ΑΘΛ .Ε .ΠΟΛ Ι.Σ.
των αδοξων ποιητων πεισιθάνατοι στίχοι
ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ • ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ • ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ • ΖΩΤΟΣ Ναπολέων • Μαρία • Κώστας • Μίνως
των αδοξων ποιητων πεισιθάνατοι στίχοι Ε Π ΙΛΟΓ Η : κ Ω Ν Σ ΤΑ Ν Τ ΙΑ φαγα δ α κ η • μ Ι Χ Α Λ Η Σ Μ Ε ΤΑ Ξ ασ
ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ • ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ • ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ • ΖΩΤΟΣ Ναπολέων • Μαρία • Κώστας • Μίνως
των αδοξων ποιητων πεισιθάνατοι στίχοι ΕΠΙΛΟΓΗ: κ. φαγαδακη & μ. ΜΕΤΑΞασ ΕΞΩΦΥΛΛΟ: SANDRO BOTTICELLI «LAMENTATION» (1490 - 1492) ΣΕΛ. 144 ΑΘΗΝΑ 2018 ISBN: 978-618-5323-19-6 ΑΘΛ.Ε.ΠΟΛΙ.Σ. ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ ΠΕΝΤΑΝΔΡΟΝ
ΑΘΛ .Ε .ΠΟΛ Ι.Σ.
των αδοξων ποιητων πεισιθάνατοι στίχοι Ε Π ΙΛΟΓ Η : κ Ω Ν Σ ΤΑ Ν Τ ΙΑ φαγα δ α κ η • μ Ι Χ Α Λ Η Σ Μ Ε ΤΑ Ξ ασ
ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ • ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ • ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ • ΖΩΤΟΣ Ναπολέων • Μαρία • Κώστας • Μίνως
περιεχομενα ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ....................................................9 ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ..............................13 ΕΧΩ ΕΝΑ ΑΗΔΟΝΙ ..........................................14 ΠΟΙΗΤΗΣ............................................................15 ΜΥΣΤΙΚΟ............................................................16 ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ.........................................................17 Η ΧΑΡΑ................................................................18 ΣΥΝΤΡΙΒΗ...........................................................19 ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ...................................................20 ΠΑΡΑΜΥΘΙ.........................................................21 ΠΟΘΟΣ................................................................22 ΣΤΟ ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ ΚΕΝΤΡΟ ..........................23 ΧΕΙΜΩΝΙΑΤΙΚΟ ΤΟΠΙΟ.................................24 ΕΚ ΒΑΘΕΩΝ........................................................25 ΚΟΥΡΑΣΗ............................................................26 ΚΛΕΙΣΕ ΤΑ ΠΑΡΑΘΥΡΑ...................................27 ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ...................................................28 ΒΑΘΥ ΚΙ ΕΞΑΙΣΙΟ ΒΡΑΔΥ .............................29 ΕΚΑΤΗΣ ΠΑΘΗ ................................................30 ΟΙ ΚΥΚΝΟΙ ΤΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ .....................31 ΠΡΟΣΜΕΝΩ ΠΑΛΙ . .........................................32 ΦΑΝΤΑΣΜΑ ......................................................33 ΟΤΑΝ ΒΡΑΔΙΑΖΕΙ.............................................34 ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ ΣΤΗ ΜΟΥΣΙΚΗ ..........35 ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΤΗΡΙΟ .....................................36 ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ...........................................39 ΑΦΙΕΡΩΣΗ..........................................................40 [Κ᾿ ΗΤΑΝ ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΩΡΑΙΑ...]..................41 ΗΡΘΑ ΜΙΑ ΜΕΡΑ...]..........................................42 [Κ᾿ ΗΡΘΕ ΜΟΙΡΑΙΑ...].....................................43 [ΜΕ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ...]........................................44 [ΤΟΥ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ Η ΩΡΑ...].....................45 ΣΕΜΝΟΤΗΣ........................................................46 ΑΧ, Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ.........................................47 ΕΛΑ ΓΛΥΚΕ..........................................................48 ΟΝΕΙΡΟ................................................................49 ΓΙΑΤΙ ΟΝΕΙΡΕΥΤΗΚΑ......................................50 ΜΕΣ᾿ ΤΟ ΣΠΙΤΑΚΙ ΜΟΥ..................................51 ΜΑΤΑΙΟΤΗΣ......................................................52 ΣΤΟΝ ΚΗΠΟ ΤΟΥ ΖΑΠΠΕΙΟΥ.....................53 «ΣΩΤΗΡΙΑ».........................................................55 Ο ΠΟΙΗΤΗΣ........................................................56 ΓΛΕΝΤΙ.................................................................57 [ΑΝΑΜΕΣΑ Σ᾿ ΟΛΑΝΘΙΣΤΕΣ ΒΑΤΙΕΣ...]...58 [ΤΟ ΔΑΣΟΣ...].....................................................59 ΟΝΕΙΡΟ................................................................60
ΛΗΣΜΟΝΙΑ........................................................61 ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΣΟΥ....................................................62 ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ........................63 Ο ΠΟΘΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ.....................................64 ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ...............................................65 ΘΕΟΣ....................................................................66 Σ᾿ ΑΝΑΜΟΝΗ ΘΑΝΑΤΟΥ..............................67 ΠΕΠΡΩΜΕΝΟ....................................................68 ΠΕΡΗΦΑΝΕΙΑ....................................................69 ΔΕ ΘΑ ΞΑΝΑΡΘΗΣ ΠΙΑ..................................70 ΠΡΟΔΟΣΙΑ..........................................................71 Ο ΤΡΕΛΛΟΣ........................................................72 ΤΗΝ ΩΡΑ ΤΟΥΤΗ.............................................73 ΒΡΑΔΙ ΣΤΟ ΖΑΠΠΕΙΟ......................................74 ΕΜΕΝΑ ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΜΟΥ ΗΤΑΝ ΜΟΝΟ ΓΙΑ ΚΕΙΝΟΝ.......................... 75 ΑΜΦΙΒΟΛΙΑ.......................................................76 ΤΟ ΣΠΙΤΑΚΙ ΤΗΣ..............................................77 ΣΤΗ ΦΙΛΗ ΜΟΥ................................................78 ΣΕ ΣΕΝΑ..............................................................79 ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ.....................................81 ΟΙ ΣΤΙΧΟΙ ΜΟΥ.................................................82 ΔΟΝ ΚΙΧΩΤΕΣ...................................................83 ΠΟΙΗΤΕΣ.............................................................84 ΜΠΑΛΑΝΤΑ.......................................................85 ΣΤΟΥΣ ΑΔΟΞΟΥΣ ΠΟΙΗΤΕΣ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ.................................................. 85 ΔΕΝΤΡΟ...............................................................86 ΧΑΡΑ.....................................................................87 ΣΕ ΠΑΛΑΙΟ ΣΥΜΦΟΙΤΗΤΗ..........................88 ΓΡΑΦΙΑΣ..............................................................89 ΠΑΡΕ ΤΑ ΔΩΡΑ..................................................90 ΠΕΘΑΙΝΟΝΤΑΣ.................................................91 ΜΟΝΟ..................................................................92 ΑΦΙΕΡΩΜΑ.........................................................93 ΕΣΠΕΡΑ................................................................94 ΜΟΝΑΞΙΑ............................................................95 ΚΙ ΑΝ ΕΣΒΗΣΕ ΣΑΝ ΙΣΚΙΟΣ..........................96 ΥΣΤΕΡΟΦΗΜΙΑ................................................97 ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΤΑΞΙΔΙ.........................................98 [Ο ΚΗΠΟΣ ΕΙΜΑΙ...].........................................99 [ΟΛΑ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΜΟΥ...]...................... 100 ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ..................................................... 101 [ΤΙ ΝΕΟΙ ΠΟΥ ΦΤΑΣΑΜΕΝ ΕΔΩ...]........... 102 [ΟΙ ΑΓΑΠΕΣ]..................................................... 110 [ΕΝΑ ΞΕΡΟ ΔΑΦΝΟΦΥΛΛΟ...].................... 111 [ΘΕΛΩ ΝΑ ΦΥΓΩ ΠΙΑ...]................................ 112
ΚΙΘΑΡΕΣ............................................................ 113 [ΠΟΙΑ ΘΕΛΗΣΗ ΘΕΟΥ ΜΑΣ ΚΥΒΕΡΝΑΕΙ...]....................................... 114 ΤΑΦΟΙ................................................................. 115 ΩΧΡΑ ΣΠΕΙΡΟΧΑΙΤΗ..................................... 116 ΙΔΑΝΙΚΟΙ ΑΥΤΟΧΕΙΡΕΣ............................... 117 ΜΙΝΩΣ ΖΩΤΟΣ..................................................... 119 ΤΕΤΡΑΣΤΙΧΟ*.................................................. 120 ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ Τ’ ΑΝΘΟΣ…............................... 121 ECCE HOMO.................................................... 122 ΕΝΩ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΜΟΥ................................ 123 ΤΑ ΑΝΘΗ........................................................... 124 ΧΩΡΙΣΜΟΣ........................................................ 125 ΕΙΝΑΙ Η ΨΥΧΗ ΜΟΥ...*................................. 126
ΘΛΙΒΕΡΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ Σ’ ΕΥΘΥΜΟ ΣΚΟΠΟ....................................... 127 ΑΡΓΑ Η ΓΡΗΓΟΡΑ............................................ 128 Η ΝΥΧΤΑ........................................................... 129 ;............................................................................. 130 ΕΡΩΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ................................... 131 ΕΑΥΤΕ ΜΟΥ ΣΤΑΣΟΥ*.................................. 132 ΠΑΡΑΠΟΝΟ...................................................... 133 ΟΛΕΣ ΟΙ ΠΟΡΤΕΣ........................................... 134 PON, PON.......................................................... 135 ΤΑΦΟΣ................................................................ 136 ΟΨΙΜΟ ΑΝΘΙΣΜΑ......................................... 137 Η ΜΑΡΙΑ ΠΕΘΑΝΕ......................................... 138 ΥΣΤΑΤΗ ΩΡΑ.................................................... 139 ΤΟ ΝΤΕΛΙΡΙΟ TOY ΘΑΝΑΤΟΥ................... 140 ΙΣΤΟΡΙΟΥΛΑ.................................................... 141
Αντί προλόγου Δύο φυματικοί, δύο αυτοκτόνοι, ιδανικοί αυτόχειρες και ποιος ξέρει ιδανικοί κι ανάξιοι εραστές. Οι αρρώστιες, η φτώχεια, η κατάθλιψη, ο πόνος και η μελαγχολία του μεσοπολέμου διατυμπανίζουν την εποχή τους. Απαισιοδοξία, το ιερό προσκύνημα και θείο κύμβαλο αλαλάζον τους ήχους και τους παλμούς της παραίτησης, της παρακμής, του ηθικού τους. Η θανάσιμη ηχώ των στίχων τους, οι ανεκπλήρωτοι έρωτες και ο κατάφορος ηδονισμός της διαταραγμένης σωματικής και ψυχικής υγείας τους μα και η απόλυτη παραδοχή της πλήξης και της πίκρας ενός ανέλπιδου μέλλοντος διατρέχει, διαποτίζει και διακατέχει την ποίησή τους. Ακροβατεί ο λόγος τους στις παρυφές της αβύσσου, στο λυκαυγές του πεισιθάνατου λυρισμού. Οι ποιητές αυτοί αντιήρωες του ηλιακού σκότους συμφιλιώθηκαν με το μηδέν και το άπειρο και νοσταλγώντας στο ημίφως της ζωής που έζησαν το περίσσευμα φθοράς και σήψης γοητεύτηκαν από το όραμα και τον παροξυσμό της αυτοχειρίας. Έζησαν παρασυρόμενοι από τα μαύρα κύματα του Αχέροντα, αναπολώντας με δάκρυα σε κάθε τους λέξη τα περιγιάλια του φωτός και τους λειμώνες της νιότης που χάθηκαν για αυτούς πριν απ’ την πρώτη τους ανάσα. Με τον χρωστήρα του συμβολισμού επιχειρούν στα πεδία του φόβου και της σιγής. Με όπλο το προσωπείο της τραγικότητας υποδύονται στο θέατρο των καταχρήσεων αντισυμβατικά και αμφιλεγόμενα κάποιον άλλον που αδυνατεί στην επιθανάτια μοναξιά του να αντιληφθεί το αδιέξοδο και τον μονόδρομο που ακολουθεί. Γι’ αυτό στων άδοξων ποιητών το έργο δεσπόζει ο υπαινιγμός με πάθος περισπούδαστο. Δεν λαμπρύνεται η ποίησή τους με φως, δεν εξυφαίνεται με στίχους ο μέλλοντας χρόνος, δεν προασπίζεται η ακεραιότητα της ψυχής κανενός, αλλά με τόλμη υποθήκευσαν το όνομά τους με θάνατο θαυματουργό και ανδρείο, αποσπώντας τον θαυμασμό και την αιώνια σιωπή στον βορβορώδη ζόφο του χρόνου.
Ναπολέων Λαπαθιώτης 1888 -1944
ΕΧΩ ΕΝΑ ΑΗΔΟΝΙ ... Ἔχω ἕν᾿ ἀηδόνι στὸ κλουβὶ κι ἀπ᾿ τὸ καημό του λιώνει. Ἔχω ἕν᾿ ἀηδόνι στὸ κλουβὶ καὶ μοίρεται, τ᾿ ἀηδόνι. Μοῦ λέει γιὰ τὶς ἀμυγδαλιὲς π᾿ ἀνθίζουν ἄσπρο χιόνι, μοῦ λέει γιὰ τριανταφυλλιὲς καὶ μοίρεται, τ᾿ ἀηδόνι... Καὶ παραδέρνει ἀνώφελα καὶ τὰ φτερά τ᾿ ἁπλώνει, κάθε ποὺ φεύγουν τὰ πουλιὰ κι ἀναρριγοῦν οἱ κλῶνοι...
14
ΠΟΙΗΤΗΣ Πόσο βαθὺ κι ἀσήμαντο συνάμα, τῆς Ζωῆς καὶ τῆς Τέχνης σου τὸ δρᾶμα, σ᾿ ἕνα παιχνίδι μάταιο καὶ γελοῖο, τοῦ Νοῦ σου νὰ σκορπᾷς τὸ μεγαλεῖο! Μέρα-νύχτα νὰ παίζεις μὲ τὶς λέξεις, πῶς, πρέπει, μεταξύ των, νὰ τὶς πλέξεις καὶ πῶς, μαζί, νὰ σμίξεις κάποιους ἤχους, ὥστε νὰ κλείσεις τ᾿ Ὄνειρο σὲ στίχους! Πόσος κόπος καὶ πόνος κι ἀγωνία, νὰ πλάσεις ἀπ᾿ τὴ θλίψη σου ἁρμονία καὶ νὰ τὴ πλάσεις μ᾿ ὅλους σου τοὺς τρόπους, γιὰ νὰ τὴ ξαναδώσεις στοὺς ἀνθρώπους! Μήτε κι ἀληθινὰ ποὺ ξέρω πρᾶμα πιὸ θλιβερό, ἀπ᾿ τοῦ πόνου σου τὸ δρᾶμα, τοῦ Πόνου αὐτοῦ, ποὺ στέργει γιὰ κλουβί του, τὸ χῶρο ἑνὸς ἀνθρώπινου ἀλφαβήτου! Κι ἀφοῦ, σὰ τὰ μικρὰ παιδάκια, παίξεις, τόσο καιρό, μὲ ρίμες καὶ μὲ λέξεις κι ὅλες σου τὶς ἐλπίδες ἀφανίσεις, χαμένος, ὅλος, μέσ᾿ στὶς ἀναμνήσεις, μόλις φανοῦν οἱ πρῶτες μαῦρες τύψεις κι ἔρθ᾿ ἡ στιγμὴ νὰ σκύψεις, νὰ μὴ σκύψεις, μὰ παίρνοντας μαζὶ τὸ θησαυρό σου, τὸ Γολγοθᾶ σου ἀνέβα καὶ σταυρώσου!
15
ΜΥΣΤΙΚΟ... Εἶναι ψυχὲς πλασμένες ἀπὸ μάρμαρο κι ἄλλες ἀπὸ χαμόγελο, εἴτε πόνο. Εἶναι καὶ μιὰ πλασμένη ἀπὸ τριαντάφυλλα, ὅμως ἐκείνη δὲ τὴ φανερώνω! Πόσο ἡ καρδιά μου θά ῾τρεμε, ἂν τὴν ἔλεγα! Βάνω μία κλειδαριὰ γερὴ στὸ στόμα! Τόσοι σοφοὶ ποὺ βρίσκονται τριγύρω μου καὶ δὲ τὴ μάντεψε κανεὶς ἀκόμα; Εἶναι ψυχὲς πλασμένες ἀπὸ κρύσταλλο κι ἄλλες ψυχὲς μὲ κλάματα ἔχουν γίνει. Εἶναι καὶ μιὰ πλασμένη ἀπὸ ροδόσταμο, μὰ δὲ θὰ σᾶς τὴ ῾πῶ ποτέ μου ῾κείνη! Ὅρκο ἔβαλα νὰ μὴ τὴ ῾πῶ, ὡς τὸ τάφο μου, μὰ πάλι... ποιὸς ξέρει... καμμιὰν ὥρα... Κάτι μοῦ καίει τὰ χείλη μου! Καλύτερα νὰ κλείσω τὸ τραγούδι μ᾿ ἀπὸ τώρα...
16
ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Μάτι δειλὸ ποὺ σὲ κοιτάζει βαθιά, βουβὰ καὶ σκοτεινὰ κι ἔτσι πιστά, σὰ νὰ σοῦ τάζει: Θὰ σ᾿ ἀγαπῶ παντοτινά. Ψηλό, λιγνό, τρελὸ γιὰ χάδι, δουλεύει σ᾿ ἕνα μαγαζί. Τὸ πῆρα ἕνα Σαββάτο βράδυ καὶ κοιμηθήκαμε μαζί.
17
Η ΧΑΡΑ Πάντα κάτι μὲ κρατεῖ καὶ μὲ φέρνει πίσω, στὸ καιρὸ ποὺ κάθε τί μοῦ ῾λεγε νὰ ζήσω. Ποὺ ὅλα, σκέψεις μου κρυφὲς κι ὅτι ζεῖ στὴ πλάση, δὲ μοῦ θύμιζε μορφές, ποὺ τὶς ἔχω χάσει. Κι ὅλα τ᾿ ἄκουγα νὰ λέν, μ᾿ ἕνα τρόπο πλάνο, πὼς τ᾿ ἀγάπησα καὶ δὲν πρέπει νὰ πεθάνω... Τώρα ποὺ ὅλα τὰ φτερὰ σκόρπισαν, τῆς πλάνης, μοῦ τὸ λένε καθαρά: Πρέπει νὰ πεθάνεις! Κι ὅσο πιὸ βαθιὰ κοιτῶ κάτω ἀπὸ τὴ σκέπη, τόσο πιὸ καλὰ καὶ τὸ μάτι μου τὸ βλέπει. Κι ἂν τυχαίνει κι ὁ νοῦς νὰ κάνει σκέψην ἄλλη, δὲ κρατεῖ πολὺ καὶ νὰ πάλι αὐτὴ προβάλλει... ...Μὰ ὅσο καὶ στοὺς οὐρανοὺς νά ῾ναι ἡ μέρα μαύρη κι ὅσα θέλησεν ὁ νοῦς, νὰ μὴ μπόρει νά ῾βρει κι ὅσο ἂν εἴμαστε πικρὰ τώρα στερημένοι, κάπου ὑπάρχει μιὰ Χαρὰ καὶ μᾶς περιμένει... 18
ΣΥΝΤΡΙΒΗ Ἔτσι μὲ σύντριψε τὸ Φῶς, γιατὶ εἶδα πρὸς τὸ Φῶς καὶ γιατὶ μέθυσ᾿ ἀπὸ Ζωή, μ᾿ ἔχει συντρίψει ἡ Ζωή. Ἐπειδὴ στράφηκα κι ἐγώ, μ᾿ ὅλη μου τὴ πνοὴ στὴ Μελῳδία, μὲ σύντριψε ἡ Μελῳδία: Κουφός! Καὶ γιατὶ πῆγα στὴ Χαρά, μὲ σύντριψε ἡ Χαρὰ κι οὔτ᾿ ἕνα τί κι οὔτ᾿ ἕνας ποιὸς καὶ δὲ μὲ θέν᾿ τὰ Ὕψη! Γιατὶ μιλῶ πλατιά, σὰ Θεός, μὲ φθόνεσε καὶ ὁ Θεός. Καὶ γιατὶ πῆγα στὴ Χαρά, μὲ σύντριψε κι ἡ Θλίψη...
