, βγήκε στο προαύλιο και τους φώναξε: «Να μείνετε να μας φρουρείται. Σας παρακαλώ σαν μητέρα που έχει άρρωστα παιδιά κι όχι σαν Τσαρίνα». Συγκινηθήκανε τότε οι στρατιώτες και παραμείνανε. Το πρωί όμως πήγε ο Μέγας Δούκας Κύριλλος Βλαντιμήροβιτς, πήρε το τάγμα και πήγε στη Δούμα με μια σημαία επαναστατική. Προφασίσθηκε τον επαναστάτη ελπίζοντας πως θ’ ανέβαινε στο θρόνο με τη δημοκοπία. Ντροπή. — Μα είναι δυνατόν; είπε η Βέρα συγκινημένη. Αν άφηναν ανυπεράσπιστη μια τραγική μητέρα οι άνθρωποι του όχλου, θα τους θεωρούσαμε παλιανθρώπους. — Κι όμως εξακολούθησε ο πρίγκιπας Νικήτας, την πράξη αυτή την έκαναν οι πρίγκιπες, άνθρωποι που θεωρούμε την ευγένειά τους σαν ιερή παράδοση. Κάτι τέτοια περιστατικά δεν λείπουν δυστυχώς απ’ την ιστορία, ειν’ ένα απ’ τα πιο σοβαρά όπλα που έχουν οι δημοκρατικοί. Πολλές φορές μάλιστα οι κακοί και διεφθαρμένοι πρίγκιπες έγιναν αιτία να συντριβούν οι θρόνοι από καλούς και τίμιους βασιλιάδες. — Είστε λοιπόν απελπισμένος πατέρα; — Δεν μπορεί κανένας να προβλέψει από τώρα τίποτα. Αυτή τη μεταβολή την υποκινήσανε οι Μεγάλοι Δούκες για να κυριαρχήσουν. Να όμως που δεν κατόρθωσαν να κερδίσουν τίποτα με το έγκλημα αυτό. Αφού ανοίξανε ένα ρήγμα στο φρούριο της μοναρχίας, που έπρεπε οι ίδιοι να το προφυλάξουν, όρμησε μέσα το κύμα του λαού που επεδίωξε μιαν επανάσταση πραγματική και δεν τολμούσε να την κάνει, έτσι έχασε το παιχνίδι ο Μπουχάναν. — Ο Πρεσβευτής της Αγγλίας; — Μάλιστα. Είχε πείσει την κυβέρνηση του Λονδίνου πως ο Τσάρος ήταν έτοιμος να υπογράψει με τους Γερμανούς ειρήνη ξεχωριστή. Ήταν κι αυτό ένα από τα όπλα της συνωμοσίας ενάντια στον Τσάρο. Από τότε με τις μηχανορραφίες της Πετρούπολης, είχε προγραφεί απ’ τους συμμάχους ο Νικόλαος ο Β΄. Τον θεώρησαν σαν εχθρό της νίκης. Ο Άγγλος πρέσβης ερχόταν φανερά πια σ’ επικοινωνία με τους συγγενείς κι εχθρούς του Τσάρου, και χωρίς καμιά προφύλαξη ενεργούσε στην Αγγλική πρεσβεία προπαγάνδα ενάντιά του. Εκεί μέσα συγκε51


ΙΒΑΝ ΜΠΕΛΟΥ Κ Ι Ν ντρωνόταν κάθε μέρα οι Μεγάλοι Δούκες, ενώ μερικοί φίλοι του Νικολάου, καλά πληροφορημένοι, του υποδείκνυαν τον κίνδυνο. Ένας μάλιστα του πρότεινε να στείλει τηλεγράφημα στον εξάδελφό του Βασιλιά Γεώργιο της Αγγλίας ζητώντας ν’ απαγορεύσει στον Μπουχάναν να επεμβαίνει στα εσωτερικά της Ρωσίας. — Το έκανε αυτό; — Και σ’ αυτό φάνηκε διστακτικός. Είπε πως είχε σκοπό να γυρέψει απ’ το βασιλιά της Αγγλίας ν’ ανακαλέσει τον Μπουχάναν, τελικά όμως σκέφθηκε πως θα εξευτέλιζε τον πρεσβευτή. Έτσι έμεινε η συνωμοσία δίχως την παραμικρή αντίδραση. Φτάσανε να πουν πως οι Γερμανοί είχαν εξαγοράσει μ’ εκατομμύρια μάρκα τον Ρασπούτιν και πως τον είχαν πράκτορα για να πείσουν τον Τσάρο να συνθηκολογήσει. Το πίστεψε ο λαός. Κανένας δεν έκανε την απλούστατη σκέψη πως οι Γερμανοί που έχουν τόσο καλά οργανωμένο δίκτυο κατασκοπείας, θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν πιο σοβαρό πρόσωπο για να διαπραγματευθεί κρυφά την ειρήνη. Κι αφού λέγανε πως ο Ρασπούτιν κολυμπούσε μέσα στο γερμανικό χρυσάφι άμα πέθανε αποδείχθηκε πως δεν είχε πεντάρα. Ο Ρασπούτιν, πέθανε φτωχός. Και στην πιο κρίσιμη στιγμή, που η Ρωσία χρειαζόταν όλες τις δυνάμεις της, το καθεστώς γκρεμίστηκε, χωρίς να φανεί τι άλλο μπορούσε να το αντικαταστήσει, για να μη γίνουν πιο μεγάλες καταστροφές. Τώρα πρέπει να ευχόμαστε να μην επεκταθεί το κακό και να λυπηθεί ο Θεός το Ρωσικό λαό. — Μα οργανώνονται τα αντεπαναστατικά στρατεύματα κι ο Δημήτρης Ορλόφ μας γράφει πως έχουν αρκετή δύναμη ώστε ν’ αναχαιτίσουν την επανάσταση. — Αυτό ελπίζω κι εγώ, απάντησε ο πατέρας της. Την ώρα όμως που ο πρίγκιπας Νικήτας, με όλη την απογοήτευση για τα γεγονότα της Πετρούπολης ήλπιζε πως ο στρατός που είχε μείνει πιστός στο καθεστώς του Τσάρου, και τον είχαν ονομάσει λευκό στρατό, θα αναχαίτιζε την επανάσταση στο Γιαροσλάβ και σιγά-σιγά θα παράλυε την Πετρούπολη, το κόμμα των Μπολσεβίκων θριάμβευε δίχως θόρυβο και προσπαθούσε να εκμεταλλευθεί την κατάσταση. Το μπολσεβίκικο κόμμα δεν συμμετείχε στην προσωρινή κυβέρνηση της Πετρούπολης, έβρισκε όμως όλο και νέους οπαδούς. Οι πρά52


Ο Β Α Ρ Κ Α Ρ Η Σ ΤΟΥ Β ΟΛ ΓΑ κτορες του κήρυτταν πως έπρεπε να ανατρέψουν απόλυτα το αστικό καθεστώς και υπόσχονταν, πως αν επικρατούσαν αυτοί θα καταργούσαν την ατομική ιδιοκτησία και θα δημιουργούσαν έναν επίγειο παράδεισο για όλες τις κοινωνικές τάξεις, που ζούσαν μέσα στη στέρηση και κινδύνευαν με τη γενική αναστάτωση, τώρα που είχαν σταματήσει γενικά όλες οι δουλειές και λείπανε τα μέσα μεταφοράς, να πεθάνουν απ’ την πείνα. Αυτό το κήρυγμα, έκανε όλα αυτά τα επαναστατημένα μυαλά του όχλου, τους στρατιώτες και τους ναύτες, που είχαν μεταβληθεί σ’ ένοπλους αντάρτες, τους εργάτες, που δεν είχανε δουλειά, και τους αφελείς μουζίκους να φαντάζονται, ξεχωριστά ο καθένας, πως θα γινόταν αφέντης σε κάποιο κτήμα, σε κάποια έκταση γόνιμη. Τους μιλούσαν ενάντια στην ιδιοκτησία κι αυτό τους θύμωνε, χωρίς να νιώθουν το πάθος της ιδιοκτησίας. Οι αρχηγοί των μπολσεβίκων, πιο πρακτικοί και πιο ευεργητικοί απ’ τους άλλους, αντί να περιμένουν να σχηματίσουν στρατό για να καταλάβουν την εξουσία, ανάβανε την επανάσταση μεθοδικά, για να βρεθεί στον πλευρό τους, εκτός απ’ τον όχλο που βρισκόταν στις πόλεις, και που οι στερήσεις απ’ τον πόλεμο κι απ’ την επανάσταση ξεσήκωνε την αρπαχτική του διάθεση, κι ο όγκος της αγροτιάς της Ρωσίας. Μπολσεβίκοι πράκτορες, μεταμφιεσμένοι σε χωριάτες είχαν αρχίσει να τρυπώνουν στα βάθη της Ρωσίας μεταφέρνοντας ταυτόχρονα κρυφά κάθε λογής όπλα για να εξοπλίσουν τους αγρότες. Το κήρυγμα αυτό κι η διανομή των όπλων δεν γινότανε μονάχα στους μουζίκους, που είχαν ως τότε τυραννηθεί δουλεύοντας στα χτήματα που είχαν οι μεγάλοι τσιφλικάδες, αλλά και στους Τατάρους, στις πλανόδιες ομάδες από σκηνίτες, που τριγύριζαν ολόκληρη τη Ρωσία σαν αλήτες και ζούσαν απ’ τη ζητιανιά, απ’ την κλεψιά κι από διάφορες χοντροδουλειές. Κι ακριβώς εκείνο το απόγευμα, που πρίγκιπας Νικήτας εξιστορούσε στην κόρη του τις τελευταίες πληροφορίες που είχε λάβει για τα γεγονότα της Πετρούπολης, τρεις μαούνες πελώριες, σκεπασμένες με κατραμόπανο, γλιστρούσαν πάνω στα νερά του Βόλγα, απ’ την Κόστρομα προς τις όχθες όπου βρισκόταν ο πύργος των Γιάλκοφ με τη μεγάλη δασώδικη περιοχή του. 53


ΙΒΑΝ ΜΠΕΛΟΥ Κ Ι Ν Πάνω σε κάθε μαούνα βρισκόταν κι από ένας άνθρωπος που φαινόταν σαν έμπορος. Κι όταν απ’ τα αραιά φυλάκια, που ήταν στις όχθες του Βόλγα κι ανήκαν ακόμα στο λευκό στρατό, που είχε το στρατηγείο του στο Γιαροσλάβ, ρωτούσε κανένας υπαξιωματικός τι μεταφέρανε οι μαούνες, του απαντούσαν: — Εμπορεύματα. Ήταν συνηθισμένο αυτό το θέαμα, κι οι μαούνες που τις τραβούσαν, καθώς πάντα, οι κουρελήδες βαρκάρηδες με το τραγικό τους σχοινί στον ώμο και στα ροζιάρικα χέρια τους, περνούσαν χωρίς να τις ερευνήσουν. Κι αν κανένας αρχιφύλακας έκανε καμιά φορά το δύσκολο, τελείωνε το ζήτημα, άμα ο έμπορος του έβαζε λίγα ρούβλια στο χέρι. Οι τρεις μαούνες φτάσανε έτσι κάτω απ’ τον πύργο του Γιάλκοφ και προχωρούσαν προς την κατασκήνωση των Τατάρων, όπου ήταν συνήθεια να σταματάνε οι βαρκάρηδες για να ξεκουραστούνε, να φάνε και να πιουν, όπως είχαν κάνει και την ημέρα που είχανε πάει εκεί ο πρίγκιπας Δημήτρης Ορλόφ με την πριγκίπισσα Βέρα Νικήτοβνα Γιάλκοβα. Οι βαρκάρηδες τραγουδούσαν όπως πάντα το γεμάτο συγκίνηση τους τραγούδι. Και σαν το άκουσε η Βέρα, στο τέλος της μελαγχολικής της συζήτησης για την επανάσταση, ένιωσε ανακούφιση. Όχι μονάχα γιατί τη συγκινούσε πάντα αλλά γιατί σήμερα φανέρωνε πως εκεί κάτω στο Γιάλκοφ, εξακολουθούσε πάντα η ίδια ζωή με την ίδια γαλήνη, καθώς και πρώτα. Το τραγούδι αυτό που φανέρωνε την υποταγή που είχανε αυτοί οι φτωχοί άνθρωποι στη μοίρα τους, δεν θα το λέγανε, συλλογίσθηκε η Βέρα, αν είχε φτάσει ως εκεί το πνεύμα της επανάστασης. Κάθισε λοιπόν στο πιάνο της κι άρχισε να παίζει. Όμως την ίδια ώρα που τα λευκά δάχτυλά της αγγίζανε τα πλήκτρα του πιάνου και άρχισε να τραγουδάει, οι τρεις μαούνες σταμάτησαν μπροστά στην κατασκήνωση των Τατάρων. Μονομιάς το κατραμόπανο της πρώτης μαούνας παραμέρισε και πήδησαν έξω κάμποσοι οπλοφόροι που βρίσκονταν μέσα. Μονάχα ο αρχηγός των βαρκάρηδων γνώριζε πως αντί για εμπορεύματα μεταφέρανε κρυμμένουςεπαναστάτες. Κι αφού σήκωσε τα χέρια ψηλά φώναξε προς τους άλλους βαρκάρηδες: — Σύντροφοι, ήρθε η ώρα να λευτερωθούμε. Ζήτω Η Επανάσταση! 54


Ο Β Α Ρ Κ Α Ρ Η Σ ΤΟΥ Β ΟΛ ΓΑ — Τα όπλα αυτά είναι δικά σας, φώναξαν αυτοί που φορούσαν ρούχα σαν των εμπόρων. Ο σύντροφός σας Φιοντόρ θα σας τα μοιράσει. Όλοι οι βαρκάρηδες και μερικοί Τάταροι τρέξανε σιμά τους. Ήταν φυσικό πως η φήμη της επανάστασης είχε φτάσει ως εκεί κι άμα είδαν τους οπλοφόρους ούρλιαξαν από χαρά! Τους είχανε άλλωστε ειδοποιήσει, πως θα τους χρησιμοποιούσαν στην πρώτη περίσταση. Ένας μπολσεβίκος πράκτορας είχε πάει εκεί πριν από μια βδομάδα κι είχε συνεννοηθεί με το Φιοντόρ. Ο βαρκάρης είχε συντάξει κατάλογο απ’ τα πρόσωπα που μπορούσε να διαθέσει κι αποφασίσθηκε να του στείλουν όπλα απ’ το κέντρο της Πετρούπολης με την πρώτη ευκαιρία. Το ίδιο γινότανε με πυρετώδικη δραστηριότητα σ’ ολόκληρη τη Ρωσία. Οι αρχηγοί των μπολσεβίκων, για να πετύχουνε την ανατροπή, που θα τους άφηνε να γίνουν κύριοι της κατάστασης, αποβλέπανε τώρα πια στην ύπαιθρο της Ρωσίας. Απ’ τους αμέτρητους πεινασμένους, απ’ τους δυστυχισμένους, ή απ’ αυτούς που ήθελαν ν’ αρπάξουν και μόνο, θα μεγάλωνε η ένοπλη δύναμή τους. Θα καταστρέφανε κάθε καταφύγιο του αντίπαλου, θα κυριεύανε κάθε πύργο, κάθε σπίτι εξοχικό, κάθε κλειδί συγκοινωνίας, κάθε αποθήκη με τρόφιμα και ρούχα. Θα σκότωναν τους αφεντάδες κι αν κατορθώνανε να σωθούν θα τους αναγκάζανε να φύγουν. Με αυτόν τον τρόπο, η φεουδαρχική τάξη με τη δύναμή της ολόκληρη και το αστικό καθεστώς μαζί της θα τιναζότανε στον αέρα σαν με δυναμίτη κι η Ρωσία θα έμενε στα χέρια τους κόκκινη απ’ την μιαν άκρη ως την άλλη, απ’ την Άσπρη Θάλασσα ως τον Εύξεινο, απ’ την Ουκρανία ως τα Ουράλια κι ως το Βλαντιβοστόκ. Γι’ αυτό δουλεύανε με αφοσίωση, με φανατισμό, με ταχύτητα, με μανία. Δεν συνάντησαν εμπόδιο πουθενά. Η επαναστατική φλόγα μετακινιόταν παντού σαν να έβρισκε φιτίλι μπροστά της. Κάμποσοι πύργοι είχανε γίνει ως τώρα στάχτη απ’ τη φωτιά άμα βρίσκανε οι επαναστάτες αντίσταση, ενώ σε άλλους είχανε εγκατασταθεί οι χωριάτες κι οι εργάτες με τα κόκκινα περιβραχιόνια, που συμβόλιζαν με το χρώμα τους τη φλογερή ιδέα και το αίμα. Τις τελευταίες εκείνες μέρες οι μπολσεβίκοι είχανε στρέψει 55


ΙΒΑΝ ΜΠΕΛΟΥ Κ Ι Ν την προσοχή τους σ’ ολόκληρη την έκταση γύρω απ’ το Γιαροσλάβ, όπου μαζεύονταν ο αντεπαναστατικός στρατός. Θέλανε να τους καταστρέψουν όλα τα ερείσματα, να τους στερήσουν τον επισιτισμό, τις σιταποθήκες που βρίσκονταν στα μεγάλα κτήματα, να δημιουργήσουνε γύρω τους πλήθη από εχθρούς, από ύποπτους από κατάσκοπους. Και τώρα είχε φτάσει η σειρά του πύργου Γιάλκοφ. Ήταν ένα πραγματικό καταφύγιο πάνω στις όχθες του Βόλγα, μια θέση στρατηγική ανάμεσα στην Κόστρομα και το Γιαροσλάβ κι αν υποχωρούσε ο λευκός στρατός απ’ τη γραμμή του εκεί θα στεκόταν. Τα μέσα για να καταστρέψουν αυτό το οχυρό βρίσκονταν τώρα τις όχθες απ’ το ποτάμι, κάτω απ’ τα περήφανα τείχη του πύργου που τον κάνανε να φαντάζει σαν φρούριο πραγματικό κι ένα πλήθος από οργισμένες ψυχές βρισκόταν εκεί έτοιμο να ορμήσει. Μόλις ακούσανε οι βαρκάρηδες τα λόγια που τους είπαν οι τρεις πράκτορες, που ήταν μεταμφιεσμένοι σ’ εμπόρους, τράβηξαν πιότερο τα σχοινιά κι οι μαούνες πλωρίσανε σχεδόν κολλητά στην όχθη. Τραβήξανε τότε τα κατραμόπανα κι απ’ τις άλλες βάρκες. Ήταν κι οι δυο γεμάτες όπλα κι όλοι άρχισαν να ξεφορτώνουν. Η Τατάρισσα Βαρισσούχα βρέθηκε πρώτη-πρώτη εκεί. Με τα πόδια στον νερό, με το κοντό φόρεμα της ανασηκωμένο, είχε ανασκουμπωθεί και ξεφόρτωνε όπλα και τα πετούσε σ’ αυτούς που τα παραλάβαιναν στην όχθη. Φώναζε, ούρλιαζε σαν μανιακή, κι άμα περνούσε ο Φιοντόρ από κοντά της, τον αγκάλιαζε και του φιλούσε τα χέρια. Αυτός ήταν ο αρχηγός του, ο ελευθερωτής. Ο Φιοντόρ θα τους οδηγούσε οπλισμένους στο μισητό πύργο και θα έβλεπες αυτή τη φορά τι μούτρα θα έκανε η πριγκίπισσα, η όμορφη αυτή αριστοκράτισσα, που οργίαζε με όλους τους άντρες, σύμφωνα με τη σκέψη της Βαρισσούχα, που είχε οδηγήσει στην κατασκήνωσή τους το Δημήτρη Ορλόφ, τον άνθρωπο εκείνο που δεν είχε καρδιά, και τον είχε κάνει να χτυπήσει το Φιοντόρ με τα φερσίματά της και τις ερωτοτροπίες της με το βαρκάρη που αγαπούσε αυτή. 56


Ο Β Α Ρ Κ Α Ρ Η Σ ΤΟΥ Β ΟΛ ΓΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΗΝΩΣΗ των Τατάρων μαζεύτηκε ένα πλήθος από χωριάτες. Ειδοποιήσανε όλους όσους ήταν γραμμένοι στον κατάλογο του Φιοντόρ. Κανένας σχεδόν δεν έλειπε, όταν φώναξε τα ονόματά τους ο αρχηγός τους. Εφτά μόνο δεν απαντήσανε όταν διάβασαν τον κατάλογο. — Αυτοί δεν είναι πια δικοί μας απ’ αυτή τη στιγμή, είπε ο Φιοντόρ. Πρέπει να τους γνωρίζετε για να τους θεωρείτε εχθρούς. Διάβασε τα ονόματά τους άλλη μια φορά. — Κι οι εφτά είναι υπηρέτες του πύργου Γιάλκοφ, φώναξε η Βαρισσούχα. Είναι δικοί μας αλλά δεν τους έδωσε άδεια η πριγκίπισσα. — Αυτό κανένας δεν το ξέρει ακόμα, είπε Ο Φιοντόρ, αλλά θα το μάθουμε. Η Βαρισσούχα νόμιζε πως ο Φιοντόρ υπεράσπιζε την πριγκίπισσα Βέρα. Ακόμη και τώρα που θα γινόταν η επίθεση ενάντια στον πύργο ήθελε να της κάνει καλό ίσως. Ποιος ξέρει! Γι’ αυτό φώναξε: — Εκείνη, εκείνη η σκληρή γυναίκα τα κάνει όλα. Αυτή τους βασανίζει γιατί μας μισεί όλους. — Να μην λες πράγματα που τα φαντάζεσαι μοναχά, της είπε ο Φιοντόρ. — Θα έλεγε κανένας πως είσαι ερωτευμένος, είπε η Βαρισσούχα. — Δεν έχω καιρό για έρωτες της απάντησε. Η Βαρισσούχα που βρισκόταν κοντά του τον αγκάλιασε και του είπε σιγανά: — Μα γιατί δεν θέλεις να μ’ αγαπήσεις, Φιοντόρ; Η λατρεία μου για σένα με κάνει να τα λέω αυτά. — Εγώ τώρα ανήκω στην πατρίδα και στη λευτεριά της, είπε αυτός. Δεν μπορώ να υποδουλωθώ στην αγάπη μιας γυναίκας: — Ούτε στη δική μου; — Δεν ξέρει τι λες, της είπε ο Φιοντόρ και την έσπρωξε πέρα.

57


ΙΒΑΝ ΜΠΕΛΟΥ Κ Ι Ν Τα όπλα ξεφορτωθήκανε όλα. Ο Φιοντόρ μίλησε λίγη ώρα μυστικά με τους τρεις πράκτορες κι έπειτα ανέβηκε στο χοντρό κορμό από ένα μεγάλο δέντρο κομμένο, που βρισκόταν πλάι στο σωρό απ’ τα όπλα. — Να έρχεται ο καθένας με τη σειρά του να παίρνει το ντουφέκι του, φώναξε δυνατά στο πλήθος απ’ τους Τατάρους και τους μουζίκους που αδημονούσαν. Να μη φύγει κανένας προτού σας μιλήσω. Κι άρχισε να μοιράζει όπλα. Ο Ιβάν, ο πιο νέος βαρκάρης με τα ξανθά μαλλιά σαν το φως και την αριστοκρατική όψη, βοηθούσε στη μοιρασιά το μεγάλο του φίλο. Ο Φιοντόρ, πετούσε στα χέρια που έβλεπε σηκωμένα μπροστά του από ένα όπλο. Σ’ άλλον έδινε επαναληπτικό του στρατού, σ’ άλλον πιστόλι, σ’ άλλους κυνηγετικό και σ’ άλλον σπαθί. Ήταν όπλα από κείνα που είχαν αρπάξει τις πρώτες μέρες της επανάστασης απ’ τα οπλοπωλεία της Πετρούπολης. Τα λάφυρα αυτά, που τα πήραν οι επαναστάτες, τα μεταχειρίζονταν τώρα οι μπολσεβίκοι για να οπλίσουν αυτούς που θα χρησιμοποιούσαν για τη μεγάλη επαναστατική έκρηξη σ’ ολόκληρη τη Ρωσία. Δεν έμεινε πια κανένα όπλο. Κι αυτοί που βρίσκονταν πιο μακριά απ’ τους πρώτους, αναγκάσθηκαν να πάρουν ξύλα, τσεκούρια κι ό,τι άλλο σιδερένιο εργαλείο βρήκαν πρόχειρο στην κατασκήνωση. Ο μουγκός γίγαντας Στεφάν, ο πεταλωτής των Τατάρων, πήρε ένα σπαθί του ιππικού και το κρέμασε στον ώμο του με το πέτσινο λουρί του. Στη Βαρισσούχα, που όλο και ξεφώνιζε κι ήθελε σώνει και καλά να πάρει όπλο ο Φιοντόρ της έδωσε ένα μικρό κομψό περίστροφο με λαβή από σμάλτο, αφού πρώτα χάλασε το μηχανισμό του για να μην μπορεί να πυροβολεί. Ήξερε πως η Βαρισσούχα ήταν τρελή κι απειθάρχητη και πως θα ήταν ικανή να πυροβολήσει όταν δεν έπρεπε. Έπειτα ο Φιοντόρ τους μοίρασε τα περιβραχιόνια από μια ταινία κόκκινη φαρδιά μ’ ένα αστράκι άσπρο, τους είπε να το περάσουν στ’ αριστερό χέρι τους και τους φώναξε: — Μ’ αυτά τα όπλα που πήρατε θα λευτερώσετε τη Ρωσία απ’ τους δήμιους. Σε δυο ώρες το λιγότερο θα είναι δικός σας ο πύργος του Γιάλκοφ. — Αυτό θα γίνει σε πιο λίγο από μια ώρα, στο εγγυόμαστε 58


Ο Β Α Ρ Κ Α Ρ Η Σ ΤΟΥ Β ΟΛ ΓΑ φώναξε κάποιος. — Κι εγώ ορκίζομαι πως μονάχα σε μιαν ώρα θα επισκεφθώ τη γκαρνταρόμπα της πριγκίπισσας, είπε η Βαρισσούχα. Θα το μεταχειρισθώ καλά. Και κούναγε επιδεικτικά το περίστροφο με το γυμνό της μπράτσο σηκωμένο. — Κάποιος από σας μπορεί να έχει κάποτε ευεργετηθεί απ’ τον πρίγκιπα Γιάλκοφ, εξακολούθησε ο Φιοντόρ. Πρέπει να το ξεχάσει. Σ’ αυτό απάντησαν ομαδικά: — Τον μισούμε. — Ειν’ ένας γέρος τεμπέλης, αχόρταγος. — Τα πλούτη του είναι δικά μας. — Δεν μας έχει κάνει κανένα καλό. Ο Φιοντόρ εξακολούθησε: — Είμαι δίκαιος. Ο πρίγκιπας Γιάλκοφ δεν είναι ο χειρότερος απ’ τους ανθρώπους της ράτσας του. Ξέρω μάλιστα πως βοήθησε πολλούς. Ποτέ δεν έδειρε κανένα καθώς κάνουν οι άλλοι. Δεν ατίμασε καμιά οικογένεια. Όσο βρίσκεται αυτός στον πύργο του δεν έγιναν όργια σαν τους άλλους πύργους, όπου οι αφέντες καλούν τις γυναίκες και τα χωριατοκόριτσα και τ’ αφήνουν στη διάθεση των καλεσμένων, όμως ο πρίγκιπας Γιάλκοφ είναι κι αυτός αφέντης, φεουδάρχης. Κατέχει γη που την ποτίζετε με τον ιδρώτα σας εσείς. Αυτό ειν’ αρκετό να τον θεωρούμε εχθρό μας. Απόψε ο Γιάλκοφ θα μας παραχωρήσει τον πύργο του κι αν θέλει ας μείνει να δουλέψει μαζί μας. Δεν θα ζει πια από μας. — Όσα έχει είναι δικά μας, διέκοψε μια φωνή. — Θα τον σκοτώσουμε, είπε άλλος. Αναλαβαίνω να τον ξεπαστρέψω με τη πριγκίπισσα, φώναξε η Βαρισσούχα. — Ακόμα δεν τέλειωσα, φώναξε ο Φιοντόρ με τη βροντερή φωνή του. Δεν έχουμε να θυμηθούμε καμιά του ευεργεσία. Από σήμερα είναι ίσος, δεν είναι πρίγκιπας πια. Είναι ο Νικήτας Νικηφόροβιτς Γιάλκοφ. Αν θέλει ας μείνει σαν όμοιός μας. — Ξέχασες τον πρίγκιπα Δημήτρη Ορλόφ, του φώναξε η Βαρισσούχα. Ποιος θα ξεπληρώσει την προσβολή; 59


ΙΒΑΝ ΜΠΕΛΟΥ Κ Ι Ν — Δεν ξέχασα τίποτα, είπε ο Φιοντόρ. Ο Ορλόφ λείπει. Είναι ένα κτήνος σκληρό, μα δεν ευθύνεται αυτός για τις πράξεις του. Αν τυχόν τον συναντήσουμε, να τον αφήστε σε μένα. Έχουμε να λογαριαστούμε μαζί. Κι έδειξε το κόκκινο σημάδι της πληγής του από το μαστίγιο του Ορλόφ που ακόμα διακρινόταν στο στήθος του. — Θάνατος στον Ορλόφ. — Θάνατος στον Γιάλκοφ. — Ακούστε, φώναξε ο Φιοντόρ. Απαντήστε μου, είμαι αρχηγός σας; — Ναι! — Είσαι ο πατέρας μας. — Εσένα ακολουθούμε. — Εσύ μας καθοδηγείς. — Αν θέλετε λοιπόν να είμαι ο αρχηγός σας πρέπει να με υπακούτε, να μ’ αφήσετε να σας οδηγώ. Δεν μπορεί να πετύχει επανάσταση χωρίς αρχηγό. Αν δεν θέλετε εμένα ας αναλάβει άλλος. — Όχι, εσύ είσαι ο οδηγός μας. — Είσαι ο σωτήρας μας. — Εσύ ξέρεις. — Τότε, κανείς δεν θα πυροβολήσει χωρίς διαταγή μου, αυτός που θα τολμήσει να το κάνει, θα είναι εχθρός των άλλων και θα δικαστεί. Αν χρειαστεί δεν θα λυπηθούμε τη ζωή του Γιάλκοφ. Αν φύγει όμως δεν θα τον σκοτώσουμε δίχως λόγο. Εμπρός. Ο Φιοντόρ πήδησε κάτω μεσ’ το πλήθος. Κάποιος τότε φώναξε: — Βλέπω κάποιον που τρέχει προς τον πύργο. — Θα είναι προδότης. — Ίσως βιάζεται να επιτεθεί πρώτος. Ήταν έτοιμοι να τον κυνηγήσουν. Ο Φιοντόρ τους συγκράτησε. Μ’ όποιο σκοπό κι αν έφυγε, έστω κι αν είναι προδότης, έστω κι αν νομίζει πως θ’ αρπάξει ό,τι πολύτιμο βρει πριν από μας, το σκέφθηκε αργά. Εμπρός όλοι στον πύργο χωρίς θόρυβο. Πρέπει να φτάσουμε και να μπούμε χωρίς να πάρουν είδηση. 60


Ο Β Α Ρ Κ Α Ρ Η Σ ΤΟΥ Β ΟΛ ΓΑ Τον σήκωσαν στα χέρια. Τον αγκάλιαζαν, τον φιλούσαν κι όλοι του έδειχναν το θαυμασμό και τον ενθουσιασμό τους. Ξεκίνησαν για τον πύργο. Καθώς προχωρούσαν, ο Φιοντόρ άκουσε να παίζει το πιάνο. Στο φωτισμένο παράθυρο που βρίσκονταν ο Γιάλκοφ κι η Βέρα, διέκρινε ο Φιοντόρ ένα κεφάλι γυναικείο. Στάθηκε μια στιγμή και κοίταξε προσεχτικά. Η Βαρισσούχα που περπατούσε πλάι του δεν έπαυε να τον κοιτάζει και κατάλαβε τι έβλεπε. Άκουσε κι αυτή τη μουσική. — Σ’ ένα τέταρτο, είπε, δε θα παίζει η πριγκίπισσα πια. Ο Φιοντόρ όμως εξακολουθούσε να στέκεται εκστατικός. Το κομμάτι που έπαιζε στο πιάνο η πριγκίπισσα Βέρα ήταν το τραγούδι του Βόλγα, και σκεφτόταν: Αλήθεια μου έλεγε λοιπόν πως αυτό το τραγούδι τη συγκινεί; Αυτήν, μια πριγκίπισσα… Έπνιξε όμως αμέσως τη συγκίνησή του κι εξακολούθησε το δρόμο με το μεγάλο βήμα του. ***

61


ΙΒΑΝ ΜΠΕΛΟΥ Κ Ι Ν ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ ΟΙ ΤΑΤΑΡΟΙ κι οι μουζίκοι φτάσανε έξω απ’ την πόρτα του πύργου. Εκεί, ο Φιοντόρ διέταξε πάλι να σταματήσουν. Το πιάνο εξακολουθούσε να παίζει το τραγούδι του Βόλγα. Η μελωδία του γέμιζε τον αγέρα της νύχτας. Οι άλλοι άμα τον είδαν να στέκεται και να κοιτάζει επάνω νόμισαν πως σκεφτόταν από που ν’ αρχίσει την επίθεση και περιμένανε. Η μουσική όμως είχε καθηλώσει εκεί το Φιοντόρ, γιατί βρισκόταν μεσ’ την ψυχή του. Ήταν μια μουσική της τυραννισμένης ζωής τους, που του θύμιζε τα βάσανά του όταν τραβούσε χωρίς ανάπαυση το σχοινί της μαούνας και τις ώρες που ξεκουραζότανε ξαπλωμένος δίπλα στο πηγάδι, όταν η Βαρισσούχα έβγαζε νερό δροσερό για να πιει και να πλυθεί. Το τραγούδι αυτό του θύμιζε όλους τους πόνους του, την αγωνία του, τους εξευτελισμούς του σαν τον χτυπούσαν οι έμποροι με το κνούτο, όταν κουβαλούσε τα εμπορεύματά τους σαν υποζύγιο. Ήταν επίσης το βαθύ αίσθημα της αγάπης που έτρεφε για τους δυστυχισμένους συντρόφους του, η πηγή που απ’ αυτήν αντλούσε δυνάμεις για το τρομερό μαρτύριο του Σίσυφου που υπέφερε και που δεν είχε τελειωμό. Και τώρα, το τραγούδι αυτό το τραγουδούσε με πάθος μια πριγκίπισσα, σαν να ήταν η αποκλειστική μουσικής της! Την έβλεπε σαν να ήταν μπροστά του. Όταν μια φορά διασταυρώθηκαν τα μάτια της με τα δικά του, πλάι στο πηγάδι, φαινόταν ονειροπόλα. Ήταν μάτια αγνά, σαν αυτά τα μάτια που μπορούν να νικήσουν και το πιο θανάσιμο μίσος. Τα χείλη της είχαν το σχήμα και την έκφραση από ένα στόμα παιδικό. Η φωνή της ήταν βαθιά, γεμάτη μουσική, διάφανη, ειλικρινής. Τα χέρια της κάτασπρα και ευγενικά τέτοια που μπορούν ν’ αναγκάσουν και τον πιο δυνατό και σκληρό άντρα να γονατίσει μπροστά τους, να τους γυρέψει έλεος, να τα φιλήσει. Όχι, δεν ήταν δυνατό ν’ αγαπάει αυτή η γυναίκα εκείνο το κτήνος με τη χρυσή στολή, τον συνταγματάρχη της Τσαρικής φρουράς, τον Δημήτρη Ορλόφ. Θυμήθηκε τα τρυφερά κι εγκάρδια λόγια της, όταν της μιλούσε και την τρυφερότητα που φανέρωνε το πρόσωπό της, καθώς και ο τρόπος της την ώρα του επεισοδίου με τον Ορλόφ. 62


Ο Β Α Ρ Κ Α Ρ Η Σ ΤΟΥ Β ΟΛ ΓΑ Στο πιάνο εξακολουθούσε να παίζει. Η πριγκίπισσα λοιπόν ήταν ανύποπτη. Αυτά τα υπέροχα κι αβρά σαν το κρίνο δάχτυλά της αγγίζανε την ψυχή του σαν να χτυπούσαν μέσα της πλήκτρα μυστικά. Κι αυτή η γυναίκα, που τη θαύμαζε και τον συγκινούσε θα έκανε σε λιγάκι σαν τρελή. Θα της ανταπόδινε την καλοσύνη της κάνοντας εισβολή μ’ αυτούς τους εξαγριωμένους απ’ τις στερήσεις ανθρώπους μεσ’ το ευτυχισμένο σπίτι της. Κι ίσως να μην μπορούσε να την απαλλάξει απ’ τις ταπεινώσεις που θα της επιβάλλανε οι αγροίκοι σύντροφοί του κι η μανία της Βαρισσούχα. Κι όμως αυτή, για να τον γλυτώσει τότε από μια δεύτερη επίθεση του Ορλόφ, μπήκε ανάμεσά τους, με τ’ όμορφο κορμί της, με μάτια δακρυσμένα, γεμάτα τρομάρα. Τότε ξαναθυμήθηκε τις βουρδουλιές του Ορλόφ. Άγγιξε με την παλάμη την ουλή που είχε στο στήθος. Τον πονούσε ακόμα άμα την άγγιζε. Το αίμα είχε βάψει το πρόσωπό του. Υποχρεώθηκε μάλιστα να σκύψει και να σκουπίσει την μπότα του Ορλόφ με το μανίκι του, σαν δούλος. Αυτή η ανάμνηση τον εξαγρίωνε. Ο θυμός φούντωσε μέσ’ το φαρδύ του στήθος κι η δίψα της εκδίκησης τον έκανε να σφίγγει τις γροθιές του μπρος στην πόρτα του πύργου, που θ’ άνοιγε ή θα γκρεμιζόταν για να περάσουν οι επαναστάτες. Κι αυτή η συγκίνηση που ένιωθε καθώς κι ο μικρός δισταγμός του, του φάνηκε για δεύτερη φορά ασυγχώρητη αδυναμία. Όσο αγνή, αθώα και καλή αν ήταν αυτή η γυναίκα είχε μεγαλώσει σ’ αυτόν τον περήφανο πύργο. Ήταν κόρη φεουδάρχη που τίποτε δεν άλλαζε την εχθρική του θέση ενάντια σ’ αυτούς τους εξαγριωμένους φτωχούς Ρώσους, που γύρευαν τη λευτεριά τους. Ήτανε μνηστή του πρίγκιπα Δημήτρη Ορλόφ. Κι αν ακόμα τύχαινε να τον αφήσει να της πει ερωτόλογα και τον άφηνε να της φιλήσει το χέρι, σαν άντρας της τάξης της, μόλις τολμούσε να της το θυμίσει ξανά, θα σήκωνε το μαστίγιό της. Υπήρξαν τέτοιες αριστοκράτισσες που είχανε παρασύρει κρυφά στην κάμαρά τους νέους γεροδεμένους χωριάτες ή βαρκάρηδες σαν κι αυτόν, που πέρασαν μαζί τους μια νύχτα γεμάτη όργια, κι όταν αυτοί μεθυσμένοι από πόθο τόλμησαν ξανά να σηκώσουν επάνω τους τα μάτια, αυτές έβαζαν τους υπηρέτες να τους δέρνουνε σαν σκυλιά ή τους εξαφανίζανε. Ο Φιοντόρ 63


ΙΒΑΝ ΜΠΕΛΟΥ Κ Ι Ν είχε ακούσει πολλά τέτοια. Έπρεπε λοιπόν να πληρώσει κι η πριγκίπισσα Βέρα τη θέση της όπως όλες. Χτύπησε δυνατά την πόρτα. Είχε συνεννοηθεί μ’ έναν υπηρέτη του πύργου που θα την άνοιγε. Την ίδια στιγμή ο πρίγκιπας Γιάλκοφ πλησίασε το πιάνο που έπαιζε η κόρη του και κάθισε. Μπήκε ένας υπηρέτης κι είπε πως ειν’ έτοιμο το τραπέζι. Ήταν ώρα να φάνε. Εννιά και μισή. Ο πρίγκιπας σηκώθηκε, η Βέρα έκλεισε το πιάνο και προχώρησαν στην τραπεζαρία. Το μεγάλο τραπέζι, από βαρύ μαύρο ξύλο ήταν στρωμένο. Σ’ αυτό είχαν φάει γενεές ολόκληρες Γιάλκοφ. Δυο ξύλινες καρέκλες, σαν μικροί θρόνοι, με ψηλό ερεισίνωτο, βρίσκονταν πλάι-πλάι. Ο πρίγκιπας έβαζε την κόρη του πλάι από τότε που ήταν μικρούλα. Η γυναίκα του πριγκίπισσα Άννα Νικηφόροβνα Γιάλκοβα, καθόταν αντίκρυ. Άμα πέθανε, η Βέρα εξακολουθούσε να κάθεται πάντα στην ίδια θέση, κοντά στον πατέρα της. Πάντα όμως βρίσκονταν πάνω στο τραπέζι τα παλιά σερβίτσια του πύργου, πολύτιμες πορσελάνες, σκεύη ασημένια κι επίχρυσα, δώρα από Τσάρους και Μεγάλους Δούκες στην οικογένεια Γιάλκοφ. Πλούσια οικογενειακά ενθύμια. Ο υπηρέτης τοποθέτησε στη μέση μια μεγάλη σουπιέρα, όπου άχνιζε η βραδινή σούπα. Δεν είχαν κάτσει ακόμα ο πρίγκιπας κι η Βέρα, που ο Αλέξης ο αφοσιωμένος ακόλουθός του, που είχε γεράσει μέσ’ τον πύργο, που είχε μεγαλώσει τη Βέρα και τη λάτρευε σαν παιδί του, μπήκε μέσα και είπε: — Εξοχότατε, χτυπάνε την πόρτα του πύργου Τάταροι και μουζίκοι. — Τι ζητάνε; ρώτησε ο Γιάλκοφ με προσπάθεια να κρύψει την ταραχή του απ’ την κόρη του. — Θέλουν να μπούνε, να σας μιλήσουν. — Είναι νύχτα, ας έρθουν αύριο. — Είναι οπλισμένοι κι επιμένουν είπε ο Αλέξης. — Να μην ανοίξει η πόρτα, είπε ο πρίγκιπας. — Ακούστε. Εξοχότατε, είναι έτοιμο το αυτοκίνητο κάτω, πρέπει να φύγετε μαζί με την πριγκίπισσα, απ’ την πίσω πόρτα του δάσους δεν θα σας καταλάβουνε. — Δεν θα εγκαταλείψει ποτέ τον πύργο του ο πρίγκιπας 64


