I
II
I
II
PROFESSIONE:
S T O R I C O
III
«Επάγγελμα Ιστορικός» Περιγράμματα* και παραφράσεις* στον Manfredo Tafuri _από το Teorie e Storia στο Progeto Storico Διάλεξη 9ου εξαμήνου Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικων εμπ φοιτητής: Μοντσενίγος Χρήστος επιβλέπων: Π. Τουρνικιώτης Φεβρουάριος: 2015-2016
IV
Στο σκύλο και τη γάτα
* περίγραμμα (το), ουσ.: 1) ακραία εξωτερική γραμμή, πραγματική ή νοητή, που περιβάλλει ή περιορίζει κάποια εικόνα ή σχήμα. 2) χώρος κλειστός γύρω γύρω, οροθετημένο *παράφραση (η), ουσ.: 1) ελεύθερη μετάφραση κειμένου ή (γενικά) ελεύθερη επεξήγηση λόγου. 2)λανθασμένη επεξήγηση λόγου
V
διευκρινήσεις: Οποιοδήποτε στοιχείο τεκμηριώνει άμεσα το κείμενο, ως βιβλιογραφική αναφορά ή διευκρίνιση, αριθμείται και βρίσκεται ως σημείωση στο τέλος του εκάστοτε κεφαλαίου Οτιδήποτε συμπληρώνει το κείμενο ή το εμπλουτίζει, είτε με δικό μας σχολιασμό είτε με αναφορές στην ευρύτερη βιβλιογραφία, σημειώνεται με λατινική αρίθμηση και εμφανίζεται στο σχετικό κεφάλαιο στο τέλος του βιβλίου Οι εισαγωγικές για κάθε κεφάλαιο, μαύρες σελίδες, συμπληρώνονται με ενδεικτική εικονογράφηση από τα αντίστοιχα κεφάλαια των βιβλίων του Tafuri [με τα οποία καταπιάνονται] και από μια σύντομη εισαγωγική σημείωση που συνοψίζει το θέμα του κεφαλαίου. Κάποιες επιμέρους θεματικές, σημειώνονται επίσης στην αρχή κάθε μέρους, με τη μορφή λέξεωνκλειδιά. Όπου δεν σημειώνεται διαφορετικά, η μετάφραση έχει γίνει από τον συντάκτη
VI
In these great times, which I knew when they were small, which w ill become small again prov ided they have time left for it . . . in these loud times, which boom w ith the hor r ible sy mphony of deeds that produce repor ts, and of repor ts that bear the blame for deeds; in these unspeakable times . . . you can expect no words of my ow n f rom me. . . . . . He who addresses deeds v iolates both word and deed, and is tw ice despicable. This profession is not extinct. Those who now have nothing to say because it is the tur n of deeds to speak, talk on. Let him who has something to say step for ward and be silent! Karl Krauss
VII
Περιεχόμενα
Επεξήγηση .
. . για τον συγγραφέα
. . . για τα κείμενα . . . μια προσωπική διευκρίνιση
Παράρτημα: Marat/Sade_Η δολοφονία του Μαρά ΜΕΡΟΣ 1 _ Θεωρία| Εφαρμογή| Ιστορία Ιστορικό/Αντι-ιστοικό/Α-ιστορικό Διαρκής Νεωτερικότητα 3 Τάσεις Μπαρόκ Ιστορικισμού
Παράρτημα: Protopiro/Didascalo_Parere sull’Architectura Πέρα από τις ηράκλειες στήλες
Παράρτημα: Ο Κριτικός ως δημιουργός ΜΕΡΟΣ 2 _ «Κριτικότητα» (Criticality) Λαβύρινθος Απόσυρση . . . Το σύμπλεγμα του Ικάρου Συστηματικότητα
Παράρτημα: Foucault/Nietzsche_Νίτσε/ Γενεαλογία/ Ιστορία ΜΕΡΟΣ 3 _ «Ενεργητικότητα» (Operativity) Παράρτημα: Bloch/Adorno_ «Κάτι λείπει» ΜΕΡΟΣ 4 _ «Ιστορική εργασία» (Progeto Storico) Εύρος Πολλαπλότητα Περατότητα Θεραπεία Μοναξιά
Αποχαιρετισμός σημειώσεις
VIII
κατάλογος εικόνων
ΜΕΡΟΣ
πηγές
σελ . . . . . . . . viii
σελ. . . . . . . . . . . . . . . . . . . 1 σελ. . . . . . . . . . . . . . . . . . . 2 σελ . . . . . . . . . . 4 σελ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 9 σελ. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .14 σελ. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .23 σελ. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .26 σελ. . . . . . . . . . . . . . . . 26 σελ. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 33 σελ. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .42 σελ. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 48 σελ. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .64 σελ. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .71 σελ. . . . . .72 σελ. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 76 σελ. . . . . . . . . .78 σελ. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 94 σελ. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 101 σελ. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 120 σελ. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 127 σελ.132 σελ. . . . . . . .134 σελ. . . . .136 σελ. . 138 σελ. 141 σελ. . . . . . . . . . . 147 σελ. . . .152 σελ. . . . . . . . . . . 163 σελ. .165
IX
X
ΜΕΡΟΣ
Επεξήγηση Το παρ όν κείμεν ο θ α επιχειρήσ ει μια σ ύν ο ψ η σ το έργ ο του Ιτα λού ισ τορικού της αρχιτεκτονικής Manf redo Taf ur i με αφετ ηρία το Teor ie e Stor ia του 1968 και κατά ληξη το La Sfera e il labir into του 1980 – ιδίω ς της εισαγ ωγ ικής του έκθ εσ ης με τίτλο Progeto Stor ico. Κίν ητρ ο αυτής της “επιχείρησ ης” υπήρ ξε η εμμέν ου σα π ερι έργειά μας γ ια τον κριτικό ρ όλο τ ης ισ τορικής πρ ακτικής όταν αυτή εφ αρμό ζεται σ το π εδίο τ ης αρχιτεκτονικής σ κέ ψ ης, ορμώμεν οι από μια πρ ωταρχική υπόθ εσ η σ ύμφ ων α με την οποία θ α μπορ ού σαμε ν α αν α ζητ ήσουμε σ τα κείμεν α αυτά τα σ χεδιάσματα μιας ισ τοριογρ αφικής μεθ ο δολογ ίας. H επίμαχη αυτή εν ν ο ούμεν η σ ύν ο ψ η πρ αγματοποι είται μέσω παρ αφρ άσ εων, σ υ σ τήνει, δηλαδή, π εριγρ άμματα επαν αδιατ υπώ σ εων των ιδεών και των αν α λυτικών σ χημάτων του σ υγγρ αφέα που έπον ται πρ ο σωπικής αν άγ ν ω σ ης και ερμηνείας. Το ν α βρεθ ούμε με έν α κείμεν ο εγ χειριδιακής υ φής σ τα χέρια μας δεν υπήρ ξε ακριβ ώ ς σ υνειδητό ς σ τόχο ς, α λ λά αν αδύθ ηκε τε λικά ω ς η μόν η δι έ ξο δο ς ύ σ τερ α από την καταβύθ ισ η σ ε κείμεν α τέτοιας λαβυριν θ ώ δου ς σ υν θ ετότητας. Η σ υγγρ αφή του κειμέν ου που κρ ατάτε σ τα χέρια σας δεν πρ οηγείτο ω ς διαδικασία α λ λά σ υνέβ αινε ταυτόχ ρ ον α με αυτή της αν άγ ν ω σ ης. Ήταν ακριβ ώ ς αυτό ς ο τρ όπο ς καταν όησ ης μέσω της παρ ά λ ληλης γρ αφής που επ έτρε ψε τε λικά αισίω ς τον τερματισμό της «επιχείρησ ής» μας.
1
Οι κ υριότερες ιδέ ες του Taf ur i π ερί ισ τοριογρ αφικής πρ ακτικής διατ υπών ον ται σ ε κείμεν α του μετά το τέ λο ς τ ης δεκα ετίας του 70’. Αν η πρ ο σπάθ εια μας, όμω ς, εσ τία ζε αποκ λ εισ τικά σ ε αυτά, θ α απ έφε υγε ν α καταπιασ τεί με όλη τ ην πορεία ωρίμαν σ ης αυτής της πολύ πρ ο σωπικής «φι λο σο φίας της αρχιτεκτονικής ισ τορίας» κι αν από φε υκτα θ α ο φεί λαμε σ τον σ υγγρ αφέα μια ε ξήγ ησ η γ ια του ς λόγ ου ς που δεν βλ έπουμε παρ ά δύ ο σ τιγμιότ υπά της. Κι όμω ς, μετα ξύ του ς ξεδιπ λώνεται μια κοπιώ δης δι ερ ώτησ η πάν ω σ το πρ όβλημα της εν ν οιολογ ικής από σ τασ ης θ εωρίας και εφ αρμογ ής , μια σ ειρ ά από με λ έτες της παρείσφρησ ης του εν ό ς σ τιγμιότ υπου σ το ά λ λο, μια ε ξισ τόρησ η των αυθ αιρεσιών της αρχιτεκτονικής θ εωρίας σ τη διάρκεια των αιών ων. Μετα ξύ των δύ ο, παρεμβ ά λ λον ται αυθ αιρεσί ες, επαν απρ ο σδιορισμοί και ερ ωτηματικά που αφ ού έχουν επιχειρήσ ει ν α απαγ κισ τρ ώ σουν τ ην θ εωρητική δι ερ ώτησ η από τον εργ α λ ειακό καταν αγ κασμό τ ης πρ ακτικής εφ αρμογ ής, σ υ σ τήν ουν μια αν ανεωμέν η ύπαρ ξη τ ης ισ τορίας ω ς σ υνεχού ς παρ ου σίας σ το σ ήμερ α, θ έτον τας παρ ά λ ληλα τις πρ οκ λήσ εις αυτής της ύπαρ ξης. Η πρ ο σπάθ εια μας θ α παρ α λ είψει ν α καταπιασ τεί με την αν άγ ν ω σ η εν διάμεσων σ τάσ εων 1 απομακρύν ον τάς μας από τον κίν δυν ο διάχ υ σ ης του υλικού και των σ κέ ψεων α λ λά και χαρί ζον τάς μας εν είδη μικρ ού πρ οτερήματο ς μια ακατέργ ασ τη επαφή με τις ιδέ ες. Σαν ν α τις διαβ ά ζουμε και εμείς την πρ ώτη φ ορ ά που διαβ άσ τηκαν. Οι πρ οκ λήσ εις της ισ τορικής εργ ασίας είν αι πάν τοτε έγ κ υρες. Για τον συγγραφέα . . . Ο Manf redo Taf ur i υπήρ ξε ίσω ς η πιο αινιγματική παρ ου σία της αρχιτεκτονικής διαν όησ ης του δε ύτερ ου μισού του 20ου αιών α. Γεν ν ήθ ηκε σ τη Ρώμη τον Νοέμβριο του 1935, και π έθ ανε μόλις 59 χ ρ όνια μετά σ τη Β ενετία 2 . Πέρ ασ ε τα σ χετικά λίγ α χ ρ όνια τ ης ζωής του μετα ξύ των δύ ο πόλ εων, γρ άφ ον τας ασ ταμάτητα και εκδίδον τας βιβλία και δημο σι ε ύ σ εις σ το π νε ύμα διαρκών
2
ΜΕΡΟΣ
αν αθ εωρήσ εων και επαν αδιαπρ αγματε ύ σ εων. Η Ρώμη υπήρ ξε ο τόπο ς καταγ ωγ ής του α λ λά και ο φυ σικό ς χώρ ο ς των ερε υν ών του. Η Β ενετία ήταν ο τόπο ς όπου δίδασ κε i . Η εμπ ειρία των κειμέν ων του μεταφέρει την αίσ θ ησ η π εριδιάβ ασ ης σ ε μια ιδιωτική επικρ άτεια ε ξειδικε υμέν ων σ κέ ψεων. Η ημερ ολογ ιακή υ φή των βιβλίων του, η υπ ερκιν ητικότητα των σ υλ λογ ισμών του απ ε υθ ύνεται μά λ λον λιγ ότερ ο σ ε αρχιτέκτονες και πολύ π ερισσότερ ο σ ε ισ τοριογρ άφ ου ς. Κι’ όμω ς κείμεν ά του έχουν σ υμπ ερι ληφθ εί σ ε τόμου ς μεταμον τέρν ας, θ α λ έγ αμε σ ήμερ α, αρχιτεκτονικής Θεωρίας ii . Η ε ξισωτική πολυ φ ωνία του θ εωρητικού π υρετού εκείν ων των χ ρ όν ων πρ ο φ αν ώ ς δεν μπόρεσ ε ν α διακρίνει πω ς δίπ λα σ τα πρ ωτόλ εια μανιφέσ τα του αρχιτεκτονικού μεταμον τερνισμού βρίσ κον ταν ήδη οι κατε υθ υν τήρι ες εν δεί ξεις της υπον όμε υ σ ής του. Η σ κέ ψ η του έγ ινε το επίκεν τρ ο παρε ξηγ ήσ εων και επιπόλαιων αν αγ ν ώ σ εων iii . Πολ λ ές φ ορές καταν αγ κάσ τηκε σ ε μια χ ρήσ η αν τίσ τρ ο φη των αν α ζητήσ εών της. Η σ ύλ ληψ ή του μιας διαρκού ς νεωτερικότητας που κ ληρ ο δοτεί απ ερίσπασ τες δυ σ κολί ες σ το σ ήμερ α, η με λ έτη της αρχιτεκτονικής ω ς «χτισμέν ης ιδεολογ ίας» iv, οι ιδέ ες του γ ια τ ην αδι έ ξο δη σωματοποίησ η της θ εωρίας σ ε αρχιτεκτονική · όλα αποτε λούν θ έσ εις που εκφέρ ον ται σ τα έργ α του με οριακά μηδενισ τικό τρ όπο, δικαιών ον τας ίσω ς μερικώ ς τις εν λόγ ω παρε ξηγ ήσ εις. Η σ τάσ η του απ έν αν τι σ την αρχιτεκτονική των καιρ ών του είναι σ χεδόν γριφ ώδης, μην παίρνον τας ποτέ ακριβώ ς τον χαρ ακτ ήρ α έγ κρισ ης ή απόρριψ ης . Η καταν αγ κασ τική πρ ο σ κόλ λησ η τ ης αρχιτεκτονικής σ τις ισ τορικές μορ φές – υπόθ εσ η με τ ην οποία επιμε λώ ς καταπιάσ τηκε και την οποία σ χολασ τικά ε ξισ τόρησ ε– παρε ξηγ ήθ ηκε ω ς πρ όκ λησ η και κατ ηύθ υνε τ η θ εωρία σ ε φ ορμα λισ τικές αν α ζητήσ εις. Κι όμω ς τα γρ απτά του είν αι γεμάτα πρ οειδοποιήσ εις απ έν αν τι σ την απατηλή μεταμόρ φ ω σ η της αρχιτεκτονικής σ ε διαδικασία, τ ην καθ υπότα ξή της σ τα αν απαρ ασ τατικά της μέσα, την τάσ η τ ης πρ ο ς τον έν τεχν ο αυτοματισμό. Πηγ ή όλων αυτών
3
των εν τάσ εων, τό σο σ την αρχή ό σο και σ το τέ λο ς, υπήρ ξε η διαρκής καχ υπο ψία του απ έν αν τι σ τον ιδιά ζον τα σ υμφυρμό της αρχιτεκτονικής με τη γλώ σσα α λ λά και η δική του μαγ ική έ λξη πρ ο ς αυτ ήν · η βεβ αιότητα πω ς το π εδίο της δικής του ύπαρ ξης, ο χώρ ο ς τ ης ισ τοριογρ αφίας είν αι καθ αρ ά γλω σσικό ς. Ο Taf ur i δέχτ ηκε την πρ όκ λησ η της μετάφρ ασ ης. Ο Antony Vidler το σ ημειώνει κατα ληκτικά γ ια το Teor ie e Stor ia: “Το ότι η γλώ σσα σ υνισ τά τ ην εσωτερική ε ξήγ ησ η της αρχιτεκτονικής, και ότι αυτ ή η γλώ σσα είν αι με τη σ ειρ ά της ‘ισ τορία’ όπω ς κοιν ωνικά κατασ κε υ ά ζεται, θ α μπορ ού σ ε εν δεχομέν ω ς ν α ιδωθ εί ω ς η διαν οητική σ ύν ο ψ η όλων των αρχιτεκτονικών αν α λύ σ εων του Taf ur i γ ια το υπόλοιπο της σ ταδιο δρ ομίας του.” 3 Για τα κείμενα . . . Το Teor ie e Stor ia εκδίδεται πρ ώτη φ ορ ά το 1968 και γ ν ωρί ζει πολ λ ές αν αθ εωρήσ εις και επανεκδό σ εις, κάθ ε μια με έν α νέο εισαγ ωγ ικό σ ημείωμα από τον ίδιο 4 . Πολ λ ές αν α λύ σ εις θ έ λουν το βιβλίο ν α έχει τον χαρ ακτήρ α ιδρυτικού σ ημειώματο ς γ ια το Ιν σ τιτούτο έρε υν ας της Β ενετίας – την δι ε ύθ υν σ η του οποίου θ α αν α λάμβ ανε από τον επόμεν ο χ ρ όν ο – και επιμέν ουν ν α εν τοπί ζουν σ ε αυτό τα εν αρκτήρια σ χεδιάσματα κάποιας μεθ ο δολογ ίας της ισ τορικής έρε υν ας. Στην πρ αγματικότητα το βιβλίο έχει σ χεδόν μηδενική μεθ ο δολογ ική α ξία, με ε λάχισ τες πρ οτρ οπ ές που θ α μπορ ού σαν ν α ιδωθ ούν σαν άμεσα εφ αρμό σιμες. Πολύ π ερισσότερ ο έν α φι λο σο φικό κείμεν ο, το βιβλίο μά λ λον διαθ έτει τον καθ αρτικό χαρ ακτήρ α που του απο δίδει ο Antony Vidler 5 , έν α σ ύν ολο απωθ ημέν ων σ κέ ψεων και πρ οβληματισμών που ζητού σαν επίμον α ε ξωτερίκε υ σ η. Πρ όκειται, σ την πρ αγματικότητα, γ ια μια ε ξαιρετικά λ επτομερή, κα λ ειδο σ κοπική αν ά λυ σ η μιας τερ άσ τιας σ ε ε ύρ ο ς θ εματολογ ίας, σ ε έ ξι ξεχωρισ τά κεφ ά λαια με δυ σδιάκριτες όμω ς και πολ λ ές φ ορές ανεπαίσ θ ητες διαφ ορ οποιήσ εις v. Το Il Sfera e Il labir into, εκδίδεται το 1978, με τμήματά του όμω ς ν α έχουν κάνει την εμφ άνισ η του ς ν ωρίτερ α σ ε μορ φή
4
ΜΕΡΟΣ
δημο σι ε ύ σ εων. Ε ξίσου σπον δυλωτό με το Teor ie e Stor ia, το βιβλίο έχει πολύ λιγ ότερ ο δοκιμιακό χαρ ακτήρ α. Κάθ ε του κεφ ά λαιο αν τισ τοιχεί σ ε σ υγ κεκριμέν α, ασ ύν δετα μετα ξύ του ς σ τιγμιότ υπα που σ υ σ τήν ουν έν α αν θ ολόγ ιο μικρ ών ισ τορικών αφηγ ήσ εων. Ο σ υγγρ αφέας μας πρ οτρέπ ει ν α τα διαβ άσουμε με όρ ου ς «δια λ εκτικού μον τά ζ» vi , ή σαν απο σπάσματα που αφηγ ούν ται εκδοχές της ίδιας αρχετ υπικής ισ τορίας της αβ ανγ κάρν τ σ ε διαφ ορετικά π εριβ ά λ λον τα. Το εισαγ ωγ ικό του κεφ ά λαιο, το Progeto Stor ico, μοιά ζει πολύ π ερισσότερ ο με μεθ ο δολογ ική σ ημείω σ η παρ ά με πρ ο οίμιο. Αποτε λ εί σ τ ην πρ αγματικότητα την σ υνεκτικότερη μεθ ο δολογ ική του κατάθ εσ η και ο αν αθ εωρητικό ς του χαρ ακτήρ ας θ α μας απασ χολήσ ει σ ημαν τικά σ τη σ υνέχεια. Στις τε λ ε υταί ες του σ ε λίδες μας αφήνει ίσω ς τα μόν α ίχν η γ ια ν α μπορέσ ει κανείς σ ήμερ α ν α ακολουθ ήσ ει την σ κέ ψ η του.
5
Εικ.1 Theories and History of Architecture, εξώφυλλο της μεταφρασμένης στα αγγλικά έκδοσης του 1980, Harper & Row
6
ΜΕΡΟΣ
Εικ.2 The Sphere and the Labyrinth, εξώφυλλο της μεταφρασμένης στα αγγλικά έκδοσης του 1987, The MIT press
7
8
ΜΕΡΟΣ
. . . μια προσωπική διευκρίνιση Κυρίαρχη πρ όθ εσ η αυτής της παρ ά λ ληλης αν άγ ν ω σ ης ήταν ν α ανιχνε ύ σω μετατοπίσ εις και εσωτερικές ασ υμφ ωνί ες, επαν α λαμβ αν όμεν α μοτίβ α και αν ατρ οπ ές, ώ σ τε ν α φέρ ω άτ υπα τα δύ ο κείμεν α σ ε κατάσ τασ η δια λόγ ου. Τα δια λ εκτικά ζε ύγ η δεν είν αι άγ ν ω σ τα σ τον Taf ur i. Εμφ ανί ζον ται σ χεδόν σ ε όλου ς του ς τίτλου ς των βιβλίων του 6 με τρ όπο που φ αίνεται ν α δείχνει ότι τέτοι ες σ υ σ χετίσ εις γεν ν ούν σ υν θ ήκες έν τασ ης που καθ ορί ζουν τ ην ρ οπή της σ υγγρ αφής του πρ ο ς το ν όημα. Η ερμηνεία δεν πρ οκ ύπτει μέσα από απομον ωμέν α αν τικείμεν α, α λ λά μόν ο μέσω σ υ σ χετίσ εων και αν τιπαρ αβ ολών. Στην αρχική πρ όθ εσ η ν α εμφ ανισ τούν αδιόρ ατες σ υν δέσ εις, πρ ο σ τίθ εται μια δε ύτερη πτ υχή, που εν δέχεται ν α ακολουθ εί με επιμον ή τις αν α λυτικές μου πρ ο σπάθ ει ες. Για τον λόγ ο αυτό την καταγρ άφ ω εδώ και τ ην μοιρ ά ζομαι από τό σο ν ωρίς. Το αν τικείμεν ο πολ λών από τις σ ε λίδες που διάβ ασα ήταν η ερμηνεία της ισ τορίας, ερμηνεία που επιφυλάσσ ει έν αν επίφ οβ ο σ υ σ χετισμό μετα ξύ του ερμηνε υτ ή και του υλικού του. Η ενεργ οποίησ η των υλικών τ ης Ισ τορίας σ υνίσ ταται σ τη φ ων οποίησ η του ς από κάποιον. Ακριβ ώ ς όπω ς σ υμβ αίνει με την κούκ λα και τον εγγ ασ τρίμυθ ο, ο οποίο ς μεταδίδει μια φ ων ή μέσω εν ό ς ε ξωτερικού σώματο ς χωρίς ν α τίθ εται πρ ο ς αμφισβήτησ η η φυ σική ύπαρ ξη της κούκ λας. Η ταυτότ ητα όμω ς και η εκφ ορ ά της είν αι πιο σ ύν θ ετη. Μι λά με μια φ ων ή που δεν αν ήκει σ τον εγγ ασ τρίμυθ ο. Τη σ τιγμή που σφρ αγ ί ζει το σ τόμα του, αν αθ έτει σ την κούκ λα την ε υθ ύν η των ό σων εκφέρ ον ται. Το π νε ύμα που την φέρνει σ τη ζωή δεν είν αι ακριβ ώ ς το δικό του 7 . Οι ερμηνεί ες δίν ουν ζωή σ ε κάθ ε λογ ής τεκμήρια κάθ ε φ ορ ά που εκφέρεται λόγ ο ς γ ι’ αυτά. Όπω ς και σ την π ερίπτω σ η του εγγ ασ τρίμυθ ου, η ερμηνεία δεν σ υνισ τά ψε υ δαίσ θ ησ η. Όλοι οι θ εατές γ ν ωρί ζουν το κόλπο. Όπω ς η φ ων ή της κούκ λας είν αι καιν ο φ αν ής, έτσι αν τίσ τοιχα μπορ ούμε ν α υποθ έσουμε πω ς οι ισ τορί ες που γρ άφ ουμε μι λάνε με τ η φ ων ή πρ οθ έσ εων που ήταν και σ ε εμάς άγ ν ω σ τες μέχ ρι
9
τ η σ τιγμή τ ης μετάδο σ ής του ς. Το κείμεν ο απο σ τασιοποι είται από εμάς μόλις παρέ λθ ει η σ τιγμή που το γρ άφ ουμε 8 Πι θ αν ότατα ούτε ο Ιτα λό ς Ισ τορικό ς μπόρεσ ε ν α αποκρ ού σ ει αυτή τη σ ύμβ ασ η. Καμία ισ τορία ά λ λω σ τε δεν δι εκδικεί α ξιώ σ εις απόλυτης αν τικειμενικότητας. Όπω ς και σ το δικό μου κείμεν ο, η αφ ομοίω σ η των σ τοιχείων, η ομι λία του ς, αποκτών ται γρ άφ ον τας. Καμία τέ λ εια αν άγ ν ω σ η δεν πρ οηγ είται μιας πρ ο σ χεδιασμέν ης σ υγγρ αφής. Αυτό το σ ημείωμα επισ ημαίνει απ λά πω ς τέτοια π ερ άσματα μετα ξύ γρ αφής και αν άγ ν ω σ ης πρ οϋποθ έτουν σ χέσ εις κ υρί ε υ σ ης του υλικού από τον σ υγγρ αφέα α λ λά και αν τίσ τρ ο φ α. Με αφ ορμή λοιπόν τις θ εματικές που μας αν οίγ ον ται σ ε αυτά τα δύ ο βιβλία, θ α ξεφε ύγ ουμε σ ε τέτοιου είδου ς εγγ ασ τριμυθ ί ες, σ τα π εριθ ώρια του κ υρίω ς κειμέν ου, δια λόγ ου ς δηλαδή ή π ερισ τατικά κ υριαρχικών φ ων οποιήσ εων, χωρίς ν α ξεχν άμε πω ς ίσω ς και το δικό μου διάβ ασμα υπήρ ξε ε ξίσου επιρρεπ ές σ ε τέτοι ες, διπ λής κατε ύθ υν σ ης ιδιοποιήσ εις.
10
ΜΕΡΟΣ
11
σημειώσεις
12
1.
Ο Tafuri θα δημοσιεύσει το 1969 στο Contropiano το Per una critica dell’Ideologia architettonica το οποίο αργότερα θα αναπτύξει σε μορφή βιβλίου και θα εκδώσει το 1973 ως Progeto e Utopia: Architettura e sviluppo capitalistico. Τη δεκαετία του 70 δημοσιεύεται επίσης εκθέσεις και άρθρα του στην Αμερική και το περιοδικό Oppositions, με πιο χαρακτηριστική το L’Architecture dans le Boudoir:The Language of Criticism and the Criticism of Language (1974), που επαναδημοσιεύεται το 1980 ως κεφάλαιο του La Sfera e il Labirinto, καθώς και το βιβλίο του με τον Francesco da Co, Architettura contemporanea (1976). Πρέπει να επισημάνουμε πως έγινε μάλλον γνωστότερος μέσω αυτών των δημοσιεύσεων – ιδίως του Progeto e Utopia– το οποίο είχε ήδη μεταφραστεί στα αγγλικά και δημοσιευτεί από την MIT press ήδη από το 1976, και πολύ λιγότερο από το θεμελιακό σχεδόν Teorie e Storia που φαίνεται για καιρό να απασχόλησε μόνο την αρχιτεκτονική διανόηση της Ιταλίας, αφού εκδόθηκε στα Αγγλικά μόλις το 1980, την περίοδο που στην Ιταλία πρωτοκυκλοφόρησε στην τελική του μορφή το La Sfera e il Labirinto. Ίσως είναι άξιο να διερευνηθεί κατά πόσο σε αυτήν την ετεροχρονισμένη ανάγνωση και κατ’ επέκταση ίσως και υποτίμηση του, οφείλονται κάποιες από τις παραποιήσεις και λάθος χρήσης του.
2.
Τα περισσότερα μας στοιχεία βιογραφικής τεκμηρίωσης έχουν προκύψει από τις δουλειές του Andrew Leach, συγκεκριμένα την διδακτορική του διατριβή Choosing History: A Study of Manfredo Tafuri’s Theorisation of Architectural History and Architectural History Research και την τροποποιημένης της έκδοση ως βιβλίο το 2007. Manfredo Tafuri Choosing History. A&S Books
3.
Vidler. A, Histories of the Immediate Present: Inventing Architectural Modernism, The MIT Press, 2008, σελ. 169, στο κεφάλαιο που αφιερώνει στον Tafuri με τίτλο Renaissance Modernism. Manfredo Tafuri
4.
Πιο συγκεκριμένα: Η δεύτερη έκδοση συμβαίνει μόλις το 1970, δύο χρόνια μετά της πρώτης του έκδοσης (Μπάρι, Laterza) ενώ ακολουθούν περαιτέρω επανεκδόσεις το 1973, το 1976, το 1980, το 1986 και το 1988. Νέα εισαγωγικά σημειώματα εμφανίζονται μαζί με τις εκδόσεις του ’70 και του ΄76. Η αγγλική μετάφραση που χρησιμοποιήσαμε έρχεται το 1985 (Νέα Υόρκη:Harper & Row) και έγινε από την ιταλική έκδοση του 1976. Η πληροφόρηση μας αυτή έχει έρθει από τις σημειώσεις του Παναγιώτη Τουρνικιώτη, ‘Ο.π, 2002, σελ. 272
5.
Vidler. A, op.cit, 2008, σελ. 169, θυμήσου και σελ 187
6.
Αναφέρουμε ενδεικτικά: Θεωρίες και Ιστορία (Teorie e Storia), Αρχιτεκτονική και Ουτοπία (Progeto e Utopia), Σφαίρα και Λαβύρινθος (La Sfera e il Labirinto), Βενετία και Αναγέννηση (Venezia e il rinascimento)
7.
Μια πολύ ενδιαφέρουσα μελέτη για τις παραλληλίσεις της εγγαστριμυθίας με την γνωσιοθεωρία του Nietzsche μπορεί να αναζητήσει κανείς στο κείμενο «Nietzsche and Ventriloquism» του David Goldblatt, που δημοσιεύτηκε το φθινόπωρο του 1995 στον 21ο τόμο του περιοδικού Historical Reflections/Reflexions Historiques με θέμα «Nietzsche: Voices, Masks and
ΜΕΡΟΣ
Histories». Ο συγγραφέας τονίζει ακριβώς τα «φωνητικά μοτίβα» που χρησιμοποιεί ο Nietzsche, αναζητώντας στην έννοια της φωνοποίησης την ουσία του «ερμηνεύειν». Τονίζει συγκεκριμένα το εξής νιτσεϊκό απόσπασμα: «Κανείς δεν μου μιλά πια, παρά ο εαυτός μου, και η φωνή μου αυτή φτάνει σε μένα ως η φωνή ενός ανθρώπου που πεθαίνει. Άσε να συσχετιστώ με σένα μονάχα μία ώρα ακόμα, αγαπητή φωνή, με σένα, το τελευταίο ίχνος μνήμης όλης της ανθρώπινης ευτυχίας. Με σένα ξεφεύγω από τη μοναξιά μέσω της αυταπάτης και φτάνω μέσα από ψέματα στην πολλαπλότητα και την αγάπη. Γιατί η καρδιά μου να αντέξει δε μπορεί την πιο μοναχική μοναξιά και μ’αναγκάζει να μιλώ λες κ’ είμαι δύο άνθρωποι». 8.
Ο Nietzsche γράφει στο Ίδε ο Άνθρωπος: « . . . κάθετι μεγάλο, είτε έργο είτε πράξη, μόλις ολοκληρώνεται, στρέφεται αμέσως ενάντια στον δημιουργό του. Και μόνο που αυτός το έφτιαξε, τον καθιστά εκείνη την στιγμή ευάλωτο. Μπορεί την πράξη του να την υπομείνει, δεν μπορεί όμως πια να την κοιτάξει καταπρόσωπο. Να’χει φορτωθεί στην πλάτη σου, κάτι που ποτέ δεν θα μπορούσες να είχες επιθυμήσει, κάτι που πάνω του είναι δεμένος ο κόμπος της μοίρας των ανθρώπων, και να’σαι λοιπόν αναγκασμένος από τώρα κ’ έπειτα, εσύ να το κουβαλάς. Να τι μπορεί σχεδόν να σε τσακίσει. Η μνησικακία του μεγαλείου». Το απόσπασμα βρήκαμε στα αγγλικά στο κείμενο του Goldblatt, Ό.π, Historical Reflections, 2002
13
Π
αρ άρτημα 1. Mar at/Sade
Ο Marat συνδιαλέγεται με τον Μαρκήσιο de Sade. Χώρος της συνομιλίας τους είναι το θεατρικό έργο του Peter Weiss.Χρόνος του έργου, η Ναπολεόντεια Γαλλία, τα χρόνια εκείνα που η επανάσταση είχε μεταμορφωθεί σε κράτος. Ο Sade διανύει τα τελευταία χρόνια της ζωής του, έγκλειστος πια, σκηνοθετώντας την παράσταση που έγραψε. Το καστ των ηθοποιών είναι οι υπόλοιποι τρόφιμοι του ιδρύματος. Ο Marat δεν είναι παρά ένας ηθοποιός. Μιλά με τη φωνή του μαρκησίου, μέσα από τα λόγια που έγραψε ο ίδιος, ακολουθώντας σκηνοθετικές οδηγίες. Η παράδοξη συνάντηση του μάρτυρα της επανάστασης με τον παραβάτη συγγραφέα και αινιγματικό αμοραλιστή εγγράφεται λοιπόν στη δομή μιας παράστασης μέσα στην
14
ΜΕΡΟΣ
παράσταση. Ο Sade είναι μονίμως παρών, σκηνοθέτης και υποβολέας, εισχωρεί και εξέρχεται από το έργο κατά βούληση, σχολιάζει καυστικά, μελαγχολεί, ρίχνεται σε καθίσματα και πάλι σηκώνεται για να αναμετρηθεί με τον εμβληματικό επαναστάτη. Ο ίδιος ο Marat του απευθύνεται συχνά. Ο αυτοσχεδιασμός διαλύεται μέσα στο κείμενο ή το κείμενο εξαερώνεται σε αυτοσχεδιασμό. Υπάρχουν κομμάτια του ίδιου του θεατρικού κειμένου, γραμμές ολόκληρες στο ρόλο του Marat και των λοιπών χαρακτήρων, που απευθύνονται ευθέως στο σκηνοθέτη και συγγραφέα Sade, στο πρόσωπο που θα έπρεπε τυπικά να βρίσκεται στο παρασκήνιο. Το πίσω και το εμπρός της διαχωριστικής γραμμής μεταξύ σκηνής και παρασκηνίου έρχεται συνεχώς σε διάλογο. Ο Sade δεν σκηνοθετεί σε συνθήκες καλλιτεχνικής ελευθερίας. Λογοδοτεί στον διευθυντή των
φυλακών. Τα δρώμενα δεν πρέπει να εντείνουν την ανησυχία και την ταραχή των ευαίσθητων ψυχικά, ηθοποιών –το σωφρονιστικό προσωπικό του ιδρύματος φροντίζει γι΄ αυτό– ακόμα περισσότερο δεν πρέπει να αποκλίνουν από το επίσημο Αφήγημα της Επανάστασης– ο καθωσπρέπει διευθυντής τον φυλακών έχει αναλάβει αυτή την τόσο απαραίτητη λογοκρισία. Κι’ όμως ο μαρκήσιος –γνωστός άλλωστε για την μηχανιστική σχεδόν, δομική τελειότητα του λόγου του– καταφέρνει ακόμα, άλλοτε υπογείως και άλλοτε προφανώς, να γίνεται σαρκαστικός. Οι αντιπαραθέσεις με τον Marat διακόπτονται από σκηνές του επαναστατημένου πλήθους, καρναβαλικές εικόνες παροξυσμού και θορύβου. «Παρατηρήστε τώρα πόσο εύκολο το πλήθος γίνεται όχλος, γιατί καθόλου δεν γνωρίζει του σοφού του ηγέτη τη δουλειά. Αντί να χτυπάτε της διαμαρτυρίας το κούφιο τύμπανο, πολίτες μείνετε χαζοί. . . ». Υπό την διαβρωτική παρουσία του σκηνοθέτη Sade, η αφέλεια και καταστροφική επιπολαιότητα του πλήθους – στοιχεία που καπηλεύτηκε η επαναστατική ψυχή– εξισώνονται με παρενέργειες γεροντικής άνοιας ή σωματικής γήρανσης αφού ο Marat έγραφε μανιωδώς τις τελευταίες δι-
ακηρύξεις του καθηλωμένος στη ιαματική μπανιέρα που ανακούφιζε την δερματική του πάθηση. Ο Marat όμως δεν παρουσιάζεται απλώς σαν εκφραστής της επανάστασης, δεν βρίσκεται εκεί αυτοπροσώπως. Εξωτερικεύει μια αποτίμηση του Marat, όπως την έχει πραγματοποιήσει μέσα του ο μαρκήσιος. Γίνεται το μέσο για να σχολιαστεί μέχρι το βάθος της η επαναστατική προσωπικότητα. Ο σχολιασμός του Sade εξισορροπεί σαν σχοινοβάτης μεταξύ της έγκρισης της Αρχής και της παραβίασης της, συχνά με τρόπο τόσο υπαινικτικό που είναι δύσκολο να τον εγκαλέσεις για παραπτώματα. Αφήνει όμως να εισβάλει στη σκηνή –με τη μορφή μιας από καιρό συγκροτημένης πικρίας– όλη η κριτική του δήθεν υψηλού, ηθικού αισθήματος που οριοθετεί το επαναστατικό πνεύμα, έχοντας προκαλέσει τόσους θανάτους, ενώ εκείνος, ένας απλός συγγραφέας, έχει στερηθεί για πάντα την ελευθερία του. Τι κρύβει άραγε αυτή η πικρία; Ένιωθε άραγε ο θεϊκός μαρκήσιος ένοχές; Γνώριζε άραγε τις τύψεις; Η παράσταση μέσα στην παράσταση θέλει την τέχνη να εγκιβωτίζεται μέσα στη ζωή και αντίστροφα, την ζωή μέσα στην τέχνη. Αυτό που βλέπουμε ίσως και να’ ναι ένας μονόλογος.
15
Ο Sade είναι ο εγγαστρίμυθος και ο Marat η κούκλα. Αυτός ο θεατρικός Marat είναι μια εκδοχή του ίδιου του Sade. Ο Peter Weiss γράφει ένα έργο περί αφηγηματικής ιεραρχίας, για το προνόμιο που συνιστά η δύναμη πάνω στα λόγια, προνόμιο πολύ μεγαλύτερο της ψευδαισθητικής παντοδυναμίας του οχλαγωγού ή του επαναστάτη. Γράφει όμως και ένα έργο για την ρευστότητα της ταυτότητας του συγγραφέα. Marat, Sade, Weiss. Ο θεατρικός λόγος του τελευταίου στοιχειώνει τον μαρκήσιο με κείνη την ψυχική ταραχή που κατατρύχει τους ανθρώπους που ξεστράτισαν πολύ από τα χαρτογραφημένα όρια της Γλώσσας και τιμωρήθηκαν με την διαρκή ανησυχία και την αδιαπέραστη μοναξιά των φιλοσόφων. Όλο ετούτο το έργο είναι το χρονικό μιας σχάσης εσωτερικής, ενός σκισίματος της ψυχής στα δύο. Σε ένα συγκεκριμένο στιγμιότυπο, ο μαρκήσιος de Sade μιλά για την αδιαπέραστη σκληρότητα της φύσης, για το πόσο ασήμαντοι είναι γι΄ αυτήν οι θάνατοι των ανθρώπων. Ίδιος ο αποκεφαλισμός του Λουδοβίκου με τον θάνατο ενός απλού χωριάτη, άδειος νοήματος. Όπως μας λέει ο Bataille, ο Sade ποθεί την εξαφάνιση του, την ολική του διάλυση στη φύση. Σε έναν μηδενισμό τόσο ιδιωτικό, που
16
ΜΕΡΟΣ
όμως πάει να γίνει γενικός κανόνας, ο Marat αντιδρά και πέφτοντας στα γόνατα φωνάζει σε μια έκρηξη πίστης στο αδύνατο: «Πρέπει να τραβήξουμε τους εαυτούς μας μέσα από το χαντάκι απ’ τα κορδόνια, να φέρουμε το μέσα έξω και ν’ αντικρύσουμε τα πάντα με μάτια καινούργια»
Κάποια στιγμή αργότερα, μας λέει πια ο Μαρκήσιος με τη δική του πια, φωνή της πικρίας και της απόσυρσης: «Για να διαχωρίσουμε την αλήθεια από το ψέμα πρέπει να γνωρίσουμε τον εαυτό μας. Εγώ δεν γνωρίζω τον εαυτό μου. Όταν νομίζω πως έχω ανακαλύψει κάτι αρχίζω να αμφιβάλλω και τελικά το απορρίπτω. Καθετί που πράττουμε δεν είναι παρά μια προνύμφη των προθέσεων μας»
Δεν είναι τυχαίο που ο Tafuri διέκρινε αυτή την σχάση. Με αυτά τα αποσπάσματα, βαλμένα το ένα δίπλα στο άλλο ανοίγει την δεύτερη έκδοση του Teorie e Storia. Από αυτήν ακριβώς θα αρχίσουμε και εμείς.
* Από το «Η Δολοφονία του Μαρά του Peter Weiss, όπως αποδώθηκε στη μεγάλη οθόνη στην ταινία Marat/ Sade του Peter Brook,1967. Οι ιδέες του Bataille, από το «Η Λογοτεχνία και το Κακό», πλέθρον,1979
Εικ.3 Το φανταστικό πορτρέτο του Sade από τον Man Ray. Ο μαρκήσιος γοήτευσε όσο κανείς την μεταπολεμική διανόηση, που τον κατανόησε ως ύψιστο σύμβολο της ελευθερίας
17
Εικ.4 Από την παράσταση “η δολοφονία του Μαρα” του 1964. Ο ίδιος θίασος, τρία χρόνια μετά, θα μετέφερε το έργο στον κινηματογράφο, στην μορφή που το είδε μάλλον και ο Tafuri. . . .
18
ΜΕΡΟΣ
19
20
ΜΕΡΟΣ
Θεωρία | Εφαρμογή | Ιστορία
* Όπου
επιχειρούμε στα πρώτα δύο κεφάλαια του Teorie e Storia (Modern architecture and the eclipse of History και Achitecture as indifferent object (συμπεριλαμβανομένου ένος άλματος προς το La Sfera e il Labirinto) μια ανασύσταση των τρόπων που η αρχιτεκτονική πρακτική οικειοποιούνταν το ιστορικό corpus
21
Ιστορικο, Αντι-ιστορικό, Ανιστορικό/Πως αντιλαμβάνεται ο Tafuri την ίδρυση του Κλασικού Λεξιλογίου/Η Αρχιτεκτονική ως Αντικείμενο/Η διαρκής νεωτερικότητα/Η εργαλειακή χρήση της ιστορίας/3 είδη Μπαρόκ ιστορικισμού/Ο θάνατος της Τέχνης/Η έκλειψη της Ιστορίας/Η Αρχιτεκτονική ως «Αδιάφορο» Αντικείμενο/Η διάλυση του Αντικειμένου/Η ασύμμετρη σχέση Θεωρίας και Εφαρμογής/Η αρχιτεκτονική και το πρόβλημα του νοήματος/Οι αισθητικές διαμάχες του 18ου αιώνα/Η αρχιτεκτονική ως μεταφραστική ενέργεια/Ο Piranesi πέρα από τις Ηρακλειες Στήλες/Parere sull’architettura/Ο «κακός Αρχιτέκτονας»/Η Υποθετική Αρχαιολογία/Ο Piranesi και η Φαντασία/Η απόσυρση από την πρακτική ως επιλογή/Η ίδρυση της avant-garde
1 Σ
ΘΕΩΡΙΑ - ΕΦΑΡΜΟΓΗ - ΙΣΤΟΡΙΑ
το τρίτο κεφ ά λαιο του Teor ie e Stor ia, ο Manf redo Taf ur i γρ άφει πω ς «έχουμε ήδη παραδεχτεί την ύπαρξη μιας βαθύτατης αντίφασης μεταξύ πρωτοπορίας και πειραματισμού. Οι «Πρωτοπόροι» είναι πάντοτε καταφατικοί. . . Ισχυρίζονται αυθόρμητα πως κατασκευάζουν ένα καθόλα καινούργιο πλαίσιο, θεωρώντας δεδομένο πως η γλωσσική τους επανάσταση όχι μόνο υπαινίσσεται αλλά στ’ αλήθεια πραγματώνει μια κοινωνική και ηθική αναστάτωση. Για δαύτους τίποτα δεν λαμβάνεται ως δεδομένο ή εκ των προτέρων. Η κατασκευαστική τους πράξη, είναι ριζική, με την έρημο του Malevich ως σύμβολο. Ο πειραματισμός από την άλλη συνεχώς αποσυναρμολογεί και επανασυνδέει, αντιφάσκει, επικαλείται Γλώσσες και Συντακτικά που δύσκολα θα αναγνωρίζαμε. . . Οι νεωτερισμοί του μπορεί να εκτινάσσονται προς το άγνωστο αλλά το πεδίο εκτίναξης καθηλώνεται στέρεα στο έδαφος. Η αρχιτεκτονική πειραματική έρευνα έχει όλα τα χαρακτηριστικά της σχοινοβασίας ή, για να αφήσουμε πίσω μας την μεταφορά, μπορεί κανείς σε κάθε στιγμή να ανακαλύψει πόσο παράλογη ή ξεθωριασμένη φαντάζει η υπόθεση της έρευνας, με την ασφάλεια που της προσφέρει το προστατευτικό δίχτυ» 1. Το από σπασμα φ ανερ ώνει μια απο φ ασισ τική διάκρισ η αν άμεσα σ ε δύ ο κό σμου ς. H Έρημο ς, η Σιωπή, ο άγρ αφ ο ς πίν ακας, είν αι όλα σ χήματα που ο Taf ur i επικα λ είται σ υχν ά γ ια ν α υπογρ αμμίσ ει τον διαβρ ωτικό ρ όλο που παί ζει ο δρ ασ τικό ς, ρι ζικό ς και ασ υν θ ηκολόγ ητο ς κό σμο ς της πρ ωτοπορίας πάν ω σ το σ υμβ ολικό εποικο δόμημα της αρχιτεκτονικής, δηλαδή των μηχανισμών με του ς οποίου ς παρ άγει ν όημα. Την ίδια σ τιγμή
διαπισ τών ουμε πω ς ο ά λ λο ς κό σμο ς, αυτό ς του π ειρ αματισμού μπορεί ν α ενεργ οποιηθ εί και ν α επιφέρει ε ξίσου διαβρ ωτικά αποτε λ έσματα καθ ώ ς σ τη θ έσ η μιας δυν αμικής χειρ ον ομίας απο σαφήνισ ης, β ά ζει την αν α λυτική π ερι έργ εια και τον σ χετικισμό, ο δηγ ών τας την ν οηματική πολ λαπ λότητα σ ε σ ημείο υπ ερχεί λισ ης και χάου ς. Επιβεβ αιώνει από τη μία πω ς η μεταπολ εμική κριτική του Μον τέρν ου κιν ήματο ς ορθ ώ ς αν αγ ν ωρί ζει σ το π έρ ασμά του τα σ ημάδια εν ό ς β αρυ σ ήμαν του τέ λου ς τ ης αν απαρ άσ τασ ης. Υπ εν θ υμί ζει από την ά λ λη, ε ξίσου σαρκασ τικά, πω ς ο ίδιο ς μεταπολ εμικό ς αν αβρ ασμό ς, η εκζήτ ησ η του πρ οβλήματο ς της αρχιτεκτονικής ω ς Γλώ σσας, είχε τον χαρ ακτήρ α μιας, εκ του ασφ α λού ς ακρ οβ ασίας, θ εαματικής α λ λά και υπολογ ισμέν ης. Λίγ ο παρ ακάτω μας λ έ ει:
«Οι πρωτοπόροι, εξ ’ορισμού, εκτελούν το νούμερο τους χωρίς προστατευτικό δίχτυ, κοιτάζουν την καταστροφή κατά πρόσωπο και την αποδέχονται εξαρχής, όχι μονάχα ως κίνδυνο αλλά και ως μια αναπόφευκτη μοίρα που οι ίδιοι, μόνοι τους διάλεξαν» 2. Μας μι λά εδώ γ ια τον κίν δυν ο που ε λ λοχε ύει μέσα σ ε μια τρ ομερή γενίκε υ σ η ή απ λού σ τε υ σ η. Η πρ ωτοπορία ε ξισώνεται με μια ενιαία και ασ υν θ ηκολόγ ητη κίν ησ η πρ ο ς το σ υν ολικό και το τέ λ ειο, ο π ειρ αματισμό ς με μια έν τεχν η αν αμόχλ ε υ σ η του δο σμέν ου χάου ς, πρ ο σμέν ον τας ν α αν ασ ύρει από αυτό νέ ες ή μέχ ρι πρ ότιν ο ς άγ ν ω σ τες α ξί ες. Ολική αν οικο δόμησ η και κοπιώ δης μεταποίησ η, η σφ αίρ α και ο λαβύριν θ ο ς. Το λ είο σ τερεό είν αι σ τι λπ ν ό και σ υνεχές, σ χεδόν μον ο σ ήμαν το. Ο λαβύριν θ ο ς είν αι πάν τοτε τρ αχ ύ ς και αν όμοιο ς, εκ φύ σ εω ς αχαρτογρ άφητο ς. Οι δύ ο σ χηματισμοί έχουν πρ οκ ύ ψει από δύ ο εκ θ εμε λίων αν τίθ ετες παρ ορμήσ εις. Η σφ αίρ α έχει π ερικ λ είσ ει ολόκ ληρη τ ην ισ τορία σ ε μια μεγ ά λη χειρ ον ομία απόκρυ ψ ης. Διατρέχει τον κίν δυν ο διαρρ οής μιας απο σιωπημέν ης ατα ξίας. Ο λαβύριν θ ο ς είν αι άμορ φ ο ς και ε λίσσ εται γ ύρ ω από τα ισ τορικά σ τιγμιότ υπα, τρ αυματί ζον τας του ς σ υν δέσμου ς του ς, απομον ών ον τάς τα σαν ασ ύν δετες παρ αδο ξότητες i .