19
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ Τὸ κάθε τι ποὺ πέρασε, γιὰ πάντα μ᾿ ἔχει σκλάβο κι ὅσο γυρεύεις Σήμερα, τὸ Χτὲς νὰ μ᾿ ἀφανίσεις, τόσο σὲ ῾κεῖνο θὰ γυρνῶ καὶ τόσο δὲ θὰ παύω νὰ ζῶ στὶς ἀναμνήσεις... Θαρρεῖς καὶ κάτι μόνιμα, μπροστά μ᾿ εἶναι πεσμένο καὶ κρύβοντας καὶ σβήνοντας ὁλότελα τὸ Τώρα, μὲ κάνει νὰ μὴ χαίρουμαι καὶ μήτε νὰ προσμένω καινούργια, τάχα, δῶρα... Σ᾿ ὅτι ποθεῖ καὶ σ᾿ ὅτι ζεῖ, ἡ ψυχή μου μένει ξένη κι οὔτε μπορεῖς, Φωνὴ Ζωῆς, ἀλλιῶς νὰ τὴ δονήσεις, παρὰ θαμπὰ καὶ μακρινά, σὰ μουσικὴ ποὺ βγαίνει μέσ᾿ ἀπ᾿ τὶς ἀναμνήσεις... Τῆς πεθαμένης τῆς χαρᾶς, ἔχει στερέψει ἡ βρύση κι οὔτε γυρεύει θάματα κι οὔτε προσμένει δῶρα κι οὔτε μπορεῖ πιὰ τίποτα νὰ τὴ παρηγορήσει, παρὰ ὅτι ἦταν ὡς τώρα...
20
ΠΑΡΑΜΥΘΙ Μιὰ φορὰ κι ἕνα καιρό, πᾶνε τώρα χρόνια, σ᾿ ἕνα τόπο μακρινό, ζοῦσαν μέσ᾿ στὰ χιόνια. Πάγωναν τὰ λούλουδα, μίσευαν τ᾿ ἀηδόνια, καλοκαίρι ζύγωνε κι ἦταν ὅλο χιόνια! Μάτια πάντα σκοτεινά, μέτωπα σκυμμένα, κι ἄνθρωποι δὲ βάδιζαν μὲ ρυθμὸ κανένα... Μιὰν ἀγάπη πέρασε, -μετὰ πόσα χρόνια;καὶ τὰ μάτια δάκρυσαν κι ἕλιωσαν τὰ χιόνια...
21
ΠΟΘΟΣ Βαθὺ χινόπωρο γοερό, πόσο καιρὸ σὲ καρτερῶ, μὲ τὶς πλατιές, βαριές σου στάλες τῶν φύλλων ἄραχλοι χαμοί, τῶν δειλινῶν ἀργοὶ καημοί, ποῦ μὲ μεθούσατε τὶς ἄλλες... Τὰ καλοκαίρια μ᾿ ἕψησαν καὶ τὰ λιοπύρια τὰ βαριά, κι οἱ ξάστεροι οὐρανοὶ οἱ γαλάζοι: ἀπόψε μου ποθεῖ ἡ καρδιὰ πότε νὰ ῾ρθεῖ μέσ᾿ τὰ κλαριά, ὁ θεῖος βοριὰς καὶ τὸ χαλάζι! Τότε, γερτὸς κι ἐγὼ ξανά, μέσ᾿ τὰ μουγγὰ τὰ δειλινά, θ᾿ ἀναπολῶ γλυκά, -ποιὸς ξέρει-, καὶ θὰ μὲ σφάζει πιὸ πολύ, σὰν ἕνα μακρινὸ βιολί, τὸ περασμένο καλοκαίρι...
22
ΣΤΟ ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ ΚΕΝΤΡΟ Τώρα ποὺ παίζει τὸ βιολὶ κι ἔχουμε πιεῖ τόσο πολύ, ποὺ μ᾿ ἕναν ἔρωτα τρελὸ σὰ νά ῾μαστε δεμένοι, σ᾿ ἕνα συντρόφεμα ζεστό, βᾶνε ξανὰ νὰ ζαλιστῶ, μέσ᾿ στ᾿ ὄνειρό σου νὰ κλειστῶ. Τὸ μόνο ποὺ μοῦ μένει. Γιατὶ ἂν λείψει τὸ κρασὶ κι φύγεις ἄξαφνα κι ἐσὺ καὶ βουβαθεῖ καὶ τὸ βιολὶ μὲ τὸ γλυκὸ βραχνᾶ του, μεσ᾿ στῆς καρδιᾶς μου τὸ κενό, μεγάλο σὰ τὸν οὐρανό, θ᾿ ἀκούσω πάλι τὸ βραχνὸ τραγούδι τοῦ θανάτου...
23
ΧΕΙΜΩΝΙΑΤΙΚΟ ΤΟΠΙΟ Ἕν᾿ ἀλλόκοτο φεγγάρι σὰν ἕνα κομμάτι πάγου, πεθαμένο καὶ στημένο μέσ᾿ στὴ μέση του πελάγου, μιὰ βουβή, μεγάλη ξέρα, πιὸ γυμνὴ κι ἀπὸ παλάμη, μ᾿ ἕνα γέρικο, θλιμμένο, τραγικό, μικρὸ καλάμι κι ἕνας ἴσκιος -ἕνα κάτι- ποὺ δὲ ξέρω τί ἔχει χάσει κι ἀπὸ τότε φέρνει γύρα, μὴ μπορώντας νά ῾συχάσει. Παγωμένο τὸ χαμένο κι ὅλο φῶς, ἐκεῖνο τρίο, σιωποῦσε κι ἀγρυπνοῦσε, μέσ᾿ στὴ νύχτα, μέσ᾿ στὸ κρύο...
24
ΕΚ ΒΑΘΕΩΝ Λυπήσου με, Θέ μου, στὸ δρόμο ποὺ πῆρα, χωρίς, ὡς τὸ τέλος, νὰ ξέρω τὸ πῶς, - χωρὶς νά ῾χω μάθει, μὲ μιὰ τέτοια μοῖρα, ποιὸ κρῖμα μὲ δέρνει, καὶ ποιὸς ὁ σκοπός! Λυπήσου τὰ χρόνια ποὺ πᾶνε χαμένα, προτοῦ ἡ νύχτα πάλι βαριὰ ν᾿ ἁπλωθεῖ, ζητώντας τοὺς ἄλλους, ζητώντας καὶ μένα, ζητώντας ἐκεῖνο ποὺ δὲ θὰ βρεθεῖ! Λυπήσου ὅλα κεῖνα ποὺ πᾶνε τοῦ κάκου, γιατὶ ἔτσι τοὺς εἶπαν πὼς εἶναι γραφτό, καὶ γίνουνται χῶμα, στὰ βάθη ἑνὸς λάκκου, χωρὶς νὰ γυρέψουν τὸ λόγο γι᾿ αὐτό! Λυπήσου κι ἐκεῖνα, λυπήσου κι ἐμένα, - καὶ μένα, ποὺ πάω μὲ καρδιὰ στοργική, ζητώντας μία λύση σὲ πράματα ξένα, ποὺ δὲν ἔχουν, Θέ μου, καμιὰ λογική... Λιγάκι νὰ κάνω πὼς κάτι μὲ σέρνει, λιγάκι νὰ φέξει, μὲς στὰ σκοτεινά, κι ἀμέσως ἡ μοῖρα μου τὸ ξαναπαίρνει, κι ἀμέσως ἡ νύχτα γυρίζει ξανά... Λυπήσου με, Θέ μου, στὴν ἀπόγνωσή μου, λυπήσου τὴ φλόγα ποὺ μάταια σκορπῶ, - λυπήσου με μὲς στὴν ἀγανάκτησή μου, νὰ ζῶ δίχως λόγο, καὶ δίχως σκοπό...
25
ΚΟΥΡΑΣΗ Εἶμαι τόσο κουρασμένος ἀπ᾿ τὰ λόγια τὰ ῾πωμένα κι ἀπ᾿ τὰ λόγια ποὺ θὰ ποῦμε κι ἀπ᾿ τοὺς ἄλλους κι ἀπὸ μένα κι ἀπ᾿ τὸ κάλεσμα τοῦ στίχου, μὲ τὸ μάταιο λυρισμό, ποὺ ἡ ψυχή μου δὲν ἐλπίζει, παρὰ μόνο στὸ Λιμάνι καὶ στὸ σάλπισμα τῆς Μοίρας, ποὺ μιὰ μέρα θὰ σημάνει τὸν αἰώνιο Γυρισμό! Τότε μόνο, λυτρωμένος ἀπ᾿ τῆς γῆς τὴν ἱστορία, μέσ᾿ στῶν κόσμων καὶ τῶν ἄστρων τὴν ἀτέρμονη πορεία, φῶς ἀνέσπερο, χυμένο σὲ μιὰν ἔξαλλη στροφή, τὸ Τραγούδι τὸ Μεγάλο, ποὺ ποτὲ δὲν ἔχω γράψει, τὸ στερνό μου τὸ Τραγούδι, σὰ μιὰ δόξα ποὺ θ᾿ ἀνάψει, τότε μόνο θὰ γραφεῖ!
26
ΚΛΕΙΣΕ ΤΑ ΠΑΡΑΘΥΡΑ Κλεῖσε τὰ παράθυρα μὴ βλέπουν οἱ γειτόνοι, καὶ τὴν πόρτα σφάλισε καὶ σβῆσε τὸ κερί. Ἡ ἀγκαλιά μου ἐπύρωσε σὰν τὸ κερὶ καὶ λιώνει, γιὰ σφιχταγκαλιάσματα κι ὅλο καρτερεῖ. Κλεῖσε μὴ μᾶς βλέπουνε λοξὰ οἱ ματιὲς τοῦ κόσμου, δῶσ᾿ μου τὸ χειλάκι σου, ποὖναι ἁπαλό, νωπό. Ἔχω κάτι ὁλόγλυκο γιὰ σένα ἀπόψε, φῶς μου, ἔχω κάτι ὁλόγλυκο σὰ μέλι νὰ σοῦ πῶ. Ἔλα πέσε ἀπάνω μου καὶ μὴν κοιτᾷς μὲ τρόμο. Τὸ κερί μας ἔσβησε, δὲν μᾶς θωρεῖ κανείς. Ξέχασε πὼς βρίσκονται κι ἄλλες ψυχὲς στὸ δρόμο, κι ἄσε νὰ κυλήσουμε σὲ πέλαγα ἡδονῆς. Ἔλα, ὡς τὰ μεσάνυχτα θὰ σὲ φιλῶ στὸ στόμα, ἔλα, κι εἶναι οἱ πόθοι μου τρελοί, τόσο τρελοί, ποὺ τὸ γλυκοχάραμα θὰ μᾶς προλάβει ἀκόμα στὸ πρῶτο μας ἀγκάλιασμα, στὸ πρῶτο μας φιλί. Κι ὅταν σὲ ρωτήσουνε τὴ χαραυγὴ οἱ γειτόνοι, γιὰ ποιὸ λόγο σφάλισες, ἄχ! πές τους, νὰ χαρεῖς, πές τους πὼς στὴν κάμαρα φοβᾶσαι ἅμα νυχτώνει, κι ἔπεσες καὶ πλάγιασες νωρίς, τ᾿ ἀκοῦς; Νωρίς!
27
ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ Τ᾿ Ἄγνωστο γύρω καὶ παντοῦ κι ὁ Νόμος ὁ Τρανός του! Κι ἐνῷ δὲν εἴμαστε παρὰ μορφὲς αὐτοῦ τ᾿ Ἀγνώστου, φαντάσματα, ὅλοι καὶ καπνοί, στὴ δίνη τῆς ἀβύσσου, -μὲ τ᾿ ὄνειρο, φτωχὴ ψυχή, γιὰ μόνη ἀπολαβή σου-, μάταια φαντάσματα, τυφλά, ποὺ τὸ σκοτάδι σπέρνει, ποὺ ἡ νύχτα φέρνει μία στιγμὴ κι ἡ νύχτα πάλι παίρνει, χαμένοι, δίχως γυρισμό, μέσ᾿ στὸν αἰώνιο σάλο, μισοῦμε κι ἐχθρευόμαστε καὶ κρίνει ὁ ἕνας τὸν ἄλλο...
28
ΒΑΘΥ ΚΙ ΕΞΑΙΣΙΟ ΒΡΑΔΥ Ἦταν ἕνα βαθὺ κι ἐξαίσιο βράδυ. -Βράδυ λεπτὸ κι ἀσύλληπτο, Χιμαίρας!Ποτέ, τόσο πολύ, τέλος ἡμέρας, δὲν εἶχε λάμψει τόσο, σὰ πετράδι... Κατέβαινε τὸ φῶς -μιὰ ὠχρὴ ἀγωνία-, σὲ κήπους, ὅλο βάλσαμα γιομάτους, τ᾿ ἄνθη μεθοῦσαν ἀπὸ τ᾿ ἄρωμά τους, μέσα σε μιὰν ἀνείπωτη ἁρμονία... Δὲν εἶχε κἂν ὑπάρξει τέτοια δύση, μήτε στὸ νοῦ τῶν πιὸ γλυκῶν ζωγράφων. Ἀκόμα καὶ τὰ μάρμαρα τῶν τάφων, μιὰ δόξα μυστικὰ τά ῾χε κερδίσει... Κι ὅταν τὸ θάμπος ἄρχιζε νὰ φθάνει κι ἡ νύχτα τ᾿ ἀργὰ μάγια νὰ κλώθει, τὸ φεγγάρι, παντοῦ, σὰ φλόγα ἁπλώθη... Κι ἦταν τὸ βράδυ αὐτὸ πού ῾χα πεθάνει...
29
ΕΚΑΤΗΣ ΠΑΘΗ ...Je suis sure qu’ elle est vierge. Elle a la beaute d’ un vierge... Qui, elle est vierge. Elle ne s’ est jamais souillee. OSCAR WILDE - «SALOME» ...Ἀπόψε πρόβαλε γυμνή, σὰ τέρας, ἡ Σελήνη κι ἄβυσσος πόθου τὴ δονεῖ: τὴν εἶδαν ὅλοι ἀπὸ νωρίς, τὶς πόρπες της νὰ λύνει, σὰ νὰ διψοῦσεν ἡδονή... Τί νά ῾δε ξάφνου ῾δῶ στὴ γῆ καὶ τόσο τὸ λυμπίστη πού ῾χουν μὲ πάθος κρεμαστεῖ, σὰ νά ῾θελαν νὰ λυτρωθοῦν, ἀπ᾿ τὴ παλιὰ τὴν πίστη κι οἱ δυό της οἱ νεκροὶ μαστοί; Παρθένα, στείρα καὶ βουβή, ὅμοια μὲ σαλαμάντρα, στὰ βάθια βράδυα τ᾿ ἀττικά. πῶς ἔτσι, ἀπόψε, φρένιασε νὰ σμίξει τρελὰ μ᾿ ἄντρα καὶ φλογερὰ κι ἐκστατικά; ...Τί κι ἂν ἡ νύχτα γέρν᾿ ἀργά, μέσ᾿ τὰ πυκνὰ ἐρέβη κι ἀλλόκοτα μεθοῦν οἱ ἀνθοί; Στὴ δύση, ῾κείνη μοναχή, ποὺ κείτεται καὶ ρεύει, ζητεῖ τοῦ κάκου νὰ εὐφρανθεῖ...
30
ΟΙ ΚΥΚΝΟΙ ΤΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ Οἱ κύκνοι τὸ φθινόπωρο ζητᾶνε τὴ χαρά τους γιατὶ ἡ χαρά τους πέταξε μαζὶ μὲ τ᾿ ἁγιοκαίρι... Θὰ ζήσουν τάχα νὰ τὴ βροῦν, τὴν ἄνοιξη; -Ποιὸς ξέρει; ...γιατὶ μπορεῖ καὶ νὰ χαθοῦν πρὶν βροῦνε τὴ χαρά τους... Ἀπόψε τὴν περίμεναν, σχεδὸν ὅλο τὸ βράδι, ὥσπου στὸ τέλος νύσταξαν κοιτώντας τὸ σκοτάδι, κι ἔγειραν καὶ κοιμήθηκαν ἀπάνω στὰ φτερά τους...
31
ΠΡΟΣΜΕΝΩ ΠΑΛΙ Θυμᾶμαι, νύχτα ἦταν βαθειά, μὰ ἡ μέρα κόντευε νὰ φτάσει, καθὼς κινήσαμε μαζί, γιὰ νὰ χαθοῦμε μὲς στὴν πλάση... Και σ᾿ ὅσα πέσαμε κακά, παγίδες, λάθη, πλάνες, πάθη, κανένας μας δὲ μπορεῖ πιὰ μήτε νὰ δεῖ μήτε νὰ μάθει... Πόσο παλέψαμε κι οἱ δυὸ καὶ κυλιστήκαμε στὸ χῶμα, ζητώντας καὶ τὰ πιὸ μικρά, -δὲ θὰ τὸ πεῖ κανένα στόμα... Κι ἐπειδὴς εἴχαμε δεχτεῖ, καθένας τὴ δική του μοῖρα, πῆρες τὸν ἕνα δρόμο ἐσύ, κι ἐγὼ τὸν ἄλλο δρόμο πῆρα. Κι ἀφοῦ χαθήκαμε καιρὸ καὶ πλανηθήκαμε στὴν τύχη, (κι ὡς τώρα, μόνος μας δεσμὸς δὲν ἦταν παρὰ κάποιοι στίχοι), τώρα, ποὺ τ᾿ ὄνειρο γιὰ μᾶς τὰ φῶτα σβήνει τὰ στερνά του, -προσμένω, πάλι, νὰ σὲ βρῶ, μὲς στὴ γαλήνη τοῦ θανάτου...
32
ΦΑΝΤΑΣΜΑ Τὸ Ἄγνωστο γύρω καὶ παντοῦ, - κι ὁ Νόμος ὁ Τρανός του! Κι ἐνῷ σὲ εἴμαστε παρὰ μορφὲς αὐτοῦ τοῦ Ἀγνώστου, Φαντάσματα, ὅλοι, καὶ καπνοί, στὴν δίνη τῆς Ἀβύσσου (μὲ τ᾿ ὄνειρο, φτωχὴ ψυχή, γιὰ μόνη ἀπολαβή σου), μάταια φαντάσματα, τυφλά, ποὺ τὸ σκοτάδι σπέρνει ποὺ ἡ νύχτα φέρνει μία στιγμή, κι ἡ νύχτα, πάλι, παίρνει, χαμένοι, δίχως γυρισμὸ μὲς στὸν αἰώνιο σάλο, μισοῦμε καὶ ἐχθρευόμαστε – καὶ κρίνει ὁ ἕνας τὸν ἄλλο...
33
ΟΤΑΝ ΒΡΑΔΙΑΖΕΙ Ὅταν βραδιάζει, μέσα μου, ξυπνοῦν τὰ περασμένα... Ξυπνοῦν ἀργά, σὰ μουσικὲς νεκρὲς ἀπὸ καιρό, - σὰ μουσικὲς ποὺ χάθηκαν, καὶ ποὺ τὶς λαχταρῶ, κι ἔρχονται πάλι, μαγικὰ κι ἀνέλπιδα, σὲ μένα... Πόθοι, παράπονα παλιά, νοσταλγικὲς φωνές, λόγια βαθιὰ κι ἀξέχαστα, κι ὡστόσο ξεχασμένα, παράξενα χειμαιρικὲς ἀγάπες μακρινές, ὅπως ἡ φλόγα μιᾶς αὐγῆς, ὑψώνονται σὲ μένα Μιὰ βρύση, τότε, μαγική, μοῦ λύνεται ξανά, καὶ τὸ τραγούδι ρυθμικὸ στὰ χείλη μου ἀνεβαίνει, - ἕνα τραγούδι καθαρό, καθὼς τὰ δειλινὰ ποὺ μέσα του λυτρώνονται, καὶ ζοῦν οἱ πεθαμένοι...
34
ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ ΣΤΗ ΜΟΥΣΙΚΗ Ι
Τ᾿ ὄνειρό μου πιὰ δὲν εἶναι νὰ χαρῶ, μήτε νὰ ζήσω, μὰ νὰ πῶ μιὰ λέξη μόνο, σὰ μιὰ φλόγα καὶ νὰ σβήσω. Κι ἂν ἀκόμα ζῶ τοῦ κάκου καὶ γυρνῶ στὴν ἐπάνω, μόνον ἕνα πιὰ μοῦ μένει: νὰ τὴ πῶ καὶ νὰ πεθάνω... Κι ὅμως κἂν αὐτὴ ἡ λέξη δὲ μοῦ δόθηκεν ἀκόμα νὰ τὴ πῶ καὶ μοῦ παιδεύει τὴ ψυχή μου καὶ τὸ στόμα. Μήτε κἂν αὐτὴ τὴ λέξη, τὴν ἀπέραντα θλιμμένη, μήτε τρόπος νὰ τὴ μάθω, μήτε χρόνος δὲ μοῦ μένει. Κι ἀφοῦ τ᾿ ἄχαρά μου χείλη δὲ τὴ πρόφεραν ἀκόμα, θὰ τὴ πάρω καὶ σὰ ξένοι θὰ χαθοῦμε μέσ᾿ στὸ χῶμα... ΙΙ Μόνος ἦρθα κάποιο βράδυ κι ἦσαν ὅλοι γύρω μόνοι κι ὅλοι ξένοι, τραγουδᾶμε, μέσ᾿ στὴ νύχτα ποὺ σιμώνει. Κι ὅσο ζῶ κι ὅσο μαθαίνω, τόσο νιώθω, ἀλίμονό μου, τὸ βαθὺ καὶ τὸ μεγάλο κι ἀπροσμέτρητο κενό μου! Τὴ στιγμὴ τοῦ σταυρωμοῦ μου καὶ γιὰ μόνη συντροφιά μου, μόλις ἔνιωσα τὰ χέρια ποὺ καρφῶσαν τὰ καρφιά μου... Μόνος ἦρθα κάποιο βράδυ, μόνος πόνεσα γιὰ λίγο, μόνος ἔζησα τοῦ κάκου κι ὅπως ἦρθα καὶ θὰ φύγω. Τ᾿ εἶναι τάχα γιὰ τοὺς ἄλλους, ὁ χαμὸς ἑνὸς ἀτόμου; Κι ὅπως ἦρθα καὶ θὰ φύγω, μόνος μέσ᾿ στὸ θάνατό μου...