Ο Β Α Ρ Κ Α Ρ Η Σ ΤΟΥ Β ΟΛ ΓΑ Νικήτας Νικηφόροβιτς Γιάλκοφ, είπε αυτός. Κάθισε, Βέρα, να φάμε. Αυτή όμως είχε ανοίξει την πόρτα του μπαλκονιού για να δει και υποχώρησε έντρομη. Στη φωτεινή γραμμή που έπεφτε στη μεγάλη αυλή, είδε πλήθος από οπλισμένους Τάταρους και μουζίκους. — Μπήκανε, φώναζε, φτάσανε, θ’ ανεβούνε. Γεμίσανε την αυλή. Είναι αμέτρητοι. Όλοι οι Τάταροι της κατασκήνωσης κι οι μουζίκοι. Ο πρίγκιπας Νικήτας ήταν κατάχλομος. — Θα κρυώσει η σούπα, είπε. Και κάθισε δείχνοντας στην κόρη του το πλαϊνό κάθισμα. Αυτή τη στιγμή είχε ως μοναδικό όπλο του την αταραξία του. Το θεωρούσε ταπείνωση, να φύγει την ώρα που μια ομάδα από θρασείς κι αχάριστους αλήτες μουζίκους, όπως τους θεωρούσε, παραβίαζε την πόρτα κι έμπαινε μέσα για να κάνει αρπαγές. Κανένας Γιάλκοφ δεν έφυγε ποτέ μπροστά σε κανένα εχθρό. Το πείσμα αυτό που σχεδόν πάντα χαρακτήρισε τους περήφανους ανθρώπους της τάξης του σε τέτοιες στιγμές και πολλές φορές τους στοίχιζε τη ζωή, τον έκανε να περιφρονήσει την υπόδειξη του Αλέξη, να φύγει με την κόρη του κρυφά! Επέμενε να μάθουν πως δεν φοβάται κανένα. Την ώρα που αυτοί θα μπαινόβγαιναν στις αποθήκες θα εξακολουθούσε το φαγητό του. Φανταζόταν πως επρόκειτο ν’ αρπάξουν τρόφιμα μοναχά. Ας έπαιρναν όσα μπορούσαν κι ας φεύγανε. Δεν ήθελε να στείλει ανθρώπους του πύργου να τους επιτεθούνε. Ήτανε πιο πολλοί κι υπήρχε κίνδυνος να του σκοτώσουν κανέναν υπηρέτη. Δεν ήθελε να θυσιάσει ανθρώπινη ζωή. Αν μεταχειριζόταν ίσως τα όπλα του οπλοστασίου, με τους υπηρέτες στις κατάλληλες θέσεις, θα τους έκανε να φύγουν σαν κατσίκια. Δεν ήθελε όμως να χυθεί ανθρώπινο αίμα στην αυλή του. Και γιατί το θεωρούσε επικίνδυνο μεσ’ την επαναστατική ατμόσφαιρα που ζούσε η Ρωσία και γιατί η ψυχή του λυπόταν πολύ τους δυστυχισμένους αυτούς ανθρώπους. Ο Αλέξης μπήκε πάλι ταραγμένος στην τραπεζαρία. — Σε λίγη ώρα, Κύριε, θα είναι πολύ αργά. Μην εκτίθεστε σε κίνδυνο, ελάτε να φύγετε. — Αλέξη, παράγγειλε να σερβίρουν το ψητό, απάντησε. — Υψηλότατε, επέμεινε εκείνος, μην το παίρνετε στ’ 65


ΙΒΑΝ ΜΠΕΛΟΥ Κ Ι Ν αστεία. Θ’ ανέβουν επάνω. Πρέπει να φύγετε. Πήγα κάτω στο αυτοκίνητο δύο βαλίτσες με πράγματα δικά σας και της πριγκίπισσας. Θα φύγει μαζί σας και η τρόικα. Αν πάθει κάτι τ’ αυτοκίνητο θα εξακολουθήσετε μ’ αυτήν… Διάλεξα τα πιο γερά άλογα. — Μπορείς να φύγεις, αν θέλεις Αλέξη, είπε ο πρίγκιπας. — Μόνο για σας ανησυχώ, είπε αυτός. Τρέμω για την πριγκίπισσα. Σας εξορκίζω… Πάμε. Τα τελευταία λόγια του Αλέξη τον έκαναν να σκεφθεί την κόρη του πιο πολύ. — Τι κάνουνε κάτω; ρώτησε. — Δεν ξέρω … Νομίζω πως ανεβαίνουν τη σκάλα… είναι πολλοί… κι όλοι τους οπλισμένοι. — Οπλισμένοι; Με φτυάρια και με ρόπαλα; Αυτά φοβάσαι Αλέξη; — Όχι. Έχουνε όπλα του στρατού. Περίστροφα μεγάλα, επαναληπτικά σαν κι αυτά που έχουν οι χωροφύλακες. Άκουσα πως τους οπλίσανε οι επαναστάτες απ’ την Πετρούπολη. Αυτή η πληροφορία έκανε τον πρίγκιπα να καταλάβει πως δεν πήρε το ζήτημα όσο έπρεπε σοβαρά. Δεν ήταν λοιπόν πειναλέοι αλήτες καθώς νόμιζε. Ήτανε ένα πραγματικό κίνημα επαναστατικό με όπλα, που τα είχαν στείλει απ’ το ταραγμένο κέντρο. Ένα χτύπημα δυνατό ακούστηκε στη μεσαία πόρτα που επικοινωνούσε με τον κεντρικό διάδρομο του πύργου. — Φοβάμαι, πατέρα, είπε η Βέρα. Πάμε να φύγουμε. — Δεν προφταίνουμε τώρα πια, είπε κείνος. Θα έχουνε μπει από παντού. Θα τελειώσουμε όμως, πιο καλά έτσι να ησυχάσουμε. Θα μου πούνε τι θέλουνε θα δω τον αρχηγό τους. Ήρθανε για εκδίκηση μήπως; Δεν έχω κάνει κακό σε κανένα τους. Θα μάθω αν θέλουν λεφτά, πιστεύω να με ξέρει ο αρχηγός τους, θα με δει και θα ντροπιαστεί. — Ανοίξτε λοιπόν, ακούστηκαν δυνατές φωνές απ’ έξω και χτυπήματα με υποκόπανους. — Να πάρουν όλοι οι υπηρέτες από ένα πιστόλι και να μην το μεταχειριστεί κανείς αν δεν διατάξω, φώναξε ο πρίγκιπας στον Αλέξη. Έφυγε ο Αλέξης κι ο πρίγκιπας φώναξε σ’ έναν άλλο υπη66


Ο Β Α Ρ Κ Α Ρ Η Σ ΤΟΥ Β ΟΛ ΓΑ ρέτη που στεκόταν φοβισμένος σε μια γωνία. — Άνοιξε να μη σπάσουν την πόρτα. Μα δεν πρόφτασε ν’ ανοίξει. Ένα κομμάτι της πόρτας έπεσε σπασμένο με τσεκούρι κι η πόρτα άνοιξε με πάταγο. Η Βέρα σηκώθηκε γεμάτη τρόμο, ενώ ο πρίγκιπας κοιτούσε. Στο πλατύ άνοιγμα της πόρτας είδε το πλήθος απ’ τους επαναστάτες. Έπειτα από τόσο θόρυβο στέκονταν όλοι εκεί κοιτάζοντας το στρωμένο τραπέζι, όπου καθόταν ο πρίγκιπας, σαν να μη τολμούσαν να προχωρήσουν. Η Βέρα κοιτούσε. Οι κουρελιασμένοι αυτοί άνθρωποι, με τα φλογισμένα απ’ το πάθος μάτια, με χτηνώδικη έκφραση, θα τους προξενούσαν κακό. Διέκρινε μερικές φυσιογνωμίες γνωστές από βαρκάρηδες του ποταμού. Οι άνθρωποι αυτοί που της φαίνονταν τόσο συμπαθητικοί άλλοτε, την κοιτάζανε τώρα με παράξενα γουρλωμένα μάτια γεμάτα θηριωδία. — Τι θέλετε; φώναξε ο πρίγκιπας στο πλήθος, που σταμάτησε τώρα να θορυβεί και στεκόταν μπροστά του σαν να δείλιασε μονομιάς. — Ήρθαμε να φάμε, είπε αυτός που στεκόταν λίγο πιο μπροστά απ’ τους άλλους. Η Βέρα τον αναγνώρισε απ’ τη φωνή του, απ’ το ψηλό μπόι του κι απ’ το εκφραστικό του κεφάλι. Ήταν ο Φιοντόρ, ο βαρκάρης του Βόλγα με τη μελωδική φωνή. Και σαν φοβισμένη έκανε δυνατά: — Αχ! Και πιάστηκε απ’ την πολυθρόνα για να μην πέσει. — Περιμένω να μου πείτε γρήγορα τι ζητάτε, επανέλαβε ο πρίγκιπας. Ο Φιοντόρ με το επαναληπτικό κρεμασμένο στον ώμο κι ένα μεγάλο πιστόλι στην πέτσινη ζώνη, έγνεψε στους άλλους να μην προχωρήσουν και προχώρησε αυτός πέντε βήματα. — Είμαι προσκαλεσμένος σου στο τραπέζι, είπε με χαμόγελο σαρκαστικό. Να μας συγχωρήσεις που αργήσαμε λιγάκι. Και χωρίς να περιμένει απάντηση απ’ τον πρίγκιπα έγνεψε ξανά στους επαναστάτες. — Περάστε σύντροφοι. Μας έχουνε προσκαλέσει ο πρίγκιπας κι η πριγκίπισσα. Τους έδειξε το τραπέζι ενώ ταυτόχρονα κοιτούσε ειρωνι67


ΙΒΑΝ ΜΠΕΛΟΥ Κ Ι Ν κά τον Γιάλκοφ και τη Βέρα. Οι Τάταροι, που βρίσκονταν πιο μπροστά κι η Βαρισσούχα που ανυπομονούσε, προχώρησαν. Χλομός απ’ το θυμό του ο πρίγκιπας, σηκώθηκε κι προχώρησε τρία βήματα με σφιγμένες τις γροθιές. Τους κοιτούσε να πλησιάζουν με ύφος περήφανο, θέλοντας να τους θυμίσει με τ’ αγριεμένα μάτια του την απόσταση που τους χώριζε. Η Βέρα γεμάτη αγωνία, με χείλη που τρέμανε, με μάτια ορθάνοιχτα απ’ τη φρίκη, προσπαθούσε να συναντήσει τα μάτια του Φιοντόρ. Ήλπιζε πως αν τα βλέμματά τους συναντιόταν άφωνα, θα του θυμίζανε το θλιβερό επεισόδιο του πηγαδιού της κατασκήνωσης και τη δική της καλοσύνη. Τότε, δεν είχανε μήπως ανταλλάξει λόγια εγκάρδια και δεν τους φανέρωσε τα αισθήματα που πλημμύριζαν την ψυχή της, τόσο γι’ αυτόν όσο και για τους βασανισμένους συντρόφους; Θα τον αφόπλιζε η ανάμνηση εκείνη. Αυτός όμως, ούτε την κοίταξε καθόλου, σαν επίτηδες. Σε κάθε της μετακίνηση να βρεθεί μπροστά του, γύριζε το κεφάλι του αλλού. — Είστε υποχρεωμένοι να μου πείτε τι ζητάτε, φώναξε ο πρίγκιπας στον Φιοντόρ. Εκείνος κάγχασε. — Καθίστε σύντροφοι, είπε. Φτάσαμε ευτυχώς πάνω στην ώρα. Σερβίρανε μόλις τη σούπα. Ο πρίγκιπας έπιασε την κόρη του απ’ το χέρι και την τράβηξε σιμά του. Είχε δει τη Βαρισσούχα να την πλησιάζει με μάτια γεμάτα μίσος καρφωμένα πάνω στα χέρια και στο λαιμό. Αυτή όμως πλησίαζε τη Βέρα σιγά-σιγά. Είχε σηκώσει το χέρι προς το λαιμό της όπου λάμπανε τα μαργαριτάρια του κολιέ της, με τις θαμπές τους ανταύγειες. Ο πρίγκιπας Γιάλκοφ σήκωσε το χέρι του προς τους ώμους της κόρης του και την αγκάλιασε σφιχτά για να την προφυλάξει. Αυτό όμως δεν θα ήταν αρκετό να την απαλλάξει απ’ την επίθεση, αν ο Φιοντόρ δεν άρπαζε τη Βαρισσούχα απ’ το μπράτσο δυνατά και δεν την τραβούσε στο τραπέζι κοντά του. Οι Τάταροι κι οι μουζίκοι πλημμύρισαν την τραπεζαρία κι άρχισαν να κάθονται γύρω απ’ το τραπέζι. Ο Φιοντόρ κάθισε στη μεγάλη πολυθρόνα, όπου καθόταν πριν από λίγο ο πρίγκιπας Γιάλκοφ. Η Βέρα νόμισε πως ο Φιοντόρ δεν ήθελε να την 68


Ο Β Α Ρ Κ Α Ρ Η Σ ΤΟΥ Β ΟΛ ΓΑ ενοχλήσουν και ξεθαρρεύτηκε. — Μην ανησυχείτε, πατέρα, είπε. Ήρθανε μόνο για να φάνε. Θα φάνε και θα φύγουνε. — Να βάλετε στο τραπέζι πολλά πιάτα και φέρετε όσα φαγητά υπάρχουν στην κουζίνα, διέταξε ο Φιοντόρ τους υπηρέτες που στέκονται όρθιοι. Αυτοί δεν κουνήθηκαν αμέσως. — Αφού δεν θέλετε να έρθετε μαζί μας, είπε ο Φιοντόρ, θα μας υπηρετήσετε. Θα μείνετε υπηρέτες δικοί μας. Ο πρίγκιπας τους έγνεψε να υπακούσουν. Στο αναμεταξύ, ο Αλέξης πλησίασε τον κύριό του και του ψιθύριζε κρυφά να υποχωρήσουν σιγά προς την πόρτα της κουζίνας και να φύγουνε από κει, ίσως ακόμα να το κατάφερναν. Ο Φιοντόρ όμως κάτι υποπτεύθηκε και φώναξε αμέσως: — Να κλείσουνε όλες οι πόρτες και να περνάνε μονάχα οι υπηρέτες που σερβίρουν. Γρήγορα μάλιστα γιατί οι σύντροφοι πεινάνε και πρέπει να φάνε όλοι. Ο Αλέξης πλησίασε τον Φιοντόρ. — Να με συγχωρείτε, είπε, μα δεν φτάνει για όλους το φαγητό. — Να ανοίξετε τις κάβες και να βγάλετε όλα τα παστά που έχουν μέσα. Να σφάξετε αμέσως όσα πουλερικά έχετε και να βάλετε στη φωτιά. Δεν πρέπει να φύγει από δω κανένας πεινασμένος. Θα έφευγε με την εντύπωση πως ο πρίγκιπας Γιάλκοφ δεν είναι τόσο πλούσιος όσο θέλει να φαίνεται. Ο πρίγκιπας εξακολούθησε να στέκεται όρθιος, καθώς κι η κόρη του και κοιτάζανε αυτούς τους απαίσιους ξένους που καθίσανε στο τραπέζι του απρόσκλητοι κι είχαν αρχίσει ν’ αρπάζουν και να τρώνε ό,τι βρίσκανε στα πιάτα τους. Έφτασε ο Αλέξης μ’ ένα δίσκο γεμάτο πιάτα και φαγητά. — Ε! συ! Του φώναξε ο Φιοντόρ, να δώσεις στον πρίγκιπα το δίσκο να μας σερβίρει. Ο πρίγκιπας έκανε μια κίνηση σαν να ήθελε να χτυπήσει τον αναιδή βαρκάρη. — Λησμονάς λοιπόν ποιος είμαι; του φώναξε. Το συγκράτησε η Βέρα. — Μη του είπε σιγά. Προς Θεού, άφησε να περάσει η πρώτη μπόρα για να σωθούμε. 69


ΙΒΑΝ ΜΠΕΛΟΥ Κ Ι Ν — Να δώσεις το δίσκο στον πρίγκιπα ξαναφώναξε ο Φιοντόρ στον Αλέξη που στεκόταν ακίνητος. Πλησιάσανε τότε τον πρίγκιπα τρεις μουζίκοι και τον κοιτούσαν ειρωνικά. — Πατερούλη, να πάρεις το δίσκο του είπε ο ένας. Ο Φιοντόρ είναι αρχηγός μας και δικός σου αρχηγός και πρέπει όλοι να τον υπακούμε. Ένας άλλος τον έσπρωξε με τον αγκώνα κι ο άλλος πάλι τον χτύπησε στην πλάτη δήθεν χαϊδευτικά. Ο Αλέξης ακούμπησε στο τραπέζι το δίσκο. — Να πάρεις από κει το δίσκο, φώναξε ο Φιοντόρ με θυμό και να τον δώσεις στον πρίγκιπα. Στο λέω για τελευταία φορά. Τότε όρμησε η Βέρα μπροστά. — Θα σερβίρω εγώ, είπε. Και προσπάθησε να χαμογελάσει στον Φιοντόρ σαν να το έκανε από ευχαρίστηση πραγματική. — Αφού η πριγκίπισσα το προτιμάει, τόσο πιο καλά, είπε ο Φιοντόρ. — Κι εγώ ήθελα να το πω, είπε η Βαρισσούχα. Θα τη βάλω να σταθεί όρθια μπροστά μου με το δίσκο όση ώρα μου γουστάρει. Η Βέρα παρεκάλεσε τον πατέρα της να καθίσει. Ήταν κατάχλομος με ιδρωμένο το μέτωπο απ’ την αγωνία. Τα μάτια του φανέρωναν την ψυχική και σωματική του εξάντληση. Ο Αλέξης στάθηκε κοντά στον πρίγκιπα. Η πριγκίπισσα έβαλε μπροστά της μια πετσέτα και πήρε στα χέρια το δίσκο. Καθώς προχωρούσε προς το Φιοντόρ συναντήθηκαν οι ματιές τους. Το πρόσωπο της Βέρας είχε τη γλύκα απ’ το χαμόγελο της τ’ αγγελικό. Τα μάτια του Φιοντόρ καρφώθηκαν απάνω της λίγες στιγμές, με κακία στην αρχή, μ’ έκσταση έπειτα και τρυφερά στο τέλος. Αυτή τη στιγμή του ήλθε στο μυαλό η ανάμνηση που επιζητούσε η Βέρα, θυμήθηκε τη σκηνή του πηγαδιού, τότε που όρθοσε μπροστά του το στήθος της για να εμποδίσει τον Ορλόφ να τον ξαναχτυπήσει. Κατανικώντας όπως πάλι τη συγκίνησή του, της φώναξε: — Σερβίρετέ με λοιπόν γρήγορα γιατί πεινάω. Η Βέρα στάθηκε με το δίσκο μπροστά του κι ο Φιοντόρ έβαλε στο πιάτο του. Ύστερα έκανε ν’ απομακρυνθεί αλλά τη σταμάτησε η φωνή του: — Για δοκιμάστε αυτή τη σούπα, της είπε. Η πριγκίπισσα σήκωσε το κεφάλι. Γιατί αυτή η ταπείνωση; Τα

70


Ο Β Α Ρ Κ Α Ρ Η Σ ΤΟΥ Β ΟΛ ΓΑ μάγουλά της που ήταν χλομά απ’ την αγωνία γίνανε ρόδινα απ’ την αγανάκτηση. Τα μάτια της αναζητήσανε τον πατέρα της και τον είδανε κατάχλομο να σφίγγει πάνω στα γόνατά τους τις γροθιές. Συγκρατούσε μόλις το θυμό του. Ενώ ήταν έτοιμη ν’ αρνηθεί, ακούμπησε το δίσκο στο τραπέζι, πήρε το κουτάλι και δοκίμασε λίγη σούπα. Όταν την έφερνε στα χείλη της το χέρι της έτρεμε. — Νόστιμη είναι; ρώτησε ο Φιοντόρ με το κακό χαμόγελο του ανθρώπου που ευχαριστιέται να εξευτελίζει τον άλλον. — Βέβαια, είναι νόστιμη, του απάντησε. — Δοκιμάστε την πάλι, της είπε. Θέλω να μου πείτε αν είναι πολύ νόστιμη. Αυτή υπάκουσε ξανά. — Βέβαια είναι πολύ νόστιμη. Έπειτα ήλθε η σειρά της Βαρισσούχα. Η Βέρα πλησίασε με το δίσκο. — Όχι έτσι, της είπε η Τατάρισσα, θέλω να μου σερβίρεις εσύ το πιάτο. Η Βέρα δεν έφερε αντίρρηση. Άμα της σέρβιρε όμως έκανε να φύγει. Η Βαρισσούχα την τράβηξε πάλι απ’ το χέρι. — Έπεσε κάτι μέσα, της είπε, να μου βάλεις σούπα σε άλλο πιάτο. Και καθώς ήταν απασχολημένη η πριγκίπισσα να σερβίρει σε άλλον, σήκωσε τα χέρια της στο λαιμό της Βέρας και της τράβηξε το μεγάλο κολιέ με τα χοντρά μαργαριτάρια. Τότε σηκώθηκε ο πρίγκιπας Νικήτας. — Αυτό είναι κειμήλιο οικογενειακό, φώναξε. Είναι δώρο της μάνας της γιαγιάς μου. — Μπορώ μήπως να σε ρωτήσω, Νικήτα Νικηφόροβιτς, του είπε ο Φιοντόρ με ύφος σοβαρό υποκριτικό, που το βρήκε η μάνα της γιαγιά σου; — Της το χάρισε ο Αλέξανδρος Α΄. — Α, έτσι; έκανε ο Φιοντόρ κοροϊδευτικά, ώστε οι Τσάροι συνηθίζανε να χαρίζουν πολύτιμα κολιέ στις όμορφες κυρίες; — Αυτοί που ξέρουν την ιστορία της Ρωσίας, απάντησε δυνατά ο πρίγκιπας Γιάλκοφ, δεν αγνοούνε πως ο πρίγκιπας Μιχαήλ Βλαδιμήροβιτς Γιάλκοφ διοικούσε το ρωσικό στρατό που πήρε μέρος μαζί με τους συμμάχους στην επίθεση ενάντια 71


ΙΒΑΝ ΜΠΕΛΟΥ Κ Ι Ν στο Βοναπάρτη. Το περιδέραιο αυτό είναι το μικρό δώρο του ένδοξου Τσάρου στη γυναίκα του ανθρώπου που του πρόσφερε υπηρεσίες ανεκτίμητες. — Τις γνωρίζουμε αρκετά καλά αυτές τις υπηρεσίες, είπε ο Φιοντόρ. — Μα ο πρίγκιπας Μιχαήλ Βλαδιμήροβιτς Γιάλκοφ μπήκε στο Παρίσι νικητής το 1815. — Βέβαια, απάντησε ο Φιοντόρ. Είναι αυτός που ήταν αίτιος να σκοτωθούνε κάμποσες χιλιάδες Ρώσοι σε ξένη γη, για να μπει στο Παρίσι ένας Τσάρος και να γλεντήσει με την Ορτανσία Μπωαρναί. Ο πρίγκιπας δεν εξακολούθησε. Αυτός ο βαρκάρης που διοικούσε τους επαναστάτες, δεν ήταν αγράμματος καθώς νόμιζε. Γνώριζε την ιστορία της Ρωσίας πολύ καλά, κι ανέφερε τις συκοφαντίες και τους λίβελους εκείνης τις εποχής σαν γεγονότα πραγματικά. Η Βαρισσούχα φόρεσε το κολιέ. Επειδή όμως δεν ήξερε να το τυλίξει τρεις φορές έμενε κρεμασμένο ολόκληρο στο λαιμό της. Το θαύμασε λίγες στιγμές έτσι καθώς κρεμόταν πάνω στο ορθωτό της στήθος κι αφού στράφηκε στη Βέρα, που σερβίριζε τους άλλους μουζίκους, της φώναξε: — Αυτό μονάχα μου έλειπε. Όσο για τ’ άλλα πλούτη μου είμαι πιο καλή από σένα. Και με τα δυο της χέρια τράβηξε το φόρεμά της κι έδειξε το στήθος της γυμνό. — Αν τυχόν και δεν φοβάσαι τη σύγκριση, δείξτα κι εσύ αν μπορείς. Η Βέρα είδε αυτή την αδιάντροπη χειρονομία αλλά έκανε πως δεν κατάλαβε. Ο πρίγκιπας Γιάλκοφ είχε την εντύπωση πως η κόρη του δεν είδε τίποτα και συγκρατήθηκε. Ήλπιζε πως αυτή ήταν η τελευταία δοκιμασία. Αφού τέλειωσε η Βέρα το δραματικό σερβίρισμά της πλησίασε στον πατέρα της. Παρακολούθησε από κει το φαγητό που εξακολούθησε κάμποση ώρα. Οι μουζίκοι κάνανε μεταξύ τους αστεία χωριάτικα. Ρίχνανε ο ένας στον άλλον κόκαλα απ’ τα πουλερικά που τρώγανε, πίνανε κι αναποδογύριζαν τα ποτήρια. Πετούσαν τα πιάτα πάνω στα βαρύτιμα χαλιά. Κάμποσοι είχαν μεθύσει. Ο πεταλωτής 72


Ο Β Α Ρ Κ Α Ρ Η Σ ΤΟΥ Β ΟΛ ΓΑ Στεφάν είχε πιει δυο μπουκάλες κρασί γαλλικό, είχε τραβήξει μιαν αρκούδα ψεύτικη μεγάλη, που ήταν ένα παιγνίδι από δέρμα πραγματικό κι από υπέροχο άσπρο μαλλί κι ήταν πρωτοχρονιάτικο δώρο της Βέρας, όταν ήταν μικρούλα. Άλλοι κοιτάζανε τα κάδρα στους τοίχους, άλλοι ξεκρεμούσαν παλιά πιάτα των Σεβρών και τα παίρνανε δικά τους. Δεν έμεινε τίποτα στη θέση του απ’ τα παλιά όπλα τα ιστορικά της οπλοθήκης, που ήταν μια ολόκληρη πολύτιμη συλλογή οπλισμού από όλους τους αιώνες κι όλους τους λαούς. Ο πρίγκιπας Γιάλκοφ είδε να καταστρέφουνε τέτοιους θησαυρούς που τους είχαν μαζέψει μέσα κει οι πρόγονοί του και δεν μιλούσε. Δεν τον άφηνε η Βέρα να διαμαρτυρηθεί. Φοβότανε πως με το παραμικρό θα κινδύνευε η ζωή του πατέρα της. Καθόταν κοντά του και τον παρηγορούσε με φωνή σιγανή. Ο Φιοντόρ σηκώθηκε ξαφνικά. — Θέλω να μάθω, φώναξε που βρίσκεται ο Δημήτρης Ορλόφ. — Ο πρίγκιπας δεν του απάντησε. Ο Φιοντόρ χτύπησε τη γροθιά του στο τραπέζι. — Έχω την απαίτηση να μου απαντούνε, συνέχισε. Πού βρίσκεται ο Δημήτρης Ορλόφ. — Δεν θα στο έλεγα, κι αν το ήξερα ακόμα, απάντησε ο πρίγκιπας. — Υπάρχει πατερούλη, ένας τρόπος, να σε κάνει να μιλήσεις, είπε ένας μουζίκος, τον ξέρεις και συ κι εμείς. — Βέβαια. Κρατάτε όπλα στα χέρια σας κι είσαστε πολλοί. Μπορείτε να με σκοτώσετε, δεν θα μάθετε όμως ποτέ τίποτα από μένα. — Μα δεν θα σε σκοτώσουμε, είπε τότε ο Φιοντόρ, γιατί τότε πως θα μας πεις αυτό που θέλουμε; Η ζωή σου μας χρειάζεται για την ώρα, μα δεν πρέπει ν’ αρνιέσαι, Νικήτα Νικηφόροβιτς. Σε συμβουλεύω να μας πεις που βρίσκεται ο Δημήτρης Ορλόφ. Με το καλό φυσικά. — Σύντροφε, με το κνούτο, είπε ο μουζίκος που είχε μιλήσει πιο πριν. Η δική μας πλάτη ξέρει καλά πόσο θαυματουργό είναι. Πρέπει τώρα να το μάθει κι ο Νικήτας Νικηφόροβιτς. — Δεν τον αφήνει η κόρη του να μιλήσει, φώναξε η Βαρισσούχα. Αυτή φταίει για όλα. Είναι αρραβωνιαστικός της ο Δημήτρης Ορλόφ. 73


ΙΒΑΝ ΜΠΕΛΟΥ Κ Ι Ν Η Βέρα στράφηκε κι είδε τη Βαρισσούχα. Η Τατάρισσα, που είχε λείψει για λίγο απ’ την τραπεζαρία, είχε τώρα ξαναγυρίσει είχε βγάλει το βρωμερό κουρελιασμένο φουστάνι της και φορούσε ένα υπέροχο φόρεμα της Βέρας, δίχως μανίκια, από νταντέλα πραγματική, που μ’ αυτό, εδώ και λίγους μήνες η πριγκίπισσα Γιάλκοφ είχε βρεθεί σ’ ένα χορό στην Πετρούπολη, που είχε δώσει η Τσαρίνα για τους τραυματίες. Το μελαχρινό καλοφτιαγμένο κορμί της, πρόβαλε πιο προκλητικό μεσ’ απ’ αυτό το λεπτό φόρεμα, αλλά καθώς περπατούσε και κούναγε τους γοφούς της, το περπάτημά της γινότανε κωμικό. — Δεν θα έχεις καμιά ωφέλεια αν το μάθεις, φώναξε η Βέρα στον Φιοντόρ, κι ούτε μπορείς να τον πειράξεις. Γι’ αυτό θα στο πω. Ο πρίγκιπας Ορλόφ βρίσκεται στο Γιαροσλάβ με το στρατό. Αυτό το είπε για ν’ απαλλάξει τον πατέρα της από καινούργια ενόχληση. Όλοι γνώριζαν, εξ άλλου πως ο Ορλόφ βρισκόταν στο Γιαροσλάβ. Δεν είχε καμιά σημασία κι αν τα μάθαινε ο αρχηγός των στασιαστών. Ο Ορλόφ δεν κινδύνευε. Ίσως να τους φόβιζε και να τους συγκρατούσε κιόλας αυτή η πληροφορία. Η Βέρα μάλιστα περίμενε να κατεβεί γρήγορα ο στρατός και να εγκαταστήσει φρουρά στις όχθες του Βόλγα, όσο το δυνατό πιο μακριά. Το ποτάμι ήταν ο πιο εύκολος δρόμος, που απ’ αυτόν θα επικοινωνούσαν οι επαναστάτες με τους αγρότες. Έπρεπε λοιπόν να ξεκαθαρίσουν το Βόλγα απ’ τους επαναστάτες για να τους απομονώσουνε. Απορούσε μάλιστα πως δεν το είχε ακόμα σκεφθεί το Επιτελείο του λευκού στρατού στο Γιαροσλάβ. Ίσως οι αξιωματικοί να μη φαντάζονταν πως η επανάσταση είχε αρχίσει να εισχωρεί με αποστολές από όπλα σε μαούνες. — Στο Γιαροσλάβ, είπε ο Φιοντόρ. Τότε θα τον επισκεφθούμε γρήγορα. — Η Βέρα χαμογέλασε. Της φάνηκε κωμική η απειλή του βαρκάρη. Μπορούσε βέβαια, με τους Τατάρους και τους μουζίκους να ληστέψει έναν πύργο, όπου κατοικούσε ένας γέρος αριστοκράτης με την κόρη του και λίγους υπηρέτες, δεν θα τολμούσε όμως να πλησιάσει στο Γιαροσλάβ. Κι αν μάλιστα έφτανε ως τ’ αυτιά του Δημήτρη Ορλόφ η είδηση της επιδρομής στον πύργο, θα καταδίωχνε τους ληστές ένα απόσπασμα 74


Ο Β Α Ρ Κ Α Ρ Η Σ ΤΟΥ Β ΟΛ ΓΑ ιππικού με κάμποσα εξοπλισμένα αυτοκίνητα, κι όλοι αυτοί θα το βάζανε στα πόδια, κι όσους πιάνανε θα πλήρωναν ακριβά το έγκλημά τους. Καμιά δύναμη τότε δεν θα μπορούσε να τους σώσει απ’ το δικαιολογημένο θυμό του Δημήτρη Ορλόφ. — Σου φαίνεται δύσκολο, πριγκίπισσα της είπε ο Φιοντόρ, που απ’ το πρόσωπο της μάντευε την αισιοδοξία της. — Όπου κι αν βρίσκεται, θα έρθω εγώ να σου πω τι τον κάναμε τον Δημήτρη σου, είπε η Βαρισσούχα. — Κανείς δεν θα λάβει αυτόν τον κόπο είπε ο Φιοντόρ. Θα είναι κι η πριγκίπισσα μαζί μας. — Η κόρη μου μαζί σας; φώναξε ο Γιάλκοφ. — Θα έχει και τη δική σου συντροφιά Νικήτα Νικηφόροβιτς, είπε ο Φιοντόρ. Δεν θα σας χωρίσουμε γιατί κι οι δυο μας χρειάζεστε. — Μπράβο, Φιοντόρ, φώναξε η Βαρισσούχα. Θα τους κρατήσουμε όμηρους. Η Βέρα σφίχτηκε στο μπράτσο του πατέρας της από φόβο. Ως τότε δεν το είχε σκεφθεί πως ήταν αιχμάλωτη. — Μα δεν αντισταθήκαμε διόλου, είπε ο Γιάλκοφ. Μπήκατε λεύτερα εδώ μέσα. Πάρτε τα όλα κι αφήστε μας. Η κόρη μου δεν θ’ αντέξει να τρέχει στις περιπέτειες μαζί σας. — Χιλιάδες Ρωσίδες υποφέρανε πολλά ακολουθώντας τους εξόριστους άντρες τους στη Σιβηρία. — Δεν είμαι εγώ αρκετός; — Είσαι γέρος, Νικήτα Νικηφόροβιτς και κανείς δεν θ’ ανησυχήσει για τη ζωή σου. — Μην κακοποιήστε την κόρη μου γιατί καμιά δική σας γυναίκα δεν προσβλήθηκε ποτέ απ’ τους Γιάλκοφ. — Μη φοβάσαι, απάντησε ο Φιοντόρ. Μας χρειάζεται η πριγκίπισσα Βέρα μόνο για να προσέχει ο Δημήτρης Ορλόφ. Ίσως και να επιχειρήσει να μας την πάρει και τότε η παγίδα θα κλείσει. — Κοίταξε τη Βέρα με βλέμμα παράξενο και χαμογέλασε σαρκαστικά. Η Βαρισσούχα κοιτούσε με ζήλια τη Βέρα και τον Φιοντόρ. — Μην κάνεις έτσι όμως, Νικήτα Νικηφόροβιτς, εξακολούθησε ο Φιοντόρ. Έλα να πιεις μαζί μας, σε παρακαλώ, ίσως να γίνουμε φίλοι. 75


ΙΒΑΝ ΜΠΕΛΟΥ Κ Ι Ν Και γυρίζοντας προς τη Βέρα, είπε: — Θα κάνεις τον κόπο να γεμίσεις κρασί το δικό μου ποτήρι και του πρίγκιπα; Η Βέρα υποχωρώντας σε όλα, σηκώθηκε και γέμισε τα ποτήρια. — Έλα λοιπόν, είπε στον πρίγκιπα, κρατώντας το ποτήρι του γεμάτο, έλα, περιμένω. Ο Στεφάν, ο πεταλωτής έκανε ένα τρομερό σαματά και για μια στιγμή απασχόλησε τον Φιοντόρ. Ο άξεστος αυτός γίγαντας είχε κάνει κομμάτια έναν μεγάλο καθρέφτη με το σπαθί του. Η Βέρα τρόμαξε απ’ τον κρότο αλλά ξαναβρήκε την ψυχραιμία της, και γέμισε ένα άδειο ποτήρι που είδε μπροστά στον ξανθό Ιβάν. — Ευχαριστώ, πριγκίπισσα, είπε ο νέος σιγά, δεν έπρεπε να κουρασθείτε. Κι έμενε εκστατικός με τα γαλάζια μάτια του καρφωμένα επάνω της. Ο Φιοντόρ ξαναγύρισε απ’ το Στεφάν, που τον είχε μαλώσει κι άμα είδε το νέο να κοιτάζει τη Βέρα με θαυμασμό τον τράβηξε απ’ το μανίκι. — Παραξεχάσθηκες, του είπε. — Δεν έχω ξαναδεί τόσο άσπρα χέρια, είπε ο Ιβάν. Νομίζεις πως έχουνε ψυχή, Φιοντόρ. — Μην ξεμυαλίζεσαι, Ιβάν. Αν σ’ άφηνα λίγες στιγμές μαζί της θα μας παρατούσες όλους. Στο αναμεταξύ, η Βέρα μιλούσε με τον πατέρα της. Προσπαθούσε να τον καταφέρει να μη φέρνει αντιρρήσεις στον Φιοντόρ. Έλπιζε πως θα τον μαλάκωνε στο τέλος. — Ποτέ, απάντησε στο φίλο του ο Ιβάν, δεν μπορώ όμως να μη πω αυτό που νιώθω. — Θα σου εξηγήσω άλλη φορά, είπε ο Φιοντόρ, γιατί σου κάνει αυτή η γυναίκα εντύπωση. — Δεν έχεις άδικο, απάντησε ο Ιβάν. Στο πρόσωπό της καθρεφτίζεται η ευγένεια ζωντανή. — Θα σου δέσω τα μάτια, Ιβάν. Είσαι παιδί. Δεν ήλθαμε δω για να μας μαγέψει η ομορφιά της πριγκίπισσας. Είναι εχθροί μας και θα τους φερθούμε ανάλογα. Γύρισε ύστερα στον πρίγκιπα και του είπε: — Είπαμε πως θα πιούμε. Πάρε το ποτήρι σου και πιες στη 76


Ο Β Α Ρ Κ Α Ρ Η Σ ΤΟΥ Β ΟΛ ΓΑ υγεία όλων και στην υγεία των συντρόφων του Βόλγα. Η Βέρα έγνεψε στον πατέρα της να πιει. — Στην υγειά σας λοιπόν παιδιά του Βόλγα, φώναξε ο Φιοντόρ. Πολλές φωνές απάντησαν ταυτόχρονα. Ο πρίγκιπας ακούμπησε σιωπηλός στα χείλη το ποτήρι του κι έκανε πως ήπιε. Ο Φιοντόρ άδειασε το δικό του και φώναξε στη Βέρα. — Κρασί! Γέμισέ μου το ποτήρι. Η Βέρα κέρασε αμέσως, άλλά καθώς έγερνε τη μπουκάλα έχυσε λίγο κρασί πάνω στο παπούτσι του Φιοντόρ. Τότε αυτός που το είδε, της είπε: — Κάνεις ζημιές. Μου λέρωσες το παπούτσι, να το σκουπίσεις. Σήκωσε το πόδι του και πάτησε στην πολυθρόνα. Ο πρίγκιπας που καθόταν ξανασηκώθηκε. Δεν μπορούσε ν’ αφήσει να προσβάλλουν μπροστά του την κόρη του. — Είναι άνανδρο αυτό, είπε. Ετοιμάσθηκε να ορμήσει. Δύο χέρια όμως δυνατά τον καθηλώσανε στο κάθισμα και τον κρατούσαν εκεί. — Σκούπισέ το, ξαναείπε ο Φιοντόρ. Η Βέρα στάθηκε λίγο αναποφάσιστη. Το αίμα κοκκίνισε στα μαγουλά της. Τη λυπήθηκε ο Ιβάν. — Θα το σκουπίσω εγώ, είπε για να μην ξευτελισθεί η Βέρα. Ο Φιοντόρ άρπαξε απ’ το λαιμό τον Ιβάν και τον πέταξε μακριά. — Θα σε δέσω, του είπε. Αυτό το έκανε τώρα για να εκδικηθεί την ταπείνωση που του είχε κάνει ο Ορλόφ. Αφού δεν ήταν εκείνος παρών θα πλήρωνε η αρραβωνιαστικιά του. — Σκούπισε το λοιπόν, της είπε. Το λέω για τελευταία φορά. Η Βέρα ετοιμάσθηκε να σκύψει. Την ίδια στιγμή όμως πήδησε ο Ιβάν μπροστά στον Φιοντόρ και σκέπασε με το κορμί του το στήθος του. Είχε δει τον Αλέξη, το γέρο υπηρέτη του Γιάλκοφ να σηκώνει το πιστόλι ενάντια στον Φιοντόρ. Δεν πρόφτασε να τρέξει να τον συγκρατήσει και προτίμησε να βρεθεί μπροστά στο εχθρικό όπλο για να σώσει το φίλο του 77


ΙΒΑΝ ΜΠΕΛΟΥ Κ Ι Ν κι αρχηγό της επαναστατικής ομάδας. Ώσπου να καταλάβει ο Φιοντόρ την αιτία ακούστηκε ένας πυροβολισμός. Ο Αλέξης είχε πυροβολήσει. Ο Ιβάν σήκωσε ξαφνικά τα χέρια, άφησε ένα αχ! Κι έκανε να πέσει. Τον βρήκε κατάστηθα η σφαίρα του Αλέξη. Τον κράτησε ο Φιοντόρ στην αγκαλιά του. Όλοι τα χάσανε. Η Βέρα βρέθηκε σιμά στον πατέρα της. Χλομή και με μάτια δακρυσμένα, τον κρατούσε απ’ τους ώμους. Οι μουζίκοι κι οι Τάταροι πλησίασαν τον τραυματισμένο. Τον σήκωσε ο Φιοντόρ και φώναξε: — Κάντε θέση πάνω στο τραπέζι. Τον ξαπλώσανε εκεί. — Πού σε χτύπησαν; ρώτησε ο Φιοντόρ με κομμένη φωνή. Αυτός έκανε να σηκώσει το χέρι μα δεν μπόρεσε. Μουρμούρισε κάτι κι ο Φιοντόρ άκουσε αυτά τα λόγια. — Δεν πειράζει. Εσύ σώθηκες. Το αίμα από μερικούς αγωνιστές χρειάζεται για τη νίκη. Και σφάλισε τα μάτια. Μια χλομάδα θανάτου απλώθηκε στο πρόσωπό του. Ο Φιοντόρ γύμνωσε το στήθος του και βρήκε την πληγή του. Βρισκόταν ακριβώς πάνω απ’ τον αριστερό μαστό. Ακούμπησε την παλάμη του για να βρει το σφυγμό του. Η καρδιά του δεν χτυπούσε πια. — Μας τον σκοτώσανε, είπε. — Οι μουζίκοι ολόγυρα σταυροκοπήθηκαν και σκύψανε το κεφάλι μουρμουρίζοντας λόγια θρησκευτικά. Αυτή τη στιγμή που όλοι ήταν απορροφημένοι απ’ την αίσθηση του θανάτου, ο πρίγκιπας Γιάλκοφ, κρατώντας την κόρη του, προχώρησε προς την πόρτα. Καταλάβαινε πως δεν είχε άλλη ελπίδα για να σωθεί. Ήταν όμως αργά. Το πιάσανε δύο Τάταροι απ’ τα χέρια και φώναξαν: — Τι να τον κάνουμε, Φιοντόρ; — Κρατήστε τον, φώναξε κείνος. — Αυτός τον σκότωσε. Και πραγματικά, όλοι πίστεψαν πως είχε πυροβολήσει ο πρίγκιπας. Τον είχαν δει μόνο να ορμάει την ώρα που ο Φιοντόρ ανάγκαζε τη Βέρα να του σκουπίσει το παπούτσι. Δεν είχε προσέξει κάποιος τον Αλέξη. Μόνο ο Ιβάν τον είχε δει. Ο Φιοντόρ πίστευε πως ο πρίγκιπας είχε πυροβολήσει. Θα πλή78


