012_06-03-2015_typos 04/03/2015 8:15 μ.μ. Page 5
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
6 ΜΑΡΤΙΟΥ 2015
•
ΣΕΛΙΔΑ
5
Επαρχιώτης ποιητής
Σ
ήμερα, στην εντελώς αντιποιητική εποχή μας, το να γράφει κάποιος ποίηση είναι ηρωισμός!». «Μοιάζεις στα βάθη μέσα να ’σαι του ήλιου ψυχή πυρόζωη, κι είν’ απόξω οι φλόγες που φωτάν τ’ άλλα αστέρια και τον κόσμο. Θωρείς τ’ αστέρια, αυτά δεν σε θωρούνε. Βλέπεις τον κόσμο, ο κόσμος δεν σε βλέπει. Μοιάζεις κλεισμένος όλος μες στον ήλιο του πάθους σου, κι αυτούθε να τοξεύεις εκεί που δεν ανάτειλαν ακόμα της δημιουργίας τα πείσματα!». Και ξάφνου, με πόνους πολλούς, «όπως η μάνα το παιδί της, να φέρνεις το ποίημα στον κόσμο με μια κραυγή». Κι άλλοτε, «ξενυχτώντας το σαν νεκρό», να το πιάνεις απ’ τον έναν στίχο και να σου γκρεμίζεται απ’ τον άλλον. Στρατηγός σε μια μάχη που οι στρατιώτες σου αρνούνται να συνταχτούν μέσα στις γραμμές του τετραδίου και η ήττα, σκοτεινή, να κάνει έφοδο κατά κύματα, «όπως, με την δύση του ήλιου, αντιφεγγάν τα παραθύρια μιας πολιτείας ολόφλογα και, ξάφνου, βυθίζονται στο βράδιασμα».
«
Την μοναξιά του ποιητή ποιος την καταλαβαίνει; Την ώρα «που λιώνει το κορμί σαν το κερί, για να λάμψει η φλόγα του»: «της σκέψης το τέλειο Γενηθήτω». Το διαρκές μπαινόβγαιμα απ’ το ιδεώδες στο φρικώδες «καθημερινό κοιμητήρι των ιδεών». «Αιμοφιλικός σ’ εργοστάσιο ξυραφιών ο ποιητής!». Αλχημεία μετατροπής του αίματος σε μελάνι η ποίηση! Κι ακόμα φρικτότερο, να ζεις εξόριστος σε μια μικρή επαρχία, «φυλάγοντας Θερμοπύλες». Ακρίτας στα σύνορα της αντοχής και γύρω σου ορδές βαρβάρων να σε πολεμούν με όπλα τρομερά: την αμάθεια και την χλεύη! Τα κέντρα των αποφάσεων να σ’ έχουν λησμονήσει. Ακόμα χειρότερα: ν’ αγνοούν την ύπαρξή σου. Ενισχύσεις να μην καταφθάνουν. Κι ο καιρός να έχει αποκλείσει τους δρόμους. Χειμώνας παγερός η λευκή εγκατάλειψη ενός χαρτιού. Και της γραφομηχανής σου τα πλήκτρα να χτυπιούνται σαν δόντια παγωμένα απ’ το κρύο… Όσο λογοτεχνική ακούγεται η περιγραφή, τόσο ζοφερή είναι η πραγματικότητα! Το
να είσαι ποιητής στην επαρχία, μοιάζει σαν να είσαι αγρότης στην Αθήνα! Παράλληλα, πρέπει να γράφεις και σε καμιά τοπική εφημερίδα για να έχεις μια κάποιαν υπόληψη ή να είσαι φιλόλογος ή δάσκαλος, ειδάλλως θ’ αντιμετωπίζεις καθημερινώς όλες τις αποχρώσεις των μειδιαμάτων. Στην παραμικρή σου αποτυχία, θ’ ακούς το στερεότυπο: «Μας το ’παιζες και ποιητής!» ή τον περιπαικτικό χαιρετισμό: «Πού είσαι ποιητή;». Κι αν, ας πούμε, γινότανε να πάρεις ακόμα και το… Νόμπελ λογοτεχνίας, όλοι θα έλεγαν πως πήρες ένα βραβείο που