35
ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΤΗΡΙΟ Ι Τὸ γράμμα σου τ᾿ ἀποψινὸ μὲ βρῆκε λυπημένο. -Μὴ λὲς πὼς ἦταν ἀφορμὴ τ᾿ ὀργίλο σου γραφτό-. Λὲς κι ἀπὸ πρίν, κάποια φωνή, μοῦ τό ῾χεν εἰπωμένο. Δὲ θλίβομαι γι᾿ αὐτό. Ἔτυχεν ὅμως ἡ βραδιὰ τόσο βουβὰ νὰ σβήσει κι ὁ ἥλιος μακριά, τόσο θλιβὰ νὰ χάνεται μαζί... Τέτοιες βραδιές, ἡ σκέψη μου, ποὺ νοσταλγεῖ κι ἐκείνη, δὲ θά ῾θελε νὰ ζεῖ! Ἐξάλλου, λὲς γιὰ πράματα ποὺ ῾γὼ δὲ βρίσκω βάση. Λόγια γραμμένα βιαστικά, μὲ πεῖσμα καὶ χολή. Ἐκεῖνος ποὺ τὰ λόγια σου τὰ πρίν, ἔχει διαβάσει, θὰ ξαφνιαστεῖ πολύ... Μοῦ λὲς πὼς «κυλιστήκαμε στὸ βόρβορο», φαντάσου! Κι ἐγὼ ποὺ τό ῾χα καύχημα κρυφό, τόσο καιρό, πὼς ἡ καρδιά μου στάθηκε στὰ πλάνα βήματά σου, σὰν ἄστρο φεγγερό! Τὸ γράμμα σου τ᾿ ἀποψινό, μὲ βρῆκε λυπημένο, λὲς κι ἡ καρδιά μου, σὰν ἀνθός, γιὰ πάντα ἔχει σαπεῖ. Κι ὅσο γιὰ ῾κεῖνο ποὺ μοῦ λές: «Μιὰ ἄγνωστη θὰ μένω», δὲ ξέρω τί θὰ πεῖ...
36
ΙΙ Τὸ βράδυ ποὺ σ᾿ ἀγάπησα δὲν ἦταν καλοκαίρι. Τὰ φύλλα μόλις πρόβαλλαν ἐπάνω στὰ κλαριὰ κι οὔτε θυμᾶμαι νὰ σοῦ πῶ, τί μ᾿ εἶχε τότε φέρει, σὲ ῾κείνη τὴ μεριά. Θυμᾶμαι μόνο πού ῾σερνα τὸ βῆμα τὸ νωθρό μου καὶ τὸ μυαλό μου γύριζε σὲ πράματα παλιά, τὴν ὥρα ποὺ σ᾿ ἀπάντησα νὰ στέκεσαι στοῦ δρόμου τὰ πέτρινα σκαλιά. Τὴ νύχτα ῾κείνη τὴ τρελή, τὴ νύχτα τὴ μεγάλη, νὰ στὴ θυμήσω τώρα ῾δῶ, τὸ βρίσκω περιττό. «Τὰ περασμένα πέρασαν, μὴ τὰ θυμᾶσαι πάλι», μᾶς λέει τὸ ρητό... Κι ὅμως κι ἐσὺ μ᾿ ἀγάπησες βαθύτατα, τὸ νιώθω καὶ ξέρω ἀκόμα πὼς συχνὰ μοῦ τό ῾χες ὁρκιστεῖ, πὼς ὅσο κι ἂν μαραίναμε τὸ πρῶτο μας τὸ πόθο, θὰ μέναμε πιστοί! Μιᾶς καὶ δὲν ἦταν νὰ σταθεῖς σὲ ῾κεῖνα πού ῾χες τάξει, τότε γιατὶ τὸ λόγο αὐτὸ μ᾿ ἀνάγκασες νὰ πῶ; Τὸν ὅρκο σου τὸν πάτησες, μὰ ῾γὼ δὲν ἔχω ἀλλάξει: Ἀκόμα σ᾿ ἀγαπῶ!
37
Μαρία Πολυδούρη 1902 -1930
39
ΑΦΙΕΡΩΣΗ Φίλε, τοῦ φθινοπώρου ἦρθεν ἡ Ὥρα στὴν πόρτα μου ἔξω. Κίτρινο φορεῖ στεφάνι ἀπὸ μυρτιά. Στὰ νικηφόρα χέρια της μία κιθάρα θλιβερή, Κιθάρα παλαιϊκὴ ποὺ κλεῖ πληθώρα μέσα της ἤχους καὶ ἤχους. Ἱερὴ κοιτίδα. Κάθε πόνος, κάθε γνώρα ποὺ ἦταν γλυκιὰ καὶ γίνηκε πικρή, Ἦχος μέσ᾿ στὴν καρδιά της ἀποστάζει. Φίλε, τοῦ φθινοπώρου ἡ Ὥρα ἐκεῖ στὴν πόρτα μου ἦρθε δίχως νὰ διστάζη Καὶ τὸ κιθάρισμά της πότε πότε σὰ νἄτανε ἡ φωνή σου ἡ μυστικὴ τοὺς στίχους σου ποὺ μοῦ τραγούδαες τότε.
40
[Κ᾿ ΗΤΑΝ ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΩΡΑΙΑ...] Κ᾿ ἦταν μία νύχτα ὡραία καὶ στὴ ματιά σου καὶ στὰ τραγούδια σου. Ἤτανε γλυκιὰ μία νύχτα στὰ τραγούδια τὰ παληά σου γεμάτη ἀστέρια, νύχτα ξωτικιά. Ἡ μόνη ἀγάπη μέσ᾿ στὴ μοναξιά σου, τόσο ὄμορφη, τόσο ὑποβλητικιά, ἔγινε πάθος μέσα στὴν καρδιά σου, μέσ᾿ στὴν καρδιά σου τὴν ἐρημικιά. Ἄχ, τὰ παληὰ τραγούδια σου ποὺ κλαίγαν Κ᾿ ἤτανε τόσο ἀνείπωτα γλυκὰ καὶ τὄκρυβαν σεμνὰ καὶ δὲν τὸ λέγαν. Ἄχ, τὰ παληά σου τὰ τραγούδια ποὖνε θλιμμένα σὰν ἀγάπης μυστικά, σὰν ἄνθη δακρυσμένα ποὺ σιωποῦνε. [
41
ΗΡΘΑ ΜΙΑ ΜΕΡΑ...] Ἦρθα μία μέρα, ὁδηγημένη ἀπ᾿ τὴν ἱερή σου ἀγάπη, ἐμπρὸς στὸ κύμα τὸ γλαυκὸ καὶ μ᾿ ἄφησες τότε νὰ ἰδῶ τὴ φλογερή σου πληγὴ στὸ στῆθος σου τὸ νεανικό. Τότε μου μίλαες μὲ τὴν ἥσυχη φωνή σου γιὰ τὴ ζωή σου, ἀτέλειωτο κακὸ κι᾿ ὡς ἔνοιωθες βαθιὰ πὼς φτάνω ὡς τὴν ψυχή σου, ἀνάβρυζε τὸ δάκρι σου γλυκό. Κ᾿ ἦταν χαρᾶς χαρὰ νὰ κλαῖμε τραγουδώντας στὴν ἴδια λύρα, μάντεμα πικρὸ τὴ μοναξιά μας καὶ σάμπως λησμονώντας, Μὲ τί χαρὰ τὸ μέτωπό σου νὰ ραντίσω μὲ τὸν πικρὸ τῆς θάλασσας ἀφρό, πέρα τὰ κύματα ἔτρεχα νὰ προϋπαντήσω.
42
[Κ᾿ ΗΡΘΕ ΜΟΙΡΑΙΑ...] Κ᾿ ἦρθε μοιραῖα τοῦ φθινοπώρου ἡ Ὥρα, ἀνάμεσό μας στάθη σκυθρωπή, μᾶς ἄφησε τ᾿ ἀνταλλαγμένα δῶρα καὶ τὸ γιατί χωρὶς νὰ μᾶς τὸ πῆ Μᾶς ἔρριξε στὸ δρόμο πρὸς τὴ χώρα μὲ γρήγορο τὸ χέρι ὡς ἀστραπή. Μαζὶ στὸν κόσμο μὰ μονάχοι τώρα, μία μοναξιὰ σὰν τάφου σιωπή. Μόνο ἔφτανε ὁ ἀχὸς τοῦ τραγουδιοῦ σου, μία ἀνάστερη νυχτιὰ χωρὶς πνοή. - Ἄχ, ποὖνε ἡ νύχτα ἐκείνη τοῦ παληοῦ σου Τοῦ τραγουδιοῦ, μία προσμονὴ κρυμμένη; Μ᾿ ἔφτανε ὁ ἀχός... Δὲ σώνεται ἡ ζωὴ ὅταν τοῦ τάφου ἡ πόρτα εἶνε ἀνοιγμένη.
43
[ΜΕ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ...] Μὲ τῆς σιωπῆς τὰ κρίνα ποὺ λυγοῦνε μέσα στὰ νικημένα μου τὰ χέρια, μὲ τὶς σκέψες ποὺ μάταια κυνηγοῦνε ἡ μία τὴν ἄλλη πέρα ἀπὸ τ᾿ ἀστέρια, Μὲ τὰ μάτια ποὺ κάτι νοσταλγοῦνε, κάτι ποὺ μοῦ εἶνε ἀγνοημένο πλέρια, σὰ νὰ μὴ βλέπουν, σὰ νὰ μὴν ἀλγοῦνε, ἐξαϋλωμένα μάτια, μάτια αἰθέρια, Στέκω ὁραματισμένη καὶ πιστεύω. Δὲν ξέρω τί πιστεύω. Ξεφυλλίζω τὰ ποιήματά σου κι᾿ ὅλο μεσιτεύω. Στὴ σκέψη σου καὶ στὴ βουλὴ τοῦ ἀπείρου. Κι᾿ ὅπως ποτὲ τὰ μάτια δὲ σφαλίζω ξέρω πὼς πιὰ δὲν εἶνε ἀπάτη ὀνείρου.
44
[ΤΟΥ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ Η ΩΡΑ...] Τοῦ φθινοπώρου ἡ Ὥρα ἔχει καθήσει στὴν πόρτα μου. Τὸ βλέμμα της ὑγρὸ γεμάτο ἀπὸ τὸ ἀπόκοσμο μεθύσι, πλανιέται σὲ ἀσφοδέλων τὸν ἀγρό. Τί σκέψη στὴ ματιά της νἄχῃ ἀνθίσει, τί ὀνειροπόλημα λυπητερό; Στὴν ὄψη της σκιὲς ἔχουν μαδήσει Κ᾿ εἶνε τὸ στόμα της τόσο πικρό... Μὰ ὅταν κατέβη τὸ γαλήνιο βράδι θὰ μὲ καλέση ἀμίλητα, γλυκά, νὰ τὴν ἀκολουθήσω στὸ σκοτάδι. Τὸ βῆμα της βουβὸ καὶ βέβαιο θἆναι, μὰ ἡ πίστη μου θερμή, πὼς μυστικὰ τὰ βήματά μου σένα ἀκολουθᾶνε.
45
ΣΕΜΝΟΤΗΣ Τὴν ὀμορφιὰ ποὺ κλείνω μέσα μου κανεὶς δὲν θέλω νὰ τὴ νοιώσῃ. Δὲ θὰ μποροῦσε νὰ τὴ σίμωνε χωρὶς γι᾿ αὐτὸ νὰ τὴ πληγώσῃ. Ἔχω ἕνα κρίνο, κρίνο ὁλάνοιχτο χωρὶς καμμιὰ σκιὰ στὴν ὄψη. Καμμιὰ ἡδονὴ δὲν ἐπεθύμησε νὰ τὸ φιλήση, νὰ τὸ κόψη. Ἔχω ἕνα ρόδο ποὺ ζυγιάζεται πάνω στὴν ἴδια του τὴ φλόγα κ᾿ εἶναι σὰ νἄγινε ὁλοκαύτωμα καὶ νὰ σιωποῦσε καὶ νὰ εὐλόγα. Μία μαργαρίτα ποὖνε ἀμφίβολη μ᾿ ὅλο τὸ ναὶ ποὺ λέει ἡ καρδιά της. Μόνον ἀφήνει νὰ λικνίζεται παθητικὰ τὴν ὀμορφιά της. Κι᾿ ἄλλα λουλούδια ποὖνε σύμβολα κι᾿ ἄλλα μονάχα ποὺ μεθοῦνε, μὰ τόσο εἶνε ὅλα λεπτοκάμωτα, φανταστικὰ μόνον ἀνθοῦνε. Τὴν ὀμορφιὰ ποὺ κλείνω μέσα μου κανεὶς ποτὲ δὲ θὰ τὴ νοιώση. Κι᾿ ἂν τὴν πληγώση θἆναι ἀνίδεος κι᾿ οὔτε γι᾿ αὐτὸ θὰ μετανοιώση.
46
ΑΧ, Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ Ἄχ, ἡ καρδιά μου νοσταλγεῖ, τώρα ποὺ φεύγει ἡ μέρα, τὸ ροδινὸ ξημέρωμα, τὸν ἥλιο, τὸν αἰθέρα. Τὰ παιδικὰ χαμόγελα, τὸ κύμα ποὺ ἀπαντοῦσε στὸ φλοίσβημα τῆς πρόσχαρης φωνούλας μας ποὺ ἀχοῦσε. Τὴ βάρκα ποὺ λικνίζοταν στὴ μέθη μας τοῦ ὀνείρου, τὸ ἁβρὸ τραγούδι ποὺ ἔσμιγε τὴ σιγαλιὰ τοῦ ἀπείρου. Τὴ χαραυγὴ ποὺ ρόδιζε τὰ σεντεφένια πλάτια, τὴν πεθυμιὰ τὴν ἄχραντη στ᾿ ἀγγελικά μας μάτια. Ἄχ, ἡ καρδιά μου νοσταλγεῖ, τώρα ποὺ ἡ μέρα σβήνει, τῆς ὀμορφιᾶς τὸ πέρασμα, τὴ νειότη ποὺ μ᾿ ἀφήνει.
47
ΕΛΑ ΓΛΥΚΕ... Ἔλα γλυκέ, κι᾿ ἂν φτάνη ἡ νύχτα καὶ τὸ σκοτάδι δὲ σ᾿ ἀρέση, ἀστέρινο θαμπὸ στεφάνι ἡ ἀγάπη μου θὰ σοῦ φορέση. Στὸ ταραγμένο μέτωπό σου ἀργὰ τὰ δάχτυλα θὰ σύρω κι᾿ ὅ,τι εἶνε πάθος στὴν καρδιά σου θ᾿ ἀνθίση δάκρια καὶ μύρο. Θὰ σοῦ καρφώσω ἕνα λουλούδι τ᾿ ὄνειρο πάνω στὴν καρδιά σου, θὰ πλέξω τὰ ξερὰ τὰ φύλλα μὲ τὰ κατάχλωρα μαλλιά σου. Τὸ δέσμιο πόθο μου θ᾿ ἀφήσω, μία πεταλούδα ναρκωμένη, κ᾿ ἔτσι στὰ χείλη σου θὰ νοιώσης κάτι σὰ γύρη νὰ σοῦ μένη. Ἔλα γλυκὲ κι᾿ ἂς φτάση ἡ νύχτα. Θὰ φέγγη ἡ νειότη σου μὲ θλίψη τὸ σκοτεινὸ νὰ ὑφαίνω πέπλο ποὺ ἡδονικὰ θὰ μὲ καλύψη.
48
ΟΝΕΙΡΟ Δὲ μ᾿ ἔφτανε οὔτε κὰν ἀχὸς μέσ᾿ στὴ ζωὴ ποὺ ζοῦσα. Κ᾿ ἡ θύμηση λιγόθυμη τῶν ὅσων ἀγαποῦσα. Κ᾿ ἦρθε ἡ ματιά σου γελαστή ἐαρινὴ ἐλπίδα καὶ γιὰ τὰ ποὺ μοῦ λείψανε μοῦ μίλησε μ᾿ ἐλπίδα. Μὰ εἶνε οἱ χαρές μας φτερωτὲς καὶ τὸ φθινόπωρο εἶνε μέσα στὴν ἴδια μου φωνὴ ποὺ σοῦ φωνάζει: μεῖνε. Καὶ τῆς ματιᾶς σου ὁ γελαστὸς ἥλιος θὰ βασιλέψη καὶ τ᾿ ὄνειρο θὰ ξεχαστῆ προτοῦ κὰν ἀληθέψη.
49
ΓΙΑΤΙ ΟΝΕΙΡΕΥΤΗΚΑ Γιατί δὲ θέλει ἡ αὐγὴ νὰ μοῦ γελάσῃ κι᾿ ἀπόκρυψε τὴ ρόδινη μορφή; Γλυκὸ τ᾿ ὄνειρο σήμερα ἔχω πλάσει κεῖ ποὺ ἔχει ἄνανθο τ᾿ ὄνειρο ταφῆ. Ὅμως καμμιὰ δὲ θὰ μοῦ δώσῃ ἐλπίδα καὶ μένει μὲ τὸ πένθος στὴ στολή, μὲ μία μαβιὰ στὴν ὄψη της ἀχτίδα ποὺ πνίγεται στὰ δάκρια θολή. Ὤ, νἄχε θυμηθῆ πὼς κάποια μέρα στὸν ἄνεμο τὸ φθινοπωρινὸ εἶχα ποθήσει τὸ γαλάζιο αἰθέρα τοῦ ὀνείρου, πρὶν σημάνη ἑσπερινό. Καὶ νἄρθη ἐκεῖ στερνὰ ποὺ θἄχη γύρει πικρὴ ἡ ζωή μου κι᾿ ἄνανθη, γλυκὰ νὰ μοῦ χαμογελάση καὶ νὰ σπείρη τὰ ρόδινα τοῦ ἀνθοῦ της μυστικά.
50
ΜΕΣ᾿ ΤΟ ΣΠΙΤΑΚΙ ΜΟΥ... Μέσ᾿ στὸ σπιτάκι μου ἦταν μία φορά τῆς ξεγνοιασιᾶς τὸ μύρο. Καὶ γὼ ἤμουν τὸ τραγούδι μὲ φτερὰ ποὺ ξεπετιόταν γύρω. Μὰ λίγο λίγο πίκραινε ὁ σκοπὸς στὰ παιδικά μου χείλη καὶ σάμπως ἕνας χρόνος ἀγριωπὸς νἄχε ἄξαφνα ἀνατείλει. Λυγίστη τοῦ πατέρα μου ἡ βουλὴ στὰ θαλασσιά του μάτια κ᾿ ἔκλεισαν σὰ νὰ βάρυναν πολύ. Μέσ᾿ στ᾿ ἄφωνα δωμάτια, Περήφανη ἡ μητέρα μου κι᾿ ὀρθὴ στὰ πλουμιστὰ σαντάλια, λὲς ἄφησε ἡ ψυχή της νὰ παρθῆ στοχαστικὴ σὰν ντάλια. Καὶ τὰ παιδιὰ τῆς πίκρας τὸ γραφτὸ νὰ ζοῦν καὶ νὰ σωπᾶνε καὶ φύλλα ἀπώνα ἀνώφελο φυτὸ σκορπίστηκαν καὶ πᾶνε.
51
ΜΑΤΑΙΟΤΗΣ Κρυφά, βουβὰ τὰ δάκρυα τοῦ καημοῦ στέγνωσαν στὰ χλωμὰ τὰ μάγουλά μου καὶ στάθηκα τὸ νόημα τοῦ χαμοῦ ζητώντας ἄθελά μου. Καὶ στάθηκα ρωτώντας τὸ γιατί στὰ πλούσια, στὰ περήφανα στολίδια κ᾿ εἶπα, νἄταν ἡ ἀγάπη τάχα αὐτή; ἡ ζωὴ μὴν ἦταν ἡ ἴδια; Καὶ στάθηκα ρωτώντας τὸ γιατί ἐκεῖ ποὺ ἄλλοτε ἡ νειότη μου εὐωδοῦσε κι᾿ ἄκουσα μία φωνή, μία βαρετὴ φωνὴ ποὺ προβοδοῦσε. Κ᾿ ἔμεινα ἐκεῖ στημένη, ὡς ποὺ σιγὰ τὸ ρώτημα σὲ γέλιο ἀπολιθώθη καὶ τὸ βαθὺ σκοτάδι ποὺ σιγὰ στὰ μάτια μου καρφώθη. Καμμιὰ φωνὴ δὲ φτάνει ἀπ᾿ τὰ πολλὰ τὰ δυνατὰ πρὶν ᾿πο μένα πῆγαν. Οἱ γνωστικοί με κύτταξαν καλὰ κ᾿ εἶπαν πὼς εἶμαι φάντασμα καὶ φύγαν.