Ο Β Α Ρ Κ Α Ρ Η Σ ΤΟΥ Β ΟΛ ΓΑ ρωνε λοιπόν. — Φέρτε τον εδώ, φώναξε. Οι βαρκάρηδες κι οι Τάταροι φώναζαν όλοι μαζί. — Αυτός τον σκότωσε. — Τότε όμως ακούσθηκε ξαφνικά μια φωνή. — Άδικα τον πιάσατε αυτόν. Φταίει η γυναίκα. Ήταν η Βαρισσούχα. Βρήκε ευκαιρία να εκδικηθεί την πριγκίπισσα που τη ζήλευε. Η Βέρα που βρισκόταν πίσω απ’ τον πατέρα της, φώναξε. — Πραγματικά, εγώ φταίω. Πιάστε μένα κι αφήστε τον πατέρα μου. Ο πρίγκιπας γύρισε το κεφάλι του κι έγνεψε στην κόρη να πάψει. Οδηγήσανε και τους δυο μπροστά στον Φιοντόρ. Μόλις είδε τον νεκρό η Βέρα ξέσπασε σε κλάμα. Σκοτώθηκε ο μόνος που φαινόταν συγκινημένος απ’ αυτή την επιδρομή. Ο Φιοντόρ φαινόταν αδυσώπητος. Έλειψε πια ο μόνος που μπορούσε να πει μια καλή λέξη και τους θεωρούσαν μάλιστα κι ενόχους για το θάνατό του. Ο Φιοντόρ με τα χέρια σταυρωμένα, χλομός απ’ τον πόνο και το θυμό τους είπε: — Εδώ μέσα σκοτώθηκε ο σύντροφός μας. Μας σκοτώσατε ενώ δεν ήρθαμε δω να σας σκοτώσουμε. Ο ένας απ’ τους δυο σας πρέπει να πληρώσει. Αποφασίστε ποιος θα τουφεκιστεί. Ο πρίγκιπας αγκάλιασε την κόρη του. — Είμαι γέρος, της είπε. Η ζωή μου αξίζει πιο λίγο απ’ τη δική σου. Είναι αρκετό να ξέρω πως εσύ θα σωθείς. — Όχι, είπε αυτή. Δεν μπορώ να ζήσω μοναχή, πατέρα. Να τουφεκίσουνε μένα. Η Βέρα δεν τον άφηνε να μιλήσει. Το αγκάλιαζε, το φιλούσε, τον παρακαλούσε ν’ αφήσει να την τουφεκίσουν. — Είναι προτιμότερο, πατέρα, να τουφεκίσουνε μένα. Αν μείνω στα χέρια τους δεν ξέρω τι θ’ απογίνω. Τράβηξα μπρος στα μάτια σας τόσους εξευτελισμούς. Θα με περιμένουν ακόμα χειρότερα. Κι αν ζήσω, δεν θα θελήσω να παντρευτώ τον Δημήτρη Ορλόφ. Ο θάνατος θα με σώσει απ’ την ατιμία. — Λοιπόν διαλέξτε, είπε ο Φιοντόρ. Να τελειώνουμε. Ποιος θα τουφεκισθεί από τους δυο σας; — Η γυναίκα, φώναξε η Βαρισσούχα. Θέλει δεν θέλει αυτήν να τουφεκίσουν. 79


ΙΒΑΝ ΜΠΕΛΟΥ Κ Ι Ν — Τους έδωσα το δικαίωμα να αποφασίσουνε, είπε ο Φιοντόρ. — Θα σκοτώσετε μένα, είπε η Βέρα. Μια γριά Τατάρισσα, με πρόσωπο φρικαλέο, σαν μάγισσα, προχώρησε κι είπε στριγκλίζοντας: — Έχει δίκιο η κοπέλα. Μια νέα να πληρώσει για έναν νέο. — Ας γίνει έτσι, είπε ο Φιοντόρ. Πάρτε τον πρίγκιπα και φρουρήστε τον. Η Βέρα ρίχτηκε στην αγκαλιά του πατέρας της. Κλαίγανε κι οι δυο σπαρακτικά. Τους χωρίσανε δύο Τάταροι. — Δεν μπορούμε, βιαζόμαστε, είπε ο ένας. — Πήρανε το Νικήτα Νικηφόροβιτς Γιάλκοφ και τον οδήγησαν στο διάδρομο. Η Βέρα τον παρακολουθούσε δακρυσμένη να βγαίνει σκυφτός. Άμα έφτασε στην έξοδο γύρισε το κεφάλι, αλλά ο Τάταρος τον έσπρωξε κι έκλεισε την πόρτα. Η Βέρα γύρισε τα μάτια στους μουζίκους και τους Τάταρους και τους είδε σαν θηρία. Αιστάνθηκε φόβο κι αποστροφή. Έστριψε αλλού το πρόσωπό της και συνάντησε το βλέμμα της Βαρισσούχα που ήταν γεμάτο μίσος και θριαμβευτικό. Αντί ν’ απελπιστεί όμως αισθάνθηκε την περηφάνια της να δυναμώνει. Βρισκόταν στα χέρια των δημίων της, θα πέθαινε όμως σαν μια γνήσια Γιάλκοφ. Δεν θα λιποψυχούσε την τελευταία στιγμή. Τα τελευταία δάκρυα ήταν του αποχωρισμού με τον πατέρα της. Δεν έκλαψε όμως για το θάνατό της, αλλά για τον πατέρα της. Σκούπισε λοιπόν τα μάτια της, σήκωσε περήφανα το κεφάλι κι είπε στον Φιοντόρ: — Κύριε είμαι έτοιμη. Αυτός είπε να μεταφέρουνε το πτώμα του Ιβάν. Το πήραν δυο σύντροφοι. Ύστερα δύο μουζίκοι πλησίασαν τη Βέρα κρατώντας στα χέρια ένα σχοινί. Ό ένας της έδεσε τα χέρια κι άλλος της πέρασε μια θηλιά στο λαιμό. — Να δοκιμάσεις αν είναι γερό το σχοινί, φώναξε πηδώντας μπροστά η Βαρισσούχα. — Είναι σχοινί της βάρκας, απάντησε ο μουζίκος. Αυτή τη στιγμή επενέβη ο Φιοντόρ και φώναξε: — Όχι σχοινιά και κρεμάλες. Δεν είμαστε δήμιοι, είμαστε 80


Ο Β Α Ρ Κ Α Ρ Η Σ ΤΟΥ Β ΟΛ ΓΑ επαναστάτες. Θα τουφεκισθεί. Τη λύσανε. Αυτή αναζήτησε με τα μάτια το Φιοντόρ, για να τον ευχαριστήσει που την απάλλαξε απ’ τον εξευτελισμό της κρεμάλας. Αυτός όμως κοιτούσε αλλού. Κάλεσε ονομαστικά μερικούς συντρόφους. Παρουσιάσθηκαν μπροστά του πέντε βαρκάρηδες με επαναληπτικά όπλα. — Θα την τουφεκίσετε σεις, διέταξε ο Φιοντόρ. Πάρτε θέση και περιμένετε το παράγγελμα. Οι μουζίκοι κι οι Τάταροι υποχώρησαν απ’ τη θέση της Βέρας. Ο Φιοντόρ έβγαλε ένα μαντήλι και της είπε: — Θα σου δέσω τα μάτια. — Είναι περιττό, απάντησε αυτή. — Έτοιμο, φώναξε στο απόσπασμα ο Φιοντόρ. Οι άνδρες μπήκαν στη γραμμή και σήκωσαν τα όπλα. Ο Φιοντόρ κοιτούσε τη Βέρα. Ένιωσε μια συμπόνια βαθιά στην καρδιά του γι’ αυτήν που καταδίκασε μόνο και μόνο σαν αντίποινα για το χαμό του συντρόφου του. — Έχεις το δικαίωμα να πεις ό,τι θέλεις, της φώναξε. Θα σεβασθώ την τελευταία σου παραγγελία. — Δεν θέλω τίποτα, είπε αυτή. Χρειάζεται όμως ένας ολόκληρος λόχος για να δολοφονήσει μια γυναίκα; Ένας θα ήταν αρκετός. — Έχεις δίκιο, είπε ο Φιοντόρ. Είναι πολύτιμες οι σφαίρες. Αρκεί ένα πιστόλι. Φύγετε από κει. Κι απομάκρυνε τους ενόπλους. Τότε όμως η Βαρισσούχα στάθηκε απέναντι στη Βέρα και τράβηξε το πιστόλι της. Πίεσε τη σκανδάλη αλλά δεν έπιασε φωτιά. Ο Φιοντόρ είχε χαλάσει το μηχανισμό για να μην το χρησιμοποιήσει άσκοπα. Αν δεν το είχε κάνει αυτό, τώρα η Βέρα θα ήταν νεκρή. Ο Φιοντόρ την άρπαξε τότε και την έσπρωξε μακριά. — Αν δεν ησυχάσεις θα σε δέσω, της είπε. Τη γυναίκα αυτή θα τη σκοτώσω εγώ. — Μπράβο Φιοντόρ, φώναξαν μερικοί. — Δεν θα ήθελα να πεθάνω μπροστά σε τόσον κόσμο, είπε η Βέρα. — Καλά είπε ο Φιοντόρ. Γύρισε έπειτα προς τους συντρόφους του και φώναξε: — Να βγείτε όλοι έξω. 81


ΙΒΑΝ ΜΠΕΛΟΥ Κ Ι Ν Βγήκαν όλοι έξω, αλλά κοντοστάθηκαν μπροστά στις ανοιχτές πόρτες και κοιτάζανε ανυπόμονα. — Οι πόρτες να κλείσουν, είπε η Βέρα στο Φιοντόρ. Παρακαλώ. Εκτός αν πρέπει αυτοί να διασκεδάζουν με το θάνατό μου. Ο Φιοντόρ έκλεισε τις πόρτες. Οι επαναστάτες τραβήχτηκαν χωρίς διαμαρτυρία. Του είχαν εμπιστοσύνη τυφλή. Μονάχα η Βαρισσούχα στυλώθηκε στην πόρτα και δεν έφευγε. — Έχω δικαίωμα να δω, είπε. — Μόνο εσύ δεν εννοείς να υπακούσεις. — Φοβάμαι. — Τι φοβάσαι; — Είναι πολύ όμορφη και δεν θέλω να μείνει κοντά σου έστω και για να τη σκοτώσεις! Ο Φιοντόρ, από ένστικτο κοίταξε τη Βέρα. Στεκόταν ακίνητη στην ίδια θέση, ατάραχη. Μονάχα τα όμορφα μάτια της είχαν μια έκφραση λύπης, ήταν πιότερο λαμπερά και το στήθος της έπαλλε από αγωνία. Ο Φιοντόρ σήκωσε τους ώμους αδιάφορα στη γοητεία της Βέρας κι είπε στη Βαρισσούχα. — Είσαι κτήνος. — Πες μου πως μ’ αγαπάς τουλάχιστον, είπε κι άπλωσε τα χέρια της στο λαιμό του αναζητώντας τα χείλη του. Θα την άφηνε να τον φιλήσει αλλά μια τέτοια σκηνή μπροστά σε μιαν ετοιμοθάνατη του φάνηκε χυδαία. Την έσπρωξε έξω κι έκλεισε την πόρτα. Έμεινε μόνος με τη Βέρα. Στάθηκε μπροστά της, σταύρωσε τα χέρια του και την κοίταξε κατάματα. Το αίμα αυτής της γυναίκας ήταν το πρώτο που θα έχυνε η επανάσταση απ’ το Γιαροσλάβ ως την Κόστρομα. Μα η κοπέλα αυτή δεν είχε πειράξει κανέναν κι ήταν γεμάτη καλοσύνη για όποιον ταπεινό συναντούσε, και δεν αντιστάθηκε μάλιστα. Μεγάλωνε τώρα η συμπόνια που είχε νιώσει γι’ αυτήν απ’ την πρώτη στιγμή. Δεν πειράζει όμως. Ήταν μοιραίο, γιατί ήταν πριγκίπισσα και εχθρή του λαού. Είχε μεγαλώσει μεσ’ τα πλούτη απ’ τον ιδρώτα και απ’ το αίμα της ρούσικης αγροτιάς. Έπρεπε όμως να της φανεί ευγενικός τις τελευταίες στιγμές. Κοιτάζοντας λοιπόν το μεγάλο ρολόι της είπε: — Είναι εννιά παρά πέντε. Έχεις πέντε λεπτά να προσευχη82


Ο Β Α Ρ Κ Α Ρ Η Σ ΤΟΥ Β ΟΛ ΓΑ θείς. Θα πεθάνεις στις εννιά. Η Βέρα πλησίασε στο ρολόι και γύρισε τους δείκτες να δείχνουν εννιά ακριβώς. — Εμπρός, του είπε δεν συνηθίζω να περιμένω. — Έπειτα γύρισε και στάθηκε στη θέση της. Ο Φιοντόρ ξανάβαλε το ρολόι στην ώρα του. — Τα πέντε λεπτά σου ανήκουν. Θα τα χρησιμοποιήσεις. Η Βέρα σήκωσε τα γυμνά της μπράτσα, έγειρε πίσω το κεφάλι και κάρφωσε τα μάτια της πάνω σε δυο πορτραίτα νεανικά, αυτά του πατέρα και της μητέρας της. Ο Φιοντόρ κοιτούσε κι αυτός. Κάτι ψιθύριζαν τα χείλη της Βέρας. Τα βλέφαρά της τώρα είχαν κλείσει βαριά. Το πρόσωπό της είχε πάρει μιαν έκφραση προσευχής ή κάποιας θλιβερής αναπόλησης. Ο Φιοντόρ συλλογιζόταν. Ποιον σκέπτεται τάχα; Αυτόν που αγαπούσε; Σε μια τέτοια στιγμή τραγική το αίσθημα πάντα κυριαρχεί. Ζήλεψε για μια στιγμή τον υποτιθέμενο εραστή. Στα επαναστατικά βιβλία που διάβασε, μιλούσαν για ισότητα ανάμεσα σε όλους τους ανθρώπους που την έχει ανατρέψει η άδικη κατανομή του πλούτου. Η επανάσταση θα την εφάρμοζε όταν αποστερούσε τους φεουδάρχες και τους αστούς απ’ τις μεγάλες τους περιουσίες. Να όμως που δεν ήτανε σωστή η όμορφη αυτή θεωρία της επανάστασης. Δεν μπορεί να είναι όλοι οι άνθρωποι ίσοι όταν άλλοι είναι ευγενικοί κι άλλοι χυδαίοι. Είναι λίγοι αυτοί που μπορούν να αισθάνονται βαθιά και πεθαίνουνε σιωπηλά και περήφανα. Αναστέναξε με λύπη γι’ αυτήν την ανισότητα στις ψυχές, που καμιά επανάσταση δεν μπορούσε να τη νικήσει. Το δραματικό αυτό θέαμα τον συγκινούσε. — Ασφαλώς θυμάσαι τον Δημήτρη Ορλόφ, της είπε διακριτικά. — Θυμάμαι αυτούς που αγάπησα, τον πατέρα μου και τη μητέρα μου, είπε η Βέρα. Ο Φιοντόρ κοίταξε τα πορτραίτα. Η προσωπογραφία της γυναίκας είχε τα χαρακτηριστικά της Βέρας. Ώστε δεν αγαπούσε τον Ορλόφ; Προσπάθησε να τη θυμηθεί όταν βρισκόταν μαζί του. Στο πηγάδι της Τατάρικης κατασκήνωσης κοιτούσε τον Φιοντόρ διαρκώς με περιέργεια. Και του μιλούσε όλο για το τραγούδι του Βόλγα και πως αναγνώριζε τη φωνή του μέσα 83


ΙΒΑΝ ΜΠΕΛΟΥ Κ Ι Ν σε όλες τις φωνές. Του έλεγε πως το έπαιζε στο πιάνο και πως της άρεσε πολύ, σαν να ήθελε να το τραγουδήσουνε μαζί. Κι όταν της φώναξε ο Ορλόφ να φύγουν, αυτή δεν του απάντησε. Εξακολουθούσε να μιλάει μαζί του. Σ’ αυτό ίσως να οφείλονταν ο θυμός του Ορλόφ. Ώστε τη ζήλευε λοιπόν; Και γι’ αυτό τον έβαλε να σκουπίσει τη μπότα του, για να τον ταπεινώσει μπροστά της. Κι έπειτα τον χτύπησε με το μαστίγιο για την ίδια αιτία. Δεν ήταν λοιπόν άδικη η ζήλια του Ορλόφ. Μα κι η Βαρισσούχα είχε ζηλέψει, γιατί φοβόταν μην τυχόν της αμφισβητήσει η Βέρα το βαρκάρη, τον δύστυχο κουρελιάρη Φιοντόρ. Κάποιο αίσθημα λοιπόν υπήρχε τότε στα λόγια της Βέρας Νικήτοβνας Γιάλκοβας. Αν ο Φιοντόρ δεν βρισκόταν σ’ αυτήν την κατάσταση, αν δε ήταν κυνηγημένος σαν γιος ενός εξόριστου στη Σιβηρία, αν δεν είχε γίνει βαρκάρης του Βόλγα, όταν η οικογένεια του καταστράφηκε οικονομικά, αν δεν τον έριχνε η μοίρα σε τέτοια χάλια, ίσως να τον αγαπούσε μια κοπέλα σαν την πριγκίπισσα Βέρα. Με τόση ομορφιά, με τόση ευγένεια, με τόση λεπτότητα, με τέτοιο κορμί, με χέρια που παίζανε μια τέτοια μουσική, θα ήταν ικανή να σκλαβώσει την καρδιά ενός άνδρα. Μπορεί να τον είχε αγαπήσει. Και τώρα η αδυσώπητη μοίρα τον έβαλε εδώ μπροστά της, έτοιμο να τη σκοτώσει. Γινόταν δήμιος αυτής που δεν ήταν διόλου ένοχη και που μπορούσε να τον αγαπήσει και να την αγαπήσει κι αυτός. Η Βέρα προχώρησε στο πιάνο και κάθισε στο σκαμνί. Άνοιξε το όργανο και ρώτησε: — Επιτρέπεται; — Σου υποσχέθηκα, της είπε, να χρησιμοποιήσεις όπως θέλεις αυτά τα λίγα λεπτά. Τα δάχτυλά της γλίστρησαν πάνω στα πλήκτρα κι άρχισε να παίζει. Η καρδιά του Φιοντόρ χτυπούσε δυνατά. Ήτανε το τραγούδι του Βόλγα. Τα δάχτυλά της ακουμπούσαν ανάλαφρα απ’ την αγωνία και οι τόνοι έβγαιναν σβησμένοι, ελαφροί, πνιχτοί σχεδόν. Η μουσική όμως έτσι άγγιζε πιο δυνατά τη συγκινημένη ψυχή του Φιοντόρ. Του έφερνε στο νου τις βραδινές ώρες που τραγουδούσε από συνήθεια για να ξεχάσει την εξάντληση της βαριάς του δουλειάς και το τραγούδι έβγαινε βραχνό, χαμηλό με διακοπές απ’ τη βαριά ανάσα. Τη στιγμή 84


Ο Β Α Ρ Κ Α Ρ Η Σ ΤΟΥ Β ΟΛ ΓΑ αυτή η γυναίκα που έπαιζε σαν προσευχή το τραγούδι του ποταμού στο πιάνο, του θύμιζε την προσωπική δυστυχία του τις αγωνίες και τις θλίψεις που είχε νιώσει. Η Βέρα έπαιζε με το κεφάλι ψηλά και τα μάτια εκστατικά. Ο λαιμός φαινόταν πιο ψηλός, το τόξο του στήθους πιο έντονο, τα κρινένια της χέρια πιο άσπρα, σαν να είχαν δική τους ζωή και ψυχή. Αν έβλεπε ο Φιοντόρ την πριγκίπισσα σ’ αυτήν τη στάση, σε κάποια άλλη στιγμή, έτσι όμορφη, με το κεφάλι ψηλά, με τα μαλλιά φωτερά, με τα χείλη μισάνοιχτα, με το κορμί στητό, με τα πόδια λεύτερα κάτω απ’ το φουστάνι που είχε σηκωθεί ως τα γόνατα και φανέρωνε τη φευγαλέα καμπύλη της γάμπας, θα νόμιζε κάποιος πως ποζάριζε. Μπορεί όμως να πάρει τέτοια πόζα μια γυναίκα που περιμένει το θάνατο; Η ομορφιά της ήτανε φυσική. Δεν είχε ποτέ του ξαναδεί μιαν αριστοκράτισσα να παίζει απορροφημένη κι εκστατική μ’ εξαϋλωμένη ομορφιά. Πλησίασε αργά και στάθηκε πίσω της. Την είχε τώρα μπροστά του κάτω απ’ τα μάτια του. Το θαμπό φως έπεφτε στο καμπύλωμα της πλάτης σαν σε σάρκινο αλάβαστρο. Τα μάτια του γλίστρησαν προς το ντεκολτέ που μισάνοιγε με τις ρυθμικές κινήσεις κι έδειχνε το διπλό κύμα του στήθους. Αυτό του αναστάτωσε την ανδρική του ιδιοσυγκρασία. Ο πόθος πέρασε μεσ’ απ’ τη σάρκα του σαν ακαταμάχητη ανατριχίλα. Είχε λοιπόν στα χέρια του την εξαίσια αυτή γυναίκα με το υπέροχο κορμί. Δεν είχε παρά να την αρπάξει αν ήθελε. Και θα χαιρόταν, όσο κι αν αντιστεκόταν, το κορμί αυτό που προοριζόταν για έναν πρίγκιπα ή για εραστές της τάξης της. Είχε όμως ακούσει πως οι αριστοκράτισσες δεν περιφρονούσαν για τις ακολασίες τους ούτε το σοφέρ, ούτε τον καμαριέρη τους. Αυτή θα φώναζε, θα του έχωνε τα νύχια της, θα τον χτυπούσε, κι αυτό θα τον ερέθιζε πιο πολύ και δεν θα συγκρατούσε την ορμή του. Θα την κυλούσε κατά γης μ’ ένα μαντήλι στο στόμα σαν ζώο νικημένο και θα την έκανε όργανο του πόθου του με το ζόρι. Και μια σφαίρα έπειτα θα την έκανε να σωπάσει για πάντα. Η Βέρα σταμάτησε να παίζει. — Σ’ ευχαριστώ, του είπε. Η φωνή της τον έκανε να συνέλθει. Ντράπηκε γι’ αυτά που σκέφτονταν. Πώς παρασύρθηκε έτσι; Η υπέροχη αυτή γυναί85


ΙΒΑΝ ΜΠΕΛΟΥ Κ Ι Ν κα που του φάνηκε τόσο καλή, κι αν ίσως βρισκόταν κοντά της σε άλλο επίπεδο κοινωνικό μπορεί να του έδινε άλλη ευτυχία, δεν άξιζε τέτοια τύχη. Σκέφτηκε πως ήταν χυδαίος μόνο γιατί του πέρασαν τέτοιες αποτρόπαιες ιδέες εμπνευσμένες απ’ τον πειρασμό. Να ριχτεί πάνω σε μια παρθένα λίγες στιγμές πριν τη σκοτώσει. — Είμαι έτοιμη, του είπε η Βέρα με την αγγελική κρυστάλλινη φωνή της. Το ρολόι έδειχνε εννιά ακριβώς. Είχαν περάσει τα πέντε λεπτά. Τώρα η Βέρα μόλις μπορούσε να κρατηθεί στα πόδια της. Προχώρησε τρία βήματα με κόπο. Πήρε από ένα συρτάρι ένα μπουκαλάκι με κίτρινο υγρό. Το άνοιξε, προχώρησε πάλι κι έχυσε λίγο πάνω στα αναμμένα ξύλα. Αμέσως πετάχτηκε μια φλόγα, ένας καπνός κι ένα άρωμα λεπτό μεταδόθηκε παντού. — Τι είναι αυτό; τη ρώτησε ο Φιοντόρ. — Εσσάνς από τριαντάφυλλο, του είπε κείνη. Το άρωμα των ονείρων της ψυχής. Την στιγμή αυτή χτυπήσανε την πόρτα δυνατά κι ακούστηκαν φωνές. — Ακόμα Φιοντόρ; — Τη σκότωσες; — Δεν ακούσαμε πυροβολισμό. Ο Φιοντόρ βρέθηκε σε αμηχανία. Κοίταξε μια την πόρτα κι έπειτα τη Βέρα σαν να ήθελε κάτι να πει, γύρισε τα μάτια ολόγυρα, σαν να ήθελε κάτι να βρει, έναν τρόπο να βρει απ’ το αδιέξοδο. Ξανακούστηκαν οι χτύποι. — Ησυχία, φώναξε ο Φιοντόρ. Τελειώνω. Κοίταξε το ρολόι που προχωρούσε. Εννιά κι ένα λεπτό. Γιατί να μην μπορούσαν να καρφωθούν όλα τα ρολόγια στις εννιά, να μείνει λίγο ακόμα μ’ αυτήν την κοπέλα, να της μιλάει, να γνωρίσει την ψυχή της που έδινε ζωή σ’ αυτό το επιθυμητό κορμί; Η μοίρα του χάρισε πέντε λεπτά μαζί της, πέντε λεπτά αγωνίας, πέντε λεπτά προετοιμασίας για το θάνατο. Έπιασε τότε ένα μπουκάλι με κόκκινο κρασί απ’ το τραπέζι, γέμισε ένα ποτήρι και το έδωσε στη Βέρα. — Πιες το, είπε. Θα σου δώσει κουράγιο. Αυτή τον κοίταξε σαν να ρωτούσε τι της χρειαζότανε αυτό το κουράγιο. Αν ήθελε θα την είχε σκοτώσει, τα λίγα λεπτά 86


Ο Β Α Ρ Κ Α Ρ Η Σ ΤΟΥ Β ΟΛ ΓΑ ζωής που της χάρισε είχαν περάσει. Είτε γιατί κατάλαβε τον αγώνα που γινόταν μεσ’ την ψυχή του Φιοντόρ, κι αυτό της έδινε ελπίδα, είτε γιατί το ένστικτο την έσπρωχνε να νιώσει τη χαρά ενός τελευταίου ποτηριού, το πήρε απ’ τα χέρια του βαρκάρη με χειρονομία ζωηρή. Ήπιε το μισό και πρόσφερε το υπόλοιπο στον Φιοντόρ λέγοντάς του: — Πιες το υπόλοιπο, βαρκάρη, για να μην τρέμει το χέρι σου. Αυτός το πήρε ενώ την κοιτούσε με μάτια εκστατικά σαν υπνωτισμένος που του δίνουνε διαταγή. Ξαναχτύπησαν στην πόρτα. — Δεν ακούσαμε τίποτα, Φιοντόρ. Θέλεις να σε βοηθήσουμε; Ο Φιοντόρ χτύπησε τη γροθιά του στο τραπέζι με θυμό. — Μην ξαναχτυπήσετε την πόρτα, φώναξε. — Θα περιμένω λίγο κι έπειτα θα μπω, φώναξε η Βαρισσούχα. Θέλω να δω τι κάνει αυτή η γυναίκα. — Βρίσκεται στις τελευταίες στιγμές της, φώναξε ξανά ο Φιοντόρ. Προσεύχεται. Στις ψυχές των θρησκόληπτων μουζίκων έκανε μεγάλη επίδραση η τελευταία λέξη του Φιοντόρ. Σωπάσανε όλοι. Αυτός έβγαλε το πιστόλι του. Τα λίγα λεπτά που της είχε χαρίσει είχαν γίνει πολλά. Δεν είχε δικαίωμα να κάνει τίποτ’ άλλο. Κι αν ακόμη ήθελε να τη σώσει, θα μπαίνανε οι άλλοι μέσα εξαγριωμένοι απ’ το θάνατο του Ιβάν κι απ’ το μεθύσι και θα την κατακρεουργούσαν. Το πιο καλό γι’ αυτήν ήταν να τη σκοτώσει ο ίδιος για να την απαλλάξει από θάνατο φριχτό αν έπεφτε στα χέρια των μουζίκων. Σήκωσε το πιστόλι του. Το κράτησε στη φούχτα του και την κοίταζε. Θα την πυροβολούσε σε μια στιγμή που δεν θα τον πρόσεχε και θα τη γλίτωνε τότε απ’ το μαρτύριο ν’ αντικρίσει την κάνη. Αυτή όμως τον είδε. — Στάσου μια στιγμή, του είπε, να τελειώσουμε καθώς πρέπει. Θέλω να έρθει ο θάνατος ακαριαίος. Πήγε στο τζάκι, πήρε ένα κάρβουνο σβηστό, κατέβασε απότομα το φόρεμά της αποκάλυψε γυμνό το στήθος της και χάραξε με το κάρβουνο έναν μικρό σταυρό πάνω στον αριστερό μαστό. — Βαρκάρη, του είπε, κάτω απ’ αυτό το σημάδι χτυπάει η 87


ΙΒΑΝ ΜΠΕΛΟΥ Κ Ι Ν καρδιά μου. Χτύπα. Αυτός έκανε να σηκώσει το πιστόλι του, αλλά στάθηκε να κοιτάζει σαν μαγεμένος την υπέροχη σάρκα που φανερωνόταν με όλη της την τραγική γοητεία, που της έδινε κείνο το σημάδι, που το χάραξε μόνη της. Το αίμα που συσσωρεύτηκε στην καρδιά του την έκανε να χτυπάει δυνατά και να του φουσκώνει το στήθος. Απέναντι του έτρεμε μια άλλη καρδιά που αγωνιούσε, μέσα σ’ ένα γυμνό παρθενικό στήθος. Όχι. Δεν μπορούσε να τη σκοτώσει. Προσπάθησε ξανά να σηκώσει το χέρι του οπλισμένο, αντί όμως να σημαδέψει τη Βέρα, πέταξε το πιστόλι του πάνω στο τραπέζι. Στάθηκε λίγο σαν τρελός, χωρίς να σταματήσει να την κοιτάζει, νικημένος κι εξουθενωμένος, προχώρησε με βήμα αβέβαιο αργά προς αυτήν σαν να τον τραβούσε μια έλξη ακατανίκητη και μουρμούρισε: — Πριγκίπισσα… Και σαν να ενέργησε πάνω στο είναι της η ίδια ακαταμάχητη έλξη σήκωσε και κείνη τα χέρια. Σε μια στιγμή βρεθήκανε κι οι δυο αγκαλιασμένοι, να σφίγγει ο ένας τον άλλον και με τα στήθη να πιέζονται. Τα χείλη τους βρεθήκανε κι αυτά ενωμένα. Ήταν ένα φίλημα συνταρακτικό, που τους απορροφούσε και τους δύο καθώς σε μια στιγμή φρενίτιδας ερωτικής. Η ζωή που είχε πρωτύτερα κινδυνέψει, είχε ανάψει ξανά μεσ’ τις φλέβες εκείνου κι εκείνης κι απ’ την διπλή τους αγωνία σχημάτισε έναν έρωτα. Πρέπει τώρα να σε βγάλω από δω, της είπε. Ο Φιοντόρ κοίταξε απ’ το παράθυρο. Ήταν αδύνατο να φύγουν από κει, βρίσκονταν πολύ ψηλά και δεν είχανε σχοινί. — Πρέπει να πιστέψουνε πως σε σκότωσα, της είπε. Πρέπει να υποκριθείς την πεθαμένη. — Πες τους πως αυτοκτόνησα με δηλητήριο. — Όχι. Θα θελήσουνε να βεβαιωθούν. Πρέπει να τους γελάσουμε πως σε σκότωσα με πιστόλι. Άμα δουν αίμα θα ικανοποιηθούν και θα φύγουν. Πρέπει λοιπόν να με χτυπήσεις; — Πώς το φαντάσθηκε αυτό; — Είπες πως θέλουν να δουν αίμα. — Θα φτιάξουμε ψεύτικο. Θα ρίξω πάνω στο φόρεμά σου κρασί που είναι κατακόκκινο. Θα πιστέψουν πως είναι αίμα. 88


Ο Β Α Ρ Κ Α Ρ Η Σ ΤΟΥ Β ΟΛ ΓΑ Άμα το δουν θα σε σκεπάσω αμέσως και θα σε βγάλω μόνος μου από δω. Με υπακούνε τυφλά και θα με αφήσουν να κάνω ό,τι θέλω. — Αν όμως με πιάσει κάποιος θα δει πως δεν είμαι νεκρή. — Θα φροντίσω να μη σε πιάσουν. Να μου έχεις εμπιστοσύνη. Δεν μπορούμε να κάνουμε διαφορετικά. Μόνο να σε πιστέψουν σκοτωμένη θα μπορέσεις να βγεις από δω. Αν καταλάβουν πως θέλω να σε σώσω δεν θα μπορέσω να σε βοηθήσω πια. — Δεν θα σ’ ακούνε; — Δεν θα ήμουνα πια αρχηγός τους. — Και θα κινδύνευες; — Δεν θα έμενα πια μαζί τους. — Θέλεις να φύγουμε μαζί; — Μα είμαι επαναστάτης. Η θέση μου είναι εδώ. — Η θέση σου είναι παντού όπου βρίσκονται τίμιοι άνθρωποι. Θα πάμε στο Γιαροσλάβ και θα μιλήσω στους δικούς μου για σένα. — Σ’ αυτούς που μισώ θανάσιμα; Όχι θα προτιμήσω να χαθώ εδώ μαζί μ’ εκείνους που έζησα κι υπόφερα, παρά ν’ αντικρίσω μούτρα σαν του Δημήτρη Ορλόφ. Άστα αυτά, δεν έχουμε καιρό για χάσιμο. Θα σε στείλω στους δικούς σου αργότερα. Τώρα ετοιμάσου να τελειώνει αυτή η κωμωδία. Η Βέρα ξάπλωσε πάνω στο χαλί. Ο Φιοντόρ πήρε το μπουκάλι με το κόκκινο κρασί, έχυσε κάμποσο να ποτίσει με το κόκκινο χρώμα του το φόρεμα και να φανεί ματωμένο κι έπειτα τη ρώτησε. — Σκέφθηκα κάτι άλλο πιο πρακτικό, της είπε. Θ’ ανοίξω στο μπράτσο μου μια φλέβα μου και θα σε ραντίσω με το αίμα μου στο μέρος τη καρδιάς. Κι ετοιμάσθηκε να βγάλει ένα μικρό μαχαίρι απ’ τη ζώνη του. — Όχι, είπε αυτή και τινάχθηκε από χάμω για να τον σταματήσει. — Μια γρατσουνιά, είπε κείνος και χάραξε το μπράτσο του με το μαχαίρι. Το αίμα έσταξε πάνω στο στήθος της. Της ράντισε έπειτα το φόρεμα με σταγόνες από αίμα. 89


ΙΒΑΝ ΜΠΕΛΟΥ Κ Ι Ν — Αυτό θα τους δείξω πρώτα. Θα δουν πως είναι αίμα και θα πιστέψουν για το άλλο. Έδεσε έπειτα το πληγωμένο του χέρι με το μαντήλι της Βέρας και της είπε. — Τώρα να μείνεις ακίνητη. Να κλείσεις τα μάτια. Αυτή υπάκουσε. Τότε ο Φιοντόρ πήρε το πιστόλι του και πυροβόλησε. Απ’ έξω ακούστηκαν φωνές: — Μπράβο Φιοντόρ. Αυτός πλησίασε στην πόρτα και φώναξε: — Ελάτε, σύντροφοι, τελείωσα. Άνοιξε η πόρτα κι όρμησαν όλοι μέσα. Σταμάτησαν και σχηματίσανε κύκλο γύρω απ’ την ξαπλωμένη Βέρα. Ο Φιοντόρ στεκόταν όρθιος μπρος στα πόδια της και κοιτούσε ολόγυρα με μάτι ανήσυχο για να δει την εντύπωσή τους. Αυτοί πλησιάζανε αργά προς τη Βέρα, την κοιτούσαν και κάτι ψιθύριζαν μεταξύ τους. — Πληρώθηκε το αίμα του Ιβάν, είπε Φιοντόρ. Τώρα μπορούμε να φύγουμε. Η Βαρισσούχα βρέθηκε μπροστά και κοιτούσε περίεργα τη σκοτωμένη. Πραγματικά φαινόταν σαν νεκρή. Η συγκίνηση κι αγωνία την είχαν κάνει χλωμή. Τα χέρια και πόδια της ήταν χαλαρά. Ο Φιοντόρ έδειξε στη Βαρισσούχα το αίμα. Αυτή το κοίταξε. Ναι, ήταν αίμα. — Ας την αφήσουμε τώρα στους υπηρέτες, είπε ο Φιοντόρ. Έχουν κάθε δικαίωμα να την πάρουν. — Όχι, είπε η Βαρισσούχα, να την πετάξουμε στο Βόλγα. — Στο Βόλγα, φώναξαν δυο-τρεις Τάταροι. — Καλά, είπε ο Φιοντόρ. Θα την πετάξω εγώ στο ποτάμι. Έσκυψε, γονάτισε ανασήκωσε το κορμί της Βέρας, πέρασε τα χέρια κάτω απ’ τις μασχάλες της κι απ’ τα γόνατά της και την σήκωσε. — Κάντε μου τόπο φώναξε. Οι μουζίκοι παραμέρισαν. Ο Φιοντόρ προχωρούσε σιγά κι ακολουθούσαν οι άλλοι. Μονάχα η Βαρισσούχα περπατούσε πλάι του και κάθε τόσο έσκυβε στο μισόγυμνο στήθος της Βέρας για να διακρίνει την πληγή. — Άσε να σε βοηθήσουν, είπε στον Φιοντόρ. — Θα την πάω ως το ποτάμι, είπε αυτός δεν είναι και τόσο βαριά. Δεν έλεγε ψέματα. Ένιωθε τη Βέρα στα χέρια του σαν πού90


Ο Β Α Ρ Κ Α Ρ Η Σ ΤΟΥ Β ΟΛ ΓΑ πουλο. Η απόφαση του να τη σώσει, με κάθε τρόπο, τον είχε κάνει σιδερένιο. Κι όμως, δεν ήξερε ακόμα που θα την πήγαινε και πώς θα τη φυγάδευε. Τον ακολουθούσαν οι επαναστάτες. Πώς θα τους ξεφορτώνονταν ο Φιοντόρ; Θα έπρεπε να βρει μια δικαιολογία. Θα τους έδινε εντολή να μείνουν να φρουρήσουν τον πύργο. Δεν ήθελε όμως να τους πονηρέψει. Κι αυτή η Βαρισσούχα, δεν θα ησύχαζε αν δεν έβλεπε το πτώμα εκείνης που μισούσε θανάσιμα να πέφτει σαν ψοφίμι στο ποτάμι, ο Φιοντόρ μέσα στα ανήσυχα μάτια της διέκρινε την υποψία. Σκέφθηκε να μείνει όσο το δυνατόν με πιο λίγους όταν θα έβγαινε απ’ τον πύργο. Θα διάλεγε τρεις-τέσσερεις παλιούς αφοσιωμένους συντρόφους του για να τον ακολουθήσουν. Θα τους κατάφερνε έπειτα. Ίσως και να τον βοηθούσανε μάλιστα να φυγαδεύσει τη Βέρα. Θ’ απομάκρυνε και τη Βαρισσούχα μόλις περνούσαν την πόρτα. Ήθελε ν’ απαλλαγεί απ’ τους Τατάρους που ήταν πιο πολλοί και πιο απειθάρχητοι. Στην πόρτα ακριβώς στάθηκε και φώναξε: — Να μην κατέβουνε όλοι κάτω. Μπορεί να μας έχουν προδώσει και να μας αιφνιδιάσουν απ’ το Γιαροσλάβ. Μόνο ψηλά απ’ τον πύργο θα μπορέσουμε να τους χτυπήσουμε. Γύρισε να δει πόσοι ήταν πίσω του. Ήταν λίγοι. Οι πιο πολλοί, άμα είδανε απασχολημένο το Φιοντόρ χώθηκαν στα διάφορα δωμάτια για ν’ αρπάξουν ότι μπορούσαν. — Εσύ Βαρισσούχα, είπε στην Τατάρισσα, να προσέξεις να μην αρπάξουνε τα φορέματα και τα μπιζού της πριγκίπισσας. Είναι δικά σου. Θέλησε μ’ αυτό να την απομακρύνει. Αυτή όμως δεν εννοούσε να φύγει. Την είδε μάλιστα να σκύβει και να πιάνει το αριστερό χέρι της Βέρας που κρεμόταν. Ήθελε να της πάρει τα δαχτυλίδια. — Το χέρι της είναι ζεστό, φώναξε η Βαρισσούχα. — Είσαι τρελή, της φώναξε ο Φιοντόρ. Κι έκανε να την σπρώξει με τον αγκώνα του. Αυτή όμως άπλωσε το χέρι της στο γυμνό στήθος της Βέρας Έκανε ένα βήμα εμπρός και φώναξε δυνατά: — Σταθείτε. Δεν είναι πεθαμένη. Δεν τη σκότωσε. Δεν έχει αίμα στο στήθος της. Είναι κρασί. Ο Φιοντόρ γύρισε πίσω του και είδε. Οι λίγοι που ακολου91


