Καημοί και Πόθοι

Page 1

1

ΚΑΗΜΟΙ ΚΑΙ ΠΟΘΟΙ ΑΛΕΚΟΥ Ν. ΑΓΓΕΛΙΔΗ

ΜΕΛΒΟΥΡΝΗ 1980


2

Στην αγαπημένη μου σύζυγο ΔΗΜΗΤΡΑ που για 26 χρόνια βαδίζουμε αντάμα στο δρόμο της ζωής και περπατούμε μαζί στις στράτες της ξενιτιάς και στα αγαπημένα μου παιδιά ΝΙΚΟ και ΒΑΣΙΛΗ τ’ αφιερώνω. (Τα 26 χρόνια τότε, το 1980).


3

ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ Με το πρώτο ξεφύλλισμα του βιβλίου τούτου ο αναγνώστης νιώθει μια ευχάριστη έκπληξη. Αντιλαμβάνεται ότι δεν πρόκειται για μια συνηθισμένη ποιητική συλλογή, απόβγαλμα μόνο της ορμής του ποιητή να εξωτερικεύσει όσα ο ίδιος κρύβει μέσα του, μα μια έκφραση των καημών και των πόθων πολλών από μας. Είναι τόσο ξέχωρη η ικανότητα του Αγγελίδη να κερδίσει τον αναγνώστη και να τον κάνει να πιστεύει ότι ο κάθε στίχος μεταδίδει τις δικές του ενδόμυχες σκέψεις, που το βιβλίο δεν αφήνεται απ’ τα χέρια παρά μόνο σαν το διάβασμα φτάσει στο τελευταίο φύλλο. Στις τρεις μεταπολεμικές δεκαετίες της παροικιακής μας ύπαρξης, κάμποσοι ξεπρόβαλαν στο προσκήνιο κι έγιναν γνωστοί για τα νταλαβέρια τους με την ποίηση, αναμφίβολα, όμως, ο Αγγελίδης, με απαιτητικό τουπέ, έρχεται μ’ αυτή του την παραγωγή να στρογγυλοκαθίσει ανάμεσά τους και να υποχρεώσει τους υπόλοιπους, αυτούς, εσάς κι εμένα, να τον δούμε, να τον προσέξουμε και να τον ξεχωρίσουμε. Οι συνθήκες της ρουτινιασμένης, της άχαρης και δύσκολης ζωής του Αυστραλιώτη Έλληνα δεν επιτρέπουν το ξάπλωμα έξω απ‘ τα παροικιακά μας όρια της φήμης των δικών μας ανθρώπων του πνεύματος με την ευκολία που παλιότεροι εκπρόσωποι άλλων παροικιών γίνονταν άλλοτε γνωστοί στο πανελλήνιο. Γι’ αυτό και δεν έχουμε ψευδαισθήσεις σε προσμονές δημιουργίας στο μάνι-μάνι ενός δικού μας Καβάφη, μας φτάνει, όμως, που ανάμεσά μας έχουμ’ ανθρώπους σαν τον Αλέκο Αγγελίδη, να μας ξυπνούν κάθε τόσο απ’ το λήθαργο της Αυστραλέζικης μονοτονίας και να μας παρασέρνουν σε ανώτερα επίπεδα, πιο πνευματικά, πιο ανθρώπινα. Έτσι, πώς ν’ αποφύγεις να του πεις ένα μεγάλο μπράβο, μα κι ένα ευχαριστώ συνάμα για τούτο του το κατόρθωμα; ΤΑΚΗΣ ΕΥΣΤΡΑΤΙΑΔΗΣ


4

ΜΕΡΟΣ

ΠΡΩΤΟ

«Δώστε φως κι ο λαός θα βρει το δρόμο του.»


5

ΣΤΗ ΜΟΙΡΑ Γυρνώ σε τόπους μακρινούς, κάτω από ξένους ουρανούς. Χώρες εγνώρισα πολλές και πλούσιες και θαλερές, μα έχουν αλλιώτικες χαρές και γλώσσα έχουν άλλη. Μοίρα μου, σε παρακαλώ, κάνε μου αν θες ένα καλό. Σαν τ’ αεράκι τ’ απαλό, στον τόπο μου που λαχταρώ, που πάντα έχει Άνοιξη θαρώ, πάρε με πίσω πάλι.

ΕΠΙΘΥΜΙΑ Πίσω θα πάω το ποθώ, στον τόπο μου θα ξαναρθώ. Μ’ αυτή τη σκέψη όλο μεθώ, τό ‘χω μεγάλη ελπίδα. Όχι, δεν θέλω να χαθώ μακριά απ’ την Πατρίδα. Το ‘’είναι’’ μου από κει κρατά, για κει η καρδούλα μου σκυρτά. Εκεί η σκέψη μου πετά, απ’ της θάλασσας τα μάκρη. Κι εμέ μ’ αφήνει μοναχό μέρα και νύχτα το φτωχό, με σύντροφο παντοτινό ολόκαυτο ένα δάκρυ.


6

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΤΟΥ ΦΙΛΟΥ Θα πάω πίσω ορέ παιδιά, θα πάω στην πατρίδα. Τό ‘χω μεράκι στην καρδιά, τό ‘χω τρανή ελπίδα. Η πολιτεία η τρανή, της μηχανής ο ρόγχος έχουν για μένα πια γενεί πνιγμού θηλιά και βρόγχος. Μακριά στις στάνες, στα μαντριά εκεί θα κατοικήσω και πέρα, έξω στα χωριά το σπίτι μου θα χτίσω. Στο ρέμα που γοργοκυλά τα θέμελα θ’ ανοίξω και μες στα γάργαρα νερά τους πόνους μου θα πνίξω. Κει στα νερά μες στις ιτιές πηγής που μουρμουρίζουν, νύφες, νεράιδες και θεές θα με καλωσορίζουν. Στην αγκαλιά της μοναξιάς σαν γύρω θα ησυχάσω και τους καημούς της ξενιτιάς κοντά της θα ξεχάσω. Θέλω να ζήσω ξέγνοιαστα, όπως ήμουν παιδάκι, τα ξένα μου είν’ αταίριαστα, με τρώνε σα σαράκι. Ξέρω, σαν πάω στον τόπο μου απ’ την αρχή θα ζήσω. Το χρόνο με τον τρόπο μου πίσω θα τον γυρίσω.


7

Θέλω να βγω ξημέρωμα στην πιο ψηλή ραχούλα, στον κόσμο το ημέρωμα να δω πώς φέρν’ η αυγούλα. Να δω ασημένιο ουρανό, να βγω στα καραούλια, ν’ ακούσω τον Αυγερινό πώς τραγουδάει στην Πούλια. Στα δάση, στα ψηλώματα θέλω να σεργιανίσω, τα μύρα και τ’ αρώματα της πλάσης να μυρίσω. Να δω ζαρκάδια, κυνηγούς, να ξανακούσω αηδόνι, να ξανοιχτώ στους ουρανούς όπως το χελιδόνι. Θέλω να βγω στο Μύτικα, να δω όλα τα μέρη. Θέλω ν’ ακούσω τζίτζικα μέσα στο καλοκαίρι. Να δω τα στάχυα να λυγούν στου δρεπανιού τη λάμψη, να δω κοπέλες να τρυγούν στου Αύγουστου την κάψη. Σε ήσυχη ακροθαλασσιά ξυπόλητος να τρέξω, στα κύματα με ξεγνοιασιά σαν το παιδί να παίξω. Να τριγυρνώ με τους βοσκούς, να παίζω με τσοπάνες, να τραγουδώ γλυκούς σκοπούς αμέριμνος στις στάνες. Στις καταπράσινες πλαγιές να δω λευκά κοπάδια, σωστές ζωγράφου πινελιές, να βόσκουν στα λιβάδια.


8

Να κατεβώ στις ρεματιές, στις λιγαριές να μπλέξω κι ένα στεφάνι από μυρτιές για τη ζωή να πλέξω. Να πάω στου γεροπλάτανου τη ρίζα να καθίσω, για κάποιου αγώνα αθάνατου ηρώους να ρωτήσω. Μπρος στο ‘ξωκλήσι τ’ αδειανό, στον καθαρό αγέρα, να κάθομαι το δειλινό ν’ ακούω τη φλογέρα. Νά ‘ρχονται οι ήχοι της γλυκά και να με νανουρίζουν, να μου μιλούν νοσταλγικά, θυμάρι να μυρίζουν. Ν’ ακούω τα βελάσματα στο σβήσιμο της μέρας, να με τυλίγει μ’ άσματα τ’ απόβραδο ο αέρας. Καμπάνας ήχοι από μακριά, αλάργη ψαλμωδία, ν’ αντιλαλούν στη ρεματιά σα θεία μελωδία. Να δω στις βραχοσκαλωσιές αετοφωλιές ανάργια. Ν’ ακούσω στις ρημοκλησιές πώς κλαίει η κουκουβάγια. Κι ένα σταυρό κάθε πρωί με λούλουδα να ραίνω, την όψη του την παγερή με δάκρυ να ζεσταίνω. Να τρέχω μέσα στο χιονιά στους λόγγους πάνω-κάτω και να ραγίζει η παγωνιά στα πόδια μου από κάτω.


9

Οξιές να βλέπω γέρικες να στέκουν σαν κολώνα, καμαρωτές σαν πέρδικες με τ’ άσπρα του χειμώνα. Να τις λυγίζει ο βοριάς κι αυτές ν’ αγκομαχούνε, να τις ρωτώ της κλεφτουργιάς τραγούδια να μου πούνε. Σε κάθε βράχου την κορφή αξέγνοιστα σαν τρέχω και μια αθάνατη μορφή για συντροφιά θα έχω. Κι όταν η νύχτα στολιστεί με του χιονιού τα κάλλη, στην κάμαρά μου τη ζεστή να βράζει το τσουκάλι. Στο τζάκι να τριζοβολούν τα κούτσουρα πελώρια κι οι φλόγες, λόγχες ν’ απειλούν τα κρύα ξεροβόρια. Το τραγουδάκι της φωτιάς, καθώς θα σιγοτρίζει, ως μες στα βάθη της καρδιάς θε να με νανουρίζει. Των ξύλων ο σιγοτριγμός, του τσουκαλιού η βράση, ο μυρωδάτος ο ατμός θα ευφραίνουνε την πλάση. Στης φλόγας τα πηδήματα που τη φωτιά αναδεύουν, θα νιώθω χέρια πού ‘φυγαν ξανά να με χαϊδεύουν. Κι όταν ξανάρθει Άνοιξη κι ανθίσουν τα λουλούδια, ο Απρίλης με κατάνυξη κι ο Μάης με τραγούδια,


10

θα στάζουνε ανθόνερο, βάλσαμο στην ψυχή μου, να ζωντανεύει τ’ όνειρο, η μοναδική ευχή μου. Θα πάω πίσω ορέ παιδιά, θα πάω στην πατρίδα. Τό ‘χω μεράκι στην καρδιά, τό ‘χω τρανή ελπίδα.

ΠΥΔΝΑ - ΚΙΤΡΟΣ Τον Όλυμπο έχεις σκέπη σου, προστάτη τα Πιέρια και σε κρατά ο Θερμαϊκός μες στα υγρά του χέρια. Έχεις τις ρίζες σου βαθιά μέσα στην Ιστορία κι είσαι απ’ τ’ αρχαιότερα πάνω στην Πιερία. Ο Ποσειδώνας σ’ όριζε κι ο Δίας σ’ οδηγούσε, ο Φίλιππος σε άνδρωνε κι ο κόσμος σε ποθούσε Εδώ οι Μούσες έρχονταν στα δάση σου να παίξουν, στη γαλανή σου θάλασσα τα πόδια τους να βρέξουν. Εδώ του Ορφέα ακούστηκε η θεϊκή η λύρα και του Περσέα γράφτηκε εδώ η μαύρη μοίρα. Στους κάμπους σου ο Αλέξανδρος γυμνάζονταν στα βέλη κι εδώ εδιδασκότανε απ’ τον Αριστοτέλη. Παλιοί μεγάλοι άρχοντες κι αρχαίοι βασιλιάδες για σένα κάναν πόλεμους και στήνανε καυγάδες. Ζηλέψανε τη θέση σου, τα πλούτη σου, τη δόξα κι ήρθαν μπροστά στα τείχη σου μ’ ασπίδες και με τόξα στρατοί πολλοί και άγνωστοι για σένα να πεθάνουν· με τ’ ακριβό το αίμα τους το χώμα σου να ράνουν. Η Σπάρτη εσένα ζήλεψε κι η Αθήνα σε ποθούσε κι ο Δημοσθένης πάντοτε για σένανε μιλούσε. Τον τόπο σου εστόλιζε παλάτι τ’ Αλεξάνδρου κι εδώ οι φωνές ακούστηκαν του Άγη, του Κασσάνδρου, που όλοι τους προσπάθησαν για να σε κατακτήσουν, στην ξακουστή την πόλη σου το θρόνο τους να στήσουν. Η Ρώμη σ’ επιθύμησε και σ’ έβαλε στο μάτι, γιατ’ ήσουνα τρισδόξαστο ελληνικό κομμάτι. Και τ’ όνομά σου ζήλεψε πού ‘λαμπε στους αιώνες, γι’ αυτό στρατό της έστειλε κι άριθμες λεγεώνες μ’ ονομαστούς της στρατηγούς, τον Κόιντο Φλαμινίνο,


11

τον Πόπλιο Λικίνιο, τον Αύγουστο Οστίλο, που χρόνους πέντε πάσχιζαν έξω απ’ τα σύνορά σου την πόλη σου να πάρουνε, τα κάστρα τα δικά σου. Σε θαύμασε ο ύπατος Αιμίλιος ο Παύλος, που σαν κι αυτόν δεν ήτανε μέσα στη Ρώμη άλλος. Μπροστά στα τείχη σου έφτασε ο ξακουστός Σκιπίων σαν διάβηκε τον Αίσονα και πάτησε το Δίον. Εδώ περάσαν Δόγηδες, Αύγουστοι και Ρηγάδες, Δεσπότες και Μπεόπουλα, Κόμητες και Αγάδες. Εδώ, με τα χαρέμια τους ερχόταν οι Σουλτάνοι κι ακολουθούσαν Μπέηδες, Πασάδες, Δραγουμάνοι στα δάση σου τα σκιερά, στα πλούσια σου χωράφια να κυνηγήσουν πέρδικες, ζαρκάδια και ελάφια. Και Σταυροφόροι έφτασαν και στις ακτές σου βγήκαν. Κουρσάροι κι Αρβανίτηδες στο χώμα σου θαφτήκαν. Ήσουν κλειδί στης θάλασσας και στης στεριάς το δρόμο κι αλλού κουράγιο έδινες κι αλλού σκορπούσες τρόμο. Ήσουνα Πύδνα ζηλευτή και δοξασμένη Χώρα, μα Κίτρος σαν σε είπανε σε πήρε η κατηφόρα. ΣΤΗΝ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΚΑΤΕΡΙΝΗΣ Μες στα βαθιά χαράματα στις δεκαέξ’ τ’ Οκτώβρη, ξάφνου ο Δίας ξύπνησε κι αλαφιασμένα τρέχει στου Ολύμπου τις βουνοκορφές, στα θεϊκά λιμέρια. Σειέται από ρίζα ο Όλυμπος και ζώνεται μ’ αντάρα. Τ’ αγριοπούλια σκιάζονται και τα θεριά λουφάζουν. Τρέμουν οι πέτρες του βουνού και τα φαράγγια χάσκουν στα πόδια του βαρύγδουπου θεού που παραδέρνει, να βγει γοργά ψηλόκορφα, να στήσει καραούλι, να δει σαν πια λεβεντουριά τον ξύπνησ’ απ’ τον ύπνο. Ψηλά από το Μύτικα τους κάμπους αγναντεύει. Βλέπει μπροστά τον Κίσαβο και τα Πιέρια δίπλα νά ‘ναι τα πλάγια τους μεστά, γιομάτα από ηρώους. Γιομάτα Αγαμέμνονες, γιομάτα Λεωνίδες, Δυσσέηδες και Αίαντες, Νικηταράδες, Διάκοι. Ζωντάνεψαν οι αθάνατοι και παν κατά χιλιάδες. Τρέχουν σα φτεροπόδαροι, ντυμένοι όλοι τσολιάδες. Κοιτά ο Ζευς τον Πηνειό, το θρόνο του που βρέχει· βλέπει αθάνατη Τουρκιά αλλόφρονα να τρέχει, αφήνοντας τα σκιερά τα δασωμένα Τέμπη.


12

Αλλαφιασμένη αναζητά στον κάμπο για να έμπει, να βρει δρομί και διάβαση, πιο μακριά να φύγει. Τούτη την τρομερή στιγμή βρόγχος, θηλιά έχει γίνει τόσων αιώνων άδικο κι ασφυχτικά την πνίγει. Τα μάτια του τ’ αστραφτερά ο Κοσμοσείστης στρέφει πάνω προς τα Πιέρια κι όλες τις Μούσες γνέφει, να στήσουν πάλι το χορό και στη σειρά να μπούνε κι αντί για λύρα θεϊκιά κι άσματα του Ορφέα, τη λευτεριά να τραγουδούν με το λαό παρέα. Βροντάει το λιανοντούφεκο. μουγκρίζουν τα κανόνια. Και μπρος στην κόψη του σπαθιού, την τρομερή γιαλάδα η Ιστορία ξαναζεί, αντανακλά η Ελλάδα. Σπάει το Σαραντάπορο και τα στενά της Πέτρας. Στο Καταφύγι ανέβηκε το Σύνταγμα Τρικάλων και πανικό εσκόρπισε μες στην Τουρκιά και σάλον. Αδέλφια, ήρωες, θεοί, παίδες Ελλήνων Ίτε, Ραγιάδες, σκλάβοι χτεσινοί λεύτεροι συναχτείτε. Το μύρο και το άρωμα της λευτεριάς χαρείτε. Να οι τσολιάδες, έρχονται, μπαίνουν στην Κατερίνη . . . Η πόλη είναι λεύτερη μαζί με τα χωριά της κι η Μάνα πόσο χαίρεται που βρήκε τα παιδιά της . . . Αχ Μούσα, νά ‘χα δύναμη, με λόγια να μπορούσα κι εγώ ο μικρός, ο αδύναμος, την άγια ώρα ετούτη, της πόλης το λευτέρωμα να γλυκοτραγουδούσα . . . Ω, τι χαρά, τι θρίαμβος και τι γλυκό το κλάμα, τι απαλό το δάκρυ τους, που οι θεοί προστάξαν, να χύνουν οι λευτερωτές κι οι λεύτεροι αντάμα! Δάκρυ γλυκό κι αλλιώτικο, δάκρυ χαρά γιομάτο, που ξαλαφρώνεις την καρδιά, το μάγουλο απαλαίνεις . . . Χαρά στο σκλάβο που ένιωσε τα μάτια του να υγραίνεις. Πού ‘χεις τρανό διάφορο απ’ τον πικρό το θρήνο, το θρήνο της φτωχολογιάς, του ορφανού το δάκρυ, του σκλάβου τ’ αναφιλητό και του κατατρεγμένου. Δάκρυ σκλαβιάς κι ατίμωσης, δάκρυ της καταφρόνιας, στάζεις στα μάτια απόγνωση και στην καρδιά φαρμάκι. Δάκρυ πικρό ξεχάσου πια. Ο χρόνος ας σε πάρει. Το δέντρο που επότιζες για τετρακόσια χρόνια, αστροπελέκι έπεσε και τό ‘καψε αιώνια.


13

Στα μάτια που τα στέρεψες, δάκρυ φαρμακωμένο, τώρ’ αναβλύζει βάλσαμο, δάκρυ γλυκό, αγιασμένο και σβήνει όλους τους καημούς, τους θρήνους τους ξεπλένει. Ώρα ανάστασης λαού απ’ της ακλαβιάς τα βάρη, το δάκρυ της λευτέρωσης στο μάτι έχει άλλη χάρη. Πάνω στην αγαλίαση, στης λευτεριάς τη μέθη, όπου θεοί και άνθρωποι γιορτάζουν και φιλιούνται, στο Δία φτάνει μήνυμα απ’ την Κλωθώ, που γνέθει του καθενός τα νήματα και το κουβάρι ορίζει. Μεγάλου ήρωα έφτασε το ριζικό το μαύρο. Μέσα στης μάχης τον αχό, ενώ έμπαινε στην πόλη, νεκρό με τους αθάνατους τον άφησ’ ένα βόλι. Δάκρυα κυλούν στα μάγουλα του θείου γιου του Κρόνου, σαν έμαθε το θάνατο του ήρωα Σβορώνου. ΣΤΗΝ ΑΔΕΛΦΟΤΗΤΑ Όταν μας πρωτομάζεψες τριγύρω σου μια μέρα και τις καρδιές μας ζέστανες κάτω απ’ τα φτερά σου, όλοι μας σ’ αγαπήσαμε, σα νά ‘σουνα Μητέρα και συ μας σφιχταγκάλιασες σα νά ‘μασταν παιδιά σου. Παρήγορα μας δέχτηκες, στοχαστικά μας είπες: «Γίνετε αδέλφια, συγγενείς. Κάντε χαρές τις λύπες. Δώστε όλοι τα χέρια σας και σφιχτοκρατηθείτε, στα τρίστρατα της ξενιτιάς δεν πρέπει να χαθείτε.» Σα μάνα μας συμβούλεψες, μας έδωσες κουράγιο. Κοντά σου όλοι βρήκαμε λιμάνι και μουράγιο. Η τρικυμισμένη μας ψυχή ‘π’ του χωρισμού τη μπόρα σε σένα βρήκε βάλσαμο εδώ στην ξένη χώρα. Θάρρος εσύ μας έδωσες και δύναμη κι ελπίδα και πρώτη εσύ μας μίλησες για γλώσσα, για Πατρίδα. Εσύ μας πρωτοέμαθες ν’ αντέχουμε στον πόνο και η καρδιά μας να χτυπά για την Ελλάδα μόνο. Κι αν έρθει ώρα μισεμού, φύγει κανείς μακριά σου, κράτα το λάβαρο ψηλά με τ’ άλλα τα παιδιά σου κι αδίσταχτη Αδελφότητα πάντα μπροστά προχώρα. Μείνε κομμάτι ελληνικό στη μακρινή αυτή χώρα.


14

Η ΣΚΕΨΗ ΜΟΥ Η σκέψη μου, αερικό, στο σπίτι μου το πατρικό, πού ‘μεινε άδειο και βουβό εκεί ξαναγυρνάει. Το βλέπει άψυχο, σβηστό, αμίλητο και σκοτεινό κι αφήνει πόνου στεναγμό καθώς το σεργιανάει. Κυνηγημένη απ’ τη σιωπή, κάποιον ζητά, κάτι να πει. Παίρνει τους δρόμους σκυθρωπή, που ξένοι της φανήκαν. Βγαίνει στα μνήματα γοργά και σκέφτεται κι αναπολά, πώς τόσα πρόσωπα γλυκά όλα σταυροί γενήκαν . . . Μες στους σταυρούς που προσπερνά, –λύπη ο καθένας της κερνάμια πλάκα γνώριμη ζητά πού ‘ναι στην άκρη πέρα. Δίπλα της στέκεται δειλά κι αργοχαϊδεύει απαλά τον κρύο πέτρινο σταυρό του γέρου μου πατέρα. Σκυφτή του λέει ψιθυριστά: «ήρθα ξανά για συντροφιά κι αυτά είναι για σένα». Και απιθώνει ευλαβικά λίγα λουλούδια –αερικάπου φέρνει απ’ τα ξένα. Γυρτή στον τάφο του ψηλά στέκει και του χαμογελά κι όλη τη νύχτα του μιλά και του μιλά . . . και του μιλά . . . και πριν να φύγει του φιλά της πλάκας του την άκρη.


15

Ψυχρή απ’ το κύμα το μαβί κρύα γυρίζει την αυγή, προτού ο ήλιος καλοβγεί. Και με ξυπνά καθώς γυρνά και απορεί και με ρωτά, γιατί στο μαξιλάρι μου αργοκυλά ένα δάκρυ. ΟΙ ΚΑΛΟΓΕΡΟΙ Τρεις καλόγεροι μια μέρα καταφτάσαν στο χωριό, τη σοδιά να ευλογήσουν κι όλο το νοικοκυριό. Φέραν λείψανα αγίου, εικόνα είχαν θαυματουργή κι υποσχέθηκαν να φέρουν δροσερή βροχή στη γη. Πέντε μουλάρια οδηγούν όλα καλοθρεμένα κι έχουν κουδούνια με λουριά απ’ το λαιμό δεμένα. Αχολογούν μες στο χωριό σαν ηχηρές καμπάνες. Αναστατώσαν τα σκυλιά, εξόργισαν τις μάνες. Γιατί τα κυπροκούδουνα με τα χτυπήματά τους κι οι σκύλοι με το γαύγισμα ξυπνούνε τα μωρά τους. Ένας καλόγερος μπροστά με μια μαγκούρα πάει κι ο άλλος στου καραβανιού το τέλος ακλουθάει. Ο τρίτος πάει κι έρχεται και τα σκοινιά προσέχει, μην τους λυθεί κανα σακί, το νου του πάντα έχει.


