Από το (συλλογικό) λουτρό στο (ατομικό) μπάνιο: η πορεία από τη κοινωνικότητα στον αυτοκαταναγκασμό και τη περιχαράκωση
Δανάη Πανσεληνά
Διάλεξη 9ου Εξαμήνου Επιβλέποντες: Σταύρος Σταυρίδης, Πέννυ Κουτρολίκου Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Ε.Μ.Π.
Αθήνα, 2018
Ευχαριστώ θερμά: τον Σταύρο Σταυρίδη, για τη καθοριστική του βοήθεια να οργανώσω τη σκέψη μου και να δομήσω το θέμα μου, και για τις διαρκείς προσπάθειές του να μου βάλει όρια. τη Πέννυ Κουτρολίκου, για τα ερεθίσματα που μου έδωσε και τους διανοητικούς ορίζοντες που μου έδειξε, κάνοντάς με εξυπνότερο άνθρωπο. τη Ναυσικά, που ήταν συνοδοιπόρων από την αρχή μέχρι το τέλος στις οδύνες αυτής της δουλειάς, για τις αμέτρητες ακροάσεις τελικών και μη κειμένων, αλλά και την επιβεβαίωση που πολλές φορές χρειαζόμουν για να προχωρήσω. τη Δάφνη, κυρίως για την έμπρακτη αλληλεγγύη της, για τις εύστοχες παρατηρήσεις της αλλά και τις καθοριστικές παρεμβάσεις της στην ιστορική τεκμηρίωση των αναλύσεών μου και την επιμέλεια των μεταφράσεων μου. τη Μαριλένα, την Όλγα, τον Αντώνη για τη συντροφικότητα τους, και όλους όσους με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο υπήρξαν στηρίγματα και πηγές έμπνευσης για αυτή τη δουλειά.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ..................................................................................................
11
Μάριος Χάκκας, "Ο μπιντές" .................................................................
15
ΑΠΟ ΤΟ (ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ) ΛΟΥΤΡΟ ΣΤΟ (ΑΤΟΜΙΚΟ) ΜΠΑΝΙΟ Η εξελικτική ιστορία του λουτρού, ως χώρος και ως πρακτική........... I
19
Απαρχή - Το λουτρό ως κοινωνική πράξη
(1500 π.Χ. – 7ος αι μ.Χ.).................................................................... II
21
Θρησκευτικές ασυμβατότητες - Η πρώτη άνοδος
της σεμνοτυφίας και η δημιουργία του ιστορικού προηγούμενου (6ος – 11ος αι).................................................................
31
III Η ανάκαμψη του Δυτικού Κόσμου και η επαναφορά του λουτρού - Ελευθεριότητα έναντι ευπρέπειας (12ος – 15ος αι).................................................................................
35
IV Τα χρόνια του φόβου – Το διάτρητο σώμα και το επικίνδυνο νερό (15ος – μέσα 18ου)....................................................
41
V. Το ταξίδι στην Ανατολή και η επανεκτίμηση του λουτρού - Λουτρό και διάκριση (μέσα 18ου - 19ος αιώνας)..............................................................
45
VI. Το λουτρό ως αναγκαιότητα (20ος αιώνας)............................
55
Hermann Broch, "1888- Πασενόβ ή ο Ρομαντισμός"...........................
65
Η ΠΟΡΕΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΟΝ ΑΥΤΟΚΑΤΑΝΑΓΚΑΣΜΟ ΚΑΙ ΤΗ ΠΕΡΙΧΑΡΑΚΩΣΗ............................................................................
69
I
Η δυναμική των κοινωνικών σχέσεων .......................................
71
II
Ο φόβος της αμαρτίας ..............................................................
73
III Η ευπρέπεια/ κοινωνική κοσμιότητα (civilité) ...........................
79
IV Ο φόβος του θανάτου ...............................................................
83
V Η ατομική έναντι της κοινωνικής διακριτότητας .......................
89
VI Η διαφήμιση .................................................................................
106
Bradbury Ray, "Φάρεναϊτ 451" ...............................................................
119
ΕΠΙΛΟΓΟΣ.................................................................................................
123
Βιβλιογραφία............................................................................................
127
9
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Σήμερα, η περιποίηση του σώματος, ο καθαρισμός και καλλωπισμός του, είναι διαδικασίες άκρως προσωπικές και ιδιωτικές∙ είναι διαδικασίες που περιορίζονται όχι μόνο στον απομονωμένο χώρο του σπιτιού, αλλά στον ακόμα πιο απομονωμένο χώρο του οικιακού λουτρού. Η απομάκρυνση από την ξένη, ή τη κοινή γνώση αυτών των δραστηριοτήτων των αθέατων και συνάμα αυτονόητων στο σύγχρονο τρόπο ζωής από τον 19ο αιώνα μέχρι σήμερα, αποτελεί πλέον σύμφυτο χαρακτηριστικό τους. Ο χώρος και η πρακτική του λουτρού, όμως, αλλά και το ίδιο το περιεχόμενο της σωματικής καθαρότητας όπως γίνονται αντιληπτά σήμερα αποτελούν συνθήκες που μόνο εξελικτικά καταλήγουν στη σημερινή τους (και πολύ πιθανόν όχι τελική) μορφή. Αναζητώντας μέσα από την ιστορία του λουτρού τη καταγωγή των σύγχρονων αντιλήψεων για το ατομικό και ιδιωτικό μπάνιο, τη σωματική καθαριότητα και τη σημασία της, το σώμα αλλά και τη κοινωνική ύπαρξη ευρύτερα, λαμβάνεται εξ’ αρχής υπ’ όψη ότι το λουτρό ως χώρος δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί ως μια σκέτη τεχνική ή μορφολογική κατασκευή-παράγωγο μιας τεχνολογικής προόδου ή μιας στυλιστικής εξέλιξης, αλλά ως μια πολυσχιδής συνθήκη-παράγωγο μιας κοινωνικής πραγματικότητας, και ενός κοινωνικού αξιακού συστήματος. Η μελέτη της ιστορίας του λουτρού αποτελεί κατ’ ουσίαν μια μελέτη τεκμηρίων, και ως τέτοια είναι αποκαλυπτική των λανθανουσών κοινωνικών διεργασιών, των πολιτικών και κοινωνικών διακυβευμάτων, των κοινωνικών κανόνων και προτύπων, των φαντασιακών κατασκευών κάθε εποχής, και κατά συνέπεια των διαμορφωτικών πεποιθήσεων που δομούν τον ανθρώπινο πολιτισμό. Κι αυτό, διότι ο χώρος και η πράξη του λουτρού φανερώνουν δύο κυρίαρχα κοινωνικά σημεία αναφοράς (μέσα από τα οποία εν αρχή προσδιορίζονται και τα ίδια): τα όρια της κοινωνικοποιημένης ζωής και τα όρια του σώματος. Σε αυτό το πλαίσιο, μέσα από τη παρούσα μελέτη επιχειρείται να απαντηθούν δύο ερωτήματα. Το πρώτο αφορά στο πώς, πότε και γιατί η διαδικασία του λουτρού έγινε απόκρυφη, η ρυπαρότητα έγινε ταμπού, και τελικά η τρωτότητα, η ατέλεια και ο θάνατος έγιναν τα μεγαλύτερα φόβητρα του σύγχρονου ανθρώπου και καθοριστικοί γνώμονες της συμπεριφοράς του. Το δεύτερο
11
από το (συλλογικό) λουτρό στο (ατομικό) μπάνιο: η πορεία από τη κοινωνικότητα στον αυτοκαταναγκασμό και τη περιχαράκωση
ερώτημα αφορά στο πώς ο πολιτισμός ως συνεκτικό πλέγμα κοινωνικών απαγορεύσεων και αναστολών αλλά και κοινωνικών φαντασιακών, διαπότισε το λουτρό και τη καθαριότητα, οριοθετώντας τη ζωή και τη δράση του ανθρώπου και επιβάλλοντας εαυτόν καθοριστικά και περιοριστικά στην αυτοαντίληψη και τη κοσμοαντίληψή του. Η παρούσα μελέτη, μέσα από την αναδρομή στην εξελικτική πορεία της θεμελιώδους αυτής κοινωνικής και χωρικής συνθήκης, αποπειράται να αποκαλύψει τη γενεαλογία των διαμορφωτικών πεποιθήσεων και τη σχετικότητα των αξιωμάτων πάνω στα οποία βασίζεται ο σύγχρονος πολιτισμός, αλλά και τις σαθρές βάσεις της σημερινής βεβαιότητας και πολιτισμικής αδιαλλαξίας. Αφετηρία και βάση της βιβλιογραφικής έρευνας υπήρξαν οι μελέτες των Georges Vigarello και Χρήστου Φιλιππίδη, πάνω στην έννοια του καθαρού. Ο πρώτος, κάνοντας μια αναδρομή στην ιστορία της σωματικής καθαριότητας αποκαλύπτει τη κεντρικότητα του ρόλου των φαντασιακών του σώματος στη συλλογική πρόσληψη της έννοιας της καθαριότητας, με τις ηθογραφικές, κοινωνικές, ιδεολογικές και πολιτισμικές της προεκτάσεις. Ο δεύτερος, κάνοντας μια πολιτική ανάγνωση της έννοιας του καθαρού μέσα από τις ηθικές και συμβολικές του φορτίσεις, εντοπίζει το βαθμό εμπλοκής του στη περιγραφή και ταυτοποίηση του σώματος, τη διαμόρφωση του χώρου και του κοινωνικού και πολιτειακού σχηματισμού. Η συμβολή της Mary Douglas, ακόμα, ήταν καθοριστική αναφορικά με τη σύνδεση της μιαρότητας με το ταμπού και την εξορισμένη ύλη, ενώ σε κοινωνιολογικό επίπεδο ακολουθήθηκε η συλλογιστική του Richard Sennett, όσον αφορά τη διαμόρφωση και νοηματοδότηση της δημόσιας και της ιδιωτικής σφαίρας στο χώρο, το σώμα και το ψυχισμό, και του Norbert Elias με τη μελέτη της Δυτικής κοινωνιογένεσης και της γενεαλογίας του καταναγκασμού. Για τη καλύτερη κατανόηση του θέματος, η παρούσα ερευνητική εργασία χωρίζεται σε δύο βασικά μέρη. Το πρώτο, αποτελεί μια ιστορική, κοινωνική και αρχιτεκτονική προσέγγιση του φαινομένου του λουτρού στο χρόνο, περιοδολογημένη βάσει των λουτρικών αντιλήψεων και πρακτικών που παρουσιάζουν συνοχή σε ευρύτερες ιστορικές περιόδους. Η σχέση του λουτρού με το δημόσιο χώρο και ο ρόλος του σε αυτόν, ο εκάστοτε προσδιορισμός του ως συλλογική ή ως ατομική δράση, και τέλος,
12
εισαγωγή
ο ευρύτερος ρόλος του λουτρού και τα σημαινόμενά του, αποτελούν τα βασικά κριτήρια της έρευνας. Το δεύτερο μέρος της μελέτης αποτελεί μια δεύτερου βαθμού ανάγνωση του πρώτου, και επικεντρώνεται στην εννοιολογική εξέλιξη του ανθρώπινου πολιτισμού όπως προκύπτει από την εξέλιξη του λουτρού και των αντιλήψεων περί καθαριότητας. Η προσέγγιση της εξέλιξης των διαμορφωτικών πεποιθήσεων, των μηχανισμών καταναγκασμού, πειθάρχησης και κοινωνικού ελέγχου, και των κοινωνικών προτύπων, που αποτελούν τα κριτήρια ανάλυσης, διατρέχεται από τις έννοιες της διακριτής κοινωνικής αξίας, των κοινωνικών φαντασιακών, του φόβου και της ενοχής, του ταμπού, της μιαρότητας, της ατέλειας και του θανάτου, και τέλος από αυτή του ορατού.
13
14
Μάριος Χάκκας, "Ο μπιντές"
Είχαμε φαγωθεί μέσα μας χωρίς να το πάρουμε είδηση. Εκείνη η λουξ τουαλέτα με τον ιππόκαμπο στα πλακάκια οικόσημο, μια πάπια και γύρω παπάκια, κύκνους και παραδείσια ψάρια, νιπτήρα, λεκάνη, μπανιέρα, μπιντές, παραμπιντές, όλα απαστράπτοντα, είχανε παίξει το ρόλο τους ύπουλα, σκάψανε μέσα βαθιά μας τερμίτες, όπως το σαράκι το ξύλο, και τώρα νιώθαμε κούφιοι. Θυμάμαι όταν ήρθα από την επαρχία για πρώτη φορά στην Αθήνα και νοίκιασα ένα δωμάτιο χωρίς καμπινέ. Υπήρχε βέβαια ένας πρόχειρος καμπινές στην αυλή, αλλά έπρεπε να κατέβεις μια κατασκότεινη ξύλινη σκάλα που έτριζε και σήκωνε τον κόσμο στο πόδι. Ένα βράδυ που έβρεχε και μ’ έπιασε κόψιμο, τα ‘κανα σε μια εφημερίδα, κι αφού τα πακετάρισα ωραία, ώς και κορδελάκι με φιόγκο τους έβαλα, πηγαίνοντας πρωί πρωί στη δουλειά, τ’ άφησα στη μέση του δρόμου. Θα θυμόσαστε βέβαια πόσα τέτοια πακέτα συναντούσατε τότε στους δρόμους. Μερικοί τα κλοτσούσαν για να μαντέψουν το περιεχόμενο. Λέγεται πως κάποιος το πήγε στην αστυνομία χωρίς να τ’ ανοίξει και ζήταγε εύρετρα. Ε, ένα τέτοιο πακέτο έφτιαξα κάποτε κι εγώ, κι ακόμη τώρα που το θυμάμαι μετά τόσα χρόνια μου έρχονται γέλια. Εκείνο τον καιρό ήμουν ένας κεφάτος άνθρωπος με λίγες ανάγκες. Ξυριζόμουν μόνο δυο φορές τη βδομάδα, όποτε είχα ραντεβού στο βουναλάκι με μια κοπέλα, που όλο βιαζόταν να γυρίσει στο σπίτι. Όλο σκαστή ήταν κι είχε αυστηρό αδερφό, νοοτροπία σισιλιάνου. Την παντρεύτηκα κι εγώ. Τί να έκανα; Παρά να τρώει μπερντάχι κάθε φορά που αργούσε. Άλλωστε, αυτός είναι ο προορισμός του ανθρώπου, έτσι τουλάχιστον λέγεται. Πάντως, μ’ αυτά και μ’ αυτά, βρέθηκα μ’ όλα τα κουμπιά μου γερά, είναι κι αυτό ένα όφελος, είναι κι αυτό μια ασφάλεια. Τί σιδερωμένα πουκάμισα τον πρώτο καιρό, τί καθαρές αλλαξές, γυαλισμένα παπούτσια, στο καντίνι που λένε. Είχε και δικό της σπιτάκι, ένα μόνο δωμάτιο, αλλά μεγάλη αυλή, και σιγά σιγά με τις οικονομίες μας, χτίσαμε κουζίνα κι άλλα δωμάτια. Γενικά προοδέψαμε. Πήραμε ψυγείο, πλυντήριο κι η ζωή γινόταν όλο και πιο άνετη.
15
από το (συλλογικό) λουτρό στο (ατομικό) μπάνιο: η πορεία από τη κοινωνικότητα στον αυτοκαταναγκασμό και τη περιχαράκωση
Μόνο στον καμπινέ καθυστερήσαμε. Στο βάθος της αυλής μέσα σε μια παραγκούλα ήταν μια τούρκικη λεκάνη που με ανάγκαζε κάθε πρωί να κάθομαι στο κότσι, αν κι αυτό ήταν μια καλή άσκηση όπως δε συνήθιζα να κάνω γυμναστική. Στην παραγκούλα υπήρχε κι ένα τενεκεδένιο βρυσάκι που το γέμιζα κάθε πρωί και πλενόμουν. Μπάνιο στη σκάφη. Το Σαββατόβραδο άρχιζε η περιπέτεια. Μ’ έχωνε η γυναίκα στη σκάφη κι έτριβε μέχρι γδάρσιμο. Ας είναι. Συνέχιζα να προοδεύω. Βοηθός λογιστού ακόμα ξεχρέωνα την κρεβατοκάμαρα, βαρύ έπιπλο με κομοδινάκια κι απάνω αμπαζούρ, σιέλ στο δικό μου, ροζ στης κυράς. Έπειτα έγινα κανονικός λογιστής, τότε που πήραμε κι εκείνο το οικοπεδάκι με δόσεις. Φυτέψαμε μάλιστα και δυο τρία δέντρα που πήγαινα στις αρχές, μετά από επιμονή της γυναίκας μου, κάθε Κυριακή και τα πότιζα. Κατόπιν ξεράθηκαν κι αυτά, πολλές οι δουλειές, αρχιλογιστής πια, γερός ο μιστός και σε λίγα χρόνια ήταν το σπίτι κομπλέ, πλην τουαλέτας. Έμενε σαν επιστέγασμα μιας προσπάθειας είκοσι χρόνων. «Κάποτε θα ‘ρθει και της τουαλέτας η ώρα», έλεγα στη γυναίκα μου που με γκρίνιαζε πάντα, παραπονιόταν πως έρχεται κανένας επισκέπτης, θέλει να πάει προς νερού του και πέφτουν τα μούτρα της. Κι άλλωστε, τί ήταν πια ο καμπινές εδώ που φτάσαμε; Η ουρά του γαϊδάρου. Κι όπως όλα τα πράγματα που σιάχνονται μια φορά στη ζωή μας βάζομε τα δυνατά μας να γίνουν όσο πιο πολύ μερακλίδικα, έτσι και στην τουαλέτα πήρα όλα τα μέτρα μου για να σιάξω κάτι το ωραίον: Έβαλα πλακάκια πανάκριβα που σχημάτιζαν ένα παράξενο σύνολο με παραστάσεις διάφορες έτσι που να νιώθω ευχάριστα σε τούτο το χώρο, όλα τ’ απαραίτητα είδη υγιεινής, φυσικά και μπιντέ. Τ’ άλλα είδη δε με πειράξανε. Κομμάτια να γίνει. Έχουν μια χρησιμότητα κι ύστερα στην ηλικία που βρισκόμαστε τώρα ας απολαύσουμε και μεις κάτι. Μόνο ο μπιντές μού την έδωσε και πήρε μπάλα και τ’ άλλα. Ο μπιντές. Γιατί, όπως είμαι δυσκοίλιος και τον είχα μπροστά μου για ώρα, μου φάνηκε να με κοροϊδεύει με κείνο το μακρουλό πρόσωπό του, το ‘να μάτι μπλε τ’ άλλο κόκκινο, τριγωνικά πάνω στο μέτωπο και πεταμένα ίδια βατράχου, το στόμα του καταβόθρα που ρουφούσε τα πάντα με κείνο τον ξαφνικό ρόγχο τελειώνοντας το νερό, σα να μουρμούριζε: Είδες πώς σε
16
μάριος χάκκας, "ο μπιντές"
κατάντησα; Θυμάσαι όταν πρωτόρθες από το χωριό τί λεβέντης που ήσουνα; Πώς έμπλεξες, κακομοίρη μου, έτσι, μια ζωή - ένα σπίτι; Εγώ είμαι το βραβείο μετά από είκοσι χρόνια δουλειά. Για να πλένεσαι από κάτω. Είδες που σε έφερα; Με είχανε βάλει στο ζυγό είκοσι ολόκληρα χρόνια με τη θέλησή μου (αυτό είναι το χειρότερο), για να καταλήξω εδώ μπροστά σε μια σειρά άχρηστα πράγματα, κατά τη γνώμη μου, ή που κι αν είναι χρήσιμα, π’ ανάθεμά τα, δεν αξίζουν όσο αυτή η υπόθεση που λέγεται ζωή και νιάτα. Τα καλύτερα χρόνια τα σπατάλησα σαν το μερμήγκι κουβαλώντας και σιάχνοντας αυτό το κολόσπιτο, οικοδομώντας τελικά αυτόν τον μπιντέ, είκοσι χρόνια μου κατάπιε η καταβόθρα του, κι εγώ τώρα έχω μείνει στιμμένο λεμόνι, σταφιδιασμένο πρόσωπο, για ένα μπιντέ. Με τέτοιες σκέψεις τράβηξα το καζανάκι και μετά πήγα στο παράθυρο ν’ αναπνεύσω λιγάκι, ν’ ακούσω τον ήχο της πόλης. Από παντού ερχόταν ένας παράξενος θόρυβος. Δεν ήταν ο γνωστός θόρυβος απ’ τ’ αυτοκίνητα. Άλλου είδους αυτός: Ένα επίμονο πλατς-πλατς σκέπαζε κάθε άλλη βοή. Έστησα το αυτί και κατάλαβα. Όλο το λεκανοπέδιο της Αττικής είχε μεταβληθεί σ’ ένα απέραντο μπιντέ κι είχαμε καθίσει όλοι επάνω και πλενόμασταν, πλενόμασταν, πλενόμασταν, ενώ εκατοντάδες χιλιάδες καζανάκια χύνοντας καταρράκτες νερού, χαιρετούσαν την πρόοδό μας. (Χάκκας, 1978)
17
18
ΑΠΟ ΤΟ (ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ) ΛΟΥΤΡΟ ΣΤΟ (ΑΤΟΜΙΚΟ) ΜΠΑΝΙΟ Η εξελικτική ιστορία του λουτρού, ως χώρος και ως πρακτική
Α. 1500 π.Χ. – 7ος αι μ.Χ. Απαρχή - Το λουτρό ως κοινωνική πράξη Β. 6ος – 11ος αι Θρησκευτικές ασυμβατότητες - Η πρώτη άνοδος της σεμνοτυφίας και η δημιουργία του ιστορικού προηγούμενου Γ. 12ος – 15ος αι Η ανάκαμψη του Δυτικού Κόσμου και η επαναφορά του λουτρού Ελευθεριότητα έναντι ευπρέπειας Δ. 15ος – μέσα 18ος αι Τα χρόνια του φόβου – Το διάτρητο σώμα και το επικίνδυνο νερό Ε. μέσα 18ος – 19ος αι Το ταξίδι στην Ανατολή και η επανεκτίμηση του λουτρού - Λουτρό και διάκριση ΣΤ. 20ος αι Το λουτρό ως αναγκαιότητα
19
από το (συλλογικό) λουτρό στο (ατομικό) μπάνιο - η εξελικτική ιστορία του λουτρού, ως χώρος και ως πρακτική
εικόνα 2. Νωπογραφία πίδακα ύδατος, από την "οικία των νωπογραφιών", Κρητομυκηναϊκή εποχή, Κνωσός, (Evans 1930)
20
απαρχή - το λουτρό ως κοινωνική πράξη (1500 π.Χ. – 7ος αι μ.Χ.)
I Απαρχή - Το λουτρό ως κοινωνική πράξη (1500 π.Χ. – 7ος αι μ.Χ.) Το λουτρό, ως πολιτισμικό φαινόμενο, έχει ρίζες τόσο βαθιές στην ιστορία, όσο και ο ίδιος ο ανθρώπινος πολιτισμός. Μέσα από την επαφή της επιδερμίδας με το νερό, περιγράφεται μια από τις πιο αρχέγονες σχέσεις του ανθρώπου με ένα από τα βασικότερα στοιχεία της φύσης που τον περιέβαλλαν, ένα στοιχείο άγνωστο και αστάθμητο, ζωογόνο αλλά και φοβερό, και κατά συνέπεια ιερό. Είτε ως πρακτική καθαρισμού, είτε ως μέρος λατρευτικής τελετουργίας, ή απλώς ως απολαυστική διαδικασία, δεν είναι δυνατό να προσδιοριστεί με ακρίβεια το (ή τα) αφετηριακά σημεία του λουτρού στην ιστορία της ανθρωπότητας. Παρά ταύτα, μπορεί να γίνει αντιληπτή η κεντρικότητα του ρόλου του, στην ανάπτυξη της σχέσης του ανθρώπου με τη φύση, και κατά συνέπεια με το Άλλο. Ως κοινωνικό φαινόμενο, το λουτρό φαίνεται να κατείχε κεντροβαρική σημασία τόσο στη δομή της ζωής των ανθρώπων των αρχαιότερων εν γνώσει πολιτισμών, όσο και στη δομή των πόλεών τους. Στη Μεσοποταμία την 5η χιλιετία π.Χ., και στις περιοχές του σημερινού Πακιστάν μια χιλιετία αργότερα, τα αρχαιολογικά ευρήματα φανερώνουν την ύπαρξη εγκαταστάσεων λουτρών προσαρτημένων σε παλάτια, αυτόνομων σε κεντρικά σημεία της πόλης ή και ιδιωτικών σε κατοικίες. Οι βιβλιογραφικές πηγές αποκαλύπτουν ότι για αυτούς τους αρχαίους πολιτισμούς, αλλά και για τους υπόλοιπους της ευρύτερης περιοχής της Βόρειας Αφρικής και της Δυτικής Ασίας (Αρχαίοι Αιγύπτιοι, Βαβυλώνιοι, Ασσύριοι, Πέρσες, Ισραηλίτες, Ινδοί), το λούσιμο αποτελούσε αφ’ ενός τακτική συνήθεια για το καθαρισμό του σώματος, ατομική ή ομαδική, και αφ’ ετέρου μέρος λατρευτικών ή/και ιαματικών τελετουργιών για τη προετοιμασία του σώματος και τη κάθαρση της ψυχής, την ανακούφιση και τη θεραπεία τους. Η ίδια διττή και κεντρική στις ζωές των ανθρώπων λειτουργία, φαίνεται να ίσχυε και για τους πολιτισμούς της Ευρωπαϊκής Ηπείρου. Και εδώ, εντοπίζονται ευρήματα λουτρικών συγκροτημάτων της 2ης χιλιετίας στο Engadin της Ελβετίας, ενώ αναφορές κάνουν λόγο για αξιοποίηση θερμών πηγών στη Γερμανία, και για διαδεδομένη χρήση του θερμού νερού σε τελετουργίες και λουτρικές πρακτικές στην Αρχαία Ελλάδα (Σκάρπια Χόιπελ, 1996).
21
από το (συλλογικό) λουτρό στο (ατομικό) μπάνιο - η εξελικτική ιστορία του λουτρού, ως χώρος και ως πρακτική
εικόνα 3. γλυπτό λουόμενης, 7ος-6ος αι π.Χ.
22
απαρχή - το λουτρό ως κοινωνική πράξη (1500 π.Χ. – 7ος αι μ.Χ.)
Η μετάβαση, όμως, σε μια πιο οργανωμένη και εξειδικευμένη δομή, και η εξέλιξή του λουτρού σε σειρά κτηριολογικών τύπων -αφετηρία που καταλήγει στις σημερινές λουτρικές εγκαταστάσεις- εντοπίζεται στην αρχαία Ελλάδα τον 5ο, περίπου, αιώνα π.Χ.. Γιατροί, ιστορικοί και γεωγράφοι μελέτησαν σε βάθος το φυσικό φαινόμενο των ζεστών και κρύων πηγών, καταλήγοντας στην ενίσχυση της αντίληψης περί υγιεινολογικής, αλλά και υπερβατικής λειτουργίας του λουτρού ως "ψυχοσωματικού βοηθήματος", και στον προσδιορισμό της συστηματικής λουτρικής χρήσης ως "ιατρικό μέσο θεραπείας" (Σκάρπια - Χόιπελ, 1996: 14). Πέραν των ιδιωτικών λουτρών σε κατοικίες, το αρχαιοελληνικό δημόσιο λουτρό του 5ου αιώνα π.Χ. προσαρτημένο στα Ασκληπιεία ή τα Γυμνάσια, ή ως αυτόνομο κτήριο: το Βαλανείο, θεωρείται ο προπάτορας της δημόσιας λουτρικής παράδοσης και των εγκαταστάσεών της. Τα Ασκληπιεία, συγκροτήματα κτηρίων που λειτουργούσαν ως θεραπευτικά κέντρα, ήταν πολύ διαδεδομένα στον αρχαίο κόσμο. Σε κεντροβαρική θέση βρισκόταν ο λατρευτικός ναός αφιερωμένος στον Ασκληπιό, θεό της Ιατρικής, γύρω από τον οποίο διατάσσονταν χώροι διαμονής των ιερέων-θεραπευτών, χώροι παραμονής των θεραπευόμενων, "νοσοκομειακοί" θάλαμοι, στοές, παλαίστρες και γυμνάσια, θέατρο και λουτρά. Τα λουτρά ήταν βασική παράμετρος της λειτουργίας των Ασκληπιείων, προορίζονταν για τον καθαρισμό και την υγιεινή των θεραπευόμενων πριν τη θεραπεία και καθ’ όλη τη διάρκεια της διαμονής τους εκεί, και σχετίζονταν άμεσα με την ιαματική διαδικασία (υδροθεραπεία). Τα Γυμνάσια ήταν τα κέντρα εκπαίδευσης των νεαρών ελεύθερων ανδρών της αρχαίας Ελλάδας. Σε χωρική αποτύπωση του ρητού "νους υγιής εν σώματι υγιεί", συνδύαζαν χώρους προορισμένους για τη πνευματική εκπαίδευση των πολιτών, με άλλους για τη σωματική εκγύμναση, και ήταν τόποι καθημερινής συνάντησης και φιλοσοφικής ζύμωσης. Για το λόγο αυτό, τα Γυμνάσια διέθεταν χώρους εστίασης, βιβλιοθήκη και αμφιθέατρα, μαζί με τη παλαίστρα, το λουτρό, τα αποδυτήρια και βοηθητικούς χώρους. Το λουτρό, εδώ, εξυπηρετούσε το καθαρισμό των παλαιστών μετά την εκγύμναση, αλλά ήταν προσβάσιμο επίσης σε όλους τους ελεύθερους άντρες ολημερίς και με μικρό χρηματικό αντίτιμο. Τα Βαλανεία, τέλος, ήταν η κατ’ εξοχήν λουτρική εγκατάσταση στην Αρχαία Ελλάδα που γνώρισε άνθηση στα ελληνιστικά χρόνια, ήταν δημόσια και αποτε23
από το (συλλογικό) λουτρό στο (ατομικό) μπάνιο - η εξελικτική ιστορία του λουτρού, ως χώρος και ως πρακτική
εικόνα 4. λουτρό σε Αθηναϊκό γυμναστήριο σε αγγείο του 6ου αι. π.Χ.
24
απαρχή - το λουτρό ως κοινωνική πράξη (1500 π.Χ. – 7ος αι μ.Χ.)
λούσαν μετασχηματισμό του τύπου του Γυμνασίου. Οι λόγοι πίσω από αυτό το μετασχηματισμό φαίνεται να ήταν η σταδιακή έκπτωση του αθλητικού ιδεώδους, μαζί με τη μίμηση της βασιλικής ζωής και το αυξανόμενο ενδιαφέρον για το θερμό λουτρό. Τα Βαλανεία, διέθεταν αποδυτήριο, εφηβείο (χώρο εκγύμνασης), πυριατήριο (χώρο ατμόλουτρου), αλειπτήριο (χώρο επάλειψης του σώματος με αρωματικά έλαια) και τον κυρίως χώρο του λουτρού. Αυτός, αναπτυσσόταν σε τριμερή διάταξη ψυχρού, χλιαρού και θερμού χώρου, που μαζί με τα βοηθητικά δωμάτια, αποκρυστάλλωσε μια σαφή τυπολογία, βάση για κάθε μεταγενέστερο δημόσιο λουτρό. Χρήστες των Βαλανείων, σε πρώτη φάση ήταν αποκλειστικά γυναίκες που δεν είχαν πρόσβαση σε άλλη δημόσια λουτρική παροχή, και που μέχρι τότε πλένονταν μόνο ιδιωτικά. Στη συνέχεια, τα Βαλανεία έγιναν μεικτά. Σε αντίθεση με τα Ασκληπιεία που συχνά χωροθετούνταν κοντά σε φυσικές πηγές και άρα ανεξάρτητα από το σώμα των πόλεων, τα Γυμνάσια και τα Βαλανεία, μαζί με την Αγορά κατείχαν κεντροβαρική θέση στις πόλεις της Αρχαιότητας, ήταν τόποι συνάντησης και συσπείρωναν μεγάλο μέρος της καθημερινής κοινωνικής ζωή των ελεύθερων πολιτών. Η διαδικασία του λουτρού, άλλωστε, για τους αρχαίους Έλληνες, δε συνεπαγόταν αποκλειστικά τη καθαριότητα. Αντιθέτως, ταύτιζε σε ένα ενιαίο σύνολο καθαρισμό, εκγύμναση, ψυχαγωγία, ερωτικές απολαύσεις, παρακολούθηση εικαστικών δρώμενων, φιλοσοφικές συζητήσεις, γεύματα και οινοποσία, και κοινωνική συναναστροφή. Το λουτρό, με άλλα λόγια, στο αφετηριακό του αυτό στάδιο, λειτουργούσε ως ένας από τους σημαντικούς πυλώνες του αρχαιοελληνικού πολιτισμού, και ήταν άρρηκτα συνδεδεμένο εννοιολογικά και πρακτικά με την αντίληψη της (συλλογικής) καθημερινότητας της ζωής των πόλεων. Η αγάπη των αρχαίων Έλληνες για το λουτρό και τις ιαματικές και υγιεινολογικές του ιδιότητες, μεταλαμπαδεύτηκε στους γείτονες Ετρούσκους και ύστερα Ρωμαίους κατακτητές. Σε πρώτη φάση, η ταύτιση του λουτρού με τη προστασία του σώματος, την ομορφιά και την υγεία, οδήγησε τους Ρωμαίους σε ευρεία χρήση των θερμών και ψυχρών πηγών, αρχικά ως κέντρα υγιεινής, άθλησης και θεραπείας. Σύντομα, όμως, η αξία του λουτρού για τη ρωμαϊκή κοινωνία διευρύνθηκε, και του αναγνωρίστηκαν
25
από το (συλλογικό) λουτρό στο (ατομικό) μπάνιο - η εξελικτική ιστορία του λουτρού, ως χώρος και ως πρακτική
εικόνα 5. κάτοψη των λουτρών της Πομπηίας
εικόνα 6. τομή των Λουτρών του Καρακάλλα στη Ρώμη
26
απαρχή - το λουτρό ως κοινωνική πράξη (1500 π.Χ. – 7ος αι μ.Χ.)