52
ΣΤΟΝ ΚΗΠΟ ΤΟΥ ΖΑΠΠΕΙΟΥ Ποιὰ μοίρα νὰ μοῦ ἑτοίμασε τὸ πέρασμα, ποιὸ πνεῦμα μ᾿ ἔχει πάρει, τὴ νύχτα ἀπόψε τὴ φθινοπωριάτικη μ᾿ ἕνα μεγάλο θλιβερὸ φεγγάρι. Στὸν κῆπο τοῦ Ζαππείου, φωλιὰ τοῦ ἔρωτα; Ἐγὼ μία σκιὰ ποὺ σέρνεται στὸ χῶμα, ἕνα φύλλο ποὺ πιὰ τὴ ρίζα του ἔχασε καὶ ποὺ τὸ παίρνει ὁ ἄνεμος ἀκόμα. Ἔρημα τὰ δρομάκια, ἔρημοι οἱ πάγκοι του. Τὸ σπάνιο φύλλωμα σωπαίνει ἀμφίβολα. Πρὸ μιᾶς στιγμῆς ἐφύγανε οἱ ἐρωτευμένοι. Ἐδῶ ἕνας νέος σκυθρωπὸς ἑτοίμαζε κάποια χαρὰ στὴν παθιασμένη ζωή του. Φιλοῦσε ἑνὸς μικροῦ χεριοῦ τὰ δάχτυλα μεθοῦσεν ἡ συλλοή του. Ἐκεῖ, κάποιος ποτὲ ποὺ δὲν ἐπίστεψε ζητᾶ ἀπ᾿ τὰ ὡραῖα χείλη τὸ μάταιον ὅρκο. Πόσο πιὸ καλλίτερα νἄτανε σιωπηλὰ καὶ νὰ τὰ ἐφίλει. Ἐδῶ, πάνω σ᾿ αὐτὸ τὸ ἀρχαῖο μάρμαρο εἶχε καθήσει ἡ κόρη κ᾿ ἕνας ἄντρας ξανθὸς σὰν ἥλιος, τὸ εἴδωλο τῆς ἀγάπης ἐθώρει. Κάποιος, μέσ᾿ στὶς σκιὲς ποὺ ὅλο βαθαίνουνε, ἕνας θεὸς ποὺ ἐξιλασμὸ ζητοῦσε, μιᾶς παρθένας τὸ σῶμα ξέσκεπο ἅπλωσε καὶ τῆς νύχτας τὰ πνεύματα καλοῦσε.
53
Στὸν πάγγο ποὺ τὸ βάρος τὸν γονάτισε τὸν ἔδειρε μία τρικυμία, κλαίγανε, κλαίγαν δυὸ ψυχὲς ποὺ ἀρρώστησαν καὶ δὲν τοὺς δίνει ἡ ἀγάπη τους χαρὰ καμμία. Τόσα φιλιὰ καὶ κρυφοαναστανέγματα σὲ μία στιγμὴ πὼς σβήσαν! Τὸ ἀγέρι τοῦ φθινόπωρου δυνάμωσε κ᾿ οἱ ἐρωτευμένοι φύγαν καὶ μ᾿ ἀφῆσαν. Νά, μόλις φύγαν. Μένει ἀκόμα τὸ ἄρωμα τριγύρω ἐδῶ χυμένο. - Καὶ γὼ μία σκιὰ ποὺ δὲ θὰ μὲ ὑποψιάζονταν κανείς, τί θέλω ἐδῶ, τί μένω;
54
«ΣΩΤΗΡΙΑ» Ἂς περάσει πιὰ ἡ μέρα μὲ τὸ φῶς της. Ἡ νύχτα γιατί τόσο ἀργοπορεῖ; Στῶν πεύκων τὶς σκιὲς μία πολυθρόνα μὲ καρτερεῖ. Τῶν θαλάμων θὰ σβήσουνε τὰ φῶτα κι᾿ ὁ ὕπνος θἄρθη σὰ λιγοθυμιά. Ἕνα ἀδειανὸ κρεββάτι, ἐδῶ δίνει ἐντύπωση καμμιά. Θὰ μὲ διπλώση τὸ σκοτάδι κι᾿ ὅπως μεσ᾿ στὶς βαθιὲς σκιὲς θὰ μπερδεφτῶ, πὼς εἶμαι θὰ πιστέψω πάλι κάτι ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτό. Μέσα στὸ φόβο θὰ βαθαίνη ἡ νύχτα ὅταν ὁ ἄνεμος θἄρθη ξαφνικά. Ὁ εὐκάλυπτος τὰ μαλλιά του θὰ τινάξη καὶ τῶν ὀνείρων μαζὶ τὰ μυστικά. Τὸ μυστικὸν ἀγώνα θὰ γροικάω τοῦ φθινοπώρου, ἀνίκητος ἐχθρός. Θὰ μὲ λικνίζη χαρωπὸ τραγούδι ὁ ἀπελπισμένος θρός. Κι᾿ ἂν δὲν τὴν καρτερῶ, ξέρω πὼς θἄρθη ἡ γάτα αὐτὴ ποὺ νυχτοπερπατεῖ, μία γάτα ποὺ δὲν ξέρει τί εἶνε χάδι καὶ δὲν τὸ δίνει καὶ δὲν τὸ ζητεῖ. Στὰ πόδια μου κοντὰ κάθεται μόνο, ἀδιάφορη στὸ κρύο τὸ παγερό, διακριτικὰ τὸ βλέμμα μου ἀποφεύγει κ᾿ εἶνε σὰ νὰ μὲ ξέρη ἀπὸ καιρό.
55
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ Τοῦ φθινοπώρου ἡ πνοὴ περνάει στὰ δέντρα ποὺ δὲν τὰ φοβίζει καταστροφή. Ὁ εὐκάλυπτος τὴν κυβερνάει, μιλοῦν σὰ φίλοι καὶ λυγίζει τὴ νέα κορφή. Ὁ πεῦκος ἄκουε μεθυσμένος κάποιονε θρύλο ποὺ θρηνοῦσε μέσ᾿ στὰ κλαδιά. Θυμᾶται ποὺ συλλογισμένος ὁ ἐρωτικὸς ποιητὴς περνοῦσε, ὅλος καρδιά. Τὰ μάτια του γέμιζε ὁ πόνος. Στὰ σφραγισμένα χείλη ἀνθοῦσε τὸ χλωμὸ φῶς. Ὁ ποιητής περνοῦσε μόνος. Τοῦ τραγουδιοῦ του ἀκόμη ἀχοῦσε ὁ στεναγμός. Μὰ τώρα σιώπησε ἡ καρδιά του καὶ μόνον ὁ ἔρωτάς του μένει καὶ περπατεῖ. Καὶ ὅλοι μας λέμε εἶναι ἡ σκιά του ποὺ τριγυρίζει - εἶναι ἡ θλιμμένη σκιὰ τοῦ ποιητῆ.
56
ΓΛΕΝΤΙ Σ᾿ ἕνα γλέντι μὲ κάλεσαν οἱ σύντροφοι. Δὲ θ᾿ ἀρνηθῶ. Θὰ πάω νὰ λησμονήσω! Θὰ φορέσω τὸ κόκκινό μου φόρεμα καὶ τὴν ἴδια ὀμορφιά μου θὰ φθονήσω. Τὸ νεκρὸ πὤχω μέσα μου περήφανα καὶ στοργικὰ μαζί μου θὰ τὸν πάρω. Θἆμαι σὰ χαρωπή, σὰ μυστικόπαθη θἆμαι μία ἀποσταλμένη ἀπὸ τὸ Χάρο. Οἱ μελλοθάνατοι σύντροφοι στὸ γλέντι τους κι᾿ ἂν πίνουνε κρασὶ δὲ θὰ μεθοῦνε. Μία κατάρα θὰ στέκεται στὸ πλάι τους μὰ θἆμαι ὡραία καὶ δὲ θὰ ὑποψιασθοῦνε. Ἔπειτα ἕνα τραγούδι θὰ ζητήσουνε μήπως σὲ μία χλωμὴ χαρὰν ἐλπίσουν, μὰ τόσο ἀληθινὸ θἆν᾿ τὸ τραγούδι μου ποὺ σαστισμένοι θὰ σωπήσουν.
57
[ΑΝΑΜΕΣΑ Σ᾿ ΟΛΑΝΘΙΣΤΕΣ ΒΑΤΙΕΣ...] Ἀνάμεσα σ᾿ ὁλάνθιστες βατιὲς χαρούμενα πουλάκια ποὺ πηδοῦν ἀθόρυβα-τῆς εὐτυχίας ματιέςτ᾿ ἀσημωτὰ νερὰ λαμποκοποῦν τοῦ ποταμοῦ- χαρὰ τῆς λαγκαδιᾶς καὶ βιαστικὰ πηγαίνουν καὶ περνοῦν στὴν ἄβυσσο νὰ πέσουνε μὲ μιᾶς, νὰ πέσουν νὰ χαθοῦν!
58
[ΤΟ ΔΑΣΟΣ...] Τὸ Δάσος, κοίτα, ἀπόγυρε στῆς Νύχτας τὴν ἀγκάλη. Μύρο ἀποπνέει μεθυστικό, στενάζει μὲ τὸ ἀηδόνι. Τὸ φεγγαράκι πάνω του περίεργο προβάλλει καὶ στὸν καθρέφτη τοῦ ρυακιοῦ τὰ μάγια του ξαπλώνει.
59
ΟΝΕΙΡΟ Ἄνθη μάζευα γιὰ σένα στὸ βουνὸ ποὺ τριγυρνοῦσα. Χίλια ἀγκάθια τὸ καθένα κι᾿ ὅπως τἄσφιγγα πονοῦσα. Νὰ περάσης καρτεροῦσα στὸ βορηὰ τὸν παγωμένο καὶ τὸ δῶρο μου κρατοῦσα μὲ λαχτάρα φυλαγμένο στὴ θερμὴ τὴν ἀγκαλιά μου. Ὅλο κοίταζα στὰ μάκρη. Ἡ λαχτάρα στὴν καρδιά μου καὶ στὰ μάτια μου τὸ δάκρι. Μέσ᾿ στὸν πόθο μου δὲν εἶδα μαύρη ἡ Νύχτα νὰ σιμώνη κ᾿ ἔκλαψα χωρὶς ἐλπίδα ποὺ δὲ στἄχα φέρει μόνη.
60
ΛΗΣΜΟΝΙΑ Μ᾿ ἐρωτευμένη τὴν καρδιὰ σὲ γνώρισα ἄγριο Δάσο. Ἔπινα στὸ ἀεροφίλημα τὴ μυστικὴ εὐωδιά σου. Πρόσμενα μὲ τὸ ξάστερο σκοτάδι νὰ περάσω, ὅταν τ᾿ ἀερινὸ στοιχιὸ περνοῦσε στὰ κλαδιά σου. Σὲ γνώρισα σ᾿ ἐρωτικὲς νύχτες ρυτιδωμένη θάλασσα σὰν τὸ μέτωπο τῆς συλλογῆς, περνοῦσε πάνω σου χάδι ἡ σκέψη μου καὶ πάντα ἡ ἀνθισμένη ἄκρη σου μὲ τὰ εὐωδιαστὰ φύκια μὲ προσκαλοῦσε. Σᾶς γνώρισαν οἱ ἐρωτικὲς νύχτες μου ὡραῖα λουλούδια, διάφανα, ἀχνά, πολύχρωμα, σὰ φωτεινὰ σημάδια. Βαριὰ ἡ δροσιὰ σὰ φίλημα καὶ ξεχυνόνταν χνούδια χρυσὰ ᾿πό τὰ σμιγμένα σας βλέφαρα στὰ σκοτάδια. Τώρα στὸ φῶς τῆς ἀρνησιᾶς δομένα, ἔτσι ἀλλαγμένα μοῦ δείχνεσθε, στὴ συλλογὴ τὸ νοῦ μου πάω νὰ χάσω. Τάχα εἶστε σεῖς ποὺ γνώρισα; Σεῖς εἶστε ἀγαπημένα λουλούδια, θάλασσα ἀργυρή, πυκνὸ τῶν πεύκων Δάσο; ... ...
61
ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΣΟΥ Ἀκούω τὴ γλώσσα ποὺ λαλοῦν τὰ δυό σου χέρια-ὦ χέρια! καθὼς σιγοσαλεύουνε λευκά, στὸν Πύργο τῆς ἀπελπισιᾶς κρυμμένα περιστέρια ἀπὸ μακριὰ τὰ ξαγναντῶ, σύμβολα εἰρηνικά. Μιλοῦνε, δὲ μιλοῦν; Ἀχεῖ βαθιὰ μέσ᾿ στὴν καρδιά μου χαιρέτισμα ἑνὸς ρόδου στοὺς γκρεμούς. Λάμπουν, δὲ λάμπουνε; Τραβάει μαγνήτης τὴ ματιά μου, ἀνατολὴ τοῦ αὐγερινοῦ στοὺς σκοτεινοὺς χαμούς. Ξανοίγω τὴν ἀγνώριστην ἀγάπη μου κλεισμένη στὸ κρίνο τῶν μπλεγμένων σου χεριῶν καὶ πλέκω τὄνειρο γλυκό. Μὴ μὲ κοιτᾶς, πληθαίνει στὴ σκοτεινιὰ τὸ χρυσὸ φῶς τῶν πλάνων ἀστεριῶν.
62
ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ Ὅταν ἡ σιγαλιὰ πλατιὰ θ᾿ ἁπλώση στὸν κῆπο μου τὴ νύχτα, βροχερὸ τὸ σύννεφο τὸν οὐρανὸ θὰ στρώση σὲ μαῦρο θόλο πάνω του ἱερό. Θὰ γύρουνε στὸ μυστικὸ σκοτάδι τὰ δέντρα, οἱ θάμνοι, ἀργὰ τὴν κεφαλὴ κ᾿ εὐλαβικὰ θὰ ψάλλουν ἔτσι ὁμάδι τὴ θλιβερὴ στερνή τους προσευχή! Ἔλα καὶ μεῖς μαζὶ τὴν προσευχή μας στερνὴ φορὰ νὰ ποῦμε. Θ᾿ ἀκουστῆ στὴ σιγαλιὰ παθιάρικη ἡ φωνή μας, θ᾿ ἀντιλαλήση ὁ θόλος θὰ σπαστῆ, τὸ σύννεφο θὰ κλαίη, θὰ κλαῖμε ἀντάμα, θ᾿ ἀκολουθάη τῶν δέντρων ὁ ψαλμὸς λυπητερὸς τὸ σιγαλό μας κλάμα καὶ θὰ πυκνώνη ἡ σκοτεινιὰ χαμός. Οὔτε ἀπ᾿ ἀστέρι λάμψη δὲ θὰ πέση, τῆς Μοίρας δὲ θὰ δοῦμε τὴ μορφὴ κ᾿ ἐνῶ τὰ χέρια χώρια θὰ μᾶς δέση, τὰ χείλη μας θὰ λὲν τὴν προσευχή.
63
Ο ΠΟΘΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ Εἶνε ὁ πόθος μου τέτιος, ἀγέρα σὰν τὸν ἄγριο θυμό σου ποὺ στὶς πλούσιες κοιλάδες σφυρίζει. Εἶνε ἀνήμερος, ἄγρια φοβέρα, πλούσιοι οἱ τόποι βαθιά μου καὶ σὰ χάρος σκληρὸς τοὺς θερίζει. Κάθε ἐλπίδα, κάθε ὄνειρο νέο τὸ χαϊδεύει σὰν αὔρα ζωοδότρα στὰ ἐαρινὰ φύτρα. Κι᾿ ἂν αὐξάνη καὶ γίνεται ὡραῖο, εἶνε ἡ γόνιμη ὁρμή του ποὺ θὰ γίνῃ ἡ σκληρὴ καταλύτρα.
64
ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ Ἤμουν ἀνίδεη κι᾿ ἄπραγη, παρ᾿ ὅλο ποὺ ἡ παιδικότης μοὖχε πῆ τὸ «χαῖρε». Ὤ, γιὰ νὰ πῶ τὰ λόγια τοῦτα τώρα θύμηση τὶς γλυκὲς πηγές σου φέρε. Εἴχαμε οἱ δυὸ καθήσει στὸ γεφύρι τοῦ ἔρημου δρόμου ποὺ ἔβγαζε στὸ ρέμα, ἀκίνητοι καὶ παραπονεμένοι, μὲ σκεφτικὸ παράξενα τὸ βλέμμα. Τὸ σκεφτικό μας πρόσωπο ἡ Σελήνη τὸ ἀγκάλιαζε μὲ θέρμη καὶ τὸ ἐφίλει μὰ ἐμεῖς μέναμε πάντα καθισμένοι μὲ σιωπηλὰ τὰ ξαφνισμένα χείλη. Λιγάκι πρὶν δὲν ἤμαστε θλιμμένοι μὰ μοὖπε ξαφνικὰ πὼς μ᾿ ἀγαπάει. Αὐτὸ ἦταν! Τί νὰ νοιώσαμε μὲ τοῦτο; Ἄχ! ὅλη ἡ παιδικὴ ψυχή μας πάει!
65
ΘΕΟΣ Ταπεινὴ ρημοκλησούλα, πίσω ἀπὸ βουνοῦ κορφή, σὺ βαθιά μου μέσ᾿ στὴ σκέψη ζεῖς ἀπόμερη, κρυφή. Σκοτεινὴ πάντα, χαμένη στὴν ἀπέραντη ἐξοχὴ καὶ κλεισμένη, τοῦ διαβάτη δὲ ζητᾶς τὴν προσευχή. Τὸ μικρὸ καμπαναριό σου σ᾿ ἑνὸς δέντρου τὰ κλαριά, ποὺ φυτρώνει ἐκεῖ σιμά σου, κρύβει πάντα τὴ θωριά. Κ᾿ ἡ καμπάνα ραϊσμένη δὲν ἀκούστηκε μακριά. Τώρα ρημασμένη χάμω κοίτεται ἄλαλη, βαριά. Ταπεινὴ ρημοκλησούλα, δίχως πίστη ἐγὼ ποτέ, τὸ θεό σου νὰ δοξάσω γονατίζω μπρὸς σ᾿ ἐσέ.
66
Σ᾿ ΑΝΑΜΟΝΗ ΘΑΝΑΤΟΥ Δὲν εἶνε νὰ χαρῶ στὸν κόσμο ἄλλο τίποτα πιά. Τὰ χέρια σου βαριὰ γεμάτα καὶ μοῦ τἄδιασες Ζωή. Τὰ δέχτηκα, δὲ διάλεξα μεγάλο, μικρό, ἦταν χώρια, ἦταν μαζί. Μὰ κάτι ποὺ κρυφά μου τὦχες τάξει κάποτε σπλαχνική, πονετικιὰ σὲ μένα, τὴ μία ὡραία καὶ χωριστή στράτα γιὰ νὰ μὲ βρῆ ποὖχες χαράξει σ᾿ αὐτὸ μόνο δὲ φάνηκες πιστή. Ὢ δὲν μπορεῖ, κι᾿ αὐτὸ θὰ μοῦ τὸ δώσης μον᾿ τὸ κρατᾶς ὡς ποὺ νὰ ξεγνοιαστῶ καὶ νὰ μὲ βρῆ σὰν ἄξαφνη χαρά. –Τη περηφάνειά μου μὴν ταπεινώσης κύττα, μή μου λερώσης τὰ φτερά.
67
ΠΕΠΡΩΜΕΝΟ Ψυχή μου, τοῦ ἄσωτου καημοῦ παιδί, σὰν ποιὰ προσμένεις γαλανὴ μέρα νὰ διαβῆ, μαζί της νὰ σὲ πάρη; Κάτω ἀπ᾿ τὸ φῶς δὲ θὰ μπορῆς τὰ ὄνειρα ν᾿ ἀνασταίνης, θὰ σβήση ἡ ὡραία φλόγα σου καὶ θὰ σοῦ μείνη ἡ χάρη, μέσα σὲ θρόνο ὁλόχρυσο καρτερικὰ νὰ μένης σὰ σ᾿ ἕνα πλούσιο κόσμημα χλωμὸ μαργαριτάρι. Τῆς Νύχτας, σὰ μυστήριο τοῦ Ἅδη σκοτεινιασμένης περνάει τὸ φάσμα, κοίταξε, μὲ θριαμβικὸ καμάρι. Σήκωσε τὰ περήφανα χέρια σου καὶ δεήσου νὰ γίνης ἕνα ἀπ᾿ τὰ πολλὰ τὰ μαῦρα μυστικά της, νὰ μὴ σ᾿ ἀγγίζη ἡ ἐλπίδα, ὅπως τ᾿ ἀνήλια τῆς ἀβύσσου ἡ ἀχτίδα, γιὰ τὰ πρόσχαρα ποὖνε γιὰ σένα ξένα. Καὶ μόνο ἡ σκέψη κάποτε στὸ ἄσκοπο πέταμά της νὰ βρίσκης ὅλα ποὺ πόθησες, τὰ ὡραῖα στερημένα.