16

Κι οι τρεις τους διώχνουν τα σκυλιά, μην τα σακιά τους σκίσουν. Πολλές φορές οι χωριανοί πρέπει να τα γεμίσουν. Ο Γούμενος το τόνισε και το χωριό το ξέρει, παίρνει ο Άγιος ακριβά, νά ‘ρθει σ’ αυτά τα μέρη. Μα ο Πρόεδρος κατάφερε, αφού λεφτά δεν είχαν, να πάρει ο Άγιος γέννημα ή ό,τι άλλο είχαν. Μπαίνουν σε όλες τις αυλές και σπίτι δεν αφήνουν κι οι χωριανοί μ’ απλοχεριά στάρι, κριθάρι δίνουν. Γοργά γεμίζουν τα σακιά και τρίζουν τα σαμάρια κι από το βάρος ξεφυσούν τα πέντε τα μουλάρια. Δίνουν στον Άγιο μπόλικο, ίσως και τους προσέξει, βοηθήσει και ο Γούμενος και στο χωριό τους βρέξει. Σαν στιβαχτήκαν τα σακιά σωρός τό ‘να πάν’ στ’ άλλο και μπερεκέτι μάζεψαν ‘πο πέρσι πιο μεγάλο, οι καλογέροι ζύγιαζαν και γράφαν στα δευτέρια, ενώ οι χωριάτες έμεναν με αδειανά τα χέρια. Μαζέψαν το ‘’δικαίωμα’’ οι μοναχοί και φύγαν και στο απέναντι χωριό τον Άγιο τους τον πήγαν.


17

Ο τόπος πάλι έμεινε μέσα στην ξηρασία, μα όλοι τους περίμεναν κάποια ευεργεσία. Πίστευαν, ήταν σίγουροι, ότι τους λυπηθήκαν και Άγιος και καλόγεροι που τόσο πληρωθήκαν. Το ότι οι μέρες έφευγαν και η βροχή αργούσε, στο καφενείο ο Πρόεδρος έτσι δικαιολογούσε: «Οι αγαθοί οι μοναχοί μας έκαναν τη χάρη, ενώ λεφτά δεν είχαμε, να πάρουνε σιτάρι και μόνοι τους προσφέρθηκαν, με τρόπο αυτοί που ξέρουν, μια μέρα πιο καλύτερη στον τόπο για να φέρουν. Αντί γι’ αυτήν την προσφορά να τους ευγνωμονούμε, εμείς είμαστ’ αχάριστοι και ανυπομονούμε. Ζητάτε όλοι σας βροχή, να γίνουν τα χορτάρια. Σκεφτήκατε τι θα τραβούν στις λάσπες τα μουλάρια; Και οι φτωχοί καλόγεροι με τόση φασαρία πώς θα γυρνάνε μούσκεμα μες στην κακοκαιρία; Μου τό ‘παν. Θα μας βγάλουνε από αυτά τα χάλια. Μόν’ δώστε τους λίγο καιρό να μάσουν τα τσουβάλια.»


18

Τον Πρόεδρο τον πίστευαν κι όλοι τον εκτιμούσαν. Ακόμα κι οι καλόγεροι σ’ αυτόν ίσια τραβούσαν. Εκεί ξημεροβράδιαζαν και τρώγαν και μεθούσαν και απ’ αυτόν τα πιο πολλά στο διάβα τους μαδούσαν. Οι μοναχοί όμως καιρό για προσευχές δεν είχαν. Το καλοκαίρι έφευγε κι οι δόλιοι το κατείχαν. Γι’ αυτό και ήταν βιαστικοί τον κάμπο να γυρίσουν, πριν νά ‘ρθει το φθινόπωρο και οι βροχές αρχίσουν. Όσο ο καιρός επέτρεπε, το πιάνανε στα σβέλτα κι όλα του κάμπου τα χωριά γυρίζανε αβέρτα. Όταν θα ξαναπήγαιναν στο μοναστήρι πάλι και θά ‘χαν καθαρό μυαλό και ήσυχο κεφάλι, τότε, που χιόνια θά ‘πιαναν και παγωνιές και κρύα, παράκληση θα έκαναν, να πάψει η ανομβρία. Την πούληση των σιτιρών μόλις ταχτοποιούσαν κι οι τρεις μαζί θα πήγαιναν και θα παρακαλούσαν το Γούμενο, να σηκωθεί, αφού δει τα δευτέρια, να πάει στον Άγιο γρήγορα κι όχι με άδεια χέρια.


19

Με μπόλικα ταξίματα χάρη να του ζητήσει. Να πάει ο ίδιος στο Θεό και να μεσολαβήσει, κάτι να γίνει σύντομα, γιατ’ οι μέρες περνάνε και γρήγορα θά ‘ρθει γι’ αυτούς καιρός να ξαναπάνε, πίσω στα ίδια τα χωριά κι απ’ την αρχή ν’ αρχίσουν. Κι αλίμονό τους αν τυχόν οι χωριανοί ξυπνήσουν. Τίποτ’ απ’ ό,τι τού ‘φεραν μη λυπηθεί να δώσει. Κι αν δεν λυπάται τα χωριά, αυτούς ας ξελασπώσει. Του χρόνου περισσότερα οι ίδιοι θα του φέρουν, τώρα που μάθαν τη δουλειά κι όλα τα κόλπα ξέρουν. Στο Γούμενο αυτά θα πουν σαν παν στο μοναστήρι. Γι’ αυτόν κι οι τρεις δεν προσπαθούν; δεν τρέχουν στο λιοπύρι; Τώρα όμως κυλούσε ο καιρός κι ο κόσμος είχε ανάψει κι οι κάτοικοι είχαν καεί απ’ τη μεγάλη κάψη. Σύννεφο δεν φαινότανε στον ουρανό για μήνες κι ο ήλιος τους κεραύνωνε με φλογερές ακτίνες. Ένας διαβάτης πέρασε απ’ το χωριό μια μέρα κι είδε ανθρώπους σκυθρωπούς, κακομοιριά και ξέρα.


20

Στο καφενείο ρώτησε, για να του πουν τι τρέχει κι αυτοί τού ‘παν πως πλήρωσαν να βρέξει, μα δε βρέχει. Όταν άκουσε ο ξένος όλο αυτό το ιστορικό, εσυμπάθησε, είν’ αλήθεια, το κακό τους ριζικό. «Πώς πιαστήκατε», τους είπε, «σαν τα ψάρια του γιαλού; Αφού ήταν με παράδες, δεν ρωτούσατε κι αλλού;» ΤΟ ΨΑΡΑΚΙ Είμαι απ’ τα πέντα ψάρια τό ‘να. Εκείνο που ευλόγησε ο Χριστός. Τ’ αδέλφια μου δεν απομείναν μόνα κι ούτε ο γιαλός είναι κλειστός. Τον είδα στα νερά σαν περπατούσε και βάδιζε στα κύματα ορθός. Τον είδα, όταν κι εμάς μας ευλογούσε κι απ’ τη μορφή Του εκαταύγαζε ο βυθός. Λαλιά δεν έχω να μιλήσω, μα είναι καλύτερη η σιωπή. Και σιωπηρά μπορώ να τον υμνήσω. Η γλώσσα μου σαν τι να πει; ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΤΟΥ ΦΙΛΟΥ Με το ύφος ταραγμένο και το βλέμμα τρομαγμένο, ένας φίλος, σε καλό του, μού ‘πε τι είδε στ’ όνειρό του. Ήμουν, λέει, σε εκκλησία. Κόσμος γύρω μου στεκόταν. Κι είδα με απελπισία, ότι όλοι τους κοιμόταν.


21

Ένας δεσπότης μέσα κει παπά χειροτονούσε και στοργικά και πατρικά έτσι τον νουθετούσε. «Να λες το Ευαγγέλιο κι όλο το συναξάρι. Τα μάτια σου όμως τέσσερα και έξω στο παγκάρι. Όλα να ελέγχεις τα κεριά, για πούλημα πριν βγούνε κι όλους τους δίσκους να μετράς στον κορβανά πριν μπούνε. Στους λαϊκούς να συνιστάς, να φεύγουν κάθε κρίμα. Τον υλισμό να πολεμάς. Μα πρόσεχε το χρήμα. Κόπους και πόνους στη δουλειά να μη φεισθείς κανένα. Σε δεξιώσεις και γιορτές θα πάω εγώ για σένα. Κοίτα τι λεν οι εντολές και οι κανονισμοί μας. Έλεγχε τους αντίχριστους, εκτός κι είναι ‘’δικοί μας’’. Αν δεις τα οικονομικά να παν καλά του τόπου, αμέσως ειδοποίησε να κατεβώ επιτόπου, να βάλω τα θεμέλια κι άλλο ναό να χτίσω. Αλλιώς, όλο το ποίμνιο κι εσένα θ’ αφορίσω. Κι όταν περνάς από εκκλησιά, να κάνεις το σταυρό σου, αν ο παπάς πού ‘ναι σ’ αυτή είναι συνάδελφός σου. Γιατί, αν οι γύρω κάτοικοι τον τίτλο έχουν στα χέρια, τότε μ’ αυτούς εγώ και συ είμαστε στα μαχαίρια. Να είσαι ευθύς και τίμιος στων χριστιανών τον κύκλο. Μα πάντοτε να σκέφτεσαι, πώς να τους φας τον τίτλο. Να είσαι πράος, ταπεινός, πρώτος στη δυστυχία. Δεν πρέπει να διαφέρουμε μόν’ στην ιεραρχία. Στα φτωχικά τα ράσα σου κοίτα να συνηθίσεις. Μίτρες και χρυσεγκόλπια να μην επιθυμήσεις. Να βάζεις στους συνοικισμούς νέους ναούς να χτίσουν. Κι όσοι υπάρχουνε παλιοί να προσπαθείς να κλείσουν. Αν θα μου πεις τη γνώμη σου, να ξέρεις, θ’ αμαρτήσεις, εσύ δεν είσαι για να λες, είσαι να υπηρετήσεις.


22

Κράτα σφιχτά το θυμιατό και να με θυμιατίζεις κι εμέ που σ’ έκανα παπά, πάντα να μακαρίζεις. Μόνο εγώ θα πρέπει εδώ να έχω τα πρωτεία, γιατ’ είμαι ορθοδοξότερος μες στην Ορθοδοξία. Άσε τι λένε οι Γραφές, τι γράφουν τα βιβλία. Ξέχασε αυτά που έμαθες κάποτε στα σχολεία.» Δυο τρεις αγουροξύπνησαν σε τούτο το σημείο και μεταξύ τους μίλησαν σε τόνο κάπως κρύο. Πιο πέρα ένας φώναζε στους άλλους να ξυπνήσουν. Την εκκλησιά τους πρόσταζε να πιάσουν να σκουπίσουν. Ένας μικρόσωμος θαρώ σηκώθηκε απ’ την κλίνη και πήρε βούρτσα και νερό το ιερό να πλύνει. Προς τ’ Άγιο Βήμα πήγαινε και με παράπονο έκλαιγε. Τους κοιμισμένους ξύπναγε κι αυτά περίπου έλεγε: «Ξυπνήστε, ειδέστε το ναό σε ποιο έχει φτάσει χάλι. Γιατί κοιμόσαστε εδώ . . .;» Μ’ αμέσως τού ‘ρθε ζάλη, γιατ’ έφτασε ένα θυμιατό απ’ τη μεριά την άλλη και μ’ έναν τρόπο θαυμαστό τού ‘πεσε στο κεφάλι. Ο κόσμος ξαναέπεσε στον ύπνο ναρκωμένος κι ο Δέσποτας συνέχισε προς τον παπά στραμμένος.


23

«Να διαλύεις Κοινότητες, τον κόσμο να χωρίζεις κι αν βγουν πολλοί αντίθετοι και συ να αφορίζεις. Μ’ άλλον παπά ‘ποιος βάφτισε παιδί του, εις το μέλλον για μας θα είν’ αβάφτιστο. Πλην οι γονείς, αν θέλουν, να καταβάλουν το ποσό, πού ‘ναι καθορισμένο, οπότε θα θεωρηθεί το τέκνο βαφτισμένο. Έτσι, με μία είσπραξη τ’ αμάρτημα θα σβήνεις. Λάδι είναι, μύρο και νερό η απόδειξη που δίνεις. Γάμους που έγιναν αλλού, δε θα αναγνωρίζεις κι όλα αυτά τ’ αντρόγυνα αμέσως θα χωρίζεις. Κι αν θα διωχτούν μικρά παιδιά και σπίτια διαλυθούνε και αν μητέρες τίμιες στους δρόμους πεταχτούνε ή αν οι κατεργάρηδες βρούνε την ευκαιρία, να κάνουν τον ανύπαντρο, δεν είναι αμαρτία. Αμάστημα είναι τρανό και κρίμα είναι μεγάλο, το ότι παντρευτήκανε από Δεσπότη άλλο. Δεν έπρεπε αυτοί να μπουν στων έγγαμων τις τάξεις, προτού να εφαρμόσουμε τις νέες διατάξεις. Το λένε οι ‘’Κανόνες μας’’ και τ’ Άγιο ‘’Σύνταγμά μας’’. Πρέπει εδώ να επιβληθούν τα ράσα τα δικά μας. Την ώρα αυτή που σ’ ευλογώ και που παπά σε χρίζω, ταμία εδώ και πρόεδρο εγώ σε διορίζω. Κι αν κάποιος έχει αντίρρηση, τώρα τον αφορίζω.» Όταν ο φίλος τέλειωσε, απ’ την τρομάρα κέρωσε. Κι εγώ πολύ σκοτίστηκα, με τ’ όνειρο ζαλίστηκα. Κι ενώ συνήθως μ’ άνεση έδινα την απάντηση, με τούτα τα λεγόμενα ώρες βουβός απόμεινα.


24

Προσπάθησα κάτι να βρω, κάπως να του μιλήσω . . . Μα ούτε τώρα δεν μπορώ το όνειρο να λύσω. Μονάχα τού ‘πα φιλικά: «Τα βράδυα να ονειρεύεσαι, σε τίποτα γειτονικά βουνά πως περιφέρεσαι. Μέσα σε δάση ερημικά, σε καμιά παραλία . . . Τι θες και φεύγεις μακριά και πας στην Αυστραλία;» ΤΟ ΕΠΟΣ ΤΟΥ ΣΑΡΑΝΤΑ Αποσύνθεση μύριζε η Ελλάδα κι είχε χρώμα χλομό και ζαλάδα. Με το δράμα της κάνανε γούστο οι οπαδοί της 4ης Αυγούστου. Μα σαν έφτασε κρίσιμη ώρα και φασίστες θελήσαν τη χώρα, να την δέσουν σφιχτά στην απόχη, όλοι οι Έλληνες φώναξαν ΟΧΙ. Στη μητέρα τους δώσανε θάρρος, δεν αφήσαν να σβήσει ο φάρος. Της φωνάξαν: «κουράγιο κι αγάντα», μιαν αυγή βροχερή του Σαράντα. Σαν φωτιά ζωντανεύει η Χώρα, ο λαός στο λαό λέει προχώρα και τον κόσμο ξυπνά πέρα ως πέρα των Ελλήνων τ’ αθάνατο ‘’ΑΕΡΑ’’.


25

ΚΑΤΟΧΙΚΑ Πολλοί με σοβαρότητα ρωτούνε και με ύφος· γιατί, ενώ οι Έλληνες διακρίνονται για ήθος, στην Κατοχή χωρίσανε και γίναν τρεις φατρίες; Θα δώσω εγώ απάντηση σ’ αυτές τις απορίες. Όπως το παραδέχεται κι η ελληνική Ιστορία, διαβρωμένοι ήμασταν απ’ τη Δικτατορία. Γι’ αυτό, σαν ήρθε κατοχή και βρήκαν ευκαιρία διάφοροι αετονύχηδες μας χώρισαν στα τρία. Αντί να μας ενώσουνε, μας έκαναν κομμάτια. Να βγάλει ο ένας πάσχιζε του αλλουνού τα μάτια. Εχθροί και φίλοι χαίρονταν και σβάστικα και στέμμα και τις χαρές τους πλήρωνε η Πατρίδα μας με αίμα. Άλλοι από πατριωτισμό κι άλλοι από συμφέρον κι άλλοι γιατί δεν είχανε κανένα ενδιαφέρον, οι Έλληνες χωρίστηκαν και γίνανε σμπαράλια για αλλονών συμφέροντα και για δικά τους χάλια. Σαν μπήκανε οι Γερμανοί και πήραν την Ελλάδα, κάθ’ Έλληνας ξεχώρισε σε χωριστή ομάδα. Η κάθε μια ‘ποτέλεσε ξεχωριστή φατρία κι η κάθε μία έγραψε δική της Ιστορία. Η πρώτη πάνω στα βουνά για λευτεριά εβγήκε. Η δεύτερη στων Γερμανών τη δούλεψη εμπήκε. Η τρίτη έμεινε αργή κι έκανε το κορόιδο, όπως συνήθως γίνεται και γίνοντ’ όλα ρόιδο. Η πρώτη σκλάβους άνδρωνε με όπλα και με άσματα, ενώ η άλλ’ επάνδρωνε ‘κτελεστικά αποσπάσματα. Η τρίτη έτρεχε να δει πώς κάνουν εκτελέσεις και γύριζε αδιάφορη στο σπίτι, στις ανέσεις. Η πρώτη μες στην Κατοχή μ’ Άγγλους συμπολεμούσε και πριν χτυπήσει τον εχθρό το Κάιρο ρωτούσε. Η δεύτερη τους Γερμανούς νυχθημερόν φρουρούσε κι όσους Εγγλέζους έπιαναν αυτή τους τυραννούσε.


26

Η τρίτη ούτε ήξερε, ούτ’ ήθελε να μάθει το δράμα της Πατρίδας της, μήπως και κάτι πάθει. Δεν ήξερε ποιον ήθελε και ποιόνα συμπαθούσε ή μάλλον όλα τά ‘ξερε και όλα τ’ αγνοούσε. Η πρώτη, που υπέφερε στα χιόνια και στα κρύα, ‘πτη δεύτερη εστάλθηκε στο τέλος εξορία. Την τρίτη ο κόσμος ρώτησε, για να του πει τι τρέχει κι αυτή μισοκοιμάμενη τού ‘πε πως «πέρα βρέχει». Σαν ελευθερωθήκαμε κι οι Σύμμαχοι γυρίσαν, εχθροί και φίλοι τά ‘χασαν και όλοι απορήσαν, όταν τους συμπολεμιστές οι Άγγλοι φυλακίσαν κι αυτούς που τους βασάνιζαν παρασημοφορήσαν. Επίσης, όλοι ξέρουμε χωρίς αμφιβολία, τους πρώτους που πολέμησαν για την ελευθερία, οι δεύτεροι τους δίκασαν για ‘’γερμανοφιλία’’, ενώ οι τρίτοι έβλεπαν με αδιαφορία. Όσ’ είχαν την Ελλάδα μας στην Κατοχή τσιφλίκι και κράταγαν της Γκεσταμπό φασιστικό καμτσίκι, κοντολογίς γενήκανε αφέντες μ’ ασικλίκι και στην απελευθέρωση πουλούσαν νταϊλίκι. Η υπόθεση μπερδεύτηκε και άκρη πια δεν έχει, ποιος φταίει για το μπέρδεμα κανένας δεν κατέχει. Παρ’ ότι όλοι το ξέρουμε, κανένας δεν το λέει, τι έπαθε η Πατρίδα μας ‘πτους δεύτερους και κλαίει. Παρ’ όλους τους αγώνες μας κι όλες τις φασαρίες, στο τέλος καταλήξαμε με δύο Ιστορίες. Η αληθινή που έγινε κι άγραφτη απομένει κι η άλλη που δεν έγινε κι είναι παντού γραμμένη. Τον κόσμο εξαφνιάσαμε μ’ αυτό το ρεζιλίκι. Χρόνια μαζί μας θα γελά το παρδαλό κατσίκι.


27

Η ΠΑΙΔΙΚΗ ΦΙΛΙΑ Τι κι αν αλλάξαν οι καιροί, τι κι αν περάσαν χρόνια; Οι φίλοι πάντα οι παιδικοί ζουν στις καρδιές αιώνια. Όσο κι αν είναι μακριά, πελάγη αν τους χωρίζουν, τα χρόνια τους τα παιδικά φιλία αγνή θυμίζουν. Τι κι αν το χιόνι έφτασε, λύγισε το κορμί τους; Η αγάπη στέκει αγέραστη ως τη στερνή πνοή τους. ****


28

(Το ποίημα που ακολουθεί είναι γραμμένο σε Κιτριώτικη γλώσσα, στη γλώσσα του χωριού μου και απευθύνεται στον αγαπητό μου φίλο Κώστα Πανταζή. Θίγει με τον τρόπο του τη νοοτροπία και τις συνήθειες των συγχωριανών μας παλιότερης εποχής και ξαναφέρνει στη μνήμη μας τα παιδικά μας χρόνια).

ΘΥΜΑΣΑΙ Θυμάσαι όταν ήμασταν μικροί, χωρίς έγνοια μια στάλα, στο μαχαλά γυρίζαμε με τα παιδιά τα άλλα; Στη θάλασσα πηγαίναμε στο γάιδαρο καβάλα κι απ’ το μαντρί επαίρναμε στο γυρισμό το γάλα; Στις καλαμιές, στα οργώματα τρέχαμε για να πάμε σε διαλεγμένες αγκορτσιές αγριόγκορτσα να φάμε; Σε σούδες κατεβαίναμε, σε ρέματα, μπαΐρια, να μάσουμε βατσνόμαρα, να πιάσουμε τσιντζίρια. Στο σπίτι μας αφήνανε και μεις αλλού γυρίζαμε. Μα όταν μας μαλώνανε, αμέσως απαντούσαμε: «Μπα, εγώ; δεν πήγα πουθενά.» Στα ψέματα ατσίδες κι ας ήταν τα σκουφούνια μας γιομάτα ακολτσίδες. Στις αχυρώνες παίζαμε, πίσω στις αποθήκες κι είτε αγκάθι πατούσαμε ή μας τσιμπούσαν σφήκες.


29

Αν ποτέ κάτι χάναμε, με μάτι γλαρωμένο, ώρες στο χώμα ψάχναμε να βρούμε το χαμένο. Μάλιστα, μουρμουρίζαμε μικρό τραγούδι τόσο: «Βρες το, βρες το διάβολε κι εσένα θα στο δώσω.» Για ψώνια επηγαίναμε, στο δρόμο όμως ξεχνούσαμε. Ή άλλ’ αντ’ άλλων φέρναμε η κλαίγοντας γυρνούσαμε. Στο μύλο όταν μας στέλνανε, στης Πάλιανης τη σούδα, ψωμί, τυρί μας έδινε η γριά η μανιά η Μαρούδα. Στ’ αλευρωμένα τα σακιά γινόμασταν μαντάρα και βλέπαμε τους πόντιους πώς ‘’έχτιζαν τσιγάρα’’. Είχαν τσαρούχια γελαδνά, κοκαλιασμένα ‘’βούδια’’. Μιλούσανε πολιτικά και άλεθαν ‘’λαζούδια’’. ‘’Σην άλλην την κυβέρνησην είχαν τρανόν ελπίδα’’ και πάντα όλοι κάπνιζαν τσιγάρο φημερίδα. Σχισμένοι κι όλα φαίνονταν στους ώμους τους τα βάτα, τσουβάλι στο καπέλο τους, καινούργια όμως γραβάτα. Οι αγκώνες και τα γόνατα όλα κατασχισμένα με παρδαλά μπαλώματα ήτανε μπαλωμένα.


30

Τριών τετάρτων παντελόνι με το λινάρι ζωμένο, μαντίλι όμως στο λαιμό αφράτο είχαν δεμένο. Θυμάσαι, όλοι στο σχολειό πώς έρχονταν με τάξη; Σα νά ‘ταν αγριόσκυλα που είχανε λυσσάξει. Άλλοι στον κόρφο είχαν ψωμί, κότσια, καλιακδαρούδια κι άλλοι στο δρόμο μάλωναν με τα Καβακλιωτούδια. Οι δάσκαλοι καθημερνώς βέργες δυο-τρεις αλλάζαν, γιατί στων άξιων μαθητών τις κεφαλές τις σπάζαν. Όταν πηγαίναμε εκδρομή στα κοντινά δασάκια όλοι είχαμε ψωμί, τυρί, ούρδα και κρεμμυδάκια. Κι άλλοι το φίτσιο έπαιζαν και άλλοι τα σκαμνάκια, άλλοι πηδούσαν κάτσικες ή έπαιζαν σκλαβάκια. Αργά τα ψυχοσάββατα σαν έγερνε το δείλι, θείτσες και γριές μας έδιναν κόλλυβα στο μαντίλι. Στην ηλικία του σχολειού μιλούσαμε για κλάσματα και κάτι πιο προχωρημένοι μιλούσαν για φαντάσματα. Θυμάσαι, τι πολιτισμός, τι ήθη και εθίματα, τι ανώτερος αλτρουισμός, τι ευγενικά αισθήματα


31

επικρατούσαν πάντοτε μέσα στους χωριανούς μας; Και τότε που τα σκεφτόμασταν δεν τα χωρούσε ο νους μας. Τι λογικά και ήρεμα πάντοτε συζητούσαν. Η κοντοκλίμι έπαιρναν ή με δικράνι ορμούσαν. Αμέσως, για το τίποτα χωρίζαν σε μπουλούκια κι άλλοι τις ξιάλες άρπαζαν και άλλοι τα παλούκια. Σε κάθε τους εκδήλωση τηρούσαν τα εθίματα και δίναν συμπεριφοράς στους νιότερους μαθήματα. Σε γάμο όσοι πήγαιναν χωρίς να τους καλέσουν, αμέσως τους αλεύρωναν και όξω τους πετούσαν. Η νύφη να φάει δεν έπρεπε στου γάμου της τη μέρα κι ο πεθερός τη φώναζε από έθιμο ‘’χολέρα’’. Στους γάμους και στις βάφτισες για δυο ψωροκουφέτα στης εκκλησιάς το πάτωμα σπρωχνόμασταν αβέρτα. Κι αν ήταν νούνος πλούσιος με ολόγιομες αμπάρες, μες στα κουφέτα έβαζε δυο-τρεις τρύπιες δεκάρες. Και στα βαφτίσια τρέχαμε το όνομα να πάμε, δραχμή για να μας δώσουνε, σταφίδες για να φάμε.


