ΡΟΔΟ ΜΟΥ ΑΛΙΚΟ / ΣΑΚΚΕΛΑΡΗΣ ΚΑΜΠΟΥΡΗΣ

Page 1

ΣΑΚΕΛΛΑΡΗΣ ΚΑΜΠΟΥΡΗΣ

Ρόδο μου άλικο ΠΟΙΗΣΗ



Ρόδο μου άλικο


ΡΟΔΟ ΜΟΥ ΑΛΙΚΟ / ΣΑΚΕΛΛΑΡΗΣ ΚΑΜΠΟΥΡΗΣ ΣΕΛ. 74 ΑΘΗΝΑ 2017 ISBN: 978-618-83040-3-1 ΑΘΛ.Ε.ΠΟΛΙ.Σ. ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ ΠΕΝΤΑΝΔΡΟΝ 2017


ΣΑΚΕΛΛΑΡΗΣ ΚΑΜΠΟΥΡΗΣ

Ρόδο μου άλικο ΠΟΙΗΣΗ

2017


γράφω με το “ειμί” γιατί, ”οι δικές μου πληγές, είναι και δικές σας. μαζύ μας γέννησε η μάνα μας,τυφλά κουλούκια,σ’έναν απέραντο ήλιο... γιατί συνυπάρχουμε αδερφέ μου, κάτω από τον ίδιο καγχάζοντα αιώνα, τον ίδιο πρόστυχο ουρανό, τις ίδιες πρόστυχες αξίες...πορευόμαστε τώρα...” Σακελλάρης Καμπούρης


ΠΡΟΛΟΓΟΣ O απόλυτα ορισμένος σκοπός του ΑΘΛ.Ε.ΠΟΛΙ.Σ., όπως αυτός προκύπτει από το καταστατικό του επιτάσσει τη «...συστηματική καλλιέργεια και ανάπτυξη των δυνατοτήτων των παιδιών, των νέων και των ενηλίκων με στόχο τη συμμετοχή σε πολιτιστικές, επιστημονικές και ποικίλες τα τεχνολογικές εκδηλώσεις και δράσεις...». Και καθώς στην ακρωνυμική του ονομασία ενυπάρχει η λέξη Πολιτισμός καλούμεθα να τον υπηρετήσουμε στο ακέραιο, με τα μέσα και τα εργαλεία που διαθέτουμε. Εγκαινιάζοντας λοιπόν την προσπάθεια αυτή, το ΑΘΛ.Ε.ΠΟΛΙ.Σ. προβαίνει στην έκδοση και παρουσίαση έργων νέων και ταλαντούχων δημιουργών με στόχο τη γνωστοποίηση και ανάδειξη στο ευρύτερο κοινό του έργου τους μέσω της εκδοτικής του ομάδας Πέντανδρον. Εντείνοντας την προσπάθεια αυτή έχει θέσει μεταξύ άλλων ως άμεση προτεραιότητα την έκδοση μνημειακών και συνάμα συμβολικών έργων της παγκόσμιας λογοτεχνίας, που ευελπιστούμε ότι στις στείρες ημέρες μας έχουν πολλά να «πουν» στο αναγνωστικό κοινό και την κοινωνία. Ελπίζουμε η προσπάθεια αυτή να βρει πρόσφορο έδαφος και γιατί όχι να ταράξει τους εν υπνώσει Κύκλους.

7


«Σακελλάρης Καμπούρης» ελαιογραφία της Κωνσταντίας Φαγαδάκη.


αλύτρωτη ψυχή μου, μιά χούφτα θάλασσα ελεύθερη είναι ο έρωτάς σου...

9


της μνήμης θρυμματισμένο νερό, σε βλέμμα ευλαβικό απαγγιάζει. πριν, δεν υπήρχα κι ας ήταν της λάβας το αίμα χρυσάνθεμο στης λήθης τη στάμνα... πόρνη η σιωπή που πουλιέται ασύστολα σε θνητών ήχων τα σύμβολα.... τρελός θα πεθάνω και θ’ακούγονται κόκκινα στήθη να πάλλονται, στον νέο μου χρόνο... ...ναι, αφού, μικρή η ζωή κι εγώ του έρωτες τους γεύομαι, δεν θα προλάβω... 10


η ποίηση μού ’μαθε πως τα όνειρα είναι καράβια και οι λέξεις που κοιμούνται μέσα τους, είν’τα μεγάλα ταξίδια μας... όταν λοιπόν το ρολόι χτυπήσει δώδεκα, θα γδυθώ την ερημιά μου και θα φτιάξω μιά θάλασσα από την αρχή... ...τώρα που το ξανασκέφτομαι βέβαια, έχει περάσει πιά η ζωή και οι λέξεις μου στάζουν στεγνές και σιωπή μαραμένη... κανείς δεν περίμενε πως θα ξυπνήσουμε πάλι τυφλοί, όμως δεν έχει καμιά σημασία... συνηθίσαμε πλέον να θωπεύουμε τις πικροδάφνες, ορθοί...

11


δεν είναι δύσκολο να πηδάς εκούσια στο κενό... η δυσκολία βρίσκεται στο κενό που θα σε υποδεχτεί και θα γεμίσει ένα ολόκληρο τίποτα... κι αλοίμονο αν, στην αληθινή ουσία των πραγμάτων κατά την πτώση,προκύψει έρωτας... τότε δυό κενά,φτιάχνουν μιάν ολόκληρη νύχτα και η νύχτα, γεννά μόνο σκιές... ας πάρουμε μιά βαθιάν ανάσα λοιπόν, πριν...