68
ΠΕΡΗΦΑΝΕΙΑ Ἔμεινα, καρτερώντας σε, ὡς ποὺ τὸ ἀστέρι ἐφάνη τῆς χαραυγῆς ψηλά. Μὰ ἡ φλόγα τους τὰ δάκριά μου τἄχε ὅλα πιὰ ξεράνει κι᾿ οὔτε ὁ ψυχρὸς Λυκαβηττὸς μ᾿ ἄκουσε, σιωπηλὰ καθὼς θρηνοῦσα τὄνειρο πὤσβηνε στὴν καρδιά μου. Ὤ, τώρα ποὺ σὲ φέρανε οἱ στιγμὲς σιμά μου, πάλι τ᾿ ἄστρο θὰ καρτερῶ, γιὰ νὰ τοῦ πῶ, κρατώντας τὸ δάκρι πὤχει προβάλει στὰ μάτια μου σὰν τὴ χαρὰ θερμὸ καὶ λαμπερό, –τον εἶχα ἀπόψε ὅλον καημὸ μέσα στὴν ἀγκαλιά μου!
69
ΔΕ ΘΑ ΞΑΝΑΡΘΗΣ ΠΙΑ... Δὲ θὰ ξανἄρθης πιά, νὰ μοῦ χαρίσης ἀπ᾿ τὴν ὡραία ζωὴ ποὺ σὲ φλογίζει κάτι, ἕνα της λουλούδι; Σοῦ γεμίζει μὲ τόσα τὴν καρδιὰ καὶ τὸ κορμί. Δὲ θἄρθης πιά, τὰ χέρια μου νὰ σμίξης τὰ παγωμένα, τὰ ἐχθρικά μου χέρια; Πλάι στὰ δικά σου, μερωμένα ταίρια δὲν τὰ ζυγώνει πλέον ἡ ἀφορμή. Δὲ θἄρθης! ...Πὼς ἀργὰ περνοῦν οἱ μέρες. Κι᾿ ὅσο σὺ φεύγεις, τόσο μὲ σιμώνει ἡ γνώριμή μου μοίρα. Τόσο μόνη, τόσον καιρὸ μὲ τὸν κρυφὸ καημό. Δὲ σοῦ περνάει, ἀλήθεια ἀπὸ τὴ σκέψη ὅτι μπορεῖ σὲ μία στιγμὴ θλιμμένη, στὴ μοίρα αὐτὴ ποὺ πάντα μὲ προσμένει νὰ πάω ξανὰ καὶ δίχως γυρισμό;
70
ΠΡΟΔΟΣΙΑ Ζωὴ πῶς μὲ παράδωσες μ᾿ ἕνα φιλὶ στοὺς δήμιους. ............................................................. Οἱ δήμιοί σου, καλόγνωμοι, θάνατο δὲν προστάζουν. Εἶνε κι᾿ αὐτοὶ ἀπ᾿ τοὺς τιμίους σου καὶ τοὺς εὐγενικούς! Χαμόγελο τὰ χείλη τους καὶ γλυκὸ λόγο στάζουν κ᾿ ἔχουν κι᾿ ἀγάπη καὶ σκοποὺς ὡραίους καὶ ἱπποτικούς. Ὤ, ἐμένα τὸ αἷμα μου ἔλειψεν ἀπ᾿ τὴ φριχτὴ ἀγωνία, στὸν ξέσαρκό μου τράχηλο νὰ σέρνεται ἡ θηλιὰ καὶ νὰ μὴ σφίγγῃ. Ὤ, εὐγενικὴ τῶν δημίων μου μανία, ἔχω μέσα στὰ στήθη μου σπασμένη τὴν καρδιά. Ἔχω σπασμένη τὴν καρδιά. Μ᾿ ἔχει ἡ ζωὴ προδώσει καὶ μοῦ ζητᾶνε νὰ γελάσω ἀθῶα καὶ τρυφερὰ καὶ νἆναι μέσ᾿ στὰ μάτια μου χαρὰ καὶ λάμψη τόση, ποὺ νὰ γενῆ στὰ εὐγενικά σας ὄνειρα φτερά. Ἐγὼ πρέπει ἀπ᾿ τὴ λίγη μου σταγόνα νὰ σᾶς θρέψω τοῦ αἵματος, ποὺ φαρμάκωσε κι᾿ αὐτὴ μέσ᾿ στὴν καρδιά. Τὰ φάσματα τῶν πόθων μου λουλούδια νὰ σᾶς δρέψω καὶ νὰ δεχτῶ σὰ μίαν αὐγὴ τὴν τελευταία βραδιά. Κι᾿ ἂν ἡ σπασμένη μου καρδιὰ τρίξη στὸ σαρκασμό μου, κι᾿ ἂν ἀντὶ δάκρι στάξουνε τὰ μάτια μου φωτιά, θὰ μοῦ ραβδίστε τὸ χυδαῖο κι᾿ ἄπρεπο στοχασμό μου εὐγενικὰ στυλώνοντας τὴν βλοσυρὴ ματιά. Ὅμως ἡ βαριὰ μοίρα μου δὲν εἶνε ὁ θάνατός μου. Μέσ᾿ στὴν καρδιά μου βόσκουνε πληγὲς ἀπὸ φωτιά. Ποιὸς ἀπὸ σᾶς, ἀνύποπτα, τίμιος θὰ γίνῃ ἐχθρός μου στὸν ξέσαρκό μου τράχηλο νὰ σφίξη τὴ θηλιά!
71
Ο ΤΡΕΛΛΟΣ Ἕνας τρελλὸς καθότανε στὴν εἴσοδο τὴ νύχτα ἀπόψε καὶ μιλοῦσε, μιλοῦσε βιαστικὰ κι᾿ ὅταν ἀπόσταινε κάποτε, σκεφτικὰ χαμογελοῦσε. Μιλοῦσε γιὰ τὴ γνώση, τὴν ὀνόμαζε τὴν πρώτη ἀδυναμία τῶν ἀνθρώπων. «Μὰ θὰ μιλήσω ἀπόψε κι᾿ ἂς μὲ δέσουνε, ξέρω τὰ μυστικὰ τῶν ἅγιων τόπων! »Ξέρω ὅλο μυστικὰ καὶ γύρω μου ἄφοβα θὰ τὰ βροντοφωνήσω πάλι. Α, ἤμουν τρελλὸς τόσον καιρὸ ποὺ σώπαινα κι᾿ αὐτὰ μοὔχουν βαρύνει τὸ κεφάλι. »Φίλε μου νἆσαι ἁπλῶς πολυλογάς χωρὶς οὐσία, θἆσαι βάρος. Φρόντιζε νἆσαι ὁ πιὸ ἐπικίνδυνος καὶ μόνος σου νὰ παίρνῃς θάρρος. »Νἄχῃς καρδιὰ κι᾿ ὅλο νὰ εὐφραίνεται μ᾿ αἴσθημα καὶ φιλοτιμία, εἶνε... νὰ καρτερᾶς τὸ θάνατο καὶ νἄρθη μία λιποθυμία!!! »Εἶδες ὁ φουκαρὰς ὁ τζίτζικας ψόφησε ἐχτὲς ἀπὸ εἰλικρίνεια. Τὰ λέγε ἀληθινὰ κ᾿ ἐπίμονα καὶ μεῖς τὰ παίρναμε γιὰ γκρίνια. »Στὸ τέλος ἔσκασε ἀπὸ εὐγένεια κ᾿ ἐπίσημα κυλίστηκε στὸ χῶμα... Α φαῦλοι, δὲ θὰ μοῦ τὸ κλείσετε ποτὲ τ᾿ ἀχρεῖο μου τὸ στόμα!» Καὶ τἄλεγε τόσο ἤρεμα τόσο γλυκὰ ἡ ματιά του ἐφωτοβόλει, γελοῦσε ξαφνικὰ κ᾿ ἔτσι χαρούμενα σὰ νἄταν ἡ καρδιά του περιβόλι!
72
ΤΗΝ ΩΡΑ ΤΟΥΤΗ... Τὴν ὥρα τούτη, ὅσο ποτέ, σὲ συλλογιέμαι ἐρημικὴ ψυχή, ξένε διαβάτη. Φίλοι κι᾿ ἀγάπες ἦταν γύρω σου! (Πλανιέμαι ἢ ἀλήθεια λυπημένο εἶχες τὸ μάτι;) Οὔτε μία ἀγάπη, οὔτε ἕνας φίλος τόσο ποὺ σὲ μίαν ὥρα σὰν αὐτή, τὸ χέρι νὰ σοῦ σφίξη. (Θὰ γλυτώσω τὴ φήμη σου ἀπ᾿ τὴν ψεύτικη γιορτή). Δὲν ἐστεκόταν, ναί, κανεὶς τόσο κοντά σου καὶ κάποτε ὅποιον «φίλον» ὀνομάζεις στὴ μοίρα σου εἶνε πρόκληση, ξεφώνημά σου στὴν ἐρημιὰ ποὺ ἡ σιωπή της σὲ τρομάζει. Μονωμένος φριχτά, μὲ ξεσκισμένη ἐλεεινὰ τὴν πορφύρα σου τοῦ ὀνείρου, τράβηξες γιὰ μία χώρα ξακουσμένη κι᾿ ἄφαντη, στὴ βαθιὰ καρδιὰ τοῦ ἀπείρου.
73
ΒΡΑΔΙ ΣΤΟ ΖΑΠΠΕΙΟ Τὴν ὥρ᾿ αὐτὴ ποὺ δὲ λυπᾶμαι κόπη ὁ δεσμὸς μὲ τὴ ζωή. Εἶμαι ἄδεια θήκη ἀποθεμένη μέσα στοῦ κόσμου τὴ βοή. Ἄλλοι μὲ βλέπουν μ᾿ ἕνα βλέμμα ποὺ ὑπόσχεται τὸν οὐρανό. Ἄλλοι τὴν κόλαση μοῦ δείχνουν μέσα σὲ πλαίσιο φωτεινό. Κάποιοι ἔκπληκτοι μὲ χαιρετοῦνε. (Πῶς τάχα νὰ τοὺς συγκινῶ;) Καὶ σκύβουν κάτι γιὰ νὰ ποῦνε, μὰ ποὺ δὲ θἆναι ἀληθινό. Τ᾿ ὁμοίωμά μου θἄχη βέβαια κάποια περίεργη ἱστορία, μὰ ποὺ ὅλη αὐτὴ δὲ θὰ μοῦ λύνει τὴν μικρούλα μου ἀπορία... Γιὰ ὅλα θὰ λένε (Ἐκτὸς ἐμένα εἶνε ὅλοι τους εἰδοποιημένοι). Μὰ δὲ θὰ λένε γιὰ τὰ δαιμόνια ποὺ ἀπὸ μικρὴ μ᾿ ἔχουν παρμένη. Γιὰ τὴν καρδιὰ ποὺ μὲ χρυσάφι πληρῶσαν, τάχα ἀληθινό, κι᾿ ὕστερα μοῦ φωνάζουν πάντα πὼς ἤτανε τὸ πιὸ φτηνό!
74
ΕΜΕΝΑ ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΜΟΥ ΗΤΑΝ ΜΟΝΟ ΓΙΑ ΚΕΙΝΟΝ... Τί θέλω πιὰ νὰ δέχωμαι τὴν προστασία τῆς Μούσας; Νὰ σφίγγω τὴν καρδιά μου νὰ δεχτῆ τὶς νέες ἀγάπες, πίστες καὶ χαρές της, τάχα πὼς εἶναι μοίρα μου κ᾿ εἶνε καὶ διαλεχτή! Πάει ὁ καιρὸς ποὺ ἀχτιδωτὸ τὸ ἀστέρι τῆς ματιᾶς μου ἔφεγγε καὶ τῶν θείων καὶ τῶν γηίνων. Ὢ τῶν παθῶν δὲν κράτησα ἐγὼ τὴν ἀνόσια Λύρα, ἐμένα τὰ τραγούδια μου ἦταν μόνο γιὰ Κεῖνον. Καὶ τραγουδοῦσα τὸν καημὸ τῆς ἄσπιλης ψυχῆς μου μέσ᾿ στῶν δακρύων τὴν εὐχαριστία κι᾿ ὅλη ἡ χαρὰ τοῦ τραγουδιοῦ μου ἦταν, πὼς τὴ φωνή μου θὰ τὴν δεχόταν μία βραδιὰ μπρὸς στὴ φτωχή του ἑστία. Κι᾿ ὡς διάβαζα στὰ μάτια του κάποτε τὴ χαρά του, ποιὰ δόξα πιὸ ἀκριβῆ νὰ πῶ; Στὸ χωρισμό μας τοὔφερναν σὰ χελιδόνια οἱ στίχοι μήνυμα, πὼς ἀπὸ μακριὰ διπλὰ τὸν ἀγαπῶ. Τώρα καμμιά, καμμιὰν ἠχὼ δὲν ἄφησε ἡ φωνή μου σπαραχτικὴ ὅταν γέμισε μιᾶς νύχτας τὸ σκοτάδι. Ὅμως ὅλοι φοβήθηκαν καὶ γὼ πιστεύω ἀκόμα ἀληθινὰ πὼς τὴ βαριὰ χτύπησα πόρτα τοῦ Ἅδη. Λοιπὸν γιατί νὰ δέχωμαι τὸ κάλεσμα τῆς Μούσας; Σαρκάζει ἡ πίστη μέσα μου τῶν θείων καὶ τῶν γηίνων. Μία ἀνόσια Λύρα τῶν παθῶν σὲ μένα δὲν ταιριάζει. Ἐμένα τὰ τραγούδια μου ἦταν μόνο γιὰ Κεῖνον.
75
ΑΜΦΙΒΟΛΙΑ Ὁ νέος ποὺ πρόσμενες νἀρθῇ δὲν ἦρθε μήτε ἀπόψε. -Μὰ τί θὰ τοὔλεγες; Γιατί; Ἄσε τὸ μάταιο νὰ χαθῆ. Τὸ ἄμοιρο φύτρο κόψε. Μὴ σοῦ πλανεύει τὴν καρδιὰ τὴ χιλιοπαθημένη, μία ἀναγελάστρα ἐπιθυμιά. Στὴν ἐαρινὴν αὐτὴ βραδιὰ μία πίκρα εἶνε χυμένη. Μὰ δὲν ἀκοῦς τὴ συμβουλή, τόσο ἡ μαγεία σὲ δένει. Μήτε κι᾿ ἀπόψε δὲ θαρθῆ κ᾿ ἔτσι θὰ γίνῃ πιὸ πολὺ τὸ αὔριο ποὺ περιμένει. Στὰ σκοτεινά του μάτια φῶς ἡ ἀπουσία θὰ χύση, τ᾿ ἀδέξια χέρια του, μὲ ὁρμὴ συγκρατημένη, ἕνας κρυφὸς καημὸς θὰ τὰ φιλήση καὶ θὰ τὰ ἰδῶ νὰ μοῦ ἁπλωθοῦν, νἆναι δειλὰ στὴ νίκη, γλυκὰ στὴν πίστη πὼς μποροῦν, κύμα χαδιῶν, νὰ μὲ τραβοῦν στὸ βάθος σὰ χαλίκι.
76
ΤΟ ΣΠΙΤΑΚΙ ΤΗΣ Μακριὰ ᾿π᾿ τοῦ κόσμου τὴ βοή, τὸ κύμα ἀγνάντια ποὺ γελᾶ, τῆς ἐξοχῆς κεῖ ποὺ ἡ ζωὴ γλυκιά, γαλήνια ἀργοκυλᾶ, Σὰ μιὰ ζωὴ τῆς ἐξοχῆς, σὰν τῆς ζωῆς παλμὸς κρυφός, μέσ᾿ στοὺς ἀνθοὺς κάθ᾿ ἐποχῆς, καμαρωτό, λευκὸ στὸ φῶς, ζεῖ τὸ σπιτάκι της. Ζεστὸ σὰ μία καλόδεχτη ἀγκαλιά, σὰν ἕνα στόμα γελαστό, χαϊδευτικὴ σὰ μιὰ μιλιά. Ἐκεῖ ἡ ζωή της σιωπηλὴ σκορπιέται γύρω καὶ περνᾶ. Κάθε στολίδι διαλαλεῖ τὴ χάρη ποὺ τὸ κυβερνᾶ. Κ᾿ ἡ καλωσύνη της ψυχὴ ἀχνὴ σὰν κρίνων εὐωδιὰ κι᾿ ὁ κάθε λόγος της εὐχὴ σὰ ν᾿ ἀνεβαίνη ἀπ᾿ τὴν καρδιὰ
77
ΣΤΗ ΦΙΛΗ ΜΟΥ Ὅλα τὰ ἄνθη τ᾿ ἀγαπῶ μεθῶ στὸ ἄρωμά των τὸ βλέμμα νὰ βυθίζεται ποθῶ στὰ χρώματά των. Ὑπάρχει ὅμως ἓν λεπτὸν πολὺ εὐῶδες ἄνθος ποὺ δὲν μαραίνεται ποτὲ καὶ τ᾿ ἀγαπῶ μὲ πάθος. Αὐτὸ δὲ θάλλει στοὺς ἀγροὺς στοὺς κήπους δὲν ὑπάρχει καὶ τὰ ἁβρά του πέταλα ὁ ἥλιος δὲν θάλπει. Ἔδαφος ἔχει δι᾿ αὐτὸ ἡ τρυφερὰ καρδία μὲ θέρμη ἀπαράμιλλον καὶ λέγεται Φιλία!
78
ΣΕ ΣΕΝΑ Ξέρω νὰ ψάξω καὶ νὰ βρῶ διαμάντια καὶ ζαφείρια χίλια κι᾿ ἀπ᾿ τοῦ γιαλοῦ τὸ θησαυρὸ μαργαριτάρια καὶ κογχύλια Κ᾿ ἔτσι τεχνόπλεχτα δετὰ μαζὶ μὲ λουλούδια κι᾿ ἀστέρια νὰ τὰ φορεῖς καμαρωτὰ στὸ μέτωπό σου καὶ στὰ χέρια. Ξέρω στὸ διάβα σου μπροστὰ ρόδα καὶ κρίνους νὰ μαδήσω ξέρω μὲ λόγια ταιριαστὰ τὴ χάρη σου νὰ τραγουδήσω. Ξέρω πὼς κάτι χωριστὸ ἀταίριαστο σὲ κάθε ἄλλη χάρισαν Βάσω μου σὲ Σὲ Μοῖρες μὲ τὰ πανώρια κάλλη.
79
Κώστας Καρυωτάκης 1896 - 1928
ΟΙ ΣΤΙΧΟΙ ΜΟΥ Δικά μου οἱ στίχοι, ἀπ᾿ τὸ αἷμα μου, παιδιά. Μιλοῦνε, μὰ τὰ λόγια σὰν κομμάτια τὰ δίνω ἀπὸ τὴν ἴδια μου καρδιά, σὰ δάκρυα τοὺς τὰ δίνω ἀπὸ τὰ μάτια. Πηγαίνουν μὲ χαμόγελο πικρό, ἀφοῦ τὴ ζωὴν ἀνιστορίζω τόσο. Ἥλιο καὶ μέρα καὶ ἥλιο τοὺς φορῶ, ζώνη νὰν τά ῾χουν ὅταν θὰ νυχτώσω. Τὸν οὐρανὸν ὁρίζουν, τὴ γῆ. Ὅμως ρωτιοῦνται ἀκόμα σὰν τί λείπει καὶ πλήττουνε καὶ λιώνουν πάντα οἱ γιοὶ μητέρα ποὺ γνωρίσανε τὴ Λύπη Τὸ γέλιο τοῦ ἁπαλότερου σκοποῦ, τὸ πάθος μάταια χύνω τοῦ φλαούτου· εἶμαι γι᾿ αὐτοὺς ἀνίδεος ρήγας ποὺ ἔχασε τὴν ἀγάπη τοῦ λαοῦ του. Κεῖ ρεύουνε καὶ σβήνουν καὶ ποτὲ δὲν παύουνε σιγά-σιγὰ νὰ κλαῖνε. Ἀλλοῦ κοιτώντας διάβαινε, Θνητέ· Λήθη, τὸ πλοῖο σου φέρε μου νὰ πλένε
82
ΔΟΝ ΚΙΧΩΤΕΣ Οἱ Δὸν Κιχῶτες πᾶνε ὀμπρὸς καὶ βλέπουνε ὡς τὴν ἄκρη τοῦ κονταριοῦ ποὺ ἐκρέμασαν σημαία τους τὴν Ἰδέα. Κοντόφθαλμοι ὁραματιστές, ἕνα δὲν ἔχουν δάκρυ γιὰ νὰ δεχτοῦν ἀνθρώπινα κάθε βρισιὰ χυδαία. Σκοντάφτουνε στὴ Λογικὴ καὶ στὰ ραβδιὰ τῶν ἄλλων ἀστεῖα δαρμένοι σέρνονται καταμεσὶς τοῦ δρόμου, ὁ Σάντσος λέει «δὲ σ᾿ τὸ ῾λεγα;» μὰ ἐκεῖνοι τῶν μεγάλων σχεδίων, ἀντάξιοι μένουνε καί: «Σάντσο, τ᾿ ἄλογό μου!» Ἔτσι ἂν τὸ θέλει ὁ Θερβάντες, ἐγὼ τοὺς εἶδα, μέσα στὴν μίαν ἀνάλγητη Ζωή, τοῦ Ὀνείρου τοὺς ἱππότες ἄναντρα νὰ πεζέψουνε καί, μὲ πικρὴν ἀνέσα, μὲ μάτια ὀγρά, τὶς χίμαιρες ν᾿ ἀπαρνηθοῦν τὶς πρῶτες. Τοὺς εἶδα πίσω νά ῾ρθουνε -- παράφρονες, ὡραῖοι ρηγάδες ποὺ ἐπολέμησαν γι᾿ ἀνύπαρχτο βασίλειο -καὶ σὰν πορφύρα νιώθοντας χλευαστικιά, πὼς ρέει, τὴν ἀνοιχτὴ νὰ δείξουνε μάταιη πληγῆ στὸν ἥλιο!