32

Τι χαρά, τι νταβατούρι, τρέχαμε ξυπολταριό, όταν έρχονταν μαϊμούνι ή αρκούδα στο χωριό. Τι πανόραμα, τι θαύμα όξω απ’ το μαγαζί αρκουδιάρης και αρκούδα να χορεύουνε μαζί! Τα παιδιά με περηφάνια λέγανε στους χορευτήδες: «Έλα και στ’ν αυλή μας μπάρμα, έχουμε και τσιγαρίδες.» Τι απόλαυση να βλέπεις το μαϊμούνι πάνω στο ξύλο, χίλια κόλπα να σου κάνει μ’ ευχαρίστηση και ζήλο. «Κάνε τα κορίτσια Μάρω πώς τη βάζουνε την πούντρα; Κάνε πώς τσακίζει η μπάμπω ψείρες στου παππού την κούτρα; Πώς το κλέβουν οι μπεκρήδες το κρασί απ’ τα βαρέλια . . .; Ο αγροφύλακας πώς βλέπει με τόση τεμπελιά τ’ αμπέλια;» Κι αλλού έβλεπες αρκούδα μες στο σπίτι να γυρίζει, έτσι, για το χαϊρλίτκο τα κακά να εξανεμίζει. Τάζανε πολλά στο γύφτο, η αρκούδα να θελήσει, κάποιον άρρωστο που είχαν στην αυλή να τον πατήσει. Δίναν μπόλικο σιτάρι κι ας γουργούριζε η κοιλιά αρκουδότριχες να πάρουν, για να φκιάσουν χαμαϊλιά.


33

Τα χρόνια εκείνα ο άρρωστος φάρμακο δεν ζητούσε ή ο παπάς τον διάβαζε ή αρκούδα τον πατούσε. Ή σάλωμα τον έριχναν, ή τον ξετριουρνούσαν, άλλοτε τον τλιγάδιαζαν ή κάρβουνα τον σβούσαν. Ανάλογα την πάθηση η συνταγή ήταν άλλη. Μόνο αν τον πονούσε η ‘’ψκη’’ τον έριχναν το τσκάλι. Θυμάσαι, όταν καλόγεροι ερχόταν με μουλάρια κι αδιάζαν με τον τρόπο τους των χωριανών τ’ αμπάρια; Με πρόσωπα παράξενα, μ’ ένα σκουφί στην κόμη με κάτι γένια πού ‘μοιαζαν ξεπαγιασμένη βρώμη; Γύριζαν όλο το χωριό μια κάτω μια επάνω και έκαναν το φουκαρά τον Άγιο τους ζητιάνο. Ο κόσμος τάχα με χαρά το γούμενο υποδέχεται. «Πω – πω», από μέσα του έλεγε, «πάλι ο Άγιος έρχεται». Ο γύφτος με το μάιμονα κι ο Άγιος με εικόνα, κρατούσανε τους χωρικούς πίσω ένα αιώνα. Θυμάσαι, όταν ντυθήκαμε φουστάνια; Βρε τι χάλια! Και πήγαμε κάποια χρονιά μαζί στα καρναβάλια;


34

Στις πέτρες του καμπαναριού γέλια κι οχλαγωγία, όταν μιλούσαν ‘’ειδικοί’’ για φανταγμολογία; Θυμάσαι, όταν στον καφενέ του Χρήστου ένα βράδυ απ’ όξω ήμασταν πολλοί και μέσα στο σκοτάδι αργοχτυπούσε η ζυγαριά στο πάτωμα αφημένη κι όλοι ρωτούσανε σιγά, τι τάχα να συμβαίνει; Την απορία έλυσε κάποιος και είπε αντρίκια: «Περνούν απ’ την επιλογή του Χρήστου τα ποντίκια.» Τι ψέματα, τι μορφασμοί, τι τερατολογία . . . Όλα φαιδρά μας φαίνονταν κι όλα για κωμωδία. Αλλάξαν όμως οι καιροί κι ήρθανε χρόνια άλλα· και ψάχνουμε με το κερί για ξεγνοιασιά μια στάλα. ΣΤΟΥΣ ΠΕΣΟΝΤΕΣ Εσείς που μας χαρίσατε της λευτεριάς το δώρο, ευγνωμοσύνης δώρο δεχτείτε κι από μας. Μακριά απ’ τα ξένα στέλνουμε φτωχό ένα στεφάνι, που ήρωες δεν φτάνει να στέψει σαν και Σας. Κομμένα απ’ τις ψυχές μας είν’ όλα του τα λουλούδια, με λευτεριάς τραγούδια το πλέξαμε για Σας.


35

Ευλαβικά τ’ αφήνουμε στου τάφου Σας την άκρη, μαζί με ένα δάκρυ καυτό της ξενιτιάς. Στην άγια Σας θυσία ύμνους λένε τα χείλη, καίει στην καρδιά καντήλι ακοίμητο για Σας. Η δόξα Σας θα φέγγει στο πέρασμα του χρόνου Λεβέντες του Σβορώνου, που πέσατε για μας. ΣΤΟ ΦΙΛΟ ΠΟΥ ΠΕΡΙΜΕΝΩ Πως θά ‘ρθει να με δει μού ‘πε ένας φίλος εδώ στη μακρινή την ξενιτιά κι αστέρωσε ο ουρανός με μιας ο οργίλος και σκόρπισε του ωκεανού την καταχνιά. Συθέμελα σπαρτάρισε η ψυχή μου κι είδε τον Όλυμπο, τα Τρίκαλα, τα Γιάννενα κοντά. Η ελπίδα μου φτερούγισε μαζί με την ευχή μου κι ακράτητες τώρα διαβαίνουν θάλασσες, κάμπους και βουνά. Δεν τις μαλώνω τις τρελές που παραφέρνουν και σαν παιδούλες τα παλιά γλυκοφιλούν. Αόρατες τους φίλους γυροφέρνουν και μ’ αναμνήσεις και καημούς παιζογελούν. Αυτές οι άμυαλες μας δώσανε ζωντάνια και μας ψυχώνουν μες στις μπόρες, στο βοριά. Αυτές μας οδηγούν σ’ απάνεμα λιμάνια κι ανάλαφρη τη μοίρα μας την κάνουν τη βαριά. Ο χρόνος που τα πάντα μεταβάλλει, νικήθηκε εδώ στην ξενιτιά. Δεν μπόρεσε με την καρδιά μας να τα βάλει κι η πιο πικρή του αστοχίζει σαϊτιά. Ό,τι έκλεισε στο είναι του ο καθένας, απ’ την πατρίδα όταν άνοιγε πανιά, της ξένης γης δεν το ξεθώριασε ο αγέρας κι ούτε το κρύωσε η ξένη παγωνιά.


36

Στη σπίθα αυτή, που σαν ακοίμητο καντήλι τα βήματά μας οδηγεί στη σκοτεινιά αντιφεγγίζουν γίγαντες οι γνήσιοι φίλοι και διώχνουν μακριά τη λησμονιά. Τέτοιο ένα φίλο καρτερώ κι εγώ να έρθει και μέρα νύχτα προς τα πέλαγα θωρώ . . . Μα η Κλωθώ αλλιώς τα νήματά της γνέθει κι αλί . . . το έπνιξε το όνειρο θαρρώ. Γι’ αλλού του γύρισε ζηλόφθονα την πλώρη κι ενάντια τον πάει σ’ άλλο γιαλό. Θεέ μου, στο δρόμο του μην συναντήσει ξεροβόρι κι όλα ας του βγούνε, όπως θέλει, σε καλό. Εγώ, όπως πάντα, με ελπίδα θ’ αγναντεύω το πέλαγος μακριά το αντικρινό. Μορφές που δε θα σβήσουν θα γυρεύω. Ποιος ξέρει; Μπορεί το όνειρο να βγει αληθινό.


37

(Το ποίημα αυτό γράφτηκε για το φίλο και συμπατριώτη μου Θεόδωρο Σιδηρόπουλο, όταν έγινε Δήμαρχος του Collingwood το 1978. Λίγους μήνες νωρίτερα είχε πεθάνει η μητέρα του στην Ελλάδα και μερικά χρόνια πριν ο πατέρας του. Έτσι, την εποχή της ανάδειξης του παιδιού τους, δεν βρίσκονταν στη ζωή για να μάθουν τη χαρμόσυνη είδηση της επιτυχίας του. Είχε σα σκοπό, να κοινοποιήσει το σπουδαίο γεγονός στην Ελλάδα και να πάει, αν ήταν δυνατό, το χαρμόσυνο μήνυμα μέχρι τους ίσκιους των φευγάτων απ’ τη ζωή γονιών). ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ Στεφάνι ας γενεί το μήνυμα ‘π’ αμάραντα λουλούδια κι ανάλαφρο ας το πάρουνε της ξενιτιάς τραγούδια, με το γλυκοξημέρωμα, με της αυγής αχτίδα. Περήφανα τους δυο σταυρούς στη μακρινή Πατρίδα μ’ αυτό ας στεφανώσουνε μιας Πασχαλιάς ημέρα. Ν’ αναγαλιάσουν οι ψυχές της Μάνας, του Πατέρα, που το παιδί τους τίμησε στα μακρινά τα ξένα τ’ όνομα της Ελλάδας μας, σωστή Ελλήνων γέννα. Κι από τη λάμψη των σταυρών, ‘π’ τ’ ανάλαφρο το μνήμα, στων Πιερίων τις πλαγιές, στης θάλασσας το κύμα, ας ακουστεί το μήνυμα με των πουλιών το στόμα. Για να το πάρει ο Όλυμπος, που αγέροχος ακόμα κρατά αδέκαστος κριτής του Δία τη ρομφαία και με τη δίκαια του φωνή να το βροντοφωνάει, για ν’ ακουστεί στα πέρατα, ‘π’ τον Έβρο ως το Μαλέα: «Αυτούς που η Ελλάδα ξέχασε η ξενιτιά τιμάει.» ΣΤΟ ΝΕΟΜΕΤΑΝΑΣΤΗ Σε είδα να γυρίζεις μοναχός σου στα τρίστρατα μιας ξένης πολιτείας. Η θλίψη και ο πόνος ο δικός σου, προοίμιο δικής μου ιστορίας. Η καρδιά μου εσπαρτάρησε στα στήθια. Σε ένιωσα, σε πόνεσα στ’ αλήθεια. Κύλησε ένα δάκρυ μου στο μάγουλό μου, σαν θυμήθηκα κι εγώ το παρελθόν μου.


38

Ο πόνος σου με δύναμη με τράβηξε κοντά σου, για να ζεστάνει η καρδιά μου την καρδιά σου. Θερμή σου έστειλα με τη ματιά μου μια αχτίδα σαν ένιωσα πως έχεις την πατρίδα μου πατρίδα. ΣΤΟΝ ΗΛΙΟ Ήλιε μ’, γιε του Περίονα με τα ξανθά σου τ’ άτια, που περπατάς περήφανα στου ουρανού το θόλο, πάν’ στη χρυσή σου άμαξα, στ’ αστραφτερό θρονί σου. Σήμερα βιάσε τ’ άλογα, λευτέρωσε τα γκέμια. Κράτα σφιχτά το καμουτσί και χτύπα στα καπούλια, σαν πάρεις τον κατήφορο στης γύρας σου τον κύκλο. Και σα θα φτάσεις Ήλιε μου στη χώρα των γονιών σου, συγκράτησε τα άλογα, τράβα τα χαλινάρια. Εκεί σιγοπερπάτησε, κατέβα απ’ το θρονί σου. Πάρε δαυλό απ’ το χέρι της, πύρα απ’ τη φωτιά της, νά ‘χεις διπλάσια δύναμη όταν γυρίσεις πίσω. Να ξεπροβάλεις την αυγή, όλος φωτιά γιομάτος, με δύναμη αλλιώτικη, με λάμψη όλο ζωντάνια.. Και σα θα βγεις κατάκορφα αντάμα με τη μέρα, σκίσε Ήλιε μ’ την καταχνιά, σκόρπισε τη θολούρα, τα σύννεφα ξεδιάλυνε και στα ουράνια λάμψε. Να ζεσταθούν τα σύμπαντα κι η ξενιτιά η κρύα, να ζεσταθεί η καρδούλα μου που είναι παγωμένη. Κατέβα Ήλιε μ’ χαμηλά, ζέστανε τα φτερά μου, δυνάμωσε τα μπράτσα μου, άνδρειωσε το κορμί μου. Να τεντωθούν τα νεύρα μου, να παίξουν τα πλατούρια, ν’ ανάψουνε τα αίματα, να πυρωθεί η ανάσα. Βάλε φωτιά στα στήθια μου, κουράγιο στην καρδιά μου, να ξανοιχτώ μεσούρανα, να ανεβώ κοντά σου. Ν’ αφήσω το χαμήλωμα, του κάμπου τα ισάδια, του ξένου βάλτου τα νερά, της ξένης γης τα χνώτα. Μαζί με τ’ άλλα τα πουλιά, που τώρα κείθε φεύγουν, να πάρω τον ανήφορο, του γυρισμού τη στράτα, σαν τον πετρίτη γερανό, τον πελαργό τον άσπρο. Θέλω μαζί σου Ήλιε μου τον ουρανό να σκίσω, τ’ αγριωπά τα πέλαγα μαζί σου να περάσω. Ν’ αφήσω πίσω θάλασσες κι ωκεανών θολούρες. Ν’ αφήσω μαύρα σύννεφα, γιομάτα καταφρόνια. Κι όπως θα είμαι δίπλα σου, μέσα στην αγκαλιά σου κι όταν αγνάντια θά ‘χουμε του Δία τα παλάτια και έρχονται αστραφτερές του Παρθενώνα οι λάμψεις,


39

συγκράτησε το βήμα σου και πιο σιγά περπάτα. Θέλω να δω από ψηλά, απ’ τ’ ουρανού τα ύψη του κόσμου τα σταυρώματα και της ζωής τη φλέβα. Να δω το γερο Όλυμπο, να δω Θεούς και Μούσες, να δω πηγές π’ ανάβληζαν άγιο νερό της γνώσης. Κι αν τα πελάγη Ήλιε μου μαζί σου τα περάσω κι αν σε αιθέρες κι ουρανούς γνώριμους ξαναφτάσω, τότε θα σείσω τα φτερά, θα ρίξω απ’ τις φτερούγες του βάλτου πικροκαταχνιές, της ξένης γης τις πάχνες. Θα πάρουν φως τα μάτια μου, το βλέμμα μου θα στράψει, θα σφίξουν οι κλειδώσεις μου, τα κόκαλα θα δέσουν. Τότε συ τράβα στο καλό, στη μάνα σου τη Δύση κι άσε με εμένα μοναχό ψηλά να γυροφέρνω σε ασημένιο ουρανό να διπλοφτερουγίζω ως να γεμίσει η ψυχή ζωή, γνώση, ζωντάνια. Να δω τι είχα κι έχασα, να δω σαν τι μου λείπει. Κι αφού χορτάσω από ψηλά του τόπου μου τις χάρες, πιο χαμηλά θα κατεβώ, καλύτερα να βλέπω. Να ξαναδούν τα μάτια μου γαλάζια ακρογιάλια, ακτές δαντελοστόλιστες, νησιά διαμαντοβράχια. Να δω βουνά δασόραχα, βουνά πετροσπαρμένα. Να δω στων λόφων τις πλαγιές ξέγνοιαστα ξαπλωμένα χωριά μικρά κι ολόασπρα, σκόρπια μαργαριτάρια. Να αγναντεύουν το γιαλό, τον Πλάστη να υμνούνε. Να χαίρονται την ξαστεριά, το χρόνο ν’ αψηφούνε. Στους ποταμούς να νίβονται, στα γκρέμια να σκαλώνουν. Νά ‘χουν γυαλί το πέλαγος και χτένι τις χαράδρες. Εκεί να καθρεφτίζονται κάθε πρωί και δείλι. Να παίζουν με τα σύννεφα, να ντύνονται με χιόνια. Να πλέκουν μ’ αγριολούλουδα στεφάνια τιμημένα, τη Δόξα και την Αντρειά μ’ αυτά να στεφανώνουν. Να δω το κύμα τ’ απαλό, τ’ αφροστεφανωμένο, να μουρμουρίζει ξέγνοιαστο τραγούδι μυρωμένο, καθώς θα πλένει αρμυρό των βότσαλων τα πόδια. Οξιές και μαύρα έλατα ν’ αλαφροπλησιάσω. Να γίνω αγνώριστο πουλί, μικρό ένα γεράκι. Ψηλά να κάτσω στις κορφές, στα φουντωτά κλωνιά τους, καθώς θα σιγοτραγουδούν, ν’ ακούσω το σκοπό τους. Να μάθω το παράπονο και τον πικρό καημό τους. Πώς κουβεντιάζουν την αυγή, το δειλινό τι λένε. Πώς συζητούν αδιάκοπα με το Βοριά αντάμα. Να μάθω τάχα σαν τι λεν, που τ’ άφησα έτσι έρμα.


40

Εκεί να σκούξω Ήλιε μου πως σκούζουνε κι εκείνα. Ν’ αντιβουίξει ο πόνος μου στων φαραγγιών τα πλάγια. Ν’ αφήσω στις χαράδρες τους να ξεχυθεί ο καημός μου, που χρόνια τρώει αβάσταχτος τα δόλια σωθικά μου. Και σα λαφρώσει η καρδιά και λαγαρίσει η σκέψη, ψυχή να πάρω απ’ τ’ άψυχα, κουράγιο από τα βράχια. Να κατεβώ στην άγια γη, το χώμα να φιλήσω. Να πάρω λίγο αγιόχωμα να ρίξω στο κεφάλι και της ζωής μου την κλωστή να ξαναδέσω πάλι. Να γίνω Ήλιε μ’ στραυραϊτός, πέρδικα, χελιδόνι. Να πάω να πιω κρύο νερό, μ’ αγρίμια να μιλήσω. Να κατεβώ στις ρεματιές, να δω πώς ζει τ’ αρκούδι, πώς βγάζει ρίζες το καπρί, πώς τρώει βελανίδι. Ψηλά να βγω στα κράκουρα, στων όρνιων τα λιμέρια, να δω σαν πού κουρνιάζουνε, πού έχουν τις φωλιές τους. Να δω ζαρκάδια από ψηλά να παίζουνε στη χλόη. Να δω λαγό τρεμόκαρδο τον ίσκιο του πώς τρέμει. Με το πετροχελίδονο να παίξω μες στα γκρέμια κι απ’ τ’ αψηλό το φρύδι τους τους κάμπους ν’ αγναντέψω. Να δω αγριοπερίστερο να βόσκει μες στ’ αμπέλια, να δω στη στρούγκα αρμεχτές και λιχνιστές στ’ αλώνια. Να δω τον ίσκιο του βουνού στο σπάσιμο της μέρας, να ξεμακραίνει αδιάκοπα, στο κύμα να βουτάει. Και σα θά ‘ρθει τ’ απόβραδο και πας Ήλιε μ’ στο στρώμα, γλυκόηχο, νοσταλγικό να φτάνει της φλογέρας το ξωτικό αντιβούισμα ολόγυρα απ’ τις στάνες. Σμιχτό με τα βελάσματα, της στρούγκας χαροκόπι, νά ‘ρχεται σκύλων γαύγισμα και τσοπανιών τραγούδι. Τότε να βγω στα τρίκορφα, στις μυτερές κοτρώνες, ν’ αφουγκραστώ στις ρεματιές πώς κλαίει η κουκουβάγια, για το χαμό μου πώς θρηνεί που χάθηκα στα ξένα. Και μια φωνή απ’ τα σωθηκά από κει ψηλά να βγάλω, ν’ αντιβουίξουν λαγκαδιές, πετροπλαγιές και δάσια, για να μ’ ακούσουν τα πουλιά, τα έλατα, τ’ αγρίμια πως γύρισα στον τόπο μου κι είμαι ξανά κοντά τους. Να ξεθολώσουν τα νερά, πηγές να λαγαρίσουν, να ξαστερώσει ο ουρανός, να ξαναβγεί η πούλια, να πάψει και το κλάμα της η δόλια η κουκουβάγια. Να βγω μετά κατάκορφα σ’ άγριων βουνών τα βράχια μονάχος μες στη σιγαλιά ν’ ακούσω τους παλμούς τους. Το καρδιοχτύπι να αισθανθώ αθάνατων προγόνων.


41

Και μες στην ξάστερη νυχτιά, στου φεγγαριού το δίσκο να δω να στράφτουν δόρατα και περικεφαλαίες τιτανομάχων πού ‘φυγαν κι αθάνατοι απομείναν. Ν’ ακούσω λιανοντούφεκα, κλέφτικα καριοφίλια, κλεφτών λεβέντικες ψυχές τη λευτεριά να υμνούνε. Μες στα φυλλοθροΐσματα στου άνεμου την αύρα ν’ ακούσω το περπάτημα παιδιών του Εικοσιένα, νά ‘ρχονται πέρα απ’ τη Γραβιά, ‘πτο έρμο Μεσολόγγι, των Δολιανών λεβεντουριά, δόξες της Αλαμάνας. Πέρ’ από την Αράχωβα, απ’ τα Ψαρά, απ’ το Σούλι. Απ’ το Μανιάκι νά ‘ρχονται αετοί του Παπαφλέσσα και να μου λεν πώς νίκησαν οι αθάνατοι το χάρο. Να δω το γερο-γούμενο με το δαυλί στο χέρι, να μάθω πώς τραγούδαγε τη λευτεριά ο Διάκος. Κι όταν η λάγνη η νυχτιά με το βουνό θα σμίγει, τότε να κατεβώ κι εγώ, να πάω στους δικούς μου. Να πάω να δω ποιοι πέθαναν και πόσοι ζουν ακόμα. Να δω σαν πόσος μού ‘μεινε κι εμέ χρόνος να ζήσω.

ΤΟ ΠΟΤΑΜΑΚΙ Πόσο μοιάζεις ποταμάκι με την πρόσκαιρη τη φήμη! Στα φουσκωμένα σας νερά, όπως εσύ κι εκείνη κρατάτε πράγματα ελαφρά και τα χοροπηδάτε και τα βαριά τα πνίγετε και στο βυθό τα πάτε. Πόσο μοιάζεις ποταμάκι μ’ αρετή πραγματική, που φωλιάζει μες στη γνώση, στην καρδιά, στη λογική! Όσο πιο βαθιά έχεις κοίτη και βαθιά είν’ τα νερά, τόσο αθόρυβα διαβαίνεις από κάμπους και χωριά. Πόσο μοιάζεις ποταμάκι με τα τόσα τα βιβλία! Το καθένα χρόνια τώρα προσπαθεί να μας φωτίσει. Και συ χρόνια τα νερά σου με μεγάλη ευκολία μες στη θάλασσα τα ρίχνεις, μα αυτή πού να γεμίσει;


42

ΟΙ ΖΗΤΙΑΝΟΙ Δυο ζητιάνοι καθισμένοι όλη μέρα στη γωνιά, στο λιοπύρι οι καημένοι, στη βροχή, στην παγωνιά. Με τα χέρια απλωμένα, τους διαβάτες που περνούν, «κάτι δώστε και σε μένα» και οι δυο παρακαλούν. ‘δω. χειμώνα – καλοκαίρι, τους θυμάμαι από παιδί, κατεβαίναν χέρι-χέρι, ακουμπώντας στο ραβδί. Τότε είχαν μαύρα γένια και κατάμαυρα μαλλιά. Μα τους άσπρισε η έννοια και του πόνου η αντηλιά. ΄δω, στο ίδιο σταυροδρόμι έρχονται κάθε πρωί κι η πλατεία και οι δρόμοι μένουν πάντα σκυθρωποί. Σήμερα όμως η πλατεία έχει λαμπροστολιστεί. Μέγαρα και κυβερνεία όλα έχουν φωτιστεί. Κόσμος γύρω μαζεμένος στους επίσημους χαζεύει ή μια θέση εσπευσμένως ο καθείς να βρει γυρεύει. Μες στη μέση οι δεσποτάδες αναπέμπουν προσευχές και χοροί από παπάδες ψέλνουνε γι’ αυτούς ευχές.