24
ΜΕΡΟΣ 1
Ο Taf ur i μεταχειρί ζεται επομέν ω ς την σ υ σ χέτισ η της Αρχιτεκτονικής με την Ισ τορία, ω ς το π εδίο έν τασ ης μετα ξύ δύ ο αν τιθ ετικών α λ λά και σ υμπ ληρ ωματικών πόλων, μιας Δρ ασ τικής και παρ αγ ωγ ικής δύν αμης και μιας τάσ ης Εν δο σ κόπησ ης και αυτοπρ ο σδιορισμού 3 . Και οι δύ ο τάσ εις έχουν ε ξίσου παρ αγ ωγ ικές και κατασ τρ ο φικές δυν ατότητες, καμιά του ς όμω ς δεν εμφ ανί ζεται ποτέ σ την καθ αρή της εκδήλω σ η ii . Φτάν ουν σ ε μας μά λ λον τα πρ οϊόν τα της σ ύγ κρ ου σ ης και σ υμπ λοκής του ς. Τέτοια είν αι και η π ερίπτω σ η –σ το π λαίσιο της αρχιτεκτονικής του 20ου αιών α– της εμφ άνισ ης των εν ν οιών τ ης «Εν εργητικότητας» (Operativ ity) και «Κριτικότητας» (Cr iticality) 4. Στ ην ολισ θ ηρή του ς σ υ σ χέτισ η, θ α λ έγ αμε πω ς απο δίδει ο Tafuri μια αγ ωνία που παίρνει τον ρ όλο δρ αματικού δι λήμματο ς και αφετηριακής διατ ύπω σ ης της ασ ύμμετρης σ υ σ χέτισ ης του Αρχιτεκτονικού έργ ου με την Θεωρία. Ο δρ ασ τικό ς πόλο ς ε ξακολουθ εί ν α αν αφέρεται σ το π εδίο του σ χεδιασμού του μέ λ λον το ς μέσω μιας δρ ασ τικής αν απήδησ ης μέσα σ ε αυτό (ουτοπική παρ όρμησ η) δεν σ ταματά όμω ς ε ξίσου ν α καταν αγ κά ζει τα ισ τορικά εργ α λ εία σ την ε ξυπηρέτησ η των σ κοπών του. Με τ η σ ειρ ά του, το π εδίο της εν δο σ κόπησ ης και Κριτικής, αν και αν α ζητά από εμάς ερε υν ητικές α ξιώ σ εις, πρ ο σμέν ον τας σ τ ην αποκατάσ τασ η της α λήθ ειας, κατατρύχεται πάν τοτε από κάποιου είδου ς εν οχή πρ ο ς το Συλ λογ ικό που απαιτεί ν α του δειγματισ τούν τα πρ ακτικά ο φέ λη των επίπον ων δι ερ ωτ ήσ εών του. Πρ όκειται γ ια δύ ο διαν ύ σματα, κιν ούμεν α παρ ά λ ληλα, με τ ην μετα ξύ του ς επαφή μαθ ηματικά αδύν ατη, που απρ ό σμεν α σ υν αν τούν επ εισό δια π λ έ ξης και σ ύγ κρ ου σ ης. Ο χώρ ο ς τ ης κίν ησ ής του ς, είν αι αυτό ς της ισ τορίας και η σ υνεχής υπ εν θ ύμισ η της παρ ου σίας της σ τον Tafuri, μας κα λ εί ν α κατατά ξουμε τα πον ήματα των αρχιτεκτόν ων –σ ε όποια τάσ η και αν αν ήκουν– σ ε νέ ες τα ξιν ομικές κατηγ ορί ες.
ΘΕΩΡΙΑ | ΕΦΑΡΜΟΓΗ | ΙΣΤΟΡΙΑ
25
Ιστορικό/ Αντιιστορικό/ Ανιστορικό Πότε έν α έργ ο είν αι Ισ τορικισ τικό; Πότε Αν τί-ισ τορικό – υπον ομε ύ ον τας δηλαδή, και κατατρ ώγ ον τας την Ισ τορικότητα – και πότε λ ειτουργεί Ανισ τορικά –κατέχεται δηλαδή από μια απου σία του ισ τορικού ή από μια έκφρ ασ η πρ ο ς αυτό μιας ψ υχ ρής αδιαφ ορίας iii ; Η πολ λαπ λότητα των επιπ έδων τα ξιν όμησ ης αν τισ τοιχεί σ ε μια σ υ σ χέτισ η αιτίου και αποτε λ έσματο ς ή μά λ λον πρ όθ εσ ης και επιπτώ σ εων, που κάνει το π λ έγμα των α λ ληλ επιδρ άσ εων πολύ π ερισσότερ ο σ ύν θ ετο. Τολμών τας μια ολική από σ χισ η της αρχιτεκτονικής από τ ην Ισ τορία ή π ερισσότερ ο από την εργ α λ ειακή της χ ρήσ η, καθ ώ ς αυτ ή η χ ρήσ η σ υνισ τά το κ υρίαρχό π εδίο άν τλησ ης αν αφ ορ ών και υπο δεί ξεων, το εγ χείρημα του Taf ur i παίρνει τον χαρ ακτ ήρ α επαν αδιατ ύπω σ ης του ισ τορικού σ χήματο ς και της έν ν οιας «Ισ τορικότητα» – ακόμα π ερισσότερ ο της αρν ητικής τ ης εικόν ας, της αν τί-Ισ τορικότ ητας του μον τέρν ου κιν ήματο ς που εμφ ανί ζεται σαν π ερισ τατικό ρήξης ή τομής. Σε αυτό το π νε ύμα ισ χ υρί ζεται, πω ς η Ανισ τορικότητα δεν αποτε λ εί απου σία της Ισ τορίας –με τον χαρ ακτήρ α διακοπής– ό σο το ανεσ τρ αμμέν ο της είδωλο, μια αν τιδρ ασ τική απόρριψ η που πρ οκ ύπτει ω ς σ ύμπτωμα υπ ερέκθ εσ ης. Θα μπορ ού σαμε ν α διαβ άσουμε το Teor ie e Stor ia ω ς αφήγ ημα αυτής ακριβ ώ ς τ ης διπ λής κατάσ τασ ης δι έ λ ε υ σ ης από τον έν α πόλο σ τον ά λ λο, των διαβ αθμίσ εων τε λικά μέσα σ τον χ ρ όν ο σ τη σ χέσ η τ ης Αρχιτεκτονικής με την Ισ τορία. Η αμφίδρ ομη σ χέσ η εφ αρμογ ής τ ης αρχιτεκτονικής και της κριτικής της αν ά λυ σ ης, π εριπ λ έκει του ς λαβυριν θ ώ δεις μηχανισμού ς, με του ς οποίου ς η κριτική εγ κιβ ωτί ζεται μέσα σ την Ισ τορία, και αν τισ τρ ό φ ω ς ο Ισ τορικό ς λόγ ο ς εσωκ λ εί εται σ τη Κριτική 5 . Η Διαρκής Νεωτερικότητα Η επιμον ή μας σ την διάκρισ η δύ ο αν τιθ ετικών τάσ εων, το π είσμα μας ν α φ ωτίσουμε τις δυ σ κολί ες της σ υν ύπαρ ξης
26
ΜΕΡΟΣ 1
του ς δεν πρ οκ ύπτει από τις σ ε λίδες του βιβλίου με μια έν α πρ ο ς έν α σ χέσ η. Μπορ ούμε όμω ς ν α απο σπάσουμε αυτού σια αυτ ή τη σ ύν θ ετ η διαδοχή τα ξιν ομήσ εων που σ υν τάσσον τας υπ ερ σ υν δέσμου ς μετα ξύ ισ τορικών σ τιγμών, κα λύπτει χ ρ ονικές απο σ τάσ εις, που υπό ά λ λ ες σ υν θ ήκες θ α γ εν ν ού σαν δυ σπισ τία. Δεν διακρίν ουμε γ ια παρ άδειγμα την αρχιτεκτονική του Μεσοπολ έμου και των Μον τέρν ων δασ κά λων από του ς μεταμον τέρν ου ς διαδόχου ς του ς, α λ λά εν τοπί ζουμε γενεα λογί ες πρ οβλημάτων που παρ αμέν ουν ενεργ ά από την απαρχή του ς σ τον Br unelleschi και τον Albeti 6 , μέχ ρι και τη σ υγγρ αφή του Teor ie e Stor ia. Εδώ πρ οτείνεται γ ια πρ ώτη φ ορ ά, η κεν τρική ιδέα μιας διαρκού ς νεωτερικότητας που θ α παγ ιωθ εί σ τη σ κέ ψ η του ω ς βεβ αιότ ητα, ω ς πηγ ή όλης της αμφισ ημίας των ισ τορικών φ αιν ομέν ων α λ λά και το κοιν ό π εδίο παρ ά λ ληλης ε ξέτασ ής του ς. Η αφετ ηριακή μορ φή του Br unelles chi εμπίπτει σ ε αυτήν ακριβ ώ ς τ ην τα ξιν ομητική αμφισ ημία. Η επαν αφ ορ ά του Κ λασσικού λ ε ξι λογ ίου επιχειρεί μια σ υρρ αφή της νέας ασ τικής εποχής του με τ ην Ρωμαϊκή Αρχαιότητα, κάν ον τας μια εκ λογ ή που αποκ λ εί ει το κεν ό διάσ τημα του Μεσαίων α και του γ οτθ ικού σ τ υλ. Έτσι διαφ αίνεται μια ισ τορικίσ τικη τάσ η, που απο σ κοπ εί σ τ ην αν ακαθ ι έρ ω σ η του Κ λασσικού, μέσω εν ό ς εργ α λ είου εκ λογ ής, που α ξιολογεί και αφ αιρεί ή επι λ έγει και απομον ώνει τις εν οχλητικές παρεν θ έσ εις. Ο Taf ur i διακρίνει πίσω από τις γρ αμμές πω ς η Αρχαιότητα γ ίνεται αν τικείμεν ο ρητορικής χ ρήσ ης 7 . Ο ρ όλο ς της είν αι τε λ ετουργ ικό ς. Η σ ύ σ τασ η του Κ λασσικού λ ε ξι λογ ίου, ακριβ ώ ς λόγ ω της αυθ αίρετ ης εκ λογ ής του δεν μπορεί ν α ε υ σ ταθ εί σαν καθ ολικό σ ύ σ τ ημα, γ ιατί κάτι τέτοιο θ α πρ οϋπ έθ ετε την ομοιογένεια και τ η σ υνείδησ η τ ης τε λ ειότητάς του από τον 15ο αιών α, κάτι που δεν θ α μπορ ού σ ε ν α τεκμηριωθ εί από καμιά αρχαιολογ ία ή μαρτ υρία τ ης εποχής, πάρ α μόν ο ν α υπάρ ξει ω ς ρητορικό επιχείρημα. Η δρ ασ τικότητα του Br unelleschi δεν έγ κειται τό σο σ την αποκατάσ τασ η της Ισ τορίας, ό σο σ την εισαγ ωγ ή του ε υρήματο ς του τρισδιάσ τατου χώρ ου μέσω της Πρ ο οπτικής.
ΘΕΩΡΙΑ | ΕΦΑΡΜΟΓΗ | ΙΣΤΟΡΙΑ
27
Ο Tafuri επισ ημαίνει ότι η πρ ώιμη διαν όησ η γ ια την αρχιτεκτονική σ τον 15ο αιών α παρ α λ είπ ει το σ χεδίασμα εν ό ς πολ εο δομικού σ υ σ τήματο ς μιας και η νέα σ ύλ ληψ η του χώρ ου και η σ χεδιασμέν η της εφ αρμογ ή είν αι ικαν ή όχι μον άχα γ ια μια νέα χωρική αν τί ληψ η–όπω ς αυτή της πρ ο οπτικής– α λ λά και γ ια μια σ υν ολική σ ύν θ εσ η του μέ λ λον το ς. Το π ερίοπτο, γ εωμετρικό κτίσμα, πρ οϊόν της πρ ο οπτικής απ εικόνισ ης, α λ λοιώνει ή ε ξυγ ιαίνει τον ασ τικό του π ερίγ υρ ο με κάποια αόρισ τ η δύν αμη αν αφ ορ άς σ ε μια αν ακτημέν η πα λαιότητα. Χωρίς ν α σ χεδιάσ ει την πόλη, ο Br unelleschi διατ υπώνει μόν ο μέσα από κτίσματα, μια σ υν ολική θ έσ η γ ια τον μεσαιωνικό ισ τό ω ς π εδίο δυν ατών επαν ορθ ώ σ εων που ο φεί λ ει ν α ε ξαν θρ ωπισ τεί και ν α αν αμορ φ ωθ εί. Η αυτάρκεια τ ης Γεωμετρίας και η ιδεολογ ική υπ ερ οχή της Πρ ο οπτικής επανεφε υρίσ κει την έν ν οια του Κτιρίου-Αν τικειμέν ου, ανε ξάρτητα ικαν ού ν α σωματοποιήσ ει μια ιδανική εικόν α του μέ λ λον το ς. Κατά αυτή την έν ν οια δεν φ αίνεται τό σο παρ άδο ξο ς ο ισ χ υρισμό ς, πω ς ο Br unelleschi δεν θ εμε λίω σ ε ξαν ά την Αρχιτεκτονική σ την Ισ τορία ό σο την από-ισ τοριοποίησ ε. Μέσα σ ε λίγες μόν ο σ ε λίδες του Teor ie e Stor ia, το ε ύθρ αυ σ το Αν τικείμεν ο της Αρχιτεκτονικής και της Γεωμετρίας, αρχί ζει ήδη ν α δια λύεται εν μέσω της διάχ υτης θ έσ ης του απ έν αν τι σ τ ην Ισ τορία και τις μανι ερισ τικές «αν αταρ ά ξεις» που θρυμματί ζουν την ισ τορική βεβ αιότητα και τεμαχί ζουν τα ξιν ομητικά γ ια τον Taf ur i, τον 16ο αιών α σ ε δύ ο σ τρ ατόπ εδα (σ τ ην ίδια τα ξιν ομητική εκζήτησ η που έχουμε ήδη επισ ημάνει). Έν α που επιμένει σ την αν τιφ ατική παρ άδο σ η του Br unelleschi ν α ζητά τ ην ισ τορική επιβεβ αίω σ η εν ό ς αν τί-ισ τορικού κώ δικα –όπω ς ο Κ λασικισμό ς– και έν α ά λ λο που «λ ερ ώνει τα χέρια του» 8 , κατεργ α ζόμεν ο την Ισ τορία ω ς τρ ο φ ο δότη εικονικών παρ ασ τάσ εων πρ ο ς αν ασ ύν θ εσ η και ε λ ε ύθ ερ ο σ υν δυ ασμό 9 . Η διαδοχή νέων τα ξιν ομήσ εων δεν σ ταματά σ τιγμή σ το Teor ie e Stor ia, καταφέρν ον τας π ερισσότερ ο ν α μας υπ εν θ υμί ζει πό σο κατασ κε υ ασμένες και αφύ σικες είν αι οι πρ ο ς τα ξιν όμησ η
28
ΜΕΡΟΣ 1
κατ ηγ ορί ες. Κάθ ε φ ορ ά που ο σ υγγρ αφέας μοιρ ά ζεται μα ζί μας μια νέα τα ξιν όμησ η, είν αι αδύν ατον ν α καταν οηθ εί κάποια από τις π εριγρ αφ όμενες τάσ εις ω ς αν ανεωτική ή σ υν τηρητική, καθ ώ ς ακόμα και οι σ υνειδητές πρ ο σπάθ ει ες παρ αμόρ φ ω σ ης ή τρ οποποίησ ης του κ λασικού κώ δικα πρ οϋποθ έτουν την εισαγ ωγ ή ισ τορικών σ τοιχείων από ά λ λ ες εποχές ή λ ε ξι λόγ ια (πχ. Γοτθ ικό) εν ώ και οι πιο αφηρημένες λ ε ξι λογ ικά, τάσ εις αν α ζητούν παρ αδό ξω ς το καταγ ωγ ικό του ς π εδίο σ την Αρχαιότητα 10 .Το κέρ δο ς που πρ ο σ κομί ζει ο τα ξιν ομικό ς π υρετό ς αυτών των σ ε λίδων βρίσ κεται σ την ανίχνε υ σ η μιας αν τί θ εσ ης αν άμεσα σ τον «Ισ τορικισ τικό π ειρ αματισμό» και την «Αυ σ τ ηρή αφ αίρεσ η» του Κ λασικισμού, που π ερν ά σ την εποχή του Μπαρ όκ, αν ασ ύρ ον τας την μορ φή του Francesco Bor romini ω ς αν τί λογ ο σ τον Br unelleschi. Ο Taf ur i π ερι εργ ά ζεται το Μπαρ όκ, μεταφέρ ον τάς μας την εικόν α μιας εποχής που καταπιάσ τ ηκε με κατασ κε υ ασμέν α δι λήμματα. Η τα ξιν ομητική π εριγρ αφή των τριών τάσ εων Μπαρ όκ Ισ τορικισμού επισ ημαίνει πω ς και οι τρεις τρ όποι σ του ς οποί ες κατέ ληξε η αμφι θ υμία των πρ οηγ ούμεν ων αιών ων αν αφέρ ον ται με κάποιο τρ όπο σ τ ην Ισ τορία. Εκείν η είν αι ξαν ά ο μον αδικό ς παρ ον ομασ τής που καθ ορί ζει κάθ ε σ ημείο εκκίν ησ ης και αποτ υπώνει, μέσω τ ης απορρ ο φητικότητάς της, κάθ ε α λ λαγ ή. Κάθ ε μια από τις τρεις τάσ εις διακρίνεται γ ια τις ξεχωρισ τές τρ οποποιήσ εις που επιχειρεί ν α εισάγει πάν ω σ το ισ τορικό cor pus. Κάθ ε μια από τις τρεις μπορεί αυτή τη φ ορ ά ν α αν τισ τοιχισ τεί με ακρίβεια, με κάποια από τις τρεις ισ τορικισ τικές εκδοχές (ισ τορικό, αν τι-ισ τορικό, ανισ τορικό) σ υν αιν ών τας μά λισ τα σ ε έν αν ακριβέσ τερ ο πρ ο σδιορισμό του ς.
ΘΕΩΡΙΑ | ΕΦΑΡΜΟΓΗ | ΙΣΤΟΡΙΑ
29
Εικ.5 Jan Vredeman de Vries, Προοπτική απεικόνιση του 1604. Ο νεωτερισμός της γεωμετρίας και του μαθηματικού χώρου ήταν εντελώς αντι-ιστορικός και γενικευτικός. Η θεμελίωση του “μέσα από” ιστορικές μορφές, συνιστά από-ιστορικοποίηση
30
ΜΕΡΟΣ
31
Η διαρκής νεωτερικότητα ως μια διαδοχή ιστορικοποιήσεων και αποιστορικοποιήσεων. Διακρίνουμε δυο καταστάσεις ιστορικής ύπαρξης, μια ιστορία [Α] ως δυναμική συνέχεια, ως ύπαρξη σε ένα συνεχές παρόν και μια ιστορία [Β] ως ιστορική γνώση, ως ενιαίο παρελθόν ή σημείο αναφορά και αγκύρωσης. Η ιστορικοποίηση (από το [Α] στο [Β]) σηματοδοτείται από την κατεύθυνση προς τα δεξιά. Η απόιστορικοποίηση ( από το [Β] στο [Α]) από την στροφή προς τα αριστερά. 1η αποιστορικοποίηση: Ο Brunelleschi και ο νεωτερισμός της προοπτικής. Η ίδρυση του κλασικού λεξιλογίου ως ρητορική χρήση του παρελθόντος. 1η ιστορικοποίηση: Ο Borromini και η εισαγωγή του Μπαρόκ Ιστορικισμού. Η «γνήσια εμπειρία της ιστορίας» 2η αποιστορικοποίηση: Ο Διαφωτισμός και το εξορθολογιστικό του σχέδιο τεκμηριώνουν την αρχιτεκτονική στην αρχαιολογία, σηματοδοτώντας την εκκίνηση του αρχιτεκτονικού προβλήματος του νοήματος. 2η ιστορικοποίηση ο αντιιστορικισμός του Μοντέρνου Κινήματος. Η καθιέρωση μιας «παράδοσης του καινούργιου». Τομή μεταξύ πρωτοπορίας και πειραματισμού, τυπολογικού εκλεκτικισμού και μοντέρνας αρχιτεκτονικής, συνιστά ο Giovanni Battista Piranesi. για την διάκριση ιστορικοποίησης και απόιστορικοποίησης, βλ. Π. Τουρνικιώτης, «Η Ιστορικογραφία της Μοντέρνας Αρχιτεκτονικής»,Εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2002.
32
ΜΕΡΟΣ 1
Τρεις Τάσεις Μπαρόκ Ιστορικισμού: 1. Ο κριτικό ς εκ λ εκτικισμό ς όπω ς εκείν ο ς του Fischer von Erlach ή του Fontana –όπου ‘το ν α ασ κείς κριτική σ ημαίνει απ λά ν α αν απτ ύ σσ εις και ν α αφ ομοιώνεις διαφ ορετικές πρ οτάσ εις και σ υν θ ετικές μεθ ό δου ς και η ίδια η εκ λ εκτική πι θ αν ότ ητα, π ερισ τρεφ όμεν η γ ύρ ω από τον κ λασικισμό, αδρ αν οποι εί απ λά κάθ ε απόπ ειρ α ακ ύρ ω σ ης– εκφρ ά ζει το Ισ τορικό σ τοιχείο, δηλαδή αποκαθ ισ τά την σ υνέχεια της Ισ τορίας ή μιας αφήγ ησ ης που δι εκδικεί την θ έσ η της σ ε μια αδιάκοπη ε ξισ τόρησ η ιδεολογ ικού χαρ ακτήρ α 2. Το ε υρ ωπαϊκό κ ύμα Μπορ ομιανισμού –που αν απτ ύ σσ ει τ ην πρ οβληματική σ χέσ η μετα ξύ των μη κ λασικών και αν τίκ λασικών ισ τορικών τάσ εων με του ς πιο ποικί λου ς τρ όπου ς και σ ημασί ες, όπου αν απτ ύ σσον ται δηλαδή η ισ τορική σ ύν θ εσ η των αν τι θ έτων ή η έν ν οια του «bricolage» και του «contaminatio» και οι πρ οτάσ εις φ αίνεται ν α μετεωρί ζον ται μετα ξύ ειρ ωνείας και πολ εμικής– εκφρ ά ζει το Αν τι-ισ τορικό σ τοιχείο καθ ώ ς επιχειρεί ή ακού σια τρ αυματί ζει ή καυτηριά ζει τ ην εικόν α αυτής τ ης ισ τορικής σ υνέχειας 3. Ο π ειρ αματικό ς σ υν δυ ασμό ς διαφ ορετικών γλω σσικών κω δίκων –όπω ς αυτό ς των Wren, Hawksmoor κτλ όπου η εισαγ ωγ ή ετερ όκ λητων λ ε ξι λογ ικών σ τοιχείων δεν έχει πολ εμικό χαρ ακτ ήρ α ούτε πρ οτείνει την ισ τορικότητα της μορ φής ω ς επ είγ ον πρ όβλημα παρ ά σ υ σ τήνει μια εκ λ εκτικισ τική και σ υν θ ετική αρχιτεκτονική που απ λά οικειοποι είται την Ισ τορία γ ια ν α τεκμηριώ σ ει τον αν τί-ρητορικό και πρ ο αιρετικό π ειρ αματισμό τ ης– εκφρ ά ζει το Ανισ τορικό ή μη ισ τορικό αφ ού ακόμα και η παρ ου σία της Ισ τορίας ω ς αν αφ ορ άς ή επαν αφ ορ άς σ τερείται σ ημασιο δοτήσ εων και ιδεολογ ικού χ ρ ωματισμού 11 . Οι κατηγ ορί ες ισ τορικό, αν τί-ισ τορικό, ανισ τορικό, τε λικά, πρ οϋποθ έτουν μια κρίσ η επί του αποτε λ έσματο ς. Και εδώ εν τοπί ζουμε μια από τις πιο ρηξικέ λ ε υθ ες πρ οτάσ εις του πάν ω
ΘΕΩΡΙΑ | ΕΦΑΡΜΟΓΗ | ΙΣΤΟΡΙΑ
33
σ το δια λ εκτικό αδι έ ξο δο Θεωρίας και Πρ ά ξης. Η δρ ασ τικότητα και ο νεωτερισμό ς, δεν είν αι σ ε καμία π ερίπτω σ η αποκ λ εισ τικά ανισ τορικοί σ χηματισμοί, εν ώ η «Κριτικότητα», σ τις σ τιγμές εκείνες που π λησιά ζει την επιδιωκόμεν η σ υγ χώνε υ σ ή της με τ ην πρ ακτική, κατά το κοιν ό δηλαδή αίτημα της ω φέ λ ειας, μπορεί , αν και ρι ζωμέν η σ το ισ τορικό παρε λθ όν και τις ερμηνεί ες του, ν α υπο δυθ εί τον πιο κατασ τρ ο φικό ρ όλο, διαρρηγ ν ύ ον τας τη μία «γ ν ήσια εμπ ειρία της Ισ τορίας 13 ». Σε κάθ ε π ερίπτω σ η η Ισ τορία δεν απου σιά ζει ποτέ παρ ά μον άχα απ εκδύεται ή φ ορτί ζεται ν οήματο ς και σ ημασιο δοτήσ εων. Για τον Taf ur i η τάσ η κίν ησ ης του Μπαρ όκ ισ τορικισμού πρ ο ς μια κατε ύθ υν σ η αδρ αν οποίησ ης 13 της Ισ τορίας, είν αι σ χεδόν αυτον όητ η. Είν αι η τάσ η αυτή που σ ηματο δοτεί την σ τρέ ψ η του Ισ τορικισμού πρ ο ς έν αν ιδιότ υπο νέο-σ υμβ ολισμό, η αμηχανία του οποίου γ ίνεται κρ αυγ α λ έα αισ θ ητή σ ε φ αιν όμεν α όπω ς η αν τικατάσ τασ η του αν αγεν ν ησιακού εγ χειριδίου από τα πολ εμικά βιβλία θ εωρίας, η διαμάχη Αρχαίων και Μον τέρν ων, το πρ όβλημα του διακό σμου τον 18ο αιών α, κοκ. Η μεταποίησ η του Μπαρ όκ ισ τορικισμού επιχειρείται πάν ω σ τ ην π εποίθ ησ η πω ς οι ισ τορικές μορ φές μπορ ούν ν α είν αι επαν ασ τατικές 14 ,αυτή όμω ς η τάσ η μεταρρυθμισ τικής τρ οποποίησ ης της πρ αγματικότητας, αδυν ατεί ν α αιτιολογ ήσ ει το κ υριότερ ο Παρ άδο ξο: τη σ υν ύπαρ ξη μιας τό σο δρ ασ τικής κίν ησ ης πρ ο ς το Μέ λ λον με ισ τορικές μορ φές που αν ασ ύρθ ηκαν από το πάν τα διαθ έσιμο ισ τορικό cor pus.. Αν ισ χ υρισ τούμε, γενικε ύ ον τας, πω ς η κ υρίαρχη ιδέα σ τον π υρήν α της διαφ ωτισ τικής σ κέ ψ ης είν αι το Υποκείμεν ο ω ς Ο υτοπία, η κατάκτησ η δηλαδή του αυτοπρ ο σδιορισμού ω ς έμφυτο χαρ ακτηρισ τικό, ή ω ς Φ ύ σ η, μπορ ούμε ίσω ς ν α καταν οήσουμε τον Taf ur i όταν λ έ ει, πω ς η έκ λ ειψ η του «αρχιτεκτονικού αν τικειμέν ου» είν αι αδιαχώρισ τη από την έκ λ ειψ η της Ισ τορίας 15 .Η πρ οκ ληθ είσα ανισορρ οπία μετα ξύ Κ λασικισμού και Εκ λ εκτικισμού επανεμφ ανί ζεται ω ς σ ύμπτωμα τ ης ασ υμμετρίας σ τη σ χέσ η Φ ύ σ ης και Ισ τορίας. Ο Κ λασικισμό ς
34
ΜΕΡΟΣ 1
υπήρ ξε αν αν τίρρητα οργ ανικό ς, σ χεδόν σαν φυ σικό φ αιν όμεν ο και ο εκ λ εκτικισμό ς, φερ όμεν ο ς ω ς σ υνειδητή υπον όμε υ σ ή του, έπαιρνε τ η μορ φή κατασ κε υ ασμέν ης εκζήτ ησ ης. Με τον άν θρ ωπο ν α αν αδεικν ύεται σ ε Φ ύ σ η, ο σ υμβ ολικό ς ορί ζον τας τ ης αρχιτεκτονικής θ α έπρεπ ε ν α χειρ αφετηθ εί ε ξίσου από απόλυτα σ υ σ τήματα καν όν ων 16 . Ο Taf ur i γρ άφει πω ς «είν αι πια η π εριπ έτεια του αν θρ ώπου που λαμβ άνει τον κ υρίαρχο ρ όλο, και δι εκδικεί τ ην αν ακά λυ ψ η μιας νέας κατασ κε υ ασ τικής φύ σ ης τ ης μορ φής, άμεσα σ υν δεδεμέν ης με την αν τί ληψ η, με την πρ αγμάτω σ η, με έν αν εγ κό σμιο και ενδεχομενικό σ υμβ ολισμό» 17 . Ο Διαφ ωτισμό ς ν οείται γ ια τον σ υγγρ αφέα ω ς κάποιου είδου ς κατώ φλι, π έρ αν του οποίου, η αρχιτεκτονική ολισ θ αίνει από τ ην Κ λασσική ιδέα του Αν τικείμεν ου, σ ε σ χεσιακού ς σ χηματισμού ς ή σ τ ην αν αδυ όμεν η σ υνείδησ η του πρ οβλήματο ς του ν οήματο ς 18 .Η τάσ η αυτή απο δίδει σ τον Διαφ ωτισμό έν α π νε ύμα μετά λ λα ξης του Φ υ σικού δίν ον τας μια «πορεία πρ ο σ γ είω σ ής» του σ το αν θρ ώπιν ο. Μια τέτοια τάσ η όμω ς δικαιώνει ιδεολογ ικά την ε ξε λικτική διαδικασία του πολιτισμού ακριβ ώ ς φυ σικοποιών τας αυτή ή και κάθ ε πρ ά ξη μετάφρ ασ ης των αισ θ ήσ εων και της εν σώματης εμπ ειρίας σ ε διαν όησ η. Αυτό αν τισ τοιχεί γ ια την Αρχιτεκτονική σ ε μια αποθ έω σ η της μεταφρ ασ τικής πρ ά ξης, σ τη μεταμόρ φ ω σ η του πρ οβλήματο ς τ ης αρχιτεκτονικής σ ε πρ όβλημα πρ ό σληψ ής της, κάν ον τας τα κτίρια ν α μοιά ζουν με διδακτικά εργ α λ εία 19 .Το σ ημείο αυτό έχει τερ άσ τια σ ημασία γ ιατί εν τοπί ζει ακριβ ώ ς του ς τρ όπου ς που η αρχιτεκτονική φι λο δο ξεί ν α δι εγείρει σ τις ψ υχές των κατοίκων της το κριτικό αίσ θ ημα, φέρν ον τας ακριβ ώ ς σ το ν ου την καν τιαν ή εσωτερίκε υ σ η του Νόμου iv και τονί ζον τας το π είσμα με το οποίο η αρχιτεκτονική διαν όησ η της εποχής πρ ο σπάθ ησ ε ν α γ ίνει μεταρρυθμισ τική, άρ α και Ο υτοπική. Η μεταρρυθμισ τική τ ης επίδρ ασ η δεν είν αι πια μον ο σ ήμαν τη, δεν αν αταρ άσσ ει ολόκ ληρη την υ φή του Κό σμου με την εισαγ ωγ ή της Γεωμετρίας α λ λά δι εγείρ ον τας την ίδια την κριτική ικαν ότητα των αν θρ ώπων, μεταρρυθμί ζον τας δηλαδή την κοιν ωνία από
ΘΕΩΡΙΑ | ΕΦΑΡΜΟΓΗ | ΙΣΤΟΡΙΑ
35
κάτω πρ ο ς τα πάν ω . Δεν θ α μπορ ού σαμε ν α ισ χ υρισ τούμε πω ς αυτό πρ οκα λ εί μια διόγ κω σ η της παρ ου σία της Θεωρίας μέσα σ την Πρ ακτική, παγ ιών ον τας ακριβ ώ ς μια ασ υμμετρία; Δεν φ αίνεται ν α εν ν οείται πω ς η θ εωρητική εν ατένισ η του αρχιτέκτον α, η π ερίτεχν η εσωτερική του σ υνείδησ η, σφρ αγ ί ζει μαγ ικά μια εν ατενισ τική σ τρ ο φή της ίδιας της αν θρ ωπότητας; Ο σ κοπό ς σ ε τερ ατώ δη σ υγ χώνε υ σ η με τα μέσα . . .
36
ΜΕΡΟΣ 1
ΘΕΩΡΙΑ | ΕΦΑΡΜΟΓΗ | ΙΣΤΟΡΙΑ
37
38
ΜΕΡΟΣ
Το πρόβλημα του νοήματος - “Ομιλούσα Αρχιτεκτονική” - Κλασικισμός-αυτονομία-επικοινωνία Εικ.8,9 Η “επαναστατική” αρχιτεκτονική “διδάσκει” ηθική. . . Η κάτοψη του Οικήματος, του οίκου ανοχής της κοινωνικής πόλης της Chaux, φανερώνει “ενοχικά” την κρυφή, ερωτική του λειτουργία Εικ.6 & 7, κάτοψη [πάνω αριστερά] και εναέρια άποψη [κάτω αριστερά] της κοινωνικής πόλης της Chaux. Το μορφολογικό λεξιλόγιο της αυτονομίας των “επαναστατών αρχιτεκτόνων”, έμελλε να παραμείνει “χάρτινο”.
39
Εικ.10 Το κοιμητήριο της πόλης Chaux, σε Τομή. Ένας “αφηρημένος” γεωμετρικός κλασικισμός (Σφαίρα) σωματοποιεί μια αρχιτεκτονική του θανάτου;
40
ΜΕΡΟΣ
41
Π
αρ άρτημα 2. Protopiro/Didascalo
Ο Protopiro συνδιαλέγεται με τον Didascalo. Αφετηρία της μικρής μα παθιασμένης τους συζήτησης, είναι κάποιο σχέδιο του χαράκτη και αρχιτέκτονα Giovanni Battista Piranesi, το οποίο ο Protopiro καταδικάζει λόγω της παροξυσμικής του χρήσης του διακόσμου, προκαλώντας τον Didascalo σε μια προσπάθεια υπεράσπισης του. Δεν πρόκειται για αληθινά πρόσωπα των φιλότεχνων κύκλων της ρωμαϊκής διανόησης, μα επινοήματα της φαντασίας. Το σκηνικό της συνομιλίας τους είναι το περίφημο Parere su l’architettura1,ένας φανταστικός διάλογος που δημοσιεύτηκε σαν το δεύτερο μέρος της απάντησης που απηύθυνε ο Piranesi στην κριτική του Pierre-Jean Mari-
42
ΜΕΡΟΣ
ette. Στο επίκεντρο της διαμάχης βρίσκεται η θυελλώδης διαφωνία περί της ορθής προέλευσης του κλασικισμού, σε ποιο πρότυπο δηλαδή θα έπρεπε να αναζητηθεί η γνησιότητα της καταγωγής του. Ο Piranesi είχε λίγο καιρό πριν εκδώσει το «Della magnificenza ed architettura de romani4» μια συνεκτική και παθιασμένη υπεράσπιση του Ρωμαϊκού προτύπου και της υπερίσχυσης του σε σχέση με το ελληνικό, η απάντηση όμως στην αντεπίθεση του Mariette υπερβαίνει μιας απλής συνεισφοράς στην εν λόγω διαμάχη καθώς εμφανίζει μια εκζήτηση στη χρήση ρητορικών εργαλείων. Ο Protopiro είναι οπαδός της αυστηρότητας και των θεωριών περί φυσικού προτύπου. Αρθρώνει έναν πρωτο-φονξιοναλιστικό λόγο, επικαλούμενος ένα σύστημα κανόνων που κάνει αφαιρετικές συνδέσεις –όπως η καταγωγή των
αρχιτεκτονικών στοιχείων από φυσικές μορφές– προλογίζοντας σχεδόν αντίστοιχες διατυπώσεις των πιο σκληροπυρηνικών πρωτεργατών του μοντέρνου κινήματος. O Didascalo φωνοποιεί την υπεράσπιση του Piranesi για τις ίδιες του τις επιλογές και σωματοποιεί ένα πρωτορομαντικό πνεύμα στην απόρριψη των συστηματικών κανόνων, αντιδρώντας στην μεταμφίεση της αυθαιρεσίας τους σε κάτι το αυταπόδεικτο. Ο λόγος του Didascalo ισοδυναμεί μιας έκκλησης σε έναν περιεκτικό σχεδιασμό ελεύθερης επινοητικότητας που αποζητά τον κεντρικό ρόλο της φαντασίας και την ελευθερωτική της παρέμβασης πάνω στο άκαμπτο σύνολο που κάποτε συνιστούσε το πεδίο της δεξιότητας. Ο Protopiro τον κατηγορεί αντιδραστικά για σοφιστείες όταν εκείνος επιτίθεται από την πρώτη στιγμή στις δικές του ιδέες. Και αντίστοιχα ο Didascalo εξουδετερώνει τις απλουστεύσεις του περί καταγωγής και απλότητας με αποδομιστική ευστοχία και σατυρική φυσικότητα. Οι θέσεις του μαρτυρούν μια επιθετικότητα απέναντι στον επιστημονισμό του Διαφωτισμού, ακόμα περισσότερο των ιδεοληψιών και των μυθικών
συνδέσεων που συντηρούνται μέσα στο γνωσιολογικό του corpus. Σε τούτο το μικρό απόσπασμα, ο Didascalo διακρίνει ιδιαίτερα στις αρχές του δομικού ορθολογισμού, όταν εφαρμόζεται με απόλυτη ακρίβεια, τον δρόμο προς την απόλυτη εξαύλωση της αρχιτεκτονικής ή και το τέλος της ύπαρξης του αρχιτέκτονα “Let us observe the walls of a building from inside and outside. These walls terminate in architraves and all that goes with them above; Below these architraves, most often we find engaged columns o pilasters. I ask you, what holds up the roof of the building? If the wall, then it needs no architraves; if the columns or pilasters, what is the wall there for? Choose, Signor Protopiro, Which will you demolish? The walls or the pilasters? No answer? Then I will demolish the whole lot. Take not: buildings with no walls, no columns, no pilasters, no friezes, no cornices, no vaults, no roofs. A clean sweep”
Ο Didascalo καταλαβαίνει την έκκληση για εννοιολογική καθαρότητα της αρχιτεκτονικής ως πράξη βίαιη, που καυτηριάζει εξίσου τις ζωτικές της λειτουργίες, φέρνοντας την κοντά στο θάνατο. Οφείλουμε να του παραδεχτούμε μια κριτική διαύγεια που του επιτρέπει να προβλέπει τέτοιου
43
είδους αδιέξοδα,εκείνα ακριβώς τα διλλήματα που δραματοποιεί τόσο, ώστε να μπορεί να κατηγορηθεί για σοφιστείες. Το πόσο εύκολα αμφισβητούνται οι θέσεις του όμως δεν τον απασχολεί. Ο Piranesi δεν προβαίνει σε μια άνευ όρων υπεράσπιση του εαυτού του, επιχειρεί όμως να κάνει τον αναγνώστη μέτοχο των ίδιων αδιεξόδων. Ο Didascalo, μιλώντας ίσως εκ μέρους του δεν το αρνείται στιγμή. Οι προτάσεις του δεν είναι τα αντίδοτα στις θέσεις του Protopiro και της ομάδας του, όπως ο Μεταμοντερνισμός επιχείρησε να υπάρξει ως αντίδοτο των καταστροφικών επεισοδίων του Μοντέρνου κινήματος. Αντιθέτως είναι μάλλον εκείνες οι σκέψεις που έπονται μιας πικρής ενατένισης της θέσης του Αρχιτέκτονα μέσα στον Κόσμο, της αγωνιώδους διερώτησης των τρόπων με τους οποίους μπορεί να συνεχίσει να υπάρχει και του φόβου της διαπίστωσης πως αυτή η συσχέτιση είναι μη εκπληρώσιμη. Ο Piranesi δεν προτείνει την Φαντασία ως λυτρωτική δυνατότητα. Την μεταχειρίζεται μονάχα ως εξασφάλιση από την πραγματικότητα. Υπό αυτό το πρίσμα οι συγγραφικές συνεισφορές του, οι λεπτές θεωρητικές διακρίσεις
44
ΜΕΡΟΣ
που κάνει μεταξύ δημόσιας και ιδιωτικής σφαίρας, οι προτάσεις του για τις συμβολιστικές δυνατότητες της αρχιτεκτονικής μορφής, η υπεράσπιση της φαντασίας ως δικαίωμα, η μεταγενέστερη του πεποίθηση πως το ρωμαϊκό πρότυπο δεν είναι ακριβώς ανώτερο του ελληνικού, απλά λιγότερο μολυσμένο από ψευδεπίγραφες συμβάσεις, όλες προδίδουν την παρουσία μιας ειρωνικής πρόθεσης. Ίσως ο Piranesi έχει, τόσους αιώνες πριν, απομυθοποιήσει και ταυτόχρονα μετουσιώσει σε σχέδια την αδιέξοδη ενόρμηση της αρχιτεκτονικής να παραστήσει την Γλώσσα. Ακόμα περισσότερο, η παραίτηση του από την οικοδομική εφαρμογή, η αφιέρωση του στην τοπιογραφία και την χαρακτική, συνιστούν τον δρόμο του προς μια πολύ προσωπική ουτοπία, την αγωνιώδη προσπάθεια να συνεχίσει να υπάρχει, το ανησυχαστικό του καταφύγιο ή μια πρώιμη επώαση της αβανγκάρντ μέσα στο χρυσό κλουβί της απόσυρσης. Φτάσαμε λοιπόν στο σημείο να αναφερόμαστε στην προσωπική ουτοπία, την κίνηση απόσυρσης που είναι τόσο εγγενής στο ίδιο το αρχιτεκτονικό έργο ή έστω στις φαντασιακές του διαστάσεις. Υπό αυτήν την
έννοια ο Piranesi δεν εκριζώνει την ουτοπία σαν δυνατότητα από την αρχιτεκτονική ή μάλλον την αρχιτεκτονική αναπαράσταση, όσο την συρρικνώνει συνειδητά, κάνοντας την μια υπόθεση πολύ προσωπική.
* Από το «Opinions on Architecture» όπως το βρήκα στο «Observations on the Letter of Monsieur Mariette», The Getty Research Institute, 2002
45
Εικ.11 Battista Piranesi, Antiquus Bivii Appiae et Ardeatinae Prospectus ad 46 Giovanni ΜΕΡΟΣ Il Lapidem Extra Portam Capenam, 1756, χαλκογραφία, 39.5Χ64 cm
47
Πέρα από τις Ηράκλειες Στήλεςv Το πρ όβλημα Φ ύ σ η-Ισ τορία δεν επι λύεται α λ λά εσωτερικε ύεται. Με την τρ οποποίησ η του τι ν ο ούμε ω ς φυ σικό δεν ε ξολοθρε ύθ ηκε η μαγ ική χ ρήσ η της έν ν οιας «Φ ύ σ η» απ λά μά λ λον παρ αδόθ ηκε σ ε έν αν σ χετικισμό ω ς πρ ο ς το τι είν αι Φ υ σικό. Μόν ο έτσι καταφέρνει ο Taf ur i ν α ερμηνε ύ σ ει τ ην παρείσφρησ η ιδεα λισ τικών μύθ ων π ερί καταγ ωγ ής σ τ ην αρχιτεκτονική Θεωρία. Το ζήτημα δεν είν αι π λ έον ν α υπ ερ ασπισ τεί κανείς την ε λ ε υθ ερία του εκ λ εκτικισμού απ έν αν τι σ τ ην αυθ εν τία του κ λασικισμού ή αν τίσ τρ ο φ α την ισ τορική καθ αρ ότ ητα του εν ό ς έν αν τι της αυθ αιρεσίας του ά λ λου, α λ λά ν α απο δειχθ εί ποιο σ χήμα είν αι ισ τορικά εγ κ υρ ότερ ο. Με αυτόν τον τρ όπο όμω ς, κάθ ε τεχν ητή αν τι θ ετική σ χέσ η – Διάκο σμο ς/Καθ αρ ότητα, Πολυχ ρ ωμία/Λε υκότητα, Δομικό ς ορθ ολογ ισμό ς/Θεωρία της Επ έν δυ σ ης – μοιά ζει αν οιχτή π ληγ ή σ τ ην επιδερμίδα της ισ τορικό-αρχαιολογ ικής έρε υν ας που είν αι π λ έον π λήρ ω ς εγ κιβ ωτισμέν η σ την αυθ αιρεσία μιας ρητορικής χ ρήσ ης. Ο Tafuri τοποθ ετεί ήδη από το Teor ie e Stor ia τον Giovanni Battista Piranesi σ το επίκεν τρ ο αυτού του πρ οβλήματο ς. Χαρ ακτηρισ τικά γρ άφει:
«Κι’ όμως την διάκριση αυτή, μεταξύ Φύσης και Ιστορίας, μας την έχει ήδη προφητέψει ο G. Battista Piranesi, που συνέλαβε ολοκληρωτικά τη διαλεκτική στο εσωτερικό του Διαφωτισμού. Ανοίγοντας την πόρτα στην μοντέρνα αρχιτεκτονική, γίνεται ταυτόχρονα ο πιο ανηλεής κριτής της. Οι Απόψεις σχετικά με την Αρχιτεκτονική έχουν τη μορφή διαλόγου μεταξύ ενός συντηρητικού κλασικιστή και ενός πρωτορομαντικού, και μας σαστίζει τόσο, που μέχρι και σήμερα κανείς δεν αντιλήφθηκε πως ο συγγραφέας του δεν παίρνει το μέρος κανενός, πως μας προσφέρει αντιθέτως μια αγωνιώδη διαλεκτική…..» 1 Ο Tafuri κατασ κευ άζει την εικόνα ενό ς Piranesi που έχει π λήρ ω ς εσωτερικε ύ σ ει τις ίδι ες αν τιφ άσ εις και αδι έ ξο δα που ο ίδιο ς
48
ΜΕΡΟΣ 1
θ εωρεί χαρ ακτηρισ τικά του Διαφ ωτισ τικού Κό σμου, δηλαδή τις κατασ κε υ ασμένες εν τάσ εις των φι λο σο φικών δι ενέ ξεων και του ς αν τίσ τοιχου ς κ λυ δωνισμού ς που πρ οκα λούν σ το π εδίο τ ης Αρχιτεκτονικής. Τα ίχν η αυτής της ε λ ε ύθ ερης ταύτισ ης απο δίδουν σ τον Piranesi μια τερ άσ τια, αυτο σαρκασ τική σ χεδόν διαύγεια α λ λά και το ρ όλο εν ό ς οριακά σατ υρικού σ χολιασ τή τ ης αρχιτεκτονικής των καιρ ών του, σ ε π λήρη σ υνείδησ η της καρν αβ α λικής εκζήτησ ης που πρ οκα λούν οι εν λόγ ω διαμάχες 2 . Επιχειρ ών τας έν α ά λμα από το μικρ ό χωρίο του Teor ie e Stor ia, σ το εκτεταμέν ο κεφ ά λαιο που του αφι ερ ώνει σ το ξεκίν ημα του Il Sfera e il Labir into, αν τικρί ζουμε μια π ληρέσ τερη εικόν α. Εδώ πια εν τοπί ζεται σ τον Piranesi η μετατόπισ η τ ης Αρχιτεκτονικής από το γ ήιν ο π εδίο της κατασ κε υής σ τη σφ αίρ α τ ης Φαν τασίας και του Πειρ αματισμού, δηλαδή γ ια τον Taf ur i σ τ η διοχέτε υ σ η των Ο υτοπικών της δυν άμεων σ τη σφ αίρ α των υποθ έσ εων και του απρ αγματοποίητου, σ ε έν α π εδίο απα λ λαγμέν ο από τις σ υμβ άσ εις της π ερ ατότητας ή εν ό ς υποκειμενικού παρ ατηρητή. Η με λ έτη εμβ αθ ύνει σ ε τρία από τα χαρ ακτ ηρισ τικότερ ά του έργ α: Την απ εικόνισ η του «Collegio» v i , που με λ ετάται σαν σ υνειδητή άσ κησ η διά λυ σ ης τ ης κεν τρικότ ητας του Κ λασικισμού και εμβρυ ακή σπου δή σ την τ υπολογ ική δυν ατότητα, τις σ υλ λογές των «Carcer i» v ii ,σ τις οποί ες τονί ζον ται η υπον όμε υ σ η της πρ ο οπτικής απ εικόνισ ης και η παρ αμόρ φ ω σ η της ρ ωμαϊκής δομικότητας ω ς σπ ερματικές πρ ο σπάθ ει ες χειρ αφέτησ ης της Φαν τασίας, και του ς τερ άσ τιου ς πίν ακες του «Campo Marzio» v iii ,όπου βρίσ κει την κορύ φ ω σ ή τ ης και οριακά σατ υρί ζεται η τ υπολογ ική σ ύν θ εσ η ω ς έκφρ ασ η μιας Υποθ ετικής Αρχαιολογ ίας. Ο Piranesi του La Sfera e il Labir into έχει π λήρη σ υνείδησ η της αρχαιολογ ικής υπ έρβ ασ ης και αυθ αιρεσίας των κό σμων που αποτ υπώνει. Γν ωρί ζει επίσ ης πω ς επιχειρ ούν μια βίαιη ματαίω σ η του Φ υ σικού Πρ οτ ύπου και της Πρ ο οπτικής ω ς σ υμβ ολικής μορ φής.