ΙΒΑΝ ΜΠΕΛΟΥ Κ Ι Ν θούσαν προσπαθούσαν να δουν κατάπληκτοι το πρόσωπο της Βέρας. Είδε πως δεν έπρεπε να χάνει καιρό. Μέτρησε τους άντρες που στέκονταν στο κατώφλι και κοιτούσαν ύποπτα. Ήταν έξι μονάχα. Ακούμπησε κάτω τη Βέρα. Η Βαρισσούχα έκανε να τη χτυπήσει, ο Φιοντόρ όμως την άρπαξε και με μια γροθιά δυνατή στο στήθος της πέταξε μέσα. Οι Τάταροι πήραν στάση επιθετική. — Μην τους αφήσετε να προχωρήσουν, φώναξε στους τρεις βαρκάρηδες που ήταν μαζί του. — Στάθηκε και φώναξε με φωνή βροντερή, σηκώνοντας το πιστόλι του, — Κάντε πίσω. Οι Τάταροι οπισθοχώρησαν δύο βήματα. Οι βαρκάρηδες εδείχναν πως ήταν με το μέρος του Φιοντόρ. Δεν είχανε καταλάβει καλά-καλά τι συνέβη. Ο Φιοντόρ άρπαξε τα δυο φύλλα της πόρτας και τα τράβηξε με όλη τη δύναμή του. Η πόρτα έκλεισε. — Εμπρός, είπε στη Βέρα που περίμενε με αγωνία. Δείξε μου τώρα καμιά έξοδο μυστική. Κατεβήκανε τη σκάλα, ως την πρώτη στροφή. Η Βέρα έδειξε εκεί στον Φιοντόρ μια πορτούλα που χωρούσε μόλις έναν άνθρωπο. — Από δω θα κατεβούμε στο υπόγειο. Υπάρχει εκεί πάντα ένα αυτοκίνητο έτοιμο. Έχει ένα άνοιγμα πλατύ που πάει στον κήπο. Θ’ αποφύγουμε το γκαράζ, όπου θα βρίσκονται επαναστάτες. Θα φύγουμε από κει. Τώρα πια δεν μπορείς να μείνεις. — Δεν ξέρω σοφέρ, είπε αυτός. — Ξέρω εγώ, είπε η Βέρα. Ανεβοκατέβηκαν διάφορες σκάλες, έναν λαβύρινθο από διαδρόμους στενούς. Κλείδωναν πίσω τους την κάθε πόρτα που περνούσαν. Φτάσανε έτσι στο υπόγειο. Η Βέρα έτρεξε στη μηχανή, ενώ ο Φιοντόρ προχωρούσε στο λοξό ανηφορικό δρόμο από όπου θα έβγαινε το αυτοκίνητο έξω. — Είναι χαλασμένη η μηχανή, φώναξε η Βέρα. — Κι η πόρτα είναι ανοιχτή, είπε αυτός. Είχαν περάσει από εκεί οι επαναστάτες και κατέστρεψαν τ’ 92


Ο Β Α Ρ Κ Α Ρ Η Σ ΤΟΥ Β ΟΛ ΓΑ αυτοκίνητο χωρίς εντολή του Φιοντόρ. — Τώρα; είπε η Βέρα. — Πού είναι τ’ άλλα αυτοκίνητα; ρώτησε ο Φιοντόρ. — Στο μεγάλο γκαράζ. Μα είναι καλύτερα να βγούνε απ’ τον πύργο. Δεν θα μπορούμε να κάνουμε τίποτα αν μας πιάσουν. — Δεν θα μας πιάσει κανείς ζωντανούς. — Να μου υποσχεθείς πως θα με σκοτώσεις αν πέσουμε στα χέρια τους. Είναι ικανοί για κάθε ατιμία. — Να έχεις θάρρος, της είπε. Πρέπει όμως να βρούμε μέσον να φύγουμε, αλλιώς είμαστε χαμένοι. — Υπάρχουν κρυψώνες γύρω απ’ τον πύργο. Αν περπατάμε την νύχτα μπορούμε ν’ απομακρυνθούμε από δω. — Οι Τάταροι έχουν άλογα, θα μας καταδιώξουνε. Προχώρησαν προς την έξοδο. Ο διάδρομος ήταν σκοτεινός. Πλησίασαν στην πόρτα και περπατούσαν σιγά χωρίς να μιλάνε, όταν διακρίνανε μια σκιά. Κάποιος βρισκόταν εκεί. Ο Φιοντόρ προχώρησε πρώτος και πριν ο άνθρωπος τον αντιληφθεί, πήδησε επάνω του και τον έριξε κάτω. — Ληστή, δολοφόνε, φώναξε αυτός. Ο Φιοντόρ έβγαλε το μαντήλι του και τον φίμωσε. Τράβηξε ύστερα ένα σχοινί απ’ τη μέση του κι άρχισε να του δένει τα χέρια πισθάγκωνα. — Μη, του είπε σιγά, τρέχοντας κοντά η Βέρα. Είναι άνθρωπος δικός μου. Τον είχε αναγνωρίσει απ’ τη φωνή. Ήταν ο Αλέξης. — Ποιος είναι αυτός; ρώτησε ο Φιοντόρ. — Ο πιο πιστός υπηρέτης του πατέρα μου. — Ο Φιοντόρ τον έλυσε και του αφαίρεσε το μαντήλι απ’ το στόμα. Ο Αλέξης πλησίασε στη Βέρα. — Μπορώ να μιλήσω, κυρία, της είπε. Δεν εξηγούσε την παρουσία του Φιοντόρ. Τον είχε γνωρίσει απ’ τη φωνή του. Ήταν ο αρχιεπαναστάτης, αυτόν είχε πυροβολήσει πριν από λίγο κι αντί να τον σκοτώσει πέτυχε τον νεαρό βαρκάρη. — Κατεβήκαμε δω να φύγουμε μ’ αυτόν τον άνθρωπο, του είπε σιγά. Αντί να με σκοτώσει, με σώζει, καθώς βλέπεις. Χρειαζόμαστε ένα αυτοκίνητο. 93


ΙΒΑΝ ΜΠΕΛΟΥ Κ Ι Ν — Τα κατάστρεψαν όλα, απάντησε κείνος. Μην στέκεστε εδώ όμως. Κινδυνεύετε. — Εσύ τι κάνεις εδώ; — Ήθελα να δω τι θ’ απογίνετε. Μου είπε ο κύριος πως θα σας σκότωναν. Είναι απελπισμένος, εγώ όμως έλπιζα μυστικά. — Πού είναι ο πατέρας μου; Τον φυγάδευσα. Τον φρουρούσαν δυο Τάταροι. Τους έδωσα πολλά λεφτά που βρήκα σ’ ένα συρτάρι. Τα δέχτηκαν. Τον άφησαν κι έφυγε αμέσως μ’ ένα άλογο. Σε κάποια απόσταση ακούστηκαν φωνές. Μερικοί Τάταροι μάλωναν στη μοιρασιά και φώναζαν. — Να φύγουμε, είπε ο Φιοντόρ. Υπάρχει κανένα άλογο; — Έχουμε την τρόικα. Είναι γερή και καινούργια. Να τρέξετε όσο θέλετε. Οι Τάταροι δεν πειράξανε τ’ άλογα, ευτυχώς. Ελάτε μαζί μου. Προχώρησαν στο στάβλο. Ο Αλέξης μπήκε μέσα, ενώ ο Φιοντόρ κι η Βέρα περίμεναν σε μια σκοτεινή άκρη του πύργου. Σε λίγο βγήκε ο Αλέξης κρατώντας δύο άλογα ζεμένα στην τρόικα. — Ανεβείτε, είπε στη Βέρα και στον Φιοντόρ. — Θα έρθεις μαζί μας; Αλέξη Αλεξέιεβιτς, τον ρώτησε η Βέρα. — Όχι, απάντησε, θα μείνω. Η Βέρα επέμενε. — Δεν έχουμε καιρό για χάσιμο, είπε ο Φιοντόρ. Εμπρός Αλέξη Αλεξέιεβιτς. Έσπρωξε τον υπηρέτη στην τρόικα. Αυτός είπε σιγά: — Τ’ άλογο του πρίγκιπα Νικήτα, γύρισε μόνο στο στάβλο ή τον έριξε ή τον πυροβόλησαν. Θα κάτσω να τον βρω. Τους ανησύχησε κάποιο σφύριγμα. Ήταν Τάταροι. Ο Φιοντόρ με τη Βέρα στο πλάι του κροτάλισε το μαστίγιο κι τρόικα ξεκίνησε γρήγορα. Οι Τάταροι κατάλαβαν πως ήταν η τρόικα που ξεκινούσε κι άρχισαν να τρέχουν. Πυροβολούσαν και φώναζαν. Η τρόικα έστριψε πίσω από ένα ύψωμα κι έτσι προστατεύονταν απ’ τις σφαίρες. Ο δρόμος είχε πολλές στροφές κι οι Τάταροι έπαψαν να πυροβολούνε. Σ’ ένα τέταρτο φτάσανε στην πόρτα του πύργου και τη βρήκαν αμπαρωμένη. Ο Φι94


Ο Β Α Ρ Κ Α Ρ Η Σ ΤΟΥ Β ΟΛ ΓΑ οντόρ κατέβηκε και τράβηξε γρήγορα τις αμπάρες. Η πόρτα άνοιξε κι η τρόικα πέρασε το ξύλινο γεφύρι, που περνούσε πάνω απ’ το βαθύ χαντάκι που τριγύριζε τον πύργο. — Σωθήκαμε είπε η Βέρα. — Έρχονται πίσω μας, είπε αυτός, κι αν βρήκαν άλογα θα μας κυνηγήσουν. Δεν πρέπει λοιπόν να περάσουν. Σταμάτησε την τρόικα. — Τι θα κάνεις; τον ρώτησε. — Θα καταστρέψω τη γέφυρα, απάντησε. — Με ποιον τρόπο; — Κρατώ μαζί μου δύο χειροβομβίδες. Είναι αρκετές. Εσύ εδώ μη φοβάσαι καθόλου. Σε χωρίζει η απόσταση. — Και συ, Φιοντόρ; — Δεν θα κινδυνέψω, της είπε. Αν δεις όμως πως δεν γυρίζω, να φύγεις. — Όχι. Θα γυρίσεις, είπε κείνη. Μόνο κοντά σου νιώθω ασφάλεια. Κι εξ άλλου δεν θέλω να πάθεις τίποτα, δεν θέλω. Τ’ ακούς. Του έπιασε τα χέρια κι η φωνή της ήταν τρυφερή. Αυτός έφυγε τρέχοντας προς το γεφύρι. Η Βέρα κατέβηκε και τον παρακολουθούσε από μακριά. Σε μια στιγμή άκουσε έναν κρότο τρομαχτικό. Το γεφύρι ανατινάχτηκε. Άκουγε τα ξύλα και τα χώματα που πέφτανε μέσ’ το χαντάκι. — Φιοντόρ, φώναξε η Βέρα με αγωνία. Δεν μπορούσε να τον διακρίνει. Τον είδε σε λίγο να σηκώνεται και να τρέχει κοντά της. Σφίχτηκε στο πλευρό του. — Χτύπησες; του είπε. — Όχι. Πέταξα τη χειροβομβίδα κι έπεσα αμέσως κάτω. — Ανεβήκανε ξανά στην τρόικα και ξεκίνησαν. Βρίσκονταν τώρα στο δρόμο μεσ’ το μεγάλο δάσος, που προχωρούσε στο μάκρος του Βόλγα. Ακούσανε πίσω τους φωνές. Είχανε βγει κάμποσοι Τάταροι απ’ τη μεγάλη πόρτα του πύργου και πυροβολούσαν. Ο Φιοντόρ διέκρινε ανάμεσά τους τη φωνή της Βαρισσούχας. Έκανε σαν δαιμονισμένη. Η τρόικα όμως έτρεχε σαν σφαίρα. Για να συγκρατηθεί η Βέρα είχε περάσει το χέρι της γύρω απ’ τους ώμους του Φιοντόρ. Αυτός αισθανότανε το κορμί της να τραντάζεται στο πλευρό του. Το μπράτσο της είχε αγκαλιάσει το λαιμό του και τα λεπτά της δάχτυλα 95


ΙΒΑΝ ΜΠΕΛΟΥ Κ Ι Ν έσφιγγαν τον ώμο του. Ο Φιοντόρ ένιωθε πάνω στο μάγουλό του τη θερμή της ανάσα. Το κεφάλι της έγερνε πάνω του. Όσο αισθανόταν πως κατείχε την ψυχή και το κορμί της, μ’ αυτήν την επαφή, μετρίαζε τη λύπη του για το ότι βρέθηκε έτσι ξαφνικά, από μιαν αλλόκοτη ιδιοτροπία της μοίρας, από αρχηγός επαναστάτης της περιοχής, να φεύγει με την κόρη του πυργοδεσπότη, που πριν λίγες ώρες επρόκειτο να τη σκοτώσει. Διατρέξανε έτσι κάμποσα βέρστια. Ξαφνικά, σε μια στροφή, διακρίνανε κι άκουσαν να μιλάνε. Λίγο πιο πέρα, ακούστηκε μια φωνή. — Στάσου ή πυροβολώ! Ο Φιοντόρ αναγκάσθηκε να σταματήσει τ’ άλογα. — Μη φοβηθείς, είπε στη Βέρα. Κατέβηκε απ’ την τρόικα. Τον πλησίασε ένα μικρό απόσπασμα από ενόπλους. Είχαν ξεσηκωθεί μια μέρα πριν απ’ τους μουζίκους του Γιάλκοφ κι είχανε λάβει όπλα απ’ το επαναστατικό κέντρο της Πετρούπολης. Ο Φιοντόρ τους αναγνώρισε αμέσως απ’ τα κόκκινα περιβραχιόνια. Μόλις είδαν κι αυτοί το σήμα του αρχηγού προθυμοποιήθηκαν να τον πάνε στο αρχηγείο. Ο Φιοντόρ αρνήθηκε. Μπορεί να τους πρόφταιναν έφιπποι οι Τάταροι και τότε ήταν χαμένοι. — Είναι και μια γυναίκα στην τρόικα, του είπαν. — Μου έφερε μια διαταγή για την αποστολή που πάω να εκτελέσω. Ευτυχώς δεν ζητήσανε να τη δουν. Ίσως να την αναγνώριζαν. Η Βέρα έκανε συχνά μακρινές εκδρομές και την γνωρίζανε πολλοί. Για να δείξει πως ενδιαφέρεται, ο Φιοντόρ, ρώτησε αν συνάντησε αντίσταση η επανάσταση σ’ αυτήν την περιοχή. — Βρήκαμε εδώ, μέσα σε πύργους κάμποσους αξιωματικούς. Δεν πρόφτασαν όμως ν’ αντισταθούν. Τους πιάσαμε μαζί με κάμποσους τσιφλικάδες και τους κρατάμε. Έχουμε διαταγή να τους στείλουμε στην Πετρούπολη, απόψε θα έρθουν να τους παραλάβουν. Την ίδια διαταγή είχε λάβει κι ο Φιοντόρ για την περιοχή του. Είχαν εντολή να πυροβολούνε όποιον προσπαθούσε να φύγει. Έναν αξιωματικό τον σκότωσαν χθες κι άλλοι δυο το σκάσανε, του είπαν. Τον πληροφόρησαν μάλιστα πως οι λευ96


Ο Β Α Ρ Κ Α Ρ Η Σ ΤΟΥ Β ΟΛ ΓΑ κοί κάνανε αντίποινα κι έπρεπε να προσέχει, γιατί τουφέκιζαν όποιον επαναστάτη πιάνανε. — Είναι ανάγκη να προχωρήσω. Δεν με φοβίζει ο κίνδυνος είπε ο Φιοντόρ. Χαιρέτησε τους επαναστάτες, ανέβηκε στην τρόικα κι απομακρύνθηκε. Τώρα έτρεχε πιο γρήγορα και τα άλογα κουράστηκαν. Βγήκαν απ’ το δάσος και προχωρούσαν τώρα πλάι στο ποτάμι. Η νύχτα ήταν παγερή κι η Βέρα κρύωνε παρ’ όλο το δέρμα της αρκούδας που τύλιγε τα πόδια της. Είχε στριμωχθεί στο πλάι του Φιοντόρ αναζητώντας λίγη ζεστασιά. Για να την κάνει να ξεχνάει το φόβο της, εκείνος της εξηγούσε τα μέρη που περνούσαν. Τα γνώριζε καλά γιατί είχε τραβήξει μαούνες ως απάνω στο Γιαροσλάβ. Ο ιδρώτας του είχε στάξει σ’ όλα τα μέρη και είχε αντηχήσει εκεί το μελαγχολικό του τραγούδι. Κι εκείνη γνώριζε τα μέρη αλλά τον άφηνε να μιλάει. Η εγκάρδια φωνή του της έδινε θάρρος. Ένιωθε τον εαυτό της σε πιο μεγάλη ασφάλεια. — Πού πάμε; τον ρώτησε ξαφνικά. Αυτός δεν της απάντησε αμέσως, κι αυτή τον ξαναρώτησε. — Το ίδιο σκέφτομαι κι εγώ, απάντησε. Δεν ξέρω. — Ελπίζω να φτάσουμε σύντομα στο Γιαροσλάβ, είπε η Βέρα. — Εσύ ναι. Εγώ όχι. — Γιατί; — Είναι εχθροί εκεί, είπε ο Φιοντόρ. — Είναι άνθρωποι δικοί μας, είπε εκείνη. — Όχι όμως δικοί μου. — Γιατί το λες αυτό; Δεν άφησες τους επαναστάτες; — Όχι βέβαια για να υπηρετήσω τους λευκούς. Δεν έπαψα να είμαι επαναστάτης. Η επανάσταση με φλογίζει πάντα. — Αλλά γιατί έφυγες; — Για να σε σώσω. — Τότε θα έρθεις στο Γιαροσλάβ. Εκεί θα σου ανταποδώσουνε το καλό. — Θα με τουφεκίσουνε, Βέρα. — Νομίζεις πως θα τους αφήσω; Είναι διοικητής εκεί ο Δημήτρης Ορλόφ. 97


ΙΒΑΝ ΜΠΕΛΟΥ Κ Ι Ν — Δεν θα ζητήσω πότε τίποτα απ’ τον Ορλόφ. — Θα σ’ ευγνωμονεί. Δεν θα ξεχάσει πως μ’ έσωσε απ’ το θάνατο και με πήγες σ’ αυτόν. Ο Φιοντόρ, είπε με συγκρατημένο θυμό. — Δεν σε πάω στον Δημήτρη Ορλόφ. Σε απομακρύνω απ’ τον κίνδυνο κι είσαι λεύτερη να τον βρεις όταν θέλεις. Ο τραχύς τόνος του Φιοντόρ την έκανε να καταλάβει το αίσθημά του. Την αγαπούσε λοιπόν. Ήτανε μια καρδιά δυνατή, υποταγμένη στον έρωτα. Είχε επιχειρήσει μια πράξη τολμηρή, όχι για να βρει μαζί της ερωτική ευτυχία, αλλά μόνο για να τη σώσει. Δεν περίμενε ανταπόδοση στον έρωτά του. Δεν ήταν όλοι οι άντρες ικανοί για μια θυσία σαν του Φιοντόρ. Στην ψυχή ενός βαρκάρη κυριαρχούσαν αισθήματα μεγάλα και γενναία, που θα μπορούσαν να περηφανευτούν γι’ αυτά πολλοί γεννημένοι αριστοκράτες. Ο άνθρωπος αυτός ήταν πλασμένος απ’ αυτήν τη θεϊκή ύλη εκείνων που γίνονται ήρωες. Τώρα δεν αισθανόταν πια ευγνωμοσύνη μόνο και στοργή γι’ αυτόν, αλλά τον θαύμαζε. Και για να έχει μιαν φανερή απόδειξη γι’ αυτά που συντάραζαν την ψυχή του, τον ρώτησε; — Τότε γιατί μ’ έσωσες; — Για κάτι που το ξέρω μόνο εγώ κι ο Θεός, της απάντησε. Η φωνή του ήταν ήρεμη, βαθιά. Ομολογούσε σχεδόν. Έπειτα ο Φιοντόρ σώπασε. Κοιτούσε δεξιά κι αριστερά, ερευνούσε τον ορίζοντα μεσ’ τη νύχτα, για να δείξει πως έψαχνε για το δρόμο, ώστε να την κάνει να σωπάσει κι αυτή. Την αιτία όμως τώρα δεν την ήξερε μόνο αυτός κι ο Θεός. Την ήξερε κι η Βέρα. Ο Φιοντόρ την αγαπούσε κι η καρδιά της χτυπούσε δυνατά. Τον αγαπούσε άραγε κι αυτή; Δεν μπορούσε να το μαρτυρήσει ούτε στον εαυτό της. Δεν είχε προφτάσει να εξετάσει το αίσθημά της. Κάτι όμως την έσπρωχνε να πιάσει τα χέρια του και να τα σφίξει στο στήθος της με τρυφερότητα κι ευγνωμοσύνη. Πόσο πολύ ήθελε να διακρίνει το πρόσωπό του αυτή τη στιγμή. Αφού δεν μπορούσε να του μιλήσει πιο πολύ ήθελε να επικοινωνεί μαζί του κοιτάζοντάς τον. Αν τυχόν κι είχανε χαθεί όλοι οι δικοί της, θα έμενε μ’ αυτόν τον άνθρωπο για πάντα, γιατί τον θεωρούσε μοναδικό της φίλο, ικανό να την υπερασπίσει και να της δώσει με το σφοδρό 98


Ο Β Α Ρ Κ Α Ρ Η Σ ΤΟΥ Β ΟΛ ΓΑ πάθος του και με την αφοσίωση της αμόλυντης ψυχής του την αίσθηση της ερωτικής ευτυχίας. Ο ιππότης, που είχε ονειρευτεί με τη ρομαντική ψυχή της, είχε βρεθεί στην καρδιά και στη μορφή ενός βαρκάρη. Δεν είχε βρεθεί ποτέ της μπροστά σε βλέμμα τόσο επιβλητικό. Δεν είχε δει πρόσωπο να καθρεφτίζει τόσο την ευγένεια της ψυχής. Δεν είχε αισθανθεί ένα χέρι τόσο δυνατό και ποτέ άντρας δεν την είχε γοητέψει κι υποτάξει με τόσο θαυμασμό, όπως ο Φιοντόρ αυτή τη νύχτα. Αυτά τα ορμητικά συναισθήματα, που την πλημμυρίζανε όμως, δεν ήταν δυνατό να φτάσουν στα χείλη της και να γίνουνε λόγια. Τη συγκρατούσε η περηφάνια της τάξης της. Ο Δημήτρης Ορλόφ ήταν ακόμα αρραβωνιαστικός της. Μόνο έναν τέτοιο άντρα μπορούσε να πάρει μια Γιάλκοβα. Αισθανόταν όμως ανακούφιση όταν σκεφτόταν πως θα μπορούσε να κρατήσει κοντά της έναν άνθρωπο σαν το Φιοντόρ. Θα εξασφάλιζε από ευγνωμοσύνη μια θέση στο Φιοντόρ κοντά στον Δημήτρη Ορλόφ. Ο Φιοντόρ όμως της είπε πως δεν ήθελε να πάει μαζί της στο Γιάροσλάβ. Όταν την πήγαινε ως εκεί θα έφευγε ποιος ξέρει για ποιες περιπέτειες, ύποπτος και στους επαναστάτες και στους λευκούς. Η Βέρα όμως ήλπιζε πως θα τον κατάφερνε τελικά. Ένιωθε πως ο Φιοντόρ δεν θα μπορούσε να την αφήσει. Θα τον τραβούσε κοντά της σαν αρνάκι, ανίκανο ν’ αντισταθεί στο πάθος του. — Διακρίνω εκεί κάτω δυο φώτα, είπε ο Φιοντόρ σε μια στιγμή. — Ίσως να είναι επαναστάτες. — Ίσως. Πρέπει οπωσδήποτε να καταφύγουμε εκεί. Κοντεύει να ξημερώσει. Δεν είμαστε ασφαλισμένοι στο δρόμο. — Ξεχνάς πως φαίνεσαι ποια είσαι; Σε προδίδει το ντύσιμό σου. Εγώ φαίνομαι πως είμαι βαρκάρης, ένας μουζίκος με κόκκινο σήμα. — Να βγάλεις αυτήν την ταινία, Φιοντόρ. — Ποτέ δεν θα γίνει αυτό, της είπε. Λοιπόν αν μας πιάσουν λευκοί θα με ντουφεκίσουν, κι αν μας πιάσουν επαναστάτες όταν σε δουν θα με θεωρήσουν ύποπτο, και δεν ξέρω τι μπορεί να σου συμβεί. Πριν ξημερώσει πρέπει να κρυφτούμε κάπου, σ’ αυτό το χωριό. Τα καταφέρνω με τους χωριάτες. Και πρώταπρώτα πρέπει ν’ αλλάξεις ρούχα για να φαίνεσαι χωριάτισσα. 99


ΙΒΑΝ ΜΠΕΛΟΥ Κ Ι Ν Θα μπορώ να λέω πως είσαι γυναίκα μου ώσπου να σε πάω στο Γιαροσλάβ. Έπειτα πρέπει κάτι να φας γιατί είσαι νηστική, νιώθω να τρέμεις απ’ την εξάντληση κι απ’ το κρύο. — Έχεις δίκιο, είπε εκείνη. Κι η τρόικα κατευθύνθηκε στο χωριό. Όταν πλησίασε στα φώτα ο Φιοντόρ σταμάτησε τ’ άλογα. Εκεί άρχιζε το δάσος. — Θ’ αφήσουμε εδώ την τρόικα, είπε στη Βέρα. Δεν πρέπει να παρουσιαστείς μ’ αυτήν την τρόικα που έχει πριγκιπικό οικόσημο. Θα την αφήσουμε εδώ στην άκρη. Θα γυρίσουμε γρήγορα. — Ο Φιοντόρ τράβηξε την τρόικα μέσα σε κάτι θάμνους κι έδεσε τα χαλινάρια σ’ ένα δέντρο. — Πώς θα με παρουσιάσεις σ’ αυτό το χωριάτικο σπίτι: Σαν γυναίκα σου; Ο Φιοντόρ απάντησε μ’ ένα γέλιο πνιχτό που φανέρωνε πίκρα. — Όχι, δε θα μας πίστευαν. Όποιος δει τα χέρια μας θα καταλάβει τη διαφορά των τάξεων. Η Βέρα τον έπιασε απ’ το χέρι. — Έχεις άδικο να το λες αυτό. Ξέρεις ποια ιδέα έχω για σένα. — Είμαι ένας χωριάτης που άφησε την καρδιά του να τραγουδήσει σε μια φοβερή στιγμή. — Είσαι μια ψυχή ευγενική. — Τα όμορφα λόγια είναι συνέχεια της ανατροφής σου. — Είναι αυτό που πιστεύω. Ξέχασες, Φιοντόρ, πως σε ξεχώρισα μέσα σε όλους κι ήθελα να μιλήσω μαζί σου χωρίς ακόμα να ξέρω πως θα βρισκόμαστε μια μέρα τόσο κοντά. Ήσουνα μια φωνή που έβγαινε απ’ τα βάθη της καρδιάς. Ένα τραγούδι που το αισθανόμουν να έρχεται απ’ τα στήθια της Ρωσίας, μέσ’ απ’ το ποτάμι που είχα αγαπήσει. Ένα τραγούδι που το νοσταλγούσα μέσα σ’ όλες τις μουσικές. Είδες πως ενώ ήμουνα με τον Ορλόφ ήρθα κοντά σου. Αυτό έδωσε αφορμή για το επεισόδιο. Με τραβούσε όμως η ψυχή σου, που βρισκόταν πάνω στα μάτια σου. Κι όταν ακόμα σ’ έβλεπα μπροστά μου, έτοιμο να με σκοτώσεις, πάλι δεν έχανα την ελπίδα. Χωρίς να το νιώθεις με όπλιζες με θάρρος. Το πιστεύω, είμαι βέβαιη πως οι δυο μας έχουμε πια πίστη κοινή. 100


Ο Β Α Ρ Κ Α Ρ Η Σ ΤΟΥ Β ΟΛ ΓΑ — Ποια πίστη; — Την πίστη στη ζωή και στις μεγάλες συγκινήσεις, στα μεγάλα δικαιώματα και στα μεγάλα καθήκοντα. — Κι όμως πας σ’ έναν άνθρωπο, που μ’ αφήνεις να καταλάβω πως δεν τον εκτιμάς. — Αυτή είναι μια θυσία σ’ ένα καθήκον, είπε η Βέρα. Πρέπει να λυπόμαστε αυτόν που θυσιάζει την ευτυχία του. Ο Φιοντόρ κατάλαβε τον υπαινιγμό. Του μιλούσε για τον εαυτό της. Ώστε λοιπόν δεν τον αγαπούσε; Αυτή η ομολογία του έδωσε θάρρος. Αισθάνθηκε στο χέρι του τα δάχτυλά της. Οι παλάμες του την πιάσανε ανάλαφρα απ’ τους αγκώνες. Λίγο ακόμα και θα την έσφιγγε πάνω στο στήθος του, με όλη την παραφορά που του έδινε το πάθος του, θα την φιλούσε δίχως τελειωμό. Έτσι καθώς τη φίλησε και πριν μέσα στη σάλα, όταν αποφάσισε να τη σώσει. Τώρα όμως ο έρωτας είχε ανάψει μέσα σε λίγες ώρες σαν μια φλόγα που μπορεί να καταπιεί ένα δάσος ολόκληρο. Είχε γίνει μια δύναμη ακαταμάχητη, που τον έσπρωχνε να την κατακτήσει τελειωτικά. Ήταν μόνοι μέσα στο σιωπηλό δάσος, κι η Βέρα βρισκόταν στα χέρια του, ερωτιάρα και κείνη. Θα την έκλεινε απλούστατα στην αγκαλιά του, θα τη μετέφερε στην τρόικα, κι έτσι χωρίς πολλά λόγια θα την παράσερνε στην ερωτική καταιγίδα. Θα τον έσπρωχνε άραγε αυτή; Η ώρα ήταν υποβλητική και χωρίς να το νιώθει θα παρασυρόταν και κείνη σ’ αυτή την τρέλα. Η νύχτα θα σκέπαζε το μυστικό μεσ’ το άγνωστο αυτό μέρος κι η Βέρα θα πήγαινε ύστερα στο Γιαροσλάβ για να θυμάται αιώνια την αλλόκοτη εκείνη νύχτα. Δεν το ήθελε όμως αυτό ο Φιοντόρ. Αν γινόταν δική του δεν μπορούσε πια να την αφήσει. Θα αισθανόταν τη ζωή του δεμένη σφιχτά μαζί της με ακατάλυτα δεσμά. Δεν θα μπορούσε να του την πάρει πια κανείς. Μόνο ο θάνατος θα τους χώριζε και τους δύο. Αυτές οι σκέψεις πέρασαν σαν χείμαρρος σε λίγες στιγμές. Κι ενώ την κρατούσε ακόμα με όση θέρμη και λεπτότητα του άφησε το πάθος του, της είπε; — Ο Δημήτρης Ορλόφ δεν είναι ευτυχία για σένα, Βέρα. Θέλεις να τον αποφύγεις; — Φιοντόρ, άφησε με ν’ ακολουθήσω τη δυστυχισμένη μοίρα μου, χωρίς να το θυμίζεις. 101


ΙΒΑΝ ΜΠΕΛΟΥ Κ Ι Ν — Μα τίποτα δεν σε κάνει ν’ αντιδράσεις σ’ αυτή τη δυστυχία, που την προβλέπεις, κι όμως τρέχεις να τη βρεις; — Δεν ξέρω τι μπορεί να γίνει αύριο. Αν όμως τώρα μπορούσα να πάω στο Γιαροσλάβ και δεν πήγαινα, αργότερα θα ντρεπόμουνα για τον εαυτό μου. — Για να πάρεις έναν άντρα που δεν τον θέλεις; — Πάω εκεί που βρίσκονται οι δικοί μου. Αν δεν το έκανα θ’ αθετούσα έναν όρκο ιερό. — Τίποτα δεν σε συνδέει μ’ αυτούς. — Φιοντόρ, είμαι Γιάλκοβα. — Δεν θα είσαι όμως εξασφαλισμένη εκεί. Μπορώ να σε πάω μακριά, ως τα σύνορα, να φύγεις στην Ευρώπη και να περιμένεις μέρες καλύτερες. Έρχομαι όπου θελήσεις εκτός απ’ το Γιαροσλάβ, κι όπου υπάρχουν ακόμα λευκοί, γιατί δεν θα υπάρχουνε σε λίγο πουθενά. Η επανάσταση θα σκεπάσει τη Ρωσία. — Δεν υπάρχει άλλος δρόμος για μένα, εκτός απ’ το Γιαροσλάβ, είπε αυτή. Μπορείς να πας όπου θέλεις, όπως μπορούσες να με σκοτώσεις. Τώρα θέλω να πάω εκεί. Άλλωστε με τι χρήματα θα φύγω έξω απ’ τη Ρωσία; — Βέβαια. Το ξέχασα, είπε αυτός. Χρειάζονται λεφτά. Ο Δημήτρης Ορλόφ έχει καταθέσει σε ξένες τράπεζες. Εγώ είμαι ένα φτωχός βαρκάρης. — Μόνο η τιμή με κρατάει εκεί, κι όχι η πλούσια ζωή, είπε η Βέρα. — Ναι, η τιμή, είπε και τα χέρια του παραλύσανε. — Θα έρθεις μαζί μου, είπε η Βέρα. Σε θέλω εκεί. Δεν μπορώ να σε χωριστώ. Δεν το έχεις νιώσει; — Σήκωσε τα χέρια της στο στήθος του. Αυτός έκανε ένα βήμα πιο πέρα για την αποφύγει και της είπε: — Πάμε να βρούμε τα ρούχα που σου χρειάζονται. — Πες μου, θα έρθεις και συ στο Γιαροσλάβ; επέμεινε. Ο Φιοντόρ δεν μιλούσε. Προχώρησε μόνο κι αυτή τον ακολούθησε. Χτύπησε την πρώτη πόρτα που βρήκε μπροστά του στο χωριό. Άκουσε μια φωνή νυσταγμένη; — Ποιος είναι; — Είμαι βαρκάρης του ποταμού, είμαι σύντροφος. 102


Ο Β Α Ρ Κ Α Ρ Η Σ ΤΟΥ Β ΟΛ ΓΑ Άνοιξε ένα μικρό παραθυράκι. Το πρωινό θαμπόφωτο είχε αρχίσει να διαλύει τα σκοτάδια κι ο Φιοντόρ διέκρινε έναν άνθρωπο με γένια. — Νόμισα πως είσαι στρατιώτης, είπε. Περίμενε. Άνοιξε την πόρτα. — Τι ζητάς; του είπε. — Είμαι βαρκάρης απ’ το Γιάλκοφ. Και πρόσθεσε χαμηλόφωνα. Εκεί έχουν επαναστατήσει όλοι και σήκωσαν τα όπλα. Εγώ πάω να συναντήσω άλλους στο Γιαροσλάβ. — Δύσκολα θα προχωρήσεις, είπε ο μουζίκος. Πέρασε στρατός από δω και έψαξε παντού για όπλα. — Φύγανε; — Δεν ξέρω αν φύγανε όλοι. Μας είπαν πως θα τουφεκίσουν όποιον δεχτεί επαναστάτες. Να γυρίσεις στο Γιάλκοφ. — Καλά. Δος μου κάτι για φαΐ και ρούχα για τη γυναίκα μου. Ο χωριάτης προσπάθησε να διακρίνει τη Βέρα. — Ελάτε μέσα είπε. Του φαινόταν παράξενο να ζητάνε ρούχα για μια γυναίκα καλοντυμένη. Ο Φιοντόρ έπιασε τη Βέρα και προχώρησαν. — Φέρε φως, Βαρβάρα Αλεξέιγεβνα, είπε ο χωριάτης σε μια γυναίκα που κρατούσε λυχνάρι. Η γυναίκα πλησίασε κι ο μουζίκος κοιτούσε μ’ απορία τη Βέρα. — Μα είσαι βαρκάρης κι αυτή είναι κυρία. Πώς είστε μαζί; ρώτησε. Κοιτούσε τα δαχτυλίδια της Βέρας. — Παντρευτήκαμε τη νύχτα, είπε ο Φιοντόρ. Μ’ αγαπούσε. Και γυρίζοντας στη Βέρα: — Δος μου ένα δαχτυλίδι, είπε. Ο Φιοντόρ πήρε το δαχτυλίδι που του έδωσε η Βέρα και είπε στο μουζίκο: — Πάρτο για να μας θυμάσαι. Να μας δώσεις ρούχα για τη γυναίκα μου. Ο μουζίκος άρπαξε το δαχτυλίδι με το διαμάντι. Η γυναίκα του πήρε τη Βέρα μεσ’ το άλλο δωμάτιο και σε λίγο βγήκε ντυμένη χωριάτικα. Τους δώσανε ένα κομμάτι ψωμί και λαρδί κι 103


ΙΒΑΝ ΜΠΕΛΟΥ Κ Ι Ν ύστερα φύγανε. Ξαναπήγαν στην τρόικα. Ήθελαν ν’ αναπαυθούνε αλλά απομακρύνθηκαν από κει. Θα βρίσκανε ένα μέρος ασφαλέστερο, μια κρυψώνα για να κοιμηθούνε λίγες ώρες και να εξακολουθήσουν έπειτα το δρόμο τους. Σκοπός του Φιοντόρ ήτανε να πλησιάσουν κάπως στο Γιαροσλάβ και ν’ αφήσει τη Βέρα να πάει μόνη της με την τρόικα. Όσο γι’ αυτόν προτιμούσε να μη σκέφτεται τι θ’ απογινόταν. Δεν μπορούσε φυσικά να γυρίσει στο Γιάλκοφ. Ούτε και στους λευκούς όμως μπορούσε να πάει. Θα τραβούσε προς τη μεσημβρινή Ρωσία ή προς τον Αρχάγγελο. Θα συνεργαζόταν με τους πρώτους επαναστάτες που θα συναντούσε. Θ’ αφοσιωνόταν στη μεγάλη ιδέα της επανάστασης, θα έπεφτε στη φωτιά για να εξιλεωθεί για το παράπτωμά του. Απ’ τον ανικανοποίητο έρωτα, που τον έκανε να παραστρατήσει, θα του έμενε μια γλυκιά ανάμνηση και θα ζούσε με το όραμά του. Προχωρούσαν στην όχθη του Βόλγα. Είδε μια βενζινάκατο που περνούσε και κατάλαβε πως ήταν επαναστατική. Προχωρούσε λοιπόν η φλόγα και προς το Γιαροσλάβ. Γύρισε την τρόικα σ’ ένα μέρος όπου τα δέντρα ήταν πιο πυκνά. — Εδώ μπορούμε ν’ αναπαυθούμε, είπε. Ήταν καιρός γιατί η Βέρα ήταν εξαντλημένη. Το πρόσωπό της ήταν κατάχλομο και κρατούσε με το ζόρι τα μάτια της ανοιχτά. Έβγαλε τα τρόφιμα κι αυτή έφαγε το μαύρο ψωμί με το λαρδί που ποτέ άλλοτε δεν τα είχε δοκιμάσει. Έπειτα έστρωσε ο Φιοντόρ στην τρόικα το τομάρι της αρκούδας κι είπε στη Βέρα. — Είναι ένα στρώμα αρκετά μαλακό. Αυτή ξαπλώθηκε αμέσως κι αποκοιμήθηκε. Τ’ όμορφο πρόσωπό της με τα μάτια κλειστά και το στόμα μισάνοιχτο, είχε μια έκφραση αγνή. Κοιμότανε ήσυχη σαν να ήταν ασφαλισμένη. Αυτός έβγαλε το παλτό του και το έριξε πάνω της για να μην κρυώσει. Έπειτα ξαπλώθηκε κάτω στα πόδια της για να ξεκουραστεί. *** 104


Ο Β Α Ρ Κ Α Ρ Η Σ ΤΟΥ Β ΟΛ ΓΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ ΤΩΡΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ είχανε μεταβάλλει το Γιαροσλάβ σε προπύργιο του Τσαρικού καθεστώτος στην Κεντρική Ρωσία. Όσα στρατεύματα κατόρθωσαν να συγκρατήσουν οι αξιωματικοί που είχαν απομείνει, τα μεταφέρανε στο εσωτερικό και τ’ ανασυγκροτούσαν με σκοπό να χτυπήσουν τους επαναστάτες, να ρίξουν τη Δημοκρατική Κυβέρνηση και ν’ ανακηρύξουν καινούριο Τσάρο. Στο Γιαροσλάβ είχανε μαζέψει όλα τα υπολείμματα απ’ τις διαλυμένες στρατιές του Βορρά. Υπήρχανε εκεί αμέτρητοι αξιωματικοί. Εκτός απ’ αυτούς που είχαν βρεθεί στο μέτωπο, καταφύγανε εκεί κι όσοι κατορθώσανε να φύγουν απ’ την Πετρούπολη. Το ίδιο κι εκείνοι που είχαν βρεθεί με άδεια, όπως ο πρίγκιπας Δημήτρης Ορλόφ. Καθώς λοιπόν κυκλοφορούσε στους δρόμους όλο αυτό το πλήθος από βαθμοφόρους κάθε βαθμού, έδινε την εντύπωση, πως μέσα στο Γιαροσλάβ υπήρχαν πιο πολλοί αξιωματικοί παρά στρατιώτες. Και ήταν όλοι αισιόδοξοι πως πολύ γρήγορα θα δίνανε ένα μάθημα στους δολοφόνους της Πετρούπολης. Απομονωμένοι απ’ το λαό, με τη στρατιωτική αυταρχικότητα του Ρώσου αξιωματικού, δεν μπόρεσαν ν’ αντιληφθούνε την τραγική πραγματικότητα. Δεν ήξεραν πως η επανάσταση τώρα περνούσε σαν φλόγα πάνω απ’ ολόκληρη τη Ρωσία και τίποτα δεν μπορούσε να τη σταματήσει. Θεωρούσαν το κίνημα σαν μια προσωρινή αναρχία, που ήρθε ύστερα απ’ την ήττα κι απ’ τις στερήσεις του πολέμου και χαρακτηρίζανε τους αρχηγούς σαν αλήτες, που άμα τους τουφέκιζαν θα διαλυόταν το συγκρότημά τους. Δεν τους έκανε εντύπωση πως δεν μπορούσαν να επικοινωνήσουν με τους άλλους λευκούς, που είχαν συγκεντρωθεί στην Κεντρική Ρωσία και στην Ουκρανία. Κι όμως τα όπλα που έστελνε το επαναστατικό κέντρο απ’ την Πετρούπολη, μοιράζονταν μεθοδικά στις αγροτικές περιφέρειες, έτσι σε λίγο το Γιαροσλάβ ήταν ουσιαστικά απομονωμένο μέσα σ’ ένα πελώριο επαναστατημένο τμήμα της Ρωσίας. Κι επειδή ο αξιωματικοί θεωρούσαν ασφαλισμένη και δική τους αυτή την περιοχή, μαζεύτηκαν εκεί και αμέτρητες κυρίες της αριστο105