43

Στις εξέδρες όπου στήσαν, ν’ ανεβούν πολλοί παλεύουν κι ό,τι άλλοι κατακτήσαν, τώρα ετούτοι τους το κλέβουν. Οι τρουμπέτες παιανίζουν εμβατήρια κι αυτές και σημαίες κυματίζουν σ’ όλες τις περιοχές. Τίποτ’ απ’ αυτά δεν βλέπει ο τυφλός στη σκοτεινιά. Μόν’ ρωτάει: «εκεί του πρέπει νά ‘ναι τώρα στη γωνιά»; Άθελά του η σκέψη τρέχει στην Κλεισούρας τα στενά κι η ψυχή του δεν αντέχει, κομματιάζεται ξανά. Φανταράκι τότε, νέος, ασυλλόγιστα ορμούσε κι έκαμε κι αυτός το χρέος, πως το Έθνος απαιτούσε. Με το φίλο του αντάμα φώναζαν κι οι δυο ‘’ΑΕΡΑ’’ κι έκαμαν μαζί το θαύμα του ‘’Σαράντα’’ κάποια μέρα. Κάνανε στο Γερακίνι την πατρίδα τους να ζει. Κι από τη στιγμή εκείνη ζητιανεύουνε μαζί. Με το όπλο εις την χείραν όρμησαν πρώτοι στους πρώτους και το ύψωμα το πήραν και το έκαμαν δικό τους. Στη φωτιά, μέσα στη μάχη, τον εχθρό τον αψηφήσαν, σκαρφαλώσανε στη ράχη και κει τη σημαία στήσαν.


44

Όμως, στον αχό, στην πάλη, μες στην άγρια χαρά, χτυπηθήκαν στο κεφάλι και τους βρήκε συμφορά. Στην επίθεση εκείνη ο ένας έχασε το φως του. Και ο άλλος έχει μείνει σ’ άλλον κόσμο, μοναχός του. Του τυφλού η καρδιά ραγίζει, καθώς σάλπιγγες σαλπίζουν. Νιώθει κάτι ν’ ανεμίζει και τα μάτια του δακρύζουν. Ό,τι αντίκρισε στερνά του, πριν το φως του τον αφήσει, είν’ εικόνα στην καρδιά του, που όσο αυτός κι αυτή θα ζήσει. Είναι φως στερνής αχτίδας, άγιο φως που δε θα σβήσει. Είν’ σημαία της πατρίδας, που οι δυο τους είχαν στήσει. Τώρα ο κόσμος που περνάει τις καρδιές τους δεν διαβάζει· μόνο πίκρες τους κερνάει, την κατάντια τους χλευάζει. Τους πετούν χολή κομμάτια, τη δεκάρα σαν πετάνε κι από τα σβησμένα μάτια δάκρυα πικρά κυλάνε. Τα σκοτάδια τους ταράζει μια βαριά φωνή του Νόμου. «Φύγετε», τους διατάζει. «Τα ραβδιά σας πάρτε επ’ ώμου και χαθείτε αλλού, πιο πέρα. Δες ζητιάνους τέτοια μέρα! Εμπρός, αδειάστε μου την κόχη. Εδώ γιορτάζουμε το ΟΧΙ.»


45

ΤΙ ΘΕΛΩ Δεν θέλω νά ‘μαι στην αφάνεια, μα ούτε στις τιμές να κολυμπώ. Δεν θέλω να επιπλέω στην επιφάνεια και σ’ αλλωνών τις πλάτες ν’ ακουμπώ. Δεν θέλω να ζω μέσα στη φτώχεια, μα ούτε και τα πλούτη επιθυμώ. Σιχαίνομαι της άμετρης χλιδής τα βρόχια κι ούτε τα μεγαλεία εκτιμώ. Δεν θέλω νά ‘μαι ο ρυθμιστής του κόσμου, μα ούτε κι άλλοι να με κυβερνούν. Δεν θέλω να χρωστάω αλλού το φως μου, μα ούτε και οι άλλοι να μου το χρωστούν. Δεν θέλω να ζω κάτω από βία και δεν ανέχομαι αυταρχισμό. Δεν θέλω δέσμευση καμία, μισώ όμως και τον αναρχισμό. Πολέμοι, μίση, αλαζονεία δεν θέλω ούτε ίχνος ν’ απομείνει. Να βασιλεύει μες στην κοινωνία θέλω μονάχα η ειρήνη. Όλοι να νιώσουμε αγάπη και συμπόνια. Κανείς να μη γνωρίζει δυστυχία. Θέλω να λείψει η ανέχεια, η διχόνοια. Να βασιλεύει το τραγούδι, η χαρά, η ευτυχία.


46

ΤΟ ΠΟΤΑΜΑΚΙ Πόσο μοιάζεις ποταμάκι με την πρόσκαιρη τη φήμη! Στα φουσκωμένα σας νερά, όπως εσύ κι εκείνη κρατάτε πράγματα ελαφρά και τα χοροπηδάτε και τα βαριά τα πνίγετε και στο βυθό τα πάτε. Πόσο μοιάζεις ποταμάκι μ’ αρετή πραγματική, που φωλιάζει μες στη γνώση, στην καρδιά, στη λογική! Όσο πιο βαθιά έχεις κοίτη και βαθιά είν’ τα νερά, τόσο αθόρυβα διαβαίνεις από κάμπους και χωριά. Πόσο μοιάζεις ποταμάκι με τα τόσα τα βιβλία! Το καθένα χρόνια τώρα προσπαθεί να μας φωτίσει. Και συ χρόνια τα νερά σου με μεγάλη ευκολία μες στη θάλασσα τα ρίχνεις, μα αυτή πού να γεμίσει; Η ΓΡΙΟΥΛΑ ΚΑΙ Ο ΞΕΝΟΣ - Τι έχεις γριούλα ανήμπορη και περπατάς σκυμμένη; Γιατ’ είσαι έτσι αμίλητη και καταφρονεμένη; Πες μου ποιος είν’ ο πόνος σου, ποιο είναι τ’ όνομά σου; Η όψη σου είναι γνώριμη και το περπάτημά σου. Ξένος περνώ κι εγώ από δω, περαστικός διαβάτης, σαν πως με σπρώχνει ο βοριάς ή μ’ αργοπάει ο μπάτης. - Κι εγώ σε είδα γιόκα μου και σπάραξε η καρδιά μου. Η όψη σου μου θύμισε κι εμένα τα παιδιά μου. Πολλά έχω κι εγώ παιδιά και πιο πολλά εγγόνια, μα όλα γυρίζουν άκληρα στις στράτες από χρόνια. Οι Μοίρες τα μοιρώσανε στην κούνια τα καημένα, να ζούνε πάντα άκληρα και περιφρονημένα. Άλλα είναι στον πόλεμο κι άλλα λιχνούν στ’ αλώνια, άλλα στα εργοστάσια μοντάρουνε κανόνια. Τη μέρα ήλιο δε βλέπουμε, ούτε το βράδυ τ’ άστρα, δουλεύουν ασταμάτητα και χτίζουν γι’ άλλους κάστρα. Οι δυνατοί με απονιά τις τύχες τους κρατούνε και δεν μπορούν τα μάτια τους ελπίδας φως να δούνε. Πως το κοπάδι οι πιστικοί στις ξέρες οδηγούνε και παν τριγύρω κι έρχονται και τα ραβδιά κουνούνε, πασχίζοντας τα ζωντανά στ’ ανήλιο να κρατήσουν, μην τύχει αρχόντων τις βοσκές στο διάβα τους πατήσουν, έτσι και μας στον τόπο μας με βία και φοβέρες


47

μας οδηγούν οι δυνατοί στ’ ανήλια και στις ξέρες. Μέσα στα πετροχώραφα τα νύχια μας τσακίζουν, τα πόδια μας ματώνουνε, τα γόνατα λυγίζουν. Κι αν τύχει απ’ τα ζωντανά κανένα ξελακίσει, οι πιστικοί το κλείνουνε στη στρούγκα να ψοφήσει. - Βαρύς, κυρά μου, ο καημός και το παράπονό σου. Μ’ άκου κι εμέ τον πόνο μου, είναι σαν το δικό σου. Έξι αδέρφια έκανε η δόλια μου η Μάνα. Για το μικρό πολύ νωρίς εβάρεσε η καμπάνα. Μ’ ένα καράβι μπάρκαρε ο πρώτος για τη Δύση, χωρίς ποτέ να μάθουμε, αν ζει ή αν έχει σβήσει. Ο τρίτος στους ξερόκαμπους σκάβει με την αξίνα, ή μες στα έγκατα της γης χτυπάει παραμίνα. Τον τέταρτο τον κάλεσαν φαντάρος για να πάει. Χρόνια σε χώρες μακρινές για άλλους πολεμάει. Ο άλλος ζει στης φάμπρικας την άσπλαχνη υγρασία ή περιμένει στις ουρές ζητώντας εργασία. Κι εγώ γυρνώ στην ξενιτιά, τ’ αδέρφια μου ζητώντας, τα βάσανα και τους καημούς του κόσμου τραγουδώντας. Η Μάνα μου μας έπαιρνε μικρά στα γόνατά της και μας σιγοτραγούδαγε έτσι τα βάσανά της: ‘’Δυο αδερφάδες ήμασταν, δίδυμες γεννημένες. Πλούσιος νουνός μας βάφτισε αντάμα τις καημένες. Φτώχεια εμένα ονόμασε, την αδερφή μου Ανέχεια. Μα κείνη τη μέρα βάφτιζαν στην εκκλησιά συνέχεια, γι’ αυτό, ο νονός με τον παπά εκρύψανε το μύρο, για να το έχουν μπόλικο στο δεύτερο το γύρο. Είδαν πως επερίμενε μια αρχόντισσα σα στέκα, μ’ ένα αγόρι στρουμπουλό, μια πεταχτή μπεμπέκα. Τα δυο μαζί τα βάφτισαν και τ’ ακριβοασημώσαν, Πλούτο και Δόξα τά ‘πανε και τα διπλομυρώσαν. Και μας μας ρίξαν βιαστικά σ’ ένα κολυμπηθράκι κι εν γνώσει τους μας έχρισαν μονάχα με νεράκι.’’ - Φτάνει παιδί μου άλλο μη λες, ματώνει η ψυχή μου. Η πονεμένη Μάνα σου είναι η αδερφή μου. ΠΛΟΥΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ Μπροστά τραβούνε οι φτωχοί και σπέρνουν και θερίζουν κι ακολουθούν οι πλούσιοι


48

και τα σακιά γεμίζουν. Μπροστά τραβούνε οι μικροί με το σπαθί στο χέρι και πίσω έρχονται οι τρανοί και κατακτούν τα μέρη. Στον πόλεμο παν οι φτωχοί και στη δουλειά εκείνοι, μα τίποτ’ απ’ τα κέρδη τους κανένας δεν τους δίνει. Από της Κτίσης την αρχή τόσα οι φτωχοί χρωστάνε, που από την κούνια ως τη θανή δίνουν και δεν ξοφλάνε. ΑΠΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΠΑΝΤΗΣΗ Αγαθή μια γριά η καημένη με χωριάτικα ρούχα ντυμένη, ξεκινά απ’ το χωριό μιαν αυγή, στο Δεσπότη πηγαίνει, ρωτάει, την Τετάρτη και την Παρασκευή λίγο λάδι αν κάνει να φάει. Ο Δεσπότης με ύφος θλιμμένο και με τόνο φωνής λυπημένο, με αγάπη πλαστή μα περίσσια, στη γριά με στοργή απαντάει: «Τις δυο μέρες αυτές», λέει στα ίσια, «ο καλός χριστιανός τις κρατάει. Όπως βλέπεις κι εγώ ο καημένος, αν και είμαι τρανός ιερωμένος, τις δυο μέρες αυτές της βδομάδας το λαδάκι ποτέ δεν τ’ αγγίζω. Μόν’ με βούτυρο αγνό αγελάδας το κοτόπουλο ξεροτσιγαρίζω.» Η ΖΥΓΑΡΙΑ Σ’ ένα χωριό οι χωριανοί πεινούσαν οι καημένοι και πήγαν όλοι στον παπά, σκυφτοί, ταπεινωμένοι.


49

-Πάτερ, του είπανε δειλά, μικρό είναι το χωριό μας, λίγα είναι τα κτήματα και λιγοστό το βιο μας. Κι απ’ όλα αυτά τα πιο πολλά τα έχει η εκκλησία κι άλλοι εκμεταλλεύονται τόση περιουσία. Αν το νομίζεις φρόνιμο και δίκαιο παπά μας, δώστα να τα δουλέψουμε, να ζήσουν τα παιδιά μας. Χωριάτης ήταν ο παπάς κι αγράμματος κι εκείνος, γι’ αυτό η ψυχή του πόνεσε και άνοιξε σαν κρίνος, σαν είδε τη φτωχολογιά να έρχεται κοντά του και να ζητά βοήθεια απ’ τα χέρια τα δικά του. -Καθίστε, είπε, χωριανοί, να το καλοσκεφτούμε, λύση καλή και δίκαιη όλοι μαζί να βρούμε. Στης εκκλησούλας την αυλή όλοι γύρω καθίσαν και μες στη μέση έφεραν μια ζυγαριά και στήσαν. Το λόγο πήρε ο παπάς κι είπε στους χωριανούς του, ό,τι του έλεγε η καρδιά κι ό,τι έκοβε ο νους του. -Μαζί, είπε, παλεύουμε στους κάμπους, στα λιβάδια, μέσα στα πετροχώραφα ή πέρα στα κοπάδια. Μαζί πάλι τις Κυριακές και τις γιορτές του χρόνου δεήσεις αναπέμπουμε προς του Θεού το θρόνο. Μαζί την εκκλησούλα μας όλοι τη συντηρούμε και λάδι στα καντήλια της πάντα διατηρούμε. Σωστά βρίσκω τα λόγια σας, δίκιο το αίτημά σας. Κι αφού ο ναός βολεύεται απ’ το υστέρημά σας, πάρτε εσείς τα κτήματα, δουλέψτε τα και ζήστε, αλλά θα πρέπει κάτι τι κι εμένα να μ’ αφήστε. Πάνω σ’ αυτή τη ζυγαριά που έβαλα στη μέσα το δίκιο ας ζυγίσουμε και παίρνω ό,τι μου πέσει. Οι χωριανοί συμφώνησαν έτσι να βρούνε λύση. Ήτανε άλλωστε σωστό και ο παπάς να ζήσει. -Θα βάλω, είπε ο παπάς, ό,τι βαρύ κατέχω στη μια μεριά της ζυγαριάς. Λόγο δοσμένο έχω, να υπηρετώ την εκκλησιά, να σας μεταλαβαίνω, να κάνω το καλύτερο, όπως καταλαβαίνω. Γι’ αυτό και σεις ‘πτα κτήματα βάλτε ό,τι απαιτήσει τ’ άλλο μέρος της πλάστιγγας, για να ισοφαρίσει. -Δεχόμαστε, δεχόμαστε, ο προεστός φωνάζει. Τους χωριανούς που αμίλητοι τριγύρω κάνουν χάζι


50

και τι στ’ αλήθεια θα συμβεί ο νους τους δεν το βάζει, νά ‘ρθουν κοντά, τη ζυγαριά να βλέπουν τους προστάζει. Κορμιά βουβά κι αμίλητα, με την καρδιά σφιγμένη, στέκουν τριγύρω στον παπά οι χωριανοί οι καημένοι. Κι όλοι μαζί, χωρίς μιλιά, στη φτώχεια τυλιγμένοι, στέλνουν ψηλά μια προσευχή απ’ την καρδιά βγαλμένη. Στ’ αυλακωμένα πρόσωπα, στα ροζιασμένα χέρια, στ’ αδύναμο το βλέμμα τους η αδικία πλέρια αντανακλούσε αδιάντροπη, χωρίς καμιά συμπόνια κι έσφιγγε σαν πνιγμού θηλιά αιώνων καταφρόνια. Όλοι ένιωθαν την ώρα αυτή φόβο Θεού και δέος. Μυστήριο έκανε ο παπάς, ξοφλούσε κάποιο χρέος. Στεκόταν με κατάνυξη την ώρα αυτή την άγια, σάμπως να έκανε αγιασμό ή να περνούσε τ’ Άγια. Γριούλες και μικρά παιδιά, χέρια σκελετωμένα, στην άγια όψη του παπά στρέφονται φοβισμένα. Σταυροκοπιούνται αδύναμα, σιγά αργοσαλεύουν, τον άυλο θρόνο του Θεού ν’ αγγίξουμε γυρεύουν. Κι υψώνονται δειλά-δειλά, σπρωγμένα απ’ την ελπίδα, ανάστασης μες στην καρδιά αχνοφεγγίζει αχτίδα. Θαύμα τρανό οι χωριανοί να δούνε περιμένουν κι ενδόμυχα το είναι τους με τη ζωή το δένουν. Παλιές ελπίδες κι όνειρα, αιώνων προσδοκίες ζωντάνευαν κι απάλαιναν όλες τις αδικίες. Έπαιρναν σχήμα και μορφή στων άμοιρων τις σκέψεις και στους δυνάστες θύμιζαν το θεϊκό ‘’ου κλέψεις’’. Στο σταύρωμα της ζυγαριάς, πού ‘ταν εκεί στημένη, την αδικιά περίμεναν να δούνε σταυρωμένη. Βγάζει ο παπάς τα ράσα του, στη ζυγαριά τα βάζει, ενώ στο στήθος του η καρδιά σαν βάτος καταυγάζει κι άστρο λαμπρό της Γέννησης τους άκληρους φωτίζει. Στων άδικων τα θύματα πνοή ζωής σκορπίζει. Βάζει το πετραχήλι του, το μαύρο καλυμμαύχι κι ο προεστός αντίβαρο τοποθετεί χωράφι. Πεντάστρεμμο, ποτιστικό και καλοδουλεμένο, πού ‘χε το χώμα του παχύ και καλοκοπρισμένο. Ήταν καλός ο ιερεύς κι όλοι τον αγαπούσαν, για την καλή του την ψυχή όλοι τον εκτιμούσαν. Γι’ αυτό, το πρωτοχώραφο αγόγγιστα του δώσαν και δυο μουλάρια τρίχρονα ευθύς του παραδώσαν. Οι κτηνοτρόφοι φώναξαν απ’ τη μεριά την άλλη


51

στον προεστό κι απ’ τη βοσκή δυο στρέμματα να βάλει. Τα ράσα όμως του παπά ήτανε εφθαρμένα, φτωχά ήταν κι ανάλαφρα κι απ’ τον καιρό τριμμένα. Είχανε λιώσει οι κλωστές κι είχαν φθαρεί απ’ το χρόνο, γι’ αυτό κι ισοφαρίσανε με το χωράφι μόνο. Τρέμει από ρίζα η αδικιά και τρίζει η καταφρόνια, καθώς κουνιέται η ζυγαριά και κλίνει στη συμπόνια. Βλέπει ο παπάς τους χωριανούς και βαριαναστενάζει, την καθαρή τους την ψυχή, το ήθος τους θαυμάζει. Το βλέμμα υψώνει αυθόρμητα στον ουρανό και κλαίει και μέσ’ από τα χείλη του μια προσευχούλα λέει. Κοιτάζει όλους γύρω του με δακρυσμένα μάτια κι από τα βάθη της ψυχής, πού ‘χουν γενεί κομμάτια, λέει στους γεροντότερους: «Δώστε τα στα παιδιά σας. Πήρα ό,τι μου έπρεπε. Τα άλλα είναι δικά σας. Μόν’ προσοχή στον πειρασμό, στον άνομο σατράπη, μοιράστε τα τα κτήματα όλοι σας με αγάπη.» Το νέο διαδόθηκε, έφτασε και στην πόλη. Το έμαθε ο δέσποτας κι οι ιερωμένοι όλοι. Οργίστηκε ο ‘’άγιος’’, βράζει απ’ το θυμό του, για όσα λεν πως έγιναν μέσα στο ‘’ποίμνιό’’ του. Αρπάζει τη μαγκούρα του, στην κούρσα ανεβαίνει και μια και δυο ίσα τραβά και στο χωριό πηγαίνει. Μες στα καλά καθούμενα ακούγεται η καμπάνα και χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα. Άλλοι νομίζουν πυρκαγιά πως σπίτι έχει κάψει και άλλοι πάλι πόλεμος πως έχει ξανανάψει. Αλαφιασμένοι οι χωριανοί ξεβγαίνουν στο δερβένι, να παν να δουν τι γίνεται, να μάθουν τι συμβαίνει. Στ’ αλήθεια, όλο το χωριό απορημένο μένει, σαν είδε κούρσα δέσποτα στους δρόμους του να μπαίνει. Σαν τι να θέλει ο δέσποτας καθημερνή ημέρα; Αυτός ούτε τις Κυριακές δεν έρχεται ‘δω πέρα. Τζάμπα ποτέ δεν έρχεται εδώ να λειτουργήσει, μόνο σαν προπληρώσουνε όσα θα τους ζητήσει. Τότε με στόμφο έρχεται και ύφος αρχιερέα κι ανάλογα με τα λεφτά, τόσο τους κάνει παρέα. Η κούρσα ήρθε κι άραξε, φανταχτερή κοντέσσα και βγήκε κατακκόκινος ο δέσποτας ‘πο μέσα. Καλεί τους δυο επίτροπους, τον προεστό φωνάζει


52

και τον ανύποπτο παπά από τα γένια αρπάζει. Στης εκκλησούλας την αυλή μαζεύονται και πάλι και με τρεμάμενη καρδιά και με σκυφτό κεφάλι, γύρω-τριγύρω κάθονται, όπως πριν λίγες μέρες κι ακούν από το δέσποτα κατάρες και φοβέρες. Τους συνιστά να αγαπούν πνευματικές αξίες κι όχι χωράφια, κτήματα, κοινές πλεονεξίες. Να είναι λιτοδίαιτοι. Στα λίγα να αρκούνται και αγαθά πνευματικά μονάχα να καρπούνται. Τον υλισμό να πολεμούν, το χρήμα να φθονάνε, αν θέλουν μετά θάνατο στους ουρανούς να πάνε. Χωράφια, ζώα, κτήματα, ύλη, περιουσία, θα τα φροντίζει όλα αυτά μόνο η εκκλησία. Με μιας η οργή του δέσποτα απότομα ξεσπά και με φωνή τρεμάμενη φωνάζει στον παπά: -Της εκκλησιάς πώς άγγισες εσύ περιουσία; Αυτό, παπά, που έκανες είναι συνωμοσία. -Στον τόπο αυτό χρόνια πολλά, είπε ο παπάς δειλά-δειλά, υπηρετώ με θέληση, με πίστη και ελπίδα και θαύμα πάντα καρτερώ να κάνει η πατρίδα, ίσως ποτέ κι οι χωριανοί δούνε ήλιου αχτίδα. Γιατί, στα χρόνια όπου ζω, ουδέποτε εγώ είδα να στρέψει μάτι στους φτωχούς με πόνο η εκκλησία. Αυτή μονάχα σκέφτεται για την περιουσία. Κι ούτε πιστεύω, ο Θεός ή κάποιος Άγιος άλλος να θέλει με τα κτήματα να γίνει πιο μεγάλος. Κι ούτ’ έρχεται από ψηλά με το σακί στα χέρια, να λογαριάζει, να μετρά, να γράφει στα δευτέρια. Δεν στέλνει Αυτός καλόγερο το μερτικό να πάρει και να μας δώσει εντολές να σπείρουμε σιτάρι ή κάτι άλλο, αν προτιμά, του χρόνου να θερίσει και τους φτωχούς τριγύρω του πώς ζούνε ν’ αγνοήσει. Μόνο εσείς κάθε σοδειά λογαριασμό ζητάτε κι όσο μπορείτε πιο βαθιά το χέρι σας βουτάτε. Γι’ αυτό αποφασίσαμε με τους συγχωριανούς μου να κάνουμε ό,τι έλεγε η συνείδηση κι ο νους μου. Αγρίεψε ο δέσποτας και έγινε θηρίο και όλους τους κεραύνωσε με ένα βλέμμα κρύο. Στρέφει τα μάτια στον παπά και σείει τη μαγκούρα, τον περιλούζει με φωνές, με βρομερή θολούρα. -Έβαλες, λέει, τα ράσα σου στης ζυγαριάς την πλάκα και μ’ ένα παλιοχώραφο ετούτοι εδώ βρε βλάκα


53

αμέσως σ’ εξοφλήσανε, σε φέραν ίσια-ίσια και τ’ άλλα δεν τα δέχτηκες, σου φάνηκαν περίσσια; Αν ήμουνα εδώ κοντά, θα σού ‘βγαζα τα γένια όταν πρωταποφάσισες, χωρίς σκοτούρες κι έννοια, της εκκλησιάς τα κτήματα στον κόσμο να χαρίσεις, χωρίς για με μερίδιο πρώτα να ξεχωρίσεις. -Αν είναι έτσι δέσποτα, ο προεστός του λέει, ενώ ο παπάς ο δύστυχος απ’ τη ντροπή του κλαίει, φέρνουμε εδώ τα κτήματα και ο παπάς κι οι άλλοι και μοιρασιά απ’ την αρχή αρχίζουμε και πάλι. Μάλιστα, τούτη τη φορά εσύ να πάρεις πρώτος, σαν πού ‘σαι πρωτοχριστιανός, του ποίμνιου πιλότος. Η ίδια πάλι ζυγαριά στη μέση ξαναμπαίνει και στέκεται εκεί βουβή, κοιτά απορημένη. Τα ράσα τότε ο δέσποτας τα μεταξένια βγάζει και διπλωμένα όμορφα στη ζυγαριά τα βάζει. Τρία κουστούμια άμφια ασημοκεντημένα και άλλα δυο πανάκριβα και χρυσοστολισμένα. Δυο-τρία καλυμμαύκια και πέντε πετραχήλια, πού ‘χαν στολίδια κεντητά το καθένα ‘πο χίλια. Μια πατερίτσα ολόχρυση κι ένα βαρύ εγκόλπι και μια κορόνα π’ άστραφτε, σωστό διαμαντοτόπι. Σειέται με μιας η ζυγαριά και κάθεται στο χώμα, ενώ ο δεσπότης έβγαζε απ’ το λαιμό του ακόμα βαριούς ολόχρυσους σταυρούς κι άλλ’ ακριβά στολίδια κι ας έτριζαν της ζυγαριάς της δόλιας τα παΐδια. Βάζουν παχύ βοσκότοπο στη ζυγαριά οι χωριάτες, μα μένανε του κανταριού νεκροί οι παραστάτες. Ρίχνουν χωράφι απλόχωρο και καλοδουλεμένο, με διαλεχτό σκληρόσταρο αραδιαστά σπαρμένο. Φέρνουν και βάζουν δεύτερο και τρίτο βοσκοτόπι, βάζουν χωράφια καναδυό κι ένα αμπελοτόπι. Βάζουν απάνω πρόβατα οι χωριανοί οι καημένοι, μα το καντάρι ακίνητο στη θέση του απομένει. Φέρνουν και άλλα πρόβατα και κατσικιών κοπάδια, μουλάρια ασαμάρωτα, μοσχάρια και γελάδια . . . Και κει που ήταν έτοιμο να ‘’παίξει’’ το καντάρι, ρίχνει το σάκο ο δέσποτας και το επιρριπάρι. Κι είχε ακόμα άριχτα τη ζώνη, το φαιλόνι, τα δυο επιμανίκια και ένα παντελόνι, βαρύ επιγονάτιο κι ολόλευκο στιχάρι . . .