ΘΕΩΡΙΑ | ΕΦΑΡΜΟΓΗ | ΙΣΤΟΡΙΑ
49
Ο Taf ur i ισ χ υρί ζεται πω ς ο Piranesi βρίσ κεται σ ε π λήρη σ υν αίσ θ ησ η της πρ ο σ χηματικής χ ρήσ ης που κάνει σ την εικόν α τ ης Φ ύ σ ης. Χρησιμοποιών τας απο σπάσματα από τα δικά του κείμεν α, φ αίνεται ν α εν ν οεί πω ς έν ας vedutista 3 του 18ου αιών α, κατάφερε αιώνες πριν ν α αποκτήσ ει π λήρη σ υνειδητοποίησ η τ ης ματαιότητας των μεγ ά λων σ υ σ τημάτων και καν όν ων που αποτε λού σαν αν τικείμεν ο αν α ζήτησ ης σ ύ σσωμης της θ εωρητικής εικασίας των καιρ ών του. Στον αν τί λογ ο αυτής τ ης αν α ζήτησ ης, ο Piranesi πρ ολογ ί ζει τον κό σμο των μεταισ τορικών σ υν δέσ εων. Παρ αβιά ζει τα όρια του σ χεδιασ τικού λ ε ξι λογ ίου, σ ε έν αν ορί ζον τα, όπου η παρ αβίασ η ν οείται ω ς σ υνεχής δι ε ύρυν σ η των ορίων. Ο Foucault γρ άφει:
«Η παραβίαση είναι μια χειρονομία που αφορά το όριο. Εκεί, σε αυτήν την ισχνότητα της γραμμής, φανερώνεται η λάμψη του περάσματός της, ίσως όμως και ολόκληρο το δρομολόγιό της, ακόμη και η καταγωγή της. Ως εάν η γραμμή που συναντά να είναι ολάκερος ο χώρος της. Το παιχνίδι των ορίων και της παραβίασης μοιάζει να διέπεται από ένα απλό πείσμα: η παραβίαση διαβαίνει και ξαναδιαβαίνει ατελεύτητα μια γραμμή που ευθύς αμέσως ξανακλείνεται πίσω της σε ένα επιλήσμον κύμα, που κυλά έτσι εκ νέου μέχρι τον ορίζοντα του αδιάβατου 4». Μόν ο που σ ε αν τίθ εσ η με τον Μαρκήσιο de Sade, όπου η απ εικόνισ η της εκτρ οπής μέσω της γλώ σσας μας επιτρέπ ει ν α πισ τε ύ ουμε πω ς γρ άφ ον τας γ ια τα πιο φρικτά πρ άγματα οριοθ ετούμε τα όρια της εφ αρμογ ής του ς 5 , οι φ αν τασιώ σ εις του Piranesi δεν δι εκδικούν καμία α ξίω σ η εφ αρμογ ής. «Η Αρχαιολογ ία σαν λογ ική με λ έτη των ισ τορικών εν δεί ξεων, είν αι καθ’ εαυτόν μια αν άπτ υ ξη της αρχής του Λόγ ου. Α λ λά η γ ν ώ σ η που αυτή η αρχαιολογ ία ε ξασφ α λί ζει, διαχωρί ζεται από τ η Δρ άσ η, επισ τρέφεται ω ς τεκμήριο ή ξαν ά σ τη σφ αίρ α των σ υνειρμών, όπου σ χηματί ζει κρυπτικά μην ύματα και υπαινιγμού ς, αν αγ ν ώ σιμα σ του ς ε λάχισ του ς μυημέν ου ς» 6 .
50
ΜΕΡΟΣ 1
Η Αρχαιολογ ία λ ειτουργεί ω ς ο κ ύριο ς εγγ υητής μιας Καταγ ωγ ής. Περιπαί ζον τας την αυθ εν τία της, ο Piranesi φ ωτί ζει άθ ε λα του την ιδεολογ ική σ κην οθ εσία που κατε υθ ύνει τέτοιου ς «καταγ ωγ ικού ς μύθ ου ς». Η αν α ζήτησ η της καταγ ωγ ής είν αι λοιπόν πρ οϊόν ιδεολογ ίας. Η υπ ερ άσπισ η μιας καταγ ωγ ής έν αν τι μιας ά λ λης αν τισ τοιχεί σ ε αν τιμαχόμενες ιδεολογ ί ες. Ο Piranesi δεν εκπρ ο σωπ εί κάποιον εκ λ εκτικισμό των μορ φ ών α λ λά μια βεβιασμέν η εμφ άνισ η ισ τορικών θρ αυ σμάτων, φ αιν ομενικά ρ ωμαϊκών, χωρίς σ τοιχεία έ λξης του ς πρ ο ς την πρ αγματικότ ητα όπω ς θ α ήταν η τοπογρ αφία, η διάκρισ η του Μέσα με το Έ ξω, η αν ακου φισ τική α ληθ ο φ άνεια της πρ ο οπτικής απ εικόνισ ης. Ο ίδιο ς υπο σ τήρι ξε μαχητικά την αν ωτερ ότητα της ρ ωμαϊκής αρχιτεκτονικής, δεν αρν ήθ ηκε όμω ς πω ς λόγ ω τ ης γ ονιδιακής της σ χέσ ης με την ε λ ληνική, και η ρ ωμαϊκή έχει οικο δομηθ εί πάν ω σ τα ίδια σαθρ ά θ εμέ λια. Η αρχιτεκτονική της Ρώμης είν αι ε ξίσου κ ληρ ον όμο ς κατασ τρ ο φικών αν τιφ άσ εων και καταπ νιγμέν ων εν οχών ix . Στα Carcer i, η μεγ α λοπρέπ εια της ρ ωμαϊκής αρχιτεκτονικής, διαρρέ ει μέσα σ ε έν αν κό σμο που έχει απωλ έσ ει την Γλω σσική Δυν ατότ ητα και έχει ε ξολοθρε ύ σ ει τη διαφ ωτισ τική χειρ αφέτ ησ η. Δεν υπάρχει καμία αν θρ ώπιν η φιγ ούρ α που ν α διακρίνεται σαν επίκεν τρ ο των σ υν θ έσ εων, καμία αν άμν ησ η του υποκειμενικού παρ ατηρητή 7 .Στις φ αν τασιακές αυτές φυλακές, είν αι μά λ λον η φυ σική σ κ ληρ ότητα του αν θρ ώπου που σ χολιά ζεται. Τα ρ ωμαϊκά μοτίβ α είν αι πρ ο σ χηματικά μεγ α λ ειώ δη και τα αρχιτεκτονικά σ τοιχεία δεν γ ίν ον ται εκφρ ασ τές σ υνεχειών α λ λά τεκμήρια χ ρήσ ης της Αρχιτεκτονικής ω ς γλώ σσας δίχω ς σ ύν τα ξη. Ο Taf ur i διακρίνει τό σο εδώ, ό σο και σ το Campo Marzio έν α ειρ ωνικό σ χόλιο πάν ω σ τ ην Πλασ τότητα των σ χεδιασ τικών απ εικονίσ εων, ή ακόμα και τις απαρχές της μηχανικής α λ ληγ ορίας. Οι εγ χάρ ακτες «θ ά λασσ ες» από γερ αν ού ς, σ κα λω σι ές και εργ α λ εία β ασανισμού έχουν απο σ ύρει το υποκείμεν ο μπρ ο σ τά σ τ ην τρ ομαχτική υπόν οια του σωματικού β ασανισμού,
ΘΕΩΡΙΑ | ΕΦΑΡΜΟΓΗ | ΙΣΤΟΡΙΑ
51
αισ θ ητικοποιών τας τε λικά την ίδια τη μηχαν ή, εν ώ π έρ αν των απόκο σμων τοπίων των Carcer i, βρίσ κεται ο ε ξίσου μηχανικό ς κό σμο ς τ ης τ υπολογ ικής «θ ά λασσας» του Campo Marzio. Εικονί ζον τάς τον σ το Teor ie e Stor ia ω ς πρ οπάτορ α του τ υπολογ ικού εκ λ εκτικισμού, ο Tafuri εισάγ ει τον Piranesi σ τ η μεγ ά λη αν τιπαρ άθ εσ η, τον β ά ζει σ τον αν τίπο δα του τ υπολογ ικού επισ τημονισμού εν ό ς Durand 8 . Στο La Sfera e il Labir into όμω ς, εμβ αθ ύνει πάν ω σ ε αυτήν την αρχική απ λού σ τε υ σ η. Ο Piranesi του βρίσ κεται τό σο σ την εκβ ολή τ ης διαδοχής των Κριτικών αρχιτεκτόν ων, ό σο και σ τις απαρχές τ ης avant-garde, διαθ έτον τας π λήρη σ υν αίσ θ ησ η τ ης τα ξιν ομικής του αν ωμα λίας. Η ισ τορική του φιγ ούρ α έχει αφ ομοιώ σ ει την καχ υπο ψία του Taf ur i απ έν αν τι σ τις τεχνικές λ επτομέρει ες των τότε θ εωρητικών δι ενέ ξεων. Στο π λαίσιο των σ υν ηθ ισμέν ων γ ια το έργ ο του Ιτα λού ισ τορικού, υπ ερισ τορικών σ υν δέσ εων, αυτές οι λ επτομέρει ες μας κατε υθ ύν ουν με ακρίβεια σ ε αν τίσ τοιχες σ υν θ ήκες της μεταπολ εμικής γλω σσολογ ικής παρε ξήγ ησ ης της αρχιτεκτονικής.
52
ΜΕΡΟΣ 1
Εικ.12 Η ιστορία της αρχιτεκτονικής ως “ρεπερτόριο” μορφών στο μυαλό του αρχιτέκτονα. . .
53
σημειώσεις στο 1ο μέρος
54
1.
Tafuri. M, Theories and History of Architecture, Harper & Row Publishers, 1980, σελ. 104 στο κεφάλαιο «Architecture as Metalanguage: The Critical Value of the Image»
2.
Tafuri. M, Ό.π, 1980, σελ. 105
3.
Κάτι τέτοιο δεν αποσαφηνίζεται πουθενά επαρκώς και αποτελεί δική μας παράφραση. Ο Tafuri το παραδέχεται μονάχα μέσω των πολλών του ταξινομήσεων –που καταδεικνύουν ακριβώς τις δύο τάσεις, αλλά και στο εισαγωγικό δισέλιδο του Teorie e Storia με την αφιέρωση και το σχετικό παράθεμα από το θεατρικό έργο Η Δολοφονία του Μαρά του Peter Weiss. Η σχετική αναφορά αναλύεται περισσότερο στο 1ο παράρτημα.
4.
Οι όροι εμφανίζονται σε σχέση αντιπαράθεσης στο διδακτορικό του Andrew Leach στο αντίστοιχο κεφάλαιο με τίτλο Operativity and Criticality. Εμφανίζονται και στο πρωτότυπο κείμενο σαν έννοιες αλλά σε πολύ περισσότερο διάσπαρτα και όχι σε ακριβή σχέση αντιπαράθεσης. Leach. A, Choosing History: A Study of Manfredo Tafuri’s Theorisation of Architectural History and Architectural History Research, 2006
5.
Αυτές οι αναθεωρήσεις οδηγούν στην διάκριση δύο περιπτώσεων της υβριδικής αφομοίωσης – ενσωμάτωσης, είτε της θεωρίας στην πρακτική, είτε των ωφελιμιστικών στοιχείων της πρακτικής μέσα στο πεδίο της θεωρητικής έρευνας, ή την “Κριτική Αρχιτεκτονική” (Archittetura Critica) και την “Ενεργητική Κριτική” (Critica Operativa) αντίστοιχα. Οι δύο αυτές εκφράσεις ή παρενέργειες της σύμπλεξης της “Ενεργητικότητας” (Operativity) και “Κριτικότητας” (Criticality) είναι ενδεικτικές της προβληματικής συσχέτισης της σχεδιαστικής εργασίας του Αρχιτέκτονα με θεωρητικούς στόχους του Ιστορικού, παρουσιάζοντας μας με έναν προβληματισμό που απασχολεί μεγάλο μέρος του Teorie e Storia, οριακά οδηγώντας τον αναγνώστη στη σύγχυση. Συγκεκριμένα, την στιγμή της συγγραφής του βιβλίου η αναφορά στο συμβάν της “κριτικής αρχιτεκτονικής”, ίσως προκύπτει από την αρχιτεκτονική παραγωγή μεταπολεμικά και ιδίως την δεκαετίας του 70’
6.
Ο Tafuri γράφει για τον Alberti: «Αφενός προσπαθεί να καταστήσει απτή την νίκη της ιδανικής ενότητας του κλασικιστικού λεξιλογίου: εξού και αφήνει περιθώρια να αναπνεύσουν προυπάρχοντα γοτθικά μοτίβα . . .προκειμένου ουσιαστικά να εκδραματίσει ή να αναπαραστήσει την ηρωϊκή επικράτηση του Ανθρωπιστικού λόγου πάνω στις βαρβαρότητες του Μεσαίωνα. Αφετέρου συνειδητοποιεί πως ένα τέτοιο παιχνίδι είναι τρομερά επικίνδυνο καθώς τον φέρνει αντιμέτωπο με την παραπλανητική γοητεία του λεξιλογικού πλουραλισμού. Ετούτη η βεβιασμένη ανάγκη εξακρίβωσης του κλασικιστικού κώδικα μέσω ιστορικής επαλήθευσης είναι μάλλον το αποτέλεσμα της ανασφάλειας που αντηχεί σε τόσες πολλές σελίδες του De re aedificatoria» Tafuri. M, Ό.π, 1980, σελ 17
7.
Ο Tafuri γράφει στο 1ο κεφάλαιο του Teorie e Storia για την προοπτική απεικόνιση: «Ο προοπτικός χώρος, ως στοιχείο κατεξοχήν οργανικό, ορίζεται την περίοδο του πρώτου Ανθρωπισμού ως μια νέα και πολεμική αλήθεια, πλήρης στον εαυτό της. Μια αρχιτεκτονική που συντονίζεται γύρω από τις
ΜΕΡΟΣ 1
αξιώσεις του, έρχεται αντιμέτωπη με τον υπάρχον αστικό ιστό και τον ανταγωνίζεται. Δεν υπάρχει κάνενας λόγος να επεκτείνει κανείς ετούτη την ολιστική διευθέτηση του χώρου σ’ ολόκληρη την πόλη, μιας και αυτή ακριβώς η αρχιτεκτονική ισχυρίζεται πως μπορεί να αντηχήσει την ορθολογική της ποιότητα στις πολλαπλές στρωματοποιήσεις του Μεσαίωνα», Ό.π, 1980, σελ. 16 8.
Ό.π, 1980, σελ 17
9.
Ο Tafuri κάνει σύνδεση αυτής της λογικής και του Borromini ως κύριου εκφραστή της, με την μεταπολεμική έννοια του bricolage και το έργο αρχιτεκτονών όπως ο Stirling. Tafuri. Χαρακτηριστικά αναφέρει πως η γνήσια εμπειρία της ιστορίας (βλ. σημείωση 19) του Borromini μπορεί μονάχα να διαβαστεί ως μια προφητική προσμονή των στάσεων της avant-garde του εικοστού αιώνα: το κολάζ αναμνήσεων αποκομμένων από το ιστορικό τους πλαίσιο βρίσκει δομική οργάνωση και σημασιολογική τοποθέτηση μέσα στο πλαίσιο ενός ανεξαρτήτως κατασκευασμένου οργανικού χώρου (η έμφαση του ίδιου του συγγραφέα) Ό.π, 1987, σελ ?
10. Ενδεικτικά, για τις απόπειρες παραμόρφωσης του Κλασικού κώδικα και πρόσμειξης του με Γοτθικά στοιχεία, –στις οποίες αναφέρεται ως “contaminatio” και εντοπίζει κυρίως σε ορισμένες σχεδιαστικές παραστάσεις αρχιτεκτόνων όπως οι Baldassare Peruzzi, Giulio Romano και Andrea Palladio – ο Tafuri γράφει: «Λειτουργούν όλες τους σαν επιδείξεις ad absurdum της μεγάλης ανάγκης να κοιτάξουμε ξανά το “μεγάλο κενό” του Μεσαίωνα και να το αποκαταστήσουμε ως κομμάτι του ιστορικού χρόνου, μα η ίδια η τεχνική του bricolage αυτών των προσπαθειών οδήγησε στην αναπόδραστη και ακόμα περισσότερο δραστική καταστροφή αυτού του χρόνου ακριβώς: και λέω αναπόδραστη γιατί επίσης, το ίδιο το όνειρο της επανόρθωσης θα μπορούσε να υπάρξει ως δυνατότητα, μόνο αν εξ’ ορισμού ξεπερνούσαμε τα όρια της Κλασικιστικής κουλτούρας», Ό.π, 1980, σελ 18 11. Ό.π, 1980, σελ 22-24 12. Δεν είναι τυχαίο που έχουμε αποσπάσει τον όρο απευθείας από το κείμενο. Θέλουμε ακριβώς να καταδείξουμε πόσο διφορούμενη είναι η προέλευσης αυτής της γνήσιας ιστορικής αίσθησης. Χρησιμοποιείται πρώτη φορά, συνοδεύοντας ορισμένες σκέψεις του συγγραφέα για την Περίπτωση του Borromini. Για τον Tafuri ο εικονογραφικός πειραματισμός ετερόκλητων στοιχείων από το corpus των ιστορικών μορφών έχει κάποιου είδους καταστροφικό χαρακτήρα. Με αυτή την οπτική αναφέρεται αρχικά στα “μπορομινιανά pastiche” που θρυμματίζουν μέσω των αυθαίρετων συνδέσεων τους την ιστορική αξία των λεξιλογικών στοιχείων, αποδίδοντας στον σχεδιαστή τους μια «καταστροφική μανία» απέναντι στην Ιστορία που ερμηνεύεται ως απαρχή μιας μορφής Αντι-ιστορικισμού. Την ίδια στιγμή όμως αναγνωρίζει σε αυτά τον χαρακτήρα μιας υψηλής εικονογραφικής σούμας όλη της αρχιτεκτονικής πριν τον Διαφωτισμό, που διεκδικεί εκ μέρους της Ιστορίας τον ρόλο μιας δρα-
55
στικής δύναμης πρόκλησης του παγιωμένου παρόντος του Κλασικισμού. Διαπιστώνουμε πως η φιγούρα του Borromini θα παραμείνει διφορορούμενη προσωπικότητα. Αναρωτιέται άλλωστε και ο ίδιος ο Tafuri: «Όσον αφορά τον Borromini, μιλάμε άραγε για Ιστορικισμό ή Αντι-Ιστορικισμό; . . . . Όπως και στους Άγγλους αρχιτέκτονες του ύστερου 16ου αιώνα, η ελευθερία στη χρήση των αναφορών αποκτά μεγάλη σημασιολογική αξία. Η διαφορά βρίσκεται μάλλον στον ρόλο που λαμβάνουν οι ίδιες οι αναφορές», Ό.π, 1980, σελ 20 13. Και μιλάμε για αδρανοποίηση καθώς στον Διαφωτισμό φαίνεται να παγιώνεται μια χρήση της Ιστορίας ως ιδεολογικού ή ρητορικού τροφοδότη στην υπηρεσία της προόδου, παρά ως επιστημονικής μελέτης του παρελθόντος. Ο Tafuri καταδεικνύει συχνά μέσα στο Teorie e Storia την ρητορική φύση, άρα και τον ιδεολογικό χαρακτήρα, του διαφωτιστικού σχεδίου. Ίσως οι πιο συγκεντρωμένες σκέψεις του πάνω στο θέμα να συγκεντρώνεται στο τ κεφάλαιο που αφιερώνει στην «Ενεργητική Κριτική», Ό.π, 1980, σελ 141 14. Συγκεκριμένα, ο Tafuri αναφέρεται στην κατά Marx ανάλυση του επαναστατικού ιστορικισμού, όπως εμφανίζεται στην 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη για να τονίσει ακριβώς τους τρόπους που η καρναβαλική, με όρους θεάματος, αναβίωση και αναπαράσταση των αρχαίων, αστικών αξιών, ιδίως όταν συμβαίνει με εικονογραφικούς όρους, μπορεί να λειτουργήσει ως φαντασιακή πλαισίωση των σημερινών και τωρινών επαναστάσεων, πως δηλαδή, για να δανειστούμε τα λόγια του Marx, «η ανάσταση των νεκρών σε αυτές τις επαναστάσεις εξυπηρέτησε τον σκοπό του να δοξάσει τις νέες μάχες και όχι να παρωδήσει το παρελθόν». Ό.π, 1980, σελ. 25-26 15. Αναφέρει χαρακτηριστικά, με αφορμή τον εκλεκτικισμό του Piranesi και τον αντι-συμβολισμό των Morris, Durand, Dubut, πως «το τέλος του αντικειμένου είναι αλληλένδετο με την έκλειψη της ιστορίας».(η έμφαση στη λέξη αντικείμενο είναι του συγγραφέα) Αξίζει να θυμηθούμε εδώ πως ολόκληρο το κεφάλαιο είναι αφιερωμένο σε αυτήν την έκλειψη της ιστορίας, Ό.π, 1980, σελ. 28 16. Ο Tafuri αναφέρεται στις αναλύσεις του G.C.ArganTafuri και τα σχόλια του πάνω στην αγγλική κηποτεχνία στο Pittura dell’Illuminismo in Inghilterra του 1965, για να παρατηρήσει πως τέτοιο μικρόκοσμοι δεν επιχειρούν πια να σωματοποιήσουν κάποια θεϊκή τάξη αλλά τον κόσμο της ανθρώπινης εμπειρίας, Ό.π, 1980, σελ 82 17. Ό.π, 1980, σελ. 26. 18. Αυτή η μετατόπιση γίνεται αισθητή μέσα από την ανάδυση σχημάτων όπως η ομιλούσα αρχιτεκτονική ή η εισβολή του Τοπίου και της κατηγορίας του γραφικού στην αρχιτεκτονική σκέψη. Και στα δύο σχήματα ο Tafuri διακρίνει την υπόσχεση του Argan για την μετατόπιση των τεχνών από την γραμμική αποτύπωση ή απόδοση ενός κοσμικού συμβολισμού ή μιας θεϊκής τάξης, στην επιστροφή στη σφαίρα του εμπειρισμού και του εγκόσμιου, αν και το παράθεμα του Argan επισημαίνει φυσικά πως αυτή η εικόνα της φυσικότητας «δεν είναι μια εικόνα αμόλυντης βαρβαρότητα, αλλά εκπολιτισμένης
56
ΜΕΡΟΣ 1
κουλτούρας» και τονίζει ακριβώς τον κατασκευασμένο και ηθικοπλαστικό της χαρακτήρα. Το παράθεμα από τις σημειώσεις στο τέλος του κεφαλαίου, Ό.π, 1980, σελ 98 19. Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αυτής της «διδακτικής λογικής» είναι οι θεωρήσεις του Etienne Louis Boullee – του πιο χαρακτηριστικού ίσως από τους «επαναστάτες αρχιτέκτονες»– περί ομιλούσας αρχιτεκτονικής. Ο Boullee ονομάζει το συμβολικό νόημα που φέρει η αρχιτεκτονική «χαρακτήρα» και ισχυρίζεται πως κάθε κτίριο οφείλει να εξωτερικεύει και να μεταδίδει αυτό ακριβώς το νόημα. Περιέγραφε ήδη από τον 18ο αιώνα μια «εκφραστική» αρχιτεκτονική η οποία μεταδίδει ιδέες και λειτουργεί ως σωματοποίηση του σκοπού και της λειτουργίας σε ένα επίπεδο συμβολικής κατανόησης ή συμβολικής επικοινωνίας. Τέτοιες προσεγγίσεις είχαν αναμφίβολα μεγάλη συσχέτιση με τις τότε προσεγγίσεις περί φυσικής αισθητικής που δεν αντιλαμβάνονταν το ωραίο ως μια απόλυτη κατηγορία που προκύπτει μέσα από την εφαρμογή συγκεκριμένων κανόνων, αλλά ως κάτι που συντίθεται από την υποκειμενική παρατήρηση. Μπορούμε λοιπόν όντως να διαισθανθούμε την σημασία που έδινε η «ομιλούσα» αρχιτεκτονική στην μεταφραστική σχέση της με το υποκειμένο που την παρατηρεί και την συλλαμβάνει. Αυτή η αισθητηριακή συσχέτιση του υποκείμενου με το χτισμένο νόημα διαμορφώνει ιδανικά την δυναμική του κατανόηση του ωραίου, εξού και η διδακτική της πρόθεση
σημειώσεις για Piranesi 1.
Ό.π, 1980, σελ. 26
2.
Για αυτόν τον “κριτικό” Piranesi και την απόσταση του από τον διαφωτιστικό κόσμο και τις φιλοτεχνημένες του εντάσεις έχουμε επιχειρήσει να αναπτύξουμε ορισμένες σκέψεις στο προηγούμενο παράρτημα για το Parere sull’Architettura.
3.
Ο παρασκευαστής των vedute, ζωγραφικών απόψεων τοπίων που ήταν ιδιαίτερα δημοφιλή κατά τον 17ο αιώνα. Τα vedute είχαν πολλές φορές αξία τουριστικού αναμνηστικού ενώ πολλές φορές απεικόνιζαν αρχιτεκτονικά στοιχεία και ερειπία, συχνά φανταστικά. Στις φαντασιακές αυτές περιπτώσεις χρησιμοποείται συνήθως ο όρος capriccio (πλθ. capricci). Οι συνθέσεις του Canaletto και του Piranesi αναφέρονται συχνά ως capricci.
4.
Foucault. M, Ετεροτοπίες και άλλα κείμενα, “Πρόλογος στην Παραβίαση”,πλέθρον, 2012, σελ 14-15.
5.
Ο Foucault γράφει: «Η ανακάλυψη της σεξουαλικόητας, ο ουρανός της απέραντης μη πραγματικότητας όπου την τοποθέτησε εξαρχής ο Σαντ, οι συστηματικές μορφές της απαγόρευσης όπου γνωρίζουμε ότι εγκλείεται, η παραβίαση για την οποία συνιστά αντικείμενο και εργαλείο σε όλους τους πολιτισμούς υποδεικνύουν με τρόπο αρκετά επιβλητικό την αδυνατότητα να αποδοθεί στη μείζονα εμπερία που συνιστά για εμάς η
57
σεξουαλικότητα μια γλώσσα σαν τη πανάρχαια γλώσσα της διαλεκτικής . . . Δεν είναι ακριβώς ότι ερωτικοποιήθηκε η γλώσσα μας, εδώ και δύο αιώνες: η σεξουαλικότητα μας μετά τον Σαντ και τον θάνατο του Θεού αφομοιώθηκε στο σύμπαν της γλώσσας, αποφυσικοποιήθηκε από αυτήν, τοποθετήθηκε σ’αυτό το κενό που καθιδρύει την υπέρτατη λειτουργία της και όπου δεν σταματά να θέτει, όπως ο Νόμος, όρια τα οποία παραβιάζει». Foucault. M, ‘Ο.π σελ 33
58
6.
Tafuri. M, The Sphere and the Labyrinth, 1987, σελ 38-39
7.
Η γλώσσα δεν είναι άλλωστε παρά ο Δραστικός Πόλος του Καρτεσιανού cogito, «το “έργον” που μεσολαβεί στην απόσυρση του υποκειμένου από τα πράγματα προκειμένου να τα επανεισάγει στο υποκειμενικό και αντι-μεταφυσικό θεμέλιο της ύπαρξης», μας θυμίζει ο Tafuri στο κεφάλαιο του La Sfera e il Labirinto, που είναι αφιερωμένο στον Piranesi, Ό.π, 1987, σελ 34
8.
Μπορούμε στην τυπολογική προσέγγιση του Durand – όπως διατυπώθηκε στο γνωστότερο του έργο Precis des Lecons d’architecture, 1802-1803– να εντοπίσουμε μια πρώτη τάση απομάκρυνσης από τις κατηγορίες του χαρακτήρα και του συμβολικού νοήματος της αρχιτεκτονικής, όπως την εννοούσε η προηγούμενη γενιά των «επαναστατικών» αρχιτεκτόνων, και μια πρώτη κατεύθυνση της προς τον φονξιοναλισμό, μιας και στα ταξινομητικά του συστήματα δεν κυριαρχούν τα ιστορικά χαρακτηριστικά αλλά μια αφαίρεση που προσπαθεί να κατευθύνει τις τυπολογίες προς την πρακτική. Η ταξινομική λογική του Durand επιχειρεί να συστήσει μια μέθοδο απλοποιημένης σύνθεσης και λειτουργικής απόδοσης τονίζοντας τα γεωμετρικά χαρακτηριστικά, τον ορθογώνιο κάναβο, τα μεγέθη και τις δυνατότητες άρθρωσης και χρήσης των τυπολογιών. Εξού και τυπολογικός επιστημονισμός.
ΜΕΡΟΣ 1
Εικ.13 Pianta di ampio magnifico collegio. . . , 1750, χαλκογραφία, 61Χ45 Ο Tafuri εντοπίζει στο collegio μια διάλυση της κλασικιστικής κεντρικότητας. . .
59
Εικ.14 G.B.Piranesi, Carceri, Πινακίδα VI,«The smoking fire», 1745-1750, χαλκογραφία, 55Χ41 cm
60
ΜΕΡΟΣ
Εικ.15 ] G.B. Piranesi, Carceri, Πινακίδα VII,«The drawbridge», 1745-1750, χαλκογραφία, 55Χ41 cm, πηγή: Observations on the Letter of Monsieur Mariette, σελ 8
61
62
ΜΕΡΟΣ
Εικ.17 [πάνω] G. B. Piranesi, Τζάκι σε Αιγυπτιακό στυλ, χαλκογραφία, 1769, Εικ.16 [αριστερά] G. B. Piranesi, Το μαυσωλείο του Ανδριανού και η ροτόντα κοντά στο θέατρο του Μαρκέλου, εναέριες απεικονίσεις από το Campo Marzio
63
Π
αρ άρτημα 3. Ernest & Gilbert
Ο Ernest συνδιαλέγεται με τον Gilbert. Βρίσκονται στην βιβλιοθήκη ενός σπιτιού στο Picadilly, με θέα προς το Green park. Ο Gilbert καθισμένος στο πιάνο, προσπαθεί να απορρίψει τις ενθουσιώδεις εκκλήσεις του φίλου του για εξειδικευμένες συζητήσεις. Προτιμά να του παίξει μουσική. Ο Ernest όμως δεν κάνει πίσω. Παρασύρει τον συνομιλητή του σε μια μικρή διαφωνία για το νόημα της κριτικής στην τέχνη. «Θαρρώ πως η φαντασία απλώνει –ή θα έπρεπε να απλώνει– γύρω της μια μοναξιά, και ότι φθάνει στο απόγειο της μέσα στη σιωπή και τη μόνωση. Γιατί ο καλλιτέχνης πρέπει να ενοχλείται από τις στριγγές φωνασκίες της κριτικής; Γιατί όσοι δεν μπορούν να δημιουργήσουν αναλαμβάνουν να αποτιμήσουν
64
ΜΕΡΟΣ
την αξία του έργου της δημιουργίας; Τι είναι σε θέση να γνωρίζουν γι’ αυτό; Αν το έργο ενός ανθρώπου είναι ευκολονόητο, η ερμηνεία είναι περιττή……».
Ο Ernest και ο Gilbert είναι τα πρόσωπα που συμμετέχουν στον μικρό λογοτεχνικό διάλογο του Oscar Wilde «The Critic as artist», στον οποίο ο συγγραφέας δίνει κραυγαλέα την φωνή του στον Gilbert, καταρρίπτοντάς με το γάντι τα όποια επιχειρήματα του συνομιλητή του. Ο Gilbert ισχυρίζεται προκλητικά ότι είναι πολύ πιο δύσκολο να μιλάμε για τα πράγματα παρά να τα πράττουμε. Το πρόβλημα του πρακτικού ανθρώπου είναι ότι παρασύρεται από την ψευδαίσθηση ότι υπηρετεί κάποιον σαφή σκοπό. «Τι είναι η πράξη;» Αναρωτιέται ο Gilbert. «Πεθαίνει τη στιγμή που συντελείται. Είναι μια ποταπή παραχώρηση στο γεγονός.
Ο κόσμος είναι φτιαγμένος από τον τραγουδιστή για τον ονειροπόλο». Στο σχήμα του Wilde ο πρακτικός άνθρωπος της εργασίας δεν έχει καμία θέση. Οι μόνες σχέσεις που καταδέχεται είναι η σχέση τέχνης και ζωής αρχικά, και η σχέση τέχνης και κριτικής έπειτα. Φαίνεται να εννοεί πως κάθε τέχνη απευθύνεται στους κριτικούς, πως αυτός είναι ο μόνος ορίζοντας της ύπαρξης της καθώς μόνο εκεί γνωρίζει τον εμπλουτισμό της με νέα νοήματα. Και έτσι επιχειρεί να πείσει τον Ernest όταν εκείνος παραμένει καχύποπτος. «Ωστόσο έχω κάποιες αμφιβολίες αν η κριτική είναι πράγματι μια δημιουργική τέχνη», λέει ο Ernest. Και ο Gilbert αμέσως απαντά: «Γιατί να μην είναι. Δουλεύει με κάποια υλικά και τους δίνει μορφή που είναι νέα και συνάμα γοητευτική. Τι παραπάνω μπορεί να πει κανείς για την Ποίηση;» Για τον Gilbert η τέχνη απαιτεί την διενέργεια της κριτικής ικανότητας με τον ίδιο τρόπο που η κριτική είναι εξ’ ορισμού πράξη καθόλα πρωτότυπη και ποιητική. Για την ακρίβεια, η κριτική είναι πράξη τόσο δημιουργική που καταλήγει εντελώς προσωπική. Το έργο από το οποίο ξεκινά έχει μηδενική σημασία μπροστά στις νέες πιθανότητες που συνιστά η κριτική του. Ο Gilbert
δεν διστάζει να πει πως «η υψίστη κριτική, όντας η καθαρότερη μορφή προσωπική εντύπωσης, είναι με τον τρόπο της πιο δημιουργική από την δημιουργία, καθώς δεν αναφέρεται παρά ελάχιστα σε κάποιο standard έξω από τον εαυτό της. Αποτελεί η ίδια τον λόγο της υπάρξεως της και είναι όπως θα έλεγαν οι Έλληνες, ένα τέλος ευ εαυτή και καθ’ εαυτή.» Η κριτική υπερβαίνει την δημιουργία γιατί είναι πραγματικά ανεξάρτητη, γιατί έχει υπερβεί την περιοριστική οριοθέτηση της ομοιότητας, την μίμησης του κόσμου που είναι στοιχείο της δημιουργικής τέχνης. Η κριτική είναι πραγματικά αυτόνομη επειδή είναι αυτοβιογραφική. «Είναι η μόνη πολιτισμένη αυτοβιογραφία επειδή ασχολείται όχι με περιστατικά, αλλά με τις σκέψεις ενός ανθρώπου για τη ζωή του, όχι με τα εξωτερικά και περιστασιακά επεισόδια της ζωής, αλλά με τις πνευματικές διαθέσεις και τα πάθη του ευφάνταστου μυαλού». Η κριτική δεν οφείλει σε κανέναν να είναι αντικειμενική. Το ακριβώς αντίθετο. Μόνος στόχος της είναι η αποκάλυψη της δικής της αλήθειας. Δεν μεταχειρίζεται την τέχνη σαν ένα δεδομένο, πραγματεύεται μονάχα την προσωπική εντύπωση που αποκόμισε από αυ-
65
τήν. Μόνο μέσω τω υποκειμενικών μας εντυπώσεων είμαστε πραγματικά ελεύθεροι και άρα πραγματικά και γνήσια δημιουργικοί. Για τον Wilde η αυτοβιογραφία έχει μια μυστηριακή σημασία. Μας λέει από νωρίς το πόσο βαρετοί του φαίνονται οι άνθρωποι όταν μιλάνε για τους όλους και πόσο ενεργοποιούνται ακριβώς όταν φτάνουν στο σημείο να μας μιλήσουν για τους ίδιους. Δείχνοντας μας πόσο πραγματικά δύσκολο είναι να μιλάμε για τα πράγματα παρά να τα πράττουμε, ο Gilbert θέλει να πει στ’ αλήθεια πόσο δύσκολο είναι να τα επαναδιατυπώσουμε, φουσκώνοντας τα με τον συναισθηματικό πλούτο των αυτοβιογραφικών μας εντυπώσεων. Κάπως έτσι κατευθύνουμε το έργο στην ονειροπόληση. Ο Wilde ανακαλεί ή προσμένει ένα στάδιο εκλεπτυσμένης ύπαρξης της ανθρωπότητας, όπου το να έχει κανείς άποψη είναι από μόνο του μια μορφή τέχνης. Είναι ο σαρωτικός υποκειμενισμός ενός ταλαντούχου κριτικού με άποψη, που «ψιθυρίζει χίλια διαφορετικά πράγματα που δεν υπήρχαν μέσα στο μυαλό του καλλιτέχνη». Και επειδή ακριβώς είναι αδιανόητα επινοητικός στη χρήση της γλώσσας είναι που έρχεται σε θέση «να αναζητεί
66
ΜΕΡΟΣ
περισσότερο τους τρόπους εκείνους που υποβάλλουν την ονειροπόληση κι ακαθόριστη διάθεση και η φανταστική τους ομορφιά επαληθεύει όλες τις ερμηνείες ενώ δεν επιτρέπει σε καμία να θεωρηθεί τελεσίδικη». Το ταλέντο, η γλωσσική δεξιότητα φαίνεται να εννοείται παντού χωρίς ποτέ να κατονομάζεται ακριβώς, κάνοντας τις σκέψεις του Wilde να μοιάζουν αμετανόητα εστέτ. Η ηθική ανωτερότητα και η δημιουργική δύναμη που αποδίδει στον κριτικό πνεύμα είναι σίγουρα αυτάρεσκη, αλλά δεν μοιάζει ποτέ πικρόχολή. Ο Wilde επιφυλάσσει μια βαθύτατη περιφρόνηση προς τον κόσμο της πρακτικής ζωής, οφείλουμε όμως να παραδεχτούμε πόσο διαυγείς φαίνονται οι σκέψεις του για την πρόσληψη της τέχνης. Η θεώρηση του αυτής της πρόσληψης, η καθιέρωση της σε έναν μικρόκοσμο προσωπικού νοήματος και απόσυρσης είναι μια διέξοδος που δεν μπορούμε παρά να του παραχωρήσουμε.
Από το «Ο Κριτικός ως Δημιουργός» ,Εκδ. Στιγμή, 1984
Εικ.18 Το σπίτι ενός “φιλότεχνου”
ή “συλλέκτη” σαν τον Gilbert, όπως μοιάζει να το σχεδίασε για τον εαυτό του ο John Soane. Η παροξυσμική επιρροή της αρχαιότητας πάνω στον νεώτερο κόσμο είτε υπερχειλίζει είτε φέρνει στο νου αυτό που ονομάτισε ο Tafuri “γνήσια εμπειρία της ιστορίας”
67
68
ΜΕΡΟΣ
(Criticality) «Κριτικότητα»
* Όπου
εστιάζουμε στο τρίτο κεφάλαιο του Teorie e Storia, «Architecture as Metalanguage The Critical Value of the Image» –και σε ορισμένα σημεία του La Sfera e il Labirinto – ανιχνεύοντας τις προκλήσεις της αρχιτεκτονικής ως εφαρμοσμένης κριτικής
69
Η κριτική της αρχιτεκτονικής/Η αρχιτεκτονική της κριτικής/Η αυτοτέλεια της κριτικής/Η κριτική της αυτοτέλειας/Η αρχιτεκτονική ως μεταγλώσσα/Η σημασία του «Πειραματίζομαι» με δίκτυ ασφαλείας/Η σημασία του γλωσσικού ιδιώματος/Roland Barthes/Η συνάφεια κριτικής της Γλώσσας και αρχιτεκτονικής κριτικής/H εφαρμοσμένη κριτική ως παραδοξότητα/Τα εργαλεία της γλώσσας & τα εργαλεία της αρχιτεκτονικής/Η Εικόνα ως κριτική/Η κριτική ως απόσυρση/Η απόσυρση στον εαυτό/Boudoir/Η κριτική ως απόκλιση από τη γλώσσα/ Συστηματικότητα/Η αρχιτεκτονική συρρικνώνεται σε σειριακές δομές/Ο μίτος της Αριάδνης/Το σύμπλεγμα του Ικάρου/Η κριτική ως μη παραγωγικό Παιχνίδι
2 Ε
ΚΡΙΤΙΚΟΤΗΤΑ
πισ τρέφ ον τας σ την α λ ληγ ορία του Σχοιν οβ άτη, διαπισ τών ουμε πω ς δεν έχουμε ε ξαν τλήσ ει ακόμα την ερμηνε υτική δυν αμική που υπαινίσσ εται το πρ ο σ τατε υτικό δίχτ υ, είτε αυτό είν αι παρ όν είτε όχι. Ο όρ ο ς «Κριτικότητα» (Criticality), π εριγρ άφει κάθ ε απόπ ειρ α αρχιτεκτονικού έργ ο –πρ αγματοποιημέν ου ή όχι– διατ υπωμέν η σ το αρχιτεκτονικό αν απαρ ασ τατικό σ ύ σ τημα, εκφερ όμεν η αν αθ εωρητικά ή με π νε ύμα δι ερ ώτ ησ ης, που ομοιά ζει με μια Κριτική πρ ά ξη πάν ω σ το δο σμέν ο cor pus της. Κάθ ε εκδήλω σ η της «Κριτικότητας» σ τ ην αρχιτεκτονική είν αι ε ξ ’ορισμού οριοθ ετημέν η. Όταν αυτή ν οείται σαν π είρ αμα, τότε η υποτιθ έμεν η εν δεχομενικότητα των εκβ άσ εών τ ης πρ οτάσσ εται πάν τοτε πρ ο ς έν αν π ερ ατό ορί ζον τα – με τ ην παρ ου σία δηλαδή πρ ο σ τατε υτικού διχτ υ ού. Υπογρ αμμί ζον τας την ακίν δυν η φύ σ η του αρχιτεκτονικού π ειρ αματισμού καθ ώ ς και τη σ υνειδητή του ε ξασφ ά λισ η από του ς κιν δύν ου ς τ ης πρ αγματικότητας, ο Taf ur i δικαιώνει τ ην υπόθ εσ η του γ ια το ασ υμβίβ ασ το της σ υγ χώνε υ σ ης των δύ ο π εδίων. Η έν τεχν η πρ ο σπάθ εια ν α εισαχθ ούν τα κριτικά εργ α λ εία σ τον ενεργ ό σ χεδιασμό, δηλαδή ν α αν αδυθ εί το θ εωρητικό π εδίο μέσα από το πρ ακτικό, είν αι βεβιασμέν η και ακ υρ ώνεται μέσα από την ίδια της την επιτήδε υ σ η καθ ώ ς μοιά ζει ν α ο δηγείται με πρ οβλ έ ψιμη βεβ αιότητα σ την από σ υρ σ η από τ ην πρ αγματικότ ητα. Όπω ς θ α διαπισ τώ σουμε σ τη σ υνέχεια, αν τισ τρέφ ον τας το διάν υ σμα , αν τικρί ζουμε έν αν ε ξίσου πρ οβληματικό ισ τορικό ε λαττωματικών εκδηλώ σ εων, απόρρ οια
τ ης ορμής μιας δρ ασ τικής επ έμβ ασ ης σ την πρ αγματικότητα, μέσα αυτ ή τη φ ορ ά από το ισ τορικό έργ ο. Ο Λαβύρινθος της Κριτικής Η ισ τορική διάσ τασ η της Κριτικής είν αι το αν αγ καίο θ εμέ λιο μιας Κριτικής της αρχιτεκτονικής. Η λαβυριν θ ώ δης ε ξισ τόρησ η του φ αιν ομέν ου της κριτικής αρχιτεκτονικής πρ οηγ είται πρ οκειμέν ου ν α τερματίσ ει την πρ οβληματική π εριπ λοκή του κριτικού σ τοιχείου με το π εδίο της εφ αρμογ ής. Είν αι σαν ν α εν ν οείται πω ς δεν μπορεί ν α δι ερε υν ηθ εί η κριτική δυν αμική που κομί ζει η ισ τοριογρ αφία σ την αρχιτεκτονική σ κέ ψ η αν δεν διαχωρισ τεί από αιώνες κριτικής εκζήτησ ης και εργ α λ ειακής χ ρήσ ης τ ης ισ τορίας. Η ίδια η φυ σιογ ν ωμία της ισ τορικής κριτικής δεν είν αι λιγ ότερ ο σ ύν θ ετη. Πρ όκειται σ την πρ αγματικότ ητα γ ια αν τίσ τρ ο φες «π λ έ ξεις» και «ξετ υλίγματα». Ο Taf ur i χ ρησιμοποι εί τον λαβύριν θ ο σαν ρητορικό σ χήμα γ ια ν α π εριγρ άψει τό σο τις απατηλ ές σ υ σ χετίσ εις θ εωρίας και πρ ά ξης ό σο και τις αν α ζητήσ εις της κριτικής και ισ τοριογρ αφικής πρ ακτικής i , σ το σ ημείο που βρισ κόμασ τε, όμω ς, αυτή τη σ τιγμή, αρκεί ν α καταπιασ τούμε με τα χαρ ακτηρισ τικά της Κριτικής Αρχιτεκτονικής πρ ώτού κατε υθ ύν ουμε τις σ κέ ψεις μας σ τ ην φύ σ η του ισ τοριογρ αφικού έργ ου. Ο σ υγγρ αφέας δεν μας χαρί ζει καμία σαφή π εριγρ αφή της, αφ ουγ κρ ά ζεται όμω ς μα ζί μας, το ε ύρ ο ς σ υ σ χέτισ ης της «Κριτικότητας» με τον π ειρ αματισμό 1 . Ο π ειρ αματισμό ς διατ υπώνεται πάν τοτε σ ε σ χέσ η με μια δο σμέν η πρ αγματικότητα, σ της οποίας την παρ αβίασ η κ υρίω ς πρ οβ αίνει. Πειρ αματί ζομαι πάν τοτε πάν ω σ ε κάτι. Το πρ ώτο κεν τρικό πρ όβλημα που διαπισ τώνει ο Taf ur i ω ς πρ όκ λησ η εν ό ς τέτοιου αρχιτεκτονικού π ειρ αματισμού, είν αι ν α τεκμηριώ σ ει την αυτοτέ λ ειά του πάρ α της δεδομέν ης εκκίν ησ ής του από κάτι ήδη υπάρχον. Το μον αδικό εν δεχόμεν ο που μπορεί ν α ισ χ ύ σ ει, και πρ οκ ύπτει όπω ς σ ημειώνει από καθ αρή εμπ ειρική παρ ατήρησ η της Ισ τορίας 2 ,είν αι πω ς εφ ό σον ο π ειρ αματισμό ς ν οείται ω ς παρ άβ ασ η των καν όν ων, το μόν ο
72
ΜΕΡΟΣ 2
ψ ήγμα γ ν ώ σ ης που μπορ ούμε ν α αν τλήσουμε από αυτόν, είν αι τα όρια τ ης ασ τοχίας του υπό παρ αβίασ η δο σμέν ου σ υ σ τήματο ς, τε λικά δηλαδή, μια εμβριθ έσ τερη καταν όησ ή του. Είν αι σ το σ ημείο αυτό που ο Taf ur i φ αίνεται ν α διακρίνει μια πρ αγματικά ρι ζο σπασ τική δυν αμική σ ε αυτής της μορ φής την διαν οητική εργ ασία, σ ε έν αν δηλαδή τεμαχισμό ή ε ξον υχισ τική ε ξέτασ η των β αθ ύτερ ων μηχανισμών της εκάσ τοτε αρχιτεκτονικής γλώ σσας, και ιδανικά μια απο δόμησ η της μυθ ικής της διάσ τασ ης 3 ,που θ α αποκα λύ ψει την πρ αγματική σ υν θ ετότητα των παρ αγ ωγ ικών σ χέσ εων που υλοποιούν την αρχιτεκτονική. Στην ιδανική όμω ς π ερίπτω σ η, ο π ειρ αματισμό ς σαν απομυθ οποίησ η φι λο δο ξεί ν α ε ξισωθ εί με το παρ άδο ξο σ χήμα της εφ αρμο σμέν ης –χτισμέν ης ή υλοποιημέν ης– Κριτικής 4 . Ποι ες είν αι οι πρ οϋποθ έσ εις που επιτρέπουν αυτή την υλοποίησ η και γ ιατί θ εωρ ούμε το εν δεχόμεν ο τ ης εφ αρμο σμέν ης Κριτικής ε ξ ’ορισμού παρ άδο ξο; Η δυ σπισ τία μας αυτή μας ο δηγεί ξαν ά σ την αδι έ ξο δη τάσ η ε ξίσω σ ης της αρχιτεκτονικής με τη γλώ σσα.