12


δεν είμαι ποιητής, ούτε τα ποιήματα μου περιέχουν ποίηση... μαύρα φεγγάρια είναι, καβάλα σε μαύρα σύννεφα... κι εγώ που τα γεννώ, ένα ανοιχτό παράθυρο... φλεγόμενο,είμαι... κλείσε το ...αν μπορείς... 13


μυρίζει θάλασσα απόψε, σε μεθυσμένης ομίχλης τη νοτισμένη ματιά... φοβάμαι όμως πως γερνώ και θα ξεχάσω να ονειρεύομαι δεν θα προλάβω να μυρίσω τα κρίνα στο κορμί σου... ίσως πάλι ξεχάσω πως να βυθίζομαι σε απύθμενα νερά, για ν’αναπνέω... «ξημέρωσε», διάβασα σ’έναν τοίχο μα, εγώ πως να ξημερώσω μέσα μου; ένας ήλιος μόνο, δεν αρκεί, αφού κι εκείνος άστεγος στέκει, μονάχος... μυρίζει θάλασσα απόψε... φοβάμαι όμως πως γερνώ και την μπερδεύω με τη βροχή που σταλάζει εντός, στης κολασμένης μοναξιάς μου την ξηρασία... 14


θαμπό τ’απομεσήμερο,πλημμυρισμένο σε πέλαγο λέξεων... λίγοι στίχοι,φτιάχνουν ίσως ένα ποίημα, ένα ποίημα,φτιάχνει σίγουρα εσένα. ποιά ρήματα τούτη την ώρα να ορίζουν το κορμί σου; όλο γλιστράς απο τις καταλήξεις μου και σε χάνω... εσύ, η φλεγόμενη φλέβα της γης, η ερωμένη, η αιμάσσουσα... νωπογραφία στο ψιλόβροχο,το πρόσωπο σου... 15


Γυναίκα,πέτρινε ανθέ... των στεναγμών κολώνα και των κυμάτων πολύπτυχο... του παραδείσου αμάλγαμα... της κόλασης μου πυρκαγιά... σε διαβατάρη άνεμο, σε λαξεμένα βότσαλα, στης νύχτας τη μέθεξη, στου ήλιου το θάμπωμα, υμνώ και ορέγομαί σε... 16


μα,όσο κι αν επόθησα να βυθιστώ στο φως, τα χέρια πάντα αγκάλιαζαν το ίδιο κενό. άδειο ήλιο,άδειο σκοτάδι... άδειος χρόνος... βρέχει,μου λες και τρέχω να αγκαλιάσω τη βροχή’ εκεί βυθίζομαι... ανοίγω τα μάτια,κλείνω τα μάτια....πάλι κενό... άκρη δεν βγάζω... πάνω απο την τρικυμία,κάθε νύχτα, κάτι βουβά φαντάσματα ορθώνονται και με κοιτούν... υψώνω τα χέρια... κενό... ...τι ποιήματα Θεέ μου και πόσα, χρειάζονται τελικά, για να γεμίσουν δυό χέρια αδειανά που δεν γέμισαν ποτέ...;

17


νύχτα με λένε και πως να ξημερώσω,που μέσα μου ένα φεγγάρι πάλλεται οργισμένο; πως να εξημερώσω τη θάλασσα που με γέννησε να νοσταλγώ; μεθυσμένος μέσα της απο παιδί βυθίζομαι... ασώματος είμαι, δίχως σκέψη,μήτε βλέμμα,ούτε φωνή . μ’ένα τσουβάλι αστέρια στο δρόμο αγρυπνώ. αφού νύχτα με λένε, στο χρώμα της σιωπής βαφτίζομαι, στου έρωτα το κόκκινο ρόδο ξεθωριάζω... νύχτα με λένε και σ’αγκαλιάζω να γίνεις μιά λέξη, στο θλιμμένο μου όνειρο. στην άλλη μου άκρη, πνίγω κάθε φορά τον Αυγερινό μη λάχει και ξυπνήσει και δεν σ’έχω φτιάξει ακόμα ποίημα... αφού νύχτα με λένε... νύχτα γεννιέμαι και ζω...

18


νάχει άραγε μυρωδιά η λιακάδα, νάχει γεύση; δεν ξέρω... δεν σε συνάντησα ποτέ... 19


ένα διάστημα, στερήθηκα τον έρωτα... έτσι, κατάλαβα τη γεύση σου... 20


κι αν ηταν ν’ανηφόριζα απο τα χείλη σου, ρήμα θα διάλεγα το πιο βαρύ, για να με θρέψεις στα βλέφαρά σου...

21


θα συλλαβίσω μέσα σου, εναν στίχο που ποτε δεν ειπώθηκε... με μια ρίμα, που ποτέ δεν βρήκε κατάληξη... θα είμαι ένας άλλος εραστής σου, ξεχωριστός, που, με λέφτερα τ’αγρίμια της ψυχής μου, θα ζωγραφίσω γι’άλλη μια φορά, με μαύρο κοχύλι πάνω σου, τα μυστικά της αιωνιότητας...

22


φορώ ενα πουκάμισο μαύρη νύχτα... μ’εναν λευκό εσπερινό εκεί στο πρόσωπο, να συντροφεύει την κάφτρα του καπνού μου, που άλλοτε δύει κι άλλοτε ανατέλλει στα φλογερά σημεία στίξης του κορμιού σου... 23


Ε γεννήθης και εν γένει καλώ σου τα χείλη. Ρ οών...και της ιχώρ,κέρασμα αθανάτων. Ω μέγιστον θρόισμα δροσερό,στα βλέφαρα της! Σ’ άγγιγμα χάδι φλογερό και μακρύχρονο του κορμιού της φωνήεν.... * αυτός ο πίνακας νικά την Άνοιξη! 24


κι αν για τον έρωτα μου παλι μιλώ, συγχωρνάτε με... ένα γαλάζιο λουλούδι της χάρισα κάποτε κι έγινε θάλασσα... ίσως μια μέρα αναστηθώ και πάλι, στον βυθό της...