πρόσθετες ιδιότητες, όπως αυτές της απόλαυσης, της ψυχαγωγίας και της κοινωνικής συσπείρωσης. Οι Ρωμαίοι, όπως και οι Βυζαντινοί, παρέλαβαν εξ’ ολοκλήρου την αρχαιοελληνική τελετουργία, τη μετεξέλιξαν και τελειοποίησαν τις διαδικασίες συμμετοχής στο λουτρό, ανάγοντας το σε φαινόμενο πολύπλευρης, υψηλού επιπέδου κοινωνικής εκδήλωσης. Το ρωμαϊκό λουτρό, δεν αποτέλεσε μια ιδιωτική πράξη μέσα σε ένα δημόσιο κτήριο, ούτε μια αποσπασματική πρακτική καθαρισμού. Αντιθέτως, απέκτησε το κυρίαρχο ρόλο του ως τόπος ξεκούρασης, ψυχαγωγίας και κοινωνικοποίησης και, παραλλήλως, καθαρισμού και ιατρικής φροντίδας, ανήχθη σε σημαντικό πολιτιστικό σημείο αναφοράς της κοινωνίας (Σκάρπια - Χόιπελ, 1996: 20) και συνδέθηκε ξανά με την αντίληψη της συλλογικής καθημερινότητας και της αστικής ζωής. Από προσφιλής συνήθεια, έγινε και πάλι θεσμός. Σε κάθε Ρωμαϊκή και Βυζαντινή πόλη λειτουργούσε τουλάχιστον ένα λουτρό, το οποίο ο κόσμος επισκεπτόταν με μεγάλη συχνότητα και για μεγάλη διάρκεια. Το λούσιμο στη ρωμαϊκή κοινωνία θεωρήθηκε κοινωνική υποχρέωση, και οι μη λουόμενοι τιμωρούνταν (Αρχαιογνώμων, 2017), ενώ η εκτεταμένη δημοφιλία του λουτρού και η οικειότητα που ένα ευρύ κοινωνικό φάσμα ένιωθε με αυτό, φαίνεται μέσα από την αντιμετώπισή του ως τέχνασμα ώστε να κλείνουν αποτελεσματικά επαγγελματικές ή πολιτικές συμφωνίες. Μαζί με την αρχαιοελληνική λουτρική αντίληψη και η αρχιτεκτονική παράδοση συνεχίστηκε στη Ρωμαϊκή και Βυζαντινή Αυτοκρατορία, συμπλέχθηκε με την ανατολική οικοδομική τέχνη (Σκάρπια - Χόιπελ, 1996: 38) και μετεξελίχθηκε στα μεγάλα αυτοκρατορικά λουτρά: τις Θέρμες, που ήταν ένας συνδυασμός των αρχαιοελληνικών Γυμνασίων και των Βαλανείων, και στα μικρότερα λουτρά: τα Βαλανεία. Στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία λειτουργούσε και ένας ακόμα τύπος δημόσιων λουτρών: τα μοναστηριακά λουτρά, που επίσης αντλούσαν την αρχιτεκτονικής τους τυπολογία από τα Βαλανεία. Τα κτήρια των Θερμών ήταν κατασκευασμένα και διακοσμημένα με περίσσεια πολυτέλεια, και κάθε νέος αυτοκράτορας θεωρούσε απολύτως αναγκαία τη κατασκευή ενός λουτρικού συγκροτήματος σαν προσφορά στο λαό του, το οποίο συνήθως έπαιρνε και το όνομά του (Σκάρπια - Χόιπελ, 1996: 21). Σε κεντροβαρικό σημείο των Θερμών χωροθετούνταν το αίθριο, ή αλλιώς η παλαίστρα, όπου οι επισκέπτες του λουτρού μπο27
από το (συλλογικό) λουτρό στο (ατομικό) μπάνιο - η εξελικτική ιστορία του λουτρού, ως χώρος και ως πρακτική
εικόνα 7. αποδυτήρια (Apoduteria) στις Θέρμες της Πομπηίας
εικόνα 8. ψυχρός χώρος (Frigidarium) στις Θέρμες της Πομπηίας
28
εικόνα 9. θερμός χώρος (Caldarium) στις Θέρμες της Πομπηίας
απαρχή - το λουτρό ως κοινωνική πράξη (1500 π.Χ. – 7ος αι μ.Χ.)
ρούσαν να γυμναστούν, να συζητήσουν ή και να ενημερωθούν για τα τρέχοντα θεάματα της πόλης. Αυτό, περιγραφόταν συνήθως με μια περίστυλη στοά, από την οποία γινόταν πρόσβαση στα κυρίως λουτρά, και σε πληθώρα άλλων χώρων που εξυπηρετούσαν μεγάλο εύρος χρήσεων, λιγότερο ή περισσότερο σχετικών με τη λουτρική διαδικασία. Τέτοιοι ήταν: αποχωρητήρια, χώροι αφιερωμένοι στη περιποίηση του σώματος (μασάζ, αποτρίχωση, κομμώσεις, περιποίηση άκρων, προσώπου και σώματος), χώροι ατομικής ή συλλογικής χαλάρωσης, χώροι εστίασης, οίκοι ανοχής, βιβλιοθήκη (αφού οι μεγάλες αυτοκρατορικές βιβλιοθήκες ήταν απρόσιτες για το ευρύ κοινό), αναγνωστήρια, εκθεσιακοί χώροι και χώροι μουσικής ακρόασης, σε μεγάλα συγκροτήματα θέατρα κλπ. Ο κυρίως χώρος των λουτρών, κατά το πρότυπο του Βαλανείου, είχε τριμερή εν σειρά διάταξη ψυχρού (Frigidarium) – χλιαρού (Tepidarium) – θερμού (Caldarium) χώρου, και συμπληρωνόταν με τους χώρους των αποδυτηρίων (Apoduteria), εφίδρωσης (Sudatoria) και επάλειψης του σώματος με έλαια (Elaeotherium Alipterium). Οι αίθουσες αυτές, πέραν του ειδικού εξοπλισμού τους ήταν περίτεχνα διακοσμημένες, αφού φιλοξενούσαν ταυτόχρονα κάθε μορφής κοινωνικές εκδηλώσεις μεταξύ των λουόμενων. Στα χρόνια της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας οι χώροι των λουτρών χωρίζονταν σε ανδρικό και γυναικείο τμήμα που διέθεταν διαφορετικές εισόδους, με το δεύτερο να αποτελεί είτε μικρογραφία του πρώτου, είτε δίδυμη συμμετρική δομή. Όταν δε αυτό ήταν χωρικά αδύνατο, το μοναδικό λουτρό χρησιμοποιούταν από τα δύο φύλα ετεροχρονισμένα. Στα αυτοκρατορικά χρόνια αντιθέτως, τα λουτρά ήταν μεικτής χρήσης (Σκάρπια - Χόιπελ, 1996: 25). Οι Θέρμες, τέλος, στους ρωμαϊκούς χρόνους, ήταν δημόσιες αλλά όχι τελείως δωρεάν στο κοινό. Το μικρό χρηματικό ποσό που απαιτούνταν για την είσοδο σε αυτά, ενδεχομένως να απέκλειε τη πρόσβαση στα πολύ φτωχά κοινωνικά στρώματα και τους άπορους, των οποίων αναπόφευκτα οι ανάγκες για καθαριότητα και κοινωνική σύνδεση δεν θα ικανοποιούνταν. Αλλά και οι πλούσιοι άρχοντες, που πολύ συχνά διέθεταν ιδιωτικές θέρμες στις κατοικίες τους δεν επισκέπτονταν τα δημόσια ιδρύματα, παρά μόνο για κοινωνικούς λόγους. Η μεγάλη μάζα που εξυπηρετούνταν από τα δημόσια λουτρά για λόγους καθαριότητας, έτσι, ήταν οι ευγενείς και οι άρχοντες, καθώς και άτιτλοι πολίτες. Όσον αφορά στη Βυζαντινή αυτοκρατορία, τα δημόσια λουτρά προορίζονταν για τους 29
από το (συλλογικό) λουτρό στο (ατομικό) μπάνιο - η εξελικτική ιστορία του λουτρού, ως χώρος και ως πρακτική
εικόνα 10. Μέρος διάσημης νωπογραφίας από τις Θέρμες της Πομπηίας, που απεικονίζει παραλλαγές σεξουαλικής συνεύρεσης.
εικόνα 11. Η ρήξη του Χριστιανισμού με την Αρχαιότητα
30
απαρχή - το λουτρό ως κοινωνική πράξη (1500 π.Χ. – 7ος αι μ.Χ.)
άπορους πολίτες, και τη δαπάνη τους αναλάμβανε η πολιτεία ή χορηγούνταν από πλούσιους ιδιώτες (Σκάρπια - Χόιπελ, 1996: 39). Η κατάχρηση, όμως, των λουτρών που έφτανε στο σημείο της καθημερινής πολλαπλής χρήσης, οι κατηγορίες για ηθική χαλαρότητα που συνδέονταν με το έκθετο γυμνό σώμα, με τη μίξη των φύλων και με τη ροπή στον ηδονισμό, αλλά και το γενικό κλίμα ελευθεριότητας και διάχυτης σεξουαλικότητας που κυριαρχούσε στους χώρους των Θερμών, δημιούργησαν τις πρώτες αρνητικές αντιδράσεις και ενεργοποίησαν τα συντηρητικά αντανακλαστικά της ευυπόληπτης κοινωνίας. Οι Ρωμαίες γυναίκες υψηλής περιωπής, για παράδειγμα, που ήθελαν να διατηρήσουν την καλή τους φήμη, δεν επισκέπτονταν ποτέ τα μεικτά λουτρά (Καλλιανίδη, 2005: 35) διασφαλίζοντας, έτσι, την ηθική τους ακεραιότητα. Σε αυτές τις κατηγορίες, προστέθηκε τελικά και ο χαρακτηρισμός τους ως τόποι ανομίας, δολοπλοκιών και φόνων.
II
Θρησκευτικές ασυμβατότητες - Η πρώτη άνοδος της σεμνοτυφίας και η δημιουργία του ιστορικού προηγούμενου (6ος – 11ος αι)
Στα χρόνια του πρώιμου μεσαίωνα, το λουτρό ως μέσο ψυχαγωγίας, κοινωνικοποίησης και απόλαυσης, παύει. Ήδη από τον 2ο αιώνα, έχουν αρχίσει να εκφράζονται έντονες αντιρρήσεις ως προς τον τρόπο συμμετοχής σε αυτό. Η Χριστιανική θρησκεία, που σταδιακά διαχέεται στην Ευρωπαϊκή Ήπειρο και θριαμβεύει στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, βρίσκεται σε αντίθεση με τις θεσμοθετημένες πρακτικές της ύστερης αρχαιότητας, θεωρώντας τες ασύμβατες με το χριστιανικό ηθικό πρότυπο. Το λουτρό, έτσι, που γίνεται αντιληπτό ως μια πράξη αφ’ ενός πολυτελής και αφ’ ετέρου συνδεδεμένη με την ακολασία, βρίσκεται εξ’ ορισμού ενάντια στη χριστιανική αντίληψη της κάθαρσης της ψυχής που επιτυγχάνεται μέσω του ασκητισμού, της άρνησης του σώματος και των επίγειων απολαύσεων. Οι χριστιανοί θρησκευτικοί πατέρες ανακηρύσσουν την αλουσιά και τη ρυπαρότητα σε αρετές, και το παρελθοντικό λουτρό σε έθιμο του παλαιού παγανιστικού θεσμού, περιτριγυρισμένο από αμαρτίες και δεισιδαιμονίες. (Νάστου & Παπακωνσταντή, 2003: 16)
31
από το (συλλογικό) λουτρό στο (ατομικό) μπάνιο - η εξελικτική ιστορία του λουτρού, ως χώρος και ως πρακτική
Σε αυτή τη ιδεολογική στροφή στην άρνηση του λουτρού, συνετέλεσε η διάλυση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (τυπικά στα τέλη του 5ου αιώνα), του μεγάλου προπυργίου, λάτρη και υποστηρικτή του λουτρού ως μέσου πρόσβασης και συμμετοχής στην οικονομική, κοινωνική, και πολιτιστική δραστηριότητα των κοινωνιών (Νάστου & Παπακωνσταντή, 2003 :29). Οι μεγάλες ανακατατάξεις της Ευρωπαϊκής Ηπείρου, που συνέβησαν στα πλαίσια της Μεγάλης Μετανάστευσης των Λαών, για περίπου πέντε αιώνες δημιούργησαν συνθήκες γενικευμένης αστάθειας και ύφεσης. Οι πόλεις της δυτικής Ευρώπης σε αυτή τη περίοδο είναι ελάχιστες, ο πληθυσμός έχει μειωθεί τραγικά και οι συνθήκες διαβίωσης είναι στα όρια της επιβίωσης (Μπούρας, 1977: 148). Αλλά και στο βυζαντινό κόσμο, "για τρεις τουλάχιστον αιώνες [ως τα τέλη του 10ου αι] διαπιστώνεται μια πολιτιστική καθίζηση χωρίς προηγούμενο, μια καθολική παρακμή του αρχαίου κόσμου" (Μπούρας, 1977: 77). Σε αυτό το ιστορικό πλαίσιο ο πολιτισμός του λουτρού παρακμάζει, ενώ τα κτίρια των λουτρών ερημώνονται ή, στη καλύτερη περίπτωση, αλλάζουν χρήση (Σκάρπια - Χόιπελ, 1996: 29). Η έννοια του λουτρού απογυμνώνεται από το πρότερο πολιτιστικό και ψυχαγωγικό της νόημα, συγχέεται με θρησκοληπτικές παραδόσεις, η μορφή κι η λειτουργία του ποικίλει και υποδηλώνει τη σύγχυση της εποχής. Το λουτρό παραμένει μεν ως εθιμική πρακτική, αφορά δε αποκλειστικά στη παγανιστική λατρεία των φυσικών πηγών και στις φερόμενες θεραπευτικές του ιδιότητες, που φτάνουν στο σημείο της προκατάληψης. Στις χριστιανικές κοινότητες, για παράδειγμα, το νερό των φυσικών πηγών που αγιάζεται, μπορεί να αποτελέσει θεραπευτικό μέσον ακόμα και σε ποσότητα σταγόνας, ακόμα και με τη διαμεσολάβηση συγγενικού προσώπου του πάσχοντος, οπότε η θεραπεία επιτυγχάνεται εξ αντανακλάσεως. Το μόνο, θεωρητικά, είδος λουτρού που επιτρέπεται στο Χριστιανισμό είναι το βάπτισμα, το εξαγνιστικό αυτό λουτρό, δηλαδή, που έχει τελετουργική διάσταση, καθαρίζοντας τον πιστό από το προπατορικό αμάρτημα. Παρόλα αυτά, σε κάποιες περιπτώσεις οι επικεφαλής της κοσμικής και θρησκευτικής πυραμίδας, ακόμα και σε αυτά τα χρόνια της απαγόρευσης, φαίνεται να συνεχίζουν να απολάμβαναν το λουτρό, την ίδια στιγμή που οι κατώτεροί τους περιορίζονται να το κάνουν. Ακόμα, παρότι η έννοια του οργανωμένου λουτρισμού έχει απολεσθεί, τα μπάνια στις 32
θρησκευτικές ασυμβατότητες - η πρώτη άνοδος της σεμνοτυφίας και η δημιουργία του ιστορικού προηγούμενου (6ος – 11ος αι)
θάλασσες, τις λίμνες και τα ποτάμια φαίνεται να εξακολουθούν να έχουν κάποια θέση στη καθημερινή ζωή των πολιτών. Η διατήρηση της απολαυστικής αυτής συνήθειας από τις ισχυρές τάξεις της κοινωνίας: τους θρησκευτικούς άρχοντες και τους ευγενείς -από τους οποίους εκπορεύεται ο κυρίαρχος λόγος της εποχής-, αλλά και η πολιτισμική αδράνεια που διατηρεί ελεύθερες μορφές μπάνιου, τον 11ο αιώνα οδηγεί στην σταδιακή επανανομιμοποίηση του λουτρού. Πέρα από τις αποδεκτές θεραπευτικές ιδιότητες του φυσικού μεταλλικού νερού, τώρα, αναγνωρίζονται ξανά ευεργετικές ιδιότητες και στη ίδια τη διαδικασία του λουτρού, με τη προϋπόθεση ότι δεν συμμετέχουν σε αυτό ταυτόχρονα τα δύο φύλα, γεγονός που θα υπονόμευε την ηθική αρτιότητα των λουόμενων. Από τον 6ο μέχρι τον 11ο αιώνα, με άλλα λόγια, λαμβάνει χώρα η πρώτη μεγάλη τομή στην ιστορία του λουτρού. Είναι η πρώτη φορά που αρθρώνεται ένα ηθικό-ιδεολογικό αφήγημα τόσο συνεκτικό και ευρέως αποδεκτό που καθίσταται ικανό να ορίζει απαγορεύσεις και να διαφοροποιεί μια κοινωνική παράδοση αιώνων. Η νέα διδασκαλία του ασκητισμού, της εγκράτειας και της απόστασης, πρόβαλλε έναν κόσμο στον οποίο δεν είχε θέση οποιαδήποτε δραστηριότητα -και χώρος- που προέτρεπε σε ελευθεριακές πράξεις. Η Εκκλησία, ανέλαβε τη πρότερη κοινωνική θέση της Θέρμης, ως τόπος συνάντησης και μέσον συμμετοχής σε κάθε έκφανση της ζωής της κοινωνίας, αλλά και ως κοιτίδα ζύμωσης και διασποράς ιδεών. Με τη σειρά της η Θέρμη έγινε σύμβολο της αισχρότητας και της ακολασίας, στοχοποιώντας ουσιαστικά τη πλεονάζουσα επαφή μεταξύ των σωμάτων. Κι αν η πρώτη αυτή άνοδος της σεμνοτυφίας δεν κατάφερε εν τέλει να εξοστρακίσει οριστικά και στο διηνεκές τη πρακτική του λουτρού και τους χώρους του, κατάφερε ωστόσο να επιβάλλει τους πρώτους κανόνες και να μεταλλάξει το θεσμό σύμφωνα με το νέο περιοριστικό σύστημα αξιών. Ακόμα κι αν η ιστορικότητα του λουτρού αποδείχθηκε ισχυρότερη από τις νέες θρησκευτικές επιταγές, σε αυτούς τους αιώνες δημιουργήθηκε ένα ισχυρό ιστορικό προηγούμενο. Οι έννοιες που χρησιμοποιήθηκαν για να περιγράψουν την αυθαιρεσία του λουτρού, θα επιστρατευτούν ξανά, ιστορικά νομιμοποιημένοι την επόμενη φορά, και θα εξελιχθούν σε ακόμα πιο πολύπλοκες ιδεολογικές και νοητικές κατασκευές. Όπως αναφέρει ο Vigarello: "Η ιστορία της θέρμης εφάπτεται καταρχήν με την ιστορία της αργής επιβολής των φυσικών 33
από το (συλλογικό) λουτρό στο (ατομικό) μπάνιο - η εξελικτική ιστορία του λουτρού, ως χώρος και ως πρακτική
εικόνα 12. Μινιατούρα με τίτλο "Σκήνη από ένα Λουτρό" του 1470 περ. από το Βιβλίο IX του Facta et dicta memorabilia, που απεικονίζει τα λουτρά του Σεργίου Οράτιου και τη χαλάρωση των στρατευμάτων του Αννίβα στην Capua (Δημιουργός: Master of Anthony of Burgundy)
επόμενη σελίδα εικόνα 13. "Το δείπνο, το μπάνιο και ... το μετά το μπάνιο". Μικρογραφία από το "La Cité de Dieu", Παρίσι, 1480 εικόνα 14. Σκηνή από μεσαιωνικό μεικτό λουτρό
34
θρησκευτικές ασυμβατότητες - η πρώτη άνοδος της σεμνοτυφίας και η δημιουργία του ιστορικού προηγούμενου (6ος – 11ος αι)
αποστάσεων∙ αντανακλά την εμφάνιση διαδοχικών τομών: χάρη σ’ αυτές ορισμένες «αναμείξεις» γίνονται πιο δύσκολες, ορισμένες «επαφές» παύουν να είναι αυτόνομες." (Vigarello, 1985: 45, 49)
III Η ανάκαμψη του Δυτικού Κόσμου και η επαναφορά του λουτρού - Ελευθεριότητα έναντι ευπρέπειας (12ος – 15ος αι) Το έτος 1000 μ.Χ., το έτος της προβλεπόμενης συντέλειας του κόσμου, συντελείται μια καμπή στην ιστορία των κοινωνιών της Ευρωπαϊκής Ηπείρου. Μετά τη πρώιμη παρακμιακή περίοδο του Μεσαίωνα, οι κοινωνίες σταδιακά σταθεροποιούνται (11ος αι) και ακμάζουν (13ος). Οι εχθροπραξίες με εξωτερικούς εχθρούς υποχωρούν, επικρατεί ειρήνη και οι οικονομίες -μαζί και οι τάξεις των τεχνιτών, των εμπόρων και των βιοτεχνών- αρχίζουν να διαγράφουν ανοδική πορεία. Η ανάπτυξη της βιοτεχνίας και η διακίνηση των αγαθών εναρμονίζονται με τα συμφέροντα των γαιοκτημόνων και, το σπουδαιότερο, τους δείχνουν τα αγαθά μιας καλύτερης ζωής (Μπούρας, 1977: 188). Παράλληλα, η συνήθεια των προσκυνημάτων στους Αγίους Τόπους, η σμίκρυνση αλλά και επανάκαμψη και πολιτιστική ακμή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, και οι επακόλουθες σταυροφορίες που ξεκινούν τον 11ου αιώνα, ανοίγουν νέες προοπτικές και φέρνουν τον Κεντροευρωπαϊκό κόσμο σε επαφή με τον Ανατολικό, όπου η λουτρική συνέχεια δεν έχει ανακοπεί. Σε αυτό το κοινωνικό, οικονομικό και πολιτιστικό περιβάλλον, ο λόγος για το οργανωμένο λουτρό που επανέρχεται μέσα από την ανατολική εμπειρία, δημιουργεί εύφορο έδαφος για την επαναφορά της πρακτικής στη καθημερινότητα των πολιτών, τόσο στη Ρωμαϊκή όσο και στη Βυζαντινή επικράτεια. Η πρώτη εφαρμογή του λουτρού εισάγεται από τον έναν εκ των μεγαλύτερων παραγόντων της μεσαιωνικής κοινωνίας και ταυτόχρονα τον μεγαλύτερο πολέμιό του των προηγούμενων αιώνων: τους θρησκευτικούς άρχοντες και μοναχούς. Στα μοναστήρια και στα παπικά ανάκτορα προσαρτώνται χώροι λουτρών και, παρότι το λουτρό δεν επιτρέπεται να έχει άλλες προεκτάσεις πλην της ιαματικής (η αλουσιά και η σωματική ρυπαρότητα ακόμα θεωρούνται αρετές), η αρχιτεκτονική τυπολογία που
35
από το (συλλογικό) λουτρό στο (ατομικό) μπάνιο - η εξελικτική ιστορία του λουτρού, ως χώρος και ως πρακτική
36
η ανάκαμψη του δυτικού κόσμου και η επαναφορά του λουτρού - ελευθεριότητα έναντι ευπρέπειας (12ος – 15ος αι)
επιλέγεται ακολουθεί τα ρωμαϊκά πρότυπα των Θερμών. Έναν αιώνα αργότερα, τον 12ο και 13ο, καθιερώνονται τα δημόσια λουτρά στις πόλεις, δημιουργούν το νέο επάγγελμα του "λουτράρη", αποκτούν συντεχνιακή οργάνωση, και αρχίζουν να παίζουν προσδιοριστικό ρόλο στην καθημερινή ζωή των πολιτών (Σκάρπια - Χόιπελ, 1996: 30,31). Από τον 13ο μέχρι τον 15ο αιώνα, το δημόσιο λουτρό λειτουργεί και πάλι ως κέντρο ψυχαγωγίας και κοινωνικοποίησης. Στους χώρους του κυριαρχούν οι συλλογικές πρακτικές: τα ατμόλουτρα, οι ομαδικές λούσεις, τα σφουγγίσματα ή το μασάζ, τα οποία ενίοτε συνδυάζονται με πρόσθετες υπηρεσίας όπως μικροϊατρικές επεμβάσεις. Μέχρι τον 14ο αιώνα, στα λουτρά γίνεται, πλήρως απενοχοποιημένα, ταυτόχρονη χρήση από τα δύο φύλα και από άτομα κάθε ηλικίας, τα σώματα είναι γυμνά και έκθετα και επικρατεί κλίμα σεξουαλικής και ηθικής ελευθεριότητας. Το λουτρό συνοδεύεται με μουσική, τραγούδι, φαγητό και ποτό και η συχνότητά του γίνεται όλο και μεγαλύτερη. Σκοπός του λουτρού πλέον είναι το παιχνίδι, η παρεκτροπή και το πάθος. "Πρόκειται επομένως για συνήθεια σύνθετη, αφού συνοδεύουν την απόλαυση του νερού με άλλες υπηρεσίες∙ επιπλέον πρόκειται για πρακτική κοινωνικά διαφοροποιημένη μιας και τη συναντάμε στο λαϊκό όσο και στο εκλεπτυσμένο επίπεδο" (Σκάρπια - Χόιπελ, 1996: 37). Το ατομικό λουτρό, όπως και το απλό λουτρό καθαριότητας δεν έχουν θέση στους χώρους αυτούς. Η έννοια της σωματικής καθαριότητας, άλλωστε, στα μεσαιωνικά αυτά χρόνια, σε αντίθεση με τα αρχαιοελληνικά και ρωμαϊκά δεν φαίνεται να υφίσταται ως κοινωνικό, ή υγιεινολογικό διακύβευμα. Όσον αφορά το καθεστώς οργάνωσης και λειτουργίας τους, το κοινωνικό και πολιτιστικό αυτό εγχείρημα, τουλάχιστον μέχρι τα τέλη του 14ου αιώνα, εκπορεύεται και υποστηρίζεται από τη πολιτεία. "Ο μισθωτής των λουτρών πλήρωνε στη πόλη μίσθωμα για ένα λουτρώνα και μπορούσε να προσφέρει με το βοηθητικό προσωπικό του πολλαπλές υπηρεσίες" (Σκάρπια - Χόιπελ, 1996: 31). Η επίσκεψη στο λουτρό ήταν τόσο αποδεκτή και διαδεδομένη ως κοινωνική ωφέλεια, που συχνά δινόταν σαν φιλοδώρημα για δουλειές που είχαν περατωθεί επιτυχώς. Οι λουτράρηδες οργανώνονται σε συντεχνία, και πολύ γρήγορα το λουτρό γίνεται κοινωνική παροχή: "Η πρώτη καινοτομία εκφράζεται με τη δωρεάν παροχή του λουτρού∙ αμοιβή δίνεται μόνο στον λουτροθεραπευτή για τις ειδικές του υπηρεσίες", ενώ "η ευεργετική αυτή πράξη κατακυρώθηκε από τους ηγεμόνες, οι οποίοι την ε-
37
από το (συλλογικό) λουτρό στο (ατομικό) μπάνιο - η εξελικτική ιστορία του λουτρού, ως χώρος και ως πρακτική
εικόνες 15, 16. μεσαιωνικό ατομικό λουτρό
38
η ανάκαμψη του δυτικού κόσμου και η επαναφορά του λουτρού - ελευθεριότητα έναντι ευπρέπειας (12ος – 15ος αι)
πέκτειναν χάριν πολιτικών σκοπιμοτήτων και την κατοχύρωσαν στο λαό ως απόλυτο κοινωνικό άσυλο". Από τον 14ο αιώνα, όμως, αρχίζει σταδιακά μια νέα παλινδρόμηση. Οι δερματοπάθειες, η σύφιλη και ο μαύρος θάνατος που ξεσπά, αρχίζουν να αλλάζουν τις συντεταγμένες του λουτρού, χωρίς όμως καθοριστικά αποτελέσματα. Αντιθέτως, η σταδιακή και ανεπαίσθητη μετατόπιση των αντιλήψεων των αρχοντικών αυλών περί ντροπής και ευπρέπειας, που πλησιάζουν μια πιο θρησκευτική οπτική, καταφέρνουν να μετατοπίσουν μαζί
και την ευρύτερη στάση απέναντι στις πρακτικές που επικρατούν στα δημόσια λουτρά. Αυτά, με τη σειρά τους, αρχίζουν να αντιμετωπίζονται ως κοιτίδες ανομίας, στις οποίες εκκολάπτονται επικίνδυνα ήθη, απασχολώντας όλο και συχνότερα τα δικαστήρια. Για την αντιμετώπιση της απειλής της διασποράς της ανηθικότητας, τον 14ο αιώνα τα δημόσια λουτρά αποκτούν οργανωμένη διεύθυνση από ένα κοινώς αποδεκτό πρόσωπο (Σκάρπια - Χόιπελ, 1996: 33), και στα τέλη του αιώνα εισάγονται οι πρώτοι κανόνες λειτουργίας που αφορούν στο διαχωρισμό των φύλων, των θρησκειών αλλά και των ιδιοτήτων, φαινόμενο που θα πάρει μεγαλύτερες διαστάσεις στον 15ο αιώνα. Τότε, στα δημόσια λουτρά επιβάλλονται ακόμα αυστηρότεροι κανόνες λειτουργίας, όπως είναι η απαγόρευση των ακολασιών, η αδειοδότηση λειτουργίας μόνο σε όσα δηλώνονται ρητά ως ιαματικά "Κέντρα Υγιεινής", η απαγόρευση εισόδου στους αξιωματούχους -ο ρόλος των οποίων επέβαλε εξ ορισμού την αδιαμφισβήτητη ευπρέπεια-, μέχρι και η απαγόρευση εξόδου από αυτά στις "ακόλαστες" εργαζόμενες, τον 16ο αιώνα. Ο ανοικτός πόλεμος από τους ιεροκήρυκες έχει πάλι ξεκινήσει, και τα δημόσια λουτρά αντιμετωπίζονται ως εμπόδια στη νέα χωροταξία, ως αστικά μιάσματα που συγχέουν τις ποιότητες των χρήσεων και εμποδίζουν τον έλεγχο. Ταυτόχρονα, από τον 14ο αιώνα, αρχίζει να γίνεται γενικευμένη αναφορά σε ιδιωτικά λουτρά που εγκαθίστανται στις αυλές των ευγενών, με χρήση κυρίως ψυχαγωγική. Το ιδιωτικό λουτρό γίνεται φορέας γοήτρου αλλά και μέσο σαγήνης της ελίτ: καταδεικνύει τη κοινωνική υπόσταση του κατόχου του, γίνεται ευκαιρία επίδειξης και αξιοποίησης του κοινωνικού κύρους. Είτε πραγματοποιείται ατομικά, είτε σε ομάδες αποτελεί μια ιδιωτική και κατά συνέπεια ελεγχόμενη πράξη. Ακόμα κι αν σκοπός του λουτρού παραμένει το παιχνίδι, η παρεκτροπή και το πάθος, ο αστάθ-
39
από το (συλλογικό) λουτρό στο (ατομικό) μπάνιο - η εξελικτική ιστορία του λουτρού, ως χώρος και ως πρακτική
εικόνα 17. ξυλογραφία με τίτλο "Plague of London", 1665
40
η ανάκαμψη του δυτικού κόσμου και η επαναφορά του λουτρού - ελευθεριότητα έναντι ευπρέπειας (12ος – 15ος αι)
μητος κοινωνικός παράγοντας που ισχύει στις δημόσιες εγκαταστάσεις δεν υφίσταται εδώ, αφού οι συμβαλλόμενοι είναι επιλεκτικά προσκεκλημένοι και οι κανόνες που ισχύουν είναι ιδιωτικά ελεγχόμενοι. Η γενίκευση του φαινομένου του ιδιωτικού λουτρού στον 15ο αιώνα, και η ταυτόχρονη απαξίωση των δημόσιων λουτρών, αποκρυσταλλώνουν τη μετάβαση από το διάχυτα και αδιάκριτα κοινωνικό λουτρό και έκθετο σώμα, στο επιλεκτικά συμμετοχικό και αποκαλυπτικό.