«Η πρόκληση για μας τα επόμενα χρόνια είναι», όπω ς γρ άφει, «η ιστορική έρευνα να μπορεί να πραγματοποιηθεί με τα εργαλεία του αρχιτέκτονα. Γιατί να μην εκφράσουμε την κριτική της αρχιτεκτονικής με αρχιτεκτονικές μορφές αντί για λέξεις» 5.Σε αυτήν την πρ οτρ οπή πρ ο δίδεται ξαν ά αυτή η επιθ υμία απομάκρυν σ ης της αρχιτεκτονικής από την γλω σσική επικρ άτεια. Θα ο φεί λαμε λοιπόν αρχικά ν α πρ οβ ούμε σ ε έν αν διαχωρισμό των εργ α λ είων τ ης αρχιτεκτονικής από τα γλω σσικά εργ α λ εία της ισ τορίας, τ ης κριτικής ή της θ εωρίας, γ ια ν α αν τιμετωπίσουμε ακριβ ώ ς το πρ όβλημα του με ποιον τρ όπο ή με ποια πρ οϋπόθ εσ η, μπορεί η αρχιτεκτονική ν α δι εκδικήσ ει την αφ ομοίω σ η, και επομέν ω ς τ ην ε υθ ύν η, μιας διαν οητικής εργ ασίας που όπω ς η Ισ τορία –και φυ σικά και η Κριτική– , αν ήκει παρ αδο σιακά σ ε αυτό που ο Roland Bar thes αποκα λ εί γλω σσικό ιδίωμα 6 . Πρέπ ει όμω ς ν α απο φύγ ουμε ορισμένες παρε ξηγ ήσ εις. Δεν έχει σ ημασία γ ια τον Taf ur i, ν α αν αρ ωτηθ ούμε αν η επίδο ξη
ΚΡΙΤΙΚΟΤΗΤΑ
73
«κριτική αρχιτεκτονική», π ετ υχαίνει ω ς αρχιτεκτονική, α λ λά ν α α ξιολογ ήσουμε αν επιτε λ εί τον κριτικό ρ όλο σ τον οποίο σ τοχε ύει. Ο Taf ur i α ξιολογεί μον άχα την κριτική της ε υ σ τοχία. Δεν εκφρ ά ζεται ποτέ η αμφιβ ολία ότι η κριτική της αρχιτεκτονικής μπορεί ν α υπάρ ξει ω ς αυτόν ομο γλω σσικό είδο ς, σαν γλω σσικό ς σ χολιασμό ς του χτισμέν ου έργ ου ή των σ χεδιασμέν ων πρ οτάσ εων. Αυτό που ε ξετά ζεται είν αι οι πι θ αν ότ ητες αφ ομοίω σ ης του κριτικού ρ όλου μέσα σ την αρχιτεκτονική πρ ακτική. Ο Taf ur i γρ άφει. «Μια κριτική που πρ αγματοποι είται μέσα από εικόνες δεν αν τισ τοιχεί σ ε μια κριτική αν ά λυ σ η που χ ρησιμοποι εί τα εργ α λ εία τ ης γλώ σσας…… Η σ υμμαχία αν άμεσα σ τον εικονικό σ χεδιασμό και την ισ τορία της αρχιτεκτονικής, δεν είν αι λοιπόν τό σο πρ ο φ αν ής ό σο είχαμε αρχικά υπο ψιασ τεί» 7 . Η μέτρησ η της από σ τασ ης αν άμεσα σ ε μια κριτική που οικειοποι είται την αρχιτεκτονική εικόν α και σ ε μια ισ τορικόκριτική αν ά λυ σ η, πρ οβληματί ζει τον σ υγγρ αφέα. Αν η κριτική πρ οκ ύπτει σαν δυν αμικό χαρ ακτηρισ τικό μέσα από τον Λόγ ο, πω ς μπορεί η δυν ατότητα αυτή ν α πρ ο σομοιωθ εί ή ν α βρει αν τίσ τοιχη έκφρ ασ η σ ε έν α έ ξω-γλω σσικό π εδίο ή σ ε έν α διαφ ορετικό γλω σσικό ιδίωμα; Εικά ζουμε πω ς η σ ύν τηξη των δύ ο θ α έπρεπ ε ν α αποτε λ εί σ υν θ ήκη σ χεδόν αν αγ καία, ο Tafuri όμω ς είν αι κάθ ετα αν τίθ ετο ς σ ε έν αν τέτοιο σ υν δυ ασ τικό τρ όπο σ κέ ψ ης. Οι διασ ταυρ ώ σ εις των σ κέ ψεων του με τις αν τίσ τοιχες διατ υπώ σ εις του Roland Bar thes ίσω ς μας καταδεί ξουν του ς λόγ ου ς αυτής της επιμον ής. Για τον Roland Bar thes η Κριτική είν αι έν ας εν δυν άμει πολ λαπ λασιασμό ς του ν οήματο ς. Η παρ ου σία της δεν είν αι ποτέ σ υμπ ληρ ωματική. Δεν παγ ιώνει τις ερμηνεί ες α λ λά υ φίσ ταται σαν νέα παρ αγ ωγ ή. Η λογ οτεχνική κριτική είν αι δηλαδή μια «αν αμόρ φ ω σ η» του αρχικού ν οήματο ς. Δεν είν αι δουλ ειά της ν α καταμετρήσ ει τις ν οηματικές πιθ αν ότητες ii . Ο Κριτικό ς λόγ ο ς δεν είν αι επισ τημονικό ς, α λ λά ε ξίσου λογ οτεχνικό ς. Αποτε λ εί τ ην κατε ύθ υν σ η του λογ οτεχνικού έργ ου πρ ο ς έν αν δυν ητικά
74
ΜΕΡΟΣ 2
ασ ταμάτητο εμπ λουτισμό ή μια σ ειρ ά ν οηματο δοτήσ εων, που μπορ ούν ν α σ υμβ ούν μόν ο λόγ ω της ταυτόχ ρ ον ης ύπαρ ξης και των δύ ο –κριτικού λόγ ου και λογ οτεχν ήματο ς– σ την ίδια π εριοχή. Η υπ ερ άσπισ η της αυτοτέ λ ειας της κριτικής που επιχειρεί ο Bar thes θ α ήταν αδύν ατη χωρίς την κοιν ή παρ ου σία και των δύ ο –αν τικειμέν ου και κριτικής του αν ά λυ σ ης– σ τον ίδιο γλω σσικό χώρ ο iii . Η διασ ταύρ ω σ η που επιχειρεί ο Tafuri, μετα ξύ αρχιτεκτονικής και λογ οτεχνικής κριτικής, φέρνει σ το φ ω ς τις κατασ κε υ ασ τικές ατέ λ ει ες της εφ αρμο σμέν ης «Κριτικότ ητας». Για εκείν ον, μια σ υν ύπαρ ξη της χ ρήσ ης της αρχιτεκτονικής Εικόν ας και της αρχιτεκτονικής ισ τορίας μπορεί ν α γ ίνει μόν ο σ ε τερ άσ τια επίπ εδα αφ αίρεσ ης iv.Είν αι αδύν ατον ν α υπάρ ξει μια α ληθ ιν ή σ υν άφεια μετα ξύ ισ τορικής και αρχιτεκτονικής κριτικής, ακόμα π ερισσότερ ο αδύν ατο αυτό το φ αιν όμεν ο της αν αμόρ φ ω σ ης ν α λ ειτουργ ήσ ει παρ αγ ωγ ικά. Ο Taf ur i αν τιπαρ αθ έτει σ τις αν αμορ φ ώ σ εις του Bar thes, το μον αδικό αν ά λογ ο μιας εσωτερικής κριτικής της αρχιτεκτονικής, τ ην ύπαρ ξή της δηλαδή ω ς μεταγλώ σσα 8 . Η αρχιτεκτονική σαν μεταγλώ σσα σ υνισ τά μια εσωτερίκε υ σ η του ε λ έγ χου, είν αι η τάσ η της ν α παρ ασ τήσ ει μια κριτική παρ ου σία –σ τοιχείο κατε ξοχήν ε ξωτερικό– παρ αμέν ον τας σ τρ αμμέν η σ τον εαυτό της, σ υ σ τήν ον τας δηλαδή, τε λικά μια φι λοτεχν ημέν η ε ξωτερικότητα. Η απ εμπ λοκή μας από αυτήν τ ην πρ οβληματική σ υν θ ήκη δεν μπορεί πια ν α αν α ζητηθ εί ούτε σ ε μια φι λο σο φική διάκρισ η του Μέσα με το Έ ξω, σ ε μια ε ξάν τλησ η τ ης δυν ατότητας ε λ έγ χου που μπορεί ν α απομυ ζήσ ει κανείς από την παρείσφρησ η εν ό ς ε ξωτερικού ε λ εγ κτή μέσα σ ε έν α κ λ εισ τό σ ύ σ τημα σαν αυτό της αρχιτεκτονικής. Δεχόμεν ο ς λοιπόν πω ς η κριτική αρχιτεκτονική αποτε λ εί απ λά μια εσωτερική παρ αμόρ φ ω σ η, ο Taf ur i αν τι λαμβ άνεται σαν καθ ορισ τικό τ ης σ τοιχείο ακριβ ώ ς μια πρ ά ξη από σ υρ σ ης από το Έ ξω.
ΚΡΙΤΙΚΟΤΗΤΑ
75
Απόσυρση Κατά τα λόγ ια του ίδιου του Taf ur i, «η πρ ώτη σ τοιχειώ δης σ υν θ ήκη γ ια την λ ειτουργ ία αυτών των κριτικών πρ ά ξεων, είν αι ακριβ ώ ς η απομόν ω σ η και αυτον όμησ η των θ εμάτων, έτσι ώ σ τε ν α μπορέσουν ν α αν αδυθ ούν σαν πρ ωταγ ωνισ τές μιας αρχιτεκτονικής αφήγ ησ ης που είν αι η ίδια ενιαία. Η δε ύτερη σ τοιχειώ δης σ υν θ ήκη είν αι ο αυ σ τηρ ό ς και σ υνειδητό ς έ λ εγ χο ς αυτ ής τ ης αφήγ ησ ης» 9 .Ο Taf ur i ε ξισώνει την εφ αρμογ ή τ ης κριτικής αρχιτεκτονικής με τον αφηγ ηματικό λόγ ο, επισ ημαίν ον τας ξαν ά το ασ υμβίβ ασ το μετα ξύ Εικόν ας και Γλώ σσας και βεβ αιών ον τας του ς φ όβ ου ς μας, πω ς μια κριτική σ ε τέτοιου ς όρ ου ς αδυν ατεί ν α αποκτήσ ει σ υν ολικό χαρ ακτήρ α 10 . Κάθ ε αφηγ ηματική της πρ ο σπάθ εια έχει τον χαρ ακτήρ α οριοθ ετ ημέν ης εκδοχής, οριακά πρ οβλ έ ψιμης, π εριφρ αγμέν ης σ τ η σφ αίρ α της εικασίας. Ο Taf ur i χ ρησιμοποι εί υπαινικτικά μια εικον ογρ αφία επισ τημονικού ή α λχημικού π ειρ άματο ς, που επιχειρείται με π λήρη επίγ ν ω σ η των χαμηλών πι θ αν οτήτων επιτ υχίας, πάν τοτε αποβλ έπον τας ω σ τό σο σ ε κάποια μαγ ική ή θ εαματική μεταμόρ φ ω σ η του κό σμου. Κιν ούμεν ο από αυτή τ ην αν τιφ ατική παρ όρμησ η, ο π ειρ αματισμό ς π ερισ τρέφεται με ά ξον α τον εαυτό του, γ ι’ αυτό και υπ εκφε ύγ ει σ υνειδητά τ ης πρ ακτικής εφ αρμογ ής και απομακρύνεται από την πρ αγματικότ ητα που θ α τον χαρ ακτήρι ζε επικίν δυν ο. Το σύμπλεγμα του Ικάρουv Αυτ ή ακριβ ώ ς η από σ τασ η ασφ α λ είας σαν μέσο αδρ αν οποίησ ης ή ν άρκω σ ης των τολμηρ ότερ ων πρ οκ λήσ εων της «κριτικής αρχιτεκτονικής», πρ οβλημάτισ ε τον Taf ur i ξαν ά και ξαν ά, κάθ ε φ ορ ά που ήρθ ε αν τιμέτωπο ς με διαφ ορετικές εκδοχές του σ τ η διάρκεια αυτής της «δι ε υρυμέν ης νεωτερικότητας». Τα σ χόλια του γ ια του ς Μανι ερισ τές ή του ς μιμητές του Bor romini, θ α μπορ ού σαν ν α απο σπασ τούν από το Teor ie e Stor ia και ν α μεταφερθ ούν αυτού σια σ ε έν α κείμεν ο σαν το
76
ΜΕΡΟΣ 2
«L’architecture dans le boudoir»,– δημο σι ε υμέν ο το 1978 σαν άρθρ ο και το 1980 σαν κεφ ά λαιο του τρίτου μέρ ου ς του La Sfera e il Labir into– σ το οποίο ξεδιπ λώνεται μια οριακά δυ σ ν όητ η κριτική αποτίμησ η σ τιγμιοτ ύπων της μεταμον τέρν ας αρχιτεκτονικής μετά τη δεκα ετία του 60’, ιδίω ς των James Stirling, Aldo Rossi και Massimo Scolar i. Για το έργ ο του ς, ο Tafuri γρ άφει:
«Θα περιγράφαμε τέτοιες ενέργειες ως “Αρχιτεκτονική στο Μπουντουάρ”……όχι γιατί διακρίνουμε σ’ αυτές μια “αρχιτεκτονική της σκληρότητας” –τη σκληρότητα της γλώσσας ως σύστημα αποκλεισμών– αλλά γιατί ο ίδιος ο μαγικός κύκλος που περικλείει τον γλωσσολογικό τους πειραματισμό φανερώνει μια συνάφεια με την δομική αυστηρότητα των κειμένων του De Sade……Κι’ όμως, το μπουντουάρ των νέων “συγγραφέων” της αρχιτεκτονικής, αν και επιμελώς εξοπλισμένο…… δεν αποτελεί τον τόπο ολοκλήρωσης τέτοιας “ενάρετης φαυλότητας”. Η θέα της “ακαμψίας του ορίου” γεννά τον τρόμο σ’ αυτούς τους νέους ελευθέριους. Οι ζωοτομίες τους πραγματοποιούνται μόνο κατόπιν λεπτομερούς αναισθησίας. …..To “μπουντουάρ” είναι ασηπτικό, γεμάτο εξόδους διαφυγής. Η ανάκτηση μιας “γλωσσικής” τάξης εγγυάται μόνο την ασφάλεια κάθε επίδοξης “Justine” που μαγνητίστηκε στη σκέψη ολοκλήρωσης τέτοιων “τρυφερών βασανισμών”» 11 Οι ακρ οβ ασί ες του σ χοιν οβ άτη έχουν αν τικατασ ταθ εί εδώ από τ ην εικον ογρ αφική γ οητεία του Μαρκησίου και της «θ εϊκής» του λογ οτεχνίας, η ου σία όμω ς κάτω από τις γριφ ώ δεις μεταφ ορές παρ αμένει: η π ερίτεχν η οριοθ έτησ η της αρχιτεκτονικής ω ς έν τεχν ης άσ κησ ης ύ φ ου ς, η ε ξίσω σ η αυτής της άσ κησ ης με τ ην γρ αφή. Η ταύτισ η της αρχιτεκτονικής με την Γλώ σσα δεν αν οίγει επικοιν ωνιακές ο δού ς, ό σο σφρ αγ ί ζει την από σπασ η τ ης από τον κό σμο της αισ θ ητηριακής πρ αγματικότητας και των ω φέ λιμων σ χέσ εων και την καθ ήλω σ ή της σ τη σφ αίρ α μιας αποκ λ εισ τικής και φετιχισ τικής διαν οητικής εργ ασίας.
ΚΡΙΤΙΚΟΤΗΤΑ
77
Οι χ ρ ονικές μεταπηδήσ εις μας, δικαιών ουν την επι λογ ή μας ν α τονίσουμε τό σο τις τάσ εις πρ ον ομιακής απομόν ω σ ης της «κριτικής αρχιτεκτονικής» 12 Συστηματικότητα Πέρ αν της από σ υρ σ ής της, η «κριτική αρχιτεκτονική» είν αι επίσ ης παρ αδο σιακά σ υ σ τηματική 13 .Ο Taf ur i θ εωρεί τ ην σ υ σ τ ηματικότητα την πιο ειδική πρ οϋπόθ εσ η εν ό ς π ειρ αματισμού που ειδικά πρ αγματοποι είται μέσα από εικόνες. Οι εικόνες ω ς ν οητικές κατασ κε υές υ φίσ ταν ται μόν ο ω ς εμφ ανίσ εις, επομέν ω ς η π ειρ αματική του ς υ φή αν τισ τοιχεί σ τις επανεμφ ανίσ εις του ς, δηλαδή σ τις εκδοχές των επαν α λήψεων αυτών των εμφ ανίσ εων –ω ς επαν αφ ορ ά μοτίβ ων, ω ς αν τιφ ατική σ υν ύπαρ ξη ετερ οειδών ισ τορικών αν αφ ορ ών, ω ς τονισμό ς εικον ογρ αφικών σ τοιχείων μέσω ρυθμικής επαν ά ληψ ης κοκ vi . Αυτ ή η καταν όησ η της σ υ σ τηματικότητας ω ς επαν α ληψιμότητα πρ ο σδίδει σ τ ην παρ αδο ξότητα της κριτικής αρχιτεκτονικής έν α ακόμα επίπ εδο αδιαφ ορίας καθ ώ ς επιβεβ αιώνει τον δοκιμιακό και υποθ ετικό της χαρ ακτήρ α. Τα π ειρ αματικά αποτε λ έσματα πρ οκ ύπτουν μέσα από ειδικές σ υν θ ήκες που η κριτική πρ ά ξη επαν αφέρει σ υνεχώ ς. Για την ακρίβεια, οι επιμέρ ου ς ειδικές θ εματικές, τα αφηγ ηματικά μοτίβ α που σ υ σ τήν ουν το κριτικό αφήγ ημα, δεν ε ξαν τλούν ται ακριβ ώ ς, παρ ά διατηρ ούν ται σαν διαρκώ ς αν οιγμένες θ εματικές. Τα πρ οϊόν τα της κριτικής, τα μεμον ωμέν α αν τικείμεν α που πρ οκ ύπτουν μέσα από τις π ερίτεχν α σ χεδιασμένες διαδικασί ες του ς, ν οηματο δοτούν ται μον άχα ω ς αφί ξεις σ ε μια Σειρ ά. Είν αι ακριβ ώ ς αυτή η φετιχοποίησ η της διαδικασίας, η διαγρ αμματική αν αθ εώρησ η τ ης αρχιτεκτονικής που επιχειρήθ ηκε με του ς όρ ου ς της σ ημειολογ ίας και μεταδομικισ τικής διαν όησ ης των π ερ ασμέν ων δεκα ετιών vii , που αν ασ ύρ ουν το μοτίβ ο της κριτικής αρχιτεκτονικής και το κατε υθ ύν ουν πρ ο ς το μον τερνισ τικό πρ ότ υπο. Είν αι σαφές ήδη πω ς τοποθ ετούμε αυτές τις σ κέ ψεις σ ε έργ α των τε λ ε υταίων δεκα ετιών ή ότι μοιά ζει ν α π εριγρ άφ ουμε
78
ΜΕΡΟΣ 2
χωρίς ποτέ ν α κατον ομά ζουμε ακριβ ώ ς την τ υπολογ ική και γλω σσολογ ική πρ ο σ έγγ ισ η σαν μια ε υρύτητα θ εωριών και πρ ο σ εγγ ίσ εων τ ης μεταπολ εμικής αρχιτεκτονικής διαν όησ ης 14 , εν ώ ο Taf ur i π ερισσότερ ο εκκινεί από του ς γρ αφισ τικού ς π ειρ αματισμού ς και τις αυθ αιρεσί ες εν ό ς Montano ή την κατά Serlio 15 παρ αμόρ φ ω σ η του κ λασσικού κώ δικα. Παρ αμένει όμω ς σαφές πω ς δεν μεταφέρει αυτή την πρ οβληματική εικόν α σαν έν α απομον ωμέν ο ισ τορικά φ αιν όμεν ο, α λ λά σαν μια πρ οβληματική εν όρμησ η που επαν αφέρεται και αν αδύεται ξαν ά σ ε ειδικές απρ ο σδιόρισ τες σ υν θ ήκες, η επισ ήμαν σ η του ς επομέν ω ς αποκτά α ξία όταν τις βλ έπουμε ν α επα ληθ ε ύ ον ται σ ε φ αιν όμεν α των οποίων η εγγ ύτητα σ ε μας, δεν έχει επιτρέ ψει αρκούν τω ς διαφ ωτισ τικές κριτικές επ ε ξηγ ήσ εις Ο ίδιο ς γρ άφει, γ ια το ζήτ ημα αυτής ακριβ ώ ς της διφ ορ ούμεν ης σ υν θ ήκης, σ υ σ τ ηματικότ ητας – επαν ά ληψ ης:
«Η μεμονωμένη αρχιτεκτονική βλέπει τη σημασία της να μειώνεται για χάρη μιας ‘σειράς’, ενός αρχιτεκτονικού κύκλου, μιας νέας θεώρησης της αξίας των τυπολογιών. Η καταστροφή της ‘αύρας’ βρίσκει εδώ τις μακρινές απαρχές της, και όχι τυχαία, σε έναν αρχιτέκτονα του οποίου η δραστηριότητα κάνει πλήρη χρήση της εμπειρίας του ως μοντέρνου επιστήμονα» 16. Ο Taf ur i αν αφέρεται φυ σικά σ τον Chr istopher Wren 17 και «τ η λογ ική δομή της αρχιτεκτονικής του» , αρκεί όμω ς ν α αν ασ ύρ ουμε γ ια λίγ ο την θ έσ η του Wren σ την πρ οηγ ούμεν η τα ξιν όμησ η του μπαρ όκ π ειρ αματισμού – τη μόν η που εμφ ανί ζει μια ψ υχ ρή, εργ α λ ειακή χ ρήσ η της ισ τορίας απα λ λαγμέν ης από ιδεολογ ία– γ ια ν α κατα λάβ ουμε πω ς θ α μπορ ού σαμε με βεβ αιότητα ν α επικα λ εσ τούμε το επιδιωκόμεν ο σ χήμα του «αρχιτέκτον α-επισ τήμον α» γ ια ν α π εριγρ άψουμε κάθ ε μεταγενέσ τερη εκδήλω σ η μιας τέτοιου είδου ς τ υπολογ ικής σ κέ ψ ης. Αυτ ή ακριβ ώ ς η λογ ική δομή της αρχιτεκτονικής, που πολύ ειδικότερ α εμφ ανί ζεται σ το σ ημείο άρθρ ω σ ης των τ υπολογ ιών με τον ασ τικό χώρ ο, φι λο δο ξεί ν α σ υ σ τήσ ει έν α νέο
ΚΡΙΤΙΚΟΤΗΤΑ
79
π εδίο καταν όησ ης του αρχιτέκτον α ω ς επισ τήμον α των εικόν ων – ή έν αν επιδέ ξιο χειρισ τή των ισ τορικών μορ φ ών ω ς εικόν ων– εν ώ σ ε δε ύτερ ο επίπ εδο, ε ξισών ον τας την αρχιτεκτονική με μία οριοθ ετ ημέν η ψε υ δό-επισ τημονική διαδικασία, επιφέρει γ ια πρ ώτ η φ ορ ά, μια αν άσ τρ ο φη απομαγ ικοποίησ η. Αν τί ο κριτικό ς λόγ ο ς ν α υπον ομε ύ σ ει την παρείσφρησ η σ το αρχιτεκτονικό έργ ο, των ιδεολογ ικών μηχανισμών, επιβεβ αιών ον τας την ατομικότητά του ω ς μον αδικότητα, επιφέρει την υπ ερκά λυ ψ ή του από τον μαν δύ α της επισ τημονικότητας, πρ οκα λών τας τε λικά μια απογ ύμν ω σ η. Το έργ ο απογ υμν ώνεται, όχι μον άχα γ ιατί αποκτούμε σ υνείδησ η των μηχανισμών εν ό ς λογ ικού, εσωτερικού μηχανισμού που ενεργεί γ ια την παρ αγ ωγ ή του, α λ λά και μέσω της σμίκρυν σ ης του σ ε έν α μεμον ωμέν ο τεχν ούργ ημα που μπορεί ν α μι λήσ ει μον άχα ω ς απομον ωμέν ο επ εισό διο μιας θ ά λασσας τεχν ουργ ημάτων. Η πιο κρ αυγ α λ έα διακήρυ ξη της τ υπολογ ικής σ κέ ψ ης είν αι η π εποί θ ησ η πω ς αυτ ή η θ ά λασσα θ α μπορ ού σ ε ν α είν αι η ίδια η πόλη. Δεν θ α ήταν τολμηρ ό γ ια πρ ώτη φ ορ ά ν α υποθ έσουμε, πω ς ο Taf ur i θ α αν αγ ν ώρι ζε σ ε μια τέτοια π εποί θ ησ η τ ην εισαγ ωγ ή εκ νέου, μιας «ενεργ ητικής ιδεολογ ίας». Η σ κέ ψ η του εδώ δεν κατε υθ ύνεται τ υχαία πρ ο ς τον Benjamin. Η απώλ εια της «αύρ ας» 18 είν αι, καθ ώ ς διατείνεται ο Benjamin, το πρ ώτο σ ύμπτωμα εσωτερίκε υ σ ης της αν απαρ αγ ωγ ικής δυν ατότητας μέσα σ την υ φή της τέχν ης. Για τον Taf ur i, αυτή η εσωτερίκε υ σ η δεν έγ κειται μόν ο σ την οικειοποίησ η μιας τεχν ολογ ικής δυν ατότητας α λ λά εν ό ς εσωτερικού μηχανισμού που π λάθ ει ή αν ασ υ σ τήνει μέσω αν αφ ορ ών τ ην μορ φή και οριακά πια εμφ ανί ζεται ω ς εκζήτησ η. Σε αυτά τα σ χόλια, διακρίν ουμε μια ε ξίσω σ η της τ υπολογ ικής σ κέ ψ ης, και ίσω ς και κατ’ επ έκτασ η, του φ αιν ομέν ου της «κριτικής αρχιτεκτονικής» σ υν ολικά, με μια π ερίτεχν η διαδικασία. Είν αι καθ ώ ς φ αίνεται σ την ε λαττωματική φύ σ η των κριτικών εργ α λ είων, που ο φεί λ εται η μη δυν ατότητα ολοκ λήρ ω σ ης τέτοιων διαδικασιών. Διαισ θ αν όμασ τε διαρκώ ς,
80
ΜΕΡΟΣ 2
ακριβ ώ ς τ ην αν ολοκ λήρ ωτη φύ σ η του ς. Η κριτική διαδικασία είν αι σ υ σ τηματικά αν ολοκ λήρ ωτη και είν αι αν ολοκ λήρ ωτη γ ιατί η ου σία τ ης σ υνίσ ταται σ ε μια διαχείρισ η νέων ν οημάτων, επίκτ ητων γ ια το αρχιτεκτονικό έργ ο. Ο Taf ur i διατηρεί ακόμα τ ην π εποί θ ησ η σ το Teor ie e Stor ia πω ς η ύπαρ ξη εν ό ς αρχικού π υρήν α ν οήματο ς δεν είν αι απίθ αν η σ τα αρχιτεκτονικά έργ α εν ώ ακόμα και η αν τί ληψ η της κριτικής σαν πρ ά ξης αποκά λυ ψ ης και αν άδυ σ ης αυτού του πρ ώτου ν οηματικού κό σμου δεν χ ρειά ζεται ν α γ ίνεται αν τι ληπτή μον άχα με νέοιδεα λισ τικού ς όρ ου ς – ω ς επ είγ ου σα αν άδυ σ η μιας χαμέν ης βεβ αιότ ητας ή α λήθ ειας του έργ ου που είν αι αδιαπ έρ ασ τη και αυτάρκης. Στ ην πρ αγματικότητα σ ε αυτή την αρχική ν οηματική σ ύλ ληψ η πρέπ ει ν α λ ειτουργ ήσ ει σαν υπό σ τρ ωμα υπ έρθ εσ ης και υπ ερκά λυ ψ ης γ ια όλ ες τις επόμενες ν οηματο δοτήσ εις. Αυτ ή η τε λ ε υταία π εριγρ αφή της κριτικής σαν σ υνεχού ς και ισ τορικά διαφ ορ οποιημέν ης ν οηματο δότησ ης είν αι φυ σικά ανέφικτ η και απρ ό σιτη καθ ώ ς η απ ειρία ν οημάτων δεν είν αι σ τ’ α λήθ εια πρ αγματοποιήσιμη. Είν αι η ορμή της κριτικής πρ ο ς αυτ ήν τ ην απ ειρία, το σ τοιχείο μιας εν δεχομενικότητας τρ ο φ ο δοτούμεν ης από την εικασία, που σφρ αγ ί ζει την αν ολοκ λήρ ωτ η φύ σ η της. Και η πρ οβληματική σ υν θ ήκη που καταδικά ζει τ ην υπόθ εσ η της αρχιτεκτονικής ω ς εφ αρμο σμέν ης κριτικής, φ αίνεται μον άχα ν α μας ο δηγεί ξαν ά σ τον αν άρμο σ το κατοπτρισμό τ ης αρχιτεκτονικής σαν γλώ σσα, σ την σ τιγμή παταγ ώ δου ς ασ τοχίας της απόπ ειρ άς της ν α λ ειτουργ ήσ ει σαν καθ αρ ό σ ημαίν ον. Ο Taf ur i πρ οειδοποι εί, τονί ζον τας ξαν ά την σ υν άφεια λογ οτεχν ήματο ς και λογ οτεχνικής κριτικής, «πω ς το δικαίωμα του (λογ οτεχνικού) κριτικού σ ε αυτή την σ υνεχή μεταμόρ φ ω σ η του έργ ου ο φεί λ εται σ το γεγ ον ό ς ότι τό σο το έργ ο ό σο και η κριτική απόπ ειρ α χ ρησιμοποιούν το ίδιο μέσο επικοιν ωνίας, τ ην γλώ σσα!......Η αρχιτεκτονική και η κριτική δεν δρ ουν σ τ ην ίδια γλω σσική επικρ άτεια. Ο διπ λασιασμό ς των ν οημάτων, είν αι δυν ατό ς σ την αρχιτεκτονική μόν ο μέσα σ τα όρια κριτικής χ ρήσ ης των γλω σσικών οργ άν ων του έργ ου,
ΚΡΙΤΙΚΟΤΗΤΑ
81
που πρ όκειται ν α αν α λυθ εί. Είν αι σαφές σ την π ερίπτω σ η μας, πω ς τέτοια εργ α λ εία μπορ ούν ν α αν α ζητηθ ούν μόν ο σ το π εδίο τ ης αρχιτεκτονικής γλώ σσας» 19 . Αν αποτε λούν αν αγ καί ες σ υν θ ήκες τ ης κριτικής τό σο ο δυν ητικό ς πολ λαπ λασιασμό ς των ν οημάτων –αυτό που πριν λίγ ο διαπρ αγματε υ όμασ ταν ω ς απ ειρία– ό σο και η γλω σσική σ υν άφεια των εργ α λ είων της κριτικής πρ ά ξης με το υπό ε ξέτασ η αν τικείμεν ο, τότε η κριτική αρχιτεκτονική δεν μπορεί παρ ά ν α αδυν ατεί ν α φέρει σ ε π έρ ας μια ολοκ ληρ ωμέν η κριτική δι ερ ώτησ η. Η πολ λαπ λότητα των ν οημάτων, σ την πρ ώτ η π ερίπτω σ η, μπορεί ν α πρ αγματοποιηθ εί μον άχα όταν αφήσουμε ν α παρεισφρήσουν σ τον λόγ ο μας σ χήματα σ κέ ψ ης, τε λ είω ς βγ α λμέν α από το τ υπικά ορισμέν ο π εδίο της εφ αρμογ ής του αρχιτεκτονικού έργ ου. Μεθ ό δου ς αν άγ ν ω σ ης και σ υ σ τ ήματα, ή λόγ ου ς που υπογρ αμμί ζουν τον σ χετικισμό των σ ημασιο δοτήσ εων του χώρ ου, φ ανερ ών ουν τις ιδεολογ ί ες παρ αγ ωγ ής του ή ακόμα και αποκα λύπτουν πτ υχές του άγ ν ω σ τες μέχ ρι σ ήμερ α. Συ σ τήν ουμε με αυτά ε ύκολα έν α π λού σιο π εδίο άν τλησ ης εν δεχομενικών αν αγ ν ώ σ εων, οι αν αγ ν ώ σ εις όμω ς, ό σο κι’ αν λ ειτουργ ούν κριτικά, δεν αφ ομοιών ον ται σ χεδιασ τικά. Μπορ ούν μον άχα ν α υπάρ ξουν ω ς πρ οθ έσ εις. Επηρεά ζουν τον σ χεδιασμό μόν ο σ το ε λάχισ το β άθ ο ς που επιτρέπ ει η διατ ύπω σ η των σ τόχων και ο εν τοπισμό ς των πρ οβλημάτων που κα λ είται ν α λύ σ ει αυτό ς ο σ χεδιασμό ς. Ο κριτικό ς λόγ ο ς ω ς αυτοτε λ ές ιδίωμα μπορεί μον άχα ν α έπ εται του αρχιτεκτονικού έργ ου. Δεν αφ ομοιώνεται ποτέ εν μέσω τ ης διαδικασίας και αν ασ κηθ εί εκ των πρ οτέρ ων, μπορεί ν α πρ ο σφέρει σ την κα λύτερη π ερίπτω σ η μια ασ ταθ ή αφετηρία. Στ ην δε ύτερη π ερίπτω σ η, όταν η αρχιτεκτονική επιχειρεί ν α κα λύ ψει τ ην ά λ λη σ υν θ ήκη αν άδυ σ ης της κριτικής λ ειτουργ ίας, δηλαδή ν α λ ειτουργ ήσ ει κριτικά μέσα από τις διαδικασί ες τ ης παρ αγ ωγ ής της, τότε μένει ν οηματικά αδρ αν ής γ ιατί μια κριτική πρ αγματοποιημέν η με εργ α λ εία τ ης ίδιας γλω σσικής
82
ΜΕΡΟΣ 2
υ φής, δηλαδή με το ίδιο το αρχιτεκτονικό λ ε ξι λόγ ιο, επιφέρει αποτε λ έσματα που αδυν ατούν ν α είν αι καθ ολικά αν αγ ν ώ σιμα, χ ρήσιμα μόν ο σ τον μεμον ωμέν ο εμπ νε υ σ τή του ς ή και σ ε έν αν κ ύκ λο πι θ αν ών μιμητών. Ομοιά ζει π ερισσότερ ο μια εσωτερική υπόθ εσ η με του ς όρ ου ς εν ό ς «inside joke». Αυτό που ο Taf ur i καταγρ άφει τε λικά με τον όρ ο «κριτική αρχιτεκτονική», έχει επι λ έ ξει ν α επιδίδεται σ ε αυτόν τον εσωτερικό σ χολιασμό, όχι όμω ς σ ε μια κατε ύθ υν σ η αν άπτ υ ξης τ ης ίδιας τ ης αρχιτεκτονικής γλώ σσας α λ λά αν τίθ ετα σ ε μια απόπ ειρ α εσωτερίκε υ σ ης των τεχνικών της λογ ικής και κριτικής δι ερ ώτ ησ ης, αδρ αν οποιών τας την. «Η αρχιτεκτονική που μι λά γ ια αρχιτεκτονική απορρίπτει ούτω ς ή ά λ λω ς, έν αν σ ε β άθ ο ς διά λογ ο με την κριτική. Και καθ ώ ς ο κα λύτερ ο ς τρ όπο ς ν α ε ξου δετερ ώ σ εις έν αν τρ ομερ ό αν τίπα λο είν αι ν α απορρ ο φήσ εις τις επιθ ετικές του τεχνικές, βρίσ κουμε πω ς η διαμόρ φ ω σ η τ ης αρχιτεκτονικής ω ς κριτικό π είρ αμα δείχνει ν α είν αι σ τ ην ου σία της μια πρ αγματική απόπ ειρ α ε ξορκισμού τ ης όποιας αυθ εν τικά ορθ ολογ ικής εν δο σ κόπησ ης» 20 . Κ λ είσαμε ήδη λοιπόν έν αν κ ύκ λο που μας επαν αφέρει σ το αρχικό πρ όβλημα της από σ υρ σ ης, επιτρέπον τας π λ έον αν αθ εωρημέν α ν α την καταν οήσουμε π ερισσότερ ο, ω ς από σ υρ σ η δια τ ης σ τρ ο φής σ τον εαυτό. Απ ε υθ υν όμεν ο ς σ ε αυτ ήν τ ην εσω σ τρέφεια, ο Taf ur i διακρίνει την έ λξη της πρ ο ς το απρ αγματοποίητο, την απομάκρυν σ ή της από έν αν ορί ζον τα χ ρησ τικότητας που έρχεται σ ε εσωτερική σ ύγ κρ ου σ η με την φυ σική τ ης τάσ η, ω ς αρχιτεκτονική, ν α πρ ο σμένει την εκπ λήρ ω σ η των σ υν θ ηκών της τεκτονικής της ολοκ λήρ ω σ ης. Ο Taf ur i όμω ς πρ αγματε ύεται την αρχιτεκτονική σαν πολιτισ τικό φ αιν όμεν ο 21 .Θα ήταν αν τιφ ατική από αυτόν, μια εκτίμησ η των πι θ αν οτ ήτων υλοποίησ ης των σ χεδιασμέν ων έργ ων. Η ρ οπή πρ ο ς το απρ αγματοποίητο δεν είν αι πρ αγματολογ ική εκτίμησ η. Αναφέρεται μονάχα σε έναν εσωτερικό, ίσως ακόμα και ασ υνείδητο σ χεδιασμό τ ης αρχιτεκτονικής σαν διαν οητικής-π νε υματικής εργ ασίας. Αυτό που πισ τοποι εί την ριψοκίν δυν η ακρ οβ ασία
ΚΡΙΤΙΚΟΤΗΤΑ
83
τ ης «κριτικής αρχιτεκτονικής» μετα ξύ πρ αγματικότητας και από σ υρ σ ης, είν αι η κατάσ τασ η της διαρκού ς εκκρεμότητάς της. Παρ αφρ ά ζον τας το μοτίβ ο της εκκρεμότητας, ο Taf ur i παρ ομοιά ζει το κριτικό π είρ αμα της αρχιτεκτονικής με το Παιχνίδι. Και τα δύ ο έχουν ε ξίσου π λ εον ασματικό χαρ ακτήρ α, απομακρυ σμέν α από δίκτ υ α κοιν ής ω φέ λ ειας και α λ ληλ ε ξαρτ ήσ εων, και τα δύ ο πρ οτάσσον ται ω ς δρ ασ τηριότητες που τείν ουν επικίν δυν α πρ ο ς το μη παρ αγ ωγ ικό. «Στην π ερίπτω σ η μας, η άρν ησ η της πρ αγματικότητας (unreality) ισο δυν αμεί με εγ κατά λ ειψ η των πιθ αν οτήτων δρ ασ τικής επ έμβ ασ ης σ τις δι εργ ασί ες τρ οποποίησ ης της αρχιτεκτονικής γλώ σσας, και η από δρ ασ η μας σ το παιχνίδι δεν είν αι παρ ά ο αν τιθ ετικό ς β ωμό ς της αποκήρυ ξης» 22 . Η «κριτική αρχιτεκτονική» ισο δυν αμεί με μια σ ειρ ά εγ κιβ ωτισμέν ων αρν ήσ εων. Απαρν ούμασ τε την πρ αγματικότητα πρ οκειμέν ου ν α καταπιασ τούμε με την τρ οποποίησ η και την αν ανέω σ η των εκφρ ασ τικών μέσων της αρχιτεκτονικής –του αρχιτεκτονικού λ ε ξι λογ ίου – αποκόπτον τάς τες όμω ς από τ ην πρ αγματικότητα, αρν ούμασ τε σ τις ακρ οβ ασί ες μας την πιθ αν ότητα της εκπ λήρ ω σ ης. Τα σ χόλια που απο σπάσαμε πρ οηγ ουμέν ω ς από το La Sfera e il Labir into, απο σαφηνί ζουν απ λά την ι ζηματοποίησ η αυτών των σ υν θ ηκών παιγ νιώ δου ς από σ υρ σ ης και την μετατρ οπή του ς σ ε αν ακου φισ τική μονιμότητα ή πρ ον ομιακή ε ξασφ ά λισ η. Αυτό που ξεκίν ησ ε σαν πρ ωτεϊκή δυν ατότητα και ανε ξάν τλητ η πρ ο οπτική, γ ίνεται τώρ α το ρημαγμέν ο π εδίο την επαύριον τ ης μάχης, ο χώρ ο ς εν ό ς ταπ ειν ωτικού σ υμβιβ ασμού. Αυτό που πρέπ ει μέχ ρι και την τε λ ε υταία σ τιγμή ν α διαφυλαχτεί όμω ς, η αυτάρκεια της καθ αρής κριτικής και η υπ ερ άσπισ η τ ης αυτο δυν αμίας της απ έν αν τι σ την πρ ακτική –η αρχική δηλαδή σ υν θ ήκη πριν επιχειρηθ ούν οι α λχημικές απόπ ειρες αν άμει ξης του ς– μοιά ζει ε ξίσου με τρ αυματισμέν η πι θ αν ότητα. Παρ αφρ ά ζον τας τον Taf ur i, ούτε εμείς ξαφνια ζόμασ τε από τ ην αδυν αμία της κριτικής ν α εν τοπίσ ει αυτές τις αδυν αμί ες σ ύν δεσ ης. Αν επ εκταθ ούμε όμω ς, θ α αν οί ξουμε έν α νέο π εδίο
84
ΜΕΡΟΣ 2
σ κέ ψεων πάν ω σ τις πιθ αν ότητες ω φέ λ ειας τ ης ίδιας της κριτικής, εν ώ δεν έχουμε ακόμα σφρ αγ ίσ ει τις από ψεις μας γ ια τις ενέσιμες εισβ ολ ές της πάν ω σ το σώμα της πρ ακτικής. Αν τλούμε από τον Taf ur i έν αν τε λ ε υταίο παρ α λ ληλισμό. Οι σ υν δια λ λαγ ές κριτικού και αρχιτέκτον α παίρν ουν τις διασ τάσ εις μιας λ επτομερ ού ς σ κην οθ εσίας. Η καταν ομή όμω ς των ρ όλων και των σ υ σ χετίσ εων μιας τέτοιας θ εατρικής δομής, πρ οϋποθ έτει επικοιν ωνιακές σ χέσ εις και σ υν δέσ εις ορισμένες ε ξαρχής. Η ταυτοχ ρ ονία κριτικής και πρ ακτικής μας κατε υθ ύνει σ ε μια π εριοχή εκτό ς κειμέν ου. «Κανείς δεν μπορεί ν α υπάρ ξει ταυτόχ ρ ον α ω ς ηθ οποιό ς και ω ς θ εατής. Διαπισ τώ σαμε πω ς το φ αιν όμεν ο δεν είν αι πρ ωτόγ ν ωρ ο. Πρ ωτόγ ν ωρη είν αι αυτ ή η διαδικασία παγ κό σμιας σ υμμετοχής σ ε αυτό, εκείν η που ξεκίν ησ ε η σ ύγ χ ρ ον η τέχν η πρ οκειμέν ου ν α σ υν τήξει – χωρίς τις δεσμε ύεις της καθ ημεριν ής αν τί ληψ ης– την κριτική αν ά λυ σ η και τ ην ισ τορία, σ ε έν α και μον αδικό σ χεδιασ τικό σ τιγμιότ υπο». Να λοιπόν η Κριτική Πρ ά ξη σαν απόλυτη και εν οποιητική διαδικασία. Να και πά λι ο πολυ φ ωνικό ς ε ξισωτισμό ς που πρ οκα λ εί η παρε ξήγ ησ η του σ χεδιασμού με τ ην επικρ άτεια τ ης Γλώ σσας. Η Εφ αρμο σμέν η Κριτική δεν μπορεί ν α υπάρ ξει σαν ιδανική διαδικασία και όν τας κατε ξοχήν «μυθ ολογ ική» τ ής απομένει μον άχα μια γενικε υτική ν ο σ τα λγ ία.
85
σημειώσεις στο 2ο μέρος 1.
Δεν είναι πάντοτε ιδιαίτερα εύκολο να διακρίνουμε πως χρησιμοποιεί οTafuri την λέξη “πειραματισμός”. Για την δική μας ανάλυση, περισσότερη χρήσιμη είναι η παρουσίαση του Πειραματισμού ως αντίλογου στην avant-garde και η αντιθετική τους συσχέτιση που τον απασχολεί συστηματικά και επανεμφανίζεται συνεχώς, σε πολλές εκδηλώσεις και παραποιημένες μορφές στις διάφορες του ταξινομήσεις. Ο ίδιος έχει μάλλον εντυπώσει την διάκριση στο Le due vie του Cesare Brandi, Ιταλού ιστορικού της τέχνης και θεωρητικού των αποκαταστάσεων, στο οποίο αναφέρεται: «Είναι ουσιώδες για την πρωτοπορία να είναι όχι μονάχα νεωτεριστική αλλά και απορριπτική προς εκείνο το παρελθόν που τείνει να αγγίξει το τώρα. Ο πειραματισμός από την άλλη, ζει στο “εδώ και τώρα” του παρόντος και εκούσια αγνοεί τον όποιο προορισμό και την τάση προβολής μέσα στο χρόνο»Tafuri. M, Ό.π, 1980, σελ. 104. Το παράθεμα του Brandi από τις σημειώσεις του Tafuri. M, Ό.π, 1980, σελ. 134
2.
Ό.π, 1980, σελ 105.
3.
την μυθική διάσταση όπως φαίνεται να περιέγραψε ο Roland Barthes στην εναρκτήρια διάλεξη του το 1973 στο Κολέγιο της Γαλλίας. Barthes. R, Μυθολογίες-Μάθημα, μτφ. Καίτη Χατζηδήμου, Ιουλιέττα Ράλλη, εκδ. Κέδρος 1979. Ο Tafuri είχε σίγουρα επηρεαστεί από την σκέψη της πρώιμης μαρξιστικής σκέψης του Barthes και των θεωριών του περί της μυθολογίας, εξίσου όμως και από την μεταγενέστερη κατεύθυνση που πήρε το έργο του προς την Νέα Κριτική της Λογοτεχνίας. Θα επανέλθουμε σύντομα
4.
Tafuri. M, Ό.π, 1980, σελ. 106
5.
Ό.π, 1980, σελ. 106
6.
Ο Barthes σημειώνει ακριβώς: «Ο κριτικός και ο συγγραφέας, χωρισμένοι άλλοτε εξαιτίας του πολυχρησιμοποιημένου μύθου του “υπέρτατου δημιουργού και του ταπεινού υπηρέτη που είναι και οι δύο χρήσιμοι, ο καθένας στο πόστο του” βρίσκονται σήμερα στην ίδια δύσκολη μοίρα, μπροστά στο ίδιο αντικείμενο: το γλωσσικό ιδίωμα». Barthes. R, Κριτική και Αλήθεια, 1972. Σελ. 46
7.
Tafuri. M, Ό.π, 1980, σελ. 107
8.
Επεξήγηση της Μεταγλώσσας κάνε το σημείωση στον τουρνικιώτη
9.
Tafuri. M, Ό.π, 1980, σελ. 111
10. «Αρχιτεκτονική και Κριτική, στην πραγματικότητα, δεν δρουν στην ίδια γλωσσική περιοχή. Ο διπλασιασμός των νοημάτων, οι « “αναμορφώσεις” του Barthes, είναι δυνατές στην αρχιτεκτονική μόνο εντός των ορίων κριτικής χρήσης των γλωσσικών οργάνων του έργου που βρίσκεται προ της ανάλυσης: και είναι σαφές πως στην περίπτωση μας αυτά τα εργαλεία μπορούν να αναζητηθούν μόνο εντός της ίδιας της αρχιτεκτονικής γλώσσας», Ό.π, 1980, σελ. 108-109
86
ΜΕΡΟΣ 2
11. Tafuri. M, Ό.π, 1987, σελ. 283 12. Συγκεκριμένα ο Tafuri γράφει για τον Montano: « Ίσως είναι ακριβώς αυτός ο ερασιτεχνισμός που επιτρέπει, όπως παλαιότερα και σε διαφορετικό βαθμό στον Serlio, να διατηρεί μια τόσο αποστασιοποιημένη στάση προς τον περίγυρο του. Οι αιρέσεις του έχουν την ψυχρή υφή εργαστηριακών πειραμάτων όπου όλα επιτρέπονται, αφού ο οποιοσδήποτε είναι εξ’ ορισμού προστατευμένος από την πραγματικότητα που συνεχίζει αδιάφορα να εκτυλίσσεται έξω από τις πόρτες». Tafuri. M, Ό.π, 1980, σελ. 115 Το λεξιλόγιο είναι σχεδόν ταυτόσημο με τους αντίστοιχους σχολιασμούς που κάνει για τους αρχιτέκτονες της δεκαετίας του 70’ στο “L’architecture dans le boudoir” 13. Tafuri. M, Ό.π, 1980, σελ. 116 14. Αυτήν την ευρύτητα ταξινομεί και ο Παναγιώτης Τουρνικιώτης διαχωρίζοντας τις θεωρήσεις που αποκαλεί «Ιστορίες του Μεταμοντέρνου» σε τέσσερις μορφές προσεγγίσεων: Η γλωσσολογική προσέγγιση, η Τυπολογική προσέγγιση, η Αρχιτεκτονική σαν σύστημα Τεχνικών και Κανόνων και η Τοπικιστική προσέγγιση. Από το τεύχος σημειώσεων του μαθήματος “Ιστορία και Θεωρία 6-Η σύγχρονη εποχή”. Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Σχολή Αρχιτεκτόνων, Αθήνα 2007. Είναι σαφές πως εμείς προσδίδουμε στους όρους “γλωσσολογικός” και “τυπολογικός” πιο γενικές σημασίες που αναφέρονται περισσότερο στα πεδία της μεθοδολογίας και της επιστημολογικής φύσης του σχεδιασμού παρά σε στυλιστικές, ιστορικές και γεωγραφικές διακρίσεις. 15. Ο Tafuri αναφέρεται ειδικά στις παραλλαγές, τις αιρετικές ανασυνθέσεις και την ζωική σχεδόν υφή των παραμορφώσεων του Sebastiano Serlio στα δικά του I sette libri dell’architettura, και στις τυπολογικές παραμορφώσεις και την αρχαιολογική πρόφαση των των ναϊκών απεικονήσεων του Giovanni Battista Montano στο Li cinque libri de architettura. Tafuri. M, Ό.π, 1980, σελ. 114-115 16. Ό.π, 1980, σελ. 122 17. «…..Η κριτική του Wren είναι περισσότερη απόλυτη. Η κυρίαρχη σημασιοδοτική της αξίας έγκειται στη λογική δομή της αρχιτεκτονικής του. Η επιμονή του στο αυστηρό πλάσιμο της μορφής και η συνέπεια της άρθρωσης των τυπολογιών του με τον αστικό χώρο, ανοίγουν νέο κεφάλαιο στη μοντέρνα αρχιτεκτονική….» Ό.π, 1980, σελ. 122 18. Ο Tafuri αναφέρεται συστηματικά και σε βάθος χρόνου στο θεμελιώδες κείμενο του Walter Benjamin «Das Kunstwerk» im Zeitalter seiner technischen Reproduzienbarkeit» και στην εκεί εμφάνιση της ιδέας της «αύρας» των έργων τέχνης και αντικειμένων. Το κείμενο έχει μεταφραστεί αρκετές φορές στα ελληνικά. Αναφέρουμε χαρακτηριστικά «Το Έργο Τέχνης-Τρία Δοκίμια», Εκδ. Πλέθρον, όπου το κείμενο περιλαμβάνεται με τον τίτλο «Το έγο τέχνης την εποχή της δυνατότητας τεχνικής αναπαραγωγής του»
87
19. Tafuri. M, Ό.π, 1980, σελ. 108. 20. Ό.π, 1980, σελ. 127 21. Ό.π, 1980, σελ. 127 22. Ό.π, 1980, σελ. 132-133
Εικ.19 Aldo Rossi, Citta Analoga, 1977, κολλάζ. Γράφει ο Tafuri: “Η αναλογική σκέψη σαν αρχαϊκός συμβολικός μπορεί να εκφραστεί μόνο μέσα από αποιστορικοποιημένες εικόνες; Γιατί τώρα, τόσο αργά, η πρόταση ενός δρομολογίου μέσα στον λαβύρινθο ενός αστικού ονείρου, μέσα στο οποίο το θραύσμα μιας αναγεννησιακής πραγματείας είναι το ίδιο με ένα σχέδιο του 18ου ή ακόμα και με ένα του Rossi. . . Ακόμα και για την “ανάλογη” πόλη δεν υπάρχει αληθινός τόπος. Κάτω από τη σύνθεση θα μπορούσε να βρει κανείς την ίδια επίγραφή, σκαλισμένη με παιδιάστικα γράμματα, ceci n’est pas une ville, και με τον τρόπο αυτό θα βλέπαμε ξανα την Γλώσσα να ολισθαίνει όπως συνέβη και με εκείνη την πίπα του Magritte. . .