25


η πιό σύντομη διαδρομή μου απο την άκρη του ματιού μέχρι το μάγουλο... εκει με ονόμασαν δάκρυ! η πιο μακρινή διαδρομή μου απο τα μάτια μου μεχρι τα μάτια σου... εκει με βάφτισαν έρωτα! Μετά, λάσπωσαν τα χνάρια μου έξω απο τη θάλασσσα και χάθηκα... δε βαριέσαι ομως, θ’αλλάξω βήματα πάλι... ισως τα ονομάσω σύννεφα αυτή τη φορά, ισως αστέρια... πάντα γεμάτος ειναι ο ουρανός...

26


να με φοβάστε τις νύχτες κι όλους εμάς που γράφουμε στίχους... γιατί,βρυκόλακες είμαστε και αναζητουμε τη λήθη μέσα στις φλέβες σας... βουτιές δινούμε απο το φεγγάρι και γκαστρώνουμε τις ψυχές σας... τις φορτώνουμε τα ρόδα τα άλικα και ενα μαύρο σεντόνι, για να μην βλέπετε όταν το αίμα σας καλπάζει τρικυμισμένο και ποτίζει τις δικές μας σιωπές... 27


ρόδο μου άλικο, της προσμονής και της φλέβας μου φλόγα κι αγίασμα, κόκκινο αίμα, κόκκινα χείλη βαμμένα, σε πολύβουη πεθυμιά των ερώτων... ποτάμι δεμένο, που κυλάς, που κυλώ... και σωπαίνω... τρίζει μόνο η άμμος σου, λες και μιλώ... τρίζει μόνο το χιόνι μου, λες και μιλάς... ...ας έχουν τώρα οι αυγές, τη μελωδία εκείνη των στίχων, που αβίαστα πιά, σαν ζευγάρια μελλούμενα, τις λέξεις ρωτεύονται σε θλιβερών ποιητών ξεχασμένα ποιήματα...

28


γδύνονται πάλι απόψε τα σύννεφα, σάμπως ανθάκια μυρωμένα τα στήθη τους, να σταλάξουν το νέκταρ στο πρόσωπο,να λυτρωθώ... ακούω τ’αναφιλητά σας σιωπές πελαγίσιες, που σας πλημμυρούν λαχτάρα, αστρικές αυταπάτες. αγγίζω τη γη, ως ψίθυρος άγνωστος, ερημικής αντήχησης πόθος... αγγίζω της νύχτας τα βλέφαρα, ως εξόριστος ύπνος,νωπός, να ριγώ,σε ανάσκελο σώμα... ω,στόμα το άλικο... νοσταλγό να με σβήνεις... ω,σκέψη η ατίθαση... καθάριος αιθέρας να πνέω... ω,σκέλη βουβά... φωτιά άναρχη ας πεθαίνω... 29


Aααα...η ποίηση! Η ποίηση και το χάος... Το χάος και η ποίηση... Μακάριοι όσοι τους αδράγγιξεν η μαγική θηλή, με τη μυστηριακήν της γεύση στα χείλια...εγώ,δραπετεύω! Ουν...μακάριος ουκ είμι! 30


εψές αργά, έκοψα τις φλέβες μου... για να δω εκτός από έρωτα και ποίηση, τι άλλο θα στάξει... τίποτα... τις έραψα ερμητικά και συνέχισα να ερωτεύομαι...

31


δεν κατόρθωσα ποτέ να χαράξω μιά ευθεία γραμμή... λάτρεψα τις καμπύλες και τα κενά τους...

πολλοί κατόρθωσαν και χαράξαν ευθείες γραμμές... λίγοι όμως, νιώσαν τη μαγεία της καμπυλότητας...

32


ο άνεμος κλαίει γιατί απλά σε χάιδεψε μα δεν μπορεί να σταθεί ούτε λεπτό, για να σε αγαπήσει 33


να ντυθώ το δέρμα της θάλασσας και μέσα στις φλέβες μου να ρέει η νύχτα πηχτή,μαύρη κι ατίθαση... να ξαπλώνει το φεγγάρι στο στέρνο μου να ονειρεύεται, να σιγοτραγουδούν τ’αστέρια μου το όνομά σου, να ξυπνούν τα ρόδα τα άλικα, κείνα που πριν φέξει ανθίζουν και να κλέβουν το αίμα απο τα χείλη σου, για να κοινωνούν οι μέλισσες, να μεθούν τα σύμπαντα στο μελί των ματιών σου... μιά μέρα, η νύχτα, θάμαι εσύ! 34


ανάσα φύλλου κομμένου και πνοής μορφή, σκοντάφτουν στο σχήμα της... βαραίνει της θάλασσας το στυφό της το στόμα. κάθε που ξημερώνει και μου στολίζεται, έρχεται πρώτα απο βραδίς και φιλά την καρδιά μου... στο φέγγος,ρόδινες κραυγές ξεψυχούνε στη γλώσσα της και φλόγες μοναξιάς γιομίζουν το δασύ μου το στήθος, το γιομάτο τα ποιήματα... το γιομάτο τα ρόδα... το γιομάτο σιωπές... το γιομάτο τα σούρουπα... το γιομάτο θανάτους, που γιομάτο, πεθαίνει.