ΙΒΑΝ ΜΠΕΛΟΥ Κ Ι Ν κρατίας, Μεγάλες Δούκισσες, ολόκληρος σχεδόν ο πλούσιος γυναικόσμος της Πετρούπολης, που κατόρθωσε να ξεφύγει. Κι αντί να προσπαθήσουν να μάθουν τι ακριβώς συμβαίνει και να βρούνε τρόπο διαφυγής, είχαν αρχίσει να διασκεδάζουν αμέριμνα σε κοσμικές συγκεντρώσεις. Κι ενώ ολόγυρα, σ’ ολόκληρη την απέραντη χώρα, η επανάσταση άνοιγε το τρομερό κατακόκκινο φλογισμένο στόμα της για να καταπιεί και τα τελευταία ελάχιστα απομεινάρια του Τσαρισμού, στο Γιαροσλάβ, οι αξιωματικοί, οι αριστοκράτες κι οι κομψές κυρίες, περνούσαν νύχτες ευχάριστες, πίνανε χορεύανε και έκαναν μικρές εκδρομές. *** Στον παλιό πύργο του Γιαροσλάβ, που τον είχε κάνει διοικητήριο ο πρίγκιπας Ορλόφ, το βράδυ εκείνο δίνανε χορό. Είχανε λάβει νεότερες ειδήσεις για την επανάσταση. — Αυτός ο γελοίος δικηγόρος, ο Κερένσκυ, που φαντάζεται πως είναι πρωθυπουργός της Ρωσίας, έραψε στολή δικτάτορα, είπε ένας ταγματάρχης. — Μεταφέρουνε όμως τον Τσάρο και την οικογένειά του στο Αικατερινογκράντ, είπε ένας στρατηγός. Έπρεπε να τον είχαμε λευτερώσει. — Ξεχνάτε πως δεν μπορούμε να κουνηθούμε απ’ το Γιαροσλάβ; — Σ’ αυτό φταίει ο Ορλόφ, είπε ο στρατηγός σιγά. Έπρεπε να πάρει μια απόφαση. Η συζήτηση συνεχιζόταν πάνω στα διάφορα νέα που μετάδινε ο καθένας και που ήταν όλα γελοία και ασήμαντα. Είχαν χάσει τη συναίσθηση της πραγματικότητας. Συζητούσαν με απάθεια για γεγονότα τραγικά και φλυαρούσαν για ερωτικά σκάνδαλα. Τώρα μιλούσε μια μεσόκοπη κυρία με ντεκολτέ υπερβολικό. Ο κύκλος ήταν στενός κι η κυρία μιλούσε σιγά προσέχοντας να μην την ακούσει ο πρίγκιπας Δημήτρης Ορλόφ, που καθόταν πιο πέρα. — Λένε πως κάποιος επαναστάτης απήγαγε την πριγκίπισσα Βέρα Νικήτοβνα Γιάλκοβα. — Δηλαδή τη φυλακίσανε; ρώτησε ένας ταγματάρχης. 106


Ο Β Α Ρ Κ Α Ρ Η Σ ΤΟΥ Β ΟΛ ΓΑ — Σας είπα, την απήγαγε. Είναι η τελευταία πληροφορία. Στην αρχή είπανε πως τη σκότωσαν. Είναι πολύ όμορφη, καταλαβαίνετε; — Μα ξέρω κι άλλες όμορφες κυρίες στην Πετρούπολη που τις σκότωσαν. — Αυτό θα πει πως δεν μεταχειρίσθηκαν τα όπλα τους! Ο ταγματάρχης απόρησε. — Μα, Αλέξη Μπούριν, εξακολούθησε η κυρία, πως φαίνεστε πως ασπρίσατε στο στρατώνα. Η Γιάλκοβα ξέρει να είναι όμορφη κι όταν βρίσκεται μ’ αυτά τα κτήνη που ατιμάζουνε τη Ρωσία ζητώντας δήθεν ελευθερίες του λαού. Ο Αλέξης Μπούριν κατάλαβε. Κούνησε το κεφάλι κι είπε: — Δεν τη γνωρίζω την πριγκίπισσα. — Αυτό που ξέρω, είπε ένα υπολοχαγός, είναι πως η πριγκίπισσα προσωποποιεί την αγνότητα. Πολλοί προσπάθησαν να την πλησιάσουν μάταια. Ο Γιάλκοφ τη μεγάλωσε με αυστηρότητα στη μοναξιά. — Ήθελε να μην πάθει απ’ την κόρη του αυτό που έπαθε απ’ τη γυναίκα του, που έβρισκε η μακαρίτισσα πιο ενδιαφέρον έξω απ’ το σπίτι της, συνέχισε η κυρία. Αγαπούσε πολύ την τέχνη, κι ιδιαίτερα τους μουσικούς και τους ζωγράφους, όσο αγαπάτε εσείς την πατρίδα σας, ταγματάρχα μου. Και τι προσφέρετε εσείς στη Ρωσία; — Τον εαυτό μου. — Αυτό ακριβώς, λένε πως προσέφερε κι η πριγκίπισσα Γιάλκοφ στους καλλιτέχνες. Λένε μάλιστα πως η Βέρα είναι κόρη ενός ζωγράφου κι ο πρίγκιπας δεν το ξέρει. Τον ξέρετε όμως το νόμο της κληρονομικότητας. Το αίμα μίλησε. Η Βέρα Γιάλκοβα ξεμυάλισε έναν επαναστάτη βαρκάρη κι έφυγε μαζί του. Ο βαρκάρης μπήκε στον πύργο με τις ορδές του και τη μεταχειρίσθηκε βάναυσα. Την έβαλε να του σερβίρει σαν υπηρέτρια στο τραπέζι. Αυτά μας τα είπαν οι ίδιοι οι υπηρέτες της. Αποφάσισαν ύστερα να την τουφεκίσουν γι’ αντίποινα, γιατί σκοτώθηκε ένας επαναστάτης. Έμεινε κλεισμένη σε μια κάμαρα με το βαρκάρη που είχε αναλάβει να την εκτελέσει κι αντί να μεταφέρουν το πτώμα της, βγήκε από κει μέσα στην αγκαλιά του. Τον κατάφερε σε λίγες στιγμές. — Ίσως να συνέβη αυτό χωρίς να θέλει, είπε ο Αλέξης Μπούριν. — Μα η Βέρα Γιάλκοβα εξαφανίστηκε μαζί με τον βαρκά107


ΙΒΑΝ ΜΠΕΛΟΥ Κ Ι Ν ρη, που ήταν αρχηγός στους επαναστάτες, φίλε μου, κι αυτοί τον αποκηρύξανε από αρχηγό τους. Τώρα μάλιστα τους αναζητάνε κι οι επαναστάτες κι οι δικοί μας, αλλά πού να τους βρούνε; Ποιος ξέρει που περνάνε το μήνα του μέλιτος. Μήνας πέρασε από τότε. Οι επαναστάτες νόμισαν πως η πριγκίπισσα θα ερχόταν με το φίλο της στο Γιαροσλάβ. Εδώ όμως δεν φάνηκε ούτε και στα περίχωρα. Ξέρω μάλιστα πως ο Δημήτρης Ορλόφ έχει διατάξει να τουφεκίσουν το βαρκάρη μόλις τον πιάσουν χωρίς να μάθει κανείς τίποτα, και να γλιτώσουν τη Βέρα. Και δεν είναι απίθανο να την ακούσουμε εδώ κανένα βράδυ να μας εξιστορεί τα βάσανά της. Μόνο την πιο ευχάριστη περιπέτειά της δεν θα μας πει. Ακούστηκε ένα μουρμούρισμα στη σάλα. Είχε κατορθώσει να φτάσει στο Γιαροσλάβ ο πρίγκιπας Γιάλκοφ, έπειτα από πολλές περιπέτειες. Βγήκε ο Δημήτρης Ορλόφ. Πήγαινε στον πεθερό του για να τον συνοδέψει στη σάλα. Η κυρία που μιλούσε για τη Βέρα άλλαξε τώρα συζήτηση. Ο πρίγκιπας Ορλόφ γύρισε. Τον ρώτησαν για τον πρίγκιπα Γιάλκοφ, γιατί δεν ήρθε μαζί του. — Τον έχει συντρίψει το πένθος του, είπε ο Ορλόφ, γιατί θεωρεί την κόρη του σκοτωμένη. Δεν τόλμησε κάποιος ακόμα να του πει πως η Βέρα δραπέτευσε με τον επαναστάτη. — Ώστε δεν είναι αλήθεια πως δραπέτευσε η Βέρα Γιάλκοβα; ρώτησε η κυρία. — Είναι μια διάδοση ψεύτικη, απάντησε ο Ορλόφ. Η Βέρα ζήτησε μόνη της να τη σκοτώσουν και πέθανε σαν ηρωίδα. Όλα τ’ άλλα είναι ψέματα. — Εγώ όμως νομίζω πως η Βέρα Νικήτοβνα κατόρθωσε να δραπετεύσει με τον αρχηγό των επαναστατών, κάποιον Φιοντόρ, είπε η κυρία ειρωνικά. Τώρα μόλις μάθαινε ο Δημήτρης Ορλόφ το όνομα του αρχιστασιαστή. Προσπάθησε να συγκεντρώσει το μνημονικό του. Φιοντόρ λέγανε το βαρκάρη που τον είχε δείρει με το μαστίγιο, στο Γιάλκοφ, εκεί στην κατασκήνωση των Τατάρων. — Τι σκέπτεστε, πρίγκιπα Ορλόφ; ρώτησε η κυρία. — Σαν να τον έχω δει αυτόν τον άνθρωπο. Ήταν ένα βαρκάρης που ξεχώριζε απ’ τους άλλους. Τον έδειρα με το μαστίγιο γιατί ήταν θρασύς, μπροστά στη Βέρα Γιάλκοβα. 108


Ο Β Α Ρ Κ Α Ρ Η Σ ΤΟΥ Β ΟΛ ΓΑ Τώρα ξαναρχόταν στο μυαλό του ολόκληρη η σκηνή. Δεν είχε πια καμιά αμφιβολία. — Αν ήταν αυτός πραγματικά, εξακολούθησε, είναι αδύνατο να σώθηκε η πριγκίπισσα. Αυτός θα την εκδικήθηκε. Είχε θανάσιμο μίσος εναντίον μου. — Όχι όμως κι ενάντια στην πριγκίπισσα. Ίσως να πήρε άλλο δρόμο η εκδίκησή του. Ο Ορλόφ δεν άκουγε όμως τώρα την κυρία. Τον βασάνιζαν σκέψεις πολύ οδυνηρές. Η Βέρα Γιάλκοβα, είχε φανερώσει τότε πραγματικά κάποια συμπάθεια γι’ αυτόν τον άνθρωπο. Του είχε μιλήσει για το τραγούδι του. Αυτός είχε νιώσει τότε κάποιο μίσος και γι’ αυτό τον εξευτέλισε βάζοντάς τον να του σκουπίσει το παπούτσι κι έπειτα τον χτύπησε με το μαστίγιο. Το έκανε για να τον τιμωρήσει γιατί του φάνηκε σαν να είδε να περνάει απ’ τα μάτια του μια ερωτική φλόγα για τη Βέρα. Έπειτα εκείνη στάθηκε μπροστά για να τον εμποδίσει να τον ξαναχτυπήσει. Το κτήνος αυτό σώθηκε μόνο απ’ την επέμβασή της. Είχε σκοπό να τον σακατέψει απ’ το ξύλο. Όταν φεύγανε, μια Τατάρισσα φώναξε ενάντια στη Βέρα, κι αυτός έκανε πως δεν άκουσε. Και μ’ όλα όσα συνέβησαν, άμα γύρισαν στον πύργο, η Βέρα έπαιξε στο πιάνο το τραγούδι του Βόλγα. Ύστερα υπεράσπιζε τους βαρκάρηδες. Του φαινόταν παράξενο, πως ήταν δυνατόν μια πριγκίπισσα Γιάλκοβα να έχει τόσο δημοκρατικές ιδέες. Σε μια εποχή μάλιστα που φυσούσε τόσο δυνατά ο επαναστατικός άνεμος κι απειλούσε να παρασύρει το καθεστώς και την αριστοκρατία μαζί. Ίσως να κατόρθωσε να ξεγελάσει τον αρχιστασιαστή μ’ αυτές τις ιδέες της και να τον κάνει να τη σώσει. Αλλά πάλι γιατί να φύγει μαζί του από εκεί και να τους καταδιώκουν οι επαναστάτες; Δεν συνέβηκε αυτό λοιπόν; Μήπως η Βέρα εκμεταλλεύθηκε τον αισθηματισμό του βαρκάρης; Μήπως τον άφησε να ελπίσει μια ερωτική ανταπόδοση; Αυτό του φαινόταν τρομερό αλλά πιθανό. Ο Ορλόφ άρχισε τώρα να βρίσκει λογικούς τους υπαινιγμούς της φλύαρης κυρίας. Μόνο με τα γυναικεία όπλα της θα μπορούσε να δαμάσει εκείνον τον αγριάνθρωπο. Αυτό τον έκανε να θυμώσει τρομερά. Ώστε η γυναίκα που αγαπούσε, που την αρραβωνιάστηκε για να της δώσει το όνομά του 109


ΙΒΑΝ ΜΠΕΛΟΥ Κ Ι Ν βρισκόταν στα χέρια ενός βαρκάρη; Πέρασε μπροστά απ’ τα μάτια του η εικόνα της Βέρας, με όλη την ομορφιά και τη γοητεία της. Τη θυμήθηκε πλάι του, όταν τόλμησε να της φανερώσει τον έρωτά του. Πώς ήταν δυνατόν, αυτή η γυναίκα που ήταν κοντά του τόσο ψυχρή και τον πάγωνε με την περηφάνιά της, να ταπείνωσε τον εαυτό της μπροστά σ’ έναν αγροίκοβαρκάρη; Αγαπούσε βέβαια κι αυτός τη Βέρα με το δικό του τρόπο, αλλά το ερωτικό πάθος του Ορλόφ ήτανε σαρκικό, την έβλεπε σαν ένα υπέροχο κορμί, σαν μια πηγή για ερωτικό μεθύσι, σαν ένα λουλούδι που θα το συνέτριβε μέσα στα χέρια του. Τώρα δεν ένιωθε μόνο να προσβάλλεται η φιλοτιμία του κι η αριστοκρατική του περηφάνια αλλά και το ανδρικό του πάθος. Του είχε πάρει τη γυναίκα που ποθούσε ένα παλιόσκυλο, που το είχε μάλιστα χτυπήσει. Η κυρία εξακολουθούσε το κουτσομπολιό της, αυτός όμως δεν άκουγε τίποτα. Πήγε στο γραφείο του με βήματα νευρικά. Κάλεσε όλους τους αξιωματικούς κι έδωσε την ακόλουθη διαταγή: — Να δυναμώσει η καταδίωξη ενάντια στους επαναστάτες. Όλο και ν’ απλώνεται τριγύρω η ακτίνα της καταδίωξης. Να φέρνετε μπροστά μου το συντομότερο όποιον πιάνετε. Είσθε προσωπικά υπεύθυνοι για κάθε δραπέτευση. Έτσι δεν θα του ξέφευγε ο Φιοντόρ, ήταν αδύνατο να μην πέσει στο δίχτυ. ***

110


Ο Β Α Ρ Κ Α Ρ Η Σ ΤΟΥ Β ΟΛ ΓΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ Η ΒΕΡΑ ΚΙ ο Φιοντόρ περιπλανιόταν στα δάση γύρω απ’ το ποτάμι χωρίς καν να πλησιάσουν στο Γιαροσλάβ. Δεν τους έλειψαν οι περιπέτειες κι οι κίνδυνοι ούτε μια μέρα, από τότε που περάσανε από κείνο το χωριό κι η Βέρα ντύθηκε χωριάτικα. Περνούσαν σ’ όλη την έκταση άλλοτε λευκοί στρατιωτικοί κι άλλοτε επαναστάτες. Δεν μπορούσαν να έχουν εμπιστοσύνη σε κανέναν απ’ τους δυο. Ο Φιοντόρ σκεφτότανε πως όλοι οι πράκτορες των μπολσεβίκων θα είχανε πληροφορηθεί όσα είχαν συμβεί στον πύργο, αφού όλοι περνούσαν υποχρεωτικά από το Γιάλκοφ. Αν τον έπιαναν θα τον μεταχειρίζονταν σαν προδότη ή θα του παίρνανε τη Βέρα. Θα την αναγνώριζαν εύκολα γιατί ήταν αδύνατο να την κρύψει η χωριάτικη φορεσιά της και το μαντήλι. Δεν την πρόδινε μόνο το ευγενικό της πρόσωπο και τ’ άσπρα χέρια της, αλλά κι η περπατησιά της. Δεν μπορούσε ν’ απαλλαγεί απ’ την κομψότητά του. Προχωρούσανε πάντα λοιπόν με προφυλάξεις κι αποφεύγανε κάθε ανώφελη συνάντηση. Πολλές φορές γύριζαν πίσω στις στέπες, μακριά απ’ το ποτάμι. Στο δρόμο σύχναζαν πολλοί. Κάθε τόσο δίνανε μάχες οι λευκοί με τους κόκκινους. Όλη η έκταση αντηχούσε απ’ τις συμπλοκές, απ’ τα αμάξια, απ’ τα’ αυτοκίνητα που χρησιμοποιούσαν οι επαναστάτες. Ο Φιοντόρ κι η Βέρα βρέθηκαν έτσι προς το νότο, πολύ μακριά απ’ την επικίνδυνη ζώνη του Γιαροσλάβ. Θα έπρεπε να κάνουν μεγάλο γύρο, απ’ το βορρά, για να φτάσουν στην πόλη. Πηγαίνανε πολύ σιγά. Απ’ την πρώτη μέρα κιόλας είχανε χάσει την τρόικα. Την είχε δει μια επαναστατική περιπολία και την πήρε. Προχωρούσαν τώρα με τα πόδια και πλησίαζαν στο Γιαροσλάβ ύστερα από πολλούς κόπους και περιπέτειες. Οι σχέσεις τους δεν μεταβλήθηκαν διόλου σ’ όλο αυτό το διάστημα. Ο Φιοντόρ εξακολουθούσε να είναι ένας σύντροφος κοντά της, χωρίς να θελήσει ποτέ να εκμεταλλευθεί την περίσταση που έφερε αυτή τη γυναίκα στη διάθεσή του. Τη λάτρευε με κείνο το σιωπηλό κι ευγενικό αίσθημα, που φουντώνει πάντα μέσα στις απλές αδιάφθορες καρδιές, που ο έρωτας για μιαν υπέροχη γυναίκα, που δεν μπορούν να την κατακτήσουν, μεταβάλλεται σε θρησκεία μελαγχολική. Ήθελε 111


ΙΒΑΝ ΜΠΕΛΟΥ Κ Ι Ν μόνο να πάει μαζί του η Βέρα και να ενώσει τη ζωή της για πάντα μ’ αυτόν. Η Βέρα όμως δεν το δεχόταν αυτό. Έτσι αυτός δεν συμβιβαζότανε με καμιά άλλη ανταπόδοση. Δεν είχε πια παρά να την οδηγήσει στον Γιαροσλάβ χωρίς να πάθει τίποτε. Η ευτυχία που είχε νιώσει την πρώτη μέρα κοντά της, είχε γίνει τώρα μαρτύριο ατέλειωτο. Σε λίγο θα έχανε τη Βέρα. Θα πήγαινε στον Δημήτρη Ορλόφ. Έπνιγε λοιπόν τον πόνο του και πάντα θλιμμένος κι απελπισμένος, προσπαθούσε να φτάσει όσο πιο σύντομα στο Γιαροσλάβ για να την αφήσει σε μέρος ασφαλισμένο. Φτάσανε λοιπόν σ’ ένα χωριό. Θα διανυκτερεύανε εκεί, και την επομένη θα έβρισκε τρόπο να τη στείλει στον Ορλόφ. Αυτός θα προχωρούσε προς τη μεσημβρινή Ρωσία με την ελπίδα να εξακολουθήσει την επαναστατική δράση του. Πλησίασαν στο χωριό μόλις νύχτωσε. Ο Φιοντόρ διέκρινε το φως μιας ταβέρνας και τράβηξε με τη Βέρα προς τα εκεί. Ήτανε μια ταβέρνα έξω απ’ το χωριό, ένα κτίριο παλιό που ήταν πανδοχείο. Είχε και μερικά δωμάτια με κρεβάτια κι η φωτιά ήταν πάντα αναμμένη στο τζάκι για να μαγειρεύουν για τους περαστικούς. Απ’ τον καιρό του πολέμου διατηρούσε την ταβέρνα μια γυναίκα. Η Βαρβάρα Προκόποβα. Ήταν χήρα υπαξιωματικού που σκοτώθηκε στα Καρπάθια και δεν είδε το παιδί του. Η Βαρβάρα, μια εύρωστη χωριάτισσα, δεν περιποιόταν μόνο όσους καταλάβαινε πως θα πλήρωναν αλλά κι όσους ήταν καλοκαμωμένοι. Είχε προσαρμοσθεί με την κατάσταση. Είχαν αρχίσει να περνάνε από κει τώρα τελευταία πότε λευκοί στρατιώτες και πότε επαναστάτες. Η Βαρβάρα Προκόποβα κανόνιζε λοιπόν τα πολιτικά φρονήματα ανάλογα μ’ αυτούς που φιλοξενούσε. Αν ήταν αξιωματικοί έβριζε τους επαναστάτες και καταριόνταν αυτούς που τόλμησαν να προσβάλουν την Αγία Ρωσία και τον Τσάρο, κι αν ήταν κόκκινοι, τους αγκάλιαζε, έκανε σαν μανιακή ενάντια στους λευκούς κι εκδήλωνε το πιο άγριο πάθος γι’ αυτούς. Μπορούσε να μιλήσει ταυτόχρονα με την πιο μεγάλη συγκίνηση για την τύχη του πατερούλη, του Τσάρου Νικολάου και του Τσάρου Αλέξη, κι έπειτα να φανερώνει λυσσώδικη αιμοδιψία, όταν ρωτούσε αν τον κρατούσαν ακόμα ζωντανό τον βρωμερό Νικόλαο και τη σιχαμένη γυναίκα του. Έτσι κι οι κόκκινοι ήταν ευχαριστημέ112


Ο Β Α Ρ Κ Α Ρ Η Σ ΤΟΥ Β ΟΛ ΓΑ νοι απ’ την Βαρβάρα Προκόποβα κι οι λευκοί πίστευαν πως είχαν μια πιστή φίλη που τους εξυπηρετούσε. Για να τα καταφέρνει πιο καλά μάλιστα, η Προκόποβα είχε μέσα στο μαγαζί της δυο σημαίες, μιαν άσπρη και μια κόκκινη, και τις ανέβαζε στο κοντάρι ανάλογα με την πελατεία. Ένας υπηρέτης βρισκόταν πάντα στο παράθυρο, κοιτούσε στο δρόμο και κανόνιζε το σήμα του μαγαζιού σύμφωνα με τους επισκέπτες. Πολλές φορές συνέβαινε να έρθουνε λευκοί στην ταβέρνα όταν βρίσκονταν εκεί επαναστάτες και να γίνει μπροστά τους η αλλαγή της σημαίας. Οι κόκκινοι όμως ήταν λίγοι ως τότε, περαστικοί μπολσεβίκοι πράκτορες, κι αυτή δικαιολογούταν πως ήταν αναγκασμένη να κάνει έτσι για να τους κρύψει και να μην τους πιάσουνε οι λευκοί, κάνοντας κι αυτή την κατασκοπεία της. Τα ίδια έλεγε όταν υπήρχαν στην ταβέρνα αστοί περαστικοί κι ερχόταν ομάδες από επαναστάτες. Μονάχα όταν είχε στρατό στο μαγαζί της δεν τολμούσε να παίζει αυτήν την κωμωδία. Δεν χωρατεύανε οι αξιωματικοί. Κρεμούσε όμως και τότε η Βαρβάρα το άσπρο πανί, για να το βλέπουν οι κόκκινοι και να μην πλησιάζουν. Με τον τρόπο αυτό, Βαρβάρα Προκόποβα εκμεταλλευόταν και τους Τσαρικούς και τους μπολσεβίκους και μοίραζε τα αισθήματά της και τις ερωτικές προτιμήσεις της ανάλογα με την περίσταση και την εντύπωση που της προξενούσαν οι πελάτες που τη γουστάριζαν. Στην ταβέρνα αυτή έφτασε ο Φιοντόρ με τη Βέρα. Συνάντησε στο δρόμο μερικούς μουζίκους με κόκκινη σημαία. Σχημάτισε την εντύπωση πως είχε φτάσει ως εκεί η επανάσταση και πως οι λευκοί δεν τολμούσαν να βγουν έξω απ’ την πόλη. Όταν μπήκε στην ταβέρνα, έτρεξε να τον συναντήσει η Βαρβάρα Προκόποβα. Το σήμα του Φιοντόρ έδειχνε το αξίωμα του. — Θέλουμε να φάμε κάτι και να κοιμηθούμε, της είπε. — Ό,τι θέλετε, απάντησε η Βαρβάρα. Μερικοί μουζίκοι που κάθόνταν κοντά στο τζάκι κοιτάξανε με περιέργεια. Κάποιος έσκυψε κι είπε στο σύντροφό του. — Ποια είναι αυτή με το χλομό πρόσωπο και τ’ άσπρα χέρια; Ο Φιοντόρ το άκουσε και για να διαλύσει κάθε υποψία, είπε 113


ΙΒΑΝ ΜΠΕΛΟΥ Κ Ι Ν στην Προκόποβα. — Είμαστε κουρασμένοι, εγώ κι η γυναίκα μου. Θα φάμε γρήγορα και θα πάμε να ησυχάσουμε. Είμαστε νιόπαντροι και προτιμάμε να φάμε στην κάμαρά μας. Το χωριάτικο φόρεμα δεν μπόρεσε να γλυτώσει τη Βέρα απ’ τις υποψίες. Οι μουζίκοι βλέπανε μια γυναίκα που φαινόταν σαν χωριάτισσα ενώ δεν ήταν. Μόλις μπήκε μέσα μάλιστα είχε προσπαθήσει να κρύψει το πρόσωπό της. Γιατί να προφυλάχτηκε άραγε; Κι έπειτα τι γύρευε ένα νιόπαντρο ζευγάρι σ’ αυτό το χάνι που δεν παρείχε καμιά ασφάλεια κι από όπου περνούσανε κάθε τόσο πότε οι λευκοί και πότε οι κόκκινοι; Αυτός που καθόταν σιμά στο τζάκι και κάπνιζε, είπε τώρα ξανά στους άλλους: — Σύντροφοι, πάει πολύς καιρός που δεν έχω δει νιόπαντρους. Από τότε που παραιτήθηκε ο Τσάρος. Ποτέ μου δεν φαντάσθηκα πως θα έβλεπα τέτοια πιτσουνάκια μεσ’ τη φωλιά της Βαρβάρας Προκόποβα. Ο Φιοντόρ κι η Βέρα ανεβήκανε στην κάμαρα που τους έδειξε η Βαρβάρα. Μόλις έφυγε, ο Φιοντόρ έκλεισε την πόρτα κι Βέρα έβγαλε το μαντήλι της. Πήγε μπροστά σ’ έναν μικρό καθρέφτη και φούντωσε φιλάρεσκα με τα χέρια της τα μαλλιά της, κοιτάχθηκε κι είπε: — Δεν μπορώ να υποφέρω αυτό το μαντήλι μου φέρνει ασφυξία. — Θα βρεις γρήγορα την άνεσή σου, πέρασε η μπόρα για σένα. — Ελπίζεις, Φιοντόρ; — Είναι σιμά το Γιαροσλάβ. Δεν θα χρειαστεί πια να σε συνοδέψω. Άμα η ταβερνιάρισσα καταλάβει πως θα πληρωθεί καλά θ’ αναλάβει να σε στείλει η ίδια. Η φωνή του Φιοντόρ ήταν γεμάτη μελαγχολία. Δεν έκρυβε διόλου τη θλίψη του. — Φιοντόρ σε στεναχωρεί αυτό; — Είναι οι τελευταίες ώρες που περνάμε μαζί. — Εξαρτάται από σένα να μην είναι οι τελευταίες. — Δεν θα σε ξαναδώ ποτέ πια, Βέρα, ξαναείπε εκείνος λυπητερά. Η Βέρα κάθισε στην άκρη, του κρεβατιού και του είπε να 114


Ο Β Α Ρ Κ Α Ρ Η Σ ΤΟΥ Β ΟΛ ΓΑ κάτσει αντίκρυ της σε μια καρέκλα. — Όχι, του είπε, δεν θα γίνει αυτό ποτέ. — Ανήκουμε σε δυο κόσμους διαφορετικούς και μας χωρίζει μια άβυσσος. — Άφησες πια τους επαναστάτες, Φιοντόρ, μπορείς να έρθεις στο Γιαροσλάβ. — Ξέρεις καλά πως δεν έφυγα απ’ το Γιάλκοφ γιατί άλλαξα ιδέες. — Τότε γιατί έφυγες; — Είσαι τόσο σκληρή και μου κάνεις μια τέτοια ερώτηση; — Νομίζω πως θα σε κάνω να σκεφθείς καλύτερα. Θέλω να τα πούμε όλα. Γιατί έφυγες απ’ το Γιάλκοφ όπου ήσουνα αρχηγός; Αυτός στάθηκε λίγο με τα χέρια σταυρωμένα, με τα μάτια σκυφτά και σηκώνοντάς τα ξαφνικά της είπε με φωνή βαθιά: — Γιατί σ’ αγάπησα. Η Βέρα δεν περίμενε ίσως μια τέτοια απάντηση. Σ’ όλο το δρόμο, που ήταν γεμάτος περιπέτειες, ο Φιοντόρ δεν είχε ξεστομίσει ούτε μια ερωτική λέξη. Νόμιζε πως τώρα θα τον παρέσυρε σε συζήτηση για την επανάσταση και πως με τη λογική και την επίδραση που είχε επάνω του, θα τον κατάφερνε να την ακολουθήσει στο Γιαροσλάβ, όπου θα τον παρουσίαζε στον Δημήτρη Ορλόφ σαν το σωτήρα της. Γι’ αυτό δεν μπόρεσε να του απαντήσει αμέσως. — Φιοντόρ, του είπε σε λίγο. Θαυμάζω τώρα ένα μήνα τον ηρωισμό σου. Γνωρίζω πως συγκρατείς το αίσθημά σου και πόσο είσαι δυστυχισμένος γι’ αυτό. Προσπάθησε να κυριαρχήσεις στον εαυτό σου ως το τέλος. — Αυτή τη στιγμή όμως δεν μπορώ να μη στο πω. Η εξομολόγησή μου, που ως σήμερα τη συγκρατούσα, μού έρχεται στο στόμα σαν μια πλημμύρα που την προκαλεί ο πόνος. Έπρεπε να στο πω πριν σ’ αφήσω για να με θυμάσαι για πάντα. — Το ήξερα. — Ποτέ δεν μπορούσες να γνωρίζεις πόσο υπέφερα και πόσο υποφέρω. Μόνο συμπόνια νιώθεις για μένα, πρέπει να το ομολογήσεις. — Με φέρνεις σε δύσκολη θέση, Φιοντόρ. — Δεν θέλω να μου πεις τίποτα. Το ξέρω, το βλέπω. Δεν με 115


ΙΒΑΝ ΜΠΕΛΟΥ Κ Ι Ν αγαπάς. Δεν είναι ποτέ δυνατόν ν’ αγαπήσει μια πριγκίπισσα έναν βαρκάρη. Στο παράπονό του αυτό, η Βέρα απάντησε με φωνή σταθερή: — Δεν πρόκειται για την πριγκίπισσα. Πρόκειται για την τίμια γυναίκα που υποσχέθηκε σε κάποιον κι αρραβωνιάσθηκε μαζί του. — Το ίδιο θα μπορούσες να δικαιολογήσεις και την καταδίκη μου απ’ τον Ορλόφ. Κι αυτός ορκίσθηκε στον Τσάρο. — Όχι, Φιοντόρ. Ξέρεις πως αυτό είναι εντελώς άλλο θέμα. Αυτός κούνησε το κεφάλι και της είπε: — Δεν το είπα για να μου απαντήσεις. Ξέρω καλά τι σκέπτεσαι και τι αισθάνεσαι. Επειδή όμως μου μίλησες για υπόσχεση, πρέπει κι εγώ να σου εξηγήσω για ποιο λόγο αθέτησα την πιο ιερή μου υπόσχεση, χωρίς να μετανιώνω γι’ αυτό τώρα. Υπάρχει ένα ιδανικό, Βέρα, που ήταν και που θα μείνει πάντα το πιο ιερό. Το ιδανικό της ανθρώπινης λευτεριάς. Τίποτα δεν αξίζει πιο πολύ απ’ αυτό. Εξασφαλίζει την εγγύηση για τη ζωή κι αυτό είναι ο πυρσός που φώτισε και φωτίζει το δρόμο της ανθρωπότητας. Αν υπάρχουνε ήρωες στην ιστορία, είναι κείνοι που αγωνίστηκαν γι’ αυτό το ιδανικό. Μόνο αυτό εξαγιάζει τη θυσία απ’ το αίμα που χύνεται. Κι’ αν σε σκότωνα τότε, θα σε σκότωνα γι’ αυτό το ιδανικό. Το ίδιο θα έλεγα κι αν χυνόταν το δικό μου αίμα. Σ’ αυτό το ιδανικό υποσχέθηκα με όρκο. Τίποτε δεν θα μπορούσε να με κάνει να σταματήσω. Το πίστευα και θα έβαζα ακόμα και το χέρι μου στη φωτιά. Ήρθε όμως μια στιγμή που είδα πως όλοι οι όρκοι κι οι μεγάλοι σκοποί μπορούν να λησμονηθούν χωρίς να το καταλάβει κάποιος. Και ξέρεις πότε; Όταν χτυπήσει μέσ’ την καρδιά το μεγάλο σήμαντρο της αγάπης. Μόνο αυτοί που νιώσανε έναν έρωτα μεγάλο το ξέρουν αυτό. Αυτοί που μπόρεσαν να γίνουν ήρωες της αγάπης. Τίποτε δεν μπόρεσε να τους συγκρατήσει και καμιά θυσία δεν ήταν μεγάλη γι’ αυτούς. Κι είναι τόση η αγαλλίαση που σου πλημμυρίζει την ψυχή, που δεν αισθάνεσαι την παραμικρή τύψη. Θα με αποκαλέσουν επίορκο; Αυτό όμως εγώ το θεωρώ μεγάλη μου δόξα. Δεν μπορώ να ξέρω τι θα κατορθώσω στη ζωή μου. Το πιο σπουδαίο όμως είναι η 116


Ο Β Α Ρ Κ Α Ρ Η Σ ΤΟΥ Β ΟΛ ΓΑ χαρά που νιώθω σαν σε βλέπω σήμερα ζωντανή, ενώ ήσουνα νεκρή. Εκεί που περιπλανιόμαστε τώρα ένα μήνα, όταν εσύ ούτε καν μπορούσες να το μαντέψεις, ακουμπούσα πολλές φορές μιαν ακρούλα του φουστανιού σου, σε άγγιζα απαλά στο κεφάλι την ώρα που κοιμόσουνα, ενώ εγώ ξαγρυπνούσα, σαν να φοβόμουνα μη τυχόν κι αυτό το θείο όραμα ήταν πραγματικότητα και πως έγινε πραγματικά το θαύμα να σε σώσω απ’ το θάνατο. Η Βέρα τον άκουγε καταγοητευμένη και βυθισμένη σ’ έκσταση. Αυτός εξακολούθησε: — Τη μεγάλη τούτη χαρά, τίποτα άλλο δεν μπορεί να μου τη δώσει. Μονάχα αυτοί που συνδεθήκανε με τη γυναίκα που αγάπησαν, μέσα σ’ ένα μεγάλο περιστατικό της ζωής τους, μπορούν να με καταλάβουν. Θέλεις λοιπόν να έχω εμπιστοσύνη στον Δημήτρη Ορλόφ, που μονάχα τον όρκο που έχει δώσει στον Τσάρο ξέρει να κρατάει; Είσαι βέβαιη πως σ’ αγαπάει Βέρα. — Δεν έχω καμιά αμφιβολία, είπε κείνη. Ο Φιοντόρ χαμογέλασε με σαρκασμό. — Γιατί γελάς; — Γιατί εγώ δεν είμαι διόλου βέβαιος. Έπρεπε να σ’ είχε αναζητήσει — Μα πώς; Νομίζεις πως αυτή τη στιγμή δεν θα με ζητάνε; Μην ξεχνάς πως περάσαμε από μέρη επαναστατημένα. Δεν ήταν δυνατόν να βρούμε στρατιώτες λευκούς. — Όποιον άνθρωπο, θα τον έσπρωχνε ο ιερός σκοπός της αγάπης, θα μπορούσε να φτάσει παντού. Θα έπρεπε να έχει βγει ο ίδιος με στρατό για να σε βρει. — Ξεχνάς πως είναι στρατιωτικός διοικητής του Γιαροσλάβ; Θα έπρεπε ν’ αφήσει τη θέση του για να ψάξει για μένα; — Ρωτάς εμένα που το έκανα αυτό; Εγκατέλειψα μια διοίκηση και πάτησα έναν όρκο, όχι για να βρω αυτήν που την κρατούσα δική μου αλλά για να σώσω μια γυναίκα και να πάει σ’ ένα άλλον. — Φιοντόρ, είσαι μια ψυχή ηρωική. Δεν ξέρω πώς να σου φανερώσω το αίσθημα που με κάνεις να νιώθω. — Ίσως να σου προκαλώ μια μικρή ευγνωμοσύνη. Εγώ όμως σου χρωστάω κάτι πολύ πιο μεγάλο. 117


ΙΒΑΝ ΜΠΕΛΟΥ Κ Ι Ν — Εσύ; — Μάλιστα. Μ’ έκανες να σ’ αγαπήσω. Η Βέρα άπλωσε τα χέρια της αναζητώντας τα δικά του. Αυτός την πλησίασε. Τα μάτια της είχανε βυθιστεί στα δικά του. Τον μαγνήτιζε και τραβούσε κοντά της το κορμί του, αυτό το κορμί που ως τώρα είχε κατανικήσει τον πιο παράφορο πόθο. Πλησιάσανε τα χείλη τους. Ξαφνικά ακούστηκε ένα κρότος στην πόρτα. Ο Φιοντόρ πετάχτηκε κι έτρεξε ν’ ανοίξει. Ο μουζίκος που κοιτούσε ύποπτα την Βέρα, ήταν σκυμμένος στην κλειδαριά. Ο Φιοντόρ τον άρπαξε απ’ τ’ αυτί και τον έσπρωξε στη σκάλα. Κατρακύλησε με άλλους δυο πελάτες της ταβέρνας. — Ποιος είναι; ρώτησε η Βέρα. — Ένας αδιάντροπος. Δεν θέλησε να τη φοβίσει. Είχε όμως καταλάβει πως στην ταβέρνα είχαν υποψιαστεί ότι η Βέρα ότι δεν ήταν χωριάτισσα. Γι’ αυτό ανέβηκαν όχι μόνο για να δουν μια όμορφη νέα γυναίκα, αλλά και για ν’ ακούσουν τι έλεγε αυτός ο μπολσεβίκος με το κόκκινο σήμα, σε μια γυναίκα ύποπτη, τη στιγμή που οι άλλοι πολεμούσαν. Ο Φιοντόρ άρχισε να καταλαβαίνει πως δεν ήταν απόλυτα ασφαλισμένος στην ταβέρνα αυτή. Δεν είχε βέβαια να φοβηθεί τίποτα απ’ τους λιγοστούς πελάτες της Προκόποβα, που αν τον στενοχωρούσαν θα τους έδινε ένα μάθημα καλό. Αλλά φοβότανε μη τυχόν και πήγαινε κάποιος να τον προδώσει σε καμιά κοντινή επαναστατική οργάνωση. Κι αν πάλι βρισκόταν κάποιος αντίθετος θα πήγαινε να πει τις υποψίες του στους λευκούς. Στη Ρωσία εξ άλλου, αυτό τον καιρό, υπήρχαν άτομα που προσφέρανε διαδοχικά υπηρεσίες στους λευκούς και στους κόκκινους, ανάλογα με τα συμφέροντά τους. Η Βέρα τον είδε σκεφτικό. — Τι έχεις Φιοντόρ; τον ρώτησε. — Τίποτα, απάντησε. Αυτό το κτήνος μας χάλασε την πιο ωραία στιγμή. Η Βέρα δεν μπορούσε να φαντασθεί τίποτε άλλο. Ήταν φυσικό να δυσφορεί ο φίλος της για την ενόχληση αυτή. Αυτός όμως είχε πάρει απόφαση να φύγει όσο πιο σύντομα μπορούσε. Ούτε αυτός, ούτε η Βέρα ήταν ασφαλισμένοι εκεί. Θα 118