83
ΠΟΙΗΤΕΣ Πῶς σβήνετε, πικροὶ ξενιτεμένοι! Ἀνθάκια μου χλωμά, ποὺ σᾶς ἐπῆραν σὲ κήπους μακρινοὺς νὰ σᾶς φυτέψουν... Βιολέτες κι ἀνεμῶνες, ξεχασμένες στὰ ξένα ποὺ πεθαίνετε παρτέρια, κρατώντας, ἀργυρὴ δροσοσταλίδα, βαθιά σας τὴν ἐλπίδα τῆς πατρίδας... Χτυπιοῦνται, πληγωμένες πεταλοῦδες, στὸ χῶμα σας οἱ θύμησες κι οἱ πόθοι. Τὸ φῶς, ποὺ κατεβαίνει, τῆς ἡμέρας, κι ἁπλώνεται γλυκύτατο καὶ παίζει μ᾿ ὅλα τριγύρω τ᾿ ἄλλα λουλουδάκια, περνάει ἀπὸ κοντά σας καὶ δὲ βλέπει τὸν πόνο σας ὡραῖο, γιὰ νὰ χαϊδέψει τὰ πορφυρὰ θρηνητικὰ μαλλιά σας. Εἰδυλλιακὲς οἱ νύχτες σᾶς σκεπάζουν, κι ἢ καλωσύνη ἂν χύνεται τῶν ἄστρων, ταπεινοὶ καθὼς εἶστε, δὲ σᾶς φτάνει. Ὁλοῦθε πνέει, σὰ λίβας, τῶν ἀνθρώπων ἡ τόση μοχθηρία καὶ σᾶς μαραίνει, ἀνθάκια μου χλωμά, ποὺ σᾶς ἐπῆραν σὲ κήπους μακρινοὺς νὰ σᾶς φυτέψουν.
84
ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΣΤΟΥΣ ΑΔΟΞΟΥΣ ΠΟΙΗΤΕΣ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ Ἀπὸ θεοὺς κι ἀνθρώπους μισημένοι, σὰν ἄρχοντες ποὺ ἐξέπεσαν πικροί, μαραίνονται οἱ Βερλαίν· τοὺς ἀπομένει πλοῦτος ἡ ρίμα πλούσια καὶ ἀργυρή. Οἱ Οὐγκὸ μὲ «Τιμωρίες» τὴν τρομερὴ τῶν Ὀλυμπίων ἐκδίκηση μεθοῦνε. Μὰ ἐγὼ θὰ γράψω μία λυπητερὴ μπαλάντα στοὺς ποιητὲς ἄδοξοι πού ῾ναι Ἂν ἔζησαν οἱ Πόε δυστυχισμένοι, καὶ ἂν οἱ Μπωντλαὶρ ἐζήσανε νεκροί, ἡ Ἀθανασία τοὺς εἶναι χαρισμένη. Κανένας ὅμως δὲν ἀνιστορεῖ καὶ τὸ ἔρεβος ἐσκέπασε βαρὺ τοὺς στιχουργοὺς ποὺ ἀνάξια στιχουργοῦνε. Μὰ ἐγὼ σὰν προσφορὰ κάνω ἱερὴ μπαλάντα στοὺς ποιητὲς ἄδοξοι πού ῾ναι. Τοῦ κόσμου ἡ καταφρόνια τοὺς βαραίνει κι αὐτοὶ περνοῦνε ἀλύγιστοι κι ὠχροί, στὴν τραγικὴ ἀπάτη τους δομένοι πὼς κάπου πέρα ἡ Δόξα καρτερεῖ, παρθένα βαθυστόχαστα ἱλαρή. Μὰ ξέροντας πὼς ὅλοι τους ξεχνοῦνε, νοσταλγικὰ ἐγὼ κλαίω τὴ θλιβερὴ μπαλάντα στοὺς ποιητὲς ἄδοξοι πού ῾ναι. Καὶ κάποτε οἱ μελλούμενοι καιροί: «Ποιὸς ἄδοξος ποιητής» θέλω νὰ ποῦνε «τὴν ἔγραψε μίαν ἔτσι πενιχρὴ μπαλάντα στοὺς ποιητὲς ἄδοξοι πού ῾ναι;»
85
ΔΕΝΤΡΟ Μὲ ἀδιάφορο τὸ μέτωπο καὶ πρᾶο, τὰ δείλια, τὶς αὐγὲς θὰ χαιρετάω. Δέντρο θὰ στέκομαι, ὅμοια νὰ κοιτάζω τὴ θύελλαν ἢ τὸν οὐρανὸ γαλάζο. Εἶναι ζωή, θὰ λέω, τὸ φέρετρο ὅπου λύπη, χαρὰ τελειώνουνε τοῦ ἀνθρώπου.
86
ΧΑΡΑ Ἐλπίζω τὸ λουλούδι καὶ ἀπ᾿ τὰ σχίνα. Γελάει τὸ χλόισμα σὰν τὸν ἔρωτά μου. Τὸ πεῦκο παίζει ἁβρὸ μὲ τὴν ἀχτίνα. Θὰ εὐώδιασαν οἱ τάφοι, κλῖνες γάμου. Παλμὸς τοῦ δάσους, φεύγει μία ἐλαφίνα. Καὶ δίπλα ποὺ ξαπλώσαμε δῶ χάμου, τὴν ψυχούλα τους στάζουν ἄγρια κρίνα κι ἀνοίγει, ρόδο αἱμάτινο, ἡ χαρά μου. Τὴ βλέπω -- στὰ μαλλιά σου πνέει -- τὴν αὔρα. Εἶναι βαθιὰ τὰ μάτια σου ὅπως νά ῾βρᾷ τὸ δρόμο τῆς ζωῆς μου, τὸν Ἀπρίλη. Πιὰ δὲν πονῶ μηδὲ τὴν ἀνεμώνη, στῆς γῆς ἡ ἐρωτοπάλη ποὺ τὴ λειώνει, καθὼς ὁρμάω γιὰ νὰ σοῦ πιῶ τὰ χείλη.
87
ΣΕ ΠΑΛΑΙΟ ΣΥΜΦΟΙΤΗΤΗ Φίλε, ἡ καρδιά μου τώρα σὰ νὰ ἐγέρασε. Τελείωσεν ἡ ζωή μου τῆς Ἀθήνας, ποὺ ὅμοια γλυκὰ καὶ μὲ τὸ γλέντι ἐπέρασε καὶ μὲ τὴν πίκρα κάποτε τῆς πείνας. Δὲ θά ῾ρθω πιὰ στὸν τόπο ποὺ ἡ πατρίδα μου τὸν ἔδωκε τὸ γιόρτασμα τῆς νιότης, παρὰ περαστικός, μὲ τὴν ἐλπίδα μου, μὲ τ᾿ ὄνειρο ποὺ ἐσβήστη, ταξιδιώτης. Προσκυνητὴς θὰ πάω κατὰ τὸ σπίτι σου καὶ θὰ μοῦ ποῦν δὲν ξέρουν τί ἐγίνης. Μ᾿ ἄλλον μαζὶ θὰ ἰδῶ τὴν Ἀφροδίτη σου κι ἄλλοι τὸ σπίτι θά ῾χουν τῆς Εἰρήνης. Θὰ πάω πρὸς τὴν ταβέρνα, τὸ σαμιώτικο ποὺ ἐπίναμε γιὰ νὰ ξαναζητήσω. Θὰ λείπεις, τὸ κρασί τους θά᾿ ναι ἀλλιώτικο, ὅμως ἐγὼ θὰ πιῶ καὶ θὰ μεθύσω. Θ᾿ ἀνέβω τραγουδώντας καὶ τρεκλίζοντας στὸ Ζάππειο ποὺ ἐτραβούσαμεν ἀντάμα. Τριγύρω θά ῾ναι ὡραῖα πλατὺς ὁ ὁρίζοντας, καὶ θά ῾ναι τὸ τραγούδι μου σὰν κλάμα.
88
ΓΡΑΦΙΑΣ Οἱ ὧρες μ᾿ ἐχλώμιαναν, γυρτὸς ποὺ βρέθηκε ξανὰ στὸ ἀχάριστο τραπέζι. (Ἀπ᾿ τ᾿ ἀνοιχτὸ παράθυρο στὸν τοῖχο ἀντικρινὰ ὁ ἥλιος γλιστράει καὶ παίζει.) Διπλώνοντας τὸ στῆθος μου, γυρεύω ἀναπνοὴ στὴ σκόνη τῶν χαρτιῶν μου. (Σφύζει γλυκὰ καὶ ἀκούγεται χιλιόφωνα ἡ ζωὴ στὰ ἐλεύθερα τοῦ δρόμου.) Ἀπόκαμα, θολώσανε τὰ μάτια μου καὶ ὁ νοῦς, ὅμως ἀκόμη γράφω. (Στὸ βάζο ξέρω δίπλα μου δυὸ κρίνους φωτεινούς. Σὰ νά ῾χουν βγεῖ σὲ τάφο.)
89
ΠΑΡΕ ΤΑ ΔΩΡΑ... Πάρε τὰ δῶρα τῆς ψυχῆς σου νά ῾ρτεις. Σοῦ ἑτοίμασα τὴ μαύρη κάμαρά μου. Στὸν κῆπο μου ἀρρώστησεν ὁ Μάρτης, καὶ ἀρρώστησεν ὁ Μάρτης στὴν καρδιά μου. Πάρε τοῦ πόνου σου τὴ σμύρνα κι ἔλα. Ὅλα θὲ νὰ σ᾿ ἀρέσουν· ἔχω κόψει τὸ ρόδο, στὸ παράθυρο, ποὺ ἐγέλα τὴν αὐστηρή μου βλέποντας τὴν ὄψη. Πάρε ἀπαλὰ τὸν οἶχτο σου, νὰ φτάσεις, καὶ πᾶρε τοῦ καημοῦ σου τὴ γαλήνη. Στὰ μάτια μου τὸ χέρι θὰ περάσεις, τὸ βραδινό μου δέος γιὰ ν᾿ ἁπαλύνει.
90
ΠΕΘΑΙΝΟΝΤΑΣ Μάταιη ψυχή, στὴν ἀτονία ἑσπέρας ἐαρινῆς, ἐνῷ θὰ κλείνεις τὰ χρυσὰ φτερά σου πληγωμένη, τὴν ὥρα ποὺ σὰ λύτρωση κάτι θὰ καρτερεῖς, φτωχὴ καρδιά, θανάσιμα μὰ αἰώνια λυπημένη· ὅταν, φτασμένη ἀπάνω στὸν ὁρίζοντα, θὰ ἰδεῖς μίση νὰ φεύγουν οἱ ἔρωτες, χολὴ τὰ πάθη σου ὅλα, ὅταν ἀνέβει ἀπὸ τὰ ἐξαίσια τ᾿ ἄνθη τῆς ζωῆς μύρον ἡ ἀπογοήτευση, ψυχή μου ὀνειροπόλα τὴν ὥρα τὴν ὑπέρτατη ποὺ θὲ νὰ θυμηθεῖς μ᾿ ἕνα μόνο χαμόγελο τὰ φίλα καὶ τὰ ἐνάντια μάταιη ψυχή, στὸ πέλαγο, στὸ ἀγέρι τί θὰ πεῖς; ὤ, τί θὰ πεῖς, στενὴ καρδιά, στὴ χλωμὴ δύση ἀγνάντια;
91
ΜΟΝΟ Ἄχ, ὅλα ἔπρεπε νά ῾ρθουν καθὼς ἦρθαν! Οἱ ἐλπίδες καὶ τὰ ρόδα νὰ μαδήσουν. Βαρκοῦλες νὰ μοῦ φύγουνε τὰ χρόνια, νὰ φύγουνε, νὰ σβήσουν. Ἔτσι, ὅπως ἐχωρίζαμε τὰ βράδια, γιὰ πάντα νὰ χαθοῦνε τόσοι φίλοι. Τὸν τόπο ποὺ μεγάλωνα παιδάκι ν᾿ ἀφήσω κάποιο δείλι. Τὰ ὡραῖα κι ἁπλὰ κορίτσια -- ὤ, ἀγαποῦλες! -ἡ ζωὴ νὰ μοῦ τὰ πάρει, χοροῦ γῦρος. Ἀκόμη ὁ πόνος, ἄλλοτε ποὺ εὐώδα, νὰ μὲ βαραίνει στεῖρος. Ὅλα ἔπρεπε νὰ γίνουν. Μόνο ἡ νύχτα δὲν ἔπρεπε γλυκιὰ ἔτσι τώρα νά ῾ναι, νὰ παίζουνε τ᾿ ἀστέρια ἐκεῖ σὰν μάτια καὶ σὰ νὰ μοῦ γελᾶνε.
92
ΑΦΙΕΡΩΜΑ Ἀσημένιο τὸ μέτωπο. Καὶ ὡραῖα τὰ μάτια σου ἐφωσφόριζαν γαλάζα. Τὸ πιάνο καθὼς ἄνοιγες, δυὸ νέα τριαντάφυλλα τρεμίζανε στὰ βάζα. μὰ οἱ κρόταφοί σου ρόδα πλέον ὡραῖα. Ἐπάλευαν τὰ χέρια σου, ἐκερδίζαν· τὰ πλήχτρα ὑποχωρούσανε· τὶς νότες, τὴ μελῳδία σὰν ἔπαθλο χαρίζαν. Ἀκούαμε. Καὶ τὰ αἰσθήματα, δεσμῶτες ποὺ τὴν ἐλευτερία τοὺς ἐκερδίζαν. Δὲν θυμοῦμαι καλά, πέρασαν χρόνια, πὼς εἶχες ὅμως λέω καὶ τραγουδήσει· ἐξὸν ἂν ἐκελάηδησαν ἀηδόνια. Λάλο ἢ βουβό, τὸ χεῖλο σου εἶναι βρύση, ἐλάφια κουρασμένα ἐμὲ τὰ χρόνια. Ἡ πεταλούδα πάντα θὰ πετάξει ἀφήνοντας στὰ δάχτυλα τὴ γύρη. Θρίσμα τὸ ἀντίο, τὸ χέρι σου μετάξι, κι ἐχάθηκες. Ἀπὸ τὸ παραθύρι ἡ πεταλούδα πάντα θὰ πετάξει...
93
ΕΣΠΕΡΑ Ἔτσι προχθὲς ἦταν γλυκιὰ ἡ ἑσπέρα... Ἡ σκέψη μου νοσταλγικὰ ἐνυχτώθη στὸν κῆπο, στὴ λιμνούλα καὶ στὴ σέρα ποὺ ἐσβήνανε τριαντάφυλλα σὰν πόθοι κι ἐπέθαινε στὰ τζάμια πάνω ἡ μέρα. Ἔτσι προχθὲς ἦταν γλυκιὰ ἡ ἑσπέρα... Ἕνας καημὸς ποὺ ἀκόμα δὲν ἐδόθη γινόταν ἄστρο. Σύννεφο ἀπὸ πέρα μεγάλωνε (ἴδιο σάβανο ποὺ κλώθει μὲ μοχθηρὴ σπουδὴ μοιραία μητέρα). Ἔτσι προχθὲς ἦταν γλυκιὰ ἡ ἑσπέρα... Ὅταν τὸ δέος μου ἀξήγητον ἁπλώθη, τὸ στερνὸ ρόδο θά ῾χανε ἡ σέρα καὶ ἡ λίμνη μὲ νεκρόφυλλα θὰ ἐστρώθη. Τ᾿ ἄστρα ζυγώνανε, καημοὶ ἀπὸ πέρα. Ἔτσι προχθὲς ἦταν γλυκιὰ ἡ ἑσπέρα...
94
ΜΟΝΑΞΙΑ Μεσάνυχτα καὶ λείπετε, ἀδερφοῦλες μου. Σαλεύει θλιβερὸ τὸ κυπαρίσσι. Τὶς κάμαρες θ᾿ ἀνοίξω ποὺ στοιχειώσανε, τ᾿ ἀγέρι κι ἡ νυχτιὰ νὰν τὶς γιομίσει. Ἄνε μὲ πάρει ὁ ὕπνος, μέσα στ᾿ ὄνειρο θά ῾ρθει κάποια ἀπὸ σᾶς νὰ ξυπνήσει. Ποῦ πήγατε, ἀδερφοῦλες μου, κι ἀπόμεινα μονάχη μὲς στὸ σπίτι μας καὶ ξένη; Στὴν ἅρπα, ποὺ ἐνοστάλγησε τὰ δάχτυλα, ἡ ἀράχνη τὸν καημό μου τὸν ὑφαίνει. Τὰ χέρια μου, ὅπως δένω κι ὅπως θλίβομαι, μὲ βλέπει ἀντίκρυ ὁ σκύλος καὶ σωπαίνει. Τί νά ῾φταιξα καὶ ἀσπρίζουν στὸ τρισκόταδο, σὰν τάφοι, τ᾿ ἀδειανά σας τὰ κρεβάτια; Ποτὲ τοῦ γυρισμοῦ τὸ γλυκοτράγουδο, ποτὲ δὲ θὰν τὸ ποῦν τὰ σκαλοπάτια; Πῶς ξεχειλᾷ σὰ δάκρυον, ἀδερφοῦλες μου, ἡ ἀγάπη στὰ μεγάλα μου τὰ μάτια!
95
ΚΙ ΑΝ ΕΣΒΗΣΕ ΣΑΝ ΙΣΚΙΟΣ... Κι ἂν ἔσβησε σὰν ἴσκιος τ᾿ ὄνειρό μου, κι ἂν ἔχασα γιὰ πάντα τὴ χαρά, κι ἂν σέρνομαι στ᾿ ἀκάθαρτα τοῦ δρόμου, πουλάκι μὲ σπασμένα τὰ φτερά· κι ἂν ἔχει, πρὶν ἀνοίξει, τὸ λουλούδι στὸν κῆπο τῆς καρδιᾶς μου μαραθεῖ, τὸ λεύτερο ποὺ ἐσκέφτηκα τραγούδι κι ἂν ξέρω πὼς ποτὲ δὲ θὰ εἰπωθεῖ· κι ἂν ἔθαψα τὴν ἴδια τὴ ζωή μου βαθιὰ μέσα στὸν πόνο ποὺ πονῶ -καθάρια πὼς ταράζεται ἡ ψυχή μου σὰ βλέπω τὸ μεγάλο οὐρανό, ἡ θάλασσα σὰν ἔρχεται μεγάλη, καὶ ὀγραίνοντας τὴν ἄμμο τὸ πρωί, μοῦ λέει γιὰ κάποιο γνώριμο ἀκρογιάλι, μοῦ λέει γιὰ κάποια πού ῾ζησα ζωή!
96
ΥΣΤΕΡΟΦΗΜΙΑ Τὸ θάνατό μας χρειάζεται ἡ ἄμετρη γύρω φύση καὶ τὸν ζητοῦν τὰ πορφυρὰ στόματα τῶν ἀνθῶν. Ἂν ἔρθει πάλιν ἡ ἄνοιξη, πάλι θὰ μᾶς ἀφήσει, κι ὕστερα πιὰ μήτε σκιὲς δὲν εἴμεθα σκιῶν. Τὸ θάνατό μας καρτερεῖ τὸ λαμπρὸ φῶς τοῦ ἥλιου. Τέτοια θὰ δοῦμε ἀκόμη μιὰ δύση θριαμβική, κι ὕστερα φεύγουμεν ἀπὸ τὰ βράδια τοῦ Ἀπριλίου, στὰ σκοτεινὰ πηγαίνοντας βασίλεια πέρα κεῖ. Μόνο μπορεῖ νὰ μείνουνε κατόπι μας οἱ στίχοι δέκα μονάχα στίχοι μας νὰ μείνουνε, καθὼς τὰ περιστέρια ποὺ σκορποῦν οἱ ναυαγοὶ στὴν τύχη, κι ὅταν φέρουν τὸ μήνυμα δὲν εἶναι πιὰ καιρός.
97
ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΤΑΞΙΔΙ Καλὸ ταξίδι, ἀλαργινὸ καράβι μου, στοῦ ἀπείρου καὶ στῆς νυχτὸς τὴν ἀγκαλιά, μὲ τὰ χρυσά σου φῶτα! Νά ῾μουν στὴν πλώρη σου ἤθελα, γιὰ νὰ κοιτάζω γύρου σὲ λιτανεία νὰ περνοῦν τὰ ὀνείρατα τὰ πρῶτα. Ἡ τρικυμία στὸ πέλαγος καὶ στὴ ζωὴ νὰ παύει, μακριὰ μαζί σου φεύγοντας πέτρα νὰ ρίχνω πίσω, νὰ μοῦ λικνίζεις τὴν αἰώνια θλίψη μου, καράβι, δίχως νὰ ξέρω ποῦ μὲ πᾶς καὶ δίχως νὰ γυρίσω!