35


είναι φορές, που οι μορφές σας μοιάζουν αυτό που ήθελα να μοιάζουν... είναι φορές, που με αποκοιμίζει ο πόνος του ψεύτικου γέλιου σας... είναι πάλι φορές, που λατρεύω να παίζω με τις ψυχές σας κι ας υπάρχουν κατάξανθες μπούκλες αφημένες στους ώμους... μου άρεσαν όλες οι Κυριακές σας και τα μπαράκια και οι βόλτες που κάνατε στο ημίφως του νου σας, πριν κοιμηθείτε... τώρα, μέσα στα τραγούδια που μου’μαθε η σιωπή μου να λέω, έχω πλέον τους στίχους των πράσινων μίσχων σας, της Άνοιξης σας τη βαρεμάρα και τον οίστρο μιάς άλλης σιωπής... επερχόμενης...

36


αυτούς που τους λεν ποιητές, όταν τους δεις καταπρόσωπο, μην τους ρωτήσεις το βάθος των λέξεων και των πραγμάτων, γιατί βουλιάζουν μέσα τους και πνίγονται... ώρες ώρες,πιάνονται από τα φτερά μιάς μέλισσας και πετούν,για να ξανασάνουν... ναι,τόσο δα μικροί είναι... κι όταν τους δεις καταπρόσωπο, μην τους γελάσεις γιατί, κι αν σου γελάσουν, μορφασμός του πόνου τους θά’ναι... γεννήθηκαν πονεμένοι... όταν τους δεις καταπρόσωπο, στρίψε αλλού την καρδιά σου... ματώνουν, οι, των ηφαιστείων μοναχικοί εραστές... 37


...όταν οι άνθρωποι μαθαίνουν να πετούν, ο άνεμος κουρνιάζει στις σιωπές τους... ...τρίζει κι ανατριχιάζεις... ...και τα φτερά τους λαβώνονται... 38


στη μνήμη της μάνας μου

ραγισμένη ώρα... βαθύ τοπίο,με όλους τους πόνους διάφανους... χλωμό απόσταγμα,σε ανθισμένο σούρουπο κι ένα ζεστό χαμόγελο,σταματημένο στο χθες... πίσω από τα δέντρα του μεσημεριού, το φως ενσκύπτει στο τελευταίο φιλί... η αγκαλιά της θάλασσας θάναι τώρα η μάνα μου, σε μιάν ελεύθερην απόδοση, ήσυχη,σιωπηλή και αιώνια,να μ’αγκαλιάζει... είναι κάποιο παιδί λεν...εκατό και βάλε,χρονών... που ακόμα δακρύζει εκεί έξω... «ένθα απέδρα» ...λευκότη,απώλεσα...

39


στην πανσέληνο της μορφής της, σωπαίνουν οι ποιητές... εκεί που τρίζει η σιωπή και θολώνει του ήλιου η αχτίδα η πρώτη, νυχτουργούν τις προτάσεις... λοιπόν, ας μακρύνει ο ίσκιος μου,στις γλυκές της λαγόνες, κει,που θλιμμένα ξαποσταίνουν τα θαύματα... στον οίστρο της λευκής πεθυμιάς της, γερνώ και στο ανήλεο των χειλιών της το έλεος, τεχνουργώ...

40


στεκόμουν ώρες και κοιτούσα τη θάλασσα... της ψιθύριζα κιόλας... κάπου κάπου, έπιανα ένα σύννεφο και το έπνιγα... δεν με πιστεύετε,ε; ...η ποίηση,είναι μιά φλόγα, που φουντώνει ασύνταχτη μέσα σ’ένα παραμύθι κι όταν γίνεται πυρκαγιά, μοιράζει ακολασίες και ψέματα,στα δειλινά... ...έτσι διατηρώ τη λευκότη στα γένια μου, που μυστικά η νύχτα τα περιζώνει... 41


στη μνήμη του πατέρα μου

καμιά φορά, στεκόμαστε στη μέση μιάς κατάφορτης κάμαρας και ζωγραφίζουμε με το νου,θαμπές αναμνήσεις ντυμένες με δάκρυα ή βαμμένες με γέλια παιδιών... ...συνήθως,τα βράδια μετά, μαζεύονται στο υπόγειο της ψυχής ατέλειωτα καλοκαίρια ή πικραμένα φθινόπωρα και μας ταξιδεύουν σ’εποχές χαραγμένες στην πέτρα της καρδιάς... στεναγμοί,ψίθυροι και τα όσα «σ’αγαπώ» που βυθίστηκαν μέσα μας, ξεφυλλίζουν τα κρυμμένα εκείνα μυστικά που ζυμώθηκαν με τις φωνές εκείνων που δεν θα ακούσουμε ποτέ ξανά μα, και δεν έπαψαν ποτέ,να μοσχοβολούν στα σωθικά μας...

42


...κι όταν ήρθε επιτέλους η στιγμή να αγαπήσω εμένα, δεν είχα πλέον καρδιά... ...ξοδεύτηκε βλέπεις, στους τόσους έρωτες... 43


συχνά,γνωρίζοντας την αρχαία γη, ως καταιγίδα άξαφνη ή ως της γυναικός το σιγανό το κλάμα, έχτισα μιά ποίηση,από μυστηριώδεις θορύβους... κάθε φορά που σκάλιζα λέξεις με το δάχτυλο, ένα μικρό παιδί,έκλεβε από τα χρόνια μου,μιά μέρα... ανυπεράσπιστος ξυπνούσα τα μεσάνυχτα... κάποτε, με βρήκαν και νεκρό, εντός παρενθέσεως, να κείμαι... 44


ήταν η ζωή μου η ίδια που σε περιείχε, σαν μιά πανσέληνο, σε χέρια βροχής σιωπηλής, να πλαγιάζει... χθες που έφυγες, έπεσε άφωνο και το σούρουπο. ...θα κοιμάται -είπασε μνήμης παράλληλης, μέθη... τώρα, που να στομώσω πια, δυό χείλη τρεμάμενα...; μου λείπουν τα λιπόθυμα της χαραυγής, και του στεναγμού το φαγκότο, σε κάθε τραυλό μας απόστροφο...