Ο Β Α Ρ Κ Α Ρ Η Σ ΤΟΥ Β ΟΛ ΓΑ έφευγε αμέσως μάλιστα, αλλά την λυπότανε που ήταν τόσο κουρασμένη. Είχε ανάγκη ν’ αναπαυθεί. Θα την έβαζε να κοιμηθεί κι αυτός θ’ αγρυπνούσε και θα πρόσεχε στον παραμικρό θόρυβο. Ό,τι κι αν συνέβαινε θα την άρπαζε στην αγκαλιά του και θα έφευγε. Θα επαναλάμβανε ξανά το επεισόδιο της νύχτα του Γιάλκοφ. Και τώρα θα έπαιρνε γραμμή το δρόμο προς το Γιαροσλάβ και θα έβρισκε τρόπο να τη στείλει ασφαλισμένη. Τη στιγμή που ο Φιοντόρ γκρέμισε απ’ τη σκάλα τον μουζίκο, έφτασε στην ταβέρνα ένα απόσπασμα από λευκούς. Είχαν μάλιστα ειδοποιήσει στην ώρα τη Βαρβάρα Προκόποβα κι άλλαξε αμέσως σημαία. Γι’ αυτό, οι αξιωματικοί που μπήκανε πρώτοι ενθουσιαστήκανε. Σκέφτηκαν πως βρίσκονται σε φιλικό μέρος, αφού η ταβερνιάρισσα δεν φοβόταν να φανερώνει τα αισθήματά της. Γυρέψανε αμέσως να πιούνε και να φάνει. Η φασαρία έφτασε ως τον Φιοντόρ. Κοίταξε απ’ το παράθυρο στο δρόμο κι είδε ένα ολόκληρο τάγμα από καβαλάρηδες. Από τις φωνές κι από τις στολές, που γυαλίζανε κάτω απ’ το φανάρι της πόρτας, είδε πως οι περισσότεροι απ’ αυτούς ήταν αξιωματικοί. — Είναι δικοί σου, είπε στη Βέρα. Είμαι χαμένος. Η Βέρα έτρεξε να δει. — Να μείνουμε εδώ, του είπε, και δεν θα μας ανακαλύψουν. — Τώρα όμως είναι η πιο κατάλληλη περίπτωση να ζητήσεις να σε πάνε στο Γιαροσλάβ. — Δε θα το ζητήσω ποτέ. Μόνο μαζί σου θα πάω εκεί. — Εγώ δεν θα παραδοθώ ποτέ σ’ αυτούς. Δεν θα εξαρτήσω την τύχη μου απ’ τον οίκτο του Δημήτρη Ορλόφ. — Τότε θα μείνουμε εδώ. Δεν μπορεί ποτέ να σκεφθούν να παραβιάσουν ένα άσυλο συζυγικό. — Εγώ όμως φοβάμαι πως θα το κάνουν. — Τότε να προσπαθήσεις να φύγεις. — Ναι. Και μια μέρα θα σε συναντήσω. Αυτό να το ξέρεις. Φόρεσε αμέσως το πανωφόρι του και κοίταξε από πού μπορούσε να φύγει. Σκέφτηκε να πηδήσει απ’ το παράθυρο, ήταν όμως πολύ ψηλά κι από κάτω ακριβώς είχαν σταθεί οι στρατιώτες που ακολουθούσαν τους αξιωματικούς. Πήρες λοιπόν 119


ΙΒΑΝ ΜΠΕΛΟΥ Κ Ι Ν την απόφαση να κατέβει στην ταβέρνα, να κάνει δήθεν πως ζητάει το φαγητό του και να ξεγλιστρήσει ανάμεσα απ’ τους στρατιώτες που ακόμα θορυβούσαν ως ότου τακτοποιηθούνε. — Αντίο, Βέρα της είπε. Αυτή σηκώθηκε κι άνοιξε τα χέρια. Βρέθηκαν αμέσως αγκαλιασμένοι και τα χείλη τους ενώθηκαν στο φιλί του αποχαιρετισμού. *** Βρισκόταν ακόμα αγκαλιασμένοι όταν η πόρτα χτύπησε δυνατά. — Ανοίξτε, πρέπει να κρυφτείτε, γιατί ήρθαν οι λευκοί. Τους ειδοποιούσε ο υπηρέτης της ταβέρνας. Άνοιξαν και τους είπε πως τον έστειλε η Βαρβάρα να τους πάει στη σοφίτα, που ήταν κλειστή, για να μείνουν μέσα μέχρι που να φύγει ο στρατός που θα διανυκτέρευε εκεί. Μπορεί να ψάχνανε τα δωμάτια για ύποπτους κι η Προκόποβα ήθελε να τον κρύψει, αφού ήταν επαναστάτης, και να μην φανεί ύποπτη η ταβέρνα της, ότι δίνει άσυλο στους μπολσεβίκους. Ο Φιοντόρ άκουσε τότε μια ζωηρή συζήτηση κάτω στην ταβέρνα. — Θέλω απόψε ένα δωμάτιο για τη νύχτα, έλεγε ένας άντρας επιτακτικά. Νόμισε πως αναγνώρισε αυτή τη φωνή. Την είχε ξανακούσει κάπου. Πριν κατορθώσει ακόμα να θυμηθεί, του είπε η Βέρα τρομαγμένη: — Είναι ο Δημήτρης Ορλόφ. Έπειτα ξανάκουσε: — Μόνο μια κάμαρα είχα εξοχότατε και την έχω δώσει σ’ ένα νιόπαντρο ζευγάρι, απαντούσε η Προκόποβα στον Ορλόφ. — Τι είδους νιόπαντροι είναι αυτοί; ρώτησε ο πρίγκιπας. — Χωριάτες. — Να τους βγάλεις γρήγορα από κει και να μου ετοιμάσεις το δωμάτιο. Τότε μίλησε ένα άλλος στον Ορλόφ. — Εξοχότατε, ο άντρας είναι χωριάτης, η γυναίκα όμως έχει κάτασπρα χέρια. — Δεν μ’ ενδιαφέρουνε οι γυναίκες, απάντησε αυτός. Το 120


Ο Β Α Ρ Κ Α Ρ Η Σ ΤΟΥ Β ΟΛ ΓΑ δωμάτιο θέλω. — Ο Φιοντόρ κατάλαβε πως χανόταν. Δεν το έβρισκε λογικό να κρυφτεί στη σοφίτα. Θα προσπαθούσε να φύγει ανάμεσα απ’ τους στρατιώτες. Δεν υπήρχε άλλος τρόπος σωτηρίας. Αν τον χτυπούσαν θα χτυπούσε κι αυτός. Θα πολεμούσε παλικαρίσια. — Τι θα κάνεις; τον ρώτησε με αγωνία η Βέρα. — Θα κατέβω μεσ’ τον κόσμο, στην ταβέρνα — Μα οι άλλοι σε είδαν με κόκκινο σήμα. Θα σε προδώσουνε. Και προσπάθησε να του βγάλει την ταινία. Ήταν όμως ραμμένη με γερή κλωστή και δεν έβγαινε εύκολα. Ακούστηκαν βήματα ν’ ανεβαίνουν τη σκάλα. — Κάνε γρήγορα, φώναξε η Βέρα. Έχεις σχοινί μαζί σου, να το δέσεις στο παράθυρο και να πηδήσεις έξω. Θα σε σκοτώσει να σε βρει μαζί μου ο Δημήτρης Ορλόφ. Αυτός άρχισε να δένει το σχοινί σ’ ένα έπιπλο βαρύ. Πριν όμως προφτάσει να πηδήσει απ’ το παράθυρο ορμήσανε μεσ’ την κάμαρα ένας αξιωματικός και δυο στρατιώτες και τον πιάσανε. Προσπάθησε να πιάσει το πιστόλι του, αλλά τον αφόπλισαν. — Γιατί θέλεις να φύγεις; τον ρώτησαν. Ποιος είσαι; — Ο Φιοντόρ, δοκίμασε ν’ απαλλαγεί κι ένας απ’ τους στρατιώτες που τον κρατούσαν βρέθηκε στο πάτωμα. — Βοήθεια φωνάξανε οι άλλοι. Είδαν πως είχαν να κάνουν με πολύ δυνατό, κι είχαν μάλιστα να εμποδίσουν και τη γυναίκα που βοηθούσε το σύντροφό της να ξεφύγει. Το πρόσωπο του στρατιώτη που κρατούσε το Φιοντόρ ήταν ματωμένο. Τον είχε σχίσει με τα νύχια της η Βέρα. Λίγο ακόμα κι ο Φιοντόρ θα τους ξέφευγε. Απάνω στην πιο κρίσιμη στιγμή όμως η κάμαρα γέμισε στρατιώτες. Ο αγώνας ήταν άνισος πια. Δέσανε τον Φιοντόρ με το δικό του σχοινί και φιμώσανε τη Βέρα που φώναζε πως ήθελε να την παρουσιάσουν στον πρίγκιπα Ορλόφ. — Ο πρίγκιπας δεν ενδιαφέρεται για γυναίκες, της είπαν. Τότε ανακαλύψανε το κόκκινο σήμα του Φιοντόρ, που είχε κουρελιαστεί με την πάλη... 121


ΙΒΑΝ ΜΠΕΛΟΥ Κ Ι Ν — Ώστε λοιπόν είσαι κόκκινος; του είπαν. — Ο πρίγκιπας πρέπει να δει αμέσως αυτή τη γυναίκα, που ήταν μαζί μου, ήταν η μοναδική του απάντηση. Ήθελε να προφυλάξει τη Βέρα από κάθε πιθανή κακοποίηση, αφού οι στρατιώτες δεν τη γνώριζαν. — Ώστε του προσφέρεις τη γυναίκα σου; τον ρώτησαν κοροϊδευτικά. Πριν ακόμα απαντήσει, τον ρίξανε σ’ ένα καμαράκι σκοτεινό. Ο αξιωματικός τον που έπιασε κατέβηκε κι ανάφερε στον Δημήτρη Ορλόφ. — Βρήκαμε ένα χωριάτη με τη γυναίκα του. Φορούσε κόκκινη ταινία. — Να τον τουφεκίσουν, είπε ο Ορλόφ. — Και τη γυναίκα του; — Κάντε της ό,τι θέλετε, πρόσθεσε. Ο λοχαγός που ανέβηκε πρώτος στην κάμαρα, πήρε διαταγή να τους ανακρίνει. Πήγε πρώτα στο καμαράκι που βρισκόταν ο Φιοντόρ. Φέρανε μια λάμπα πετρελαίου. Ο Φιοντόρ ήταν δεμένος σε μια γωνία ανάμεσα σε σπασμένες καρέκλες και τενεκεδένια κουτιά. Τον βοήθησαν να σηκωθεί όρθιος μπροστά στον αξιωματικό. — Πώς σε λένε; τον ρώτησε. — Αντώνη Εφίμοβιτς Τσελίκιν, απάντησε ο Φιοντόρ, για να κρύψει το όνομά του. — Από πού ήρθες; — Απ’ την Κόστρομα. — Γιατί έφυγες από κει; — Για να βρω δουλειά. Εκεί επαναστάτησαν όλοι. — Και γιατί φορούσες το κόκκινο σήμα; — Για να περάσω εύκολα μέσα απ’ τους επαναστάτες. Αλλιώτικα θα με πιάνανε. — Τότε γιατί αντιστάθηκες; — Παραβιάσατε το άσυλό μου. Φοβηθήκαμε εγώ κι γυναίκα μου. — Ο Φιοντόρ ήθελε έτσι να τους παραπλανήσει με την ελπίδα πως θα τον άφηναν ελεύθερο. Κατάλαβε πως είχαν πιάσει και τη Βέρα, κι όταν ζήτησε να την παρουσιάσουν στον Ορλόφ τη φίμωσαν για να σταματήσει να φωνάζει. Φυσικά λοι122


Ο Β Α Ρ Κ Α Ρ Η Σ ΤΟΥ Β ΟΛ ΓΑ πόν δεν είχαν μάθει ακόμα πως ήταν η πριγκίπισσα Γιάλκοβα και ποιος ήταν αυτός. Στο σημείο αυτό ήρθε ο ταγματάρχης Αλέξης Μπούριν, αγαθός κι ευκολόπιστος, που συγκινήθηκε απ’ την περιπέτεια του αγαθού χωριάτη. — Να περιμένεις, του είπε. Θα τ’ αναφέρω στον πρίγκιπα. Κατέβηκε στην ταβέρνα, όπου είχαν αδειάσει ένα δωμάτιο και το είχαν κάνει γραφείο του Επιτελείου του στρατιωτικού διοικητή του Γιαροσλάβ. — Έχω τη γνώμη, είπε στον Ορλόφ, πως είναι ένας φτωχός χωριάτης, που αντιστάθηκε από φόβο μήπως τον κακοποιήσουν. Είχε μαζί του γυναίκα και μπορεί να φαντάσθηκε πως θα του την πάρουν. Νομίζω πως δεν πρέπει να είμαστε αυστηροί με τους μουζίκους που δεν αποδείχνεται τίποτε εις βάρος τους. Δεν πρέπει να τους εξωθούμε προς τους επαναστάτες. — Εγώ πιστεύω, είπε ο Ορλόφ, πως μονάχα με το φόβο υποτάσεις τα ζώα. Ας δοκιμάσουμε όμως και τη δική σου μέθοδο. Αν τυχόν και δεν πρόκειται πραγματικά για άνθρωπο ύποπτο, να τον αφήσετε ελεύθερο. — Και τη γυναίκα του μαζί; — Δεν πιστεύω να θέλετε, Αλέξη Μπούριν, να του κρατήσουμε τη γυναίκα του; — Σας ρώτησα, γιατί αυτή ζήτησε να παρουσιαστεί μπροστά σας. — Δεν έχω καιρό και όρεξη για τέτοια ζητήματα. Θ’ αρχίσει να φωνάζει πως είναι αθώα και πως την κακοποιήσανε. Να τους αφήσετε αμέσως και ν’ απομακρύνετε όλους όσους βρέθηκαν εδώ απόψε. Μπορεί να υπάρχουν κόκκινοι κατάσκοποι. Ο Αλέξης Μπούριν ανέβηκε. — Να λύσετε το μουζίκο, διέταξε τους στρατιώτες. — Μα είναι μπολσεβίκος, είπε ο αρχηγός. Δεν βλέπετε το σήμα του; — Το δικαιολόγησε, είπε αυτός. — Τον πιστεύετε; — Ο πρίγκιπας διέταξε να τον αφήσουμε, είπε ο Μπούριν. Δυο στρατιώτες λύσανε τον Φιοντόρ. — Είσαι ελεύθερος, του είπε ο ταγματάρχης. 123


ΙΒΑΝ ΜΠΕΛΟΥ Κ Ι Ν Ο Φιοντόρ έκανε να φύγει, μόλις έφτασε όμως στη σκάλα. Ο Αλέξης Μπούριν του φώναξε: — Στάσου. Και επειδή ο Φιοντόρ έκανε πως δεν άκουσε, δυο στρατιώτες τον σταμάτησαν. — Φεύγεις δίχως τη γυναίκα σου; τον ρώτησε ο Μπούριν. — Νόμιζα πως θα την κρατούσατε, είπε ο Φιοντόρ. — Φέρτε τον εδώ, διέταξε ο ταγματάρχης. Κάτι υποπτεύθηκε απ’ τη βιαστική φυγή του Φιοντόρ. — Σ’ αφήνουμε ελεύθερο, του είπε κι αφού ξέρεις πως κρατάμε τη γυναίκα σου δεν σε νοιάζει διόλου, ούτε ρωτάς. Αυτό θα πει πως βιάζεσαι να ξεφύγεις μόνος σου. Βάζω στοίχημα πως δεν είναι γυναίκα σου. Να πεις την αλήθεια. — Δεν ξέρω τι ν’ απαντήσω, είπε ο Φιοντόρ. — Να του κάνετε έρευνα, διέταξε ο Μπούριν. Ο λοχαγός τον ερεύνησε μόνος του. Σε λίγο παράδινε ένα φάκελο στον ταγματάρχη. Εκείνος τον άνοιξε και διάβασε. Ήταν ένα έγγραφο απ’ το επαναστατικό κέντρο της Πετρούπολης, που τον διόριζε αρχηγό στους επαναστάτες του Γιάλκοφ. Ο Φιοντόρ το είχε κρατήσει για να το χρησιμοποιήσει αργότερα. — Μου είπες ψέματα λοιπόν; είπε ο Αλέξης Μπούριν, θυμωμένος και χτύπησε τη γροθιά του πάνω στο κασόνι όπου βρισκόταν η λάμπα. Ο Φιοντόρ δεν απάντησε. — Ήσουνα αρχηγός στο Γιάλκοφ; Αυτός εξακολουθούσε τη σιωπή του. — Συ έκανες την επίθεση στον πύργο του πεθερού του Δημήτρη Ορλόφ; Ούτε και τώρα απάντησε. — Ποια είναι η γυναίκα που βρίσκεται μαζί σου; — Θα σας το πει η ίδια. — Θα είναι καμιά λυσσασμένη μπολσεβίκα της Πετρούπολης είπε ο λοχαγός. — Να την ανακρίνετε και θα σας απαντήσει. — Τιμωρία σου θα είναι ο τουφεκισμός, του είπε ο Αλέξης Μπούριν. — Τον περίμενα, απάντησε ο Φιοντόρ. 124


Ο Β Α Ρ Κ Α Ρ Η Σ ΤΟΥ Β ΟΛ ΓΑ Κλείσανε το Φιοντόρ και πήγανε να εξετάσουν τη Βέρα. Καθόταν στην άκρη του κρεβατιού με το πρόσωπο γυρισμένο στο παράθυρο. Ήθελε να αποφύγει το στρατιώτη που τη φρουρούσε γιατί της έλεγε αστεία αισχρά που την αηδιάζανε. Ο Αλέξης Μπούριν πήρε μια καρέκλα και κάθισε κοντά στον αξιωματικό που θα έγραφε. — Φέρτε την εδώ, είπε. Ο στρατιώτης έκανε να την πιάσει απ’ το μπράτσο κι αυτή τον έσπρωξε. — Βλέπω πως η μικρή είναι πολύ ευαίσθητη, είπε ο ταγματάρχης. — Θέλετε να πείτε πως οι στρατιώτες σας είναι πολύ χυδαίοι, είπε αυτή. Στάθηκε τρία βήματα μακριά απ’ τον ταγματάρχη. — Ξέρεις και δίνεις απαντήσεις, είπε ο Μπούριν. Άλλαξες φόρεμα αλλά δεν φρόντισες ν’ αλλάξεις και γλώσσα. Δεν χρειάζεται να καταλάβει κάποιος πως τα ρούχα που φοράς δεν είναι δικά σου. — Αφού λοιπόν είσαι βέβαιος ταγματάρχα, πως δεν είμαι γυναίκα του επαναστάτη γιατί μου μιλάς έτσι και δεν με ρωτά να σου πω ποια είμαι; — Γιατί είσαι κάτι πιο χειρότερο. Είσαι ένα ύποπτο υποκείμενο απ’ την Πετρούπολη. — Δεν φοβάσαι μήπως βγεις γελασμένος ταγματάρχα; — Έχω δει πολλές σαν και σένα, είπε ο Μπούριν. Σπουδάζουνε στα πανεπιστήμια και συνωμοτούνε αδιάκοπα με τους εραστές τους ενάντια στην αυτοκρατορία. Είναι γυναίκες διεφθαρμένες κι αισχρές που καταστρέφουν την κοινωνία. Οι βρισιές του Αλέξη Μπούριν την έκαναν να κοκκινίσει από ντροπή και αγανάκτηση. Ήταν έτοιμη να του πει, πως ήταν η πριγκίπισσα Γιάλκοβα, αλλά συγκρατήθηκε. Ήθελε να δει ως που θα φτάνανε μπροστά σε μια γυναίκα οι αξιωματικοί του τσαρικού στρατού, που τους θεωρούσε ιπποτικούς κι ευγενικούς. Έβλεπε καθαρά πως ο ταγματάρχης τη θεωρούσε επαναστάτισσα, φοιτήτρια με φλογισμένα μυαλά, σαν μια απ’ αυτές που εξορίζανε κάθε τόσο στη Σιβηρία. Βρήκε λοιπόν την ευκαιρία να γνωρίσει για λίγο την τραγωδία που ζούσαν αυτές οι γυναίκες. Είχε δίκιο λοιπόν ο Φιοντόρ όταν έλεγε, πως 125


ΙΒΑΝ ΜΠΕΛΟΥ Κ Ι Ν ανάμεσα στον κόσμο αυτό, που συσπειρώθηκε τώρα γύρω απ’ το απολυταρχικό καθεστώς που γκρεμιζόταν και στους επαναστάτες, που αποφάσισαν να δημιουργήσουν μια καινούργια Ρωσία, απλωνόταν μια άβυσσος πραγματική. — Δεν είμαι αυτό που φαντάζεσαι, ταγματάρχα, του είπε, αλλά με τον τρόπο που μιλάς σ’ ένα κορίτσι, λυπάμαι γιατί δεν ανήκω εκεί που ανήκουν αυτές οι γυναίκες. — Είναι κορίτσι! Είπε ο ταγματάρχης ειρωνικά. Οι αξιωματικοί γελάσανε. — Ένα κορίτσι που περνάει τις νύχτες και τις μέρες του μ’ έναν μουζίκο, είπε ένας υπολοχαγός. — Δεν την κατηγορούμε γι’ αυτόν που διάλεξε, είπε ένας άλλος. Είναι γερός, με μπράτσα δυνατά. Έχει σπουδαίο γούστο. — Βρωμεροί! Σιχαμένοι! φώναξε η Βέρα. — Σωπάστε, φώναξε ο Μπούριν στους αξιωματικούς κι εξακολούθησε την ανάκριση. — Ευτυχώς, δεν μας είπες ψέματα πως είσαι χωριάτισσα. — Αυτός είναι μουζίκος. Σας είπε την αλήθεια, απάντησε η Βέρα. — Λοιπόν. Επιβεβαιώνεις πως ήρθες απ’ την Πετρούπολη για να ξεσηκώσεις το μυαλό του βαρκάρη του Γιάλκοφ; — Όχι, είπε αυτή. Αυτά είναι ψέματα, που δεν τα λέει κανένας. — Ώστε δεν εκτελείς διαταγές του επαναστατικού κέντρου; Τότε γιατί ακολουθείς αυτόν τον βαρκάρη; — Πάω στο Γιαροσλάβ. — Με ποιο σκοπό; — Να συναντήσω τον Δημήτρη Ορλόφ. — Τι τον θέλεις; — Μόνο στον ίδιο μπορώ να το πω. — Πες μας τ’ όνομά σου. — Μονάχα ο Δημήτρης Ορλόφ, μπορεί να το μάθει. Περιμένω να με παρουσιάσεις σ’ αυτόν. Κάτι ψιθυρίσανε ο αξιωματικοί μεταξύ τους. — Γιατί, άραγε, θέλει να δει τον πρίγκιπα, είπε ο λοχαγός. Είναι ύποπτο αυτό. — Μήπως θέλει να τον σκοτώσει; Θα έχει πάνω της πιστό126


Ο Β Α Ρ Κ Α Ρ Η Σ ΤΟΥ Β ΟΛ ΓΑ λι ή χειροβομβίδες. — Να την ψάξεις, φώναξε ο Μπούριν. Ο υπολοχαγός κι ο λοχαγός τρέξανε να της κάνουν έρευνα σωματική. Της πιάσανε τα χέρια. — Αυτό είναι πρωτάκουστο, φώναξε η Βέρα. Γιατί δεν φέρνετε μια γυναίκα. — Ζητάει να κερδίσει χρόνο, είπε κάποιος. Κάτι κρύβει στο μυαλό της. — Τι θέλεις να πεις στον Δημήτρη Ορλόφ τη ρώτησε ο Αλέξης Μπούριν. — Θέλω να τον πληροφορήσω πως είσαστε ικανοί να προσβάλετε ακόμα και την τιμή μου. — Βάζω στοίχημα πως κάτι κρύβεις. Στο σύντροφό σου βρήκαμε ένα έγγραφο επαναστατικό. Είμαι βέβαιος πως κρύβεις πράγματα πιο σοβαρά. Εγώ ξέρω τι μπορούν να κρύψουν τα γυναικεία φουστάνι. — Εγώ βλέπω μόνο, είπε ένας μεθυσμένος πως κρύβουν ένα όμορφο κορμί. — Να σωπάσεις, φώναξε πάλι ο Μπούριν. Να γίνει αμέσως η έρευνα. Η σωματική έρευνα άρχισε πάλι παρ’ όλη την αντίσταση της Βέρας. Την κρατούσαν δυνατά απ’ τους ώμους δυο στρατιώτες. Είδε πως δεν υπήρχε άλλος τρόπος να γλιτώσει απ’ τον εξευτελισμό, εκτός αν φανέρωνε ποια ήταν. — Σταθείτε, φώναξε. Είμαι η πριγκίπισσα Βέρα Νικήτοβνα. Οι αξιωματικοί ξέσπασαν στα γέλια. — Αυτά τα παραμύθια τα λένε όλοι οι επαναστάτες, είπε ο Μπούριν. Ένα όνομα ψεύτικο για να γλυτώσουν. — Είμαι η Βέρα Γιάλκοβα, φώναξε πάλι αυτή. Να με πάτε στον Δημήτρη Ορλόφ. — Έχουμε καλές πληροφορίες, είπε ο Μπούριν, ευτυχώς. Την Γιάλκοβα τη σκότωσαν. Το επιβεβαίωσε ο Δημήτρης Ορλόφ. Μήπως καμιά άλλη πριγκίπισσα; Να γίνει έρευνα. Τότε τα βρωμερά χέρια του λοχαγού και του υπολοχαγού πέρασαν πάνω από όλο της το σώμα. Η Βέρα έκλαιγε, τους παρακαλούσε να σταματήσουν, αυτοί όμως δεν άφηναν το διασκεδαστικό τους παιχνίδι. Σύντομα βεβαιώθηκαν πως δεν 127


ΙΒΑΝ ΜΠΕΛΟΥ Κ Ι Ν έκρυβε τίποτε, δεν σταματούσαν όμως να την ενοχλούνε. Ο Μπούριν κατάλαβε πια την κτηνωδία που κάνανε οι δυο αξιωματικοί κι έδωσε τέλος σ’ αυτό το περίεργο ανακριτικό όργιο. — Να την αφήσετε, είπε. Η Βέρα ήταν πεσμένη μισολιπόθυμη σε μια άκρη. Ήθελε να τα υποστεί όλα καρτερικά, ώστε να πει στον Ορλόφ καθαρά τη γνώμη της για τους ανθρώπους του, αυτός όμως ο εξευτελισμός ξεπέρναγε την αντοχή της. Οι αξιωματικοί εξακολουθούσαν να στέκονται γύρω της και να συνεχίζουν τα αισχρά τους αστεία. Αυτή παρακαλούσε με λυγμούς να την πάνε στον Ορλόφ. — Ο πρίγκιπας δεν αδειάζει για γυναίκες, είπε ο λοχαγός. Θα πεις ότι θέλεις αργότερα σε μας. Θα δεις πως κάνουμε καλή συντροφιά. Ο Μπούριν τους είπε ξανά να σωπάσουν. Σηκώθηκε, στάθηκε μπροστά στη Βέρα και της είπε: — Αν είσαι η Γιάλκοβα, τι έκανες τότε δω μέσα μ’ αυτό το μουζίκο; — Αυτός ο άνθρωπος μ’ έσωσε. — Και γι’ αυτό ήρθες να περάσεις εδώ μια νύχτα μαζί του ντυμένη μ’ αυτό το φόρεμα; — Ο άνθρωπος αυτός με σεβάσθηκε, απάντησε αυτή. Καθόταν μαζί μου σαν ένας πιστός φρουρός. — Θέλεις να πεις —τη διέκοψε ο λοχαγός— πως αυτός ο ρωμαλέος χωριάτης είναι από σίδερο, και πως έμεινε όλη τη νύχτα μαζί σου χωρίς να γίνει τίποτα… — Είσαι ένα απαίσιο κτήνος, του φώναξε η Βέρα. — Ο λοχαγός σήκωσε το χέρι του να την χτυπήσει, ο Μπούριν όμως το συγκράτησε. — Αν δεν είσαι τρελή, είπε στη Βέρα, θα είσαι μία τυχοδιώκτρια πολύ έξυπνη. Δεν γνωρίζω ποια είσαι, η πριγκίπισσα Γιάλκοβα όμως, ποτέ δεν θα περνούσε τη νύχτα της στην ίδια κάμαρα μ’ έναν χωριάτη. Μπορεί φυσικά να μην ξέρεις πως ο Δημήτρης Ορλόφ είναι αρραβωνιασμένος με τη Γιάλκοβα και πως την ξέρει πολύ καλά. Να μου πεις λοιπόν ποια είσαι και ποιους επαναστατικούς σκοπούς ήρθες να εξυπηρετήσεις εδώ πέρα; — Θα προτιμούσα, με όλη μου την καρδιά, να είμαι μια 128


Ο Β Α Ρ Κ Α Ρ Η Σ ΤΟΥ Β ΟΛ ΓΑ επαναστάτισσα, είπε εκείνη. Αισθάνομαι μεγάλη ντροπή που ανήκω σε μια τάξη που στηρίζεται σε τέτοιους ανθρώπους, σαν και σας. — Σε συμβουλεύω, της είπε ο Μπούριν, να πάψεις να φωνάζεις πως είσαι η πριγκίπισσα Γιάλκοβα. Αρκετή στενοχώρια δοκίμασε ο πρίγκιπας Δημήτρης Ορλόφ, και δεν πρέπει ν’ ακούσει πως μια γυναίκα σαν και σένα εξευτελίζει το όνομα της αρραβωνιαστικιάς του. — Δεν θα με πάτε λοιπόν να τον δω; — Πρώτα - πρώτα, ο πρίγκιπας έχει βγει περιοδεία. Αλλά και αν ήταν εδώ, κανένας δεν θα τολμούσε να του πει πως μια γυναίκα τέτοιου είδους πήρε το όνομα της Γιάλκοβα. — Ελπίζω τότε, πως θα με τουφεκίσετε, είπε εκείνη. — Για την ώρα, μονάχα ο σύντροφός σου θα τουφεκιστεί. Έχουμε καιρό ν’ αποφασίσουμε αργότερα για σένα. — Μην στενοχωριέσαι, της είπε ο λοχαγός. Γυναίκες σαν και σένα δεν τις τουφεκίζουμε γιατί μας χρειάζονται. *** Το επιτελείο του Δημήτρη Ορλόφ έδωσε εντολή στη Βαρβάρα Προκόποβα να ετοιμάσει ένα πλούσιο τραπέζι. Δεν είχανε βέβαια εξαιρετικό κέφι απόψε οι αξιωματικοί, αλλά ακόμα και σ’ αυτήν την επιχείρηση θέλανε να περάσουν όπως και στο Γιαροσλάβ, όπου κάθε μέρα την περνούσανε με διασκεδάσεις, χορούς και ξεφαντώματα. Μια κι είχανε μαζευτεί εκεί όπου δεν είχε φτάσει ακόμη η επανάσταση με όλη τη δύναμή της, αντί να φροντίζουν να καταλάβουνε όσο δυνατόν πιο μεγάλη έκταση και το κλειδί της συγκοινωνίας, καθώς και το Βόλγα, για να εμποδίζουν τους κόκκινους να κυκλοφορούνε, αυτοί είχανε παραδοθεί στα γλέντια και στο μεθύσι. Απ’ τον Ορλόφ, που ήτανε στρατιωτικός διοικητής του Γιαροσλάβ ως τον τελευταίο αξιωματικό, όλοι τους θεωρούσαν την επανάσταση σαν μιαν αναρχία παροδική, που ήρθε έτσι αναπάντεχα ύστερα από τη στρατιωτική ήττα και που θα σταματούσε φυσικά μόλις ο στρατός θ’ αποφάσιζε να κουνηθεί. Υποτιμούσανε δηλαδή τη δύναμη της επανάστασης καθώς και τη σημαία της. Αντί να τους τρομοκρατήσει η ανικανότητα της 129


ΙΒΑΝ ΜΠΕΛΟΥ Κ Ι Ν κυβέρνησης του Κερένσκυ και να σκεφθούνε πως αν έπεφτε αυτός ο γελοίος δικτάτορας θα επικρατούσανε τα πιο επαναστατικά στοιχεία, οι κόκκινοι δηλαδή που δουλεύανε εντατικά και περιμένανε να εξαρθρωθεί ολότελα εκείνη η προσωρινή δημοκρατία, για ν’ αναλάβουνε την εξουσία αυτοί. Όλοι τους ηττοπαθείς, πιστεύανε πως αν εξακολουθούσε ο πόλεμος θα παθαίνανε ήττα πιο τρομερή και γι’ αυτό δεν είχανε καμιά διάθεση να κουνηθούνε, όσο κι αν φωνάζανε ενάντια στο κλείσιμο μονόπλευρης ειρήνης με την Γερμανία. Επειδή τους είχε λείψει απόλυτα το ηθικό, γι’ αυτό δεν μπορούσαν σχεδόν καθόλου να καταλάβουν πόση σοβαρότητα είχαν τα γεγονότα που συνεχίζονταν στην Πετρούπολη. Δεν δείχνανε ενδιαφέρον για τίποτα σχεδόν. Κάθε μέρα φτάνανε πληροφορίες στο Γιαροσλάβ σχετικά με τη θέση της Τσαρικής οικογένειας, που όλο και χειροτέρευε στο Τσάρκοε Σέλο, για το ότι πιάνανε κι εξαφανίζανε ανώτερους αξιωματικούς και για τα απερίγραπτα μαρτύρια που τραβούσαν ολόκληρες αριστοκρατικές οικογένειες, που τις ρίχνανε στις φυλακές ή τις στέλνανε στη Σιβηρία με όλη τη βαρυχειμωνιά, και κάτω από συνθήκες πιο δραματικές απ’ τις εξορίες που έστελναν τους πολιτικούς κατάδικους κάτω απ’ το τσαρικό καθεστώς. Η μεγάλη συμφορά που είχε βρει τη Ρωσία είχε επιδράσει τραγικά και πάνω στα άτομα. Ο κάθε αξιωματικός στο Γιαροσλάβ, οι πιο πολλοί τουλάχιστον, σκέφτονταν μόνο και μόνο πως να γλυτώσουνε το τομάρι τους. Κι επειδή απ’ το απατηλό φαινόμενο της συγκέντρωσης από τόσους ομόφρονες, φαντάζονταν πως βρίσκονταν σε απόλυτη ασφάλεια στο Γιαροσλάβ, ακούγανε τ’ ανήκουστα βάσανα που τραβούσαν οι τσαρικοί στα κέντρα, όπου είχε επικρατήσει η θύελλα της επανάστασης, σαν θλιβερές ιστορίες που δεν είχανε μ’ αυτούς άμεση σχέση. Γι’ αυτό δεν τους κάνανε εξαιρετική εντύπωση ούτε αυτά που αφορούσαν τα μέλη της τσαρικής οικογένειας, που τραβούσε ατέλειωτες ταπεινώσεις, εξευτελισμούς και στερήσεις από τ’ απειθάρχητα μπουλούκια που είχανε σηκώσει οι στρατιώτες και οι ναύτες. Η Βαρβάρα Προκόποβα ετοίμαζε το τραπέζι κι ήταν ανήσυχη αν θα πήγαινε καλά η βραδιά, γιατί σαν γνήσια κι έξυπνη Ρωσίδα ήξερε πως οι δυνατοί κάνουν πιο εύκολα το κακό όταν 130


Ο Β Α Ρ Κ Α Ρ Η Σ ΤΟΥ Β ΟΛ ΓΑ φάνε και πιούνε καλά. Μερικοί αξιωματικοί ακούγανε έναν συνάδελφό τους, που τους διηγούταν τις τελευταίες ειδήσεις απ’ την Πετρούπολη. — Γνωρίζετε φυσικά τον Ντερεβένκο. — Το ναύτη που είχανε στο παλάτι για να κρατάει στα χέρια του τον Τσάρεβιτς; — Ε, λοιπόν, αυτός, που ο Νικόλαος και η Αλεξάνδρα Φιοντόροβνα τον φορτώνανε με δώρα κι είχανε αποκαταστήσει και την οικογένειά του ολόκληρη, χρησιμοποιεί σαν υπηρέτη τον Αλέξη Νικολάιεβιτς. — Δεν είναι δυνατόν. — Τον είδα ξαπλωμένο σε μια πολυθρόνα να λέει στο καημένο το μικρό να του κουβαλάει διάφορα πράγματα. Δυο αξιωματικοί γελάσανε γιατί τους φάνηκε κωμική η συμπεριφορά του Ντερεβένκο. Γελάσανε μαζί του κι άλλοι αξιωματικοί αντί να θυμώσουν μ’ αυτό το περιστατικό. — Απ’ αυτό να καταλάβετε πόσο ανίκανος ήταν ο Τσάρος, είπε ένας αξιωματικός, που όλο και ξανάλεγε πως είχε ζητήσει απ’ τους πρώτους την παραίτηση του Νικολάου Β΄. — Τι θέλατε να κάνει σ’ αυτόν τον χυδαίο; είπε ένας άλλος. — Να τον διατάξει να φύγει. — Πώς να τον διατάξει είπε ένας άλλος. Ποιος τον υπακούει; Με δυσκολία του λένε καλημέρα ακόμα κι ο αξιωματικοί που τον φυλάνε. — Να παραπονεθεί στην Κυβέρνηση. — Κυριολεκτικά Κυβέρνηση δεν υπάρχει. Ό,τι θέλει κάνει ο καθένας. Ο Κερένσκυ είναι πιο γελοίος από όσον τον φαντάζεσθε. — Ας παραιτηθούνε λοιπόν όλοι οι ανίκανοι υπουργοί. Να αναλάβουνε άλλοι. Τα γέλια εξακολουθούσανε. Ο πιο ηλίθιος από όλους, που ήταν απόλυτα αδύνατο να καταλάβει πόσο μεγάλο και συνταρακτικό γεγονός διαδραματιζόταν στην πατρίδα του, ήταν ο συνταγματάρχης. Αυτός που μιλούσε για το επεισόδιο του Ντερεβένκο εξακολούθησε. — Φαίνεται, κύριοι πως οι μπολσεβίκοι θα έρθουνε. Στην Πετρούπολη όλο κι αυξάνουν οι κόκκινες σημαίες. Να ευχό131


ΙΒΑΝ ΜΠΕΛΟΥ Κ Ι Ν μαστε, μονάχα να μην επικρατήσουνε. — Όταν έλθει η ώρα θα τους διαλύσουμε, είπε ένας άλλος. — Εκτός κι αν προφτάσουν και μας διαλύσουν αυτοί, είπε ένας άλλος. — Εγώ, τότε θα παραιτηθώ είπε ο συνταγματάρχης. — Και τι θα κάνετε; Πού θα πάτε; — Στα κτήματά μου. Θ’ αποσυρθώ εκεί. Το ίδιο πρέπει να κάνουν όλοι οι Ρώσοι Ευγενείς. — Μα δεν ακούσατε συνταγματάρχα, τι πρόκειται να γίνει; — Θα μοιράσουν τη γη. Με τη φοβερή αυτή υπόσχεση αρχίσανε οι κόκκινοι να κάνουν την προπαγάνδα στους εργάτες. Υποσχέθηκαν να τους μοιράσουν τα τσιφλίκια που κατέχουνε οι ευγενείς. Κι αν κυριαρχήσουνε, φυσικά, θα το κάνουν. — Νομίζετε πως θα τολμήσουν; — Μονάχα μ’ αυτόν τον τρόπο θα μπορέσουν να κρατηθούνε. Και τι τους νοιάζει άλλωστε. Αυτοί που θα μοιράσουν τα κτήματα δεν έχουνε κτήματα δικά τους. — Άμα εγκατασταθώ εγώ στην περιουσία μου, ας έλθουνε να με βγάλουν αν μπορέσουν, είπε ο ηλίθιος συνταγματάρχης. — Να παρακαλάτε να μην έλθουνε. Αν τυχόν και καταλάβουνε την εξουσία οι μπολσεβίκοι, μοναδική σωτηρία θα είναι να κυριαρχήσει η γνώμη απ’ τους μετριοπαθείς, να περιορισθούνε δηλαδή στα κτήματα που ανήκουνε στο στέμμα και στην εκκλησία. Οι άλλοι, που χάσανε για μια στιγμή το κέφι τους, όταν άκουσαν πως θα μοιραστούνε τα τσιφλίκια, πήραν κουράγιο. — Τι ακριβώς είπατε; ρώτησαν. Ο αξιωματικός που μιλούσε εξακολούθησε. — Είναι φυσικό πως αν μοιράσουνε αυτά τα κτήματα θα είναι αρκετά για να χορτάσουνε τους πεινασμένους μουζίκους. Τα τσιφλίκια που ανήκουνε στο στέμμα έχουνε υπολογισθεί σε ενενήντα εκατομμύρια. Τα κτήματα της εκκλησίας και των μοναστηριών είναι τρία εκατομμύρια. Θα χορτάσουνε για πολύ καιρό μ’ αυτά οι πειναλέοι χωριάτες. Όλοι βγάλανε το συμπέρασμα πως μια τέτοια διανομή θα 132


Ο Β Α Ρ Κ Α Ρ Η Σ ΤΟΥ Β ΟΛ ΓΑ ήταν κάπως λογική. — Βέβαια. Θα ήτανε αδικία να πάρουνε τα κτήματά μας, αφού μπορεί να λυθεί το πρόβλημα με τα κτήματα του Τσάρου. — Είναι φυσικό, εξ άλλου, να γίνει έτσι, αφού ο Τσάρος έπεσε κι έγινε Δημοκρατία. Τα ίδια λέγανε όλοι. Μπροστά στον κίνδυνο να χάσουνε τα κτήματά τους, συμφωνούσανε πως ήτανε δικαιολογημένο σχεδόν ν’ απογυμνώσουνε ολότελα τον Τσάρο, την Τσαρίνα, τους Μεγάλους Δούκες, τις εκκλησίες και τα μοναστήρια. Κι αυτός που μετάδωσε αυτή την ευχάριστη πληροφορία για τις περιουσίες, πρόσθεσε στο τέλος καρτερικά. — Δεν μπορεί να γίνει αλλιώτικα. Πρέπει να είμαστε κιόλας ευχαριστημένοι για να σωθεί η Ρωσία. Συνταυτίζανε τη Ρωσία ανάλογα με τα συμφέροντά τους. Κι η συζήτηση συνεχιζόταν, την ώρα που η Βαρβάρα Προκόποβα είπε πως μπορούσαν ν’ αρχίσουν το φαγητό τους. Φέρανε βότκα, παστά ψημένα, σαλάτα ρώσικη, χαβιάρι. Αρχίσανε να τρώνε μεζέδες και να πίνουνε. Αυτοί που είχαν απογοητευθεί από τις λυπητερές ειδήσεις, γίνανε τώρα πιο αισιόδοξοι. Ο λοχαγός που είχε βασανίσει με την έρευνα τη Βέρα Γιάλκοβα είπε: — Είδατε στις εφημερίδες την τελευταία συνέντευξη του Μεγάλου Δούκα Κυρίλλου Βλαντιμήροβιτς. Βάζει τα πράγματα στη θέση τους. — Τι λέει; ρώτησε ο Αλέξης Μπούριν. — Λέει πως ο Τσάρος ερχόταν σε συνεννόηση με τον Κάιζερ. Το λέει με φυσικό τρόπο. — Είχε πάντα μυαλό, ο Κύριλλος Βλαντιμήροβιτς, πρόσθεσε ο ηλίθιος συνταγματάρχης. — Με αυτές τις δηλώσεις, ο Κύριλλος καταμερίζει τις ευθύνες για την ήττα. Μονάχα ο Τσάρος φταίει. Εκμηδενίζει τους επαναστάτες που λένε πως φταίνε οι Ρομανόφ, για την καταστροφή του πολέμου. Πρέπει να τον συγχαρούμε γι’ αυτό. — Αυτός είναι ο μελλοντικός Τσάρος, είναι ο καλύτερος Ρομανόφ. Πρέπει να του έχουν εμπιστοσύνη. Η ατιμία του Κύριλλου Βλαντιμήροβιτς Ρομανόφ, που φέρθηκε άνανδρα στην Τσάρινα και στα παιδιά της, όταν έλειπε 133