98
[Ο ΚΗΠΟΣ ΕΙΜΑΙ...] Ὁ κῆπος εἶμαι ποὺ ἄλλοτε μὲ τ᾿ ἄνθη του εὐωδοῦσε κι ἐγέμιζε μὲ χαρωπὸ τιτύβισμα πουλιῶν, ποὺ μὲ κρυφομιλήματα καὶ ψίθυρο φιλιῶν, τὴ νύχτα, στὴ σκιάδα του, ἡ ἀγάπη ἐπερπατοῦσε. Ὁ κῆπος εἶμαι ποὺ ἔμεινε χρόνια πολλὰ στὴν ἴδια θέση, μάταια προσμένοντας κάποιαν ἐπιστροφή, ποὺ ἀντὶ λουλούδια τώρα πιὰ στ᾿ ἀγκάθια ἔχει ταφεῖ, ποὺ σώπασαν τ᾿ ἀηδόνια του καὶ πνίγεται στὰ φίδια.
99
[ΟΛΑ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΜΟΥ...] Ὅλα τὰ πράγματά μου ἔμειναν ὅπως νά ῾χω πεθάνει πρὶν ἀπὸ καιρούς. Σκόνη στὴ σκόνη ἐγέμισεν ὁ τόπος, καὶ γράφω μὲ τὸ δάκτυλο σταυρούς. Ὅλα τὰ πράγματά μου ἀναθυμοῦνται μίαν ὥρα ποὺ περάσαμε μαζί, σ᾿ ἐκείνη τὰ βιβλία μου λησμονοῦνται, σ᾿ ἐκείνη τὸ ρολόι ἀκόμα ζεῖ. Ἦταν εὐτυχισμένη τότε ἡ ὥρα, ἦταν ἕνα δείλι ζωγραφιστό. Ἔχω πεθάνει τόσα χρόνια τώρα, κι ἔμεινε τὸ παράθυρο κλειστό. Κανένας, οὔτε ὁ ἥλιος, πιὰ δὲ μπαίνει. Τὸ ἐρημικό μου σπίτι ἀντιβοεῖ στὴν ὥρα κείνη ἀκόμα, ποὺ σημαίνει, αὐτὴ μονάχα, βράδυ καὶ πρωί. Δὲν ξέρω δῶ ποιὸς εἶναι τώρα ὁ τόπος, δὲ ξέρω ποιὸς χαράζει τοὺς σταυρούς, κι ὅλα τὰ πράγματά μου ἔμειναν ὅπως νά ῾χω πεθάνει πρὶν ἀπὸ καιρούς.
100
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ Ἐγὼ δὲν ἐπλανήθηκα σὲ δάση ἀπάρθενα, βουερά, μηδὲ ἡ ριπὴ μ᾿ ἐχτύπησε τοῦ ὠκεάνειου ἀνέμου. Σκλάβο πουλί, τ᾿ ἀνώφελα πηγαίνω σέρνοντας φτερὰ καὶ δὲ θὰ ἰδῶ τοὺς οὐρανοὺς ποὺ νοσταλγῶ, ποτέ μου. Μὰ πάντα, ὦ φύση, ἀλίμονο! πόσο ἡ ψυχή μου ταπεινὴ λάτρισσα στὸ παραμικρὸ γίνεται μάντεμά σου, καὶ πόσο, τώρα ποὺ ἡ βραδιὰ θὰ πέσει φθινοπωρινή, τὸ καθετὶ περσότερο μοῦ λέει τὴν ὀμορφιά σου! Μὲ μίαν ἀκρούλα σύννεφου ταξιδεμένου μὲ καλεῖς, μὲ τὸ χρυσίο χαμόγελο τοῦ μαραμένου βρύου, μ᾿ ἕνα χορτάρι ἀνάμεσα στὶς πλάκες ὅλες τῆς αὐλῆς, ποὺ τὸ σαλεύει μοναχὸ ἡ πνοὴ τοῦ Σεπτεμβρίου. Καὶ τὴ φωνή σου ἀκούγοντας, τὴ μυστικιά, τὴ δυνατή, ὦ φύση, θά ῾ρθω κάποτε φέρνοντας τὸ σταυρό μου. Θά ῾ναι τὸ χῶμα σου ἐλαφρό, καὶ θά ῾ναι πάντα ὀνειρευτὴ ἡ ὥρα μὲ τ᾿ ἀναπάντεχο τέλος τοῦ μάταιου δρόμου!
101
[ΤΙ ΝΕΟΙ ΠΟΥ ΦΤΑΣΑΜΕΝ ΕΔΩ...] Τί νέοι ποὺ φτάσαμεν ἐδῶ, στὸ ἔρμο νησί, στὸ χεῖλος τοῦ κόσμου, δῶθε ἀπ᾿ τ᾿ ὄνειρο καὶ κεῖθε ἀπ᾿ τὴ γῆ! Ὅταν ἀπομακρύνθηκεν ὁ τελευταῖος μας φίλος, ᾔρθαμε ἀγάλι σέρνοντας τὴν αἰώνια πληγή. Μὲ μάτι βλέπουμε ἀδειανό, μὲ βῆμα τσακισμένο τὸν ἴδιο δρόμο παίρνουμε καθένας μοναχός, νοιώθουμε τ᾿ ἄρρωστο κορμί, ποὺ ἐβάρυνε, σὰν ξένο, ὑπόκωφος ἀπὸ μακριὰ ἡ φωνή μας φτάνει ἀχός. Ἡ ζωὴ διαβαίνει, πέρα στὸν ὁρίζοντα σειρῆνα, μὰ θάνατο, καθημερνὸ θάνατο, μὲ χολὴ μόνο, γιὰ μᾶς ἡ ζωὴ θὰ φέρει, ὅσο ἂν γελᾷ ἡ ἀχτίνα τοῦ ἥλιου καὶ οἱ αὖρες πνέουνε. Κι εἴμαστε νέοι, πολὺ νέοι, καὶ μᾶς ἄφησεν ἐδῶ, μιὰ νύχτα, σ᾿ ἕνα βράχο, τὸ πλοῖο ποὺ τώρα χάνεται στοῦ ἀπείρου τὴν καρδιά, χάνεται καὶ ρωτιόμαστε τί νά ῾χουμε, τί νά ῾χω, ποὺ σβήνουμε ὅλοι, φεύγουμ᾿ ἔτσι νέοι, σχεδὸν παιδιά!
102
Καθὼς βαδίζω, μιὰ σκιὰ μ᾿ ἀκολουθεῖ ἀπὸ πάνω σὰν βαρὺ νέφος ἢ φτερὸ δυσοίωνου πουλιοῦ. Εἶναι μαζί μου ὅπου νὰ πάω, μαζί μου ὅ,τι νὰ κάνω, καὶ δὲν ἀφήνει οὔτε νὰ δῶ τὸν ἥλιο τοῦ θεοῦ. *****
103
Σάββατο βράδυ: ἀνοίγουνε στὸ δρόμο σὰ λουλούδια οἱ ἁπλὲς καρδιές, παθητικὰ ν᾿ ἀνέβουνε τραγούδια ποὺ γιὰ τὴ χαρὰ ἢ τὸν ἁπαλὸ τοῦ ἔρωτα ψάλλουν πόνο, ἐνῷ γιὰ μένα ἡ ἑβδομάδα ἐτελείωσε καὶ μόνο. *****
104
Ἕνα σπιτάκι ἀπόμερο, στὸ δείλι, στὸν ἐλαιῶνα, μιὰ καμαρούλα φτωχική, μιὰ βαθιὰ πολυθρόνα, μιὰ κόρη ποὺ στοχαστικὰ τὸν οὐρανὸ κοιτάει, ὤ, μιὰ ζωὴ ποὺ χάνεται καὶ μὲ τὸν ἥλιο πάει! *****
105
Λύπη ἂς ἐρχόταν ἡ χαρά, μόνο ἤθελα νὰ σπάσει ἐμὲ ἡ καρδιὰ κι ἀνάλαφρη νὰ πέσει καταγῆς, ὅπως τὸ ροδοπέταλο ποὺ θύελλα ἔχει ἁρπάσει, ἢ ἀκόμη ποὺ τὸ ἐβάρυνε καὶ ἡ δρόσος τῆς αὐγῆς. *****
106
Μίσθια δουλειά, σωροὶ χαρτιῶν, ἔγνοιες μικρές, καὶ λῦπες ἄθλιες, μὲ περιμένανε σήμερα καθὼς πάντα. Μόνο εἶδα, φεύγοντας πρωί, στὴν πόρτα μου τολύπες τὰ ρόδα, καὶ γυρίζοντας ἔκοψα μία γιρλάντα. *****
107
Σύμβολα ἐμείναμε καιρῶν ποὺ ἀπάνω μας βαραίνουν, ἄλυτοι γρῖφοι ποὺ μιλοῦν μονάχα στὸν ἑαυτό τους, τάφοι ποὺ πάντα μὲ ἀνοιχτὴ χρονολογία προσμένουν, γράμματα ποὺ δὲν ἔφτασαν ποτὲ στὸν προορισμό τους *****
108
Ἄλογα μαῦρα, θίασος ἱπποδρομίου, πετοῦνε οἱ σκέψεις τώρα, φεύγοντας τὴ μάστιγα τοῦ λόγου. Κι εἶμαι ἕνας κλόουν τραγικός, ποὺ οἱ ἄνθρωποι θὰ δοῦνε νὰ παίζει, νὰ συντρίβεται μὲ τὴν ὁπλὴ τοῦ ἀλόγου.
109
[ΟΙ ΑΓΑΠΕΣ] Θά ῾ρθουν ὅλες μία μέρα, καὶ γύρω μου θὰ καθίσουν βαθιὰ λυπημένες. Φοβισμένα σπουργίτια τὰ μάτια τους, θὰ πετοῦνε στὴν κάμαρα μέσα. Ὠχρὰ χέρια θὰ σβήνουν στὸ σύθαμπο καὶ θανάσιμα χείλη θὰ τρέμουν. «Ἀδελφέ» θὰ μοῦ ποῦν «δέντρα φεύγουνε μὲς στὴ θύελλα, καὶ πιὰ δὲ μποροῦμε, δὲν ὁρίζουμε πιὰ τὸ ταξίδι μας. Ἕνα θάνατο πᾶρε καὶ δῶσε. Ἐμεῖς, κοίτα, στὰ πόδια σου ἀφήνουμε, συναγμένο ἀπὸ χρόνια, τὸ δάκρυ. «Τὰ χρυσὰ ποῦ ῾ναι τώρα φθινόπωρα, ποῦ τὰ θεῖα καλοκαίρια στὰ δάση; Ποῦ οἱ νυχτιὲς μὲ τὸν ἄπειρον, ἔναστρο οὐρανό, τὰ τραγούδια στὸ κῦμα; Ὅταν πίσω καὶ πέρα μακραίνανε, ποῦ νὰ ἐπῆγαν χωριά, πολιτεῖες; »Οἱ θεοὶ μᾶς ἐγέλασαν, οἱ ἄνθρωποι, κι ἤρθαμε ὅλες ἀπόψε κοντά σου, γιατί πιὰ τὴν ἐλπίδα δὲν ἄξιζε τὸ σκληρό μας, ἀβέβαιο ταξίδι. Σὰ φιλί, σὰν ἐκεῖνα ποὺ ἀλλάζαμε, ἕνα θάνατο πᾶρε καὶ δῶσε.» Θὰ τελειώσουν. Ἐπάνω μου γέρνοντας, θ᾿ ἀπομείνουν βουβές, μυροφόρες. Ὁλοένα στὴν ἥσυχη κάμαρα θὰ βραδιάζει, καὶ μήτε θὰ βλέπω τὰ μεγάλα σὰν ἔκπληκτα μάτια τους ποὺ γεμίζανε φῶς τὴ ζωή μου... 110
[ΕΝΑ ΞΕΡΟ ΔΑΦΝΟΦΥΛΛΟ...] Ἕνα ξερὸ δαφνόφυλλο τὴν ὥρα αὐτὴ θὰ πέσει, τὸ πρόσχημα τοῦ βίου σου, καὶ θ᾿ ἀπογυμνωθεῖς. Μὲ τὸ δέντρο δίχως φύλλωμα θὰ παρομοιωθεῖς, ποὺ τὸ χειμῶνα ἀπάντησε στὸ δρόμου ἐκεῖ τὴ μέση. Κι ἀφοῦ πιὰ τότε θά ῾ναι ἀργὰ νέες χίμαιρες νὰ πλάσεις ἢ ἀκόμη μιὰ ἐπιπόλαιη καὶ συμβατικὴ χαρά, θ᾿ ἀνοίξεις τὸ παράθυρο γιὰ τελευταῖα φορά, κι ὅλη σου τὴ ζωὴ κοιτάζοντας, ἤρεμα θὰ γελάσεις.
111
[ΘΕΛΩ ΝΑ ΦΥΓΩ ΠΙΑ...] Θέλω νὰ φύγω πιὰ ἀπὸ δῶ, θέλω νὰ φύγω πέρα, σὲ κάποιο τόπο ἀγνώριστο καὶ νέο, θέλω νὰ γίνω μία χρυσὴ σκόνη μὲς στὸν αἰθέρα, ἁπλὸ στοιχεῖο, ἐλεύθερο, γενναῖο. Σὰν ὄνειρο νὰ φαίνονται ἁπαλὸ καὶ νὰ μιλοῦνε ἕως τὴν ψυχὴ τὰ πράγματα τοῦ κόσμου, ὡραῖα νά ῾ναι τὰ πρόσωπα καὶ νὰ χαμογελοῦνε, ὡραῖος ἀκόμη ὁ ἴδιος ὁ ἑαυτός μου. Σκοτάδι τόσο ἐκεῖ μπορεῖ νὰ μὴν ὑπάρχει, θεέ μου, στὴ νύχτα, στὴν ἀπόγνωση τῶν τόπων, στὸ φοβερὸ στερέωμα, στὴν ὠρυγὴ τοῦ ἀνέμου, στὰ βλέμματα, στὰ λόγια τῶν ἀνθρώπων. Νὰ μὴν ὑπάρχει τίποτε, τίποτε πιά, μὰ λίγη χαρὰ καὶ ἱκανοποίησις νὰ μένει, κι ὅλοι νὰ λένε τάχα πὼς ἔχουν γιὰ πάντα φύγει, ὅλοι πὼς εἶναι τάχα πεθαμένοι.
112
ΚΙΘΑΡΕΣ Εἴμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες κιθάρες. Ὁ ἄνεμος ὅταν περνάει, στίχους, ἤχους παράξενους ξυπνάει στὶς χορδὲς ποὺ κρέμονται σὰν καδένες . Εἴμαστε κάτι ἀπίστευτες ἀντένες. Ὑψώνονται σὰν δάχτυλα στὰ χάη, στὴν κορυφή τους τ᾿ ἄπειρο ἀντηχάει, μὰ γρήγορα θὰ πέσουνε σπασμένες. Εἴμαστε κάτι διάχυτες αἰσθήσεις, χωρὶς ἐλπίδα νὰ συγκεντρωθοῦμε. Στὰ νεῦρα μας μπερδεύεται ὅλη ἡ φύσις. Στὸ σῶμα, στὴν ἐνθύμηση πονοῦμε. Μᾶς διώχνουνε τὰ πράγματα, κι ἡ ποίησις εἶναι τὸ καταφύγιο ποὺ φθονοῦμε.
113
[ΠΟΙΑ ΘΕΛΗΣΗ ΘΕΟΥ ΜΑΣ ΚΥΒΕΡΝΑΕΙ...] Ποιὰ θέληση θεοῦ μᾶς κυβερνάει, ποιὰ μοῖρα τραγικὴ κρατάει τὸ νῆμα τῶν ἄδειων ἡμερῶν ποὺ τώρα ζοῦμε σὰν ἀπὸ μία κακή, παλιὰ συνήθεια; Πρὶν φτάσουμε στὴ μέση αὐτοῦ τοῦ δρόμου, ἐχάσαμεν τὴ χρυσὴ πανοπλία, καὶ μόνο τὸ μεγάλο ἐρώτημά μας ὁλοένα πιὸ σφιχτὰ μᾶς περιβάλλει. Χωρὶς πίστη κι ἀγάπη, χωρὶς ἔρμα, ἐγίναμε τὸ λάφυρο τοῦ ἀνέμου ποὺ ἀναστρέφει τὸ πέλαγος. Θὰ βροῦμε τουλάχιστον τὸ βυθὸ τῆς ἀβύσσου; Οἱ ἄνθρωποι φεύγουν, ἤ, ὅταν πλησιάζουν, στέκουν γιὰ λίγο πάνω μας, ἀκοῦνε στὴν ἔρημη βοή, μάταιη καὶ κούφια σὰ νὰ χτυποῦν τὸ πόδι σὲ μία στέρνα. Κοιτάζουνε μὲ φόβο, μὲ ἀπορία, ἔπειτα φεύγουν πάλι στοὺς ἀγῶνες, καὶ μόνο τὸ συναίσθημα κρατοῦνε τοῦ μακρινοῦ, ἀόριστου κινδύνου. Εἶναι κάτι φρικτὲς ἀνταποδόσεις. Εἶναι στὸν οὐρανὸ μία σιδερένια μιὰ μεγάλη πυγμή, ποὺ δὲ συντρίβει μὰ τιμωρεῖ, κι ἀδιάκοπα πιέζει.
114
ΤΑΦΟΙ Ἑλένη Σ. Λάμαρη, 1878-1912 Ποιήτρια καὶ μουσικός. Ἐπέθανε μὲ τοὺς φριχτώτερους πόνους στὸ σῶμα καὶ μὲ τὴ μεγαλύτερη γαλήνη στὴν ψυχή. ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Πόση ἡσυχία δωπέρα βασιλεύει! Οἱ τάφοι λὲς κι αὐτοὶ χαμογελοῦνε, ἐνῷ μὲ κεφαλαῖα σιγὰ μιλοῦνε οἱ νεκροὶ γράμματα, βαθιὰ στὰ ἐρέβη. Ἀπὸ κεῖ, στὴν καρδιά μας ποὺ εἰρηνεύει, μὲ ἁπλὰ θέλουνε λόγια ν᾿ ἀνεβοῦνε. Μὰ τὸ παράπονο, ἢ ὅ,τι κι ἂν ποῦνε -- τόσο ἔφυγαν μακριὰ -- δὲ χρησιμεύει. Εἶναι ὅλος, νά, διασταυρωμένα δυὸ ξύλα ὁ Μαρτζώκης. Νὰ ὁ Βασιλειάδης, ἕνα μεγάλο πέτρινο βιβλίο. Καὶ μία πλάκα στὴ χλόη μισοκρυμμένη -- ἔτσι τώρα τὴ συμβολίζει ὁ Ἅδης -νὰ ἡ Λάμαρη, ποιήτρια ξεχασμένη.
115
ΩΧΡΑ ΣΠΕΙΡΟΧΑΙΤΗ Ἦταν ὡραῖα σύνολα τὰ ἐπιστημονικὰ βιβλία, οἱ αἱματόχαρες εἰκόνες τους, ἡ φίλη ποὺ ἀμφίβολα κοιτάζοντας ἐγέλα μυστικά, ὡραῖο κι ὅ,τι μᾶς ἐδίναν τὰ φευγαλέα της χείλη... Τὸ μέτωπό μας ἔκρουσε τόσο ἁπαλά, μὲ τόση ἐπιμονή, ποὺ ἀνοίξαμε γιὰ νά ῾μπει σὰν κυρία ἡ Τρέλα στὸ κεφάλι μας, ἔπειτα νὰ κλειδώσει. Τώρα ἡ ζωή μας γίνεται ξένη, παλιὰ ἱστορία. Τὸ λογικό, τὰ αἰσθήματά μας εἶναι πολυτέλεια, βάρος, καὶ τὰ χαρίζουμε τοῦ κάθε συνετοῦ. Κρατοῦμε τὴν παρόρμηση, τὰ παιδικά μας γέλια, τὸ ἔνστικτο ν᾿ ἀφηνόμεθα στὸ χέρι τοῦ Θεοῦ. Μιὰ κωμῳδία ἡ πλάση Του σὰν εἶναι φρικαλέα, Ἐκεῖνος, ποὺ ἔχει πάντοτε τὴν πρόθεση καλή, εὐδόκησε στὰ μάτια μας νὰ κατεβάσει αὐλαία -- ὤ, κωμῳδία! -- τὸ θάμπωμα, τ᾿ ὄνειρο, τὴν ἀχλύ. ...Κι ἦταν ὡραία ὡς σύνολο ἡ ἀγορασμένη φίλη, στὸ δείλι αὐτὸ τοῦ μακρινοῦ πέρα χειμῶνος, ὅταν, γελώντας αἰνιγματικά, μᾶς ἔδινε τὰ χείλη κι ἔβλεπε τὸ ἐνδεχόμενο, τὴν ἄβυσσο ποὺ ἐρχόταν.