μοιάζει με… απορρυπαντικό! Δεν είναι τυχαίο που ο ποιητής Δημήτρης Σύψωμος (1879 – 1932) έγραφε με το ψευδώνυμο «Λάμπρος Πορφύρας», για να μπορεί άνετα να πίνει το κρασάκι του στον Πειραιά με τους ψαράδες. Όταν πέθανε κι έμαθαν πως ο «Πορφύρας» ήταν ο Σύψωμος, δεν μπορούσαν να το πιστέψουν. Και μιλάμε για μια εποχή που η ποίηση είχε ακόμα την τιμητική της. Βέβαια, η αντιμετώπιση «του περιβάλλοντος, της εποχής» δεν αποτελεί το κυρίως πιάτο, αλλά το κερασάκι στην τούρτα! Το άγευστο έδεσμα είναι τα δεινά της έκδοσης και τα παρελκόμενά της. Η αυτοέκδοση, ως «μια κάποια λύσις», μοιάζει σαν «αυτοϊκανοποίηση χωρίς εκσπερμάτιση!». Πρέπει να παραγγείλεις το χαρτί από καταλόγους τυπογραφείων προορισμένων να τυπώνουν διαφημιστικά φυλλάδια! Κι αν βρεις κάποιο να σου κάνει, άλλο διαλέγεις κι άλλο φέρνουν! Άσε τα γραμμάρια! Παραγγέλνεις, ας πούμε, σαμουά 120 γραμμαρίων και σου έρχεται… χασαπόχαρτο! Τυπώνεις το εξώφυλλο και… ξεβάφει, γιατί ο τυπογράφος έβαλε μελάνι για εφημερίδες! Ή τυπώνει ποίημα στην μέσα πλευρά του οπισθοφύλλου, για να γλιτώσει σελίδες, λες κι η συλλογή είναι προσπέκτους! Αν είναι ολιγοσέλιδο, μπαίνει κόπιτσα και μοιάζει σαν την «Φωνή Κυρίου» στην εκκλησία! Αν έχει αρκετές σελίδες, το στέλνεις σε βιβλιοδετείο της πρωτευούσης και σου ζητάνε τα μαλλιοκέφαλά σου προκαταβολικά στην τράπεζα, για δουλειά που δεν είδες! Κι όταν έρχεται το βιβλίο είναι στραβοκολλημένο, ραμμένο σε δύο μεριές αντί για τέσσερις, έχουν κόψει «τ’
αυτιά» κατά λάθος, και οι άκοπες σελίδες που παρήγγειλες μπήκαν στο μαχαίρι: «όλα τα μαχαιρώνω, όλα τα σφάζω», που λένε. Κι άντε μετά να πάρεις πίσω τα λεφτά που έχεις προκαταβάλει ή να παρουσιάσεις το έκτρωμα στα βιβλιοπωλεία! Χρειάζεται άπειρος κόπος, προσωπική εργασία και αναγκαστική εξειδίκευση για να προλάβεις τις κακοτεχνίες των άλλων. Πρέπει να ξέρεις όλα τα στάδια παραγωγής
και τα πιθανά λάθη που θα μπορούσε να γίνουν! Αν δεν σου αρέσει αυτό, θα πρέπει να στέλνεις σαν ζητιάνος τα χειρόγραφά σου στην Αθήνα περιμένοντας να επισύρει το βλέμμα του πάνω τους κανένας εκδότης και να «προσεύχεσαι άκοπα στον θεό της απαντήσεως». Φυσικά, αν διαθέτεις το βαλάντιο, μπορείς να πληρώσεις στο πολλαπλάσιο την τιμή της έκδοσης (περιλαμβάνεται η τιμή της φίρμας του εκδότη) και να καμαρώνεις σαν γύφτικο σκεπάρνι που εκδόθηκες σε οίκο των Αθηνών. Αν βέβαια πρόκειται για γυναίκα… «Οι ποιήτριες εκδίδονται μόνες τους», όπως συνήθιζε να λέει, αστειευόμενος, γνωστός εκδότης. Υπάρχουν, ασφαλώς, και οι ελάσσονες εκδοτικοί οίκοι, που με λιγότερα χρήματα, αλλά και με αμφιβόλου ποιότητος αποτέλεσμα, αναλαμβάνουν να σου εκτονώ-