ΙΒΑΝ ΜΠΕΛΟΥ Κ Ι Ν ο Τσάρος, όταν πήγε και απέσυρε τη λιγοστή φρουρά απ’ το Τσάρκοε Σέλο, και την άφησε μαζί με τ’ άρρωστα παιδιά της στη διάθεση του επαναστατημένου όχλου, η ατιμία του να λέει προδότη τον πρώην Τσάρο, γινόταν δεκτή μ’ ενθουσιασμό, γιατί το μόνο που σκεφτόταν ήταν να σωθούν άμα πέφτανε όλες οι ευθύνες στο κεφάλι του δύστυχου Νικολάου Β΄. Αδιαφορούσαν αν η κατηγορία αυτή προερχόταν απ’ το στόμα ενός Μεγάλου Δούκα κι αν θα γινόταν ένα πιθανό κατηγορητήριο μιας επαναστατικής κυβέρνησης, ενάντια στον πρώην Τσάρο με πολύ σοβαρά στοιχεία ενοχής. Ο λοχαγός έπειτα ανάφερε και κάτι που ενθουσίασε τους συνομιλητές. Τη διαπόμπευση που έγινε στο πτώμα του Ρασπούτιν. Μερικοί στρατιώτες πήγαν και το ξέθαψαν κι αφού το σύρανε πήγαν και το πέταξαν στο ποτάμι. Οι αξιωματικοί που άκουγαν την περιγραφή, την ώρα που πίνανε βότκα και μασούσαν παστά, άρχισαν να γελάνε με την ανάμνηση του Ρασπούτιν, να κατηγορούνε την πρώην Τσαρίνα, να λένε υπονοούμενα για τις σχέσεις της μ’ αυτόν, να βρίζουνε την Άννα Βαρύμποβα, που τη λέγανε ερωμένη του, και να κατονομάζουνε διάφορες κυρίες της αριστοκρατίας πως λαβαίνανε μέρος στ’ ακατονόμαστα όργια του Ρασπούτιν. Ο λοχαγός που είχε κακομεταχειρισθεί τη Βέρα άρχισε να λέει συκοφαντικές τερατολογίες προσθέτοντας όσα δημιουργούσε η φαντασία του εκείνη τη στιγμή. Κατηγορούσε όλες τις κυρίες που συχνάζανε στ’ ανάκτορα κι ήταν φίλες της Τσαρίνας. Η Βέρα Γιάλκοβα, που βρισκόταν στην πλαϊνή κάμαρα άκουγε όλες αυτές τις συκοφαντίες ανακατεμένες με λόγια αισχρά και με περιγραφές κυνικές, και με λεπτομέρειες γι’ αυτά τα φανταστικά όργια. — Καθόλου δε διστάζω, εξακολουθούσε ο λοχαγός, να θεωρώ υπεύθυνες για όλα τα κακά, αυτές τις γυναίκες, που με την ακολασία τους δυσφημίσανε την αριστοκρατία. Η Αλεξάνδρα Φιοντορόβνα, πρώτη-πρώτη, είναι μια γυναίκα διεστραμμένη κι έκφυλη, αλλιώτικα, δεν θα μπορούσε να έχει ερωμένο τον βρωμερό Ρασπούτιν. Είχε καταντήσει τον Τσάρο ηλίθιο. — Λες πράγματα ανεξακρίβωτα, είπε ο ταγματάρχης Μπούριν. Ξέρουμε μόνο πως η Τσαρίνα θεωρούσε τον Ρασπούτιν σωτήρα του παιδιού της. Τ’ άλλα είναι συκοφαντίες. 134


Ο Β Α Ρ Κ Α Ρ Η Σ ΤΟΥ Β ΟΛ ΓΑ — Αν όμως υπήρχαν στην Πετρούπολη μερικοί που να είχαν το θάρρος να ξεκαθαρίσουν τα πράγματα, δεν θα γινότανε η επανάσταση. — Μα τον Ρασπούτιν, τον σκότωσαν πριν εκραγεί η επανάσταση. — Δεν αρκούσε αυτό, έπρεπε να τιμωρήσουν και μερικές απ’ αυτές τις διεφθαρμένες. Αυτό θα έκανα εγώ. Θα τις παράδινα πρώτα στους στρατιώτες κι έπειτα θα τις τουφέκιζα. Αυτές μας κατάστρεψαν. Είναι λυπηρό να βλέπουμε κορίτσια να κάνουν πράγματα, σαν αυτά που μάθαμε πως έκανε η Βέρα Γιάλκοβα, την αρραβωνιαστικιά του Δημήτρη Ορλόφ που υποσχέθηκε έρωτα σ’ έναν μουζίκο αρχιστασιαστή κι έφυγε μαζί του. Ποιος ξέρει που οργιάζουνε. Κάθε αξιωματικός που θα τη συναντήσει έχει υποχρέωση να τη σκοτώσει χωρίς άλλη διαδικασία. Αν τυχόν και γυρίσει, δεν είναι απίθανο να την δεχτεί ο Ορλόφ, που την αγαπάει, όσα ψέματα κι αν του πει. Αυτό όμως θα τον εξευτελίσει. Εγώ αν τη βρω πουθενά θα τη σκοτώσω. Η Βέρα τ’ άκουγε όλα αυτά. Γιατί λοιπόν δεν τη σκότωναν; Αυτή ήταν μια λύση πιο αξιοπρεπής από τα όσα γίνανε κι όσα πρόβλεπε πως θα γίνουν. Είχε συντελεσθεί μια σοβαρή μεταβολή στο μυαλό της απ’ τη στιγμή που οι αξιωματικοί του Δημήτρη Ορλόφ ορμήσανε στην κάμαρα που βρισκόταν με τον Φιοντόρ. Τώρα πια αλλάξανε οι ιδέες και τα αισθήματά της. Όσο κι αν δικαιολογούσε την επανάσταση και πίστευε πως ο μουζίκοι κι οι εργάτες αξίζανε μια καλύτερη ζωή, δεν έπαυε ως τότε να θεωρεί τους ανθρώπους της τάξης της ως πραγματικούς ευγενείς, που απ’ αυτούς θα βγαίνανε οι μεταρρυθμιστές της καινούριας Ρωσίας. Πίστευε πως ένας αριστοκράτης δεν μπορούσε ποτέ να κάνει πράξεις χυδαίες και ταπεινές. Γι’ αυτήν, οι αξιωματικοί ήταν πιστοί στον όρκο τους, υπερασπιστές του θρόνου από παράδοση, ηρωικοί σημαιοφόροι στα ιδεώδη της αυτοκρατορίας, που ξέρανε μόνο να χύνουν το αίμα τους γι’ αυτήν. Αυτές οι ιδέες της όμως διαψεύσθηκαν απότομα κι αποκαλυπτικά. Οι εξευτελισμοί που της κάνανε δεν τη λυπούσαν μόνο για τον εαυτό της. Είδε πως μεταχειρίζονταν μια γυναίκα ανυπεράσπιστη, με τι χυδαίο τρόπο, με πόσο σιχαμερούς σκο135


ΙΒΑΝ ΜΠΕΛΟΥ Κ Ι Ν πούς. Ούτε οι ληστές θα φέρνονταν έτσι. Οι αγροίκοι Τάταροι είχαν φερθεί πιο ευγενικά. Κανένας αξιωματικός δεν συγκινήθηκε απ’ τις ταπεινώσεις που της επιβάλλανε, μολονότι όλοι φορούσαν χρυσοκέντητες στολές με παράσημα. Τότε θυμήθηκε τον Φιοντόρ. Και ποιος είναι αυτός; Γιος ενός μουζίκου, που μορφώθηκε όταν ήταν μικρός και που έπειτα απ’ την εξορία του πατέρα του στην Σιβηρία, γύρισε στο χωριό του κι έκανε τις πιο σκληρές δουλειές για να ζήσει τη μητέρα του. Κι αυτός ο μουζίκος, που τον έδειρε ο αρραβωνιαστικός της, όταν βρέθηκε με το πιστόλι απέναντί της αντί να τη σκοτώσει, συγκινήθηκε και την έσωσε. Μήπως χρώσταγε στον έρωτά του τη γενναία πράξη του Φιοντόρ; Ναι αλλά μόνο οι ευγενικοί μπορούν ν’ αγαπήσουν τόσο δυνατά και να φτάσουν ως την αυτοθυσία. Αντίθετα όμως, οι αξιωματικοί, που αν δεν μεσολαβούσαν αυτά τα συνταρακτικά γεγονότα, θα τους γνώριζε μέσ’ τα σαλόνια της Πετρούπολης, με κομψό κι άψογο παρουσιαστικό και λεπτούς τρόπους, σκέφτονταν τώρα να τη μεταχειρισθούνε για τα όργιά τους. Αυτό δεν ήταν παράξενο, αφού μιλούσαν τόσο πρόστυχα για την ίδια την Τσαρίνα και για κυρίες που δεν τις γνώριζαν; Ήταν ένας κόσμος χυδαίος κι άνανδρος, ικανός για κάθε άτιμη πράξη. Γιατί λοιπόν να μην πάει με τον Φιοντόρ, έξω απ’ τα σύνορα της Ρωσίας ή σε κάποια μακρινή επαρχία; Έτσι μονάχα θα σωνόταν και θ’ ακολουθούσε τη φωνή της καρδιάς της. Γιατί τον αγαπούσε τον Φιοντόρ. Τώρα, αυτό το αίσθημα την πλημμύριζε ολόκληρη. Τον αγαπούσε. Ήταν ο μόνος που άξιζε γι’ αυτό . Και τώρα τον είχαν φυλακισμένο για να τον τουφεκίσουν, ενώ αυτή βρισκόταν στη διάθεση του κάθε μεθυσμένου σάτυρου. Το γλέντι είχε προχωρήσει. Οι αξιωματικοί φώναζαν όλο και πιο ασυνάρτητα. Το μεθύσι γενικευόταν. Το ένιωθε η Βέρα κι έτρεμε. Τι θα γινόταν; Ύστερα ακούστηκε μια μπαλαλάικα. Κάποιος έπαιζε κι η μουσική άναψε πιότερο τους μεθυσμένους. Βγάζανε άναρθρες κραυγές, χτυπούσαν παλαμάκια και σφύριζαν. Ξαφνικά κάποιος φώναξε: — Κύριοι, η μικρούλα που πιάσαμε είναι νιόπαντρη και της διακόψαμε τη νύχτα του γάμου. Προτείνω να της επανορ136


Ο Β Α Ρ Κ Α Ρ Η Σ ΤΟΥ Β ΟΛ ΓΑ θώσουμε τη ζημιά. Το άκουσε η Βέρα κι έφριξε. Μιλούσε γι’ αυτήν εκείνος ο λοχαγός. — Να τη φέρουνε εδώ, φωνάξανε άλλοι δυο. Είναι όμορφη; Η Βέρα είδε να μπαίνουνε δυο αξιωματικοί; — Επιτρέπεται να σας προσφέρουμε ένα ποτηράκι; είπε ο ένας. Η Βέρα στριμώχτηκε σε μια γωνιά. — Αφήστε με ήσυχη, φώναξε. — Θα περάσει όμορφα, σου το εγγυόμαστε. Έλα λοιπόν. — Την έπιασε απ’ το χέρι κι αυτή τον έσπρωξε. — Είσαστε άνανδροι, ξαναφώναξε. — Θα δεις πως είμαστε ιπποτικοί. Θα σου δώσουμε ότι σου αρέσει. Η Βέρα είδε στην πόρτα τον Αλέξη Μπούριν. Ήταν ο μόνος που της είχε φανεί πιο σοβαρός. — Ταγματάρχα, σε παρακαλώ να με σώσεις απ’ αυτούς τους εξευτελισμούς. — Ο Μπούριν την πλησίασε. Έσκυψε και της είπε: — Δεν είμαι μόνος μου εδώ μέσα. Υπάρχουν συνταγματάρχες νέοι, που φωνάζουν πως θέλουν να σε δούνε. Να έρθεις και θα είναι το λιγότερο απ’ όσα έχει να πάθεις. Η Βέρα τους ακολούθησε στο τραπέζι. Θα υπέφερε το πολύπολύ τα ενοχλητικά τους αστεία και την αηδία του μεθυσιού της. Τη βάλανε να καθίσει κοντά στο λοχαγό. Μόλις την είδαν οι μεθυσμένοι θορυβούσανε. Άλλος χειροκροτούσε, άλλος φώναζε σαν να είχε μπει μια σαντέζα. Ο λοχαγός άρχισε να την περιποιείται και σε λίγο οι χειρονομίες του προχώρησαν τόσο πολύ, που αυτή ζήτησε προστασία από ένα χοντρό Κοζάκο συνταγματάρχη με γένια. Αυτός της είπε πως ήταν πρόθυμος να τη βοηθήσει αν συμφωνούσε να πάει την άλλη μέρα να εγκατασταθεί στο σπίτι του. Ήτανε τέλεια μεθυσμένος και δεν μπορούσε να του εξηγήσει ποια ήταν. Κάθισε λοιπόν δίπλα του για ν’ αποφύγει μεγαλύτερες ενοχλήσεις. Πλάι της ήταν ο Μπούριν. — Θα έρθει ο πρίγκιπας Ορλόφ; τον ρώτησε — Ίσως, γιατί ρωτάς; 137


ΙΒΑΝ ΜΠΕΛΟΥ Κ Ι Ν — Μόνο αυτός μπορεί να με απαλλάξει απ’ αυτό το μαρτύριο. Δεν το θεώρησε σκόπιμο όμως να επαναλάβει, πως ήταν η πριγκίπισσα Γιάλκοβα. Το είπε άλλωστε και δεν πιστέψανε; Έσκυψε στον Αλέξη Μπούριν και του είπε: — Αν έχει όσια και ιερά, σ’ εξορκίζω να πεις στον Ορλόφ… — Πως είσαι η πριγκίπισσα Γιάλκοβα; τη διέκοψε αυτός. Σου είπα να μην ξαναπείς αυτό το αστείο. — Πες του πως οι αξιωματικοί του βασανίζουν μια γυναίκα που θέλει να τον δει. — Καλά, είπε ο Μπούριν. Θα είμαι καλός μαζί σου, αλλά δεν θέλω να μου λες ψέματα. Η Βέρα θέλησε να διαμαρτυρηθεί, αυτός όμως δεν την άφησε να μιλήσει. — Κάτι σου λέει ο κ. συνταγματάρχης, της πρόσθεσε. Απ’ την άλλη μεριά της μιλούσε ο συνταγματάρχης με τον πιο πρόστυχο τρόπο. Είχε γείρει επάνω της, με το στόμα του κοντά στο πρόσωπό της, που βρωμούσε τρομερά απ’ το μεθύσι. Του έλεγε διαρκώς «ναι» για να τον καταπραΰνει. Ακούστηκε ξανά η μπαλαλάικα. Έπαιζε έναν εύθυμο σκοπό. — Να χορέψει η γυναίκα, φώναξε κάποιος. Αυτό άναψε σ’ όλους το κέφι κι άρχισαν να φωνάζουν όλοι μαζί. — Να χορέψει. Χτυπούσαν τα χέρια και θορυβούσαν πολύ. — Δεν ξέρω χορό, είπε η Βέρα. Ο μεθυσμένος συνταγματάρχης έκανε να την προφυλάξει και σηκώθηκε. Τον έσπρωξε ο λοχαγός και σωριάστηκε στο πάτωμα απ’ το μεθύσι. Τώρα η Βέρα ήταν ανυπεράσπιστη. Κοίταξε τον Μπούριν, που της έγνεψε πως δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. — Δεν ξέρω χορό, σας είπα, επανάλαβε. Ο λοχαγός μετατόπισε τις καρέκλες για να κάνει τόπο. Όλοι τότε άρχισαν να φωνάζουνε: — Να χορέψει πάνω στο τραπέζι, για να την βλέπουμε όλοι. Παραμερίσανε αμέσως τα πιάτα και τα μπουκάλια. Δυο χέ138


Ο Β Α Ρ Κ Α Ρ Η Σ ΤΟΥ Β ΟΛ ΓΑ ρια την άρπαξαν και την ανέβασαν πάνω στο τραπέζι. Αυτή μόλις γύρισε κι είδε όλες αυτές τις φάτσες που χάσκανε από κάτω με κτηνώδικη έκφραση, έπαθε ίλιγγο. Έβαλε το χέρι της στα μάτια. — Βγάλε το μαντήλι, φώναξε κάποιος. Θέλουμε να σε δούμε. Η Βέρα κατέβασε το χέρι. — Δεν μπορώ να σταθώ εδώ. Θα πέσω. Ζαλίζομαι πολύ. Έκανε ένα βήμα για να κατέβει. Ο αξιωματικός που βρέθηκε μπροστά της όμως άπλωσε απάνω της τα χέρια και την υποχρέωσε να γυρίσει στη μέση του τραπεζιού. Κοίταξε μήπως μπορούσε να κατέβει απ’ αλλού. Παντού όμως συναντούσε χέρια απλωμένα, που της κόβανε το δρόμο. — Θα χορέψεις, της φώναζαν. — Να βγάλεις το μαντήλι, φώναζε η ίδια φωνή. Αυτή στάθηκε αμίλητη, ζαλισμένη. Τα είχε χαμένα. Δεν έκλαιγε! Κοιτούσε γύρω της σαν τρελή. Κάποιος τότε σηκώθηκε, ανέβηκε στην καρέκλα, άπλωσε το χέρι και της τράβηξε το μαντήλι. Τότε φάνηκε σ’ όλη την ομορφιά του το περήφανο κεφάλι της Βέρα. Σήκωσε το λαιμό της, έγειρε το κεφάλι της προς τα πίσω, μισάνοιξε το στόμα από φόβο και στάθηκε ακίνητη. Ήταν μια αλλόκοτη οπτασία τρομαγμένης ομορφιάς. Όλοι έμειναν για λίγο σιωπηλοί. Η πρώτη αυτή αίσθηση όμως τους άναψε πιο πολύ. Η ομορφιά ξεσήκωσε αμέσως τα κτηνώδη τους ένστικτα, που τα είχε φουντώσει το πιοτό κι η προσμονή μιας απόλαυσης. — Κι ήθελε να περάσει για χωριάτισσα, είπε κάποιος. Βάζω στοίχημα πως είναι μπαλαρίνα. — Όχι δεν ξέρω χορό, διαμαρτυρήθηκε αυτή, χωρίς να μπορεί να συνεννοηθεί με τους μεθυσμένους. — Τότε είναι θεατρίνα. Έχει όμορφα πόδια. Δεν τα βλέπετε; φώναξε κάποιος άλλος. — Εγώ όμως τα βλέπω φώναξε άλλος. Τώρα θα τα θαυμάσετε και σεις. Πήδησε πάνω στο τραπέζι, έπιασε τη Βέρα απ’ τους ώμους και της έβγαλε ξαφνικά το φόρεμα. Η Βέρα έμεινε με τα μπράτσα γυμνά και μισόγυμνο το στήθος. Σήκωσε το ένα χέρι στα μάτια και με το άλλο προσπαθούσε να σηκώσει το πουκάμισο 139


ΙΒΑΝ ΜΠΕΛΟΥ Κ Ι Ν μπροστά. Το πρόσωπο της ήταν κατακόκκινο. Προσπάθησε να φύγει, πάλι όμως την συγκράτησαν. — Δεν είδαμε όμως τα πόδια, φώναξε πάλι η ίδια φωνή. Τότε ο ίδιος κτηνώδης αξιωματικός πήδησε πάλι στο τραπέζι και μ’ ένα μαχαίρι έσκισε το χωριάτικο πουκάμισο που φορούσε η Βέρα. Αυτό έπεσε κάτω. Η Βέρα έμεινε σχεδόν γυμνή. Έκλαιγε, και τη συγκλόνιζαν ολόκληρη οι λυγμοί. Τότε ακούστηκε μια φωνή. — Φέρτε κάτω το μουζίκο. Η Βέρα αναγνώρισε τη φωνή του πρίγκιπα Ορλόφ. — Δημήτρη Ορλόφ, φώναξε. Η φωνή όμως χάθηκε μέσ’ το θόρυβο που κάνανε οι μεθυσμένοι. Ο πρίγκιπας που είδε για μια στιγμή το παράξενο γλέντι, είτε γιατί δεν θέλησε να τους χαλάσει το κέφι, είτε γιατί δεν ήθελε να δείξει πως επιδοκιμάζει ένα τέτοιο όργιο, δεν μπήκε μέσα. Περίμενε να εξετάσει τον Φιοντόρ. Ακούστηκαν έπειτα βήματα στη σκάλα και μα φωνή δυνατή έκανε όλους να σωπάσουν. — Άτιμοι! Άνανδροι! Ήταν ο Φιοντόρ που τον κατέβαζαν δεμένο τέσσερεις στρατιώτες. Είδε τη Βέρα σ’ αυτή την κατάσταση και τον έπνιξε η αγανάκτηση. Κάποιος πλησίασε να τον χτυπήσει, μα ο Φιοντόρ τον έσπρωξε δυνατά με τον αγκώνα και τον πέταξε κάτω. — Ξέρετε ποια είναι αυτή η γυναίκα, τους φώναξε, κι όμως τη ρεζιλεύετε! — Αμφιβάλλει αν τη ξέρουμε, αυτό το κτήνος, είπε ο λοχαγός. Καμιά της λεπτομέρεια δεν μας έμεινε άγνωστη. Ο Φιοντόρ νόμισε πως αναγνώρισαν πραγματικά την πριγκίπισσα και πως ο Ορλόφ, θέλησε να την εκδικηθεί μ’ αυτόν τον τρόπο. — Είναι αθώα, φώναξε. Ο πρίγκιπας πρέπει να το μάθει, πως είναι αθώα. — Αυτή του άπλωσε τα χέρια, ενώ τρέχανε ποτάμι τα δάκρυά της. Ήτανε σιωπηλή από ένστικτο ίσως μιας γυναίκας, που την προσβάλλουνε, προς το μοναδικό τίμιο και γενναίο άντρα, που έβλεπε μέσα σ’ αυτό το κοπάδι από άνανδρους. Οι αξιωματικοί όμως δεν δώσανε καμιά προσοχή σ’ αυτήν τη χειρονομία. Κι αρχίσανε πάλι τα αισχρά τους αστεία. 140


Ο Β Α Ρ Κ Α Ρ Η Σ ΤΟΥ Β ΟΛ ΓΑ — Δεν μπορεί να ξεχάσει το μουζίκο της. Αυτό θα πει έρωτας. Τώρα όμως, μικρή μου, θα ψάξεις για να βρεις άλλον. Ο φίλος σου θα πάει γρήγορα ταξιδάκι, έλεγε ένας. Ο Ορλόφ διέταξε να πάνε έξω τον Φιοντόρ. Τον πήγανε μπροστά του. Μόλις τον είδε τον αναγνώρισε αμέσως. Έπειτα τα μάτια του καρφώθηκαν πάνω στην κόκκινη ταινία. — Είσαι κόκκινος; τον ρώτησε. — Το βλέπεις, απάντησε εκείνος. — Βλέπω ότι λες την αλήθεια. — Ποτέ δεν είπα ψέματα. — Ελπίζω να το αποδείξεις αμέσως. Ν’ απαντήσεις καλά για να τελειώσουμε γρήγορα. Ήσουνα στο Γιάλκοφ όταν έγινε η επίθεση ενάντια στον πύργο; — Ήμουνα εγώ αρχηγός. Ο Δημήτρης κούνησε το χέρι που κρατούσε το μαστίγιο, αλλά συγκρατήθηκε. — Εσύ τους οδήγησες στον πύργο; — Εγώ. — Εσύ υποχρέωσες τη πριγκίπισσα Βέρα Γιάλκοβα να σας σερβίρει; — Σ’ έχουν πληροφορήσει σωστά. — Εσύ την καταδίκασες σε θάνατο; — Το ξέρεις, απάντησε ο Φιοντόρ. — Τις υπόλοιπες λεπτομέρειες θα μας τις πεις στο Γιαροσλάβ. Πρέπει να σε δει ο πρίγκιπας Νικήτας Γιάλκοφ. Είπε στους στρατιώτες: — Πάρτε τον στο Γιαροσλάβ. Θα τον περιμένω στο Στρατοδικείο αύριο το απόγευμα. Ο Δημήτρης Ορλόφ πίστευε πως είχε τουφεκίσει τη Βέρα, έτσι όπως του απάντησε. Ο Φιοντόρ πάλι δεν φαντάσθηκε πως ο Ορλόφ δεν την είχε αναγνωρίσει. Νόμιζε, πως το μαρτύριο που τραβούσε μισόγυμνη εκεί πάνω στο τραπέζι, ήταν μια τιμωρία άγρια, που της είχε επιβάλλει ο πρίγκιπας γιατί τον θεωρούσε ικανό για μια τέτοια κτηνωδία. Πριν να τον απομακρύνουνε όμως, είπε στο Δημήτρη Ορλόφ, δείχνοντάς του την πριγκίπισσα με το κεφάλι του: — Αυτή η γυναίκα όμως δεν έχει κανένα κακό, γιατί τη βασανίζεις έτσι; 141


ΙΒΑΝ ΜΠΕΛΟΥ Κ Ι Ν Ο Ορλόφ απάντησε χωρίς κοιτάξει: — Εσείς οι κόκκινοι δεν σεβαστήκατε διόλου τις γυναίκες μας. Να μη σου φαίνεται περίεργο πως μεταχειρίζονται μερικοί αξιωματικοί το ίδιο μια δική σας. — Κι επιτρέπεις στους αξιωματικούς σου να ρεζιλεύουνε μια γυναίκα που υπήρξε αρραβωνιαστικιά σου; — Μα ποια είναι αυτή τη γυναίκα; ρώτησε ο Δημήτρης Ορλόφ κατάπληκτος, και προχώρησε στην πόρτα για να δει. — Είναι πριγκίπισσα Βέρα Νικήτοβνα Γιάλκοβα, του είπε ο Φιοντόρ. Ο Ορλόφ έτρεξε μέσα. Αναγνώρισε τη Βέρα με την πρώτη ματιά. Πήδησε αμέσως πάνω στο τραπέζι έβγαλε τη χλαίνη του και την τύλιξε καθώς ήταν γυμνή. — Κύριοι, φώναξε αυτό που γίνεται εδώ μέσα τόση ώρα είναι σιχαμερή βρωμιά. Οι αξιωματικοί κοιτάξανε κατάπληκτοι. Μερικοί που άκουσαν, πως η γυναίκα που βρισκόταν πάνω στο τραπέζι ήταν η Βέρα Γιάλκοβα, το είπαν στους άλλους κι αρχίσανε να μουρμουρίζουν. Τους φαινόταν απίστευτο. Κι επειδή μερικοί μεθυσμένοι που δεν κατάλαβαν κοιτούσαν αγριεμένοι, ο Ορλόφ, επανέλαβε: — Είναι η μνηστή μου, Βέρα Γιάλκοβα. Όσοι δεν είχαν χάσει το λογικό τους απ’ την κραιπάλη ταράχτηκαν. Ο λοχαγός που είχε κάνει τη σωματική έρευνα, είπε: — Πως μπορούσαμε να φαντασθούμε, πως μια γυναίκα που περνούσε τη νύχτα σε μια κάμαρα μ’ ένα χωριάτη, ήτανε μια πριγκίπισσα; — Την ίδια απορία είχε τώρα κι ο Δημήτρης Ορλόφ. Αυτό ήταν ένα περιστατικό που έθιγε την τιμή του. Καθρεφτιζόταν σ’ αυτόν το ρεζίλεμα που έγινε στη Βέρα. Τη συνόδεψε στο δωμάτιο της ταβέρνας, που το είχε κάνει γραφείο. Μπροστά στην πόρτα στεκόταν ακόμα ο Φιοντόρ. — Καθίστε, της είπε. Την βοήθησε να καθίσει στον καναπέ. Δεν τολμούσε να την ρωτήσει ακόμα τίποτα. Τον βασάνιζαν χίλιες σκέψεις. Η σύλληψη της μαζί με τον Φιοντόρ του φαινόταν κάτι πολύ σοβαρό, υποψιαζότανε κάτι το ύποπτο. Γιατί δεν έτρεξε αμέσως να του μιλήσει, μόλις τον είδε να φτάνει στην ταβέρνα; Θυμήθηκε 142


Ο Β Α Ρ Κ Α Ρ Η Σ ΤΟΥ Β ΟΛ ΓΑ τη συμπάθεια που η Βέρα είχε δείξει στον Φιοντόρ. Γι’ αυτό θύμωσε και τον χτύπησε με το μαστίγιο. Φώναξε δυνατά: — Αλέξη Μπούριν. Θα τα μάθαινε όλα απ’ τον ταγματάρχη που έκανε την ανάκριση. Ο Μπούριν, ταραγμένος απ’ τη στιγμή που φανερώθηκε πως ήταν η πριγκίπισσα, έτρεξε χλομός, γιατί φοβόταν την ευθύνη για τα όργια που έγιναν. Χαιρέτησε στρατιωτικά τον Ορλόφ και στάθηκε προσοχή μπροστά του, σαν να περίμενε ν’ ακούσει μια τιμωρία. Ο Φιοντόρ βρισκόταν πάντα στη θέση του ανάμεσα στους στρατιώτες. Ο πρίγκιπας τους έδιωξε. Δεν ήθελε ξένους μέσα μπροστά σε μια υπόθεση που τον αφορούσε. Ρώτησε τον Μπούριν; — Όταν ανακρίνατε το μουζίκο, τι σας είπε για την πριγκίπισσα; — Μου έκρυψε ποια είναι. Μου είπε πως μόνο σε σας θα έλεγε τ’ όνομά της. — Η ίδια τις σας είπε; — Δεν μου είπε τίποτε. Όταν προχώρησε η ανάκριση κι έπρεπε να της κάνουμε έρευνα, είπε πως είναι η πριγκίπισσα Γιάλκοβα, και πως ήθελε να σας δει. Δεν την πίστεψα. — Γιατί δεν την πιστέψατε. — Αν βρισκόσασταν στη θέση μου, ούτε εσείς θα την πιστεύατε. — Γιατί; — Είχα στοιχεία, που δεν μπορούσα να πιστέψω πως ήταν πραγματικά πριγκίπισσα. — Ποια στοιχεία; φώναξε η Βέρα. Ο Δημήτρης Ορλόφ της είπε: — Πριγκίπισσα, αφήστε τον ταγματάρχη ν’ απολογηθεί. Τον βαρύνει μια κατηγορία. — Να μου επιτρέψετε να σας εξηγήσω ιδιαιτέρως, είπε ο Μπούριν. — Όχι. Να μιλήσει εδώ, είπε η Βέρα. Είμαι περίεργη να μάθω γιατί δεν έμοιαζα για πριγκίπισσα. — Νόμιζα πως μια πριγκίπισσα δεν μπορούσε να κρύβεται μ’ ένα μουζίκο, είπε ο Μπούριν. — Κι όταν αυτός ο μουζίκος την έσωσε, που σ’ όλη τη δια143


ΙΒΑΝ ΜΠΕΛΟΥ Κ Ι Ν δρομή συνάντησαν κινδύνους; είπε η Βέρα. — Δεν μπορούσα να ξέρω αυτήν την περιπέτεια, ούτε και να την καταλάβω, εξακολούθησε ο Μπούριν. Σκέφτηκα πάνω στο περιστατικό όπως μου παρουσιάσθηκε. Είδα ένα μουζίκο να λέει πως η νέα ήταν γυναίκα του. Κι όμως φαινόταν αστή παρ’ όλο που φορούσε χωριάτικα. Ήταν φανερό κι υποπτεύθηκα. Σκέφτηκα πως ήταν κατάσκοπος. — Και με αυτή τη δικαιολογία, μου κάνανε έρευνα δυο κτήνη; Ο Ορλόφ δεν της έλεγε πια να σωπάσει. Ήθελε να μάθει την αλήθεια. — Ίσως να μη φερθήκανε καλά οι αξιωματικοί. Αυτό όμως έγινε σε μια άγνωστη. — Σε μια γυναίκα όμως, φώναξε η Βέρα. Τότε σου είπα ποια είμαι και γέλασες. — Πώς να το πιστέψω; Πολλοί μεταχειρίζονται ξένα ονόματα. — Εδώ όμως βρισκόταν ο Δημήτρης Ορλόφ, και θα φανερωνόμουνα αμέσως. — Ο Δημήτρης Ορλόφ είπε τότε: — Αφού η πριγκίπισσα σας είπε ποια είναι, έπρεπε να με ειδοποιήσετε. — Νόμιζα πως θα σας ενοχλούσα χωρίς λόγο, απάντησε ο Μπούριν. Πίστευα πεθαμένη τη Γιάλκοβα. — Ήτανε φυσικό να κρύβομαι ώσπου να φτάσω στο Γιαροσλάβ. Ντύθηκα χωριάτικα για να μην με γνωρίσουν οι κόκκινοι. — Κρυφτήκατε όμως κι απ’ τους δικούς μας, είπε ο Μπούριν. — Έπρεπε να σωθεί αυτός που ήταν μαζί μου. Με γλίτωσε από βέβαιο θάνατο. Είχα υποχρέωση να τον σώσω. — Δεν μπορούσα να ξέρω τη σκέψη σας. Εγώ σκέφτηκα πως έπρεπε να παρουσιασθείτε μόλις φτάσαμε εδώ. Πιστεύω ν’ αναγνωρίσει ο πρίγκιπας ότι αυτό είναι λογικό. Ο Ορλόφ κοίταξε τη Βέρα σαν να της ζητούσε απάντηση. — Φοβήθηκα μην τυχόν δεν τον σώσω, είπε κείνη. Ήξερα, πως ο πρίγκιπας είναι αυστηρός. Περίμενα να φύγετε και θα ερχόμουνα μόνη στο Γιαροσλάβ. Εκείνος θα έφευγε!

144


Ο Β Α Ρ Κ Α Ρ Η Σ ΤΟΥ Β ΟΛ ΓΑ — Δεν σκεφτήκατε, εξακολούθησε ο Ορλόφ, μήπως έλεγε την αλήθεια; — Όχι. Μου είπαν πως είδανε την πριγκίπισσα να μιλάει φιλικά με το μουζίκο. Πολύ φιλικά μάλιστα. — Αυτή τη στιγμή μ’ αποχαιρετούσε για πάντα και θα πηδούσε από το παράθυρο, είπε η Βέρα. Με παρουσίασε για γυναίκα του για να με σώσει. — Δεν υπήρχε τίποτα άλλο μεταξύ σας; ρώτησε ο Ορλόφ. — Τίποτα άλλο. Ο Φιοντόρ παρακολουθούσε με συγκίνηση τα λόγια της Βέρας. Αυτό το παρατήρησε ο Ορλόφ και δεν πρόσθεσε τίποτε. Έμεινε με το κεφάλι σκυμμένο. Αυτή μάντεψε τη σκέψη του. Και πιο ζωηρά, με όση ειλικρίνεια μπορούσε να δώσει στη φωνή της είπε: — Αυτό που με συνδέει μ’ αυτόν τον άνθρωπο είναι η ευγνωμοσύνη κι η φιλία, που εμπνεύσθηκα απ’ τον αγνό ιπποτισμό του. Κανένας δεν θα τολμήσει να πει πως δεν με πιστεύει. Τα χείλη του Φιοντόρ μουρμούρισαν κάτι. Την ευχαριστούσε. — Σε πιστεύω, είπε ο Ορλόφ. Δεν έχει όμως άδικο ο Μπούριν. Ίσως να έκανα κι εγώ το ίδιο. Αύριο τελειώνει οπωσδήποτε αυτή η ιστορία. Στο πρόγραμμα της γιορτής για το λυτρωμό σου θα είναι και ο τουφεκισμός αυτού του ανθρώπου. Η Βέρα σηκώθηκε. — Δεν πρέπει να τουφεκισθεί, είπε. — Θέλεις να γυρίσουμε αμέσως στο Γιαροσλάβ τη ρώτησε ο Ορλόφ για ν’ αποφύγει κάθε άλλη συζήτηση. Η Βέρα όμως δεν ήθελε να φύγει και ν’ αφήσει εκτεθειμένο το Φιοντόρ στο θυμό του Δημήτρη. Ήθελε να δημιουργήσει μιαν ατμόσφαιρα συμπάθειας για τον άνθρωπο που αγαπούσε. — Δεν μπορούν να τουφεκίσουν έναν άνθρωπο χωρίς κατηγορία, είπε. Μπορούσε να με σκοτώσει και δεν το έκαμε. — Βρίσκεις λοιπόν δικαιολογημένο, πως ήθελε να σε σκοτώσει; — Τότε σου ζητάω μια χάρη, είπε η Βέρα. Να δικαστεί ο Φιοντόρ. Θα είμαι μάρτυς. Δεν μπορείς να το αρνηθείς. 145


ΙΒΑΝ ΜΠΕΛΟΥ Κ Ι Ν — Σου υπόσχομαι να γίνει δίκη. Μπορούμε να φύγουμε. Ο Ορλόφ διέταξε τους στρατιώτες να πάρουνε τον Φιοντόρ. Η Βέρα πήγε να τον χαιρετήσει. Τη σταμάτησε ο Ορλόφ δίνοντάς της το μπράτσο του. — Φιοντόρ, αύριο θα σε δω. Θα είμαι στη δίκη. Να έχεις εμπιστοσύνη στο Θεό. — Ο Φιοντόρ υποκλίθηκε στη Βέρα. — Γιατί του μιλάς για το Θεό; είπε ο Ορλόφ. Δεν ξέρεις πως οι μπολσεβίκοι αρνιούνται το Θεό. Καλύτερα να του έλεγες να έχει εμπιστοσύνη σε σένα. — Έχει και στα δυο, απάντησε η Βέρα. — Τότε λοιπόν γελιέται αν νομίζει πως εσύ μπορεί να τον γλιτώσεις. ***

146


Ο Β Α Ρ Κ Α Ρ Η Σ ΤΟΥ Β ΟΛ ΓΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ Ο ΠΡΙΓΚΗΠΑΣ Δημήτρης Ορλόφ έφτασε μαζί με τη Βέρα Γιάλκοβα την ίδια νύχτα στο Γιαροσλάβ. Της παραχώρησαν ένα ολόκληρο διαμέρισμα στο διοικητήριο. Δεν ειδοποίησαν αμέσως τον πατέρα της που κοιμόταν, γιατί ήταν εξαντλημένος και φοβήθηκαν για την υγεία του. Η Βέρα ξάπλωσε ν’ αναπαυθεί. Ο ύπνος της ήταν ταραγμένος απ’ την αγωνία. Ξύπνησε από ένα κακό όνειρο. Έβλεπε πως την κυνηγούσα. Φώναξε μια καμαριέρα και ζήτησε να σηκωθεί. Σε λίγο μπήκε ο πατέρας της. Ήταν χλομός κι έκλαιγε. Έπεσε στην αγκαλιά του και τον φιλούσε κλαίγοντας κι αυτή με λυγμούς. Ύστερα άρχισε να τη ρωτάει για τις περιπέτειές της. Του φαινόταν απίστευτο που την έβλεπε ζωντανή. Του τα διηγήθηκε όλα. Του έκρυψε μόνο τη σκηνή που την πήρε στην αγκαλιά του ο Φιοντόρ. Δεν του είπε πως την αγαπούσε και πως τον αγαπούσε κι αυτή. Πρόσθεσε πως ήθελε να τον σώσει και του ζητούσε να τη βοηθήσει μεσολαβώντας στον πρίγκιπα Δημήτρη Ορλόφ να τον αφήσουν ελεύθερο. Ο πρίγκιπας Γιάλκοφ, που την άκουγε σιωπηλός και συγκινημένος, ζάρωσε τα φρύδια του, μόλις άκουσε για το βαρκάρη και της είπε: — Η απαλλαγή του εξαρτάται απ’ τον Ορλόφ. — Θέλει να τον τουφεκίσει. — Δεν έχει άδικο. Πρέπει να τον τουφεκίσει για να σώσει την τιμή του. Η Βέρα δεν περίμενε τέτοια απάντηση. Ο πατέρας της είχε μεγάλη επιρροή στον Ορλόφ κι η γνώμη του μπορούσε να βαρύνει για την τύχη του Φιοντόρ. Η απάντησή του αναστάτωσε τη Βέρα. — Πατέρα, αυτός ο άνθρωπος μ’ έσωσε. Τότε πρέπει να τουφεκίσουν και μένα. — Αν ήσουνα ένοχη, ναι, απάντησε ο Γιάλκοφ σταθερά. — Τι εννοείται όταν λέτε αν ήμουνα ένοχη; Ειδεμή θα μ’ αφήνατε να πιστεύω πως σκέπτεστε κάτι που δεν τολμώ να το μαντέψω. Ο Γιάλκοβα την καθησύχασε. — Είδα πρωτύτερα τον Ορλόφ. Είναι κυριολεκτικά συντε147