IV Τα χρόνια του φόβου – Το διάτρητο σώμα και το επικίνδυνο νερό (15ος – μέσα 18ου) Ήδη από την εποχή της Αναγέννησης, η αντίληψη της λουτρικής διαδικασίας ως σύμφυτης στη καθημερινότητα αρχίζει να φθίνει. Οι μολυσματικές ασθένειες που από τον 14ο αιώνα μαστίζουν τις πόλεις, μαζί με τις νέες επιταγές για ηθική φρονιμότητα, κάμπτουν τη σχέση των ανθρώπων με το λουτρό, επενδύοντας το με νέες ιδεοληψίες. Από τον 14ο αιώνα, και συστηματικότερα τον 16ο και 17ο, στα δημόσια λουτρά επιβάλλονται αυστηρά μέτρα λειτουργίας για την απαγόρευση των ακολασιών του παρελθόντος, και ακολούθως περιφράσσονται επίσημα ως εστίες μόλυνσης και ακολασίας. Η ενορχηστρωμένη αυτή απομάκρυνση από το λουτρό μαρτυράται και μέσα από τις εικαστικές τέχνες του 16ου αιώνα, από τις οποίες εξαφανίζονται οι χώροι των δημόσιων θερμών, σύνηθες θέμα χαρακτικών και πινάκων μέχρι τα τέλη του προηγούμενου αιώνα (Vigarello, 1985: 38). Είναι φανερό, λοιπόν, ότι η νέα αντι-λουτρική αντίληψη που κυριάρχησε σε αυτή τη περίοδο είχε πρωτόγνωρο ρίζωμα στη κοινωνική συνείδηση, και κατάφερε να παγιώσει στο διηνεκές αυτό που η πρώτη άνοδος της σεμνοτυφίας του 6ου αιώνα απέτυχε να κάνει. Και αν οι ηθικές επιταγές της εκκλησίας από νωρίς προσπαθούσαν να ανατρέψουν τις ελευθεριακές συνήθειες και ήθη των κοινωνιών, η επικουρία του νέου φόβου του Μαύρου Θανάτου υπήρξε καθοριστική. Η αδυναμία κατανόησης και αποκωδικοποίησης της νέας νόσου, και ο άμετρος φόβος που προκάλεσε, ενεργοποίησε μια σειρά ιδεοληψιών που αφορούσαν αφ’ ενός τη φύση του λοιμού (θεϊκή τιμωρία, δαίμονες, σεισμικές και αστρολογικές δυνάμεις ή εβραϊκή δολιοφθορά), και αφ’ ε41
από το (συλλογικό) λουτρό στο (ατομικό) μπάνιο - η εξελικτική ιστορία του λουτρού, ως χώρος και ως πρακτική
εικόνα 18. Τοιχογραφία με τίτλο "Triumph of Death", 1448, Palazzo Abatellis Παλέρμο
εικόνα 19. "Ο Θρίαμβος του Θανάτου", Pieter Bruegel the Elder, 1562
42
τα χρόνια του φόβου – το διάτρητο σώμα και το επικίνδυνο νερό (15ος – μέσα 18ου)
τέρου την εικόνα του πληττόμενου σώματος. Όσον αφορά το δεύτερο, διαδόθηκε και έγινε ευρέως αποδεκτό το φαντασιακό του "διάτρητου σώματος", από τους ανοικτούς πόρους του οποίου εισχωρεί το κακό. Για τη προστασία του αδύναμου αυτού περιβλήματος έπρεπε να φράσσονται οι πόροι του σώματος με έλαια και λιπαρές ουσίες, να καλύπτονται όσο το δυνατό περισσότερο με υφάσματα, και να μην εκτίθενται στο νερό. Στο νερό, τον 16ο αιώνα, αποδόθηκε η ιδιότητα της διείσδυσης στο σώμα που διαταράσσει την ισορροπία του, χαλώντας τη σωστή ροή των σωματικών χυμών και αφήνοντάς το έκθετο στον μολυσματικό αέρα. Παράλληλα, οι τοπικοί άρχοντες και αρμόδιοι εκδίδουν αποφάσεις για τον έλεγχο της διάδοσης του λοιμού, περιορίζοντας την επαφή με τους λοιμώττοντες και τις δραστηριότητες που φέρνουν το άτομο σε επαφή με τον μολυσματικό αέρα. Το λουτρό, λοιπόν, που στις αρχές του 16ου αιώνα αντιμετωπιζόταν με ανησυχία, στα μέσα του αιώνα έγινε αποκλειστικά θεραπευτικό μέσον, κι αυτό με ελάχιστη διάδοση, με πολύ ειδικές προφυλάξεις και μόνο αν κρινόταν απαραίτητο για την αποκατάσταση οξέων ανισορροπιών (Vigarello, 1985: 29). Τα ελάχιστα καταστήματα λουτρών που λειτουργούν τον 17ο αιώνα χρησιμοποιούνται από την αριστοκρατία, είναι πολύ συγκεκριμένου σκοπού και ελάχιστα διαδεδομένα (Vigarello, 1985: 38). Τα κοινόχρηστα, πολυλειτουργικά, μεικτά στη χρήση από κάθε φύλο ή ηλικία και απενοχοποιημένα από ηθικούς και κοινωνικούς φραγμούς δημόσια λουτρά του παρελθόντος, τα τοπόσημα αυτά της αστικής ζωής και των πόλεων, σταματούν να λειτουργούν αυτή τη περίοδο (Vigarello, 1985: 4647). Ακόμα και τα ιδιωτικά λουτρά των ευγενών παύουν εξ ολοκλήρου∙ οι μαρμάρινοι λουτήρες και το στοιχείο του νερού γίνονται διακοσμητικά πάρκων και αυλών, ενδεικτικά οικονομικής ευμάρειας και κοινωνικής θέσης. Η φροντίδα για τη καθαριότητα του σώματος, που ήταν μέρος της τακτικής επίσκεψης στο δημόσιο λουτρό, ολισθαίνει τον 15ο και 16ο αιώνα σε νέες πρακτικές προσωπικής διαχείρισης. Οι σωματικές οσμές που, για πρώτη φορά στην ιστορία καταγράφεται να δημιουργούν αξιοσημείωτη ενόχληση στο άτομο, αντιμετωπίζονται με ξηρό καθαρισμό: το σφούγγισμα. Η πρακτική αυτή εξελίσσεται στο καθαρισμό του ασπρόρουχου, του εσωρούχου που λειτουργεί σαν περίβλημα του σώματος, και στη τα43
από το (συλλογικό) λουτρό στο (ατομικό) μπάνιο - η εξελικτική ιστορία του λουτρού, ως χώρος και ως πρακτική
εικόνα 20. Θεόδωρος Ράλλης, "Le bain de l′ Alhambra", χχ
44
τα χρόνια του φόβου – το διάτρητο σώμα και το επικίνδυνο νερό (15ος – μέσα 18ου)
κτική αλλαγή του. Η λευκότητα του ασπρόρουχου, αλλά και η ποιότητα του υφάσματος του, καταδεικνύει την κοινωνική θέση του φορέα του. Οι κανόνες κοσμιότητας και ευπρέπειας της αυλής επιτάσσουν τη καθαρότητα των ορατών σημείων του σώματος: του προσώπου και των χεριών, που σταδιακά από τον 16ο αιώνα διορθώνονται με όλο και παχύτερες στρώσεις μακιγιάζ, ενώ το άρωμα παίζει πλέον καθοριστικό ρόλο. Η καθαριότητα, για πρώτη φορά, αποκτάει τις φανερές συντεταγμένες της: αντανακλάται στις ακάλυπτες επιφάνειες του σώματος και προβάλλεται στο ξένο μάτι μέσα από την αποκάλυψη του ασπρόρουχου. Και κατά συνέπεια, για πρώτη φορά, η καθαριότητα γίνεται αυτοσκοπός, όντας ενδεικτικό στοιχείο κοινωνικής διάκρισης. Οι ιδέες που προετοιμάστηκαν από τον 14ο αιώνα και παγιώθηκαν σε αυτή τη περίοδο, είναι οι πατέρες όλων των μεταγενέστερων, μέχρι και τη σημερινή εποχή. Το προστατευμένο, καλυμμένο, μύχιο σώμα, ο φόβος που προκύπτει από το ατελές της κατασκευής του, η απόρριψη της κοινωνικά διαφοροποιημένης έκφανσης του λουτρού, η αποσύνδεση λουτρού και κοινωνικότητας, η αποσύνδεση καθαριότητας και απόλαυσης, και η εξατομίκευση της διαχείρισης της καθαριότητας είναι οι βασικές συντεταγμένες γύρω από τις οποίες δομείται οποιαδήποτε μεταγενέστερη πρόοδος.
V. Το ταξίδι στην Ανατολή και η επανεκτίμηση του λουτρού - Λουτρό και διάκριση (μέσα 18ου - 19ος αιώνας) Η εικόνα του λουτρού, ή έστω η εξιστόρηση του, με το χρωματισμό που μπορεί να του προσέθετε ο εκάστοτε αναμεταδότης, φτάνει στην Ευρωπαϊκή Ήπειρο ήδη από τις Σταυροφορίες και την αναπτυσσόμενη αποίκηση της Ανατολής. Οι μελετητές (ιστορικοί, επιστήμονες και καλλιτέχνες) που επιστρέφουν από τις νέες κτήσεις φέρνουν μαζί τους τη "γνώση" της Ανατολής, στην οποία η λουτρική παράδοση δεν έχει ανακοπεί. Έτσι, ο λόγος για το λουτρό ξαναξεκινά από νωρίτερα (14ος αι), ανακόπτεται για περίπου δύο αιώνες (16ος-17ος), αλλά επανέρχεται και συστηματο-
45
από το (συλλογικό) λουτρό στο (ατομικό) μπάνιο - η εξελικτική ιστορία του λουτρού, ως χώρος και ως πρακτική
εικόνα 21. "η κατοχή του δωματίου λουτρού υποδηλώνει τη διακριτή κοινωνική θέση του κατόχου του, αφού σημαίνει αγάπη και ικανότητα για πολυτέλεια, και εκλέπτυνση πνεύματος" "La Toilette", από σειρά μικρογραφιών που απεικόνιζαν τις εκφάνσεις της ζωής της αριστοκρατίας, με γενικό τίτλο "Les Papillonneries Humaines", Saint-Aubin, 1770
46
το ταξίδι στην ανατολή και η επανεκτίμηση του λουτρού - λουτρό και διάκριση (μέσα 18ου - 19ος αιώνας)
ποιείται στα μέσα του 18ου αιώνα όταν εκδίδεται κείμενο για τη τέχνη της ομορφιάς, συνδέοντάς την με το λουτρό. Πρότυπο και παράδειγμα της πραγματείας γίνεται η λουόμενη αισθησιακή οδαλίσκη (Vigarello, 1985: 131). Τόσο η συνήθεια του λουτρού, όσο και η φαντασιακή αντίληψη του αισθησιασμού του, κορυφώνονται το 19ο αιώνα. Η πρακτική του λουτρού, εισάγεται εκ νέου στη κεντρική Ευρώπη στα μέσα του 18ου αιώνα. Ο πρώτος εισηγητής της είναι η αριστοκρατία, που εντοπίζει στη διαδικασία του κάτι εξαιρετικά ηδονιστικό. Δωμάτια λουτρών και μπανιέρες αρχίζουν να προστίθενται στις Βερσαλλίες και σε μέγαρα εύπορων ευγενών και (ακολούθως) νεόπλουτων αστών. Η προσθήκη δωματίου λουτρού ("θαλαμίσκων τουαλέτας", "θαλαμίσκων καθαριότητας", αλλά και "θαλαμίσκων άνεσης", ή "αγγλικών δωματίων" ή αποχωρητηρίων) γίνεται στα πλαίσια μιας γενικότερης αναθεώρησης της λειτουργικής δομής του αριστοκρατικού σπιτιού. Μέχρι και τον 17ο αιώνα, ο βασικός συντελεστής του αριστοκρατικού μεγάρου ήταν τα μεγάλα πολυλειτουργικά δωμάτια, όπου δύο ή περισσότερες ασύνδετες λειτουργίες συνέβαιναν ταυτόχρονα στον ίδιο χώρο. Ένα τέτοιο παράδειγμα, είναι το γδύσιμο της κυρίας του σπιτιού και το πλάγιασμά της σε πλήρη θέα, στον ίδιο χώρο όπου ο κύριος του σπιτιού συνομιλεί με τους καλεσμένους του (Vigarello, 1985: 139). Για την αντιμετώπιση αυτής της ασυμβατότητας χρήσεων, τον 18ο αιώνα προστίθενται σειρά βοηθητικών ζωνών και διαμερισμάτων γύρω από τις μεγάλες αίθουσες, που παρέχουν αφ’ ενός τη δυνατότητα της κατ’ ιδίαν κίνησης, και αφ’ ετέρου διαχωρίζουν λειτουργικά τους κοινωνικούς από τους ιδιωτικούς χώρους της κατοικίας, δίνοντας μεγαλύτερη αίσθηση προσωπικής οικειότητας με το χώρο του σπιτιού. Ταυτόχρονα, η κατοχή του δωματίου λουτρού υποδηλώνει τη διακριτή κοινωνική θέση του κατόχου του, αφού σημαίνει αγάπη και ικανότητα για πολυτέλεια, και εκλέπτυνση πνεύματος. Το ίδιο και ο προοδευτικά όλο και πιο εξειδικευμένος εξοπλισμός του, όπως είναι το έπιπλο του μπιντέ που μπαίνει στα σπίτια τον ευγενών του Παρισιού από το πρώτο τρίτο του 18ου αιώνα και έπειτα. Από το 1760 ο εξοπλισμός του μπάνιου αρχίζει να πωλείται ως "επίπλωση κομπλέ" (Vigarello, 1985: 138-141), και εξελίσσεται τεχνολογικά (Vigarello, 1985: 155) αν και ακόμα αναφέρεται σε πολύ εύπορους ενδιαφερόμενους. Σταδιακά αρχίζει να αναγνωρίζεται επίσημα η ευεργετική λειτουργία του νερού στο σώμα. Αναγνωρίζεται δηλαδή στο 47
από το (συλλογικό) λουτρό στο (ατομικό) μπάνιο - η εξελικτική ιστορία του λουτρού, ως χώρος και ως πρακτική
εικόνα 22. Ημέρα κολύμβησης των γυναικών, στα πλωτα λουτρά της 5th Street and East River, 1876
εικόνα 23. Λιθογραφία με τίτλο " Η ευχαρίστηση μιας βόλτας στις όχθες του Σηκουάνα κατά τη διάρκεια της Κυριακής του καύσωνα", Honoré Daumier, 1858
48
το ταξίδι στην ανατολή και η επανεκτίμηση του λουτρού - λουτρό και διάκριση (μέσα 18ου - 19ος αιώνας)
λουτρό ο παράγοντας της υγιεινής τόσο όσο αυτός της απόλαυσης, όχι όμως και αυτός του καθαρισμού που παραμένει στη παλιά ατομοκεντρική συντεταγμένη της αλλαγής του ασπρόρουχου πριν ολισθήσει στην αντιστοίχως ατομοκεντρική συντεταγμένη του ιδιωτικού λουτρού. Δεν είναι τυχαίο, έτσι, που τα πρώτα κοινόχρηστα λουτρά του Παρισιού που κατασκευάζονται το 1761 στις όχθες του Σηκουάνα (Λουτρά Πουατβέν) είναι κέντρα πολυτελείας, έχουν σκοπό αποκλειστικά ιαματικό (θερμαλισμός) και λειτουργούν βασικά με ατομικούς θαλάμους. Στον αντίποδα, βρίσκεται ένας νέος τύπος λουτρού που επανέρχεται από την κλασική αρχαιότητα: η ψυχρολουσία. Εισηγητής του η αστική τάξη και οι επαναστάτες υγιεινολόγοι, που υποστηρίζουν τις ευεργετικές ιδιότητες του ψυχρού νερού, σε αντίθεση στο θερμό της μπουρζουαζίας, επικαλούμενοι έναν έμπρακτο ασκητισμό. Στο Παρίσι, στα μέσα του 18ου αιώνα επαναλειτουργούν αυτοσχέδια λουτρά στα νερά του Σηκουάνα, που αποτελούν ουσιαστικά βάρκες με σκάλες, και σκοπό έχουν να τονώσουν το σώμα, να ενεργοποιήσουν τις κρυφές του αρετές, όχι όμως να το καθαρίσουν. Το μοντέλο αυτό εξελίσσεται μερικές δεκαετίες αργότερα στη σχολή κολύμβησης Τουρκέν, η οποία όμως είναι απρόσιτη στις χαμηλές οικονομικές τάξεις, είναι δηλαδή είδος πολυτελείας. Οι δύο παραπάνω τύποι οργανωμένων κοινόχρηστων λουτρών, με το πέρασμα του χρόνου συγκεράζονται και συγκροτούν μεγάλα συμπλέγματα: τις ιαματικές λουτροπόλεις. Ξενοδοχεία και κτίσματα εναλλακτικών θεραπειών προσαρτώνται στο σχεδιασμό τους, και σταδιακά η χρήση τους από αμιγώς λουτροκεντρική (βαλνεολογία, με λουτρά που γίνονται παρουσία ιατρών και με τακτικούς ιατρικούς ελέγχους), γίνεται ευρύτερα θεραπευτική και παραθεριστική. Η λογική λειτουργίας τους θυμίζει πολύ τις Ρωμαϊκές Θέρμες: "Το κτίριο αυτό συγκέντρωνε όλα τα είδη ψυχαγωγίας, υιοθετώντας ευρύ κτηριολογικό πρόγραμμα, το οποίο συμπεριλάμβανε αίθουσες συζητήσεων και αναψυκτηρίων, αίθουσες μουσικής και μικρών θεατρικών παραστάσεων, αίθουσες χορού και πολυτελών εστιατορίων και αίθουσες επιτραπέζιων παιγνιδιών και καζίνο" (Σκάρπια - Χόιπελ, 1996: 62), όμως προορίζονται μόνο για τις ανώτερες κοινωνικές τάξεις. Τα νέα αυτά "δημόσια" λουτρά αποσπώνται από τις πόλεις και συνθέτουν τις δικές τους: τις λουτροπόλεις. "Πολύ διαφορετικά όμως διαδίδεται το μπάνιο στα άλλα στρώματα, 49
από το (συλλογικό) λουτρό στο (ατομικό) μπάνιο - η εξελικτική ιστορία του λουτρού, ως χώρος και ως πρακτική
εικόνα 24. Λιθογραφία με τίτλο " Bains de femmes", Honoré Daumier,1841
εικόνα 25. Τα λουτρά & πλυσταριά Gorton, Μάντσεστερ 50
το ταξίδι στην ανατολή και η επανεκτίμηση του λουτρού - λουτρό και διάκριση (μέσα 18ου - 19ος αιώνας)
όπου ο κανόνας ακολουθεί αυταρχικές διαδρομές: δεν έχουμε εδώ την εξάπλωση ενός προσωπικού χώρου, όπου η ολότελα εσωτερικευμένη ανάγκη της καθαριότητας περικλείει επίσης την ασφάλεια και την απόλαυση, αλλά την άκρως παιδαγωγική επιμονή στην υιοθέτηση εκ μέρους ενός ορισμένου κοινού συντεταγμένων που ανέπτυξαν κάποιοι άλλοι" (Vigarello, 1985: 261). Τα "Μπάνια του Λαού" -που στην ουσία είναι τα μπάνια των φτωχών, όσων δηλαδή δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να διαθέτουν ιδιωτικό λουτρό στη κατοικία τους ή να έχουν πρόσβαση στις παροχές των πολυτελών καταστημάτων λουτρών- θα εισαχθούν λίγο αργότερα, στα πλαίσια των σχεδίων για την εξυγίανση των πόλεων. Οι φτωχοί πληθυσμοί, στις αρχές του 19ου αιώνα, είτε πλένονται τους καλοκαιρινούς μήνες στα νερά της θάλασσας και των ποταμών, είτε στα κοινόχρηστα πλυσταριά του οικοδομικού τους τετραγώνου με νερό που προμηθεύονται με κουβάδες από δημόσιες κρήνες, κι αυτό με μικρή συχνότητα. Η διάκριση μεταξύ καθαρότητας αστού και μιαρότητας φτωχού, όμως, γιγαντώνεται από το 1870 και έπειτα, με τη συγκέντρωση όλο και περισσότερου εξαθλιωμένου πληθυσμού στις πόλεις, και με το ξέσπασμα της χολέρας δύο δεκαετίες νωρίτερα. Τα "λαϊκά" δημόσια λουτρά και πλυσταριά, ως ευεργετικές προσφορές υπέρ των φτωχών, εμφανίζονται στα μέσα του 19ου αιώνα, στα πλαίσια μιας μορφής πολιτειακής διαχείριση της σωματικής βρομιάς του φτωχού, αλλά και της ηθικής αθλιότητάς του με την οποία ταυτιζόταν. Τα "Μπάνια του Λαού" (People’s Baths) είναι περιορισμένα στον αριθμό, χωροθετούνται μακριά από αυτά που προορίζονται για τις ανώτερες τάξεις (Σκάρπια - Χόιπελ, 1996: 57), και λειτουργούν με όρους βελτιστοποιημένης παροχής καθαριότητας. Η λογική του λουτρού σε οριζόντια στάση εγκαταλείπεται για να αντικατασταθεί με τους κατακόρυφους πίδακες (καταιονισμός, ντουζιέρες), όπου μελετάται ο μεγαλύτερος αριθμός σωμάτων που μπορεί να πλυθεί ταυτόχρονα στο μικρότερο χρόνο και με τη μικρότερη κατανάλωση νερού. Ενδεικτικό είναι, άλλωστε, το γεγονός ότι οι πρώτες εφαρμογές του πλυσίματος αυτού του είδους πραγματοποιήθηκαν στις εγκαταστάσεις του στρατού και των φυλακών. Στα δημόσια λουτρά που "εφευρέθηκαν" για τις κατώτερες τάξεις στις πόλεις, παρέχεται στον λουόμενο η ελάχιστη δυνατή ιδιωτικότητα με τη μορφή ατομικών θαλάμων, που πολλές φορές είναι ασκεπείς και περιγράφονται με πετά-
51
από το (συλλογικό) λουτρό στο (ατομικό) μπάνιο - η εξελικτική ιστορία του λουτρού, ως χώρος και ως πρακτική
εικόνα 26. Τα Μπάνια του Λαού, 1903
52
το ταξίδι στην ανατολή και η επανεκτίμηση του λουτρού - λουτρό και διάκριση (μέσα 18ου - 19ος αιώνας)
σματα που κρύβουν τις περιοχές του σώματος από το ύψος του ώμου μέχρι το ύψος του γονάτου. Ο 18ος αιώνας αποτελεί τομή στην εξέλιξη του λουτρού. Είναι η πρώτη φορά που ο χώρος του λουτρού καθαριότητας διαχωρίζεται με σαφήνεια από αυτόν του ιαματικού λουτρού, και που το καθένα αποκτά τις δικές του χωρικές συντεταγμένες. Από τη μία βρίσκονται τα ιαματικά λουτρά (θερμαλισμός, ψυχρολουσία, λουτροπόλεις) που λειτουργούν ως κέντρα πολυτελείας. Από την άλλη βρίσκονται οι εκάστοτε εγκαταστάσεις υγιεινής, που χωρίζονται σε δύο υποσύνολα: τα κοινόχρηστα "Μπάνια του Λαού", και τις ιδιωτικές εγκαταστάσεις στις ιδιωτικές κατοικίες. Παρατηρείται έτσι το φαινόμενο ότι, από τη στιγμή που η σωματική καθαριότητα παγιώνεται ως διακριτή αξία, το κέντρο βάρους μετατοπίζεται από τη συλλογική διαχείρισή της στην ατομική, την ίδια στιγμή που οι δημόσιες, ή καλύτερα ομαδικές και κοινόχρηστες εγκαταστάσεις αναφέρονται σε συγκεκριμένο κατά περίπτωση κοινό. Στο δημόσιο χώρο φιλοξενούνται πλέον δύο τύποι λουτρών που διαφέρουν μεν στη λειτουργία και το σκοπό τους, διαθέτουν δε αμφότεροι περιοριστικό κοινωνικό χαρακτήρα, προσομοιάζοντας σε ιδιωτικές δομές. Με την είσοδο του 19ου αιώνα, και με πλήρως αποδαιμονοποιημένη την επαφή του νερού με το σώμα, η λογική του δημόσιου λουτρού καθαριότητας, του σύμφυτου στην αστική καθημερινότητα, σταδιακά υπερκαλύπτεται από αυτή του ατομικού λουτρού. Όσοι δεν είναι αρκετά εύποροι ώστε να διαθέτουν δωμάτιο καθαριότητας, παραγγέλνουν το λουτρό τους από τα καταστήματα λουτρών που προσφέρουν κατ’ οίκον παροχή υπηρεσιών. Στις κατοικίες των φτωχότερων κοινωνικών στρωμάτων, η εγκατάσταση λουτρού ανά κατοικία αργεί πολύ, παρά ταύτα από το τέλος του αιώνα εγκαθίσταται και λειτουργεί κοινόχρηστος υγρός χώρος. Οι πολεοδομικές αλλαγές και η εξέλιξη των υδροδοτικών και αποχετευτικών υποδομών καθιστούν δυνατή αυτή την ολίσθηση στο ιδιωτικό λουτρό, αφού υποκινούνται από δύο βασικούς λόγους με σαφές ταξικό πρόσημο: την προσδοκία εξυγίανσης της πόλης και την επιθυμία παροχής νερού στα αστικά και αρχοντικά σπίτια. Τα δίκτυα αυτά, βοηθούν μεν στη διασπορά των δημόσιων λουτρών μέσα στη πόλη, αυτά όμως είναι ολιγάριθμα, και κατά πλειοψηφία, καταστήματα πολυτελείας. Σε αυτή 53
από το (συλλογικό) λουτρό στο (ατομικό) μπάνιο - η εξελικτική ιστορία του λουτρού, ως χώρος και ως πρακτική
εικόνες 27, 28. λουτρόπολη στο Sopot της Πολωνίας
54
το ταξίδι στην ανατολή και η επανεκτίμηση του λουτρού - λουτρό και διάκριση (μέσα 18ου - 19ος αιώνας)
την ευρεία ροπή προς την ιδιωτική διαχείριση της καθαριότητας, μπορούν πλέον να ενταχθούν οι απαιτήσεις για σεμνότητα και ηθική ακεραιότητα, με αποτέλεσμα το πρότυπο του οικιακού λουτρού να συνεχίσει να κυριαρχεί μέχρι και σήμερα. Η ανακάλυψη του μικροβίου από τον Pasteur στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, αποτελεί ορόσημο στην εξέλιξη της αντίληψης περί υγιεινής και καθαριότητας. Ο αόρατος και συνάμα πανταχού παρόν εχθρός διαμορφώνει νέες απόψεις για τη συνέπεια της έκθεσης του σώματος σε δυνάμει επικίνδυνες συνθήκες. Το αστικό ιδιωτικό λουτρό γίνεται πλέον απαραίτητο, αφ’ ενός για τη καλή διατήρηση της υγείας, και αφ’ ετέρου για τον περιορισμό της περιττής σωματικής επαφής (Vigarello, 1985: 247). Και αυτό με τη σειρά του σημαίνει διεύρυνση του χώρου του οικιακού λουτρού, τεχνικός εξοπλισμός του (π.Χ. θερμοσίφωνας) και γενίκευση του φαινομένου του. Τα δημόσια λουτρά των αστών, άλλωστε, είναι πλέον αμιγώς τόποι θεραπείας και αναψυχής και δεν συνδέονται με την ανάγκη για καθαριότητα.
VI Το λουτρό ως αναγκαιότητα (20ος αιώνας) Τον 20ο αιώνα, δύο είναι οι βασικές εφαρμογές του λουτρού: τα λουτροθεραπευτήρια/ιαματικά λουτρά και οι ιδιωτικές εγκαταστάσεις στις κατοικίες. Τα δημόσια λουτρά καθαριότητας που λειτουργούσαν τον προηγούμενο αιώνα είναι πλέον στη παρακμή τους και οδεύουν προς το πλήρη αφανισμό τους, ξεκαθαρίζοντας έτσι τη χωροταξική κατανομή των χρήσεων που καλύπτουν τις διαφορετικές ανάγκες των πολιτών, αλλά και τη ιδιαίτερη χωρικότητα με την οποία η κάθε ανάγκη εκφράζεται. Ο δημόσιος χώρος, έτσι, και μαζί η χωροταξική τοποθέτηση της συλλογικής δράσης, αφορά πλέον, και προοδευτικά αποκλειστικά, στα ιαματικά λουτρά. Μέχρι τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, οι θεραπευτικές υπηρεσίες που προσφέρονται ποικίλουν και εξελίσσονται, ο αριθμός των λουτροθεραπευτηρίων αυξάνεται και το αρχιτεκτονικό τους στυλ μεταλλάσσεται. Μέχρι και τα χρόνια του μεσοπολέμου ο οργανωμένος ιαματικός λουτρισμός έχει εγκαθιδρυθεί ως ιδιαίτερα προσφιλές αγαθό για τις θεραπευτικές αλλά και ψυχαγωγικές του ιδιότητες, και γίνεται είδος 55
από το (συλλογικό) λουτρό στο (ατομικό) μπάνιο - η εξελικτική ιστορία του λουτρού, ως χώρος και ως πρακτική
εικόνες 29, 30. αναδιπλούμενη μπανιέρα, με ενσωματωμένο θερμοσίφωνα
56
το λουτρό ως αναγκαιότητα (20ος αιώνας)
τουρισμού (θεραπευτικός τουρισμός) (Σκάρπια - Χόιπελ, 1996: 72). Στο γεγονός αυτό συμβάλλει η διεύρυνση του φάσματος του κοινού τους, μέσα από τη χορήγηση ειδικών αδειών και επιδομάτων αποκλειστικά για επίσκεψη σε λουτροθεραπευτικά κέντρα. Τα συμπλέγματα αυτά διογκώνονται και βελτιώνονται τεχνικά ακόμα περισσότερο, ενώ την ίδια στιγμή υπάρχει μικρότερη μέριμνα για την αρχιτεκτονική τους φυσιογνωμία. Στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, παρά ταύτα, και για μια δεκαετία αργότερα, όταν δηλαδή τα κράτη και οι κοινωνίες βρίσκονται σε φάση ανασυγκρότησης, και οι υλικές και οικονομικές ανάγκες για την αναδόμηση των κατεστραμμένων πόλεων είναι πολύ αυξημένες, η λουτροθεραπεία βρίσκεται σε ύφεση. Στη δεκαετία του 1950, και ειδικότερα στο δεύτερο μισό της, ανοίγει οριστικά ο δρόμος για την επανένταξη της λουτροθεραπείας στη ζωή των κοινωνιών, αρχικά με όρους τουρισμού -ο τουρισμός ανακηρύσσεται "σημαντικός παράγοντας για την επιβίωση" (Σκάρπια - Χόιπελ, 1996: 74), και αργότερα ως αναγκαιότητα αυτή καθ’ εαυτήν, για την αντιμετώπιση των επιπλοκών που εμφανίζει στο σώμα και τη ψυχολογία του ατόμου ο σύγχρονος τρόπος ζωής. Τα θεραπευτικά κέντρα και οι λουτροπόλεις επαναλειτουργούν, εξειδικεύονται, ανακαινίζονται, επεκτείνονται και πληθαίνουν, με πολύ πιο σαφή λειτουργικό και αρχιτεκτονικό σχεδιασμό αυτή τη φορά. Στο πεδίο της καθαριότητας, απεναντίας, στον 20ο αιώνα αποκρυσταλλώνεται η πρωτοκαθεδρία του ιδιωτικού -και δη ατομικού- λουτρού. Το λουτρό καθαριότητας μεταφέρεται από τον δημόσιο χώρο στον κοινόχρηστο, ύστερα στο εσωτερικό του σπιτιού, ύστερα στο πιο κρυφό του μέρος, για να αποκτήσει τελικά και ένα μικρότερο παράρτημα για παράλληλη χρήση ή για τους επισκέπτες. Τα δημόσια λουτρά καθαρισμού, άλλωστε, οδεύουν προς το πλήρη αφανισμό τους και η ιδιωτική εγκατάσταση στις κατοικίες από εναλλακτική γίνεται προοδευτικά αναγκαία. Και επί παραδείγματι, στο εσωτερικό του εργατικού σπιτιού της Αγγλίας των αρχών του 20ου αιώνα, του τελευταίου που αποκτά τη πολυτέλεια του πλήρους χώρου λουτρού, εγκαθίσταται νιπτήρας ενώ το πλυσταριό παραμένει κοινόχρηστο (back-to-back dwellings). Σε άλλη περίπτωση (tunnel-back dwellings) από τα τέλη του προηγούμενου αιώνα η κάθε κατοικία διαθέτει το δικό της υποτυπώδες μπάνιο, τυπολογία που θα γενικευτεί στα χρόνια του μεσοπολέμου (Unknown, 1964).
57
από το (συλλογικό) λουτρό στο (ατομικό) μπάνιο - η εξελικτική ιστορία του λουτρού, ως χώρος και ως πρακτική
εικόνα 31. σελίδα από το βιβλίο του Ernst Neufert "Οικοδομική και Αρχιτεκτονική Σύνθεση"
58
το λουτρό ως αναγκαιότητα (20ος αιώνας)
Αλλά και το αστικό σπίτι υπόκειται μεγάλες αλλαγές. Σταδιακά απλοποιείται και τυποποιείται η δομή του, πλησιάζοντας τη σημερινή του υπόσταση. Η οργάνωση της κάτοψης και της τομής γίνεται βάσει λειτουργικότητας, και εισάγεται η έννοια της οργάνωσης σε ζώνες με κριτήρια κοινωνικότητας του κάθε χώρου. Το ίδιο και η διαμόρφωση των ίδιων των επιμέρους χώρων, που γίνονται μεν πολυλειτουργικοί συγκεράζοντας πολλούς χώρους του παρελθοντικού τύπου σε έναν, παραμένουν δε σαφείς στη (κάθε νέα) χρήση τους. Η μελέτη του ελάχιστου χώρου που απαιτείται για τις δράσεις του ανθρώπου και η πρότυπη οργάνωση και τυποποίησή του(ς), ανάγονται στη νέα επανάσταση στην αρχιτεκτονική αντίληψη του 20ου αιώνα. Τέλος, η εγκατάσταση των νέων δικτύων γκαζιού, ηλεκτρικού ρεύματος, ύδρευσης και αποχέτευσης και στη συνέχεια θέρμανσης αλλάζει τόσο το μέγεθος όσο και το πλήθος των υποδομών της κατοικίας (Mason, Housing: Then, Now, and Future- architecture, domestic space, average lot size, floor plans, bungalows, evolution of housing). Έτσι, όσον αφορά το ιδιωτικά λουτρό στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού που πλέον ταυτίζεται με το ευρωπαϊκό πρότυπο: "Το 5x7ft μπάνιο των τριών συστατικών, το οποίο είναι ακόμα ο κανόνας στις Ηνωμένες Πολιτείες, χρονολογείται περίπου από την οικοδομική έκρηξη στις αρχές της δεκαετίας του 1920, όταν, για πρώτη φορά, κατ’ ουσίαν όλες οι νέες οικιστικές κατασκευές, τουλάχιστον στις αστικές περιοχές, απαιτούταν από το νόμο να περιλαμβάνουν τουλάχιστον ένα ιδιωτικό λουτρό για κάθε μονάδα κατοικίας. Απροσδόκητα, αυτό παρέμεινε ο κανόνας για περίπου 40 χρόνια. Μετά από μια άλλη έκρηξη κατασκευής κατοικιών τη δεκαετία του 1960, θεσμοθετήθηκαν περισσότερα από ένα μπάνια ανά νοικοκυριό. Από τη δεκαετία του 1970, οι άνθρωποι στις Ηνωμένες Πολιτείες άρχισαν να αντιμετωπίζουν το οικιακό μπάνιο ως κάτι περισσότερο από απολύτως αναγκαίο, οδηγώντας στη κατασκευή μεγαλύτερων μπάνιων, και σε όλο και πιο περίτεχνα σχέδια διακόσμησης". (Soifer, 2000: 4)1 1 "Regarding the private bathroom in the home, Kira writes: The three-fixture, five-by-seven foot bathroom, which is still the norm in the United States, dates approximately from the building boom of the early 1920s, when, for the first time, virtually all new residential construction, at least in urban areas, was required by law to include at the minimum a private bath for each dwelling unit. Amazingly, this remained the norm for about 40 years. It wasn’t until another housing construction boom in the 1960s that more than one bathroom per household
59
από το (συλλογικό) λουτρό στο (ατομικό) μπάνιο - η εξελικτική ιστορία του λουτρού, ως χώρος και ως πρακτική
εικόνα 32. διαφήμιση στην Sunday Evening Post, 1915
(αριστερά) εικόνα 33. διαφήμιση εγκατάστασης παραρτήματος λουτρού κάτω από σκάλα, 1936 (δεξιά πάνω) εικόνα 34. "η μοντέρνα αναγκαιότητα" του νιπτήρα δοντιών, ′30 (δεξιά κάτω) εικόνα 35. σχέδια για μια μεταπολεμική πραγματικότητα, 1943
60
το λουτρό ως αναγκαιότητα (20ος αιώνας)
Ο χώρος του λουτρού σε κάθε κατοικία καθιερώνεται και γενικεύεται στον 20ο αιώνα. Η θέση του στη κατοικία, η εσωτερική διαρρύθμισή του και ο εξοπλισμός του μελετάται και εξειδικεύεται, αποκτά σαφείς προδιαγραφές, διαμορφώνει ένα είδος "παραδοσιακής" τυπολογίας λουτρού και γίνεται αντικείμενο μαζικής βιομηχανικής (και αρχιτεκτονικής) παραγωγής και εμπορίας. Από το 1883, που η πρώτη επισμαλτωμένη μαντεμένια σκάφη διαφημίζεται ως μπανιέρα λουτρού και έκτοτε, η ιστορία του χώρου του οικιακού λουτρού μπορεί να σκιαγραφηθεί μέσα από την ιστορία της διαφήμισής του. Έτσι, μέχρι και τη δεκαετία του 1920, πρώτο μέλημα της διαφημιστικής καμπάνιας γίνεται η καθιέρωση του λουτρού ως αδιαμφισβήτητου συντελεστή της οποιασδήποτε κατοικίας. Η ύπαρξη ενός οικιακού λουτρού προβάλλεται ως φορέας παιδείας και ως ενισχυτικός παράγοντας για την ενδοοικογενειακή αρμονία, συνθήκη που εξασφαλίζεται με τη συνύπαρξη περισσότερων λουτρών στο σπίτι. Με τη αποδοχή της αναγκαιότητάς του, μέσα στην επόμενη δεκαετία, οι απαιτήσεις σταδιακά ανεβαίνουν, και ο σχεδιασμός του χώρου και του εξοπλισμού του πολυπλοκοποιείται. Η διαφήμιση προσανατολίζεται τώρα σε προτάσεις εναλλακτικών διαρρυθμίσεων του πλήρους μπάνιου, ή επιλεκτικών συνδυασμών κάποιων εκ των λευκών ειδών που μπορούν να διαμορφώσουν μικρότερα παραρτήματα λουτρού στο σπίτι. Ακόμα, διαφημίζονται προτάσεις για το μετασχηματισμό των αναξιοποίητων χώρων του σπιτιού σε πλήρη και μη μπάνια, ενώ εισάγονται νέα στοιχεία εξοπλισμού, όπως είναι ο νιπτήρας για την αποκλειστική φροντίδα των δοντιών. Τα χρόνια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, όμως, που ακολουθούν, εξαναγκάζουν σε παύση την ανοδική αυτή πορεία. Από την εικόνα της οικογενειακής θαλπωρής, η διαφήμιση στρέφεται στο πρόσωπο της γυναίκας, που έχει παραμείνει μόνη στη πατρίδα και μπορεί να κάνει σχέδια για μια μεταπολεμική πραγματικότητα. Η γυναίκα θα παραμείνει έκτοτε στο επίκεντρο της διαφημιστικής καμπάνιας ως κύριος αποδέκτης της, αλλά και ως φαντασιακή της εικόνα. Μεταπολεμικά, τα σχέδια του λουτρού κυμαίνονται από απλά μέχρι
became institutionalized. It wasn’t until the 1970s that people in the United States began treating the home bathroom as more than an essential, leading to larger bathrooms being built and more and more elaborate design ornamentation."