88
ΜΕΡΟΣ
89
90
ΜΕΡΟΣ
Τυπολογία & Πόλη-Αυτονομία-Νέος Ορθολογισμός-Η συνέχεια της ιστορικής πόλης Εικ.20 αριστερά, James Stirling και Leon Krier, Προοπτική απεικόνιση της πρότασης για το δημοτικό κέντρο του Derby Εικ.21 πάνω, Πρόταση διαγωνισμού για διοικητικό κέντρο, Aldo Rossi με G.Braghieri και M.Bosshard, Τεργέστη, 1974 Εικ.22 δεξιά O.M.Ungers, Block 1, IBA, Βερολίνο, Γερμανία, 1981-1987
91
92
ΜΕΡΟΣ
Τα ονειρικά τοπία του Massimo Scolari Εικ.23 αριστερά Massimo Scolari,O πιλότος του λαβύρινθου,υδατογραφία 180Χ130, 1978 Εικ.24 πάνω Massimo Scolari, Η Μηχανή της λήθης, υδατογραφία 178Χ178, 1979
93
Π
αρ άρτημα 4. Foucault & Nietzsche
Ο Michel Foucault συνδιαλέγεται με τον Friedrich Nietzsche. Πλαίσιο της συνάντησης τους, το κείμενο «Νίτσε, Γενεαλογία, Ιστορία» στο οποίο ο Foucault επιχειρεί να εξετάσει την ακριβή φύση της νιτσεϊκής γενεαλογίας. Το πρόσχημα της κυρίευσης από μέρους του, των νιτσεϊκών αποσπασμάτων, είναι η φύση και η υφή της ιστορικής αφετηρίας. Η κυρίαρχη νιτσεϊκή αντίθεση με την ιστορία ως αναζήτηση μιας Ursprung(Προέλευσης), είναι πως μια τέτοια προέλευση προϋποθέτει μια μυθική αφετηρία η οποία έχει ήδη τοποθετηθεί στο επίκεντρο μιας, όπως την αποκαλεί «τελεολογικής κίνησης» ή «φυσικής αλληλουχίας». Για τον Nietzsche κάτι τέτοιο υπεκφεύγει της απτής
94
ΜΕΡΟΣ
πραγματικότητας γιατί κατευθύνεται από την εικασία ενός προϋπάρχοντος κόσμου εξω-ιστορικών μορφών που μας απομακρύνει από την βιωματική ενατένιση του συμβάντος ή του ατυχήματος. Σε κοινό πνεύμα, η νιτσεϊκή και η φουκωϊκή γενεαλογία ισχυρίζονται πως επιτρέπουν την «επάνοδο του συμβάντος με όλη τη μοναδικότητα και την οξύτητα που το χαρακτηρίζει». Ο Foucault ανασύρει μέσα από το νιτσεϊκό corpus, σαν αποκρίσεις στην φαύλη έννοια της προέλευσης, τους όρους της Herkunft(Καταγωγής) και της Entstehung(Εμφάνισης) σαν διακριτές κατηγορίες, επιδιδόμενος σε ενδελεχείς περιγραφές που τονίζουν τις ιδιαίτερες κατευθύνσεις που κάθε λέξη προσδίδει στην ιστορική πρακτική, υπεκφεύγοντας των μυθικών υπεραπλουστεύσεων της Προέλευσης.Πόσο βεβιασμένες μας φαίνονται άραγε αυτές οι φουκωϊκές κυριεύσεις των νιτσεϊκών όρων; Είναι τόσο ακριβείς και λεπτές σαν εν δυνάμει αναλυτικές κατευθύνσεις; Έδινε άραγε ο Nietzsche στις λέξεις την ίδια σημασία που τους προσδίδει η φουκωϊκή μεθοδικότητα; Πέραν των αμφιβολιών μας, είναι οι οριοθετήσεις που πράττουν στο σώμα της ιστορίας η «Καταγωγή» και η «Εμφάνιση», που ορίζουν για
τον Foucault την διάκριση μεταξύ Γενεαλογίας και Προέλευσης, μεταξύ «ιστορικής αίσθησης» και «παραδοσιακής ιστορίας». Ο ισχυρισμός κατανόησης αυτής της διάκρισης είναι επίφοβος. Ο Nietzsche εξακολουθεί να αποκαλεί την γενεαλογία «Wirkliche Historie» παρά τον αποτροπιασμό του απέναντι στην ιστορία σαν λέξη και έννοια. Το καταγωγικό στοιχείο της δεύτερης είναι η κατεύθυνση της προς ένα υπεριστορικό έρεισμα. Ο Foucault αντίστοιχα, την περιγράφει ως «μια ιστορία της οποίας η λειτουργία υποτίθεται είναι να περισυλλέξει και εν τέλει να περιστείλει, εντός μιας κατάκλειστης στον εαυτό της ολότητας, την πολυμορφία του χρόνου. Μια ιστορία που υποτίθεται ότι μας επιτρέπει να αναγνωρίσουμε τον εαυτό μας παντού και να προσδώσουμε σε όλες τις παρελθούσες μετατοπίσεις τη μορφή της συμφιλίωσης». Και οι δύο τους με κάποιον τρόπο καταδεικνύουν την απόσταση μεταξύ της παραδοσιακής ιστορίας και της πραγματικότητας του κόσμου, που δεν ομοιάζει σε τίποτα όλων αυτών των περίτεχνων ανθρωπομορφισμών αλλά μάλλον αντιστοιχεί σε μια πολύμορφη και ευφάνταστη ετερογένεια. Ο κόσμος, όντας απτός και τρομερά σύνθετος,
υπεκφεύγει των γενικευτικών περιγραφών που αδυνατούν να συλλάβουν την νοηματική του ποικιλία. Η παραδοσιακή ιστορία όμως επαφίεται σε σταθερές εκεί που «τίποτα στον άνθρωπο –ούτε καν το ίδιο του το σώμα– δεν είναι τόσο αμετάβλητο, ώστε να είμαστε σε θέση να κατανοούμε τους άλλους και να αναγνωρίζουμε τους εαυτούς μας σ’ αυτούς.» Η παραδοσιακή ιστορία δεν περιλαμβάνει ποτέ στο ιστορικό έργο τις «αποστάσεις» και τα «περιθώρια» αλλά εστιάζει όλη την ουσία της στην περαιτέρω διερεύνηση μιας ενότητας που υποτίθεται πηγάζει από την αντίστοιχη, ποθητή ενότητα του ανθρώπινου όντος που «ατενίζει κυριαρχικά το παρελθόν». Κάτι τέτοιο είναι και για τους δύο μια παραίτηση της ιστορικής αίσθησης στην ισχυρή έλξη της μεταφυσικής, σε αυτά τα χαρακτηριστικά που ο Nietzsche καυστικά απαριθμεί ως κραυγαλέα και καρναβαλικά κουσούρια των ιστορικών. «Τον μανιώδη αιγυπτιανισμό τους, το μίσος τους για το γίγνεσθαι, την έμμονη τάση τους να τοποθετούν στην αρχή ό,τι έρχεται στο τέλος». Ο ιστορικός γίνεται συχνά στόχος της νιτσεϊκής περιφρόνησης. Ο Foucault μας θυμίζει πόσο συνδεδεμένη
95
είναι η προσωπικότητά του με την εναντίωση απέναντι στη ζωή –αυτό που ο Nietzsche περιγράφει ως «ασκητικό ιδεώδες». Ο ιστορικός της Προέλευσης συγκρίνεται με τον δημαγωγό και θεωρείται μέγας αρνητής της ζωής. Ο Nietzsche λέει γι΄ αυτόν πως «η απουσία έργου, το γεγονός ότι είναι υποχρεωμένος να βρει στήριγμα σ’ αυτό που έλαβε χώρα σε παρελθόντα χρόνο και σε άλλο τόπο τον καταδικάζουν στην χαμερπή περιέργεια του πληβείου». Προβαίνει σε μια άρνηση της αναπόδραστης σωματικότητας του κόσμου. Και οι δύο στοχαστές επιμένουν σε αυτήν ακριβώς την σωματική αναλογία. Η αποδιαρθρωτική ματιά της ιστορίας νοείται, μας λέει ο Foucault, σαν πολλαπλασιασμός του σώματος ή μια στρέψη του ενάντια στον εαυτό του, μια εισαγωγή στη ουσία του, της ασυνέχειας. Η υπονόμευση της μοναδικότητας του νοήματοςσώματος είναι ο ορίζοντας της «ιστορικής αίσθησης». Εξού και οι τρεις ειδικές της χρήσεις, κάθε μια από τις οποίες αντιτίθεται σε μια εκδοχή της παραδοσιακής ιστορίας: ως Παρώδηση, όπου επιτίθεται στην αναμνηστική και νοσταλγική ιστορία των ταυτίσεων, ως Διάλυση της Ταυτότητας, όπου επιτίθεται στην ιστορική συνέχεια
96
ΜΕΡΟΣ
και παράδοση και ως Θυσίαση της αλήθειας, όπου και επιτίθεται στην ιστορία ως γνώση. Η φουκωϊκή σύνοψη της νιτσεϊκής γενεαλογίας δεν ανοίγει απλά μπροστά μας τις υπονομευτικές δυνατότητες της αυθεντικής ιστορικής πρακτικής αλλά μας διαβεβαιώνει τελικά για εκείνη την ταραχώδη φύση διαρκούς ανησυχίας που περιέχεται σε κάθε μορφή θεωρησιακού βίου. Οι φωνές και των δύο εκφραστών της Γενεαλογίας φαίνεται να μπορούν να υπάρξουν εξίσου άνετα μέσα σε έναν κόσμο ρευστότητας και εξουδετέρωσης κάθε βεβαιότητας. Η δική μας εξοικείωση με έναν τέτοιο κόσμο αναμένεται περισσότερο επεισοδιακή. Η διαπίστωση της ψευδαισθητικής φύσης της ιστορικής συνέχειας, η απατηλή φυσιογνωμία της Προέλευσης, πρέπει να διαπιστώνονται επί της πρακτικής εφαρμογής. Μόνο η ενεργός ιστοριογραφία είναι σε θέση να μας εξοικειώσει τελικά με τις αδιέξοδες προκλήσεις της.
*Από το «Νίτσε, Γενεαλογία, Ιστορία» του Michel Foucault, από το «Τρία Κείμενα για τον Νίτσε»,Εκδ. πλέθρον, 2001
Εικ.25
Paul Klee, Angelus Novus, ακουαρέλα σε χαρτί, 1920, Με την πλάτη γυρισμένη στο μέλλον και το πρόσωπο στον ερειπιώνα της ιστορίας. Για αυτόν τον άγγελο έγραψε ο Benjamin τις Θέσεις του για την Φιλοσοφία της ιστορίας. Γράφει ο Ροζάνης:”Οι άγγελοι του Benjamin, αιωρούνται μεταξύ του πουθενά και του τέλους της ιστορίας. . . εξαφανίζουν το ιστορικό ενώ ως αναπαραστάσεις το φανερώνουν ως μεσσιανική πρόσβλεψη και ιεροφάνεια.” Σ. Ροζάνης, Λόγος πέρι των Αγγέλων
97
98
ΜΕΡΟΣ
(Operativity) «Ενεργητικότητα»
* Όπου
εστιάζουμε στην φυσιογνωμία και τα προβλήματα της ενεργητικής κριτικής όπως περιγράφονται στο κεφάλαιο «Operative Criticism» του Teorie e Storia και επιχειρούμε μια τελευταία σύνοψη «Κριτικότητας» και «Ενεργητικότητας»
99
Η ενεργητική ιστοριογραφία/Η ιστοριογραφία επαναδιατυπώνει την Ιστορία/Η ιστορία ως ενιαία αφήγηση/Η ιστοριογραφία ως σχεδιασμός/Η ουτοπική παρόρμηση μέσα στην ιστοριογραφία/Η ωφέλεια της ιστοριογραφίας/Περιγραφή του Ενεργητικού ιστοριογράφου/Bellori/Bruno Zevi/Siegfried Giedion/Η ενεργητική φετιχοποίηση των ερευνητικών εργαλείων/Η avant-garde ως άχρονο φαινόμενο/ Η τυπολογική προσέγγιση της έρευνας ως ενεργητική Ιστοριογραφία/ Η αυθαιρεσία της ενεργητική κριτικής ως ομοιότητα με την διαφωτιστική έννοια της Προόδου/Η αυτονόμηση της κριτικής λειτουργίας από την πρακτική/Η Σχάση Αρχιτέκτονα Κριτικού
3 Η
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΤΗΤΑ
σ υμβ ολή της έν ν οιας της «ενεργ ητικής κριτικής» (critica op erativa) σ την αν αθ εωρητική αν άγ ν ω σ η και κριτική αποτίμησ η των ισ τοριογρ αφιών του Μον τέρν ου κιν ήματο ς –γ ια πολ λού ς των κατε ξοχήν εκφρ ασ τών της i – απασ χολ εί σ υχν ά του ς σ χολιασ τές του Teor ie e Stor ia. Οι θ έσ εις του Taf ur i πάν ω σ το σ υγ κεκριμέν ο ισ τοριογρ αφικό φ αιν όμεν ο, χ ρησιμοποιούν ται πολ λ ές φ ορές ω ς σ τοιχεία με βιογρ αφική α ξία, αφ ού υπο σ τ ηρί ζουν μια φημολογ ία πρ ώιμης ρήξης του με το ακαδημαϊκό κατεσ τημέν ο της Ιτα λίας εκείν ων των χ ρ όν ων, που φ αίνεται μόλις ν α τον είχε αν αδεί ξει και π εριβ ά λ ει με σ χεδόν πρ ον ομιακή ε ύν οια ii . Εμείς δεν θ α επιχειρήσουμε ν α σ υμβ ά λουμε σ ε μια από τις δύ ο πρ ο σ εγγ ίσ εις, γ ι’ αυτό και μεταφέρ ουμε τα όποια σ χετικά σ χόλια σαν σ ημειώ σ εις σ το τέ λο ς του κειμέν ου, ακόμα κι’ αν σ τερ ούμε από την πρ ο σπάθ εια μας μια χ ρήσιμη σ ε ισ τορικά σ τοιχεία π ληρ ο φ όρησ η. Την πρ ο σπάθ εια μας αν τίθ ετα, απασ χολ εί η «ενεργ ητική κριτική» ω ς αν άσ τρ ο φη εκδήλω σ η ή αν τικατοπτρισμό ς της «Κριτικότ ητας» (Criticality), μια διαφ ορετική αν άδυ σ η τ ης αρχικής μας πρ οβληματικής ανισορρ οπίας, μετα ξύ της θ εωρητικής σφ αίρ ας και του π εδίου της πρ ακτικής εφ αρμογ ής. Ο Taf ur i επιβεβ αιώνει τις υποθ έσ εις μας, αφ ού τοποθ ετεί ε ξ’ αρχής την «ενεργ ητική κριτική» σ ε έν α σ ημείο σ υν άν τησ ης μετα ξύ τ ης ισ τορίας και του σ χεδιασμού 1 ,επισ ημαίν ον τας ακόμα π ερισσότερ ο τ ην ρ οπή αυτού του είδου ς κριτικής πρ ο ς έν αν πρ αγματισ τικό ορί ζον τα καθ αρής εφ αρμογ ής και πρ ακτικής
α ξίας. Οι π ερισσότερες πρ ο σπάθ ει ες που αν τιπαρ αβ ά λ λουν τ ην «ενεργ ητική ισ τοριογρ αφία» με τις μετέπ ειτα θ εωρί ες του π ερί Ισ τορίας, π ερν άνε αν από φε υκτα από τον αρχικό του ορισμό τ ης «ενεργ ητικής κριτικής».
«Αυτό που κανονικά νοείται ως “ενεργητική κριτική” είναι μια ανάλυση της αρχιτεκτονικής (ή των τεχνών γενικότερα) που αντί για μια αφαιρετική επισκόπηση, έχει σαν προορισμό τον σχεδιασμό μιας ακριβούς ποιητικής τάσης, που αναμένεται από τις δομές της και αντλείται από ιστορικές αναλύσεις προγραμματικά παραμορφωμένες και οριστικοποιημένες» 2. Μπορ ούμε ν α εκμαι ε ύ σουμε τα κ υριότερ α σ τοιχεία αυτής τ ης ενεργ ητικής διαν όησ ης μόν ο από αυτόν τον ορισμό – τ ην εν τε λώ ς υπολογ ισμέν η φύ σ η του επιχειρήματό ς της, την τάσ η τρ οποποίησ ης ή ηθ ε λημέν ης εκ λογ ής των ισ τορικών τεκμηρίων– ακόμα και ν α υποθ έσουμε ότι εν δεχομέν ω ς και ο τρ όπο ς τ ης γρ αφής της είν αι πολύ π ερισσότερ ο π ύριν ο ς και σ υν αισ θ ηματικό ς, ότι οι σ τόχοι της ισο δυν αμούν με ποιητικές φι λο δο ξί ες. Οφεί λουμε όμω ς αν τίσ τοιχα ν α εσ τιάσουμε και σ ε σ τοιχεία του κειμέν ου, πιο χα λαρ ά διατ υπωμέν α, μικρ ότερες και διάσπαρτες εν δεί ξεις που αποκα λύπτουν ότι ο σ υγγρ αφέας λογ αριά ζει την «ενεργ ητική κριτική» πολύ π ερισσότερ ο σαν μια πρ ο σωπική υπόθ εσ η. Για το έργ ο των σ υγγρ αφέων που πρ ώιμα κατατάσσ ει ω ς «ενεργ ητικού ς» γρ άφει πω ς «είν αι ενεργ ητικό από τι σ τιγμή που έν α σ ύ σ τημα επι λογ ών που γ ίνεται από αυτού ς δεν παρ ου σιά ζεται σαν μια σω σ τά θ εμε λιωμέν η αν τι ληπτική διαδικασία, α λ λά π ερισσότερ ο πρ οτείνεται σαν α ξία, ή κα λύτερ α, σαν μια a pr ior i διάκρισ η μετα ξύ α ξιών και μη α ξιών» 3 . Η «ενεργ ητική κριτική» εν τοπί ζεται σ την σ ύ σ τασ η λοιπόν εν ό ς σ υ σ τήματο ς α ξιών που πρ οϋποθ έτει όμω ς μια επι λογ ή και δι εκδικεί α ξιώ σ εις καθ ολικότητας. Ο Taf ur i γ ν ωρί ζει φυ σικά κα λά πω ς ο κριτικό ς κα λ είται ν α κάνει επι λογές. Το σ τοιχείο της εκ λογ ής και η φυ σική του τάσ η πρ ο ς
102
ΜΕΡΟΣ 3
τ ην αυθ αιρεσία έχει εμφ ανισ τεί ξαν ά σ τις αν α λύ σ εις του γ ια την σ ύ σ τασ η του κ λασικισ τικού κώ δικα και την ε λ ε ύθ ερη ερμηνεία και αν ασ ύν θ εσ η των ισ τορικών ή αρχαιολογ ικών τεκμηρίων. Η σ υν θ ήκη είν αι σ χεδόν ταυτό σ ημη. Ο Taf ur i, σ χολιά ζον τας και εδώ τις αυθ αιρεσί ες και τον αυτοματικό εκ λ εκτικισμό του κ λασικισμού iii σ ημειώνει πω ς ο κριτικό ς, «κάνει μια επι λογ ή που είν αι, ου σιασ τικά, μια ζαριά του μέ λ λον το ς» 4 .Ακόμα π ερισσότερ ο εδώ φ αίνεται ν α εν ν οείται, όχι μόν ο πω ς η σ ύ σ τασ η μιας σ υν ολικής τα ξιν όμησ ης των α ξιών διατρέχεται από τον σ υνεχή κίν δυν ο της αυθ αιρεσίας, α λ λά το ίδιο το εν οποιητικό όρ αμα που την κατε υθ ύνει σαν σ υν ολική σ ύλ ληψ η του μέ λ λον το ς, είν αι μά λ λον ε ξίσου πρ ο σωπικό. Ακόμα και αν ο δηγ ούμασ τε από μια μά λ λον αυ ξημέν η πρ ο σοχή σ τις λ επτομέρει ες, είν αι οι αποχ ρ ώ σ εις αυτές που μας επιτρέπουν ν α διακρίν ουμε διάσπαρτα τα σ τοιχεία μιας πρ ο σωπικότητας, ή εν ό ς κοιν ού ψ υχισμού από τον Bellor i μέχ ρι τον Zev i iv . Αν σ υγ κεν τρ ώ σουμε αυτές τις διάσπαρτες π εριγρ αφές και, με λιγ ο σ τό θρ άσο ς τις αν ασ υν θ έσουμε, μπορ ούμε ν α σ χηματίσουμε ακόμα και έν α μικρ ό πορτρέτο του «ενεργ ητικού κριτικού»: «Σαφ ώ ς και δεν λαμβ άνει την ισ τορία ω ς κάτι το δεδομέν ο, δεν δέχεται τ ην πρ αγματικότητα ω ς έχει και θ εωρεί πω ς η κριτική δεν μπορεί απ λώ ς ν α επηρεάσ ει τον ρ ου της ισ τορίας, α λ λά πρέπ ει ε ξίσου, αν όχι ειδικά, ν α τον τρ οποποιήσ ει, γ ιατί η έγ κρισ η ή απόρριψ η του έχουν την ίδια πρ αγματισ τική α ξία με το ίδιο το έργ ο του κα λ λιτέχν η. Φαίνεται βέβ αια, σ την πρ αγματικότ ητα ν α αν τι λαμβ άνεται ασ υνείδητα πω ς κάθ ε α ξιολογ ική κρίσ η είν αι θ εμε λιωμέν η σ τον παρ α λογ ισμό, και όν τας έτσι, δεν μπορεί παρ ά ν α αποτρ αβι έται μερικώ ς από το ν α εκτί θ εται π λήρ ω ς. Δεν του χ ρειά ζεται ν α είν αι αν τικειμενικό ς, γ ιατί, μη μπορ ών τας ν α χ ρησιμοποιήσ ει τα όπ λα του σ τις κοιν ωνικές μάχες, απο φ ορτί ζει τον θ υμό του σ ε κείμεν α: αν ήμπορ ο ς ν α α λ λά ξει, σ την πολιτική σφ αίρ α, την πορεία των γ εγ ον ότων, ε ξαν αγ κά ζει λοιπόν την γρ αμμέν η ισ τορία» v.
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΤΗΤΑ
103
Ο «ενεργ ητικό ς κριτικό ς» λοιπόν, αν και π εισματάρης, έχει σ υνείδησ η των σ ημείων διαρρ οής των θ έσ εων του, και όν τας β αθ ύ ς γ ν ώ σ της της ισ τορίας, καταν οεί την αυθ αιρεσία τ ης σ υν ολικής του σ ύλ ληψ ης αυτής. Ο πόθ ο ς του ισ τορικού ν α φ ανεί χ ρήσιμο ς θ α επισ τρέφει διαρκώ ς σαν ά λ λοθ ι. Οι αν τίσ τοιχοι σ χολιασμοί π ερί «κριτικής αρχιτεκτονικής» δεν ήταν λιγ ότερ ο επών υμοι. Δεν είν αι πρ ώτη φ ορ ά εδώ που τό σο σ υχν ά οι πρ ωταγ ωνισ τές αυτών των εν ν οιολογ ικών διακ υμάν σ εων κατον ομά ζον ται και σ χολιά ζον ται σαν πρ ο σωπικότ ητες. Κυριαρχού σ ε όμω ς η σ υνεχής υπ εν θ ύμισ η ότι η κριτική αρχιτεκτονική είν αι μια αν οιχτή τάσ η σ ε κατάσ τασ η διαχ ρ ονικού αν αβρ ασμού, χωρίς τε λ εολογ ικό χαρ ακτήρ α. Η «ενεργ ητική κριτική» αν τί θ ετα, είν αι σ την ου σία τ ης μια πρ ο σωπική επι λογ ή που σ χεδιαγρ αφεί έν α π λήρ ω ς σ υνειδητοποιημέν ο τέ λο ς. Ο Taf ur i ισ χ υρί ζεται 5 πω ς θ α έπρεπ ε «ν α γ ν ωρί ζουμε κα λά γ ια τις πρ ο σωπικές επι λογ ές των σ ύγ χ ρ ον ων ισ τορικών, ιδίω ς το κό σ το ς του ότι εισάγ ουν σοβ αρές μυθ οποιήσ εις σ το cor pus της ισ τορίας» και επισ ημαίνει πω ς μόλις οι μύθ οι αρχίσουν ν α ξεφτί ζουν, δεν απομένει τίποτα καθ ώ ς «χάνει κανείς τον αρχικό σ κοπό τέτοιων ισ τοριογρ αφιών, δηλαδή τ ην “ενεργ ητικότητα”, και γεν ν ά ταυτόχ ρ ον α, μια σ υμπωματική καχ υπο ψία των δυν ατοτήτων της ισ τορίας ν α αν α λάβει έν αν παρ αγ ωγ ικό ρ όλο σ τη σ ύγ χ ρ ον η διαμάχη» 6 . Ο διαβρ ωτικό ς ρ όλο ς της δι ενέργειας πρ ο σωπικών επι λογ ών και υποκειμενικών α ξιολογ ικών σ υ σ τημάτων σ τη σ υγγρ αφή της ισ τορίας, είν αι πολύ π ερισσότερ ο ε υκριν ής από τις γριφ ώ δεις αν α λύ σ εις που χ ρησιμοποίησ ε γ ια ν α π εριγρ άψει την «κριτική αρχιτεκτονική». Φαίνεται πω ς εκείν ο το φ αιν όμεν ο έκανε πολύ σ υν θ ετότερες τις διασ ταυρ ώ σ εις θ εωρίας και πρ ά ξης ακριβ ώ ς σ το σ ημείο που έπρεπ ε ν α α ξιολογ ήσ ει την δυν ατότητα τ ης αρχιτεκτονικής ν α π ετ υχαίνει θ εωρητικού ς σ τόχου ς. Η «κριτική αρχιτεκτονική» διαμορ φ ώνεται σαν τέ λ εια κατασ κε υή ή σ κην οθ ετημέν η διαδικασία με απόλυτη σ υνέπ εια απέναν τι στις λεπτομέρει ες. Βρίσ κεται όμω ς σε διαρκή ενα λ λαγ ή
104
ΜΕΡΟΣ 3
βυθ ίσ εων και αν αδύ σ εων μέσα και έ ξω από την αρχιτεκτονική. Αν α ζητά σ υνεχώ ς την θ εωρητική της εγ κ υρ ότητα. Η «ενεργ ητική κριτική», επικεν τρ ώνεται αν τιθ έτω ς σ ε μια γ ενικε υτική χειρ ον ομία ή μια τολμηρή και αν αθ εωρητική αφετηριακή υπόθ εσ η. Εφε υρίσ κει λοιπόν και κατασ κε υ ά ζει η ίδια την θ εωρητική της τεκμηρίω σ η. Πρ ο σ κομί ζει μόν η της τα απο δεικτικά τ ης σ τοιχεία εκεί που η «κριτική αρχιτεκτονική» π εριβ ά λ λ εται με το άγ χο ς αβεβ αιότητας της θ εωρητικής τ ης ε υ σ τοχίας. Αν τλ εί την επαυ ξημέν η της σιγ ουριά και τα αν τίσ τοιχα επίπ εδα αυθ αιρεσίας, έχον τας σαν σ τόχο την γενετήσια ρί ζα της δικής της ανεπάρκειας, δηλαδή της πρ ακτικής εφ αρμογ ής ή ακόμα της κοιν ωνικής της χ ρησιμότητας, τ ης σ υμβ ολής της σ το σ χέδιο της πρ ο ό δου. Οφεί λουμε ν α αν αρ ωτ ηθ ούμε γ ια την πηγ ή αυτής της εν οχής και του ς τρ όπου ς αν ταν ακ λασ τικής αν τιμετώπισ ης της. Για τον Taf ur i «δεν είν αι τ υχαίο που τό σο η ισ τορία ό σο και η “ενεργ ητική” κριτική αν θ ί ζουν σ ε δύ ο τ υπικές σ υν θ ήκες. Όταν μια αν ήσ υχη σ τάσ η καθ ισ τά αν αγ καίο έν α νέο θ άρρ ο ς, αυτό ακριβ ώ ς που δι εγ είρει ο κριτικό ς λόγ ο ς, και όταν μια κα λ λιτεχνική επαν άσ τασ η καθ ι ερ ώνει τον εαυτό της και χ ρειά ζεται τ ην απο σαφήνισ η και την αποκα λυπτική υπο σ τήρι ξη μιας β αθ ύτατα εμπ λ εκόμεν ης και αφ ο σιωμέν ης Ισ τοριογρ αφίας» 7 . Ο ρ όλο ς κάθ ε φύ σ εω ς κριτικής –φ αίνεται ν α εν ν οείται εδώ– είν αι τό σο ν α επικ υρ ώ σ ει το καιν ούργ ιο ό σο και ν α επιτί θ εται σ τ η σ τασιμότητα του παρ όν το ς πρ οκειμέν ου ν α το αν ακιν ήσ ει παρ αγ ωγ ικά. Και σ τις δυ ο π εριπτώ σ εις το κά λ εσμα σ το οποίο ο φεί λ ει ν α απαν τήσ ει είν αι αυτό της πρ ότα ξης πρ ο ς το μέ λ λον, τ ης εν δυν άμω σ ης της πιθ αν ότητας της πρ ο ό δου. Δεν είχαμε αν τι ληφθ εί αυτήν την διάθ εσ η σ την π ερίπτω σ η τη «Κριτικής αρχιτεκτονικής», ιδίω ς σ ε εκείνες τις π εριπτώ σ εις που η υπον όμε υ σ η της βεβ αιότητας και ο σ χετικισμό ς μά λ λον διακ ύβε υ αν το πόν ημα μιας ε λπιδο φ όρ ας πορείας πρ ο ς το μέ λ λον, η «ενεργ ητική κριτική» όμω ς δεν αφήνει π ερι θ ώρια. Εδώ η εν οχή δεν εσωτερικε ύεται σαν από σ υρ σ η ούτε επιχειρείται
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΤΗΤΑ
105
ν α αδρ αν οποιηθ εί μέσω του σ χεδίου της αυτον ομίας, που θ έ λ ει τ ην αρχιτεκτονική σ ε μια άχ ρ ον η κατάσ τασ η. Η «ενεργ ητική σ κέ ψ η» μετου σιώνει την εν οχή σ ε έν αν λόγ ο αν αθ εωρητικής παρ αμόρ φ ω σ ης της Ισ τορίας πρ οκειμέν ου ν α ν ομιμοποιήσ ει μια κατάσ τασ η σ τον παρ όν τα χ ρ όν ο. Εκδηλών ον τας την μεγ α λύτερη δυν ατή έν δει ξη πίσ της σ τον Ο υτοπικό χαρ ακτήρ α αυτού ακριβ ώ ς του σ τιγμιότ υπου. Η «ενεργ ητική κριτική» πρ οκαταβ ά λ λ ει το ουτοπικό. Ο Taf ur i δεν αρνείται ότι τό σο η «ενεργ ητική ισ τοριογρ αφία» ό σο και η Κριτική σ τοχε ύ ουν σ τ ην εκδήλω σ η μιας «διδακτικής –όπως λέει– ποιότητας» 8 . Επιβεβ αιώνει σαν αν αγ καία σ υν θ ήκη και κοιν ό χαρ ακτηρισ τικό και των δύ ο, όχι τό σο την απόλυτη αν αγ καιότητα της ισ τορίας ω ς φι λολογ ικής επαν αφ ορ άς του παρε λθ όν το ς, α λ λά π ερισσότερ ο την αν από δρ ασ τη εκκίν ησ η αυτής της επαν αφ ορ άς από το σ ήμερ α. Αν άμεσα σ τις δύ ο, είν αι η «ενεργ ητική κριτική» που μεταχειρί ζεται π ερισσότερ ο την Ισ τορία σαν «ε ξισορρ οπητικό μέσο» 9 ,παρεμβ αίν ον τας σ τη διάσ τασ η του παρ όν το ς. Μπορ ούμε όμω ς και σ τις δύ ο ν α φ αν τασ τούμε την αυθ αιρεσία απ έν αν τι σ την Ισ τορία ω ς διαρκή πηγ ή εσωτερικής αν ασ τάτω σ ης. Διακρίν ουμε και σ τις δύ ο την παρ ου σία μιας εν οχικής αν τίσ τασ ης που εκφρ ά ζεται σαν επιτακτικό αίτημα σ υ σ χέτισ ης με την πρ αγματικότητα. Μοιά ζει κάθ ε μια από τις δύ ο ν α μας επισ ημαίνει τον δικό της δρ όμο: την από σ υρ σ η που αν τισ τοιχεί σ ε έν α φ οβικό σ ύμπ λ εγμα ή την π λήρη άγ ν οια κιν δύν ου που πρ οϋποθ έτει μια απ ερίσ κεπτη δύν αμη. Αν τικρί ζουμε ξαν ά μια σ χάσ η του π νε ύματο ς μετα ξύ υπον όμε υ σ ης και σ υν τήρησ ης. Η κριτική αρχιτεκτονική, έχον τας κατακτήσ ει κα λώ ς ή κακώ ς β αθ ύτερ α επίπ εδα εσωτερικής σ υνείδησ ης, άρ α και μεγ α λύτερη αίσ θ ησ η κιν δύν ου, παίρνει άθ ε λα της και λόγ ω της αυ ξημέν ης της οριοθ έτησ ης, το ρ όλο μιας σ υν τηρητικής δύν αμης. Και είν αι αυτό ς ο λόγ ο ς που σ ε ορισμένες π εριπτώ σ εις μπορεί ν α χαρ ακτηρισ τεί ω ς απολιτική. Είν αι αν τίθ ετα η βεβιασμέν η Ο υτοπία της «ενεργ ητικής σ κέ ψ ης», αυτή που μπορεί ν α αγγ ί ζει την
106
ΜΕΡΟΣ 3
αγ ιοποίησ η τ ης αβ ανγ κάρν τ, που φ αν τά ζει τό σο πολιτικά απ ερίσ κεπτ η. Ο Taf ur i υπογρ αμμί ζει αυτό το παρ άδο ξο: «το καιν ούργ ιο δικαιώνεται παρ αμορ φ ών ον τας το παρε λθ όν» 10 όπω ς ακριβ ώ ς σ υμβ αίνει με απόπ ειρες ε ξισ τόρησ ης πχ της αφ αίρεσ ης σ τ ην τέχν η –του Κυβισμού, του Ε ξπρεσιονισμού ή του Ιμπρεσιονισμού– σ ε αφηγ ήματα που ξεκιν ούν από την πρ οϊσ τορία και π εριπ λ έκον ται με τις πρ ο σωπικές φ αν τασιώ σ εις του ισ τορικού με τρ όπο που «αν τί ν α κατασ κε υ άσ ει ισ τορία, κατασ κε υ ά ζει Ιδεολογ ία: το οποίο εκτό ς του ότι πρ ο δίδει το ίδιο το ισ τορικό έργ ο, αποκρύπτει τις πρ αγματικές πι θ αν ότητες μεταμόρ φ ω σ ης τ ης ίδιας της πρ αγματικότητας» 11 .Η σ υνεχής κίν ησ η μετα ξύ των εν ν οιών της Ο υτοπίας, της πρ ο ό δου και της Ιδεολογ ίας είν αι καθ ορισ τική γ ιατί σ ε αυτήν ακριβ ώ ς μπορ ούμε ν α διακρίν ουμε τε λικά τα σ ημεία θ εωρητικής ασ τάθ ειας του «Ενεργ ητικού» τρ όπου σ κέ ψ ης, «την βεβιασμέν η ε ξασφ ά λισ η του μέ λ λον το ς, πρ οβ ά λ λον τας σ ε αυτό, αυθ αίρετα, νέ ες α ξί ες και a priori επι λογές» 12 . Ο Taf ur i επιχειρεί μια ισ χ υρή σ ύν δεσ η της «ενεργ ητικής κριτικής» με την διαφ ωτισ τική ιδέα τ ης Πρ ο ό δου. Για την ακρίβεια, η Ο υτοπισ τική κατε ύθ υν σ η που σ ημαδε ύει η «ενεργ ητική κριτική» , η ρ οπή σ τρέ ψ ης της αρχιτεκτονικής πρ ο ς το μέ λ λον σ υμπίπτει ακριβ ώ ς με το σ υνεχές διακ ύβε υμα της ασ ταμάτητης πρ ο ό δου, που πρ ο σμένει το διαφ ωτισ τικό σ χέδιο. Σε έν α δε ύτερ ο επίπ εδο, ο Taf ur i ταυτί ζει τ ην αμφισ ημία της διαφ ωτισ τικής σ κέ ψ ης με την αν τίσ τοιχη ασάφεια της «ενεργ ητικής κριτικής». Όπω ς γρ άφει:
«Ιστορικισμός και Αντιιστορικισμός, επαγωγικές και παραγωγικές μέθοδοι, ορθολογική εξέταση και αυθαίρετες επιλογές, όλα συγχωνεύονται στην Διαφωτιστική κριτική. Η ασάφεια είναι η συνθήκη που προσδίδει στην κριτική τον απόλυτα καθοριστικό ρόλο στην καλλιτεχνική επανάσταση του δεύτερου μισού του 18ου αιώνα, προϋπαντώντας με την ανηλεή του ανάλυση, το έργο των αρχιτεκτόνων που θα τερματίσουν το μεγάλο κεφάλαιο του Κλασικισμού» 13.
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΤΗΤΑ
107
Είν αι αυτ ή ακριβ ώ ς η ασάφεια που ο Taf ur i βλ έπ ει ν α δείχνει το πρ ό σωπο τ ης σ του ς μεγ ά λου ς σ υμμετέχον τες των αισ θ ητικών μαχών του 18ου και αργ ότερ α του 19ου αιών α 14 , μέχ ρι φυ σικά και τ ην πρ οηγ ούμεν η της δικής του, γενιάς ισ τορικών. Η «ενεργ ητική κριτική» λοιπόν αν α λύεται ω ς σ υνέχεια ή εκδήλω σ η τ ης διαφ ωτισ τικής διαν όησ ης όχι λόγ ω της κοιν ή του ς μεθ ο δολογ ικής ασ υνέπ ειας –επ ειδή επιχειρ ούν ν α σ υγ κερ άσουν δομικά αγ εφύρ ωτα σ υ σ τήματα σ κέ ψ ης και γ ν ώ σ ης– α λ λά γ ιατί αυτ ή η μεθ ο δολογ ική παρ αφ ωνία επικ υρ ώνεται κάτω από τ ην ολισ τική επιδίω ξη του ε ξορθ ολογ ισμού των πάν των που ε υ αγγ ε λί ζεται το Διαφ ωτισ τικό σ χέδιο. Από εκεί πηγ ά ζει και ο ψε υ δό-επισ τημονικό ς τρ όπο ς μέσω του οποίου κατασ κε υ ά ζει η αρχιτεκτονική θ εωρία την εικόν α της vi . Από εκεί πηγ ά ζει η καχ υπο ψία του Taf ur i απ έν αν τι σ ε όποια πρ ο σπάθ εια κατοχ ύρ ω σ ης της αυτόν ομης παρ ου σίας της κριτικής και θ εωρίας σ τ η σφ αίρ α της σ υλ λογ ικής πρ ο σφ ορ άς, όταν ξεκιν ά από «ενεργ ητικές» αφετηρί ες, όταν μεταχειρί ζεται δηλαδή τέτοιου είδου ς αυθ αιρεσί ες πάν ω σ το ισ τορικό υλικό, όπω ς αυτές που σ υν δέ ει με την διαν όησ η και την Κριτική του Διαφ ωτισμού. Αν θ εωρήσουμε το Teor ie e Stor ia σαν έν α πρ οπαρ ασ κε υ ασ τικό σ τάδιο τ ης μετέπ ειτα αν άδει ξης μιας μορ φής αυτόν ομης και αν οιχτ ής ισ τοριογρ αφίας, αν δεχτούμε τις σ ε λίδες του ς σαν εμβρυϊκές διατ υπώ σ εις αυτής της επιδίω ξης, μπορ ούμε ν α καταν οήσουμε την καχ υπο ψία του. Η αν αθ εωρημέν η σ χέσ η θ εωρίας και πρ ά ξης είν αι απατηλή. Βρίσ κεται σ την υπηρεσία κάποιας ουτοπικής επιδίω ξης και ο Taf ur i έμε λ λ ε ν α καταπιασ τεί σ ύν τομα με τ ην ματαιωμέν η σ χέσ η Αρχιτεκτονικής και Ο υτοπίας όπω ς σ υν δέθ ηκε με το φ αιν όμεν ο της νεωτερικότητας vii . Σε αυτό το π λαίσιο η «ενεργ ητική σ κέ ψ η» δεν καταφέρνει ν α σ υ σ τ ήσ ει μια γενική θ εωρία γ ια τον ρ όλο της διαν οητικής εργ ασίας σ τ ην αρχιτεκτονική. Αν τίθ ετα, ο αυτόν ομο ς ρ όλο ς που φ αίνεται ν α επιφυλάσσ ει γ ια τον ισ τορικό, είν αι μά λ λον το
108
ΜΕΡΟΣ 3
πρ οϊόν μιας σ χάσ ης και έπ ειτα μιας διορθ ωτικής σ υρρ αφής και μοιά ζει π ερισσότερ ο με ά λ λη μια διαφ ωτισ τική παρ αδο ξότητα ή ασάφεια.
«Ο τεχνίτης της λογικής ανάλυσης και ο τεχνίτης της μορφής είναι, λοιπόν, διαχωρισμένοι σε δύο διακριτές μορφές: ακόμα και αν ‘καλλιτέχνης’ και ‘φιλόσοφος’ συνυπάρχουν στο ίδιο άτομο, οι δύο διαδικασίες –η κριτικό-αναλυτική και η συνθετική– μπορούν να απομονωθούν και να συνενωθούν ξανά μονάχα εκ των υστέρων. Ο κριτικός είναι το αποθετήριο της λογικότητας και της εσωτερικής συνέπειας της γλώσσας ενώ ο αρχιτέκτονας επιβεβαιώνει, μέσω της δικής του δραστηριότητας, το εύρος της εφαρμοστικότητας της γλώσσας» 15. Είν αι σαφές τι πρ οβληματί ζει τό σο τον Taf ur i σ ε αυτήν την απατηλά οργ ανική σ υν ύπαρ ξη και αμφίδρ ομη ω φέ λ εια μετα ξύ θ εωρητικού και αρχιτέκτον α. Δεν είν αι τό σο η φι λο σο φική ατέ λ εια τ ης αδύν ατης σ υν ύπαρ ξης εν ό ς a priori ορθ ολογ ισμού και τ ης a p osteriori επικ ύρ ω σ ης του, ό σο η π λασ τότητα τέτοιων πρ οβλημάτων, η σ υνεχώ ς επισ τρέφ ου σα π εποίθ ησ η πω ς μια σ ε β άθ ο ς δι ερε ύν ησ η αυτών των ε λαττωματικών σ χέσ εων μον άχα π εριπ λ έκει παρ ά απο σαφηνί ζει και ξεκαθ αρί ζει τις διακρίσ εις μας. Το ίδιο σ υμβ αίνει και με τη διάκρισ η μετα ξύ «Κριτικότητας» και «Ενεργ ητικότ ητας» που τό σο μας απασ χόλησ ε, γ ι ’αυτό και επισ τρέφ ουμε σ ε αυτήν μια τε λ ε υταία φ ορ ά, επιχειρ ών τας μια τε λ ε υταία απ εμπ λοκή. Η κριτική αρχιτεκτονική επιχειρ ού σ ε καθ ώ ς φ αίνεται, ν α π ετ ύχει μια δρ ασ τική εισαγ ωγ ή της κριτικής πρ ο σωπικότητας μέσα σ ε αυτήν του αρχιτέκτον α, ν α π ετ ύχει μια σ ύν τηξη των δύ ο μέσα σ το ίδιο σώμα του «φ ορέα-αρχιτέκτον α». Είν αι το αποτέ λ εσμα της πίσ της πω ς η αρχιτεκτονική βρίσ κεται σ τη σφ αίρ α της διαν όησ ης πολύ π ερισσότερ ο απ’ ότι αποκ λ εισ τικά σ το π εδίο μιας πρ ακτική εφ αρμογ ής. Ο Taf ur i έχει επισ ημάνει απ λά σαν κ υριαρχικό σ τοιχείο του ψ υχισμού αυτής της διαν όησ ης, αυτήν την σ τρ ο φή σ τον ίδιο της τον εαυτό, την οποία ήδη διαπρ αγματε υτήκαμε.
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΤΗΤΑ
109
Η κριτική αν αθ εώρησ η της ίδια της αρχιτεκτονικής γλώ σσας ό φει λ ε δηλαδή κατά αυτήν την θ εώρησ η ν α είν αι κοιν ό ς τόπου οποιου δήποτε κατασ κε υ ασ τή κτιρίων και χώρ ων. Η «ενεργ ητική κριτική» αν και εσωτερικε ύει αν τίσ τρ ο φ α τ ην δυν αμική ου σία του σ χεδιασμού μέσα σ την θ εωρητική και κριτική δι ερ ώτησ η ή ισ τοριογρ αφία, δεν πρ οτείνει την σ υν ύπαρ ξη του ς σ ε μια υβριδική ειδικότητα, α λ λά αν τίθ ετα τις διαχωρί ζει. Οι αρχιτέκτονες μπορ ούν ν α ασ κούν ε ξίσου και κριτικό έργ ο, με τρ όπο που και οι δύ ο τάσ εις σ υν υπάρχουν επιτε λών τας η κάθ ε μια τον σ κοπό της ξεχωρισ τά. Η θ εωρητική εργ ασία, μοιά ζει έτσι χειρ αφετημέν η και αυτόν ομη, διακρίν ουμε όμω ς πω ς μι λάμε γ ια μια χειρ αφέτησ η μέσω απόλυτης ταύτισ ης, μια χειρ αφέτησ η με όρ ου ς και με κ υρίαρχο το σ τοιχείο της πίσ της. Η μαχητική ισ τοριογρ αφία του μον τέρν ου κιν ήματο ς παρ αδείγματο ς χάριν, που κατε υθ ύνεται από έν αν σ υνεχές άνεμο πίσ της πρ ο ς τις έν ν οι ες του διαχ ρ ονικού ή του άχ ρ ον ου, και της κοιν ωνικής αν αμόρ φ ω σ ης μέσω τ ης τρ οποποίησ ης του π εριβ ά λ λον το ς, τε λικά δηλαδή μιας υπ έρμετρης πίσ της σ την δυν αμική του ίδιου του χώρ ου ν α σφρ αγ ί ζει τις αν θρ ώπινες σ χέσ εις. Η θ εωρητική εργ ασία και η αρχιτεκτονική ή κα λ λιτεχνική πρ ακτική αν και αυτόν ομα π εδία, κατε υθ ύν ον ται από μια κοιν ή πίσ τη σ ε όποιου ς παρ άγ ον τες τείν ουν ν α ωθ ήσουν τον κό σμο πρ ο ς το μέ λ λον. Δεν αν τιπαρ αβ ά λαμε τις έν ν οι ες της «Κριτικότητας» και της «Ενεργ ητικότητας» ω ς καθ αρές εκδηλώ σ εις της διπολικής δομής Δρ άσ ης-Κριτικής γ ια την οποία ήδη μι λήσαμε. Οι αν α λύ σ εις μας, με επίκεν τρ ο το Teor ie e Stor ia και μι λών τας πάν τοτε, με τον έν αν ή τον ά λ λο τρ όπο γ ια την αρχιτεκτονική, έχουν δι έ λθ ει από αρκετά σ τάδια ώ σ τε ν α είν αι σ ε θ έσ η ν α μας βεβ αιώ σουν γ ια τ ην παγ ιωμέν η ανισορρ οπία μετα ξύ των δύ ο εν ν οιών. Αν σ κεφτούμε γρ αφηματικά θ α μπορ ού σαμε ν α δούμε ξαν ά την δρ ασ τική και την αν ασ τοχασ τική τάσ η σαν δύ ο διαν ύ σματα που κιν ούν ται παρ ά λ ληλα. Τότε η κριτική αρχιτεκτονική και η
110
ΜΕΡΟΣ 3
«ενεργ ητική κριτική» βρίσ κον ται σ το σ ημείο κατάργ ησ ης της παρ α λ ληλίας και τε λικά διασ ταύρ ω σ ης, μιας και σ την πρ ώτη η θ εωρία παρεισφρέ ει σ το π εδίο της εφ αρμογ ής υποθ ετικά μετα λ λάσσον τας τ ην αρχιτεκτονική σ ε εφ αρμο σμέν η θ εωρία, εν ώ σ την δε ύτερη είν αι η δρ ασ τική παρ όρμησ η που επιχειρεί ν α εμφ ανισ τεί μέσα από το κατε ξοχήν π εδίο της κριτικής αποτίμησ ης που ορί ζει η Θεωρία και η Ισ τορική πρ ακτική. Ήταν ο ενεργ ό ς ρ όλο ς της ισ τορίας σαν ζων ταν ό υπόβ αθρ ο και εν δυν άμει τρ ο φ ο δότης των πρ ά ξεων και των έργ ων που μας ο δήγ ησ ε σ το ν α αν τιπαρ αβ ά λουμε την «Κριτικότητα» και τ ην «Ενεργ ητικότ ητα» ω ς ανεσ τρ αμμέν ου ς αν τικατοπτρισμού ς αυτ ής της ίδιας εν ν οιολογ ικής διασ ταύρ ω σ ης. Τώρ α που ίσω ς έχουν διαπισ τωθ εί πρ οβληματικές πτ υχές και των δύ ο π εριπτώ σ εων, είν αι σ χεδόν αυτον όητο πω ς μπορ ούμε ν α επισ τρέ ψουμε σ ε αυτήν ακριβ ώ ς την άνε υ όρ ων ενεργ οποίησ η και ε λ ε ύθ ερη χ ρήσ η της ισ τορίας, ω ς αφετηριακή σ υν θ ήκη όλων αυτών των τάσ εων, που η εφ αρμογ ή και η εκζήτησ η αιών ων δεν κατάφερ αν ν α φέρ ουν σ ε ολοκ λήρ ω σ η. Τα ατε λή σ χεδιάσματα της «κριτικής αρχιτεκτονικής», η «ενεργ ητική ισ τοριογρ αφία», η διαμάχη Αρχαίων και Μον τέρν ων, όλα επισ ημαίν ουν το ίδιο πρ άγμα. Η πρ αγματοποίησ η της ισ τορίας επιχειρήθ ηκε από παν τού και σ υν ολικά. Υπήρ ξε κοιν ό ς σ τόχο ς αιών ων αρχιτεκτονικής εφ αρμογ ής και θ εωρητικής αν α ζήτησ ης/εκζήτησ ης.Ο Taf ur i γρ άφει:
«…..τόσο ενδιαφέρον στην πραγμάτωση της ιστορίας. Όσοι τάχθηκαν σε αυτό γνωρίζουν για εκείνο το κενό μεταξύ ιστορίας και αρχιτεκτονικής δραστηριότητας, και επιχειρούν να τα γεφυρώσουν χρησιμοποιώντας το ιστορικό παράδειγμα σαν διδακτικό και ηθικό εργαλείο (στις χειρότερες περιπτώσεις υποβαθμισμένο στο επίπεδο της επιδειξιομανίας ή του μοραλισμού)» 16.