54

Απελπισμένοι οι χωρικοί ζυγώσαν στο καντάρι κι όλοι από το δέσποτα ζητούσανε μια χάρη. Τα ράσα κι ό,τι έβαλε στη ζυγαριά να πάρει. Κι αυτοί όλοι τους δέχονται, χωρίς κανέναν όρο, τα κτήματα ν΄αφήσουνε, να δώσουνε και φόρο. -Δέσποτα, είπε ο προεστός, ό,τι είχε το χωριό μας στη ζυγαριά το βάλαμε. Εδώ είν’ όλο το βιο μας. Άλλο πια δεν αντέχουμε. Αν θέλεις πίστεψέ μας και για το τόσο αμάρτημα, αν θες συγχώρεσέ μας. Κακώς μάτι σηκώσαμε στης εκκλησιάς το κτήμα και το χωριό μας κάναμε πλεονεξίας θύμα. Γέλασε τότε ο δέσποτας κι έσκυψε στο καντάρι κι όλα τα ράσα μάζεψε στην αγκαλιά κουβάρι. Μετά, στα κτήματα έστρεψε τ’ αστραφτερά του μάτια ενώ οι καρδιές των χωριανών γινότανε κομμάτια. -Παίρνω ό,τι είν’ της εκκλησιάς. Σας δίνω τα δικά σας. Να τιμωρείστε έτσι μ’ αυτά και σεις και τα παιδιά σας. Οι χωριανοί μακάριζαν την τόση καλοσύνη και του δεσπότη θαύμαζαν την τόση αγιοσύνη. Αρνιά και γίδες τού ‘ταξαν, όπως και πρώτα πάλι, ενώ ο παπάς πικρόκλαιγε για το μεγάλο χάλι. Για μια στιγμή ο δέσποτας προς τον παπά γυρίζει και δυνατά και νευρικά ετούτα ξεστομίζει. -Με τα τριμμένα ράσα σου θέλησες να ζυγίσεις του κλήρου δικαιώματα; Και θες να ξεκληρίσεις της εκκλησιάς τα κτήματα κι όλα να τα σκορπίσεις κι αγώνες επισκοπικούς αιώνων ν’ αφανίσεις; Στέκει ο παπάς ακίνητος κι αμίλητος κρατιέται, ενώ από μέσα του η ψυχή σπαράζει και χτυπιέται. Πώς θέλει τη στιγμή αυτή τρανή φωνή να βγάλει, του δέσποτα κατάμουτρα έτσι να του τα ψάλει. «Αν δεν είχα τα ράσα αυτά κι έχε δέσποτα χάρη κι αν ήμουν ένας λαϊκός, δικράνι θά ‘χα πάρει και τότε μόνο θά ‘βλεπες σε ποιο πατάς σανίδι. Μόνος θα διαπίστωνες, σε τίνος κεραμίδι φαρδιά, πλατιά και άνετα να βολευτείς πασχίζεις κι αυτούς εδώ τους δύστυχους δεν τους υπολογίζεις. Σέβομαι όμως το Θεό, τα ράσα μου, το σχήμα, αν και νομίζω πως αυτό είν’ πιο μεγάλο κρίμα και νιώθω ο ίδιος ένοχος, σαν σκύβω το κεφάλι κι ανέχομαι η απληστιά να γίνει πιο μεγάλη. Λησμόνησες τον ουρανό και των Γραφών τις ρήσεις


55

και προσπαθείς αδιάντροπα μόνο να θησαυρίσεις. Σαν τι τα θέλεις δέσποτα τα τόσα εσύ χωράφια, τα ράσα τα μεταξωτά, τ’ ασήμια, τα χρυσάφια; Ο Μέγας Παντοδύναμιος διακρίνει απ’ την ψυχή τους τους χριστιανούς τους αληθείς κι ακούει την προσευχή τους. Εσύ με τα χρυσαφικά θες να Τον προσελκήσεις; Με κεντημένα άμφια πας να Τον συγκινήσεις; Αυτά δεν πιάνουν χαρτωσιά και άδικα πασχίζεις και το Θεό δεν τον γελάς, όπως κουτά νομίζεις. Αντί δοχείο άπλυτο απ’ έξω να γυαλίζεις προσπάθησε το μέσα του συχνά να καθαρίζεις. Άσε το βάρος του χρυσού, τα κτήματα, το χρήμα, για να μπορέσει η ψυχή, σαν πας εσύ στο μνήμα, να ξεκολλήσει απ’ το χρυσό, να φύγει απ’ το μετάξι κι ανάλαφρη στους ουρανούς εύκολα να πετάξει . . .» Αυτά τα λόγια ο παπάς ήθελε να φωνάξει, για να ραγίσει ο ουρανός, το σύμπαν να τραντάξει. Μα η φωνή του είχε κοπεί, η ανάσα είχε σβήσει, η δύναμή του είχε χαθεί κι η γλώσσα είχε κολλήσει. Μπήκε στην κούρσα ο δέσποτας κι έφυγε για την πόλη, ενώ οι χωριάτες έμεναν απορημένοι όλοι. Κι άλλοι νομίζαν εύκολα είχαν ξεκαθαρίσει, ενώ μπορούσε ο δέσποτας, όχι να τους στερήσει μόνο αυτά που είχανε παλιά κληρονομήσει, αλλά ακόμα δύνονταν και να τους αφορίσει. Κι άλλοι το χάος έβλεπαν που έχασκε μπροστά τους και σπάραζαν που έθαφταν σ’ αυτό τα όνειρά τους. Γι’ αυτό τριγύρω κάθονταν βουβοί και ζαλισμένοι, με πικραμένη την καρδιά, ψυχή φαρμακωμένη. Κι ένας τον άλλο έβλεπε μ’ απόγνωση και πόνο κι αναρωτιόταν σιωπηλοί, γιατί με τόσο φθόνο η μοίρα τους η δολερή τους έχει ξεχασμένους και εκκλησία και πατρίς τους έχει ξεγραμμένους; Τα μάτια όλων άθελα στη ζυγαριά γυρίσαν. Χωρίς κανένας να μιλά, όλοι μαζί ρωτήσαν: Πώς ιεράρχη η καρδιά αλύγιστη έχει μείνει, ενώ μια άπνοη ζυγαριά πρόθυμα έχει κλίνει προς τη δική τους τη μεριά. Το δίκιο είδε μόνη και της ζωής τους θέλησε να ισάξει το τιμόνι; Χωρίς να της προσπέσουνε, χωρίς να της το πούνε, πράγμα που οι ‘’πρωτοχριστιανοί’’ δεν μπόρεσαν να δούνε; Ένας τότε μουρμούρισε την κεφαλή κουνώντας και είπε με παράπονο, δειλά, μονολογώντας.


56

-Πάν’ οι ελπίδες χάθηκαν πού ‘χαμε για τον τόπο. Στα λιγοστά χωράφια μας, με βάσανα και κόπο εκεί θα βολοδέρνουμε σαν είλωτες, σα σκλάβοι και πάντα μαύρα θά ‘χει πανιά το μαύρο μας καράβι. Δεν έφταναν για τους πιστούς μονάχα οι παπάδες; Γιατί τους έστειλε ο Θεός τάχα τους δεσποτάδες; Μείνανε όλοι σκεφτικοί, εκεί, καθηλωμένοι, σα να μην είχανε πνοή, σα νά ‘ταν πεθαμένοι. Το λόγο πήρε ο προεστός κι είπε στους χωριανούς του, όταν ξαλάφρωσε η ψυχή, ξεδιάλυνε ο νους του. -Νομίζω πως καλύτερη ήταν αυτή η λύση κι ας τη δεχτούμε όλοι μας, προτού ξαναγυρίσει πίσω ξανά ο δέσποτας. Τη φόρα πού ‘χει πάρει, μπορεί κι αυτά που έχουμε να μας τα ξαναπάρει. Σταμάτησε για μια στιγμή να διώξει κάποια ζάλη και με φωνή που έτρεμε συνέχισε και πάλι. -Σκεφτείτε και τη ζυγαριά, πώς είχε γονατίσει, ο ένας ο βραχίονας πόσο είχε λυγίσει! Ακίνητη στεκότανε, γυρτή στο μέρος τό ‘να. Πόσα χωράφια ήθελε να κουνηθεί η βελόνα, για να ζυγίσει ό,τι έβαλε μόν’ ένας ιεράρχης! . . . Μ’ αν έρθει αρχιεπίσκοπος ή κανας πατριάρχης . . . ;

Η ΣΠΙΘΑ Απ’ έξω λαμπροφόρα φορεσιά, φανταχτερό της ξενιτιάς ξεγελαστήρι και μέσα μαυροφόρα απελπισιά βουβαίνει την ψυχή σαν κοιμητήρι. Αφήκε κάποια χώρα ένα πρωί σπρωγμένος απ’ ονείρατα κι ελπίδες. Μα ‘δω στην ξενιτιά φυλλορροεί, του ήλιου δεν ζεσταίνουν οι αχτίδες. Στα ξένα δεν θερμαίνει η αντηλιά και το φεγγάρι είναι πάντα θαμπωμένο. Εδώ δεν κελαηδούνε τα πουλιά και μένει το μπουμπούκι μαραμένο. Μονάχος τριγυρνά στην ξένη γη,


57

με συντροφιά της μοναξιάς το θηλοβρόχι. Να ξεδιψάσει ψάχνει μια πηγή παρηγοριάς ώσπου να έρθει πρωτοβρόχι. Παρμένη απ’ την αθάνατη φωτιά, μια μικροσπίθα όπου έφερε μαζί του, την έχει φυλαγμένη στην καρδιά, την έκανε καντήλι στην ψυχή του. Θεριεύει, λαμπαδιάζει ξαφνικά, εκεί που λες πως η άγια φλόγα τρεμοσβήνει. Τα σκότη της ψυχής του τα νικά, κουράγιο και πνοή νέα του δίνει. Μη σκιάζεσαι, του λέει μια φωνή, που αντιβουίζει καθαρή σαν ξυπνητήρι. Τράβα μπροστά και με παλάμη σταθερή κυβέρνα της ζωής το τρεχαντήρι. Στη μπόρα, στη φουρτούνα, στο βοριά, συνεχιστής ηρώων δεν κιοτεύει. Και δεν φοβάται ο Έλληνας θεριά, μόν’ απ’ αυτά εκείνος πιο πολύ θεριεύει. Ο ΚΩΣΤΑΝΤΗΣ Από νωρίς τοιμάστηκε του Κωσταντή η μάνα, να πάει φαΐ στο γιόκα της πέρα στο Μαυρονέρι. Εκεί είχε τα πρόβατα, του κοπαδιού τη στάνη, που ήταν η δέση του νερού ανάμεσα στα βράχια. Παίρνει μισούρι πήλινο κι απ’ όξω σκαλισμένο, με μπόλικα μπογιατιστά λουλούδια στολισμένο. Ήταν βαθύ και όμορφο του Κωσταντή το πιάτο. Απ’ όλα το καλύτερο πού ‘χε στο σπιτικό της. Σ’ αυτό μικρόν τον τάιζε και ήτανε δικό του. Το γέμισε ζεστό φαΐ, που άρεσε στο γιο της και μέσα το σταυρόδεσε σε κάτασπρη πετσέτα, μαζί με αχνιστό ψωμί, ζεστό-ζεστό απ’ το φούρνο. Δίπλωσε και τα ρούχα του, τα ‘τοίμασε και κείνα κι ανάλαφρα τα τύλιξε σε μια φαρδιά μαντήλα. Από βραδίς τα έπλυνε, τα άπλωσε στον κήπο, για να στεγνώσουν στη δροσιά, να μην τα κάψει ο ήλιος και να μοσχομυρίσουνε απ’ της αυλής τα άνθη,


58

πού ‘χε φυτέψει ο Κωσταντής κι αυτή τα περετούσε. Τα έσκαβε, τα πότιζε και τά ‘χε συντροφιά της. Πιάνει γεμίζει το σταμνί κρύο νερό απ’ τη στάμνα, να πιει ο γιος της στο μαντρί, τη δίψα του να σβήσει. Μα, πριν να βγει απ’ την αυλή, πριν φύγει απ’ το σπίτι, σε πέτρα παραπάτησε και σπάζει το λαγίνι. Ζητά απ’ τη γειτόνισσα να πάρει το δικό της. -Δεν τό ‘χω εδώ θεια-Χρήσταινα, της απαντά εκείνη. Το πήρανε νωρίτερα με κρύο νερό στ’ αλώνι. Μ’ αν θες καρτέρα δυο λεφτά, να πάω να στο φέρω. -Πήγαινε, αν θέλεις Μαριγώ, να έχεις την ευχή μου κι εγώ εδώ σε καρτερώ. Μα βιάσου. Μην αργήσεις. Εκεί στης γέρικης μουριάς εκάθισε τη ρίζα κι αφήκε δίπλα το φαΐ και παρακεί τα ρούχα και στον κορμό ακούμπησε την πλάτη η κακομοίρα. Ένα λεφτό δεν πέρασε και την επήρε ο ύπνος. Ύπνος βαρύς, παράξενος, μ’ ονείρατα γιομάτος. Είδε πως ήρθε από μακριά άγνωστος καβαλάρης. Ψηλός, μαύρος, παράξενος, στα σκούρα φορεμένος. Ξεπέζεψε απ’ τ’ άλογο και σίμωσε κοντά της. -Έρχομαι, λέει, από μακριά και είμαι διψασμένος. -Αν θες να πιεις κρύο νερό, του απαντά εκείνη, περίμενε ένα λεφτό να φέρουν το λαγίνι. Εδώ στην πέτρα σκόνταψα κι έσπασα το δικό μου. Τώρα όπου νά ‘ναι έρχεται η Μαριγώ απ’ τ’ αλώνι . . . Μα πες μου ξένε για πού πας, ποιο είναι τ’ όνομά σου; -Για τ’ όνομά μου μη ρωτάς, της απαντά ο ξένος. Με στέλνουνε προξενητή μακριά απ’ άλλα μέρη . . . -Κόρες δε μ’ έδωσε ο Θεός, του λέει η γριούλα, γι’ αυτό δεν περιμένω εγώ προξενητές στο σπίτι. Κάτσε αν θες να πιεις νερό και άντε στο καλό σου. Σύρε που έχει κοπελιές. Εκεί σε περιμένουν. -Τις κοπελιές μη σκέφτεσαι κι άσ’τες να περιμένουν. Εγώ τρεις μέρες περπατώ κι έρχομαι δω για σένα. Φέρνω μεγάλη προξενιά για το μοναχογιό σου. Του Κωσταντή μαθεύτηκε η λεβεντιά στη χώρα και τον ζητούνε σώγαμπρο σ’ απέραντο τσιφλίκι. -Ο Κωσταντής είναι μικρός για προξενιές ακόμα. Κι ύστερ’ αν φύγει αυτός μακριά και πάει γαμπρός στα ξένα, πού θα μ’ αφήσει μοναχή και έρημη εμένα; -Αυτά κυρά μου που μου λες είναι λόγια χαμένα. Τα προξενιά κλειστήκανε, παντρεύεται ο γιος σου. Ράγισε η δόλια της καρδιά και είπε λυπημένα.


59

-Ο Κωσταντής πώς δέχτηκε έρημη ν’ απομείνω; Αν θα μου φύγει μακριά, εγώ τι θ’ απογίνω; Την πήρε το παράπονο και σκέπασε τα μάτια. Μα όταν τα ξεσκέπασε, αντίκρισε με φρίκη να τριγυρνά μες στην αυλή το άλογο του ξένου, τα χόρτα να τσαλαπατά, να τρώει τα λουλούδια. Όρμησε τότε η γριά, το άλογο να διώξει, μ’ ακούστηκε του Κωσταντή η φωνή να την μαλώνει, που είχε έρθει απ’ το μαντρί κι ήταν εκεί κοντά της. -Μην το πειράζεις μάνα μου το άλογο του ξένου. Σαν τι τα θες τα λούλουδα αφού εγώ θα φύγω; Κι όρμησε μ’ ένα πήδημα κι ανέβηκε στη σέλα. Δίπλα κι ο ξένος πήδησε και άρπαξε τα γκέμια και τ’ άλογο οδήγησε προς της αυλής την πόρτα. -Παιδί μου, λέει η μάνα του με δακρυσμένα μάτια, εγώ σου έφερνα φαΐ. Έλα να φας πριν φύγεις. Εδώ έχω τα ρούχα σου, πάρτα κι αυτά μαζί σου. Εψές το βράδυ τά ‘πλυνα, τα ‘τοίμασα ν’ αλλάξεις. -Κράτα μάνα μ’ το πιάτο μου, κράτα και τα σκουτιά μου, αυτά να τά ‘χεις συντροφιά σαν μείνεις μοναχή σου. Εκεί που πάω τώρα εγώ, ρούχα, φαΐ δε θέλω. Πάω σε σπίτι ονομαστό, σ’ απέραντο τσιφλίκι. Πήρε τα ρούχα η μάνα του, το σκαλιστό το πιάτο κι έτρεξε έξω απ’ την αυλή τ’ άλογο να προλάβει, στου Κωσταντή που έφευγε τα χέρια να τα δώσει. Ο ξένος όμως θύμωσε και άρπαξε το πιάτο, το πέταξε με δύναμη και τό ‘σπασε στην πέτρα. Ο κρότος αντιβούισε φριχτός στ’ αυτά της μάνας κι απότομα την ξύπνησε απ’ το βαρύ τον ύπνο. Μόλις η δόλια ξύπνησε και άνοιξε τα μάτια, η ταραγμένη της καρδιά εγίνηκε κομμάτια. Σπαραχτικά και πένθιμα χτυπούσε η καμπάνα. Κι ήταν ο χτύπος της πικρός, φαρμάκι η φωνή της. Πετάχτηκε η Χρήσταινα κι έτρεξε προς το δρόμο να πάει στη γειτόνισσα να μάθει τι συμβαίνει. Οι χωριανοί ανάστατοι τρέχανε προς το ρέμα, να παν να δούνε το κακό που βρήκε το χωριό τους. Την ώρα εκείνη γύριζε κι η Μαριγώ απ’ τ’ αλώνι κι έφερνε στη θεια-Χρήσταινα το μικρολαγινάκι.


60

-Τι στέκεις έτσι Μαριγώ με το σταμνί στο χέρι; φωνάζει ένας χωριανός που έτρεχε στο δρόμο. Τρέξε να βρεις τη Χρήσταινα, κοντά της να καθίσεις. Το Μαυρονέρι έσπασε, γκρεμίστηκε η δέση και έπνιξε τον Κωσταντή μ’ όλο του το κοπάδι. Δεν ήξερε ο καψερός ότι η γριά ήταν μέσα εκεί στη ρίζα της μουριάς κι άκουσε τη φωνή του. Έσκουξε η μάνα η άμοιρη και σπάραξε ο τόπος, σαν ένιωσε κατάκαρδα του χάρου τη σαΐτα. Πήρε τις στράτες κλαίγοντας, βαριά μοιρολογώντας. Τα ρούχα είχε αγκαλιά και το φαΐ στα χέρια. Τον Κωσταντή της φώναζε, τον πικροτραγουδούσε -Παιδί μ’, το μαύρο τ’ όνειρο δεν ήταν αρραβώνας, δεν ήταν γάμος και χαρά, όπως μου είπε ο ξένος. Γύρνα παιδί μου να σε δω, έλα να σε φιλήσω. Γύρνα παιδί μ’ και πάρε με και μένανε μαζί σου . . . Τώρα η γριά η Χρήσταινα τρελή γυρνά στους δρόμους και τραγουδά τον Κωσταντή, μοιρολογάει το γιο της. Το σπίτι της ερήμαξε, χορτάριασε η αυλή της. Τα λούλουδα αγρίεψαν και μπλέξανε σα δάσος κι εκείνη στέκει, τα θωρρεί με βλέμμα παγωμένο κι απλώνει στα κλωνάρια τους του Κωσταντή τα ρούχα, για να στεγνώσουν γρήγορα, να μοσμομυριστούνε. Θέλει να τά ‘χει έτοιμα όταν θα πέφτει ο ήλιος, την ώρα που γυρίζουνε στις στάνες τα κοπάδια. Τότε που θά ‘ρθει ο Κωσταντής για να πλυθεί, ν’ αλλάξει. Όλη τη νύχτα καρτερεί το γιο της να γυρίσει. Το πιάτο του κρατά ζεστό στης χόβολης την άκρη. Μα ο Κωσταντής δεν έρχεται. Βουβή μένει η πόρτα. Μόν’ σαν χαράξει η αυγή και αχνοφέξει η μέρα, τότε τα ρούχα του όμορφα με προσοχή διπλώνει και βγαίνει η δόλια στην αυλή, κει στης μουριάς τη ρίζα, απ’ όπου ασταμάτητα τις στράτες αγναντεύει. Κι αν δει στους δρόμους να περνά άγνωστος καβαλάρης, τρέχει πίσω απ’ τ’ άλογο τα ρούχα να του δώσει. ΟΙ ΞΕΔΙΑΝΤΡΟΠΟΙ Μέσα σε τούτον το ντουνιά, τον πλήρη κινημάτων, κήρυκες ξεφαντώνουνε παράξενων δογμάτων.


61

Προστάτες δήθεν των φτωχών, φρουροί των αδυνάτων, εισηγητές κι υπέρμαχοι νεοφανών πραγμάτων. Τον ευκολόπιστο λαό συχνά εξαπατούσε και απ’ τη μια τη συμφορά στην άλλη τον πετούνε. Άλλοι εράνους ενεργούν για τους εκπατρισθέντες κι άλλοι τα δίκαια ζητούν για τους αδικηθέντες. Άλλοι παπάδες γίνονται σε άγνωστη θρησκεία κι άλλοι, ως χθες θρησκόληπτοι, κηρύσσουν αθεΐα. Λογιών-λογιών πονόψυχοι εξαπατούν τις μάζες, πουλούν θρησκεία και Θεό και κάνουν γερές μπάζες. Άλλοι φοράνε άμφια φανταχτερά στους ώμους κι εικόνες περιφέρουνε θαυματουργές στους δρόμους. Τον πόνο εκμεταλλεύονται του δόλιου μετανάστη κι αδιάντροπα ποζάρουνε σαν εκλεκτοί του Πλάστη. Δέκα λοιπόν τα μάτια σας και σταυροκουμπωθείτε, προσέχτε απ’ αετονύχηδες να μην απατηθείτε. ‘’Φιλάνθρωπους’’ και ‘’άγιους’’ γέμισε η ανθρωπότης, δεν έχουν όμως ανθρωπιά, τους λείπει η αγιότης.

