«Ἐμοὶ μὴ γένοιτο καὐυχασθαὶ εἰ μὴ ἐν τῷ σταυρῷ τοῦ Κὺυ.ῥίοὺ ἡμῶν ]ησοῦ
ἈΝ τον
Ἐδ κ
μοὲ κόσμος ἐσταύρῶται κἀγὼ τῷ κπκύόΟΣΟΩΣ
(1ὰλ. 8.142}
τἰεα
.».. ἜΝ
ΞΟ καὶ
ἘΜΉΝ
ΡΟ ΠΩ ἢ εν εν
2). ἾὟ ἌἍΝΒ
ἼΩΝ ἵ
ΤΩἸ
ΠΑ ΑΒΓ ΤΠ Εἢ ΡΙ, ἌΙΚ 1 ΔΓ "ἢΝ Ἶ ΝΟΙ Ο,᾿ ὙΓΕΠΥΙΙΥ ΠΕΓΊΟΩΣ ΠΝΔα δ,Ἷ [9]Υ ΘΟ Θ᾽
-» ἐδ
Γ
Τὴ
Ε
4
Ὁ »
Γ
͵
μδϑδννθ9
ἢ
ΞΕΞΩ͂
π᾿ ἐῷ ἢ
ΞΘ.
ΑΞΞΟΙ
ΒΝ 4, ω»
6
ἢ
4
᾿
7
ΜΟ)
ἐὉ
ξϑ
ΑΤἋ
ΘΗ ἐἢ
γι
ἌΝΗΔ
ΔΙ Ἔ»
Γ΄
ζ:
παν
"ἢ ΕΘ Ἷ] 4 ἣΣ ει "ἪΔΩ κιᾺ9» ἸΕ“Ὁ [{9)}".Θ᾽, Ὁ,ΗΡ4 Γ᾿ ἿἐΛῷ 079, ΟΤΙ 1 ἃ972
ΕΞΞΞΞ
ὍΣ
Ἐπ᾿ ΒΞ
4
ΟἸἾ 2
ἐξΕΣ
Δ
"8
ΑΕ
ἡ Ἴ
8.
Ἐπ]
Φ''
ἘΠ
«Ὥσπερ πελεκὰν τετρωμένος τὴν πλευράν σου, Λόγε, σοὺς θανόντας παῖδας ἐζώωσας ἐπιστάξας ζωτικοὺς - αὐτοῖς κρουνούς» (Ἀπὸ τὰ τρί τῆς Β’ στάσεως τοῦ ἐπιταφίου ΒηΠ.88)
4λ)Ὃτεἤμην μαθητής, εἰς τὸ δώμανιον εὐσεβοῦς ι .. εἶδον μίαν εἰκόνα’ Εἰς μίαν φωλεὰν πελεκᾶνος
Ι εἶχεν εἰσδύσει ἕνα φίδι. Οἱ γονεῖς τῶν πουλιῶν τὴν ᾿ στιγμὴνἐκείνηνἔλειπον. Τὰπουλιὰἦσαν μόνα. Τὸ
ἡ φίδι τὰ εἶδε καὶ ἤρχισεν ἕνα πρὸςἕνα νὰ τὰ δαγκώνῃ, νὰ τὰ δηλητηριάζῃ. Εἶχε σχεδὸν τελειώσειτὸ
᾿ ἐξολοθρευτικόν του ἔργον,ὅτανὁ πελεχὰν-πατέρας ἢ ἐπέστρεφεν εἰς τὴν φωλεάν του. Τὸ φίδιμόλις
ἀκούῃ τὸ πτερύγισμα τοῦ πελεκᾶνος ἐγκαταλείπει
-π-Ξἷ΄Π
τ
εἰ τὴν φωλεὰνκαὶ φεύγει. Ὁ πελεκχὰν βλέπει τὰ που-
[λιά του ἑτοιμοθάνατα-τὸ δηλητήριον τοῦ φιδιοῦ.
ἔκανε τὴν» ὀλεθρίαν ἐπίδρασίν του. Ἀλλ᾽ ὁ πελεκὰν εἶνε ἀποφασισμένος ὁπωσδήποτε νὰ σώσῃ τὰ πουλιά του. Καὶ τὰ σώζει! Πῶς; Ἰδού" μὲ τὸ ράμφοςτοὺσχίζει τὴν πλευράν του, παίρνει τὸ ἰδικόν του αἷμα καὶ μὲ αὐτὸ πο-
τίζει ἕνα πρὸς ἕνα τὰ δηλητηριασθέντα πουλιά του. Οὕτω τὸ θαῦμαἔγινεν, ἡ σωτηρία τῶν νεοσσῶν συνετελέσθη! Τὸαἷμα ἐκεῖνο ὡςἄριστον ἀντίδοτον-
φάρμακον ἐξουδετερώνει τὴν θανατηφόρον ἐπίδρασιν τοῦ δηλὴητηρίου,καὶ
τὰ μικρὰ τοῦ πελεκᾶνος, τὰ σχεδὸν νεχρά, ἀναλαμβάνουν, ζωντανεύουν, καὶ
χαρούμενα τώρα εἶνε ἕτοιμα νὰ πετάξουν. ᾿Ε σώθησαν μὲ τὴν αὐτοθυσίαν ι
Ξ
Φ, Ὃ
(ἢ,
β
ἜῸΝ Φ
ἜΡΟΝ
τοῦ πελεκᾶνος: ἐσώθησαν μὲ τὸαἷματοῦ πατρός των. Ἡ εἰκὼν αὐτή, ἣ ὁποία ταριστὰ τὸν πελεχᾶνα καθ᾽ἊΝΤΠ
σεο νος