61
από το (συλλογικό) λουτρό στο (ατομικό) μπάνιο - η εξελικτική ιστορία του λουτρού, ως χώρος και ως πρακτική
εικόνες 36, 37. δεκαετία 1980
62
το λουτρό ως αναγκαιότητα (20ος αιώνας)
πολύ επιτηδευμένα, ώστε να δίνουν μια αίσθηση εξατομίκευσης στο κάτοχό τους, ακριβαίνει η κατασκευή τους και γίνονται φορείς πρεστίζ. Το λουτρό αποκτάει ολοένα και περισσότερα σημαινόμενα, και μετατρέπεται σε φετιχιστικό αντικείμενο. Χαρακτηριστική, σε αυτή τη κατεύθυνση, είναι η στροφή της διαφήμισης, τη δεκαετία του 1980, σε σουρεαλιστικές συνθέσεις, όπου μια λεκάνη βρίσκεται στη μέση ενός αυτοκινητοδρόμου ενώ μια γυναίκα ντυμένη επίσημα κάνει οτοστόπ, ή που ένα αρχαιοελληνικό αρσενικό άγαλμα έχει εγκαταλείψει το θηλυκό του ταίρι, αφήνοντας τη δική του βάση κενή, και βρίσκεται βυθισμένο σε μια μπανιέρα εγκατεστημένη στη μέση της ερήμου, με φόντο την Ακρόπολη και με επιγραφή: "Αυτή, συμπολίτη, είναι η νεότερη κατάσταση απόλαυσης. Αυτό είναι το Ελληνικό Λουτρό, από την Kohler. Εδώ θριαμβεύει η γεωμετρία. Η μπανιέρα έχει 4 πόδια μάκρος (ταιριάζει στο χώρο της ντουζιέρας) ωστόσο το μοναδικό της βάθος των 22 ιντσών εξασφαλίζει την άνεση για κάθε άντρα με εκτόπισμα"2 (Skinner, 1998: 71). Από τα μέσα του 20ου αιώνα, άλλωστε, ο χώρος του οικιακού λουτρού έχει γίνει αντικείμενο έντονου αρχιτεκτονικού πειραματισμού. Οι [αρχιτεκτονικές] επαναστάσεις του Μοντέρνου Κινήματος που αποδόμησαν τις κατεστημένες έννοιες, αλλά και αυτές της Μεταμοντέρνας εποχής που με τη σειρά τους τις επανοηματοδότησαν, άνοιξαν νέα αντιληπτικά πεδία. Η διαχείριση της καθαριότητας, η περιποίηση του σώματος και η ικανοποίηση των σωματικών αναγκών, η χωρική τους συνθήκη, η συνεκτική τους σύνδεση ή η χωρική διάσπασή τους και οι συνθήκη ιδιωτικότητάς τους, βρίσκονται έκτοτε σε συνεχή επαναδιαπραγμάτευση.
2 "This, fellow citizen, is the newest state of pleasure. The Greek Bath by Kohler. Here geometry triumphs. The bath is 4 feet long (fits in the space of a shower) yet its unique 22-inch depth assures comfort for any man of stature"
63
64
Hermann Broch, "1888- Πασενόβ ή ο Ρομαντισμός"
Ο Μπέρτραντ ίσως να μιλούσε κάπως έτσι για το θέμα της στρατιωτικής στολής: Κάποτε μόνο η εκκλησία δέσποζε ως κριτής των ανθρώπων και ο καθένας γνώριζε πως είναι αμαρτωλός. Τώρα ο ένας αμαρτωλός πρέπει να κρίνει τον άλλο, και οι άνθρωποι αντί να συμπάσχουν αδελφικά, είναι αναγκασμένοι να λένε στον πλησίον τους: «Αυτό που έπραξες δεν ήταν σωστό.» Και εκεί που παλιά ξεχώριζαν τα άμφια του ιερέα σαν κάτι ανώτερο, εξ’ αιτίας του κάπως υπερανθρώπινου χαρακτήρα τους, ενώ στα χαρακτηριστικά ενδύματα των διαφόρων επαγγελμάτων και ιδίως της στρατιωτικής στολής διαφαινόταν η πολιτική τους χροιά, από τη στιγμή που χάθηκε η μεγάλη αδιαλλαξία της πίστης ήταν επόμενο οι εγκόσμιες αμφιέσεις να υποκαταστήσουν την επουράνια ενδυμασία και η κοινωνία διαχωρίστηκε αναγκαστικά σε εγκόσμιες ιεραρχίες και στολές τις οποίες ύψωσε στο Απόλυτο για να πάρουν αυτές τη θέση της πίστης. Και επειδή αυτό που χαρακτηρίζει πάντα τον Ρομαντισμό είναι η ανύψωση του εγκόσμιου στη θέση του Απόλυτου, ο κατ’ εξοχήν ρομαντισμός της εποχής μας είναι αυτός της στρατιωτικής στολής, ο οποίος ταυτοχρόνως είναι σαν να υπαινίσσεται ότι υπάρχει μια υπερκόσμια και υπερχρονική ιδέα της στολής, ιδέα που βεβαίως δεν υπάρχει, αλλά εν τούτοις είναι τόσο ισχυρή, ώστε να κυριεύει τους ανθρώπους με πολύ περισσότερη δύναμη απ’ όση θα ήταν δυνατόν να ασκήσει οποιοδήποτε εγκόσμιο επάγγελμα, και η ιδέα αυτή αν και ανυπόστατη είναι ωστόσο τόσο σθεναρή, ώστε κάνει αυτόν που φοράει στολή να διακατέχεται απ’ αυτήν, όχι όμως με την πολιτική έννοια της λέξης, ίσως ακριβώς γιατί ο άνθρωπος που φοράει στολή είναι διαποτισμένος από τη συνείδηση ότι έτσι εκπληρώνει τον χαρακτηριστικό τρόπο ζωής της εποχής του, εξασφαλίζοντας ταυτοχρόνως και τη σιγουριά της ίδιας του της ζωής.
65
από το (συλλογικό) λουτρό στο (ατομικό) μπάνιο: η πορεία από τη κοινωνικότητα στον αυτοκαταναγκασμό και τη περιχαράκωση
Αυτά θα μπορούσε να πει ο Μπέρτραντ: και παρόλο που βεβαίως ο κάθε άνθρωπος που φοράει στολή δεν το συνειδητοποιεί, είναι γεγονός πως όποιος φοράει στολή, και μάλιστα από πολλά χρόνια, βρίσκει σ’ αυτήν μια ανώτερη τάξη απ’ ότι ο άνθρωπος που αλλάζει το βράδυ τα πολιτικά του ρούχα. Είναι βεβαίως αλήθεια ότι ο ίδιος δεν χρειάζεται να σκεφτεί ιδιαιτέρως αυτά τα ζητήματα, γιατί η πραγματική στολή προσδίδει σ’ αυτόν που τη φοράει σαφή όρια που διαχωρίζουν το άτομό του από τον γύρω κόσμο. Η στολή είναι κατά κάποιον τρόπο ένα άκαμπτο προστατευτικό κέλυφος με το οποίο ο κόσμος και το άτομο αφορίζονται με σαφήνεια και αυστηρότητα και διαφοροποιούνται, και μάλιστα η πραγματική αποστολή της στολής είναι να εκδηλώνει και να καθορίζει την εγκόσμια τάξη και να καταργεί τη σύγχυση και τη ρευστότητα της ζωής, έτσι όπως κρύβει την απαλότητα και τη ρευστότητα του ανθρώπινου σώματος, έτσι όπως καλύπτει τα εσώρουχα και το δέρμα∙ κι αυτός είναι ο λόγος που όποιος φυλάει σκοπιά πρέπει να φοράει πάντα άσπρα γάντια. Έτσι ο άνθρωπος που κάθε πρωί κουμπώνεται προσεκτικά, αποκτά πράγματι ένα δεύτερο, ανθεκτικότερο δέρμα και είναι σαν να επιστρέφει σε μια ζωή πιο ουσιαστική και σταθερή. Θωρακισμένος στο σκληρό του κέλυφος, ζωσμένος από ιμάντες και αγκράφες, αρχίζει να ξεχνά τα ίδια του τα εσώρουχα, μα και την αβεβαιότητα της ζωής, γιατί η ίδια η ζωή απομακρύνεται από αυτόν. Κι όταν πλέον τραβήξει το χιτώνιο του απ’ το κάτω μέρος, ώστε να εφαρμόσει πάνω στο στήθος και στις πλάτες του χωρίς καμία ζαρωματιά ή ψεγάδι, τότε το παιδί του, που δεν παύει να το αγαπά, μα και η γυναίκα του, που απ’ τα φιλιά της γεννήθηκε αυτό το παιδί, απομακρύνονται τόσο και χάνονται στο κόσμο των πολιτών, ώστε δεν μπορεί πια σχεδόν να αναγνωρίσει καν το στόμα της που τού το
66
hermann broch, "1888- πασενόβ ή ο ρομαντισμός"
προσφέρει για να τον αποχαιρετήσει, και το σπίτι του γίνεται κάτι ξένο στο οποίο ο άνθρωπος που φοράει στολή δεν πρέπει να συχνάζει. Και όταν πηγαίνει στον στρατώνα ή στην υπηρεσία του φορώντας τη στολή του, δεν είναι από αλαζονεία που αγνοεί τους άλλους οι οποίοι είναι αλλιώτικα ντυμένοι, απλώς δεν μπορεί πλέον να συλλάβει καν ότι κάτω από αυτά τα διαφορετικά και βάρβαρα ρούχα είναι δυνατόν να υπάρχει κάτι που να έχει τη παραμικρή σχέση με την πραγματική ανθρωπότητα όπως τη βιώνει ο ίδιος. Όμως ο άνθρωπος που φοράει στολή δεν τυφλώνεται ως εκ τούτου, μα ούτε και είναι γεμάτος με τυφλές προκαταλήψεις όπως πιστεύεται συχνά∙ εξακολουθεί να είναι ένας άνθρωπος όπως εσύ κι εγώ, σκέφτεται το φαγητό και τη συνουσία, διαβάζει την εφημερίδα του την ώρα που προγευματίζει, δεν είναι όμως πια δεμένος με τα πράγματα και επειδή σχεδόν δεν τον αφορούν πλέον, μπορεί τώρα να τα ξεχωρίζει σε καλά και κακά, γιατί η σιγουριά στη ζωή βασίζεται ακριβώς στη μισαλλοδοξία και την έλλειψη κατανόησης. (Broch, 1931-32: 38-40)
67
68
Η ΠΟΡΕΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΟΝ ΑΥΤΟΚΑΤΑΝΑΓΚΑΣΜΟ ΚΑΙ ΤΗ ΠΕΡΙΧΑΡΑΚΩΣΗ
I
Η δυναμική των κοινωνικών σχέσεων
1500 π.Χ. – 7ος αι μ.Χ. II
Ο φόβος της αμαρτίας
6ος – 11ος αι III Η ευπρέπεια - κοινωνική κοσμιότητα (civilité) 12ος – 15ος αι IV Ο φόβος του θανάτου 15ος – μέσα 18ος αι V Η ατομική έναντι της κοινωνικής διακριτότητα μέσα 18ος – 19ος αι VI Η διαφήμιση 20ος αι
69
η πορεία από τη κοινωνικότητα στον αυτοκαταναγκασμό και τη περιχαράκωση
εικόνα 38. προοπτική απεικόνιση των Λουτρών του Διοκλητιανού στη Ρώμη
70
η δυναμική των κοινωνικών σχέσεων
I
Η δυναμική των κοινωνικών σχέσεων
Όπως έγινε σαφές από την έρευνα της ιστορικής εξέλιξης του λουτρού, η περιποίηση του σώματος: ο καθαρισμός του, η θεραπεία και ο καλλωπισμός του, βρίσκει τις απαρχές της, στις απαρχές της ιστορίας των ίδιων των κοινωνιών. Στο Δυτικό κόσμο, από την Ελληνική αρχαιότητα, τη Ρωμαϊκή και τη πρώιμη Βυζαντινή εποχή, μέχρι και τον ύστερο Μεσαίωνα, για τη μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού των πόλεων η ενασχόληση με το σώμα λάμβανε χώρα σε έναν δημόσιο χώρο, το Βαλανείο, τη Θέρμη ή το Λουτρό κατά περίπτωση, με τη μορφή ενός αδιάσπαστου συνόλου πρακτικών σύμφυτων με την αστική καθημερινότητα και την σύγχρονη αντίληψη της ζωής των πολιτών. Οι πρακτικές αυτές, όχι μόνο ανήκαν σε έναν χώρο αδιάσπαστο και (εννοιολογικά) συμπαγή, αλλά εντάσσονταν σε αυτό το ενιαίο σύνολο, που ο άνθρωπος της εποχής του θεωρούσε δημόσια-συλλογική ζωή. Στην πρώτη ιστορική περίοδο που αναλύθηκε, αυτή δηλαδή της ελληνικής και ρωμαϊκής αρχαιότητας, κατ’ αντιστοιχία με το κυρίαρχο κοινωνικό πρότυπο1 της εποχής στο οποίο η ατομική έκφραση δεν αποσυνδεόταν από τη συλλογική, το λουτρό αποτέλεσε μια πράξη κατ’ αρχήν κοινωνική, και κατά συνέπεια πολυσήμαντη. Το διακύβευμα της καθαριότητας και της διατήρησης της καλής υγείας, αυτό της κοινωνικοποίησης, της πρόσβασης και συμμετοχής στα κοινά, αλλά και αυτό της σωματικής και πνευματικής τόνωσης, διέγερσης και ικανοποίησης, αποτέλεσαν ένα αδιάσπαστο σύνολο εννοιών και πράξεων, και αποκρυστάλλωσαν το εύρος των αναγκών που ικανοποιούνταν στους χώρους των λουτρών. Η ελευθεριακή αυτή αντίληψη της ρευστότητας ανάμεσα στις εκφάνσεις της αστικής ζωής -που ήταν μέρος της κοινωνικής και πολιτικής προσέγγισης της δομής της ίδιας της κοινωνίας- αποτέλεσε τo θεμελιώδες στοιχείο που έδωσε στο λουτρό τη πολυπλοκότητα της πρώτης αυτής περιγραφής του. Το έκθετο, γυμνό σώμα, και η εξοικείωση με αυτό, αποτέλεσαν έ1 υπό την έννοια του πλαισίου κανόνων κοινωνικής περιγραφής και συμπεριφοράς του ατόμου, που προεκτείνονται μέχρι και τη ψυχολογική του υπόσταση, και που ορίζουν εν τέλει τη κοινωνική του ταξινόμηση
71
η πορεία από τη κοινωνικότητα στον αυτοκαταναγκασμό και τη περιχαράκωση
να ακόμα στοιχείο που διακατείχε τη ελληνική και ρωμαϊκή κοινωνία και που μεταγράφηκε αυτούσιο στην αντίληψη του λουτρού ως διαδικασία, λειτουργία και χώρο. Στην αρχαία Ελλάδα, για παράδειγμα, και πιο συγκεκριμένα στην αθηναϊκή κοινωνία, η κατάσταση της γύμνιας σε δημόσια θέα ήταν από διόλου σοκαριστική, μέχρι θεμιτή. Η κυριαρχία του λόγου και η έντονα πνευματική προσέγγιση στους μηχανισμούς πρόσληψης και αξιολόγησης του κόσμου (Ρηγοπούλου, 2003: 174), η αναγωγή της σωματικής γύμνιας από αυτή καθ’ εαυτήν κατάσταση του σώματος και σύμβολο-υπονοούμενο της γενετήσιας ορμής, σε διαλεκτική συνθήκη με πολύπλοκες πολιτικές, κοινωνικές και πνευματικές προεκτάσεις που χαρακτηριστικά εκφράστηκε μέσω της τέχνης συμβολίζοντας την απόλυτη φανέρωση της υλικής υπόστασης του ανθρώπου, και ο μηχανισμός της αιδούς που δεν αφορούσε τη σωματική έκθεση αλλά τη συμπεριφορά τη μη αντάξια της κοινωνικής θέσης του ατόμου (Stewart, 2003: 51), εξηγούν την άνεση του αρχαίου Αθηναίου απέναντι στο γυμνό σώμα. Σε άλλες περιοχές της αρχαίας Ελλάδας, όπως στη Κρήτη και τη Μακεδονία, η γύμνια και ο διάχυτος ερωτισμός φαίνεται από μόνα τους να είχαν ευρύτερη κοινωνική νομιμοποίηση. Το ίδιο ίσχυσε και για τη ρωμαϊκή κοινωνία. Είτε το κυρίαρχο κίνητρο ήταν η αναζήτηση της αλήθειας, είτε της ηδονής, στα πρώτα αυτά ομαδοποιημένα ιστορικά παραδείγματα φαίνεται ότι οι εκάστοτε κοινωνικές αναζητήσεις εκφράστηκαν με τις ίδιες δομές και διαδικασίες. Τα χαρακτηριστικά που διαμόρφωσαν τη κοινωνική κατασκευή του πρώτου λουτρού (η ρευστή σχέση των εκφάνσεων της αστικής και πολιτικής ζωής, και η εξοικείωση με το γυμνό σώμα), αυτό δηλαδή που τιτλοφορήθηκε εδώ "το λουτρό ως κοινωνική πράξη", αποτέλεσαν τη βάση πάνω στην οποία γράφτηκε η ιστορία της εξέλιξης του λουτρού ως χώρου και ως πρακτικής, του τρόπου δηλαδή με τον οποίο οι κοινωνίες αντιλήφθηκαν το λουτρό, το ρόλο και τις λειτουργίες του, και τα σημαινόμενά του. Και αυτή ακριβώς η βάση είναι που αμφισβητήθηκε για πρώτη φορά στα χρόνια του πρώιμου μεσαίωνα.
72
ο φόβος της αμαρτίας
II
Ο φόβος της αμαρτίας
Η μεγάλη αλλαγή που σημειώθηκε τον 6ο αιώνα με τη στροφή των κοινωνιών στην άρνηση του λουτρού, που προηγουμένως συνδέθηκε με την άνοδο και την εγκαθίδρυση του Χριστιανισμού, στην ουσία της συντελέστηκε μέσα από την αλλαγή της κυρίαρχης κοινωνικής εξουσιαστικής δομής. Σε αντίθεση με τις κοινωνίες της αρχαιότητας, στο επίκεντρο των οποίων βρισκόταν η πολιτεία, και ρυθμιστής των οποίων ήταν η δυναμική των κοινωνικών σχέσεων, ο νέος χριστιανικός κοινωνικός κανόνας είχε την Εκκλησία στο επίκεντρο του, και τον φόβο της θεϊκής τιμωρίας έναντι της αμαρτίας σε ρυθμιστικό-ελεγκτικό του μηχανισμό. Με την εγκαθίδρυση της χριστιανικής διδασκαλίας ως πηγή της κοσμικής αλήθειας, και τη συστηματική πνευματική και ιδεολογική οργάνωση που τη χαρακτήρισε, ο Χριστιανισμός καθόρισε αποφασιστικά τη πορεία των διαμορφωτικών πεποιθήσεων έκτοτε. Ξεκινώντας από τις ιδεολογικές μεταβολές που ο Χριστιανισμός επέφερε στα χρόνια του πρώιμου μεσαίωνα μέσα από το αφήγημα του προπατορικού αμαρτήματος, μέσα δηλαδή από τη πρωταρχική επινόηση της δομικής υπαιτιότητας του ανθρώπου για τα δεινά του κόσμου1 , ο Χριστιανισμός έδωσε μια ρητή περιγραφή του ατελούς της ανθρώπινης ύπαρξης (ο άνθρωπος ως έρμαιο των ορμών του) και τη δαιμονοποίησε. Τα χαρακτηριστικά της δυαδικής κοινωνίας της "Γένεσις": η ηθική ακρισία2, η κοινωνική αναρχία και ο διάχυτος ηδονισμός των πρωτόπλαστων προ της Αμαρτίας, συμβολικά και λανθανόντως ταυτίστηκαν και περιέγραψαν τις κοινωνικές αξίες και δομές των προ Χριστού, Αρχαιοελληνικών και Ρωμαϊκών, κοινωνιών. Η ολίσθηση στο προπατορικό αμάρτημα, που η σοβαρότητά του υπήρξε απρόσμενη και αναπάντεχη για τους συμβολικά εμπλεκόμενους, τον Αδάμ και την Εύα, αποδόθηκε τελικά ως αξιωματικά νομοτελειακή κατάληξη της πρότερης κοινωνικής συνθήκης. Σύμφωνα με
1 που σχεδόν ταυτίστηκε με την ίδια τη δημιουργία της κοινωνίας, αν δεχτούμε ότι αυτό συμβολίζει το μοντέλο της δυαδική ύπαρξης 2 Στον άνθρωπο της Γένεσης αναγνωρίζεται ανικανότητα ηθικής κρίσης. Η ηθική ελευθεριότητα των πρωτόπλαστων δεν αναγνωρίζεται ως αξιακό πλαίσιο αλλά ως απουσία κριτηρίου, ως αήθεια, ανυπαρξία ηθικής.
73
η πορεία από τη κοινωνικότητα στον αυτοκαταναγκασμό και τη περιχαράκωση
"Ο πονηρός που ζήλευε την ευτυχία των πρωτοπλάστων, αποφάσισε να τους καταστρέψει. Μεταμορφώθηκε λοιπόν σε φίδι και πήγε στην Εύα. -«Εύα, της λέει, αλήθεια είπε ο Θεός να μη φάτε από κανένα δέντρο του κήπου;» -Η Εύα του απάντησε: «Μπορούμε να φάμε καρπούς απ’ όλα τα δέντρα, εκτός από κείνο που βρίσκεται στη μέση του κήπου. Ο Θεός είπε να μη φάμε τον καρπό του, ούτε καν να τον αγγίξουμε, για να μη γίνουμε θνητοί». - Τότε το φίδι είπε στη γυναίκα: «Όχι βέβαια! Δε θα γίνετε θνητοί. Όμως ο Θεός σας το απαγόρεψε, γιατί ξέρει ότι την ημέρα που θα φάτε απ’ αυτό, θα ανοιχτούν τα μάτια σας και θα γίνετε θεοί και θα γνωρίζετε το καλό και το κακό. Λοιπόν, μην ακούτε, αλλά φάτε απ’ αυτόν τον καρπό, να δείτε τι ωραίος που είναι». [...] Εκείνος απάντησε: «Σε άκουσα στον κήπο, φοβήθηκα και κρύφτηκα, γιατί είμαι γυμνός». Τότε ο Κύριος ο Θεός για να βοηθήσει τον Αδάμ να καταλάβει το σφάλμα του, του είπε: «Ποιος σου είπε ότι είσαι γυμνός; Μήπως έφαγες από τον καρπό του δέντρου που σου είχα απαγορέψει να φας;». Ο Αδάμ αποκρίθηκε γεμάτος φόβο: «Δε φταίω εγώ. Η γυναίκα που μου έδωσες, εκείνη με εξαπάτησε, μου πρόσφερε έναν καρπό και έφαγα». Ο Κύριος ο Θεός ρώτησε τη γυναίκα: «Γιατί το έκανες αυτό;». Εκείνη απάντησε: «Δε φταίω ούτε εγώ. Το φίδι με εξαπάτησε και έφαγα»." (Παλαιά Διαθήκη: Η Πτώση των Πρωτόπλαστων από τον Παράδεισο)
74
ο φόβος της αμαρτίας
τη Χριστιανική διδασκαλία, ο άνθρωπος χωρίς την εμπειρία της τιμωρίας και λόγω της συμφιλίωσης με τις ορμές του (την ατέλεια δηλαδή της φύσης του), ήταν εξ’ ορισμού καταδικασμένος στη Πτώση. Η παραβολική αυτή κρίσιμη παραβίαση του Θεϊκού νόμου, μεταγραφόμενη σε ιστορικό τεκμήριο και μεταβαλλόμενη σε μια ιστορικο-κοινωνική τομή, όρισε τη μετάλλαξη -ή τη προσθήκη- στον άνθρωπο ενός "γονιδίου της ηθικής". Με τον τρόπο αυτό, ο έκπτωτος άνθρωπος από τον αισθησιακό Κήπο της Εδέμ (ο μετά της Αμαρτίας), με τη ντροπή των ορμών του και του έκθετου σώματός του, το φόβο της ευθύνης και την άρνηση του διπλανού του, όρισε και εισήγαγε τη νέα κοινωνική και ψυχολογική περιγραφή του σύγχρονου, μετά Χριστόν και επί Χριστιανισμού, ανθρώπου. Ο άνθρωπος, έτσι, ενσωματώνοντας την απέχθεια της ατέλειάς του, άρχισε να αρνείται τα πάγια ένστικτά του και να ντρέπεται γι’ αυτά (Nietzshe, 1887: 74, 96, 98). Ακόμα, η προοδευτικά υπερτροφική σχέση του χριστιανού με τον Θεό του, επέφερε την εσωτερίκευση του δεύτερου στο "σώμα" του πρώτου. Η υπόσταση του Θεού ως παντογνώστη και πανταχού παρόντα, ή με άλλα λόγια ως επιβλέποντα κάθε πράξης και σκέψης, σε συνδυασμό με τη δαιμονοποίηση των ενστίκτων ως ατελειών, με τη σειρά τους έφεραν τον άνθρωπο σε μια συνθήκη αδιάκοπης λογοδοσίας και (αυτό)τιμωρίας, είτε είχε ενδώσει στις ορμές του, είτε όχι. Η θεοκεντρική-θεοκρατική κοινωνία, με άλλα λόγια, ενίσχυσε στο άτομο την κανονιστική επικράτεια του Υπερεγώ (Freud, 1974) του: ενίσχυσε την επικράτεια της ηθικής του συνείδησης, μέσα από την οποίο στη συνέχεια μπορούσε να πραγματωθεί η εξουσία του νέου κοινωνικού προτύπου του τέλειου και άμεμπτου χριστιανού, πάνω στις ορμές του ανθρώπου. Σαν αποτέλεσμα, το αίσθημα ενοχής -ή εν δυνάμει ενοχής- ως μια ενδογενής και ενδο-κανονιστική συνθήκη, έγινε προοδευτικά ο κυρίαρχος τρόπος αντίδρασης στα ερεθίσματα της πραγματικότητας. Ο φόβος του εκμαυλισμού από τους πειρασμούς της κοινωνικής συνύπαρξης, οδήγησε ακριβώς στην άρνηση αυτής: στη περιχαράκωση του ατόμου, κοινωνική και σωματική. Το νέο, αυστηρό και περιοριστικό αξιακό σύστημα που εγκαθιδρύθηκε, όρισε ως κορυφαία διακυβεύματα αυτά της εγκράτειας, της άρνησης του σώματος και των εγκόσμιων απολαύσεων, και τις φυσικές αποστάσεις. Η απόλαυση που απόρρεε από τη διάχυτη κοινωνική σύνδεση, αντικαταστάθηκε, αρχικά, από την ιερότητα του 75
η πορεία από τη κοινωνικότητα στον αυτοκαταναγκασμό και τη περιχαράκωση
Εικόνα 39. Γλυπτό με τίτλο "the Ecstasy of Saint Teresa", του Gian Lorenzo Bernini, 1652 Εικόνα 40. "The Seven Deadly Sins and the Four Last Things", Jeronimo Bosch, 1510-20, Μαδρίτη
76
ο φόβος της αμαρτίας
ανήκειν σε μια κοινότητα ιδεολογικής και ηθικής ομοιογένειας και καθαρότητας, και αργότερα από την ανακούφιση του αναμάρτητου, από την προσωπική ικανοποίηση ή και τον ναρκισσισμό της ηθικής ακεραιότητας. Η Mary Douglas, παρατηρώντας τις εθιμικές αντιφάσεις που προκαλούνται από αυτήν ακριβώς την επιδίωξη της ηθικής καθαρότητας, αναφέρει σχετικά: "Μία λύση είναι η απόλαυση της αγνότητας από δεύτερο χέρι. Κάποια υποκατάστατη ικανοποίηση περιέβαλλε αναμφίβολα με την αύρα της το σεβασμό προς την παρθενία τα πρώτα χρόνια του Χριστιανισμού" (Douglas, 1966: 297). Από τον 4ο αιώνα και ύστερα, οπότε ο Χριστιανισμός από διωκόμενη θρησκεία έγινε αρχικά αποδεκτή και σύντομα κυρίαρχη και διώκτρια, η αναγκαιότητα της συνεκτικής δομής της κοινότητας και του ρόλου της ως ηθικό θεματοφύλακα, απαλείφθηκε. Η διάχυση της χριστιανικής διδασκαλίας σε ένα πιο χαλαρό κοινωνικό μοντέλο, απέφερε τη σταδιακή μετατόπιση του κοινωνικού ρυθμιστικού μηχανισμού του ατόμου από έξω (κοινωνικές σχέσεις-κοινότητα) προς τα μέσα (φόβος έναντι της αμαρτίας-εσωτερικευμένος θεός), χωρίς βέβαια να υπονοείται ότι η μεταβολή αυτή ήταν πλήρης. Μοιραία, αυτό σήμανε τη μερική τουλάχιστον ενσωμάτωση στο ίδιο το άτομο της πρότερης δυναμικής διάκρισης των ρόλων κοινότητας-μέλους. Δανειζόμενη τη νιτσεϊκή προσέγγιση της πρωταρχικής σχέσης μεταξύ προσώπων, που όπως αναφέρει αντιστοιχεί σε αυτή του πιστωτή και του χρεώστη (Nietzshe, 1887: 78), της δυαδικής δηλαδή αυτής συνθήκης όπου "το πρόσωπο αντιπαρατέθηκε για πρώτη φορά σ’ ένα άλλο πρόσωπο, μετρήθηκε απέναντι σ’ ένα άλλο πρόσωπο", και από την οποία προέκυψε "το συναίσθημα τη ενοχής, της προσωπικής υποχρέωσης" (Nietzshe, 1887: 77), για πρώτη φορά το άτομο έγινε συνάμα -και σχεδόν σχιζοφρενικά- ο πιστωτής και ο χρεώστης του εαυτού του. Αλλά και το ίδιο το αντικείμενο του "χρέους" μεταξύ των δύο αυτών (ταυτισμένων) συμβαλλόμενων, μεταφραζόμενο στην άρρητη συμφωνία τήρησης των σφιχτών κοινωνικών κανόνων του χριστιανικού προτύπου, οδήγησε τον άνθρωπο σε έναν δεύτερο εσωτερικό διχασμό, αυτόν που θα μπορούσε να τιτλοφορηθεί ως "διχασμός ζώου-αγγέλου". Το φαντασιακό του ιδεατού εαυτού, του αψεγάδιαστου και άμεμπτου, ή αλλιώς του "κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν" του Θεού, που υπήρξε το πρότυπο του σωστού χριστιανού, βρέθηκε σε κατάφορη αντίφαση με τον πραγματι77
η πορεία από τη κοινωνικότητα στον αυτοκαταναγκασμό και τη περιχαράκωση
κό, εν-παθή εαυτό. Το δισυπόστατο αυτό της θεώρησης του ανθρώπου για τον εαυτό του, σε συνδυασμό με την αναγκαιότητα (εκ)πλήρωσης του προαναφερθέντος κοινωνικού χρέους, όρισε και ένα αντιστρόφως ανάλογο δισυπόστατο στην επί της γης πράξη της ύπαρξης του: έδωσε στον άνθρωπο μια διπλή ταυτότητα. Από τη έξω πλευρά βρέθηκε ο τέλειος πιστός και από τη μέσα ο ατελής άνθρωπος, από τη μία η φανερή αλλά φαινομενική υπόσταση, και από την άλλη η αφανής, υποδόρια, κρυφή. Με τον τρόπο αυτό, για πρώτη φορά στη δυτική ιστορία, εγκαινιάστηκε μια ιδιωτική επικράτεια του εγώ, μια βρόμικη πλευρά του ανθρώπου που τόσο επιτακτικά έπρεπε να παραμένει αθέατη στο δημόσιο κόσμο. Και η Mary Douglas προσθέτει: "Η αντίφαση ανάμεσα στην εξωτερική συμπεριφορά και τα κρυφά συναισθήματα αποτελεί συχνά πηγή αγωνίας και αναμενόμενης δυστυχίας. Πρόκειται για μια νέα αντίφαση που μπορεί να προκύψει από την ίδια την πράξη του εξαγνισμού. Θα πρέπει, λοιπόν, να τη θεωρήσουμε ως μια αυτόνομη πηγή μιαρότητας.[…] Τα μιάσματα αυτά, που είναι κρυμμένα κάπου ανάμεσα στην ορατή πράξη και την αόρατη σκέψη, είναι σαν τη μαγγανεία. Αποτελούν κινδύνους που απορρέουν από τις ρωγμές της δομής και όπως και η μαγγανεία, η εγγενής βλαπτική τους δύναμη δεν εξαρτάται ούτε από την εξωτερική δράση, ούτε από κάποια πρόθεση. Οι ίδιες εμπεριέχουν τον κίνδυνο" (Douglas, 1966: 253-25). Συνοψίζοντας, η διασπορά της θρησκείας του Χριστιανισμού πέρα από τις μικρές συνεκτικές κοινότητες των Πρωτοχριστιανών, το αίσθημα της άσβεστης ενοχής -που προέκυπτε από το ασυμβίβαστο του ατομικού προτύπου με το ατελές της ύπαρξης-, σε συνδυασμό με τη κεντροβαρική θέση της ατομικής δράσης, ορθής-θεανθρώπινης και εσφαλμένης-ανθρώπινης -που αποτέλεσε τη βάση της στέρεας χριστιανικής απόδοσης της ιστορίας- απέφεραν αναπόφευκτα την ολίσθηση της ελεγκτικής ευθύνης της κοινωνικής διαγωγής από έξω (το κοινωνικό σύνολο) προς τα μέσα (το άτομο). Σε αυτή την ιστορική περίοδο, δηλαδή, ο μηχανισμός πειθάρχησης του ατόμου, από το πρότερο μοντέλο προσαρμογής στους κανόνες του κοινωνικού συνόλου έγειρε προς μια πρώιμη, αλλά πολύπλοκη, μορφή αυτοκαταναγκασμού. Ο τρόπος με τον οποίο ο άνθρωπος αντιλήφθηκε τον εαυτό και την ύπαρξή του σε αυτή την αντι-λουτρική ιστορική περίοδο, και κατά συνέ78
ο φόβος της αμαρτίας
πεια το σώμα του και τη σχέση του με τον Άλλο, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στο τρόπο με τον οποίο το λουτρό επανεμφανίστηκε και εξελίχθηκε στους αιώνες που ακολούθησαν. Οι αντικρουόμενες αξίες, οι κοινωνικοί κανόνες και ρόλοι, και τα σημεία αναφοράς που εδραιώθηκαν στα χρόνια από την αρχαιότητα μέχρι και τον 11ο αιώνα, υπήρξαν οι βάσεις πάνω στις οποίες λάβανε χώρα οι "πρόοδοι" και οι παλινδρομήσεις των επόμενων περιόδων.