ΟΙ ΓΥΦΤΟΙ Στην άκρη του χωριού, κοντά στο ρέμα, στ’ απόμερου του σύδενδρου την άκρη φαλάγγι καταφτάσανε μια μέρα, περιφρονώντας το λιοπύρι και την ξέρα οι γύφτοι απ’ του ορίζοντα τα μάκρη. Της μοίρας ακλουθώντας το γραμμένο, ξέγνοιστα, διαβατάρικα πουλιά ξεπέζεψαν στο πλάι το δασωμένο, κοντά στο εξωκλήσι το θλιμμένο κι αράξαν στης σκιάς την αγκαλιά. Τσαντίρια ξαναστήσαν καπνισμένα και γέμισε φωνές η ρεματιά. Γυρίζουν τα γυφτάκια σκονισμένα, μισόγυμνα ή με φορέματα σκισμένα και πρόσωπα μισόμαυρα, σταχτιά.


62

Στων δέντρων τους κορμούς έχουν δεμένες σκουρόχρωμες αρκούδες θεριεμένες. Στο δόκανο της μοίρας τους πιασμένες, κει γυροφέρνουν όλη μέρα απελπισμένες κι εκείνες σαν κι αυτούς κατατρεγμένες. Τα ζώα τους σκυφτά, σκελετωμένα, κομμένα από πορεία μακρινή, ακίνητα κουρνιάζουν μουδιασμένα και τρέμουν από τώρα τα καημένα την ψύχρα σαν σκεφτούν τη βραδινή. Σα στήσουν το κονάκι τους πως ξέρουν και τα τσαντίρια τους καπνίσουνε ξανά, αμέριμνοι στο στέκι γυροφέρνουν, ξαπλώνουν, τραγουδούν ή λογοφέρνουν, τη φτώχεια τους κανείς δεν μελετά. Φωνές, οχλοβοή, μικροκαυγάδες, φωτιές. ογκανιτά και προσταγές. Άλλοι αργολαλούνε τους ζουρνάδες, άλλοι ταψιά γανώνουν και νταβάδες κι άλλοι ξεχύνονται στις ρεματιές. Μα σαν γυρίσουν όσοι βγήκανε στο ρέμα με τα μαχαίρια για να κόψουν σμαρδαλιές1 και φτάσουν οι χλωρές οι βέργες δέμα, τότε αφήνουν το ραχάτι και το ψέμα κι αρχίζουνε τις καλαθοδουλειές. Στριφογυρίζουν στο χωριό οι χαρτορίχτρες, των σκύλων αψηφώντας την ορμή, προσφέροντας αδράχτια και σαΐτες, καλάθια και πανέρια ή πατήτρες2 για λίγο άχυρο, σιτάρι ή ψωμί. Οι γύφτισσες τεχνήτρες, λαοπλάνες της μοίρας εξηγώντας τα γραμμένα, τις κόρες ξεγελούνε και τις μάνες και παίρνουν απ’ αυτές οι τσαρλατάνες πράγματα όμορφα, αξίας, διαλεγμένα. Θάμνος, του οποίου οι βέργες είναι κατάλληλες για το πλέξιμο καλαθιών. 2 Εξαρτήματα αργαλειού. 1


63

Τ’ απόβραδο οι γύφτοι τριγυρίζουν στις στράτες, την αρκούδα τους χορεύουν. Τους αφελείς με ευκολία ξεχωρίζουν, τον ταμπουρά3 με γέννημα γεμίζουν και λίγο άχυρο επιπλέον τους γυρεύουν. Κι ενώ όλο το χωριό γι’ αυτούς μιλάει και τα παιδάκια θέλουν πάλι να τους δουν, ο χρόνος παγερός καθώς κυλάει, χωρίς να ξέρουν και οι ίδιοι πού τους πάει, τους παίρνει και στο άγνωστο τραβούν. Στα δέντρα πάλι ησυχία βασιλεύει. Το εκκλησάκι ξαναπόμεινε βουβό. Η αύρα στην πλαγιά αργοσαλεύει, τ’ αποκαΐδια και τις στάχτες αναδεύει, «δε θέλω», λέει, «στα κλώνια ν’ ανεβώ». Η ρεματιά τους φίλους της γυρεύει και το χορτάρι τους ζητά το απαλό. Την ξεγνοιασιά τους και ο τζίτζικας ζηλεύει. Το χελιδόνι από ψηλά τους συντροφεύει και το ρυάκι μουρμουρίζει «στο καλό». ΤΙ ΕΙΔΑ Έλειπα, λέει, σε όνειρο, γυρνούσα με το χρόνο. Μα ξαφνικά σταμάτησα στης γης τα μετερίζια. Ήρθα να δω τον τόπο αυτό, να τον χαρώ σαν πρώτα, μα βρήκα μέρη έρημα και χώρες ρημαγμένες. Δακρύσανε τα μάτια μου και ράγισε η καρδιά μου. Δεν είδα κόσμο στα χωριά, ούτε λαό στις πόλεις. Είδα στοιχειά παράξενα, τέρατα σαν ανθρώπους, να γυροφέρνουν άσκοπα, να βρίζουν τό ‘να τ’ άλλο. Να καμαρώνουν την κλεψιά και να κλοτσούν το δίκιο. Να αγνοούνε το καλό, να χαίρονται το μίσος. Κι ήτανε μέρα της Λαμπρής, ημέρα της αγάπης. Είδα παραξενιές πολλές που δε χωρούσε ο νους μου. Είδα γεωργό ακτήμονα σε τσιφλικά υπηρέτη 3

Το νταούλι, το οποίο χτυπά ο γύφτος, όταν χορεύει η αρκούδα.


64

κι εργάτη είδα στην ουρά δουλειά να ζητιανεύει. Του δίκιου είδα αγωνιστές στις φυλακές κλεισμένους κι είδα αδικιάς υπέρμαχο, φρουρός να τους φυλάγει. Κι από τους δυο δεν ήξερα σαν ποιον να πρωτοκλάψω. Κι είδα γυναίκες να πουλούν τη γύμνια τους στους δρόμους και ορφανά να πνίγουνε την πείνα τους στη θλίψη. Άντρες, λεβέντες της δουλειάς να σφάζονται στις μάχες, να χύνουνε το αίμα τους για να βαθύνει η λήμνη, ώστε να πλέει άνετα το πλοίο των τυρράνων. Λυπήθηκα τους δύστυχους και ράγισε η καρδιά μου. Είδα κηφήνα ν’ αλυχτά στο πιάτο πεινασμένου και ορφανό να τριγυρνά σε μαγεριό απ’ όξω και να γυρίζει νυστικό χαράματα στους δρόμους. Κι είδα χορτάτο να κλοτσά το χέρι πεινασμένου που απλώνονταν καχεχτικό μπουκιά να του ζητήσει. Την απονιά αντίκρισα παντού να διαφεντεύει. Είδα ζητιάνους στις γωνιές δεκάρες να ζητούνε κι είδα πολέμων έμπορους μιλιούνια να μετρούνε. Είδα ανθρώπους άδικους το δίκιο να ορίζουν. Κι είδα του δίκιου τη θεά ντυμένη στα κουρέλια χωρίς χλαμίδα και ζυγό να τριγυρνά στους δρόμους διωγμένη απ’ τις ιέρειες, των δυνατών τις λόγχες. Λυπήθηκα τους δυνατούς κι έκλαψα τα παιδιά τους. Δε βάσταξα και στέναξ’ απ’ τα βάθη της καρδιάς μου. Κι ο στεναγμός μου βούηξε κι ο απόηχος μου είπε: Γιατί στενάζεις μοναχός και σκύβεις το κεφάλι. Πες το και βροντοφώναξε το τι η καρδιά προστάζει. Κλάψε και σκούξε δυνατά, ίσως σ’ ακούσουν κι άλλοι, ίσως και πάψει η συμφορά τη γη μας να ρημάζει. ΑΣΤΡΑ ΚΑΙ ΣΤΑΥΡΟΙ Δε μετράω άλλο τ’ άστρα από ‘δω από τη γη, στου πολέμου τα πλοκάμια μ’ έμπλεξαν οι δυνατοί και με στέλνουν στα ουράνια για να τα μετρήσω εκεί. Την ορφάνια αφήνω πίσω


65

και τον πόνο το βαρύ σαν παράσημο στο στήθος κάθε πολεμοχαρή. Νάν’ της δόξας του παιάνας των κρανίων ο τριγμός. Να γενεί γι’ αυτόν καιάδας ορφανών ο οδυρμός. Κι όταν τ’ άστρα θ’ ατενίζει στης νυχτιάς τη σιγαλιά, την οργή μου θ’ αντικρίζει στ’ ουρανού την αγκαλιά. Ή σαν τύχει ν’ αρμενίζει μες στα πέλαγα της δόξας και να πλέει τροπαιούχος στων νικών του τους αφρούς, θα μετρά τα τρόπαιά του, την ισχύ και την αντρειά του, με χορταριασμένους τάφους, με αμέτρητους σταυρούς. ΑΝΑΛΟΓΙΣΜΟΙ Μες στις πτυχές του σκοταδιού, στις σκέψεις ορφανού παιδιού και άνεργου εργάτη, τρέχουν οι αναλογισμοί και ψηλαφίζουν της ζωής το φως και το σκοτάδι. Από παντού φτάνουν λυγμοί, τρέλες και παραλογισμοί, μοίρες, γραμμένα, στοχασμοί, φοβέρες, καλογερισμοί . . . Φουρτουνιασμένοι εγωισμοί λυγούν το βάδισμά μου. Κι ακουμπισμένος στο ραβδί φτωχού κι ανήμπορου ξενότοπου διαβάτη, πασχίζω ο δόλιος σαν παιδί να βγάλω όλους τους λαούς


66

απ’ του ραγιά το σκυθρωπό και στείρο μονοπάτι. Κι αν το ρολόι αργοχτυπά, γοργοπερνούν οι ώρες. Ασπρίζουν γένια και μαλλιά, γεράζουν τα μικρά παιδιά κι ώσπου να δω καλοκαιριά ξανάρχονται οι μπόρες. Καγχάζουν γύρω μου οι φωνές απ’ του χαμού τις μηχανές, του θάνατου τις κόρες. Μ’ αντί γι’ αγριελιάς κλαριά ύαινες σαρκοβόρες. Στο σκλάβο που αιμορραγεί, λένε πως ήρθε χαραυγή κι όπου ‘ναι ξημερώνει. Μα πριν προβάλλει η αυγή, ξανατραντάζεται η γη, ο ήλιος δεν τολμά να βγει κι αρχίζει και νυχτώνει. Ο ΜΥΛΩΝΑΣ Πες μου αν θέλεις μυλωνά τι έχω να κερδίσω, αν καιρούς που πέρασαν ξαναφέρω πίσω κι αν με το τραγούδι μου σου ξαναθυμίσω εποχές που άλεθες γέννημα περίσσιο και αξάι έπαιρνες μπόλικο σταρίσιο, όταν ήσουν προύχοντας σε χωριό καμπίσιο; Πες μου αλήθεια μυλωνά τι έχω να κερδίσω; Τις βαριές μυλόπετρες αν ξαναγυρίσω, τη λειψή την πλάστιγγα εδώ μπροστά αν σου στήσω κι άπειρα βοϊδάμαξα άλεσμ’ αν ζυγίσω, τη μεγάλη σέσουλα αν θα σου θυμίσω και τσουβάλια τρίριγα αξάι αν σου γεμίσω κι αν στιγμές που λαχταράς σου ξαναγυρίσω, πες μου τότε μυλωνά, τι έχω να κερδίσω; Αν το μύλο πού ‘χασα μου ξαναθυμίσεις, τη ζωή, το θόρυβο εκείνο αναστήσεις,


67

το γλυκό της πλάστιγγας ήχο τραγουδήσεις, το γυάλισμα της σέσουλας μπροστά μου αν λαμπυρίσεις κι αν τσουβάλια τρίριγα αξάι μου γεμίσεις, μισό σακί γρουνάλευρο έχεις να κερδίσεις. Ο Ι 32 Π Α Π Α Δ Ε Σ Σ’ ένα νησί οι χριστιανοί μικρή εκκλησούλα στήσαν και φέραν χριστιανό παπά και το Θεό υμνήσαν, που τους αξίωσε κι αυτούς άγιο ναό να χτίσουν κι έναν παπά, πως ήθελαν, στον τόπο ν’ αποκτήσουν. Σιγά-σιγά όμως οι πιστοί πλήθυναν και αυξήσαν κι όλοι μαζί μετά χαράς κι άλλους ναούς εχτίσαν. Φέραν παπάδες αρκετούς για να τους λειτουργούνε, τα άγια λόγια του Χριστού απ’ το στόμα τους ν’ ακούνε. Κι όλους τους νέους ιερείς, πού ‘ρθαν στο μαχαλά τους, τους πλήρωναν οι χριστιανοί απ’ το υστέρημά τους. Κανένας τους δεν ήθελε να πάνε οι παπάδες εργάτες στα εργοστάσια ή να χτυπούν κασμάδες. Ποιμένες και τα ποίμνια όλοι καλοτυχίζαν και με κατάνυξη οι πιστοί τις εκκλησιές γεμίζαν. Όλοι ήσαν περήφανοι για τους πολλούς ναούς τους κι οι ιερείς δεν γόγγιζαν ποτέ για τους μισθούς τους. Μα οι παπάδες πλήθυναν, γίναν τριανταδύο και τους πιστούς πλησίασαν πανούργα ένας-δύο. «Για να φανεί», τους είπανε, «του κλήρου η αγιότης, θα πρέπει ένας από μας να προαχθεί δεσπότης». «Οι δεσποτάδες», είπανε, «είν’ του Χριστού κολόνες». Τα τυπικά αναφέρανε, κάτι παλιούς Κανόνες και τους πιστούς τους πείσανε, χωρίς μεγάλο κόπο, επόπτη των εκκλησιών να ορίσουνε στον τόπο. Μαζεύτηκαν οι χριστιανοί απ’ του νησιού τις μάκρες και σε μεγάλης αίθουσας καθίσανε τις άκρες. Γύρω-τριγύρω κάθισαν, χωρίς πολλούς καυγάδες, σ’ ένα τραπέζι απλόχωρο οι τριανταδυό παπάδες. Στα πρόσωπά τους άπλωσαν μπόλικη καλοσύνη και άστραφτε στα βλέμματα προσποιητή αγιοσύνη.


68

Αδιάφοροι όλοι δείχνανε στη μάζωξη εκείνη, μα ο καθένας πάσχιζε δεσπότης για να γίνει. Όλοι στο νου τους είχανε ραβδιά μαλαματένια, μίτρες, σταυρούς, εγκόλπια και ράσα μεταξένια. Σκέφτονταν προβαδίσματα, μετάνοιες, πολυχρόνια . . . Πως ‘’δέσποτα’’ θα τους καλούν στα υπόλοιπά τους χρόνια. Το λόγο όλοι έπαιρναν με στόμφο και με ύφος, μα ο καθείς τι έλεγε για τους πιστούς ήταν γρίφος. Με λόγους αλλοπρόσαλλους, στριφνούς και μπερδεμένους τους χριστιανούς χειρότερα μπερδέψαν τους καημένους. Κάθε παπάς επάσχιζε στο νου τους να τους βάλει αυτόν δεσπότη η μάζωξη οπωσδήποτε να βγάλει. Έφερνε επιχειρήματα πρωτοφανή ο καθένας, που απ’ τους πιστούς δεν μπόραγε να φανταστεί κανένας. Αφού και οι τριανταδυό είπανε τα δικά τους, οι χριστιανοί ανάπνευσαν. Θα ησύχαζαν τ’ αφτιά τους. Μετά, κάποιος σηκώθηκε με συστολή και φόβο κι από το μέρος των πιστών πήρε αυτός το λόγο. Ήταν ένα μεσόκοπο και πράο γεροντάκι, με ηλιοκαμένο πρόσωπο και γκριζωπό γενάκι. Κάπως δειλά πλησίασε προς τα καθίσματά τους κι αυτά τα λόγια απηύθυνε στην αγιότητά τους. -Παπάδες αξιοσέβαστοι, της εκκλησιάς εργάτες, του θείου λόγου κήρυκες, της πίστης μας προστάτες. Δεν νιώσαμε τα λόγια σας. Το νόημα εννοούμε. Μα πριν και μεις τις σκέψεις μας ξεκάθαρα σας πούμε, βγάλτε όλοι τα ράσα σας, κρεμάστε τα αράδα, ώστε και σεις να γίνετε με μας μία ομάδα. Έτσι, λίγο κοντότερα εσείς και μεις θα ‘ρθούμε κι ίσως τότε πιο εύκολα να συνενοηθούμε. Βγάλαν τα ράσα οι ιερείς, τα κρέμασαν με βιάση κει στα τριανταδυό καρφιά, πού ‘χαν γι’ αυτούς ‘τοιμάσει. Πίσω καθίσαν βιαστικοί στις θέσεις τους και πάλι, μα όλοι πυκνογύριζαν στον τοίχο το κεφάλι. Άλλος το ράσο πρόσεχε μην του το πάρουν άλλοι κι άλλος στη φύβγα σκέφτονταν ποιανού ράσο να πάρει.


69

Δεν ήταν όλα όμοια κι ούτ’ είχαν ίδια αξία, γιατί δεν είχαν κι όλοι τους την ίδια ενορία. Μετά, ξανασηκώθηκε σιγά το γεροντάκι, προς το τραπέζι σίμωσε, ήπιε λίγο νεράκι και με φωνή ολοκάθαρη και βλέμμα όπου καίει, προς τους παπάδες γύρισε κι αυτά τα λόγια λέει. -Σύμφωνα με των κληρικών τις τόσες θεωρίες, τον τόπο εγώ τον διαιρώ σε τρεις κατηγορίες. Πρώτα στην τάξη την απλή, που στη δουλειά ασχολείται. Σε μας, που σεις για σύντομα ‘’λαϊκούς’’ αποκαλείτε. Μετά ο κλήρος έρχεται. Οι απλοί οι ρασοφόροι. Οι διάκονοι, οι καλόγεροι κι όλοι οι γενειοφόροι κι όσοι μας καταδέχονται κι εύκολα συναντούμε. Αυτούς που εμείς οι λαϊκοί ‘’παπάδες’’ τους καλούμε. Την τρίτη τάξη αποτελούν μονάχα δεσποτάδες. Κάποτε ήτανε κι αυτοί όπως και σεις παπάδες. Μα λεν, πως δώρο εξ ουρανού τους έχει έρθει θείο, γι’ αυτό κι αποτελέσανε το μέγα ιερατείο. Ξεχώρισαν απ’ τους λοιπούς και στέκονται παρέκι και μας κοιτούν αφ’ υψηλού απ’ το ψηλό τους στέκι. Αυτοί κρίνουν από ψηλά κι αυτοί αποφασίζουν και πότε μας διπλοευλογούν, πότε μας αφορίζουν. Εμείς λοιπόν οι λαϊκοί, μπλεγμένοι στις φροντίδες, βρισκόμαστε σε μακρινές απ’ το Θεό βαθμίδες. Εσείς πιο πλησιέστερα είσαστε οι παπάδες. Και πιο κοντά απ’ όλους μας βρίσκονται οι δεσποτάδες. Ανάλογα ο καθένας μας τις ψυχικές του αξίες κι ανάλογα πώς νίκησε θνητών πλεονεξίες κι όσο πιο περισσότερο εισχώρησε στην πίστη τόσο και πιο κοντότερα ανέβηκε στον Κτίστη. Έτσι, από μας οι πιο καλοί γίνονται, λέει, παπάδες κι οι αγιότεροι από σας γίνονται δεσποτάδες. Άρα, η ψυχή, η συνείδηση και οι καλές οι πράξεις μόνο μας ανεβάζουνε στις πιο επάνω τάξεις. Γι’ αυτό, εσείς οι κληρικοί, μικροί ή και μεγάλοι, έχετε σαν προορισμό, σκοπό τό ‘χετε βάλει


70

τα άγια λόγια του Θεού πιστά να τα φυλάτε και μας από τον πειρασμό μακριά να μας κρατάτε. Να πολεμάτε την ψευτιά, τ’ άδικο να χτυπάτε. Πρώτοι στο δρόμο του Θεού εσείς να περπατάτε. Να προστατεύετε φτωχούς, να δίνετε βοήθεια, τον πόνο ν’ απαλαίνετε στα πονεμένα στήθια. Τον ξένο να συντρέχετε, τον καταφρονεμένο. Παρηγοριά να δίνετε στον περιφρονημένο. Το ορφανό, τον άρρωστο πρώτοι να συμπονάτε. Τους άδικους να κρίνετε και να τους πολεμάτε. Στη δυστυχία πάντοτε εσείς να είστε πρώτοι. Ποτέ να μη σας συγκινούν του χρήματος οι κρότοι. Στους λαϊκούς να γίνετε παράδειγμα μεγάλο, που απ’ το δικό σας πιο καλό να μην υπάρχει άλλο. Αφού έτσι επιβάλλεται να ζούνε οι παπάδες, θα πρέπει αυστηρότερα να ζουν οι δεσποτάδες. Μια κι είναι πλησιέστερα προς του Θεού το θρόνο και αγιοσύνη κι ανθρωπιά τους διακρίνει μόνο. Αν τύχει και καμιά φορά παπάς παραστρατήσει, ο Πλάστης μας πιο εύκολα ίσως τον συγχωρήσει, γιατί δεν εξαγνίστηκε απόλυτα το σώμα, γι’ αυτό και μένει χαμηλά κι είναι παπάς ακόμα. Μ’ αν ο δεσπότης άνομα το βίο του τον ζήσει, αυτός που υποτίθεται τα γήινα έχει αφήσει και τ’ άγια λόγια του Θεού έκανε βίωμά του, αμείλικτα θα δικαστεί για κάθε αμάρτημά του. Με βάση τώρα όλα αυτά και γνώμονα την πίστη και με στραμμένη την καρδιά στον Ύψιστο τον Κτίστη, την εκλογή ας κάνουμε του νέου ιεράρχη κι όλοι μαζί ας ορίσουμε στο μέλλον ποιος θα άρχει. Αμέσως επροχώρησε στον τοίχο με τα ράσα -ενώ οι παπάδες κράταγαν όλοι τους την ανάσαξεκρέμασε απ’ τα καρφιά ράσο παλιό, τριμμένο και καλυμμαύκι έφερε το πιο ξεθωριασμένο. Τα άφησε επιδεικτικά στου τραπεζιού τη μέση -ενώ κανείς δεν ήξερε σαν τι να υποθέσει-.


71

Μετά, απ’ τον κόσμο ζήτησε ποδήματα να φέρουν, κατάλληλα και πρακτικά, όπως εκείνοι ξέρουν. Κι άλλος αρβύλες έφερνε κι άλλος κοινά σκαρπίνια κι άλλος μπότες δερμάτινες κι άλλος στενά λουστρίνια. Παντόφλες, πλεχτά πέδιλα, γαλότσες και γοβάκια, σοσόνια αδιάβροχα, πασούμια και μποτάκια. Μ’ αυτός τσαρούχια διάλεξε καινούργια ένα ζευγάρι, καλοφτιαγμένα και γερά ‘πο γουρουνιού τομάρι. -Αυτά είναι καλύτερα, είπε, για τις πορείες. Είναι απλά και βολικά. Δεν έχουν φασαρίες. Τα πήρε, δίπλα τά ‘βαλε στο ράσο το τριμένο, μαζί με ξύλινο ραβδί, χοντροπελεκημένο. Μετά, χαρτί εζήτησε δίπλ’ από μια παρέα και πάνω-πάνω έγραψε ‘’μισθός του ιερέα’’. Το δίπλωσε προσεχτικά και τό ‘κοψε στα δύο. Τό ‘να κομμάτι τό ‘βαλε μπρος στους τριανταδύο, δίπλα στα γουρνοτσάρουχα, αντάμα με το ράσο και τ’ άλλο, είπε, στους φτωχούς εγώ θα το μοιράσω. Μετά, με ύφος απαλό γύρισε στους παπάδες, που όλοι λαχταρούσανε να γίνουν δεσποτάδες. -Ιδού, είπε, τα άμφια του νέου ιεράρχη. Ιδού εδώ κι η αμοιβή του νέου ποιμενάρχη. Ποιος το Χριστό με θέληση να υπηρετεί γυρεύει και ποιος στα λόγια του Θεού πραγματικά πιστεύει και ζωντανή στα στήθια του τη θεία φλόγα φέρνει, του ποιμενάρχη τ’ άμφια τώρα αν θέλει παίρνει. Μεγάλο είναι το νησί, απέραντες οι εκτάσεις, οι δρόμοι του ατέλειωτοι, μεγάλες οι αποστάσεις. Ξέρω πως θά ‘χει ο δέσποτας επιθυμιά μεγάλη, να πάει δίπλα στους φτωχούς, να δει τη βιοπάλη. Μες στο νησί να τριγυρνά, ‘π’ τη μια μεριά στην άλλη και σ’ εξωκλήσι να ευλογά και σ’ εκκλησιά μεγάλη. Δε θέλω εγώ την πρόθεση του δέσποτα ν’ αλλάξω μόν’ απ’ το βάρος τ’ άχρηστο θε να τον απαλλάξω. Για να μπορεί τους χριστιανούς να νουθετεί, να ελέγχει, θα πρέπει ασταμάτητα μες στο νησί να τρέχει.