45


είμαι μιά πέτρα θαλασσινή, χωμένη βαθιά σε κούφια χρόνια... φορτωμένος τα μυστικά μηνύματα και τις περίχαρες αχτίδες των ποιημάτων, που με δίχως στροφές,κυοφορούν τις ζωές σας... μη σας τρομάζει η ανυπαρξία μου, γιατί, στο πορφυρό το γύρισμα των ανέμων, δεντρί ματωμένο και γονατίζει... ενίοτε, κρατώντας με σφιχτά, ακολουθεί ένα δάκρυ... καφτό... ...στο τέλος, φλέγομαι και λυγώ... επίκειται η συνουσία των στεναγμών...

46


κίτρινα φύλλα στο χώμα, σελίδες σκισμένες στο δάπεδο, ο χρόνος,γλεντίζει σε σβησμένα χαμόγελα κι η αυγή να γλύφει το κύμα σ’ένα φως λάγνο, παλιωμένο κι αυτό, σαν τις εφηβικές μπογιές μας στους τοίχους... μερικές φορές,το αύριο μοιάζει με θραύσμα θανάτου... στο βάθος του δρόμου,θαμπή σκιά εξαϋλώνεται, σέρνοντας πίσω κορίτσια γυμνά... ...μα δε σ’ακούν κι ύστερα εσύ... τρεις ορίζοντες μάταιοι κι ένας τυφλός διότι,»ούτις,εμοί γ’όνομα», και πιθανόν ποιητής και να χάνεσαι... το «χα» της ειρωνείας,πρώτη συλλαβή που απέθανε δίχως τονισμό... σσσσσσ..... αφουγκραζόμεθα τον ρουν της νυκτός μας, χρόνια πολλά και περάσαν... 47


και ιδού το δέρμα θαλερό ναυάγιο και να η καρδιά ραγισμένη και ο νους με τους καμένους βλαστούς... ...κι η ψυχή η πλανεύτρα η κολασμένη κι ασύνορη, δίχως πυξίδα αναγυρίζει κι αφίλητη ματώνει στο δείλι, χαράζει φωνήεντα στης νύχτας τα χείλη και συμφωνώ... ένας πόθος εταξίδεψε, βουβός, ως την άκρη της ζωής μου και βουβός ξανασαίνει... 48


κάποιο πρωινό του Φθινοπώρου, θα μαζέψω όλους τους στεναγμούς της νιότης μου στο αντικρινό δέντρο και θα τους κάμω κελαηδίσματα πουλιών... τι κι αν εχάθη η ζωή μου...; θα λέω, τουλάχιστον είχα φτερά κι όταν έπεφτε η νύχτα, ένα γιασεμί μυρωμένο, πάντα γεννιόταν στους λευκούς μου κροτάφους... συνήθως, όταν ψιχάλιζε κοντά στη θάλασσα, μαζύ με τα φύλλα στα δέντρα, κιτρίνιζε και η κάμαρά μου... ύστερα, ερχόταν η θλίψη και κάναμε έρωτα, σαν Φθινοπωρινό ναυάγιο, που ποτέ του, στον ήλιο απάγγιο δε βρήκε...

49


λαθεύει η ευθεία στο διάβα της και σε μνήμης διάρκεια, την καμπύλη ρωτεύεται... αφύσικη ερημία της μουσικής το ατέρμονο, καθώς σε φλογώδη χείλη σφαδάζει ασπαίρουσα... φεύγω από ένα κενό, οδεύων σε μεγαλειώδες τίποτα κι ας ξεψυχώ ερεβώδης και μάταιος, στο ανάμεσο μου, υπήρξα εραστής της Μαρίας κι ανέτειλα...

50


σαν αναδύεσαι εκ χρώματος σιωπηλού και διαβαίνεις τα σύνορα των ψυχών, ανάσα ενδύεσαι... σελήνη ολόγιομη και άγριο φως, σε μυρωμένες παλάμες... έτσι, βουβά να υφίσταμαι σε ρίζες παλιές και νότες διάτρητες να πλανεύω, γλυκά στο μέτωπο, ο χρόνος παράτονα σε κοιμίζει... κι απέδρα ως ζωοποιός και ανεκπλήρωτη, ένα σκαλί να ορίζεις την ποίηση μου... εδώ, ως μύστης αμάθητος, μοιράζω τα όστρακα της επόμενης μέρας, αναμένων πυρός,της θυσίας τ’ανάθεμα... 51


πόση γύμνια,όταν το δέντρο πλαγιάζει καταγής, φορτωμένο ανέμους κι ένα νησί παμπάλαιο ν’αλλάζει τα χρώματα των σπιτιών του, την ώρα που τ’αυλακώνει η θάλασσα... ...κι εγώ φτωχός κι άδειος από της αγάπης τα πέταλα, να μη μπορώ πιά να υποδύομαι την υδρόγειο... στέγνωσα... κι όταν ο χρόνος μ’ερωτεύεται -λες και είμαι έφηβοςστις συντεταγμένες του μετώπου μου, σα να στέκουν ακίνητες -να μην τις δωοι σιωπές... ...φοβούνται κι εκείνες το γέρμα... στην κεφαλή μου,εκεί που αδειάζει το απύθμενο, ξεχύνεται συνάμα και το απρόσμενο... αύριο όμως,είναι μιά άλλη μέρα... ακόμα και το τίποτα,με δανεικές αχτίδες φωτίζεται... καμιά έκφραση...