III Η ευπρέπεια - κοινωνική κοσμιότητα (civilité) Η επανεμφάνιση του λουτρού στον ώριμο μεσαίωνα πήρε τη μορφή αντίδρασης στις απαγορεύσεις του Χριστιανισμού, υπό την έννοια ότι, παρότι προέκυψε μέσα από την απόρριψη της ρητορικής της αμαρτίας, εν τέλει περιστράφηκε γύρω από αυτήν. Μέσα από την επιλεκτική επιστροφή στις πρακτικές της αρχαιότητας, το νέο λουτρό πράγματι λειτούργησε ανατρεπτικά στο επίπεδο των απαγορεύσεων του Χριστιανισμού, όπως για παράδειγμα στην αρχή των αποστάσεων, της άρνησης των απολαύσεων και δει των συλλογικών, και στη σωματική περιχαράκωση, όχι όμως και σε αυτό των χριστιανικών αρετών, όπως αυτή της ρυπαρότητας. Έτσι, η πρακτική του λουτρού ξαναμπήκε μεν στη καθημερινότητα των ανθρώπων στη Κεντρική και Δυτική Ευρώπη ως ιαματική, κοινωνική και ψυχαγωγική δραστηριότητα, η σωματική βρομιά δε, δε φαίνεται να προκαλούσε ενόχληση, παρά μόνο από τον 16ο αιώνα και έπειτα. Η επαναφορά του λουτρού ως αμιγώς κοινωνική πράξη και η αδιαφορία για τη σωματική βρομιά -που συνάμα δηλώνει ένα βαθμό εξοικείωσης με αυτήν- σήμανε τη κατάργηση της καθαριότητας (ή της ρυπαρότητας κατά περίπτωση) ως διακριτή αρετή. Ο παρελθοντικός της ρόλος ως ενδεικτικό κοινωνικής διαγωγής, έτσι, μετατέθηκε στην ευπρέπεια της εμφάνισης, και στη κοσμιότητα της συμπεριφοράς. Σύμφωνα με τις ίδιες ιστορικές πηγές, η δυσοσμία και η βρομιά, μέχρι τον 16ο αιώνα δεν δαιμονοποιούνταν, όσο δεν διαρρήγνυαν τις συμβάσεις ευπρέπειας που μέχρι στιγμής περιορίζονταν στη λευκότητα του (προοδευτικά όλο και πιο αποκαλυπτόμενου) εσώρουχου, στην κομψότητα και πολυτέλεια της εμφάνισης, και στην καθαρότητα των ορατών 79
η πορεία από τη κοινωνικότητα στον αυτοκαταναγκασμό και τη περιχαράκωση
εικόνα 41. Η μεσαιωνική προσέγγιση της πλύσης των μαλλιών (μερική καθαριότητα) - μινιατούρα
εικόνα 42. Ενδυμασίες του πρώιμου Μεσαίωνα στη Δυτική Ευρώπη
εικόνα 43. Ενδυμασίες στην Ευρώπη τον 15ο και 16ο αιώνα
80
η ευπρέπεια - κοινωνική κοσμιότητα (civilité)
μερών του σώματος: των χεριών και του προσώπου. Το επιμέρους πλύσιμο, που προσδιορίστηκε ως ο κανόνας προσωπικής υγιεινής από τα μεσαιωνικά εγχειρίδια ευκοσμίας, αποσυνδεδεμένο από την έννοια της υγείας, γινόταν αντιληπτό ως μέρος ενός savoir vivre, μαζί με τον αντίστοιχο σεβασμό στον ενδυματολογικό κώδικα της εποχής και τους κανόνες κόσμιας και σεμνής συμπεριφοράς. Η ίδια η καθαριότητα, με τον τρόπο αυτό, θεωρήθηκε συστατικό στοιχείο της εμφάνισης, και μαζί με την ενδυματολογία και το μακιγιάζ που την ολοκλήρωναν ανήχθη αποκλειστικά στη σφαίρα του θεατού. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της κριτικής σε Άγγλους προσκεκλημένους σε γάμο στη Μαδρίτη οι οποίοι, έχοντας ταξιδέψει μερόνυχτα φορώντας τα επίσημα ρούχα τους, σχολιάζονται ως προς την όψη τους, αλλά όχι την οσμή τους (Vigarello, 1985: 71). Στον ώριμο μεσαίωνα, κατά συνέπεια, εντοπίζεται η πρώτη παλινδρόμηση στο επίπεδο του κοινωνικού προτύπου που όριζε τους κανόνες κοινωνικής ταξινόμησης. Η ελεγκτική ευθύνη της ορθής κοινωνικής διαγωγής, αποδόθηκε εκ νέου στη κρίση του κοινωνικού συνόλου, με διαφοροποιημένα, όμως, αυτή τη φορά, κριτήρια. Τώρα, λειτούργησε ο κοινωνικός καταναγκασμός πάνω στο άτομο, με όργανό του το βλέμμα, το ορατό, το θέαμα. Η επίσκεψη στο λουτρό, επομένως, στην επανεμφάνιση του, δε σχετίστηκε με τη καθαριότητα και την υγιεινή όπως συνέβαινε στην αρχαιότητα, αφού αυτά δεν αποτελούσαν διακριτές αρετές και άρα δεν μεταφράζονταν σε κοινωνικά διακυβεύματα. Αντιθέτως, ικανοποίησε μια ανάγκη καθαρά κοινωνική (Vigarello, 1985: 36-51), περιγράφοντας εκ νέου τους τρόπους κοινωνικοποίησης και σύναψης σχέσεων μεταξύ των μελών της κοινωνίας, διευρύνοντας ξανά τα όρια αυτής της επαφής, επανεισάγοντας το παράγοντα της συλλογικής απόλαυσης, αδιαφορώντας για τη σωματική ατέλεια, ή τη ταξική ή θρησκευτική διάκριση, και λειτουργώντας ξανά ως θεσμοθετημένο μέσο πρόσβασης στη σύγχρονη κοινωνική και πολιτική αστική ζωή. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Georges Vigarello: "Οι λουόμενοι προσελκύονται μάλλον από το νερό ως περιβάλλον φυσικών «κραδασμών» παρά από την πράξη του καθαρισμού" (Vigarello, 1985: 270). Σε αυτή την ιστορική περίοδο εμφανίζει αυξημένο ενδιαφέρον η παρατήρηση ότι, παρότι δρούν ταυτόχρονα δύο φαινομενικά αντίρροπες 81
η πορεία από τη κοινωνικότητα στον αυτοκαταναγκασμό και τη περιχαράκωση
εικόνα 44. Εικόνογράφηση σε εγχειρίδιο καλού θανάτου με τίτλο “Man Dying of the Plague”, ανώνυμος καλλιτέχνης, Βρετανία, 15ος αι.
82
η ευπρέπεια - κοινωνική κοσμιότητα (civilité)
δυνάμεις: η ελευθεριότητα και η ευπρέπεια, μέχρι τον 15ο περίπου αιώνα δεν φαίνεται να ήρθαν σε κάποια σοβαρή αντιπαράθεση. Η μια λειτουργούσε στο επίπεδο της κοινωνικοποίησης και της απόλαυσης, ενώ η άλλη καθόριζε το κοινωνικό στάτους του ατόμου. Η συνάρτηση των δύο τον 15ο αιώνα, και η άρση της πρότερης ασυμπωτικής τους σχέσης, μαζί με το κοινωνικό σοκ που προκλήθηκε από την ραγδαία εξάπλωση των ανεξήγητων λοιμωδών ασθενειών, είναι τα στοιχεία που άλλαξαν τις κοινωνικές συντεταγμένες των επόμενων αιώνων.
IV Ο φόβος του θανάτου Ο ύστερος Μεσαίωνας (ή αναγεννησιακό τρετσέντο), αποτέλεσε μια περίοδο έντονου κοινωνικού κλονισμού. Πόλεις αποδεκατίστηκαν, άνθρωποι δολοφονήθηκαν με το φόβο της εξάπλωσης, κοινωνίες ολόκληρες βρέθηκαν σε καραντίνα∙ στον πληττόμενο κόσμο επικράτησε το χάος και ο φόβος, και κάθε κοινωνική συνοχή απωλέσθηκε. Η αποτυχία της Εκκλησίας να πλαισιώσει ερμηνευτικά το φαινόμενο του Μαύρου Θανάτου και να προστατεύσει τους πιστούς της, οδήγησε αφ’ ενός σε σειρά δεισιδαιμονικών επεξηγήσεων σχετικά με τη φύση της νόσου, ενίσχυσε αφ’ ετέρου την ανάγκη διατύπωσης ενός στέρεου διαγνωστικού αφηγήματος αναφορικά με τους μηχανισμούς εξάπλωσης του λοιμού στα (κοινωνικά διαφοροποιημένα) σώματα. Για τη προσέγγιση αυτού του προβλήματος, η έννοια της δομικής ατέλειας, που μέχρι πρότινος περιέγραφε τα πνευματικά χαρακτηριστικά του ανθρώπου, επιστρατεύτηκε τώρα και για αυτή τη πρωτόλεια επιστημονική εξήγηση της ευπάθειας του σκεύους του πνεύματός του: τη διάτρητη δομή και αποφρακτική λειτουργία του σώματος. Η νέα αυτή δυστοπική θεώρηση των πραγμάτων και ο διαρκής κίνδυνος του θανάτου ενεργοποίησαν στη κοινωνία δύο αντανακλαστικά: το φόβο του σώματος (του ευτελούς της ύπαρξης) και το φόβο του νερού και του αέρα (της έκθεσης στο αστάθμητο). Στη λογική προσέγγισης του κινδύνου, ενδογενούς ή εξωγενούς, κεντρική υπήρξε η έννοια του μιάσματος: της εσωτερικής μιαρότητας και της εξωτερικής μίανσης. Η στροφή του βλέμματος στο σώμα, στα αδύναμα, πορθητά σημεία του και στις διφορούμενες απεκκρίσεις του, μετέφερε το ενδιαφέ-
83
η πορεία από τη κοινωνικότητα στον αυτοκαταναγκασμό και τη περιχαράκωση
ρον αυξημένο τόσο στις μικροσκοπικές, όσο και στις αθέατες πλευρές του. Για την εξασφάλιση της υγείας του, το κάθε άτομο έπρεπε πλέον να μεριμνά για μια πιο συνολική καθαριότητα του σώματος του, απομακρύνοντας την επικίνδυνη δυσοσμία του μέσω της τακτικής αλλαγής του εσωρούχου του. Επιπροσθέτως, το ίδιο το άτομο έπρεπε να έχει την διαρκή εποπτεία της καθαρότητάς του, αφού αυτή πλέον αφορούσε και τα κρυφά, μύχια μέρη του σώματός του, που καλύπτονταν με τα ρούχα. Προοδευτικά, ο άνθρωπος εσωτερίκευσε την ανάγκη για καθαριότητα, αναπτύσσοντας ένα προσωπικό αίσθημα ενόχλησης: απέκτησε νέα σχέση οικειότητας με το σώμα του. Στα χρόνια αυτά του φόβου, συνοψίζοντας, οι συντεταγμένες της υγιεινής μετατέθηκαν στους χώρους του σώματος που δεν αφορούσαν και δεν εκτίθονταν στο ξένο μάτι, η ελεγκτική ευθύνη της καθαριότητας ολίσθησε σε καθαρά προσωπικό επίπεδο, και στο σύνολό τους οι μηχανισμοί αυτοί εγγράφηκαν στη ψυχολογία και τη αυτοαντίληψη του ατόμου. Εν ολίγοις, καταγράφηκε μια εκθετική ενίσχυση των αυτοκαταναγκασμών, μια επιτακτική ανάγκη για αυτοέλεγχο. (Vigarello, 1985: 79) Πέραν, όμως, της ενδογενούς μιαρότητας και της εγγενούς σωματικής ατέλειας, υψίστης σημασίας ζήτημα θεωρήθηκε η προστασία του σώματος από τις εξωτερικές πηγές κινδύνου. Το σώμα έπρεπε να καλύπτεται στεγανά και στο μεγαλύτερο δυνατό ποσοστό του ώστε να αποφεύγεται η εισχώρηση του κακού, και η αρχή των αποστάσεων έπρεπε ξανά να διευρυνθεί ώστε να μειωθεί η πιθανότητα μετάδοσης. Ο υπέρμετρος φόβος του εισερχόμενου θανάτου, εν ολίγοις, υπαγόρευσε την αυστηρή περιχαράκωση του ατόμου στο σωματικό αλλά και στο διαπροσωπικό επίπεδο: η διαπροσωπική σχέση έγινε αντιληπτή σαν ενδεχόμενη μίανση και η πλεονάζουσα σωματική επαφή σαν άκρως επικίνδυνη πράξη. Η αδυναμία αναγνώρισης της εκάστοτε εξωτερικής μίανσης, και η διαρκής ενδεχομενικότητα της προσβολής από αυτήν βάσισε τους νέους τρόπους ζωής στη "διαρκή υποψία", "στην πανοπτική" όπως αναφέρει ο Χρήστος Φιλιππίδης "διάθεση [του ίδιου του υποκειμένου] κατά τη συμμετοχή του στην κοινωνική αναπαραγωγή" (Φιλιππίδης, 2007: 77)1 . Ο υπέρμετρος φόβος της 1 Ο Χρήστος Φιλιππίδης περιγράφει με αυτό το τρόπο την υποβόσκουσα κοινωνι-
84
ο φόβος του θανάτου
εξωτερικής μίανσης δημιούργησε, εν τέλει, την ανάγκη για νέους κοινωνικούς κανόνες και κώδικες αναγνώρισης. Έτσι, με τη απόδοση στο πρόσωπο του Άλλου του ρόλου του ενδεχόμενου ξενιστή, η μεσολάβηση ενός διαπιστευτηρίου υγείας έγινε απαραίτητη σε οποιαδήποτε κοινωνική σύνδεση. Η καθαρότητα του κρυμμένου ξένου σώματος κατέστη ρυθμιστικός παράγοντας κάθε διαπροσωπικής επαφής, ο έλεγχος της οποίας επιτυγχανόταν μέσα από ένα ορατό, αντιπροσωπευτικό της σημείο: το άσπιλο του ασπρόρουχου. Όντας το πλησιέστερο στο σώμα στοιχείο, φυσικά αλλά και εννοιολογικά, το ασπρόρουχο, από ενδιάμεσο αφανές στρώμα της ένδυσης και μέσον προσωπικού καθαρισμού, έλαβε στο συλλογικό φαντασιακό ακόμα πιο προνομιακή θέση. Το ασπρόρουχο αντικειμενοποίησε το σώμα (Vigarello, 1985: 82-85). Ξεχειλίζοντας από το ρούχο και μπαίνοντας στη σφαίρα ελέγχου των άλλων, θεαματικοποίησε το εσωτερικό (Φιλιππίδης, 2007: 35), το μύχιο. Εν τέλει, η ένταξη του στο παιχνίδι της κοινωνικής διάκρισης μετέβαλε για μια ακόμα φορά τη δομική του χρησιμότητα. Πέραν της νέας ανάγκης για προσωπική οικειότητα με το σώμα, το ασπρόρουχο εξυπηρέτησε την ανάγκη οικοδόμησης μιας σχέσης οικειότητας με το ξένο αυτή τη φορά σώμα, μια ανάγκη ταυτοποίησής του, τόσο ιατρικής όσο και κοινωνικής. Η λευκότητα του ασπρόρουχου, και η ποιότητα του υφάσματός του ανάχθηκαν σε στοιχεία της εξωτερικής εμφάνισης, και ως τέτοια έγιναν ενδεικτικά της θέσης του ατόμου στη κοινωνική ιεραρχία. Συνοψίζοντας, στη περίοδο αυτή της Επιστημονικής Επανάστασης, ο αρχέγονος, οντολογικός φόβος του θανάτου που μοιραία ενεργοποιήθηκε, μεταφράστηκε στην έννοια της μιαρότητας και στις φαντασιακές ερμηνείες, και τελικά υποστήριξε πιστά τις πρότερες ηθικές αξίες (Douglas, 1966: 254-258). Το νέο φαντασιακό του σώματος σήμανε την ιατρικοποίηση του σώματος, και μαζί την ενίσχυση της έννοιας αλλά και της επικράτειας του μύχιου. Αντίστοιχα, το νέο φαντασιακό της λειτουργίας και επίδρασης των εξωσωματικών (ή διασωματικών) παραγόντων σήμακή διεργασία του 19ου και 20ου αιώνα, συνδέοντας την με το χωρικό φαινόμενο της εξατομικευμένης κινητικότητας και την βιοπολιτική. Στη παρούσα εργασία υποστηρίζεται ότι αυτή η διεργασία γεννήθηκε και θεμελιώθηκε σε αυτή την εποχή του φόβου του θανάτου, και συστηματοποιήθηκε στην αμέσως επόμενη περίοδο.
85
η πορεία από τη κοινωνικότητα στον αυτοκαταναγκασμό και τη περιχαράκωση
εικόνα 45. θεραπευτές της πανώλης, με πτηνόμορφες μάσκες για το φιλτράρισμα του εισερχόμενου αέρα με αρωματικές ύλες, και μακρυά μανίκια και ποδόγυρους
86
ο φόβος του θανάτου
νε με τη σειρά του την ιατρικοποίηση των σχέσεων. Αυτή η ιατρικοποίηση, με την έννοια της (πρώιμα επιστημονικοποιημένης) πρόσληψης μιας λειτουργίας με όρους πάθησης, λειτούργησε σαν εφαλτήριο για την παγίωση ως υγιεινιστική αναγκαιότητα της σωματικής περιχαράκωσης, του ελέγχου και της απόστασης, και κατά συνέπεια των κανόνων ευπρέπειας. Με την εσωτερίκευση του μηχανισμού πειθάρχησης και την ταυτόχρονη ένταση του εξωτερικού ελέγχου, η πρότερη επιταγή της ευπρέπειας μεταβλήθηκε σε κοινωνική επιταγή για σεμνοτυφία. Όπως αναφέρει και ο Χρήστος Φιλιππίδης: "το καθαρό δεν είναι παρα η αναγωγή και η φυσική εφαρμογή του κοινωνικού κώδικα στη σφαίρα του ορατού" (Φιλιππίδης, 2007: 34), και η λευκότητα του ασπρόρουχου, το οποίο κατέληξε να είναι επιμέρους αξεσουάρ μιας νέας μόδας, αποτέλεσε τελικά μια τέτοια καθαρότητα, εικονική και συμβολική (Φιλιππίδης, 2007: 35). Η πρώιμη αυτή ιατρικοποίηση της ζωής του ανθρώπου, εν ολίγοις, διαμόρφωσε με όρους ηθικής τη παραγωγή και ερμηνεία των φαντασιακών θεσμίσεων, και έδωσε σάρκα και οστά στους ερμηνευτικούς μηχανισμούς που φτάνουν μέχρι σήμερα. Η γέννηση της, πρωτόλειας αυτής, επιστημονικής προσέγγισης, που σήμερα αναφέρεται ως Επιστημονική Επανάσταση, υπήρξε καθοριστική στην εξέλιξη των διαμορφωτικών πεποιθήσεων του αστικού πολιτισμού. Μια ακόμα πιο συνεκτική σχέση μεταξύ σώματος και κοινωνικής δομής, μεταξύ σώματος και ηθικής, εντόπισε η Mary Douglas, υποστηρίζοντας ότι "το σώμα αποτελεί ένα μοντέλο ικανό να αναπαραστήσει κάθε οριοθετημένο σύστημα. Τα όριά του μπορούν να αναπαραστήσουν κάθε απειλούμενο ή επισφαλές σύνορο. Το σώμα είναι μια περίπλοκη δομή. Οι λειτουργίες των διαφορετικών του μερών και οι μεταξύ τους σχέσεις παρέχουν μια πηγή συμβόλων για άλλες πολύπλοκες δομές. Είναι αδύνατον να ερμηνεύσουμε τις τελετουργίες που αφορούν στις σωματικές εκκρίσεις, στο μητρικό γάλα, στο σάλιο, και σε άλλα παρόμοια, αν δεν είμαστε διατεθειμένοι να δούμε το σώμα ως σύμβολο της κοινωνίας και να θεωρήσουμε ότι οι δυνάμεις και οι κίνδυνοι που αποδίδονται στην κοινωνική δομή αναπαράγονται σε σμίκρυνση στο ανθρώπινο σώμα." (Douglas, 1966: 216)
87
η πορεία από τη κοινωνικότητα στον αυτοκαταναγκασμό και τη περιχαράκωση
εικόνα 46. "The British Beehive", γκραβούρα του George Cruikshank, Αγγλία, 1867
88
η ατομική έναντι της κοινωνικής διακριτότητας
V Η ατομική έναντι της κοινωνικής διακριτότητας 1 Στα χρόνια του διαφωτισμού και της ύστερης νεότερης εποχής, η επανεμφάνιση του λουτρού συνέπεσε με μια ριζική αλλαγή στη δομή της κοινωνίας. Η βιομηχανική επανάσταση, και η σταδιακή μετάβαση από το φεουδαλικό στο κεφαλαιοκρατικό σύστημα, που κορυφώθηκαν τον 19ο αιώνα, σήμαναν την ένταση του κοινωνικού χάσματος, και την ταυτόχρονη άνοδο της νέας αστικής τάξης στο κοινωνικό χάρτη των πόλεων. Η νέα αυτή τάξη που προοδευτικά συσσώρευσε πλούτο και δύναμη, διεκδίκησε δικαιώματα τόσο στη διαμόρφωση των συλλογικών φαντασιακών, όσο και σε αυτή του επικρατούντος κοινωνικού προτύπου. Σε αυτό το πλαίσιο ταξικής αναμέτρησης, τόσο η καθαριότητα, όσο και το λουτρό και οι ευρύτερες αντιλήψεις που το περιέβαλλαν, έγιναν τα ίδια αντικείμενα αντιπαράθεσης, πεδία ταξικής σύγκρουσης, ενδεικτικά των νέων κοινωνικών δυναμικών, και τελικά, μέσα κοινωνικής κατηγοριοποίησης. Η επιμελής εμφάνιση και ο θερμαλισμός της αριστοκρατίας, η σωματική καθαρότητα και η ψυχρολουσία της αστικής τάξης, και η ρυπαρότητα και αλουσιά των φτωχών στρωμάτων, εικονογράφησαν και αποκρυστάλλωσαν το τριμερές κοινωνικό προσκήνιο και παρασκήνιο του 18ου και 19ου αιώνα. Στη κορυφή της κοινωνικής (και πολιτικής) ιεραρχίας και εισηγητής του επικρατούντος κοινωνικού προτύπου, τουλάχιστον μέχρι τη γαλλική επανάσταση, ήταν η τάξη των αριστοκρατών. Η άρχουσα αριστοκρατία, που παρέμεινε προσκολλημένη στις παλαιές κοινωνικές συντεταγμένες του Ancien Régime, εξακολούθησε να επιβάλλει ως κριτήριο κοινωνικής ταξινόμησης τους κανόνες δημόσιας εμφάνισης και συμπεριφοράς, διαμορφώνοντας ένα δημόσιο κόσμο, στον οποίο ο Richard Sennett τιτλοφορεί χαρακτηριστικά το δημόσιο ρόλο του σώματος ως μανεκέν (Sennett, χχ: κεφ. IV), και του δημόσιου ανθρώπου αντίστοιχα ως ηθοποιού (Sennett, χχ: κεφ. VI). Η αρχή της κοινωνικής κοσμιότητας όριζε τον σαφή ενδυματολογικό κώδικα ανά κοινωνική και επαγγελματική βαθμίδα, τον εξωραϊσμό των φυσιογνωμικών χαρακτηριστικών μέσω του παραμορφωτικού μακιγιάζ, τη καθαρότητα των ορατών σημείων του σώματος
1
η ιδιότητα του διακριτού, το να είναι κάποιος διακριτός, να διακρίνεται 89
η πορεία από τη κοινωνικότητα στον αυτοκαταναγκασμό και τη περιχαράκωση
και τους ρητούς κανόνες ευπρεπούς συμπεριφοράς. Μέσα από αυτούς τους ολοκληρωτικούς κώδικες κοινωνικής αναγνωσιμότητας, το αριστοκρατικό κοινωνικό πρότυπο επέβαλε την ισοπέδωση κάθε ατομικής ιδιοσυγκρασιακής ιδιαιτερότητας και την απόλυτη υποταγή του υποκειμένου στο συντεχνιακό του πρόπλασμα, επιτυγχάνοντας έτσι την εναργή ανάγνωση της κοινωνικής δομής στο δημόσιο χώρο, και την ταυτόχρονη άμεση κοινωνική ταυτοποίηση των υποκειμένων μέσα σε αυτήν, διασφαλίζοντας έτσι και τη δική της κοινωνική διακριτότητα. Η καθαριότητα, για το αριστοκρατικό κοινωνικό πρότυπο, όπως και στη προηγούμενη περίοδο παρέμεινε κοινωνικός ταξινομητικός παράγοντας, με τη συμβολικότητα που εκ των προτέρων παρουσίαζε. Αντίστοιχα, το θερμό, αισθητηριακό και ηδονιστικό λουτρό που υιοθέτησε και που πλέον λάμβανε χώρα σε ειδικών προδιαγραφών ιδιωτικά δωμάτια στα αριστοκρατικά μέγαρα, ενέπιπτε ακριβώς στις προνομιακές δραστηριότητες που την ξεχώριζαν στο κοινωνικό σύνολο. Στον αντίποδα της αυλικής κοινωνίας βρέθηκε η νέα μεσαία τάξη, η αστική. Οι κοινοί παρονομαστές των νέων ταξικών υποκειμένων που την απάρτιζαν, ήταν η καταγωγή τους από την μη προνομιούχα Τρίτη τάξη2, και η δραστηριοποίηση τους στον εμπορικό και εμπορευματικό τομέα της οικονομίας, της βάσης δηλαδή, του νέου καπιταλιστικού παραγωγικού και οικονομικού συστήματος και, ως τέτοιοι, ήταν διαποτισμένοι από το ανανεωτικό και αντιπαραδοσιακό αξιακό σύστημα του "πνεύματος του καπιταλισμού" (Weber, 1905: κεφ. Β’). Η τάση διαφοροποίησης από τη τάξη των φτωχών, και η απόρριψη της ενσωμάτωσης στην ανώτερη κοινωνική κλίμακα των αριστοκρατών, οδήγησε την αστική τάξη αναπόφευκτα στη διαμόρφωση ενός συνεκτικού κοινωνικού μορφώματος, και ενός αντίστοιχου κοινωνικού και ηθικού ιδεολογικού αφηγήματος. Κατά συνέπεια, οι έννοιες της φιλαρχίας και του ηγεμονισμού, του ατομικού κέρδους και της ατομικής ιδιοκτησίας (της φιλαργυρίας και φιλοκτησίας),
2 "Τρίτη τάξη στα χρόνια πριν από τη Γαλλική Επανάσταση ήταν η κοινωνική τάξη που αποτελούνταν από το μη προνομιούχο τμήμα του πληθυσμού (αστοί, εργάτες, αγρότες). Τις άλλες δύο τάξεις συνιστούσαν ο κλήρος και οι ευγενείς. Η τρίτη τάξη αποτελούσε το 98% του γαλλικού πληθυσμού εκείνη την εποχή ενώ ο κλήρος και οι ευγενείς μαζί αποτελούσαν μόνο το 2%." [λήμμα από Wikipedia]
90
η ατομική έναντι της κοινωνικής διακριτότητας
του αναρριχητισμού 3, της ελευθερίας βούλησης και κίνησης, που απέρρεαν από την επαγγελματική τους δραστηριότητα, μέσα από τη κοινωνική και πολιτική θεωρία του διαφωτισμού απέκτησαν μια νομιμοποιημένη ηθική διάσταση και αναπαρήχθησαν σχεδόν αυτούσιες στα ιδανικά και το ιδεολογικό αφήγημα της αστικής τάξης. Η έννοια του κέρδους, ακόμα, που μέχρι πρότινος οργανωνόταν βάσει των αναγκών του κερδοσκόπου (οικονομία των αναγκών), θεωρήθηκε τώρα ως επί γης επιβράβευση και, αποδεσμευόμενη από τα όρια που θέτουν οι ανάγκες, αποτέλεσε αυτοσκοπό στοχεύοντας στη συσσώρευση (ιδιοποιητική οικονομία), αλλάζοντας ριζικά το προφίλ του επιτυχημένου ατόμου (Weber, 1905: 49,50). Οι περιττές δαπάνες και η επίδειξη της οικονομικής ευημερίας, που ήταν χαρακτηριστικά γνωρίσματα της αριστοκρατίας, ως εκ τούτου κρίθηκαν ασύμβατες με την αρχή της συσσώρευσης, που αντίθετα αξίωνε τον έμπρακτο ασκητισμό (Weber, 1905: 55). Πραγματικά, το "υπέρτατο αγαθό" αυτής της ηθικής, να κερδίζει κανείς όλο και περισσότερα χρήματα, σε συνδυασμό με την αυστηρή αποφυγή όλων των αυθόρμητων απολαύσεων της ζωής, είναι πάνω απ’ όλα ολότελα απαλλαγμένο από κάθε ευδαιμονιστική, για να μην πούμε ηδονιστική, πρόσμιξη (Weber, 1905: 41). Η χαλαρότητα και η αναζήτηση της απόλαυσης που χαρακτήριζε την αριστοκρατία, αντικαταστάθηκε από μια ωφελιμιστική, ορθολογική προσέγγιση της ζωής του ανθρώπου, από ένα νέο ηθικό αξίωμα για τη στάση του απέναντι στη ζωή. Έτσι, σε συνδυασμό με την αμφισβήτηση του τυποποιητικού κοινωνικού προτύπου και της προκαθορισμένης δημόσιας παρουσίας που επέβαλε η αριστοκρατία, το νέο αστικό κοινωνικό πρότυπο που αναδύθηκε (σε ιδεολογικό τουλάχιστον επίπεδο) ήταν αυτό της ασκητικής, φιλότιμης και ικανής, και συνάμα ανεξάρτητης, αυτοδιάθετης και ιδιαίτερης ατομικότητας. Η ίδια η έννοια της ατομικότητας, με την σημασία της ιδιαίτερης υπόστασης του ατόμου ως προσώπου που το κάνει να διαφέρει από τα άλλα4 , ήδη από τη περίοδο του διαφωτισμού βρισκόταν στους φιλοσοφικούς προβληματισμούς της αστικής διανόησης. "Τον 19ο αιώνα το άτομο 3 της ανόδου σε ιεραρχία και με αθέμιτους τρόπους, της ανέλιξης του ικανότερου 4 Με την έννοια του ιδιαίτερου χαρακτήρα του ατόμου που το κάνει να διαφέρει από τα άλλα∙ της ιδιαιτερότητας ή αυτοτέλειας κάθε ανθρώπου ως προσώπου, [λήμμα από LexiGram]
91
η πορεία από τη κοινωνικότητα στον αυτοκαταναγκασμό και τη περιχαράκωση
εικόνα 47. Λιθογραφία με τίτλο "Elementi di anatomia fisiologica applicata alle belle arti figurative", του Francesco Bertinatti, 1837-39, Τορίνο
92
η ατομική έναντι της κοινωνικής διακριτότητας
και οι ατομικές δυνάμεις, επιθυμίες και κλίσεις περιβάλλονταν μονίμως από ένα φάσμα κοινωνικών ιδεών εκτεινόμενο από τον άγριο ατομικισμό, την επιβίωση του ικανότερου και παρόμοιες λάβρες προασπίσεις της νέας οικονομίας μέχρι πιο εύσχημες και πιο βασανισμένες πεποιθήσεις κατά τις οποίες η κοινωνία προόδευε μέσω της προσωπικότητας, υπήρχε χάριν αυτής, ή ενισχυόταν απ’ αυτήν" (Sennett, χχ: 166). Με την ιδεολογική επικράτηση της αστικής τάξης τον 19ο αιώνα, η ατομική προσωπικότητα ανήλθε σε διακριτή αρετή και μετατράπηκε σε παράμετρο κοινωνικής διάκρισης και κατηγοριοποίησης. Η έννοια του ανήκειν, που πήρε τα χαρακτηριστικά ελεύθερης επιλογής βάσει της κοινωνικής περιγραφής του κάθε ατόμου για τον εαυτό του, διείσδυσε, χαρακτηριστικά, μέχρι τη σφαίρα του ιδιωτικού, διαχωρίζοντας οντολογικά το άτομο-μέλος από τη συνεκτική δομή της οικογένειας. Η έννοια της ιδιωτικότητας τον 19ο αιώνα, με άλλα λόγια, σταμάτησε να αναφέρεται στα εν οίκο και περιέγραψε πλέον τα κατ’ ιδίαν (Sennett, χχ: 282). Ο ατομοκεντρισμός, η ιδιώτευση του ατόμου και συνάμα η "ατομικοποίηση" του ιδιωτικού, συστηματοποίησαν ακόμα παραπάνω την ατομική υπόσταση σαν κοινωνική κατηγορία, ενώ ταυτόχρονα ενέτειναν την έννοια και την επικράτεια της ιδιωτικότητας στις εκφάνσεις της ζωής του ανθρώπου, και έθεσαν τις βάσεις για την περεταίρω ιδιωτικοποίηση της διαχείρισης των αναγκών του. Ως εκ τούτου (και όχι μόνο), με την οικονομική άνοδο της αστικής τάξης, ο τύπος λουτρού που η ίδια υιοθέτησε ενσωματώθηκε στον ιδιωτικό χώρο της κατοικίας. Σε αντίθεση, έτσι, με το χαλαρωτικό και αισθητηριακό θερμό λουτρό της αριστοκρατίας, τον 18ο αιώνα η αστική διανόηση εισήγαγε και προέτρεψε στη νέα πρακτική της ψυχρολουσίας. Προβάλλοντας στην εικόνα του σώματος αυτή της ιστορικής ανάδειξης του εαυτού της και της ταξικής περιγραφής της, λειτουργία του νέου αυτού λουτρού θεωρήθηκε η ενδυνάμωση και τόνωση του σώματος, μέσα από την αφύπνιση των έμφυτων δυνατοτήτων που ενυπήρχαν σε καταστολή στο σώμα του ανθρώπου. Το σώμα, χαρτογραφήθηκε από μια πρωτόλεια βιολογία, και έγινε αντιληπτό ως μια "μηχανή άντλησης αίματος, και μηχανή αναπνοής" (Φιλιππίδης, 2007: 49-51). Η σωστή μεταχείριση της πορώδους επιδερμίδας και η απελευθέρωση της σωματικής αναπνοής -προσταγές των επαναστατημένων αστών υγιεινολόγων- προέτρεψαν σε μια επανεκτίμηση της ουσίας της σωματικής καθαριότητας ως υγιεινιστική παράμετρο, 93
η πορεία από τη κοινωνικότητα στον αυτοκαταναγκασμό και τη περιχαράκωση
"Ωστόσο η γνώμη που έχουν οι γιοί για τους πατεράδες τους είναι συχνά υποκειμενική και θα ήταν επιπόλαιο να τους επιρρίψουμε τη κατηγορία ότι ήταν άδικοι ή προκατειλημμένοι, παρά το δυσάρεστο συναίσθημα που δεν είναι απίθανο να ένιωθες κι ο ίδιος βλέποντας τον φον Πάσενοβ, ναι, παρά αυτή την αλλόκοτη δυσφορία η οποία γινόταν πιο έντονη όταν πια σε είχε προσπεράσει και τύχαινε να τον ακολουθήσεις με το βλέμμα καθώς απομακρυνόταν. Ίσως αυτό να οφειλόταν στο γεγονός ότι ήταν αδύνατο να υπολογίσεις την ηλικία αυτού του ανθρώπου, γιατί οι κινήσεις του δεν ήταν κινήσεις γέρου, μα ούτε και νέου, ή έστω ανθρώπου ώριμης ηλικίας. Και επειδή η αμφιβολία δημιουργεί απαρέσκεια, δεν είναι απίθανο κάποιος από τους περαστικούς να έκρινε αυτόν τον τρόπο βαδίσματος ως αναξιοπρεπή, και μάλιστα μπορούμε να πούμε ότι αν τον κατέκρινε ως επηρμένο και ταυτοχρόνως χυδαίο, ακόμα κι ώς κάπως προπέτη και επιδεικτικά καθωσπρέπει, αυτό πια δε θα ήταν καθόλου περίεργο." (Broch, 1931-32: 24)
94
η ατομική έναντι της κοινωνικής διακριτότητας
και εν συνεχεία των μέσων με τα οποία αυτή επιτυγχάνεται. Σύμφωνα με την αστική ηθική και την αντίστοιχη υγιεινιστική πρωτοπορία, το σώμα αποκαλύφθηκε και το πρόσωπο και τα μαλλιά ξεσκεπάστηκαν από το αριστοκρατικό μακιγιάζ, απελευθερώνοντας το άτομο από τη συντεχνιακή του στολή. Η αφαίρεση των παραμορφωτικών επιστρώσεων του σώματος και η αποκάλυψη του εαυτού στη φυσική του κατάσταση, που μέχρι τα μέσα του 18ου αιώνα θεωρούνταν παραβίαση του κοινωνικού κώδικα, μετατράπηκε σε κοινωνική αξία της αστικής τάξης, και σε κριτήριο κοινωνικής ταξινόμησης. Κατά συνέπεια, πριν ακόμα το νερό θεωρηθεί μέσον καθαρισμού -και το λουτρό αποκτήσει τη σημερινή του σημασία- η ανερχόμενη τάξη των αστών είχε ήδη ανάγει τη σωματική καθαριότητα σε διακριτή αρετή, και δει, μέσα από μια διανοητική διαδρομή διαφορετική από αυτή της αριστοκρατίας. Τόσο στο επίπεδο της οικονομικής δύναμης και του ιδεολογικού αφηγήματος, όσο και σε αυτό της εμφάνισης στο δημόσιο χώρο, η αστική τάξη διέθετε μια δομημένη υπόσταση. "Η ιστορία της καθαριότητας", άλλωστε, αναφέρει ο Χρήστος Φιλιππίδης, "δε συνιστά παρά την ιστορία μιας οπτικοποιημένης ηθικής" (Φιλιππίδης, 2007: 36). Μέσα από την έκθεση των ενδότερων5 στοιχείων του ατόμου, η υπόσταση του ανθρώπου-πολίτη περιγράφηκε εκ νέου βάσει της φυσικής σωματικής, αλλά και της αντίστοιχης πνευματικής του κατάστασης. Η αξία της ιδιαίτερης ατομικής προσωπικότητας ως στοιχειώδους συστατικού του ατόμου που το απελευθερώνει από το δημόσιο, καθώς πρέπει ρόλο του ηθοποιού, έδωσε νέο περιεχόμενο στην ιδέα της αποκάλυψης. Η αμοιβαία πνευματική αποκάλυψη των συμβαλλόμενων (Sennett, χχ: κεφ VIII) σε μια κοινωνική συναλλαγή, και κατά συνέπεια η γνώση του ενός από τον άλλον, αποτέλεσε γνώμονα κοινωνικής διασύνδεσης. Οι κοινωνικές σχέσεις, έτσι, από διάχυτες και κοινωνικά διαφοροποιημένες, στα τέλη του 18ου αιώνα, μετατράπηκαν σε σχέσεις οικειότητας. Συνεπώς, κάνοντας μια αναγωγή από το σώμα στο πνεύμα, η έννοια της ανεμπόδιστης ορατότητας, σαν κοινωνική πλέον αναγκαιότητα, έφτασε μέχρι την επιδερμίδα 5 Ενδότερων, υπό την έννοια ότι το ένδυμα, το ασπρόρουχο ή το μακιγιάζ γίνονταν αντιληπτά ως μέρη του σώματος, με αποτέλεσμα το ίδιο το σώμα να γίνεται με τη σειρά του αντιληπτό ως το ενδότερο στρώμα της πολύπλοκής αυτής σωματικής κατασκευής.