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΤΗΤΑ
111
Και λίγ ο αργ ότερ α:
«Αν δεχθούμε την ανικανότητα, τόσο των ίδιων των αρχιτεκτόνων όσο και του ευρύτερου κοινού, να συλλάβουν την πολυπλοκότητα και την ειδική ακρίβεια των ιστορικών γεγονότων, τότε η πραγμάτωση της ιστορίας συνειδητά επικυρώνει την αναπαραγωγή και τον πολλαπλασιασμό των μύθων. Και οι μύθοι είναι πάντοτε ενάντια στην Ιστορία» 17 Το ότι ο Taf ur i κατα λήγει σ ε σ χόλια καθ ολικής ισ χ ύ ο ς σ το τέ λο ς του κεφ α λαίου που αφι έρ ω σ ε σ την «ενεργ ητική κριτική» , δύ ο κεφ ά λαια μακριά από το τέ λο ς του βιβλίου, δεν μας ξαφνιά ζει, καθ ώ ς εδώ γ ίνεται αισ θ ητή ό σο ποτέ αυτή η εσωτερική θ έ λησ η πρ αγμάτω σ ης της ισ τορίας που διατρέχει σαν σ κοτειν ή παρ ου σία ολόκ ληρ ο το Teor ie e Stor ia. Είν αι επίσ ης ε ξίσου αν αμεν όμεν η η άπο ψ η του, πω ς το ζήτημα αυτής της πρ αγμάτω σ ης υπ εκφε ύγει της δικής του δουλ ειάς και αγγ ί ζει τ ην πρ αγματικότητα της πιθ αν ής ω φέ λ ειας της ισ τορίας σ τις ζωές μας. Απ ε υθ ύνεται επομέν ω ς σ το καθ ολικό πρ όβλημα μιας ολικής π νε υματικής μεταρρύθμισ ης που θ α ήταν σ ε θ έσ η ν α αν ανεώ σ ει το σ υν ολικό μας έν σ τικτο πρ ό σληψ ης εκείν ης της «γ ν ήσιας ισ τορικής εμπ ειρίας» γ ια την οποία μι λού σαμε σ ε κάποιον π ερ ασμέν ο χ ρ όν ο. Μέχ ρι τότε όμω ς, και ό σον αφ ορ ά το δικό του π εδίο άσ κησ ης και άρθρ ω σ ης ισ τορικού λόγ ου, η πρ αγμάτω σ η της ισ τορίας παρ αμένει η αν από φε υκτη σ υν ο δεία του ιδεολογ ικού αιτήματο ς μιας κοιν ωνίας ν α σ υν αν τηθ εί με το μέ λ λον τ ης κατά το κοιν ό αίτημα της πρ ο ό δου. Μεταφρ ά ζον τας και πά λι ε λ ε ύθ ερ α, «έχον τας ξεκιν ήσ ει από κριτικές εμπ ειρί ες που πρ ο σπαθ ούν ν α υπ ερβ ούν το διαχωρισ τικό όριο μετα ξύ κριτικής και χειρ οπιασ τής επ έμβ ασ ης, μά λ λον φτάσαμε σ ε έν α εν διάμεσο έδαφ ο ς, όπου, ν ομί ζουμε πω ς ισ τορία, κριτική και σ χεδιασμό ς μπορ ούν όλα ν α σ υν αν τηθ ούν σ ε σ υν θ ήκες κοιν ής ω φέ λ ειας» 18 .Ο Taf ur i γ ν ωρί ζει όμω ς πω ς τέτοι ες εν οποιητικές επιδιώ ξεις δεν υπ εκφε ύγ ουν ποτέ της σφ αίρ ας της ιδεολογ ίας που απ λώ ς υποβιβ ά ζει την αρχιτεκτονική διαν όησ η σ ε
112
ΜΕΡΟΣ 3
ε ξυπηρέτ ησ η ά λ λων, πιο κ υριαρχικών κέν τρ ων ε ξου σίας. «Εδώ ο ρ όλο ς που ο Διαφ ωτισμό ς επ εφύλα ξε σ τον φι λό σο φ ο έχει ολοκ ληρ ωτικά τε λ ειώ σ ει: Σήμερ α ο ισ τορικό ς, αν τί ν α διαμορ φ ώνει π ερι εκτικές θ εωρήσ εις της αρχιτεκτονικής, αν α ζητά μεμον ωμένες αιτιολογ ικές σ υν δέσ εις, πάν τοτε σ ε β αθμό που επιτρέπουν την αμφισβήτησ η του» 19 .
113
σημειώσεις στο 3ο μέρος 1.
“Εξορισμού η ενεργητική κριτική αντιπροσωπεύει το σημείο συνάντησης Ιστορίας και σχεδιασμού……σχεδιάζει την περασμένη Ιστορία….δεν απαιτεί αφαιρετικά σχήματα στις αρχές της………ο θεωρητικός της ορίζοντας είναι η πραγματιστική και εργαλειακή παράδοση”. Tafuri. M, Ό.π, 1980, σελ. 141
2.
Ό.π, 1980, σελ. 141
3.
Ό.π, 1980, σελ. 143
4.
Ό.π, 1980, σελ. 143
5.
με αφορμή ακόμα τον Bellori
6.
Ό.π, 1980, σελ. 144
7.
Ό.π, 1980, σελ. 148
8.
Ό.π, 1980, σελ. 151
9.
Ό.π, 1980, σελ. 151
10. Ό.π, 1980, σελ. 150 11. Ό.π, 1980, σελ. 151 12. Ό.π, 1980, σελ. 145 13. Ό.π, 1980, σελ. 148 14. Ο ίδιος αναφέρεται χαρακτηριστικά στους Laugier, Milizia, Boito, Dvorak, Giedion, Kaufman κοκ Tafuri. Ό.π, 1980, σελ. 148 15. Ό.π, 1980 σελ. 146 16. Ό.π, 1980, σελ. 155 17. Ό.π, 1980, σελ. 156 18. Ό.π, 1980, σελ. 162 19. Ό.π, 1980, σελ. 163
114
ΜΕΡΟΣ 3
115
Σελίδες “ενεργητικής” ιστοριογραφίας, σε αυτό το δισέλιδο εικ. 26 [πάνω] και 27 [δεξιά] “σελίδες από το Pioneers of the Modern Movement from William Morris to Walter Gropius, του Nicholaus Pevsner” και στο επόμενο δισέλιδο, εικ. 28 & 29, σελίδες από το Space, Time and Architecture του Siegfried Giedion. Ειδικά, οι τελευταίες, μεταξύ των εύκολα και τρομερά άμεσω παραλληλισμών που κάνουν μεταξύ της κυβιστικής πρωτοπορίας και του μοντερνισμού, ή ακόμα περισσότερο, του Borromini με τον Tatlin, αποτελούν την επιτομή αυτό που περιγράψαμε ως “ενεργητική” κριτική.
116
ΜΕΡΟΣ 3
Εικ.27
117
Εικ.28
118
ΜΕΡΟΣ 3
Εικ.29
119
Π
αρ άρτημα 5. Bloch & Adorno
Ο Theodor Adorno συνδιαλέγεται με τον Ernst Bloch. Πρόκειται για «μια συζήτηση για τις αντιφάσεις της ουτοπικής επιθυμίας» που συντόνισε ο Horst Kruger το 1964. Πάντοτε αφοπλιστικά ευγενικός, o Adorno φαίνεται να έχει σοβαρές ενστάσεις απέναντι στην δυνατότητα της ουτοπικής εκπλήρωσης. Πολλές Ουτοπίες έχουν εκπληρωθεί πια σήμερα, μας λέει, κανείς όμως δεν μοιάζει περισσότερο ευτυχισμένος. «Πραγματοποιούμενα τα ίδια τα όνειρα, απέκτησαν έναν ιδιάζοντα μετριοπαθή χαρακτήρα, ένα πνεύμα θετικισμού και πέραν τούτου ένα πνεύμα ανίας».
Ο Bloch είναι περισσότερο γήινος. Παίρνει τον λόγο τοποθετώντας ακριβώς στην φύση της ουτοπικής
120
ΜΕΡΟΣ
παρόρμησης την ιδέα της μη εκπλήρωσης, αυτό στο οποίο αναφέρεται ως το «μη-είναι-ακόμη». Για τον Bloch κάθε πραγμάτωση κομίζει μαζί της την μελαγχολία της εκπλήρωσης. Κατά αυτήν την έννοια, η ουτοπική παρόρμηση θα μπορούσε να ιδωθεί ως ένα κατάλοιπο της επιθυμίας. «Έτσι η εκπλήρωση, δεν είναι ακόμα πραγματική ή νοητή ή αξιωματική χωρίς κάποιο κατάλοιπο ανεκπλήρωτου».
Ίσως εκεί τότε να βρίσκεται και η αιτία της σημερινής υπονόμευσης της ουτοπίας και του υποβιβασμού της σε αιθεροβασία, στο ίδιο σημείο που κατανοείται ταυτόχρονα, και η επιθυμιακή της κίνησης προς το μέλλον. Όταν πρωτογράφει γι’ αυτήν ο Thomas More, η ουτοπία είναι ένας τόπος. Υφίσταται στον χώρο, αλλά σε έναν χώρο στον οποίο δεν βρίσκομαι ακόμα. Στην πορεία του,
ο καθορισμός αυτός ενσωμάτωσε τροποποιήσεις και γνώρισε την μετάθεση του στον χρόνο. «Όχι μόνο δεν βρίσκομαι εκεί, αλλά ούτε εκείνη βρίσκεται στον εαυτό της... Δεν υπάρχει ακόμα ως δυνατότητα. Θα μπορούσε να υπάρξει μόνο αν κάναμε κάτι για να υπάρξει» . Τα λόγια του Bloch είναι αρκετά για να κατανοήσουμε πως ιδρυτικοί όροι της ίδιας της ουτοπικής παρόρμησης, είναι τόσο η κίνηση του ουτοπικού προς το πραγματικό όσο και αυτή του πραγματικού προς το ουτοπικό. Και είναι στο σημείο αυτό που και οι δυο συνομιλητές συμφωνούν πάνω σε αυτήν τη ζωτική διάκριση μεταξύ πραγματικότητας και δυνατότητας ή μάλλον της κατανόησης πως κάτι μπορεί να είναι δυνατό μονάχα από την στιγμή που ανήκει στην πραγματικότητα. Ο Adorno παίρνει την ευκαιρία να επιστρέψει στον συνομιλητή του, προτάσσοντας του αυτή τη φορά δριμύτερες γενικεύσεις. Η ουτοπία, μας λέει, μπορεί να είναι οτιδήποτε. «Οτιδήποτε και αν είναι η Ουτοπία, οτιδήποτε μπορούμε να φανταστούμε ως Ουτοπία, είναι η μεταμόρφωση της ολότητας. Και η σύλληψη μιας μεταμόρφωσης της ολότητας διαφέρει θεμελιακά από όλες τις λεγόμενες πραγμα-
τώσεις της ουτοπίας».
Αυτές τις πραγματώσεις ακριβώς χαρακτηρίζει μετριοπαθείς και πολύ περιορισμένες. Συμβαίνει για τον Adorno στις ψυχές των ανθρώπων μια λανθασμένη ταύτιση ανάμεσα στην προσμονή και τη μη δυνατότητα. «Λένε πως αυτό δεν θα μπορούσε να είναι, ενώ νιώθουν πως ακριβώς αυτό είναι που θα μπορούσε να είναι, αλλά εμποδίζονται να το πραγματοποιήσουν από μια κακή μαγγανεία που δένει ολόκληρο τον κόσμο».
Η σύλληψη της ολότητας είναι σχεδόν αδύνατη για τους ανθρώπους, πόσο μάλλον η προσμονή και υλοποίηση της μεταμόρφωσής της. Ποιος είναι λοιπόν αυτός ο ορίζοντας πραγμάτωσης και πλήρωσης που επιτρέπει ο Adorno στην ουτοπική σκέψη; Ο μόνος τρόπος για εκείνον , να μπορέσει να γίνει νοητή η ιδέα της Ουτοπίας βρίσκεται αντίστοιχα στην πιθανότητα μιας «αδέσμευτης ζωής, απελευθερωμένης από το Θάνατο». Αυτή είναι η αφετηριακή διαπίστωση πίσω από κάθε ουτοπική κατασκευή, η ποθητή νίκη μας πάνω στο θάνατο, που αρνούμαστε να κατονομάσουμε ακριβώς επειδή έχει ακυρωθεί από την βεβαιότητα του
121
θετικιστικού μας πνεύματος. Η αναγνώριση του θανάτου ως αντί-ουτοπία, ως άρνηση της Ουτοπίας όχι με την έννοια της υποτίμησης, όπως σημειώνουν και οι δύο, αλλά στον βαθμό που η απεικόνιση της όποιας ουτοπίας είναι σχεδόν αντίστοιχη με τον ισχυρισμό ότι ο θάνατος δεν υπάρχει, είναι που στερεί από τις ουτοπικές παραστάσεις τις λεπτομέρειες της εφαρμογής και υλοποίησης τους. Αυτός είναι ο λόγος που η Ουτοπία μπορεί να υφίσταται μόνο ως ασαφές ή πρόχειρο σχεδίασμα. Ο Bloch δέχεται την σημασία του θανάτου ως αντί-ουτοπία, δεν χαρίζεται όμως στον Adorno ολοκληρωτικά. Επικαλείται μια φράση του Brecht και βρίσκει σ’ αυτήν εντελώς σχηματισμένο το ουτοπικό κίνητρο. Ο Brecht γράφει: «Κάτι λείπει». Και έτσι η συζήτηση κλείνει κατά κάποιον τρόπο έναν κύκλο, επιστρέφοντας στην αρχή. Η μεγάλη αντίφαση της ουτοπικής σκέψης, το μη απολύτως εκπληρώσιμο της επιθυμίας, είναι ακριβώς το στοιχείο που ορίζει τον δυναμισμό της και καθιστά αδύνατη την αφαίρεση της από τον κόσμο. Το ανεκπλήρωτο, αυτό που δεν έχουμε ακόμα, αυτό που λείπει αλλά αυτή τη φορά, ως προσμονή, γίνεται το μόνο πεδίο που μπορεί να εκπληρωθεί η διπλή φύση της ουτο-
πίας˙ να ασκήσει κριτική στο Υπάρχον, αλλά και να περιγράψει έστω σκιαγραφικά αυτό που θα έπρεπε να υπάρχει. Και ας υπενθυμίζει συνεχώς ο Adorno πως η ουτοπία δεν μπορεί να ριχθεί σε μία εικόνα. Και ας προειδοποιεί ειρωνικά τον Bloch πως έχει έρθει κοντά στην οντολογική απόδειξη του Θεού. Και ας συγχέουμε εμείς συχνά την ουτοπία με το αυτονόητο του φυσικού δικαίου.
«Κάθε κριτική της μη τελείωσης», μας λέει ο Bloch, «της μη ολοκλήρωσης, της έλλειψης ανεκτικότητας και της αδημονίας, ήδη, προϋποθέτει αναμφισβήτητα τη σύλληψη και νοσταλγία μιας πιθανής τελείωσης. Αλλιώς δεν θα υπήρχε μη-τελείωση, αν δεν υπήρχε κάτι εν διαδικασία, κάτι που δεν είναι εκεί – αν η μη-τελείωση δεν βρισκόταν μέσα στην πορεία...». Μπορεί η ελπίδα να κατονομάζεται ως το αντίθετο της ασφάλειας και της αφελούς αισιοδοξίας, μπορεί να μας υπενθυμίζεται πως η ελπίδα είναι τα πάντα εκτός από βεβαιότητα, πως ενυπάρχει μέσα της πλήρως η συνεχής παρουσία του κινδύνου, αυτό δε σημαίνει όμως πως δεν μπορούμε να συνεχίζουμε να ελπίζουμε... * Από το «Κάτι λείπει: Μια συζήτηση για τις αντιφάσεις της ουτοπικής επιθυμίας», Εκδ. Έρασμος, 2000
122
ΜΕΡΟΣ
Εικ.30 Massimo Scolari, «L’ultima città conosciuta» [Η τελευταία γνωστή πόλη], υδατογραφία 254Χ199, 1987
123
124
ΜΕΡΟΣ
(progeto storico) «H ιστορική εργασία»
* Όπου
συνδέονται οι μεθοδολογικές υποθέσεις των τελευταίων κεφαλαίων του Teorie e Storia με το ιστοριογραφικό μοντέλο του Progeto Storico και επιχειρείται η ανίχνευση, μέσα σε αυτό, ολισθήσεων του προσωπικού στο συλλογικό
125
Τα εργαλεία και καθήκοντα της κριτικής όπως ορίζονται στο Teorie e Storia/Η εισαγωγική έκθεση του La Sfera e Il labirinto, το Progeto Storico/Το εύρος της ιστοριογραφικής πρακτικής/Η παραβίαση ως διεύρυνση/Οι ονοματοποίησεις ως Νιτσεϊκές σκληρώσεις/Η πολλαπλότητα του ιστορικού Υλικού/Η ιστορία νοείται ως ανασύσταση θραυσμάτων/Η περατότητα της ιστορικής εργασίας/Η ιστορία ως θεραπεία και η φροϋδική ιδέα της περατότητας της ανάλυσης/Η μοναξιά του ιστορικού/Το project ως κοινωνικά αποδεκτή απομόνωση/Η προσωπική ουτοπία της ιστοριογραφίας/Ο χρονικός αποσυντονισμός της ιστορικής πρακτικής/Ο εσωτερικός διχασμός του Tafuri μεταξύ Ρώμης και Βενετίας
4 Α
Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ
ν αφερ όμεν ο ς σ τα «Εργ α λ εία της Κριτικής», o Taf ur i κατακ λύ ζει τις τε λ ε υταί ες σ ε λίδες του Teor ie e Stor ia με σ χόλια πάν ω σ τ ην δυν ατότητα άν τλησ ης μια κριτικής πρ ακτικής γ ια τ ην αρχιτεκτονική, μέσα από τις θ εωρητικές επισ τήμες σ τις οποί ες –γ ενικε ύ ον τας– μπορ ούμε ν α αν αφερ όμασ τε ω ς γλω σσολογ ικές. Στις σ ε λίδες αυτές επιχειρείται και η π λήρης απο σαφήνισ η πω ς μια κριτική πρ ακτική ο φεί λ ει ν α είν αι π λήρ ω ς διαχωρισμέν η από τ η σ ύ σ τασ η μιας σ χεδιασ τικής μεθ ο δολογ ίας. Ο κίν δυν ο ς που π ερικ λ εί εται σ ε αυτές τις «γλω σσολογ ικές» μεθ ό δου ς αν ά λυ σ ης είν αι η φυ σική του ς τάσ η ν α εμφ ανί ζον ται σ ε εμάς σαν γ ενικές θ εωρί ες. Αυτό μας παρ ασ ύρει τό σο σ την υπ ερ άσπισ η της αβίασ της εφ αρμογ ής του σ ε κάθ ε τομέα της γ ν ώ σ ης, ακόμα και σ την αρχιτεκτονική. Πολύ π ερισσότερ ο διατρέχουμε τον κίν δυν ο ν α π εισ τούμε πω ς τέτοια σ υ σ τήματα υπ εκφε ύγ ουν τις ισ τορίας. Η εν τ ύπω σ η αυτής της γενικής και άχ ρ ον ης φύ σ ης του ς δεν είν αι αδιαπ έρ ασ τη γ ια τον Taf ur i, που πρ οτάσσ ει σαν κ υρίαρχο αίτημα της κριτικής του ς εφ αρμογ ής τ ην ισ τορικοποίησ η του ς. Δεν πρέπ ει ν α επιτρέπουμε σ το κριτικό έργ ο την παρεμβ ολή κριτηρίων αν ά λυ σ ης που δεν είν αι πρ ο σδιορισμέν α ισ τορικά. Σε αυτήν του τη θ έσ η, πω ς κριτική και ισ τορία είν αι αδιαχώρισ τες, διακρίν ουμε τις πρ ώτες εν δεί ξεις των μεταγενέσ τερ ων του θ έσ εων γ ια τον απόλυτα π ερι εκτικό χαρ ακτήρ α της Ισ τορίας και εδώ μας επιτρέπ εται πια ν α κάν ουμε το επόμεν ο βήμα, πρ ο ς εκείν η την σ υν θ ήκη κατά την οποία η κριτική έχει π λήρ ω ς αφ ομοιωθ εί μέσα σ την
Η ιστορική εργασία* Οι κατα ληκτικές σ ε λίδες του Teor ie e Stor ia, σ υν ο ψί ζουν μια κριτική κατάθ εσ η πάν ω σ την εγ κ υρ ότητα χ ρήσ ης εργ α λ είων σ κέ ψ ης εν ό ς εν τ υπω σιακού ε ύρ ου ς 1 . Η αυ ξημέν η εσ τίασ η σ ε αυτές τις σ χολ ές σ κέ ψ ης δεν είν αι τ υχαία, καθ ώ ς ο Taf ur i γρ άφει το βιβλίο σ τα χ ρ όνια της γλω σσολογ ικής σ τρ ο φής τ ης αρχιτεκτονικής και της κορύ φ ω σ ης της μεταπολ εμικής αμφισβήτ ησ ης του Μον τέρν ου κιν ήματο ς 2 . Εν τοπί ζον τας σε τέτοι ες απόπ ειρες τις πρ ο σπάθ ει ες αποκατάσ τασ ης μιας παρ αγ ωγ ικής σ χέσ ης της Αρχιτεκτονικής με του ς μηχανισμού ς που παρ άγ ουν ν όημα, ο Taf ur i τα ξιν ομεί τα κίν ητρ α που ο δηγ ούν σ ε τέτοιου είδου ς οικειοποιήσ εις των σ τρ ουκτουρ α λισ τικών μεθ ό δων, «α) την διαπίσ τω σ η της απώλ ειας του δημό σιου ν οήματο ς από την αρχιτεκτονική˙ μια απώλ εια που γ ίνεται ιδιαιτέρ ω ς αισ θ ητή σ το επίπ εδο της γλω σσικής επικοιν ωνίας. β) την αν άγ κη ν α ε λ εγ χθ ούν τα ν οήματα που βρίσ κον ται πίσω από τις μεταμορ φ ώ σ εις . . . του φυ σικού και αν θρ ωπογεωγρ αφικού π εριβ ά λ λον το ς –σ τις οποί ες κατατάσσ ει με λ έτες σαν αυτές του Aldo Rossi και του Kev in Ly nch 3 γ ια την μορ φή της πόλης ή της υπαίθρ ου, και του ς τομείς σ του ς οποίου ς μπορεί ν α δρ ασ τηριοποιηθ εί κανείς γ ια ν α σ υγ κρ οτηθ εί η αρχιτεκτονική και η πολ εο δομία– και γ) την αν άγ κη ν α αν τικατασ ταθ εί η γλω σσική εν ότητα, που χάνεται ω ς μέθ ο δο ς ε λ έγ χου του σ χεδιασμού, από μια λογ ική και αν α λυτική μέθ ο δο, που ν α κατε υθ ύνει τον ίδιο τον σ χεδιασμό». 4 Η τ υπολογ ική πρ ο σ έγγ ισ η, ω ς κατε ξοχήν εκφρ ασ τής τ ης σ τρ ουκτουρ α λισ τικής σ κέ ψ ης σ τ ην αρχιτεκτονική, επιβεβ αιώνει και τις τρεις κατηγ ορί ες. Αφετηρία της είν αι η ν ο σ τα λγ ία. Πρ όθ εσ η της η αν άδυ σ η ασ υνείδητων ασ τικών ν οημάτων και αδρ αν οποιημέν ων σ χέσ εων. Αυτον όητη κατε ύθ υν σ η της, ν α σ υ σ τήσ ει τον εαυτό της ω ς εν δυν άμει μεθ ο δολογ ία σ χεδιασμού. Πέρ αν της απομυθ οποιητικής της επί θ εσ ης απ έν αν τι σ τη Ισ τορία, με την ίδρυ σ η εν ό ς κοιν ού
128
ΜΕΡΟΣ 4
ανισ τορικού χώρ ου π λαισίω σ ης και ταυτόχ ρ ον ης ε ξέτασ ης των Τύπων, η τ υπολογ ική πρ ο σ έγγ ισ η αποτε λ εί γ ια τον Taf ur i παρενέργ εια τ ης φετιχοποίησ ης των ερμηνε υτικών μέσων και των αν απαρ ασ τατικών εργ α λ είων, καθ ώ ς επιχειρεί ν α τα αποκό ψει από τ ην σφ αίρ α της αν ά λυ σ ης και ν α τα κάνει μόνιμες παρ ου σί ες σ το σ χεδιασ τήριο i . Πέρ αν της μαχητικής του ς σ τρ άτε υ σ ης όμω ς, τα σ χήματα σ κέ ψ ης σ τρ ουκτουρ α λισ τικής πρ οέ λ ε υ σ ης, αδυν ατούν ν α σ υλ λάβ ουν και ν α εκ λογ ικέ ψουν το απ ερίγρ απτο της αυθ αιρεσίας και τ υχαιότητας κάθ ε σ χεδιασ τικής διαδικασίας .
«Η στρουκτουραλιστική έρευνα στην αρχιτεκτονική, πέραν της ταυτοποίησης τυπολογιών, αμετάβλητων μορφών, γλωσσολογικών και συντακτικών συστημάτων, αδυνατεί να αποφύγει το κυρίαρχο πρόβλημα ολόκληρης της στρουκτουραλιστικής σκέψης: το δίκτυο συνειδητών και ασυνείδητων συνδέσμων που πλαισιώνει τις σχεδιαστικές επιλογές, που ενημερώνει τους αρχιτεκτονικούς κώδικες και διατηρεί τις συνδέσεις με την κοινωνική συμπεριφορά, τους μύθους και την ιστορική διαλεκτική» 5. Διακρίν ουμε ξαν ά μια αν αδυ όμεν η καχ υπο ψία απ έν αν τι σ ε σ υ σ τ ήματα που δι εκδικούν α ξιώ σ εις ολικής αν αθ εώρησ ης του τρ όπου που η αρχιτεκτονική σ υλ λαμβ άνεται και σ χεδιά ζεται. Η καχ υπο ψία σαν χαρ ακτηρισ τικό τ ης επίμοχθ ης κριτικής αν α ζήτ ησ ης δεν πρ ο σμένει όμω ς με τη σ ειρ ά της σ τ ην απομόν ω σ η και την αδρ αν οποίησ η των υπό αν ά λυ σ η αν τικειμέν ων. Θα ήταν απ λό ν α υποθ έσουμε κάτι τέτοιο από τ η σ τιγμή που το Teorie e Storia δεν δικαιώνει και τό σο την πρ ο σμον ή μας σ ε απόλυτες λύ σ εις, σ την πρ αγματικότητα όμω ς αν τικείμεν ο τ ης καχ υπο ψίας δεν είν αι η φυ σιογ ν ωμία των ίδιων των σ υ σ τ ημάτων, ό σο ο κοιν ό ς του ς παρ ον ομασ τής.
Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ
129
«Τα φαντάσματα που αντικρίζει η κριτική μέσα στον ψευδοχώρο που η ίδια έχει οριοθετήσει, παίρνουν πολλαπλές μορφές : αστικές μελέτες, τυπολογικές αναλύσεις, σημειολογικές θεωρήσεις – το μόνο που αποκρύπτουν όμως είναι ο πραγματικός συνομιλητής στον πυθμένα του σπηλαίου, και αυτός δεν είναι παρά η Διαλεκτική Σύνθεση» 6. Το πρ όβλημα που φ αίνεται ν α σ τοιχειώνει τον Taf ur i είν αι η μανιώ δης επιδίω ξη του ν οήματο ς με δια λ εκτικού ς όρ ου ς, δηλαδή σ ε μια γρ αμμική σ χέσ η λ έ ξης/ν οήματο ς, σ ημαιν όμεν ου/σ ημαίν ον το ς, το επίκεν τρ ο του πρ οβλήματο ς όμω ς, δεν εν τοπί ζεται αυτή τη φ ορ ά σ την μεθ ο δολογ ική α ξιολόγ ησ η των σ τρ ουκτουρ α λισ τικών μεθ ό δων ούτε σ την ασ τοχία των γλω σσικών του ς σ υν δέσ εων με την αρχιτεκτονική. Θ υμί ζει π ερισσότερ ο «εκείν ο το θ αν άσιμο ρίσ κο που διατρέχει η Γλώ σσα, όταν επιχειρεί ν α θ εωρητικοποιήσ ει σ τ ην εν τέ λ εια τον εαυτό της» 7 . Ο πρ οβληματισμό ς του Taf ur i σ τ ην εισαγ ωγ ική έκθ εσ η του La Sfera e il Labir into αφ ορ ά αποκ λ εισ τικά σ την ου σία της ισ τοριογρ αφικής πρ ακτικής και σ τ ην δι ερε ύν ησ η των π εριορισμών και των πρ οκ λήσ εων της κριτικής Γλώ σσας. Η αρχιτεκτονική ω ς χτισμέν η ιδεολογ ία, η π ερίφημη «Ιδεολογ ία του Σχεδίου» σ την οποία αν αφέρεται, αποτε λ εί πια την μόν η εσ τίασ η του κριτικού και ισ τορικού έργ ου. Ο πολυπρ ό σωπο ς Ισ τορικισμό ς του Teor ie e Stor ia μοιά ζει ν α έχει εγ κατα λ ειφθ εί υπό το πρίσμα αυτής ακριβ ώ ς τ ης νέας, π ερισ τρεφ όμεν ης γ ύρ ω από την ιδεολογ ία αν ά λυ σ ης. Η παρ ου σία της ισ τορίας σ τον σ χεδιασμό σ υνισ τά Ιδεολογ ία. Η σ υνειδητ ή ρήξη μας μα ζί της, η απόρριψ η της είν αι ε ξίσου ιδεολογ ική και δεν αποτε λ εί πια κάποια ασαφή αν τισ τρ ο φή η αν αδίπ λω σ η της ίδιας της Ισ τορικότητας. Τέτοι ες α λι ε ύ σ εις ιδεολογ ικών σ υν ον θ υλ ε υμάτων ii , η ε ξισ τόρησ η και η κριτική του ς αποτίμησ η αποτε λούν τις σ τοχε ύ σ εις του La Sfera e il Labir into, πριν καταπιασ τεί όμω ς με αυτού ς του ς σ τόχου ς, ο σ υγγρ αφέας-ισ τορικό ς ο φεί λ ει ν α κατον ομάσ ει μια τε λ ε υταία
130
ΜΕΡΟΣ 4
φ ορ ά τα δικά του καθ ήκον τα, απομον ών ον τας τα από την αυ σ τ ηρή οργ άν ω σ η του βιβλίου που ακολουθ εί: « Γιατί προτείνουμε λοιπόν μια ενασχόληση με το “παζλ” της ιστορικής έρευνας στις πρώτες σελίδες ενός τόμου εξιστόρησης των περιπετειών της “αρχιτεκτονικής γλώσσας”; Δεν είναι άραγε η λειτουργία της κριτικής, να συστήνει την ιστορική (και επομένως την πραγματική) ιδιαιτερότητα της καλλιτεχνικής γραφής; Δεν διαθέτει άραγε η ιστορική εργασία μια γλώσσα που, ερχόμενη σε διηνεκή σύγκρουση με τις πολλαπλές τεχνικές της κατασκευής του περιβάλλοντος, δύναται να λειτουργήσει σαν φίλτρο που μας βεβαιώνει για την ορθότητα των εκφερόμενων για την αρχιτεκτονική λόγων; . . . Μόνο φαινομενικά λοιπόν θα μιλήσουμε για κάτι άλλο. Πόσο συχνά άλλωστε, κινούμενοι στα περιθώρια μιας προβληματικής κατάστασης, δεν ανακαλύπτουμε τα πιο χρήσιμα κλειδιά για την αντιμετώπιση του ίδιου του προβλήματος – ειδικά αν είναι τόσο διφορούμενο όσο αυτό που πρόκειται να εξετάσουμε» 8 Επ ε ξηγ ών τας του ς τρ όπου ς με του ς οποίου ς η ισ τορική πρ ακτική μπορεί ν α υπον ομε ύ σ ει τις κάθ ε λογ ής μυθ οποιήσ εις, το κείμεν ο μας αν αγ κά ζει ακριβ ώ ς ν α αν τικρίσουμε την πιο επίμον η μυθ οποίησ η της αρχιτεκτονικής –τουλάχισ τον των καιρ ών του– δηλαδή την ε ξίσω σ η της με ή την μεταμόρ φ ω σ η τ ης σ ε Γλώ σσα. «Δεν είν αι τ υχαίο που “σ υρρικν ώ σαμε” σ ε λ έ ξεις τ ην π υκν ότ ητα κ λαδικών τομέων, σ τρ ωματοποιμέν ων από την ισ τορία. Κάθ ε σ τιγμή που ο κριτικό ς μας ζήλο ς ο δηγ εί τ ην έν οχη σ υνείδησ η μας σ ε αν άφλ ε ξη, κατασ κε υ ά ζον τας γρ αμμές διαφυγ ής που ε ξαν αγ κά ζουν την απο δημία της αρχιτεκτονικής σ τ η γλώ σσα, της γλώ σσας σ ε ιδρυματισμού ς, και τα ίδια τα ιδρύματα σ τη σφ αιρική καθ ολικότητα της Ισ τορίας, αν αρ ωτι έται κανείς πω ς μπορεί ν α τεκμηριωθ εί μια τό σο αυθ αίρετ η υπ ερ απ λού σ τε υ σ η» 9 .Ο Taf ur i φ αίνεται ν α αν αρ ωτι έται: Ποια μπορεί ν α είν αι η επικρ άτεια σ υν άν τησ ης τ ης Αρχιτεκτονικής με τη Γλώ σσα? Αν τί ν α αν αρ ωτηθ ούμε
Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ
131
με ποιον τρ όπο δι ε υθ ετούμε τον υλικό χώρ ο σ χεδιά ζον τας αρχιτεκτονική, μπορ ούμε ν α αν α ζητήσουμε μια ερμηνε υτική πρ ο σ έγγ ισ η των πρ οθ έσ εων και των τρ όπων της όπου και βρισ κόμασ τε πια καθ αρ ά σ τη γλω σσική επικρ άτεια και ακόμα π ερισσότερ ο σ το π εδίο σ ύγ κρ ου σ ης των ιδεολογ ιών. Εκεί διαφ αίνεται π ερισσότερ ο από ποτέ η ασ τοχία εν ό ς λόγ ου χαμέν ου σ τη μετάφρ ασ η. «Ερχόμασ τε αν τιμέτωποι με την αποτ υχία μιας γενικής σ ημειολογ ίας, μιας επισ τήμης ικαν ής ν α μεταφρ ά ζει το έν α γλω σσικό σ ύ σ τημα σ ε ά λ λο. Πρέπ ει π ερισσότερ ο ν α δι ερ ωτηθ ούμε γ ιατί αυτή η αν άγ κη της κεντρικότητας παραμένει και να δι ερωτηθ ούμε κατά πόσο τέτοι ες παιδαριώ δεις απόπ ειρες αν ασ ύν θ εσ ης μιας χαμέν ης π ληρ ότητας των λ έ ξεων, δεν αν τισ τοιχούν απ λά σ τα απομαγ ικοποιημέν α π λ έον πρ ον όμια μιας υλικότητας του σ ημαίν ον το ς.» 10 Το Progeto Stor ico πρ ο φ αν ώ ς δεν καταπιάνεται με απόλυτες απαν τήσ εις α λ λά διαπ ερν άτε από έν αν αγ ωνιώ δη χαρ ακτήρ α. Το κείμεν ο ε ξισορρ οπ είται από την πρ ωτόγ ν ωρη βεβ αιότητα πω ς η ισ τορία της αρχιτεκτονικής αποτε λ εί γλω σσικό είδο ς και η πρ ο σπάθ εια καταν όησ ης και απο σαφήνισ ης των τρ όπων της σ υγγρ αφής τ ης, μπορεί ν α παρ άγει ν όημα χωρίς ν α δεσμε ύεται από τα πρ οβληματικά αδι έ ξο δα της εμπ λοκής της με την σ χεδιασ τική πρ ακτική. Εύρος Αυτό καταδεικν ύει σαν πρ ωταρχικό μέ λημα της ισ τορικής εργ ασίας τ ην απο σαφήνισ η του ε ύρ ου ς της. Στο Progeto Stor ico η γλώ σσα δεν είν αι ο μόν ο ς τρ όπο ς οργ άν ω σ ης της πρ αγματικότ ητας. Η ισ τοριογρ αφία ο φεί λ ει ν α σ υν ο ψί ζει ή ν α π εριβ ά λ ει αυτόν τον απίσ τε υτο κατακερματισμό της πρ αγματικότ ητας, εν ώ η ίδια παρ αμένει έν α κατε ξοχήν γλω σσικό είδο ς. Ο σ υγγρ αφέας μι λά σ υνεχώ ς γ ια μια πολ λαπ λότ ητα των ορίων. Ο διαχωρισμό ς της ισ τορίας από την σ χεδιασ τική εφ αρμογ ή έχει αφετηριακό χαρ ακτήρ α α λ λά δεν επαρκεί. Ακριβ ώ ς λόγ ω της ε ξάρτησ ης της από την γλώ σσα,
132
ΜΕΡΟΣ 4
η ισ τοριογρ αφία ε ξισώνεται από τον Taf ur i σ ε μια διαδικασία διαρκού ς υπ έρβ ασ ης οριοθ ετήσ εων, φέρν ον τας μας ξαν ά σ το ν ου, τ ην φ ουκωϊκή εμμον ή με τα όρια 11 . Αφ ού τ ην διαχωρίσ ει από την πρ ά ξη, ο Ισ τορικό ς ο φεί λ ει ε ξίσου ν α την αν α ζητήσ ει σ ε έν αν χώρ ο εκτό ς του π εδίου της Ερμηνείας. Μια ισ τοριογρ αφία που έχει υπ ερβεί τ ην απ λή ερμηνε υτική, απομακρύνεται από τις μεμον ωμένες σ υν δέσ εις και α ξιολογ ήσ εις του ισ τορικού, κινείται π λ έον σ ε έν αν χώρ ο επα λ ληλίας υποκειμέν ων. Το σ τοίχημα ά λ λω σ τε της ισ τοριογρ αφίας είν αι η καταν όησ η σ ε ισ τορικό χ ρ όν ο, διασ ταυρ ούμεν ων τεχνικών ε ξου σίας που ούτω ς ή ά λ λω ς δρ ουν σ ε εν δο-υποκειμενικό επίπ εδο. Η πρ όκ λησ η είν αι ν α καταν οηθ εί ο μηχανισμό ς αυτού του κατακερματισμού, αυτής της γλω σσικής ατέ λ ειας σ την οριοθ έτ ησ η, που αδυν ατεί ν α π εριγρ άψει την πρ αγματικότητα σαν έν α δίκτ υ ο σ χέσ εων ή ακόμα και επα λ ληλία δικτ ύ ων, μεταδίδον τάς τ ην αν τίθ ετα σαν μια σ ειρ ά αυτόν ομων ον τοτήτων, ασ ύν δετων και χωρίς σ υ σ χέτισ η. Η ισ τοριογρ αφία δεν πρέπ ει ν α παρ αδέχεται την ε ξειδίκε υ σ η. Το επακόλουθ ο εν ό ς κατακερματισμού με το πρ ό σ χημα της ε ξειδίκε υ σ ης, θ α ήταν όχι μόν ο ν α απομον ώ σουμε την αρχιτεκτονική σαν π εδίο που πρέπ ει ν α ε ξισ τορείται κατά αποκ λ εισ τικότητα, σαν έν ας κα λ λιτεχνικό ς κ λάδο ς ειδικών όρ ων, α λ λά ακόμα π ερισσότερ ο ν α δικαιολογ ήσουμε τον μεγ α λύτερ ο κατακερματισμό της σ ε υπό-κατ ηγ ορί ες που θ α μπορ ού σ ε ν α σ υνεχί ζεται επ’ αόρισ τόν μέχ ρι τ ην π λήρη διασπορ ά της 12 . Η διαχωρισ τική γρ αμμή μετα ξύ δι ε ύρυν σ ης και κατακερματισμού είν αι ε ξαιρετικά λ επτ ή. Η αδυν αμία μετάφρ ασ ης μετα ξύ των κ λάδων, ή έ λ λ ειψ η εν οποιήσ εων, η αδιαπ έρ ασ τη αυτον ομία των τεχνικών αν ά λυ σ ης αποτε λ εί γ ια τον Taf ur i παρ άδο ξη δέσμε υ σ η που χ ρήζει διά λυ σ ης.
Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ
133
«Γιατί και πότε φτάσαμε στο σημείο οι επιστημονικοί κλάδοι να αναγνωρίζονται ως οντότητες τόσο συγκεκριμένες ώστε να καταλήγουν αμετάφραστοι ο ένας στον άλλο, χωρίς διαπεραστικές ενοποιήσεις; Γιατί και πότε η αυτονομία των επιμέρους τεχνικών καθόρισε τον εαυτό της ως μόνιμη κρίση, ως σύγκρουση τόσο μεταξύ Γλωσσών όσο και μεταξύ των επιμέρους διαλέκτων που περιέχονται μέσα σε μια μόνο Γλώσσα; Μας εξυπηρετεί άραγε με κάποιον τρόπο και όσον αφορά την αρχιτεκτονική, να αναγνωρίσουμε τον αυξανόμενο κατακερματισμό της σε κλαδικές περιοχές που μόνο μια οπισθοδρομική ιδεολογία θα επιθυμούσε να καθιερώσει σαν λειτουργικές ενότητες;» 13 Πολλαπλότητα Ο γρ αφειοκρ ατικό ς κατακερματισμό ς της πρ αγματικότητας σ ε ε ξειδικε ύ σ εις απαιτεί το άν οιγμα του ε ύρ ου ς της ισ τορικής έρε υν ας. Μόν ο ς δρ όμο ς αυτής της δι ε ύρυν σ ης είν αι η αφ ομοίω σ η μιας πολ λαπ λότητας. Το διάχ υτο ισ τορικό υλικό και η απ ειρία ερμηνε υτικών δυν ατοτήτων παρ ομοιά ζον ται με έν α ασ υνεχές π εδίο πάν ω σ το οποίο επιχειρ ούμε ν α επαν ασ υν δέσουμε θρ αυ σματικές παρ ου σί ες. Ο ισ τορικό ς γ ίνεται ο διαχειρισ τής της π εριπ λοκότητας που πρ οκ ύπτει από αυτήν την πολυ φ ωνία ή από την διαπίσ τω σ η πω ς ο φεί λουμε ν α σ υμφι λιώ σουμε τον σ χετικισμό σ την χ ρήσ η των εργ α λ είων με τις πρ ο σμονές που έχουμε από αυτά. Το κείμεν ο δονείται από σ υνεχείς μεταπτώ σ εις αν άμεσα σ τον εορτασ τικό ασπασμό της απ ειρίας δυν ατοτήτων και σ ε σ υνεχείς πρ οειδοποιήσ εις π ερί της αν τίσ τοιχης απ ειρίας των κιν δύν ων. «Τι εγγ ύησ η έχω, αν αρ ωτι έται, πω ς αφ ού τεμαχίσω εκείνες τις ήδη πολ λαπ λ ές επισ τρ ώ σ εις, δεν θ α έχω μετατρέ ψει αυτ ή τ ην διασπορ ά σ ε αυτο σ κοπό;…. ο πρ αγματικό ς κίν δυν ο ς βρίσ κεται σ ε έν αν εκ νέου καθ αγ ιασμό των μικρ ο σ κοπικά κατακερματισμέν ων θρ αυ σμάτων, σ την καθ ι έρ ω σ η του ς σ ε αυτόν ομες μον άδες καθ’ εαυτόν σ ημαν τικές. Τι μου επιτρέπ ει
134
ΜΕΡΟΣ 4
ν α δι έ λθ ω από μια ισ τορία γρ αμμέν η σ τον π ληθ υν τικό σ ε μια αμφισβήτ ησ η αυτής της π ληθ υν τικότητας;» 14 .Αυτές οι σ κέ ψεις αν αγ ν ωρί ζουν σ την ισ τοριογρ αφία μια κατασ τρ ο φική φύ σ η. Η ισ τορία δεν ισο δυν αμεί με δο ξασ τική ενέργεια α λ λά π ερισσότερ ο με υπον ομε υτική πρ ακτική πάν ω σ την υ φή της πρ αγματικότ ητας. Ο Taf ur i διακρίνει πολ λ ές παρ ά λ ληλ ες ε ξισ τορήσ εις, διασ ταυρ ούμεν α «σμήν η» ιδεολογ ιών που μεταφέρ ουν μόν ο απομον ωμέν α σ τιγμιότ υπα αν θρ ώπιν ης δρ ασ τ ηριότητας σαν αποκ λ εισ τικές αφηγ ήσ εις. Η ισ τορία ω ς κατασ τρ ο φή δεν επιχειρεί ν α επαν αφέρει τις σ υν δέσ εις ή ν α ε ξαν αγ κάσ ει σ υν δυ ασ τικές αν αγ ν ώ σ εις α λ λά ν α διασφ α λίσ ει τ ην αν ασ ύν θ εσ η της σ υν ολικής εικόν ας σαν δυν ατότητα. Η βήμα πρ ο ς βήμα επισ τρ ο φή σ την εσ τία του πρ οβλήματο ς είν αι αδύν ατ η αφ ού μά λ λον ο δηγεί με βεβ αιότητα σ την ίδια τ η γλώ σσα, σ τις δεσμε υτικές ε ξειδικε ύ σ εις και ακόμα πιο δεσμε υτικές ον οματοποιήσ εις της. Γρ άφει ο Nietzsche γ ια αυτές τις ον οματοποιήσ εις:
«Το “πράγμα καθ’ εαυτό” –διότι ακριβώς αυτό θα ήταν η καθαρή, χωρίς παρεπόμενα αλήθεια– είναι ακόμη και για τον γλωσσοπλάστη κάτι απολύτως ασύλληπτο και κάτι που δεν αξίζει ολωσδιόλου να το επιδιώκουμε. Ο γλωσσοπλάστης περιγράφει μόνο τις σχέσεις των πραγμάτων με τους ανθρώπους και χρησιμοποιεί τις πιο παράτολμες μεταφορές για να βοηθήσει στην έκφρασή τους. Ένα νευρικό ερέθισμα στην αρχή μεταφερμένο σε μια εικόνα! Πρώτη μεταφορά. Η εικόνα πάλι μεταμορφωμένη σε ένα φθόγγο! Δεύτερη μεταφορά. Και κάθε φορά ολοσχερής υπερπήδηση της οικείας σφαίρας, κατευθείαν στο μέσο μια άλλης, απολύτως διαφορετικής και νέας διάστασης» iii. Η ισ τοριογρ αφία ά λ λω σ τε δεν είν αι η αν άκτησ η μιας αφετηρίας. Η έν ν οια της καταγ ωγ ής έχει φι λοτεχν ηθ εί ω ς αν τιπ ερισπασμό ς της άκαμπτης αρχιτεκτονικής οργ άν ω σ ης του κό σμου που π εριγρ άψαμε. Χαρί ζον τάς της μια αφετηρία,
Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ
135
η ισ τορία ω ς αν α ζήτησ η της καταγ ωγ ής φυ σικοποι εί ακριβ ώ ς αυτ ήν τ ην οργ άν ω σ η. Επικα λούμεν ο τον Nietzsche, ο Foucault μας λ έ ει:
«Η υψηλή καταγωγή είναι ο “μεταφυσικός βλαστός που αναβιώνει με την αντίληψη ότι στην έναρξη όλων των πραγμάτων βρίσκεται ό,τι πολυτιμότερο και ουσιαστικό υπάρχει”: αρεσκόμαστε να πιστεύουμε ότι στην αρχή τα πράγματα ήταν τέλεια˙ ότι βγήκαν απαστράπτοντα από τα χέρια του δημιουργού ή μέσα στο άπλετο φως του πρώτου πρωινού. Η καταγωγή βρίσκεται πάντα πριν από την πτώση, πριν από το σώμα, πριν από τον κόσμο και τον χρόνο: βρίσκεται από την πλευρά των θεών και, με το να τη διηγούμαστε, ψάλλουμε πάντα μια θεογονία» iv. Η απο δόμησ η αυτής της κατασ κε υής δεν έχει καθ ησ υχασ τικά αποτε λ έσματα γ ιατί μοιά ζει ν α επαν αφέρει μια επιμε λώ ς οργ αν ωμέν η πρ αγματικότητα σ ε κάποιο σ ημείο μηδέν ή σ ε πρ ωτόγ ν ωρες σ υν θ ήκες ατα ξίας. Μόν ο όμω ς μετά από μια τέτοια διάχ υ σ η μπορ ούμε ν α υποθ έσουμε πω ς επαν αφέρ ουμε ν οηματικές σ υν δέσ εις μετα ξύ ό σων σ τοιχείων σ τέκουν ακόμα όρθ ια. Μον αδικό ς καθ ησ υχασμό ς της επ ερχόμεν ης διάχ υ σ ης; Η Ισ τορία αποτε λ εί μια αν οιχτή κατασ κε υή και βρίσ κεται διαρκώ ς εν τω γ ίγ νεσ θ αι. Η αν οιχτότητα της σ ε αν αθ εωρήσ εις απα λ λάσσ ει την κριτική από τον φ όβ ο του αμετάκ λητου. Περατότητα Η σ υνεχής δι ε ύρυν σ η και η κατεργ ασία της πολ λαπ λότητας σ υν αινεί σ τον αν οιχτό ορί ζον τα της “ισ τορικής εργ ασίας”. Ο Taf ur i γρ άφει:
«Κάθε ανάλυση είναι λοιπόν προσωρινή…..Οι βεβαιότητες που προσκομίζει η ιστορία πρέπει να λογίζονται ως εκφράσεις καταστολών. Δεν αποτελούν παρά άμυνες ή φραγμούς που αποκρύπτουν την πραγματικότητα της ιστοριογραφικής
136
ΜΕΡΟΣ 4
πρακτικής. Σωματοποιούν την αβεβαιότητα: “αληθινή ιστορία” δεν είναι εκείνη που ενδύεται αδιάσειστων “φιλολογικών αποδείξεων” αλλά εκείνη που αντικρίζει την ίδια της την αυθαιρεσία, που αναγνωρίζει εαυτόν σαν ασταθές και επικίνδυνο οικοδόμημα» 15. Από πού πρ οκ ύπτει αυτή η πρ ο σωριν ότητα; Ο Taf ur i φ αίνεται ν α εν ν οεί πω ς είν αι μά λ λον δομικό χαρ ακτηρισ τικό τ ης ισ τοριογρ αφίας. Δεν πρ οκ ύπτει από την σ υ σσωρε υμέν η πολ λαπ λότ ητα ούτε είν αι σ ύμπτωμα της ετερ ογ ένειας του ισ τορικού υλικού. Είν αι η αν αγ καία σ υν θ ήκη μέσω της οποία η ισ τοριογρ αφική πρ ακτική επανέρχεται σ τον εαυτό της γ ια ν α α ξιολογ ήσ ει τ ην πρ ό ο δο που κατέκτησ ε. Με τον τρ όπο αυτό φυτε ύει τ ην παρ αγ ωγ ική αμφιβ ολία μέσα σ την ου σία της. Η ίδια η ισ τοριογρ αφία αν ατέμνει και κοιτά ζει β αθ ιά σ τον εαυτό της. Η ισ τορία γρ άφεται εν μέσω κ υκ λισμών που αν ακατατάσσουν τα ε υρήματα σ ε κάθ ε σ τρ ο φή 360 μοιρ ών. Με τον τρ όπο αυτό η «ισ τορική εργ ασία» ν οείται σαν αυτοτρ αυματισμό ς.