72

Γι’ αυτό τσαρούχια διάλεξα για να φοράει στα πόδια, γιατ’ είναι τα καλύτερα του πεζοπόρου εφόδια. Μίτρες και χρυσεγκόλπια δύσκολα κουβαλιούνται, γι’ αυτό από τούτη τη στιγμή όλ’ αυτά καταργούνται. Άλλωστε, καθαρότατα το ξέρει η κτίση πάσα «Τα ράσα δεν κάνουν τον παπά, μα ο παπάς τα ράσα». Και τον περίσσιο το μισθό σαν πού θα τον ξοδέψει, αφού δεν έχει φαμελιά κι ούτε παιδιά να θρέψει; Σ’ όποια εκκλησία του Χριστού τα βήματα τον φέρουν, οι χριστιανοί μετά χαράς τροφή θα του προσφέρουν. Τα χάσανε οι ιερείς και μείναν ξαφνιασμένοι. Εμβρόντητοι κι αμίλητοι, σαν απολιθωμένοι. Κι όταν από την έκπληξη συνήλθαν τη μεγάλη, τα μάτια σαν ξεθόλωσαν κι είδαν τον κόσμο πάλι, πετάχτηκαν όλοι ορθοί και με σπουδή περίσσια, προς τα τριανταδυό καρφιά ορμήσανε στα ίσια. Καθείς τα ράσα του άρπαξε, που ωραία του φανήκαν, γοργά στην πόρτα όρμησαν κι όλοι καπνός γενήκαν. ΤΟ ΧΡΗΜΑ Το χρήμα πόλεις εκπορθεί, ανθρώπους εκπατρίζει. Σε όποια χέρια κι αν βρεθεί, εύκολα τα λυγίζει. Πλανά το νου των φρόνιμων, τη σκέψη διαβρώνει και φτιάχνει τόπο γόνιμο, κακία να φυτρώνει. Κάθε αρετή ποδοπατά, τη σκέψη σκανδαλίζει, υπηρετεί το σατανά, φιλία δεν γνωρίζει. Το χρήμα, αν θέλεις, τραγουδά, αν θες, λέει μοιρολόγια. Κι οι δεσποτάδες καθαρά το λεν και το τονίζουν.


73

Απ’ όλα τα ευαγγέλια και του Χριστού τα λόγια, οι τίτλοι και τα κτήματα βαρύτερα ζυγίζουν. ΣΤΟΥΣ ΗΡΩΕΣ ΤΟΥ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ Ξένε, Αν θες να δεις τη Λεβεντιά, τη Δόξα να γνωρίσεις, σύρε στη χώρα των Θεών, μαζί της να μιλήσεις. Ρώτα τους κάμπους, τα βουνά, τις ράχες, τα λαγκάδια. Ρώτα τις πόλεις, τα χωριά, τους βράχους, τα λιθάρια, για να σου πουν για αντρειά, για λεβεντιά, για θάρρος. Να δεις πώς μένει άσβεστος της λευτεριάς ο φάρος. Κι αν θες να δεις πώς ραίνουνε τους ήρωες με κρίνα, κατέβα στην τρισδόξαστη, στην ξακουστή Αθήνα. Μ’ αν θες να νιώσεις στην καρδιά αιθέριο μεγαλείο, πήγαινε τούτη τη βραδιά μπρος στο Πολυτεχνείο. Εκεί θα δεις τη Λευτεριά, ολόλαμπρη κι αιθέρια, να στεφανώνει αθάνατους με τ’ άγια της τα χέρια. Στάσου, ξένε, παράμερα, μπροστά στην άγια πόρτα. Τα χώματα, τα σίδερα και τις κολόνες ρώτα, για να σου πουν σαν τι βωμό, ξένε μου, αντικρίζεις. Σε τι θυσιαστήριο ηρώων γονατίζεις. Μην πλησιάζεις στο βωμό και μην πατάς το χώμα. Είν’ ζυμωμένο μ’ αίματα, πού ‘ναι ζεστά ακόμα. Στρέψε το βλέμμα ολόγυρα, να δεις πώς γιγαντώνουν τυραγνισμένα πρόσωπα και ροζιασμένα χέρια. Δες τα θλιμμένα μάτια τους και δες την άγια σπίθα, σαν σε τι στήθια κατοικεί, σε τι καρδιές φωλιάζει. Πώς κρυφοκαίει ακοίμητη, πώς ξαναλαμπαδιάζει. Εκεί θα δεις τη λευτεριά, την ίδια την Ελλάδα, ν’ ανάβει πάνω στο βωμό ακοίμητη λαμπάδα. Να στεφανώνει ευλαβικά το μνήμα των παιδιών της, που πέσαν για τη δόξα της, τ’ όνομα το δικό της. Κλίνε το γόνυ ευλαβικά μπρος στην Ωραία Πύλη και πάρε φως απ’ τη φωτιά, ‘π’ τ’ ακοίμητο καντήλι. Τότε θα νιώσεις γύρω σου ψυχές να φτερουγίζουν,


74

ψυχές που αιώνια οι ζωντανοί θα υμνούν, θα μακαρίζουν. Εκεί θα δεις αθάνατους, θα δεις Θεούς να βγαίνουν. Εκεί θα δεις πώς οι θνητοί αθάνατοι απομένουν. Θα ξανακούσεις θούρια, παιάνες, εμβατήρια. Σουλιώτισσες ολόγυρα θα νιώσεις να χορεύουν. Εκεί θα δεις τις Πλαταιές, εκεί τις Θερμοπύλες. Εκεί θ’ ακούσεις ιαρές, πέρ’ απ’ το Μαραθώνα. Τη λάμψη την πραγματική θα δεις του Παρθενώνα. Τιτανομάχοι θά ‘ρχονται ‘π’ τα βάθη των αιώνων, τους ήρωες τους φοιτητές να διπλοστεφανώνουν. Του Εικοσιένα στραυραετοί θα φτάνουν με τραγούδια, το μνήμα των αθάνατων να ραίνουν με λουλούδια. Φωνές θ’ ακούσεις βροντερές ν’ αχολογούν ‘’Αέρα’’. Της Κατοχής οι μαχητές θα έρχονται από πέρα, φέρνοντας αγριολούλουδα ‘π’ τους τάφους τους κομμένα, που ατίμητοι χορτάριασαν σε όρη τιμημένα. Θα δεις σκιές που έσβησαν στ’ ανήλια τα μπουντρούμια, σε αφιλόξενα νησιά, σε κάτεργων λαγούμια, να παίρνουν όψη και μορφή, να ξαναζωντανεύουν. Πρώτες στον άγιο το χορό απόψε να χορεύουν. Κι όλες μαζί να τραγουδούν την άγια τούτη ώρα: «Λεβεντογέννα νια γενιά πάντα μπροστά προχώρα.» Μάνες θα δεις λεβέντισσες, μα με γερμένο σώμα, με δάκρυα να βρέχουνε το αγιασμένο χώμα. Θα δεις αδέρφια κι αδερφές όρκο τρανό να παίρνουν. «Ελευθεριά ή θάνατος», θα δεις ποιοι το προφέρνουν. Εκεί θα δεις την αντρειά δαφνοστεφανωμένη. Εκεί ψυχή αδούλωτη θα νιώσεις τι σημαίνει. ΤΟ

ΧΟΡΤΑΡΑΚΙ

-Τη μυγδαλιά τη φύτεψε ο παππούς. Ακούς μικρόχορτο, ακούς; Όταν εγώ ήμουν μικρός. Τη φύτεψε για μένα. Τώρα έφυγε αυτός στους ουρανούς. Ακούς μικρόχορτο, ακούς; Ο χωρισμός είναι πικρός.


75

Μα τι σε νοιάζει εσένα; Αυτούς τους κάτασπρούς της τους ανθούς. Ακούς μικρόχορτο, ακούς; Θε να τους πάω την αυγή στον τάφο του στεφάνι. -Μην ταπεινώνεις έτσι τους μικρούς. Ακούς μικρό παιδί, ακούς; Περίμενε ο ήλιος να ξεβγεί κι η μέρα να ζεστάνει. Πριν πας τα λούλουδά σου στους νεκρούς. Ακούς μικρό παιδί, ακούς; Καρτέρα με λίγο κι εμέ, ανοίγω μπουμπουκάκι. Με πότιζε κι εμένα ο παππούς. Ακούς μικρό παιδί, ακούς; τ’ απόγευμα και την αυγή μ’ ολόδροσο νεράκι. Ήταν καλός με όλους τους μικρούς. Ακούς μικρό παιδί, ακούς; Και ξέρω θα χαρεί, αν δει κι ένα δικό μου ανθάκι. 0 ΑΓΩΓΙΑΤΗΣ Ο αγωγιάτης άρρωστος στο στρώμα του θανάτου, ψυχομαχά και χάνεται, βρίσκεται στα στερνά του. Τ’ άλογα φέρνει στο μυαλό, τ’ αγώγι του, το κάρο . . . Πότε μιλάει με τη ζωή, πότε μιλάει στο χάρο. Τα κουρασμένα μάτια του γυρίζει στα παιδιά του, που έχουν όλα μαζευτεί τριγύρω, εκεί κοντά του.


76

Τ’ αδύναμα τα χέρια του στα χέρια τους αφήνει και στη σβησμένη του φωνή στερνό κουράγιο δίνει. -Παιδιά μου, λέει, είναι γραφτό εδώ να σας αφήσω. Μα πριν να φύγω, θά ‘θελα μια χάρη να ζητήσω. Τ’ άλογα ν’ αναλάβετε, το κάρο, την πραμάτεια. Στο φόρτωμα να έχετε ορθάνοιχτα τα μάτια. Τ’ αγώι αυτό παρέδωσε ο πατέρας μου σε μένα, σαν έφυγε, πως τώρα εγώ κι εκείνος για να ξένα. Μα ο δρόμος έτυχε τραχύς, ανηφοριές και ξέρες και γρήγορα μετρήθηκαν και οι δικές μου μέρες. Τώρα η ώρα έφτασε, τα μάτια μου πριν κλείσω, το χρέος που ανέλαβα στα χέρια σας ν’ αφήσω. Είναι τ’ αγώι ατίμητο και λάμπει σαν το φάρο. Κι ας φαίνεται μηδαμινό στο φτωχικό μας κάρο. Την αντρειά, τη δύναμη, τη γνώση, την αλήθεια, την ανθρωπιά, το δίκαιο, τον πόνο, τη βοήθεια, τη δόξα και τη λευτεριά έχετε για πραμάτεια. Γι’ αυτό θα πρέπει νά ‘χετε ορθάνοιχτα τα μάτια.


77

Τίποτα να μη χάσετε απ’ όσα σας αφήνω. Τούτη την ιερή στιγμή τρανή ευχή σας δίνω, των προγονών σας το δαυλό άσβεστο να κρατείστε και ό,τι σας παρέδωσα διπλό να τ’ αυγατίστε. Τα μάτια σα μου κλείσετε, θάψτε με στο λοφάκι. Βάλτε μου ξύλινο σταυρό, μικρό ‘να καντηλάκι. Να βλέπει ο περαστικός κάθε φυλής διαβάτης, ως πού τ’ αγώι τό ‘φερε ο τάδε αγωγιάτης. Αντάμα να βαδίζετε, μαζί κι αγαπημένα. Το κάρο να προσέχετε, τ’ άλογα τα καημένα. Κι αν σας επιτεθούν ληστές στο δρόμο όπου πάτε, τα στήθια σας προτάξετε και το σπαθί τραβάτε. Γι’ αυτό το άγιο φόρτωμα αδέλφια μου κι εμένα εχθρούς πολλούς πολέμησαν και πέσαν τιμημένα. Άλλοι στ’ αλβανικά βουνά το θάνατο αψηφώντας κι άλλοι σκληρών κατακτητών τη σβάστικα χτυπώντας. Και σεις μην το αφήσετε σε άρπαγων ασκέρια. Φανείτε αδέλφια καρδιακά και μ’ αντρειωμένα χέρια


78

στον πόλεμο και στη χαρά πάντα μπροστά τραβάτε. Κι όπου προστάξαν οι θεοί το φόρτωμα να πάτε. Μα, επειδή είν’ λιγοστά του καθενός τα χρόνια κι ο δρόμος είν’ατέλειωτος και η πορεία αιώνια, το τέλος σα θα νιώσετε, σαν έρθουν τα στερνά σας, τα λόγια που ακούσατε, να πείτε στα παιδιά σας. Κι όπου περνάτε, ανάβετε μια άσβεστη λαμπάδα. Για να μαθαίνουν οι λαοί πού πέρασε η Ελλάδα. Να παίρνουν φως, να φέγγουνε τ’ αχνό τους μονοπάτι. Να δουν πόσο αξίζουνε οι γιοι του αγωγιάτη. ΤΟ ΟΡΓΩΜΑ ΄Ολη τη μέρα στο ζυγό αργοφυσούν τα βόδια και το αλέτρι το βαρύ αγόγγιστα τραβούνε. Μαζί στον ίδιο το ρυθμό αργοκινούν τα πόδια και τις ουρές ανάλαφρα στις ράχες τους χτυπούνε. Τα μάτια τους στοχαστικά κοιτάζουνε στο χώμα κι όλη τη μέρα αδιάκοπα οργώνουν το χωράφι. Αναμασούν τις καλαμιές ανόρεχτα στο στόμα κι ελπίζουν πως ο κόπος τους θε να γενεί χρυσάφι. Κι ο ζευγολάτης πίσω τους με τη μακριά βουκέντρα τ’ αλέτρι του σφιχτοκρατά ακούραστος, με κέφι. Την τροφοδότρα οργώνει γη, του κόσμου την αφέντρα, που οι θεοί την πρόσταξαν τον δουλευτή να τρέφει. Γοργά τ’ αλέτρι το βαρύ τη γη αναδιπλώνει κι όλη τη μέρα αυλακιές κοντά-κοντά αραδιάζει.


79

Τα νυσταγμένα χώματα στον ήλιο ξεδιπλώνει και το χωράφι με στοργή γι’ άλλη σοδειά ‘τοιμάζει. Το υνί χαϊδεύει στη στροφή αδελφικά η ξύστρα, τις λάσπες από πάνω του τις ξεκολλά κομμάτια. Τα βόδια αργά λοξοκοιτούν τη σβέλτη καθαρίστρα κι ένα βουβό ‘’ευχαριστώ’’ της λένε με τα μάτια. Μες στο λιοπύρι αργοπάν, πως τα οδηγά η βουκέντρα κι αρχίζουν άλλη μια σποριά, σαν την παλιά τελειώσουν. Στου χωραφιού πώς λαχταρούν να φτάσουνε τα δέντρα, τον ίσκιο να σιγοδιαβούν, λίγη δροσιά να νιώσουν. Αδιαφορούν για τις φωνές του σπίνου, του σπουργίτη, που αντιλαλούν χαρούμενες στου χωραφιού τα μάκρη, σαν δουν να βγάζει το υνί σκουλίκι ή τρυγίτη κι όλοι μαζί τσιμπολογούν στης αυλακιάς την άκρη. Κι όταν θά ‘ρθει τ’ απόβραδο κι ο ήλιος χαμηλώσει, ο ζευγολάτης τ’ όργωμα κι αυτός θα σταματήσει. Δίπλα στ’ αλέτρι το ζυγό το λείο θ’ απιθώσει και στη βοσκή τα βόδια του ελεύθερα θ’ αφήσει. ΤΟ ΛΕΩΦΟΡΕΙΟ Σε κάποια θέση κι εγώ είμαι καθισμένος του λεωφορείου αυτής της ψεύτικης ζωής, που στο τιμόνι του βαρύς και θρονιασμένος ο Χρόνος είναι ο οδηγός της μηχανής. Απ’ τα παράθυρα χαζεύουν όλοι έξω, μα τα τοπία όλα γρήγορα περνούν και πριν προλάβω κάτι να προσέξω, φεύγει και άλλα μπροστά στα μάτια μου περνούν. Γοργοπερνάμε ανηφόρες – κατηφόρες, ισώματα, φαράγγια, λαγκαδιές και συναντάμε μια λιακάδες και μια μπόρες, ξεροβοριάδες, θύελλες, αναποδιές. Μα το αμάξι ασταμάτητα πηγαίνει κι όλο σε άγνωστες μας πάει περιοχές. Κι αλλού ο ήλιος λαμπροβγαίνει κι αλλού μας περιμένουν χιόνια και βροχές.


80

Στην κάθε στάση νέους επιβάτες παίρνει και συνεχίζει, αφού όλοι ανεβούν. Κι άλλος στην πρώτη στάση κατεβαίνει κι άλλοι πηγαίνουν και ξεχνούν να κατεβούν. Μα, κάπου-κάπου οι επιβάτες του μαλώνουν κι όλοι τις θέσεις τις καλές διεκδικούν. Τα χέρια τότε όλοι με μιας ανασκουμπώνουν κι ένας τον άλλο απ’ τα παράθυρα πετούν. Κι ένας του άλλου τις βαλίτσες θέλει να φτάσει και τις τραβάει προς τη δική του τη μεριά. Μα όταν κατέβει στη δική του πλέον στάση δεν παίρνει τίποτα, παρά μισόκαυτα κεριά. Άλλοτε πάλι αναπάντεχα ημερεύουν κι αστεία λένε μεταξύ τους και γελούν. Τους εαυτούς τους ευκολότερα βολεύουν στις πρώτες θέσεις ή και όρθιοι αν βρεθούν. Ο οδηγός αδιάφορος μες στο καμιόνι και ασυγκίνητος από χαρές ή φονικά, ούτε γελάει, ούτε θυμώνει, μόνο στις στάσεις σταματάει κανονικά. Η ΑΥΓΗ Η αυγή γλυκοχαράζει, αχνοφέγγει η ανατολή κι η ψυχή αναγαλιάζει, φτερουγίζει απαλή. Όλη η πλάση μουδιασμένη απ’ τη νύχτα τη θολή, της αυγούλας περιμένει το δροσάτο το φιλί. Ασημώθηκε ο θόλος ο μουντός του ουρανού και χρυσίζει ο κόσμος όλος απ’ το φως τ’ Αυγερινού. Τα πουλιά αργοξυπνάνε


81

κι ετοιμάζονται κι αυτά, την αυγή να υποδεχτούνε με τραγούδια χαρωπά. Κι ο γυαλός σαγηνεμένος μες στο χρώμα το μαβί στέκεται σα ναρκωμένος καρτερώντας την αυγή. Τα κουπιά κάποιας βαρκούλας που σαλεύουνε δειλά, τον καθρέφτη της αυγούλας ρυτιδώνουν απαλά. Στου ορίζοντα το βάθος απαλόχρωμες φωτιές ξεγυμνώνουνε με πάθος την πλαγιά απ’ τις καταχνιές. Λαμπροστόλιστη νυφούλα, με αιθέρια φορεσιά, ξεπροβάλλει η αυγούλα, ροδομάγουλη, γλυκιά. Στις ραχούλες, στα λαγγάδια, στα χορτάρια, στις ελιές, σαν πολύχρωμα πετράδια λάμπουν οι δροσοσταλιές. Χίλια χρώματα σκορπίζουν απ’ τα ξέπλεκα μαλλιά και παντού ζωή χαρίζουν τα θερμά της τα φιλιά. Η ΡΟΔΑ ΄Οταν ανακαλύφτηκε η στρογγυλή η ρόδα, όλου του κόσμου τα όνειρα ανθίσανε σα ρόδα. Στον κύκλο της εδέσαμε όλοι τα όνειρά μας και στις στροφές της ψάξαμε να βρούμε τη χαρά μας. Στο κύλισμά της κύλησε μπροστά και η ψυχή μας και ρόδινα νομίσαμε πως θα κυλά η ζωή μας. Ο κόσμος ένιωσε χαρά στα χρόνια της τα πρώτα,


82

μ’ αυτή με τις πολλές στροφές μας άλλαξε τα φώτα. Κατρακυλά αδιάκοπα, σταματημό δεν έχει κι ο δόλιος εφευρέτης της πίσω της τώρα τρέχει. Σε μια στροφή απότομη του ξέφυγε απ’ τα χέρια κι έγινε κάννη κανονιού, ακόνι για μαχαίρια. Έγινε αυτοκίνητο, ο δήμιος των δρόμων κι έγινε στο εργοστάσιο πλεονεξίας γνώμων. Πριν χρόνια μια κλατάρησε στα πόδια τανκ, τι κρίμα! έχασε τις ακτίνες της, την όψη της, το σχήμα. Οικτρά παραμορφώθηκε ‘πτο σιδερένιο κύτος κι η στρογγυλή περίμετρος έγινε φαύλος κύκλος. Στο κυκλικό της πέρασμα τα πάντα στρογγυλεύουν κι όλα στριφογυρίζουνε και κυκλικά χορεύουν. Τα στρογγυλά τα πόδια της δε θεν να ισορροπήσουν, γι’ αυτό τον κύκλο σκέφτονται να τον τετραγωνίσουν. Μα είναι πια αδύνατο, τη συνταγή τη χάσαν και οι σοφοί οδύρονται για τον μπελά που πιάσαν. Η ‘’Π Α Τ Ρ Ι Σ’’ Ένας ζόρικος λοχίας, που όλοι τον φωνάζουν Κίτσο, μάζεψε τη διμοιρία στην αυλή δια της βίας και με μπόλικο καπρίτσιο κάνει σ’ όλους θεωρία. -Μες σε τούτη τη μονάδα θέλω απ’ τους στρατιώτες σεβασμό και πειθαρχία. Στη δική μου την ομάδα, πού ‘ναι όλοι πατριώτες δεν ταιριάζει η αναρχία. Δυο φαντάροι πέρα εκεί -ο Βαγγέλης με το Μήτσοπου αφήσανε τα γίδια και φορέσαν το χακί, στο λοχία λεν τον Κίτσο, που όλο ζάρωνε τα φρύδια.


83

-Τι λες τώρα κυρ-λουχία; Είπεις ούλοι οι στρατιώτις ότι είνι πατριώτις; Ιγώ τρανό μιράκι τό ‘χου, είμι γλεπς ‘που ιπαρχία. Πατριώτη ιγώ δεν έχου ούτι ένα μες στου λόχου. Ο λοχίας θυμωμένος βροντοφώναξε ‘’σκασμός’’. Μέσα του έβραζε το αίμα. Μα κρατήθηκε ο καημένος, όπως λέει ο κανονισμός κι άλλαξε αμέσως θέμα. Τους μιλά για την πατρίδα κι εξηγεί το νόημά της. Παίρνει ύφος και καμάρι και στα λόγια του έχει ελπίδα πως καλά το νόημά της θα συλλάβουν οι φαντάροι. -Η πατρίς, λέει, είν’ η μητέρα κι όλοι είμαστε παιδιά της. Γι’ αυτή το χακί φορούμε. Μαζευόμαστε ‘δω πέρα απ’ τις πόλεις, τα χωριά της κι ό,τι πει το εκτελούμε. Σηκωθείτε οι δυο εκεί κάτω, λέει στο Μήτσο, στο Βαγγέλη και ξεχάσετε τα γίδια. Πέστε μου απάνω-κάτω σαν πώς η πατρίς μας θέλει; Επαναλάβετε τα ίδια. -Η πατρίς, απάνου-κάτου, κυρ’ λουχία μ’ απού λιές, λέει ο Μήτσος δυνατά, είν’ η μάνα μου η ίδια. Μόν’ που εκείνη εκεί κάτου τώρα θα μαζώνει ιλιές ή θα σκάβει τα σπαρτά, είτι θα αρμέγει τα γίδια.