95
η πορεία από τη κοινωνικότητα στον αυτοκαταναγκασμό και τη περιχαράκωση
του σώματος και τα ενδότερα του ψυχισμού του ανθρώπου, μέχρι τη περιγραφή της προσωπικότητάς του. Το ορατό, έγινε ένα συμβολικό, αντιληπτικό και ερμηνευτικό, και τελικά διαμορφωτικό εργαλείο. Κατ’ αντιστοιχία με το σώμα (και το πνεύμα), οι έννοιες της εξυγίανσης, της καθαριότητας και της απελευθέρωσης μέσω της αποκάλυψης μεταπήδησαν με αυξημένη ένταση στη κατάσταση του δημόσιου χώρου: του χωρικού πεδίου αναφοράς της νέας αστικής κοινωνίας. Η έννοια της ορατότητας, της ελευθερίας του βλέμματος, μέχρι τουλάχιστον τα μέσα του 18ου αιώνα θεωρήθηκε για την αστική αντίληψη το απαύγασμα της ελευθερίας και το εχέγγυο της δημόσιας υγείας. Η ανεμπόδιστη ματιά, που αφ’ ενός σήμαινε την εφικτότητα της φυσικής διαδικασίας ανανέωσης και απομάκρυνσης του στάσιμου, δύσοσμου και μολυσματικού αέρα, επέτρεπε αφ’ ετέρου την επιθεώρηση κάθε ενδεχόμενης πηγής μιάσματος, πηγής δημόσιου κινδύνου. Ένα τέτοιο κίνδυνο, για την αστική αντίληψη, αποτέλεσε η μιαρότητα του φτωχού, του σώματος και του χώρου του, αλλά και της ηθικής του. Η τρίτη κοινωνική κατηγορία που ολοκλήρωνε τη δομή της βιομηχανικής κοινωνίας της κεντρικής και δυτικής Ευρώπης ήταν η μάζα των φτωχών, μια άμορφη τάξη εργατών που σαν σύνολο δεν είχε κανονιστική δυνατότητα. Αντιθέτως, ο ρόλος της στη κοινωνική διαμόρφωση ήταν ετεροκαθοριζόμενος, προσωποποιώντας το Αστικό παράδειγμα προς διαφοροποίησιν, και ταυτόχρονα ενσαρκώνοντας την αιχμή του δόρατος των αστικών προβλημάτων προς επίλυσιν. Μέσα στο πνεύμα της εποχής της ανανέωσης και της κινητικότητας, έτσι, η ρυπαρότητα του σώματος του φτωχού, και η ηθική φαυλότητα στην οποία αυτή επιρρίφθηκε, έγιναν αντιληπτά ως ένα είδος εσωτερικού εχθρού, και ανήλθαν σε νούμερο ένα κινδύνους για τη δημόσια υγεία. Στο νέο Αστικό φαντασιακό της κοινωνίας, όπου η καθαριότητα έγινε συνώνυμη της έννομης τάξης και ηθικής, η ακαθαρσία κατ’ αντιδιαστολή έγινε αντιληπτή ως άνομη, αήθης, ξένη, ως ύλη εκτός τόπου (Douglas, 1966), ως εγκυμονούσα κινδύνους, ή, όπως γράφει ο Φιλιππίδης: "Η ρυπαρότητα [νοήθηκε] ως παραβίαση, έχοντας ήδη προσδιορίσει τη τάξη που τείνει να παραβιαστεί" (Φιλιππίδης, 2007: 24). Για την εξάλειψη αυτού του ενδεχόμενου δημόσιου μιάσματος, η επιβολή κοινωνικών κανόνων καθαριότητας στις μάζες των εξαθλιωμένων, και μαζί ο έλεγχος και η ε96
η ατομική έναντι της κοινωνικής διακριτότητας
πιτήρηση της συνεπούς και σωστής πειθάρχησης σε αυτούς, με μια οργανωμένη μορφή πολιτειακής διαχείρισης, εμφανίστηκε στα μέσα του 18ου αιώνα ως αναγκαιότητα. Πέραν των εκπαιδευτικών εκστρατειών στα σχολεία και τους χώρους δουλειάς που λάμβαναν χώρα ήδη από τον 17ο αιώνα, οι δημόσιες εγκαταστάσεις των "Μπάνιων του Λαού", που ήρθαν να απαντήσουν σε αυτό το δημόσιο πρόβλημα, εξασφάλισαν από τη μια τη σωματική καθαριότητα των εξαθλιωμένων μαζών, και την ακόλουθη ηθική τους εξυγίανση, αλλά και από την άλλη, την απομάκρυνση των λουόμενων, γυμνών τους σωμάτων από τη δημόσια θέα. Και ο Φιλιππίδης επισημαίνει: "Η εμφάνιση της ηθικής στο λόγο περί καθαρού και βρόμικου είναι, επομένως, υπόθεση τάξης και διατήρησής της. Δεν είναι ο υλικός κόσμος που θίγεται αλλά οι συμβολικές και κοινωνικές του αξιώσεις" (Φιλιππίδης, 2007: 45). Συνεπώς, για τη πραγμάτωση του νέου φαντασιακού της πόλης, σε αντίθεση με την φαινομενική κοινωνική και προσωπική αυτοδιάθεση του αστού, βρέθηκε η χωροταξική περιχαράκωση και η πολιτειακή καταπίεση του φτωχού. Κλείνοντας, έτσι, το κύκλο και επιστρέφοντας στην αξία της ανεμπόδιστης ορατότητας, ο Φιλιππίδης καταλήγει: "από την ηθική που γίνεται αντιληπτή μονάχα στο βαθμό που οπτικοποιείται, μεταβαίνουμε στην απαίτηση για μια ορατότητα που θα εξασφαλίσει την επίβλεψη του αν και πώς η ηθική αναπαράγεται στα σώματα και στο χώρο" (Φιλιππίδης, 2007: 61). Είτε η (ηθική) καθαρότητα αποτελούσε πραγματική συνθήκη στο δημόσιο χώρο, είτε αποτελεσματική συγκάλυψη της πραγματικής συνθήκης, ο δημόσιος χώρος, στο βαθμό που ήταν ορατός και κατά συνέπεια επιτηρήσιμος, αποτέλεσε, από τα μέσα του 18ου αιώνα, αστική ιδεολογική αποικία, απέκτησε το ιδεολογικό, και εν τέλει υλικό, ιδιοκτησιακό καθεστώς των αστών. Με την ένταση της αστικοποίησης του 19ου αιώνα, όμως, και την αντίστοιχη γιγάντωση των πόλεων, η προσπάθεια για τον αποκλειστικό, άμεσο, εξωτερικό πειθαναγκασμό των (περιθωριακών) αστικών υποκειμένων κατέστη απέλπιδη. Η αλλαγή της αστικής κλίμακας που μετάθεσε το μοναδιαίο κοινωνικό σύνολο αναφοράς -και κατά συνέπεια το αντικείμενο ελέγχου- από το σώμα στο πλήθος (Φιλιππίδης, 2007: 70), κατέστησε την "έναν προς έναν" επιβολή κανόνων, επιτήρηση και σωφρονισμό, ανέφικτη. Όχι η ατομική παρέκκλιση, αλλά η ίδια η πιθανότητά της ήταν αυτή που έπρεπε πλέον να προλαμβάνεται, και δει, με τρόπο τέτοιο ώστε να δι97
η πορεία από τη κοινωνικότητα στον αυτοκαταναγκασμό και τη περιχαράκωση
εικόνα 48. Στατιστικός άτλας των Ηνωμένων Πολιτειών, βασισμένος στα αποτελέσματα της ένατης απογραφής του 1870 με τη συμβολή πολλών έγκριτων επιστημόνων και αρκετών τμημάτων της κυβέρνησης, υπό την εποπτεία του Κογκρέσου, από τον Francis A. Walker, Μ. Α., υπεύθυνο της ένατης απογραφής, 1874.
98
η ατομική έναντι της κοινωνικής διακριτότητας
ατηρείται η κοινωνική και παραγωγική ισορροπία (Foucault, 2003)6. Με γνώμονα τη νέα οικονομία του βιομηχανικού ορθολογισμού, η ύπαρξη κι η δράση του ανθρώπου-πολίτη άρχισε να αντιμετωπίζεται ως φαινόμενο, να προσεγγίζεται με στατιστικές και προϋπολογισμούς, και ο ίδιος να αποτελεί το αντικείμενο μιας βιοπολιτικής επιστήμης. Σε αντιληπτικό επίπεδο, αυτή η αλλαγή του μοναδιαίου κοινωνικού συνόλου αναφοράς, σήμανε ταυτόχρονα την αλλαγή της ίδιας της υπόστασης του πολίτη, και του τρόπου προσέγγισης της δράσης του, βάσει του νέου παραγωγικού μοντέλου. Ο άνθρωπος-ως-σώμα (man-as-body) του 17ου αιώνα, από τα μέσα του 18ου μετατράπηκε στον άνθρωπο-ως-είδος (man-asspecies), όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Michel Foucault (Foucault, 2003: 242). Η ανθρώπινη ύπαρξη, έτσι, ανήχθη σε ένα ευρύτερο κοινωνικό βιολογικό σχήμα, και η αστική ζωή ορίστηκε και οριοθετήθηκε αυστηρά. Σαν συνέπεια, η ίδια η σημασία της πειθαρχίας, από το μικροσκοπικό επίπεδο των κοινωνικών σχέσεων και της κοινωνικής ευημερίας ανήχθη στο μακροσκοπικό επίπεδο της εύρυθμης λειτουργίας ενός καθολικού κοινωνικού και παραγωγικού μηχανισμού, και η συνέπεια της παρεκτροπής σε δυνάμει αποσταθεροποιητική της συνολικής κοινωνικής ισορροπίας, επιβαρύνοντας επιπρόσθετα τη σημασία της αποφυγής της. "Είναι συνεπώς […] ζήτημα […] χρήσης καθολικών μηχανισμών και δράσης με στόχο την επίτευξη καθολικών συνθηκών ισορροπίας ή κανονικότητας∙ είναι, με λίγα λόγια, ζήτημα ανάληψης ελέγχου της ζωής και των βιολογικών διεργασιών του ανθρώπου-ως-είδος και της διασφάλισης ότι δεν είναι πειθαρχημένοι, αλλά κανονικοποιημένοι" (Foucault, 2003: 247) . Αυτό τον κανονιστικό ρόλο κλήθηκαν να παραλάβουν οι νέοι συγκεντρωτικοί ρυθμιστικοί θεσμοί της κοινωνίας, κρατικοί και μη (Foucault, 2003: 193), που εκτείνονταν από την εκπαίδευση, την κοινωνική ασφάλιση και πρόνοια, την αστυνόμευση και το σωφρονιστικό σύστημα μέχρι τη δημόσια υγιεινή και τη σύγχρονη ιατρική7. 6 "It is therefore […] a matter of […] using overall mechanisms and acting in such a way as to achieve overall states of equilibration or regularity; it is, in a word, a matter of taking control of life and the biological processes of man-as-species and of ensuring that they are not disciplined, but regularized" 7 Οι κυβερνητικοί επιστήμονες "Δανείστηκαν από τη φυσική επιστήμη την έννοια της εντροπίας, η οποία θεωρείται μέτρο της αβεβαιότητας. Τα ανοιχτά συστήματα που χαρακτηρίζονται από την πολυπλοκότητα των δομών τους, σε αντίθεση με τα κλει-
99
η πορεία από τη κοινωνικότητα στον αυτοκαταναγκασμό και τη περιχαράκωση
Εστιάζοντας λίγο βαθύτερα, η νέα ερμηνεία της λειτουργίας του σώματος της σύγχρονης ιατρικής, και μαζί η συστηματικότητα με την οποία αυτή εγκαθιδρύθηκε και διακλαδώθηκε στις εκφάνσεις της ζωής του ανθρώπου-πολίτη, μετέβαλλε την σωματική αυτοαντίληψη του ατόμου. Όπως υποστηρίζει η Barbara Duden (Duden, 2006), η απόρριψη της ροϊκής αντίληψης της λειτουργίας του σώματος, αλλά και της "ροϊκής" σχέσης μεταξύ ενδο- και έξω-σωματικής λειτουργίας, άλλαξε ριζικά τις συντεταγμένες της σχέσης του ανθρώπου με το σώμα του. Η μετάβαση από μια διαλεκτική ιατρική -όπου η διάγνωση επιτυγχανόταν μέσα από την αφήγηση του ευρύτερου πλαισίου ενός ατυχήματος ή συμπτώματος- σε μια διαγνωστική -όπου αρκεί η σωματική εξέταση- αποξένωσε τον άνθρωπο από την ύλη του, και μετέβαλε το παρελθοντικό έγχυμο σώμα σε ένα μηχανιστικό. Η αλλοτρίωση του ανθρώπου από το σώμα του, και ειδικότερα η διάσπαση της οντολογικής τους σχέσης, επέτρεψε τη μετατροπή του σώματος σε αντικείμενο αυτό καθ’ εαυτόν, σε μια ιατρική, επιστημονική ή κοινωνική κατά περίπτωση οντότητα. Γίνεται εδώ λόγος, δηλαδή, για την ενσωμάτωση της βιοπολιτικής λογικής στην αυτοαντίληψη του ανθρώπου. Κατ’ επέκταση, οι αρχές της ιατρικοποίησης του σώματος και των σχέσεων, όπως αναπτύχθηκαν στη περίοδο των μεγάλων λιμών, υποστηρίχθηκαν τώρα και επιστημονικά, συστηματοποιήθηκαν και θεσμοθετήθηκαν, αφαίρεσαν το βιωματικό και μετατράπηκαν σε ιατρικές επιταγές και πολιτειακές συστάσεις. "Έχουμε λοιπόν μια καθαριότητα «παραδειγματική» ως προς τα κοινωνικά σημαινόμενά της κι επίσης «παραδειγματική» ως προς τη συστηματική προσφυγή της σε επιστημονικές αναφορές και σε λειτουργικές αιτιολογήσεις", όπως αναφέρει ο Vigarello. "Αυτή η καθαριότητα άλλωστε, που στρέφεται προοδευτικά προς αόρατες φροντίδες, αποτελεί συγχρόνως αντικείμενο εξορθολογιστά, που με μια έννοια βρίσκονται πάντα σε κατάσταση ισορροπίας, έχουν την τάση προς αταξία, προς αύξηση της εντροπίας. Η εντροπία είναι μέτρο του χάους. Η συμβολή των κυβερνητικών είναι ότι συνέδεσαν την εντροπία και κυρίως τη τάση των ανοικτών συστημάτων, φυσικών ή κοινωνικών, προς αταξία με τη θεωρία της πληροφορίας. Θεώρησαν ότι η πληροφορία είναι αντιστρόφως ανάλογη με την εντροπία, ότι δηλαδή η απόκτηση πληροφοριών για την κατάσταση του συστήματος θα μειώσει την αβεβαιότητα, την τάση του για αταξία. Η πληροφορία είναι μέτρο της τάξης στο βαθμό που επιτρέπει την πλησιέστερη γνώση της πιθανής κατάστασης ενός συστήματος." (Ναξάκης, 1991: 35)
100
η ατομική έναντι της κοινωνικής διακριτότητας
σμού∙ όσο πιο μυστική γίνεται, με τόσο πιο γοητευτικά άλλοθι δείχνει πως έχει απτή χρησιμότητα ή και λειτουργικότητα. Η ιστορία της καθαριότητας είναι συνάμα ιστορία αυτού του εξορθολογισμού." (Vigarello, 1985: 273- 275) Επιστρέφοντας στις έννοιες της βιοπολιτικής και του ελέγχου, σε συνδυασμό με το Αστικό πρότυπο της ελεύθερης κοινωνικής κινητικότητας, για το οποίο μέχρι πρότινος αρκούσε η φυσική παρουσία του μηχανισμού επιτήρησης της τάξης: του ματιού, στα νέα διογκωμένα δεδομένα απαιτούνταν η αντίστοιχη εξέλιξη του μηχανισμού επιτήρησης, η επέμβασή του σε ένα "μετα"-φυσικό πλέον επίπεδο. Με άλλα λόγια, το ελεγκτικό βλέμμα έπρεπε να υπάρχει -ή εν δυνάμει να υπάρχει- σε κάθε στιγμή, κάθε χώρο, κάθε συμπεριφορά και κίνηση, έπρεπε ει δυνατόν να φέρεται από κάθε (εν δυνάμει παραβατικό) αστικό υποκείμενο. Προσπερνώντας το πεπαλαιωμένο σχήμα της τοποτηρητικής ορατότητας, ή ακόμα και της διαρκώς πιθανής αστυνομικής παρακολούθησης στα πρότυπα του "Πανόπτικον" του 17ου αιώνα, ο επιτηρούμενος έπρεπε πλέον να γίνει συνάμα ο επιτηρητής του εαυτού του. Η ροπή αυτή προς έναν αυτοκαταναγκαστικό ρυθμιστικό μηχανισμό της πολιτικής συμπεριφοράς των ανθρώπων, τον 19ο αιώνα, υπήρξε οντολογικά σημαντική για την ίδια την επιβίωση και την περαιτέρω εξέλιξη του φιλελεύθερου αστικού κοινωνικού μοντέλου, χωρίς βέβαια να υπονοείται ότι κάθε εξωτερικός καταναγκασμός έπαυσε. Ο Norbert Elias, εδώ, μέσα από μια διαφορετική προσέγγιση, κάνει μια ενδιαφέρουσα παρατήρηση. Σύμφωνα με τον ίδιο, όταν υπάρχει ένα ισχυρό μονοπώλιο άσκησης της φυσικής βίας [Κράτος], ο κατακερματισμός των λειτουργιών είναι τέτοιος που, στο κοινωνικό χώρο τα άτομα συνδέονται μεταξύ τους με διευρυμένες αλυσίδες πράξεων και πληθώρα αμοιβαίων εξαρτήσεων. Στο πλαίσιο αυτό της μεγάλης και αναπόφευκτης κοινωνικής διαπλοκής -στο οποίο έχει αφαιρεθεί από τα άτομα το δικαίωμα άσκησης βίας, και κατά συνέπεια, ο κίνδυνος υποβολής σε ενδο-κοινωνική βία είναι μειωμένος- το κάθε άτομο οφείλει να ελέγχει την επίδραση στη κοινωνική σφαίρα των δικών του ψυχορμήσεων. Η ομαλή κοινωνική συνύπαρξη, έτσι, χρειάζεται το κάθε άτομο να διακατέχεται από ένα προσωπικό ήθος τήρησης των κοινωνικών συμβάσεων, βάση του οποίου είναι ο αυτοέλεγχος (Elias, Η εξέλιξη του Πολιτισμού - Κοινωνιογενετικές και ψυχογενετικές έρευνες, 1939: 267, 268). Η αυτοκυριαρχία, ή ο αυτο101
η πορεία από τη κοινωνικότητα στον αυτοκαταναγκασμό και τη περιχαράκωση
"[…] ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της μαζικής κοινωνίας, θα ήθελα να υπογραμμίσω, είναι η ευρεία διασπορά της «κοσμιότητας»." "[…] one of the features of mass society I should like to emphasize is its wide dispersion of «civility»." (Shils, 1960: 82)
102
η ατομική έναντι της κοινωνικής διακριτότητας
καταναγκασμός, που σταδιακά γίνονται μη συνειδητοί και αυτόματοι, γίνονται απαθείς (Elias, Η εξέλιξη του Πολιτισμού - Κοινωνιογενετικές και ψυχογενετικές έρευνες, 1939: 272), εν τέλει αποτελούν το θεμέλιο της κοινωνικής επιβίωσης για το άτομο, και της κοινωνικής ειρήνης ευρύτερα. Έτσι, συνολικά και προοδευτικά, "ο ιστός των δραστηριοτήτων [που εκπληρώνουν την ταξινομητική κοινωνική τους λειτουργία] γίνεται τόσο σύνθετος και ευρύς, η προσπάθεια που απαιτείται ώστε να συμπεριφέρεται κανείς «σωστά» εντός του αυξάνει τόσο, ώστε, κοντά στον συνειδητό αυτοέλεγχο, εμπεδώνεται ταυτόχρονα σε κάθε άτομο και ένας μηχανισμός αυτοελέγχου με αυτοματική, τυφλή λειτουργία, ο οποίος έχει σκοπό να εμποδίζει παραβιάσεις της κοινωνικά συνήθους συμπεριφοράς παρεμβάλλοντας ένα φράγμα δυνατών φόβων" (Elias, Η εξέλιξη του Πολιτισμού - Κοινωνιογενετικές και ψυχογενετικές έρευνες, 1939: 265). Αυτή τη διαδικασία, ο Elias, συνδέει με την έννοια του πολιτισμού. Σε αυτή τη μετατόπιση προς έναν αυτοκαταναγκαστικό ρυθμιστικό μηχανισμό της πολιτικής συμπεριφοράς των ανθρώπων, καταλυτική υπήρξε η ανακάλυψη του μικροβίου και η ανάπτυξη της επιστήμης της μικροβιολογίας, που αφ’ ενός σύνδεσε ρητά τη καθαριότητα με την υγεία, και αφ’ ετέρου τεκμηρίωσε την α-ορατότητα και το ασυμπτωματικό, και κατά συνέπεια την διαρκή και αφανή ενδεχομενικότητα της νόσου ή της επιμόλυνσης. Η νέα συστηματική αποπομπή του ρυπαρού ως νοσηρού και κατά συνέπεια ως δημόσιου κινδύνου, ενέτεινε το ρόλο της ρυπαρότητας -ή της νόσου- ως γνώμονα κοινωνικού στιγματισμού. Η σωματική ρυπαρότητα ή ατέλεια μεταβλήθηκε σε κριτήριο κοινωνικής ταξινόμησης, και ο παρελθοντικός (άμεσος) φόβος του θανάτου, αντικαταστάθηκε από τον φόβο της σωματικής ατέλειας, που είναι δυνάμει ενδεικτική παθογένειας. "Εν τέλει, [τον 19ο αιώνα] ήταν ο θάνατος περισσότερο απ’ ότι το σεξ, που αποτέλεσε αντικείμενο ενός ταμπού" (Foucault, 2003: 247)8 . Ταυτοχρόνως, η αφανής πιθανότητα να κρύβεται στο πρόσωπο του Άλλου ένας φορές μικροβίων ενέτεινε ακόμα παραπάνω τη κοινωνική καχυποψία, τη περιχαράκωση των αστικών υποκειμένων, αλλά και αντιστρόφως τον φόβο της κοινωνικής περιθωριοποίησης. Το έκθετο, γυμνό σώμα, κατά συνέπεια, δεν έχει καμία θέση στο δη8 "and ultimately, it is now not so much sex as death that is the object of a taboo"
103
η πορεία από τη κοινωνικότητα στον αυτοκαταναγκασμό και τη περιχαράκωση
μόσιο χώρο. Η ντροπή και η αποστροφή του ανθρώπου απέναντι στη προσωπική ή ξένη ατέλεια, αποθάρρυνε την αυθόρμητη και ανεπιτήδευτη δημόσια έκθεση, και απομάκρυνε μια για πάντα τη πρακτική του λουτρού από τη δημόσια σφαίρα. Το λουτρό έγινε μια παρασκηνιακή, κοινωνικά επιβεβλημένα προσωπική και επιτελεστική πράξη, κάθε λεπτομέρεια της οποίας αφορούσε τον ιδιωτικό χώρο του ανθρώπου και μόνο το τελικό αποτέλεσμα έβγαινε σε δημόσια κρίση. Μοιραία, η ενίσχυση της ανάγκης για αυτοέλεγχο, και κατ’ επέκτασιν η αναγκαιότητα ιδιωτικής διαχείρισης του σωματικού καθαρισμού, για τις οικονομικά προνομιούχες τάξεις τουλάχιστον, έγινε καθεστώς και έδωσε νέο, οξυμένο περιεχόμενο στο πρότυπο της δημόσιας παρουσίας. Η έκθεση της πράξης του λουτρού, άλλωστε, προϋποθέτει τη δημόσια παραδοχή της προ-ύπαρξης στο σώμα ρυπαρότητας-ατέλειας, ή κατά τη Douglas, ύλης εκτός τόπου. Το νέο κοινωνικό πρότυπο που σταδιακά εμφανίζεται, έτσι, είναι αυτό του ουδέποτε φέροντος ύλης εκτός τόπου, ή αλλιώς του "α πριόρι τέλειου" ατόμου. Το διαρκές μέλημα -συνειδητό ή ασυνείδητο- για την αποφυγή της ενδεχόμενης έκθεσης οποιασδήποτε ατέλειας του ατόμου, απέφερε μοιραία τη δαιμονοποίηση της ίδιας της -εγγενούς στην ανθρώπινη φύση- ατέλειας. Ακόμα, ο φερόμενος υπέρμετρος αντίκτυπός της, και το φόβητρο της κοινωνικής περιθωριοποίησης, με τη σειρά τους απέφεραν την υπερτροφία του φόβου έκθεσης, τη μετάφραση του στο αίσθημα της αιδούς, και κατά συνέπεια την υπερτροφία του αυτο-ελεγκτικού Υπερεγώ. Όπως και στη περίπτωση του Χριστιανισμού, η απόλυτη και ορθολογική (κρατική και) κοινωνική οργάνωση και ο ολοκληρωτισμός του πλαισίου ηθικής της, στην νεότερη σύγχρονη εποχή δικαίως χαρακτηρίστηκε ότι έλαβε τα χαρακτηριστικά μιας νέας, εγκόσμιας πίστης (Sennett, χχ: 196-201). Τέλος, ο αστικός ορθολογισμός, στην απόλυτη εκδοχή του κοινωνικού ωφελιμισμού, εμφάνισε μια ακόμα αντιστοιχία με τη Χριστιανική πίστη: καταδίκασε ιδεολογικά οτιδήποτε δε παράγει έργο, ή εν προκειμένω, κέρδος. Η Hannah Arendt, παραφράζοντας ένα χωρίο του Κικέρωνα γράφει: "Ο Κικέρων τους ονομάζει maxime ingenuum, η ευγενέστερη ομάδα των ελεύθερων ανδρών, εξαιτίας όσων έκαναν: να κοιτάζουν χάριν της θέασης ήταν η πιο ελευθεριακή, liberalissimum, απ’ όλες τις ασχολίες" (Arendt, 2012: 45). Η αντίληψη, αντίθετα, που επικράτησε από τον 19ο αιώνα και έπειτα ήταν ότι, οτιδήποτε "είναι, για να είναι", είναι κατακριτέο ε104
η ατομική έναντι της κοινωνικής διακριτότητας
πειδή ακριβώς δε παράγει κέρδος. Το αποτέλεσμα του ριζώματος αυτής της ιδεολογίας, όπως αδρά αναφέρθηκε νωρίτερα, υπήρξε η απονομιμοποίηση της απόλαυσης, η κοινωνική ποινικοποίηση της φιληδονίας και η παραγωγή μιας ηθικής αρχής, που αρχή και τέλος έχει τη θεωρεία, ιστάμενη μακριά από το ανθρώπινο πάθος. Το άτομο, έτσι, αλλά και η κοινωνία ολόκληρη έχοντας απεμπολήσει την επιδίωξη της απόλαυσης αλλά και την αναγνώριση της ως έναν σημαντικό ψυχολογικό και κοινωνικό, και κατ’ ουσίαν πολιτικό συντελεστή, αρνήθηκε το πεπερασμένο της ανθρώπινης ύπαρξης, τη "στρατιωτικοποίησε", κάνοντας της αποδεκτό μόνο έναν σχεδόν θρησκευτικό, επιτελεστικό σκοπό, και παρήγαγε την ενοχή ως μηχανισμό ελέγχου της ιδεολογικής συνοχής. Μέσα από αυτές τις διεργασίες και στη διάρκεια ενός περίπου αιώνα, η αποθέωση της ατομικής ιδιαιτερότητας του 18ου αιώνα μετουσιώθηκε στην επιταγή για κοινωνική ενσωμάτωση. Το νέο κοινωνικό πρότυπο όρισε ως αρετή τη κοινωνική προσαρμογή και προσαρμοστικότητα, την ικανότητα απόκρυψης των προσωπικών ιδιορρυθμιών, των ατελειών και των αδυναμιών. Στα τέλη του 19ου αιώνα, με το τρόπο αυτό, οι ετετοκαταναγκασμοί "από τις διαφορετικότερες πλευρές, [μετατράπηκαν] σε αυτοκαταναγκασμούς". Οι ανθρώπινες δραστηριότητες, "με όλο και πιο διαφορισμένη μορφή, [μεταφέρθηκαν] πίσω από τα παρασκήνια της κοινωνικής ζωής και [καλύφθηκαν] με συναισθήματα αιδούς, και […] ένας διαρκής αυτοέλεγχος [κατέστησε] τη ρύθμιση του όλου ενστίκτου και θυμικού βίου ολοένα και πιο ολόπλευρη, πιο ομοιόμορφη και πιο σταθερή" (Elias, Η εξέλιξη του Πολιτισμού - Κοινωνιογενετικές και ψυχογενετικές έρευνες, 1939: 261), ενώ ο Simmel προσθέτει ότι: "Η εξέλιξη του σύγχρονου πολιτισμού χαρακτηρίζεται από την υπερβολική βαρύτητα αυτού που μπορούμε να ονομάσουμε αντικειμενικό πνεύμα απέναντι στο υποκειμενικό […] το άτομο παρακολουθεί όλο και λιγότερο την υπερτροφία του αντικειμενικού πολιτισμού. Λιγότερο συνειδητά ίσως απ’ ό,τι στην πράξη και στα σκοτεινά ολικά συναισθήματα που αυτή γεννάει, το άτομο απομειώνεται σε μια quantité négligeable9, σε ένα ψίχουλο μπροστά σε έναν τεράστιο οργανισμό πραγμάτων και δυνάμεων, ο οποίος του απομυζά σιγά σιγά κάθε πρόοδο, πνευματικότητα, αξία και τις μεταφέρει από 9 Αμελητέα ποσότητα∙ γαλλικά στο πρωτότυπο. (Σ.τ.μ.)