116
ΙΔΑΝΙΚΟΙ ΑΥΤΟΧΕΙΡΕΣ Γυρίζουν τὸ κλειδὶ στὴν πόρτα, παίρνουν τὰ παλιά, φυλαγμένα γράμματά τους, διαβάζουν ἥσυχα, κι ἔπειτα σέρνουν γιὰ τελευταία φορὰ τὰ βήματά τους. Ἦταν ἡ ζωή τους, λένε, τραγῳδία. Θεέ μου, τὸ φρικτὸ γέλιο τῶν ἀνθρώπων, τὰ δάκρυα, ὁ ἵδρως, ἡ νοσταλγία τῶν οὐρανῶν, ἡ ἐρημιὰ τῶν τόπων. Στέκονται στὸ παράθυρο, κοιτᾶνε τὰ δέντρα, τὰ παιδιά, πέρα τὴ φύση, τοὺς μαρμαράδες ποὺ σφυροκοπᾶνε, τὸν ἥλιο ποὺ γιὰ πάντα θέλει δύσει. Ὅλα τελείωσαν. Τὸ σημείωμα νά το, σύντομο, ἁπλό, βαθύ, καθὼς ταιριάζει, ἀδιαφορία, συγχώρηση γεμάτο γιὰ κεῖνον ποὺ θὰ κλαίει καὶ θὰ διαβάζει. Βλέπουν τὸν καθρέφτη, βλέπουν τὴν ὥρα, ρωτοῦν ἂν εἶναι τρέλα τάχα ἢ λάθος, «ὅλα τελείωσαν» ψιθυρίζουν «τώρα», πὼς θ᾿ ἀναβάλουν βέβαιοι κατὰ βάθος.
117
Μίνως Ζώτος 1905 - 1932
ΤΕΤΡΑΣΤΙΧΟ* Φως υπερκόσμιο με κρατεί με μάτια γλαρωμένα μπροστά σ’ εσέ, του ονείρου μου τη σάρκα, εκστατικό. Φοβάμαι όμως τα χέρια μου ν’ απλώσω ίσαμ’ εσένα ωϊμένα, μη κι απ’ τ’ άγγιγμά μου λειώσεις και χαθώ.
120
ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ Τ’ ΑΝΘΟΣ… Εγώ είμαι τ’ άνθος που όψιμο παράκαιρα έχει ανθίσει και τώρα ο χειμωνιάτικος αέρας το χτυπά κι εκείνο, αφού δε γίνεται σε μια άνοιξη να ελπίσει, τα πέταλά του αδιάφορο στον άνεμο σκορπά.
121
ECCE HOMO Τι ’ναι ο καημένος ο άνθρωπος κι η μοίρα πώς τον απατά, κι εκεί που πάει να λυτρωθεί κι εκεί δεσμά ετοιμάζει· κι εκεί που ανύποπτος περνά και παίζει και χαμογελά, πώς δένεται απ’ το τίποτε και κλαίει κι αναστενάζει! Σοφά βιβλία διαβάζοντας από το βράδυ ως την αυγή, τώρα πολλοί εφωτίστηκαν και βέβαια το ’χουν μάθει· μα τι ’ναι η γνώση μ’ ένα σου αχ, μεσ’ απ’ τα σπλάχνα σου να βγει και τι ’ναι να ’ναι ο άνθρωπος πάνου απ’ της γης τα πάθη!
122
ΕΝΩ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΜΟΥ... Ενώ το πνεύμα μου ίμεροι γαλήνης ανυψώνουν, μες στην καρδιά μου ο έρωτας στενάζει απελπισμένα· η γνώση με αντιμάχεται κι οι πόθοι με κυκλώνουν, –όλα τα ενάντια σμίξανε για πόλεμο σ’ εμένα. Αλίμονο! Σηκώνομαι και πότε πέφτω πάλι· φαντάζω τάχα για ήρωας με τραγική ηρεμία, κι όμως δεν είμαι πιότερο σ’ αυτή την άγρια πάλη παρά η σκηνή, όπου παίζεται μια ξένη τραγωδία.
123
ΤΑ ΑΝΘΗ Τ’ ανθάκια ανοίγουν έκθαμβα τα μάτια τους στο φως και χαίρονται τη λάμψη τους δίχως καμμιά υποψία. Φρίσσουν καθώς τ’ αγγίζει αβρός ο αέρας, ο αλαφρός και τ’ αυγινό δροσόνερο ρουφούνε με απληστία. Μ’ εμπιστοσύνη χαίρονται κι αέρα και νερό δίχως να ξέρουν πως αυτά, που τώρα είναι η ζωή τους, όλο και δυναμώνοντας, σε σύντομο καιρό, θα γίνουν η συμβολική, μοιραία καταστροφή τους.
124
ΧΩΡΙΣΜΟΣ Ύστερα από της χθεσινής νυχτός την αγρυπνία κι απ’ των παθών το στρόβιλο που μ’ έσερνε νεκρό, μες στην καρδιά μου εκόπασε κι ετούτη η τρικυμία κι η αυγή με βρήκε αδιάφορο να σιγοτραγουδώ. Και τώρα που ξημέρωσε μια νέα ζωή για μένα κι απ’ τα δεσμά σου ανέλπιστα λυτρώθηκα με μιας, όλη την έγνοια σου άφηκα να πάει μαζί μ’ εσένα κι ακούω και πάλι ανήσυχο το χτύπο της καρδιάς...
125
ΕΙΝΑΙ Η ΨΥΧΗ ΜΟΥ...* Είναι η ψυχή μου ένας λυγμός που στο άπειρο αναλυέται, μια νότα που ανερμήνευτη για πάντα θα σταθεί· γι’ αυτή παρόμοιο τίποτε στη γη δεν απαντιέται κι όπως και να ’ναι αταίριαστη και μόνη θα χαθεί.
126
ΘΛΙΒΕΡΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ Σ’ ΕΥΘΥΜΟ ΣΚΟΠΟ Καλή μου, που εφαντάστηκες πως θα γενείς πληγή μου, καλή μου, που εφοβήθηκα μη σου γινώ πληγή, για λίγο, αλήθεια, εκλόνισες τη βέβαιη σιωπή μου μα σ’ έπνιξαν τα ερέβη της κι εσβήστηκες κι εσύ. Καλή μου, πώς να σου το πω χωρίς να μου θυμώσεις; Πλούσιος πολύ και κουβαρντάς τι ’χα να φοβηθώ; Έφτανε μόνο αδιάφορα τα χέρια σου ν’ απλώσεις και παίρνοντας τα δώρα μου να πας με το καλό. Μα γούστο που θα κάναμε, δοσμένοι ένας στον άλλο, καθένας από ευγένεια για χάρη του αλλουνού, σιγά σιγά να βλέπαμε τον έρωτα μεγάλο, ν’ αναγελά περήφανος το ξάφνισμα του νου... Μα για σκεφθείτε το· έπειτα τι θα ’λειπε απ’ τους δυο μας, μήπως εμένα ο πόνος μου κι εσάς ο μαρασμός; – Ω, άσε, ψυχή μου δίγνωμη, να πούμε τον καημό μας κι ας αναβλύζει ακράτητος ο ενάντιος σαρκασμός
127
ΑΡΓΑ Η ΓΡΗΓΟΡΑ Θα ’μαι σε μια παράμερην ακρούλα μοναχός μου· γαλήνιος ήσκιος θα γυρνώ σ’ ερημικό ουρανό, δε θα με νοιάζει ολότελα για τις χαρές του κόσμου και πια μήτε θα χαίρομαι και μήτε θα πονώ. Τη σιγαλιά μου τη βαθειά ποτέ δε θα ταράξει μήτε αλαφρός αντίλαλος απ’ της ζωής τα πάθη. Πελώριο τείχος θα υψωθεί μπροστά και θα με φράξει και δε θα φτάσουν ως εκεί τα θλιβερά μου λάθη. Κι όπως θε να ’μαι από Θεό κι απ’ όλους ξεχασμένος και θα ’ναι γύρω ασάλευτα τα πάντα και βουβά, θα λέω σε ονείρου πλάνεμα πως είμαι βυθισμένος κι ακόμα κάτι πιότερο, πως δεν υπάρχω πια...
128
Η ΝΥΧΤΑ Ο πόνος μου που ολημερίς με δέρνει σαν την μπόρα, με την εσπέρα υποχωρεί σε μια γλυκειά ηρεμία, καθώς προβαίνει αγαλινά στον κάμπο μαυροφόρα, γεμάτη απόμακρους αχούς και μυστική γοητεία. Πα στο λιθάρι, που ακουμπώ βαθειά συλλογισμένος, του κόσμου ο θόρυβος περνάει κι ούτε που καν με αγγίζει· ώρα πολλή ένα λούλουδο κοιτάζω αφηρημένος και με ξαφνιάζει ένα μικρό πουλί που φτερουγίζει. Κι όπως η νύχτα, όλη βαθύ μυστήριο, χαμηλώνει, ακούω φωνές να με καλούν από τ’ απρόσιτα ύψη, τόσο γλυκά, που αισθάνομαι στο σκότος που με ζώνει, να χάνεται σα φάντασμα κι η πρωτινή μου θλίψη.
129
; Ποια μοίρα σκοτεινή με διαφεντεύει και πότε μου γελά υποσχετικά και πότε πάλι αναίτια με παιδεύει και σε βαθειά σκοτάδια με πλανά! Ενώ τα ωραία θαρρώ για προορισμό μου, πάντα με δένει μια έγνοια ταπεινή· στα έργα μου δε γνωρίζω τον εαυτό μου, μ’ έχει προδώσει κι η ίδια μου η ψυχή. Στα στήθη μου, σαν κάτι όχι δικό μου, χρησμοδοτεί μια Σίβυλλα καρδιά 10 κι αναπαμό μου γράφει, αλίμονό μου, μονάχα όταν θα πάψει να χτυπά.
130
ΕΡΩΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ Στερνή της μοίρας μου μαζί κατάρα κι ευλογία, ιερή μορφή, που απόκοσμα σ’ έχει σμιλέψει ο πόνος, πάντα μια τέτοια ετάραζε το πνεύμα μου οπτασία κάθε φορά, που εγύριζα, πριν σε γνωρίσω, μόνος, ιερή μορφή, που απόκοσμα σ’ έχει σμιλέψει ο πόνος. Εμένανε ήταν ήρεμος, ωραία συγκρατημένος· μα ήρθες κι όχι πως το ’θελες –έτσι το θέλει η Φύση– τρυπώντας τα πετρώματα, που μέσα ήταν κλεισμένος, μ’ ορμή ο λυγμός μου ανάβρυσε και μ’ έχει πλημμυρίσει, κι ας ήταν ο ίδιος ο ήρεμος, ο πριν συγκρατημένος. Στο ίδιο ποτήρι πίνομε την ίδια πίκρια τώρα· μα εγώ φιλώ τα χέρια μου, που αγγίσαν τα δικά σου. Όπως και να ’ναι, ό,τι να ’ρθει, καλοκαιριά ή και μπόρα, θα ευχαριστώ την τύχη μου που μ’ έφερε κοντά σου και θα φιλώ τα χέρια μου που αγγίσαν τα δικά σου. Σε προσφορά, που αντίδωρο δεν απαιτεί κανένα, μ’ εμπιστοσύνη αφήνομαι στην έννοια σου και κλαίω. Για μένα όλα στην ώρα τους κι ας είναι αργά φτασμένα· μον’ δέξου την αγάπη μου μ’ ό,τι μου μένει ωραίο σαν προσφορά, που αντίδωρο δε σου ζητάει κανένα.
131
ΕΑΥΤΕ ΜΟΥ ΣΤΑΣΟΥ* Εαυτέ μου στάσου! Είναι καιρός να πάψουν πια οι λυγμοί να πλημμυρούν το στήθος σου το καταματωμένο· δε σου πρέπουν τα κλάματα παρά για πόνο ξένο προς το βαθύ κι αγιάτρευτο που μέσα σου ενδημεί. Αν σου ποδοπατήσανε και πάλι τα ιερά έλα, θυμήσου! Η μοίρα σου ποτέ δεν ήταν άλλη. Μην κλαις κι ας είναι πιο βαθειά, κι ας είναι πιο μεγάλη, τούτη η πληγή που σου άνοιξαν δυο χέρια τρυφερά. Ω, δεν πειράζει! Μ’ όλο σου τον άγριο σπαραγμό ας ανεβαίνει πρόθυμη στα χείλη σου η συγγνώμη. κι αν τίποτε από γόγγυσμα βαθειά σου μένει ακόμη στην τυφλή νύχτα σκόρπα το και στον κουφό ουρανό.
132
ΠΑΡΑΠΟΝΟ Τα χείλη μου διψούσαν το φιλί σου και το ’πιανε χωρίς να ξεδιψάσουν. Και λίγο ήταν, ψυχή μου, και πολύ σου· όμως με τόσο δε θα σε γελάσουν. Επλέχτηκαν τα χέρια μου σε αγκάλη, καθώς το θέλαν, γύρω απ’ το κορμί σου. Μικρή χαρά για με ήταν και μεγάλη το ξύπνημα να νιώσω της ορμής σου. Κάτου απ’ το στήθος που έτρεμε ν’ ακούσω γρήγορο της καρδιάς σου τον παλμό, του δέρματός σου το όργανο να κρούσω κι ομόφωνο να ηχεί συναγερμό... Τροφή του πάθους μου είναι το κορμί σου· μα πότε θα μου δώσεις τη χαρά να νιώσω πιο σιμά μου την ψυχή σου 15 που όλο τη φτάνω κι όλο μου γλυστρά;
133
ΟΛΕΣ ΟΙ ΠΟΡΤΕΣ Όλες οι πόρτες που έκρουσα μ’ ευγένεια μου κλειστήκαν, τώρα είν’ αργά, να ερχόμουνα λιγάκι πριν, άλλη ώρα, κι αν κάπου ανοίξαν διάπλατα μπροστά μου, ήταν που βρήκαν πως εύκολα θα κέρδιζαν τα αρχοντικά μου δώρα. Τώρα γυμνός απόμεινα και φθίνω λίγο λίγο 5 γύρω μου, εμπρός μου, ενύχτωσαν κι ερήμωσαν οι δρόμοι, τον πόνο που με κύκλωσε δε γίνεται να φύγω, η ζωή με διώκει, ο θάνατος δε με κερδίζει ακόμη. Αργά ο καιρός πλέρια σιωπή τώρα για μένα υφαίνει και προχωρώ με αλύγιστο κορμί στο πεπρωμένο· μονάχα λίγο η κεφαλή στον ώμο μου βαραίνει κι ένα χαμόγελο μαδά στα χείλη μου θλιμμένο.
134
PON, PON... Ρον, ρον από τη στέγη μας αργοσταλάζει ακόμα κι ας έπαψε ώρα ο θόρυβος των βρόχινων νερών. Ρον, ρον δε στάει μονότονα και θλιβερά στο χώμα, μόνο χτυπάει στα στήθη μου την πλήξη των ωρών. Ρον, ρον γερόντοι ξερογούν αναγυρτοί στο στρώμα το κομπολόι των ύστερων πικρών τους ημερών. Ρον, ρον μουσκεύουν στο νερό και δεν τους φεύγει η βρώμα μέσα στα κρύα τους μνήματα τα κρέατα των νεκρών. Πού ’ναι η αγάπη, που ’κλωθε, πουλάκια, τα όνειρά μου; Ω, Θε μου, αυτό το νεύριασμα κι αυτή η κακοκεφιά, αυτή η μιζέρια πώς θα βγει που μπήκε στην καρδιά μου; Ω! Ας έβγαινε ήλιος να ’σπαζε τη σκούρα συννεφιά, γιατί ένας μαύρος δαίμονας τους ουρανούς ορίζει κι όλο του κόσμου το αίσθημα στην υγρασία σαπίζει.
135
ΤΑΦΟΣ Στους κατάκοιτους φυματικούς του κόσμου. Τίποτε δε σαλεύει εδώ που γράφω και κάποτε κοιτώντας στο ταβάνι δεν ξέρω αν ζω ή αν έχω ίσως πεθάνει κι αν βρίσκομαι σε κάμαρα ή σε τάφο. Αν, ώρες, ξέρω πόσα οι κολασμένοι στον Άδη μαρτυρούν, βαθειά γαλήνη άλλοτε με τυλίγει, ωσάν κι εκείνη που εκέρδισαν οι δίκαιοι πεθαμένοι. Κι όπως, πληγή, τη μνήμη ο χρόνος κλείνει, κάτι σα βύθος ύπνου μ’ έχει πάρει· κι ή πόνος τώρα ή μήνυμα και χάρη σαν όνειρο με φτάνει και μ’ αφήνει.
136
ΟΨΙΜΟ ΑΝΘΙΣΜΑ Κόψε λουλούδια απ’ τους αγρούς, του Μάη λουλούδια κόψε και σώριασέ μου τα αγκαλιές στο μύρο τους να ξεχαστώ. Τραγούδι θέλω ερωτικό να τραγουδήσω απόψε κι εσύ να μου κρατήσεις το σκοπό. Δε θα σου πω πως σ’ αγαπώ – κόψε λουλούδια ακόμα, λουλούδι μες στα λούλουδα, τρελλή μου αγάπη υστερνή. Κάνε το ακόμα πιο αλαφρό κι απ’ τον αφρό το χώμα· για μας ανθένια κάνε το στρωμνή. Σ’ εσένα βρήκεν η άσκοπη ζωή μου το σκοπό της. Πάρ’ την στα κρίνα χέρια σου παιγνίδι, δέσε την γερά στα μεταξένια σου μαλλιά να βρει το αντίστυλό της, αν όχι τη χαμένη της χαρά. Κι όπως σε βλέπω και σου ανθεί στο ωραίο κορμί κορώνα το κρεμεζί γαρούφαλλο του γέλιου σου το αστραφτερό ξυπνάει το πρώτο μου όνειρο, που από βαρύ χειμώνα στα στήθη μέσα εφώλευε λησμονημένο από καιρό.
137
Η ΜΑΡΙΑ ΠΕΘΑΝΕ... Σήμερα η μέρα πέρασε με τη Μαρία φευγάτη! Όχι πως απαρνήθη την τόση μας στοργή, όχι πως πάει ταξίδι, μήτε παρόμοιο κάτι. Αλίμονο μας! Έχει πεθάνει απ’ την αυγή κι ο γλυκασμός μαζί της και τ’ όνειρο κι η απάτη κι ο ήλιος της ζωής μας εχάθη από τη γη!
138
ΥΣΤΑΤΗ ΩΡΑ Καιρός ελπίδες κι όνειρα ν’ αφήνω! Τα λουλούδια τι θέλουν τον χειμώνα, τι θέλουν τα πουλιά; Καιρός να μείνω μοναχός μου στον ύστατό μου αγώνα! Κι ακόμα κάλλιο θα είχα να μου λείψει κάθε στοργή και κάθε καλοσύνη. Να μη βρεθεί την άφατή μου θλίψη ένας, να μη βρεθεί να μου απαλύνει. Κακός ο κόσμος να ’ναι, όπως τον είδα, όταν και να εξεγείρομαι ημπορούσα, ανήλεος να χτυπάει την πρώτη ελπίδα που γινόταν ζωή και την εζούσα.
139
ΤΟ ΝΤΕΛΙΡΙΟ TOY ΘΑΝΑΤΟΥ Ο αέρας βογγάει στις καστανιές, σιμώνουν βαρυχειμωνιές. Άγρια νυχτιά μέσα στο δάσο ποτέ μου δεν θα σε ξεχάσω. Δέντρα στου ανέμου την οργή βαρειά σωριάζονται στη γη, πέρα μηνώντας κρύους θανάτους σκούζουν τ’ αγρίμια στη μονιά τους. Κι απάνω στη ραχούλα εκεί, τραχειά του δάσου μουσική, ουρλιάζουν θριαμβικά δυο λύκοι, σα να γιορτάζουν άγρια νίκη. Μέσα σ’ αυτή την ταραχή μου αναταράζεται η ψυχή κι έτσι από μένα να πηδήξει και με τον άνεμο να σμίξει. Ω! τι μεγάλα κυνηγώ και τι μικρός οπού ’μαι εγώ!
140
ΙΣΤΟΡΙΟΥΛΑ Ήταν ένα ζευγαράκι σε κάποια γειτονιά που όλοι το ζηλεύανε κι όλοι τ’ αγαπούσαν. Όμως απ’ τους άλλους χώρια στη δική τους τη γωνιά κόλαση θαρρούσανε τη ζωή που ζούσαν. Τι κρυφό μαράζι να ’χαν κι ήταν πάντα σιωπηλοί, τάχα τι τους χώριζε κι ήταν λυπημένοι; Μες στην κάμαρα που κλειόνταν με λαχτάρα για φίλι μήτε κοιταζόντανε σαν και να ’ταν ξένοι.
141
των αδοξων ποιητων πεισιθάνατοι στίχοι ΕΠΙΛΟΓΗ: κ. φαγαδακη & μ. ΜΕΤΑΞασ ● ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ ΤΟΥ ΑΘΛ.Ε.ΠΟΛΙ.Σ. ● ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΜΙΧΑΗΛ ΜΕΤΑΞΑΣ ● ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΜΑΡΤΙΟ ΤΟΥ 2018 Η ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ ΠΕΝΤΑΝΔΡΟΝ ● ΠΑΡΕΧΕΤΑΙ ΔΩΡΕΑΝ ΣΕ ΟΛΟΥΣ Αριθμός έκδοσης ΧΧΧVIII
ISBN: 978-618-5323-19-6