«Επεμβαίνοντας στις ίδιες της τις κατασκευές, η ιστορία τέμνει με νυστέρι ένα σώμα του οποίου οι πληγές δεν επουλώνονται, την ίδια ακριβώς στιγμή που οι ανοιχτές ουλές αλλοιώνουν το συμπαγές των ιστορικών κατασκευών, καθιστώντας τες προβληματικές και αποτρέποντας την καθιέρωση τους ως αλήθειες» 16 Η ισ τοριογρ αφία λοιπόν είν αι μια επίπον η και μεθ ο δική σ υ σσώρε υ σ η αυτοτρ αυματισμών. Ίσω ς αυτή η εικόν α της επίπον ης σωματικότητας ν α καταδεικν ύει έν α σ τοιχείο θ ηριώ δου ς αφ ο σίω σ ης, οριακά αυτοτιμωρητικό που εκφρ ά ζεται όμω ς σαν φυ σική έ λξη. Ίσω ς ο Taf ur i μοιρ ά ζεται μα ζί μας τις σ υγ κρ ού σ εις που επιφέρει σ το άτομο μια γ ονιδιακή σ χεδόν κατε ύθ υν σ η του πρ ο ς την «ισ τορική εργ ασία». Ίσω ς μπορ ούμε ν α απο σπάσουμε από αυτές τις σ κέ ψεις ακόμα και μια πρ οειδοποίησ η πρ ο ς επίδο ξου ς «ισ τοριογρ άφ ου ς». Η επι λογ ή
Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ
137
τ ης ισ τορικής πρ ακτικής μας επιβ ά λ λ ει ν α απομακρυν θ ούμε από αν ακου φ ου σ τικές βεβ αιότητες πρ ο ς έν αν βίο διαρκού ς δρ ασ τ ηριότητας, χ ρ ον οβ όρ ων αν αθ εωρήσ εων και ε λάχισ των απολαβ ών. Η «ισ τορική εργ ασία» ω ς αυτοτρ αυματισμό ς όμω ς σ υνισ τά και μια επίθ εσ η σ το σ υνεκτικό υποκείμεν ο του ισ τοριογρ άφ ου. Πρ ο σβλ έπ ει σ την διασπορ ά του πάν ω σ ε ολόκ ληρη την π εριοχή που ορί ζουν τα ισ τορικά ε υρήματα, ω ς μον αδική σ τιγμή υπ έρβ ασ ης του και από δο σ ης τε λικά των σ τερήσ εων και της αυταπάρν ησ ης. Θεραπεία Μπρ ο σ τά σ ε εκείν η που αν ατέμνει και σ υν αρμολογ εί εκ νέου κάθ ε φ ορ ά τον εαυτό της, η σ τατική ισ τορία των απόλυτων ερμηνειών μοιά ζει ψε ύτικη. Φέρνει σ το ν ου την αυτοματική λογ οκρισία του εν οχικού Υπ ερεγ ώ που τρ αυματί ζει τις σ υν δέσ εις του σ υνειδητού εαυτού με τον κατακερματισμέν ο κό σμο των ασ υνείδητων –και πολύ π ερισσότερ ο πρ αγματικών– εν ορμήσ εων 17 .Η φρ οϋ δική αν α λογ ία μας δεν είν αι αυθ αίρετη. Ο Taf ur i παρ α λ ληλί ζει σ υχν ά την «ισ τορική εργ ασία» με την διαδικασία της ψ υχαν ά λυ σ ης. Η ψ υχαν α λυτική φυ σιογ ν ωμία τ ης έρχεται ούτω ς ή ά λ λω ς σ το ν ου αν αν ακα λ έσουμε την αν α λογ ία μετα ξύ θ ερ απ ε υτικής πρ ο σπάθ ειας και σ υμβ ολικής αρχαιολογ ίας που κάνει ο Freud σ το Η Δυ σφ ορία σ τον Πολιτισμό:
«Τώρα ας κάνουμε την φανταστική υπόθεση ότι η Ρώμη δεν είναι μια ανθρώπινη πόλη, αλλά μια ψυχική οντότητα με παρελθόν παρόμοιας διάρκειας και πλούτου, στην οποία δεν έχει αφανιστεί τίποτα από ό,τι δημιουργήθηκε κάποτε, στην οποία πλάι στην πρόσφατη φάση ανάπτυξης διασώζονται ακόμη όλες οι προγενέστερες . . .» v Όπω ς ακριβ ώ ς σ υμβ αίνει με τα ρ ωμαϊκά σπαρ άγματα που επανέρχον ται σ την επιφ άνεια, η αν άδυ σ η των ψ υχικών απωθ ήσ εων, η πρ ο σωπική αν αμόχλ ε υ σ η καταπ νιγμέν ων
138
ΜΕΡΟΣ 4
εν ορμήσ εων, δεν απο σ κοπ εί σ την αν ασ ύ σ τασ η μιας σ υν ολικότ ητας που θ α ο δηγ ού σ ε σ την ολοκ λήρ ω σ η της ψ υχαν α λυτικής εργ ασίας. Στόχο ς της δεν είν αι η θ ερ απ εία α λ λά η θ ερ απ ε υτική δυν ατότητα μέσω της αν αδιάρθρ ω σ ης του εαυτού. Ο Taf ur i δεν απο δίδει σ την ισ τοριογρ αφική πρ ακτική θ ερ απ ε υτικές ιδιότητες –κάτι τέτοιο θ α πρ οϋπόθ ετε τ η δι ενέργ εια μαγ ικής σ κέ ψ ης– διακρίνει όμω ς σ την ε ξίσω σ η τ ης με τη φρ οϋ δική μέθ ο δο τον χαρ ακτήρ α σ ύ σ τασ ης μιας σ υνεχού ς αν αδιάρθρ ω σ ης του κό σμου. Όπω ς ο Freud δεν μπορεί ν α εγγ υηθ εί με βεβ αιότητα τον ακριβή τερματισμό τ ης ψ υχαν α λυτικής διαδικασίας, είν αι όμω ς σ ε θ έσ η ν α μετου σιώ σ ει αυτή την αδυν αμία σ ε δυν αμικό σ τοιχείο τ ης, έτσι και ο Taf ur i ισ χ υρί ζεται πω ς η αν οιχτότητα τ ης «ισ τορικής εργ ασίας» δεν σ υνισ τά αχί λ λ ειο πτέρν α α λ λά πρ ωτεϊκή πρ ο σαρμο σ τικότητα και εγγ υητή της σ υνεχού ς κατάκτ ησ ης μεγ α λύτερ ου β άθ ου ς και ε ύρ ου ς. Η υπ έρβ ασ η του υποκείμεν ου «ισ τορικό ς» ισο δυν αμεί με μια διάχ υ σ ή του σ το σ υλ λογ ικό. Πρ οκειμέν ου ν α κατακτήσουμε αυτ ή τη διασπορ ά, οικειοποιούμασ τε το σώμα της ισ τορίας σαν κάποιο πολύ πρ ο σωπικό αν τικείμεν ο. Η σ υνεισφ ορ ά μας όμω ς, οι πρ ο σωπικές μας ουλ ές εγγρ άφ ον ται και σ υ σ χετί ζον ται με τις πρ οηγ ούμενες, ορί ζουν τις πρ ο διαγρ αφές της έ λ ε υ σ ης των επόμεν ων, χαρτογρ αφ ούν ου σιασ τικά τις α λώβητες ή μέχ ρι σ τιγμής «ασ υνεπώ ς τρ αυματισμένες» π εριοχές. Ο Taf ur i φ αν τά ζεται τ ην ισ τοριογρ αφία σαν κάποιου είδου ς δρ ώ σας σ υλ λογ ικότ ητας που σ υνειρμικά μας κατε υθ ύνει σ το διδακτικό του έργ ο σ τη Β ενετία ή σ το σ υν ολικό σ χέδιο δι ε ύθ υν σ ης μιας κοιν ότητας σ υν τονισμέν ων ειδικών που ο δηγ ούν την ισ τορία τ ης αρχιτεκτονικής σ ε έν αν ορί ζον τα «μικρής σ υνεισφ ορ άς σ τ η μεγ ά λη εικόν α». Αυτό ίσω ς αν τισ τοιχού σ ε κάποτε σ το μεγ ά λο μεταρρυθμισ τικό σ χέδιο της πολιτισ τικής και πολιτικής αν αμόρ φ ω σ ης, δεν είν αι όμω ς ε ύκολο ν α α λι ε ύ σουμε από το Progeto Stor ico σ τοιχεία γ ια το πώ ς τρ οποποιήθ ηκε ή α λ λοιώθ ηκε η πίσ τη του Taf ur i σ την σ υνεισφ ορ ά των
Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ
139
διαν ο ούμεν ων σ την κοιν ωνική α λ λαγ ή. Μπορ ούμε όμω ς γ ια πρ ώτ η φ ορ ά ν α διαπισ τώ σουμε αυτή την τάσ η εισρ οής των υποκειμενικών μόχθ ων και κατακτήσ εων σ το ισ τορικό εποικο δόμημα όχι ω ς δωρεά ή επισ τημονική φι λαν θρ ωπία, α λ λά ω ς εσωτερική σ υν θ ήκη της ίδιας τ ης ισ τοριογρ αφικής πρ ακτικής, με την έν ν οια κοιν ής πρ ο σ θ ήκης σ το ισ τορικό πα ζ λ vi .
«Παρά της προσήλωσης της στα αντικείμενα και φαινόμενα που αναλύει, η ιστορική κριτική οφείλει να εξισορροπεί στη “κόψη του ξυραφιού” που διαχωρίζει αποστασιοποίηση και συμμετοχή. Εδώ έγκειται η “καρποφόρος αβεβαιότητά” της, η ανάγκη της να επανέρχεται συνεχώς στο υπό εξέταση υλικό και στον ίδιο της τον εαυτό» 18.
Η διάχ υ σ η του υποκειμέν ου που π εριγρ άφ ουμε λοιπόν είν αι το πρ οϊόν μιας ε ξισορρ όπησ ης, μιας ακρ οβ ασίας αν άμεσα σ τον σ υλ λογ ικό ορί ζον τα του ισ τοριογρ αφικού έργ ου και τ ης λ ειτουργ ικής απαίτησ ης της απο σ τασιοποίησ ης. Πρ άγματι η απο σ τασιοποίησ η σ υνισ τά σ ημαν τική τεχνική λ επτομέρεια. Είν αι αν αγ καία σ υν θ ήκη διαχείρισ ης της θρ αυ σματικής σ υν θ ετότητας και των διαρκών δι ε υρύν σ εων που κατον ομάσαμε. Η απο σ τασιοποίησ η αν τισ τοιχεί σ ε μια έ ξο δο του εαυτού από την ενεργ ό ρ οή της σ υγγρ αφής α λ λά και σ ε μια άρ σ η του σ υγγρ αφικού εγ ωισμού και σ την αν τικατάσ τασ ή του από έν α ά λ λο αίσ θ ημα ψ υχ ρής επιφυλακής που πρ ο σμένει ν α φέρει κάτω από το ε ξετασ τικό βλ έμμα, ατέ λ ει ες ή σ ημεία σ τα οποία ο ισ τορικό ς υποπίπτει σ ε παρ αν οήσ εις του ίδιου του εαυτού και της μέχ ρι τώρ α δουλ ειάς του. Η κ λινική απάθ εια και η ε ξετασ τική τε λ ειομανία σ υνισ τούν το τέ λ ειο εργ α λ είο αυτοε λ έγ χου της ισ τοριογρ αφικής έρε υν ας και της «ισ τορικής εργ ασίας».
140
ΜΕΡΟΣ 4
Μοναξιά Αυτό ς ο αν τιφ ατικό ς σ υν τονισμό ς μιας αν άγ κης με όρ ου ς σ υλ λογ ικότητας με μια ψ υχ ρή απο σ τασιοποίησ η είν αι παρ άγ ον τας μεγ ά λης μον α ξιάς. Ο Bor is Groys ά λ λω σ τε θ εωρεί κάθ ε μορ φής εργ ασία (project) ω ς τη μον ή μορ φή κοιν ωνικά απο δεκτής μον αχικότητας vii . Συν ήθ ω ς οι τάσ εις απομον ωτισμού παρε ξηγ ούν ται και δεν γ ίν ον ται ε ύκολα καταν οητές από τον πρ αγματισ τικό μας κό σμο. Παρερμηνε ύ ον ται ακόμα και ω ς πιθ ανές σ υμπτωματολογ ί ες ψ υχικών ασ θ ενειών. O Groys διατείνεται πω ς το «project» σ υνισ τά μια μορ φή κοιν ωνικά παρ αγ ωγ ικής απομόν ω σ ης καθ ώ ς απασ χολ είται με έν αν σ χεδιασμό του μέ λ λον το ς. Έχει κατε ξοχήν ουτοπικό χαρ ακτήρ α καθ ώ ς πρ όκειται γ ια μια από σπασ η του σ χεδιά ζον το ς υποκειμέν ου από τον παρ όν τα χ ρ όν ο και μια μετατόπισ η του σ ε σ υν θ ήκες σ χεδιασ τικής πρ ο σομοίω σ ης του μέ λ λον το ς. Ο χ ρ όν ο ς σ ύν θ εσ ης του «project» ισο δυν αμεί σ ε έν αν χ ρ ονικό απο σ υν τονισμό. Καθ ώ ς δεν απ ε υθ ύνεται ακριβ ώ ς σ ε έν α αόρισ το μέ λ λον α λ λά σ ε έν α πολύ σ υγ κεκριμέν ο αύριο –σ ε μια διορία ολοκ λήρ ω σ ης– το «project» π ερικ λ εί ει ακριβ ώ ς τον σ χεδιασ τή του σ ε έν αν έν θ ετο σ το σ ήμερ α χ ρ όν ο. Η ολοκ λήρ ω σ η του «project» αν τισ τοιχεί σ ε έν αν εκ νέου σ υγ χ ρ ονισμό του υποκειμέν ου με το σ ήμερ α και σ ε μια βίαιη πια σ υν θ ηκολόγ ησ η, καθ ώ ς το τίμημα αυτής τ ης πρ ον ομιακής απομόν ω σ ης είν αι το παρ αγ όμεν ο έργ ο. Την ίδια δυ σβ άσ ταχτη απ ε λ ε υθ έρ ω σ η του πρ ο σωπικού έργ ου σαν επισ τρ ο φή σ τ ην πρ αγματικότητα π εριγρ άφει και ο Groys. Τι σ υμβ αίνει όταν το «project» είν αι ε ξ’ ορισμού μη ολοκ ληρ ώ σιμο; Όταν η πρ αγμάτω σ ή του είν αι σ υν υ φ ασμέν η με κάποιον φε υγ α λ έο και αόρισ το σ τόχο όπω ς η μεταρρύθμισ η ολάκερης τ ης κοιν ωνίας; Αγγ ί ζουμε εδώ τις πιο πρ οβληματικές πτ υχές τ ης ουτοπικής σ κέ ψ ης, την ασ υμβίβ ασ τ η κατάσ τασ η έν τασ ης μετα ξύ σ ε αυτήν και την πιθ αν ότητα της εκπ λήρ ω σ ης τ ης. Ίσω ς η ουτοπική επιθ υμία είν αι ε ξ’ ορισμού σ υν υ φ ασμέν η
Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ
141
με το ανεκπ λήρ ωτο. Τι μπορεί ν α σ ημαίνει αυτό γ ια έν α project που απ ε υθ ύνεται σ το μέ λ λον όν τας ε ξ’ ορισμού απρ αγματοποίητο; Πω ς μπορεί μια πρ ακτική που καταπιάνεται με το παρε λθ όν ν α υπάρχει σαν με λ λον τικό ς σ χεδιασμό ς π έρ αν τουλάχισ τον της μεμον ωμέν ης της ολοκ λήρ ω σ ης, της έκδο σ ης ίσω ς ή τ ης σ υγγρ αφής της σ ε μορ φή βιβλίου; Η ισ τοριογρ αφία, η κατε ξοχήν εν ασ χόλησ η με το χτες, μπορεί ταυτόχ ρ ον α ν α απ ε υθ ύνεται και σ το μέ λ λον ω ς μεταρρυθμισ τική δυν ατότ ητα κάτι τέτοιο όμω ς θ α άγγ ι ζε ακριβ ώ ς το π εδίο τ ης κοιν ωνικής ουτοπίας και θ α πρ ο σ έδιδε σ το ισ τορικό έργ ο έν α σαφ ώ ς δριμύτερ ο αίσ θ ημα μη ολοκ λήρ ω σ ης. O Groys φ αίνεται ν α μας χαρί ζει μια μερικώ ς καθ ησ υχασ τική απάν τησ η. Ακόμα και μη ολοκ ληρ ωμέν ο, έν α «project» μπορεί ν α απ ε υθ υν θ εί σ το μέ λ λον μέσω της καταγρ αφής της μη ολοκ λήρ ω σ ης του, μέσω δηλαδή ακριβ ώ ς μιας αρχειοθ έτησ ης που το αποθ ηκε ύει και το καταγρ άφει ακριβ ώ ς σαν μια εικόν α του μέ λ λον το ς όπω ς την σ υνέ λαβε μια π ερ ασμέν η εποχή. Το ισ τορικό αρχείο δεν υπάρχει μόν ο σαν καταγρ αφή σ τιγμιότ υπων α λ λά και σαν μια σ υλ λογ ή εικόν ων, εικόν ων του πω ς ή κάθ ε ισ τορική σ τιγμή επιχείρησ ε ν α διαπρ αγματε υτεί του ς όρ ου ς της ολοκ λήρ ω σ ής της. Ο Taf ur i μοιά ζει ν α έχει σ υλ λάβει αυτή την εν α λ λακτική της αρχειοθ έτησ ης. Είν αι αυτ ή ακριβ ώ ς η κ υρίαρχη διάσ τασ η της αν οιχτότητας του ισ τορικού έργ ου. Η μη ολοκ λήρ ω σ η της ισ τοριογρ αφικής πρ ακτικής δεν είν αι δι έ ξο δο ς. Είν αι η ίδια της η φύ σ η, ο τρ όπο ς απ ε ύθ υν σ ής της σ το μέ λ λον χωρίς την πρ ο σμον ή της ολοκ λήρ ω σ ης, μέσω δηλαδή μιας σ ειρ άς διαρκών καταγρ αφ ών και αθρ οισ τικής αύ ξησ ης. Μόν ο μέσα σ τον αν οιχτό ορί ζον τα αυτ ής τ ης κοιν ής αρχειοθ έτησ ης μπορ ούμε ν α ισ χ υρισ τούμε πω ς υ φίσ ταται η δυν ατότητα ν α σ υν υπάρ ξει η ισ τοριογρ αφία σαν πρ ο σωπική ουτοπία –ο ρ ομαν τικό ς δηλαδή απομον ωτισμό ς του σ υγγρ αφικού έργ ου– με την απ ε ύθ υν σ η του σ ε έν α σ υλ λογ ικό μέ λ λον. Η αν οιχτή ισ τοριογρ αφία υ φίσ ταται τότε ω ς ο σ υλ λογ ικό ς σ χεδιασμό ς της με λ λον τικής εικόν ας της
142
ΜΕΡΟΣ 4
ισ τορικής γ ν ώ σ ης. Όν τας διαρκώ ς εν τω γ ίγ νεσ θ αι, καταφέρνει τό σο ν α επηρεά ζει, ό σο και ν α επηρεά ζεται.
«Η ιστορία νοείται ως “παραγωγή”: παραγωγή νοημάτων που ξεκινούν από το “σημασιοδοτικό ίχνος” των γεγονότων, αναλυτική κατασκευή που δεν είναι ποτέ συγκεκριμένη και πάντοτε εφήμερη, εργαλείο αποδόμησης εξακριβωμένων πραγματικοτήτων. Όντας έτσι, η ιστορία είναι εξίσου καθοριζόμενη και καθοριστική: καθοριζόμενη από τις παραδόσεις της, τα αντικείμενα των αναλύσεων της, τις μεθόδους που περιεργάζεται, καθοριστική στις δικές της μεταμορφώσεις και σε εκείνες που αντιστοιχούν στις πραγματικότητες που επιμελώς αποδόμησε 19»
143
σημειώσεις στο 4ο μέρος 1.
Αναφέρουμε χαρακτηριστικά την εικονολογία του Panofsky, την παράδοση των Βιεννέζων ιστορικών της τέχνης, το αισθητικό σύστημα του Cassirer, τον στρουκτουραλισμό του Levi-Strauss, τις πρώτες απόπειρες εφαρμογής της μεταδομιστικής σκέψης στην αρχιτεκτονική κοκ.
2.
Η έκδοση του Teorie e Storia συμπίπτει φυσικά με τις φοιτητικές εξεγέρσεις στο Παρίσι τον Μαη του 68, αλλά και –ιδίως όσον αφορά την αρχιτεκτονικη– την έκδοση του L’architettura della cita του Aldo Rossi στην Ευρώπη και του Complexity and contradiction in architecture του Robert Venturi στην Αμερική.
3.
Αναφερόμαστε φυσικά στα Architettura della cita και το The Image of the City αντίστοιχα
4.
Tafuri. M, Ό.π, 1980, σελ. 173. Η μετάφραση είναι του Παναγιώτη Τουρνικιώτη. «Η ιστοριογραφία της Μοντέρνας Αρχιτεκτονικής, Εκδ. Αλεξάνδειας, 2002, σελ 198»
5.
Ό.π, 1980, σελ. 186
6.
Tafuri. M, Ό.π, 1987, σελ. 7, στο εισαγωγικό σημείωμα «Τhe Historical Project»
7.
Ό.π, 1987, σελ. 4
8.
Ό.π, 1987, σελ. 2. Αντί για φίλτρο, ο Ταφούρι αναφέρεται στο βάμμα ηλιοτροπίου, που προσμετρά αν ένα διάλλειμα είναι αλκαλικό ή όξινο, μέσω αλλαγής χρωματισμού
9.
Ό.π, 1987, σελ 2.
10. Ό.π, 1987, σελ. 6. Η υλικότητα του σημαίνοντος είναι αναφορά στον Λακάν. 11. «Η παραβίαση οδηγεί το όριο στο όριο του είναι του˙ το παρακινεί να αφυπνιστεί αναφορικά με την επικείμενη εξαφάνιση του, να ξαναβρεί τον εαυτό του σε ό,τι αποκλέιει (ακριβέστερα ίσως, να αναγνωρίσει εκεί τον εαυτό του για πρώτη φορά), να νιώσει την θετική αλήθεια του στην κίνηση του αφανισμού του. Μολοταύτα, σε αυτήν την κίνηση καθαρής βίας, προς τι εξαπολύεται άραγε η παραβίαση, αν όχι προς αυτό που την εγκλείει, προς το όριο και ο΄,τι αυτό περιλαμβάνει;» Foucault. M, Ό.π, 2012, σελ 15. 12. Μας το μαρτυρούν ορολογίες όπως Κτιριολογία, αρχιτεκτονική τοπίου, κατασκευαστική τεχνολογία, ψηφιακός σχεδιασμός και άλλες εξειδικεύσεις που κατακλύζουν στις μέρες μας τα εκπαιδευτικά και μεταπτυχιακά προγράμματα των αρχιτεκτονικών σχολών. 13. Tafuri. M, Ό.π,1987, σελ 8 14. Ό.π,1987, σελ. 4 15. Ό.π, 1987, σελ 12
144
ΜΕΡΟΣ 4
16. Ό.π, 1987, σελ 12 17. Αναφερόμαστε στα τρία δομικά στοιχεία της ψυχικής μηχανή κατά Freud: το Αυτό που περιγράφει τις ασυνείδητες ενορμήσεις, το Υπερεγώ που συνοψίζει το ελεγκτικό στοιχείο και τις κοινωνικές νόρμες και το Εγώ που αντιπροσωπεύει τον συνειδητό εαυτό και διαμεσολαβεί των άλλων δύο. Η δομική θεωρία του Freud πρωτοδιατυπώθηκε στο Πέρα από την Αρχή της Ευχαρίστησης το 1920 ενώ οι τρεις όροι περιγράφονται συνεκτικότερα στο Εγώ και το Αυτό του 1923. Και τα δύο βιβλία είναι μεταφρασμένα στα ελληνικά από τις εκδόσεις πλέθρον. 18. Tafuri. M, Ό.π, 1987, σελ. 11 19. Ό.π, 1987, σελ 2-3
145
146
ΜΕΡΟΣ
Αποχαιρετισμός
Η αγ ωνιώ δης πρ ο σπάθ εια ν α έρθ ει ο θ εωρητικό ς λόγ ο ς της Αρχιτεκτονικής σε μια πορεία πρ αγμάτω σ ης φ αίνεται στον Tafuri ν α σ υνέρχεται σ ε μια μετασ τοιχείω σ η της θ εωρίας σ ε Ισ τορία. Μέσω εσωτερικών δι εργ ασιών και σ υνεχού ς αν ατρ ο φ ο δότησ ης, το ισ τορικό σ χέδιο εκ λ επτ ύνεται και απο σαφηνί ζεται ή αν τί θ ετα παγ ιδε ύεται σ ε σ τιγμές εσωτερικών αν τιφ άσ εων, μαρτ υρ ών τας μια δυν αμική σ χέσ η με τον χ ρ όν ο. Σε αν τί θ εσ η με τ ην εφ αρμο σμέν η αρχιτεκτονική, το ισ τοριογρ αφικό έργ ο οικο δομείται σ υνεχώ ς, μέσω κατασ τρ ο φ ών και αν οικο δομήσ εων χωρίς πρ οβλ επόμεν η π ερ άτω σ η. Η μετασ τρ ο φή από πολ λά και μεμον ωμέν α θ εωρητικά σ υ σ τήματα, σ ε μια απορρ ο φητική κριτική ισ τορία σ υμπίπτει με μια ολίσ θ ησ η του πρ ο σωπικού σ το σ υλ λογ ικό. Οι πρ ο σπάθ ει ες του Taf ur i σ υνισ τούν εν δεχομέν ω ς ε ξίσου μια μεμον ωμέν η αφήγ ησ η ή εφε ύρεσ η μιας τέτοιας πρ ο σωπικής σ τάσ ης, που εκφέρεται όμω ς από την πρ ον ομιακή θ έσ η του διαν ο ούμεν ου. Το ότι δεν εκφέρεται λοιπόν με έν α λ ε ξι λόγ ιο πρ ο σωπικής βεβ αιότητας α λ λά με τρ όπο που αφήνει ν α διακρι θ εί το μικρ όβιο της αμφιβ ολίας, μας φέρνει σ χεδόν σ ε μια σ χέσ η τρυ φερής ταύτισ ης μα ζί του. Μας υπ εν θ υμί ζει πω ς το κείμεν ο παρ αμένει «αν οιχτό» και ο μόν ο ς ορί ζον τας σ υμπ λήρ ω σ ής του, είν αι η σπορ ά του με ακόμα π ερισσότερ α ερ ωτηματικά.
147
Η βιογρ αφία σ υγ χέ εται π ερίτεχν α με την ε ξισ τόρησ η. Η πρ ο σπάθ εια μας δεν θ α έπρεπ ε, σ το τέ λο ς της πια, ν α δισ τάσ ει ν α κατον ομάσ ει τα σ ημάδια αυτής της σ ύγ χ υ σ ης. Η εσωτερική σ χάσ η του Taf ur i, το διαρκές του π νε ύμα δι ερ ώτησ ης και αν ατρ οπής δεν μπορεί παρ ά ν α είν αι εν δεικτικό και μιας σ χάσ ης εν τε λώ ς πρ ο σωπικής. Τουλάχισ τον έτσι αφήνει ν α εν ν οηθ εί ο Andrew Leach πρ ο σπαθ ών τας ν α γρ άψει γ ια τον θ άν ατό του i . Η Ρώμη είν αι ο τόπο ς της σ υνεχού ς αν άδυ σ ης θρ αυ σμάτων. Αυτά μας πρ οκα λούν σ υνεχώ ς σ την πρ ο σπάθ εια αν ασ ύ σ τασ ής του ς, τα ίδια όμω ς, σαν άχ ρησ τα γλω σσικά μόρια δίχω ς δυν ατότητες σ υν δέσ εων αρν ούν ται ν α βρ ουν τ ην θ έσ η του ς σ ε μια αφηγ ηματική πρ αγμάτω σ η. Δεν μας ε ξισ τορ ούν τίποτα παρ ά μας παρ ασ ύρ ουν σ την ν ομοτε λ ειακή του ς σ υν τ ήρησ η. Συνισ τούν αποπ νικτικές παρ ου σί ες καθ ώ ς κ υρι ε ύ ουν το επίκεν τρ ο, κάν ον τας τις ζωές μας ν α μοιά ζουν με απ λή π λαισίω σ η. Η αν οιχτή ισ τορία των θρ αυ σμάτων και τ ης μη ολοκ λήρ ω σ ης είν αι ο αν τικατοπτρισμό ς της ρ ωμαϊκής πρ αγματικότητας, της μόν ης μέσα σ την οποία ο Tafuri φ αίνεται ν α αν αγ ν ώρι ζε κάποιο ε λάχισ το αίσ θ ημα καταγ ωγ ής. Το είδωλο της Ρώμης, οι ισ τοριογρ αφικοί σ υνειρμοί που πρ οκα λ εί, ίσω ς παίρν ουν σ τ ην σ κέ ψ η του Taf ur i το ρ όλο μιας διαρκού ς μονιμότητας ή σ υνεχού ς παρ ου σίας. Ο αν τικατοπτρισμό ς της Β ενετίας είν αι η καθ αρή πρ όκ λησ η σ ε αυτ ή τ ην αν ησ υχασ τική αβεβ αιότητα. Πρ ακτικά αθ εμε λίωτη και απόλυτα ομοιογεν ής, η Β ενετία είν αι το παρε λθ όν της. Η ε ξισ τόρησ ή της είν αι η μετάδο σ η της σ υνεχού ς εικόν ας της και τ ης βεβ αιότητας του θ αν άτου της που έχει απ λά αν αβληθ εί γ ια λίγ ο. Η Β ενετία είν αι ο απόλυτο ς πόλο ς της έ λξης μας πρ ο ς τ ην ν ο σ τα λγ ία ii . Πρ οκα λ εί τον Taf ur i σ ε διαρκή αμφισβήτησ η, δι εγείρει ό σο τίποτα τα πιο κατασ τρ ο φικά του έν σ τικτα της ισ τορικής εργ ασίας iii . Και όμω ς αυτή η «πόλη-εικόν α», αυτή η διαρκής σωματοποίησ η του παρε λθ όν το ς είν αι ο τόπο ς τ ης πανεπισ τημιακής του δρ ασ τηριότητας, του διδακτικού του έργ ου, της επαγγε λματικής του αν αγ ν ώρισ ης. Σε β άθ ο ς
148
ΜΕΡΟΣ
δεκα ετιών, αν τλού σ ε «θρ αύ σματα» από τις βιβλιοθ ήκες της Ρώμης και επιχειρ ού σ ε ν α τα μετατρέ ψει σ ε πανεπισ τημιακές παρ ου σιάσ εις γ ια του ς φ οιτητικού ς π ληθ υ σμού ς της Β ενετίας. Στο εν διάμεσο, δεν σ ταματά ν α γρ άφει, εκθ έτον τας τα σ υμπ ερ άσματα και τις σ κέ ψεις της ιδιά ζου σας εν ασ χόλησ ής του. Τα πρ οϊόν τα αυτής της διαρκού ς ε ξισορρ όπησ ης σ υ σ τ ήν ουν αν από φε υκτα έν α έργ ο β αθ ύτατα πρ ο σωπικό. Η π ερίτεχν η διά λυ σ η της πρ ο σωπικότητας μέσα σ την πρ ακτική μετον ομά ζεται σ ε ισ τοριογρ αφία και επιτρέπ ει σ ε μας ν α διακρίν ουμε τα ίχν η τό σο της πρ ο σωπικής πορείας του, ό σο και εκείν ων των δυν ατοτήτων της σ κέ ψ ης του που μπορ ούν ν α γ ίν ουν κομμάτι μιας κοιν ής ισ τοριογρ αφικής πρ ακτικής. Στο σ τόχασ τρ ο του κριτικού λόγ ου του, ο Taf ur i έβ α λ ε τον σ χεδόν γ ονιδιακό ν αρκισσισμό της αρχιτεκτονικής, την φυ σική της τάσ η πρ ο ς τ η φι λαυτία, επισ ημαίν ον τας πω ς η πρ ο σδοκώμεν η σ υνεισφ ορ ά τ ης κριτικής ισ τοριογρ αφίας, κα λύπτει αυτό ακριβ ώ ς το κεν ό: την επαν αφ ορ ά των σ υ σ χετίσ εων της αρχιτεκτονικής με όλ ες τις υ φές της πρ αγματικότητας. Τα κείμεν α και η έρε υν ά του αποτέ λ εσαν το μον αδικό επίκεν τρ ο τ ης πρ ο σ ήλω σ ής του, ακόμα και των πιο πρ ο σωπικών του δι ερ ωτ ήσ εων. Απο φε ύγ ον τας ν α τα αν τιμετωπίσουμε ω ς πηγ ή π ληρ ο φ όρησ ης και διαβ ά ζον τας τα σ υν ολικά, σαν έν α σ υνεχές work in progress, διακρίν ουμε την επίμοχθ η πρ ο σπάθ εια μιας πρ ο σωπικής διαν όησ ης, ν α μεταμορ φ ωθ εί σ ε κοιν ή γ ν ώ σ η, σ ε κοιν ό ορί ζον τα διαμόρ φ ω σ ης, έσ τω εν ό ς μικρ ού κομματιού της πρ αγματικότ ητας όπω ς είν αι η ισ τορία της αρχιτεκτονικής. Αυτ ή η ισ τορία ν οείται τε λικά σαν μια ε ξόρμησ η από τον π εριφρ αγμέν ο χώρ ο της αρχιτεκτονικής και μια επισ τρ ο φή σ το «Εν τό ς» τ ης, που πρ ο σ κομί ζει κάθ ε φ ορ ά έν α νέο απόκτημα ή «ψ ήγμα γ ν ώ σ ης», επιχειρ ών τας ν α το «χωρέσ ει» , ν α το σ υν δέσ ει και ν α το κοιτά ξει πια με μάτια ε ξειδικε υμέν α. Ο Tafuri μπορεί ν α επιβλήθ ηκε μέσα σ την αρχιτεκτονική ω ς κάποιου είδου ς ξέν ο ς, δεν την απ έρριψε όμω ς ποτέ ούτε επιχείρησ ε ν α την κάνει ν α αποκ λίνει από την θ έσ η της.
149
Αν τί θ ετα αν α ζήτησ ε και καθ ι έρ ω σ ε τον δικό του χώρ ο εν τό ς τ ης, π ερισσότερ ο σαν παρέν θ εσ η, τρ οποποιών τας τα όρια τ ης ή π ερισσότερ ο επαν αφέρ ον τάς τα σ ε μια π ερι εκτικότερη μορ φή. Καταν ο ού σ ε πω ς ο βίο ς του ισ τορικού είν αι έν ας βίο ς όπου π εριηγ ήσ εις –μεταφ ορικές και κ υριολ εκτικές– μεταμορ φ ών ον ται σ ε αφηγ ήσ εις. Η ισ τοριογρ αφία γρ άφεται εν μέσω μετακιν ήσ εων. Το αν τικείμεν ο της είν αι οι δυν αμικές σ υν δέσ εις. Συνισ τά μια τέ λ εια μορ φή του «Σχετί ζεσ θ ε» γ ιατί τ ην ίδια σ τιγμή μας παρ αχωρεί το χ ρ όν ο μιας ζωτικής απομόν ω σ ης, μιας από σ υρ σ ης σ ε έν α Έ ξω, σ το οποίο μπορ ούμε ν α υπάρ ξουμε λιγ ότερ ο εγ κιβ ωτισμέν οι. Τα κτίρια και η πόλη, σ ε υλική μορ φή, πρ αγματοποιημέν α ή έσ τω μέσα από τα χαρτιά των σ χεδίων και των απ εικονίσ εων, υπήρ ξαν πάν τοτε το επίκεν τρ ο τ ης πρ ο σοχής και της αφ ο σίω σ ής του, αν χ ρεια ζόταν όμω ς ν α υποθ έσουμε, πω ς ήμασ ταν εμείς οι πι θ αν οί σ υν τάκτες ή σ υγγρ αφείς μιας φ αν τασ τικής του βιογρ αφίας, δεν θ α είχαμε δυ σ κολία ν α κάν ουμε την σω σ τή εκτίμησ η. Η σ ύν ο ψ η της πρ ο σφ ορ άς και της δρ ασ τηριότητάς του από μέρ ου ς μας, θ α άφηνε σ χεδόν σίγ ουρ α και χωρίς πολ λού ς δισ ταγμού ς, σαν κατα ληκτικό σ ημάδι σ το ε ξώ φυλ λο του υποθ ετικού μας τόμου ,τον τίτλο «Επάγγε λμα Ισ τορικό ς».
Τέλος διάλεξης
150
ΜΕΡΟΣ
151
σημειώσεις Εισαγωγή i.
Ο Tafuri φαίνεται να έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ίδρυση, την διαμόρφωση και διεύθυνση του τμήματος Κριτικής και Ιστορικής Ανάλυσης της Αρχιτεκτονικής και έπειτα του Instituto di storia dell’architettura, του Ινστιτούτου Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής του IUAV (Instituto Universitario di Architettura di Venezia), από το 1968 μέχρι τα μέσα του 1970. O Andrew Leach αντιμετωπίζει δυσκολίες στο να συνδέσει το ιστοριογραφικό του έργο με των υπόλοιπων συναδέλφων του της «Βενετικής σχολής» –δεν φαίνεται μάλιστα να εμπιστεύεται ιδιαίτερα ούτε τον ίδιο τον όρο – παραδέχεται όμως πως η Βενετία σαν τόπος της άσκησης του διδακτικού του έργου, υπήρξε καθοριστική αν όχι στην αποσαφήνιση και τον εξονυχιστικό ορισμό της ιστοριογραφίας της αρχιτεκτονικής σαν ειδικό κλάδο, τότε σίγουρα στην περαιτέρω αποσαφήνιση των ίδιων των εργαλείων της έρευνας και των καθηκόντων της ιστορικής πρακτικής. Leach. A, Choosing History, 2005-2006, σελ 29
ii.
Συγκεκριμένα μπορούμε να αναφέρουμε τα Theories and Manifestoes of Contemporary Architecture σε επιμέλεια Charles Jencks και Karl kropf και Architecture | Theory | since 1968 (2000) σε επιμέλεια του K.Michael Hays. Και οι δύο τόμοι συγκεντρώνουν κείμενα της μεταπολεμικής περιόδου με αντίστοιχο εκλεκτικιστικό χαρακτήρα και χωρίς ιδιαίτερη διάθεση απόδοσης συνδέσεων ή συναφειών, αν εξαιρέσεις ίσως μια ταξινόμηση σε θεματικές ενότητες που επιχειρείται στην περίπτωση του τόμου των Jencks και Kropf χωρίς να πείθει ιδιαίτερα. Τέτοιες συγκεντρωτικές προσπάθειες επιδιώκουν να συνοψίσουν τις πολλαπλές προβληματικές που άνοιξαν για την αρχιτεκτονική μεταπολεμικά και να χαρτογραφήσουν την τροφοδότηση της από ιδέες και σχήματα ή αναλυτικές μεθόδους που προέρχονταν από τις ανθρωπιστικές και θεωρητικές επιστήμες και την αντίστοιχη πολυφωνία που χαρακτήριζε και αυτές εκείνες τις δεκαετίες. Φυσικά στις περισσότερες των περιπτώσεων, τέτοιες εγκυκλοπαιδικές ανθολογίες δεν εμβαθύνουν ιδιαίτερα και τις περισσότερες φορές η αξία τους βρίσκεται στην ίδια την έκδοση κειμένων που ήταν δύσκολο ίσως να αναζητήσει κανείς νωρίτερα. Εξαίρεση αποτελούν τα μικρά και διαφωτιστικά εισαγωγικά σημειώματα του ίδιου του Hays για κάθε κείμενο του δικού του τόμου. Για μια πιο συνολική και σχολιαστική εισαγωγή στην αρχιτεκτονική θεωρία εκείνων των χρόνων, προτείνεται η ανάγνωση του An Introduction to Architectural Theory: 1968 to the present του Harry Francis Mallgrave. Εκδ. Wiley-Blackwell, (2011) Χ
iii.
Πολλοί θέλουν τον Tafuri να μεταφέρει μια μηδενιστική θεώρηση της αρχιτεκτονικής παραγωγής. Συχνότατα παρομοιάζεται με κάποιον βλοσυρό αγγελιαφόρο που προλογίζει τον θάνατο της αρχιτεκτονικής και τα γραπτά του παίρνουν τον χαρακτήρα κειμένων με αποκαλυπτικών χαρακτήρα. Τέτοιες θεωρήσεις, φαίνονται σε εμάς προϊόντα κάπως επιπολαία αναγνώσεων, ορισμένων μόνο κειμένων του και ιδεών. Η πιο παρεξηγημένη ίσως τοποθέτηση του, είναι εκείνη που εκφράζεται στο Towards a Critique of architectural ideology (Contropiano, 1969) αναφορικά με το «Δράμα» της σύγχρονης αρχιτεκτονικής: η επιστροφή της αρχιτεκτονικής σε καθαρή αρχιτεκτονική, σε μορφή δίχως ουτοπία, ο υποβιβασμός της σε κάτι υψηλά άχρηστο». Ο Tafuri αργότερα ανέπτυξε το κείμενο σε μέγεθος βιβλίου με τίτλο Progeto e Utopia, όπου η τραυματισμένη σχέση της αρχιτεκτονικής με την ουτοπία –την ουτοπία ως προσδοκώμενη πραγματικότητα– εμφανίζεται πια ως το ίδιο το αντικείμενο της ιστορικής έρευνας όχι τόσο ως αμετάκλητη πιστοποίηση του θανάτου της αρχιτεκτονικής του παρόντος, αλλά πολύ περισσότερο ως ερευνητική προοπτική που αφορά στην ίδια την σχέση της αρχιτεκτονικής με την ιδεολογία παραγωγής της σε βάθος αιώνων και θα έπρεπε να διανοίγει τους ορίζοντες της έρευνας, σίγουρα όχι να τους κλείνει μέσω της πεσιμιστικής της παραμόρφωσης.
152
ΜΕΡΟΣ
iv.
Ο Παναγιώτης Τουρνικιώτης επισημαίνει πως στον Tafuri ο όρος ιδεολογία χρησιμοποιείται «συγκεκριμένα ως η δομή της ψευδούς πνευματικής συνείδησης». Όλη η ορολογία αυτή είναι φυσικά μαρξιστικής προέλευσης. Μια βαθύτερη κατανόηση και εξοικείωση μαζί της θα έπρεπε να αναζητηθεί στην ανάγνωση θεμελιακών έργων όπως η Γερμανική Ιδεολογία των Karl Marx και Friedrich Engels. Τουρνικιώτης. Π, Ιστοριογραφία της Μοντέρνας Αρχιτεκτονικής, 2002
v.
Μας καλύπτει η μικρή σύνοψη που κάνει στα κεφάλαια του Teorie e Storia ο Παναγιώτης Τουρνικιώτης στην Ιστοριογραφία της Μοντέρνας Αρχιτεκτονικής.: «Αρχικά ο Tafuri πραγματεύεται τη σχέση ανάμεσα στις ανατρεπτικές πρωτοπορίες των αρχών του αιώνα (μοντέρνο κίνημα) και τη σύγχρονη αρχιτεκτονική δεκαετίες του ’50 και του ‘60)[κεφάλαιο I, “Modern Architecture and the Eclipse of History”,εδώ προσθέτουμε απλά πως οι αναλύσεις του ξεκινούν από την Αναγέννηση και παρακολουθούν τις διαδοχές εξαρτήσεων και απεξαρτήσεων με την ιστορία]. Στη συνέχεια εξετάσει το είδος της προσοχής που θα έπρεπε να ζητήσουμε από τον “καταναλωτή” της αρχιτεκτονικής, με στόχο την “παραγωγική” επικοινωνία μεταξύ πομπού και δέκτη μηνυμάτων [κεφάλαιο II, “Architecture as ‘Indifferent Object’ and the Crisis of Critical Attention]. Κατόπιν προσπαθεί να ανασκευάσει την “κριτική αρχιτεκτονική” [κεφάλαιο III, “Architecture as Metalanguage: the critical value of the Image”] και την “ενεργητική κριτική” [κεφάλαιο IV, “Operative Criticism”], πριν αρχίσει την αναζήτηση των “εργαλείων” που είναι αναγκαία στην “ιστορική κριτική” [κεφάλαιο V, “The Instruments of Criticism”]. Τέλος, εξετάζει τα καθήκοντα της κριτικής αρχιτεκτονικής [κεφάλαιο VI, “The Tasks of criticism”] που στην πραγματικότητα είναι τα δικά του καθήκοντα». Τουρνικιώτης. Π, ‘O.π , 2002, σελ. 183
vi.
Ο Σοβιετικός πρωτοπόρος κινηματογραφιστής Sergei Eisenstein πίστευε πως η τέχνη, ως δύναμη καθαρά διαλεκτική, αντιστοιχεί σε μια διέγερση των αντιθέτων, κάτι που μπορεί να επιτευχθεί στον κινηματογράφο με το διαλεκτικό μοντάζ, δηλαδή μέσω της εναλλαγής δύο όχι απαραίτητα συνδεόμενων πλάνων τα οποία όταν αντιπαρατίθενται φανερώνουν στον θεατή μια νέα συναισθηματική κατάσταση. Παραδόξως, αυτή η διαλεκτική διέγερση των αντιθέτων είναι ένα από τους κυρίαρχους άξονες ανάγνωσης του Tafuri για τον Piranesi – τον γεννήτορα κατά κάποιον τρόπο, της avant-gardes – στο πρώτο κεφάλαιο του La Sfera e il Labirinto με τίτλο ««L’architetto scellerato»: G.B. Piranesi, l’eterotopia ed il viaggio». Ο Tafuri, λες και θέλει υπόγεια να μας πιστοποιήσει την διαλεκτική φύση κάθε avant-gardes, περιλαμβάνει στο βιβλίο του, αμέσως μετά από την ανάλυση του για τον Piranesi, το κείμενο που έγραψε για εκείνον ο Eisenstein, με τίτλο «Piranesi, or the Fluidity of Forms» Tafuri. M, The Sphere and the Labyrinth, The MIT Press, 1987
i.
Η σφαίρα και ο λαβύρινθος στον τίτλο του βιβλίου του 1980, δεν κατονομάζονται ποτέ ακριβώς ούτε επεξηγείται τι αντιστοιχεί στο ένα και το στο άλλο. Ο Tafuri κάνει πολύ συχνές αναφορές στον λαβύρινθο, πολύ περισσότερο για αυτές τις περιπτώσεις που ταξινομεί ως πειραματικές ή κριτικές αλλά σε πολλές περιπτώσεις και για αυτό στο οποίο αναφέρεται ως avant-gardes. Ακόμα συχνότερα, χρησιμοποιεί εικονογραφικά τον λαβύρινθο για να περιγράψει τις δαιδαλώδεις και αδιέξοδες απόπειρες σύνδεσης της αρχιτεκτονικής με την γλώσσα.
Θεωρία | Εφαμογή | Ιστορία
153
Σε άλλες περιπτώσεις, παραδέχεται απλά τον λαβυρινθώδη χαρακτήρα της δικής του γραφής. Η σφαίρα είναι περισσότερο δύσκολη υπόθεση. Η τέλεια γεωμετρία ίσως αναφέρεται πιο αντιπροσωπευτικά στην αυστηρή, περισσότερο αφηρημένη και γενικευτική σκέψη της avant-garde, ότι και αν περικλείει ο Tafuri μέσα σε αυτόν τον όρο (από τον κλασικισμό του 15ου αιώνα μέχρι το Μοντέρνο Κίνημα). Μπορεί επίσης να αναφέρεται στη σφαίρα που είναι το επίκεντρο της σύνθεσης του Piranesi για τον βωμό της Santa Maria del priorato όπου και πάλι αντιπαραβάλλεται μια αφηρημένη γεωμετρία με μια πληθωρική, μπαρόκ εικονογραφία. Τόσο η σφαίρα όσο και ο λαβύρινθος λοιπόν είναι εξίσου διφορούμενα σύμβολα ή άδεια δοχεία, καθαρής μορφής που σωματοποιούν επάλληλες ιδεολογίες. Εμείς προτιμήσαμε για την σφαίρα έναν ορισμό που την θέλει να έχει περικλείσει μια εσωτερική δομή, έτοιμη κατά κάποιο τρόπο να εκραγεί σκορπίζοντας ένα ετερόκλητο μάγμα διάσπαρτων στοιχείων. ii.
Ο προβληματισμός για την δυνατότητα καθαρής εμφάνισης ή εκδήλωσης των “ιστορικών δομών” ή των δομών και των ιδεών που αντλούμε σαν ιδανικούς τύπους από τις θεωρητικοποιήσεις ή τις εξορμήσεις μας στις ανθρωπιστικές επιστήμες, έχει φυσικά απασχολήσει και τον Tafuri. Στα βάθη πια του Teorie e Storia, ο ίδιος αναφέρεται σε αυτό που ο Max Weber έλεγε idealtypus, για να καταδείξει ακριβώς την απόσταση των θεωρητικών κατηγοριών από την πραγματικότητα. Στο απόσπασμα που παραθέτει, o Weber γράφει: «στην εννοιολογική του καθαρότητα, ένα τέτοιο σχήμα δεν μπορεί να βρεθεί εμπειρικά στην πραγματικότητα˙ αποτελεί ουτοπία και είναι στα χέρια της ιστορικής έρευνας να καταδείξει την μεγαλύτερη ή μικρότερη απόσταση αυτού του ιδεατού τύπου από την πραγματικότητα» Tafuri. M, Ό.π, 1980, σελ. 210. Παράθεμα από τον Max Weber Gesammelte Aufsätze zur Wissenschaftslehre, 1922, 1951
iii.