105
η πορεία από τη κοινωνικότητα στον αυτοκαταναγκασμό και τη περιχαράκωση
τη μορφή της υποκειμενικής στη μορφή μιας καθαρά αντικειμενικής ζωής" (Simmel, 1903: 52-53). Αυτή ακριβώς η διαδικασία παραγωγής μιας αντικειμενικής, καθολικής, μαζικής κοινωνίας και μιας αντίστοιχής της κουλτούρας, που δειλά ξεκίνησε στα μέσα του 18ου αιώνα και συστηματοποιήθηκε τον 19ο, είναι που κορυφώθηκε τον 20ο.
VI Η διαφήμιση Ο 20ος αιώνας, που έπεται της εποχής των μεγάλων αλλαγών, ιστορικά αλλά και πολιτισμικά, αποτέλεσε μια τριχοτομημένη περίοδο, με μεγάλες εσωτερικές αντιθέσεις. Στην υποπερίοδο από την αρχή του αιώνα μέχρι την έναρξη του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, στην Ευρωπαϊκή Ήπειρο καταγράφηκε σταθερή οικονομική και κοινωνική άνοδος που, σε επίπεδο κοινωνικής και πολιτικής ανάλυσης αλλά και σε αυτό των λουτρικών πρακτικών και αντιλήψεων περί καθαριότητας, εντάσσεται στα πλαίσια του "μακρύ" 19ου αιώνα. Στα μέσα της δεύτερης δεκαετίας, αντιθέτως, η κοινωνική ευημερία διακόπτεται βίαια από έναν επονομαζόμενο Β’ Τριακονταετή πόλεμο, στον οποίο περικλείονται ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, η πανδημία της Ισπανικής γρίπης αμέσως μετά, και τελικά το ξέσπασμα του ναζισμού και ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, των οποίων ο ρόλος υπήρξε καθοριστικός στο επίπεδο των διαμορφωτικών πεποιθήσεων. Στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, τέλος, καταγράφεται μια ταχεία εξέλιξη, οικονομική, πολιτική, επιστημονική και κοινωνική, αφού στην Ευρωπαϊκή Ήπειρο επικράτησε ειρήνη ενώ πόλεμοι και εχθροπραξίες κρατούνταν έξω από τα όριά της. Η έννοια της καθαρότητας ως κοινωνικού διαμορφωτικού παράγοντα (αλλά και ως καθοριστικού γνώμονα του δικαιώματος στη ζωή, στη περίπτωση του ναζισμού) και η μετάφρασή της σε αυτή της δομικής αρτιότητας, διέτρεξε όλη την ιστορία του 20ου αιώνα, διαμορφώνοντας την σημερινή ιδεολογική και αντιληπτική τάξη πραγμάτων. Και παρότι εντοπίζεται μια εξελικτική συνέχεια στο πεδίο των διαμορφωτικών πεποιθήσεων από τον 19ο αιώνα μέχρι σήμερα, η τομή που συντελέστηκε με τη σειρά καταστάσεων εξαίρεσης (Agamben, 2003: 12) 1 των αρχών του 20ου, με 1 Η κατάσταση εξαίρεσης εντοπίζεται όταν η ισορροπημένη σχέση δικαίου και πολιτικής αίρεται, όταν η έννομη τάξη καταστρατηγείται από μια πολιτική απόφαση, 106
η διαφήμιση
αποκορύφωμα τον ολοκληρωτισμό του Γ’ Ράιχ, υπήρξε καίρια για την εγκαινίαση και το ρίζωμα καθοριστικών διαμορφωτικών ιδεολογιών στο νεότερο σύγχρονο πολιτισμό. Στα μεταπολεμικά χρόνια, εν συνεχεία, η υπερδιόγκωση της παραγωγής, η μαζικοποίηση και η μετατροπή των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής σε κεντροβαρική οικονομική, πολιτική και κοινωνική δύναμη 2, παρήγαγαν μια νέα κοινωνική πραγματικότητα. Η ενδελεχής ανάλυση των ιδεολογικών και διαμορφωτικών εξελίξεων του 20ου αιώνα, όμως, αποτελεί από μόνο του αντικείμενο μιας αυτοτελούς ερευνητικής εργασίας, ξεπερνώντας τα όρια της παρούσας. Για το λόγο αυτό επιλέχθηκαν συγκεκριμένες κομβικές έννοιες, διαφωτιστικές για τη κατανόηση της εξέλιξης των κοινωνικών προτύπων και των μηχανισμών κοινωνικού καταναγκασμού που άπτονται του παρόντος θεματικού κέντρου, οι οποίες εισάγονται ενδεικτικά. Από τα τέλη του 19ου αιώνα και με την είσοδο του 20ου, στην Ευρώπη, το κίνητρο και η ανάγκη για καθαριότητα αποτελεί μια κατά βάσιν εσωτερικευμένη στο άτομο διεργασία, ενώ ο χώρος του λουτρού μεταφέρεται μακριά από τη δημόσια θέα. Παρά ταύτα, σταδιακά στις αρχές του αιώνα και ραγδαία από τη δεκαετία του ′50 και ύστερα, "ο ενδόμυχος χώρος διανοίγεται ιλιγγιωδώς από τις διαφημίσεις τύπου «κρατηθείτε σε φόρμα», τα καταναλωτικά όνειρα, τη φροντίδα της ευζωίας. Η φροντίδα του εαυ-
διευρύνονται οι αρμοδιότητες της εκτελεστικής εξουσίας και ένα νέο νομικό καθεστώς μπαίνει σε δικαιική ισχύ. "η κατάσταση εξαίρεσης παρουσιάζεται ως η νόμιμη μορφή αυτού που δε δύναται να έχει νόμιμη μορφή" 2 "Η βασική αιτία, λέει ο Adorno, έγκειται στο πώς οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής έχουν κυριαρχήσει στην κοινωνία ως σύνολο, οδηγώντας σε ακραίες, αν και συχνά αόρατες, συγκεντρώσεις πλούτου και εξουσίας (ND 189-92). […] ο [Georg] Lukács υποστηρίζει ότι η καπιταλιστική οικονομία δεν είναι πλέον ένας τομέας της κοινωνίας δίπλα σε άλλους. Μάλλον, η ανταλλαγή εμπορευμάτων έχει καταστεί η κεντρική οργανωτική αρχή για όλους τους τομείς της κοινωνίας. Αυτό επιτρέπει στο φετιχισμό του εμπορεύματος να διαπεράσει όλους τους κοινωνικούς θεσμούς (π.χ. δίκαιο, διοίκηση, δημοσιογραφία) καθώς και όλους τους ακαδημαϊκούς κλάδους, συμπεριλαμβανομένης της φιλοσοφίας" (Zuidervaart, 2015) "The root cause, Adorno says, lies in how capitalist relations of production have come to dominate society as a whole, leading to extreme, albeit often invisible, concentrations of wealth and power (ND 189–92). [… Georg] Lukács argues that the capitalist economy is no longer one sector of society alongside others. Rather, commodity exchange has become the central organizing principle for all sectors of society. This allows commodity fetishism to permeate all social institutions (e.g., law, administration, journalism) as well as all academic disciplines, including philosophy." (Zuidervaart, 2015)
107
η πορεία από τη κοινωνικότητα στον αυτοκαταναγκασμό και τη περιχαράκωση
εικόνα 49. Διαφήμιση λουτρού της δεκαετίας του ′70, με μότο "Επειδή κάθε γυναίκα έχει δύο κόσμους. Έναν στον οποίο ζεί και έναν στον οποίο ονειρεύεται." "Because every woman has two worlds. The one she lives in, and the one she dreams in."
εικόνα 49. φωτογραφία με τίτλο "Another World", της Rebecca Blake, στα τέλη της δεκαετίας του ′80, από τη διαφημιστική σειρά "As I See It" όπου κλήθηκαν καλλιτέχνες να επενδύσουν με έργα τους
108
η διαφήμιση
τού εσωτερικεύεται διαρκώς και συνάμα γίνεται ολοένα και πιο έκδηλη, απομακρυσμένη οπωσδήποτε από την καθαρά υγιεινολογική χρησιμότητα. Προάγονται ναρκισσιστικές πρακτικές όπου η αίθουσα του λουτρού επιτρέπει ώρες μυστικής χαλάρωσης. «Απόλαυση» που μάλιστα εξαγγέλλεται δημοσίως. Τέλος πολλαπλασιάζονται προϊόντα και αντικείμενα που κωδικοποιούν αυτή την «ευζωία» ώστε να διαμορφώσουν περίτεχνα μείγματα φαντασίωσης και πραγματικότητας. Η σύνθετη αλχημεία των διαφημιστών διαποτίζει πλέον το μπάνιο∙ το έχουν κάνει αντικείμενό τους, στο οποίο επιβάλλουν τις μόδες και τις εικόνες τους. Η εμμονή στις προσωποποιημένες αξίες, η επικύρωση ενός συχνά κατ’ εντολήν ηδονισμού, πήραν τη σκυτάλη από τις πολύμοχθες υγιεινολογικές επεξηγήσεις" (Vigarello, 1985: 267). Με άλλα λόγια, δεν είναι οι γιατροί και οι κοινωνικο-πολιτικοί άρχοντες ή θεσμοί, πλέον, που με νομοθετικά ή επιστημονικά μέσα ορίζουν τα κοινωνικά πρότυπα και τους κανόνες πολιτικής συμπεριφοράς, καταδικάζοντας το λουτρό στο πιο προσωπικό χώρο του ιδιωτικού. Αντιθέτως, το λουτρό μπαίνει στη βιτρίνα, και εισηγητής του κοινωνικού παραδείγματος γίνεται μια νέα εμπορική αρχή, χωρίς σωματική ή κοινωνική υπόσταση, που προκύπτει μάλλον από τους μηχανισμούς της αγοράς και τις οικονομικές σχέσεις, παρά από τις πολιτικές ή κοινωνικές σχέσεις εξουσίας του παρελθόντος. Παρατηρείται έτσι ότι, από εκεί που τα κοινωνικά πρότυπα των προηγούμενων εποχών δημιουργούσαν, και λειτουργούσαν μέσα από θέματα ταμπού, το σύγχρονο κοινωνικό πρότυπο τείνει να παράγει και να παράγεται μέσα από τη προβολή της ανεστραμμένης εικόνας. Το κοινωνικό πρότυπο του 20ου αιώνα, με άλλα λόγια, δε λειτουργεί αποκλειστικά δια της (τυπικής και άτυπης) αποκρύψεως του ατελούς, αλλά δια της προβολής μιας ιδεατής πραγματικότητας, ενός θεάματος, ολόπλευρα εξιδανικευμένου, συνεκτικού και εικονογραφημένου, που (παραμορφωτικά) αναπαριστά τη ζωή, σε σημείο σύγχυσης της πραγματικότητας και της αναπαράστασης. "Εκεί που ο πραγματικός κόσμος μεταβάλλεται σε απλές εικόνες, οι απλές εικόνες καθίστανται πραγματικά όντα και ικανά κίνητρα μιας υπνωτικής συμπεριφοράς" (Debord, 1972: 19) αναφέρει ο Guy Debord. "Το θέαμα εμφανίζεται ως μια τεράστια, αδιαμφισβήτητη και απρόσιτη θετικότητα. Δεν λέει τίποτα περισσότερο από «ό,τι φαίνεται είναι καλό, ό,τι είναι καλό φαίνεται». Η στάση που αξιωματικά απαιτεί είναι αυτή η παθητική απο109
η πορεία από τη κοινωνικότητα στον αυτοκαταναγκασμό και τη περιχαράκωση
εικόνα 50. Διαφήμιση της δεκαετίας του ′70, με μότο: "Δεν μπορείς να ζεις σε ένα τέλειο κλίμα. Αλλά αυτό δε σημαίνει ότι δε μπορείς να έχεις ένα στη κατοχή σου."
εικόνα 51. Διαφήμιση της δεκαετίας του ′70, με μότο: "Για 10.000 δολάρια, μπορείς να νιώθεις ότι αξίζεις όσο ένα εκατομμύριο."
110
η διαφήμιση
δοχή, την οποία έχει ήδη εξασφαλίσει δια του τρόπου που εμφανίζεται χωρίς να επιδέχεται αντιρρήσεις, δια του μονοπωλίου του της φαινομενικότητος" (Debord, 1972: 17). Εν ολίγοις, από την (αυτ)αξία του ορατού της προηγούμενης περιόδου, περνάμε στην (αυτ)αξία του θεάματος του σύγχρονου πολιτισμού. Από την αρχιτεκτονική του μπάνιου, τα είδη υγιεινής, τη θέση του λουτρού στη κατοικία και τον αριθμό τους, μέχρι τον τρόπο που χρησιμοποιείται και τις δραστηριότητες που φιλοξενεί, όλα στη κοινωνία του θεάματος "εκθεματοποιούνται", μετατρέπονται σε εμπορικές αξίες, και ύστερα μεταφράζονται σε κοινωνικές αξίες και στάτους μιας ζωής αναπαραστατικής. "Η πρώτη φάση της κυριαρχίας της οικονομίας επί του κοινωνικού βίου" αναφέρει ο Debord, "είχε επιφέρει στον ορισμό κάθε ανθρώπινης επίτευξης, έναν έκδηλο υποβιβασμό του είναι σε έχειν. Η παρούσα φάση της ολοκληρωτικής κατοχής της κοινωνικής ζωής από τα συσσωρευμένα αποτελέσματα της οικονομίας οδηγεί σε μια γενικευμένη διολίσθηση του έχειν στο φαίνεσθαι, από το οποίο κάθε πραγματικό «έχειν» πρέπει να αντλεί το άμεσο κύρος και την τελική λειτουργία του" (Debord, 1972: 18). Παράλληλα, από τα τέλη του 19ου αιώνα και για μια δεκαετία ακόμα, με την επιστημονική και τεχνολογική πρόοδο -και άρα την εξέλιξη τόσο της βιολογίας και της ιατρικής, όσο και της παραγωγικής διαδικασίας- όλο και περισσότερες νέες συνήθειες και ανάγκες εισάγονται προοδευτικά στην αστική καθημερινότητα ενός πληθυσμού, σε μεγάλο βαθμό, απαλλαγμένου από θανατηφόρες νόσους. Όμως, όπως αναφέρει ο Χάρης Ναξάκης, η παραδοσιακή σχέση μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης -σύμφωνα με την οποία η ανάγκη παράγεται μέσα από την κατανάλωση- έχει ήδη μετασχηματιστεί. "Για να καταναλωθούν τα εμπορεύματα που παράγονται στο χώρο της υλικής παραγωγής, χρειάζεται [πλέον] να παραχθούν [οι ίδιες] οι συνθήκες της κατανάλωσής τους". Από τα τέλη του 19ου αιώνα, έτσι, και με εκθετικό ρυθμό ανάπτυξης, πλάι στη μαζική βιομηχανική παραγωγή αγαθών, κάνει την εμφάνισή της η οργανωμένη βιομηχανία της διαφήμισης, ή αλλιώς, "η παραγωγή της ανάγκης ως εμπόρευμα" (Ναξάκης, 1991: 59). Και ο Ναξάκης συνεχίζει: "Η παραγωγή μηνυμάτων, αντικαθιστά τις μνήμες και τις επικοινωνιακές μορφές της ανθρώπινης ζωής με μια ολοκληρωτικά κωδικοποιημένη μνήμη από επιλεγμένες πληροφορίες, ξαναδημιουργεί δηλαδή τη ζωή ως εμπόρευμα". 111
η πορεία από τη κοινωνικότητα στον αυτοκαταναγκασμό και τη περιχαράκωση
εικόνα 52. Διαφήμιση της δεκαετίας του ′80, με μότο: "Μπρούτζος. Η διαρκής εσωτερική ομορφιά."
εικόνα 52. Διαφήμιση της δεκαετίας του ′80, με μότο: "Στο κόσμο της Kohler, η μορφή και η λειτουργία αναδύονται θριαμβευτές." "In the world of Kohler, form and function emerge triumphant."
112
η διαφήμιση
Και δει, ως ένα εμπόρευμα με πολλαπλούς παραλήπτες, ένα τέτοιο που στοχεύει στη "συλλογική μίμηση, έτσι ώστε κάθε απόκλιση να είναι αταξία". "Πρόκειται […] για την παραγωγή του ανθρώπου ως εμπόρευμα, την παραγωγή ενός τρόπου ζωής", ενός μαζικού κοινωνικού αξιακού συστήματος και άρα "την παραγωγή της τάξης και του ελέγχου ως εμπόρευμα" (Ναξάκης, 1991: 61-63). Τον 20ο αιώνα, έτσι, ο ρόλος της διαφήμισης, γίνεται κεντρικός ως κινητήρια παραγωγική και κοινωνική δύναμη, ως εισηγητής κοινωνικά διαφοροποιημένων τρόπων ζωής, ως εισηγητής καταναγκασμών και κοινωνικών φόβων (Elias, Η εξέλιξη του Πολιτισμού - Κοινωνιογενετικές και ψυχογενετικές έρευνες, 1939: 365-367) και, εν τέλει, ως κοινωνικός ρυθμιστικός παράγοντας. Η διαφήμιση συγκροτεί την ατομική συμπεριφορά και την ατομική θυμική οικονομία (Elias, Η εξέλιξη του Πολιτισμού - Κοινωνιογενετικές και ψυχογενετικές έρευνες, 1939: 270) και συντονίζει έναν κοινωνικό παλμό. Ο νέος μηχανισμός πειθάρχησης, κατά συνέπεια, βασίζεται μεν -όπως πρωτύτερα- στην ενσωμάτωση του συνόλου των ατόμων σε ένα κανονικοποιητικό κοινωνικό σχήμα. Το νέο κεντρικό κοινωνικό πρότυπο, δε, είναι εμπορικό, αδρά περιγραφόμενο, εικονογραφούμενο, και κυρίως καθολικό∙ είναι τέτοιο που η κοινωνική ισχύς του δε μπορεί να συγκριθεί με κανένα από τα προηγούμενα. Ακόμα, στον αιώνα της τεχνολογικής επανάστασης, το φαντασιακό της μηχανής που τον 20ο αιώνα ανήχθη αυτό καθ’ εαυτό σε διαμορφωτική πεποίθηση και συμβολικό αντιληπτικό εργαλείο, δάνεισε τη περιγραφή των συναρμοσμένων μελών για μια ορθή λειτουργία στην ίδια τη περιγραφή του ανθρώπου. Προβάλλοντας στον άνθρωπο την εικόνα της μηχανής και αποδίδοντάς του τα αντίστοιχα ιδεαλιστικά χαρακτηριστικά με τα οποία αυτή επενδυόταν -της αφθαρσίας, της αρτιότητας και διαρκούς ευρυθμίας- δημιουργήθηκε ένα νέο, σχεδόν θρησκευτικό φαντασιακό για το σώμα και τη πολιτική και κοινωνική ύπαρξη. Οι πρωταγωνιστές της διαφήμισης και ο τρόπος ζωής τους, που λειτουργούν ως παραδείγματα προς μίμηση όντας υποδείγματα ευρωστίας, ευφυΐας και κοινωνικής και οικονομικής επιτυχίας, μετέφεραν τις αρετές της μηχανής στα μέτρα του ανθρώπου και ενσάρκωσαν το κοινωνικό πρότυπο της εποχής, που δεν είναι άλλο από την εξέλιξη του προϋπάρχοντος "α πριόρι τέλειου ατόμου". "Το θέαμα", όμως, που αποτέλεσε τον κατ’ εξοχήν ρυθμιστή της πολιτικής συμπεριφοράς του 20ου αιώνα, όπως αναφέρει ο Debord "είναι η υλι113
η πορεία από τη κοινωνικότητα στον αυτοκαταναγκασμό και τη περιχαράκωση
κή ανασύσταση της θρησκευτικής ψευδαίσθησης" (Debord, 1972: 20). Το σύγχρονο κοινωνικό πρότυπο, κατ’ αυτό το τρόπο δομήθηκε ως ένα μωσαϊκό θεαματικών, και κατά συνέπεια φαινομενικών -και πολλές φορές εικονικών- τέλειων υποστάσεων, η πληρότητα του οποίου επιτυγχανόταν μέσα από τη συναρμογή όλων σε ένα σύνολο. Η έννοια του ατελούς, έτσι, τον 20ο αιώνα καταστράφηκε ολόπλευρα, και το φαντασιακό του τέλειου σταμάτησε να αναφέρεται αποκλειστικά στο μη φέρον ύλης εκτός τόπου (υλικής ή άυλης), αλλά και στο πλήρες εντόπιας ύλης, κατ’ ουσίαν ή και κατ’ επίφασιν. Κι αν η ειδοποιός διαφορά του 20ου αιώνα από τους προηγούμενους είναι το αυξημένο πλήθος συλλειτουργόντων κοινωνικών προτύπων, αυτά επίσης -πλην ελαχίστων εξαιρέσεων- φαίνεται να υποκύπτουν σε μια κεντρομόλο δύναμη. Τα σύγχρονα κοινωνικά πρότυπα, παρότι περιφερειακά ή πολλές φορές και μεθοριακά παρέμειναν συστημικά, αφ’ ενός λειτουργώντας μέσω του θεάματος, αφ’ ετέρου επιδιώκοντας μια εσωτερική ομοιογένεια. Ο χώρος της πολυμορφίας, έτσι, απαλείφτηκε και, σε αυτό το πλαίσιο όπου το σύνολο (ή τουλάχιστον η συντριπτική πλειοψηφία) του πληθυσμού τείνει να πάλλεται ως ένα σώμα, οδηγούμενο από έναν (διευρυμένο) κεντρικό εισηγητή κοινωνικών προτύπων και κανόνων, και κατά συνέπεια υπαγόμενο σε μια συγκεντρωτική πολιτική εξουσία και συνάμα σε μια κοινωνική, η υπόθεση της βιοπολιτικής για τη υπόσταση του ανθρώπου-ως-είδος, άπτεται της πραγματικότητας. "Η νέα κοινωνία είναι μια μαζική κοινωνία" αναφέρει ο Edward Shils, "ακριβώς υπό την έννοια ότι η μάζα του πληθυσμού έχει ενσωματωθεί στην κοινωνία. Το κέντρο της κοινωνίας - οι κεντρικοί θεσμοί και τα κεντρικά συστήματα αξιών που καθοδηγούν και νομιμοποιούν αυτούς τους θεσμούς - έχει επεκτείνει τα όριά της. Το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού (η «μάζα») βρίσκεται πλέον σε στενότερη σχέση με το κέντρο από ότι στην περίπτωση είτε των προ-μοντέρνων κοινωνιών είτε στις πρώτες φάσεις της σύγχρονης κοινωνίας. Σε προηγούμενες κοινωνίες, ένα σημαντικό μέρος του πληθυσμού, συχνά η πλειοψηφία, γεννιούνταν και παρέμεναν για πάντα «ξένοι»" (Shils, 1960: 81)3 . Μέσα στο πνεύμα της εμπορευματοποίησης του σύγ-
3 "The new society is a mass society precisely in the sense that the mass of the population has become incorporated into society. The center of society –the
114
η διαφήμιση
χρονου μαζικού κοινωνικού μοντέλου κατά συνέπεια, όπως υποστηρίζει η Hannah Arendt, η ζωή του ανθρώπου προοδευτικά έγινε μια βιολογική ζωή, μια μεταβολική, και εν τέλει, καταναλωτική (Arendt, 2012: 22, 23, 25). Οι ανθρώπινες πράξεις κατά πλειοψηφία, σημασιοδοτούμενες από μια εμπορική αρχή, από τα μέσα του 20ου αιώνα κατέληξαν να αποσκοπούν στη κατανάλωση, μετουσιώθηκαν και εξομοιώθηκαν σε καταναλωτικά αντικείμενα, υλικά και άυλα, ευτελή στην ύπαρξή τους και τελικά εμπορεύσιμα, και ανάχθηκαν σε σκέτες βιοτικές διαδικασίες της κοινωνίας. Κάθε πράξη, κάθε χειρονομία και αγαθό, έγινε λειτουργικό, μεταβολίσιμο, απέκτησε σκοπό, αποτέλεσμα και τέλος. Σε ένα προπαρασκευαστικό επίπεδο, η "θεοποίηση των ικανοτήτων της αυτονομημένης από τη κοινωνία επιστήμης" (Ναξάκης, 1991: 7) όπως αναφέρει ο Χάρης Ναξάκης, και η αναπτυσσόμενη τεχνολογία που έδωσε τη δυνατότητα να καμφθούν τα όρια, φυσικά όσο και κοινωνικά, που μέχρι πρότινος περιορίζανε την ανάπτυξη των οικονομιών, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο σε αυτή τη διαδικασία διαμόρφωσης της σύγχρονης αντίληψης του ανθρώπινου βίου. Ο ισοπεδωτικός τεχνολογικός ορθολογισμός, που πήρε τη μορφή ενός τεχνολογικού ντετερμινισμού, μοιραία μετέβαλε σε μορφώματα ορθού λόγου τους τρόπους συλλογισμού και τη λογική αντίληψης του κόσμου. "Η μηχανιστική λογική" της τεχνολογίας, που αξίωνε την αναγωγή στα μέρη για τη κατανόηση του όλου, "επηρέασε βαθιά τις κοινωνικές [και πολιτικές] επιστήμες, που υιοθέτησαν [με τη σειρά τους] τη λογική της διάσπασης των προβλημάτων στα στοιχειώδη μέρη τους και ενδιαφέρθηκαν για τις μερικές αιτιότητες, σε απομόνωση από το συνολικό τους πλαίσιο" (Ναξάκης, 1991: 15). Με την επικουρία του νέου αυτού τρόπου προσέγγισης των πραγμάτων με άξονα τη διάσπαση της συνολικότητας και την μηχανιστική αναγωγή σε επιμέρους θραύσματα, η ζωή κατατμήθηκε στις επιμέρους εκφάνσεις της, οι οποίες αντιμετωπίστηκαν ως αυτόνομα και αυτοτελή σύνολα. Κάθε διακριτή δρά-
central institutions, and the central value systems which guide and legitimate these institutions- has extended its boundaries. Most of the population (the ‘mass’) now stands in a closer relationship to the center than has been the case in either premodern societies or in the earlier phases of modern society. In previous societies, a substantial portion of the population, often the majority, were born and forever remained «outsiders»."