52


οι κήποι γύρω μου πάθαν διάθλαση και στα έσω ένα κλάμα βουβό ταξιδεύει... έπειτα,νύχτες αγρύπνιας... έτσι κι η ποίηση ωκεανός που χάνεται μέσα μας και ντύνει το δάσο το σκοτεινό,με σάρκα υγρή και κοχύλια που γλιστρούν σε κάστρα απάτητα, της καρδιάς, ως των ιδεών το ιπτάμενο σχήμα διάχυτο, να σμίξει του νου,με δέρμα αλμυρό κι ας ανθίσει... ...πάντα αγαπούσα να φυλλομετρώ όσα αποστηθίζει η θάλασσα, στη μελέτη του δικού σου κορμιού! έξι αισθήσεις κι ένας φόβος είναι το άπειρο... 53


έρχομαι πάλι εγώ, ο φορτωμένος τις τύψεις, ο νοτισμένος τα όνειρα, με το σπέρμα χυμένο σε φλέβες απύθμενες και το σώμα κατάστικτο τις λεμονιές... επιστροφή και ιδού ο συνεχής ήχος κυμβάλων, σώμα οδύνης και ηδονής, σαρκάζουσα γη και δοχείο υπέρβασης.... ...κι αν δεν ήμουν στους τοίχους σκιά, τώρα θα γίνω, για νάμαι το ασίγαστο -Σ- στους συριγμούς της σιωπής σου και ας, το πλήθος διαβαίνει... ...θ’ακούγομαι πάλι ως Στεναγμός...

54


ότι είχα ζήσει, άχρηστες χημείες κι ανώφελες γραμματικές πιά, μου φαντάζουν... πόσο καιρό στεκόμουν στο ίδιο λιμάνι, λίγο με ένοιαζε. μόνο τα τζιτζίκια στην κάψα του κορμιού, με αισθάνουντο... νειρευόμουν πάντα ένα μεγάλο ταξίδι, με δίχως αισθήματα,χωρίς παραισθήσεις κι ας είν’ο δρόμος στενό μονοπάτι... ...θα τον διαβώ στο ένα μου πόδι και μ’ανοιγμένα φτερά... ...μα,πόσοι θάνατοι ακόμα λιμένουν ως να θραφούν οι αμαρτίες με πίστη; και πόσα ποιήματα πρέπει να σιγήσουν ακόμα, ως να μ’ερωτευτεί η αγιοσύνη που στενάζει στην άλλη μου κάμαρα;... πίστευα πάντα,πως ξενιτευόμαστε με χωρίς γυρισμό... 55


όλα όσα φαινόμαστε, όλα όσα κρατάμε, βαθιά ανάμεσα από τα δάχτυλα πετούν... ωκεανό τη λέγαν τη ψυχή μου... μ’αγάπη τρανότερη από θησαυρό ήταν ντυμένη, λες και δεν μπορούσε να βαστάξει το ρυθμό των ανθρώπων και οι εξαίσιες φράσεις,θα χάνονταν... αποσύρθηκα ευγενικά σαν άρχισε να χιονίζει κι η κόρη, κάρφωσε μια νοσταλγική μελωδία στην καρδιά μου... αργότερα, ακούμπησα τα χείλη στην κορνίζα της που γερνούσε σκονισμένη πάνω από το γραφείο... ...καρδιά μου! ...της είπα... ποτέ δεν ξέρεις πως λειτουργούν μέσα σου τα ποιήματα... 56


θάρθει ο καιρός που θα χαθώ και στη γλυκιά τη μέθη θα σ’αφήσω, μ’αιθέρα και βάλσαμο και με του ρόδου τον ίσκιο στο πικρό μου το μνήμα... ότι με λαχτάρα, η ψυχή μου ζητά, αίνιγμα σαθρό, προς το τέρμα, βαραίνει κι άζωη στέκει μου πιά, η νυχτιά σαν ψυχρός ουρανός, πήζει μνήμης αβρής το υφάδι κι εδιάβει... ...τα βράδια, ξεκινώ πάντα, με το γλυκύ σου νερό, στο πικρό μου το στόμα... λυτρωτικός κι αγαπημένος μ’αγγίζει ανθός μα,μαραίνω... ακριβή η ζωή και ο θάνατος σείεται σε φτηνό παραπέτασμα, σημείου ασήμαντου, τέρμα... 57


μοναδική μου θλίψη και μνήμη νωπή σε πληγή της αγάπης... ανέκφραστη, με όσα λόγια...φτωχά! ψίθυρος και πρώτο άγγιγμα του φιλιού... και προσμονή μου,ατέλειωτη... μόνη μου λύπη, που δεν ξόδεψα τα νεαρά μου κύτταρα, στις όχθες των ματιών σου... τώρα,στο γέρμα, μέσα από τη λάσπη των χρόνων που σκότωσα, τα όνειρά μου μικρύναν... όμως τις νύχτες, ακόμη, το αχχ μου, γεννά ένα φεγγάρι στα μαλλιά σου...