Και οι τρεις όροι αναφέρονται συνεχώς στο πρώτο κεφάλαιο του Teorie e Storia χωρίς ιδιαίτερη φροντίδα στην ακριβή διάκριση και αποσαφήνιση τους. Η σύγχυση ως προς το ποιο είδος αρχιτεκτονικής δρα ιστορικά ή αντι-ιστορικά είναι σχεδόν αναπόφευκτη. Στα πλαίσια της ανάλυσης μας θεωρήσαμε πως αντλεί κανείς μια πληρέστερη εικόνα αν αναζητήσει τις τρεις κατηγορίες στις περισσότερο επιμελείς, ιστορικές του ταξινομήσεις, καθώς εκεί γίνεται αρκετά πιο σαφής η φυσιογνωμία και ο ιδεολογικός ορίζοντας αυτών των διαφόρων εκδοχών του ιστορικισμού. Οφείλουμε επίσης να παρατηρήσουμε ότι σε πολλές περιπτώσεις ο ένας ιστορικισμός μπορεί να εσωκλείεται μέσα στο άλλο και κανείς τους δεν βρίσκεται ποτέ, στις αναλύσεις του Tafuri, εκτός Ιστορίας. Κάθε μορφή Αν-ιστορικισμού ή Αντι-ιστορικισμού φαίνεται να αποτελεί με κάποιον, κάποιου είδους αντικατοπτρισμό του Ιστορικού, μια πράξη εκκοσμίκευσης του ή και μια αντίδραση στην καθιέρωση του στη σφαίρα του μυθικού. Το ίδιο συμβαίνει και στην περίπτωση του Μοντέρνου Κινήματος. «Ο αντιιστορικισμός των μοντέρνων πρωτοποριών δεν είναι, συνεπώς, το αποτέλεσμα μιας αυθαίρετης επιλογής, αλλά μάλλον το λογικό τέλος μιας αλλαγής που έχει στο επίκεντρο της την επανάσταση του Brunelleschi και στα θεμέλια της τη διαλογική αμφισβήτηση που συνεχίστηκε για πάνω από πέντε αιώνες ευρωπαϊκού πολιτισμού . . .» Tafuri. M, ‘ο.π, 1980, σελ. 30-31 και «. . . το μοντέρνο κίνημα είναι ήδη ριζωμένο στην ιστορία εξαιτίας του αντιιστορικισμού του. . . » ‘ο.π, 1980, σελ. 64
iv.
Αναφερόμαστε φυσικά στην Κατηγορική Προσταγή. Για τον Kant η ηθικότητα είναι ιδιότητα του έλλογος όντος να ενεργεί χάριν των νόμων, ενώ ο ίδιος ο νόμος νοείται ως καθαρή μορφή. Η ηθική φιλοσοφία του Kant δεν καταπιάνεται με την απόδειξη της φυσικότητας του αλλά με την καθολικότητα αυτής
154
ΜΕΡΟΣ
της μορφής και την καθιέρωση του νόμου στον εαυτό του. Η κατηγορική προσταγή επεξηγεί ακριβώς αυτήν την καθολικότητα: «Πράττε μόνο βάσει εκείνης της αρχής, δια της οποίας μπορείς ταυτόχρονα να επιθυμείς να καταστεί αυτή καθολικός νόμος». Κατά αυτόν τον τρόπο μπορούμε να μιλάμε για εσωτερίκευση του νόμου ή μάλλον εσωτερίκευση ως νόμο αυτού που θεωρείται καθολικά ηθικό. Την εξοικείωση μας με αυτές τις έννοιες οφείλουμε στη Μυρτώ Ρήγου. Εκδοχές του Νόμου|Kant, Sade, Kafka, Εκδ. Πλέθρον, 2011
v.
Ηράκλειες Στήλες: Οι δυο μυθικές κατασκευές που έστησε ο Ηρακλής στην Ιβηρική χερσόνησο, πιθανότατα στο σημερινό Γιβραλτάρ, μια στην αφρικανική και μια στην ευρωπαϊκή πλευρά, στην πορεία του προς του κήπους των Εσπερίδων. Πρόκειται φυσικά για τον πορθμό του Γιβραλτάρ που χωρίζει την Ιβηρική χερσόνησο από το Μαρόκο. Εκδοχές του μύθου θέλουν τον Ηρακλή να διάνοιξε ο ίδιος τον ισθμό, διατρυπώντας το βουνό και ενώνοντας την Μεσόγειο με τον ατλαντικό ωκεανό. Γνωστές και ως Γαδειρίδες Πύλες, οι στήλες αναφέρονται στον Τίμαιο του Πλάτωνα αλλά και από τον Ησίοδο και τον Στράβωνα. Κατά το φαντασιακό του αρχαίου αλλά και του προ-αποικιακού κόσμου, η στενωπός που ορίζουν αποτελούσε το όριο του γνωστού κόσμου και σηματοδοτούσε την πλεύση στο άγνωστο. Έτσι ακριβώς χρησιμοποιεί και ο Tafuri τον όρο για να περιγράψει το πρωτοφανές έργο του Piranesi και να καταδείξει το σχεδόν αχαρτογράφητο, μέχρι τότε πεδίο του αρχιτεκτονικού και αναπαραστατικού πειραματισμού.
vi.
Pianto di ampio magnifico collegio, 1750. Κάτοψη σε χαλκογραφία για μεγάλο και μεγαλοπρεπές Κολλέγιο. Μέρος μας πρώτης ομάδας φανταστικών συνθέσεων της συλλογής του Opere varie di architettura Από το πρώτα παραδείγματα του χαρακτηριστικού του τρόπου υποθετικής σύνθεσης, που είχε βέβαια βασιστεί σε λεπτομερή μελέτη των υπολειμμάτων της αρχαιότητας, η απεικόνιση έμελλε να έχει πολύ μεγάλη επίδραση στον νεοκλασικό κόσμο. Στοιχεία από το την εισαγωγή του John Wilton-Ely, Piranesi G.B, Observations on the letter of Monsieur Mariette . . . , σελ. 5.
vii.
Carceri d’invenzione, 1761. Πρωτοεμφανίστηκαν ως 14 ανυπόγραφες χαλκογραφίες το 1745 με τίτλο Invezioni capric di carceri (Εύθυμες απεικονίσεις Φυλακών). Ο Piranesi τις επανεξέδωσε επώνυμα για πρώτη φορά, το 1761, εν μέσω πια της ελληνορωμαϊκής διαμάχης, προσθέτοντας άλλες δύο συνθέσεις και διάφορες αρχαϊκές επιγραφές και μετονομάζοντας τα σε Carceri d’invenzione (Φανταστικές Φυλακές).Ο εξπρεσιονιστικός, σχεδόν γκροτέσκος χαρακτήρας των συνθέσεων και η σωφρονιστική τους εικονογραφία φαίνεται να αποκτήθηκε σε αυτή την δεύτερη έκδοση τους. Ο John Wilton Elly ισχυρίζεται ότι ο Piranesi χρησιμοποίησε την ζωγραφική φόρμα του capriccio (της φανταστικής τοπιακής σύνθεσης) ως μέσο αρχιτεκτονικού πειραματισμού και φορμαλιστικής αναζήτησης και τα θεωρεί έργα ιδιαίτερα προσωπικά. Αποτελούν φυσικά αναμφίβολα τις χαρακτηριστικότερες και πιο γνωστές του συνθέσεις και πρέπει σίγουρα να είχαν συνεπάρει την ρομαντική σκέψη και να καθόρισαν την εξέλιξη της μέσα στο χρόνο. Piranesi G.B, ό.π, σελ. 9
viii.
Il Campo Marzio della Roma antica. Αν και δημοσιεύεται το 1762, φαί-
155
νεται να έχει πραγματοποιηθεί μεταξύ 1755 και 1757. Πρόκειται για μια τρομερά εκτεταμένη άσκηση υποθετικής αρχαιολογίας που ξεκίνησε με σκοπό να μελετηθεί το περιβάλλον και οι σημασιοδοτήσεις του χώρου την αρχαίας Ρώμης μέσω αρχαιολογικής παρατήρησης. Ο John Wilton Elly εντοπίζει σε αυτή την επιθυμία ανασύστασης μιας εποχής, συνδέσεις με την σκεψη του Giambattista Vico και την ιδέες του περί κυκλισμών της ιστορίας. Η συλλογή αποτελείται από 33 σελίδες γραπτής έρευνας που ακολουθείται από ομάδα χαρτών που δείχνουν την εξέλιξη της περιοχής που οριοθετείτε από την καμπύλη του Τίβερη και την ανάπτυξη της σε ένα εξαιρετικά σύνθετο τυπολογικά, σύνολο. Οι χάρτες ακολουθούνται από την περίφημη Iconographia, μια τεράστια συνολική κάτοψη που απλώνεται σε έξι πινακίδες και υποστηρίζεται περαιτέρω από τριάντα εφτά vedute και αρχιτεκτονικές απεικονίσεις που απομονώνουν προκλητικά τις επίμαχες αποκαταστάσεις των ρωμαϊκών μνημείων από τον τριγύρω, απεικονιστικά υποβαθμισμένο, μεσαιωνικό ιστό. Ο Piranesi ολοκληρώνει το Campo Marzio κάνοντας για πρώτη φορά εναέριες απόψεις, συγκεκριμένα κάποιων επιλεγμένων σημείων της Iconographia.Τα στοιχεία από Piranesi G.B, ό.π, σελ. 25-26. Μια ενδιαφέρουσα ανάλυση του campo marzio αλλά και των Carceri και του Collegio, στα πλαίσια μιας μεταδομιστικής ή/και φεμινιστικής σκέψης, μπορεί να αναζητήσει κανείς στο βιβλίο της Jennifer Bloomer «Architecture and the Text: The (S) crypts of Joyce and Piranesi». ix.
Η υπεράσπιση της ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής έναντι της ελληνικής από τον Piranesi τελικά, δεν είναι εντελώς μονοσήμαντη και ο Tafuri είναι από τους λίγους που κατονομάζουν τα προβληματικά στοιχεία που αναγνώριζε ο Piranesi και στην ρωμαϊκή παράδοση. Μπορούμε παρόλα αυτά να αναγνωρίσουμε χωρίς ιδιαίτερα σφάλματα, ως επίκεντρο αυτής της υπεράσπισης το Della Magnificenza ed architettura de’ romani. Το έντονα πολεμικό κείμενο εμφανίζεται το 1761 ενώ το The Antiquities of Athens εκδίδονταν ήδη συνεχώς από το 1748 και μετά. Φαίνεται πως ο συγγραφέας του δεν μπορούσε πλέον να ανεχτεί αυτή τη συνεχή εδραίωση των απόψεων περί ελληνικής ανωτερότητα. Ο πρωτοφονξιοναλισμός εκείνων των απόψεων και η κυριαρχία ενός φυσιομορφικού προτύπου ή μιας θεωρίας απόδοσης της καταγωγής των αρχιτεκτονικών μορφών στη φύση, όπως η πεποίθηση πως η ελληνική ναοδομία ήταν η μετάφραση της βιτρουβιανής καλύβας σε λίθινο δομικό σύστημα, χρωστούσαν πολλά στο Essai sur l’architecture του Marc-Antoine Laugier, στο οποίο φαίνεται να κατευθύνονται οι αφορισμοί του Piranesi, χωρίς όμως ο ίδιος να το κατονομάζει ποτέ. Οι δημοσιεύσεις επίσης των Allan Ramsay και Julien David Le Roy φαίνεται να ερέθισαν με τις δημοσιεύσεις τους (1755 και 1758 αντίστοιχα) ακόμα περισσότερο το μένος του Piranesi που καθυστέρησε την δική του δημοσίευση και την τροποποίησε ώστε να περιλαμβάνει επαρκείς απαντήσεις και σε αυτά. Piranesi G.B, ό.π, σελ. 17
Κριτικότητα i.
156
«. . . Ήμαστε κλειδωμένοι σε ένα μαγεμένο πύργο και είχαμε χάσει τα κλειδιά. Ήμαστε καταδικασμένοι να μείνουμε εκεί, και ο πύργος ήταν ένας πραγματικός λαβύρινθος – όσο περισσότερο αναζητούσαμε μια κατεύθυνση, τόσο περισσότερο μπαίναμε σε μαγεμένες αίθουσες γεμάτες παραμορφωμένα όνειρα. . . . Ο μίτος της Αριάδνης ήταν κομμένος. Έπρεπε απλά να συνεχίσεις χωρίς αυτόν». [ απόσπασμα από συνέντευξη του με την Francoise Very, Vidler. A, Histories of the Immediate Future, The MIT Press, 2008, σελ 187. Η μετάφραση από τον Παναγιώτη Τουρνικώτη, Ό.π, 2002, σελ 183]. Ο Tafuri αναφέρεται ξανά στον μίτο της Αριάδνης, στην εισαγωγική έκθεση
ΜΕΡΟΣ
του La Sfera e il Labirinto για να επισημάνει τον ρόλο που παίζουν οι διάσπαρτοι νόμοι και ρυθμίσεις που ορίζουν τις παραγωγικές σχέσεις και τις συνθήκες σχεδιασμού και υλοποίησης της αρχιτεκτονικής, σαν στοιχεία αποσαφήνισης των ιδεολογικών διαδρομών της αρχιτεκτονικής και της λαβυρινθώδους φύσης της ουτοπικής της παρόρμησης. Tafuri. M, La Sfera e il Labirinto, 1987, σελ 16. Ο μίτος της Αριάδνης, όπως και στις διαφορετικές εκδοχές του μύθου, είναι το στοιχείο λογικής οργάνωσης –ή μάλλον αγκύρωσης μια κατάστασης στην λογική– που επιχειρεί να αναδείξει μια σαφήνεια ή να συστήσει έναν μονόδρομο, σε προβληματικά περιβάλλοντα που κατεξοχήν κυριαρχούνται από απειρία επιλογών, πολλαπλότητα δρόμων και κατευθύνσεων. Στον Tafuri λοιπόν, η διακοπή του μίτου πρέπει να αντιστοιχεί σε πλήρη παράδοση στο χάος και τον σχετικισμό και στην ακύρωση της πιθανότητας ανώδυνης διαφυγής. ii.
Κάτι τέτοιο στη σκέψη του Barthes εμπίπτει στο πεδίο της γλωσσολογίας ή κάποιου επιστημονικού κλάδου που καταπιάνεται με την νοηματική ρευστότητα των ίδιων των λέξεων. Ο Barthes γράφει για αυτήν την επιστήμη: «εκείνο που θα την ενδιέφερε είναι οι ποικιλίες των σημασιών που γεννιούνται από τα έργα: δεν θα ερμήνευε τα σύμβολα αλλά μονάχα την πολυσημαντότητα τους (polyvalence). Με δύο λόγια, το αντικείμενο της δεν θα ήταν οι πιο πλήρεις σημασίες του έργου, αλλά, αντίθετα, η κενή σημασία που τις στηρίζει όλες . . . Τα μοντέλο της θα ήταν οπωσδήποτε, γλωσσολογικό. Ο γλωσσολόγος, μπροστά στην αδυναμία να κυριαρχήσει σ’ όλες τις φράσεις μιας γλώσσας, δέχεται να διαμορφώσει ένα υποθετικό μοντέλο περιγραφής με το οποίο μπορεί να ερμηνεύσει πως γεννήθηκαν οι άπειρες φράσεις μιας γλώσσας» Barthes. R, Ό.π, 1972, σελ. 57
iii.
Ο Barthes γράφει περισσότερα για αυτήν την ιδιάζουσα σχέση μεταξύ έργου και κριτικής του ανάγνωσης, χωρίς να σταματά στιγμή να υπενθυμίζει πως αυτή η συνεχής ανάδραση τους δεν υφίσταται έξω από τα σύνορα του γραπτού λόγου: «Το έργο, απομονωμένο από κάθε κατάσταση, προσφέρεται για διερεύνηση: γι’ αυτόν που το γράφει ή το διαβάζει καταλήγει να είναι ένα πρόβλημα που τίθεται στο γλωσσικό ιδίωμα˙ αισθανόμαστε τα θεμέλια του και αγγίζουμε τα όρια του. Το έργο γίνεται έτσι ο θεματοφύλακας μιας απέραντης και ακατάπαυστης έρευνας πάνω στις λέξεις. Έχουμε την εντύπωση ότι το σύμβολο δεν είναι παρά μια ιδιότητα της φαντασίας. Όμως έχει και μια κριτική λειτουργία και το αντικείμενο της κριτικής του είναι το γλωσσικό ιδίωμα. Στην Critique de la Raison που μας έδωσε η φιλοσοφία μπορούμε να προσθέσουμε μια Critique du Language κι αυτό ακριβώς είναι η Λογοτεχνία», ‘Ο.π, 1972, σελ. 55
iv.
Ο Tafuri επιχειρεί να διαχωρίσει συνολικά τα απεικονιστικά μέσα και τις αναπαραστατικές τεχνικές της αρχιτεκτονικής από τα στοιχεία που απαρτίζουν το ιστορικό της corpus, καταδεικνύοντας ακριβώς πως αποτελούν επικράτειες τελείως διαφορετικής γλωσσικής υφής. Όπως ακριβώς υπάρχουν προβληματικές περιοχές στην οικειοποίηση του ιστορικού corpus από την σχεδιαστική εφαρμογή, αντίστοιχα αστοχούν οι προσπάθειες καθυπόταξης των απεικονιστικών τεχνικών της αρχιτε-
157
κτονικής μορφής σε αφηγηματικές ή ιστοριογραφικές αφηγήσεις. Παράδειγμα αυτής της αναντιστοιχίας και των συνεπειών της, η έκθεση που πραγματοποιήθηκε για τον Michelangelo στη Ρώμη το 1964. Ο Tafuri γράφει για τις οπτικές αναπαραστάσεις που σχεδιάστηκαν από τους φοιτητές ότι: «Τα μοντέλα, οι κατασκευές από σίδερο, οι δυναμικές φωτογραφίες, γνώρισαν σκληρή κριτική ως τελείως απομακρυσμένες από το ίδιο το αρχιτεκτονικό έργο του Michalagelo». Tafuri. M, Ό.π, 1980, σελ. 107 v.
Το σύμπλεγμα του Ικάρου είναι ψυχαναλυτικός όρος που περιγράφει έναν τύπο υπερφιλόδοξου χαρακτήρα με υπερβολικές πνευματικές φιλοδοξίες που ξεπερνούν τα όρια της προσωπικότητας [πηγή wikipedia]. Ο Tafuri χρησιμοποιεί τον όρο στο L’Architecture dans le Boudoir για να καταδείξει μια αντίστοιχη, οριακά ναρκισσιστική τάση υπερέκθεσης του ψυχικού κόσμου που εντοπίζει στις εξεζητημένες αρχιτεκτονικές συνθέσεις και τις μη πραγματοποιήσιμες σχεδιαστικές απεικονίσεις αρχιτεκτόνων όπως ο Aldo Rossi ή ο Massimo Scolari. Ο Tafuri φαίνεται οριακά να καυτηριάζει τέτοιες εντελώς προσωπικές σχεδιαστικές ονειροπολήσεις, διακρίνοντας μέσα τους μια «προσμονή της πτώσης» [σε αντίθεση με την επιπολαιότητα του Ίκαρου]. Ο ίδιος ο Rossi παραδέχεται πως το μόνο που του απομένει είναι να συνεχίσει να υφίσταται. «Δεν έχει τίποτα να κρύψει από τους άλλους ή να ζητήσει από αυτούς, αφού για εκείνον δεν υπάρχει πια μέλλον, αφού δεν υπάρχει τίποτα πια που να τον περιμένει». Tafuri. M, Ό.π, 1987, σελ. 278, στο κεφάλαιο “L’architecture dans le Boudoir:The Language of Criticism and the Criticism of Language”.
vi.
Όλα τα στοιχεία στα οποία αναφερόμαστε, προκύπτουν από την ταξινόμηση που κάνει ο Tafuri στις απεικονιστικές τεχνικές του αρχιτεκτονικού πειραματισμού. Υποθέτουμε ότι κατά κύριο λόγο, αφορούν για άλλη μια φορά στην πειραματική τροποποίηση του Κλασικισμού ενώ μοιάζει ακόμα να επινοείται πως όλες οι τεχνικές είναι μάλλον ανεπαρκείς απέναντι στην τερατώδη πρόκληση που έχουν αναθέσει στον εαυτό τους. “Ο κλασικισμός μπορεί να διαστραφεί, να εμπλουτιστεί, να οδηγηθεί στο σημείο κατάρρευσης των εσωτερικών του ρηγματόσεων, παρόλη αυτή τη κάμψη και συντριβή όμως, θα υπερισχύει πάντοτε η ικανότητα του να απορροφά όλη αυτή την αναταραχή που δεν είναι ακόμα ικανή να τον ανατρέψει ολοκληρωτικά.” Tafuri. M, Ό.π, 1980, σελ. 105. Αυτοί οι πέντε τύποι αρχιτεκτονικού πειραματισμού είναι: α) Η έμφαση σε ένα συγκεκριμένο θέμα που παροξύνεται ως το βαθμό της πιο ριζικής αμφισβήτησης των θεμελιακών νόμων που τι διέπουν β) Η ένταξη ενός θέματος που έχει βαθιές ρίζες σε ένα άλλο, εντελώς διαφορετικό περιβάλλον.γ) Η συναρμογή στοιχείων από ιδεολογικά και ιστορικά τελείως διαφορετικούς και απέχοντες κώδικες δ)Η διάβρωση αρχιτεκτονικών θεμάτων 1)με παραστατικές δομές διαφορετικής Φύσης (βλ. Μανιερισμός και Μπαρόκ) ή 2)με την εισαγωγή τους σε Σειρές (Τυπολογία). ε)Η παρόξυνση της διάρθρωσης ενός θέματος που αρχικά είχε γίνει αντιληπτό ως πλήρες Tafuri. M, Ό.π, 1980, σελ. 110-111, η ακριβής μετάφραση από Τουρνικιώτης. Π, Η Ιστοριογραφία της Μοντέρνας Αρχιτεκτονικής, σελ. 194
vii.
Δεν μας είναι παραδείγματος χάριν ιδιαίτερα δύσκολο να συνδέσουμε αυτήν την συστηματικότητα, τον τονισμό της διαδικασίας και την σειριακότητα με την σειρά «δοκιμιακών» σχεδόν κατοικιών/φορμαλιστικών ασκήσεων του Pe-
158
ΜΕΡΟΣ
ter Eisenman την δεκαετία του 70’, τα οποία μάλιστα επιχείρησαν μια κριτική τοποθέτηση πάνω στην ίδια την υβριδική έννοια του αρχιτεκτονικού συντακτικού ξεκινώντας ακριβώς από γλωσσολογικές θεωρίες (όπως τα deep structures του Noam Chomsky). Πολλές φορές μάλιστα συνδέονται και την Γαλλική μεταδομιστική διανόηση, αν και η συσχέτιση του Eisenman με τον Derrida και την έννοια της «Διαφοράς» είναι μάλλον μεταγενέστερη.
Ενεργητικότητα
i.
Αναφερόμαστε φυσικά στους Pevsner, Giedion, Kauffman, Zevi. Προφανως και είναι έγκυρη μια τέτοιά ανάγνωση τους, τις απαρχές της οποίας θέτει και ο ίδιος ο Tafuri, πολλές όμως πεισματώδεις αναλύσεις επιτρέπουν την παρεξήγηση πως “η ενεργητική κριτική” αφορά πολύ περισσότερο τον μοντέρνο κίνημα, υποβιβάζοντας ενδεχομένως την σημασία που της δίνει ο Tafuri ως συνολικότερη τάση.
ii.
Συνήθως το επίμαχο κεφάλαιο λογαριάζεται ως επίθεση στην ιστοριογραφική παράδοση του Bruno Zevi –μέντορα ,κατά κάποιο τρόπο, του Tafuri που φαίνεται να είχε συμβάλει στην καθιέρωση του στο πανεπιστήμιο– και κυρίως στις αναλύσεις του περί οργανικής αρχιτεκτονικής. Στην πραγματικότητα η σχέση του Tafuri με τον Zevi είναι τρομερά συνθετότερη, και ίσως δεν δικαιώνεται από τον χώρο που του αφιερώνει ο Tafuri στο Teorie e Storia. Δεν είναι λίγα παρ’ όλα αυτά παραθέματα που φαίνεται να του αναγνωρίζει έναν μεγάλης συμβολής πρώιμο προβληματισμό πάνω στο ζήτημα της σχέσης του σχεδιασμού με την ιστορία και σίγουρα κάθε κίνηση απόρριψης ή ανατροπής έχει προκύψει μετά από συστηματική του μελέτη.
iii.
Σε αυτήν την περίπτωση όπως τον εννοούσε ή τον σχολίαζε ο πρωτεργάτη της “ενεργητικής σκέψης” Giovanni Pietro Bellori, γνωστός και ως ο “Vasari” του 17ου αιώνα λόγω του έργου του Vite de’Pittori, Scultori et Architetti Moderni.
iv.
Οι δύο συγγραφείς έχουν κομβική θέση στην ανάλυση του Tafuri περί «ενεργητικής κριτικής». Ο Bellori έχει αφετηριακή σημασία ή μάλλον ο Tafuri αναφέρεται στους καλλιτεχνικούς του βίους ως το πρώτο πολύ συνεκτικό παράδειγμα της διενέργειας οριακά ιδεολογικών, εκλογών και κρίσεων πάνω στο σώμα του ιστορικού υλικού, αφού έχουν αφαιρεθεί εξ’ ολοκλήρου από αυτό, όλοι οι εκπρόσωποι του ρωμαϊκού Μπαρόκ. Η κατά Zevi “οργανική αρχιτεκτονική” εμπίπτει φυσικά στην “ενεργητική” περιοχή, όπως αναφέραμε όμως ήδη, η σχέση του με τον Tafuri είναι πολυπλοκότερη.
v.
Σε αυτήν την συνεκτική περιγραφή, πήραμε το θάρρος να συγκεντρώσουμε όλους τους, διάσπαρτους στο κείμενο χαρακτηρισμούς, τόσο γενικούς όσο και εκείνους που αναφέρονται σε συγκεκριμένα πρόσωπα, γιατί έχουμε ακριβώς πειστεί για την ύπαρξη της ενεργητικής τάσης ως κάποιας μορφής ενιαίου ψυχισμού. Θεωρούμε επομένως πως ο συγγραφέας θα συγχωρούσε ή τουλάχιστον δεν θα έκρινε πολύ αυστηρά το αυτοσχέδιο “κολλάζ” μας του κειμένου.
vi.
«Τα κείμενα των αρχιτεκτόνων ενάντια σε αυτά των καλλιτεχνών ή των σκηνοθετών. Ενώ οι δεύτεροι έχουν συνείδηση, στα γραπτά τους, του ότι δίνουν γλωσσική μορφή σε μια προσωπική ποιητική τους ή ότι εκφράζουν προβλήματα μέσω μιας υψηλά παραμορφωμένης προο-
159
πτικής, οι πρώτοι κυρίως τείνουν να προσδίδουν αντικειμενική μορφή και επιστημονική αξιοπρέπεια στις υποθέσεις τους.» Tafuri. M, op.cit, 1980, σελ. 155 vii.
Βλ Progeto e Utopia, μεταφρασμένο στα Αγγλικά ως “Architecture and Utopia”. Εκεί ο Tafuri αναπτύσσει ακριβώς αυτήν τη συσχέτιση, για την οποία μάλιστα ίσως έγινε περισσότερο γνωστός ενώ ήταν αυτή που τον σύστησε και τον καθιέρωσε στην Αμερική.
i.
Ο Tafuri γράφει: «Η τυπολογική κριτική επιχειρεί να συστήσει ανεξάρτητα μια νέα κριτική ιστορία του Μοντέρνου Κινήματος: η αλληλεπίδραση μεταξύ φιλολογικών και γραφηματικών-εικονογραφικών εργαλείων διασφαλίζει εύκολα μια “ενεργητική” διάχυση που φορτίζεται με περισσότερες αρμοδιότητες των τυπικών τυπολογικών μελετών. Οφείλουμε να προσθέσουμε πως αυτές οι παραμορφώσεις που είναι τυπικές κάθε μορφής “ενεργητικής κριτικής, είναι εντελώς δικαιολογημένες: τέτοιου είδους ιστοριογραφικός ωφελιμισμός, με την αντίστοιχη προοπτική προς πειραματικές σχεδιαστικές αποφάσεις, θεωρείται δεδομένος.” »Tafuri. M, Ό.π, 1980, σελ 162
ii.
Οφείλουμε έστω στο κεφάλαιο των σημειώσεων να θίξουμε κάποιες από τις σκέψεις του Tafuri πάνω σε αυτήν την αντικατάσταση των ποικίλων (αντι-, αν-, α-)ιστορικισμών από πολλαπλές Ιδεολογίες. Περισσότερο συγκεκριμένα, ο Tafuri κατονομάζει στο Progeto Storico τρία τουλάχιστον μοντέλα ιδεολογικής παραγωγής του χώρου που αντιτίθενται στην Ιστορία: [α]. την «προοδευτική» ιδεολογία που χαρακτηρίζει την ιστορική avant-garde, που προτείνει μια ολική απόσχιση από την πραγματικότητα αποκλείοντας κάθε συμβιβαστική πιθανότητα (το είδος της ιδεολογίας που σε στιγμές εκκοσμίκευσης υποβιβάζεται σε προπαγάνδα). [β]. μια οπισθοδρομική ιδεολογία, οριακά νοσταλγική, που χαρακτηρίζει την αντι-αστική σκέψη του 19ου αιώνα, την επιστροφή στην ύπαιθρο, την απόρριψη της μητρόπολης και της καταναλωτικής της φυσιογνωμίας κοκ (ιδεολογία που ο Tafuri συνδέει με απόπειρες ουτοπικής σύστασης ή ανασύστασης κοινοτήτων με αναρχικές ή κοινοβιακές ιδεολογικές αφετηρίες) και [γ]. την ιδεολογία της μεταρρυθμιστικής ρητορικής που επιμένει στην αστική αναμόρφωση, την περιφερειακή ανάπτυξη και την άνθηση της βιομηχανίας προσμένοντας στον σχεδιασμό των νέων παραγωγικών μέσων ή στην ανακατανομή της εργασίας και τον ανασχεδιασμό των εργασιακών σχέσεων (βλ. Αμερικάνικη προοδευτική παράδοση). Και ο Tafuri φαίνεται να εννοεί πως και οι τρεις ιδεολογίες αποτελούν εν δυνάμει παραγωγούς χωρικών σχέσεων και διαμορφώνουν, άλλοτε δραστικά και άλλοτε περισσότερο έμμεσα τον σχεδιασμό του υλικού χώρου. Ό.π, 1987, σελ 17
iii.
Nietzsche. F, Περί Αληθείας και Ψεύδους υπό Εξωηθική έννοια, Εκκρεμές, σελ. 16. Ο Nietzsche διερωτάται λίγο παρακάτω τι είναι η αλήθεια: «Τι είναι η αλήθεια λοιπόν; Μια ευέλικτη, ευκίνητη στρατιά από μεταφορές, μετωνυμίες, ανθρωπομορφικές εκφράσεις, κοντολογίς ένα σύνολο από ανθρώπινες σχέσεις, οι οποίες αφού επιτάχθηκαν ποιητικά και ρητορικά μεταφέρθηκαν σε άλλο γένος, στολίστηκαν και μετά από μακρά χρήση φαίνονται σε ένα λαό εδραίες, με κανονιστικό κύρος και δεσμευτική ισχύ. Οι αλήθειες είναι ψευδαισθήσεις, για τις οποίες έχουμε λησμονήσει ότι είναι τέτοιες. Μεταφορές που φθάρθηκαν από την υπερβολική χρήση και έχασαν την ισχύ τους ως συγκεκριμένες και ατομικές αποδόσεις της αισθητηριακής εμπειρίας, νομίσματα που έχουν απωλέσει την έκτυπη επάνω εικόνα τους και
Η ιστορική εργασία
160
ΜΕΡΟΣ
τώρα πια δεν μπορούν να χρησιμεύσουν ως νομίσματα παρά μόνο σαν μέταλλο». Nietzsche. F, Ό.π, σελ. 20. Ο Tafuri χρησιμοποιεί ένα άλλο νιτσεϊκό παράθεμα από την Χαραυγή, στο οποίο οι ίδιες ακριβώς ονοματοποιήσεις εμφανίζονται ως σκληρώσεις, “πέτρες”, “οικοδομήματα” ή “αδιαπέραστα μνημεία”. Ό.π, 1987, σελ 7 iv.
M.Foucault, Τρία Κείμενα για τον Νίτσε, 2011, σελ 43-44. Ο Foucault γράφει επίσης: «Η αναζήτηση της καταγωγής συνίσταται τότε στην απόπειρα αφαίρεσης όλων των προσωπείων, προκειμένου να αποκαλυφθεί επιτέλους μια πρωταρχική ταυτότητα. Τι μαθαίνει όμως ο γενεαλόγος αν φροντίσει να αφουγκραστεί την ιστορία αντί να εμπιστευτεί τη μεταφυσική; Ότι πίσω από τα πράγματα υπάρχει “εντελώς άλλο πράγμα”˙ όχι βέβαια το α-χρονικό και ουσιώδες μυστικό τους, αλλά το μυστικό ότι δεν έχουν ουσία και ότι η ουσία τους συγκροτήθηκε βαθμηδόν από ξένα προς αυτήν οχήματα» Foucault. M, Ό.π, σελ 42
v.
Freud. S, Η Δυσφορία μέσα στον Πολιτισμό, 2013, σελ 21. Φυσικά ο Freud δεν παραλείπει να μας προειδοποιήσει λίγο παρακάτω για τις αστοχίες της υπερβολικής χρήσης μιας τέτοιας αναλογίας και το σχόλιο του είναι πολύ χρήσιμο για την ειδική χρήση που του κάνουμε εμείς. «Ο ίδιος χώρος δεν επιτρέπει να τον γεμίσουμε δύο φορές. Η προσπάθεια μας μοιάζει με χάσιμο χρόνου. Δικαιολογείτσι μόνο με έναν τρόπο: μας δείχνει πόσο πολύ απέχουμε από την προσέγγιση των ιδιορρυθμιών της ψυχικής ζωής, όταν χρησιμοποιούμε οπτικές παραστάσεις», Ό.π σελ. 22
vi.
Ο Tafuri αναφέρεται στο “ιστορικό παζλ” από την πρώτη στιγμή για να περιγράψει την λαβυρινθώδη συνθετότητα της ιστοριογραφικής εργασίας αλλά και την φαινομενικά μοναδική, πλήρη και ευνόητη μορφή που μπορεί να λάβει. Ο παραλληλισμός της “ιστορικής εργασίας” με τα παζλ έχει προκύψει από ένα μικρό απόσπασμα του κειμένου Giochi di pasienza των Carlo Ginzburg και Adriano Prosperi. Στο παράθεμα οι συγγραφείς αναφέρουν πως η φαινομενικά συνεπής ολοκλήρωση του παζλ, η απόλυτη συναρμογή των κομματιών, είναι μάλλον παραπλανητική καθώς ο ιστορικός δεν έχει ποτέ στη διάθεση του όλα τα κομμάτια και μπορεί να καταλήξει σε περισσότερες από μια συναρμογές. Στην περίπτωση που οι υποθέσεις του είναι λάθος, αυτές οι αυθαίρετες συναρμογές και οι φαινομενικά συνεπείς συνδυασμοί, προσλαμβάνονται λανθασμένα ως αντικειμενικές πιστοποιήσεις της αλήθειας.
vii.
Groys.B, The Loneliness of the Project, 2002, «Επιτρέπεται επ’ αόριστόν, σε κάποιον που κυνηγά έναν συγκεκριμένο στόχο γνώσης ή καλλιτεχνικής δραστηριότητας να μην διαθέτει χρόνο για το κοινωνικό του περιβάλλον. Αναμένεται όμως από εκείνο, τουλάχιστον μέχρι την τελευταία στιγμή της ζωής του, να έχει κάποιου είδους ολοκληρωμένο προϊόν να επιδείξει –πιθανότατα κάποιου είδους έργο– που θα το παρέχει έστω αναδρομικά κάποιου είδους κοινωνικής αιτιολόγησης για την ζωή που έζησε σε απομόνωση. Υπάρχουν όμως και άλλα “projects” χωρίς χρονικό περιορισμό, “projects” δίχως τέλος όπως η θρησκεία ή η οικοδόμηση μιας καλύτερης κοινωνίας, που αποσπούν αμετάκλητα τους ανθρώπους από την συνολική επικοινωνιακή συγχρονία και τους μεταθέτουν στο χρόνιο πλαίσιο μιας μοναχικής εργασίας»
161
Αποχαιρετισμός i.
Ο Andrew Leach δίνει στο τελευταίο κεφάλαιο της διδακτορικής του διατριβής τον τίτλο «Death in Venice» αναφερόμενο στον θάνατο του ιστορικού. Συνδυάζοντας βιογραφική τεκμηρίωση αλλά και ορισμένα στοιχεία από την τελευταία συνέντευξη του Tafuri με τίτλο History as project, ο Leach υποθέτει πως διαφορετικές μεθοδολογικές εκδοχές της ιστοριογραφικής πρακτικής, μπορούν να προκύψουν από διαφορετικές πόλεις, ισχυρίζεται δηλαδή, ότι τουλάχιστον σε περιπτώσεις ευαίσθητων “πνευμάτων” όπως αυτό του Tafuri, οι πόλεις μπορούν να αποτελέσουν εντελώς ετερογενείς ιστορικές αφηγήσεις στον χώρο. Leach. A, Choosing History: A Study of Manfredo Tafuri’s Theorisation of Architectural History and Architectural History Research, 2006
ii.
Ο Leach τεκμηριώνει την σύνδεση της Βενετίας με το νοσταλγικό αίσθημα, αναφερόμενο στις φανταστικές εξιστορήσεις του Μάρκο Πόλο στον Κουμπλάι Χαν όπως τις αφηγήθηκε ο Italo Calvino. Σε αυτήν την προσέγγιση, κάθε μια από τις πόλεις που περιγράφει ο ταξιδευτής, αποτελεί έναν αντικατοπτρισμό της Βενετίας. Η εικόνα της πόλης έχει παρεισφρήσει σε κάθε στιγμιότυπο συνάντησης του με το άλλο, με ένα τρόπο που φαίνεται να τον καλεί συνεχώς πίσω σαν επιτακτική παρουσία. Ό.π, 2006
iii.
Ο Tafuri εξομολογούνταν στην Βενετία: «Στη Βενετία σκεφτόμουν άλλα πράγματα……Ξεκίνησα μια σειρά άγριας αυτοκριτικής ενάντια σε όλα όσα είχα κάνει, μιας αυτοκριτικής που επαναλαμβάνονταν με βίαια αυτοκαταστροφικό τρόπο. Κάτι τέτοιο έτεινε πολλές φορές να με παραλύσει, και τότε αποστασιοποιούμουν και έκανα μια προσπάθεια να διορθώσω τον εαυτό μου. Συνήθιζα να λέω πως τα έχω καταφέρει πολύ άσχημα μέχρι σήμερα και ίσως καταφέρω να κάνω κάποιο πολύ μικρό πράγμα καλά πρώτού πεθάνω» Ο Leach αντλεί όλη αυτήν την πληροφόρηση από την συνέντευξη που είχε δώσει ο Tafuri στην Louisa Pasarini, δημοσιευμένη το 1999 με τον τίτλο History as Project: An interview with Manfredo Tafuri. Η συνέντευξη υπάρχει επίσης στο τεύχος 25/26 του περιοδικού ANY που είναι ολόκληρο αφιερωμένο στον Tafuri. Ό.π, 2006
162
ΜΕΡΟΣ
κατάλογος εικόνων [1] Theories and History of Architecture, εξώφυλλο της μεταφρασμένης στα αγγλικά έκδοσης του 1980, Harpers & Row [2] The Sphere and the Labyrinth, εξώφυλλο της μεταφρασμένης στα αγγλικά έκδοσης του 1987, The MIT press [3] Man Ray, το φανταστικό πορτρέτο του Μαρκησίου de Sade, πηγή: kb.nl [4] Marat/Sade, αφίσα του ανεβάσματος της παράστασης το 1964, από τον Royal Shakespeare Company, σε σκηνοθεσία Peter Brook, πηγή: pinterest σ. 20: Franco Purini & Laura Thermes, από τα σχεδία ανάπλαση της όχθης του Τίβερη, πηγή: Theories and History of Architecture, κατάλογος εικόνων, σελ. 274 [5] Jan Vredeman de Vries, Προοπτική απεικόνιση, 1604, πηγή: fulltable.com [6,7] Claude-Nicolas Ledoux, κάτοψη και εναέρια άποψη της κοινωνικής πόλης της Chaux, πηγή: wikiwand [8,9] Claude-Nicolas Ledoux, Oikema, [Οίκημα:Οίκος ανοχής], στην κοινωνική πόλη της Chaux, πηγή: Εισαγωγή στη Θεωρία της Αρχιτεκτονικής, τεύχος σημειώσειων, σελ. 49 [10] Claude-Nicolas Ledoux, κιμητήριο για την κοινωνική πόλη της Chaux, Τομή, πηγή: flickr [11] Giovanni Battista Piranesi, Antiquus Bivii Appiae et Ardeatinae Prospectus ad Il Lapidem Extra Portam Capenam, 1756, χαλκογραφία, 39.5Χ64 cm, πηγή: Observations on the Letter of Monsieur Mariette, σελ 13 [12] V.Dalherup, «Η ιστορία στο κεφάλι του aαρχιτέκτονα», 1866, πηγή: Η αρχιτεκτονική στη σύγχρονη εποχή, σελ. 58 [13] Giovanni Battista Piranesi, Pianta di ampio magnifico collegio. . . , 1750, χαλκογραφία, 61Χ45 πηγή: Observations on the Letter of Monsieur Mariette, σελ 7 [14] Giovanni Battista Piranesi, Carceri, Πινακίδα VI,«The smoking fire», 17451750, χαλκογραφία, 55Χ41 cm, πηγή: wikipedia [15] Giovanni Battista Piranesi, Carceri, Πινακίδα VII,«The drawbridge», 17451750, χαλκογραφία, 55Χ41 cm, πηγή: Observations on the Letter of Monsieur Mariette, σελ 8 [16] Giovanni Battista Piranesi, Το μαυσωλείο του Ανδριανού και η ροτόντα κοντά στο θέατρο του Μαρκέλου, εναέριες απεικονίσεις από το Campo Marzio, πηγή: Theories and History of architecture, σελ. 257 [17] Giovanni Battista Piranesi, Τζάκι σε Αιγυπτιακό στυλ, χαλκογραφία, 1769, πηγή: wikiart [18] Sir John Soane, Academy of Architecture, (Soane Museum and Library), Lon-
163
don, 1812-1834 σελ. 68: Paul Rudolph, σχέδια για ένα σπίτι, πηγή: Theories and History of architecture, σελ. 299 σελ. 70: σκίτσο του James Stirling, σχέδιο πρότασης διαγωνισμού για ένα μουσείο για την συλλογή τέχνης Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας, 1975, πηγή: https:// relationalthought.wordpress.com/2012/09/19/1235/ [19] Aldo Rossi, «Citta Analoga» [Η ανάλογη πόλη] κολάζ, 1977, πηγή: Anti-Vitruv & Super-Brunelleschi, relationalthought.wordpress.com [20] James Stirling και Leon Krier, Προοπτική απεικόνιση της πρότασης για το δημοτικό κέντρο του Derby, πηγή: L’Architecture dans le Boudoir [21] Πρόταση διαγωνισμού για διοικητικό κέντρο, Aldo Rossi με G.Braghieri και M.Bosshard, Τεργέστη, 1974, πηγή: Anti-Vitruv & Super-Brunelleschi, relationalthought.wordpress.com [22] O.M.Ungers, Block 1, IBA, Βερολίνο, Γερμανία, 1981-1987, G.Braghieri, M. Bosshard, πηγή: Anti-Vitruv & Super-Brunelleschi, relationalthought.wordpress. com [23] Massimo Scolari, «Il pilota del Labirinto»[O πιλότος του λαβύρινθου],υδατογραφία 180Χ130, 1978, πηγή: massimoscolari.it [24] Massimo Scolari, «La macchina dell’oblio»[Η Μηχανή της λήθης], υδατογραφία 178Χ178, 1979, πηγη: massimoscolari.it [25] Paul Klee, Angelus Novus, ακουαρέλα σε χαρτί, 1920, πηγή: imj.org.il/ σ. 98: Ludovico Quaroni και συνεργάτες, σχέδιο για το CEP του S. Giuliano, στο Mestre της Βενετίας, πηγή: Theories and History of architecture, σελ. 312 σ. 100: Bruno Zevi, Η σπειροειδής εξέλιξη της ιστορίας της αρχιτεκτονικής, πηγή: Storia dell’architettura moderna [26,27] σελίδες από το Pioneers of the Modern Movement from William Morris to Walter Gropius, του Nicholaus Pevsner, πηγή: «Η Ιστοριογραφία της Μοντέρνας Αρχιτεκτονικής», Π. Τουρνικώτης, σελ 40, 41 [28,29] σελίδες από το Space, Time and Architecture του Siegfried Giedion, πηγή: «Η Ιστοριογραφία της Μοντέρνας Αρχιτεκτονικής», Π. Τουρνικώτης, σελ 51, 52 [30] Massimo Scolari, «L’ultima città conosciuta» [Η τελευταία γνωστή πόλη], υδατογραφία 254Χ199, 1987, πηγή: massimocolari.it σελ. 124: προφίλ σπιτιών από την Keizersgracht στο Άμστερνταμ, πηγή: Theories and History of architecture, σελ. 161 σελ. 126: Σκίτσο-σπουδή πάνω στις κολυμβητικές καμπίνες του Aldo Rossi, που βρήκα στο διαδίκτυο, πηγή: cameronmcewan.files.wordpress.com
164
ΜΕΡΟΣ
Πηγές: Βιβλιογραφία από τον ίδιο Tafuri. M, Theories and History of Architecture Μετφ. Giorgio Verrecchia Εκδ. Harper & Row Publishers, 1980, Νέα Υόρκη, Tafuri. M, The Sphere and the Labyrinth, Avant-Garde and Architecture from Piranesi to the 1970s Μετφ. Pellegrino d’Acierno, Robert Connolly Εκδ. The MIT Press, 1987,
Βιβλιογραφία σχολιαστική του Tafuri Biraghi. M, Project of Crisis/Manfredo Tafuri and Contemporary Architecture Μετφ. Alta Price Εκδ. The MIT Press, 2013, Cambridge MA, Leach. A, Manfredo Tafuri Choosing History Εκδ. A&S Books, 2007, Department of Architecture and Urban Planning, Ghent University
Βιβλία στα Αγγλικά Hays. K.M, Architecture’s Desire: Reading the Late Avant-Garde Εκδ. The MIT Press, 2010, Cambridge MA, Piranesi. G.B, Observations on the letter of Monsieur Mariette, with Opinions on architecture, and a preface to a New Treatise on the introduction and Progress of the fine Arts in Europe in Ancient times Εκδ. The Getty Research Institute Publications Program, Σειρά Texts & Documents, 2002 Vidler. A, Histories of the Immediate Present: Inventing Architectural Modernism Εκδ. The MIT Press, 2008, Cambridge MA,
Συμπληρωματική βιβλιογραφία στα Ελληνικά Τουρνικιώτης. Π, Ιστοριογραφία της Μοντέρνας Αρχιτεκτονικής Εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2002
165
Τουρνικιώτης. Π, Η Αρχιτεκτονική στη Σύγχρονη Εποχή Εκδ. Futura, Αθήνα, 2006
Συμπληρωματική ξενόγλωσση βιβλιογραφία Adorno. T.W & Block. E, Κάτι λείπει:Μια συζήτηση για τις αντιφάσεις της ουτοπικής επιθυμίας Μετφ. Στέφανος Ροζάνης Εκδ. Έρασμος, Αθήνα, 2000 Barthes. R, Κριτική και Αλήθεια Μετφ. Θέμης Μπανούσης Εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα, 1972 Bataille. G, Η Λογοτεχνία και το Κακό Μετφ. Ελένη Βαρίκα Εκδ. πλέθρον, 1979 Nietzsche. F, Περί Αληθείας και Ψεύδους υπό Εξωηθική έννοια Μετφ. Πέτρος Γιαντζάκης Εκδ. Εκκρεμές Foucault. M, Ετεροτοπίες και άλλα κείμενα, “Πρόλογος στην Παραβίαση” Μετφ.Τάσος Μπέτζελος Εκδ. πλέθρον, 2012 Foucault. M, Τρία Κείμενα για τον Νίτσε, “Ο Νίτσε, η Γενεαλογία, η Ιστορία” Μετφ.Δημήτρης Γκινοσάτης Εκδ. πλέθρον, 2011 Freud. S, Η Δυσφορία μέσα στον Πολιτισμό Μετφ. Βασίλης Πατσογιάννης Εκδ. πλέθρον, 2013 Wilde. O, Ο Κριτικος ως δημιουργός Μετφ. Σπύρος Τσακνιάς Εκδ. στιγμή, 1984
166
ΜΕΡΟΣ
Κείμενα | Δοκίμια Groys. B, The Loneliness of the Project, New York Magazine of Contemporary Art and Theory, Museum van Hedendaagse Kunst Antwerpen, 2002
Συλλογικοί Τόμοι | Συλλογές Κειμένων Architecture | Theory | since 1968, Columbia Books of Architecture Tafuri. M | “Towards a Critique of Archtiectural Ideology,” Contropiano Tafuri. M | “L’Architecture dans le Boudoir:The Language of Criticism and the Criticism of Language”, Oppositions Theories and Manifestoes of Contemporary Architecture Επιμ. Charles Jencks, Karl Kropf Εκδ. Academy Editions, 1997, Μεγάλη Βρετανία
Διδακτορικά | Διατριβές Leach. A, Choosing History: A Study of Manfredo Tafuri’s Theorisation of Architectural History and Architectural History Research Υπ. Καθ B. Verschaffel Universiteit Gent 2005-2006 Keyvanian. C, Manfredo Tafuri’s Notion of History and it’s Methodological Sources:From Walter Benjamin to Roland Barthes Υπ. Καθ B. H. Buchloch Instituto Universitario Architettura Venezia, 1986
167
168
ΜΕΡΟΣ
ευχαριστώ: Την Ελένη, τη Μαρίζα, τη Νατάσα, για τους καφέδες, καναπέδες, τα ξενύχτια, την υπομονή, τα ταξίδια .
τους . .
Τον Μάκη, τη Σοφία, τη Θεοδώρα που μου έδειξαν και εκείνοι τόση υπομονή χωρίς να έχουν ακριβώς καταλάβει τους λόγους που καθυστερούσα. . . Τον Γιώργο, τον Διονύση, τον Αργύρη, τον Νίκο, που τα έχουμε συζητήσει τόσες φορές . . . Την Κωνσταντίνα που ίσως δεν κατάλαβε ακριβώς πόσο με βοήθησε εκείνη τη μια φορά που συζητήσαμε Τον Παναγιώτη Τουρνικιώτη που μου στέρησε το δικαίωμα στον εφησυχασμό και μου επεφύλαξε αρκετές προσγειώσεις την πραγματικότητα Τον Manfredo Tafuri από τον οποίο μάλλον δεν θα καταφέρω πολύ εύκολα ή σύντομα να ξεφύγω . . .
169
170
ΜΕΡΟΣ
171
172
ΜΕΡΟΣ