115
η πορεία από τη κοινωνικότητα στον αυτοκαταναγκασμό και τη περιχαράκωση
ση απέκτησε το διακριτό της στόχο, και την αντίστοιχη αιτία της και κατά συνέπεια μπορούσε να ικανοποιηθεί αυτόνομα. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, η θετικιστική αυτή προσέγγιση της ζωής του ανθρώπου έδωσε νέο ορισμό στο ιδεολόγημα άνθρωπος-ως-είδος. Το άτομο ως έμβιο υποκείμενο, ως κοινωνικό, καταναλωτικό, νομικό, ως πολιτικό κλπ, διασπάστηκε στις επιμέρους διαστάσεις της ύπαρξής του, οι οποίες με τη σειρά τους αυτονομήθηκαν μεταξύ τους. Κάθε μια από αυτές νοήθηκε ως εντελεχής οντότητα, και ως τέτοια, μη απαραίτητο συστατικό της εκάστοτε συνολικής περιγραφής του πολίτη. Κατ’ αυτό το τρόπο, βάσει της κοινωνικής θεωρίας του Giorgio Agamben (Agamben, 1998), ο ανθρώπινος βίος νοήθηκε ως δυνάμει "γυμνή ζωή", ως μια βιολογική συνθήκη, δηλαδή, και όχι μια σύνθετη ύπαρξη που περιβάλλεται από δικαιώματα και υποχρεώσεις. Αυτή η δομική αποσύνθεση του υποκειμένου εν τέλει συνηγόρησε, όπως υποστηρίζει και ο Φιλιππίδης, στη "μακροχρόνια διαδικασία αποπολιτικοποίησης του υποκειμένου", στη διάσπαση της συνοχής της (πολιτικής) ύπαρξης και δράσης του. O "homo sacer, ως εκείνη η γυμνή από πολιτικά δικαιώματα ζωή, η άθυτη αλλά φονεύσιμη, μετατράπηκε σε καθοριστικό πολιτικό πρόσωπο του 20ου αιώνα", ενώ η έννοια της γυμνής ζωής συνέστησε "τον κατεξοχήν καθοριστικό ρυθμιστή της κρατικής πολιτικής" (Φιλιππίδης, 2007: 102-103). Ωστόσο, στην Ευρωπαϊκή Ήπειρο τουλάχιστον, οι έννοιες της γυμνής ζωής και του homo sacer βρέθηκαν σαν πραγματική ιστορική συνθήκη σε πλήρη εφαρμογή μονάχα στη κοινωνική και πολιτική θεωρία και πρακτική του ναζισμού. Μέχρι την επιβολή του αυταρχικού καθεστώτος του τρίτου Ράιχ, όπως παρατηρήθηκε στα δύο τελευταία κεφάλαια, η κρατική, κοινωνική και πολιτική τάξη σε συνθήκες κοινωνικής ειρήνης και ευημερίας στηρίζονταν στις διαδικασίες αυτοκαταναγκασμού των αστικών υποκειμένων στα σφικτά κοινωνικά πρότυπα της εποχής. Στο ναζιστικό κράτος, αντιθέτως, συντελέστηκε μια ακραία και απότομη μεταβολή σε ένα εξωτερικά καταναγκαστικό ρυθμιστικό μηχανισμό, με οδηγό μια φασιστική πολιτική θεωρία και εξουσία, μια ιεραρχική και κατασταλτική κρατική δομή, και μια ρατσιστική επιστημονική-ιατρική σχολή. Άξονας της ναζιστικής βιολογίας αποτέλεσε το φαντασιακό της άριας φυλής, μιας καθαρής δηλαδή ανθρώπινης ράτσας χωρίς φυλετικές προσμίξεις, ή αλλιώς χωρίς γονίδια εκτός τόπου. Η έννοια της μιαρότητας, έτσι, στα χρόνια του ναζισμού ξέ116
η διαφήμιση
φυγε από αυτήν της ρυπαρότητας, και αναφέρθηκε σε αυτή του "ξένου" σώματος. Αντιστρόφως ανάλογα, αυτή της καθαρότητας εισχώρησε μέσα από την επιδερμίδα του σώματος, και αναφέρθηκε σε μια γονιδιακή συνθήκη. Στη περίοδο του ναζισμού, εν ολίγοις, παρατηρείται η πιο κατάφωρη εσωτερίκευση της έννοιας της καθαρότητας, η αναγωγή της σε γενετική τελειότητα, αλλά και η σκληρότερη καταστολή της ακαθαρσίας με το γονιδιακό έλεγχο, τις φυλετικές καθάρσεις και την ευγονική. Με τη λήξη της κατάστασης εκτάκτου ανάγκης και την αποκατάσταση της ειρήνης και της δημοκρατίας στην Ευρώπη, η φασιστική πολιτειακή οργάνωση τυπικά έλαβε τέλος. Παρά ταύτα, μαζί με την επαναφορά του αυτοκαταναγκαστικού ρυθμιστικού μηχανισμού της πολιτικής συμπεριφοράς, της εσωτερίκευσης δηλαδή στο άτομο των κοινωνικών πειθαναγκαστικών κινήτρων και φόβων, η εσωτερικευμένη αντίληψη της καθαρότητας ως δομική συνθήκη, αλλά και η δομική επέμβαση για την παραγωγή της τελειότητας παρέμεινε. Η καθαρότητα, με τη μορφή της αρτιότητας, σταμάτησε να αφορά αποκλειστικά το λουτρό και, μέσα από την ιδεολογική αποδοχή της γενετικής παρέμβασης, μετέβαλε τη διαδικασία του καθαρισμού από ατομική σε ιατρική πρακτική, προσεγγίζοντας εκ νέου τον άνθρωπο τεχνοκρατικά ως πλάστιμη ύλη. Η καθαριότητα, με αυτό το τρόπο, ταυτίστηκε με μια συγκεκριμένη εικονική πραγματικότητα, αλλοτριωτική, μετατρέποντας το σώμα σε καταναλωτικό προϊόν (κοσμητική χειρουργική). "Το θέαμα εντός της κοινωνίας", αναφέρει ο Debord, "αντιστοιχεί σε μια συγκεκριμένη κατασκευή της αλλοτρίωσης". (Debord, 1972: 26)
117
118
Bradbury Ray, "Φάρεναϊτ 451"
Τα βιβλία συμπτύσσονται. Ανάλεκτα. Τσέπης. Όλα συμπυκνώνονται σε μία Τα βιβλία συμπτύσσονται. Ανάλεκτα. Τσέπης. Όλα συμπυκνώνονται σε μία ατάκα, σε ένα αναπάντεχο φινάλε. […] Τα κλασσικά έργα περικόπτονται για να χωρέσουν σε δεκαπεντάλεπτες ραδιοφωνικές εκπομπές, περικόπτονται ξανά για τις στήλες βιβλίου των εφημερίδων που διαβάζονταν σε δύο λεπτά, για να καταλήξουν στο τέλος σε ένα λήμμα λεξικού δέκα ή δώδεκα αράδων. […] Και τα πολιτικά; Μονόστηλα, δύο φράσεις, ένας τίτλος! […] Ο χρόνος φοίτησης στο σχολείο μειώθηκε, η πειθαρχία χαλάρωσε, η φιλοσοφία, η ιστορία και οι ξένες γλώσσες βγήκαν από το πρόγραμμα, τα αγγλικά με τη γραμματική και την ορθογραφία τους σιγά σιγά παραμελήθηκαν και στο τέλος σχεδόν εξοστρακίστηκαν κι αυτά εντελώς. Ζούμε μόνο για την κάθε στιγμή, η δουλειά είναι που μετράει και η απόλαυση είναι σε ό,τι κάνεις μετά τη δουλειά. […] Το φερμουάρ αντικαθιστά το κουμπί κι έτσι ο άνθρωπος χάνει αυτές τις στιγμές που είχε στη διάθεσή του για να σκέφτεται όσο ντυνόταν το ξημέρωμα, μία ώρα φιλοσοφίας και, συνεπώς, μία ώρα μελαγχολίας. […] Αδειάζεις λοιπόν τα θέατρα, αφήνοντας μόνο τους κλόουν, κι επιπλώνεις τα δωμάτια με γυάλινους τοίχους και ζωηρά χρώματα που να κατακλύζουν τους τοίχους […] Περισσότερη εικονογράφηση στα βιβλία. Περισσότερες φωτογραφίες. Το μυαλό χωνεύει όλο και λιγότερα. Ανυπομονησία. […] Πάμε τώρα στις μειονότητες του πληθυσμού μας; Όσο αυξάνεται ο πληθυσμός, τόσο πληθαί-νουν και οι μειονότητες. […] Όσο μεγαλύτερη είναι η αγορά σου, Μόντακ, τόσο πιο δύσκολα διαχειρίζεσαι τις διενέξεις∙ να το θυμάσαι αυτό! Όλες οι μειονότητες, ακόμα και οι πιο ολιγάριθμες, θέλουν να διατηρήσουν άθικτο τον ομφάλιο λώρο τους. […] Δεν είναι διόλου παράξενο λοιπόν που τα βιβλία σταμάτησαν να πουλάνε, έλεγαν οι κριτικοί. Αλλά το κοινό, που ήξερε τί ήθελε, στροβιλιζόμενο ευτυχισμένα, επέτρεψε στα κόμιξ να επιβιώσουν. Και στα τρισδιάστατα ερωτικά περιοδικά, βέβαια. Κατάλαβες τώρα, Μόντακ; Δεν επιβλήθηκαν άνωθεν από τη κυβέρνηση στους αποκάτω. […] Η τεχνολογία, οι χειραγωγούμενες μάζες και η πίεση των μειονοτήτων ήταν που έγειραν τη πλάστιγγα, δόξα τω Θεώ. Και σή-
119
από το (συλλογικό) λουτρό στο (ατομικό) μπάνιο: η πορεία από τη κοινωνικότητα στον αυτοκαταναγκασμό και τη περιχαράκωση
μερα, χάρη σε αυτά, μπορείς να είσαι ευτυχισμένος όλη την ώρα και είσαι ελεύθερος να διαβάζεις κόμιξ, τις παλιές καλές ομολογίες και τα οικονομικά έντυπα. […] Για καλή μας τύχη, σπάνια εμφανίζονται εκκεντρικοί όπως του λόγου της. Έχουμε μάθει πλέον να πνίγουμε τέτοιες συμπεριφορές στην κούνια, νωρίς νωρίς. Δεν μπορείς να χτίσεις ένα σπίτι χωρίς καρφιά και δοκάρια. Αν δεν θέλεις λοιπόν να δεις ένα σπίτι να χτίζεται, κρύψε τα καρφιά και τα δοκάρια. Αν δεν θέλεις να δεις έναν άνθρωπο να γίνεται δυστυχής από την πολιτική, μην του δείχνεις και τις δύο πλευρές ενός ζητήματος, γιατί θα τον μπλέξεις∙ δείξε του μόνο τη μία. Ή, ακόμα καλύτερα, μην του δείξεις καμία. Κάνε τον να ξεχάσει πως υπάρχει η λέξη «πόλεμος». Πες πως έχεις μια κυβέρνηση αναποτελεσματική, υδροκέφαλη και φορομπηχτική. Ε, είναι προτιμότερο να εξακολουθείς να έχεις μια τέτοια κυβέρνηση παρά έναν λαό που να ασχολείται διαρκώς με αυτήν. Ειρήνη, Μόνταγκ. Άσε τον κόσμο να κερδίζει σε διαγωνισμούς που του ζητούν να θυμηθεί τους στίχους γνωστών τραγουδιών ή τις πρωτεύουσες των πολιτειών ή το πόσο καλαμπόκι παρήγαγε η Αιόβα πέρυσι. Φόρτωσέ τους με ανώδυνα δεδομένα, τάισέ τους με ένα κάρο «γεγονότα», που στο τέλος θα νιώσουν χορτασμένοι, αλλά και «φωστήρες» με τόση πληροφορία. Θα νιώσουν τότε ότι σκέφτονται, θα πάρουν μια αίσθηση της κίνησης χωρίς να έχουν κινηθεί ούτε ρούπι. Και θα είναι ευτυχισμένοι, γιατί τέτοιου είδους δεδομένα δεν αλλάζουν. Δεν πρέπει να τους αφήσεις να ασχολούνται με περίεργα πράγματα, όπως η φιλοσοφία ή η κοινωνιολογία. Ο δρόμος αυτός οδηγεί στη μελαγχολία. Ένας άνθρωπος που είναι ικανός να αποσυναρμολογήσει μια τηλεοπτική οθόνη τοίχου και να τη συναρμολογήσει ξανά, και νομίζω ότι οι περισσότεροι άνθρωποι μπορούν να το κάνουν αυτό στις μέρες μας, είναι ευτυχέστερος από όποιον άλλον άνθρωπο πασχίζει να μετρήσει το σύμπαν, με υπολογισμούς, λογαρίθμους και εξισώσεις, γιατί πολύ απλά το σύμπαν δεν γίνεται να μετρηθεί ή να υπολογιστεί χωρίς να κάνει τον άνθρωπο να αισθανθεί μοναχικός, σαν θηρίο. Το ξέρω καλά γιατί το δοκίμασα∙ να πάει στο διάολο. Αρκεστείτε λοιπόν στα κλαμπ και
120
bradbury ray, "φάρεναϊτ 451"
τα πάρτυ σας, στους ακροβάτες και τους ταχυδακτυλουργούς σας, στα ριψοκίνδυ-να σπορ, τα αεριωθούμενα αμάξια και τα διθέσια ελικόπτερά σας, στο σεξ και την ηρωίνη σας, σε ό,τι δηλαδή διεγείρει τα αυτόματα αντανακλαστικά σας. Αν η τραγωδία είναι κακή, αν η ταινία δεν λέει τίποτα, αν το θεατρικό έργο είναι κενό, χορηγήστε μου ήχους από θέρεμιν στη διαπασών. Θα πιστέψω ότι ανταποκρίνομαι στο έργο, έστω κι αν πρόκειται για μια απλή αισθητηριακή αντίδραση στη δόνηση. Αλλά δεν με νοιάζει. Μου αρέσει απλώς η ψυχαγωγία. (Bradbury, 1953: 88-98)
121
Λουτρό: 1. Μπάνιο: ο χώρος του σπιτιού που χρησιμοποιείται για το πλύσιμο του προσώπου και του σώματος // το πλύσιμο του σώματος // βάπτισμα, βύθισμα αντικειμένων σε ειδικά υγρά προκειμένου να υποστούν κάποια χημική ή άλλου είδους. 2. βύθισμα του σώματος σε ειδικό υλικό (άμμο, λάσπη, ιαματικό νερό κλπ.) για θεραπευτικούς σκοπούς Υγιεινή: 1. το σύνολο των ενεργειών και των κανόνων που αποσκοπούν στην προστασία της υγείας του οργανισμού. 2. (ειδικότερα) η καθαριότητα, ως ενέργεια που συμβάλλει στη διατήρηση της καλής υγείας. 3. ο αντίστοιχος κλάδος της ιατρικής Καθαριότητα : 1. η ιδιότητα του καθαρού πχ. η καθαριότητα της πόλης είναι υποδειγματική. 2. οι ενέργειες που γίνονται για να καθαριστεί ένα μέρος πχ. σήμερα έχουμε γενική καθαριότητα [λήμματα από Wikipedia]
122
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Σήμερα, "λουτρό", "υγιεινή" και "καθαριότητα" είναι τρείς έννοιες άρρηκτα συνδεδεμένες μεταξύ τους σε μια σχέση αλληλοσυμπληρωματική όπου η κάθε μια αποδίδει τον ορισμό της άλλης. Ωστόσο, η αναδρομή μέσα από την ιστορία του λουτρού κατέστησε σαφές ότι η σημερινή οριακή ταύτιση των τριών –κυρίαρχη σε σχέση με τις υπόλοιπες ηθικές, κοινωνικές, ψυχολογικές και πολιτικές συνδηλώσεις τους- αποτελεί πραγματικότητα στη σύγχρονη μονάχα ιστορία της ανθρωπότητας. Ιστορικά, οι τρείς αυτές έννοιες όχι μόνο δεν σημαίνουν η μια την άλλη, αλλά εμφανίζονται ετεροχρονισμένα σε κάθε ιστορική περίοδο, φορτίζονται με διαφορετικές βαρύτητες και σκοπιμότητες, συγκλίνουν και αποκλίνουν, ώστε να συνδεθούν εννοιολογικά τον 19o αιώνα, και πρακτικά τον 20o. Το συλλογικό και κοινωνικό αφετηριακό λουτρό εξαφανίζεται για πρώτη φορά στα πρωτοχριστιανικά χρόνια, ενώ ταυτόχρονα εγείρεται η αξίωση της ρυπαρότητας -η αντιστροφή της ρητορείας του καθαρού- ως διακριτή αρετή. Ήδη, ο ηθικός λόγος έχει εμβαπτίσει τις κοινωνικές αξιώσεις σε ένα συμβολικό κόσμο, μεταμορφώνοντας τις έννοιες. Ο ορισμός του καθαρού, έκτοτε, θα αργήσει να σημάνει συνολική σωματική καθαριότητα. Πριν ακόμα τα φαντασιακά του σώματος και οι διαδικασίες αποσυλλογικοποίησης της αστικής ζωής καθορίσουν τη σχέση του ανθρώπου με τη καθαριότητα, και δει την ένυδρη, αυτή μεταφέρεται στη σφαίρα της ευπρέπειας, σημασιοδοτείται, οργανώνεται και λειτουργεί βάσει, μέσα και για αυτήν. Μέχρι τον 18ο αιώνα, η καθαριότητα είναι μερική, ατομική και συμβολική, όσο συμβολικά είναι τα σωματικά αντικείμενα (ασπρόρουχο), και όσο συμβολικές εμφανίζονται οι δρώσες κοινωνικές απαιτήσεις. Διότι, σε αντίθεση με τον άνθρωπο του μεσαίωνα που ενδιαφέρεται αποκλειστικά για την άριστη εικόνα του, οπότε η καθαρότητά του περιορίζεται στα ορατά μέρη του σώματος, ο άνθρωπος της αναγέννησης ενοχλείται καθοριστικά από την οσμή του, επιδιώκοντας μεν μια συνολικότερη φροντίδα και μια σχέση οικειότητας με το σώμα του, αποξενωνόμενος δε σταδιακά από αυτό κατατάσσει μέρη του στην επικράτεια του μύχιου. Οι κοινωνικοί φόβοι των λοιμωδών ασθενειών διοχετεύονται στην επανασημασιοδότηση του περιεχομένου της άνυδρης καθαριότητας, συμπαρασύροντας τη σωματική
123
από το (συλλογικό) λουτρό στο (ατομικό) μπάνιο: η πορεία από τη κοινωνικότητα στον αυτοκαταναγκασμό και τη περιχαράκωση
αυτοαντίληψη και παράγοντας το σωματικό χώρο του μύχιου, του ενδόμυχου, του φοβερού. Η εγκαινίαση του σώματος και της καθαριότητας με όρους αποκρυφισμού (ταμπού) και η σύνδεση κάλλους και λουτρού με συνδαιτυμόνα την ηδυπάθεια, εντάσσουν το λουτρό στην επανεμφάνισή του στο πλαίσιο μιας κοινωνικής λαγνείας, στη κατηγορία του ταμπού. Οι υποδόριες συνδηλώσεις που (με το τρόπο αυτό) εξ’ αρχής καθίστανται κυρίαρχη περιγραφή του λουτρού αναστέλλουν την άμεση σχέση του λουόμενου με το λούσιμό του. Η υλική υπόσταση του λουτρού παραγκωνίζεται περαιτέρω από νέες προβολές και συμβολικές φορτίσεις, και εντάσσεται στις εντατικές κοινωνικές διεργασίες διεκδίκησης του κυρίαρχου επιστημονικού και ιδεολογικού αφηγήματος και στη διαμόρφωση των σύγχρονων σχέσεων εξουσίας. Ηθοπλαστική καθαριότητα και ηθικοδιδακτικό λουτρό. Η υγιεινή, που έχει ήδη αναγνωριστεί στα εγχειρίδια "υγείας και σωματικού κάλλους" σε παραλληλία με την καθαριότητα -και πλέον την ένυδρη- μεταβάλλεται σε πολιτειακό εργαλείο της ηθικής αναπαραγωγής στα σώματα και στο χώρο σε καθολικό πληθυσμιακό επίπεδο, και σε πολιτικό εργαλείο μιας ιδεολογίας αποκλεισμού και εκτοπισμού. Το απολαυστικό, απορρυπαντικό, ιαματικό λουτρό αποκτά τις υποκατηγορίες του, με τις κοινωνικές τους ομάδες και τους αντίστοιχους χώρους τους. Περιχαρακωμένες λουτροπόλεις και ιδιωτικά μπάνια για τους προνομιούχους. Συλλογικά πλυσταριά για την ένδεια. Η βιομηχανική επανάσταση, τέλος, και η μαζική παραγωγή διευρύνουν κοινωνικά τη δυνατότητα της ιδιοκτησίας, παγιώνοντας την ιδιωτική πρόσβαση στο λουτρό αλλά και την ιδιωτική διαχείριση της καθαριότητας, και τις χωρικές τους δομές. Η ιστορία του λουτρού ξεφεύγει πολύ σύντομα από τη φυσική σχέση σώματος-νερού, το σωματικό καθαρισμό και την άμεση απόλαυση. Το λουτρό συμβολ(ικ)οποιείται και εντάσσεται σε μια ιστορία της καθαρότητας, μια ιστορία της ηθικής, των διαμορφωτικών πεποιθήσεων και του κοινωνικού σχηματισμού. Το λουτρό, η καθαριότητα, η υγιεινή, όπως εννοούνται σήμερα, αποτελούν συνεκτικές κοινωνικές κατασκευές–παράγωγα πολιτικο-οικονομικών, ιδεολογικών και ηθικολογικών πολέμων και επικρατήσεων. Το ίδιο και η λογική του ιδιωτικού μπάνιου, της αιδούς του γυμνού σώματος, της αποστροφής της ρυπαρότητας και τα σύγχρονα φαντασιακά του τέλειου και αγέραστου σώματος που σαν πολιτισμικά αξιώματα και σύγχρονα θέσφατα της αυτοαντίληψης και της κοσμοα124
επίλογος
ντίληψης στοιχειοθετούν μια "φυσική τάξη πραγμάτων". Τα σύγχρονα φαινόμενα του ατομοκεντρισμού και του κοινωνικού ωφελιμισμού, της ιδιώτευσης του ανθρώπου, της αποκοινωνικοποίησης και κοινωνικής βιολογικοποίησης της ανθρώπινης δράσης, του σκοπο-κεντρισμού και αν-ηδονισμού των βιοτικών κινήτρων που παρατηρήθηκαν προηγουμένως, διατρέχονται από τις ίδιες αρχές που διαμόρφωσαν τις σύγχρονες αντιλήψεις γύρω από το λουτρό. Αμφισβητώντας τη "φυσικότητα" των τρόπων δράσης του σύγχρονου ανθρώπου, με τεκμήριο την μελέτη που προηγήθηκε, και ανατρέχοντας στον τρόπο ορισμού των καταστάσεων δράσης, εντοπίζονται δύο πυρηνικοί παράγοντες καθοριστικοί των διαμορφωτικών πεποιθήσεων που φτάνουν μέχρι σήμερα με χωρική έκφραση το ατομικό λουτρό: το αίτημα της αποσυλλογικοποιημένης ζωής και ο φόβος του θανάτου (φυσικού και κοινωνικού). Και τελικά, αμφισβητώντας την "ωφελιμότητα" (κοινωνική, ψυχολογική και πολιτική) των σύγχρονων τρόπων δράσης, σε μια αντιστροφή της σχέσης αιτίου-αιτιατού, επιχειρείται ο ισχυρισμός ότι μια νέα κοινωνική κατασκευή με χωρική υπόσταση, με αίτημα τη συλλογική ζωή και την ελευθερία στην ύπαρξη, μπορεί ενδεχομένως να γίνει καθοριστική νέων κοινωνικών συνθηκών . Ένα σύγχρονο δημόσιο λουτρό, που συλλογικοποιεί και κοινωνικοποιεί τη διαδικασία του σωματικού καθαρισμού, ένας χώρος σωματικής αποκάλυψης και έκθεσης της σωματικής ατέλειας μέσα στον αστικό ιστό, μπορεί να γίνει το πεδίο κοινωνικής επανασύνδεσης, επανανοηματοδότησης εννοιών και παραγωγής νέων κοινωνικών διεκδικήσεων. Μια δομή, τέλος, που κοινωνικοποιεί τη πρόσβαση στη καθαριότητα, αλλοιώνει τους κανόνες κοινωνικής κατηγοριοποίησης και ενέχει τις δυναμικές για τη παραγωγή ενός διαφορετικού κοινωνικού προτύπου.
125
126
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Adorno, T., & Horkneimer, M. (1944). The Culture Industry. Στο Dialectic of Enlightenment. New York: Continuum. 1993. Agamben, G. (1998). Homo Sacer: Sovereign Power and Bare Life. Stanford University Ress. Agamben, G. (2003). Κατάσταση Εξαίρεσης - Όταν η « έκτακτη ανάγκη» μετατρέπει την εξαίρεση σε κανόνα. Αθήνα: Πατάκη. 2007. Arendt, H. (χχ). Η κρίση της κουλτούρας - Η κοινωνική και πολιτική σημασία της. Στο Η κρίση της κουλτούρας και άλλα κείμενα (σσ. 9-56). Στάσει Εκπίπτοντες. 2012. Bradbury, R. (1953). Φάρεναϊτ 451. Αθήνα: ΑΓΡΑ. 2012. Broch, H. (1931-32). Οι Υπνοβάτες Ι: 1888, Πάσενοβ ή ο Ρομαντισμός (Τόμ. Α). Αθήνα: Μέδουσα. 1991. Debord, G. (1972). Η κοινωνία του θεάματος. Αθήνα: Διεθνής βιβλιοθήκη. 2000. Douglas, M. (1966). Καθαρότητα και Κίνδυνος - Μια ανάλυση των εννοιών της Μιαρότητας και του Ταμπού. Αθήνα: ΠΟΛΥΤΡΟΠΟΝ. 2006. Duden, B. (2006). Η ψευδαίσθηση ότι στα ιατρικά κείμενα βλέπουμε το σώμα του ασθενή. Σύγχρονα θέματα, Vol.29, No.93, σσ. 23-29. Elias, N. (1939). Η εξέλιξη του Πολιτισμού - Ήθη και κοινωνική συμπεριφορά στη νεώτερη Ευρώπη (Τόμ. Τομ. Β - Αλλαγές της κοινωνίας. Σχεδίασμα για μια θεωρία του Πολιτισμού). Αθήνα: Νεφέλη. 1997. Elias, N. (1939). Η εξέλιξη του Πολιτισμού - Κοινωνιογενετικές και ψυχογενετικές έρευνες (Τόμ. Β - Αλλαγές της κοινωνίας. Σχεδίασμα για μια θεωρία του Πολιτισμού). Αθήνα: Νεφέλη. 1997. Foucault, M. (2003). “Society Must Be Defended” - Lectures at the College de France 1975-76. New York: Picador. Freud, S. (1974). Ο πολιτισμός πηγή δυστυχίας. Αθήνα: Επίκουρος. 1994. Fukuyama, F. (1989). The End of History? The National Interest(16), σσ. 3-18. Hunt, P. (2012, Απρίλιος 20). Plague and the Medieval Triumph of Death, Palazzo Abatellis, Palermo. Ανάκτηση Ιανουαρίου 22, 2018, από Electrum magazine: http:// www.electrummagazine.com/2012/04/411/ Mason, M. (n.d.). Evolution of Housing and Floor Plans Since the 1600s. Ανάκτηση Ιανουάριος 29, 2018, από http://www.moyak.com/papers/history-housing.html Mason, M. (n.d.). Housing: Then, Now, and Future- architecture, domestic space, average lot size, floor plans, bungalows, evolution of housing. Ανάκτηση Ιανουαρίου 29, 2018, από http://www.moyak.com/papers/house-sizes.html Nietzshe, F. (1887). Γενεαλογία της ηθικής. Σκόπελος: Νησίδες. 2001. Sennett, R. (χχ). Η τυραννία της οικειότητας - Ο δημόσιος και ο ιδιωτικός χώρος στο
127
από το (συλλογικό) λουτρό στο (ατομικό) μπάνιο: η πορεία από τη κοινωνικότητα στον αυτοκαταναγκασμό και τη περιχαράκωση
δυτικό πολιτισμό. Αθήνα: Νεφέλη. 1999. Shils, E. (1960). Mass society and its culture. Deadalus, 81-86. Simmel, G. (1903). Οι μεγαλουπόλης και η διαμόρφωση της συνείδησης. Στο Μητροπολιτική Αίσθηση (σσ. 31-56). Αθήνα: Άγρα. 2017. Skinner, T. (1998). 20th Century Bathroom Design by Kohler. Schiffer Pub Ltd. Soifer, S. (2000, January). The Evolution of the Bathroom and the Implications for Paruresis. Ανάκτηση January 2018, από ResearchGate. Spellen, S., & Morris, M. (2016, Nov 28). From Pakistan to Brooklyn: A Quick History of the Bathroom. Ανάκτηση Ιανουάριος 02, 2018, από Brownstoner: https://www. brownstoner.com/architecture/victorian-bathroom-history-plumbing-brooklynarchitecture-interiors/ Stewart, A. (2003). Τέχνη, επιθυμία και σώμα στην αρχαία Ελλάδα. Αλεξάνδρεια. Vigarello, G. (1985). Το Καθαρό και το Βρόμικο - Η Σωματική Υγιεινή από τον Μεσαίωνα ως Σήμερα. Αθήνα: Αλεξάνδρεια. 2000. Weber, M. (1905). Η Προτεσταντική Ηθική και το Πνεύμα του Καπιταλισμού. Αθήνα: Κάλβος. χχ. Zuidervaart, L. (2015, Οκτώβριος 26). Theodor W. Adorno. Ανάκτηση Ιούλιος 2018, από Stanford Encyclopedia of Philosophy: https://plato.stanford.edu/entries/ adorno/ Άγνωστος. (1964). Secular Architecture: Workers' Housing in Birmingham. Στο W. B. Stephens (Επιμ.), History of the County of Warwick: Volume 7, the City of Birmingham (σσ. 43-57). London: Victoria County History. Άγνωστος. (2017, Μάιος 5). Τρίτη τάξη. Ανάκτηση Μάιος 11, 2018, από Βικιπαίδεια: https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A4%CF%81%CE%AF%CF%84%CE%B7_%CF%84% CE%AC%CE%BE%CE%B7 Άγνωστος. (χ.χ.). Ιστορία της μικροβιολογίας. Ανάκτηση Ιανουάριος 2018, από https://e-class.teilar.gr/modules/document/file.php/IE119/ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ%20 ΜΙΚΡΟΒΙΟΛΟΓΙΑΣ.doc Άγνωστος. (χ.χ.). Ατομικότητα. Ανάκτηση Μάιος 11, 2018, από Lexigram: https:// www.lexigram.gr/lex/enni/%CE%B1%CF%84%CE%BF%CE%BC%CE%B9%CE%BA%E1 %BD%B9%CF%84%CE%B7%CF%84%CE%B1#Hist0 Αραμπατζής, Θ., Γαβρόγλου, Κ., Διαλέτης, Δ., Χριστιανίδης, Γ., Κανδεράκης, Ν., & Βερνίκος, Σ. (1999). 5. Η ΧΗΜΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ. Στο ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ. Αθήνα: ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΔΙΔΑΚΤΙΚΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ. Αρχαιογνώμων. (2017, Σεπτέμβριος 08). Το Λουτρόν στην ατομική υγιεινή των Ελλήνων κατά την αρχαιότητα. Ανάκτηση Ιανουαρίου 17, 2018, από Αρχαιογνώμων: https://ellinondiktyo.blogspot.gr/2017/09/blog-post_8.html Ασβεστά, Α., & Βιγγοπούλου, Ι. (2001, Μάιος 20). Περιηγητές στα χαμάμ. Καθημερινή, 11-15. Βρέλλη-Ζάχου, Μ. (1991). Νόμοι και κανονιστικές διατάξεις για την πολυτέλεια και τις ενδυματολογικές δαπάνες στη Δυτική Ευρώπη κατά το Μεσαίωνα και τους νεώτε-
128
βιβλιογραφία
ρους χρόνους. Δωδώνη, Τόμος Κ, Τεύχος 1, σσ. 227-263. Καλλιανίδη, Θ. (2005). Οι ατμοσφαιρικοί χώρου των λουτρών - σημερινά μουσεία. Βόλος: Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας. Λαγγουράνη, Ε. (2001). Η αρχιτεκτονική παράδοση των λουτρικών κτιρίων (18ος αι.-αρχές 20ου): Ευρώπη και Ελλάδα. Αθήνα: Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Μπούρας, Χ. Θ. (1977). Μαθήματα Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής (Τόμ. B). Αθήνα: Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Ναξάκης, Χ. (1991). Η μετάβαση από τον βιομηχανικό στον πληροφοριακό καπιταλισμό: τεχνολογικός ή κοινωνικός ντετερμινισμός;. Θεσσαλονίκη: Πανεπιστήμιο Μακεδονίας Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών. Νάστου, Έ., & Παπακωνσταντή, Ε. (2003). Το νερό και ο άνθρωπος: η εξέλιξη των λουτρικών κτιρίων και των σχετικών εγκαταστάσεων. Αθήνα: Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Παλαιά Διαθήκη: Η Πτώση των Πρωτόπλαστων από τον Παράδεισο. (χ.χ.). Ανάκτηση Απρίλιος 14, 2018, από Ορθόδοξοι ορίζοντες: http://users.sch.gr/aiasgr/ Palaia_Diathikh_Biblio/H_ptwsh_tou_anthrwpou/H_ptwsh_twn_prwtoplastwn_apo_ ton_paraseiso.htm Πάσχος, Τ. (2008, Αύγουστος 16). Τα Ασκληπιεία [6]. Ανάκτηση Ιανουάριος 19, 2018, από Ιστορία της Ιατρικής: https://historymed.blogspot.gr/2008/08/blog-post_5105. html Ρηγοπούλου, Π. (2003). Το σώμα - Από την ικεσία στην απειλή. Πλέθρον. Σκάρπια - Χόιπελ, Ξ. (1996). Λουτροθεραπεία και αναψυχή - Ιστορική εξέλιξη των λουτρών. University Studio Press. Φιλιππίδης, Χ. (2007). σώμα, χώρος & πολιτικές της καθαρ(ι)ότητας. Αθήνα: Ελευθεριακή Κουλτούρα. Φιορεντίνος, Γ. (2017). τουαλέτα, [η] : ανάμεσα σε λουτρό και αποχωρητήριο. Αθήνα: Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Χάκκας, Μ. (1978). Άπαντα. Αθήνα: Κέδρος. Χείλων. (2013, Απρίλιος 10). Ο Μαύρος θάνατος (1349). Ανάκτηση Σεπτεμβρίου 28, 2017, από Χείλων: https://chilonas.com/2013/04/10/httpwp-mep1op6y-sh/
129
από το (συλλογικό) λουτρό στο (ατομικό) μπάνιο: η πορεία από τη κοινωνικότητα στον αυτοκαταναγκασμό και τη περιχαράκωση
ΠΗΓΕΣ ΕΙΚΟΝΩΝ Εικόνα εξώφυλλου: https://gr.pinterest.com/pin/438115869989800599/(Ανακτήθηκε στις 18/09/18) Εικόνα 1: (Skinner, 1998: 41) Εικόνα 2: https://olympospress.blogspot.com/2017/12/blog-post_28.html (Ανακτήθηκε στις 16/09/18) Εικόνα 3: https://www.bibleodyssey.org/en/people/related-articles/bathing-inthe-hebrew-bible (Ανακτή-θηκε στις 17/09/18) Εικόνα 4: https://ellinondiktyo.blogspot.com/2017/09/blog-post_8.html (Ανακτήθηκε στις 16/09/18) Εικόνα 5: https://howlingpixel.com/i-en/Thermae (Ανακτήθηκε στις 16/09/18) Εικόνα 6: https://olympospress.blogspot.com/2017/12/blog-post_28.html (Ανακτήθηκε στις 16/09/18) Εικόνα 7: https://howlingpixel.com/i-en/Thermae (Ανακτήθηκε στις 16/09/18) Εικόνα 8: https://howlingpixel.com/i-en/Thermae (Ανακτήθηκε στις 16/09/18) Εικόνα 9: https://howlingpixel.com/i-en/Thermae (Ανακτήθηκε στις 16/09/18) Εικόνα 10: https://commons.wikimedia.org/wiki/File:Pompeii_-_Terme_ Suburbane_-_Apodyterium.jpg (Ανα-κτήθηκε στις 16/09/18) Εικόνα 11: https://snbms.wordpress.com/2016/10/24/conference-being-paganbeing-christian-in-late-antiquity-and-early-middle-ages/ (Ανακτήθηκε στις 16/09/18) Εικόνα 12: https://inpress.lib.uiowa.edu/feminae/DetailsPage.aspx?Feminae_ ID=32501 (Ανακτήθηκε στις 16/09/18) Εικόνα 13: https://nl.pinterest.com/pin/781304235326501124/?lp=true (Ανακτήθηκε στις 16/09/18) Εικόνα 14: http://www.thepinsta.com/amp-191se-ba-amp-241aban-en-la-edadmedia-lafacunews_1d1gYLYZ9DsR3%7CqfESpoxnpboH%7CDd6IkZojS*JE2OFK8AvZ dIRzMEY45t0SiSiz%7CK9BZZRcZlgdZm6WYnpYxzQ/Nq8Z8wNPQ0JA8pGjM6sBJbv3m nrOIgDvNKFpDDMxW*MZPeyuMG1kgdP5VqP107cDqXHDshw7EsydHoF56%7CXAh aeOlo0y5fNSUMxdcc*REs4ZFrSplaEO5bWpgCjzllfHU%7C6yC8*Gr5jRhEqDC5MVCTY N%7Cx4LCnu0iqK3AW4uQKoBZSsYTaw6hMqYRMvTqvOhV2xfxXmyoxgqoXC%7CBl KQdQ/ (Ανακτήθηκε στις 16/09/18) Εικόνα 15: https://www.apartmenttherapy.com/quick-history-the-privatebath-147065 (Ανακτήθηκε στις 16/09/18) Εικόνα 16: https://www.apartmenttherapy.com/quick-history-the-privatebath-147065 (Ανακτήθηκε στις 16/09/18)
Εικόνα 17: http://the-halfbreed-hobbit.tumblr.com/post/137819903763/ten-
130
βιβλιογραφία
images-of-plague-victims-made-in-times-of-the (Ανακτήθηκε στις 17/09/18) Εικόνα 18: http://www.electrummagazine.com/2012/04/411/ (Ανακτήθηκε στις 17/09/18) Εικόνα 19: https://es.wikipedia.org/wiki/El_triunfo_de_la_Muerte (Ανακτήθηκε στις 17/09/18) Εικόνα 20: http://www.nikias.gr/view_artist_additional.php?prod_id=927&ptid=115 78&mode=fullpainting&mtag=&page=4 (Ανακτήθηκε στις 19/09/18) Εικόνα 21: https://images.metmuseum.org/CRDImages/dp/original/DP815016.jpg (Ανακτήθηκε στις 17/09/18) Εικόνα 22: https://www.brownstoner.com/history/walkabout-taking-the-waterspart-1/ (Ανακτήθηκε στις 17/09/18) Εικόνα 23: http://www.williampcarlfineprints.com/pieces/1654_L'agr%C3%A9men t_d'une_promenade_sur_les_bords_de_la_seine_pendant_un_dimanche_de_la_ canicule. (Ανακτήθηκε στις 17/09/18) Εικόνα 24: https://unpointculture.com/2014/06/21/plages-a-paris-selon-daumierparisiens-en-seine-dhier-a-demain/ (Ανακτήθηκε στις 17/09/18) Εικόνα 25: https://www.manchestereveningnews.co.uk/news/nostalgia/gallery/ victorian-bath-houses-way-were-5792118 (Ανακτήθηκε στις 17/09/18) Εικόνα 26: https://www.manchestereveningnews.co.uk/news/nostalgia/gallery/ victorian-bath-houses-way-were-5792118 (Ανακτήθηκε στις 17/09/18) Εικόνα 27: https://www.inyourpocket.com/sopot/sopot-spa-beauty (Ανακτήθηκε στις 18/09/18) Εικόνα 28: http://molo.sopot.pl/historia?lang=de (Ανακτήθηκε στις 18/09/18) Εικόνα 29: http://americanhistory.si.edu/collections/search/object/nmah_1341886 (Ανακτήθηκε στις 17/09/18) Εικόνα 30: https://shantyboatliving.com/2018/moseley-folding-bathtub/ (Ανακτήθηκε στις 17/09/18) Εικόνα 31: https://gr.pinterest.com/confdtoro/gres-porcel%C3%A1nico/?lp=true (Ανακτήθηκε στις 17/09/18) Εικόνα 32: (Skinner, 1998: 6) Εικόνα 33: (Skinner, 1998: 15) Εικόνα 34: (Skinner, 1998: 14) Εικόνα 35: (Skinner, 1998: 21) Εικόνα 36: (Skinner, 1998: 71) Εικόνα 37: (Skinner, 1998: 69) Εικόνα 38: https://ellinondiktyo.blogspot.com/2014/03/blog-post_86.html (Ανακτήθηκε στις 18/09/18) Εικόνα 39: http://www.italy24.ilsole24ore.com/art/arts-and-leisure/2015-11-27/
131
από το (συλλογικό) λουτρό στο (ατομικό) μπάνιο: η πορεία από τη κοινωνικότητα στον αυτοκαταναγκασμό και τη περιχαράκωση
santa-teresa-140630.php?uuid=ACfYfeiB (Ανακτήθηκε στις 18/09/18) Εικόνα 40: https://el.wikipedia.org/wiki/Ιερώνυμος_Μπος (Ανακτήθηκε στις 18/09/18) Εικόνα 41: https://englishhistoryauthors.blogspot.com/2012/04/medieval-bathingfor-cleanliness-health.html (Ανακτήθηκε στις 18/09/18) Εικόνα 42: https://fashion-history.lovetoknow.com/fashion-history-eras/europeamerica-history-dress-400-1900-c-e (Ανακτήθηκε στις 18/09/18) Εικόνα 43: https://fashion-history.lovetoknow.com/fashion-history-eras/europeamerica-history-dress-400-1900-c-e (Ανακτήθηκε στις 18/09/18) Εικόνα 44: http://the-halfbreed-hobbit.tumblr.com/post/137819903763/tenimages-of-plague-victims-made-in-times-of-the (Ανακτήθηκε στις 18/09/18) Εικόνα 45: http://www.thepinsta.com/plague-doctors-michael-bradley-timetraveler_xsc856F*zc16zu0dBj0qBb9qW9oAbEKi8Oa7a*5NgG5AmAyuGOf7Z38Qn*j GpmRxAWTMPsjEjtDKnnfEPtKQsQ/CQ9xzTIfRiUC9MBKEdrhBiI9NbbGWU3FGMKARA RD2*ZpLu6IE9gYsPiilO*iuitmLu4XpoulaM5OyUiIqTFrGl3Mi8wDKO6NyJxe8qMDdgtM6 J6s5MwsQetbRyefZZ7%7C/ (Ανακτήθηκε στις 18/09/18) Εικόνα 46: http://www.vam.ac.uk/content/articles/s/industry-power-and-socialchange/ (Ανακτήθηκε στις 18/09/18) Εικόνα 47: https://www.nlm.nih.gov/dreamanatomy/da_g_III-A-10.html (Ανακτήθηκε στις 18/09/18) Εικόνα 48: http://www.slate.com/blogs/the_vault/2014/09/15/vintage_ infographics_mortality_charts_from_francis_amasa_walker_statistical.html (Ανακτήθηκε στις 18/09/18) Εικόνα 49: (Skinner, 1998: 66) Εικόνα 50: (Skinner, 1998: 81) Εικόνα 51, 52: (Skinner, 1998: 65) Εικόνα 53, 54: (Skinner, 1998: 74) Εικόνα οπισθόφυλλου: https://gr.pinterest.com/pin/859483910106925099/ (Ανακτήθηκε στις 18/09/18)
132