58


κι ας είχα δυό στίχους μόνο δικούς μου, να σου τους χάριζα... μα έχει ο νους μου ανέμους, μιά βρύση και του ποιητή το ανάθεμα... ...όταν αισθάνομαι,δε μιλώ, γιατί τα άστρα δε λάμπουν ποτέ το ίδιο σαν τα παρατηρείς από άλλο ουρανό και χάνεσαι... σ’ερείπια φωλιάζουν οι εποχές που σε φίλησα. τι κι αν είναι όλες τους παραλλαγές πειθήνιες ενός και μόνου χειμώνα, κατάφορτου ψαύσεις,ηδονές και αμφιβολίες; εσύ, με τα πρώτα του όρθρου, τίναζε τα μαλλιά σου. μυριάδες αστέρια ξεχύνονται να σ’αγαπήσουν... νύχτα της δίψας και παράπονο ήχος, αυγή επιδέχονται... ο ρους των ψυχών ημί-βροτός μου και δύει... 59


η νεότη ξεβάφει, ο νους απελπίζεται, το γήρας ακμάζει όταν δαμάζεται κι ένα βαθύ φαράγγι στα μέσα της, κάνει πλώρη σε κρυφές βροχές κι αποτυπώματα άγνωστα... καιρός ν’ακονιστεί ο αληθινός ο θόρυβος, κείνος που θα γεννήσει τα ανορθόγραφα νοήματα και τη βροχή του ατελείωτου όρθρου... ποίησις, για να ακουστούν μες στη φέβα η γη και το ύδωρ και μιάς γεύσης παλιάς,ακατέργαστης η άγρια ηδονή... κλαυσίγελως! ...και εγεννήθεις, για να λυπάσαι, χαρμός... 60


χάθηκα σε άπραγες Κυριακές, σε νύχτες βραχείες,σε στέρφες χαραυγές, σ’ενός αμάραντου κυλάμινου την ταπεινή αγιοσύνη... το πήρα απόφαση πιά! μιά μέρα,θα μαζέψω όλη την ομορφιά από την ψυχή μου, θα την ξεπλύνω στη βροχή και θα την απλώσω σ’ένα άχαρο μνήμα... ανάμεσα σε γη και ουρανό, θα είμαι ο θλιβερότερος τραγουδιστής του Φθινοπώρου... ...σ’αυτό το σημείο,διδάσκω μοναξιά...

61


πριν ακόμα στραγγίξει το μελάνι κι ένα σφύριγμα να λιώσει στον άνεμο, δοκιμάσαμε τη φωτιά... αποτύχαμε, μ’έναν καταραμένο θόρυβο να σκάει στο πάτωμα.... σαν μεταχειρισμένες κοπέλες, σαν τα ίδια κουρασμένα λουλούδια με το ίδιο αναπάντητο,βρώμικο μυστικό της θλίψης... πάει καιρός που έκλεισα το παράθυρο... αν λείψω άλλη μιά φορά από τη ζωή μου, ίσως πιά να γίνω πουλί... μα και η πόρτα έκλεισε. όλα κλειδωμένα. κι εγώ το μόνο που θέλω για να μη γίνω ακόμα πουλί, είναι λίγος αέρας και δυό πόδια σταυρωμένα προκλητικά εμπρός μου... τέλος πάντων, τώρα, ας αναπνεύσω...

62


κοίτα, κοίτα τα μάτια της πρώτα και μετά, πιές στην υγειά ενός φίλου που λείπει.... ...πόσο μισός μπορεί να γερνά, εκείνος, που μιά νυχτιά, σε μιά γωνιά, φίλησε ένα γεμάτο φεγγάρι στα μάτια της...! ...δίχως τα μάτια της, χάνομαι.... 63


με τη γλώσσα, φτιάχνεις πύργους ψηλούς και αυλές και μοναξιά και μιάν αγάπη και μιά πατρίδα φτιάχνεις... όμως, δεν ξέρεις, ποτέ δεν θα ξέρεις πως ένα δάκρυ γίνεται βροχή, αν πρώτα δεν γευτείς μιά θύελλα... εσύ κι εγώ,μαζύ κατοικήσαμε το φως κι όταν γράφω, βάζω τις αχτίδες στη θέση τους, να μην, στο σκότος χαθείς και πονέσω... θάθελα νάχω μνήμη, να ακουμπώ τις πληγές, να μαθαίνω... όχι τόσο γιατί είμαι παρελθόν, αλλά γιατί αγαπώ το παρόν, λατρεύω το άγνωστο και τους ανθρώπους που στην αγκαλιά μου λαθεύουν... όσο ένα κλαδί,ψηλαφά την πνοή μου, κρατώ το γυμνό του και μοιράζομαι... είναι λωτός κι εγώ, ο γιός της λήθης, φριχτά,που μεγαλώνω... 64


η ποίηση,ειναι ισχυρό ναρκωτικό... καλό είναι δε, όσοι γράφουν και διαβάζουν μόνο με το νού, ΝΑ την αποστρέφονται... έρευνες στις βιογραφίες των ποιητών, απέδειξαν ο,τι προκαλεί μαλάκυνση στους ΜΗ εθισμένους... ισχυρό αντίδοτο, θεωρείται μιά σταγόνα,που κυλά απο το μάτι και ξαπλώνει ν’αναπαυθεί στα δάχτυλα του φεγγαριού, όταν εκείνο, χαιδεύει τις ορθωμένες ρώγες της θάλασσας..... 65


στην αγριότητα της ζωής, γιομάτος απώλεια και αγωνίας μεσάνυχτα, βίωσα τα θλιβερά ιδεώδη... ...της απουσίας το πέρασμα, ευωδιαστή καμπύλη, σαν αγρανθός που θυμιάζει αρχαία ερείπια... αν φοβόμουν τον θάνατο, λέω, δεν θα έγραφα ποιήματα... κυοφορούμενος, πάλι, διθύραμβος, το δάκρυ στα χείλη μου μα, δεν θα τον ψάλλω... τσιγάρο, άλλωστε, η ζωή, και στάχτη νοτισμένη τα έργα της, χάνονται... 66


όταν η φωνή φτάνει στην πληγή και οι λέξεις ματώνουν στη γλώσσα... ...ενδοφλέβια σχιζοφρένεια δαύτη η ποίηση...