ΙΒΑΝ ΜΠΕΛΟΥ Κ Ι Ν τριμμένος. Θέλει να βρει έναν τρόπο να μείνει ακηλίδωτη η υπόληψή του κι δική σου. — Ποιος τολμάει να με θίξει; — Κανένας δεν λέει τίποτα φανερά. Κρυφά όμως σε κακολογούνε. — Έπειτα από όσα είπα, θα τολμούσε κάποιος να φαντασθεί πως η κόρη του Νικήτα Γιάλκοφ, είχε ερωτική περιπέτεια μ’ έναν βαρκάρη; — Όσο πιο ψηλά βρίσκεσαι, τόσο πιο πολύ σε συκοφαντούνε. — Και πιστεύει στις συκοφαντίες ο Ορλόφ; — Όχι, αλλά θέλει ν’ απαντήσει μ’ ένα γεγονός σ’ αυτές τις υποψίες. — Δεν μου έχει εμπιστοσύνη; — Θέλει μια δική σου απόδειξη. — Και ποια είναι αυτή; — Να πάψεις να υπερασπίζεις το βαρκάρη. Ν’ αφήσεις να τον τουφεκίσουν. — Σας ζήτησε να κάνω αυτή τη θηριωδία; — Δεν είναι θηριωδία, είναι άμυνα. Όλοι το πρωί μου μιλάνε για σένα με μισόλογα. Δεν το αντέχει αυτό ο Ορλόφ. Εγώ ξέρω καλά τα ευγενικά σου αισθήματα, οι άλλοι όμως σκέπτονται διαφορετικά. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος ν’ αλλάξουν γνώμη. Αυτό θα γίνει άμα δούνε πως δεν ενδιαφέρεσαι για τον Φιοντόρ. — Ώστε εσείς με συμβουλεύετε να το κάνω; — Για να σωθείς. — Πατέρα, είναι η πρώτη φορά που δεν θα υπακούσω σ’ αυτό που μου λέτε. — Είναι τόσο πολύτιμη η ζωή αυτού του ανθρώπου; — Ναι. — Πιο πολύ απ’ την τιμή σου; — Η τιμή μου μου επιβάλλει να τον σώσω. Και μόνο αν με δέσει ο Ορλόφ δεν θα το κατορθώσω. — Ίσως να το κάνει κι αυτό για να σε φυλάξει από μια τρέλα. — Θα προσθέσει ακόμα μιαν ατιμία σ’ αυτές που αρχίσανε πάνω μου οι αξιωματικοί του. Τα ηρωικά αισθήματα κι ευγνω148


Ο Β Α Ρ Κ Α Ρ Η Σ ΤΟΥ Β ΟΛ ΓΑ μοσύνη δεν είναι τρέλα. Προσπαθώ να σώσω έναν άνθρωπο υπέροχο. Όποιος θυσιάζεται για τους άλλους είναι υπέροχος. Αυτός έκανε μια πράξη που δεν ξέρω αν θα μπορούν να περηφανευτούν πολλοί πρίγκιπες. Οι γενναίοι αξιωματικοί, βρήκαν μια γυναίκα ανυπεράσπιστη και της φέρθηκαν σαν κτήνη. Είναι επαναστάτης κι όμως φέρθηκε πιο τίμια, κι ας είναι αντίπαλος της τάξης μας. — Αυτοί δεν είναι αντίπαλοι, είναι ληστές. Μας λεηλάτησαν τον πύργο, είπε ο Γιάλκοφ. — Η λεηλασία βρίσκεται στο πρόγραμμα κάθε πολέμου. Δεν έκανε όμως ατιμία. — Δεν φανταζόμουνα, είπε ο Γιάλκοφ στην κόρη του αυστηρά, πως έχασες κάθε αίσθημα περηφάνιας. Ξεχνάς πως ζήτησαν να τους σερβίρω; Έπειτα ταπείνωσαν εσένα, κι ο ίδιος αυτός σ’ έβαλε να του σκουπίσεις το παπούτσι. — Ο Δημήτρης Ορλόφ τον υποχρέωσε να κάνει το ίδιο με το μαστίγιο. — Τον δικαιολογείς. — Εξηγώ την πράξη του, που ήταν ανταπόδοση του εξευτελισμού του. Οι αξιωματικοί του όμως μου κάνανε χειρότερα. Με γύμνωσαν σαν κοινή γυναίκα μπροστά σε όλους. Ποιος ξέρει τι κάνουν στις άλλες γυναίκες που τις κρατούν στα χέρια τους ανυπεράσπιστες. Ντρέπομαι που ανήκω στην τάξη που υποστηρίζουν. — Αν σε άκουγε κάποιος θα νόμιζε πως αυτός ο επαναστάτης σε επηρέασε. — Πάντα θαύμαζα τις υπέροχες πράξεις. Ξέρετε πως πίστευα ότι ο λαός άξιζε μια τύχη πιο καλή. Μέσ’ το πλήθος υπάρχουν αμέτρητες μεγάλες ευγενικές καρδιές. Θα παρουσιασθώ στη δίκη κι αν δεν μ’ ακούσουν θα σταθώ μπροστά στα τουφέκια τους. — Σου απαγορεύω να βγεις από δω, της είπε ο Γιάλκοφ. — Μόνο αν με δέσετε δεν θα βγω. Θα πηδήσω απ’ το παράθυρο. Θα πνίγω. Θ’ απαλλαγώ απ’ τη ζωή μου. Μιλούσε με έξαψη που ο Γιάλκοφ φοβήθηκε. Ήξερε πως ήταν ικανή για κάθε τρέλα. Δεν μπορούσε να την κρατήσει κλεισμένη. Ήξερε την κόρη του πολύ καλά. Θα παρουσιαζόταν στο στρατοδικείο για να υπερασπιστεί τον επαναστάτη. 149


ΙΒΑΝ ΜΠΕΛΟΥ Κ Ι Ν Τώρα σκεφτόταν πώς ν’ αποτρέψει το σκάνδαλο. Για την ώρα σκέφτηκε μόνο ν’ αναβάλει τη δίκη λίγες μέρες. Ίσως να συνερχόταν η Βέρα με το πέρασμα του χρόνου. ***

150


Ο Β Α Ρ Κ Α Ρ Η Σ ΤΟΥ Β ΟΛ ΓΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑΤΟ ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΜΕΡΑ το απόγευμα ο Ορλόφ ήτανε στο γραφείο του. Έξω ακούστηκε μεγάλος θόρυβος και μια φωνή: — Έρχονται οι μπολσεβίκοι! Βγήκε έξω. Τον ακολούθησε η Βέρα. Φτάσανε δυο αγγελιοφόροι και τον πληροφόρησαν πως ένα σώμα από άτακτους ναύτες, στρατιώτες κι εργάτες κατευθύνονταν προς την Κόστρομα. Ήταν μαζί τους πυροβολικό ανώτερο απ’ το δικό τους. Το επιβεβαίωσε κι ένας ανθυπολοχαγός. Είχαν μαζί τους αυτοκίνητα και ποταμόπλοια κι ετοίμαζαν επίθεση. Ο Ορλόφ μπήκε στο γραφείο και διέταξε γενικό συναγερμό. Φτάνανε κάθε τόσο αξιωματικοί και δίνανε πληροφορίες για την πορεία των μπολσεβίκων. — Είμαστε έτοιμοι, είπε σε μια στιγμή. Έχουμε όμως κι εσωτερικού εχθρούς. Να ετοιμασθεί αμέσως το απόσπασμα για να τουφεκίσει τον Φιοντόρ Ντορίν. Η Βέρα που τ’ άκουσε προχώρησε στο γραφείο. — Αναγκάζομαι να σε προειδοποιήσω, Δημήτρη Ορλόφ, πως θα παραστώ κι εγώ στην εκτέλεση. — Δεν πρέπει να το κάνεις αυτό, Βέρα. Πρέπει να γίνει παραδειγματισμός. Η εκτέλεση θα γίνει οπωσδήποτε. — Όπως καταλαβαίνεις. Εγώ όμως έχω υποχρέωση να είμαι εκεί, έστω κι αν δεν τον σώσω. Παρουσιάσθηκε ένας συνταγματάρχης των κοζάκων για να πάρει διαταγές. — Θα καταλάβετε τις όχθες, είπε ο Ορλόφ. Να εμποδίσετε κάθε διάβαση. Κάντε το καθήκον σας σαν τίμιος Ρώσος. Κι αν συλληφθούν αιχμάλωτοι να τουφεκίζονται αμέσως. Άμα τελείωσε είδε πως η Βέρα είχε φύγει απ’ το γραφείο. Κατέβηκε γρήγορα, μπήκε σ’ ένα αυτοκίνητο και κατευθύνθηκε στον τόπο της εκτέλεσης. Άμα έφτασε βρήκε τη Βέρα εκεί. Ο Φιοντόρ στεκόταν αδύνατος, χλομός και της μιλούσε. Μ’ όλη την εξάντληση που είχε, φαινόταν γεμάτος θάρρος. Ο Ορλόφ κατόρθωσε ν’ ακούσει αυτά τα λόγια της Βέρας. — Αν δεν ματαιωθεί η εκτέλεση την τελευταία στιγμή, οι σφαίρες που θα σε χτυπήσουνε θα περάσουν πρώτα απ’ το δικό μου κορμί. 151


ΙΒΑΝ ΜΠΕΛΟΥ Κ Ι Ν Βέρα, μην προσθέτεις στον πόνο μου και την αγωνία για τη ζωή σου. Πιο πέρα, δυο στρατιώτες σκάβανε ένα λάκκο για να θάψουν τον Φιοντόρ. — Μην αργείτε, φώναξε ο Ορλόφ στον αποσπασματάρχη. Την ίδια στιγμή, τριάντα μεγάλα φορτηγά αυτοκίνητα μ’ επαναστάτες μπαίνανε στο Γιαροσλάβ. Είχαν περάσει μέσα απ’ τις προφυλακές χωρίς να συναντήσουν αντίσταση. Πάνω σε κάθε αυτοκίνητο κυμάτιζε η Ρώσικη τσαρική σημαία κι οι επαναστάτες φορούσαν στολές στρατιωτικές. Οι αξιωματικοί του Γιαροσλάβ υποδεχτήκανε τ’ αυτοκίνητα με μεγάλο ενθουσιασμό. Οι στρατιώτες ζητωκραυγάζανε. Τους πέρασαν για δικούς τους. Νομίζανε πως ερχόταν ενίσχυση τσαρική. Το σύνταγμα που βρισκόταν έξω απ’ το Γιαροσλάβ αποπειράθηκε να σταματήσει τ’ αυτοκίνητα, κι επειδή δεν άκουσαν, ο συνταγματάρχης διέταξε πυρα. Αντί όμως να σταματήσουν έγινε κάτι το απρόοπτο. Οι στρατιώτες άρχισαν να πυροβολούνε μέσα από τ’ αυτοκίνητα ενάντια στο παραταγμένο σύνταγμα, ενώ ταυτόχρονα, αντί απ’ τις τσαρικές σημαίες υψώθηκαν οι κόκκινες επαναστατικές. Πολλοί λευκοί αξιωματικοί βγάλανε τα περίστροφά τους, προχώρησαν και φώναξαν: — Δεν είναι δικοί μας. Είναι μπολσεβίκοι. Χτυπάτε. Αντί όμως να χτυπήσουν, οι στρατιώτες του λευκού στρατού άρχισαν να φεύγουν τρέχοντας, παρασύροντας και τους άλλους. Σε λίγο ξέσπασε παντού πανικός. Οι στρατιώτες μπαίνανε στο Γιαροσλάβ και φώναζαν: — Έρχονται οι μπολσεβίκοι! Έρχονται οι μπολσεβίκοι! Την ίδια ώρα, τα δέκα τελευταία αυτοκίνητα σταμάτησαν κι άρχισαν να πυροβολούνε από μέσα αυτούς που φεύγανε. Πέσανε πολλοί στρατιώτες και αξιωματικοί, που αποπειράθηκαν να χτυπήσουν τ’ αυτοκίνητα για να μην προχωρήσουν. Ο πανικός μεταδόθηκε αστραπιαία στην πόλη, πριν μπούνε ακόμα τα επαναστατικά αυτοκίνητα, που κόψανε ταχύτητα για να ανασυνταχθούνε και να εμποδίσουν τους έφιππους αξιωματικούς, που τρέχανε να ειδοποιήσουν το επιτελείο. Έγινε οχλοβοή. Οι κάτοικοι τρομοκρατημένοι κλείνανε τις πόρτες και τα παράθυρά τους. Τα μαγαζιά κλείνανε γρήγορα. Την ίδια 152


Ο Β Α Ρ Κ Α Ρ Η Σ ΤΟΥ Β ΟΛ ΓΑ στιγμή σχηματίσθηκαν διαδηλώσεις από επαναστάτες που διασχίζανε την πόλη με κόκκινες σημαίες. Οι αξιωματικοί του λευκού στρατού, που βρίσκονταν μέσα στην πόλη, μόλις αντιληφθήκανε τα γεγονότα, ορμήσανε με τ’ άλογα. Άλλοι τρέχανε στο διοικητήριο να πληροφορηθούν τι συμβαίνει κι άλλοι πηγαίνανε στους στρατώνες. Πολλοί λίγοι όμως μείνανε στις μονάδες τους. Άλλοι αξιωματικοί και στρατιώτες το σκάσανε απ’ το φόβο τους, ενώ άλλοι ενωθήκανε με τους επαναστάτες. Τα πρώτα αυτοκίνητα με τους επαναστάτες, που μπήκαμε στο Γιαροσλάβ, πήγανε γραμμή στο διοικητήριο και το περικυκλώσανε. Άλλα πήγανε έξω απ’ τους στρατώνες κι άλλα σταθμεύανε πάνω στο δρόμο. Σ’ όλους τους δρόμους ακουγότανε η κραυγή: — Ζήτω η Επανάσταση! Από κάποιο παράθυρο πυροβόλησαν τους επαναστάτες. Το σπίτι κάηκε σε λίγη ώρα. Αυτός που διοικούσε τ’ αυτοκίνητα, που βρίσκονταν έξω απ’ το διοικητήριο, έστειλε τελεσίγραφο στους αξιωματικούς που ήταν μέσα να παραδοθούνε αμέσως. Αυτοί κάνανε συμβούλιο και γυρεύανε τον πρίγκιπα Ορλόφ. Όταν όμως μάθανε πως είχε πάει στην εκτέλεση του Φιοντόρ Ντορίν απογοητεύθηκαν. — Θα είναι λυπηρό, είπε ο Μπούριν, να τουφεκίσουν αυτόν τον άνθρωπο. Θα μας εκδικηθούν οι μπολσεβίκοι. Πού θα γίνει η εκτέλεση; — Στο μοναστήρι του Αγίου Αντωνίου, στην αυλή, απάντησε ένας αξιωματικός. Κι ασφαλώς δεν θα έχουνε μάθει ακόμα πως μπήκανε στην πόλη οι επαναστάτες. — Πρέπει να ειδοποιήσουμε τον πρίγκιπα, είπε ο Μπούριν. Πρέπει να ματαιωθεί η εκτέλεση. — Πώς να τον ειδοποιήσουμε; Έχουνε περικυκλώσει ολόκληρο το διοικητήριο. Μας ειδοποίησαν πως θα πυροβολήσουν αν βγει κάποιος έξω. — Κι όμως είναι ανάγκη. Πρέπει να σώσουμε κι άλλους αθώους. Αποφασίσανε τότε να βγει ένας από μια πόρτα μυστική προς το ποτάμι, και να πάει να ειδοποιήσει τον πρίγκιπα Ορ153


ΙΒΑΝ ΜΠΕΛΟΥ Κ Ι Ν λόφ. Κι έτσι έγινε. Επακολούθησε νεότερο τελεσίγραφο απ’ τους πολιορκητές. Ζήτησαν να τους παραδώσουνε τον Δημήτρη Ορλόφ πριν από κάθε διαπραγμάτευση. Οι αξιωματικοί απαντήσανε αμέσως πως ο Ορλόφ απουσίαζε και πως δεν μπορούσαν να επικοινωνήσουν μαζί του. Ο Μπούριν περίμενε τώρα να επαναλάβουνε οι επαναστάτες την αξίωσή τους πιο έντονα ή ν’ αρχίσουνε την επίθεσή τους. Κατάπληκτος όμως είδε πως δεν έγινε τίποτα. Απ’ τα’ αυτοκίνητα που σταθμεύανε όμως απ’ έξω απομακρύνθηκαν τρία και φύγανε με μεγάλη ταχύτητα. ***

154


Ο Β Α Ρ Κ Α Ρ Η Σ ΤΟΥ Β ΟΛ ΓΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΌΣΗ ΩΡΑ συμβαίνανε αυτά στο διοικητήριο, στην αυλή του μοναστηριού του Αγίου Αντωνίου, έξω απ’ το Γιαροσλάβ, ξετυλιγόταν μια σκηνή δραματική. Όταν τοποθετήθηκε μπροστά στον Φιοντόρ το εκτελεστικό απόσπασμα, κι οι στρατιώτες σηκώσανε τα όπλα, ρίχτηκε μπροστά στον καταδικασμένο η Βέρα Γιάλκοβα. Σκέπασε με ολόκληρο το κορμί της τον Φιοντόρ, άνοιξε τα χέρια της και φώναξε: — Χτυπήστε! Ο Ορλόφ διέταξε να κατεβάσουν τα όπλα. — Μην παίρνεις στ’ αστεία ένα γεγονός τόσο σοβαρό. Καταλαβαίνεις πολύ καλά πως ο άνθρωπος αυτός δεν μπορεί να σωθεί με κανέναν τρόπο. Αν δεν πρόφταινα, θα πυροβολούσαν οι στρατιώτες. — Αυτό ζητούσα κι εγώ, είπε κείνη. — Θα σε σκοτώνανε μαζί του. — Οι σφαίρες θα περάσουνε όμως από μένα πρώτα. Αυτό είναι το σωστό. Ο Φιοντόρ, που στεκόταν με τα χέρια δεμένα, προσπαθούσε να τα λευτερώσει κάπως, ώστε να μπορέσει να σπρώξει και να παραμερίσει από μπροστά του τη Βέρα. — Βέρα, της είπε με παρακλητικό τόνο, φύγε από κει! Λυπάμαι, πονάω ακόμα πιο πολύ. Άφησε να τελειώνει το μαρτύριό μου. Ο Ορλόφ εξαγριώθηκε. — Θέλεις λοιπόν, να πέσει το κορμί σου νεκρό πάνω στο δικό του; Να είσαι αγκαλιασμένη νεκρή μ’ ένα βαρκάρη! Πολύ ωραίο αυτό! — Ή θα λευτερώσεις αυτόν τον άνθρωπο ή να σκοτώσεις και μένα! — Βέρα, είπε ο Φιοντόρ, νιώθω μεγάλη εξάντληση. Μ’ αυτό που κάνεις παρατείνεις την αγωνία μου και δεν έχω δύναμη πια. Σε λίγο θα πέσω κάτω αναίσθητος. Νιώθω να παγώνουν τα κόκαλά μου. Άφησε με να πέσω απ’ τις σφαίρες τους, ειδεμή θα με πούνε δειλό. — Αυτό που κάνεις Βέρα Γιάλκοβα, υπερβαίνει κάθε σκάν155


ΙΒΑΝ ΜΠΕΛΟΥ Κ Ι Ν δαλο. Θα διατάξω τους στρατιώτες να σε τραβήξουνε με το ζόρι. — Δεν θα μπορέσουνε να με αποσπάσουνε, φώναξε κείνη, εκτός κι αν με κάνουν κομμάτια. Κι αμέσως αγκάλιασε τον Φιοντόρ. Έπλεξε τα χέρια της γύρω απ’ το λαιμό του κι επειδή ένιωθε πως ήταν εξαντλημένος, τον συγκρατούσε αυτή. — Θάρρος Φιοντόρ, του φώναξε. — Τραβήξτε την από κει, διέταξε ο Ορλόφ τους στρατιώτες. Είναι τρελή. Να την πάτε στο διοικητήριο. Καθώς βρισκόταν απομονωμένος στο προαύλιο του μοναστηριού, δεν είχε μάθει ακόμα πως οι επαναστάτες είχανε καταλάβει την πόλη. Και τη στιγμή που οι στρατιώτες προχωρούσανε προς τη Βέρα, ακούστηκαν φωνές δυνατές: — Οι μπολσεβίκοι μπήκανε στο μοναστήρι. Μονομιάς, καμιά πενηνταριά επαναστάτες, βρεθήκανε στην αυλή με τα όπλα προτεταμένα. — Παραδοθείτε, φωνάξανε. Ένας στρατιώτης σήκωσε το τουφέκι του αλλά κάποιος του το κατέβασε. Όλοι πετάξανε τα όπλα. Ο Δημήτρης Ορλόφ έκανε μια κίνηση να πιάσει το πιστόλι του. Δυο χέρια όμως του το αρπάξανε αμέσως, την ώρα που δυο στρατιώτες πήγαν και λύσανε τα χέρια του Φιοντόρ. — Σύντροφε, του είπε ο αρχηγός, διέταξε ό,τι θέλεις να γίνει. Δεν πρέπει να μείνουνε αχρησιμοποίητα αυτά τα όπλα. Θέλεις να μπει στη θέση σου αυτός; Κι έδειξε το Δημήτρη Ορλόφ, που δυο επαναστάτες τον κρατούσαν με τα χέρια τόσο σφιχτά που το στήθος του ορθωνόταν. — Όχι, απάντησε ο Φιοντόρ. Αφήστε λεύτερα τα χέρια του. — Να μην τον δέσουμε; — Όχι. Κάποιος ρώτησε τη Βέρα να πει τ’ όνομά της. — Βέρα Γιάλκοβα, απάντησε εκείνη. — Είναι πριγκίπισσα, φώναξε ένας άλλος. — Να την πιάσουν κι αυτή, είπε ο αρχηγός. — Σύντροφε, αναλαμβάνω εγώ υπεύθυνα τη Βέρα Γιάλκοβα. Εκείνη τη στιγμή έφτασε ένα επαναστατικό αυτοκίνητο κι 156


Ο Β Α Ρ Κ Α Ρ Η Σ ΤΟΥ Β ΟΛ ΓΑ ανακοίνωσε: — Οι αξιωματικοί στο διοικητήριο παραδόθηκαν. Άφησαν μόνο λεύτερες τις γυναίκες και τα παιδιά προσωρινά στον πύργο. Τους αξιωματικούς τους κλείσανε στα τρία δωμάτια του διοικητηρίου. Ένας μόνο κρατείται τραυματισμένος στο χειρουργείο. Έχει τραυματισθεί επικίνδυνα. Ο Φιοντόρ ήθελε να υπερασπιστεί τη Βέρα αλλά δεν τολμούσε μη τυχόν και τη βλάψει. — Τώρα όλοι στο διοικητήριο, διέταξε ο αρχηγός. Τοποθετήσανε τον Ορλόφ και τη Βέρα στο ίδιο αυτοκίνητο. Σε άλλο αυτοκίνητο ακολουθούσε ο Φιοντόρ με τους αρχηγούς των μπολσεβίκων. Μόλις φτάσανε, αναγγείλανε πως θα γινόταν δίκη για να δικάσουνε τους αξιωματικούς που αντιδράσανε στην επανάσταση ζωηρά κι είχαν κακοποιήσει μπολσεβίκους. Ανάμεσα στους δικαστές που θα δικάζανε τους αξιωματικούς βάλανε και τον Φιοντόρ, με εντολή του γενικού αρχηγού της επίθεσης ενάντια στο Γιαροσλάβ. Μέσα στους υπόδικους βάλανε χωρίς καμιά άλλη διάκριση και τον Δημήτρη Ορλόφ, τη Βέρα Γιάλκοβα κι όλες τις αριστοκράτισσες που βρέθηκαν στο διοικητήριο. Θα τους δικάζανε όλους, όχι για να λογοδοτήσουνε αν έκαναν κάτι ενάντια στην Επανάσταση, αλλά για ν’ αποδείξουνε μοναχοί τους, άντρες και γυναίκες, πως δεν κάνανε τίποτα. Στο μεταξύ γινόταν λεηλασία στο μέγαρο. Οι αναρίθμητοι φτωχοί του Γιαροσλάβ, άνθρωποι που ως χτες περνούσαν ήσυχοι και σκυφτοί μπροστά απ’ τους αξιωματικούς χαιρετώντας, τώρα ορμήσανε ξαφνικά μέσ’ τις κάμαρες κι αρπάζανε ό,τι βρίσκανε. Δεν άφησαν τίποτα όρθιο. Οι γυναίκες του λαού παρουσιάζονταν τώρα στολισμένες με χρυσαφικά. Μια είχε φορέσει το διαμαντένιο στέμμα μιας μεγάλης δούκισσας. Άλλες είχαν φορέσει από ένα ψηλό καπέλο. Τελικά επικράτησε κάποια ησυχία. Ο Φιοντόρ πρότεινε στον αρχηγό να βγάλουνε απ’ το διοικητήριο τα πλήθη που θορυβούσαν. Αυτός όμως δεν δέχτηκε τη γνώμη του. Ο λαός ήτανε σεβαστός. Έπρεπε να γίνει δίκη μπροστά σε όλους. 157


ΙΒΑΝ ΜΠΕΛΟΥ Κ Ι Ν Στην αίθουσα που χρησίμευε για δικαστήριο μπήκανε τώρα αυτοί που τους είχανε ορίσει για να δικάσουν τους τσαρικούς. Και ανέβηκαν στις έδρες. Μαζί τους ήτανε κι ο Φιοντόρ. Μπάσανε τους κατηγορούμενους και πίσω τους έτρεξε το πλήθος. Ακούστηκε τότε μια φωνή δυνατή. — Ο Φιοντόρ Ντορίν ερωτεύθηκε μια πριγκίπισσα. Δεν έχει τα δικαίωμα να δικάζει. Επακολούθησε θόρυβος και ψίθυροι μέσα στο πλήθος. Αυτός που καθόταν στη θέση του προέδρου χτύπησε τη γροθιά του πάνω στην έδρα δυνατά κι είπε: — Μα αυτό δεν σημαίνει πως είναι και προδότης. Εξακολουθούσε όμως ο θόρυβος κι ο πρόεδρος πρότεινε να γίνει η δίκη στο μοναστήρι του Αγίου Αντωνίου για ν’ αποφύγουνε τη φασαρία. Δεν θα μπορούσαν να πάνε εκεί όλοι αυτοί που κάνανε θόρυβο. Πρόσθεσε μάλιστα και κάτι άλλο ο πρόεδρος. — Θα πάμε στο μοναστήρι με τη μαούνα, κι όχι με τ’ αυτοκίνητα αφού βρίσκεται στην όχθη του ποταμού. Θα τραβάνε τη μαούνα όλοι αυτοί. — Να ζέψετε και τις γυναίκες, φώναξε μια γυναίκα του λαού. — Σωστό είναι αυτό, παραδέχτηκε ο πρόεδρος. Ο Φιοντόρ ζήτησε την άδεια να μιλήσει. — Αν βάλετε κι αυτή τη γυναίκα, είπε καθώς έδειχνε τη Βέρα Γιάλκοβα, θέλω να πάω μαζί της. Ο πρόεδρος κοίταξε περίεργα το Φιοντόρ. Τι σημασία είχε άραγε αυτή η επέμβασή του για την πριγκίπισσα; Δεν μπορούσε να καταλάβει πως κανένας δεν είχε δικαίωμα να κάνει εξαίρεση σ’ αυτούς που είχανε τίτλους; Έκανε δήθεν πως δεν άκουσε για να μην δώσει δυσάρεστη απάντηση στον Φιοντόρ. Αυτός όμως επανέλαβε: — Αν στείλετε αυτή τη γυναίκα να τραβήξει τη βάρκα μαζί με τους άλλους, ζητάω να πάω μαζί της κι εγώ. Ο πρόεδρος στράφηκε και του είπε: — Είσαι λεύτερος να πας. Διέταξε τότε να οδηγήσουμε τους ευγενείς και τους αξιωματικούς στην όχθη απ’ το ποτάμι. Μαζί τους βρισκόταν κι ο Φιοντόρ. 158


Ο Β Α Ρ Κ Α Ρ Η Σ ΤΟΥ Β ΟΛ ΓΑ Τους δώσανε ένα σχοινί χοντρό. Οι κυρίες που ακόμα φορούσαν τις τουαλέτες τους, παρακολουθούσανε με απορία και με φρίκη τις προετοιμασίες για το τράβηγμα της βάρκας. Σε λιγάκι βρεθήκανε όλοι μέσα απ’ το σχοινί, που έμοιαζε γύρω τους σαν μεγάλη θηλιά. Θα μπορούσε να τους σφίξει και να τους πετάξει στο ποτάμι. Οι αρχηγοί των μπολσεβίκων μπήκανε στη μαούνα και τότε άρχισε η τραγική δουλειά. Με τη σειρά τώρα κι ο ευγενείς της Ρωσίας τραβούσανε τη βάρκα. Είχε φτάσει η ώρα να δοκιμάσουνε κι αυτοί όσα υποφέρανε οι άλλοι τόσους αιώνες! Ένας Τάταρος έτρεχε αδιάκοπα μπροστά απ’ τη γραμμή που σχηματίζανε αυτοί οι αναπάντεχοι βαρκάρηδες και φώναζε για να τους υποχρεώνει να μη σταματούνε. Απ’ αυτούς μόνο λιγοστοί μπορούσαν να τραβάνε τη βάρκα. Οι πιο πολλοί κι ιδιαίτερα οι γυναίκες κουραστήκανε αμέσως απ’ τα πρώτα τους βήματα. Οι μπολσεβίκοι που βρίσκονταν στη βάρκα καθώς κι αυτοί που παρακολουθούσανε απ’ την ακτή φωνάζανε θριαμβευτικά. Η ώρα της εκδίκησης είχε φτάσει. Η Βέρα Γιάλκοβα προσπαθούσε να μη δείχνει την αδυναμία της, δεν το κατάφερνε όμως. Σε κάθε βήμα που έκανε ήταν έτοιμη να πέσει. Ο πρίγκιπας Ορλόφ την κοιτούσε διατεθειμένος να τη βοηθήσει, αλλά δεν μπορούσε. Η δουλειά αυτή που έκανε κι απαιτούσε μια δύναμη αθλητική, δεν ήταν σαν τα σπορ τα συνηθισμένα. Έχοντας το σχοινί περασμένο στον ώμο, απόφευγε συστηματικά να κοιτάζει τους μπολσεβίκους. Μιλούσε σιγανά στην κόμισσα Γκοριτσίν, στη Βέρα και στους αξιωματικούς που ήταν κοντά του, για να τους δώσει θάρρος κι έσερνε τα πόδια του με μεγάλη αγωνία. Ο Φιοντόρ βρισκόταν κοντά στη Βέρα. Την είδε σε μια στιγμή να παραπατάει και το ψιλό φόρεμά της είχε σχιστεί καθώς προστριβόταν το σχοινί. Με μια χειρονομία επιδέξια τράβηξε τότε την πλευρά του σχοινιού που κρατούσε η Βέρα και την απάλλαξε απόλυτα απ’ την τρομερή αγγαρεία. Έπειτα απ’ αυτή τη δραματική πορεία φτάσανε στο μοναστήρι του Αγίου Αντωνίου. Ο πρόεδρος που είχε διατάξει αυτή την αγγαρεία, όταν πια στάθηκαν οι ευγενείς κι οι αξιωματικοί, είπε: 159


ΙΒΑΝ ΜΠΕΛΟΥ Κ Ι Ν — Αυτός είναι ο πιο ασφαλισμένος τρόπος για να μάθετε το τι υποφέρανε εκατομμύρια φτωχοί μουζίκοι τόσους αιώνες. Σε λίγη ώρα ο μεγάλος αυλόγυρος του μοναστηριού μεταβλήθηκε σε δικαστήριο. Κάποιος μπολσεβίκος είπε τότε: — Κατηγορώ το σύντροφο Φιοντόρ Ντόριν γιατί φανέρωσε εύνοια σε μια γυναίκα από ευγενική καταγωγή. Αυτό είναι αντίθετο με τα δημοκρατικά μας ιδανικά. Ζητάω να δικαστεί κι αυτός μαζί με κείνους. Ο πρόεδρος το βρήκε σωστά. Ο Φιοντόρ προσπαθώντας ν’ απαλλάξει τη Βέρα Γιάλκοβα απ’ την αγγαρεία της βάρκας, εκτέλεσε μια κολάσιμη πράξη κι έπρεπε να δικαστεί. Πήραν λοιπόν απόφαση να δικάσουνε πρώτους τον Ορλόφ, τη Βέρα Γιάλκοβα και τον Φιοντόρ. Τι περίεργη μοίρα κυνηγούσε αυτόν τον αγνό νέο, που είχε βάλει το πιο μεγάλο ανθρώπινο αίσθημα πιο πάνω απ’ τις ιδέες και τα ανθρώπινα πάθη. Θα τον δικάζανε μαζί με τον πιο θανάσιμο εχθρό του και μαζί με τη γυναίκα που αγάπησε όσο τίποτ’ άλλο στον κόσμο. — Καλά είπε. Αυτή είναι η πιο καλύτερη λύση. Άρχισε η δίκη. Ο επαναστατικός κατήγορος μίλησε πρώτα για τον Ορλόφ. Είπε πως κυνήγησε αδυσώπητα τους επαναστάτες, πως φερνόταν τυραννικά στους στρατιώτες και βάρβαρα στους ανθρώπους του λαού. Το ότι του αναθέσανε τη διοίκηση του λευκού στρατού, ήταν φανερή απόδειξη πως ήταν επικίνδυνος εχθρός της επανάστασης. Αν μπορούσε θα ματοκυλούσε όλο τον κόσμο που είχε ιδέες ελεύθερες και που γυρεύει απολύτρωση απ’ τους φεουδάρχες που τον τυραννούνε κι απ’ τη δυστυχισμένη ζωή. Ακριβώς την ώρα που τον πιάσανε, τον βρήκανε να διατάζει τη θανατική εκτέλεση του συντρόφου Φιοντόρ Ντόριν, που μόνο έγκλημά του ήταν η προσχώρηση στην επανάσταση. Στο σημείο αυτό φώναξε ο Φιοντόρ: — Μου επιτρέπεις να σε διακόψω, σύντροφε κατήγορε; — Ναι, απάντησε αυτός. Όσοι ξέρανε το θανάσιμο μίσος που υπήρχε ανάμεσα στους δυο άνδρες περίμεναν πως ο Φιοντόρ θα συμπλήρωνε την κατηγορία ενάντια στον Ορλόφ. — Το δικαστήριο σας πρέπει να μάθει πως ο Ορλόφ δεν 160


Ο Β Α Ρ Κ Α Ρ Η Σ ΤΟΥ Β ΟΛ ΓΑ αποφάσισε τη θανάτωσή μου γιατί ήμουνα επαναστάτης. Άφησε πολλούς λεύτερους. Ήταν ερεθισμένος ενάντιά μου από πάθος προσωπικό. Υπάρχει ανάμεσά μας κάτι που είναι ολότελα ξένο με την επανάσταση και παρακαλώ να μη θελήσει να το μάθει το δικαστήριο. Δεν θέλω να δικαστεί ο Ορλόφ για την επιμονή του να με σκοτώσει. Κι εγώ το ίδιο θα έκανα αν ήμουν στη θέση του. Ακούστηκαν μουρμουρητά. Άλλοι θέλανε να μάθουν ποιο ήταν το μίσος του Ορλόφ ενάντια στον Φιοντόρ, κι άλλοι δεν κρύβανε το θαυμασμό τους για το βαρκάρη. Ήταν μια υπέροχη γενναιότητά του αυτή. — Τι απολογείσαι Δημήτρη Ορλόφ; ρώτησε ο επαναστατικός κατήγορος. — Τίποτε, απάντησε αυτός. Ήλθε ύστερα η σειρά της Βέρας Γιάλκοβα. Η κατηγορία της στηρίχθηκε στο ότι μεταχειρίσθηκε γυναικεία μέσα δόλια για να παρασύρει τον αρχηγό της επαναστατικής ομάδας του Γιαροσλάβ, Φιοντόρ Ντορίν, ώστε αυτός να εγκαταλείψει την επανάσταση και να πατήσει στον όρκο που είχε δώσει. Ήταν μια αριστοκράτισσα διεφθαρμένη κι επικίνδυνη. Ο Φιοντόρ ξαναείπε στον κατήγορο. — Μου επιτρέπεις σύντροφε κατήγορε να διαφωτίσω ένα σημείο στην κατηγορία σου, ακριβώς σ’ αυτό που με αφορά; Η Βέρα Γιάλκοβα δεν μεταχειρίσθηκε δόλια μέσα για να με πείσει. Ανέλαβα εγώ να τη σκοτώσω κι αυτή περίμενε ηρωικά τον πυροβολισμό μου. Δεν πυροβόλησα γιατί σκέφτηκα πως ήταν άδικο αυτό. Δεν ήταν, όπως είπες, διεφθαρμένη. Κοιτάξτε την παρθενική καλοσύνη που λάμπει στο πρόσωπό της. Όποιο καλό μπορούσε να κάνει για τους δυστυχισμένους και τους φτωχούς δεν το παράλειψε ποτέ. Είναι μια ψυχή γενναία. Η γυναίκα του κατήγορου, φώναξε: — Φιοντόρ Ντορίν, θέλεις να σου πως γιατί δεν τη σκότωσε αυτή τη γυναίκα; Γιατί την αγαπάς. Γιατί δέχτηκε να γίνει ερωμένη σου. Και για μια τέτοια αγάπη πρόδωσες την Επανάσταση. — Αυτή είναι η αληθινή κατηγορία, ενάντια στον Φιοντόρ Ντορίν, πρόσθεσε ο σύντροφος κατήγορος. Σε λίγο θα την απαγγείλω. 161


ΙΒΑΝ ΜΠΕΛΟΥ Κ Ι Ν — Αφού το θέλεις, είπε ο Φιοντόρ, ομολογώ πως είπε την αλήθεια, αλλά μοναχά σ’ ένα σημείο, πως αγάπησα τη γυναίκα αυτή. Δεν της το είπα όμως ποτέ. Δεν είχα ελπίδα ποτέ για καμιά ανταπόδοση αλλά και δεν τη ζήτησα. Αντίθετα μάλιστα την έφερα στον αρραβωνιαστικό της, το Δημήτρη Ορλόφ. Είναι μια πράξη μου, που γι’ αυτή ούτε μένα μπορεί να με καταδικάσει κάποιος, ούτε κείνη μπορεί να ενοχοποιήσει. Όταν με πιάσανε έξω απ’ το Γιαροσλάβ, στην κατηγορία που μου απευθύνανε απάντησα με τη φωνή: Ζήτω η Επανάσταση. Το ίδιο φωνάζω και τώρα: Ζήτω η Επανάσταση! Χειροκροτήματα σκεπάσανε τα λόγια του. Ακόμα κι οι δικαστές κοιτούσανε ενθουσιασμένοι. Ο Φιοντόρ έγνεψε με το χέρι πως ήθελε να εξακολουθήσει. Όλοι σωπάσανε. — Αν νομίζει το δικαστήριο πως η τόση μου αφοσίωση αξίζει μια ανταμοιβή, να χαρίσετε τη ζωή σ’ αυτή τη γυναίκα και σ’ αυτόν τον άνθρωπο που την αγαπάει. Ο πρόεδρος τότε απάντησε: — Σε αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες σου, το επαναστατικό δικαστήριο σε συγχωρεί και δέχεται να γίνει αυτό που ζήτησες. Η Βέρα Γιάλκοβα κι ο Δημήτρης Ορλόφ έχουνε το δικαίωμα να διαλέξουνε. Ή να πάνε στην εξορία ή να μείνουνε μαζί μας. — Εγώ δεν θα μείνω, είπε ο Ορλόφ. Η Βέρα τον κοίταξε κι έπειτα ξαφνικά γύρισε στον Φιοντόρ. Τον πλησίασε, ακούμπησε το χέρι της στον ώμο του κι είπε: — Εγώ θα μείνω με τον άνθρωπο αυτόν, γιατί μόνο αυτός κατόρθωσε να συγκινήσει την καρδιά μου. Κι έπειτα τον ρώτησε: — Εσύ το θέλεις; Αυτός έπιασε τα χέρια της και τα φίλησε. Ο Νίκητας Γιάλκοφ που βρισκόταν εκεί μπροστά είπε: — Αυτό ήταν το πεπρωμένο. Να κάνεις παιδί μου ότι νομίζεις πως θα εξασφαλίσει την ευτυχία σου. — Για μένα τώρα μένει μονάχα η εξορία, είπε, ο Ορλόφ. Σας χαιρετώ. Να επιτρέψετε στους αξιωματικούς μου να φύγουμε μαζί. 162


Ο Β Α Ρ Κ Α Ρ Η Σ ΤΟΥ Β ΟΛ ΓΑ Ο Δημήτρης Ορλόφ έσφιξε το χέρι του Νικήτα Γιάλκοφ. — Εύχομαι στη Βέρα να ευτυχήσει. Αυτή του έδωσε το χέρι. — Αντίο, του είπε. Ο Θεός μαζί σου. Είχα ένα όνειρο, να γίνουμε όλοι ένα για να ζωντανέψουν, να πάρουν ζωή τα λόγια του τραγουδιού του Βόλγα. Αυτό όμως δεν κατορθώθηκε ακόμα. Ας ελπίσουμε πως θα το κατορθώσει ο κόσμος μελλοντικά. Ο Ορλόφ έφυγε μαζί με τους αξιωματικούς που του επιτρέψανε να πάρει μαζί του. Ο Φιοντόρ με τη Βέρα γυρίσανε στο διοικητήριο. Ήταν κι οι δυο τους ολότελα ευτυχισμένοι. Σε λίγες μέρες παντρεύτηκαν. Στο γάμο τους βρίσκονταν και μια ομάδα από παλιούς συντρόφους του Φιοντόρ και στο τέλος τραγούδησαν το τραγούδι του Βόλγα: Δυναμώνει το τραγούδι και ελπίδες μας γεννά, όταν με καρδιά θλιμμένη σκύβουμε όλοι στα σχοινιά, η μητέρα κι ο αδελφός μας ειν’ του Βόλγα τα νερά Όλοι είμαστε αδέλφια στα κρυφά, στα φανερά. Άϊντε για, εμπρός παιδιά σκύψτε όλοι στα σχοινιά. Κι ας τραβάτε δυνατά… Με τον πόνο στην καρδιά… ***

163



Ο ΒΑΡΚΑΡΗΣ ΤΟΥ ΒΟΛΓΑ ΤΟΥ ΙΒΑΝ ΜΠΕΛΟΥΚΙΝ ● ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ ΤΟΥ ΑΘΛ.Ε.ΠΟΛΙ.Σ. ● ΕΠΙΜΕΛΗΘΗΚΕ ΚΑΙ ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2017 Η ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ ΠΕΝΤΑΝΔΡΟΝ ● ΠΑΡΕΧΕΤΑΙ ΔΩΡΕΑΝ ΣΕ ΟΛΟΥΣ Αριθμός έκδοσης VII


ISBN: 978-618-83361-4-8


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.