σουν το πάθος της έκδοσης. Κατόπιν αυτής, ματαίως θ’ αναζητήσεις τα βιβλία σου στις βιτρίνες. Ίσως, όμως, αν ο εκδότης φροντίσει, τα δεις σε μερικούς πάγκους περιθωριακών βιβλιοπωλείων, για ολίγον βεβαίως, μέχρι πληθώρα άλλων εντύπων να καλύψουν το δικό σου. Ακολουθεί, ενδεχομένως, κάποια μορφή παρουσίασης σε κάποιο καλλιτεχνικό καφενείο, με ολίγους γνωστούς που θα συντρέξουν ή άσχε-
τους που όλως τυχαίως θα παρεβρεθούν, ο απαραίτητος πρόλογος από τον φιλόλογο της γειτονιάς σου, ίσως κάποια απαγγελία από φέρελπι ηθοποιό του καφενείου και σκόλασε ο γάμος. Ματαίως θ’ αναζητήσεις κριτικές και σχόλια στα γνωστά περιοδικά των Αθηνών. Ακόμα και δέκα τεύχη να ζητήσεις σε περίπτωση παρουσιάσεώς σου, το πολύ να γράψουν «κυκλοφόρησε η τάδε συλλογή» για ν’ αρπάξουν το παραδάκι και τέρμα. Εκεί, δημοσιεύονται οι παρατρεχάμενοι των ελίτ εκδοτών: ως επί το πλείστον διορθωτές, μεταφραστές και δοκιμιογράφοι, που τυγχάνει να γράφουν και ποιήματα ή τα γνωστά μεγάλα ονόματα της λογοτεχνίας που πουλάνε. Εσύ, ο απούλητος, ο επαρχιώτης, πού πας ρε μαύρε; Στείλε σε κανένα επαρχιακό περιοδικό, στείλε σε
καμιά τοπική εφημερίδα να μπεις δίπλα στις κηδείες! Έτσι κι αλλιώς, τις ιδέες σου κηδεύεις κι εσύ! Έτσι κι αλλιώς, οι πενθούντες διαβάζουν ποίηση, ε; Έτσι κι αλλιώς, για κλάματα είσαι, «προσμένοντας πως κάπου πέρα η δόξα καρτερεί, παρθένα, βαθυστόχαστη, ιλαρή!». Α, παραλίγο να ξεχάσω τις αποστολές: σε λογοτέχνες, συναδέλφους, συγγενείς και φίλους. Ακρίβυνε το γραμματόσημο: Δεκαέξι σελίδες βιβλίο, ένα ευρώ κι εξήντα λεπτά. Τριάντα δύο σελίδες, δύο ευρώ κι εβδομήντα λεπτά. Δηλαδή τριάντα να στείλεις, πάνε τα ογδόντα ευρώ! Βάλε και τα φάκελα! Βάλε και την πένα που αγόρασες για τις αφιερώσεις! Και πόσο σκέφτηκες για να τις γράψεις! Και τι απαντήσεις πήρες; Όσοι είχαν φέισμπουκ, έγραψαν ένα ξερό: «Το έλαβα!». Ή ένα ημίσκληρο «Ευχαριστώ!». Όσοι δεν είχαν, τσιγκουνεύτηκαν το γραμματόσημο! Και βέβαια, δεν θα σου στείλουν όλοι αυτοί τα βιβλία που στο μέλλον θα βγάλουν. Μόνον όσοι είναι σαν κι εσένα: στο έλεος του θεού, «ποιητές άγνωστοι πού ’ναι». Οι άλλοι, θα στείλουν μέσω του εκδότη τους μόνον στις διασημότητες, στα κορυφαία περιοδικά, στους ανθρώπους κλειδιά για την δουλειά τους. Εσύ τους χρησιμεύεις μόνον ως αναγνώστης τους, ως θαυμαστής, ως λιβανιστής! Ουαί κι αλίμονό τους όμως αν σου γράψουν δυο καλές κουβέντες οι διασημότητες! Εσύ, ο επαρχιώτης, θα τις κάνεις σημαία! Θα τις βάλεις προμετωπίδα στο επόμενο βιβλίο σου, θ’ αναρτήσεις