67


σπερματίζω με αύριο, προσδοκώντας μήτριους εγκεφάλους...

68


ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ Ο Σακελλάρης Καμπούρης γεννήθηκε στην Κάλυμνο, τον Ιούλιο του 1965, αλλά μεγάλωσε στην Καλλιθέα. Σπούδασε διοίκηση ξενοδοχείων και ασχολείται με την ποίηση, τη λογοτεχνία και τη βιβλιοκριτική, βιβλιοπαρουσίαση. Η πρώτη λογοτεχνική εμφάνισή του έγινε το 1982, με τη δημοσίευση ποιημάτων του στη σχολική ποιητική ανθολογία «Στα δεκαεφτά μου σκαλοπάτια». Από το 1994 είναι τακτικό μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Ποιήματά του φιλοξενηθήκαν σε αρκετά φιλολογικά περιοδικά και διάφορες ανθολογίες, εξ’ αυτών, η «Ελληνοπολωνική Ανθολογία» του 1997, που μεταφράσθηκε και στα πολωνικά. Κατά καιρούς έχει διατελέσει:

• Διευθυντής του «Κέντρου Μελέτης Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Γιάννης Χατζίνης». • Ιδρυτής της «Εταιρείας Τεχνών και Γραμμάτων Νέος Πνευματικός Κύκλος». • Συντονιστής του «Νέου Πνευματικού Κύκλου Καλλιθέας». • Ειδικός συνεργάτης σε θέματα λογοτεχνίας, του Πολιτιστικού Οργανισμού, του Δήμου Καλλιθέας. • Σύμβουλος έκδοσης του περιοδικού «Πνευματική Ζωή». • Διατέλεσε λογοτεχνικός συνεργάτης διαφόρων περιοδικών και εφημερίδων ποικίλης ύλης, σε θέματα βιβλιοπαρουσίασης και κριτικής λογοτεχνίας, συνήθως με δική του στήλη. Έχει παρουσιάσει δεκάδες νέων, σύγχρονων και παλαιών λογοτεχνών, σε διαφορές εκδηλώσεις, σε πανεπιστήμια και φιλολογικούς χώρους, καθώς και σε έντυπα, στα οποία συνεργαζόταν. Προήδρευσε σε αρκετούς Πανελλήνιους λογοτεχνικούς διαγωνισμούς, ως μέλος κριτικής επιτροπής ή συντονιστής. Πολλοί έγκριτοι, κορυφαίοι λογοτέχνες-κριτικοί, ασχολήθηκαν και έγραψαν για το έργο του, με θετικά σχόλια,σε έντυπα μέσα,μεταξύ των οποίων Μιχάλης Σταφυλάς, Δημοσθένης Ζαδές, Χρήστος Κουλούρης, Κυριάκος Βαλαβάνης, Δημήτρης Καραμβάλης, Κώστας Καρούσος, Τάκης Νατσούλης κ.ά.. Μέντορες στη διαμόρφωση της γραφής του, θεωρεί τον δάσκαλό του Θανάση Άνθιμο και τον μεγάλο μας ποιητή Μιχάλη 69


Κατσαρό, από τον οποίο τα τελευταία χρόνια της ζωής του,αποκόμισε πολλούς πνευματικούς θησαυρούς, αλλά και θετικότατα σχόλια για την ποίησή του. Οι περισσότερες λογοτεχνικές του δράσεις έγιναν ως τα 35 χρόνια του, αφού από το 2000 επέλεξε, για δεοντολογικούς λόγους, να αποσυρθεί γενικά από τον χώρο της λογοτεχνίας. Αποσύρθηκε και από την συγγραφή, για μια περίπου 15ετία. Άρχισε να γραφεί και να δημοσιεύει εκ νέου, από τον Φεβρουάριο του 2014, κυρίως σε διάφορα ηλεκτρονικά μέσα. Εργογραφία

Η πρώτη παρουσία του Σακελλάρη Καμπούρη, στα γράμματα έγινε σε ηλικία 17 ετών και ήταν στη σχολική ανθολογία. «Στα 17 μου Σκαλοπάτια», εκδόσεις Πνευματικού Κέντρου Καλλιθέας, Καλλιθέα 1983. • «Άσκηση», (ποιητική συλλογή), έκδοση: Ε.Μ.Α.Ε., 1984. • «Ομόνοια» (ποιητική συλλογή), έκδοση: Αίολος, Αθήνα 1994. • «Τα Φιλιά Των Καιρών» (ποίηση), έκδοση: Αίολος, Αθήνα 1994. • «Η Νέα Κάλυμνα» έκδοση: Ίδμων, Αθήνα 1995. • «Η αίρεσις του δεν», (ποιήματα), έκδοση: Όμβρος, Αθήνα 1996. • «Το ημερολόγιο του τελευταίου Αυγούστου», έκδοση: Ίδμων, Αθήνα 1997.

Προσωπική ιστοσελίδα του ποιητή: Λυκαυγή

70




«ΡΟΔΟ ΜΟΥ ΑΛΙΚΟ» ΤΟΥ ΣΑΚΕΛΛΑΤΗ ΚΑΜΠΟΥΡΗ • ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ ΤΟΥ ΑΘΛ.Ε.ΠΟΛΙ.Σ. • ΕΠΙΜΕΛΗΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΙΧΑΛΗ ΜΕΤΑΞΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ ΠΕΝΤΑΝΔΡΟΝ • ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΤΟΝ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟ ΤΟΥ 2017 ΚΑΙ ΠΑΡΕΧΕΤΑΙ ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΔΩΡΕΑΝ Αριθμός έκδοσης ΧΙΙ


ISBN: 978-618-83040-3-1


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.