84

Την πατρίδα πρέπει ν’ ακούμι κι τα ρούχα τ’ς να φουρούμι κι ό,τι λέει να το κτιλούμι. Την πατρίδα μ’ την πουνώ και πουλύ την αγαπώ. Είν’ η μάνα μου, γι’ αυτό. -Φτάνει, φτάνει, λέει ο Κίτσος. Και γυρνώντας στο Βαγγέλη. Σήκω επάνω τώρα εσύ. Άκουσες τι είπε ο Μήτσος; Σαν πώς η πατρίς μας θέλει; Γιατί την πονάς εσύ; Κι ο Βαγγέλης απαντά με φωνή σαν την καμπάνα. -Κυρ’ λουχία μ’ να σι πω. Την πατρίδα τ’ν αγαπώ, γιατί είνι τ’ Μήτσιου η μάνα. ΤΟ ΠΟΥΛΑΚΙ - Γιατί πουλάκι δε λαλείς, γιατ’ είσαι λυπημένο; Γιατί δεν γλυκοτραγουδείς, μόν’ είσαι μαραμένο; - Σαν τι τραγούδι να σας πω, τι να σας τραγουδήσω; Πώς να λυθεί η φωνούλα μου και πώς να κελαϊδήσω; Εδώ δεν έχει έλατο, δεν έχει κυπαρίσι κι ούτε βουίζουν οι οξιές, δεν καλαρίζει η βρύση. Δεν έχει γάργαρα νερά να σιγομουρμουρίζουν κι ούτε γκρεμούς και ρεματιές τον ήχο να γυρίζουν. Η αύρα χάνει το ρυθμό, βουβάθηκε η φλογέρα κι ούτε κουδούνια κοπαδιών ακούγονται από πέρα. Δεν έχει πεύκα και γκορτσιές για να γλυκοσφυρίζουν κι ούτε θυμάρι ή ρίγανη γλυκά να με ζαλίζουν. Αν τραγουδήσει τ’ ορφανό, ο σκλάβος, ο διωγμένος, θάν’ το τραγούδι του πικρό κι ο τόνος του θλιμμένος. Εδώ στη μαύρη ξενιτιά οι νότες ξεθυμαίνουν. Τη γλύκα χάνει η φωνή και οι χαρές πεθαίνουν. Ακούω και τ’ άλλα τα πουλιά να κελαϊδούν στη χλόη,


85

μα φτάνει το τραγούδι τους στ’ αυτιά μου μοιρολόι. ΤΟ ΚΥΜΑ Κύμα σπαθάτο, υπέροχο, χιλιοτραγουδισμένο. Κύμα ψυχρό κι αγέροχο, κύμα δακρυοβρεγμένο. Τον Έρωτα έχεις αδερφό, το Χάρο παραδέρφι. Πότε ζητάς πόθο κρυφό, πότε καημός σε τρέφει. Πού ‘ναι η βαρκούλα πού ‘παιζε μέσα στους λικνισμούς σου; Κείνη που γλυκοχάιδευες με τους λευκούς αφρούς σου; Την αγαπούσες, τό ‘δειχναν τα παιχνιδίσματά σου. Ματιές κρυφές της έριχναν τα λαμπιρίσματά σου. Και μένα στ’ άσπρα της πανιά παίζαν τα όνειρά μου. Στου καπετάνιου την καρδιά χτυπούσε η καρδιά μου. Τι σού ‘πε τάχα η άμυαλη και θέριεψε η καρδιά σου και δυο αγάπες έπνιξες στα κρύα σωθικά σου; Μην ξέφυγε απ’ τα χείλη της και έφτασε στ’ αυτιά σου πως προτιμά τον κύρη της ‘πτα χάδια τα δικά σου; Ή μήπως την ξεμυάλισες με τα μουρμουρητά σου κι ανύποπτη τη σφάλισες στην άπονη αγκαλιά σου;


86

Αν τη θωριά της ζήλεψες και το παράστημά της, τους χτύπους πώς δεν γύρεψες να μάθεις της καρδιάς της; Τώρα στο βράχο εδώ χτυπάς, μοιρολογάς και σκούζεις. Μικρή νυφούλα αναζητάς κι όλα μ’ αφρούς τα λούζεις. Πότε τα πόδια μου φιλάς πικρά μετανιωμένο, πότε συγνώμη μου ζητάς κι αργοκυλάς θλιμμένο. Άλλοτε πάλι αγκομαχάς, στα πέλαγα γυρίζεις κι αναστενάζεις και βογκάς, για να την βρεις πασχίζεις. Μ’ άδικα πια θρηνοκοπάς κι άδικα την φωνάζεις. Αιώνια θά ‘ρχεσαι, θα πας, γι’ αυτήν θ’ αναστενάζεις. Ήταν για μας τους δυο γραφτό, δω στο γιαλό αντάμα, με δάκρυ μαύρο και καυτό να σβήνουμε στο κλάμα. Η ΚΑΡΤΑ Την τελευταία κάρτα σου σήμερα βρήκα μάνα, αυτήν που μας στερνόστειλες προτού κλείσεις τα μάτια. Τη φάτνη έχει του Χριστού και μια χρυσή καμπάνα κι από ψηλά είν’ ανοιχτά τα θεϊκά παλάτια. Στο πίσω μέρος έγραφες λόγια απ’ την ψυχή σου και στα παιδιά, στα εγγόνια σου, έδινες την ευχή σου. «Αγαπημένα μου παιδιά, σας στέλνω τις ευχές μου. Σας εύχομαι χρόνια πολλά και μες στις προσευχές μου, παρακαλώ την Παναγιά, προτού τα μάτια κλείσω, να στείλει αγέρα ανάλαφρο, να κάμει δρόμο ίσο


87

και στην πατρίδα γρήγορα να σας ξαναντικρίσω. Αυτόν το χρόνο εύχομαι να ξαναρθήτε πίσω.» Σαν έρθει, μάνα, Πασχαλιά κι έρθουν γιορτές μεγάλες, Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, πως λέει ο θείος νόμος, βάζω την κάρτα την παλιά ανάμεσα στις άλλες και λέω πως την έφερε κι αυτήν ο ταχυδρόμος. ΤΟ ΜΝΗΜΑ ΜΟΥ Διαβάτη που περαστικός το μνήμα μου αντικρίζεις και το θωρείς στοχαστικός, με δέος το ατενίζεις, στάσου και σκέψου μια στιγμή και κρίνε τη ζωή σου και δες απ’ τα εγκόσμια σαν τι παίρνεις μαζί σου. Όσο μπροστά του στέκεσαι την ανθρωπιά αγγίζεις, μα σαν τα νώτα του διαβείς, την πλάτη της γυρίζεις. Μ’ αυτό που τώρα ένιωσες, αγάπη και συμπόνια, κράτα το, σφίξτο στην καρδιά στα υπόλοιπά σου χρόνια. Βγες πια απ’ το απίθμενο της ύλης σου το έλος. Ζήσε μ’ αγάπη κι ανθρωπιά, γιατί, ιδού το τέλος. ΤΟ ΓΕΡΟΝΤΑΚΙ Πέρα στου χωριού την άκρη, στο μικρό καφενεδάκι, έφτασε απ’ της γης τα μάκρη άγνωστο ένα γεροντάκι. Ένας απ’ τους χωριανούς του, που ίσως άκουσε γι’ αυτό, σ’ έναν απ‘ τους διπλανούς του λέει σε τόνο βιαστικό. «Πιάσε, φίλε, μια καρέκλα. Δώσ’ στο γέρο να καθίσει. Φώναξε στην κυρα-Θέκλα ένα μέτριο να ψήσει . . . Να, σ’ αυτό το τραπεζάκι, κει στη γέρικη μηλιά . . . Φέρε μας κι ένα ουζάκι, μια σαρδέλα, μια ελιά . . .


88

Μια ζωή λείπει ο γέρος σ’ άλλα μέρη μακρινά. Στο δικό του όμως μέρος τώρα γύρισε ξανά. Έλειπε τριάντα χρόνους. Είν’ ο Κώστας του Καρπή. Για της ξενιτιάς τους πόνους, τα φαρμάκια θα μας πει». Με τα μάτια βουρκωμένα χαιρετά τους χωριανούς του. Μα σε χρόνια ξεχασμένα γοργοτρέχει πίσω ο νους του. Δεν μπορεί να τους γνωρίσει κι είν’ η λύπη του τρανή. Προσπαθεί να ξεχωρίσει καμιά γνώριμη φωνή. Να ο πλάτανος, η βρύση, το σχολειό, η εκκλησιά . . . Όλα όπως τά ‘χε αφήσει, πριν να πάει στην ξενιτιά. Μόν’ τα πρόσωπα αλλάξαν. Άγνωστοι οι χωριανοί. Πόσα όνειρα βουλιάξαν εκεί στη γη τη μακρινή! Τα γνωστά θυμάται μέρη. «Πού ‘ναι οι χωριανοί μου»; λέει. Με τρεμάμενο το χέρι πίνει τον καφέ και κλαίει.

(Το ποίημα αυτό γράφτηκε για τον αξέχαστο φίλο μου Τάκη Μακρή και απαγγέλθηκε στην κηδεία του στις 16 – 12 – 80.) ΣΤΟΝ ΑΞΕΧΑΣΤΟ ΦΙΛΟ ΜΟΥ ΤΑΚΗ Φίλε πιστέ και καρδιακέ, που σήμερα μισεύεις,


89

σαν τι τραγούδι να σου πω, πώς να σε χαιρετίσω; Με τι κουράγιο και καρδιά να σε ξεπροβοδίσω; Και πώς να βρω στη θλίψη μου τα λόγια που σου πρέπουν; Ποια απ’ τις τόσες χάρες σου πρώτη να αναφέρω; Στο αιώνιο ταξίδι σου, σαν τι να σου προσφέρω; Πριν χρόνια ανταμώσαμε στης ξενιτιάς τις στράτες, γεμάτοι πόθους κι όνειρα, ακούραστοι διαβάτες. Τα βλέμματα και οι καρδιές διπλοσυναντηθήκαν, ζεστά τα χέρια δώσανε και φιλικά δεθήκαν. Κι ήσουν ο πρώτος φίλος μου που έκανα στα ξένα. Φίλος τρανός κι ατίμητος, φίλος πιστός για μένα. Ειλικρινής μες στη ζωή, τίμιος στη βιοπάλη. Στο πρόσωπό σου έλαμπαν τα ψυχικά σου κάλλη. Το ήθος σου κι η λογική φέγγαν στο πέρασμά σου και η ψυχή σου άστραφτε. Καθάρια η ματιά σου. Πάνω σ’ ατράνταχτες αρχές στήριξες τα παιδιά σου, γι’ αυτό κι εκείνα θα τιμούν επάξια τ’ όνομά σου. Τις τόσες σου τις αρετές, την πλούσια ψυχή σου, θε να θυμούνται πάντοτε οι φίλοι κι οι γνωστοί σου. Η καλοσύνη σου έλαμπε, ανθόσπαρτη κοιλάδα και ζούσε ολοζώντανη μες στην καρδιά σου η Ελλάδα. Η ξενιτιά σε ζήλεψε. Κι η κρύα η καρδιά της να σε κρατήσει πάσχισε παντοτινά κοντά της. Κι είπε στο Χάρο φθονερά, καρτέρι να σου στήσει και βιαστικά και πρόωρα τα μάτια σου να κλείσει. Στη μακρινή πατρίδα σου, στον τόπο, στο χωριό σου, την ώρα αυτή τα σήμαντρα θρηνούνε το χαμό σου. Κι είναι το κλάμα τους πικρό κι αντιλαλεί πνιγμένο στα πλάγια και στις λαγκαδιές, στο κύμα το θλιμμένο. Να μάθουν οι ακρογιαλιές, που έπαιζες παιδάκι, για να σε περιμένουνε μόνο σαν αεράκι. Θρηνούμε όλοι σήμερα, Τάκη, το μισεμό σου. Η μάνα σου, η γυναίκα σου, οι κόρες, ο αδελφός σου, οι αδελφές σου και οι δυο κι οι συγγενείς και φίλοι, είμαστε ‘δω τριγύρω σου και με θλιμμένα χείλη λέμε για σένα προσευχή, τραγούδι, κατευόδιο. Λιβάνι καίμε και κερί. Φτωχό για σένα ξόδιο. Το δάκρυ και το κλάμα μας στεφάνι στη θανή σου κι οι προσευχές των φίλων σου, αίνος για την ψυχή σου. Το χώμα που σε καρτερεί, ανάλαφρο να γίνει κι η μνήμη σου παντοτινή κι αιώνια να μείνει.


90

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

«Εάν ο άνθρωπος θέλει τα όνειρά του να βγουν αληθινά, καλύτερα να ξυπνήσει απ’ τον ύπνο.»


91

ΓΝΩΜΕΣ ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΕΣ


92

ΓΙΑ ΤΗ ΦΙΛΙΑ Ο πραγματικός σου φίλος, με αγάπη αληθινή, πιο πολύ αξίζει απ’ όσα ξάδερφός σου στη βουλή. Η πραγματική φιλία, σε σωστή αναλογία, τις καρδιές απαλοδένει και ενώνει τους ανθρώπους. Στις ψυχές όπου φωλιάζει δίνει ελπίδα, ευλογία. Χωρίς νόμους κυβερνάει, με δικούς της πάντα τρόπους. Είπαν στον Αριστοτέλη να τους πει σαν πώς την θέλει την πραγματική φιλία. Και αυτός με ευκολία διατύπωσε ευχή: «Δυο καρδιές με μια ψυχή.» ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΟΛΜΗ ΚΑΙ ΤΗ ΛΟΓΙΚΗ Ο άτολμος από μακριά την ευτυχία βλέπει, μα ο τολμηρός πάει κοντά και τους καρπούς της δρέπει. Η γνώση και η μάθηση λαούς εξημερώνουν. Τόλμη όμως κι απόφαση ηγέτες αντρειώνουν. ΤΙ ΛΕΝΕ ΚΑΙ ΤΙ ΚΑΝΟΥΝ Όλοι λένε πως προβλέπουν σαν τι πρόκειται να γίνει, μαι οι πιο πολλοί δεν βλέπουν ούτε αυτά που έχουν γίνει. Πολλοί τό ‘χουν σαν πρόγραμμα πρώτα να ενεργούνε, μετά κάθονται σκέφτονται, τι έκαμαν να δούνε.


93

Και ή διορθώνουν ακριβά ‘π’ τα λάθη όσα μπορούνε ή την υπόλοιπη ζωή με τύψεις την περνούνε. Όταν κυνηγούνε τίγρη το καλούν τιγροθηρία. Μ’ αν τους κυνηγά εκείνη το καλούν θηριωδία. Σήμερα κάθε ανόητος εύκολα κατακρίνει και ο ντουνιάς στις μέρες μας μπόλικους τέτοιους δίνει. ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ Όταν ο κόσμος σκοπτικά για σένανε μιλάει κι όταν για το ταλέντο σου αδιάκοπα γελάει, νά ‘σαι πολύ περήφανος αν είσαι κωμικός. Μα βρες μια τίμια δουλειά αν είσαι πολιτικός. Το κάθε κόμμα υπόσχεται να φέρει αλλαγές, μα στην ουσία μάχεται να πάρει τις εκλογές. ΓΙΑ ΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ Μες στο ντουνιά, μες στη ζωή, σ’ όλη την οικουμένη, το πιο ακριβό απόχτημα φτωχού ή πλούσιου άντρα είναι γυναίκα όμορφη, σεμνή και μετρημένη, πού ‘χει καρδιά ανθόκηπο και λογική για μάντρα. Δέκα άντρες χτίζουνε μαζί μία οικία. Μα μια γυναίκα μοναχά την κάνει κατοικία. Ίσως δύνασαι να ελέγξεις τη γυναίκα, το κρασί. Μ’ αν τα δυο μαζί τα μπλέξεις, τότε χάθηκες εσύ.


94

ΓΙΑ ΤΟ ΧΡΗΜΑ Όποιος νομίζει ότι μπορεί το παν να πράξει με το χρήμα, αυτός πραγματικά μπορεί το παν να πράξει για το χρήμα. Όταν προχωρεί το χρήμα, κάθε πόρτα κλειδωμένη, ξεκλειδώνει παραχρήμα και ορθάνοιχτη απομένει. Δρόμοι αν τύχουνε κλεισμένοι τους ανοίγει ο παράς. Ποιος τον έχει πλούσιος μένει και ποιος όχι, φουκαράς. ΔΙΑΦΟΡΑ Όποιος νομίζει σφαλερά πως είν’ λευτερωμένος, αυτός είναι πραγματικά στ’ αλήθεια σκλαβωμένος. **** Το μικρό χλωρό κλωνάρι στους βοριάδες δεν τσακίζει. Πάντα βγαίνει παλικάρι, γιατί ξέρει να λυγίζει. **** Της καλοσύνης τη μορφή και ο τυφλός τη βλέπει. Τα βήματά της κι ο κουφός καμπανιστά τ’ ακούει. Κι ο άλαλος τη γλώσσα της ξεκάθαρα μιλάει. Μόνο ο κάθε ‘’άγιος’’ τη βλέπει και γελάει. **** Κάθε πειρασμός μας είναι και μια πλήρης δοκιμή. Μας μετρά το χαρακτήρα, την ψυχή, τη λογική. ****


95

Τα λάθη, τα παθήματα, χωρίς κακίας δόση, μας γίνονται μαθήματα, μας βάζουνε και γνώση **** Οι πλούσιοι και οι φτωχοί στον Άδη συναντούνται. Παρ’ ότι ζουν μαζί στη γη, τελείως αγνοούνται. *** Η Ηθική ελεύθερη δεν ζει στην Εξουσία, ακόμα κι αν η δεύτερη λέει πως είν’ οσία. **** Κακής συνήθειας δεσμά είν’ στην αρχή αιθέρια. Μα σαν σε δέσουνε γερά, κόβουνε σα μαχαίρια. **** Η σουπιά μελάνη αφήνει όταν θέλει να κρυφτεί. Μα πού βρίσκεται προδίνει δίχως να καλοσκεφτεί. **** Ποίηση, σοφία, τέχνη και μαζί και το τραγούδι, είναι τα φτερά, τα μάτια, είναι άυλο σχολείο. Την ψυχή μας ανηψώνουν, την ανοίγουν σα λουλούδι και μας κάνουνε να δούμε κάποιο αιθέριο μεγαλείο. **** Χοντροκομμένα λόγια σου αντί να πελεκήσεις,


96

πελέκησε τη γλώσσα σου προτού τα ξεστομίσεις. **** Η ανέχεια κι η φτώχεια των αδύνατων εμπόδιο στης ζωής το μονοπάτι., είν’ για λίγους βοσκοτόπια. Είν’ των πλούσιων εφόδιο και ανόδου σκαλοπάτι. **** Μέσα σε τούτον το ντουνιά, σ’ αυτήν την κοινωνία, αν ο καθένας είχαμε φτωχό το γείτονά μας, το φθόνο δε θα ξέραμε και την αλαζονεία και θά ‘μασταν χαρούμενοι με τα υπάρχοντά μας. **** Αν θες να ζήσεις δυο φορές, ζήσε την πρώτη μ’ αρετές. Κι αν θες όνομα αθάνατο, θανάτωσε το θάνατο. **** Μες στα έγκατα της γνώσης η χρυσόπετρα είν’ θαμμένη κι ο καλός μεταλλωρύχος κατεβαίνει και την παίρνει. **** Η θεωρία δίνει ελπίδα και η πείρα σιγουριά κι η προσπάθεια σαν αχτίδα δίνει στα όνειρα θωριά. **** Με ανώτερο στη γνώση ουδέποτε να λογοφέρνεις, γιατί, αντί για ύψος, πτώση στ’ άτομό σου γοργοφέρνεις. ****


97

Αν έχεις πλούτο, λογική, δύναμη και συμπόνια, εσύ θα ζήσεις μια φορά, μα τ’ όνομά σου αιώνια. **** Η ζωή κι η επιστήμη τίποτα δε σου χρωστά, όταν σύνεση και τόλμη προχωρούν μαζί μπροστά. **** Όσο και μικρό κι αν είναι ένα δώρο που δωρίζεις, θα το μεγαλώσει η αγάπη, αν μ’ αγάπη το χαρίζεις. **** Κάθε πράξη και σπουδή της καρδιάς μας κρούει χορδή· που άλλοτε γλυκά ευφραίνει κι άλλοτε μας ξεκουφαίνει. **** Όσα θαρρείς πως δύνασαι για πάντα να τα χάσεις, τόσα μονάχα δάνειζε κι ουδέποτε θα χάσεις. **** Άμα θέλω αγνοώ το τι λεν για μένα άλλοι. Το τι λέω όμως εγώ μου ζαλίζει το κεφάλι. **** Η πείρα είναι ευλογημένη μα ακριβοπληρωμένη· γιατί το κάθε πάθημα δαπανηρό είναι μάθημα.


98

**** Στενοχώρια είναι ο τόκος για αναποδιές μας τόσες, που ανεξόφλητες ακόμα τις πληρώνουμε με δόσεις. **** Έσο αγαπητός σε όλους, προσιτός στους πιο πολλούς, πιο κλειστός σε μερικούς. Κάνε φίλο αν θέλεις ένα, μα εχθρό σου ούτε ένα. **** Ο χρόνος φεύγει γρήγορα και χάνεται μακριά μου κι αυτή η στιγμή που σας μιλώ χάθηκε από κοντά μου. **** Η άπονη η πρόοδος σήμερα μας μαθαίνει ολομπροστά να τρέχουμε και μ’ ό,τι όλοι κατέχουμε, ουδέποτε να είμαστε ικανοποιημένοι. ****


99

ΠΟΝΤΙΑΚΟ Τρανόν Εγγλέζικον παμπόρ’ έρθεν σην παραλία, τα παλικάρια μουν’ α παίρνει μακράν σην Αυστραλίαν. Μαύρον – μαύρον το παμπόρ’ κι ο καπετάνον σ’ άσπρα, τα παλικάρια μουν’ α πάει εκεί που χάνται τ’ άστρα. Τέρεν αφκά, αφκά τέρεν, τέρεν σην παραλία, παιδία εμαζόχτανε ασ’ ούλια τα χωρία. Τα παλικάρια έρθανε σην παραλίαν ούλα, μπαίν’ νε κι εξαφανίσκουνται ση παμπορί τη γούλα. Ο Γιούραν ο κεμεντζετζήν, με το γλυκόν λαλόπον κι αβούτος α μεταναστεύκει κι αφήν’ οπίσ’ καρδόπον. Την κεμεντζέν σο σέρινατ κρατεί με τα χαρτία, α κρούει ατο πέσ’ σο παμπόρ, χορεύνε τα παιδία. Ο Μήμης φεύ’ τη μυλωνά κι ο γιον τη γιαουρτσάβας, ο Μπάμπης τη Μπαλωματή κι ο Χάρην τη Χαντζιάβας. Χαντζιάβα άλλον κι δουλεύκει, χαντζιαβικήν κε φτάει, δολάρια ονειρεύκεται και λάσκεται και πάει. Ο Παντελήν πε πώληνεν πέσ’ σο παζάρ’ πιπέρια κι ατός ση μετανάστευσης εγράφεν τα τεφτέρια. Κι ο Νίκον ο γραμματικόν εφέκεν το κοντύλ’ νατ, το πασαπόρτ’ κι ατός κρατεί και σαιρετάει τον κύρνατ. Κι ο Κώτσιον α σο Κουλουκούρ’ κι ατός κρατεί βαλίτσαν τα πρόβατα εφέκε ατα και τσάκωσεν την κλίτσαν. Κι ο Λάζαρον ο καφετζήν πε ποίνεν τα καϊβέδας κι ατός διαβαίνει πλαν και κα, χάρτσεν τα βερεσέδας. Κι ο Συμεών πε κράτηνε βούδια αμόν πετσία, θα γίνει, λέει, δέσκαλον σο ξένον καλατσία. Κι ο απρομάλλτ’ ς ο γέρονταν πε πώλνε τα χαμψία κι ατός ση μετανάστευσην εδέκεν δύο ψύα. Η μάχαλα ευκαίρωσεν, εχάθαν τα παιδία,


100

εχάθε ο Γιάννες ο ψηλόν πε πώλνεν τα ναλία. Κι απέσ’ σα καπνομάγαζα φκαιρώθαν τα χαβάνια, τ’ αφεντικά κι ξέρν’ ντα φταν, στέκνε αμόν χαϊβάνια. Και α σην παραθύρα οπίσ’ κλαίει ένα κορτσόπον, εξέγγεν τα μαλλία νατ, τσέρτσεν το φιστανόπον. Κι ο Λεωνίδαν τη Λολής, π’ εφτάει τα πασαπόρια ατόν κεν άλλο εφτεχού, εγομώθεν παγκανότια. Τη Φώτ’ το ξυγαλάδικον, τη Μπάμπη το κουρείο εφκαίρωσεν κι εντάμωσεν κι εποίκεν πρακτορείον. Ο άπορον ο Περικλήν με τα φτενά σερόπα ατώρα αμόν τον κόκορα α στέκ’ πέσ’ σα κορτσόπα. Σήβε ο παπάν πέσ’ σο παμπόρ’ α δίγει παρηγορία, πέντε κουβέντας πατρικά είπεν α σα παιδία. «Η ξενιτέα εν έμορφον, μον κόκκινο μηλόπον απ’ οξιουκά είναι γλυκόν, απές’ έσ’ φαρμακόπον. Παιδία πάτε χάστουνε ση κόσμονος την άκραν πυκνά μαλλία έσετε, κλώσκεστε με φαλάκραν. Η χώρα που διαβαίνετε ας εν ευλογημέντσα. Γαρήν οπίσ’ αν ‘φήνετε, α λέπω την καημέντσα.» Κι α σο τρανόν συγκίνησιν τα παλικάρια ούλα έρπαξαν τα χουλιάρια τουν κι ερούξαν σα φασούλια. Κι η γαία η Μάρθα που κρατεί σο σέρνατ ‘ς μαντιλόπον τα μάτια νατς εσπόγγισε κι εδέκεν συμβουλόπον. «Παιδία όπου κι αν είστουνε τιδέν να μην ξεχνάτε, λάχανα ν’ αγοράζετε και στίπας να εφτάτε.»


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.