παντού τα ενθαρρυντικά τους λόγια! Θα τα φωτοτυπήσεις και θα τα μοιράσεις στους φίλους σου, στους συναδέλφους, στις εφημερίδες! Αν ήταν δυνατόν θα τοιχοκολλούσες την κριτική στους δρόμους, στις κολόνες, στον τάφο σου σκαλισμένη σε γρανίτη! Όμως, φίλε μου, κανείς δεν θα είναι το ίδιο μεγάλος σε διακόσια χρόνια! Τα ποιήματα θα μείνουν στο τέλος μονάχα κι ανυπεράσπιστα! Χωρίς κριτικές, χωρίς βραβεία, χωρίς κανείς να γνωρίζει τον εκδότη, χωρίς κανείς να νοιάζεται για τον ποιητή τον ίδιον ακόμα. Το ποίημα στο τέλος θα μείνει μονάχο με την ψυχή που κουβαλάει, με την ζωή που
διατήρησαν οι λέξεις του, με την πνοή που του εμφύσησε ο δημιουργός του. Κάποιος, σε κάποια βιβλιοθήκη, κάποτε, θα το ανασύρει τυχαία, θα το ανοίξει σε μια επίσης τυχαία σελίδα και θα διαβάσει τους πρώτους τρεις στίχους. Αυτή θα είναι η ευκαιρία σου: να τον οδηγήσουν οι τρεις πρώτοι στίχοι στους τρεις επόμενους. Δεν ξέρεις ποιο ποίημα θα είναι αυτό. Γι’ αυτό σε κάθε συλλογή σου φρόντισε ο κάθε στίχος να είναι λαμπερός σαν μαργαριτάρι σε περιδέραιο. Έτσι κι αλλιώς, γράφουμε για τους αγέννητους! Αυτοί θα φροντίσουν για την αθανασία της ψυχής μας: εφόσον η ψυχή μας είναι οι στίχοι μας, εφόσον οι στίχοι μας εμπεριέχουν την ψυχή μας. Όλα τ’ άλλα, ανήκουν στην επικράτεια του φθαρτού και του πεπερασμένου. «Πίσω σου ο κόσμος καίγεται σαν Τρωάδα, κι η πυρκαγιά του αντιφεγγάει στα βάθη των περασμένων, όπως με την δύση του ήλιου αντιφεγγάν τα παραθύρια μιας πολιτείας ολόφλογα και, ξάφνου, βυθίζονται στο βράδιασμα. Και πέρα, καπνοί της ίδιας πυρκαγιάς και νέφη, σιγαναλιώνουν κι αργοσβήνουν όσα μελλοντικά απ’ τον άνθρωπο λογιούνται. Άσ’ την ανίδεη και χοντροκομμένη γενιά στους στοχασμούς της, που ’ναι ψέμα και που ’ν’ ερείπιο, και βυθίσου ακέριος στ’ άναρχο ρίγος που χιμάει στο νου Σου, απ’ όπου δεν ανάτειλαν ακόμα της δημιουργίας τα πείσματα, να λάμψει στο κορμί και στο νου σου η τέλεια λάμψη και της Σκέψης το τέλειο Γενηθήτω!» _____________ Τα κλεισμένα σε εισαγωγικά αποσπάσματα ανήκουν στους: Γιάννη Φαλκώνη, Άγγελο Σικελιανό, Μίλτο Σαχτούρη, Κώστα Γ. Καρυωτάκη, Robin Williams, Κωνσταντίνο Π. Καβάφη, Ανδρέα Εμπειρίκο και Κική Δημουλά. Απ’ τα ευτράπελα παραλειπόμενα, ο αναγνώστης που νόμιζε πως αγόρασε ελαττωματικό βιβλίο, επειδή οι σελίδες ήταν άκοπες και προσπαθούσε να τις κόψει με το δάχτυλό του, και το cd μελοποιημένων ποιημάτων που κυκλοφόρησε σε τοπική εφημερίδα κι ο περιπτεράς το κρέμασε από έναν σπάγκο για να… τρομάζουν τα περιστέρια που του κουτσουλούσαν το περίπτερο! Άφες αυτοίς, Μούσα της Ποιήσεως!